Текст
                    Κ. ΛΟΓΟΘΕΤΗ
БОЛЬШОЙ
РУССКО-ГРЕЧЕСКИЙ
СЛОВАРЬ
ΜΕΓΑΛΟ
Ρ ΩΣ Ο-ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ
74.000 ΛΕΞΕΙΣ
Α-0
ΑΘΗΝΑ
1987


ντίτυπο έχει την υπογραφή και τη υ συγγραφέα. Κωνσταντίνος Γρ. Λογοθέτη* ус εκδότη 29, Χολαρϊ Τη\. 65 13 476 >упкН1 έκίοσης Κ. Λογοθέτη 0ίππου 29, Χολαργός 1.65.13.476
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ρωσο-ελληνικά λεξικά, απ1 ό,τι γνωρίζω, έχουν'εκδοθεί απο το 1951 μέχρι σήμερα τέσσερα: του Παπαδάτου με 20.000 λέξεις,της Ιωαννίδη με 40.000 λέξεις, του Σάλνοφ με 10.000 λέξεις και ένα τέταρτο του Τσέρστβι, στρατιωτικών και τεχνικών бρων, με 13-500 ρωσικές λέξεις.Ολα και το καθένα τους χωριστά για τον καιρό τους ήταν καλά και ανταποκρίνονταν στις τότε α- απαιτήσεις των αναγνωστών. Ομως, γενικά και συνεχώς, οι απαιτήσεις στην κοινωνική ζωή αυξαί- νουν. Ετσι αυξαίνουν και οι απαιτήσεις για ένα πλήρες, σύγχρονο και πλούσιο ρωσο-ελληνικό λεξικό με πολύ μεγαλύτερο αριθμό λέξεων και μέ όλες τους τις σημασίες. Τα πλαίσια μέσα στα οποία κινήθηκα για τη σύνταξη του λεξικού δεν ήταν δεδομένα. Το μέγεθος αυτών το καθόρισα μόνος μου, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των αναγνωστών. Η πείρα με δίδαξε να γνωρίσω καλά τι είδους λεξικό θέλει και τι χρειάζεται ο αναγνώστης ή ο μεταφραστής για να ξεπεράσουν ορισμένες δυσκολίες στο έργο τους, κυρίως, λέξεων και σημασιών αυτών. 0 καθένας μας έχει δοκιμάσει, πόσο μεγάλη σπαζοκεφαλιά φέρει μια μικρή λέξη. Και τότε η -μόνη διέξο- διέξοδος είναι η προσφυγή στο λεξικό. Και αν βρεθεί η ζητούμενη λέξη ή κάποια σημασία αυτής ή άλλης λέξης, τότε ο προσφυγών κλείνει το λεξικό του ικανοποιημένος και ξαλαφρωμένος, γιατί βρήκε εκείνο, που αναζητούσε. Και απ' εδώ ακόμα φαίνεται πόσο αναγκαία είναι η ύπαρξη ε- ενός λεπτομερούς λεξικού. Πριν προχωρήσω στην εργασία μου, έπρεπε να επιλέξω τη βάση πάνω στην οποία θα τη στηρί- στηρίξω. Κατέληξα στο τετράτομο ερμηνευτικό λεξικό της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Ετσι συ- συμπεριέλαβα, σχεδόν, όλα τα λήμματα του λεξικού αυτού, εκτός των ονομασιών ενός αριθμού κα- κατοίκων λαοτήτων καθώς και μερικών άλλων λέξεων, τις οποίες έκρινα ότι δε θα τις συναντήσει ο αναγνώστης. Κατά ελάχιστο μέρος μπήκαν στο λεξικό και λέξεις απο άλλα λεξικά επιφανών ρώσων λεξικογράφων. Εκτός απο τη βοήθεια που μου έδοσαν τα ρωσικά και ελληνικά λεξικά, πολύ συνετέλεσε να ευοδωθεί το έργο και άλλοι παράγοντες, όπως οι αποκτημένες μου γνώσεις απο τη Σχολή φιλο- φιλολογίας και ρωσικής γλώσσας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου της Τασκένδης A951 - 1955), η ει- κοσιοχτάχρονη παραμονή μου στη Σοβιετική Ενωση, η γνώση της γαλλικής γλώσσας κ. άλ. Τον ελληνικό και ρωσικό λαό τους συνδέουν παραδοσιακοί πολιτιστικοί και αγωνιστικοί δε- δεσμοί. Δεν τους αναφέρω, γιατί αυτοί είναι πασίγνωστοι. Αρκούμαι μονό να υπενθυμίσω τα δυο θεσσαλονικιώτικα αδέρφια-επιστήμονες Κύριλλο και Μεθόδιο, των οποίων η συνεισφορά στη δι- διαμόρφωση της σλαβικής γλώσσας είναι τεράστια. Και όσο πάμε προς τα πίσω χρονικά, τόσο με- μεγαλύτερες και περισσότερες ομοιότητες θα συναντήσομε με την ελληνική βυζαντινή γλώσσα. Το δε αλφάβητο, που αυτοί έκαναν για τους Σλάβους, φέρει το όνομα Κυρίλλιτσα (Кириллица). Οι παραδοσιακοί δεσμοί φιλίας έχουν σαν επακόλουθο την ανάπτυξη των καλών σχέ'σεων ανά- ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σοβιετική Ενωση. Αυτό" με*τη σειρά του γεννά και το όλο αυξανόμενο ενδιαφέρο 'των Ελλήνων και Ελληνίδων για την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας. Κι έτσι γίνεται πια επιταχτική η ανάγκη της έκδοσης ενός ολοκληρωμένου λεξικού. Η εργασία έγινε στη δημοτική γλώσσα, σύμφωνα με την τελευταία μεταρρύθμιση και με το μο- μονοτονικό σύστημα. Περιέχει 74.000 λέξεις με όλες τις σημασίες, που δίνουν τα παραπάνω μνη- μνημονευόμενα λεξικά. Στην αρχή του 1ου τόμου και μετά τον πρόλογο δίνονται οι συντομογραφί- συντομογραφίες. Ακολουθούν οι οδηγίες χρήσης 4αι σε συνέχεια η βιβλιογραφία < που χρησιμοποίησα. Στο τέ- τέλος του 2°" τόμου δίνεται συνοπττιτή γραμματική με τις ανωμαλίες των μερών του λόγου· με- ρΐκές ανωμαλίες δίνονται μέσα στο λεξικό, αμέσως μετά το λήμμα (η ζωηρή αρχική.ρωσική λέ- λέξη). Μετά υπάρχει κατάλογος όλων των ρημάτων διαρκείας .και των αντίστοιχων ρημάτων στιγ- στιγμιαίων. Αυτό έγινε, γιατί το θέλησαν μεταφραστές, δάσκαλοι και μαθητές της ρωσικής γλώσ- γλώσσας. Ακολουθεί ευρετήριο δύσκολων λέξεων, που συναντούμε στο κείμενο, κυρίως ρημάτων, ου- ουσιαστικών, επιθέτων και αντωνυμιών, όπου η ανωμαλία είναι μεγάλη και κάποτε ασύλληπτη. Σε συνέχεια νπάρχει πίνακας των κυριότερων αρκτικόλεξων. Τελευταία δίνεται πίνακας των κυρι- κυριότερων γεωγραφικών ονομασιών. Παρακαλώ τους αγαπητούς χρήστες τούτου του λεξικού, να στείλουν τις κρίσεις τους, παρα- παρατηρήσεις, προτάσεις και ό,τι άλλο στη διεύθυνση: οδός Ξανθίππου 29, Χολαργός, Αθήνα. Στο τηλ. 6513476. Κ. Λ.
συντομογραφίες α,- αρσενικό αερπ.- αεροπορία αθλτ,- αθλητισμός αθρσ,- αθροιστική λέξη αιτ.- αιτιατική πτώση άκλ.- άκλιτη λέξη αμ.- αμετάβατο ρήμα ανατ.- ανατομία αναφ.- αναφορική(αντωνυμία) αόρ.- αόριστη(αντωνυμία) απλ,- απλολογιά απρόσ.- απρόσωπο ρήμα αριθμ.- αριθμητικό αντων,- αντωνυμία αρχτ,- αρχιτεκτονική αστρν.- αστρονομία βιολ.- βιολογία βλ,- βλέπε βοτ,- βοτανική βρ:- βραχύ (επίθετο ή μετοχή) γεν,- γενική πτώση γεωγρ,- γεωγραφία γεωλ.- γεωλογία γεωμτ,- γεωμετρία γεωΐί,- γεωπονία γλωσ.- γλωσσολογία γραμμ.- γραμματική δ,- διαρκείας διαλκ,- διαλεκτική λέξη διπλμ.-διπλωματική λέξη δοτ,- δοτική πτώση ειρν,- ειρωνική σημασία εκκλσ.-εκκλησιαστική λέξη ενεργ. φ,— ενεργητική φωνή ενκ.-ενικός αριθμός ενστ,- ενεστώτας επ,- επίθετο επίρ.- επίρρημα επιστ.-επιστημονική λέξη επιφ,- επιφώνημα ερωτ,- ερωτηματικός ζωγρ,- ζωγραφική ηλεκτρ.- ηλεκτροτεχνική '·.- θηλυκό γένος θεατρ,- θεατρικός όρος θρησκ.- θρησκεία ιατρ,- ιατρική κ.- και κ. άλ.- και άλλα κατηγ,- κατηγόρημα κλπ.- και λοιπά ΐι.τ,τ.-και τα τέτια. κυνηγ,- κυνηγετική λέξη κυρλξ.- κυριολεξία λ.- λέξη λκ.- λα'ϊκή λογ.- λογική λογισ.- λογιστική μ.- μεταβατικό (ρήμα) μαγρ.- μαγειρική μαθ.- μαθηματικά μέλ.- μέλλοντας μουσ.- μουσική μτφ,- μεταφορικά μτχ,- μετοχή ναυτ.- ναυτική (λέξη) νομ.- νομικός όρος οικον.- οικονομία οργν.- οργανική (πτώση) ορυκτ,- ορυκτολογία, ουδ.- ουδέτερο (γένος) ουσ,- ουσιαστικό παθ. παθητική (μετοχή ή φωνή) παρλ,- παρελθών (χρόνος), παρμ,- παροιμία παρνθ. λ,- παρενθετική λέξη περιφρ.- περιφρονητικά πλθ,- πληθυντικός (αριθμός) προεπν,- προεπαναστατικά πρόθ.— πρόθεση προθτ.- προθετική (πτώση) προστκ.- προστακτική προφ.- προφορικός πτ.- πτώση (γραμματική) π. χ.- παραδείγματος χάρη р.- ρήμα ρ.δ,- ρήμα διαρκείας ρ.σ,- ρήμα στιγμιαίο ρ.δ.κ.σ.- ρήμα διαρκείας και στιγμιαίο σ.- στιγμιαίο (ρήμα) σημ.- σημασία στρατ.- στρατιωτικός όρος ^συγκρ. β.- συγκριτικός βαθμός συμπλκ,- συμπλεκτικός (σύνδεσμος) σύνδ.- σύνδεσμος, τυπγρ.- τυπογραφικός όρος τέχ.- τεχνική υβρ,- υβριστική λέξη υπερθ,- υπερθετικός (βαθμός) υποκορ.- υποκοριστικό υψ. υψηλό (ύφος) φ,- φωνή (γραμματική) φιλγ.- φιλολογία φιλσ.- φιλοσοφία φυσ.- φυσική φωτογρ,- φωτογραφική χα'ϊδ.- χαϊδευτική λέξη χαρτπ,- χαρτοπαίγνιο χημ.- χημεία χλευ. χλευαστική λέξη χρ.- χρόνος χυδλ.- χυδαιολογία ψυχλ,- ψυχολογία
ΟΔΗΓΙΕΣ Ι ϊ Η Σ Η Σ βεωρώ ωφέλιμο να συστήσω στους χρήστες τούτου του λεξικού, να γνωριστούν πρώτα καλά με τις παρακάτω σύντομες οδηγίες. Το λεξικό περιλαβαίνει το λεξιλόγιο της ρωσικής γλώσσας απο την αρχή του 19ου αι. μέχρι τις μέρες μας στους τομείς της λογοτεχνίας, όημοσιογρασίας, επιστημών και εν μέρει των τε- τεχνών. Δε συμπεριλαβαίνονται: α) μερικές λέξεις, οι οποίες πάλιωσαν και σήμερα πια δε χρη- χρησιμοποιούνται, εκτός, βεβαία, αυτών που περιέχονται στη λογοτεχνία του 19ου αι. β) Οι δια- διαλεκτικές λέξεις, εκτός αυτών, που περιέχονται στα λογοτεχνικά έργα. γ) Ασεμνες λέξεις, δ) Ειδικές λέξεις, κυρίως επιστημών και τεχνών, ε) Παράγωγα λέξεων, τα οποία σχηματίζονται εύκολα και η σημασία τους είναι ευκολονόητη, όπως είναι τα μεγεθυντικά, τα υποκοριστικά, τα χαϊδευτικά κ. άλ. С) Επιρρήματα σε СКИ: автоматически αυτόματα. Επίσης επιρρήματα σε -СКИ, -ЬИ με το πρόθεμα ПО-π. χ. П0-Лн5дски, ПС-МедвёжЬИ ανθρωπινά, όπως οι άνθρωποι· αρ- κουδιάρικα, όπως η αρκούδα. Αλλα επιρρήματα, που σχηματίστηκαν απο επίθετα στη δοτική πτώ- πτώση του ενικού αριθμού και με το πρόθεμα ПО-, π.χ. ПО-ХОрОШему, ПО-прёжнему к. άλ. Η σύνθεση του λεξικού. 1. Τα λήμματα στο λεξιΗό· είναι διαθετημένα κατά αλφαβητική σειρά. 2. Οπου υπάρχουν δυο τόνοι στην ίδια λέξη, σημαίνει ότι αυτή χρησιμοποιείται και με τον ένα τονισμό, καθώς και με τον άλλον. 3.Οι ομώνυμες λέξεις δίνονται ξεχωριστά, σε ιδιαίτερο λη'μμα на ι με ένα αριθμό μικρού μεγέθους: месяц1(μήνας) και месяц2 (φεγγάρ ι), · лук1 (κρεμμύ- (κρεμμύδι) και. лук2 τόξο (όπλο). 4. Στα επιρρήματα σε Ю και σε -е δίνεται σ' αυτό και δεύτερη σημασία, όταν αυτό χρησιμοποιείται σαν κατηγορούμενο στο περιφραστικό κατηγόρημα. 5. Δί- Δίνονται επίσης όλα τα προθέματα με όλες τις σημασίες, τα οποία συνισ.τώ να προσεχτούν ιδι- ιδιαίτερα, γιατί εκεί θα φανούν οι παραλλαγές και αποχρώσεις, τις οποίες ποοσδίνουν στις λέ«- ξεις, π. χ. В... ВХОДИТЬ εις.... εισέρχομαι· ВЫ... ВЫХОДИТЬ εκ... εξ.... εξέρχομαι* пред... Предложение προ... πρόταση κ. άλ. 6. 0 συγκριτικός· και υπερθετικός βαθμός των επιθέτων, δίνονται, αν παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα, στο θετικό βαθμό του επιθέτου: проще βλ. Простой, сладчайший βλ. сладкий. 7. Το σημάδι-περισπωμένη (-) δηλώνει: α) επα- επανάληψη του ΐλήμματος. β) επανάληψη της ρίζας του λήμματος ή αμέσως προηγούμενης λέξης, κυ- κυρίως, ρωσικής και σπανιότερα ελληνικής. Η διάρθρωση του λήμματος. Αμέσως μετά το λήμμα δίνονται οι καταλήξεις των κλιτών μερών του λόγου. Αν δεν παρουσιάζουν δυσκολία στην κλίση, τότε δίνεται μόνο η κατάληξη στη γε- γενική πτώση,π.χ. α) για τα ουσιαστικά: стол, -а, α., комната, -Ы,'вм.яЙЦО, ~а. ουδ. Οταν πα-·· ρουσιάζουν ιδιαιτερότητες ή ανωμαλίες στην κλίση, τότε δίνονται περισσότερες καταλήξεις, π. χ. το ουσιαστικό Дверь, -И, προθτ. о -и, В -Й, πλθ. -и, -ей, οργν. -рями к. -рьмй θ.,· телёнок, -нка, πλθ.-лита, ~лят а., гражданин, -а, πλθ. граждане, -дан а., село, -а, πλθ'.- сёла ουδ., поле, -Я, πλθ. ~Я ουδ. β) για τα επίθετα, επίσης, δε δίνονται οι καταλήξεις του θηλυκού και ουδέτερου γένους, γιατί αυτά σχηματίζονται εύκολα με τον γενικό κανόνα. Δίνονται μόνο, όταν αυτά έχουν μαλακή κατάληξη, π. χ. Осенний, -ЯЯ, -ее, Малолетний, -ЯЯ, -ее. Για τα επίθετα, που έχουν και βραχεία μορφή αναγράφεται η συντομογραφία - βρ: π.χ, высокий επ. βρ: -сок, -сока, -соко και -соко, -соки και -соки; выше; высший και высо- высочайший. То ίδιο γίνεται και με τις αντωνυμίες: таковой, βρ: таков, -а, -6. γ) στα ρήματα δε δίνονται οι καταλήξεις όλων αυτών, τα οποία σχηματίζονται εύκολα κατά το γενικό κανό- κανόνα. Οταν όμως κλίνονται ανώμαλα, τότε αυτές δίνονται με τη σειρά ως εξής: Извлечь, -еку, -ечёшь, екут, παρλθ. χρ. игзлёк, -екла, -екло, μτχ. παρλθ. χρ. извлёкший,, παθ.μτχ, παρλθ. χρ. извлечённый. βρ} ~чён, -чена, -чено р.σ.μ. (η μορφή του ρήματος διαρκείας ή στιγμιαί- στιγμιαίας δίνεται, βασικά, μετά τα γραμματικά στοιχεία). 0 σχηματισμός της παθ. φωνής γίνεται με την προσθήκη, στο τέλος του ρήματος της ενεργητικής φωνής, των μορίων СЯ, СЬ: обнимать - обниматься, строить - строиться, умывать - умываться, нести - нестись, спасти - спастись. Τα μόρια СЯ και СЬ αντιστοιχούν με τα ελληνικά ομαι και ιέμαι· συγκρίνετε: МЫТЬ πλύνω, МЫТЬСЯ πλύνομαι. Μετά τα γραμματικά στοιχεία ακολουθούν οι σημασίες αριθμητικά ή με το σημείο II. Μετά τη σημασία, πολύ συχνά, ακολουθεί ένα ή και περισσότερα παραδείγματα με α- απόδοση στα ελληνικά. Αυτό γίνεται για την καλύτερη κατανόηση και την εμπέδωση της σημασί- σημασίας του λήμματος. Ακολουθούν οι εκφράσεις (εκφρ.), με θέση στο τέλος του λήμματος. Αν μια έκφραση δεν υπάρχει σ'αυτό το λήμμα, τότε θα πρέπει να την αναζητήσομε στις εκφράσεις άλ- άλλου λήμματος απο την ίδια έκφραση, π. χ. стереть С ЛИЦО земли. Αν αυτή η έκφραση δεν υπάρ- υπάρχει στο λήμμα земля, τότε θα υπάρχει στο λήμμα стереть ή στο λήμμα ЛИЦО. Αυτό γίνεται, για
να αποφευχτούν οι όιπλογραφίες. 0 αστερίσκος (*), που βρίσκεται μπροστά απο το λήμμα, ση- σημαίνει ότι η λέξη αυτή είναι ξένη ή μη ρωσική. Το διαζευκτικό ή χρησιμοποιείται, το πλεί- πλείστον· και μεταξύ των ρωσικών λέξεων αντί του ИЛИ. Στην εργασία μου αυτή απέφυγα πολύ να χρησιμοποιώ στην απόδοση των παραδειγμάτων ξένες λέξεις. Και αν, κάποτε, αυτό" συμβαίνει, δίνεται στα συνώνυμα στο τέλος αυτών. Το έκανα αυ- αυτό, γιατί προτιμώ την. καθαρευουσιάνικη λέξη απο αντίστοιχη ξένη. Εξαίρεση μπορεί να αποτε- αποτελέσει μικρός αριθμός ξένων λέξεων, και τούτο γιατί αυτές ρίζωσσαν βαθιά στη γλώσσα μας, έ- έτσι που, ακόμα, ενώ τις μεταχειριζόμαστε συχνά, δε γνωρίζομε ότι είναι ξένες. Οι σημασίες των ρημάτων δίνονται στο απαρέμφατο του ρήματος στιγμιαίου (ρ.σ.) π.χ. сбе- сберегать ρ.δ. βλ. сберечь' р.σ. Αυτό έγινε, γιατί τα ρ.σ. παρουσιάζουν τι,ς περισσότερες α- ανωμαλίες, στην. κλίση, Τις καταλήξεις των οποίων δίνω αμέσως μετά το λήμμα. Αλλωστε, δεν είναι η πρώτη'φορά, που γίνεται αυτό. Υπάρχουν και άλλα ρωσοξενόγλωσσα λεξικά αυτού του είδους. Αλλες απορίες που, τυχόν, παρουσιαστούν, μπορεί ο αναγνώστης να τις αναζητήσει στη συνοπτική γραμματική στο τέλος του 2ου τόμου. Πολλές φορές τα γραμματικά στοιχεία δε δίνονται στο ρήμα, που έχει πρόθεμα, αλλά στο ρήμα χωρίς πρόθεμα, μια και η κλίση του είναι η ίδια με το ρήμα χωρίς πρόθεμα, π.χ. побе- поберечь βλ, беречь. Κάνω γνωστό ότι η απόδοση των παραδειγμάτων δεν είναι δεδομένο μου. Παρακαλώ τους αγαπητούς αναγνώστες, που χρησιμοποιούν τούτο το λεξικό, να στείλουν τις κρίσεις, παρατηρήσεις και προτάσεις στη διεύθυνση: οδός Ξανθίππου 29, Χολαργός, Αθήνα. Τηλ. 6513476 και 8224854. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ι. - Χετράτομο ρωσικό ερμηνευτικό λεξικό Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. 2. - » » # » προφέσορα Ουσακόφ. 3. - Ρωσογαλλικό λεξικό ακαδημαϊκού Σέρμπα. 4. - » » Μακάροφ. 5. - Μεγάλη Σοβιετ.ική Εγκυκλοπαίδεια. 6. - Ερμηνευτικό λεξικό Οζεγκοφ. 7. - Ρωσο-γαλλικό πολυτεχνικό λεξικό. 8. - Λεξικό στρατιωτικών και τεχνικών όρων Τσέρστβι. 9. - Ρώσοελληνικό λεξικό Ιωαννίόη. 10.- Δίτρμο ερμηνευτικό λεξικό „Πρωίας". II.- Ερμηνευτικό λεξικό Δημητράκου. 12.- Αντιλεξικό Βοσταντζόγλου. 13,- Πεντάγλωσσο τεχνακό λεξικό. 14.- Λεξικ/ τεχνικό Λαδιά. 15.- Δίτομο εγκυκλοπαιδικό λεξικό „Πρωίας". 16,- » » ν Ελευθερουδάκη. 17.- Ερμηνευτικό Ιμονοτονικό λεξικό. Εκδοση Ταβουλάρη. 18.- Γαλλοελληνικό λεξικό Βαρβάτη. 19.- » -» Κοντόπουλου.
А ал, είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλ- αλφάβητου· α· ОТ а ДО зет (παλ.) απο το α ως το ω (απο την -αρχή ως то τέλος)· кто сказал а, ТОТ должен сказать И б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει. 82σύνδ. αντιθετικός· μα, αλλά, όμως, ενώ, και. 1 (κατ'αντιπαράθεση)· отец трудолюби- трудолюбивый, а СЫН ленивый о πατέρας είναι εργατι- εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός- не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμά- φαρμάκια· я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ. 2 (μετά απο ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)· хотя мне и весело, а надо ухо- уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως)πρέ- πει να φύγω. 3 εξάλλου- а вам всем ИЗВест- но, ЧТО... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι.... 4 και· ученик сделал уроки, а затем вышел играть о μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει. 5 (στην αρχή των ερωτημα- ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάβεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)· а КС- гда ты поедешь? και πότε θα πας: а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρού- χαρούμε; а всё-таки я не согласен και παρ' όλ' αυ- αυτά, εγώ δε συμφωνώ. II εκφρ. а ТО ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά- СП.ешЙ, α ΤΟ опоздаешь κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετι- διαφορετικά θ' αργήσεις. β8 μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)· α· ПОЙ- дём гулять а? θα πάμε περίπατο α; || (επιτα- (επιτακτικό)· ε· Еаня, а Ваня Γΐιάννη, ε Γιάννη. &* επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)· α· а, так ЭТО ВЫ были? α, ώστε εσείς ήσαστε; а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)· а! закричал мальчик, как уви- увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι. а... (και μπροστά απο φωνήεντα 8Η) πρόθε- πρόθεμα απο το ελλην. στερητικό μόριο α και αν. "абажур, -а α. ανταυγαστήρας, αμπαζούρ. абазИНвЦ, -НЦа, α. -ка, -И θ. Αβαζίνος, ~η. *абака, -И θ. к. абак, ~а α. άβακας (το άνω μέρος του κιονόκρανου). *аббат, -а α. 1 ηγούμενος καθολικής εκ- εκκλησίας. 2 καθολικός ιερέας, φραγκόπαπας. *аббатиса, -Ы θ. ηγουμένη καθολικής εκκλη- εκκλησίας. аббаТСКИЙ επ. 1 ηγουμενικός. 2 φραγκοπα- παδ'ιτ ικος. аббатСТВО, -а ουδ. αβαείο, ηγούμενε Ίο, κα- καθολικό μοναστήρι. *аббревиатура, -Ы θ. συντομογραφία, βραχυ- βραχυγραφία· τα συντετμημένα. аберрационный επ. (οπτ., αστρν.) αποπλα- αποπλανητικός. "аберрация, -И θ. 1 (οπτ., αστρν.)· απο- αποπλάνηση· сферическая - σφαιρική αποπλά- αποπλάνηση. 2 πλάνη του νου· παραλογισμός. *абзац, -а α. 1 παράγραφος. 2 εδάφιο, περικοπή. *абиссалышй επ. αβυσσαλέος- απύθμενος. абиссинец, -нца α., -ка, -и θ. .Αβησσυνός, ~ή, Αιθίοπας, -ίδα. абИССЙНСКИЙ επ. αβησσννιακός, αιθιοπικός. ♦абитуриент, -а α. υποψήφιος φοιτητής, ο διάγωνιζόμενος. аблактирование, -я ουδ. βλ. аблактировка. "аблактировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. συμ- φυώ, προσφυώ. аблактировка, -и θ. σύμφυση, πρόσφυση. *абонемент, -а α. είδος εισιτήριου αόρι- αόριστης χρήσης· συνδρομή. II εκφρ. |сверх -а πα- παραπάνω απο το συμφωνημένο. абонент, -а α. συνδρομητής. абонировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. (παλ.) εγγράφω συνδρομητή. II -СЯ εγγράφομαι συν- συνδρομητής. *абордаж, ~а α. επίπλους, πλεύρισμα σε ε- εχθρικό σκάφος· брать (взять) на - επιπίπτω σε εχθρικό σκάφος· πλευρίζω· χτυπώ. абордажный επ. πλευριστικός- πλευρικός- - крюк πλευρικός γάντζος. "абориген, -а α. ιθαγενής, γηγενής, ντό- ντόπιος, αυτόχθονας. "аборт, ~а α. έκτρωση, αποβολή, аборТИВНЫЙ επ. εκτρωτικός. II (βιολ.) ατε- ατελής, πρόωρος, ανώριμος. абразивный επ. στιλβωτικός, λειαντικός. "абразивы, -ОВ πλθ. (ενκ. -ЙВ, -а α.) στιλ- βωτικές ουσίες, λειαντικά μέσα. "абракадабра, -Ы θ. αμπρακανταύρα, άναρθρες φω-
абр 8 авг νές, λέξεις. * абрек, -а α. καυκάσιος αντάρτης Ηατά. της τσαρικής εξουσίας. II ληστής. *абрикОС, -а α. βερικοκκιά. II βερίκοκκο. абрикООНЫЙ κ. абрикОООВЫЙ επ. της βερι- κοκκιάς ή του βερ'ικοκκου· βερ ικοκκίσιος· -ое дерево η βερικοκκιά· ~ое варенье βερι- κοκκίσιο γλυκό· -НЫЙ СОК χυμός βερίκοκκου. *абриКОХЙН, ~а α. λικέρ βερικοκκίσιο. *абрис, ~а α. περίγραμμα σώματος. *абсёнт, -а α. αψέντι, αψίνθιο. ♦абсентеизм, -а α. αποχή απο τις εκλογές· απουσία. ♦абсолют, -а α. αυθυπαρξία, το αυθύπαρκτο, το απόλυτο, το αυτοτελές (πνεύμα, ιόέα, θε- ός). *абСОЛЮТИЗИроваТЬ р.6.κ.σ. κάνω απόλυτο,ο- απόλυτο,οδηγώ στο απόλυτο. II -СЯ γίνομαι απόλυτος. абсолютизм, -а α. απολυταρχία, απόλυτη μοναρχία· αυταρχία. абсолютист, -а α. απολυτόφρονας. абсолютно επίρ. απόλυτα. абсолютность, -И θ. το απόλυτο, абсолютный επ., βρ: -тен, -тна, -ГНО από- απόλυτος· ~ая истина απόλυτη αλήθεια· -ая ти- тишина απόλυτη ησυχία. II εκφρ. ~ое большинс- большинство απόλυτη πλειοψηφία· -ая монархия απόλυ- ιτ\ μοναρχία· - чемпион πρωταθλητής· - слух το τέλειο μουσικό αυτί. ♦абсорбировать, -рую, -руешь р. δ.κ.σ. (φυσ., χημ.)· απορροφώ, απομυζώ, τραβώ. II -СЯ α- πορροφούμαι, απομυζούμαι, τραβιέμαι, абСорЦЮННЫЙ επ. απορροφημένος, απομυζη- απομυζημένος . *абСОрбЦИЯ, -И θ. απορρόφηση· - света α- απορρόφηση του φωτός. абстрагирование, -Я ουδ. (φιλοσ.) αφαίρεση. абстрагировать, -руго, -руешь р.6.κ.σ.μ. (φιλοσ.)· αφαιρώ, κάνω αφαίρεση. абстракт, ~а α. αφηρημένο πράγμα, ιδέα. абстрактность, -и θ. αφαίρεση- - мышления αφαίρεση της σκέψης. абстрактный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- αφηρημένος· -ое понятие αφηρημένη έννοια· -ое мышление αφηρημένη σκέψη (βασισμένη στην αφαίρεση). ♦абстракция, -И θ. (φιλοσ.) αφαίρεση. II αφηρημένη έννοια, ♦абсурд, -а α. παραλογισμός, ανοησία, абсурдность, -и θ. βλ. абсурд. абсурдный επ., βρ: -ден, -дна, -дно παρά- παράλογος, ανόητος· -ое понятие παράλογη έννοια.1 *абсцёсс, -а α. πύο, εμπύημα; απόστημα. *абСЦИСса, -Ы θ. (γεωμ.) η τετμημένη. *абулЙЯ, -И θ. αβουλία. *абцуг, -а α: с первого -а, по первому -у απο την αρχή, εξαρχής, απο το πρώτο βήμα. абы σύνδ. (διαλκ.) μόνο να, αρκεί να. *авангард, ~а α. 1 εμπροσθοφυλακή. 2 μτφ. πρωτοπορία., || εκφρ. В -е μπροστά, στην πρώτη γραμμή. авангардный επ. 1 της εμπροσθοφυλακής. 2 πρωτοποριακός· -ая роль πρωτοποριακός ρό- ρόλος. ♦аванзал, -а α. προθάλαμος. ♦аванложа, ~и θ. θεωρείο θεάτρου. ♦аванпорт, -а α. προλιμένας. ♦аванпОСТ, ~а α. 1 προφυλακή. 2 μτφ. πρω- πρωτοπορία· πρωτοποριακή θέση. ♦аванс, -а α. προκαταβολή, αβάνσο, προ- στάνζα. II εκφρ. делать -Ы κάνω τα πρώτα βή- βήματα, την πρώτη αρχή. авансирование, -я ουδ. δόσιμο προκαταβο- προκαταβολής. авансировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. προ- προκαταβάλλω, δίνω προκαταβολή. II -СЯ παίρνω προκαταβολή. авансовый επ. της προκαταβολής. авансом επίρ. πρώτα, κατ' αρχή, πρώτιστα, ♦авансцена, -ы θ. προσκήνιο, ♦авантаж, -а α. (παλ.) πλεονέκτημα· προτέ- προτέρημα, αβαντάζ. авантажный επ., βρ: -жен, -ясна, -жно (παλΟ πλεονεκτικός, με πλεονεκτήματα. ♦авантюра, -Ы θ. 1 περιπέτεια, συμβάν. 2 τυχοδιωκτισμός. авантюризм, -а α, τυχοδιωκτισμός· полити- политический - πολιτικός τυχοδιωκτισμός. ♦авантюрин, -а α. αβαντουρίνης ή αβεντου- ρίνης (είδος χαλαζία). авантюрист, -а α., ~ка, -И θ. τυχοδιώκτης, -τρα. авантюристический επ. τυχοδιωκτικός. авантюристский επ. τυχοδιωκτικός. авантюрный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. ι τυχοδιωκτικός, παράτολμος· -ое предприятие παράτολμη επιχείρηση. 2 περιπετειώδης· роман περιπετειώδες μυθιστόρημα. авар, -а α.,-ка, -и θ. Αβαρος, -η. авариЙНОСТЬ, -И θ. βλάβη, αβαρία. аварийный επ. της βλάβης· - сигнал σημείο (σινιάλο) βλάβης: - случай περίπτωση αβα- αβαρίας. II επιδιορθωτικός, για επιδιόρθωση·-ая машина αυτοκίνητο για την επι τόπου διόρθω- διόρθωση βλάβης· -ая бригада μπριγάδα (ομάδα) διορθωτών. авариЙЩИК, -а α. 1 διορθωτής βλάβης. 2 ζημιάρης. ♦авария, -ΙΟ, 1 βλάβη, ζημιά. 2 ατύχημα. аварСКИЙ επ. αβαρικός, των Αβάρων. ♦авгур, -а α. (στους Ρωμαίους). 1 ιερέας. 2 μάντης· οιωνοσκόπος.
авг ■"август, -а α. Αύγουστος (μήνας). ^августейший επ. (παλ.) ΐΑύγουστος, σεβα- σεβαστός (τίτλος). августовский επ. αυγουστιάτικος, -ανός. авва... (πρόθεμα) αερο... авиабаза, -Ы θ. αεροπορική βάση. авиаконструктор, -а α.μηχανικός-κατασκευα- στής αεροπλάνων. авнаЛЙННЯ, -И θ. αεροπορική γραμμή. авиамодель, -И θ. μοντέλο αεροπλάνου. авианосец, -СЦа α. αεροπλανοφόρο. авиаПОДКОрмка, -И θ. αεροπορική λίπανση εδάφους. авиапочта, -Ы θ. αεροπορικό ταχυδρόμε ίο. II ταχυδρομική αεροπορική επιστολή. авиаразведка, -И θ. αεροπορική αναγνώριση. '"авиатор, -а α. αεροπόρος. авиаторский επ. αεροπορικός, του αεροπό- αεροπόρου. авиатрасса, -ы θ. αεροπορική γραμμή. авиационный επ. αεροπορικός- -ая школа α- αεροπορική σχολή. ♦авиация, -и θ. αεροπορία- имеет примене- применение В -И εφαρμόζεται στην αεροπορία- граж- гражданская - πολιτική αεροπορία- военная - πο- πολεμική αεροπορία. ♦авиетка, -И θ. (παλ.) μικρό αεροπλάνο. ♦авЙЗО1 ουδ. άκλ. к. авЙЗ, -а α. ειδοποίη- ειδοποίηση, αβίζο. ♦авЙЗО* ουδ. άκλ. εύδρομο καταδρομικό. авитаминоз, ~а α. αβιταμ'ινωση. авОСЬ (μόριο)· ίσως, μπορεί, μήπως(και)· - отыграюсь ίσως κερδίσω τα χαμένα· наде- надеяться на - ελπίζω στο μήπως (στην τύχη). авоська, -и, γεν. πλθ. -сек, δοτ. -ськам θ. τσάντα διχτυωτή. ♦аврал, -а α. 1 προετοιμασία- ομαδική δου- δουλειά πληρώματος σκάφους. 2 ανοργάνωτη μαζι- μαζική δουλειά. *еррОра, -Ы θ. (παλ.) αυγή. австралиец, -лййца α., -лййка, -и θ. Αυ- Αυστραλός , -ή. австралийский επ. αυστραλιακός- -λιανός. австриец, -ййца α., -ййка, -и θ. Αυστρι- Αυστριακός , -ή. австрийский επ. αυστριακός. австряк, -а α., -ячка, -и θ. (παλ.) βλ. австриец, ♦автаркия, -И θ. αυτάρκεια. автентйческий βλ. аутентический. автентйчнооть βλ. аутентичность. автентичннй βλ. аутентичный. авто ουδ. к. α. άκλιτο- βλ. автомобиль. автобаза, -Ы θ. βάση αυτοκινήτων. автобиографический επ. αυτοβιογραφικός. автобиографичный επ. ; αυτοβιογραφικός. авт ♦автобиография, -И θ. αυτοβιογραφία. автоблокировка, -И θ. αυτόματο κλείδωμα- αυτόματη σηματοδότηση. *автобус, -а α. λεωφορείο. аВТОбуСННЙ επ. του λεωφορείου. ♦автогенный επ.(παλ.): -ая сварка η οζυγο- κόλληση. *аВТОГраф, -а α. το αυτόγραφο. аВТОДОрОЖНЫЙ επ. του αυτοκινητόδρομου. автодрезина, -Ы θ. ντρεζίνα αυτοκίνητη. *автодром, ~а α. αυτοκινητοδρόμιο. *аВТОЖЙр, -а α. το αυτόγυρο. автозавод, ~а α. εργοστάσιο αυτοκινήτων. автоинспекция, -И θ. αστυνομία τροχαίας κίνησης), τροχονομ'ια. автокар, -а α. βλ. автотележка. автокран, -а α. γερανοφόρο αυτοκίνητο. ♦автократ, ~а α. αυτοκράτης, автократический επ. αυτοκρατικός, απολυ- απολυταρχικός. *аВТОКраТИЯ,-и θ. αυτοκρατία, απολυταρχία. * автол, -а (~у) α. αυτοκινητέλαιο. автомагистраль, -И θ. κύρια αυτοκινητιστι- αυτοκινητιστική αρτηρία· εθνική οδός. * автомат, -а α. το αυτόματο. II μτφ. ρομπότ. автоматизация, -И θ. αυτοματοποίηση. автоматизировать, -рую, -руешь р.δ.к.σ.μ. αυτοματοποιώ. II -СЯ αυτοματοποιούμαι. автоматизм, ~а α. αυτοματισμός. автоматика, -И θ. 1 η αυτοματική. 2 αυτό- αυτόματα μηχανήματα. автоматический επ. αυτόματος, -ατικός. автоматичность, -И θ. αυτοματικότητα. автоматичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно,- βλ. .'автоматический. автоматный επ. του αυτόματου· -ая очередь ριπή αυτόματου (όπλου). автоматчик,-а α., -ца, -Ы θ. αυτοματιστής, -τρία,"εφοδιασμένος με αυτόματο. II προμη- προμηθευτής αυτόματου όπλου. автомашина, -Ы θ. αυτοκίνητο. автомобилестроение, -Я ουδ. κατασκευή αυ- κίνήτων. автомобилизм, -а α. η τεχνική αυτοκινή- αυτοκινήτων. II αυτοκινητοδρομία. аВТОМОбИЛИСТ, ~а α. αυτοκινητιστής. '"автомобиль, -Я α. αυτοκίνητο (επιβατιι.ό ή φορτηγό). автомобильный επ. αυτοκινητιστικός, του αυτοκίνητου· -ая шина το λάστιχο του αυ- αυτοκίνητου· ~ое сообщение αυτοκινητιστική. συγκοινωνία- - транспорт αυτοκινητιστικές μεταφορές· - завод εργοστάσιο αυτοκινήτων -ая катастрофа αυτοκινητιστικό δυστύχημα- -ая Дорога αυτοκινητόδρομος, αμαζιτή οδός- -ая промышленность βιομηχανία αυτοκινήτων
авт ю| агр -ое движение αυτικινητιστικη κίνηση· - гу- ДОК το κλάζο αυτοκινήτου. ♦автомотриса, -Ы θ. αυτοκινητάμαξα. ♦автономия, -И θ. αυτονομία. автоНОМНОСГЬ, -И θ. αυτονομία, автономный εκ., βρ: -мен, ~мна, -мно αυ- αυτόνομος· -ая республика αυτόνομη δημο- δημοκρατία. автоплуг, -а α. βενζινάροτρο. автопогрузчик, -а α. φορτωτής μηχανι- μηχανικός. автопоение, ~Я ουδ. αυτοπότισμα (με αυτό- αυτόματο χύσιμο νερού). автопоилка, -И θ. αυτόματη μηχανή ποτί- ποτίσματος ζώων. автопортрет ~а α.^αυτοπροσωπογραφία, ♦автор, -а α. συγγραφέας, δημιουργός· ε- εφευρέτης. ♦авторизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. авторизованный, βρ: -ван, -а, -о р.6.κ. σ. επιτρέπω (μετάφραση έργου). II επιτρέπο- επιτρέπομαι. ♦авторитарный επ. (γραπ. λόγος). 1 αυταρ- αυταρχικός, δεσποτικός. 2 επιβλητικός. ♦авторитет, -а α. 1 κύρος, επιρροή, επιβο- επιβολή, επιβάλλον. 2 άνθρωπος με κύρος. авторитетность, -И θ. επιβλητικότητα, το επιβάλλον. авторитетный επ., βρ: -тен, ~тна, -тно. 1 με κύρος, επιρροή, επιβάλλον. 2 αυστηρός, αναντ Ίρρητος. авторский επ. συγγραφικός, του συγγραφέα· -ие поправки συγγραφικές διορθώσεις· -ое право συγγραφικό δικαίωμα. авторртво, -а ουδ. πατρότητα Συγγράμμα- Συγγράμματος. авторучка, -И θ. αυτόματος στυλογράφος, ο στυλός. автотележка, -И θ. αυτοκινητάμαξα. ♦автоТЙПИЯ, -И θ. αυτοτυπία. автотормоз, ~а α. αυτόματη τροχοπέδη, автотракторный επ. αυτοκινητοτρακτορικός. *ιβΒΤ0ΧΤΟΗ, -а α. αυτόχθονας. ага 1 επιφ.(εκφράζει κακία, θαυμασμό, μά- ντευση κλπ.)· χμ..., α... - Теперь ТЫ бО- Йшься! χμ... τώρα φοβάσαι! 2 (μόριο)· βέ- βέβαια, μάλιστα, ναι, αά· ты помнишь его? - - τον θυμάσαι; - ναι (αά). * агава, -Ы θ. αγαύη (επιστ.), αθάνατος (λκ.). агат, ~а α. αχάτης (λίθος). агатовый επ. αχάτινος. II εκφρ. -ые глаза αχάτινα μάτια (μαύρα γυαλιστερά). *а(Г)ГЛОМвраТ, -а α. σύγκριμα ορυκτών ου- ουσιών. а(г)гломераиия, -и θ. συσσωμάτωση (λεπτό- (λεπτότατων τεμαχιδίων). агглютинативный επ. 1 (βιολ.) συγκολλητι- συγκολλητικός, της συσσωμάτωσης ή της ενσωμάτωσης. 2 (γλωσ.) συγκολλητικός· -ые ЯЗЫКИ οι συγκολ- λητ ικές γλώσσες. *агГЛЮТИНвЦИЯ, -И θ. Ι (βιολ.) συγκόλληση, συσσωμάτωση, συνοϋλωση. 2 (;γλωσ.) συγκόλλη- συγκόλληση γλωσσών. *а(Г)грвгат, -а α. συγκρότημα μηχανών. *агвНТ*' -а α. πράκτορας· κατάσκοπος. II α- αντιπρόσωπος (οργάνωσης, ιδρύματος κ.τ.τ.). •агент?' ~а α.(γραπ. λόγος)ίαιτία γενεσιουργή. агентский επ.του πράκτορα· του κατάσκοπου. агенство, -а ουδ. πρακτορείο· телеграфное - τηλεγραφικό πρακτορείο. агентура, -Ы θ. 1 κατασκοπευτική υπηρε- υπηρεσία. 2 (αθρσ.) οι πράκτορες. агентурный επ. κατασκοπευτικός· -ые све- сведения κατασκοπευτικές πληροφορίες. ♦агиография, -и θ. αγιογραφία. агитатор, -а α. διαφωτιστής, προπαγανδι- προπαγανδιστής. агитаторский επ. διαφωτιστικός' προπα- προπαγανδιστικός, ♦агитация, -и θ. διαφώτιση* προπαγάνδα. агитировать, -рую, -руешь р.δ. διαφωτίζω· προπαγανδίζω. II προσπαθώ να πείσω. агитка, -И θ. βιβλιαράκι διαφωτιστικό. агитколлектив, -а α. ομάδα διαφωτιστών. агитпункт, -а α. κέντρο δ^φώτισης. агЛИЦКИЙ επ. (παλ.) αγγλικός. агнец, -НЦа α. (παλ.) αρνάκι. II μτφ. αθάκ ος, πράος· прикинуться агнцем προσποιούμαι (κάνω) την αθώα περιστερά. агнОСТИК, ~а α. (φιλοσ.) αγνωστικιστής, ο- οπαδός του αγνωστικισμού. агноСТИЦЙЗЫ, -а α. αγνωστικισμός, αγνωσι- αρχία*.' аГНОСТИЧеСКИЙ επ, του αγνωστικισμού ή του αγνωστικιστή. агонизировать, -рую, -руешь р.δ. αγωνιώ. агонировать, -рую, -руешь р.δ. αγωνιώ. ♦аГОНИЯ, -И θ. αγωνία· άγχος, ♦аграмант, -а α. (παλ.) κοσμήματα ιματισμού. ♦аграрий, -я α. γαιωκτήμονας· τσιφλικάς. аграрник, --а α. αγρονόμος· γεωπόνος. ♦а!грарный) επ. αγροτικός· - вопрос αγροτι- αγροτικό ζήτημα· -ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση. * аграф, -а α.(»ιαλ.) περόνη, πόρπη, αγκράφα. ♦агрегат, -а'а. 1 συγκρότημα μηχανών. 2 σύσταση ορυκτού. ♦агреман, ~а α. επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάθεση (στη διπλωματική γλώσσα). агрессивно επί,ρ. επιθετικά. агреСОИВНОСТЬ, -И θ. επιθετικότητα. агрессивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; ε- επιθετικός· - блок επιθετικός συνασπισμός^
агр 11 аз ~ая политика επιθετική πολιτική. * агрессия, -И θ. επίθεση· εισβολή, επιδρομή. агрессор, -а α. επιθετιστής· εισβολέας, ε- επιδρομέας. ♦агрикультура, ~Ы θ. (παλ.) αγροκαλλιέρ- αγροκαλλιέργεια· γεωργία. агробиологический επ. αγροβιολογικός. агрОбИОЛОГИЯ, -И θ. αγροβιολογία. агрокультура, -Ы θ. αγροκαλλιεργητικά μέ- μέσα και μέθοδες. агрокультурный επ. αγροκαλλιεργητικός· -ые мероприятия αγροκαλλιεργητικά μέτρα. агролесомелиоративный επ. αγροδασοβελτι- ωτικός. агролесомелиорация, -И θ., αγροδασοβελτίωση. агроном, -а α. γεωπόνος. агрономический επ. γεωπονικός. ♦агрономия, -и θ. γεωπονία. агротехник, -а α. ειδικός στη συστηματι- συστηματική αγροκαλλιέργεια. агротехника, -И θ. σύστημα αγροκαλλιέργειας. агротехнический επ. του συστήματος αγρο- αγροκαλλιέργειας, ♦агрохимия, -И θ. αγροχημεία. агу επιφ. βαυκαλιστικό· αααα..., οοοο.... агукать р.δ. νανουρίζω, βαυκαλίζω. *вД, -β,.προθτ. Об -е, В -у α. Αδης. II μτφ. κόλαση. * адажио μουσ. 1 επίρ. αργά, αντάζιο. II ουδ. άκλ. αργό μουσικό έργο. ♦адаптация, ~И θ. προσαρμογή· εφαρμογή. ♦адаптер, -а α. προσαρμογέας, αντάπτερ. адаптировать, -руго, -руешь ρ,δ.κ.σ. προ- προσαρμόζω. II -СЯ προσαρμόζομαι. ♦адвокат, ~а α. δικηγόρος. II συνήγορος. аДВОКаТСТВО, ~а ουδ. δικηγορία (επάγγελμα). адвокатура, -ы θ. 1 βλ. адвокатство. 2 (αθρσ.) οι δικηγόροι. адекватность, -и θ. αντιστοιχία. адекватный επ., βρ: -тен, -тна, ~тно α- αντίστοιχος, ανάλογος· -ые понятия αντίστοι- αντίστοιχες έννοιες. ♦аденОИД, -а α. αδενοειδής επίφυση, παρα- σάρκωμα. ♦адепт, ~а α.(γραπ. λόγος) προσήλυτος, οπα- οπαδός· θιασιώτης. аДМЖНИОТраТИВНЫЙ επ. διοικητικός· -Ые όρ- ганы διοικητικά όργανα· ~ое взыскание διοι- διοικητική τιμωρία. администратор, -а α. διοικητής. администраторский επ. διοικητικός, του δι- διοικητή· -ие Способности διοικητικές ικα- ικανότητες. ♦администрация, -Ив, Ι διοίκηση· διαχεί- ρηση. 2 (αθρσ.) οι διοικητές· οι διαχειριστές. администрирование, -Я ουδ. .διοίκηση (κυ- (κυρίως γραφειοκρατική). администрировать, -руго, -руешь р.δ. διοι- διοικώ γραφειοκρατικά. ♦адмирал, -а α. ναύαρχος. адмиралтейский επ. ναύαρχειακός. адмиралтейство, ~а ουδ. ναυαρχείο. адмиральский επ. ναυαρχιακός- ~ корабль η ναυαρχίδα. адмиральша, -И θ. η ναυαρχίνα (σύζυγος του ναύαρχου), адов, -а, ~ο επ. βλ. адский. ""адрес, -а, πλθ. -а α. 1 διεύθυνση, σύστα- σύσταση· ВОТ вам МОЙ домашний - νά τε τη διεύ- διεύθυνση του σπιτιού μου. II διαμονή· переме- НИТЬ ~ αλλάζω διαμονή. 2 προσφώνηση, χαι- χαιρετισμός· поднести - προσφωνώ, χαιρετίζω. II εκφρ. не ПО ~У λάθος στη διεύθυνση· ПО -у προς· Β ~ στη διεύθυνση, στο όνομα του... адресант, ~а α. αποστολέας. адресат -а α. παραλήπτης. адресный επ. της διεύθυνσης· -ая книга το βιβλίο διευθύνσεων. адресовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. адресованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. στέλλω γράμμα, τηλεγράφημα κ.τ.τ. με διεύ- διεύθυνση. II κατευθύνω· этого человека ~ал ко мне Старый ДРУГ αυτόν τον άνθρωπο τον έστει^- λε σε μένα ένας παλαιός μου φίλος. || απευ- απευθύνω· вопрос -ван к ним. το ερώτημα απευθύ- απευθύνονταν σ' αυτούς. II -ОЯ απευθύνομαι. ОДСКИЙ επ. 1 διαβολεμένος, ύπουλος, κα- καταχθόνιος. 2 φοβερός, τρομερός, φρικιαστι- φρικιαστικός. II εκφρ. - камень πέτρα της κόλασης ή νιτρικός άργυρος· ~ая машина ωρολογιακή βόμβα. адсорбировать, -рует ρ.δ.κ.σ. προσροφώ·α- πορροφώ. II -СЯ προσροφούμαι· απορροφοϋμαι. '*аДСОр|бЦИЯ, -и θ. προσρόφηση· απορρόφηση. ♦аДЪЮНКТ, ~а α. 1 δόκιμος ανώτερων σχολών. 2 φιαλΟ κατώτερος βαθμός. адъюнктура, ~Ы θ. δοκιμασία, ♦адъютант, -а α. υπασπιστής· ακόλουθος. адъютантский επ. του υπασπιστή. ♦адюльтер, ~а α. (παλ.) μοιχεία. 8Ж (μόριο) βλ. даже. II σύνδ. ώστε, έτσ> που. ♦аЖИОТак, -а α. 1 χρηματιστηριακή ή εμπο- εμπορική κερδοσκοπία (συνδυασμένη με υπερτίμηση ή υποτίμηση). 2 ταραχή· ντόρος. ♦ажитация, -И θ. (παλ.) ταραχή, παρόξυνση. ♦ажур, ~а α. αζούρ (διάτρητο κέντημα). *ажур2 επίρ. (παλ.) καθημερινά. ажурНООТЬ, -И θ. η διάτρηση, το διάτρητο υφάσματος. ажурный επ. 1 διάτρητος, τρυπητός· διαφα- διαφανής. 2 μτφ. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος. аз, -а α. 1 παλαιά ονομασία του γράμμα- γράμματος а, 2 (παλ.) ~Ы πλθ. τα γράμματα του
аза 12 акв αλφάβητου. II εχφρ. ни аза (в глаза) не по- понимать, не знать τίποτε δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω, δε σκαμπάζω· ОТ аза ДО ИЖИЦЫ απο το άλφα ως το ωμέγα (απο την αρχή ως το τέλος). *азалия, ~и θ. αζαλία, ροδόδεντρο. *азарт, -а α. 1 έξαψη- οργή, παράφορα·в -е στην οργή. 2 πάθος, μανία. азартничать р.δ. με πιάνει πάθος, μανία. азартность, ~И θ. πράξη παράτολμη. азартный επ., βρ: -тен, -тна, ~тно ευέξα- ευέξαπτος· παράφορος. II μανιώδης, παράτολμος. II εκφρ. -ая игра τυχερό παιγνίδι. азбёст βλ. асбест. азбука, -И θ. 1 αλφάβητο. 2 αλφαβητάριο. 3 στοιχειώδεις γνώσεις. II εκφρ. - Морзе το το αλφάβητο του Μορς. ЁЗбучНЫЙ επ. 1 αλφαβητικός· - ПОРЯДОК η αλφαβητική σειρά· - указатель αλφαβητικός δείχτης. 2 μτφ. πασίγνωστος· -ая истина πα- πασίγνωστη αλήθεια. азербайджанец, -нца α., -ка, -и θ. Αΐζερ·- μπα'ίτζάνος, -аи азербайджанский επ. αζερμπαϊτζάνικος· язык η αζερμπαϊτζάνικη γλώσσα. азиат, -а α., -ка, -И θ. 1 Ασιάτης, -ιδα. 2 (παλ.) άνθρωπος καθυστερημένος. азиатский επ. 1 ασιατικός. 2 (παλ.) καθυ- καθυστερημένος, τραχύς,, άξεστος. азиатчина, -Ы θ. (παλ.) καθυστέρηση, α- αγριότητα ήθους. *азимут, ~а α. αζιμοΰθιο. азимутальный επ. αζιμουθιακός· - круг με- σημβρινογώνιος κύκλος, азимутный επ. βλ. азимутальный. азОЙСКИЙ επ. αζωικός· -ая эра αζωικός ή αρχαϊκός ή αρχαιολιθικός αιώνας. *азОТ, -а α. το άζωτο. азотирование, -Я ουδ. η αζώτωση, ο αζω- τισμός. азотировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. εμφο- ρώ, εμπλουτίζω με άζωτο· - почву λιπαίνω το έδαφος με αζωτούχα λιπάσματα. II -СЯ εμπλου- εμπλουτίζομαι με αζωτούχα λιπάσματα. азотистый επ. αζωτούχος· -ая кислота α- αζωτούχο οξύ. азотный επ. του άζωτου. II αζωτούχος· -ые удобрения αζωτούχα λιπάσματα. азотобактер, -а α. αζωτοβακτηρίδιο. азям, -а α. (διαλκ.) παλαιά χωρική ενδυ- ενδυμασία. айл, -а α. 1 χωριό των ΑΚταίων. 2 διοι- διοικητική περιοχή της ΣΣΔ, της Κιργηζ'ιας. аир, -а α. άκορος ο κάλαμος (ποώδες φυ- τό). аист, -а α. πελαργός, λέλεκας, λελέκι· При- летели -Ы ήρθαν τα λελέκια. аистёнок, -нка а., πλθ. -тяга, -тяг πε- λαργάκι, λελεκόπουλο, λελεκάκι. аЙ επιφ. (εκφράζει φόβο, τρόμο)· όι! άχ! ωχ! ай! больно όι! πονά· аи! сын упал αχ! το παιδί έπεσε. Συνήθως χρησιμοποιείται με επανάληψη και με την ίδια σημασία: ай-ай ή ай-ай-ай όι-όι, αχ-αχ, ωχ-ωχ κ. Ιόι-οι-οι, αΧ-«χ-αΧ> ωχ-ωχ-ωχ. 2 εκφράζει μομφή, ψό- ψόγο, κατάκριση· πωπώ! ай! как нехорошо? πωπώ! πόσο (τι) άσχημα! 3 εκφράζει θαυμα- θαυμασμό, επιδοκιμασία- αχ! πωπώ! |ай! (как она поёт αχ! τι ωραία που αυτή τραγουδάει. II εκφρ. ай да... να πως... ай да молодец! έ- έτσι μπράβο παλικάρι μου! айг σύνδ. (διαλκ.) ή, είτε. айва, -Ы θ. 1 κυδωνιά. 2 κυδώνι. айвовый επ. κυδωνίσιος· ~ое варенье γλυκό κυδωνίσιο. II της κυδωνιάς, των κυδωνιών сад κυδωνόκηπος. аЙДа επιφ. άιντε, άι (πάμε ή έλα). II ε- εμπρός. Ойкать р.δ. φωνάζω όι, αχ, ωχ. айкнуть р.σ. βλ. айкать. *айран, ~а α. ξυνόγαλο. айсберг, -а α. παγόβουνο. айсор, ~а α., -ка,-и θ. (παλ.) βλ. ассириец. академизм, -а α. ακαδημαϊσμός. академик, -а α. ακαδημαϊκός, μέλος της Α- Ακαδημίας καθώς και ο τίτ'λος. академический επ. 1 ακαδημαϊκός, της Α- Ακαδημίας. 2 διδακτικός· - ГОД ακαδημαϊκό ή πανεπιστημιακό έτος. 3 θεωρητικός· - спор ακαδημαϊκή συζήτηση. II εκφρ. - театр ακα- δημα'ίκό θέατρο. академичность, -И θ. θεωρητικότητα, ακαδη- ακαδημαϊκότητα, απόσπαση απο τη ζωή, την πράξη, академичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. академический (з σημ.). *1акадёмия, -И θ. Ακαδημία· - 'СССР Ακαδημία της ΕΣΣΔ. - художеств Ακαδημία των Καλών Τεχνών. ♦/акант к. акамф, -а α. 1 άκανθος, η μα- ντρούνα, απρεινιά (φυτό). 2 (αρχτ.) άκανθος. Оканье, -Я ουδ. προφορά του άτονου 0 σαν а: Москва - Масква. акать р.δ. προφέρω το άτονο Ο σαν а. *акафист, -а α. (εκκλσ.) ακάθιστος ύμνος. акациевый επ. ακακίηνος, της ακακίας. *акаЦИЯ, -И θ. ακακία (δέντρο). II εκφρ. бе- белая - η φαρνέσια ακακία (η κοινή, γαζία)· сенегальская - η σενεγάλια ακακία- шёлковая - η αλβιζία ακακία ή ολομέταξη ή μιμόζα της Κωνσταντινούπολης (γκιουλιμπιρσιμι). * аквамарин, ~а α. ακουαμαρ'ινης, γλαυκοσμά- ραγδος (πολύτιμο πετράδι). аквамариновый επ. 1 ακουαμαρίνινος, απο
ахв акт ακουαμαρίνη, γλαυκοσμαραγδένιος. 2 γαλαζο- γαλαζοπράσινος. вХВарелЙСХ,-а α. υδατογράφος, ακουαρελί- στ(χς. *ахварвЛЬ,-И θ. 1 υδατοχρώματα, νερομπο- νερομπογιές. 2 υδατογραφία, ακουαρέλα. акварельный επ. υδατογραφικός, με υδατο- χρώματα, με νερομπογι-ές. аквариум,-а α. ενυδρείο, ακουάριο. *акведук,-а α. υδραγωγός. *аКВИЛОН,-а α. παλ. φιλγ. ο βοριάς(άνεμος} акклиматизационный επ. εγκλιματισμένος. акклиматизация,-И β. εγκλιμάτιση, -μός. акклиыатиайрованив,-я θ.βλ.акклиматизация. * акклиматизировать, -рую, -ешь ρ. δ. κ. σ, εγκλ ι- ματίζω. II -СЯ (κυρλξ., μτφ.) εγκλιματίζομαι. аккомодационный επ. προσαρμοσμένος. '"аккомодация,-И θ. προσαρμογή· - глаза η προσαρμογή του ματιού. аккомодировать,-рую,~руешь; р.δ.и.σ.μ.προ- р.δ.и.σ.μ.προσαρμόζω. II -СЯ προσαρμόζομαι. * аккомпанемент, -а α. ακομπανιαμέντο. II α- κομπανιάρισμα. II μτφ. συνοδεία. аккомааниптор,-а α. προσωδός, υπηχητής,α- νιομπανιατέρ. аккомпанирование,-Я ουδ. ακομπανιάρισμα. аккомпанировать,-руго.-руешь; р.δ.(кому) α- κομπανιάρω, συναυλίζω, συνοδεύω. * аккорд1, -а α. συγχορδία, συνήχηση. II εκφρ. заключительный - (κυρλξ. и μτφ.)η τελευταία συγχορδία· - струн το κούρτισμα των χορδών. аккорд,-а α. συμφωνία,σύμβαση. II εκφρ. на - κατά τη συμφωνία ( κατά τους όρους). *аккордеон,-а α. ακκορντεόν. аккордеонист,-а α. -ка,-и θ. ακκορντεονί- στας, -τρία. * аккордный επ. οκατ' αποκοπή, εργολαβικώς· -ая работа η κατ' αποκοπή εργασία. * аккредитив,-а α. επιστολή πιστωτική. аккредитивный επ. πιστωτικός. аккредитование,-Я ουδ. πίστωση. *аккредитовать,-тую,-туешь; παθ. μτχ.παρλθ. χρ. -ованный, βρ: -ван,-а,-о; ρ.δ.и.σ.μ. 1 (οικον.) εξουσιοδοτώ. 2 (διπλωμ.) διαπιστεύο- διαπιστεύομαι. II -СЯ 1 εξουσιοδοτούμαι. 2 διαπιστεύομαι· аккумулирование,-Я ουδ. επισώρευση, συσ- συσσώρευση. *аккумулировать,-рую,-руешь5 ρ.δ.μ. επισω- επισωρεύω, συσσωρεύω, συνάγω. аккумулятор, ~а α. συσσωρευτής, μπαταρία. аккумуляторный, επ. ο του συσσωρευτ!}* бак χό δοχείο του συσσωρευτή. аккумуляция,-И θ. συσσώρευση. аккурат επίρ. απλ. ακριβώς· Β - ακριβώς* В -е όπως πρέπει. аккуратно, επίρ. Ι προφυλακτικά, προσεχτι- προσεχτιά. 2 ταχτικά, κανονικά· νοικοκυρεμένα, ε- επιμελημένα. аккуратность,-И θ. επιμέλεια, νοικοκυρο- σύνη· ακρίβεια. 'аккуратный επ., βρ: -тен,~тка,~тно.1 иа- νονικός, ταχτικός· ακριβής. 2 επιμελημένος, φροντισμένος· -ая работа επιμεληιιένη εργα- εργασία. *акмеЙЗМ,~а α. ακμηισμός, φιλολογικό ρεύ- ρεύμα που κυρήσσει τη θεωρία „η τέχνη για την τέχνη". акмеЙСТ,-а α. ακμηιστής, οπαδός του ακμη- ь σμού. "'аконит,-а α.(βοτ.) ακόνιτο(επιστ,), σκορ- πιδόχορτο (λκ.). ♦акр,-а α. το ακρ, μέτρο επιφάνειας στην Αγγλία καί Αμερική -4.050τ.μ. *акрйды, -йд πλθ. οι ακρίδες· питаться ак- акридами И ДИКИМ мёдом τρέφομαι μέ ακρίδες και με μέλι άγριων μελισσών, ζω λιτώς ( απο τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή). "акробОТ.-а α. -ка,-и θ. ακροβάτης, -ισσα. акробатизм,-а α. ακροβατισμός. акробатика,-И θ. η ακροβατική. акробатический, επ. ακροβατικός. *ВкрОПОЛЬ,-Я α. ακρόπολη. *акр0СТЙХ к. акростих,-а α. (φιλγ.) η α- ακροστιχίδα. ""аксамит, -а α. το εξάμιτο (ύφασμα). "акселератор к. акцелератор.-а α. (τεχ.) ε- επιταχυντής· ποδείο, πε(ν)τάλι. *акоельбант,-а α. σειρίτια αξιωιαατικών. "аксессуар,-а α.1 εξάρτημα. 2 πλθ. -Ы τό πάρεργον, το επουσιώδες, τό δευτερεύον. "аквИОма,~ы θ. αξίωμα· -Ы геометрии τα α- αξιώματα της γεωμετρίας. II μτφ. αδιαφιλονί- τη αλήθεια. аксиоматика,-И θ. το σύνολο των αξιωμάτων - Геометрии τα αξιώματα της γεωμετρίας. *акСОЛОТЛЬ,-Я α. αξολότλ (αμβλύστομο). "акт,-а α. 1 πράξη, ενέργεια, έργο· терро- террористический - τρομοκρατική πράξη. 2 διά- διάταγμα· απόφαση. 5 έγγραφο, πράξη, πρακτικό· обвинительный - το κατηγορητήριο· доставить - о передаче имуществ συντάσσω ιχράξη γιά την παράδοση της περιουσίας· нотариальный - η συμβολαιογραφική πράξη. 4 (θεατό.) πράξη· комедия В трёх -ах κωμωδία σε τρεις -πράξεις η τρίπραχτη κωμωδία. 5 η τελετή για τη λήξη του σχολικού έτους. Ι! εκφρ. -Ы гражданского права οι ληξιαρχικές πράξεις. *актёр,-а α. -ка,-И θ. ο, η ηθοποιός. акТёрСТВО,-а ουδ. η ηθοποιία, το επάγγελ- επάγγελμα του ηθοποιού.II υποκρισία. актёрствовать, -вую, -вуешь; р.δ. παλ.εί- παλ.είμαι ηθοποιός, επαγγέλλομαι τον ηθοποιό. II
акт 14 μτφ. υποκρίνομαι.. *актЙВ,~асс. 1 το ακτίφ,ίτα στελέχη μιας ορ- οργάνωσης· партийный - το κομματικό αχτίφ· со- собрание -а συγκέντρωση του άχτίφ. 2 τό ε'νερ- γητικό μέρος της περιουσίας.II μτφ. επιτυχί- ες, επιτεύξεις., τα υπέρ, τα πλεονεκτήματα. активация, -и θ. κινητοποίηση, δραστηριο- δραστηριοποίηση. активизация,-И θ. δραστηριοποίηση. активизировать,-рую,-ешь; ρ.δ.κ.σ.μ. δρα- δραστηριοποιώ. II -0Я δραστηριοποιούμαι. активирование,-я ουδ. βλ. активация. активировать,-рую,-эшь р.δ.*.σ.μ. βάζω σε κίνηση, κινητοποιώ. II -ОЯ μπαίνω σε κίνηση, κινητοποιούμαι,. активист,-а α. -ка,-И θ. ακτιβίστας,-τρια, δραστήριο στέλεχος. активность,-И θ. δραστηριότητα, ενεργη- ενεργητικότητα, ενεργή συμμετοχή· проявлять - δεί- δείχνω δραστηριότητα. активный επ., βρ:-ΒβΗ,-ΒΗ3,-ΒΗ0. 1 .δρα- .δραστήριος, ενεργητικός· -08 участие δραστήρια συμμετοχή. 2(λογιστ. ) ενεργός, αναπτυσσόμε- αναπτυσσόμενος, εξελισσόμενος. II εκ<ρρ.| -ое избиратель- избирательное право το δικαίωμα του εκλέγειν. *акТЙНИЯ,~И θ. ακτίνιο (θαλάσσιοι μικρο- μικροοργανισμοί) . актовый επ. ο της πράξης, του πρακτικού. Ά ο της συγκέντρωσης, της τελετής· - зал Βλ. зал. *актриса,-Ы θ. η ηθοποιός. актуальность,-И θ. επικαιρότητα· ζωτικό- ζωτικότητα· - содержания пьесы η επικαιρότητα του περιεχομένου του θεατρικού έργου. *актуальный επ., βρ: -лен,-льна,-льно; ε- επίκαιρος· ζωτικός· - вопрос ζωτικό ζήτημα.II πραγματικός. * акула,-Ы θ. καρχαρίας, σκυλόψαρο. II μτφ. άρπαγας, άγριος εκμεταλλευτής. акулий επ. ο του καρχαρία, καρχαρίινος. акуловые, -ЫХ πλθ. τα καρχαριιδή. акустик, ~а α. ηχολήπτης, φωνολήπτης. *акустика, -И θ. η ακουστική. акустический επ. ακουστικός. *акушёр,-а α. μάμμος, μαιευτής. акушерка,-И θ. μαμμή, μαία. акушерский επ. μαιευτικός. акушёрСТВО,-а ουδ. μαιευτική. акцелератор,-а α. βλ. акселератор, "акцент,-а α. 1 ο τόνος της λέξης. IIτό ση- σημείο του τονιομού, ο τόνος. ,2 προφορά ιδιά- ιδιάζουσα, γλωσσική απόχρωση· говорить по- рус- русски С греческим -ОМ μιλώ ρωσικά μέ ελληνική προφορά. II έκφρ. делать - на чем τονίζω, υ- υπογραμμίζω κάτι. акцентировать,-рухз,-руешь; ρ. δ. κ.σ. μ. κ.αμ· 1 (γλωσ.) τονίζω. 2 μτφ. υπογραμμίζω. II -С.Я 1 τονίζομαι. 2 υπογραμμίζομαι. акЦОВТНЫЙ επ. (γλωσ.) τονικός, του τό- τόνου, του τονισμού. II εκφρ. - стих Ο τονικός στίχος. акцентовать,~тую,-туешь; р.δ.κ.σ.μ.κ. αμ. βλ. акцентировать. акцентология,-И θ. 1 τονολογία. II τμήμα γλωσσολογίας, που εξετάζει το σύστημα τονι- τονισμού στίς γλώσσες καθώς και την εξέλιξη του. 2 βλ. акцентуация. акцентуация,-И θ. τονισμός, τό σύστημα τονισμού μιας γλώσσας, επιγραφής μνημείου. акцепт,-а α. παραδοχή όρων συμφωνίας. акцептовать,-тую,-туешь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. -(Званный, βρ; -ван,-а,-0; р.δ.κ.σ.μ. εγκρί- εγκρίνω την πληρωμή (λογαριασμού γραμματίου κλπ.). II -СЯ εγκρίνομαι. .*акцЙ8,-а α. φόρος, δασμός (κυρίως σε είδη πρώτης ανάγκης). II παλ. εφορία (ίδρυμα). акцизный ε τι.1 του φόρου, του δασμού- Сбор η είσπραξη φόρου. 2 παλ. Ο εφοριακός· - чиновник о εφορας, εφοριακός ανώτερος υπάλ- υπάλληλος· - инспектор επιθεωρητής εφορίας.3 ως ουσ. α. παλ. βλ. 2 σημ. акционер,-а α. μέτοχος εταιρείας. акционерный επ. μετοχικός, της μετοχής. акционерский επ. μετοχικός, ο του μετόχου. *акция,-и θ. (οικον.). 1 μετοχή· -ни повыша- повышаются οι μετοχές ανεβαίνουν -ии падают οι μετοχές πέφτουν. 2 ενέργεια, πράξη· дипло- дипломатическая - διπλωματική ενέργεια. *алармист,-а α.(απλ} σπερμοφόβος, ο διαδί- δων φοβιστικές φήμες. аларМЙСТЫЙ επ. παλ. φοβιστικός. албанец, -нца α. -ка,-и θ. Αλβανός, -ή, -ίδα. * албанский επ. αλβανικός. *ВЛГебра, -Ы θ. άλγεβρα. алгебраический επ. αλγεβρικός. . *алвбарда,-Ы θ. (παλ^ αρχαίο δόρυ, δοροπέ- | λεκυς, δοροτσέκουρο. ι *алебастр,-а (-у) α. αλάβαστρος. алебастровый. επ. αλαβάστρινος. * александрийский ε т.. αλεξανδρινός· - стих ο αλεξανδρινός στίχος (ο δωδεκασύλλαβος)· - лист; - стручок σέννα (καθαρτικό απο φύλλα κάσιας). александрит,-а α. αλεξανδρίτης, χρυσοβή- ρυλλος ή κυαμοφανή#. алёть,-еет р.δ. κοκκινίζω, ερυθριώ, φαί- φαίνομαι ή γίνομαι, κόκκινος. алжирец,-ρΐίΡ. α. -ка,-И θ. Αλγερινός, -ή. алжирский έπ. αλγερινός. аЛИ к.адь σύνδ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. ИЛИ. "'алиби ουδ. άκλ; το άλλοθι, αλλού (ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν αλλού, όταν διαπρά-
15 аль χτηκε το έγκλημα. *алИ8арЙН,-а α. ερυθροδανίτιδα, χρωστική ουσία απο τη ρίζα του ερυθρόδανου. ализариновый επ. ερυθροδανίτικος, απο ε- ερυθροδανίτιδα. алимвНТНЫЙ, επ. των εξόδων διατροφής ή" συντήρησης· -ые платежи οι πληρωμές των εξο-- δων διατροφής. алимёнщик, -а α. ο πληρωτής των εξόδων δι- διατροφής . ♦алименты,-0В πλθ. έξοδα διατροφής, συντή- συντήρησης. *алкалОЯД,-а α. το αλκαλοειδές, αλκαλοει- δής ουσία. алкать, алчу,-чешь к. алкаю, -аешь р. δ. παλ. 1 πεινώ, αισθάνομαι πείνα. 2 ποθώ,σφο- ποθώ,σφοδρά, επιθυμώ. алкоголизм,-а α. αλκοολισμός. алкоголик,-а α. -гёнка.-и θ. αλκοολιкос,-ή. * алкоголь,-Я α. αλκοόλη κ. αλκοόλ. алкогольный επ. αλκολικός. алкоран,-а α. παλ. βλ. коран. алла βλ. аллах. *аллах,-а α. κ. алла άκλ. α. ο αλλάχ, ο θ ε ос τΕν μουσουλμάνων. II εκφρ. - знает ( ή ведает) о αλλάχ (ο θεός) ξέρει (άγνωστον ).· одному -у известно μόνο ένας αλλάχ ξέρει. аллегорический επ. αλληγορικός. аллегоричность,-И θ. αλληγορικόττ,τα. аллегоричный' επ., βρ: -чен, -чна, -чно; αλληγορικός. ♦аллегория,-и θ. αλληγορία. ♦аллегретто επί ρ. (μουσ.) λίγο γοργά.ΙΙμέ- λος λίγο ζωηρό, γοργό. *аллвтри, ουδ. άκλ. παλ. είδος λοταρίας. *8ЛЛегро, (μουσ.) 1 επίρ. γοργά, ζωηρά. 2 μέλος γοργό, ζωηρό. ♦аллея, -и θ. δεντροστοιχία. *аллигОТОр,-а α. αλλιγάτορας, -τωρ, είδος κροκοδείλου. аллилуйщик,-а α. επαινετής, εγκωμιαστής, λιβανιστής, κόλακας. аллилуйщина,-Ы θ. υπερβολική κολακεία, λιβάνισμα. ♦аллилуйя επιφ. αλληλούια. II ως ουσ.θ. -И η αλληλούια. *аллитерация,-И παρήχηση, ομοιοκαταληξία. ♦алло επιφ.(τηλεφ.) εμπρός, αλλό. аллопат, -а α. αλλοπαθής, άλλοπαθητικός γιατρός. ♦аллопатия,-И θ. αλλοπάθεια, αλλοπαθητική θεραπευτική μέθοδος. аллотропический επ. αλλοτροπικός. *адлОТрОПКЯ,-И θ. αλλοτροπία, -σμός. ад1ргтиидуццй επ. προσχωματικός. *аллЙВИЙ,-Я α. πρόσχωση, -μα. *аллвр,-а α. το βάδισμα, η περπατησιά, ο τρόπος του βαδίσματος. *алма'8,~а α. διαμάντι, αδάμας. ЯЧНОЗНМЙ επ. διαμαντένιος, διαμάντινος, αδαμάντινος. *алогизм,-а α. το άλογον, το παράλογον, η αλογισιά. алогический επ. βλ. алогичный. алогЙЧНОСТЬ,-И θ. παραλογία, παραλογισμός. алогичный επ., βρ: -чен,-чна,-чно; άλο- άλογος, παράλογος. алойный επ. αλόηνος, της αλόης, απο α- αλόη· - ЛИСТ το φύλλο της αλόης. *алОЭ, ουδ. άκλ. η αλόη (φυτό). алтаец,-айца, α.,-Йка,-И θ. Αλταίος, -αία ο κάτοικος της Αλτάης (Α,υτόνομης Σοβ. Σοσ. Δημοκρατίας). алтайский επ. αλταϊκός. алтарный επ. 1 ο του βωμού, ο του θυσια- θυσιαστηρίου. 2 του ιερού. *вЛТОрь,-Я α. 1 βωμός, θυσιαστήριο. 2 το ιερό της' εκκλησίας. *алтын,-а α. παλαιόρωσικό νόμισμα τριών κα- πικιών. II εκφρ. НИ -а παλ. ούτε πεντάρα, κα- καθόλου. ♦алфавит,-а α. το αλφάβητο· греческий το ελληνικό αλφάβητο. алфавитный επ. αλφαβητικός* - СПИСОК о αλφαβητικός κατάλογος; - указатель αλφαβη- αλφαβητικός δείχτης ή ευρετήριο. алХЙМИК,-а α. αλχημιστής. *алхНМИЯ,-И θ. αλχημεία. алчба,~ы θ. παλ. βλ. алчность. аЛЧНОСТЬ,-И θ. απληστία· πλεονεξία. алчный επ., βρ: -чен,-чна,-ЧНО; 1 παλ.ά- παλ.άπληστος, αχόρταγος, ακόρεστος. 2 μτφ. πλεο- νέκτης. *алый επ., βρ: ал, ала и. ала, ало; άλι- άλικος, ροδοκόκκινος, κατακόκκινος, κατέρυθρος. *алыча,~Й θ. 1 προύμνη, κορομηλιά. 2 κορό- μηλο. алчОВЫЙ επ. κορομηλίσιος, ο της κορομη- κορομηλιάς- απο κορόμηλα· -ое варенье γλυκό από κορόμηλα. аль βλ. али. *альбатрОС,-а α. άλμπατρος (πτηνό). 'альбинизм,-а α. αλβινισμός, λευκοπάθεια. альбинос,~а α. λευκίας, λευκίτης, *альбОМ,-а α. λεύκωμα, άλμπουμ. "'альбОМННЙ επ. του λευκώματος- - ЛИСТ το φύλλο του λευκώματος. ♦альбумин,-а α. (βιοχημ.) λεύκωμα (ουσία). ♦альвеола,-Ы θ.(ανατ.)η φυσαλίδα, ασκός. 2 φατνίο των δοντιών, βόθριο. *алЬКОВ,-а ά. μυχός κοιτώνα για το κρε- κρεβάτι , παστάς.
ель 16 «МО * альманах,-а α. αλμανάχ, ημερολόγιο, альманашный επ. ο του αλμανάχ, αλμανάχι- ος, αλμαναχικός. *альпеНШТОК,-а α. ορειβατική ράβδος των αλπινιστών, άλπενστόκ. аЛЫШЙСХИЙ επ. άλπειος. II ορειβατικός, альпиниада,-Ы θ. αλπινιάδα. альпинизм,-а α. αλπινισμός, ορειβασία. альпинист,-а, α. ~ка, -И θ. αλπινιστής, -ρι-α, ορειβάτης, -ισσα. альпинистский επ. αλπινιστικός, ορειβα- ορειβατικός· - лагерь ορειβατική κατασκήνωση. *альт,-а к. -а, πλθ. альты α. 1 άλτο, βα- βαθιά παιδική ή γυναικεία φωνή. 2 (μουσ.) η δεύτερη φωνή. 3 άλτο (μουσικό όργανο). *альтерация, -И θ. (μουσ.) εναλλαγή, επαλ- λαγή τόνου. ^альтернатива, -Ы θ. μεταλλαγή, μεταβολή, υεταπτωση. ♦альтиметр, -а α. υψόμετρο. *альтруизм, -а α. αλτρουισμός. альтруист, -а α.,-ка, -и θ. αλτρουιστής, -τρία. альтруистический, επ. αλτρουιστικός·- по- поступок αλτρουιστική πράξη. альтруистичность, -и θ. αλτρουισμός, альтруистичный επ., βρ: ~чен, -чна,-чно; αλτρουιστικός. *альфа, -Ы θ. το άλφα (του ελληνικού αλφά- αλφάβητου). II εκφρ. - и 0М9Га το άλφα και το ω- υέγα (η αρχή και το τέλος· το βασικό, το κύ- κύριο)· от ~Ы ДО омеги απο την αρχή ως το τέ- τέλος· альфа-лучи (φυσ.) ακτίνες άλφα. *альфОНС, -а α. αλφόνσος, αγαπητικός (συν- (συντηρούμενος απο τις ερωμένες του). * альянс, -а α. ένωση· σύζευξη· συμμαχία, алюминиевый, επ. του αλουμινίου- —ая про- промышленность βιομηχανία αλουμινίου. II αλου- αλουμινένιος· -ые ЛОЖКИ αλουμινένια κουτάλια. II αλουμινιούχος· -Ы9 сплавы αλουμινιούχα κρά- κράματα. * алюминий, -я α. αλουμίνι, -νιο. аляповато, επί ρ. άνοστα, άχαρα, άκομψα, χοντροκομμένα. аляповатость,-и θ. το άχαρον, το άκομψον, χοντροκοπιά. аляповатый επ., βρ: -ват, -а, -θ; άγαρ- άγαρμπος, χοντροκομμένος, άχαρος, άκομψος. * амазонка, -и θ. παλ. 1 Αμαζόνα. 2 το κου- κουστούμι ιππασίας. * амальгама, -Ы θ. αμάλγαμα, σύγκραμα υδραρ- υδραργύρου και μετάλλου, συνυδραργύρωμα. ΙΙμτφ.φύ- ραμα, μίγμα. *амальгамация, -И θ. αμαλγάμωση. амальгамирование, -Я ουδ. αμαλγάμωση. амальгамировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. αμαλγαμώνω. II -СЯ αμαλγαμώνομαι. амальгамный επ. αμαλγαμωτός, απο αμάλ- αμάλγαμα. ♦аманат,-а α. .παλ. όμηρος. *амарОНТ, -а α. αμάραντος (φυτό). *амариллис, -а α. αμαρυλλίς, -ίδα (φυτό). амбар, -а α. αμπάρι. амбарный επ. ο του αμπαριού* -ая дверь η πορτίτσα του αμπαριού. амбициозный επ., βρ: -зен,~зна,~зно (παλ.) εγωι,στής· περήφανος· κομπορρήμων,αλαζονικός, *амбЙЦИЯ, -И θ. φιλότιμο, εγωισμός· αλα- αλαζονεία, κομπορρημοσύνη· задеть ЧЬЮ-Н. -ГО θί- θίγω το φιλότιμο κάποιου. II εκφρ. вломиться (ή удариться, войти κ,τ.τ.) в -Ю προσβάλλομαι, θίγομαι πολύ στο φιλότιμο. ♦амблистома, -Ы θ. αμβλύστομο (γένος αμ- αμφιβίων). *£мбра, ~Ы θ. άμβρα, άμβαρις (ζωικό ήλε- ήλεκτρο). II αρώματα. амбразура, ~Ы θ.1 πολεμίστρα, οχυρομάτι, βελοθυρίδα. II ναυτ. τηλεβολοθυρίδα. 2 άνοιγ- άνοιγμα (διαστάσεις) πόρτας, παραθύρου. амбре, ουδ. άκλ. ευωδιά. ΙΙ(ειρν) δυσωδία. ♦амбрОЗИЯ, -И θ. αμβροσία. амбулатория, -И θ. ιατρείο. *амбулат6рный επ. ο του ιατρείου· - приём οι ώρες που δέχεται το ιατρείο· - больной α- ασθενής επισκεπτόμενος το^ιατρείο. *амвОН,| -а ά. άμβωνας. II παλ. κουβούκλιο. *амёба, -Ы θ. αμοιβάδα. американец, -нца, α. -ка, -и, θ. Αμερικα- Αμερικανός, -ίδα, -άνα. американский επ. αμερικανικός, -άνικος. * аметист, -а α. αμέθυστος (ημιπολύτιμος λί- λίθος, παραλλαγή χαλαζία). амеТЙСТОВЫЙ επ. αμέθυστος, του αμέθυ- αμέθυστου, απο αμέθυστο· -Ые серьги σκουλαρίκια απο αμέθυστο. *амИНЬ, βεβαιωτ. μόριο· αμήν, ναι.ΙΙουσ. α. аминь, -Я τέλος, πέρας, τέρμα. *аммиак, -а α. αμμωνία. аммиачный, επ. αμμωνιακός. II αμμωνιούχος. *ВММОННЙ, -Я α. (χημ.) αμμώνιο. аммОНИЙНЫЙ επ. αμμωνιακός;· -ые соли άμ- άμμων ιακά άλατα. амнистирование, -Я ουδ. αμνήστευση. амнистировать,-рую,-руешь р.δ.к.σ.μ. α- μνηστεύω. II -СЯ αμνηστεύομαι. *аМНИСТИЯ, -И θ. αμνηστία» аморализм, -а α. ανηθικότητα, ηθικός ξε- ξεπεσμός . аморальность, -и θ. βλ. аморализм. аморальный επ., βρ: -лен, -льна, -льног, ανήθικος, ο ξεπεσμένος ηθικά, χωρίς ηθι- ηθικές αρχές.
амо 17 ана амортиаатор.-а α. αποσβεστήρας κρούσεων. ! амортизационный επ. αποσβεστικός. *амортжзаШЯ, -И θ. 1 (οικον.) απόσβεση. 2 (τεχ.Ο απόσβεση κρούσεων. амортизировать, рую, -руешь·, ρ. δ. κ. σ. μ. α- ποσβήνω. II -0Я αποσβήνομαι. аморфность, -И θ. αμορφία. *аморфный επ., βρ: -фен, -фна, -фно-,άμορ- φος· -ое вещество άμορφη ουσία. ампер, -а α. το αμπέρ. амперметр,-а α.αμπερόμετρο. *ампйр, -а α. αυτοκρατορικό καλλιτεχνικό (κυρίως αρχιτεκτονικό) στυλ της περιόδου του Ναπολέοντα· μετακλασσικισμός. *амшштуда, -Ы θ. το εύρος (ταλάντευσης). *амплификация, -И θ. υπερπληθωρισμός επα- λήψεων και προσδιορισμών. *амплуа, ουδ. άκλ. (θεατρ.) υπόκριση, υπό- δυση· - комической старухи υπόδυση του ρό- ρόλου κωμικής γριάς. II κύκλος γνώσεων. *ампула, -Ы θ. φύσιγγα, αμπούλα. ампутационный επ. ακρωτηριασμένος. * ампутация, -И θ. ακρωτηρίαση, -μός. ампутировать, -РУ». -руешь; р.δ.κ.σ.μ. α- ακρωτηριάζω. II -СЯ ακρωτηριάζομαι. *амулет, -а α. φυλαχτό (δεισιδαιμόνων). *амуЫИЦИЯ, -И θ.(παλ.) εξάρτυση στρατιώτη. || εφοδιασμός με ιπποσκευή (ζεύκτρα). *амур, -а α. Ερως, -τας, ο θεός του έρωτα II -Ы πλθ. έρωτες, ερωτοδουλιές, ερωτικές πε- περιπέτειες. амурничать, ρ.δ.(παλ. κ. απλ,) ασχολούμαι μέ ε ρωτοδουλιές,ε ρωτεύομαι. ♦амфибия, ~и θ. το αμφίβιο. || αεροπλάνο προσγείωσης και προσθαλάσσωσης. *амфибрахиА, -Я α. αμφίβραχης(-χυς)στίχος. "'амфитеатр, -а α. αμφιθέατρο· ~ΟΜ αμφι- αμφιθεατρικά. *амфора, ~Ы θ. ο αμφορέας. ан, σύνδ. αντίθ. απλ. όμως, αλλά· думал отдохнуть - опять командировка υπολόγιζα να ξεκουραστώ, όμως πάλι φύλλο πορείας.II(μόριο επιταχτικό)· μπά· дай мне денег. - - нет, не Получишь! δόσε μου χρήματα. - Μπά,ιδε θα πά ρεις ] δε σου δίνω Ι *анаваптнзм, -а и. αναβαπτισμός. анаВаПТЙОТ, -а и., -Ка, -И θ. αναβαπτι- στής, -τρία. *анабиоз, -а α. αναβίωση. *анаграмма, -Ы θ. αναγραμματισμός, ανά- γραμμα: нос - сон, лето - тело. анаконда, -Ы θ. ανακόντας, ευήκτης(φίδι)· анакреонтический, επ. ανακρεοντικός· -ая поэзия ανακρεοντική ποίηση. *анализ, -а α. ανάλυση· подвергнуть -у по- понятие причинности υποβάλλω σε ανάλυση την έννοια του αιτιατού- химический - χημική α- ανάλυση· микроскопический - μικροσκοπική α- ανάλυση· - крови ανάλυση αίματος· граммати- грамматический - γραμματική ανάλυση· произвести литературного произведения κάνω ανάλυση λο γοτεχνικού έργου. анализатор, -а α. αναλυτής· - газов ιαερι- οαναλυτής. анализирование, -Я ουδ. ανάλυση. анализировать, -рую, -руешь; р.δ.κ.σ. α- αναλύω, κάνω ανάλυση· εξετάζω· - прошлое κά- κάνω εξέταση του παρελθόντος . II -СЯ αναλύομαι, εξετάζομαι. аналитик, -а α. αναλυτής. аналитический επ. αναλυτικός- - метод α- αναλυτική μέθοδος· - ум αναλυτικό μυαλό,νους, II εκφρ.-ая геометрия αναλυτική γεωμετρία· -ая химия αναλυτική χημεία· -ие ЯЗЫКИ οι α- αναλυτικές γλώσσες. ♦аналог, -а α. ανάλογο, παρόμοιο. аналогический επ. αναλογικός· - метод α- αναλογική μέθοδος. аналогичность, -и θ. αναλογία. аналогичные επ., βρ: -чен, -чна, -чно; ανάλογος, παρόμοιος· - случай ανάλογη περί- περίπτωση· -ые условия παρόμοιες συνθήκες. *аналогия, -и θ. αναλογία· полная - πλή- πλήρης αναλογία· частичная - μερική αναλογία·' М&ГОД -И η αναλογική μέθοδος. *аналОЙ, -Я α. (εκκλσ.7 το αναλόγιο. * анальный επ. πρωκτικός, ο του |πρωκτού· -ое отверстие η οπή του πρωκτού. *анаМНв8, -а α. ανάμνηση. "ананас, -а α. ο ανανάς, η ανανάσσα. ананасный επ. ανανάσινος, του ανανά, απο ανανά· -Ые ЛИСТЬЯ τα φύλλα του ανανά. * ананасовый επ. βλ. ананасный. *анапест к. анапест, -а α. ανάπαιστος! (Ιμε- τρικό πόδι). анархизм, -а α. αναρχισμός. анархист, -а α. -ка, -и θ. αναρχικός,-ή. анархистский επ. αναρχικός.· -ая органи- организация αναρχική οργάνωση· -ие ВЗГЛЯДЫ αναρ- αναρχικές ιδέες. анархический επ. αναρχικός. анархичность, -и θ. αναρχικότητα. анархичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; α- αναρχικός· ταραχοποιός. ^анархия, -И θ. αναρχία,ακυβερνησία, έλ- έλλειψη αρχής, εξουσίας. II έλλειψη συστηματικής οργάνωσης· - производства αναρχία παραγωγής, ΙΙαταξία, ακαταστασία, χάος. анархо-синдикализм, -а α. αναρχοσυνδικα- λισμός. анархо-синдикалист, -а α. αναρχοσυνδικα- λιστης.
а на 18 анархо-синдикалистский επ. αναρχοσυνδι- Μαλιστικός. анатом, -а α. ανατόμος. анатомирование, -Я ουδ. ανατομή, ανάτμηση, анаТОМИроваТЬ, ~РУ», -руешь; р.δ.и.σ.μ.α- р.δ.и.σ.μ.ανατέμνω. II -ся ανατέμνομαι.. анатомический, ανατομικός- -ое исследова- исследование ανατομική έρευνα· - театр ανατομεί-ο. анатомичка, ~И θ. το ανατόμε ίο. ''анатомия, -и θ. ανατομία, "анафема, -Ы θ. ανάθεμα, -τισμός· αφορι-,- σμός.ΊΙΙ απλ. υβρ. τρισκατάρατος. II εκφρ.пре- εκφρ.предать -е αναθεματίζω. анафемский επ. αναθεματισμένος, καταρα- καταραμένος, διαβολεμένος· - ХОЛОД διαβολεμένο κρύο. *анахорёт, -а α. αναχωρητής, ασκητής, ερη- ερημίτης. Π μτφ. (παλ.) μονήρης, ο ζων μακριά απο την κοινωνία. ^анахронизм, -а α. αναχρονισμός, λαθεμένη μεταφορά γεγονότος ή φαινομένου μιας εποχής σε άλλη. II παλιός, ξεπερασμένος,ασύγχρονος. анахронический επ. αναχρονιστικός. анахроничность, -И θ. αναχρονισμός. анахроничный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; αναχρονιστικός. анаэробный επ. αναερόβιος· -ые бактерии αναερόβια βακτηρίδια. *анаэрОбЫ, πλθ.,(ενκ. -<3б,~а α.) αναερόβια (μύκητες, βακτηρίδια). * ангажемент, -а α. παλ. εργασία ηθοποιού με συμβόλαιο, αγκαζάρισμα. ангажировать, -рую, -руешь·, р.δ.κ.ο.μ. 1 αγκαζάρω, προσκαλώ για εργασία ηθοποιό με συμβόλαιο. 2 (στό χορό) εξασφαλίζω γιά τον εαυτό μου.II -СЯ αγκαζάρομαι. , *ангар, -а α. υπόστεγο αεροπλάνων. * ангел, -а α. 1 άγγελος. 2 ιδεώδες, ίνδαλ- ίνδαλμα- - красоты αγγελόμορφος. II ως χαί'δ. МОЙ ангел! άγγελε μου! 3 παλ. άγιος του οποίου το όνομα φέρει ο εορτάζων поздравляю С -ОМ χρόνια πολλά για τη γιορτή σου- день -а η ονομαστική γιορτή. ангелочек, -чка α. αγγελούδι, αγγελάκι. ангельский επ. αγγελικός· - голос αγγε- αγγελική φωνή· -ая улыбка αγγελικό χαμόγελο, ♦ангидрид, -а α. (χημ.) ανυδρίτης ή ανυ- ανυδρίας οξικός. *ангидрит, -а α. ανυδρίτης, άνυδρο(ν),ά- άνυδρο(ν),άνυδρος γύψος, *ангина, -Ы θ. κυνάγχη, αγγίνα, λαιμάς. англизировать, -рую, -руешь; р.δ. и.о. μ. (παλ.) αγγλίζω, αγγλοφέρνω. английский επ. αγγλικός· - ЯЗЫК η αγγλι- κή γλώσσα. англиканский επ. αγγλικανικός· -ая цёр- анв КОВЬ αγγλικανική εκκλησία. *авглиЩЗМ, -а α. αγγλισμός, ιδιωτισμός της αγγλικής γλώσσας. англичанин, -а α. -ка, -и θ. Αγγλος,-ίδα, Εγγλέζος, -α. -ане, -ан πλθ. οι Αγγλοι. анГЛОМаН, -а α. αγγλομανής. англомания, -И θ. αγγλομανία. англомаНСТВО, -а α. αγγλομανία. англофил, -а α. αγγλόφιλος. анГДОфЙЛЬСТВО, -а ουδ. αγγλοφιλία. англофоб, -а α. μίσαγγλος,ο μισών την Αγ- Αγγλία και τον πολιτισμό της. ■ англофобство, -а ουδ. μιοαγγλισμός,μίσος ή απέχθεια προς την Αγγλία και προς κάθε τι αγγλικό. ангорский επ. ο της Αγκυρας· -ая кошка η γάτα της Αγκυρας- -ая КОЗа ή γίδα της Αγκυ- Αγκυρας· - кролик κουνέλι της Αγκυρας. *андвНТе, μουσ.ΐεπίρ. λίγο αργά, μέτρια. 2 μέλος μέτριο, ομαλό. * аневризма, -ы θ. ανεύρισμα, διεύρυνση· - аорты ανεύρισμα της αορτής. *анекдот, -а α. ανέκδοτο· рассказывать -ы διηγούμαι ανέκδοτα. II συμβάν, περιστατικό» γεγονός. анекдотический επ. ανεκδοτικός, ο του α- ανεκδότου. II απίθανος, απίστευτος. анекдотичность, -И ανεκδοτολογία. анекдотичный επ., «ρρ: -чен, -чна, -чно; βλ. анекдотический. анемйчеокий επ. αναιμικός· -ое состояние αναιμική κατάσταση. анемичность, -И θ. αναιμότητα, αναιμία. анемичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; α- αναιμικός· девочка слаба, -чна κορίτσι αδύ- αδύνατο, αναιμικό. ΙΙ.μτφ. μαρασμώδης, καχεκτι- καχεκτικός· ωχρός. *анемия, -и θ. αναιμία. ♦анемометр, -а α. ανεμόμετρο. *анемон, -а α. к. анемона, ~ы θ. ανεμώνη. *анерОИД, -а α.βαρόμετρο ανεροειδές ή Ολο- στερικό. анестевйровать, -рую, -руешь, μτχ. ενστ. анестезирующий; р.6.κ.σ.μ. αναισθητώ, -ίζω, ναρκώνω. II -СЯ αναισθητώ, ναρκώνομαι. анестезирующий επ. απο μτχ.αναισθητικός, επιφέρων αναισθησία. ^ *анеотезЙЯ, -И θ. αναισθησία· общая - γε- γενική αναισθησία· местная - τοπική αναισθη- αναισθησία. *аниЛЙН, -а α. ανιλίνη (χρωστική ουσία). анилЙНОВЫЙ επ. ο της ανιλίνης, από ανι- ανιλίνη, || ανιλινούχος. *аннМИ8М, -а α. ανιμισμός, ψυχολατρεία. *анЙС, -а (-у) α. 1 άνισο, γλυκάνισο, γλυ- κάντζο, 2 είδος μηλιάς καθώς καί 0 καρπός
анк 19 ант της. анисовка, -И Θ. 1 βότκα με άνισο, ούζο.2 βλ. анис. анЙООВН& επ. ο του άνισου, απο άνισο· -ое МОСЛО το ανισέλαιο. анкер, -а α. η άγκυρα του ωρολογίου. анкерный επ. με άγκυρα· -ые часы ωρο- λόγι με άγκυρα. *анкета, -Ы θ. ερωτηματολόγιο· заполнять -у συμπληρώνω ερωτηματολόγιο. анкетный επ. ερωτηματολογικός,, "του ερω- ερωτηματολογίου· -ые донные τα στοιχεία του ε- ερωτηματολογίου. *аннадн, -ОВ πλθ. τα χρονικά. аНВеКСШОНЙСТ,-а α. προσαρτητής, οπαδός της της προσάρτησης. аннексионистский, επ. προσαρτητικός, της προσάρτησης· -ая политика πολιτική προσάρ- προσάρτησης. аннексионный επ. προσαρτημένος. аннексировать, -руго, -руешь р.δ.и.о.μ. προ- προσαρτώ. II -СЯ προσαρτιέμαι. *аннексия, -И θ. προσάρτηση· мир без -ИЙ ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις. *аннотация, -ж θ. σχόλιο. аннотирование, -я ουδ. σχολίαση. аннотировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. σχο- σχολιάζω. II -СЯ σχολιάζομαι. аннулирование, -Я ουδ. ακύρωση· κατάργη- κατάργηση· - государственных ДОЛГОВ η ακύρωση των κρατικών δανείων. ♦аннулировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. α- ακυρώνω· καταργώ.II -СЯ ακυρώνομαι, καταργούμαι- аннулЯЦИЯ, -И θ. (γραπ. λόγ.) ακύρωση,κα- ακύρωση,κατάργηση . *анОД, -а α. άνοδος, ηλεκτρόδιο θετικό. анодный επ. ανοδικός· - ток ανοδικό ρεύ- ρεύμα. аномалия, -и θ. ανωμαλία· - в физическом развитии ανωμαλία στη φυσική (σωματική) α- ανάπτυξη- курская магнитная - η μαγνητική ανωμαλία (απόκλιση) του Κούρσκ. аномальный επ. ανώμαλος· -ое явление α- ανώμαλο φαινόμενο· -ое состояние ανώμαλη κα- κατάσταση . аноним, -а α. ανώνυμη επιστολή ή έργο. анонимка, -И θ, ανώνυμη επιστολή. анонимный επ. ανώνυμος* - автор ανώνυμος συγγραφέας· -ое ПИСЬМО ανώνυμη επιστολή. *анОНС, -а α. αγγελία, γνωστοποίηση. анонсировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. αγ- γέλλω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ, διακηρύσσω. II -СЯ αγγέλλομαι, αναγγέλλομαι, γνωστοποιού- γνωστοποιούμαι , διακηρύσσομαι. 'анормальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 0 μη κανονικός, ακανόνιστος, αφύσικος, ανώ- ανώμαλος, έκρυθμος· -ое явление ανώμαλο φαι- φαινόμενο. *анофелес, -а α. το ανώφελο κουνούπι. ансамблевый επ.1 του ανσάμπλ, του συ- συνόλου. 2 του συγκροτήματος. *ансамбль, -Я α. 1 το σύνολο, το ανσάμπλ· архитектурный - αρχιτεκτονικό σύνολο.2 συγ- συγκρότημα (καλλιτεχνικό, θεατρικό κ τ.τ.). *антаблемёнт, -а α. ο θριγκός, επιστήλιο. антанта, -Ы θ. η αντάντ, η συνεννόηση, #аНТаГОНИ8М, -а α. ανταγωνισμός-классовый - ο ταξικός ανταγωνισμός. антагонист, -а α. ανταγωνιστής. антаГОНИСЛИЧескиЙ επ. ανταγωνιστικός. антагонистичный επ., βρ: -чен, -чна,-чно ανταγωνιστικός. *аНТарКТИКа, -И θ. η Ανταρκτική. антарктический επ. ανταρκτικός· - мате- рйк η ανταρκτική ήπειρος. *антённа, -ы θ. κεραία, αντένα· наружная - η εξωτερική κεραία· комнатная - η εσωτε- εσωτερική κεραία. антенный επ. της κεραίας. *аНТ5ИСЗИОТИК,-а α. αντιβιωτικό (φάρμακο). антивоенный επ. αντιπολεμικός· - конгресс αντιπολεμικό συνέδριο. антидемократический, επ.αντιδημοκρατικός. антидиалектический, επ.αντιδιαλεκτικός. антиимпериалистический, επ. αντί ιμπερια- ιμπεριαλιστικός. . антиисторический, επ. αντίιστορικός, αν- αντιβαίνων στις ιστορικές αρχές. *антйк, -а α.(γραπ. λόγος) αντίκα, αρχαίο αντικείμενο. II καλλιτέχνημα αρχαίο.II πεποι- πεποιθήσεις, συνήθειες παλιές, απαρχαιωμένες. II εκφρ. - С ГВ03ДНИК0М (ειρν.) λαμπρά, θαύμα. * *аатиквар, -а к. παλ. антикварий, -яа.ар- χαιοσυλλέκτης.ΙΙ ε'μπορος αρχαίων αντικειμέ - νων. антиквариат, -а α. εμπόριο αρχαίων εικό- εικόνων, βιβλίων. II παλ. φιλάρχαιος συλλέκτης·. антикварный επ. αρχαίος, παλαιός· - ма- газйн κατάστημα πώλησης αρχαίων εικόνων, βι- βιβλίων -ая вещь αρχαίο αντικείμενο. антикоммунистический επ. αντικομμουνιστι- κός. *антилОпа, -Ы θ. αντιλόπη. антимарксистский επ. αντιμαρξιστικός·-ая теория αντίμαρξιστική θεωρία. антиматериалистический επ. αντιϋλιστικός. αντιματεριαλιστικός. антимилитаризм, -а α. αντιστρατοκρατία, αντιμιλιταρισμός. антИМИЛИТарЙСТ, -а α. αντιστρατιωτικός,αν- τιμιλιταριστής. антимИЛИТарИСТЙчеСКИЙ επ. αντιμιλιτιαρι-
ант 20 апа στικος. антимилитаристский αι. αντιμιλιταριστικός. ♦анТИМИНС, -а α, (εκκλσ.) αντιμήνσιο. ♦антимония, -и θ: разводить ~и ή -го (απλ.) αερολογώ, λέγω κούφια λόγια, μπόσικες κου- κουβέντες. антинародный επ. αντιλαϊκός. антинаучный επ. αντεπιστημονικός. антинациональный επ, αντεθνικός. ♦аНТИНОМИЯ, -и θ. αντινομία, антиобщественный επ. αντικοινωνικός. антипартийный επ. αντικομματικός. антипатический.επ. αντιπαθητικός. антипатичный επ., βρ: ~чен, -чна, -чно α- ντ ιπαθητ ικός. ♦антипатия, -и θ. αντιπάθεια. ♦анТИПОД, ~а α. 1 το αντίποδο. 2 μτφ. ο αντιτιθέμενος, ο αντίθετος, ο ενάντιος, ο αντιλογίας, ο αντιρρησίας. антирелигиозный επ. βρ: ~зен, -зна, ~зно$ αντιθρησκευτ ικός· ~ая пропаганда αντί θρη- θρησκευτική προπαγάνδα. антисанитарный επ, ανθυγιεινός· -ые усло- условия ανθυγιεινές συνθήκες. антисемит, ~а α., ~ка, -и θ. αντισημί- της, -ισσα. антисемитизм,-а α. αντισημιτισμός, антисемитский επ. αντισημιτικός· -ие на- настроения αντισημιτικές τάσεις. ♦антисептика, -И θ. 1 αντισηψία. 2 αντιση- αντισηπτικό φάρμακο. антисептический επ. αντισηπτικός. антисоветизм, -а α. αντισοβιετισμός. антисоветский επ. αντισοβιετικός. антитеза, ~Ы θ. 1 αντίθεση, αντίταξη, α- αντιπαράθεση. 2 βλ. антитезис. ♦антитезис, -а α. (φιλοσ. κ. φιλγ.) αντί- αντίθεση. антитела, -тел πλθ. (ενκ, антитело, -а ουδ.) αντισώματα, аНТИТОКСИН, -а α. αντιτοζίνη. антитоксический επ. αντ ιτ ο ξ ικός. антифашист, ~а α., -ка, -И θ. αντιφασί- αντιφασίστας, -τρία. антифашистский επ. αντιφασιστικός, ♦антифриз, -а α. αντιψυκτικό (μέσο, ου- ουσία), ♦антихрист, -а α. ο αντίχρηστος. антихудожественный επ., βρ: -вен, -венна, -венно αντικαλλιτεχνικός, αντικαλαισθητικός. антициклон, -а α. αντικυκλώνας. ♦антиципация, -И θ. (γραπ, λόγος) προκατά- προκατάληψη, πρόληψη· προμάντευση. антиципировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. προ- προλαβαίνω, προκάνω· προνοώ, προμαντεύω. античность, -и θ. η αρχαιότητα, οι αρχαίοι (κλασικοί κυρίως) χρόνοι. античный επ. 1 αρχαίος (αρχαιοελληνικός, ρωμα'ϊκός). 2 ωραίος, όμορφος (όπως τα αρ- αρχαία αγάλματα)· - НОС όμορφη μύτη· -ое лицо όμορφο πρόσωπο· - профиль υραίο προ- προφίλ. ♦антология, -И θ. ανθολογία. *анТОНИМ, -а α. (γλωσ.) το αντώνυμο. анГОНОВ, -а, -Ο εκ: ~ ОГОНЬ μόλυνση του αίματος, γάγγραινα. антоновка, -И θ. είδος μήλου γλυκόζινου και μυρουδάτου. антоновский επ. στην έκφραση: ~ие Яблоки βλ. антоновка. ♦антракт, -а α. (θεατρ.) διάλειμμα. IIη μου- μουσική αυτών στα διαλείμματα, ♦антрацит, -а α. ανθρακίτης. антрацитный επ. ανθρακιτικός, του αν- ανθρακίτη. антрацитовый επ. ανθρακιτικός, του αν- ανθρακίτη· ~ые залежи κοιτάσματα ανθρακίτη, ♦антраша ουδ. άκλ. ελαφρό πήδημα χορευτή. ♦антрекот, -а α. μεσόπλευρο. II μπριζόλα. *антрепренёр, -а α. θιασάρχης, θεατρώνης. II (παλ.) επιχειρηματίας. антрепренёрский επ,του θιασάρχη, του θεα- θεατρώνη. II (παλ.) επιχειρηματικός. антрепренёрство, ~а ουδ. θεατρική δράση. ♦антреприза, -Ы θ. επιχείρηση θεατρική. II επιχείρηση ιδιωτική· εργολαβία, ♦антресоли, -ей πλθ. (ενκ. -ль, -и θ.) η- μιόροφος, μεσόροφος, αντρεσόλ. антрополог, -а α. ανθρωπολόγος, антропологический επ. ανθρωπολογικός. ♦антропология, -И θ. ανθρωπολογία. > ♦антропоморфизм, -а α. ανθρωπομορφισμός. антропоморфический επ.ανθρωπομορφιστικός. антропоморфный επ. ανθρωπόμορφος. антропофаг, -а α. ανθρωποφάγος. *антропофагия, -И θ. ανθρωποφαγία. *антурах, -а α. (παλ.) το περιβάλλον, ♦анфас επίρ. κατά πρόσωπο, ♦анфилад?, ~Ы θ. δωμάτια στη σειρά, συνε- συνεχόμενα. ♦анчар, -а α. αντίαρο (φυτό), ♦анчоус, -а α. εγκρασίχολος, μικρή αφύη, χαψί (ψάρι). ♦аншлаг, -а α. π ιένα, εξάντληση εισιτηρίων θεάτρου. II ανακοίνωση. || εχφρ. идёт с -ом η παράσταση έχει πιένα (μεγάλη επιτυχία). *аорист, -а α. ο αόριστος (χρόνος ρήματος). *аорТа, -Ы θ. η αορτή. ♦апартамент, -а α. (παλ.) δωμάτιο ή διαμέ- διαμέρισμα πολυτελείας. апатит, -а α. ο απατίτης, φωσφορίτης<ο- ρυκτό).
ала 21 апп апатитовый επ. του απατίτη· -ая руда > ορυκτό απατίτη. апатический επ.απαθής, αδιάφορος· -ое со- СТОЯНИе κατάσταση αδιαφορίας. || άψυχος, μη ζωηρός· - ВЗГЛЯД απλανές ( άτονο ) βλέμμα· II νωθ ρός, οκνός. апатичность, -и θ. απάθεια, αδιαφορία. апатичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. апатический. *апатия, -И θ. απάθεια, αδιαφορία. *апаш, -а α. απάχης. II εκφρ. рубашка - α- πάχικο πουκάμισο. апеллировать, -рую, -руешь р.δ.к.о. 1 υ- υποβάλλω, κάνω έφεση. 2 απευθύνομαι, επικα- επικαλούμαι . апелляционный, επ. της έφεσης- - Суд το εφετείο· -ая жалоба αίτηση προς το εφετείο· - срок η προθεσμία έφεσης. *апвЛЛЯЦИЯ, -И θ. έφεση. II προσφυγή.ΙΙεκφρ. ПОДаТЬ -Ю υποβάλλω αίτηση στο εφετείο. *апвЛЬСЙН, -а α. 1η πορτοκαλιά. 2 το πορ- πορτοκάλι . апельсинный επ. πορτοκάλινος* -ые дольки οι φετίτσες του πορτοκαλιού. ΙΙπορτοκαλιένιος' -ое варенье γλυκό απο πορτοκαλόφλουδες· -ая корка η πορτοκαλόφλουδα. апельсиновый επ. βλ' апельсинный·-ое де- дерево η πορτοκαλιά· - СОК ό πορτοκαλόχυμος· - сад о πορτοκαλεώνας. а(П)певдвкс, -а α. 1 η σκωληκοειδής από- απόφυση. 2 (τεχ.; προσάρτημα. а(п)пвНДИЦИТ, -а α. σκωληκοειδίτιδα (νό- (νόσος). а(П)перцеПЦИЯ, -И θ. αντίληψη, συναίσθηση, συνείδηση (απο πείρα προηγούμενων παραστά- παραστάσεων) . а(п)перципйровать, -рую, гРУешь ρ.δ.κ.σ.μ. αντιλαμβάνομαι (απο προηγούμενη πείρα). * аплодировать, -рую, -руешь р.6.χειροκροτώ. ♦аплодисменты, -0В πλθ. χειροκροτήματα· бур- бурные - θυελλώδη χειροκροτήματα. *апломб, -а α.αταραξία, ευστάθεια, θάρρος στη διαγωγή, ομιλία. *алоГОЙ, -я α. 1(αστρν.) το απόγειο.2 μτφ. Κολοφώνας, κορωνίδα. *апокалипсис, -а α. (εκκλ.) η αποκάλυψη. апокрифический, επ.απόκρυφος, -φικός· -ая литература η αποκρυφική λογοτεχνία. *апокрифы, -ΟΒ πλθ. (ενκ. апокриф, -а α.) εκκλ. τα απόκρυφα (βιβλικό έργο). аполитизм, -а α. απολιτισμός, αδιαφορία για την πολιτική. аполитичность, -и θ. βλ. аполитизм. *аполитичный επ., βρ: ~чен, -чна, -чно; α- πολίτικος, αδιάφορος προς την πολιτική. *апОЛОГ к. аполОГ, -а α. (φιλγ.) απόλογος, αλληγορικό διήγημα. апологет, -а α. απολογητής, συνήγορος, υ- υπερασπιστής. апологетика, -И θ. η απολογητική (κλάδος της θεολογίας). апологетический επ. απολογητικός, της α- απολογητικής . *аПОЛОГИЯ, -И θ. απολογία ( απόκρουση κα- κατηγορίας). апоплексический,επ. αποπληκτικός, της α- αποπληξίας· - удар η αποπληξία. *апоплексия, -И θ. αποπληξία. апорт, -а α. μήλο του Οπόρτου ^ποικιλία). ♦апостериори επιρ. (φιλοσ.) αποστεριόρι, εκ των υστέρων. апостериорный επ. εκ των υστέρων -ое суждение η εκ των υστέρων κρίση. *апОСТОЛ, -а α. 1 απόστολος (μαθητής του Χριστούς. 2 ένθερμος κήρυκας μιας ιδεολογίας. 3 το βιβλίο "Απόστολος"(επιστολές Αποστόλων), апостольский, επ. αποστολικός· -ие деяния οι πράξεις των αποστόλων. *алоСтроф, -а α. η απόστροφος (πνεύμα). апофебв, -а α. αποθέωση. *аппарат, -а α. 1 συσκευή οργάνων, μηχανών κλπ. фотографический - η φωτογραφική μηχανή· телефонный - το τηλέφωνο. 2 σύστημα· ДЫха- тельный - το αναπνευστικό σύστημα, 3 Ит)Х«- νή, μηχανισμός· государственный - η κρατι- κρατική μηχανή η* ο κρατικός μηχανισμός. II εκφρ. научный - το υλικό και βοηθήματα επιστημο- επιστημονικής εργασίας. аппаратная, -ОЙ θ. θάλαμος εγκατάστασης μηχανισμών. аппаратура, -Ы θ.οι μηχανισμοί, συσκευές. аппаратчик, -а α., -ца -Ы θ. ο χειριστής, -τρία συσκευής, μηχανισμού. ♦аппетит, -а α. 1 όρεξη· у меня нет -а δέν έχω όρεξη* ПОТерАть - μου φεύγει η όρεξη,χί- νω την όρεξη· есть без -а τρώγω ανόρεχτα' ВОЛЧИЙ - κυνορεξία, βουλιμία· - приходит ВО время τρώγοντας έρχεται η όρεξη· приятного -а! καλή όρεξη! 2 μτφ. επιθυμία. аппетитный επ., βρ: -тен, -тна, --.но о- ρεχτικός· -ая колбаса ορεχτικό σαλάμι· -ы§ капли ορεχτικές σταγόνες. II θελκτινός, γοη- γοητευτικός, νόστιμος (κυρίως για γυναίκα). «аппликация, -И θ. εφαρμογή,επίθεση, επίρ- ραψη, συγκόλληση, απλικασιόν.ΙΙ έργο εφαρμο- εφαρμογής· аппретирование, -Я ουδ. κατεργασία, επε- επεξεργασία, δούλεμα. аппретировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ε- πεξεργάζω, κατεργάζω, δουλεύω,αργάζω· στιλ- στιλβώνω· - кожу κατεργάζω το δέρμα. II -СЯ επε- επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύομαι.
апп 22 аре *аппретура, -Ы θ. κατεργασία, επεξεργασία, δούλεμα· στίλβωση. II βερνίκι δέρματος. аппретурный επ. επεξεργατικός, της επε- επεξεργασίας, της κατεργασίας. *а(п)пробация, -И θ. επιδοκιμασία· συγκα- συγκατάθεση, συναίνεση· έγκριση. II δοκιμή (εκτί- (εκτίμηση ειδών γιά επιλογή σπόρων). а(п)пробйровать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 (γραπ. λόγος) επιδοκιμάζω' συγκατατίθεμαι, συναινώ· εγκρίνω. 2 δοκιμάζω, κάνω δοκιμή πειραματίζομαι(στήν αγροκαλλιέργεια). II -СЯ επιδοκιμάζομαι κλπ. ρ. μ. а(п)прОШ, -а α. 1 όρυγμα (πλησίασης πολι- πολιορκούμε νου τείχους). 2 (τυπγρ.) το διάστημα υεταξύ γραμμάτων και λέξεων. *апрель, -Я α. Απρίλης. апрельский επ. απριλιάτικος· -ое утро απριλιάτικο πρωινό. *априори επίρ. απο τα πριν, εκ των προτέ- προτέρων, απριόρι. априористический <επ. βλ. априорный, априорность, -И θ. το απο τα πριν, εκ των προτέρων. априорный επ. ο εκ των προτέρων, άπο τα πριν, απριόρι· -ое утверждение η εκ των προ- προτέρων επιβεβαίωση. *апсида, -ы θ. αψίδα. * аптека, -И θ. φαρμακείο. II τα φάρμακα πρώ- πρώτης βοήθειας. II εκφρ. как В -е ακριβέστα- ακριβέστατα (όπως στη ζυγαριά του φαρμακείου). аптекарский επ. φαρμακευτικός, του φαρ- φαρμακοποιού ή του φαρμακείου· - ПОМОЩНИК о βο- βοηθός του φαρμακοποιού· - склад η φαρμακαπο- φαρμακαποθήκη· -ие весы η φαρμακευτική ζυγαριά. аптекарша, -И θ. (απλ.) 1 η φαρμακοποιός. 2 η σύζυγος του φαρμακοποιού. аптекарь, -Я α. (παλ. κ. απλ.) Ο φαρμακο- φαρμακοποιός. II (παλ.) ιδιοκτήτης φαρμακείου. аптечка, -И θ. μικρό ή φορητό φαρμακείο. аптечный επ. φαρμακευτικός· - склад η φαρμακαποθήκη. *ар, -а α. το άρ, μονάδα μέτρησης επιφά- επιφάνειας ίση με 100 τ.μ, араб, -а α., -ка, -и θ. Αραβας, -πίνα. * арабески, -сок к. -сков πλθ. (ενκ. -ска, -и θ. к. -ск, -а α.) αραβουργήματα. арабист, -а α. αραβολόγος (ως προς τον πο- πολιτισμό και τη γλώσσα). арабистика, -И θ. η αραβιστική, το σύνο- σύνολο των επιστημών, γλώσσας και λογοτεχνίας, των Αράβων. арабский επ. αραβικός* -ая лошадь αραβι- αραβικό άλογο· -ие цифры αραβικοί αριθμοί. +арак, -а α. είδος ρακιού. араксёевскиЙ επ. αστυνομοκρατικός. аракоеевщина, -Ы θ. αστυνομοκρατία, (,απο τσ όνομα του υπουργού Αραξέγιεφ), *аралия, -и θ. αραλία (φυτό). * аранжировать, -РУЮ, -руешь ρ.δ.Κ.σ.μ.μουσ. διασκευάζω, προσαρμόζω. II -СЯ διασκευάζο- διασκευάζομαι , προσαρμόζομαι. аранжировка, -И θ. (μουσ.) διασκευή, προ- προσαρμογή. арап1, -а α. -ка, -И θ. (παλ.) Αράπης, -ίνα, -ισσα. арап* -а α. (απλ.) απατεώνας, λωποδύτης. арапник, -а α. μαστίγιο (για τα κυνηγό- κυνηγόσκυλα). *арахис, -а α. αραχίδα (φυτό). II αραποφί- στικα, σουδάνια (καρποί). арахисовый επ. αραχιδικός, της αραχίδας· αραχιδένιος, -ίσιος· -ое масло αραχιδέλαιο· -ая халва αραχιδίσιος χαλβάς. арба, -ы θ. αραμπάς, κάρο. *арбалёт, -а α. βαλλιστρίδα, είδος τόξου. *арбйтр, -а α. διαιτητής, κριτής. арбитраж, -а α. διαιτησία. ♦арбитражный, επ. της διαιτησίας· διαιτή- σιμος· арбуа, -а α. η καρπουζιά II το καρπούζι. арбувННЙ επ. καρπούζινος, του καρπου- ζιού· -ые семена τα σπόρια του καρπουζιού. аргамак, -а α. (παλ.) ο κέλης. аргентинец, -нца α. -ка, -и θ. Αργεντι- Αργεντινός , -α'. *■ аргентЙНОКИЙ επ. αργεντινός. *аргО ουδ. άκλ. αργκό* воровское - κλέφτι- κλέφτικο αργκό· картёжное - αργκό των χαρτοπαι- χαρτοπαικτών. *арГОН, -а α. (χημ.) αργό(ν). арГОТИЗМ, -а α. αργκοτισμός· έκφραση αρ- αργκό τι κή. арготический, επ. αργκοτικός. аргумент, -а α. επιχείρημα· συλλογισμός· веский - σοβαρό επιχείρημα· ложный - ψεύτι- ψεύτικο επιχείρημα· убедительное - πειστικό ε- επιχείρημα. аргументация, -И θ. 1 επιχείρημα. 2 επι- επιχειρηματολογία. аргументирование, -Я ουδ. προσκόμιση, πα- παρουσίαση επιχειρημάτων. аргументировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. φέρνω, παρουσιάζω επιχείρημα, -τα.II -СЯ υ- υπερασπίζομαι με επιχειρήματα. *аргус, -а α. άργος, άγρυπνος φρουρός (απο το μυθικό πρόσωπο Αργος ο ανόπτης). II εί- είδος φασιανού. *аредов, -а, -о επ. -ы веки жить (απλ.к. παλ.) ζω σαν το Μαθουσάλα, είμαι αιωνόβιος, * арена, -ы θ. κυρλξ. κ. μτφ. κονίστρα, πα- παλαίστρα, στίβος* на литературной -е στο λο- λογοτεχνικό στίβο* - политической борьбы στί-
23 аро βος πολιτικής διαμάχης, *арвВД&, -Н θ. 1 εκμίσθωση, μίσθωση, ενοι- ενοικίαση· взять в -у дом νοικιάζω σπίτι· сдать в -у εκμισθώνω,, νοικιάζω· долгосрочная - μα- μακροπρόθεσμη εκμίσθωση -ή ενοικίαση· выгодная - συμφέρουσα εκμίσθωση, 2 το ενοίκιο, το εκμίσθωμα.' II πάχτωμα. арендатор, -а α. ενοικιαστής, ο παίρνων τι με ενοίκιο. арендный επ. μισθωτικός, ενοικιαστήριος· -ДОГОВОР συμφωνία ενοικίασης,ενοικιαστήριο· -ая плата βλ. арёндаB σημ.). арендовать, -ДУЮ, -Дуешь р.δ.κ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. арендованный, βρ: -ван, -а, -Ο (ε)νοικάζω, μισθώνω, παίρνω με ενοίκιο. II -ОЯ (ε)νοικιάζομαι, μισθώνομαι. *βρβΟΜΘϊρ, -а α. αρεόμετρο. *арвопаг,"-а α. Αρειος Πάγος. II μτφ. συγ- συγκέντρωση προσωπικοτήτων (για επίλυση ζητή- ζητήματος ). *арёот, -а α. 1 σύλληψη, πιάσιμο· -Ы ΚΟΜ- мунйстов συλλήψεις κομμουνιστών взять под - συλλαμβάνω, πιάνω· сидеть ПОД - κάθομαι (είμαι) κρατούμενος· ночью произведены -Ы τη νύχτα έγιναν συλλήψεις. 2 κατάσχεση· на имущество κατάσχεση περιουσίας· наложить - κατάσχω. арестант, -а α., -ка, -И θ. συλληφθείς,-σα. арвОТанТСКИЙ επ. των συλληφθέντων, των κρατουμένων -ие камеры τα κρατητήρια. II ως ουσ. -ая θ. το κρατητήριο. арестованный, -ая, -ое ουσ. απο μτχ. συλ- λφθείς, -σα, κρατούμενος·, -η. арестовать, -тую, -туешь р.δ.κ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. арестованный, βρ: -ван,-а, -Ο συλλαμβάνω, πιάνω· именем вакона -стую вас στο όνομα (εν ονόματι) του νόμου σας συλ- συλλαμβάνω. II κατάσχω. II -СЯ συλλαμβάνομαι, πιά- πιάνομαι. арестовываться), ρ.δ. βλ. арестовать(ся). ариец, арийца, α., арийка, -и θ.Αριος, -α, арЙЙОХИЙ επ. άριος, -ανός, των Αρίων. *ари08О, ουδ. άκλ. μικρή άρια. аристократ, -а α., -ка, -И θ. αριστοκρά- αριστοκράτης, -ισσα. аристократизм, -а α. αριστοκρατισμός. аристократический επ. αριστοκρατικός·-Ηβ салоны αριστοκρατικά σαλόνια. аристократичный επ., βρ: -чен, -чна,-чно αριστοκρατικός. *арнСТОКраТИЯ,-И θ. 1 αριστοκρατία. 2 πολί- πολίτευμα αριστοκρατικό. аритмичность, -И θ. αρυθμία. аритмичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ά- ρυθμος, *аритмия, -И θ. αρυθμία. ♦арифметика, -И θ. η αριθμητική. арифметический επ. αριθμητικός· -ие дейс- действия οι αριθμητικές πράξεις· -ая задача το πρόβλημα της αριθμητικής. ♦арифмограф, -а α. αριθμογράφος, αριθμομη- αριθμομηχανή, λογιστική μηχανή. арифмометр,-а α. αριθμομηχανή των τεσσά- τεσσάρων πράξεων. *ария, -И θ. (μουσ.) άρια, μονωδία όπερας. "арка, -и θ. αψίδα, καμάρα· триумфальная - η αψίδα του θριάμβου· -и моста οι καμάρες του γεφυριού. *аркйда, -Ы θ. σειρά απο αψίδες. *аркан, -а α. βρόχι, θηλειά, συρτοθηλειά. *аркебуз, -а α. κ. -за, -ы θ. αρκεβούζιο, αρκιμποΰζο (εμπροσθογεμές όπλο). *АркТИка, -И θ. η Αρκτική. арктический επ. αρκτικός· -ие льды οι αρκτικοί πάγοι. *арлекин, -а α. αρλεκίνος. арлекинада, -Ы θ. η αρλεκινάδα. ♦армада, -Ы θ. αρμάδα, μεγάλος στόλος. *арматура, -Ы θ. 1 μεταλλικός σκελετός. II (τεχ.) οπλισμός, σιδηροσκευή μηχανών. 2 παλ. όπλα, πανοπλίες κ.τ.τ. II γλυπτικό έργο ή ει- εικόνα όπλων ή πανοπλιών. арматурщик,-а α. εργάτης σιδεροκατασκευής|1 μπετοσιδεράς. армеец, -мёйца, α. 1 στрατιωτικός^ 2 (ΐκχλ.) στρατιώτης του στρατού (όχι της φρουράς). армейский επ. στρατιωτικός(του στρατού, όχι της φρουράς). армировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. (τεχ) εξοπλίζω με μεταλλικό σκελετό. II -СЯ εξο- εξοπλίζομαι με μεταλλικό σκελετό. *армия, -и θ. 1 στρατός· Советская - ο Σο- 'βιετικός στρατός· служить в -И υπηρετώ στο στρατό· действующая - ο ενεργός στρατός·ре- στρατός·резервная - ο εφεδρικός στρατός· призыв В -ю η κλήση στο στρατό (υπο τα όπλα)· регуляр- регулярная - ο τακτικός στρατός. 2 το πεζικό. 3 σχηματισμός στρατιωτικός, στρατιά· первая конная - η πρώτη στρατιά ιππικού· танковая - η στρατιά αρμάτων μάχης. II μτφ. πλήθος·- безработных στρατιά ανέργων. армяк, -а α.· καφτάνι χωριάτικο. армянин, -а α.-янка, -и θ. πλθ. -яне, ~йн Αρμένος, -ης, -ισσα, -ίδα. армянский επ. αρμενικός, -ενικός. *Орника, -И θ. αρνική, αρνόγλωσσο, πεντά- νευρο (φαρμακευτικό φυτό). *аромат, -а α. άρωμα, ευωδιά. II -Ы πλθ. (παλ.) τα αρώματα. ароматический επ. βλ. ароматичный. ароматичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно α- αρωματικός, αρωματώδης,ευώδης, μυρουδάτος.
аро 24 ароматный επ. βρ; -тен, -тна, -тно; βλ. ароматичный . ароЧНЫЙ επ. αψιδωτός, με καμάρες· - МОСТ γεφύρι με καμάρες. *арпеджио, (μουσ.) επίρ. αρπέτζιο, άρπι- σμα . *арсенал, -а α. 1 οπλοστάσιο· οπλοφυλάκιο· οπλαποθήκη. II μεγάλο απόθεμα, εφοδιασμόο. 2 οπλοποιεΐο. арсенальный επ. του οπλοστσίου· - сторож ο φύλακας του οπλοστασίου. артачиться, -чусь, -чишься ρ.δ. δυστρο- δυστροπώ, αντιστέκομαι, πεισματώνω, καπριτσώνω. II επιμένω, εξακολουθώ να κρατώ το πείσμα μου. *артезианский επ. αρτεσιανός· -ая вода αρτεσιανό νερό· - колодец αρτεσιανό πηγάδι. артель, -И θ. συνεταιρισμός, συνεργατική, αρτέλ· сельскохозяйственная - αγροτικός συ- συνεταιρισμός. II ομάδα, γκρουπ. артельный επ. 1 συνεταιριστικός· - устав το καταστατικό του συνεταιρισμού.II γενικός, ομαδικός· -ая работа ομαδική εργασία.2 κοι- κοινωνικός· - человек κοινωνικός άνθρωπος. артельщик, -а α. 1 συνεταιριστής, μέλος του συνεταιρισμού. 2 υπεύθυνος, συνεταιρι- συνεταιριστικό στέλεχος. артериальный επ. αρτηριακός· -ая кровь αρτηριακό αίμα. артериосклероз, -а α. αρτηριοσκλήρωση. *артёрИЯ, -И θ.(ανατ.) Ιαρτηρία. 2μτφ. συ- συγκοινωνιακή γραμμή (κυρίως θαλάσσια). * артикль, -Я α.(γραμμ,) το άρθρο. *артикул, -а α. 1 (γραπ. λόγος κ. παλ.) το άρθρο· η παράγραφος. 2 τύπος,είδος εμπορεύ- εμπορεύματος. *артикул, ~а α. (παλ) λαβή (πιάσιμο) του ό- όπλου. артикулировать, -рую, -руешь р.6. (γλωσ.) αρθρώνω, προφέρω. артикуляционный επ. έναρθρος, της άρ- άρθρωσης, της προφοράς. *артикуляция, -И θ.(γλωσ.) άρθρωση, προ- ψορά. артиллерийский επ. πυροβολικός, του πυ- πυροβολικού· - полк σύνταγμα πυροβολικού· - ОГОНЬ πυρά πυροβολικού· -ие снаряды βλήματα πυροβολικού. артиллерЙСТ, -а α. πυροβολητής. артиллерия,,-и Θ..1 το πυροβολικό· берего- береговая - τα επάκτια πυροβόλα· полевая - το πε- πεδινό πυροβολικό· крепостная - τα τοπομαχι- κά, τοπομαχικό πυροβολικό· дальнобойная πυροβολικό μεγάλου βεληνεκούς· тяжёлая 3αρύ πυροβολικό· противотанковая - αντιαρ- αντιαρματικό πυροβοΑικό. 2 το όπλο· служить в -и υπηρετώ στο πυροβολικό. | *артйст, -а α., -ка, -и θ. καλλιτέχνης, -ι- δα, αρτίστας, -α (ηθοποιός, τραγουδιστής ή μουσικός εκτελεστής)· народный -λαϊκός καλ- καλλιτέχνης· заслуженный - διακεκριμένος καλ- καλλιτέχνης. артистизм, -а α. καλλιτεχνία, μαστοριά, δεξιοτεχνία. артистический επ. καλλιτεχνικός· -ая ка- карьера καλλιτεχνική σταδιοδρομία. артистичность, -И θ. καλλιτεχνία, δεξιο- δεξιοτεχνία, μαστοριά. артистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. артистический. артишок, -а α. αγκινάρα (φυτό κ. καρπός). *артрйт,~а α. αρθρίτιδα (νόσος). *арфа, -Ы θ. άρπα ( έγχορδο μουσ. όργανο). арфЙОТ, -а α. -ка, -И θ. αρπιστής, -τρία. архаизация, -И θ. αρχαιοποίηση, τάση μί- μίμησης του αρχαίου. ♦ерхаивировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. αρχαΐζω, μιμούμαι τους αρχαίους;(στη φιλο- φιλολογία, Τέχνη κλπ.). II μεταχειρίζομαι αρχαϊ- αρχαϊσμούς . * архаизм, -а α. 1 αρχαϊσμός, μίμηση των αρχαίων. 2 απαρχαιομένη φράση, σύνταξη ή τύ- τύπος. *архаика, -и θ. αρχαιότητα, οι αρχαίοι χρό- χρόνοι. архаист, -а α. αρχαϊστής. , архаистический επ. αρχαϊστικός (για έρ- έργα λογοτεχνίας και Τέχνης). архаичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно αρ- αρχαϊκός, (πε)παλαιωμένος· παλαιϊκός. архалук, -а α. παλαιικό κοντό καφτάνι. ♦архонтеЛ, -а α. Αρχάγγελος. архар, -а α. αγριοπρόβατο. архаровец, -вца α. (απλ. παλ.) 1 αστυ- αστυνομικός. 2 (απλ.) καυγατζής, φασαρίας· αλή- αλήτης, σουρτουκης· κουρελιάρης. *архейский επ. αρχαϊκός· -ая ёра о αρ- αρχαϊκός ή αζωικός αιώνας. археограф, -а α. αρχαιογράφος. археографический, επ. αρχαιογραφικός. *архбОГрвфия, -И θ. αρχαιογραφία. археолог, -а α. αρχαιολόγος. археологический επ. αρχαιολογικός* - му- музей αρχαιολογικό μουσείο· -ие раскопки αρ- αρχαιολογικές ανασκαφές. ♦археология, -И θ.αρχαιολογία. "'архив, -а α. αρχείο· - иностранных дел αρχείο το" υπουργείου των εξωτερικών. II αρ- χειοφυλάκιο. II εκφρ. сдавать В - παραδίνω στη λήθη, ρίχνω το σάβανο της λήθης, λησμο- νώ|, ξεχνώ. архивариус, -а α. αρχειοφύλακας. архивЙОТ, -а α. ειδικός σε ζητήματα αρ-
арх 25 асе χειου. архивный επ. αρχειακός, του αρχείου- ~ые материалы τα έγγραφα του αρχείου. *архиепископ, -а α. αρχιεπίσκοπος. архивПЙОКОПСКИЙ επ. αρχιεπισκοπικός. *архжере*&, -Я α. αρχιερέας. архиерейский επ. αρχιερατικός. * архимандрит, -а αρχιμανδρίτης. архкп^отер, -а α. ιεράρχης. *архипелаг, -а α. αρχιπέλαγος. *архитектоника, -и θ. αρχιτεκτονική. архитектонйчеокий επ. αρχιτεκτονικός. архктёктор, -а α. αρχιτέκτονας, архитекторский επ. αρχιτεκτονικός, του αρχιτέκτονα. ♦архитектура, -ы θ. αρχιτεκτονική. архитектурный επ. αρχιτεκτονικός. *архитрав, -а α.(αρχτ.) επιστήλιο. аршин, -а α. η ρωσική πήχη @,71 Д.). Η εκφρ. мерить на свой - κρίνω υποκειμενικά·- |мерить обыкновенным ή общим -ом κρίνω ό- όλους αδιάκριτα το Ιδιο, με τα ίδια σταθμά· как (СЛОВНО, будто) - проглотил στέκομαι ά- άκαμπτος, κόκκαλο, κορδώνομαι υπερβολικά· ви- видеть на два -а под землёй βλέπω μακριά, έχω μεγάλη διορατικότητα, οξυδέρκεια, κόβει το μάτι μακριά. аршинник, -а α. (περιφρ.) απλ.,παλ. υφα- σματέμπορας. аршинный επ. μιας πήχης· ~ые дрова καυ- καυσόξυλα μιας πήχης. арык, -а α. ρυάκι (αρδευτικό). *арьергард, -а α. οπισθοφυλακή. *арьергардный επ. της οπισθοφυλακής· - Ηθ части τα τμήματα της οπισθοφυλακής. ас, -а α. άσος, μοναδικός, άριστος. *аобёст, -а α. ο αμίαντος. «асептика, -и θ. ασηψία. асептический επ. ασηπτικός. асессор, -а α. πάρεδρος, σύνεδρος. асимметрический επ. βλ. асимметричный. асимметричный επ., βρ: -чей, -чна, -чно; ασύμμετρος. *асимметрия, -И θ. ασυμμετρία.. *аакарнда, -Ы θ. ασκαρίδα, λεβίθα. *аокёт, -а α. ασκητής. аОКетЙЗМ, -а α. ασκητισμός. аскетический επ. ασκητικός* -ая жизнь α- ασκητική ζωή. аскорбиновый επ. -ая кислота φυλλικό οξύ (βιταμίνη С). *аспарагус, -а α. ασπάραγος, σπαράγγι. *аспект, -а α. (γραπ. λόγος) όψη, θέα, ά- άποψη· в -е απο την άποψη· совсем в ином -е εντελώς απο άλλη άποψη. "аСПИД1, -а α.ασπίδα, σπίδα(δηλητ. φίδι). II (απλ.) ύπουλος, κακός άνθρωπος,φίБι(κολοβό). *аспид? -а α. παλ. ίασπις (είδος χαλαζία). аопИДНЫЙ επ. 1 του ίασπη, απο ίασπη· -ая доска, πλάκα απο ίασπη. 2 μαύρος, χρώμα- χρώματος ίασπη.II εκφρ. - сланец βλ. аспид? "аспирант, -а α., -ка, ~И θ. ασπιράντης, υ- υπότροφος. аспирантура, -Ы θ. ασπιραντουρα, υποτροφία. *аспирата, -Ы θ. (γλωσ.) δασύτητα. аспиратор, -а α. εισπνευστήρας. асшфйн, -а α. ασπιρίνη. *ассамблея, -и θ. 1 συνέλευση διεθνούς χα- χαρακτήρα· генеральная - ООН γενική συνέ- συνέλευση του ΟΗΕ, 2 χορός, κοινωνική συγκέ- συγκέντρωση επι Πέτρου 1ου. ассенизатор, -а α. εξυγιαντής· αποστραγγι- στής. ассенН8ацИОШШЙ επ. εξυγιαντικός· απο- αποστραγγιστικός. *ассеНИЗаЦИЯ, -И θ. εξυγίανση, αποστράγγιση (ακαθαρσιών). *ассигнация, -и θ. (παλ.) χαρτονόμισμα. ассигнование, -Я ουδ. χρηματοδότηση. II το ποσό χρηματοδότησης, κονδύλιο. ассигновать, -ную, -нуешь ρ.δ.κ.σ.μ.,παθ. μτχ. ассигнованный, βρ: -ван, -а, -о; ψηφί- ψηφίζω, κόβω κονδύλιο. II -<!£ δίνομαι, χορηγού- χορηγούμαι, ψηφίζομαι (για κονδύλιο). аССИГНОВка, -И θ. διαταγή καταβολής ποσού απο την τράπεζα. ♦ассигновываться) р.δ. ^Х.&ссжтяоъатъ{с1д. ассимилировать, -рую, -руешь ■ р.б.κ.σ.μ. αφομοιώνω. II -СЯ αφομοιώνομαι. авСИМИЛЯТИВНЫЙ επ. αφομοιωτικός. ассимилятор, -а α. αφομοιωτής, οπαδός της αφομοίωσης έ^ός λαού απο τον άλλον. аОСИЫШШТОрство, -а ουδ. αφομοίωση (ενός λαού απο άλλον). ассимиляция, -И θ. αφομοίωση* - ПЙЩИ α- αφομοίωση της τροφής* - народностей η αφοσί- αφοσίωση των λαοτήτων. ассириец,-ийца , α.-ка, -ив. '.Ασσΰριος, -α. асвирЙЙСКИЙ ευ. ασσυριακός. ♦ассириянин,-а α. -янка -и θ. Ασσύριος,-α. ассистент, -а α. βοηθός (καθηγητή, για- γιατρού κλπ.). ассистентский επ. του βοηθού· -ие обя- обязанности τα καθήκοντα του βοηθού. ассистировать, -рую, -руешь р.6. κ.σ. εκ- εκτελώ καθήκοντα βοηθού, βοηθώ. *ассонанс, -а α.(φιλγ.) συνήχηση, ομοιοκα- ομοιοκαταληξία. ^ассортимент, -а α. συλλογή εμπορευμάτων του αυτού είδους. ассоциативный επ. (ψυχολ.) συνειρμικός. *ассоциация, -И θ. 1 εταιρία, ι συνεταιρι-
асе 26 ато σμός.ΙΙ συνάφεια, ένωση, σύλλογος. 2 (ψυχλ.) συνειρμός. ассоциировать, -рую, -руешь р.&.н.о. μ. (ψυχλ.) συνδυάζω, συνδέω, συνείρω.Ц-СЯ συν- συνδέομαι, ενώνομαι, συνεταιρίζομαι (Ι συνέχω, είμαι συνημμένος, συνεχής. астеник,, -а α. ασθενικός, αδύνατος. астенический επ. ασθενικός. *аОТвНЙЯ, -И θ. καχεξία, αδυναμία. ♦астероид, -а α. αστεροειδής,πλανητοειδής, μικρός πλανήτης. *астигматЙЗМ, -а α. αστιγματισμός, -γμία. астипшТИЧб СКВЙ ιεπ αστιγματικός. *астма, -ы θ. άσθμα· сердечная - καρδια- καρδιακό άσθμα· бронхиальная - το βρογχικό άσθμα. астматик, -а α. ο ασθματικός. астматйче ский επ. ασθ ματ ι κός. *астра, -Ы θ. αστέρι, αστήρ (γένος σύνθε- σύνθετων φυτών). * астральный επ. αστρικός· - Свет η αστρο- αστροφεγγιά, το φως των αστεριών. астроботаника, -и θ. αστροβοτανική, κλά- κλάδος της αστρονομίας που μελετά τη φυτική επιφάνεια των άστρων. астролог, -а α. αστρολόγος. *'астрология, -и θ. αστρολογία. 'астролябия, -и θ. αστρολάβος, -ον, -άβιο (αστρονομικό όργανο). * астрометрия, -И θ. αστρομετρία, αστροφω- τομετρία. астронавт, -а α. αστροναύτης. * астронавтика, -И θ. η αστροναυτική. астроном, -а α. αστρονόμος. астрономический επ. αστρονομικός* -ие на- блвдения αστρονομικές παρατηρήσεις. II εκφρ. -ие числа (ή цифры) αστρονομικοί αριθμοί. *ВСТРОНОМИЯ, -И θ. αστρονομία. астрофизика, -и θ. αστροφυσική, «асфальт,, -а α. η άσφαλτος, асфальтирование, -Я ουδ. ασφάλτωση, -ωμα, ασφαλτόστρωση. асфальтировать, -рую, -руешь ρ,δ.κ.σ.μ. α- σφαλτώνω, ασφαλτοστρώνω. II -СЯ ασφαλτώνο- υαι, ασφαλτοστρώνομαι. асфальтобетон, -а α. η μπετονάσφαλτος. асфальтовый επ. ασφαλτικός. II ασφαλτωμέ- νος, ασφαλτοστρωμένος. асфЙКСИЯ, -И θ. ασφυξία. аСЬ επιφ. (για ερωτηματική απάντηση) α; τι·, дедушка! - позвала она. -? отозвался он παππούλη! - φώναζε αυτή,- Α; απάντησε αυτός. * атавизм, -а α. αταβισμός, κληρονομικότητα. атавистический επ. αταβικός, αταβιστικός, προγονικός. * атака, -И θ. επίθεση (απο κοντά)· фрон- фронтальная - η κατά μέτωπο επίθεση· фланговая - πλευρική επίθεση· отбить -у αποκρούω επί- επίθεση· внезапная - αιφνιδιαστική επίθεση· с тыла επίθεση απο τα νώτα· штыковая - επί- επίθεση με εφ1 όπλου λόγχη· танковая - επίθεση με τάνκς· кавалерийская - ειίίθεοη ' ιππικού· броситься (идти) В -у επιτίθεμαι, ρίχνομαι στην επίθεση· отразить -у αποκρούω επίθεση. атаковать, -кую, -куешь р.δ.κ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. атакованный, βρ: -ван, -а, -Ο επιτίθεμαι, κάνω επίθεση (κατά του εχ- εχθρού). атаковывать(ся), ρ.δ. βλ. атаковать(ся). атаман, -а α. αταμάνος, οπλαρχηγός των Κοζάκων. II καπετάνιος· - разбойников αρχι- ληστής. атаманить, р.6. βλ. атаманствовать. атаманский επ. αταμάνικος. атаманствовать, -вую, -вуешь р.6. είμαι αταμάνος, αρχηγεύω, атаманша, -И θ. αταμάνα, η σύζυγος του α- ταμάνου. ♦атеизм., -а α. αθεϊσμός. атеист, -а α. αθεϊστής. атеистический, επ. αθεί'στικός. *ательё ουδ. άκλ. εργαστήριο καλλιτέχνη,α- καλλιτέχνη,ατελιέ· (κινηματογραφίας) στούντιο·- мод οί- οίκος μόδας. *атлант, -а α.(αρχτ.) άτλας (ανδριάντας που υποστηρίζει βαριά επιστήλια). * атлас, -а α. άτλας, συλλογή γεωγραφικών χαρτών. *атлас, -а α. ατλάζι (ύφασμα). атласистый επ..στιλπνός,γυαλιστερός, λεί- λείος, σαν το ατλάζι. атласный επ. ατλαζένιος, ατλαζωτός, απο ατλάζι. II μτφ. βλ. атласистый. %*атлет, -а α. αθλητής. атлетика, -И θ. αθλητισμός· лёгкая - ελα- ελαφρός αθλητισμός· тяжёлая - η άρση βαρών. атлетический, επ. αθλητικός· -ие упражне- упражнения αθλητικές ασκήσεις· -ое телосложение α- αθλητική διάπλαση του σώματος, αθλητικό σώμα. ♦атмосфера, -Ы θ. 1 η ατμόσφαιρα. 2 Ο αέ- αέρας. 3 το περιβάλλον, το κλίμα, η επικρα- επικρατούσα ψυχολογική κατάσταση. 4 μονάδα πίεσης. атмосферический к. атмосферный, ε π. ατμο- ατμοσφαιρικός* -ЫЙ кислород ατμοσφαιρικό οξυγό- οξυγόνο· -кие явления τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα· ~ное давление η ατμοσφαιρική πίεση. *атОЛЛ, -а α. ατόλη,κοραλιένιο νησί. *аТ0М, -а α. (φυσ.) το άτομο. атомизм, -а α. βλ. атомистика. аТОМЙСТИКа, -И θ. ατομιστική, ατομολογία. атомистический επ. ατομικός· -ая тео'рия η ατομική θεωρία. , -а α. ατομικός, ειδικός στην α-
ато 27 τομική ενέργεια. II οπαδός της χρήσης της α- ατομικής βόμβας. атомный επ. ατομικός: - вес το ατομικό βά- βάρος· ~ое ядро о πυρήνας του ατόμου· ~ая бо- бомба ατομική βόμβα· ~ая энергия ατομική ε- ενέργεια· -ая электростанция ατομικός ηλε- κτροσταθμός· - ледокол ατομικό παγοθραυστι- παγοθραυστικό· -ое оружие ατομικό όπλο· - реактор α- ατομικός αντιδραστήρας. атомщик, -а α. βλ. атомник. *атония, -И θ. (ιατρ.) ατονία. атракцион βλ. аттракцион. ♦атрибут, -а α. 1 ιδιότητα· χαρακτηριστι- χαρακτηριστικό· φύση· движение есть - материи η κίνηση είναι ιδιότητα της ύλης. 2 (γραμμ.) προσδι- προσδιορισμός (ενός μέλους της πρότασης), атрибутивный επ. προσδιοριστικός, του προσδιορισμού· -ая СВЯЗЬ слов προσδιοριστι- προσδιοριστική σύνδεση των λέξεων. атропин, -а α. η ατροπ'ινη (δηλητηριώδης ουσία). атрофированный επ., βρ: -ван, -а, -о α- ατροφικός· один палец на ноге -ван ένα δά- δάχτυλο στο πόδι είναι ατροφικό. атрофироваться, -руеТСЯ р.δ.κ.σ. ατροφώ, μένω ατροφικός. ♦атрофия, -И 0. ατροφία. II εξασθένιση, αμ- βλύτητα· αδυνάτισμα· - ВОЛИ χαλαρότητα της βούλησης. ♦атташе α. άκλ. ακόλουθος· военный - ο στρατιωτικός ακόλουθος. аттестат, -а α. 1 ενδεικτικό εκπαιδευτι- εκπαιδευτικού ιδρύματος· - зрелости απολυτήριο δεκα- ταζίου σχολείου (γυμνασίου). 2 ενδεικτικό, πιστοποιητικό. 3 διατακτική. 4 πιστοποιητι- πιστοποιητικό κυριότητας ζώου. аттестационный επ. του απολυτηρίου, του πιστοποιητικού· -ая КОМИССИЯ επιτροπή χο- χορήγησης πιστοποιητικών -ое свидетельство το πιστοποιητικό. ♦аттестация, -и в, 1 πιστοποίηση· σύσταση. 2 πιστοποιητικό. аттестовать, -туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. аттестованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ. μ. πιστοποιώ· συνιστώ. II κάνω έκθεση· его -ЛИ С самой лучшей стороны του έκαναν την πιο καλύτερη έκθεση. аТТИЧеСКИЙ επ. αττικός· - диалект ατ- αττική διάλεκτος. II εκφρ. -ая СОЛЬ αττικό α- αλάτι (λεπτότητα πνεύματος). ♦аттракцион, -а α. ατραξιόν (θέαμα ελκυ- ελκυστικό)· νούμερο θεάματος. ату επιφ. (παρόρμησης κυνηγετικών σκύ- σκύλων) πιάστο, άρπαξτο. ау επιφ.| (φωνή, κλήση) ε!, α!, ω! II ως κατηγ. ε!, ου! (τέλειωσε, χάθηκε, πάει)· теперь-то уж ау τώρα πια ου... (πάει). ♦аудиенция, -и θ. ακρόαση (σε μεγάλη προσω- προσωπικότητα) . ♦аудитория, -и θ. 1 αίθουσα παραδόσεων (εκ- (εκπαιδευτικών ιδρυμάτων). 2 (αθρσ.) οι ακρο- ακροατές. ауканье, -Я ουδ. το φώνασμα αού..., ω... аукать р.δ. φωνάζω αού..., ω... II -СЯ φω- νάζομε ο ένας τον άλλον αού..., ω... (να μη χάσομε τη σύνδεση στο δάσος κλπ.). аукнуть(ся) ρ.σ. βλ. аукать(ся)· как аук- аукнется, так и откликнется (παρμ.) δπως θα στρώσεις, έτσι και θα κοιμηθείς. ♦аукцион, -а α. δημοπρασία πλειοδοτική, πλειοδοτισμός· πλειστηριασμός. акционист, ~а α. ο ενεργών δημοπρασία. аукционный επ. της δημοπρασίας· - зал αί- αίθουσα δημοπρασίας. аут, -а α. το άουτ. ♦аутентический κ. аутентичный επ. αυθεντι- αυθεντικός· - текст αυθεντικό κείμενο. аутентичность, ~И θ. αυθεντικότητα. ♦аутодафе ουδ. άκλ. αούτο ντα φε (κάψιμο των καταδικασμένων απο την Ιερή Εξέταση). афганец, -нца α., -ка, -и θ. Αφγανός, -ή. афганский επ. αφγανικός. ♦афера, -Ы θ. παράτολμη και κερδοσκοπική επιχείρηση· κομπίνα. аферист, -а α., -ка, -И θ. κομπιναδόρος. афинский επ. αθηνα'ϊκός· - народ о αθηνα'ί- κός λαός. афиНЯНИН, -а α., ~ка, -И θ. Αθηναίος, ~α· -не πλθ. οι Αθηναίοι. ♦афиша, -И θ. η αφίσα. афишировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. τοι- τοιχοκολλώ αγγελία. II -СЯ τοιχοκολλούμαι. ♦афоризм, ~а α. αφορισμός, απόφθεγμα, ρητό. афористически επίρ. αποφθεγματικά, ρητά. афористический επ. αποφθεγματικός, ρητός. афористичность, -И θ. αποφθεγματικότητα ή αποφθεγματική έκφραση. афористичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βλ. афористический. африкандеры, -оз πλθ. (ενκ. -ер, -а α.) οι Μπόερς. африканец, -нца α., -ка, -и θ. Αφρικανός,-ή. ♦афронт, -а α. (παλ.) προσβολή· βρισιά· по- потерпеть - προσβάλλομαι. ♦аффект, -а α. έξαψη· παράφορα. ♦аффектация, -и θ. προσποίηση, επιτήδευση· αφύσικος τρόπος συμπεριφοράς. аффективный επ. συγκινητικός· περιπαθής. аффектированный επ. προσποιητός, επιτη- επιτηδευμένος, αφύσικος. аффектировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. προ- προσποιούμαι, υποκρίνομαι.
ахн 28 баб ах επιφ. άχ! (για φόβο, χαρά, θαυμασμό νιλπ. αισθήματα). II εκφρ. - да! ω, ναι (για θύμηση ή λησμοούνη). аханье, -Я ουδ. το φώνασμα αχ! ωχ! ахать, р.Б. φωνάζω αΐχ! ωχ! ахиллесов, -а, -о επ. -а пята η αχίλλειος πτέρνα. ахинея, -И θ. ασυναρτησίες, ανοησίες, κου- ταμάρες. ОХНУТЬ, -ну, -нешь ρ.σ. 1 βλ. ахать. 2 κα- καταφέρω χτύπημα. аховый επ. (ίχπλ.) κακός, άσχημος, γεμάτος άγχος· -ая жизнь κακιά ζωή, όλο άγχος· -ая работа βάναυση (επίμοχθη)δουλιά. II Ίανύπα» κουος, ατίθασος· ταραχοποιός. *ахроматизм, -а α. αχρωματισμός, αχρωοία. ахроматический επ. αχρωστικός. ахти επιφ. (παλ.) αχ·-ΐκβκόΕ позор! αχ τι ντροπή !|| εκφρ. не - какой όχι και καλός· ΠΟ- ёт не - как 6εν τραγουδά και τόσο καλά. *ацетилен, -а α. ασετυλίνη, ακετυλενιο. ацетиленовый επ. της ασετυλίνης· - за- пах η οσμή της ασετυλίνης. ацетон, -а α. ακετόνη, διμεθυλακετόνη. С1 βλ. бе. 6 βλ. бы· χρησιμοποιείται· ύστερα από λέ- λέξεις, που τελειώνουν σε φωνήεν· если б я знал αν ήξερα, ба (επιφ.) εκφράζει απορία, έκπληξη, α- αναγνώριση, κάτι ξαφνικό· μπά! ба! это ТЫ? μπα! εσυ είσαι; баба1, -и в, 1 χωρική, χωριάτισσα (παντρεμέ- (παντρεμένη). II (παλ.) γυναίκα αμόρφωτη, απολίτιστη. 2 (απλ.) η σύζυγος. 5 γυναίκα· вздорная - α- ανόητη (άμυαλη) γυναίκα. 4 (είρν. για άντρα αδύνατου χαρακτήρα) γυναίκα. 5 (παλ^ βλ. ба- бабушка. || εκφρ. баба-яга (στα ρωσ, παραμύθια) γριά μάγισσα, στρίγλα· бОЙ-баоа αποφασιστι- αποφασιστική γυναίκα, αντρογυναίκα· каченная - αρχαίο πέτρινο είδωλο· снежная - >ιονάνθρωπος. баба* -Ы θ. κόπανος, βαριό, πασσαλομπήχτης. баба3, -Ы θ. γλυκό ταψιού (μεγάλου κυλιν- κυλινδρικού σχήματος). бабах επιφ. (ονοματοποιία) μπάμ. бабахаИЬв, -Я ουδ. μπουμπούνισμα. бабахать, р.6. βλ. бабахнуть. бабахнуть, -ну, -нешь р.σ. 1 κροτώ, κάνω μπάμ· ~ул выстрел μπάμ, ακούστηκε η τουφε- τουφεκιά. 2 χτυπώ, καταφέρω χτύπημα· ОН М6НЯ ΚΒΚ -ул! αυτός σαν μού 'δοοε μια, μπάμ! II -СЯ πέφτω με κρότο, με γδούπο, χτυπώ δυνατά. *аэрация, -И θ. αερισμός· - зданий о αε- αερισμός των κτιρίων. аэробный, επ. αερόβιος* -ые бактерии αε- αερόβια βακτηρίδια. * аэробы, -0В α, αερόβια (μικροοργανισμοί), аэровокзал, ~а α. αερολιμένας, αεροδρό- αεροδρόμιο. ♦аэродинамика, -И θ, η αεροδυναμική. аэродинамический επ. αεροδυναμικός. *аэродром, -а α. αεροδρόμιο. *аэроцнт, -а α. αερόλιθος, μετεωρίτης. * аэрология, -и θ. αερολογία. аэронавигация, -И θ. αεροπλοΐα, αεροναυ- αεροναυτιλία. аэронафт, -а α.(γραπ.λόγος) αεροναύτης. *вэронавтюса, -И θ. η αεροναυτική. *аэроплан,-а α. το αεροπλάνο. аэропорт, -а α. αερολιμένας, αεροδρόμιο. аэросани, πλθ. ελικοφόρο έλκηθρο. ♦аэростат, -а α. το αερόστατο. * аэростатика, -и θ. Υ) αεροστατική. аэросъёмка, -и θ. βλ. аэрофотосъёмка. аэрофотосъёмка, -И θ αεροφωτογράφηση, η φωτογράφηση απο τόν αέρα, την ατμόσφαιρα. Б ♦баббЙТ, -а α. μέταλλο λευκό ή αντιτριβής. баббитный к. баббитовый, επ. του λευκού μετάλλου ή απο λευκό μέταλλο. бабёнка, -И θ. γυναίκα νεαρή, ζωηρή. бабий, -ЬЯ, -ье επ. (απλ.) γυναικείος· Ролос γυναικεία φωνή· - платок Ιγυναικείο μαντήλι. II εκφρ. -ЬИ сказки γυναικείες κου- κουβέντες, παραμύθια· -ье лето το γαϊδουροκα- λόκαιρο, το καλοκαιράκι τ' Αι-Δημητριοϋ. бабИН, -а, -Ο επ. της χωρικής ή της για- γιαγιάς (ανήκων). II γυναικείος. бабища, -И θ. γυναικάρα αμόρφωτη, άξε- άξεστη, χοντροχωριάτισσα; бабка1, -и θ. 1 βλ. бабушка. II γριά. 2 μαμ- μή, μαία· повивальная - η πρακτική μαμμή. бабка2, -и θ. αστράγαλος, κότσι· играть в -И παίζω τα κότσια. бабка3, -И θ. θημωνίτσα (απο δεμάτια σιτη- σιτηρών, λιναριού). бабка4, -и θ. (τεχ.) κεντροφορέας, κουκου- κουκουβάγια τόρνου. бабНИК, -а, -α. (απλ.) γυναικάς, -κάκιας, γυναικοθήρας. бабНИЧаТЬ, р.δ. 1 (απλ.) γυναικοφέρνω', συμπεριφέρνομαι σαν γυναίκα. 2 είμαι γυναι- γυναικάς, κυνηγώ γυναίκες. 3 επαγγέλλομαι την πρακτική μαμμή.
баб 29 бай бабочка, -И Θ. 1 πεταλούδα. 2 μτφ. φιόγ- γος, παπιγιόν, λαιμοδέτης. бабувизм, -а α. μπαμπεφισμος > επαναστα- επαναστατικό κίνημα ουτοπικού κομμουνισμού, απο το όνομα Μπαμπέφ. бабуся, -И θ. γιαγιάκα, γιαγιακούλα. баб^ЩИ, -уш πλθ. (ενκ. -ша, -и θ.)διαλκ. Παντούφλες στρωτές. бабушка, -И θ. γιαγιά, βάβω, μπάμπω. IIγριά. ΙΙεκφρ,- надвое сказала είναι αμφίβολο, ά- άγνωστο, δεν το ξέρομε, είναι διφορούμενο. бабушюш, -а, -О επ. της γιαγιάς, (ανή- (ανήκων)· -ы очки τα ματογυάλια της γιαγιάς. *бабьё, -я ου6. αθρσ. οι γυναίκες, το γυ- ναικολόι. багаж, -έ α. οι αποσκευές, τα μπαγκάζια· ручной - οι ελαφρές (του χεριού) αποσκευές· сдача -а παράδοση των αποσκευών (για κατα- καταγραφή)· сдавать - на хранение δίνω τις απο- αποσκευές για διαφύλαξη· отправить -ом στέλλω σαν αποσκευές. II μτφ. απόθεμα· умственный - απόθεμα γνώσεων. багажник, -а α. το πορτμπαγκάζ. багажный επ. των αποσκευών - вагон βα- βαγόνι αποσκευών. *багёт, -а α. σανιδίτσα, μπαγκέτα. багор, -гра α. αρπάγη, γάντζος, καμάκι· τσίγγέλι· рыболовный - το καμάκι· пожарный - ή πυροσβεστική αρπάγη. багрец, -а α. 1 βλ. багрянец. 2 ύφασμα βαθυκόκκινο. багрить, -рю, -ришь р.δ.μ. 1 βγάζω με το τσίγγέλι. 2 ψαρεύω με το καμάκι. багроветь, -ею, -ёежь р.δ. γίνομαι βαθυ- βαθυκόκκινος, κοκκινίζω, εβ'υθριώ· πορφυρώ· нёбо -ёет о ουρανός ροδίζει, γίνεται ροδόχρους· ~ ОТ гнева κοκκινίζω απο το θυμό. багровый επ., βρ: -ров, -а, -о βαθυκόκ- βαθυκόκκινος· πορφυρός. // κοκκινογάλαζιος, κυανέ- ρυθρος. багрянеть, -ёет р.6. φαίνομαι βαθυκόκκι- βαθυκόκκινος. II γίνομαι βαθυκόκκινος. багрянец, -нца α. χρώμα βαθυκόκκινο, πορ- πορφυρό!· багрянить, -нйт к. багрянить, -нит р.δ.μ. βάφω βαθυκόκκινο, πορφυρό. багряница,1-у θ. πορφύρα, πορφυρό ένδυμα' багряный, επ. βλ. багровый багуДЬНИК, -а α. (βοτ.) κίστος, αγριοφα- σκομηλιά, αλάδανο ή λαδανιά. бадан, -а α. έμπετρο φυτό. бадёечный επ. του καδίσκου. бадейка, -И θ. καδίσκος. бадбйНЫЙ επ. του κάδου. *баДЬЯ, -Й θ. καδί· βαρέλι. бадяга βλ. бодяга. баз, -а προθτ. на базу α. (διαλκ.) μαν- μαντρί· οπισθαύλιο. *база, -Ы θ. 1 βάση, βάθρο· - КОЛОНЫ η βά- βάση της κολόνας. 2 το κύριο, το σπουδαιότερο στο οποίο στηρίζεται κάτι· экономическая ~ οικονομική βάση· сыревая - βάση πρώτων υλών. материальная - η υλική βάση. II αποθήκες, εγ- εγκαταστάσεις' военная - στρατιωτική βάση·во- βάση·военно-морская - ναυτική βάση· авиационная - αεροπορική βάση. II αποθήκη υλικών, εμπορευ- εμπορευμάτων κλπ. 2;.τουρσ. σταθμός' экскурсионная — εκδρομικός σταθμός. *бавалЬТ, -а α. βασάλτης (πέτρωμα). базальтовый, επ. βασάλτικος· -не скалы1 βράχια απο βασάλτη. *ба80р, -а α. 1 λα'ι'κή αγορά. II παζάρι. 2 μτφ. οχλοβοή, χάβρα των Ιουδαίων. II ρκφρ. ПТИЧИЙ - κοπάδι πτηνών ι(στις θαλάσσιες ακτές). базарить, ~рю, -ришь р.δ. (απλ.)πουλώ στό παζάρι?", στη λαϊκή αγορά. базарный επ. αγοραίος, της αγοράς, παζα- ρίσιος, του παζαριού· ~ день μέρα λαϊκής α- αγοράς, παζαριού· -ая женщина αγοραία γυναί- γυναίκα (φωνακλού)· -ая ругань (брань) αγοραία βρισιά. *ба8ёдов, -а, -о επ. -а болезнь βρογχοκή- βρογχοκήλη η εξόφθαλμη, βασεδόβια νόσος·. базилик, -в α. βασιλικός (εύΌσμο φυτό). *базилика, ~И θ. βασιλική, αρχιτεκτ. ρυθμός, базирование, -Я ουδ. εγκατάσταση, τοποθέ- τοποθέτηση. базировать, -рую, -руешь ρ.δ.μ. βασίζω, στηρίζω· εγκατασταίνω. II -СЯ βασίζομαι, στη- στηρίζομαι· εγκατασταίνομαι, τοποθετούμαι. базировка, -и θ. βλ. базирование. *ба8ис, -а α. βλ. база; - и надстройка η βάση και το επικοδόμημα. базисный к. базовый, επ. της βάσης- -НЫЙ склад η αποθήκη της βάσης· -вое имуществе' η περιουσία της βάσης. баиньки, νάνϋΙ εκφρ. хочешь - ? θέλεις νά- νάνι; пора - εΐ,να'ι ώρα για νάνι. бай1, -Я α. μεγαλοτσιφλικάς· αρχιτσέλιγγας. бай2к. бай-бай επιφ. νάνι· бай-бай, закрой свой глазки νάνι-νάνι, κλείσε τα ματάκια σου» пора бай-бай είναι ώρα για νάνι. байбак, -а α. 1 αρκτόμυς. 2 οκνός, νωθρός, τεμπέλης. байдак, -а α. είδος αλιευτικού σκάφους. байдара, -Ы θ. είδος μεγάλης ° βάρκας. байдарка,-Ы θ. βάρκα. Π βάρκα λεμβοδρομίας, байка1, -И θ. είδος Φανέλλας. байка2, -И θ. παραμυθάκι. байковый επ. φανελ|ένιος. байраи, -а α. μπαϊράμι. байронизм, -а α. βυρωνισμός, λογοτεχνικό
бай 30 бал ρεύμα ото τον ποιητή Βύρωνα, байронический επ. βυρωνικός· -ая поэзия η βυρωνική ποίηση. байОКИЙ επ. τσιφλικάδικος· -ие ЗвМЛИ Г) τσιφλικάδι,κη γη. баЙХОВЫЙ επ. - чай τό σπυρωτό τσάι (τό μη πεπιεσμένο). *бак! -а α. βαρέλι, βυτίο, ντεπόζιτο. бак? -а α. πρόστεγο κλοίου. ♦бакалавр, -а α. μπακαλωρεά . II απόφοιτος μέσης παιδείας στη Γαλλία καί άλλες χώρες. бакалейный επ. των αρτυμάτων, μπακά- μπακάλικος· магазин το μπακάλικο. *бакалёя, ~и θ. (αθρ.) τα αρτύματα. бакан, βλ. бакен. бакан, -а α. είδος λαδομπογιάς, μπακάμι. * бакелит, -а α. βακελίτης. * бакен к. бакан, -а α. σημαδούρα, σημαντήρ. ♦бакенбарды, -бард πλθ. (εν*, -да, -ы е.к- παλ. ~ард, -а α.) φαβορίτες, παραγναθίδες. бакенщик, -а α. φύλακας σημαδούρας. бакены, -οΒ πλθ. (ενκ. бакен, -а α.) βλ. бакенбарды. баки, бак πλθ. φαβορίτες ψιλοκουρεμένες. *баккара1 ουδ. άκλ. μπακκαρά (κρύσταλλο). *баккарагои6. άκλ. μπακκαράς (χαρτοπαίγνιο). баклага, -И θ. φιάλη (ξύλινη ή μεταλλική). ΙΙΙυδροδοχεΐο, παγούρι. баклажан, -а, γεν. πλθ. -жан α. μελιτζάνα (φυτό κ. καρπός). баклажанный επ. μελιτζανίσιος· -ая икра ψιλοκομμένη μελιτζάνα. баклажка, -И θ. μικρή φιάλη. II μικρό υ- δροδοχείο. баклан, -а α. φαλακροκόρακας, καλιτζακού. бакл^ШИ στην έκφραση: бить - οκοτώνω μύ- μύγες (χασομερώ, τεμπελχανιάζω). баклушничать, р.δ. βλ. баклушки (бить). бактериальный επ. βακτηριακός, των βα- βακτηριδίων. II βακτηριούχος. бактеризовать, -зую, -зуешь ρ.δ.κ.σ.μ,βα- ΙκτηριώνωΚγάλα, έδαφος κ.τ.τ.).II -СЯ βακτηρι- ώνομαι. бактерийный επ. ίίακτη ρ ι ακός. бактврибэ, -а α. βακτηρίωση, -αση (νόσος). бактвриОДОГ, -а α. βακτηριολόγος. бактериологический επ. ΐακτηριολογικός. -ое оружие βακτηριολογικό όπλο. *баКТврИОДОГИЯ, -И θ. βακτηριολογία. '"бактериофаг, -а α. βακτηριοφάγος βακτηρι- οκτόνος (ουσία). бактериоЦИДНОСТЬ, -И θ. η βακτηριδιοκτο- νία, βακτηρι,διοεξόντωση. * баКтериоЦИДНЫЙ επ. βακτη ριοκτόνος. *бактёрия, -И θ. βακτηρίδιο, βακτήριο, βά- κιλλος. *бакшЙШ, -а α. (παλ.) δωροδόκημα· δώρο. бая, -а α.προθτ. о -ле, на ~лу, πλθ. -ы χορός, χοροεσπερίδα, μπάλλος· маскарад' χορός μεταμφιεσμένων, μπάλ-μασκέ.II εκφρ. - КОНЧвН - τέλειωσε η εκκλησία'(τέλοςорсстиф. балабОЛИТЬ, ~ЛЮ, -ЛИШЬ р.δ. (απλ.) φλυαρώ, αερολογώ, αεροκοπανώ. балаболка,-и |θ, στολίδι κρεμάμενο. II α.κ.θ. φλύαρος, λάλος. балаган, -а α. 1 (παλ. κ. διαλκ.) παράπη- παράπηγμα. 2 χοντροκομμένος αστε'ισμός· καραγκιο- ζλίκι.3 πρόχειρη εξέδρα λαϊκών παραστάσεων. балаганить, -ню, -нишь ρ.δ. (απλ.) κουτο- φέρνω, κάνω τον κουτό* не балагань, говори В чём дело μη κάνεις τον κουτό, μίλα περί τίνος πρόκειται.II κάνω τον παλιάτσο. балаганный επ. του λαϊκού θεάματος. II μτφ. καραγκιοζλίτικος. ОаЛаганЩИНа, -Ы θ. (απλ.) καραγκιοζλίκι, ■χοντρό αστείο, γελοία συμπεριφορά. балагур,' -а α. καλαμπουρτζής, χωρατατζής, αστείος· γελωτοποιός, παλιάτσος. балагурить, -рю, -ришь р.δ. αστειεύομαι, αστεΐζομαι, χαριεντίζομαι, καλαμπουρίζω. балагурство, -а ουδ»αστέ ία, χωρατά, ευ- ευτράπελα, καλαμπούρια. балакать, р.δ. (διαλκ.) βλ. болтать? балалаечник, -а α. οργανοπαίχτης μπαλαλάι- κας. балалаечный επ. της μπαλαλάικας· - ορ- кёстр ορχήστρα μπαλαλάικων. балалайка, -И θ. μπαλαλάικα. баламут, -а α. -ка, -и θ.(απλ.) ταραχοποι- ταραχοποιός, ταραξίας. баламутить, -мучу, -мутишь р.δ.μ. (απλ.) < φέρνω σύγχυση, ταραχή, αναστατώνω, κατα- θορυβώ. 2 θολώνω· - воду θολώνω το νερό. баланда, -Ы θ. παπάρα νερωτή. 'баланс1, -а α. 1 ισορροπία, -όπιση. 2 (οί- (οίκον.) ισοζύγιο, ισολογισμός· ГОДОВОЙ - ετή- ετήσιος ισολογισμός· составлять - φτιάχνω τον ισολογισμό. II εκφρ. активный - ενεργητικός ισολογισμός· пассивный - παθητικός ισολο- ισολογισμός . баланс2, -а α. ξυλεία για χαρτί. балансёр, -а α. σχοινοβάτης. *баланойр, -а α!. 1 'αντίρροπο, κοντάρι του σχοινοβάτη. 2 (τεχ.) ζυγός αιώρησης. II ρυθ- μιστήρας ωρολογίου, ρυθμότροχο. балансирование, -Я ουδ. ισορροπία, ισορ- ρόπιση , στάθμιση, -σμα. балансировать, -рую, -руешь р.δ. 1 ισορ- ισορροπώ, σταθμίζω, ζυγίζω. 2 μ. (τεχ.) ζυγίζω. 3 αντισταθμίζω, εξισώνω· ισοφαρίζω. балансировка, -и θ. βλ. балансирование. балансовый επ. ο του ισολογισμού, του ι-
бал σοζυγίου· - учёт о ισολογισμός. балахон, -а α. είδος παλιού χωριάτικου ε- επενδύτη. II ένδυμα φαρδύ, τσουβάλι. балахОННИК, -а α.(παλ. и. απλ.) χωριάτης. балбес, -а α. (για νέους) μωρός, βλάχας, κουτός· τεμπέλης. балбесничать, ρ.δ. (απλ.) τεμπελιάζω. балда, -Ы θ. 1 απλ. σφυρί βαρύ, βαριό. 2 θ. (παλ.νι. διαλκ.) εξόγκωμα, όγκος, ρόζος. 3α. и. θ. κουτός, βλάκας, χοντροκέφαλος. *балдахин, -а α. ημικυκλικός ουρανός κλί- κλίνης. II θόλος αμαξιού, θρόνου κ.τ.τ., κου- κουβούκλιο. 'балерина -Ы θ. μπαλλαρίνα. * балет, -а α. χορόδραμα, μπαλέτο. балетмейстер, -а α. χορογράφος. балетный επ. χορεογραφικός, του μπαλέ- μπαλέτου· ~ая музыка μουσική μπαλέ|του. балетоман, -а α. μπαλετομανής. балетомания, -И θ. μπαλετομανία. баливать, р.δ. βλ. болеть1. балка1, -И θ. δοκός, πάτερο, ζευγός. балкар -И θ. χαράδρα, ρεματιά, φαράγγι. балканский επ. βαλκανικός. *балкон, -а α. εξώστης, μπαλκόνι. балл, -а α. βαθμός, μονάδα μέτρησης σει- σεισμού, ταχύτητας ανέμου κλπ. || βαθμός προό- προόδου μαθητή, σπουδαστή, II βαθμός αθλητικής ε- επίδοσης . баллада. -Ы θ. μπαλλάντα, ποιητικό ή μου- μουσικό έργο. балласт, -а α. (στα πλοία κ, αερόστατα). 1 έρμα.II μτφ. πράγμα περίσσιο, άχρηστο. 2 τα σκύρα,ο άμμος επίστρωσης σιδηροδρ. γραμμής. балластировка, -И θ. επίστρωση με σκύρα ή άμμο. ♦баллистика, -и θ. βαλοστατική, βληματο - μετρία. баллистический επ. βαλλιστικός· -ая ра- ракета βαλιστικός πύραυλος. балловый, επ. ο του βαθμού ή με βαθμό--ая ΟΙίβΗΚό,'η εκτίμηση μέ βαθμούο. *баллОН, -а α. 1 υαλοδοχείο σφαιρικό. 2 λα- λαστιχένια σφαίρα, λάστιχο· передний - машины το μπροστινό λάστιχο του οχήματος. 3 Л αε- ρόσφαιρα αεροστάτου. баллотирование, -Я ουδ.ψήφιση, ψηφοφορία. *баллотировать, -РУЮ, -руешь р.δ.μ.ψηφίζω. II -СЯ βάζω υποψηφιότητα. II ψηφίζομαι. баллотировка, -и θ. βλ. баллотирование. баллотировочный επ. της ψηφοφορίας· бюллетень τό ψηφοδέλτιο· - ЙЩИК η κάλπη. балльный επ. βαθμολογικός- гая система! βαθμολογικό σύστημα. балованный επ. απο μτχ. παραχαϊδεμένος,! κακομαθημένος, κακοσυνηθισμένος. 31 бам баловать, -лую, -луешь р.δ. παθ. μτχ. ба- балованный, βρ; ван, -а, -о. 1 и. παραχαϊ- παραχαϊδεύω, κακόμαθαίνω, κακοσυνηθίζω, χαλνώ. 2 βλ. баловаться ( 1 σημ.). II ασχολούμαι με κάτι. II (για ζώα) παίζω, πηδώ. 3 ληστεύω, κάνω ληστείες. II -СЯ 1 αταχτώ, κάνω αταξί- αταξίες. II ασχολούμαι με κάτι. 2 ληστεύω, κάνω ληστείες. баловень, -вня α. 1 χαϊδεμένο παιδί, κα- κανακάρης. II ευνοούμενος· - судьбы ευνοούμε- ευνοούμενος της τύχης. 2 βλ. баловник A σημ.). баловливый επ., βρ: -лив, -а, -ο (απλ.) βλ. баЛОВНОЙ A σημ.). баловник, -ό α. -ца, -И в. 1 άτακτος. 2 ο παραχαϊδεύων, ο κακοσυνηθίζων. баловной επ. (απλ.) 1 άτακτος. 2 βλ. ба- ЛОванНЫЙ B σημ.). баловство, -έ ουδ. 1 παραχάϊδεμα, κακομά- θηση, κακοσυνήθιση. 2 αταξίες. балОЧНЫЙ επ. με δοκούς· - МОСТ γεφύρι με δοκούς. балтийский επ. βαλτικός- -ое море βαλτι- βαλτική θάλασσα. *баЛЬЗОМ, -а α. βάλσαμο, μπάλσαμο. II μτιΐ. ανακούφιση, παρηγοριά.II εκφρ. пролить - На ЧТО (παλ.) καθησυχάζω, παρηγορώ. *бальзамин, -а α. βαλσαμίνη,βαλοαμόδεντρο· τά βαλσαμινοειδή. бальзамирование, -Я ουδ. βαλσάμωση, μπαλ- σάμωμα. бальзамировать, -рую, -руешь р.6.μ. βαλ- βαλσαμώνω, ταριχεύω. II -СЯ βαλσαμώνομαι, ταρι- ταριχεύομαι . бальзамический επ. 1 βαλσαμοφόρος. 2 βαλ- σαμικός. бальзамный επ. βαλσαμοφόρος· -ое дерево βαλσαμόδεντρο. бальнеолог, -а α. λουτρολόγος. бальнеологический επ. λουτρικός, λουτρο- λογικός. *баЛЬНеолОГИЯ, ~И θ. λουτρολογία. бвЛЬНЫЙ επ. χορευτικός, του χορού· -ое платье φόρεμα χορού· -ая музыка μουσική уо- ουύ. *балюстрада, -Ы θ. κιγκλίδωμα, κάγκελλα. ατηθαίο. балясина, -Ы θ. κιονίσκος στηθαίου, μικρός στύλος. балЯШШкГ, -а α. (αθρσ.) υλικά στηθαίου. балЯСНИК^ -а α. (διαλκ.) αφηγητής φαιδρός, αστείος. балясничать, р.6.(διαλκ.) αστειολογώ, α- στεΓζομαι, ευθυμολογώ, φαιδρολογώ. баЛЯСЫ, πλθ. στην έκφραση; - ТОЧИТЬ (ή разводить) απλ. βλ. балясничать. бамбук, -а α. βαμβούσα, μπαμπού (φυτό).
бам бамбуковый επ. του μπαμπού, απο μπαμπού· -ая трость μπαστούνι απο μπαμπού. II εκφρ. -Οβ положение (απλ.) άσχημη (δύσκολη, ζόρι- ζόρικη ) κατάσταση. ОаШЛЬНО επί ρ. ανάγωγα, χυδαία, κοινώς, банальность, -и θ. χυδαιότητα· κοινοτυπία, * банальный, επ., βρ: -лен, -льна, -льно α- αγοραίος, χυδαίος, κοινός· τεχριμένος, ξε- ξεφτισμένος. банан, ~а α. 1 μπανανιά. 2 μπανάνα. *банда, -Ы 9. συμμορία, σπείρα. *йандаж, -а α. 1 (ιατρ.) ζωστήρας, επίδε- αη. 2 (τεχ.) ζώνη, περίδεσμός. *баНДврОЛЬ, -И θ. 1 ταχυδρομικό χαρτί πε- ριτνλιξης. 2 ταχυδρομικό ρολό. 3 τελωνεια- τελωνειακή ετικέττα (στο εμπόρευμα). банджо, ουδ. άκλ. μπάντζο (ε'γχρρδο' μουσι- μουσικό όργανο), *0андат, -а α. ληστής, συμμορίτης1 ληστο- συμμορίτης·. баНДИТИЗН, -а α. ληστοσυμμοριτισμός. бандитски! επ. συμμορίτικος, ληστρικός, ληστοσυμμορίτικος· -ая шайка ληστοσυμμορία. бандура, ~Ы θ. μπαντούρα (έγχορδο μουσι- μουσικό όργανο). бандурЙОТ, -а α. μπαντουρίστας. баНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ р.6. μ. καθαρίζω την κάννη όπλου. *банк, α>1τράπεζα· государственный - κρα- κρατική (ή εθνική) τράπεζα. 2 (χαρτπ.) η μπά- γκα, η πόοτα. 3 φαραώ, είδοε χαρτοπαιγνίου. II εκφρ. держать - (χαρτπ.) είμαι μάνα, κάνω χαρτιά. банка1, -И θ. 1, δοχείο γυάλινο ή μεταλλι- μεταλλικό, βάζο, κουτί· консервная - κουτί κονσέρ- κονσέρβας. 2 -И πλθ. οι βεντούζες· ставить - ρί- ρίχνω βεντούζες. II εκφρ. лейденская - λαγδονι- κή λάγινος. *банка? -И θ. σέλμα, πάγκος, τουράκι (κά- Эιομα κωπηλάτη). *<3анка, -И θ. σύρτη, αμμώδης ύφαλος. * банкаброш, -а α. βλ. ровничная (машина). * банкет, -а α. γεύμα επίσηιαο ( προς τιμήν κάποιου). * банкир, -а α. τραπεζίτης, μπανκέρης. банкирский επ. τραπεζιτικός· - ДОМ τρα- τραπεζιτικός οίκος· -ая контора τά γραφεία των τραπεζιτών. * банкнот, -а α. τραπεζογραμμάτιο, χαρτονό- χαρτονόμισμα. банкнота, -ы θ. (παλ.) βλ. банкнот. банковский επ. τραπεζιτικός· -чслужащий τραπεζιτικός υπάλληλος. 06ШК0ВЫЙ επ. τραπεζιτικός· -ое дело τρα- τραπεζιτική υπόθεση. банкомёт, -а α. μπαγκιέρης, 'μοιραστής. 32 бар ОанкрОТ, -а α, χρεοκόπος.ΙΙ μτφ. χρεοκοπημέ- χρεοκοπημένος. банкротство, -а ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) χρε- χρεοκοπία· - банка χρεοκοπία τράπεζας· полити- политическое - πολιτική χρεοκοπία. баНВИК, -а α. ψήκτρα (κάθαρσης κάννης ό- όπλου). ба^ННЫЙ επ. λουτρικός, του λουτρού· - день μέρα λουτρού. II εκφρ. - лист (пристать,при- ВЯЗагься) κολλάω σαν τσιμπούρι, γίνομαι τσι- τσιμπούρι (ενοχλητικός). баночка, -И θ. βαζάκι, κουτάκι. *баНТ, -а α. φιόγγος. б4нТИК, -а α. φιογγάκι. банщик, -а α. -ца, -ы θ. λουτράρης, -ισσα. баня, -И θ. 1 λουτρό, μπάνιο· коммунальные -И δημοτικά λουτρά. 2 πλύση· до -И πρίν το λουτρό· после -И μετά το λουτρό. II ζέστη· какая у вас -! τι ζέστη έχετε!(σαν στο λου- λουτρό). II μτφ. λούσιμο, κατσάδα· задать 60НЮ δίνω κατσάδα, κατσαδιάζω. 3 (τεχ.) υδατό- λουτρο. (Ι εκφρ. кровавая - αιματοχυσία. *баобаб, -а .α. αδανσονία, μπαομπάμπ. *бапТИЗМ, -а α. βαπτισμός (αίρεση). бапТИСТ, -а α. -ка, -И θ. βαπτιστής,-τρία. баптистский επ. Βαπτιστικός, των βαπτι- βαπτιστών -ая. ОбЩЙна κοινότητα των βαπτιστών. *бар1, -а α. μπαρ, ζυθοπωλείο, ποτοπωλείο. *бар2, -а α. βάρος, μο,νάδα μέτρησης ατμο- ατμοσφαιρικής πίεσης. *бар3, -а α. ξέρα, ύφαλος. барабан, -а α. 1 τύμπανο, ταμπούρλο. 2 κύλινδρος κενός (μηχανισμών). 3 (αρχτ.) τύμ- τύμπανο τρούλου. 4· (ανατ.) τύμπανο. барабакИТЬ, -НЮ, -НИШЬ ρ.δ. 1 τυμπανίζω, κρούω,χτυπώ το τύμπανο. 2 κροτώ σαν τύμπανο· - пальцами ПО столу κροτώ (παίζω) μετά δά- δάχτυλα στο τραπέζι· дождь -ит в ОКНО η Βρο- Βροχή χτυπά στο παράθυρο σαν τύμπανο. 3 ^τφ. τυμπανίζω στο πιάνο (παίζω ηχηρά καιάτεχνα} барабакННЙ επ. τυμπανικός, του τύμπανου- - бой τυμπανοκρουσία.II εκφρ. -ая перепонка το τύμπανο του αυτιού. барабанщик, -а α·. τυμπανοκρούστης, τυμπα- τυμπανιστής. II εκφρ. оставной козы - η τελευταία τρύπα της φλογέρας (ασήμαντος). барабулька, -И θ. είδος πέρκης. *барёк, -а α. 1 παράπηγμα, μπαράκα. 2(παλ.) θάλαμος ασθενών λοιμοδών νόσων. баран, -а α. 1 κριάρι. 2 αγριοπρόβατο. II εκφρ. как - на новые ворота σαν πρόβατο σε άγνωστη είσοδο (δυσκολοπροσανατόλιστός, α- αδιανόητος)· как - упёрся πεισμάτωσε (καπρι- τσώθηκε) πολύ, γινάτεφε σαν γαϊδούρι· ста- стадо -ΟΒ κοπάδι πρόβατα (άβουλοι άνθρωποι, α- ανοργάνωτο πλήθος).
бар бараний) ья, -ье επ. 1 πρόβειος, προβά- τινος, -τίσιος· - жир πρόβειο λίπος. 2 απο πρόβατο· - тулуп κάπα από πρόβεια. II ексрр. Β - рог согнуть ή1 Скрутить συμμορφώνω, συ- συνετίζω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό. баранина, -Ы θ. το πρόβειο κρέας. баранка, -Ив. 1 κουλούρι. 2 μτφ. τιμό- τιμόνι· сесть за -у κάθομαι στο τιμόνι· крутить -у γυρίζω το τιμόνι(οδηγώ). 'барахлить, -лю, -лишь ρ.δ. (απλ.). ι (γιά μηχανές, όργανα и.τ.τ,) δεν λειτουργώ (δου- (δουλεύω) κανονικά. 2 λέγω ανοησίες, ασυναρτη- ασυναρτησίες, άρες μάρες (κουκουνάρες). барахло, -а ουδ. (αθρσ.) παλιοπράγματα, ράκη, κουρέλια· υλικό άχρηστο. барахолка, -И θ. (απλ.) παλιατζίδικο, πα- παλαιοπωλείο. барахтанье, -Я ουδ. σπαρτάρισμα, σφαδασμα, κύλιση, -σμα. барахтаться, -аюсь, -аешься р.6.σπαρταρώ, σφαδάζω, κυλιέμαι. барачный επ. της μπαράκας, του παρα- παραπήγματος . барашек, -шка α. 1 προβατάκι. 2 αρνάκι, 3 τό αρνιακό· воротник из -а γιακάς απο αρ~ νιακό. >*■ πλθ. -И о αφρός της κορυφής των κυμάτων. 5 πλθ. -И θυσανοσωρείτες, πρόβατα (σύννεφα). 6 πλθ. -и ταζιανθία θυσανοειδής. 7 περικόχλιο με πτερύγια, πεταλούδα. барашковый επ. ο του αρνιακού, απο αρ- αρνιακό, αρνίσιος· -ая шапка σκούφια απο αρ- αρνιακό· - воротник γιακάς απο αρνιακό. барашком επί ρ. σαν αρνιακό(κατσαρωτός). барбарис, -а (-у) α. βερβερίδα, φυτό και ο καρπός αυτού, λουτσιά. барбарисовый επ. της βερβερίδας, απο βερ- βερβερίδα· -ое варенье γλυκό απο βερβερίδα. барбос, -а α. σκύλος της αυλής. ΙΙμτφ. κα- κακός, απότομος, σκληρός, σκυλί. барвинок, -нка α. κλιματίδα (φυτό). *бард, -а α. βάρδος. барда, -Ы к. барда, -Ы θ. στέμφυλο· απο- αποστήματα, αποστραγγίσματα, σαβούρα. *барёж, -а α. (παΛ.) μπαρέζι (ϋφασμα). *барельеф, -а α. ανάγλυφο, μπαρελιέφ. баретки, -ток πλθ. (ενκ. -ка θ.) απλ. είδος σκαρπινιών. б^ржа, -ы к. баржа, -ы θ. μαούνα, φορτη- φορτηγίδα. баржевый к. баржевой, επ. της μαούνας· - канат το παλαμάρι της μαούνας. бариевый επ. ο του βάριου. * барий, -Я α. (χημ.) το βάριο. барин, -а, πλθ. (απλ.) ба'ре к. ба'ры, бар, α. 1 κύριος, αφέντης, άρχοντας. II αφεντικό, κύριος (ως προς τον υπηρέτη). 2 τεμπέλης, 33 бар φυγόπονος. II гкерр.ЖИТЬ -ОМ ζω αρχοντικά, αρ- χοντοζώ,αρχοντοπερνώ· сидеть -ОМ κάθομαι αρχοντικά, σαν άρχοντας. *барисфера, -Ы θ. η βαρύσφαιρα. барЙТ, -а α. βαρίτης (ορυκτό). * баритон, -а α. βαρύτονος. ΙΙευφώνιο, μουσ. όργανο. баритонный επ. βαρύτονος. барич,-а α. 1 αρχοντογιός. 2 βλ. Оарин. барический επ. της ατμοσφαιρ. πίεσης. *барка, -И θ. φορτηγό ατμόπλοιο. *баркарОла, -Ы θ. λεμβωδία, Βαρκαρόλλα. баркас, -а α. βάρκα μεγάλη και πολύκωπη. 6έρΜΗ, барм πλθ. στολή των πριγκίπων της Μόσχας. * барограф, -а α. βαρογράφος. барокамера, -Ы θ. δωμάτιο βαρομετρικό. *барОККО, ουδ. άκλ. μπαρόκ, καλλιτεχ.στυλ. 'барометр, -а α. βαρόμετρο. барометрический, επ. βαρομετρικός. *барон, -а α. βαρώνος. баронесса, -Ы θ. βαρώνη, -ίδα, σύζυγος ή θυγατέρα του βαρώνου. *баронёт, -& α. βαρωνέτος (τίτλος). барОНСКИЙ επ. βαρωνικός. баронство, -а ουδ. βαρωνία (τίτλος). * барраж, -а α. φράγμα αεροπορικό. барражирование, -я ουδ. περιπολία αεροπο- αεροπορική, барражировать, -рую, -руешь р.6. (αεοπ.) περιπολώ. * баррикада, -Ы θ. οδόφραγμα. баррикадировать, -рую, -руешь р.Б.ц.φτιά- р.Б.ц.φτιάχνω οδοφράγματα. II -СЯ προστατεύομαι με ο- οδοφράγματα. баррикадный επ. του Οδοφράγματος· - бой μάχη οδοφραγμάτων. барс, -а α. είδος πάνθηρα. барский επ. αρχοντικός· -ие замашки αρ- αρχοντικά καμώματα· жить на ~ую ногу ζω αρ- αρχοντικά. барственный επ. αρχοντικός. Ι! περήφανος, αλαζονικός. барСТВО, -а ουδ. 1 (αθρσ.) οι άρχοντες, η αρχοντιά, το αρχοντολόι. 2 περηφάνια, αλα- ζονία. 3 τεμπελιά, φυγοπονία. барствовать, -вув, -вуешь р.6. ζω τεμπέ- τεμπέλικα (όπως ο άρχοντας). барсук, -а α. ασβός, τρόχος. барсуковый к. барсучий, επ. του ασβού· -ЧЬЯ"ЙОра η τούπα (φωλιά) του ασβού. бархат, -а (-у) α. βελούδο, κατηφές. бархатец, -тца α. ταγήτης, κατηφές (χνου- (χνουδωτό φυτό). бархатистый επ., βρ: -тйст, -а, -о βε- βελούδινος, -ένιος. II μτφ. (για ήχο, φωνή) ευ-
бар χάριοτος, μαλακός. II απαλός στην αφή. бархатка, -и θ. ταινία βελούδινη. бархатный επ. βελούδινος, -δένιος· -ое платье βελούδινο φόρεμα. II εκφρ. - сезон η φθινοπωρινή εποχή. барчонок, -нка, πλθ. -чата, -чат, α. αρ- αρχοντόπουλο. барчук, -ό α. (απλ.) αρχοντόπαιδο, αρχον- τογιός· αρχοντονιός, αρχοντόπουλο. барщина, -Ы θ. αγγαρεία (υπέρ του τσιφλι- τσιφλικά). барщинный επ. αγγαρικός, αγγαρευτικός. барынька, -И θ. (απλ.) αρχοντοπούλα. барЫНЯ, -И θ. 1 αρχόντισσα, αφέντισσα, κυ- κυρία. 2 είδος χορού και τραγουδιού. * барыш, -а α. (παλ.) κέρδος, όφελος, απο- απολαβή, διάφορο. барЫШНИК, -а α. (παλ.) μεταπράτης, μετα- μεταπωλητής. II αλογέμπορας, ιππέμπορας. барышничать ρ.δ. (παλ.) επαγγέλλομαι(κά- νω) το μεταπράτη, το μεταπωλητή. барышничество, -а ουδ. το επάγγελμα του μεταπράτη, του μεταπωλητή. барышня, -и, γεν. πλθ. -шень, δοτ. -шням, θ. 1 αρχοντοκόρη, αρχονχοκόριτοο, -πούλα. 2 δεσποινίδα. 3 γυναίκα αδούλευτη, ασυνήθιστη στη δουλιά. *барьер, -а α.1 κυρλζ. κ. μτφ. εμπόδιο· ЛО- иадь свободно взяла - το άλογο εύκολα πήδη- πήδηξε το εμπόδιο. 2 φράγμα, -ός. 3 (παλ.) γραμ- γραμμή μονομαχίας. *бас, -а, α. πλθ. -Ы. 1 βαθύφωνος, μπάσ- οος . 2 το μπάσσο, το βαθύηχο (μουσ.όργανο). 3 πλθ. -Ы τα μπάσσα (οι χορδές, τα πλήκτρα). басенный επ. μυθικός, παραμυθένιος· стиль το μυθικό στυλ. басистый επ. βαρύφωνος· βαθύφωνος. баСИТЬ, -шу, -СЙШЬ р.6. μιλώ ή τραγουδώ βαθύφωνα. баск, -а α. -КОНКа, -И θ. Βάακος, -η. *баска, -и θ. άκρη (κράσπεδο) ενδύματος. "баскетбол, -а α. καλαθόσφαιρα, το μπάσκετ баскетболист, -а α. -ка, -и θ. καλαθοσφαι- ο.στής, -τρία, μπασκετ-μπολιστής, -τρία. баскетбольный επ. του μπάσκετ μπό'λ, της καλαθοσφαίρισης· -ая команда ομάδα μπάσκετ μπολ. баскский, επ. βασκικός, των Εάσκων. * басмач, -а α. αντιδραστικός, αντεπανασχά- της (της Κεντρικής Ασίας). басмачество, -а ουδ. η αντίδραση, οι αν- τεπαναστάτες (στην Κεντρική Ασία). баснописец, -сца α. μυθογράφος. баснословие, -Я ουδ. (παλ.) μυθολογία. баснословный επ. 1 μυθικός· θρυλικός. 2 _34 бат παραμυθένιος, θαυμάσιος, ιδεώδης. басня, -и, γεν. πλθ. сен, δοτ. -сням θ. 1 παραμύθι, μύθος. 2 επινόηση, μύθευμα, τερα- τερατολογία. II πλθ. -И αερολογίες, φλυαρίες. II εκφρ. стать (сделаться) -ей παλ. κουτσομπο- λεύομαι, γίνομαι αντικείμενο σχολίων, σχο- σχολιάζομαι . басовитый επ., βρ: вит, -а, -О βαρύφω- βαρύφωνος · βαθύφωνος. басовый επ. ο του μπάσσου· βαθύφωνος· -ая струна η χορδή του μπάσσου· - КЛЮЧ о γνώμο- γνώμονας μπάσσου· ο γνώμονας του φα. басок, -ска α. 1 χαμηλή φωνή. 2 μπαοαάκι, μικρό μπάσσο. "'басон, -а (-у) α. σειρήτι· ούγια. *бассейн, -а α.1δεξαμενή· - для плавания δεξαμενή κολυμβητική. 2 λεκάνη, λεκανοπέδιο. *баста επιφ. φτάνει, αρκεί, αρκετά, ως ε- εδώ, ως αυτού. «бастарды, -0В (εν*, -ард, -а α.) απόγονοι επιμειξίας,μπάσταρδοι. *баСТИОН, -а α. προμαχώνας, προπύργιο. бастовать, -тую, -туешь р.δ. απεργώ, κάνω απεργία. басурман, -а α. -ка, -И θ. αλλόθρησκος,αλ- λόπιστος (κυρίως για μωαμεθανούς). Ι! ( υβρ.) ασυνείδητος. басурманский επ. αλλόθρησκος, αλλόπιστος. баталист, -а α. ζωγράφος μαχών. *баталия, -И θ. 1 (παλ.) μάχη. 2 θυελλώδης συζήτηση· τσακωμός. батальный επ. πολεμικός, που παρασταίνει σκηνές μάχης. *батальон, -а α. τάγμα· стрелковый - τάγμα πεζικού· сапёрный ~ τάγμα μηχανικού. батальонный επ. του τάγματος· - коман- командир ο διοικητής του τάγματος. батареец, -рёйца α. πυροβολητής. батарейка, -И 6. ηλεκτρικός συμπυκνωτής, στήλη, μπαταρία· ηλεκτρική συστοιχία. батарейный επ. της πυροβολαρχίας- огонь τα πυρά της πυροβολαρχίας. *батарея, -и θ. 1 πυροβολαρχία- зенитная - αντιαεροπορική πυροβολαρχία- противотанковая ~ αντιαρματική πυροβολαρχία. 2 κανονιοστά- σιο, τηλεβολοστάσιο. 3 ηλεκτρική συστοιχία· электрическая - συστοιχία συσσωρευτών ак- аккумуляторная - ηλεκτρικός συσσωρευτής. 4 σώ- σώμα- - парового отопления σώμα καλοριφέρ, ρα- ντιατέρ. 5 σειρά, αράδα- - бутылок αραδια- αραδιασμένα μποκάλια. *батат, -а α. βατάτα, γλυκοπατάτα. *ба*теныеа, -и α. (παλ.) βλ. батюшка Bσημ.). *баТЙОТ, -а α. βατίστα (ύφασμα). баТЙСТОВЫЙ επ. της βατίστας, απο βα- βατίστα· -ое платье φόρεμα απο βατίστα.
бет *баТЖОфвра, -Ы θ. βαθύσφαιρα, βαθυσκάφος. (ЗатОГ, -а οι. (παλ.) ραβδί, ράβδος, βακτη- βακτηρία, μπαστούνι..II (μέσο τιμωρίας) αγία ρά- ράβδος, νάρθηκας. батожьё, -Я ουδ. αθρσ. (παλ.) ραβδιά, -бои *батОН,-а α. φραντζόλα.II είδος γλυκού. батрак, -а α. εργάτης γης. батращЛЙ επ. του εργάτη γης· - труд η δουλιά του εργάτη γης, батраческий επ. βλ. батрацкий. батрачвОТВО, -а ουδ. 1 αγροτοδουλιά, δου- λιά του εργάτη γης. 2 (αθρσ.) οι. εργάτες γης. батрачий επ. βλ. батрацкий. батрачить, -чу, -чишь р.6. δουλεύω εργά- εργάτης γης. батька, -и, γεν. πλθ. -тек, δοτ. -тькам, α. (απλ.) πατέρας. батюшка,' -и, γεν. πλθ. -шек, δοτ. -шкам, α. 1 πατέρας. 2 (προς συνομιλητή) παλ. πα- πατερούλη. 3 (προσηγορία σε μοναχούς, ιερείς) πάτερ.II εκφρ. -И (мой)! -И светы! θεέ μου, Χριστέ μου, Ιΐαναγιά μου! (για θαυμασμό ή φόβο)· по -е звать (величать) καλώ, φωνάζω κάποιον με το πατρώνυμο. батюшкин, -а, -Ο επ. πατρικός. батя, -и α. (διαλκ.) πατέρας. *баул, -а α. μπαούλο. бах, επιφ. μπαμ! баханье, -Я ουδ. το χτύπημα μπαμ. бахать(ся), р.δ. βλ. бахнуть(ся). бахвал, -а α. (απλ.) καυχησιάρης, παινε- σιάρης, φανφαρόνος. бахвалиться, -люсь, -лишься р.δ. (απλ^ με- γαλαυχω, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, παινεύομαι· бахвальство, -а ουδ. (απλ.) μεγαλαυχίες, καυχησιολογίες, παινεσιές. бахнуть, -ну, -нешь р.σ. 1 βροντώ, κροτώ, κάνω μπαμ. 2 χτυπώ δυνατά, μ£ γδούπο, κρό- κρότο. II -СЯ πέφτω με κρότο, με γδοΌπο. бахроыа, -Ы θ. θύσανος, φούντα, κρόσσια, κλόσσια, τούφα. бахромка, -и θ. κροσσάκια, φουντίτσαΤ του- φίταα. бахромчатый επ. κροσσάτος, τουφωτός, θυ- σανοειδής. бахтарма, -Ы θ. η δερμίδα. *бахча, -Ы θ. μποστάνι, λαχανόκηπος. бахчевод, -а α. μπαχτσιοβάνος, μποστανο- καλλιεργητής, λαχανοκαλλιεργητής· κηπουρός. бахчевОДСТВО, -а ουδ. μποστανοκαλλιέργεια, λαχανοκαλλιέργεια· κηπευτική. бахчевой επ. κηπευτικός, κηπαϊος, των μποστανικών -ые τα μποστανικά, τα κολοκυθο- ειδή, τα λαχανικά. бац, ε πυρ. μπατς, μπαμ, μπαφ· ОН его - ПО лицу αυτόε του 'δοσε ένα δυνατό μπάτσο. 35 бе бацать, р.ε. βλ. бацнуть. * бацилла, -Ы θ. βάκιλλος, μικρόβιο, βακτη- βακτηρίδιο· туберкулёзная - βακτηρίδιο φυματί- φυματίωσης. бациллоноситель, -я α. βακιλλοφόρος. бацнуть, -Ну, -нешь ρ.δ. к.σ. κάνω μπαμ, εκπυρσοκροτώ. II μ. κ. αμ. χτυπώ δυνατά.Н-СЯ πέφτω με δύναμη, κρότο, γδούπο. бачки, -чек πλθ. βλ. баки. бачок, -чка α. βαρελάκι. башенка, -И, γεν. πλθ. -ΗΟΚ πυργίσκος. башенный επ. του πύργου· -ые часы το ωρολόγι του πύργου. *башибузук, -а α. μπασιμπουζούκος, τούρκος αντάρτης. II ληστής, κεφαλοπάρτης. *башка, -и θ. (απλ.) κεφάλι, -ή. башкир, -а к. башкирец, -рца α., -ка, -и θ. Βάσκιρος, -α, -ίδα, κάτοικος της Βα- σκιρίας. башкирский επ. βασκίριος, -ιкос. башковитый επ., βρ: -вит, -а, -о (απλ.) κοψοκέφαλος, έξυπνος, ευφυής. * башлык, -а α. μπασλίκι, κουκούλα τούρκικη. башмаки, -<5в, πλθ. (ενκ. -мак, -а α.) 1 υ- υπόδημα, παπούτσια· μποτάκια. 2 εποχλέας, τρο- τροχοπέδη, φρε'νο. II εκφρ. ПОД -ОМ у него είναι υποχείριο αυτού· под -Ом жены είναι υποχεί- υποχείριο της γυναίκας του. башмачник, -а α. (πα\.) τσαγκάρης, παπου- παπουτσής, υποδηματοποιός. башня, -И, γεν. πλθ. -шен, δοτ. -шням θ. 1 πύργος· кремлёвские -И οι πύργοι του Κρεμ- Κρεμλίνου. 2 πύργος πλοίου, τανκ κ.τ.τ. баштан, -а α. (διαλκ.) βλ. бахча . баю-бай, башки-баю к. баю-башки-баю, ε- επιφ. (νανούρισμα) ααααααααα, ωωωωωωωωω. * байканье, -Я ουδ. νανούρισμα, βαυκάλισμα. баюкать, р.δ.μ. νανουρίζω, βαυκαλίζω. * баядера к. баядерка, -И θ. μπαγιαντέρα, баян, -а α. μπαγιάν (φυσαρμόνικα με πλή- πλήκτρα). баянист, -а α. μπαγιανίστας. баять, баю, баешь ρ.δ.μ.κ. αμ. (παλ.κ.απλ·) λέγω, μιλώ. бдение, -Я ουδ. (παλ. κ. γραπ. λόγος) ε- επαγρύπνηση . II παρακολούθηση. бдеть, бДИШЬ р.6. (παλ. κ. γραπ. λόγος)α- λόγος)αγρυπνώ. II παρακολουθώ άγρυπνα. бдительно επί ρ. άγρυπνα, -ως. бдительность, -И θ. επαγρύπνηση· ПОЛИТЙ- ческ - πολιτική επαγρύπνηση. бдительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ά- άγρυπνος· - надзор άγρυπνη επίβλεψη ή παρα- παρακολούθηση· быть -ым βλ. бдеть. бе, ουδ. άκλ. το γράμμα б (μπε). II εκφρ. НИ бе НИ ме ούτε κα ούτε μα ( δε μπορεί να
бег 36 πει.)· ни бе ни ме не знает δεν ξέρει ούτε на οΰτε μα Fε σκαμπάζει τίποτε, δεν ξέρει γρύ). бег, ~а α., προθτ. о беге, на бегу.1 τρέ- τρέξιμο. 2 δρόμος· марафонский - μαραθώνιος δρόμος· - на СТО метров δρόμος εκατό μέτρων эстафетный - σκυταλοδρομία· - с препятстви- препятствиями δρόμος με εμπόδια· на бегу τρέχοντας. 3 πλθ. -а ιπποδρομίες, κούρσες. 4 πλθ. -а,-ов φυγή κρυφή· λιποταξία. II εκφρ. - на месте (κυρλξ. κ. μτφ.) βήμα αημειωτό· В -ах στα τρεξίματα, στα τρεχάματα (για υποθέσεις). беганье, -Я ουδ. τρέξιμο. II τρεξίματα, σκο- σκοτούρες, φροντίδες. бегать, р.δ. 1 βλ. бежать με τη διαφορά ότι το р. бегать σημαίνει κίνηση συνεχήι ή προς διάφορες κατευθύνσεις. 2 φεύγω, δρα- δραπετεύω, αποδιδράσκω. 3 πηγαινοέρχομαι. 4· περιφέρω, στρέφω, γυρίζω γρήγορα απο ένα πράγμα σ'άλλο. 5 καταδιώκω, κυνηγώ, παίρνω κατά πόδι. II τρέχω κοντά απο, κυνηγώ· -ет за девушками κυνηγά τα κορίτσια. бегемот, -а α. ιπποπόταμος. беглец, -а α. δραπέτης. бегло επίρ. φευγαλέα, γρήγορα, γοργά, ε- ελεύθερα., απρόσκοπτα, ευχερώς. беглость, -И θ. ελευθερία, γρηγοράδα, ευ- ευχέρεια. беглый επ. 1 σκαστός, φευγάτος, δραπετεύ- σας, αποδράοας. II ουσ. δραπέτης, φυγάς. 2 ταλαντεύαμενος· αεικίνητος. II φευγαλέος, γρή- γρήγορος, πεταχτός. 3 ελεύθερος, γρήγορος, γορ- γοργός απρόσκοπτος, ευχερής. II εκφρ. -ые глас- гласные εξαφανιζόμενα και εμφανιζόμενα φωνήεντα: ονομ. лоб, γεν. лба, αιτ. лоб; - ОГОНЬ συ- συχνοί, σκόρπιοι πυροβολισμοί. беглянка, -И θ. η δραπέτισσα. беГОВОЙ επ. δρομικός, του δρόμου, του τρεξίματος· ιπποδρομικός, της κούρσας· -ая дорожка διάδρομος στίβου· -ая лошадь о δρο- δρομικός ι^ππος, άλογο κούρσας. бегом επίρ. τροχάδην - марш τροχάδην ε- εμπρός, μαρς· бежать - καλπάζω, πιλαλώ. * бегония, -И θ. βεγονία, μπικόνια (φυτό). бвГОТНЯ, -Й θ. 1 τρεξίματα· дети ПОДНЯЛИ -Ю τα παιδιά άρχισαν τα τρεξίματα. 2 ασχο- ασχολίες, φροντίδες, τρεχάματα. бегство, -а ουδ. 1 φυγή, φευγιό, το φεύγα· обратиться в - τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, στο φεύγα. 2 απόδραση, δραπέτευση· - ИЗ тюрьмы απόδραση απο τη φυλακή· спастись -ОМ σώζομαι με τη φυγή. бегун, -а α., -ья, -и, γεν. πλθ. -ний, δοτ. -НЬЯМ θ. 1 δρομέας, αθλητής, -τρία δρόμου. 2 (παλ.) ι'ππος δρομικός. 3 τεχ. ανάμικτρο* τρυ· βέας. бед бегучий επ., βρ: -Гуч, -а, -о τρεχούμε- τρεχούμενος· ~ие ВОДЫ τρεχούμενα νερά. беда, -Ы, πλθ. беды θ. 1 δυστυχία, κακό, συμφορά· δυστύχημα· выручить ИЗ -Ы βγάζω α- απο τη δυστυχία· ПОМОЧЬ В -έ βοηθώ στη δυ- δυστυχία· непоправимая - ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα· попасть В -у παθαίνω κακό (πέφτω σέ δυστυχία)· утешать В -ё παρηγορώ στη δυσ- δυστυχία. 2 (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, ά- άσχημο· - мне С НИМ μου είναι δύσκολο μ1 αυ- αυτόν, κακό που με βρήκε μ'αυτόν - В ТОМ, ЧТО ОН не учится το κακό είναι που 6ε μαθαίνει ή δε σπουδάζει. II (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό· Ото не - αυτό δεν είναι σοβαρό. 3 πάρα πολύς, πληθώρα· людей там -, - сколь- сколько ήταν εκεί πολύς κόσμος, κακό μεγάλο· хо- хорошая женщина; - хорошая καλή γυναίκα-πά- γυναίκα-πάρα πολύ καλή. II εκφρ. - как πάρα πολύ· на -у МОЮ (твою κλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη· что за -! το κακό δεν είναι ιαεγάλο, κακό το λες αυτό· то-то И -, в том-то и - εδώ είναι η ρίζα του κακού. бёдерный επ. βλ. бедренный. *бедлам, -а α. χάος, σύγχυση, σαματάς, ο- χλαγωγία· τρελλοκομείο. бвднёть, -ёю, -ёвШЬ р.δ. φτωχάίνω, πτω- πτωχεύω. II εξασθενίζω, αδυνατίζω· στειρεύω. бедно επίρ. φτωχικά. бедность, -и θ. φτώχεια, ένδεια, πενία. беднота, -Ы θ. 1 (αθρσ.) φτωχολογιά, οι φτωχοί. 2 βλ. бедность. бедный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 κυρλξ. κ. μτφ. φτωχός, πένης, ενδεής· - человек φτωχός άνθρωπος· -ая фантазия φτωχή φαντα- φαντασία. II ουσ. ο φτωχός. 2 γλίσχρος, ανεπαρκής. 3 δυστυχής, άθλιος, μαύρος. II αξιολύπητος. беднйга, -И α.κ.θ. φτωχός, -ή, δυστυχής· αξιολύπητος, κακομοίρης, φουκαράς. бедняжка, -и θ. (χα'ιδ.) βλ. бедняга. бедняк, -а α. 1 φτωχός, ενδεής, άπορος. II φτωχοαγρότης. 2 δυστυχής· φουκαράς, κακο- κακομοίρης. бедняцкий επ. φτωχικός, των φτωχών -ие массы οι μάζες των φτωχών -ое ХОЗЯЙСТВО το φτωχονοικοκυριό. бедовать, -дую, -дуешь ρ.δ. (διαλκ.) φτω- χοζώ, φτωχοδέρνω. беДОВЫЙ επ. θαρραλέος, τολμηρός, θρασύς, διάβολος. бвДОКур, -а α. αλητάκι, μορτάκι, αλανάκι. бедокурить, -рю, -ришь р.6. αλητεύω, κάνω αταξίες, ζημιές. бедренный επ. μηριαίος, του μηρού· -ая КОСТЬ μηριαίο οστό. бедро, -а, πλθ. бёдра, бёдер, бёдрам ουδ.
бед 37 без 1 о μηρός. 2 το ισχίο, ο γοφός. бедственный επ. δυστυχής, δεινός, ολέ- ολέθριος· -ое положение δεινή κατάσταση. бедствие, -Я ουδ. δεινοπάθημα» συμφορά, δυστυχία, κακό μεγάλο· стихийное - θεομη- θεομηνία* сигнал -Я σήμα κινδύνου· -Я ВОЙНЫ τα δεινά του πολέμου· -я судьбы τα δεινά της τύχης. бедствовать, -вую, -вуешь р.δ. δυστυχώ, φτωχοζώ, φτωχοπερνώ, φτωχοδέρνω, κακοζώ, κα- κοπορεύω. *бедуин, -а α. βεδουίνος. *бвЖ επ. άκλ. μπεζ (χρώμα). бежать, бегу, бежишь, бегут р.δ. 1 τρέ- τρέχω· лошадь -ла рысью το άλογο έτρεχε τροκ. 2 κινούμαι γρήγορα· секундная стрелка -ит ο λεπτοδείχτης τρέχει· облака бегут τα σύν- σύννεφα κινούνται γρήγορα. II χύνομαι, ρέω· Β0- до -йт из крана τό νερό τρέχει απο την κά- κάνουλα. II κυκλοφορώ· кровь бежит по жилам το αίμα ρέει στις φλέβες. 2 περνώ, Ι διαβαίνω, παρέρχομαι· время -йт незаметно , ο καιρός περνά χωρίς να το κατάλαβαίνόμε· ГОДЫ ~ут τα χρόνια περνούν. $ εκτείνομαι (για οδό, μονοπάτι κ.τ.τ.). 4 φεύγω, το σκάζω, σώζο- σώζομαι με τη φυγή· υποχωρώ εσπευσμένα.II φεύγω κρυφά, δραπετεύω. II αποφεύγω. бежевый επ. χρώματος μπεζ. беженец, -нца α. -ка, -И θ. φυγάς, πρό- πρόσφυγας (απο θεομηνία, πόλεμο). беженский επ. προσφυγικός. без и. бв80, πρόθεση με γεν. 1 χωρίς, δί- δίχως, οίνευ· - Денег χωρίς χρήματα· - работы χωρίς δουλιά (άνεργος)· - потерь χωρίς απώ- απώλειες· - ответа χωρίς απάντηση ( αναπάντη- αναπάντητος)* - исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαί- ρετα)· - сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφί- (αναμφίβολα)· - причины χωρίς αιτία (αναίτια)· вести χωρίς είδηση. 2 παρά· - четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο. II κοντά, σχε- σχεδόν, περίπου* служил в армии - малого четы- четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ οϋτε λίγο) τέσσερα χρόνια* не - того υ- .ΐχρχει δόση αλήθειας. бв8..., безъ..., бео... πρόθεμα που σχη- σχηματίζει: 1 επίθετα απο ουσιαστικά με στε- στερητική σημασία: безногий, безработный. 2 ουσιαστικά με κατάληξη -ие και -ье με σημ.α) ανυπαρξίας· безначалие, безветрие, β) με κα- κατάληξη -ица παι· σημ. ανεπάρκειας: безголо- безголосица, безвкусница. безаварийный επ. ο χωρίς αβαρίες, δυστυ- δυστυχήματα· κανονικός. безалаберно επί ρ. ακατάστατα κλπ. επ. безалаберный επ., βρ: -рен, -рна, -рно; ακατάστατος, άτακτος, ανάκατος. безалаберщина, ~ы к. -ность, -и θ. ατα- αταξία, ακαταστασία, τσαπατσουλιά. безалкогольный επ. μη αλκοολικός- ~ые напитки τα μη οινοπνευματώδη ποτά. безапелляционно επίρ. τελεσίδικα. безапелляционность, -и τελεσιδικία. безапелляционный επ., βρ: онен, -окна, -ΟΗΗΟ. 1 τελεσίδικος, ανέκκλητος* -ое ре- шёние τελεσίδικη απόφαση, (που δεν επιδέχε- επιδέχεται έφεση). 2 αμετάκλητος, κατηγορηματικός. безатомный επ. αποατομικοποιημένος* -8.Я зона αποατομικοποιημένη ζώνη. безбедный, επ., βρ: -ден, -дна, -дно εύ- εύπορος , ευκατάστατος. безбилетник, -а α. -ца, -ы θ. λαθρεπιβά- της, -τρία безбилетный επ. χωρίς εισιτήριο· -пас- -пассажир Ο λαθρεπιβάτης. бевбожие, -Я ουδ. αθεΐα, αρνησιθε'ια. безбожник,-а α.-ца, -ы θ. άθεος,,-η. безбожный επ. κ. ουσ. άθεος. безболезненно, επίρ.ανώδυνα. безболезненность, -и θ. ανωδυνία. безболезненный επ!, βρ: -знен, -зненна, -зненно. 1 ανώδυνος* -ая операция ανώδυνη εγχείρηση. 2 μτφ. χωρίς σοβαρές συνέπειες. безборОДНЫЙ επ. αγένειος, χωρίς γένεισ. II μτφ. ανήλικος, αμούστακος. безбоязненно επίρ. άφοβα, -ως. безбоязненность, -и е. αφοβία. безбоязненный επ., βρ: -знен, -зненна , -зненно άφοβος, αφόβητος, ατρόμητος. бвабр&ЧЯе, -Я ουδ. αγαμία, βίος άγαμος. безбрачный επ. άγαμος, μπεκιάρικος, ερ- γένικος. безбрежность, -и θ. απεραντοσύνη, το α- αχανές* морская - η απειρία (το άπειρο) της θάλασσας. безбрежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно α- απέραντος, ατέρμονας, αχανής, ατελεύτητος. II πολύ μεγάλος, απεριόριστος, τεράστιος· -ая скорбь βαρύ πένθος. безбровый επ. άφρυδος ή* με μικρά φρύδια. безбурный επ.. βρ: -рен, -рна, -рно о μη θυελλώδης, γαλήνιος, ατάρα.ος. безверие, -я ουδ. απιστία, αθεΐα. безверхий επ. ακόρυφος χωρίς κορυφή. беЗВОСТНО επίρ. ο χωρίς ίχνος, άγνωστα.ΙΙ αφανώς, σε αφάνεια. безвестность, -И 8.1 αφάνεια, άγνοια, αση- μότητα* ЖИТЬ В -И ζω στην αφάνεια. 2 έλλει- έλλειψη ειδήσεων, πληροφοριών. беввёотныЙ επ., βρ·-ΤΘΗ, -тна, -ТНО ά- άγνωστος· - остров άγνωστο νησί. II αφανής, ά- άσημος* - герой άγνωστος ήρωας. безветренный επ., βρ: -рен, -ренна, -о
без 38 без νήνεμος, χωρίς άνεμο, ήρεμος, ήσυχος. безветрие, -Я ουδ. νηνεμία, ηρεμία, ησυ- χύα, γαλήνη, μπουνάτσα. безвинно επί ρ. άδικα, -ως. безвинность, -И θ. αθωότητα. безвинный επ., βρ: -винен, -вйнна, -вйнно αθώος. безвкусие, -Я ουδ. ακαλαισθησία, αφιλο- νιαλία, απειροκαλία. безвкусица, -ы θ. βλ. безвкусие. безвкусно επί ρ. ακαλαίσθητα κλπ. επ. безвкусный επ., βρ: -сен, -сна, -сно ά- άνοστος· -ая еда άνοστο φαγητό. II ακαλαίσθη- ακαλαίσθητος, αφιλόκαλος, απειρόκαλος, άχαρος, χωρίς γούστο. безвластие, -Я ουδ. ακυβερνησία, ανυπαρ- ανυπαρξία εξουσίας. безводность, -И θ. ανυδρία, ξηρασία· α- ανομβρία. II (χημ.) στεγνότητα. безводный επ., βρ: -ден, -дна, -дно άνυ- брос. II (χημ.) άνυδρος, στεγνός, στερεός. бвЗВОДЬв, -Я ουδ. ανυδρία· ανομβρία. безвозбранно επίρ. βλ. беспрепятственно. безвозвратно επίρ. ανεπίστρεπτα, -έπτως, -επτί, για πάντα· он исчёзнул - αυτός εξα- εξαφανίστηκε για πάντα. безвозвратный επ., βρ: -тен, -тна,-тно.1 αγύριστος, χαμένος για πάντα· -ая потеря α- ανεπανόρθωτη απώλεια· -ое прошедшее το αγύ- οιστο παρελθόν. 2 ανεπίστρεπτος, χωρίς επι- επιστροφή· -ая ссуда δάνειο χωρίς επιστροφή. безвоздушный επ. κενός απο αέρα, άδειος, κούφιος- -ое пространство κενό αέρα, χώρος κενός απο αέρα. безвозмездно επίρ. δωρεάν, τζάμπα, χάρι- χάρισμα. я безвозмездный επ. χωρίς αποζημίωση, δω- δωρεάν -ое пользование η δωρεάν χρησιμοποίη- χρησιμοποίηση· - труд η δωρεάν εργασία. безволие, -я ονδ. αβουλία. безволосый επ. άτριχος, φαλακρός. безвольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; άβουλος· - человек άβουλος άνθρωπος. безвредно επίρ. αβλαβώς, ακίνδυνα. безвредность, -И θ. αβλάβεια, ακεραιότητα, το ακίνδυνον. безвредный επ., βρ. -ден, -дна, -дно; α- αβλαβής, ο μη βλάπτων ή ο μη βλαμμένος. безвременно επίρ. πρόωρα, παράκαιρα. бв8вреиеннОСТЬ, -И θ. το πρόωρον, το άκαι- ρον. безвременный επ. πρόωρος, άκαιρος' -ая смерть ή кончина о πρόωρος θάνατος. безвременье, -Я ουδ. (παλ.) χρόνια δίσε- δίσεκτα, δύσκολα χρόνια, χαλεποί καιροί. || μα- μαρασμός, καιροί κοινωνικής και πολιτιστικής στασιμότητας. безвыездно επίρ. μόνιμα, διαρκώς, μη ε- εξερχόμενος, οικουρών. безвыездный επ. μόνιμος, χωρίς έξοδο απο το σπίτι· -ое житьё σπιτική κλεισμένη ζωή. безвылазно, επίρ. βλ. безвыездно. безвылазный επ. βλ. безвыездный. безвыходно επίρ. χωρίς έξοδο, οικουρών. безвыходность, -и θ. το αδιέξοδο· - поло- положения το αδιέξοδο της κατάστασης. безвыходный επ., βρ. -ден, -дна, -дно. 1 χωρίς έξοδο (απο το σπίτι)· -ое сидение ДО- ма οικουρία. 2 του αδιεξόδου· -ое положе- положение κατάσταση αδιεξόδου, το αδιέξοδο. безглазый επ. αόμματος. безгласный επ., βρ: -сен, -сна, -сно; 1 άφωνος, βουβός, άλαλος. 2 (παλ.) σιωπηλός (μη εκφράζων τη γνώμη του). 3 απρόφερτος· буквы ъ и ь называются -ми τά γράμματα ъ και Ь λέγονται άφωνα. безголовый επ., βρ. -лов, -а, ~ο·, 1 ακέ- ακέφαλος. 2 ανόητος, κουτός, άμυαλος. II μτφ. ε- πιλήσμονας, ξεχασιάρης. безголосица, -Ы θ. αφωνία, ισχνοφωνία, безголосый επ. άφωνος· ισχνόφωνος· κακό- φωνος. безграмотно επίρ. αγράμματα, -ως, λαθε- λαθεμένα, ανορθόγραφα. безграмотность, -И«В. 1 αγραμματοσύνη, α- αναλφαβητισμός. 2 μτφ. αμάθεια, άγνοια, α- αμορφωσιά. безграмотный επ., βρ: тен, -тна, -тно. 1 αγράμματος, αναλφάβητος, αμαθής. 2 ανορθό- ανορθόγραφος. II ατζαμίστικος, άπειρος. безгранично επίρ. απεριόριστα, -ως. безграничность, -И θ. το απεριόριστο(ν). безграничный επ., βρ: -чен, -чна, -чно* 1 απέραντος, ατέρμων, ατέλειωτος, ατελεύτητος· -ые равнины απέραντες πεδιάδες. 2 απεριόρι- απεριόριστος, άπειρος· ολοκληρωτικός· -ые возможно- ности απεριόριστες δυνατότητες· -ая предан- преданность ολοκληρωτική αφοσίωση. безгранный επ. (στην ποίηση) απεριόριστος, безгрешность, -и θ. το αναμάρτητο(ν). безгрёшньй επ., βρ: -шен, -шна, -шно. 1 αναμάρτητοί;· - человек αναμάρτητος άνθρω- άνθρωπος. 2 αθώος, αγνός· -ое дитя αθώο παιδί· - ая любовь αγνή αγάπη. II εκφρ. -ые дохода (εΐ/- ρων.) αναμάρτητα έσοδα (τα δωροδοκήματα). бездарность, -И θ. έλλειψη, ανυπαρξία τα- ταλέντου. бездарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно; о χωρίς ταλέντο· - ποέτ ποιητής χωρίς ταλέντο· -ые СТИХИ άτεχνοι στίχοι. бездарь к, бездарь, -я θ. άνθρωπος χωρίς ταλέντο.
без 39 без бездейственный επ., βρ: -вен, -венна,- венно; αδρανής· - человек αδρανής άνθρωπος. || άπραγος. бездействие, -Я ουδ. αδράνεια, οκνηρία, α- απραξία· преступное - εγκληματική αδράνεια ή αδιαφορία. бездействовать, -вуго, -вуешь р.δ. αδρανώ, ακινητώ, απρακτω. безделица, -Ы θ. πράγμα τιποτένιο, μηδα- μηνό, ψιλοπράγμα· всякая - его тревожит κά- κάθε ψιλοπράγμα τον τρομάζίι. бе8Двлушка, -И θ. μπιμπελό, μικροτέχνημα, μπιχλιμπίδι. безделье, -Я ουδ. 1 ανεργία, αναδουλιά. 2 χασομέρι, χρονοτριβή. бв8Дёльник, -а α. -ца, -Ы θ. αργόσχολος, -η, χασομέρης, -ισσα. II ακαμάτης, -ισσα, τεμπέλης, -λα. бездельничанье, -я ουδ. χασομέρισμα, τεμ- πέλιασμα. бездельничать, р.δ. χασομερώ, τεμπελιάζω. бездельный επ. τεμπέλικος- -ая жизнь τεμπέλικη ζωή. II (παλ.) μηδαμινός, τιποτέ- νιος, ασήμαντος. безденежный επ. 1 με ανταλλαγή· - рас- чёт κλήριγκ. 2 αχρήματος, αδέκαρος· άπορος, безденежье, -Я ουδ. αχρηματία, αναπαραδιά· απορία, ανέχεια. бездетность, -И θ. ατεκνία· ακληρία. бездетный επ., βρ: -тен, -тна, -тно·, ά- τεκνος· άκληρος· -ая жёншина άτεκνη γυναί- γυναίκα , στε ί ρα. бездефицитный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; ο χωρίς έλλειμμα· - бюджет προϋπολογισμός χωρίς έλλειμμα. бездеятельность, -и θ. αδράνεια, νωθρότη- νωθρότητα, οκνηρία. бездеятельный επ., βρ: -лен, ~льна,-ль- ΗΟ; αδρανής, νωθρός, οκνηρός. бездна, -Нв. 1 άβυσοος, απύθμενο βάθος, χάος, χάσμα, βάραθρο* άπειρο βάθος. 2 μτφ. αφθονία, πληθώρα, σωρεία. II εκφρ. - прему- премудрости μύστης, βαθυστόχαστος. беЗДОЖДИе, -Я ουδ. ανομβρία, ξηρασία. бездоказательность, -и θ. το ανάποδε ικτο. бездоказательный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО; ανάποδεικτος· -не обвинения αναπό- δεικτες κατηγορίες. бвЗДОЛЬе, -Я ουδ. κακομοιριά, κακή μοίρα, δυστυχία. бездольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; δύσμοιρος, απόκληρος της τύχης, δύστυχος. бездОМНОСТЬ, -И θ. έλλειψη στέγης, ξεσπί- τωμα. II μπεκιαρλίκι, εργένικη ζωή. бездомный επ., βρ: -мен, -мна, -мно; ά- άστεγος, άσπιτος. II εργένικος, μπεκιάρικος· - человек εργένης, μπεκιάρης. бе8ДОННЫЙ επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) απύθμε- απύθμενος, απατός. II απέραντος, ατέ ρ μονάς, αχανής. II εκφρ. -ая бочка α) τρυποχουλιάρα, κατα- καταβόθρα (για μέθυσσο)· β) πολυέξοδος, πολυ- πολυδάπανος , χαλαστής, σπάταλος. бездорожный επ. που δεν έχει δρόμους. бевдорожье, -Я ουδ. έλλειψη οδών, οδικού δικτύου. II κακοδρομία (απο κακοκαιρία). бездоходный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; ανεπικερδής, μη προσοδοφόρος. бездумный επ. άσκεπτος, απερίσκεπτος, α- αστόχαστος , ασυλλόγιστος. бездумье, -Я ουδ. ασκεψία, απερισκεψία, α- αστοχασιά, ασυλλογισιά. бездушие, -Я ουδ. απονιά, αναλγησία, α- αναισθησία, απάθεια. бездушность, -и θ. βλ. бездушие. бездушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1 ά- άψυχος, νεκρός· -ое тело άψυχο σώμα. 2 απα- απαθής, αδιάφορος, άπονος, αναίσθητος, παχύδερ- παχύδερμος· - бюрократ γράφειοκράτης-παχύδερμο. 3 άτονος, ξέψυχος, κρύος, χωρίς ζωντάνια. бездымный επ. άκαπνος· - порох άκαπνη μπαρούτη. бездыханный επ., βρ: -нен, -нна, -нно; άπνοος, άψυχος, νεκρός· - труп το νεκρό σώ- σώμα, πτώμα. II με συγκρατημένη (κομμένη) την ανάσα. *6β8θ, ουδ. άκλ. γλύκισμα μπεζέ. безжалостно επί ρ. ανελέητα κλπ. επ. беажалостноСТЬ, -И θ. ασπλαχνία, απονιά, αναλγησία, σκληροκαρδία. безжалостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; ανελέητος, αλύπητος, άσπλαχνος, άπονος. безжизненность, -И θ. νέκρα, νεκρότητα· α τονία. безжизненный επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно· 1 άψυχος, νεκρός. 2 άτονος· -взгляд άψυχο βλέμμα. беззаботно επίρ. αμέριμνα. беззаботность, -И θ. αμεριμνησία, αφρον- τισιά, ξενοιασιά. ^ беззаботный επ., βρ: -тен, -тна, -тно;ч- μέριμνοι., αφρόντιστος, ξένοιαστος, αδιάί'ο- ρος· -ая ЖИЗНЬ αμέριμνη ζωή. беззаветно επίρ. αδίστακτα, χωρίς ενίοι- ασμό, ανεπιφύλακτα, ολόψυχα. беззаветный επ. ανεπιφύλακτος, ολόψυχος, αδίστακτος, ριψοκίνδυνος· -ая преданность η ολόψυχη αφοσίωση. беззаконие, -Я ουδ. 1 ανομία, ανυπαρξία νόμων совершить - παραβιάζω τους νόμους. 2 ανόμημα, παραβίαση των ηθικών νόμων παρα- παρανομία· творить -Я διαπράττω ανομήματα. беззаконник, -а α. -ца, -ы θ. παραβάτης
без 40 без των νομών. беззаконничать, р.δ. ανομώ, παρανομώ. беззаконно επί ρ. άνομα, παράνομα, έκνο- μα, αθέμιτα. беззаконность, -и θ. эх. беззаконие. беззаконный επ., βρ: -онен, -онна, -онно; άνομος, έκνομος, παράνομος, αθέμιτος. беззастенчиво επίρ. ξεδιάντροπα κλπ. επ. беззастенчивость, -И θ. αναίδεια, αδιαν- τροπιά, ξεδιαντροπιά, ξετσιπωσιά, αναισχυν- τία. беззастенчивый επ., βρ: -чив, -а, -о; α- αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, ξετοίπωτος, αναι- αναιδής, αναίσχυντος. беззащитность, -И θ. έλλειψη προστασίας. беззащитный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; α- ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος· αδιαφέντευτος· -ая женщина ανυπεράσπιστη γυναίκα. беззвёздный и. παλ. беззвёздный, επ., βρ: -ден, -дна, -дно; άναστρος· -ая ночь άνα~ στρη νύχτα. беззвучно επίρ. άηχα, άφωνα, αθόρυβα. беззвучный, επ., βρ: -чен, -чна, -чно; ά- άηχος, άφωνος, αθόρυβος. безземелье, -Я ουδ. ακτημοσύνη, ακτησία. безземельный επ. ακτήμονας, άκληρος· крестьянин ακτήμονας αγρότης. беззлобие, -я ουδ. βλ. беззлобность. беззлобно επίρ. άκακα, -ως, αθώα, -ώως. беззлобность, -И θ. ακακία, αθωότητα, α- αγαθότητα. беззлобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; ά- άκακος, αθώος, αγαθός, ανεξίκακός. беззубый επ. νωδός, ανάδωνος, ξεδοντιά- ρης, φαφούτης· - Старик φαφούτης γέρος. II μτ<Ρ. αδύνατος, ανίσχυρος. безлесный επ., βρ: -сен, -сна, -сно; α- δάαωτος, άδεντρος. безлесье, -Я ουδ. τόπος αδάσωτος, άδεντρος, безликий επ. απρόσωπος, άμορφος, безлиственный επ. άφυλλος, χωρίς φύλλωμα. безлистный κ. безлистый επ. 3λ. безлист- безлиственный. безличие, -я ουδ. βλ. безличность. безличность, -И θ. η ί\λειφη ιδιομορφίας· το απρόσωπον. безличный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; α- απρόσωπος, που δεν έχει ιδιομορφία. II εκφρ. -ые глаголы; -ые обороты απρόσωπα ρήματα· -ые предложения απρόσωπες προτάσεις. безлошадный επ. που δεν έχει άλογο, ζευ- ζευγάρι, άνιππος. безлуше, -Я ουδ. αφάνεια (αορατότητα) της σελήνης· έλλειψη σεληνόφωτος. безлунный επ.βρ:-нен, -нна; -нно; αφέγ- γαρος, ασέληνος· -ая ночь αφέγγαρη νύχτα. безЛЮДНО επίρ. ήσυχα, χωρίς ανθρώπους, ε- ερημιά, νέκρα. безлюдный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО; έ- έρημος, ασύχναστος, ακατοίκητος, χωρίς αν- ανθρώπους. безлюдье, -Я ουδ. ερημιά, έρημο μέρος, χω- χωρίς ανθρώπους. II έλλειψη αναγκαίων (απαραί- (απαραίτητων) ανθρώπων, безмала επίρ. ( παλ.) περίπου, σχεδόν,1 κοντά, εγγύς. безматерний, -ЯЯ, -ее επ. χωρίς μητέρα, ορ- ορφανός απο μάνα. безмен, -а α. στατέρι, καντάρι. безмерно επίρ. υπέρμετρα, -ως, άπειρα. безмерность, -Ив. το απεριόριστο(ν), το αμέτρητο(ν), το ατέλειωτο(ν). беЗМОЗГЛОСТЬ, -И θ. αμυαλοσύνη, ανοησία. безмозглый επ. άμυαλος, ανόητος, κουτός. безмолвие, -Я ουδ. σιγή, σιωπή, αφωνία· - воцарилось ησυχία βασίλεψε· наступило пол- полное - επεκράτησε (έγινε) απόλυτη ησυχία. безмолвный επ., βρ: -вен, -вна, -ВНО; α- αμίλητος, σιωπηλός, ήσυχος. II άφωνος. II αθό- αθόρυβος, βουβός· -ые улицы βουβοί δρόμοι. безмолвствовать, -вую, -вуешь р.δ. σιωπώ, αφωνώ, σιγώ, σωπαίνω· толпа -ла το πλήθος σιγούσε. II ησυχάζω πλέρια, έχω πλήρη ησυχία. безмоторный επ. που δεν έχει κινητήρα ή χωρίς τη λειτουργία του κινητήρα·- полёт η πτήση χωρίς τη λειτουργία του κινητήρα. бвЗМухнЯЯ, -ее επ. η χωρίς σύζυγο· χήρα· - тётя η θεία χήρα- - ЖИЗНЬ η ζωή χωρίς άν- άντρα. безмятежно επίρ. ατάραχα, ήσυχα, ήρεμα. безмятежность, -И θ. αταραξία, ησυχία, η- ηρεμία. безмятежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно? α- ατάραχος, ήσυχος, ήρεμος·- сон ήσυχος ύπνος. безнадёжно επίρ.απελπισμένα, απεγνωσμένα. безнадёжность, -И θ. απελπισία, απόγνωση. безнадёжный επ., βρ: -жен, -жна, -жно·, ανέλπιδος, απελπιστικός, απεγνω^ιένος· -ое состояние απελπιστική κατάσταση· -ые ПОПЫТ- ПОПЫТКИ απεγνωσμένες προσπάθειες· - больной άρ- άρρωστος ανίατος (χωρίς ελπίδα σωτηρίας). безнадзорность, -И θ. ανεπιτηρησία. безнадзорный επ. ανεπιτήρητος, ανεπίβλε- πτος, παρατημένος, ακηδεμόνευτος. безнаказанно επίρ. ατιμώρητα· это ему не пройдёт - αυτό δε θα του περάσει ατιμώρητα. безнаказанность, -И θ. ατιμωρησία. безнаказанный επ., βρ: -зан, -занна,.~зан- но; ατιμώρητος· преступление осталось -ИНЫМ το έγκλημα έμεινε ατιμώρητο. безналичный επ. - расчёт τραπεζιτικός συμψηφισμός· κλήριγκ.
бее 41 без безначалие, -Я ουδ. αδιοικησία, ακυβερνη- ακυβερνησία, αναρχία. беЗНОГИЙ επ. ο χωρίς πόδια, άπους. II χω- χωλός, κουτσός. II(για αντικείμενα) χωρίς πο- ποδαρικά. бв8НОСЫЁ επ. κουτσομύτης, κοψομύτης. безнравственность, -И θ. ανηθικότητα, κα- κακοήθεια. безнравственный επ., βρ: ~нен к. -венен, -венна, -венно; ανήθικος, αντιηθικός- -ая книга ανήθικο βιβλίο. безобидно επίρ. ήπια, πράως, αθώα. безобидность, -И θ. πραότητα, ηπιότητα, αθωότητα. безобидны* επ., βρ: -ден, -дна, -дно α- αθώος, πράος, ήπιος· άκακος, αβλαβής. безоблачность, -и θ. ξαστεριά, αιθρία, α- νέφελος καιρός. безоблачный επ.,βρ: -чен, -чна, -ЧНО; α- νέφελος, ασυννέφιαστος, ξάστερος, αίθριος.II μτφ. αδιατάραχος, γαλήνιος· -ая ЖИЗНЬ ανέ- φελη ζωή. безобразие, -Я ουδ. 1 ασχήμια, δυσμορφία, απρέπεια. 2 αταξία μεγάλη, ασχήμιες, όργιο, αίσχος· что за -! τι αίσχος ειν' αυτό! безобразить, -ажу, -аЗИШЬ р.δ. 1 μ. πα- παραμορφώνω, διαστρέφω, διαστρεβλώνω, ασχημίζω. 2 βλ. безобразничать. безобразник, -а α. -ца, -ы θ. αισχρός,-ή, αισχρουργός· ασχημονών. безобразничать Ρ.δ. άσχημονώ, ασχημοφέρ- νομαι, κάνω ασχήμιες. безобрОЗНОСТЬ, -И θ. ασχήμια, δυσμορφία, ασχήμια. безобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 άμορφος. 2 άσχημος, δύσμορφος, ασχημομούρης , δυσειδής· -ая старуха ασχημομούρα γριά. безобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 ο χωρίς ποιητικές μορφές. 2 αισχρός, απρε- απρεπής, επονείδιστος· απαίσιος. беЗОГЛЯДНЫЙ επ. (παλ.) 1 αθέατος, αόρατος. II γρήγορος, άμεσος, ακαριαίος. 2 απερίσκεπτος. безоговорочно επίρ. αναντίρρητα, -ως, χω- χωρίς όρους κλπ. επ. безоговорочность, -И θ. το αναντίρρητο(ν), το απερίφραστο(ν), το άνευ όρων. безоговорочный επ. αναντίρρητος, απερί- απερίφραστος, ο άνευ όρων -ая капитуляция η χω- χωρίς όρους συνθηκολόγηση. безопасно επίρ. ακίνδυνα, -ως, σε ασφά- ασφάλεια, εκτός κινδύνου, σίγουρα. безопасность, -и θ. ασφάλεια· находиться в полной -И βρίσκομαι σε πλήρη ασφάλεια" го- государственная - η κρατική ασφάλεια· Совет -И ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του ОНЕ тё- ХНика -И τεχνικά μέτρα πρόληψης ατυχημάτων. безопасный επ., βρ: -сен, -сна, -сно α- ακίνδυνος, ασφαλής, ανεπιοφαλής, σίγουρος. безоружный επ., βρ: -жен, -жна, -жно ά- άοπλος, άνοπλος, ξαρμάτωτος. безосновательно ΐπίρ. αβάσιμα, αστήρικτα. безосновательность, -И θ. το αβάσιμο (ν), το αστήρικτο(ν). безосновательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αβάσιμος, αστή ρικτος. безостановочно επίρ. αδιάλειπτα, -ως, α- ασταμάτητα, ακατάπαυστα. безостановочный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО ασταμάτητος, ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτος· συνεχής, διαρκής. безостый επ. χωρίς άγανο· -ая пшеница σι τάρι χωρίς άγανο. безответно επίρ. αναπάντητα, χωρίς απάν- απάντηση. безответность, -И θ. πραότητα, υποτακτι- κότητα, το μη αντιμίλημα. безответный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- αναπάντητος· письмо осталось -ым απάντηση στο γράμμα δεν πήραμε. II πράος, ήπιος, πού δεν αντίμιλά. безответственно επίρ. ανεύθυνα, -ως. безответственность, -И θ. ανευθυνότητα. безответственный επ., βρ: -вен, -венна, -венно ανεύθυνος, ανυπεύθυνος· -ое лицо α- ανεύθυνο πρόσωπο. II αυθαίρετος, ασυνείδητος. беЗОТВЯЗНЫЙ επ. έμμονος, επίμονος, συνε- συνεχής, αξεκόλλητος (για παρακολούθηση). бе80ТГ0ВОр0ЧНЫЙ επ. αναντίρρητος, ανα- ν.τίλεκτος. безотказно επίρ. αδιάλειπτα, -ως κλπ. επ. безотказный, επ. αδιάκοπος, ακατάπαυστος. αδιάλειπτος, συνεχής, διαρκής. безотлагательно επίρ. χωρίς αναβολή, α- αμέσως, επειγόντως. безотлагательный επ. άμεσος, επείγων, μη επιδεχόμενος αναβολή. безотложный επ. (παλ.) βλ.безотлагатель- βλ.безотлагательный. безотлучно επίρ. μόνιμα, διαρκώς, αξέκο- πα, αχώρ-στα, αξεχώριστα. безотлучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно α- αχώριστος, μόνιμος, σταθερός· - сторож φύλα- φύλακας κέρβερος. безотносйтелно επίρ. άσχετα, ανεξάρτητα. безотносительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; άσχετος, ανεξάρτητος· это утвержде- утверждение -Ο αυτός ο ισχυρισμός είναι άσχετος. безотрадно επίρ. άχαρα, θλιμμένα. безотрадность, -И θ. θλίψη, στενοχώρια. безотрадный επ., -ден, -дна, -дно άχα- άχαρος, άτερπνος· θλιμμένος· -ая жизнь άχαρη ζωή.
без 42 безотрывный επ. αξέκοπος, αδιάκοπος, α- αδιάλειπτος· συνεχής. безотцовщина, -Ы θ. απουσία πατρική· έλ- έλλειψη πατρικής επίβλεψης. II ορφανός απο πα- πατέρα. безотчётно επίρ. ασυνείδητα κλπ. επ. безотчётность, -И θ. 1 τό ασυνείδητο(ν),η υηχαυικότητα. 2 ασυδοσία. безотчётный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- ασυνείδητος, ασυναίσθητος, ενστικτώδης. II α- ανεξέλεγκτος, ασύδοτος. безошибочно επίρ. αλάνθαστα, αλάθητα. безоЩИбОЧНОСТЬ, -И θ. η μή ύπαρξη λαθών, τό αλάνθαστο(ν), το αλάθευτο(ν). безошибочный επ., βρ: -чен, -чна,-ЧНО α- αλάνθαστος, αλάθευτος, αλάθητος. безработица, -Ы θ. ανεργία· αναδουλιά. безработный επ. и. ουσ. άνεργος. безрадостность, -И θ. θλίψη· δυσθυμία, α- ακεφιά, μελαγχολία. безрадостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; άχαρος, άτερπνος, ανιαρός· πληκτικός· -ая ЖИЗНЬ άχαρη ζωή. безраздельно επίρ. αμέριστα, αδιαίρετα. безраздельность, -Ив. το αμέριστο(ν), το αδιαίρετο(ν). безраздельный επ., βρ: -лен,-льна,-лью; αμέριστος, αδιαίρετος, ενικός· -ая власть αδιαίρετη εξουσία (απολυταρχία)· -ое гос- господство αδιαίρετη κυριαρχία (μονοκρατία). безразличие, -я ουδ. αδιαφορία, αμεθεξία. безразлично επίρ. αδιάφορα, άσχετα· -кто αδιάφορα ποιος. безразличный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; αδιάφορος, αμέτοχος· - ВЗГЛЯД αδιάφορη μα- ματιά (βλέμμα). безрассветный επ. άφωτος, αφώτιστος, ρκο- τεινός· - мрак σκοτάδι πηχτό, χωρίς μιά α- αχτίδα φωτός. безрассудно επίρ. αλόγιστα, ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα. безрассудность, -И θ. απερισκεψία, ασυνε- σία, αφροσύνη. безрассудный επ., ίρ: -ден, -дна,-дно α- αλόγιστος, ασυλλόγιστο;, απερίσκεπτος. безрассудство, -а :υδ· απερισκεψίες, τρέλ- λες, τρελλαμάρες' совершить - κάνω τρέλλες. безрасчётно επίρ. ανυπολόγιστα, αλογά- ριάστα. безрасчётный επ. ανυπολόγιστος, αλογά- ριαστος. безрезультатно επίρ. χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελα, άκαρπα· μάταια. безрезультатность, -и йη μη αποτελεσματι- αποτελεσματικότητα·- выводов το χωρίς αποτέλεσμα (το α- καρπον) των συμπερασμάτων. безрезультатный επ., βρ: -тен, -тна, -тно, χωρίς αποτέλεσμα, άκαρπος, ανώφελος, μάταιος* -ые попытки άκαρπες προσπάθειες. безрельсовый επ. μη σιδηροδρομικός, αμα- αμαξιτός· -ая дорога αμαξιτή οδός· - транспорт οι αμαξιτές μεταφορές. безрогий επ. ακέρατος, άκερως, σοΰτος· безродный επ., βρ: -ден, -дна,-дно. 1 που δεν έχει συγγενείς, έρημος, πανέρημος·- СИ- рота πεντάρφανος, παντέρημος.ΙΙ μτφ. εκείνος που ξέκοψε με το λαό του, με την πατρίδα του, άπατρης, μη «ριλόπατρης. 2 απο κατώτε- κατώτερο γένος, μη σοϊλής. безропотно επίρ. αγόγγυστα κλπ. επ. безрОПОТНОСТЬ, -Ив. το μη γόγγυσμα, καρ- καρτερία, -όνητα, υπομονητικότητα. безропотный επ., βρ: -тен, -тна,-тно α- γόγγυστος, αμεμψίμοιρος· καρτερικός, υπομο- νητικός. безрукавка, -И θ. μπλούζα η" ζακέτα χωρίς μανίκια. безрукавный επ. αμανίκωτος, αχειρίδωτος. безрукий επ. κουλός, κουλοχέρης, πειρό- χειρ, άχειρ. безрыбица, -ы θ. βλ. безрыбье. безрыбье, -Я ουδ. έλλειψη ή ανεπάρκεια ψα- ψαριών. II εκφρ. на -Ье στην έλλειψη, στην α- ανάγκη· на -ье И рак рыба (παρμ.) απο την αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι. безубыточный, επ., βρ: -чен, -чна, -чно; αποδοτικός, προσοδοφόρος, επικερδής· -ое предприятие επικερδής (χωρίς έλλειμα) επι- επιχείρηση. безударный επ. άτονος· - слог άτονη συλ- συλλαβή . безудержный к. безудержный, επ., βρ-.-жен, -жна, -жно ακράτητος, ασυγκράτητος, αστα- ασταμάτητος· -ые рыдания и слёзы ακράτητοιλυγ- ακράτητοιλυγμοί και δάκρυα· - смех ακράτητο γέλιο. безукоризненно επίρ. άμεμπτα, άψογα. безукоризненность, -Πθ. το άμεμπτο(ν), το άψογο(ν). безукоризненный επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно; άμεμπτος, άψεκτος, άψογος, αψεγά- αψεγάδιαστος, ανεπίληπτος, αδιάβλητος· -ое пове- поведение άμεμπτη διαγωγή. безумец, -МЦа α. 1 άφρονας, παράφρονας, τρελλός. 2 άμυαλος, ανόητος, πολύ κουτός. безумие, -Я ουδ. 1 παραφροσύνη, τρέλλα. 2 ανοησία, παραλογισμός. II εκφρ. любить ДО -Я αγαπώ μέχρι τρέλλας. безумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно; 1 (παλ.) τρελλός, παράφρονας. 2 παράλογος, α- ανόητος· απερίσκεπτος. безумолчный επ. ασίγητος, ασίγαστος. безумство, -а ουδ. 1 (παλ.) βλ. безумие. 2
бее 43 бел ριψοκινδύνευμα, τρελλαμάρα. безумствовать, -твую, -твуешь р.δ. παρα- λογίζομαι, ριψοκινδυνεύω, κάνω Παράτολμες, ριψοκίνδυνες πράξεις. безупречно επίρ. άμεμπτα, άψογα κλπ.επ. бевупрвЧНОСТЬ, -И θ. το άμεμπτον, το άψο- γον - поведения το άμεμπτον της διαγωγής, η άμε μπτη διαγωγή. безупречный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ά- μεμπτος, άψογος, αψεγάδιαστος, ανεπίληπτος· ακηλίδωτος. безусловно επί ρ. οπωσδήποτε, απαραίτητα, αναμφίβολα, οριστικά, εζάπαντος. безусловный επ., βρ: -вен, ~вна, -вно α- απεριόριστος, απόλυτος, πλήρης· -ое доверие απόλυτη εμπιστοσύνη. II χωρίς όρο· - рефлекс απλό, μη εξαρτημένο ανακλαστ ικό. II αναμφίβο- αναμφίβολος, βέβαιος, εξασφαλισμένος. безуспешно επί ρ. αποτυχημένα, ανεπιτυχώς, άστοχα, ατελεσφόρητα. безуспешный επ., βρ: член, -шна, -шно α- ανεπιτυχής, άστοχος, ατελεσφόρητος, άκαρπος· -не попытки άκαρπες προσπάθειες. бвзустали επίρ. (παλ.) ακούραστα. безустанный επ. (παλ.) αδιάκοπος, αστα- ασταμάτητος, αδιάλειπτος, συνεχής. бевуснй επ. αμούστακος. безутешный επ., βρ: -шен, -шна, -ШНО α- απαρηγόρητος· -ая вдова απαρηγόρητη χήρα. бевухий επ. άωτος, κουτσαύτης. безучастие, -Я ουδ. αμεθεξία· απάθεια, α- αδιαφορία. безучастный επ., βρ:-τβΗ, -тна, -тно α- αμέτοχος· απαθής, αδιάφορος, ψυχρός· - взгляд αδιάφορη ματιά. безъ..., (πρόθεμα)· χρησιμοποιείται αντί του "без" μπροστά απο γιωτικά φωνήεντα π.χ. безъязычный. бвЗЪЯЗЫКИЙ επ. άγλωσσος, άλαλος, μούτος. безъязычный επ. βλ. безъязыкий. бевЫДёЙНОСТЬ.. -и θ. ε'λλειψη ιδεών προο- προοδευτικών, ιδεολογικότητας. безыдейный επ., βρ: -дёен, -дейна, -дейно στερημένος ιδιολογικότητας, προοδευτικών ι- ιδεών. безызвестно επίρ.(ως κατηγ.) είναι ά- άγνωστο (ν). безызвестность, -и θ. βλ. неизвестность. безызвестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; βλ. неизвестный. бе8ЫМЯННЫЙ к. безымённый επ. ανώνυμος· -ая высота А возвышенность ανώνυμο ύψωμα· - палец о παράμεσος δάχτυλος. безынициативность, -и θ. έλλειψη πρωτο- πρωτοβουλίας, παθητικότητα. безынициативный επ., βρ: -вен, -вна,-вно ο χωρίς πρωτοβουλία· καλόβουλος. безынтересный επ., βρ: -сен, -сна, -сне. 1 αδιάφορος, μη ναυών το ενδιαφέρο. 2 (παλ.) αφίλόκερδος. безыскусный επ., βρ: -сен, -сна, -сно,- ανεπιτήδευτος, απροσποίητος, απλός. бв8ЫСкуССТВеннОСТЬ, -И θ. φυσικότητα, το ανεπιτήδευτο(ν), ανυποκρισία· - речи η φυ- φυσικότητα της ομιλίας. безыскусственный επ., βρ: -вен, -венна, -венно απροοποίητος, ανεπιτήδευτος, ανυπό- ανυπόκριτος, απλός, φυσικός. безысходность, -и θ. το αδιέξοδο(ν)·- по- положения το αδιέξοδο της κατάστασης. безысходный επ., βρ: -ден, -дна, -дно α- αδιέξοδος· ατέλειωτος, χωρίς τέλος· -ая нуж- нужда φτώχεια Χωρίς τέλος· -ое положение αδιέ- αδιέξοδη κατάσταοη. *бей, бёя α. (τίτλος)μπέης.ΙΙκύριος· Измаил - ο κύριος Ισμαήλ. *бёйка, -И θ. σειρήτι. бек1, -а α. βλ. йей. *6θΚ2, -а α. (παλ.) το μπακ, παίχτης της άμυνας στο ποδόσφαιρο και χόκεϋ. бекар, -а α. (μουσ.) η αναίρεση. '''бекас, -а α. μπεκάτσα, ξυλόκοττα, ξυλόρ- νιθα, ορνιθοσκαλίδα, σκολόπαξ. бекасЙННИК, -а α. σκάγια μπεκάτσας (ψιλά), бекасиный επ. μπεκά?σινος. *бекеша, -И θ. είδος παλαιού, ανδρικού ε- επενδύτη. *бвКОН, -а α. το μπέικο (χοιρ. κρέας). белена, -Ы θ. υοσκύαμος, αδύσκυαμος, γέρο- γέροντας, δαιμοναριά (α>αρμ. φυτό). II εκφρ. -ы объелся (απλ.) αποβλακώθηκε, μωράθηκε. беление, -Я ουδ. άσπρισμα, λεύκανση. белёный επ. ασπρισμένος. белёсый к. белёсый, επ. υπόλευκος, ασπρι- δερός, ασπρούτσικος. белеть, -ею, -ёешь р.6. 1 ασπρίζω, λευκά- λευκάζω, φαίνομαι άσπρος. 2 ασπρίζω, γίνομαι, ά- άσπρος. 3 χαράζω, φέγγω. II -СЯ βλ. ρ.ενεργ. φ. A σημ.). бё/Я, -ей πλθ. (ιατρ.) λευκόρροια. белиберда, -ы θ. ανοησίες, κουταμάρες, αρ- λουΐιπες. белизна, -Ы θ. ασπράδα, λευκότητα. белила, -лил πλθ. 1 άσπρο χρώμα (μπογιά).- свинцовые ανθρακικός μόλυβδος, στουπέτσι· - цинковые οξείδιο(ή λευκό) του ψευδαργύρου. 2 ψιμύθιο (καλυντική αλοιφή), φτιασίδι των η- ηθοποιών. белЙЛЬНЫЙ επ. λευκαντικός, του ασπρίσμα- τος· - раствор διάλυμα λεύκανσης. белЙЛЬНЯ, -и θ. λευκαντήριο. белить, белю, белишь и. белишь р.δ.μ. 1
бел 44 бел ασπρίζω, ασβεστώνω· - комнаты ασβεστώνω τα δωμάτια. 2 φτιασιδώνω, ψιμυθώ· - ЛИЦО φτια- φτιασιδώνω το πρόσωπο. 3 λευκαίνω, ασπρύζω. П-СЯ ασβεστώνομαι· ασπρίζομαι., λευκαίνομαι. беличий, -ЬЯ, -ье επ. βερβερίσιος, της βερβερίτσας· -ья шкура το δέρμα της βερβε- βερβερίτσας· ~ъе Дупло η φωλιά (κουφάλα)της βερ- βερβερίτσας. белка, -И θ. βερβερίτσα, σκίουρος.11 εκφρ. как - в колесе вертеться ή кружиться φέρνω γύρα σαν τη σβούρα (έχω τρεχάματα, σκοτού- σκοτούρες πολλές). белки, -ΟΒ πλθ. (διαλκ.) χιονοκορφές. белковать, -кую, -куешь р.δ. (διαλκ.) κυ- κυνηγώ βερβερίτσες. белковый επ. λευκωματώδης, -τοόχος· - ые вещества λευκωματούχες ουσίες. *белладОна, -Ы θ. άτροπος η δελεαστική, η μπελλαντόνα (φυτό). II ατροπίνη (φάρμακο). беллетрист, -а α. συγγραφέας πρόζας· λογο- λογοτέχνης. ·■ * беллетристика, -и θ. φιλολογία, λογοτε- λογοτεχνία. II πρόζα, πεζός λόγος, πεζογραφία. беллетристический επ. φιλολογικός, λογο- λογοτεχνικός· του πεζού λόγου, πεζογραφικός. белобилетник, -а α. ο απαλλαγμένος απο το στρατό. белобокий επ., βρ: -бок, -а, -Ο ασπρό- πλευρος· сорока -а καρακάξα ασπρόπλευρη. белобородый επ. ασπρογένης. белобрысый επ., βρ: -йрыс, -а, -о υπό- ξανθος, ανοιχτόξανθος, ασπρόξανθος· - маль- мальчишка ασπρόξανθο παιδάκι.II βλ. белёсый. беловик, -а се. το καθαρό χειρόγραφο. беловой επ. καθαρογραμμένος· - экземпляр καθαρογραμμένο αντίγραφο. , белогвардеец, -дёйца α. λευκοφρουρός,-ρί- της. белогвардейский επ. λευκοφρουρίτικος. белогвардёйщина, -ы θ. (αθρσ.) λευκοφρου- οοί, -ρίτες. белоглазка, -И θ. ασπρόφθαλμος, λευκόφθαλ- цос, που έχει άσπρο κύκλο γύρω απο τα μάτια (για πτηνά, ψάρια). белоголовый επ. ασπροκέφαλος· ασπρομάλ- ασπρομάλλης, λευκότριχος. белодеревец, -вца α. επιπλοποιός (απλών ε- επίπλων χωρίς οτίλβωση). белодеревщик, -а α. βλ. белодеревец. белозор, -а α. παρνασία (φυτό). белок, -лка α. 1 λεύκωμα, ασπράδι (αυγού). 2 λεύκωμα (οργανική ουσία). 3 ασπράδι τοθ ματιού, ο κερατοειδής χιτώνας. белокаменный επ. ασπροπέτρινος. белокровие, -Я ουδ. λευχαιμία. белокурый επ., βρ: -кур, -а, -о ξανθός· -ая девушка ξανθό κορίτσι, ξανθούλα·-ые во- волосы ξανθά μαλλιά. белолицый επ., βρ: -лиц, -а, -О ασπρο- ασπροπρόσωπος. белолобый επ. ασπρομέτωπος. Η μπάλης, που έχει λευκή κηλίδα στο μέτωπο (για ζώα). белОПОДКладрЧНИК, -а α. φοιτητής αριστο- αριστοκρατικής καταγωγής. белорус, -а α. -ка, -и θ. Λευκό ρώσος, -ίδα. белорусский επ. λευκορωσικός. белоручка, -и α. κ. θ. μαλθακός, -ή, /*μ- μόθρεπτος, -η, τρυφεροχέρης, -α. белорыбица, -ы θ. λευκίσκος, ασπρόψαρο. белоснежный επ., @ρ: -жен, -жна, ' -жно·, χι,ονόλευκος, χιονάτος· -ая скатерть χιονό- λευκο τραπεζοιιάντηλο. белотелый, επ., βρ: -тел, -а, -0; ασπρό- σωμος, ασπρόκορμος. ' белоус,-а α. νάρδος, βαλεριανή (φυτό). белочка, -И θ. μικρή βερβερίτσα. белошвейка, -и θ. ράφτρα εσώρουχων, ασπρο- ρουχού. белошвейный επ. του ραψίματος ασπρόρου- χων· -ая мастерская συνεργείο ραψίματος α- σπρόρουχων, белоэмигрант, -а α. λευκοφυγάς, λευκοεξό- ριστος, λευκοπρόσφυγας. белоэмигрантский επ. λευκοπροσφυγίτικος, του λευκοπρόσφυγα. * белуга, -И θ. οξύρρυγχος, ούοος. белужий επ. απο οζύρρυγχο, απο ούσο· -ья икра χαβιάρι απο ούσο. белужина, -Ы θ. κρέας ή φαγητό απο οξύρ- белуха, -и θ. δελφίνι λευκό,πολικό. *бёлый. επ., βρ: бел, -а, -ό κ..-ο· 1 λευ- λευκός, άσπρος· -ая бумага άσπρο χαρτί. 2 επ. κ. ουσ. λευκός, λευκοφρουρός· -ая армия о στρατός των λευκών. - террор η τρομοκρατία των λευκοφρουρών. II εκφρ. - билет πιστοποι- πιστοποιητικό απαλλαγής απο το στρατό· -ое вино το άσπρο крас '· -ая ворона παρδαλό κουτάβι(που ξεχωρίζει ανάμεσα στ' άλλα)· -ая горячка τρο- μώδης παραφροσύνη, ντελίριο· -8Я изба, -ая баня άσπρη ίζμπα, άσπρο λουτρό (με καπνοδό- καπνοδόχο, σε αντίθεση με τη μαύρη)· -ые места,-ые пятна α) ανεξερεύνητες περιοχές, β) ανεξή- ανεξήγητα, σκοτεινά σημεία· -ое мясо το κοτίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας· - свет о κόσμος, η γη· -ое золото άσπρο χρυσάφι(το βαμπάκι)· -ые стихи ανομοιοκατάληκτοι στίχοι· - хлеб εκλε- εκλεκτό' σιταρίσιο ψωμί· среди ή средь бела дня μέρα-μεσημέρι (ολοφάνερα)· принять -ое за чёрное παίρνω ή παρουσιάζω το άσπρο για μαύ- μαύρο· - медведь άσπρη αρκούδα. *бельведёр, -а α. (αρχτ.) πύργος. II παρά-
бел 45 бер τηρητηριο. бельгиец, -гййца а. -гайка, -и θ. Βέλγος, ~ίδα. бельгийский επ. βελγικός. бельё, -Я ουδ. (αθρσ.) τα ασπρόρουχα· Η0- сйльное - τα εσώρουχα· столовое - τα τραπε- ζομάντηλα και οι πετσέτες του , Ιεστιατορίου·, постельное - τα σεντόνια και οι μαξιλαροθή- μαξιλαροθήκες. ОельевОЙ επ. των ασπρόρουχων· - шкаф η ντουλάπα των ασπρόρουχων. *бельмёс, -а α. (απλ.) στην έ,κφραση: не -а не знать ή не понимать δεν ξέρω, δεν καταλα- καταλαβαίνω γρυ, δεν σκαμπάζω καθόλου, τίποτε. бельмо, -а, πλθ. бельма ουδ. λεύκωμα, κη- κηλίδα λευκή στο μάτι. II εκφρ. как - на глазу σαν τσάχαλο στο μάτι μοΟ είναι· τσιμπούρι, κουνούπι μού 'γίνε. бельчонок, -нка, πλθ. -чата, -чат α. βερ- βεριτοάκι, -όπουλο, σκιουρίδιο. бельэтаж, ~а α. 1 ο ωραίος όροφος έπαυλης, ο δεύτερος όροφος, ο μεσόροφος. 2 ο πρώτος εξώστης θεάτρου από την πλατεία. беляк, -ό α. 1 λαγός άσπρος. 2 (περιφρ .) λευκοφρουρός. белянка, -И θ. ξανθιά, ξανθούλα· ασπροπρό- ασπροπρόσωπη γυναίκα ή κορίτσι. *бемОЛЬ, -Я α. (μουσ.) ύφεση, μπεμόλ. бенгалец, -льца α. -лка, -и θ. Βεγγαλι- ανός, -ή. бенгальский επ. βεγγαλικός. II εκφρ. ОГОНЬ τα βεγγαλικά φώτα (πυροτεχνήματα). 'бенедиктин,-а α. βενεδικτίνη (ηδύποτο). "бенефис, -а α. ευεργετική θεατρική παρά- παράσταση (γιά ε'ναν απο τους ηθοποιούς του αυ- αυτού θεάτρου). II εκφρ. устроить - кому στήνω κάζο σε κάποιον. бенефисный επ. ευεργετικός· - спектакль βλ. бенефис. бенефициант, -а α. ηθοποιός τιμούμενος με ευεργετική παράσταση. беНЗЙН, -а (-у) α. βενζίνη, -α. беНЗЙНОВЫЙ επ. της βενζίνης· - залах η μυρουδιά της βενζίνας.II βενζινοκίνητος· Двигатель βενζινοκίνητος κινητήρας. бензобак, -а α. βενζινοδοχείο, τεπόζιτο· ρεζερβουάρ (αυτοκινήτου κλπ.) беНЗОВОЗ, -а α. βενζινοβυτιοφόρο αυτοκί- αυτοκίνητο. бензозаправщик, -а α. αυτοκίνητο εφοδια- εφοδιασμού με βενζίνη. бенЗОХОЛОНКа, -И θ. πρατήριο βενζίνης. *бензол, -а (-у) α. βενζόλη. беНЗОЫОТОр, -а α. βενζινομηχανή. бензопровод, -а α. βενζιναγωγός. бензохранилище, -а. ουδ. βενζινοδεξαμενή. *бенуар, -а α. ισόγειο θεωρείο θεάτρου. бербер, -а α. -ка, -и θ. Βερ@έρος,-α, κά- κάτοικος της Βερβερίας ή Μπαρμπαριάς. берберский επ. βερβερικός, των Βερβέρων. бергамот, -а α. βεργαμότο, περγαμότο. бергамотный επ. περγαμότινος· -ое масло περγαμότινο αιθέριο έλαιο.|||ποικιλία αχλαδιών. берданка, -И θ. παλιό ντουφέκι του ρωσι- ρωσικού στρατού, μπερντάνκα. бердо, -а ουδ. χτένι αργαλειού. *берДЫШ, -а α.καοάρι σε κοντάρι (ψυχρό όπλο). берег, -а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а α. 1 ακτή, ακρογιάλι, γιαλός, αιγιαλός· крутой - απόκρημνη ακτή. 2 στεριά. 3 όχθη ποταμού, λίμνης. береговой επ. άκτιος, ακταίος, επάκτιος, παράκτιος* -ая дорога παράκτια οδός· - пе- песок ο άμμος της ακτής· -не деревни παράκτια (παραθαλάσσια) χωριά· -ая артиллерия παρά- παράκτιο (επάκτιο) πυροβολικό· -ое судоходство η ακτοπλοία· -ая оборона η παράκτια άμυνα· - житель παρόχθιος (παραθαλάσσιος) κάτοικος. бередить, -жу, -ДИШЬ ρ.δ.μ. αγγίζω (πονε- (πονεμένο μέρος)· - рану εγγίζω την πληγή. II μτφ. ερεθίζω. II εκφρ. - раны προκαλώ δυσάρεστες αναμνήσεις, θυμίζω τα παλιά. бережёный επ. (διαλκ.) 1 διαφυλασσόμενος, περιφρουρούμενος. 2 βλ<бережный. бережливо επίρ. οικονομικά, -ώς, με οικο- οικονομία, φειδωλώς. бережливость, -Ив. οικονομία, φειδώ. II προσεχτικότητα, προφυλακτικότητα. бережливый επ., βρ: -лив, -а, -О. 1 οικο- οικονομικός, ολιγοδάπανος, φειδωλός. 2 βλ. бе- бережный. бережно επίρ. προσεχτικά, προφυλακτικά. бережность, -И θ. προσεχτικότητα, προφυ- Ιλακτικότητα. бережный επ. προσεχτικός, προφυλακτικός· -ое обращение с оружием προσεχτικός χειρι- χειρισμός του όπλου. бережок, -жка α. μικρή ακτή. II οχθίτσα. берёза, -Ы θ. σημύδα· белая - άσπρη σημύδα. берёзка, -И θ. σημυδίτσα, μικρή σημύί?;.. березняк, -а α. δάσος απο σημύδες. березняк, -а α. βλ. берёзник. берёзовик, -а α. είδος μανιταριού που φύ- φύεται κάτω απο σημύδες. берёзовый επ. 1 σημύδινος, της σημύδας, απο σημύδα· - лист φύλλο σημύδας· - сок χυ- χυμός απο σημύδα. 2 -ые πλθ. τα βετουλοειδή. *берейтор, -а α. δάσκαλος ιππασίας. беременеть, -ею, -еешь ρ.δ. εγκυμονώ, κυ- κυοφορώ, είμαι έγκυα. беременная, βρ: нна επ. κ. ουσ. ε'γκυα. беременность, -И θ. εγκυμοσύνη, κυοφορία,
бер 46 бес κύηση· третий месяц -И τρίτος μήνας της εγ- εγκυμοσύνης . берёмя, -меш ουδ. (διαλκ.) αγκαλιά (σημ. περιληπτική)· - травы μια αγκαλιά χόρτο. бересклет, -а α. ασπρόξυλο, ευώνυμος. берёста к. береста, -ы θ.η φλούδα της ση- берёСТОВЫЙ επ. απο φλούδα σημύδας. берестяной επ. βλ. берёстовый. *берёт, -а α. ο μπερές. беречь, -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рёг, -регла, -ло р.δ.μ.. Ι διαφυλάσσω, δια- διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ· -ГЙте мир! διαφυ- λάζτε την ειρήνη! - свято φυλάγω σάν την Παναγία, σαν τα ιερά. 2 οικονομώ, φείδομαι-, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι· λυπούμαι· ОН -ёг каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι. 3 κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με ε- εχεμύθεια· - тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό· - как зеницу ока φυλάγω σαν την κόρη του ο- Φθαλμοϋ. 11 -СЯ προφυλάγομαι, προσέχω, παίρ- παίρνω τα μέτρα μου· - простуда φυλάγομαι απο κηυολόγηωχ· -гйсь! -ГЙтесь! φυλάζου! φυλα- φυλαχτείτε ! *бёри-бёри άκλ. μπέρι-μπέρι (νόσος), "берилл, -а α. βήρυλλος, -ύλλι. бериллий, -Я α. (χημ.) γλυκίνιο. берковец, -ВЦа α. μπέρκοβετς, παλιό ρωσι- ρωσικό μέτρο βάρους ίοο με 163 κιλά. берлинский επ. βερολίνειος. II εκφρ. -ая лазурь κυανό πρωσικό. берлога, -И θ. χειμερινή αρκουδοφωλιά. II ΐειρν.)το τσαρδί, το φτωχικό. оертолётов, -а, -о: -а соль κάλλιο χλω- χλωριούχο. бёрце к. берцо, -а ουδ. (παλ.) προκνήμιο, αντικνήμιο, αυλός. берцовый επ. -ая кость βλ. бёрце. бес, -а α, δαίμονας, πνεύμα ακάθαρτο, του κακού, ο τρισκατάρατος. II εκφρ. мелким -ОМ рассыпаться ή вертеться κ.τ.τ. κολακεύω τα- ταπεινά, γαλιφίζω, καλοπιάνω· седина В боро- /у, а - в ребро γέρος, όμως του το λέει. ή :χει το διάβολο μέσα του. беседа, -И в, 1 συνομιλία, κουβέντα, κου- κουβεντολόι. 2 ομιλία (σε ακροατές υπο τύπον συ- συζήτησης). 3 συνέντευξη δημοσιογραφική. беседка, -И θ. κιόσκι (για κουβεντολόι, α- ανάπαυση σε κήπο, πάρκα и.τ.τ.). беседовать, -дую, -дуешь р.6. κουβεντιάζω, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι. бесёнок, -нка, πλθ. бесенята, -нят α. 1 διαβολάκος, μικρός δαίμονας. 2 άτακτο παι- παιδί, ταραξίας. бесить, бешу, бесишь р.6.μ. εξοργίζω, ε- εξαγριώνω, αγριεύω, θεριεύω· его упрямство меня -ИТ η ισχυρογνωμοσύνη του με εξοργίζίΐ· II -СЯ 1 (για ζώα) λυσσάζω. 2 μτφ. εξοργίζο- εξοργίζομαι, λυσσομανώ, μανιάζω, γίνομαι έξω φρενών от обиды он -ится απο την προσβολή αυτός γί- γίνεται έξω φρενών. 3 αταχτώ υπερβολικά. II ε- επιδίδομαι με πάθος. II εκφρ. С жиру - κάνω ιδιοτροπίες, καπρίτσια απο τεμπελιά, καλο- πέ ραοη. бесклассовый επ. αταξικός· -ое общество αταξική κοινωνία. бескозырка, -И θ. σκούφος, καπέλλο χωρίς γείσο. бескозырный επ. που δεν έχει άσσο, ατού. бескомпромиссный, επ. ασυμβίβαστος, αδιάλ- αδιάλλακτος . бесконечно επί ρ. ατέλειωτα, απέραντα, ά- άπειρα, -ως, ατελεύτητα. бесконечность, -и θ.1 το άπειρο(ν)· - про- пространства и времени το άπειρο του χώρου και του χρόνου. II (μαθ.) το απειροστό( ν). 2 το αιώνιον, η αιωνιότητα. II εκφρ. ДО -И επ' ά- άπειρον, ατέλειωτα, ατελεύτητα. бесконечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 άπειρος, ατέλειωτος, απέραντος, ατέρμων, α- αχανής· время и пространство -ы о χρόνος και о χώρος ε'ιναι άπειροι. 2 μακρός, -ρύς, α- ατέλειωτος, ατελεύτητος· -ая дорога ατέλειω- ατέλειωτος δρόμος· - рассказ ατέλειωτο διήγημα·-ая дробь (μαθ.) το απειροστόν. II ασταμάτητος, ακατάπαυστος, συνεχής, διαρκής' -ые жалобы συνεχή παράπονα. бесконтрольно επί ρ. ανεξέλεγκτα. бесконтрольность, -Ив. το ανεξέλεγκτον· - действий το ανεξέλεγκτον των ενεργειών ή των πράξεων. бесконтрольный επ., βρ: -лен, ~льна,-ль- но ανεξέλεγκτος· -ое пользование ανεξέλεγ- ανεξέλεγκτη χρήση. беСКОНфлЙКТНОСТЬ, -Ив. η μη σύγκρουση, η ειρήνευση. бесконфликтный επ. ο χωρίς συγκρούσεις, ειρηνικός. бескормица, -Ы θ. έλλειψη ζωοτροφών. бескорыстие, -Я ουδ. ανι')ΐοτέλεια, αφιλο- κέρδεια. бескорыстно επίρ. ανιδιοτελώς, αφιλοκερδώς. бескорыстность, -и θ. βλ. бескорыстие. бескорыстный επ., βρ: -тен, -тна,-тно α- ανιδιοτελής, αφιλοκερδής. бескостный επ., βρ: -тен, -тна, ~тно α- κόκκαλος, ανόστεος. бескрайний, -яя, -ее к. бескрайный, -ая, -ое απέραντος, ατέλειωτος, ατέρμονας, χωρίς άκρη· - простор απέραντη έκταση. бескризисный επ. που δεν έχει, δεν γνω- γνωρίζει κρίσεις (οικονομικές).
вес 47 бес бескровный1 επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 α- αναιμικός, άναιμος. ~ые губы αναιμικά χεί- χείλη. 2 αναίμακτος· -ая операция αναίμακτη εγ- εγχείρηση. бескровный2 επ. άστεγος. бескрылый, άπτερος, απτέρυγος. II μτφ.στεί- μτφ.στείρος· -не мечты στείρα όνειρα. бескультурье, -Я ουδ. έλλειψη πολιτισμού, πολιτιστική καθυστέρηση. бесноватый επ. (παλ.) δαιμονισμένος· ψυ- ψυχοπαθής , ανώμαλος. бесноваться, -нуюсь, -нуешься р.6. δαιμο- δαιμονίζομαι, εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι,λυσσάζω. бесовка, -И θ. κακιά γυναίκα, σκύλα,στρί- γλα. беСОВСКЕЙ επ. διαβολεμένος, δαιμονισμέ- δαιμονισμένος, καταραμένος· -ое наваждение καταραμέ- καταραμένο φάντασμα. беспалубный επ. που δεν έχει. κατάστρωμα· -ое сугно σκάφος χωρίς κατάστρωμα. беспалый επ. αδάχτυλος, χωρίς δάχτυλο ή δάχτυλα. беспамятность, -И θ. αμνησία, αμνημοσύνη. беспамятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ε- επιλήσμονας, ξεχασιάρης, αμνήμονες. беспамятство, -а ουδ. 1 λιποθυμία. 2 αμνη- αμνησία, λησμοσύνη, λήθη. беспардонный επ. (απλ.) αδιάντροπος, ξε- ξεδιάντροπος, αυθάδης. беспартийность, -И θ. εξωκομματικότητα. беспартийный επ. κ. ουσ. εξωκομματινιός. беспаспортный επ. που δεν έχει δελτίο ταυτότητας. бесперебойно επίρ. αδιάλειπτα, αδιάκοπα. бесперебойность, -И θ. αδιάλειπτη, αδιά- αδιάκοπη εργασία. бесперебойный επ. αδιάλειπτος, αδιάκοπος. беспеременно επίρ. αμετάκλητα, οριστικά. бвСПерерЫВНО επίρ. αδιάλειπτα κλπ. επ. бвсперерывный επ. αδιάλειπτος, χωρίς δι- διαλείμματα, αδιάκοπος. беспересадочный επ. χωρίς μετασταθμεύ- μετασταθμεύσεις, κατ'ευθεία. бёспервЧЬ επίρ. (απλ.) αδ-χκοπα, αδιάλει- αδιάλειπτα, συνεχώς. бесперспективно επίρ. χωρίς προοπτική. бесперспективность, -И θ. έλλειψη προοπτι- προοπτικής (για το μέλλον). бесперспективный επ., βρ: -вен, -вна, -вно χωρίς προοπτική (για το μέλλον). беспечальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αστενοχώρητος, αθλιβής, άλυπος. бвСПОЧНО επίρ. αμέριμνα, αφρόντια, ξέ- ξέγνοιαστα. беспечность, -И θ. αμεριμνησία, αφροντι- σιά, ξέγνοια, -σιά. беспечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно αμέ- αμέριμνος, ξέγνοιαστος, άφροντης. беСПКЛОТНЫЙ επ. χωρίς πιλ'ότο· - самолёт αεροπλάνο χωρίς πιλότο. бесписьменный επ. άγραφος, που δεν έχει γραφή· ~ые ЯЗЫКИ άγραφες γλώσσες. бесплановость, -И θ. ανυπαρξία σχεδίου. бесплановый επ. χωρίς πλάνο (γινόμενος). бесплатно, επίρ. δωρεάν, απλήρωτα, τζάμπα, χάρισμα. бесплатный επ., βρ: -тен, -тна, -тно о δωρεάν δινόμενος, παρεχόμενος· -ое обучение η δωρεάν εκπαίδευση· -ое лечение η δωρεάν θεραπεία· - вход ελεύθερη είσοδος(χωρίς ει- εισιτήριο). бесплодие, -Я ουδ. 1 (για γυναίκες) αγο- νία, ατοκία, στείρωση. 2 ακαρπία, αφορία(ε- δάφους). бесплодность, -и θ. 1 βλ. бесплодие. 2 α- αποτυχία, προσπάθεια στείρα,άκαρπη. бесплодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 ά- άγονος, άτοκος, στείρος, στέρφος. 2 άκαρπος· -ая почва άγονο έδαφος. 3 μτφ. χωρίο αποτέ- αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος· -ые ПОПЫТКИ άκαρπες προσπάθειες. бесплотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно άυ- λος, άσαρκος· - дух το Πνεύμα. бесповоротно επίρ. αμετάκλητα κλπ.επ. бесповоротность, -И β. το αμετάκλητο(ν),το ανέκλητο( ν). бесповоротный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; αμετάκλητος, ανέκκλητος·-ое решение αμετά- αμετάκλητη απόφαση. бесподобно επίρ. ασύγκριτα, απαράμιλλα. бесподобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно α- ασύγκριτος, απαράμιλλος· θαυμάσιος- - ГОЛОС θαυμάσια φωνή. беспозвоночный επ. ασπόνδυλος· -ые жи- животные ασπόνδυλα ζώα. II ουσ. πλθ. -ые τα α- ασπόνδυλα. беспокоить, -ОЮ, -ОИШЬ р.δ.μ. 1 ανησυχώ, εμποδίζω, δυσκολεύω, στενοχωρώ· шум -ИТ больного о θόρυβος ανησυχεί τον άρρωστο. II ενοχλώ· по целым дням его -ят посетители ο- ολόκληρες μέρες τον ενοχλούν οι επισκέπτες. II ερεθίζω, προξενώ πόνο· бритва вас не -ит? το ξυράφι κόβει καλά; 2 ταράζω, φοβίζω· его отсуствие -ит вас η απουσία του σας κάνει να φοβάστε. II -СЯ 1 ανησυχώ, στενοχωρούμαι, ταράσσομαι· мать -ИТСЯ О сыне η μάνα ανησυ- ανησυχεί για το παιδί. 2 σκοτίζομαι, ενοχλούμαι· не -тесь, пожалуйста, мне и так удобно μην ανησυχείτε για μένα σας παρακαλώ, εγω καλά βολεύτηκα. беспокойно επίρ. ανήσυχα κλπ. επ. беспокойный επ., βρ: -оен, -ойна, -ойно
бес 48 бес 1 ανησυχητικός, αγωνιώδης. 2 ανήσυχος, έμ- φοβος, ταραγμένος· - человек ανήσυχος άν- άνθρωπος. беспокойство, -а ουδ. 1 ανησυχία, ταραχή· испыгывагь - ανησυχώ, έχω ανησυχία, είμαι ταραγμένος. 2 φροντίδα, έγνοια, σκέψη. II ε- ενόχληση· простите за - με συγχωρείτε για την ενόχληση. бесполезно επίρ. ανώφελα, μάταια, άδικα, στα χαμένα. II ως κατηγ. είναι ανώφελο, μά- μάταιο. бесполезность, -И θ. το ανώφελο(ν), το μά- ταιο(ν), ματαιότητα. бесполезный επ., βρ: -зен, ~зна, -зно α- ανώφελος, μάταιος, άδικος, χαμένος· -ая тра- трата СИЛ ανώφελη απώλεια δυνάμεων. бесполый επ. ο χωρίς γενετικά όργανα, ά- φυλος· II εκφρ. -ое размножение άφυλος ανα- αναπαραγωγή, τεχνητή γονιμοποίηση. беспоместный επ. (παλ.) ακτήμονας. беспОМОЩНО επί ρ. αδύναμα, ασθενώς. беспомощность, -И θ. αδυναμία, ανικανότη- ανικανότητα- детская - παιδική αδυναμία. беспомощный επ., βρ: -щен, -щна, -щно α- αδύναμος, αδύνατος, ανίσχυρος. II μτφ. χωρίς ταλέντο· -ые стихи τελείως αδύνατα ποιήμα- ποιήματα (στίχοι). беспородный επ., βρ: -ден, -дна,-дно (για ζωα, φυτά) όχι καλής ράτσας, ποικιλίας. беспорочность, -И θ. το άμεμπτο(ν),τό άψο- γο(ν). беспорочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ά- μειαπτος, άψογος, αψεγάδιαστος, άψεκτος, α- νεπίψογος· -ое поведение άμεμπτη διαγωγή. беспорядок, -дка α. 1 ακαταστασία, αταξία, ρεμπελιά. II -и πλθ. ταραχές- студенческие -и φοιτητικές ταραχές. II εκφρ. бежать В -е φεύ- φεύγω άτακτα. беспорядочность, -и θ. βλ. беспорядок. беспорядочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ακατάστατος, άτακτος, ρέμπελος. беспосадочный επ. κατ'ευθεία (χωρίς εν- ενδιάμεσες προσγειώσεις). беспочвенность, -И θ. ανεδαφικότητα, το ανυπόοτατο(ν) . беспочвенный επ., βρ: -вен, -венна, -вен- но ανεδαφικός, αστήρικτος, αβάσιμος, ασύ- στατοε· - проект ανεδαφικό σχέδιο· -ые Об- Обвинения ασύστατες κατηγορίες. беспошлинно επίρ. ατελώνητα κλπ. επ. беспошлинный επ. ατελώνητος, ατελής, α- δεσμολόγητος, αφορολόγητος. беспощадно επί ρ. αλύπητα, σκληρά κλπ.επ. беспощадность, -И θ. ασπλαχνία, αλυπησιά, αναλγησία, σκληρότητα, απήνεια. беспощадный επ., βρ: -ден, -дна, -дно α- αλύπητος, ανηλέητος, ανάλγητος, σκληρός, α- αμείλικτος, απηνής. бесправие, -Я ουδ. στέρηση, ανυπαρξία δι- δικαιωμάτων· - рабов στέρηση δικαιωμάτων των δούλων. бесправность, -и θ. βλ. бесправие. бесправный επ., βρ: -вен, -вна, -вно που δεν έχει δικαιώματα, στερημένος δικαιωμάτων. беспредельно, επί ρ. απεριόριστα, ώσπου δεν παίρνει άλλο· - счастлив πανευτυχής, беспредельность, -Ив. το απεριόριστο(ν). беспредельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно απεριόριστος, απέραντος, άπειρος· -ая ра- радость απερίγραπτη χαρά. беспредметность, -ив. το κενό περιεχομέ- περιεχομένου , σκοπού. беспредметный επ., βρ: -тен, ~тна, -тно κούφιος, κενός· -ая критика κριτική χωρίς περιεχόμενο (αβάσιμη). беспрекословно επίρ. αναντίρρητα, ασυζη- ασυζητητί, αμουρμούριστα· αναμφισβήτητα. беспрекословность, -И θ. το αναντίρρη- το(ν), το αναμφισβήτητο(ν). беспрекословный επ., βρ: -вен, -вна,-вно αναντίρρητος, αναντίλεκτος, αναμφισβήτητος· -ое подчинение αναντίρρητη (τυφλή) υποταγή. беспременно επίρ. (απλ.) οπωσδήποτε, α- απαραίτητα. беспрепятственно £κίρ. ανεμπόδιστα. беспрепятственность, -И το ανεμπόδιστον, η ελευθερότητα. беспрепятственный επ., βρ: -вен к. -ве- нен, -венна, -венно ανεμπόδιστος, χωρίς εμ- εμπόδια, ακώλυτος· ελεύθερος· εύκολος. беспрерывно επίρ. αδιάλειπτα, ασταμάτητα, συνέχεια. беспрерывность, -Ηθ. το αδιάλειπτο(ν), η συνέχεια. беспрерывный επ., βρ: -вен, -вна, -вно,; αδιάλειπτος, ασταμάτητος, συνεχής· - дождь ασταμάτητη βροχή. беспрестанно επίρ. ασταμάτητα, κλπ. επ. беспрестанный επ., βρ: -танен, -танна; -танно ασταμάτητος, συνεχής, διαρκής. беспрецедёнтш& επ., βρ: -тен, -тна,-тно πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου· - случай πε- περίπτωση άνευ προηγουμένου. беспрйбельный επ., βρ: -лен, -льна,-льно ακερδής, ανεπικερδής· -ая торговля ανεπικερ- δές εμπόριο. бесприданница, -Ы θ. άπροικη, απροίκιωτη. бесприворник, -а α. αλητόπαιδο, αλάνι,-ά- κι, χαμίνι. беспризорница· -Ы β. αλανιάρα, σοκακού, σο- κακιάρα. беспризорничать, р.δ. αλητεύω, περνώ αλή-
бес 49 бес τικη ζωη. беспрИ80рН0СТЬ, -И θ. αλητεία, αλη'τικη ζωή. беспризорный επ., Эр:-рен, -рна, -рно α- νεπίβλεπτος, απροστάτευτος, ακηδεμόνευτος. II άστεγος. беспримерность, -И θ. το ασύγκριτο(ν), το άπαράμιλλο(ν). беспримерный επ., βρ: -рен, -рна,-рно α- ασύγκριτος, απαράμιλλος, πρωτοφανής· - ПОД- ПОДВИГ Гагарина το απαράμιλλο κατώρθωμα του Γκαγκάριν. беспринципно επί ρ. χωρίς αρχή, -ές. бесприНЦИПНОСТЬ, -И θ. η μή ύπαρξη αρχών. беспринципный επ., βρ: -пен, -пна, -пно ο χωρίς αρχές, ανάγωγος. беспристрастие, -Я ουδ. αμεροληψία, απρο- οωποληψία. беспристрастно επί ρ. αμερόληπτα. беспристрастность, -и θ. βλ. беспристра- беспристрастие. беспристрастный επ., βρ: -тен, -тна,-тно αμερόληπτος, απροσωπόληπτος. беспритязательность, -И θ. (παλ.) ολιγάρ- ολιγάρκεια· ταπεινότητα. беспритязательный επ., βρ: -лен, -льна, -ο παλ· ολιγαρκής, μη απαιτητικός, ταπεινός. беспричинно επίρ. αναίτια, χωρίς- αιτία. беспричинность, -И θ. αναιτιότητα. беспричинный επ., βρ: -чинен, -чинна, - о αναιτιώδης, που 6εν φανερώνει την αιτία, α- αβάσιμος . бесприОТНОСТЬ, -И θ. η μη ύπαρξη καταλύ- καταλύματος, στέγης. бесприютный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ά- οτεγος, άσπιτος, ανέστιος· - странник άστε- άστεγος ξένος (οδοιπόρος). беспробудно επίρ. (για Οπνο) βαθιά, βα- βαριά, αξύπνητα· спать - κοιμάμαι μονοκοπανιά. беспробудный επ., βρ: -ден, -дна, -дноα- ξύπνητος, βάρυπνος· спать -ым сном βαριο- κοιμούμαι, κοιμούμαι μονοκοπανιά.II μεθυσμέ- μεθυσμένος μέχρι αναισθησίας, τύφλα. беспроволочный επ. ασύρματος· - телефон ο ασύρματοο. беСпроГЛЯДНЫЙ επ. χδιαφανής- σκοτεινός. беспроигрышный ετι που δεν χάνει, που πάντοτε κερδίζει κάι"* (για λοταρίεςκλπ.). беспросветность, -и θ. το αδιαπέραστο(ν) 'α- 'από τό φως, σκότος. беспросветный επ., βρΐ-тен, -тна, -тно. 1 αδιαπέραστος απο το φως, κατασκότεινος· -ая тьма τυφλό (πηχτό) σκοτάδι. 2 μτφ. μαύ- μαύρος, δύστυχος, δύστηνος· -ая ЖИЗНЬ μαύρη ζωή. беспросыпный επ. βλ. беспробудный. беспроцентный επ. άτοκος· - заем άτοκο δάνειο. беспутица, -ы θ. (διαλκ.) βλ. бездорожье. беспутник, -а α. -ца, -ы θ.(παλ.) αχρείος, -α, κακοήθης, ακόλαστος, ρυπαρός. беспутничать, р.δ. περνώ ζωή έκλυτη, ανή- θηκη, άσκοπη. беспутный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ά- άσκοπος, άοκεπτος. II παραστρατημένος, έκλυ- έκλυτος, ανήθικος· -ая женщина παραστρατημένη γυναίκα. беспутСТВО, -а ουδ. ζωή έκλυτη, ανήθικη. беспутствовать, -вую, -вуешь р.δ.βλ. бес- беспутничать . беспутье, -я ουδ. βλ. бездорожье. бессвязно επίρ. ασύνδετα, ασυνάρτητα. бессвязность, -Ив. το ασύνδετο(ν), ασυ- ασυναρτησία (λόγου, ομιλίας). бессвязный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- ασύνδετος, ασυνάρτητος· -ая речь ασυνάρτητος λόγος. бессемейный επ. που δεν έχει οικογένεια, μπεκιάρης, εργένης. бессемянка, -И θ. καρπός άσπορος. Сессемянный επ. άσπορος· -не плоды άσπο- ροι καρποί. бессердечие, -я ουδ. βλ. бессердечность. бессердечность, -И θ. απονιά, απάθεια, α- αναλγησία, σκληρότητα. бессердечный επ., βρ: -чен, -чна,-чно ά- άκαρδος, σκληρόκαρδος, ανάλγητος. бессилие, -Я ουδ. 1 αδυναμία. 2 ανικανό- ανικανότητα* половое - σεξουαλική ανικανότητα. бессилить, -лю, -ЛИШЬ ρ.δ.μ. (παλ.) αδυ- αδυνατίζω, εξασθενίζω. бессильный επ., θρ: -лен, -льна, -льно. 1 αδύνατος, ανίσχυρος. 2 ανίκανος. » бессистемно επίρ. χωρίς σύστημα, τσαπα- τσαπατσούλικα. бессистемность, -И θ. η μη ύπαρξη συστή- συστήματος, τσαπατσουλιά. бессистемный επ., βρ: -мен, -мна, -мно α- συστηματοποίητος, απρογραμμάτιστος, τσαπα- τσαπατσούλικος. бесславие, -Я ουδ. αδοξία, ντροπή. беССЛаВЕТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.δ.μ. στερώ της δόξας, ντροπιάζω, αισχύνω. бесславно επίρ. άδοξα, -ως. бесславность, -и θ. βλ. бесславие. бесславный επ., βρ: -вен, -вна, -вно ά- άδοξος· - конец άδοξο τέλος. бесследно επίρ. χωρίς ίχνη· он исчез εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη. бесследный επ. χωρίς ίχνη· -ое исчезно- вёние εξαφάνιση χωρίς ίχνη. бесслёзный επ. αόάκρυιο,. беССЛОВеСНОСТЬ, -И 6. αφωνία, σ.λ^λιό:.
бес 50 бес бессловесный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 άλαλος, άφωνος, βωβός, άναυδος. 2 αμίλη- αμίλητος, σιωπηλός(που δεν έχει το θάρρος της γνώμης του). бессменно επύρ. χωρίς αντικατάσταση ήαλ- ήαλλαγή· διαρκώς, μόνιμα. бессменность, -И θ. η μη αλλαγή ή αντικα- αντικατάσταση. бессменный επ. ανάλλακτος, αναντικατά- αναντικατάστατος· διαρκής· -ая стража αναντικατάστατη Φρουρά. бессмертие, -Я ουδ. αθανασία, αιωνιότητα. бессмертник, -а α. αγαύη, αθάνατος(φυτό). бессмертно επίρ. αθάνατα, αιώνια. бессмертность, -и θ. βλ. бессмертие. бессмертный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- αθάνατος, αιώνιος· - ПОДВИГ αθάνατο κατόρθω- κατόρθωμα· -ая слава αθάνατη δόξα. бессмысленно επίρ. άσκοπα, αδιανόητα, α- απερίσκεπτα, άσκεπτα. бессмысленность, -и е. βλ. бессмыслие. бессмысленный επ., βρ: -лен, -ленна,-нно άσκεπτος, απερίσκεπτος, αδιανόητος,ανόητος. бессмыслие, -я ουδ. ασκεψία, απερισκεψία, ανιατανοησία, ακαταληψία. бессмыслица! -Ы θ. ανοησία, φαύλος κύκλος. бесснежный επ. άχιονος· -ая зима άχιονος χειμώνας. бессовестно, επίρ. 1 ασυνείδητα· ξεδιάν- ξεδιάντροπα, αδιάντροπα. 2 (απλ·) πολύ· - мало πο- πολύ λίγο. бессовестность, -И θ. ασυνειδησία· αδιαν- τοοπιά. бессовестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ασυνείδητος· αδιάντροπος, ξεδιάντροπος. бессодержательность, -и θ. έλλειψη, πενι-% χρότητα περιεχομένου. бессодержательный επ., βρ: -лен, -льна -льно φτωχός, πενιχρός, κενός περιεχομένου· -ая книга βιβλίο πενιχρού περιεχομένου. бессознательно επίρ. ασυνείδητα, ασυναί- ασυναίσθητα. (Несознательность, -и θ. 1 αναισθησία (α- πο'7εια αισθήσεων). 2 το ασυνείδητο( ν). бессознательный επ., βρ: ~лец,~льна, -но. 1 αναίσθητος· -ое состояние κατάσταση αναι- αναισθησίας. 2 ασυνείδητος (ακούσιος)· - страх ασυνείδητος (ανεξήγητος) φόβος. бессолнечный επ. ανήλιος· - ДЭНЬ ανήλια игра. бессонница, -ы θ. αϋπνία· страдать -ей υ- υποφέρω απο αϋπνία. бессонный επ. άυπνος. II ακοίμητος, άγρυ- άγρυπνος· -ая стража άγρυπνη φρουρά. бессоюзный επ. (γραμμ.) χωρίς σύνδεσμο, ασύνδετος* -ое предложение παρατακτική πρό- πρόταση· -ая связь το ασύνδετο σχήμα· -ое со- сочинение ασύνδετο έργο. бесспорно επίρ. ασυζητητα, αδιαφιλονίκητα . бесспорный επ., βρ: -реН, -рна, -рно α- αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος, ασυζήτητος· -ая истина αναμφισβήτητη αλήθεια. бессребреник,-а α. -ца, -ы θ. αφιλόκερδος,.-η. бессрочно επίρ. απρόθεσμα, -ως, χω- χωρίς τακτή προθεσμία, επ' αόριστο. бессрочность, -И θ. το απρόθεσμο(ν), το επ> αόριστο(ν). бессрочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно α- απρόθεσμος, απεριορίστου χρονικού διαστήμα- διαστήματος. бессточный επ. αδιάρρευστος. бесстрастие, -Я ουδ. απάθεια, αδιαφορία* ηρεμία. бесстрастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно απαθής, αδιάφορος· ήρεμος. бесстрашие, -Я ουδ. αφοβία, απτοησία. бесстрашный επ., βρ: -шен, -шна, -шно άφοβος, απτόητος· ατρόμητος. бесструнный επ. άχορδος. II εκφρ. -ая ба- балалайка φλύαρος, φαφλατάς. бесстыдник, -а α. -ца, -ы θ. αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, -η, αναιδής. бесстыдничать, р.6. φέρνομαι με αναίδεια, αδιάντροπα κλπ. επιρ. бесСТЫДНО, επίρ. αδιάντροπα, ξεδιάντροπα, αναιδως, αναίσχυντα. бесстыдность, -и θ. αναίδεια, αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά, αναισχυντία. бесстыдный επ., βρ: -ден, -дна, -дно α- αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, αναιδής, αναίσχυν- αναίσχυντος- - поступок αναίσχυντη πράξη. бесстыдство, -а ουδ. βλ. бесстыдность. бесстыжий επ. (απλ.) βλ. бесстыдный. бессубъектный επ. (γραμμ.) χωρίς υποκεί- υποκείμενο· -ое предложение πρόταση χωρίς υπο- υποκείμενο· απρόσωπη πρόταση. бессудный επ. (παλ.) χωρίς δίκη ή δικα- δικαστήριο. бессчастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- ατυχής, δυστυχής, συ(μ)φοριασμένος. бессчётный επ. αμέτρητος, αναρίθμητος, απειράριθμος, άπειρος. бессюжетный επ. χωρίς υπόθεση· - фильм κινηματογραφικό έργο χωρίς υπόθεση. бестактно επίρ. χωρίς τακτ ή λεπτότητα· α- γενώς. бестактность, -И θ. έλλειψη τακτ, λεπτό- λεπτότητας, ευγένειας. бестактный επ., βρ: -тен, -тна, -тно о χωρίς τακτ, λεπτότητα· αγενής, ανάρμοστος. бесталанность, -И θ. έλλειψη ταλέντου. бесталанный επ., βρ: -анен, -анна, -анно
бес 51 бет 0 χωρίς ταλέντο. бестарный επ. ο χωρίς τάρα. бестелесный επ., βρ: -сен, -сна, -сно α- σώιχατος, άίυλος. бестия, -И θ. πολύ επιδέξιος απατεώνας, λωποδύτης. бвСТОЛКОВОСТЬ, -И θ. διανοητική αναπηρία. бвСТОЛКОВЩИна, -Ы ασυναρτησία, μπέρδεμα. бестолковый επ., βρ: -ков, -а, -о, 1 ψν- ρόμυσλος, μωρός, αβέλτερος. 2 (για λόγο) ασυνάρτητος, μπερδεμένος. бестолочь, -и θ. 1 βλ. бестолковщина. 2 άνθρωπος ανόητος. бестрепетный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 (παλ.) ατάραχος, ατρεμής. 2 άφοβος, απτό- απτόητος, ατρόμητος, τολμηρός. бесформенность, -И θ. αμορφία, έλλειψη иор~ ©ης. бесформенный επ., βρ: -мен, -менна, -нно άμορφος, διάχυτος· -ая масса άμορφη μάζα. бесхарактерность, -и θ. χαλαρότητα χαρα- χαρακτήρα. бесхарактерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно αδύνατου χαρακτήρα, χαλαρός. бесхвостый επ. κολοβός, κοψονούρης , άκερ- κος· -ая собака κολοβό σκυλί. бесхитростность, -Ив. το απονήρευτο(ν), η ανυατεροβουλία· απλότητα. бесхитростный επ., βρ: -тен, -тна, -тно άδολος, απονήρευτος, ανυστερόβουλος· απλός. бесхлебица! -ы θ. (απλ.) σιτοδεία, έλλει- έλλειψη ψωμιου. бесхозный επ. βλ. бесхозяйный A σημ.). бесхозяйный επ. 1 αδέσποτος, ανάφεντος. 2 χωρίς νοικοκυριό, φτωχός. бесхозяйственность, -и θ. το αδέσποτο(ν), ελευθερία. || τσαπατσουλιά, κακή διαχείριση· бесхозяйственный επ., βρ: -вен, -венна, -венно ανοικοκύρευτος, ανοικονόμητος, σπά- σπάταλος . бесхребетность, -И θ. χαλαρότητα χαρακτή- χαρακτήρα· αστάθεια απόψεων. бесхребетный επ. 1 ασπόνδυλος. 2 χαλαρός τον χαρακτήρα, πλαδαρός. бесцветность, -и θ. άχροια. II ατφ. πενι- χρότητα, φτώχεια. бесцветный επ., βρ-.-тен, -тна, -тно ά- άχρωμος, αχρώματος, αχρωμάτιστος, άχρους. II μουντός, αλαμπής. II μτφ. πενιχρός, φτωχός, γλίσχρος, αναξιόλογος· - рассказ πενιχρό δι- διήγημα, бесцельно επίρ. άσκοπα, -ως. бесцельность, -И θ. το άσκοπο(ν). бесцельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; άσκοπος, ανώφελος· -ое путешествие άσκοπο ταξίδι. бесцензурность, -И θ. έλλειψη λογοκρισίας. бесцензурный επ. ο ιαη λογοκριμένος. бесценный επ., βρ: -ценен, -ценна,-цёкнс. 1 ανεκτίμητος· - дар ανεκτίμητο δώρο.II μτφ. (παλ.) ακριβός, προσφιλής. 2 (παλ.) πάμφθη- πάμφθηνος. бесценок, -нка α. за - πάμφθηνα, τζάμπα. бесцеремонно επίρ. αναιδώς κλπ. επ. бесцеремонность, -И θ. αναίδεια, αυθάδεια, ξετσιπωσιά, κυνικότητα. бесцеремонный επ., βρ: -монен, -монна, -монно αναιδής, αναίσχυντος, αυθάδης, κυ- κυνικός, ξετσίπωτος. бесчеловечно επίρ. απάνθρωπα, σκληρά. бесчеловечность, -И θ. απανθρωπιά, σκλη- σκληρότητα . бесчеловечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно απάνθ ρωπος, σκλη ρός. бесчестить, -ещу, -ёстишь р.δ.μ. ατιμάζω, προσβάλλω· ντροπιάζω. бесчестность, -И θ.(ατιμία, προσβολή. бесчестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ά- άτιμος· αδιάντροπος* ασυνείδητος. ■ бесчестье, -Я ουδ. ατίμωση, προσβολή. бесчинный επ. (παλ.) που κάνει έκτροπα. бесчинство, -а ουδ. το έκτροπο· пора по- положить конец -ам είναι καιρός πια να μπει. τέρμα στα έκτροπα. бесчинствовать, -твуго, -твуешь р.6.εκτρέ- р.6.εκτρέπομαι, κάνω έκτροπα· ασχημονώ. бесчисленность, -И θ. το απειράριθμο(ν). бесчисленный επ., βρ: -лен, -ленна, -нко απειράριθμος, αναρίθμητος. бесчувственность, -И θ. αναισθησία. бесчувственный επ., -вен к. -венен,~век- На, -векно. 1 αναίσθητος. 2 μτφ. ανάλγητος, άπονος, σκληρός. бесчувствие, -Я ουδ. 1 αναισθησία· λιπο- λιποθυμία. 2 αδιαφορία, απάθεια· ασυγκινησία. бесшабашность, -И θ. 1 αφροντιοιά, αμερι- αμεριμνησία. 2 ριψοκινδύνευση, τολμηρότητα. бесшабашный επ. 1 αμέριμνος, αφρόντιστος, άφροντης. 2 παράτολμος, ριψοκίνδυνος. беСШОВНЫЙ επ. χωρίς ραφή, άραφος. бесшумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно αθό- αθόρυβος, ήσυχος *бёта, -Н6. το βήτα (γράμμα)· - лучи οι ακτίνες Β (βήτα). *бетеЛЬ, -Я α. μαλάβαθρο, ινδοπέπερι. *6θΤΟΗ, -а (-у) α. μπετόν, σκυρόδεμα. бетонирование, -Я ουδ. τσιμεντάρισμα. бвТОНИрОВвТЬ, -рую, -руешь ρ.δ.μ. τσιμεν- τάρω.ΙΙ -СЯ τσιμεντάρομαι. бетонировка, -и θ. βλ. бетонирование. бетонный επ. τσιμεντένιος, -τίνος· του μπετόν -не плиты τοιμεντένιες πλάκες· -за-
бет 52 био вод εργοστάσιο κατασκευής μπετόν. бетономешалка, -И θ. μπετονιέρα, μαλακτή- μαλακτήρας σκυροδέματος. бетОНЩИК, -а α. μπετατζής. *беф-СТрОгаН08, α. άκλ. είδος φαγητού με βοδινό κρέας. бечвва, -Ы θ. καραβόσχοινο, γούμενα. бечёвка, -И θ. λεπτή τριχιά· σπάγκος. *бешамель, -и θ. χυλός απο αυγά, γάλα και αλεύρι. бешенство, -а ουδ. 1 λύσοα (νόσος).2 μτφ. μανία, παραψορά. бёшенствовать, -твую, -твуешь р.6. βλ.не- βλ.неистовствовать. бешеный επ. 1 λυσσασμένος. 2 μτφ. μανιώ- μανιώδης· ορμητικός, ακάθεκτος, ακατάσχετος, α- ασυγκράτητος, 3 πολύ δυνατός, ισχυρός. IIεκφρ, ~ые деньги ανεμομαζώματα - διαβολοσκορπί- οματα. "бзик, -а α. (απλ.) παραξενιά, αλλοκοτιά. библейский επ. βιβλικός, της Βίβλου. библиограф, -а α. βιβλιογράφος. библиографический, επ. βιβλιογραφικός· - указатель βιβλιογραφικός πίνακας· -ая ред- редкость σπάνιο βιβλίο. библиография, -И θ. βιβλιογραφία. бИбЛИОЛОГ, -а α. βιβλιολόγος. "библиология, -и е. βλ. книговедение. библиоман, -а α. βιβλιομανής, βιβλιοθήρας. 7библиомания, -и θ. βιβλιομανία. "библиотека, -и θ. βιβλιοθήκη. || εκφρ. - - читальня;,βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο. библиотекарша, -и θ. η βιβλιοθηκάριος. библиотекарь, -я α. ο βιβλιοθηκάριος. библиотековедение, -я ουδ. βιβλιοθηκονομία, библиотечный επ. ο της βιβλιοθήκης-- ка- талог о κατάλογος της βιβλιοθήκης, ^библиофил, -а α. βιβλιόφιλος· βιβλιοθήρας, библиофильский επ. βιβλιόφιλος, библиофильство, -а ουδ. βιβλιοφιλία. * Библия, -и θ. η Βίβλος. бивак к. бивуак, -а α. διανυκτέρευση σε στρατόπεδο· καταυλισμός, επιστάθμευση. бивать, бивал, -а, -о р.δ. βλ. бить. бивачный и. бивуачный, επ. στρατοπεδευτι- иое, επισταθμευτικός· -ые огни στρατοπεδευ- τικές φωτιές. бивень, -вня α. χαυλιοδόντας. бивуак Βλ. бивак. бивуачный βλ. бивачный. * бигуди, ακλ. πλθ. μπιγκου(ν)τί. * бидон, -а α. δοχείο, μπετόνι· - для киро- сйна πετρελαιοδοχείο. бИДОНЧИК, -а α. μπετονάκι, биение, -я ουδ. χτύπος· - сердца о χτύπος της καρδιάς. *бизань, -И θ. (ναυτ.) επίδρομος, μπούμα. *бйзнес, -а α. κερδοσκοπική επιχείρηση. *бизнвсмён, ~а α. επιχειρηματίας. *бизон, -а α. βίσων, βόνασος. бикарбонат, -а α. διττανθρακΐΗΟ(ν) αλάτι, биквадратный επ. -ое уравнение διτετρά- γωνη εξίσωση. *билёт, -а α. 1 εισιτήριο, μπιλέτο· -в те- театр εισιτήριο θεάτρου. 2 βιβλιάριο· пар- партийный - το κομματικό βιβλιάριο. 3 («*λ.) γραμμάτιο· кредитный - τραπεζογραμμάτιο (το χαρτονόμισμα). 4 κλήρος, λαχνός· экзамена- экзаменационный - ο κλήρος εξετάσεων. II εκφρ. при- пригласительный - πρόσκληση, επισκεπτήριο. билетёр, -а α. -рта, -и θ. ο, η ελεγκτής εισιτηρίων. бИЛвТИК, -а α. εισιτηριάκι, μπιλετάκι. билетный επ. του εισιτηρίου, -ων -ая касса ταμείο εισιτηρίων, биллиард βλ. бильярд. биллиардный βλ. бильярдный. *биллион, -а α. δισεκατομμύριο. *билль, -я α. νομοσχέδιο(που κατατίθεται στην αγγλική βουλή). 6ЙЛ0, ~а ουδ. 1 σήμαντρο. 2 χτύπος, κρού- κρούση (με ρών μηχανής). *бИЛЬбОКв, ουδ. ακλ. βιλβοκέτο (παιχνίδι). *бильярд, -а α. μπιλιάρδο, σφαιριστήριο. бильярдный επ. του^,μπιλιάρδου· - кий η στέκα του μπιλιάρδου* - шар μπίλια μπι- μπιλιάρδου. II ουσ. θ. -ая η αίθουσα των μπι- μπιλιάρδων. биметаллизм, -а α. διμεταλλισμός. биметаллический επ. 6ιμεταλλικός, "биметалл, -а α. διμέταλλο. *бИМС, -а α. η μεσόδμη (δοκός πλοίου). *бинокль, -я α. διόπτρα, κιάλια· театраль- театральный - θεατρική διόπτρα· полевой - στρατιωτι- στρατιωτική διόπτρα. бинокулярный επ. διοφθαλμικός· -ое зрё- НИв διοφθαλμική όραση· - микроскоп διοφθαλ- μικό μικροσκόπιο. *бИНОМ, -а α. (μαθ.) το διώνυμο(ν), *бИНТ, -а α. επίδεσμος, γάζα. бинтовать, -тую, -туешь р.6.μ. επιδένω με γάζα. II -СЯ επιδένομαι. биоастронафтика, -и θ. βιοαστροναυτική. .биогеография, -И θ. βιογεωγραφία. биограф, -а α. βιογράφος. биографический επ. βιογραφικός. * биография, -И θ. βιογραφία. *биолйт, -а α. ζωόλιθος. бИОЛОГ, -а α. βιολόγος. бИОЛОГИЧвОКИЙ,επ. βιολογικός, *биология, -И θ. βιολογία. *биопойя, -и θ. βιοψία.
био 53 бит бИОСфёра, -Ы θ. βιόσφαιρα. биофизика, -И θ. βιοφυσική. биохимический, επ. βιοχημικός. 6И0ХЯМИЯ, -И θ. βιοχημία. *биплан, -а α. διπλάνο(ν). * биржа, -И θ. χρηματιστήριο, χρηματαγορά, μπόρσα. биржевик, -а α. χρηματιστής. биржевой επ. χρηματιστηριακός, χρηματι- χρηματιστικός. бирка, -И θ. πινακίδα. бирманец, -нца α., -ка, -и θ. Βιρμανός,-ή, - ί δα. бирманский επ. βιρμανικός. бирочный επ. της πινακίδας. *бирюза, -Ы θ. περουζές, γαλαζόπετρα, κά- λαϊς (πετράδι). бирюзовый επ. απο περουζέ, κυανοπράσι- νος· -ые серьги σκουλαρίκια απο περουζέ. бирюк, -а α. 1 (Ειαλκ.) απομονωμένος λύ- λύκος, μονόλυκος. 2 μτφ. άνθρωπος μονήρης, α- απομονωμένος, ακοινώνητος. II εκφρ. -ом смо- смотреть ή сидеть κοιτάζω, κάθομαι σαν το μο- νόλυκο (σκυθρωπός και μόνος). бирюльки, -лек, -лькам πλθ. τα ραβδάκια,, είδος παιδικού παιχνιδιού.II εκφρ, играть В - χάνω άδικα τον καιρό μου. бирюч, -а α. (παλ.) κήρυκας, διαλαλητής, ντελάλης. *бИС επιφ. όλο, ξανά, πάλι, δις (για ηθο- ηθοποιούς, καλλιτέχνες). бисер, -а (-у) α. (αθρσ.) χάντρες. ΙΙεκφρ. метать - перед свиньями μιλώ ακατανόητα γιά τους ακροατές. бисерина, -Ы θ. η μια χάντρα. бисеринка, -И θ. χαντρίτσα. бисерный επ. της χάντρας· με ή απο χάν- χάντρες. II εκφρ. - почерк ψιλογραφία. бисировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. κ.αμ. εκτελώ με απαίτηση των θεατών, με την κλή- κλήση "όλο". *бисквЙТ, -а α. 1 μπισκβίτ, αφέψημα σαν ρα- βανή χωρίς σιρόπι. 2 σκεύος πορσελάνινο. * биссектриса, -Ы е (μαθ.) διχοτόμος. бита, -Ы θ. ραβδί παιχνιδιών. битва, -ы θ. μάχΓ· - под Сталинградом η μάχη του Στάλινγκραντ. бИТКОМ επίρ. - набйть(ся) γεμίζω κάργα, καργάρω, τιλώνω. биток, -тка α. κρεατόσφαιρα, κεφτές στρόγ- στρόγγυλος. биточек, -чка α. κεφτεδίτσα στρογγυλή. битумный επ. ασφάλτινος. битумы, -ΟΒ πλθ. (ενκ. битум, -а α.) βι- τούμια. 6ЙТЫЙ, 1 παθ. μτχ. παρλθ. χρ. τουρ. бить. 2 επ. χτυπημένος. II σπασμένος, θραυομένος. 3 νικημένος, ηττημένος. 4 σκοτωμένος, φονευ- φονευμένος, νεκρός.II εκφρ. - час χαμένος χρόνος (καιρός)· ολόκληρη ώρα, πολύς χρόνος· -ые сливки καϊμάκι, αφρός (απο τό χτύπημα). бИТЬ, бью, бьёшь, προστ. бей παθ. μτχ.πα- ρελθ. χρ. битый, βρ; бит, -а, -о, επιρ. μτχ. (παλ.) бия ρ.6. 1 χτυπώ, πλήττω· - моло- молотком χτυπώ με το σφυρί. 2 (γιά φως, ήχο, μυ- μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω· лампа бьёт в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια. 3 δέρνω· не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά. 4 καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα· - врага χτυ- χτυπώ τον εχθρό. 5 θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω. 6 πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω· - ИЗ орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό). 7 σπάζω, συν- συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα· стекло σπάζω το τζάμι. 8 κρούω, βαρώ,σημαί- βαρώ,σημαίνω· - тревогу ή набат βαρώ συναγερμό· - в КОЛОКОЛ χτυπώ την καμπάνα! καμπανίζω. 9 Л- χώ, βγάζω, παράγω ήχους· часы бьют полночь το ρολόι χνυηά μεσάνυχτα· звонок бьёт тре- третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά. 10 ξε- ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή· - КЛЮ- КЛЮЧОМ αναβλύζω. II μτφ. κοχλάζω. 11 ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα· его' бьёт ли- лихорадка τον ταράζει ο πυρετός. 12 τσοκανίζω, κόβω· - монету κόβω κέρματα. II εκφρ. - кар- карту ή ставку (χαρτπ.) *ακώ το χαρτί, κερδί- κερδίζω· - поклоны (παλ.) κάνω μετάνοιες· - на- наверняка ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψη- ψητό· - В глаза κάνω μεγάλη εντύπωση· ЖИЗНЬ бьёт КЛЮЧОМ βράζει η ζωή, οργασμός· - в Цель χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό* - мимо цели αστοχώ· - в одну точку συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ' ένα στόχο (οκο- πό), όλα τα σφυριά βαρούν σ' ένα μέρος· на ЧТО βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό· - ПО карману ζημιώνω, βλάπτω (οι- (οικονομικά). II -ся 1 μάχομαι· - с неприяте- неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού. 2 αλληλοχτυ- πιέμαι, αλληλοδέρνομαι· - на кулаки γροθο- κοπιέμαι. 3 προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέ- χτυπιέμαι· птица хочет вылететь и бьётся о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω καί χτυπά στο τζάμι· - ГОЛОВОЙ О стену χτυπώ το κεφά- κεφάλι στον τοίχο. 4· χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρ- σπαρταρώ· женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση. 5 πο- νοκεφαλώ· - над размышлениями вопроса πονο- κεφαλώ να λύσω το ζήτημα. 6 πάλλω· сердце бьётся η καρδιά χτυπά. 7 σπάζω, θραύομαι. II εκφρ. бьётся, как рыба Об лёд σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πε- πετύχει τι καλύτερο)· - об заклад (παλ.) στοι- στοιχηματίζω.
бит 54 бла битьё, -Я ουδ. 1 χτύπημα· δάρσιμο· -ём не выучишь με το ξύλο δε διδάσκεις. 2 σπάσι- σπάσιμο, Θραύση· - посуды σπάσιμο των οκευών. биТЮГ,-а α. μεγαλόσωμο άλογο δουλιάς. 'бифуркация, -и θ. δικράνωση, διχάλωση, δι- διακλάδωση. ■"бифштекс, -а α, μπιφτέκι. *бйцепс, -а α. μυώνσς δισχιδής, διχαλωτός, δ ιιιυής. бич, -а α. 1 μάστιγα, -ίγιο, καμουτσίκι, βούρδουλας. 2 μτφ. θεομηνία, бичева βλ. бечева. бичевать, -чую, -чуешь ρ.δ.μ.(γραπ. λόγος). 1 μαστιγώνω. 2 μτφ. κατηγορώ, κατακρίνω δρι- δριμύτατα, καυτηριάζω. II -СЯ μαστιγώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. бичёвка κλπ. παράγωγα βλ. бечёвка. бишь, μόριο (χρησιμοποιείται να θυμηθούμε νιάτι που ξεχάσαμε) πες το, στο νου μου μοΰρ- χεται· как - его зовут? πες το... πως τον λένε; II εκφρ. ΤΟ - (παλ.) ω, όχι (για α- αναίρεση προηγουμένου). благо1, -а ουδ. 1 ευημερία, ευτυχία, κα- λό(ν), αγαθό(ν)· на - народа για το καλό του λαού· на - родины για το καλό της πατρίδας. 2 πλθ. -а τα αγαθά· производство материаль- материальных благ η παραγωγή των υλικών αγαθών. IIεκφρ. всех благ (ευχή) όλα τα καλά(αγαθά), του θε- θεού τα καλά· ни на какие блага ούτε με του θεού τα καλά, με τίποτε, σε καμιά περίπτωση, благой σύνδ. αφού, μια και, μια που, εφό- οον бери, - дают πάρε, μια και σου δίνουν. благоверная, -ой θ. η σύζυγος, συμβία, το ε'τερον ήαισυ, γυναικούλα. благоверный, -ОГО α. ο σύζυγος, σύμβιος, ο αντρούλης· МОЙ - болен о αντρούλης μου είναι άρρωστος. благовест, -а α. (παλ.) η πρώτη κωδωνο- κρουσία (εναρκτήρια της λειτουργίας). благовестить, -вещу, -вестишь ρ.δ.ΐ(παλ,) ι τυπώ την πρώτη καμπάνα (την εναρκτήρια т?\с λειτουργίας). 2 μτω. διαλαλώ, διακωδωνίζω, διατυμπανίζω. благовещение, -я ουδ. ο Εϋ.γγελιαμός. благовидный επ., βρ: -ден -дна, -дно. 1 ευειδής, όμορφος, ωραίος. 2 :ύσχημος, ευλο- ευλογοφανής · уйти ПОД -ЫМ предлогом Φεύγω με εύ- εύσχημο τρόπο. благоволение, -Я ουδ. (παλ.) καλοπροαίρε- ση, αγαθή προαίρεση, καλή διάθεση. благоволить, -лю, -лишь ρ.δ. 1 με δοτ, ευ- ευνοώ, διάκειμαι ευνοϊκά· начальник ему -Йт о προϊστάμενος τον έχει ευνοούμενο του. 2 (παλ) ευαρεστουμαι, (στο τελοο επιστολήΟ" ~ΚΤβ ответить ευαρεστηθειτε να απαντήσετε. благовоние, -Я ουδ. 1 ευωδιά, ευοσμία. 2 πλθ.-Я οι οσμές απο τα θυμιάματα. благовонный επ. (γραπτ. λόγος) ευώδης, εύοσμος, αρωματώδης, μυρουδάτος. бЛаГОВОСПЙТаННОСТЬ, -И θ. η καλή αγωγή, δν- απαιδαγώγηοη. благовоспитанный επ., βρ: -тан, -танна, -танно ευάγωγος, καλοδιαπαιδαγωγημένος. благовременный επ., βρ: -менен, -менна, -менно (παλ.) έγκαιρος, στον κατάλληλο καιρό'. ЙлаГОГлупоСТЬ, -И θ. ευήθεια, αφέλεια. благоговейно επίρ. ευλαβικά, ευσεβώς. благоговейный επ. ευλαβικός, ευλαβής, ευ- ευσεβής. благоговение, -Я ουδ. ευλάβεια, ευσέβεια. благоговеть, -ею, -ёешь ρ.δ. ευλαβούμαι, σέβομαι. благодарение, -Я ουδ. (παλ.) ευγνωμοσύνη, ευχαριστία. благодарить, ρ.δ.μ. ευχαριστώ, ευγνωμονώ. Ιΐέπφρ. -ГО тебя, вас σε (σας) ευχαριστώ, ευ- ευγνωμονώ, ι благодарно επίρ. με ευγνωμοσύνη, ευγνω- μόνως. благодарность, -И θ. ευγνωμοσύνη, ευχαρι- ευχαριστία. благодарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 ευγνώμων, -ονας. 2 ευοίωνος, που υπόσχεται καλά αποτελέσματα. II εκφρ. очень -рен вам σας ευχαριστώ πάρα πο^ύ, σας ευγνωμονώ πολύ. благодарственный επ. (παλ.) ευγνώμονας· -ые слова λόγια ευγνώμονα, -ούνης. благодарствовать, -ствую; ρ,6. (παλ.)οτις εκφρ. -ствуго; -ствуй(те) ευχαριστώ, ευγνω- ευγνωμονώ· ευγνωμονεί, -είτε. благодаря 1 επιρ. μτχ. ευγνωμονώντας. 2 (πρόθ.) χάρη σε, απο αιτία, εξ αιτίας, λόγω· - случайности χάρη στην τύχη. II εκφρ. - то- тому ЧТО χάρη στο ότι. благодатный επ., βρ: -тен, -тна, -ΤΗοευ- εργητικός, ωφέλιμος, αγαθοεργός· ευτυχής· εύ- Φορος· - драдь ευεργητική βροχή· - край εύ- εύφορος τόπος (περιοχή). благодать, -И θ. 1 (παλ.) ευδαιμονία, ευ- ευτυχία, ευημερία, τα καλά του θεού· как^Я у вас тут -! τι ευτυχισμένοι που εϊστε.ΊΙεχφρ. - В доме αφθονία αγαθών στο σπίτι, ευλογία θεού. благоденственный επ. (παλ.) ευδαιμονι- κός, ευτυχής. благоденствие, -я ουδ. (παλ.) ευημερία, ευτυχία, ευζωία. благоденствовать, -ствую, -ствуешь ρ,δ. ευη- ευημερώ, ευζωώ, ευδαιμονώ. благодетель, -Я α. -НИЦа, -Ы θ.(παλ.) ευ- ευεργέτης, -ιοσα, αγαθοεργός, -ή. благодетельный επ., βρ: -лен, -льна, -но
бла 55 бла ευεργετικός, αγαθοεργός, φιλανθρωπικός. благодетельствовать, -ствую, -ствуешь р.6. με δοτ. (παλ.) αγαθοεργώ, ευεργετώ. благодеяние, -Я ουδ. (παλ.) αγαθοεργία,α- γαθοποιια, ευποιια. благодушествовать, -ствую, -ствуешь р.ь. αδιαφορώ, αμεριμνώ, 6ε νοιάζομαι για τίποτε. благодушие, -Я ουδ. καλοψυχία, ~ιά, αγα- αγαθότητα, καλή διάθεση. благодушный επ., βρ: -шен, ~шна, -шно κα- λόφυχος, αγαθός, άκακος, αθώος* -ое выраже- выражение лица αγαθή έκφραση του προσώπου· -ая улыбка αθώο χαμόγελο. благожелатель, -я α. -ница, ~ы θ. καλοθε- καλοθελητής, -τρία. благожелательно επί ρ. ευμενώς κλπ.επ. благожелательность, -и θ. ευμένεια, καλή διάθεση, ευδοκία; благожелательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно καλοπροαίρετος, ευμενής, καλοδιατεθη- μένος, ευνοϊκός· - человек καλοπροαίρετος άν- άνθρωπος* -ая улыбка ευνοϊκό χαμόγελο* -ое от- отношение ευνοϊκή διάθεση. благожелательствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. δείχνω ευμένεια. благозвучие, -Я ουδ. ευφωνία, καλλιφωνία. благозвучность, -и θ. βλ. благозвучие. благозвучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно εύφωνος, καλλίφωνος. благой1, επ. (παλ.) αγαθός, καλός, χρηστός, ενάρετος* -ое намерение καλή διάθεση· -ая МЫСЛЬ αγαθή σκέψη. благой2 επ. (διαλκ.) φαντασμένος, παράξε- παράξενος· ανόητος, αφελής. благолепие, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) μεγαλο- μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, ωραιότητα, ομορφιά· природы το μεγαλείο της φύσης. благолепный επ., βρ: -пен, -пна, -пно με- μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, πανέμορφος. благомыслящий επ. (παλ.) 1 σώφρονος, εύ- φρονας, συνετός. 2 καλοδιατεθημένος. благонадёжность, -И θ. (παλ.) εμπιστοσύνη, αξιοπιστία. II εκφρ. свидетельство о -и πι- πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. благонадёжный επ., βρ: -жен, -жна, -жно (παλ.) έμπιστος, αξιόπιστος, βέβαιος, σίγου- σίγουρος, βάσιμος. II εκφρ. будьте -Ы να είστε σί- σίγουροι, μην αμφιβάλλετε καθόλου. благонамеренность, -и θ. (παλ.) 1 καλή δι- διάθεση. 2 νομιμοφροσύνη. благонамеренный επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно (παλ.). 1 καλοδιατεθημένος, αγαθοπρο- αιρετος. 2 νομιμόφρονας. благонравие, -я ουδ. (παλ.) χρηστοήθεια, ηθικότητα. благонравный επ., βρ: вен, -вна, -вно η- ηθικός, χρηστοήθης. благообразие, -Я ουδ. (παλ.) ευμορφία, ο- ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος, θεωρία, θωριά. благообразный επ. , βρ: -зен, -зна, -зно όμορφος, εΰμορφος, ωραίος, ευειδής. благополучие, -Я ουδ. ζωή ευτυχισμένη (αί- (αίσια). II ευδαιμονία, ευτυχία. II ευπραγία, ευ- πραξία, ευδοκία. благополучно επί ρ. αίσια, -ως, με το κα- καλό, με επιτυχία. благополучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно αίσιος, επιτυχής, τυχερός· - исход αϊσιον πέρας. благоприобретение, -Я ουδ. απόκτηση έντι- έντιμη, με τον ιδρώτα του ίδιου, δι' ιδίων μέσων. II περιουσία έντιμη, 6ι ' ιδίων κόπων. благоприобретенный επ., βρ: -тен, -а, -о επίκτητος με κόπους του ίδιου (μη κληρονομικ- κληρονομικές). благопристойно επί ρ. κοσμίως, ευκόσμως, σεμνά, -ώς. благопристойность, -И θ. (παλ.) κοσμιότη- κοσμιότητα, ευπρέπεια, ευσχημοσύνη. благопристойный επ., βρ: -стоен, -стойна, -СТОЙНО (παλ.) κόσμιος, εϋκοσμος, ευπρεπής, σεμνός, ευσχήμονας. благоприятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 ευνοϊκός, ευμενής, ευεργετικός· -ые усло- условия ευνοϊκές συνθήκες. 2 ευάρεστος, αρεστός, ευχάριστος· -ые вести ευχάριστες ειδήσεις. благоприятствовать, -ствую, -ствуешь р.ь. με δοτ. ευνοώ, βοηθώ, συντελώ· -ла и погода ευνοούσε και ο καιρός. благоразумие, -Я ου6. σύνεση, φρόνηση,πε- ρ ί σκέψη, σωφροσύνη. благоразумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно συνετός, λογικός, σώφρονας· - человек συνε- συνετός άνθ ρωπος. блаГорСПОЛОЖёние, -Я ουδ. (παλ.) ευνοϊκή διάθεση, καλοπροαίρεση. благорасположенный επ., -жен, -а, -о (παλ.) καλοδιατεθημένος, ευμενής, καλοπροαίρετος, ευνοϊκά διακείμενος. благорастгорёние, -я ουδ., στην εκφρ. воздухов εκκνσ. ευαερία. II (αστ.) καθαρός α- αέρας, καλός καιρός, καλό κλίμα. благороден, -Я ουδ. ευγένεια (τίτλος)· ва- ваше - η ευγένεια οας(τιμητική προσφώνηση). благородный επ., βρ: -ден, -дна, -дне 1 ευγενής (την καταγωγή)· пансион -ЫХ девиц παν- πανσιόν ευγενών νεανίδων. 2 ευγενικός, γενναι- γενναιόφρονος* - ПОСТУПОК ευγενική πράξη. II ουσ. ευγενής. II εκφρ. -ые металлы ευγενή μέταλλα. благородство, -а ουδ. 1 ευγένεια, λεπτότη- λεπτότητα τρόπων, 2 κομψότητα, ωραιότητα, 3 ευγε- ευγενική καταγωγή.
бла 56 бле благосклонно επί ρ. ευμενώς, ευνοϊκά. благосклонность, -И θ. ευμένεια, εύνοια. благосклонный επ., βρ: -лонен, -лонна, -лонно ευμενής, ευνοϊκός, αγαθοπροαίρετος. благословение, -Я ουδ. 1 ευλογία, ευχή· он получил - отца αυτός πήρε την ευχή του πα- πατέρα. 2 μτφ. έγκριση· παρακίνηση, προτροπή, συγκατάθεση, συμφωνία. 3 (παλ.) ευγνωμοσύνη. благословенный επ., βρ: -вен, -ённа,-ён- ΗΟ ευλογημένος· -ая земля ευλογημένη γη. бЛаГОСЛОВЙТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.δ. μ. 1 ευλο- ευλογώ· σταυρώνω· поп его -ΆΛ ο παπάς τον ευλό- ευλόγησε. 2 ευγνωμονώ, ευχαριστώ· - судьбу ευ- ευγνωμονώ την τύχη. II -СЯ 1 ευλογούμαι, παίρ- παίρνω την ευχή· братья -лись у отца τ' αδέρφια πήραν την ευχή του πατέρα. 2 προσεύχομαι, κά- κάνω το σταυρό μου πριν απο κάθε ξεκίνημα. благословлять(ся) р.δ. βλ.благословйтьСся), благосостояние, -Я ουδ. ευημερία, ευπορία, ευτυχία· - народа ευημερία του λαού. благостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- αγαθοεργός, ευεργετικός· - ДОЖДЬ ευεργετική Βροχή. благостыня. -и θ. (παλ.) συμπόνια· αγαθο- αγαθοεργία. благость, -И θ. αγαθότητα· συμπόνια. благотворение, -Я ούδ. (παλ.) αγαθοεργία, ευεργεσία. благотворитель, -я α. -ница, -ы θ. ευερ- ευεργέτης, -ισσα, αγαθοεργός, -ή. благотворительность, -и θ. βλ. благотво- благотворение . благотворительный επ. ευεργετικός, αγα- αγαθοεργός, φιλανθρωπικός. благотворительствовать, -ствую, -ствуешь ρ.Ь. ευεργετώ, αγαθοεργώ. ι благотворить, р.6. (παλ.) βλ. благотвори- благотворительствовать. благотворно επί ρ. ευεργετικά κλπ. επ. благотворность, -И θ. ευεργεσία, αγαθοερ- αγαθοεργία, ευεργετικότητα· ωφέλεια. благотворный επ., βρ: -реΗ, -рна,-рно α- αγαθοεργός, ευεργετικός, ευνοϊκός· ωφέλιμος· -ое влияние ευνοϊκή επίδραση. благоусмотрение, -Я ουδ. (παλ.) ευθυκρι- ευθυκρισία, εξέταση δίκαιη, αμερόληπτη. благоустраивать, р.δ. βλ. благоустроить. II -СЯ καλοφτιάχνομαι, χτίζομαι με όλες τις α- ανέσεις, εξωραίζομαι. благоустроенность, -и θ. καλλωπισμός, εύ- τρεπισμός, κατασκευή επιμελημένη· καλόχτιση, благоустроенный επ. καλοχτισμένος, καλο- καλοφτιαγμένος· - дом καλοχτισμένο σπίτι. благоустроить, ρ.δ.μ. καλοχτίζω, ,καλοφτιά- χνω, εξωραΐζω, ευτρεπίζω. благоустройство, -а ουδ. καλλιτεχνική οι- οικοδόμηση, καλοφτιάξιμο, καλοχτίσιμο· εξωρα'ΰ- σμός· - Города εξωραϊσμός της πόλης. благоухание, -Я ουδ. ευωδιά., ευοσμία, μο- σχομυρουδιά, μοσχοβολιά. благоуханный επ., β ρ: -анен, -анна, -ан- ΗΟ ευώδης, εύοσμος, αρωματώδης. благоухать, р.6. ευωδιάζω, μοσχοβολώ, μο- μοσχομυρίζω· цветы -ГОТ τα λουλούδια μοσχοβο- μοσχοβολούν. благочестивый επ. (γραπ. λόγος) θρήσκος, θρησκόληπτος, ευσεβής, θεοφοβούμενος. благочестие, -я ουδ.(γραπ. λόγος) θρησκο- θρησκοληψία, ευσέβεια, θεοφοβία. благочиние, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) ευπρέ- ευπρέπεια, κοσμιότητα. II εφημερία, επιτροπεία, ε- εξαρχία. благочинный επ,Κγραπ. λόγος) ευπρεπής, ευσχήμονας, κόσμιος. 2 ουσ.(εκκλσ,) τοποτη- τοποτηρητής επισκόπου, κληρικός επίτροπος, πρωτε- φημέριος, έξαρχος. блажённенЬКИЙ επ. и. ουσ. ευήθης, κοΊ/τού- τσικος, κουφόνους, αγαθός. блаженный επ., βρ: -жён, -яённа, -жённо. 1 ευτυχέστατος, ευδαίμονας, μακάριος, όλβιος. 2 επ. κ. ουσ. παράξενος. II κουτούτσικος, α- αγαθός, φτωχός το πνεύμα. 3 εκκλσ. μακαριό- μακαριότατος. II εκφρ. -ой памяти αξιομακάριστος, α- οίδιμος. блаженство, -а ουδΤ υπέρτατη ευδαιμονία,' ολβιότητα, μακαριότητα. II έκφρ. СЫТЬ навер- наверху -а άφθαστη καλοπέραση, ζωή χαρισάμενη. блаженствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. ευ- δαιμονώ, ευημερώ, πλέω στα πελάγη της ευτυ- ευτυχίας. блажить, -жу, -жить р. δ. (απλ.) κουτοφέρ- νω, φέρνομαι ανόητα, ιδιότροπα, καπριτσώνω. блажной επ. (απλ.) καπριτσόζος· ζευζέκης, κακοκέ φαλος· ανόητος. блажь, -И θ. (απλ.) παραξενιά, παράλογη απαίτηση· ВЫКИНЬ - ИЗ ГОЛОВЫ διώξε απο μέσα σου την παραξενιά. * бланк, -а α. έντυπο (για συμπλήρωση). *бЛаНХИЗМ, -а α. μπλανκισμός. бланкЙСТ, -а α. μπλανκιστής. *бланманжё ουδ. άκλ. γλύκισμα απο κρένα και αμύδγαλα. * бластула, -ы θ. βλάστη. блат, -а α. (απλ.) 1 (αργκό των κλεφτών) κλοπή, κλεψιά· έγκλημα. 2 ρουσφέτι· по -у με ρουσφέτι, блатной επ. κλέφτικος, των κλεφτών, φα- βλόβιος· -ые песни φαβλόβια τραγούδια. блато, -а ουδ. (παλ.) βάλτος, τέλμα. блевать, блюю, блюёшь р.6. (απλ.) ξερνώ. блевота, -Ы θ. (απλ.) ξέρασμα· ξερατό. блевотина, -ы θ. (απλ.) βλ. блевота.
бле 57 б ли бледнеть, р.6. 1 χλωμιάζω, κιτρινίζω, ω- ωχριώ· он -ёет от страха αυτός χλωμιάζει α- απο το φόβο. 2 υπολείπομαι, καθυστερώ κατα- καταπληκτικά (σε σύγκριση μέ άλλον)· их успехи -ёют перед нашими οι επιτυχίες τους ωχριούν μπροστά στις δικές μας. бледнолицый επ., βρ: -лиц, -а, -Ο κιτρι- νοπρόσωπος, κιτρινιάρης, χλωμός, ωχρός. бледность,-И θ. 1 ωχρότητα, χλωμά&α, κι- τρι,νάδα· - лица ωχρότητα του προσώπου. 2 μτ<ρ. μη εκφραστικότητα, χαλαρότητα* - картины η μη εκφραστικότητα της εικόνας. бледный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 χλω- χλωμός, ωχρός, κίτρινος. 2 μουντός, θαμπός, α- αμυδρός, μουχρός· -ая луна μουντό φεγγάρι. 3 μτφ. που 6εν έχει εκφραστικότητα, πενιχρός. блёклость, -И θ. μαρασμός· ξεθώριασμα, ξέ- βαμμα. блёклый επ. μαραμένος· ξεθωριασμένος, ξέ- ξέθωρος· -ые цветы μαραμένα λουλούδια· краски -ые χρώματα ξεθωριασμένα. блёкнуть, -ну, -нешь· παρλθ.χρ. блёк, -ла, -ЛО р.6. 1 μαραίνομαι, μαραγκιάζω. 2 ξεθω- ξεθωριάζω· μουχραίνω, γίνομαι θαμπός, μουντός. блеск, -а (-у) α. 1 λάμψη, γυαλάδα, στιλ- πνότητα*- солнца η λάμψη του ήλιου· - ШТЫ- ШТЫКОВ η λάμψη των λογχών. 2 μτφ. πολυτέλεια·' μεγαλοπρέπεια· - славы λάμψη (φωτοστέφανος) της δόξας· - наряда η πολυτέλεια του στολι- σμοΰ,του ντυσίματος. 3 (°ε συνδυασμό με ο- νομαοίες μερικών ορυκτών)· железный - ο αι- αιματίτης, αιματοστάκτης (λίθος)· СВИНЦОВОЙ - ο πρωτοθειϊκός μόλυβδος. Ι! εκφρ. во всём -е μ' όλη τη μεγαλοπρέπεια (λαμπρότητα)· С -ом λαμπρά, ε'ξοχα, θαυμάσια. блесна, -ы, πλθ. блёсны, -сен, -снам θ. τεχνητό δόλωμα στο αγκίστρι. блеснуть, -ну, -нёшь р.σ. 1 βλ. блестеть. 2 μτφ. (για σκέψη, αίσθημα) λάμπω, περνώ σαν αστραπή, στιγμιαία· у меня -ла МЫСЛЬ γιά μια στιγμή μου πέρασε η σκέψη· -ла надежда έ- έλαμψε η ελπίδα. блестеть, -Щу, -СТЙШЬ к. γραπ. λόγος бле- блещешь; μτχ. ενστ. блестящий к. γραπ. λόγος блещущий ρ.δ. 1 λάμπω, φέγγω, φωτίζω, λαμ- λαμπυρίζω· -ли огни города έλαμπαν τα ψωτα της πόλης. 2 μτφ. γυαλίζω, αστράφτω· гневом -ЯТ глаза αστράφτουν ,τα μάτια απο το θυμό· не всё то золото, что -ЙТ κάθε τι που λάμ- λάμπει δεν είναι χρυσό· -ЙТ лысина λάμπει η φα- φαλάκρα (καράφλα). II διακρίνομαι, ξεχωρίζω, ε- εξέχω, κάνω εντύπωση· он -ЙТ своим умом αυ- αυτός λάμπει με το πνεύμα του. 3 καταπλήττω, κάνω κατάπληξη· ОНИ -щут красотой αυτοί λάμ- λάμπουν με την ομορφιά τους. блёстки, πλθ. (ενκ. блёстка, -и θ.)η πού- πούλια (χρυσοποίκιλτο στα ενδύματα)· цыганки украшают платье позументами и -ами οι τσιγ- τσιγγάνες στολίζουν το φόρεμα με σειρήτια και πούλιες. II λάμψη, έκλαμψη· - таланта η λάμ- λάμψη του ταλέντου· - остроумия έκλαμψη ευ- ευφυΐας . блестяще επί ρ. λαμπρά, θαυμάσια, έξοχα, υπέροχα· дела идут - οι υποθέσειε (δουλιές) πάνε λαμπρά. блестящий επ., βρ: -тящ, -а, -е λαμπρός, σπινθηροβόλος· -ие глаза σπινθηροβόλα μάτια. II μτφ. πολυτελής· - наряд λαμπρή στολή. II ε- εξαιρετικός, έξοχος, υπέροχος· - оратор υπέ- υπέροχος ρήτορας· - успех λαμπρή επιτυχία. '"блеф, -а α. μπλόφα. блеяние к. блеяние, -я ουδ. βέλασμα· -яг- -ягнят το βέλασμα των αρνιών. блеять,· блеет к. блеять, блеет р.δ. βελάζω. ближайший, υπερθ. βαθμός του επ. слизкий. 1 πλησιέστατοε, εγγύτατος, ο πλησιέστερος·-ая почта το πλησιέστερο ταχυδρομε,ίο· -ие родс- родственники οι πλησιέστεροι συγγενείς· В -ем будущем στο πιο σύντομο (κοντινό) μέλλον в -ие ДНИ στις προσεχείς μέρες. II άμεσος· -ие задачи τα άμεσα καθήκοντα. 2 ο αμέσως επό- επόμενος, ο άμεσος· - начальник ό άμεσος προϊ- προϊστάμενος. II προσωπικός, άμεσος, χωρίς μεσο- μεσολάβηση άλλου· при -щем участии με άμεση συμ- συμμετοχή· при -щем рассмотрении ύστερα απο προ- προσωπική εξέταση. ближе, συγκρ. β. του επιρ. близко και του επ. близкий. бЛИЖНИЙ, -ЯЯ, -ее επ. Λ βλ. бЛЙЗКИЙ Aοημ.). II о εγγύς, ο πλησίον - Восток η Εγγύς Ανα- Ανατολή. 2 (παλ.) στενός, πλησιέστερος· -ЯЯ ро- родня οι στενοί συγγενείς. 3 ^ ουσ. ο συ- συνάνθρωπος· любите -его αγαπάτε τον πλησίον помогать -ИМ βοηθώ τον πλησίον. близ, πρόθ. με γεν. 1 πλησίον, κοντά, σι- σιμά, εγγύς· Я живу - города ζω κοντά στην πό- πόλη. 2 (παλ.) σχεδόν, περίπου· - полудня κα- κατά (κοντά) το μεσημέρι. бЛЙЗИТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.δ. 1 πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω, κοντεύω· -ится зима σιμώνει ο χει- χειμώνας· -ится дождь έρχεται η βροχή. близкий επ., βρ: -зок, -зка, -зко; бли- ближе, ближайший. 1 κοντινός, ο πλησίον, ο εγ- εγγύς, о παρακείμενος, ο προσκείμενος· -0К локоть, да не укусишь (παροιμία) κοντά εί- είναι о αγκώνας σου, όμως δε φτάνεις να τον δαγκάσεις (εύκολο, όμως ακατόρθωτο)· близкое расстояние κοντινή απόσταση. 2 (για χρόνο) επικείμενος, προσεχής επερχόμενος· -ое бу- дуюшее το προσεχές μέλλον -ая смерть о ε- επικείμενος (οσονούπω) θάνατος. 3 στενός, οι- οικείος· - друг στενός (επιστήθιος) φίλος. 4
б ли 58 блу πλθ. -ие οι στενοί συγγενείς, οι δικοί. II εκφρ. -ие отношения στενές σχέσεις. близко επί ρ. πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς· я живу - от вас εγώ ζω κοντά σε σας· - по- познакомиться να γνωριστούμε απο κοντά· город - η πόλη είναι κοντά,II μτφ. περίπου, γύρω, πάνω-κάτω·ей - К сорока годам αυτή κοντεύει τα σαράντα. близлежащий επ. προσκείμενος, παρακείμε- παρακείμενος, διπλανός, γειτονικός. близнецы, -ОВ πλθ. (ενκ. близнец, -а α.)· δίδυμα, δίδυμοι, διπλάρικα· братья -Ы αδέρ- αδέρφια δίδυμα. близорукий επ., βρ: -рук, -а, -О. 1 μύω- μύωπας, κοντόφθαλμος· очки для -их ματογυάλια για τους μύωπες. 2 μτφ. μη οξυδερκής, μη δι- διορατικός· политик - πολιτικός κοντόφθαλμος. близорукость, -и θ. 1 μυωπία· страдать -ью έχω μυωπία. 2 μτφ. έλλειψη διορατικότη- διορατικότητας, οξυδέρκειας. близость, -И θ. 1 προσέγγιση, εγγύτητα, γειτνίαση· - ВЗГЛЯДОВ προσέγγιση των από- απόψεων. 2 σίμωμα, πλησίασμα, ζύγωμα· - ЗИМЫ το πλησίασμα του χειμώνα. 3 οικειότητα· ме- между ними установилась - ανάμεσα τους έγινε (επήλθε) προσέγγιση. * блик,-а α. αναλαμπή· - от костра η ανα- αναλαμπή της φωτιάς. II φωτεινή κηλίδα· -И В глазах портрета άσπρες κηλίδες στα μάτια του πορτρέτου, блин, -а α. πλακούντιο απο! αλεύρι, γάλα κλπ. αρέπ. II εκφρ. первый - КОМОМ αρχή το ήμισυ παντός, κάθε αρχή και δύσκολη· печь как -Ы ((Γ·πλ.) φτιάχνω πολλά και γρήγορα. 'блиндаж, -а α. (στρατ.) σκέπαστρο, οχυρό. блиндажный επ. του σκέπαστρου, οχυρωματι- οχυρωματικός- -ые балки οχυρωματικοί δοκοί. блиндировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ο- οχυρώνω, θωρακίζω. блинок, -ΗΚΟ α. μικρή κρέπ, κρεπίτσα. блинчик, -а α. βλ. блинок. блистание, '•Я ουδ. λάμψη· - ОГнёЙ η λάμψη των Σαϊτιών, блистательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно λαιι-ρός, εκθαμβωτικός· κάτασπρος, αστραφτε- αστραφτερός- - зимний ковёр το κάτασπρο χαλί του χει- χειμώνα. II μτφ. μεγαλειώδης, περίλαμπρος·- ус- пёх λαμπρή επιτυχία· -ая карьера λαμπρή στα- σταδιοδρομία. блистать, ρ. δ, βλ. блестеть. Ιΐεκφρ.-от- суствием λάμπω με την απουσία μου. *блок^ -а α. τροχαλία, καρούλι. *бЛ0К* -а α. 1 συνασπισμός· - коммунистов и беспартийных1 о συνασπισμός των κομμουνι- κομμουνιστών και εξωκομματικών. 2 όγκος, ογκόλιθος, κυβόλιθος. II μεγάλη ομάδα. 3 τσιμέντινο οι- οικοδομικό τετράγωνο. *блокада, -Ы θ. 1 πολιορκία, αποκλεισμός, ■μπλοκάρισμα· μπλόκο· - Ленинграда η πολιορ- πολιορκία του Λένινγκραντ· СНЯТЬ -у λύνω την πο- πολιορκία. 2 μτφ. απομόνωση· политическая πολιτικός αποκλεισμός· экономическая - οι- οικονομικός αποκλεισμός. блокадный επ. πολιορκητικός, αποκλειστι- αποκλειστικός, του αποκλεισμού· -ое КОЛЬЦО о (πολι- (πολιορκητικός) κλειός. *бЛ0КГауз, -а α. στρατιωτικός πύργος. блокирование, -я ουδ. βλ. блокада. блокировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 πο- πολιορκώ, μπλοκάρω, αποκλείω. 2 κλείνω το δρό- δρόμο με σινιάλο. II -СЯ 1 πολιορκούμαι, μπλο- μπλοκάρομαι, αποκλείομαι. 2 συνασπίζομαι. блокировка, -и θ. βλ. блокирование. блокировочный επ. αποκλειστικός, απαγο- απαγορευτικός· - сигнал απαγορευτικό σινιάλο. бЛОКНОТ, -а α. σημειωματάριο, μπλοκ, бЛОКНОТНЫЙ επ. του σημειωματάριου·- лист φύλλο σημειωματάριου. *блонда, -Ы θ. πλόνδα (είδος ταντέλλας). *блондин, -а α., -ка,-И θ. ξανθομάλλης,-α, -ούσα, ξανθούλα. блоха, -и, πλθ. блохи, δοτ. -ам о ψύλλος. бЛОШЙНЫЙ επ. του ψύλλου· - укус το τσίμ- τσίμπημα του ψύλλου. блошка, -И θ. μικρός φύλλος. II το πηδητό (παιδ. παιχνίδι). блуд, -а α. (παλ.) ασωτεία, σπατάλη· ακο- ακολασία. блудить1, -жу, -ДИШЬ ρ.δ. (απλ.) 1 ασωτεύω, περνώ ζωή σπάταλη, έκλυτη. 2 κλέβω, παίρνω κρυφά (λέγεται κυρίως για μερικά ζώα). » блудить2, -жу, -дишь к. -дйшь р.δ. (απλ.) περιπλανιέμαι· ДОЛГО мы -ЛИ по лесу πολύ πε- περιπλανηθήκαμε στο δάσος, блудливость, -И θ. (απλ.) 1 ασωτεία, εκ- εκφυλισμός. 2 περιφορά, τριγύρισμα (για κλοπή). блудливый επ., βρ: -лив, -а, -О (απλ.) (γιά ζώα) περιφερόμενος για κλοπή· -ЙВ как кошка, труслив как заяц περιφερόμενος σαν τη γάτα, δειλός σαν το λαγό. блудни, -ей πλθ. (απλ.) 1 ί.σωτε'ιες· εκ- εκφυλισμός . 2 μικροκλοπές. блудница, -Ы θ. έκφυλη, άσωτη, ξεπεσμένη, παραστρατημένη γυναίκα. блудный επ. άσωτος, σπάταλος· ακόλαστος· II εκφρ. - сын άσωτος υιός. блудня, -И α. и. θ. ο περιφερόμενος για κλέψιμο· кошка-блудня γάτα-κλέφτρα. блуждание, -Я ουδ. περιπλάνηση, περιπέ- περιπέτεια· - В лесу περιπλάνηση στο δάσος. блуждать, ρ.δ. 1 περιπλανιέμαι, περιφέρο- περιφέρομαι άσκοπα. 2 περιπλανιέμαι αναζητώντας δι-
блу 59 бог έξοδο. II πλανιέμαι, αλλάζω διεύθυνση. блуждающий επ.πλανάμενος, περιφερόμενος· - ВЗГЛЯД περιφερόμενο βλέμμα· II εκφρ. -ая почка νεφροπτωσία· - нерв πνευμογαστρικό ή πλανητικό νεύρο· -ие огни φωτεινές ατμίδες φωσφόρου. *блуза, -Ы θ. μπλούζα, φόρμα· рабочая - η εργατική φόρμα· матроская - η ναυτική μπλού- μπλούζα. II (παλ.) φαρδιά γυναικεία οικιακή μπλού- μπλούζα. блузка, -И θ. μπλουζίτοα. блузник, -а α. (παλ.) εργάτης· με φόρμα. блюдечко, -а ουδ. 1 πιατελίτσα. 2' φαγιτά- κι. II εκφρ. как на -е βλ. στη λέξη блюдо. бЛГОДО, -а ουδ. 1 πιατέλλα. 2 φαγητό, ε'δε- σμα· Обед ИЗ трёх бЛВД γεύμα με τρία φαγη- φαγητά. II εκφρ. как на -е πολύ ευδιάκριτα, κα- δαρότατα. бЛОДОЛЙЗ, -а α. (παλ.) τσανακογλύφτης, οε- λέμης, παράσιτος. блюдце, -а, γεν. πλθ. -дец πιατελάκι, πια- πιατάκι . *бЛВДИНГ, -а α. μπλιούμιγκ, μηχανή ελαστι- κοποίηοης. блюсти, блюду, -дёшь; παρλθ. χρ. блюл, ~ла, ~ло р.6.μ. 1 τηρώ· - дисциплину труда τηρώ την εργατική πειθαρχία· - порядок τη- οώ την τάξη- - законы τηρώ τους νόμους. 2 ε- επιβλέπω, επιτηρώ. II -ЙСЬ 1 τηρούμαι. 2 ε- επιβλέπομαι, επιτηρούμαι. блюститель, -Я α. -НИЦа, -Ы θ. ο, η τη ρη- ρητής· - ТИШИНЫ τηρητής ησυχίας· - закона τη- οητής του νόμου· - порядка τηρητής της τά- τάξης. бляха, -И θ. πινακίδα· μεταλλική πλάκα. бляшка, -и θ. πινακιδίτοα· πλακίτσα. *боа, άκλ. 1 βόας. 2 ουδ. επώμιο των γυ- γυναικών, εοάρπα· меховое - εσάρπα απο γού- γούνα· женщина В страусовом - γυναίκα μεεσάρ- μεεσάρπα στρουθοκαμήλου. боб, -а α. 1 λοβός, το περίβλημα των ο- οσπρίων. II το κουκκί, το σπειρί, το σπέρμα. 2 πλθ. -Ы τα όσπρια. II εκφρ. -й разводить μα- ματαιοπονώ, ματαιολογώ, φλυαρώ άσκοπα (δεισι- (δεισιδαιμονία απο το ρίξιμο των κουκλιών)· 0С- ТЭТЬСЯ ή сидеть на -ах την παχύ, πέφτω έξω. бобёр, -бра α. 1 γούνα καστόρινη. 2 βλ. бобр. *бобйна, -Ы θ. πηνίο, μασούρι. καρούλι, μπο- μπομπίνα. бобковый επ. σπερματικός, απο σπέρματα· -ое масло λάδι απο σπόρια. бобовый επ. των οσπρίων, των ελλοβόκαρ- πων - стручок о λοβός των οσπρίων. II ουσ. πλθ. -ые та ελλοβόκαρπα. бобок, -бка α. σπέρμα, οπειρί των οσπρίων. бобр, -а α. κάστορας, βύδρα, νερόσκυλο, ε- νυδρίς. II εκφρ. убить -а (παρμ.)· α) πιά- πιάνω μεγάλο κελεπούρι (αποκτώ μεγάλο θησαυρό), β) ειρν. άνθρακες ο θησαυρός· πηγαίνω για μαλλί και γυρίζω κουρεμένος. бобрёнок, -нка, πλθ. -рята, -рят καστορά- κι, βυδρίτσα. бОбрИКОВЫЙ επ. καστόρινος. бобриком, επί ρ. σαν τον κάστορα (κούρεμα κοντό με ορθοστάτες μπροστά τρίχες). бобровый επ. καστόρινος· του κάστορα. бобылка, -И θ. ακτήμονη, φτωχοχωρική. бобыль, -Я α. 1 (παλ.) ακτήμονας, φτωχο- χωρικός. 2 εργένης, μπεκιάρης. бог, -а, κλητ. (παλ.) боже, α. θεός. II εκφρ. боже мой! θεέ μου! - знает ή весть кто, что, какой, куда к.τ.τ. ο θεός ξέρει ποιος, τι, τι λογής, πού· не дай - ή не дай боже (απευχή) να μη δόσει ο θεός, θεός φυ- φυλάξει! дай - (ευχή) να δόσει ο θεός· избави - ή боже! απάλλαξε θεέ μου! сохрани - ή бо- боже θεός (να) φυλάξει· побойся, -йтесь бога φοβήσου, φοβηθείτε το θεό (λυπήσου)· ради -а για το θεό, για χάρη του θεού, για τ' ό- όνομα του θεού· С -ОМ με το θεό, με τη βοή- βοήθεια τοΟ θεού, με το καλό· слава -у δόξα το θεό (τω θεώ), δόξα σοι ο θεός, δόξα νάχει ο θεός· ей -у иа το θεό· как - на душу поло- положит όπως πει ο θεός· одному -у известно μό- μόνο ένας θεός ξέρει. богаделка, -И θ. τρόφιμη γηροκομείου. бОГадёлЬНЯ, -И θ. γηροκομείο· Ι ενδιαίτημα αναπήρων. II (ειρν.) τεμπελχανείο. *богара, -Ы θ. (αθρσ.) σπαρμένα χωράφια ή εκτάσεις. богатей, -я α. (απλ.) πλούσιος. богатеть ρ.δ. πλουτίζω, -αίνω. бОГатЙТЬ,-чу, -ТИШЬ ρ.δ.μ.ζπαλ.) πλουταίνω. богатство, -а ουδ. 1 πλούτος· огромное - τεράστιος πλούτος. 2 μτφ. πλήθος, αφθονία. 5 πολυτέλεια. богатый επ., βρ: -гат, -а, -о. 1 πλούσι- πλούσιος· -ая страна πλούσια χώρα· Ι - человек πλούσιοί άνθρωπος. II ουσ. ο πλούσιος· - И в будни пирует, а бедный в праздник горует (παρμ.) ο πλούσιος και τις καθημερινές γλεν- γλεντάει, όμως ο φτωχός και τις γιορτές πικραί- πικραίνεται. 2 πολυτελής· -ое убранство πλούσια επίπλωση. 3 Μτ(Ρ· μεγάλος, αρκετός* - урожай μεγάλη σοδειά· - ОПЫТ πλούσια πείρα. ΙΙεκφρ. чем -ТЫ, тем и рады (οε μουσαφίρη) ό,τι υ- υπάρχει στο φτωχικό μας θα φάμε. богатырский επ. 1 ηράκλειος, γιγάντιος, υ- υπερφυσικός" -ая Сила ηράκλεια δύναμη· - ГО- ГОЛОС στεντόρεια φωνή. 2 ηρωικός· - эпос το ρωσικό ηρωικό έπος. II εκφρ. - сон βαρύς ή
бог 60 бое βαθύς ύπνος. богатырство, -β ουδ. ηράκλεια δύναμη· οι ηρακλήδες. богатырь, -ία, 1 ήρωας του ρωσικού έπους, Ηρακλής. 2 μτφ. άνθρωπος ισχυρότατος. богач, -а α., -ка, -и θ. πλούσιοο, -α. богаче, συγκρ. β. του επ. богатый. *богдыхан, -а α. (παλ.) κινέζος αυτοκράτο- αυτοκράτορας. *богёыа, -Ы θ. 1 (αθρο.) μποέμηδες. 2 ζωή μποέμικη. богемный επ. μποέμικος· - быт η μποέμικη ζωή. бОГЙНЯ, -И θ.,1 θεά· - Афина η θεά Αθηνά. 2 (παλ.) πανέμορφη, αξιαγάπητη γυναίκα. богобоязненный επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно (ίιαλ.) θεοφοβούμενος. богоискатель, -Я α. θεοψάχτης. богоискательство, -а ουδ. θεοέρευνα. богомаз, -а α. εικονογράφος, αγιογράφος. ΙΙ(ειρν,) αδέξιος εικονογράφος, της κακής ώ- ρας. богоматерь, -и θ. βλ. богородица. богомол, -а α. 1 προσκυνητής, λάτρης.II πε- λεγρίνος, χατζής. 2 η μάντιδα, μάντις, μάν- μάντης ο θρήοκος ή αλογάκι της Παναγίας (ορθό- πτερο έντομο). богомолец, -льца α., -лка, -и θ. βλ. бо- богомол Aσημ.). богомолье, -Я ουδ. (παλ.) μετάβαση οε ι- ιερούς τόπους, χατζηλίκι, богомольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно θεοσεβής, θεοφοβούμενος. бОГООТСТуПНИК, -а α. (παλ.) αρνησίθρηοκος, εξωμότης, αποστάτης. богородица, -Ы θ. θεομήτωρ, Παναγία. богослов, -а α. θεολόγος, ιεροκήρυκας. богословие; -я ουδ. θεολογία. богословский επ. θεολογικός. богослужебный επ. θρησκευτικός· ιερός*-ые КНИГИ θρησκευτικά βιβλία. богослужение, -Я ουδ. ιερουργία, ιεροτε- ιεροτελεστία. богостройтелэ, -Я α. θεοπλάστης. бОГОСТроЙте..ЬСТВО, -а ουδ. θεοπλασία. боготворить, ρ.δ.μ. 1 λατρεύω (σαν το θε- θεό)· мать -йт своего сына η μάνα λατρεύει το παιδί της. 2 θεοποιώ· Египтяне -ли быка Апи- Аписа οι Αιγύπτιοι λάτρευαν για θεό τον Άπιδον ταύρο. богоугодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно (παλ.) θεάρεστος, θεοφιλής. II εκφρ. -ое за- заведение (παλ.) φιλανθρωπικό ίδρυμα. богохульник, -а α., -Ца, -Ы θ. βλάσφημος, -η, υβριστής των θείων. богохульный επ. (παλ.) βλάσφημος. богохульство, -а ουδ. βλαστημιά, -φημία. богохульствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. (παλ.) βλαστημώ, βλασφημώ. бодастый επ. (απλ.) βλ. бодливый. бодать, ρ.δ. μ. (για ζώα) κερατίζω, κου- τράρω, κουτουλώ, μπιτοίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. наша корова -ется η γελάδα μας κουτράει.Ιί αλληλοχτυπιέμαι, κουτριέμαι, κουτουλιέμαι. бОДЛЙВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -ο κουτουλιά- ρικος· -ая корова κουτουλιάρικη γελάδα. боднуть, р.о. βλ. бодать. бодрить, р.δ.μ. ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κουράγιο, εμψυχώνω, ζωογονώ. II -СЯ ενθαρρύ- ενθαρρύνομαι, θαρρεύω, παίρνω θάρρος, κουράγιο, α- ναθαρεύω· ζωογονούμαι. бодро επίρ. ζωηρά, θαρρετά· σφριγηλά. бодрость, -И θ. ζωηρότητα, σφριγηλότητα. бодрствование, -Я ουδ. αγρύπνημα, αγρυπνία. бодрствовать, -ствую, -ствуешь р.6. αγρυ- αγρυπνώ· ожидая нападение мы -ли всю ночь περι- περιμένοντας επίθεση, όλη τη νύχτα αγρυπνούσαμε. бодрый, επ., βρ: бодр, -ό, -Ο ζωηρός, σφρι- σφριγηλός- - ВИД ζωηρή όψη. бодрящий, επ. ζωογόνος, τονωτικός. бодун, -а α. (διαλκ.) κουτουλιάρης. бОДЯГа, -и θ. σπόγγος, σφουγγάρι του γλυ- γλυκού νερού. боевик, -а α. 1 μαχητής. 2 μεγάλη επιτυ- επιτυχία (σουξέ) κινηματογραφικής ταινίας ή θεα- θεατρικής παράστασης. 3 πολεμικό αεροπλάνο. боевой, επ. 1 μαχητικός, πολεμικός, στρα- στρατιωτικός· -ая готовность στρατιωτική ετοι- ετοιμότητα· -Ое задание στρατιωτική αποστολή· - ОПЫТ η πολεμική πείρα· -ая тревога πολεμι- πολεμικός συναγερμός· - порядок ВОЙСК η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων -ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων -ая единица μονάδα μά- χης(η ομάδα)· - конь μαχητικό άλογο· - ПЭТ- рон το φυσίγγι· -ые припасы τα πολεμοφόδια· -ая задача αποστολή μάχης· -ая заслуга πο- πολεμική εξαιρετική υπηρεσία· - товарищ συμ- μαχητής, συμπολεμιστής· -ая мощь στρατιωτι- στρατιωτική ισχύς· -ые действия πολεμικές ''επιχειρή- ''επιχειρήσεις. 2 πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος· - дух πολεμικό πνεύμα. 3 αγωνιστικός., боёк, бойка α. 1 ή ακή του επικρουστήρα. 2 ο επικρουστήρας (όπλου). боекомплект, -а α. μονάδα πυρός. боепитание, -Я ουδ. εφοδιασμός με πολεμι- πολεμικό υλικό. боеприпасы, -ОВ πλθ. πολεμοφόδια. боеспособность, -И θ. μαχητική ικανότητα· потерять - βγαίνω ανίκανοο για το στρατό· - армии η μαχητική ικανότητα του στρατού. боеспособный, επ., βρ: -бен, -бна, -бно
бое 61 бок μαχημος. бОвЦ, бойца а. 1 μαχητής, πολεμιστής. 2 μτφ. αγωνιστής. 3 στρατιώτης, φαντάρος, ο- οπλίτης. баяба,-Ы θ. ο όρκος "μα το θεό". боже, (παλ.) κλητ. της λ. бог . божеский επ. 1 (παλ.) θεϊκός. 2 δίκαιος, λογικός· -ая цена λογική τιμή· -ие услония υποφερτές συνθήκες. II ен<рр. ЯВЙ(те) -ую МИ- МИЛОСТЬ (παλ. κ. απλ.) δόσε, -τε ελεημοσύνη1 στο φτωχό. божественно επίρ. θεϊκά, -ώς κλπ. επ. божественный επ., βρ: -вен, -венна,-вен- но. 1 θεϊκός, θείος· "-ая комедия" η "θεία κωμωδία". 2 θρησκευτικός εκκλησιαστικός·-ие книги τα θρησκευτικά βιβλία. 3 ΐΐανε'μορφος, εξαίσιος, θεσπέσιος. божество, -а ουδ. θεότητα· языческие -а οι ειδωλολατρικές θεότητες. 60ЖЯ&, -ЬЯ, -ье επ. θεϊκός, του θεού· -ья ВОЛЯ θ(εού θέληση· - храм о ναός (οίκος) του θεού. II εκφρ. -ЬЯ корова α) μάραβος, πασχαλιά (έντομο), β) ευλογημένος, ήσυχος, βολικός· каждый - день κάθε μέρα του θεού, καΒημερινά· ясно как - день πεντακάθαρα, ολοκάθαρα. божиться, -жусь, -жишься р.δ. ορκίζομαι στο θεό, λέγω "μα το θεό" бОЖНЙца, -Ы θ. εικονοστάσιο. бОЖОК, -жка α. 1 θεούλης. 2 αγαλματάκι, μι- μικρό είδωλο θεού, θεότητας. 3 άνθρωπος λα- λατρευτός, πολυσέβαστος, θεοποιημένος. бой, боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бой а. 1 μάχη· наступательные бой επιθετι- επιθετικές μάχες· бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)· поле 00Я το πεδίο της μάχης· вступить В - μπαίνω (παίρ- (παίρνω μέρος) οτη μάχη· морской - ναυμαχία· ре- решающий - αποφασιστική μάχη· рукопашный - η . μάχη οώμα προς σώμα* уличный - οδομαχία· разгорался η μάχη άναψε· вести - διεξάγω μά- μάχη· ВЗЯТЬ без 60Я καταλαβαίνω (καταχτώ) α- αμαχητί· дать - δίνω μάχη· вести в - новые СИЛЫ ρίχνω οτη μάχη νέες δυνάμεις· принять - (μτφ.) δέχομαι τη μάχη· уклоняться ОТ боя αποφεύγω τη μάχη· ОТХОДИТЬ С боем υποχωρα (συμπτύσσομαι) μαχόμενος· сдаться без сЗсЗч παραδίνομαι αμαχητί· выковаться в боях α- τσαλώνομαι στις μάχες. 2 αγώνας, πάλη·· клас- классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρού- σε>-ς. 3 (αθλτ.) αγώνας, πάλη· кулачный - η πυγμαχία. 4 χτύπος, χτύπημα, κρούση·-часов το χτύπημα του ξυπνητηριού* барабанный - η τυμπανοκρουσία. 5 σπάσιμο, θραύση· - посуды το σπάσιμο των πιατικών ЯЙца-бОЙ αυγά σπα- σπασμένα. II εκφρ. брать (взять) С бою α) παίρ- παίρνω (κυριεύω) με μάχη. β) αποκτώ με πάλη, α- αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες· бой- баба βλ. баба.. бойкий επ., βρ: боек, бойка, оойко; бойче. 1 ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος, γρήγορος. II επινοητικός, εφευρετικός· - ум εφευρετικό μυαλό. 2 πολυσύχναστος· ζωηρός· -ое место πολυσύχναστο μέρος· -ая торговля ζωηρό εμ- εμπόριο. II εκφρ. - ή боек на ЯЗЫК ετοιμόλογος· -ое перо γερή πένα (ικανότητα σύνθεσης λόγοΐυ). бойко επίρ. ζωηρά, σβέλτα κλπ. επ. бОЙКОСТЬ, -И θ. ζωηρότητα, σβελτάδα, ευ- ευστροφία, γρηγοράδα. *бОЙКОТ, -а α. μποϋκοτάζ. бойкотировать, -рую, -руешь р.6.μ. μποϋ- μποϋκοτάρω. бойница, -Ы θ. 1 βελοθυρίδα, πολεμίστρα, τουφεκίστρα. 2 σφυρί (φόνευσης ζώων ста σφα- σφαγεία). бойня, -и θ., γεν. πλθ. боен, δοτ. бойням 1 σφαγείο. 2 μτφ, ανθρωποσφαγή, σφαγή, μα- κελλειό. бойче, συγκρ. β. του επ. 60ЙКИЙ και του επιρ. бойко. бок, -а, προθτ. о боке, на боку, πλθ. бока а. 1 πλευρό, πλευρά· перевёртываться С -у на бок γυρίζω απο το ένα πλευρό στο άλλο· спать на -у κοιμάμαι στο πλευρό. 2 πλευρά αντι- αντικειμένου. II εκφρ. - ό - πλάι-πλάι· брать (ВЗЯТЬ, схватить) за -а (απλ.) πιάνω απο τ' αυτί (να δόοει λόγο ή υποχρεώνω να κάμει τι)· ПОД боком η" ПОД боком δίπλα, πλάι, πολύ κον- κοντά· лежать на -у το πιάνω ζάπλα (τεμπελιά- ζω· намять, наломать, обломать -а σπάζω τα πλευρά (ξυλοκοπώ άγρια)· отдуваться сво- своими -ами πληρώνω τα σπασμένα (άλλου), την πληρώνω εγώ. бокал, -а α. κύπελλο, κρασοπότηρο, ποτήρι· поднимать - υψώνω το ποτήρι (πίνω στην υγεία). боковина, -Ы θ. η πλευρά, το πλευρικό μέ- μέρος, το πλαϊνό. боковой επ. πλευρικός, πλάγιος· -ая КОЧ- ка о σάλος του πλοίου, μπότζι, διατοίχιση· отправиться на -ую πηγαίνω να ξαπλώσω, να κοιμηθώ· пора на -уго (είναι) ώρα για ύπνο· -ая линия η αγχιστεία (οι πλάγιοι συγγενείς! боковушка, -и θ. διπλανό δωμάτιο, κρεββα- τοκάμαρα. II παράρτημα. боком επίρ. 1 πλευρικά, με το πλευρό, στο πλευρό· ВЫЙТИ -ОМ βγαίνω πλευρικά. 2 λοξά.II εκφρ. выйти -ом (απλ.) βγαίνω(έρχομαι) ανά- ανάποδα, αντίθετα, παρά τους υπολογισμούς. *бОКС1, -а α. πυγμαχία, μποξ. бОКСг, -а α. είδος κουρεύματος. *бОКС? -а α. χώρισμα, διαμέρισμα, απομονω- τήριο αρρώστου. боксёр, -а α. πυγμάχος, μποξαδόρος.
бок 62 бол боксёрский επ. πυγμαχικός· -не перчатки γάντια πυγμαχίας. боксировать, -рую, -руешь р.δ. πυγμαχώ, παίζω μποξ. *боксит, -а α. βωξίτης. бокситовый επ. του βωξίτη· -ые месторож- месторождения κοιτάσματα βωξίτη. болван, -а α. 1 (διαλκ.) ξύλο κακοπελεκη- μένο. 2 φόρμα, καλούπι (κατασκευής καπέλλων). 3 κουτός, μωρός, αβέλτερος. 4 (παλ.)είδωλο. болванка, -И θ. 1 (τεχ.) χελώνη (ακατέρ- (ακατέργαστο μέταλλο). 2 ακατέργαστο τεμάχιο ξύ- ξύλου, σιδήρου κλπ. 3 βλ. болван C σημ.). болгарин, -а α. -ка, -И θ. Βούλγαρος,-άρα, -ίδα. болгарский επ. βουλγάρικος, -ικός. боле, (παλ.) βλ. больше. болевой επ. του πόνου, οδυνηρός. более, Я βλ. больше. 2 πιο, περισσότερο· - спокойный πιο ήσυχος· - смелый πιο τολμη- τολμηρός. II εκφρ. - ИЛИ менее περισσότερο ή λι- λιγότερο, λίγο-πολύ· не более (и) не менее как... ή ни более (и) ни менее как... ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς, -έστατα- - ТОГО ί,κτός απ' αυτό, εκτόιτ τούτου· тем - ακόμα περισσότερο· - чем περισσότερο απ' ότι. болезненность, -и θ. ασθένεια, αρρώστια· νοσηρότητα· πόνος, οδύνη· - ребёнка η αρρώ- αρρώστια του παιδιού· - укола о πόνος της έ- νεοης. болезненный επ., βρ: -знен, -зненна, -нно 1 ασθενικός, αρρωστιάρικος, φιλάσθενος· νο- οηοός· - ребёнок αρρωστιάρι-κο παιδάκι· -08 состояние νοσηρή κατάσταση. 2 μτφ. παρακα- μωυένος, ο πέρα απο τα όρια· -ое любопытс- любопытство αρρωστιάρικη περιέργεια. 3 οδυνηρός· укусы осы -Ы τα κεντρίσματα της σφήκας εί- είναι οδυνηρά. II μτφ. θλιβερός· -ые воспоми- воспоминания θλιβερές αναμνήσεις. болезнетворный επ. παθογόνος, νοσηρός· -ые микробы παθογόνα μικρόβια. болезнеустойчивый επ. δυσκολοπρόσβλητος απο τις ασθένειες. болезнь, -И θ. ασθένεια, αρρώστια, νόσος· заразная - μεταδοτική αρρώστια· схватить - αρπάζω αρρώστια· душевная - (υχασθένεια· почек ασθένεια των νεφρών детские -и παι- παιδικές αρρώστιες· морская - ναυτία, -αση. II εκφρ. -и роста δυσκολίες στην ανάπτυξη (της παραγωγής, κοινωνικής ζωής κλπ.) бОЛёлЫЦИК, -а α. -ца, -Ы θ. 1 επιθυμητής, ανήσυχος, έμφροντης, 2 φίλαθλος, ~η. *болеро ουδ. ακλ. μπολερό, είδος ισπανικού χορού και μουσικής. болеть1, -ею, -ёешь р.δ. 1 ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος· он давно -ет αυτός είναι α- απο καιρό άρρωστος· она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη απο τύφο. 2 (παλ.) λυπούμαι, συμπο- συμπονώ· - о нищих и убогих λυπούμαι τους φτω- φτωχούς και τους ανάπηρους. II εκφρ. - душой ή сердцем βλ.2 σημ. болеть* -Йт ρ.δ.(για μέλος του σώματος)πο- νώ· нога -йт το πόδι πονά· зубы -ят τα δόν- δόντια πονούν. || εκφρ. душа ή сердце -Йт η ψυ- ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι). болеутоляющий επ. καταπραϋντικός του πό- πόνου· -ие средства καταπραϋντικά φάρμακα για τον πόνο. боливиец, -вййца α. -ка, -и θ. Βολιβιανός, -ανή. боливийский επ. βολιβιανός. *болйд, -а α. βολίδα, αερόλιθος. бОЛОТИНа, -Ы θ. (απλ.) βαλτότοπος. болотистый επ., βρ: -тист, -а, -0.1 βαλ- βαλτώδης, τελματώδης, ελώδης· -ая местность о βαλτότοπος. 2 βουλιαχτερός, που βουλιάζει· -ая почва έδαφος που βουλιάζει. болотный επ. βλ. болотистый· -ые испаре- испарения βαλτώδεις αναθυμιάσεις. II εκφρ. - газ ελειογενές αέριο (μεθάνειο)· -ая птица που- πουλί του βάλτου, ελόβιο πτηνό. болото, -а ουδ. 1 βάλτος, τέλμα, έλος. 2 μτφ. στασιμότητα, αδράνεια· обывательское - μικροαστική αδράνεια· оппортунистическое - οππορτουνιστικός βαλτός· бюрократическое - γραφειοκρατική βρωμιά (βάλτος). болотце, -а, γεν. πλθ. -ев ουδ-μικρός βάλτος. бОЛТ, -а α. μπουλόνι,βλήτρο. II σύρτης. болтанка, -И θ. κούνημα, ταλάντευση στο αεροπλάνο. болтать1, р.δ. 1 μ. ανακατώνω, -εύω, κουνώ· к- лекарство ανακατεύω το φάρμακο (κουνώντας το). 2 αιωρώ, ταλαντεύω, κουνώ στον αέρα· - ногами αιωρώ τα πόδια. II -СЯ 1 ανακατεύομαι. 2 αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, κουνιέμαι στον αέρα. 3 περιφέρομαι άσκοπα. болтать2, ρ.δ. 1 φλυαρώ, πολυλογώ, αεροκο- πανίζω· - вздор λέγω ένα σωρό ανοησίες· без умолку φλυαρώ ασίγαστα (ακατάπαυστα). 2 (για ξένη γλώσσα) μιλώ ελεύθερα· - по рус- русски μιλώ ελεύθερα τα ρωσικά. II εκφρ. - язы- языком γλωοσοκοπανώ, γλωσσαλγώ, με πιάνεΐ'γλωσ- σοδιάρροια. болтливость, -И θ. φλυαρία,φλυαρολογία, α- θυρογλωσσία, λογοδιάρροια. болтливый επ., βρ: -лив, -а, -о φλύαρος, πολυλογάς, αθυρόστομος, αθυρόγλωσσος. болтнуть1, р.σ. βλ. болтать' болтнуть2, р.о. βλ. болтать2. бОЛТОВНЯ, -и θ. φλυαρία, πολυλογία. бОЛТОВОЙ επ. του μπουλονιού, του βλήτρου. болтун1, -а α., -нья, -И θ. φλύαρος, -η, πο-
бол 63 СОМ λυλογας, -γου. болтун? -а α. άβγαλτο αυγό απο την κλώσ- σα. болтушка1, -и α. и. θ. (χαϊδ.) βλ. болтун1. болтушка2, -И θ. (απλ.) 1 αλευρόγαλα. 2αυ- γόγαλα (αυγά χτυπητά με γάλα). 3 χτυπητήρι αυγών. бОЛТИХатЬ, ρ.6.μ. (απλ.) ανεμίζω, ταλαν- ταλαντεύω· ανακατεύω. II -СЯ ανεμίζομαι, ταλαντεύο- ταλαντεύομαι.· ανακατεύομαι. болтыхнуть, ρ.σ. βλ. болтыхать. боль, -И θ. πόνος, οδύνη, άλγος· головная - πονοκέφαλος, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία· ис- испытывать - αισθάνομαι πόνο· зубная - πονό- πονόδοντος, οδονταλγία· острая - οξύς (δυνατός) πόνος. II μτφ. Θλίψη, λύπη, στενοχώρια· ду- шёвная - ψυχικός πόνος· с -ью в сердце με πόνο στην καρδιά. больница, -Ы Θ. νοσοκομείο· детская - νο- νοσοκομείο για τα παιδιά (των παίδων)· ВЫПИ- саться ИЗ -Ы βγαίνω απο το νοσοκομείο, παίρ- παίρνω εξιτήριο. больничный, επ. νοσοκομειακός- - халат η νοσοκομειακή μπλούζα. II εκφρ. -листок πιστο- πιστοποιητικό νοσηλείας. бОЛЬНО1 επίρ. 1 οδυνηρά, αλγεινώς. 2 (ως κατηγορούμενο) αισθάνομαι πόνο· - мне ВЗДО- хнуть πονώ όταν ανασαίνω· - мне слушать та- такую клевету πονώ, όταν ακούω τέτοια συκο- συκοφαντία. больно2 επίρ. (απλ.) αρκετά, δυνατά, πολύ. больной επ., βρ: болен, -льна, -льно. 1 άρρωστος, ασθενής· - Старик άρρωστος γέρος. II μτφ. αρρωστιάρικος· -ое воображение αρρω- στιάρικη φαντασία. 2 ουσ. άρρωστος, ασθενής· навестить -го επισκέπτομαι ασθενή· приём -ЫХ εξέταση (περίλαβή) ασθενών тяжело βαριά άρρωστος. II πονεμένος· - палец πονε- πονεμένο δάχτυλο. II εκφρ. - вопрос φλέγον ζήτη- ζήτημα· -ое место νευραλγικό σημείο· с -ой го- головы на здоровую (сваливать) τά φορτώνω (τά ρίχνω)όλα τα βάρη στον αθώο. бОЛЬШак, -а α. (διαλκ.) 1 αρχηγός της οι- οικογένειας, νοικοκύρης, οικοδεσπότης. 2 με- μεγάλος δρόμος. больше 1 συγκρ. β. του επ. большой, ве- ликий н. του επιρ. много περισσότερος, με- μεγαλύτερος· δ" тот велик, а тот ещё - αυτός είναι μεγάλος, αλλά εκείνος ακόμα πιο με- μεγάλος- - внимание детям περισσότερη προσοχή στα παιδιά. 2 παραπέρα, στο εξής, άλλο, πια· - не пью водки άλλο (πια) δεν πίνω βότκα· не плачь - μην κλαις άλλο· - не буду άλλη φορά δε θα το ξανακάνω· - чем когда бы то ни бы- было περισσότερο απο κάθε άλλη φορά. II εκφρ. не - (и) не меньше как... βλ. έκφρ. στη λ. более· - того; - чем βλ. στη λ. более. большевизация, -И θ. μπολσεβικοποίηση. большевизйровать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. μπολσεβικοποιώ. II -СЯ μπολσεβικοποιούμαι. большевизм, -а α. μπολσεβικισμός. большевик, -а α., -чка, -И θ. μπολσεβί- μπολσεβίκος, -α. большевистский επ. μπολσεβίκικος. бОЛЬШеГОЛОВЫВ επ. μεγαλοκέφαλος. большегрузный επ. μεγάλου (βαριού) φορ- φορτίου. больший, συγκρ. β. του επ. большой к. ве- ЛЙКИЙ μεγαλύτερος. II εκφρ. -ей частью; ПО -ей части κατά το μεγαλύτερο μέρος, κυρίως· самое -шееτο πιο πολύ. большинство, -а ουδ. πλειοψηφία, πλειο- πλειονοψηφία, πλειονότητα· - ГОЛОСОВ η πλειοψη- πλειοψηφία των ψήφων подавляющее - καταπληκτική ή τεράστια πλειοψηφία· абсолотное - απόλυτη πλειοψηφία· в -ё случаев ως επί το πολύ (το πλείστον), τις περισσότερες φορές (περιπτώ- (περιπτώσεις). большой επ., συγκρ. β. больший, больше, более. 1 μεγάλος, μέγας, τρανός· - город με- μεγάλη πόλη· -ые события μεγάλα γεγονότα· -όθ дело μεγάλη υπόθεση. 2 σημαντικός, αξιόλο- αξιόλογος· - учёный μεγάλος επιστήμονας· - него- негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος· - плут μεγάλος απατεώνας. 3 μεγάλου «αναστήματος, υψηλός· τκ стал совсем - εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άν- άντρας, μεγάλος. 4 πολυάριθμος· -ое количес- количество μεγάλη ποσότητα· -ое знакомство πολλέε γνωριμίες. 5 μεγάλος (ως αντώνυμο του μι- μικρός)· - театр το Μεγάλο θέατρο (οε αντίθε- αντίθεση με το Μικρό)· -ая Медведица η Μεγάλη Αρ- Αρκτος. 6 ουσ. πλθ. -Йе οι ηλικιωμένοι· -Й2 ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυ- έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.II εκφρ. -ая буква το κεφαλαίο γράμμα· - палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)· - свет η ανώ- ανώτερη κοινωνία· сам - (παλ.) ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης. болыпуха, -И θ. (διαλκ.) οικοδέσποινα. большущий επ. (απλ.) τεράστιος, πελώριος, πολύ μεγάλος. бОЛЯЧКа, -И θ. σπυρί, πρήξιμο, οΐδη,μα. *бомба, -Ы θ. βόμβα, μπόμπα· фугасная βόμβα καταστροφής· зажигательная - βόμβα εμπρηστική· атомная - ατομική βόμβα· ВОДО- родная - υδρογονική βόμβα· дымовая - κα- καπνογόνα βόμβα· осколочная - εκρηκτίΜη βόμ- βόμβα· глубйная - βόμβα βυθού· - замедленного действия βόμβα με επιβράδυνση· - часовая βόμβα ωρολογιακή. *бОМбардЙр, -а α. 1 βομβαρδιστής. 2 είδος κανθάρου. 3 (αθλτ.) σουτέρ.
бом 64' бор бомбардирование, -Я ουδ. βομβαρδισμός. бомбардировать, -рую, -руешь ρ.&.μ.ι βομ- βομβαρδίζω· - город βομβαρδίζω την πόλη. 2 μτφ, ενοχλώ αλλεπάλληλα* - просьбами ενοχλώ με συνεχείς παρακλήσεις. бомбардировка, -и θ. βομβαρδισμός. бомбардировочный επ. βομβαρδιστικός· -ая авиация βομβαρδιστική αεροπορία. бомбардировщик, -а α. αεροπόρος βομβαρδι- στής. бомбардирский επ. βομβαρδιστικός, του βομβαρδιστή. бомбёжка, -И θ. βομβαρδισμός. бомбить, -ишь ρ.δ.μ. βομβαρδίζω (απο αέρα). бомбовоз, -а α. βομβαρδιστικό αεροπλάνο. бомбовый к. бомбовой επ. της βόμβας, με βόμβα· -ое вооружение о εξοπλισμός με βόμ- βόμβες· -ые удары τα χτυπήματα (εκρήξεις) των βομβών. бомбомёт, -а α. βομβοβόλο. бомбометание, -Я ουδ. εκτόξευση, ρίψη βαμ- Βων. бомбоубежище, -а ουδ. καταφύγιο, αμπρί. бом-брамсель, -Я α. φωσώνιο (ιοτός πλοίου). бона, -Ы θ. 1 ένταλμα χρηματικό, γραμμά- γραμμάτιο σε διαταγή πληρωμής ή παραλαβής. 2 συ- συνάλλαγμα, ομόλογο, "бонапартизм, -а α. βοναπαρτισμός. бонапартист, -а α. βοναπαρτιστής. бонапартистский, επ. βοναπαρτιστικός. 'ОомбОНЬёрка, -И θ. κουφετοθήκη. μπομπο- νιера. * бонвиван, -а α. (παλ.) καλοπερασάκιας. бондарный επ. βαρελάδικος· -ое производ- производство βαρελοπαραγωγή, βυτιοπαραγωγή. бондарь,-Я, бондарь, -я α. βαρελάς, βαρε- λοποιός, βυτιοποιός. *бонза, -Ы θ. βόνζα, βουδιστής ιερέας ή μο- μοναχός. II υπερόπτης, φαντασιόπληκτος,παρμένος. * бонна, -Ы θ. οικιακή παιδαγωγός για τα μι- μικρά παιδιά. борЗ -а, προθτ. о боре, в бору, πλθ. бо- боры α. πευκώνας.II εν.φρ. с -у да с сосенки ό- όπως λάχει (έλαχε), όπως τύχει (έτυχε)· сыр- бор загорелся ή горит απο τι άναψε αυτή т ταραχή (φασαρία, κακό). *бор? -а α. (χηα.) το βόριο. 'бор1, -а α. οδοντιατρικό τρύπανο. *бора, -ы к. бора, -ы θ. ο βοριάς (άνεμος). . * бордо] ουδ. άκλ. κρασί μπορντώ. бордо? επ. άκλ. βαθυκόκκινος· платье цве- цвета - φόρεμα βαθυκόκκινου χρώματος. бордовый επ. βαθυκόκκινος. * бордюр, -а α. μπορντούρα, παρυφή, περιχεί- λωμα. борение, -Я ουδ. (υψηλό ύφος) αγώνας, πάλη. борец, -рца α. 1 αγωνιστής, μαχητής.2 πα- παλαιστής. борец, -рца α. ακόνιτο, οκορπιδόχορτο. боржом, -а (-у) α. ονομασία ιαματικών υ- υδάτων. борзой, επ. ταχύς, γοργοπόδαρος, ταχύπους. II ουσ. θ. -ая λαγωνικό, λαγωνίκα. борзописец, -сца α. συγγραφέας η* δημοσιο- δημοσιογράφος του γλυκού νερού. борзый επ. ταχύς, γρήγορος, γοργοπόδαρος, борзЯТНИК, -а α. 1 κυναγωγός. 2 (παλ.) κυ- κυνηγός με λαγωνικά. бормашина, -ы θ. οδοντοϊατρικό τρύπανο. бормотанье. ~я ουδ. μουρμούρισμα, -ρητό, ψιθύρισμα. бормотать, -мочу, -мочешь р.6. μουρμουρί- μουρμουρίζω, ψιθυρίζω. бормотун, -а α., -ЬЯ, -И γεν. πλθ. -ий, δοτ. -ьям μουρμούρης, -α. борный επ. βορικός· -ая кислота βορικό οξύ. боров, -а, α. 1 (πλθ. боровы) ευνούχος χοί- χοίρος. 2 μτφ.άνθρωπος πολύ χοντρός, παχύς. боровик, -а α. (διαλκ.) βωλίτης, είδος μα- νιταριου. боровинка, -И θ. ποικιλία μήλων. боровой επ. του πεύκου, πεύκινος· -όβ место πευκότοπος, πευκώνας. борода, -ы, αιτ. бороду, πλθ. бороды, -од θ.ΐγένι, γένια, γενιάδα· отпускать -у αφήνω γένια· длинная - μακριά γενιάδα. 2 τα δυο υποράμφια λειριά· петушья - τα υποράμφια λει- ριά του κόκκορα. II εκφρ. смеяться В -у κρυ- φογελώ, γελώ κάτω απο τα μουστάκια. бородавка, -И θ. κρεατοεληά. бородавчатый επ. που ε'χει πολλές κρεατο- εληές. бородастый επ., βρ: -даст, -а, -о (απλ.) μακρυγένης. бородатый επ., βρ: -дат, -а, -о γενάτος, γενειοφόρος, πωγωνάτος· - старик γενειοφό- γενειοφόρος γέρος· - козёл γενάτος τράγος. бородач, -а α. γενάτος, πωγωνάτος, γενει- γενειοφόρος. бородка, -И θ. 1 γενάκι. 2 η προεξοχή του κλειδιού. борозда, -ы, αιτ. борозду к. -у πλθ. бо- борозды, борозд, -ам θ. 1 αυλακιά, -άκι. 2 μτφ. ρυτίδα βαθιά. бороздить, -ЗЖу, -ЗДЙШЬ р.δ.μ. 1 αυλακώ- αυλακώνω, αυλακίζω· ανοίγω αυλάκια. 2 ρυτιδώνω· морщины -ят его лоб ρυτίδες αυλακώνουν το μετωπό του. з διασχίζω· пароходы -Ят океан τα ατμόπλοια διασχίζουν τον ωκεανό. ΙΙ-СЯ αυ- αυλακώνομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. бороздка, -и θ. 1 αυλακίτσα. 2 ρυτιδίτσα.
бор 65 боч бороЗДОВОЙ επ. αυλακωτός, κατ αυλάκια· - ΠΟΟΘΒ η γραμμική (κατά γραμμές) σπορά. бороэчатый, επ. γεμάτος αυλάκια. борона, -ы, αιτ. борону, πλθ. бороны, бо- борон θ. σβάρνα, βωλοκόπος. бороНИТЬ, ρ.6. Ц. σβαρνίζω, βωλοκοπώ· поле σβαρνίζω το χωράφι. боронование, -Я ουδ. σβάρνισμα, βωλοκόπημα. бороновать, -ную, -нуешь р.δ.μ. βλ. боро- боронить. бороньба, -ы θ. βλ. боронование. бороть, борю, борешь р.δ. ц. (παλ.κ.απλ.) νικώ, υπερνικώ, καταβάλλω· сон -ет его о ύ- ύπνος τον υπερνικά. II -СЯ 1 παλεύω, κάνω πά- πάλη· - по правилам французской борьбы πα- παλεύω με τους κανόνες της γαλλικής πάλης. II μάχομαι, πολεμώ. 2 προσπαθώ, πολεμώ, αγω- αγωνίζομαι· - С бюрократизмом αγωνίζομαι κα- κατά του γραφειοκρατισμού. 3 συγκρούομαι· Β нём зависть -лась с великодушием μέσα του γίνονταν πάλη φθόνου και μεγαλοψυχίας· - С (Самим) собой κάνω αγώνα με (τον ίδιον) τον εαυτό μου. борт, -а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α. 1 η πλευρά· правый - корабля η δε- δεξιά πλευρά του πλοίου. 2 η σπόντα του μπιλ- λιάρδου· бить от двух ~ов χτυπώ από δυό σπόντες. 3 η άκρη της μπροστινής του σακα- σακακιού, παλτού κ.τ.τ. II εκφρ. - ό - πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)· за - πέρα α- πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα· за -ОМ остаться μένω έξω, αποκλείομαι, απορρί- απορρίπτομαι- выкинуть ή выбросить за - απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ' на -у (ναυτ.) στο πλοίο· на -у самолёта στο αεροπλάνο· брать ή взять на - παίρνω στο πλοίο. бортевой, επ. (παλ.) της απλής κυψέλης. бортмеханик, -а α. μηχανικός αεροσκαφών. бортник, -а α. (παλ.) μελισσοκόμος. бортничать, р.6. διατηρώ μελίσσια. бортничество, -а ουδ. αρχέγονος τρόπος με- λιοσοκομίας. бортовка,-И θ. (ραπτ.) καναβάτσα, -τσο. бортовой, επ. πλευρικός· ~ая качка πλευ- πλευρικό κούνημα του πλοίου. борть, -И θ. (παλ.) κυψέλη, κουβέλι, με- λιοσοκόφινο. борт, -а (-у) α. κραμπολαχανόοουπα με κοκ- κικονογούλια. боршОК, -щка (-у) α. κραμπολαχανοσουπίτσα. II τευτλόσουπα. борьба, -ы θ. 1 η πάλη· классическая κλασσική πάλη (ελληνορωμαϊκή)· французская - η γαλλική πάλη. 2 αγώνας· многовековая - греческого народа.против турецкого йга о μακραίωνας αγώνας του ελληνικού λαού κατά του τουρκικού ζυγού· - за существование α- αγώνας ύπαρξης (επιβίωσης). 3 σύγκρουση· ду- шёвная - ψυχική πάλη· - долга с чувством πά- πάλη καθήκοντος και συναισθήματος. бОСИХОМ επί ρ. ξυπόλυτα, ανυπόδητα, -ητί. босой επ., βρ: бос, -а, -О ξυπόλυτος, α- ανυπόδητος, γυμνοπόδης, -δαρος. II εκφρ. на босу ή босу ногу ξεκάλτσωτος. босоногий επ. βλ. босой. босоножка, -И θ. γυναίκα ξυπόλυτη,II πλθ.-и γυναικεία ξώφτερνα παπούτσια. *'бОСС, -а α. (στίςΗΙΪΑ.) νοικοκύρης, κύρης, κύριος, αφέντης. бостон, -а α. 1 βοστόνι, είδος χαρτοπαι- χαρτοπαιγνίου. 2 είδος εκλεκτού υφάσματος. 3 είδος αργού βαλς. босяк, -а α. ξυπόλυτος, αλήτης, λεμές. бОСЯЦКИЙ επ. αλήτικος, αλητήριος, босячество, -а ουδ. 1 αλήτικη ζωή.2(αθρσ.) αλητεία, -ταρία, -ταριό. *бОТ1, -а α. είδος πλοιαρίου. бот2βλ. боты. ботало, -а ουδ. (διαλκ.) 1 κουδούνι, -άκι ζώων. 2 ραβδί (για πρόγκισμα ψαριών). ботаник, -а α. βοτανολόγος. *ботаника, -И θ. η βοτανική. ботанический επ. βοτανικός. ботать ρ.δ. (διαλκ.) χτυπώ με το ραβδί το νερό, προγκίζω τα ψάρια, II χτυπώ, κροτω. ботва, -Ы θ. φυλλωσιά, φύλλωμα των κονδυ- λόρριζων. бОТВИНЬЯ, -И θ. ψαρολαχανόσουπα. 60ТИК, -а α. πλοιαράκι. ботики, ~ов (ενκ. ботик, -а α.) μποτίτσες. *ботйшси, -οκ πλθ. (ενκ. ботинок,-нка, α. ) μποτίνια, στιβάλια. * ботфорты, -ОВ πλθ. (ενκ. ботфорт, -а α. ) μπότες ψηλές. *60ТЫ, ботов к. бот πλθ. (ενκ. бот, -а, α.) μπότες. *бОЦМан, -а α. λοστρόμος, ναύκληρος. боцманский επ. ναυκληρικός,του λοστρόμου. бочаг, -а α. (διαλκ.) λάκκος στο βυθό του πυθμένα. бочьр, -а α. βλ. бондгрь. бочарный, επ. βλ. бондарный. бочечный, επ. του βαρελιού· βαρελίσιος· - обруч το στεφάνι του βαρελιού· -ое пиво βα- βαρελίσια μπύρα· -ое ВИНО βαρελίσιο κρασί. бочка, -и θ. 1 βαρέλι, βυτίο· πίθος· де- деревянная - ξύλινο βαρέλι, βαγένι, βουτοί· - ИЗ-ПОД капусты λαχανοβάρελο (για τουρσί) - ВОДОВОЗНая νεροβάρελο. 2 (παλ.) ρωσικό μέ- μέτρο υγρών ίσο με 480 λίτρες.II εκφρ. бездон- «ая - βλ. бездонный· пить как - πίνω υπερ- υπερβολικά, ρουφώ σαν καταβόθρα, σουρώνω.
боч 66 бра бочком επί ρ. βλ. боком. бочонок, -нка α. βαρελάκι. боязливость, -и θ. φοβία, φοβοπάθεια. боязливый επ., βρ: -лив, -а, -о φοβητοιά- ρικος· - ВЗГЛЯД φοβητσιάρικο βλέμμα. 60ЯЗНО, ως κατηγ. είναι (υπάρχει) φόβος· одному идти - μόνος να πάει κανένας είναι φόβος. боязнь, -и θ. φόβος- из-за -и απο φόβο. боярин, -а, πλθ. бояре, бояр α. μπογιάρος. боярский επ. μπογιάρικος. II εκφρ. -ие де- дети (παλ.) μικροτσιφλικάδες. боярство, -а ουδ. (παλ.) αθρσ. μπογιάροι. боярыня, -И θ. (παλ.I1 μπογιάρινα, σύζυγος του μπογιάρου. 2 αρχόντισσα. боярышник, -а α. λευκάγκαθο, ασπράγκαθο. боярышница, -Ы θ. είδος πεταλούδας με μαύ- μαύρα στίγματα στις φτερούγες. * боярышня, -И, γεν. πλθ. -шень, δοτ.-шням, θ. (παλ.) μπογιαροπούλα, αρχοντοπούλα. бояться, боюсь, боишься р.δ. φοβούμαι, πτο- πτοούμαι· - собак φοβούμαι, τα σκυλιά. II ανησυ- ανησυχώ· боюсь что, он не придёт φοβούμαι, μήπως αυτόε δεν έρθει.II δεν αγαπώ, δεν μου αρέσει, δεν ευδοκιμώ· растения -ятся темноты τα φυ- φυτά δεν αγαπούν το σκοτάδι (θέλουν φως). II εκφρ. не бойся, -тесь μη φοβάσαι, -στε, μην αμφιβάλλεις, -ετε· боюсь сказать, назвать к. τ.τ. φοβούμαι (διστάζω) να πω, να ονομάσω. *бра, ουδ. ακλ. λαμπτήρας τοίχου, 'бравада, -Ы θ. τολμηρότητα, παρατολμία, πα- παλικαριά* ριψοκινδύνευση. "бравировать, -рую, -руешь ρ.δ. παλικαρίζω, παρατολμώ, ριψοκινδυνεύω, αψηφώ. *брависсимо, επιφ. υπέρευγε. * браво επιφ. εύγε, μπράβο. * бравурный επ. (μουσ.) θορυβώδης, ζωηρός, ηχηρός· - марш στρατιωτικό εμβατήριο. бравый επ. γενναίος, ανδρείος, άλκιμος. брага, -И θ. μπράγια, είδος ζύθου οικια- οικιακής κατασκευής. брада, -ы θ. (παλ.) βλ. борода. брадобрей, -Я α. (παλ.) κουρέας. бражка, -и θ. (υποκορ.) βλ. брага. бражник, -а α. (παλ.) μεθύστακας, μπεκρής· γλεντζές. бражничать, ρ.δ. (παλ.) μεθώ· γλεντώ. бражничество, -а ουδ.(παλ.) πιοτί γλέντι. бразда, -ы θ. (παλ.) βλ. борозда. бразды, πλθ. (παλ.) χαλινά, ηνία· στομίδα χαλινού. II εκφρ. - управления το τιμόνι της διοίκησης, της εξουσίας, τα ηνία. бразилец, -льца α., -льянка, -и θ. Βραζι- Βραζιλιάνος, -α, -νός, -ή. бразильский επ. βραζιλιανός. брак,1 -а α. γάμος· παντριά· церковный θρησκευτικός γάμος· гражданский - πολιτικός' γάμος· законный - νόμιμος γάμος· - ПО рас- расчёту συμφεροντολογικός γάμος· неравный - α- νισογαμία· фиктивный - λευκός γάμος· всту- вступить Β - παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο* СОС- СОСТОЯТЬ в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)'рас- (έγγαμος)'расторгнуть - διαλύω το γάμο. *брак? -а α. το σκάρτο, κακοτεχνία (στην| κατασκευή)' παραφασάδα (για ύφασμα). бракёр, -а α. ελεγκτής (ποιότητας εξαρτη- εξαρτημάτων ή εμπορεύματος). бракераж, -а α. (ξε)σκαρτάρισμα, αποσκο- ράκιση, -μός. бракование;, -я ουδ. βλ. бракераж. бракованный: επ. σκάρτος, άποσκορακισμέ- νος, ακατάλληλος, άχρηστος.II ελαττωματικός, βλαμμένος. браковать, -кую, куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. бракованный, βρ: -ван, -а, -о р.6. μ. (ξε)σκαρτάρω,αποσκορακίζω* ελέγχω την ποιό- ποιότητα. II -ОЯ (ξε)σκαρταρίζομαι, αποσκορακίζο- μαι. браковка, -и θ. βλ. бракераж. браковочный, επ. του (ξε)σκαρταρίσματος. браковщик,-а браковщик, -а α. -овщица, -Ы к. -овщица, -Ы θ. ελεγκτής, που απορρί- απορρίπτει τα σκάρτα. бракодел, -а α. εργ4της σκάρτικης εργασίας. бракодельство, -а ουδ. σκάρτικη εργασία. * браконьер, -а α. λαθροθήρας. браконьерский επ. του λαθροθήρα, της λα- θροθηρίας, браконьерство, -а ουδ. λαθροθηρία. бракоразводный, επ. του διαζυγίου· -ое де'- ло υπόθεση διαζυγίου· - процесс δίκη δι- διαζυγίου. бракосочетавшийся επ. κ. ουσ. (γραπ. λό- λόγος) νιόγαμπρος· -ая νιόνυμφη· -иеся πλθ. οι νιόνυμφοι, τα νιόνυμφα. бракосочетание, -Я ουδ. ο γάμος, η τελετή του γάμου. браман βλ. брахман. брамин, -а ас. (παλ.) βλ. брахман. *брамсель, -Я α. (ναυτ.) φωσώνιο (ιστός). брандахлыст, -а α. (απλ.). 1 νερομένο£ ζύ- ζύθος. 2 οούιχ νερόπλυμα, νερομπούλι. 3 (ι>3ρ·) κουφοκέφαλος, φυρόμυαλος, κόκκορόμυαλος. * брандвахта,-Ы θ. (ναυτ.) φυλακίδα, ακται- ωρός. II βοηθητικό πλοίο. * брандер, -а α. 1 πυρπολικό (πλοίο). 2 πλοίο βυθισμένο στην είσοδο του λιμανιού. *брандмайор, -а α. (παλ.) διευθυντής πυρο- πυροσβεστικής υπηρεσίας πόλης. *брандмёЙСТвр, -а α. (παλ.) διοικητής ομά- ομάδας (ομαδάρχης) πυροσβεστών. * брандспойт, -а α. 1 η άκρη της μάνικας πυ-
бра 67 бра ροσβεστικού σωλήνα. 2 υδραντλία πλοίου. бранжвать(ся) ρ-δ. βλ. бранйть(ся). браНЁТЬ, -НЮ, -НЙШЬ р.δ.и. μαλώνω, επιτι- επιτιμώ, επιπλήττω· βρίζω· отец ~йл детей за ша- шалости о πατέρας μάλωνε τα παιδιά για τις α- αταξίες. II -0Я μαλώνω· βρίζω· он -йтся как извозчик αυτός βρίζει σαν αμαξάς. II αλλη- λοβρίζομαι. бравлЙВЫЙ επ., βρ: -лив,-а, -о (απλ.) βλ. бранчйвый. бранный1 επ. υβριστικός· -ые слова υβρι- υβριστικά λόγια. бранный επ. της μάχης· του πολέμου· -ое поле το πεδίο της μάχης. бранчйвый, -чйв, -а, -о и. бранчливый βρ: -ЛИВ ,-а,-О επ. καυγατζής, φιλόνικος, φίλερις. браный επ. (παλ.) πλουμιστός, κεντιστός, κεντισμένος· -ая скатерть κεντισμένο τραπε- ζομάντηλο. брань1, -И θ. βρισιά, βρισίδι, ύβρη. брань2, -и θ. (παλ.) μάχη· πόλεμος· на по- поле -И στο πεδίο της μάχης. *брас, -а α. (ναυτ.) ο κεραιοϋχος, τά σχοι- σχοινιά της κεραίας, τα μπράτσα. * браслет, -а α. βραχιόλι, -όνιο, ψέλιο. браслетка, -и θ. βλ. браслет. * брасс, -а α. (αθλτ.) μπράς,τρόπος κολύμ- κολύμβησης . брат, -а, πλθ. братья, -ьев α. αδερφός, αδελφός· у меня два -а έχω δυο αδέρφια· -ья по классу ταξικά αδέρφια. II μέλος μονής· Афанасий о αδελφός Αθανάσιος,ΙΙ Προσηγορία), αδερφέ· послушай - άκουσε αδερφέ. II ο όμοι- όμοιος· ваш - ο αδερφός σας (ο όμοιος σας)' свой - ο αδερφός κάποιου (ο όμοιος του). II εκφρ. на -а στον καθένα, στο κάθε άτομο· чёрт не - (кому) δεν λογαριάζει κανέναν, τίποτε. братан, -а α. (διαλκ.) αδερφός ή εξάδερφος. братание, -Я ουδ. συναδέλφωση, αδέλφωμα.ΙΙ αδελφοποίηση, -ποιία. братаТЬСЯ, р.δ. 1 (παλ,) γίνομαι (πιάνομαι) αδερφοποιτός, σταυράδερφος. 2 συναδελφώ - νομαι. братва, -Ы θ. (παλ.) αθρσ. αδέρφια, σύν- σύντροφοι. братец, -тца α. 1 αδερφάκι, -φούλης. 2 (προσηγ.) αδερφάκι. братик, -а α. αδερφάκι, -φούλης. братина к. братина, -Ы θ. (παλ.) μαστρα- μαστραπάς (για πιοτό). II πιατέλλα. братишка, -и, γεν. πλθ. -швк α. 1 βλ. бра- братик. 2 0 μικρός αδερφός. братия, -и θ. (αθρσ,) συνάδελφος· учёная - οι συνάδελφοι επιστήμονες· нищая - οι ζη- ζητιάνοι. II οι μοναχοί (αδέρφια). браТНИЙ, -ЯЯ, -ее επ. (παλ.) αδελφικός" α- ανήκων στον αδερφό. братнин επ. του αδερφού, που ανήκει στον αδερφό. браток, -тка α. βλ. братик. братоубийственный επ. αδερφοκτόνος* -ая война αδερφοκτόνος (εμφύλιος) πόλεμος. братоубИЙСТВО, -а ουδ. αδερφοκτονία.ΙΙ φό- φόνος ομοϊδεάτη. братоубийца, -Ы α. κ. θ. αδερφοκτόνος. братски επίρ. αδερφικά. братский επ. 1 αδερφικός· -ая любовь α- δερφική αγάπη· -ие чувства αδερφικά αισθή- αισθήματα. 2 συντροφικός, συναδελφικός· - привет αδερφικός ιχαιρετισμος. II εκφρ. -ая могила ο- ομαδικός τάφος. браТСТВО, -а ουδ. 1 αδερφότητα, -σύνη. 2 θρησκευτική κοινότητα, εταιρία· массонское - η μασσονική εταιρία. брать, беру, берёщь, παρλθ. χρ. брал,-ла, -Ло р.6. μ. 1 παίρνω, λαμβάνω· πιάνω· - ру- руками παίρνω με τα χέρια· - свою шляпу παίρ- παίρνω το καπέλλο μου. II μτφ. εκλέγω, εκλαμβάνε* беру в качестве примера παίρνω σαν παρά- παράδειγμα· - тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής. 2 παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" МЫ берём продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες· Я -у С со- собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη. 3 δέ- δέχομαι, προσδέχομαι· - поручение παίρνω εν- εντολή· - грех на Душу παίρνω αμαρτία στην ψυ- ψυχή, αμαρταίνω. 4 παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση· - ДОЛГ παίρνω δάνειο· - при- даное παίρνω προίκα. II ενοικιάζω· - такси παίρνω ταξί. II αγοράζω· - билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο· почём -ли сйтец? πόσο το πήρατε το τσιτάκι; 5 εισπράτ- εισπράττω· - налога παίρνω φόρο. II υποχρεώνω κά- κάποιον - слово παίρνω λόγο· - обещание παίρ- παίρνω υπόσχεση. 6 βγάζω, εξάγω, εξορύσσω· -ка- -камень βγάζω πέτρα. II μτφ. δανείζομαι· - ци- цитату ИЗ писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο α- πο τον συγγραφέα. 7 κυριεύω, καταλαβαίνω· - город παίρνω την πόλη. II πιάνω, συλλαμβάνυ ·' - в пленных πιάνω αιχμαλώτους αιχμαλωτίσω. II μτφ. κυριεύω, πιάνω· дрожь его берёт £ον πιάνει τρεμούλα. 8 (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερ- ξεπερνώ· - барьер υπερπηδώ το εμπόδιο. 9 κα-.,ορ- θώνω, πετυχαίνω· он берёт хитростью το κα- κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά. 10 α- Φαιρώ, απορροφώ, αποσπώ· чтение газет берёт у него ежедневно час το διάβασμα των εφημε- εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα. 11 βάλ- βάλλω, κόβω, φτάνω· винтовка берёт на 600 мет- метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα. 12 κα- κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω· прохожий берёт на- налево ο διαβάτης κόβει αριστερά. 13 (υε μερί-
бра πά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)· - во внимание προσέχω· - в расчёт υπολογί- υπολογίζω, λογαριάζω· - под защиту παίρνω υπο την προστασία· - в учёт παίρνω υπ' όψη (μου)· - курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευ- (κατευθύνομαι)· - начало αρχίζω, παίρνω ως αφετη- αφετηρία. II εκφρ. - ή взять аккорд πιάνω συγχορ- συγχορδία· - ή ВЗЯТЬ ноту πιάνω το μουσικό τόνο· - ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο απο τα κέρατα· - всем έχω όλα τα προσόντα· - ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά,συγκι- ζωηρά,συγκινώ· - ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου· наша берёт νικούμε· ваша берёт νικάτε. II -СЯ Λ παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. р.ц. взятки -утся без свидетелей τα δωροδο- κήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά). 2 πιάνομαι, κρατιέμαι· дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πχάνονται απο τα χέρια. II μτφ. ασχολούμαι· - за перо πιά- πιάνομαι με το γράψιμο. 3 καταπιάνομαι, κατα- καταγίνομαι· у меня ни опыта, ни знаний·... Как же - за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πεί- πείρα, ούτε γνώσεις.... Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία; <*· αναλαμβάνω· ОН не берётся за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά. 5(απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω· откуда такие силы -утся?. ото που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις;, II εκφρ. - ή ВЗЯТЬСЯ за ум μυαλώ- νω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι· - за оружие παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι). * браунинг, -а α. το μπράουνικ (πιστόλι). брахицефал, -а α. βραχυκέφαλος. * брахицефалия, -и θ. βραχυκεφαλία. брахман, -а α. βραχμάνος. брахманизм, -а α. βραχμανισμός. брачный επ. γαμικός, του γάμου· γαμήλιος· - договор το συμβόλαιο του γάμου· - СОЮЗ η ένωση με το γάμο· -Ые узы οι δεσμοί του γά- γάμου· -ое свидетельство πιστοποιητικό γάμου. II οχειακός, βατευτικός· - период η βατευ- τική περίοδος, το ζευγάρωμα. бревенчатый επ. από κορμούς δέντρων ξύ- ξύλινος· -ые стены ξύλινοι τοίχοι (απο κορ- κορμούς δέντρων). бревёшко к. оревешко, -а ουδ. κουτσουράκι. бревно, -а, πλθ. брёвна, -вен, -внам ουδ. Л κορμός δέντρου, κούτσουρο. 2 μτφ. κουτός, βλάκας. брёВНЫШКО, -а ουδ. κουτσουράκι, μικρός κορ- κορμός δέντρου. брег, -а, πλθ. брега α. (παλ,) βλ. берег. бред, -а, προθτ. О бреде, В бреду α.1 πα- παραλήρημα, -ρητό, παραμίλημα ασθενή. 2 ασυ- ασυναρτησίες, άρες-μάρες (κουκουνάρες). бредень, -дня α. είδος αλιευτικού διχτιού. _68 Дре бреДИТЬ, Сражу, бреДИШЬ р.δ. 1 παραμιλώ, παραληρώ, 2 κοπανίζω (επαναλαβαίνω) τα ίδια και τα ι'δια. II -СЯ απρόσ. φαίνομαι· ему всё -ится летнее путешествие αυτός δεν ξε- ξεχνά ούτε στιγμή το καλοκαιρινό ταξίδι. бредни, -ей πλθ. ανοησίες, φαντασιοπληξί- ες, φαντασιοκοπίες. бреДОВОЙ επ. παραληρητικός, του παραλη- παραληρήματος· -ое Состояние κατάσταση παρα- παραληρήματος. II ανόητος, παράλογος· ανεδα- ανεδαφικός· φανταστικός· -ая идея παραληρητι- παραληρητική ιδέα. брезгать ρ. 6. αηδιάζω, σιχαίνομαι· ОН не -ет ничем αυτός δεν σιχαίνεται τίποτε. брезгливец, -вца α.,-вица, -ы θ. οιχαοιά- брвЗГЛИВО επίρ. σιχαμερά, αηδιαστικά. брезгливость, -и θ. σιχασιά, σίχαμα, αηδία. брезгливый επ., βρ: -лив, -а, -о σιχαμε- σιχαμερός, αηδιαστικός· - человек σιχαμερός άν- άνθρωπος· - взгляд σιχαμερή ματιά. брезговать, -гую, -гуешь ρ.δ· βλ.брезгать. бревгун, -а α. -ья, -и, γεν. πλθ. -ний θ. βλ. брезгливец. *брезент, -а α. καραβόπανο, ιοτιόπανο,χον- τρόπανο. брезентовый επ. καραβοπάνινος, του καρα- βόπανου· -ая Обувь πάνινα παπούτσια. брезжить, -ИТ р.6. υποφώσκω, θαμποφέγγω. II απρόσ. φωτίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. Β окнах -ился свет τα παράθυρα θαμπόφεγγαν. * брелок, ~а α. κοομηματάκι στην αλυσίδα ω- ρολογιού, βραχιολιού. бременить, ρ.δ.μ. (παλ.) βαρύνω, επιβαρύ- επιβαρύνω, επιφορτίζω, к * бремсберг, -а α. κεκλιμένο επίπεδο. бремя, -мени ουδ. βάρος, φορτίο, άχθος·- непосильное βάρος ασήκωτο. II μτφ, θλίψη, πί- πίεση· - лет το βάρος των χρόνων. II μτφ, κα- καταπίεση· ПОД -ем κάτω απο την καταπίεση. бренность, -И θ. φθαρτότητα, το φθαρτόν. бренный επ. φθαρτός· -ое тело το φθαρτό σώΐΔ· -ые останки το λείψανο, η σορός. бренчание, -Я ουδ. κρότηση, κρούση, κρο- τά\ισμα, χτύπημα, ήχηση. бренчать, -чу, -ЧЙШЬ ρ.δ. 1 ηχώ, κροτώ, κροταλίζω, κρούω, χτυπώ· -ат шпоры κροτούν τα σπιρούνια. 2 παίζω άσχημα, ατζαμήτικα,θο- ατζαμήτικα,θορυβώ· девочка -ла на фортепиано το κορίτσι θορνβονο: περισσότερο παρά έπαιζε στο πιάνο. брести, бреду, бредёшь, παρλθ. χρ. брёл, Орела, -ЛО р.6. τρικλίζω, παραπαίω,σέρνομαι, βαδίζω με δυσκολία· - по грязи ποδοσέρνομαι στη λάσπη. *брвтели, -ей πλθ. (ενκ. -ль, -и θ.) οι τι- τιράντες .
б ре 69 бро бретельки, -лек, -лькам πλθ. (εν*, -лька, -И θ.) τιραντίτοες. *EрвТёр, -а α. (παλ.) φιλόμαχος, διαξιφι- στής· μονομάχος. бретёрский επ. (παλ.) φιλομαχικός, δια- ξιφιστικός , του μονομάχου. брёх, -а α. (απλ.) 1 γαύγισμα, ^χλύχτημα, υλακή. 2 βλ. брехня. брехать, брешу, брешешь р.δ. (απλ.Iγαυ- γίζω, αλυχτώ, υλακτώ. 2 ψευδολογώ, ψεύδομαι, αραδιάζω ψέματα, ψεματίζω· λέγω ανοησίες. брехнуть, -ну, -нёшь р.σ. βλ. брехать. брехни, -Й θ. ψέμα(τα), ψευτιά, -ιές· α- νοηοία, -ίες. брехун, -а α., -ья, -и, γεν. πλθ. -ний, δοτ. -ньям θ. (απλ.) ψεύτης, -τρα,ψευταράς, -ρού. *брешь, -И θ. (κυρλζ. κ. μτφ.) ρήγμα, ρωγ- ρωγμή· снаряд пробил - в стену το βλήμα έκαμε ρήγμα στον τοίχο· - в обороне противника ρήγμα στην άμυνα του εχθρού. , брОПЦИЙ, μτχ. ενστ. του ρ. брить. II εκφρ. - полёт προσγεία πτήση αεροπλάνου. *бриг, -а α. (ναυτ.) μπρίκι, βρίκιον. *бригада, -ы θ. Λ (στρατ.) ταξιαρχία· тан- танковая - ταξιαρχία αρμάτων μάχης. 2 νιολλεχτί- βα, ομάδα εργασίας, μπριγάδα· комплексная - πλήρης μπριγάδα (όλων των απαιτουμένων ει- ειδικοτήτων)· тракторная - μπριγάδα τραχτερο- δηγών полеводческая - αγροτική μπριγάδα. * бригадир1, -а α. μπριγαντίρης, ομαδάρχης. бригадир? -а α. (παλ.) ταξίαρχος. бригадирский επ. ταξιαρχικός, του ταξί- ταξίαρχου· - чин (παλ.) ο βαθμός του ταξίαρχου. бригадирша, -И θ. (παλ.) η σύζυγος του τα- ταξίαρχου. бригадник, -а α., -ца, -Ы θ. το μέλος της μπριγάδας. бригадный επ. ταξιαρχικός, της ταξιαρχί- ταξιαρχίας· - адъютант о υπασπιστής της ταξιαρχίας. * бригантина, -Ы θ. μπρικαντίνι, βριγαντί- νον (μικρό ιστιοφόρο). * бридж, -а α. το μπριτζ, είδος χαρτοπαιγνίου. * бриджи, -ей πλθ. είδος παντελονιού. *бри8, -а α. (ναυτ.) η θαλάσσια αύρα, *бризантный επ. εκρηκτικός· -ые вещества εκρηκτικές ουσίες· - снаряд εκρηκτικό βλήμα. *брик6т, -а α. μπρικέτα (είδος τούβλου). брикетировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. κά- κάνω, φτιάχνω μπρικέτες, брикетный επ. μπρικέτικος· της μπρικέτας. 'бриллиант и. брильянт, -а α. στιλβαδάμας, μπριλλιάντι, μπριγιάντι. бриллиантовый к. брИЛЬЯНТОВЫЙ επ. στιλβα- δαμάντινος, μπριλλάντινος, -τένιος, μπρι- γιάντινος, -τένιος· - перстень μπριγιάντινο δαχτυλίδι. британец, -нца α. Βρετανός. британский επ. βρετανικός* -ал империя η βρετανική αυτοκρατορία. бритва, -Ы θ. ξυράφι. бритвенный επ. ξυριστικός, ξυραφιστικός· του ξυραφιού· -ые принадлежности τα ξυρι- ξυριστικά είδη. бритты, -ΟΒ πλθ. (ενκ. бритт, -а α.), παλ. Βρετανοί. бритый επ. ξυρισμένος, ξυραφισμένος. брить, брёю, бреешь, μτχ. ενστ. бреющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. бритый, βρ: брит, -а, -0 ρ.δ.μ. ξυρίζω, ξυραφίζω· - бороду ξυρίζω τα γένια· - голову ξυρίζω τό κεφάλι· - же- жениха ξυρίζω το γαμπρό. II -СЯ ξυρίζομαι, ξυ- ραφίζομαι. бритьё, -Я ουδ. ξύρισμα, ξυράφισμα. бричка, -И θ. μικρό αμαξάκι φορτηγό δί- δίτροχο. бровастый επ. (απλ.) πυκνοφρύδης, δαού- ΐΦρυδος. бровка, -И θ. 1 φρυδάκι. 2 μικρή προεξρχή. брОВНЫЙ επ. φρυδικός· -ые дуги τα γα'ί- τανόφρυδα. бровь, -И, γεν. πλθ. -ей θ. το φρύδι, η οφρύς. II εκφρ. не в бровь, а (прямо) в глаз όχι σιμά στο στόχο, αλλά ακριβώς στο στόχο. брод, -а (-у) α. πόρος, ρηχό μέρος του πο- ποταμού. II πέρασμα ποταμού· не зная -у не суй- суйся В воду (παρμ.) άμα δεν ξέρεις την υπόθε- υπόθεση, μην ανακατεύεσαι· μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν. бродильный επ. ζυμωτικός, της ζύμωσης. бродить1, брожу, бродишь р.δ. 1 βλ. брести με τη διαφορά ότι τό бродить σημαίνει κίνη- κίνηση επαναλαμβανόμενη, σε διάφορες κατευθύν- κατευθύνσεις, σε διάφορο χρόνο. 2 μτφ. κυλώ, κυλίω· ПО лицу её -ла улыбка στο πρόσωπο της κυ- κυλούσε το χαμόγελο. II μτφ. τριγυρίζω· ТЫСЯЧИ мыслей -ли в моей голове χίλιες σκέψεις τρι- τριγύριζαν στο μυαλό μου· - в потёмках ψάχνω στα σκοτεινά (μάταια προσπαθώ να καταλάβω). бродить2, бродит ρ.δ. ζυμούμαι , βράζω· ви- вино -ИТ ο μούστος βράζει. бродяга, -И α. αλήτης, αλάνης, ρεμπεσκές, ρεμπέτης, σουρτούκης. II πλανόδιος. бродяжий εΐί. αλήτικος· - мальчик αλητό- παιδο. II πλανόδιος. бродяжить, -жу, -жишь ρ.δ. (απλ.) βλ, бро- бродяжничать. бродяжка, -И θ. 1 αλητάκος, -κι. 2 αλή- τισοα, αλάνισσα, αλανιάρα. бродяжничать, р.δ. αλητεύω· περιφέρομαι, τριγυρνώ άσκοπα· πλανιέμαι. бродяжничество, -а ουδ. αλητεία, αλήτικη
бро 70 бро ζωή. II οι. αλήτες. II άσκοπη περιφορά, περι- περιπλάνηση. бродячий επ. περί.φερόμενος άσκοπα, πλα- πλανόδιος, πλανόβιος· -ая собака αδέσποτο σκυ- σκυλί, κοπρόσκυλο. II περιοδεύων -ая труппа о περιοδεύων θίασος. брожение, -Я ουδ. 1 ζύμωση, βράση. 2 μτφ. αναβρασμός, ταραχή· - умов αναβρασμός των πνευμάτων. *бром, -а (-у) α. (χημ.) βρώμιο. бромистый επ. βρωμιούχος· - калий βρωμι- ούχο κάλιο· -ые соли βρωμιούχα άλατα. брОЫОВЫЙ επ. βρώμικος, του βρώμιου. бронеавтомобиль, -Я α. θωρακισμένο αυτο- αυτοκίνητο. бронебойка, -κ θ. αντιαρματικό όπλο ή βλή- βλήμα. бронебойный επ. αντιαρματικός· - снаряд αντιαρματικό βλήμα. бронебойщик, -а α. σκοπευτής αντιαρματι- αντιαρματικού όπλου. броневик, -а α. βλ. бронеавтомобиль. броневой επ. θωρακωτός, θωρηκτός· θωρα- θωρακικός· -ая башня θωρακωτός πύργος· -ая пли- плита η θωρακική πλάκα. бронекатер, -а α. μικρό θωρηκτό πλοίο. броненосец, -СЦа α. 1 θωρηκτό (πλο'ιο). 2 αρμαδίλλος ή δασύπους. броненосный επ. θωρακοφόρος, θωρακισμέ- θωρακισμένος· - крейсер θωρηκτό πλοίο. бронепоезд, -а α. θωρακισμένο τραίνο. бронетанковый επ. -ые войска τα στρατεύ- στρατεύματα των αρμάτων μάχης. бронетранспортёр, -а α. θωρακισμένο μετα- μεταφορικό όχημα. *брОНЗа, -Ы θ. 1 ορείχαλκος, μπρούζος. 2 ά- άγαλμα ορειχάλκινο. бронзировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ο- ρειχαλκώνω· επορειχαλκώνω. II -СЯ ορειχαλκώ- νομαι· επορειχαλκώνομαι. бронзировка, -И θ. (επ)ορειχάλκωοη. бронзовый επ. ορειχάλκινος, μπρούζινος· - бюст ορειχάλκινη προτομή. II εκφρ. - век η εποχή του ορείχαλκου. бронирование, -Я ου6· θωράκιση.II εξασφάλιση. бронированный επ. θωρακισμένος. бронировать, -рую (рую), -руешь (-руешь); р.δ.κ.ο.μ. 1 θωρακίζω. 2 προορίζω, εξασφα- εξασφαλίζω· - места в вагоне для курортников εξα- εξασφαλίζω θέσεις στο βαγόνι για τους παραθε- παραθεριστές. II -СЯ 1 θωρακίζομαι. 2 προορίφμαι, εξασφαλίζομαι. бронировка, -и θ. βλ. бронирование. бронтозавр, -а α. βροντόσαυρος ή απατό- σαυρος. *бронхи, -ΟΒ πλθ. (ενκ. бронх, -а α.) οι βρόγχοι. бронхиальный, επ. βρογχιακός* -ые железы βρογχιακοί αδένες· -ая астма βρογχιακό άσθ- άσθμα. бронхит, -а α. βρογχίτιδα. броня, -И (-Й) θ. 1 (παλ.) θώρακας πολε- πολεμιστή. 2 θώρακας πλοίου. 3 προορισμός για ορισμένη χρήση, εξασφάλιση. бросание, -Я ουδ. ρίψη, ρίψιμο, πέταγμα. бросать, р.δ.μ. 1 ρίπτω, ρίχνω, πετώ· гранату ρίχνω χειροβομβίδα· - якорь ρίχνω άγκυρα. 2 μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω" войска В бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη. 3 διαχέω, σκορπίζω· - тень ρίχνω σκιά· солнце -ет лучи о ήλιος ρίχνει τις ακτίνες. * απο- αποβάλλω ως άχρηστο· он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα. II τοποθετώ άταχτα· - одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύμα- ενδύματα όπο>ς και όπου λάχει. 5 αφήνω, εγκαταλεί- εγκαταλείπω, παρατώ· - семью εγκαταλείπω την οικο- οικογένεια. II μτφ. παύω, σταματώ· - курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα· -айте работу! σταματήστε τη δουλιά! ΙΙ(αηρ6σ.) με πιάνει, ι με καταλαμβάνει· меня -ает то в жар, то в ХОЛОД με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο. II εκφρ. - деньги σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήμα- χρήματα· - жребий ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)· - камень ή камнем ή грязью βάζω γάνες, αμαυρώνω· - бружие πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)· - перчатку α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)· β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου· - свет ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)· тень μτφ. αμαυρώνω. II -СЯ 1 αλληλορίχνω· - снежками χιονοπολεμώ. II μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω· - ЛЮДЬМИ δεν λογαριάζω τους αν- ανθρώπους (τον κόσμο). 2 σπεύδω, τρέχω· - на ПОМОЩЬ τρέχω σε βοήθεια. II ρίχνομαι, πέφτω· - на колени πέφτω στα γόνατα· - В объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές. 3 επιτίθεμαι, ε- επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι· собаки -ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους δια- διαβάτες. II τρώγω αχόρταγα· - на еду ρίχνομαι στο φα*. 4 πηδώ απο ψηλά· - В ВОДУ ρίχνομαι στο νερό· - В пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό· - С моста ρίχνομαι απο το γεφύρι. 5 ρίχνο- ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. A, 2, 3 σημ.). II εκφρ. - деньгами σπαταλώ τα χρήματα· - сло- словами, обещаниями πετώ λόγια, δίνω υποσχέ- υποσχέσεις (ιαλώ ανεύθυνα)· - в глаза χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)? ВИ- ВИНО ή хмель -ется в голову με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)· краска ή кровь -ется В ЛИЦО κοκκινίζω (απο κάποιο αίσθημα)" кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
Ορο 71 бпю брОСИТЬ, брошу, бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. брошенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. ΐβλ. бросать. 2 (προστκ.) брось(те) πάψε(τελ στα- μάτησε(τε), άφησε(τε)· брось говорить Глу- пости πάφε να λες κουταμάρες. II ~СЯ βλ. бро- бросаться . броский επ., βρ: -сок, -ска, -ско χτυ- χτυπητός, εντυπωσιακός, φανταχτερός· - цвет χτυπητό χρώμα. броСКОЫ επί р. μ1 ένα ρίξιμο, πέταγμα, πή- πήδημα. брОСОВЫЙ επ. (απλ.) άχρηστος, κακής ποι- ποιότητας, για πέταγμα* - товар άχρηστο εμπό- εμπόρευμα. II εκφρ. -не земли παρατημένη (άγονη) γη· -ая цена υποτίμηση, τιμή κάτω τηε αξί- αξίας· - Экспорт το ντάμπινγκ. бросок, -ска α. 1 ρίξιμο, ρίψιμο, ριξιά, πέταγμα, πεταξιά. 2 (στρατ.) το άλμα. бронировать κλπ. παράγωγα βλ. брошюровать. *брОШКа н. брошь -И Ιθ. καρφίτοα (κόσμημα). *броптра, -Ы θ. η μπροσούρα. брошюровальный επ. της μπροσούρας, για μπροσούρα. брошюрование, -Я ουδ. χαρτοδέτηση μπρο- μπροσούρας. *брошировать, -рув, -руешь ρ.δ.μ. χαρτοδε- τώ μπροσούρα. брошюровка, -и θ. βλ. брошюрование. брошюровочный επ. της μπροσούρας, χαρτο- δετικός. брОШЮрОВЩИК, -а α. -ца, -Ы θ. χαρτοδέτης, -τρία μπροσούρων. брр επιφ. εκφράζει αСσθημα κρύου, αηδίας· ω-πω-πω, οΰ... *брудер, -а α. αναθρεπτήρας πτηνών. *брудершафт, -а α. пить - ή пить на πίνω για τη φιλία, εγκαινιάζω τη φιλία με πιοτό. брус, -а πλθ. -сья, -сьев α.ι δοκός, δοκά- δοκάρι. 2 βλ. брусок С3°ηα·). II εκφρ. параллель- параллельные -СЬЯ τό δίζυγο (γυμναστικό όργανο). брусковый επ. σαν δοκάρι, σχήματος δοκα- δοκαριού (τετράγωνος). брусника, -И θ. μύρτος, μυρτίλος, μυρσί- μυρσίνη, μυρτιά, σμυρτιά. II μύρτο (ο καρπός της μυρτιάς). брусничник, -а θ. μυρτώνας, μυρσινώνας. брусничный επ. μύρτινος· του μύρτου. брусок, -Ска α. 1 δοκαράκι, μικρή δοκός. 2 πάθε αντικείμενο τετράγωνο και επίμηκες· - мыла καλούπι (πλάκα) σαπούνι. 3 ακόνι, ακο- νόπετρα. брусочек, -чка α. δοκαράκι. 'бруствер, -а α. (στρατ.) στηθα'ιο(ν). брусчатка, -и θ. 1 (αθρσ.) τετράγωνες πέ- πέτρες για οδόστρωση. 2 το λιθόστρωτο. * брутто επ. άκλ. κ. επί ρ. ακαθάριστο ή μι- μικτό βάρος, μπροότο. *бруцеллёз, -а α. μελιταίος ή μεσογειακός πυοετός, αελιτοκοκκίαση. бруцеллёзный επ. του μελιταίου. брыжейка, -И θ. το μεσέντερο. брызгалка, -И θ. ραντιστήρας, -ήρι, η ραν- τιστήρα, η βρεχτούρα. брызгать, -зжу, -зжешь и. -гаю, -гаешь ε- πιρ. μτχ. брызжа к. брызгая р.δ. ραντίζω, ραίνω, ψεκάζω· πιτσιλίζω· - кругом περιραν- τίζω, περί ραίνω· он брызжет Слюной αυτός ξαπολά ρανίδες σάλιου. II διαχέομαι, δια- διασκορπίζομαι, (ζε)πετάγομαι, βγαίνω· брызжут искры βγαίνουν σπίθες. II -СЯ 1 ραντίζομαι κλπ, ρ. ενεργ, φ. 2 αλληλοραντίζομαι· дети -ются τα παιδιά αλληλοραντίζονται. брызги, брызг πλθ. ρανίδες, πιτσιλιές. II μτφ. ακτίνες φωτός. брывнуть, -ну, -нешь р.σ. 1 βλ. брызгать. 2 χύνομαι, τρέχω, ρέω με πίεση, (ξε)πετάγο- μαι· -ла кровь πετάχτηκε αίμα. брыкать, р.δ. κλοτσώ, λακτίζω, πτερνίζω, τσινώ. II σηκώνω, υψώνω με τα πόδια· лошадь -ет пыль το άλογο σηκώνει σκόνη. II -СЯ αλ- ληλολακτίζομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. брыкливый επ., βρ: -лив, -а, -о (απλ.) τσινιάρης, τσινιάρικος· - конь τοινιάρικο άλογο. брыкнуть(ся) ρ.σ. βλ. брыкать(ся). брылы, брыл πλθ. (ενκ. брыла, -ά θ.) χον- χοντρά, κρεμαστά χείλη μερικών σκύλων. *брынва, -Ы θ. τυρί-<ρέτα. брысь επιφ. (για διώξιμο της γάτας) τοάτ! брюзга, -Й α. κ. θ. μεμψίμοιρος, -η, μουρ- μουρμούρης, -α. брюзгливость, -и θ. γογγυσαός, μουρμούρα, γκρίνια. брюзгливый επ., βρ: -лив, -а, -о μεμψί- μεμψίμοιρος, μουρμούρης, παραπονιάρης, γκρινιάρης, брюзгнуть, -ку, -нешь р.6. μπάκανιάζω,κά- μπάκανιάζω,κάνω κοιλιά, χοντραίνω. брюзжание, -Я ουδ. μεμψιμοιρία, μουρμού- ρισμα, γκρίνιασμα· старческое - γεροντική μεμψιμοιρία. брюзжать, -зжу, -зжишь ρ.δ. ιηυοιαουρίζω, Μεμψιμοιρώ, γογγύζω, γκρινιάζω· ")&руха ВСё сердится И -ит η γριά όλο κακιώνει- και γκρι- γκρινιάζει. брюква, -Ы θ. γογννλΟΜράμβη, γογγύλι.ΙΙ οι φαγώσιμες ρίζες αυτής. брюквенный επ. γογγυλοκραμβικός, του γογ- γυλιού· -ая ботва γογγυλοκραμβικά φύλλα. брюквина, -Ы θ. η μια γογγυλοκράμβη. *брюки, брюк πλθ. παντελόνι, περισκελίδα. *брюнёт, -а α. -ка, -И θ. μαυρομάλλης, -ούσα.
брю брюхан, -а α. (απλ.) μπακανιάρης, κοιλα- ράς, σκεμπές. брпхастый επ., βρ: -хает, -а, -о μπακα- μπακανιάρης, -ικος, κοιλαράς. брвхатеть -ею, -еешь р.δ. (παλ. и. απλ.) μηακανιάζω, κοιλοφουσκώνω* εγκυμονώ. брихатый επ., βρ: -хат, -а, -о (απλ.) 1 βλ. брюхастый. 2 -ая θ. έγκυοι. брюхо, -а ουδ. κοιλιά, μπάκα, γαστήρ. ΙΙεκφρ. ползать на -е (перед кем) έρπω μπροστά σέ κάποιον (τοπει-νά κολακεύω). брюховина, -ы θ. ο προστόμαχος των μηρυ- μηρυκαστικών. II τα εντόσθια των ζώων. брЙЧНЫЙ επ. του παντελονιού· -не пугови- пуговицы τα κουμπιά του παντελονιού. брюшина, -Ы θ. το περιτόνιο. брюшко, -а ουδ. 1 κοιλίτσα. II η κοιλιά εν- εντόμων. 2 κομμάτι γούνας απο κοιλιά ζώου. Ι! κοέας απο κοιλιά Γωου. бряшной επ. κοιλιακός- - тиф о κοιλιακός τύφος. брЯК1, -а α. (απλ.) κλαγγή, ήχος μεταλλικός. брЯК2 επιφ. με σημ. κατηγ. (κάνω) τσάγκ, ντ ίν, ντάν. бряканье, -я ουδ. κλαγγή. брякать(ся) ρ.δ. βλ. брякнуть(ся). брякнуть, -ну, -нешь р.σ. 1 βγάζω, παράγω κρότο μεταλλικό, κροτώ, κλαγγάζω· - ложка- ложками κροτω με τα κουτάλια. 2 ρίχνω με κρότο. 3 μτφ. μου ξεφεύγει (λέξη, λόγος, κουβε'ντα). II -СЯ πέφτω με κρότο, γδούπο. бряцание, -я ουδ. κλαγγή· - оружием η κ\αγγή των όπλων. бряцать ρ.δ. κλαγγάζω, κροταλίζω, κουρτα- λώ· -ли кандалы κροτάλιζαν οι χειροπέδες(τα δεσμά). II κρούω (για χορδές μουσ. οργάνου), II εκφρ. - оружием κλαγγάζω τα όπλα (φοβε- (φοβερίζω με πόλεμο). бубвН, -бна, πλθ. -бНЫ α. ντέφι, κροταλο- τύμπανο· бить в - χτυπώ (βαρώ) το ντέφι. бубенец, -нца α. κρόταλο, κουδουνάκι, Βραγ- καλίδι· упряж с'-ами σαγή με κουδουνάκια. бубенчик, -а α. κουδουνάκι, βραγκαλιδάκι, бублик, -а α. κουλουράκι, σιμιτάκι. бубна, -ы, πλθ. -ы, -бён к. -бен, -бнам к. -бкам θ. το καρρό (παιγνιόχαρτο). бубиЙТЬ, р.δ. επαναλαμβάνω (κοπανάω) τα ίδια και τα ι δια· не бубни, надоел μη κοπα- νάς τα Сδια και τα С δια, σε βαρέθηκα. бубновый, επ. ο καρρό· - валет о φάντης καρρό. *бубОН, -а α. (ιατρ.) ο βουβώυας. бугай, -Я α. (διαλκ.) βόδι βαρβάτο, ταύ- ταύρος, ταυρί, βουγάς, μπουγάς. *буГвЛЬ, -Я α. (τεχ.) στεφάνη, δακτύλιος. II κεραία (των τραμ, τρόλεϋ,ήλεκ. σιδηρόδρομου> 72 оуд бугор, -гра α. 1 λοφίσκος, γήλοφος. 2 μι- μικρό εξόγκωμα. бугорок, -рка α. 1 μικρός λοφίσκος, γήλο- γήλοφος. 2 φυμάτιο. бугорчатка, -И С. (παλ.) φυματίωση. бугорчатый, επ. λοφοσκέπαστος, λοφοσκε- πής, λοφοκαλυμμένος· -ая местность λοφοσκέ- λοφοσκέπαστος τόπος (περιοχή). II ανώμαλος (με εσο- εσοχές και εξοχές). бугристый επ., βρ: -рйст, -а, -о βλ. бу- бугорчатый . будара,-Η θ. (διαλκ.) πλοιάριο κωπήλατο. бударка, -И θ. (διαλκ.) πλοιαράκι κωπήλατο. буддизм, -а α. βουδισμός. буддийский επ. βουδιστικός, του βουδισμού*. буддЙСТ, -а α., -ка, -и θ. βουδιστής,-τρία. буде, υποθετ. σύνδ. (παλ. κ. απλ.) αν, εάν. - изволят обстоятельства αν θα επιτρέψουν οι περιστάσε^. будет βλ. буду. будильник, -а α. ωρολόγι-ξυπνητήρι. *будировать, -рую, -руешь р.δ. (παλ.) σκυ- θρωπάζω, αγανακτώ μέσα μου, δείχνω δυσφορία, δυσαρέσκεια. буджТЬ, бужу, будить р.6. μ. 1 ξυπνώ, α- αφυπνίζω, σηκώνω απο τον ύπνο. 2 μτφ. αναζω- αναζωογονώ, αναζωπυρώ, αναμοχλεύω· - ненависть К врагу ξυπνώ το μίσος κατά του εχθρού. будка, -И θ. μικρό παράπηγμα· φυλάκιο· жилая - μικρούτσικο σπιτάκι· железнодорожная - το οριοφυλάκιο σιδηρ. γραμμής· военная, посто- постовая, караульная, сторожевая - ή - часового η σκοπιά του σκοπού, του φύλακα. II θαλαμίσκος, καμπίνα· телефонная - ο τηλεφωνικός θαλαμί- θαλαμίσκος· суфлёрская - το υποβολετο· собачья - * το κουμάσι. будни, -ей πλθ. (ενκ. будень, -дня α.) 1 εργάσιμες (καματερές) μέρες. 2 μτφ. ζωή ά- άχαρη, μονότονη. будний, -ЯЯ, -ее επ. εργάσιμη (καματερή) μέρα. будничный к. буднишний επ. 1 βλ. будний. II καθημερινός· -ое платье καθημερνό (οικι- (οικιακό) φόρεμα* -ая работа η καθημερινή δουλιά. 2 πληκτικός, ανιαρός, μονότονος, άχαρος· -ая ЖИЗНЬ ανιαρή ζωή. будоражить, -жу, -жишь р.δ.μ. αναστατώνω, ανακατεύω, καταθορυβά, κάνω άνω-κάτω, II φο- φοβίζω, ανησυχώ, ταράζω. II -ОЯ ανησυχώ, τα- ταράζομαι , θορυβούμαι. будочник, -а α. σκοπός της σκοπιάς, φύλα- φύλακας φυλακίου. II (παλ.) αστυνομικός-σκοπός. будто, σύνδ. Λ σαν, σα να, σάμπως, ωσάν лежит - мёртвый κείτεται σα νεκρός· посмо- посмотри, - идёт кто-то κοίταξε, σάμπως να έρχε- έρχεται κάποιος. 2 νομίζω, μου φαίνεται* πως*
буд 73 мне - ётого не говорил μου φαίνεται πως δεν μου έλεγες τέτοιο πράγμα. 3 άραγε (ς), τάχα, σάμπως· у* - ТЫ так сйлен|? άραγε είσαι τόοο δυνατός; II πως, ότι.· говорят - ОН разорился λένε πως αυτός φτώχεψε. буду, будешь, будет, будем, будете,будут. 1 μελ. του р. быть. 2 (απλ,)·. χρησιμοποιείται με σημ. ενστ. ТЫ сам ОТ куда будешь? ιεσύα- πο που είσαι; 3 Υ·' ενκ. προσ. ~ет είναι, εί- είσαι, έχει, έχεις· сколько, дедушка,! тебе лет? Сто -ет? πόσα χρόνια είσαι παππού; Ε- Εκατό τάχεις; 4 γ.' εν*, προσ. -ет αρκετά, αρκεί, φτάνει· -ет, не ПЛвЧЬ φτάνε ι ,| μην κλαις.II εκφρ. (Я) не я буду κόβω το κεφάλι μου (είμαι απόλυτα πεπεισμένος). *будуар, -а α. (παλ.) το μπουντουάρ. будуарный επ. του μπουντουάρ. будучи επί ρ. μτχ. του р. бЫТЬ. будущий επ.1 μελλοντικός, μέλλων, προσε- προσεχής· -ее поколение η μελλοντική γενιά. 2 ως ουο. ουο. -ее το μέλλον лучшее -ее το κα- καλύτερο μέλλον -ее покажет το μέλλον θα δεί- δείξει. 3 επόμενος· - ГОД о ερχόμενος χρόνος. II εκφρ. -ее время (γραμμ.) ο μέλλοντας χρό- χρόνος· в -ем στο μέλλον. будущность, -ив. 1 το αέλλον - сельс- сельского хозяйства το μέλλον της αγροτικής οι- οικονομίας. 2 τύχη, μοίρα· ему пророчили блес- блестящую - του προφήτεψαν λαμπρό μέλλον. *буер,-а α., πλθ. -а ελκηθόδρομο ιστιοφό- ιστιοφόρο (πάνω στον πάγο). буерах, -а α. (διαλκ.) ρεματιά, χαράδρα, φαράγγι. буерачный επ.(διαλκ.) της ρεματιάς, της χαράδρας, του φαραγγιού. II φαραγγώδης, γε- γεμάτος χαράδρες, ρεματιές. буерист, -а α. δρομέας ελκηθόδρομου ιστι- ιστιοφόρου (πάνω στον πάγο). буерный επ. ελκηθοδρομικός· - спорт ελ- κηθοδρομικό σπορ. *буж, -а α. καθετήρας (χειργ. εργαλείο). буженина, -Ы θ. βραστό χοιρινό κρέας. *буза1, -Ы θ. (διαλκ.) είδος μπύρας. *бувв? -Ы θ. (απλ.) φασαρία, θόρυβος, ανα- αναστάτωση· καβγάς· прекратите -у! σταματείστε τη φασαρία! бузила, -Ы α.(απλ.) φασαρίας, ταραχοποι- ταραχοποιός· καβγατζής. бузина.! ~Ы Θ. ακτέα, κουφοξυλιά (Θάμνος). бузинник, -а α. Θάμνοι κουφοξυλι-άς, κου- φοξυλότοπος. бузинный επ. κουφοξυλιάτικος. бузиновый επ. βλ. бузинный. буэйть, -зйшь р.δ. (απλ.) κάνω φασαρία, ταραχή, καβγά, καβγαδίζ·)· ПОЛНО -, ребята! φτάνει η φασαρία, παιδιά! буэотёр, -а α. -ка,-и Θ. (απλ.) βλ. бузила. *буй, буя, πλθ. буй α. σημαντήρας, επι- πλεύστης άγκυρας. буйвол, -а α, βούβαλος, -άλι. буйволица, -Ы θ. βουβάλα. буйВОЛОВНЙ к. буЙЛОВНЙ επ. βουβαλίσιος· -ая кожа βουβαλίσιο δέρμα. буйно επί ρ. ορμητικά κλπ. επ. буйный επ., βρ: буен, буйна, буйно. 1 ορ- ορμητικός, δυνατός, σφοδρός, φουριόζικος· порыв δυνατή ορμή· - ветер σφοδρός άνεμος. Η γρήγορος, γοργός· - рост трав γρήγορη α- ανάπτυξη των χόρτων. 2 μτφ. παράφορος· - ха- характер παράφορος χαρακτήρας· -ая головушка παράτολμος άνθρωπος (ριψοκίνδυνος). буЙСТВО, -а ουδ. εκτροπές, διαπληκτισμοί, τσακωμοί· подвыпивши, ОН учинил - αυτός, α- αφού έπιε λίγο, παρεκτράπηκε. буйствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. εκτρέ- εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, τσακώνομαι, διαπλη- διαπληκτίζομαι. бук, -а α. η οξυά (δέντρο). бука, -И α. κ. θ. 1 ξωτικό, φάντασμα (ως φόβητρο των παιδιών)· не плачь,- тебя ВОЗЬ- мёт μην κλαις, θα σε πάρει το ζωτικό.2 μο- ναστής, μοναξιώτης· κατσούφης, κατηφής. II εκφρ. смотреть -ОЙ κοιτάζω σκυθρωπά. букашка, -и е. μαμμούδι, -νι (ζωύφιο). буква, -Ы Θ.1 γράμμα (αλφαβήτου)· строчная - το μικρό γράμμα· прописная -, заглавная - το κεφαλαίο γράμμα· начальная - το αρχικό γράμμα. 2 το τυπικό· переводчик должен пе- передавать дух, а не -у о μεταφραστής πρέπει να αποδίδει το πνεύμα (νόημα) και να μη με- μεταφράζει κατά γράμμα. II εκφρ. - В -у κατά γράμμα (ακριβώς)· быть, оставаться мёртвой -ОЙ είμαι, μένω νεκρό γράμμα (χωρίς πρακτι- πρακτική εφαρμογή), λέγεται για νόμο, απόφαοη. буквально επίρ. 1 κατά γράμμα,κατά λέξη, πιστά· переводить - μεταφράζω πιστά. 2 ολο- ολοκληρωτικά, εντελώς, τελείως· он - все дни за- занят αυτός όλες τις μέρες είναι τελείως α- απασχολημένος . буквальность, -И θ.1 πιστότητα, κατά γράμ- γράμμα. 2 ακρίβεια· κυριολεξία. буквальный επ. 1 πιστός, κατά γράιιμα, κα- κατά λέξη· - перевод πιστή μετάφραση. 2 ακρι- ακριβής· κυριολεκτικός· -ое значение η ακριβής ση- σημασία· -ая МЫСЛЬ το ακριβές νόημα (σκέψη). букварный επ. αλφαβηταριακός, του αλφα- αλφαβηταρίου· - период обучения грамоте η αλφα- βηταριακή περίοδος μάθησης. букварь, -Я α. το αλφαβητάριο. буквенный επ.γραμματικός, με γράμματα· -ое Обозначение γραιιματική παράσταση. буквоед, -а α. σχολαστικός, φορμαλιστής.
бук 74 бум буквоедство, -а ουδ. σχολαστικισμός, φορ- ααλισμός. * букет, -а α. 1 ανθοδέσμη, μπουκέτο. Ζ ά- ρωυα, γεύση· ВИНО имеет - το κρασί είναι, εύ- εύγεστο (εϋοσμο)· - чая εύοσμο τσάι. букетировка, -И θ. επιμελημένη καλλιέργεια φυτών. буки οίκλ. παλιά ονομασία του γράμματος 6. * букинист, -а α. παλαιοβιβλιοπώλης. букинистический, επ. παλαιοβιβλιοπωλειακός· - магазин παλαιοβιβλιοπωλείο. II εκφρ. -ая книга παλιό, σπάνιο, δυσεύρητο βιβλίο (πού μπορεί νά βρεθεί μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλείο} букли, -ей πλθ. (παλ.) μπούκλες. буковка, -И θ. γραμματάκι. буковый επ. της οζυάς, απο οξυά· - лес δάσος απο οξυές· -ая мебель έπιπλα απο οξυά· II ουσ. πλθ. -ые τά κυπελλοφόρα (φυτά). * буколика, -И θ. τα βουκολικά, η βουκολική ποίηση. буколический επ. βουκολικός* -ая , поёзия βουκολική ποίηση. букс, -а α. πύζος, πυξαριά, πυξάρι, τσι- μισίρι. *букса, -Ы θ. το έδρανο, η βάση βαγονιού. буксир, -а α. ρυμούλκιο (συρματόσχοινο ή καραβόσχοινο). II ρυμουλκό σκάφος. II брать ή взять на - ρυμουλκώ. буксирный επ. ρυμουλκός, του ρυμουλκού·- параход ρυμουλκό ατμόπλοιο. буксирование, -Я ουδ. ρυμούλκηση. * буксировать, -рул, -руешь р.δ.μ. ρυμουλ- ρυμουλκώ. II -СЯ ρυμουλκούμαι. буксировка, -И θ. ρυμούλκηση. буксовать,-ует р.6. γλιστρώ, ολισθαίνω, ντεραπάρω. булава, -Ы θ. (παλ.) 1 ρόπαλο (όπλο). 2 σκήπτρο. 3 ράβδος θυρωρού (αριστοκρατικών οί- οίκων). булавка, -И θ. καρφίτσα ασφάλειας, παρα- παραμάνα. II κοσμητική καρφίτσα. II εκφρ. деньги на -и τα ψιλά, το χαρτζιλίκι. ОулавочНЫЙ επ. της καρφίτσας· -ая ГОЛОВ- КЗ το κεφαλάκι της καρφίτσας. II εκφρ. С -ую гг ловку μικ ρούτσικος. буланый επ. (για άλογο) ξανθότριχος· конь о αλιτζές. булат, -а α. είδος ατσαλιού, δαμασκηνό. булгачить, -чу, -ЧИШЬ р.δ.μ. (απλ.) ανη- ανησυχώ, φέρω ταραχή· чего ты народ -ишь? τι ανησυχείς τον κόσμο; булка, -и θ. φραντζολάκι· сдобная - φραν- τζολάκι με αρτύματα, μπουρέκι. *булла, -Ы θ, μήνυμα (επιστολή) του πάπα. булочная, -ОЙ ουσ. θ. αρτοπρατήριο, αρ- τοπωλειο. булочник, -а α. 1 (παλ.) ιδιοκτήτης αρτο- ποείου ή αρτοπώλης. 2 αρτοποιός, φούρναρης. булочница, -Ы θ. 1η αρτοπώλης. 2 η σύ- σύζυγος του αρτοπώλη. булочный επ. της φραντζόλας. бултых επιφ. μέ σημ. κατηγ. πλάτς, μπλουμ· (για πράγμα που πέφτει σε υγρό). бултыхать, р.δ.μ. 1 βουτώ, βυθίζω, ρίχνω με παφλασμό. 2 βλ. бултыхаться A σημ.). 3 ανακατώνω· - молоко ανακατώνω το γάλα. II -СЯ 1 πέφτω με παφλασμό. 2 παφλάζω· ανακατεύομαι, κάνω γλου-γλου. бултыхнуть(ся) р.σ. βλ. бултыхать(ся). булшшнк, -а α. ποταμόπετρα, βότσαλο. булыжный επ. πέτρινος,λίθινος, με ποτα- μόπετρες· -ая мостовая λιθόστρωτος δρόμος, λιθόστρωτο, καλντερίμι. буль-буль επιφ. (για υγρά) γλου-γλου. *бульвар, -а α. λεωφόρος, βουλεβάρτο. бульварный επ. 1 της λεωφόρου, του βου- λεβάρτου. 2 μτφ. βουλεβαρδιέρος, κοσμικός. 'бульдог, -а α. μπουλούκος, μπουλντόγκ(ρά- μπουλντόγκ(ράτσα σκύλων). * бульдозер, -а α. προωθητήρας '. χωμάτων, μπουλντόζερς. бульдозерист, -а α. οδηγός-χειριστής μπουλ- μπουλντόζερς. бульканье, -Я ουδ. γλουγλουκισμός. булькать, р.δ. γλουγλοΛίζω, κάνω γλου- γλου (για υγρά). булькнуть, -ну, -нешь ρ.σ. 1 βλ. буль- булькать. 2 κάνω μπλουμ (πέφτοντας σε υγρό). *бульон, -а α. ζωμός κρέατος ή λάχανων, το βραστό. бульонный επ. βραστός, του βραστού· -ое МЯ£О βραστό κρέας. бум1 επιφ. μπαμ, μπουμ. *бумг, -а α. θόρυβος, ταραχή· πάταγος. *бум? -а α. ράβδος ισορροπίας бумага1, -и θ. 1 χαρτί, χάρτης· первосорт- первосортная - χαρτί πρώτης ποιότητας· тряпичная - χαρτί απο ράκη· древесная - χαρτί απο ξύλο· писчая - χαρτί γραψίματος· почтовая - επι- επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης· фильтро- фильтровальная - στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης· обёрточная - χαρτί περιτυλίγματος· Газетная - δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρ- χαρτί· промокательная - στυπόχαρτο· цветная - έγχρωμο χαρτί· светочувствительная - φωτο- παθής χάρτης (φωτογραφικός)· наждачная* - σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο· стеклянная - γυαλόχαρτο· пергаментная - περγαμινός χάρ- χάρτης· - в одну линейку χαρτί μονόγραμμο· в две линейки χαρτί δίγραμμο· - в клетку δι- ατετραγωνιστικό χαρτί. 2 έγγραφο· ИЗ центра пришла - απο το κέντρο ήρθε χαρτί. 3 Χαρ-
Дум 75 бур τονόμισμα· -и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο. 4 -И πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. II τα χειρόγραφα, τα χαρτιά· рыться В -ах α- ανασκαλεύω τα χαρτιά. II εκφρ. на -е быть ή оставаться είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπό- υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)· только на -е μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)· ценные -и τα χρεόγραφα. бумага*, -и θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)· ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλίνοβάμβακα·хлопчатая - (παλ.) Βλ. хлопок. бумагомарака, -и α. βλ. бумагомаратель. бумаГОМарянте, -Я ουδ. (ειρν.) μωρογραφία, ανάξιο συγγραφικό έργο. бумагомаратель, -Я α. (ειρν.) μωρογράφος, γραφοκόπος. бумагопрядение, -Я ουδ. (παλ.) βαμβακονη- ματουργία, -τοποίηση. бумагопрядильный επ. βαμβακονηματοποιη- τικός, -τουργικός. бумажка, -И θ. χαρτάκι. II χαρτονόμισμα. бумажник} -а α. πορτοφόλι (για χαρτονομί- χαρτονομίσματα και έγγραφα). бумажник, ~а α. χαρτοποιός, εργάτης χαρ- χαρτοποιίας. бумажный1 επ. 1 χάρτινος, χαρτένιος· -ые салфетки χαρτοπετσετάκια. II χαρτικός, του χαρτιού· -ое производство η χαρτοπαραγωγή, 2 μτφ. που υπάρχεει μόνο στα χαρτιά· демокра- демократия действительная, а не -ая δημοκρατία πραγματική κι όχι στα χαρτιά. 5 γραφειοκρα- γραφειοκρατικός· -ая волокита γραφειοκράτης. II εκφρ. - тигр χάρτινη τίγρη· -ые деньги τα χαρτο- χαρτονομίσματα. бумажный2 επ. βαμβακερός· -ая ткань βαμ- βαμβακερό ύφασμα. бумажонка, -и θ. παλιοχάρτι. бумааёЙНЫЙ επ. λινοβαμβακερός. бумазея, -И θ. ύφασμα λινοβάμβακο. * бумеранг, -а α. μπούμεραγκ. Бунд, -а α. Μπούντ, πανεβραϊκή σοσιαλδημ. οργάνωση στη Ρωσία A897-1921). бундовец, -вца α. μέλος ή οπαδός της ορ- οργάνωσης Μπούντ. *бункер, -а α. αποθήκη συλλεκτικής μηχανής. бункеровать, -рую, -руешь р.6.μ. συγκεν- συγκεντρώνω, αποθηκεύω προσωρινά. бункеровка, -И θ. περισυλλογή, συγκέντρω- συγκέντρωση, αποθήκευση προσωρινή. *бунтЗ -а α. αυθόρμητη εξέγερση, στάση. бунт, -а α. 1 δέμα, δεμάτι. 2 στοίβα. бунтарский επ. σταοιαστικός· ανυπόταγος. бунтарСТВО, -а ουδ. τάση για στάση· ανυ- ανυποταγή, ανυποταξία. бунтарь, -я α. στασιαστής. II ανυπόταγος. бунтовать, -тую, -туешь р.6. 1 στασιάζω. II δυσανασχετώ, δυσφορώ, μπουχτίζω. 2 προ- προτρέπω, παρακινώ σε εξέγερση, στάση. бунТОВОЙ επ. δεματιασμένος. ΙΙστοιβασμένος. бунтовской επ. στασίαστικός· -йе речи στασιαστικοί λόγοι. бунТОВЩЙК, -а α. -Ца, -Ы θ. ο, η στασια- στασιαστής. бунчук, -а α. 1 ράβδος με προσδεμένη σε αυτή αλογουρά (σύμβολο εξουσίας των αταμά- νων και τούρκων πασάδων). 2 μουσικό όργανο στολισμένο με αλογουρά. *бура, -Й θ. βόρακας, τετραβορικό νάτριο. бурав, -а α. τρύπανο· αρίδα. буравить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.6.μ. τρυπανίζω, α- ριδίζω. II -СЯ τρυπανίζομαι. буравчик, -а α. τρυπανάκι, αριδίτσα. бурак1, -а α. (διαλκ.) τεύτλο, κοκκινογούλι. бурах2, -а α. (διαλκ.) υδροδοχείο ξύλινο. буран, -а α. χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος. буранный επ. χιονοθυελλώδης. бурбОН, -а α. (παλ.) σακαράκας· αγροίκος, άξεστος. бурбоны, -ΟΒ πλθ. (ενκ. -он, -а α.) Βουρ- βώνοι. бурГОМЙСТврСКНЙ επ. δημαρχιακός. * бургомистр, -а α. δήμαρχος, πολιτάρχης. *бурда, -ы θ. υδαρό και άνοστο φαγητό, νε- ροζούμι. * бур/рок, -а α. ασκί, -ός, τουλούμι. бурдшный επ. ασκίσιος· -ое вино ασκίσιο κρασί. буревестник, -а α. θαλασσοβάτης, το πουλί της τρικυμίας. буревой επ. της θύελλας· -ая туча σύννε- σύννεφο θύελλας. бурелом, -а α. δέντρα θυελλοσπασμένα. бурение, -Я ουδ. γεώτρηση, γεωτρησία.Ι буреть, -ёет р.δ. γίνομαι φαιός, σκούρος. * буржуа, α. άκλ. αστός, μπουρζουάς. *буржуа8ИЯ, -И θ. η αστική τάξη. II οι αστοί (κάτοικοι της πόλης). II εκφρ. мелкая - η μι- μικρή αστική τάξη· крупная - η μεγάλη* αστική τάξη. буржуазный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- αστικός· -ая пресса о αστικός τύπος· -ая иде- идеология η αστική ιδεολογία буржуй, -Я α. (απλ.) αστός. буржуйка, -И θ. 1η αστή. 2 μικρή σιδερέ- σιδερένια θερμάστρα. буржуйский επ. (απλ.) αστικός, μπουρζου- άδικος. бурильный επ. διατρητικός. бурЙЛЫЦИК, -а α. εργάτης γεώτρησης. * буриме, ουδ. άκλ. ομοιοκαταληξία για στι- στιχουργία.
($2$ бурить, р.6.и, καθετηριάζω, κάνω γεώτρη- γεώτρηση. II -ОЯ καθετηριάζομαι. бурка, -и θ. είδος επενδύτη Καυκάσιων. буркалы, -кал πλθ. (απλ.) τα μάτια· че- чего - выпучил? τι γούρλωσες τα μάτια; буркать, р.б. βλ. буркнуть. бурки, -рок πλθ. ψηλές πέτσινες μπότες. буркнуть, -ну, -Нвшь р.σ. (απλ.) μουρμου- μουρμουρίζω. бурлак, -έ α. (παλ.) ρυμουλκός, μπουρλάκος. бурлацкий επ. ρυμουλκός, -κι,κός, μπουρ- λάκικος· -ие песни ρυμουλκά τραγούδια. бурлачвСТВО, -а ουδ. το επάγγελμα του ρυ- ρυμουλκού, του μπουρλάκου. бурлачить, -чу, -ЧИШЬ ρ.δ. είμαι μπουρλά- μπουρλάκος ,ρυμουλκός, εξασκώ το επάγγελμα του ρυ- ρυμουλκού . * бурлеск, -а α. κωμικό έργο με υπερβολές. бурливый επ., βρ: -лив, -а, -о θυελλώ- θυελλώδης, τρικυμιώδης. II μτφ. θορυβώδης, ταραχώ- ταραχώδης · ανήσυχος. бурлить, р.δ.φουρτουνιάζω, τρικυμίζω· πα- Φλάζω. II μτφ. Βράζω· -κτ ненависть βράζει το μίσος. *бурмйстр, -а α. διαχειριστής φεουδάρχη. бурнус, -а α. επενδύτης, μανδύας των Βε- Βεδουίνων. II (παλ.) είδος γυναικείου παλτού. бурно, επίρ. θυελλώδικα, -δώς. бурный επ., βρ: -рен, -рна\ -рно. 1 θυ- θυελλώδης, -δικός, τρικυμιώδης, -σμένος· ορ- ορμητικός· σφοδρός· -Οβ море τρικυμιασμένη θά- λαοοα· - ветер σφοδρός άνεμος. 2 μτφ. πλή- πλήρης γεγονότων, ταραχών -ая жизнь Йношеских лет τρικυμιασμένη ζωή των νεανικών χρόνων. 3 μτφ. ραγδαίος, βίαιος, ακάθεκτος· - рост ραγδαία ανάπτυξη· -Ы8 аплодисменты θυελλώδη χειροκροτήματα. буровик, -а α. εργάτης γεωτρήσεων. буровой επ. της γεώτρησης· - инструмент εργαλείο γεώτρησης. бурса, -Ы θ. κοινοΜατοικία ιεροσπουδαστών A8-19 αι.). II ιεροσπουδαστήριο, ιερατική σχολή. бурсак, -а α. ιεροσπουδαστής. бурсацкий επ. ιεροσπουδαστικός· -ая жизнь η ιεροσπουδαστική ζωή. бурт, -а α. μακρύς σωρός λαχανικών (προ- (προφυλαγμένος απο βροχή, κρύο). буртование, -Я ουδ. συσσώρευση λαχανικών. бурун, -ά α. κύμα αφρώδες, αφροστεφές πα- παράκτιο. бурчать, -чу, -ЧИШЬ р.δ. 1 μουρμουρίζω,! ψιθυρίζω· ОН ЧТО-ТО -ал αυτός κάτι μουρ- μουρμούρισε. 2 βορβορίζω, γουγλουκίζω, γουργου- ρίζω· в животе -ЙТ η κοιλιά γουργουλίζει. бурщик, -а α. βλ. бурильщик. бурый επ., βρ: бур, -а, -О φαιός, σκού- σκούρος· τεφρός, σταχής, γκρίζος. II βαθυκαστα- νόχρωμος· - КОНЬ о ντορής (άλογο). II εκφρ. - уголь ο λιγνίτης τυρφολιγνίτης· - мед- вёдь η καστανόχρωμη αρκούδα. бурьян, -а α. (αθρσ.) ζιζάνια των φυτών. буря, -И θ. 1 θύελλα, καταιγίδα, μπόρα· - утихла η θύελλα κόπασε. 2 μτφ. δυνατή ψυ- ψυχική ταραχή, μπουρίνι. II εκφρ. - В стакане ВОДЫ μεγάλη ψυχική ταραχή η" συζήτηση για το τίποτε. бурят, -а α., -ка, -И θ. Μπουριάτης, -ισσα. бусина, ~Ы θ. μια χάνδρα. бусинка, -И θ. χανδρίτσα. *'буССОЛЬ, -И θ. πυξίδα γεωλογική. бусы, бус πλθ. περιδέραιο με χάνδρες· ко- коралловые - κοραλένιο περιδέραιο. бут, -а α. λατύπη, πετρίτσες(οικοδ. υλικός *бутафбр, ~а α. φροντιστής σκηνικών. бутафория, -И θ. σκηνικά θεάτρου. бутафорный επ. σκηνικός, των σκηνικών. бутафорский επ. 1 βλ. бутафорный. 2 μτφ. ψεύτικος, πλαστός. *бутерброд, -а α. το σάντουιτς. 'бутирометр, -а α. βουτυρόμετρο. бутить, -чу, -тишь ρ.δ. χτίζω μέ λατύπη και αμμοκονίαμα. * бутон, -а α. μπουμπούκι. * бутоньерка, -И θ. μπουτονιέρα,κουμπότρυπα για το λουλούδι. *бутсы, -ΟΒ πλθ. είδος ποδοσφαιρικών υπο- υποδημάτων . бутуз, -а α. παιδάκι χοντρομπαλάτικο, πα- παχουλό, μπουλούκο. бутылка, -И θ. 1 μπουκάλι, μποτίλια, φιάλη. 2 παλιό ρωσ. μέτρο ίσο με 0,6 της λίτρας. бутылочный επ. της μποτίλιας, του μπου- μπουκαλιού· -ое стекло το γυαλί του μπουκαλιού. II εκφρ. - цвет βαθυπράσινο χρώμα. бутыль, -И θ. η γυάλα, νταμετζάνα. * буфер, -а, πλθ.-а α.'ανασταλτήρας,ΐ συγκρου- στήρας, ταμπόν. буферный επ. του ανασταλτήρα, ανασταλτι- ανασταλτικός. II μτφ. παρεμποδιστικός της σύγκρουσης. *буфёт, -а α. 1 σκευοθήκη, 2 μπουφές, καν- τίνκ, κυλικείο. буфетный επ. του μπουφέ, της καντίνας· -ВЯ дверца η θυρίδα της καντίνας. II -ая ουσ. θ. το ιδιαίτερο δωματιάκι του μπουφέ· Ισκευοφυ- λάκιο. буфетчик, -а α., -ца, -ы θ. μπουφέτζής,-ίνα. *буфф επ. άκλ. κωμικός· - театр κωμικό θέ- θέατρο. *буффОН· -а α. γελωτοποιός, παλιάτσος, κω- κωμικός. буффонада, ~Ы θ. γελωτοποιΐα, αστειότητα.
буф 77 был БУФФОНИТЬ» Ρ·δ. γελωτοποιών αστεΊζομαι, κα- καλαμπούρι ζω. буффОВСТВО, -а ουδ. αστε'ϊσμοί, καλαμπουρλι^- Ш, γελωτοποιία. *буфы, буф πλθ. πιέτα, πτυχή, δίπλα, σούρα. бух, επιφ. μπουμ, μπάμ, μιΐούφ. буханка, -И θ. καρβέλι τετραγ. σχήματος. буханье, -Я ουδ. κράτηση, κρότος, βρόντη- μα. || κρούση, χτύπημα. бухать(ся) р.δ. βλ. бухнуть(ся). * бухгалтер, -а α. λογιστής· λογαριαστής·κα- ταστιχογράφος. бухгалтерия, -И θ. 1 η λογιστική, καταστι- χογραφία. 2 το λογιστήριο. бухгалтерский επ. λογιστικός· -ая кни- книга το λογιστικό βιβλίο. бухнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. бухнул, ~ла, -ЛО р.σ. 1 βροντώ, κροτώ, ηχώ· за лё- сом -ли орудия πέρα απο το δάσος βρόντησαν τα κανόνια. 2 κρούω, χτυπώ, βαρώ· - В КОЛО- КОЛОКОЛ χτυπώ την καμπάνα. II ρίχνω με κρότο. 3 βλ. бухнуться. 4 βλ.'брякнуть, 5 φουσκώνω (α- (απο υγρασία)· доска -ет от сырости η σανίδα -φούσκωνα απο την υγρασία. ΙΙ-ОЯ πέφτω, καταρρέω. * бухта1, -Ы θ. όρμος, καραβοστάσι, ναύλοχος. * бухта2, -Ы θ. (ναυτ.) σπείρωμα καραβόσχοι- νου, κουλούρα, κόρκωμα. бухты-барахты: С - στο άψε-σβήσε, αμέσως. бухточка, -и θ. ορμίσκος. буцы βλ. бутсы. буча, -и θ. (απλ.) θόρυβος ταραχή, φασα- φασαρία· поднимать ή поднять -у ξεσηκώνω φα- φασαρία. бучение, -Я ουδ. βούτηγμα, εμβάπτισμα. бучить, -чу, -чишь ρ.δ.μ. βουτώ, εμβάπτω. бушевать, -шуга, -шуешь р.6. 1 λυσσομανώ, μαίνομαι· пожар -ал η πυρκαγιά μαίνονταν. II μτφ. (για αισθήματα) ανάβω, βράζω. 2 πα- παραφέρνομαι, εκτρέπομαι, αφηνιάζω, εκτραχηλί- ζομαι. бушлат, -а α. χιτώνιο ναυτικό,τσόχινο. буян, -а α. ταραχοποιός, φασαρίας. буянить, р.δ. προξενώ ταραχή, αναστάτωση, φασαρία.II παραφέρνομαι, εξοργίζομαι. буяиСТВО, -а ουδ. ταραχή, αναστάτωση, φα- φασαρία, бы к. 6. 1 βλ. 6 στην αρχή του γράμματος. 2 (μόριο δυνητικό) θα· он - пришёл ή" пришёл -, если - был здоров αυτός θα ερχόταν, αν θα ήταν γερός (υγιής). II (σημαίνει επιθυμία)· θα· я - погулял ещё немного θα έκανα ακόμα λίγο περίπατο. II (μόριο υποθετικό) θα· ТЫ - соснул немножко θα κοιμόσουν ακόμα λίγο. 3 (με απαρέμφατο μαζί σημαίνει επιθυμία) να· спеть - θέλω να τραγουδίσω· не вам - гово- говорить εσείς (θα κάνετε καλά) να μη μιλάτε. II (με το αρνητ. μόριο не σαν υποθετ. έγκλιση)· δεν θα· мне - не справиться, если - ты не ПОМОГ δεν θα τάβγαζα πέρα, αν δεν θα με βοηθούσες, бывалец, -ЛЬВД α. (διαλκ.) κοσμογυρισμέ- κοσμογυρισμένος· πολύξερος, πολύπειρος. бывало 1 ενκ., ουδ. παρλθ. χρ. τουρ. ЙЫ- вать. 2 (παρνθ. ) κάποτε-κάποτε, κάπου-κάπου, που και που, καμιά φορά, μερικές φορές, ε- ενίοτε* я, -, ездил в деревню κάποτε-κάποτε πήγαινα στο χωριό. бывалый επ. 1 (παλ.) πρότερος, πρωτύτε- πρωτύτερος, ο πριν, ο προηγούμενος· -ая ЖИЗНЬ η ζωή που ήταν πριν. II συνηθισμένος,' συνήθης· 'ЭТО дело'-ое τέτοιο πράγμα συνέβαινε, ήταν συνηθισμένο. 2 κοσμογυρισμένος· πολύξερος, πολύπειρος, πεπειραμένος. бывальщина, -ы θ. (διαλκ.) βλ. быль Bσημ.). бывать, р.δ. 1 είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι· всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν. 2 συμβαίνω, γίνομαι, λα- λαβαίνω χώρα· таких вещей не -ЮТ τέτοια πράγ- πράγματα δε συμβαίνουν. 3 βρίσκομαι, είμαι· ве- вечером я всегда -го дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι. Ц- (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)· -ет жаль, что... είναι κρίμα ότι... 5 επισκέπτομαι· συχνάζω· он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέ- επισκέπτεται. II (απρόσ.) συμβαίνει. II εκφρ. как не -ЛО σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)· как НИ в чём не -ло σα να μη συνέβαινε τίποτε· ничего не -ло (παλ.) βλ. στη λ. ничуть. бЫВШИЙ 1 μτχ. παρλθ. Χρ. του р. быть. 2 ο πρώην, ο τέως· - министр о πρώην υπουργός. быдло, -а ουδ. (αθρσ.) διαλκ. τα ζώα της δουλιάς, τα αροτριόντα κτήνη. II (υβρ.) ζώο, κτήνος (στη δουλιά). бык, -а α. βόδι, βούς, ταύρος.II εκφρ. здо- здоров как - κατάγερος, υγιέστατος· упёрся как - γινάτωσε σαν το γαϊδούρι. быки, ~ΟΒ πλθ. (ενκ. бык, -а α.) βάση,θε- βάση,θεμέλια γέφυρας· οι ενδιάμεσοι στύλοι αυτής. быковатый επ., βρ: -ват, -а, -О σκυθρω- σκυθρωπός,' κατηφής, κατσούφης. былевой επ. βλ. былинный. былина1, -Ы θ. ρωσικό, λαϊκό, επικό τρα- τραγούδι. былина! -ы θ. (παλ.) βλ. былинка. былинка, -И θ. ζτ\ρόχορτο, στέλεχος χόρτου. былинный επ. επικός· - эпос λαϊκή επο- εποποιία. бЫЛИНЩИК, -а α. τραγουδιστής (αοιδός) λάί- κοϋ έπους. бНЛО άτονο μόριο· επρόκειτο· Я - со- собрался уезжать επρόκειτο να αναχωρήοω· он
был 78 бич чуть - не упал αυτός παρ' ολίγο δεν έπεσε, λίγο έλειψε να πέσει. II στην αρχή, пат' αρ- αρχήν я - вовсе не хотел приезжать στην αρ- αρχή εγώ καθόλου δεν ήθελα να ε'ρθω. былой επ. 1 περασμένος, παρελθόντας, πα- παλιός, παρωχημένος· ~ая слава η παλιά δόξα· -бе время о παλιός καιρός. 2 ουσ. ουδ. -ое το παρελθόν вспоминать -бе θυμούμαι το πα- παρελθόν (τα παλιά). быль, -и θ. 1 (παλ.) τα περασμένα, το πα- παρελθόν - молодцу не укор о άνθρωπος για το νεανικό παρελθόν δεν είναι αξιοκατάκριτος,1 (νέος ήταν, συγχωριέται). 2, αληθινή ιστορία, πραγματικότητα· γεγονός· Я рассказываю вам не сказку, а - σας διηγούμαι όχι παραμύθι, αλλά πραγματικότητα. быльё, -Я ουδ. αθρσ. (παλ.) χόρτο, χορτά- χορτάρι. II εκφρ. -ём поросло ξεχάστηκε εντελώς, τόν σκέπασε ο πέπλος ή το σάβανο της λήθης. быстрина, -Ы, πλθ. -ЙНЫ θ. ορμητικό ρεύ- ρεύμα ποταμού. быстро επίρ. γρήγορα, γοργά, ταχιά,-έως. быстроглазый επ. γρηγορόφθαλμος, που πε- περιφέρει, γρήγορα καί ζωηρά τα μάτια παντού. быстроногий επ. γοργοπόδης, γοργοπόδαρος, ταχύπους. быстрота, -Ы θ. ταχύτητα, γρηγοράδα, γορ- γότητα, τάχος. быстротечность, -И θ. γοργό πέρασμα, τα- ταχεία διάβαση. быстротечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; γοργοδιάβατος· -ое время о γοογοδιάβατος χρόνος. бЫСТрохОДНОСТЬ, --Л θ. ταχεία κίνηση. быстроходный επ., βρ: -дек, -дна, -дно ταχυκίνητος. быстрый επ., βρ: быстр, быстра, быстро. 1 ταχύς, γοργός, γρήγορος· - бег γρήγορο τρέ- τρέξιμο· -ое вращение η ταχεία περιστροφή· ответ γρήγορη απάντηση· - на выдумку ευφυο- λόγος, που εύκολα επινοεί. 2 ευκίνητος, εύ- εύστροφος, αλέστος. бЫТ, -а, προθτ. о быте, В быту α. η ζωή, ο τρόπος ζωής· κι «ПОСТНОЙ - ο δουλοκτητικός τρόπος ζωής. II η καθημερινή ζωή, βιότευση· домашний - οικιακή ζωή, η ζωή του σπιτιού. бЫТИв, -Я οοδ. 1 (φιλοσ.) η ύπαρξη, η αν- αντικειμενικότητα, το είναι. 2 το σύνολο των υλικών αγαθών, το είναι· общественное определяет сознание το κοινωνικό είναι κα- καθορίζει τη συνείδηση. 3 ζωή, βίος, διαβίω- διαβίωση, βιότευση· скоро кончится его счастливое - γρήγορα θα τελειώσει η ευδαιμονία του. бытность, -И θ, στην έκφραση: в бытность οτη διαμονή, στην παραμονή· в - его на юге κατά την παραμονή του στο νότο (νότια μέρη) . бытование, -я ουδ. ύπαρξη· - старинных пе- песен η ύπαρξη αρχαίων τραγουδιών. бытовать, -тует р.6. υπάρχω, είμαι, υφί- υφίσταμαι· απαντώμαι, συναντώμαι· многие ста- старые Обычаи перестает - πολλές παλιές συνή- συνήθειες εξαφανίζονται (εκλείπουν). 6ЫТ0ВЙ8М, -а α. περιγραφή, απεικόνιση της ζωής. бытовик, -а α. βλ. бытописатель. бЫТОВОЙ επ.της καθημερινής ζωής· -ые ус- лбвия οι συνθήκες της καθημερινής ζωής· -ое явление φαινόμενο καθημερινής ζωής· - уклад τα ήθη και έθιμα· стать -ЫМ явлением γίνο- γίνομαι συνηθισμένο φαινόμενο· -ые предметы αν- αντικείμενα καθημερινής (η οικιακής) χρήσης. бытописание, -Я ουδ. ιστορική περιγραφή, ιστορία. бЫТОПИСатвЛЬ, -Я α. 1 εθιμογράφος. 2 ιστο- ιστοριογράφος, ιστορικός. быть р.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ/ ενκ. προσ. есть και παλ. ςτο γ/ πλθ. προσ. суть; μελ. буду, будешь; παρλθ. χρ. был,бы- ла, было; με άρνηση: не был, не была, не было; προστ. будь; μτχ. παρλθ. ΧΡ. бывший; επιρ. μτχ. будучи). 1 υπάρχω, είμαι· υφί- υφίσταμαι· его ещё не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννη- γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό. 2 έχω· у него был внук αυτός είχε εγγόνι. II βρίσκομαι· в бу- бумажнике были документы στο χαρτοφύλακα ή- ήταν έγγραφα. 3 παραβρίσκομαι, είμαι παρών*Я был на приёме ήμουν σε ακρόαση· был в от- Суствии ήμουν απών (απουσίαζα). 4 γίνομαι· заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γί- γίνει αύριο. 5 (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι· Я был болен ήμουν άρρω- άρρωστος. II γίνομαι, καθίσταμαι· кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικό- ειδικότητα). 6 (βοηθτ. ρ.) είμαι· город был ВЗЯТ η πόλη καταλήφθηκε. 7 (μόριο μέλλοντα) θα· он будет читать αυτός θά διαβάζει. II εκφρ. - может к. может - βλ. στη λ. мочь1. - так ας είναι (ας γίνει) έτσι· - (чему) απαραί- απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί· - беде οπ«οί>ή- ποτε θα έρθει συμφορά· так И - ας γίνει (ας είναι) κι έτσι· - за КОГО είμαι με το μέ- μέρος κάποιου· - за одно С кем έχω τις ίίιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ίδιο με κάποιον как -? τι να γίνει; будь ЧТО будет ας γί- γίνει ό,τι θέλει· была не была πρέπει να ριψοκινδυνέψω, <5,τι βγει, ό,τι γίνει· ЧТО будет, то будет ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε. бЫТЬё, -Я ουδ. (παλ.) βλ. бытиё C σημ.). бычатина, -ы θ. κρέας βοδινό. бычачий, -ья, -ье επ. βοδινός, βοϊδίσιος,
бнч 79 βόειος· - желудок βοδινός στόμαχος. бычий и. бычиный επ. βλ. бычачий. бычина, -ы θ. βοδινό δέρμα. бычиться, -чусь, -чйшься р.δ. (απλ.) κα- τσουφιάζω, σκυθρωπάζω. бычок1, -чка α. δαμάλι. ΙΙεκφρ. быть -у на верёвочке χαλιναγωγώ, περιορίζω. бычок? -чка α. γωβιός, κωβιός, κωβίτης. *бьвф, -а α. αυλάκι προσαρμογής ή απαγω- απαγωγής υδροηλεκτρικού έργου. *бювар, -а α. πακέτο στυποχάρτου. бюварный επ. του στυποχάρτου· -ая бума- бумага τό στυπόχαρτο. *бюджёт, -а α. προϋπολογισμός· государст- государственный - ο κρατικός προϋπολογισμός, бВДЖвТНЫЙ επ. του προϋπολογισμού· - год χρόνος (έτος) προϋπολογισμού, 'бюллетень, -я α. 1 6ελτίο· - погоды δελ- δελτίο καιρού. 2 περιοδική έκδοση· - Академии наук περιοδικό της Ακαδημίας επιστημών. 3 ψηφοδέλτιο. 4 πιστοποιητικό νοσηλείας. *бйргер» -а α. αστός, πολίτης, κάτοικος πόλης. II μτφ. μικροαστός. бюргерский επ. αστικός, πολιτικός· -ие права τα αστικά δικαιώματα. бюргерство, -а ουδ. (αθρσ.) οι αστοί, οι πολίτες, οι κάτοικοι της πόλης. ♦бюретка, -И θ. (φυσ.) φιαλίδιο, λήκυθος. *6βρό ουδ. άκλ. 1 γραφείο· - райкома па- партии γραφείο της αχτιδικής επιτροπής του κόμματος· справочное - γραφείο πληροφοριών. 2 τραπέζι για γράψιμο. бюрократ,-а α.-ка, ~И θ. γραφειοκράτης,-юса. бюрократизация, -И θ. γραφειοκρατιοποίηση. бюрократизировать, -рую, -руешь р.б.и.о.и. γραφειοκρατιοποιώ· - государственный аппа- аппарат γραφειοκρατιοποιώ τόν κρατικό μη- μηχανισμό. бюрократизм, -а α, γράφειοκρατισμός. II μαν- δαρινισμός. бюрократический επ, γραφειοκρατικός. * бюрократия, -и θ. 1 γραφειοκρατία.2 (αθρσ.) οι γραφειοκράτες. *бЮСТ, -а α. 1 προτομή. 2 γυναικείο στήθος. 'бюстгальтер, -а α. είδος σουτιέν. бЯ8Ь, -И θ. κρουστό, βαμβακερό ύφασμα. Β В к. ВО πρόθεση με αιτ. κ, προθτ. πτώση. 1 προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, το- τομέα δράσης· εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για· положить В ящик βάζω στο κιβώτιο* товар на- находится В ящиках το εμπόρευμα είναι στα κι- κιβώτια· уеду В Афины θα φύγω για την Αθήνα· живу в Афинах ζω στην Αθήνα· подать зая- заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο· учусь В университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο· уйти В работу φεύγω για τη δουλιά· он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά. 2 προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος· σε· лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια· сахар в кус- кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια. 3 δείχνει την ε- εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία· αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις : σε, στον, στην κ,τ.τ., μπορεί όμως και χω- χωρίς αυτές· одеться В шубу φορώ τη γούνα·хо- γούνα·ходить В шубе βαδίζω (ντυμένος) με τη γούνα· 4 σημαίνει ποσό μονάδων σε· ή και χωρίς την πρόθεση· комедия В трёх действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις· длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα. 5 προσδιορίζει χρόνο· (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση· В НОЧЬ На четверг τη νύχτα της Πέμπτης· в один день (μέσα) σε μια μέρα· в прошлом го- году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)· приду В пятницу θα έρθω την Παρασκευή· разница в годах διαφορά στα χρόνια. II προσδιορίζει το- τομέα· στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας, 6 δείχνει πολλαπλάσιο· в три раза больше τρεις φορές περισσότερο. 7 χάριν, για, στο, στα· ска- сказать В шутку λέγω για αστεία, στ' αστεία, χά- χάριν αστειότητας. 8 δείχνει ομοιότητα· маль- мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απα- (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ" όλα τον πα- πατέρα. 9 ^ε προθετ. χρησιμοποιείται για κα- καθορισμό απόστασης· σε· в двух шагах от ме- меня (σε) δυο βήματα απο μένα· в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά απο την πόλη με τα πόδια. 10 δείχνει τη ( σειρά· κατά· во-первых (κατά) πρώτον в-трётьих (κατά) τρίτον· в-шестых έκτον. В..., ВО..., В*..., πρόθεμα που σημαίνει: 1 κατεύθυνση ενέργειας, κίνησης προς τα μέ- μέσα: Вбежать, влететь, вбить, вдуть. 2 κα- κατεύθυνση της ενέργειας μέσα στο ενεργόν υ- υποκείμενο· вдохнуть, впитать, всосать. 3 κα- κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης μέσα και επί· он вбежал на лестницу αυτός έτρεξε με-
ва 80 вал σα οτη σκάλα. 4 με το μόριο СЯ στο τέλος των ρ. σημαίνει, εισχώρηση, διείσδυση, βύθι- βύθισμα σε μεγάλο βαθμό: вдуматься, всмотреться, втянуться. *ва-банк επίρ. (χαρτπ.) όλη τη μπάγκα· ИГ- рать - παίζω (βάζω) όλη τη μπάγκα. БабИК, -а α. (κυνηγ.) εφελκυστήρας. вабильщик, -а α. κυνηγός με εφελκυστήρα. вабИТЬ, -блю, -бИШЬ ρ.δ.μ. (κυνηγ.) προ- προσελκύω άγρια ζώα, πτηνά, μιμούμενος την ίφω-' νήν τους. вавилоны, -ОВ πλθ. κυματοειδή, διακοσμη- διακοσμητικά σχέδια. II εκφρ. ВЫВОДИТЬ ή писать - (για μεθυσμένο) τρικλίζω, πηγαίνω πέρα-δώθε. Вага, -И θ. 1 ζυγός για μεγάλα βάρη και ογκώδη πράγματα. 2 μοχλός ανύψωσης βαριών σωμάτων. * вагон, -а α. βαγόνι. II βαγόνια (φορτίο), вагонетка, -и θ. βαγονάκι. вагонетчик, -а α. -ца, ~ы θ. βαγονιέρης, -ιασα, οδηγός μικρού βαγονιού. ВаГОННИК, -а α. βαγονοκατασκευαστής. вагонный επ. του βαγονιοΰ· -ая ось о ά- άξονας του βαγονιού. ВагонОВОХаТЫЙ, -ОГО α. τραμβαγέρης. Вагоностроение, -Я ου δ. κατασκευή βαγονιών. Вагоностроительный επ. της κατασκευής βα- βαγονιών - завод εργοστάσιο κατασκευής βα- βαγονιών. Вагончик, -а α. βαγονάκι. вагранка, -И θ. η φρεατοκάμινος. вагранщик, -а α. εργάτης ΐρρεατοκαμίνου. важивать, -вал, -вала, -вало р.6. βλ. во- водить К. ВОЗИТЬ. важнецкий επ. (απλ.) βλ. важный C σημ.). важничанье ουδ. σοβαροποίηση. важничать, ρ,δ. σοβαροποιούμαι. важно επίρ. 1 σοβαρά. 2 (ως κατηγ.) είναι· σοβαρό· мне - знать για μένα είναι σοβαρό να μάθω. 3 μεγαλοπρεπώς. важность, -И θ. 1 σοβαρότητα, σπουδαιότη- σπουδαιότητα. 2 μεγαλοπρέπεια. II εκφρ. велика -(περιφ.) ϋεγάλη σπουδαιότητα· Зка - μωρέ σπουδαιότητα. важный επ., βρ: -жен, -жна, -жно 1 σοβα- σοβαρός, σπουδαίος· - вопрос σοβαρό ζήτημα· -Οβ открытие σπουδαία ανακάλυψη· -ая роль σο- σοβαρός ρόλος. 2 αξιοπρεπής. 3 (απλ.) καλής ποιότητας* -ые сапоги μπότες καλής ποιότητας. *ваза, -Ы θ. δοχείο, βάζο· - цветов ανθο- ανθοδοχείο. *вазелин, -а (-у) α. βαζελίνη· борный - βοριούχα βαζελίνη. вазелиновый επ. της βαζελίνης· -ое МЫЛО σαπούνι βαζελίνης. * вазомоторы, -οβ πλϋ. αγγειοκινητικά νεύρα. ВаЗОН, -а α. ανθοδοχείο. вазочка, -и θ. βαζάκι. вайя к, вайя, -и θ. φύλλα φτέρης ή φοίνι- φοίνικα, βάγια,βάια. * вакансия, -и θ. χηρεία θέσης, αρχής. II κε- κενή θέση εκπαιδ. ιδρύματος για σπουδαστή. вакантный επ., βρ: -тен, -тна, -тно κε- κενός, άδειος, χηρεύων· -ое место секретаря! κενή θέση γραμματικού. *вакации, ~ий πλθ. (παλ.) βλ. каникулы. * Вакса, -Ы θ. μαύρο βερνίκι υποδημάτων. ваксить, -кшу, -КШИШЬ р.δ.μ. βερνικώνω τα παπούτσια. *вакуоли, -ей πλθ. (ενκ. -оля к. -оль, -и θ.) φυσιολ. κενοτόπια. *ваккум, -а α. (φυσ., τεχ.) κενό αέρος, βα- κούμ. * вакханалия, -И Θ.1 τα βακχεία, η γιορτή του Βάκχου, τα Διονύσια. 2 τα βακχικά όργια. вакханальный επ. βλ. вакхический. яр«трнкр, -и θ. 1 Βάκχη, Βακχιάδα, Βακχί- δα (ιέρεια). 2 ηδυπαθής, φιλήδονη γυναίκα. вакхический επ. βακχικός· -ие песни τα βακχικά τραγούδια. *Вакцина, -Ы θ. ί«μαλίδα, βατοί να. Вакцинация, -И θ. (ιατρ.) δαμαλισμός, •вакцинировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. (ιατρ.) δαμαλίζω, εμβολιάζω με δαμαλίδα. вал,1 -а, προθτ. о вале, на валу, πλθ. ι-ва- лы α. 1 χωματοσωρός· Крепостной вал οχυρω- οχυρωματικός χωματοσωρός. 2 ψηλό κύμα. II εκφρ. огневой - κινητός φραγμός πυροβολικού. вал? -а, προθτ. о вале, на валу, πλθ. -ва- -валы α. (τεχ.) άξονας· коленчатый - αγκωνο- ειδής η" στροφαλοφόρος άξονας· приводной κινητήριος άξονας. » валаамов, -а, -о επ. -а ослица (загово- (заговорила) απροσδόκητη διαμαρτυρία ευπειθοΰς. валандаться, р.δ. (απλ.) 1 νωθρεύω, χαυ- νώνω. 2 περνώ άσκοπα τον καιρό. *валансьен επ. άκλ. βαλανσιέν, είδος δαν- δαντέλας ." валежина, -Ы θ. δέντρο πεσμένο. валежник, -а (-у) α. (αθρσ.) κλαδιά σπα- σπασμένα απο τη θύελλα. валёк, -лыса α. 1 μικρός κύλινδρος πλυ- πλυσίματος. 2 κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρί- πιεστηρίου. 3 Ό λαβή του κουπιού. 4 κόπανος πλυσί- πλυσίματος . валенки, -нок πλθ. (ενκ. -нок, -нка α5«πό- τες απο μάλλινο πίλημα. "валентность, -и θ. (χημ.) σθένος. валерьяна, -Ы θ. βαλε ρ ιά να, αγριομπουζου'- κος (φυτό). валерьянка, -и θ. βαλεριανικές σταγόνες. валерьяновый επ. βαλεριανικός· - корень βαλεριανική ρίζα.
вал 81 вал *валёт, -а α. βαλές, φάντης (παιγνιόχαρτο)· - ПИК о φάντης μπαστούνης· бубновый - О φάν- φάντης иарро. валивать, р.б. βλ. валить'. ВвЛИК] -а α. μικρός χωματοσωρός κλπ.υτε>κρ. βλ. вал1. ваДЕК< -а а. 1 αξονίσκος. 2 υποπροσκέφαλο ντιβανιού. валить1, валю, валишь р.δ.μ. 1 ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω· ανατρέπω* σπάζω· вё- тер -ит деревья о άνεμοε ρίχνει κάτω (σπά- (σπάζει) τα δέντρα· - противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο. II μτφ. εξολο- εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω* холера так И -ИТ всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους. 2 ρίχνω άτακτα· - книги в ящик ρίχνω τα βι- θλία στο κασόνι όπως λάχει. 3 ρίχνω την ε- ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλ- άλλον обвиняемые -ли всё друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον. II εκφρ. - всё в одну кучу τα βάζω όλα σ' ένα αακκί (χωρίς διάκριση). II -ОЯ πέφτω χάμω, κάτω, καταγής· яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι. II κα- καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριά- σωριάζομαι· дом -ится το σπίτι καταρρέει.II (για ζώα) ψοφώ· от сибирской язвы -ится много Скота απο τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα. II εκφρ. -ится ИЗ рук α) πέφτει απο τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)· β) πέφτω απο έλλει- έλλειψη δύναμης, επιθυμίας' - С НОГ πέφτω απο τα πόδια (απο κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.). ВалиТЬ, -ИТ р.Ь. 1 κινούμαι, ρίχνομαι' πέ- πέφτω· толпа -йт о όχλος κινείται· снег -йт ХЛОПЬЯМИ το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνΐτ- φάδες). 2 προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου· -Й, беги! κουνήσου, τρέχε! II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. Валка1, -И θ. κατάρρευση, γκρέμισμα, πέσι- πέσιμο· - старого дома κατάρρευση του παλιού σπιτιού. Валка2, -И θ. κύλιση. II γνάψη. II πίληση. валки, ~ΟΒ πλθ. (ενκ. -όκ, -лка α.) τεχ. αξονίσκοι. Валкий επ., βρ: -лок, -лка, -лко αστα- ασταθής, που γέρνει εΰκολα· -ое судно ασταθές σκάφος. II εκφρ. ни шатко ни -ο ούτε καλά ου-- τε άσχημα, ούτε κλαίει ούτε γελάει (μέτρια), валкость, -и θ. αστάθεια· - судна αστά- αστάθεια σκάφους. Валовой επ. 1 ολικός, συνολικός·-ая про- продукция συνολική παραγωγή. 2 γενικός, μαζι- μαζικός· - пролёт гусей μαζική πτήση χηνών. Валок1, -лка α. σωρός μακρύς κοσισμένου χόρτου. валок2βλ. валки. Валом επίρ. στην έκφραση; - валить α)κι- α)κινούμαι κατά μάζες, β) ρίχνω όπως λάχει, ό- όπως τύχει· вали -, после разбирём ρίξε ό- πως-όπως, μετά βλέπουμε (και κάνουμε). валторна, ~Ы θ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου. валун, -а α. κοτρώνι, ογκόλιθος. валух, -а, -а α. (διαλκ.) κριτ п ευνου- ευνουχισμένο. *валЬДПШеп, -а α. οκολόπακας ο αγροδίαιτος, ξυλόκοτα, μπεκάτσα. вальнуть, -ну, -нёшь р.σ. (απλ.) βλ. ва- валить1. * вальс, -а α. βαλς (χορός ή μουσικό έργο). вальсировать, -рую, -руешь к. -рую.-руешь ρ.δ. χορεύω βαλς, στροβιλίζω. вальцевание, -Я ουδ- (τεχ.)ελαοματοποίηοη, вальцевать, -цую, -цуешь р.δ.μ. (τεχ,) ε- λασματοποιώ, ελάσω.ΙΙ -ОЯ ελασματοποιοΰμαι. вальцовка, -и θ. 1 βλ. вальцевание. 2 μη- μηχανή ελασματοποίησης. ваЛЬЦОВОЧВЫЙ επ. ελασματοποιητικός, της ελασματοποίησης· - цех τμήμα εργοστασίου ε- ελασματοποίησης . валЬЦОВЩИК, -а α. -Ца, -Ы θ. ελασματοποι- ός (εργάτης, -τρία). валЬЦОВЫЙ επ. του ε'λκυστρου, του έλα- στρου, με έλαστρο, μέ έλκυστρο. * вальцы, ~ΟΒ πλθ. (τεχ.) 1 τα έλκυστρα,; τα έλαστρα. 2 μηχανή ελασμα,τοτιοίησης. вальяжность, -И θ. (απλ.) μεγάλο παρουσι- παρουσιαστικό, αρχοντικότητα, αρχοντοθωρειά. вальяжный επ., βρ: -жен, -жна, -жно (απλ.) παρουσιαοτικός, αρχοντικός, αρχοντοθώρητος, ε- επιφανής. *валюта, -и в, 1 νομισματική μονάδα· гре- греческая - - драхма ελληνική νομισματική μονάδα είναι η δραχμή. 2 νόμισμα· συνάλλαγ- συνάλλαγμα· χαρτονόμισμα· золотая - χρυσό νόμισμα· серебряная - αργυρό νόμισμα· иностранная - ξένο νόμισμα· калёблющая - ασταθές νόμισμα· прочная - σταθερό νόμισμα. валютный επ. νομισμοίτικός· - кризис νο- νομισματική κρίση· - курс η τρέχουσα αζία του νομίσματος. валяльный επ. πιλοποιητικός· -ое произ- производство η παραγωγή πιλήματος. валЯЛЬЩИК, -а α, -ца, -Ы θ. πιλητής,-τρια. валяние, -Я ουδ. πίληση. валяный επ. πιλητός, πιλωτός· -ые сапоги πιλητές μπότες. валять ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ва- лянный, βρ: -лян, -а, -о. 1 κυλίω, κυλώ· в снегу κυλώ στο χιόνι· - в муке κυλώ στό αλεύρι· - В грязи κυλώ στη λάσπη· - по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω). 2 γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ. 3 φτιάχνω, κάνω όπως-όπως,
вам 82 вас τσαπατσούλικα. II -СЯ 1 κυλιέμαι, κυλίομαι. 2 ξαπλώνω, -ομαι» κατακλίνομαι· пьяница ва- валяется на МОСТОВОЙ о μεθυσμένος είναι ξα- ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο. II πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. II κείτομαι άτακτα, είμαι πε- πεταμένος· шарф -ется на полу το κασχόλ εί- είναι πεταγμένο στο πάτωμα. И εκφρ. - на ΗΟ- гах προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)· на дороге ή на улице ή на полу к.τ,τ.не ва- валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα. вампир, -а α. 1 βρυκόλακας, μορμολύκιο. 2 άγριος εκμεταλλευτής, αιμοπότης, βδέλλα του λαού,δημοβόρος, 3 τερατώδης νυχτερίδα. ванадиевый επ. βαναδικός· -ая сталь βα- ναδικό ατσάλι. *Ванадий, ~Я α. βανάδιο (μέταλλο). '"Вандал, -а α. 1 Βάνδαλος. 2 καταστροφέας έργων τέχνης. II απολίτιστος, καθυστερημένος, вандализм, -а α. βανδαλισμός, ванилин, -а (-у) α. βανιλίνη. < ванилиновый επ. βλ. ванильный. ваНЙЛЬ, -И θ. βανίλλια, το φυτό και ο καρ- καρπός της. ванильный επ. βανίλλινος, της βανιλλίνης. ванна, -Ы θ. 1 λουτήρας, μπανιέρα* λουτρο- καμπινέ. II λεκάνη. 2 μπάνιο (θεραπευτικό)· ножная - ποδόλουτρο· солнечная - ηλιόλουτρο· воздушная - αερόλουτρο· лечебные -Ы ιαματι- ιαματικά λουτρά (θερμών υδάτων)· принять -у παίρ- παίρνω το λουτρό· грязевая - ιλυόλουτρο. ванная, -ОЙ θ. λουτρώνας. ВШШОЧКа, -И θ. μικρός λουτήρας· λεκανίτσα. ванный επ. λουτρικός, του λουτρού'-ая ко- комната το δωμάτιο του λουτρού, λουτρώνας. *ванты, вант πλθ. (ενκ. ванта, -ы θ.) κα-4 ραβοτριχές (στερέωσης των καταρτιών). ванька, -и, γεν. κλθ. -нек, δοτ. -нькам, α. (παλ.) καροτσέρης, αμαξάς με παλιάμαξα. ванька-встанька, -и α. κούκλα αύτοανορθσύ- μενη. вар, -а α. 1 πίσσα βρασμένη, κατράμι,πισ- οίτης. 2 (απλ,) βραστό νερό. * варвар, -а α. 1 Βάρβαρος. 2 απολίτιστος, αμόρφω-ος. II άνθρωπος βάναυσος, σκληρός, ά- γριος. '"варваризм, -а α. βαρβαρισμός, γλωσσικό σφάλμα στους τύπους ή τη χρήση των λέξεων, варварка, -и θ. (απλ.) γυναίκα βάρβαρη. варварский επ. 1 βαρβαρικός. 2 απολίτι- απολίτιστος. II σκληρός, άγριος, απάνθρωπος. II ακα- ακαλαίσθητος, άτεχνος, χοντροκομμένος. Варварство, -а ουδ. 1 βαρβαρότητα. 2 βα- βαναυσότητα, σκληρότητα. II απολιτισιά, απαΐ- δευσιά. ВаргаНИТЬ, ρ.δ.μ. (απλ.) κακοφτιάνω, φτιά- φτιάχνω άτεχνα, άχαρα, όπως-όπως. варвВО, -а ουδ, (απλ.) ζωμός, ζουμί, νε- ροζούμι, υδαρή τροφή. варежки, -жек, -жкам πλθ. (ενκ. варежка, -И θ.) γάντια (δισχιδή). варвНвЦ, -НЦО α. γινόμενο γάλα, ξινισμένο. варение, -Я ουδ. 1 βράση, βράσιμο. 2 ~ье το γλυκό του κουταλιού. варёняк, -а α. είδος τηγανίτας με παραγέ- μισμα. варёный επ. βραστός· -ое мясо βραστό κρέ- κρέας· -ая рыба βραστό ψάρι. варёнье> -я ουδ. το γλυκό του κουταλιού. *Вариант, -а α. παραλλαγή· εκδοχή· ετερο- μορφία, -σμός, вариационный επ. παραλλακτικός ♦вариация, -И θ. παραλλαγή· απόκλιση. варнво βλ. варево. варийровать βλ. варьировать. *вариометр, -а α. βαριόμετρο. варить, варю, варишь к. варишь, варит к. :варйт, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. варенный, βρ: -рен, -&, -О р.δ.μ. 1 βράζω· μαγειρεύω· варенье βράζω γλυκό· - асфальт βράζω πίσσα· - кофе φτιάχνω (ψήνω) καφέ· - уху μαγειρεύω ψαρόσουπα. II παρασκευάζω, φτιάχνω· - МЫЛО φτιάχνω σαπούνι.II συγκολλώ· - газовой го- рёлкой οξυγονοκολλώ. II εκφρ.голова -йт κό- κόβει το κεφάλι· желудок -йт το στομάχι χω- χωνεύει. II -СЯ βράζω· μαγειρεύομαι· -ится на медленном огне βράζει με λίγη φωτιά, (σιγο- βράζει), II εκφρ. - в собственном соку δου- δουλεύω μόνος (χωρίς συνεργάτη). Варка, -И θ. 1 βράση, βράσιμο.2 μαγείρεμα, варкий επ. (απλ.) βραστέρός. варнак, -а α. (παλ.) δραπέτης κάτεργου. Варница, -Ы θ. εγκατάσταση αλατοποιΐας με βρασμό. варочный επ.του βρασμού, για βράσιμο·-ые КОТЛЫ λέβητες βρασμού. варшавянка, -И θ. βαρσαβιάνκα (πολωνικό ε- επαναστατικό τραγούδι). *варьетё ουδ. άκλ. ελαφρό θέαμα ηπο εξέδρα. варьировать, -рую, -руешь ρ.δ. μ. ποικίλ- ποικίλλω· παραλλάσσω· μεταβάλλω· - рассказ παραλ- παραλλάσσω διήγημα. II -ОЯ παραλλάσσομαι· ποικίλ- ποικίλλω· μεταβάλλομαι. варяги , -ΟΒ πλθ. (ενκ. варяг, -а α.) Βα- ριάγες (παλιά ρωσική και βυζαντινή ονομασία των Νορμανδών). варяжский επ. βαριάγικος. василёк, -лька α. κύανος, αζουριά,μπλουέ. *ваСИЛИСК, -а α. 1 βαοιλίσκος (είδος σαύ- σαύρας). 2 μυθικό τέρας, φίδι του οποίου η μα- ματιά φονεύει κάθε ζώο. ВаСИЛЬКОВНЙ επ. κυανόχρωμος.
вас 83 вва *вассал, -а α. υποτελής, υπόδουλος. вассальный επ. υποτελής, υπόδουλος* -ая зависимость υποτελής εξάρτηση· -ые страны οι υποτελείς χώρες. Вата, ~Ы θ. στιβάδα, βάτα· βαμβακοστιβάδα· шерстяная - μάλλινη βάτα. ватага, -И θ. Λ πλήθος ανθρώπων, τσούρμο. 2 συνεργατική (κυρίως αλιευτική). ватер, -а α. βλ. ватермашина. * ватерклозет, -а α. (παλ.) αποχωρητήριο, α- αφοδευτήριο,1 απόπατος. ''ватврлВВИЯ, -И θ. (ναυτ.) ίσαλη γραμμή, άφορτος. «Ватермашина, -Ы θ. μηχανή κλωστική. *ватерпас, -а α. αεροστάθμη, φυσαλιδωτός χωροβάτης. ватерполист, -а α., -ка, -И θ. υδατοσφαιρι- στής, -τρία. * ватерполо, ουδ. άκλ. υδατόσφαιρο, ουώτερ- πολ. ватин, -а α. βατСνα. ватка,-И θ. βατίτσα, στιβαδίτσα. . ватман, -а α. χαρτί σχεδίου.' *ватманский επ: -ая бумага βλ. ватман. ватник, -а α, σακκάκι με βαμβακερό εσωτε- εσωτερικό στρώμα. ВОТНЫЙ επ. της βάτας· βαμπακερός, βαμπά- κινος· -ое одеяло βαμπακερό πάπλωμα. ваточный επ. βλ. ватный. ватрушка, -И θ. είδος τυρόπιττας ή γλυκί- γλυκίσματος ταψιού. *ΒβΤΤ, -а α. το βάττ, μονάδα μέτρησης ηλε- ηλεκτρικής ισχύος. Ваттметр, -а α. βαττόμετρο. ваттсекунда, -Ы θ. βάττ-λεπτό. ватт-час, -а α. βάττ-ωριαίο. Вафельница, -Ы θ. ταψί γιά γκοφρέττες. ВафелЫШЙ επ. της γκοφρέττας, της βάφλιας· -ое производство η παραγωγή γκοφρεττω'ν. *вафля, -и θ. γεν. πλθ. вафель, δοτ. ва- вафлям γκοφρέτα, βάφλια. Вахлак, -а α. (παλ.) μπουνταλάς. * вахмистр, -а α. (παλ.) λοχίας ιππικού. * Вахта, -Ы θ. φρουρά, σκοπιά στό πλοίο. II μτφ. φρούρηση· βάρδια. Вахтенный επ. (ναυτ.).1 της φρουράς, του σκοπού. 2 ουσ. σκοπός σε πολεμικό π;.οιο. II εκφρ. - журнал το βιβλίο υπηρεσίας (των συμ- συμβάντων). *вахтер κ. (απλ.) вахтёр, -а α. αρχιφύλα- αρχιφύλακας. II φύλακας ιδρυμάτων. ваш, -его α., ваша, -ей θ., ваше, -его ουδ. πλθ. ваши, -ИХ. 1 κτητ. αντων. δικός σας, δι^ κή σας, δικό σας· ваш дом το σπίτι σας· ва- ваша книга το βιβλίο σας· ваше поле το χωρά- χωράφι σας. II ως κατηγ. это дело ваше αυτό εί- είναι δική σας υπόθεση· ваше мнение? η γνώμη μη σας; ПО -му мнению κατά τη γνώμη σας. II εκφρ. ваш (στο τέλος επιστολής) δικός σας· -е благородие η ευγένεια σας· -е превосхо- превосходительство η εξοχότητά σας· -е сиятельство η εκλαμπρότητά σας. *вашгерд, -а α.(τεχ.) απλή συσκευή από- πλυνσης χρυσοφόρου άμμου. Ваяние, -Я ουδ. 1 γλυφή, λάξευση. 2 γλυ- γλυπτική τέχνη. ваятель, -Я α. (παλ.) γλύπτης, λαξευτής. ваять, ρ.δ.μ. γλύφω, λαξεύω. вбегать, р.δ. βλ. вбежать. вбежать, вбегу, вбежишь, вбегут р.σ. μπαί- μπαίνω τρέχοντας, ειστρέχω. II ανεβαίνω τρέχοντας. Вбивать, р.6. βλ. Вбить. II -СЯ μπήγομαι. вбирать(ся) р.6. βλ. вобрать(ся). ВбИТЬ, ВОбЫО, Вобьёшь р.σ.μ. μπήγω, μπάζω, χώνω· - сваю μπήγω πάσσαλο· - клин (κυρλξ. κ. μτφ.) βάζω σφήνα. II εκφρ. - в голову βά- βάζω στο κεφάλι, στο μυαλό. ВбЛИЗЙ επίρ. πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς· - ОТ города κοντά στην πόλη. ΒύΟΚ επίρ. πλάι, πλάγια, -ίως, δίπλα. вбрасывать, ρ.δ. βλ. вбросать, вбросить.и -СЯ ρίχνομαι μέσα. Вброд επίρ. απο ρηχό μέρος, απο τον πό- πόρο, χωρίς κολύμπι· здесь не глубоко, можно - перейти εδώ δεν είνρα βαθύ, μπορείς να πε- περάσεις Βαδίζοντας. Вбросать', ρ.σ.μ. (απλ.) ρίχνω μέσα σε με- μερικές φορές, ВбрОСИТЬ, Вброшу, Вбросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вброшенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. ρί- ρίχνω μέσα· поспешно - бельё в комод βιαστι- βιαστικά ρίχνω τα ρούχα στον κομό. Вбухать, р.σ.μ. (απλ.) ρίχνω μέσα, χύνω μέσα, εισχέω, βάζω μέσα πολύ κ. μονοκοπανιά. II -СЯ πέφτω βαριά* - В лужу πέφτω στο νερό- λακκο. вваливать(ся), р.δ. βλ. ввалйть(ся). ввалившийся 1 μτχ. παρλθ. χρ. του ρ. вва- ЛЙТЬСЯ. 2 επ. πεσμένος, γερανός προς τα μέ- μέσα· -иеся губы γερμένα προς τα μέσα χείλη. ввалить, ввалй, ввалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вваленный, βρ: -лен, -а, -о р.о. 1 μ. ρίχνω, πετώ μέσα· - щебень В яму ρίχνω πέ- πέτρες στο λάκκο. 2 μτφ. δέρνω, χτυπώ, τις ρί- ρίχνω, τις βρέχω· - В спину χτυπώ στη ράχη. II -СЯ 1 πέφτω, καταπέφτω, οωροβολιάζομαι· - В яму πέφτω στο λάκκο. 2 πέφτω, γέρνω προς τα μέσα* -иеся шёки βαθουλωμένα μάγουλα. 3 εισορμώ· толпа -лась в коридор το πλήθος όρ- όρμησε στο διάδρομο. ВВариваТЬ, р.δ. βλ. ВВарЙТЬ. II -СЯ συγκολ- συγκολλιέμαι εσωτερικά.
вае 84 введение, -Я ουδ. 1 εισαγωγή, μπάσто,εμ- μπάσто,εμβολή· - судна в гавань το μπάσιμο του σκά- σκάφους στο λιμάνι. 2 πρόλογος, εισαγωγή σε έρ- έργο· - в философию εισαγωγή στη φιλοσοφία. 3 ενίΗλσ. τα εισόδια της Θεοτόκου, ввезти, ввезу, ввезёшь, παρλθ. χρ. ввёз, ввезла, ввезло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вве- ввезённый, βρ: -зён, -зена, -зено р.σ.μ. εισά- εισάγω, μπάζω, εμβάζω (με μεταφορικό μέσο). II μεταφέρω επάνω, ανεβάζω· - на гору ανεβάζω στο βουνό. ввек επίρ. 1 (παλ.) αιώνια, -ίως, πάντο- πάντοτε. 2 ποτέ· итого лица - я не забуду αυτό το πρόσωπο ποτέ 6ε θα το ξεχάσω. ввергать(ся) р.δ. βλ. ввёргнуть(ся). ввергнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. вверг, -ла, -ло к. παλ. ввергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввергнутый, βρ: -нут, -а, -о ν.', παλ. ввёрженный, βρ: -жен, -а, -о р. о.ц. ρίχνω, πετώ μέσα· - В темницу ρίχνω στη σκοτεινή φυλακή, στο μπουντρούμι .II -СЯ πέφτω με δύναμη, εισβάλλω· βυθίζομαι. Вверзиться, -ЗИШЬСЯ р.σ. (απλ.) πέφτω· ~ В грязь, В Яму πέφτω στη λάσπη, στο λάκκο. вверить, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вверенный, 0ρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ. με δοτ. αναθέτω, εμ- εμπιστεύομαι,- II -СЯ εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. ввернуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввёрнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ, 1 περι- περιστρέφω, στρίβω, γυρίζω, γυρνώ, βιβώνω·- ла- кпочку βιδώνω τη λαμπίτσα. 2 παρεισάγω, βά- βάζω οτην ομιλία κ.τ.τ. II -СЯ εισάγομαι με πε- περιστροφή, βιδώνομαι.II μτφ. εισχωρώ, εισδύω, εμφανίζομαι ξαφνικά. вверстать, р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввёрстанный, βρ: -тан, -а, -о σελιδοποιώ. ввёрстывать, р.δ. βλ. вверстать. И-СЯ σε- σελιδοποιούμαι . ввертеть, вверчу, ввертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вверченный, βρ: -чен, -а, -о р. σ. μ. (απλ.) βλ. ввернуть A σημ.). ввёртывать(ся) ρ.δ. βλ. ввернуть(ся). вверх επίρ. 1 προς τα г.πάνω· подниматься - ανεβαίνω επάνω· руки -· επάνω τα χέρια! 2 (για ποτάμι) προς τα πάνιυ, κατά τον άνω ρουν, προς τις πηγές· - ПО реке κατά τον ανω ρουν του ποταμού· - дном ή - ногами τε- τελείως αντίστροφα, αντίθετα, ανάποδα. вверху επίρ. επάνω, επί, στο επάνω μέρος· - над головой πάνω απο το κεφάλι. вверять(ря) р.δ. βλ.ΒΒέρπτΒ(οΗ). ввести, введу, введёшь, παρλθ. χρ. ввёл, ввела, ввело, μτχ. παρλθ. χρ. введший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. введённый, βρ:-ΛβΗ, -дена, -дено ρ,σ.μ. 1 εισάγω, μπάζω, βάζω μέσα, εμ- εμβάζω· - лошадь в конюшню βάζω το άλογο στο ΒΒΟ σταυλο· - судно В гавань μπάζω το σκάφος στο λιμάνι. II ανεβάζω· - на возвышение ανεβάζω στο ύψωμα· - на лестницу ανεβάζω στη σκάλα. II οδηγώ, τραβώ, έλκω· - В заблуждение οδηγώ σε παραπλάνηση, παραπλανώ. 2 <ρέρνω· γνωρίζμ' - друга в литературный кружок γνωρίζω το φί- φίλο με το λογοτεχνικό όμιλο. 3 καθιερώνω, ίβά- ζω·' - пошлины на ввоз товаров ] καθιερώνω δασμούς στην εισαγωγή εμπορευμάτων. II θέτω, βάζω· - В употребление βάζω σέ χρήση· - в действие θέτω σε ισχύ. II εκφρ. - во владе- владение ή В наследство μεταβιβάζω την κυριότητα ή την κληρονομιά. II -ЙСЬ εισάγομαι· μπαίνω σε χρήση· καθιερώνομαι· ото -лось в обычай αυτό έγινε συνήθεια. Ввечеру επίρ. (παλ.) το βράδυ, το εσπέ- εσπέρας, βραδιάζοντας. ввивать(ся) ρ.δ. βλ. ввить(ся). ввиду, προθ. εξ αιτίας, λόγω, ένεκα· - то- того, что λόγω του, ένεκα του. ВВИНТИТЬ, ВВИНЧУ, ВВИНТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввинченный, βρ: -чен, -а, -о βι- δώνω,Ικοχλιώνω.1 II -СЯ βιδώνομαι,'κοχλιώνομαι.' ввйнчивать(ся), ρ.δ. βλ. ввинтйть(ся). ввить вовью, вовьёшь, παρλθ. χρ. ввил, -ла, -ввило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. :ВВЙтыЙ,; βρ: ввит, -а, ввито р.σ.μ. πλέκω μέσα, εμ- εμπλέκω· - ленту в венок πλέκω κορδέλλα μέσα στό στεφάνι. II -СЯ πλέκομαι μέσα, εμπλέκομαι. ВВОД, -а α. 1 εισαγωγή, μπάσιμο· - ВОЙСК В город εισαγωγή στρατευμάτων στην πόλη. 2 εισαγωγή ηλεκτρικών καλωδίων. II εκφρ. - во владение ή в наследство μεταβίβαση κυριότη- κυριότητας ή κληρονομιάς. вводиться), ρ.δ. βλ. ввестй(сь). ' ВВОДНЫЙ επ. 1 εισαγωγικός. II της εισα- εισαγωγής καλωδίων. 2 του προλόγου· -ая часть το εισαγωγικό μέρος, η εισαγωγή. II εκφρ. -ое слово (παρνθ. λέξη)· -ое предложение ει- εισαγωγική πρόταση (ίδιο της ρωσικής σύνταξης). ВВОЗ, -а α. εισαγωγή, μπάσιμο (με μεταφο- μεταφορικό μέσο). ввозить, ввожу, ввозишь ρ.δ. βλ. ввезти. II ~СЯ μεταφέρομαι. ВВОЗНЫЙ επ. εισαγωγικός· -ые ПОШЛИНЫ ει- εισαγωγικοί δασμοί. Вволакивать, ρ.δ. βλ. ВВОЛОЧЬ. II -СЯ σύ- σύρομαι μέσα, τραβιέμαι μέσα. вволочь, -локу, -лочёшь, -локут, παρλθ. χρ. вволок, -ла, -ло р.σ.μ. (απλ.) σέρνω.' σύρω, τραβώ μέσα* - брёвна В сарай σέρνω τα κούτσουρα μέσα στην ξυλαποθήκη. ВВОЛЮ επίρ. βλ вдоволь. ВВОСЬИеро επίρ. οχτώ φορές, οχτάκις. ввосьмером επίρ. οχτώ μαζί· мы Зту рабо- работу сделали - αυτή τη δουλιά την κάναμε ε-
в-во 85 вде μεις οι οχτώ μαζί. В-ВОСЬМЫХ επί ρ. 6γδοο(ν). ВВЫСЬ επίρ. προς τα άνω, επάνω, τ'αψηλού . ввязать, ввяжу, ввяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввязанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. 1 εμ- εμπλέκω, πλέκω μέσα, ουνδέω πλέκοντας· - ПЯТ- ку В чулок πλέκω φτέρνα στην κάλτσα. 2 μτφ. μπλέκω, τυλίγω , μπερδεύω* - κοτό-н. в не- неприятное дело μπλέκω κάποιον σε παλιοδουλιά. II -СЯ παίρνω μέρος, αναμιγνύομαι, μπερδεύο- μπερδεύομαι,ανακατεύομαι, μπλέκομαι. ВВЯЗКа, -И θ. πλοκή, πλέξη, -ξιμο μέσα. ввязывание, -я ουδ. Βλ. ввязка. ввязывать(ся) р.δ. βλ. ввязать(ся). ВГИб, -а α. καμπή, καμπτό μέρος προς τα |μέσα. вгибать(ся), р.δ. βλ. вогнуть(ся). вглубь επί ρ, βαθιά μέσα. ВГЛЯДвТЬСЯ, ВГЛЯЖУСЬ, ВГЛЯДИШЬСЯ р.σ. προ- προσηλώνω, καρφώνω το βλέμμα, τη ματιά. вглядываться, р.δ. βλ. вглядеться. ВГнеЗДИТЬСЯ, -ЙТСЯ р.σ. φωλιάζω, εγκαθί- οταμαι, ριζώνω. вгонять, р.δ. βλ. вогнать. вгорячах επίρ. (απλ.) πάνω στο θυμό,στην οργή, στην παράφορα. вгрызаться р.δ. βλ. вгрызться. вгрызться, вгрызусь, вгрызёшься р.σ. κα- ταδαγκώνομαι, κατατρώγομαι· собаки -лись друг В друга τα σκυλιά μακελλεύτηκαν μετα- μεταξύ τους . вгустую επίρ. (απλ.) πηχτός* сварить ка- кашу - βράζω κουρκούτι πηχτό. вдаваться, вдаюсь, вдаёшься, προστκ. вда- вдавайся επιρ. μτχ. вдаваясь ρ.δ. βλ. вдаться. вдавить, вдавлю, вдавишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдавленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. πι- πιέζω προς τα μέσα, βάζω, χώνω, μπήγω* - про- пробку В бутылку βάζω το βούλωμα στο μποκάλι. II -СЯ πιέζομαι προς τα μέσα, μπαίνω, χώνομαι, μπήγομαι. вдавливать(ся), ρ.6. βλ. вдавйть(ся). вдалбливать р.δ. βλ. вдолбить. II -ся εμ- βαθύνομαι, βαθαίνω, -ομαι, βαθουλώνομαι. вдалеке επίρ. βλ. вдали. вдали επίρ. μακριά, στο βάθος* - вйдне- лись окопы неприятеля μακριά φαίνονταν τα χαρακώματα του εχθρού* - от суеты μακριά α- πο το θόρυβο. вдаль επίρ. μακριά μπροστά, στο βάθος. вдаться, вдамся, вдашься, вдастся, вдадим- вдадимся, вдадитесь, вдадутся, παρλθ. χρ. вдался, -лась, -лось, προστκ. вдайся р.о. 1 εισχωρώ, εισέρχομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα* море дале- далеко -ЛОСЬ В берег η θάλασσα βαθιά εισχώρησε στην ξηρά. 2 επιδίδομαι, αφοσιώνομαι, ρί- ρίχνομαι με τα μούτρα* он -лея в Философию αυτός επεδόθηκε στη φιλοσοφία. II εκφρ. - в крайности μεταπηδώ α,πο τη μια πλευρά στην άλλη, απο τη μια άποψη στην άκρως αντίθετη* - В обман ξεγελιέμαι, απατώμαι* - В подро- подробности ξανοίγομαι σε λεπτομέρειες вдвигать(ся), р.δ. βλ. вдвйнуть(ся). ВДВИЖНОЕ επ. κινητός прос τα μέσα·- ЯЩИК το συρτάρι. вдвинуть, -ну, -нешь ρ.σ.μ. κινώ προς τα μέσα, μπάζω, βάζω μέσα* - ящик В стол βάζω μέσα το συρτάρι του τραπεζιού. II -СЯ κινού- κινούμαι προς τα μέσα, μπαίνω, εισέρχομαι· яшик С трудом -лея в стол το συρτάρι με δυσκολία μπήκε στο τραπέζι. ВДВОе επίρ. δυο φορές, δις· - больше δυο φορές περισσότερο* - меньше δυο φορές λιγό- λιγότερο. II στα δυο, διπλά* сложить листок бу- бумаги - διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυο. вдвоём επίρ. οι δυο μαζί, οι δυο μας* МЫ всю работу сделали - όλη τη όουλιά την κά- κάναμε εμείς οι δυο «ας. ' вдвойне επίρ. διπλά, διττως* заплатить - πληρώνω διπλά. вдевальный επ. του περάσματος. вдевание, -Я ουδ. το πέρασμα, η δίοδος. вдевать(ся) р.δ. βλ. вдеть(ся). Вдевятеро επίρ. εννιά φορές, εννεάκις, εν- νάκις* - больше εννιά φορές περισσότερο. Вдевятером επίρ. οι εννιά μαζί, οι εννιά μας· - МЫ капали οι εννιά μαζί σκάβαμε. В-девятых επίρ. ένατο (κατά σειρά). вдёжка, -и θ. ,(απλ.) βλ. вдевание. Вделать, р.σ.μ. βάζω,τοποθετώ μέσα* - ка- камень в кольцо βάζω πετράδι στο δαχτυλίδι. II -СЯ τοποθετούμαι, στερεώνομαι μέσα. Вделывание, -Я ουδ. τοποθέτηση , μέσα . вделнвать(ся) ρ.δ. βλ. вдёлать(ся). Вдёргивание, -Я ουδ. τράβηγμα προς τα μέ- μέσα. вдёргивать(ся) ρ.δ. βλ. вдёрнуть(ся). вдёржка, -и θ. βλ. вдёргивание. вдёрнуть, -ну, -нешь р.σ.μ. τραβώ, περνώ μέσα* - шнурки В ботинки περνώ κορδόνια.στα μποτίλια II -СЯ περνιέμαι, τραβιέμαι μέσα (απο την οπή). вдесятеро επίρ. δέκα φορές, δεκάκις* со- сократить расходы - περιορίζω τα έξοδα (κατά) δέκα φορές. вдесятером επίρ. οι δέκα μαζί. В-десятых επίρ. δέκατο (κατά σειρά). вдеть, вдену, вденешь, προστκ.' вдень р.σ. μ. περνώ,διαπερνώ, περνώ μέσα απο· - нитку В иголку περνώ την κλωστή στο Βελόνι. II -СЯ περνιέμαι, διαπερνιέμαι· нитка -лась в иго- ку η κλωστή πέρασε στο βελόνι, βελονιάστηκε.
вдо 86 вед вдобавок επί-ρ. επιπρόσθετα, επιπλέον, συυ- πληρωματικά· Я опоздал на поезд да - ещёби- лёт потерял άργησα για το τραίνο, έχασα και το εισιτήριο. вдова, -Ы, πλθ. ВДОВЫ θ. χήρα. вдоветь, -ею, -ёешь ρ.&. χηρεύω· она -ёет третий год αυτή είναι τρία χρόνια χήρα, вдовец, -вца α. χήρος. вдовий, -ья, ье επ. ττ^ς χήρας· - огород ο κήποΓ της χήρας· -ЪЯ участь η τύχη της χήρας. вдовица, -Ы 9. (παλ.) η χή ρα. вдоволь επί ρ. αρκετά, επαρκώς· ικανοποι- ητινιά. 11 ως κατηγ. είναι (υπάρχει) αφθονία. ВДОВСТВО, -а ουδ. χηρεία, χήρεψη, хлргцос. вдовствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. βλ. вдоветь. вдовый, -ая επ., 8р: вдов, -а χηρευάμενος, -η, χήρος, χήρα. вдогон επί р. (απλ.) βλ. вдогонку, вдогонку επί р. κατά πόδι, απο το κοντό, κατά πόδας· пуститься за кем-н. -παίρνω κάποιον καταπόδι. вдолбить, -блго, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдолблённый, βρ: -лён, -лена, -леко ρ.σ. ц. 1 εμβαθύνω, 6αθουλώνω αε κοπίδι, σκαρππέλο κ.τ.τ. 2 цтср. εντυπώνω, βάζω στο νου, στο μυαλό, στο κείβάλι (με συνεχείς επαναλήφεις). ВДОЛЬ, επί ρ. ΜΟίτά μήκος· - берега κατά μήκοс της ακτής ή της όχθης. II εκφρ. - И поперёк κατά μήκος και κατά πλάτος (прос όλες τιс Κατευθύνσεις)· μτφ. καλά, λεπτομερώς. вдосталь επί ρ. 1 (απλ.) βλ. ВДОВОЛЬ. 2 (παλ.) κατά κόρο· ОНИ поёли - αυτοί ε'ίβαγαν κατά κόρο. ВДОХ, -а α, εισπνοή, ανάσα. вдохновение, ~Я ουδ. ε'μπνευση, οίστρος, ενθουσιασμός. вдохновенно επίρ. εμπνευσμένα. вдохновенность, -и θ. βλ. вдохновение. вдохновенный επ., 8р:-вёнен, -вёнка, -о; εμπνευσμένος, οιστρήλατος· -ая речь εμπνευσμένος λόγος. , вдохновитель, -я α., -ниш, -Ы θ. εμπνευστής, -τρία. ВДОХНОВНЙтелЬНЫЙ επ. ( παλ.) ε ιχπν ευ στ ι κός · ~ напиток εμπνευστικό ποτό. ВДОХНОВИТЬ, -ВЛЮ, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдохновлённый, βρ: -лён, -лена, -лено^ ο.σ.μ. 1 εμπνέω, ενθουσιάζω. 2 ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω· - на преступление σπρώχνω στο έγκλημα. II -СЯ εμπνέοααι, ενθουσιάζομαι. вдохновлять(ся) ρ,δ. βλ. вдохновйть(ся). вдохнуть, -ну, -нёШЬ ρ.σ,μ. 1 εισπνέω, ανασαίνω· ~ свежий воздух εισπνέω φρέσκον αέρα, 2 εμφυσώ, εμβάλλω· ~ мужество Β бойцов εμίβυοώ την ανδρεία στους μαχητές (εμψυχώνω). вдребезги επίρ. ι (σε) μικρά κομμάτια, θρύψαλα· разбить стакан в - κάνω (σπάζω) το ποτήρι θρύψαλα. 2 ολότελα, τελείως, εντελώς· - пьян τελείως μεθυσμένος, σκνίπα, τύφλα. вдруг επίρ. ξαφνικά, έξαφνα, ξάφνου, αιφνίδια, αίφνης. || ταυτόχρονα, μονομιάς, μια φΟρά. вдругорядь επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) άλλη Φορά, ξανά, πάλι· приходите - ελάτε άλλη φορά, να ξανάρθετε. вдрызг επίρ. (απλ.) βλ. ВДреббЗГИ. вдувание, -я ουδ, εμφύσηση· φούσκωμα, вдувать, ρ.δ. βλ. вдуть. II -СЯ εμφυσού- ααι· φουσκώνομαι. вдувной επ. εμφυσητικός, της εμφύσησης, για φούσκωμα. вдуматься, ρ.σ. σκέφτομαι βαθιά, ολόπλευρα, Βυθίζομαι οε σκέψεις. вдумчивость, -И θ. σκέψη βαθιά. вдумчивый επ., βρ: -ЧИВ, -а, -ο βαθυστόχαστος, βαθύνους, εμβριθής. вдумываться, р.δ. βλ. вдуматься. вдунуть, ρ.σ. βλ. вдуть. вдуть, вдую, вдуешь ρ.σ,μ, εμφυσώ, εμπνέω, φουσκώνω· - ВОЗДуХ Β реЗЙНОВЫЙ МЯЧ φουσκώνω το λαστιχένιο τόπι. вдыхание, -я ουδ, εισπνοή, ανάσαιμα,ΙΙ βλ. ВДОХ. вдыхательный επ. αναπνευστικός· ~ые движения αναπνευστικές κινήσεις. вдыхать, ρ. δ, βλ. вдохнуть (2 σημ.). II -СЯ εισπνέω. Βθ, ουδ, άκλ, βε, ονομασία του γράμματος „Β", вегетарианец, -нца α,, -ка, -и θ, χορτοφάγος· γαλακτεροφάγος, вегетарианский επ, χορτοφαγικός, της χορ- τοφαγίας ή της γαλακτοτροφίας. * вегетарианство, -а ουδ. χορτοφαγία· γα- λακτοτροφία (σύστημα δίαιτας), * вегетативный . επ, τροφοδοτικός (των ζώων και φυτών)· ~ые Органы τα όργανα ανάπτυξης και τροφοδοσίας των φυτών, (ρίζα, στέλεχος, φύλλα). II εκφρ. -ое размножение μεταμοσχευ- τικός πολλαπλασιασμός· -аЯ нервная сиетёма το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. вегетационный επ. βλαστικός, εκβλαστικός. II εκφρ, - период η περίοδος εκΒλάστησης, *вегетаЦИЛ, ~И θ, βλάστηση, εκβλάστηση. ведать, ρ,δ, 1 μ, (παλ,) γνωρίζω, ξέρω·ОН не -ет, ЧТО говорит αυτός δεν ξέρει, τι λέει, 2 μτφ. (παλ,) αισθάνομαι, νοιώθω· - ЛЮбОВЬ αισθάνομαι αγάπη. 3 (με οργν.) διοικώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, κουμαντάρω· - ΟΗ не -ет να κουμαντάρει, δεν ξέρει. II -СЯ σχετίζομαι, συνδέομαι με υποθέσεις.
вед 87 век ведение, -Я ουδ. αρμοδιότητα· вне моего -Я (είναι.) έξω της αρμοδιότητας μου. ведение, -Я ουδ. 1 διεξαγωγή· - Собрания η διεξαγωγή της συνέλευσης. 2 διεύθυνση, δι- διαχείριση, κουμάντο· - хозяйства η διαχεί- διαχείριση του νοικοκυριού. 3 γράψιμο, κράτημα· - протокола το κράτημα των πρακτικών. ведёрко, -а ουδ. κουβαδάκι· κουβάς. ведёрный επ. του κουβά* -ая ручка η κου- βαδολαβή, το χερούλι του κουβά. II χωρητικό- χωρητικότητα ενός κουβά· - бочонок βαρελάκι χωρητι- χωρητικότητας ενός κουβά. ведёрце, -а, γεν. πλθ. -рец, δοτ. -рцам, ουδ. κουβαδάκι. веди, άκλ. παλιά ονομασία του γράμματος,,Β'.' ВвДОВСКОЙ επ. (παλ.) ξορκιστικός,-κικός. ΒβΑΟΒΟΤΒό, -а ουδ. ξόρκι, ξόρκισμα. ведома ( с -, без ~) βλ. ведомый B σημ.), ВвДОИО, παρνθ. λ. (παλ.) είναι γνωστό, ό- όπως είναι γνωστό. ВЕДОМОСТЬ, -И θ. κατάλογος, κατάσταση, πί- πίνακας, λίστα· платёжная - η κατάσταση πλη- πληρωμής. II πλθ. -И, -ёй περιοδική έκδοση, δελ- δελτίο. Ведомственный επ. της κρατικής υπηρεσί- υπηρεσίας (διεύθυνσης, τμήματος υπουργείου). ведомство, -а ουδ. κρατικός τομέας, διεύ- διεύθυνση· τμήμα υπουργείου. ведомый επ., βρ: -дом, -а, -о. 1 (παλ.) γνωστός, ξακουστός, περιβόητος· - обманщик ξακουστός απατεώνας. 2 ως ουσ. С -а чьего εν γνώσει του· без -а εν αγνοία. ведомый, 1 παθ. μτχ. ενστ. του р. вести. 2 επ. κ. ουσ. οδηγούμενος. 3 (τεχ.) κινού- κινούμενος απο άλλον -ое колесо τροχός κινούμε- κινούμενος απο άλλον ή ακόλουθος. ведренный, (παλ. κ. απλ.) ξάστερος, αί- αίθριος· - день αίθρια μέρα. ведро, -а ουδ. 1 κουβάς. 2 ρωσικό μέτρο 12 λιτρών. II εκφρ. льёт как из -а βρέχει κρουνηδόν, ρίχνει με το τσουβάλι, με το α- οκί ή το τουλούμι. Вёдро, -а ουδ. (παλ. κ. απλ) καλοκαιρία. Ведущий 1 μτχ. ενστ. του ρ. вести. 2 επ. προπορευόμενος, προηγούμενος, ο επικεφαλής. 3 μτφ. βασικός, κύριος· -ая отрасль промыш- промышленности βασικός τομέας της βιομηχανίας. 4 κινητήριος· -ее колесо о κινητήριος τροχός. II ουσ. ομιλητής, κονφερασιέρ, παρουσιαστής. ведь, Ί (μόριο επιτακτ.) μά· μήπως, σάμπως· λοιπόν - я не ребёнок, чтобы не понимать ЭТОГО μα εγω δεν είμαι παιδάκι, για να μην το καταλαβαίνω· - это правда? μα αυτό είναι αλήθεια; II (μόριο βεβαιωτικό) αφού, μα· - Я вам говорил, что он приедет μα εγώ σας το έλεγα ότι αυτός θα έρθει ή δεν σας τό 'λεγα ότι θα έρθει; 2 (ούνοεσμος υποταχτικός)· α- αφού, μια και, ενώ· веди нас, - ты знаешь дорогу οδήγησε μας, μια και ξέρεις το δρόμο. 3 πραγματικά· - вы были правы πραγματικά ε- εσείς είχατε δίκιο. ведьма, -И в, 1 μάγισσα, μαγεύτρα. 2 (υβρ.) στρίγλα, μέγαιρα. веер, -а, πλθ. -а α. 1 βεντάλια, ριπίδιο» обмахиваться -ом αερίζω το πρόσωπο μου με τη βεντάλια. 2 -ΟΜ επίρ. ημικυκλικά, σαν τη βεντάλια. веерный επ. της βεντάλιας, του ριπιδίου. II ριπιδοειδής* ~ые листья пальмы τα ριπιδο- ειδή φύλλα του φοίνικα. веерообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; ριπιδοειδής, ριπιδιόμορφος. вёжды, вевд πλθ. (ενκ. вёжда, -Ы θ.) παλ. βλέφαρα. вежливо επίρ. ευγενικά, φιλόφρονα κλπ. επ. вежливость, -И θ. ευγένεια, φιλοφροσύνη, αβρότητα, τρυφερότητα. вежливый επ., βρ: -лив, -а, -ο ευγενής, φιλόφρονας, αβρός, τρυφερός. везде επίρ. παντού, (α)πανταχοΰ. вездесущий επ., βρ: -сущ, -а, -о. 1 о πανταχού παρών (για το θεό). 2 μτφ. ο παν- παντού και πάντοτε ευρισκόμενος, Φαντομάς· ΟΚ какой-то - αυτός είναι πανταχού παρών. Вездеход, -а α. παντρχημα, παμβάμον ό- όχημα , κινούμενο σε παντοδαπές έδαφος. везение, -Я ουδ. εύνοια της τύχης. везти, везу, везёшь, παρλθ. χρ. вёз, вез- везла, везло р.δ. 1 μεταφέρω, μετακομίζω, με- μετακινώ με μεταφορικό μέσο. 2 απρόσ. ευνοεί η τύχη· ему не -ёт αυτόν δεν τον πάει (δεν τον βοηθά) η τύχη. II -ЙСЬ 1 μεταφέρομαι, με- μετακομίζομαι, μετακινούμαι με μεταφ. μέσο. 2 σέρνομαι χάμω καταγής· Юбка -ётся по полу η φούστα σέρνεται στο πάτωμα. век, -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а και (παλ.) веки α. 1 αιώνας· двадцатый о εικοστός αιώνας. 2 εποχή· каменный - η λίθινη εποχή· средние -а о Μεσαίωνας· золо- золотой - Перйкла о χρυσός αιώνας του Περικλή. 3 πολύς καιρός, χρόνος· - с тобой мы не ви-г дались χρόνια και καιρούς (ή ζαμάνια) έχομε να ειδοθούμε· - ЖИВИ - -учись (παρμ.) γηρά- γηράσκω αεί διδασκόμενος. 4 επίρ. αιώνια, πάν- πάντοτε, μόνιμα. II εκφρ. -и вечные αιώνια, ε- εσαεί· на -и вечные στον αιώνα τον άπαντα· В КОИ -И αραιά και που, σπανιότατα· ДО скончания -а (εκκλσ.) ως τη συντέλεια του κόσμου· от -а; от -а -ов; испокон ή спокон -ОВ (-а, -у) απο αιώνες, απο αμνημονεύτονι; χρόνους, απο καταβολής κόσμου. веки, век πλθ. (ενκ. веко, -а ουδ.) βλέ-
век вел Φάρα. вековать, -кую, -куешь р.6. ζω, περνώ τη ζωή· не век С тобой здесь - беν θα ζήσουμε εδώ ο и δυο μας για πάντα. вековечный επ. προαιώνιος· - враг προ- προαιώνιος εχθρός. вековой επ. αιωνόβιος· - дуб αιωνόβια βαλανιδιά (δρυς). вековуха к. вековушка, -и θ. γεροντοκόρη. векселедатель, -Я α. εκδότης συναλλαγμα- συναλλαγματικής. векселедержатель, -Я α. κομιστής συναλ- συναλλαγματικής . '"вексель, -Я, πλθ. -Я α. χρεωστικό γραμμά- γραμμάτιο, συναλλαγματική· долгосрочный - μακρο- μακροπρόθεσμη συναλλαγματική· выдать - εκδίδω γραμμάτιο. вексельный επ. συναλλαγματικός· -ое пра- право το συναλλαγματικό δίκαιο. *вёктор, -а α. (υαθ.) το διάνυσμα. векторный επ. διανυσματικός*, -ое исчис- исчисление διανυσμάτων γινόμενο ή γνώμονας. векша, -и θ. (διαλκ.) βερβερίτσα, σκίουρος. велегласный επ, (παλ.) βροντόφωνος. веленевый επ. -ая бумага μοσχεία διφθέ- διφθέρα, περγαμηνή απο δέρμα μοσχαριού. веление, -Я ουδ. διαταγή, προσταγή, εντο- εντολή· υπαγόρευση· θέληση· по -Ю Сердца με εν- εντολή της καρδιάς, γιατί το θέλει η καρδιά· - судьбы, рока το γραφτό της τύχης, της ει- υαρμένης· - ДОЛГЭ η φωνή του καθήκοντος. велеречивый επ., βρ: -чйв, -а, -о (παλ.) ευφράδης, εύγλωτος, μεγαλόστομος. велеть, велю, велишь ρ.δ.κ.σ. στον παρλθ. χρ. μόνο σ. διατάζω, ορίζω, προστάζω, εντέλ- εντέλλομαι· υπαγορεύω* директор -ёл о διευθυντής διέταζε· долг не -йт мне молчать το καθήκον δεν μου επιτρέπει να σιωπήσω. II παρακαλώ, αναθέτω, παραγγέλλω. вёлий επ. (παλ.) βλ. великий A σημ.). великан, -а α. -ша, ~и θ. γίγαντας, ~άν- τισσα. великанский επ. γιγάντιος, γιγαντιαίος· τεράστιος, πελώριος. великий επ., βρ: -лик, -а, -о κ. -а, -о, πλθ. велики к. велики, υπερθ. величайший. 1 υέγας, μεγάλος· Александр - ο Μέγας Αλέ- Αλέξανδρος· -ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι· учёный μεγάλος επιστήμονας. 2 πολύ μεγάλος, τρανός· - праздник μεγάλη γιορτή· у страха глаза -Й στο φόβο τα μάτια μεγαλώνουπ γουρ- γουρλώνουν. 3 μεγαλύτερος του δέοντος· сапоги ■лне -й οι μπότες μου είναι μεγάλες. II εκφρ. от мала ДО -а μικροί καί μεγάλοι (όλοι)· -ое множество μεγάλο πλήθος· к -ому προς το μεγάλο· К -ому моему удивлению προς μεγάλη μου κατάπληξη· - ПОСТ η Ιίεγάλη Σαρακοστή· -а важность μεγάλη σπουδαιότητα. великовозрастный επ. μετασχολικής ηλικί- ηλικίας- υπερώο ιιιος,προηγαένος της ηλικίας του. великодержавный επ. μεγαλοκρατικός, με- γαλοκυριαρχικός· μεγαλοϊόεάτικος· - ШОВИ- ШОВИНИЗМ μεγαλοκρατικός σωβινισμός. великодушие, -Я θ. μεγαλοψυχία, γενναιο- φροσύνη, μεγαλοφροσύνη, μακροθυμία. великодушничать, р.δ. δείχνω μεγαλοψυχία μεγαλοφροσύνη κλπ. ουο. великодушно επί ρ. μεγαλόψυχα κλπ. επ. великодушный επ., βρ: -шен, -шна, ~шно· μεγαλόψυχος, μεγαλόφρονας, γενναιόφρονας, μακρόθυμος, μεγαλόκαρδος. великокняжеский επ. μεγαλοπριγκηπικός· - престол о μεγαλοπριγκηπικός дрό\>оς. великолепие, -Я ουδ. πολυτέλεια, χλιδή, λούσια· μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα. великолепно επί ρ. πολυτελώς· μεγαλοπρε- μεγαλοπρεπώς. II θαυμάσια, εξαίσια. великолепный επ., βρ: -пен, -пна, -пно. 1 πολυτελής, λουσάτος· μεγαλοπρεπής. 2 θαυμά- θαυμάσιος,εξαίσιος, εξαίρετος, λαμπρός. великомученик, -а α-, -ца, -Ы θ. μεγαλο- μεγαλομάρτυρας, -α. великородный επ.(παλ,) απο αεγάλο γένος, σόι. σο'ϊλής. великоросс, -а α. βλ·. (παλ.) βλ. великорус. великорус, -а α. -ка, -и θ. μεγαλορώσος, - ί δα. великорусский επ. μεγάλορωσικός* -ие го- говоры οι μεγαλορωσικές διάλεκτοι. великосветский επ. (παλ.) της ανώτερης κοινωνίας· - салон βαλόνι ανώτερης κοινω- κοινωνίας (αριστοκρατικό). велЙКОСТЬ, -И θ. μεγαλοσύνη, μεγαλοπρέπεια. величаво επίρ. μεγαλόπρεπα, -ως. величавость, -И θ. μεγαλοπρέπεια, μεγα- μεγαλειότητα. величавый επ., βρ: -чав, -а, -о μεγαλο- μεγαλοπρεπής, μεγαλόπρεπος, μεγαλειώδης. величайший επ. υπερθ. β. του επ. великий μέγιστος. величальный επ. 1 τιμητικός. 2 υμνητι- υμνητικός, δοξολογικός. величание, -Я ουδ. 1 απόδοση της ονομασί- ονομασίας „μέγας". 2 ύμνηση, εξύμνηση, δοξολογία. величать, ρ. δ.μ. 1 ονομάζω, αποκαλώ, тсро- σαγορεύω μέγαν, μεγάλον ή με τιμητική προ- προσηγορία· его -ли Гомером и Вергилием τον α- αποκαλούσαν Ομηρο και Βιργίλιο. 2 τραγουδώ προς τιμήν κάποιου. 3 εκκλσ. (παλ.) δοξολο- δοξολογώ, υμνώ. II -СЯ 1 ονομάζομαι, αποκαλούμαι μέγας ή με τιμητική ονομασία. 2 δοξολογού- δοξολογούμαι, υμνούμαι. 3 (απλ.) καλούμαι, φωνάζομαι
вед 89 вер με το πατρώνυμο. 4 περηφανεύομαι-, καυχιέμαι, επαίρομαι. величественно επί ρ. μεγαλόπρεπα, -ώς, με- γαλειώδικα, -ωδως, величественный επ., βρ: -вен, -векна, -венно μεγαλοπρεπής, μεγαλόπρεπος, μεγαλει- μεγαλειώδης, -ώδικος· -ое зрелище μεγαλειώδες θέαμα. ВвЛЙчеСТВО, -а ουδ. μεγαλειότητα· вазе - η μεγαλειότητα σας. величие, -Я ουδ. το μεγαλείο· - древней Греции το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας. величина, -ы, πλθ. -чины θ. 1 μέγεθος· па- пароход средней -Ы ατμόπλοιο μέσου μεγέθους. II (μαθ.) έκταση, ποσότητα, ποσόν постоянная - σταθερή ποσότητα, σταθερό μέγεθος, пере- переменная - εναλλασσόμενο μέγεθος· 2 μτφ. κο- ρυφή· крупная - в науке κορυφή της επιστήμης. Велогонка» -И θ. ποδηλατοδρομία. веЛОГОВЩИК, -а α. ποδηλατοδρόμος. *веЛОДрОМ, -а α. ποδηλατοδρόμιο. *ВвЛОСЕПвД, -а α. ποδήλατο. ВвДООЛПеДЙСТ, -а а. -ка, -И θ. ποδηλάτης, ποδηλατιστής. велоОИПвДНЫИ επ. ποδηλατικός· -ая ШЙна το λάστιχο τοΟ ποδηλάτου· -ые ГОНКИ ποδηλα- ποδηλατοδρομία. * вельбот, -а α. φαλαινίδα, φαλαινοθηρευτικό σκάφος. *вельвет, -а (-у) α. βελούδο, φέλπα, κοτλέ. вельветовый επ. βελούδινος, φέλπινος, α- πο κοτλέ, 'вельзевул, -а α. Βεελζεβούλ, διάβολος. вельмй, επί ρ. (παλ.) πολύ, αρκετά· - му- мужественный πολύ ανδρείος. вельможа, -И, γεν. πλθ. -МОЖ α. 1 (παλ.) μεγιστάνας, προύχοντας, άρχοντας. 2 καυχη- σιάρης, μεγάλαυχος, μεγαλορρήμονας. Вельможеский επ. (παλ.) αρχοντικός· -ая фамилия αρχοντική οικογένεια. вельможный επ. βλ. вельможеский. велюр, -а (-у) α. βελούδο. велюровый επ. βελούδινος. *вена, -ы θ. φλέβα· расширение вен κιρσός. венгерец, -рца α. -кэ, -и θ. 1 Ούγγρος, ]-αρέζα? 2 θ. ουγκρ. χορός. 3 θ. χιτώνιο ουσάρων. венгерский επ. ουγγρικός, ουγγαρέζικος. Венгр, ^а α. -ёрка, -И θ. Ούγγρος, -αρέζα, Μαγυάρος, -ρα. венепункция, -И θ. φλεβοτομία. венерик, -а α. (απλ.) αφροδισιοπαθής. венерический επ. αφροδισιακός, αφροδίοι- ος· -ая болезнь αφροδίσιο νόσημα. венеролог, -а α. αφροδισιολόγος. ВенерОЛОГИЯ, -и θ. αφροδισιολογία. венец, -нца α. 1 (παλ.) στεφάνι. 2 (παλ.) στέμμα, κορώνα· διάδημα. 3 γαμήλιο στεφάνι. 4 μτφ. κορωνί&α. 5 αλώνι, άλως, φωτεινός κύκλος των ουρανίων σωμάτων. 6 περίζωμα οι- οικοδομής. 7 στεφάνωμα, στέψη· ДО -НЦЭ. πρίν τη στέψη· после -нца μετά τη στέψη. II εκφρ. ИДТИ ПОД - (παλ.) στεφανώνομαι, παντρεύομαι. венецианский επ. βενετικός, ενετικός, βε- βενετσιάνικος· - купец о έμπορος της Βενετί- Βενετίας" -ое ОКНО βενετικό παράθυρο. венечный επ. 1 του στεφάνου· του φωτει- φωτεινού κύκλου· του περιζώματος (οικοδομής). 2 στεφανιαίος· -ые артерии οι στεφανιαίες αρ- αρτηρίες· -ые сосуды στεφανιαία αγγεία. *вензель, -Я, πλθ. -Я (παλ.) γραμματόπλεγ- μα, μονόγραμμα. II εκφρ. писать -Я βαδίζω τρι- τρικλίζοντας (για μεθυσμένο). веник, -а α. σκούπα, σάρωθρο. венозный επ. φλεβικός· -ая кровь το φλε- φλεβικό αίμα. венок, -нка α. στέφανο, -άνι· лавровый - δαφνοστέφανο. венский επ. βιεννέζικος, της Βιέννης'-ая мебель βιεννέζικο έπιπλο. вентилировать, -руга, -руешь р.δ.μ. αερί- αερίζω (τεχνητά). II -СЯ αερίζομαι (τεχνητά). *ВЙНТИЛЬ, -Я α. 1 (τεχ.) βαλβίδα. 2 γλωσ- σίδα (πνευστού μουσ. οργάνου). вентилятор, -а α. ανεμιστήρας, εζαερωτή- ρας. Вентиляционный επ. .αεριοτικός, του αερι- αερισμού· -ая установка εγκατάσταση εξαερισμού. ♦вентиляция, -И θ. αερισμός, εξαερισμός. вёнуТЬ, -ну, -нешь р.σ. (απλ.) φυσώ· -ЛИ ветры φύσηξαν άνεμοι. венценосец, -сца, α. (παλ.) εστεμμένος, ά- ναξ, μονάρχης. венценосный επ. οτεφανοφόρος. венчальный επ. της στέψης, του γάμου, γα- γαμήλιος· - обряд η τελετή του γάμου· -ое пла- платье νυφικό φόρεμα. венчание,-Я ουδ. 1 στέψη μονάρχη. 2 στε- στεφάνωμα, τελετή του γάμου, στέψη. венчать, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. венчанный, βρ: -чан, -а, -о к. παλ. венчанный, β р.:-чан, -а, -О р.δ.μ. 1 στέφω, ενθρονίζω. 2 στεφα- στεφανώνω με εκκλσ. τελετή, συζευγνύω. 3 εκτελώ με επιτυχία· успех -ет мой старания επιτυχία στεφανώνει τις προσπάθειες μου. II εκφρ. на царство στέφω βασιλιά. II -СЯ στέφομαι, χρίζομαι· στεφανώνομαι κλπ. ρ. ενργ. φ. II εκφρ. - на царство στέφομαι τοάρος, βασιλιάς. венчик, -а α. 1 στεφανάκι. 2 ανθήρας, αν- θοδόχη, περιάνθιο, κάλυκας. 3 ταινία στο μέ- μέτωπο νεκρού κατά τη νεκρική τελετή. вепрь, -Я α. αγριογούρουνο, αγριόχοιρος. вера, -Ы θ. 1 πίστη· θρησκεία· - В бога πίστη στο θεό· - в загробную жизнь πίστη
вер 90 вер οτη μεταθανάτια ζωή· христианская - η χρι- χριστιανική θρησκεία· человек ИНОЙ -Ы αλλόθρη- αλλόθρησκος. 2 πεποίθηση· - в успех дела πίστη στην επιτυχία της υπόθεσης. 3 εμπιστοσύνη, μπέ- οα· торговля держится на -е το εμπόριο στη- στηρίζεται στην εμπιστοσύνη. II εκφρ. -ой и пра- правдой служить υπηρετώ ψυχή τε και σώματι· принять на веру παραδέχομαι με καλή πίστη. *веранта, -ы θ. βεράντα. верба, -Ы θ. είδος ιτιάς, "•вербальный επ. προφορικός. II εκφρ. -ая нота προφορική διακοίνωση. *вербёна, -Ы θ. βερβένα, ουέρβενο (φυτό). верЙЛВД, -а α. (γ)καμήλα, κάμηλος· одно- одногорбый - καμήλα η δρομάδα· двугорбый - καμή- καμήλα δίυβος (βακτριανή). верблвдица, -Ы θ. καμήλα η θηλύκια. верблюжатина, -Ы θ.<απλ.) καμηλίσιο κρέας. верблюжатник, -а α. καμηλιάρης, -λιέρης. верблюжий, -ЬЯ, ~ье επ. καμηλίοιος, της καμήλας· - горб о ϋβος της καμήλας· -ье оде- одеяло κουβέρτα από μαλλί καμήλας· -ЬЯ шерсть το μαλλί της καμήλας . верблюжина, -Ы θ. 1 καμηλίσιο κρέας. 2 κα- μηλίσιο δέρμα. вербный, επ. ιτέινος, απο ιτιά. II εκφρ. -ое воскресенье ή Κυριακή των Βαΐων -ая суббота Σαββατο παραμονή των Βαΐων, вербование, -Я ουδ. στρατολογία (εργατών, 3οηοών κλπ.)· μίσθωση· προσηλύτιση, * вербовать, -бую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ, χο. вербованный, βρ: -ван, -а, -о р.6. μ. στρατολογώ εργάτες, συνεργάτες κλπ., μισθώ- μισθώνω· προσηλυτίζω. II -СЯ στρατολογούμαι κλπ. ρ. ενεογ. φ. вербовка, -и θ. Βλ. вербование. вербовочный επ. στρατολογικός, μισθωτι- μισθωτικός· προσηλυτιστικός. вербовщик, -а α. ~ца, -ы θ. στρατολόγος, πράκτορας συγκέντρωσης, μίσθωσης εργατών. вербовый επ. βλ. вербный. *верДИКТ, -а α. ετυμηγορία, απόφαση·- при- присяжных η ετυμηγορία των ενόρκων оправда- оправдательный - αθωωτική απόφαση· Обвинительный - καταδικαστική απόφαση. верёвка, -И θ. τριχιά.II μτφ.αγχόνη, κρεμάλα. верёвочка, -И θ. μικρή τριχιά· λεπτή τριχιά. верёвочный επ. της τριχιάς· με ή απο τρι- τριχιά· -ое ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή τριχιών -ая лестница σχοινόακαλα, οχοινοκλίμακα. вёред, -а α. (διαλκ.) εμπύημα, σπυρί, σπι- θούρι· καλόγηρος,δοθιήν. вередить, -режу, -редйшь р.6.μ. (απλ.) εγ- εγγίζω (πονεμένο μέρος)· - рану εγγίζω, την πληγή. вёрвЗГ, -а α. διαπεραστικός ήχος, φωνή, στριγγλιά, τσιρισμα. верезжание, -я ουδ. (απλ.) βλ. верещание. верезжать, -жу, -жишь р.δ. (απλ.) βλ. ве- верещать . ВврвНИЦа, -Ы θ. σειρά, στοίχος, γραμμή· - уток σειρά απο πάπιες· - мыслей (μτφ.) σει- σειρά σκέψεων. вёрвСК, -а α. ερείκη, αρείκη, ρείκι (φυτό). вереСКОВЫЙ επ. της ερείκης, απο ερείκη· семейство -ых το γένος των ερεικιδών. веретеница, ~Ы θ. τυφλίνος, -ίνης, -ίτης, είδος φιδιού. веретённый επ. της ατράκτου, του δραχτιού . веретено, -а, πλθ. -тёна, -тён, ουδ. 1 ά- άτρακτος, (α)δράχτι. 2 άτρακτος άξονα τροχού. веретёнце, -нца, γεν. πλθ. -нец, -нцам, ουδ. μικρή άτρακτος, δραχτάκι. веретье, -Я ουδ. Οδιαλκ.) είδος χοντρόπανου. верещание, -Я ουδ. (τσιΧσίρισμα, στρίγγι- ομα, ξεφώνισμα. Верещать, -ту, -ЩЙШЬ р.6. (τσι)τσιρίζω,' στρίγγίζω, ξεφωνίζω, ξεκουφαίνω· непрерывно -ЛИ цикады ακατάπαυστα τσιτσίριζαν οι τζί- τζίτζικες. верея, -Й θ. (διαλκ.) στύλος, ορθοστάτης πύλης. верэйла, -Ы α. κ. θ. κρεμανταλάς, (για γυ- γυναίκα) ψηλογκαμήλα, ψηλο^ταρντάνα. верига, -йг πλθ. (ενκ. верига, -ив.) οι αλυσίδες των ασκητών (για αυτοβασανισμό). верительный, г π: -не грамоты τα διαπι- διαπιστευτήρια. верить р.δ. 1 (σε τι) πιστεύω· - в побе- победу πιστεύω στη νίκη· - в торжество справе- справедливости πιστεύω στον θρίαμβο της δικαιοσύ- δικαιοσύνης· - в бога πιστεύω στο θεό. 2 είμαι θρή- θρήσκος· -ил, когда я был маленьким πίστευα,ό- πίστευα,όταν ήμουν μικρός. 3 εμπιστεύομαι, έχω εμπι- εμπιστοσύνη· - другу έχω εμπιστοσύνη στο φίλο. II εκφρ. - на СЛОВО πιστεύω (έχω εμπιστοσύ- εμπιστοσύνη) στο λόγο· не - своим глазам ή ушам δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ' αυτιά μου (για κά- κάτι απροσδόκητο). II -СЯ πιστεύω, έχω εμπιστο- εμπιστοσύνη· -итсч с трудом είναι δυσκολοπίστευτο, δυσκολεύομαι να το πιστέψω· мне не -ится ε- εγώ δεν το πιστεύω. *ВОрКИ, -0Β πλθ. (παλ.) οχυρώματα. * вермахт, -а α. βέρμαχτ, ο γερμανικός φα- σιστικός στρατός. *вермишель, -и θ. ο φιδές· суп с -ыо σού- σούπα φι δε. *вермут, -а α. το βερμούτ, είδος κρασιού. вернее, συγκρ. β. του επ. верный και τοθ επιρ. верно· μάλλον, περισσότερο, πιο, έτι δε· - всего το πιθανότερο. II για την ακρίβεια, πιο σωστά· - сказать για να είμαι πιο ακριβής.
вер 91 вер * вернисаж, -а α. κλειστή εξέταση εκθεμάτων καλλιτεχνικής έκθεσης. верно επίρ. 1 πιστά, αφοσιωμένα* служить - υπηρετώ πιοτά. II σωστά· решить задачу - λύνω το πρόβλημα σωστά, 2 αλήθεια, αληθήνά, πραγματικά, σίγουρα· '- ли что ОН умер αλή- αλήθεια, αυτός πέθανε; είναι σωστό ότι αυτός πέθανε; 3 πιθανώς. вернОПОданный επ. (παλ.) πιστός στο βα- βασιλιά, στο μονάρχη. II ως ουσ. α. κ. θ. ά- άκρως βασιλόφρονας, βασιλικός, μοναρχικός. верность, -И θ. 1 πίστη, σιγουριά, αλή- αλήθεια· ακρίβεια. 2 αφοσίωση, αγάπη· - родине πίστη στην πατρίδα· - присяге πίστη στον όρκο. вернуть1, -ну, -нёшь ρ.σ.μ. 1 επιστρέφω, ε- παναδίδω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω· - книгу ε- επιστρέφω το βιβλίο· - долг ξεπλερώνω το χρέ- χρέος. 2 επαναφέρω, αποδίδω· - здоровье αποκα- τασταίνω την υγεία· прошлого не - το παρελ- παρελθόν δεν ξαναγυρίζει. II -СЯ επανέρχομαι, επι- επιστρέφω, γυρίζω πίσω· мой. брат -лея из отпу- отпуска о αδερφός μου επέστρεψε απο την άδεια· солдат -лея домой ο στρατιώτης γύρισε στο σπίτι του. II μτφ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου· ему -лось сознание αυτός συνήλ- συνήλθε απο τη λιποθυμία. II μτφ. ετταναλαβαίνω· ~ К прежнему разговору ξαναγυρίζω στην κου- κουβέντα που πριν είχαμε. вернуть1, -ну, -нёшь ρ.σ. (απλ.) περιστρέ- περιστρέφω· περιστρέφω μια φορά. верный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 πι- πιστός· - друг πιστός φίλος· - слуг πιστός υ- υπηρέτης· -ая жена πιστή σύζυγος· - своим убеждениям πιστός στις ιδέες του. 2 σίγου- σίγουρος· - способ σίγουρος τρόπος. 3 αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής· -ое изо- изображение πραγματική απεικόνιση· -ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος· - перевод πιστή μετάφραση, 4 αναπόφευκτος" -ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή. 5 αλάθευ- τος, -θητος· -ая рука σίγουρο χέρι. верование, -Я ουδ. 1 πεποίθηση, πίστη. 2 πλθ. -ИЯ οι θρησκευτικές πεποιθήσεις,πίστη . веровать, -рую, -руешь, μτχ. ενστ. верую- верующий ρ.δ. 1 πιστεύω στο θεό. II έχω πεποίθηση· он -ет в своё право αυτός πιστεύει στο δί- δίκιο του. 2 (παλ.) έχω εμπιστοσύνη σε κά- κάποιον, εμπιστεύομαι. вероисповедание, -Я ουδ. θρησκευτική δο- δοξασία· θρησκεία, θρήσκευμα· свобода -Я ανε- ανεξίθρησκε ία. верОЛОМНО επίρ. άπιστα, δόλια, ϋπουλα, μπαμπέσικα. вероломность, -И θ. απιστία, μπαμπεσιά, υ- πουλότητα, δολιότητα· παρασπόνδηση. вероломный επ., βρ: -мен, -мна, -мно ά- άπιστος, δόλιος, ύπουλος, μπαμπέσικος· παρά- σπονδος. вероломство, -а ουδ. βλ. вероломность. "веронал, -а (^у) α. η βερονάλη (φάρμακο). вероника, -И θ. η βερονίκη (λουλούδι). вероотступник, -а α., -ца, -ы θ.(παλ.) αρ- νησίθρησκος, -η, αποστάτης, -ισσα, εξωμότης, -τρία, αλλαξόθρησκος, -η. вероотступничество, -а ουδ. αρνησιθρησκεία, αποστασία, εξωμοσία, αλλαξοθρηοκεία. вероподобие, -Я ουδ. αληθοφάνεια, πιθανο- φάνεια. вероподобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; αληθοφανής, πιθανοφανής. веротерпимость, -И θ. ανεξιθρησκεία. веротерпимый επ., βρ: -пйм, -а, -о ανε- ανεξίθρησκος. вероучение, -Я ουδ. θρησκευτική διδασκα- διδασκαλία, δοξασία· христианское - η χριστιανική διδσκαλία. вероятие, -Я ουδ.(παλ.) πιθανότητα· Β этом мало -ий σ' αυτό (εδώ) υπάρχουν λίγες πιθανότητες. II εκφρ. по всему -ГО ή по всем -ям κατά πάσαν πιθανότητα· сверх всякого -я παρά πάσαν πιθανότητα, παρ' ελπίδα, εντελώς απροσδόκητα, κατά διαβολική σύμπτωση. вероятно επίρ. πιθανώς, -όν, όπως φαίνε- φαίνεται, κατά τα φαινόμενα· ОН -, не придёт αυ- αυτός, πιθανόν, να μην έρθει. вероятность, -И θ. η πιθανότητα, το ενδε- ενδεχόμενο· по всей -И κατά πάσαν πιθανότητα· теория -ей η θεωρία των πιθανοτήτων. вероятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно πι- πιθανός, ενδεχόμενος· - ИСХОД Дела πιθανή έκ- έκβαση της υπόθεσης. версификатор, -а α. στιχουργός, ποιητής. II στιχουργός της κακής ώρας. версификаторство, -а ουδ. στιχουργήματα αδέξια, της κακής ώρας, του γλυκού νερού. * версификация, -и θ. (παλ.) στιχουργία. *ВврСИЯ, -И θ. εκδοχή, ερμηνεία· есть ещё и другая - υπάρχει ακόμα κι άλλη εκδοχή. верста, -ы, αιτ. версту к. версту, πλθ. вёрсты, вёрст θ. 1 βέρστιο(ν). 2 οδικό*, στύ- στύλος των βερστίων. 3 άνθρωπος ψηλός, πτεμαν- ταλάς, τηλεγραφόξυλο. II εκφρ. за версту απο πολύ μακριά· не могу с тобой за версту раз- разговаривать δεν μπορώ με σένα να μιλώ απο έ- ένα χιλιόμετρο μακοιά. верстак, -а α. τραπέζι εργατοτεχνικό,πάγ- εργατοτεχνικό,πάγκος. верстать1, ρ.δ.μ. σελιδοποιώ· - книгу, га- зёту σελιδοποιώ βιβλίο, εφημερίδα. верстать2, р.δ.μ. (παλ.) 1 εξισώνω, βάζω στην ίδια σειρά, μοίρα, κατηγορία. 2 διάνε-
вер 92 вер μω, μοιράζω. 3 στρατολογώ. II ~СЯ σελιδοποι- σελιδοποιούμαι. . вёрстка, -и θ. 1 σελιδοποίηση. 2 τυπογρα- τυπογραφικό δοκίμιο. верстовой επ. του βερστίου· - столб οδό- οημο βερστίου. вертеть, ρ.δ. (απλ.) γυρίζω, γυρνώ, επι- επιστρέφω· -аи назад! γύρνα πίσω! II-СЯ γυρίζω, επιστρέφω· -айтесь назад! γυρνάτε πίσω! вертел, -а, πλθ.-а α. 1 σούβλα, σουβλί, ο- βελός· птица яарится на -е το πουλί ψήνε- ψήνεται στο σουβλί. 2 βλ. вертлюг A σημ.). вертёп, -а α. Ι (παλ.) σπηλιά, σπήλαιο. 2 τρώγλη· καταφύγιο εγκληματιών, έκφυλων. 2 (παλ.) περιοδεύον κουκλοθέατρο. вертеть, верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о р.6. 1 μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω· - колесо γυρίζω τον τροχό. II στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ. II τρυπανίζω. 2 μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω ό- όπως θέλω κάποιον она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα. II επφρ. - хвостом κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι· как НИ -ή να μη έρθουν έτοι τα πράγματα, να μη συμ- 8εί, να μη γίνει. II -0Я 1 περιστρέφομαι, γυ- γυρίζω. 2 στριφογυρίζω, περιφέρομαι· ОН -ЛСЯ ОКОЛО моего Дома αυτός στριφογύριζε κοντά οτο σπίτι (ίου. II μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι' разговор -лея вокруг... η κουβέντα περιστρέ- περιστρέφονταν γύρω απο... 3 (απλ.) αποφεύγω, υπεκ- υπεκφεύγω· не -йсь, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια. II εκφρ.-ИТСЯ в голове ή на языке στριφογυρίζει στο μυα- μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλ- συλλάβω (να το θυμηθώ)· - под ногами ή на гла- глазах ή перед глазами κολλώ σε κάποιον (ενο- (ενοχλώ με την παρουσία μου)· как НИ -ЙСЬ ό,τι και να κάνεις. вертикаль, -И θ. κάθετη· κατακόρυφη. * вертикальный επ. κάθετος, κατακόρυφος· -ая ЛИНИЯ η κάθετη γραμμή. вертихвостка, -ν: θ. (απλ.) γυναίκα ερωτό- τροπη, που τα θόλει, που κουνάει την ουρά. вёрткий επ., βρ: вёрток, вертка, вёртко; εύστροφος,, ευκίνι,τος, σβέλτος· αεικίνητος. вертлуг βλ. вьртлгог. вертлужный, βλ. вертлюжный. вертлОГ, -а α. 1 (ανατ.) ο γόμφος. 2 (τεχ.) στροφέας. вертлюжный επ. 1 γομφικός. 2 (τεχ.) στρο- στροφικός, του στροφέα. Вертлявый επ., βρ: -ляв, -а, -о αεικίνη1- τος, ανήσυχος , πολύ ζωηρός . II ασταθής, τα- λαντευόμενος (για βάρκα). ВврТ01рад, -а α. (παλ.) κήπος· αμπέλι. вертолёт, -а α. ελικόπτερο. вертолётчик, -а α. πιλότος ελικόπτερου. вертопрах, -а α. ασταθής στη γνώμη του, α- νε μόμυλος, ελαφρόμυαλος. вертун, -а α., -ЬЯ, -И, γεν. πλθ. -ИЙ, δοτ. -ньям θ.. 1 αεικίνητος, ανήσυχος, άστατος. 2 στρόβιλος. 3 είδος περιστεριού. 4 ασθένεια του πεύκου. вертушка, -И θ. 1 περιστρεφόμενο πράγμα, εργαλείο κλπ. 2 γυναίκα ασταθής, ελαφρόμυα- λη, ανεμόμυλος. ВврТЬ επιφ. με σημ. κατηγ. (διαλκ.) επι- επιστρέφω, γυρίζω, вертячка, -и θ. 1 (απλ.) βλ. вертушка B σημ.). 2 διστομία, αβδέλιασμα, κλαπάτσα. 3 υδροσκαραβαίος. верухпщй 1 μτχ. ενστ. του ρ. веровать. 2 ουσ. θρήσκος. *верфь, -И θ. ναυπηγείο, ταρσανάς, νεώριο. верх, -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -и а. 1 κορυφή· -и снежных гор οι κορυφές των χιονισμένων βουνών -и деревьев οι κορυ- κορυφές των δέντρων забраться на самый - σκαρ- σκαρφαλώνω ως την κορυφή. 2 επιστέγασμα οχήμα- οχήματος· поднять - во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει. 3 πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος). 4 ο άνω ρους του ποταμού. 5 "ηΛΘ. -Й μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές* совеща- совещание В -ах σύσκεψη κορυφών. 6 επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ· - совершенства παραπάνω α- απο τέλειο. 7 τλθ. -я οι ψηλές μουσικές νό- νότες ή φωνές. 8 με μερικά ρ. μαζί προσδίδει σ' αυτά υπέρτερη σημασία· одержать - υπερνικώ, υπερτερώ. 9 πλθ. -Й το επιφανειακό, το εξω- εξωτερικό μέρος· усвоить ЛИШЬ -и αφομοιώνω ε- επιπόλαια, επιφανειακά. II επφρ. брать (взять) - υπερέχω, υπερτερώ* быть на -у блаженства είμαι υπερευτυχής· ПОД - για ιππασία, της καβάλας· лошадь ПОД - άλογο της καβάλας. верхами, επίρ. (για πολλούς) καβάλα, εφίπ- πως, ιππαστί, верхний, -яя, -ее επ. 1 ο (ε)πάνω, ο άνω· - этаж το πάνω πάτωμα. 2 (για ποτάμια) ο ά- άνω· -ее течение о άνω ρους. 3 (γι<α ενδυμα- ενδυμασία) εξωτερικός· -ЯЯ одежда τα εξωτερικά εν- ενδύματα. 4 (για ήχους) ψηλός. II εκφρ.-ее ч; - ТЪё (για σκυλιά) όσφρηση αποτον αέρα (όχι ι;- πο τα ίχνη). верховенство, -а ουδ. υπεροχή, δεσπόζουσα θέση· ποωτάτο, τα σκήπτρα. верховный επ. ανώτατος· -ая власть η ανώ- ανώτατη εξουσία· - суд το ανώτατο δικαστήριο· - Совет το Ανώτατο Συμβούλιο. верховод, -а α. κυβερνήτης, ιθύνων, κεφαλή. верховодить, -вожу, -ВОДИШЬ ρ.δ. (συνήθως με οργν.) διακυβερνώ, καθοδηγώ, κουμαντάρω,
вер 93 вес ιθύνω, έχω τα πρωτάτα. ВврховОДКа, -И θ. διακυβέρνηση, καθοδήγη- καθοδήγηση, κουμάντο, τα ηνία. верховой επ. της ιππασίας, της καβάλας· -ая лошадь ο κέλης. II ουσ. καβαλάρης, ιππέας. верховой2 к. верхОВЫЙ επ 1 ο άνω,| επί του άνω μέρους, ο απο το άνω μέρος. 2 ο προς τον ανάρρουν. верховье■ -Я, γεν. πλθ. -ьев, ουδ. ανάρ- ρους, ο παρά τις πηγές του ποταμού τόπος. верхоГЛЯД, -а α. υπερόπτης. верхоГЛЯДНЯЧаТЬ, ρ.δ. (απλ.) εξετάζω επι- επιφανειακά, πρόχειρα, επιπόλαια. верхоглядство, -а ουδ. εξέταση επιφανεια- επιφανειακή, επιπόλαιη, πρόχειρη. верхолаз, -а α. αναβάτης μεγάλου ύψους, υ- ψοτεχνίτης. верхом επίρ. 1 επάνω, στο επάνω μέρος, ε- πάνωθεν. 2 γεμάτα, πλήρως, κάργα, φίσκα, ξέ- χειλα· налить стакан - γεμίζω το ποτήρι ξέ- χειλα· .насыпать мешок овса - γεμίζω τό οακ- κί κάργα βρώμη. верхом επίρ. καβάλα, εφίππως· ездит - πη- πηγαίνω καβάλα. верхотура, ~Ы θ.(απλ.) το άνω μέρος, το ε- επάνω πάτωμα· ЖИТЬ на -е ζω στο επάνω πάτω- πάτωμα· свалиться С -Ы πέφτω απο πάνα1, απο ψηλά. верхушечный επ. 1 κορυφαίος, της κορυ- κορυφής· - процесс в лёгких προσβολή των κορυ- ψών των πνευμόνων. 2 ανώτερος· -ые СЛОЙ Об- Общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. верхушка, -и θ. 1 κορυφή· - горы, дерева η κορυφή βουνού, δέντρου. 2 κορωνίδα· пра- правящая - η διοικούσα κορυφή, οι κορυφαίοι (α- (ανώτατοι) διοικητές. верчение, -Я ουδ. στροφή, περιστροφή, γύ- γύρισμα. верченый επ. (απλ.) ελαφρόμυαλος, ανεμό- ανεμόμυλος· μεταβλητός. верша, -и θ. καλάθι αλιευτικό, κύρτη,-ος. вершина, ~Ы θ. 1 κορυφή· - горы η κορυφή του βουνού· - угла η κορυφή της γωνίας. 2 Κολοφώνας, ακμή· на -е славы στον Κολοφώνα της δόξας. ВерШИННЫЙ επ. κορυφαίος, της κορυφής·-Ые сучья τα κορυφαία κλαδιά. вершитель, -Я α. διαφεντευτής, διαχειρι- διαχειριστής, ρυθμιστής· - судеб о ρυθμιστής των τυ- τυχών - дел о διαχειριστής των υποθέσεων. вершить, -ту, -шйшьр.б^. 1 λύνω, λύω· - Трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα. 2 δι- διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω· - судьбами ρυθμίζω τις τύχες. 3 κορυφώνω, υψώνω· - СТОГ κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς·- дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού. II -СЯ 1 διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι· дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν. 2 κορυφώ- κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή. вершковый επ.(παλ,) μήκος ενός Βερσόκ. верШНИК, -а α. (παλ.) καβαλάρης, ιππέας. верШОК, -шка α. βερσόκ, παλιό ρωσικό μέ- μέτρο μήκους ίσον προς 4-,4 εκατοστομέτρων. вес1, -а (-у) α. 1 το βάρος· - 8 кг. βά- βάρος 8 κιλά· атомный - το ατομικό βάρος· чи- чистый - καθαρό βάρος· удельный - ειδικό βά- βάρος· борец тяжёлого -а παλαιστής βαρέων βα- βαρών. 2 ζυγαριά, ζυγός· аптекарский - φαρμα- φαρμακευτικός ζυγός (ακριβείας). 3 μτφ. κύρος, ε- επιρροή, επιβάλλον человек с большим -ом άνθρωπος με μεγάλη επιρροή. II εκφρ. на - 30- лота πανάκριβος, ακριβός σαν το χρυσάφι. ВВС2, -а α. держать на -у κρατώ οε εξάρτηση. веселеть, ρ.δ. χαίρομαι, χαροποιούμαι, γί- γίνομαι πιο χαρούμενος. веселить, μτχ. ενστ. -лящий ρ.δ.μ. χαρο- χαροποιώ, φαιδρύνω, διασκεδάζω. II -СЯ διασκε- διασκεδάζω, ευθυμώ, ζεσκάζω. Ввсёлка, -И θ. κουτάλα ανακατεύματος. весело επίρ. χαρούμενα, φαιδρά, εύθυμα, κεφάτα. весёлость, -И θ. 1 χαρά, ευθυμία, φαιδρό- φαιδρότητα, κέφι. 2 (παλ.) διασκέδαση, γλέντι. весёлый επ., βρ: вёсел, -а, -о. 1 χαρού- χαρούμενος, φαιδρός, εύθυμος, κεφάτος· -ое нас- настроение ευδιαθεσία, καλοκεφιά· -ое ЛИЦО χα- χαρούμενο 'πρόσωπο* - характер εύθυμος χαρα- χαρακτήρας. 2 χαροποιός· - спектакл εύθυμο θέα- θέαμα. II ευχάριστος, τερπνός· -ая расцветка ευ- ευχάριστος χρωματισμός. веселье, -Я ουδ. 1 διασκέδαση, τέρψη, α- αναψυχή, ψυχαγωγία, ντιβερταμέντο. 2 γλέντι, χαρά, κέφι. весельный επ. κωπήλατος, κωπήρης. весельчак, -а α. εύθυμος· γλεντζές. ВеседЯНШЙ, στην έκφρ. - газ (χημ.) πρωτο- ξείδιο του αζώτου (αέριο ιλαρυντικό, χαρο- χαροποιό). весенний, -ЯЯ, -ее επ. ανοιξιάτικος, εα- εαρινός· -ие ДНИ ανοιξιάτικες μέρες· - Сев α- ανοιξιάτικη σπορά. весить, вешу, весишь ρ.δ. 1 αμ. ζυγίζω, -ιάζω* груз -ит 40 КГ. τό φορτίο ζυγίζει *ю κιλά. 2 »τφ. σημαίνω, έχω βαρύτητα· его сло- слова ничего не -ЯТ τα λόγια του "δεν κοστίζουν τίποτε, δεν έχουν καμιά σημασία. 3 βλ. вё- шать? вёСКИЙ επ., βρ: -СОК, -ска, -СКО. 1 βα- βαρύς, βαριός· золото и свинец - -ие металлы о χρυσός και ο μόλυβδος είναι βαριά μέταλλα. 2 σημαντικός, σοβαρός· πειστικός· - ДОВОД σοβαρό επιχείρημα.
вес 94 вес вескость, -и Θ. 1 βαρύτητα, βάρος· - зо- золота το βάρος του χρυσού. 2 μτφ. σοβαρότη- σοβαρότητα· πειστικότητα. весло, -а, πλθ. вёсла, -сел, -слам ουδ. κουπί, κώπη* ПЛЫТЬ на -ах πλέω με τα κουπιά, весна, -ы, πλθ. вёсны, -сен, -снам θ. άνοι- άνοιξη, έαρ. II μτφ. νιότη, νεότητα, νιάτα. весноваты* επ., βρ: -ват, -а, -о βλ. вес- нучатый. весновспашка, -и θ. όργωμα ανοιξιάτικο. весной к. весною, επίρ. την άνοιξη, κατά την άνοιξη, ανοιξιάτικα. веснушки, -шек πλθ. (ενκ. -а, γεν. -ив.) πανάδα, φακίδα, πιτσιλάδα. веснушчатый επ., βρ: -чат, -а, -о φακι- διάρικος, γεμάτος πανάδα, αλφός· -ое ЛИЦО φακιδιάρικο πρόσωπο. весовой επ. του βάρους· -ая единица μο- μονάδα βάρους. II με το ζύγι (όχι με το κομμά- κομμάτι)· - хлеб ψωμί με το ζύγι· - товар εμπό- εμπόρευμα με το ζύγι (όχι πακεταρισμένο). весовщик, -а α., -ца, -и θ. ζυγι(α)στής, -τρία, -τρα. весомость, -и θ. βαρύτητα, βάρος. II μτφ. αισθητότητα· σοβαρότητα. весомый- επ., 0ρ: -сом, -а, -о. 1 βαρύς, -ιός. 2 μτφ. οοΒαρός, σημαντικός· αισθητός· - аргумент σοβαρό επιχείρημα. *вест, -а α. 1 Δύση. 2 άνεμος δυτικός. весталка, -И θ. Εστιάδα, -άς. вести, веду, ведёшь, παρλθ. χρ. вёл, ве- вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επιρ. μτχ. ведя; ρ.6. 1 μ. οδηγώ, προσάγω· - слепого за руку οδηγώ του τυφλό απο το χέρι.II βαδί- βαδίζω επικεφαλής· - войско В бой βαδίζω επικε- επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη. II οδηγώ (ό- (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.). 2 μτφ. διευθύνω, καθο- καθοδηγώ· - практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις. 3 κατευθύνω· все дороги ведут В Рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη. 4 διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω· он смо- смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοί- κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμ- γραμμές· они вели телефонные провода αυτοί περ- περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια. 5 φέρω, άγω· κα- καταλήγω· куда -ёт бта дорога? που οδηγεί αυ- αυτός ο δρόμος; Η μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέ- συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα· алкоголизм ~ётк вы- вырождению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό. 6 απρόσ. σκεβρώνω· доску -ёт от сырости η σανίδα οκεβρώνει απο την υγρασία. 7 и. κρα- κρατώ· διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ· - про- протокол κρατώ πρανιτικό· - дневник κρατώ ημε- ημερολόγιο· - записи κρατώ σημειώσεις· - ОГОНЬ ανάβω φωτιά· - знакомство πιάνω γνωριμία· - войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο· - борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)· - разговор κάνω κου- κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ· - переписку έ- έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ). II εκφρ. вес- тй свой род от кого έλκω το γένος απο.... - начало ОТ... έχω την αρχή απο... - себй как... φέρνομαι σαν... II -ЙСЬ 1 διεξάγο- διεξάγομαι, γίνομαι· επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι· -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις. 2 οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι· ко- корабль -ётся опытным капитаном το καράβι ο- οδηγείται απο έμπειρο καπετάνιο. 3 απρόο. συ- συνηθίζεται· так -ётся исстари έτσι συνηθίζε- συνηθίζεται απο παλιά. 4 πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω· хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες. *ВвСТИбЮЛЬ, -Я α. προθάλαμος, χωλ. ВеСТЙМО, παρνδ. λ. (παλ. κ. απλ.) εννοεί- εννοείται, είναι -αυτονόητο, βέβαια. вестник, -а θ. -ца, ~ы θ. ο, η αγγελιο- αγγελιοφόρος. Вестовой επ. 1 (παλ.) συνθηματικός· πλη- πληροφοριακός* - ОГОНЬ συνθηματική φωτιά,2 ουσ. στρατιώτης-σύνδεσμος αξιωματικού. вестовщик, -а α. -ца, -ы θ. βλ. вестник. весточка, -и θ. ειδησούλα. ВеСТЬ1, -И, γεν. πλθ. -ей θ. είδηση, νέο· радостная - ευχάριστη είδηση. II πλθ. -И δι- διαδόσεις, κοινολογήσεις. 11 εκφρ. без -и про- пропасть χάνομαι χωρίς ν' αφήσω ίχνη. весть2 Ο9 προσ. ενκ. ενεστ. του р. ведать, παλ.κλίση)· ξέρει· бог весть о θεός ξέρει. весы, -ΟΒ πλθ. ζυγαριά, ζυγός. весь1, всего α., вся, -ей θ., всё, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αυτών. 1 όλος,-η,-ο,ά- όλος,-η,-ο,άπας, -α, -αν - день όλη τη μέρα· - мир ό- όλος ο κόσμος· вся страна όλη η χώρα· всё на- население όλος ο πληθυσμός· все ЛВДИ όλοι οι άνθρωποι· со всех сторон απο παντού· всеми силами με όλες τις δυνάμεις. II με σημ. νιατηγ ιελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι· молоко-ТО у нас всё το γάλα μας τέλειωσε. 2 ολόκληρος, όλος· ακέριος· он - в поту είναι κάθιδρος· он - в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιά- μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα. 3 ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα· всё для погеды όλα για τη νίκη· для меня ТЫ всё για μι:να εσύ είσαι το παν. 4 η γεν. всего, всех με συγκρ.β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα· лучше всех καλύτερα απ' όλους. 5 »ε όλο(ν), όλη· во - голос μ' ολη τη δύναμη της φωνής· ИЗО всех СИЛ μ' ό- όλες τις δυνάμεις· при всём том παρ' ολ1 αυ- αυτά, εν τούτοις· ВО ВСЮ силу μ' όλη τη δύνα- δύναμη, II снфр. без к. безо всего χωρίς τί- τίποτε· всё равно το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγ-
вес 95 вет μα είναι, το ί'6ιο είναι,, ένα чаи το αυτό* είναι αδιάφορο· είτε έτσι, είτε αλλιώς· και όμως, εν τούτοις, пар· όλ' αυτά, μ1'όλα ταύ- ταύτα· всё одно το ίδιο είναι· все до одного όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο*всего хо- хорошего (αποχαιρετισμός) στο καλό* вот И всё τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν 1 όλο· всё одно и. всё едино βλ. πιο πάνω всё рав- равно· ПО всему απ' όλα (τα σημάδια). весь2, -И θ. (παλ.) χωριό. Весьма επίρ. πολύ, αρκετά* - рад χαίρω πολύ· - хорошо αρκετά καλά. ветвистый επ., эр: -вист, -а, -о κλαδε- ρός, κλαδωτός, πολύκλαδος, -κλώνος, -κλαρος. ветвиться, -Йтся ρ.δ. κλαδώνω, κλαρώνω, α- απολύω κλαδιά, άνακλαδώνομαι, διακλαδίζομαι. ветвление, -Я ουδ. διακλάδωση. ветвь, -И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 κλαδί, κλά- κλάδος, κλωνάρι, κλώνος, κλαρί. 2 μτφ. διακλά- διακλάδωση- балтийская - индоевропейских языков о βαλτικός κλάδος των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. 3 γραμμή συγγένειας· - дворянского рода о γενεαλογικός κλάδος των ευγενών. ветер, -тра (-тру), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -Ы, -ов к. ~ов α. άνεμος, αέρας· попут- НЫЙ - ούριος άνεμος· - ПОДНЯЛСЯ σηκώθηκε αέρας· - улёгся о άνεμος κάλμαρε· порывйс- тый - ορμητικός (οφοδρός) άνεμος. II εκφρ. - в голове αέρα έχει στο κεφάλι (είναι ελα- ελαφρόμυαλος)· - занёс ή -ом занесло о αέρας τον έφερε (άγνωστον ποιος)· - свистит в кар- карманах οι τσέπες μου είναι πανί με πανί (ά- Φραγκος, απένταρος)· бросать (ή кидать, швы- швырять) деньги на - σπαταλώ τα χρήματα· бро- бросать слова на - ; говорить, болтать на - а- ερολογώ· держать нос по -у είμαι καιροσκό- καιροσκόπος, πηγαίνω όπως φυσά ο αέρας, είμαι ανε- μοδούρα· ИДТИ куда - дует προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις· ищи ή" догоняй -а В поле ψάχνω να βρω βελόνι στ' άχυρα, πιά- πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλα, τρέχα - γύρευε· подбитый -ОМ α) ενδυμασία ανεμοδι- απερνόμενη. β) ελαφρόμυαλος, φουρλαίδας. "'ветеран, -а α. παλαίμαχος, παλαιός πολε- πολεμιστής, αγωνιστής, βετεράνος. IIπεπειραμένος, έμπειρος. *ветеринар, -а α. κτηνίατρος. ветеринария, -И θ. η κτηνιατρική. ветеринарный επ. κτηνιατρικός· - врач ο κτηνίατρος· -ая лечебница κτηνιατρείο. ветерок, -рка α. αεράκι, αύρα. II ен»р. с -КОМ прокатйть(ся) κλπ. συνών. με μεγάλη ταχύτητα, αστραπιαία περνώ, διαβαίνω· С -КОМ подбитый ελαφρόμυαλος, φουρλαΐδας. ветка, -И θ. 1 κλαδάκι, κλαράκι, κλαδίσκος. 2 μτφ. σιδηροδρομική διακλάδωση. ветла, -ы, πλθ. ветлы, -тел, -тлам θ. η λευκή ιτιά. *ΒβΤΟ ουδ. άκλ. αρνησικυρία, βέτο. ВеТОШКа, -и θ. κουρέλι, ράκος, τζάτζαλο, φθαρμένο ένδυμα. ВетОШНИК, -а α., -ца, -ы θ. (παλ.) ρακοσυλ- ρακοσυλλέκτης, -τρία. ветошный επ. κουρελιάδικος, ρακώδης. ветошь, -и θ. βλ. ветошка. ΒΘΤρ, -а α. (παλ.) άνεμος, αέρας. Ветренёть, -ёет απρόσ. (για καιρό) γίνο- γίνομαι, καθίσταμαι ανεμώδης. ветреник, -а α. ελαφρόμυαλος, κουφόμυαλος. Ввтреница· ~ы б. έλαφρόμυαλη, κουφόμυαλη. Ветреница2, -Ы θ. ανεμώνα, -η. ветреничать, р.δ. (παλ.) αερολογώ, αερο- κοπανώ, οιιιλω περί ανέμων και υδάτων. Ветрено 1 επίρ. ελαφρόμυαλα, ανόητα. 2 ως κατηγ. φυσά, είναι αέρας, έχει αέρα. вётренОСТЬ, -И θ. ελαφρομυαλιά, κουφομυα- λιά· αστάθεια. ( ветреный επ., βρ: -рен, -а, -о. 1 ανεμώ- ανεμώδης· -ая погода ανεμώδης καιρός,ανεμόκαιρος. 2 ελαφρόμυαλος, κουφόμυαλος. ветрило, -а ουδ. (παλ.) πανί, ιστίο. Ветровой επ. ανεμώδης. ветрогон, -а α. 1 (απλ.) βλ. ветреник. 2 (τεχ.)εκτοξευτής αέρα (συσκευή). ветрогонка, -и θ. (»πλ.) βλ. ветреница1. ветродвигатель, -Я α. αεροκινητήοας. ветрозащитный επ. ,ανεμοπροστατευτικός· -ая ПОЛОСа ανεμοπροστατευτική δασική ζώνη. Ввтромбр, -а α. ανεμόμετρο. ветросиловой επ. (τεχ.) -ая установка α- αερομηχανική εγκατάσταση. ветроэнергетика, -И θ. αεροενεργητική, α- νεμοενεργητική (κλάδος τεχ. επιστήμης). ветряк, -а α. 1 βλ. ветродвигатель.2 (απλ) ανεμόμυλος, αερόμυλος. ветрянка'', -и θ. βλ. ветряк B σημ.). ветрянка2, -И θ. ανεμοβλογιά, ανεμευλογιά. ветряный1 к. ветряной, επ: -ая мельница α- ανεμόμυλος , αε ρόμυλος. ветряный2 επ: -ая оспа βλ. ветрянка2. ветхий επ., βρ: ветх, -а, -О φθαρμένος, παλιός, παμπάλαιος* ~ое платье φθαρμένο φό- φόρεμα. II ετοιμόρροπος* - ДОМ ετοιμόρροπο σπ£- τι. Ι! σαραβαλιασμένος, σαράβαλο, κούσαλο· - старик εσχατόγηρος, γεροκούσαλο'ΙΙ εκφρ. Завет η Παλαιά Διαθήκη. ветхозаветный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; της Παλαιάς Διαθήκης* -ые КНИГИ τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. II μτφ. αρχαίος, παλαίω ός, ξεπερασμένος* -ые нравы αρχαία ήθη. ветхость, -И θ. φθαρτότητα, σαθρότητα (α- πο το πέρασμα του χρόνου), ξεχαρβάλωμα, α-
вет 96 вещ ποαύνθεση· разрушается от -и καταστρέφεται, (εοειπώνεται) απο την πάροδο του χρόνου, α- πο τον καταλύτη χρόνο. ветчина, -Ы θ. χοιρομήριο, ζαμπόν. ветшать, ρ.6. φθείρομαι, παλιώνω, ερειπώ- ερειπώνομαι, καταστρέφομαι, γίνομαι σαράβαλο, κού- σαλο· здание -ет το κτίριο ερειπώνεται· ста- старик год от году -ет о γέρος απο χρόνο σε χρόνο γίνεται σαράβαλο. Ввха, -И θ. μετρητικός πάσσαλος, όριο, σύ- σύνορο, διαχωριστική γραμμή, ορόσημο. ί| μτφ. όριο, σταθμός· светлая - в истории челове- человечества φωτεινό ορόσημο στην ιστορία της αν- θ ρωπότητας. вёче, -а ουδ. (παλ.) λαϊκή συνέλευση. Вечевой επ. της λαϊκής συνέλευσης· -ая площадь η πλατεία των λαϊκών συνελεύσεων. Вечер, -а, πλθ. -а α. 1 βράδυ, εσπέρα. 2 βραδιά, εσπερίδα, βεγγέρα, σουαρέ. II συγκέν- τοωση εσπερινή· литературный - φιλολογικήι βραδιά.■ Вечереть, -ёет р.6. απρόσ. βραδιάζω, σου- Γουπώνω. вечеринка, -и θ. εσπερίδα οικογενειακή. Вечерком επίρ. το βραδάκι, το εσπέρας. вечерний επ. 1 βραδινός, βραδιάτικος, α- απογευματινός, εσπερινός· - час βραδινή ώρα· -ая газета απογευματινή, βραδινή, εσπερινή εφημερίδα. ВечёрНИК, -а α. -ца, ~Ы θ. (απλ.) φοιτη- φοιτητής, -τρία, μαθητής, -τρία νυχτερινής οχο- λης . вечерня, -и, γεν. πλθ. -рен, δοτ. -рням, θ. (εκκλσ.) ο εσπερινός, εσπερινή ακολουθία. Вечером επίρ. το βράδυ, το εσπέρας, από- σπεηα, βραδιάζοντας. ВечёрЯТЬ, ρ.δ. (διαλκ.) δειπνίζω. Вечно επίρ. 1 αιώνια, -ως. 2 πάντοτε, συ- συνεχώς, διαρκώς· ОН - недоволен αυτός πάν- πάντοτε είναι δυσαρεστημένος. вечнозелёный επ. αειθαλής. вечность, -И θ. αιωνιότητα. II επ άπειρο. II εκφρ. казатся -ыо ή целая - μου φαίνεται χρόνος-καιρός· πολύς καιρός, χρόνια και ζα- μάνια. вечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 αι- αιώνιος, αθάνατος· -ая память αιώνια η μνήμη· -ая Слава αθάνατη δόξα. 2 διαρκής, συνεχής, διηνεκής· ατέλειωτος, παντοτινός· -ое вла- владение παντοτινή κτήση· -ые ссоры ατέλειωτες φιλονικίες. 3 ισόβιος· -ая каторга ισόβια κάτεργα. Κ εκφρ. -ое перо ο στυλός (μεγάλης διαρκείας). вечор επίρ. 1 (παλ.) χτες το βράδυ, το εσπέρας, (ε)ψές. 2 (απλ.) βλ. вечером. вешала, -шал πλθ. (ενκ. вешало, -а ουδ.) διαλκ. απλωταριά (για στέγνωμα). вешалка, -И θ. 1 κρεμάστρα, -τάρι, -τήρι. II γκαρνταρόμπα, βεστιάριο. 2 η θηλειά εξάρ- εξάρτησης ενδύματος, κρεμάστρα. вешание, -Я ουδ. κρέμασμα, -ση, ανάρτηση. вешать1, р.δ.μ. 1 κρεμώ, αναρτώ, εξαρτώ· - люстру κρεμώ το πολύφωτο. 2 απαγχονίζω. II εκφρ. - Собак на КОГО τα φορτώνω στον άλ- άλλον και τα βαριά και τ' αλαφριά στο γάιδαρο (τά φορτώνω) ή όλα τα στραβά τα κουλούρια η νύφη τα φτιάχνει.II -СЯ/1 κρεμιέμαι, εξαρτιέ- εξαρτιέμαι. 2 απαγχονίζομαι. вешать2, р.δ.μ. ζυγίζω, σταθμίζω.II -СЯ ζυ- ζυγίζομαι, σταθμίζομαι. вешёние, -Я ουδ. χάραξη (στο έδαφος). вешЙТЬ, ~щу, -ШЙШЬ р.δ.μ. χαράζω, οροθε- οροθετώ· - дорогу χαοάζω δρόμο. вёшка, -И θ. σημαδάκι, συνοράκι, μικρό ο- ορόσημο. вешний, -яя, -ее επ. (παλ.) βλ. весенний. вещание, -Я ουδ. (παλ.) προφητεία, πρόρ- ρηση. вещать, ρ.δ.μ. κ. αμ. (τταλ.) 1 προφητεύω, προλέγω, προαναγγέλλω. 2 λέγω με στόμφο, με πομπώδες υφός, φθέγγομαι. вещевой επ. των πραγμάτων, των ειδών-ое снабжение εφοδιασμός σε εί.δη· - склад απο- αποθήκη πραγμάτων. Вещественность, -И θ.*" ουσία, υλική ύπαρξη. вещественный επ. 1 υλικός, ουσιαστικός· φυσικός, σωματικός* - мир о υλικός κόσμος. 2 των πραγμάτων, των ειδών - ущерб η ζημιά σε πράγματα. II εκφρ. -ые доказательства τα πειστήρια. вещество, -а ουδ. ουσία, ύλη· взрывчатые „-а εκρηκτικές ύλες· органические -а οργανι- οργανικές ουσίες. ВвЩИЙ επ. (παλ.) προγνωστικός, μαντευτι- κός, προφητικός, χρησμοδοτικός· -ие слова προφητικά λόγια· - СОН προφητικό όνειρο. вещина, -Ы θ. 1 πραγματάκι. 2 κομματάκι, μικρό μουσικό ή φιλολογικό έργο. вещичка, -и θ. βλ. вещина. вещный επ. του πράγματος. II βλ. вещёл- венный. II εκφρ. -ое право το δίκαιο κατο,,ης πραγμάτων. вещун, -а α., -ья, -и θ. (παλ.) προφήτης, -ισσα, μάντης, -ισσα, προγνώστης, -τρία. вещь, -И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 πράγμα, αν- αντικείμενο· необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα· домашние -И τα πράγματα του σπι- σπιτιού. II ενδύματα, ιματισμός· ПОЛОЖИТЬ -И В дорожный мешок βάζω τα ποάγματα στον οδοιπο- πορικό σάκκο. 2 έργο, δημιούργημα· художник дал на выставку свой лучшие -и о καλλιτέ- καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.
вея 97 взб 3 γεγονός, κατάσταση· ты глубже смотри на -И εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα· странная - παράξενο πράγμα, 4 (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο* существуют -и незави- независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικεί- αντικείμενα ανεξάρτητα απο τη συνείδηση μας· -И В себе αντικείμενα αυτά καθ' εαυτά. ВвЯЛХа, -И θ. λιχνιοτική μηχανή. веяльщик, -а α., -ца, ~Ы θ. λιχνιστής,-τρία. вёянхе, -Я ουδ. 1 πνοή, φύσημα. И επίδρα- επίδραση, επιρροή· он был отголоском чужих веяний αυτός ήταν φορέας ξένων ιδεών (φερέφωνο άλ- άλλων). 2 λίχνισμα· - ржи λίχνισμα της βρίζας. веяний επ. λιχνισμένος· -ая пшеница λι- χνισμένο σιτάρι. веять, вею, веешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. веянный, βρ: веян, -а, -о. р.б. 1 πνέω, φυ- φυσώ· ветер веет о αέρας φυσά. 2 κυματίζω· вё- ют знамёна κυματίζουν οι σημαίες. 3 λιχνί- ζω. II -СЯ 1 κυματίζω. 2* λιχνίζομαι. Вкатив, -Я ουδ. πίεση προς τα μέσα. ВЖаТЬ, вожму, ВОЖМёшь ρ.σ.μ. πιέζω, ζουπώ προς τα μέσα. II -СЯ πιέζομαι, ζουπιέμαι προς τα μέσα. вживаться, р.δ. βλ. вжиться. ВЖИВе επίρ. (παλ.) στη ζωή. вжимание, -я ουδ. βλ. вжатие. вжнмать(ся) р.6. βλ. вжать(ся). ВЖИТЬСЯ, вживусь, вживёшься, ρ.σ. υποδύο- υποδύομαι, παρασταίνω, υποκρίνομαι· актёр должен - В роль о ηθοποιός πρέπει να ζει το ρόλο. ВЗ..., взо..., вэъ... к. вс... πρόθεμα που σημαίνει: 1 κίνηση προς τα πάνω: взле- тёть. 2 έντααη, δύναμη της ενέργειας που εμφανίστηκε, γρήγορη εξέλιξη μιας κατάστα- κατάστασης: взалкать, взбухнуть, взвыть, взмолить- взмолиться. 3 ολοκλήρωση της ενέργειας, της έντασης: взбесить, взболтать. ВЗад επίρ. (για κίνηση) προς τα πίσω· И вперёд προς τα πίσω και μπροστά· ни - ни вперёд οΰτε προς τα πίσω ούτε προς τα μπρος, взаём επίρ. (παλ. κ. απλ.) βλ. взаймы. взаимно επίρ. αμοιβαία· εναλλάξ. ВЗаЙМНОСТЬ, -И θ. αμοιβαιότητα· εναλλαγή. взаимный επ., βρ: -мен, -мна, -мно αμοι- αμοιβαίος· -ое доверие αμοιβαία εμπιστοσύνη· -ел ПОМОЩЬ αμοιβαία βοήθεια, αλληλοβοήθεια. взаимодействие, -Я ουδ. αλληλοεπίδραση. взаимодействовать, -ствую, -ствуешь р.δ. αλληλοεπιδρω. взаимозависимость, -И θ. αλληλοεξάρτηση. взаимообусловленность, -и θ. αλληλοκαθο- ρ-,σμός. взаимоотношение, -Я ουδ. αμοιβαία σχέση. ВЗаиМОПОМОЩЬ, -И θ. αλληλοβοήθεια. взаимопонимание, -Я ουδ. αλληλοκατανόηση. ВваимоСВЯЗЬ,-И θ. αλληλοούνδεση. ВЗаИМЫ επίρ. δανεικά, με επιστροφή, αν- ανταποδοτικά* брать (получить) - παίρνω δα- δανεικά, δανείζομαι- давать - δίνω δανεικά, δανείζω. Взалкать, Р.σ. 1 πεινώ πολύ, έχω μεγάλη πείνα. 2 μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι απο ε- επιθυμία, ορέγομαι. взамен 1 επίρ. σε αντάλλαγμα, αντ'αυτού, έναντι, σε αντικατάσταση. 2 προθ. αντί· любви, слова αντί γι> αγάπη, λόγια. взаперти επίρ. κλειδωμένα, κλειστά, μαν- ταλωμένα, σφαλιστά· арестованных держат τους συλληφθέντες τους κρατούν σφαλιστά. взаправдашний, -яя, -ее επ. (απλ.) πραγ- πραγματικός, αληθινός, σωστός. взаправду, επίρ. (απλ.) αληθινά, αλήθεια, στ· αλήθεια, πραγματικά· шутишь ИЛИ - гово- говоришь? αστειεύεσαι ή στ1 αλήθεια λές; ВЗапуСКИ επίρ. μ'όλες τις δυνάμεις, παν- τί σθένει (στο τρέξιμο). II με άμιλλα, αμιλ- λόμενος. взасос επίρ. (απλ.) ρουφηχτά. взатяжку επίρ. (απλ.) τραβηχτά· курить - τραβώ μέσα τον καπνό (για.φουμάρισμα). ВЗахаТСЯ, р.σ. (απλ.) ανάσταινάζω, φωνάζω άχ, ώχ (απο θλίψη). взахлёб επίρ.(απλ.) λαίμαργα, καταβρο- καταβροχθίζοντας· γρήγορα, βιαστικά. взашей, взашей, взашей επίρ. (απλ.) απ' το λαιμό, απ'τον τράχηλο, απ το σβέρκο· вы- выгнать - πιάνω απ'το λαιμό και βγάζω έξω. взбадриваться), ρ.δ. βλ. взбодрйть(ся). взбаламутить, -мучу, -мутишь р.σ. (απλ.) 1 φοβίζω, ανησυχώ, ταράσσω. 2 (για υγρά) θο- θολώνω, ταράσσω. II-СЯ 1 φοβούμαι, ανησυχώ, τα- ταράσσομαι. 2 (για υγρά) θολώνομαι, ταράσσομαι, взбалмошный επ., βρ: -шен, -шна, -шно α- απερίσκεπτος, ξεμυαλισμένος, ανισόρροπος. взбалтывание, -Я ουδ. ανακάτωμα, κούνημα. взбалтывать(ся) ρ.δ. βλ. взболтать(ся). взбегать, р.δ. βλ. вбежать. взбежать, взбегу, взбежишь, взбегут, р.σ. ανεβαίνω τρέχοντας. В8белениТЬ, р.σ.μ. (απλ.) παροργίζω, εξορ- εξοργίζω, εξαγριώνω. II -СЯ παροργίζομαι, εξορ- εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι, αγριεύω* -лась ста- старуха на мужа αγρίεψε ή γρια στον άντρα της. взбесить, взбешу, взбесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взбешённый, βρ: -шён, -шена, -о; ρ.σ.μ. λυσσιάζω, μανιάζω, μανιώνω. II -СЯ μτφ. με πιάνει μεγάλη οργή, πάθος, επιθυμία. взбивание, -я ουδ. βλ. взбивка. взбивать(ся), р.ε. βλ. взбить(ся). ВЗбЙВКа, -И θ. χτύπημα, δάρσιμο· - ЯИЦ το χτύπημα των αυγών.
взб 98 взв взбить, взобью, взобьёшь, προστκ. взбей р. о.μ. 1 χτυπώ (γι-α να μαλακώσει-, να γίνει α- αφράτο)· - ПОДУШКИ χτυπώ τα .προσκέφαλα. 2 (γιά ρευστά) δέρνω· - яичные белки χτυπώ τ' ασποάδια των αυγών. II -СЯ 1 χτυπιέμαι (για νά μαλακώσω). II (γιά ρευστά) δέρνομαι. 2 ορ- ορθώνομαι, ανακατώνομαι· взбившиеся волосы α- ανακατωμένα μαλλιά. ВЗблёск, -а α. λάμψη, έκλαμψη· - МОЛНИИ η λάμψη της αστραπής, το άστραμμα. взблёскивание, -я ουδ. βλ. взблеск, взблёскивать, р.Б. βλ. взблеснуть. Взблеснуть, -ну, -Нёшь р.с. λάμπω, εκλάμ- πω· αστράφτω· -ла МОЛНИЯ έλαμψε η αστραπή, άστραψε. взбодрить, ρ,σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρό- χρόνου - взбодрённый, βρ: -рён, -рена, -рено. 1 ζωογονώ, ζωηρεύω, δίνω ζωντάνια· - весёлыми Словами ζωηρεύω με ευθυμόλογα. II -СЯ ζωογο- ζωογονούμαι, ζωηρεύω· σφριγώ. ВЗбОЛТать, с.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взболтанный, βρ: -тан, -а, -о (για υγρά) α- ανακατεύω, κουνώ. II -СЯ ανακατεύομαι, κουνιέ- ααι (για υγρά). взболтнуть, -ну, -нёшь,р.σ. βλ. взболтать. ВЗбороздЙТЬ, -зжу, -ЗДЙшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взбороздённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. ανοίγω αυλάκια, αυλακώνω. взборонить, ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взборонённый, βρ: -нён, -нена, -нено σβαρ- νίζυ, βωλοκοπω. взбрасывать(ся), ρ.δ. βλ. взбросить(ся). взбредать, с.δ. βλ. взбрести. взбрести, взбреду, взбредёшь, παολθ. χρ. взбрёл, -брела, -ло, μτχ. παρλθ. χр. -рёд- ашй р.σ. ανεβαίνω, ανέρχομαι· ~ на гору α- ανεβαίνω στο βουνό. II εκφρ. - в голову ή на ум μου άρχεται (μου κατεβαίνει) στο κεφάλι, οτο μυαλό. взбросить, взброшу, взбросишь, παθ. μτχ. ιταρλθ. χρ. взброшенный, βρ: -шен, -а, -о р. σ.μ. πετώ, ρίχνω προς τα πάνω, αναρρίπτω. II -СЯ πετιέμαι, ρίχνομαι προς τα πάνω. взбрызгивать(ся), р.ь. βλ. взбрызнуть(ся). ВЗбрЫЗНуТЬ, -ну, -нешь р. σ. μ. 1 ραντί- ραντίζω, ραίνω, ψεκάζω· - цветы ραντίζω τα λου- λουλούδια. 2 βρέχω, πίνω, κερνώ· - новое паль- пальто βρέχω το καινούργιο πανωφόρι. II -СЯ ραν- ραντίζομαι, πέφτω κατά μικρές σταγόνες. взбрыкивать, р.6. βλ. взбрыкнуть. Взбрыкнуть, -ну, -Нёшь р.σ. (για φα.) κλω- κλωτσώ, λακτίζω взбудораживаться) ρ.δ. βλ.будоражить(ся). взбудоражиться) р.σ. βλ. будоражить(ся). взбулгачить, -чу, -чишь р.σ.μ. (απλ.) α- νηουχώ ταράσσω, φοβίζω. взбунтовать, -тую, -туешь παθ.μτχ. παρλθ. χρ. взбунтованный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.σ.μ. εξεγείρω, ξεσηκώνω. II -СЯ εξεγείρομαι, ξε- ξεσηκώνομαι . ВвбурлЙТЬ, ρ.σ.μ. αναταράσσω, βγάζω φυσα- φυσαλίδες, μπουρμπουλήθρες, πομφόληγες· αφρίζω. В8бухать, р.6. βλ. взбухнуть. взбухнуть, -нет, πβρλθ. χρ. взбух, -ла,-о р.σ. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω· -ли поч- почки на деревьях μπουμπούκιασαν τα δέντρα. II ανυψώνομαι, φουσκώνω (για ποτάμια). взбучить1, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. (απλ.) τις βρέχω, τις ρίχνω, ξυλοκοπώ. II μαλώνω, κατσα- διάζω. ВЗбучиТЬ2, -ИТ ρ.σ. απρόσ. (απλ.) φουσκώ- φουσκώνω (απο την υγρασία),II -СЯ φουσκώνω. ВЗбучка, -И θ. (απλ.) ξυλοκόπημα, ξυλοδαρ- ξυλοδαρμός.II μάλωμα, κατσάδιασμα. взбушевать, -Шую, -шуешь р.σ. (για άνεμο, θάλασσα κλπ.) μαίνομαι, λυσσομανώ.II -СЯ βλ. ρ. ,ενε|ργ. φ. взваливать(ся) р.δ. βλ. взвалйть(ся). взвалить, взвалю, взвалишь,παθ. μτχ.παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω· - мешок на Спй- нку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη. 2 αναθέτω, επιφορτίζω· на меня -ли ёту работу σε υένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά. 3 αποδίδω,επιρ- αποδίδω,επιρρίπτω· - обвинение αποδίδω κατηγορία· она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ε- ενοχή. II -СЯ ρίχνομαι, πέφτω επάνω. взвар, -а (-у) α. (διαλκ.) βραστός ζωμός (φρούτων, φύλλων, χόρτων κλπ.). Ι! κομπόστα. взвевать(ся) р.δ. βλ. взвёять(ся). взведение, -Я ουδ, αναγωγή, ανύψωση, ανέ- ,βασμα. II απόδοση κατηγορίας, μομφής κλπ. взвеатй, -взвезу, взвезёшь, παολθ. χρ. взвёз, взвезла, -ло, παθ. μτχ. взвезённый ρ.σ.μ. ανεβάζω, υψώνω· лошадь -ёт его на гору το άλογο θα τον ανεβάσει,στο βουνό. ВЗВвСелЙТЬ, р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвеселённый, βρ: -лён, -лена, -лено (παλ.) ευθυμώ, φαιδρύνω, χαροποιώ. II -СЯ έρχομαι σε ευθυμία, στο κέφι. взвеселять(ся) ρ.ο, βλ. взвеселйть(ся). взвесить, взвешу, взвесишь, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. взвешенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 ζυγίζω, σταθμίζω· - ребёнка ζυγίζω το παι- παιδάκι. 2 μτφ. μελετώ, εξετάζω ολόπλευρα, ε- κτιαώ- - все доводы за И против εξετάζω ε- επισταμένα όλα τα επιχειρήματα υπέρ και κα- κατά· - СВОЙ слова μετρώ τα λόγια μου, σκέ- σκέφτομαι καλά την κουβέντα μου, πριν την πω.II -СЯ ζυγίζομαι, σταθμίζομαι. взвести, взведу, взведёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χο. взведённый, βρ: -дён, -дена, -дено р.σ.
взв 99 взг μ. 1 ανεβάζω, ανάγω· он взвёл меня на гору αυτός με ανέβασε στο βουνό. II ανυψώνω, (α- να)σηκώνω· - курок σηκώνω τον έπικρουστήρα· - Очи вверх ανασηκώνω τα μάτια. 2 ανεγείρω, υψώνω, 3 αποδίδω, επιρρίπτω· - обвинение ε- επιρρίπτω κατηγορία. II -СЬ ανυψώνομαι, (ανα)- σηκώνομαι· курок легко взвёлся о επικρουστή- ρας εύκολα σηκώθηκε. взвесь, -и θ. βλ. суспензия. ВЗВвШИВанив, -Я ουδ. ζύγιση, -μα, στάθμι- στάθμιση· - груза ζύγισμα του φορτίου. вэвёшиватьСся), р.б. βλ. взвёсить(ся). ВЭВёять, взвеет р.σ.μ. σηκώνω, ανυψώνω, ε- εγείρω με φύσημα, παρασέρνω· ветер -ЯЛ пыль ο άνεμος σήκωσε σκόνη, II -ОЯ σηκώνομαι, α- ανυψώνομαι, εγείρομαι. взвивать(ся) ρ.δ. βλ. взвить(ся). ВвВЙдеть, -жу, -ДШПЬ р.σ.μ. (παλ. к. απλ.) βλέπω· от боли он ничего не -ел απο τον πό- πόνο αυτός δεν είδε τίποτε. ВЗВИЗГ, -а α. κρότος οξύς, διαπεραστικός· πλατάγισμα. ВЗВЙЗГИВаннв, -Я ουδ. ούρλιασμα· στριγγλι-ά. взвйвгивать р.δ. βλ. взвизгнуть. взвизгнуть, -ну, -нешь р.σ. ουρλιάζω, βγά- βγάζω στρίγγλες φωνές· собака -ла от удара το σκυλί ούρλιαξε απο το χτύπημα. ВЗВИНТИТЬ, -нчу, -НТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвинченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ,μ. ε- ξερεθίζω, εκνευρίζω, νευριάζω· - нервы ερε- ερεθίζω τα νεύρα. II εκφρ. - цены ανεβάζω τις τιμές. II -СЯ ερεθίζομαι, εκνευρίζομαι, νευ- νευριάζω, -ομαι· нервы -ЛИСЬ τα νεύρα ερεθί- ερεθίστηκαν. Взвинченность, -И θ. εκνευρισμός, νευρίασμα. взвинченный επ. ερεθισμένος, εκνευρισμέ- εκνευρισμένος, νευριασμένος· ~ые нервы ερεθισμένα νεΰ- ρα. В8ВЙНЧИВвТЬ(СЯ) р.δ. βλ. ВЗВИНТЙТЬ(СЯ). взвить, взовью, взовёшь, παρλθ. χρ. взвил, -ла, -ло, προστκ. взвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвитый, βρ: взвит, -а, -о р.σ.μ. ανυ- ανυψώνω περιστρέφοντας, στροβιλίζω· ветер -ил ПЫЛЬ о άνεμος οτροβίλιοε τη σκόνη. II -СЯ α- ανυψώνομαι, στροβιλίζομα.. Вввйхрить, ρ.σ.μ. στι:οβιλίζω, περιδινώ· ве- ветер -ил клубы снега о αέρας στροβίλισε το- λύπες χιονιού. II -СЯ περιδινούμαι, στροφοδι- νουααι, στροβιλίζομαι. ВЗВОД1, -а α. (στρατ.) διμοιρία. взвод? -а α. 1 βλ. взведение. 2 ασφάλεια (όπλου)· поставить предохранительный - βά- βάζω ασφάλεια, ασφαλίζω. II εκφρ. быть на -е είμαι στα κέφια, τα 'χω κοπανήσει. взводить(ся) р.6. βλ. взвестй(сь). В8ВОДНОЙ επ. ανυψωτικός· -ая пружина α- νυψωτικο ελατήριο. ВЗВОДНЫЙ επ. της διμοιρίας· - командир διοικητής διμοιρίας, διμοιρίτης. II ως ουσ. ο διμοιρίτης. Β8ΒΟ3, -а α. 1 ανέβασμα, άνοδος, ανύψωση. 2 ανήφορος, ανηφορικός δρόμος. взвозить, взвожу, взвозишь р.δ. βλ. взве- взвезти. II -СЯ ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανυψώνομαι. взволакивать(ся) р.δ. βλ. взволочь(ся). взволнованно επίρ. ταραγμένα, φοβισμένα, ανήσυχα. ВЗВОЛНОванНОСТЬ, -И θ. ψυχική ταραχή, α- ανησυχία, φόβος, φοβία. взволнованный επ. ανήσυχος, ταραγμένος, φοβισμένος, έμφοβος. взволновать, -нуга, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взволнованный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 αναταράσσω, προκαλώ, σηκώνω κύματα, τρι- τρικυμίζω. 2 μτφ. ταράσσω ψυχικά, βάζω σε ανη- ανησυχία, φόβο, ανησυχώ, φοβίζω. II -СЯ 1 ανατα- αναταράσσομαι, εί,ιιαι τοικυμιώδης, φουρτουνιασυέ- νος· море снова -лось η θάλασσα πάλι φουρ- φουρτούνιασε. 2 μτφ. ανησυχώ; ταράσσομαι, φο- φοβούμαι . В8волочь, -локу, -лочёшь, -кут р. σ. μ. (απλ.) σέρνω, σύρω, τραβώ προς τα πάνω. II -СЯ σέρ- σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι προς τα πάνω. взворачивать ρ.δ. βλ. взворотйть. И -ся ανακατεύομαι, γίνομαι άνω-κάτω. ВЗВОРОТЙТЬ, -рочу, -рОТИШЬ, παθ. μτχ. ιταολθ. χρ. взвороченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) 1 ρίχνω επάνω, εναποθέτω. 2 ανακα- ανακατεύω, κάνω άνω-κάτω· КТО вещи В Сунтукё -йл? ποιος ανακάτεψε τα πράγματα στο σεντούκι; ВЗВЫТЬ, взвою, взвоешь ρ.σ. 1 ουρλιάζω ξαφνικά· в саду -ла собака στον κήπο ούρλια- ούρλιαξε ξαφνικά το σκυλί. 2 ολολύζω. II μτφ. στε- στενάζω, αγκομαχώ· работа такая, что -ешь η δουλιά είναι τέτοια, που στενάζεις, αγποιιαχάς. ВЗГадаТЬ, р.σ. στην έκφραση: ни думать,НИ -, НИ пером описать ούτε να το στοχαοτώ, οΰτε να το μαντέψω, ούτε να το περιγράψω (για κάτι πανέμορφο). ВЗГЛЯД, -а α. 1 βλέμμα, ματιά. 2 άποψη, γνώμη, ιδέα, πεποίθηση· политические -Ы οι πολιτικές πεποιθήσεις· правильный - οωοτή άποψη· высказать СВОЙ - λέγω τη γνώμη μου· на - φαινομενικά, εξ όψεως· на мой - κατά τη γνώμη μου· на первый - εκ πρώτης όψεως- С первого -а απο (με) την πρώτη ματιά. взглядывать, р.6. βλ. взглянуть. ВЗГЛЯНУТЬ, -ЯНу, -ЯНешь р.σ. 1 παοατηρώ, ρίχνω ένα βλέμμα, μια ματιά. 2 προσέχω· -ем на его ЛИЦО ας προσέζομε το πρόσωπο του. ВЗГОВОрЙТЬ,ο.σ. λέγω, προφέρω τι. ВЗГОрок, -рка α. (απλ.) βουναλάκι.
взг 100 взд ВЗГОрьв, Я ουδ. βουναλάκι, ύψωμα, λόφος· по долинам и по -ям στις κοιλάδες και στα Βουναλάκια. взгревать» р.δ. βλ. взгреть. ВЗГрвТЬ, -ею, -ёеть р.σ.μ. (απλ.) δέρνω, χτυπώ, ξυλοκοπώ, τις βρέχω, τις ρίχνω· он взгрел его как следовало του τις έβρεξε, όπως χρειάζονταν. взгромождаться) р.6. βλ. взгромоздиться). ВЗГРОМОЗДИТЬ, -Зжу, -ЗДКШЬ, παθ. .μτχ. παρλθ. χρ. -дённый, βρ: -дён, -дена, -дено р.σ.μ. ανεβάζω με δυσκολία, επισωρεύω, στοιβάζω* - вещи на машину στοιβάζω τα πράγματα στ' αυ- αυτοκίνητο. II -СЯ ανεβαίνω με δυσκολία, αναρ- ριχώμαι, σκαρφαλώνω. ВЗГРУСТНУТЬ, -ну, -нёШЬ р.о. θλίβομαι, στενοχωριέμαι, βαριοθυμώ, βαρυθυμώ. II -СЯ „θλίβομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. вздваивать р.δ. βλ. вздвоить. ВЗДВОИТЬ, ~ОЮ, -бишь р.σ.μ. 1 κάνω δυο ζυ- ζυγούς Саяо έναν'που ήταν)· ряды ВЗДВОЙ! (πα- (παράγγελμα) επι δύο ζυγών! 2 -ЙТЬ διβολίζω* - поле διβολίζω τό χωράφι. II -СЯ συντάσσομαι επί δύο ζυγών ή στοίχων. вздевать, р.δ. βλ. вздеть. Вздёргивание, -Я ουδ. τράβηγμα, τέντωμα· ανέβασμα, ύψωση. вздёргивать(оя) ρ.δ. βλ. вздёрнуть(ся). вздёржка, -и θ. βλ. вздёргивание. II σχοι- σχοινί τραβήγματος. Вздёрнутый επ. υψωμένος, ανυψωμένος, α- ανασηκωμένος· -ые плечи ανασηκωμένοι ωμοί· - НОС ανασηκωμένη μύτη. вздёрнуть, -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -тый, βρ: -ут, -а, -О р.σ.и. 1 τραβώ, τεν- τεντώνω προς τα πάνω, ανατείνω, ανασηκώνω, υψώ- υψώνω· -ли флаг ύψωσαν τη σημαία· ОН ВЫСОКО -ул голову αυτός ψηλά σήκωσε το κεφάλι. 2 (απλ.) απαγχονίζω, κρεμώ. II εκφρ. - НОС ση- σηκώνω ψηλά τη μύτη (το παίρνω επάνω μου, πε- περηφανεύομαι)· - плечами σηκώνω τους ώμους (διστάζω, αμφιβάλλω). II -СЯ ανασηκώνομαι, «νυψώνομαι, ανατείνομαι. вздеть, -ёну, -ёнешь, προστκ. -ёнь р.σ.μ. 1 (παλ.) ανασηκώνω, ανορθώνω, ανυψώνω· глаза на ПОТОЛОК σηκώνω τα μάτια προς το νταβάνι, κοιτάζω το νταβάνι. 2 (παλ^) ντύνω·; рыцарь -ёл латы о ιππότης φόρεσε την πανο- πανοπλία. ВЗДОр, -а α. ανοησία, κουταμάρα, βλακεία, μωρία· всё это - ολ' αυτά είναι ανοησίες. ВЗДОрить, р.δ. φιλονικώ, μαλώνω, ερίζω* ЛЮ- ЛЮДИ -ли ИЗ-за мелочей οι άνθρωποι μάλωναν για μικροπράγματα. ВЗДОРНОСТЬ, -И θ. ανοησία, κουταμάρα. вздорный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 α- ανόητος, κουτός, μωρός. 2 φιλόνικος, καυγα- τζής, φίλερις. вздорожать, -ает ρ.σ. ακριβαίνω, γίνομαι ακριβότερος· продукты -ли τα τρόφιμα ακρί- βηναν. вздорщик, -а α. -ца, -Ы θ. μωρολόγος, -α. ВЗДОХ, -а α. αναστέναγμα, -μός· αναπνοή. вздохнуть, -ну, -нёшь р.о. 1 βλ. вздыхать И σημ.). 2 αναπαύομαι, ξεκουράζομαι· - по- после йеготнй ξεκουράζομαι ύστερα απο τα τρε- τρεξίματα. II εκφρ. - свободно αναπνέω ελεύθερα (είμαι πια ήσυχος). вздрагивать, р.δ. βλ. вздрогнуть. вздремнуть, -ну, -нёшь р.σ. νυστάζω· τον κλέφτω, το παίρνω λίγο· после еды -ул не- немножко μετά το φαγητό τον έκλεψα λίγο. II -СЯ νυστάζω, έχω μεγάλη νύστα· мне -лось μου ήρθε μεγάλη νύστα. ВЗДРОГНУТЬ, -ну, -нешь р.σ. σαστίζω, συγ- χίζομαι, ταράσσομαι, τά χάνω. ВЗДувание, -Я ουδ. 1 φύσημα, πνοή. 2 δι- διόγκωση, εξόγκωση. 3 φούσκωμα, αύξηση, ΰψω- ση. 4· φύσημα της φωτιάς (για ν' ανάψει). вадувать(ся) ρ.δ. βλ. вздуть(ся). вздумать, р.σ. σκέφτομαι, μου κατεβαίνει, μου έρχεται στο νου η σκέψη, η ιδέα. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ВЗДурЙТЬСЯ Р.σ. (απλ.) ξαφνικά αρχίζω να μωραίνομαι, να ζαβώνω, να ξεκουτιάζω· Ста- Старуха -лась η γοιά ξαφνικά κάκιωσε. ВЗДутие, -Я ουδ. διόγκωση, φούσκωμα' -ЖИ- ВОТа φούσκωμα της κοιλιάς. вздутый επ, 1 φουσκωμένος, διογκωμένος, ε- εξογκωμένος. 2 μτφ. υπερβολικός, υπέρογκος, υψηλός· -ые цёш υπέρογκες (παραφουσκωμένες) » τιμές. вздуть1, -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ. 1 φυσώ,πνέω προς τα πάνω· ветер -ул 'ПЫЛЬ о άνεμος σήκω- σήκωσε σκόνη. 2 διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω. 3 μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω· - цены υψώνω τις τιμές. 4 φυσώ ν' ανάψει· - ОГОНЬ φυσώ ν' ανάψει η φωτιά. II -СЯ φουσκώ- φουσκώνω, 6ιογκούμαι· на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν· река -лась ОТ таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε απο το λιώσιμο των χιονιών. 2 πρήζομαι* щека -лась ОТ флюса το μάγουλο πρήστηκε απο πονόδοντο. 3 μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω· цёш -ЛИСЬ οι τι- τιμές ανέβηκαν. ВЗДУТЬ? -ую, -уешь ρ.σ.μ. (απλ.) χτυπώ, δέρνω· его -ЛИ τον φούσκωσαν ξύλο. ВЗДЫбИТЬ, -блю, -бИШЬ ρ.σ.μ. ορθώνω, ση- σηκώνω οτα πισινά πόδια· - коня ορθώνω, (κάνω να σηκωθεί) το аКоуо στα πισινά πόδια. II -ОЯ ορθώνομαι στα πισινά πόδια· КОНЬ -ЛСЯ το ά-
101 взы λόγο ορθώθηκε στα πισινά πόδια. вздыбливаться) р.δ. βλ. вздыоить(ся). ВЗДЫМать р.δ.μ. σηκώνω, ανυψώνω (σαν κα- καπνό)· - густую ПИЛЬ σηκώνω σκόνη-σύννεφο· ве- ветер раздувал огонь и -ал много искр о αέ- αέρας φύσηξε τη φωτιά και σπινθηροβόλησε. II -СЯ σηκώνομαι, υψώνομαι σαν καπνός. ВЗДЫХанИв, -Я ουδ. εισπνοή· αναπνοή, ανά- ανάσα. ВЗДЫХатвЛЬ, -Я α. εραστής, ερωμένος. ВЗДЫХаТЬ ρ.Λ.1 ανασαίνω, αναπνέω. 2 θλίβο- θλίβομαι, στενοχωριέμαι. II ερωτεύομαι, αγαπιέμαι, είμαι ερωτευμένος· он давно ~ет по ней απο καιρό αυτός την αγαπάει. ВЗИМанив, -Я ουδ. είσπραξη φόρων, προστι- μάτων κ.τ.τ. Взимать ρ.6. εισπράττω φόρους, προστίμα- τα κ.τ.τ. ВЗИрание, -Я ουδ. παρατήρηση, κοίταγμα, θέα. взирать р.δ. (παλ.) βλέπω, κοιτάζω, παρα- παρατηρώ, ορώ, θεώμαι. II εκφρ. не -ая αδιαφο- αδιαφορώντας, παραβλέποντας. взламывание, -я ουδ. βλ. взлом. взламывать(ся) р.δ. βλ. взломать(ся). взлезать р.δ. βλ. взлезть. взлезть, -ёзу, -ёзешь, παρλθ. χρ. взлез, -ла, -ЛО, ποοστκ. взлезь р.σ. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω· - на дерево σκαρφαλώνω στο δέν- δέντρο. Взлелеять р.σ.μ. 1 μεγαλώνω, διαπαιδαγωγώ με αγάπη. 2 μτφ. τρέφω (ιδέα, σκέψη и.τ.τ.). ВЗЛёТ, -а α. 1 πτήση προς τα πάνω. 2 μτφ. άνοδος, έμπνευση, έξαρση. взлетание, -я ουδ. βλ. взлёт. взлетать, р. ε. βλ. взлететь. взлететь, -ечу, -етйшь ρ.σ. 1 πετώ προς τα άνω, ανίπταμαι· -ла куропатка из-под мо- моих ног πέταξε η πέρδικα κάτω απο τα πόδια μου. 2 ανεβαίνω γρήγορα, πετάγομαι επάνω· - ПО лестнице ανεβαίνω γρήγορα τη σκάλα. II εκφρ. -ел на воздух, α) τινάχτηκε στον αέ- αέρα· склад бОМб -ёл на ВОЗДУХ η αποθήκη βομ- βομβών τινάχτηκε στον αέρα. β) μτφ. σκορπίζο- σκορπίζομαι, διοτλύομαι, χάνομαι, πάω περίπατο (για όνειρα, ελπίδες, σχέδια κ.τ.τ.). ВЗЛёТНЯЙ επ. απογειωτικός, της απογείω- απογείωσης· -ая площадка о διάδρομος απογείωσης. взлётнвать р.δ. -вал, -а, -о βλ. взлетать. ВЗЛИва! к. ВЗЛИЗИНа, -Ы θ. φαλάκρα (μετω- (μετωπική και πλευρική). ВЗЛОбОК, -бка α. (δίαλκ.) ύψωμα, βουνβλώα, ВЗЛОМ, -а α. σπάσιμο, θραύση· - замка το σπάσιμο της κλειδαριάς. ВЗЛОМаТЬ ρ.σ.μ. 1 σπάζω, θραύω, ανοίγω με σπάσιμο· вор -ал дверь о κλέφτης έσπασε την πόρτα. II χαλνώ, ξεκαρφώνω, σπάζω· - пол χαλ- χαλνώ το πάτωμα. 2 '(στρατ.) κάνω ρήγμα- наши войска -ли Оборону противника τα στρατεύμα- στρατεύματα μας έσπασαν την άμυνα του εχθοού. II -СЯ σπάζω, θραύομαι (για πάγο). ВЗЛОМЩИК, -а α. διαρρήκτης. ВЗЛОХМаТИТЬ, -ачу, -аТИШЬ.пав. μτχ. παρλθ. χρ. -аченный, -чен, -а, -о р.σ.μ. αναμαλ- αναμαλλιάζω. II -СЯ αναμαλλιάζω. взлохмаченный επ. αμαμαλλιάρης, -σμένος. взлохмачивать(ся) р.6. βλ. взлохматиться} ВЗЛУЩИТЬ, -щу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -щённый, βρ. -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ. εκλο- βίζω, ξεφλουδίζω. взмаливаться р.δ. βλ. взмолиться. взманить ρ.σ.μ. διεγείρω, προκαλώ την ε- επιθυμία, κεντώ· τραβώ, έλκω. ВЗМах, -а α. κίνηση, κούνημα προς τα πά- πάνω· - руки το κούνημα του χεριού προς τα πάνω· - крыльев το φτερούγισμα· - вёсел το ανασήκωμα των κουπιών (κατά την κωπηλασία), κωπηλάτημα. взмахивание, -я ουδ. βλ. взмах. взмахивать(оя) р.δ. βλ. взмахнуть(ся). взмахнуть, -ну, -нёшь р.σ. κινώ, αιωρώ, κουνώ προς τα πάνω· ανεμίζω· - платком κουνώ επάνω το μαντήλι· - крыльями φτερουγίζω· - фуражкой κουνώ επάνω το καπέλλο. II -СЯ κου- κουνιέμαι προς τα πάνω. взмащивать(ся) ρ.δ. βλ. взмостйть(ся). взмести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. -ёл, -е- ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. (παλ.) -ётший, -παθ. цтх. παρλθ. χρ. -етённый, βρ. -тён, -тена, -тено ρ.σ.μ. σηκώνω ψηλά, ανεγείρω, ορθώνω, ανορθώνω· πετώ, ρίχνω επάνω. ВЗМёТ, -а α. 1 ανάρριψη, πέταγμα προς το άνω. 2 το πρώτο όργωμα χερσάδας ή παρθένων εδαφών. взметать1, -ечу, -ёчешь к. -аго, -аешь,пае. μτχ. παρλθ. χρ. взмётанный, βρ: -тан, -а,-о. 1 ανεγείρω, σηκώνω, παρασέρνω προς τα πάνω· ветер -ал СОЛОму о αέρας σήκωσε πάνω τ' άχυ- άχυρα. 2 οργώνω χέρσο έδαφος. ввметать2, -аго, -аешь ρ.δ. βλ. вгместй к. взметнуть. взметнуть, -ну, -нёшь р.σ. 1 βλ взмести. 2 βλ. взмахнуть. II -ся 1 βλ. взмахнуться. 2 αναπηδώ, πετιέμαι επάνω. 3 υψώνομαι*-лось огромное пламя ξεπετάχτηκε τεράστια φλόγα. взмётывание, -Я ουδ. άνοδος, ανύψωση, πέ- πέταγμα προς τα πάνω. взмётнвать(ся) р.δ. βλ. взметать1 к. взмет- взметнуться). взмокать р.6. βλ. взмокнуть. взмокнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. взмок, -ла, -ЛО р.σ. μουσκεύω, διαβρέχω, εμποτίζω·
взм 102 вар шёл дождь, земля -ла έβρεξε και η γή μαλά- μαλάκωσε· у меня спина -ла μούσκεψε η ράχη μου. взмолиться, -люсь, взмолишься ρ.σ. θερμο- παοακαλω, εκλιπαρώ, καθικετεύω, προσλιπαρώ* - О прощении εκλιπαρώ συγχώρηση. взморье, -я ουδ. ακρογιαλιά· παραθαλάσσιο μέρος. ВЗМОСТИТЬ, -ощу, -ОСТЙШЬ р.σ.μ. (απλ.) ε- επιθέτω· βάζω, θέτω' επάνω, ψηλά. II -СЯ πιά- πιάνω θέση, τακτοποιούμαι, βολεύομαι. взмутить, -учу, -утйшь к. -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. μ. θολώνω (ανακατεύοντας, κουνώντας). II -СЯ θο- θολώνω. взмучивать(ся) р.6. βλ. взмутйть(ся). взмывать р.δ. βλ. взмыть. ВЗМЫЛвННЫЙ επ. απο μτχ. κάθιδρος, αφρισμέ- αφρισμένος (για άλογο). взмыливать(ся) ρ.δ. βλ. взмылить(ся). ВЗМЫЛИТЬ ρ.σ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -лен- НЫЙ, βρ: -лен, -а, -О. 1 αφρίζω, κάνω να α- αφρίσει κάτι. 2 (για άλογο) κάνω να ιδροκοπή- σει, να αφρίσει. II -СЯ αφρίζω. ВЗМЫТЬ, ВЗМОЮ, взмоешь ρ.σ. πετώ τ' αψή- λου, υψώνομαι στον αέρα, ανίπταμαι γρήγορα (για πτηνά, αεροπλάνο). взнести, -есу, -есёшь, παρλθ. χρ. взнёс, -есла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. хр.-ёюшй, βρ: -сён, -сена, -но р.σ,μ. Л (απλ. κ. παλ.)βλ. внести D σημ.). 2 σηκώνω, ανυψώνω. II -СЬ, σηκώνομαι, ανυψώνομαι, πετάγομαι, ρίχνομαι προς τα πάνω. ВЗНОС, -а α. εισφορά, συνεισφορά· συνδρο- συνδρομή· срочный - επείγουσα εισφορά· членский - η συνδρομή μέλους (οργάνωσης, κόμματος). взносить, -ошу, -осишь р.δ. βλ. взнести. II -ся βλ. взнестись. взнуздать ρ.σ.п., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.-уз- данный, βρ: -дан, -а, -О ενστομίζω, περνώ τη στομίδα χαλινού στο άλογο. II μτφ. υποτάσσω, περιορίζω, χαλιναγωγώ. взнуздывать р.δ. βλ. взнуздать.II -СЯ υ- υποτάσσομαι, περιοοίζομαι, χαλιναγωγούμαι. Β30... πρόθεμα (βλ. Β3...)· χρησιμοποιεί- χρησιμοποιείται αντί του „вз..." μπροστά απο το Й και και μερικά συμπλέγματα συμφώνων: ВЗОЙТИ, В30-' браться, взорваться. взобраться, взберусь, взберёшься, παρλθ. χρ. взобрался, -алась, -алось к. -алось р.о. περνώ μεσ'από..., διαχωρώ· σκαρφαλώνω, αναρ- αναρριχιέμαι. взойти, -иду, -идёшь, παρλθ. χρ. взошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. взошедший,επιρ. μτχ, взойдя ρ.σ. 1 ανεβαίνω, ανέρχομαι' - на гору ανεβαίνω στο βουνό. 2 βγαίνω, προβάλ- προβάλλω, εμφανίζομαι* солнце ВЗОШЛО о ήλιος ανέ- ανέτειλε. 3 φουσκώνω· без дрожжей тесто не -ёт χωρίς μαγιά το ζυμάρι δε φουσκώνει. 4 ανα- αναφύομαι, φυτρώνω, βγάζω φύτρα* семена ВЗОШЛИ οι σπόροι φύτρωσαν. 5 (παλ. и. απλ.) εισέρ- εισέρχομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω· - в КОмнату| μπαίνω στο δωμάτιο. II χωρώ· не могу больше есть, не взойдёт δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν περνάει, δεν κατεβαίνει, δε χωράει άλλο. 6 μπαίνω, χωρώ (για ενδύματα, υποδήματα)* ЙТОТ сапог не -ёт мне на ногу αυτή η μπότα δε θα χωρέσει στο πόδι μου. взор, -а α. βλέμμα, ματιά· .печальный θλιμμένο βλέμμα· устремить - на КОГО-Н. ρί- ρίχνω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον. II μτφ. όραση. II μτφ. πλθ. -Ы προσοχή, ενδιαφέρον -ы человечества прикованы к э"тим событиям η προσοχή όλης της ανθρωπότητας στράφηκ|ε σ' αυτά τα γεγονότα. взорвать, -ву, -вёшь, παρλθ. χρ. взорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взорванный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 ανατινάζω* парти- партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναζαν τη γέ- γέφυρα. 2 εξοργίζω, εξερεθίζω* его -ли резкие слова собеседника τον εξόργισαν τα βαριά λό- λόγια του συνομιλητή. II -СЯ 1 ανατινάζομαι* здание -лось το κτίριο ανατινάχτηκε. 2 ε- εξοργίζομαι, εξερεθίζομαι, θυμώνω· ОН вдруг -лея ξαφνικά αυτός εξοργίστηκε. взрастать р.δ. βλ. взрасти. взрасти, -сту, -стёшь, παρλθ. χρ. взрос, -ла* -ло ρ.σ. (παλ.) βλ. вырасти A,2 σημ.). взрастить, -ащу, -астйшь.яае^тх. παρλθ. χρ.-ащённый, βρ: -щён, -щена, -шено р.σ. μ. καλλιεργώ, μεγαλώνω· - цветы ανθοκομώ.ΙΙ α- αναθρέφω· он -йл трёх сыновей αυτός μεγάλωσε τρία παιδιά (γιους). Вврачный επ. (διαλκ. κ. παλ.) όμορφος, εύ- μορφος, ωραίος, ευειδής. взращивать р.δ. βλ. взрастить. II -СЯ καλ- καλλιεργούμαι. II ανατρέφομαι, μεγαλώνω. взреветь, -ву, -ВёШЬ р.σ. μουγκρίζω, βρυ- χώμαι απότομα, ξαφνικά. II σφυρίζω ' δυνατά* поезд -ел το τραίνο σφύριξε. II κραυγάζω. взревновать, -нуго, -нуешь р.σ. (παλ.) βλ. ревновать. ВЗреа, -а α. κοπή, κόψιμο, τμήση. II άμοιχή. Вврёвать, -ёжу, -ёжешь р.σ.μ. κόβω, ανοί- ανοίγω, σχίζω* ξεκοιλιάζω. взрезать р.6. βλ. взрезать. II -ся κόβο- κόβομαι, σχίζομαι, ξεκοιλιάζομαι. взре'внватьСся) р.δ. βλ. взрезать(ся). взрослеть р.δ. ανδρώνομαι, μεγαλώνω, γί- γίνομαι άντρας. взрослый, επ. ενήλικος, μεγάλος· ты нема- немаленький, ты - человек εσύ δεν είσαι μικρός, εσύ είσαι μεγάλος.
вар 103 взя ВЗрЫВ, -а а. 1 έκρηξη, σκάσιμο* - бомб И снарядов έκρηξη βομβών και βλημάτων. 2 ανα- ανατίναξη· - военного склада ανατίναξη στρατι- στρατιωτικής αποθήκης. 3 μτφ. ξέσπασμα· - апшю- дисмёнто'в ξέσπασμα χειροκροτημάτων - него- негодования ξέσπασμα αγανάκτησης. 4 (φιλοσ.) έ- έκρηξη, επανάσταση, βίαιο πέρασμα απο το πα- παλιό στο καινούργιο. 5 (γλωσ.) βίαιη έξοδος αέρα απο το στόμα. взрывание1, -я ουδ. βλ. взрыв. Вврнванив* -Я ουδ. σκάψιμο, σκαφή. взрыватель, -Я α. εμπυρείο. взрывать(сяI ρ.δ. βλ. взорвать(ся). взрывать* ρ.δ. βλ. взрыть. Нтся σκάβομαι. взрывник, -а α. τορπιλητής, υπονομευτής, μιναδόρος. ВЗРЫВНОЙ επ. 1 εκρηκτικός· - снаряд ε- εκρηκτικό βλήμα. 2 (γλωσ.) στιγμιαίος· -ые согласные ЗВУКИ τα στιγμιαία σύμφωνα. взрывчатка, -И Θ. ΰλη εκρηκτική. вврйвчатнй επ. εκρηκτικός· -ые вещества εκρηκτικές ουσίες. взрытие, -Я ουδ. σκαφή, σκάψιμο. ВЗРЫТЬ, взрою, взроешь р.σ.μ. ανασκάπτω, ανασκαλίζω. ВЗрЫХЛИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.-ён- НЫЙ, βρ: -ён, -ена, -ено βωλοκοπώ, τρίβω τά χώματα, κάνω τη γη αφράτη. взрыхлять ρ.δ. βλ. взрыхлить. II -СЯ (για γη) βωλοκοπιέμαι, τρίβομαι, γίνομαι αφράτη. ВЗЪ..., πρόθεμα βλ. Β3..., χρησιμοποιείται μπροστά από τα γιωτικά φωνήεντα: е, И, Я π.χ. взъерошить, взъяриться. взъедаться ρ.δ. βλ. взъесться. ВЗъезд, -а α. άνοδος, ανέβασμα. II τόπος,Ι μέρος ανόδου. В8ъезжать ρ.δ. βλ. взъехать. взъерепенить р.σ.μ. (απλ.) εξοργίζω, εξε- ρεθίζω, φουρκίζω. II -СЯ εξοργίζομαι, εξε- ρεθίζομαι, φουρκίζομαι, θεριεύω. ВЗЪерОшеВЫЫЙ. επ. απο μτχ. αναμαλλιασμένος. взъерошнвать(ся) р.ь. βλ. взъерошить(ся). ВЗЪврОШИТЬ» -ШУ· -ШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ошенный, βρ: -шен, -а, -О р.σ.μ. 1 α- αναμαλλιάζω. 2 ορθώνω τις τρίχες· КОТ -ил шерсть о γάτος όρθωσε τις τρίχες. II -СЯ α- αναμαλλιάζομαι* усы -ЛИСЬ τα μουστάκια ανα- ανακατεύτηκαν . взъершить, -шу, -тишь р.σ.μ. (απλ.) βλ. взъерошить. II -СЯ 1 ορθώνω τίς τρίχες. 2 μτφ. (απλ.) βλ. взъерепениться. взъесться, -емся, -ешься, -естся,-едймся,| -едитесь, -едятся, παρλθ. χρ. -елся, -лась, -лось, προστκ. -ешься р.σ. (απλ.) μαλώνω, θυμώνω, κακιώνω* βρίζω* хозяйка -лась на жильца η νοικοκυρά μάλωσε με τον ενοικιαστή. взъехать, -еду, -едешь р.σ. ανεβαίνω, α- ανέρχομαι (με μεταφορικό μέσο). ВвЪЯрЙТЬ р.о.ц., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ён- ный, βρ: -ён, -ена, -ено εξοργίζω, φουοκί- ζω, κάνω να μανιώσει, να λυσσάξει. II -СЯ ε- εξοργίζομαι, φουρκίζομαι, μανιάζω, λυσσάζω. ВЗЫВаТЬ ρ.δ. κράζω, φωνάζω, καλώ* - о ПО- ПОМОЩИ καλώ σε βοήθεια. II απευθύνομαι* παρα- παρακαλώ. ВЗЫГраТЬ ρ.σ. 1 παίζω· ягнёнок -ал возле матери το αρνάκι έπαιξε κοντά στη μάνα του. 2 τρικυμιάζω. II (για άνεμο) φυσώ δυνατά, με μανία. II εηφρ. -ло сердце φτερούγισε (χάρη- (χάρηκε) η καρδιά* -ла душа χάρηκε η ψυχή. Взыскание, -Я ουδ. 1 είσπραξη, .πάρσιμο, (χρέους, προστίμου). 2 τιμωρία, ποινή* дис- дисциплинарное - πειθαρχική ποινή* администра- административное. - διοικητική ποινή. ВЗЫСКателЬНОСТЬ, -И θ. απαίτηση αυστηρή. взыскательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно-, απαιτητικός· - учитель απαιτητικός δάσκαλος. взыскать1, взыщу, взыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взысканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ. 1 εισ- εισπράττω, παίρνω αναγκαστικά· - ДОЛГ εισπράτ- εισπράττω το χρέος. 2 τιμωρώ, επιβάλλω ,ποινή. II εκφρ. не ВЗЫПШ(те) μην παραξηγείς, -είτε, να με συγχωρείς, -είτε· уж вы не -йте, другого угощенья нет να μας συγχωρείτε, τίποτε άλλο δεν έχομε να σας κεράσουμε. ΒβΗΟκάτ^ρ.σ.μ. (βλ. κλίση взыскать1) παλ. ανταμείβω. взыскивание, -я ουδ. βλ. взыскание. взыскивать1 ρ.δ. βλ. взыскать1. взыскивать9 ρ.δ. βλ. взыскать'2. II -СЯ 1 ει- εισπράττομαι. 2 τιμωρούμαι. ВЗЫСКУЮЩИЙ επ. απο μτχ. ερευνητικός,-ών. В8ЯТИв, -Я ουδ. κατάληψη, κυρίευση, κατά- κατάχτηση, εκπόρθηση, πάρσιμο, άλωση· - Конста- НТИНОПОЛЯ η άλωση της Κωνσταντινούπολης· власти η κατάληψη της εξουσίας· - крепости κυρίευση του φρουρίου. взятка, -И θ. δωροδόκημα· δωροδοκία, δω- δωροληψία, ρουσφέτι· взять (брать) -и παίρνω ί δωροδοκήματα. 2' (χαρτπ.)· χαρτωσιά. ВЗЯТОК, -тка α. το μέλι της μέλισσας μιας εξόδου η* μιας περιόδου, παρσιά, πάρσιμο. ВЗЯТОЧНИК, -а α. -ца, ~Ы θ. Ιδωροδέκτης, δω- ροδοκούμενος, -η, δωρολήπτης, ,-τρια. взяточнический επ. της δωροδοκίας* -ие приёмы τρόποι δωροδοκίας. 'ваяточничество, -а ουδ. δωροδοκία, δωρο- δωροληψία. веять, возьму, возьмёшь, παρλθ. χρ. взял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взятый, βρ: ВЗЯТ, -а, -О р.σ. 1 βλ. брать. 2 συλλαμβάνω, πιάνω· преступник был взят полицией οεγκλη-
виа 104 вид ματίας πιάστηκε απο την αστυνομία. II -ОЯ βλ. браться. II εκφρ. откуда ни возьмись απρόο- απρόοπτα, ξαφνικά, ανεπάντεχα, άγνωστο απο που. *виадук, -а α. κοιλαδογέφυρα, οδογέφυρα. вибратор, -а α. (τεχ.) δονητής. вибрационный επ. δονητικός. вибрация, -И θ. δόνηση, ταλάντωση* κραδα- κραδασμός · παλμός. *ВИбриОК, ~а α. βακτηρίδιο, μικρόβιο, δο- δονάκιο. вибрирование, -я ουδ. βλ. вибрация. *ВИбрЙроваТЬ, -рую, -руешь р.δ. δονώ, κρα- κραδαίνω, ταλαντώνω. II (για φωνή) πάλλω, τρέμω. виброметр, -а α. μετρητής δονήσεων. *ВИВариЙ, -Я α. βιβάριο, διβάρι, λιβάρι, ι- βάρι. ВИВИСёхтор, -а α. ζωοτόμος. *вивисёкция, -и θ. ζωοτομία. вигоневый επ. ποοβατοκαμηλίσιος, απο βι- γόνιο. *ВИГОНЬ, -и θ. 1 βιγόνιο, προβατοκάμηλος. 2 μαλλί βιγονίου. 3 ύφασμα απο μαλλί βι.γο- νίου. вид1, -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в ви- виду, на виду а. 1 μορφή, όψη, εμφάνιση, πα- παρουσιαστικό· φάτσα, φιγούρα· σχήμα* жалкий - άθλια μορφή· наружный - εξωτερική εμφάνι- εμφάνιση* гора ота имеет - конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές· жемчуг в -е груши μαργαρι- μαργαριτάρι απιοειδές. II (έκφραση προσώπου) όψη, ύ- ύφος, θωριά, αέρας* больной - ασθενική όψη· строгий - αυστηρό ύφος* важный - σοβαρό ύ- ύφος· радостный - χαρούμενη όψη. II κατάστα- κατάσταση· в нормальном -е σε κανονική κατάσταση· в ПЬЯНОМ -е σε κατάσταση μέθης. 2 προοπτική, άποψη, θέα· комната С -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα* - на город η άποψη της πόλης. II τοπίο* альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας. 3 Με τις προθέσεις: В, ИЗ, на, при σχηματίζει γλωσ- γλωσσικούς συνδυασμούς* в -у, на -у εν όψει* Β -у неприятеля εν όψει του εχθρού* на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων испугатаСЯ при -е зверя φοβούμαι αντικρίζον- αντικρίζοντας тс θηρίο* у меня нет ничего в -у δε βλέ- βλέπω τίποτε μπροστά μου* ей на - 5° Л6Т αυτή δείχνει για πενηντάρα* при -е опасности εν όψει του κινδύνου* потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια). * πλθ. -Ы προοπτική, υπολογισμοί, προϋποθέσεις* -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον* -ы на урожай προ- προοπτικές για τη σοδειά. 5 (παλ.) η ταυτότητα. II εκφρ. - на жительство είδος ταυτότητας* в -е σαν, ωσάν, εν ειδει, δίκην* для -а α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα* на -, по -у, С -у εξ όψεως, απο την όψη, κατ' όψιν* под -ОМ με την πρόφαση* видать -Ы βλέπω, περνώ, δοκι- δοκιμάζω πολλά* иметь -Ы υπολογίζω, σκοπεύω, έ- έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω· не подать ή не показать -у δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать - κάνω πώς, προσποιούμαι· быть на -у τραβώ την προσοχή, φαίνομαι· иметь В -у α) έχω υπ' όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ· НИ ПОД каким -ОМ με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαση- В ЛОЖНОМ -е ψεύτικα, ψευδώς· διαστρεβλωμένα* ставить на - προειδοποιώ (για τιμωρία, ποι- ποινή)· упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξε- ξεχνώ, απαλείφω απο τη μνήμη, παραδίδω στη λή- λήθη· В -у λόγω, ένεκα· он уволен от должно- должности В -у его неспособности απολύθηκε απο τη θέση λόγω ανικανότητας· в малом -е εν σμι- κρώ, σε σμικρογραφία. вид2, -а α. είδος· τύπος· разные -ы мрамо- мрамора διάφορα είδη μαρμάρου. II (υποδιαίρεση )· είδος* γένος* ветла - вид ИВЫ η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς* отношение -а к роду ( λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος. II (γλωσ.)' μορφή· глагол несовершен- несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)· глагол совершённого -а ρήμα στιγμιαίο (στιγ- (στιγμιαίας μορφής). ВИДалыЙ επ. (απλ.) κοσμογυρισμένος. видать1 ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вйдан- ный, βρ: -дан, -а, -О. 1 βλέπω,συναντώ, αν- ανταμώνω, απαντώ* я не -ал его со вчерашнего ДНЯ δεν τον είδα απο χτες. II γνωρίζω, περνώ, υποφέρω, δοκιμάζω* мы -ЛИ И ХОЛОД И ГОЛОД υποφέραμε και κρύα και πείνα. 2 βλ. видеть A σημ.). II εκφρ. где это видано που το εί- είδες αυτό (επί απορίας, αγανάκτησης, αντικα- νονικότητας). II -ОЯ βλέπομαι, συναντιέμαι. ВИДать2 Ρ', δ. (απλ.). 1 απρόσ. φαίνομαι, είμαι ο- ορατός* ОТ скща всё ВИДНО απ' εδώ όλα φαίνον- νονται* ничего не - τίποτε δε φαίνεται. 2 προφανώς, πιθανόν -, ОН дома πιθανόν αυτός1 να είναι σπίτι. видение, -Я ουδ. όραση* отличнее - άριστη όραση. ВИДёнив, -Я ουδ. 1 όραμα, φάσμα, φάντασμα. 2 οπτασία, όνειρο. ВКДвТЬ, вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεοτ. ви- видимый, βρ: -ДИМ, -а, -о ρ.δ.μ. 1 βλέπω, ο- ορώ, θωρώ* я -ел своими глазами είδα με τα ί- ίδια μου τα μάτια* старик ещё хорошо -ит о γέρος ακόμα καλά βλέπει. II, συναντώ* мне хо- хотелось - вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας. 2 αναπαρασταίνω* Я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν. 3 παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αι- αισθάνομαι* - Свою ошибку βλέπω το λάθος μου.
вид 105 виз II εκφρ. -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) βλέ- βλέπεις, -ετε (λοιπόν)· - насквозь διαβλέπω, δι- .αγιγνώσκω· - не могу δεν μπορώ ν'αντικρίζω· как -те όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές· не - света δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημένος)' υποφέρω πολύ· рад - вас χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)· только И -ЛИ (кого) μόλις τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χά- χάθηκε απο μπροστά μας.ΙΙ-СЯ ,1 φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι· кой-где видятся дере- деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα. II ονε ιρεΰο- μαι, βλέπω στον ύπνο· ему -лось сон αυτός εί- είδε όνειρο; 2 συναντιέμαι· мы часто вйдемся друг С другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε. Η εκφρ. как -ИТСЯ όπως φαίνεται. ВЙТГИ11П επίρ. 1 (παλ.) προφανώς, είναι φα- φανερό· он - осунулся είναι φανερό πως αυτός αδυνάτισε. 2 πιθανώς, πιθανόν, όπως φαίνε- φαίνεται, κατά τα φαινόμενα· - ОН заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε. ВЁДИМ0-Н6ВНДИЫ0 επίρ. πάρα πολύ, μεγάλο πλήθος· народу собралось - συγκεντρώθηκε με- μεγάλο πλήθος λαού, ήταν μεγάλη κοσμοσυρροή. ВИДИМОСТЬ, -и θ. ορατότητα· в пределах -и στα όρια της ορατότητας· горизонтальная οριζόντια ορατότητα· поле -И πεδίο ορατότη- ορατότητας. II φαινομενικότητα· οφθαλμαπάτη· для -И για τα μάτια, για το θεαθήναι· по -И όπως φαίνεται. ВИДИМЫЙ επ., βρ: -ДИМ, -а, -Ο ορατός· лод- лодка уж не была -а η βάρκα πια δε φαινόταν, ц φαινομενικός,προσποιητός, επιτηδευμένος· -ая весёлость προσποιητή ευθυμία· II εκφρ. -ое дело α) φανερή (σαφής) υπόθεση, β) κατά πά- σαν πιθανότητα, πιθανότατα. ВИДНёться, -ёетсяр.δ. φαίνομαι, ξεχωρίζω, διακρίνομαι*вдалй -лись горы στο βάθος δια- διακρίνονταν τα βουνά. ВИДНО 1 απρόσ. ως κατηγ. φαίνεται, είναι ορατός, θεατός· отсюда всю деревню - απ' ε- εδώ φαίνεται όλο το χωριό. 2 επίρ. προφα- προφανώς, όπως φαίνεται· он, как -, недоволен αυ- αυτός, όπως φαίνεται, είναι δυσαρεσ-.ημένος . II εκφρ. - будет θα φανεί, θα δούμ;:. видный επ., βρ: виден, видна, влдно, вид- видны к. видны. 1 ορατός, θεατός· дом виден из- издали το σπίτι φαινόταν απο μακριά. II περί- περίοπτος, περίβλεπτος· -ое место περίοπτη θέση. 2 επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος· - учё- учёный διακεκριμένος επιστήμονας. 3 Φηλόσωμος* - мужчина ψηλός άντρας. ВИДОВОЙ1 επ. του τοπίου· - фильм φίλμ τοπίων. ВИДОВОЙ2 επ. του είδους· -ые качества ποι- ποιότητες ειδών. ВИДОИЭМенёние, -Я ουδ. αλλαγή του είδους, της μορφής, του οχήματος, μεταλλαγή, μετα- ταμόρφωση, μετασχηματισμός· μεταποίηση. видоизменить, -меню, -менйшь к. -мёнишьр. σ.μ. αλλάζω το είδος, τη μορφή, το σχήμα, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω· τροποποιώ· με- μεταποιώ· - план τροποποιώ το σχέδιο· - КОС- КОСТЮМ μεταποιώ το κουστούμι. II -СЯ μεταμορφώ- μεταμορφώνομαι, μεταλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ВИДОИЗМеНЯемостЬ, -И θ. ικανότητα μεταλ- μεταλλαγής , μεταμόρφωσης. видоизменять(ся) р.δ. βλ. видоизмениться). видоискатель, -Я α. (φωτογρ.) διόπτρα. видообразование, -Я ουδ. διαμόρφωση του ε ί δους. видывать, видывал, -ла, -ло р.δ. βλέπω. *ВИ8а, -Ы θ. 1 θεώρηση διαβατηρίου. 2 θε- θεώρηση ταυτότητας. '"визави 1 επίρ. απέναντι, αντίκρυ, βιζαβί. 2 ουσ. α. κ. θ. ο απέναντι, ο αντικρινός. ВИЗГ, -а α. κριγμός, στριγγλιά. ВИЗГЛИВОСТЬ, -и θ. διαπεραστικότήτα του ■ήχου· κριγμός, στριγγλιά. ВИ8ГЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -о διαπερα- διαπεραστικός, στριγγιός. визгнуть, -ну, -нешь р.σ. βλ. визжать. ВИ8ГОТНЯ, -Й θ. (απλ.) στριγγλιά, στρίγ- στρίγγλες φωνές. ВИЗГуН, -а, -ЬЯ, -И θ. στριγγλόφωνος, -η, οξύφωνος, -η. ВИЗЖанив, -Я ουδ. τσίρισμα, σκούξιμο, ούρ- ούρλιασμα, στριγγλοφώναγμα. ВИЗЖаТЬ, -жу, -ЖЙШЬ ρ.δ. τσιρίζω, στριγ- γλίζω· σκούζω, ουρλιάζω. ВИЗЙр, -а α. 1 βλ. видоискатель. 2 στόχα- στόχαστρο σκοπευτικό, διοπτήριο, βιζέρ. 3 διόπτρα. визирный επ. σκοπευτικός· -ая линия σκο- σκοπευτική γραμμή. визирование1, -я ουδ. θεώρηση· - паспорта θεώρηση διαβατηρίου. ВИ8Йрование2, -Я ουδ. σκόπευση οργάνου. ♦визировать1, -руга, -руешь ρ.δ.и.σ.μ. θεωρώ (έγγραφο). II -СЯ θεωρούμαι. *визировать? -РУЮ, -руешь р.6.κ.σ.μ. σκο- σκοπεύω, σημαδεύω. II -СЯ σκοπεύομαι, σημαδεύομαι. вотировка, -и θ. βλ. визирование. *ВИ8Ирь, -Я α. βεζίρης, υπουργός· великий - ο"μεγάλος βεζίρης (πρωθυπουργός). * ВИЗИТ, -а α. επίσκεψη, βίζιτα. II επίσκεψη γιατρού. *ВЯ8ИТаЦИЯ, -И θ έλεγχος ντοκουμέντων πάνω στό πλοίο. II ιατρική επίσκεψη στό νοσοκομείο. *ВИЗИТёр, -а ά. (παλ.) επισκέπτης. ВИЗИТХа, -И θ. ανδρικό ένδυμα επίσκεψης. ВИЗИТНЫЙ επ. της επίσκεψης· -ое платье φόρεμα επίσκεψης. Ιΐεκφρ. -ая карта επισκεπ-
виз 106 πτήριο, χάρτα, μπιλέτο. *визуалышй επ. οπτικός· ορατός· -не на- наблюдения οι άμεσες οπτικές παρατηρήσεις. вика, -и θ. βίκος (φυτό). *викарий, -Я α. βικάριος, τοποτηρητής επι- επισκόπου. викарный επ. τοποτηρητικός, του τοποτη- τοποτηρητή, του βικάριου. ВИКИНГ, -а α. παλαιοσκανδιναυός ναύτης πο- πολεμικού ναυτικοί). ВИКОВЫЙ επ. του βίκου· ~ые зёрна οι κόκ- κόκκοι του βίκου. *ВИКОНТ, -а α. υποκόμης. *ВИКОНТвССа, -Ы θ. υποκόμισσα (σύζυγος ή θυγατέρα του υποκόμη). викторина, -ы θ. ερωταπαντήσεις (γραπτά ή προφορικά απο διάφορους τομείς γνώσεων), σφίγ- σφίγγα, σφίγξ· литературная - φιλολογική σφίγγα., *ВИКТОрЕЯ, -И θ. κηπευτικά (απο ροδανθή, χηνοποδιοειδή, πολυγονοειδή κλπ.). вилка, -И θ. 1 πηρούνι, περόνη. 2 δίκρανο, -ιάνι, τρίκρανο (γεωργικό εργαλείο). 3 στρατ. λαβίδα. И- βύσμα ηλεκτρικό, φις. вилла, -ы θ. έπαυλη, βίλλα. ВИЛОК, -лка α. κράμβη (η κεφαλή). вилообразный επ., βρ: -зен, -зна, -о πε- ρονοειδής, διχαλωτάς. ВИЛЫ, ВИЛ πλθ., βλ. ВЙЛКа B σημ.), || εκφρ. -ами на(ή по)воде писано μια τρύπα στο νερό (άδικος κόπος). вильнуть, -ну, -нёшь ρ.σ. 1 βλ. вилять A σημ.). 2 αναμερώ, -ίζω γρήγορα. 3 στρίβω α- απότομα, κάνω απότομη στροφή (για δρόμο, πο- ποτάμι κ.τ.τ,). виляние, -Я ουδ. 1 κούνημα, κίνηση προς διάφορες κατευθύνσεις, ταλάντευση. 2 μτφ. υ- υπεκφυγή. ВИЛЯТЬ р.δ. 1 κουνώ, κινώ πέρα-δώθε, τα- ταλαντεύω· собака -ет хвостом το σκυλί κουνά την ουρά. II κινούμαι, πηγαίνω πέ'ρα-δώθε· ко- колесо -ет о τροχός πηγαίνει πέρα-δώθε. 2 υ- υπεκφεύγω, ελίσσομαι, κάνω ελιγμούς· не ска- скажет прямо, а всё -ет δε θα πει ανοιχτά, αλ- αλλά όλο αποφεύγει (κάνει υπεκφυγές). II εκφρ. -ет хвостом α) γαλιφίζω, κολακεύω ευτελώς. β) κάνω πονηριές, κατεργαριές. вина, -Ы, πλθ. ВЙНЫ θ. 1 σφάλμα, φταίξμιο, λάθος· загладить -у επανορθώνω το σφάλμα· простить -у συγχωρώ το λάθος· признать свой -у παραδέχομαι το λάθος μου· эта - МОЯ - αυ- αυτό είναι δικό μου λάθος, εγώ φταίω γι αυτό. II ενοχή· отрицать свой -у αρνούμαι την ε- ενοχή μου ή το σφάλμα μου. 2 αιτία, υπαιτιό- υπαιτιότητα· по своей -ё εξ αιτίας μου· απο λάθος μου. II εκφρ. по -ё λόγω, ένεκχ, εξ αιτίας· по -ё непогоды λόγω της κακοκαιρίας. *ΒΗΗ4ίΓρβΤ, -а α. βινιγκρέτ, ρωσική σαλάτα. II μτφ. ανακάτωμα (ανομοιογενών πραγμάτων και εννοιών), σαλάτα. ВИНИ, -ей πλθ. (χαρτπ.) ,απλ. μπαστούνι,-ια, πίκα. ВИНИТелЬНЫЙ επ. στην έκφρ: - падеж αι- αιτιατική πτώση. ВИНИТЬ р.σ.μ. κατηγορώ, ενοχοποιώ· μέμφο- μέμφομαι, κατακρίνω. II -СЯ παραδέχομαι το σφάλμα μου· ζητώ συγγνώμη. виннокаменный επ. στην έκφρ: -ая кислота τρυγικόν οξύ. ВИННЫЙ επ. του κρασιού, οινικός* - склад οίναποθήκη· - виноград το κρασοστάφυλο· -ая бочка κρασοβάρελο· - запах κρασί λα, μυρουδιά κρασιού. II εκφρ. - камень α) τρυγία, κρα- σόλασπη. β) πουρί, πωρί, τρυγία των δοντιών, -ая кислота τρυγικό οξύ· - спирт στεμφυλό- πνευμα (τσίπουρο σταφυλίσιο)· -ая ягода σύ- σύκο ξηραμένο (στεγνωμένο). вино, -а, πλθ. вина ουδ. κρασί, οίνος*мо- οίνος*молодое - το καινούργιο κρασί· старое - πα- παλιό κρασί· красное - το κοκκινέλι· Гладкое - γλυκό κρασί· пенистое ή* играющее - ο αφρώ- αφρώδης οίνος· разбавленное - νερομένο κρασί. виноватость, -и θ. 1 βλ. виновность. 2 φταίξιμο, υπαιτιότητα. виноватый επ., βρ: -ват,-а,-ο. 1 φταίχτης· ένοχος· Я в этом не -ват εγώ γι αυτό δεν εί- είμαι φταίχτης (δε φταίω)· -ТОГО нашли τόν έ- ένοχο τόν βρήκαν в э"том деле вы кругом -ы σ' αυτή την υπόθεση εσείς τα φταϊτε όλα· кто -ват? ποιος φταίει; ποιος είναι ένοχος; без ВИНЫ -ват φταίχτης χωρίς να φταίει"-ат, -4та φταίχτης, -τρία (για ζήτηση συγγνώμης). 2 αίτιος, υπαίτιος· в Зтом -О его легкомыс- легкомыслие γι αυτό φταίει η ελαφρόνοια του. 3 έ- ένοχος, που δείχνει ενοχή· - взгляд ένοχο βλέμμα· -ое молчание ένοχη σιωπή. виновник, -а α., -ца, -ы θ. 1 ένοχος, ~η· - преступления ένοχος εγκλήματος (ή αδική- αδικήματος). 2 πρωτοστάτης, πρωτεργάτης, αίτιος. ВИНОВНОСТЬ, -И θ. ενοχή, υπαιτιότητα. виновный, επ., βρ: -в· н, -вна, -вно ένο- ένοχος, ενεχόμενος· суд прлзнал его ~ым το δυ- καστήριο τον κήρυξε ένοχο. ВИНОГраД, -а α. 1 κλήμα, αμπελόκλημα, άμ- άμπελος· разведение -а αμπελουργία, αμπελουρ- αμπελουργική. 2 σταφύλια· сборщик -а τρυγητής· сбор -а τρύγος· купить -у αγοράζω σταφύλια· зё- лен -! είναι άγουρα τα σταφύλια! (απο το πα- ραμύθι). ВИНОГрадарСКИЙ επ. αμπελουργικός* - труд αμπελουργική δουλιά. ВИНОградарСТВО, -а ουδ. αμπελουργία, αμ- αμπελουργική.
вин 107 вис ВИНОГрадарь, -Я α. αμπελουργός. виноградина, -Ы θ. ρόγα σταφυλιού. ВИНОГрадНШС, -а α. αμπέλι, αμπελοχώραφο, άμπελος. виноградный επ. κλημάτινος, -ένιος, του κλήματος· -ая лоза κληματσίδα, κληματίδα, κληματόβεργα· -ая плантачия αμπελώνας, II στα- φυλίσιος· του σταφυλιού· -ое ВИНО σταφυλί- σιο κρασί· - сок χυμός σταφυλιού, γλεύκος· -ые ЛИСТЬЯ κληματόφυλλα, αμπελόφυλλα· -ое сусло μούστος, γλεύκος· -ая кисть ή гроздь τσαμπί σταφυλιού, βότρυς· - сезон η εποχή του τρύγου, ο τρύγος. ВИНОДвЛ, -а α. οινοπαραγωγός, οινοποιός. ВИНОДелив, -Я ουδ. οινοποιία, οινοποίηση· οινοπαραγωγή. винодельный и. винодельческий επ. οινο- οινοπαραγωγούς, της οινοποιίας, του οινοπαρα- οινοπαραγωγού . ВИНОКУР, -а α. οινόπνευματόποιός. ВИНОХурёние, -Я ουδ. οινοπνευματοποιία, πο- ποτοποιία. винокуренный επ. της οινοπνευματοποιιας, της ποτοποιίας· - завод εργοστάσιο οινοπνευ- οινοπνευματοποιιας, ποτοποιίας, οινοπνευματοποιείο, ποτοποιε'ιο. винокурня, -И, γεν. πλθ. -рен, δοτ.-рням, θ. οινοπνευματοποιείο, ποτοποιειο. виноторговец, -вца α. οινέμιχορας, οινοπώ- λης, κρασοπώλης. ВИНОТОРГОВЛЯ, -И θ. οινεμπόριο. виночерпий, -Я α. (παλ.) οινοχόος. II κε- κεραστής . ВИНТ, -а α. 1 βίδα, κοχλίας· головка -а το κεφάλι της βίδας· нарезка -а το σπείρωμα της βίδας. 2 έλικας· пароходный - ο έλικας του ατμόπλοιου. 3 επίρ. -ΟΜ ελικοειδώς· ДЫМ -ом подымался из Трубы о καπνός ελικοειδώς ανέβαινε απο την καπνοδόχο. 4 (χαρτπ.) βιδω- βιδωτό· играть В - παίζω βιδωτό. винтик, -а α. βιδίτσα. II εκφρ. -ΟΒ ή -а не хватает (в голове) κάποια βίβα του λείπει ή του ξέστριψε (δεν είναι στα καλά του). ВИНТИТЬ, ВИНЧУ, ВИНТИШЬ ρ.δ.μ. 1 βιδώνω, κοχλιώνω. 2 (χαρτπ.) παι'ζω βιδωτό. винтовальни! επ. βλ. винторезный.II εκφρ. -ая доска πλάκα ελικοτομίδας. винтовка, -и θ. τουφέκι, τυφέκιο· малока- малокалиберная - τουφέκι μικρού διαμετρήματος. ВИНТОВОЙ επ. 1 της βίδας. II με κοχλία· - домкран ανυψωτήρας με κοχλία. 2 ελικοειδής· -ая лестница ελικοειδής σκάλα. 3 ελικοκίνη- τος· - пароход ελικοκίνητο ατμόπλοιο. ВИНТОВОЧНЫЙ επ. του τουφεκιοΰ· - выстрел πυροβολισμός, τουφεκιού, τουφενιιά· - патрон κάλυκας φυσιγγίου. винтообразный επ. ελικοειδής. ВИНТОрёанНЙ επ. της κατασκευής κοχλιών· - станок μηχανή κατασκευής κοχλιών. ВИНЦО, -ά ουδ. κρασάκι. *винчестер, -а α. βιντσέστερ, είδος κυνη- κυνηγετικού όπλου. *ВИНЬётка, -И θ. βινιέτα. *виода, -ы θ. βιόλα. виолончелист, -а α., -ка, -и θ. βιολοντσε λιστής, -στας, -τρία. *ВИ0ЛОНчёль, -И θ. βιολοντσέλο. ВЙра1 (επιφ. φορτοεκφορτωτών)· βίρα. *ВЙра? -Ы θ. (παλ.) πρόστιμο χρηματικό για ανθρωποκτονίη. *ВИраж, -а и. -а α. Ί στροφή (οχημάτων, αε- πλάνων). 2 δρόμος ελικοειδής. *ВИртуОЗ, -а α. δεξιοτέχνης, βιρτουόζος. виртуозность, -И θ. δεξιοτεχνία, αριστο- τεχνικότητα. виртуозный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- αριστοτεχνικός, υπέροχος. вирулентность, -и θ. μιαοματικότητα, μο- μολυσματικότητα. * вирулентный επ. μιασματικός, μολυσματικός. *ВЙрус, -а α. ιός, μικρόβιο· - гриппа ιός της γρίππης. ВИруСНЫЙ επ. του ιού, μικροβιακός,-ιώδης. *ВЙрпш, -ей πλθ. (παλ*.) στίχοι. II στίχοι της κακής ώρας, του γλυκού νερού. ВИС, -а α. (αθλτ.) άσκηση εξάρτησης. ВИСвЛИЦа, ~Ы θ. κρεμάλα, αγχόνη. ВИСеЛЬНИК, -а α., -ца, -Нв. 1 απαγχονι- σμένος, κρεμασμένος, -η. II (υβρ.) παλιάν- θρωπος, κάθαρμα (που του αξίζει κρεμάλα). *ВИСётЬ, ВИШУ, ВИСИШЬ р.δ. 1 κρέμομαι, ε- εξαρτιέμαι· лампа ВИСИТ η λάμπα κρέμεται. II είμαι ευρύχωρος· пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται). 2 κολλώ, επικολλώ, αναρτώ· на двери ! висит Объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (α- ναρτιμένη) ανακοίνωση. 3 επικρέμαμαι· дамо- дамоклов меч -ёл над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω απο το κεφάλι του. II ε- επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει· беда висит над его ГОЛОВОЙ δυστυχία (κακό) θά πέσει στό σπίτι του. II εκφρ. - в воздухе (απλ.)' α) αι- αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, β) - на волоске ή на НЙТОЧКе κρέμομαι απο μια τρίχα· мир ВИСИТ на волоске η ειρήνη κρέμεται απο μια τρίχα. *ВИСКИ ουδ. άκλ. ουίσκι. *ВИСКОза, -Ы θ. ο ιξός, κολλώδης ουσία. ВИСКОЗНЫЙ επ. του ιξού· -ое производство η παραγωγή ιξού. II ιξώδης· - шёлк το φυτικό μετάξι. ВИСЛОЗадЫЙ επ. (για ζωα) κρεμαστοκαπού- λικος.
вис 108 вислоухий επ., βρ: -ух, -а, -о λαπαύτι- иос, ωτόεις· -ая собака λαπαύτικο σκυλί. *висмут, -а а. 1 βισμούθιο. 2 φάρμακο από βισμούθιο. виснуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. вис и. ви- виснул, ~ла, -ло р.6.1 κρέμομαι· волосы -ут на лоб τα μαλλιά κρέμονται στο μέτωπο. 2 μτφ. εξαρτιέμαι, υπάγομαι. ВИСОК, -ска α. κρόταφος, μελίγγι. ВИСОКОСНЫЙ, επ. στην εκφρ: - ГОД δίσεκτος χρόνος. височный επ. κροταφικός* -ая кость κρο- κροταφικό οστό. *вист, -а α. ουίστ (χαρτοπαίγνιο). ВИСШЬХа, -И θ. στολίδι κρεμάμενο· -КИ люстра τα κρεμάμενα στολίδια του πολυέλαιου. ВИСЯЧИЙ επ. κρεμαστός· αναρτημένος· - 3&- ;ΛΟκ το λουκέτο. * витализм, -а α. ζωτικοδοξία, βιταλισμός. виталист, -а α. βιταλιστής. виталистический επ. βιταλιστικός· -ая те- теория βιταλιστική θεωρία. витамин, -а α. βιταμίνη. витаминизация, -И θ. βιταμίνωοη. витаминизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. εισάγω, εμβάλλω βιταμίνες. II -СЯ μου βάζουν βιταμίνες. витаминный επ. της βιταμίνης. Витаминозный επ. βιταμινούχος. витать ρ.δ. 1 (παλ;) διαμένω, ζω· - в го- городе ζω στην πόλη· - В облаках (μτφ.) ζω στα σύννεφα (ξεκομμένος απ' τη ζωή, την πραγμα- πραγματικότητα). 2 είμαι, βρίσκομαι.· περιφέρομαι, στριφογυρίζω· επικρέμαμαι· смерть -ет над больным о θάνατος, (ο χάρος) περιαένει τον άρρωστο. II εκφρ. - мёвду нёбом и землёй ζω στους αιθέρες (μακριά απο την πραγματικότητα). ВИТИвВОТОСТЬ, -И θ. το επιτηδευμένον, τό εξεζητημένον, προσποίηση· στόμφος. ВИТИеваТЫЙ επ., βρ: -ват, -а-, -О εξεζη- εξεζητημένος, επιτηδευμένος, προσποιητός· στομ- στομφώδης . ВИТИЙСТВО, -а ουδ. (παλ.) ευφράδεια, ευ- γλωττία- витийствовать, -в/го, -вуешь ρ.δ. (παλ.) ο- ομιλώ με ευφράδεια, ε'χω ευγλωττία, λέγειν. ВИТИЯ, -и, γεν. πλθ. -ЙЙ α. (παλ.) ρήτο- ρήτορας. ВИТОЙ επ. στριφτός, ελικοειδής· -ая лест- лестница ελικοειδής σκάλα. ВИТОК, -тка α. σπείρα, ελίκωμα* περιέλιξη, ελικοστροφή. *ВИТраж, -а α. τζαμαρία, τζαμιλίκι, υα,λοθέ- οίο, υαλοστάσιο. *Витрина, -Ы θ. βιτρίνα, υαλοθέσιο. вить, вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит,-а,-О р.δ.μ. 1 πλέκω, συστρέφοι* - верёвку πλέκω τριχιά* - венки πλέκω στεφάνια. II κουβαριά- κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι· - пряжку μαζεύω το νήμα κουβάρι· - шёлк περιτυλίγω το μετάξι, Μ κάμ- κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού). II εκφρ. - верёвки из (кого) κάνω όπως θέλω (κάποιον). II -СЯ 1 περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσ- ελίσσομαι, συστρέφομαι* у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (απο τη φύση)· ПЛЮЩ вьётся о κισσός πε- περιτυλίγεται· вьётся пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη απο τις οπλές των α- αλόγων. 2 στροβιλίζω· снег -ётся το χιό- χιόνι στροβιλίζει· орёл вьётся над горой о αε- αετός στριφογυρίζει πάνω απ' το βουνό. 3'περι- 3'περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω· дети вьют- вьются ОКОЛО матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους. * πλέκομαι, συστρέφομαι· верёвки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται απο καννάβι. ВИТЬё, -Я ουδ. πλέξιμο, συστροφή· χτίσιμο· - верёвок πλέξιμο τριχιών - гнёзд τό χτίσυ- μο των φωλιών. ВЙТЮТвНЬ, -ТНЯ α. φάσσα (πτηνό). ВИТЯЗЬ, -Я α. (παλ.) πολεμιστής γενναίος, ανδρείος, παλικάρι. ВИХЛЯТЬ р.δ. (απλ.) τρΊκλίζω, παραπαίω. II στρίβω, γυρίζω, κινώ πότε απ' εδώ, πότε απ' εκεί· - рулём πηδαλιουχώ. II -СЯ ταλαντεύο- ταλαντεύομαι, κινούμαι, πηγαίνω πέρα-δώθε· колесо -ет- ся о τροχός πηγαίνει πέρα-δώθε. ВИХОР, -хра α. τσουλούφι, βοστρίχιο, τσαμ- πάς. квихорь, -хря α. (παλ. κ. απλ.) βλ. вихрь A σημ.). вихрастый επ., βρ: -раст, -а, -о βοστρυ- χώδης, βοστρυχοειδής, κατσαρός. вихревой, επ. στροβιλικός, του στροβίλου. ВЙХриТЬ, -ИТ ρ.δ.μ. περιδινώ, στροβιλί- στροβιλίζω, στροφοδινώ, σβουρίζω. II -СЯ περιδινού- μαι, στροφοδινοϋμαι, στροβιλίζομαι. вихрь, -Я α. 1 στρόβιλος, ανεμοστρόβιλος, περιδίνηση αέρα· δίνη. 2 μτφ. ρους, ρεύμα· Β -е событий στη δίνη των γεγονότων. 3 επίρ. -ем σαν στρόβιλος, σαν δίνη. ВЙЦВ-... (πρώτο συνθετικό) υπό..., αντί... ВЯЦв-адмирал, -а α. αντίναύαρχος. вице-адмиральский επ. αντιναυαρχικός, του αντίναυάρχου. вице-консул, -а α. υποπρόξενος. вице-президент, -а α. αντιπρόεδρος. вицмундир, -а α. (παλ.) στολή ανώτερου δη- δημοσίου λειτουργού. ВИйвНКа, -и θ. βύσσινου λα. ВЙшенник, -а α. 1 βυσσινόκηπος. 2 άγριο-
ниш 109 вкл βυσσινιά. ВИШВёвка, -И θ. βυσσινάδα. II λικέρ απο Βύσ- Βύσσινο. вишнёвый επ. 1 του βύσσινου, της βυσσι- βυσσινιάς· - Сад βυσσινόκηΐίος· -ая косточка κου- κουκούτσι βύσσινου· -ое варенье γλυκό από βύσ- βύσσινο· - сироп σιρόπι απο βύσσινο (βυασινάδα). -ая настойка ή наливка λικέρ απο βύσσινο. 2 βυσσινόχρωμος, βυσσινής. ВИШНЯ, -и, γεν. πλθ. -шен, δοτ. -шням θ. 1 η βυσσινιά. 2 το βύσσινο (καρπός). ВИШНЯК, -а α. (απλ.) βυσσινόκηπος. ВЛВЬ (μόριο απο το видишь) να, (ι)δές, κοί- κοίτα· - ЧТО ОН выдумал δες τι σκέφτηκε (επινό- (επινόησε) αυτός· - ты какой να τι σου είναι, νά- τος μας, κοίταξε τον τι είναι. вкалывать(ся) р.δ. βλ. вколоть(ся). вкапать р.σ.μ. (απλ.) στάζω μέσα, ρίχνω' μέσα σταγόνες. вкапнуть ρ.σ. βλ. вкапать. вкапывать1 р.б. βλ. вкопать. II -ся βλ.вко- βλ.вкопаться. вкапывать2 р.δ. βλ. вкапать. II -оя χύνομαι μέσα κατά σταγόνες. вкарабкаться р.σ. βλ. вскарабкаться. вкатать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. вкатанный, βρ: -тан, -а, -О κυλώ μέσα, μεταφέρω μέσα κυ- κυλώντας· - бочки в подвал κυλώ τα βαρέλια στο υπόγειο. вкатить, вкачу, вкатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. вкатать. 2 καταφέρω· он -йл нахалу пощёчину αυτός κατάφερε στον αυθάδη (νταή) ένα μπά- μπάτσο. 3 βλ. вкатиться. II -ся κυλώ μέσα· мяч -лея в комнату το τόπι κύλισε μέσα στο δω- δωμάτιο. II εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω· брич- бричка -лась во двор το κάρο μπήκε στην αυλή. вкатывать(ся) р.δ. βλ. вкатйть(ся). вкачать ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ, вкачан- вкачанный, βρ: -чан, -а, -о χύνω μέσα αντλώντας· в бак -ли воду στό ντεπόζιτο έχυσαν νερό με την αντλία. вкачивать р.δ. βλ. вкачать. II -ся χύνομαι μέσα με την αντλία. ВКНДаТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВКЙ- данный, βρ: -дан, -а, -о (απλ.) ρίχνω μέσα· - сёно В сарай ρίχνω χόρτο στον αχυρώνα. вкидывать р.δ. βλ. вкидать. И -ся ρίχνομαι μέσα. ВКИВуть ρ.σ.μ. ρίχνω μέσα* - мяч В сетку ρίχνω τη μπάλα στο δίχτυ. ВКДШД, -а α. 1 κατάθεση, καταβολή· - де- денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημά- χρημάτων στο ταμιευτήριο. 2 προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι). 3 ΜτΦ· συμ- συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή· ценный - В нау- науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη. вкладка, -И θ. 1 ένθεση, βάλσιμο μέσα. 2 παράρτημα· журнальная - παράρτημα στο εσω- εσωτερικό περιοδικού. Вкладчик, -а α., -ца, -Κ θ. ο, η καταθέτης χρημάτων. вкладывание, -я ουδ. βλ. вкладка A σημ.). вкладнвать(ся) ρ.δ. βλ. вложйть(ся). вкладнш, -а α. 1 βλ. вкладка A σημ.). 2 (τεχ.) ένθεμα· έρεισμα, στήριγμα. ВКЛОИВание, -Я ουδ. κόλληση εσωτερικά. вклеивать(ся) ρ.δ. βλ. вклёить(ся). вклеить, -ею, -ёишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ёенный, βρ: -ёен, -а, -о р.σ.μ. κολλώ εσω- εσωτερικά· - лист бумаги в книгу κολλώ φύλλο χαρτιού στο βιβλίο. II μτφ. παίονω μέρος στη συνομιλία· - СЛОВО В разговор λέγω κι εγώ μια λέξη στην κουβέντα. II -СЯ κολλιέμαι ε- εσωτερικά. Вклейка, -И θ. 1 κόλληση εσωτερική. 2 το κολλημένο εσωτερικά. Вклепать* -аю, -аешьк.-плю, -плешь, προστκ. -епай к. -епй, παθ. μτχ. вклёпанный, βρ:-пан, -а, -О р.σ.μ. 1 πριτσινώνω. 2 μτφ. τυλίγω, μπερδεύω· зачем -ли его В ОТО дело γιατί τον μπερδέψατε σ' αυτήν την υπόθεση. Ι! -СЯ 1 πρι- τσινώνομαι. 2 μτφ. τυλίγομαι, μπερδεύομαι. ВКЛёПКа, -И θ. πριταίνωμα. вклепывание, -я ουδ. βλ. вклёпка. вклёпывать(ся) р.δ. βλ. вклепать(ся). вклинение, -Я ουδ. ενσφήνωση. ВХЛИНИВание, -Я ουδ. ενσφήνωση. вклннивать(ся) ρ.δ. βλ. вклйнить(ся). ВКЛИНИТЬ р.σ.μ. ενσφηνώνω, βάζω σφήνα. II μτφ. εμβάλλω, παρεμβάλλω (λέξη, φράση). II-СЯ ενσφηνώνομαι, II εισχωρώ, εισβάλλω, χώνομαι· εισορμώ* διεισδύω. вклинять(ся) ρ.δ. βλ. вклинйть(ся). ВКЯЮЧатвЛЬ, -Я α. συνδετήρας ηλεκτρικού ρεύματος. ВКЛЮЧаТЬ р.δ. 1 βλ. ВКЛЮЧИТЬ. 2 (συνήθως με την αντων, себя) περικλείω, περιλαμβάνω· воспитание -ет в себя преподавание η αγωγή ■ιερικλείει μέσα της την διδασκαλία. II -СЯ βλ. включиться. ВШШчаЯ επίρ. μτχ. 1 περί κλείνοντας, συμ- συμπεριλαμβάνοντας. 2 συμπεριλαμβανομένου, ~νωνι зрителей, - детей, было до четырёхсот θεατε'ς, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών,. ήταν ως τετρακόσιοι. включение, -Я ουδ. 1 ένθεση. 2 έγκλειση, εσώκλειση. 3 θέση (βάλσιμο) σε κίνηση. ВКЛЮЧИТвЛЬНО επίρ. συμπεριλαμβανομένου· С 1-ГО ПО 12-е мая - απο την 1 ως και τις 12 Μάη· ДО Ста - ως το εκατό συμπεριλαμβανομέ- συμπεριλαμβανομένου.
вкл 110 включить, -чу, -чишь, παθ, μτχ. παρλθ, χρ, -чённый, βρ: ~чён, -чена, -чено ρ.σ.μ. 1 ουμπεριλαβαίνω· συγκαταλέγω· - В повестку ДНЯ συαπεριλαθαίνω στην ημερήσια διάταξη. 2 συνδέω, βάζω εμπρός, σε κίνηση, πατώ το κουμπί· - ΜΟΤόρ βάζω μπρος στο μοτέρ. II -СЯ 1 συμπεριλαβαίνομαι. 2 συνδέομαι. вковать, вкую, вкуёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкованный,3ρ: ~ван, ~а, -о ρ.σ.μ. βάζω μέσα σφυρηλατώντας. II -СЯ στερεώνοцαι μέσα σφυ- ρηλατούμενος. ВКОВка, -И θ, στερέωση εσωτερικά με σφυρηλάτηση. вковывание, -Я ουδ. 8λ. вковка. вковывать(ся) р.δ. βλ. вковать(ся). вколачивать р.6. 8λ, вколотить. II -оя μπήγομαι . вколотить, -лочу, -ЛОТИШЬ, παθ. μτχ,παρλθ. χρ. -лоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. ι μπήγω· - ГВОЗДЫ χτυπώ καρφιά· - КОЛ В землю μπήγω πάσσαλο στη γη. 2 (απλ·) βάζω, τυπώνω στο μυαλό, στο κεφάλι (με επίμονες επαναλήψεις). II εκφρ. - себе в голову τυπώνω στο μυαλό μου· -йл себе в голову, будто его преследуют του τυπώθηκε στο μυαλό πως τον καταδιώκουν. вколоть, -ЛЮ, -лешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вколотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ. κεντρίζω, κεντώ, νύοοω· - булавку καρφιτοώνω την παραμάνα. II -СЯ κεντιέμαι, νύσσομαι, μπήγομαι. вкомпоновать, -ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ; χρ. -нованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. διευθετώ, βάζω μέσα. вконец επί ρ. εντελώς, τελείως, ολότελα. вкопать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. Χρ. вкопанный, βρ: -пан, -а, -о βάζω, τοποθετώ, στερεώνω· - столб βάζω στύλο, II εκφρ. Κ3ίί вкопанный σαν στύλος (ακίνητος). II -СЯ σκάβω, χώνομαι σκάβοντας. вкоренить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. -нённый, βρ: -НёН, -йена, -нено εμφυτεύω, εμφυσώ, εμβάλλω, θεμελιώνω, κάνω να ριζώσει· - культурные Привычки εμφυτεύω πολιτισμένες συνήθειες. II -СЯ ριζώνω, -ομαι, εμφυτεύομαι, θεμελιώνομαι· -лась привычка ρίζωσε η συνήθεια. вкоренять(ся) ρ.δ. βλ, вкоренить(ся). вкось επί р. λοξά· он глядел - αυτός κοίταζε λοξά. II εκφρ. - и вкривь ή вкривь и - α) παντού, πανταχού, σ' όλες τις μεριές, β) κι έτοι κι αλλιώς, διαφοροτρόπως. вкрадчиво επί ρ. κολακευτικά, γαλίφικοί, θω- πευτικά. вкрадчивость, -и θ. κολακεία, θωπεία, γα- λιφιά, μαλαγανιά. вкрадчивый επ., βρ: -чив, -а, -о κολακευτικός, γαλίφικος· κοπλιμεντόζικος· -ые речи κολακευτικοί λόγοι· ~ые манёры κολακευτικοί τρόποι. вкрадывать(ся) ρ.δ. βλ. вкрасть(оя). вкраивать р.δ. βλ. вкроить. II -СЯ τσοντά- ρομαι. вкрапина, -ы θ. βλ. вкрапление (2 σημ.). В1фа11ЙТЬ, -плю, -пишь, παθ. μτχ, παρλθ.χρ, вкрапленный κ. -ленный βρ: -лен, -а, -о κ, -лён, -лена, -лено ρ,σ,μ, ι στιγματίζω, κάνω στίγματα. 2 μτφ, εισάγω, παρειοάγω, παρεμβάλλω, II -СЯ εισάγομαι, πάρε ι σάγομαι, παρεμβάλλομαι. вкрапление, -я ουδ, ι στιγμάτιση, 2 στίγ- μω (ξένο μόριο που εισχώρησε σ' άλλο σώμα). вкрапливание, -я ουδ, βλ. вкрапление, вкрапливать(ся) р.δ. βλ, вкрапить(ся), вкраплять(ся) ρ,δ, βλ, вкрапить<ся), вкрасться, -адусь, -адёшься, παρλθ, χρ. вкрался, -лась, -лось р.о, ι εισέρχομαι, μπαίνω κρυφά, λαθραία, κλέφτικα· вор -лея в дом о κλέφτης μπήκε κρυ(ρά στο σπίτι. II μτφ, εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, υπεισέρχομαι, περνώ απαοατήρητα· в статью -лись опечатки στο άρθρο πέρασαν απαοατήρητα τυπογραφικά λάθη. II εκφρ. - в доверие ή в милость αποχτώ την εμπιστοσύνη με κολακεία, πονηριά. вкратце επίρ. ούντομα, σε συντομία· изложить дело - εκθέτω την υπόθεση σύντομα, ЗКрепНТЬ, -ПЛГО, -ПЙШЬ, παθ. μτχ, Γταρλθ. Χρ. -пленный, βρ: -лён, -лена, -лено στερεώνω βάζοντας μέσα, II - СЯ στερεώνομαι μέσα. вкрвплять(ся) ρ.δ. βλ. вкрепйть(ся). вкривь επίρ. στραβά, ζαβά, II μτφ, εσφαλμένα· он всё понимает - αυτός όλα τα καταλαβαίνει στραβά, вкроить, ~0Ю, -ОЙШЬ, παθ, μτχ, παρλθ, Χρ. -оенный, βρ: -оен, -а, -ο р.о.ц. τσοντάρω, вкруг επίρ. (παλ.) βλ. вокруг. вкруговую επίρ, 1 κυκλικά, σε κύκλο. 2 (απλ.) συνολικά, ολικά, εν όλω. вкрутить, -учу, -утишь, παθ. μτχ, παρλθ, χρ. -ученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1 βιδώνω· στρίβω, συστρέφω· - лампу Β пагрон βιδώνω τη λάμπα στη βάση (ντούι). || -ся βιδώνομαι· στρίβομαι, συστρέφομαι. вкрутую επίρ. σφιχτά, σκληρά· ЯЙца сварились ~ τ' αυγά έβρασαν (έγιναν) σφιχτά. вкручивать(ся) ρ.δ. βλ. вкрутйть(ся). вкупе επίρ. μαζί, ομού. вкус, -а α, 1 γεύση· ГОрЬКИЙ - πικρή γεύση· кислый ~ ξυνή γεύση· органы -а τα όργανα της γεύσης· приятный - ευχάριστη γεύση· пробовать на - γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση. 2 κλίση, τάση· - κ ПОЭЗИИ κλίση στην ποίηση. II γούστο, αρέσκεια· на МОЙ - κατά το γούστο μου· он был одетым со -ом ήταν ντυμένος με
вку 111 вла γούστο, γουστόζινια· у неё хороший - αυτή είναι νόστιμη, -μούλα* приобрести - αποκτώ καλή συνήθεια· ЭТО дёло -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός. 3 τρόπος, στυλ· ваза Β античном ~е δοχείο αρχαίου στυλ. II εκφρ. ο -ах не спорят περί ορέξεως ουδείς λόγος· В0ЙТЙ во - Ορέγομαι, επιδίδομαι με πάθος· входить во - αρχίζω νά γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση. вкусить, вкушу, вкусишь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. вкушённый, βρ: -шён, -шена, -шено ρ.σ.μ. 1 (παλ. и. γραπ. λόγος) τρώγω, πίνω λίγο, δοκιμάζω. 2 μτφ. γεύομαι, αισθάνομαι" ~ насла- адёния любви γεύομαι τις απολαύσεις της αγάπης . вкусно επίρ. 1 νόστιμα· ГОТОВИТЬ - μαγειρεύω νόστιμα· как ~! τι νόστιμα! 2 με όρεξη, ορεχτινιά· есть - τρώγω με όρεξη. вкусный επ., 3ρ: -сен, -сна, -сно ■ εύγεστος, γευστικός· νόστιμος· -ое кушание νόστιμο φαγητό. вкусовой επ. γευστικός (μη θρεπτικός). вкусовщина, -Ы θ. υποκειμενική (κατά το γούστο) εκτίμηση, вкушать ρ.δ. &λ. вкусить. II ен<рр. - плоды γεύομαι τους καρπούς (παίρνω πείρα)· ~ сон (παλ. κ. ειρυ.) κοιμάμαι καλά. ВКЗГШёние, -я ουδ. (παλ.) σίτηση. II γεύση, δοκιμή. влага, -Ы θ. 1 υγρό, νερό. 2 υγρασία, νώ- πη· воздух насышен -ой о αέρας εν,ναι πάρα πολύ υγρός (κορεσμένος), влагалище, -а ουδ.1 κολεός, κόλπος της μήτρας. 2 κολεός φύλλου. влагать(ся) р.δ. 3λ. вложйть(ся). владелец, -льца α., -лица, -ы θ. κτήτορας, κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης, -τρία. владельческий επ. κατοχικός, της κατοχής· -06 право το δικαίωμα κατοχής. владение, -я ουδ. ι κατοχή, κυριότητα· имуществом κατοχή περιουσίας· - оружием κατοχή όπλου. 2 (παλ.) κτήμα, κτηματική γη, γαιοκτησία,τα κτήματα. 5 Ητήση· колониальные -я αποικιακές κτήσεις. владетель, -я α., -ница, -ы θ. 1 (παλ. ), κυρίαρχος κρατικής υπηρεσίας. 2 Βλ. владелец, -ница. владетельный επ. (παλ.) διάδοχος·- князь διάδοχος πρίγκηπας. владеть ρ.δ, με οργν. πτ. 1 κατέχω, είμαι κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης· - ДОМами είμαι κάτοχος σαϊτών они -ЮТ орудиями производства αυτοί κατέχουν τα μέσα παραγωγής. II μτφ. έχω· - талантом έχω ταλέντο. 2 εξουσιάζω, κρατώ· Англия -ёет ещё Гибралтаром η Αγγλία κατέχει ακόμα το Γιβραλτάρ.II μτφ. κυριεύω. κυριαρχώ· вдохновение -еет поэтом έμπνευση κατέχει τον ποιητή· страсть ~ла ёю το πάθος την κυρίευσε. II μτφ. κρατώ, υποτάσσω στη θέληση μου· умение учителя - классом η ικανότητα του δάσκαλου να κοατει στα χέρια του την τάξη. 5 χειρίζομαι· ПЛОТНИК хорошо -ет топором о ξυλουργός καλά χειρίζεται το τσεκούρι· ~ русским ЯЗЫКОМ κατέχω τη ρωσική γλώσσα. 4 ορίζω· больной не -ёет правой рукой о άρρωστος δεν ορίζει το δεξί χέρι.ΙΙ αμ. είμαι ικανός να πράξω κάτι· у него рука не -ёет δεν του πιάνουν τα χέρια. II εκφρ, - пером έχω γερή πένα (γοάφω πειστικά, εκφραστικά)· - собой είμαι εγκρατής, κυριαοχώ οτον εαυτό μου. владыка, -и α. 1 (παλ.) άρχοντας, κυρίαρχος. 2 αρχιερέας, μητροπολίτης, δεσπότης. владычество, -а ουδ. κυριαρχία. владычествовать, -твую, -твуешь ρ,δ.(παλ.) 1 κυριαρχώ. 2 μτφ. έχω τα πρωτεία. владычица, -Ы θ. (παλ.) κυρίαρχη. влажнеть, -ёет р.δ. υγραίνομαι, γίνομαιυ- γρός· воздух -ёет о αέρας γίνεται υγρός. влажно επίρ. υγρώς. II (ως κατηγ^) είναι υγρός, υπάρχει υγρασία· у меня в комнате -το δωμάτιο μου είναι υγρό. влажность, -и θ. υγρασία, νώτια. влажный επ., βρ: -жен, -жна, -жно· υγρός, νοτερός, νότιος· -ая почва υγρό έδαφος. II δακρυσμένος· -ые глаза δακρυσμένα μάτια. вламываться р.δ. βλ. вломиться. власоглав, -а α. τρίχοκέφαλος ο ανόμοιος. властвование, -я ουδ. κυριαρχία,εξουσία. властвовать, -твую, -твуешь р.δ. εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ. Κ μτφ. κυριαρχώ· - умами κυριαρχώ στα πνεύματα.II διοικώ, διευθύνω· - над домом διαφεντεύω (κουμαντάρω) το σπίτι. властелин, -а α. (υψ. ύφος) μονοκράτο- ρας, μονάρχης, άναξ. II κύριος, αφέντης· своей судьбы κύριος της τύχης του. властитель, -я α., -ница, -ы θ. βλ. влас- ТИЛЙн. II κυρίαρχος, καταχτητής· - дум κατα- χτητής των πνευμάτων. властно επίρ. κυριαρχικά, αυθεντικά, επι- ταχτικά. властность, -и θ. κυριαρχία, αυθεντία. властный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 κυρίαρχος, αυθεντικός, κύριος· не -ны мы в самих себе δεν είμαστε εμείς κύριοι του εαυτού μας. 2 ο αρεσκόμενος να διατάζει· -человек άνθρωπος που του αρέσει να διατάζει. II προστακτικός· κυριαρχικός· - голос προστακτική φωνή· - взгляд κυριαρχικό βλέμμα. властолюбец, -бца α. αρχομανής, φίλαρχος. властолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о αρχομανής, φίλαρχος.
вла 112 влн властолюбив, -Я ουδ. αρχομανία, φιλαρχία. власть, -и θ. 1 εξουσία· борьба за - αγώ- αγώνας για την εξουσία· захват -И κατάληψη της εξουσίας· прийти к -и έρχομαι στην εξουσία- государственная - κρατική εξουσία· исполни- исполнительная - εκτελεστική εξουσία· верховная - η ανώτατη εξουσία. 2 (συνήθως πλθ.) οι αρ- αρχές· местные -И οι τοπικές αρχές. II εκφρ. ваша - όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει· в моей, твоей κλπ. -и απο μένα, σένα εξαρ- εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος* во -И ή ПОД -ЬЮ υπό την επίδραση, υπό το κράτος· отдаься во -и ή отдаться (предаться) -И υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω απο την επίδραση, την επιρροή· облечённый -ЬЮ περι- περιβεβλημένος με εξουσία· терять - над ' собой: χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου. власы, -о'в πλθ. (ενκ. влас, -а α.) παλ. μαλλιά, κόμη. ВЛаСЯНЙЦа, -Ы θ. ένδυμα ασκητικό απο μαλ- λινοσκούτι. власяной επ. (παλ.) μάλλινος! влачить, -чу, -чЙШЬ ρ.δ.μ. 1 (παλ. γραπ. , λόγος) σέρνω, σύρω, τραβώ· - цепь страданий τραβώ (υποφέρω) το ένα μετά το άλλο τα βά- οανα· - ОКОВЫ σέρνω τα δεσμά· - груз сомне- сомнений σέρνω (κουβαλώ) το βάρος των αμφιβολιών. 2 ζω, διαβιώ· - жалкое существование περνώ άθλια (ελεεινή) ζωή. II -ОЯ σέρνομαι, σύρο- σύρομαι, τραβιέμαι. II πηγαίνω. II περνώ, παρέρ- παρέρχομαι· часы -атся οι ώρες περνούν. влёве επίρ. (παλ.) βλ. влево. влево επίρ. αριστερά, προς τα αριστερά, στο αριστερό μέρος. влегать р.б. βλ. влечь1. влезать р.δ. βλ. влезть. влеэть, -зу, -зешь, παρλθ. χρ. влез, -ла, -ло, προστκ. влезь р.σ. 1 σκαρφαλώνω, αναρ- ριχώμαι, ανέρπω· - на дерево, на мачту, на крышу σκαρφαλώνω στο δέντρο, στο κατάρτι, στη στέγη. 2 εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα απο στενό μέρος· - В нору μπαίνω στην κρύπτη·ΒΟ- ры -ли в дом οι κλέφτες μπήκαν στό σπίτι. II λαθροχειρώ· - в чужой карман κλέβω απο τη τσέπη. 3 παρεισδύω, παρεισέρχομαι, τρυπώνω, παρεισφρέω* - В кампанию χώνομαι (μπαίνω)με τρόηο στην παρέα. 4- χωρώ· всё бельё в чемо- чемодан не -ет όλα τά εσώρουχα στη βαλίτσα δε χωρούν. 5 μπαίνω, χωρώ* сапоги не -ли οι μπότες δεν μπήκανε δέ μου χώρεσαν (στο πό- πόδι). II εκφρ. не -ешь у κοϊό-Η. δεν μπορείς να μπεις στη σκέψη κάποιου· СКОЛЬКО -ет οσο χωράει· όσο θέλεις. ВлеПЙТЬ, -ПЛЮ, -ПИШЬ р.σ.μ. 1 βάζω μέσα πλάθοντας. 2 μτφ. κολλώ· χτυπώ με δύναμη· ОН -Йл В него снежком του κόλλησε μια χιονόσφαί- χιονόσφαίρα· он -йл ему пощёчину του έδοσε (κατάφερε) ένα μπάτσο. 3 δίνω, βάζω, επιβάλλω· -ЛИ ему 8 лет каторги του 'δοσαν 8 χρόνια κάτεργα· ему -ли четвёрку по поведению του κόλλησαν διαγωγή „καλή". II -ОЯ κολλώ, -ιέμαι* Сне- ЖОК -лея в стену η χιονόσφαιρα κόλλησε στον τοίχο. влепять(ся) ρ.δ. βλ. влепйть(ся). ВЛёт, -а α. πτήση, πέταγμα μέσα* - ПТИЦЫ В комнату το πέταγμα του πουλιού στο δωμάτιο. влетание, -я ουδ. βλ. влёт. влетать, р.δ. βλ. влететь. Влететь, влечу, влетишь р.σ. 1 πετώ, φτε- φτερουγίζω, ίπταμαι· ласточки -ли в открытое окно τα χελιδόνια πέταξαν μέσα απο το ανοι- ανοιχτό παράθυρο. 2 μτφ. μπαίνω μέσα βιαστικά· брат -ёл в комнату о αδερφός πετάχτηκε στο δωμάτιο. 3 απρόσ. τιμωρούμαι, μου \ βγαίνει ξινό, υφίσταμαι τα επακόλουθα της κακής μου διαγωγής, ανομιών, κακών πράξεων κλπ. влечение, -Я ουδ. τράβηγμα, έλξη, κλίση, πάθος προς κάτι· - к математике κλίση στα μαθηματικά. влечь1, влягу, вляжешь, влягут, παρλθ. χρ. влёг, влегла, -ло, р.σ. ξαπλώνω ανάμεσα, ει- εισχωρώ, μπαίνω μέσα. влечь2, влеку, влечёшь, влекут, παρλθ. χρ. влёк, влекла, -ло, παθ. μτχ. ενεστ. влеко- влекомый, βρ: ~ом, -а, -0 ρ.δ.μ. 1 τραβώ, έλκω, ελκύω, σέρνω, ούρω· усталая лошадь еле вле- влекла повозку το κουρασμένο άλογο μόλις μπο- μπορούσε και τραβούσε το κάρο. 2 μτφ. θέλγω·она влекла его к себе, как магнит αυτή τον τρα- τραβούσε σα μαγνήτης. II - за собой συνεπάγομαι, έχω σα συνέπεια, συνεπιφέρω, φέρω· престу- преступление -чёт за собой наказание ' το έγκλημα συνεπάγεται τιμωρία· одно несчастье -чёт за собой другое το ένα κακό φέρνει το άλλο. II -0Я 1 τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι, σύρομαι· телёга -чётся волами το κάρο το τραβούν τα βόδια. II αργοβαδίζω, σέρνομαι. II (γιαχρόνο) παρέρχομαι, περνώ αργά, αργοδιαβαίνω. 2μτφ. θέλγομαι, προσελκύομαι· её сердце -клось к нему η καρδιά της αιχμ«φωτίστηκε απ' αυτόν. ВЛИВание, -Я ουδ. έγ'.υση, χύσιμο μέσα. вливать(ся) ρ.δ. βλ. влить(ся). влипать р.δ. βλ. &№пнуть. влипнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. влип, -ла, -ло р.о. 1 κολλώ· муха -ла в сироп ή μύ- μύγα κόλλησε στο σιρόπι. 2 (απλ.) πέφτω, πε- περιέρχομαι σε δύσκολη κατάσταση, μπερδεύομαι, ανακατεύομαι (σε παλιοδουλιές). влитой επ: как (словно, точно) - (сидит) σα να είναι χυτό· κούπα (έρχεται, .κάθεται στο σώμα). влить, волью, вольёшь, παρλθ. χρ. влил,
вли ИЗ вме -ла, -ло, προσ'τκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -О р.σ.μ. 1 χύνω μέ- μέσα, εγχύνω, εγχέω· - лекарство В стакан χύ- χύνω φάρμακο στο ποτήρι,· - ВОДУ В бочку χύνω νερό στο βαρέλι. 2 μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρ- φέρνω, δίνω· приятное известие -ло ему бод- бодрость η ευχάριστη είδηση του 'δοσε ζωντάνια. 3 ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω· - новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομη- βιομηχανία. Η -СЯ 1 χύνομαι, ρέω μέσα. II μτφ. πλη- πληρούμαι, γεμίζω* в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια. 2 προστίθεμαι, έρ- έρχομαι, ενώνομαι· -лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις. ВЛИЯНИе, -Я ουδ. 1 επίδραση, επιρροή, επίρ- ροια, επενέργεια· под чужим -ем κάτω απο ξέ- ξένη επιρροή ή την επιρροή άλλου· благотвор- благотворное - ευεργετική επίδραση· - ЛИЧНОСТИ на ИС- ТОрию η επίδραση (ο ρόλος) της προσωπικότη- προσωπικότητας στην ιστορία· - солнечных лучей η επί- επίδραση των ηλιακών ακτίνων поддаваться -ГО υφίσταμαι την επίδραση, επηρεάζομαι· оказы- оказывать - επιδρώ. 2 κύρος· приобрести - αποκτώ κύρος· пользоваться -ем έχω κύρος, απολαμ- απολαμβάνω κύρους. влиятельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно με κύρος, με επιρροή· - человек άνθρωπος με επιρροή.II που ασκεί επίδραση· ~ые круги οι κύκλοι που ασκούν επίδραση. ВЛИЯТЬ ρ.6. επιδρώ, επηρεάζω, επενεργώ, α- ασκώ επιρροή, επίδραση* - на детей επιδρώ στά παιδιά· - на события επιδρώ στα γεγονότα. вложение, -я ουδ. 1 βλ. вклад. 2 το εσώ- εσώκλειστο· ένθεμα· ПИСЬМО С -ем γράμμα με έν- θεμα. 5 επένδυση· капитальное - η επένδυση κεφαλαίου. ВЛОЖИТЬ, вложу, ВЛОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ. σ.μ. 1 βάζω μέσα, εμβάλλω, ενθέτω· - Саблю В НОЖНЫ βάζω το σπαθί στη θήκη· - письмо В конверт βάζω το γράμμα στο φάκελλο. 2 (για χρήματα) καταθέτω. II επενδύω, παραχωρώ, χορηγώ, δια- διαθέτω· - миллионы в промышленность διαθέτω ε- κατομύρια στη βιομηχανία. Ι εκφρ. - в уста βάζω στο στόμα· автор -ил в уста героя свой мысли о συγγραφέας έβαλε это στόμα του ήρωα τις δικές του σκέψεις. II -ОЯ μπαίνω μέσα εμ- βάλλομαι, εντίθεμαι. ВЛОМИТЬСЯ, -млюсь," -мишься ρ.σ. εισορμώ* - В комнату εισορμώ στο δωμάτιο. ВЛОпатьСЯ р.δ. 1 (απλ.) πέφτω ξαφνικά, α- απότομα· - в грязь πέφτω στη λάσπη. 2 περι- περιπίπτω, περιέρχομαι· он -лея В беду αυτός πε- περιέπεσε σε δυστυχία (απο σφάλμα του). ВЛЮбЙТЬ, -блю, -бишь р.σ.μ. κάνω ' κάποιον ν' αγαπήσει, να ερωτευτεί· ей удалось - его в свою дочь αυτή κατόρθωσε να τον κάνει ν' αγαπήσει τη θυγατέρα της. II -ся ερωτεύομαι· ОН -лея в неё αυτός την ερωτεύτηκε. II ε- επιδίδομαι με πάθος· он -лея в скрипку αυ- αυτός ερωτεύτηκε το βιολί. влюблённость, -и θ. ερωτικέΛνγάπη> έρωτας. влюблённей επ., βρ: -лён, -лена, -лено. 1 ερωτευμένος. 2 ερωτικός· - взгляд, взор ε- ερωτική ματιά, ερωτικό βλέμμα. 3 ουσ. ο α- γαπητικός, ο ερωμένος. 4 γοητευμένος· он -лён в эту картину αυτός ερωτεύτηκε αυτήν την εικόνα. влюблять(ся) ρ.δ. βλ. влюбйть(ся). ВЛЮбЧИВОСТЬ, -И θ. επιρρέπεια στους έρω- έρωτες* ερωτομανία, ερωμανία. влюбчивый επ., βρ: -чив, -а, -Ο ερωτύλος, ερωτιάρης, επιρρεπής σε έρωτες. вляпаться р.σ. (απλ.) βλ. влопаться. вмазать, вмажу, вмажешь р.σ.μ. κλείνω μέ- μέσα αλείφοντας εξωτερικά, σφραγίζω, στοκάρω. -Ιζω. || -СЯ εγκλείομαι, σφραγίζομαι, στοκαρί- ζομαι. вмазка, -И θ. άλειμμα, στοκάρισμα, σφρά-ΐ γισμα· - стекла στοκάρισμα του τζαμιού. вмазывание, -я ουδ. βλ. вмазка. вмазывать(ся) ρ.δ. βλ. вмазать(ся). вматывать ρ.δ. βλ. вмотать. II -ся κουβα- κουβαριάζομαι, τυλίγομαι μέσα. вменить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вме- вменённый, βρ: -нён, -нена, -нено (παλ.)ί θεω-; ρώ, λογίζω, λογαριάζω, εκλαμβάνω· παραδέ- παραδέχομαι* - В недостаток θεωρώ ι σαν ελάττωμα. II αποδίδω* - В вину αποδίδω ενοχή. II εκτι-ι μώ, αναγνωρίζω· - в заслугу αναγνωρίζω την. υπηρεσία. II αναθέτω, υποχρεώνω* ему -ЛИ в· обязанность следить за выполнение плана του «νάθεσαν να παοακολουθεϊ. την εκπλήρωση του πλάνου. вменяемость, -и θ. επίγνωση της ευθύνης. вменяемый επ., βρ: -няем, -а, -о συνει-ι δητός, που έχει συναίσθηση της ευθύνης. вменять ρ.δ. βλ. вменить. II -ся θεωρού-! μαι, λογίζομαι. II αποδίδομαι, καταλογίζομαι. II εκτιμιέμαι, αναγνωρίζομαι. вмерзать р.δ. βλ. вмёрзнуть. вмёрзнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. вмёрз, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вмёрший р.σ. πα- παγώνω, στερεώνομαι, σφίγγομαι μέσα στον πά- πάγο, κολλώ στον πάγο. вмесить, вмешу, вмесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмешенный, βρ: член, -а, -о р.σ.μ. βά- βάζω μέσα, εισάγω ανακατεύοντας* - изюм В тё- сто ανακατεύω σταφίδα στο ζυμάρι. Вместе επίρ. 1 μαζί, αντάμα, ομού* Я И ОН работаем - εγώ και αυτός δουλεύομε μαζί. 2 ταυτόχρονα· συνάμα. II εκφρ. - с тем βλ. 2οημ.
вме 114 вне вмести, вмету, вметёшь, παρλθ. χρ. вмёл, вмела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вмётший παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вметённый, βρ: -тён, -тена, -тено ρ.σ.μ. σκουπίζω, σαρώνω, μαζεύω τα σκουπίδια σ' ένα μέρος. вместилище, -а ουδ. δοχείο· υποδοχέας, δε- δεξαμενή· χώρος περιεκτικός. ВМвСТИМОСТЬ, -И θ. χωρητικότητα. вместнмый επ., βρ: -тйм, -а, -о χωρητέος, που μπορεί να χωρέσει. ВмеСТЙТвЛЬНОСТЬ, -И θ. χωρητικότητα, ευ- ευρυχωρία. вместительный επ., βρ: -лен, ~льна,-льно; χωρητικός· ευρύχωρος, περιεκτικός· -ая ком- комната ευρύχωρο δωμάτιο· - котёл χωρητικός λέ- λέβητας . вместить, вмещу, вмеотйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмещённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.α μ. 1 χωρώ, περιλαβαίνω, περιλαμβάνω· ύτοτ Шкаф -йт все мой книги αυτή η βιβλιοθήκη θα χω- χωρέσει όλα τα βιβλία μου· зал не -йл всех пришедших η αίθουσα δε χώρεσε όλους όσοι ήρ- ήρθαν. || -СЯ περιλαμβάνομαι, χωρώ. вместо πρόθ. αντί, στη θέση, σε αντικα- αντικατάσταση· - меня αντί εμένα, αντί για μένα· - тебя (его, её, вас, их κλπ..) αντί για σέ- σένα (αυτόν, αυτήν, σας, αυτούς)· ИДТИ - ме- меня πήγαινε αντί για μένα· - ТОГО, чтобы.... αντί (για) να.... Вметать1 ρ.δ. βλ. вместй.Н -0Я σαρώνομαι. Вметать2 ρ.α μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмё- вмётанный, βρ: -тан, -а, -Ο τρυπώνω· - рукава τουπώνω τα μανίκια. вмётка, -И θ. (ραπτ.) τρύπωμα. вмётывание, -я ουδ. βλ. вмётка. вмётывать р.δ. βλ. вметать? II -ся τρυπώ- νομαι. Вмешательство, -а ουδ. ανάμιξη· επέμβαση· - В личные дела ανάμιξη στις ατομικές υπο- υποθέσεις άλλου· вооружённое - ένοπλη" επέμβαση· хирургическое - χειρουργική επέμβαση. вмешать р.σ.μ. 1 επιμιγνύω, προσμιγνύω. 2 μτφ. ανακατεύω, αναμιγνύω· его - ЛИ В йто грязное дело τον έμπλεξαν σ' αυτή τη βρωμε- βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλιά).ΙΙ -СЯ 1 αναμιγνύ- αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι· - В толпу ανακατεύομαι στο πλήθος. 2 παίρνω μέρος, συμμετέχω· - Β драку αναμιγνύομαι στον1 καβγά. вмёшивать(сяI ρ.δ. βλ. вмешать(ся). вмёягивать(сяJр.б. βλ. вместйть(ся). вмешать р.δ.μ. 1 βλ. вмести. 2 χωρώ, έχω χωρητικότητα. II -СЯ βλ. вместиться. ВМИГ επίρ. στη στιγμή, μέσα σε μια στιγ- στιγμή, ακαριαία* - всё пропало στη στιγμή το παν χάθηκε. вминать(ся) ρ.δ. βλ. вмять(ся). ВМОНТИроваТЬ, -рую, -рувШЬ р.σ.μ. συναρ- συναρμολογώ μέσα, βάζω μέσα, εμβάλλω. вмотать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмо- вмотанный, βρ: -тан, -а, -О κουβαριάζω μέσα,; βάζω μέσα κουβαριάζοντας. вмуровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ованный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.σ.μ. ένοι- κοδομώ, εντοιχίζω· - котёл εντοιχίζω λέβητα. вмуровывать, ρ.δ. βλ. вмуровать. II -ся εν- εντοιχίζομαι, ενοικοδομούμαι. вмятина, -Ы θ. λακκούβα, γούβα· βούλα. внятность, -и θ. βλ. вмятина. ВМЯТЬ, вомну, вомнёшь р.σ.μ. ενθλίβω, πα- πατώ, τσαλαπατώ, τσαλακώνω. II - СЯ 1 ενθλίβο- μαι, πατιέμαι, τσαλαπατιέμαι, τσαλακώνομαι. 2 σχηματίζω, κάνω λακκούβα· ζουπίζομαι. внаём к. внаймы επίρ. με ενοίκιο· отда- отдавать - εκμισθώνω, ενοικιάζω· брать - μισθώ- μισθώνω, ενοικιάζω· отдаваться - εκμισθώνομαι, ε- ενοικιάζομαι* сдаётся - ενοικιάζεται. внакидку επίρ. ριχτά, επάνω (όχι ντυμένα)· Пальто - πανωφόρι ριχτό. внакладку επίρ: ПИТЬ - πίνω με ζάχαρη; μέ- μέσα (στο τσάι, καφέ κ.τ.τ,). вначале επίρ. αρχικά, στην αρχή, κατ'αρχάς. вне επίρ. έξω, εκτός· - города έξω απο την πόλη. II πρόθ. χωρίς, εκτός, άνευ·- оче- очереди χωρίς σειρά· - плана εκτός πλάνου. II εκφρ. - ВСЯКИХ правил*έξω απο κάθε κανόνα· - времени и пространства εκτός χρόνου και χώ- χώρου· - закона εκτός νόμου· - себя εκτός ε- εαυτού (έξω φρενών)· - всякого сомнения χω- χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα, εκτός πά- πάσης αμφιβολίας. внебрачный επ. εξώγαμος, νόθος· -ые дети ь εξώγαμα παιδιά. ВНевоЙСКОВИХ, -а α. ο γυμνασμένος στρατι- τικά εκτός του στρατού (οργανώσεις κλπ.). вневойсковой επ: -ая подготовка εξωστρα- τιωτική εκγύμναση. Вневременный επ. απρόθεσμος, απεριορίστου χρόνου. внедрение, -Я ουδ. ρίζωση, εμφύτευση, θε- θεμελίωση* εισαγωγή, μπάσιμο* ~ достижений На- уки В производстве εισαγωγή των επιτεύξεων της επιστήμης στην παραγωγή· - НОВЫХ идей η εμφύτευση νέων ιδεών. внедрять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.-рён- ный, βρ: -рён, -рена, -рено κάνω να ριζώσει, εμφυτεύω, εμβάλλω, θεμελιώνω, εισάγω* - в производство εισάγω στην παραγωγή· - в соз- сознание необходимость дисциплины εμφυτεύω στη συνείδηση (κάνω συνείδηση) την ανάγκη της πειθαρχίας. II -СЯ ριζώνομαι, εμφυτεύομαι, θεμελιώνομαι· μου τυπώνεται* ей -лась МЫСЛЬ της ρίζωσε (της τυπώθηκε) η ιδέα.
вне 115 вни внедрять(ся) р.δ. βλ. внедрйть(ся). ΒΒΘ88ΠΒ0 επίρ. αιφνίδια, ξαφνικά, ξάφνου, έξαφνα, άξαφνα. ВНе8апН00ТЬ, -И θ. 1 αίφνιδιότητα, το αιφ- αιφνίδιο. 2 το απρόοπτο, το ανέλπιστο· жизнь так ПОЛНО -ей! η ζωή είναι τόσο γεμάτη απο απρόοπτα! внезапный επ., βρ: -пен, -пна, -пно αιφ- αιφνίδιος, αιφνιδιαστικός, ξαφνικός, άξαφνος, έζαφνος· - адм ξαφνικός θόρυβος· - отъезд ξαφνική αναχώρηση· -ая смерть αιφνίδιος θά- θάνατος . внеклассный επ. εξωσχολικός· ελεύθερος, εκτός αναλυτικού προγράμματος· -ая работа η εξωσχολική εργασία* -ое чтение ελεύθερα α- αναγνώσματα· -не занятия ελεύθερες ασχολίες ή μαθήματα. внеклассовый επ. εξωταξικός, έξω, μακριά απο κοινωνική τάξη, αταξικός· нет -ГО ВОС- ПИТания δεν υπάρχει αταξική αγωγή. внематочный επ: -ая беременность εξωμή- εξωμήτρια κύηση. внеочередной επ. έκτακτος· - съезд έκτα- έκτακτο συνέδριο· -ая сессия έκτακτη σύνοδος. внеочерёдность, -И θ. κατάσταση έκτακτη. внеплановость, -И θ. ΰπαρξη κατάστασης χω- χωρίς πλάνο. внеплановый επ. ο χωρίς πλάνο, εκτός πλά- πλάνου καμωμένος· -ое здание κτίριο εκτός πλά- πλάνου· -ая работа εργασία εκτός πλάνου (που δεν προβλέπεται απο το πλάνο). внесение, -Я ουδ. 1 εισαγωγή, βάλσιμο μέ- μέσα. 2 εγγραφή, καταχώοηση· - в списки εγ- εγγραφή στους καταλόγους. 3 εισφορά, πληρωμή. 4. κατάθεση· - предложения κατάθεση πρότασης. внести, -су, -сёшь, παρλθ. χρ. внёс, вне- внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -Сённый, βρ: -Сён, -сена, -сено р.σ.μ. 1 βάζω μέσα, μπά- μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω* - вещи в комнату βά- βάζω τά πράγματα στο δωμάτιο. 2 εγγράφω, κα- καταχωρώ· - В СПИСОК εγγράφω στον κατάλογο. 3 πληρώνω· - плоту за обучение πληρώνω τα δί- δίδακτρα· - СВОП ДОЛЮ πληρώνω το μερτικό μου. 4 (επι)φέρω, προκαλώ· - замешательство φέρω σύγχυση· - разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια. 5 παρουσιάζω, καταθέτω, προτεί- προτείνω· υποβάλλω· - предложение κάνω πρόταση· - законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο. II εκφρ. - ЯСНОСТЬ διασαφηνίζω, διαλευκαίνω. II -СЬ ει- σορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω. внеурочный επ. εκτός μαθήματος· -ые за- занятия οι εκτός μαθήματος ασχολίες (των μα- μαθητών στο σχολείο). ВНешкОЛЬНЙК, -а α. -ца, -Ы θ. παιδαγωγός εξωσχολικός. внешкольный επ. εξωσχολικός* -ая работа εξωσχολική εργασία (εκπολιτιστική κλπ.). 'Внешне επίρ. ;εξωτερικά, φαινομενικά. внешнеполитический επ. της εξωτερικής πο- πολιτικής· - курс η εξωτερική πολιτική. внешнеторговый επ. του εξωτερικού εμπορίου. внешний, -яя, -ее επ. 1 εξωτερικός* -ие признаки εξωτερικά σημάδια· - вид εξωτερική μορφή· -ее СХОДСТВО εξωτερική ομοιότητα. 2 επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός· его доброта носит - характер η καλοσύνη του εϊνχι φαινομενική. 3 ο έξω απο τα σύνορα, εξωτε- εξωτερικός· -яя политика η εξωτερική πολιτική· - враг ο εξωτερικός εχθρός· -ЯЯ торговля το εξωτερικό εμπόριο· -ее вмешательство εξωτε- εξωτερική επέμβαση. II * εκφρ. - угол εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου. внешность, -И θ. εξωτερική εμφάνιση, παρου- παρουσιαστικό· φάτσα, φιγούρα" судить ПО -И κρί- κρίνω απο την εξωτερική εμφάνιση. Внештатный επ. έκτακτος, προσωρινός, όχι μόνιμος· - сотрудник έκτακτος "συνεργάτης. ВНИЗ επίρ. 1 προς τα κάτω· спускаться κατεβαίνω κάτω· глядеть - κοιτάζω προς τά κάτω. 2 (γιά ποτάμια) προς τις εκβολές· пла- плавать - по Днепру πλέω στο Δυείπερο προς τα κάτω. ВНВ8У επίρ. κάτω, στο κάτω μέρος· - живёт плотник κάτω ζει μαραγκός· - письма стояла дата στο κάτω μέρος της· επιστολής ήταν η η- ημερομηνία. вникать р.δ. βλ. вникнуть. вникнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. вник к. внйкнул, -ла, -ЛО р.σ. εισχωρώ, εμβαθύνω, .δι- .διεισδύω, μπαίνω (στο πνεύμα, νόημα, ουσία)· внимание, -я ουδ. 1 προσοχή· слушать со -ем ακούω με προσοχή* привлечь - τραβώ την προσοχή· в центре -Я στο κέντρο της προσο- προσοχής· достойный -Я άξιος προσοχής, αξιοπρό- αξιοπρόσεκτος. 2 φροντίδα, μέριμνα· С ДОЛЖНЫМ -ем με την απαιτούμενη προσοχή· оставить без -Я δεν προσέχω, δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ. II εκφρ. -! προσοχή! (παράγγελμα)· -Ю кого οε γνώση κάποιου, για γνώση, γιά να γνωρίζει -·? покупателей για να ξέρουν οι αγοραστές· об- обратить - δίνω προσοχή· обратить на себя - τραβώ την προσοχή· уделить - δίνω προσοχή, δείχνω ενδιαφέρο· принять ВО - παίρνω υπ' όψη. внимательно επίρ. προσεχτικά. II με φροντί- φροντίδα, με ενδιαφέρο. внимательность, -И θ. 1 προσεχτικότητα. 2 φροντίδα, μέριμνα, ενδιαφέρο. внимательный επ., βρ; -лен, -льна, -льно. 1 προσεχτικός· - наблвдатель προσεχτικός πα- παρατηρητής· - ученик προσεχτικός μαθητής. 2 (για τρόπους) ευγενής, αβρός, λεπτός· ΧΟ-
вни воб зяин был -лен ко всем о νοικοκύρης ήταν ευ- ευγενικός σ' όλους. внимать, ~аю, -аешь и. (παλ.) внемлю, вне- внемлешь, προστκ. внимай к. (παλ.) внемли и. внемли επιρ. μτχ. внимая к. (παλ.) внемля 1 (απλ.) ακούω· вдруг он внемлет... ξαφνικά αυτός ακούει... - голосу совести ακούω τη φωνή της συνείδησης. 2 συγκεντρώνω την προ- προσοχή, έχω στραμμένη την προσοχή. ВНИЧЬЮ επίρ. ισόπαλα, με ισοπαλία* игра закончилась - το παιγνίδι τέλειωσε με ισο- ισοπαλία. ΒΗΟΒβ επί ρ. με σημ. κατηγ. είναι νέο, και- καινούργιο· ему здесь всё - γι αυτόν εδώ είναι όλα καινούργια. ВНОВЬ επίρ. 1 εκ νέου, ξανά, πάλι. 2 τε- τελευταία, πρόσφατα, εσχάτως, άρτι· - назна- назначенный начальник νεοδιορισμένος προ'ΐστάμε- νος· - вышедшая книга επανεκδομένο βιβλίο. внос, -а α. βλ. внесение. вноснть(ся) р.δ. βλ. внестй(сь). вноска, -и θ. βλ. внесесние. вношёние, -я ουδ. βλ. внесение. внук, -а а. 1 εγγονός, εγγόνι, αγγόνι. 2 πλθ. -И, -ΟΒ οι απόγονοι. внука, -и θ. (παλ.) βλ. внучка. внутренне επίρ. εσωτερικά, μέσα, εντός· - доволен собой μέσα μου είμαι ικανοποιημένος, внутренний, -ЯЯ, -ее επ. εσωτερικός* -ЯЯ лестница εσωτερική σκάλα*. -ЯЯ политика εσω- εσωτερική πολιτική· министр -их дел υπουργός των εσωτερικών υποθέσεων -ие органы чело- человека τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου*- мир человека о εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. II εκφρ. -ие болезни εσωτερικές παθήσεις* -ЯЯ секреция εσωτερική έκκριση. внутренность, -И θ. 1 εσωτερικότητα, το εσωτερικό* - комнаты το εσωτερικό του δωμα- δωματίου. II ψυχικός κόσμος. II το περιεχόμενο ε- οωτρικά. 2 πλθ. -И, -ей τά εντόσθια. внутри επίρ. μέσα, εντός, στο εσωτερικό* - здания μέσα στο κτίριο* - города μέσα στην πόλη· все находились - όλοι βρίσκονταν μέσα. внутрь επίρ. προς τα μέσα, προς το εσωτε- εσωτερικό, προς τα έσω* εσωτερικά* ОНИ ВОШЛИ - αυτοί μπήκαν μέσα* принимать лекарство: παίρνω φάρμακο εσωτερικά. Внучата, -чат πλθ., (ενκ. δεν έχει) έγγο- νοι, εγγονιές, αγγόνια. внучатный к. внучатый επ: - племянник οε- ξανεψιός, παρανεψιός, μικρανεψιός* - брат о τρίτος εξάδερφος. внучек, -чка α. εγγονάκι, -νούλι. внучка, -И θ. εγγονή, αγγονή, -νιά. внучонок, -нка α. εγγονάκι. внушать ρ.δ. βλ. внушить, II -СЯ, -ется ε- εμπνέομαι, μου εμφυσά, μου εμπνέει. внушение, -Я ούδ. 1 έμπνευση, εμφύσηση* - страха έμπνευση φόβου. II υποβολή* υπνωτι- υπνωτισμός* лечение -ем θεραπεία με υποβολή. 2 παρατήρηση, επίπληξη* Делать строгое - κάνω αυστηρή παρατήρηση. внушительно επίρ. εντυπωσιακά, επιβλητικά. ВНушЙТвЛЬНОСТЬ, -И θ. εντύπωση* επιβλητι- επιβλητικότητα. внушительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно εντυπωτικός, εντυπωσιακός* εμπνευσμένος*-ая речь εμπνευσμένος λόγος. II επιβλητικός* -ая фигура επιβλητική μορφή* - рост επιβλητικό ανάστημα. ВНУШИТЬ, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -Шённый, βρ: -шён, -шена, -шено р.σ.μ. εμπ- εμπνέω, εμφυσώ, εμβάλλω* προκαλώ* - страх εμπ- εμπνέω φόβο* - любовь К ДОбру εμπνέω την αγάπη για ευεργεσία* - отврашёние εμπνέω την απέχ- απέχθεια* - мораль ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κου- κουράγιο, εμψυχώνω. ВНШаТЬСЯ ρ.σ. (απλ·) οσφραίνομαι, μυρίζο- μυρίζομαι. внюхиваться р.δ. βλ. внюхаться. ВНЯТНОСТЬ, -и θ. διαύγεια, καθαρότητα, σα- σαφήνεια, ευκρίνεια (λόγου, νοημάτων). ВВЯТНЙ επ., -тен, -тна, -тно. 1 διαυγής, καθαρός, σαφής, ευκρινής, εναργής, λαγαρός. 2 νοητός, καταληπτός. г ВНЯТЬ р.σ., μελ. δεν έχει* παρλθ. χρ.-ЯЛ, -ла, -ЛО. 1 (παλ.) βλ. внимать A σημ.). 2 δίνω προσοχή, προσέχω* он не внял нашей просьбе αυτός δεν έδοσε προσοχή στην παρά- παράκληση μας. ВО πρόθ. βλ. „Β". Χρησιμοποιείται ως 30: α) μπροστά απο πολλές λέξεις που αρχίζουν απο δύο ή τρία σύμφωνα, Ιδιαίτερα αν τό πρώ- πρώτο είναι „в" ή „ф": во власти, во флоте, во сне. β) μπροστά απο τις λέξεις: весь, вся- всякий: во весь голос* во всяком случае, γ) σε μερικές εκφράσεις: во-первых, во избежание. ВО...(πρόθεμα) βλ. Β... Χρησιμοποιείται αντί. του „Β..." α) μπροστά απο „Й", „ο" : В0Й1Й, воодушевлять, β) μπροστά απο δυο ή και περισσότερα σύμφωνα: вобрать, вогнать, во;,ворйть, вомну, воткнуть, γ) μπροστά από συ άφωνο, που το ακολουθεί „Ь": волью, вошью. вобла, -Ы θ. βόμπλα, ψάρι της Κασπίας θά- θάλασσας . вобрать, вберу, вберёшь, παρλθ. χρ. во- вобрал, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВОбран- НЫЙ, βρ: -ран, -а к. -а, -о р.σ.μ. 1 αναρ- αναρροφώ, απορροφώ, τραβώ, παίρνω* растения -ли всю влагу τα φυτά τράβηξαν όλη την υγρασία. 2 μτφ. συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω* ЖВД- ηο - новые впечатления δε χορταίνω τις και-
ВОВ 117 вод νούργιες εντυπώσεις. II εκφρ. - голову в пле- ЧИ μαζεύω (χώνω) το κεφάλι στους ανασηκωμέ- ανασηκωμένους ώμους. II -СЯ απορροφιέμαι, τραβιέμαι· вода -лась губкой το νερό απορροφήθηκε απο το σφουγγάρι. ΒΟΒβΚ к. ВОВвКИ επίρ. 1 αιώνια, για πά- πάντα, παντοτινά. 2 ποτέ, ουδέποτε· - его слава не умрёт η δόξα του θα είναι (θα μείνει) α- αθάνατη. II ен<рр. во веки веков στους αιώνες των αιώνων, στους αιώνες τους οίπαντες. вовлекаете, -я ουδ. βλ. вовлечение. вовлежать(ея) р.δ. βλ. вовлёчь(ся). вовлечение, -Я ουδ. προσέλκυση, τράβηγμα· - в производство новых масс населения προ- προσέλκυση στην παραγωγή καινούργιων μαζών του πληθυσμού. вовлечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. вовлёк, -екла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -е- чённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ. 1 τρα- τραβώ, προσελκύω· - в общественную работу τρα- τραβώ στην κοινωνική δουλειά. 2 σέρνω, σύρω μέ- μέσα με δυσκολία. II -СЯ τραβιέμαι, προσελκύο- προσελκύομαι, με τραβάει, μου αρέσει. ВОВВё επίρ. εξωτερικά, έξω, στο εξωτερικό μέρος. ВОВНУТРЬ επίρ. βλ. внутрь. ВОврвИЯ επίρ. έγκαιρα, σύγχαιρα, επίκαιρα, στην ώρα· он пришёл - αυτός ήρθε έγκαιρα. вовсе επίρ. ολότελα, εντελώς, τελείως, ο- ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, καθ' ολοκληρία· не нужен εντελώς άχρηστος· - пропал εντελώς αχρηστεύτηκε· - не (нет) καθόλου, διόλου. ВОВСО επίρ. μ' όλη τη δύναμη, μ' όλα τα δυνατά, μ' όλη την ταχύτητα· ЯМЩИК гнал ЛО- шадёй - о αμαξάς έτρεχε μ' όλη την ταχύτητα <των! αλόγων του), στα όλα. ВО-ВТорых ε-:ίρ. (κατά) δεύτερο(ν), κατά δεύτερο λόγο, σε δεύτερη σειρά. вогнать, вгоню, вгонишь, παρλθ. χρ. во- вогнал, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вогнан- вогнанный, βρ: -нан, -а, -О р.σ.μ. 1 βάζω μέσα· - кур ВО двор βάζω τις κότες στην αυλή· - сви- свиней В свинарник βάζω τους χοίρους στο χοι- ροστάσιο. 2 μπήγω» - ГВОЗДЬ В ЯЩИК μπήγω καρφί στο κασόνι. 3 φέρνω στο σημείο να..., κάνω να... - в слёзы φέρνω ως τα δάκρυα, κάνω να δακρύσει· - В чахотку κάνω να χτικιάσει, χτυ- κιάζιΐι κάποιον· - в пот κάνω κάποιον να ιδρώ- ιδρώσει, ιδρώνω· - в краску κάνω να κοκκινίσει (απο ντροπή). ВОГНУТОСТЬ, -И θ. κοιλότητα. вогнутый επ. απο μτχ. κοίλος· ДВОЯКО ое стекло αμφίκοίλος φακός. ВОГНУТЬ, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вогнутый, βρ: -нут, -а, -Ο ρ.σ.μ. κοιλαίνω, βαθουλώνω. II -СЯ κοιλαίνομαι, γίνομαι κοί- κοίλος , βαθουλός. вода, -ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. во- водам к. водам, οργν. водами к. водами, προθτ. о водах к. о водах θ. 1 νερό, ύδωρ· дожде- дождевая - βρόχινο νερό· морская - θαλασσινό νε- νερό· колодезная - πηγαδίσιο νερό· речная ποταμίσιο νερό· проточная - τρεχούμενο νε- νερό· стоячая - στάσιμο νερό· родниковая -νε- -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό· питьевая - πόσι- πόσιμο νερό· минеральная - μεταλλικό νερό· пре- пресная - γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)· грун- грунтовая - το νερό του υπεδάφους· жёсткая - γλι- φό νερό· мягкая - ελαφρό νερό. 2 πλθ. -Ы τά νερά , τα ύδατα· государственные -Ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)· террито- территориальные -Ы τα χωρικά ΰδατα. II εκφρ. жёлтая - γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)· седьмая ή десятая - на киселе οι πολύ μακρινοί συγγε- συγγενείς· Тёмная - τύφλωση (απο ατροφία του ο- οπτικού νεύρου)· холодной -ой окатить ή об- облить φυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελ- ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)· чистой ή чистей- чистейшей -Ы καθαρότερος κι απ'το νερό, λάδι, γνη- γνησιότατος, πραγματικότατος· лить -у на ЧЬЮ мельницу χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στό έργο κάποιου)· толочь -у (в ступе)ή но- носить решетом -у κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)· -Ы не замутит δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, η'συχος, πράος, ταπεινός)· тише -Ы, ниже травы πάρα πολύ η'συχος, φρο- φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος· много ή немало, столько κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια· набрать ~Ы В рот καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σω- σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι· выйти сухим ИЗ -Ы (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)· как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακοίβεια). водворение, ~Я ουδ. 1 εγκατάσταση, τοπο- τοποθέτηση. 2 αποκατάσταση, επαναφορά (τάξης, η- ησυχίας κλπ.). ВОДВОРИТЬ р.σ.μ. 1 εγκατασταίνω, εγκαθι- εγκαθιστώ, τοποθετώ· βάζω· - погорёлы.ев εγκατα- εγκατασταί νω τους πυροπαθείς· - В тюрьму престу- преступников βάζω στη φυλακή (φυλακίζαι) τους ε- εγκληματίες. 2 αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ε- πανακατασταίνω, επανακαθιστώ· - порядок α- αποκατασταίνω την τάξη· - тишину αποκατασταίτ νω (επαναφέρω) την ησυχία· - мир И СПОКОЙС- ΤΒβ αποκατασταίνω την ειρήνη και τη',γαλήνη.|| -СЯ 1 εγκτασταίνομαι, εγκαθίσταιίαι, εγκαθι- εγκαθιδρύομαι, τοποθετούμαι, έχω σαν τόπο διαμο- διαμονής, 2 αποκατασταίνομαΐ, αποκαθίσταμαι· -ЛСЯ
вод 118 вод постепенно порядок αποκαταστάθηκε βαθμιαία η τάξη. водворять(ся) р.δ. βλ. водворйть(ся). *ВОДвВЙЛЬ, -Я α. κωμειδύλλιο, βωντεβίλ. водевильный επ. κωμειδυλλιακός* - жанр κω- μειδυλλιακό είδος φιλολογίας. водитель, ~Я α. 1 οδηγός (οχημάτων).2 παλ. καθοδηγητής, αρχηγός. водительский επ. του οδηγού· -ие права το δίπλωμα του οδηγού. ВОДИТельСТВО, -а ουδ. (παλ.) καθοδήγηση, η ηγεσία. ВОДИТЬ, ВОЖу, ВОДИШЬ р.6.μ. 1 οδηγώ· πη- πηγαίνω· - детей гулять πηγαίνω τα παιδιά πε- περίπατο. II βαδίζω επικεφαλής. 2 οδηγώ (όχη- (όχημα). 3 κινώ επάνω σε· - смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές. 4 διατηρώ, έχω* συνάπτω· - знакомство αποκτώ γνωριμί- γνωριμίες· - дружбу συνάπτω φιλία. 5 τρέφω, κρατώ, διατηρώ· - пчёл τρέφω μελίσσια* - толубёй; κρατώ περιστέρια. II εκφρ. - за НОС σέρνω α- πο ?:η μύτη (έχω υποχείριο)· - хороводы χο- χορεύω κυκλικά τραγουδώντας. II -СЯ 1 υπάρχω, ζω· πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω· В ОТОЙ реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια· в этом лесу -ится много дичи о' αυτό το δάσος υπάρχε ι πολύ κυνήγι,. II πα- παρατηρούμαι· συμβαίνω· итого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας. II συ- νηθίζομαι· здесь Зто и -ится αυτό εδώ συνη- συνηθίζεται. 2 σχετίζομαι, συνδέομαι, συνανα- συναναστρέφομαι· друг, с ним не -ишься φίλε, μ' αυτόν μη κάνεις παρέα. II συχνάζω· ДОМ, Β ΚΟ- тором черти -ЯТСЯ σπίτι των διαβόλων ή φα- φαντασμάτων. II εκφρ. как -ится όπως συνηθί- συνηθίζεται . водица, -ы θ. νεράκι. ВОДЙЧКа, -И θ. νεράκι. водка, -и θ. η βότκα, ρωσικό ούζο· креп- крепкая - πρωτοξείδιο του αζώτου· царская - θα- σιλικόν ύδωρ. ВОДНИК, -а α. ναύτης, εργάτης ποταμοπλο- ί'κών μεταφορών. ВОДНОСТЬ, -И θ. ύπαρξη νερού. ВОДНЫЙ επ. υδάτινος, του νερού· - раствор υδάτινο διάλυμα· -ое пространство υδάτι,νη έκταση· - транспорт θαλάσσια ή ποτάμια -ΐε- ταφοοά· - спорт τα ναυτικά αγωνίσματα--путь θαλάσσια συγκοινωνία ВОДОООЯЭНЬ, -И θ. υδροφοβία. В0Д0В08, -а α. νεροκουβαλητής, νερουλάς, υδροφόρος. ВОДОВОЗка, -И θ. άλογο υδροφορίας, νερο- πουβαλήματος. ВОДОВОЗНЫЙ επ. υδροφορικός· -ая бочка υ- δροφορικό βαρέλι (βυτίο). ВОДОВОрОТ, -а α.1 δίνη νερού, ρόυφουλας, ρουφήχτρα, μάτι της θάλασσας. 2 μτφ. - со- событий η δίνη των γεγονότων. водогрейка, -И θ. 1 υδροθερμαντήρας. 2 βλ. водогрейня. водогрейный επ. υδροθερμαντικός· - котёл υδροθερμαντικός λέβητας. водогрейня, -и θ. χώρος εγκατάστασης υ- δροθερμαντήρα. ВОДОёы, -а α. δεξαμενή, στέρνα· естест- естественный - φυσική δεξαμενή· искусственный τεχνητή δεξαμενή. ВОДОИвмерЙтельный επ. υδρομετρικός* -ые приборы υδρομετρικές συσκευές. водоивмещёние, -я ουδ. εκτόπισμα· - судна το εκτόπισμα του σκάφους. ВОДОкачха, -И θ. υδραντλία. водолаз, -а α. δύνης. ВОДОЛаЗНЫЙ επ. του δύτη· - КОСТШ το σκά- σκάφανδρο. ВОДОЛёй, -Я α. βλ. водолив. II (για ρήτορα, συγγραφέα) πολυλογάς. водолечебница, -Ы θ. υδροθεραπευτήριο. ВОДОЛвчёбнЫЙ επ. υδροθεραπευτικός. ВОДОЛечёнив, -Я ουδ. υδροθεραπεία. ВОДОЛИВ, -а α. 1 γεμιτζής, εργάτης μαού- νας. 2 αρχιναύκληρος, ο πρώτος του πληρώμα- πληρώματος. водолюбивый επ. υδροχαρής· -ые растения υδροχαρή φυτά. ** ВОДОМёр, -а α. υδρόμετρο, υδρομετρητής. водомерный επ. υδρομετρικός· - Кран δοκι- δοκιμαστικός κρουνός· -ая трубка υδροδείκτης (γυάλινος). водомоина, -ы θ. νερόλακκος βαθύς. водонапорный επ: -ая башня υδατοδεξαμενή %ανυψωμένη. водонепроницаемость, -и θ. το υδατοστεγές. водонепроницаемый επ., βρ: -аем, -а, -о υδατοστεγής. ВОДОНОС, -а α, νεροκουβαλητής, νερουλάς, υδροφόρος. ВОДОНОСНЫЙ επ. (γεωλ.) υδροφόρος, που πε- περιέχει νερό. ВОДООТВОД, -а α. σύστημα εκροής (απορροής) υδάτων. ВОДООТВОДНЫЙ επ. της εκροής των υδάτων -ая канава αυλάκι εκροής υδάτων. ВОДООТЛИВ, -а α. έκχυση υδάτων. ВОДООТЛИВНЫЙ έπ. της έκχυσης των υδάτων - насос υδραντλία έκχυσης. ВОДО0|чЙСТКа, ! -И θ. κάθαρση των υδάτων. ВОДООЧИСТНОЙ επ. υδατοκαθαριστιπός. водопад, -а α. καταρράχτης. водоплавающий επ. απο μτχ. νηκτικός* -ая ПТЙца νηκτικό πτηνό.
ВОДОШШВНЫЙ επ.1 дои επιπλέειΐ επιπλέων -ые дрова τα ξύλα που επιπλέουν. 2 βλ. ΒΟ- доплавающий. ВОДОПОДЪвМНШС, -а α. υδροανυψωτής. ВОДОПОДЪёшшй επ. υδροανυψωτικός· -ые со- сооружения υδροανυψωτικές εγκαταστάσεις. ВОДОПОЙ, -Я α. 1 ποτίστρα (ζώων). 2 πό- πότισμα (ζώων). ВОДОПОЙНЫЙ επ. ποτιστικός* -ая площадка η ποτίστρα (χώρος). водополье, -я ουδ. (διαλκτ.) βλ.половодье. водопользование, -Я ουδ. υδροληψία. водопользователь, -Я α. υδρολήπτης. ВОДОпряёмник, -а α. δεξαμενή, υδροδόκ'η. ВОДОПРОВОД, -а α. υδραγωγείο. ВОДОПРОВОДНЫЙ επ. υδραυλικός, υδαταγωγός* -ая сеть υδραυλικό δίχτυ. ВОДОПРОВОДЧИК, -а α. υδραυλικός (τεχνίτης). водопроницаемость, -И θ. υδατσπερατότητα. водопроницаемый επ., βρ: -аем, -а, -о υ- δατοπερατός. водоразборный επ: - кран κρουνός, κρήνη. ВОДОравдёл, -а α. αιγιαλίτιδα ζώνη, γραμ- γραμμή χωρικών υδάτων. водораздельный επ: -ая линия βλ. водо- водораздел. водорез, -а α. θαλασσοτόμος. ВОДОрОД, -а α. υδρογόνο. ВОДОРОДИСТЫЙ επ. υδρογονοΰχος. водородный επ, υδρογονικός· - атом υδρο- γονικό άτομο· -ые соединения υδρογονικές ε- ενώσεις· -ые бактерии υδρογονικά βακτηρίδια· -ая бомба υδρογονική βόμβα. водороина, -ы θ. (διαλκ.) βλ. водомоина. водоросли, -ей πλθ. (ενκ. водоросль,-и θ.) φύκια. ВОДОСкат, -а α. ορμητικό ρεύμα ποταμού. ВОДОСЛИВ, -а α. (υδροτεχ.) ρουφράκτης-εκ- χειλιστής. ВОДОСЛИВНЫЙ επ. εκχειλιστικός, της εκχεί- λισης· -ое устройство εγκατάσταση εκχείλι- водоснабжение, -Я ουδ. ύδρευση. II υδραυ- υδραυλικό σύστημα. ВОДОСТОК, -а α. νεροχύτης. II αυλάκι εκρο- εκροής υδάτων. водосточный επ. του νεροχύτη· -ая труба ο σωλήνας του νεροχύτη. ВОДОТОК, -а α. ροή νερού· ρους. ВОДОУПОРНЫЙ επ. ανθεκτικός στην υγρασία, μή υγράνσιμος. водохранилище, -а ουδ. τεχνητή δεξαμενή, λίμνη. II στέρνα. ВОДОЧНЫЙ επ. της βότκας· - завод εργοστά- εργοστάσιο παραγωγής βότκας· - запах η μυρουδιά της βότκας. водружать(ся) ρ.δ. βλ. водрузйтъ(ся). ВОДРУЗИТЬ, -ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -уженный, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ. στερεώνω, σταθεροποιώ· εγκατασταίνω, τοπο- τοποθετώ. II -СЯ στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι, εγκατασταίνομαι, τοποθετούμαι. водяник, -а α. (παλ.) βλ. водяной? ВОДЯНИСТОСТЬ, -И θ. το υδατώδες, η υδαρό- τητα. II μτφ. το ρηχό, πενιχρότητα. ВОДЯНИСТЫЙ επ., βρ: -ист, -а,-о. 1 υδατώ- δης, υδαρής, νερουλός. 2 άχρωμος, άχρους. II μτφ. ρηχός, πενιχρός· -ые стихи πενιχροί στί- στίχοι. ВОДЯНКа, -И θ. υδροκήλη· ιίδρωψ, -πας. ВОДЯНОЙ1 επ.1 υδάτινος· -ая капля υδροστα- γόνα. 2 υδρόβιος· - паук υδρόβια αράχνη. 3 υδροκίνητος· -ая мёльнича υδρόμυλος, νερό- νερόμυλος. II εκψρ. - знак φιλιγκράν -ое отоп- отопление θέρμανση με ζεστό νερό. ВОДЯНОЙ? -ОГО α. θαλάσσια θεότητα, Νηρέας. ВОДЯНОЧНЫЙ επ. του ύδρωπα,,της υδροκήλης. II υδρωπικός, που πάσχει απο ϋδρωπα. Воевать, ВОЮЮ, воюешь р.δ. πολεμώ, μάχο- μάχομαι· - птотив врагов отечества πολεμώ κατά των εχθρών της πατρίδας. II διεξάγω, κά- κάνω κατακτητικό πόλεμο. II μτφ. καταβάλλω με- μεγάλες προσπάθειες, παλεύω, κάνω αγώνα, πάλη, πόλεμο. воевода, -ы α. βοεβόδας. воеводский επ. του βοεβόδα, του βοεβοδάτου. ВОевОДСТВО, -а ουδ. βοεβοδάτο, το αξίωμα του βοεβόδα ή η διοικητική περιφέρεια αυτού. ВОвДИНО επίρ.μαζί, ομού, ενιαία, σ' ένα. военачальник, -а α. στρατιωτικός διοικη- διοικητής, αρχηγός. военизация, -И θ. στρατιωτικοποίηση. военизировать, -руга, -руешь р.δ. κ. σ. μ. στρατιωτικοποιώ. II εκπαιδεύω στρατιωτικά. II -СЯ στρατιωτικοποιούμαι. военком, -а α. στρατιωτικός επίτροπος* στρατολόγος. военкомат, -а α. στρατιωτικό επΐτροπάτο| (υπουργείο στρατιωτικών)..Π στρατολογικά γρα-| φείο. военкор, -а α. στρατ;ι-ωτικός ανταποκριτής. ВОвННО-ВОЗДутВЫЙ ε··., στρατίиягио-αεροπο- ρικός· -ые силы οι σ^ατιωτικές-αεροπορικές δυνάμε ις. военно-морской επ. του πολεμικού ναυτικού* ~йе силы οι πολεμικές ναυτικές δυνάμεις. военнообязанный επ. στρατεύσιμος. военнопленный, -ОГО α. αιχμάλωτος πολέμου. военно-полевой επ. της εκστρατείας· - суд στρατοδικείο εκστρατείας· -ая хирургия ο- ορεινό χειρουργείο. военнослужащий, -его α. στρατιωτικός εν
вое 120 воз ενεργεία. ΒΟβΗΗΟ-учвбНЫЙ επ. στρατιωτικο-εκπαιδευτι- κός. военный επ. 1 πολεμικός* στρατιωτικός·-ые события πολεμικά γεγονότα· στρατιωτικές ε- επιχειρήσεις· -ое положение πολεμική κατάστα- κατάσταση· κατάσταση πολιορκίας· -ая тайна στρατι- στρατιωτικό μυστικό (ή απόρρητο)· -ое Судно πολε- πολεμικό σκάφος· -ая служба στρατιωτική υπηρε- υπηρεσία· - завод στρατιωτικό εργοστάσιο· - врач στρατιωτικός γιατρός· -ое училище στρατιω- στρατιωτική σχολή. 2 ουσ. ο στρατιωτικός. II εκφρ. - коммунизм πολεμικός κομμουνισμός, οικονο- οικονομική πολιτική της σοβ. εξουσίας τον καιρό του πολέμου A918-20)· на -уго ногу όπως συ- συνηθίζεται στους στρατιωτικούς, κατά τους στρατιωτικούς. военрук, -а α. στρατιωτικός καθοδηγητής. военщина, -Ы θ. στρατοκρατία, στρατοκρά- τες. II στρατιωτική ζωή, συνήθειες. вожак, -а α. 1 οδηγός· - у слепого οδηγός τυφλού· - с медведем о αρκουδιάρης· дать пу- путнику -а δίνω στον οδοιπόρο οδηγό. II γκισέ- μι· козёл - - В стаде το τραγί είναι γκισέ- μι στο κοπάδι. 2 οδηγητής, καθοδηγητής. вожатая, -ОЙ θ. οδηγήτρια, καθοδηγήτρια. вожатый, -ого α. 1 (παλ.) βλ. вожак. 2 αρ- αρχηγός τμήματος, ομάδας πιονέρων. 3 οδηγός τραμ. вожделение, -Я ουδ. 1 υπερεπιθυμία, μεγά- μεγάλη όρεξη, κυνορεξία. 2 γενετήσια ορμή. вожделенный επ. (γραπ. λόγος) υπερεπιθυμη- τός, περιπόθητος. ВОЗДелёть, ρ.δ. (γραπ. λόγος) 1 υπερεπι- θυμώ. 2 κατέχομαι απο γενετήσια ορμή. вождение, -Я ουδ. οδηγία. II οδήγηση, -μα. вождь, -я α. αρχηγός, ηγέτης· αρχιγέτης. II καθοδηγητής. вожжаться р.δ. (απλ.) χρονοτριβώ, στρι- στριφογυρίζω, χασομερώ. вожжи, ~ёй (ενκ. -а, -й θ.) χαλινά, -ρια, γκέμια. II εκφρ. ОТПУСТИТЬ - αφήνω τα χαλινά (χαλαρώνω τον έλεγχο)· -а под хвост попала δεν ξέρει τι -ου φταίει (για ιδιότροπο, κα- πριτσόζο)· пгибрать - к рукам ή держать в руках παίονω, κρατώ τα χαλινά (ηνία) στα χέρια (διευθύνω, διοικώ εγώ). воз, -а , προθτ. о возе, на возу, πλθ. во- возы к. воза α. 1 αμάξι φορτηγό, κάρο, αρα- αραμπάς. 2 αμαξοφόρτωμα, αμαξιά, αραμπαδιά. ВОЗ... (ВОС...) πρόθεμα πού σημαίνει: α) κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης προς τα.ά- νω π.χ. возвести, вознести, β) ότι η ενέρ- ενέργεια επαναλαμβάνεται ξανά, εκ νέου π,χ. во- возобновить, возродить, γ) ότι η ενέργεια α- ανταποκρίνεται σε κάτι π.χ. воздать, возна- вознаградить, δ) ένταση της ενέργειας που εμφα- εμφανίστηκε ή ολοκλήρωση αυτής. возблагодарить р.σ.μ. (παλ.) ευγνωμονώ, υπερευχαριστώ· - судьбу за спасение χρωστώ χάρη στην τύχη για τη σωτηρία. ВОЗбраНЕТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -нённый, βρ: -нён, -нена, -нено (παλ.) απα- απαγορεύω, δεν επιτρέπω· - въезд в страну απα- απαγορεύω την είσοδο στη χώρα. возбранять р.δ. βλ. возбранить. II -ся γ/ πρόσ. -ется απαγορεύεται· ХОДИТЬ по траве -ется απαγορεύεται το βάδισμα πάνω στη χλόη. возбудимость, -и θ. το ευερέθιστο, ερεθι- στικότητα. возбудимый επ., βρ: -дйм. -а, -о ευερέθι- ευερέθιστος. возбудитель, -Я α. 1 διεγέρτης· υποκινητής. 2 (ηλεκτρ.) ταλαντωτής. ВОЗбудЙТЬ, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -увдённый, βρ: -дён, -дена, -дено р.σ.μ. 1 προκαλώ, διεγείρω, κινώ· - любопытство κι- κινώ την περιέργεια· - аппетит κινώ την όρε- όρεξη· - интерес κινώ το ενδιαφέρο. II παροτρύ- παροτρύνω, παρακινώ· - К борьбе παρακινώ γι αγώνα. 2 ανακινώ· - вопрос ανακινώ ζήτημα. 3 ερε- ερεθίζω, εκνευρίζω· - нервы ερεθίζω τα νεύρα* II εγείρω· - судебное Дело κάνω (κινώ) δι- δικαστήριο. II -СЯ διεγείρομαι, ερεθίζομαι. II κινούμαι, υποκινούμαι. возбуждаемость, -и θ. βλ. возбудимость. возбуждать(ся) р.δ. βλ. возбудйть(ся). возбуждающий επ. απο μτχ. ερεθιστικός* δι- διεγερτικός· -ее лекарство διεγερτικό φάρμακο. Возбуждение, -Я ουδ. 1 διέγερση, κίνηση, παρακίνηση· πρόκληση· - ЛЮбОПЫТСТВа κίνηση της περιέργειας. II υποκίνηση, παρότρυνση. 2 είρέθιση, ερεθισμός. Возбуждённость, -И θ. ερεθισμός, εκνευρι- εκνευρισμός. ВОвбуждённыЙ επ. απο μτχ. ερεθισμένος, ε- εκνευρισμένος, νευριασμένος· -ое лицо εκνευ- εκνευρισμένο πρόσωπο. возведение, -я ουδ. 1 ανέγερση· - здания ανέγερση κτιρίου. II ανύψωση, σήκωμα. 2 .ιτφ. προαγωγή, προβίβαση. II ανέβασμα, αναγωνή. 3 μαθ. ΰψωση· - В квадрат ύψωση στο τετράγωνο. возвеличение, -Я ουδ. (παλ.) εξύψωση, υ- υπερύψωση, μεγάλυνση, ανέβασμα στα ουράνια. возвеличивание, -я ουδ. βλ. возвеличение. возвеличивать(ся) ρ.δ. βλ. возвелйчить(ся). возвеличить, -чу, -чишь р.σ.μ. (παλ.) ε- εξαίρω, μεγαλύνω, εξυψώνω, υπερυψώνω, εκθει- εκθειάζω, αποθεώνω, ανεβάζω στά ουράνια. II -СЯ εξυψώνομαι, μεγαλύνομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. возвеселкть(ся) р.σ. βλ. взвеселйть(ся). возвеседять(ся) р.δ. βλ. взвеселйть(ся).
воз 121 воз возвести, -еду, -едешь, παρλθ. χρ. возвёл, -ела, -л<5, μτχ. παρλθ. χρ. -едший, Эр:-дён, -дена, -дено р.σ.μ. 1 (παλ.) ανεβάζω· - на престол ανεβάζω στο θρόνο. II υφώνω, σηκώνω· - глаза σηκώνω τα μάτια. 2 προάγω, προβιβά- ζω, κάνω· απονέμω, δίνω βαθμό. 3 ανεγείρω* - Здание ανεγείρω κτίριο. 4 σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά: обвинение, клевета, ложь κλπ. στα ελληνικά αποδίδεται με р., που έχει τη σημ. του ουσιαστικού: - обвинение κατηγορώ· - клевету συκοφαντώ· - ложь ψεύδομαι. 5 μαθ. υψώνω, ανεβάζω· - пять в квадрат υψώνω το πέντε στο τετράγωνο. 6 ανάγω· некоторые обы- чия можно - В глубокой древности μερικές συ- συνήθειες μπορεί ν' αναχθούν στην πολύ μακρι- μακρινή αρχαιότητα. II εκφρ. - на ступень ανά- ανάγω ατό βαθμό (ή τη δύναμη). II -СЬ παλ. (γιά μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) ανυψώνομαι. ВОвВеСТИТЬ, -ещу, -естЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ещённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ.μ. αγγέλλω, αναγγέλλω, ειδοποιώ· ανακοινώνω. возвещать ρ.δ. βλ. возвестить. II -СЯ αναγ- αναγγέλλομαι, ανακοινώνομαι. возводить, -ожу, -одишь ρ.δ. βλ. возвес- возвести, и -ся βλ. возвестйсь. возврат, -а а. 1 επιστροφή, απόδοση, επα- νάδοση, γύρισμα· - КНИГИ επιστροφή του βι- βιβλίου· - ссуды επιστροφή του δανείου. 2 υ- υποτροπή, επανεμφάνιση· - болезни υποτροπή της ασθένειας. II εκφρ. без -а χωρίς.επιστρο- χωρίς.επιστροφή, ανεπιστρεπτί. Возвратить, -аду, -атЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ащённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ.μ. 1 επιστρέφω, αποδίνω, επαναδίνω, γυρίζω πί- πίσω· - взятые взаймы деньги επιστρέφω τά δα- δανικά χρήματα, που πήρα· - пленных επιστρέφω τους αιχμαλώτους.2 (επ)ανακτώ· - силы επανα- επανακτώ τις δυνάμεις· - здоровье επανακτώ την υγεία. 3 γυρίζω, υποχρεώνω να γυρίσει, να ε- επιστρέψει· - гонца с дороги γυρίζω τον αγ- αγγελιοφόρο απο το δρόμο. II εκφρ. - к ЖИЗНИ ε- επαναφέρω στη ζωή. II - СЯ 1 επανέρχομαι, επι- επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξανάρχομαι, επανακάμτ.- τω. 2 (επ)ανακτιέμαι, επανέρχομαι· сознание у больного -лось о άρρωστος επανέκτησε τις αισθήσεις. ВОЗВратвнй επ. 1 της επιστροφής, της επα- επανόδου· - путь οδός επιστροφής· на -ом пути στην επιστροφή, επιστρέφοντας. II υπόστροφος* - тиф υπόστροφος τύφος. 2 με επιστροφή· -ая ссуда δάνειο με επιστροφή. 3 (γραμμ.) : -ое местоимение αυτοπαθής αντωνυμία· ~ глагол ρήαα παθητικό (παθητικής φωνής)· »ая форма глагола η παθητική φωνή· ' возвратно-средний' глагол ρήμα μέσης διάθεσης·;- залог глагола η παθητική διάθεση του ρήματος. В08вращать(оя) р.δ. Βλ. возвратйть(ся). возвращение, -Я ουδ. 1 επιστροφή, επάνο- επάνοδος, γύρισμα, -μός, επανάκαμψη. 2 απόδοση,ε- απόδοση,επιστροφή, γύρισμα (χρημάτων, ειδών κ.τ.τ.). 3 (επ)ανάκτηση, επαναφορά· ανάνηψη (υγείας, δυνάμεων, αισθήσεων κ.τ.τ.). ВОЗВЫСИТЬ, -ышу, -ЫСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ, χρ. (παλ.) -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (παλ.) υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο· 2 μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω. 3 (παλ.) υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.). 4 (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω. II -СЯ 1 (παλ.) υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρ- ανέρχομαι ♦ уровень воды значительно -лея η στάθ- στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά. 2 (για είδη)υ- περτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω· цены на товары -ЛИСЬ οι τιμές στα εμπορεύματα ανέ- ανέβηκαν. 3 (γ>·α φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, α- ανεβαίνω. возвышать ρ.δ.μ. 1 βλ. возвысить. 2 ανε- ανεβάζω, εξυψώνω ηθικά· ничего не -ет челове- человека, как творчество τίποτε δεν εξυψώνει τον άνθρωπο, όσο η δημιουργία (το δημιουργικό έργο). II -СЯ 1 βλ. ВОЗВЫСИТЬСЯ. 2 υψώνομαι· на горе -ется башня στο βουνό υψώνεται πύρ- πύργος. ВОЗВЫШвНИе, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.). 1 ύ- ύψωση, ανύψωση, εξύψωση. 2 ύψωμα (γης), ψή- λωμα. В03ВЫШенВ0СТЬ,-1! θ. 1 ανύψωση, ανίζηση του εδάφους. 2 ύψος· - идей το ϋψος των ιδεών. возвышенный επ. απο μτχ. 1 που εξέχει., προ- εξέχει· -ое место εξέχουσα θέση (τοποθεσία). 2 ανώτερος* -ые идеи υψηλές ιδέες. возглавить, -ВЛГО, -вишь ρ.σ.μ. είμαι επι- επικεφαλής, ηγούμαι* διοικώ* - делегацию είμαι επικεφαλής της αντιπροσωπείας· - ВОЙСКО η- ηγούμαι του στρατεύματος. возглавлять р.δ. βλ. возглавить. II -ся έ- έχω επικεφαλής, έχω για ηγέτη, αρχηγό. ВОЗГЛаС, -а α. επευφημία· ОДОбрЙтельые -Ы επευφημίες επιδοκιμασίας. ВОЗГЛаСЙТЬ, -ашу, -асЙШЬ παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ашённый, βρ: -шён, -шена, -шено р.α. α- αναφωνώ, φωνάζω, κηρύσσω μεγαλόφωνα. ВОЭГЛашать ρ.δ. βλ. ВОЭГЛаСЙТЬ. II -СЯ κη- κηρύσσομαι μεγαλόφωνα. ВОвГОВОрить р.σ. μιλώ, λέγω. ВОЗГОНХа, -И θ. (χημ.) εξάχνωση. ВОЗГОНЯТЬ р.δ.μ. (Χημ.) εξαχνώνω. II -ОЯ εζαχνώνομαι. возгораемость, -И θ. καυσιμότητα. ВОЗГОравЫЫЙ επ. ο εύκολα καιόμενος, ευκο- λόκαυστος. возгорание, -Я ουδ. άναμμα, καύση. возгорать(ся) р.δ. βλ. возгорёть(ся).
воз 122 воз ВОЗГОРДИТЬСЯ, -ржусь, -РДИШЬСЯ р.σ. περη- περηφανεύομαι., μεγαλαυχώ, νιομπάζω, επαίρομαι. возгореть, -рю, -рйшь р.σ. (παλ.) βλ. воз- возгореться.II -СЯ ;1 ανάβω, παίρνω φωτιά-ИЗ ис- искры -ЛОСЬ пламя απο τη σπίθα άναψε φωτιά. 2 δυναμώνω, εζελίοοομαι ραγδαία, αψιώνω· -лась ожесточённая битва άναψε σκληρή μάχη. 3 μτφ. κατέχομαι απο σφοδρό πάθος, επιθυμία и.τ.τ. - желанием славы καίγομαι (φλέγομαι) απο το πάθος για δόξα. воздавать(ся) р.Б. βλ. воздать(ся). воздать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -да- -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. воздал, -ла, -ло, προστκ. воздой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воз- возданный, -дан, -а, -О р.σ.μ. (παλ. и. υψ. ύ- ύφος) αμείβω, ανταμείβω· αποδίδω· - должное по заслугам ανταμείβω για τις υπηρεσίες· справедлйвосты αποδίδω τη δίκαιο·- должное αυΓ<χμείβω;- воинские почести αποδίδω στρατκ· ωτικές τιμές.II μτφ. -πληρώνω, κάνω, αποδίδω· - добром за зло κάνω καλό αντί για κακό. II -СЯ αμείβομαι· πληρώνομαι· - ПО заслугам α- αείβομαι για τις υπηρεσίες. воздаяние, -Я ουδ. (παλ.) αμοιβή, αντα- ανταμοιβή, αντάμειψη. воздвигать р.δ.μ. ανεγείρω, χτίζω, οικο- οικοδομώ, ανιδρύω. II -ОЯ 1 ανεγείρομαι κλπ. ρ. ε- νεργ. φ. 2 (παλ.) υψώνομαι, ανυψώνομαι. воздвйгнуть(оя) р.σ. βλ. воздвигать(ся). воздевать ρ. δ. βλ. воздеть. воздействие, -Я ουδ. επίδραση,; επενέργεια1· моральное - ηθική επίδραση. воздействовать, -твуго, -твуешь р.δ. и.о. επιδρώ, επενεργώ· - на ребёнка лаской επι- επινοώ ατο παιδάκι με το χάδι. возделать р.σ. βλ. возделывать. возделывание, -я ουδ. καλλιέργεια· - по- полей καλλιέργεια των αγρών - хлебных расте- растений καλλιέργεια σιτηρών. возделывать р.δ.μ. 1 καλλιεργώ· - землю, поле καλλιεργώ τη γη, το χωράφι. 2 παράγω* районы -вающие хлопчатника περιοχές που πα- παράγουν βαμπάκι. II -СЯ καλλιεργούμαι. воздержавшийся επ. απο μτχ. λευκός, εκεί- εκείνος που ψηφίζει λευκό. воздержание, -Я ουδ. 1 εγκράτεια, αιίοχή. 2 μετριοπάθεια. 3 ολιγάρκεια, λιτότητα. воздержанность, -и θ. 3λ. воздержание» воздержанный επ., βρ: -жан, -жанна, -жан- но. 1 εγκρατής, εφεκτικός. 2 ολιγαρκής, λ^ τός. 3 μετρημένος, μετριπαθής. воздержать, -ржу, -ёржишь р.σ.μ. (παλ.) συγκρατώ (απο κάποια ενέργεια). II -СЯ συ- συγκρατιέμαι· απέχω, αποφεύγω· - от спиртных напитков απέχω απο τα οινοπνευματώδη ποτά, αποφεύγω τα πιοτά. II συγκρατώ (πάθος, αισθή- αισθήματα)· - от гнёвы συγκρατώ τό θυμό. II απέ- απέχω, ψηφίζω λευκό, κρατώ ουδετερότητα· -лись трое δεν ψήφισαν (ή ψήφισαν λευκό) τρεις. воздёрживать(ся) ρ.δ. βλ. воздержать(ся). воздержность, -и θ. (παλ.) βλ. роздержание. воздержный επ., βρ: -жен, -жна, -жно (παλΟ βλ. воздержанный. воздеть, -ёну, -ёнешь, προστκ. -ёнь ρ.σ.μ; - руки σηκώνω (υψώνω) τα χέρια. ВОЗДОХНУТЬ ρ.σ. (παλ.) Βλ. ВЗДОХНУТЬ. воздух? -а α. 1 αέρας· - состоит главным образом из кислорода и азота о αέρας αποτε- αποτελείται κυρίως απο οξυγόνο και άζωτο. 2 η α- ατμόσφαιρα. II εκφρ. воздух! αεροπλάνα! (προ- (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)' на (открытом) -е σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαι- ύπαιθρο, έξω· на ВОЛЬНОМ -е α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή· дышать (каким) -ом о αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδ^φέρο)· в -е носится (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει· бЫТЬ (бывать) В -е περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)· выйти на - βγαίνω έξω στον α- αέρα· питаться -ОМ (ειρν.) τρέφομαι μ' αέρα. воздух2, -а, πλθ. -и α. (εκκλσ.) το κά- κάλυμμα του δισκοπότηρου. ВОЭДуХОДуВКа, -И θ. φυσητήρας, φυσερό. воздухоохладитель, -Я α. αεροψυκτική μη- μηχανή . ^ ВО8ДУХОплавание, -Я ουδ. αεροπλοΐα. ВО8ДухоплаватвЛЬ, -Я α. αε ρ ο ναύτης, υψιπέ- υψιπέτης. ВО8Духоплавательный επ. αεροναυτικός. воздухоподогреватель, -Я α. αεροθερμαντή- ρας. воздухопроницаемость, -И θ. αεροπερατότη- *α, το αεροπερατόν. воздухопроницаемый επ., βρ: -аем, -а, -о·, αεροπερατός. ВОЗДУШНОСТЬ, -И θ. ελαφρότητα. воздушный]еπ., βρ: -шен, -шна, -шно. 1 α- αέρινος, αέριος, του αέρα· -ое давление πί- πίεση του αέρα. II εναέριος· - бой αερομαχία. 2 αεροπλοϊκός, αεροπορικός· -ая линия αερο- αεροπορική γραμμή· -ое Сообщение η αεροπορική συγκοινωνία· -ое нападение αεροπορική επί- επίθεση· - флот η αεροπορία· -ая оборона αντι- αντιαεροπορική άμυνα. 3 κινούμενος με αέρα· молоток αερόσφυρα, -ύρα· - тормоз αεροπέδη. 4 ελαφρός· -ая походка πολύ ελαφρό βάδισμα. II εκφρ. ~ые замки αερόπυργοι (αεροβασίες, φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπήματα, καπνοί φαντασίας)· - поцелуй φιλί απο απόσταση, με το ,χέρι· -ая тревога αεροπορικός συναγερμός· - насос αεραντλία· - шар α) αερόστατο. β) μπαλλόνι, φούσκα (παιδικό παιγνίδι).
Β08 123 воз во8дымать(ся) р.δ.(παλ.) βλ. вздымать(ся). Воадыхаяие, -Я ουδ. (παλ.) 1 αναστέναγμα, -ός· αχολόγημα. 2 παράπονο πικρό. воздыхать р.ь. (παλ.) βλ. вздыхать. ЭОЗЖвЧЬ, -жгу, жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. возжёг, -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возжжённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено ρ,σ.μ. (παλ.) ανάβω, ανάπχω, αναφλέγω. II μτφ. διε- διεγείρω, ερεθίζω, εξάπτω· - страсти ανάβω τά πάθη. II -ОЯ ανάβω, αναφλέγομαι. возжигать(ся) р.δ. βλ. возжёчь(ся). В088ВШШе, -Я ουδ. 1 (παλ.) έκκληση, επί- επίκληση. 2 έκκληση προς τις μάζες. В088вать, -зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. воз- воззвал, -ла, ЛО р.σ. με δοτ. απευθύνομαι-, κά- κάνω έκκληση· επικαλούμαι. ВО88рёние, -Я ουδ. άποψη, αντίληψη, γνώμη. воззреть, -зрю, -зришь р.σ. (παλ.) βλέπω, θωρώ, κοιτάζω, ορώ. 1 ВО88рЙТЬ0Я, -рюсь, -рЙШЬСЯ ρ. σ. (απλ.) βλέ- βλέπω, κοιτάζω επίμονα, καρφώνω το βλέμμα. вовйть, вожу, возишь р.δ.μ: 1 βλ. везти A σημ.). 2 (απλ.) σέρνω. 3 (απλ.) χτυπώ (με κάτι βαρύ). II εκφρ. - воду на КОМ παραφορί- τώνω κάποιον με βαριά δουλειά. II -ОЯ 1 отри- φογυρίζω, -ρνώ· дети -ятся на полу τα παι- παιδιά στριφογυρίζουν στο πάτωμα. 2 φροντίζω, μεριμνώ. II ασχολούμαι. 3 μεταφέρομαι, μετα- μετακομίζομαι . ВОЗКа, -И θ. 1 μεταφορά (με μεταφ. μέσο)· - Дров μεταφορά καυσόξυλων. 2 (απλ.) φορτίο, φόρτωμα, φορτίο· στρατιά. возлагать р.δ. βλ. возложить. II εκφρ. надежды στηρίζω τις ελπίδες· - ответствен- ответственность αναθέτω την ευθύνη. II -СЯ ανατίθεμαι· ответственность -ется на меня η ευθύνη ανα- ανατίθεται σε μένα. ВОЗЛ8 επίρ. κοντά, πλησίον, σιμά, πλάι, δί- δίπλα· ОН живёт - нас αυτός ζει κοντά σε μας. возлегать р.δ. βλ. возлечь. возлежать, -жу, -жйшь ρ.δ.ί(*αλ.) βλ. воз- возлечь. возлечь, -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ.χρ. -лёг, -легла, -ло, προστκ. возляг ρ.σ. (παλ.) κείμαι, κείτομαι· ξαπλώνω. возликовать, -кую, -куешь р.σ. αγαλλιάζω, αγαλλιώ, αγάλλομαι, υπερχαίρω, -ομαι. ВОЗЛИЯНИе, -Я ουδ. 1 ,(στην αρχαιότητα)., σπονδή. 2 οινοποσία. возложение, -Я ουδ. 1 κατάθεση· - венка κατάθεση στεφάνου. 2 ανάθεση (εντολής, έρ- έργου κ.τ.τ.). ВОвЛОЖИТЬ, -ожу, -ОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -оженный, βρ: -жен, -а, -О р.σ.μ. 1 κα- καταθέτω· - венок καταθέτω στεφάνι. 2 αναθέ- αναθέτω (εντολή, έργο κ.τ.τ.). ВОЗЛЮбИТЬ, -люблю, -любишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -любленный, βρ: -лен, -а, -о р.6.и. (παλ} αγαπώ, λατρεύω, υπερφιλώ. возлюбленный επ. απο μτχ. πολυαγαπημένος, λατρευτός· αγαπητός. возмездие, -Я ουδ. (ΰψ. ύφος) τιμωρία, κό- κόλαση, τα επίχειρα της κακίας, θεία δίκη. возместить, -ещу, -естйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ещённый, βρ: -щён, щена, -щено ρ.σ.μ. 1 αποζημιώνω. 2 αναπληρώνω· - потери ανα- αναπληρώνω τις απώλειες. II -ОЯ 1 αποζημιώνομαι. 2 αναπληρώνομαι, επανορθώνομαι· все недос- недостатки -ятся όλες οι ελλείψεις θα καλυφθούν все лишения -ятся όλες οι στερήσεις θα εκ- εκλείψουν. возмечтать ρ.σ. 1 ονειροπολώ, φαντασιοκο- πώ, ρεμβάζω. 2 (απλ.) μεγαλαυχώ, καυχιέμαι, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. возмещать(ся) ρ.δ. βλ. возместйть(ся). возмещение, -Я ουδ. 1 αναπλήρωση, αντικα- αντικατάσταση. 2 αποζημίωση. ВОЗМОЖНО' επίρ. 1 όσο το δυνατό(ν)· сде- сделать - лучше κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα· принесите лекарство - скорее φέρτε φάρμακο όσο μπορείτε γρηγορότερα ή το ταχύτερο. 2 απρόσ. είναι, υπάρχει η δυνατότητα. 3 ίσως, είναι ενδεχόμενο, δυνατό, ενδέχεται, μπορεί, πιθανόν - меня не будет дома завтра μπορεί αύριο να μην είμαι στο σπίτι, ίσως αύριο να λείπω απο το σπίτι. ВОЗМОЖНОСТЬ, -И θ. 1 δυνατότητα, ενδεχό- ενδεχόμενο, πιθανότητα· большие -И μεγάλες δυνα- δυνατότητες· нет никакой -и όχι δεν υπάρχει κα- καμιά δυνατότητα· дать - кому δίνω τη δυνατό- δυνατότητα σε· ЛИШИТЬ -И στερώ τη δυνατότητα. II ευ- ευκαιρία· нет у меня -и δεν έχω ευκαιρία, δεν είμαι εύκαιρος. II εκφρ. до последней -и με κάθε δυνατότητα, μ' όλα τα δυνατά, μ' ό,τιεί- ό,τιείναι δυνατόν по -и ή по мере -и κατά το δυ- δυνατόν, στο μέτρο των δυνατοτήτων при пер- первой ή ближайшей -И με την πρώτη ευκαιρία·· нет -И δεν υπάρχει δυνατότητα, είναι αδύ- αδύνατον . возможный επ., βρ.: -жен, -жна, -жно. 1 πι- πιθανός, δυνατός. 2 πραγματοποιήσιμος, μπορε- τός, κατορθωτός. возмочь, -огу, -онэшь, -огут, παρλθ. χρ. -ОГ, -ла, -ЛО р.σ. (παλ.) δύναμαι, μπορώ. возмужалость, -И θ. αρρενωπότητα, ανδρι- ανδρικό, αρρενωπό ύφος. возмужалый επ. αρρενωπός, αρρενωπρεπής, ανδρικός, αντρίκιος. II ώριμος (την ηλικία). ВОЗМухаТЬ р.σ. αντριώνομαι, ανδρούμαι. возмутитель, -Я α. (παλ.) στασιαστής· υ- υποκινητής στάσης. возмутительно επίρ. αγανακτησμένα, θυμω-
воз 124 воз μένα, με δυσανασχέτηση. возмутительность, ~И θ. αγανάκτηση, δυσα- δυσανασχέτηση. возмутительный επ., βρ: -лен, -льна,-льно. 1 που προκαλεί αγανάκτηση, δυσανασχέτηση. 2 (παλ.) στασιαστικός, εξεγερτικός. ВОЗМУТИТЬ, -УЧУ, -УТЙШЬ παθ. Ιΐτχ. παρλθ. χρ. -ущённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ. 1 (παλ.) θολώνω· - ВОДУ θολώνω το νερό. 2 αγανακτώ, οργίζω. 3 (παλ.) εξεγείρω, παρά- κινώ σε εξέγερση, στάση, στασιάζω. II -СЯ 1 αγανακτώ, δυσανασχετώ. 2 (παλ.) στασιάζω, ε- εξεγείρομαι. возмушать(ся) р.δ. βλ. возмутйть(ся). возмущение, -Я ουδ. 1 θόλωμα, -ση. 2 αγα- αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, οργή, ψυχική ταραχή, 3 (παλ.) εξέγερση, στάση. 4 (αστρν.) διατά- διατάραξη (των ουρανίων σωμάτων). возмущённый επ. απο μτχ. ιαγανακτησμένος, δυσανασχετημένος· θυμωμένος. вознаградить, -ажу, —адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -авдённый, βρ: -дён, -дена, -но ρ.σ.μ. αμείβω, ανταμείβω· επιβραβεύω· - за труд ανταμείβω για τη δουλειά. II -ОЯ αμεί- αμείβομαι, ανταμείβομαι· επιβραβεύομαι. вознаграждаться) ρ. δ. βλ. вознаградить- (ся). вознаграждение, -я ουδ. αμοιβή, ανταμοι- ανταμοιβή· επιβράβευση·' - за долголетнюю службу ε- επιβράβευση για πολυετή υπηρεσία· денежное - χρηματική αμοιβή". вознамериваться р.δ. βλ. вознамериться. ВОЗНамёриТЬ(СЯ) ρ.σ. (παλ.) προτίθεμαι, διατίθεμαι, σκοπεύω. вознегодовать, -дую, -дуешь р.σ. (γραπ. λόγος) αγανακτώ, δυσανασχετώ, βαρυγκομώ. возненавидеть, -йжу, -йдишь р.σ.μ. μισώ, τρέφω μίσος. вознесение, -я ουδ. βλ. возносёние. II Α- Ανάληψη (θρησκ. γιορτή). вознести, -есу, -есёшь, παρλθ. χρ.вознёс, -есла, -ли; μτχ. παρλθ. χρ. вознёсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вознесённый, βρ: -сён, -се- -сена, -сено ρ.σ.μ. ανεβάζω, σηκώνυ ψηλά, υψώ- υψώνω, αίρω, επαϊρω, ανάγω· - до небес υψώνω στα ουράνια· судьба его ВЫСОКО -ела η τύχη τον ανέβασε ψηλά. II -СЬ 1 υψώνομαι, ανυψώ- ανυψώνομαι, ανεβαίνω ψηλά, στα ΰψη· ανεγείρομαι. 2 (απλ.) περηφανεύομαι, υψηλοφρονώ, μεγαλο- φρονω. возникать р.δ. βλ. возникнуть. ВОЗНИХНОВвНИв, -Я ουδ. εμφάνιοη (για πρώ- πρώτη φορά)· - ЖИЗНИ на Земле η εμφάνιση της Γωής πάνω στη Γη· - частной собственности η εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας. возникнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. возник, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. возникший р.σ. εμ- εμφανίζομαι, γεννιέμαι, αναφύομαι. ВОЗНЁца, -Ы α. αμαξάς, αμαξηλάτης, αμαξο- δηγός, καροτσέρης. В08НИЧИЙ, -его α. (παλ.) βλ. возница. вовносйть(ся) р.δ. βλ. вознестй(сь). ВОЗНОшёнив, -Я ουδ. ανέβασμα, ύψωση, α- ανύψωση , σήκωμα, έπαρση. ВОЗНЯ, -Й θ. 1 θορυβώδης μετακίνηση, τα- ταραχή, αταξία, φασαρία. 2 φροντίδες, σκου- τοϋρες· много -и с огородом πολλές φροντίδες έχει ο λαχανόκηπος. 3 αθρσ. ραδιουργίες· по- подозрительная - поджигателей войны ύποπτες! κινήσεις των εμπρηστών του πολέμου. возобладать р.σ. (παλ.) υπερτερώ, υπερι- υπερισχύω, υπερέχω, υπερνικώ· чувство долга -ло над страхом το αίσθημα του καθήκοντος νί- νίκησε το φόβο· -ло противоположное мнение υ- υπερίσχυσε η αντίθετη γνώμη. возобновить, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -влённый, βρ: -лён, -лена, -лею р.σ.μ. I επαναλαβαίνω, ξαναρχίζω, επαναρχίζω, διε- διεξάγω εκ νέου, ξανά· переговоры -лись οι δι- διαπραγματεύσεις (συνομιλίες) ξανάρχισαν. 2 ανανεώνω, αποκατασταίνω εκ νέου, επανορθώνω, ανακαινίζω· - ЖИВОПИСЬ ανανεώνω τη ζωγραφιά. II -СЯ ξαναρχίζω, επαναρχίζω, επαναλαμβάνο- επαναλαμβάνομαι· после каникул -лись занятия μετά τις διακοπές ξανάρχισαν τα μαθήματα. возобновление, -Я ουδ. 1 επανάληψη,ξανά ρ- χισμα. 2 αναναίωση, επανόρθωση, ανακαίνιση. возобновляться) р.δ. βλ. возобновиться> ВОЗОК, -зка α. 1 (παλ.) έλκηθρο κλειστό. 2 (διαλκ.) έλκηθρο. ВОЗОМНИТЬ Р.σ. έχω μεγάλη ιδέα για τον ε- εαυτό μου, είμαι όλο ιδέα, κόβομαι πολύς, υ- περ*αιρομαι. ВО80Ш!ТЬ, -ШЛО, -ПЙШЬ р.σ. (παλ.) κραυγά- κραυγάζω, ορύομαι· мать со страхом -ла η μάνα με φόβο κραύγασε. возрадоваться, -дуюсь, -дуешься р. σ. (παλ.) βλ. обрадоваться. возражать р.δ. βλ. возразить. ВОврахение, -Я ουδ. αντίρρηση, αντιλογία, εναντιολογία· неосновательное « αβάσιμη α- αντίρρηση. возразить, -ажу, -азйшь ρ.σ. αντιλέγω, ε- ναντιολογώ', προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω· Я -йл против итого предложения πρόβαλα α- αντιρρήσεις σ' αυτή την πρόταση, αντιτάχτηκα σ' αυτή την πρόταση. возраст, -а α. ηλικία* дети школьного -а παιδιά σχολικής ηλικίας· люди одного -а άν- άνθρωποι συνομήλικοι. II εκφρ. на -е σε ηλικία, ώριμος (συνήθως για γυναίκες). возрастание, -Я ουδ. βαθμιαία αύξηση, α-
воз 125 вой νάπτυξη, μεγάλωμα. возрастать р.δ. βλ. возрасти. возрасти, -сту, -стёшь, παρλβ. χρ. воз- возрос, -ла, ~л<5 р.σ. 1 (παλ.) βλ. вырасти A σημ.).2 μεγαλώνω, αυξάνω (κατά μέγεθος, ό- όγκο, δύναμη κ.τ.τ.). возрастить, -ащу, -астишь р.σ.μ. (παλ0 βλ. вырастить. возрастной επ. της ηλικίας· -ые особен- особенности ιδιομορφίες της ηλικίας. ВОЗРОДИТЬ, -ОЖу, -ОДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ. αναγεννώ, ξαναζωντανεύω· επανορθώνω, αναδη- αναδημιουργώ, ανανεώνω· αναστηλώνω. II -СЯ ανα- αναγεννιέμαι, επανορθώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. вовроадатьСся) р.δ. βλ. возродйть(ся). возрождение, -Я ουδ. αναγέννηση, παλιγγε- παλιγγενεσία· хозяйственное - страны οικονομική α- αναγέννηση της χώρας· эпоха -Я η εποχή της Αναγέννησης· 25 марта - праздник националь- национального -Я Греции η 25 Μάρτη είναι εθνική γιορ- γιορτή της παλιγγενεσίας της Ελλάδας. возроптать, -ПЩу, -пщешь р.σ. (παλ.) μεμ- μεμψιμοιρώ, μουρμουρίζω, γογγύζω. ВОврыдаТЬ р.σ. (παλ.) κλαίω με λυγμούς. ВОЗЧИК, -а α. αγωγιάτης. ВОЗЫМвТЬ ρ.σ.μ. 1 (παλ.) αποκτώ, κερδίζω, κτώμαι. II αρχίζω να· лекарство -ло дейст- действие το φάρμακο άρχισε να επιδρά. 2 αισθάνο- αισθάνομαι· - уважение αισθάνομαι σεβασμό· - от- отвращение αισθάνομαι απέχθεια. ВОИН, -а α. (υψ. ϋφος) πολεμιστής, μαχη- μαχητής· храбрый - γενναίος πολεμιστής. ВОИНСКИЙ επ. στρατιωτικός, πολεμικός· -ое звание στρατιωτικός βαθμός· - устав στρατι- στρατιωτικός κανονισμός· -ая часть το στρατιωτικό τμήμα· - ДОЛГ το στρατιωτικό καθήκον -ие преступления εγκλήματα πολέμου· -ие почести οι στρατιωτικές τιμές. ВОИВСТВвННО επίρ. μαχητικά, πολεμικά, φι- φιλοπόλεμα. ВОЙНСТВвННОСТЬ, -И θ. μαχητικότητα· πολε- μικότητα, το φιλοπόλεμον. воинственный επ., βρ: -вен, -венна,-венно μαχητικός, πολεμικός, φιλοπόλεμος, πολεμο- πολεμοχαρής, αρειμάνιος· -ые племена οι φιλοπόλε- φιλοπόλεμες φυλές* -ые планы πολεμικά σχέδια· -ые намерения πολεμικές διαθέσεις· - ВИД αρει- αρειμάνιο ϋφος· - дух πολεμικό πνεύμα. ВОИНСТВО, -а ουδ. (υψ. ύφος) το στράτευ- στράτευμα, οι στρατιωτικές δυνάμεις. ВОИНСТВУЮЩИЙ επ. απο μτχ. μαχητικός, αγω- αγωνιστικός· - материализм μαχητικός υλισμός. воистину επίρ. στ' αλήθεια, στ' αληθινά, πραγματικά. ВОЙтель, -Я α. -ница, -Ы θ. 1 (παλ.) μα- μαχητής, -τρία, πολεμιστής. 2 μτφ. φι,λόμαχος, φιλόνικος, φίλερής· μαχητικός. ВОЙ, ВОЯ α. 1 ούρλιασμα, -χτό, ωρυγή. 2 θρήνος, κλάμα γοερό, κλαυθμός· бабы ПОДНЯЛИ - над покойником οι γυναίκες έκλαψαν γοερά πάνω στο νεκρό. ВОЙЛОК, -а α. πίλημα, κετσές. ВОЙЛОЧНЫЙ επ. 1 του πιλήματος· -ое произ- производство η παραγωγή πιλήματος. 2 απο πίλημα· -ые туфли παπούτσια απο πίλημα. война, -ы, πλθ. войны θ. 1 πόλεμος· гре- КО-персйтские -ы οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι· первая мировая - ο πρώτος παγκόσμιος πόλε- πόλεμος. 2 αγώνας, πάλη· постоянная - с самйм> собою συνεχής πόλεμος με τον εαυτόν. войско, -а, πλθ. войска, войск, -ам ουδ. στράτευμα, στρατός· регулярные -а о τακτι- τακτικός στρατός· наёмные -а μισθοφορικά στρα- στρατεύματα· сухопутные -а τα στρατεύματα της ξηράς, οι χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις. ВОЙСКОВОЙ επ. στρατιωτικός· -ые формиро- формирования στρατιωτικοί σχηματισμοί· -ая развёд- ка στρατιωτική ανίχνευση· -ая часть στρατι- στρατιωτικό τμήμα (ή μονάδα). II εκφρ. - круг συ- συνέλευση των Κοζάκων για ζητήματα πολέμου. *ВОЙТ, -а α. (παλ.) προεστός, πρόκριτος. II πρόεδρος χωριού (κοινότητας). войти, войду, войдёшь, παρλθ. χρ. вошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επιρ. μτχ. ВОЙДЙ ρ.σ. 1 εισέρχομαι, μπαίνω, εισ- εισδύω· - в комнату μπαίνω στο δωμάτιο· заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βα- βαθιά. 2 συμπεριλαμβάνομαι· - В СПИСОК συμπε- συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο. II γίνομαι μέλος· он -шёл в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή. 3 Χωρώ> περιλαμβάνομαι· бельё не -ШЛО В чемодан τα ρούχα δεν μπήκαν (δε χώ- χώρεσαν) στη βαλίτσα. 4 εισχωρώ, εισδύω· - Β суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης. 5 με την πρόθεση „Β" και με αφηρεμένα ουσια- ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... - в перегово- переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)· В действие ηπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή· в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω ν<* ιοχύω· - в сношения ορχίζω να πιάνω σχέσεις* - в при- привычку αρ;<· ζω να γίνομαι συνήθεια· - В МОДУ (αρχίζω ν 0 γίνομαι της μόδας· - в извест- известность γίνομαι γνωστός.II εκφρ. - в доверие' αποχτώ την εμπιστοσύνη· - в МИЛОСТЬ αποχτώ την ευμένεια* - В дружбу πιάνω φιλία· - Β 6ЫТ μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή· - Β ЖИЗНЬ α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή· - В историю μπαίνω στην ι- ιστορία· - В колею ή в русло συνηθίζω, στη ζωή· - в лета ή в года ή в возраст (παλ.) η- λικιώνομαι, ωριμάζω, ε'οχομαι στα χρόνια·
ΕΟΚ 126 вол в подробности μπαίνω σε λεπτομέρειες· ~В по- положение КОГО καταλαβαίνω την κατάσταση του· - в пословицу ή в поговорку γίνομαι, παροι- υία, γνωμικό. * вокабула, ~ы θ. (παλ.) λέξη ξένη. *вокализ, -а α. κ. παλ. вокализа, -ы θ. φω- νωδία. вокализация, -И θ. φωνωδία (με φωνήεντα). *ВОКалЙЗМ, -а α. φωνηεντολογία, σύστημα φω- φωνηέντων μιας γλώσσας. вокалист, -а α. φωνωδός. *ВОКалышй επ. φωνητικός· -ая музыка φωνη- φωνητική μουσική. вокзал, -а α. σταθμός (το κτίριο)· желез- железнодорожный - ο σιδηροδρομικός σταθμός. ВОКЗалышй επ. το\) σταθμού· - буфет μπου- μπουφές του σταθμού. вокруг επίρ. γύρω, γύρω-γύρω, ολόγυρα, ο- λοτρόγυρα, περίγυρα, περιτρίγυρα, πέριξ. II εκφρ. - да ОКОЛО ακροθιγώς· απ'έξω-απ' έξω. вол, -а α. βόδι ευνουχισμένο. * волан, -а α. σφόνδυλος μηχανής, βολάν. ВОЛГЛЫЙ επ. (διαλκ.) υγρός, νότιος, волгнуть, -ну, -нешь ρ.δ. (διαλκ.) υγραί- υγραίνομαι, νοτίζω. ВОЛДЫРЬ, -Я α. πρήξιμο, φουσκάλα, οίδημα. волевой επ. βουλητικός, θελητικός, με ι- ισχυρή θέληση· - человек άνθρωπος με ισχυρή θέληση. волеизъявление, -Я ουδ. εκδήλωση, έκφραση θέλησης, επιθυμίας· свободное - народа η ε- ελεύθερη έκφραση του λαού. ВОЛейбОЛ, -а α. χειρόσφαιρα, χειροσφαίρι- χειροσφαίριση, βόλεϋ-μπώλ. волейболист, -а α. -ка, -И θ. βολεϋμπωλι- στής, -τρία. ВОЛеЙбОЛЬНЫЙ επ. της χειρόσφαιρας,του βό- βόλεϋ-μπώλ· - мяч η μπάλα του βόλεϋ. ВОлеЙ-НвВОЛвЙ επίE. θέλοντας μη θέλοντας, με το ζόρι, με το στανιό, εκών-άκων. *ВОленС-ЫОленс επίρ. (γραπ. λόγος) βλ. волей-неволей. г.олк, -а, γεν. πλθ. -ов λύκος. II εκφρ. морской ~ θαλασσόλυκος (πεπειραμένος)· - Β овечьей шкуре λύκος ντυμένος με προβιά (υ- τ ^κριτής με πολύ κακιές διαθέσεις)* ~ΟΜ смо- смотрит σαν το λύκο κοιτάζει (εχθρικά, .αρπα- .αρπαχτικά)· ХОТЬ -ом вой ο'σο θέλεις ούρλιαξε (τίποτε δεν μπορείς να κάνεις, να γλυτώσεις). ВОЛК-машЙна, -Ы θ. (τεχ.) λύκος, μηχανή ύ- ύφανσης . волкодав, -а α. λυκόσκυλο κυνηγετικό. волна? -ы, πλθ. волны, δοτ. волнам к. вол- волнам, οργν. волнами к. волнами, προθτ. о вол- волнах к. о волнах θ. κυρλξ. κ. μτφ. τό κύμα- морская - το κύμα της θάλασσας· речная - το κύμα του ποταμού· солнце скрылось В волнах о ήλιος κρύφτηκε πίσω απο τα κύματα· - не- недовольства κύμα αγανάχτησης· - света κύμα φωτός· стачечная - απεργιακό κύμα* звуковая - ηχητικό κύμα· электромагнитные -Ы ηλε- ηλεκτρομαγνητικά κύματα· длина -ы το μήκος κύ- κύματος . ВОЛНа^ -Ы θ. (διαλκ.) το μαλλί. ВОЛНвНИв, -Я ουδ. 1 κύμανση, ταραχή του νερού. 2 μτφ. ταραχή, ανησυχία* жизнь, пол- полная тревог И -ИЙ η ζωή είναι γεμάτη απο φό- φόβους και ταραχές. 3 цтф. αναβρασμός· - ра- рабочих αναβρασμός των εργατών. волнистый επ., βρ: -ист, -а, -о κυματο- κυματοειδής· -ая ЛИНИЯ κυματοειδής γραμμή· -ые ВО- ВОЛОСЫ μαλλιά κυματιστά ( οντουλέ), σπαστά, τσα- τσακιστά. II λοφώδης· -ая равнина λοφώδης πεδι- πεδιάδα. волнительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ανησυχητικός, ταραχώδης· письмо Очень -ое επιστολή πολύ ανησυχητική. волновать, -ную, -нуешь, μτχ. ενστ. вол- волнующий ρ.δ.μ. 1 ταράζω, προκαλώ σάλο, κύμα- κύματα, τρικυμίζω. 2 μτφ. ανησυχώ· §ТИ вести ме- меня -ЮТ αυτές οι ειδήσεις με ανησυχούν. 3 тоЛ. παρακινώ σε ταραχές. II-СЯ 1 (δια)κυμαίνομαι, κυματίζω· γίνομαι τρικυμιώδης. 2 μτφ. ανη- ανησυχώ, ταράσσομαι· συγκινούμαι. 3 αγαναχτώ. ВОЛНОВОЙ επ. 1 της κύιΛχνσης· -ая теория света η θεωρία των κυμάνσεων του φωτός. 2 (λαϊκή ποίηση) κυματίας, που σηκώνει κύματα. ВОЛНОЛОМ, -а α. κυματοθραύστης. ВОЛНОМёр, -а α. κυματόμετρο. волнообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 κυματοειδής, κυματώδης. 2 λοφώδης· -ая по- поверхность λοφώδης επιφάνεια. волнорез,- -а α. βλ. волнолом. ВОЛНушка, -И θ. είδος μανιταριού. волнующий επ. απο μτχ. ανησυχαστικός* συ- συγκινητικός· -ие события ανησυχαστικά γεγο-ί νότα. ВОЛОВИЙ, ЬЯ, -ье επ. 1 βοδινός· του βο- βοδιού· -ье стадо κοπάδι βοδιών. 2 μτφ. πολύ δυνατός, γερός· -ье здоровье σιδερένια υ- υγεία· -ьи нервы γερά νεύρα. II εκφρ. -ьи гаа за μάτια σαν του βοδιού (χαυνα κ. εξέχοντα)" -ья шея κοντός και γερός λαιμός (σαν του βο- βοδιού). воловина, -Ы θ. δέρμα βοδινό. ВОЛОВНЯ, -и θ. βοϊδοστάσιο. волокита} -ы θ. μανδαρίνος· борьба с бю- бюрократизмом И -ОЙ πάλη κατά του γραφειοκρα- τιομού και των μανδαρίνων. волокита* -Ы α. γυναικάς, γυναικάκιας, γυ- ναικοθήρας. ВОЛОКИТНЫЙ επ. σχολαστικός· -ое дело πα-
вол 127 вол ρελκυστική υπόθεση. ВОЛОКИТСТВО, -а ου6. γυναικοθηρία. волокитчик, -а α. βλ. волокита. [волокнистый; επ., βρ: -нйст, -а, -о ινώδης. волокно, -а, ουδ. πλθ. волокна,1,-кон,'-кнам. 1 η ίνα* искусственное - οι τεχνητές Ινες. 2 (βιολ.) ο τένοντας. ВОЛОКОМ επί ρ. σβαρνιστά, συρτά, σέρνοντας, τραβηχτά. волокуша, -и θ. 1 σβάρνα, βωλοκόπος. 2 έλ- κυθρο πάνω στο έδαφος. 3 αχυροδίκρανο ή" α- χυροτρίκρανο. 4 (διαλκ.) συρτή (αλιευτικό, μέσον). * волонтёр, -а α. εθελοντής. волонтёрный επ. εθελοντικός, του εθελοντή. волонтёрский επ. (παλ.) εθελοντικός·- ко- корпус εθελοντικό σώμα. ВОЛООКИЙ επ. βοϊδομάτης. ВОЛОС, -а, πλθ. волосы к. απλ. ролоса, волос, ~ам α. 1 τρίχα. II πλθ. -сы μαλλιά, κόμη· схватить за -сы πιάνω απο τα μαλλιά· ОН совсем без -ос αυτός είναι τελείως φαλα- φαλακρός· седые -Ы γκρίζια μαλλιά. II εκφρ. до седых -ОС ώσπου ν' ασπρίσω (να γεράσω)· НИ на - ούτε μια τρίχα (καθόλου)· рвать ή драть на себе -Ы τραβώ τα μαλλιά μου (απελπίζομαι). волосастый επ., βρ: -саст, -а, -о (απλ.) βλ. волосатый. ВОЛОСаТИК, -а α. σκουλήκι νηματοειδές. волосатость, -И θ. 1 τρίχωμα. 2 μεγάλη τρι- τριχοφυΐα. волосатый επ., βρ: -сат, -а, -о μαλλια- μαλλιαρός, τριχωτός, δασύτριχος, δασύμαλλος, πυ- κνόμαλλος. волосёнки, -ΗΟΚ к. нков πλθ. παλιότριχες· παλιόμαλλα. ВОЛОСИК, -а α. τριχίτσα. ВОЛОСЙНка, -И θ. μιά τριχίτσα. ВОЛОСИСТЫЙ επ., βρ: -сйст, -а, -о. 1 τρι- τριχωτός, τριχώδης, μαλλωτός, μαλλιαρός. 2 τρι- τριχοειδής. ВОЛОСНОЙ к. ВОЛОСННЙ επ. τριχοειδής- -ые сосуды τριχοειδή αγγεία. волосность, -и θ. βλ. капиллярность. волосовидный επ., ~ден, -.дна, -дно τρι- τριχοειδής. ВОЛОСОК,-ска α. 1 τριχίτσο-. 2 τριχίτσες ρί- ρίζας· корневые -Й νηματοειδείς ρίζες. 3 σύρ- σύρμα, ελατήριο λεπτό, νηματοειδές· - в эле- ктрйческой лампочке το νήμα της ηλεκτρικής λάμπας. II εκφρ. на - ή на -έ σε (απο) μια τρίχα (στο χείλος της καταστροφής, του θα- θανάτου)· висеть ή держаться на -ё κρέμομαι, κρατιέμαι απο μια τρίχα (βρίσκομαι σε πάρα πολύ επικίνδυνη κατάσταση)· не тронуть -а δε θίγω ούτε μια τρίχα (δε βλάπτω καθόλου). волосообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно τριχοειδής. ВОЛОСТНОЙ επ. επαρχιακός, της επαρχίας· -ое правление η διοίκηση της επαρχίας· - стар- старшина о έπαρχος. ВОЛОСТЬ, -И θ. 1 (παλ.) πριγκηπάτο μικρό. 2 (μέχρι το 1930) επαρχία, τελευταία διοι- διοικητική υποδιαίρεση. ВОЛОСЯНИК, -а α.(απλ.) στρώμα μάλλινο. ВОЛОСЯНКа, -И θ. 1 ύφασμα πλεκτό απο αλο- γουρά. 2 (απλ.) μαλλιοτράβηγμα (τσακωμός). ВОЛОСЯНОЙ επ. τρίχινος· μάλλινος· - ма- трац μάλλινο στρώμα, μαλλινοστρωμνή· - πο- кров τρίχινο κάλυμμα. ВОЛОЧвНИв, -Я ουδ. 1 σύρσιμο, τράβηγμα. 2 διέλκυση· - проволоки διέλκυση σύρματος· труб διέλκυση σωλήνων. ВОЛОЧИЛЬНЫЙ επ. (τεχ.) διελκυστικός, της διέλκυσης· - стан μηχανή διέλκυσης. ВОЛОЧИЛЬЩИК, -а α. εργάτης διέλκυσης. ВОЛОЧИТЬ, -очу, -ОЧИШЬ ρ.δ.μ. 1 σέρνω, σύ- σύρω, τραβώ* - мешок σέρνω το σακκί. 2 (τεχ.) διελκύω· - проволоку διελκύω σύρμα (ουρμα- τοποιώ). II εκφρ. еле ή едва -ИТ μόλις μπο- μπορεί και σέρνει τα πόδια. II -СЯ 1 σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι· её длинное платье по полу -ИТСЯ το μακρύ της φόρεμα σέρνεται στο πάτωμα. II βαδίζω με δυσκολία, σέρνομαι. 2 ερωτοτροπω, φλερτάρω, τραβιέμαι. волочь, -оку, -очёшь, -кут, παρλθ. χр. во- волок, -ла, -Л<5, επιρ. μτχ. волоча р.δ.μ. βλ. ВОЛОЧИТЬ A σημ.). ΙΙ-СЯ βλ. ВОЛОЧИТЬСЯ A σημ.), ВОЛХВ, -а α. μάγος· μάντης (στους αρχαί- αρχαίους Γλάβους). ВОЛХОВать, -хвуга, -хвуешь ρ.δ. προφητεύω, μαντεύω, προλέγω. волчанка, -И θ. λύκος (φυματιώδης φλεγμο- φλεγμονή του δέρματος). Волчатник, -а α. κυνηγός λύκων. волчец, -чца α. λύκος, οροβάγχη (παράσιτο των φυτών). волчий, -ья, -ье επ. λυκίσιος, του λύκου· -ья шкура λυκίσιο δέρμα· -ья стая κοπάδι λύκων. 2 μτφ. σκληρός, κακός, απάνθρωπος,; θηριώδης· αρπαχτικός· -ЬИ законы σκληροί νό- νόμοι. II εκφρ. - аппетит κυνορεξία, λίμα* -ья пасть λυκόστομα· - билет ή паспорт (στην τσαρική Ρωσία) ταυτότητα με υποσημείωση: αμ- αμφίβολος ( κοινωνικών φρονημάτων)· -ья яма α) λυκοπαγίδα με λάκκο, β) στρατ. τάφρος, ντά- ντάπια. волчиха, -и θ. λύκαινα. волчица, -ы θ. λύκαινα. ВОЛЧКОМ επίρ: вертеться - α) στριφογυρί- στριφογυρίζω σαν το λύκο. β) δουλεύω σκυλίσια. волчок, -чка α. σβούρα, στρόβιλος· вер-
вол 128 вол ТвТЬСЯ -ОМ φέονω γύρω σαν τη σβούρα. 2 μά- μάτι, οπή (στην πόρτα της φυλακής για την πα- παρακολούθηση των φυλακισμένων). 3 (δεντοοκ.) βλαστάρι,, φιντάνι. волчонок, -нка, πλθ. -чата, -чат α. λυκό- πουλο, λυκιδεύς. ВОЛшебННК· -а α., -НИЦа, -Ы θ. μάγος, μά- μάγισσα, γόης, γόησσα. ВОЛШвбНЫЙ επ. 1 μαγικός' -ая палочка μα- μαγική ράβδος. 2 γοητευτικός· σαγηνευτικός. ВОЛШебСТВО, -ό ουδ. μαγεία. II γοητεία· σαγή- σαγήνη, θέλγητρο. ВОЛЫНИТЬ р.δ. (απλ.) βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω σκόπιμα. ВОЛЫНКа, -И θ. 1 άσκαυλος, γκάιντα. 2 απλ. παρέλκυση, καθυστέρηση σκόπιμη. ВОЛЫНЩИК, -а α. ασκαυλητής, παίκτης γκάι- γκάιντας. *вольвокс, -а α. βόλβοκας, βόλβοζ (γένος μονοκύτταρων οργανισμών). ВОЛЬГОТНО επίρ. ελεύθερα, άνετα, вольготный επ., βρ: -тен, -тна, -тно (απλ.) ελεύθερος, χωρίς περιορισμούς· -ая жизнь ε- ελεύθερη ζωή. *вольёр, -а α. к. вольера, -ы θ. κλούβα, κλουβί ζώων ή πτηνών, καφάσι. вольная, -ОЙ θ. έγγραφο απελευθέρωσης δού- δούλου. ВОЛЬНИЦа, -Ы θ. 1 (παλ.) ανεξάρτητη κοι- κοινότητα, λαότητα. 2α. κ. θ. άνθρωπος ελεύ- ελεύθερος, ξέγνοιστος. вольничать р.δ. κάνω ό,τι θέλω, ό,τι μου αρέσει· Я не дам вам - δε θα κάνετε ό,τιθέ- ό,τιθέλετε εσείς. ВОЛЬНО επίρ. 1 ελεύθερα. 2 ανάπαυση (πα- (παράγγελμα) . ВОЛЬНОЛумеЦ, -мца α. (παλ.) ελευθερόφρο- νας, ελεύθερος στοχαστής. вольнодумие, -я ουδ. βλ. вольнодумство, вольнодумный ιεπ., βρ: -мен, -мна, -мно ε- λευθερόφρονας, ελεύθερα , σκεπτόμενος. вольнодумство, -а ουδ. ελευθεροφροσύνη, ε- ελευθερία σκέψης. вольнодумствовать, -твую, -твуешь р.6„ (παλ) ελευθεροφρονώ, σκέφτομαι ελεύθερα. вольнолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -Ο φιλε- φιλελεύθερος· ελεύθερος· - народ φιλελεύθερος λαός· -ые стихи φιλελεύθεροι στίχοι._ вольномыслие, -я ουδ. βλ. вольнодумство. вольнонаёмный επ. ελεύθερος μισθωτός ερ- εργάτης . вольноопределяющийся, -егося α. (παλ.) εθε- εθελοντής στρατιωτικός. вольноотпущенник, -а α. απελεύθερος, вольноотпущенный επ. (για δούλο) απελεύ- απελεύθερος. вольнослушатель, -я α., -ница, -ы θ. α- |κροατής, -άτρια. ВОЛЬНОСТЬ, -И θ. 1 (παλ.) ελευθερία, ανε- ανεξαρτησία. II μτφ. άδεια· поэтическая - ποιη- ποιητική άδεια, ελευθερία. 2 οικειότητα, στενός σύνδεσμος. 3',Οκαλ.) προνόμιο. вольный επ., βρ: -лен, -льна, -но, вольны к. ~ны. 1 ελεύθερος. II φιλελεύθερος. 2 απε- απελεύθερος. 3 οικείος, ασύστολος, θαρρετός. Ц- συνειδητός· -ые и невольные погрешения συ- συνειδητά και ασυνείδητα σφάλματα (αμαρτήμα- (αμαρτήματα)· II (με διαφ. σημ.) ελεύθερος· - пере- перевод ελεύθερη μετάφραση· -ые стихи ελεύθεροι στίχοι· - стрелок ελεύθερος σκοπευτής· -ая гавань ελεύθερο (τελωνειακών δασμών) λιμάνι· ~ые движения ελεύθερες (γυμναστικές) ασκή- ασκήσεις· -ая вода ελεύθερα ύδατα για πλουν (α- (απαλλαγμένα απο σκάφη, πάγους)· -ая птица ε- ελεύθερο πουλί (άνθρωπος ανεξάρτητος). * ВОЛЬТ1, -а α. (ηλεκτρ.) βολτ. *ВОЛЬТ* -а α. 1 περιαγωγή αλόγου, βόλτα. 2' αποφυγή χτυπήματος (στην ξιφασκία,οπλασκία). ВОЛЬТа, -Ы θ. είδος ελαφρού βαμπακερού υ- υφάσματος . вольтаж,-а α. το βολτάζ. вольтаметр, -а α. βολτάμετρο. ВОЛЬТ-ампёр, -а α. Βολταμπέρ. вольтерьянец, -нца α. βολταιριανός. Вольтерьянство, -а ου,δ. βολταιριανισμός. вольтижёр, -а α. που περιελαύνει, περιιπ- πεύει, κάνει θόλτες με το άλογο. ВОЛЬТИЖЙровать, -РУ», руешь р.δ. περιιπ- πεύω, περιελαύνω, βολτάρω με το άλογο. *ВОЛЬТИХИровха, -И θ. εξάσκηση στην ιππα- ιππασία χωρίς αναβολέα. вольтметр, -а α. βολτόμετρο. * *вольфрам, -а α. βολφράμιο, τουγκστένιο. вольфрамит, -а α. βολφραμίτης. вольфрамовый επ. 1 βολφραμικός, του βολ- φραμίου. 2 βολφραμιούχος. *В0ЛгатарЙ8М, -а α. βουλησιαρχία, βουλησιο- κρατία. волюнтарист, -а α. βουλησιοκράτης. волюнтаристический επ. βουλησιοκρατικός, βουληοιαρχικός. волюнтаристский επ. βλ. волюнтаристичес- волюнтаристический. *волюта, -ы θ. (αρχτ.) σπείρα, έλικα. ВОЛЯ, -И θ. 1 θέληση, βούληση, βουλή· си- сила -И η δύναμη της θέλησης. 2 επιθυμία, α- παιτητικότητα· считаться с -ей Избирателей παίρνω υπ' όψη τη θέληση των εκλογέων. 3 δι- δικαίωμα, διάθεση* это в вашей -е αυτό είναι στη διάθεση σας. И- ελευθερία· выпустить на ВОЛЮ αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω. 5 απελευ- ίθερία (δούλων). ||| εκφρ. на -е έξω, στον καθαρό ν
вон 129 воп αέρα· С -И απ' έξω· брать (взять) -Ю παίρνω θάρρος, θαρεύω· дать -ю слезам αφήνω ελεύθε- ελεύθερα τα δάκρυα να τρέξουν дать -Ю рукам α) απλώνω ελεύθερα τα χέρια, β) χτυπώ (δέρνω) όσο μπορώ, κατά βούληση· - ваша όπως θέλετε· -ГО судеб οτην τύχη, στη διάθεση της τύχης. ВОИчать, -мчу, -МЧИШЬ ρ.σ.μ. μεταφέρω μέ- μέσα γρήγορα, βιαστικά. II -СЯ εισβάλλω, εισ- εισδύω γρήγορα, βιαστικά (για ζώο, όχημα). ΒΟΗ1επί ρ. έξω· выгнать - διώχνω έξω, εκ- εκδιώκω· вывести вещи - βγάζω τα πράγματα ε'ζω· - отсюда! εξ' απ' εδώ! II εκφρ. из головы (из ума, из памяти) - ξεχνώ, λησμονώ, διαφεύγει τη μνήμη μου. ΒΟΗ2μόριο. 1 (για μακρινά αντικείμενα) να (ιδού)· - он идёт να τος έρχεται· - одна звёздочка να ένα αστεράκι. 2 με δεικτ. αν- αντωνυμία και επίρρημα δηλώνει: ακρίβεια· να· - туда надо идти να εκεί πρέπει να πας. 3 (επιτακτικό) να και· - какой образованный! να κι ένας μορφωμένος! II εκφρ. - ЧТО να τι, ωρίστε· - как ωρίστε, να πως. ВОНа μόριο, βλ. ΒΟΗ* Bσημ.\'2 (μόριο θαυμ.) πωπώ! вонвать(ся) ρ.δ. βλ. вонзйть(ся). ВОНЗИТЬ, -НЖу, -ЗЙШЬ,пав. μτχ. ιπαρλθ. χρ. ■-нзённый, βρ: -зён, -зена, -зено ρ.σ.μ. μπή- μπήγω· - кинжал В Грудь μπήγω το δίνιοπο μαχαί- μαχαίρι ατό στήθος. II -СЯ μπήγομαι, χώνομαι, μπαί- μπαίνω· иголка -лась в палец το βελόνι μπήκε στο δάχτυλο. ВОНЁща, -И θ. (απλ.) βρώμα, βόχα, μπόχα. ВОНЬ, -И θ. βρώμα, δυσωδία, δυσοσμία. ВОНЮЧИЙ επ., βρ: -нгоч, -а, ~е βρωμερός, δυ- σώδης, δύσοσμος, βρώμιος. ванючка, -И θ. είδος ικτίδας που βρωμάει. ВОНЯТЬ р.δ. βρωμώ, -άω. ВООбражавМЫЙ επ. απο μτχ. φανταστικός'νο- φανταστικός'νοητός· -ая ЛИНИЯ νοητή γραμμή. воображала, -Ы α. κ. θ. φαντασμένος, ξυ- πασμένος, -η. воображать р.δ., παθ. μτχ. ενστ. вообра- воображаемый βλ. вообразить. II εκφρ. - о себе έ- έχω μεγάλη ιδέα να τ°ν εαυτό μου, είμαι φα- νταρμένος. Воображение, -Я ουδ. 1 φαντασία· пылкое - εζημμένη φαντασία· расстроенное - χαλαρή φαντασία· ЖИВОе - ζωηρή φαντασία. 2 επινό- επινόηση. ВООбравЙТЬ, -ажу, -азЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ажённый, βρ: -жён, жена, жено ρ.σ.μ. 1 φαντάζομαι, πλάθω, συλλαμβάνω με τη φαντα- φαντασία. II επινοώ, διανοούμαι, σοφίζομαι. 2 νο- νομίζω, υπολογίζω· - что всё уже кончено υπο- υπολογίζω πως όλα πια τέλειωσαν. II -СЯ μου φαί- φαίνεται . ВООбщё, επίρ. 1 γενικά, -ώς, εν γένει· κατά γενικόν κανόνα· - это верно, но в частности бывают исключения γενικά αυτό είναι σωστό,ό-· μως υπάρχουν και εξαιρέσεις. II κανονικά· Β0- Общё-то ОН прав κανονικά αυτός έχει δίκιο.2 πάντοτε, πάντα· - он такой, не только сей- сейчас πάντοτε τέτοιος ήταν, όχι μόνο τώρα. II τελείως, εντελώς· καθόλου· я - сегодня не пойду гулять εγώ σήμερα καθόλου δε θα πάω περίπατο. II εκφρ. - говоря ή сказать μιλών- μιλώντας γενικά. воодушевить, -ВЛЮ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -влённый, βρ: -лён, -лена, -лею ρ.σ.μ. εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ζωογονώ, εγκαρδιώνω, εν- ενθουσιάζω. II -СЯ εμψυχώνομαι κλπ. ρ. ενργ. <ρ. воодушевление, -Я ουδ. εμψύχωση, ενθάρ- ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, ενθουσίαση, -μός. воодушевлённый επ. απο μτχ. εμψυχωμένος, ενθουσιασμένος. воодушевляться) р.δ. βλ. воодушевйть(ся). вооружать(ся) ρ.δ. βλ. вооружйть(ся). Вооружение, -Я ουδ. εξοπλισμός, -ση, αρ- μάτωμα· - армии εξοπλισμός του στρατού· со- сокращение -ИЙ περιορισμός των εξοπλισμών. II II εφοδιασμός· техническое - предприятия τε- τεχνικός εξοπλισμός της επιχείρησης· парусное - корабля εφοδιασμός του πλοίου με καραβό- πανα. вооружённость, -и θ. βλ. вооружение. вооружённый επ. απο μτχ. 1 οπλισμένος, ο- οπλοφόρος, αρματωμένος, ένοπλος. 2 ένοπλος, με το όπλο, με τα όπλα· -ая борьба ένοπλος αγώνας· -ое нападение ένοπλη επίθεση· -09 восстание ένοπλη εξέγερση. II εκφρ. ~ым гла- глазом με φακό, με διόπτρα, με οπτικό όργανο· -Ы9 силы οι ένοπλες δυνάμεις. вооружить, -жу, -жйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -жённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ. 1 ο- οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω· - армию εξοπλίζω το στρατό· - ВИНТОВКОЙ οπλίζω με ντουφέκι. 2 εφοδιάζω· - промышленность новой техникой εξοπλίζω τη βιομηχανία με νέα τεχνική. II πα- παρέχω, δίνω· - учеников знаниями εφοδιάζω τους μαθητές με γνώσεις. 3 .παρακινώ, προ- προτρέπω, διαθέτω εχθρικά, στρέφω κατά· - СЫ - на против отца στρέφω το γιο κατά του го- τέρα.Κ-ΟΗΊ οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, αρματώ- αρματώνομαι. II μτφ. εφοδιάζομαι (με γνώσεις, πλη- πληροφορίες κ.τ.τ.). 2 ξεσηκώνομαι, εξεγείρο- εξεγείρομαι. II εκφρ. - терпением, твёрдостью εξο- εξοπλίζομαι με υπομονή, σταθερότητα. ВООЧИЮ επίρ. με τα μάτια μου, ιδίοις όμ- μασιν увидел - ,είδα με τα ίδια τα μάτια μου. II εποπτικά, παοαστατικά· ολοφάνερα. ВОПИТЬ, -ПЛЮ, -ПЙШЬ р.δ. 1 κραυγάζω, φω- φωνάζω, ξεφωνίζω, βοώ·1 спасите меня! ~ла она
воп 130 вор σώστε με! ξεφώνησε αυτή.Ι 2 (διαλκ.) μοιρολο- μοιρολογώ, θρηνώ, κλαίω. ВОПИЮЩИЙ επ. που κραυγάζει, φωνάζει· που προκαλεί μεγάλη αγανάχτηση· ανυπόφορος, -φερ- -φερτός, αβάσταχτος· κατάφωρος, ολοφάνερος· απα- απαράδεχτος- ~ие ощйбки απαράδεχτα λάθη (που προκαλούν αγανάχτηση)· ~ая несправедливость κατάφωρη αδικία (που προκαλεί αγανάχτηση)· -ая бедность αβάσταχτη φτώχεια· -ее проти- противоречие ολοφάνερη αντίθεση· -ие безобразия αίσχη που προκαλούν αγανάχτηση (απαράδεχτα). ВО-пёрВЫХ επίρ. πρώτο(ν). ВОПИЯТЬ, -пи», -пиёшь р.δ. (υψ. ύφος) βοώ, κραυγάζω, φωνάζω. II εκφρ. камни -ЮТ και οι πέτρες φωνάζουν (αγαναχτούν, διαμαρτύρονται) · дело -ёт η υπόθεση γκαρίζει, (είναι ολοφάνερη). вопленица· -Ы θ, (διαλκ.) μοιρολογίστρα. ВОШШНЬв, -Я ουδ. (διαλκ.) μοιρολόγι. ВОПЛОТИТЬ, -ОЩу, -ОТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ощённый, 0р:-щён, щена, -щено р.σ.μ. ενσαρκώνω, ενσωματώνω, προσωποποιώ. II πραγ- πραγματοποιώ. II εκφρ. - в ЖИЗНЬ εφαρμόζω (πραγ- (πραγματοποιώ) στη ζωή. II -ОЯ ενσαρκώνομαι κλπ. ρ, ενργ. φ. воплошать(ся) р.δ. βλ. воплотить(ся). воплощение, -Я ουδ. ενσάρκωση, ενσωμάτω- ενσωμάτωση, προσωποποίηση. II πραγματοποίηση, εφαρ- εφαρμογή. воплощённый επ. απο μτχ. ενσαρκωμένος, έν- οαρνιος, ενσώματος. ВОПЛЬ, -Я α. κραυγή, βοή, ξεφωνητό. II φω- φωνή γοερή, κλαυθμός, ορυγμός. вопреки πρόθ. παρά, ενάντια, αντίθετα προς· - моему желанию παρά τη θέληση μου· - при- приказу παρά τη διαταγή· - здравому смыслу πα- παρά τη λογική. вопрос, -а α. 1 ερώτηση, -μα· отвечать на - απαντώ σε ερώτηση· обратиться С -ОМ απευ- απευθύνομαι (αποτείνομαι) με ερώτηση, κάνω ερώ- ερώτηση (ερωτώ). II το αμφίβολον, το άλυτον ЭТО ещё - αυτό είναι ακόμα αμφίβολο· поставить ПОД -ОМ βάζω για εξέταση, για συζήτηση. 2 ζήτημα· Обсудить - συζητώ το ζήτημα· выдви- выдвинуть - προβάλλω ζήτημα· ПОДНЯТЬ - (ξε)ρηκώνω (εγείρω) ζήτημα. II εκφρ. - чести ζήτημα τι- τιμής· - ЖИЗНИ ИЛИ Смерти ζήτημα ζωής ή θανά- θανάτου. вопросительный επ. ερωτηματικός· - ВЗГЛЯД ερωτηματικό βλέμμα· - знак το ερωτηματικό (σημείο στίξης)· -ое предложение ερωτηματι- ερωτηματική πρόταση (στη σύνταξη). ВОПРОСИТЬ, -ошу, -ОСЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ошённый, βρ: -шён, -шена, -шено р.σ.μ. (παλ.) ερωτώ, ρωτώ, βάζω ερώτημα. ВОпрОСНИК, -а α. ερωτηματολόγιο (βιβλίο που περιέχει ερωτήματα για τους μαθητές). вопросный επ. ερωτηματικός, με ερωτήσεις· - ЛИСТ ερωτηματολόγιο, φύλλο με ερωτήσεις. вопрошать р.δ. βλ. вопросить. вопрошающий ©π. απο μτχ. βλ. вопросйтель- НЫЙ. вор, -а, πλθ. воры, ~<5в α. 1 κλέφτης· λω- λωποδύτης· λαθροχέρης. II διαρρήχτης, τοιχωρύ- χος. 2 (παλ.) άπιστος· κακούργος. ворвань, -И θ. (παλ.) λίπος απο θαλάσσια ζώα (φάλαινες, φώκες, δελφίνια κλπ.). ворваться, -вусь, -вё'шься, παρλθ. χρ. -ал- -алея, -ЛОСЬ, -ЛОСЬ к. -ЛОСЬ р.σ. εισορμώ, ορ- ορμώ μέσα, εισβάλλω βίαια· - В ОКОПЫ против- противника ορμώ μέσα στα χαρακώματα του εχθρού. воришка, -И α. κλεφτουδάκος, λωποδυτάκος. воркованье, -Я ουδ. (για περιστέρια, τρυ- τρυγόνια) γρυλισμός, γούρλισμα, γρούξιμο. ворковать, -кую, -куешь р.δ. (για περιστέ- περιστέρια, τρυγόνια) γρυλίζω, γρύζω, γρούζω, γουρ- λίζω. II μτφ. μιλώ ήπια και τρυφερά· μονολογώ. воркотать, -очу, -очешь р.6. (απλ.) βλ. ворковать. ВОРКОТНЯ, -Й θ. μουρμ-γύρισμα, μεμψιμοιρία, γκρίνιασμα. воркотун, -а α., -ЬЯ, -и θ. (απλ.) μουρ- μουρμούρης, -α, μεμψίμοιρος, -η, γκρινιάρης,-α. ворабей, -бья ά. σπουργίτης, στρουθίον. II έκφρ. стреляный ή старый - παλιός γάτος, ζε- σκολημένος, παλιοκαραμπΛνα (πολύπειρος). воробушек к. воробышек, -шка α. σπουργιτάκι. воробьёнок· -нка, πλθ. -бьята, -бьят α. σπουργιτάκι (νεοσσός). воробьиный επ. σπουργίτικος, του σπουργί- σπουργίτη· -ое гнездо η φωλιά του σπουργίτη· -ая стая σμήνος σπουργιτών. II ουσ. πλθ. ~ые τα σπιζιδή. II εκφρ. -ая НОЧЬ α) νύχτα θυελλώ- δικη (με συνεχή αστραπόβροντα ή μόνο με α- στραποφεγγιές, χωρίς βροντές), β) η πιο μι- μικρότερη καλοκαιρινή νύχτα· короче -го носа βραχύτερος κι απο τη μύτη (ράμφος) του σπουρ- σπουργίτη (μικρούτσικος, σύντομος). воробьиха, -И θ. σπουργίτισσα. ворованный επ. κλεμμένος, κλοπιμαίος· -ые вещи κλεμμένα πράγματα. вороватый επ., βρ: -ват, -а, -о. 1 κλέφτι- κλέφτικος· -ая походка κλέφτικο βάδισμα. 2 δόλιος, πανοΐργος· - ВЗГЛЯД δόλιο βλέμμα. воровать, -рую, -руешь р.6. κλέβω, -φτω, -πτω· - деньги κλέβω χρήματα· мальчик стал - το παιδάκι άρχισε να κλέβει. II -СЯ, -етСЯ κλέβει, είναι κλέφτης. ВОрОВХа, -И θ. κλέφτρα. ВОРОВСКИ επίρ. κλέφτικα, σαν κλέφτης· ΠΟ- ступать - ενεργώ κλέφτικα. воровской επ. κλέφτικος· -ая шайка κλε- φτοσυμμορία. II εκφρ. - язык αργκό των κλε-
вор 131 φτων. ВОРОВСТВО, -а ουδ. κλοπή, κλεψιά, κλε'ψιμο. II εκφρ. литературное ~ η λογοκλοπία. ворог, -а α. (διαλκ.) εχθρός. II διάβολος· ξωτικό. ворожба, -Ы θ. μαντεία· μαγεία, μαγγανεία. ворожей, -Й θ. μάντισσα· μάγιασα. ВОРОЖИТЬ, -жу, -ЖЙШЬ ρ. δ. μαντεύω, προ- προλέγω· μαγεύω, μαγγανεύω. II εκφρ. 'бабушка -ЙТ (με δοτ.)· α) τον πάει η τύχη. β) έχει μπάρ- μπάρμπα στην κορώνα (προστάτη). ворон, -а α. κόρακας, -άκι. II εκφρ. куда - костей не занесёт στου διαβόλου την τρύ- τρύπα ή τη μάνα (πολύ μακριά και απόκρυφα). Ворона, -Ы θ. κουρούνα, κορώνη. II μτφ. χά- χας, χαζός, μωρός. II εκφρ. - в павлиньих пе- перьях ψευτοπερήφανος, ψευτομορφωμένος κ.τ.τ. пуганная - куста бойться κάηκε η, (γρια απο το κουρκούτι, φυσά και το γιούρτι· считать -ОН μετρώ τ' αστέρια (για αναρίθμητα). воронение, -Я ουδ. επιμετάλλωση. воронёнок, -нка, πλθ. -нята, -нят α. κου- ρουνόπουλο. ВОРОНЕНЫЙ επ. επιμεταλλωμένος. воронец, -нца α. ακταία (φυτό). ВОРОНИЙ, -ЬЯ, -ье επ. της κουρούνας· -ье Гнездо κορακοφωλιά· -ЬЯ стая σμήνος κουρού- κουρούνων. ВОрОНИТЬ ρ.δ.(απλ,) χάσκω, χαζεύω. ВОронЙТЬ р.δ.μ. επιμεταλλώνω ατσάλι. воронка, -И θ. 1 χωνί, χοάνη. 2 λακκούβα (απο έκρηξη). воронкообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно χωνοειδής. воронов επ. του κόρακα, σαν του κόρακα. II енфр. цвета -а крыла ή как -о крыло χρώμα σαν του κόρακα τις φτερούγες (κυανόμαυρο, κυανομέλαν). ВОроновые ουσ. πλθ. τα κοράκι δη. ВОРОНОЙ επ. 1 μαύρος, μέλας, μελανός. 2 ουσ. ο καράς (μαύρο άλογο). II εκφρ. прока- прокатить на ~ЫХ μαυοίζομαι, παίρνω μαύρο στην ψηφοφορία. вороньё, -Я ουδ. (αθρα) 1 σμήνος κορακιών. 2 μτφ. ι αυρία, πλήθος οίρπαγων ανθρώπωπ στί- στίφος. ВОрОТ1, -а α. γιακάς, περιλαίμιο· широкий - πλατύς γιακάς. II εκφρ. схватить за - αρ- αρπάζω (πιάνω) απο το γιακά. ВОрОТ? -а α. ανελκυστήρας, μαγγάνι. ворота, -рот πλθ. 1 πύλη, αυλόπορτα, αμα- ξόπορτα, -θύρα, πυλώνας. 2 (αθλτ.) τέρμα· забить мяч в - противника βάζω γκολ στό τέρ- τέρμα του αντίπαλου. 3 πύλες· - печени οι πύ- πύλες της φλέβας του συκωτιού· триумфальные - η αψίδα του θριάμβου· у -от города στα вор πρόθυρα της πόλης (πολύ κοντά οτην πόλη). воротила, -Ы α. μεγαλοεπιχειρηματίας. ВОроТЙТЬ1, -ОЧу, -ОТИШЬ р.σ.μ. 1 γυρίζω, υποχρεώνω να επιστρέψει· - С полдороги γυ- γυρίζω (κάποιον) απο τη μέση τον) δρόμου. 2 ε- επιστρέφω, αποδίδω, γυρίζω πίσω. 3 παίρνω πύ- σω· отдать деньги легко, да - их трудно να δόσεις χρήματα είναι εύκολο, αλλά να τα πά- πάρεις πίσω (να σου τα επιστρέψουν) είναι δύ- δύσκολο. ВОРОТИТЬ2, -ОЧу, -ОТИШЬ р.δ. (απλ.) 1 μ. στρέφω, γυρνώ στο πλευρό ή πίσω· - голову ОТ света αποστρέφω το πρόσωπο απο το φως. 2 μ, αναστρέφω· μετακινώ (πράγμα βαρύ, ογκώ- ογκώδες). 3 διευθύνω, κουμαντάρω (επιχείρηση, υ- υπόθεση). II емфр. - НОС ή морду ή рыло απο- αποστρέφομαι (κάποιον), του γυρίζω τις πλάτες, τα νώτα· с души -отит αηδιάζω, μου 'ρχεται νά κάνω μετό. II -СЯ Βλ. вернуться. воротник, -а α. γιακάς, περιλαίμιο. воротничок, -чка α. γιακαδάκι. ВорОТНЫЙ επ: -ая вена (ανατ.) η φλέβα των πυλών. вороток, -тка α. βλ. воротничок. вороток2, -тка α. χειροκίνητο περιστροφικό εργαλείο. воротца, -ев πλθ. μικρή πύλη, αυλόπορτα. ворох, -а α. σωρός (κυρίως ελαφρών πραγ- πραγμάτων)· - соломы αχυροςωρός· клеверный σωρός απο τριφύλλι. ворохнуть(ся) р.σ. (διαλκ.) βλ. ворошйть- (ся). ворочать ρ.δ. 1 μ. μετακινώ, στρέφω, γυρ- γυρνώ, κυλώ· μετακινώ κυλώντας· С трудом -ет камни με δυσκολία μετακινεί τις πέτρες. 2 μτφ. διαχειρίζομαι, κουμαντάρω, διοικώ όπως θέλω. 3 ι*τφ. γυρίζω, περιστρέφω. II -СЯ 1 γυ- γυρίζω, γυρνώ απο το ένα μέρος στο άλλο, στρι- στριφογυρίζω· он всю ночь -лея и не мог , спать αυτός όλη τη νύχτα στριφογύριζε και δε μπο- μπορούσε νά κοιμηθεί. 2 κινούμαι, κουνιέμαι,' δρω, ενεργώ δραστήρια· эй, -айтесь, надо ведь работать ε, κουνηθείτε, πρέπει να βγει και δουλιά. ВОРОШИТЬ, -шу, -ШЙШЬ р.δ. μ. αντιστρέφω, μεταγυρίζω, αναστρέφω· - сено αναοτρέφω το χόρτο. II -СЯ περιφέρομαι, γυροβολώ· περιί- πταμαι· над головой -лась птица πάνω απο το κεφάλι φτερούγιζε το πουλάκι· в навозе -ЛИСЬ жуки στην κόπρο γυροβολούσαν κοπρώνες (έν- (έντομα κολεόπτερα). ворс, -а α. χνούδι υφάσματος. ворсильный επ. βλ. ворсовальный. ворсинка, -И θ. 1 χνουδάκι (ζωικών ή φυ- φυτικών οργανισμών). 2 τριχίτσα χνουδιού. 3 (ανατ.) χνούδι των υμένων (μικρές εξοχές).
вор 132 вое ворсинчатый επ. χνουδωτός· -ая оболочка χνουδωτό περίβλημα. ворсистый επ., βρ: -сйст, -а, -О χνουδω- χνουδωτός, χνοώδης· -ая поверхность χνουδωτή επι- επιφάνεια. ворсить, -ршу, -ейшь р.δ.μ. βλ. ворсовать. II -СЯ ζαίνομαι, αναχνουδιάζομαι. ворсовальный επ. ζαντικός· -ая машина ξαν- τική μηχανή, λανάρα. ворсование, -Я ουδ. ξάνση, λανάρισμα. ворсовать, -сую, -суешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. -сованный, βρ: -ван, -а, -о р.б.ц. ξαί- νω, αναχνουδιάζω, λαναρίζω. ворсовка, -и θ. βλ. ворсование. ворсовый к. ворсовой επ. χνουδωτός, χνοώ- χνοώδης· -ая ткань χνουδωτό ύφασμα. ворсянка, -и θ. δίψακος, νεράγκαθο, νερό- νιράτης. ворчание, -Я ουδ. 1 γογγυσμός· τονθορι- σμός. 2 μουρμούρισμα, μεμψιμοιρία, γκρίνια- σμα. ворчать, -чу, -чйшь ρ.δ. 1 γογγύζω· τονθο- ρίζω. 2 μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω. ворчливость, -и θ. βλ. ворчание. ВОРЧЛИВЫЙ επ., -ЛИВ, -а, -О μουρμούρης, -ικος, παραπονιάρικος, μεμψίμοιρος, γκρινιά- γκρινιάρικος. ворчун, -а α., -ья, -и θ. μουρμούρης, -α, γκρινιάρης, -а· παραπονιάρής, -β, κλαψιάρης^ ВОС... πρόθεμα αντί του ВОЭ... Χρησιμοποο- είται μπροστά απο τα άηχα σύμφωνα: воспеть, восходить. ВОСВОЯСИ επί ρ. για το σπίτι, στο σπίτι* от- отправиться - πηγαίνω (παίρνω το δρόμο) για το σπίτι, στο σπίτι. восемнадцатый αριθμ. επ. δέκατος όγδοος. восемнадцать, -и δεκαοχτώ· ο αριθμός 18. восемь, -сьмй, οργν. восемью οχτώ· ο α- οιθαός 8. восемьдесят, восьмидесяти, οργν. восемью- восемьюдесятью ογδόντα, ογδοήκοντα· ο αριθμός 80. восемьсот, восьмисот, восьмистам,восемью- восьмистам,восемьюстами, о восьмистах οχτακόσια· ο αριθ- αριθμός 800. восемью επίρ. οχτώ φορές (στην πράξη του πολλαπλασιασμού). ВОСК, -а (-у) α. κερί, κηρός. ВОСКЛИКНУТЬ ρ.σ. αναφωνώ, αναβοώ, ανακρά- ζω, ανακραυγάζω, φωνάζω, κραυγάζω δυνατά. восклицание, -Я ουδ. αναφώνηση, αναβόηση, ανακραύγαομα, -γη. восклицательный επ: - знак το θαυμαστικό (!). восклицать ρ.δ. βλ. воскликнуть. восковка, -и θ. κηρωτό χαρτί. ВОСКОВОЙ επ. κέρινος, -ένιος, κήρινος. II μτφ. χλωμός, ωχρός, κίτρινος (σαν το κερί). II εκφρ. -ая спелость ή зрелость το χρύσωμα των σιτηρών (ωρίμαση). воскресать р.δ. βλ. воскрёснуь. ВОСКресёНЕбл -Я ουδ. ανάσταση. II μτφ. ε- εσωτερική ανανέωση, αναγέννηση. воскресенье, -я, πλθ. γεν. -ний, боъ-ньям ουδ η Κυριακή, (αέρα της εβδομάδας). ВООКрвСИТЬ, -решу, -ресЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -решённый, βρ: -шён, члена, -шенор. αμ. I ανασταίνω, επαναφέρω στη ζωή. 2 μτφ. ανα- παρασταίνω· памятики -ли перед зрителями, жизнь прошлого τα μνημεία αναπαράστησαν στους θεατές τη ζωή του παρελθόντος. воскресник, -а α. κυριακάτικη προσωπική εργασία. воскреснуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. вос- воскрес, -ла, -ло р.σ. 1 ανασταίνομαι· Христос воскрес! Χριστός ανέστη! II μτφ. γίνομαι καλά, τη γλυτώνω, ξαναζωντανεύω (απο βαριά αρρώ- αρρώστια). 2 αναγεννιέμαι, επανέρχομαι, ξαναεμ- ξαναεμφανίζομαι· -ли в памяти дни молодости επα- νήρθαν στη μνήμη τα νεανικά χρόνια, οι μέ- μέρες της νιότης. воскресный επ. κυριακάτικος· - день η Κυ- Κυριακή· - ОТДЫХ η κυριακάτικη αργία. II εκφρ. -ые ШКОЛЫ (παλ.) κυριακάτικα σχολεία (για τους ενήλικους). воскрешать р.δ. βλ. воскресить. воскрешение, -я ουδ. βλ. воскресение. воскрикнуть ρ.σ. (παλ.) βλ. вскрикнуть. воскуривать р.δ. (παλ.) βλ. воскурять. воскурить р.σ. βλ. воскурить. Воскурять ρ·δ. καίω θυμίαμα. II μτφ. - φκ- миам κωλακεύω, εγκωμιάζω, θυμιατίζω, λιβα- λιβανίζω. II -СЯ μτφ. εγκωμιάζομαι, λιβανίζομαι. вослед επίρ. (παλ.) βλ. вслед. ВОСпалёнив, -Я ουδ. φλεγμονή· - лёгких η πνευμονία· гнойное-μυώδης φλεγμονή.) воспалённый επ. απο μτχ. φλογισμένος· -не глаза φλογισμένα μάτια. II ερεθισμένος, ε- ξημμένος. воспалительный επ. φλεγμονικός· - процесс σχηματισμός φλεγμονής. ВОСпалкТЬ ρ.σ.μ. κυρλζ. κ. μτφ. ανάβω, φλο- φλογίζω· - страсти ανάβω (υποδαυλίζω) τα πάθη. II -СЯ φλογίζομαι, φλέγομαι, καίγομαι. II πα- παθαίνω φλόγωση· глаза -лись τα μάτια έπαθαν φλόγωση. воспадять(ся) р.δ. βλ. воспалйть(ся). ВОСпарЙТЬ р.σ. (παλ.) βλ. взлететь, II μτφ. εγκωμιάζω, εξυμνώ. II εκφρ. - духом ή мыслью εμπνέομαι· εμψυχώνομαι. воспарять р.δ. βλ. воспарить. ВОСавВОТЬ ρ.δ. βλ. воспеть. II -СЯ εξυμνού- εξυμνούμαι · δοξολογούμαι.
вое 133 вое ВООПОТЬ, -ПОЙ, -ПОёШЬ, προστνί. ВОСПОЙ р. σ. μ. (υψ, ύφος) εξυμνώ, δοξολογώ,τραγουδώ. Я -ПОЮ ваши ПОДВИГИ θα τραγουδήσω τα κατορ- κατορθώματα σας. ВОСПИТанив, -Я ουδ. ανατροφή, αγωγή, δια- διαπαιδαγώγηση. воспитанник, -а а.,-ница,-ы ь., 1 τρόφιμος, -η. '2 μαθητής, -τρία. 11 ανάθρεμμα, αναθρε- φτός, -ή. II ψυχοπαίδι. воспитанность, -и θ. βλ. воспитание. воспитанный επ. απο μτχ. διαπαιδαγωγημέ- διαπαιδαγωγημένος, ευάγωγος, με καλή ανατροφή. воспитатель, -я α., -ница, -ы θ. παιδαγω- παιδαγωγός. воспитательный επ. διαπαιδαγωγητικός· -ая работа διαπαιδαγωγητική δουλειά. II εκφρ. - ДОМ (παλ.) βρεφοκομείο, εκθετοτροφείο. воспитательский επ. βλ. воспитательный. ВОСПЯТаТЬ р.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ПЙ- танный, βρ: -тан, -а, -о. 1 ανατρέφω, δια- διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω. 2 καλλιεργώ (φυτά). II τρέφω, μεγαλώνω (ζώα). II -СЯ 1 ανατρέφομαι, διαπαιδαγωγούμαι- εκπαιδεύομαι. 2 καλλιερ- καλλιεργούμαι. II τρέφομαι., μεγαλώνω. воспитнвать(оя) ρ.δ. βλ. воспитать(ся). воспламенение, -Я ουδ. 1 ανάφλεξη, άναμ- άναμμα. 2 μτφ. εμψύχωση, ενθουσιασμός, φλόγιση. воспламенить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспламенённый, βρ: -нён, -нена, -нено. 1 αναφλέγω, ανάβω. 2 μτφ. εμψυχώνω, ενθουσιά- ενθουσιάζω, φλογίζω, καίω, ανάβω φωτιά. II -СЯ 1 α- αναφλέγομαι, ανάβω. 2 μτφ. εμψυχώνομαι, εν- ενθουσιάζομαι, φλέγομαι, φλογίζομαι, καίγομαι. ВОСПЛамвНЯемосТЬ, -И θ. ευφλεκτότητα. воспламеняться) р.δ. βλ. воспламениться). ВОСПОЛНИТЬ, ρ.σ.μ. συμπληρώνω, αναπληρώ- αναπληρώνω· - пробелы συμπληρώνω τα κενά. II -СЯ συμ- συμπληρώνομαι. восполнять(оя) ρ.δ. βλ. восполнить(ся). воспользоваться, -зуюсь.-зуешься р.σ. με οργν. επωφελούμαι, δράττομαι· - сличаем ε- επωφελούμαι της ευκαιρίας. II χρησιμοποιώ (για όφελος μου)· он -лея чужими деньгами αυτός χρησιμοποίησε ξένα χρήματα. Воспоминание, -Я ουδ. 1 ανάμνηση, (εν)θύ- μηση· -я детства παιδικές αναμνήσεις· пре- предаться -ЯМ αφήνομαι να με παρασέρουν οι α- αναμνήσεις, αναθυμιέμαι. 2 πλθ. -Я απομνημο- απομνημονεύματα· писать -Я γράφω απομνημονεύματα. воспоминать р.δ.μ. (παλ.) βλ. вспоминать. вспомянуть, -яну, -янешь р.σ.μ. (παλ.) βλ. вспомянуть. воспоследовать, -дую, -дуешь р.σ. (γραπ. λόγος) επακολουθώ, παρέπομαι. воспрепятствовать, -вую, -вуешь р. σ. με δοτ. (γραπ. λόγος) εμποδίζω, παρεμποδίζω, (παρα)κωλύω, βάζω εμπόδια, προσκόμματα. воспретить, -ещу, -етйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспрещённый, βρ: -щён, щена, -щено р. σ. απαγορεύω, δεν επιτρέπω· ВХОД -щён απα- απαγορεύεται η είσοδος Воспрещать ρ.δ. βλ. воспретить. II -СЯ α- απαγορεύομαι· ВХОД -ется απαγορεύεται η εί- είσοδος. воспрещение, -Я ουδ. απαγόρευση. восприемник, -а α. -ца, ~ы θ. νουνός, -ά, ανάδοχος. ВОСПРИИМЧИВОСТЬ, -и θ, αντιληπτικότητα, νο- νοημοσύνη. II επιδεκτικότητα, ευαισθησία, ευπά- ευπάθεια· - к инфекционным болезням | η ευπάθεια στις μολυσματικές αρρώστειες. восприимчивый επ., βρ: -чив, -а, -о αντι- αντιληπτικός, που έχει ανεπτυγμένη αντιληπτικό- αντιληπτικότητα, νοημοσύνη. II (ιατρ.) επιδεκτικός, ευε- πίδεκτος, ευπρόσβλητος. восприниматься) р.δ. βλ. восприняться). воспринять, -иму, -ймешь, παρλθ. χρ. -й- нял* -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспри- воспринятый, βρ: -НЯТ, -а, -О р.σ.μ. 1 δέχομαι, υποδέχομαι· - тепло υποδέχομαι θερμά. 2 εν- εννοώ, αντιλαμβάνομαι, νογώ, αφομοιώνω. II -СЯ αφομοιώνομαι, γίνομαι καταληπτός, νοητός. восприятие, -Я ουδ. 1 αντίληψη, νόηση, α- αφομοίωση. 2 (ψυχολ., φιλοσ.) πρόσληψη, αντί- αντίληψη, ατιληπτικότητα. г восприять, -иёмлю, -иёмлешь к. -иму, -й- мешь, παρλθ. χρ. -иял, -ла, -ло ρ.σ.μ. (παλ., γραπ. λόγος) βλ. воспринять. воспроизведение, -Я ουδ. 1 αναπαραγωγή* - капитала αναπαραγωγή του κεφαλαίου. 2 ανα- αναδημιουργία· αναπαράσταση· способность -Я ι- ικανότητα αναπαραγωγής· - звука αναπαραγωγή του ήχου. II επανάληψη ακριβής. воспроизвести, -еду, -едешь, παρλθ. χρ. -вёл, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспро- воспроизведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспроизве- воспроизведённый, βρ: -Дён, -дена, -дено ρ.σ.μ. 1 α- αναπαράγω· ανανεώνω· - капитал ' αναπαράγω το κεφάλαιο. 2 αναδημιουργώ* αναπαρασταίνω· мысленно - события ВНОСИ νοερά επαναφέρω στη μνήμη τις νεανικές αράξεις. II εκθέτω, ε- παναλαβαίνω· - чужие мнения επαναλαβαίνω ξέ- ξένες γνώμες. 3 ανατυπώνω· αναπαράγω* - звук αναπαράγω ήχο. воспроизводить, ~ожу, -одишь р.δ. βλ. вос- воспроизвести. II - СЯ αναπαράγομαι, αναδημι- ουργιέμαι κλπ. ρ. ενργ. φ. ВОСПРОИЗВОДСТВО, -а ουδ. αναπαραγωγή* α- ανανέωση· - капитала αναπαραγωγή του κεφα- κεφαλαίου· простое - απλή αναπαραγωγή· расшй- фенное - πλατιά (επαυξημένη) αναπαραγωγή. воспротивиться, -влюсь, -вишься ρ.σ. έναν-
134 вое τιώνομαι, αντιτίθεμαι, κοντραστάρω* все προ- тйвились такому решению ΰλοιί εναντιώθηκαν σε τέτοια απόφαση. воспрянуть ρ.σ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνο- ανορθώνομαι, σηκώνομαι επάνω, ψηλά. II ξαναζωντανεύω, ανακτώ τη χαμένη ζωτικότητα. II εκφρ. - ду- духом αναζωογονούμαι, ξαναζωντανεύω, ξαναπαίρ- ξαναπαίρνω θάρρος· - ОТ сна (παλ.) ξυπνώ, σηκώνομαι (συνέρχομαι) απο τον ύπνο. воспылать ρ.σ. 1 (παλ.) φλέγομαι, καίγο- καίγομαι, ανάβω. 2 μτφ. έξάπτομαι, βράζω· он -ал гневом αυτός άναψε απο το θυμό. восседать ρ.δ. κάθομαι με επισημότητα· εν- ενθρονίζομαι· - на престол ενθρονίζομαι, κά- κάθομαι στο θρόνο. воссесть, -саду, -сядешь, παρλθ. χρ. вос- воссел, -ла, -ло, προστκ. воссядь р.σ.βλ. вос- восседать· за круглым столом -ли дипломаты στό στρογγυλό τραπέζι κάθησαν οι διπλωμάτες. ВОССИЯТЬ р.σ. (υφ. ύφος) ακτινοβολώ, απαυ- γάζω. восславить, -влго, -вишь ρ.σ.μ. (υψ. ύφος ) εξυμνώ, υμνολογώ, δοξολογώ, μεγαλύνω. восславлять ρ.δ. βλ. восславить. II -ся ε- εξυμνούμαι, δοξάζομαι κλπ. ρ, ενργ. φ. воссоединение, -я ουδ. επανένωση· - Эль- Эльзаса с Францией επανένωση της Αλσατίας με τη Γαλλία. воссоединить ρ.σ.μ. (επαν)ενώνω, ενώνω ΐμ· νά. II -ОЯ (επαν)ενώνομαι, ενώνομαι ξανά, πά- πάλι· Семь островов -лись с Грецией в 1864 г. τα Εφτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864» воссоединятьС ся) р. 6. βλ. воссоединйтьС ся)., воссоздаваться) р.δ. βλ. воссоздать(ся). воссоздать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, - дадите, -дадут, παρλθ. χρ. -дал, -ла, -ло, προστκ. -Дай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воссоз- воссозданный, βρ: -Дан, -а, -О р.σ.μ. αναδημιουρ- αναδημιουργώ, αναπλάθω· ανασχηματίζω. II επαναφέρω, ξα- ξαναζωντανεύω (στη μνήμη, φαντασία). II αναπα- αναπαράγω, αναπαρασταίνω. II -СЯ αναδημιουργού- αναδημιουργούμαι, αναπλάθομαι κλπ. ρ. ενργ. φ. восставать, -стаю, -стаёшь, προστκ. вос- восставай, επιρ. μτχ. восставая р.6. βλ. вос- восстать. восставить, -влго, -вишь р.σ.μ. (παλ.) βλ. восстановить. восставлять р. δ. βλ. восстановить. восстанавливаться) р. δ.βλ. восстановить- восстановиться). восстание, -я ουδ. εξέγερση, ξεσήκωμα*на- ξεσήκωμα*национальное - греков 1821 Г. η εθνική εξέ- εξέγερση των Ελλήνων το 1821. - рабов εξέγερ- εξέγερση των δούλων вооружённое - ένοπλη εξέγερ- εξέγερση· крестьянское - αγροτική εξέγερση. восстановитель, -Я α. αποκαταστάτης, επα- νορθωτής. восстановительный επ. επανορθωτικός, α- ανορθωτικός· αποκαταστατ ικός, αναζωογονητ ικός· период -ανορθωτική περίοδος (η μετά την κα- καταστροφή ). восстановить, -ОВЛЮ, -ОВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о р. σ. μ. 1 αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επα- επανορθώνω· αναστηλώνω· ανακαινίζω, επαναδημι- ουργώ, ξαναφτιάνω· ~ разрушенное войной хо- хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο απο τον πόλεμο νοικοκυριό· - здоровье αποκατασταίνω την υγεία· - прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις. 2 μτφ. αναπαρα- αναπαρασταίνω, επαναφέρω· - происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν. 3 αποκατα- αποκατασταίνω, αποκαθιστώ· - в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα. 4 (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω· он -Йл против себя всех знакомых ξεσήκωσε ενα- ντίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους). II -СЯ 1 αποκατασταίνομαι, αποκαθί- σταμαι, επανορθώνομαι. 2 μτφ. αναπαρασταίνο- μαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία). 3 αποκατασταίνομαι, αποκαθίστα- μαι· - В правах αποκατασταίνομαι στα δικαι- δικαιώματα . Восстановление, -Я ουδ. 1 αποκατάσταση, ε- επανόρθωση· αναστήλωση· ανακαίνιση· ανοικο- ανοικοδόμηση· - разрушенной промышленности η ανόρ- ανόρθωση της καταστραμμένης βιομηχανίας· - го- города η ανοικοδόμηση της πόλης· - ЗДОРОВЬЯ η αποκατάσταση της υγείας. 2 μτφ. αναπαράστα- αναπαράσταση, επαναφορά (στη μνήμη, φαντασία). 3 απο- αποκατάσταση, επαναφορά· - В ДОЛЖНОСТИ αποκα- αποκατάσταση στο αξίωμα. восстановлять( ся) ρ. б. βλ. восстановйть( ся). восстать, -тану, -танешь προστκ. восстань Р.σ. 1 (παλ.) σηκώνομαι, εγείρομαι· - ОТ сна σηκώνομαι απο τον ϋπνο. II μτφ. παρασταί- νομαι, έρχομαι (στη φαντασία, μνήμη). 2 ξε- ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι, επαναστατώ. ВОССЫл/.ТЬ ρ.δ.μ. (παλ.) στέλλω προς τα πά- πάνω, ανοτέμπω· - молитву αναπέμπω προσευχή, προσεύχ ;μαι. ВОСТОК, -а α. ανατολή (σημείο του ορίζον- ορίζοντα)· Ветер дует с -а ό άνεμος φυσά απο την ανατολή· на - ОТ города есть лес ανατολικά της πόλης υπάρχει δάσος. II Ανατολή (χώρες)· мирное существование между Востоком и Запа- Западом ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Ανατολής και Δύσης· Ближний - η Εγγύς Ανατολή· Дальний - η Απω Ανατολή· Средний - η Μέση Ανατολή. ВОСТОКОвёд, -а α. ανατολιστής, ασιανολό- γος. востоковедение, -Я ουδ. ασιανολογία.
вое 135 вое востоковедный к. востоковедческий επ. α- σιανολογικός· - журнал ασιανολογικό περιο- περιοδικό. ВООТОрг, -а α. ενθουσιασμός, οίστρος· έκ- έκσταση, έξαρση, αγαλλίαση· поэтический - ποι- ποιητικός οίστρος· смотреть с -ом βλέπω εκστα- εκστατικά. ВОСТОргать р.6.μ. ενθουσιάζω, εξαίρω, ε- παίρω. II -ОЯ ενθουσιάζομαι, εξαίρομαι, επαί- επαίρομαι· αγαλλιάζω. ВОСТОржвННО επίρ. ενθουσιώδικα, -στικά. восторженность, -И θ. ενθουσιασμός, έπαρ- έπαρση, έξαρση· θαυμασμός. восторженный επ., βρ: -жен, -женна,-женно ενθουσιώδης· ενθουσιαστικός·- юноша ενθου- ενθουσιώδης νέος· - ВЗГЛЯД ενθουσιαστικό βλέμμα· -ые речи ενθουσιαστικοί λόγοι. II ενθουσια- ενθουσιασμένος. восторжествовать, -твую, -твуешь ρ.:σ. θρι- θριαμβεύω, νικώ. ВОСТОЧНИК, -а α. ανατολιστής, ασιανολόγος. ВОСТОЧНЫЙ επ. 1 ανατολικός· - ветер ανα- ανατολικός άνεμος· -ые народы οι ανατολικοί λα- λαοί, 2 ανατολίτικος· -ая музыка ανατολίτικη μουσική. востребование, -Я ουδ. απαίτηση,ζήτηση.II εκφρ. до -Я πόστ-ρεστάν. востребовать, -бую, -буешь р.σ.μ. απαιτώ, ζητώ, αξιω· - багаж ζητώ τις αποσκευές. вострепетать, -пещу, -пёщешь р.σ. (παλ.) (υψ. ύφος) τρέμω, τρομάζω, φοβούμαι πολύ· -ЩИ тиран! τρέμε τύραννε! ВОСТРИТЬ, -рю, -рЙШЬ ρ.δ'.μ. (απλ.) τροχί- τροχίζω, ακονίζω. II εκφρ. - зубы τροχίζω τα δόν- δόντια (ορέγομαι κάτι). востро επίρ: держать ухо - επαγρυπνώ (δεν ξεγελιέμαι, δεν είμαι ευκολόπιστος, είμαι ε- επ ι φυλακτ ι κός ) . востроглазый επ. ζωηρόφθαλμος, ζωηρομάτης. ВОСТРОНОСЫЙ επ. σουβλερομύτης, οξύρρινος. вострубить, -блю, -бишь ρ.σ. (παλ.) δια- σαλπίζω, διαλαλώ. воструха к.вострушка, -и θ. ζωηρό κορίτσι. вострый επ. (απλ.) βλ. острый. Восхваление, -Я ουδ. έπαινος, εγκωμίαση, -ός, εκ6ίιασμός, εξύμνηση, υμνολογία. ВОСХВачЙТЬ, -алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхвалённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. επαινώ, εγκωμιάζω, εξυμνώ, υμνολογώ. восхвалять ρ.δ. βλ. восхвалить. II -ся ε- επαινούμαι, εγκωμιάζομαι, εξυμνούμαι. ВОСХИТИТельно επίρ. θαυμάσια, εξαίσια. восхитительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно θαυμάσιος, εξαίσιος, υπέροχος. ВОСХИТИТЬ, -ищу, -ЙТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищённый, βρ: -щен, -а, -о р. о. μ. (παλ.) εξυψώνω, ανεβάζω στα ύφη, μεγαλύνω. ВОСХИТИТЬ, -ищу, -ИТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищённый, βρ: -щён, -щена, -шено р. σ.μ. εκπλήσσω, προξενώ θαυμασμό, θέλγω, κα- τευφραίνω. II -СЯ θαυμάζω, θέλγομαι, ευφραί- ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. Восхищать1 ρ.δ. βλ. ВОСХИТИТЬ. II -СЯ εξυ- εξυψώνομαι, ανεβαίνω στα Οψη, μεγαλύνομαι. восхищать(ся)гр.б. βλ. восхитйть(ся). восхищение, -Я ουδ. θαυμασμός, έκσταση, έ- έξαρση· αγαλλίαση. восхищённый επ. απο μτχ. κατενθουσιασμέ- κατενθουσιασμένος, κατευχαριστημένος, πολύ ικανοποιημένος. восход, -а α. 1 άνοδος, ανάβαση·- на вер- ШЙну горы ανάβαση στην κορυφή τοι) βουνού. 2 ανατολή· - солнца ανατολή του ήλιου· до -а солнца πριν την ανατολή του ήλιου, πριν ν' ανατείλει ο ήλιος. ВОСХОДИТЬ, -ожу, -одишь, μτχ. ενστ. вос- восходящий ρ. δ. 1 ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανηφο- ανηφορίζω· - на гору ανεβαίνω στο βουνό. 2 ανα- ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω* солнце -ит о ήλιος ανατέλλει* луна -ит το φεγγάρι βγαίνει. 3 έχω την αρχή, αφετηρία, ανάγομαι'многие обы- обычаи -ят к древности πολλές συνήθειες ανά- ανάγονται στην αρχαιότητα. ВОСХОДЯЩИЙ επ. απο μτχ. ανιόντας, ανοδι- ανοδικός* -ая ЛИНИЯ η ανιούσα γραμμή, ο ανιόντας κλάδος* -ая линия родства οι ανιόντες συγγε- συγγενείς* -ее светило, -ая звезда αναδεικνυόμε- αναδεικνυόμενο αστέρι (διάσημο)· -ая интонация, -ее уда- ударение βαθμιαία άνοδος του τονισμού, ανοδι- ανοδικός τονισμός. восхождение, -я ουδ. βλ. восход. восхотеть, -очу, -очешь, -отйм, -отите, -ОТЯТ р.σ. (παλ.) βούλομαι, θέλω, επιθυμώ. восчувствовать, -твую, -твуешь р.σ. (παλ.) αισθάνομαι· - великую радость αισθάνομαι με- μεγάλη χαρά. Восшествие, -Я ουδ. (παλ.) άνοδος, ανάρρη- ανάρρηση· - на престол ανάρρηση στο θρόνο. ВОСЬИврЙХ, -а α. οχτάδα (αντικειμένων)· - свечей οχτάδα σπερματσέτων. восьмеричный επ: ,3" -ое (παλ.) „/ όγδοο (σε αντίθεση απο το „ί" десятиричного δέκα- δέκατο κατά την αλφαβητική σειρά),ΙΙ ο αριθμός 8. ВОСЬМёрка, -И θ. 1 ο αριθμός 8. Ι οχτάδα. 2 (χαρτπ.) το οχτάρι. 3 βάρκα οχτά>ωπη. Восьмерной αριθ. επ. οχταπλάσιος. ВОСЬЫерО αριθ. οχτώ μονάδες ή ζευγάρια· - человек οχτώ άνθρωποι· - ножниц οχτώ ψαλί- ψαλίδια· - глаз οχτώ μάτια. Восьмигранник, -а α. το οχτάεδρο (σώμα). восьмигранный επ. οχτάεδρος. ВОСЬМИДесЯТНИК, -а α. παράγοντας της ογδο- ηκονταετίας του 19 αι-·
вое 136 ΒΠΘ восьмидесятый αριθ. επ. ογδοηκοστός. восьмидневный επ. οχταήμερος. восьмиклассник, -а α., -ца, -ы θ. μαθητής, -τρία της όγδοης τάξης. восьмилетний επ. οχτάχρονος, οκταετής· мальчик οχτάχρονο παιδάκι,· -ее отсуствие о- χτύχρονη απουσία. ВООЬМИНОГ, -а α. χταπόδι-, οκτάπους. ВОСЬМИСОТЫЙ αριθ. επ. οχτακοσιοστός. ВОСЬМИУГОЛЬНИК, -а α. οχτάγωνο. ВОСЬМИУГОЛЬНЫЙ επ. οχτάγωνος. восьмичасовой επ. οχτάωρος· - рабочий день οχτάωρη εργατική μέρα. ВОСЬМОЙ αριθ. επ. όγδοος. II ουσ. θ. -ая, -ОЙ, το я πράγματος. II το όγδοο του μουσικού φθόγγου. восьмушка, -И θ. (παλ.) το д του φουντιού· - табаку ένα όγδοο καπνού.II το όγδοο φύλλου χαρτιού. вот (μόριο) 1 δεικτ. . να, ιδού, ιδές, δές (για πλησίον αντικείμενα)· - наш ДОМ να το σπίτι μας· - ОТО να αυτό, αυτό δα·-0Η идёт να τος έρχεται· дайте мне - это δόστε μου να αυτό· - и Я νάμαι (κι εγώ). 2 (για συμ- συμπέρασμα) να· - (И.) να (και)· - и всё αυτόη- ταν όλο, τέλος, αυτά είχα να σας πω. 3 (με αναφώνηση)· να, (ι)δές· - вздор! να ανοησία! 4 (για απρόοπτο, δυσάρεστο)· - как! να πως! - что! να τι! - и ОТЛИЧНО! ωραία! θαυμάσια! περίφημα! (τα κατάφερες). II εκφρ. ВОТ ещё! ωρίστε μας! να τα μας! αυτό μας έλειπε ακό- αα! (για ασυμφωνία). ВОТ так... να έτσι..,. (περιψρονητικά ή για αρνητική εκτίμηση)· я тебя, его, их и.τ.τ. (απειλή) θα σου,του, τους δείξω, θα (ι)δείς... - тебе να πάρ' ΐηνε, άρπαχ'την (δαρμός). ВОТ-ВОТ επίρ. τώρα, αυτή τη στιγμή, λίγο ακόμα και, παρ' ολίγο· - упадёт να τώρα (λό- (λόγο ακόμα και) θα πέσει. вотирование, -Я ουδ. ψηφοφορία, ψήφιση. *вотировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. ψηφίζω. II -СЯ ψηφίζομαι. вотировка, -И θ. ψηφοφορία, ψήφιση. воткать, -тку, -ткёшь, παρλθ. χρ. воткал, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.' вотканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. ενυφαίνω. воткнуть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. во- воткнутый, (Зр: -нут, -а, -О μπήγω, χώνω, βά- βάζω μέσα. II -СЯ μπήγομαι, χώνομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω. *ВОтум, -а α. η ψήφος· - Доверия ψήφος εμ- εμπιστοσύνης· - недоверия ψήφος απορριπτική,1 αρνητική, μαύρο. вотчим, -а α. (διαλκ.) βλ. отчим. вотчина, ~Ы θ. (παλ.) πατρικά αγροκτήματα. ВОТЧИННИК, -а α. κληρονόμος πατρικών α- αγροκτημάτων. ВОТЧИННЫЙ επ. (παλ.) κληρονομικός· ВОТЩе επίρ. (παλ.) μάταια, ανώφελα, άδικα. 'воцариться, ρ.σ. 1 ανέρχομαι στο θρόνο,γί- θρόνο,γίνομαι τσάρος, βασιλιάς. 2 κυριαρχώ, επικρα- επικρατώ, βασιλεύω· -лась тишина βασίλεψε ησυχία. воцаряться р.δ. βλ. воцариться. вошь, вши, οργν. вошью, πλθ. вши, вшей θ. ψείρα, φθείρα· растительная - ψείρα των φυ- φυτών. ВОЩанка, -И θ. κηρωμένο χαρτί ή ΰφασμα. вощаной επ. κήρινος, κερένιος. ВОЩёнЫЙ επ. κηρωμένος· -ые НИТКИ κηρωμέ- νες κλωστές. ВОЩИТЬ, -щу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ. ριαρλθ. χρ. вощённый, βρ: -щён, -а, -о р.σ.μ. κηρώνω· - бумагу κηρώνω χαρτί. II -СЯ κηρώνομαι. *ВОЯЖ, -а α. (παλ.) ταξίδι, περιήγηση. *ВОЯЖёр, -а α. (παλ.) ταξιδιώτης, περιηγη- περιηγητής. *вояжировать, -рую, -руешь ρ.δ. (παλ.) τα- ταξιδεύω, περιηγούμαι. ВОЯКа, -И α. (αστ. κ. ειρν.) πολεμιστής, -αράς, παλικάρι της φακής.II καυγατζής, νταής. впадать р.δ. 1 βλ. впасть. 2 εκβάλλω,.χύ- εκβάλλω,.χύνομαι (για ποτάμι). Впадение, -Я ουδ. 1 πτώση. 2 εκβολή ποτα- ποταμού· ένωση δυο ποταμών. впадина, -Ы θ. λάκκος, λακκούβα, κοιλότη- κοιλότητα. II εκφρ. глазная - κόγχη οφθαλμού. впаивание, -я ουδ. βλ. впайка. впаивать р.δ. εγκολλώ. II -СЯ εγκολλιέμαι. впайка, -И θ. 1 εγκόλληση. 2 το κολλημένο μέρος ή τεμάχιο. впалый επ. βαθουλός, κοίλος· человек с-ми глазами κοιλόφθαλμος άνθρωπος· женщина с-ми щеками γυναίκα βαθουλομάγουλη. ■ впархивать р.δ. βλ. впорхнуть. впаоть, впаду, впадёшь, παρλθ. χρ. впал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. впёвший р.σ. 1 ει- σέχω, σχηματίζω εισοχή· κοιλαίνω. 2 πέφτω, περιπέφτω· περιέρχομαι· - В отчаяние πέφτω σε απελπισία, με πιάνει απελπισία· - в бед- НОСТЬ πέφτω σε φτώχεια, φτωχεύω· - В ОЩЙ6- ку πέφτω σε λάθος. Η εκφρ. - в немилость πέ- πέφτω σε δυσμένεια· - в противоречие πέφτω σε αντίφαση, αντιφάσκω. впаять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. впа- янный, βρ: впаян, -а, -о εγκολλώ. впервой επίρ. (απλ.) βλ. впервые. впервые επίρ. (για) πρώτη φορά· - приез- жакг'в Афины πρώτη φορά έρχομαι στην Αθήνα. вперебивку επίρ. με διακοπές, κατά δια- διαλείμματα. ВПврвйОЙ επίρ. διακόπτοντας ο ένας τον άλ- άλλον закричали - άρχισαν να φωνάζουν διακό-
ΒΠΘ 137 вал πτοντας ο ένας τον άλλον. вперевалку επίρ. τρικλίζοντας· он шёл - ПО дороге αυτός βάδιζε στο δρόμο τρικλίζον- τρικλίζοντας. Вперегиб επίρ. κυρτά, σκυφτά; καμπουριαστά. вперегонки επίρ. αμιλλώμενος, -οι στο τρέ- τρέξιμο, πονός θα παραβγεί. вперегонку επίρ. βλ. вперегонки. Вперёд επίρ. 1 (δείχει κατεύθυνση) εμπρός, μπρος, μπροστά, προς τα μπρος· шаготь - βα- βαδίζω προς τα μπρος· продвинуться - προχωρώ μπροστά· -, ребйта! εμπρός, παιδιά! -,κπο- беде! εμπρός, προς (για) τη νίκη! идти - προπορεύομαι. 2 στο εξής, στο μέλλον, άλλη φορά· - будьте осмотрительнее στο εξής να είστε προσεχτικότεροι. 3 πριν, προτού, πρώ- πρώτα, προηγούμενα· - подумай, а потом скажи πρώτα να σκεφτείς κι ύστερα να πεις, πρώτα σκέψου και μετά πες. 4 πρώτα, προηγούμενα, εκ των προτέρων· заплатить - προπληρώνω. 5 (επιφ.) εμπρός! ВЗВОД, -! διμοιρία, εμπρός! II емфр. шаг - ένα βήμα μπρος (μερική πρόοδος). впереди επίρ. 1 μπροστά, έμπροσθεν· - по- показался Парфенон μπροστά φάνηκε ο Παρθενώ- Παρθενώνας. 2 στο μέλλον |у тебя целая' жизнь - μπροστά σου έχεις μια ολόκληρη ζωή. 3 επι- επικεφαλής· ОН шёл - всех αυτός πήγαινε μπρο- μπροστά απ* όλους (προπορεύονταν). II εκφρ. быть - υπερέχω., ξεπερνώ, προπορεύομαι. вперекор επίρ. (απλ., παλ.) παρά, ενάναα, αν- αντίθετα. Вперемежку επίτ. εναλλάξ, έκ περιτροπής. вперемешку επίρ. ανακατωτά, ανάκατα, άνω- κάτω, φύρδην-μύγδην. впереть, вопру, вопрёшь, παρλθ. χρ. впёр, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. впертый, βρ: впёрт, -а, -ο, επιρ. μτχ. вперев к. вперши, р.σ. (απλ.) 1 μ. σπρώχνω, ωθώ μέσα, χώνω με δυσκολία. 2 αμ. βλ. παθ. φ. II -0Я εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα με δυσκολία. вперехват επίρ. (απλ.) 1 απο παντού, παν- πανταχόθεν, απ' ολούθε, απ' όλες τις μεριές··вя- μεριές··вязи его - δένε τον γερά, απο παντού. 2 βλ. наперехват. вперить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. впе- вперённый, βρ: -рён, -рена, -рено καρφώνω, προ- προσηλώνω (τα μάτια, το βλέμμα), ενατενίζω. II -ОЯ προσηλώνομαι, καρφώνομαι (για μάτια, βλέμμα), вперять(ся) ρ.δ. βλ. вперйть(ся). впечатление, -Я ουδ. 1 εντύπωση· дорожные -я ταξιδιωτικές εντυπώσεις· -Я очевидца εν- εντυπώσεις" αυτόπτη· -Я детства εντυπώσεις παι- παιδικής ηλικίας· первое - η πρώτη ',εντύπωση· жалкое г αλγηνή εντύπωση. 2 επίδραση· нахо- находиться ПОД -ем βρίσκομαι κάτω απο την επί- επίδραση· произвести сильное - προξενώ ζωηρή εντύπωση· создалось плохое - δημιουργήθηκε άσχημη εντύπωση. впечатлительность, -и θ. ευαισθησία, αι- αισθητικότητα. впечатлительный επ., βρ: -лен, -льна, -о ευαίσθητος στις εντυπώσεις, ευεπηρέαστος. впечатляемость, -И θ. εντυπωτισμός, εμ- πρεσσιονισμός. впечатлять ρ.δ., μτχ. ενστ. впечатляющий, βρ: -ЯЮЩ, -а, -е κάνω, προκαλώ, προξενώ εν- εντύπωση· χτυπώ. Впечатляющий επ. απο μτχ. εντυπωσιακός·εν- τυπωτικός. Впивать ρ.δ.μ. απορροφώ, πίνω· губка -ет В себе воду το σφουγγάρι απορροφά το νερό. II -ОЯ 1 απορροφιέμαι. 2 βλ. ВПИТЬСЯ C σημ.). впирать(ся) р.δ. βλ. вперёть(ся). вписанный επ. απο μτχ.<еγγё)γрαμμένоς. вписать, впишу, впишешь р.σ. εγγράφω, κα- καταχωρώ· - В СПИСОК εγγράφω στον κατάλογο. II -СЯ εγγράφομαι. ВПЙСКа, -И θ. εγγραφή. Вписывание, -Я ουδ. εγγραφή. впйоывать(ся) ρ.δ. βλ. вписать(ся). впитать ρ.σ.μ. απορροφώ, τραβώ· - влагу απορροφώ υγρασία. II μτφ. εννοώ, καταλαβαί- καταλαβαίνω, αφομοιώνω. II -СЯ απορροφιέμαι, τραβιέ- τραβιέμαι· влага -лась В почву η υγρασία απορρο- απορροφήθηκε απο το έδαφος. впйтывать(ся) р.δ. βλ. впитать(ся). впить, вопью, вопьёшь, παρλθ. χρ. впил,-ла, -ло, προστκ. впей р.σ. βλ. впивать. II -ся 1 κολλώ, προσκολλιέμαι (για ρούφηγμα) · пиявка -лась В ногу η βδέλλα κόλλησε στο πόδι* клеш -ЛСЯ το τσιμπούρι κόλλησε. II ροφώ, ρουφώ (με τα χείλη, το στόμα). II γαντζώνομαι· волк -Л0Я В шёю лошади о λύκος έπιασε το άλογο απο το λαιμό. 2 μπήγομαι, μπαίνω· в палец мне ВПИ- лась иголка στο δάχτυλο μου μπήκε το βελόνι. II προσέχω πολύ, απορροφιέμαι· καρφώνω τα μά- μάτια. 3 (απλ.) συνηθίζω. ВПИХать ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. впихнуть. впйхивать(ся) р.δ. βλ. впихнуть(ся). ВПИХНУТЬ, -ну, -нёшь, τ^θ. μτχ. παρλθ. χρ. впихнутый, βρ: -нут, -а, -О р.σ.μ. σπρώχνω, ωθώ μέσα, μπάζω, εμβάλλω· - в рот кусок хле- хлеба βάζω στο στόμα ένα ι ομμάτι ψωμί. II -СЯ σπρώχνομαι μέσα, εμβάλ^ομαι. Вплавь επίρ. κολυμβητά, -ώντας, πλέοντας. вплёскивать к. вплёскивать р.δ. βλ. впле- вплеснуть. II -ся βλ. вплеснуться. вплеснуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. вплёснутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. χύνω μέ- μέσα, εγχύνω, εγχέω με φλοίσβο. II -СЯ χύνοιιιχι μέσα με φλοίσβο. вплести, вплету, -тёшь, παρλθ. χρ. вплёл,
впл 138 вир вплела, -лб, μτχ. παρλθ. χρ. вплётший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вплетённый, βρ: -тён, -тена, -тено ρ.σ.μ. 1 εμπλέκω, πλέκω μέσα· - ленту в косу πλέκω ταινία (κορδέλλα) μέσα στην πλεξούδα. II μτφ. μπλέκω, τυλίγω, αναμιγνύω, ανακατεύω· зачем ты вплёл меня в ёту аферу? γιατί μ' ανακάτεψες σ' αυτή την κομπίνα; II -СЬ εμπλέκομαι, τυλίγομαι, κλπ. ρ. ενργ. φ. вплетать(ся) ρ.δ. βλ. вплестй(оь). вплотную επίρ. κολλητά, σώμα με σώμα, πλη- πλησιέστατα, εγγύτατα. II μτφ. στα σοβαράτ ВЗЯТЬ- ВЗЯТЬСЯ за Дело - καταπιάνομαι με την υπόθεση στα σοβαρά. ВПЛОТЬ επίρ. 1 πολύ κοντά, σιμά, εγγύτατα. 2 (σε συνδυασμό με την πρόθεση до) εντελώς μέχρι, ως· - до утра μέχρι το πρωί. вплывать р.δ. βλ. вплыть. вплыть, вплыву, вплывёшь, παρλθ.χρ. вплыл, -ла, -ЛО р.σ. εισπλέω. II μτφ. εισέρχομαι ο- ομαλά, σιγά. вповалку επί ρ. σωρηδόν, σωρό, Ιαπανωτά* все спали - на полу όλοι κοιμούνταν στο πάτωμα απανωτά. вполглаза επίρ. με μισοκλεισμένα τα μάτια. II μτφ. μ' ένα μάτι, ελαφρά· спал Я - λαγο- νιοιμόμουν. ВПОЛГОЛООа επίρ. με μισή φωνή, ημίφωνα, σιγανά, χαμηλόφωνα· петь - σιγανοτραγουδά. вползать р.δ. βλ. вползти. вползти, вползу, вползёшь, παρλθ. χρ. вполз, -ла, -ЛО р.σ. 1 έρπω προς τα μέσα, μπαίνω έρ- έρποντας. 2 σκαρφαλώνω, αναρριχιέμαι. вполнакала επίρ. (για ηλεκτρ. λάμπα) θαμ- θαμπά, αδύνατα, με ημιπυράκτωση. вполне επίρ. πλήρως, πλέρια, πέρα για πέ- πέρα, ολωσδιόλου, απόλυτα· - согласен с вами απόλυτα σύμφωνος με σας. вполоборота επίρ. μισοε,στραμμένα, μισο- γυρισμένα· СТОЯТЬ - στέκομαι μισογυρισμένα. вполовину επίρ. κατά το ήμισυ, το цюо· по- повысить урожай - αυξαίνω τη σοδειά κατά το μισό. ВПОЛПЬЯНа επίρ. (απλ.) μισομεθυσμένα. ВПОЛОЫТа επίρ. (απλ.) μισοχοί-τάτα, μισο- χορτασμένα. вполуоборот επίρ. βλ. вполоборота. впопад επίρ. έγκαιρα, σύγκαι.ρα, πάνω στην ώρα, απούντο. ΒΠΟΠΗΧβΧ επίρ. γρήγορα, (στα) βιαστικά, ε- εσπευσμένα. II στη βιασύνη, στη βιάση, σπεύ- σπεύδοντας· - я забыл деньги дома στη βιασύνη ξέ- ξέχασα τα χρήματα στο σπίτι. ВПОру επίρ. 1 ακριβώς (πάνω) στην ώρα, α- ττούντο· он пришёл - αυτός ήρθε ακριβώς στην ώρα. 2 ακριβώς στο μέτρο· платье ей - το φό- φόρεμα της ήρθε ακριβώς στο σώμα της (στο μέ- μέτρο, κούπα). 3 είναι δυνατόν, μπορεί μόνο· такую порцию - лишь обжоре есть τέτοια με- μερίδα φαγητού μόνο ένας φαγάς μπορεί να την καταφέρει, να την φάει. впорхнуть, -ну, -нёшь р.σ. φτερουγίζοντας μπαίνω μέσα (για πουλιά, πεταλούδες). II μτφ. μπαίνω, εισέρχομαι ελαφρά και γρήγορα, πετώ μέσα. впоследствии επίρ. ακολούθως, κατοπινά, με- μετέπειτα, μεταγενέστερα, αργότερα. ВПОТЫЮХ επίρ. στα σκοτεινά, στο σκοτάδι,, στο σκότος. вправду επίρ. (απλ} στ' αλήθεια, αλη'θεια, πραγματικά. вправе1 επίρ. δικαιολογημένα· он был - на- наказать его δικαιολογημένα αυτός τον τιμώρησε. вправе2 επίρ. (παλ.) προς τα δεξιά. вправить, -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вправленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 βά- βάζω, επαναφέρω στη θέση του (για στραμπούλι- σμα, σπάσιμο). 2 χώνω, βάζω μέσα. вправка, -И θ. επαναφορά στη θέση (γ« σπα- σπασμένο, στραμπουλισμένο μέλος του σώματος). вправление, -я ουδ. βλ. вправка. вправлять р.δ. βλ. вправить. II -СЯ επανέρ- επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη θέση (για στραμπού- λισμα, σπάσιμο). вправо επίρ. προς τα δεξιά. II δεξιά, στο δεξιό μέρος. впредь επίρ. στο εξής, απ' εδω και μπρος (ή πέρα), στο μέλλον άλλη φορά· - будь ос- осторожен στο εξής να είσαι προσεχτικός* - ДО ως που, ως (έως) ότου. впресоовать, -ссуго, -ссуешь ρ.σ.μ. εμπιέ- ζω, πρεσσάρω μέσα, ενσφηνώνω. II -СЯ εμπιέ- ζομαι, πρεσσάρομαι μέσα, ενσφηνώνομαι. впрессовывать(ся) р.δ. βλ. впреосовать(ся). ВПРИГЛЯДКУ επίρ. (απλ.) στην εκφρ. ПИТЬ - πίνω χωρίς ζάχαρη, σκέτο (τσάι, καφέ κλπ·Χ вприкуску επίρ. στην εκφρ. пить -πίνω εκ- μυζώντας κομμάτι ζάχαρη (για τσάι, καφέ κλπ·} вприпрыжку επίρ. πηδηχτά, πηδώντας, με πη- πηδήματα . Вприскочку επίρ. (απλ.) με άλματα, -κώς. впритирку επίρ. ακουμπητά, -ώντας, αγγι- χτά, αγγίζοντας. впритык επίρ. κολλητά· - К стене κολλητά στον τοίχο. Вприщур επίρ. (απλ.) συνοφρυωμένα. ВПРОГОЛОДЬ επίρ. φυτοζωώντας, μη χορταί- χορταίνοντας· ЖИТЬ - φυτοζωώ, δε χορταίνω το ψωμί, υποσιτίζομαι. Впрок επίρ. 1 για εφεδρεία, ρεζέρβα. 2 για όφελος, προς όφελος, για καλό· ύτο тебе ~ пойдёт αυτό θα είναι για καλό δικό σου. впросак επίρ: попасть(ся) - την παθαίνω,
впр 139 вра πέφτω στη λάσπη, παθαίνω γκάφα, ВПрооОНКах επί ρ. στο κοντοξύπνημα. ВПрОООНЬв η. ВПрОООНЬЯ επίρ. (απλ.) βλ. впросонках. ВОрОЧвМ συνδ. άλλωστε, εξ άλλου, εκτός αυ- αυτού· όμως, παρ' ολ' αυτά. впрыгивать р.δ. βλ. впрыгнуть. впрыгнуть ρ.σ. πηδώ μέσα, εισπηδώ· - Β лодку πηδώ μέσα στη βάρκα. впрыскивание, -Я ουδ. 1 ένεση. 2 το υλικό της ένεσης. впрыскивать р.δ. βλ. впрыснуть. ВПРЫСНУТЬ р.σ.μ. κάνω ένεση. впрягать(ся) р.δ. βλ. впрячь(ся). ВПрЯДаТЬ ρ.δ. βλ. ВПРЯСТЬ. II -СЯ γνέθομαι μέσα. впрямь μόριο (συνήθως έχοντας μπροστά το συνδ. и)· πραγματικά, αλήθεια. впрясть, -яду, -ядешь, παρλθ. χρ. впрял, -ла, -ло р.σ.μ. κλώθω, γνέθω μέσα* - шёлк В шерсть γνέθω μαζί με το μαλλί και μετάξι. впрячь, -ягу, -лжёшь, -ягут, παρλθ. χρ. впряг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. впря- впряжённый, βρ: -жён, жена, -жено р.σ.μ. ζεύγω, ζεύω· - КОНЯ в телегу ζεύω το άλογο στο α- αμάξι. II -СЯ ζεύγομαι, ζεύομαι. II εκφρ. - в работу ή В дело συμμετέχω αναπόσπαστα στη δουλειά, στην υπόθεση. впуск, -а α. είσοδος επιτρεπόμενη, ελεύθε- ελεύθερη. II έκχυση. II άνοιγμα. впускание, -я ουδ. βλ. впуск. Впускать ρ.δ. βλ. впустить. II -СЯ επιτρέ- επιτρέπομαι (για είσοδο, διάβαση). ВПУСКНОЙ επ. επιτρεπτός, ελεύθερος εισό- εισόδου, διάβασης· - день в больнице μέρα ελεύ- ελεύθερης εισόδου στο νοσοκομείο. II του ανοίγ- ανοίγματος, για άνοιγμα· - ШЛЮЗ για άνοιγμα της. κλεισάδας (υδατοφράχτη). Впусте επίρ. (παλ.) σε εγκατάλειψη, εγκα- εγκαταλειμμένα, παραμελημένα. ВПУСТИТЬ, впущу, ВПУСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. Χρ. впущенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 ε- επιτρέπω την είσοδο' - публику в зал αφήνωτο κοινό να μπει στην αίθουσα. II χύνω, ρίχνω·- капли В НОС ρίχνω σταγόνες στή μύτη. 2 κε- κεντρίζω, μπήγω, χώνω· - жало μπήγω το κεντρί. впустую επίρ. στα κούφια, στο κενό, στα χαμένα, στο βρόντο, στον αέρα, μάταια, άσκο- άσκοπα, ανώφελα. ВПутаТЬ р.σ.μ. 1 εμπλέκω, πλέκω μέσα. 2 μτφ. τυλίγω, μπερδεύω, αναμιγνύω. II -СЯ εμ- εμπλέκομαι, κλπ. ρ. ενργ. φ. впутывать(оя) ρ.δ. βλ. впутать(ся). впяливать(ся) ρ.δ.βλ. впялить(ся). ВПЯЛИТЬ р.σ.μ. 1 τεντώνω στα δάχτυλα (ύ- (ύφασμα κ.τ.τ.). 2 (απλ.) βάζω με δυσκολία·) еле -ил ногу в сапог μόλις και μετά βίας φό- φόρεσα τη μπότα. II -ся τραβώ, βάζω με δυσκο- δυσκολία. ВПЯТвро επίρ. πέντε φορές, πεντάκις· пла- ТЙТЬ - Дешевле πληρώνω πέντε φορές φτηνότε- φτηνότερα· - больше, меньше πέντε φορές περισσότε- περισσότερο, λιγότερο. впятером επίρ. πέντε μαζί· мы гуляли - ε- εμείς κάναμε περίπατο πέντε μαζί. ВПЯТИТЬ, впячу, впятишь ρ.σ.μ. (απλ.) βά- βάζω μέσα με κίνηση προς τα πίσω· -ли машину В гараж έβαλαν το αυτοκίνητο στο γκαράζ με σπρώξιμο προς τα πίσω. В-ПЯТЫХ επίρ. πέμπτο(ν). ВПЯЧИВать р.δ. βλ. ВПЯТИТЬ. II -СЯ μπαίνω, εισέρχομαι με πισινή κίνηση. врабатываться р.δ. βλ. вработаться. вработаться р.σ. συνηθίζω στη δουλειά, παίρ- παίρνω τον αέρα της δουλειάς. враг, -а α. 1 εχθρός· внутренние и внеш- внешние враги εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί· классовый - ταξικός εχθρός· смертельный θανάσιμος εχθρός. 2 αντίπαλος, πολέμιος. 3 ζημιωτής· ЯЗЫК МОЙ-- МОЙ (παρμ.) η γλώσσα μου είναι ο εχθρός μου· η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα σπάζει. Α- (παλ.) ο δαί- δαίμονας, ο διά3ολος,ο τρισκατάρατος· - попутал меня о διάβολος με τύλιξε (ανακάτεψε). вражда, -ы θ. έχθρα·, αμάχη· питать -у к КОМу-Н. τρέφω (έχω) έχθρα σε κάποιον. враждебно επίρ. εχθρικά. враждебность, -и θ. εχθρότητα, έχθρητα. враждебный επ., βρ: -бен, -бна, -бно ε- εχθρικός· -ые отношения εχθρικές σχέσεις. враждовать, -дую, -дуешь ρ.δ. εχθρεύομαι· они -дуют между собой αυτοί έχουν έχθρα (ε- χθρεύονται) μεταξύ τους· - друг с другом αλ- ληλοεχθρεύομαι. вражески επίρ. εχθρικά. вражеский επ. εχθρικός* -ие войско εχθρι- εχθρικά στρατεύματα· - самолёт εχθρικό αεροπλάνο. вражий, ЬЯ, -ье επ. 1 (λκ. ποίηση) εχθρι- εχθρικός. 2 (παλ.) διαβολικός, του διαβόλου, του Σατανά* Βοί Зто дело -ье όλ' αυτά είναι έρ- έργο του διαβόλου. враз ετ·ρ. (απλ.) μια φορά, ταυτόχρονα, μο- μονομιάς, όύγκαΐρα. вразбивку επίρ. διακεκομμένα, διακοφτά, χωρίς σειρά, συνέχεια' άτακτα, ανακατωτά. вразброд επίρ. άτακτα, σκόρπια, -πιστά, α- ανάκατα, ανακατωμένα. || χώρια, χωριστά, όχι απο κοινού* союзники действовали - οι σύμ- σύμμαχοι δρούσαν ο καθένας χωριστά. вразброс επίρ. πεταχτά, σκορπιστά* сёять - σπέρνω πεταχτά. II σκόρπια* все вещи лежа- лежали - όλα τα πράγματα ήταν σκόρπια.
вра 140 вре вразброску επίρ. (απλ.) βλ. вразброс. Вразвалку επί ρ. τρικλίζοντας, παραπαίον- παραπαίοντας, ποδοσέρνοντας. враздробь επίρ. (απλ.) ξέχωρα, χωριστά,ά- τακτα, σκόρπια. Вразлад επίρ. (απλ.) αμόνοιαστα, ασύμφω- να· плохо, когда семьи живёт в - είναι, κακά, το να μην έχει η οικογένεια ομόνοια. Вразнобой επίρ. (απλ.) σκόρπια, ασύμφωνα, χώρια, χωριστά. Вразнос επίρ. (για εμπορεύματα) κατ' οί- οίκον. вразрез επίρ. αντίθετα, ενάντια, κόντρα· идти - С... πηγαίνω αντίθετα με... Вразрядку επίρ. χωριστά, διαστηματίζοντας· набрать - διαστηματίζω (λέξεις, γράμματα). вразумительно επίρ. κατανοητά, σαφώς· με- μελετημένα* λογικά. вразумительность, -И θ. ευθυκρισία, γνώ- γνώση, περίνοια, σωφροσύνη. вразумительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно μυαλωμένος, γνωστικός, λογικός· σαφής, κα- κατανοητός. вразумить, -млго, -мишь, παθ. μτχ. παρλΒ. χρ. вразумлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. νουθετώ, λογικεύω, βάζω μυαλό, συνεφέρω, σω- σωφρονίζω, συνετίζω· друзья его -ЛИ οι φίλοι του 'βαλαν μυαλό. вразумление, Я ουδ. νουθέτηση, λογίκευση, σωφρόνιση, συνέτιση. вразумлять ρ.δ. βλ. вразумить. II -ся νου- νουθετούμαι, λογικεύομαι, βάζω μυαλό, έρχομαι στα συγκαλά μου, σωφρονίζομαι, συνετίζομαι. враки, врак πλθ. ψέματα, ψευτιές· ανοησί- ανοησίες, μπούρδες· επινοήσεις. враль, -я α. ψευταράς, ψευταρος, ψευτοφυλ- λάδα, ψεματούρης. враньё, -я ουδ. βλ. враки. враскачку επίρ. με κουνήματα, με ταλαντεύ- ταλαντεύσεις, τρικλίζοντας, παραπαίοντας. врасплох! επίρ. απρόοπτα, απροσδόκητα, α- νεπάντεχα, ανέλπιστα, ξαφνικά,· εξ απίνης. Врассыпную επίρ. σκόρπια, σποραδικά, σκορ- σκορπιστά, εδώ κι εκεί. врастание, -Я ουδ. ρίζωμα, -ση, ριζοβόλημα. врастать, -ает р.δ. βλ. врасти. врасти, врастёт, παρλθ. χρ. врос, -ла,-ло р.σ. ριζώνω, ριζοβολώ, εισδύω, μπαίνω μέσα* корень врос в землю η ρίζα έπιασε στο χώμα· ноготь врос в тело το νύχι μπήκε στο κρέας. II χώνομαι μέσα, κάθομαι, βουλιάζω, καθιζάνω· ветхая избушка врос в землю ,το παλιόσπιτοί αργοβούλιαξε στη γη. врастяжку επίρ. 1 φαρδιά-πλατιά, διάπλατα. 2 (για ομιλία, λέξεις) παρατραβώντας, βρα- βραδύνοντας, τρενάροντας. врата, врат πλθ. (παλ.) βλ. воротаA σημ.). вратарь, -я α. 1 &«χλ.) πυλωρός. 2 (αθλτ.) τερματοφύλακας. врать, вру, врёшь, παρλθ. χρ. врал, -ла, -ЛО р.6.μ.κ. αμ. 1 ψεύδομαι, ψευδολογώ, ψευ- τολογώ, ψεματίζω, λέγω ψέματα. 2 λέγω ανοη- ανοησίες, μπούρδες, παπαρδέλες. врач, -а α. γιατρός, ιατρός· главный - αρ- αρχίατρος· женщина— γιατρίνα, γιάτρισσα· во- военный - στρατιωτικός γιατρός· дежурный - ε- εφημερεύων γιατρός* вызывать -а на дом καλώ το γιατρό στο σπίτι. врачёбНИК, -а α. ο γιατρός της οικογένει- οικογένειας (βιβλίο). врачебный επ. ιατρικός* -ая помощь ιατρι- ιατρική βοήθεια· -ая комиссия επιτροπή γιατρών- надзор ιατρική επίβλεψη. врачевание, -я ουδ. (γραπ. λόγος)θεραπεία. врачевать, -чую, -чуешь, μτχ. ενστ. -чую- ЩИЙ ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος) θεραπεύω, γιατρεύω· - недуги θεραπεύω τις παθήσεις. врачиха, -И θ. γιατρίνα, γιάτρισσα. врачующий επ. απο μτχ. ιαματικός, θεραπευ- θεραπευτικός· -ее действие θεραπευτική επίδραση. вращательный επ. περιστροφικός, περίστρο- φος· -ое движение περιστροφική κίνηση* -ая сила περιστροφική δύναμη. вращать ρ.δ.μ. περιστρέφω, γυρίζω* - ко- колесо περιστρέφω τον τροχός II εκφρ. - глаза- глазами ή белками στρέφω, γυρίζω τους βολβούς των ματιών ή τ' ασπράδια. II -СЯ 1 περιστρέφομαι, γυρίζω. II μτφ. περιτριγυρίζω, περιφέρομαι. 2 συχνάζω, συναναστρέφομαι· - В учёных кругах συχνάζω στους επιστημονικούς κύκλους. вращение, -Я ουδ. περιστροφή, γύρισμα,, πε- περιφορά. врЧд, -а α. βλάβη, ζημιά, φθορά, κακό-на- воднёние причинило много -а η πλημμύρα προ- προξένησε πολλές (μεγάλες) ζημιές· ёто мне во - αυτό είναι προς ζημία μου· эти слухи при- причинили ему большой - αυτές οι διαδόσεις τον δυσαρέστησαν πολύ. вредитель, -Я α. 1 παράσιτο φυτών και καρ- καρπών. 2 ζημιωτής, δολιοφθορέας, σαμποταρι- στής. вредительский επ. επιζήμιος, βλαβερός, σαμ- ποταριστικός· -ие группы σαμποταριστικές ο- ομάδες· -ое действие σαμποταριστική δράση. вредительство, -а ουδ. σαμποτάζ, -άρισμα, δολιοφθορά. Эреднть, врежу, вредишь р.δ. με δοτ. βλά- βλάπτω, επιφέρω, προξενώ, κάνω ζημιά, βλάβη* - Друг другу αλληλοβλάπτω* курение -йт здоро- здоровью το κάπνισμα βλάβει την υγεία. вредно 1 επίρ. βλαβερά, επιβλαβώς, επι- επιζήμια. 2 ως κατηγ. βλάπτω, είμαι βλαβερός·
вре 141 вре курить - το κάπνισμα είναι βλαβερό, вредность. -И θ. βλαβερότητα, βλαπτικότη- τα, το επιβλαβές· - курения η βλαβερότηταί του καπνίσματος. II ανθυγιεινότητα, οι ανθυ- ανθυγιεινές συνθήκες. вредный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. βλαβε- βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος· -ая книга βλαβε- βλαβερό βιβλίο. II ανθυγιεινός· -ые условия жизни ανθυγιεινές συνθήκες ζωής. II κακός· - пример κακό παράδειγμα· -ая привычка κακή συνήθεια. вредвовооннй επ. βλ. вредный. вреМШИв, -Я ουδ. εγκοπή, εγχάραξη. врезать, врежу, врежешь р.σ.μ. 1 βάζω μέ- μέσα εγκόπτοντας· - замок В дверь βάζω εσωτε- εσωτερική κλειδαριά στην πόρτα. 2 μτφ. τυπώνω, βά- βάζω (στο μυαλό, νου, μνήμη).II -ОЯ 1 κόβοντας, σχίζοντας μπαίνω μέσα, μπήγομαι, χώνομαι μέ- μέσα· лодка -лась в песок η βάρκα κόλλησε στον άμμο. 2 εισβάλλω, εισχωρώ, εισδύω, ι μπαίνω· конница -лась в неприятельскую пехоту το ιπ- ιππικό εισέδυσε στο εχθρικό πεζικό. 3 μτφ. τυ- τυπώνομαι (στο μυαλό, νου, μνήμη). 4 (απλ.) ε- ερωτεύομαι· - по уши ερωτεύομαι τρελλά, εί- είμαι φοβερά ερωτοχτυπημένος. врезать(ся) р.б. βλ. врёзать(ся). врёака, -и θ. εγκοπή, υποδοχή· - стёкол η υποδοχή των τζαμιών (στα πλαίσια). врезной επ. εσωτερικός, με εσωτερική υπο- υποδοχή, κοιλότητα· - замок εσωτερική (χωνευτή) κλειδαριά. врезывание, -я ουδ. βλ. врезка. врёзнвать(оя) р.δ. βλ. врёзать(ся). временами επίρ. πότε-πότε, απο καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, κάπου-κάπου, που και πού, κάποτε-κάποτε, ενίοτε· - шёл ДОЖДЬ πό- πότε-πότε έβρεχε. временить р.δ. (παλ.) βραδύνω, αργώ. вреМвННЙК, -а α. τα (χρονικά. временной επ. χρονικός· χρονολογικός· -ая связь χρονική σύνδεση* -ая последователь- последовательность χρονολογική σειρά. временный επ., βρ: -енен, -енна, -енно; προσωρινός· -ое правительство προσωρινή κυ- κυβέρνηση. II παροδικός, διαβατικός, περαστι- περαστικός· πρόσκαιρος, εφήμερος* - кризис παροδι- παροδική κρίση· -ая радость εφήμερη χαρά. временщик, -а α. προσωρινός αξιωματούχος (ευνοούμενος ισχυρού). II προσωρινός κυβερ- κυβερνήτης. времечко, -а ουδ. καιρούλης, καιράκος. время, -мени, πλθ. времена, -мён, -менам ουδ. 1 χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έ- έτος, ώρες κλπ.). II ώρα· московское - ώρα Μό- Μόσχας· ■- обеда ώρα φαγητού· сколько -ни? πόσο είν' η ώρα; τι ώρα είναι; II καιρός, χρό- χρόνος* - идёт о καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει· |в последнее - он пьёт τελευταία αυτός πίνει. - летит о καιρός πετά (φεύγει)· - не ждёт о καιρός δεν περιμένει· долгое - πολύ καιρό, ε- επί μακρόν χρόνον в настоящее - τώρα, στον ε- ενεστώτα (παρόντα) χρόνο· потерянное - ο και- καιρός που πάει χαμένος· мне - дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός· не теряйте -ни да- даром μή χάνετε τον καιρό μάταια· выиграть - κερδίζω χρόνο* провести - περνώ τον καιρό* - покажет ο χρόνος θα δείξει· - работает на нас о καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)· в любое - οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώ- ώρα· новые -на νέοι καιροί· во - войны τον καιρό του πολέμου· на некоторое - για λίγο καιρό· свободное - ο ελεύθερος χρόνος. 2 η καιρική κατάσταση, ο καιρός* ненастное - ο συννεφιασμένος καιρός* дождливое - βροχερός καιρός· зимнее - χειμώνας-καιρός. 3 εποχή* -на Петра Ι η εποχή του Πέτρου 1ου с непа- непамятных -ён απο αμνημονεύτους χρόνους· -на года οι εποχές του έτους. И- (φιλοσ.) ο χρό- χρόνος· пространство и - - основные формы бы- бытия о χώρος και ο χρόνος είναι οι ιβασικές μορφές της Ολης. 5 (γραμμ.) χρόνος· насто- настоящее - ο ενεστώτας χρόνος· будущее - μέλλον- μέλλοντας χρόνος· прошедшее - παρελθόντος χρόνος. II εκφρ. во - Оно (παλ.) κάποτε· во все -на για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά· В первое - κατ' αρχήν, στην αρχή, αρχικά· в своё -α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγ- έγκαιρα (όταν χρειάζεται)· в скором -НИ πολύ σύντομα, γρήγορα· до -НИ ή ДО поры ДО -НИ (παλ.) για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση· ДОСе- ГО -НИ μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή· ко -НИ έγκαιρα, στην προθεσμία· на - προσωρινά· СО -ем με τον καιρό· всё - όλη την ώρα, συ- συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς· ОДНО - σε λί- λίγο (χρόνο), εντός ολίγου· роньше -ни πρόω- πρόωρα, νωρίς· самое - (απλ.) η καταλληλότερη ώ- ώρα, στιγμή* тем -ем εν τω μεταξύ, στο ανα- αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό* ОТ -НИ ή от -ни до -ни ή по -нам κάποτε, πότε-πότε, κά- κάπου-κάπου, που και που, απο καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε* в то - как... ενώ, καθ' όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ' όλο που* С течением -ни με τον καιρό, με την πάροδο του χρόνου. времяисчисление, -я ουδ. ημερολόγιο· юли- юлианское - Ιουλιανό ημερολόγιο. времянка, -И θ. 1 μικρή φορητή σκάλα. 2 πρόχειρο, προσωρινό κατασκεύασμα. времяпрепровождение, -Я ουδ. το πέρασμα του χρόνου, του καιρού, της ώρας· скучное - ανιαρό πέρασμα του χρόνου. времяпровождение, -я ουδ. βλ. времяпрепро-
вре 142 вое врётище, -а ουδ. (παλ.) παλιόρουχο, τσό- τσόλι, τσούλι. вряд, -а α. προσωρινός αναπληρωτής. вровень επί ρ. στο ίδιο επίπεδο ή ύφος, ί- ίσια με· вода - с краями бочки το νερό στο βαρέλι είναι ξέχειλα. вроде πρόθ. 1 σαν, ωσάν, όμοια, παρόμοια, εν είδη, καθ" ομοίωση· пальто - моего πανω- πανωφόρι σαν το δικό μου. 2 ως, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα- он - заболел όπως φαί- φαίνεται, αυτός αρρώστησε. II εκφρ. - как ή - бы βλ. ανωτ. 2 σημ. врождённость, -И θ. το έμφυτον. врожденный επ., βρ: -Дён, -дена, -дено έμ- έμφυτος, εμφυής, φυσικός· - талант έμφυτο τα- ταλέντο. Π εγγενής, ε* γενετής* - порок сёр- ДЦа εγγενής καρδιοπάθηση· ~ые идеи εγγε- εγγενείς ιδέες. врознь επίρ. (παλ.) βλ. врозь. врозь επίρ. χώρια, χωριστά, ξέχωρα, κατ' ιδίαν жить ~ ζω χώρια· дружба дружбой, а Деньги - η φιλία είναι φιλία, όμως τα χρή- χρήματα χώρια· дело - идёт η υπόθεση πάει κατά διαβόλου. вруб, -а α. (ορυκτ.) εγχάραγμα. врубание, -я ουδ. βλ. врубка. врубать(ся) р.δ. βλ. врубйть(ся). врубить, врублю, врубишь, παθ. μτχ. παρλθ. χο. врубленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. βά- βάζω μέσα σε εγνιοπή, ενσφηνώνω. II -СЯ χώνομαι, εισδύω, εισχωρώ κόβοντας. II (ορυκτ.) εγχό- πτω, εγχαράσσω. врубка, -И θ. 1 εγκοπή. 2 σύνδεση μερών με εγνιοπές. врубовый επ. (ορυκτ.) της εγκοπής, για εγ- εγκοπή, εγκοπτικός. врубок, -бка α. σφήνα (σε εγκοπή). врукопашную επίρ. στα χέρια· схватились - πιάστηκαν στα χέρια. врун, -а α., -ЬЯ, -и θ. ψεύτης, -τρα. вручать ρ.δ. βλ. вручить. II -СЯ εγχειρί- εγχειρίζομαι, παραδίνομαι στα χέρια. вручение, -Я ουδ. εγχείριση, παράδοση στα χέρια, επίδοση· - удостоверений επίδοση δι- απιστευτηρ ί ων. вручитель, -я α. -ница, -Ы θ. εγχειριστής, ο παραδότης, -τρία. вручить, -чу, -чй'ль, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. вручённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ,σ.μ. εγ- εγχειρίζω, δίνω στα χέρια προσωπικά, ιδιοχεί- ιδιοχείρως, επιδίδω· он -йл ей деньги αυτός της έ- δοσε στα χέρια χρήματα· - Орден παρασημοφο- παρασημοφορώ· - письмо δίνω γράμμα στα χέρια. Ι' εμπι- εμπιστεύομαι· - СВОЙ судьбу εμπιστεύομαι την τύ- Χη μου. Вручную επίρ. με τα χέρια (όχι με μηχανή), χειροποίητα· обработка деталей - επεξεργα- επεξεργασία εξαρτημάτων με τα χέρια. вруша, -и α. κ. θ. (απλ.) βλ. врун, -ья. врывать(ся) р.δ. βλ. врыть(ся). врываться р.δ. βλ. ворваться. врыть, врою, вроешь р.σ.μ. βάζω σε σκαμμέ- σκαμμένο μέρος, στερεώνω· - СТОЛб βάζω στήλο. II-0Я σκάβοντας μπαίνω μέσα· крот -лея В Землю о τυφλοπόντικας μπήκε στη γη. вряд ЛИ κ. παλ. вряд επίρ. ως κατήγ. εί- είναι αμφίβολο, αβέβαιο, άδηλο, αμφιβάλλω αν μάλλον όχι, δεν - ли ОН придёт είναι αμφί- αμφίβολο, αν αυτός θα έρθει., ВС..., πρόθεμα· χρησιμοποιείται «ντί του „Β3..." μπροστά απο άηχα σύμφωνα: вскипеть, вскружить, встревожить. всадить, всажу, всадишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 μπήγω, χώνω, εμφυτεύω* - НОЖ В СПИНУ μπήγω το μαχαίρι στη ράχη· он -йл пулю В лоб του φύτεψε τη σφαίρα στο κεφάλι, του τίναξε τα μυαλά στον αέρα. 2 καταξοδεύω, κατασπαταλώ. II -СЯ μπήγομαι, χώνομαι. ВОаДНИК, -а α. -ца, -Ы θ. καβαλάρης, -ισσα, ιππέας, -εύτρια. воаживать(ся) ρ.6. βλ. всадйть(ся). всасывание, -Я ουδ. ρούφηγμα, -ηξη, αναρ- αναρρόφηση, μύζηση, βύζαγμα· απορρόφηση. всасывательный επ. αΛρροφητικός* απορ- απορροφητικός . воаоывать(ся) ρ.6. βλ. всосать(ся). все βλ. весь1. всё1 βλ. весь? всё2επίρ. 1 πάντοτε, παντοτινά, πάντα, δι- διαρκώς, όλον τον καιρό· он всё 8В.НЯТ αυτός ηαντοτε είναι απασχολημένος. 2 μέχρι τώρα, και τώρα· он - ещё болен και τώρα ακόμα άρ- άρρωστος είναι. 3 μόνο, αποκλειστικά· ακριβώς* это - вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς. 4 όλο και, επί μάλλον και μάλλον погода - лучше и лучше о καιρός όλο και καλυτερεύει* - более и более όλο και πιο πολύ. 5 όμως, εν τούτοις, αλλά· как ни старается, - не выхо- выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τί- τίποτε (άκαρπες προσπάθειες). II εκφρ. - Ж κ. - хе1 παρ' όλ· αυτά, εν τούτοις, όμως. всеведение, -Я ουδ. (υψ. ύφος) ευρυμάθεια, πολυγνωσία, παντογνωσία. всеведущий επ. (υψ. ύφος) παντογνώστης, πολυμαθής, πολύξε ρος, πανδαήμονας. * всевидящий επ. (γραπ. λόγος) που τα βλέ- βλέπει όλα, πανθ ' ορών -ее ОКО μάτι που τα Βλέ- Βλέπει όλα. всевластие, -Я ουδ. παντοκρατορία. всевластный επ., βρ: -ген, -тна, -тно κυ- κυρίαρχος, πανίσχυρος, παντοδύναμος.
вое 143 все воевобуч, -а α. γενική στρατιωτική εκπαί- εκπαίδευση . ВСвВОШЮЖНКЙ επ. παντοειδής, πολυποίκιλος, όλων των ειδών, κάθε λογής, είδους, παντοδα- πός· - товар παντοειδές εμπόρευμα- -ые цве- цветы όλων των ειδών λουλούδια. ВОвВОЛНОВЫЯ επ. όλων των κυμάτων - ради- оприёмник ραδιοδέκτης όλων των κυμάτων. ВОвВЫтнЙ έπ. κ. ουσ. (γραπ. λόγος, παλ.)· ύψιστος (επ. του θεού). всегда επίρ. πάντοτε, πάντα, παντοτινά, ο- ολοένα, όλον τον καιρό. II αιώνια. всегдашний επ. παντοτινός, μόνιμος, στα- σταθερός, διαρκής· αιώνιος. всего επίρ. 1 συνολικά, εν όλω· были В му- «чин и 6 женщин - 14 человек ήταν β άντρες ικαί 6 γυναίκες, συνολικά 11- άτομα. 2 μό- μόνο, μονάχα· нашлось - трое желающих βρέθη- βρέθηκαν μόνο τρεις επιθυμούντες. II εκφρ. —на- всего κ. παλ. —навсе όλο-όλο, όλο κι όλο· осталось —навсего три рубли έμειναν όλο-ό- όλο-όλο τρία ρούβλια· - ничего σχεδόν τίποτε, ε- ελάχιστα* только И - αυτό και μόνο, μόνον αυ- αυτό, τίποτ' άλλο. ΒΟβГреческий επ. πανελλήνιος, πανελλαδικός. вседержитель, -Я α. (παλ.) παντοκράτορας (θεός). вседневный επ. (παλ.) καθημερινός. В-оеДЬМЫХ επίρ. έβδομο(ν). всезнайка, -и α. κ. θ. πολύξερος, -η, παν- παντογνώστης, πανδαήμονας, πολυίδμονας. ВсевнаЙСТВО, -а ουδ. πολυγνωσία, παντο- παντογνωσία. воеекающий επ. βλ. всезнайка. всеконечно επίρ. (παλ.) οπωσδήποτε, απα- απαραίτητα, αναμφίβολα. вселение, -Я ουδ. εγκατάσταση οικιακή. ВОвлённая, -ОЙ θ. 1 η υφήλιος. 2 η οικου- οικουμένη. вселенский επ. (παλ.) παγκόσμιος. II εκφρ. - собор α) πανχριστιανική σύνοδος, β) παν- καθολική σύνοδος. ВоелЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. все- вселённый, βρ: -лён, -лена, -лено. 1 εγκατοικί- ζω, .-νοιχίζω, παρέχω κατοικία, εγκατασταίνω· στεγάζω. 2 μτφ. εμπνέω, εμφυσώ, εμφυτεύω, εμβάλλω· - страх εμπνέω φόβαΙΙ-СЯ 1 εγκατα- τασταίνομαι σε σπίτι, ενοικίζομαι, στεγάζο- στεγάζομαι. 2 μτφ. εμφωλεύω, φωλιάζω, ριζώνω*страх -лея в его сердце о φόβος φώλιασε στην καρ- καρδιά του. вовлять(оя) ρ.δ. βλ. вселйть(ся). Всемерно επίρ. ολόπλευρα, ολομερώς, πλέ- πλέρια, πλήρως, πολύπλευρα· παντοιοτρόπως, με όλα τα μέσα. всемерный επ. ολόπλευρος, ολομερής, ολικός, πολύπλευρος, πλήρης· -ΒΛ ПОМОЩЬ ολόπλευρη βοήθεια. всемеро αριθ. εφτά φορές, επτάκις. всемилостивый к. всемилостивейший (κοσμη- (κοσμητικό επ. των τσάρων και του θεοϋ) πολυεύ- σπλαγχος, πολυέλεος. всемирно-исторический επ. κοσμοϊστορικός. всемирный επ. παγκόσμιος* -ая история παγ- παγκόσμια ιστορία· - конгресс παγκόσμιο συνέ- συνέδριο* -ое значение παγκόσμια σημασία. всемогущество, -а ουδ. παντοδυναμία·- ра- разума η παντοδυναμία του λογικού. всемогущий επ., βρ: -гущ, -а, -е παντοδύ- παντοδύναμος* - властелин о παντοδύναμος μονάρχης. II ουσ. Παντοδύναμος (ο θεός). всенародно επίρ. 1 πανδήμως, -μεί. 2 δη- δημόσια, ανοιχτά (όχι κρυφά). всенародный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; παλλαϊκός, πάνδημος* - праздник παλλαϊκή γιορτή· -ое движение παλλαϊκό κίνημα. всенепременно επίρ. (παλ.) απαραίτητα, ο- οπωσδήποτε . всенижайший επ. ταπεινότατος* -ая просьба ταπεινότατη παράκληση. всенощная, -ОЙ θ. (εκκλσ.) εσπερινός, ε- εσπερινή ακολουθία. всеобуч, -а α. γενική υποχρεωτική φοίτηση. всеобщий επ. γενικός, καθολικός, πάγκοινος. -ая радость γενική χαρά* -ее избирательное право καθολικό εκλογικό δικαίωμα* -ая заба- забастовка γενική απεργία. ВоеОбЩНОСТЬ, -И θ. Ιγενικότητα, καθολικότητα, всеобъемлющий επ., βρ: -лпц, -а, -е καθο- καθολικός* - ум Аристотеля о καθολικός νους του ΐΑριστοτέλη. всеоружие, -Я ουδ: во -ии α) πάνοπλος* встречать врага во -ИИ αντιμετωπίζω τον ε- εχθρό πάνοπλος, β) κατέχοντας πλήρως, στην εν- εντέλεια (θέμα, ζήτημα κλπ.)· ОН выступил ВО -ии знаний αυτός μίλησε άρτια καταρτισμένος ή προετοιμασμένος. всепобеждающий επ. νικηφόρος. всепоглощающий επ. που κυριαρχεί (πάνω στ' άλλα αισθήματα)· -ая страсть το πάθος που κυριαρχεί. всеподданнейший επ. του πιστότατου, του αφοσιωμένου (στον τσάρο)· -ее прошение αί- αίτηση πιστότατου. всепокорнейший επ. (παλ.) ταπεινότατος. всепрощающий επ. (παλ.) ο τους πάντες και τα πάντα συγχωρών. всепрощение, -Я ουδ. συγχώρηση, άφεση των πάντων. всероссийский επ. πανρωσικός. всерьёз επίρ. στα σοβαρά· принимать - παίρ- παίρνω στα σοβαρά.
все 144 век ВоесввТНЫЙ επ. (παλ.) 1 γενικός, πάνδη- πάνδημος, παλλαϊκός. 2 παγκόσμιος. всесилие, -Я ουδ. παντοδυναμία. всесЙЛЬНОСТЬ, -И θ. παντοδυναμία. воеСЙЛЫШИ επ. πανίσχυρος, παντοδύναμος. Всесожжение, -Я ουδ. ολοκαύτωμα, αποτέφρω- αποτέφρωση θυμάτων. всесокрушающий επ. καταστρεπτικότατος* -ая сила καταστρεπτικότατη δύναμη. Всесоюзный επ. πανενωσιακός· - съезд πά- πάνε νωσιακό συνέδριο. воестороннв επίρ. πολύπλευρα, πολυμερώς. всесторонний επ. πολύπλευρος, πολυμερής· λεπτομερής· -ее развитие πολύπλευρη ανάπτυ- ανάπτυξη· - разбор дела λεπτομερής εξέταση της υπόθεσης. всё-таки (φσιότακι) συνδ. αντιθ. παρ' όλ' αυτά, κι όμως, εν τούτοις· - ОН прав κι ό- όμως αυτός έχει δίκαιο. всеуслышание, -я ουδ: во - μεγαλόφωνα, υ- ψηλόφωνα, που ν' ακούν όλοι, εις υπήκοο ν πάν- πάντων. всецело επίρ. ολοκληρωτικά, εξ ολοκλήρου, πλήρως · - он предан науке ολοκληρωτικά ε- πεδόθηκε (αφοσιώθηκε) στην επιστήμη. всечасный επ. (παλ.) συνεχής, συχνός, α- ακατάπαυστος, κάθε ώρα και στιγμή. всеядный επ. παμφάγος* -ое животное παμ- ψάγο ζώο. вскакать, вскачу, вскачешь р.σ. μπαίνω μέ- μέσα καλπάζοντας. вскакивать р.δ. βλ. вскочить. вскапывать ρ.δ. βλ. вскопать. II -оя σκά- σκάβομαι, ανασκάβομαι. вскарабкаться р.σ. σκαρφαλώνω, αναρριχιέμαι. вскарабкиваться р.δ. βλ. вскарабкаться. вскармливание, -Я ουδ. θρέψιμο, μεγάλωμα. II ανατροφή, αγωγή, διαπαιδαγώγηση. вскармливать ρ.δ. βλ. вскормить.II -ОЯ δι- διατρέφομαι, τρέφομαι, μεγαλώνω. II ανατρέφο- ανατρέφομαι, διαπαιδαγωγούμαι. вскатить, вскачу, вскатишь ρ.σ.μ. ανακυλώ, κυλώ προς τα ΐάνω, ανεβάζω κυλώντας. II -СЯ κυλιέμαι προς τα πάνω, με ανεβάζουν κυλώντας. вскатывать(ся) ρ.δ. βλ. вскатйть(ся). вскачь εκιρ. καλπάζοντας, με καλπασμό. ВСКИДКа, -и θ. ανάρριψη, ρίψη προς τα άνω. вскидывание, -я ουδ. βλ. вскидка. вскидывать(оя) ρ.δ. βλ. вскйнуть(ся). вскинуть, -ну, -нешь ρ.σ.μ. αναρρίπτω, ρύ- χνω, πετώ προς τα πάνω· - мешок на плечи рС~ χνω το τσουβάλι στους ώμους. II μτφ. αναση- ανασηκώνω, ορθώνω γρήγορα· - голову ανασηκώνω α- απότομα το κεφάλι* - глаза ανασηκώνω γρήγορα τα μάτια. II -0Я 1 ανεβαίνω γρήγορα, πετάγο- πετάγομαι επάνω. 2 μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, κα- κατηγορίες κ.τ.τ. старуха -лась на мужа за разбитый стакан η γρια ρίχτηκε це βρισιές στον άντρα της, γιατί έσπασε το ποτήρι. вскипать р.δ. βλ. вскипеть. ВСКИПАТЬ, -плю, -пйшь р.σ. 1 βράζω, κοχλά- κοχλάζω· МОЛОКО -ЛО το γάλα έβρασε. 2 μτφ. θυμώ- θυμώνω, οργίζομαι, βράζω απο θυμό, αγανάχτηση. вскипятить(СЯ) ρ.σ. βλ. кипятйть(ся). всклепать, -шпб, -плешь ρ.σ.μ. (παλ.) κολ- κολλώ ρετσινιά, συκοφαντώ, διαβάλλω, δυσφημώ. всклёпывать р.δ. βλ. всклепать. вскликнуть ρ.σ. (παλ.) βλ. воскликнуть. воклокочиватьСся) р.δ. р\.всклокочить(ся). ВСКЛОКОЧИТЬ, -чу, -чишь ρ.σ.μ. ανορθώνω, α- ανασηκώνω (τα μαλλιά, το τρίχωμα). К -СЯ α- αναμαλλιάζω,, -ομαι. всклочить(ся) ρ.σ. βλ. всклокочить(ся). всколебать, -ёблю, -ёблешь ρ.σ.μ. (απλ.) ανα- αναταράσσω, κουνώ, ταλαντεύω, διακυμαίνω* ве- ветер -ал море о άνεμος ανατάραξε τη θάλασσα. II -СЯ αναταράσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. всколыхать, -лышу, -лншешь к. -аю, -аешь ρ.σ.μ. (παλ.) βλ. всколыхнуть. II -ся βλ. всколыхнуться. всколыхнуть, -ну, -нёшь ρ.σ.μ. 1 ταράσσω, -ζω, κουνώ, ταλαντεύω, κυματίζω, κυμαίνω* ве- ветерок -ул рожь το αεράκι κυμάτισε τη βρίζα. 2 μτφ. αναδεύω, βάζω σε κίνηση, κινητοποιώ* συγκινώ. II -СЯ ταράσσομαι, κουνιέμαι, ταλα- ταλαντεύομαι· ванавёска Ι-лась το κουρτινάκι κουνήθηκε. II μτφ. ταράσσομαι, σκιρτώ· ανα- αναταράσσομαι, κινητοποιούμαι ολόκληρος. ВСКОЛЬЗНУТЬ р.σ. διεισδύω, τρυπώνω, χώνο- χώνομαι γρήγορα και απαρατήρητα. ВСКОЛЬЗЬ επίρ. παρεμπιπτόντως, ακροθιγώς, εν παρενθέσεν. вскопать ρ.σ.μ., παθ, μτχ. παρλθ. Χ р. ВСКО- панный, βρ: -пан, -а, -о ανασκάβω, σκάβω* - Грядки в огороде κάνω βραγιές στο λαχανόκηπο. вскоре επίρ. σε λίγο, εντός ολίγου, γρήγο- γρήγορα, σύντομα* он ~ придёт αυτός σε λίγο θα έρθει. вскормить, -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ, χρ. вскормленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. -ν,,έφω, μεγαλώνω (ζώα, πτηνά). II ανατρέφω, διαπαι- διαπαιδαγωγώ·- героя-сына ανατρέφω παιδί-η"ρ<χχ. вскормленник, -а α. -НИЦа, -ы θ. «\>αθρε- φτός, -ή. вскорости επίρ. (απλ.) βλ. вскоре. вскосмачить, -ачу, -атишь ρ.σ.μ. (απλ.) α- ανακατεύω τα μαλλιά, αναμαλλιάζω. Ι| -СЯ α- ανακατεύομαι, ορθώνομαι (για μαλλιά). ВСКОЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ. 1 πηδώ, αναπηδώ, πετιέμαι επάνω· - на коня ανεβαίνω καβάλα στο άλογο| πηδηχτά, καβαλικεύω πηδηχτά. 2 τι- τινάζομαι επάνω, σηκώνομαι απότομα, πετάγομαι
век 145 всп επάνω· - от испуга πετάγομαι επάνω απο το φό- φόβο. 3 μτφ. μεγαλώνω, αυξάνω γρήγορα, ξεπε- ξεπετάγομαι.· шишка -ла на лбу εξόγκωμα βγήκε στο μέτωπο. вскрик, -а α. κραυγή, άνακραυγή, ξεφωνητό. вскрикивание, -я ουδ. βλ. вскрик. вскрякивать ρ.δ. βλ. вскрикнуть. вскрикнуть ρ.σ. κραυγάζω, κράζω, ξεφωνίζω. ВОКрЯЧать, -чу, -ЧЙШЬ р.σ. 1 αναφωνώ, φω- φωνάζω, κράζω. 2 καλώ, προσκαλώ, φωνάζω. вскружить, -ужу, -ужйшь к. -ужишь р.σ.μ. στην εκφρ: - голову ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω, σηκώνω τα μυαλά· успех -ЙЛ ему голову η επιτυχία τον ξελόγιασε, του πήρε τα μυαλά. II -СЯ: - голова У) ум ξελογιάζομαι, ξεμυαλίζομαι. вскрывание, -я ουδ. βλ. вскрытие. вскрывать(ся) ρ.δ. βλ. вскрыть(ся). ВСКрЫТИв, -Я ουδ. 1 άνοιγμα. 2 μτφ. αποκά- αποκάλυψη, φανέρωση. 3 ανατομή, σχίσιμο, κόψιμο. вскрыть, вскрою, вскроешь р.σ.μ. 1 ανοί- ανοίγω· - ПИСЬМО ανοίγω το γράμμα· - пакет ανοί- ανοίγω το πακέτο. 2 μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως· - недостатки в ра- работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά. 3 ανατέμνω, σχίζω, κόβω· - труп κάνω νεκροψία· - нарыв σχίζω το απόστημα. II -СЯ 1 ανοίγο- ανοίγομαι. 2 μτφ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξε- ξεσκεπάζομαι, βγαίνω στο φως, στα φόρα· -лись причины поражения βγήκαν οτο φως οι αιτίες της ήττας. 3 ξεπαγώνω· река -лась το ποτάμι ξεπάγωσε (έλιωσε ο πάγος που το κάλυπτε). всласть επίρ. κατά κόρο, μέχρι κόρου, με την ψυχή μου, όσο θέλω· Я поел - έφαγα κατά κόρο· он наговорился - αυτός μίλησε όσο ήθε- ήθελε, κατά βούληση. ВСЛ8Д επίρ. αμέσως μετά, κοντά,"ακολούθως , σε συνέχεια· - за ним выступил председатель αμέσως μετά απ' αυτόν μίλησε ο πρόεδρος* за тем μετά απ' αυτό, σε συνέχεια. Вследствие πρόθ. με γεν. εξ αιτίας, λόγω, ένεκα· επειδή, γιατί· - болезни λόγω ασθε- νειας, γιατί αρρώστησε. ВОЛвпуВ επίρ. τυφλά, στα τυφλά, μη βλέ- βλέποντας, μη κοιτάζοντας· печатать на машйрке - δακτυλογραφώ στα τυφλά (μη κοιτάζοντας τα πλήκτρα). II στην τύχη· действовать - ενε ιγώ στα τυφλά. вслух επίρ. φωναχτά· читать - διαβάζω φω- φωναχτά. Вслушаться ρ.σ. αφουγκράζομαι, ακουρμαίνο- μαι, τεντώνω τ' αυτιά μου, ακούω με προσοχή. вслушиваться р.δ. βλ. вслушаться. всматриваться р.δ. βλ. всмотреться. всмотреться, всмотрюсь, всмотришься р.σ. βυθίζω το βλέμμα, κοιτάζω καλά, προσεχτικά, ερευνώ· - в морскую даль κοιτάζω βαθιά στο πέλαγος· я -лея в него и сразу узнал τον κόί7 ταξα καλά,'κι αμέσως τον γνώρισα.! всмятку επίρ. μελάτο, -τα· сварить яйца - βράζω αυγά μελάτα. II εκφρ. сапоги - (απλ.) ανοησίες, κουταμάρες, μπούρδες, παπαρδέλες. ВСОВОТЬ, всую, всуёшь р.σ.μ. (απλ.) βάζω μέσα, χώνω· - вещи в чемодан βάζω τα πράγ- πράγματα στη βαλίτσα· - руку В карман βάζω το χέρι στη τσέπη. всовывать ρ.δ. βλ. всовать. II -ся μπαίνω μέσα, χώνομαι. всосать, всосу, всосёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всосанный, βρ: -сан, -а, -ο ρ.σ.μ, ροφώ, ρουφώ, αναρροφώ, μυζώ, βυζαίνω,τραβώ·-влагу ИЗ ПОЧВЫ τραβώ υγρασία απο το έδαφος.II εκφρ. - С МОЛОКОМ (матери) αφομοιώνω απο μικρός.II -СЯ ρουφιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. - вспаивать р.δ. βλ. вспоить. II -ся 1 γα- γαλουχούμαι. 2 διαπαιδαγωγούμαι, μορφώνομαι. вспархивать ρ.δ. βλ. вспорхнуть. . вспарывать ρ.δ. βλ. вспороть.!! -ся ξηλώ- ξηλώνομαι . ·* вспасть, вспадёт, παρλθ. χρ. вспал, -ла, -ЛО р.σ. απρόσ. στην εκφρ: - на ум (ή на мысль) παλ. μου 'ρχεται, μου κατεβαίνει οτο κεφάλι, στο μυαλό, στο νου· -ЛО ему на ум жениться του κατέβηκε να παντρευτεί. вспахать, вспашу, вспфлешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вспаханный, βρ: -хан, -а, -о р.о.μ. ορ- οργώνω, αροτριώ, αλετρίζω, γυρίζω. вспахивание, -Я ουδ. όργωση, -μα, αροτρί- αση, αλέτρισμα, γύρισμα. вспахивать ρ.δ. βλ. вспахать.II - ся οργώ- οργώνομαι, αροτριώμαι. вспашка, -и θ. βλ. вспахивание. Вспененный к. вспененный επ. ■ αφρισμένος , αφροσκεπασμένος · -ая лошадь αφρισμένο άλογο. вспенивать(ся) р.δ. βλ. вспенить(ся). ВСПенЙТЬ р.σ.μ. αφρίζω, κάνω ν' αφρίσει. II αμ. αφρίζω, βγάζω αφρό.II -СЯ αφρίζω, σκεπά- σκεπάζομαι απο αφρό· ПИВО -ЛОСЬ η μπύρα άφρισε. вспетушиться, -шусь, -шйшься р.σ. (απλ.) εξάπτομαι, αρπάζομαι,- ανάβω, κορώνω. всшшкать, -ачу, -ачешь р.σ. βλ. -ся. II -СЯ ξεσπώ σε κλάματα, κλαίω. II κλαυθμυρίζω, κλαίω παραπονιάρικα. всплакнуть, -ну, -нёшь ρ.σ. κλαίω λίγο. вспламенйть(ся) р.σ. (παλ.) βλ. воспламе- воспламениться. ВСПЛвСК, -а α. παφλασμός, πάφλασμα. всплескивание, -я ουδ. βλ. всплеск. всплёскивать(ся) к. всплёскивать(ся) р.δ. βλ. всплеснуть(ся). . всплеснуть, -ну, -Нёшь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всплёснутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ. παφλάζω,
всп 146 всп χτυπώ το νερό, φλοισβίζω. II εκφρ. - руками χτυπώ τα χέρια (απο έκπληξη). II -СЯ χτυπώ, χτυπιέμαι,, παφλάζω, φλοισβίζω. ВСПЛОШНУЮ επίρ. κολλητά, συνεχούμενα, ε- εφαπτόμενα· εντελώς, ολοκληρωτικά. всплывалие, -я ουδ. βλ. всплытие. всплывать р.δ. βλ. всплыть. ВСШШТИе, -Я ουδ. ανάδυση, εμφάνιση, всплыть, ~ыву, -ывёшь, παρλθ. χρ. всплыл, -а, -ло р.σ. αναδύω, -ομαι, βγαίνω στην ε- επιφάνεια, επιφαίνομαι. II μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω· этот вопрос всплыл только сегод- сегодня αυτό το ζήτημα πρόβαλε μόνο σήμερα. ВСПОИТЬ, -ОЮ, -ОЙШЬ к. -ОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вспоенный, βρ: -оен, -а, -о к. вспоённый, βρ: -оён, -оена, -оено ρ.σ,μ. γα- γαλουχώ. II μτφ. μορφώνω, ανατρέφω, διαπαιδα- διαπαιδαγωγώ. всполаскивать ρ.δ. βλ. всполоснуть. II -оя ξεπλένομαι. всползать ρ.δ. βλ. всползти, всползти, -зу, -зёшь, παρλθ. χρ. всполз, -ла, -ло р.σ. ανέρπω, σκαρφαλώνω, αναρριχώ- υαι. всполоснуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. хг. всполоснутый, βρ: -нут, -а, -о р. σ. μ. ξεπλένω· - стакан ξεπλένω το ποτήρι. ВСПОЛОХ, -а α. 1 (παλ.) συναγερμός. 2 Fс- αλνι.) το βόρειο σέλας. II αναλαμπή, λαμπύ- λαμπύρισμα. всполохнуть(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. всполо- шйть(ся). ВСПОЛОШИТЬ, -шу, -ШЙШЬ р.σ.μ. τρομάζω, α- αναστατώνω, αναταράσσω, ξαφνιάζω. II -СЯ τρο- τρομάζω, αναστατώνομαι, αναταράσσομαι, ξαφνιά- ξαφνιάζομαι* αλαφιάζομαι. всполье, -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ. (διαλκ.) άκρη, παρυφή χωραφιού, όχτος, όχθος. ВСПОМИНание, -Я ουδ. ενθύμηση, αναθύμηση, θύμηση, ανάμνηση, αναπόληση. вспоминать(ся) ρ.δ. βλ. вспомнить(ся). ВСПОМНИТЬ р.σ. αναθυμούμαι, θυμιέμαι, ανα- μιμνήσκομαι· - СВОЙ МОЛОДОСТЬ θυμιέμαι τα νιάτα μου· - забытую песню θυμιέμαι το ξε- ξεχασμένο τραγούδι. II -СЯ 1 βλ. ρ. ενεργ. φ. 2 (παλ.) συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνεφέρομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου. вспомогательный επ. βοηθητικός, επικουρι- επικουρικός· ~ые работы βοηθητικές δουλειές· - гла- глагол βοηθητικό ρήμα. вспоможение, -я ουδ. (παλ.) 1 παροχή βοήθεν- ας (κυρίως χρηματική). 2 το βοήθημα. вспомоществование, -я ουδ. (παλ.) βλ.вспо- βλ.вспоможение . вспомоществовать, -вую, -вуешь р.σ. με δοτ. (παλ.) βοηθώ, παρέχω βοήθεια, υποστήριξη. вспомянуть, -мяну, -минешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вспомянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ. με αιτ. ή προθτ. (απλ.) βλ. ВСПОМНИТЬСЯ; - Ο прошлом θυμούμαι το παρελθόν -ните моё сло- слово θυμήσου τα λόγια μου. II -СЯ (απλ.) βλ. ВСПОМНИТЬСЯ. ВСПОРОТЬ, -орю, -Орешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вспоротый, βρ: -рот, -а, -о ρ.σ.μ. ξη- ξηλώνω.II σχίζω, κόβω, ανοίγω· - живот σχίζω τήν κοιλιά· - посылку ανοίγω το δέμα. вспорхнуть, -ну, -нёшь р.σ. πετώ προς τα πάνω, αν ί πταμαι. вспотеть, -ею, -ёешь р.σ. κυρλξ. κ. μτφ. ιδρώνω· ребёнок -ел το παιδάκι ίδρωσε· сте- стекло -ло το τζάμι ίδρωσε (γέμισε υδρατμούς). вспрыгивать ρ.δ. βλ. вспрыгнуть. ВСПРЫГНУТЬ р.σ. αναπηδώ. ВСПРЫСКИ, -ΟΒ πλθ. (απλ.) γλεντάκι. вспрыскивание, -Я ουδ. ράντισμα, ψέκασμά. вспрыскивать р.δ. βλ. вспрыснуть. II -ся ραντίζομαι, ραίνομαι· ψεκάζομαι. вспрыснуть Ρ.σ.μ. 1 ραντίζω, ραίνω· ψεκά- ψεκάζω· - бельё перед глажением ραντίζω τα ρού- ρούχα πριν το σιδέρωμα. 2 μτφ. βρέχω, πίνω, κερ- κερνώ· -ем пальто θα βρέξουμε το (καινούριο) πα- πανωφόρι. вспрядывать ρ.δ. βλ. вспрянуть. вспрянуть р.σ. (παλ.) αναπηδώ, πετάγομαι επάνω· - с места πετάγοίαι επάνω απο τη θέ- θέση μου· - со сна πετάγομαι επάνω απο τον ύ- ύπνο (σηκώνομαι απότομα). вспугивать р.δ. βλ. вспугнуть. вспугнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вспугнутый, βρ: -нут, -а, -ο ρ.σ.μ. προγκί- ζω, διώχνω φοβίζοντας. , вспузыриваться р.δ. βλ. вспузыриться. ВСПУЗЫРИТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.σ. φουσκαλιάζω, κα- καλύπτομαι απο φουσκάλες, φυσαλίδες. вспухать р.δ. βλ. вспухнуть. вспухнуть, -ет, παρλθ. χρ. вспух, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. вспухший к. вспухнувший р.σ. πρήζομαι, φουσκώνω· -ла нога πρήστηκε το πό- πόδι· ушибленное место -ло το τσιμπιμένο μέ- μέρος φούσκωσε. вспучивание, -Я ουδ. ρούσκωμα. вопучивать(ся) ρ.δ. {\. вспучить(ся). ВСПУЧИТЬ, -ИТ ρ.σ. (οπλ.) φουσκώνω· -ИТ ЖИВОТ φουσκώνει η κοιλιά. II -СЯ φουσκώνω· лёд -ЛСЯ ο πάγος φούσκωσε. вспушить(оя) ρ.σ. (απλ.) βλ. пушить(ся). ВСПЫЛИТЬ ρ.σ. ανάβω απο το θυμό, εξάπτο- μαι, αρπάζομαι, αφαρπάζομαι, εξοργίζομαι* ИЗ- за пустяка -йл απο το τίποτε αρπάχτηκε. ВСПЫЛЬЧИВОСТЬ, -И θ. το ευέξαπτον. вспыльчивый επ., βρ: -чив, -а, -о ευέξα- ευέξαπτος, θυμώδης, οξύθυμος, αψίθυμος, οργίλος.
всп 147 вст вспыхивать р.δ. βλ. вспыхнуть. ВСПЫХНУТЬ р.σ. 1 αναφλέγομαι-, ανάβω· порох -ул η μπαρούτη πήρε φωτιά. II πετώ φωτιές,ξε- φωτιές,ξεσπώ· -ул пожар ξέσπασε πυρκαγιά. 2 μτφ. εκ- εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ· -ла война ξέσπασε ο πόλεμος· -ла страсть ξέσπασε το πά- πάθος· -ла паника ξέσπασε πανικός. II μτφ. кок- κινίζω αμέσως (απο αίσθημα)· девочка -ла и убежала το κορίτσι κοκκίνισε αμέσως κι ε'φυ- γε τρέχοντας. ВСПЫШКа, -И θ. 1 ανάφλεξη, άναμμα· λάμψη· - пороха άναμμα της μπαρούτης· - МОЛНИИ η λάμψη της αστραπής. 2 μτφ. ξέσπασμα, άναμ- άναμμα· παράφορα· - гнева ξέσπασμα θυμού. 3 τ° φλας. ВСПЯТЬ επίρ. προς τα πίσω, όπισθεν повер- повернуть - γυρίζω προς τα πίσω. вставание, -Я ουδ. σήκωμα απο τη θέση, έ- έγερση· όρθια στάση· почтить память -ем τιμώ τη μνήμη με όρθια στάση. вставать, встаю, встаёшь р.δ. βλ. встать. II εκφρ. не вставая ασήκωτα, καθήμενος· пи- писать не вставая γράφω συνέχεια, χωρίς να ση- σηκωθώ. вставить, -влю, -вишь р.σ.μ. 1 βάζω μέσα, μπάζω, εμβάλλω, ενθέτω, τοποθετώ μέσα· портрет В раму βάζω το πορτρέτο στο πλαίσιο· - стёкла βάζω (περνώ) τα τζάμια· - себе зу- зубы βάζω τα δόντια μου. 2 εισάγω, εγγράφω· - пропущенное СЛОВО εγγράφω παραληφθείσα λέξη. II -СЯ μπαίνω, τοποθετούμαι μέσα σε κάτι. вставка, -И θ. 1 ένθεση, τοποθέτηση, βάλ- σιμο στην υποδοχή, μέσα· - стёкол τό βάλσι- μο (πέρασμα) των τζαμιών. 2 εγγραφή, προ- προσθήκη· текст с помарками и -ами κείμενο με σβησίματα και προσθήκες. 3 (ραπτ.) τσόντα. вставляться) р.δ. βλ. вставить(ся). вставной επ. προσθετός, βαλτός, περαστός, έτοιμος για τοποθέτηση· -ые Окна περαστά πα- παράθυρα· -ые зубы βαλτά δόντια. II βαλμένος, τοποθετημένος σε, ένθετος. вставочка, -И θ. μικρή προσθήκη. встарь επίρ. (σ)τον παλιό καιρό, (σ)ταπα- λιά χρόνια. встаскивать(ся) ρ.δ. β?, втащйть(ся). встать, встану, встанет;, р.σ. 1 σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, α\ίσταμαι· - С места σηκώνομαι απο τη θέση. II σηκώνομαι απο τον ύπνο· вчера Я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στίς 5 Ή ώρ<** - с постели σηκώνομαι απο το κρεβάτι. II θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά· СОЛЬНОЙ скоро -нет о άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί. 2 ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι· - на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας. 3 ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω· лу- луна -ла το φεγγάρι βγήκε· солнце -ло о ήλιος ανέτειλε. И- παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, α- αναφύομαι· -ли новые трудности παρουσιάστη- παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες. 5 στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)· - на ковёр στέκομαι στο χαλί. 6 αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά· - за ста- станком αρχίζω τη δουλειά στην εογατομηχανή·ра- εογατομηχανή·рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανά- ξανάπιασαν δουλειά. 7 σταματώ, παύω να λειτουρ- λειτουργώ, να δουλεύω· часы -ли το ρολόι σταμάτη- σταμάτησε. II παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο· река -ла το ποτάμι πάγωσε. II εκφρ. - на квартиру (к кому) κατοικώ (στον) · - на колени γονατίζω· - на путь παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέρ- ενέργειας)· - на чью сторону παίρνω το μέρος κά- κάποιου, υποστηρίζω κάποιον - на пост ανε- ανεβαίνω στο πόστο. встащить, -цу, -ЩИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встащенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. σέρνω, σύρω, τραβώ προς τα άνω· - мешок на лестни- лестницу σέρνω το σακκί πάνω στη σκάλα. II -СЯ α- ανεβαίνω, ανέρχομαι με δυσκολία· он еле -лея на гору αυτός με μεγάλη δυσκολία μπόρεσε ν* ανεβεί στο βουνό. встопорщить(ся) ρ.σ. βλ. топорщить(ся). встраивать ρ.δ. βλ. встроить. II -ся ενοι- κοδομούμαι, χτίζομαι εντός, εγκλείομαι. встревать р.δ. βλ. встрять. встревоженный επ. απο μτχ. φοβισμένος, έμ- φοβος, ανήσυχος, ταραγμένος, σκιαγμένος. Встревожить, -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встревоженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. εμφοβίζω, εμβάλλω, εμπνέω φόβο, ανησυχία, α- ανησυχώ, ταράσσω, σκιάζω· его -ли слухи τον φόβισαν οι φήμες. II -СЯ φοβούμαι, κατέχομαι απο φόβο, ανησυχώ, ταράσσομαι, με κατατρύχει ο φόβος· отец -лея за сына о πατέρας φοβή- φοβήθηκε για το παιδί. встрёпанный επ. απο μτχ. ανακατεμένος, α- τακτοποίητος, άνω-κάτω· -ые волосы ανακα- ανακατεμένα μαλλιά. II εκφρ. он вскочил как - αυ- αυτός τινάχτηκε επάνω, όπως ποτέ άλλοτε. встрепать, -плю, -плешь, προστκ. встрепли, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встрёпанный, βρ: -пан, -а, -0 ρ.σ.μ. ανακατεύω, ανακατώνω, κάνω ά- νω-κάτω, χαλνώ· ветер -ал её волосы о άνε- άνεμος της έκανε τα μαλλιά άνω-κάτω. встрепенуться, -нусь, -нёшься р.σ. σκιρ- σκιρτώ, ανασκιρτώ, ανατινάζομαι' ανακρτερουγίζω. II κουνιέμαι απο τον τόπο μου, σπαράζω· συγ- συγκινούμαι· сердце -ЛОСЬ η καρδιά σπάραξε. ВОТрёпка, -И θ. (απλ.) τιμωρία, μάλωμα, τράβηγμα των αυτιών, κατσάδα. встрёпывать р.δ. βλ. встрепать. встрепыхаться ρ.σ. {απλ.) βλ.встрепенуться. , встрепыхнуться, -нусь, -нёшься р.α. (απλ.) ανασκιρτώ· αναφτερουγίζω.
вст 148 воу встретить, -ёчу, -ётишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встреченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 συναντώ, ανταμώνω, απαντώ, βλέπω, βρίσκω, εν- τυγχάνω* - на дороге συναντώ στο δρόμο· Я -ил его случайно τον αντάμωσα τυχαία. 2 υ- υποδέχομαι, προϋπαντώ, καλωσορίζω, δεξιούμαι · - гостей καλωσορίζω τους φιλοξενούμενους· - на аэродроме делегацию υποδέχομαι στο αερο- αεροδρόμιο την αντιπροσωπεία. II υποδέχομαι· насмешками υποδέχομαι με κοροϊδίες. II εκφρ. - Новый ГОД κάνω Πρωτοχρονιά, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά. II -ОЯ 1 συναντιέμαι, ανταμώνο- ανταμώνομαι, απαντιέμαι. 2 συναντιέμαι γι αγώνα· на ринге -лись боксёры στο στίβο συναντήθηκαν οι πυγμάχοι. 3 συναντιέμαι, τυχαίνω να ε'ι- ααι, να υπάρχω· в книге -лись интересные ме- места στο βιβλίο υπήρξαν ενδιαφέροντα σημεία. встреча, -И θ. 1 συνάντηση, αντάμωμα, σμί- ξιμο, έντευξη· неожиданная - ανεπάντεχη συ- συνάντηση· поздароваться при -е χαιρετιέμαι πατά τη συνάντηση. II (αθλτ.) η συνάντηση, αάτς. 2 υποδοχή, προϋπάντηση, καλωσόρισμα. ί! εκφρ. - НОВОГО года το γιόρτασμα της Πρω- Πρωτοχρονιάς. встречать(ся) р.δ. βλ. встрётить(ся). встречный επ. 1 αντίθετος, αντιθετικός, ο κινούμενος αντίθετα προς εμάς· - поезд τό αντίθετα ερχόμενο τραίνο· - ветер αντίθετος άνεμος. 2 απαντητικός· -ое наступление αν- τεφόομηση, αντεπίθεση· - иск ανταγωγή. II ουσ. ο τυχών, ο λαχών. II εκφρ. - план η πάνω α- πο το πλάνο απόδοση· - и поперечный όποιος λάχει (τύχει), οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε· ό- όλοι ανεξαίρετα· первый - ο πρώτος λαχών ή τυχών. встречу επίρ. (απλ.) βλ. навстречу. встроить, -ОГО, -ОИШЬ р.σ.μ. ενοικοδομώ, εγ- εγκλείω, χτίζω ϋέσα, εντός. Встройка, -И θ. ενοικοδόμηση, χτίσιμο μέ- μέσα, κλείσιμο μέσα στον τοίχο. ВСТрЯОКа, -И θ. 1 ψυχική ταραχή. 2 (απλ.) βλ. встрёпка. встрять, -яну, -янешь, πο-ρλθ. χρ. встрял, ла, -ло р.σ. (απλ.) ανακατεύομαι, αναμιγνύ- αναμιγνύομαι· зря ТЫ встрял В ЭТО дело άδικα ανακα- ανακατεύτηκες σ' αυτή την υπόΡεση. встряхивание, -я ουδ. -ίναγμα, -μός, σεί, ση, σείσιμό, δόνηση. встряхивать(оя) ρ.δ. βλ. встряхнуть(ся). встряхнуть, -ну, -нёшь р.σ.μ. 1 τινάζω, δο- δονώ, σείω* - пальто τινάζω το πανωφόρι* - ΓΟ-" лову τινάζω το κεφάλι* взрыв -ул землю η έκρηξη έσεισε τη γη. 2 μτφ. αφυπνίζω, ξυπνώ. 3 απρόσ. ανατινάζω, τραντάζω* телегу -ЛО на мосту το αμάξι τράνταξε στο γεφύρι. II -0Я 1 τινάζομαι, σείομαι, σειέμαι, δονούμαι* ПТЙ- ца -лась το πουλάκι τινάχτηκε. 2 μτφ. αφυ- αφυπνίζομαι, ξυπνώ. II διασκεδάζω. вступать(оя) ρ.δ. βλ. вступйть(ся). вступительный επ. εισαγωγικός* εναρκτήρι- εναρκτήριος* αρχικός· -ое слово εναρκτήριος λόγος·-ая часть εισαγωγή, πρόλογος· -ые экзамены ει- εισαγωγικές εξετάσεις* - ВЗНОС συνδρομή εγ- εγγραφής . вступить, -плго, -ПИШЬ р.σ. 1 εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω· войска -ли В город τά στρατεύματα μπήκαν στην πόλη* - В новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανά- ανάπτυξης. 2 γίνομαι μέλος· - В профсоюз μπαί- μπαίνω στο συνδικάτο. 3 αρχίζω, ανοίγω· - В пе- переписку αρχίζω ν' αλληλογραφώ* - в перего- переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις* - В разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία* - В полемику αρ- αρχίζω την πολεμική ή1 παίρνω μέρος στη διαμά- διαμάχη. II εκφρ, - в действие μπαίνω σε ισχύ* во владение γίνομαι κτήτορας* - в должность αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα* - В ис- исполнение Обязанностей αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων· - В брак παντρεύομαι, νυμ- νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο·- на путь παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο· - на престол ανεβαίνω στο θρόνο. II -СЯ 1 υπερα- υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. II υπο- υποστηρίζω, παίρνω το μέρος· - за обиженных υ- υποστηρίζω τους καταφρονβμένους. 2 (απλ.) ε- επεμβαίνω· -лась МИЛИЦИЯ επενέβηκε η αστυνο- αστυνομία. вступление, -Я ουδ. % είσοδος,'είσδυση, μπά- σιμο· - ВОЙСК В город είσοδος των στρατευ- στρατευμάτων στην πόλη· - на престол ανάρρηση στο θρόνο· - В ДОЛЖНОСТЬ ανάληψη υπηρεσίας. II εισδοχή* - В партию εισδοχή στο κόμμα· - в профсоюз εισδοχή στο συνδικάτο. 2 εισαγωγή, πρόλογος· - к ПОЭме εισαγωγή στο ποίημα. 3 συμμετοχή. всуе επίρ. (παλ.) άδικα, μάταια, χωρίς λό- λόγο, στα χαμένα. Всунуть ρ.σ.μ. βάζω μέσα, χώνω· - руки В карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες· - ногу в сапог βάζω το πόδι στη μπότα.II -СЯ 1 μπαίνω μέσα, χώνομαι. 2 μτφ. επεμβαίνω, αναμιγνύο- αναμιγνύομαι, χώνω τη μύτη μου. всухомятку επίρ. στα ξηρά· питаться ή есть - τρέφομαι, τρώγω στα ξηρά, κάνω ξηροφαγία. всучивать р.δ. βλ. всучить. II -СЯ κλώθο- κλώθομαι μέσα. всучить, -чу, -чишь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. всученный, βρ: -чен, -а, -о к. всученный, -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 κλώθω μέσα* тонкую прядь κλώθω μέσα λεπτή κλωστή. 2 (ακλ.) πασσάρω, αναγκάζω ν* αγοράσει* ему -ли пло- плохой товар του πάσσαραν άχρηστο εμπόρευμα.
вех 149 вте ВОХЛЕП, -а α. κλαψούρισμα, κλαυθμύρισμα, -ός· λυγμός, αναφυλλητό. всхлипнуть р.σ. βλ. всхлипывать. всхлипывание, -я ουδ. βλ. всхлип. вохлшшвать ρ.δ, κλαυθμυρίζω, κλαίω με α- αναστεναγμούς, με λυγμούς. ВСХОДИТЬ, -ОЖу, -ОДИШЬ р.6. βλ. ВЗОЙТИ. ВСХОДЫ, -ов πλθ. οι φύτρες, τα φύτρα. ВСХОЖвСТЬ, -И θ. βλαστικότητα. всхожий, -ая, -ее επ., βρ: всхож, -а, -е βλαστικός, που βλαστίζει εύκολα· -ие семена βλαστικοί σπόροι. ВСХОЛМёшшЙ επ. λοφοσκεπής, πλήρης λοφί- λοφίσκων -ая равнина λοφοσκεπης πεδιάδα, всхрап, -а α. (απλ.) ροχάλισμα, ρογχασμός. всхрапнуть, -ну, -нёшь р.σ. 1 βλ. всхрапы- всхрапывать B σημ.). 2 (απλ.) κοιμούμαι, αποκοι- μούμαι, τον κλέφτω, τον παίρνω λίγο, ένα τρο- τροπάρι, ροχαλίζω λίγο. всхрапывание, -я ουδ. βλ. всхрап. Всхрапывать р.δ. 1 ροχαλίζω. 2 (για ζώα) ρεγχάζω, ρέγχω. всыпание, -я ουδ. βλ. всыпка. Всыпать, -плю, -плешь, προστκ. всыпь р.σ. 1 (για λεπτά τεμάχια, κόκκους) χύνω, ρίχνω μέ- μέσα, αδειάζω, εγχύνω, εγχέω· - овёс в мешок ρίχνω τη βρώμη στο σακκί. 2 (απλ.) με δοτ. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ, τις ρίχνω, τις βρέ- βρέχω· ему здорово -ли του τις ρίξανε γερά. Ι! εκφρ. - горячих (απλ.) βλ. 2 σημ. II -ся χω- χωρώ· в δτοτ мешочек кило сахару не -плется σ' αυτό το σακκουλάκι ένα κιλό ζάχαρη δε χωρά. всыпать(ся) р.δ. βλ. всыпать(ся). Всыпка, -и θ. (για τεμάχια, κόκκους) ρί- ρίξιμο, χύσιμο, άδειασμα μέσα. ВСЮДУ επίρ. παντού, ολούθε, (α)πανταχου. воя βλ, весь1. всяк, -а, -о βρ. αντων. βλ. всякий. ВСЯКИЙ αντων. οαοίεριστική. 1 καθένας, κα- καθείς, κάθε, οιοσδήποτε; II ουσ. ο καθένας. 2 οιονδήποτε πράγμα, οτιδήποτε, ότι κι άν. 3 (με την πρόθ. без) κανένας, καμιά, κανέ- κανένα· без -ОЙ жалости χωρίς κανένα οίκτο, α- ανελέητα· без -ГО сомнения χωρίς καμιά αμφι- αμφιβολία, αναμφίβολα. II εκφρ. -ая всячина βλ. всячина· во -ом случае εν πάση· περιπτώσει,; κάτω απο οποιεσδήποτε συνθήκες, περιστάσεις, ό,τι και να συμβεί, οπωσδήποτε· на - СЛу- чай για κάθε ενδεχόμενο, για καλό και για κακό· -ГО рода κάθε λογής, λογής-λογής, κά- κάθε είδους, παντοειδής. ВСЯКО επίρ. (απλ.) παντοιοτρόπως, διαφο- ροτρόπως, ποικιλοτρόπως, έτσι κι αλλιώς· Я жил έζησα κι έτσι κι αλλιώς· - бывает όλα συμβαίνουν. ■ ВСЯЧвСКИ επίρ. παντοιοτρόπως, διαφοροτρό- πως, ποικιλοτρόπως, ποικίλλως. всячина, -Ы θ. στην εκφρ: всякая - παντο- παντοειδή πράγματα, κάθε λογής, λογής-λογής, λο- γιών-λογιών. всячинка, -и θ. στην εκφρ: со -ой και κα- καλά και άσχημα, πότε καλά πότε κακά, έτσι κι έτσι· как поживаете? - со -ой πως τα περνά- περνάτε; - έτσι κι έτσι. втайне επίρ. μυστικά, στα κρυφά· держать - κρατώ μυστικό· приготовиться - προετοιμά- προετοιμάζομαι μυστικά. вталкивать (ся) ρ. δ. βλ. втолкать (ся), втол- кнуть(ся). втаптывать р.δ. βλ. втоптать. II -ся κατα- πατιέ μαι, τσαλαπατιέ μαι, κλωτσοπατιέ μαι. втаскать ρ. σ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χ р. вта- сканный, βρ: -кан, -а, -о (απλ.) σέρνω μέσα, μπάζω σέρνοντας. втаскивать р.δ. βλ. втаскать. II -ся βλ. втащиться. втасовать, -сую, -суешь р.σ.μ, βάζω μέσα, χώνω, ανακατεύω· - карту в колодку ανακα- κατεύω τα τραπουλόχαρτο στην τράπουλα. втасовывать р.δ. βλ. втасовать. втачать р.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. хр. вта- чанный, βρ: -чан, -а, -о συρράπτω· - рукава συρράπτω τα μανίκια. ВТачив&НИе, -Я ουδ. συρραφή, συρράψιμο. втачивать ρ.δ. βλ. втачать. II -ся συ ρ ρά- ράπτομαι . втачка, -и е. βλ. втачивание. втащить, -шу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втащенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 βάζω, μπάζω τραβώντας, σύροντας. 2 ανεβάζω σύρον- σύροντας, τραβώντας· - на лестницу ανεβάζω στη σκάλα σύροντας. II -СЯ μπαίνω, εισέρχομαι με δυσκολία. втекать, -ает р.δ. εισρέω. II χύνομαι (για ποταμό). втёмную επίρ. (χαρτπ.) χωρίς να ιδώ (τα χαρτιά), σαν βουάρ. II μτφ. στα τυφλά, στην τύχη· действовать - ενεργώ στα τυφλά. ВТемяпиТЬ, -шу, -ШИШЬ р.σ.μ. βάζω, τυπώνω στο μυα'.ό (κάποιου).'II -СЯ μου τυπώθηκε, μου μπήκε сто μυαλό, στο κεφάλι· -ЛОСЬ ему, что ОН 60Л<;Н του τυπώθηκε ότι είναι άρρωστος. втерзть, вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втёртый, βρ: втёрт, -а, -ο, επιρ. μτχ. втерев к. втёрши, р.σ.μ. ι 1 εντρίβω, μαλάσσω* - мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή. 2 μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία. И εκφρ. - очки (кому) ρί- ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ). II -СЯ 1 εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι· - В ТОЛ- пу χώνομαι στο πλήθος. II υπεισέρχομαι, ει-
вте 150 ВТО σχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω· - в кампанию κολ- κολλώ στην παρέα. II επφρ. - В доверие επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη. втесаться, втешусь, втешешься р.σ. (απλ.) χώνομαι, παρεισφρέω, εμφιλοχωρώ. втеснить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χ р. вте - снённый, βρ: -нён, -нена, -нено (παλ.) εμ- εμβάλλω, εμπιέζω, σφίγγω. II -СЯ στριμώχνομαι, συμπιέζομαι, σφίγγομαι. втеснять(ся) ρ.δ. βλ. втеснйть(ся). втёсываться р.δ. βλ. втесаться. втечь, втечёт, втекут, παρλθ. χρ. втёк, втекла, -ло р.σ. βλ. втекать. втирание, -Я ουδ. 1 εντριβή. 2 φαρμακευ- φαρμακευτική αλοιφή. втирать(ся) р.6. βλ. втерёть(ся). втйскать(ся) р.σ. (απλ.) βλ. втйснуть(ся). втйскивать(ся) р.δ. βλ. втйснуть(ся). втиснуть р.σ.μ. πιέζω, πατώ, θλίβω, ζου- ζουλώ, -ίζω, ζουπώ, -ίζω, στριμώχνω· - бельё В чемодан πιέζω τα ρούχα στη βαλίτσα. II -СЯ εισέρχομαι, χώνομαι με δυσκολία, στριμώχνο- στριμώχνομαι· - в толпу στριμώχνομαι στο πλήθος. ВТИХОМОЛКУ επίρ. σιγά και αθόρυβα, κλέφτι- να, κρυφά, απαρατήρητα, λάθρα, -αίως. Втихую επίρ. (απλ.) νοερως, μόνος μου, μέ- μέσα μου· думать - σκέφτομαι μέσα μου. втолкать р.σ.μ. (απλ.) σπρώχνω μέσα, μπά- μπάζω σπρώχνοντας· пьяного еле -ли в дом τον μεθυσμένο μόλιςκαί μετά βίας τον έμπασαν στο σπίτι. II -СЯ σπρώχνομαι, ωθούμαι μέσα. втолкнуть, -ну, -нёшь.пссв. μτχ. παρλθ. χρ. втолкнутый, βρ: -нут, -а, -ο ρ.σ.μ.βλ. втол- втолкать. II -СЯ (απλ.) εισορμώ, μπουκάρω, σπρώ- σπρώχνομαι . втолковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втолкованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ. μ. (με δοτ.) εξηγώ, βάζω στο μυαλό, τυπώνω,δί- τυπώνω,δίνω να καταλάβει· -куйте ей, что она не пра- права δόστε της να καταλάβει ότι δεν έχει δί- ωιο. втолковывать р.δ. βλ. втолковать. втолочь, -лку, -лчёшь, -лкут, παρλθ. χρ. втолок, -Υ-.Ά; -кло р.σ.μ. μπάζω μέσα τεμα- τεμαχίζοντας, χτυπώντας, σπρώχνω μέσα· - щебень в моеТОвуГ λιθοστρώνω το δρόμο. втоптать, -лчу, -пчешь, лай μτχ. παρλθ. χρ. втоптанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. καταπα- καταπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, κλωτσοπατώ. втора, ~ы θ. (μουσ.) η δεύτερη φωνή, σε- κόντο· το δεύτερο βιολί. вторачивать р.б. βλ. второчить. вторгаться р.δ. βλ. вторгнуться. вторгнуться, -нусь, -нешься, παρλθ. χρ. вторгся, -глась, -глось ρ.σ. εισβάλλω, επι- επιτίθεμαι αιφνίδια· враг -гея на нашу страну о εχθρός εισέβαλε στη χώρα μας. II μτφ. επεμ- επεμβαίνω κατάφορα· - в чужие дела επεμβαίνω ξε- ξεδιάντροπα στις ξένες υποθέσεις. II εισχωρώ, εισβάλλω, εισδύω, μπαίνω μέσα. вторжение, -Я ουδ. εισβολή, επιδρομή, αιφ- αιφνίδια επίθεση· - врага η εισβολή του εχθρού. ВТОрИТЬ р.δ. 1 τραγουδώ ή παίζω δεύτερη φωνή. 2 αντηχώ, αντιλαλώ· επαναλαμβάνω τους ήχους ή τα λόγια άλλου. 3 συμφωνώ, στέργω, συναινώ, συγκατανεύω. вторично επίρ. (για) δεύτερη φορά, εκ δευ- δευτέρου, ξανά, πάλι. ВТОрЙЧНЫЙ επ. 1 δεύτερος, γινόμενος για δεύτερη φορά, δις· -ое извещение δεύτερη ει- ειδοποίηση· δεύτερο ειδοποιητήριο. 2 δευτε- δευτερεύων, δεύτερος (αντών. του πρωταρχικού). 3 δευτερεύουσας σημασίας, δευτερεύων. вторник,-а α. Τρίτη (μέρα της εβδομάδας). ВТОРНИЧНЫЙ επ. της Τρίτης. ВТОРОГОДНИК, -а" α., -ца, -Ы θ. ο, η διε- διετής, στάσιμος μαθητής, -τρία. второгодничество, -а ουδ. στασιμότητα (η μη προαγωγή) μαθητών. второй αριθ. τακτ. 1 δεύτερος· - год δεύτε- δεύτερος χρόνος· - муж δεύτερος σύζυγος. II μουσ. δεύτερος· - голос δεύτερη φωνή· -ая скрйп- ка δεύτερο βιολί. 2 παρόμοιος του πρώτου·-ая родина δεύτερη πατρίδα. 3 ουσ. ουδ. -бе εν- τράδα, δεύτερο φαγητό. <► -Ое επίρ. δεύτερο. 5 ουσ. θ. -ая το ένα δεύτερο. II εκφρ. -ая молодость το ξανάνιωμα· до -ых петухов ώσ- ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (κα- (κατά το πρωί), из -ых рук απο δεύτερο χέρι(όχ'ι απ' ευθείας) μέσω τράτου προσώπου. второклассник, -а α. -ца, -ы θ. μαθητής, -τρία 2ης τάξης. второкурсник, -а α. -ца, -ы θ. σπουδαστής, -τρία δεύτερου έτους. второочередной επ. δεύτερος κατά σειρά, δευ- δευτερεύων, δευτερεύουσας σημασίας* - вопрос δευτερεύον ζήτημα. ВТОРОПЯХ επίρ. στη βιασύνη, στη βία, στη βιάση, βιαζόμενος· - забыл взять с зобой деньги απο τη βιασύνη μου ξέχασα να πάρω μαζί μου χρήματα. Второразрядный επ. δεύτερης κατηγορίας. II μεσαίος, ιμέσος, μέτριος. Второсортный επ. δεύτερης ποιότητας, κατώ- κατώτερος· -ая мука αλεύρι δεύτερης ποιότητας. II μέτριος, μεσαίος, μέσος. второстепенный επ. δευτερεύων, δευτερεύου- δευτερεύουσας σημασίας· -ая роль δευτερεύων ρόλος· вопрос δευτερεύον ζήτημα. II επφρ. -ые члены предложения δευτερεύοντα μέλη (ή όροι) της πρότασης. ВТОРОЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χι.
втр 151 вхо второченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. όένω πισωσάμαρα. втравить, -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втравленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 εξα- εξασκώ, μαθαίνω, ξεβγάζω· - собаку ξεβγάζω το σκυλί, το μαθαίνω να κυνηγά. 2 μτφ. συνηθί- ζω· приятели его -ли в пьянство οι φίλοι τον έμαθαν να πίνει, (να μεθά). II -ОЯ 1 εξασκού- εξασκούμαι., μαθαίνω, ξεβγαίνω. 2 μτφ. συνηθίζω, πα- παρασύρομαι, σε κακές έξεις. втравливать(ся) р.6. βλ. втравйть(ся). втрамбовать, -бую, -буешь, παθ. μτχ. παρλθ. хр. втрамбованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. μπήγω, χώνω χτυπώντας, κοπανώντας. II -СЯμπή- -СЯμπήγομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. ВТраМбОВЫВаТЬ(СЯ) р.δ. βλ.ΒΤρ3Μ60ΒΟΤ^0Η). В-трвТЬИХ επίρ. τρίτο(ν). ВТрЙДвШвва επίρ. (παλ.) τρίφτηνα. втридорога επίρ. τρισάκριβα. втрое επίρ. τρεις φορές· σε τρία μέρη, με- μερίδες, στα τρία· - дороже τρεις φορές ακρι- ακριβότερα· сложить бумагу - διπλώνω το χαρτί ατά τρία· увеличить - τριπλασιάζω. втроём επίρ. οι τρεις μαζί· мы - гуляли οι τρεις μας κάναμε περίπατο. втройне επίρ. τριπλός· τρεις φορές περισ- περισσότερο. Втулка, -И θ. 1 πλύμνη, ομφαλός, μουαγιέ. 2 βύσμα, έμβυσμα, έμφοαγμα, πώμα, επίπωμα. Втуне επίρ. (παλ.) χωρίς αποτέλεσμα, χω- χωρίς προσοχή ή σημασία. II μάταια, άδικα, άσκο- άσκοπα, στα χαμένα. втыкать(ся) р.δ. βλ. воткнуть(ся). ВТЮрИТЬСЯ ρ.σ. (απλ.) 1 πέφτω μέσα· - Β Грязь πέφτω στη λάσπη. 2 ερωτεύομαι, μπλέ- μπλέκομαι, νταραβερίζομαι. втягивать(ся) ρ.δ. βλ. втянуть(ся). ВТЯЖНОЙ επ. 1 (τεχ.) αναρροφητικός. 2 συμπτύσσαμενος· -ые когти хищных животных τα συμτυσσόμενα νύχια των αρπαχτικών ζώων. ВТЯНУТЫЙ επ. απο μτχ. βλ. впалый. ВТЯНУТЬ, -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втянутый, βρ: -нут,-а,-ο ρ.σ.μ.1 τραβώποος τα μέσα, εοσέλκω. 2 παίρνω μέσα, ρουφώ ^αέ- ^αέρα, υγρά). II συμπτύσσω, μαζεύω μέσα (κοι- (κοιλιά κεφάλι κ.τ.τ.), χώνω. 3 ^τΦ· προσελκύω, παρασέρνω, τραβώ· его -ли в карточную игру τον τράβηξαν στο χαρτοπαίγνιο. II -СЯ 1 συμ- συμπτύσσομαι, μαζεύομαι μέσα, μπαίνω, χώνομαι μέσα. 2 εισέρχομαι βαθμιαία. 3 προσελκύο^ μαι, επιδίδομαι, τραβιέμαι.· παίρνω μέρος* - в игре на биллиарде με τραβά το μπιλιάρδο· в разговор -лись мать и сестра στή συνομι- συνομιλία πήραν μέρος η μητέρα και η αδερφή.II συ- συνηθίζω λίγο-λίγο· - в работу λίγο-λίγο συ- συνηθίζω στη δουλειά. вуалетка, -И θ. μικρός πέπλος. вуалировать, -руго, -руешь р.δ.μ. κρύβω, κα- καλύπτω με το πρόσχημα· - плохое состояние дел σκεπάζω την άσχημη κατάσταοη των υποθέ- υποθέσεων. *вуаль, -и θ. 1 πέπλος, πέπλο, καλύπτρα. 2 θαμπό στρώμα στη φωτογραφία. вуалька, -и θ. μικρός πέπλος. вузовец, -вца α., -вка, -и θ. φοιτητής, -τρία ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος. *вулкан, -а α. ηφαίστειο· действующий - η- ηφαίστειο εν ενεργεία· потухший - σβησμένο ηφαίστειο. II εκφρ. жить (как) на -е κάθο- κάθομαι σ' αναμμένα κάρβουνα ή στα καρφιά, στα αγκάθια (αδημονώ, αγωνιώ, ανησυχώ άκρως). вулканизация, -И θ. θείωση, βουλκανισμός. вулканизировать, -руго, -руешь р.δ.κ. σ.μ. (τεχ.) θειώνω, βουλκανίζω. II -СЯ θειώνομαι, βουλκανίζομαι. вулканизм, -а α.ηφαιστείωση, βουλκανι,σμός. вулканизоваться) р.δ.κ.σ.μ. βλ. вулкани- вулканизироваться), ι вулканический ε π. ηφαιστειακός . вулканологический επ. ηφαιστειολογικός. вулканология, -И θ. ηφαιστειολογία. вульгаризатор, -а α.χυδαϊστής, χυδαιολό^ος. вульгаризация, -И θ. χυδαιόποίηση, εκχυ- εκχυδαϊσμός . вульгаризировать, -рую, -руешь р.6.κ.σ.μ. εκχυδαιζω. II -ся εκχυδαΐζομαι. вульгаризм, -а α. χυδαιολογία, χυδαία λέ- λέξη η" φράση. вульгарно επίρ. χυδαία. вульгарность, -И θ. χυδαιότητα. ♦вульгарный επ., βρ: рен, -рна, -рно. 1 χυ- χυδαίος, αισχρός· -ые манеры χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς. 2 διαστρεβλωμένος, εκχυδαϊσμέ- νος· - материализм εκχυδαϊσμένος υλισμός. II εκφρ. -ая латынь λατινική απλολογιά (μη κλασσική). *вундеркЙНД, -а α. πανέξυπνο παιδάκι. вурдалак, -а α. βρυκόλαχας. ВХОД, -а α. είσοδος, ε ι σέλευση, εισχώρηση , το ε'μπα, η μπασι,ά· - свободный ελεύθερη εί- είσοδος· главный - η κυρία είσοδος· - воспре- воспрещён απαγορεύεται η είσοδος. ВХОДИТЬ, вхожу, входишь, μτχ. ενεστ, вхо- входящий ρ.δ. βλ. войти. ВХОДНОЙ επ. της εισόδου· της εισαγωγής· - билет το εισιτήριο· -ая дверь Ιθύρα ,εισόδου, είσοδος· -ое отверстие οπή εισαγωγής. ВХОДЯЩИЙ επ. κ. ουσ. απο μτχ. εισερχόμε- εισερχόμενος· -ая почта τα εισερχόμενα έγγραφα· се- секретарь отличает -ую от исходящей о γραμμα- γραμματικός ξεχωρίζει τα εισερχόμενα απο τα εξερ- εξερχόμενα (έγγραφα).
вхо 152 вы ВХОЗДёние, -Я ουδ. (για κίνηση) βλ. ВХОД. вхожий επ., βρ: вхож, -а, -е о ελεύθερα εισερχόμενος. II ταχτικός επισκέπτης. ВХОЛОСТУЮ επίρ. άδεια,.άσκοπα, ανώφελα* станок работает - η έργατομηχανή δουλεύει άσκοπα. вцепиться, -ПЛЮСЬ, -ШШЬСЯ ρ.σ. αγκιστρώ- αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι, πιάνομαι, σκαλώνω· προ- σκολλιέμαι, κολλώ. вцепляться р.δ. βλ. вцепиться. вчера επίρ. 1 χτες, (ε)χθές· - утром χτες το πρωί· - НОЧЬЮ χτες τη νύχτα, (ε)ψές τη νύχτα. 2 ουσ. θ. η χτεσινή μέρα· однако не похожет на завтра κι όμως το χτες δεν μοιάζει με το αΰριο. вчерашний, -яя, -ее επ. χτεσινός· - день η χτεσινή μέρα· -яя драка о χτεσινός τσακω- τσακωμός. II ως ουσ. ουδ. -ее, -его το χτεσινό. II εκφρ. искать -его ДНЯ γυρεύω ψύλλο (ή βελό- βελόνι) στ' άχυρα. вчерне επίρ. πρόχειρα, στα πρόχειρα· до- доклад написан - η εισήγηση γράφτηκε στά πρό- πρόχειρα (ή στα γόνατα). вчертить, -рчу, -ртишь, παθ.μτχ.παρλθ. χρ. вчерченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.σχεδιάζω μέσα· - круг в прямоугольнике σχεδιάζω κύ- κύκλο μέσα στο ορθογώνιο τετράγωνο. вчерчивать ρ.δ.-·0*. вчертить. II -ся σχε- σχεδιάζομαι μέσα. вчетверо επίρ. τέσσερις φορές, τετράκις, στα τέσσερα, σε τέσσερα μέρη· - больше τέσ- σεοις φορές περισσότερο· сложить бумагу διπλώνω το χαρτί στα τέσσερα· увеличить τετραπλασιάζω. вчетвером επίρ. οι τέσσερις μαζί. в-четвёртых επίρ. τέταρτο(ν). ВЧИНИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВЧИ- нённый, βρ: -нён, -нена, -нено (παλ.) πα- παρουσιάζω, κάνω· - ИСК κάνω αγωγή, ενάγω. вчинять ρ.δ. βλ. вчинить. вчистую επίρ. (απλ.) ολότελα, τελείως, εν- εντελώς, ολωσδιόλου. вчитаться р.σ. διαβάζω, μελετώ προσεχτικά, βαθιά, εμβαθύνω· - в текст εμβαθύνω στο κεΰ- μενο. вчитываться р.δ. э^ вчитаться. вчувствоваться, -в/гось, -вуешься р.σ. δι- διαισθάνομαι, διαγιγνάσκω. вчуже επίρ. απ' έξω, άσχετα, άν και ξένος· мне его - жаль αν και είναι ξένος, τον λυπά- λυπάμαι . вша, -И θ. (απλ.) ψείρα. вшестеро επίρ. έξι φορές, εξάκις, στα έξι, σε έξι μέρη· СЛОЖИТЬ - διπλώνω στα έξι. вшестером επίρ. οι έξι μαζί. в-шестых επίρ. έκτο(ν). вшивание, -я ουδ. βλ. вшивка. вшивать ρ.δ. βλ. ВШИТЬ. II -СЯ συρράπτομαι, ράβομαι μέσα. вшиветь, -ею, -еешь р.6. ψειριάζω. ВШЙВКа, -И θ. συρραφή, ράψιμο μέσα. ВШИВНОЙ επ. συρραμμέμος, ραμμένος μέσα. ВШИВОСТЬ, -И θ. ψείριασμα. ВШИВЫЙ επ. ψειριάρης. вширь επίρ. στο πλάτος, σε πλάτος, σε φάρ- φάρδος, στο φάρδος, κατά (το) φάρδος· вглубь И - κατά βάθος και κατά πλάτος. вшить, вошью, вошьёшь, προστκ. вшей ρ.σ.μ. συρράπτω, ράβω μέσα. ВЪ... πρόθεμα βλ. Β... χρησιμοποιείται,αν- χρησιμοποιείται,αντί του Β... μπροστά απο τα γιωτικά φωνήεντα: е, я π.χ. въехать, въявь. въедаться1, -ается р.δ. βλ. въесться! въедаться? -агась, -аешься р.δ. βλ. въес- въесться? въедливость, -И θ. διάβρωση. въедливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 δια- διαβρωτικός. 2 λεπτολόγος· στρεψόδικος. въедчивость, -и θ. βλ. въедливость. въедчивый επ., βρ: -чив, -а, -о βλ.въед- βλ.въедливый. ВЪбЗД, -а α. είσοδος (μεταφορικών μέσων)· - запрещён απαγορεύεται η είσοδος· - В го- город η είσοδος στην πόλη. ВЪв8ДНОЙ επ. της εισόδου· -ые ворота πύ- πύλη εισόδου (μεταφορικών μέσων). въезжать р.δ. βλ. въехать. въесться1, въестся, въедятся, παρλθ. χρ.| Въелся, -лась, -ЛОСЬ р.σ. 1 μπήγομαι, χώνο- χώνομαι. 2 εισχωρώ, διαποτίζομαι· διαβιβρώσκομαι. въесться* въемся, въешься, въестся, въе- въедимся, въедитесь, въедятся, παρλθ. χρ. въел- въелся, -лась, -лось, προστκ. въешься р.σ. (απλ.) συνηθίζω σε είδος τροφής. въехать, въеду, въедешь, προστκ. δεν έχει. 1 εισέρχομαι, μπαίνω μέσα (για μεταφ. υέσο), 2 ανεβαίνω, ανέρχομαι (επί μεταφ. μέσου). - на Гору ανεβαίνω στο βουνό. 3 εγκατοικώ, εγ- καθίσταμαι, ενοικώ. 4- (απλ.) χτυπώ, |δέρνω· -ли в загорбок του Ισιωσαν την καμπούρα, του τις έβρεξαν στα γερά. ВЪЯВЬ επίρ. (παλ. κ. απλ.) πραγματικά, α- αλήθεια· да и - это он ναι, πραγματικά αυ- αυτός είναι. вы (вас, вам, вас, вами, о вас) πλθ. της προσ. αντων. β·' προσώπου ТЫ έσεις· ЭТО ВЫ? εσείς είστε; вчера вас не было дома χτες δεν ήσαστε σπίτι· благодарю вас σας ευχα- ευχαριστώ· что с вами? τι έχετε; τι πάθατε; τι σας συνέβη; какое вам дело τι σας ενδιαφέ- ενδιαφέρει, τι σας νοιάζει, τι σας μέλει· я вами недоволен δεν είμαι ικανοποιημένος απο σας·
вы 153 выб 0 вас много говорят γιά οας πολλά λένε- быть с кем на вы δεν έχω πολλές σχέσεις (θάρρος, οικειότητα) με κάποιον. ВЫ... πρόθεμα, σημαίνει: α) κίνηση απο μέ- μέσα προς τα έξω π.χ. выехать, вывести, выбе- выбежать, β) αφαίρεση, βγάλσιμο, απομάκρυνση ε- ενός μέρους του αντικειμένου ή ενός αντικει- αντικειμένου απο το άλλο π.χ. выбить, выломать, вы- вывинтить, γ) ολοκλήρωση, τελείωμα, τέλος της ενέργειας π.χ. выбелить, выварить, вымок- вымокнуть, высушить, δ) επίτευξη κατόπιν ενέρ- ενέργειας π.χ. выпросить, выслужить, вытребо- вытребовать, ε) με το μόριο -СЯ εκφράζει ολοκλήρω- ολοκλήρωση της ενέργειας, αναγωγή αυτής ως το βαθ- βαθμό που χρειάζεται π.χ. выплакаться, выспать- выспаться. выбалтывать(ся) р.δ. βλ. выболтать(ся). Выбегать р.σ.μ. (απλ.) περιτρέχω, περιέρ- περιέρχομαι, γυρίζω τρέχοντας· - весь город τρέ- τρέχω (γυρίζω) όλη την πόλη. II φτάνω, επιτυγ- επιτυγχάνω τρέχοντας.II -СЯ δεν μπορώ νά τρέξω άλλο. выбегать р.δ. βλ. выбежать. выбежать, -бегу, -бежишь,;-бегут р.σ. ε- εξέρχομαι, βγαίνω τρέχοντας, πετάγομαι έξω· отец -ал из комнаты о πατέρας πετάχτηκε έξω απο το δωμάτιο. выбелить, ρ.σ.μ. ασπρίζω, λευκαίνω· ασβε- στώνω· - ХОЛСТ λευκαίνω το λινό ύφασμα· ПОТОЛОК ασβεστώνω το ταβάνι. II -ся ασπρίζο- ασπρίζομαι, λευκαίνομαι· ασβεστώνομαι. II λερώνομαι απο άσπρη μπογιά. выбивальный επ. εξορυκτικός, της εξόρυξης· -ая машина μηχανή εξόρυξης, выбивание, -Я ουδ. 1 σπάσιμο, θραύση. II εκδίωξη εχθρού με χτυπήματα. 2 ξεσκόνισμα με χτύπημα. 3 χτύπημα. II κοπή, κόψιμο (νομι- (νομισμάτων, μετάλλων κλπ.). 4 πλάτυνση, εκλέ- εκλέπτυνση με σφυρηλάτηση. выбивать(ся) р.δ. βλ. выбить(ся). выбивка, -и θ. βλ. выбивание A σημ.). ВЫбИВНОЙ επ. εξαγωγικός, της εξαγωγής με χτυπήματα· θραυστικός. Выбирание, -Я ουδ. εκλογή, επιλογή, διά- διάλεγμα. выбирать(ся) ρ.δ. βλ. выбрать(ся). выбить, -бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ. μ. 1 σπάζω, θραύω· - стекло σπάζω το τζάμι· Дверь σπάζω την πόρτα· - зуб σπάζω το δόντι. II εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω· - врага ИЗ ОКО- ОКОПОВ βγάζω τον εχθρό απο τα χαρακώματα. 2 ξε- ξεσκονίζω χτυπώντας· - ковёр ξεσκονίζω το χα- χαλί με χτυπήματα. 3 καταστρέφω, χαλνώ· рожь -та градом η βρίζα χάλασε απο το χαλάζι. 4 βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας· κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.). ^ πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας. II εκφρ. - Дорогу ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση ο- οχημάτων). II -СЯ 1 διεξέρχομαι, βγαίνω διασχί- διασχίζοντας, διασχίζω. II απαλλάσσομαι· - ИЗ ни- нищеты βγαίνω απο τη φτώχεια· - ИЗ ДОЛГОВ ξε- ξεχρεώνομαι. 2 βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφά- επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.). II εξέχω· волосы -лись из-под шля- шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω απο το καπέλλο. II εκφρ. - в люди βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). - на дорогу ευδοκιμώ, προ- προκόβω στην κοινωνία· - из графика ή расписа- расписания παραβιάζω το δρομολόγιο· - из СИЛ απο- κάμνω, κατεξαντλοΰμαι. ВЫбленхи, ~οκ πλθ. (ενκ. -а, -И θ.) ναυτ. η σκαλιέρα. выбоина, -Ы θ. κοίλωμα (απο χτύπημα). II λακκούβα δρόμου. ВЫбОЙка, -И θ. (παλ. κ. απλ.) ύφασμα, εμ- εμπριμέ, σταμπάτο. выбойчатый επ. (παλ. κ. απλ.) σταμπάτος, εμπριμέ. выболеть, ~ею, -еешь р.6. (απλ.) 'εξασθε- 'εξασθενίζω, χάνομαι, σβήνω, περνώ· -ло прежнее чувство έσβησε το προηγούμενο αίσθημα, πέ- πέρασε ο πόνος που είχα πριν. II βαρυαλγώ, βα- βασανίζομαι, κατατρύχομαι απο τους πόνους. выболтать р.σ.μ. (απλ.) λέγω, κοινολογώ μυστικό φλυαρώντας· он -ал все наши секреты με τη φλυαρία του αυτός μας έβγαλε όλα τα μυστικά στα φόρα. II -ОЯ 1 βλ. выболтать. 2 φλυαρώ, μακρολογώ, μακρηγορώ, απεραντολογώ. выбор, -а α. 1 εκλογή· διάλεγμα" - профес- профессии εκλογή επαγγέλματος· - пал на него η εκλογή έπεσε σ' αυτόν у меня нет другого -а για μένα δεν υπάρχει άλλη εκλογή, άλλος δρόμος. 2 συλλογή, εκλογή κατά προτίμηση· большой - товаров μεγάλη συλλογή εμπορευ- εμπορευμάτων, παντοειδή εμπορεύματα. 3 πλθ. -Ы ε- εκλογές· αρχαιρεσίες· парламентские -ы βου- βουλευτικές εκλογές. II εκφρ. без -а 'χωρίς ε- εκλογή· на - κατ' εκλογή, κατ' αρέσκεια* по -у βλ. προηγούμενη έκφραση. выборка, -И θ. 1 σύρσιμο, τράβηγμα, ε- εξαγωγή, βγάλσιμο* - сети το τράβηγμα του α- αλιευτικού διχτιού· - якоря το τράβηγμα της Γ,γκυρας· - грунта το βγάλσιμο των χωμάτων. 2 ΐλθ. -И εκλεκτές περικοπές, αποσπάσματα κει- αένου. II εκφρ. на -у (απλ.) κατ' εκλογή, κατ επιλογή. выборность, -и θ. αιρετότητα, το αιρετόν, εκλεξιμότητα, εκλογικότητα, выборный επ. Λ εκλογικός· -ое собрание ε- εκλογική συνέλευση. 2 αιρετός· -ые Органы τα αιρετά όργανα· -ая должность αιρετή δημόσια θέση. II ουσ. εκλεγμένος· послали -ых для пе- переговоров έστειλαν εκλεγμένους για διαπραγ-
выб 154 выв ματευσεις . выборочный επ. εκλεχτός, διαλεχτός, κατ' εκλογή (μερικός, όχι όλος)· σποραδικός. выборщик, -а α., -ца, -ы θ. 1 εκλογέας. 2 ο επιλέγων (τσιτάτα, περικοπές κειμένου). выбраковать, -кую, -куешь р.σ.μ. βγάζω, πε- πετώ σαν σκάρτο, σκαρτάρω, ξεσκαρτάρω. выбраковка, -И θ. σκαρτάρισμα, ξεσκαρτάριι- σμα, αποσκοράκιση. выбраковывать р.δ. βλ. выбраковать. выбранить р.σ.μ. εξυβρίζω, καθυβρίζω, πε- περιυβρίζω, σκυλοβρίζω. II -СЯ εξυβρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. выбрасывание, -Я ουδ. 1 ρίξιμο, πέταγμα έ- έξω. Ι! μτφ. διαγραφή, σβήσιμο, πεοικοπή, κό- κόψιμο. II μτφ. σπατάλη. 2 πρόταση, προβολή. 3 προπομπή. 4 βγάλσιμο, ρίξιμο. выбрасыватель, -Я α. εξολκέας των καλύκων τουφεκιού. выбрасывать(ся) ρ.δ. βλ. выбросить(ся). выбрать, -беру, -берешь р.σ.μ. 1 εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω· ξεδιαλέγω, καθαρίζω· - сор из семян καθαρίζω το σπόρο· - цитаты из классиков βγάζω περικοπές απο τους κλασσι- κλασσικούς· - профессию εκλέγω επάγγελμα. - себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας. 2 εκλέγω με ψηφοφορία· - президиум ε- εκλέγω προεδρείο. 3 βγάζω, εξάγω· τραβώ, σύ- σύρω προς τα έξω· - всё ИЗ сундука βγάζω όλα τα πράγματα απο το σεντούκι· - сеть τραβώ το δίχτυ. II εξαντλώ, καταναλώνω· - все за- запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα. 4 βρίσκω, ε- εξοικονομώ (για χρόνο)· не могу - свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη. 5 λα- Βαίνω, παίρνω· - патент παίρνω πατέντα, ΙΙαπλ. βγάζω (ύστερα απο συνδυασμούς, υπολογισμούς)· - из остатков материала платье βγάζω (κόβω), απο περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυ- ένδυμα. II -СЯ 1 βγαίνω, εξέρχομαι με (δυσκολία, ανάμεοα απο· - из болота βγαίνω με δυσκολία απο το βάλτο. II απαλλάσσομαι· - из ДОЛГОВ Βγαίνω απο τα χρέη. 2 μετοικώ, μετακομίζο- μαι, αλλάζω κατοικία. 3 βλ. выбрать D σημ.), выбредать, р.δ. βλ. выбрести, выбрести, -бреду, -бредешь, παρλθ. χр. вы- выбрел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χр. выбредший р. σ. εξέρχομαι, βγαίνω· - на знакомую дорогу βγαίνω σε γνωστό δρόμο· больной -ел В сад о άρρωστος βγήκε στον κήπο. выбривать(ея) р.δ. βλ. выбрить(ся). ' выбрить, -брею, бреешь р.σ.μ. καλοξυρίζω, ξυρίζω τελείως· - голову ξυρίζω το κεφάλι. II -СЯ καλοζυρίζομαι, ξυρίζω τελείως. выбродить1, -рожу, -родишь р.о.μ. (απλ.)πε- ρΐφέρομαι, περιέρχομαι, γυρίζω όλα ή πολλά μέρη. ВЫброДИТЬ*, -ит р.σ. ζυμούμαι τελείως, βρά- βράζω εντελώς. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ВЫброс, -а α. 1 ρίξιμο έξω, πέταγμα. 2 ε- εξαγωγή, προβολή, πρόταση. 3 πεταγμένο πράγ- πράγμα. выбросать р.σ.μ. (απλ.) ρίχνω, πετώ έξω μερικές φορές. выбросить, -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, к. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшен- выброшенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 ρίχνω, -πετώ έξω· он -ИЛ окурок В ОКНО αυτός πέταξε τη γόπα έξω απο το παράθυρο· - мусор πετώ έξω τα σκουπίδια, II μτφ. διαγράφω, σβήνω, περι- περικόπτω, απορρίπτω· в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό. II μτφ. σπα- σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ· - зря деньги σπαταλώ τα χρήματα· - на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια. 2 προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τι- τινάζω· - руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά·- винтовку - προτείνω το τουφέκι. 3 προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω. 4 αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω. 5 βγάζω, ρίχνω· - товары на ры- рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά. II εκφρ. - из головы, сердца, памяти βγάζω απο το κε- κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)· - лозунг ή призыв ρίχνω σύνθημα· - на улицу α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω απο το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο. II -СЯ ρίχνομαι, πηδώ κάτω· он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω απο το παράθυρο. II εξοκέλλω· προσαράσσω. II ξεσπώ, βγαίνω, πε- πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλό- φλόγα, νερό κ.τ.τ.). выброска, -И θ. ρίψη, -ιμο, πέταγμα έξω. выбрызгать ρ.σ.μ. χύνω ραντίζοντας, ξεπλέ- ξεπλένω· ξοδεύω. II χύνομαι ραντίζοντας κλπ. ρ.μ. выбрызгивать(ся) р.δ. βλ. выбрызгать(ся). выбрызнуть(оя) р.σ. βλ, выбрызгать(ся). выбуривать, р.δ. βλ. выбурить. выбурить р.σ. κάνω γεώτρηση· καθετηριάζω. выбивание, -я ουδ. βλ. выбытие. выбывать р.δ. βλ. выбить. ВЫбытае, -Я ουδ. αναχώρηση, απέλευση. ВЫбЫТЬ, -буду, -будешь р.σ. απέρχομαι, α- αναχωρώ, φεύγω· он -был из города αυτός έφυ- έφυγε απο την πόλη· она -была ИЗ ШКОЛЫ αυτή έ- έφυγε (διαγράφηκε) απο το σχολείο· - ИЗ СПИ- СПИСКОВ διαγράφομαι (σβήνομαι) απο τους κατα- καταλόγους· команда -была ИЗ игры η ομάδα βγή- βγήκε απο το παιγνίδι. вываживать р.δ. βλ. выводить. вываливать(сяI ρ.δ. βλ. вывалить(ся). вываливать(сяJρ.δ. βλ. вывалять(ся). Вывалить р.σ. 1 ρίχνω κάτω, αδειάζω, απα- δειάζω, εκκενώνω τελείως· - уголь из тачки
выв 155 выв αδειάζω το κάρβουνο απο το καροτσάκι. 2 (απλ·) βγαίνω, εξέρχομαι μαζικά. II -СЯ 1 βγαίνω, πέφτω· зуб -лея το δόντι έπεσε. 2 εξέρχομαι μαζικά. вывалять ρ.σ.μ. (απλ.) κυλώ, λερώνω· - в грязи κυλώ στη λάσπη. II -ОЯ (απλ.) κυλιέμαι, λερώνομαι.· - в грязи κυλιέμαι στη λάσπη. вываривание, -я ουδ. βλ. выварка. вываривать(ся) р.δ. βλ. выварить(ся). выварить р.σ.μ. 1 εξάγω, βγάζω με βρασμό· - соль βγάζω αλάτι με βράσιμο (θαλασσινού νε- νερού). 2 βράζω καλά, εντελώς· - мясо βράζω καλά το κρέας. 3 εξαλείφω, καθαρίζω με το βράσιμο· - пятна на платье βγάζω τους λεκέ- λεκέδες στο φόρεμα με βράσιμο. II -ся βράζω καλά· мясо -лось το κρέας έβρασε καλά. выварка, -И θ. εξαγωγή, βγάλσιμο με βρα- βρασμό· - соли βγάλσιμο αλατιού με βράσιμο. выварки, -ков πλθ. κατακάθια (απο τη βρά- βράση). выварной επ. βλ. выварочный. ВЫварОЧНЫЙ επ. 1 με βρασμό (παραγόμενος)· -ая СОЛЬ αλάτι βγαλμένο με βράσιμο (θαλασσι- (θαλασσινού νερού). 2 για βράσιμο· - Клтёл λέβητας για βράσιμο. вывевать р.δ. βλ. вывеять. II -ся λιανί- λιανίζομαι . выведать ρ.σ.μ.κ.αμ. μαθαίνω, γνωρίζω, ε- ενημερώνω, πληροφορώ· πληροφορούμαι καλά. выведение, -Я ουδ. 1 εξαγωγή, βγάλσιμο, ε- εξάλειψη· - пятен το βγάλσιμο των λεκέδων. 2 διαγραφή. 3 μετοίκηση. Ц αλλαγή. II συμπέρα- συμπέρασμα. 5 παραγωγή· εκκόλαψη. II δημιουργία ρά- ράτσας ζώων. 6 ανέγερση, οικοδόμηση, χτίσιμο. 7 εξάλειψη, καταστροφή, εξολόθρευση. 8 εξα- εξαγωγή (πορίσματος, τετραγ. ρίζας κ.τ.τ.). II εξαγωγή, βγάλσιμο, μετάπτωση· - спутника на орбиту τό βγάλσιμο του σπούτνικ στην τροχιά. выведывать ρ.δ. βλ. выведать. И -ся γνω- γνωστοποιούμαι,· γίνομαι γνωστός, μαθαίνομαι. вывевти, -зу, -зешь, παρλθ. χρ. вывез, -ла, -ЛО р.σ.μ. 1 μεταφέρω (με μεταφ. μέσο)· мусор на свалку μεταφέρω τα σκουπίδια ατο σκουπιίίκριό· - детей за город μεταφέρω τα παιδιά στην εξοχή. 2 μεταφέρω, κουβαλώ, προ- σκομίζο· - ОВОЩИ на РЫНОК μεταφέρω λαχανικά στην α^ορά. II ανεβάζω, μεταφέρω επάνω. II φέ- φέρω μαζί μου. 3 (απλ.) βοηθώ (να βγει απο δύ- δύσκολη κατάσταση). II εκφρ. - в свет (παλ.) βγάζω στην κοινωνία· - на себя ή на СВОИХ плечах σηκώνω όλο το βάρος στις πλάτες μου. II -СЬ (απλ.) αναχωρώντας μεταφέρω (παίρνω) όλα τα πράγματα μου. вывеивать ρ.δ. βλ. вывеять. И -ся λιχνί- ζομαι. выверить р.σ.μ., προστκ. вывери к. выверь ελέγχω καλά. выверка, -И θ. έλεγχος· - весов έλεγχος της ζυγαριάς. Вывернутый επ. απο μτχ. διαστρεβλωμένος, διάστροφος, στραβωμένος, στραβός (για μέλος του σώματος). вывернуть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χ р. ВЫ- вернутый, βρ: -нут, -а, -о. 1 ξεβιδώνω, εκ- κοχλιώ, αποκοχλκί)· - винт ξεβιδώνω τη βίδα. 2 διαστρέφω, διαστρεβλώνω, στραβώνω.II στρα- στραμπουλίζω, οτραγγουλίζω, βγάζω. II αναστρέφω, αναποδογυρίζω. 3 αναστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω. 4 αμ. βλ. вывернуться E σημ.). II -ся 1 ξεβιδώνομαι, εκκοχλιώνομαι, αποκοχλιώνο- μαι. 2 εξαρθρώνομαι, ξεκλειδώνομαι, στραμπου- λίζομαι, βγαίνω· -лась нога έπαθε εξάρθρωση το πόδι. 3 αναστρέφομαι· рукав -ЛСЯ το μα- μανίκι γύρισε ανάποδα. 4 ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω. II μτφ. (τη) γλυτώνω, επιτήδεια βγαί- βγαίνω απο δύσκολη κατάσταση. 5 στρίβω, γυρίζω απότομα, κάνω απότομη στροφή. ВЙверт, -а α. στριφογύρισμα, λύγισμα του σώματος ή μελών αυτού. II παραξενιά, αλλονιο- τιά· говорить С -ами λέγω παράξενα πράγματα. вывертеть, -рчу, -ртишь ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. ВЫВернуТЬ A σημ.). вывёртывать(ся) р.δ. βλ. вывернуть(ся). выверчивать(ся) р.δ. βλ. вывернуть(ся) 1 σημ. выверять р.δ. ελέγχω καλά. II -СЯ ελέγχο- ελέγχομαι καλά. вывесить1, -ешу, -есишь, προστκ. вывеси и. вывесь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. вывешенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 κρεμώ,,αναρτώ· - фла- ЖКЙ αναρτώ σημαιούλες· - бельё κρεμώ τα ρού- ρούχα (για στέγνωμα). 2 τοιχοκολλώ· αναρτώ· приказ, объявление, списки τοιχοκολλώ διά- διάταγμα, ανακοίνωση, καταλόγους, вывесить2 (γραμμ. στοιχεία βλ. вывесить1)р. σ.μ. ζυγίζω· - тару ζυγίζω την τάρα· - гири ελέγχω τα σταθμά. II ελέγχω, κανονίζω, ται- ταιριάζω τη ζυγαριά. ВЫВеска1, -И θ. επιγραφή, πινακίδχ, ταμπέ- ταμπέλα. II μτφ. πρόφαση, πρόσχημα. вывеска2, -и θ. 1 ζύγιση, -σμα, 2 ταίρια- ταίριασμα, κανόνισμα, ρύθμιση της ζυγχ ιάς. вывести, -веду, -ведешь, παρλε. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведши, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о р. σ.μ. 1 μεταφέρω έξω, αποσύρω· βγάζω ε'ξω, εκ- εκδιώκω· - войска из города αποσύρω τά στρα- στρατεύματα απο την πόλη· - нарушителя спокойс- спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό. II αποκλείω·- ΚΟΓΟ-Η. ИЗ игры αποκλείω κάποιον απο το παιγ- παιγνίδι. 2 βγάζω έξω οδηγώντας· - ПОД руки βγά- βγάζω έξω απο το χέρι. II μετοικίζω· - крестьян
выв 156 вид в незаселённые места μετοικίζω τους αγρότες σε ακατοίκητα μέρη. 3 βγάζω απο μια κατά- κατάσταση· - из состояния покоя διαταράσσω, δι- διασαλεύω. 4- συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγά- βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. - формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα). 5 (γι·* πτηνά) παράγω, εκκολάπτω* - ЦЫПЛЯТ βγάζω πουλάκια. 6 (για ζώα) παρά- παράγω, δημιουργώ ράτσα· (γιά φυτά) παράγω, βγά- βγάζω ποικιλία· - засухоустойчивую пшеницу δη- δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία οιταριού ξηρασψν- θεκτική. 7 ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ. 8 ε- εξαλείφω, καθαρίζω· - пятна βγάζω τους λεκέ- λεκέδες. II εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξε- ξεκάνω· - КЛОПОВ καταστρέφω τους κοριούς· сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια. 9 σχεδιάζω, γράφω· τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο· - узоры δι- διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια. 10 παρασταίνω, α- απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο). II εκφρ. - на- наружу φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα· - В ЛЮДИ βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία· - ИЗ " себя κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)· - из терпения κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)" - на дорогу βγάζω στο σω- σωστό δρόμο (της ζωής)· - на чистую ή свежую воду КОГО ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φό- φόρα κάποιον. || -оь 1 εξαφανίζομαι, εξαλείφο- εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι· знахари давно -лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν απο καιρό., II βγαίνω απο- τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χά- χάνομαι, εξαφανίζομαι· -лись старые Обычаи ξε- ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες· -ЛИСЬ СОХИ πά- πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια. 2 καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι· -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος. II καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι· -лось ПЯТНО βγήκε ο λε- λεκές. 3 εκκολάπτομαι· ПТИЦЫ давно -ЛИСЬ τα πουλάκια απο καιρό βγήκαν. ВЫВвтреть, -еет р.σ. 1 (απλ.) στεγνώνω στον αέρα, εξαερίζομαι· бельё ~ло τα ρού- ρούχα στέγνωσαν στον αέρα. 2 (γεωλ.) διαβιβρώ- σκομαι, φθείρομαι απο τον αέρα,την ατμοσφαι- ατμοσφαιρική πίεση. выветривание, -Я ουδ. 1 αερισμός. 2 διά- διάβρωση, φθορά απο τον ατμοσφαιρικό αέρα. вывётривать(оя) ρ.6. βλ. выветрить(ся). выветрить ρ.σ.μ. 1 αερίζω. 2 βλ. выветреть. II -СЯ 1 εξανεμίζομαι, εξατμίζομαι. II μτφ. ξε- ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι, εξαλείφομαι αποτη μνή- μνήμη. 2 διαβιβρώσκομαι, φθείρομαι απο την ε- επίδραση του αέρα. вывешивание1,-Я ουδ. 1 κρέμασμα, ανάρτηση· - белья κρέμασμα ρούχων (για στέγνωμα). 2 τοιχοκόλληση· - объявлений τοιχοκόλληση ανα- ανακοινώσεων. вывешивание2, -Я ουδ. ζύγιση, -μα, στάθμιση. вывешивать' ρ .δ. βλ. вывесить1.1 II -ея 1 κρε- κρεμιέμαι, αναρτώμαι έξω. 2 τοιχοκολλιέμαι. вывешивать2 ρ.δ. βλ. вывесить2, II -оя ζυγί- ζυγίζομαι, σταθμίζομαι. вывешивать13ρ.δ. βλ, вывешить. II -оя χαρά- χαράζομαι, ορίζομαι (για οδό κ.τ.τ.). Вывешить, -ШУ, -ШИШЬ ρ.σ.μ. χαράζω, ορίζω , βάζω όρια· - дорогу χαράζω δρόμο. вывеять, -вею, -веешь ρ.σ.μ. λιχνίζω. ВЫВИНТИТЬ, -нчу, -НТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывенченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. ξε- ξεβιδώνω, ξεστρίβω τη βίδα, εκκοχλιώ, αποκο- χλιω· - гайку ξεβιδώνω τη βίδα· - лампочку ξεστρίβω την (ηλεκτρική) λάμπα. II -0Я ξεβι- ξεβιδώνομαι, ξεστρίβομαι, αποκοχλιώνομαι. вывинчивать(ся) р.δ. βλ. вывинтиь(ся). , -а α. 1 εξάρθρωση, ιδιάστρεμμα, στρέ- στρέβλωση, βγάλσιμο, στραμπούλισμα, στραγγούλι- σμα. 2 μτφ. διαστρέβλωση· теоретические -и θεωρητικές διαστρεβλώσεις. вывихивать(оя) ρ.δ. βλ. вывихнуть(ся). вывихнуть ρ.σ.μ. εξαρθρώνω, διαστρέφω, βγά- βγάζω, στραμπουλίζω, στραγγουλίζω, ξεκλειδώνω· -себе руку, ногу στραμπουλίζω το χέρι μου, το πόδι μου. II -СЯ εξαρθρώνομαι, στραμπουλίζο- μαι, ξεκλειδώνομαι, βγαίνω. ВЫВОД, -а α. 1 έξοδος, αποχώρηση· απόσυρ- απόσυρση' вывод войск из населённого пункта έξο- έξοδος των στρατευμάτων άπο<τον κατοικημένο χώ- χώρο. 2 απαλλαγή, βγάλσιμο (απο δύσκολη κατά- κατάσταση), II εξαγωγή (συμπεράσματος, πορίσματος μαθ. τύπου κ.τ.τ.). 3 παραγωγή· - ПТенчОВ εκκόλαψη νεοσσών - НОВОЙ породы скота πα- παραγωγή νέας ράτσας ζώων - нового сорта пше- НЙЦЫ παραγωγή νέας ποικιλίας σίτου. ВЫВОДИТЬ, -оку, -ОДИШЬ ρ.σ.μ. 1 (απλ.) ο- οδηγώ, πηγαίνω κάποιον κάπου· ОН -ИЛ меня ПО всем комнатам αυτός με πήγε σ' όλα τα δωμά- δωμάτια. 2 ξεκουράζω το άλογο. выводиться) ρ.δ. βλ. вывести(сь). выводка, -и θ. 1 βλ. выведение A σημ.). 2 το βγάλσιμο των αλόγων απο το σταύλο. ВЫВОДНОЙ επ. εξαγωγικός, της εξαγωγής·-ая труба σωλήνας εξαγωγής. ВЫВОДОК, -ДК8 ел. νεοσσιά, νοσιά, γενοβόλι. ВЫВОЗ, -а α. 1 μεταφορά έξω (σε μεταφ. μέ- μέσο)· - Детей на дачу μεταφορά των παιδιών σΐην εξοχή (θέρετρο). 2 εξαγωγή· - товаров за границу εξαγωγή εμπορευμάτων στο εξωτε- εξωτερικό. ВЫВОЗИТЬ, -ожу, -ОЗИШЬ ρ.σ.μ. (απλ.) λε- λερώνω* - платье В грязи λερώνω το φόρεμα στη λάσπη.II -0Я λερώνομαι. вывозить, ~ояу, -озишь ρ.δ.μ. 1 βλ. вывез- ТИ. 2 εξάγω, κάνω εξαγωγή (εμπορευμάτων, πρώ- πρώτων υλών κ.τ.τ.). И -оя 1 βλ, вывезтись. 2
выв 157 выг μεταφέρομαι (με μεταφ. μέσο), κουβαλιέμαι. II εξάγομαι. ВЫВОЭКа, -И θ. εξαγωγή, μεταφορά απο μέσα προς τα έξω (με μεταφ. μέσο). ВЫВ03НО& επ. εξαγωγικός, της εξαγωγής· -ая пошлина εξαγωγικός δασμός, φόρος εξαγωγής. выволакивание, -я ουδ. выволочка. выволакивать р.6. βλ. выволочь. II -оя σύ- σύρομαι, σέρνομαι έξω, τραβιέμαι έξω. ВЫВОЛОЧка, -И θ. 1 σύρσιμο, τράβηγμα προς τα έξω. 2 χτύπημα, δάρσιμο, ξύλισμα. выволочь, -локу, -лочешь, -локут, παρλθ. χρ. ВЫВОЛОК, -ла, -ЛО р.σ.μ. σύρω, σέρνω έ- έξω, τραβώ έξω· мешок -кли на лестницу τό τσουβάλι το έσυραν στη σκάλα. выворачивать(ся) р.6. βλ. выворотить(ся). ВЫВОРОТ, -а α. (ιατρ.) μεταστροφή, γύρι- γύρισμα του μέσα προς τα έξω. ВЫВОРОТИТЬ, -рочу, -РОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывороченный, -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 ξε- ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ· σπάζω· Ь камень из земли βγάζω ριζιμιό απο τη γη· - дере- деревьев ξεριζώνω τα δέντρα. 2 βλ. вывернуть A, 2 σημ.). 3 ανατρέπω, αναποδογυρίζω,του- μπάρω. II -ОЯ 1 αποσπώμαι, εξάγομαι, βγαίνω, ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι. 2 αναστρέφομαι. выворотный επ. αναγυρισμένος, ανάστροφος, ανάποδος (με το μέσα, έξω). вывязать, -яжу, -яжешь р.σ.μ. 1 πλέκω· - цветы на кофте πλέκω λουλούδια στη ζακέττα. 2 πλέκω με πληρωμή, κερδίζω με το πλέξιμο. вывязывать р.δ. βλ. вывязать. вывяливать(ся) р.δ. βλ. вывялить(ся). ВЫВЯЛИТЬ р.σ.μ. ξηραίνω, αποξηραίνω στον ήλιο, στεγνώνω· - рыбу ξηραίνω ψάρια στον ή- ήλιο. II -ОЯ ξηραίνομαι, στεγνώνω στον ήλιο. выгадать ρ.σ.μ. κερδίζω, εξοικονομώ- βγά- βγάζω, ωφελούμαι· он -ал много денег на этом деле αυτός έβγαλε πολλά χρήματα απ' αυτήν την υπόθεση· - время κερδίζω χρόνο. выгадывать р.δ. βλ. выгадать. ВЫГИб, -а α. κυρτότητα, καμπυλότητα, κυρ- κυρτό μέρος, καμπή, στροφή. выгибание, -я οι·5. βλ. выгиб. выгибать(ся) р.й. βλ. выгнуть(ся). ВЫГладить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. |παρλθ. χρ, выглаженный, βρ: -жен, -а, -о. 1 εκλει- αίνω, ομαλύνω, ιυιάζω. 2 σιδερώνω (ύφασμα). II -0Я 1 εκλειαίνομαι, ομαλύνομαι. 2 σιδερώ- νομαα, выгладывать р.δ. βλ. выглодать. выглаживать(оя) ρ.δ. βλ. выгладить(ся). ВЫГЛОДаТЬ, -ожу, -ожешь р.σ.μ. καταβροχθί- καταβροχθίζω* κατατρώγω. ВЫГЛЯДеТЬ1, -яжу, -ЯДИШЬ р.σ.μ. (απλ.) δι- διακρίνω, ξεχωρίζω, βλέπω· в толпе он -ел свое-\ го знакомого αυτός διέκρινε στο πλήθος έναν γνωστόν του. II παρατηρώ, βλέπω καλά, ρλα. ВЫГЛЯДеТЬ2, -ЯЖу, -ЯДИШЬ р.δ. φαίνομαι, δεί- δείχνω· он -ит больным αυτός φαίνεται για άρ- άρρωστος· - молодым φαίνομαι νέος· дом -ит но- новым το σπίτι φαίνεται καινούριο. выглядывать' р.δ. βλ. выглядеть1. выглядывать2 р.δ. βλ. выглянуть. выглянуть, -ну, -нешь, προστκ. выгляни к. (απλ.) ВЫГЛЯНЬ р.σ. 1 προβάλλω, βγάζω έξω για να ιδώ, ξεμυτίζω· κοιτάζω, βλέπω, παρα- παρατηρώ· - В окно βγάζω το κεφάλι στο παράθυ- παράθυρο για να ιδώ· - из-за угла ξεμυτίζω στη γω- γωνία για να ιδώ. 2 βγαίνω, φαίνομαι· из-за туч -ло солнце μέσα απο τα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος. выгнать, -гоню, -гонишь р.σ.μ. 1 διώχνω, εκδιώκω, βγάζω έξω, ξεκουμπίζω. II απολύω, διώχνω απο τη δουλειά. II αποβάλλω- - из ШКО- ШКОЛЫ αποβάλλω απο το σχολείο. II σκαρίζω, βγά- βγάζω στή βοσκή. 2 βγάζω πρώιμα (για γεωργικά προϊόν'τα). 3 (απλ.) κερδίζω, προσπορίζομαι, βγάζω χρήματα· ты сколько -ал? πόσα έβγαλες; * αποστάζω, βγάζω με απόσταξη* - спирт ИЗ винограда βγάζω οινόπνευμα απο σταφύλια ή βγάζω τσίπουρο σταφυλίσιο. выгнивать р.δ. βλ. выгнить. ВЫГНИТЬ, -НИГО, -ниешь р.σ. σαπίζω, σήπο- μαι εντελώς* в дереве тла вся сердцевина ό- όλη η καρδιά (εντεριώνη) του δέντρου σάπισε εντελώς. ВЫГНУТЫЙ επ. απο μτχ. κυρτός, καμπύλος, λυ- λυγιστός, -μένος, καμπούρικος. выгнуть, -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выгнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. κυρτώνω, καμπυλώνω, κάμπτω, λυγίζω. II -СЯ κυρτώνομαι, 'κάμπτομαι, καμπυλώνω, λυγίζω. ВЫГОВариваНИе, -Я ουδ. προφορά, εκφορά. выговаривать р.δ. 1 βλ. выговорить,. 2 επι- πλήττω, επιτιμώ· μέμφομαι, ψέγω. II -СЯ εκ- εκφέρω, *έγω ως το τέλος. ВЫГОВОр, -а α. 1 προφορά, τρόπος προφοράς. 2 επίπληξη, επιτίμηση. II μομφή, ψόγος· - С предупреждением μομφή με προειδοποίηση ίεί- δος ποινής). ВЫГОВОРИТЬ р.σ.μ. 1 προφέρω, αρθρώνω, λέ- λέγω· он не -ил ни слова αυτός δεν έβγαλε ού- ούτε λέξη. 2 επιφυλάσσω, διατηρώ· - себе πρά·- βο επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα. 3 αμ. (συνήθως με τις λέξεις: до конца,всё κλπ. τα λέγω όλα, μέχρι τέλους (κατά την ομιλία). II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. C σημ.). выгода, -Ы θ. όφελος, κέρδος· συμφέρο· на базе взаимной -Ы στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος· иметь - έχω κέρδος. II πλεονέ- πλεονέκτημα, προτέρημα.
выг 158 вид ВЫГОДНО επί р. 1 επωφελώς, επικερδώς, συμ- φερόντως. 2 ως κατηγ. είναι. επικερδές, επω- επωφελές, συμφέρει,. ВЫГОДНОСТЬ, -И θ. ωφελιμότητα, ωφέλεια, το επικερδές. II πλεονέκτημα, προτέρημα. выгодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 ε- επί κερδής, επωφελής· πρόσφορος, που συμφέρει. Ι! ευνοϊκός, πλεονεκτικός. II εκφρ. в -ом ос- освещении ή свете σε περιωπή, σε περίωπτη θέ- θέση, στην ωραιότερη (καλύτερη) θέση. ВЫГОН, -а α. 1 το βγάλσιμο στη βοσκή· σκά- ρισμα, σκάρος. 2 βοσκότοπος, -όπι, λειβάδι. выгонка, -И θ. απόσταξη. II πρόωρη, παρά- παράκαιρη ενέργεια, πράξη, βγάλσιμο κ.τ.τ. выгонять р.δ. βλ. выгнать. II - ся διώχνο- διώχνομαι, εκδιώκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. выгораживатьСся) ρ.δ. βλ. выговорить(ся). выгорать1, -ает р.δ. βλ. выгореть1. выгорать2, -ает р.δ. βλ. выгореть2. выгоревший επ. απο μτχ. βλ. выгорелый. выгорелый επ. ξεβαμμένος, ξεθωριασμένος, ξέθωρος (απο τον -ήλιο). выгореть1, -ит, μτχ. παρλθ. хр. выгоревший ρ.σ. 1 καίγομαι εντελώς, γίνομαι λεία, ολο- ολοκαύτωμα, παρανάλωμα του πυρός, απανθρακώνο- απανθρακώνομαι, αποτεφρώνοιιαι. 2 αποχρωματίζομαι, ξε- βάφω, ξεθωριάζω, κόβει το χρώμα, выгореть2, -ИТ ρ.σ. (απλ.) πετυχαίνω, τε- τελειώνω με επιτυχία· дело -Л0 η υπόθεση πέ- πέτυχε. ВЫГОРОДИТЬ, -ожу, -ОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выгороженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 περικλείω, περιφράζω καλά· - сад περιφράζω καλά τον δεντρόκηπο. 2 μτφ. (απλ.) απαλλάσ- απαλλάσσω της ευθύνης· βγάζω απο δύσκολη κατάσταση· δικαιολογώ. II -СЯ (απλ.) αποφεύγω την ευθύ- ευθύνη, βγαίνω απο δυσχερή θέση, γλυτώνω. выгравировать р.δ. βλ. гравировать. выгранивать р.δ. βλ. выгранить. выгранить ρ.σ.μ. στιλπνώνω, στίλβω, λει- αίνω τις πλευρές (έδρες). выгреб, -а α. 1 απόξεση· - нечистот από- απόξεση ακαθαρσιών. 2 αμποχότρυπα (εξαγωγής σί- σίτου. 3 αποχωρητήριο σνχ.φτό· λάκκος ακαθαρ- ακαθαρσιών, βόθρος. выгребание, -я ουδ. βλ. выгреб. выгребать(ся) р.δ. 'λ. выгрести(сь). выгребка, -и θ. βλ. выгреб A σημ.). выгребной επ. της εξαγωγής, της απόρριψης· -ая яма αποχωρητήριο σκαφτό· λάκκος ακαθαρ- ακαθαρσιών. выгрести, -ебу, -ебешь, παρλθ. χρ. выгреб, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выгребенный, βρ: -бен, -а, -О р.σ. 1 μ. ξύνω, αποξέω, α- αφαιρώ, βγάζω ξύνοντας. 2 αμ. κωπηλατώ.II -СЬ κωπηλατώ. выгружать(ся) р.δ. βλ. выгрузить(ся). выгрузить, -ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выгруженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.ξε- φορτώνω, εκφορτώνω· - товары ξεφορτώνω εμπο- εμπορεύματα. II -СЯ 1 αποβιβάζομαι· военный ΟΤ- ряд -лея το στρατιωτικό τμήμα αποβιβάστηκε. 2 ξεφορτώνομαι, εκφορτώνομαι· судно -ЛОСЬ у пристани το σκάφος ξεφορτώθηκε στην απο- αποβάθρα. выгрузка, -И θ. ξεφόρτωση,-μα, εκφόρτωση. выгрызать ρ.δ. βλ. выгрызть. II -α. ροκα- ροκανίζομαι, κατατρώγομαι, τρωγαλίζομαι. выгрызть, -ызу, -ызешь, παρλθ. χρ. выгрыз, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выгрызенный, βρ: -зен, -а, -Ο ρ.σ,μ. κατατρώγω, ροκανίζω, τρωγαλίζω. ВЫГрЯЗНИТЬ, -НЮ, -нишь ρ.σ.μ. λερώνω, ρυ- ρυπαίνω, σπιλώνω, λεκιάζω. II -СЯ λερώνομαι, ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι. ВЫГул, -а α. γέρεμα, δυνάμωμα (για οικό- οικόσιτα ζώα). II μαντρί, μάντρα, ποιμνιοστάσιο (ακάλυπτο). выгуливаться р.δ. βλ. выгуляться. ВЫГУЛЯТЬСЯ, -яется ρ.σ. γερεύω, δυναμώνω, παχαίνω (για οικόσιτα ζώα). выдавать(ся) ρ.δ. βλ. выдать(ся). выдавить, -ВЛГО, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 εκθλίβω, α- ποθλίβω, εκπιέζω, στίβω, ξεζουμίζω· - лимон στίβω το λεμόνι, II μτφ. π*>ίγω, με δυσκολία συγκρατώ· καταπίνω· - слёзы καταπίνω τα δά- δάκρυα· - смех, улыбку μέ δυσκολία συγκρατώ το γέλιο, το χαμόγελο· из него ни слова не -ИШЬ απ' αυτόν δε βγάζεις ούτε λέξη. 2 πιέ- πιέζοντας κατασπάζω, συντρίβω, γκρεμίζω. * εκ- εκτυπώνω ανάγλυφα. II -СЯ 1 εκθλίβομαι, εκπιέ- ζομαι, στίβομαι, ξεζουμίζομαι. 2 κατασπάζο- μαι, συντρίβομαι, γκρεμίζομαι απο τηνπίεση. 3 εκτυπώνομαι ανάγλυφα. выдаивать р.δ. βλ. выдоить. выдалбливать ρ.δ. βλ. выдолбить. II -ся εκ- κοιλαίνομαι, εγκόπτομαι, βαθουλώνομαι. выданье, -я ουδ., στην έκφρ. на - (παλ. κ. απλ.) της παντρειάς, για παντρειά, -μα· девка на - κορίτσι της παντρειάς. выдать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -да- -дадите, -дадут, προστκ. выдай р.σ.μ. 1 δίνω· - деньги δίνω χρήματα· - аванс, удостовере- удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό. II πα- παραδίνω· - преступника παραδίνω τον εγκλημα- εγκληματία. II παντρεύω· её -ли за богатого челове- человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο, 2 αποκα- αποκαλύπτω, φανερώνω· προδίνω. 3 καμώνομαι, προ- προσποιούμαι· - себя за учёного κάνω τον επι- επιστήμονα. 4 εξάγω, βγάζω· - нефт сверх пла- плана δίνω πετρέλαιο πάνω απο το πλάνο. 5 (παλ) ! εκδίδω (βιβλίο, έργο). II (με την αντων. се-
вид 159 вид бя) προδίνω τον εαυτό μου· - себя προδίνο- προδίνομαι μόνος μου. II παρουσιάζω· - чёрное за бе- белое παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο. II εκφρ. не выдай μη μέ φέρει-, σε δύσκολη θέση. II -ОЯ I εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω. 2 διακρί- διακρίνομαι, ξεχωρίζω. 3 εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω- -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ε- ελεύθερες· как только -лея случай μόλις δό- θηνιε η ευκαιρία. II εκφρ. - в КОГО μοιάζω του* характер -лея в деда о χαρακτήρας έμοιασε τού παππού. выдача, -И θ. 1 χορήγηση, δόσιμο, πληρωμή. II παράδοση, έκδοση. 2 αποκάλυψη, φανέρωση· προδοσία. 3 εξαγωγή, βγάλσιμο. * έκδοση(βι- έκδοση(βιβλίου, έργου). выдающийся επ. απο μτχ. έξοχος, διακεκρι- διακεκριμένος, υπέροχος, εξαιρετικός· - учёный δια- διακεκριμένος επιστήμονας· -ееся произведение υπέροχο έργο. выдвигание, -я ουδ. βλ. выдвижение. выдвигаться) ρ.δ. βλ. выдвинуть(ся). выдвиженец, -нца α., -ка, -и θ. εκλεκτός, -ή· πρωτοπόρος, -α. выдвижение, -Я ουδ. προώθηση· ανάδειξη· προαγωγή, προβολή·- кандидатов В депутаты ανάδειξη υποψηφίων αντιπροσώπων (βουλευτών). выдвиженчество, -а ουδ. προώθηση, ανάδει- ανάδειξη (σε ανώτερες θέσεις). ВЫДВИЖНОЙ επ. κινητός· - ящик το συρτάρι. выдвинуть р.σ.μ. 1 προωθώ· - батареи бли- ближе к неприятелю προωθώ τις πυροβολαρχίες πιό σιμά προς τον εχθρό. II πύρω, τραβώ, βγά- βγάζω έξω· - ЯЩИК ИЗ комода βγάζω έξω το συρ- συρτάρι του κομού. II προβάλλω, βγάζω μπροστά· - левую ногу вперёд προβάλλω το αριστερό πό- πόδι. 2 μτφ. προβάλλω, προτείνω· φέρω, προ- προσκομίζω, προσάγω, παρουσιάζω· - аргументы φέρω επιχειρήματα· - доказательства προσκο- προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία· - тезисы (φιλοσ.) προβάλλω θέσεις· - вопрос βάζω (ανακινώ) ζή- ζήτημα· - обвинение εγείρω κατηγορία. 3 ανα- αναδείχνω, προάγω, ανεβάζω· προτείνω. II -СЯ 1 προβάλλω, βγαίνω μπροστά· из толпы -лея ста- старик μέσα απο το πλήθος βγήκε μπροστά ένας γέρος. II εξέχω, εισέρχομαι, εισδύω. 2 ανα- αναδείχνομαι, προωθούμαι, ανεβαίνω, προάγομαι, προβιβάζομαι. ВЫДВОРИТЬ ρ.σ.μ. (παλ.) εκτοπίζω, διώχνω, κάνω έξωση. ВЫДВОРЯТЬ ρ.σ. βλ. выдворить. II -СЯ εκτο- εκτοπίζομαι, διώχνομαι, μου γίνεται έξωση. выдел, -& α. μερίδιο, μερτικά, μοίρα. II κλήρος, τμήμα, κομμάτι γης. выделать р.σ.μ. 1 επεξεργάζομαι λεπτομε- λεπτομερώς, επιμελούμαι έργου. II εκτελώ εξαιρετι- εξαιρετικές κινήσεις (χορού)· κάνω διάφορα έξυπνα. 2 κατεργάζω. II -СЯ επεξεργάζομαι.. выделение, -Я ουδ. 1 ξεχώρισμα, διαχώρηση· απόσπαση. II διάκριση, υπογράμμιση. 2 παρα- παραχώρηση (μέρους περιουσίας). 3 έκκριση· - СЛО- СЛОНЫ έκκριση σάλιου· гнойное - πυώδης έκκρι- έκκριση, πυόρροια. выделительный επ. εκκριτικός, της έκκρι- έκκρισης· -ые Органы тела τα εκκριτικά όργανα του σώματος. выделить ρ.σ.μ. 1 ξεχωρίζω· - слабых уче- учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.II δια- διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει· υπο- υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω· - цитату осо- особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαί- ιδιαίτερα γράμματα. 2 παραχωρώ· - часть имущест- имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας. 3 εκκρίνω, βγάζω· - ΠΟΤ βγάζω ιδρώτα. II παράγω· - уг- углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα. 4 (στρβτ.) αποσπώ· - отряд αποσπώ τμήμα, βγά- βγάζω απόσπασμα. II -ся 1 χωρίζω· женатые сы- сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμέ- παντρεμένα παιδιά χώρισαν απο τον πατέρα (ή τους γο- γονείς). II διακρίνομαι, ξεχωρίζω· его голос -лея громче всех η φωνή του ξεχώρησε βρο- βροντερότερη απ' όλες. 2 εκκρίνομαι, βγαίνω· -лась слюна βγήκε σάλιο. II παράγομαι. ВЫДелка, -и θ. 1 επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα, άργασμα. 2 ποιότητα δουλειάς· хо- хорошая - δουλειά καλής ποιότητας. выделывать ρ.δ.μ. 1 βλ. выделать. 2 κατα- κατασκευάζω, παράγω. 3 βλ. вытворять. II -СЯ βλ. выделаться. выделять(ся) р.δ. βλ. выделить(ся), ВНДергать р.σ.μ. τραβώ προς τα έξω, βγά- βγάζω· - ГВОЗДЫ βγάζω καρφιά. выдёргивать(ся) р.δ. βλ. выдернуть(ся). выдержанность, -И θ. εγκράτεια, αυτοκυρι- αυτοκυριαρχία, εγκαρτέρηση· σταθερότητα· - характе- характера σταθερότητα χαρακτήρα· идеологическая - ιδεολογική σταθερότητα (αδιαλλαξία). выдержанный επ. απο μτχ. 1 εγκρατής,αυτο- κυρίαρχος, αυτοσυγκράτητος. 2 (για τρόφιμα, υλικά) πολυχρόνιος, πολυχρονισμένος, παλιός· -0Э вино παλιό κρασύ - табак'παλιός καπνός. выдержать, -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 α- αντέχω, βαστώ, κρατώ· σηκώνω· лёд -ИТ танк о πάγος θα βαστάξει το τανκ· мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει. 2 αντέχω, υπομένω, υ- υποφέρω· ανέχομαι· руки не -ат τα χέρια δεν θ» αντέξουν такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε· - ПЫТКИ αντέχω τα βασανιστήρια· - осаду αντέχω στην πολιορκία· она не -ла И засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια· - экзамены πετυχαίνω
вид 160 вые στις εξετάσεις· новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή. 3 κρα- τώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει· - ВИ- ВИНО κρατώ κρασί να παλιώσει. 4 διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.II εκφρ. - несколько изданий εκ- εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετι- κότητα)· - паузу κάνω σκόπιμα παύση στο λό- λόγο· - роль τηρώ απαρέγκλιτα* - характер κρα- κρατώ σταθερό χαρκτήρα. выдерживание, -я ουδ. βλ.выдержка (ίσημ,χ выдерживать р.δ. βλ. выдержать. II εκφρ. не -ает критики δε σηκώνει κριτική. выдержка1, -и θ. 1 εγκράτεια, εγκαρτέρηση, αντοχή· αυτοπειθάρχηση, αυτοσυγκράτηση, καρ- καρτερικότητα· σταθερότητα. 2 έκθεση στο φως (φωτοπαθοός χαρτιού η ταινίας). выдержка? -И θ. απόσπασμα, περικοπή, χωρίο. II εκφρ. на -у ό,τι τύχει ή λάχει. выдернуть р.σ.μ. τραβώ ε'ξω, βγάζω, εξάγω· αποσπώ· ξεριζώνω· - ГВОЗДЬ βγάζω το καρφί- - зуб βγάζω το δόντι. II -ОЯ τραβιέμαι προς τα έξω, βγαίνω· αποσπώμαι. выцирать(ся) ρ.δ. βλ. выдрать(ся). выдоить, -ого, -оишь, προστκ. выдои р.σ.μ. αρμέγω, αμέλγω. II -СЯ αρμέγομαι. ВЫДОЛбИТЬ, -бЛЮ, -бИШЬ р.σ.μ. κοιλαίνω, ε- γνιοιλαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω, εγκόπτω. II (απλ.) αποστηθίζω, μαθαίνω σαν παπαγάλος. выдох, -а α. εκπνοή. выдохнуть ρ.σ.μ. εκπνέω, εκφυσώ. II -СЯ 1 ξεθυμαίνω, ξανοσταίνω, αδυνατίζω· откупорен- откупоренный чай -лея το ξεκούπωτο τσάι ξεθύμανε. 2 μτφ. εξασθενίζω, εξαντλιέμαι, αδυνατίζω· та- талант -ЛСЯ το ταλέντο ξέπεσε, έχασε την αί- αίγλη· к концу речи оратор стал - προς το τέ- τέλος του λόγου ο ρήτορας άρχισε να κουράζεται. II οτειρεύω, γίνομαι άγονος, άκαρπος. ВЫДрв, -Ы θ. βύδρα, σκυλοπόταμος, ποταμό- σκυλος, κάστορας. II μτφ. (απλ.) αδύνατη, ι- ισχνή γυναίκα. выдраивать р.δ. βλ. выдраить. выдраить, -раю, -раишь р.σ.μ. (ναυτ.) 1 τεντώνω· - паруса τεντώνω τα πανιά. 2 καθα- καθαρίζω καλά· - палубу καθαρίζω καλά το κατά- κατάστρωμα. выдрать1, -деру, -дерешь ρ.σ.μ. 1 εντείνω, τεντώνω γερά, καργάρω,τεζάρω· - канат, па- паруса τεντώνω γερά τα παλαμάρια, τα πανιά. 2 καθαρίζω καλά, παστρεύω. ВЫДраТЬ? -Деру, -Дерешь р.σ.μ. μαστιγώνω, μαστίζω, φραγγελώνω, βουρδουλίζω. || τραβώ· - за ухо τραβώ το αυτί (ως τιμωρία). выдраться, -дерусь, -дерешься р.σ. (απλ.) βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία. выдрессировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. (για ζώα) εκγυμνάζω, εξασκώ. II (ειρν.) πειθαρχώ κάποιον, συνηθίζω στην πειθαρχία. ВНДубИТЬ, -бЛЮ, -бИШЬ ρ.σ.μ. βυρσοδεφώ. выдувание, -я ουδ. βλ. выдувка. выдувать р.δ. βλ. выдуть. выдувка, -и θ. 1 φύσημα (για καθάρισμα). 2 (τεχ.) το φύσημα του γυαλιού. выдувной επ. 1 φυσητός. 2 φυσητικός. выдуманный επ. απο μτχ. επινοημένος, φα- φανταστικός, μη πραγματικός. ВНДуыать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВЫ- думанный, βρ: -ман, -а, -о. 1 επινοώ, μηχα- μηχανεύομαι, σοφίζομαι, διανοούμαι- εφευρίσκω. 2 φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, τη σκέψη. II εκφρ. не ~ай μη σου περάσει απο το μυαλό- пороха (пороху) не -ает δεν λάμπει με την ε- εξυπνάδα του, έχει κι αυτός τον κοινόν νου- II -СЯ φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, επι- επινοώ, επινοούμαι. выдумка, -и θ. 1 επινόηση. 2 αποκύημα, γέν- γέννημα, δημιούργημα,προϊόν της φαντασίας. ВЫДУМЩИК, -а α., -ца, -ы θ. επινοητής, -ρια. II μυθολόγος, αστείος. выдумывание, -Я ουδ. βλ. выдумка A σημΟ. выдумывать(ся) ρ.δ. βλ. выдумать(ся). ВЫДуть, -ую, -уешь р.σ.μ. 1 φυσώ, διώχνω φυσώντας· - золу φυσώ τη στάχτη. 2 φυσώ (για να κρυώσει). 3 διαπλάθω φυσώντας· - стекло φυσώ το γυαλί. 4 (απλ.) ρουφώ, πίνω πολύ. II εκφρ.- ОГОНЬ φυσώ τη φω?ιά (ν' ανάψει). П-СЯ καθαρίζομαι με το φύσημα. выдыхание, -Я ουδ. εκπνοή. выдыхательный επ. εκπνευστικός. выдыхать(оя) р.δ. βλ. выдохнуть(ся). ВЫДЮЖИТЬ, -«у, -жишь р.σ. (διαλκ.) αντέ- αντέχω, υπομένω, βαστώ, κρατώ. выедать р.δ. βλ. выесть. Выезд, -а α. 1 αναχώρηση, απέλευση, II επί- επίσκεψη (γνωστών, θεάτρων κλπ.). 2 έξοδος (μέ- (μέρος εξόδου). 3 άμαξα (άλογα, ζεύξη, πλήρωμα). вывалить, -езжу, -ездишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выезженный, βρ: -жен, -а -о р.σ.μ. 1 ε- εξασκώ, μαθαίνω, συνηθίζω το άλογο στη ζεύξη. 2 (απλ.) κερδίζω, τα εξοικονομώ με το αμά- αμάξι. 3 ταξιδεύω παντού (με το αμάξι). II -СЯ συνηθίζω στη ζεύξη. выездка, -и θ. βλ. выезд A σημ.). выездной επ. 1 εξοδικός, της εξόδου· -ые ворота πύλη εξόδου. II (παλ.) της εξόδου,της επίσκεψης· -бе платье φόρεμα εξόδου. 2 πε- περιοδεύων ~ спектакль περιοδεύων θίασος. выезжать1 р.δ. βλ. выехать. выезжать2 р.δ. βλ. выездить A σημ.). вываживать р.δ. βλ. выездить A σημ.). выем, -а α. βλ. выемка. выемка, -и θ. 1 εξαγωγή, εξόρυξη, εκσκα- εκσκαφή, ξέχωμα· ~ грунта εξαγωγή χωμάτων. II ανά-
вые 161 виз λήψη, σήκωμα· - денег ИЗ банка ανάληψη χρη- χρημάτων απο την τράπεζα. 2 αφαίρεση, κατάσχε- κατάσχεση εγγράφων. 3 βαθούλωμα, κοιλότητα, εισδο- εισδοχή, εσοχή. II (αρχτ.) ράβδωση, αυλάκωση. II οδόντωμα, εκγλυφή ξυλουργήματος· II εκχωμά- τωση. Α· κοπή προς τα έσω (για ένδυμα, υπό- υπόδημα) . ВЫвИчатыЙ επ. βαθουλός, -ωτός, με εσοχές. выесть, -ем, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. выел, -ла, -ло, προστκ. выешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выеденный, βρ: -Двн, -а, -О ρ,σ.μ. 1 κατατρώγω, τρωγαλίζω, ροκανίζω, καταβιβρώσκω. 2 (χημ.) διαβιβρώ- σκω, φθείρω, τρώγω. выехать, -ежу, -едешь, προστκ. δεν έχει· ρ.σ. 1 αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)· 2 φτάνω (με μεταφ. μέσο). 3 μτφ. χρησιμοποιώ προς όφελος, για κέρδος, βγάζω. выжаривать(ов) ρ.δ. βλ. выжарить(ся). ВЫЖариТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) πυρώνω, διαπυρώνω, πυρακτώνω· ψήνω, καβουρδίζω, καίω, τσιγαρί- ζω. II -СЯ πυρώνομαι, πυρακτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. <ρ. выжать1, -жму, -жмешь ρ.σ.μ. 1 εκθλίβω, εκ- πιέζω χυμό. II στίβω, ξεζουμίζω· - ЛИМОН στί- βω το λιμάνι· - бельё στίβω τα ρούχα.II μτφ. κατεξαντλώ οικονομικά. 2 διώχνω, βγάζω έξω με σπρωξιές· его -ли из очереди σπρώχνοντας τον έβγαλαν απο τη σειρά. 3 σηκώνω· ОН -ал левой рукой 50 кг, αυτός σήκωσε με το αρι- αριστερό χέρι 50 κιλά. II -СЯ εκθλίβομαι, στί- βομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. выжать2, -жну, -жнешь ρ.σ.μ. θερίζω. ВЫЖДаТЬ, -ЖДУ, -ждешь р.σ.μ. κ. αμ. περι- περιμένω, αναμένω, καιροφυλακτώ, καραδοκώ· удобный момент καιροφυλακτώ 'την; κατάλληλη στιγμή. II περιμένω, καρτερώ πολύ χρόνο. ВЫЖелТЕТЬ, -лчу, -лтишь ρ.σ. μ. βάφω κίτρι- κίτρινο. II λερώνομαι με κίτρινο χρώμα. выжечь, -жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χ р. вы- выжег, -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χр. выж- выжженный, βρ: -жжен, -а, -о р.σ.μ. 1 καίω, κα- κατακαίω, αποτεφρώνω· φλέγω, φλογίζω. 2 διατρυ- διατρυπώ (μέ καυτό όργανο ή χημ. ουσία). ||(ιατρ.) καυτηριάζω. 3 καίω για κάθαρση. II στιγματί- στιγματίζω με και'ση. II πυρογραφώ. 4 ψήνω· - кирпичи ψήνω τούβλα. выживать1 р.δ. βλ. выжить1. выживать2 р.6. βλ. выжить2. ВЫЖИГ, -а α. καύση, κάψιμο. II προϊόν της καύσης (ασβέστης, ξυλανθράκων κλπ.) ВЫЖИГа, -и α. κ. θ. (απλ.) καπάτσος κερ- κερδοσκόπος, μεγάλος συμφεροντολόγος. ВЫЖИГОНИе, -Я ουδ. 1 πυρογραφία. 2 κάθαρ- κάθαρση με καύση. 3 κάψιμο· - УГЛЯ η ανθράκευση. выжигать ρ.δ. βλ. выжечь. II -ся καίομαι, πυρακτώνομαι· καυτηριάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. выжидание, -Я ουδ. αναμονή· προσδοκία. выжидательный επ. της αναμονής* της προσ- προσδοκίας· -ая тактика τακτική αναμονής. выжидать р.δ. βλ. выждать. ВЫЖИДапциЙ επ. απο μτχ. που αναμένει, που προσδοκεί. ВЫЖИМ, -а α. άρση βαρών (απο το στήθος και πάνω). ВЫЖИмание, -Я ουδ. 1 εκπίεση, έκθλιψη, α- πόθλιψη· στίψιμο, ξεζούμισμα. 2 (παλ.) βλ. ВЫЖИМ. выжимать(ся) р.δ. βλ. выжать(ся). выжимка, -и θ. βλ.выжимание. ВЫЖИМКИ, -МОК к. -МКОВ πλθ. αποστραγγίδια, αποπίεσμα, τσίπουρα* κατακάθια. ВЫЖИНаТЬ ρ.δ. βλ. выжать2. II -СЯ θερίζομαι. ВЫЖИТЬ, -живу, -живешь р.σ. 1 επιζώ, επι- επιβιώνω, μένω ζωντανός, διαφεύγω τον θάνατο. II θεραπεύομαι. 2 διαμένω, ζω, κατοικώ· ОН -ил дома около года αυτός έζησε στο σπίτι έ- ένα περίπου χρόνο. 3 διώχνω, υποχρεώνω να φύ- φύγει· дурной запах -ил всех из комнаты η βρώ- βρώμα τους έδιωξε όλους απο το δωμάτιο· - СО службы διώχνω (απολύω) απο την υπηρεσία. 4 υποφέρω, περνώ βάσανα, δοκιμασίες. 5 διώχνω απο το σπίτι. || εκφρ,- из ума ή из памяти γεροξεκουτιάζω, τα χάνω απο τα γεράματα. ВЫЖЛец, -а α., -ца, -Ы θ^ράτσα κυνηγόσκυ- κυνηγόσκυλου, λαγονίκα. ВЫЖЛЯТНИК, -а α. που διατηρεί κυνηγόσκυ- κυνηγόσκυλα, κυναγωγός. вызванивание, -Я ουδ. 1 καμπάνισμα μελω- μελωδικό. 2 κουδούνισμα. вызванивать р.δ. 1 καμπανίζω μελωδικά. 2 αμ. κουδουνίζω. II -СЯ αποκτώ καλόν ήχο. * вызвать, -ЗОВу, -зовешь ρ.σ.μ. 1 καλώ, φω- φωνάζω· - из ДОму φωνάζω να βγει απο το σπίτι· - В суд κλητεύω. II (ξανα)βγάζω στη σκηνή* -ЛИ певца аплодисментами με τα χειροκροτή- χειροκροτήματα έβγαλαν τον τραγουδιστή στη σκηνή. 2 καλώ· - на соревнование καλώ σέ άμιλλα. 3 προκαλώ, προξενώ· - радость προξενώ χαρά. - насмешки προξενώ τα γέλια· - гнев τροκαλώ την οργή· - аппетит ανοίγω την όρε£η· - Π0- дозрёние εγείρω υποψίες· - в память ανακα- ανακαλώ στη μνήμη· - замешательство προί,ενώ σύγ- σύγχυση. II σηκώνω· учитель -ал ученика к дос- доске о δάσκαλος σήκωσε το μαθητή στον πίνα- πίνακα· ЭТО может - взрыв αυτό μπορεί να, προξε- προξενήσει έκρηξη. II -СЯ καλούμαι* προσφέρομαι. ВЫ8ВвЗДИТЬ, -ИТ (για τα αστέρια) βγαίνω, φαίνομαι* -Л0 βγήκαν τ' αστέρια. ВЫЗВОЛИТЬ р.σ.μ. (απλ.) απαλλάσσω, γλυτώ- γλυτώνω, βγάζω απο δυσχερή κατάσταση, απαγκιστρώ- απαγκιστρώνω· МЫ -ЛИЛИ его ИЗ беды εμείς τον βγάλαμε
выз 162 внй απο τη δυστυχία. ВЫЗВОЛЯТЬ ρ.δ. βλ. ВЫЗВОЛИТЬ. вызвонить р.σ. βλ. вызванивать. выздоравливать р.δ. βλ. выздороветь. выздороветь, ~ею, -еешь р.σ. ξαρρωσταίνω, γερεύω, γίνομαι καλά, ανακτώ την υγεία, α- αναρρώνω. Выздоровление, -Я ουδ. ανάρρωση, ανάκτηση της υγείας. вызеленить ρ.σ.μ. πρασινίζω, βάφω πράσινο. II λερώνω με πράσινο χρώμα. II -СЯ λερώνομαι με πράσινο χρώμα. вызимовать, -мую, муешь р.σ. (απλ.) περνώ το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω, αντέχω στο χειμώ- χειμώνα, στο κρύο. вызнавать, -наю, -наешь р.6. βλ. вызнать. вызнать, -аю, -аешь р.σ.μ. κ. αμ.μαθαίνω, γνωρίζω, πληροφορούμαι καλά· -аи все подро- подробности μάθε καλά όλες τις λεπτομέρειες. ВЫЗОВ, -а α. 1 κλήση, φώνασμα· πρόσκληση, κάλεσμα* - врача на ДОМ κάλεσμα του γιατρού στό σπίτι. II ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού, τοαγουδιστή). 2 κλήση (δικαστική)· получать - В суд παίρνω δικαστική κλήση· - свидетелей κλήση μαρτύρων. II κάλεσμα, πρόταση συμμετο- συμμετοχής· - на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα. II κάλεσμα σε μονομαχία· брОСИТЬ перчатку В знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία. II περιφρόνηση· - советской об- общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού· - здравому смыслу πρόκληση στην κοο- νή λογική. вызолачивать(ся) р.δ. βλ. вызолотить(ся). вызолотить, -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вызолоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. μ. επιχρυσώνω. II -СЯ επιχρυσώνομαι. вызревание, -Я ουδ. ωρίμαση, μέστωμα. вызревать, -ает р.δ. βλ. вызреть. вызреть, -зреет р.σ. ωριμάζω, μεστώνω. вызубривать1 р.δ. βλ. вызубрить1. вызубривать2 р.δ. βλ. вызубрить2. вызубрить1, -рю, -ришь р.σ.μ. δοντιάζω, κά- κάνω δόντιές στη κόψη· - топор, нож κάνω δο- ντιές στο τσεκούρι, μαχαίρι. . Вызубрить2, -рю, ~ришь р.σ.μ. αποστηθίζω, παπαγαλίζω, μαθαίνω σαν παπαγάλος. вызывать(ся) ρ.δ. βλ. вызвать(ся). вызывающий επ. απο μτχ. προκλητικός, προ- βοκατόρικος· - вид προκλητιΐιό ύφος· -ее по- поведение προκλητική συμπεριφορά· -ие ПОСТуп- КИ προκλητικές πράξεις. вызябать, -ает р.δ. βλ. вызябнуть. вызябнуть, -ет, παρλθ. χρ. вызяб, -ла,-ло р.σ. (διαλκ.) παγώνω, καταστρέφομαι απο τον πάγο· посевы -ЛИ τα σπαρτά καταστράφηκαν α- απο τον πάγο. выиграть р.σ. 1 κερδίζω· - в лотарёе мо- мотоцикл κερδίζω μοτοσυκλέττα στο λαχείο· - в карты пять рублей κερδίζω στα χαρτιά πέντε ρούβλια· - пари κερδίζω το στοίχημα. 2 ωφε- ωφελούμαι · население -ло от снижения цен о πλη- πληθυσμός (λαός) ωφελήθηκε απο τις εκπτώσεις. 3 νικώ· - процесс κερδίζω το 'δικαστήριο· - сражение κερδίζω τη μάχη· - время κερδίζω χρόνο. выигрывать ρ.δ. βλ. выиграть. II -СЯ ωφε- ωφελούμαι, κερδίζω. выигрыш, -а α. Λ κέρδος· λαχείο· λοταρία, λότος, τυχερό παιγνίδι. 2 όφελος, ωφέλημα, πλεονέκτημα· какой мне -? τι το όφελος μου; 5 νίκη· добыться -а κερδίζω νίκη. II εκφρ. быть В -е α) είμαι κερδισμένος· ему достал- достался большой - του 'πέσε μεγάλο λαχείο, β) ω- ωφελούμαι . выигрышный επ. 1 λαχειοφόρος· - заём λα- λαχειοφόρο δάνειο· - билет το λαχείο (ενάριθ- μο δελτίο). 2 κερδισμένος· -ые деньги κερ- κερδισμένα χρήματα. выискать, -ищу, -ищешь р.σ.μ. φάχνω, εξε- εξετάζω, ερευνώ προσεχτικά· - ошибку в расчё- расчёте φάχνω να βρω το λάθος στο λογαριασμό· удобный случай καραδοκώ την κατάλληλη ευκαι- ρСос« || -ся βρίσκομαι, εξευρίσκομαι· для опа- опасного дела -лись много добровольцев για ε- επικίνδυνη υπόθεση βρέθι^καν πολλοί εθελοντές, выискивание, -Я ουδ. ψάξιμο, έρευνα, διε- διερεύνηση, αναζήτηση, εξεύρεση· - жениха ανα- αναζήτηση γαμπρού. выйскивать(сяI р.δ. βλ. выискать(ся). выйти, выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. „вышедший, επιρ. μτχ. ВЫЙДЯ р.σ. 1 βγαίνω έ- έξω, εξέρχομαι· - ИЗ дому βγαίνω απο το σπί- σπίτι· - из окружения βγαίνω απο τον κλοιό· на улишу βγαίνω έξω· βγαίνω στο δρόμο· - на охоту πηγαίνω κυνήγι· - на прогулку βγαίνω περίπατο· - на сцену βγαίνω στη σκηνή· - на дорогу στο δρόμο· - на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι). II μτφ. τίθεμαι εκτός, ε- εξέρχομαι, βγαίνω· -из боя βγαίνω εκτός μά- μάχης· - ИЗ игры βγαίνω απο το παιγνίδι (χάνω)· - ИЗ 6ОЛ1КЙЦЫ βγαίνω απο το νοσοκομείο, παίρ- παίρνω εξιτή( ιο· - ИЗ ШКОЛЫ τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ απο το σχολείο· -на работу πηγαίνω στη δουλειά. II φυτρώνω· -шла кукуруза φύ- φύτρωσε το καλαμπόκι. II μτφ. απαλλάσσομαι· ИЗ ДОЛГОВ βγαίνω απο τα χρέη, ξεχρεώνομαι. II μτφ, χάνω· - ИЗ терпения χάνω την υπομονή. II βγαίνω· - из употребления αχρηστεύομαι· - ИЗ себя βγαίνω απο τον εαυτό μου, γίνομαι έ- έξω φρενών. 2 εκδίδομαι· -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.
вше 163 вык 3 αναδείχνομαι· - победителем βγαίνω νικη- νικητής. 4 φτάνω το όριο· он ростом не -шел αυ- αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα. 5 γίνομαι, προ- προκύπτω, αποβαίνω* из него -шел прекрасный ра- работник ·ουτός έγινε θαυαάσιος εργανοτεχνϊ- της· из итого отреза выйдет два костюма απ' αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια. 6 προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω* от сюда вышли все недоразумения απ' εδώ προ- προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις. 7 προέρχομαι, κατάγομαι* он -шел из народа αυτό βγήκε α- πο το λαό, είναι λαογένητος. 8 εξέρχομαι· - ИЗ ВОЙНЫ βγαίνω απο τον πόλεμο. 9 не τη λ. замуж παντρεύομαι· она -шла замуж αυτή πα- ντρέφτηκε. 10 ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω· за месяц -шло около кубамётра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα. II τελει- τελειώνω, περνώ* -шел срок τέλειωσε η προθεσμία. II εκφρ. - на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύ- σύνταξη· - ИЗ берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω·- из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας·-из го- головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ· - из до- доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαί- χαίρω εμπιστοσύνης* - ИЗ положения βγαίνω απο δύσκολη κατάσταση· - из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια* - из-под пера ή из-под ки- кисти КОГО είμαι έργο του συγγραφέα, του καλ- καλλιτέχνη· ~ наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα* не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένο- νταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λί- λίγο κουτός* года -ШЛИ α) τα χρόνια ήρθαν(ω- ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο). выказать, кажу, -кажешь р.σ.μ. δείχνω, ε- επιδείχνω, εκδηλώνω* - признаки беспокойства δείχνω σημάδια ανησυχίας· - храбрость δεί- δείχνω γενναιότητα. II -СЯ 1 γίνομαι φανερός, πρόδηλος, φαίνομαι. II αποκαλύπτομαι, εμφα- εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι. 2 προβάλ- προβάλλω, δείχνω τον εαυτό μου, δείχνομαι. выказывать(ся) ρ.δ. βλ. выказать(ся). внкаливать(ся) р.δ. βλ. выкалить(ся). ВЫХаЛИТЬ р.σ.μ. (απλ.) πυρακτώνω. II -ся πυρακτώνομαι. выкалывать ρ.δ. βλ. выколоть. II -ся εκβάλ- λομαι, βγαίνε με χτυπήματα, αποσπώμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Выкамаривать р.δ.μ. κ. αμ. (απλ.) ενεργώ, πράττω απρόοπτα, απότομα. выканючивать р.δ. βλ. выканючить. выканючить, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. (απλ.) πε- πετυχαίνω, κατορθώνω με επίμονες παρακλήσεις, εκλιπαρώ. выкапчивать(ся) ρ.δ. βλ. выкоптить(ся). выкапываться) ρ.δ. βλ. выкопать(ся). выкарабкаться, -аюсь, -аешься р.σ. βγαίνω μέ δυσκολία. II μτφ. απαλλάσσομαι, απελευθε- απελευθερώνομαι. II ξαρρωσταίνω, γερεύω, αναρρώνω. выкарабкиваться р.δ. βλ. выкарабкаться. выкармливание, -я ουδ. βλ. выкорм. выкармлнвать(ся) р.6. βλ. выкормить(ся). выкат, -а α. (απλ.) βλ. выкатка. Выкатать11 ρ.σ.μ. 1 ομαλύνω, ισιάζω, στρώνω. 2 κυλώ· - κοΓΟ-н. в снеге κυλώ κάποιον στο χιόνι. 3 (διαλκ.) πληρώνομαι για τη μεταφο- μεταφορά. II -СЯ ομαλύνομαι, ισιώνομαι κλπ. ρ. ε- ενεργ. φ. A, 2 σημ.). выкатать2ρ.σ.μ.(απλ.) κυλώ προς τα έξω. выкатить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 κυλώ προς τα έξω. 2 περνώ γρήγορα· из-за уг- угла -ИЛ велосипед απο τη γωνία βγήκε και πέ- πέρασε γρήγορα ένα ποδήλατο. 3 (απλ.) γουρλώ- γουρλώνω τα μάτια. II -СЯ 1 κυλώ, κυλιέμαι προς τα έξω· арбуз -лея из корзины το καρπούζι βγήκε και κύλισε έξω απο το καλάθι. 2 εμ- εμφανίζομαι, ποοβάλλω, βγαίνω· поезд медленно -лея из-за поворота το τραίνο αργά πρόβαλε απο τη στροφή. II μτφ. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, το σκάζω· мы поспешно -лись за дверь εμείς βια- βιαστικά το σκάσαμε απο την πόρτα. 3 (απλ^ γουρ- γουρλώνω τα μάτια. выкатка, -И θ. κύλισμα· - брёвен κύλισμα κορμών δέντρων. выкатывание1, -Я ουδ. ομάλυνση, ίσωση, στρώ- στρώσιμο. выкатывание2, -я ουδ. βλ. выкатка. выкатывать(сяI р.&. βλ. выкатать(ся). выкатывать(сяJρ.δ. βλ. выкатить(ся). ВЫКатЬ р.δ. μ. κ. αμ. (απλ.) μιλώ με το σεις (στον πληθυντικό). выкачать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВЫ- качанный, -чан, -а, -о αντλώ, εξαντλώ, εκ- χέω, αδειάζω, εκκενώνω, βγάζω, τρομπάρω· воду αντλώ νερό· - воздух βγάζω τον αέρα. II μτφ. (απλ.) τραβώ, σηκώνω, παίρνω βαθμιαία· - все деньги απο λίγα-λίγα σηκώνω όλα τα χρήματα. II -СЯ αντλούμαι, εξαντλούμαι, χύ- χύνομαι έξω, βγαίνω. выкачивание, -я ουδ. βλ. выкачка. выкачивать(ся) ρ.δ. βλ. выкачать(ся). выкачка, -И θ. άντληση, εξάντληση, τρο- μπάρισμα, τράβηγμα, βγάλσιμο. выкашивание, -я ουδ. βλ. выкос. выкашивать(ся) ρ.δ. βλ. выкосить(ся). выкашливаться) р.δ. βλ. выкашлять(ся). выкашлянуть р.σ. βλ. выкашлять. выкашлять, -ЯГО, -яешь р. σ. μ. βγάζω βή- βήχοντας, αποχρέμπτομαι, εκβήσαω. II -ся βλ. ρ. ενεργ. φ. ВЫКИДать ρ.σ.μ. ρίχνω, πετώ έξω·- вещи че- через ОКНО ρίχνω έξω τα πράγματα απο το παρά-
вык 164 вык θυρο. ВЫКИДка, -И θ. ρίψη, ρίψιμο, πέταγμα έξω. выкидывание, -я ουδ. βλ. выкидка. внкидывать(ся) р.6. βλ. выкинуть(ся). ВЫКИДЫШ, -а α. άμβλωση, έκτρωση, αποβολή. II έκτρωμα, απόρρίγμα, απορριξιμιό. выкинуть ρ.σ.μ. 1 βλ. выкидать. 2 βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω. II (ναυτ.) ση- σηκώνω, υψώνω* -ли красный флаг о помощи σή- σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια. 3 αναδί- 6ω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ. τ.τ.) εκφύω. И (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβο- αποβολή, το ρίχνω. 5 βγάζω για πούλημα* - товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά. 6 χα- ριεντολογώ, καλαμπούριζω,αστέ ιολογώ.Κ εκφρ. - из головы, из сердца, памяти βγάζω απο το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ). II -СЯ (απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω* сумашёдший -лея из. окна о τρελλός ρίχτηκε απο το παραθύρι. II ξεπετιέμαι* -лея СТОЛб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού. II (απρόσ.) λα- χαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός. выкипать р.δ. βλ. выкипеть. ВЫКИПвТЬ, -ИТ р.σ. εξατμίζομαι τελείως, σώ- σώνομαι· вода -ла το νερό σώθηκε βράζοντας. выкипятить, -ячу, -ятишь, παθ, μτχ. παρλθ. χρ. выкипяченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. βράζω, ζεματίζω* - бельё ζεματίζω τα ρούχα* - шприц βράζω τη σύριγγα. ΙΙ-СЯ βράζω, ζεμα- ζεματίζομαι . выкисать р.δ. βλ. выкиснуть. выкиснуть, -ет, παρλθ. χρ. выкис, -ла, -ло·, р.σ. ξινίζω* тёсто -ЛО το ζυμάρι ξίνισε. выкладка, -и θ. 1 επίστρωση. 2 (παλ.) ε- επίθετο, επιπρόσθετο (στολίδι, αντικείμενο). 3 αρίθμηση, λογάρισμα. 4 (στρατ.) εξάρτυση. выкладывание, -я ουδ. βλ. выкладка A, 2, 3 σημ.). выкладывать ρ.δ. 1 βλ. выложить. 2 (απλ.) αφαιρώ, κάνω αφαίρεση, βγάζω* - ПО пальцам κάνω αφαίρεση με τα δάχτυλα. II -СЯ 1 εκτί- θεμαι. 2 αφαιρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. выклевать, -клюю, -клюешь ρ.σ.μ. 1 ραανίζω. 2 καταραμφίζω, κατατρώγω. II -СЯ 1 ρα.ι.φίζο- μαι. 2 καταραμφίζομαι, κατατρώγομαι. 5 βγαί- βγαίνω απο το τσόφλι. выклёвывать(ся) ρ.δ. βλ. выклевать;ся). выклеивать(ся) р.δ. βλ. выклеить(ся). выклеить, -лею, -леешь, προστκ. выклей к. выклей ρ.σ.μ. 1 κολλώ, φτιάχνω κολλώντας. 2 κατακολλώ, κολλώ ολοκληρωτικά. II -СЯ ξεκολ- ξεκολλώ, ξεκολλιέμαι. ВЫКЛеЙМИТЬ, -МЛЮ, -МИШЬ ρ.σ.μ. 1 στιγμα- στιγματίζω, σημαδεύω, βάζω στίγμα, σημάδι (για α- αναγνώριση). 2 διαστίζω, ποικίλλω με στίγματα. ВЫКЛепать ρ.σ.μ. 1 βγάζω, αφαιρώ το πρι- τσίνι. 2 σφυρηλατώ στα κρύα, λεπτύνω. ВЫКЛИК, -а α. 1 φωνάρα (ως κλήση). 2 δια- κοφτή δυνατή φωνή. выкликание, -Я ουδ. φώνασμα, κάλεσμα. ВЫКЛИКаТЬ ρ.δ.μ.κ,αμ. 1 φωνάζω, κράζω,κα- κράζω,καλώ ονοματίζοντας. 2 φωνάζω* газеты! -ал га- зётчик εφημερίδες! φώναζε ο εφημεριδοπώλης. выкликивать р.δ. (απλ.) βλ. выкликать. выкликнуть р.σ. βλ. выкликать. ΊΗΚΛΤ""!1"»""»ι -Я ουδ. αποσφήνωση (βαθμι- (βαθμιαία εξάλειψη των εδιάμεσων υλών στα γεωλο- γεωλογικά στρώματα). ВЫКЛИНИТЬ ρ.σ.μ. ξεσφηνώνω, αποσφηνώνω. II -СЯ ξεσφηνώνομαι, αποσφηνώνομαι. выклюнуть(ся) ρ.σ. βλ. выклеваться). выключатель, -Я α. διακόπτης ηλεκτρικός. выключать(ся) р.δ. βλ. выключить(ся). выключая 1 επιρ. μτχ. διακόπτοντας. 2 επίρ. (παλ.) εκτός, πλην, εξαιρουμένου. выключение, -Я ουδ. 1 αποκλεισμός. 2 δια- διακοπή, σταμάτημα, αποσύνδεση* - тока διακοπή του ηλεκτρ. ρεύματος* - мотора σταμάτημα του μοτέρ. ВЫКЛЮЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ ρ.σ.μ. 1 αποκλείω, 6ε συμπεριλαβαίνω* - из списка δε συμπερι- λαβαίνω στον κατάλογο* - ИЗ игры αποκλείω απο το παιγνίδι. II (παλ.) αποβάλλω, διώχνω* - из гимназии αποβάλλω απο το γυμνάσιο. 2 διακόπτω, αποσυνδέω, σ·*αματώ, σβήνω- - свет σβήνω το φως* - радио σβήνω το ράδιο* - те- лефОН αποσυνδέω το τηλέφωνο* - МОТОр σταμα- σταματώ το μοτέρ. II -ОЯ 1 εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνομαι. 2 διακόπτομαι, κόβομαι, αποσυνδέ- αποσυνδέομαι* свет -лея το φως κόπηκε. выключка, -и θ. (παλ.) αποβολή, διώξιμο. , выклянчивать р.δ.μ. βλ. выклянчить. II -ся εκλιπαρώ, ζητιανεύω. ВЫКЛЯНЧИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) Ιεκλιπαρώ, ζητια- ζητιανεύω* ~ Два рубля ζητιανεύω δυο ρούβλια. ВЫКОвать, -кую, -куешь ρ.σ.μ. σφυρηλατώ, σφυροκοπώ, χαλκεύω. II μτφ. διαπλάθω, διαμορ- διαμορφώνω, εξασκώ. II επεξεργάζομαι. II -0Я σφυρη- σφυρηλατούμαι. II μτφ. διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι. выковывать(оя) р.δ. βλ. выковать(ся). выковыриваться) р.б. βλ. выковырять(ся). выковырнуть р.σ. βλ. выковырять. выковырять ρ.σ.μ. βγάζω ανασκαλίζοντας. II -ОЯ βγαίνω ανασκαλιζόμενος. выколачивание, -Я ουδ. 1 εξαγωγή με χτυ- χτυπήματα. II μτφ, απόσπαση βίαιη. 2 ξεσκόνισμα με χτυπήματα. выколачивать р.б. βλ. выколотить. II -ся βγαίνω, εξάγομαι, αποσπώμαι με χτυπήματα. . выхолащивание, -Я ουδ. στάχυασμα. выколашиваться, -ается р.6. βλ.выколосить- βλ.выколоситься.
вше 165 вых ВЫКОЛОТИВ, -лочу, -ЛОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выколоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 βγάζω χτυπώντας · - ГВОЗДЬ из ДОСКИ βγάζω καρ- καρφί απο το ξύλο χτυπώντας το· - КЛИН βγάζω τη σφήνα χτυπώντας την. II μτφ. αφαιρώ, παίρ- παίρνω, αποσπώ με τη βία- - недоимки παίρνω με τη βία τα υπόλοιπα χρέη· - подати αποσπώ δο- δοσίματα. 2 ξεσκονίζω χτυπώντας (ρούχα, χαλιά). 3 κερδίζω με μόχθο. 4 αργάζω· - К0«у αργάζω δέρμα. ВЫКОЛОДКа, -и θ. 1 βγάλσιμο, εξαγωγή, από- απόσπαση με χτυπήματα. 2 άργασμα, δούλεμα. 3 ε- εξαγωγέας, εξολκέας (εργαλείο). И κόπανος· δάρτι. ВЫКОЛОТЬ, -ЛЮ, -лешь ρ.σ.μ. 1 βγάζω με αιχ- αιχμηρό αντικείμενο· - ГЛЭЭ βγάζω το μάτι. 2 δι- αστίζω, ποικίλλω με στίγματα. II πυρογραφώ. 3 σπάζω, κομματιάζω* - глыбу льда σπάζω ο- γκόπαγο. II εκφρ. (темно) хоть глаз -ли σκο- σκοτάδι βαθύ, τύφλα· έρεβος. выколупать ρ.σ.μ. (απλ.) βγάζω ξεσκαλίζο- ξεσκαλίζοντας, ανασκαλεύοντας· - из булки изюм βγά- βγάζω τη σταφίδα απο τη φραντζόλα. II -ОЯ βγαί- βγαίνω, εξάγομαι. выколопнуть р.σ. βλ. выколупать. выколупнвать(оя) р.δ. βλ. выколупать(ся). выжомаривать βλ. выкамаривать. ВЫКОМУривать р.δ. (διαλκ.)' μιλώ πονηρά, αλληγορικά. ВНЖОмурЫ, -мур πλθ. (διαλκ.) αλληγορικές κουβέντες, πονηρά λόγια. выконопатить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выконопаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. καλαφατίζω, στουπώνω καλά, κλείνω καλά όλες τις χαραμάδες. выконопачивать р.δ. βλ. выконопатить. II -СЯ καλαφατίζομαι, στουπώνομαι, κλείνομαι καλά. Выкопать ρ.σ.μ 1 (ξε)σκάβω, εκσκάπτω, ξε- χώνω, εξορύσσω· - колодец σκάβω (ανοίγω) πη- πηγάδι· - яму σκάβω λάκκο· - картофель βγά- βγάζω την πατάτα. 2 μτφ. βρίσκω, ξετρυπώνω· от- откуда вы -ли такую певицу? που τήν ξετρυπώ- ξετρυπώσατε τέτοια τραγουδίστρια; II -СЯ ξεχώνομαι, βγαίνω (απο τη γη, άμμο, χιόνι). ВЫКОПТИТЬ, -пчу, -ПТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкопченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καπνίζω, ταριχεύω. 2 σκεπάζω, καλύπτω με κα- πνιά· - стекло καπνίζω το γυαλί. II -СЯ 1 κα- καπνίζομαι, ταριχεύομαι. 2 καλύπτομαι απο κα-' πνιά. ВШСОрм, -β α. εκτροφή, μεγάλωμα* - телят εκτροφή μοσχαριών. выкормить, -МЛЮ, -мишь ρ.σ.μ. 1 τρέφω, δι- διατηρώ, συντηρώ, κρατώ, μεγαλώνω. II θηλάζω, βυζαίνω. 2 ταΐζω καλά. II -СЯ ταΐζομαι καλά, χορταίνω. ВЫКОрмка, -И θ. εκτροφή· σιτισμός· - шел- КОПряда εκτροφή μεταξοσκώληκα, μεταξοσκωλη- κοτροφία, σηροτροφία. выкормок, -мка α. 1 (απλ.) ζώο οικόσιτο. 2 αναθρεφτός. выкормыш, -а α. (απλ.) βλ. выкормок. выкорчевать, -чую, -чуешь ρ.σ.μ. ξεριζώνω, εκριζώνω. II μτφ. καταστρέφω, αφανίζω, ρημά- ρημάζω, ξεκληρίζω. ВЫКОрчёвха, -И θ. ξερίζωμα, εκρίζωση. выкорчёвывание, -я ουδ. βλ. выкорчёвка. выкорчёвывать р.δ. βλ. выкорчевать. II -ся ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι. ВЫКОС, -а α. (απλ.) κόσισμα, χορτοκοπή. ВЫКОСИТЬ, -ощу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. ι κοσίζω τελείως. 2 μτφ. 'καταστρέφω, εξολο- εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω, θερίζω. II -СЯ 1 τελειώ- τελειώνω το κόσισμα. 2 στομώνω (για κοσιά). выкрадывать(ся) ρ.δ. βλ. выкрасть(ся). выкраивание, -Я ουδ. κοπή, κόψιμο (υφάσμα- (υφάσματος για ράψιμο). выкраивать(ся) р.δ. βλ. выкроить(ся). выкрасить, -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. хр. выкрашенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. βά- βάφω, χρωματίζω, μπογιατίζω. II -СЯ βάφομαι, χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι. II λερώνομαι με μπογιές. II (για μαλλιά) βάφομαι* βάφω τα μαλλιά μου. · выкрасть, -аду, -ацешь, παρλθ. χ р. выкрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкраденный, βρ: -ДвН, -а, -О ρ.σ.μ. κλέβω επιτήδεια, υ- ποκλέπτω. II -СЯ φεύγω κρυφά, υπεκφεύγω, το σκάζω κρυφά. выкрашивание1, -Я ουδ. βάψιμο, χρωμάτισμα, μπογιάτισμα. выкрашивание2, -Я ουδ. τρίψιμο, μετατροπή σε ψίχουλα. выкрашивать(сяI ρ.δ. βλ. выкрасить(ся). выкрашиватьсяJ р. δ. βλ. выкрошить(ся). выкрест, -а α., -ка, -и θ.βαφτισμένος,-η, εκχριστιανισμένος, -η. ВЫКресТИТЬСЯ, -ешушь, -естишЬСЯ р.σ. βα- βαφτίζομαι, εκχριστιανίζομαι. ВШфИК, -а α. κραυγή, κραύγασμα, ξεφωνητό. выкрикивание, -я ουδ. βλ. выкрик. II κάλε- κάλεσμα , κλήση, φώνασμα. выкрикивать р.δ. βλ. выкрикнуть. ВЫКРИКНУТЬ ρ.σ.μ.κ.αμ. κραυγάζω, ξεφωνί- ξεφωνίζω, βάζω τις φωνές. II φωνάζω, καλώ* -ЛИ ПЯ- ПЯТЫЙ номер φώναξαν τον αριθμό πέντε. выкристаллизоваться, -зуется ρ.σ. αποκρυ- αποκρυσταλλώνομαι . выкристаллизовываться, -ается ρ.δ. αποκρυ- αποκρυσταλλώνομαι . ВЫКричаТЬ, -чу, -ЧИШЬ ρ.σ.μ. (άπλ.) 1 φω-
вык 166 выл νάζω όυνατά, κραυγάζω. 2 πετυχαίνω, κατορ- κατορθώνω με τις φωνές. II -СЯ κουράζομαι, να φω- φωνάζω, ξελαρυγγίζομαι. выкроить, -ого, -оишь р.σ.μ. 1 κόβω, κόπτω για ράψιμο· - платье κόβω φόρεμα· - сапоги κόβω μπότες. 2 εξοικονομώ· - время εξοικο- εξοικονομώ χρόνο· - деньги εξοικονομώ χρήματα. II -СЯ 1 βγαίνω στό κόψιμο. 2 εξοικονομούμαι, ε- εξευρίσκομαι, βρίσκομαι· -лось свободное время βρέθηκε ελεύθερος χρόνος· -лись сред- средства εξευρέθηκαν τα μέσα. ВШфОЙка;·, -И θ. (α)χνάρι, ιχνάριο, πατρόν. ВЫКРОШИТЬ, -шу, -ШИШЬ ρ.σ.μ. τρίβω, θρυμ- θρυμματίζω, κάνω ψίχουλα. II βγάζω, σπάζω, κομμα- κομματιάζω. II -СЯ τρίβομαι, πέφτω, χαλνώ· зуб ВЫ- крошился το δόντι τρίφτηκε. ВШсрутасЫ, -ΟΒ πλθ. κλωθογυρίσματα, στρι- φογυρίσματα, τσιρτσάντζουλες. II μτφ. (στό λόγο) υπεκφυγές, στρεψοδικίες. ВЫКРУТИТЬ, -учу, -УТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкрученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 στρίβω, συστρίβω, κλώθω. 2 ξεστρίβω, ξεβι- ξεβιδώνω. 3 (απλ.) στίβω (ρούχα). II εξαρθρώνω, βγάζω, στραμπουλίζω. II -СЯ ξεστρίβομαι, ξε- ξεβιδώνομαι. II μτφ. βγαίνω, απαλλάσσομαι, ξε- ξεφεύγω, διαφεύγω, γλυτώνω. выкручивать(ся) р.δ. βλ. выкрутить(ся). выкувыркивать(ся) р.δ. βλ. выкувырнуться). выкувырнуть р.σ.μ. (απλ.) ανατρέπω, ανα- αναποδογυρίζω, γκρεμίζω, τουμπάρω· ямщик на по- повороте -ул сеДОКОВ о αμαξάς στη στροφή τού- υπαρε τους επιβάτες. II -СЯ ανατρέπομαι, του- τουμπάρω, αναποδογυρίζω· - ИЗ ЛОДКИ αναποδογυ- αναποδογυρίζω με τη βάρκα. выкуп, -а α. εξαγορά· λύτρα· за пленных внесли большой - για την εξαγορά των αιχ- υαλώτων πλήρωσαν πολλά λύτρα. выкупать ρ.σ.μ. λούζω, κάνω μπάνιο· κολυ- κολυμπώ· - ребенка в ванне κάνω λουτρό το παι- παιδάκι στο λουτήρα· - лошадь В реке κολυμπώ το άλογο στο ποτάμι. II -ОЯ λούζομαι, πλϋνο- μαι, κάνω μπάνιο· κολυμπώ. выкупать ρ.δ. βλ. выкупить. II -ся βλ. вы- выкупить: II αναπληρώνομαι, αντικατασταίνομαι. выкупить, -плю, -пишь р.σ.μ. 1 εξαγοράζω, παίρνω πίσω το ενέχυρο. 2 απολυτρώνω, απε- απελευθερώνω με λύτοα. 3 αγοράζω μέχρι και το τελευταίο, όλα. II -ся απολυτρώνομαι, απελευ- απελευθερώνομαι με λύτρα. ВЫКУПНОЙ επ. της εξαγοράς· λυτρωτικός· -ые деньги τά λύτρα. выкуривание1, -Я ουδ. 1 κάπνισμα. 2 το διώ- ζιμο με τον καπνό. выкуривание2, -Я ουδ. απόσταξη. выкуривать (сяI ρ.δ. βλ. выкурить(сяI. выкуривать(ся)г р.δ. βλ. выкурить(ся)г. выкурить1 ρ.σ.μ. 1 καπνίζω ως το τέλος (τσι- (τσιγάρο, πούρο). II καπνίζω, τελειώνω· брат -ил сигареты о αδερφός κάπνισε όλα τα τσιγάρα. 2 διώχνω, βγάζω έξω με τον καπνό· -ЛИ, ЛИСУ ИЗ норы έβγαλαν την αλεπού έξω сою την κρύ- κρύπτη με τον καπνό- -ли пчёл из ульи έδιωΕαν τις μέλισσες απο την κυψ.έλη με καπνό. || -ся καπνίζομαι- τελειώνω· все сигареты -лись ό- όλα τα τσιγάρα τέλειωσαν (τα κάπνισαν). ВЫКУРИТЬ* ρ.σ.μ. (παλ.) αποστάζω, παίρνω με απόσταξη. II -ся αποστάζομαι. выкурка, -и θ. (παλ.) απόσταξη. выкус, -а α. δαγκωφάγωμα, δαγκωματιά. ВЫКусатЬ р.σ.μ. (απλ.) τρώγω δαγκώνοντας την τροφή. ВЫКУСИТЬ, -ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкушенный, βρ: член, -а, -о κόβω με τα δό- δόντια. выкусывать р.δ. βλ. выкусать к. выкусить. II -СЯ κατατρώγομαι με τοί δόντια. : выкушать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВЫ- кушанный, βρ: -шан, -а, -о (απλ.) πίνω. вылавливание, -я ουδ. ψάρεμα, αλιεία. вылавливать р.δ. βλ. выловить. II -ся πιά- πιάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. вылаз, -а α. (απλ.) τρύπα, οπή διαφυγής, περάσματος. ВЫЛавИТЬ, -ажу, -азишь р.σ.μ. (απλ.) πη- πηγαίνω παντού, επισκέπτομα> όλα, γυρίζω ολού- ολούθε, πολλά μέρη. вылазить,-ажу, -ажишь ρ.δ.(διαλκ,) βλ. вы- вылезти. вылазка, -И θ. 1 (στρατ.)εξόρμηση, έξοδος, εγχείρημα, γιουρούσι. 2 (στρατ.) αιφνιδιασμός. 3 (αθλτ.) εκδρομή· лыжная - εκδρομή με τα σκί. вылакать р.σ.μ. λάπτω, λάφτω, καταπίνω με τη γλώσσα (για σκύλο, γάτα κλπ.) выламывание, -я ουδ. βλ. вылом. выламывать р.δ. βλ. выломать. II -оя σπά- σπάζω, θραύομαι, τσακίζομαι. вылащивать(ся) р.δ. βλ. вылощить(ся). вылежать, -жу, -ЖИШЬ р.σ. ξαπλώνω, πλαγιά- πλαγιάζω, κατακλίνομαι(γΐα ορισμένο χρονικό διά- διάστημα).II -СЯ ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνο- μαι· больному необходимо - ο άρρωστος απα- απαραίτητα πρέπει να ξαπλώσει. II αφήνω να ωρι- ωριμάσει· подозрёлые груши должны - τα μισογι- νομένα (κομμένα) αχλάδια πρέπει να αφεθούν να ωριμάσουν. вилёживать(ся) р.δ.' βλ. вылежать(ся). ВНЛежка, -и θ. παραμονή μαζεμένων καρπών για ωρίμαση. вылежать р.δ. βλ. вылезти. вылезти к. вылезть, -езу, -езешь, παρλθ. χρ. вылез, -ла, ~ло, προστκ. вылези к. вы-
выл 167 вым лезь р.σ. 1 βγαίνω με δυσκολία ή έρποντας, σκαρφαλώνοντας· - ИЗ ЯМЫ σκαρφαλώνοντας βγαί- βγαίνω απο το λάκκο· - из автобуса με δυσκολία βγαίνω απο το λεωφορείο (λόγω συνωστισμού). II μτφ. απαλλάσομαι, γλυτώνω, λυτρώνομαι· ИЗ нужды βγαίνω απο τη φτώχεια (ένδεια). 2 εξέχω, προεξέχω, φαίνομαι, προβάλλω. 3 И<*- δίζομαι, πέφτω· после тифа -ли волосы με- μετά απο τον τύφο ε'πεσαν τα μαλλιά. вылепить, -ШЛО, -пишь р.σ.μ. πλάθω, δια- διαπλάθω, διαμορφώνω, φτιάχνω. вылеплять р.δ. βλ. вылепить. вылет, -а α. πτήση, πέταγμα. II απογείωση, αναχώρηση. вылетание, -я ουδ. βλ. вылет. вылетать р.δ. βλ. вылететь. вылететь, -лечу, -летишь р.σ. 1 πετώ έξω· птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε απο τη φωλιά. II φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. II πετά- πετάγομαι, πετιέμαι· пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε. II βγαίνω έξω γρή- γρήγορα· в испуге он -ел из кабинета καταφοβι- σμένος πετάχτηκε έξω απο το γραφείο· машина опрокинулась и Я -ел вон το αυτοκίνητο ανα-- τράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω. 2 εμφανίζο- εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα. 3 Ι^φ. α- απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι· - ИЗ инсти- института διώχνομαι απο το ινστιτούτο· - ИЗ слу- службы απολύομαι απο την υπηρεσία; II εκφρ. ИЗ ГОЛОВЫ, ИЗ памяти ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει· - В трубу χρεοκοπώ, φαλίρω·- пу- пулей, стрелой βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα. вылёчивать(ся) р.δ. βλ. вылечить(ся). вылечить, -чу, -чишь р.σ.μ. θεραπεύω, για- γιατρεύω, γιαίνω. II -ОЯ θεοαπεύομαι, γιατρεύο- γιατρεύομαι, γιαίνω. выливать(ся) ρ.δ. βλ. вылить(ся). вылизать, -ижу, -ижешь р.σ.μ. γλείφω τε- τελείως· - тарелку γλείφω τελείως το πιάτο. II -СЯ (απλ.) λείχομαι, γλείφομαι (για γάτες, σκυλιά κλπ. ζώα). вылизывать(ся) р.δ. βλ. вылизать(ся). ВЫЛИНЯТЬ р.σ. 1 ξεθωριάζω, ξεβάφω. 2 μα- μαδιέμαι, πτερορροώ, τριχορροώ. ВЫЛИТЫЙ επ. απο μτχ. πανόμοιος, ίδιος, α- απαράλλαχτος· я вас сразу узнал, - отец αμέ- αμέσως σας γνώρισα, ίδιος πατέρας. вылить, -лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил,-ла, -лор.о.ц.1 εκχύνω, ξεχύνω, αδειάΓω, εκκενώ- εκκενώνω· - ВОДУ ИЗ бочки ξεχύνω νερό απο το βα- βαρέλι . 2 χύνω μέταλλο· - КОЛОКОЛ ИЗ меди χύ- χύνω καμπάνα απο χαλκό. II μτφ. ξεσπώ (για θυ- θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.). 3 (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω απο τη φωλιά χύνοντας νερό. II -СЯ 1 εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι· ВИНО -ЛОСЬ ИЗ бутылки το κρασί χύθηκε απο το μπο- κάλι. II μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζο- εκφράζομαι· твоя привязанность -лась в письме η α- αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα. 2 με- μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορ- μορφή, όψη· несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδι- κης διαμαρτυρίας. ВЫЛОВ, -а α. 1 ψάρεμα, αλίευση, αλιεία. 2 το αλίευμα, η ψαριά. ВЫЛОВИТЬ, -ВЛЮ, -вишь ρ.σ.μ. 1 πιάνω, συλ- συλλαμβάνω· βγάζω· - бревно ИЗ ВОДЫ πιάνω το κούτσουρο στο νερό. II ψαρεύω, αλιεύω. ΙΙ(απΌ ανακαλύπτω, εξιχνιάζω, ανευρίσκω. 2 πιάνω ο'λα· -всю рыбу В пруду πιάνω όλα τα ψάρια στη δεξαμενή. ВЫЛОЖИТЬ, -жу, -ЖИШЬ ρ.σ.μ. 1 βγάζω καί τοποθετώ, εκθέτω· - вещи из чемодана βγάζω τα πράγματα απο τη βαλίτσα και τα τοποθετώ· - товар εκθέτω το εμπόρευμα. 2 μτφ. εκμυστη- εκμυστηρεύομαι, ανακοινώνω. 3 στρώνω, καλύπτω· пол выложен цветными плитками το πάτωμα στρώθη- στρώθηκε με έγχρωμα πλακάκια. II (παλ.) διακοσμώ, στολίζω, πλουμίζω (ύφασμα). 4· (διαλκ.) ευ- ευνουχίζω. ВЫЛОМ, -а α. σπάσιμο, θραύση, τσάκισμα. II το σπασμένο μέρος. выломать ρ.σ.μ. σπάζω, θραύω, τσακίζω, βγά- βγάζω σπάζοντας· διαρυγνύω· - Дверь σπάζω την πόρτα· - руку σπάζω το' χέρι. II -СЯ σπάζω, θραύομαι, τσακίζομαι. выломить(ся) р.δ. βλ. выломать(ся). выломка, -и θ. βλ. вылом. вылощенный επ. απο μτχ. αστραφτερός, γυα- γυαλιστερός. II μτφ. περίκομψος, σικ, σμάρτ, ζα- ζαρίφης. ВЫЛОЩИТЬ, -щу, -ШИШЪ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. вылощенный, βρ: -щен, -а, -ο ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ,) γυαλίζω, λουστράρω, κάνω αστραφτε- αστραφτερό, στιλβώνω. II -СЯ αστράφτω, απαστράφτω, γυαλίζω, λάμπω. вылудить р.σ.μ. βλ. лудить. вылупить, -ПЛЮ, -ПИШЬ р.σ.μ. (απλ.) 1 ξε- ξεφλουδίζω, αποφλοιώ, ξετσοφλίζω. 2 γουρλώνω τα μάτια. II -СЯ 1 εκκολάπτομαι, βγαίνω απο το τσόφλι. 2 μένω εμβρόντητος, με γουρλωμέ- γουρλωμένα τα μάτια. вылупливать(ся) ρ.δ. βλ. вылупить(ся). вылуплять(ся) ρ.δ. βλ. вылупить(ся). вылущивать р.6. βλ. вылущить. II -СЯ απο- αποφλοιώνομαι, ξεφλουδίζομαι· απολεπίζομαι. ВЫЛУЩИТЬ, -шу, -щишь р.σ.μ. 1 αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω· απολεπίζω, εκλεπίζω· ξετσοφλίζω. 2 (ιατρ.) καθαρίζω (όγκο, κόκκαλο κ.τ.τ.). вымазать, -ажу, -ажешь, προστκ. вымажи к. вымажь р.σ,μ. 1 (επ)αλείφω, (επι)χρίω. 2 κα-
вым ВЫМ ταλερώνω, καταλεκιάζω, καταλιγδώνω, καταλα- σπώνω. $ ^ά/ηλ.) ξοδεύω, · καταναλώνω για ά- άλειμμα. || -ся καταλερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. Φ. вымазывать(ся) ρ.δ. βλ. вымазать(ся). вымаливать р.δ. βλ. вымолить. выманивать р.δ. βλ. выманить. выманить, -ашо, -анишь р.σ.μ. 1 καλώ, βγά- βγάζω έξω γνέφοντας. 2 (απλ.) απατώ, παίρνω με απάτη, πονηριά, κολακεία· αποσπώ· -обещание αποσπώ με πονηριά υπόσχεση· - деньги αποσπώ χρήματα με δόλο. вымарать ρ.σ.μ. (απλ.) 1 καταλερώνω·- ру- руки В краске λερώνω τα χέρια στη μπογιά· платье чернилами λερώνω το φόρεμα με μελά- μελάνη. 2 διαγραφώ, ξεγράφω, σβήνω. II -СЯ κατα- καταλε ρώνομαι . вымаривать ρ.δ. βλ. выморить. II -СЯ κατα- καταστρέφομαι, εξοντώνομαι, εξολοθρεύομαι. вымарка, -И θ. (απλ.) 1 διαγραφή, σβήσιμο. 2 σβησιά, σβησμένο μέρος. вымарывание', -я ουδ. βλ. вымарка B σημ.). вымарывать(ся) р.δ. βλ. вымарать(ся). выматывание, -я ουδ. ξετύλιγμα, εκτύλιξη. выматывать(ся) р.δ. βλ. вымотать(ся). вымахать ρ.σ. (απλ.) 1 διώχνω με ικίνηση του χεριού· - мухи ИЗ полога διώχνω τις μύ- μύγες απο την κουρτίνα με κινήσεις του χεριού. 2 κουράζω μέ τίς πολλές κινήσεις. 3 μεγαλώ- μεγαλώνω, αυξαίνω, ψηλώνω. вымахивать р.δ. βλ. вымахать. II -ся 1 διώ- διώχνομαι με κινήσεις του χεριού. 2 κουράζομαι απο τις πολλές κινήσεις. вымахнуть р.σ. (απλ.) 1 ρίχνω, πετώ. 2 ε- ζέρχομαι, βγαίνω γρήγορα, απότομα, ξεπετιέ- ξεπετιέμαι . 3 μεγαλώνω, αυξαίνω, ψηλώνω. вымачивание, -я ουδ. μούσκεμα, διαπότιση. вымачивать(ся) ρ.δ. βλ. вымочить(ся). вымащивать ρ.δ. βλ. вымостить. II -ся πλα- πλακοστρώνομαι, λιθοστρώνομαι. выменивать ρ.δ. βλ. выменять. II -ся ανταλ- ανταλλάσσομαι. выменять р.σ.μ. ανταλλάσσω, διαμείβω, κά- κάνω αλλαξιά, τράμπα. вымереть, -мрет, παρλθ. χρ. вымер, -ла,-о ρ.σ. πεθαίνω, καταστρέφομαι ολοσχερώς, αφα- αφανίζομαι.. II εκλείπω, εξαλείφομαι, εξαφανίζο- εξαφανίζομαι (για φυτά). II ερημώνομαι, ρημάζω, -ομαι, вымерзание, -Я ουδ. πάγωμα, καταστροφή α- απο τον πάγο· - деревьев το πάγωμα των δέ- δέντρων. вымерзать, -ает р.δ. βλ. вымерзнуть. вымерзнуть, -ет, παρλθ. χρ. вымерз, -ла, -ЛО р.σ. 1 παγώνω, καταστρέφομαι, ξηραίνο- ξηραίνομαι απο τον πάγο. 2 ψύχομαι, μεταβάλλομαι σε πάγο, παγώνω. вымеривать ρ.δ. βλ. вымерить. II -ся κατα- μετριέμαι, μετριέμαι. ВЫМОРИТЬ ρ.σ.μ. μετρώ, καταμετρώ. вымерять р.σ., вымерять р.δ. βλ. вымерить. вымесить, -ешу, -есишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымешенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. ζυ- ζυμώνω, ανακατεύω (ζυμάρι, λάσπη κ.τ.τ.). вымести, -ету, -етешь, παρλθ. вымел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выметший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выметанный, βρ: -тен, -а, -о р.σ. σκου- σκουπίζω, σαρώνω καλά, παστρεύω. II -СЯ βλ. ВЫ- метаться B σημ.). βημθ стить, -ещу, -е стишь, παθ. μτχ. παρ λθ. χρ. вымещенный, βρ: -щен, -а, -ο ρ.σ.μ. к. αμ. 1 εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου. 2 ξε- ξεσπώ, ξεσπάζω· он -ил свой досапу на жену ξέ- ξέσπασε το πείσμα του στη γυναίκα του. выметать1, -ечу, -ечешь р.σ.μ. 1 ρίχνω· - невод ρίχνω την τράτα. 2 (για ψάρια) γεννώ, αφήνω το γόνο. 3 αναδίδω, αναφύω, πετώ (βλα- (βλαστούς, στάχυα κ.τ.τ.). II -СЯ 1 αναφύομαι, βλασταίνω. 2 (για ψάρια) αποθέτω το γόνο. выметать^ ~аю, -аешь р.σ.μ. ράβω, φτιάχνω* - петли φτιάχνω κουμπότρυπες. II -СЯ 1 ράβο- ράβομαι, 2 φεύγω, το στρίβω. выметить, -ечу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ^ σημαδεύω παντού, βάζω σημάδια ολούθε. Выметнуть ρ.σ.μ. ρίχνω, πετώ βίαια, από- απότομα. II -СЯ 1 ρίχνομαι, πετάγομαι έξω. 2 ορ- ορμώ, τρέχω ορμητικά έξω. вымётывать р.δ. βλ. выметать1 к. выметнуть. вымешать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВЫ- мешанный, βρ: -шан, -а, -Ο ανακατεύω, -ώνω, αναμιγνύω· - известь С песком ανακατεύω την ασβέστη με τον άμμο. вымешивать1 ρ. δ. βλ. вымесить. вымешивать2ρ.δ. βλ. вымешать. вымещать р.δ. βλ. выместить. ВЫМИНать р.δ. βλ. ВЫМЯТЬ. II -СЯ ζυμώνομαι, ανακατεύομαι, μαλακώνω. вымирание, -Я ουδ. θάνατος, αργοθάνατος.II αφανισμός, εξαφανισμός· Обречь на нищету И - καταδικάζω στη φτώχεια και τον αφανισμό. вымирать, -ает р.δ. βλ. вымереть., Вымогание, -Я ουδ. εξαναγκασμός, εκβιασμό ς. вымогатель, -Я α., -ница, -Ы θ. εκβιαστής, -τ,'ΐα. вымогательство, -а ουδ. βλ. вымогание. вымогать ρ.δ.μ. εξαναγκάζω, βιάζω, αποσπώ* - ВЗЯТКИ αποσπώ δωροδοκήματα· - согласие α- αποσπώ συγκατάθεση· - деньги αποσπώ χρήματα. вымоина, -ы θ. (διαλκ.) βλ. водомоина. вымокание, -Я ουδ. μούσκεμα, βρέξιμο, δι- άβρεξη, διύγρανση. вымокать р.δ. βλ. вымокнуть. вымокнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. вымок,
ВЫМ 169 вын -ла, -ЛО р.σ. 1 μουσκεύω, διαβρέχομαι, διυ- γραίνομαι, διαποτίζομαι, εμποτίζομαι. 2 ξε- ξεπέφτω, εξασθενίζω, αδυνατίζω μουσκεύαμενος* селёдка -ла το παστό ψάρι ξαρμύρισε στο νε- νερό. 3 καταστρέφομαι, χαλνώ απο την υγρασία. ВЫМОЛ, а α. αλευροπίτουρά. ВШОЛачхвание, -Я ουδ. αλώνισμα, στούμπι- σμαι άλεσμα. вымолачивать р.δ. βλ. вымолотить.II -ся α- αλωνίζομαι· στουμπίζομαι· αλέθομαι. вымолвить, -влю, -вишь р.σ.μ. ξεστομίζω, εκστομίζω, εκφέρω, προφέρω· 8а весь вечер он слова не -ил όλο το βράδυ αυτός δεν έ- έβγαλε οΰτε μια λέξη· -ви СЛОвёчКО πες μια λεξούλα. ВЫМОЛИТЬ ρ.σ.μ. εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλω, καθικετεύω· - деньги εκλιπαρώ χρήματα· -се- -себе прощение ζητώ συγχώρηση. вымолот, ~а α. βλ, вымолотка. ВЫМОЛОТИТЬ, -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымолоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. α- αλωνίζω, στουμπίζω* αλέθω· ВЫМОЛОТха, -И θ. αλώνισμα, στούμπισμα. II η αλωνισμένη ποσότητα. II άλεσμα. ВЫМОЛОТКИ, -ΤΚΟΒ к. -ток πλθ. (διαλκ.) ά- άχυρα. вымораживание, -я ουδ. βλ. выморозка. ВЫМОраживаТЬ р.δ. βλ. ВЫМОРОЗИТЬ. II-СЯ πα- παγώνω, ξεπαγιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. выморить ρ.σ.μ. καταστρέφω, εξοντώνω, ε- εξολοθρεύω, ξεπατώνω· εξαφανίζω, αφανίζω, ξε- ξεκάνω- - голодом осаждённых εξοντώνω με την πείνα τους πολιορκημένους. ВЫМОРОЗИТЬ, -рожу, -розишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымороженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καταψύχω, παγώνω, ξεπαγιάζω. 2 καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω με το ψύχος· - КЛОПОВ εξοντώνω τους κοριούς με το ψύχος. II κρυώ- κρυώνω, ψύχω. выморозка, -И θ. 1 ψύξη, κρύωμα, πάγωμα. 2 καταστροφή, εξολόθρευση, εξόντωση με ψύ- ψύχος. II εκφρ. - судна το περί τον ι'σαλο του σκάφους σπάσιμο του πάγου. Выморочный επ. έρημος, χωρίς κληρονόμους· - ДЗМ έρημο σπίτι. ΙЫМОСТИТЬ, -ощу, -ОСТИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ, вымощенный, βρ: -щен, -а, -о επιστρώνω· - улицу булыжниками λιθοστρώνω οδό. вымотать ρ.σ.μ. 1 ξετυλίγω, εκτυλίσσω. 2 κατακουράζω, καταπονώ, κατεξαντλώ. II εκφρ. - (всю) душу βγάζω την ψυχή (ανάποδα), βγάζω το θεό (καταβασανίζω). II -ОЯ 1 ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι. 2 (απλ,) κουράζομαι, καταπονού- καταπονούμαι, κατεξαντλούμαι, μου βγαίνει ο θεός. ВЫМОЧИТЬ, чу, -ЧИШЬ ρ.σ.μ. μουσκεύω, δια- διαποτίζω, εμποτίζω, διαβρέχω. II -ОЯ μουσκεύω, διαποτίζομαι, διαβρέχομαι, εμποτίζομαι. ВЫМОЧка, -и θ. μούσκεμα, διαπότιση· - κό- ЖИ μούσκεμα του δέρματος. II χάλασμα, φθορά, βλάβη απο την υγρασία. *ВЫМПвЛ, -а α. 1 (ναυτ.) ο επισείων. 2 πα- ράσειο, σήμα. вымученный επ. απο μτχ. βασανισμένος, ε- επί μόχθος· -ая МЫСЛЬ βασανισμένη σκέψη. вымучивать ρ.δ. βλ. вымучить. II -ся απο- αποκτιέμαι, βγαίνω με βάσανα, αποσπώααι βίαια. ВЫМУЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (παλ.) αποκτώ, βγάζω με το ζόρι, με βάσανα, αποσπώ βίαια. 2 φτιάχνω, βγάζω με δυσκολία* еле ОН -ит из себя стишки με μεγάλη δυσκολία θα μπορέσει αυτός να φτιάσει στιχάκια. вымуштровать ρ.σ.μ. βλ. муштровать. ВЫМчать, -чу, -ЧИШЬ ρ.σ.μ. βγάζω έξω με ταχύτητα. II ~ея βγαίνω έξω με ταχύτητα. вымывание, -я ουδ. ξέπλυμα. вымывать(ся) ρ.δ.βλ. вымить(ся). ВЫМЫСел, -ела α. επινόηση, -μα, αποκύη- αποκύημα, δημιούργημα της φαντασίας. II ψέμα. ВЫМЫСЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымышленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (παλ.) επινοώ, εξευρίσκω, μηχανεύομαι, τεχνάζομαι, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι. ВЫМЫТЬ, -МОЮ, -моешь ρ.σ.μ. 1 πλένω, πλύ- πλύνω· νίβω, νίπτω· - посуду πλένω τα πιάτα· - бельё πλένω τα ασπρόρουχα. 2 ξεπλένω· - по- почву ξεπλένω το έδαφος. II κάνω νεροφάγωμα ή λάκκο. II -0Я πλένομαι, πλύνομαι. вымышленный επ. απο μτχ. επινοητός, φαντα- φανταστικός, πλαστός· ανύπαρκτος. ВЫМЫШЛЯТЬ ρ.δ. βλ. ВЫМЫСЛИТЬ. ВЫМЯ, -мени ουδ. (για ζώα) μαστός, μαστάρι. ВЫМЯТЬ, -мну, -мнешь ρ.σ.μ. 1 ζυμώνω, ανα- ανακατεύω, πατώ, μαλακύνω. 2 βαθουλώνω, κάνω βαθούλωμα σε μαλακή υλη. 3 πατώ, χαλνώ· ло- шади -ЛИ траву τα άλογα πάτησαν το χορτάρι. вынашивать(ся) р.δ. βλ. выносить(ся). вынесение, -Я ουδ. το βγάλσιμο απόφασης, ετυμηγορία· - приговора το βγά'.σιμο της κα- καταδικαστικής απόφασης. вынести, -есу, -есешь, παρ>θ, χρ. вынес, -ла, -ЛО ρ.σ.μ. 1 βγάζω έξω υεταφέρω, μετα- μετακομίζω, κουβαλώ· - мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω απο το δωμάτιο. II γράφω, ση- σημειώνω· - замечания в конец γράφω τίς πα- παρατηρήσεις στο τέλος. II υποβάλλω, φέρω· решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση. 2 μεταφέρω γρήγορα. 3 ^τφ. βγάζω, εξάγω· α- αποκτώ· я вынес убеждение из опыта σχημάτι- σχημάτισα την πεποίθηση απο πείρα. И- (προβάλλω βγά- βγάζω μπροστά· - ногу В тайце βγάζω μπροστά το
аын 170 вып πόδι στο χορό. 5 αντέχω, υπομένω, υποφέρω, θαστώ, κρατώ· душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε. 6 εκδίδω, βγάζω, παίρνω· - при- приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση· - резо- резолюцию παίρνω απόφαση· - благодарность εκ- εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)· решение, резолюцию, постановление παίρνω α- απόφαση (αποφασίζω). II εκφρ. - на своих пле- плечах σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέ- πέρα μόνος μου)· - впечатление έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση. II -СЬ βγαίνω, εμ- εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, από- απότομα. вынизать, -нижу, -нижешь ρ.σ. (παλ.) κο- κοσμώ, επικοσμώ, στολίζω με χάντρες. II-СЯ κο- κοσμούμαι, στολίζομαι με χάντρες. вынйэывать(ся) р.δ. βλ. вынизать(ся). вынимание, -Я ουδ. εξαγωγή, βγάλσιμο, τρά- τράβηγμα, σύρσιμο προς τα έξω. вынимать(ся) ρ.δ. βλ. вынуть(ся). ВЫНОС, -а α. 1 εξαγωγή, μεταφορά, μετακό- μετακόμιση, κουβάλημα. 2 εκβολή, προβολή. 3 εκφο- εκφορά· - тела из квартиры η εκφορά του νεκροϋ| απο την κατοικία. Α- τρόπος ζεύξης των αλό- αλόγων στο αμάξι. 5 πρόσχωμα. ВЫНОСИТЬ, -ношу, -носишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. выношенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 εγκυμονώ, κυοφορώ. II μτφ. καλοσκέπτομαι, κα- καλομελετώ, μελετώ ολόπλευρα.II μαθαίνω, εξα- εξασκώ, βγάζω στο κυνήγι. 2 φθείρω φορώντας, α- αχρηστεύω, κουρελιάζω, κάνω κουρέλι, ράκος. 3 μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ όλα, πλήρως.II εκφρ. - на своих руках νταντεύω. II -ся 1 ω- ωριμάζω· τελειοποιούμαι. 2 φθείρομαι, κουρε- κουρελιάζομαι, αχρηστεύομαι. выносйть(ся) р.δ. βλ. вынести(сь:). ВЫНОСка, -И θ. 1 βλ. ВЫНОС A σημ.). 2 υ- υποσημείωση ή σημείωση' στό περιθώριο. ВЫНОСЛИВОСТЬ, -и θ. αντοχή, ανθεκτικότητα. выносливый επ., βρ: -лив, -а, -о ανθεκτι- ανθεκτικός, γερός, βασταγερός, αντοχής· - человек βασταγερός άνθρωπος. II (για φυτά) ανθεκτι- ανθεκτικός (στις κλιματολογικές συνθήκες). выношенный επ. απο μτχ. 1 καλομελετημένος, ώριμος· -ая идея καλομελετημένη ιδέα. 3 ά- άχρηστος απο τη χρήση, φθαρμένος, κουρελια- κουρελιασμένος, λιωμένος. ВЫНУДИТЬ, -Нужу, -НУДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вынужденный, βρ: -ден, -а, -о р.σ.μ. 1 υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω· ζορίζω. 2 κατορθώνω, πετυχαίνω με εξαναγκασμό. вынуждать р.δ. βλ. ВЫНУДИТЬ. II -СЯ υπο- υποχρεώνομαι, αναγκάζομαι, εξαναγκάζομαι. вынужденный επ. απο μτχ. υποχρεωτικός, α- αναγκαστικός, καταναγκαστικός* -ое молчание αναγκαστική σιωπή· -ая посадка αναγκαστική προσγείωση. вынуть, -ну, -нешь, προστκ. вынь р.σ.μ. 1 βγάζω, εξάγω, τραβώ, σύρω έξω· - деньги ИЗ кармана βγάζω χρήματα απο τή τσέπη· - НОЖ τραβώ μαχαίρι. 2 (κοπτική) φτιάχνω εσοχή. II εκφρ. - Душу ή Дух (διαλκ.) βγάζω την ψυχή (καταβασανίζω)· - душу ή сердце (παλ.) βγά- βγάζω την ψυχή (βασανίζω ψυχικά, ηθικά). II -ОЯ βγαίνω, εξάγομαι, εμφανίζομαι. выныривать ρ.δ. βλ. вынырнуть. вынырнуть р.σ. αναδύομαι, ξενερίζω, επι- φαίνομαι. II μτφ. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά, απρόοπτα. вынюхать ρ.σ.μ. (απλ.) ψάχνω όσφραίνοντας , όσφραίνομαι, οσμώ, μυρίζω. вынюхивать ρ.δ. βλ. вынюхать. вынянчивать р.δ. βλ. вынянчить. ВЫНЯНЧИТЬ, -чу, -чишь р.σ.μ, ανατρέφω, βα- γιουλεύω, ~ίζω, κανακεύω, νταντεύω. - выпад, -а α. 1 πτώση, πέσιμο, 2 (αθλτ.) προ- προβολή, προεκβολή και στήριξη· - левой НОГИ προβολή και στήριξη στο αριστερό πόδι. 3 ε- επίθεση (εχθρικού χαρακτήρα). выпадание, -я ουδ. πτώση, πέσιμο. выпадать р.δ. βλ. выпасть. - ВЫПадёние, -Я ουδ. πτώση, πέσιμο. выпаивать ρ.δ. βλ. выпоить. II -ся τρέφο- τρέφομαι (γιά ζώα). выпаливать р.δ. βλ. выпалить. выпалить р.σ. 1 πυροβολώ. II μτφ. προφέρω, λέγω, μιλώ γρήγορα, σαν το πολυβόλο πηγαί- πηγαίνει η γλώσσα. 2 (διαλκ.) κατακαίω. выпалывать р.δ. βλ. выполоть. II -ся εκρι- εκριζώνομαι, ξεριζώνομαι (για χόρτα). выпаривание, -Я ουδ. εξάτμιση, εξάχνιση. выпаривать(ся) р.δ. βλ. выпарить(ся). 'выпарить; -рю, -ришь, προστκ. выпари к. выпарь р.σ.μ. 1 εξατμίζω, εξαχνίζω· ατμοποιώ. 2 ζεματίζω με ατμό· κλιβανίζω. 3 πλύνω με ατμό το σώμα. Η -ОЯ εξατμίζομαι, 1 εξαχνίζο- μαι. 2 ζεματίζομαι με ατμό· κλιβανίζομαι. 3 κάνω ατμόλουτρο. выпарка, -И θ. 1 εξάτμιση, εξάχνιση. 2 ξε- μάτισμα με ατμό. ВЫПврнОЙ επ. εξατμΐ3τικός, της εξάτμισης. выпархивать р.δ. βλ. выпорхнуть. выпаривать р.δ. ξηλώνω. II -СЯ ξηλώνομαι. вшас, -а α. (διαλκ.) 1 βόσκιση, -μα. 2 'βοσκοτόπι, λειβάδι. выпасной επ. της βοσκής· βοσκήσιμος· -ые участки τα βοσκοτόπια. выпасти, -пасу, -пасешь, παρλθ. χ р. выпас, -ла, -ло р.σ.μ. (διαλκ.) βοσκώ, βοσκίζω. выпасть, -паду, -падешь, παρλθ. χ р. выпал, -ла, -ло ρ.σ. 1 πέφτω, πίπτω· зубы -ли τα δόντια έπεσαν. II βγαίνω· я -ал из игры βγή-
пил 171 вып иа απο το παιγνίδι. II βγαίνω, χάνομαι., εξα- εξαφανίζομαι· -ло из памяти ξεχάστηκε εντελώς. 2 πέφτω στη γη· -ла роса έπεσε δροσιά· -ал снег έπεσε χιόνι. 3 λαχαίνω· -ал жребий έ- έπεσε ο κλήρος (λαχνός). 4 τυχαίνω, λαχαίνω, συμβαίνω· -ал трудный день έτυχε δύσκολη με'- ρα. 5 (αθλτ.) προβάλλω, προεκβάλλω. 6 (παλ.) πηγάζω (για ποτάμια, ρυάκια). II εκφρ. - на ДОЛГО πέφτω στό μερίδιο. ВЫПахать, -пашу, -пашешь р.σ.μ. 1 εξαντλώ, αδυνατίζω το έδαφος (μέ τη συνεχή καλλιέρ- καλλιέργεια). 2 βγάζω, εξάγω οργώνοντας. 3 κερδίζω, βγάζω χρήματα σαν οργωτής. II -СЯ εξασθενί- εξασθενίζω, αδυνατίζω (για έδαφος). выпахивать(ся) р.δ. βλ. выпахать(ся). выпачкать ρ.σ.μ. λερώνω, λεκιάζω, ρυπαίνω. II -СЯ λερώνομαι,λεκιάζομαι, ρυπαίνομαι. ВЫПвваТЬ-'р.δ. 1 τραγουδώ ευκρινώς, μελωδώ. 2 μιλώ μελωδικά. ВЫПвханИе, -Я ουδ. ψήση, -ιμο· φούρνισμα. выпекать(ся) р.δ. βλ. выпечь(ся). выпередить, -режу, -редипь р.σ.μ. (παλ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, βγαίνω μπροστά, προπο- προπορεύομαι, προηγούμαι. выпереть, -пру, -прешь, παρλθ. χρ. выпер, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпертый р. σ.μ. 1 σκουντώ, σπρώχνω, ωθώ· βγάζω έξω με σπρωξιές. 2 (απλ.) αποκλείω, αποβάλλω, διώ- διώχνω. II -СЯ σκουντιέμαι, σπρώχνομαι, ωθούμαι. ВЫПврхнуть ρ.σ.μ. (απλ.) ξεβήχω, εκβήχω, βγάζω βήχοντας. выпестовать, -тую, -туешь ρ.σ.μ. (παλ.) α- ανατρέφω, μεγαλώνω, κανακεύω. II μτφ. διαπαι- διαπαιδαγωγώ. выпеть, -пою, -поешь ρ.σ.μ. л βλ. выпевать A σημ.). 2 (απλ.) τα λέω έξω απο τα δόντια, κατάμουτρα. ВЫпечка, -И θ. ψήση, ψήσιμο. II η φουρνιά. выпечь, -пеку, -печешь, -пекут, παρλθ. χρ. выпек, -ла, -ло ρ.σ.μ. 1 ψήνω, ψένω, (ξε)φουρ- (ξε)φουρνίζω. 2 καλοψήνω. II -СЯ ψήνομαι, ψένομαι.. РНПШ»япя, -Ы α. πιότης, μπεκρής, μεθύστα- μεθύστακας. ВЫПИВавие, -Я ουδ. πόση, πιάσιμο. ВЫШШать ρ.δ. 1 βλ. выпить. 2 μου αρέσει να πίνω λίγο (όχι για μέθη). II -0Я πίνω οι- οινοπνευματώδη ποτά. выпивка, -и θ. 1 ρλ. выпивание. II γλέντι, διασκέδαση. 2 οινοπνευματώδη ποτά. ВШШВОха, -И α. κ. θ. μεθύστακας,.μπεκρής, μπεκρόμουτρο, μπεκρούλιακας. ВЫПИВШИ επιρ. μτχ. ενώ ήταν -πιομένος. Η σαν κατηγ. πιομένος· ОН был СИЛЬНО - αυτός ήταν ααραπιομένος, σκνίπα, στουπί στο μεθύσι. выпиливание, -я ουδ. βλ. выпилка. ВЫПИДИВать ρ.δ.μ. πριονίζω. II -СЯ πριονί- πριονίζομαι. выпилить ρ.σ.μ. βλ. выпиливать. ВЫПИЛКа, -И θ. πριόνιση, -μα. II πριονισμέ- πριονισμένο μέρος. ВЫПИЛОВКа, -И θ. (απλ.) πριόνιση, -μα. выпирать р.δ. 1 βλ. выпереть. 2 προβάλλω, εξέχω. II μτφ. εκδηλώνομαι, φανερώνομαι, (για σκέψεις, αισθήματα). II -ся 1 σπρώχνομαι, ω- ωθούμαι. 2 βλ. ρ. ενεργ. φ. ВЫПИОать, ПИШУ, -пишешь ρ.σ.μ. 1 αντιγρά- αντιγράφω (περικοπές, αποσπάσματα), ξεσηκώνω.2 κα- καθαρογράφω. II σχεδιάζω, παρασταίνω με επιμέ- επιμέλεια. 3 γράφω, δίνω έγγραφο· - квитанцию δί- δίνω απόδειξη· - счёт δίνω γραπτό λογαρισμό. 4 γράφομαι, εγγράφομαι συνδρομητής· - газету, Журнал γράφομαι συνδρομητής στην εφημερίδα, στό περιοδι.κό. 5 δίνω εξιτήριο· - из госпи- госпиталя δίνω εξιτήριο απο το στρατιωτικό νοσο- νοσοκομείο. II -СЯ 1 παίρνω εξιτήριο· он -лея из госпиталя πήρε εξιτήριο απο το στρατιωτι- στρατιωτικό νοσοκομείο. 2 (παλ.) χάνω τη συγγραφική! λογοτεχνι'κή ικανότητα. выписка, -Ш θ. 1 αντιγραφή (περικοπής, α- αποσπάσματος). 2 αντίγραφο περικοπής. II έκδο- έκδοση, δόσιμο· - квитанции έκδοση απόδειξης. II εγγραφή συνδρομητή· - газет εγγραφή συνδρο- συνδρομητών στις εφημερίδες. 3 περικοπή, απόσπα- απόσπασμα, χωρίο. * εξιτήριο νοσοκομείου. ВЫПИСНОЙ επ. (παλ.) 4ένος, απ' έξω, ξενο- φερμένος, επακτός. выписывание, -я ουδ. βλ. выписка. выписывать(ся) р.δ. βλ. выписать(ся). выпись, -и θ. (παλ.) βλ. выписка B σημ.) выпить, -пью, -пьешь, προστκ. выпей ρ.σ. 1 μ. πίνω· - стакан воды πίνω ένα ποτήρι, νερό· - ДО дна πίνω ως τον πάτο. 2 αμ. πίνω (οι- (οινοπνευματώδη ποτά). II μεθώ· он ВЫПИЛ αυτός έπιε. ВЫПИХать ρ.σ.μ. (απλ.) σπρώχνω έξω, βγάζω έξω σπρώχνοντας. выпихивать р.δ. βλ. выпихать. выпихнуть ρ.σ.μ. βλ. выпихать. ВЫПЛаВИТЬ ρ.σ.μ. λιώνω, τήκω (μέταλλα). II -СЯ λιώνω, τήκομαι. выплавка, -И θ. λιώσιμο, τήξη· χύσιμο (γιά μέταλλα). II το χυτό μέταλλο· суточная -ста- -стали η καθημερινή (είκοσι τετράωοη) παραγωγή α- ατσαλιού. выплавлять(ся) р.δ. βλ. выплавить(ся). выплакать, -лачу, -лачешь ρ.σ.μ. л κλαίω, θρηνώ. 2 προσκλαίω, παρακαλώ κλαίοντας, εκ- εκλιπαρώ. II εκφρ. - все глаза παρακλαίω, κλαίω' υπερβολικά. II -СЯ κλαίω υπερβολικά. выплата, -Ы θ. πληρωμή, εξόφληση, ξεπλέ- ρωμα. II (απλ.) πληρωμή με δόσεις· Я купил пальто на -у αγόρασα πανωφόρι με δόσεις.
выл 172 вып выллатиты, ~ачу, -атишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выплаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. πλη- πληρώνω· - заработную плату πληρώνω τον εργατι- εργατικό μισθό. II πληρώνω χρέος με δόσεις. выплачивать р.6. βλ. выплатить.II ~оя πλη- πληρώνομαι. выплевать, -люю, -люешь ρ.σ.μ. φτύνω, εκ- πτύω, αποπτύω. выплёвывать р.δ. βλ. выплевать. II -ся βλ. выплевать. ВЫПЛеск, -а α. (άπλ.) χύσιμο, έκχυση με φλοίσβο. II φλοίσβος. выплескать, -ещу, -ещешь ρ.σ.μ. χύνω, εκ- χύνω με φλοίσβο. II -СЯ χύνομαι με φλοίσβο. выплёскиватьСоя) р.δ. βλ. выплеекать(ся). выплеснуть р.σ. χύνω, αδίειάζω μονομιάς. II εκβράζω, ξεβράζω, βγάζω, πετώ έξω, ξερνώ (για κύμα, ρεύμα ποταμού). II -СЯ ξεχειλίζω, πλημμυρίζω. выплести, -ету, -тешь, παρλθ. χρ. выплел, -ла, -ло ρ.σ.μ. ξεπλέγω, βγάζω ξεπλέγοντας· - ленту из косы ξεπλέγω την κορδέλλα απο την πλεξίδα. II -СЬ ξεπλέχομαι. выплетать(ся) р.δ. βλ.ΒΗΜβοτΗ(^). вышивать р.δ. βλ. выплыть. выплыть, -лыву, -лывешь, παρλθ. χρ. вы- выплыл, -ла, -ло ρ.σ. 1 αναδύομαι· βγαίνω στην ξηρά κολυμπώντας. 2 μτφ. εμφανίζομαι, βγαί- βγαίνω, προβάλλω, παρουσιάζομαι· -ыл НОВЫЙ во- вопрос γεννήθηκε καινούριο ζήτημα· из-за об- облака опять -ла луна μέσα απο το σύννεφο πά- πάλι πρόβαλε το φεγγάρι. 3 αποπλέω, εκπλέω, ε- ξορμίζομαι. выплюнуть, προστκ. выплюни и. выплюнь ρ.σ. μ. βλ. выплевать. выплясывать ρ.δ.μ.κ.αμ. κάνω φιγούρες στο χορό. выпоить, -ою, -оишь, προατκ. выпои к. вы- выпой ρ.σ.μ. ταΐζω, τρέφω με γάλα ή άλλη υδα- οή τροφή (για ζώα). ВЫПОЙха, -И θ. τάισμα με γάλα η άλλη υδα- υδαρή τροφή (για ζώα). выполаскивать ρ.δ. ξεβγάζω, ξεπλένω, απο- πλένω· - бельё ξεπλένω τά ρούχα. II ξεπλένω, πάνω γαργάρα* - рот ξεπλένω το στόμα· - Гор- Горло κάνω γαργάρα. II -СЯ ξεπλένομαι. выползать ρ.δ. βλ. выползти. ВЫПОЛЗОК, -зка α. 1 το φιδοπουκάμισο. 2 Ι αποπτέρωση, αποπτίλωση, μάδημα· τριχόπτωση, τρι,χόρροια. выползти, ~зу, -зешь, παρλθ. χρ. выполз, -ла, -ло р.σ. βγαίνω έρποντας. II μτφ. βγαί- βγαίνω αργά, με δυσκολία· старик выполз из до- дому о γέρος βγήκε απο το σπίτι αργοσέρνοντας. выполнение, -Я ουδ. εκπλήρωση, εκτέλεση, πραγματοποίηση· - плана' εκπλήρωση του πλά- πλάνου· - задачи εκτέλεση της αποστολής· - Обе- Обещаний εκπλήρωση των υποσχέσεων. ВЫПОЛНИМОСТЬ, -И θ. δυνατότητα εκπλήρωσης, εκτέλεσης, πραγματοποίησης. выполнимые επ., βρ: -ним, -а, -о εκτελέ- εκτελέσιμος, πραγματοποιήσιμος· - план πραγματο- πραγματοποιήσιμο πλάνο. ВЫПОЛНИТЬ ρ.σ.μ. εκπληρώνω, εκτελώ, πραγ- πραγματοποιώ* - поручение εκπληρώνω την παραγ- παραγγελία* - работу εκτελώ, (φέρω σε πέρας) τη δου- δουλειά. II δημιουργώ, φτιάχνω. ВЫПОЛНЯТЬ ρ.δ. βλ. ВЫПОЛНИТЬ. II -ОЯ εκ- εκπληρώνομαι, εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι. выполоскать, -лощу, -лошешь ρ.σ.μ.βλ. вы- выполаскивать . ВЫПОЛОТЬ, -ЛЮ, -лешь ρ.σ.μ. ξεριζώνω, εκ- εκριζώνω* καθαρίζω απο τα ζιζάνια* - траву ξε- ξεριζώνω τα χόρτα* - гряды καθαρίζω τις βρα- γιές άπο τα ζιζάνια. выпорок, -рка α. (απλ.) κομμάτι ξηλωμένο. выпоротковый επ. του απορρίγματος* απο α- πόρριγμα* -ая шапка σκούφια ατο άπόρριγμα. выпороток, -тка α. (για ζώα) . θνησιγενές. II γούνα άπο απόρριγμα. выпороть1, '-рю, -решь ρ.σ.μ. ξηλώνω, ξερά- ξεράβω. II (απλ.) ξεκοιλιάζω* - нутро βγάζω τα εντόσθια. выпороть2, -рю, -решь ρ.σ.μ. (απλ.) μαστι- μαστιγώνω, βουρδουλίζω, φραγγβλώνω. Выпорхнуть ρ.σ. ξεπετάγομαι, φτερουγίζω, πετώ (για πτηνά, πεταλούδες κλπ.). II μτφ.ε- μτφ.εξέρχομαι, βγαίνω γρήγορα, πετάγομαι έξω. ВЫПОТ, -а α. εξίδρωμα. выпотевать р.δ. βλ. выпотеть. выпотеть, -ею, -еешь р.σ. (απλ.) ιδρώνω, καταϊδρώνω, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα. 'выпотрошить, -шу, -шишь ρ.σ.μ. βλ. потро- потрошить. выправить,1 -влю, -вишь, προστκ. выправь и. выправи ρ.σ.μ. 1 ισιάζω, ισιώνω, ομαλύνω, ευ- θειάζω· - согнувшийся ГВОЗДЬ ισιώνω στραβω- στραβωμένο καρφί. 2 διορθώνω· - положение διορθώ- διορθώνω την κατάσταση. II επιφέρω, κάνω διορθώ- διορθώσεις· - корректуру διορθώνω το τυπογραφικό δοκίμιο. II ακονίζω, τροχίζω. 3 συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ. II -ся 1 διορθώνομαι. 2 τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι. 3 γερεύω, δυ- δυναμώνω, αναρρώνω. выправить2 ( γραμμ. στο ιχε ία βλ. выправить1); ρ.σ.μ. (απλ.) κατορθώνω να βγάλω (να πάρω) έγγραφο* - паспорт κατορθώνω να πάρω ταυτό- ταυτότητα. выправка'1! -И в. 1 Со ίωση, ομάλυνση. 2 δι- διόρθωση* - рукописи διόρθωση χειρογράφου. II ακόνισμα, τρόχισμα. 3 συγύρισμα, συμμάζεμα, τακτοποίηση.
пил 173 вып выправка2, -И Θ. (осях.) απόκτηση εγγράφου. выправление, -я ουδ. βλ. выправка1. внправлять(ояI р.δ. βλ. выправить(сяI. выправлять2μ.δ. (απλ.) βλ. выправить?II -оя αποκτιέμαι (για έγγραφο). выпраотнвать(оя) р.6. βλ. выпростать(ся). выпрашивать(оя) ρ.δ. βλ. вшгросить(ся). выпревать р.δ. βλ. выпреть. ВЫЦреТЬ, -реет р.σ. σαπίζω (για φυτά, σπαρ- σπαρτά κάτω απο το χιόνι).II (απλ.) βράζω καλά, τελείως. II (απλ.) σώνομαι, λιγοστεύω απο το βράσιμο (για υγρά). выпроваживать р.δ. βλ. выпроводить. И -ся διώχνομαι, εκδιώκομαι, αποπέμπομαι. выпроводить, -вожу, - водишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпровоженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. υποχρεώνω να φύγει, διώχνω, αποπέμπω· - не- непрощенных гостей διώχνω τους ακάλεστους μου- σαφίρηδες. выпрокйдывать(ся) ρ.δ. выпрокинуть(ся). выпрокинуть р.σ.μ. (απλ.) αναποδογυρίζω, α- ανατρέπω. II -ся ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω. выпросить, -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. выпрошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. πε- πετυχαίνω, κατορθώνω με παρακλήσεις· προσλι- παρώ, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ. II -ОЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ОН -лея В Отпуск αυτός με παρακά- παρακάλια κατόρθωσε και πήρε άδεια. ВШфОСТать р.σ.μ. (απλ.) αδειάζω, εκκενώ- εκκενώνω* - ведро αδειάζω τον κουβά. II απαλλάσσω, απελευθερώνω. II -СЯ απαλλάσσομαι, απελευθε- απελευθερώνομαι, ανακουφίζομαι. выпрыгивать р.δ. βλ. выпрыгнуть. выпрыгнуть ρ.σ. πηδώ έξω, ξεπηδώ· он -ул В ОКНО αυτός πήδηξε έξω απο το παράθυρο. выпрыскать ρ.σ.μ. (απλ.) αδειάζω, κατανα- καταναλώνω ραντίζοντας. выпрыскивать ρ.δ. βλ. выпрыскать.II-ся α- αδειάζω, καταναλώνομαι με το ράντισμα. ВШфЫСНуть р.σ.μ. διώχνω ραντίζοντας, πα- παρασύρω . выпрягать(оя) р.δ. βλ. выпрячь(ся). выпрядать р.δ. βλ. выпрясть. ВШфЯМИТель, -Я α. (ηλεκτρ.) ανορθωτής. ВЫПрЯМИТельНЫЙ επ. (ηλεκτρ.) του ανορθω- ανορθωτή, ανορθωτικός· -ое устройство ανορθωτική συσκευή.. выпрямить, -млю, -мишь р.σ.μ. ισιάζω, ι- ισιώνω, ευθύνω· ορθώνω· - согнувшийся ГВОЗДЬ ισιώνω το στραβωμένο καρφί. II εκφρ. - ТОК μετατρέπω το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές. II -ОЯ γίνομαι ίσιος, ισιάζω, -ώνω· ορθώνομαι. ВЫПрЯМЛёние, -Я ουδ. ίσιωση, -μα, ευθύα- ση· όρθωση. выпрямлять(ся) ρ.δ. βλ. выпрямить(ся). выпрясть, -яду, -ядешь, παρλθ. χр. выпрял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпряденный, βρ: -ден, -а, -О р.σ.μ. κερδίζω, βγάζω χρή- χρήματα με το γνέσιμο, ξενογνέθω. выпрячь, -ягу, -яжешь, -ягут, παρλθ. χρ. вы- выпряг, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВЫпря- женный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. ξεζεύω.ΙΙ-оя ξεζεύομαι. выпугивать р.δ. βλ. выпугнуть. выпугнуть р.σ.μ. (απλ.) προγκίζω, διώχνω. ВЫПухлина, -Ы θ. κύρτωση. ВНПукло-'ВОГнутнЙ επ. κοιλόκυρτος. ВЫПУКЛОСТЬ, -И θ. 1 κυρτότητα. II κύρτωση. II μτφ. καθαρότητα, ενάργεια, ευκρίνεια. выпуклый επ.1 κυρτός, καμπύλος· -ые стёкла κυρτοί φακοί. 2 μτφ. ανάγλυφος, παραστατικός. 3 εξέχων - лоб εξέχον μέτωπο. ВЫПУСК, -а α. 1 παραγωγή· - продукции πα- παραγωγή προϊόντων, υλικών. 2 έκδοση, εκτύπω- εκτύπωση· δημοσίευση. 3 (παλ.) αφαίρεση απο κεί- κείμενο. * τεύχος. 5 οι τελειόφοιτοι (συμμαθη- (συμμαθητές, συμφοιτητές). 6 το βγάλσιμο των ζώων στη βοσκή· σκάρος. выпускание, -Я ουδ. απόλυση, ελεύθερη έ- έξοδος, βλ. к. выпуск. выпускать(ся) ρ.δ. βλ. выпустить(ся). ВЫПускаЩИЙ -его ουσ. απο μτχ. εκδότης (ε- (εφημερίδας, περιοδικού). ВЫПУСКНИК, -а α., ~ца, -Ы θ. τελειόφοιτος. Выпускной επ. 1 απολυτήριος· -ые экзаме- экзамены απολυτήριες εξετάσεις· - вечер εσπερίδα των τελειοφοίτων. 2 της εξαγωγής· -Ое ΌΤΒβρ- стие οπή εξαγωγής ή διαφυγής· - клапан βαλ- βαλβίδα εξαγωγής· ~ая труба σωλήνας εξαγωγής. ВЫПУСТИТЬ, -ущу, -устишь^ав. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 α- αφήνω να βγει, να φύγει· Я вас не -ушу отсю- отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ' εδώ. II βγά- βγάζω στη βοσκή, σκαρί ζω. II αδειάζω, χύνω, α- αφήνω να τρέξει· - воду из ванны αδειάζω το νερό απο το λουτήρα. II αφήνω, δεν κρατώ. 2 ελευθερώνω, απολύω, αμολάω. 3 βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα). 4 παράγω· - проду- продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω απο το πλάνο. II εκδίδω, τυπώνω* δημοσιεύω. II βγάζω σε κυκλοφορία, 5 αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω(α- αποκλείω(απο βιβλίο, έργο). 6 βγάζω έξω· - КОГТИ βγά- βγάζω έξω τα νύχια. II μεγαλώνω, μακραίνω· - ру- кава μακραίνω τα μανίκια. II εκφρ. - снаряд, пулю πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα· - в свет βγάζω, εκδίδω έργο· - ИЗ памяти ξεχνώ, λη- λησμονώ· - из рук μου ξεφεύγει η ευκαιρία. выпутать ρ.σ.μ. ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, ξε- ξετυλίγω. II μτφ. βγάζω, απαλλάσσω· - ИЗ беДЫ βγάζω απο τη δυστυχία. II -ся ξεμπερδεύω, ξε- ξεμπλέκω. II βγαίνω, απαλλάσσομαι. выпутывать(ся) ρ.δ. βλ. выпутать(ся).
вып 174 выр выпучивать(ся) р.δ. βλ. выпучить(ся). выпучить, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. 1 κυρτώνω. 2 προτείνω, προβάλλω· он -ИЛ грудь αυτός πρό- πρότεινε το στήθος.II εκφρ. - глаза γουρλώνω га μάτια. II ~ся κυρτώνω, -ομαι, κοιλιάζω, κάνω κοιλιά· старый дом -лея το παλιόσπιτο έκα- έκανε κοιλιά. выпушка, -И θ. περίρραμα ενδύματος, φιλέτο. ВШШТать' р.σ.μ. γνωρίζω, μαθαίνω καλά, ε- εξιχνιάζω· - секреты μαθαίνω τά μυστικά· правду μαθαίνω την αλήθεια. выпытывать ρ.δ. βλ. выпытать. И -оя γίνο- γίνομαι γνωστός, μαθαίνομαι, κοινολογούμαι. выпихивать ρ.δ. βλ. выпыхнуть. вшшхнуть, -нет ρ.σ. (απλ.) ξεπετάγομαι, ξεσπώ· -ло пламя ξεπετάχτηκε φλόγα· -ул дым ξεπετάχτηκε καπνός. ВЫПЬ, -и θ. ερωδιός ο αστερίας, νυχτοκό- ρακας . выпяливать(ся) ρ.δ. βλ. выпялить(ся). выпялить, -лю, -лишь р.σ.μ. βλ. выпучить. II εκφρ. - глаза γουρλώνω τα μάτια. II -СЯ βλ. выпучиться. II (διαλκ.) κορδώνομαι. выпятить, -ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпяченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. προ- προβάλλω, προτείνω, βγάζω έξω, φουσκώνω· - жи- живот βγάζω προς τα έξω την κοιλιά· - грудь προτείνω τό στήθος. II μτφ. προβάλλω, βγάζω στην πρώτη θέση, κατά πρώτο λόγο· -НвДОСТа- ТКИ произведения προβάλλω στην πρώτη γραμμή τα μειονεκτήματα του έργου. II -СЯ προβάλλο- цал , προτείνομαι, βγαίνω μπροστά, εξέχω, κοι- κοιλιάζω. II μτφ. ξεχωρίζω, βγαίνω στην πρώτη θέση. выпячивать(ся) р.δ. βλ. выпятить(ся). вырабатывание, -я ουδ. βλ. выработка. вырабатывать(оя) р.δ. βλ. выработать(ся). выработать р.σ.μ. 1 παράγω, 'κατασκευάζω,! φτιάχνω. II καλλιτεχνώ, φιλοτεχνώ.II μτφ. καλ- καλλιεργώ, δουλεύω. II μτφ. διαπαιδαγωγώ, ανα- πτύσαω, διαμορφώνω· - выдержку И настОЙЧИ- вость διαπαιδαγωγώ στην καρτερία και υπομο- υπομονή. II εξασκώ· - лошадь έξαακώ το άλογο. 2 ε- επεξεργάζομαι, εκπονώ, δουλεύω. 3 βγάζω χρή- χρήματα, κερδίζω. 4 εξαντλώ· рудник был -ан το ιιεταλλείο εξαντλήθηκε. II -СЯ 1 επεξεργάζο- ααι· εκπονούμαι. II γίνομαι, καθίσταμαι, δι- διαμορφώνομαι. 2 (για μεταλλεία) εξαντλούμαι. выработка, -и θ. 1 κατασκευή, φτιάξιμο, φα- μπρικάρισμα. 2 κέρδισμα, βγάλσιμο χρημάτων. 3 παραγωγή. || παραγωγικότητα, αποδοτικότητα, απόδοση. 4 επεξεργασία, εκπόνηση. II δουλειά· грубая - χοντροδουλειά· прекрасная - υπέρο- υπέροχη εργασία. 5 ουνήθως πλθ. -И τα ορυχεία. выравнивать(ся) р.δ. βλ. выровнять(ся). выражать р.δ.μ. 1 βλ. выразить. 2 απεικο- απεικονίζω· σημαίνω, δηλώνω. II -СЯ 1 βλ. выразить- выразиться. 2 (απλ.) βρίζω, έκστομίζω βρισιές. выражение, -Я ουδ. 1 έκφραση, φανέρωση*ε- φανέρωση*εξωτερίκευση, εκδήλωση· цена является дене- денежным -ем СТОИМОСТИ η τιμή είναι η χρηματική έκφραση του κόστους. 2 λέξη φράση, έκφραση λόγου· образное - παραστατική έκφραση· не- непристойные -я άσεμνες (απρεπές) εκφράσεις. 3 (μαθ.) τύπος· алгебраическое - αλγεβρικός τύπος. II εκφρ. без -Я χωρίς έκφραση, ανέκ- ανέκφραστα, μονότονα, άχαρα· С -ем |με έκφραση,| εκφραστικά, με χάρη. выразитель, -Я α., -ница, -ы θ. εκφραστής· - интерёссов народа εκφραστής των λα'ικών συμ- συμφερόντων. выразительно επίρ. εκφραστικά. выразительность, -И θ. εκφραστικότητα· εύ- γλωττία, ευφράδεια. выразительный, επ., βρ: -лен, -льна,-льно εκφραστικός· εύγλωττος, ευφράδης· ~ое дви- движение εκφραστική κίνηση· -не глаза εκφρα- εκφραστικά μάτια· - ВЗГЛЯД εκφραστικό βλέμμα· -ое чтение εκφραστική ανάγνωση. ВОра8ИТЬ, -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выраженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 εκ- εκφράζω· εκδηλώνω, φανερώνω, εξωτερικεύω, δεί- δείχνω· - СВОЮ МЫСЛЬ εκφράζω τη σκέψη μου·-же- μου·-желание εκφράζω την επιθυμία· ЛИЦО -ЛО доса- ДУ έδειχνε πως ήταν βαριόβυμος. 2 διατυπώ- διατυπώνω, παρασταίνω (σε μονάδες, φόρμουλες κλπ.). II -СЯ 1 εκφράζομαι· εκδηλώνομαι, φαίνομαι, δείχνω. 2 διατυπώνομαι, παοασταίνομαι.|| (απλ.) εκφράζομαι άσχημα. выразуметь, -ею, -еешь р.σ.μ. (παλ.) κα- καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι. вырастание, -Я ουδ. ανάπτυξη, αύξηση, με- μεγάλωμα . вырастать р.δ. βλ. вырасти. вырасти, -ту, -тешь, παρλθ. χρ. вырос,-ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. выросший ρ.σ. 1 ανα- αναπτύσσομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω (για ανθρώπους, ζώα, φυτά). 2 εκφύομαι, ξεφυτρώνω, εμφανίζο- εμφανίζομαι, βγαίνω (για φυτά, τρίχες). II χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι, ορθώνομαι· В се- селе -ЛО большое здание στο χωριό χτίστηκε με- μεγάλο χτίριο. 3 προβάλλω, εμφανίζομαι, φαί- φαίνομαι, διαγράφομαι, ξεχωρίζω· вдали-ли очер- очертания гор στο βάθος ξεχώρησαν τα βουνά. 4 εξελίσσομαι, αναδείχνομαι- - в крупногоучён-ί ΗΟΓΟ εξελίσσομαι σε μεγάλο επιστήμονα.ι II εκφρ. - В глазах έχω την εκτίμηση κάποιου, χαίρω εκτίμησης. вырастить, -ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выращенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ. καλ- καλλιεργώ, περιποιούμαι, μεγαλώνω· - цветы αν- θοκομώ. II τρέφω, ανατρέφω· - детей μεγαλώ-
выр 175 выр νω παιδιά. II δημιουργώ, εκπαιδεύω, αναδεί- αναδείχνω· - кадры αναδείχνω στελέχη. выращивание, -Я ουδ. φυτοκομία· καλλιέρ- καλλιέργεια* - ПЛОДОВЫХ деревьев καλλιέργεια καρ- καρποφόρων δέντρων. II ανάπτυξη, μεγάλωμα. II δη- μιουργία, ανάδειξη· - кадров ανάδειξη στε- στελεχών. выращивать ρ.δ. βλ. вырастить. II -оя καλ- καλλιεργούμαι κλπ.ρ. ενεργ. <ρ. вырвать1, -ву, -вешь ρ.σ.μ. 1 βγάζω βίαια, αποσπώ· - зуб βγάζω το δόντι· - письмо из рук αποσπώ το γράμμα απο τα χέρια. 2 ξερι- ξεριζώνω, εκριζώνω. II μτφ. παίρνω, αποκτώ· - се- крёт αποσπώ μυστικό. II εκφρ. - из сердца К0л ГО-ЧТО βγάζω απο την καρδιά μου κάποιον-κά- τι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν' αγαπώ). II - СЯ 1 αποσπώμαι βίαια* ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλυτώνω. 2 βγαίνω, σχίζομαι· в книге -лись страницы απο το βιβλίο είναι βγαλμένα (λεί- (λείπουν) φύλλα. II ξεγλιστρώ, πέφτω· лампа -лась ИЗ рук η λάμπα γλίστρισε απο τα χέρια. вырвать2, рвет р.σ, κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ. ВЫрвВ, -а α. 1 εκκοπή, εκτομή, εγκοπή, ε- εντομή τοξοειδής· платье С -ом φόρεμα μέ ντε- ντεκολτέ. 2 κομμένο μέρος. вырезание, -я ουδ. βλ. вырез. вырезать, -ежу, -ежешь, προστκ. вырежи к. вырежь р.σ.μ. 1 κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ- τέμνω, αφαιρώ, βγάζω· - Опухоль αφαιρώ τον όγκο· - картинки из книги κόβω τις εικόνες απο το βιβλίο. 2 σκαλίζω, χαράσσω· - своё имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δα- δαχτυλίδι. 3 ξεχωρίζω, δίνω· беднякам -ли луч- лучшие земли στη φτωχολογιά έδοσαν τα καλύτερα χωράφια. 4 σφάζω, κατασφάζω* бандиты -ЛИ все население деревни οι ληστές έσφαξαν ό- όλους τους κατοίκους του χωριού· волк -ал полстада о λύκος έκοψε το μισό κοπάδι. II -ОЯ 1 κόβομαι, αποκόπτομαι. 2 μτφ. ξεχωρίζω,δια- ξεχωρίζω,διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά. вырвзать(ся) ρ.δ. βλ. вырезать(ся). вырезка, -и θ. 1 απόκομμα (εφημερίδας, πε- περιοδικού κ.τ.τ. II κομμάτι, τεμάχιο. 2 φιλέ- φιλέτο, μπονφιλέ (μέρος κρέατος). вырезной επ. σκαλιστός, χαρακτός. II το- τοξοειδής, με τοξοειδή τομή. вырезание, -я ουδ. βλ. вырез. вырёзывать(ся) ρ.δ. βλ. вырезать(ся). вырешить, -шу, -шить р.σ.μ. (απλ.) λύνω ο- οριστικά, τελειωτικά. II -СЯ λύνομαι οριστι- οριστικά, τελειωτικά. вырисовать, -сую, -суешь р.σ.μ. ζωγραφίζω καλαισθητικά, καλλιτεχνώ. Η -СЯ ξεχωρίζω, διακρίνομαι καθαρά. ВЫрисОВХа, -И θ. καλαισθητικό ζωγράφισμα, καλλιτεχνία. вырисовывание, -я ουδ. Βλ. вырисовка. вырисовывать(оя) ρ.δ. βλ. вырисовать(ся). ВЫРОВНЯТЬ р.σ.μ. 1 ισιώνω, ισιάζω, ισοπε- ισοπεδώνω, ομαλύνω. 2 ευθυγραμμίζω· - шеренгу ζυ- ζυγίζω, ευθυγραμμίζω το ζυγό. II εκφρ. - шаги συμβαδίζω, πηγαίνω το Ιδιο βήμα.II -СЯ ισο- ισοπεδώνομαι, ισιάζω, ομαλύνομαι. 2 ευθυγραμ- ευθυγραμμίζομαι. 3 (στρατ.) ζυγίζομαι. 4 αναπτύσσομαι σωματικά, φτάνω στο κανονικό όριο. II εξαλεί- εξαλείφω τα ελαττώματα βαθμιαία, στρώνω· характер -лея о χαρακτήρας έστρωσε. ВЫРОДИТЬСЯ, -ИТСЯ р.σ. 1 εκφυλίζομαι. 2 αλλάζω- μεταμορφώνομαι, μετατρέπομαι. ВЫРОДОК, -Дка α. 1 έκτρωμα, εζάμθλωμα, α- σχημάνθρωπος, τέρας· - рода человеческого έ- έκτρωμα του ανθρώπινου γένους, τέρας της κοι- κοινωνίας. II σκιάχτρο, μορμολύκειο, μούμια. вырождаемость, -и θ. εκφυλισμός. вырождаться р.δ. βλ. выродиться. вырожденец, -нца α., -ка θ. έκφυλος, -η, εκφυλισμένος, -η. вырождение* -Я ουδ. εκφυλισμός (απώλεια πο- πολύτιμων προγονικών ιδιοτήτων)· признаки -я σημάδια εκφυλισμού. вырожденческий επ. εκφυλιστικός, του εκ- εκφυλισμού· -ие признаки σημάδια εκφυλισμού. ВЫРОИТЬСЯ, -ИТСЯ р.σ. (για μέλισσες) κάνω σμηνουργία, μεταναστεύω. выронить, ρ.σ.μ. χάνω, μου πέφτει άθελα,, χωρίς να το αντιληφθώ· - платок χάνω το μα- μαντήλι . вырост1, -а α, 1 (απλ.) ανάπτυξη, αύξηση, μεγάλωμα. 2 βλαστός, -άρι. II εξόγκωμα κορ- κορμού δέντρου ή ζώου· II εκφρ. шить на - ράβω' αφήνοντας γύρισμα. Вырост2, -а α. (απλ.) εκτροφή, ανατροφή, με- μεγάλωμα* καλλιέργεια. выростковый επ. μοσχαρίσιος· -ая кожа μο- μοσχαρίσιο δέρμα. выростной επ. της εκτροφής· -ые пруды ры- рыбоводного хозяйства ιχθυοτροφείο, βιβάρι. выросток, -тка α. 1 (διαλκ.) ζώο οικόσιτο. 2 δέρμα μοσχαρίσιο. выруб, -а ос. (διαλν.) βλ. вырубка. вырубание, -я ουδ. Βλ. вырубка A, 2σημ.). вырубать(ся) ο.δ. ρλ. вырубить(ся). вырубить, -бЛЮ, -бишь р.σ.μ. 1 κόβω, κό- κόπτω, κατακόβω· - рощу κόβω το δασάκι. 2 εκ- κόπτω, αφαιρώ, βγάζω κόβοντας· - сук ИЗ бревна κόβω το χοντρό κλαδί απο τον κορμό δέντρου. II εγκόπτω, εντέμνω, κάνω εγκοπή, ε- εντομή. II πελεκώ, λαξεύω, σκαλίζω. 3 εξορύσ- εξορύσσω. II εκφρ. - ОГОНЬ πριοβολίζω, πιάνω φωτιά με τον πριόβολο. II -СЯ βγαίνω, εξέρχομαι, α- ανοίγω δρόμο κόβοντας τα εμπόδια. вырубка, -И θ. 1 κοπή, κόψιμο, τομή. Η υ-
выр 176 вые λατόμηση. 2 (απλ.) το κομμένο μέρος, εγκο- πή, εντομή. 3 κομμένο μέρος δάσους. выругать р.σ.μ. βρίζω, περιλούζω, λούζω (πατόκορφα), καθυβρίζω. II -ОЯ βρίζω κλπ. ρ.μ. выруливать р.6. βλ. вырулить. вырулить ρ.σ. οδηγώ το αεροπλάνο πάνω στη γη. выручать(ся) ρ.δ. βλ. выручить(ся). выручить, -чу, -чишь р.σ.μ. 1 (παλ.) ε- ελευθερώνω, παίρνω με εγγύηση. 2 βγάζω απο δύσκολη κατάσταση, δίνω χείρα βοηθείας. 3 κερδίζω, βγάζω με το εμπόριο. II -ОЯ 1 βγαί- βγαίνω απο δύσκολη κατάσταση. 2 αμείβομαι, παίρ- παίρνω ως αμοιβή. выручка, -И θ. 1 βοήθεια. 2 το κέρδος, έ- έσοδο απο την πώληση. 3 τ° συρτάρι των ει- εισπράξεων, μπεζαχτάς. II εκφρ. на -у (прийти и.τ.τ.) σε βοήθεια (αρωγή) έρχομαι. вырывать1 ρ.δ. βλ. вырвать1. II -оя 1 βλ. вырваться! 2 προσπαθώ να ξεφύγω, ν* απαγκι- απαγκιστρωθώ, ν' απαλλαγώ. вырывать(ояJр.б. βλ. вырыть(ся). вырыть, -рою, -роешь р.σ.μ. 1 σκάβω, εκ- εκσκάπτω· - яму σκάβω λάκκο. 2 ξεθάβω, εκθά- πτω, ξεχώνω. II -0Я σκάβοντας βγαίνω στην ε- επιφάνεια· крот -лея о τυφλοπόντικας σκάβο- σκάβοντας βγήκε έξω (στην επιφάνεια). ВЫРЯДИТЬ, -Яду, -ЯДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. выряженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) λουσάρω, στολίζω. II -ОЯ λουσάρομαι, στολί- στολίζομαι, καλλωπίζομαι. выряжать(ся) р.δ. е\.вйрядить(ся). высадить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 αποβιβάζω, ξεμπαρκάρω· βγάζω, εξάγω· κατε- κατεβάζω. II βοηθώ να κατέβει· - больного из кре- кресла σηκώνω τον άρρωστο απο την πολυθρόνα· - ребёнка из коляски κατεβάζω το παιδάκι απο το καροτσάκι. 2 μεταφυτεύω. 3 (απλ.) σπάζων ζεκαρφώνω· -ли дверь έσπασαν την πόρτα.ΙΙ-сЯ αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω· βγαίνω, εξέρχομαι κατεβαίνω. Высадка1, -И θ. 1 αποβίβαση, ξεμπαρκάρισμα. 2 μεταφύτευση. высадка*, -и θ. βλ. высадки. высадки, -док к. -дков πλθ. (ενκ. выседка, -и θ. к. высадок, -дка α.) φυτά μεταφυτευ-1 μένα. высаживание, -я ουδ. βλ. высадка1. высаживать(оя) р.δ. βλ. высадить(ся). высасывать р.δ. βλ. высосать. И -ся απορ- απορροφιέμαι. высватать р.σ.μ. (παλ.) παίρνω τη συγκα- συγκατάθεση των γονέων του κοριτσιού ή του παι- παιδιού για γάμο. высватывать р.δ. βλ. высватать. высверливать(ся) ρ.δ. βλ. высверлить(ся). ВЫСВврлиТЬ ρ.σ.μ. τρυπανίζω, τριβελλίζω.ΙΙ -ОЯ τρυπανίζομαι, τριβελλίζομαι. высветить, -ечу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высвеченный, βρ: -чён, -а, -о р.σ.μ. φω- φωτίζω, διαφωτίζω, φέγγω δυνατά. II -СЯ φωτί- φωτίζομαι δυνατά. высветлить р.σ.μ. κάνω κάτι να λάμπει ν' αστράφτει. II -0Я λάμπω, αστράφτω. высвист, -а α. (απλ.) τραγούδι σφυριχτό. высвистать к. высвистеть, -ищу, -истишьр. σ.μ. σφυρίζω τραγούδι, μελωδία. II καλώ με σφύριγμα. ВЫСВИСТЫВаше, -Я ουδ. σφύριγμα. II σφύριγ- σφύριγμα τραγουδιού. высвистывать ρ.δ. 1 βλ. высвистать. 2 σφυ- σφυρίζω· -ла метель σφύριζε η χιονοθύελλα. II -СЯ σφυρίζω τραγούδι. II καλώ με σφύριγμα. ВЫСВОбОДИТЬ, -божу, -бОДИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ.высвобожденный, βρ: -ден, -а, -о р.σ.μ. 1 απελευθερώνω, λευτερώνω, ξεσκλαβώνω, λυ- λυτρώνω, απαλλάσσω. 2 βγάζω, ξεσκαλώνω, απα- απαγκιστρώνω, ελευθερώνω. II -СЯ απελευθερώνο- απελευθερώνομαι· απαλλάσσομαι. II απαγκιστρώνομαι .II δεν εφαρμόζομαι, δε χρησιμοποιούμαι. высвобождаться) р.δ. βλ. высвободиться). высвобождение, -Я ουδ. 1 απελευθέρωση, α- απαλλαγή, ξεσκλάβωμα· λύτρωση. 2 ξεσκάλωμα, απαγκίστρωση. *" ВЫсев, -а α. 1 σπορά, σπάρσιμο. 2 το πο- ποσό του σπόρου. высевание, -Я ουδ. σπορά, σπάρσιμο. высевать(ся) р.δ. βλ. высеять(ся). высевающий επ. απο μτχ. σπαρτικός- -ая ма- машина σπαρτιχή μηχανή. высевка, -и θ. (απλ.) σπορά, σπάρσιμο. высевки, -ΒΚΟΒ к. -вок πλθ. σκύβαλα, απο- κοσκινίσματα. высеивать(ся) р.δ. βλ. высеять(ся). высекание, -Я ουδ. λάξευση, -μα, σκάλισμα, γλυφή. высекать р.δ. βλ. высечь1. II -ся λαξεύο- λαξεύομαι, σκαλίζομαι. ВЫСелёнед, -нца α., ~ка, -И θ. μέτοικος,-η. выселение, -Я ουδ. ξεσπίτωμα· έξωση.II με- μετοίκηση. выселить ρ.σ.μ. ξεσπιτώνω, κάνω έξωση. II μετοικίζω. II -ся μετοικώ, μεταναστεύω· - из отечества εκπατρίζομαι. выселок, -лка α. и. выселки -ов πλθ. αγρο- αγροτικός συνοικισμός, οικισμός. выселять(ся) р.δ. βλ. выселить(ся). высемениться, -ится р.σ. υπερωριμάζω, μου πέφτουν οι σπόροι. высеребрить ρ.σ.μ. επαργυρώνω. высечение, -Я ουδ. λάξευση, σκάλισμα, γλυφή.
вые 177 вые высечка, -и θ. βλ. высечение. высечь1, -еку, -ечешь, -екут, παρλθ. χρ. вы- высек, -ла, -ЛО р.σ.μ. λαξεύω, σκαλίζω, γλύ- γλύφω. || εκφρ. - огонь η* искру πριοβολίζω, πιά- πιάνω φωτιά με τον πριόβολο. Высечь2 ρ.σ.ц. (γραμμ. στοιχεία βλ. высечь1) μαστιγώνω, φραγγελώνω, βουρδουλίζω· βιτσίζω. высеять, -ею, -еешь р.σ.μ. σπέρνω ολοκλη- ολοκληρωτικά. II -СЯ υπερωριμάζω, μου πέφτουν οι σπόροι. ВЫСИДеТЬ, -ИЖу, -ИДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.' χρ. высиженный, βρ: -жен, -а, -о. 1 κάθο- κάθομαι, μένω, παραμένω πολύ, αρκετό χρόνο. 2 εκκολάπτω, κλωοσώ, επωάζω, βγάζω πουλάκια. 5 αμ. μτφ. (απλ.) πετυχαίνω, κατορθώνω με την πάροδο του χρόνου. II -СЯ παραμένω πολύ χρό- χρόνο, επ αρκετόν - дома после болезни οικου- ρώ μετά την ασθένεια. ВЫСИДКа, -И θ. 1 κλώσσημα, επώαση. 2 παρα- παραμονή στο κρατητήριο. Высиживание, -Я ουδ. 1 παραμονή· - дома η παραμονή στο σπίτι (οικουρία). 2 κλώσσημα, επώαση. высиживать(ся) р.δ. βλ. высидеть(ся). ВЫСИНИТЬ р.σ.μ. βάφω κυανό χρώμα. II λερώ- λερώνομαι με κυανό χρώμα. II (απλ.) λουλακίζω· - бельё λουλακίζω τα ρούχα. ВЫСИТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.δ. υψώνομαι, ορθώνομαι. ВЫСКабЛИВаТЬ ρ.δ. βλ. ВЫСКОбЛИТЬ. II -СЯ ξύ- ξύνομαι. II καθαρίζομαι με απόξεση. высказать, -кажу, -кажешь р.σ.μ. εκφρά- εκφράζω, εκφέρω, λέγω· - СВОЮ МЫСЛЬ εκφράζω τη σκέψη μου· - своё мнение λέγω τη γνώμη μου· - Пожелание εκφράζω την ευχή (εΰχομαι)· предположение εκφράζω εικασία·- уверенность εκφράζω την πεποίθηση. II αποκαλύπτω· φανερώ- φανερώνω· он -ал свою тайну αυτός είπε το μυστικό του. II -0Я εκθέτω, εκφράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. II αποφαίνομαι, εκφράζομαι· - за КОГО απο- αποφαίνομαι για (υπέρ) κάποιον - против КОГО εκφράζομαι κατά κάποιου. Высказывание, -Я ουδ. 1 έκφραση. 2 γνώμη, κρίση, απόφανση. высказывать(ся) р.δ. βλ. выоказать(ся). выскакать, -скачу, -скачешь Ιρ.σ.. βγαίνω καλπάζοντ χς. выскакивать р.δ. βλ. выскакать. выскальзывать р.δ. βλ. выскользнуть. ВЫСХОбЛИТЬ, -лю, -лишь ρ.σ.μ. 1 ξύνω κα- καλά· λειαίνω. 2 καθαρίζω, εξαλείφω,σβήνω ξύ- ξύνοντας· - букву σβήνω το γράμμα ξύνοντας. || (ιατρ.) απόξεση. выскользать р.δ. βλ. выскользнуть. ВЫСКОЛЬЗНУТЬ ρ.σ. 1 γλιστρώ, πέφτω. II μτφ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω. 2 φεύγω κρυφά, διαφεύγω. ВЫСКОЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ ρ.σ. 1 ξεπηδώ, ξε- ξεπετιέμαι, πηδώ έξω· διαφεύγω, ξεφεύγω. 2 μτφ. εμφανίζομαι απροσδόκητα· σχηματίζομαι, γί- γίνομαι· у меня чйрей -ил μου έγινε (ξεπετά- (ξεπετάχτηκε) καλόγηρος. 3 ξεφεύγω, αποσπώμαι. 4 σηκώνομαι, ξεπετάγομαι χωρίς την έγκριση· - со своими замечаниями ξεπετιέμαι και κάνω τις παρατηρήσεις μου. 4 φτάνω γρήγορα στο σκοπό μου. II εκφρ. - из головы ή из памяти ξεχνώ, λησμονώ· - замуж βιάζομαι να παντρε- φτώ, ВЫСКОЧКа, -и α. κ. θ. 1 επιδειξίας. 2 κα- καταφερτζής, καπάτσος, επιτήδειος στο ν' ανα- αναδείχνεται. выскребать р.δ. βλ. выскрести. II -ся ξύ- νομα ι, αποξύνομαι. выскрести, -ебу, -ебешь, παρλθ. χρ. вы- выскреб, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вы- выскребенный, βρ: -бен, -а, -о ρ-.σ.μ. 1 ξύνω, αποξύνω, καθαρίζω ξύνοντας. 2 ^αθουλώνω ξύ- ξύνοντας . выслать, вышли, вышлешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высланный, βρ: -лан, -а, -о р.σ.μ. 1 α- αποστέλλω, στέλλω, εξαποστέλλω. 2 διώχνω, εκ- εκδιώκω, αποπέμπω. 3 εξορίζω, εκτοπίζω, εξο- εξοστρακίζω. выследить, -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выслеженный, βρ: -жен, ~а:, -ο ρ.σ.μ. α- ακολουθώ τα ίχνη, παρακολουθώ κατά πόδας, ε- ξιχνεύω, ιχνηλατώ· παίρνω στο κοντό. выслеживание, -Я ουδ. παρακολούθηση των ιχνών, εξιχνίαση. выслеживать р.δ. βλ. выследить. II -ся πα- παρακολουθούμαι . выслуга, -И θ. συμπλήρωση του χρονικού ο- ορίου υπηρεσίας· за -у лет για ευδόκιμη υπη- υπηρεσία ή συμπλήρωση του χρονικού ορίου· за -ОЙ лет (παλ.) για υπηρεσία πέραν του χρο- χρονικού ορίου. выслуживание, -я ουδ. βλ. выслуга. И εκ- δούλευση, εξυπηρέτηση για απόκτηση της εύ- εύνοιας των ανωτέρων. выслуживаться) ρ.δ. βλ. выслужить(ся). ВЫСЛУЖИТЬ, -жу, -ЖИШЬ р.σ.μ. 1 συμτ.ληρώ- νω το χρονικό όριο υπηρεσίας. 2 παίρνω σύ- σύνταξη. II -СЯ 1 (παλ.) προάγομαι, αποβιβά- αποβιβάζομαι. 2 αποκτώ την εύνοια με εξυπηρετήσεις. выслушать р.σ.μ. 1 ακούω προσεχτικά ως το τέλος· ακροώμαι, -άζομαι. 2 (ιατρ.) ακούω, ακροώμαι (ασθενή). выслушивание, -я ουδ. 1 άκουσμα· - приго- приговора το άκουσμα της καταδικαστικής απόφασης. 2 (ιατρ.) ακρόαση· - сердца ακρόαση της καρ-« διάς. выслушивать р.δ. βλ. выслушать. высмаливать(ся) р.δ. βλ. высмолить(ся). высматривать ρ.δ. βλ. высмотреть. II-ея κοι-
вые 178 вые τάζω, δια3λέπω κλπ. ο. ενεργ. φ. высмеивать(ся) р.δ. βλ. высмеять(ся). ВЫСМвЯТЬ, -ею, -еешь р.σ.μ. περιγελώ, ε- εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω. II -СЯ καταγελώ, ξεκαρδίζομαι στα γέλια, γελώ με την καρδιά μου, με την ψυχή μου. ВЫСМОЛИТЬ р.σ.μ. πισσώνω, αλείφω με πίσ- πίσσα. II -СЯ πισσώνομαι, αλείφομαι με πίσσα. высморкать ρ.σ.μ. στην έκφρ. - НОС σκου- σκουπίζω, σφουγγίζω, καθαρίζω τη μύτη, απομάσσω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ВЫСМОТрвТЬ, -рю, -ришь ρ.σ.μ. 1 κοιτάζω, διακρίνω* παρατηρώ. 2 κοιτάζω όλα* он -ел всю выставку αυτός κοίταξε (είδε) όλη την έκθεση. II εκφρ. - глаза (απλ.) κουράζω τα μάτια κοιτάζοντας. высовывать(ся) ρ.δ. βλ. высунуть(ся). высокий, επ., βρ: -сок, -сока, -соко και -οοκό, -соки και -соки; выше; высший к. вы- высочайший. 1 (ϋ)ψηλός, υψιτενής· - ДОМ ψηλό σπζτι· - рост μεγάλο ανάστημα· -ая гора ψη- ψηλό βουνό· - потолок ψηλή οροφή· -ое дере- дерево ψηλό δέντρο. 2 μεγάλος· - урожай μεγά- μεγάλη σοδειά· -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. οεύματος)· -ая производительность труда υ- υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς· -ое да- давление μεγάλη πίεση· -ая температура υψηλή θερμοκρασία. 3 πολύ καλός, εξαιρετικός· ά- άριστος· -ая оценка υψηλή εκτίμηση· товар -ГО качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας. Α πολύ μεγάλος· -ая честь μεγάλη τιμή· - ПОСТ αεγάλο πόστο· -ое звание υψηλός τίτλος· -ая награда μεγάλο βραβείο· - гость о μεγάλος Φιλοξενούμενος (επισκέπτης). 5 πανηγυρικός· - СТИЛЬ υψηλό ύφος. 6 (για ήχους) λεπτός, ο- οξύς. II εκφρ. - лоб φαρδύ (ψηλό) μέτωπο* -ая грудь ψηλό (ορθό) στήθος· быть -ГО мнения έ- έχω καλή γνώμη (για κάποιον). ВЫСОКО к. ВЫСОКО επίρ. (υ)ψηλά, επάνω. II σε μεγάλο βαθμό, μεγάλως. ВЫСОКОВОЛЬТНЫЙ επ. (ηλεκτρ.) υψηλής τάσης* -ая ЛИНИЯ ηλεκτρική γραμμή μακράς μεταφοράς ή κύριος αγωγός. ВЫСОКОГОРНЫЙ επ. ορεινός, σε ψηλά βουνά· -ые пастбища ορεινά βοσκοτόπια- -ое Озеро ο- ορεινή λίμνη· - район πολύ ορεινή περιοχή. ВЫСОКОИДёЙНЫЙ επ. με ψηλά (ανώτερα) ιδεώ- ιδεώδη (ιδανικά)· -ое произведение ιδεώδες έρ- έργο (με μεγάλα ιδανικά). высококачественный επ. άριστης ποιότητας, έξτρα* -ая продукция προϊόντα (παοαγωγή) ά- άριστης ποιότητας. высококвалифицированный επ. άρτια καταρ- καταρτισμένος, ειδικευμένος. высокомасличный, επ. μεγάλης περιεκτικό- περιεκτικότητας σε λάδι, πολύ ελαι,οΰχοο. высокомерие, -Я ουδ. υπεροψία, αλλαζονεια, έπαρση, οίηση. высокомерно επίρ. υπεροπτικά, αλλαζονικά. высокомерность, -и θ. βλ. высокомерие. высокомерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно υπεροπτικός, αλλαζονικός, υψηλόφρονας· - 46- ловёк υπερόπτης, αλλάζων, φαντασμένος, οιη- ματίας. высоконравственный επ. ηθικότατος, αγνό- αγνότατος, πάναγνος, πανάμωμος. высокообразованный επ. πολυμαθής, ευρυμα- ευρυμαθής , πολυμορφωμένος. высокоодарённый επ. προικισμένος με ιδιο- ιδιοφυία, ιδιοφυής, ταλαντούχος. высокооплачиваемый επ. μεγαλόμισθος. ВЫСОКОПарНО επίρ. με στόμφο, στομφοδώς. ВЫООКОПарНОСТЬ, -И θ. στόμφος, έμφαση. высокопарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно; στομφώδης, πομπώδης. высокопоставленный επ. ο υψηλά ιστάμενος, αξιωματούχος. высокопробный επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) καθα- καθαρός* γνήσιος* -ое ЗОЛОТО καθαρός χρυσός*-ое ВИНО γνήσιο κρασί. высокопродуктивный επ., βρ: -вен, -вна, -ΒΗΟ γονιμότατος, αποδοτικότατος, παοαγωγι- κότατος. высокопроизводительный επ., βρ: -лен,-ль- -лен,-льна, -ЛЬНО υψηλής (μεγάλης) παραγωγικότητας, παοαγωγικότατος. ВЫСОКОРАЗВИТЫЙ επ. πολύ αναπτυγμένος, ποο- ηγμένος· -ые страны οι πολύ προηγμένες χώ- χώρες. высокородие, -я ουδ. ευγένεια· ваше, его κ.τ.τ. - η ευγένεια σας, του. »ВЫСОКОСОРТНЫЙ επ. άριστης, πρώτης ποιότη- ποιότητας, έξτρα. ВЫСОКОСТЬ, -И θ. (γραπ. λόγος) υψηλότητα, βαθύτητα, βάθος· - МЫСЛИ το βάθος της σκέψης. высокоталантливый επ., βρ: -лив, -а, -о; εξαιρετικού ταλέντου, μεγάλος ταλαντούχος. высокоуважаемый επ. αξιοσέβαστος, πολυσέ- βαστος. высокочастотный επ. (ηλεκτρ.) υψηλής συ- συχνότητας . ВЫСОСаТЬ, -ОСУ, -ОСеШЬ р.σ.μ. ροφώ· - СОК ИЗ апельсина .ροφώ τό χυμό του πορτοκαλιού. II μτφ. απομυζώ, ξεζουμίζω, εξαντλώ (οικονο- (οικονομικά). II εκφρ. - все соки ξεζουμίζω, κατε- ζαντλώ, ρουφώ το αίμα· - из пальца βυζαίνω το δάχτυλο, μωρολογώ, λέγω στα κουτουρού, α- απερίσκεπτα. высота, -ы θ". Τ,ύψος, το ψήλος* - дома το ύφος του σπιτιού· - над уровнем моря το υ- υψόμετρο* υψοδείχτης· - полёта το Φύψος πτή- πτήσης· набирать -у πετώ προς τα πάνω, ανίπτα-
вые 179 вые \χσ.ι , υψώνομαι· В -ё στα ϋψη· на -ё 10 Μ. σε ιίψος 10'ц. 2 ΰψωμα, λόφος, βουναλάκι· Κ0- мантные -Ы (στρατ.) τα δεσπόζοντα υψώματα. 3 βαθμός· μέγεθος· - давления ύψος πίεσης· температуры το ύψος της θερμοκρασίας· - зна- знаний το μέγεθος των γνώσεων - техники το ύ- ύψος της τεχνικής. II εκφρ. быть ή оказаться на -ё положения στέκομαι στο ϋψος των περι- περιστάσεων. ВЫСОТКа, -И θ. υψωματάκι, γήλοφος. ВЫСОТНИК, -а α. 1 χτίστης υψηλών οικοδο- οικοδομών. 2 αεροπόρος υψηλών πτήσεων. ВЫСОТНЫЙ επ. (υ)ψηλός· -ые здания ψηλά χτί- ρια· - полёт υψηλή πτήση· -ые самолёты αε- αεροπλάνα υψηλής πτήσης. II εκφρ. -ая болезнь ίλιγγος ύψους. ВЫСОТОМёр, -а α. υψομέτρης, υψόμετρο (όρ- (όργανο) . высохнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. высох, -ла, -ло р.σ. στεγνώνω, ξηραίνομαι* бельё -ЛО τα ρούχα στέγνωσαν. II στε ι ρεύω, στερεύω · слёзы -ЛИ τα δάκρυα στέρεψαν. 2 (για φυτά) μαραίνομαι, μαραγκιάζω. 3 Μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, λιώνω· ОН -ул ОТ ТОСКИ αυτός μαράθη- μαράθηκε απο τη θλίψη. высочайший υπερθ. βαθ. του επ. высокий ύ- ύψιστος. II αυτοκρατορικός· - указ αυτοκρατο- αυτοκρατορικό διάταγμα. ВЫСОченнЫЙ επ. (απλ.) πανύψηλος. ВЫСОчество, -а ουδ. (προσηγορία) υψηλότη- τα· ваше - η υψηλότητά σας. выспаться, -плюсь, -гшшься ρ.σ. χορταίνω (τον) ύπνο. ВЫСПеванве, -Я ουδ. ωρίμαση, γίνωμα·-ПЛО- γίνωμα·-ПЛОДОВ η ωρίμαση των καρπών. выспевать р.δ. βλ. выспеть. ВЫСПетЬ, -пеет р.σ. ωριμάζω πλήρως, γίνομαι. выспрашивание, -Я ουδ. διερώτηση, επίμο- επίμονη ερώτηση. выспрашивать р.δ. βλ. выспросить. выспренний, -яя, -ее επ. (ειρν.) βλ. вы- высокопарный . выспренность, -и θ. βλ. высокопарность. ВЫСПРОСИТЬ, -рошу, -РОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпрошенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. κ. αμ. ερωτώ, ψιλορωτώ, ξεψαχνίζω, εξιχνιάζω. выставить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 βγάζω, α- αφαιρώ· - раму ИЗ окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου. 2 μετακινώ, τοποθετώ αλλού· - шкаф В коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρο- διάδρομο. II μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω* -кого'-н. ИЗ комнаты βγάζω κάποιον έξω απο το δωμάτιο. II εκθέτω σε θέα. 3 προβάλλω, προεκβάλλω· грудь προτείνω το στήθος. 4 βάζω, εκθέτω· - кандидатуру βάζω υποψηφιότητα· - требования βάζω τα αιτήματα. 5 τοποθετώ* - охрану βά- βάζω φρουρά· - часовых Βάζω σκοπούς. 6 παρου- παρουσιάζω, παρασταίνω· - в смешном виде παρου- παρουσιάζω γελοίον - себя учёным παρουσιάζομαι σαν επιστήμονας. 7 εγγράφω* - оценки за чет- четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τοϋ τρί- τρίμηνου. 8 παρατάσσω* - большую армию παρα- παρατάσσω πολύ στρατό* - веские аргументы αρα- αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα* - возражения προ- προβάλλω αντιρρήσεις. II -СЯ βγαίνω, προβάλλω, -ομαι* из окна -лась лохматая голова απο το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι. выставка, -И θ. 1 τοποθέτηση, βάλσιμό. 2 έκθεση για θέα. 3 έκθεση προϊόντων, δημιουρ- δημιουργημάτων* сельскохозяйственная - αγροτική έκ- έκθεση (αγροτικών προϊόντων)· художественная - καλλιτεχνική έκθεση* посещать -у επισκέ- επισκέπτομαι την έκθεση. II προθήκη, μόστρα. выставление, -Я ουδ, 1 υποβολή υποψηφιότη- υποψηφιότητας, 2 προβολή (αιτημάτων, διεκδικήσεων κλπ), 3 έκθεση. II εγγραφή* - ГОДОВЫХ оценок εγ- εγγραφή του γενικού σχολικού βαθμού. выставлять(ея) р.δ. βλ. выставить(ся). выставной επ. της έκθεσης* για έκθεση* της τοποθέτησης. II κινητός, αφαιρούμενος, αρμο- λογητός. ВЫОТавочныЙ επ. της έκθεσης* - зал η αί- αίθουσα της έκθεσης. выстаивать(ся) р.δ. βλ. выстоять(ся). выстегать1 р.σ. βλ. стегать1. выстегать2 р.σ. βλ. стегать2. выстёгивать (сяI р. δ. βλ. стегать(сяI. выстёгивать (сяJ р. δ. βλ. стегать(сяJ. ВЫСТёГИВать3 р.δ. βλ. выстегнуть1. II -СЯ μα- μαστιγώνομαι . ВЫСТеГНуТЬ1 р.σ.μ. βγάζω μαστιγώνοντας* глаза βγάζω τα μάτια με το μαστίγιο. выстегнуть2 р.σ.μ. ξεκουμπώνω. выстелить р.σ.μ. (απλ.) βλ. выстлать. выстилать ρ.δ.μ. βλ. выстлать. Η -ся στρώ- στρώνομαι . выстирать р.σ.μ. πλένω, λευκαίνω* - бельё λευκάίνω τα ρούχα. выстлать, -стелю, -стелешь р.σ.μ. στρώνω, επιστρώνω, σκεπάζω, καλύπτω. ВЫСТОЯТЬ, -ОГО, -оишь, προστκ. ВЫСТОЙ κ. ВЫСТОЙ ρ.σ. 1 στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι* я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά та ώρα. 2 μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα. II -ся 1 παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω* вино -лось и стало кре- крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο. 2 ξεκουράζομαι, α- αναπαύομαι (για άλογο). » выстрагивать р.δ. βλ. выстрогать. II -ся πλανίζομαι. выстрадать Ρ.σ.μ. 1 υπομένω, υποφέρω πολ-
вые 180 вые λά. 2 κατορθώνω με βάσανα, δυσκολίες. выстраивать(ся) р.δ. βλ. выстроить(ся). выстрачивать р.δ. βλ. выстрочить.II-ся γα- γαζώνομαι . выстрел, -а α. Λ πυροβολισμός· раздался - ακούστηκε πυροβολισμός, έπεσε τουφεκιά· ОН сдался без -а παραδόθηκε χωρίς να ρίξει του- τουφεκιά· произвести - πυροβολώ. 2 εκπυρσοκρό- εκπυρσοκρότηση· звук -а о κρότος της εκπυρσοκρότησης· орудийный - η κανονιά. II βολή· холостой άσφαιρη βολή. II εκφρ. на - όσο κόβει το του- τουφέκι. выстрелить р.σ. πυροβολώ, τουφεκώ, ρίχνω, βάλλω· - в воздух πυροβολώ στον αέρα. выстрелять р.σ. 1 ρίχνω, ξοδεύω, κατανα- καταναλώνω· - все патроны ρίχνω ολα τα φυσίγγια. 2 (κυνηγ.) κατασκοτώνω, καταφονεύω, εξολο- εξολοθρεύω, ξεκάνω. выстригание, -я ουδ. выстрижка. выстригать р.δ. βλ. ВЫСТРИЧЬ. II -СЯ κου- κουρεύομαι . выстрижка, -И θ. κούρευμα. выстричь, -игу, -ижешь, -игут, παρλθ. χρ. выстриг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вы- выстриженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. κουρεύω. выстрогать р.σ.μ. πλανίζω, ροκανίζω. выстроить, -ОЮ, -ОИШЬ р.σ.μ. 1 χτίζω, οι- οικοδομώ, ανεγείρω· τελειώνω την ανέγερση της οικοδομής. 2 (στρατ.) συντάσσω· - ПОЛК συντάσ- συντάσσω το σύνταγμα· - солдот В одну шеренгу συ- συντάσσω τους στρατιώτες εφ' ενός ζυγού. II -СЯ 1 (στρατ.) συντάσσομαι, μπαίνω στη γραμμή. II τοποθετούμαι· на тропинке -лись восемь пу- пулемётов στο μονοπάτι στήθηκαν οχτώ πολυβόλα. 2 χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι. 3 (απλ.) τελειώνω την οικοδομή μου. выстрочить, -чу, -ЧИШЬ ρ.σ.μ. ψιλογαζώνω· γαζώνω ολοκληρωτικά. выстругать ρ.σ.μ. βλ. выстрогать. выстругивать ρ.δ. βλ. выстрагивать(ся). ВЫСТУДИТЬ, -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выстуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. μ. (απλ.) αποψύχω, ψυτραίνω, κρυώνω· - комнату ψυχραίνω το δωμάτιο. II -ся ψύχομαι, ψυχραί- νομαι, κρυώνω· κόΐ/ната -лась το δωμάτιο κρύ- κρύωσε . выстуживать(ся) р.δ. βλ. выстудить(ся). выстукать р.σ.μ. 1 χτυπώ, κροτώ, μεταδίδω με συνθηματικούς χτύπους. 2 επικρούω, εξε- εξετάζω με επίκρουση, ακροώμαι το εσωτερικό. 3 χτυπώ (πλήκτρα κ.τ.τ.)· - телеграмму μετα- μεταδίδω τηλεγράφημα· - на пйщущей МЭШИНКе δα- δακτυλογραφώ, χτυπώ στη γραφομηχανή. выстукивать ρ.δ. βλ. выстукать. II -ся χτυ- χτυπιέμαι, επικρούομαι κλπ. ρ,ενργ. φ. выступ, ^-а α. εξοχή, προεξοχή. выступать ρ.δ. 1 βλ. выступить. 2 εξέχω, προεξέχω, προέχω, προεκβάλλω, ξέχω, ξεπέχω. 3 βαδίζω με αξιοπρέπεια, σοβαρότητα. ВЫСТУПИТЬ, -плю, -ПИШЬ р.σ. 1 βγαίνω, ε- εξέρχομαι. 2 ξεκινώ, εκκινώ, παίρνω κατεύθυν- κατεύθυνση, αναχωρώ. 3 εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι· слёзы -ли на глазах δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια· - на сцене εμφανίζομαι στη σκηνή. 4- αγορεύω, βγάζω, εκφωνώ λόγο, ομιλώ, δημηγο- ρώ· - на собрании ομιλώ στη συνέλευση. II εκφρ. - В роли КОГО-Н. υποδύομαι το ρόλο κά- κάποιου. выступление, -я ουδ. 1 ξεκίνημα, εκκίνη- εκκίνηση, αναχώρηση· приказ О -ИИ διαταγή εκκίνη- εκκίνησης. 2 εμφάνιση στη σκηνή· η εκτέλεση απο τη σκηνή. II ενέργεια. II δήλωση'. 3 εκφώνηση λόγου, αγόρευση, ομιλία, λόγος, δημηγορία. II πάλη, αγώναςγ выстывать ρ.δ. βλ. выстыть. ВЫСТЫТЬ, -стынет ρ.σ. ψύχομαι, κρυώνω· κό- мната -тыла το δωμάτιο κρύωσε. ВЫСУДИТЬ, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высуженный, βρ. -жен, -а, -ο ρ.α μ. (απλ) παίρνω, κερδίζω δικαστικώς. высуживать ρ.δ. βλ. высудить. II -ся παίρ- παίρνομαι, κερδίζομαι δικαστικώς. высунуть р.σ.μ. βγάζω ε'ξω, εξάγω· - ТОЛО- ву ИЗ окна βγάζω το κεφάλι έξω απο το παρά- παράθυρο· - ЯЗЫК βγάζω τη γΧωσσα. II εκφρ. нельзя носу - (ИЗ Дому) δεν τον αφήνουν (επιτρέπουν) να ζεμυτίσει έξω απο το σπίτι. II -ся βγαί- βγαίνω, προβάλλω, φαίνομαι. высушивать(ся) р.δ. βλ. высушить(ся). ВЫСУШИТЬ, -ушу, -ушишь р.σ.μ. 1 στεγνώνω, ξηραίνω· - бельё στεγνώνω τα ρούχα. 2 (παλ.) πίνω ως τον πάτο. 3 βασανίζω, κατατυραννώ. II -СЯ στεγνώνω, ξηραίνομαι· бельё -ЛОСЬ τα ρούχα στέγνωσαν. высчитать р.σ.μ. 1 λογαριάζω, υπολογίζω, κάνω, βγάζω το λογαριασμό. 2 κρατώ, αφαιρώ απο το ποσό καταβολής. высчитывать р.δ. βλ. 1 высчитать, г (παλ.) αριθμώ, μετρώ, καταμετρώ. ВЫСШИЙ, -ая, -ее υπερθ. β. του επ. высо- высокий. 1 ανώτατος, υπέρτατος· -ая судебная ин- стйнция о ανώτατος δικαστικός οργανισμός· - командный состав το ανώτατο διοικητικό σώ- σώμα· -ее начальство η ανώτατη διοίκηση· -ая точка το ανώτατο σημείο· -ая форма органи- организации ανώτατη μορφή οργάνωσης· -ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. 2 α- ανώτερος· -ее Образование ανώτερη μόρφωση· -ая математика τα ανώτερα μαθηματικά· -ая школа ανώτερη σχολή· -ее качество ανώτερη ποιότητα. II εκφρ. - пилотаж εναέρια ακροβα- ακροβασία, αεροπορική επίδειξη· -ая мера наказа-
вые 181 выт ния η εσχάτη των ποινών -ее общество η α- ανώτερη κοινωνία* в -ей степени στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό. высылать р.δ. βλ. выслать. И -ся στέλλο- στέλλομαι, αποστέλλομαι, πέμπομαι κλπ. ρ» ενεργ. φ. ВЫСЫЛКа, -И θ. 1 αποστολή, στάλσιμο. 2 ε- εκτόπιση,, εξορία· απέλαση. высыпание, -я ουδ. βλ. высыпка A σημ.). высыпать, -ШЛО, -плешь р.σ. 1 μ. αδειάζω, εκκενώνω, χύνω· - муку из мешка αδειάζω το αλεύρι απο το σακκί. 2 (για πλήθος) εξέρχο- εξέρχομαι, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι. II εμφανίζομαι, φαίνομαι· -ЛИ звёзды βγήκαν τ' αστέρια· -ла СЫПЬ βγήκαν εξανθήματα. II -СЯ 1 (για στερεά) πέφτω, τρίβομαι. II αδειάζω, εκκενώνομαι. 2 εξέρχομαι, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι. высылаться) ρ.δ. βλ. высыпать(ся). высыпаться, -аюсь, -аешься р.δ. βλ. вы- выспаться. высыпка, -и θ. 1 (για στερεά) άδειασμα, εκκένωση, έκχυση. II διασκόρπιση, διασπορά. 2 (κυνηγ.) ερχομός πολλών θηραμάτων. высыхать р.δ. βλ. высохнуть. ВЫСЬ, -ив. το ϋ*ψος· недосягаемая - άφθα- άφθαστο (απρόσιτο) ύψος. II κορυφή· -и гор βου- βουνοκορφές . вытаивать ρ.'δ. βλ. вытаять. выталкивать р.δ. βλ. вытолкнуть. II -ся ε- εξάγομαι, βγαίνω. вытанцеваться р.σ. βλ. вытанцовываться. вытанцовывать, -аю, -аешь ρ.δ.μ.κ.αμ. χο- χορεύω· κάνω φιγούρες στο χορό. II -СЯ πετυχαί- πετυχαίνω, -ομαι, γίνομαι, στέργω. вытапливание'1, -Я ουδ. άναμμα. II θέρμανση, ζέσταμα. вытапливание2, -Я ουδ. λιώσιμο, τήξη. вытапливать(сяI ρ.δ. βλ. вытопить(сяI. выташшвать(сяJ ρ.δ. βλ. вытопить(сяJ. вытаптывать ρ.δ. βλ. вытоптать, -ся ποδο- ποδοπατιέμαι, καταπατιέμαι. вытаращивать ρ.δ. βλ. вытаращить. вытаращить, -щу, -ЩИШЬ р.σ.μ. γουρλώνω· - глаза γουρλώνω τα μάτια. II -СЯ μένω εκστα- εκστατικός, έκθαμβος, εμβρόντητος, αποσβολωμένος. вытаскать ρ.σ.μ. βγάζω έξω, εξάγω* βγάζω σέρνοντας. вытаскиваться) ρ.δ. βλ. вытащить(ся). вытатуировать, -рую, -руешь р.σ.μ. κατα- καταστίζω, διαστίζω το σώμα (με σχήματα, γραφές). ВЫТачать р.σ.μ. γαζώνω απο τις δυό πλευρές. вытачивание, -Я ουδ. τόρνευση* τρόχισμα. вытачивать ρ.δ. βλ. ВЫТОЧИТЬ. II -СЯ 1 ε- επεξεργάζομαι στον τόρνο, τορνεύομαι. 2 τρο- τροχίζομαι. 3 κατατρώγομαι, φθείρομαι. вытачка, -И θ. (ραπτ.) πιέτα. вытащить, -щу, -щишь ρ.σ.μ. 1 βγάζω έξω, εξάγω* σέρνω, τραβώ προς τα έξω* - мешок СО склада σέρνω το τσουβάλι έξω απο την αποθή- αποθήκη. 2 εκβάλλω, εκδιώκω* -ли пьяного из пив- пивной έβγαλαν έξω το μεθυσμένο απο τη μπυρα- μπυραρία. 3 αφαιρώ, αποσπώ* -ГВОЗДЬ βγάζω το καρ- καρφί* - зуб βγάζω το δόντι* - занозу βγάζω την αγκίδα. 4 κλέβω, υπεξαιρώ* часы -ли у меня В автобусе μου 'κλεψαν το ρολόι στο λεωφο- λεωφορείο. 5 Μτφ. τρομάζω, δυσκολεύομαι, δυσχε- δυσχεραίνομαι* - мужа В театр τρομάζω να πάρω το σύζυγο στό θέατρο. 6 γλυτώνω, απαλλάσσω* друга из беды βγάζω το φίλο απο τη δυστυχία. II -СЯ βγαίνω, εξάγομαι* ГВОЗДЬ -лея το καρ- καρφί βγήκε. вытаять, -тает ρ.σ. 1 λιώνω, τήκομαι· снег -ЯЛ το χιόνι έλιωσε. 2 εμφανίζομαι,προβάλλω κάτω απο το χιόνι* -ла тропинка με το λιώ- λιώσιμο του χιονιού φάνηκε το μονοπάτι. ВЫТверДИТЬ, -ржу, -рДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытверженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.αμ. α- αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω. вытворить р.σ. βλ. вытворить. вытворять ρ.δ.μ. κάνω* <$ια)πράττω· - вся- всякие шутки κάνω διάφορα αστεία* что ты тут -яешь? τι κάνεις εδώ; II -СЯ γίνομαι, δια- διαπράττομαι, εκτελούμαι. вытекание, -Я ουδ. (εκ)ροή, τρέξιμο, έκ- έκχυση. вытекать, -ает ρ.δ. Τ βλ. вытечь. 2 πηγά- πηγάζω. 3 μτφ. απορρέω, προκύπτω, βγαίνω*от сю- сюда -ает, ЧТО... απ' εδώ προκύπτει ότι... вытеребить, -блю, -бишь р.σ.μ. ξεριζώνω, εκριζώνω, βγάζω τραβώντας* - лён βγάζω το λινάρι. вытереть, -тру, -трешь, παρλθ. χρ. вытер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.вытертый, βρ: -терт, -а, -о, επιρ. μτχ. вытерев к. вытер- вытерши р.σ.μ. 1 σκουπίζω, καθαρίζω τρίβοντας, ξε- ξεσκονίζω. 2 σφουγγίζω* - ЛИЦО полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα. 3 φθεί- φθείρω, τρίβω (με τη χρήση). II -СЯ 1 σκουπίζο- σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. 2 φθείρομαι, λιώνω, τρί- τρίβομαι (απο τη χρήση). вытерпеть, -ГОЛО, -ЛИШЬ ρ.σ.μ. υπομένω, υ- υποφέρω, αντέχω, βαστώ, κρατώ* - боль βαστώ τον πόνο. II συγκρατιέμαι. вытертый επ. απο μτχ. τριμμένος, φθαρμέ- φθαρμένος, λιωμένος (απο τη χρήση). вытесать, -ешу, -ешешь р.σ.μ. φτιάχνω πε- πελεκώντας, πελεκώ* - топорище φτιάχνω στυ- λιάρι τσεκουριού. вытеснение, -Я ουδ. εκδίωξη, αποπομπή, διώ- ζιμο με σπρώξιμο. вытеснить ρ.σ.μ. 1 βγάζω έξω σπρώχνοντας, διώχνω, εκδιώκω. 2 εκτοπίζω, αντικαθιστώ* новая техника -ла старую η νέα τεχνική α-
выт 182 выт ντ ι κατέστησε (απώθησε) την παλιά. вытеснять с δ. βλ. вытеснить. II -ся σπρώ- σπρώχνομαι έξω, απωθούμαι* εκδιώκομαι. ВЫТёсывать ρ.δ. βλ. вытесать. II -СЯ φτιά- φτιάχνομαι, γίνομαι με πελέκημα, πελεκιέμαι. вытечь, -ечет, -екут, παρλθ. χρ. вытек, -ла, -ло ρ.σ. εκρέω, απορέω, χύνομαι, τρέχω. вытирание, -Я ουδ. σκούπισμα, καθάρισμα· ζεσκόνισμα· τριβή, τρίψιμο.Ι! σφούγγισμα. вытирать(ся) р.δ. βλ. вытереть(ся). ВЫТИСНИТЬ р.σ.μ. εντυπώνω, τυπώνω αε πίε- πίεση. II -ся εντυπώνομαι, τυπώνομαι με πίεση. вытионять(ся) ρ.δ. βλ.вытиснить(ся). ВЫТКать, -ку, -кешь р.σ.μ. 1 υφαίνω. 2 ε- νυφαίνω (σχέδιο κ.τ.τ.). ВЫТКНУТЬ р.σ.μ. βγάζω με κάτι αιχμηρό· глаз βγάζω το μάτι. II -СЯ εκπίπτω, πέφτω. вытолкать ρ.σ.μ. βγάζω έξω, εκδιώκω σπρώ- σπρώχνοντας , σπρώχνω έξω, εξωθώ. II εκβάλλω, βγά- βγάζω, πετώ με πίεση· - пробку εκπωματίζω με πίεση. ВЫТОПИТЬ1, -ШЛО, -ПИШЬ ρ.σ.μ. ανάβω, καίω· ζεσταίνω, θερμαίνω· - печь ανάβω τη σόμπα· - комнату ζεσταίνω το δωμάτιο. II -ся ανάβω, καίω· ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι. ВЫТОПИТЬ2, -ШЛО, -ПИШЬ р.σ.μ. λιώνω, τήκω· - сало λιώνω το λίπος (ξίγκι). II -ся λιώνω, τήκομαι. ВЫТОПКа, -И θ. λιώσιμο, τήξη με θέρμανση. ВЫТОПКИ, -ОВ πλθ. κατακάθια, υποστάθμη, ζούρες. вытоптать, -пчу, -пчешь р.σ.μ. 1 ποδοπα- ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ· - посевы καταπατώ τα σπαρτά. II ανοίγω δρόμο με πατήματα. 2 (απλ.) λεοώνω με ακάθαρτα παπούτσια· - ПОЛ λερώνω το πάτωμα με ακάθαρτα παπούτσια. выторачивать р.δ. βγάζω, αποσυνδέω απο τα λουριά του σάγματος. выторговать -гую, -ГуеШЬ р.σ.μ. κερδίζω με το εμπόριο ή παζαρεύοντας. II καταφέρω να υ- υποχωρήσει στην τιμή. выторговывать р.δ. βλ. выторговать. II -ся παΓο ρεύομαι. Выторочить, -чу, -ЧИШЬ ρ.σ. (κυνηγ.) βλ. вворачивать. ЗЫТОЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. 1 τορνεύω, ε- επεξεργάζομαι σε τόρνο. 2 (απλ.) τροχίζω, α- ακονίζω. 3 (απλ.) κατατρώγω, σαρακοτρώγω. II εκφρ. словно (будто, как) выточенный σαν α- απο τόρνο (κομψότατος). ВЫТОЧКа, -И θ. 1 τόρνευση. 2 τρόχισμα. 3 (απλ.) σαρακοιράγωμα, σαρακοφαγωμένο μέρος. вытравить1, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 δηλητηρι- δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, ξεκάνω με δη- δηλητήριο. 2 καθαρίζω χημικώς· - пятна βγάζω τους λεκέδες με χημική ουσία. 3 Χαράσσω (με χημική ουσία σε μέταλλο). 4 καταπατώ, ποδο- ποδοπατώ, τσαλαπατώ. 5 (κυνηγ.) σηκώνω, ' βγάζω, κάνω να βγει, να ξεπεταχτεί το θήραμα. II -СЯ 1 καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι με χημι- χημική ουσία. 2 χαράσσομαι με χημική ουσία. вытравить2, -влю, -вишь р.о.и. (ναυτ.) ζε- λασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω λίγο. II -СЯ κα- κατεβαίνω αργά, λίγο-λίγο (για άγκυρα, παλα- μάρι). вытравка, -И θ. χάραξη με χημική ουσία. вытравление, -Я ου&. 1 εξολόθρευση, κατα- καταστροφή, εξόντωση, ξέκαμα με δηλητηρίαση. 2 καθάρισμα με χημική ουσία. 3 βλ. вытравка. 4- καταπάτημα, τσαλαπάτημα. 5 (κυνηγ,) ξεσήκω- ξεσήκωμα θηράματος. вытравливание, -я ουδ. βλ. вытравление. вытравливатьС сяI ο.δ. βλ. вытравить( сяI внтравливать(сяJр.б. βλ. вытравить(ся)г. вытравлять(сяI р.δ. βλ. вытравить( сяI. вытравлять(ся)г ρ.δ. βλ. вытравить( сяJ. вытравной επ. διαβρωτικός, καυστικός. II χαρακτικός· -ое средство χημική ουσία χάρα- χάραξης- вытраливать ρ.δ. πιάνω με την τράτα. II-СЯ πιάνομαι με την τράτα. вытралить р.σ. βλ. вытраливать. вытрамбовать ρ.δ. βλ. трамбовать. вытребовать, -бую, -буешь р.σ.μ. 1 ζητώ να πάρω. 2 ζητώ την προσαγωγή· - свидетеля В суд ζητώ την προσαγωγή του μάρτυρα στο δι- δικαστήριο. II (απλ.) ζητώ, καλώ, προτείνω να έρθει· - жену из деревни ζητώ να έρθει η σύ- σύζυγος μου απο το χωριό. вытрезвитель, -Я α. υγειονομικό τμήμα α- ποκραιπαλισμού (ζεμεθύσματος). * вытрезвить, -ВЛЮ, -ВИШЬ ρ.σ.μ. ξεμεθώ. II -СЯ ξεμεθώ, απομεθύσκομαι. ВЫТразвлёние, -Я ουδ. ξεμέθυσμα. вытрезвлять(ся) ρ.δ. βλ. вытрезвить(ся). вытрепать, -плю, -плешь р.σ.μ. 1 κοπανί- κοπανίζω, στουμπίζω· - лён κοπανίζω το λινάρι. 2 (απλ.) τραβώ· - уши τραβώ τ' αυτιά (τιμωρώ). вытрубить, -блю, -бишь ρ.σ. Л μ. παίζω το ζουρνά. 2 μτφ. υπηρετώ πολύ νχιρό. ВЫТРУСИТЬ, -ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытрушенный, -шен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) αδειάζω, χύνω· τινάζω. вытрясать(ся) ρ.δ. βλ. вытрясти(сь). вытрясти, -ясу, -ясешь, παρλθ. χρ.вытряс, -ла, -ло р.σ.μ. αδειάζω, χύνω· τινάζω· Муку ИЗ мешка τινάζω το αλεύρι απο το σακκί· - скйтерть τινάζω το τραπεζομάντηλο. II εΉφρ- -карман τινάζω την τσέπη (καταζοδεύω, μένω πανί με πανί)· - душу α) τινάζω, τραντάζω' τα σωθικά (σε παλιόδρομο, κάρο κ.τ.τ,)· β) βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω. II -СЯ Τινάζομαι,
выт 183 вых πέφτω με το τίναγμα. вытряхать(ся) р.δ. βλ. вытряхнуть(ся). ВЫТрЯХЦутЬ р. σ. μ. τινάζω γ να να πέσει. II -ОЯ τινάζομαι, πέφτω με το τίναγμα. вытуривать р.δ. βλ. вытурить. ВЫТуриТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) διώχνω,ξεΜουμπίζω. вытыкать(ся) р.δ. βλ. выткнутъ(ся). ВЫТЬ, ВОЮ, ВОешЬ р.δ, 1 μουγκρίζω,ουρλιά- μουγκρίζω,ουρλιάζω, ι»ρύομαι· собака воет το σκυλί ουρλιάζει· сирена воет ή σειρήνα μουγκρίζει. 2 κλαίω γοερά, ολολύζω, οδύρομαι. ВЫТЬё, -Я ουδ. (απλ.) οΰρλιασμα, -ιαχτό, μούγκρισμα, ωρυγή. вытягать ρ.σ.μ. (παλ.) κερδίζω, κατορθώ- κατορθώνω, πετυχαίνω με αγώνα. ВЫТЯГИВанив,-Я ουδ. 1 τέντωμα. 2 εξαγωγή, τράβηγμα προς τα έζω. вытягивать(ся) р.δ. βλ. вытянуть(ся). вытяжение, -я ουδ. βλ. вытягивание. ВЫТЯЖКа, -И θ. 1 τέντωμα. 2 τράβηγμα, α- απορρόφηση. 3 εκχύλισμα, εκπίεσμα (διάλυμα). ВЫТЯЖНОЙ επ. της εξαγωγής, απορροφητικός· -ая труба σωλήνας εξαγωγής* - пластырь διά- χυλο, έμπλαστρο με χυλούς. ВЫТЯНУТЫЙ επ. απο μτχ. ντεντωμένος, τετα- τεταμένος· -ая рука τεντωμένο χέρι. II εκφρ. -ое лицо εκστατικό (έκθαμβο) πρόσωπο. ВЫТЯНУТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вы- вытянутый, βρ: -нут, -а, -о. 1 τεντώνω·- про- провод τεντώνω το καλώδιο· - кожу τεντώνω το δέρμα. 2 ισιάζω, ισιώνω, ευθυάζω τεντώνοντας, 3 τραβώ, σύρω, βγάζω έξω. II αποσπώ, παίρνω· - благоприятный ответ αποσπώ ευνοϊκή απά- απάντηση. 4 τραβώ, βγάζω έξω· - дым вентиля- вентиляцией τραβώ τον καπνό έξω με τον εζανεμιστή- ρα. II καταπίνω, κατεβάζω, τραβώ. 5 αντέχω, βαστώ, κρατώ, υπομένω· он ДОЛГО не ~ет αυ- αυτός πολύ δε θ' αντέξει. 6 (απλ.) ξεπερνώ, υπερβαίνω (για ζύγι). 7 χτυπώ, μαστιγώνω. II εκφρ. - (всю) душу ή все аилы βγάζω την ψυ- ψυχή, καταβασανίζω ψυχικά· - ноги τα τινάζω (τα πέταλλα), πεθαίνω. II -СЯ 1 τεντώνομαι, 2 ξαπλώνω, -ομαι. 3 ισιάζω, ισιώνω, γίνομαι ίσιος, ευθύς· ευθυγραμμίζομαι. И εκτείνο- εκτείνομαι, απλώνομαι. 5 μεγαλώνω, αυξαίνω ατό α- ανάστημα, δίνω ανάστημα. II εκφρ. ЛИЦО -ЛОСЬ, физиономия -лась έγινε εκστατικός, έμεινε έκθαμβος. ВЫУДИТЬ, -УЖУ, -УДИШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. выуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. ψαρεύω με αγκίστρι. II (απλ.) βγάζω απο· - из кармана βγάζω απο τη τσέπη. 2 μτφ. βγάζω, μαθαίνω με δόλο, ψαρεύω· от куда ТЫ бто -ИЛ? που το ξε- ξετρύπωσες αυτό; выуживать ρ.δ. βλ. выудить. II -ся πιάνο- πιάνομαι (για ψάρια). ВЫУТЮЖИТЬ, ~жу, -ЖИШЬ, προστκ. выутюжи к. ВЫУТЮЖЬ р.σ.μ. καλοσίδερώνω (για ρούχα). Выученик, -а α., -ца, -Ы θ. μαθητής,-τρία γνωστής σχολής, γνωστού δασκάλου. выучивать(ся) ρ.δ. βλ выучить(ся). ВЫУЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. 1 μαθαίνω· урок μαθαίνω το μάθημα· - наизусть μαθαίνω απ' ε'ξω, απομνημονεύω, αποστηθίζω· - физику μαθαίνω τη φυσική. 2 διδάσκω· - ребёнка чи- читать μαθαίνω το παιδάκι να διαβάζει. II δα- δασκαλεύω, ορμηνεύω, κατηχώ,. II -СЯ 1 μαθαίνω· διδάσκομαι· - писать и читать μαθαίνω να γράφω' και να διαβάζω. II συνηθίζω· - курЙТЬ μαθαίνω να καπυίζω. 2 αποφοιτώ. выучка, -И θ. 1 μάθηση, μαθητεία, διδαχή. 2 το μάθος (κεκτημένη ικανότητα ή συνήθεια). выфрантиться, -нчусь, -нтишься р.σ. (παλ.) ντύνομαι κομψότατα, στην τρίχα, σίκ. выхаживать1 р.δ. βλ. выходить1. выхаживать2 ρ.δ. βλ. выходить2. выхаркать р.σ. βλ. выхаркивать. выхаркивать ρ.δ.μ. αποφλεγματίζω, βγάζω φλέγματα. II -ся αποχρέμπτομαι, αποφλεγματί- ζομαι, ξεροχαλίζομαι. выхаркнуть р.σ. βλ. выхаркивать. выхваливать(ся) ρ.δ. βλ. выхвалить(ся). выхвалить ρ.σ.μ. επαινώ· εκθει,άζω, εξυμνώ. II -СЯ καυχιέμαι, παινεύομαι. выхвалять(ся) р.δ. βλ. выхвалить(ся). выхватить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхваченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 αρπάζω, αδοάζω· παίρνω. 2 βγάζω, εξάγω· пистолет βγάζω (τραβώ) το πιστόλι. II πιάνω, περιλαβαίνω (χώρο, έκταση). 3 (κοπτ.) κόβω πολλά ή μεγάλο κομμάτι. выхватывать р.δ. βλ. выхватить. выхлебать р.о.μ. (απλ.) τρώγω ως το τέλος (για υδαρή τροφή)· - уху τρώγω ως το τέλος την ψαρόσουπα. выхлебнуть ρ.σ.μ. καταπίνω· καταβροχθίζω. выхлестать, -ещу, -ещешь к. -аю, -аешь р. σ.μ. (απλ.) 1 μαστιγώνω. 2 βγάζω μαστιγώνο- μαστιγώνοντας (κυρίως για μάτι). 3 πίνω ως τον πάτο, αδειάζω· -целую буьылку вотки πίνω ως τον πάτο ένα μποκάλι βότκα. Выхлестнуть р.σ.μ. (απλ.) 1 βγάζω μαστι- μαστιγώνοντας· - глаз βγάζω το μάτι με το μαστί- μαστίγιο. 2 χύνω· - помои χύνω τα αποπλύματα. выхлёстывать р.δ. βλ. выхлестать к. вы- выхлестнуть. ВЫХЛОП, -а α. εξαγωγή, εκφύσηση καυσαε- καυσαερίου απο το πιστόνι· εκροή. выхлопатывать р.δ. βλ. выхлопотать. ВЫХЛОПать ρ.σ. (απλ.) ξεσκονίζω χτυπώντας· - ковёр ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα. выхлопной επ.της εξαγωγής, της εκροής· -ые
вых 184 выч газы τσ καυσαέρια- - клапан βαλβίδα εκροής. выхлопотать, -очу, -очешь р.σ.μ. κατορθώ- κατορθώνω να πάρω φροντίζοντας· - разрешение κατορ- κατορθώνω να πάρω αδένα. ВЫХОД, -а α. 1 έξοδος· - из дому έξοδος α- πο το σπίτι· - кораблей на море απόπλους тим πλοίων. 2 έκδοση· - книги в свет έκδοση του βιβλίου. 3 εμφάνιση στη σκηνή. Α- θύρα εξό- εξόδου· запасной - έξοδος κινδύνου. II μτφ. απαλ- απαλλαγή· - и» трудного положения έξοδος απο δύ- δύσκολη κατάσταση. 5 εξαγωγή· - масла из под- подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού απο ηλιόσπο- ηλιόσπορο. 6 (>ια ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην ε- επιφάνεια. II εκφρ. дать - чувству, гневу κ.τχ αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός· знать все входы и -Ы ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρ- αρμόδια γραφεία)· на -е к. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους· дать - δίνω τη δυνα- δυνατότητα να εμφανιστεί. ВЫХОДеЦ, -ДЦ8 α. 1 ξένος, ξενοφερμένος, αλ- αλλοδαπός· αλλόδημος, ετερόδημος. 2 καταγόμε- καταγόμενος, προερχόμενος, βγαλμένος, έλκων την κα- καταγωγή· - из дворян καταγόμενος απο ευγενείς· ВЫХОДИТЬ1, -ОЖу, -ОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χο. выхоженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. πε- οιέρχομαι, περιφέρομαι, γυρίζω, επισκέπτο- επισκέπτομαι πολλά μέρη. ВЫХОДИТЬ2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. ВЫ- ВЫХОДИТЬ1). 1 περιποιούμαι ασθενή, 2 ανατοέφω, μεγαλώνω. выходить, -ожу, -одишь ρ.δ. 1 βλ. выйти. 2 βλέπω, κοιτάζω, είμαι εστραμμένος, έχω θέα προς · окна -ят в сад τά παράθυρα βλέπουν προς το δεντρόκηπο. 3 απρόσ. βγαίνω, συμπεραί- νουαι, πηγάζω, απορρέω. II εκφρ. - в отста- отставку (παλ.) πηγαίνω σε σύνταξη· не -ИТ ИЗ ГО- ГОЛОВЫ ή ИЗ ума δε μου βγαίνει απο το κεφάλι, το μυαλό, το νου (Θυμάμαι συνέχεια). ВЫХОДИТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.σ. γίνομαι· ВИНО -ЛОСЬ το κρασί έγινε (τέλειωσε η ζύμωση). ВЫХОДка, -И Θ. Λ συμπεριφορά ανάγωγη, κα- κακή διαγωγή, αγενής, ανάρμοστη πράξη, ενέρ- ενέργεια. 2 (για χορό) προβολή του ποδιού, ξε- ξεκίνημα, έναρξη. ВЫХОДНОЙ επ. 1 της εξόδου· -ая дверь θύ- θύρα εξόδου· ~6е отверстие οπή διαφυγής ή εκ- εκροής. 2 γιορτινός, επίσημος· - КОСТШ γιορ- γιορτινό κοστούμι. 3 της αργίας· - день μέρα αρ- αργίας. 4· ουσ. που δεν εργάζεται, έχει αργία· она сегодня ~ая αυτή σήμερα δε δουλεύει, έ- έχει ρεπό. II εκφρ. -Ое пособие χρηματικό βο- βοήθημα που δίνεται στον απολυόμενο· -ая роль βοηθητικός (δευτερεύων) ρόλος ηθοποιού· -Ыв сведения ή данные στοιχεία έκδοσης βιβλίου (χρόνος, τόπος, αριθμός αντιτύπων κλπ.). выхолаживать р.δ. βλ. выхолодить. II -ся | ψύχομαι, κρυώνω. выхолащивать ρ.δ. βλ. выхостить.И -СЯ ευ- ευνουχίζομαι. ВЫХОЛвННЫЙ επ. απο μτχ. καλοπεριποιημένος. ВЫХОЛИТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ВЫ- холенный, βρ: -лен, -а, -о καλοπεριποιούμαι. ВЫХОЛОДИТЬ, -ложу, -ЛОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхоложенный, βρ: -жен,-а, -ο ρ.σ. ψυχραί- νω, ψύχω, κρυαίνω, -ώνω· - комнату κρυαίνω το δωμάτιο. выхолостить, -лощу, -лостишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхолощенный, βρ: -щен, -а, -о р. σ.μ. ευνουχίζω, II μτφ. στειρεύω, κάνω στεί- στείρο, στερώ της ζωτικότητας, της ζωντάνιας. выхолощенный επ. απο μτχ. στείρος, άγονος· -ые мысли στείρες ιδέες. Выхухолевый επ. απο δέρμα μοσχόμυος* του μοσχόμυος· -ая шуба γούνα απο μοσχόμυν. выхухолий επ. βλ. выхухолевый. ВЫХУХОЛЬ, -Я α. к. -И θ. μοσχόμυς· γούνα απο μοσχόμυν. Выцарапать ρ.σ.μ. 1 γρατόουνίζω, ξεγδέρνω. 2 μτφ. αποσπώ με δυσκολία· ОН -ал у кассира аванс με δυσκολία αυτός μπόρεσε να' πάρει προκαταβολή απο τον ταμία. 3 γράφω κάτι σε σκληρό αντικείμενο, σκαλίζω. II -СЯ γρατσου- νίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. II δυσκολεύομαι πο- πολύ (τρομάζω) να βγω απο δύσκολη κατάσταση, выцарапывать(ся) р.δ. ρλ. выцарапать(ся), выцвести, -етет, παρλθ. χρ. выцвел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ, выцветший ρ.σ. ξεβάφω, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω, αλλαζοθωριάζω, ξασπρίζω. выцветать р.б. βλ. выцвести. выцедить, -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выцеженный, βρ: -жен, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 στραγγίζω, σουρώνω. 2 αργοπίνω, αργοκατεβά- ζω. 3 μτ4>. (απλ.) αργομιλώ. выцеживать ρ.δ. βλ. выцедить. ίΙ -сяστραγ- -сяστραγγίζομαι κλπ. ρ. ενεργ, φ. выцёливать р.δ. βλ. выделить. выделить р.σ.μ. σκοπεύω, ματιάζω, σημαδεύω' - зверя σκοπεύω το θηρίο, вычаливать ρ.δ. μ. λύνω τα παλαμάρια.ΙΙ-ся λύνομαι (για παλαμάρια). вычалить ρ.σ.μ. βλ. вычаливать. вычеканивать р.δ.μ. νομισματοποιώ, χαράζω, κόβω μεταλλικό νόμισμα. II -СЯ |νομισματοποι- ούμαι, χαράσσομαι, κόβομαι. вычеканить р.σ., προστκ. вычекань, βλ. вы- вычеканивать. вычёркивать ρ.δ. βλ. вычеркнуть. II -ся δι- διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι. вычеркнуть ρ.σ.μ. 1 διαγράφω, ξεγράφω,1 σβή-ι νω, περνώ μολυβιά· - ИЗ списка διαγράφω α- απο τον κατάλογο· - несколько слов σβήνω με-
выч 185 выш ρικές λέξεις. 2 μτψ. εξαφανίζω, εξαλείφω, α- απαλείφω. II εκφρ. - ИЗ памяти λησμονώ, ξεχνώ τελείως· - из своей жизни για μένα είναι σα να μην ύπ·ρχει πια στη ζωή. ВНЧврниТЬ р.σ.μ. βάφω μαύρο, μαυρίζω* ВОЛОСЫ И брови βάφω μαύρα τα μαλλιά και τα φρύδια. вычерпать р.σ.μ. εξαντλώ, αδειάζω, εκκε- εκκενώνω, βγάζω τελείως· - воду βγάζω 6λο το νερό. вычерпнуть р.σ.μ. βλ. вычерпать. вычерпывать р.δ. βλ. вычерпать. II -ОЯ ε- εξαντλούμαι, αδειάζω τελείως. вычертить, -рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вычерченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. σχε- σχεδιάζω· ιχνογραφώ. вычерчивать р.δ.μ. βλ. вычертить.II -сяа-%> , διάζομαι· ιχνογραφούμαι. вычесать, -ешу, -ешешь р.σ.μ. 1 χτενίζω, βγάζω με το χτένι· - перхоть βγάζω την πι-* τυρί δα με το χτένι. 2 χτενίζω* - волосы χτε- χτενίζω τα μαλλιά. 3 καθαρίζω· - лён χτενίζω το λινάρι. выческа, -И θ. χτένισμα* καθάρισμα με το χτένι. вычески, -СКОВ к. -СОК πλθ. απορρίμματα* ЛЪЯНЫе - λιναρίσια απορρίμματα. вычесть, -чту, -чтешь, παρλθ. χρ, вычел, -чла, -чло, μτχ.| παρλθ. χρ. вычетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вычтенный, βρ:-τβΗ,-8, -ο, επιρ. μτχ. ВЫЧТЯ ρ.σ.μ. 1 (μαθ.) αφαιρώ, βγάζω* - семь ОТ Десяти αφαιρώ εφτά απο τα δέκα. 2 κρατώ, κάνω κράτηση απο το ολικό πο- ποσό· - задолжность κρατώ το χρέος. вычёсывание, -я ουδ. βλ. выческа. вычёсывать ρ.δ.μ. βλ. вычесать. ΐΓ-ся χτε- χτενίζομαι . вычет, -а α. 1 (μαθ.) αφαίρεση. 2 κράτη- κράτηση* небольшой - μικρή κράτηση. II εκφρ. за -ОМ αφαιρουμένου (του ποσού). ВЫЧИНИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) επιδιορθώνω, μερε- μετίζω. вычисление, -Я ουδ. λογαριασμός, υπολογι- υπολογισμός* произвести - κάνω λογαριασμό, υπολο- υπολογισμό, λογαριάζω, υπολογίζω. ВНЧИСЛНТедь, -Я ά. 1 λογιστής. 2 αριθμο- αριθμομηχανή, άριθμογράφος, λογιστική μηχανή. вычислительный επ. λογιστικός* -ая работа λογιστική εργασία* -ая машина βλ. вычисли- вычислитель B σημ.). ВЫЧИСЛИТЬ р.σ.μ. λογαριάζω, λογίζω, υπο- υπολογίζω, κάνω λογαριασμό, υπολογισμό. ВЫЧИСЛЯТЬ р.δ.μ. βλ. ВЫЧИСЛИТЬ. II -СЯ υ- υπολογίζομαι, λογαριάζομαι. ВЫЧИСТИТЬ, -ищу, -ИСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вычищенный, βρ: -тен, -а, -о ρ.σ.μ. κα- καθαρίζω· - пальто καθαρίζω το πανωφόρι* - Щёткой καθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζω. II -СЯ καθαρίζομαι (για ενδυμασία). вычитаемое, -ого ουδ. (μαθ.) ο αφαιρετέος. вычитание, -Я ουδ. (μαθ.) αφαίρεση (πράξη αριθμητική)· - целых чисел αφαίρεση ακεραί- ακεραίων αριθμών знак -Я το σημείο της αφαίρεσης. вычитать р.σ.μ. 1 μαθαίνω, πληροφορού- πληροφορούμαι διαβάζοντας· - ЧТО-Н. В газетах μαθαίνω κάτι απο τις εφημερίδες. 2 αντιπαραβάλλω έγ- έγγραφο με το πρωτότυπο, συγκρίνω, ελέγχω. II - СЯ μαθαίνομαι, γίνομαι γνωστός με το διά- διάβασμα, την ανάγνωση. ВЫЧИТка, -И θ. αντιπαραβολή, σύγκριση, έ- έλεγχος γραπτού. вычйтывать(ся) р.δ. βλ. вычитать(ся). вычихать ρ.σ.μ. (απλ.) φτερνίζομαι, πταρ- νίζοίιαι. вычищать(ся) ρ.δ. βλ. вычистить(ся). ВЫЧУРНОСТЬ, -И θ. επιτήδευση, το εξεζητη- εξεζητημένο, προσποίηση. вычурный εχ., βρ: -рен, -рна, -рно επιτη- επιτηδευμένος, εξεζητημένος, προσποιητός* κατα- λελεπτυσμένος, αλλόκοτος. вычуры, -чур πλθ. (ενκ. вычура, -ы θ.) 1 (παλ.) διακόσμηση πολυσύνθετη,επιτηδευμένη. 2 μτφ. παραξενιές, αλλοκοτιές, ιδιοτροπίες. Вышагать р.σ. πηγαίνω, κάνω βηματισμό. вышагивать р.δ. βλ. вышагать. вышагнуть р.σ. κάνω βήμα μπρος, βγαίνω μπρο- μπροστά. вышаривать р.δ. βλ. вышарить. вышарить ρ.σ. 1 φάχνω, ερευνώ παντού. 2 .βρίσκω ψάχνοντας. вышвыривать ρ.δ. βλ. вышвырнуть. II -ся ρί- ρίχνομαι, πετιέμαι έξω κλπ. ρ. ενεργ. φ. вышвырнуть ρ.σ. Ί πετώ, ρίχνω έξω απότομα, φρουντζολίζω. 2 μτφ. διώχνω με άσχημο τρό- τρόπο (σκαιώς), πετώ έξω. вышвырять р.σ. (απλ.) βλ. вышвырнуть A σημ.). выше 1 συγκρ. β.του επ. высокий к.του επιρ. ВЫСОКО. 2 επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά* ανώτε- ανώτερα· άνω, πιο πάνω, παραπάνω* ανωτέρω* тем- температура - НОЛЯ θερμοκρασία άνω του μηδενός· как сказано - όπ«ς ειπώθηκε παραπάνω· дети семи лет и - παιδιά εφτά χρονών και πάνω' ёто - МОИХ СИЛ αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου· как было упомянуто - όπως αναφέρθηκε παρα- παραπάνω· летать - всех πετώ ψηλότερα απ' όλους. вышелушивать ρ.δ.μ. εκκοκκίζω, ξεκοκκίζω. II -СЯ εκκοκκίζομαι, ξεκοκκίζομαι. вышелушить, -шу, -шишь р.σ.μ. βλ. вышелу- вышелушивать . вышеназванный επ. προονομασμένος, που ο- ονομάστηκε, αναφέρθηκε παραπάνω.
выш 186 выя вышестоящий επ. ο υψηλά ιστάμενος· προϊ- προϊστάμενος. вышеуказанный επ. ο ανωτέρω υποδειγμένος, προαναφερμένος. вышеупомянутый επ. προμνημονευμένος. вышибала, -Ы α. (απλ. κ. παλ-) θυρωρός-δι- ώχτης μεθυσμένων и. ταραχοποιών. вышибать р.δ. βλ. вшибить. вышибить, -бу, -бешь, παρλθ. χρ. вышиб, -ла, ~ло р.σ.μ. 1 σπάζω, θραύω·- дверь σπά- σπάζω την πόρτα. II χτυπώ. 2 διώχνω βάναυσα, μέ τις σπρωξιές, σπρώχνω- - пьяного из пивной βγάζω έξω απο τη μπυραρία το μεθυσμένο κα- κακήν κακώς. 3 απολύω, αποβάλλω, διώχνω· δια- γοάφω (απο υπηρεσία, σχολείο). II εκφρ.- дух χτυπώ ώσπου να βγει η ψυχή. вышивальный επ. του κεντήματος· -ая игла βελονάκι του κεντήματος· -ая нитка κλωστή κε ντήματος. вышивальщица, -ы θ. κεντήστρια, -τρα. вышивание, -Я ουδ. κέντημα, -σμα. вышивать ρ.δ. βλ. вышить. II -ся 1 κεντιέ- κεντιέμαι. 2 πλουμίζομαι. вышивка, -и θ. βλ. вышивание. ВЫШИВНОЙ επ. κεντητός, -μένος· - воротник κεντημένος γιακάς. вышина, -ы θ. το ϋψος· το ψήλος. вышитый επ. απο μτχ. βλ, вышивной. вышить, -ШЬЮ, -шьешь, προστκ. вышей, παθ. μτχ. παρλθ. χ р.. вышитый, βρ: -шит, -а, -о р. о.μ. 1 κεντώ· - узор на платье κεντώ σχέδιο οτο φόρεμα. 2 πλουμίζω. вышка, -И θ. 1 πύργος· κορυφή. 2 ικρίωμα· εξέδρα· наблюдательная - παρατηρητήριο· бу- буровая - ικρίωμα γεώτρησης· судейская - τό κάθισμα (εξέδρα) του διαιτητή· прыжок В ВО- ВОДУ с -И πήδημα στο νερό απο την εξέδρα. ВЫШКОЛИТЬ р.σ.μ. εκπαιδεύω* ηθικοποιώ, σω- φρωνίζω· συνηθίζω στην πειθαρχία. вышлифовать, -фую, -фуешь ρ.σ.μ. λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. II διαπαιδαγωγώ λαμπρά, λαμπρύνω. II -СЯ λειαίνομαι, στίλβομαι. вышлифовывать(ся) р.б. βλ. вышлифовать(ся). вышмыгнуть р.σ. διεκψίύγω, υπεκφεύγω, δι- διολισθαίνω, το σκάζω κανονικά, επιτήδεια. ВЫШНИЙ, -ЯЯ, -ее επ. (παλ.) 1 ψηλός, ου- ουράνιος, θεϊκός· -ЯЯ сила ανώτερη (θεϊκή) δύ- δύναμη. 2 ανώτατος· -ее начальство ανώτατοι αξιωματούχοι. 3 ουσ. (παλ.)ί θεός, θεότητα. вышныривать ρ.δ. βλ. вышнырять к. {вышныр- {вышнырнуть. ВЫШНЫрнуТЬ ρ.σ. (απλ.) εμφανίζομαι, προ- προβάλλω απρόοπτα, ξεπετάγομαι, ξεπηδώ* ОН -ул из-за угла αυτός ξεπετάχτηκε απο τη γωνία. вышнырять ρ.σ.μ. (απλ.) 1 τρέχω, γυρίζω παντού. 2 ψάχνω τριγυρίζοντας, ερευνώ. вышпаривать р.δ. βλ. вышпарить. II -ся 1 καθαρίζομαι με ζεμάτισμα. 2 καταστρέφομαι με ζεμάτισμα. вышпарить ρ.σ.μ., προστκ. вышпари к. вы- шпарь (απλ.). 1 ζεματίζω για κάθαρση· - боч- ку ζεματίζω το βαρέλι. 2 καταστρέφω· - КЛО- КЛОПОВ ζεματίζω τους κοριούς. ВЫШТамповать, -пую, -пуешь ρ.σ.μ. εντυπώ- εντυπώνω, τυπώνω με πίεση, εκτυπώνω ανάγλυφα. выштамповывать ρ.δ. βλ. выштамповать. Η—ся εντυπώνομαι, εκτυπώνομαι ανάγλυφα. выштукатуривать(ся) ρ.δ. βλ. выштукату- рить(ся). выштукатурить ρ.σ.μ. σοβατίζω. II -СЯ σο- σοβατίζομαι . вышутить, -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вышученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. αστει- αστειεύομαι, πειράζω αστειευόμενος. вышучивать(ся) р.δ. βλ. вышутить. выщелачиваться) р.δ. βλ. выщелочить(ся). выщелкать р.σ.μ. (απλ.) βγάζω, εξάγω με χτυπήματα. выщёлкивать1 ρ. δ. μ. κροτώ, χτυπώ, παράγω ή- ήχους κοφτούς. выщёлкивать2 р.δ.μ. βλ. выщелкать к. вы- выщелкнуть . выщелкнуть р.σ.μ. βγάζω, εξάγω μ1 ε'να χτύ- χτύπημα. выщелочить, -чу, -ЧИШВ р.σ.μ. αποβάλλω, διώχνω τα αλκάλια. II - СЯ αποβάλλομαι, διώ- διώχνομαι (για αλκάλια). ВЫЩербИТЬ, -6ЛЮ, -бИШЬ ρ.σ.μ. δοντιάζω, κάνω δοντιές, στομώνω· - лезвие δοντιάζω τη λεπίδα. II -СЯ δοντ ιάζομαι, στομώνω. выщерблять(ся) р.δ. βλ. выщербить(ся). . ВЫЩИПать, -ПЛЮ, -плешь р.σ.μ. μαδώ, -ίζω· - перья у курицы μαδίζω τα φτερά της κότας, μαδίζω την κότα. выщипнуть ρ.σ.μ. βλ. выщипать. выщипывать р.δ.μ. βλ. выщипать. II -СЯ μα- μαδιέμαι, -ίζομαι. Выщупать ρ.σ.μ. ψηλαφώ, πασπατεύω, ψάχνω να βρω με την αφή. выщупывать р.δ. βλ', выщупать. II -ся ψηλα- ψηλαφώ, πασπατεύω, ψαύω, ψάχνω να βρω με την αφή. ВЫЯ, -И θ. (παλ. υψ. ύφος) τράχηλος, αυ- αυχένας, λαιμός. ВЫЯВИТЬ, -ВЛГО, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 εκδηλώνω, φανερώνω, δείχνω, προβάλλω. 2 αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως· - недостатки В ра- работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά. II -СЯ αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνο- φανερώνομαι, έρχομαι στο φως, βγαίνω στα φανερά,στα φόρα. выявление, -Я ουδ. αποκάλυψη, φανέρωση, ξε- σκέπασμα, εκδήλωση.
выя 187 таят ВЫЯВЛЯТЬСЯ) р.δ. βλ. ВЫЯВИТЬ(СЯ). выяснение, -Я ουδ. αποσαφήνιση, διασάφι- ση, διασαφήνιση, διαλεύκανση, διευκρίνιση, ξεκαθάρισμα, ξεδιάλυμα. ВЫЯСНИТЬ1 р.σ.μ. αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαλευκαίνω, ξεκαθαρίζω, ξεδια- ξεδιαλύνω. II -СЯ διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, διαλευκαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ВЫЯСНИТЬ2, -ит р.σ. (διαλκ.) ξαστερώνω. выяснять(ея) ρ.δ. βλ.выяснить(ся). вьетнамец, -мца, α., -ка, -и θ. Βιετνα- Βιετναμέζος, -α. вьетнамский επ. Βιετναμικός, -μέζικος. ВЬЮГа, -и θ. χιονοστρόβιλος, χιονοθύελλα. 4 ВЬЮЖИТЬ, -ИТ р.δ. μαίνομαι (για χιονοθύελλα! ВЬЮЖНО 1 επίρ. χιονοθυελλωδώς, ~δικα. 2 ως κατηγ. είναι χιονοθυελλώδης. ВЬЮЖНЫЙ επ. χιονοθυελλώδης· -ая погода χιονοθυελλώδης καιρός. *ВЫЖ, -а α. φορτίο, -ιό, -ωμα ζώου. II σακ- κ ί, τσουβάλι. ВЬЮН, -а α. 1 νημάχειλος, μπριάνα, στρο- σίδι (ψάρι). 2 μτφ. ευκίνητος, σβέλτος άν- άνθρωπος. 3 (απλ.) στρόβιλος· δίνη. 4 βλ. вью- вьюнок. II εκφρ. виться ή вертеться -ом α) είμαι αεικίνητος, β) στριφογυρίζω γύρω α- από..., κολακεύω, περιποιούμαι δουλοπρεπώς. ВЬПНХОВЫе, -ЫХ πλθ. τα αναρριχητικά φυτά. ВЬЮНОК, -нка α. σμίλακας, η κοαβαλλαρία (θάμνος). ВЬЮркОВЫе, -ЫХ πλθ. τα στηζιδή (πτηνά). вьюрок, -рка α. βόρειο πτηνό της ταϊγάς (α- (απο τα σπιζιδή). ВЬЮЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.о.μ. (για ζώα) φορ- φορτώνω με σακκιά. ВЬЮЧНЫЙ επ. φορτωτικός, της φόρτωσης· -ые ремни τα λουριά της φόρτωσης. II φορτηγός, φορ- τιάρικος· -ые животные φορτιάρικα ζώα, ВЬЮШКЕ, -и θ. 1 κλείστρο, σύρτης, μεταλλίτ κό διάφραγμα καπνοδόχου. 2 πηνίο, καρούλι. ВЬЮЩИЙСЯ επ. απο μτχ. 1 αναρριχητικός· -иеся растения αναρριχητικά φυτά. 3 σγου- σγουρός, κατσαρός, βοστρυχοειδής· -иеся ВОЛОСЫ κατσαρά μαλλιά. ВЯЖУЩИЙ επ. απο μτχ. στιφός, στυπτικός. II (τεχ.) συγκολλητικός. ВЯЗ, -а α. ο φτελιάς, η φτελιά, η πτελέα. вязальный επ. πλεκτικός του πλεξίματος* -ая спица πλεκτική βελόνα· -ая машина η πλεκτομηχανή. ВЯ88ЛЪЩИК, -а α. -ца, -ы θ. πλέκτης, -τρα. вязание, -Я ούδ. πλέξιμο· - НОСКОВ πλέξι- πλέξιμο καλτσών. II δέσιμο· - СНОПОВ δεμάτιασμα. вязанка, -И θ. το πλεκτό. ВЯЗанка, -И θ. το δεμάτι, τυ φόρτωμα, το ζαλίκν - дров το φορτιό των καυσόξυλων· - СОЛОМЫ δεμάτι άχυρο. вязанный παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ταυ р.. вязать. вязаный επ. πλεκτός· -ые перчотки πλε- πλεκτά γιάντια. вязанье, -я ουδ. βλ. вязание. вязать, -жу, -жешь, μτχ. ενστ. вяжущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вязанный, βρ: -зан,-а, -Ο ρ.σ.μ. 1 δένω· - руки буяну δένω τα χέ- χέρια του καυγατζή· - СНОПЫ δένω δεμάτια, δε- ματιάζω. II μτφ. περιορίζω. 2 πλέκω· - НОСКИ πλέκω κάλτσες. 3 στύφω, είμαι στυφός-ВО рту -ет το στόμα μου είναι στυφό. 4 συνδέω, δένω· - кирпичи цементом δένω τα τούβλα με τσιμέ- τσιμέντο. II -СЯ 1 δένομαι. 2 πλέκομαι. 3 συνδέο- συνδέομαι, δένω, πιάνω. 4 μτφ. αντιστοιχώ, ται- ταιριάζω· дело не -ется η υπόθεση δεν πάει κα- καλά, 6ε στρώνει. вязка, -И θ. 1 δέσιμο. 2 πλέξιμο. 3 σύνδε- σύνδεση. 4 (απλ.) δέμα. 5 (διαλκ.) υλικό δέσης. ВЯЗКИЙ, ε π., βρ: -ЗОК,-ЗКа,-о; вязче· συγκολ- συγκολλητικός. II γλοιώδης, λασπώδης, που βουλιάζει, ■-ая почва $ουλιαχτερό έόαφος. ВЯЗКОСТЬ, -И θ. συγκολλητική ιδιότητα. вязнуть, παρλθ. χ р. вяз, -ла, -ло ρ. δ. 1 βυ- βυθίζομαι, βουλιάζω, βαλτώνω· колеса -ут в грязи οι τροχοί βουλιάζουν στη λάσπη· НОГИ -ут В песке τα πόδια βουλιάζουν στον άμμο. II φονεύω με δέσιμο. 2 κολλώ· мясо -ет В зу- зубах το κρέας κολλά στα δόντια, ВЯЗОВЫЙ επ. φτελιαδίσιος. II ουσ. πλθ. -ые τα ουλμοειδή. ВЯЗче συγκρ. β. του επ. ВЯЗКИЙ. ВЯЗЬ, -И θ. ε μπλεγμένο στολίδι. II πυκνή γρα- γραφή. II (απλ.) δέσιμο. Вякать ρ.δ. (απλ.) 1 γαυγίζω αδύνατα· μια- ουρίζω· υποτονθορίζω. 2 λέγω ανοησίες. вяленый επ. στεγνός, ξηρός, λιασμένος. ВЯЛИТЬ ρ.σ.μ. στεγνώνω, ξηραίνω στον ηΛ ι ο, στον αέρα (για διατήρηση). II -СЯ ξηραίνομαι στον ήλιο. ВЯЛОСТЬ, -и θ. χαλαρότητα, χαυνότητα,'πλα- χαυνότητα,'πλαδαρότητα, νωθρότητα· καχεκτικότητα. вялый επ.,βρ; -вял,-а, -О.1 μαραμένος,.μα- μαραμένος,.μαραγκιασμένος. 2 μτφ. καχεκτικός, καχέκτης, άτονος, χαύνος, μανός. II χαλαρός, λάσκος. вянуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. вял, -ла,; ~ло к. (παλ.) вянул, -а, -о, μτχ. παρλθ. χρ. вянувший ρ.δ. (για φυτά) 1 μαραίνομαι, μαρα- μαραγκιάζω, γουριάζω· ЛИСТЬЯ -ут τα φύλλα μα- μαραίνονται. 2 μτφ. φθίνω, ρεύω. II εκφρ. уши -ут βαριέμαι, αηδιάζω ν' ακούω. вяхирь, -я α. βλ. витютень. вящий, -ая, -ее επ. (γραπ. λόγος, παλ.) πε- περισσότερος, μεγαλύτερος, δυνατότερος· для -ей убедительности για μεγαλύτερη πειστικό- πειστικότητα· для -его успеха για καλύτερη επιτυχία.
188 га Г г βλ. ге. * габардин, -а α. γκαπαρτίνα, καπαρτίνα. габардиновый επ. της καπαρτίνας, απο κα- παρτίνα· - плащ αδιάβροχο απο καπαρτίνα. *габарит, -а ά. όγκος, διαστάσεις σώματος. II η απόσταση απο τη σιδηροδρομική γραμμή ως τη γραμμή οικοδομών. Габаритный επ. του όγκου. *ГабИТуС| -а α, (βιολ.) εξωτερική όψη, μορ- μορφή, σχήμα, είδος· παράστημα· атлетический - αθλητικό παράστημα· изменение -а растений в результате скрещивания αλλαγή του είδους των φυτών λόγω της διασταύρωσης. *Гаванна,-Ы θ. ποικιλία καπνού. II πούρο, σι- γάρο. Гаванский επ. λιμενικός, του λιμένα. * Гавань, -и θ. λιμάνι, λιμένας, σκάλα,πόρτο. Гавкать р.δ. (απλ.) γαυγίζω. гавкнуть р.σ. βλ. гавкать. * Гавот, -а α. γκαβότα, παλ. γαλλικός χορός, гага, -и θ. πολική πάπια. Гагакать, -ает ρ.δ. (απλ.) κράζω γκα-γκα (για χήνες). Гагара, -Ы θ. κόλυμβος, μεγάλο νηκτικό πτη- υό των Βορείων θαλασσών. *ГаГат, -а α. γαγάτης, ημιπολύτιμη πέτρα. Гагатовый επ. γαγάτινος· -ая пуговица γα- γάτινο κουμπί. гагачий, -ЬЯ, -ье επ. του κόλυμβου· απο κόλυμΒο· - пух πούπουλο απο κόλυμβο. гад, -а α., πλθ. -ды, -ов. 1 ερπετό, σερ- πετό. 2 μτφ. χαμερπής, ποταπός άνθρωπος, πα- λιοσέρπετο. Гадалка, -И θ. 1 μάντισσα, ριχτολόγισσα. 2 μάντευμα. Гадальщик, -а α., -да, -Ы θ. μάντης, -ιασα, ριχτολόγισσα. гадальный, επ. μαντικός, -ευτικός. Гадание, -Я ουδ. μάντευμα, μαντεία. гадатех!, -я α., -ница, -ы θ. βλ. гадаль- гадальщик, -ца. гадательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 βλ. гадальный. 2 αμφίβολος. гадать ρ.δ. μαντεύω, προλέγω, προγιγνώσκω,ι II εικάζω, προεικάζω. II περιμένω, ελπίζω· НИ- НИКТО ке думал И не -ал κανένας δεν το σκέ- σκέφτηκε και δεν το περίμενε. II εκφρ. - на 60- бах ρίχνω τα κουκιά (μαντεύω)· - на кофёй- НОЙ гушё μαντεύω απο το φλιτζάνι. гадина, -ы θ. βλ. гад. гадить, гажу, гадишь р.δ. 1 (για ζώα) κο- πρίζω. 2 βλάπτω, ζημιώνω, κάνω βρωμοδουλιες. 3 μ. (απλ.) λερώνω, μουτζουρώνω, χαλνώ. II βρωμίζω. II -СЯ κοπρίζομαι, λερώνομαι. гадкий επ., βρ: -док, -дка.-дко·, гаже βρω- βρωμερός, συχαμερός· - человек βρωμερός άνθρω- άνθρωπος, παλιάνθρωπος. ГаДКО 1 επίρ. βρωμερά, συχαμερά. 2 ως κα- τηγ. είναι βρωμερός, συχαμερός. гаДЛЙВОСТЬ, -И θ. βρωμερότητα, βρωμιά, συ- χαμερότητα. гадливый επ., βρ: -лив, -а, -о βρωμερός, συχαμερός, αηδιαστικός, απεχθής. гадостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно βλ. гадкий. гадость, -И θ. 1 βρωμιά, αηδία, συχαμιά, μυσαρότητα. 2 αισχρή διαγωγή· какая -! τι παλιανθρωπιά! сделать - кому-л. σκαρώνω βρω- μοδουλιά σε κάποιον. гадюка, -и θ. 1 οχιά, εχιδνα, όχεντρα. 2 μτφ. (απλ.) άνθρωπος κακεντρεχής και δόλιος, φαρμακερός. гадючий, -ья, -ье επ. της οχιάς- -ья кожа δέρμα οχιάς. гаер, -а α. (παλ.) γελω-ίοποιός, παλιάτσος. гаерничать р.δ. (παλ.) βλ. гаерствовать. гаерский επ. (παλ.) κωμικός, γελοίος. Гаерство, -а ουδ. κωμικότητα, γελοιότητα, το γελοίο. гаечный επ. του περικοχλίου· -ая резьба η ελικοειδής εγκοπή του περικοχλίου· - КЛЮЧ κλειδί περικοχλίου. гаже συγκρ. β. του επ. гадкий. *газ1, -а (^),προθτ. на газе к. (απλ.) на -у а. 1 αέριο, γκάζι* гремучий-κροτόν αέ- αέριο· угарный - μονοξείδιο του άνθρακα·-руд- άνθρακα·-рудничный αέριο ορυχείων, μοφέτα* слезоточивый - δακρυγόνο αέριο* светильный - φωταέριο ή ανθρακαέριο ή αεριόφως· удушливый - ασφυ- ξιογόνο αέριο· выходные -Ы τα αέρι χ εξα- εξαγωγής* природный - φυσικό αέριο· болот- болотный - ελειογενές αέριο ή ελώδες αέριο ή με- μεθάνιο. 2 πλθ. газы, -ов τα αέρια του στομά- στομάχου και των εντέρων. II снфр.Дать - πατώ γκά- γκάζι (αυξαίνω τις στροφές μηχανής)· сбавить - ελαττώνω το γκάζι (τις στροφές)· на полном -е ή ~у μ' όλο το γκάζι (μ' όλη την ταχύτητα! *газ2, -а (-у) α. γάζα, ύφασμα λεπτό. *газават, -а α. ιερός πόλεμος των μουσουλ- μουσουλμάνων κατά της χρηστιανικής θρησκείας. газануть, -ну, -нёшь р.σ. (απλ.) βλ.газо- βλ.газовать .
газ 189 гак газация, -и θ. βλ. газирование. *гаЗГОДЬДвр, ~а, α. αεριοφυλάκιο. газалла1, -ы е βλ. газель2. *га8ёль\ -и θ. κεμάς, είδος ορεινής αντι- αντιλόπης, γαζέλα. * газель2, -И θ. ανατολικό ποιητικό σχήμα. газета, -Ы θ. εφημερίδα· ежедневная - κα- καθημερινή (ημερήσια) εφημερίδα· вечёрная απογευματινή (εσπερινή, βραδινή) εφημερίδα· еженедельная - εβδομαδιαία εφημερίδα.IIεκφρ. стеная - εφημερίδα τοίχου· живая ή ходящая - οίνθρωπος-πρακτορείο ειδήσεων. газетный επ. της εφημερίδας· -ая статья το άρθρο της εφημερίδας· - ЯЗЫК η δημοσιογραφι- δημοσιογραφική γλώσσα· - СТИЛЬ δημοσιογραφικό στυλ* -&Я кампания εκστρατεία τύπου· -ое сообщение α- ανακοίνωση των εφημερίδων -ая замётка αρ- θρίδιο εφημερίδας· - работник δημοσιογράφος ή εργάτης τύπου· -ая бумага τυπογραφικό χαρ- χαρτί· -ые вырезки αποκόμματα εφημερίδων· - КИ- КИОСК περίπτερο εφημερίδων. газетчик, -а α., -ца, -ы θ. 1 πλανόδιος ε- εφημεριδοπώλης, εφημερίδας. 2 δημοσιογράφος, συνεργάτης εφημερίδας. ГаЗИК, -а α. αυτοκίνητο μάρκας „γκάζ". газирование, -я ουδ. βλ. газировка. Газированный επ. απο μτχ. αεριούχος· -ая вода η γκαζόζα. газировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. газированный, βρ: -ван, -а, -ορ.δ.μΐε»,- σαγω, προσθέτω αέρι,ο σε υγρό· εμφιαλώνω. Газировка, -И θ. εμφιάλωση. газификатор, -а α. εργάτης παραγωγής αε- Ιρίου. Газификация, -И θ. 1 αεριοποίηση, εξαέρω- εξαέρωση. 2 εγκατάσταση αερίου. газифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 αεριοποιώ. 2 κάνω εγκατάσταση αερίου. II -СЯ αεριοποιούμαι. гавовать, -зуго, -зуешь р.δ. (απλ.) βάζω μπρος στη μηχανή· πατώ γκάζι (δίνω περισσό- περισσότερες στροφές). Газовик, -а α. εργάτης βιομηχανίας αερίου. газовщик, -а α. εργάτης εγκατάστασης αερί- αερίου ή ελέγχου τέτοιων εγκαταστάσεων. Газовый1 επ. του αερίου, του φωταερίου·-ое освещение φωτισμός με φωταέριο· - завод ερ- εργοστάσιο (παραγωγής) αερίου, άεριοφωτοποιείο· - рожок καυστήρας φωταερίου, μπέκ· -ая пли- плита γκαζοσυσκευή· - счётчик γκαζομετρητής, ω- ρολόγι γκαζιού· -ое отопление θέρμανση με φωταέριο. 2 χημικός· -ая война, χημικός πό- πόλεμος. II εκφρ. -ая гангрена χημικά εγκαύμα- εγκαύματα· -ая сварка αυτογενής συγκόλληση, οξυγο- νοκόλληση· -ая резка (για μέταλλα) κοπή με οξυγόνο η' αυτογενής. газовый2 επ. απο γάζα· -ое платье φόρεμα απο γάζα. Газогенератор, -а α. αεριοηαραγωγός συ- συσκευή . газогенераторный επ. αεριοπαραγωγικός. газолЙН, -а (-у) α. γκαζολίνη, αιθέρας πε- πετρελαϊκός , βενζίνη. Газомер, -а α. μετρητής (ωρολόγι) αερίου. газометр, -а α. εργαστηριακός μετρητής α- αερίου. газон, -а α. χλόη βραχεία, πρασινάδα·γρα- πρασινάδα·γρασίδι των πάρκων, γκαζόν. газонепроницаемость, -и θ. το αεριοστεγές. газонепроницаемый επ., βρ: -цаем, -а, -о-, αερνοστεγής. ГавОНОСНОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη αερίου. газоносный επ., βρ: -сен, -сна, -сно αε- ριοφόρος, γκαζοφόρος. Газообмен, -а α. (βιοχημ.) εναλλαγή αερίων. газообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- εριώδης, αεριοειδής· -ое состояние αεριώδης κατάσταση· -ое вещество αεριώδης ουσία. газообразование, -Я ουδ. αεριοποίηση. газопровод, -а α. αέριαγωγός. газопрОВОДНЫЙ επ. του αέριαγωγού· -ая тру- труба αέριοσωλήνας. газопроницаемость, -И θ. αεριοπερατότητα. газопроницаемый επ., -цаем, -а, -о αεριο- περατός. газосветный επ. αεριοφωτιστικός· -ая лам- лампа ηλεκτρική λυχνία νέου. газоубежище, -а ουδ. αντιασφυξιογόνο κα- καταφύγιο. газохранилище, -а ουδ. αεριοφυλάκιο. газыри, -ей πλθ. (ενκ. газырь, я α.) φϋ- σιγγιοθήκη, φυσεκλίκια. Г8Й, -Я α. (διαλκ.) δασύλιο. гайда επιφ. (απλ.) ,βλ. айда. Гайдамак, -а α. ουκρανός στασιαστής. *гаЙДук, -а α. 1 επαναστάτης κατά της τουρ- τουρκοκρατίας. 2 υπηρέτης σε τσιφλικάδικο σπίτι. гайка, -и θ. περικόχλιο, παξιμάδι. Π εκ<ρρ. - слаба ανικανότητα, αδυναμία εκτέλεσης, δεν τα καταφέρεις, δεν τα βγάζεις πέρα·' ПОД- крутЙТЬ -у ή -И (απλ.) σφίγγω τα λουριά, ε- εξαναγκάζω, ζουρίζω, περιορίζω όλο και πιο πολύ σφίγγω τη βίδα. гайморит, -а α. ιγμορίτιδα, νόαοε του ιγ- μόρειου άντρου. *гайморов, -а, -ο επ. -а полость ιγμόρειο άντρο. гайтан, -а α. γαϊτάνι. Гак1, -а α. (ναυτ.) γάντζος, άγκιστρο. гак? -а α. (απλ.) С -ОМ πάνω, παραπάνω· С тех пор прошло 18 лет с -ом απο τότε πέρα- πέρασαν πάνω απο 18 χρόνια.
гал 190 гаи *галактика, -И θ. γαλαξίας, галактический επ. του γαλαξία, галантерейность, -и θ. (παλ.) γαλαντομία. галантерейный επ. ψιλικατζίδικος, II φιλόφρονας. галантерея, -к 6. τα ψχλιχά. II ψιλικατζίδικο. галаНТНОСТЬ, -И θ. αβρότητα, φιλοφροσύντι. ^галантный επ. γαλαντόμος, φιλοφρονητικός, галдёж, -дежа α. (απλ.) οχλοβοή, χάβρα, галдеть, -ДЙшь ρ.δ. (απλ.) θορυβώ, ξεφω- ξεφωνίζω, χαλώ τον κόσμο με τις φωνές. *галёра, -ы θ. γαλέρα. *галерея -И θ. 1 στοά, γαλαρία. II υπόστε- υπόστεγο. 2 υπερώο θεάτρου, γαλαρία. 3 σήραγγα υ- υπόγεια. И πινακοθήκη, γκαλερί. 5 σειρά, α- ακολουθία, γραμμή, στοίχος, галёрка, -и θ. галерея B σημ.). Галерный έπ. της γαλέρας· - флот στόλος γαλέρων. *галёта, -ы θ. γαλέτα, ψωμί διπλοψημένο. галечный επ. πετρώδης· -ое ДНО πετρώδης βυθός (πυθμένας). *галиматья, -Й θ. (απλ.) ανοησίες, ασυναρ- ασυναρτησίες, κουταμάρες, μωρολογίες· нести -ήμω- Γολογώ, λέγω ανοησίες, κουταμάρες. *галифе άκλ. πλθ. παντελόνι φουσκωτό. галка, -и θ. κορούνα, κορώνη.Η εκφρ.счи- εκφρ.считать галок (ως αναρίθμητες) μετρώ τ' αστέ- αστέρια (τεμπελιάζω· χαζεύω), галл βλ. галлы1. *галлиЙ,~Я α. (χημ.) γάλλιο. *галлиЦИ8М, -а α. γαλλισμός. галломан, -а α. γαλλομανής. галломания, -Я θ. γαλλομανία. *галлОН, -а α. γαλόνι(μέτρο χωρητικότητας}, галлофоб, -а α. γαλλόφοβος. Галлофобия, -И θ. γαλλοφοβία. *галлы1, -об πλθ. (ενκ. галл, -а α.) 1 Γαλά- Γαλάτες. 2 (παλ.) Γάλλοι. галлы? -ΟΒ πλθ. (βοτ.) εκφύματα. Галльский επ. γαλατικός, των Γαλατών -ое племя η γαλατική φυλή. II (παλ.) γαλλικός. галлюцинаторный επ. της παραίσθησης, της ψευδαίσθησης· -ое состояние κατάσταση ψευ- ψευδαίσθησης. *галлюцинация, -И θ. παρεκτροπή της φαντα- φαντασίας, παραίσθηση, ψευδαίσθηση. галлюцинировать, -рую, -руешь р.δ. πάσχω απο ψευδαίσθηση. *галогён, -а α. αλογόνο (χημ. στοιχείο). галогенный επ. αλογονικός. *галоид, -а α. βλ. галоген, галоидный επ. βλ. галогенный. * галоп, -а α. 1 καλπασμός, γνιαλόπ. 2 είδος παλαιού γρήγορου χορού καθώς ·και η μουσική ταυ. галопировать, -рую, -руешь р.δ. καλπάζω, πηλαλώ. Галопом επίρ. καλπάζοντας, με καλπασμό, πηλαλώντας. II μτφ. ταχύτατα, ραγδαία· собы- события ПОШЛИ - τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία. ГалоЧИЙ, -ЬЯ, ье επ. της κορούνας, κορώ- νης· -ье гнездо κορουνοφωλιά· -Ьи крики οι κόρουνοκρωγμοί. галочка, -И θ. 1 μικρή κορούνα, χορουνάκι. 2 βλ. птичка B σημ.). галоши, -лош πλθ. (ενκ.галоша, -ив.) γα- λότσες. галошнйца, -ы θ. εργάτρια κατασκευής γα- λοτσών. галошный επ. των γαλοτσών -ое производ- производство η παραγωγή γαλοτσών. *галс, -а α. (ναυτ.) 1 πρότονος, στάντζος. 2 λοξοδρομία, πλαγιασμός πλοίου. Талстук, -а α. λαιμοδέτης, γραβάτα· КОЛ- лёкция -ΟΒ συλλογή γραβατών. II εκφρ. столы- столыпинский - η αγχόνη του Στολίπιν (μετά την α- αποτυχία της επανάστασης στη Ρωσία το 1905)" Пионерский - η πιονέρικη γραβάτα· заложить ή залить за - (απλ.) πίνω πολύ κρασί, τα κο- κοπανώ. Галстучный επ. της γραβάτας·-ое производ- производство η παραγωγή γραβατών. *галун, -а α. γαλόνι, σειρήτι. *галургия, -И θ. αλατοχημεία, αλοχημεία. галушки, -шек (ενκ. галушка, -И θ.) σούπα με λαζάνια. галчонок, -нка, πλθ. -чата, -чат α. κορου- νόπουλο. гальванизация, -и θ. γαλβάνιση, -σμός, ε- πιψευδαργύρωση, гальванизирование, -я ουδ. βλ. гальвани- гальванизация. 'гальванизировать, -руго, руешь ρ.δ.κ.σ.μ. 1 διοχετεύω ηλεκτρ. ρεύμα. 2 γαλβανίζω. II -СЯ γαλβανίζομαι. гальванизоватьСся) ρ.δ. βλ. гальванизиро- гальванизировать (ся). гальванический επ. γαλβανικός· - ТОК γαλ- γαλβανικό ρεύμα· -ие элементы ηλεκτρικές στή- στήλες. гальванометр, ~ε. α. γαλβανόμετρο. гальванопластика, -и θ. γαλβανοπλαστική. гальваноскоп, -Β α. γαλβανοσκόπιο. ""гальваностегия, -и θ. γαλβανοστεγίαή γαλ- βανοπλαστική. гальванотехника, -и θ. γαλβανοτεχνική. галька, -И θ. ποταμόπετρα, ποταμόλιβος. ГвЛЬЮН, -а α. αποχωρητήριο πλοίου. Гам, -а (-у) α. χάβρα, οχλοβοή· ορυμαγδός. Гамадрил, -а α. αμαδρυάδα (πίθηκος). *гамак, -а α. αιώρα, κρεμαστό κρεβάτι. * гамаши, -маш πλθ. (ενκ. гамаша, -ив.) καλ- τσόν.
гам 191 гас *Гамбит, -а α. αρχική κίνηση στο σκάκι. *гамма1,~Ы θ. 1 (μουσ() κλίμακα· мажорная - η μείζονα κλίμακα· минорная - η ελάσσονα κλί- κλίμακα. 2 μτφ. αλυσίδα, κομπολόι, σειρά (για πράγματα, φαινόμενα κλπ.). *гаша2, -Ы θ. το ελληνικό γράμμα - γάμα Γ. Ι! екфр. - лучи ακτίνες Γ. *ГаНГЛИЙ, -Я и. το γάγγλιο. *гангрена, -ы θ. γάγγραινα. Гангренозный επ. γαγγραινώδης. *(гангстер, -а α. γκάγκστερ. * гандикап, -а α. (αθλτ.) το χάντικαπ.ΙΙ ιπ- ιπποδρομία. "гантель, -и θ. (αθλτ.) αλτήρας δίσφαιρος. *гараж, -а α. γκαράζι. гаражный επ. τοιί γκαράζ ιού· -ые мастер- мастерские τα συνεργεία του γκαράζ ιού. Гарант, -а α. εγγυητής. гарантийный επ. εγγυητικός, -τήριος·~ до- ГОВОр εγγυητήριο συμβόλαιο· - срок χρονικό όριο εγγύησης. Гарантированный επ. απο μτχ. εγγυημένος. 'гарантировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. гарантированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.κ.σ.μ. εγγυούμαι, εγγυοδοτώ. II εξασφα- εξασφαλίζω. "Гарантия, -И θ. εγγύηση. II εξασφάλιση. *ГардемарЙН, -а α. (παλ.) δόκιμος ναυτικού ή απόφοιτος σχολής ναυτικού. "гардения, -и θ. γαρδένια κ. γαρδένια,καλ- γαρδένια,καλλωπιστικό φυτό. "гардероб, -а α. 1 γ(κ)αρδαρόμπα, ντουλά- ντουλάπα. 2 ιματιοθήκη, -οφυλάκιο, βεστιάριο. 3 όλη η ενδυμασία ενός ατόμου. гардеробная, -ой θ. βλ. гардероб B σημ.). Гардеробный επ. της γκαρδαρόμπας. гардеробщик, -а, α., -ца, -ы θ. ιματιοφύ- λακας. *гардина, -Ы θ. κουρτίνα, μπερντές* παρα- παραπέτασμα. Гардинный επ. της κουρτίνας. гаревой επ. του καψίματος· καπνισμένος. II τσικνωμένος. II των αποκαψιμάτων, των αποκα- ϊδνών. Гарен, -а α. 1 >α(:έμι, χαρεμλίκι. 2οι γυ- γυναίκες και οι παλλακίδες των μουσουλμάνων. Гаремный επ. χαρέαικος. гаркать р.6. βλ. гаркнуть. Гаркнуть р.σ. (απλ.) ξεφωνίζω, κραυγάζω, κράζω. II κραυγοφοβίζω. ГармоНИвациЯ, -и θ. (μουσ.) αρμόνιση, ε- εναρμόνιση. гармонизировать(ся) р.δ.κ.σ. βλ. гармони- гармонизовать (ся). гармонизовать, -эуга, -зуешь р.δ.κ.σ. μ. (μουσ. ) αρμονίζω, εναρμονίζω. II -СЯ αρμο- νίζομαι, εναρμονίζομαι. Гармоника, -И θ. 1 αρμόνικα· губная - Φυ- Φυσαρμόνικα. 2 ως επίρ. -ой к. в -у εν είδη αρμόνικας, σαν αρμόνικα. гармонировать, -рую, руешь ρ.δ. συμφωνώ, συνταυτίζομαι στους ήχους, αρμονίζομαι. Гармонист, -а α. 1 αρμονιστής (παίχτης). 2 ειδικός στην αρμονία. Гармонический επ. αρμονικός. гармонично επίρ. αρμονικά. гармоничность, -и θ. αρμονικότητα. гармоничный επ.βρ: -чен<-чна,-о αρμονικός. гармония, -И θ. αρμονία. II αρμόνικα. гармонь, -И θ. αρμόνικα. Гармошка, -И θ. 1 αρμόνικα. 2 ως επίρ.-0Й к. в -у εν είδη αρμόνικας, σαν αρμόνικα. "гарнец, -НЦа α. (παλ.) μέτρο βάρους στη Ρωσία ίσο με 3»28 του κιλού. *гарнизон, «а α. φρουρά· начальник -а φρού- φρούραρχος· СТОИТ - είναι (υπάρχει) φρουρά. Гарнизонный επ. της φρουράς· -ая служба υπηρεσία φρουράς. *гарнир, -а α. συμπλήρωμα φαγητού, γαρνι- τούρα. гарнировать, -руго, руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 βά- βάζω συμπλήρωμα στο φαγητό. 2 ευτρεπίζω, στο- στολίζω, διακοσμώ· διασκευάζω. Гарнировка, -И θ. .1 γαρνίρισμα φαγητού. 2 στόλισμα, διακόσμηση. "гарнитур, -а α. κομπλέ επίπλων ή εαώοουχων. Гарнцевый επ. της πληρωμής σε είδος* Сбор η πληρωμή σε είδος (αλεστικά, αλωνιστι.κά). гарный επ. της καύσης· φωτιστικός· -ое ма- СЛО φωτιστικό λάδι. *гарпун, -а α. καμάκι· бить -Ом χτυπώ με το καμάκι. гарпунёр, -а α. βλ. гарпунщик. гарпунить Ρ.δ.μ. καμακίζω, χτυπώ με το κα- καμάκι. ' гарпунный επ. του καμακιού· -ая пушка μη- μηχανισμός εκτόξευσης καμακιού. гарпунщик, -а α. καμάκιστης. "гарсон, -а α. γκαρσόνι, σερβιτόρος. "гарцевать, -Цую, -Цуешь р.δ. ,περι ιππεύω, περιελαύνω' επιδεικτικά, καμαρωτά. гарь, -И θ. 1 κάψα, μυρουδιά απο κάψιμο· пахнет гарью κάτι καίγεται. 2 τσίκνα. 3 κα- κατάλοιπα καμένου κάρβουνου, αποκαΐδια. 4 κα- καψάλα, δασική καμένη έκταση. гасЙЛЬНИК, -а α. (παλ.) κηροσβέστης (όρ- (όργανο). Гаситель, -Я α. 1 αποσβεστήρας, αποσβέστης. 2 μτφ. φωτοσβέστης. 3 αμορτιζέρ. гасить, гашу, гасишь ρ.δ.μ. κυρλξ. κ. μτφ. σβήνω· -КОСТёр, свет σβήνω τη φωτιά, το φως· ~ старые долги σβήνω τα παλιά χρέη· - почто-
гас 192 гад вую марку σφραγίζω (ακυρώνω) γραμματόσημο. - известь σβήνω την ασβέστη. II -оя σβήνομαι. гаснуть, παρλθ. χρ. гаснул к. гас,-ла,-ло р.σ. 1 σβήνω. 2 εξασθενίζω, χάνομαι· надёж- ДЫ -ут οι ελπίδες σβήνουν. 3 αδυνατίζω, φθί- φθίνω, λιώνω. * гастрит, -а α. γαστρίτιδα. гастрический επ. γαστρικός· -ие явления γα-, στρικά συμπτώματα. гастролёр, -а α., -ша, -и е. περιοδεύων καλλιτέχνης, -ούσα καλλιτέχνιδα. II περαστι- περαστικός, διαβατικός, διαβατάρης. Гастролёрство, -а ουδ. .περιοδεία θιάσου. II προσωρινότητα. *гастроли, -ей πλθ. (ενκ. гастроль, -и &.) περιοδεία θιάοου ή καλλιτέχνη. гастролировать, -рую, -руешь р.6. περιο- περιοδεύω, κάνω καλλιτεχνικό τουρνέ. гастроль βλ. гастроли. гастрольный επ. περιοδεύων - спектакль ο περιοδεύων θίασος· -ая труппа πε- περιοδεύων θίασος (τα μέλη). *гастронОМ, -а α. 1 καλοφαγάς, γαστρονόμος, λιχούδης. 2 μπακάλικο, εδωδιμοπωλείο. гастрономический επ. γαστρονομικός. *ГастрОНОМИЯ, -И θ. γαστρονομία.II εστιατό- οιο· κυλικείο, μπουφές. ГатЙТЬ, гачу, гатишь ρ.δ.μ. επιστρώνω βαλ- βαλτώδες μέρος..με κλαδιά, κούτσουρα. гать, -и θ. επίστρωση βαλτώδους μέρους με κλαδιά, κούτσουρα. *гаубица, -Ы θ. βομβιδοβόλο, οβιδοβόλο. *Гаупвахта, ~Ы θ. 1 κρατητήριο στρατιωτικών. 2 (παλ.) |φυλάκιο στρατιωτικό. гачи, -ей (ενκ. гача, -и θ.) διαλκ. 1 τα σκέλη του παντελονιού. 2 οι μηροί, τα μπού- τια· τα καπούλια. Гашение, -Я ουδ. σβήσιμο, σβέση. гашёный επ. σβηστός, σβησμένος· -ая из- известь σβησμένη ασβέστη. *Гашетка, -и θ. η ουρά της σκαντάλης· на- нажать на -у πιέζω τη σκαντάλη. ГашЙШ, -а α. χασίς. ГШПНИК, -а α. (διαλκ.) βρακοζώνα· ζώνα πα- παντελονιού. гащивать, гащивал, -ла, -ло р.δ. βλ. го- гостить. *Гвалт, -а α. θόρυβος, πανδαιμόνιο. Гвардеец, -Дёйца α. αξιωματικός ή στρατι- στρατιώτης της φρουράς, φρουρίτης. Гвардейский επ. φρουριτικός, της φρουράς. * гвардия, -и θ. φρουρά- национальная - ε- εθνοφρουρά· красная - κόκκινη φρουρά· белая гвардия λευκή φρουρά· старая - παλαιά φρουρά. гвоздевой επ. βλ. гвоздильный. ГВОЗДИК, -а α. καρφάκι, πρόκα. ГВОЗДЙка, -И θ. 1 γαρυφαλλιά. 2 γαρύφαλ- γαρύφαλλο (λουλούδι ή άρτυμα). ГВОЗДИЛЬНЫЙ επ. του καρφιού, -ιών -ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή καρφιών. ГВОЗДИТЬ, -ЗХу, -ЗДИШЬ ρ.δ.μ.κ.αμ. 1 δέρ- δέρνω γερά, ξυλοκοπώ. 2 επιμένω στα ίδια, κο- κοπανώ τα ίδια και τα ίδια. ГВОЗДИЧНЫЙ επ. του γαρύφαλλου, γαρυφαλλέ- νιος· - запах η μυρουδιά του γαρύφαλλου. II ~ые πλθ. τα καρυοφυλλοειδή. гвоадодйр, -а α. οχλέας, καρφοεξαγωγέας. гвоздок, -дка α. (απλ.) βλ. гвоздик. гвоздь, -я, πλθ. гвозди, -ей α. καρφί, иар- φοβελόνα, ποντίλλα· деревянный - ξυλοκάρφι· прибить -ЯМИ καρφώνω. II μτφ. ο πιο βασικός, ο κυριότερος, το κλειδί. II εκφρ. -ём за- засесть η1 сидеть к.τ.τ. μου τυπώνεται, μου κολ- κολλά (για ιδέα, σκέψη κλπ.)· никаких -ей (απλ.) τίποτε άλλο, τίποτε παραπάνω. ГВОЗДЯНОЙ, επ. καρφικός, του καρφιού· -4я шляпа το κεφάλι του καρφιού. Где επίρ. 1 ερωτ. που; -вы работаете? που δουλεύετε; 2 τοπ. πού· вот - να που. 3 αναφ. όπου· везде хорошо, - нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε. 4 αόρ. πα- παντού·, όπου και αν, οπουδήποτε · - он ни ос- останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... - бы ТО не было οπουδήποτε, πα- παντού όπου και να μη· больше чем - бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπου- οπουδήποτε αλλού· где-где (παλ.) α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού. II εκφρ. - ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ' αυτή την υπόθεση)· (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! -; 2 уж; - (уж) только παντού, πανταχού· - бы αντί να· - бы нам плакать - песни поём αντί να κλαίμε - τραγουδάμε. где-либо επίρ. βλ. где'-нибудь. ГДО-НИбудь επίρ. τοπ. κάπου· όπου να εϊ- ναι, οπουδήποτε. ГДё-ТО επίρ. τοπ. κάπου (εδώ). Γβ ουδ. άκλ. γκε, ο φθόγγος του ρωσικού γράμματος „Γ". *гебрайзм, -а α. εβραϊσμός, λέξη η" φράση ε- εβραϊκή. гебраист, -а α. εβραιολόγος. гебраистика, -и θ. εβραιολογία. гегельянец, -нца α. εγελιανός, οπαδός του Εγελου. гегельянский επ. εγελιανός· -ая школа ε- γελιανή σχολή. гегельянство, -а ουδ. εγελιανισμός. Гегемон, -а α. ηγεμόνας. *ГвГемОНИЯ, -и θ. ηγεμονία. *ГвДОНЙЗМ, -а α. ηδονισμός.
гед 193 гео ГвДОНКСТ, -а α. -,οονιστης, οπαδός του η- δονισμού. ГеДОНИЧесКНЙ επ. ηδονι,κός, του ηδονιαμοΰ· ηδονιστικός. *геённа, -ы θ. (εκκλσ.) γέεννα, τόπος κό- λασης και τιμωρίας. Гей επιφ. ε, έι· -! все СКЩЙ ε! όλοι (ε- (ελάτε) εδώ. *гёйзер, -а α. θερμοπίδακας, γκέϋζερ. *ГвЙМ, -а α. (αθλτ.) βαθμός, -πόντος. *Гекатомба, -Ы θ. εκατόμβη. *ΓβΚ88Μβτρ, -а α. (φιλγ.) εξάμετρο. *ГвКСаэдр, -а α. εζάεδρο. *ΓΘΚΤίρ, -а α. εκτάριο. *ГвКТОГраф, -а α. πολύγραφος. гектографировать, -рую, -руешь р.δ.μ. πο- πολυγράφο) . Гектографический επ. πολυγραφικός. *Гелёртер, -а α. (γραπ. λόγος) βλ-Ηβ4ΘΤ4Ι1Κ. гелертерство, -а ουδ. (γραπ. λόγος) βλ. на- начётничество. Гелиевый επ. του ηλίου (χημ. στοιχείο). *ГеЛИЙ, -Я α. το ήλιο (χημ. στοιχείο). *ГеЛИКОН, -а α. χάλκινο μουσικό όργανο. * Геликоптер, -а α. ελικόπτερο. ГеЛИОГраВВра, -Ы θ. ηλιοτυπία,ηλιογραφία. *Гелиограф, -а α. ηλιογράφος. "Гелиография, -И θ. ηλιογραφία. ■"Гелиометр, -а α. ηλιόμετοο. гелиотехника, -и θ. ηλιοτεχνική. *ГвЛИОТрОП, -а α. 1 ηλιοτρόπιο (φυτό). 2 ημιπολύτιμος λίθος. "гелиоцентризм, -а α. ηλιοκεντρικό αύστημα. гелиоцентрический επ. -ая система мира το ηλιοκεντρικό σύστημα. *Гельминтология, -Κ θ. ελμινθολογία. *Гематоген, -а α. αιματοποιητικό διάλυμα. *Гематома, -Ы θ. αιμάτωμα, μάτωμα. *Гёмма, -Ы θ. πολύτιμος λίθος (σάπφειρος, ρουμπίνι, σμαράγδικλπ.). *ГвМОГЛОбЙН, -а α. αιμοσφαιρίνη. Геморроидальный, επ. αιμορροϊδικός. * Геморрой, -Я α. αιμορροΐδα. тзиорройный επ. βλ. геморроидальный. * Гемофилия, -и θ. αιμοφιλία, αιμορροφιλία. генеалогический επ. γενεαλογικός. * генеалогия, -и θ. γενεαλογία. Гёнесис, -а α. γένεση. *Генерал, -а α. στρατηγός* —майор υποστρά- υποστράτηγος· —лейтенант αντιστράτηγος· - армии о στρατηγός στρατιάς. генерал-губернатор, -а α. γενικός διοικη- διοικητής, κυβερνήτης και με στρατιωτικά καθή- καθήκοντα. *ГенераЛИОСИМуо, -а α. αρχιστράτηγος. *ГвНвралитёт, -а α. το σώμα των ανώτατων α- ξιωματικών-διοικητών, οι στρατηγοί. Генеральный επ. γενικός· - секретарь γε- γενικός γραμματέας· -ая линия партии γενική γραμμή του κόμματος· -ая уборка γενική κα- καθαριότητα· - план γενικό πλάνο· - консул γε- γενικός πρόξενος· -ая стачка γενική απεργία· - штаб γενικό επιτελείο· -ая репетиция γε- γενική πρόβα. Генеральский επ. στρατηγικός· -ие погоны στρατηγικές επωμίδες. генеральство, -а α. στρατηγία. генеральствовать, -вуго, -вуешь ρ.δ.(απλ.) στρατηγεύω. Генеральша, -И θ. στρατηγίνα, η σύζυγος στρατηγού. генеративный επ. (βιολ.) γεννητικός. *генератор, -а α. 1 γεννήτρια, ηλεκτρογεν- ηλεκτρογεννήτρια· - ПОСТОЯННОГО тока γεννήτρια συνε- συνεχούς ρεύματος. 2 παραγωγός. 3 βλ. газоге- газогенератор . Генераторный επ. παράγωγος· - газ παράγω- παράγωγο αέριο. * Генерация, -И θ. παραγωγή. II γενιά. генетик, -а α. γενετιστής, ο ειδικός στον τομέα της γενετικής, *Генётика, -И θ. (βιολ.)η γενετική. Генетический επ. γενετικός· - метод η γε- γενετική μέθοδος. гениальность, -И θ. μεγαλοφυία, διάνοια. гениальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. л μεγαλοφυής· -ое произведение μεγαλοφυές έρ- έργο· -ая идея μεγαλοφυής ιδέα. *ГвНИЙ, -Я α. ιδιοφυΐα, δαιμόνιος νους· ве- ЛЙКИЙ - μεγάλη ιδιοφυΐα. II δαίμονας, δαιμό- δαιμόνιο· добрый - το αγαθό δαιμόνιο· ЗЛОЙ - το κακό δαιμόνιο (πνεύμα). Генштаб, -а α. γενικό επιτελείο. генштабист, -а α. στρατιωτικός του γενι- γενικού επιτελείου, географ, -а α. γεωγράφος, географический επ, γεωγραφικός· -ая карта мира παγκόσμιος χάρτης· -ая среда το γεωγρα- γεωγραφικό περιβάλλον. *ГвОГрафИЯ, -И θ. γεωγραφία. ГеодевЙОТ, -а α. γεωδαίτης. геодезический επ. γεωδαιτικός. "геодезия, -и θ. γεωδαισία. Геолог, -а α. γεωλόγος. Геологический επ. γεωλογικός. *ГеолОГИЯ, -И θ. γεωλογία. Геологоразведка, -И θ. γεωλογική αναζήτη- αναζήτηση (κοιτασμάτων). геологоразведочный επ. γεωλογοερευνητικός. Геологоразведчик, -а α. γεωλογοερευνητής. геометр, -а α. γεωμέτρης· γεωδαίτης. геометрический επ. γεωμετρικός.
гео 194 гет *ΓΘΟΜβτρ»Η, -и θ. γεωμετρία. Геоморфология, -И θ. γεωμορφολογία. георгин, -а α. и. георгина» -ы θ. δάλεια, δαλία, ντάλια (φυτό и. λουλούδι.). геофизика, -и θ. γεωφυσική. Геофизический επ. γεωφυσικός. геохимический επ. γεωχημικός. геохимия, -и θ. γεωχημεία. *ГеоцвНТрЙЗМ, -а α. γεωκεντρισμός. "Гепатит, -а α. ηπατίτιδα (νόσος). *ГепарД, -а α. μελανόστικτη γάτα των Ινδιών. *Геральдика, -и θ. εραλδική, οικοσημολογία. геральдический επ. εραλδικός. Гераниевый επ. γεράνιος· - ЛИСТ φύλλο γε- ρανιού· -ое масло γερανιέλαιο. * герань, -И θ. γεράνι. И πελαργόνιο. *Герб, -а α. σύμβολο (κράτους,πόλης κλπ.). гербаризировать, -рую, -руешь р.σ. βοτα- νολογώ, συλλέγω και αποξηραίνω φυτά για δι- διατήρηση. * Гербарий, -Я α. βοτανολόγιο. *гербицид, -а α. (χημ.) ζιζανοκτόνο. гербовый επ. συμβολικός, του συμβόλου. II με σύμβολο· -ая печать σφραγίδα με κρατικό σύμβολο· -ая бумага χαρτόσημο χαρτί· -ая пу- пуговица κουμπί με σύμβολο. II εκφρ. - Сбор φό- φόρος χαρτοσήμου. геркулес, -а α. 1 Ηρακλής. 2 ισχυρότατος άνθρωπος. 3 ονομασία χόνδρου βρώμης. Геркулесов, -а, -О επ. ηράκλειος, του Η- Ηρακλή· -Ы столбы ή СТОЛПЫ οι ηράκλειες στή- στήλες (Γιβραλτάρ) ή το τελευταίο άκρο όριο· дойти до -ых столбов φτάνω ως το τελευταίο άκρο, όριο. геркулесовский επ. ηράκλειος, πανίσχυρος. герлыга, -И θ. (διαλκ.) αγκλίτσα, γκλίτσα. германец, -нца α., -ка, -и θ. Γερμανός, -ίδα. Германизация, -И θ. εκγερμάνιση, -μός. германизировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. εκ- γερμανίζω. II -СЯ εκγερμανίζομαι. германизм, -а α. γερμανισμός, λέξη ή φρά- οτ\ γερμανικής προέλευσης. германизовать(ся1) ρ.δ.κ.σ. βλ. германизй- ровать(ся). германист, -а α. γερμανιστής, ειδικός στη γερμανική γλώσσα και πολιτισμό. германистика, -и θ. γερμανιστική, επιστή- επιστήμη που σπουδάζει τη γερμανική γλώσσα και πο- πολιτισμό. Германофил, -а α. γερμανόφιλος. германофильство, -а ουδ. γερμανοφιλία. германофоб, -а α. γερμανόφοβος, που μισεί κάθε τι γερμανικό. Германофобство, -а α. γερμανοφοβία, μίσος προς κάθε τι γερμανικό. германский επ. γερμανικός* -ие племена οι γερμανικές φυλές. Гермафродит, -а α. ερμαφρόδιτος, αρσενι- κοθήλυκος. гермафроДИЦЙЗМ, -а α. ερμαφροδιτισμός. Герметизация, -И θ. στεγανοποίηση. герметизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. κλείνω ερμητικά, στεγανά. Герметически επίρ. ερμητικά, στεγανά. герметический επ. ερμητικός, στεγανός. ГврметЙЧНОСТЬ, -И θ. ερμητικότητα, στεγα- στεγανότητα. герметичный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно ερ- ερμητικός , στεγανός. героизировать, -рую, -руешь ρ.δ.μ.ηρωποιώ. ГероЙ8М, -а α. ηρωισμός. героика, -И θ. ηρωισμός, ηρωικές -πράξεις, ηρωισμοί. ГероЙНЯ, -и θ. ηρωίδα. II εκφρ. мать— μη- μητέρα ηρωίδα (πολύτεκνη άνω των εννιά τέκνων). Героически επίρ. ηρωικά. героический επ. ηρωικός· - ПОДВИГ ηρωικό κατόρθωμα, ανδραγάθημα· -ие усилия ηρωικές προσπάθειες. II εκφρ. -ёпос ηρωικό έπος. *герой, -я α. ήρωας· - великой Отечествен- Отечественной ВОЙНЫ ήρωας του Μεγάλου Πατριωτικού πο- πολέμου· - Греции ήρωας της Ελλάδας· - социа- социалистического труда ήρωας της σοσιαλιστικής δουλειάς· - романа ήρωας του μυθιστορήματος, II εκφρ. - не моего романа άνθρωπος που δεν με τραβά, δεν τον συμπαθώ. геройский επ. βλ. героический. геройство, -а ουδ. ηρωισμός. геройствовать, -твуго, -твуешь р.δ. δείχνω ηρωισμό· κάνω, διαπράττω κατορθώματα, αν- ανδραγαθώ. *ГврОЛЬД, -а α. (παλ.) αγγελιαφόρος, άγγε- άγγελος, κήρυκας, διαλαλητής. II ρυθμιστής διευ- θέτης σε ιπποτικά τουρνουά, κοινωνικές γιορ- γιορτές. *герц, -а α. χέρτς, μονάδα μέτρησης συ- συχνότητας ταλαντώσεων. *гёрцог, -а α., -гйня, -и θ. δούκας, -ισσα. герцогский επ. δουκικός, του δούκα. герцогство,' -а ουδ. δουκάτο. гестапо ουδ. άκλ. γκεστάπο. гестаповец, -вца α. γκεσταπίτης. *Гвтёра, ~Ы θ. 1 εταίρα (της αρχαίας Ελλά- Ελλάδας). 2 (γραπ. λόγος) γυναίκα ελευθέρων ηθών. ♦гетерогенный επ. (γραπ. λόγος) ετερογενής. Гетман, -а α. (παλ.) |1 αταμάνος. 2 αρχι- αρχιστράτηγος . гётманец, -нца α. αταμάνος. гетманский επ. αταμάνικος. Гетманство, -а ουδ. αταμάνικη εξουσία. гетманщина, -Ы θ. 1 περίοδος αταμανοκρα-
гет 195 гид τίας. 2 αντεπαναστατική στρατιωτική δικτα- δικτατορία στην Ουκρανία το 1918. *Гвтрн, гетр πλθ. (гетра, -Ы θ. ) γκέττες, περικνημίδες. *ΓβΤΤΟ ουδ. άκλ. γνιέττο. *Гвшёфт, -а α. (παλ.) παζάρεμα; παζαρλίκι. гиацинт, -а α. 1 υάκινθος, ζουμπούλι. 2 ημιπολύτιμος λίθος. Гиацинтовый επ. 1 υακίνθινος, ζουμπουλέ- νιος· -ая луковица βολβός υάκινθου. 2 απο υάκινθο" - перстень δαχτυλίδι με πετράδι α- απο υάκινθο. *ГИббОН, -а α. γίββονας, είδος πιθήκου. ГЙбвЛЬ, -И θ. καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος· απώλεια· - Помпеи η καταστροφή της Πομπηίας· - самолёта συντριβή του αεροπλά- αεροπλάνου· - корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο· - надёзд απώλεια των ελπίδων ИДТИ на верную - βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πη- πηγαίνω κατά χαμό· найти свой гибель βρίσκω το θάνατο μου· трагическая - τραγικός θάνατος· Обречь на - καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό). II (απλ.) πλήθος· народу - будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)· - КОМа- рОВ στίφος κουνουπιών - денег χρήμα (παράς) με ουρά. II εκφρ. быть ή находиться на краю гибели είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσ- αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό. Гибельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно κα- καταστρεπτικός, ολέθριος· ~ая политика ολέ- ολέθρια πολιτική· - шаг ολέθριο βήμα· -ые ΠΟ- слёдствия καταστρεπτικές συνέπειες. Гибка, -и θ. κύρτωση μεταλλικών αντικει- αντικειμένων. Гибкий επ., βρ: -бок, -бка, -бко. 1 ευλύ- ευλύγιστος, λυγερός, εύκαμπτος· -ая ветка λυγε- λυγερό κλαδί (βέργα)· - стан λυγερό κορμί. 2 μτφ. ευμετάβλητος· -ая политика ευλύγιστη πολιτική· - ГОЛОС εύστροφη φωνή· -ое зако- законодательство ευλύγιστη νομοθεσία. ГИбКО επίρ. ευλύγιστα, εύκαμπτα. ГНбКООТЬ, -И Р. ευλυγισία, λυγεράδα, λυ- γερότητα, ευκαμψία· ευστροφία. ГЙбДЫЙ επ. Γαπλ.) ολέθριος, επικίνδυνος. II εκφρ. -ое Дело πολύ επικίνδυνη υπόθεση. гибнуть ρ.δ., παρλθ. χρ. гиб, -ла, ~ло; χάνομαι, καταστρέφομαι. II θανατώνομαι, εξο- εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. II μτφ. εξαφανίζο- εξαφανίζομαι, χάνομαι. ГИбОЧНЫЙ επ. καμπτικός, της κάμψης· για κάμψη, για λύγισμα. *ГИбрЙД, -а α. ετεροφυής· νοθογενής· απο διασταύρωση (για ζώα ή φυτά). ГИбриДИ8аЦИЯ, -и θ. (για ζώα και φυτά) δι- διασταύρωση. ГИбрЙДНЫЙ επ. απο διασταύρωση· -ые семена σπόροι απο διασταύρωση. *ГИГ, -а α. (αθλ.) μικρή βάρκα. *ГИГаят, -а α. γίγαντας. II μτφ. μεγάλος, μέ- μέγας· - науки γίγαντας της επιστήμης. гигантский επ. γιγαντιαίος, γιγάντιος, τε- τεράστιος. II εκφρ. -ими шагами идти ή дви- двигаться вперёд προοδεύω αλματώδινια. *ГИГИвна, -Ы θ. η υγιεινή. Гигиенический επ. υγιεινός, της υγιεινής· -ие правила οι κανόνες υγιεινής. ГИГИвНЙЧНОСТЬ, -И θ. υγιεινότητα. гигиеничный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. гигиенический. *ГИГрОметр, -а α. υγρόμετρο. *ГВГросКОПИЧвСКИЙ επ. υγροσκοπικός. ГИДРОСКОПЙЧНОСТЬ, -и θ. η ύπαρξη υγρασίος. гидроскопичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно υγροσκοπικός. *ГИД, -а α. 1 οδηγός, ξεναγός. 2 οδηγός πε- περιηγητή (βιβλιαράκι). "'гидальго άκλ. α. ισπανός ευγενής. *ГЙдра, -ы θ. 1 ύδρα, μυθικό φίδι. 2 μικρό- μικρότατο κοίλεντερωτό υδρόζωο. *ГИДравлика, -И θ. η υδραυλική, гидравлический επ. υδραυλικός. *ГИДрант, -а α. υδρεία, πηγή, κρήνη, κρουνός. *ГИДрат, -а α. υδρικό σώμα (χημ. ε'νωση). *ГИДРИД, -а α. υδρογονούχος ένωση. гидроакустика, -и θ. υδροακουστι,κή, κλά- κλάδος της ακουστικής. гидроакустический επ. υδροακουστικός. Гидроаэродром, -а α. αερολιμένας ναυτικός. ГИДробИОЛОГИЯ, -И θ. υδροβιολογία. Гидрогенератор, -а α. υδραυλική γεννήτρια. гидрогеология, -и θ. υδρογεωλογία. ГИДрОГраф, -а α. υδρογράφος. Гидрографический επ. υδρογραφικός. Гидрография, -И θ. υδρογραφία. Гидродинамика, -И θ . υδροδυναμική, гидродинамический επ. υδροδυναμικός. ГИДРОЛИЗ, -а α. υδρόλυση. гидролог, -а α. υδρολόγος. гидрологический επ. υδρολογικός, 'гидрология, ~И θ. υδρολογία. гидрометеорологический επ. υδρομετεωρολο- γικός. Гидрометеорология,-И θ. υδρομετεωρολογία. гидрометрист, -а α. υδρομετρητής. гидрометрический επ. υδρομετρικός. ♦гидрометрия, -И θ. υδατομετρία, υδρομετρία. Гидромеханизатор, -а α. υδρομηχανικός. ГИДрОМехаНИвациЯ, -И θ. υδρομηχανοποίηση. гидромеханика, -и θ. υδρομηχανική. гидроплан, -а α. υδροπλάνο. ГИДРОПУЛЬТ, -а α. φορητή αντλία. Гидросамолёт, -а α. υδροπλάνο.
гид 196 гит Гидростанция, -И θ. υδροηλεκτρικός σταθ- σταθμός. гидростатика, -и θ. υδροστατική, гидростатический επ. υδροστατικός, гидросфера, _ы θ. υδρόσφαιρα. гидротерапия, -к θ. υδροθεραπεία. Гидротехник, -а α. υδροτεχνικός. гидротехника, -Ы θ. υδροτεχνική. гидротехнический επ. υδροτεχνικός. 'ГИДрофЙТ, -а α. υδρόφυτο. *ГИДрофОН, -а α. υδρόφωνο. ГИДРОХИМИЯ, -и θ. υδροχημεία. *ГИДроцёле, -Я ουδ. υδροκήλη. гидроэлектростанция, -и θ. υδροηλεκτρικός σταθμός. гидроэнергетика, -И θ. υδροενεργητική. Гидроэнергетический επ. υδροενεργητικός. * гиена, -ы θ. ύαινα. гик, -а α. βλ. гиканье. Гиканье, -Я ούδ. ντε, παροτρυντική φωνή προς τα ζώα. Гикать ρ.δ. φωνάζω στα ζώα ντε. гикнуть ρ.σ. βλ. гикать. ГИЛЬ, -И θ. (παλ.) ανοησίες, κουταμάρες. гильдейский επ. συντεχνιακός. *ГЙЛЬДИЯ, -И θ. 1 συντεχνία (μεσαιωνική). 2 κατηγορία εμπόρων στην τσαρική Ρωσία. *ГЙЛЬЗа, -Ы θ. 1 κάλυκας πυροβόλου όπλου. 2 χάρτινος σωληνίσκος σιγαρέττου. ''гильотина, ~Ы θ. λαιμητόμος, καρμανιόλα. гильотинировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. καρατομώ. *гимн, -а α. ύμνος· национальный - εθνικός ύμνος. II εγκώμιο. гимназист, -а α., -ка, -И θ. μαθητής,-τρία γυμνασίου, γυμναοιόπαιδο, γυμναοιοκόριταο. Гимназический επ. γυμνασιακός· -ая форма γυμνασιακή στολή. *гимназия, -И θ. το γυμνάσιο. гимнаст, -а α. -ка, -и θ. γυμναζόμενος,~η, γυμνασμένος, -η. II καλλιτέχνης τοίρκου γυμ- γυμναστικών επιδείξεων. гимнастёрка, -и θ. χιτώνιο, αμπέχωνο. *гимнастика, -И θ. γυμναστική· лечебная - θεραπευτική γυμναστική. гимнастический επ. γυμναστικός. гинеколог, -а α. γυναικολόγος, гинекологический επ. γυναικολογικός. *Гинекология, -И θ. γυναικολογία. Гинёя, -И θ. παλαιό αγγλικό χρυσό νόμισμα ίσο με 21 σελλίνια. * гипербола, -Ы θ. υπερβολή. II γεωμτ. υπερβολή', гиперболический επ. υπερβολικός, гиперболичность, -и θ. υπερβολή, гиперболичный επ., βρ: -чен, -чна, -"чно υ- υπερβολικός· -ая оценка υπερβολική εκτίμηση. гиперболоид, -а α. (γεωμτ.) υπερβολοειδής επιφάνεια. ♦гиперемия, -и θ. υπεραιμία. Гипертоник, -а α. ο υπερτονικός. гипертонический επ. υπερτονικός· -ая бо- болезнь η υπερτονία. *ГЕПерТ0НЙЯ, -И θ. υπερτονία. гипертрофированный επ. υπερτροφικός. ♦гипертрофия, -и θ. υπερτροφία. *ГИПНОЗ, -а α. υπνωτισμός, -ση. ГИПНОТИваЦИЯ, -И θ. υπνώτιση. гипнотизёр, -а α. υπνωτιστής. Гипнотизирование, -Я ουδ. υπνώτιση. гипнотизировать, -рук>, -руешь р.δ.μ. υπνω- υπνωτίζω. II -ОЯ υπνωτίζομαι. Гипнотизм, -а α. υπνωτισμός. Гипнотический επ. υπνωτικός. *ГИПОТёза, -Ы θ. υπόθεση (επιστημ. φύσης), εικασία· строить -Ы κάνω υποθέσεις. "Гипотенуза, -Ы θ. (γεωμτ.) |υποτείνουσα. Гипотетический επ. υποθετικός. ГИПОТИЧНЫЙ επ., βρ: -чен, -чна, -чно υπο- υποθετικός. ♦ГИПОТОНИЯ, -И θ. υποτονία. *ГШ10физ, -а α. (ανατ..) υπόφυση. *гиппопотам, -а α. ιπποπόταμος. *ГИПС, -а α. ο γύψος. II γύψινο καλλιτεχνι- καλλιτεχνικό έργο. ГИДСрвание,-Я ουδ. γύψωση. ГИПСОВать, -сую, -суешь ρ.δ.μ. 1 γυψώνω, βάζω στο γύψο. 2 προσθέτω γύψο στο γλεύκος. 3 λιπαίνω το ε'δαφος με άσβηστο γύψο. ГИПСОВЫЙ επ. γυψωτός, γυψούχος· -ые ПОЧ- ПОЧВЫ γυψωτά εδάφη. II γύψινος· -ая ПОВЯЗКв γύ- γύψινος επίδεσμος· -ая статуя γύψινο άγαλμα· -»слёпок γύψινο εκμαγείο. *ГИПОр, -а α. είδος δαντέλλας, τρίχαπτο. Гиревик, -а α. αθλητής αλτήρων. гиревой επ. των αλτήρων. Гирло, -а ουδ. τα στόμια της εκβολής πο- ποταμού . ♦гирлянда, -Ы θ. γιρλάντα. Гирокомпас, -а α. πυξίδα γυροσκοπική. *ГЩЮСКОП, -а α. γυροσκόπιο. Гироскопический επ. γυροσκοπικός· - ΚΟΜ- пас γυροσκόπιο. ГЙрька, -И θ. μικρό σταθμό, βαριδάκι. Гиря, -И θ. 1 σταθμό, βαρίδι, ζύγι. II αλ- αλτήρας. 2 βαρίδι εκκρεμούς ωρολογίου. II (τεχ.) αντίβαρο, βάρος για ανύψωση. гистолог, -а α. ιστολόγος. ГИСТОЛОГЙческиЙ επ. ιστολογικός. ♦ГИСТОЛОГИЯ, -И θ. (βιολ.) ιστολογία. *ГИТёра, -Ы θ. κιθάρα. гитарист, -а α.-ка, -и θ. κιθαριστής, -τρία. Гитарный επ. της κιθάρας· -ые струны χορ-
гит 197 гла δες κιθάρας. гитлеризм, -а α. χιτλερισμός. гитлеровец, -вца α. χιτλερικός. гитлеровски! επ. χιτλερικός. ГЙЧКЯ, -и θ. είδος στενής και χαμηλής βάρ- βάρκας. глава1, -Ы, πλθ. -Ив. 1 (παλ.) κεφάλι, -ή ανθρώπου ή ζώου. II μτφ. κορυφή (βουνού ή δέ- δέντρου). 2 τρούλος, θόλος, κουπές εκκλησίας. 3 αρχηγός, διοικητής, ο ανώτερος, ο επικε- επικεφαλής· - правительства о πρωθυπουργός* - се- семьи ο αρχηγός της οικογένειας· - партии о αρχηγός του κόμματος· - делегации о επικε- επικεφαλής της αντιπροσωπείας. II εκφρ. во -ё ε- επικεφαλής· ставить во -у угла βάζω στην κο- κορυφή (προτιμώ). глава2, -Ы, πλθ. ~Ы θ. κεφάλαιο βιβλίου. Главарь, -Я α. αρχηγός, καθοδηγητής·- МЯ- тёжников αρχηγός στασιαστών. главенство, -а α. αρχηγία, κυριαρχία, πρω- πρωτεία, πρωτάτα. главенствовать, -стую, -ствуешь κυριαρχώ, αρχηγεύω, είμαι αρχηγός, κατέχω τα πρωτεία. главк, -а α. (главный комитет) τμήμα υ- υπουργείου. главковерх, -а α. (главнокомандующий вер- верховный) ανώτατος στρατιωτικός διοικητής. главком, -а α. βλ. главнокомандующий. ГлавнокомандупциЙ, -его α. αρχιστράτηγος ενός μετώπου· верховный - αρχιστράτηγος ό- όλων των στρ. δυνάμεων σχον καιρό του πολέμου. Главный επ. 1 κύριος, πρώτιστος, βασικός· κεφαλαιώδης, ουσιώδης· -ая идея КНИГИ η κύ- κύρια ιδέα του βιβλίου· -не силы противника οι κύριες δυνάμεις του αντίπαλου· это самое -ое αυτό είναι το κυριότερο. II γενικός· -ая квартира το γενικό στρατηγείο· - инженер о γενικός μηχανικός, αρχιμηχανικός· - врач о αρχίατρος· - редактор αρχισυντάκτης. II εκφρ. -ое предложение (γραμμ.) κύρια πρόταση|· -ая книга (λογιστ.) το καθολικό (βιβλίο)· -ЫМ Образом κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατά πρώτο, βασικά· -ое Дело πρώτο και κύριο, ιδιαίτερα σοβαρό, πολύ ουσιώδες. Глагол, -а α. 1 (παλ.) λόγος, ομιλία. 2 (γραμμ.) το ρήμα· переходные и непереходные -Ы μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα· возврат- возвратные -Ы ρήματα παθητικής φωνής. Глаголица, -Ы θ. γλαγολικό αλφάβητο (το προ του κυριλλικού). ГлаГОЛЬ, -Я α. 1 παλαιά ονομασία του γράμ- γράμματος „Γ". 2 (παλ.) το σχήμα Γ. глагольный επ. ρηματικός· -ое окончание ρηματική κατάληξη· -ая рифма ρηματική ομοι- ομοιοκαταληξία. Глад,-а α. (παλ.) πείνα, λιμός. *гладиатор, -а α. μονομάχος (ρωμ. εποχής). Гладиаторский ε π. μο νομαχικός. Гладилка, -И.О. ομαλιστήρας (όργανο). гладильный επ. του σιδερώματος· -ая дос- доска σανίδα σιδερώματος. *Гладиолус, -а α. γλαδίολος, γλαδίολο (κο- (κοσμητικό φυτό). ГлёДИТЬ, -жу, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. глаженный, βρ: -жен, -а, -о р.δ. 1 σιδερώνω (ρούχα). 2 χαϊδεύω, θωπεύω. II εκφρ, - про- против шерсти πηγαίνω αντίθετα, κόντρα· - по Головке επαινώ, εγκρίνω άσχημη συμπεριφορά, πράξεις. II -СЯ σιδερώνομαι. гладкий επ., βρ: -док, -дка, -дко. 1 ομα- ομαλός, λείος, ίσιος, γλιστερός· -ая' поверх- поверхность λεία επιφάνεια. II ευθύς, ίσιος· -ие ВОЛОСЫ ίσια μαλλιά (όχι κατααρά). II απλό κό- κόψιμο· -ое платье απλό φόρεμα. II μονόχαωμο, χωρίς σχέδια. 2 μτφ. ρέων, ομαλός (για στί- στίχους, λόγο κ.τ.τ.). 3 (απλ.) καλοθρεμμένος, καλοζωισμένος. II εκφρ. с него взятки гладки απ' αυτόν δε βγάζεις (δεν παίρνεις) τίποτε. Гладко επί ρ. ομαλά, λείως, γυαλιστερά· выбритый καλοξυρισμένος· - выстругать καλο- πλανίζω· - причёсывать χτενίζω ι'σια τα υαλ- λιά μου· - говорить μιλώ ομαλά, στρωτά· чи- читать - διαβάζω στρωτά. ГЛаДКОСТВОЛЫШЙ επ. με λεία κάννη· -ое ру- жьё όπλο με λεία κάννή* (χωρίς ραβδώσεις л. αυλάκωσεις). Гладкость, -И θ. ομαλότητα, λειότητα.. ГЛадыш, -а, -а α. (απλ. κ. ίκαλκ.) ποτα- μόπετρα. Гладь1, -Κ θ. επκράνεια ουαλή, ίσια.II εκφρ. ТИШЬ да - ήσυχη (αμέριυνη) ζωή. Гладь, -И θ. πλουμίδι, πλουμί. Глаже συγκρ. β. του επιο. Гладко και του επ. гладкий. Глаженый επ. σιδερωμένος· - КОСТЮМ σιδε- ρωμένο κοστούμι. глаженье, -я ουδ. σιδέρωμα, глаз, -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. гла- гласи., глаз, ~ам а. 1 μάτι, όμμα, οφθαλμός. II ^χτιά, βλέμμα. 2 όραση· ОН лишился глаз αυ- αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως). Ιι μτφ. επίβλεψη· у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυρα'ιοι πνίγουν γρήγορα το κα- οάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Κα- ρίαν απώλεσαν. 3 μάτιασμα, μάτι. II εκφρ. в -ах чьих α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία· на -ах επί παρου- παρουσία, με την παρουσία (κάιιοιου)· с безумных глаз (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού· с ПЬЯНЫХ глаз (απλ.) σε κατάσταση μέθης· с ка- кйми -ами появиться ή показаться με τι προ-
гла 198 гла σωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγω, να παοουοιαστώ)· -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали να μην έβλε- έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)· -а горят на ЧТО καίγομαι απο τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ· -а на лоб лезут (απλ,) τα μάτια γουρλώνουν απο θαυμασμό· смотреть большими глазами γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμα- θαυμασμό· смотреть ή глядеть в -а κοιτάζω στα μά- μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μα- μαντέψω)· смотреть ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)· СМО- трёть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)· смотреть ή глядеть на что чьими -ами βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)· В -а не ВИДЙТЬ να μην ιδώ στα μάτια μου· в -а сказать ή назвать κ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα· в -ах ή перед -ами СТОИТЬ στο νου μου, μπροστά μου το έχω, μου έρχεται στη σκέψη· острый - οξεία όρααη·! дурной - κακό μάτι (βάακανο)· кудо не кинь -ом όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι· на -а показывается (ή попадается ) κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά υου· настолько хватает - ή куда достаёт - όσο φτά- φτάνε ι ή κόβει το μάτι· ни В ОДНОМ -у, -е κα- καθόλου δεν είναι μεθυσμένος· с глаз ДОЛОЙ (уйти, убраться) συνήθως με προστκ. έξω, φύ- φύγε απ' εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου· с -у на - ένας μ' έναν, τετ α τετ· между глаз απαρατήρητα· закрывать -а κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)· закрыть -а κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)· закрыть -а кому- то α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) πα- ρευοίσκομαι στο θάνατο συγγενούς· отктрыть, открывать -а кому ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)· на -ах με το μάτι (η περίπου ε- εκτίμηση)· в -а φάτσα, απέναντι, εν όψει· за -а α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ· купить что-л. за -а αγοράζω γουρούνι στο σακ- κί· -а не каза/ГЬ να μην εμφανιστεί μπροστά μου· ИДТИ куда глаза ГЛЯДИТ ενεργώ απερί- απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω· лгать в -а ψεύδομαι κατάφορα· очки не ПО ~ам τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση· не пу- ска'ть с глаз с кого-л, с чего-л. δεν ξεκολ- ξεκολλώ τα μάτια απο κάποιον, απο κάτι (θέλγομαι)· у страха -а велики (παρμ.) ο φόβος μεγαλώ- μεγαλώνει το κακό· с - ДОЛОЙ из сердца ВОН μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται. глазастый επ., βρ: -заст, -а, -о. 1 βοϊ- βομάτης, βοώπης. 2 οξυδερκής. 3 (απλ.) χτυ- χτυπητός στα μάτια, εντυπωσιακός· - СЙТЧИК χτυ- χτυπητό τσιτάκι. глазёнки, -ΗΟΚ πλθ. ματάκια, ματουλάκια. ГЛаэбТ, -& α. γκλαζέτ, είδος στιλπνού υ- υφάσματος . ♦главёть, -ею, -ёешь ρ.δ. (απλ.) χαζεύω πα- παρατηρώντας· - разинув рот χαζεύω με ανοιχτό το στόμα, χάσκω. Глазирование, -Я ουδ. εφυάλωση, -μα, υα- λογάνωμα. Глазированный επ. απο μτχ. εφυαλωτός, εφυ- αλωμένος. Глазировать, ~рую, -руешь, παθ.μτχ.παρλθ. χρ. глазированный, βρ: -ван, -а, -о. 1 εφυα- λώνω. 2 στιλπνώνω, λειαίνω, κάνω γυαλιστερό, γκλασσέ. II -ОЯ 1 εφυαλώνομαι. 2 στιλπνώνο- μαι, λειαίνομαι, γυαλίζομαι. глазировка, -и θ. βλ. глазирование. глазищи, -зйщ πλθ. (ενκ. глазище, -а α.) ματάρες (μεγεθυντικό). ГлазнЙХ, -асе. οφθαλμίατρος, οφθαλμολόγος . Глазница, -Ы θ. κόγχος, κοίλωμα Οφθαλμού. глазничный επ. κογχικός, του κόγχου. глазной επ. οφθαλμικός, οπτικός, του μα- ματιού· -Ое ЙбЛОКО ο βολβός του οφθαλμού· -&Я болезнь οφθαλμική νόσος· - нерв οπτικό νεύ- νεύρο· -ая мазь αλοιφή για τα μάτια· -ая при- примочка κολλύριο· -ые капли σταγόνες για τα μάτια· - зуб το δόντι του ματιού, το σκυλό- σκυλόδοντο, ο κυνόδους. глазок, -зка, πλθ. глазки, -зок, -зкам к. глазки, -ОВ а. 1 ματάκι, οφθαλμίδιο. 2 κη- κηλίδα χρωματιστή σε έντομα, πτηνά κλπ, 3 °πή παρακολούθησης στις φυλακές. ^ μάτι, Ιοφθαλ- μός φυτού, πατάτας. II εκφρ. анютины -И ι'ον το τρίχρωμο, πανσές· на - με το μάτι (η πε- περίπου εκτίμηση)· хоть ОДНИМ -ОМ взглянуть, посмотреть κ.τ.τ. να ρίξω έστω και μια μα- ματιά, να ιδώ λιγάκι· строить ή делать -И κά- \>Ш γλυκά μάτια, φλερτάρω. Глазомер, -а α. η με το μάτι (χωρίς όργα- όργανο) εκτίμηση μήκους, απόστασης. II η ικανό- ικανότητα για τέτοια εκτίμηση. глазомерный επ. με το μάτι (χωρίς όργανο). II εκφρ. -ая съёмка απλή σχεδιογράφηση. главунья, -и, γεν. πλθ. -ний, δοτ. -ньям, θ. αυγά μάτια τηγανισμένα. Глазурный επ. εφυαλωτικός. глазурование, -я ουδ. βλ. глазирование. глазуровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. глазурованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.к. σ.μ. βλ. глазировать. главуровка, -ν θ. βλ. глазирование. *Глазурь, -И θ. 1 εφυαλωτική ουσία. 2 ζα- χαρόπηκτο. глазчатый επ. στιγματικός, στικτός, που φέρει στίγματα, κηλίδες. *гланды, гланд πλθ. (ενκ. гланда, -ы θ.) α- αμυγδαλές , αντιάδες. глас, -а α. 1 (παλ.) βλ. голос AА6
гла 199 глу 2 μουσικός εκκλησιαστικός τόνος. II εκφρ. вопиющего В пустыне φωνή βοώντος εν τη ερή- μω· ни -а, НИ воздыхания ούτε ανάσα δεν α- ακουόταν (απόλυτη ησυχία). ГлАоис, -а α. (στρατ.) πρόχωμα. гласить, -ашу, -асишь ρ.δ.μ.к. ац. 1 (παλΟ αγγέλλω, μηνώ. 2 μιλώ, λέγω· περιλαβαίνω, ο- ορίζω· пословица -йт η παροιμία λέει· пара- параграф устава -ЙТ η παράγραφος του καταστατι- καταστατικού ορίζει. ГЛАСНО επίρ. 1 ανοιχτά, δημόσια. 2 ως κα- τηγ. είναι πασίγνωστο. Гласность, -И θ. δημοσιότητα, δημόσια α- ανακοίνωση· предать -И φέρω στη δημοσιότητα, γνωστοποιώ. Гласный1 επ. 1 φωνητικός· - звук το φωνήεν. 2 ουσ. (γλωσ.) το φωνήεν. ΜβθΗΐΛ2επ., βρ: -сен, -сна, -сно ανοι- ανοιχτός, δημόσιος, ελεύθερης εισόδου· - суд α- ανοιχτό δικαστήριο. Гласный? -ОГО α. εκλεγμένο μέλος της αυ- αυτοδιοίκησης στην προεπαναστατική Ρωσία. * Глауберов επ. -а соль θειί'κό νάτριο. * Глаукома, -Ы θ. γλαύκωμα, πάθηση του ο- οφθαλμού . Глашатай, -Я α. 1 (παλ.) κήρυκας, διαλα- λητής, ντελάλης. 2 μτφ. άγγελος, αγγελιαφό- αγγελιαφόρος· - мира κήρυκας της ειρήνης. "глетчер, -а α. βλ. ледник B σημ.). *ГЛИКОГён, -а α. γλυκογόνο, ηπατοζάκχαρο. ГЛИНа, -Ы θ. άργιλος, αργιλόχωμα· белая ή фарфоровая - λευκή άργιλος, ασπρογή, ασπρό- ασπρόχωμα, καολίνη· огнеупорная - πυρίμαχος άρ- άργιλος ή χώμα της φωτιάς. II πηλός· ΙλάσπηΙ-'ИЗ- дёлия из ~ы πήλινα αγγεία (είδη)· обмазы- обмазывать -ОЙ стены αλείφω τους τοίχους με λάσπη. ГЛИНИСТОСТЬ, -И θ. περιεκτικότητα σε άρ- άργιλο. ГЛИНИСТЫЙ επ., βρ: -ИСТ, -а, -Ο αργιλώδης, -λούχος· -ая почва αργιλώδες έδαφος. Глинище, -а ουδ. αργιλωρυχείο. Глинка, -И θ. λασπούλα, -ίτσα, πηλάκι. II ГЛИНОбЙТЫЙ επ. αχυρόλασπος- ~ые стены αρ- γιλότοιχοι (χωμάτινοι, αχυρόλασποι) τοίχοι. ГЛИН08ём, -а α. λευκάργιλος, ασπρόχωμα, α- ασπρογή. глинозёмистый επ. λευκαογιλώδης. ГЛИНОВёмНЫЙ επ. λευκαργιλικός- - завод ερ- εργοστάσιο επεξεργασίας αργίλου. ГЛИНЯНЫЙ επ. 1 πήλινος, χωμάτινος· -ая по- посуда πήλινα αγγεία· - горшок πήλινο δοχείο. 2 αργιλώδης, αργιλοϋχος. глипт, -а α. βλ. камея. *ГЛИПТИКа, -И θ. λιθογλυφία. Глиптотека, -И θ. γλυπτοθήκη. *ГЛЙССвр, -а α. είδος βενζινακάτου. глист, -а α. ε'λμινς, λεβίθα· ленточный - η ταινία· круглый - η ασκαρίδα. ГЛИОТа, -Ы θ. (απλ.) βλ. ГЛИСТ. II ισχνό- ισχνότατος άνθρωπος, τσικνιάς. глистогонный επ. ανθελμινθικός· -ое сред- средство ανθελμινθικό φάρμακο. *глицерин, -а α. γλυκερίνη. глицериновый επ. γλυκερινικός, της γλυκε- γλυκερίνης. II γλυκερινούχος· -ое МЫЛО γλυκερι- νούχο σαπούνι. *ГЛИЦИНИЯ, -и θ. γλυκίνη, β ισταρ ία,γλυτσί- ία,γλυτσίνα (αναρριχητικό φυτό). *ГЛОбус, -а α. γήινος ή υδρόγειος σφαίρα. глодать, -жу, -жешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. глоданный, βρ: -дан, -а, -о, επιρ. μτχ. гло- гложа к. глодая р.δ.μ. περιτρώγω, ροκανίζω· со- собака -жет КОСТЬ το σκυλί περιτρώγει το κόκ- καλο. 2 βασανίζω, κατατρώγω· тоска меня -жет· με τρώει η θλίψη. ГЛОСС&1, -Ы θ. γλώσσα, ερμηνεία δυσνόητων λέξεων στο κείμενο. * глосса2, -Η θ. γλώσσα (ψάρι). глоссарий, -Я α. γλωσσάριο, λεξι-κό! κειμένου. глотание, -Я ουδ. κατάποση, κατέβασμα. II καταβρόχθιση. · глотательный επ. καταποτικός, τηε κατάπο- κατάποσης· -ое движение η κίνηση της κατάποσης. ГЛОТать ρ.δ.μ.κ.αμ. καταπίνω, περνώ κάτω, κατεβάζω· - пилюли καταπίνω χάπια· больно - πονώ όταν καταπίνω. II τοώγω λαίμαργα. II μτφ. διαβάζω γρήγορα και αχόρταγα· ακούω προσε- προσεχτικά· - романы один за другим καταβροχθίζω τα μυθιστορήματα ένα κοντά τ άλλο. II εκφρ. - ВОЗДУХ αναπνέω αέρα· - слёзы καταπίνω (συγκρατώ) τα δάκρυα· - слова μασσώ τα λόγια· »- СЛЮНКИ μου κινούν τα σάλια (κοιτάζω αχόρ- αχόρταγα). II -СЯ καταπίνομαι. ГЛОТка, -И θ. 1 φάρυγγας. 2 (απλ.) λάρυγ- λάρυγγας. II εκφρ. во всю -у (орать, кричать,петь к.τ.τ.) μ' όλη τη δύναμη της φωνής, ξελαρυγ- γίζομαι· ВЗЯТЬ (брать) за -у πιάνω απο το λαιμό, το λαρύγγι. глотнуть р.σ. βλ. глотать. ГЛОТОК, -тка α. 1 γουλιά, ρουφηξιά, κατα- ψιά. 2 μικρή ποσότητα υγοών. II εκφρ. ОДНИМ ~ΟΜ μονορρούφι, μονοκοπανιά· сделать - πί- πίνω μια γουλιά. глохнуть ρ.σ. παρλθ. χρ. глох, -ла, -ло. 1 κουφαίνοααι, κωφεύω. 2 εξασθενίζω, χάνο- χάνομαι (για ήχους). 3 σβήνω. II σταματώ· мотор ГЛОХ το μοτέρ σταμάτησε (έσβησε). И- γεμίζω, σκεπάζομαι απο αγριόχορτα, ερημώνομαι. Глубже συγκρ. β. του επιρ. глубоко και του επ. глубокий. глубина, -Ы θ.(κυρλξ. κ. μτφ.) βάθος· -
глу 200 глы озера το βάθος της λίμνης· - пещеры το βά- βάθος της σπηλιάς· В -ё Души, сердца στο βά- βάθος της ψυχής, της καρδιάς ή στα μύχια (εν- (ενδόμυχα) της ψυχής, της καρδιάς- до -Ы души, сердца ως τα βάθη της ψυχής, της καρδιάς· ОТ -Ы Души, сердца απο τα βάθη της ψυχής, της καοδιας· в ~ё ΒβΚΟΒ στο βάθος των αιώνων. глубинный еп. βαθύς, του βυθού· -ая бомба βόμβα βυθού. глубокий επ., βρ: -бок, -бока, -боко; глуб- глубже , глубочайший βαθύς· - колодец βαθύ πη- πηγάδι· -ая река βαθύ ποτάμι· -ие моршйны βα- βαθιές ρυτίδες· -ая вспашка βαθύ όργωμα· -ие корни βαθιές ρίζες· - ВЗДОХ βαθύ αναστέναγ- αναστέναγμα· - вдох βαθιά εισπνοή· -ие знания βαθιές γνώσεις· - траур βαθύ (βαού) πένθος·-ая тай- тайна βαθύ μυστικό, απόρρητο· -ое молчание βα- βαθιά (νεκρική) σιγή· - сон βαθύς ύπνος· -ая старость βαθιά γεοάματα- - мрак βαθύ σκοτά- σκοτάδι (ζόιρος, έρεβος)· в -ой древности στα πο- πολύ παλιά χρόνια. II εκφρ. - ВЗГЛЯД ή взор δι- διαπεραστική (εκφραστική) ματιά, βλέμμα· - ПО- ПОКЛОН βαθιά υπόκλιση· - ГОЛОС βαθιά φωνή· старик ο υπέργηρος, γερομ$ΐαμπαλής· -ая ста- старуха μπαμπόγρια. глубоко επί ρ. (κυρλξ. κ. μτφ.) βαθιά. II ως νιατηγ. είναι βαθιά. глубоководный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 βαθύς· -ая река βαθύ ποτάμι. 2 του βυθού· -ые рыбы ψάρια βυθού, βαθύψαρα, πατόψαρα. глубокомыоленнооть,-и θ. βλ. глубокомыслие. глубокомысленный επ., βρ: -лен, -ленна, -ленно βαθύνους, βαθυστόχαστος, Βαθυνόητος, εμβριθής. глубокомыслие, -Я ουδ. βαθύνοια, εμβρίθεια. глубокоуважаемый επ. βαθυσέβαστος. глубомер, -а α. βαθόμετρο. глубочайший υπέρθ. β. του επ. глубокий. глубь, -И, προθτ. в глуби θ. το βάθος. глум, -а α. (απλ.) κοροϊδία, εμπαιγμός, πε- ηιγέλασμα, χλευασμός. глумиться, -млюсь, -мйшься (над кем) р.δ. Ίοροϊδεύω εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ. глумлёме, -я ουδ. βλ. глум. глумлизчй επ., βρ: -лив, -а, -о εμπαικτι- *ός, περιπαικτικός, κοροϊδευτής, -νικός. глупеть ρ.δ. μωραίνομαι, κουτιαίνω, απο- Ρλακώνομιι. глупец, -ПЦВ α. κουτός, μωρός, αβέλτερος. Глупить, -плю, -ПЙШЬ р.δ. φέρνομαι κουτά, ανόητα, κάνω ανοησίες, κουταμάρες. ГЛУПОСТЬ, -И θ. ανοησία, κουταμάρα, μωρία. Глупый επ., βρ: глуп, -а, -О κουτός, ανό- ανόητος, μωρός· -ая затея ανόητος σκοπός (επι- (επιδίωξη)· -ое поведение βλακώδης συμπεριφορά· -ая книга αχαμνό βιβλίο. глупыш, -а α. -ка, -и θ. αφελής, αγαθός, αβέλτερος, κουτούτσικος. Глупыш2, -а α. είδος γλάρου των βορείων θα- θαλασσών . ГлухарЙНЫЙ επ. του αγρίόγαλλου. Глухарь, -Я α. -рка, -и θ. 1 τετράονας, α- γριόγαλλος, αγριόρνιθα. 2 (απλ.) κουφός, κω- κωφός, κουφούλιακας. 3 (τεχ.) μεγάλη βίδα με εξάεδρη ή τετράεδρη κεφαλή. глухо επίρ. αθόρυβα, αψόφητα, αψοφητί· σι- σιγανά. глухой επ., βρ: глух, -а, -о; глуше. 1 κου- κουφός , κωφός · - от рождения κουφός γεννητάτος. II μτφ. αδιάφορος· ОН Глух КО всем просьбам αυτός είναι αδιάφορος σ' όλες τις παρακλή- παρακλήσεις. 2 υπόκωφος, βαθύς, σαν απο βάθος προ- προερχόμενος. II κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος*-Ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια. 3 πυκνός, α- αδιαπέραστος απο χαμόκλαδα· άγριος. 4 από- απόμακρος, απομακρυσμένος· απόκεντρος. II έρη- έρημος, ασύχναστος· -ая улица νεκρή οδός. 5 иа- τάκλειστός, κλειστός απο παντού. 6 μτφ. βα- βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο). II εκφρ. -ое время ή -ая пора καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή· -ая дверь ψευτόπορτα· -ое окно ψευτοπαράθυρο· -оя стена τυφλός τοίτ χος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)· -ая -крапива είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό* - Согласный άηχο σύμφωνο· ,-ая ПЛОТЙна φράγμα χωρίς οπές· - хирургический ШОВ συρραφή των χειλέων πληγής. глухомань, -и θ. βλ. глушь. глухонемой επ. κ. ουσ. κωφάλαλος. глухонемота, -ы θ. κωφαλαλία. Глухота, -Ы θ. κωφότητα,κώφωση, κουφαμάρα. глуше συγκρ. β. του επ. глухой και του επιρ. глухо. глушитель, -Я α. 1 (τεχ.) σιγαστήρας, σι- λανσιέ. 2 βλ. дёмфер. 3 μτφ. πνίχτης, στραγ- στραγγαλιστής· - свободы στραγγαλιστής της ελευ- ελευθερίας· - просвещения φωτοσβέστης. глушить, -шу, глушишь ρ.δ.μ. 1 βλ. оглу- оглушать. 2 πνίγω, σβήνω τον ήχο. 3 (γι« βοτά- βοτάνια, ζιζάνια) πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη. 4 σβήνω· - угли σβήνω τα κάρβουνα. 5 (απλ.) χτυπώ, ρίχνω κάτω αναίσθητο. II εκφ{. - ВОД- ку, вино κ.τ.τ. σουρώνω βότκα, κραοί· - ΜΟ- τόρ, трактор к.τ.τ. σβήνω το μοτέρ, το τρα- τρακτέρ· - рыбу ψαρεύω με δυναμίτη ή με χτυπή- χτυπήματα πάνω στον πάγο (οπότε το ψάρι χάνει τα νερά του). || _ея κουφαίνομαι κλπ. ρ.ενεργ. φ. Глушь, -Й θ. 1 λόγγος, ρουμάνι. 2 μέρος απόκεντρο, απόμακρο, ερημιά. II μέρος πολύ α- αραιοκατοικημένο και μακριά απο τά πολιτι- πολιτιστικά κέντρα· καθυρτερημένη επαρχία. глыба, -ы θ. όγκος άμορφος· каменная - ο-
глю 201 гне γκόλιθος· гранитная - γρανίτινος όγκος· льда ογκόπαγος. *ГЛХЖОза, -Ы θ. γλυκόζη, σταφυλοζάκχαρο. ГЛЯДёлки, -Л0К πλθ. (χυδ.) τα στραβά (μά- τια). ГЛЯДёть, -яжу, -ЯДЙШЬ, επιρ.μτχ. ГЛЯДЯ к. λκ. ποίηση ГЛЯДЮЧИ р.6. 1 βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορώ, θεωρώ, θωρώ· - не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω· пристально - καρφώ- καρφώνω τα μάτια. 2 προσέχω, επιβλέπω,παρακολου- επιβλέπω,παρακολουθώ· επιτηρώ· - за детьми επιβλέπω τα παιδιά, Ι! (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος. 5 έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω· Окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν) προς την αυλή. 4 φαίνομαι· из-за туч -ла луна μέ- μέσα απο τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι. 5 δεί- δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά. 6 (προστκ.) -й(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)· -Йп не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς! II εκψρ. - в Оба глаза τα μάτια σου τέσσερα· - В гроб ή в МОГЙлу είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέ- τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά· - ΒΟΗ κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω· коса на КОГО στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω[ δυσαρέσκεια)· - смерти (опасности, гибели κ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια· -Я ПО кому-чему ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλο- ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις· по погоде -Я ανάλογα με (κατά) τον καιρό· на НОЧЬ -Я αρ- αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα· того и -Й αυ- αυτό και να περιμένεις· не -ёл бы на свет(бо- свет(божий) δε σήκωνε κεφάλι απο τη στενοχώοια· -я на... κατά το παράδειγμα του... подписать не -Я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω). II ~оя κοιτάζομαι· - на зеркало κοι- κοιτάζομαι στον καθρέφτη· месяц -йтся в рёчку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι. ГЛЯДЬ επιφ. κοίταξε (για κάτι ξαφνικό). *ГДЯНец, -нца α. γυαλάδα, στιλπνότητα. глянуть, р.σ. βλ. глядеть A,4,5 σηα.). Глянцевать, -ДУЮ, -цуешь р.δ.μ. στιλβώνω, γυαλίζω· λειαίνω. глянцевитый επ., βρ: -вит, -а, -о βλ. гля- глянцевый A σημ.). Глянцевый επ. 1 γυαλιστερός, στιλπνός, λεί- λείος· -ая бумага γυαλιστερό χαρτί. 2 που προσ- προσδίνει γυαλάδα, στιλπνότητα. ΓΜ επιφ, (αμφιβολίας, δυσπιστίας, ειρωνί- ας) ουμ, μ... Η εκφράζει δυσκολία, αναπο- φαστικότητα. гнать, гоню, гонишь, παρλθ. χρ. гнал, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. ГОНЯЩИЙ, παθ. μτχ. ενεστ. гонимый, βρ: -НИМ, -а, -Ο ρ.δ.μ. 1 οδηγώ, βγά- βγάζω κοπάδι στη βοσκή, σκαρί ζω. II στέλλω, κα- κατευθύνω. 2 παροτρύνω, προτρέπω· βιάζω, επι- επισπεύδω. II οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα (αυτοκί- (αυτοκίνητο κ.τ.τ.). 3 (κυρλξ. κ. μτφ.) κυνηγώ, κα- καταδιώκω. 4- διώχνω, απελαύνω. 5 αποστάζω, βγά- βγάζω οινόπνευμα. 6 (χυδ.) δίνω· гони деньги βγάλε λεφτά, κατέβαινε. II εκφρ. - в шёю ή взашей (απλ.) πιάνω απο το λαιμό (το γιακά) και διώχνω. II -СЯ 1 κυνηγώ, καταδιώκω, παίρ- παίρνω κατά πόδι, στο κοντό. 2 επιδιώκω, επιζη- επιζητώ· - за прибылью κυνηγώ το κέρδος· - за славой κυνηγώ τη δόξα. Гнев, -а α. θυμός, οργή· вспышка -а ξέ- ξέσπασμα οργής· не помнить себя в -е γίνομαι έξω φρενών подпасть ПОД чей-л. -πέφτω σε ε- ξοργισμένον навлечь на себя - επισύρω την οργή· - божий οργή θεού· воспламенить - α- ανάβω το θυμό· сдерживать свой - συγκρατώ το θυμό· излить свой - ξεσπώ το θυμό·сменить - на МИЛОСТЬ ξεθυμώνω, μαλακώνω· не ВО - будь сказано (με συγχωρείτε) δεν το είπα για να θυμώσετε. гневаться ρ.δ. (παλ.) οργίζομαι, θυμώνω. гневить, -ВЛЮ, -ВИШЬ ρ.δ.μ. (παλ.) θυμώ- θυμώνω, οργίζω, εξοργίζω, κάνω να θυμώσει. гневливый επ., βρ: -лив, -а, -о (παλ.)θυ- μώδης, θυμοσιάρης, ευόργιστος, ευέξαπτος. Гневный επ., βρ: -вен, -ΒΗέ, -вно θυμωμέ- θυμωμένος, οργισμένος, χολωμένος, οργίλος. ГНеДОЙ επ. κοκκινότριχος (για άλογα) конь о ντορής. » ГНеЗДИТЬОЯ, -ЗЖусь, -ЗДЙШЬСЯ р.δ. 1 φωλιά- φωλιάζω, φωλεύω, εμφωλεύω· κάνω τη φωλιά. II μτφ. έχω το γιατάκι, την κοίτη. 2 &Х.ТНезлов&ТЪ- СЯ. 3 ^τ4>- ριζώνω· -ятся мысли в голове Φω- Φωλιάζουν σκέψεις στο κεφάλι. гнездо, -а, πλθ. гнёзда ουδ. 1 φωλιά· свить - πλέκω τη φωλιά. II γιατάκι, κοίτη, κλίνη. II (για ζώα) τρώγλη, τρύπα, μονιά, κοιμηθιά.ΙΙ διαμονητήριο, διαμονή· дворянское - διαμο- νητήριο των ευγενών. II κρησφύγετο, κρυψώνας· воровское - κρησφύγετο των κλεφτών. 2 οικο- οικογένεια ζώων, πτηνών волчье - λυκοφωλιά. 3 πληθώρα, σωρεία, στιβάδα. II (γλωσ.) συγγε- συγγενική ενότητα λέξεων, συγγενικές λέξεις. 4 κοτύλη, κοιλότητα, ' εσοχή, υποδοχή. 5 (γείπ.) φωλιά, είδος σποράς. II εκφρ. пулемётное φωλιά πολυβόλου (πολυβολείο). ГНвЗДОВание, -Я ουδ. φωλεοποίηση, πλέξιμο, φτιάξιμο της φωλιάς. II επώαση. Гнездоваться, -дуется р.δ. (για πτηνά) φω- λεοποιώ, πλέκω, χτίζω, φτιάχνω τη φωλιά. II κλωσσώ, επωάζω. гнездовка, -и θ. βλ. гнездовье. Гнездовой επ. κατά φωλιές· - посев σπορά κατά φωλιές. Гнездовье, -Я ουδ. τόπος πολλών φωλιών. Гнёздышко, -а ουδ. φωλίτσα.
гне 202 гов *гнейс, -а α. γνεύσιος (ορυκτό) . гнести, гнету, гнетёшь, παολθ. χρ. δεν έ- έχει,· цтх. ενεστ. гнетущий ρ.6.и. 1 πιέζω, βα- βαραίνω, σφίγγω. II μτφ. καταθλίβω, κατατρύχω, Βασανίζω· меня -ут мрачные МЫСЛИ με βασανί- βασανίζουν σκοτεινές (απαίσιες) σκέψεις. 2 κατα- καταπιέζω, τυραννώ. гнёт, -а α. 1 βάρος, άχθος, πέζο. II στε- στενοχώρια, θλίψη, βάσανο, βασάνισμα. 2 κατα- καταπίεση· царство -а и насилия βασίλειο κατα- καταπίεσης και βίας· национальный - εθνική κα- καταπίεση. Гнетущий επ. απο μτχ. καταθλιπτικός, βα- βαρύς, επαχθής, τυραννικός, βασανιστικός· -ая тоска βαριά στενοχώρια, θλίψη. гнида, ~Ы θ. κόνιδα, αυγά των ψειρών. II (απλ. υβρ.) κάθαρμα, βρώμα, λέρα. Гниение, -Я ουδ. σάπισμα, σήψη, αποσύνθε- αποσύνθεση. II μτφ. διαφθορά· παρακμή, ГНИЛОЙ επ., βρ: ГНИЛ, -а, -О. 1 σάπιος, σα- σαπισμένος· очень - σαπρός· -ые яблоки σάπια μήλα. II (για νερό) βρώμικος, δυσώδης· ~ая болотная вода βρώμικο βαλτόνερο. 2 (για και- καιρό, κλίμα.) ■ υγρός· βροχερός· -ая погода υγοός καιρός· -ая осень βροχερό φθινόπωρο. 3 μτφ. διεφθαρμένος, χαλασμένος· Душа у не- го -ая είναι ρυπαρός την ψυχή. Гнилокровие, -Я όυδ. σηψαιμία. ГНИЛОСТНОСТЬ, -И θ. σήψη, σηπτικότητα. ГНИЛОСТНЫЙ επ. σηπτικός, σαπρογόνος· της σήψης· -ые бактерии σηπτικοί μύκητες. ГНИЛОСТЬ, -И θ. σηπτικότητα. II μτφ. σαπρία. Гнилушка, -И θ. σάπιο μέρος κορμού δέντρου. ίΙ κάθε κομμάτι σάπιο. гниль, -И θ. 1 κάθε τι σάπιο, σαπίλα. 2 μού- μούχλα, ευρωτίαση. 3 μούχλα φυτών (ασθένεια). Гнильё, -Я ουδ. (αθρσ.) σάπια πράγματα. ГНИЛЬЦа, -Ы θ. (απλ.) μικρή σήψη. гнить, гнию, гниёшь, παρλθ. χρ. гнил, -ла, -Л0, προστκ. δεν έχει· ρ.δ. σαπίζω, σήπομαι. II μτφ. αποσυντίθεμαι, παρακμάζω. гноекровие, -я ουδ. βλ. пиемия. Гноение, -Я ουδ. πυογένεια, εμπύηση; Гноеотделение, -я ουδ. έκκριση πύου. гноеродный επ. πυογενής, πυογόνος. гноетечение, -Я ουδ. πυόρροια. ГНОИТЬ, ГНОЮ, ГНОИШЬ р.δ.μ. σαπίζω· αφήνω να οαπίσει· ДОВДЬ гнойт сено η βροχή σαπίζει το χορτάρι. II μτφ. λιώνω, φθίνω, μαραζώνω· - В тюрьме σαπίζω στη φυλακή, ГНОИТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.δ. εμπυάζω, ομπυάζω, μα- μαζεύω πύο· рана -ЙТСЯ η πληγή εμπυάζει. Гноище, -а ουδ. (παλ.) βορβορότοπος. гной, гноя, προθτ. в гное к. в гною α. το πύο, έμπυο, όμπυο· τσίμπλα, λήμη, ГНОЙНИК, -а α. εμπύημα, εμπυασμένο μέρος. ГНОЙНЫЙ επ. πυώδης, ε'μπυος. II που πυορροεί, πυορροών. *ΓΗ0Μ, -а α. γνώμιο, δαίμονας. *ГНОма, -Ы θ. γνωμικό, απόφθεγμα. ГНОМИЧескиЙ επ. του γνωμικού, του αποφθέγ- αποφθέγματος, αποφθεγματικός. *ГНОМОН, -а α. γνώμονας, ηλιακό ωρολόγιο. гносеологический επ. γνωσιολογικός, "Гносеология, -И θ. γνωσιολογία. ГНОСТИК, -а α. γνωστικιστής, οπαδός του γνωστικισμού. *ГНОСТИЦИЗМ, -а α, γνωστικισμός, гностический επ, του γνωστικισμοΰ. гну α. κ. θ. άκλιτο· είδος αντιλόπης. ГНус, -а α.(αθρσ.) τα κωνωπιδή έντομα. Гнусавить, -ВЛЮ, -ВИШЬ ρ.δ. ερρινίζω, μον- θουνίζω, μιλώ με τη μύτη, ένρινα. ГнусаВОСТЬ, -И θ. ρινοφωνία, ρινολαλιά, ρι- ρινισμός . Гнусавый επ., βρ: -сав, -а, -Ο ρινόφωνος, ένρινος· - ГОЛОС ένρινη φωνή. гнусить, -ушу, -усйшь р.δ. βλ. гнусавить. гнусливый επ., βρ: -лив, -а, -о βλ. гну- гнусавый. ГНУСНОСТЬ, -и θ. ελεείνότητα, αθλιότητα, αχρειότητα. II πράξη ελεεινή. гнусный επ., βρ: -сен, -сна, -сно ελεει- ελεεινός, άθλιος, απεχθείς, αποκρουστικός.II πρό- πρόστυχος, αχρείος. гнусь, -И θ. (απλ.) κάθε τι ελεεινό. Гнутый επ. απο μτχ. λυγιστός, -μένος, γυ- γυριστός, καμπτός. гнуть, гну, гнёшь, επιρ. μτχ. δεν έχει* ρ, δ.μ. 1 λυγίζω κυρτώνω, κάμπτω. 2 μτφ. απο- αποβλέπω, αποσκοπώ, τείνω· куда он гнёт? για που αυτός το πάει ή το τραβάει; II εκφρ. - горб ή спинку δουλεύω βαριά και σκυφτά, δε σηκώ- σηκώνω κεφάλι· - шёю ή спинку перед кем σκύβω το κεφάλι σε κάποιον, ταπεινά υποτάσσομαι· ~ в дугу, - в три дуги, - в три погибели, - в бараний рог πειθαναγκάζω· εξαναγκάζω σε υπο- υποταγή, λυγίζω. II -ся λυγίζω, κάμπτομαι, κυρ- κυρτώνομαι. II υποτάσσομαι. гкутьё, -Я ουδ. λύγισμα, κάμψη· - труб λύ- γιτμχ σωλήνων. Гдушаться ρ.δ. 1 απαξιώ, περιφρονώ, αντι- αντιπαθώ, απεχθάνομαι. 2 σιχαίνομαι, αηδιάζω, α- απ' στρέφομαι. *ГОбелвН, -а α. χειροποίητο χαλί του τοίχου. II διακοσμητικό ύφασμα. ГОбОЙСТ, -а α. ομποιστας (οργανοπαίκτης). *ГОбОЙ, -Я α. οξύαυλος, οξυβόας, όμποε. говаривать, -вал, -а, -о р.δ. 1 λέγω. 2 συνομιλώ. говенье, -Я ουδ. νηστεία για εξομολόγηση, ГОВёть, -ею, -ёешь ρ,δ. νηστεύω για εξο-
гов 203 год μολόγηση. II νηστεύω απο ανάγκη, πεινώ. говор, -а α. 1 ομιλία, κουβέντα· за сте- стеною слышался тихий - πίσω απο τον τοίχο α- κούονταν σιγανή κουβέντα. II κοφτός θόρυβος· ψίθυρος. 2 (απλ.) φήμη, διάδοση, λόγια. 3 προφορά. II (γλωσ.) διάλεκτος. ГОВОрЙЛЬНЯ, -И θ. χώρος όπου συζητούνται1 αναξιόλογα ζητήματα, αεροκοπανι,στήριο. ГОВОРИТЬ р.δ., παθ. μτχ". παρλθ. χρ. 1ΓΟΒΟ- рённый, βρ:-рён,-рена, ~рен<5. 1 ομιλώ, μι- μιλώ, κρένω· ребёнок ещё не -йт το παιδάκι α- ακόμα δε μιλά. II κατέχω ξένη γλώσσα· - Π0- русски μιλώ ρωσικά. 2 λέγω, λέω· ' - правду λέγω την αλήθεια· - ЛОЖЬ λέγω ψέματα, ψεύ- ψεύδομαι. II διηγούμαι. II μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. II μτφ. υπαγορεύω. 3 συνομιλώ, κουβεντιάζω. II φημολογώ· -ят, что ВЫ нелвдйм λένε πως εί- είστε ακοινώνητος. II μαρτυρώ, αποδείχνω· фак- факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε. II εκφρ. - на разных языках μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν κατάλαβαίνόμε ο ένας το άλλον, δεν συ- συνεννοούμαστε)· тебе -ят εσένα λένε (άκουσε)· вам -Ю εσάς μιλώ (ακούτε)· и не -Йте ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (α- (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)· иначе -Я με άλλα λόγια* само за себя -ЙТ μιλάει το ίδιο, εί- είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο· что И - τι να πω (είναι οωστό^τοή как ни -и ό,τι, όσο και να πεις· что вы -йте! τι λέτε! это -ЙТ В его пользу αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του· не -Я уже για να μην πω ακόμα. II -ОЯ 1 λέγομαι, μιλιέμαι· προφέρομαι. II α- αναφέρομαι. 2 έχω διάθεση γιά κουβέντα.3 φη- φημολογούμαι· λέγομαι· как -ИТСЯ όπως λέγεται. ГОВОРЛИВОСТЬ, -И θ. ομιλητικότητα. Говорливый, επ., βρ: -лив, -а, -о ομιλη- ομιλητικός, στωμύλος. II (για νερό) που φλοισβίζει, φλοισβίζων. Говорок, -рка α. 1 σιγανσκουβέντα, σιγα- νοφωνή. 2 προφορά. Говорун, -а α., -ЬЯ, -и θ. -πολυλογάς, -γού, φλύαρος, -η. Гогоруха κ. ГОВоруша, -И θ. πολυλογού,, 'φλύ- 'φλύαρη ТОВЯДИШ, -Ы θ. κρέας βοδινό, γελαδινό. ГЗВЯХИЙ, -ЬЯ, -ье επ. γελαδινός, βοδινός· -ьз мясо βοδινό κρέας. γογ κ. гога στις εκφρ: гог и магог, гога и магога, гог-магог, гога-магога σατράπης, ντερβέναγας. ГОГОЛЬ, -я α. είδος πάπιας. II εκφρ. хо- ходить, выступать κ.τ.τ. ~ем βαδίζω καμαρωτά, σαν την πάπια. * ГОГОЛЬ-МОГОЛЬ -Я α. κρόκοι χτυπητοί-ζαχαρωτοί. ГОГОТ, -а α. 1 η κραυγή της χήνας γκα. 2 καγχασμός. гоготанье, -я ουδ. βλ. гогот. ГОГОТаТЬ, -чу, -чеШЬ р.δ. (για χήνες) κρά- κράζω γκα-γκα. II (απλ.) καγχάζω. ГОГОТун, -а α., -ЬЯ, -и θ. φωνακλάς, -λού. год, -а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. го- годы κ. года, γεν. годов κ. лет а. 1 χρόνος, χρονιά, έτος· новый - о καινούριος χρόνος, το νέον έτος· астрономический - αστρικό έ- έτος· текущий ~ το τρέχον έτος· солнечный - ηλιακό έτος· хозяйственный -, бюджетный οικονομικό ε'τος· учебный - εκπαιδευτικό έτος , εκπαιδευτική χρονιά" урожайный - χρονιά με- μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος· круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς· из -а В - απο χρόνο σε χρόνο· в будущем -у τον ερχόμενοι χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος· в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος· который ему ~? πόσων χρονών είναι αυ- αυτός; ему пошёл двадцатый - αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια· через - μετά απο ένα χρόνο· три -а тому назад πρίν τρία χρόνια· с Новым -ом (ευχή) καλή χρονιά· без году неделя πριν λίγο (χρόνο)· - от -у и. - от -а απο χρόνο σε χρόνο· на - σ· ένα χρόνο· за - για ένα χρόνο ή για το χρόνο* с -у на - απο τον ένα χρόνο στον άλλο. 2 πλθ. -ы δεκαετία· шести- шестидесятые -Ы η έβδομη δεκαετία* ЛЮДИ сороко- ВЫХ ГОДОВ άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας. 3 πλθ. Года κ. ГОДЫ, γεν. ~ΟΒ περίοδος χρόνου, καιρός* детские -Ы τα παιδικά χρόνια, η παι- παιδική ηλικία* -ы гражданской войны τα χρό- χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου* старые -Ы τα παλιά χρόνια, ο παλιός καιρός. II εκφρ. ОН В -ах αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει* не ПО -ам δεν έφτασε οτα χρόνια,εί- χρόνια,είναι ανωρίμαστος* - на - не приходится οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλε- πρόβλεψη τι θά συμβεί). Годами επί ρ. 1 κάμποσα χρόυια συνέχεια:· он ~ами живёт за гранйчей αυτός κάμποσα χρόνια ζει στο εξωτερικό. 2 (απλ.) κάποτε, όχι. κάθε χρόνο. ГОДИК, -а α. χρονάκι. ГОДЙна, -Ы θ. (υψ. ΰφος) ενιχντός, έτος, χρόνος* - бедствий έτος δεινύ-ν χρόνος δει- δεινοπαθημάτων. II (παλ.) η ώρα. ГОДИТЬ, ГОЖу, ГОДИШЬ р.δ. Гαπλ.) περιμέ- περιμένω* αργώ, βραδύνω. ГОДИТЬСЯ, ГОЖУСЬ, ГОДИШЬСЯ р.δ. χρειάζο- χρειάζομαι, είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, αρμόζω, κά- κάνω· никуда не -йтся δεν κάνει γιιχ τίποτε· эти ботинки мне -ЯТСЯ αυτά τα μποτίνια μου κά- κάνουν (ταιριάζουν στο πόδι μου). II απρόσ. με το αρνητικό μόριο не· не -ЙТСЯ δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν πρέπει, δεν κάνει. II εκφρ. - В ОТЦЫ έχω την ι'δια ηλικία με τον πατέρα
год 204 гол κάποιου- - В СЫНОВЬЯ είμαι συνομήλικος με то γι.ο κάποιου. , , . годичный επ. χρονιάτικος, ετήσιος· - от- отпуск χρονιάτικη άδεια· - срок προθεσμία ε- ενός χρόνου· - план χρονιάτικο πλάνο· - от- отчёт ο χρονιάτικος απολογισμός. II εκφρ. -ые кольца ή СЛОЙ ετήσιοι δάκτυλοι κορμού δέ- δέντρου (σαν μέσο εκτίμησης της ηλικίας αυτού). ГОДНОСТЬ, -И θ. 1 καταλληλότητα, χρησιμό- χρησιμότητα. II εγκυρότητα, το έγκυρον, ισχύς (χρο- (χρονικής διάρκειας). годный, επ., βρ: годен, -дна, -дно, πλθ. ГОДНЫ к. ГОДНЫ χρήσιμος, κατάλληλος, χρησι- χρησιμοποιήσιμος· ικανός· семена -ые для посева оттого ι κατάλληλοι για σπορά· вода -ая ДЛЯ питья νερό πόσιμο- годен к строевой службе ικανός για το στρατό, μάχημος· НИ на ЧТО не - για τίποτε δεν κάνει., είναι άχρηστος, годовалый επ. χρονιάρικος, ενός χρόνου· - ребёнок χρονιάρικο παιδάκι· -ая тёлка χρο- νιάρικο θηλυκό μοσχαράκι. II ενός χρόνου (δι- (διαρκείας)· -ое ВИНО κρασί ενός χρόνου. годовать, -дую, -дуешь ρ.δ. (απλ.)· (μαζί με τη λ. год) ζω, περνώ ένα χρόνο κάπου. годовик, ~а (απλ.) ζώο χρονιάρικο. ГОДОВИЧОК, -ЧКЙ α. ζώο μικρούτσικο, τρυ- (Τεραδάκι. ГОДОВОЙ επ. χρονιάτικος, ετήσιος· - ДОХОД ετήσιο έσοδο· - отчёт χρονιάτικος απολογι- ομός· -ая оценка γενικός σχολικός βαθμός· - плен χρονιάτικο πλάνο. ΙΙ(παλ,) βλ. ГОДО- валкй. Годовщина, -Ы θ. επέτειος, επετηρίδα- 25 У.арта 1821 года επέτειος της 2:5ης Μάρτη 1621. - освобождения επέτειος απελευθέρωσης. годок, -дка α. χρονάκι. ГОЙ επιφ. με τη λ. есй ή και χωρίς αυτή· (λκ. ποίηση) ω! -, ТЫ, родина МОЯ ω, πατρί- ίΐου εσύ! *гол, -а α. 1 (παλ.) τέρμα (απ1 όπου πρέ- πρέπει να περάσει η ποδόσφαιρα). 2 γκολ· забЙТЬ ОДИН - βάζω ένα τέρμα. голавль, -Я α. μύλλ >с , μυλλοκόπι, είδος κυπρίνου του γλυκού » ρού. *голарктика, -и θ. грипчп περιοχή. голарктический ε ι· -ая область αρκτική πε- ΠΟΧη. голенастый επ. т:>υ έχει μακριά και λεπτή γαστροκνημία. II ουσ. -ые, -ЫХ πλθ. μακρύπο- 5α ή μακρόταρσα (ελόβια πτηνά). Голенище, -а ουδ. λαιμός της μπότας. голеностопный επ: - сустав αστράγαλος. голень, -И θ. κνήμη, άντζα. голёц1, -льца α. 1 είδος κυπρίνου του γλυ- κου νερού. 2 είδος σολομού των βορείων θα- λαοσων. голец2 βλ. гольцы. ГОЛИК, -а α. τσαλόσκουπα (απο λεπτές βέρ- βέργες). ГОЛЙца, -Ы θ. γάντι δερμάτινο χωρίς φόδρα. *ГОЛКЙпер, -а (παλ.) τερματοφύλακας. Голландец, -дца α., -ка, -и θ. Ολλανδός,-ή. голландка, -И Θ.1 θερμάστρα ολλανδική. 2 αγελάδα ολλανδική. 3 ναυτικό πουκάμισο. голландский επ. ολλανδικός· -ая печь ολ- ολλανδική θερμάστρα. голова, -ы, αιτ. голову, πλθ. головы,-лов, -ам θ. 1 κεφάλι, ~ή· - болит το κεφάλι πο- πονά· повернуть -у στρέφω το κεφάλι· ЛЫС8Я φαλακρό κεφάλι· отрубить преступнику -у κό- κόβω το κεφάλι του εγκληματία. 2 μτφ. νους, δι- διάνοια, μυαλό, πνεύμα' светлая - φωτεινό μυα- μυαλό· пустая - κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)· замечательная - μεγαλόνους, ε- εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα· быть (че- (человеком) с -ОЙ είμαι άνθρωπος μυαλωμένος· сумасбродная - μισότρελλος, ημιπαράφρονας. 3α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων он ИМ - αυτός είναι αρχηγός τους· городской - (παλ^> δήμαρχος. 4 κεφαλή φάλαγγας. 5 κομμά- κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)· сто -ЛОВ скота εκατό κεφάλια ζώα· - сыра κεφάλι τυ- τυριού. II εκφρ. без -Ы ανόητος, κουτός· с -ОЙ μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός· Β -έχ στο κε- κεφαλάρι του κρεβατιού· обрушиться на -у ЧЬЮ επιτίθεμαι κατά τίνος· с'-Ы απο τον καθένα, απο το κάθε άτομο· через -у ЧЬЮ εν αγνοία κάποιου, κρυφά άπο κάποιον закружилось В -ё ζαλίστηκα· - кружится ζαλίζομαι μου έρ- έρχεται ζαλάδα· вешать (повесить) -у κρεμώ, κα- κατεβάζω το κεφάλι (απο θλίψη κλπ.), αποθαρ- αποθαρρύνομαι· вымыть (намылить) кому -у τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον сложить -у φο- φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι· не СНОСИТЬ -у δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)· выдать -ОЙ παραδίνω για εξόντωση,προ- εξόντωση,προδίνω· выдать себя с -Ой εκμυστηρεύομαι (λά- (λάθος, ενοχή)· заплатить -ОЙ πληρώνω με τό κε- κεφάλι (με τή ζωή)· отвечать ή ручаться -ой εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω· вбить ή вколотить себе В -у εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πε- (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)· выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω απο το μυαλό (λησμο- (λησμονώ)· выйти ή вылететь, выскочить из -ы δια- διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)· не ВЫХО- ВЫХОДИТЬ ή не идти из -ы δε μου βγαίνει απο το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)'В первую -у στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα· -у давать на отсечение κόβω το κεφάλι μου (εγγυώμαι απόλυτα)· есть - на плечах το 'χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)· быть на -у ВЫ-
гол 205 гол ше кого; быть -Ой выше кого νιατά πολύ υπερέ- υπερέχω απο κάποιον на свою -у προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου и.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.ο-ОЙ погрузиться ή окунаться ρίχνομαι με τα μού- μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)· О больной -ы на здоровую τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλ- άλλον (που είναι αθώος)· с (ή от) -Ы ДО ПЯТ απο το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια· сам себе - είμαι (είναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυ- αυτοκέφαλος· хотя ты здесь, а - там αλλού έ- έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς· ХОДИТЬ на -ё ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέ- θέλω (συνήθως για παιδιά)· на свежую -у με ξε- ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένοτο μυα- μυαλό· ПОДНИМАТЬ -у σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρ- θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)· разбить на -у κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος· у меня этого даже и в -ё не было ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε απο το νου· мне пришла мысль в -у μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη· адамова - α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυ- νυχτερινής πεταλούδας· снять -у с кого κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω). Голован, -а α. (απλ.) κεφάλας. головастик, -а α. 1 γυρίνος (είδος αμφι- αμφιβίου). 2 (απλ.) κεφάλας. головастый επ., βρ: -васт, -а, -о (απλ.) μεγαλοκέφαλος. головёнка, -и θ. κεφαλάκι. головешка, -и θ. δαυλός, -ί. ГОЛОВЙЗна, -Ы θ. κεφάλι ψαριού για φαγητό. ГОЛОВКа, -И θ. 1 κεφαλάκι. 2 μτφ. κεφάλι, -σκι διαφόρων αντικειμένων - ВИКТО κεφάλι της βίδας· спичечная - το κεφαλάκι σπίρτου. 3 αρχηγοί, καθοδηγητές, κεφάλια. 4 τα ψίδια (υποδημάτων). 5|(παλ.) κεφαλόδεσμος, -μα. ГОЛОВНОЙ επ. κεφαλικός, του κεφαλιού· -ЕЯ бОЛЬ κεφαλόπονος, πονοκέφαλος, κεφαλαλγία· - МОЗГ εγκέφαλος· - платок κεφαλομάντηλο ή τσεμπέρι· - убор καπέλλο· -ая вощь ψείρα του κεφαλιού· -ые нервы εγκεφαλικά νεύρα. 2 ο επικεφαλής· - батальон το επικεφαλής τάγμα. II εκφρ. - ГОЛОС ή регистр κεφαλική φωνή, φω- φωνή κεφαλής, φάλτσε το. ГОЛОВНЯ, -Й, γεν. πλθ. -ей θ. κούτσουρο α- αναμμένο, φλεγόμενο. Ι! ερεσίβη, ερεβίθη, κα- πνιά, στάχτη, σιναπίδι (ασθένεια σιτηρών). Головокружение, -Я ουδ. ζαλάδα, ζάλη, σκο- τοδίνη, σκοτούρα, ίλιγγος· чувствовать - αι- αισθάνομαι ζαλάδα· - от успехов παίρνουν αέ- αέρα τα μυαλά απο τις επιτυχίες, με συνεπαίρ- συνεπαίρνουν οι επιτυχίες, ζαλάδα απο τις επιτυχίες. головокружительный επ. ζαλιστικός, ιλιγ- ιλιγγιώδης, που προκαλεί ζαλάδα. II μτφ. εξαίρε- εξαίρετος, εξαιρετικός, λαμπρός· - успех καταπλη- καταπληεπιτυχία. ГОЛОВОЛОМКа, -И θ. σπαζοκεφαλιά. ГОЛОВОЛОМНЫЙ επ. σπαζοκεφαλίστικος, δυσνό- δυσνόητος , δυσκολοκατανόητος. ГОЛОВОМОЙка, -И θ. κατσάδα, -διααμα, γερό λούσιμο, αυστηρή τιμωρία· задать -у δίνω, βάζω κατσάδα. ГОЛОВОНОГИЙ επ: -ые МОЛЛЮСКИ κεφαλόποδα μαλάκια. ГОЛОВОрёз, -а α. κεφαλοπάρτης,σφαγιαστής, μακελάρης. ГОЛОВОТЯП, -а α. τσαπατούλης, άτσαλος, α- τάσθαλος. ГОЛОВОТЯПСКИЙ επ. τσαπατσούλικος, άτσαλος, ατάσθαλος. ГОЛОВОТЯПСТВО, -а ουδ. τσαπατσουλιά, ακα- ακαταστασία, ατασθαλία. ГОЛОВушка, -И θ. 1 κεφαλάκι. 2 (συνήθως με προσδιορισμό) πλάσμα, ύπαρξη· бедная - δυσ- δυστυχισμένο πλάσμα (ή παιδάκι)· пропавшая χαμένη ύπαρξη· буйная - ο ευέξαπτος. ГОЛОД,-а (-у) α. 1 πείνα· испытывать - πει- πεινώ, έχω πείνα· утолить - καταπραΰνω την πεί- πείνα, κόβω την πείνα· умереть С -у πεθαίνω α- απο την πείνα· - лучший повар о πεινασμένος τρώει ό,τι βρει (δε διαλέγει)· морить -ом εξοντώνω, ξεκάνω, πεθαίνω κάποιον με την πείτ να. 2 λιμός σιτοδεία· ВО Время -а τον και- καιρό της πείνας. II μτφ. έλλειψη, ανεπάοκεια1· КНИЖНЫЙ - έλλειψη βιβλίων товарный - έλ- έλλειψη εμπορευμάτων. Η εκφρ. сидеть -ОМ κά- κάθομαι πεινασμένος, πεινώ. Голодание, -Я ουδ. πείνα διαρκής. ГОЛОДать ρ.δ. 1 πεινώ, υποφέρω απο ιιείνα . II στερούμαι απαραιτήτων, δεν επαρκώ. 2 ασι- τώ, δεν τρώγω, απέχω τροφής· μένω'χωράς τροφή. * Голодающий επ. απο μτχ. πεινασμένος· ΠΟ- могать -им βοηθώ τους πεινασμένους (τους πει- νωντες). ГОЛОДНЫЙ επ., βρ: -ден, -Дна, -ДНО. 1 πει- πεινασμένος, νηστικός· очень - πειναλέος· -ая собака πεινασμένο σκυλί· быть -Д9Н είμαι πει? νοονένος, πεινώ· -ая смерть θάνατος απο την г; να· -ые 60ЛИ νυγμοί του στομάχου απο την (ί.ίνα. 2 άφορος, άγονος, άκαοπος· - ГОД ά- ■.αρπος χρόνος· - край άγονη περιοχή, φτωχό- τοπος . 3 φτωχικός, πενιχρός, λιτός, γλί- σχρος· - Обед φτωχικό φαγητό· - паёк πενι- πενιχρό βοήθημα τροφής, βοήθημα πείνας. голодовать, -дую, -дуешь р.δ. (απλ.) βλ. ГОЛОДать A σημ.). голодовка, -и θ. 1 πείνα διαρκής. 2 απερ- απεργία πείνας· объявить -у κηρύσσω απεργία πεί- πείνας . ГОЛОДОДранеЦ, -НЦа α. (απλ.) πάμφτωχος,, φτωχοδαρμένος, κουρελής, -ιάρης.
гол 206 гол ГОЛОДуха, -И θ. (απλ.) πείνα. гололёд, -а α. βλ. гололедица. Гололедица» -Ы θ. ξηροπαγωνιά, ,υαλόπαγος. гололёдка, -и θ. (διαλκ.) βλ. гололедица. гололёдный επ. της ξηροπαγωνι,ας, του υα- λόπαγου. гололедь, -и θ. (απλ.) βλ. гололедица. ГОЛОНОГИЙ επ. γυμνοπόδης, γυμνοπόδαρος, γυ- μνόπους· ανυπόδητος, ξυπόλητος, голопузый επ. (απλ.) γυμνόκοιλος. Ι! φτω- φτωχός, κουρελής. ГОЛОПЯТЫЙ επ. (απλ.) γυμνόφτερνος, με τρύ- τρύπιες κάλτσες ή παπούτσια στο μέρος της φτέρ- φτέρνας . ГОЛОС, -а (-у), πλθ. голоса α. 1 φωνή, φθόγ- φθόγγος · ВЫСОКИЙ - ψηλή φωνή· НИЗКИЙ - χαμηλή φω- φωνή· тонкий - ψιλή (λεπτή) φωνή· - СОЛОВЬЯ φω- φωνή αηδονιοϋ· ЗВОНКИЙ - ηχηρή φωνή· глухой - υπόκωφη φωνή· мужской - ανδρική φωνή· жён- СККЙ - γυναικεία φωνή· узнать ПО -у γνωρίζω апо τη φωνή· ВО весь - μ' όλη τη δύναμη της Φωνής, στεντόρεια· прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών. 2 (μούσ.) φωνή· второй - δεύτερη φωνή. 3 ήχος· - ветра η βουή του ανέμου. 4· μτφ. υπαγόρευ- υπαγόρευση- - рассудка η φωνή της λογικής· - совести η φωνή της συνείδησης· - крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φό- φόνου)· - страсти η φωνή του πάθους. 5 Ή ψτ)- Φος· право -а δικαίωμα ψήφου· решавший-θε- решавший-θετική ψήφος· совещательный - συμβουλευτική ψήφος· лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)· |произвестй подсчёт-ΟΒ κάνω διαλογή των ψήφων И3брать; большинством -ΟΒ εκλέγω με πλειοψηφία. II εκφρ. в - ή не своим -ом кричать, плакать μεγαλόφωνα, δυ- δυνατά κράζω, κλαίω· (все) В ОДИН - (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα· В -е (быть) ηχώ καλά· с -а учить, запоминать φωναχτά μαθαίνω, απο- απομνημονεύω· С ЧУЖОГО -а ГОВОРИТЬ είμαι μεγά- μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμτ. ггл.>семянные, ~ых, -ых πλθ. (βοτ.) τα γυ- Г.)ЛОСИНа, -Ы θ. (απλ.) φωνάρα, αγριοφωνάρα. .'ОЛОСЙСТЫЙ επ., βρ: -сйст, -а, -о. 1 με- Υιλόφωνος . 2 ηχηρός, βροντερός, βροντόφωνος , Ιροντόλαλος. Голосить, -ошу, -осйшь ρ.δ. 1 (απλ.) τρα- τραγουδώ βροντόφωνα ή μονότονα. II φωνάζω δυνα- δυνατά και μονότονα· -ли торговцы φώναζαν δυνα- δυνατά οι πωλητές. 2 κλαίω, θρηνώ, οδύρομαι· по ПОКОЙНИКУ κλαίω πάνω στον πεθαμένο (μα- (μακαρίτη)· невеста -ла на девичнике η νύφη έ- έκλαιγε στην εσπερίδα με τις φιλενάδες της (ρωσικό έθιμο). ГОЛОСИШКО, -а α. φωνούλα, φωνίτσα. Г0Л0СЙЩ6, α. φωνάρα. ГОЛОСЛОВНОСТЬ, -И θ. ωραία και αστήριχτα λόγια, ανακριβολογία, λόγια, κουβέντες. ГОЛОСЛОВНЫЙ επ., βρ: -вен, -вна, -вно α- αβάσιμος, αστήριχτος, ωραίος μόνο στα λόγια· -ое Обвинение αβάσιμη κατηγορία. голоснуть р.σ. βλ. голосовать. голосование, -Я ουδ. ψηφοφορία, ψήφιση· - по спискам ψηφοφορία με καταλόγους· откры- открытое - φανερή ψηφοφορία· тайное - μυστική ψη- φοφορία· ставить вопрос на - βάζω (θέτω) το ζήτημα σε ψηφοφορία· воздержаться ОТ -Я α- απέχω της ψηφοφορίας, δεν ψηφίζω. голосовать, -сую, -суешь р.δ. 1 ψηφίζω, ψηφοφορώ· - поднятием руки ψηφίζω με ανάτα- ανάταση του χεριού. 2 βάζω σε ψηφοφορία. II -СЯ μπαίνω σε ψηφοφορία. ГОЛОСОВедёние, -Я ουδ. συνήχηση. ГОЛОСОВОЙ επ. φωνητικός· -ые СВЯЗКИ φωνη- φωνητικές χορδές. ГОЛОСОК, -ска α. φωνούλα, φωνίτσα. голошеий, -ЯЯ, -ее επ, γυμνόλαιμος. ГОЛОШТанниК, -а α. (απλ.) ξεβράκωτος, θε- όφτωχος. ГОЛОШТанныЙ επ. (απλ.) ξεβράκωτος, κουρε- κουρελής, κουρελιάρης, ρακένδυτος. голуба, -ы α. κ. θ. (απλ.) βλ. голубчик. ГОЛубОВОДСТВО, -а ουδ. ,περιστεροτροφία. голубеть, -ёет ρ.δ. γαλαζιώνω, κυανίζω. II γίνομαι γαλάζιος, κυανός. голубец βλ. голубцы. голубизна, -Ы θ. χρώμα γαλάζιο, κυανό. голубика, -И θ. 1 ελώδης μυρτίλος. 2 (αθρ.) οι καρποί του ελώδους μυρτίλου. голубиный επ. περιστερίσιος· -ое ЯЙЦО πε- ρΛτερίσιο αυγό· -ая почта ταχυδρομείο με πε- περιστέρια· -ая СВЯЗЬ σύνδεση με περιστέρια. II μτφ. άκακος, αθώος. ГОЛубИТЬ, -блго, -бишь р.δ.μ. (λκ. ποίηση) χαϊδεύω, θωπεύω. голубица1, -ы θ. (διαλκ.) βλ. голубика. ГОЛубИЦа2, -Ы θ. (παλ.) 1 η π г αστέρα. 2 μτφ. αθώος, αθώο πλάσμα (αυντ^'.^ς για κορί- κορίτσια). ГОЛубка, -И θ. 1 η περιστ^ία. 2 μτφ. κα- καλή μου, χρυσή μου. голубоватый, επ. γαλαζωπός, κυανωπός. ГОЛубОГЛаэнЫЙ επ., βρ: -лаз, -а, -о γαλα- γαλανομάτης, γαλανομάτινιος· - мальчик γαλανομά- τικο παιδάκι· -ая женщина γαλανομάτα γυναί- γυναίκα· - мужчина γαλανομάτης άντρας. голубой επ. γαλάζιος, γαλανός, κυανός, κυ- ανόχρωμος, θαλασσής· -ые глаза γαλανά μάτια· -ое нёбо γαλάζιος ουρανός. II εκφρ.-ая кровь γαλάζιο (κυανό) αίμα (για ευγενική καταγωγή).
гол 207 гон голубок, -бка, α. περιστερώνα. II βλ. го- голубчик. голубушка, -и θ. βλ. голубка. голубцы, -ов πλθ. (εν*, голубец, -бца а.) ντολμάδες. ГОлубЧИК, ~а α. (θωπευτική προσφώνηση) α- αγαπητέ μου, καλέ μου, χρυσέ μου. ГОЛубЬ, -Я, γεν. πλθ. -ей а. 1 περιστέρι, ~ά· почтовые -И ταχυδρομικά περιστέρια. 2 (απλ.) βλ. голубчик. II εκφρ. - мира περι- περιστέρι της ειρήνης. ГОлубЯТИНа, -Ы θ. περιστερίσιο κρέας. ГОЛубЯТНИК, -а α. 1 περιστερόφιλος, περι- στεροτρόφος. 2 περιστεροφάγος (γεράκι). 3 βλ. голубятня. ГОлубЯТНЯ, -И θ. περιστερώνας. ГОЛЫЙ επ., βρ: гол, -а, -о. 1 γυμνός, γδυ- μνός· -ые ноги γυμνά πόδια· -ое тело γυμνό σώμα. II φτωχός, ελεεινός, άθλιος. 2 αποψι- αποψιλωμένος, μαδαρός, σπανός, φαλακρός· αβλάστη- τος , άβλαστος, αφύτρωτος . 3 ακάλυπτος. 4· α- ανόθευτος, καθαρός, γνήσιος, σκέτος· - спирт καθαρό οινόπνευμα. II μονάτος, μόνο· μονάχα· -ые факты σκέτα γεγονότα· -ые цифры μόνο (μονάχα) αριθμοί. II εκφρ. - ЩЮВ0Д γυμνό κα- καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία)· -ые стены γυ- γυμνοί τοίχοι (χωρίς στολίδια)· -ми руками με τα χέρια (μόνο), χωρίς όπλο ή εργαλείο. ГОЛЫТЬба, -Ы θ. (αθρσ.) φτωχολογιά, κου- ρελαρία. ГОЛЫШ, -а α. 1 γυμνό παιδάκι, γυμνός άν- άνθρωπος. 2 (παλ.) φτωχός, πένης, ενδεής. 3 βότσαλο, κροκάλη, κοχλάδι. ГОЛЫШОМ επίρ. γυμνά, αδαμιαία, τοιτσίδι. ГОЛЬ, -И θ. (παλ.). 1 (αθρσ.) φτωχολογιά, φτωχόκοσμος, η φτώχεια, οι φτωχοί. 2 τόπος αποψιλωμένος, αβλάστητος, σπανός, φαλακρός. ГОЛьё, - Я ουδ. 1 ψαχνό κρέας ή εντόσθια. 2 δέρμα έτοιμο γιά ιβ.υρσοδέψηση. ГОЛЬвВОЙ επ. του ψαχνού κρέατος ή εντοσθί- εντοσθίων· - вес το βάρος του καθαρού (ψαχνού) κρέ- κρέατος. ГОЛЬёМ επίρ. (απλ.) βλ. наголо. II καθαρά, γνήσια, ανόθευτα, σκέτα. ГОЛЬТвпа, -Ы θ. (αθρσ.) χ\λ. η φτωχολο- φτωχολογιά, κουρελαρία, κουρελήδε; ξεβράκωτοι. '"ГОЛЬф, -а α. αθλοπαιδιά, γκολφ. II εκφρ. брюки— παντελόνι-γκόλφ· ьоскй— κάλτσες- γκόλφ (ως το γόνα). ГОЛЬфЫ, -ОВ ιιλθ. παντελόνι-γκόλφ. гольцы, -ов πλθ. (ενκ. голец, -льца, α.) (διαλκ.) γυμνοκορφές βουνών. ГОЛЯК, -а α. (απλ.) ξεβράκωτος, πάμφτω- πάμφτωχος, θεόφτωχος. ГОЛЯКОМ επίρ. βλ. ГОЛЫШОМ. голяшка, -и θ. (απλ.) βλ. голень. Гомеопат, -а α. γιατρός ομοιοπαθητικός. Гомеопатический επ. 1 ομοιοπαθητικός· -ке средства ομοιοπαθητικά φάρμακα (κατά της ο- μοιοπάθειας). 2 μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος· -ая доза ελάχιστη &όση· -ая порция η παρα- παραμικρή μερίδα. Гомеопатия, -И θ. ομοιοπάθεια. Гомерический επ. ομηρικός (μεγάλος, μέγας), όπως των θεών (για γλέντι, φαγοπότι κλπ.) II εκφρ. - смех ή ХОХОТ ομηρικό γέλιο, καγχα- καγχασμός. Гомеровский επ. ομηρικός· - вопрос ομηρι- ομηρικό ζήτημα. ГОМИНДаН, -а α. γκομιντάν, πολιτικό αστι- αστικό κόμμα στην Κίνα, το οποίο διαλύθηκε το 1949. Гоминдановский επ. γκομιντανικός. *ГОМОГёшШЙ επ. (γραπ. λόγος) ομογενής. гомозить, -ожу, -озйшь ρ.δ. (διαλκ.) βλ. ГОМОЗИТЬСЯ. II -СЯ κινούμαι, γυρίζω, περιφέ- περιφέρομαι ομαδικά, κατά κοπάδια, σμήνη· βρίθω. ГОМОН, -а α. βουητό, βόμβος, θόρυβος,χλα- θόρυβος,χλαλοή, ορυμαγδός. ГОМОНИТЬ ρ.δ. (απλ.) βουΐζω, βομβώ· θορυ- θορυβώ· χλαλαώ. *Г0М0СексуаЛИ8М, -а α. ομοφυλοφιλία. гомосексуальный επ. ομοφυλόφιλος· -ые на- наклонности ομοφυλόφιλες επιρρέπειες. ΓΟΗ, -а α. 1 σκάρος, σκάρισμα, βγάλοιμο, οδήγημα στη βοσκή· κυνήγημα, -τό, τρέξιμο. 2 κυνήγι, -μα, καταδίωξη αγρίων ζώων. 3 βά- τευμα, απήδημα. 4 έργος, κομμάτι χωραφιού για όργωμα, καλλιέργεια κ.τ.τ. II εκφρ. бо- бобровые -Ы (παλ.) μέρη καστοροθηρίας. *ΓΟΗΓ, -а α. γκόνγκ (σήμαντρο). ТонДОда, -Ы θ. 1 γόνδολα. 2 ακάτιο, κο<ρί- νι, καλάθι του αεροστάτου. 3 βαγόνι εκφόρ- εκφόρτωσης με άνοιγμα της καταπακτές. *ГОНДОЛьёр, -а α. γονδολιέρος, -ρης. ГОНДОЛЬвра, -Ы θ. τραγούδι των γονδολιέ- ρων της Βενετίας. Гонение, -Я ουδ. 1 δίωξη, καταδίωξη, διωγ- διωγμός, καταδιωγμός, κατατρεγμός· подвергаться -ЯМ υποβάλλομαι σε διωγμούς, κατατρέχομαι, καταδιώκομαι. гонец, -НЦО α. αγγελιαφόρος πεζός ή έφιππος. *ГОНИОметр, -а α. γωνιόμετρο. гонитель, -я α., -ница, -ы θ. διώκτης, -трих. Гонка, -И θ. 1 κυνηγητό, κυνήγι, -ημα' - вооружений το κυνήγι των εξοπλισμών. II δρό- δρόμος, τρέξιμο. 2 βία, βιασύνη, σπουδή* ταχύ- ταχύτητα, γρηγοράδα. 3 (αθλτ.) αγώνας δρόμου1, δρόμος· велосипедные -и ποδηλατοδρομία· ав- автомобильные -И αυτοκινητοδρομία· гребные -И κωπηλατοδρομία· парусные -и ιστιοδρομία. 4 τιμωρία, κατσάδα, κατσάδιασμα.
ΓΟΗ 208 гор гонкий επ., βρ: гонок, гонка, гонко. 1 κυ- κυνηγετικός, κυνηγιάρικος · -ая собака κυνηγε- κυνηγετικό σκυλί, λαγονίκα. II (για βάρκα) απλ.τα- απλ.ταχύπλοος . 2 αναπτυησόμενος γρήγορα (γι,α δέ- ν;та, δάσος). ТОНКОСТЬ, -И θ. η γρήγορη ανάπτυξη δέντρων, δάσους. гонобобель, -я α. и. гоноболь, -к θ. βλ. голубика. * ГОНОКОКК, -а α. (ιατρ.) γονόκοκκος. " Гонор, -а (-у) α. 1 (παλ.) τιμή, αξία, α- αξιοπρέπεια. 2 έπαρση, αλαζονύα, οίηση, υπερ- ςροσΰνη, ξυπασιά. "*ГОНОрар, -а α. αμοιβή, ανταμοιβή, πληρωμή. гонорейный и. гоноройный επ. γονορροί'κός. 'гонорея, -и 6. γονόρροια. ГОНОЧНЫЙ επ. δρομικός, αγωνιστικού τύπου· - автомобиль αυτοκίνητο αγωνιστικού τύπου* -ая яхта γιώτ λεμβοδρομίας. ГОНОШИТЬ, -шу, -шйшь р.δ. (απλ.) 1 πολυπραγ- ^ονώ, φιλοπραγμονώ. 2 μτφ. αποταμιεύω, απο- αποθηκεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω· - деньги μα- μαζεύω χρήματα. 3 ετοιμάζω στα γρήγορα· пока ты яичницу -шйшь, мы хватим по рюмочке ώσ- ώσπου εσύ να τηγανίσεις τ'αυγά, εμείς θα τσού- ξομε α~ο ε'να ποτηράκι. *ΓΟΗΤ, -а α. (αθοσ.) πέταυρο επιστέγασης. ГОНТОВОЙ επ. με πέταυρα· -ая крша στέγη "ύλινη (με πέταυρα). гончар, -а α. αγγειοπλάστης, κεραμοποιός, κεοαμοπλάστης, κανατάς. гончарничать р.δ. ασχολούμαι με την αγ- гончарный επ. αγγειοπλαστικός· κεραμικός, κεράμινος· πήλινος· -ое искусство η αγγει- οπλαστική τέχνη· -ые изделия είδη αγγειο- ιλαστικης* -οβ ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή αγγει- αγγειοπλαστικών ειδών - круг κεραμικός τροχός. Гончарский επ. αγγειοπλαστικός, του αγ- αγγειοπλάστη. гончарство, -а ουδ. το επάγγελμα του αγ~ γειοπλάστη ή η αγγειοπλαστική τέχνη. гончий επ. δρομικός, καταδρομικός· ~ая со- собака κυνηγετικό σκυλί. II ουσ. το λαγωνικό. гончик, -а α. 1 (αθλτ.) δρομέας. 2 βοσκός, ποιμένας, τσομπάνος. ГОНЬба, -Ы θ. Λ (απλ.) τρεχάλα, πηλάλα. 2 2λ. ΓΟΗ B σημ.). ГОНЯТЬ р.δ.μ. 1 (σημαίνει ενέργεια προς διάιρορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο) Ρλ. гнать A, 2, 3, 4- σημ.). 2 στέλλω, κα- τευθι'νω με παραγγελία. 3 Μ^Φ. (απλ.) εξελέγ- εξελέγχω, εζετάζω τις γνώσεις ενός μαθήματος· II εκψρ. - голубей αφήνω ή υποχρεώνω τα πε- ριοτερια να πετάξουν лодыря -, собак - σκο- τώνχ μύγες (τεμπελιάζω)· - почту μεταφέ- μεταφέρω ταχυδρομείο. II -СЯ 1 βλ. гнаться (με ση- σημασία επαναληπτική). 2 (παλ.) αμιλλωμαι στο τρέξιμο. Гоп επιφ. ώπ, ώπα. Гопак, -а α. γκοπάκ, ουκρανικός χορός κα- καθώς και η μουσική του. ГОПЛЯ επιφ. βλ. ΓΟΠ. Гора, -Ы θ. 1 βουνό, όρος· ледяная - παγό- παγόβουνο· снежная - χιονόβουνο (για παγοδρομί- ες). 2 σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα· - ЯЩИ- ЯЩИКОВ βουνό απο κιβώτια. 3 επίр. -ОЙ σαν βου- βουνό (μεγάλος σωρός). II εκφρ. - на душе лежит έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)· - С плеч (свалилась) μου 'φύγε ένα μεγάλο &ί- ς>ος απο πάνω μου (ξαλάφρωσα)· -у своротить, сдвинуть αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτε- (επιτελώ μεγάλες πράξεις)· не за -ами δεν είναι, μακριά, εί,ναι κοντά, σιμά, φαίνεται· В -у ИДТИ (ή подниматься) ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι· ПОД -у ИДТИ ή катиться κ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κα- κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)· надеяться как на каменную -у βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)· пир -ОЙ γλέντι τρικούβερτο· - МЫШЬ родила κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ОЙ за ΚΟΓΟ-ЧТО στέκομαι βουνό (ακλόνητοι:) στο πλευρό κάποιου· - с -Ой не сдвинется, а человек с человеком свидится βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άν- άνθρωπο συναντιέται (παρμ.)" смерть не за гора- ми, а за плечами (παρμ.) ο θάνατος δεν εί- είναι μακριά, μπορεί να επέρθει απο ώρα σε ώ- ώρα, απο στιγμή σε στιγμή. Горазд, -а, -Ο επ. με σημ.κατηγ.(απλ.)ι- σημ.κατηγ.(απλ.)ικανός, επιδέξιος, επιτήδειος· он на всё - ά- να\ ικανός για όλα· кто во что - ο καθέναο όπως μπορεί, όπως ο ίδιος νομίζει. Гораздо επίρ. 1 (μόνο για σύγκριση)· πιο πολύ, πολύ πιο, ασύγκριτα· - лучше πολύ (πιο) καλύτερα· - хуже πολύ (πιό) χειρότερα· боль- больному - лучше о άρρωστος είναι πολύ καλύτερα. горб, -а , ποοθτ. на горбу, о горбе α. 1 καμπούρα, κύρτωμα, κύφωμα. 2 μτφ. μαστός του βουνού· γήλοφος. 3 επίρ. -ΟΜ καμπουρωτά,σαν καμπούρα. Μ ι3βος, υβωμα· - верблюда о ΰβος τής γκαμήλ ίς. Ι! εκφρ. СВОИМ (ή собственным) -ОМ με τον ιδρώτα μου, με τον κόπο μου· ИС- пытывать на своём ή собственном -у δοκιμάζω στην καμπούρα μου· наложить на -у ξυλοκοπώ, μπαγλαρώνω· намять кому - ισιώνω την καμπού- καμπούρα κάποιου (χτυπώ, ξυλοκοπώ). горбатить, -ачу, -атишь; -ся Βλ. горбить- горбиться). горбатость, -И θ. καμπούριασμα, κύφωση, ύ- ύβωση.
гор 209 гор горбатый, επ., βρ: -бат, -а, -о. 1 καμπού- ρης, -ρικος, κυφός. 2 εξογκωμένος, κυρτός, καμπύλος· - МОСТ τοξωτή γέφυρα· - НОС κυρ- κυρτή μύτη. И ουσ. καμπούρης· -ОГО МОГЙла ИС- правит (παρμ.) τον καμπούρη Ο τάφος τον ι- σιάζει, το στραβό το ξύλο η φωτιά το ιδιάζει. горбач, -а α. (απλ.) βλ. горбун. ГОрбиК, -а α. καμπουρίτσα. Горбина, -Ы θ. κύρτωση, -μα· εξόγκωμα· κα- καμπούρα· НОС С -ОЙ μύτη κάμπουρωτή. Горбинка, -И θ. καμπουρίτσα. ГОрбИТЬ, -ОЛЮ, -бИШЬ р.δ.μ. λυγίζω, κάμ- κάμπτω, καμπουριάζω, κυρτώνω· - спинку λυγίζω τη ράχη. II -СЯ λυγίζω, κάμπτομαι, κυρτώνομαι, καμπουριάζω· καμπυλώνομαι. горбок, -бка α. κάμπουρίτσα. горбоносый επ., βρ: -НОС, -а, -Ο καμπουρο- μύτης , γρυπός . Горбун, -έ α., -ЬЯ, -И θ. καμπούρης, -α, καμπουριάρης, -α. Горбунок, -НКЭ α. βλ. 1 μικροκαμπουριάρης. 2 ιππόκαμπος, αλογάκι της θάλασσας Горбуша1, -И θ. είδος σολομού. горбуша2, -И θ. είδος κοσιάς. Горбыль, -Я α. σανίδα εζακριδίων. ГОрделЙВОСТЬ, -И θ. υπερηφάνεια, μεγαλο- μεγαλοφροσύνη, υψηλοφροσύνη. горделивый επ., βρ: -лив, -а, -о υπερήφα- υπερήφανος, μεγαλόφρονας, υψηλόφρονας, υπερόπτης· αγέρωχος· -ая осанка αγέρωχο ύφος· -ое чув- чувство αίσθημα υπερηφάνειας. Гордец, -а α., -ЯЧКа, -И θ. υπερόπτης, -ι- δα, υψηλόφρονας, -η, περήφανος, -η. гордиев, -а, -ο επ; - узел γόρδιος δεσμός· рассечь, разрубить - узел κόβω το γόρδιο δε- δεσμό. ГОРДИТЬСЯ, -ржусь, -рДЙШЬСЯ ρ.δ. 1 υπερη- υπερηφανεύομαι, περηφανεύομαι. 2 είμαι υπερόπτης , αλλάζων, ξυπάζομαι, κομπάζω. ГОРДОСТЬ, -И θ. περηφάνεια- говорить С-ЬЮ μιλώ με περιφάνεια (περήφανα). II δόξα, κα- καμάρι, καύχημα· "Парфенон Греции О Παρθε- Παρθενώνας είναι το ΊΓμάρι της Ελλάδας. 3 υπερο- υπεροψία, έπαρση, υίρρφροσύνη. гордый επ., Γ ρ: горд, -а, -о, πλθ. горды κ. ГОрДЫ. 1 ΐΓρήφανος· - человек περήφανος άνθρωπος" - РЗГЛЯД περήφανο βλέμμα. 2 αυτά- αυτάρεσκος, καμαρωτός. 3 ακατάδεχτος· υπεροπτι- υπεροπτικός, υπερόπτης. ГОРДЫНЯ, -Κ θ. (παλ.) βλ. ГОРДОСТЬ Cσημ.). ГОре, -Я ουδ. 1 στενοχώρια, πίκρα, φαρμά- φαρμάκι· λύπη, θλίψη· с -Я απο στενοχώρια. 2 δυ- δυστυχία, κακοτυχία, ατυχία, κακό· нас по- постигло большое - μας βρήκε μεγάλο κακό. II εκφρ. с -ем пополам κουτσά-στραβά,με δυσκο- δυσκολία, μετά βασάνων, κούτοα-κούτοα· и -я ма- мало λίγη είναι η στενοχώρια μου, στενοχώρια που έχω (αδιαφορώ)· ПОМОЧЬ, ПОСОбИТЬ -Ю βοη- βοηθώ στη δυστυχία· хлебнуть, хватить -я πίνω πολλά φαρίΐάκια, περνώ πολλές στενοχώριες· - мне С ТОбОЙ με ποτίζεις φαρμάκια, με κατα- στενοχωρε ί,ς. Горе επίρ. (παλ.) άνω, προς τον ουρανό· возвести очи - κοιτάζω προς τον ουρανό* воз- воздеть руки - υφώνω τα χέρια προς τον ουρανό. горевать, -рюю, -рюешь р.δ. στενοχωριέμαι, πικραίνομαι,1 θλίβομαι, λυπούμαι· горюй не горюй мёртвого не воротишь στενοχωρηθείς δε στενοχωρηθείς τον πεθαμένο δεν τον ανασταί- ανασταίνεις. II (απλ.) φτωχοζώ, φτωχοδέρνω, δυστυχώ· двое братьев богато живут, а третий кое-как горюет τα δυο αδέρφια ζουν πλούσια, όμως ο τρίτος δυστυχεί. II εκφρ. горе - καταπικραί- νομαι, καταφαομακώνομαι, καταστενοχωριέμαι. горевой επ. (απλ.) δυστυχής, πικραμένος, φαρμακωμένος · κακότυχος. Горелка1, -и θ. καυστήρας, μπέκ· газовая - καυστήρας του αερίου. горелка? -и θ. (διαλκ.) η βότκα. Горелки, -Л0К πλθ. κυνηγητό, τα σκλαβάκια (παιδικό παιγνίδι). горелый επ. 1 καμένος· -ая корка καμένη κοριά· - лес καμένο δάσος. 2 καταστραμμένος, χαλασμένος· -Ые КОЖИ καμένα δέρματα. *Горельеф, -а α. υψηλό ανάγλυφο (περισσό- (περισσότερο απο το μισό του φυσικού όγκου). Горемыка, -И α. κ. θ. κακόμοιρος, -η, φου- φουκαράς, -ριάρα κλπ. επ. Горемычный επ. κακόμοιρος, δύστυχος, -ης, ταλαίπωρος· κακότυχος. Горение, -Я ουδ. 1 καύση. 2 λάμψη. Горенка, -И θ. (παλ. κ. διαλκ.) δωματιάκι, καμαράκι. Горестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1 θλι- θλιβερός, λυπητερός· -ые события θλι^βερά γεγο- γεγονότα· -ое известие θλιβερή είδηση. II θλιμ- θλιμμένος· -ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο. 2 ελε- ελεεινός, άθλιος· в -ом состоянии σε ελεεινή κατάσταση. Горесть, -И θ. 1 πίκρα, φαρμάκι, στενοχώ- στενοχώρια· θλίψη, λύπη. 2 πλθ. -И βάσανα, ταλαι- ταλαιπωρίες, δυστυχίες· он пережил много -е9. αυ- αυτός πέρασε πολλά βάσανα. Гореть, -рк>, -рЙШЬ р.δ. 1 καίγομαι· дрова -ят В пёчке та καυσόξυλα καίγονται στη θερ- θερμάστρα· ДОМ -ЙТ το σπίτι καίγεται. II καίω, είμαι αναμμένος· печка -ЙТ η θερμάστρα καίει' лампа -ИТ η λάμπα καίει (φωτίζει). 2 φλέ- φλέγομαι, ψήνομαι· ребёнок -йт - температура 40= το παιδάκι ψήνεται απο τον πυρετό, ε'χει 40 βαθμούς. 3 κοκκινίζω, ερυθριώ· Я -рю ОТ стыда κατακοκκινίζω απο ντροπή· уши -ЯТ τα
гор 210 гор αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)· лицо -ЙТ το πρό- πρόσωπο καίει (κοκκινίζει). 4 καταλαμβάνομαι α- πο δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, ολέγομαι, καίγομαι. 5 αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω. 6 σαπίζω, χαλνώ (απο υγρασία και μη αερισμό)· мокрое сёно -ЙТ В СТОГах το βρεγ- βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές. 7 φθείρο- φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι (για ενδύματα, υπο- υποδήματα). 8 βγαίνω απο το παιγνίδι, καίγομαι. II εκφρ. -йт трава под ногами φωτιές (σπίθες) Βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύπο- δα)· земля -ЙТ ПОД ногами κάθεται σ1 αναμμέ- αναμμένα κάρβουνα (είναι ε'τοιμος να φύγει, ανυπο- ανυπομονεί να το σκάσει· τρέχει ολοταχώς)· нэ -ЙТ δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας· дело (работа κ.τ.τ.) -йт в руках у кого τον Βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιά- πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά). горец, -рца α., -янка, -и θ. κάτοικος ο- ορεσίβιος, βουνήσιος. горечь, -И θ. 1 πίκρα, πικράδα, -ρίλα, φαρ- μακάδα. 2 στενοχώρια, πίκρα, φαρμάκι. 3 πι- πικρό πράγμα. *Горжёт, -а α. περιλαίμια γούνα γυναικεία. горжетка, -и θ. βλ. горжет. * горизонт, -а α. 1 ορίζοντας· солнце скры- скрылось за -ом о ήλιος κρύφτηκε πίσω απο τον ορίζοντα. 2 μτφ. κύκλος γνώσεων, έκταση α- αντίληψης· человек с широким -ом άνθρωπος με πλατύ ορίζοντα. 3 πλθ. -Ы ορίζοντες, κύκλος ενεργειών, δυνατοτήτων он открыл новые -Ы В науке αυτός άνοιξε νέους ορίζοντες στην ε- επιστήμη. 4 υδροστάθμη. II εκφρ. появиться на -е εμφανίζομαι στον ορίζοντα(κοινωνικό κλπλ изчёзнуть с -а εξαφανίζομαι απο τον ορίζο- ορίζοντα (κοινωνικόν ή άλλον). Горизонталь, -И θ. 1 οριζόντια γραμμή· ПО -и οριζόντια, -ως. 2 η ισοϋψής καμπύλη. Горизонтально επίρ. οριζόντια. Горизонтальность, -И θ. οριζοντιότητα. горизонтальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно οριζόντιος· -ая ЛИНИЯ οριζόντια γραμμή. Горилка, -И θ. (διαλκ.) η βότκα. Горилла, -Ы θ. ο γορίλλας (πίθηκος). гористый επ., βρ: -рйст, -а, -Ο ορει^'ς, βουνώδης. горихвостка, -И θ. κίσσα η φοινικόο^ρΐ· горицвет, -а α. λυχνίδα (φυτό). горка, -И θ. 1 βουναλάκι. 2 μικρή στίβα, μικρός σωρός. 3 εταζέρα- πιατοθήκη. 4 είδος αεροπορικής πτήσης. 5 είδος αγροτικής μηχα- μηχανής διαλογής. II εκφρ. красная - (παλ.) η πρώ- πρώτη εβδομάδα μετά το Πάσχα (εβδομάδα γάμων). горкнуть, -нет, παρλθ. χρ. горк, -ла, -ло ρ.δ. χαλνώ, πικρίζω· В тепле масло -ет στη ζέστη το λίπος χαλάει. Горком, -а α. επιτροπή πόλης. горлан, -а α. (απλ.) φωνακλάς, φωνασκός. горланить ρ.δ. (απλ.) ξελαρυγγίζω, -ομαι, ξεκουφαίνω, -ομαι· φωνασκώ.' горластый επ., βρ: -ласт, -а, -о. (απλ.) κραυγαλέος, βροντόφωνος, βροντόλαλος. II φω- φωνασκός , φωνακλάς. горлач, -а α. 1 είδος γωβιοό. 2 γαλακτο- δοχείο στενόλαιμο. Горлинка,,-И ч. горлица, -Ы θ. τρυγόνα, -ι, τουρτούρα. II (παλ.) βλ. голубка. ГОрло, -а ουδ. 1 λαιμός, το μπροστινό μέ- μέρος αυτού· схватить за - αρπάζω (πιάνω) απο το λαιμό. II λάρυγγας· у меня бОЛЙТ - μου πο- πονά ο λαιμός· у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός· у меня пересохло в -е μοϋ στέγνωσε о λάρυγγας. 2 στενό μέρος αντικειμένου· - бутылки о λαιμός του μποκαλιού· - залива о λαιμός του κόλπου. II εκφρ. по - ως το λαιμό (για βάθος)· кричать во всё - ξελαρυγγίζο- μαι απο τις φωνές· СЛОВО застряли В - κο- κομπιάζω κατά την ομιλία· быть занятым по -εΐτ μαι πνιγμένος απο δουλειά* СЫТ ПО - (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό· при- СТОТЬ С НОЖОМ к -у βάζω το μαχαίρι στο λαι- λαιμό (απαιτώ επίμονα)· брать (взять), схва- схватить за - πιάνω απο το λαιμό (εξαναγκάζω)· ПРОМОЧИТЬ - βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λι- λιγάκι)· слёзы ή рыдания поступили к -у είναι έτοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο· по- поперёк стать ή вставать κ.τ.τ. μου κάθεται τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει). ГОРЛОВИК, -а α. (απλ.) γιατρός λαρυγγολό- Υος. горловина, ~Ы θ. 1 στόμιο, λαιμός· - вул- кана о κρατήρας του ηφαιστείου. II στενό πέ- *ρασμα, περασιά· πόρος. 2 ζελαίμησή. горловой επ. 1 λαιμικός, του λαιμού· λα- λαρυγγικός, του λάρυγγα· -ая чахотка φυματίω- φυματίωση του λάρυγγα· -ая болезнь ασθένεια του λά- λάρυγγα. 2 λαρυγγικός· - ГОЛОС λαρυγγική φωνή. Горлодёр, -а α. (απλ.) φωνακλάς, φωνασκός. Горлопан, -а α, (απλ.) φωνακλάς, φωνασκός. горлопанить р.δ. (απλ.) βλ. горланить. ГОРЛЫШКО, -а ουδ. 1 λαιμάκης, λαιμούλης. 2 στενό μέρος αντικειμένου· - бутылки о λαι- λαιμός του μποπαλιου. *ГОрмОН, -а α. η ορμόνη. гормональный επ. ορμονικός. горн1, -а α. 1 φούρνος, κάμινος. II καμίνι σιδηρουργού. 2 χωνευτήριο υψικαμίνου. *горн^ -а α. σάλπιγγα, τρομπέτα. горний, -ЯЯ, -ее επ. (παλ.) ουράνιος, που βρίσκεται στα ύψη. II υψηλός, ανώτερος. ГОРНИЛО, -а ουδ. (παλ.) 1 φούρνος, κάμινος. 2 μτφ. καμίνι (δυσκολίες, δοκιμασίες, ταλα ι.»
гор 211 гор πωρίες). ГОРНИСТ, -а α. σαλπιγκτής, τρουμπετίστας. горница, -Ы θ. 1 (παλ.) δωμάτιο, κάμαρα. 2 (διαλκ.) ξενώνας ίζμπας. горничная, -ОЙ θ. η καμαριέρα. ГОрнО, -ό ουδ. (διαλκ.) βλ. Горн1. (Ισημ.). ГОРНОВОЙ επ. 1 της καμίνου. 2 ουσ. βλ. Γορ- НОВЩЙК. ГОРНОВЩИК, -ό α., -ца, -Ы θ. τεχνίτης, -ισαα χυτηρίου. Горнодобывающий επ. μεταλλευτικός, της ε- εξόρυξης . ГОрнозавОДСКИЙ επ. μεταλλουργικός. горнозаводчик, -а α.εργοστασιάρχης μεταλ- μεταλλουργίας. ГОРНОЛЫЖНИК, -а α. (αθλτ.) ο σκιέρ. горнолыжный επ. του σκι· - спорт το σπορ του σκί· -ая станция ορεινός σταθμός για σκι. горнопромышленник, -а α. Βιομήχανος ιιεταλ- λουργίας. горнопромышленность, -И θ. μεταλλοβιομη- μεταλλοβιομηχανία. горнопромышленный επ. μεταλλοβιομηχανικός, μεταλευτικός· - район μεταλλευτική περιοχή. горнорабочий, -его α. μεταλλευτής, μεταλ- μεταλλωρύχος . горнорудный επ. μεταλλευτικός, του μεταλ- μεταλλείου, του μεταλλωρύχε ίου. горностаевый επ. απο ερμίνα· - мех γούνα απο ερμίνα. горностай, -я α. ικτίδα, ερμίνα, νυφίτσα. II η γούνα ερμίνα. Горный επ. 1 ορεινός, βουνίσιος· -08 Озе- Озеро ορεινή λίμνη· -ая цепь οροσειρά· - Β03- дух βουνίσιος αέρας· -ая страна ορεινή χώρα· -ая артиллерия ορειβατικό πυροβολικό. 2 ο- ορυκτός· -ые богатства ορεινός πλούτος. 3 με- μεταλλευτικός, των μεταλλείων -ое дело μεταλ- λειολογία- - инженер μεταλλειολόγος· μηχα- μηχανικός μεταλλείων -ая порода πέτρωμα· - хру- хрусталь ορυκτό κρύσταλλο. II εκφρ. - лён о α- αμίαντος . ГОРНЯК, -а α. 1 βλ. горнорабочий. 2 μηχα- μηχανικός μεταλλείων ή σπουδαστής μεταλλειολογίας. ГОРНЯЦКИЙ επ. του μεταλλωρύχου· - посёлок συνοικισμός μεταλλωρύχων. ГОроД, -а, πλθ. -а, -ΟΒ α. 1 πόλη, πολι- χεία, χώρα· СТОЛИЧНЫЙ - πρωτεύουσα· главный - πρωτεύουσα νομού ή επαρχίας· -а-герои πό- πόλε ις-ηρωί δες· В черте -а μέσα στα τείχη της πόλης, στο εσωτερικό αυτής· за -ом έξω απο την πόλη, στα προάστεια, στα περίχωρα· στην εξοχή· зелёННЫЙ - πράσινη πόλη (με πολύ πρά- πράσινο). 2 (παλ.) πόλη εντός φρουρίου. 3 (στα σκλαβάκια) το διαχωρισμένο μέρος κάθε ομά- ομάδας. II εκφρ. за -ом στα προάστεια· ни К се- селу ни к -у χωρίο αιχ ία ν.α', αφορμή, χωρίς λόγο. городить, -роду, -родишь и. -родишь р.δ.μ. 1 φράζω, περιφράζω. 2 (απλ.) λέγω ανοησίες, κουταμάρες. II εκφρ. огород - επιχειρώ κάτι ανεπιτυχώς, ανώφελα. Городище, -а ουδ. μεγαλούπολη. II οχυρά αρ- αρχαίας πόλης. городки, -об πλθ. (ενκ. городок, -дка α.) είδος παιδιάς. ГОРОДНИЧИЙ, -его α. (παλ.) πολιτάρχης. ГОРОДОВОЙ1, επ. αστικός· {παλ.) -ая ПОЛИ- ПОЛИЦИЯ αστυνομία. ГороДОВОЙ^ -Ого α. (παλ.) αστυφύλακας. городок1, -Дка α. 1 πολιτειούλα. 2 συνοι- συνοικισμός, παροικία. городок2βλ. городки. ГОРОДСКОЙ επ. αστικό;:, της πόλης· -ая уЛЕ- ца οδός πόλης· ~ое население πληθυσμός της πόλης ή των πόλεων. II ουσ. αστός, πολίτης. городьба, -ύ θ. (δ(.αλκ.) 1 φράξι,μο, περί- περίφραξη. 2 φράχτης, περίφράγμα. горожанин, -а, πλθ. -ане, -ан α.,-анка,-и θ. αστός, -ή, πολίτης, -ισαα, χωραίτης, -ιασα. ΓΟρΟΗΟ α. ακλ. αστικό τμήμα της λαϊκήςπαι- δε ίας. *Г0р0СК0П, ~а α. ωροσκόπιο. Горох, -а (-у) α. μπιζελιά. II μπιζέλι, α- αρακάς. II εκφρ. как об стеку ή в стену, от стены - σχου κωφού την πόρτα όσο θέλεις βρό- βρόντα (αδύνατο να επιδράσεις)· при царе Γορό- хе προ αμνημονεύτων χρόνων, τον καιρό του ■Νώε· -ОМ сыпать, сыпаться κ.τ.τ. φλυαρώ πο- πολύ, σαν το πολυβόλο πάει η γλωσσά. ГОрОВИНа, -Ы θ. η μπιζελιά. Гороховица, -Ы θ. σούπα μπιζέλια. гороховый επ. του μπιζελιού· απο μπιζέλι, 'μπιζελίαιος· - стебель το στέλεχος της μπι- μπιζελιάς· - суп σούπα μπιζέλια. II πρασινωπός, χρώμα μπιζελιού. II εκφρ. чучело -ое ή шут - α) ο γελοία ντυμένος, β) περιγέλαστος, ανεκ- ανεκδιήγητος, σάχλας, ααχλαυάρας. ГОрОшек, -шка (-шку) α. 1 μπιζελάκι· душй- СТЫЙ - μοσχομπίζελο· зе/а ίΚΚίί - χλωρά (φρέ- (φρέσκα) μπιζέλια. 2 ύφασμα л.чияо σαν μπιζέλια. горошина, -Ы θ. ένα σ.ιέρμα μπιζέλι. ГОрОШИНКа, -Κ θ. ένα μπιζελάκι. горский επ. ορεινίς, βον.^σιος· -ая дере- деревня ορεινό χωριό. горсовет, -а α. το συμβούλιο της πόλης. горстка, -к θ. βλ. горсть. горсточка, -И θ. χουφτούλα, χουφτίτσα. ГОРСТЬ, -и θ., γεν. πλθ. -ей. 1 φούχτα, χού- χούφτα· φουχτιά, δράγμα· - ЩКК μια φούχτα α- αλεύρι. 2 μτφ. λίγοι, ασήμαντος αριθμός ή πο- ποσότητα· - храбрецов μια φούχτα παλικάρια. ГОрташшй επ. 1 λαρυγγικός· -ые МЫШЦЫ οι
гор 212 гор λαηυγγικοί μυώνες. 2 (γλωσ.) λαρυγγόφωνος* ~КЭ согласные λαρυγγόφωνα σύμφωνα· - говор λαρυγγική ομιλία. Гортань, -И θ. λάρυγγας, λαρύγγι· У него язык прилип к -и αυτός κατάπιε τη γλώσσα του (έμεινε άναυδος). ^Гортензия, -И θ. ορτανσία, κοσμητικό φυτό. Горушка, -И θ. Βουναλάκι. горчайший υπερθ. βαθμός του επ. горький. горче συγκρ. βαθμός του επ. горький και του επιρ. горько. горчинка, -и θ. στην έκφραση: с -ой (απλ.) με πικρούτσικη γεύση, πικροφέρει. Горчить, -ЙТ ρ.6. πικρίζω, έχω πικρή γεύ- γεύση· мука -ЙТ το αλεύρι πίκρισε. Горчица,-Ы θ. 1 σινάπι το λευκό, λαψάνα. 2 σιναπόσκονη. II μουστάρδα· после ужина - (είναι) κατόπιν εορτής. Горчичник, -а α. συναπισμός, κατάπλασμα α- πο σινάπι· σιναπούχο χαρτί. горчичница, ~ы θ. μουσταρδέρα, σιναποδο- χε'ιο. Горчичный επ. του σιναπιού· σιναποϋχος· -ое семя σιναπόσπορος· - компресс σιναποκο- μπρέσσα· -ое масло σιναπέλαιο, σιναπόλαδο. горшеня, -и θ. (παλ.) βλ. горшечник. Горшечник, -а α. αγγειοπλάστης, Горшечный επ. αγγειοπλαστικός· του πήλι- πήλινου δοχείου, της γλάστρας· Горший συγπρ. βαθμός του επ. горький B, 3 οημ.). горшок, -шкв α. 1 πήλινο δοχείο, αγγείο· II γλάστρα. 2 ουροδοχείο, καθήκι, γιογιό. горшочек, -чка α. υποκορ.του ουσ. горшок. горький επ., Β ρ: -рек, -рька, -рько; гор- горче и. παλ. горше, горший; горчёйшкй. 1 πι- πικρός· -ое лекарство πικρό φάρμακο. 2 μτφ. γεμάτος φαρμάκια, στενοχώριες· κακός· -ая ЖИЗНЬ κακή ζωή· -ая ДОЛЯ κακή τύχη. Ιί λυπη- λυπηρός, θλιβερός, αλγηνός, οδυνηρός. II μτφ. α- αψύς,δριμύς, τσουχτερός, δηκτικός,καυστικός φαρμακερός* - смех πικρό γέλιο. 3 δυστυχής, -ίαμβος, δύσμοιρος, δύστηνος· -ая сирота πεντάρφανος. 4 ουσ. θ. -ая η Βότκα. II εκφρ. -Г.Я истина πικρή αλήθεια· - ОПЫТ πικρή πεί- Μ -И9 воды πικρές υδάτινες πηγές· - ή -ая .г.янкца αλκοολικός· -ая соль είδος καθαρτι- ι οϋ (θειικό μαγγάνιο)· горе -ое μεγάλο φαρ- φαρμάκι (δυστυχία, κακό)· -им опытом прийти ή узнать и.τ.τ. γνωρίζω εξ ιδίας πείρας, δοκι- δοκιμάζω οτην κααπούρα μου· пить -уго πίνω, με- μεθοκοπώ. горько 1 επίρ. πικρά. 2 ως κατηγ. είναι πι- πικρό· во рту у меня - το στόμα μου είναι πι- πικρό· у него - в вушё είναι καταπικραμένος. Горбн, -β. α., ~ЬЯ, ~И θ. (απλ.) καημένος, κα- κακόμοιρος, μαύρος, καψαρός. ГОрШИТЬСЯ р.δ. (απλ.) δυστυχώ, πέφτω σε δυστυχίες, περνώ δυστυχίες. II θλίβομαι, λυ- λυπούμαι, πικραίνομαι. ГОрЮЧвОТЬ, -И θ. καυστικότητα, αναφλεκτι- κότητα. Горючий1 επ. βρ: -рюч, -а, -е. 1 καύσιμος, εύφλεκτος· -ая житкость καύσιμο υγρό· - ма- материал εΰφλεκτη ΰλη. 2 ουσ. ουδ. -ее καύ- καύσιμη ύλη, τα καύσιμα. горючий2επ: -ие слёзы καυτά (καυτερά) δά- δάκρυα. горюша, -и α. κ. θ. βλ. горемыка. ГОрИОКО, -а ουδ. υποκορ. Βλ.; горе A,2σηιΟ. εκιρρ. и -а мало βλ. ι'δια έκφρ. στη λ. горе. горянка Βλ. στη λ. горец. Горячечный επ. πυρετικός, του πυρετού· бред παραλήρημα πυρετού. горячий επ., βρ: -ряч, -а, -о. 1 θερμός, ζεστός. II καυτός, καυτερός, ζεματιστός. II μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος· -ее жела- желание διακαής πόθος. 2 μτφ. θερμός· - привет θερμός χαιρετισμός· - защитник θερμός υπο- υποστηριχτής. II ζωηρός· - спор ζωηρή συζήτηση. II μεγάλος· - ПОКЛОННИК μεγάλος θαυμαστής, λάτρης. II οξύθυμος, θυμικός· -ая го лова θερ- θερμόαιμος, θερμοκέφαλος. II σφοδρός· -ая ЛЮ- бовь σφοδρός έρωτας. 3 ευέξαπτος, ευερέθι- ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης.ΙΙ ορ- ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα). 4 εντατικός (γιά καιρό, εποχή)· -ая пора και- καιρός εντατικής δουλειάς (θέρος-τρύγος- πόλε- πόλεμος)· -ие дни μέρες φούριας. 5 καυτός· -ая Обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου. 6 ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό. II εκφρ. -ая кровь у кого о θερμόαιμος· -ие напитки (παλ.) οινοπνευματώδη ποτά· ПО -ИМ следом α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (απο ένα γεγονός)· под -ук> руку (попасть) πέφτω επάνω σε εξορ- εξοργισμένο. горячительный επ. (παλ.) οινοπνευματώδης. Горячить ρ.δ.μ. ζεσταίνω, θερμαίνω. II ε- ερεθίζω, παρορμώ, παροτρύνω. II · ГЯ εξάπτομαι, ανάβω, αρπάζομαι, αφώνω. Горячка, -и θ. (παλ. κ.απλ/ 1 υψηλός πυρε- πυρετός, υπερπυρεξία, κάψα· роли 1Ьная - επιλό- χειος πυρετός. 2 δραστηριότ·|τα, φούρια· эк- экзаменационная - ο πυρετός '.ων εξετάσεων - перед отъездом η φούρια πριν την αναχώρηση· биржевая - ο πυρετός του χρηματιστηρίου. 3 α. κ. θ. οργίλος, -η, θυμώδης. II εκφρ. по- пороть -у ενεργώ κατεσπευσμένα, φουριόζικα. ГОРЯЧНОСТЬ, -и θ. θέρμη, πυρετός· πάθος. II ιδιοσυγκρασία χολερική, αιματώδης. горячо 1 επίρ. θερμά, ζεστά, ένθερμα, δι- διακαώς, διαπύρως· 'он принялся - за работу
го с 213 го с αυτός στα ζεστά έπιασε τη δουλειά. 2 ως κα- τηγ. είναι ζεστός, θερμός· мне - руком τα χέρια μου καίνε. госпитализация, -и θ. εισαγωγή στο νοσοκο- νοσοκομείο (για θεραπεία). госпитализировать, -руго, -руешь р.δ.и.σ,μ. εισάγω στο νοσοκομείο (για θεραπεία). *ГОСПИТаль, -я α. νοσοκομείο (κυρίως στρα- στρατιωτικό)· полевой ή походный - ορεινό χει- χειρουργείο. госпитальный επ. νοσοκομειακός· -ое лече- лечение νοσοκομειακή θεραπεία. ГОСПОДарство, -а ουδ. ηγεμονία, χώρα δι- διοικούμενη απο ηγεμόνα. господарь, -Я α. ηγεμόνας, ( γ)οσποδάρος. господин, -а, πλθ. -да, -од, -ам α. 1 κύ- κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. II αφέντης, αφε- αφεντικό. II οικοδεσπότης. 2 κύριος (από προνο- προνομιούχα τάξη).II κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά). II εκφρ. быть -ом своего слова ή своему слову κρατώ το λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση· служу двум -ам υπη- υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμμα- κόμματα κ.τ.τ.)· сам себе - είμαι κύριος του ε- εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος. ГОСПОДСКИЙ επ. (παλ.) του κυρίου, του α- φε'ντη· αρχοντικός· - ДОМ το σπίτι του α- αφέντη, το αρχοντόσπιτο? -ие земли τα αφευτο- χώραφα· -ие привычки αρχοντικές συνήθειες. ГОСПОДСТВО, -а ουδ. κυριαρχία, ηγεμονία, υπεροχή· - человека над природой κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση· политическое - πολιτική κυριαρχία· мировое - παγκόσμια κυ- κυριαρχία. господствовать, -ствуго, ствуешь р.δ. 1 κυ- κυριαρχώ, άρχω, εξουσιάζω, δεσπόζω· - на мо- море κυριαρχώ στη θάλασσα. II υπερέχω, υπερτε- υπερτερώ, υπερισχύω, επικρατώ· здесь -ЮТ юго-вос- юго-восточные ветры εδώ επικρατούν νοτιοανατολικοί άνεμοι.. 2 δεσπόζω, είμαι ψηλότερος ·\ Олимп'! -ет над Оссой о Ολυμπος δεσπόζει της Οσσας ГОСПОДСТВуЩИЙ επ. απο μτχ. κυρίαρχων, ε- πικρατών, άρχων -ие классы о, άρχουσες τά- τάξεις· -ее Мнение η επικρατούν γνιίμη. II που δεσπόζει, δεσπόζων. ГОСПОДЬ, господа πλθ. Ьс^ έχει Κύριος (ο θεός). II εκφρ. господи!; &у ты, господи! θεέ μου! не дай (не приведи) господи να μη δό- σει о θεός· упаси господи θεός φυλάξει· знает ή ведает о κύριος ξέρει· слава тебе -И δόξα να 'χει ο θεός· прости -И συγχώρησε θεέ μου. госпожа, -и θ.е\. господин. гостевать ρ.δ. (διαλκ.) βλ. гостить. г ГОСПОЖЙШСИ πλθ. νηστεία πριν τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Гостевой επ. επισκεπτι,κός, του επισκέπτη, του φιλοξενούμενου. гостеприимность, -и θ. βλ. гостеприимство. гостеприимный επ., βρ: -мен, -мна, -мно φι- φιλοξενούμενος . гостеприимство, -а ουδ. φιλοξενία. гостиная, -ой θ. 1 αίθουσα υποδοχής, σά- σάλα, σαλόνι. 2 τα ε'πιπλα του σαλονιού. ГОСТЙВвЦ, -нца α. (απλ.) φιλοδώρημα, δώρο. гостиница, -Ы θ. ξενοδοχείο, ξενώνας. ГОСТИНИЧНЫЙ επ. ξενοδοχειακός, του ξενο- ξενοδοχείου. ГОСТИНОДВОрец, -рца α. μαγαζάτορας στην αυλή ξενοδοχείου. ГОСТИНЧИК, -Η α. δωράκι, φιλοδωρηματάνιι. ГОСТИНЫЙ επ; - Двор σειρά μικρομάγαζων στην αυλή ξενοδοχείου. ГОСТИТЬ, гощу, ГОСТИШЬ ρ.δ. φιλοξενούμαι. ГОСТЬ, -Я, γεν. πλθ. -ей. 1 φιλοξενούμε- φιλοξενούμενος, επισκέπτης, μουσαφίρης· ИДТИ в -И πη- πηγαίνω μουσαφίρης· быть В -ЯХ φιλοξενούμαι· незванный - ακάλεστος μουσαφίρης· желанный - ευπρόσδεκτος μουσαφίρης· почётный - τιμη- τός ξένος (φιλοξενούμενος)· вы у нас редкий - σπάνια μας επισκέπτεστε, σαν τα χιόνια. II ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, προσκαλεσμένος. 2 προσκαλεσμένος (οε συνέλευση, συνεδρίαση κ.τ.τ.)· места ДЛЯ -ей θέσεις για τους προ- προσκαλεσμένους. 3 ε'μπορος (συνήθαις αλλοδαπός). II εκφρ. из -ей прийти (вернуться к.τ.τ.) έρ- έρχομαι απο φιλοξενία· в ~ях хорошо, а дома лучше σπίτι μου σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου ή ιδία εστία πάντων άριστος (παρμ.). гостья, -и, γεν. πλθ. -тцк, δοτ. -тьям θ. φιλοξενούμενη, μουσαφίρισσα. государственность, -и 6. το κρατικό σύ- σύστημα, κρατική οργάνωση, διάρθρωση. государственный επ. κρατικός· - строй το κρατικό σύστημα· - аппарат о κρατικός μηχα- μηχανισμός· - герб το κρατικό έμβλημα· -ая гра- граница κρατικά σύνορα· - ЯЗЫК η επίσημη γλώσ- γλώσσα του κράτους· - преступник εγκληματίας κα- κατά του κράτους· -ая тойна κρατικό μυστικό· — бюджет κρατικός προϋπολογισμός· -ые учреж- учреждения κρατικά ιδρύματα· - человек ή деятель κρατικός παράγοντας· - заём κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)· - ум κρατικός νους, πολιτι- πολιτικός άντρας. II δημόσιος· -ые служащие δημό- δημόσιοι υπάλληλοι. II εκφρ. -ое право κρατικό δίκαιο· -ые экзамены πτυχιακές εξετάσεις. Государство, -а ουδ. κράτος, πολιτεία, ε- επικράτεια· социалистическое - σοσιαλιστικό κράτος· буржуазное - καπιταλιστικό κράτος· союзное - ενωσιακό κράτος· многонациональное - πολυεθνικό κράτος. государыня, -И θ. άνασσα, βασίλισσα.
го с 214 государь, -я α. άναξ, άρχων, βασιλιάς. II (πσλ.) αφέντης, κύριος. II εκφρ. МИЛОСТИВЫЙ - ή - МОЙ (παλ.) μεγάθυμε, μεγαλόψυχε. ΓΟΤ βλ. ГОТЫ. *ГОТИка, -И θ. (αρχτ.) γоτθ^кόс ρυθμός. ' Готический επ. γοτθικός· -ая арка γοτθική αφίδα· - храм γοτθικός ναός· - шрифт γοτθι- γοτθική γραφή. ГОТОВОЛЬНЯ, -и θ. συλλογή μαθηματικών ορ- οργάνων. готовить, -влю, -вишь р.δ.и. 1 ' ετοιμάζω, καταρτίζω, κάνω' - кадры καταρτίζω στελέχη· - уроки κάνω τα μαθήματα. 2 μαγειρεύω· - Обед ετοιμάζω το γεύμα (το φαγητό). 5 εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι, αποθηκεύω· - дрова на зиму ε- εφοδιάζομαι καυσόξυλα για το χειμώνα. 4 μη- μηχανεύομαι, βουλεύομαι, επινοώ, προσχεδιάζω· επιφυλάσσω· - сюрприз επιφυλάσσω έκπληξη. II -СЯ 1 ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προπαρα- προπαρασκευάζομαι· - к отъезду ετοιμάζομαι για α- αναχώρηση. II προτίθεμαι. 2 επίκειμαι· -СЯ крупные события επίκεινται μεγάλα γεγονότα. 5 καταρτίζομαι, παρασκευάζομαι. II εφοδιάζομαι. Готовка, -и θ. 1 ετοιμασία, κατάρτιση. 2 μαγείρεμα, ГОТОВНОСТЬ, -И θ. ετοιμότητα· боевая- πο- πολεμική ετοιμότητα.|| διάθεση, επιθυμία·^ИЗЪЯ- επιθυμία·^ИЗЪЯВИТЬ полную готовность сделать что-л. είμαι πλήρης διατιθέμενος να πράξω κάτι. готово 1 επίρ. έτοιμα, -ως. 2 ως κατηγ. (απλ.) τέλειωσε, είναι έτοιμο. готовый επ., βρ: -тов, -а, -о. 1 έτοιμος· - КОСТЮ;/, έτοιμο κοστούμι· Обед - το φαγητό είναι έτοιμο. 2 διατεθημένος, πρόθυμος. 3 (απλ.) πέθανε. II (απλ.) μεθυσμένος σκνίπα. II εκφρ. - к услугам (παλ.) στη διάθεση σας (στο τέλος της επιστολής πριν την υπογραφή)' на всём -ом (жить) βαστιέμαι γερά· будь -<5в! να είσαι έτοιμος! всегда ~ов πάντοτε έτοιμος ! ГОТСКИЙ επ. γοτθικός. готтентот, α. -ка θ. βλ. готтентоты. готтентотский επ. οττεντοΜ,κός. готтентоты, -ов πλθ. (εν ι готтентот, -а α., -ка, -и θ.) οι Οττεν;ότοι. Готы, -ов πλθ. (ενκ. гоп , ~а α.) Γότθοι. Гофрировальный επ: -&ι машина μηχανή κα- τσαρώυατος. Гофрирование, -Я ουδ. βοστρύχισμα, κατσά- ρωμα, οντουλάρισμα, φριζάρισμα. Гофрированный επ. απο μτχ. Βοστρυχισμένος , κατσαρός, φριζαρισμένος, οντουλαρισμένος. Гофрировать, -руга, -руешь ρ.δ.μ. σχηματο- σχηματοποιώ, διαποικίλλω ύφασμα, δέρμα κλπ., πλου- πλουμίζω. II (παλ.) κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυ- χίζω, φριζάρω, οντουλάρω. II -СЯ (πο·λ.) διίτ- ποικίλλομαι, πλουμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. гра гофрировка, -и θ. βλ. гофрирование. II κυ- κυματοειδείς δίπλες. гофрить(ся) ρ.δ.(παλ.) βλ. гофрировать(ся). граб, -а α. ζυγία (δέντρο σφενδαμνοειδές). грабарь, -Я, -я α. (διαλκ.) σκαφτιάς. грабарка,-И θ. γυναίκα-σκαφτιάς. II κάρο για μεταφορά χωμάτων. Грабастать р.δ.μ. (διαλκ.) πιάνω, αρπάζω, τσακώνω. грабёж, -бежа α. λεηλασία, κούρσεμα, δήω- ση, διαγούμισμα. II αρπαγή, διαρπαγή, αρπα- σμα· ληστεία. Грабитель, -Я α. -ница, -Ы θ. ληστής, άρ- άρπαγας , αρπάχτης . II λεηλάτης , λαφυραγωγός, δι- αγουμιστής, κουρσάρος. Грабительский επ. ληστρικός, αρπαχτικός. грабительство, -а ουδ. βλ. грабёж. грабить1, -бЛЮ, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. грабленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ. λεηλα- λεηλατώ, αρπάζω, δηώνω, διαγουμίζω, ληστεύω,κουρ- ληστεύω,κουρσεύω. II μτφ. ληστεύω εύσχημα (με φορολογία, δοσίματα κ.τ.τ.)· чиновники -ли народ οι α- αξιωματούχοι λήστευαν το λαό. грабить', -блю, -бишь ρ.δ.μ. (διαλκ.) βλ. грести B σημ.). грабление, -Я ουδ. συσώρευση (με δίκρανο, φτυάρι) . грабленый επ. αρπαχτόί-, αρπαγμένος· -ые вещи αρπαγμένα πράγματα (πλιάτσικα). грабли, -бель к. -блей, -блям πλθ. τσου- γκρά\>α, χτένι. II δίκρανο, δίκελα, αρπάγη. ГрабОВЫЙ επ. της ζυγίας, απο ζυγία. *гравёр, -а α. χαράκτης. Гравёрный επ. χαρακτικός, του χαράκτη· -ое искусство п χαρακτική τέχνη· -ая мастерская εργαστήρι του χαράκτη. *ГравиЙ, -Я α. (αθρσ.) χαλίκι. Гравийный επ: -ые карьеры λατομεία χαλι- κιοϋ. гравировальный επ. χαρακτικός* - резец γλύ- φανο, γλυφίδι. Гравирование, -Я ουδ. εγχάραξη, εγκόλαψη, εγγλυφή. *гравировать, -руго, -руешь ρ.δ.μ.κ,αμ. εγ- χαράσσω, χαράσσω, εγκολάπτω· - портрет χα- χαράσσω προσωπογραφία· - по дереву ξυλογραφώ· - на металле χαράσσω σε μέταλλο· - на кости χαράσσω σε οστό. гравировка, -и θ. βλ. гравирование. II δι- διακόσμηση. гравировщик, -а α., -ца, -ы θ. βλ. гравёр. гравитадионныЁ επ. κεντροβαρικός. *гравитация, -ив. το κεντροβαρές, η προς το κέντρο τάση των σωμάτων, παγκόσμια έλξη. *гравйра, -ы θ. η χαρακτική καθώς και το έργο· - на дереве ξυλογραφία· - на меди η
гра 215 гра χαλκογραφία· чветная - έγχρωμη γλυπτική. II εικόνα βιβλίου. град1, -а α. 1 χαλάζι· дождь с -ом βροχο- χάλαζο· - идёт πέφτει (ρίχνει) χαλάζι· по- побитый -ОМ χαλαζοχτυπημένος, βλαμμένος απο το χαλάζι· - величиною с орех χαλάζι ίσαμε καρύδι. 2 μτφ. πλήθος, αφθονία· - насмешек απανωτές κοροϊδίες· пот катился -ом πήγαινε (έτρεχε) ο ιδρώτας ποτάμι· !пули сыпались-ом οι σφαίρες έπεφταν βροχή· - палочных ударов βροχή ξυλοκοπημάτων. град? -а α. βλ. город. "градация, -И θ. διαβάθμιση, βαθμολογία. *Градиёнт, -а α. βαθμίδα· αναλογία· κλίμακα. градина, -ы θ. ο χαλαζόκοκκος. градинка, -И θ. μικρός χαλαζόκοκκος. градирня, -и θ. 1 συσκευή εξάτμισης δια- .χυμάτων συμπυκνωτής. 2 συσκευή ψύξης1 ζε- ζεστού νερού. градирование, -я ουδ. βλ, градировка. *градировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ.'μ. εξα- εξατμίζω· συμπυκνώνω. градировка,-И θ. εξάτμιση· συμπύκνωση. градобитие, -Я ουδ. χαλαζοχτύπημα, βλάβη, καταστροφή άπο το χαλάζι. градовой επ. του χαλάζιου. II χαλαζοφόρος· -ая туча χαλαζοφόρο σύννεφο. Градоначальник, -а α. πολιτάρχης. градоначальство, -а ουδ. 1 (παλ.) επαρχια- επαρχιακή πόλη με τα προάστειά της. 2 τα γραφεία τέτοιας πόλης. градостроение, -я ουδ. βλ, градостроитель- градостроительство. градостроитель, -Я α. πολιτικός μηχανικός . градостроительный επ. πολεοδομικός· -ые работы πολεοδομικές εργασίες. градостроительство, -а ουδ. πολεοδομία, πο- πολεοδομική. градской к. градский επ. (παλ.) βλ.город- βλ.городской. Градуирование, -Я ουδ. βαθμολόγηση, βαθ- βαθμονόμηση . градуировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. βαθ- βαθμονομώ, βαθμολογώ, χαράσσω κλίμακα. градуировка, -и θ. βλ. градуирование. *градус, -а α. 1 μοίρα· угол в 45 -ов γω- γωνία 45 μοιρών· - широты μοίρα γεωγραφικού πλάτους. 2 βαθμός θερμομέτρου κλπ.οργάνων· температура у больного 40 -ов о άρρωστος έ- έχει 4ο πυρετό· коньяк 65 -ов κονιάκ 65 βαθ- βαθμούς. II εκφρ. в последнем -е ' στό τελευταίο στάδιο· чахотка В последнем -е φυματίωση στο τελευταίο στάδιο· ПОД -ом λίγο πιομένος, εν ευθυμία, στο κέφι, κεφάτος. Градусник, -а α. θερμόμετρο. Градусный επ, βαθμολογικός. II εκφρ. -ая сё- ТКЭ γεωγραφική κλίμακα. гражданин, -а, πλθ. граждане· -дан α., -ка -И θ. 1 ,πολίτης ,-ισσα, ιδιώτης, -ισσα· ΠΟ- чёТНЫЙ - επίτιμος πολίτης. 2 (παλ.) βλ. ΓΟ- рожанин. II εκφρ. потомственный почётный (παλ.) επίτιμος πολίτης μη ευγενούς καταγω- καταγωγής ( τ ίτλος ) . Гражданский επ. 1 πολιτικός· αστικός· -ие законы πολτική δικονομία· -ое право αστικό δίκαιο· - кодекс αστικός κώδικας· - долг το χρέος του πολίτη· акты -го состояния ληξι- ληξιαρχικές πράξεις· ληξιαρχείο· -ие власти οι πολιτικές αρχές· - иск πολιτική αγωγή. 2 ι- ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)· -ая служба πο- πολιτική υπηρεσία· - воздушный флот πολιτική αεροπορία· -ое платье πολιτική ενδυμασία. 3 πολιτικός (μη θρησκευτικός)· - брак πολιτι- πολιτικός γάμος. II εκφρ. -ая смерть πολιτικός 6ά- νατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμά- δικαιωμάτων) . Гражданственность, -И θ. πολιτειακή συνεί- συνείδηση (υποχρεώσεις κλπ. προς την πολιτεία). Гражданство, -а ουδ. 1 υπηκοότητα· совет- советское ~ σοβιετική υπηκοότητα· принять - πο- πολιτογραφούμαι, παίρνω υπηκοότητα. 2 (παλ.) οι πολίτες. II εκφρ. дать права (право) -ва παραδέχομαι, αναγνωρίζω· получить (приобре- (приобрести к.τ.τ.) права (право) -а αναγνωρίζομαι, γίνομαι- παραδεκτός απ' όλους. Грай, -ая α. κα«άβισμα πουλιών, γρούξιιιο. Грамзапись, -И θ. φωνογράφηση. *грамм, -а α. γραμμάριο. *грамматика, ~И θ. 1 γραμματική. 2 εγχει- εγχειρίδιο γραμματικής. грамматЙСТ, -а α. γραμματιοτής, ειδικός στη γραμματική. „грамматический, επ. γραμματικός· -ие пра- правила οι κανόνες της γραμματικής· -ая ОЩКб- ка ορθογραφικό λάθος. *ΓρβΜΜθφΟΗ, -а α. γραμμόφωνο, φωνόγραφος. граммофонный, επ. φωνογραφικός. грамота, -Ы θ. 1 γράμματα (γραφή κ. ανά- ανάγνωση)· учиться -е μαθαίνω γράμματα (να γρά- γράφω κ. να διαβάζω). II στοιχειώδεις γνώσεις. 2 γράμμχ* почётная - τιμητικό γράμμα" ПОХВаль- ная - γραπτός έπαινος. II δίπλωμα (τίτλος)· дворянская - δίπλωμα ευγενείας· жалованная - άγραφο περιβολής με εξουσία ή με αξίωμα· верительные -ы τα διαπιστευτήρια· отзывные -Ы εύφημη γραπτή μνεία· судная - δικαστικό έγγραφο, δικόγραφο· ратификационная - επι- επικυρωμένο έγγραφο· купчая - πράξη αγοραπωλη- αγοραπωλησίας· государева - απόφανση του άνακτα. 3 (παλ.) επιστολή, γράμμα. II εκφρ. филькина - κουρελόχαρτο, παλιόχαρτο, όλο ανορθογραφίες. Грамотей, -Я α. (παλ.) εγγράμματος, γραμ-
гра 216 гра υατισυενος . грамотка, -И θ. γραμματάκι, αημειωματάκι. грамотность,-И Θ. 1 μόρφωση, πνευματική κα- т-άρτιοη· повышение -И населения η μορφωτική ανάπτυξη του λαού· всеобщая - γενική στοι- στοιχειώδης εκπαίδευση,· ДОбЫТЬСЯ всеобщей -И ε- εξαλείφω την αγραμματοσύνη.ΙΙ κατάρτιση· те- техническая - τεχνική κατάρτιση. 2 αρτιότητα, -ληρότητα· - сочинения αρτιότητα της έκθε- οης (χωρίς γραμματικά και συνταχτικά λάθη). грамотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1 εγ- εγγράμματος, γραμματισμένος. II καταρτισμένος* - инженер καταρτισμένος μηχανικός. 2 άρτιος (χωρίς γραμματικά και συνταχτικά λάθη). грамшШСТЙНКа, -И θ. δίσκος γραμμοφώνου. *гран, -а α, (παλ.) φαρμακ. μονάδα βάρους ί- ίση προς ο,ο62 γρμ. II εκφρ, ни -а истины ούτε κόκκος (ίχνος) αλήθειας· НИ -а совести ούτε κόκκος συνείδησης. "гранат1, -а α. 1 ροδιά, ροϊδιά. 2 ρό&ι, ρό- ί'δο. "гранат2, -а α. γρανάτης λίθος φοινι,κοχρω- ιίος. II ροδόχρωμος πολύτιμος λίθος, καρχιδο- νιος . 'граната, -ы θ. 1 βλήμα πυροβολικού· оско- лочная - εκρηκτικό Βλήμα. 2 η χειροβομβίδα· противотанковая - αντιαρματική χειροβομβί- χειροβομβίδα· ружейная - η οπλοβομβίδα· ручная - χει- χειροβομβίδα. II (αθλτ.) χειροβομβίδα ρίψης. Гранатный επ. της χειροβομβίδας· -ые 0С- колки θραύσματα χειροβομβίδας. гранатовый1 ε π. της ροδιάς· -ое дерево η οοδιά. И κόκκινος (σον ρόιδο). гранатовый2επ. γρανάτινος, φοινικόχρωμος. ιΙ ροδόχρωμος. гранатомёт, -а α. οπλοβομβιδοβόλο. гранатомётчик, -а α. οπλοβομβιστής. Гранд, -а α. μεγάλος, μέγας ( ι σπα ν. τίτλος). грандиозность, -и θ. μεγαλοπρέπεια, 'грандиозный επ. τεράστιος, παμμεγέθης, με- μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, επιβλητικός. гранение, -Я ουδ. κοπή κατά πλευρίες. гранёный επ. πολυεδρικός· - стакан πολυε- δρικό ποτήρι. II Λαξευμένος, λαξευτός, με έ- έδρες· - хрусталь κρύσταλλο με έδρες, гранильный ε π. γλυπτικός, της λάξευσης· -ое искусство η τεννη αδαμαντογλυφίας, κρυσταλ- λοτομίας, λιθοίτομίας· - станок η μηχανή κρυ- σταλλοτομίας, ГранЙЛЬНЯ, -И θ. εργαστήρι κρυσταλλοτομί- ас , κρυοταλλοτεχνίας , αδαμαντογλυφίας κ.τ.τ. гранильщик, -а α., -ца, -ы θ. επεξεργα- οτής διαμαντιών, κρυστάλλων, πετραδιών. *ГранЙТ, -а α. γρανίτης, гранитный επ. γρανίτινος. Гранитоль, ~Я α. δέρμα τεχνητό, γρανιτόλ. граниТЧИК, -а α. γρανιτοεργατης. ГранЙТЬ р.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. гра- гранённый, βρ: -нён, -нена, -нено κόβω κατά πλευρίες, φτιάχνω έδρες (για διαμάντια, κρύ- κρύσταλλα κλπ.). II εκφρ. - мостовую α) τρώγω τους δρόμους (παραβαδίζω). β) περιφέρομαι ά- άσκοπα. II -СЯ κόβομαι κατά πλευρίες. граница, -ы θ. ΐόριοΙ, σύνορο· μεθόριος· -ы колхоза τα σύνορα του κολχόζ· государствен- государственная - κρατικά σύνορα· морская - χωρικά ύδα- ύδατα (αιγιαλίτιδα). 2 (επιτρεπόμενο) όριο·α- κρινό σημείο, όριο* всему есть - σε όλα υ- υπάρχει όριο" не зкать -иц δε λογαριάζω πε- περιορισμούς· сверх ВСЯКИХ -КЦ πέρα απο κάθε όριο· ставить -Ы βάζω όρια (περιορίζω)" ВЫЙ- ВЫЙТИ ИЗ -ЙЦ приличия βγαίνω απο τα όρια της ευπρέπειας· это переходит все -ы αυτό ξεπερ- ξεπερνάει όλα τα όρια· ехать за -у πηγαίνω στο εξωτερικό· он жил за -ей αυτός ζούσε στο ε- εξωτερικό· она приехала из-за -ы αυτή ήρθε απο το εξωτερικό. граничить, -ит р.δ. (με δοτ.) 1 συνορεύω, συνομορώ, γειτονεύω. 2 προσεγγίζω, πλησιάζω, εγγίζω τα όρια· его смелость -ит с наглос- наглостью το θάρρος του εγγίζει τα όρια της αυθά- δειας. Гранка1, -И θ. (τυπογρ.) 1 δοκίμιο. 2 συν- θετήριο. гранка2, -И θ. επεξεργαοία σε πλευρίες (α- (αδάμαντα, κρυστάλλου κλπ.). Гранула, ~Ы θ. κοκκίσν.ος, σπυράκι. гранулирование, -Я ουδ. κοκκοποίηση, χον- δροποίηση. Гранулированный επ. απο μτχ. κοκκοποιημέ- κοκκοποιημένος, κοκκώδης, χονδροποιημένος. *гранулировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. χον- δ£οποιώ, κοκκοποιώ, μετατρέπω σε ψήγματα. грануляция, -и θ. 1 βλ. гранулирование. 2 (ιατρ.) κοκκίωμα, εκβλάστηση κοκκώδους ιστού, грань, -И θ. 1 όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. II άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος· μεταίχμιο· на -И ВОЙНЫ στα πρόθυρα του πο- πολέμου· на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλ- λα· на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωτ^ και θανάτου. 2 (μαθ.) έδρα, πλευρά· куб шз - ет шесть -ей о κύβος έχει έξι έδρες. II ло- ξοκομμένη άκρη. 3 βλ. гранение. Ц- γωνία, ε- εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή. Грассирование, -Я ουδ. η γαλλική προφορά του γράμματος „ρ". * Грассировать, -РУЮ, -руеШЬ р. δ. προφέρω' το γράμμα „ρ" σαν το γαλλικό. *Граф, -а α. κόμης, κόντης, κόντες. *Графа, -Ы θ. 1 στήλη γραφής* ευθυγραμμία. 2 στήλη κειμένου. *график, -а α. 1 διάγραμμα· - двихёния по-
гра 217 гре езДОВ διάγραμμα κίνησης των τραίνων. 2 πρό-' γράμμα εργασίας· работать ПО -у εργάζομαι με πρόγραμμα· ВЫЙТИ ИЗ -а παραβιάζω το πρόγραμ- πρόγραμμα. 3 χαράκτης, σχεδιογράφος■ καλλιγράφος. Графика, -и θ. οι γραφικές τέχνες (ιχνο- (ιχνογραφία, ζωγραφική, χαρακτική). II έργα γρα- γραφικών τεχνών выставка советской -и έκθεση σοβιετικών γραφικών τεχνών. 2 (γλωσ.) γρα- γραφή, παράσταση των φθόγγων με γράμματα. *ГрафЙН, -а α. φιάλη, καράφα Графиня, -И θ. κόμισσα, κοντέσοα. *ГрафЙТ, -а α. 1 γραφίτης. 2 η εσωτερική στήλη του μολυβδοκόνδυλου. Графитный επ. του γραφίτη· απο γραφίτη. графитовый επ. βλ. графитный. Графить, -флю, -фишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ, графлённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.δ.μ. ρι- ριγώνω, χαρακώνω* - бумагу χαρακώνω το χαρτί. Графический επ. γραφικός. II ιχνογραφικός, σχεδιογραφικός. Графление, -Я ουδ. ρίγωση, διαγραμμισμός, χαράκωμα, -ση. Графлёный επ. ριγωτός, ριγωμένος, χαρακω- μένος· -ая бумага ριγωμένο χαρτί. Графолог, -а α. γραφολόγος. Графологический επ. γραφολογικός. *Графология, -и θ. γραφολογία. Графоман, -а α., -ка, -и θ. γραφομανής. * Графомания, -И θ. γραφομανία. Графский επ. του κόμη·- титул οτίτλος,του κόμη. Графство, -а ουδ. 1 ο τίτλος του κόμη. 2 τα τσιφλίκια του κόμη. 3 κομητεία. Грациозный επ., βρ: -зен, -зна, -зно χα- χαριτωμένος, ευ'χαρης , χαριτόβρυτος. *грация, -И θ. 1 χάρη· κομψότητα. 2 ομορ- ομορφιά, θέλγητρα. Грач, -а α. είδος μικρής κορούνας. граять, грает р.δ. βλ. каркать. гребёнка, -и θ. βλ. гребень. II εκ<ρρ. под -у стричь κουρεύω σύρριζα* стричь всех под одну -у βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, κρίνω όλους με τα ίδια σταθμά. гребенной επ. οδοντωτός. Гребенчатый επ. οδοντωτός· οδοντοειδής. гребень, -бня α. 1 χτένι, χτένα· частый - πυκνό χτένι· редкий - αραιό χτένι· череиал- НЫЙ - χτένι απο κόκκαλο χελώνας. 2 τεχ. ξά- νιο λιναριού, κανναβιού, ξάντης, λανάρα. II είδος ηλακάτης (ρόκας). 3 το λειρί των πτη- πτηνών. 4 άκρη, ράχη, κορυφή· φρύδι κύματος.5 βραγιά, βραγός. 6 τσάμπουρα σταφυλιών. Гребец, ~бпД α. κωπηλάτης, λαμνοκόπος, ε- ρέτης. гребешок, -шка α. χτενάκι, χτενίτσα. ΙΙλει- ράκι' κλπ. υποκορ. βλ. гребень. гребло, -а ουδ. ξέστρο, απόμακτρο, ομάλι- στρο. грёбЛЯ, -И θ. 1 κωπηλασία, τράβηγμα κου- κουπιού. 2 συσσώρευση. 3 (απλ.) επιχωμάτωση. II φράγμα. гребневидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 χτενοειδής. 2 σαν το λειρί. гребнечесальный επ: -ая машина ξαντική μη- μηχανή, λανάρα. гребнистый επ. χτενοειδής (για κύματα). гребной επ. 1 κωπηλατικός· - спорт κωπη- κωπηλασία. 2 κωπήλατος, κωπήρης· -Ое судно κω- πήλατο σκάφος. 3 ωθητικός, κινητήριος·- вал ο άξονας του έλικα' - винт έλικας πλοίου, ο προωστήρας. гребнуть р.σ. βλ. грести. ГребОК, -бка α. 1 η κουπιά, κωπηλάτημα. 2 το ουράδιο, πρυμναίο κουπί. 3 πτερύγιο του τροχού του μύλου ή του έλικα του πλοίου. Грёза, ~Ы θ. 1 ονειροπόλημα, όνειρο, φα- ντασιοκόπημα. 2 όνειρο, ενύπνιο. грезить, грежу, грезишь р.δ. 1 ονειροπο- ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ, ρεμβάζω. 2 ονειρεύομαι. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. *Грейдер, -а α. αποξέστης οδών, ομαλυντήρας (μηχανή). II αποξεσημένη οδός. грейдерист, -а α. εργάτης αποξέστη (μηχα- (μηχανής). грейдерный επ. αποξεστικός. II αποξεσημέ- νος· -ая дорога αποξεσημένη οδός. *грёйпфрут, -а α. κίτρος, κίτρο (δέντρο ε- εσπεριδοειδές). II κίτρο, φράπα (καρπός). *грёйфер, -а α. (τεχ.) αρπάγη εκσκαφέα. грек, -а α. Ελληνας. Грелка, -И θ. η θερμοφόρα. греметь, -млю, -ишь р.δ. 1 κροτώ. II βρο- βροντώ, βροντοΒολώ, μπουμπουνίζω· -ИТ μπαυμπου- νίζει· пушка -ЙТ τό κανόνι βροντάει. II ηχω, βουΐζω δυνατά, βομβώ. II κλαγγάζω. II κροτα- κροταλίζω, κουρταλώ. II μτφ. βροντοφωνώ, βροντο- λαλώ. 2 μτφ. φημίζομαι πολύ, γίνομαι περιώ- περιώνυμος· καταπλήττω, κάνω κρότο. гремучий επ., βρ: -муч, -а, -е βροντερός, βροντώδης, ηχηρός, βρυηρός, πολύβουος. II εκφρ. - газ εκρηκτικό αέριο (μείγμα υδρογό- υδρογόνου κ. οξυγόνου)· -ая змеч о κροταλίας (φί- (φίδι)· - ртуть βροντώδης υδράργυρος. гремушка, -и θ. κουδουνίστρα, σείστρο. грена, -Ы θ. (αθρο.) μεταξόσπορος. *ГреН8Дёр, -а α. γρεναδιέρος. гренадерский επ. γρεναδιέρικος, του γρε- ναδιέρου· - полк σύνταγμα γρεναδιέρων. гренах, -а α. η λήψη μεταξόσπορου. гренок, -Нка α. η φρυγανιά. грести, гребу, гребёшь, παρλθ. χρ. грёб, гребла, -ло. 1 κωτηλατώ, τραβώ κουπί, λά-
гре 218 гри μνω. 2 συσσωρεύω, μαζεύω (με φτυάρι,, δικρά- νι,). II ξύνω, αποξέω, καθαρίζω. II εκφρ. - ло- лопатой деньги χρήμα με το φτυάρι, λεφτά (πα- (παράς) με ουρά. II -СЬ 1 συσσωρεύομαι,. 2 αποζέ- ομαι, αποξύνομαι, καθαρίζομαι. греть, грею, греешь ρ.δ. 1 ζεσταίνω, θερ- θερμαίνω· солнце греет ο ήλιος ζεσταίνει* - во- воду ζεσταίνω νερό. 2 (απλ·);μαλώνω, επιπλήττω. II -СЯ ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι. Грех, -а α. 1 (θρησκ.) αμαρτία, αμάρτημα, ανόμημα· впасть В - πέφτω σε αμαρτία, αμαρ- αμαρταίνω. 2 πράξη αξιοκατάκριτη· -Й МОЛОДОСТИ αμαρτίες της νεανικής ηλικίας. II εκφρ. ду- рен, как смертный - ασχημομούρης, κακομού- ταινος, δυσειδέστατος· как на - αα να τον έ- έβαλε ο διάβολος (επίτηδες)· от -а подальше μακριά απο αμαρτίες (ανόσιες πράξεις)· С -Ом пополам όπως-όπως, μόλις και μετά βίας, τσί- μα-τσίμα, κούτσα-κούτσα, κουτσά-στραβά· ЧТО η нечего -а таить δεν πρέπει να το κρύβομαι (να το λέμε ανοιχτά). греховный επ., βρ: -вен, -вна, -вно αμαρ- αμαρτωλός- -ая жизнь αμαρτωλή ζωή. греховодник, -а α., -ца, -ы 0. αμαρτωλός· κακοήθης, ακόλαστος. II (απλ.) άταχτο παιδί. Греховодничать ρ.δ. (παλ.) αμαρταϊ,νω, α- σχημονώ, ακολαοταίνω, κάνω κακοήθειες. грехопадение, -Я ουδ. αμάρτημα προς το θεό· προπατορικό αμάρτημα. П κακή κοινωνική συ- συμπεριφορά. грецизм, -а α. ελληνισμός, ιδιωματισμός της ελληνικής γλώσσας. грецкий επ. παλ. χρησιμοποιείται σήμερα μό- μόνο σέ μερικές ονομασίες: - орех ελληνική κα- καρυδιά ή ελληνικό καρύδι. греча, -и θ. 1 βλ. гречиха. 2 χόνδροι μαυ- ροσίταρου. гречанка, -и θ. Ελληνίδα. греческий επ. ελληνικός· - язык ελληνική γλώσσα. II εκφρ. - НОС ελληνική μύτη (ευθεία). гречиха, -И θ. μαύρο σιτάρι, μαυροσίταρο. гречишный επ. του μαυροσίταρου· μαυροσι- ταρένιος· -ое поле χωράφι σπαρμένο μαυτοοί- ταρο. гречка, -и θ. βλ. гречиха. гречневый επ. βλ. гречишный. грешить, -шу, -шйшь р.δ. 1 αμαρταινω. 2 σφάλλω, κάνω λάθη, σφάλματα. грешник, -а α., -ца, ~ы θ. αμαρτωλός, -ή. Грешно ως κατηγ. είναι αμαρτία, κρίμα, α- αμαρταίνω· - вам говорить так ε'ιναι κρίμα να μιλάτε έτσι. грешный επ., βρ: -шен, -шна, -шно. 1 α- αμαρτωλός. 2 ένοχος. II εκφρ. -ЫМ делом δυ- δυστυχώς πρέπει να παραδεχτώ ή δυστυχώς λέγω την αμαρτία μου· - человек (παλ.) ένοχος, φταίχτης. грешок, -шка, αμαρτίτσα. гриб, -а α. μανιτάρι, αμανίτης, μύκης. II εκφρ. расти η вырасти как -ы после дождя (μτφ.) εμφανίζομαι σαν τα μανιτάρια ύστερα απο τη βροχή. грибковый επ. του μανιταριου· απο μανιτάρια. грибник, -ά. α. μανιταροσυλλέκτης. грибница'', -Ы θ. μανιταροσυλλέκτρια, -τρα. грибница2, -Ы θ. 1 υμενίνη. 2 (απλ.) μανι- ταρόσουπα, μανιταροζωμός. грибной επ. του μανιταριου· μανιταρένιος, -ίσιος, απο μανιτάρια· - зопах οσμή μανιτα- μανιταριου· ~ёя шапка το κεφάλι του μανιταριου· - суп μανιταρόσουπα. II εκφρ. - ДОЖДЬ ήλιος και βροχή. ГрибОК, -бкё., α. 1 μανιταράκι. 2 μύκης (ως μικροοργανισμός). грйва, -и 6. 1 χαίτη, λοφιά. 2 βραγιά. 3 σύννεφα σαν οροσειρά. гривастый επ. (απλ.) που έχει |μακριά| χαίτη. гривенник, -а α. δεκάρα, κέρμα 10 καπικιώ\ν Гривистый επ. 1 που έχει χαίτη. 2 σαν χαί- χαίτη, εν είδη χαίτης. Гривна, -Ы θ. 1 (παλ.) αργυρό νόμισμα. 2 βλ. гривенник. 3 μεταλλικό περιδέραιο σε αρ- αρχαίους λαούς. *гривуазный επ., βρ: -зен, -зна,-зно (παλ.) αναιδής, άσεμνος, ελαφρόμυαλος. * григорианский, επ. γρηγοριανός· - кален- календарь ή -ое летоисчисление γρηγοριανό ημερο- ημερολόγιο. Гридница, ~Ы θ. φυλάκιο φρουράς στην αυλή δούκα. гридня, -и θ. βλ. гридница. ГриДЬ, -И θ. (αθρσ.) νεαρή φρουρά δούκα. *грчизётка, -и θ. (παλ.) ευάλωτο εργαζόμενο κορίτσι. *грильяж, -а α. καραμέλα, ζαχαράτο (εσωτε- (εσωτερικά με φουντούκι, αμύγδαλο κ.τ.τ.). *Грим, -а α. 1 ψιμυθίωση, μακιγιάζ· нало- ЖЙТЬ - μακιγιάρω· снять - βγάζω το μακιγιάζ. 2 μολύβια μακιγιαρί^ατος. *Гримаса, -Ы θ. 1 μορφασμός, γκριμάτσα, στρα- βομούριασμα, στραβομουτοούνιασμα. 2 μτφ. δι- διαστρέβλωση, παραμόρφωση. Гримасник, -а α., -ца, -ы θ. μορφαστής, που κάνε ι μορφασμούς. Гримасничанье, -Я ουδ. μορφασμός. гримасничать р.δ. μορφάζω, κάνω μοριφασμούς. Гримёр, -а α., -ша, -и θ. μακιγιαριστής, ψιμυθιωτής, ψιμυθιστής. Гримёрный επ. μακιγιαριοτικός, του μακι- γιαρίσματος· -ые принадлежности τα χρειώδη του μακιγιαρίσματος. II ουσ. θ. -ая δωμάτιο μακιγιαρίαματος.
гри 219 гро Гримёрский επ. μακιγιαρίστικος, του μακι- γιαριστη. ГрИЮфОвёнив, -Я ουδ. ψιμυθίωση, μακιγιά- ρισμα. Гримировать, -РУЮ, -руешь, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. гримированный, βρ: -ван, -а, -о ψιμυθιώ, μακιγιάρω. II -СЯ ψιμυθιούμαι, |μακιγιάρομαι. II αλλοιώνομαι., αλλάζω μορφή. гримировка, -и θ. βλ. гримирование. *грипп, -а α. γρίππη, ινφλουέντζα. ГРИППОЗНЫЙ επ. γριππώδης· -ые явления συμ- συμπτώματα γρίππης· -ое состояние γριππώδης κα- τάστααη· -ое заболевание ασθένεια γρίππης. *Гриф\ -а α. γρύφονας, γρύφος, γρύψ (μυθι- (μυθικό τέρας). II γυπαετός. *Гриф* -а α. λαβή μουσικού οργάνου. *гриф? -а α. μονογραφή, τζίφρα. *грифель, -я α. πλακοκόντυλο. *грифвЛЬНЫИ επ: - сланец о σχιστόλιθος. II αποι σχιστόλιθο, σχιστολιθικός· -ая доска πλάκα, αβάκιο. грифон, -а α. 1 βλ. гриф1. 2 ράτσα σκύλου. гроб, -а, προθτ. в -у, на -е и. на -у, о -е, κλθ. ~Ы к. -к. 1 φέρετρο (νεκρού), κάσ- κάσσα, κιβούρι, νεκροσέντουκο, νεκροκρέβατο. 2 (παλ.) μνήμα, τάφος. 3 (απλ.) χαμός, θάνα- θάνατος, τέλος· πολύ άσχημα. II εκφρ. до -а ως τον τάφο, ως το θάνατο· верность до -а πί- πίστη ως το θάνατο· ПО - (ЖИЗНИ) απλ. ως το θάνατο· в - вогнать ή вколотить, свести κχτ. εξωθώ, χτυπώ, φέρω, βασανίζω μέχρι θάνατο· Β - ГЛЯДёть ή смотреть βλέπω το χάρο Сие τα μά- μάτια)· быть на краю -а; стоять одной ногой в -у είμαι στο χείλος του τάφου· είμαι με το ένα πόδι στον τάφο· близок К -у ετοιμοθάνα- ετοιμοθάνατος, κοντόμερος, μελλοθάνατος· ИДТИ за -ом πηγαίνω στην κηδεία, ακολουθώ την κηδεία· ХОТЬ В - ЛОЖИСЬ (για κατάσταση) είναι αξιο- αξιοθρήνητη, για χαμό, για κλάματα. ГрОбИК, -а α. μικρό φέρετρο. ГробИТЬ, -бЛЮ, -бишь р.δ.μ. χαλνώ, κατα- καταστρέφω, θάβω· - дело θάβω την υπόθεση. гробница, -Ы θ. τάφος, μνήμα. гробОВОЙ επ. νεκρικός· επιτάφιος, επιτύμ- επιτύμβιος· -Ое МОЛЧЙлие νεκρική σιγή· -ЯЯ тиши- тишина νεκρική σιωπή· - камень επιτάφια πλάκα, ταφόπετρα· - ГОЛОС φωνή φαραγγώδης· ДО -ОЙ ДОСКИ μέχρι θανάτου, ως τον τάφο. гробОВЩЙК, -а α. φερετροποιός. гробокопатель, -Я α. 1 (παλ,) ενταφιαστής, νεκροθάφτης. 2 (ειρν.) ανασκαλιστής αχρήστων λεπτομερειών του παρελθόντος. *грОГ, -а (-у) α. γκρόγκ (αγγλικό ποτό). грова, -Ы θ., πλθ. Грозы. 1 αστραπόβροντο, αστροπελέκι. II μτφ. γεγονότα θυελλώδη, συ- συνταρακτικά, κοινωνικό τράνταγμα, μπόρα. 2 δυστυχία, κακό· κίνδυνος. 5 τρόμος,φόβητρο· он был -ою нашего района αυτός ήταν το φό- φόβητρο της περιοχής μας. 4 (απλ.) απειλή, φο- φοβέρα. гроздь, -и, πλθ. грозди, -ёй θ. к.гроздья, -ьев (ενκ. παλ. грозд, -а α.) τσαμπί, βό- τρυς· - винограда τσαμπί σταφυλιοϋ. грозить, грожу, грозишь ρ.δ. 1 απειλώ,φο- απειλώ,φοβερίζω. II χειρονομώ απειλητικά. 2 επίκειμαι, επαπειλοϋμαι, (επι)κρέμαμαι· ему -Йт ката- катастрофа απειλείται με καταστροφή· ему -ЙТ банкротство τον περιμένει χρεοκοπία. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ.Aσημ). грозный, επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 τρο- τρομερός, φοβερός· τρομακτικός· -ое оружие τρο- τρομερό όπλο· - ВЗГЛЯД τρομαχτικό βλέμμα· -ые С0- бЫТИЯ φοβερά γεγονότα· - час τρομερή ώρα· - мститель τρομερός εκδικητής. 2 (απλ.) σκλη- σκληρός, αυστηρός· - муж αυστηρός σύζυγος. Гр080В0Й επ. θυελλώδης, της καταιγίδας · -ая туча, -Ое Облако σύννεφο καταιγίδων. гром, -а α., γεν. πλθ. ~ΟΒ βροντή, μπου- μπουνητό· κεραυνός. II θόρυβος, πάταγος· аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων. ΙΙεκφρ. (как) - среди ясного нёба τελείως απροσδό- απροσδόκητα· как -ом поражённый, ошеломлённый κ.τ.τ. εμβρόντητος· метать -ы и МОЛНИИ εκτοξεύω (ε- ξακοντίζω) μύδρους* απειλώ θεούς και δαίμο- δαίμονες· пока - не грянет όσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα. Громада1, -Ы θ. μεγάλος όγκος, μπούγιο. II μεγάλος σωρός, μάζα· βουνό. громада2, -Ы θ. ο (αγροτικός |συνεταιρισμός στην Ουκρανία-ΐΛευκορωσία προεπαναστατικά. громадина, -Ы θ. πράγμα υπέρογκο. громадность, -и θ. το ογκώδες. громадный επ., βρ: -цен, -дна, -дно υπερ- υπερμεγέθης, υπέρογκος, πελώριος, τεράστιος·-ое здание πελώριο κτίριο· -ое значение τερά- τεράστια σημασία. Громила, -Ы α. 1 διαρρήχτης, τοιχωρύχος· νυχτοκλέφτης. 2 σφαγιαστής, συμμέτοχος ое. σφαγή. громить, -МЛЮ, · Ь'йшь р.δ.μ. γκρεμίζω, κα- καταστρέφω, χαλνώ, κατεδαφίζω. II κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ νιοτά κράτος· κατατροπώνω. Ιι μτφ. κατακεραύνωνα). громкий επ., βρ: -мок, -мка, -мко; гром- громче. 1 Βροντερός, βροντώδης· - ГОЛОС βροντε- βροντερή φωνή· - смех καγχασμός. 2 μτφ.πολύφημος, πολύκροτος, παταγώδης· - успех επιτυχία που έκανε (κάνει) κρότο· -ие имена μεγάλα ονό- ονόματα (πολυξακουσμένα) · -ое судебное дело πο- πολύκροτη δίκη. II 'πομπώδης, στομφώδης·: -ие слова παχιά λόγια· -ие фразы πομπώδεις φρά- φράσεις· -ая угроза κούφια φοβέρα.
гро 220 гру Громко επίρ. Βροντερά, ηχηρά, δυνατά. громкоговоритель, -Я α. ηλεκτροδυναμικό με- ,άφωνο. громкоголОСНЫЙ επ. βροντόφωνος, -άλαλος. громкость, -И θ. ηχηρότητα, βροντισμός. громовержец, -жца α. κεραυνοβόλος, ερίγδου- πος, υψιβρεμέτης (επίθετα του Δία). ГРОМОВОЙ и. παλ. ГромОВЫЙ επ. 1 της βρο- βροντής, του κεραυνού· - отвод αλεξικέραυνο· ~4я туча σύννεφο καταιγίδας· -ые раскаты οι βροντές, το μπουμπουνητό· - удар κεραυνός, πεπαυνοβόλημα, χτύπημα κεραυνού. 2 ηχηρότα- ηχηρότατος, ζεκουφαντικός, εκκωφαντικός, βροντερός· - ГОЛОС βροντερή φωνή. 3 ^τψ. κεραυνοβόλος. громогласный επ., βρ: -сен, -сна,-сно βρο- βροντόφωνος, βροντόλαλος, μεγαλόφωνος. громозвучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 πολύ ηχηρός, μεγαλόφωνος, βροντερός. 2 μτφ. ιομπώδης, στομφώδης· πανηγυρικός. ГРОМОЗДИТЬ, -зяу, -ЗДЙШЬ р.δ.μ. συσσωρεύω, επισωρεύω, συνεπισωρεύω. II συνονθυλεύω. II -СЯ συσσωρεύομαι. II σκαρφαλώνω, ανεβαίνω με δυον.ολία. ГРОМОЗДКИЙ επ., βρ: -ДОК, -ДКа, -ДКО Ογκώ- Ογκώδης· δυσκολομετακίνητος. громоздкость, -И θ. το ογκώδες, ογκώδεις 5'.αστάσεις . громоотвод, -а α. αλεξικέραυνο. громоподобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно βροντερός, σαν τη βροντή. громыхание, -Я ουδ. βρόντημα, βρόντος βρο- 4"·ο30λημα, -κόπημα, μπουμπούνισμα. Громыхать р.δ. βροντώ, μπουμτιουνίζω, βρο- -τ.οβολω, -κοπώ· κροτω. *гросс, -а α. δώδεκα δωδεκάδες (εμπόρευμα). "гроссбух, -а α. (λογστ.) το καθολικό βι- ■λίο. *ГрОССмёЙСТвр, -а α. 1 πρωταθλητής σκακιού. 2 αρχηγός ιπποτικής ομάδας (ή τάγματος). Гросфатер, -а α. (παλ.) χορός γερμανικός. *Грот1, -а α. σπηλιά, σπήλαιο, άντρο. *ГрОТ"; -а α. (ναυτ.) το μεγάλο πανί* —ма- —мачта το μεγάλο κατάρτι. *Гротёск, -а α. παραδοξότητα, αλλοκοτιά, το γελοίο, τερατωδία, γκροτέσκο. гротескный επ. τερατώδης, [τραγελαφικός,-αλ- [τραγελαφικός,-αλλόκοτος, γκροτέσκος. гротесковый επ. βλ. гротескный. Γροχ επιφ. με σημ. κατηγ. μπουμ· Я - Об землю μπουμ σωριάοτηκα καταγής. грохать р.δ. βλ. грохнуть. Грохнуть р.о. 1 πέφτω με γδούπο. II κροτώ, βροντώ, βροντοκοπώ. II χτυπώ δυνατά· - кула- кулаком по столу χτυπώ δυνατά τη γροθιά στο τρα~ ιτεζι. II ρίχνω με κρότο· μου πέφτει με κρότο. . -СЯ πέφτω με κρότο, με γδούπο. ГрОХОТ1, -а α. γδούπος, βρόντος, πάταγος. ГрОХОТ2, -а α. κόσκινο. Грохотание, -Я ουδ. βρόντημα, βροντοκόπη- μα, κρότημα, -ση. грохотать, -хочу, -хочешь ρ.δ.βροντώ, кро- τώ, βροντοκοπώ, καταθορυβώ. II καγχάζω. грохотить, -хочу, -хотйшь ρ.δ.μ. (τεχ.) ио- σκινίζω. грохотнуть р.σ. βλ. грохотать. Грохочение, -Я ουδ. (τεχ.) κοσκίνισμα. *грош, -а α. 1 γρόσι. 2 πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα· ЭТО СТОИТ -И αυτό κοστίζει φτηνά. 3 πλθ. -и, -ёй (διαλκ.) χρήματα. II εκφρ. - це- цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит τίπο- τίποτε δεν αξίζει, είναι άχρηστο· НИ ~а(-а)нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε· в - не ставить ко- го-что θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω κα- καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία· НИ за -(по- гйбнуть, пропасть κ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα· НИ за - нет καθό- καθόλου, διόλου, οΰτε σταλιά· быть без -& είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος. Грошик, -а α. γροσάκι. ГРОШОВЫЙ επ, φτηνός, κατώτερης ποιότητας. II μτφ. αναξιόλογος, ασήμαντος, μηδαμηνός, τι- ποτένιος. II πάμφτηνος· ευτελής. Грубеть, -ею, -ёешь р.δ. 1 σκληραίνω, γί- γίνομαι σκληρός, τραχύς· руки -ли τα χέρια σκλήρυναν. II γίνομαι τραχύς, άγαρμπος (για φωνή). 2 βλ. грубить. ГрубЙТЬ, -бЛЮ, -бЙШЬ р.δ. φέρνομαι άγαρ- άγαρμπα, άσχημα, αγενως, απολίτιστα. Грубиян, -а α. -ка, -И θ. αγρο'ικος, ανά- ανάγωγος, αγενής, απολίτιστος, -η. ГрубИЯНИТЬ ρ.δ. φέρνομαι ανάγωγα, άγρια. *ГрубИЯНСТВО, -а ουδ. συμπεριφορά ανάγωγη, άσχημη, αγενής. ГрубОСТЬ, -И θ. χοντροκοπιά, απειροκαλία. II τραχύτητα, αδρότητα. II κακή, άσχημη συ- συμπεριφορά. II λέξη άσχημη, άσεμνη. Грубошёрстный επ. χοντρόμαλλος. грубый επ., βρ: груб, -а, -о. 1 τραχύς, ά- άγριος, αδρός, χοντροειδής, χοντροφτιαγμένος· -ая ι/зоель χοντροειδές έπιπλο· -ая работа χοντροδ"όυλειά· -ые черты ЛИД& τα αδρά χαρα- χαρακτηριστικά του προσώπου· -ая кожа τραχύ δέρ- δέρμα, τραχεία επιδερμίδα. 2 τραχύς, άγαρμπος· - ГОЛОС άγαρμπη φωνή. 3 ανάγωγος, αγενής, α- γροικος· - человек αγροίκος άνθρωπος· -ое Обращение ανάγωγη συμπεριφορά. '4 μεγάλος, χο- χοντρός· -ая ошибка χοντρό λάθος· -ое наруше- нарушение ДИСЦИПЛИНЫ μεγάλη παραβίαση της πειθαρ- πειθαρχίας· -ая ложь χοντρό ψέμα. груда, -Ы θ. σωρός· - камней σωρός απο πέ- πέτρες· - развалин σωρός ερειπίων.
гру 221 ГРУ грудастый επ., βρ: -даст, -а, -о ευρύ στερ- στερνός, πλατύοτερνος. || οτηθωτός, στηθάτος· -ая баба στηθάτη γυναίκα. Грудина, ~Ы θ. 1 στήθος, στέρνο. 2 βλ. гру- дйнка. грудинка, -и θ. στηθούρι. ГРУДИТЬСЯ ρ.δ. (απλ.) συσσωρεύομαι, σω- σωριάζομαι. II συνωστίζομαι, στρυμώχνομαι, συ- συνωθούμαι, σκουντιέμαι. грудка1, -И θ. μικρός σωρός, οωρούλης. грудка8, -И θ. στηθάκι. груДКЙца| -Ы θ. μαστίτιδα (νόσος). грудной επ. στηθικός, θωρακικός· -ая клё- тка ο θώρακας· -ая полость θωρακική κοιλό-1 τητα· -ые мышцы θωρακικοί μύες (σνερνώνες)· -ая чахотка φυματίωση των πνευμόνων - воз- возраст βρεφική ηλικία· - ребёнок βρέφος, βυ- ζανιάρικο. II εκφρ. - ГОЛОС βαθιά φωνή· ~ёя жаба (παλ.) στηθάγχη. ГруДОбрШНЫЙ εκ: -ая преграда (ανατ.) το διάφραγμα. грудь, -И, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 στήθος, στέρνο· θώρακας. 2 μα- στο'ς, βυζί, στήθος· кормить -ЬЮ θηλάζω, βυ- βυζαίνω· дать - ребёнку θηλάζω το βρέφος· от- отнять ОТ -Й αποθηλάζω, ξεκόβω. 3 επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή. II εκφρ. - с -ЬЮ ή - на - биться, сражаться στήθος με στήθος, σώαα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι· -Ы0 проло- проложить себе дорогу με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)· сто- стоять (Стать, встать) ~ЬЮ προβάλλω, προτείνω το στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας). гружёние, -я ουδ. βλ. грузка. груженный и. гружённый επ. φορτωμένος? φορ- φορτισμένος· - вагон φορτωμένο βαγόνι. Груз, -а α. 1 βάρος· подвесить - κρεμώ βά- βάρος. 2 φορτίο, φορτιό, φόρτωμα, άχθος. Груздок, -дка α. μανιταράκι. ГРУЗДЬ -Я, πλθ. -И, -ёй α. μύκης βρυοφυής (φαγώσιμος), ι ГруэЙЛО, -а ουδ. βαρίδι (προσδεμένο οε βυ- βυθιζόμενο ^ίμα π.χ. αγκιστριοΰ). ГруЭ1'.Н, -а α., -ка, -И θ. Γεωργιανός, -ή. груЕИНСКИЙ επ. γεωργιανός. грузлть, гружу, грузишь к. -ишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. груженный, βρ: -жен, -а, -о к. груженный, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.δ.μ. 1 φορτώνω, φορτίζω· (για πλοίο) μπαρκάρω, ε- επιβιβάζω. 2 τοποθετώ φορτίο. II -СЯ φορτώ- φορτώνομαι, φορτίζομαι· επιβιβάζομαι, μπαρκάρω. грузка, -И θ. φόρτωση, φόρτωμα· επιβίβαση, μπαρκάρισμα. грувНвТЬ р.δ. βαρύνω, γίνομαι βαρύς, απο- αποκτώ βάρος· χοντραίνω. ГрузНОСТЬ, -И θ. βαρύτητα, βάρος. ГРУЗНУТЬ, παρλθ. χρ. Груз, -Л&, ~Λ0 Ρ.δ. βυθίζομαι, χώνομαι μέαα. грузный επ,, βρ: -зен, -зна, -зно. 1 βα- βαρύς· -ая ВОЩЬ βαρύ πράγμα. II (για άνθρωπο): δυσκίνητος. 2 βαρύφορτος, -ωμένος· παραφορ- παραφορτωμένος. ГРУЗОВИК, ~а α. αυτοκίνητο φορτηγό. Грузовладелец, -ЛЪЦа, α. ιδιοκτήτης φορ- φορτίου. ГРУЗОВОЙ επ.Ί φορτωτικός. 2 φορτηγός, транспорт φορτηγό μεταφορικό μέσο ή και φορτηγό αυτοκίνητο· -ое судно φορτηγό σκά- σκάφος· - самолёт μεταγωγικό αεροπλάνο. Грузооборот, -а α. κίνηση φορτίων. Грузоотправитель, -Я α. αποστολέας φορτίων. Грузоподъёмник, -а α. αναβατήρας φορτίων. грузоподъёмность, -И θ. (τεχ.) γερανού υ- ψος ανύψωσης. II χωρητικότητα πλοίου· полез- полезная - φορτίο ωφέλιμο. грузоподъёмный επ. ανυψωτικός· - кран γε- γερανός, βίντσι· -ая машина ανυψωτική μηχανή. Грузополучатель, -Я α. παραλήπτης φορτίου. ГРУЗОПОТОК, -а α. κίνηση φορτίων, εμκορευ - μάτων. Грузчик, -а α. φορτωτής, φορτοεκφορτωτής. *Грум, -а α. ίπποκόμος, γκρουμ. *ГрунТ, -а α. 1 χώμα, γη· έδαφος. 2 ο πρώ- πρώτος χρωματισμός, το πρώτο χέρι βαψίματος, α- στάρι. Грунтование, -Я ουδ. το πρώτο χρωμάτισμα, αστάρωση, -μα. Грунтовать, -тую, -туешь ρ.δ.μ. ασταρώνω, περνώ το πρώτο χρώμα, το πρώτο χέρι.. II -СЯ χρωματίζομαι το πρώτο χέρι. грунтовка, -и θ. 1 βλ. грунтование. 2 βλ. грунт B σημ.). Грунтовой επ. 1 χωμάτινος· -ая дорога ε- πιχωματισμένος δρόμος (ασκυρόστρωτος)· -ые воды υπόγεια ύδατα. 2 ασταρικός· -ые краски ασταρικά χρώματα. грунтовочный επ. ασταρικός. *группа, -Ы θ. ομάδα, γκρουπ· παρέα., II ά- άθροισμα, σύναγμα. II συγκρότημα· арТ1ЛЛерИЙС- кая - συγκρότημα πυροβολικού. II от λος . группирование, -я ουδ. βλ. грулпировка. Группировать, -РУЮ, -руеШЬ р.о.Ц. ενώνω, συγκεντρώνω σε ομάδες· κατανέμε σε γκρουπ· συγκροτώ. II -СЯ ενώνομαι, συγκ.:^ τρώνομαι κα- κατά ομάδες· συγκροτούμαι. Группировка, -И θ, ένωοη, συγκέντρωση κα- κατά ομάδες· συγκρότηση· κατανομή σε ομάδες. Группка, -И θ. ομαδίτοα. ГРУППОВОД, -а α. ομαδάρχης, γκρουπάρχης. ГРУППОВОЙ επ. ομαδικός· -ые игры ομαδικά παιγνίδια· - портрет ομαδικό πορτρέτο. Групповщина, -Ы θ. φατριασμός.
гру 222 гря. группорг, -а α. ομαδάρχης, καθοδηγητής ορ- οργανωμένης ομάδας. грустить, грущу, грустишь р.δ. θλίβομαι, λυπούμαι.· , μελαγχολώ, βαρυοθυμώ. грустно επίρ. θλιμμένα, λυπημένα, μελαγχο- μελαγχολικά. II ως κατηγ. είμαι θλιμμένος· мне - εί- είμαι θλιμμένος, θλίβομαι. грустный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 λυ- λυπημένος, θλιμμένος, θλιφτός,τεθλιμμένος· -ая песня θλιμμένο τραγούδι· -ые воспоминания θλιμμένες αναμνήσεις· -ое ЛИЦО θλιμμένο πρό- πρόσωπο· -ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο. II θλιβε- θλιβερός. 2 άσχημος, ανεπιτυχής, για κλάψιμο· -ые результаты работы άσχημα αποτελέσματα της δουλειάς. груСТЬ, -И θ. θλίψη, λύπη, σεκλέτι. груша, -и θ. 1 αχλαδιά, απιδιά. 2 αχλάδι, απίδι· земляная - η βολβογογγύλη. грушевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно α- πιοεϊδής. грушевый κ. грушОВЫЙ επ. της αχλαδιάς· α- από αχλαδιά· -ое дерево η αχλαδιά· - сад α- χλαδόκηπος. II απο αχλάδι, αχλαδίσιος· - СИ- ρόπ σιρόπι απο αχλάδι. грушовка, -и θ. 1 αχλαδόκρασο, αιαδοκρασο, αχλαδίτης, απιδίτης. 2 αχλαδομηλιά και αχλα- δόμηλα. Грыжа, -И θ. κήλη· пупочная - ομιραλοκήλη· паховая - βουβωνοκήλη. II φλόγωση, φλεγμονή, φούσκα, φλύκταινα. грыжевый κ. грыжевой επ. της κήλης· -ОЙ бандаж κηλεπίδεσμος. грыжный επ. βλ. грыжевый. грызло, -а ουδ. ενστόμισμα, στομίδα. ГрыЗНЯ, -Й θ. 1 (για ζώα) φάγωμα, τσακω- τσακωμός· собачья - σκυλοκαυγάς, σκυλοφάγωμα. 2 μτφ. φαγωμάρα, γκρίνια. грЫЗОВОЙ επ. τρώζιμος, τρωκτός. грызть, -зу, -зёшь, παρλθ. χρ. грыз, -ла, -ЛО р.δ.μ. 1 τρωγαλίζω, γριτσανίζω, τραγα- τραγανίζω, ροκανίζω. II ξεκοκκαλίζω, περιτρώγω. 2 μτφ. ενοχλώ, τρώγω με τη γκρίνια· ТЫ -зёшь меч/ с утра ДО вечера με τρως με τη γκρίνια а\г το πρωί ως το βράδυ. 3 τύπτω, βασανίζω, χτατρύχω· меня -зёт сомнение με τρώει ή αμ- αμφιβολία· его -зёт совесть τον τύπτει η συ- \>сл.&г\ат\. II -СЯ κυριλξ. κ. μτφ. αλληλοτρώγο- μαι, αλληλοφαγώνομαι· собаки -зутся τα σκυ- σκυλιά αλληλοτρώγονται· соседи вечно -утся οι γείτονες όλο τον καιρό αλληλοτρώγονται. Грызун, га α. (ζωολ.) το τρωκτικό. Грымза, -Ы α. η. θ. γερομίζερος, γερογκρι- νιάρης· γρια μίζερη, γκρινιάρα. *грюндер, -а α. επιχειρηματίας, κερδοσκόπος, грюндерский επ. επιχειρηματικός, κερδοσκο- κερδοσκοπικοί:. грюндерство, -а ουδ. ίδρυση κερδοσκοπικών επιχειρήσεων. гряда, -Ы θ. 1 οροσειρά, βουνοκορφή, λο- φοσειρά. 2 βραγιά· πρασιά. 3 σειρά ομοειδών πραγμάτων - облаков οι σωρείτες· - камней μακρύς σωρός πετρών. ГрЯДИДЬ, -Я α. αλετροπόδι, -δα. грядка, -И θ. 1 βραγίτσα. 2 οι άκρες πλευ- πλευρές του αμαξώματος. ГРЯДКОВЫЙ κ. ГРЯДОВОЙ επ. της β ραγιάς, βρα- γίσιος· -ые огурцы αγγουράκια απο βραγιά. грядной επ. (απλ.) βλ. грядковый. Грядущий 1 (παλ.) μτχ. ενεστ. τουρ. гря- СТЙ. 2 επ. (υφ. ΰφος) επερχόμενος, επικείμε- μενος, προσεχής. 3 ω€ °υσ. °υδ. -ее το μέλ- μέλλον. II εκφρ. на СОН - πριν τον ύπνο, κατά την προ του ύπνου προσευχή. Грязевой επ. της λάσπης· - курорт λασπό- λασπόλουτρα, ιλυόλουτρα (τοποθεσία)· -ые ванны, λασπόλουτρα, ιλυόλουτρα (μέσο θεραπείας). Грязелечебница· -Ы θ. θεραπευτήριο με λα- λασπόλουτρα. Грязелечение, -Я ουδ. θεραπεία με λασπό- λασπόλουτρα. Грязнеть р.δ. λασπώνομαι, λερώνομαι. Грязнить ρ.δ.μ. 1 λασπώνω, λερώνω. 2 μτφ. χώνω στο βούρκο, ατιμάζω. II -СЯ βλ. грязнеть. грязно 1ынр. λασπωμένα, λερωμένα. ΙΙωςκατηγ. είναι λασπωμένος, λερωμένος· в комнате - το δωμάτιο είναι λερωμένο. грязнуля, -и α. κ. θ. λερωμένος, βρωμιά- ρης, μουρτάρης. грязнуть, παρλθ. χρ. гряз, -ла, -ло р.δ. βουλιάζω· НОГИ -ут τα πόδια βουλιάζουν στη λάσπη. II μτφ. ξεπέφτω ηθικά. грявнуха, -и α. κ. θ. βλ. грязнуля. * грязный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 λα- σπώδης, λασπωμένος, βορβορώδης· - двор λα- λασπωμένη αυλή. 2 ακάθαρτος, λερωμένος, ρυ- παρός, μουρντάρικος· -ые руки λερωμένα χέ- χέρια· -ая работа ακάθαρτη δουλειά. 3 №%>· βρω- βρωμερός, απεχθής, αχρείος, ανήθικος· -ое дело βρωμερή υπόθεση, βρωμοδουλειά· -ая личность βρωμερό πρόσωπο (άνθρωπος), ιούτρο. 4 για τα άχρηστα, των αχρήστων -ее 'Ведро κάλαθος των αχρήστων, σκουπιδοτενεκές. II εκφρ.рыть- εκφρ.рыться ή копаться в -ом бельё «ём κουτσομπο- λεύω κάποιον, βγάζω τα μυατίΛά του. ГрЯЗЬ, -И, προθτ. О -И, В -Й θ. 1 λάσπη;· валяться В -й κυλιέμαι στη λάσπη· непролаз- непролазная - αδιάβατη λάσπη. 2 λάσπη θεραπευτική. 3 ακαθαρσία, σκουπίδια. 4 ηθικός ξεπεσμός, βούρκος. 5 λέρα, λεκές. II εκφρ. месить - α- ανακατεύω τη λάσπη, βαδίζω στη λάσπη, τσαλα- τσαλαβουτώ· смешать с ~ыо; втоптать ή затоптать В -И συκοφαντώ, δυσφημίζω, αμαυρώνω, κολλώ
гря 223 гуд ρετσινιά' вытащить ИЗ -и μτφ. ξελασπώνω (α- (απαλλάσσω, βγάζω απο δυσχερή κατάσταση). Грянуть р.σ. βροντώ, αναβροντώ, κροτώ α- απότομα, μπουμπουνίζω, αντηχώ ξαφνικά· -ул гром μπουμπούνισε ξαφνικά· -ул выстрел α- αντήχησε ξαφνικά πυροβολισμός· -ла музыка ξαφνικά και δυνατά αντήχησε η μουσική. II μτφ. ξεσπώ· ανάβω· εκδηλώνομαι βίαια κ. απρόοπτα· -ла война ξέσπασε ο πόλεμος· -ул бой άναψε η μάχη· -ул ДОЖДЬ ξαφνικά έβρεξε δυνατά. II -0Я πέφτω με κρότο, με γδούπο, βροντοκοπώ, σωριάζομαι με κρότο. грясти, гряду, грядёшь, παρλθ. χρ. δεν έ- έχει· μτχ. ενεστ. грядущий ρ.δ. (παλ.κ. γραπ. λόγος) επέρχομαι, πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω· -Дёт новое время πλησιάζει νέος καιρός. *Гу£ШО ουδ. άκλ. κοπριά των πτηνών της Πε- ρουβίας ως λίπασμα. *ГуЙШЬ, -И θ, υδροκομμιογραφία (χρώμα). II εικόνες υδροκομμιογραφίας. губа1, ~Ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ. 1 το χεί- χείλος, χείλι· накрошенные ~ы βαμμένα χείλη- жать -Ы σφίγγω τα χείλη. 2 πλθ. -Ы τα σια- γόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων. II εκφρ. у него губа не дура αυτός ξέρει να δια- διαλέγει· не по твоим -ам δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου· по -ам помозать (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω· молоко на -ах не обсбхло το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα). губа2, -ы θ. κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών). губа3, -Ы θ. (παλ.) επαρχία. Губастый επ., βρ: -4ст, -а, -о παχύχει- λος, χοντροχείλης. Губернатор, -а α. 1 κυβερνήτης, νομάρχης (στην προεπν. Ρωσία). 2 κυβερνήτης σε με- μερικές αποικίες καθώς και στις πολιτείες της Αμερικής. губернаторский επ. κυβερνητικός· -ая дол- должность το αξίωμα του κυβερνήτη. губернаторство, -а ουδ. το αξίωμα του κυ- κυβερνήτη. губернаторотвовать, -ствуг, -ствуешь р.δ. είμαι κυβερνήτης, κυβερνώ, ?ιοίκώ. губернаторша, -и θ. η σύζυγος του κυβερ- κυβερνήτη. Губерния, -И θ. κυβερνείο. II (απλ.) πρω- πρωτεύουσα του κυβερνείου, ί! εκφρ. пошло. пи- писать - τα πάντα και οι πάντες κινητοποιήθη- κινητοποιήθηκαν έγινε μεγάλη αναταραχή. губернский επ. κυβερνητικός, του κυβερνεί- κυβερνείου· -ое управление го κυβερνείο· - город η πρωτεύουσα του κυβερνείου. губитель, -Я α., -ница, -ы θ. καταστροφέ- καταστροφέας, ρημαχτής, ερημωτής, χαλαστής. губительность, -И θ. καταστροφικότητα, ο- λεθριότητα. губительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταστρεπτικός, -οφικός, ολέθριος, θανάσι- θανάσιμος, επιβλαβέστατος· -ое влияние ολέθρια ε- επίδραση· -ые последствия ολέθριες συνέπειες. ГубЙТЬ, гублю, губишь р.δ.μ. 1 καταστρέ- καταστρέφω, εξολοθρεύω, ρημάζω, αφανίζω, χαλνώ· гу- сеница -ит листву η κάμπια καταστρέφει τα φύλλα. II μτφ. ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ. 2 φέ- ρω, (εν)σπείρω τον όλεθρο, το θάνατο,το χα- χαμό, την καταστροφή. II -СЯ καταστρέφομαι, ε- εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. A σημ.). II ξοδεύομαι άσκοπα, σπαταλιέμαι. губка1, -и θ. χειλάκι. Губка2, -И θ. σφουγγάρι, σπόγγος (ζωόφυτο) · μέσο καθαρισμοί}· ЛОВЛЯ -ΟΚ η σπογγαλιεία. II σφουγγάρι ελαστικό (χημικό). Губной επ. χειλικός, των χειλέων -ые мы- мышцы μυώνες των χειλέων -ая помада πομάδα των χειλέων -ёл краска κραγιόνι των χει- χειλέων, κοκκινάδι. II χειλόφωνος· -ые соглас- ные χειλόφωνα σύμφωνα. губОЦВётнне, -ЫХ πλθ. τα χειλανθή. губошлёп, -а α. (απλ.) 1 τραυλός, βαττα- ριστής, που ε'χει χειλόφωνη προφορά. 2 (υβρ.) χάχας, χαζός· μάπας. губчатый επ. σπογγώδης πορώδης. *гувернантка, -И θ. γκουβερνάντα. *гувернёр, -а α. παιδαγωγός στις οικογένει- οικογένειες των πλουσίων. гугенот, -а α., -ка, -и θ. Ουγενότος, -α. ГУГНИВЫЙ επ., βρ: -нйв, -а, -о (παλ.κ. απλ.) ρινόφωνος, ρινόλαλος. гуту: НИ -α)|θύτε τσιμουδιά,' μη πείς, μη βγάλεις λέξη. β) σωπαίνω, δε μιλώ καθόλου. гуд, -а α. (απλ.) βλ. гудение. гудение, -Я ούδ. βουή, βόμβος, |βουητό, βού- ισμα· καμπάνισμα, ζουζούνισμα. II σφύριγμα, σύριγμα. II κορνάρισμα. гудеть, гужу, гудишь ρ.δ. 1 καμπανίζω· ко- колокол -ёл η καμπάνα χτυπούσε (σήμαινε). II βουίζω· в ушах -йт τ' αυτιά βουίζουν. 2 σφυ- σφυρίζω, συρίζω· -ёл пароход σφύριζε το βαπόρι- гудок -ЙТ η σειρήνα σφυρίζει. II κορνάρω· ав- автобус -ЙТ το λεωφορείο κορνάρει. 3 (<*πλ) πο- πονώ· ноги -ЙТ τα πόδια μου πονούν. гудок1, дкё. α. σειρήνα (εργοστασίου, πλοί- πλοίου κλπ.). II σφυρίχτρα τραίνου. II κλάξο, κόρ- κόρνο αυτοκινήτου. II εκφρ. тревожный - το σή- σήμα κινδύνου, συναγερμού (με τη σειρήνα). гудок2, -Дка α. παλιό ρωσικό τρίχορδο μου- μουσικό όργανο με δοξάρι. гудочник, -а α. οργανοπαίχτης βλ. гудок2. *ГудрОН, ~а α. (τεχ.) πίσσα, πισσάσφαλτος, υγρόπισσα. II ασφαλτόδρομος. гудронировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. α-
гуд 224 гум σφαλτοστρώνω, ασφαλτώνω. II -СЯ ασφαλτοστρώ- ασφαλτοστρώνομαι, ασφαλτώνομαι. Гудронный επ. ασφαλτώδης, ασφαλτικός· πισ- σώδης· ασφαλτόστρωτος· -ая смесь πισσώδες μίγμα· -ое шоссе ,ασφαλτόστρωτος' αμαξιτός δρόμος. 1уж, -а α. το λουρί της λαιμαρι,άς των υ- υποζυγίων натягивай крепче -И σφίγγε (τέντω- (τέντωνε) πιο γερά τα λουριά· взялся за - не го- говори, ЧТО не ДЮЖ (παρμ.) μπήκες στο χορό,θα χορέψεις· μια και τ' άρχισες, θα το τελειώ- τελειώσεις. гужевой επ. 1 της λαιμαριάς· - ремень το λουοί της λαιμαριάς. 2 της έλξης· -ые пере- перевозки μεταφορές με μέσα έλξης (έλκηθρα, κά- κάρα) . Гужом επίρ. με μέσο έλξης (έλκηθρο, κάρο). гузка, -и θ. το άκρο πισινό μέρος των πτη- πτηνών και κατ' επέκτ. οουδήποτε πράγματος, ου- ουρί τοα. гузно, -а ουδ. (απλ.) ο πισινός. гуканье, -Я ουδ. κραύγασμα, κράξιμο, κραυ- κραυγή , κρωγμός. гукать ρ.δ. κράζω,κραυγάζω· φωνάζω. гукнуть ρ.σ. βλ. гукать. Гул, -а α. βουή, βούισμα, βουητό· подзём- НЫЙ - υπόγεια βουή· - моря το βουητό της θάλασσας. II οχλαβοή· - ГОЛОСОВ οχλαγωγία, χάβρα. Гулевой επ. (διαλκ.). 1 μη εργάσιμος, της αργίας· -ые ДНИ μέρες αργίας. II ακαλλιέργη- ακαλλιέργητος, αχρησιμοποίητος. 2 ανήθικος, έκλυτος. гулёна, -ы α. κ. θ. βλ. гуляк. гуливать р.6. βλ. гулять A,2,3 σημ.). гулкий επ., βρ: -лок, -лка, -лко βουερός.II ηχηρός. гулливый επ., βρ: -лив, -а, -о χασομέρης, τεμπέλης, σουλατσαδόρος. гульба, -ы θ. (απλ.) γλέντι, γλεντοκόπημα. гульбище, -а ουδ. (παλ.) τόπος μαζικούπε- μαζικούπερί πάτου. II γλέντι, γλεντοκόπημα. Гуль-Гуль к. гуля-гуля επιφ. γούρ-γουρ.(μαύ- λιομα πε^ιιστ^οιών). *Гульден, -Я-α. φλορίν, φιορίνι (νόμισμα). Гулькин, -а, -о επ; с - НОС (απλ.) ελάχι- ελάχιστο, μια ,παλίτσα, στη μύτη απο το βελόνι. Гульнуть ρ.σ. (απλ.) βλ. гулять C σημ.). Гуля, -И α. κ. θ. περιστεράκι. ГулЯЙ-ГОроД, -а α. (παλ.) κινητός πολιορ- πολιορκητικός πύργος του κράτους της Μόσχας. Гуляка, -и α. κ. θ. αργόσχολος, χασομέρης, σουλατσαδόρος. II γλεντζές, ξεφαντωτής. Гулянка, -ив. 1 βλ. гулянье. 2 φαγοπότι, γλέντι. Гулянье, -Я, γεν. πλθ. -ний, -ньям ουδ. 1 περίπατος, βόλτα, σεργιάνι, σουλάτσο. 2 δια- διασκέδαση σε ανοιχτό χώρο. II μαζικός γιορτα- γιορτασμός, γιορτή· народное - λα'ικός γιορταστικός περίπατος· праздническое - γιορταστική δια- διασκέδαση. 3 τόπος διασκέδασης, ψυχαγωγίας. ГулЯТЬ ρ.δ., επιρ. μτχ. гуляя и. гуляючи. 1 περιπατώ, κάνω περίπατο, βολτάρω, σεργια- σεργιανίζω. II μτφ. περιφέρομαι, κόβω βόλτες.II δια- διαδίδομαι, μεταδίδομαι γρήγορα, ανεμπόδιστα· холера -ет по стране η χολέρα γρήγορα δια- διαδίδεται στη χώρα. 2 έχω αργία, ρεπό, αργώ, σχολάζω, δε δουλεύω. II (για γη) μένω ακαλ- ακαλλιέργητος. 3 διασκεδάζω, γλεντώ. 4 (с кем) έχω ερωτικές σχέσεις. II κάνω έκλυτη ζωή, ε- ξωκέλλω, παραστρατώ. II εκφρ. по рукам -ет (για επιστολή, βιβλίο κλπ.) περιέρχεται, κυ- κυκλοφορεί απο χέρι σε χέρι. II -СЯ έχω διάθε- διάθεση για περίπατο. гуляш, -а α. είδος φαγητού γιαχνί. * гулящий επ. (απλ.) 1 γλεντοκόπος, γλεντζές, ξεφαντωτής. 2 (για γυναίκα) έκφυλη, έκλυτη, παραστρατημένη. *гумани8М, -а α. ανθρωπισμός, ουμανισμός. гуманист, -а α. ανθρωπιστής, ουμανιστής. гуманистический επ. 1 ανθρωπιστικός, ου- ουμανιστικός. 2 βλ. гуманный. гуманитарный επ. 1 (για κοινωνικές επι- επιστήμες) βλ. гуманистический. 2 βλ. гуманный. гуманность, -и θ. βλ. гуманизм. * гуманный επ., βρ: -манен, -манна, -манно ανθρώπινος, -ός, ανθρωπιστικός· - человек о φιλάνθρωπος· - поступок φιλάνθρωπη πράξη. Гуменник, -а α. (διαλκ.) η μάντρα γύρω α- απο το αλώνι. гумённый επ. του αλωνιού· -ые ворота πόρ- πόρτα της μάντρας του αλωνιού· -ые корма αχυ- ροτροφή. •Гумёнце, -а α. 1 μικρή αποθήκη για τα δε- δεμάτια σιτηρών. 2 (παλ. κ. απλ.) τριχοκουρία (κατά την χειροτόνηση καθολικών εκκλησιαστι- εκκλησιαστικών θεραπόντων). *гумна, -Ы θ. (ιατρ.) συφίλωμα. *гумми ουδ. άκλ. βλ. камедь. * Гуммиарабик, -а α. κόμμι αραβικό. ♦гуммигут, -а α. κομμιορητίνη, ρετσιν^νΛλλα. Гуммировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.α. επα- επαλείφω ,μιε λεπτό στρώμα κόλλας ή ελαττιχώδους ουσίας. гуммоз, -а α (βοτ.) κομμίωση. ГуммОЗНЫЙ1επ. κομμιώδης· - Опухоль κομμι- ώδης όγκος. ГуммОЗННЙ2επ. 1 της κομμίωσης. 2 κομμιώ- κομμιώδης, που περιέχει κόμμιο· - пластырь κολλη- κολλητικό έμπλαστρο. гумно, -а, πλθ. гумна, гумен к. гумён, гу- гумнам ουδ. 1 αποθήκη δεματιών σιτηρών. 2 α- αλώνι.
гум 225 гяу *Гу1цус, -8. α. φυτική λιπαρή γη. ГУНДОСИТЬ, -ДОШУ, -ДОСИШЬ р.δ. (απλ.) μΐ-( λώ ένρινα, με τη ιιύτη. ГуНДОСЫЙ επ. (απλ.) ρινόφωνος. Гунны, -0В πλθ. (ενκ. гунн, -а α.) Ούννοι. * Гунтер, -а α. ράτσα αλόγου ιπποδρομίας. Г^НЯ, -И θ. (παλ.) πανωφόρι παλιό και φθαρ- φθαρμένο. гуран, -а α. βλ. косуля. гурия, -И θ. Ουρή, νύμφη του παραδείσου κατά τη μωαμεθανική θρησκεία. II (παλ.) πε- πεντάμορφη. *гурмйн, -а α., -ка, -и θ. καλοφαγάς, κα- λοστόμαχος, -η. гурманство, -а ουδ. το κυνήγημα των εκλε- εκλεκτών φαγητών. *гурт1, -а α. κοπάδι, ποίμνιο. *гурт? -а α. 1 πλευρά κέρματος. 2 (αρχτ.) διάζωμα. гуртовой επ. κοπαδιάρικος, ποιμενικός· -ая собака τσομπανόσκυλο. II* (συνήθως για ζώα) χοντρικός· -ая продажа χοντρική πώληση. II μτφ. (παλ.) μαζικός. гуртовщик, -а α. 1 βοσκός, ποιμένας, τσο- μπάνος. 2 τσέλιγκας. гуртом επίρ. 1 χοντρικά, -ώς. 2 μαζί, α- από κοινού. гуртоправ, -а α. βλ. гуртовщик. гурба, ~Ы θ. πλήθος ανθρώπων όχλος. гусак, -а ос. о χήνος. *гусар, -а α. ουσάρος. * гусарский επ. του ουσάρου· - полк σύνταγ- σύνταγμα ουσάρων. Гусёк, -ська α. 1 χηνάκι. 2 ε'ιδος παιγνι- παιγνιδιού. гусем επίρ. (παλ.) βλ. гуськом. Гусеница, -ы θ. 1 κάμπια. 2 (τεχ.) ερπύ- ερπύστρια. Гусеничный επ. 1 της κάμπιας. 2 ερπυστρι- οφόρος· - трактор ελκυστήρας ερπυστριοφόρος. гусёнок, -нка, πλθ. -сята, -сят α. χηνά- χηνάκι, χηνόπουλο, χηνάριο. гусёныш, -а α. βλ. гусёнок. Гусиный επ. χηνίσιο· της χήνας· -ое ^ЙДО χηνίσιο αυγό· -ое стадо κοπάδι χηνών. Ι1 εκφρ. -ая КОЖЕ ανατρίχιασμα, ανατριχίλα (απ*) κρύο ή εκνευρισμό)" -ые лапки οι ρυτίδες το-ν μα- ματιών (που εμφανίζονται στα γεράματα)· -οβ Πβρό χηνίσιο φτερό γραφής. ГУСЛИ, -ей πλθ. ψαλτήρι, παλιό έγχορδο μου- μουσικό όργανο. гусляр, -β κ. -а, πλθ. -Ы α.οργανοπαίχτης ψαλτηρίου. Гуслярный επ. του ψαλτηρίου. ГуствТЬ, -έβΤ ρ.δ. 1 πυκνώνω, γίνομαι πυ- πυκνός· συμπυκνώνομαι· лес -ёет το δάσος πυ- πυκνώνει. 2 πήζω, πηχτώνω· сироп -ёет το σιρό- σιρόπι δένει. густи, гужу к. гуду, гудёшь ρ.δ.|ΐ;παίζω σε μουσικό όργανο (φαλτήρι κ.τ.τ.). 2 βλ. гу- дёть. Густить, гущу, густишь ρ.δ.μ. πυκνώνω, συ- συμπυκνώνω. II πήζω. II -СЯ πυκνώνω, -ομαι, συ- συμπυκνώνομαι, II πήζω, πηχτώνω. густо 1 επίρ. πυκνά, -ώς. II πηχτά. 2 ως κατηγ. είναι άφθονος, πλήρης, γεμάτος· ΤΟ -, ТО пусто (παρμ.) πότε γεμάτο, πότε'άδειο. густой επ., βρ: густ, густа, -густо·гуще!. 1 πυκνός· -ые волосы πυκνά μαλλιά· ~ёл лис- листва πυκνό φύλλωμα· -ые облака πυκνά σύννε- σύννεφα. 2 πηχτός· - сироп πηχτό σιρόπι. II (για χρώμα) βαθύς· - цвет βαθύ χρώμα. 3 (για φω- φωνή, ήχο) χαμηλός, βαρύς, βαθύς. Густолиственный επ. πυκνόφυλλος. густолистый επ. βλ. густолиственный. густонаселённый επ. πυκνοκατοικημένος, πυ- κνοκατοίκήτος. Густопсовый επ. 1 (κυνηγ.) σκύλος δασύτρι- χος. 2 μτφ. γνησιότατος, βέρος, βαμμένος, α- ακραιφνής· - белогвардеец βαμμένος λευκοφρου- ρός· - троцкист βέρος τροτσκιστής. густота, -Ы θ. πυκνότητα. ГУСЫНЯ, -И θ. χήνα (το θηλυκό). гусь, -Я, γεν. πλθ. -ей α. χήνα. II μωρός, ανόητος,ευήθης* κορόιδο, φώνι· что за -! τι κορόιδο! хороший -! καλό,ψώνι! II εκφρ. -ей дразнить μάταια προσπαθεί να ερεθίσει· как С -Я вода (кому) δέν τόν κολλά (ή δεν επι- επιδρά) τίποτε (σ' αυτόν). ГускОМ επίρ. σε φάλαγγα κατ' άντρα, στη σειρά, στη γραμμή, στην αράδα, κορδόνι, ио- μπολό'ι (σαν τις χήνες). гусятина, -ы θ. χηνίσιο κρέας. ГусЯТНИК, -а α. Λ χηνοκοτέτσι. 2 μεγάλο γεράκι. Гусятница, -Ы θ. 1 η χηνοβοσκός, η χηνο- τρόφος. 2 αγγείο για ψήσιμο μεγάλων πτηνών. гуталин, -а α. βερνίκι υποδημάτων. Гуторить р.δ. (διαλκ.) ομιλώ, συνομιλώ. * гуттаперча, -и θ. γουταπέρκα. гуттаперчевый επ,γουταπέρκινος· -ая тру- труба σωλήνας απο γουταπέρκα. Гуща, -И θ. 1 καθίζημα, κατακάθι, -ισμα, υποστάθμη, αποκαθίδι, καταπάτι· μούργα· ка- фёйная - ο ντελβές. 2 λόγγος, λογγιά. 3 κέ- κέντρο μάζας, πλήθους. Гуще συγκρ. β. του επ. Густой к.του επιρ. густо βλ. λ. гущина, -ы θ. (απλ.) 1 βλ. густота. 2 βλ. гу"ща B σημ.). *ГВИС, -а α. σημαία πρωρατικου ιστού. *ГЯур, -а α. γκιαούρης, άπιστος (περιφρο- νητικά για κάθε μη μωαμεθανό).
да 226 дав д да1дорю. 1 βεβαιωτικό* ναι, μάλιστα* все здесь? - да όλοι είναι εδώ; - ναί· отвечай- отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι· хочешь чаю? - да θέλεις τοάι; - ναι. II πραγματικά, αλήθεια· там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά. 2 (ξαφνική ενθύμηση) α ναι· Я, кажется, всё сказал...да! ВОТ ещё νομίζω πως τα είπα ο- λα... α ναι! να ακόμα τι. 3 (δυσπιστία, α- αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως· Я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. - Да хлопочешь εγώ φροντίζω ν' αναχωρήσεις το γρηγορότερο. - Αμ πως φροντίζεις. 4 (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια; я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι; 5 (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν КТО сказал? - Да тот ποιος είπε; Εκείνος δα· да что С вами говорить! και τι να πω με σας! куда идти? - Да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ' ευθεία δα (ντε)· да отправляйтесь вы поско- поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.II (μέ- (μέσα στην πρόταση και μπροστά απο το κατηγο- κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να· και. 6 (ε- (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά· да СЭДЙСЬ, садись, чего ТЫ стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! II (επιτακτικό-προτρεπτικό)· άιντε, έλα· - ну, брат, поскорее! άιντε, καημέ- καημένε, πιο γρήγορα! 7 Сик προστακτική και ση- σημασία υποθετική· και αν (ακόμα)· да будь ОН... κι αν ακόμα αυτός... 8 (με ρήμα 3-" ενκ. προσ. ενεστώτα ι αί μέλλοντα)· άς, είθε να· ζήτω· да здравствует мир во всём мире! ζήτω η ειρήνη σ' όλο τόν κόσμο! да здравс- здравствует дружба между народами! ζήτω η φιλία α- ανάμεσα στους λαούς! II εκφρ. ну да! (απλ.) αμπώς! (вот) έτο да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)· аи да βλ. аи; ну да (απλ.) βλ. Да1A, 3 σημ.). да2 σύνδ. 1 συμπλκ. και· он да Я αυτός κι εγώ· день да ночь μέρα και νύχτα· хлеб Да СОЛЬ ψωμί κι αλάτι. 2 επίτακτ. καί, επί· шёл я ночью ОДИН, Да ещё лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος. 3 σύνδ. αντιθετικός· όμως, αλλά, μα· я согла- согласен, да только С условием είμαι σύμφωνος, ό- όμως μ' ένα όρο. II εκφρ. да И... α) και. β) ξαφνικά, απότομα· жил, жил, да помер έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα· да и говорить-то об этом не стоит α- ακόμα και να μιλήσεις γι' αυτό δεν αξίζει· да и только (καί) μόνο, διαρκώς· плачет, да и только κλαίει και μόνο (συνεχώς)· смеётся, да И только γελά ακατάπαυστα. дабы σύνδ. τελικός· (παλ.) για, να, για να, δια να, ίνα, давануть р.σ. (απλ.) βλ. давить. давать, даю, даёшь; προστκ. давай, επιρ. μτχ. давая ρ.δ. 1 βλ. дать. 2 προστκ. да- давайте) έλα, ελάτε· давай бегать έλα να τρέ- τρέξουμε· давайте выпьем ελάτε να πιούμε. 3 προστκ. давай με σημ. άρχισα· ОНИ - его бить, а Я - бежать αυτοί άρχισαν να τον χτυ- ΐτούν κι εγώ το 'βαλα στο φευγιό (στα πόδια). И προστκ. давай εμπρός· - отвечай εμπρός απάντα. II -СЯ βλ. даться. давеча επίρ, (απλ.) πρίν λίγο. давешний, -яя, -ее επ. (απλ.) πρωτύτερος, πρότερος, προηγούμενος. давЙЛО, -а ουδ. πιεστήριο, εκπιεστήριο, πρέσσα. давильный επ. εκθλιπτικός, εκπιεστικός· - пресс πιεστήριο, πρέσσα· - чан πατητήρι των σταφυλιών (καδί). давйльнья, -и, γεν. πλθ. -лен, δοτ.-льням θ. πιεστήριο (χώρος ή μηχάνημα). давильщик, -а α. πατητής (σταφυλιών). давить, давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о р.δ.и. 1 βαραί- βαραίνω, πιέζω με το βάρος· снег -ИТ на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη* ЖЙТКОСТИ -ят на СТёнки СОСУДОВ τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων. II μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω· 'сильный всегда -ит слабого о δυνατός πάντο- πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο. II μτφ. βασανίζω, κατατρύχω· тоска её ~ИТ την τρώγει η με- μελαγχολία. II μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ· она -ла свой слёзы αυτή έπνιγε τα δάκουά της. 2 σφίγγω, στε- στενεύω· воротник -И'.1 шёю о γιακάς με στενεύει.- сапог -ИТ ногу г \πότα με σφίγγει στο πόδι. II μτφ. αίσθάνομ.* βάρος· -ИТ грудь αισθάνο- αισθάνομαι βάρος στο τ ήθος· -ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρ?ιά. 3 πνίγω, στραγγαλίζω· ли- лиса -ИТ кур η αλεπού πνίγει τις κότες.4 ζου- πώ, -ίζω, συνθλίβω· - клопов ζουπώ τους κο- κοριούς. II πατώ, θανατώνω· транспорт -ИТ не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολ- πολλούς ανθρώπους. 5 στίβω· ~ лимон στίβω το λεμόνι. II -СЯ 1 πνίγομαι· - КОСТЬЮ μου στά- στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό. II μου πιάνεται η α- ανάσα (απο βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.). 2 απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι. 3 πνίγομαι., θανα- θανατώνομαι με πνιγμό. 4 ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.
дав 227 дал 5 πατιέμαι- στίβομαι. давка, -И θ. 1 συνωστισμός, στρίμωγμα. 2 ττάΐημα, ζούπισμα. давление, -я ουδ. 1 πίεση· кровяное - πί- εοη του αίματος· атмосферное - ατμοσφαιρική •πίεση· повышенное кровяное - υπέρταση, υπερ- υπερτονία· пониженное кровяное - υπόταση. 2 μτφ. εζαναγκομός· экономическое - οικονομική πί- πίεση· оказывать - ασκώ πίεση. II εχφρ. под -ем κάτω απο πίεση· под -ем общественного мнения κάτω απο την πίεση της κοινής γνώμης. ДавлеШШЙ επ. 1 ζουπισμένος, πατημένος·-ые ΠΟΝ'-ИДОры ζουπισμένες ντομάτες. 2 πνιγμένος, οτραγγαλιαιιένος· -ые куры πνιγμένες κότες. давненько επί ρ. έχω καιρό· - я у вас не был καιρό έχω να σας επισκεφτώ. давний, -яя, -ее επ. παλιός· в -ие време- времена στα παλιά χρόνια· с -их пор απο τα παλιά χρόνια. давнишний, -яя, -ее επ. βλ. давний· -яя подруга ΐιαλιά φιλενάδα· -ее дело παλιά υπό- 6 г. οη. давно επίρ. πριν απο πολύ χρόνο, είναι πο- πολύς καιρός που, έχω πολύ καιρό να· так - ΰ- стсра από τόσο καιρό· - ЛИ его не видели? έ- έχετε καιρό να τον ιδήτε; ОТО было - αυτό συ- συνέβηκε πριν πολύ καιρό· не -ТЭК - δεν είναι και πολύς καιρός. II εκφρ. - бы так (εννοεί- (εννοείται надо было) απο καιρό έτοι έπρεπε η χρει- χρειαζόταν. Давнопрошедший επ. προπαρελθόντας, προπε- προπερασμένος· παρωχημένος. II εκφρ. -ее время о υπερσυντέλικος χρόνος. Давность, -И θ. 1 το απώτερο παρελθόν, πα- παλαιότητα, αρχαιότητα. 2 (νομ.) παραγραφή, α- απόσβεση· υπερορία. давнуть ρ.σ. (απλ.) βλ. давить. Давным-давно επίρ. πολύ παλιά, πριν πολΰ καιρό, προ πολλού, πάλαι. давывать, παρλθ. χρ. -ал, -а, -о ρ.δ. (απλ.) βλ. давать, дать. ДаГРротЙП, -а α. ίοτγγερότυπο. *дагероТЙПИЯ, -И '. . δαγγεροτυπία. дагероТШШЧНЫЙ -.τ. δαγγεροτυπικόι; . дагестанец, -К φ. α. -ка, -И θ. Νταγκεστά- νος, ~α. Даже (μόριο ί.ττιτακτίΛο) κι ακόμα, κιόλας, επιπρόσθετα, επι πλέον он потерял всё своё состояние и - ЖИЗНЬ αυτός έχασε όλη την πε- περιουσία του, ακόμα και τη ζωή του· он любит - СВОИХ врагов αυτός αγαπά ακόμα καιτουε ε- εχθρούς του. Дакать ρ.δ. (απλ.) λέγω „ναί", συμφωνώ, συναινώ (ρ. απο το μόριο да1). дакнуть р.σ. (απλ.) βλ. дакать. Дактилический επ. δακτυλικός· - размер το δακτυλικό μέτρο (στην ποίηση)· -ая строфа δακτυλική στροφή. Дактилология, -И θ. δακτυλολογία. Дактилоскопический επ. δακτυλοσκοπικός. "дактилоскопия, -и θ. δακτυλοσκοπία. *дакТИЛЬ, ~Я α. (φιλγ.) δάκτυλος. далай-лама, -Ы α. Δαλάι Λάμα. дале επίρ. (παλ.) βλ. дальше. далее επίρ. βλ. дальше. II εκφρ. и так - και ούτω καθεξής· - - более βλ. дальше-боль- дальше-больше· не - как... ή не - чем βλ. ίδια έκφρ. στή λ. дальше. далёкий επ., βρ: -лёк, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки κ. далеки; дальше. 1 μα- νιρινός, αλαργινός, απώτερος· - путь μακρι- μακρινός δρόμος· -ие страны μακρινές χώρες· -ое будущее απώτερο μέλλον -ое прошлое μακρι- μακρινό παρελθόν - МОЙ Друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά). 2 ξένος, άσχετος, αδιάφο- αδιάφορος· он далёк от наших интересов είναι ξέ- ξένος προς τα συμφέροντα μας· ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ απο την αλήθεια· они -ие Друг гругу ЛКЩИ αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή ε'ιναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον я ~лёк от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου· я -лёк от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου.... 3 (με άρνηση)· έξυπνος, ευφυής, νοητικός· ОН не очень - человек δε\* είναι και τόσο έξυ- έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ. далеко κ. далёко 1 επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα· я живу - ОТ вас ζω μακρυά α- απο σας. 2 ως κατηγ. είναι μακριά- ДО фронта ОТ СКЩа - το πολεαικό μέτωπο απ' εδώ είναι μα- μακριά· ему - до совершенства απέχει πολύ απο του να γίνει τέλειος. 3 (με την πρόθεση „Β" κ. ουσ.) βαθιά· зайти - В лес μπαίνω βαθιά οτο δάσος. II εκφρ. - за... α) αργά, πάρωρα· - за ПОЛНОЧЬ αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πο- πολύ περισοότερο απο, πάνω απο· ему - за со- сорок είναι πολύ περισσότερο απο σαράντα(χρό- σαράντα(χρόνια)· - не... καθόλου διόλου· - не трус δεν ε'ιναι καθόλου δειλός· - не глуп δενείναικα- θόλου κουτός· - ДО'... δε φτάνει πολύ, θέ- θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα· ему - до меня θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει· - не уё- дешь ή не уйдёшь μακριά δε θα πας (δε θα πε- πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις). ПОЙТИ κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, δια- διαπρέπω, προκόβω· с его способностями он пойдёт με τις ικανότητες που έχει θα προκό- προκόψει πολύ· - зайти προχωρώ πολύ· выходить - за... ξεπερνώ τα όρια... далече επίρ. (παλ.) βλ. далеко. далия, -и θ. (παλ.) βλ. георгин. даль, -и, προθτ. о дали, в дали Θ. 1 μα-
дал 228 дар ирινή έκταση, μακρινό μέρος, το βάθος της έ- έκτασης. 2 ορίζοντας· голубая - γαλανός ορί- ορίζοντας. II εκφρ. такая - ή такую - τόσο μα- μακριά, τόσο μακρινή απόσταση. Дальневосточный επ. της Απω Ανατολής. Дальнейший, -ая, -ее επ. επόμενος-, ακόλου- ακόλουθος, κατοπινός, ο παραπέρα, ο παρακάτω· Я отказываюсь от -их переговоров δε δέχομαι παραπέρα συνομιλίες· он не дал -их объясне- объяснений δεν έδοσε παραπέρα (περισσότερες) εξη- εξηγήσεις. II εκφρ. в -ем α) στο εξής, στο μέλ- μέλλον, β) παρακάτω (στο βιβλίς, χειρόγραφο κλκ.5. дальний επ.. 1 μακρινός· -ее расстояние μακρινή απόσταση·-ее плавание υπερπόντιος πλους, ωκεανοπλοΐα ή μακρινό ταξίδι. 2 απο- απομακρυσμένος, απόμακρος, αλαργινός· -ие де- деревни απομακρυσμένα χωριά·в ~ие времена'στα παλιά χρόνια, τον παλιό καιρό. 3 (γιά συγγέ- συγγένεια) μακρινός· - родственник μακρινός συγ- συγγενής· они -ЯЯ родня αυτοί είναι μακρινοί συγγενείς· -ее рОДСТВО μακρινή συγγένεια. <(· (παλ.) έξυπνος, οξυδερκής νους, τετραπέρα- τετραπέρατος· человек он -го ума του κόβει πολύ το μυαλό· ОН не ИЗ -ИХ δεν είναι απο εκείνους τους έξυπνους. II εκφρ. без -их слов, разго- разговоров, околичностей χωρίς μακρολογίες, κου- κουβέντες, περιστροφές. дальнобойность, -И θ. βεληνεκές, εμβέλεια. дальнобойный επ. μεγάλου βεληνεκούς, τη- λεβόλος· -ая артиллерия πυροβολικό μεγάλου βεληνεκούς, τα τηλεβόλα. дальновидение, -я ουδ. (παλ.) βλ. телеви- телевидение . дальновидность, -И θ. διορατικότητα, οξυ- οξυδέρκεια, οξυωπία. дальновидный επ. διορατικός, οξυδερκής, προβλεπτικός. дальнозоркий επ., βρ: -ροκ, -рка, -рко ο- οξυδερκής· μακρύθωρος. дальнозоркость, -И θ. οξυδέρκεια, οξυωπία. Дальномер, -а α. τηλέμετρο, διαστημόμετρο· акустический - ακουστικό τηλέμετρο· оптиче- оптический - οπτικό τμ.έμετρο. дальномерщик, -а α. τηλεμετρητής. дальность, -ι. θ. 1 το μάκρος, μακρότητα, μεγάλη απόστ^η· - пути το μάκρος του δρό- δρόμου· срёдна? - перевозок грузов μέση από- απόσταση μεταφοράς φορτίων. 2 το βεληνεκές, η εμβέλεια· - полёта снаряда το βεληνεκές του βλήματος. дальтонизм, -аа.'(иир.) δαλτωνισμός, α- αχρωματοψία» αχρωματωπία. далЬТОНИК, -а α. δαλτωνικός, που πάσχει α- απο αχρωματοψία. дальше 1 συγκρ. β. του επ. далёкий και του επιρ. далеко. 2 επίρ. μετά, έπειτα, ύ- ύστερα, κατόπιν, ακολούθως· а - ЧТО было'? και, μετά τι έγινε; ЧТО же -ϊ και μετά; 3 παρα- παρακάτω, κατωτέρω· пишите - γράφετε παρακάτο1· рассказывай - διηγήοου παρακάτω. II περισσό- περισσότερο, άλλο, πιο πέρα· я - не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω. II εκφρ. -'. παρα- παρακάτω! - ехать некуда παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω· не - как... ή не - чем (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκρι- συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα. *дама, -ы θ. (παλ,) 1 κυρία, ντάμα· свёт- ская - κοσμική κυρία. II γυναίκα. 2 παντρε- παντρεμένη γυναίκα. 3 Л ντάμα χορού. 4 ντάμα (παι- (παιγνιόχαρτο)-- пиковая ντάμα μπαστούνι. II εκφρ. - сердца η αγαπημένη, η εκλεκτή της καρδιάς. Дамаск, -а α. το δαμασκί. ДамасСКИЙ επ. δαμασκηνός, της Δαμαοκού,α- Δαμαοκού,απο τη Δαμασκό. II απο δαμασκηνό ατοάλι.Ι| εκφρ. -ая сталь δαμασκηνό ατσάλι. *Дамба, -Ы θ. φράγμα, κοιλαδοφράχτης. дамка, -И θ. ντάμα (παιγνίδι). II το πούλι, (πεσσός) που βγαίνει „ντάμα". ДаМОКЛОВ επ: - меч δαμόκλεια σπάθη. дамский επ. γυναικείος· -ая обувь γυναι- γυναικεία υποδήματα· - велосипед γυναικείο ποδή- ποδήλατο· -Ое Общество ο γυναικόκοσμος, ο ωραι- όκοσμος. II εκφρ. - угодник γυναικόφιλος, «Ρ·- λογύνης, φίλος του ωραίου φύλου. данник, -а α. (παλ.) υποτελής φόρου, ο φο- φορολογούμενος, ο δοσιματίας. данные, -ЫХ πλθ. 1 τεκμήρια, στοιχεία, δε- δεδομένα. 2 χαρίσματα, προικίσματα, προσόντα. данный ε π. απο μτχ. δοσμένος· в -ом слу- случае στη δοσμένη περίπτωση· В -ое время στο δοσμένο καιρό· Β - момент στη δοσμένη στιγιΐΓ. *ДаНТЙСТ, -а α. οδοντογιατρός, οδοντίατροι,. II <απλ. παλ.) χτηνάνθρωπος , βάναυσος псос τους κατώτερους. Дань, -и θ. 1 (παλ.) δόσιμο 'είδος φόρου). 2 μτφ. χρέος, ηθική υποχρέωση· принести - уважения εκδηλώνω το σεβασμό· - уважения έν- ένδειξη σεβασμού. II εκφρ. отдать ή заплатит', к.τ.τ. - α) δίνω (αποτίω) φόρο τιμής, β) κ ί- νω υποχρεωτική υποχώρηση. дар, -а, πλθ. -ό α. 1 δώρο· -ы дане л1,ев τα δώρα των Δαναών - бесценный ανεκτά ητο δώρο. 2 χάριομα, προίκισμα· природный - το προίκισμα της φύσης (ταλέντο)· дивный - θαυ- θαυμάσιο ταλέντο. 3 πλθ. -ы, ~<5в εκκλσ: святые -ы θεία Μετάληψη. II εκφρ. - слова ή речи, α) χάρισμα του λόγου· животное не обладает -<ж речи το ζώο στερείται του χαρίσματος του λό- λόγου, β) ταλέντο του λέγειν (της ευφράδειας)" -Ы фортуны εύνοια της τύχης. Дарвинизм, -а α. δαρβινισμός. дарвИНИСТ, -а α. δαρβινιστής.
дар 229 дад дарение, -Я ουδ. δωρεά, δώρημα, δώρηση. дарёный επ. δωρισμένος, χαρισμένος· -ая вещь δωρισμένο πράγμα· -ому коню в зубы не смотрят (παρμ.) σε κάποιον χάριζαν γάιδαρο 4ΐ αυτός τον νιοίταζε οτα δόντια. даривать, даривал, -ла, -ло р. δ. β λ. дарить. даритель, -я α., -ница, -ы θ. δωρητής,-τρία. дарить, дарю, даришь р.δ.μ. 1 δωρίζω, χα- χαρίζω, δίνω δώρο. 2 προσφέρω, παρέχω, απονέ- απονέμω· он всех -йл благосклоностью о1 όλους έ- έδειχνε ευμένεια. дарма επίρ. (απλ.) βλ. даром. дармовой επ. (απλ.) βλ. даровой. дармовщина, -ы θ. к. дармовщинка, -и θ. (απλ.) στην έκφρ. на -у βλ. даровщина. дармоед, -а α., -ка, -и θ. χαραμοφάης, χα- ραμοφάισσα, χαραμοφάγος, -ισσα- παράσιτος, -η.· дармоедничать р.δ. παρασιτώ. Дармоедство, -а, ουδ. παρασιτία, -σμός. дарование, -Я ουδ. (παλ.) 1 χάρισμα· - по- победы χάρισμα της νίκης. 2 προίκισμα της φύ- φύσης, ταλέντο· музыкальное - μουσικό ταλέντο. даровать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дарованный, βρ: -ван, -а, -о р.6.κ.σ.μ. (παλ.) χαρίζω, δωρίζω, προσφέρω. II εκφρ. жизнь χαρίζω τη ζωή (σε μελλοθάνατο)· - сво- Оопу χαρίζω τη λευτεριά. ДаровЙТОСТЬ, -И θ. ταλέντο, χάρισμα. даровитый επ., βρ: -вит, -а, -о προικι- προικισμένος απο τη φύση, ταλαντούχος, με ταλέντο. Даровой επ. που δίνεται δωρεάν απλέρωτος· - билет το δωρεάν εισιτήριο. даровщина, -ы θ. к. даровщинка, -и θ.(απλ.^ ατην έκφρ. на -у τζάμπα, απλέρωτα. даром επίρ. 1 δωρεά, χάρισμα, τζάμπα, α- πλέρωτο, έτσι· И - не нужно και τζάμπα δεν то παίρνω. II πάμφτηνα-я ЭТО купил СОВершён-ί НО - το αγόρασα τελείως|τζάμπα. 2 άδικα, α- ανώφελα, μάταια, στα χαμένα, άσκοπα, τζάμπα· ВЭСЬ День - пропал όλη η μέρα πέρασε στα χα- χαμένα· это вам не пройдёт - αυτό δε θα σας περάσει έτσι· это не - досталось αυτό δεν αποκτήθηκε χωρίς κόπο. II εκφρ. - ЧТО αν να· - что старый, а глупей ребёнка αν και γέ /г·., όμως κουτότερος κι άπο παιδάκι. Дароносица, -Ы θ. (εκκλσ.) αρτοφόριο της Μετάληψης (όταν χρησιμοποιείται έξω οπυ την εκκλησία). Дарохранительница, -Ы θ. (εκκλσ.) αρτοφυ>- λάκιο. Дарственный επ. 1 (παλ.) δωρισμένος, χα- οισμένος. 2 δωρητικός· -ая запись δωρητική επιγραφή. II ουσ. -ая θ. δωρητήριο (έγγραφο). *дата, -Ы θ. ημερομηνία, χρονολογία· зна- менктэльная - χρονολογία μεγάλης σημασίας· тттавить -у на документе βάζω| ημερομηνία στο έγγραφο. ДатеЛЬНЫЙ επ. (γραμμ.) - падёж δοτική πτώση. Датирование, -Я ουδ. χρονολόγηση. датированный επ. απο μτχ. χρονολογημένος, που φέρει ημερομηνία· -ая рукопись χειρόγρα- χειρόγραφο με χρονολογία. датировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. χρονο- χρονολογώ, βάζω χρονολογία, ημερομηνία. II -СЯ χρο- χρονολογούμαι, φέρω χρονολογία, ημερομηνία. датировка, -и θ. χρονολόγηση. датски! επ. δανικός. ДачаНИН, -а α., πλθ. -не, -ка, -И θ. Δα- Δανός, -ίδα. дать, дам, дашь, даст, дадим, дадите, да- дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не Дал, не дала", не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано р.σ.μ. 1 δίνω· εγχειρίζω· - Деньги δίνω χρήματα- - книгу δίνω βιβλίο. II παρέχω, χορηγώ, προσφέρω· помещение δίνω χώρο. II παραχωρώ· - место δί- δίνω τη θέση. II πληρώνω· СКОЛЬКО ТЫ дал За галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα; 2 απο- απονέμω· - награду απονέμω βραβείο, βραβεύω. II μτφ. καθορίζω· - задание на ДОМ δίνω σπιτι- σπιτική δουλιά (στους1 μαθητές) . II επιοέρω, κατα- καταφέρω· он дал ему пощёчину του έδοσε ένα μπά- μπάτσο. II χτοπω, δέρνω, πλήττω· - по рукам χτυ- χτυπώ στα χέρια. 3 παραθέτω· παρουοιάζω· κάνω εκδήλωση· - Обед δίνω γεύμα· - концерт δίνω συναυλία· - бал δίνω χορό. 4 φέρω, αποφέρω, προσκομίζω· - большой ДОХОД δίνω ιιεγάλο έ- έσοδο. II φέρω, επιφέρω· - успокоение φέρω κα- καθησύχαση, καθησυχάζω. 5 εμφανίζω, παρουσιά- παρουσιάζω· - трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή· - течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει· - осечку παθαίνω αφλογιστία· - осадок αφήνω κατακά- θια. 6 με πολλά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς: - распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)· согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συ- συγκατάθεση· - позволение επιτρέπω· - ответ δίνω απάντηση (απαντώ)· - разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)· - обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)· - отсрочку δίνω αναβολή, παρά- παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)· - указания υπο- υποδείχνω, δίνω οδηγίες. II μεταδίνω, κάνω· сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο· - знак κάνω νεύμα.II χτυπώ, κρούω· - звонок χτυπώ το κου- κουδούνι. 7 παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επι- επιτρέπω· дайте мне отдыхать αφήστε це να ξε- ξεκουραστώ· он не даёг мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ. 8 προστκ. дай ως προτρε- προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ' του. II εκφρ. - веру πιστεύω, δίνω πίστη· - ВОЖЖИ ή поводок κ.τ.τ. χαλαρώνω ταχαλινά· - знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ· - начало
дач 230 дви κάνω την αρχή, πρωταρχίζω· - себя знать υ- υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει., να αι- οθανθεί· - свет ανάβω το φως· - себе труд κουράζω, βασανίζω· не дал себе труда поду- подумать δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του· СЛОВО α) δίνω το λόγο (να μιλήσει), β) υπό- υπόσχομαι,· ни - ни взять ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο· я тебе (те) дам θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)· Дай бог (ευχή) να δόσει ο θεός· не дай бог (α- (απευχή) να μη δόσει ο θεός. II -СЯ 1 πιάνομαι не - в Обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο. II υποκύπτω, υποχωρώ. 2 πε- πετυχαίνω, ευδοκιμώ,· είμαι ευμαθής· математи- ка ему не Далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε· история ему далась лучше граммати- грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα απο τη γραμματική. II δίνομαι, αποκτιέμαι· НИ- НИЧТО даром не даётся τίποτε δε δίνεται δωρε- δωρεάν (τζάμπα). дача1, -и, θ. 1 δόσιμο· - показаний, μαρτυ- μαρτυρία, κατάθεση· - корма скоту τάιομα των ζώων. 2 μερίδα, ταγή· две -К овса δυο ταγές βρώμη. дача2, -И θ. έπαυλη, βίλλα· СНЯТЬ -у νοι- νοικιάζω (μισθώνω) έπαυλη· приобрести -у απο- αποκτώ έπαυλη. II θέρετρο. дачевладелец, -льца α. -ница, -ы θ. ιδιο- ιδιοκτήτης, -τρία έπαυλης. дачник, -а α. -ца, -ы θ. παραθεριστής, -ρίτ οτρια σε έπαυλη. дачный επ. εξοχικός, της έπαυλης·-ая мес- местность τόπος παραθερισμού, θέρετρο· -ые раз- развлечения παραθεριστικές διασκεδάσεις· - от- отдых παραθερισμός στην έπαυλη. даяние, -я ουδ. (παλ.) υψ. ύφος· δώρο, προ- προσφορά.- два α. κ. ουδ., Две θ., двух, двум, дву- ,ля, о двух αριθμτ. απόλυτο· δύο, δυό· ПО - απο δυό, ανα δυό, δυό-δυό· - стакана δυό ποτήρια· дважды - - четыре δύο επί δύο-τέσ- δύο-τέσσερα. II εκφρ. ни - ни полтора ούτε ναι ούτε όχι (ακαθόριστα)· через - ДНЯ μετά από δυό μέτ;.· каждые - ДНЯ μέρα παρά μέρα, κάθε δυό μΓρ:ς· В Двух словах σύντομα, με δυό λόγια· ι лва счёта αμέσως, στη στιγμή, στο πι και σ.ρ ,<ρι., ώσπου να πεις ένα-δυό· —три δυό- - ρία· »-три раза δυό-τρείς φορές· черта С -! (απλ.) γρυ, ούτε γρυ, καθόλου, ούτε σταλιά. двадцатилетие, -Я ουδ. εικοσαετία. двадцатилетний επ. εικοσάχρονος, εικοσα- εικοσαετής. двадцатипятилетие, -Я ουδ. εικοσιπενταετία. двадцатипятилетний επ. εικοσιπεντάχρονος, εικοσιπενταετής. двадцатый αριθμ. τακτ. εικοστός· - век о εικοστός αιώνας· сегодня - -ое число σήμερα ο μήνας έχει είκοσι· -ые ГОДЫ столетия η 3 δεκαετία του αιώνα. двадцать, -Й, οργν. -ЬЮ αριθμ. απόλυτο· εί- είκοσι B0)· - рублей είκοσι ρούβλια· - один είκοσι ένα· - первый εικοστός πρώτος. двадцатью επίρ. είκοσι φορές· - ПЯТЬ -СТО είκοσι επί πέντε - εκατό. двяжпц επίρ. δυό φορές· - в День δυό φο- φορές τη μέρα. II εκφρ. как - два (четыре) ό- όπως δύο και δύο κάνουν τέσσερα (απλά, ολο- ολοκάθαρα) . дванадесятый κ. двунадесятый επ: - празд- праздник μια απο τις 12 κυριότερες γιορτές της Ορθόδοξης εκκλησίας. две βλ. два. двенадцатиперстный επ: -ая кишка το δωδε- δωδεκαδάκτυλο έντερο, ο δωδεκαδάκτυλος. двенадцатый αριθμ. τακτ. δωδέκατος. двенадцать, -И αριθμ. απόλυτο· δώδεκαA2). дверка, -И θ. πορτίτσα, πορτούλα. Дверной επ. της πόρτας· - замок η κλειδα- κλειδαριά της πόρτας. дверца, -Ы θ. πορτίτσα. II θυρίδα. дверь, -и, προθτ. О -и, в -и, πλθ.-и,-ей, οργν. -ями к. -рьмй θ. πόρτα, θύρα· запереть - κλειδώνω την πόρτα· входная - η είσοδος· потайная - κρυφή πόρτα· парадная - κυρία εί- είσοδος· решётчатая - καγκελωτή |(κιγκλιδωτή) πόρτα. II εκφρ. ~ в - πόρτ^α με πόρτα, απένα- απέναντι, βιζαβί· у -ёй επί θύραις (πολύ κουτά)· при закрытых -ЯХ με κλειστές τις πόρτες, κε- κεκλεισμένων των θυρών при открытых -ях με ανοιχτές τις πόρτες (ελεύθερης εισόδου)· день, открытых -ёй μέρα ελεύθερης εισόδου· ломить- ломиться В открытую - προσπαθώ ν' αποδείξω κάτι που είναι ολοφάνερο· показать ή указать на - δείχνω την πόρτα (για να φύγει), αποπέμπω· стучаться в - χτυπώ την πόρτα (επίκειμαι). двести, двухсот, двумстам, двумястами, о двухстах αριθμ. απόλυτο· διακόσια B00). двигатель, -Я α. κινητήρας, μηχανή,μοτέρ· паровой - ατμομηχανή· - внутреннего сгора- сгорания μηχανή εσωτερικής καύσης. Ι μτφ. κινη- κινητήρια δύναμη· наука - ~ протрзсса η επιστή- επιστήμη είναι η κινητήρια δύναμ\ :ης προόδου. ДВИТателЬНЫЙ επ. 1 κινηττοίΌς· -ая сила η κινητήρια δύναμη. 2 κινητιιός· -ые нервы κι- κινητήρια νεύρα. двигать, -аю, -аешь к. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о ρ.δ. 1 κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω· - мебель μετακινώ το έπιπλο. II μτφ. προωθώ, μετακινώ· - батальон В атаку προωθώ το τάγ- τάγμα για επίθεση. II κινώ με· - руками κινώ με τα χέρια. 2 μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ. 3 μτφ. συμβάλλω, συντελώ ( στην ανάπτυξη, πρό-
дви 231 дво обо), ωΘω, προωθώ, δίνω ώθηση· - науку συ- συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης· - Дело ηρο- ωθώ την υπόθεση. 4 υποκινώ, παρακινώ· им движет чувство жалости κινείται απο αίσθημα οίκτου· им двигает страсть κινείται απο πά- πάθος· им движет тщеславие κινείται, απο φιλο- φιλοδοξία (ματαιοδοξία). 5 ξεκινώ, μπαίνω σε κί- κίνηση. II εκφρ. еле ή с трудом κ.τ.τ. - нога- МИ μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια. II -СЯ 1 κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. II μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι· - ПО служ- службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία. 2 ξεκινώ, εκκινώ, μπαί- μπαίνω σε κίνηση. ДВИЖёнец, -НЦа υπεύθυνος μεταφορών. движение, -я ουδ. 1 κίνηση· вращательное - περιστροφική κίνηση· ритмическое - ρυθμι- ρυθμική κίνηση· поступательное - βαθμιαία κίνηση· приЙТЙ В - μπαίνω σε κίνηση· нет материи без -Я И - без материи δεν υπάρχει ύλη χωρίς κί- κίνηση και κίνηση χωρίς ύλη· вечное - η αέναη κίνηση της ύλης· равномерное - ομοιόμορφη κίνηση·'калебательное - παλμική κίνηση·рез- κίνηση·резкое - απότομη κίνηση. II κυκλοφορία· - поез- поездов η κίνηση των τραίνων трамвайное - κί- κίνηση των τραμ· правила уличного -я οδικός ш- δικας κυκλοφορίας· товарное - η κυκλοφορία εμπορευμάτων железнодорожное - σιδηροδρο- σιδηροδρομική κίνηση· естественные -я сердца φυσιο- φυσιολογικές κινήσεις της καρδιάς. 2 κίνημα· ре- волгационное - επαναστατικό κίνημα· - сто- сторонников мира το κίνημα των οπαδών της ει- ειρήνης· национально-освободительное - εθνι- κοαπελευθερωτικό κίνημα· забастовочное - α- απεργιακό κίνημα· - сопротивления το κίνημα της αντίστασης· аграрное - αγροτικό κίνημα· рабочее - εργατικό κίνημα. 3 αύξηση, προσαύ- προσαύξηση· - народонаселения η αύξηση του πληθυ- πληθυσμού. ДВИЖИМОСТЬ, -И θ. κινητή περιουσία· дом И ВСЯ - το σπίτι κι όλη η κινητή περιουσία. ДВИЖИМЫЙ επ. απο μτχ. κινητός· κινούμενος· II ως ουσ. ουδ. -ое η κινητΓ περιουσία. II εκφρ. -ое имущество κινητή περιουσία. ДВШИТель, -Я α. (τεχ.) τρ^στήρας. ДВИЖОК, -Жка α. 1 σύρτης . 2 μεγάλο ξύλινο φτυάρι (για χιόνι κλπ.). 3 μοτεράκι φορητό. движущий επ. απο μτχ. κινητήριος· -ая си- сила κινητήρια δύναμη. Двинуть р.σ. 1 βλ. двигать. 2 (απλ.) χτυ- χτυπώ· ОН его -ул В ухо αυτός τον χτύπησε στο αυτί. II εκφρ. лень - пальцем απο την τεμπε- τεμπελιά όεν κάνω τίποτε, ούτε το δάχτυλο δεν κου- κουνώ- И пальцем не -ну δεν κάνω τη« πα- παραμικρή προσπάθεια, δεν προσπαθώ καθόλου. II -ся βλ. двигаться. двое'αριθμ. (για πρόσωπα ή ουσ. που έχουν μόνο πλθ.) - братьев δυο αδέρφια· - очков τα ματογυάλια· - суток δυο εικοσιτετράωρα- - НОЖНИЦ το ψαλίδι. II (σε ονομ. ή αιτ.) ζευ- ζευγάρι, ζεύγος· - чулок δυό ζευγάρια κάλτσες. II εκφρ. на своих (на) двоих με το υπ' αριθ- αριθμόν 2 (πεζός). двоеборье, -я ουδ. δίαθλο. двоебрачие, -Я ουδ. διγαμία, δευτερογαμία. ДВОевёрие, -Я ουδ. διθεϊσμός, διθεΐα. двоевластие, -Я ουδ. δυαδική εξουσία. Двоедушие, -Я ουδ. (παλ.) διπλοπροοωπία, υποκρισία. Двоедушничать ρ.δ. (παλ.) παρουσιάζομαι δι- πλοπρόσωπος, υποκρίνομαι. двоедушный, επ., βρ: -шен, -шна, -шно δι- πλοπρόσωπος, υποκριτής. Двоежёнец, -НЦа α. δίγαμος, που έχει ταυ- ταυτόχρονα δυό γυναίκες με γάμο. двоежёнство, -а α. διγαμία, το να έχε'ι κά- κάποιος ταυτόχρονα δυό γυναίκες με γάμο. двоемужие, -Я ουδ. διγαμία, το να έχει μιά γυναίκα ^ταυτόχρονα δυό άντρες με γάμο. ДВОемуЖНИЦа, -Ы θ. δίγαμη, γυναίκα που έ- έχει ταυτόχρονα δυό άντρες με γάμο. Двоеточие, -Я ουδ. το δίστιγμο, οι δυό τε- τελείες (:). двоечник, -а α. -ница, -Ы θ. δυαρίστο-ς, -τρο·.. μαθητής που παίρνει Βαθμό δυάρι, κάτω του 3, πού είναι η βάση. ДВОИ, -ИХ αριθμ. (απλ.) βλ. двое. ДВОИТЬ, ДВОЮ, ДВОИШЬ р.δ.д. 1 χωρίζω στα δυό, 2 διπλώνω στα δυό. 3 βλ. вздвоить. B σημ.). II εκφρ. В Глазах -ЙТ βλέπω διτλά τα αντικείμενα. II -ся διχάζομαι- дорога здесь -лась о δρόμος εδώ διχάζονταν. II φαίνομαι δι- διπλός· - В глазах βλέπω διπλά τα αντικείμενα. Двойка, -И θ. δυάρι, ο αριθμός 2. II ο σχο- σχολικός βαθμός 2, που είναι κάτω της βάσης 3. II το δυάρι στο παιγνιόχαρτο, ζάρια κλπ. II βάρκα δίκωπη. двойни, двоен, двойням πλθ. βλ. двойня. ДВОЙНИК, -а α. 1 σωσίας. 2 δίδυμος, διπλσ- ρικος, γέμελλος. 3 κάθε διπλό αντικείμενο· орех— διπλό καρύδι. двойной ει. Λ διπλός· материя -ой шири- ширины ύφασμα διπλόφαρδο· -ая Дверь δίφυλλη πόρ- πόρτα. 2 διπλάσιος. 3 διπλοπρόσωπος, διπρόσω- διπρόσωπος· вести ~ую игру παίζω διπλό παιγνίδι. II εκφρ. -ая бухгалтерия διπλογραφική λογιστοιή. двойня, двоен, δοτ. двойням θ. δίδυμα, δι - πλάρικα, γέμελλα. ДВОЙКЯШКа, -И θ. 1 δίδυμος, διπλάρικος. 2 βλ. двойчатка. ДВОЙСТВеННОСТЬ, -И θ. 1 διφυΐα, το διφυές,
дво 232 дву το δισυπόστατο, διττότητα. 2 διπλοπροσωπία , διπροσωπία, υπόκριση. 3 αμφιλογία, επαμφο- τερισμός, το διφορούμενο. двойственный επ., βρ: -вен, -венна, -вен- НО. 1 διπλός· -Οβ мнение διπλή γνώμη. 2 δι- πλοπρόσωπος, διπρόσωπος· -ая политика διπλο- πρόσωπη πολιτική· -ая игра διπλό παιγνίδι. 3 διμερής· -ое соглашение διμερής συμφωνία· -ое совещание διμερής σύσκεψη. II εκφρ. -ое ЧИСЛО (γραμμ.) ο δν,ϋνιός αριθμός. двойчатка, -и θ. (για καρπούς, είδη κλπ.) δίδυμος, διπλός, διφυής, συμφυής· орехи—И δίδυμα καρύδια- вилы—И το δίκρανο, -ιάνι. двор1, -а α. 1 αυλή, προαύλιο· играть во -ё παίζω στην αυλή· задний - οπισθαύλιο. 2 το αγροτικό νοικοκυριό, οικογένεια. 3 σταύ- λος· скотный - κτηνοστάσιο· птичий - ορνι- θώνας, ορνιθαρειό, κοτέτσι. II εκφρ. ко -у (быть, прийтись) είμαι απο τους προσκείμε- προσκείμενους, τα 'χω καλά· на -ё έξω (στην αυλή)· ко -ам ή по ,-ам (παλ.) για το σπίτι (κατεύθυν- οη)· со -а (παλ.) απο το σπίτι· на -(пойти, СХОДКТЬ) πηγαίνω ατο αποχωρητήριο· весна на -έ έφτασε η Ανοιξη. двор* -а α. Αυλή· царский - η τσαρική Αυλή. Дворец, -рца α. 1 παλάτι, ανάκτορο. 2 μέ- μέγαρο· - культуры μέγαρο πολιτισμού· - пио- пионеров μέγαρο πιονέρων - искусств μέγαρο Κα- Καλών Τεχνών. Дворецкий, -ГО α. ο επικεφαλής των αυλι- ли\> υπηρετών (αυλοθεραποντων). II αρχιμάγει- αρχιμάγειρας ανακτόρων. ДВОрик, -а α. αυλίτσα. ДВОрНИК, -а α. 1 σκουπιδιάρης, οδοκαθαρι- οδοκαθαριστής. 2 υαλοκαθαριοτής (ηλεκτροκίνητο όργα- όργανο στ' αυτοκίνητα κλπ. μεταφορικά μέσα). Дворницкий επ. 1 σκουπιδιάρικος. 2 ουσ. το ιρτωχικό του σκουπιδιάρη. ДВОрничать р.δ. (απλ.) επαγγέλλομαι, κάνω το σκουπιδιάρη, δουλεύω σκουπιδιάρης. Дворничиха, -И θ. 1 σκουπιδιάρα, -ρισσα, καθαρίστρια. 2 η σύζυγος του σκουπιδιάρη. дворной к. дворный επ. (παλ.) βλ.дворовый. ДВОрнЯ, -И θ. (αθρσ.) υπηρετικό προσωπικό, οι υπηρέτες. дворняга к. дворняжка, -и θ. μαντρόσκυλο. Дворовый επ. 1 αυλικός, της αυλής·-ая со- Оака σπιτόσκυλο· -ые пристройки παραρτήματα του σπιτιού· -ая женщина υπηρέτρια. 2 ουσ. -, -ая υπηρέτης, -τρία. дворский επ. (παλ.) αυλικός, της Αυλής. Дворцовый επ. αυλικός, παλατιανός· -ая стража ανακτορική φρουρά· - переворот αυλι- αυλικό πραξικόπημα. дворянин, -а, πλθ. -ряне, -рян α.,-ка, -и В. о, η ευγενής, ευπατρίδης. Дворянский επ. ευγενής, ευγενικός, της ευ- ευγένειας· -ое сословие το κοινωνικό στρωμάτων ευγενών -ая усадьба αρχοντική έπαυλη· -Ое собрание σύνοδος ευγενών επαρχίας ή νομού· - банк τράπεζα των ευγενών -ое происхождение ευγενική καταγωγή· - род το γένος των ευγε- ευγενών - титул о τίτλος ευγε'νειας. ДВОРЯНСТВО, -а ουδ. η ευγένεια, η τάξη των ευγενών. II οι ευγενείς, οι ευπατρίδες· пред- предводитель -ва αρχιγέτης ευγενών уездное οι ευγενείς επαρχίας· русское - οι ευγενείς της Ρωσίας. II τίτλος ευγένειας· пожаловать кому-Η. - κηρύσσω ευγενή κάποιον, δίνω τον τίτλο ευγενείας. двоюродный επ: - брат εξάδερφος· -ая сес- сестра εξαδέρφη· -ая тётя η θεία (πρωτεξοδέρφη του πατέρα ή της μάνας)· - дядя о θείος (ο πρωτεξάδερφος του πατέρα ή της μάνας). двоякий επ., βρ: -як, -а, -о δύο ειδών, διπλός, διττός, δίμορφος, διπλόμορφος· διφο- διφορούμενος· -ое значение διπλή σημασία· - спо- способ διπλός τρόπος· -ая польза διπλή ωφέ- ωφέλεια· -ая опасность διπλός κίνδυνος* - смысл διπλή έννοια· -ого рода δυό ειδών. ДВОЯКО επί ρ. κατά δυό τρόπους, με δυό τρό- τρόπους· διφορούμενα· задачу можно решить - το πρόβλημα μπορεί να λυθεί κατά δυό τρόπους· его слова следует понимать - τα λόγια του είναι διφορούμενα. ДВОЯКОВОГНУТЫЙ, επ. αμφίκοιλος· -ые ОЧКИ αμφίκοιλα ματογυάλια· -ая ЛИНЗа ή -ое СТе- КЛО αμφίκοιλος φακός. двояковыпуклый ε π. αμφίκυρτός· -ые очки αμφίκυρτα ματογυάλια· -ая линза ή -ое сте- стекло αμφίκυρτός φακός. двоякодышащие, -ИХ πλθ. (ζωολ.) τα δίπνοα, ϋίπνευστα (που αναπνέουν με βράγχια και με πνευμόνια). двояшка, -и θ. (απλ.) 1 βλ. двойчатка. 2 βλ. двойняшка A σημ.). двубортный к. двухбортный επ: - пиджак το σταυρωτό σακκάκι. двувесёлышй επ. βλ. двухвесельный. Двуглавый επ. νκέφολος· _ орёл δικέφαλος αετός· -ая мыши χ (ανατ.) δικέφαλος μυώνας. Двугласный ει и. ουσ. δίφθογγος. ДВУГОЛОСНЫЙ ν.. ДВУХГОЛОСНЫЙ επ. δίφωνος· -ое пение δίψα^ο τραγούδι. двугорбый επ. δίυβος· - вербЛХЩ δίυβη κα- καμήλα (η βακτριανή). ДВуграННЫЙ επ. (γεωμ.) δίεδρος. двугривенник, -а α. (παλ.) βλ. двугривенный. Двугривенный, -ОГО α. κέρμα είκοσι καπι- κιών, εικοσάρι, -άκι. ДВУДОЛЬНЫЙ к. ДВУХДОЛЬНЫЙ επ. δισύλλαβος* - размер стиха δισύλλαβο μετρικό πόδι στίχου.
дву 233 дву II δικοτυλήδονος. II ουσ. πλθ. -ые τα δικοτυ- λήδονα. двудомный επ. и. ουσ. (βοτ.) δίοικος, δί- δίκλινος. двудышащие, -их πλθ. (ζωολ.) βλ. двояко- двоякодышащие . двужаберные, -ЫХ πλθ. (ζωολί τα διβράγχια. ДВУЖИЛЬНЫЙ к. ДВУХЖИЛЬНЫЙ επ. 1 δίκλωνος. 2 (απλ.) ανθεκτικός, γερός, κοτσανάτος. двузначный ε π: -ое ЧИСЛО διψήφιος αριθμός. Двузубчатый επ. διπλόδοντος, με δυό σειρές δόντια. Двузубый επ. που έχει δυό δόντια, διόδους. двуклассный επ. βλ. двухклассный. Двуколка, -И θ. δίτροχο όχημα. ДВУКОННЫЙ επ. δίιππος· -ая ПОДВОДа αμάξι με δυό άλογα. ДВУКОПЫТНЫЙ επ. δίχηλος. Двукратный к. Двухкратный επ. διπλός, δι- διπλάσιος· - вызов διπλή κλήση· взыскать штраф в -ом размере βάζω διπλάσιο πρόστιμο. двукрылый επ. 1 δίπτερος· -ое насекомое δίπτερο έντομο.II διπτέρυγος· -ое здание κτί- κτίριο με δυό πτέρυγες. 2 ουσ. πλθ. (ζωολ.) τα δ ί πτ ε ρα. двулепестный ε п. διπέταλος· - цветок δι- πέταλο λουλούδι. двуликий επ., βρ: -лик, -а, -о διπλοπρό- σωπος, διπρήαωπος. ΊΙ μτφ. υποκριτής. II εκφρ. - Янус о διπρόσωπος Ιανός. ДВУЛИЦЫЙ επ. διπρόσωπος, διπλοπρόσωπος. двуличие, -Я ουδ. διπλοπροοωπία, διπροσω- διπροσωπία, υποκρισία. ДВулЙЧНИчаТЬ р.δ. εμφανίζομαι με δυό πρό- πρόσωπα, υποκρίνομαι. двуличность, -и θ. βλ. двуличие. двуличный επ., βρ: -чен, -чна, -чно διπρό- διπρόσωπος, διπλοπρόσωπος, υποκριτής. ДВУНОГИЙ επ. δίποδος, δίπους. ДВуОКВСЬ, -И θ. (χημ.) διοξείδιο. двупалубный βλ. двухпалубный. двупалый επ. διίίκτυλος. двуполый επ. δ^ενής· гидры - животные -ые οι ύδρες είναι ,с;а διγενή. II (βοτ.) αρσενι- κοθήλυκος, αρρ.νσθήλνς. двуполье, -'ί ουδ. αγρανάπαυση του μισού χωραφιού. ДВУПОЛЬНЫЙ *. ДВУХПОЛЬНЫЙ επ. της αγρανά- αγρανάπαυσης . ДВурОГИЙ ειι. δικέρατος, δίκερως. Двуручный επ. δίλαβος, που έχει δυό λαβές. двурушник, -а α., -ца, -ы θ. διπρόσωπος, διπλοπροσωπος, υποκριτής. двурушничать ρ.δ. είμαι διπρόσωπος, διπλο- διπλοπρόσωπος, υποκρίνομαι. Двурушнический επ. διπρόσωπος, διπλοπρό- διπλοπρόσωπος, υποκριτικός. ДВурушничеСТВО, -а ουδ. διπροσωπία, διπλο- προσωπία, υποκρισία. двурядный βλ. двухрядный. ДВусеиЯДОЛЬНЫЙ επ. δικοτυλήδονος. двускатный к. двухскатный επ. επικλινής κα- κατά δυό πλευρές· -ая крыша στέγη επικλινής προς δυό πλευρές. двуслоговой βλ. двусложный. ДВУСЛОЖНЫЙ к. двухсложный επ. δισύλλαβος· -ое слово δισύλλαβη λέξη· -ая стопа δισύλ- δισύλλαβο πόδι. ДВуСМЫШЛенНОСТЬ, -И θ. διφορούμενη έννοια, διφορούμενο νόημα. II αμφιλογία, διφορούμενη λέξη ή έκφραση, κεντιά, πάρθιο βέλος. двусмышленный επ., βρ: -лен, -ленна, -лек- ΗΟ διφορούμενος, δισήμαντος, χρησμώδης. II του υπαινιγμού* ~ые шутки αστεία με υπαι- υπαινιγμό. двумыслие, -я ουδ. (παλ.) βλ. двусмышлен- ность. двусмыслица, ~Ы θ. κάθε τι διφορούμενο. ДВуСОСТОВНЫЙ к. ДВуХСОСТаВНЫЙ επ. διμερής, δισυπόστατος· -ое предложение διμερής πρό- πρόταση (που έχει υποκείμενο και κατηγόρημα). двуспальный к. двухспальный επ: -ая кро- кровать διπλό κρεβάτι. двустволка и. двухстволка, -и θ. το δίκανό (όπλο). , ДВУСТВОЛЬНЫЙ к. ДВУХСТВОЛЬНЫЙ επ.δίκανος· -ое ружьё δίκανο όπλο. II δίκορμος- -ая бе- берёза δίκορμη σημύδα. двустворчатый к. двухстворчатый επ. δί- δίφυλλος· -ая дверь δίφυλλη πόρτα. II (ανατ.) δίθυρος· -ая раковина το δίθυρο όστρεο. двустишие, -Я ουδ. δίστιχο. двустопный επ. δίμετρος· - ямб δίμετρος ί- ίαμβος. двусторонний к. двухсторонний επ. δίπλευ- ρος, διπλός· -ее воспаление лёгких η διπλή πνευμονία· -ее уличное движение διπλή οδική κίνηση. II δίφατσος, απο τις δυό μεριές όρθα, ντουμπλεφάς· -ее сукно δίφατση τσόχα. II δι- διμερής· -ее соглашение διμερής συμφωνία. двутавровый к. двухтавровый επ. (τεχ.)·8ί балка δοκός με δυό πλατιά πέλιιατα. двутактный βλ. двухтактный. двууглекислый επ. (χημ.) διττανθρακικός. двуутробка, -И θ. (ζωολ.) δίδελφης. двухактный επ. δίπραχτος· -ая комедия δί- πραχτη κωμωδία. двухатомный επ. διατομικός, δισθενής· -ое соединение διατομική ένωση. двухбалльный επ. δυό βαθμών. двухбортный βλ. двубортный. двухведёрный επ. δυο κουβάδων (|περιεκ-τας).
дву 234 двухвековой ε π. δύο αιώνων. двухвёрстка, -И θ. γεωγραφικός χάρτης με κλίμακα δυό βέρστες σε μια ίντσα. двухвершинный επ. δ С νιορφος. двухвесельный и. двувесёльный ,επ.δίκωπος· -ая лодка δίκωπη βάρκα. двухвостки, -ток πλθ. (ενκ. -а, -и θ.) τα δίκερκα (ε'ντοιια). ДВУХГОДИЧНЫЙ επ. δίχρονος, διετής. двухгодовалый επ. διχρονίτικος· - жеребё- жеребёнок διχρονίτικο πουλάρι. ДВУХГОДОВОЙ επ. 1 βλ. ДВУХГОДИЧНЫЙ.2 (παλί διετής, δίχρονος· - ребёнок δίχρονο παιδάκι- двухголовый επ. δικέφαλος· -ое чудовище δικέφαλο τέρας. двухголосный к. двуголосный επ. βλ. дву- двуголосный. двухдневный επ. διήμερος· - срок προθε- προθεσμία δυό ημερών - запас απόθεμα δυό ημερβν. двухдольный βλ. двудольный. ДВУХДОННЫЙ επ. διπύθμενος. двухдюймовка,,-И θ. σανίδα δύο ιντσών. ДВУХДЮЙМОВЫЙ επ. διδάκτυλος, δύο ιντσών- ГВОЗДЬ καρφί δύο ιντσών. двухжильный βλ. двужильный. двухквартирный επ: - дом διπλοκατοικία. Двухкилометровка, -И θ. χάρτης κλίμακας 2000 : 1. двухкилометровый επ. δυό χιλιομέτρων путь δρόμος δυό χιλιομέτρων -ал карта χάρ- χάρτης κλίμακας 2000 : 1. двухклассный к. двуклассный επ. διτάξιος, που έχει δυό σχολικές τάξεις. двухколейный επ. δυό σιδηροτροχιών- путь μονή σιδηροδρομική γραμμή (οδός). двухколёсный επ. δίτροχος· -ая тележка δί- δίτροχο αμάξι. двухкомнатный επ. δύο δωματίων -ая квар- квартира διαμέρισμα δύο δωματίων, δυάρι. Двухкомплектный επ. (για πράγματαI δυό συλλογών. двухкопеечник, -а α. κέρμα δυό καπικιών. двухкопеечный επ. δυό καπικιών -ая моне- монета κέρμα δυό καπικιών. двухкрасочный επ. δίχρωμος· δυό χρωμάτων. двухкратный βλ. двукратный. Двухламповый ε π. δυό λαμπών μέ δυό λάμπες. Двухлемешный επ. δίυνος· - плуг αλέτρι με δυό υνιά, δίυνο άροτρο. двухлетие, -Я ουδ. διετία. двухлетка, -и θ. βλ. двухлеток. двухлетний н. двулетний, -яя, -ее επ. δί- δίχρονος, διετής. двухлетник к. двулетник, -а α. (για φυτά) διετής, δίχρονος. двухлеток, -тка α. ο δίχρονος, ο διετής. Ш двухлитровый επ. δύο λίτρων. двухмачтовый επ. δικάταρτος, διΐστιος. двухместный к. παλ. двуместный επ. διθέ- διθέσιος* -ая каюта διθέσια καμπίνα. ДВухмесячннв επ. δίμηνος· - отпуск δίμηνη άδεια· - журнал δίμηνο περιοδικό· - ребёнок δίμηνο βρέφος. двухметровый επ. δύο μέτρων -ая высота ύφος δύο μέτρων. двухмоторный επ. δικινητήριος· - самолёт δικινητήριο αεροπλάνο. Двухнедельный επ. δυό εβδομάδων δεκαπεν- δεκαπενθήμερος· - Отпуск άδεια δυό εβδομάδων ή δε- δεκαπενθήμερη άδεια· - журнал δεκαπενθήμερο περιοδικό· -ые котята γατάκια δυο' βδομάδων. ДВУХОСНЫЙ επ. διάξονος· - вагон διάξονο βαγόνι. двухпалатный επ. δύο βουλών -ая система κοινοβουλευτικό σύστημα των δύο βουλών. Двухпалубный επ. με δυό καταστρώματα· -Οβ судно σκάφος με δυό καταστρώματα. двухпартийный επ. δικομματικός· -ая сис- система το δικομματικό σύστημα. двухпольный επ. βλ. двупольный. двухпроцентный επ. που περιέχει 2% · раствор διάλυμα 2% . двухпутный επ. βλ. двухколейный. двухрублёвый επ. δυό ρουβλιών. Двухрядка, -И θ. δίοειρη φυσαρμόνικα. двухрядный к. двурядный επ. δίσειρος, που έχει δυό σειρές. двухсветный к. двусветный επ. που έχει δυό σειρές παράθυρα. двухскатный βλ. двускатный. двухсложный βλ. двусложный. ДВУХСЛОЙНЫЙ επ. που έχει δυο στρώματα (για έδαφος, σώματα κλπ.). двухсменный επ. που έχει δυό βάρδιες· -ая работа εργασία σε δυό βάρδιες. двухсоставннй βλ. двусоставный. двухсотенный επ. διακοσίων ρουβλιών. двухсотлетие, -я ουδ. 1 διακοσιαετία. 2 διακοοιετηρία. двухсотлетний επ. 1 διακοσαετής. 2 της δίΓ.κοσιετηρίδας. ДВУХСОТЫЙ αριθμ. τακτικό· διακοοιοστός· - ΗΟΜβρ.διακοσιοστός αριθμός. двухспальный βλ. двуспальный. двухстволка βλ. двустволка. двухствольный βλ. двуствольный. двухстворчатый βλ. двустворчатый. двухстепенный επ: -ые выборы έμμεσες ε- εκλογές. двухсторонний βλ. двустороний. двухструнный επ. δίχορδος. двухсуточный επ. δυό εικοσιτετραώρων.
ш двухтавровый επ. βλ. двутавровый. двухтактный и. двутактный επ. δίχρονος, δυό ρυθμών δυο κινήσεων. двуХТОЫНИК, -а α. δίτομο έργο. ДВУХТОМНЫЙ εκ. δίτομης. двухтысячелетие, -Я ουδ. 1 δισχιλιετία. 2 δισχιλιετηρίδα. ДВУХТЫСЯЧНЫЙ 1 (αριθμ. τακτικό) δισχιλιο- στός. 2 δισχίλιος· -ое стадо овец κοπάδι προβάτων δυό χιλιάδων - ковёр χαλί (αξίας) δυό χιλιάδων. ДВУХЦВеТНОСТЬ к. ДВуцвёТНОСТЬ, -И θ. δι- διχρωμία. двухцветный к. двуцветный επ. δίχρωμος. двухчасовой επ. δίωρος· -ая беседа δίωρη συνομιλία. II καθορισμένος στις δυό η ώρα· - поезд το τραίνο που αναχωρεί στις δυόη ώρα. ДВухшврСТНЫЙ к. Двушёрстный επ. πού έχει δίχρωμο τρίχωμα· - КОТ δίχρωμος γάτος. двухъярусный επ. που έχει δύο υπερώα (γα- (γαλαρίες)· - зал театра αίθουσα θεάτρου ιιε δυό γαλαρίες. двухэтажный επ. διώροφος, δίπατος. двуцвётность, -и θ. βλ. двуждвётность. двуцветный βλ. двухцветный. двучлен, -а α. (μαθ.) διώνυμο, δίνομο. ДвуявЫЧИе, -Я ουδ. διγλωσσία. ДВУЯЗЫЧНЫЙ επ., βρ: -чен, -чна, -чно δί- δίγλωσσος· -ое население δίγλωσσος πληθυσμός· - словарь δίγλωσσο λεξικό. *Дв (μόριο) απλ. σημαίνει ότι τα λόγια που προφέρει ο ομίλων δεν είναι δικά του, αλλά άλλου· λέει, λένε· он-де не может прийти λέ- λένε, ότι αυτός· δε μπορεί να έρθει. 'дебаркадер, -а α. (παλ.) αποβάθρα πλοίου η σιδηροδρόμου. дебатировать, -РУЮ, -руешь р.δ.μ.κ.αμ. συ- συζητώ· - вопрос συζητώ το ζήτημα. II -СЯ συ- συζητιέμαι. * дебаты, -ОВ πλθ. συζητήσεις (πολιτικές, οι- οικονομικές κλπ.). деб^ЛОСТЬ, -И θ. (παλ.) ευτροφία, παχυσαρ- παχυσαρκία. Д'^ёлйй επ., βρ: -бел, -а, -о (παλ.) ευ- τρ а-ής, γεμάτος.II χοντρός, παχύς, άγαρμπος. *Д9<5»Т, ~а α. (λογστ.) το δούναι (χρέωση). дебетовать, -тую, туешь ρ.δ.κ.σ.μ.(λογσΟ χρεώνω, γράφω στο „δούναι", *дебЙТ, -а α. ισχύς, δύναμη, ενέργεια σε μονάδα χρόνου. *ДебНТОр, -а α. χρεώστης, οφειλέτης, χρεο- χρεοφειλέτης. Дебиторский επ. του χρεώστη, του οφειλέτη· -ая задолженность το χρέος του οφειλέτη. деблокировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. λύ- λύνω τον αποκλεισμό, πολιορκία. 235 дев *ДвбОШ, -а α. κραιπάλη, όργιο· καυγάς, φα- φασαρία, κακό. дебОШИр, -а α. ταραχοποιός, καυγατζής, φα- φασαρίας. Дебоширить р.δ. οργιάζω, κάνω όργια, τα- ταραχή, φασαρία· εκτραχηλίζομαι. ДебОШИрсХВО, ~а ουδ. κραιπάλη, όργια, τα- ταραχή, φασαρία. Дебри, -ей πλθ. (ενκ. παλ. дебрь, -и θ.). 1 λόγγος, λογγιά· λόχμες. II απόκεντρο μέρος. 2 μτφ. περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων, λαβύ- λαβύρινθος, κυκεώνας. *ДебЮТ, -а α. 1 έναρξη, πρώτο ξεκίνημα η- ηθοποιού στη σκηνή, ντεμπουτάρισμα, ντεμπού- ντεμπούτο. II αρχή, έναρξη έργου, τα πρώτα βήματα. 2 η πρώτη κίνηση στο παιγνίδι, το έβγα, το άνοιγμα· ферзевый - το άνοιγμα με τη βασί- βασίλισσα. *ДебЮТант, -а α., -ка, -И θ. ηθοποιός πρω- πρωτόπειρος, αρχάριος. ^дебютировать, -рую, -руешь р.б.ч.σ. πρω- ταρχίζω, κάνω την πρώτη αρχή, τό πρώτο ξε- ξεκίνημα, ντεπουτάρω. ДебИТНЫЙ επ. αρχικός, εναρκτήριος. Дева, -Ы θ. (παλ.) δεσποινίδα, κορίτσι· Пресвятая - η Παρθένος· старая - γεροντοκόρη. ДевалЬвациОННЫЙ επ. υποτιμημένος· -ая ва- ЛГОТа υποτιμημένο νόμισμα, девальвация, -И θ. (οικον.) υποτίμηση. девать р.μ. 1 (μόνο στο απαρέμφατο και ε- νεστώτσ) ρ.δ. βλ. деть. 2 ρ.ο. (μόνο στον παρλθ. χρ.) βλ. деть. II -ся βλ. деться. II εκφρ. не знать куда - δεν ξέρω τι να κάνω (απο ντροπή, δυσχέρεια κλπ.). деверь, -я, πλθ. -рья, -рей к.(απλ.)-рьёв α. κουνιάδος, αντράδερφος. ♦девиация, -И θ. 1 απόκλιση της μαγνητικής βελόνας. 2 παρέκκλιση απο την κατεύθυνση (α- (αεροπλάνου, πλοίου κλπ.). "Девиз, -а α. 1 έμβλημα· απόφθεγγμα. 2 ο- ονομασία, τίτλος· проект под -ом „вперёд" τό σχέδιο με την ονομασία „εμπρός". 3 σύμβο- σύμβολο, οικόσημο· * Девиза, -Ы θ. γραμμάτιο πλη л-τίο 3το εξω- εξωτερικό. - Девица, -Ы θ. κορίτσι, коог,ώ;κοπΓ.λλα· δε- δεσποινίδα, κορασίδα. II εκφρ. Ε -ах όταν ήμουν κορίτσι (ανύπαντρη)· красная ~ ντοοπαλή κο- πέλλα, κορίτσι παρθενικού ήθους. девический επ. βλ. девичий. Девичество, -а ουδ. παρθενία, η παρθενική ηλικία· в -е στην παρθενική ηλικία, πριν την παντριά. ДёвЙЧИЙ επ. κοριτσίστικος· παρθενικός· -ЬЯ красота παρθενική ομορφιά· - СТЫД παρθενική ντροπή· -ЬЯ фамилия το προγάμιο επώνυμο. II
дев 236 дег Φευγαλέος· -ЬЯ ПОМЯТЬ φευγαλέα μνήμη. ДевЙЧНИК, -а α. αποχαιρετιστήρια εσπερίδα ото σπίτι της νύφης με τις φιλενάδες της την παραμονή του γάμου ( ρωσικό έθιμο). Девичья, -ьей θ. (παλ.) δωμάτιο υπηρετρι- υπηρετριών στα αρχοντικά σπίτια. девка, -и θ. (απλ. κ. διαλκ.) 1 βλ. деву- девушка. 2 χωριατοκόριτσο. II εκφρ. уличная κορίτσι του δρόμου (πόρνη)· остаться в -ах μένω γεροντοκόρη· засидеться ή сидеть в -ах παρακάθομαι ανύπαντρη. ДевОН, -а α. (γεωλ.) δεβόνια περίοδος. Девонский επ. δεβόνιος· - период δεβόνια περίοδος· -ая система δεβόνιο σύστημα. девочка, -и θ. κοριτσάκι. Девственник, -а α. παρθένος (άντραςπουδέν έχει συνουσιαστεί). Девственница, -Ы θ. γυναίκα παρθένα. девственность, -и θ. παρθενιά, -ία. девственный επ., βρ: -вен, -венна,-еенно. 1 παρθενικός. II μτφ. παρθένος, αγνός, καθα- καθαρός, αδιάφθορος. 2 άθιχτος μέχρι τώρα· -ые леса παρθένα δάση· -ая почва παρθένο έδα- έδαφος. II εκφρ. -ая плева παρθενικός υμένας. Девство, -а ουδ. (παλ.) προγαμική ηλικία των θηλέων. Девушка, -И θ. κορίτσι, κόρη, νεανίδα, δε- δεσποινίδα. II (παλ.) υπηρέτρια, καμαριέρα. II εκφρ. красная - βλ. ίδια εκφρ. στη λ. девица. Девчата, -ат πλθ. (απλ.) κορίτσια. Девчонка, -И θ. 1 (παλ. κ. απλ.) υποκορι- στικό-κακιστικό· παλιοκόριτσο, κακοαναθρεμ- μένο κορίτσι. 2 κορίτσι. Девчоночий, -ЬЯ, -ье επ. κοριτσίστικος. девчурка, -и θ. (χαϊδ.) κοριτσάκι, κοπελ- λίτσα. Девчушка, -И θ. (χαϊδ.) κοριτσόπουλο, κο- πελλούλα, κοπελλίτοα. Девяносто, -а αριθμ. ενενήντα (90). Девяностый αριθμ. τακτ. ενενηκοστός· номер о ενενηκοστός αριθμός· -ые ГОДЫ η έ- ένατη δεκαετία του αιώνα. Девятерной αριθμ. αναλγ. εννεαπ\Γ.σιος. Девятеро, -ЫХ αριθμ. αθρσ. εννιά, εννέα, εννεάδα· нас было - εμείς είμασταν '.ννιά- - сыновей εννιά γιοί. девятидесятый (παλ.) βλ. де^ностый. Девятиклассник, -а α., -ца, -ы θ. μαθητής, -τρία της ένατης τάξης ΙΟταζίου σχολείου. Девятикратный αριθμ. αναλγ. εννεαπλάσιος* в -ом размере στο εννεαπλάσιο. Девятилетка, -и θ. εννεατάξιο σχολείο στην ΕΣΣΔ A918-193^). девятилетний, -яя, -ее επ. εννιάχρονος· - мальчик εννιάχρονο παιδάκι· -ее отсуствие εννιάχρονη απουσία. девятисотый αριθμ. τακτ. εννιακοσιοστός, εννεακοσιοστός· - километр εννιακοσιοστό χι- χιλιόμετρο· -ые ГОДЫ η ένατη εκατονταετία της χιλιετίας. девятка, -И θ. 1 ο αριθμός 9· II &πλ.) το υπ' αριθ. 9, εννιάρι (για τραμ, λεωφορεία κ.τ.τ.). 2 εννιάρι· - ПИК εννιά μπαστούνι· II εννιάρα, εννεάδα (είδος χαρτοπαιγνίου). девятнадцатый αριθμ. τακτ. δέκατος ένατος. девятнадцать αριθμ. απόλ. δεκαεννιά A9). девятый αριθμ. τακτ. ένατος. II εκφρ.- вал το ένατο κύμα: α) σαν το πιο μεγάλο και πιο επικίνδυνο κύμα. β) μτφ. φοβερός και κορυ- κορυφαίος. девять, -Й, οργν. -Ы0 αριθμ. απόλ. εννιά Θ)' трижды три - - τρία επί τρία - εννιά. девятьсот, девятисот, девятистам, девяти- стами, о девятистах αριθμ απόλ. εννιακόσια (900)· - километров εννιακόσια χιλιόμετρα. девятью επίρ. εννιά φορές· - два - восем- восемнадцать εννιά επί δύο δεκαοχτώ. дегазатор, -а α. απολυμαντήρας απο τα αέ- αέρια, συσκευή απολύμανσης.II απολυμαντής. II α- απολυμαντική ουσία. дегазационный επ. απολυμαντικός αερίων. дегазация, -И θ. απολύμανση απο τα αέρια, αεριοαφαίρεση. *дегазировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. α- πολυμαίνω απο τα αέρια, ^αεριοαφαιρώ. II -СЯ απολυμαίνομαι απο τα αέρια. *дегенерат, -а α. έκφυλος, εκφυλισμένος (που έχασε τα χαρακτηριστικά του είδους του, της φυλής του). дегенеративность, -И θ. τάση προς εκφυλι- εκφυλισμό (του είδους, της φυλής). дегенеративный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; Αιφυλος, εκφυλισμένος· -ая форма εκφυλισμέ- εκφυλισμένη μορφή· - ТИП εφυλισμένος τύπος. *дегенерация, -ив. 1 εκφύλιση, εκφυλισμός, 2 αλλοίωση. ' ' дегенерировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. 1 εκφυλίζομαι. 2 εξαφανίζομαι, χάνομαι, κατα- καταστρέφομαι, σβήνω. дёготь, -гтя α. πίσσα, υγρόπισσα· древес- древесный - ζυλόπισσα. *деградация, -и θ. 1 παρακμή, μαρασμός· - искусства παρακμή της Τέχνης. 2 εξασθένιση, εξάντληση· - ПОЧВ εξασθένιση των εδαφών. деградировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. 1 πα- παρακμάζω, βρίσκομαι σε κατάσταση μαρασμού. 2 φθείρομαι, εξασθενίζω, εξαντλούμαι αδυνατί- αδυνατίζω, χάνω τις καλές ιδιότητες. дегтярник, -а α. πισσωτής. дегтярница, -Ы θ. πιοσοδοχείο Дегтярный επ. πισσώδης, της πίσσας· - за- запах μυρουδιά πίσσας· -ая мазь η πισσαλοιφή.
дег 237 дез дегустатор, -а α. προγεύστης, δοκιμαστής (ποτών, καπνών κλπ.). дегустационный επ. προγευστικός, δοκιμα- δοκιμαστικός. ♦ДвгуСТаЦИЯ, -И θ. πρόγευση, δοκιμή (ποτών, καπνού κλπ.). дегустировать, -рую, -руешь р.б.к.о.ц. δο- δοκιμάζω, προγεύομαι (ποτό, καπνό κλπ.). ДвД, -а α.. 1 παππούς, πάππος. 2 γέρος· -, проходи скорее! γέρο, πέρνα γρήγορα! 3 πλθ. -Ы, -ΟΒ πρόγονοι, προπάχορες. II εκφρ. -Ы И прадеды ή отцы и деды πρόγονοι, προπάτορες· —мороз ο Αη-Βασίλης· ёлочный - η ровдёс- твенекий - Αη-Βασίλης (παιγνίδι). дёдка, -и, γεν. πλθ. -док, δοτ. -кам α. παππούλης, παππουλάκηο. , -а, -0 επ. του παππού, που ανήκει στον παππού· - дом το σπίτι του παππού. дедовский επ. Λ του παππού, που ανήκει στον παππού· - шалаш η καλύβα του παππού. 2 προ- προγονικός· προπατορικός· -ие Обычаи οι συνή- συνήθειες των προγόνων -ое наследство πατρογο- πατρογονική κληρονομιά. Дедуктивный επ. (λογ.) αφαιρετικός, της α- αφαίρεσης· - метод αφαιρετική μέθοδος. ДедукЦЕЯ, -И θ. (λογ.) αφαίρεση. дедуцировать, -рую, -руешь р.бк.о.ц. (λογ.) κάνω αφαίρεση, βγάζω συμπέρασμα με την αφαι- αφαιρετική μέθοδο. ДвДушка, -И θ. 1 παππούς, πάππος. 2 γέρος. дедушкин, επ. του παππού* -Ы ОЧКЙ τα μα- ματογυάλια του παππού. Деепричастие, -Я ουδ. επιρρηματική μετοχή. деепричастный επ. επιρρηματικός· -ые фор- формы επιρρηματικά είδη· - Оборот συνημμένη ε- πιρρημαχική μετοχή. дееспособность, -и θ. 1 ικανότητα για δρά- δράση. 2 νομική ικανότητα. дееспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно. 1 ικανός για δράση. 2 πολίτης που έχει νομική ικανότητα. дехуриТЬ р.δ. 1 εφημερεύω, είμαι της υπη- υπηρεσίας, εκτελώ υπηρεσία· - в школе είμαι, της υπηρεσίας ατό σχολείο. 2 επιβλέπω, επαγρυ- επαγρυπνώ, κοιτάζω· - у постели больного επιβλέπω συνεχώς τον άρρωστο. Дежурка, -И θ. δωμάτιο υπηρεσίας, το οφίς. Дежурный επ. 1 της υπηρεσίας, εφημερεύων - врач γιατρός της υπηρεσίας· - офицер αξι- αξιωματικός της υπηρεσίας· - магазин διανυκτε- ρεύον κατάστημα· -ая аптека διανυκτερεύον φαρμακείο* -ая телефонистка δι,ανυκτερεύου- οα τηλεφωνήτρια. II ως ουσ. ο υπάλληλος· - по станции о σταθμάρχης της υπηρεσίας. 2 ουσ. θ. -ая δωμάριο της υπηρεσίας. Зетовое για χρήση, πρόχειρος, εφεδρικός· -ое блюдо в ресторане εφεδρικό πιάτο φαγητού στο εστι- εστιατόριο. дежурство, -а ουδ. υπηρεσία· βάρδια· ноч- ночное - νυχτερινή υπηρεσία, διανυχτέρευση. *ДвЗ... πρώτο συνθετικό με σημασίες: απο- απομάκρυνσης, διακοπής, έλλει.ψης, καταστροφής. *ДвзабИЛЬё ουδ. άκλ. (παλ.) ξένδυτος, μισό- γυμνος· γυμνός. II ελαφρό ε'νδυμα του σπιτιού. •дезавуировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) αποκηρύσσω, στετώ της εμπι- εμπιστοσύνης. II αρνούμαι, ανακαλώ ό,τι είπα ή έπραξα. * Дезертир, -а α, λιποτάχτης- αυτόμολος. II μτφ. αποστάτης. дезертировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. λι- ποταχτώ* αυτομολώ. II αποστατώ. дезертирство, -а ουδ. λιποταξία* φυγοσίρα- τεία. II αποστασία. *дезидераты, -рат πλθ. (παλ.) επιθυμίες· απαιτήσεις. II ελλείψεις, ελλειπή αντικείμε- αντικείμενα (συλλογών, μουσείων κλπ.). дезинсектор, -а α. ο εντομοκτόνος. Дв8ИНСекциОННЫЙ επ. εντομοκτόνος. *ДвЗИН0ёкциЯ, -и θ. εντομοκτονία. Дезинтегратор, -а α. μηχανή αποσύμφυρσης. *Де8ИНТеграЦИЯ, -И θ. αποσύμφυρση· διάσπαση. Дезинфектор, -а α. απολυμαντής. Дезинфекционный επ. απολυμαντικός, απολυ- μαντήριος, της απολύμανσης· -ая камера απο- απολυμαντικός κλίβανος· - отряд υγειονομικό τμήμα απολύμανσης, "дезинфекция, -И θ. απολύμανση, απομόλυνση. дезинфицирование, -я ουδ. βλ. дезинфекция. дезинфицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. απολυμαίνω. II -СЯ απολυμαίνομαι. дезинформационный επ. διαστρεβλωμένος, πα- παραμορφωμένος· αποπροσανατολιτικός. Дезинформация, -И θ. παραμόρφωση, 6 ιαστρ-ση. дезинформировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. διαστρεβλώνω, παραμορφώνω, διαστρέφω σκόπι- σκόπιμα για παραπλάνηση. II -СЯ διαστρεβλώνο,'μαι, παραμορφώνομαι, διαστρέφομαι. Дезодоратор, -а χ. αποσμητικό. "дезодорация, -Ι 1. ατόσμηση. ДезорганиэаТО.7 , -а α. αποδιοργανωτής. Дезорганизаторский επ. αποδιοργανωτικσς. дезорганизаторство, -а ουδ. βλ. дезорга- дезорганизация. ♦дезорганизация, -и θ. αποδιοργάνωση. дезорганизовать, -зуго, -зуешь 'р.δ.κ.σ.μ. αποδιοργανώνω. II -СЯ αποδιοργανώνομαι. дезорганизовываться) р.δ. βλ. дезоргани- дезорганизоваться). ♦дезориентация, -И θ. αποπροσανατολισμός, α- αποπλάνηση, παραπλάνηση. дезориентировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ.
деи 238 дек αποπροσανατολίζω, αποπλανώ, παραπλανώ. II -СЯ αποπροσανατολίζομαι. *ДеЙ8М, -а α. δεί'σμός. деист, -а α. δεί'στής. деистический εκ. δεϊστικός. действенность, -И θ. δραστηριότητα, ενερ- ενεργητικότητα, ζωηρότητα, ζωντάνια. действенный επ., βρ: -вен, -венна, -венно δραστήριος, ενεργητικός, δραστικός, ζωηρός' οέκτης· - человек δραστήριος άνθρωπος· -ые меры δραστικά μέτρα· -ое средство δραστικό φάρμακο. действие, -Я ουδ. 1 δράση, ενέργεια, πρά- πράξη· план -я σχέδιο δράσης· - равно противо- противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδρα- αντίδραση· математика в -И τα μαθηματικά στην πρά- πράξη· радиус -я ακτίνα δράσης· самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις). II πλθ. -Я (στρατ.) επιχειρήσεις* военные -Я πολεμικές επιχειρήσεις. 2 λειτουργία, ενέρ.γεια, δου- λιά, εργασία· быть ή находиться В -И λει- λειτουργώ, δουλεύω· привести машину в - βάζω εμπρός τη μηχανή. II εφαρμογή στην πράξη, ι- ισχύς· продлить - договора παρατείνω την ι- ισχύ της συμφωνίας· вести указ В - εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη· закон Обратного -Я не имеет о νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ· входить в - μπαίνω σε ισχύ, ισχύω. 3 επί- επίδραση, επενέργεια· επιρροή, επίρροια· мина ή ООМба замедленного -Я νάρκη, βόμβα ωρολο- ωρολογιακή· магнитное - тока η μαγνητική επίδρα- ϋη του ρεύματος· химическое - χημική επίδρα- δραση· бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική· йлаготворное - ευεργετική επίδραση· удуша- удушающее - αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση· не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου'· разрушающее - καταστρεπτική επίδραση· под -ем κάτω απρ την επίδραση. 4 υπόθεση, δρά- δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου· - происходит в XX веке η υπόθεση εξελίσσεται τόν 20°αιώνα. 5 πράξη (θεατρικού έργου)· пьеса в трёх -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις. 6 πράξη (α- (αριθμητική)· четыре -я арифметики α τέσσερις πράξεις της αριθμητικής. действительно επίρ. πραγματικά, πράγματι, όντως, αλήθεια, αληθινά. Действительность, -И θ. πραγματικότητα· не сон, а - όχι όνειρο, αλλά πραγματικότητα· современная - η σύγχρονη πραγματικότητα. II εγκυρότητα· - документа εγκυρότητα του εγ- εγγράφου· εκφρ. в -И στην πραγματικότητα. действительный επ., βρ: -лен,-льна, -льна 1 πραγματικός, αληθινός, σωστός· -ое Собы- Событие πραγματικό γεγονός. II ουσιαστικός· -ая МОЩНОСТЬ πραγματική (ωφέλιμη) ισχύς. 2 που έχει ισχύ, πέραση· έγκυρος· проездной билет -лен трое суток το εισιτήριο ταξιδιού ισχύ- ισχύει για τρία εικοσιτετράωρα. II (παλ.) δραστι- δραστικός, αποτελεσματικός. II εκφρ. - залог (γραμμ) ενεργητική διάθεση· - ружёЙНЫЙ ОГОНЬ(οτρατ.) δραστικό πυρ· -ая военная служба η ενεργή στρατιωτική υπηρεσία· - член Академии наук ταχτικό μέλος της Ακαδημίας των επιστημών. действо, -а ουδ. (παλ.) θεατρική παράστα- παράσταση (κατ' αρχή θρησκευτικού περιεχομένου). дёЙСТВОВатель, -Я α. (παλ.) παράγοντας. действовать, -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. действующий, р.δ. 1 ενεργώ, δρω, πράττω· - осторожно ενεργώ προσεκτικά (επιφυλαχτικά)· - в тылу врага δρω στα μετώπισθεν του ε- εχθρού* - сообразно закону ενεργώ σύμφωνα με το νόμο· - сообща ενεργώ απο κοινού. 2 λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι* машина хоро- хорошо -ет η μηχανή καλά δουλεύει* телефон не -ет το τηλέφωνο δε δουλεύει* у меня не -ет правая рука δεν ορίζω το δεξί μου χέρι. II ι- ισχύω μπαίνω σε ισχύ. 3 χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, εφαρμόζω· - НОЖОМ χρησιμοποιώ το μα- μαχαίρι* - убеждением, угрозами χρησιμοποιώ την πειθώ, τις απειλές· - ЛОГТЯМИ σπρώχνω με τους αγκώνες, διαγκωνίζομαι. 4 επιδρώ,ε- επιδρώ,επενεργώ, έχω επιρροή· ισχύω* - на нервы ε- επιδρώ στα νεύρα· -ет новый закон ισχύει о νέος νόμος. II κάνω εντύπωση· пафос оратора -л на аудиторию το πάθοε του ρήτορα επιδρού- επιδρούσε στο ακροατήριο. действующий μτχ. ενστ.του р. действовать. II εκφρ. -ая армия о στρατός του μετώπου· вулкан ενεργό υφαίστειο· -ее лицо α) το πρό- πρόσωπο που δρα. β) συμμέτοχος. *дек, -а α. κατάστρωμα μικρών σκαφών. *дёка, -И θ. το ηχείο των μουσικών ξύλινων βργάνων. декабрист, -а α. δεκεμβριοτής. декабриСТСКИЙ επ. δεκεμβριανός, των δε- κεμβριστών. *декабрь, -Я α. Δεκέμβρης. декабрьский επ. δεκεμβριανός* -ие события τα δεκεμβριανά γεγονότα. *деа»да, -Η θ. δεκάδα. Η δεκαήμερο. *дацаданс, -а α. παρακμή, κατάπτωση, ντε- -а α., -ка, -и θ. οπαδός του ρεύ- της παρακμής. декадеНСКИЙ επ. της παρακμής* -ие СТИХИ ποιητικοί στίχοι παρακμής. *декадёнство, -а ουδ. (ρεύμα στη λογοτεχ- λογοτεχνία και τέχνη) βλ. декаданс. декадник, -а α. βλ. декада, декадный επ. της δεκάδας* δεκαήμερος* срок δεκαήμερη προθεσμία. декалькирование, -Я ουδ. αντιτύπωση, ξε-
дек 239 дел σήκωμα (σχεδίου, ιχνογραφήματος κλπ.). декалькировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. α- ντιτυπώνω, ξεσηκώνω (σχέδιο, ιχνογράφημα). II -0Я αντιτυπώνομαι. 'декалькомания, -и θ. χαλκομανία. ♦Двкан, -а α. κοσμήτορας. деканат, -а α. το γραφείο του κοσμήτορα. деканство, -а ουδ. κοσμητεία. декатирование, -я ουδ. βλ. декатировка. '"декатировать, -рую, -руешь р.δ.и.σ.μ. α- ποστιλβώνω, αφαιρώ την κόλλα μάλλινου υφά- υφάσματος. II -ОЯ αποστιλβώνομαι. Декатировка, -И θ. αποστίλβωση. декатирОВОЧНЫЙ, επ. αποστιλβωτικός. *декаэдр, -а α. (μαθ.) τό δεκάεδρο (σώμα). деквалификация, -И θ. απώλεια της ειδικό- ειδικότητας, των γνώσεων, πείρας, αποειδικοποίηση. деквалифицироваться, -руюсь, -руешься χά- χάνω την επαγγελματική ειδικότητα. 'Декламатор, -а α. απαγγελτής. декламаторский εκ. απαγγελτικός. декламационный επ. απαγγελτικός. II εμφα- εμφαντικός, πομπώδης, στομφώδης. * Декламация, -и θ. απαγγελία. II στόμφος. Декламирование, -Я ουδ. απαγγελία. рекламировать, -рую, -руешь р.δ. απαγγέλ- απαγγέλλω. II -СЯ απαγγέλλομαι. декларативность, -И θ. εμφαντικότητα, στόμ- στόμφος, έμφαση. декларативный επ., βρ: -вен, -вна, -вно· της διακήρυξης, πομπώδης, στομφώδης, εμφα- εμφαντικός· επίσημος. декларационный επ. βλ. декларативный. 'декларация, -и θ. διακήρυξη, δήλωση επί- επίσημη. декларирование, -я ουδ. βλ. декларация . 'декларировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. δι- διακηρύσσω, δηλώνω επίσημα, II -СЯ διακηρύσσο- διακηρύσσομαι, δηλώνομαι επίσημα. "деклассированный επ. έκπτωτος, ξεπεσμένος απο την τάξη του, λούμπεν. деклассироваться ρ.δ.κ.σ. ξεπέφτω απο την τάξΤ) αου, εκφυλίζομαι, γίνομαι λουμπεν. '«еклинатор, -а α. μετρητής μαγνητικής α- α*деклинация, -и θ. απόκλιση. 'ДеКОКТ, -а α. (παλ.) αφέψηση, αφέψημα. ^Декольте ουδ. άκλ. έξωμος, ντεκολτέ. Декольтированный επ. έξωμος, με ντεκολτέ. декольтироваться, -руюсь, -руешься ρ.δ.κ,σ. (παλ.) φορώ ενδύματα με ντεκολτέ. декомпенсация, -И θ. (ιατρ.) χαλάρωση της εζισορρόπισνς, της αντιστάθμισης. декоративность, -И θ. διακόσμηση. "декоративный, επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 διακοσμητικός· -ые искусства διακοσμητικές ,τεχνες· -ые ткани διακοσμητικά υφασιιατα. II κοσμητικός, καλλωπιστικός· -ые растения κο- κοσμητικά φυτά. 2 σκηνογραφικός. Декоратор, -а α. 1 διακοσμητής. 2 σκηνο- σκηνογράφος . ДекораторскиЙ επ. διακοσμητικός, του δια- διακοσμητή. Декорационный επ. διακοσμητικός, της δια- διακόσμησης . Декорация, -И θ. σκηνογραφία· σκηνικά. II μτφ. πρόσχημα, προκάλυμμα. Декорирование, -Я ουδ. διακόσμηση. *Декорировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. δι- διακοσμώ, στολίζω· - комнату цветами ανθοστο- λίζω το δωμάτιο· - дом флагами σημαιοστολί- ζω το σπίτι. II -СЯ διακοσμούμαι, στολίζομαι. *ДвКОрум, -а α. (γραπ. λόγος) ευπρέπεια, κο- κοσμιότητα, ευσχημοούνη. 'декрет, -а α. διάταγμα ανώτατης εξουσίας. II θέσπισμα, νόμος. Декретировать, -рую, -руешь р.δ.κ.ο.μ. κα- καθιερώνω με διάταγμα. II -СЯ καθιερώνομαι με διάταγμα. декретный επ. καθιερωμένος με διάταγμα· - Отпуск άδεια τοκετού. *Декстрин, -а α. η αμυλίνη. Желание, -Я ουδ. κατασκευή φτιάξιμο, πα- παραγωγή . деланность, -И θ. προσποίηση, επιτήδευση. Деланный επ. απο μτχ. προσποιητός, επιτη- δευτός, επιτηδευμένος. Делатель, -Я α. (γραπ. λόγος) κατασκευα- κατασκευαστής, πλάστης, πλαστουργός, ποιητής. ДёлаТЬ ρ. δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ . χ р. дёлан- ный, βρ: -лан, -а, -о. 1 φτιάχνω, κάνω, κα- κατασκευάζω· - мебель φτιάχνω έπιπλο. II δημι- δημιουργώ. 2 ασχολούμαι, διεξάγω· - ОПЫТЫ κάνω πειράματα. II κάνω· - выбор κάνω εκλογή, ε- εκλέγω· - уроки κάνω τα μαθήματα· ,- ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος· - предложение κάνω πρόταση, προτείνω· - попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι· κάνω προσπάθεια· - подарок κά- κάνω δώρο, δωρίζω· - покупки κάνο τα ψώνια, ψω- ψωνίζω· - различия κάνω διακρίσ.ις: - прогул- прогулку κάνω περίπατο* - глупости κάνω (διαπράτ- (διαπράττω) ανοησίες. II επιβάλλω· - выговор επιβάλ- επιβάλλω ποινή. II εκτελώ· - сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό, з συμπεριφέ- συμπεριφέρομαι, ενεργώ· - всё по своему κάνω πάντα απο κεφαλιού μου, όπως μου αρέσει. II παρέχω προξενώ· - добро κάνω καλό· - одолжение δα- δανείζω. II εκφρ. ото -ет вам честь αυτό σας τιμά· что С НИМ -? τι να κάνεις μ' αυτόν; нечего - δεν έχω τι να κάνω· - всеобщим γενικεύω· - на скорую руку κάνω (διεκπεραι- νω) στα γρήγορα· - мину (ή лицо, физиономию)
дел 240 дед κάνω μορφασμό, μορφάζω· - упрёки αέμψομαι, κακίζω, ψέγω· - ПОД себя τα κάνω η κατου- κατουριέμαι στο κρεβάτι· от нечего - μη έχοντας τι να κάνω. II -СЯ 1 γίνομαι, καθίσταμαι· - злым γίνομαι κακός (ή αγριεύω)· погода -ется хуже и хуже о κηιρός όλο και ·χειροτερεύετ· -ется темно σκοτεινιάζει· - скупым γίνομαι τσιγγούνης· он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται). 2 συμβαίνω· ЧТО у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας; ЧТО С НИМ -ется? τι του συμ- συμβαίνει; как это -ется? πως συμβαίνει (γίνε- (γίνεται) αυτό; С НИМ иногда -ЮТСЯ ббморки συμ- συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά· там -ЮТСЯ странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγ- πράγματα· ему -ется дурно от ётого питья αυτός γίνεται χάλια απ' αυτό το πιοτό. II αναφύο- αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω· у него -вТСЯ на- нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί. 3 σχηματίζομαι, δημιουργούμαι· на СТвнё -ЮТСЯ трещины о τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζε- (ραγίζεται, σκάζει). 4 κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. II συμπεριφέρομαι* -Йтесь С НИМ, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε. II εκφρ. что ему (тебе, мне к.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει·ί ^делегат, -а α., -ка, -и θ. αντιπρόσωπος, απεσταλμένος· -ы съезда αντιπρόσωποι συνε- συνεδρίου. делегатский επ. του αντιπροσώπου· -ое со- совещание σύσκεψη των αντιπροσώπων. делегациОННЫй επ. αντιπρόσωπειακός, της αντιπροσωπε ίας. "делегация, -и θ. αντιπροσωπεία, αποστολή, επιτροπή- торговая - εμπορική αντιπροσωπεία. *Делегировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ε- εκλέγω αντιπρόσωπο. II -СЯ εκλέγομαι αντιπρό- αντιπρόσωπος. делёж, -лежа α. μοιρασιά, μοίρασμα. делёжка, -и θ. βλ. делёж. деление, -я ουδ. 1 διανομή, διαμοιρασμός, μοίραομα, διαμερισμός. 2 διαίρεση, χωρισμός· - общества на классы о χωρισμός της κοινω- κοινωνίας αε τάζεΐί,· - клетки (βιολ.) η διαίρεση του κυττάρου 5'(ιιαθ.) διαίρεση· - дробей η διαίρεση κλο.σ.ιάτων. 4 η γραμμή στη βαθμολο- βαθμολογική κλίμακα (!»ποδιαίρεση) · ртуть в термо- термометре поднялась на одно - о υδράργυρος στο θερμόμετρο ανέβηκε κατά μια γραμμή. делец, -льца α. επιχειρηματίας, επιχειρη- επιχειρηματικός νους, επιχειρηματικό πνεύμα, μυαλό. *Деликатес, -а α. εκλεκτό, περιζήτητο φα- φαγητό. деликатесный επ. εκλεκτός στη γεύση, ευ- γεστότατος. ДОЛИКаТНИЧать р.δ. φέρνομαι με λεπτότητα, με αβρότητα, με τρυφερότητα· ДОВОЛЬНО - φτά- φτάνουν οι τρυφερότητες. деликатность, -и θ. λεπτότητα, τρυφερότη- τρυφερότητα, αβρότητα, φιλοφροσύνη. 'деликатный επ., βρ: -тек, -тна, -тно λε- λεπτεπίλεπτος, αβρότατος, ντελικάτος. II λε- λεπτός· - вопрос λεπτό ζήτημα. делимое, -ого ουδ. (μαθ.) ο διαιρετέος. делимость, -и θ. η διαιρετότητα, το διαι- ρετόν. Делитель, -Я α. (μαθ.) Ο διαιρέτης. делительный επ. της διαίρεσης. II διαιρε- διαιρετικός. делить, делю, делишь ρ.δ.μ. 1 μοιράζω,χω- μοιράζω,χωρίζω σε μέρη· - имущество μοιράζω την περι- περιουσία· - поровну μοιράζω εξ ίσου· - пополам μοιράζω στη μέση. 2 διανέμω, διαμοιράζω. II μτφ. συμμετέχω, συμπονώ* она -ла с ними го- горе И радость αυτή μοιράζονταν μ' αυτές τις πίκρες και τις χαρές. 3 (μαθ.) διαιρώ. II εκφρ. - нечего δεν ε'χομε να μοιράσομε (για να μα- λώνομε)· - шкуру неубитого медведя τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.III -СЯ1 δι- διαιρούμαι* διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομού- διχοτομούμαι* διακλαδίζομαι. II υποδιαιρούμαι· искус- искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχο- σχολές. II χωρίζω, ζω χώρια* ОН С ОТЦОМ -лея αυ- αυτός χώρισε απο τον πατέρα του. 2 αλληλομοι- ράζομαι* он делился с другом последней ко- копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι. 3 ανταλλάσσω· - опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς· - знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις· - впечат- впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας. 4 (μαθ.) δι- διαιρούμαι. делишки, -шек πλθ. (ενκ. делйшко, -аουδ.) δοί/λίτσες· как -? |πως πάνε οι δουλίτσες; тёмные - σκοτεινές υποθέσεις, παλιοδουλιές. дело, -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ. 1 δουλειά, ασχολία, υπόθεση* - кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)· хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις· домашние -а οι δου- δουλειές του σπιτιού* какие у вас с ним -а си' σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις α' αυτόν государственные -а κρατικές υποθΛας* сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρη<·) ■'за -! στη δουλειά! επί το έργον! страннее -Ινε- ρίεργο πράγμα! быть занятым -ОМ είμαι 'απα- 'απασχολημένος, έχω δουλειά* приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)· ни ДО кого -а нет δε μ' ενδιαφέρει για τί- τίποτε* я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση* мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ' ενδιαφέρει'по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέ- (υποθέσεις)· текущие -а καθημερινές υποθέσεις· ми-
дел 241 дел нистёрство внутренних дел υπουργείο των εσω- εσωτερικών (υποθέσεων)· курение - привычки το . κάπνισμα είναι συνήθεια· моё -! δική μου δσυ λειά! какое мне ДО этого -а? τι δουλειά έχω εγώ ц' αυτό; без -а не ВХОДИТЬ χωρίς να έ- έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγο- απαγορεύεται η είσοδος· я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση· у меня к нему ПО -у έ- έχω κάποια υπόθεση σ' αυτόν. 2 πράξη· доброе - καλή πράξη. 3 τέχνη· военное - στρατιωτι- στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά· столярное - η ξυλουρ- ξυλουργική· горное - μεταλλευτική (τέχνη) ή ο(- ρυκτολογΐα* газетное ~ η εφημεριδογραφία* Β совершенстве знать своё - στην εντέλεια πρέ- πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου. II έργο, υπο- υποχρέωση, καθήκον. 4 επιχείρηση, οίκος· ОН за- закрыл своё - αυτός έκλεισε την επιχείρηση του* он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας· 5 υπόθεση διοικητική, δικαστική· δίκη, δια- διαδικασία· - Дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους· уго- уголовное - ποινική υπόθεση. 6 φάκελλος (τα έγ- έγγραφα μιας υπόθεσης)· личное - ατομικός φά- φάκελλος. 7 μάχη- - ПОД Бородиным η μάχη στο .Μποροντινό· он участвовал в -ах против не- неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού. 8 συμβάν, γεγονός· ото - случи- случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πο- πολύ καιρό. II πράγμα, υπόθεση· Ото совсем дру- другое (ή иное) - αυτό είναι τελείως διαφορετι- διαφορετικό πράγμα· - идёт К осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο· В чём -? τι συμβαίνει; в том, что... η υπόθεση είναι ότι... глав- главное - В ТОМ, что...το βασικό πράγμα είναι ό- ότι... не В ТОМ - δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)· - прошлое παλιά υπόθεση· ВОТ ка- какое - να τι υπόθεση· всё - сводится к сле- следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής. 9 κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δου- λιές· -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται· положение дел κατάσταση πραγμάτων· как Обстоит -С ва- вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας; Ю αρμοδιότητα, δικαιοδοσία· Зто - МИЛИЦИИ αυ- αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας· не наше говорить об ётом δε μας πέφτει λόγος να 4ν-< λοϋμε εμείς γι αυτό. 11 έργο· это-всей его ЖИЗНЬ αυτό είναι έργο όλης του της ζωής, II εκφρ. первым -ОМ πριν απ1 όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά· за - δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμω- τιμωρία ή βράβευση)· к -у! ή ближе к -у! στην ουσία! στο θέμα! между -ОМ ανάμεσα στις άλ- άλλες δουλιές· на -е στην πράξη· на сомом -е στην πραγματικότητα· не у Дел απολυμένος α- πο την υπηρεσία· - в шляпе (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά' - С КОНЦОМ ή -у конец τέλειωσε η υπόθεση, τέ- τέλος στην υπόθεση· - доходит (дошло) до... η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... - идёт, - ка- сается πρόκειται, γίνεται λόγος·- за...η υ- υπόθεση εξαρτιέται απο... - стало за η δου- δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας· - не станет за... η καθυστέρηση δεν προέρχεται απο то(у)...,за малым -омста- -омстало η καθυστέρηση προήρθε απο ένα μικροπράγ- μα· - делать δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά· иметь - С ... σχετίζομαι με ... пустить В - βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη· ИДТИ (пойти) В - χρησιμοποιώ, με- μεταχειρίζομαι· В -е бЫТЬ χρησιμοποιούμαι, ερ- εργάζομαι· μπαίνω σε κίνηση· в самом -е στην πραγματικότητα· В чём -? τι συμβαίνει; τι τρέχει; моё - маленькое ποιος με ρωτάει ε- εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ρα- μαζάνι, δε με ενδιαφέρει* δεν είμαι υπο- υποχρεωμένος· - сторона κάθομαι στην άκρη, εί- είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι· ТО И - συνέχεια', ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά· ΤΟ ли - τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δε μπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)· вот какие -а! να τι δουλειές! - его рук εί- είναι έργο του· - случая γεγονός τυχαίο, τυ- τυχαία σύμπτωση· - не терять мужества προ πα- παντός να μη αποθαρρυνόμαστε· -а давно минув- минувших дней αυτό είναι παλιά ιστορία· это осо- особое - αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση* наделал он мне дел μου δημιούργησε αυτός ι- ιστορίες· это последнее - αυτό είναι, το χει- χειρότερο απ' όλα· по личному -у για ατομική υπόθεση· что ему за - до меня? τι τον ενδι- ενδιαφέρει για μένα; - идёт на лад η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)· бОГОВДНое - θεάρεστο έργο· порядок -а ημερήσια διάταξη· по своим ~ам για καθαρά δικές του υποθέσεις· завёды- вать -ами διαχειρίζομαι τις υποθέσεις· вера без дел - мертва (παρμ.) η πίστη χωρίς έρ- έργα είναι νεκρή· поймать кого на -е πιάνω κά- κάποιον επ' αυτοφόρω· приступить прямо К -у μπαίνω κατ' ευθεία στην ουσία (στο ψητό)· - милосердия πράξη ευσπλαχνίας· у меня мно- много -а έχω πολλές φροντίδες· нужны -а, а не слова χρειάζονται έργα κι όχι λόγια· ему ни ДО чего, ни ДО кого нет -а αυτός είναι α- αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν' ανακα- ανακατευτεί στην υπόθεση· не беритесь не за своё дело μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν говорить - μιλώ δίκαια, λογικά· слыханное ли это ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα· виданное ли ЭТО - είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα· это проигранное - αυτό είναι χαμένη υπόθεοη· ОН наказан, и за - αυτός τιμωοήθηκε και με το
дел 242 дет παραπάνω· в ТОМ ТО И - ακριβώς γι αυτό εί- είναι., περί αυτού ακριβώς πρόκειται. деловик, -а α. άνθρωπος δραστήριος. деловитость, -И θ. δραστηριότητα, επιχει- επιχειρηματικότητα, εμπειρία πραγμάτων. деловитый επ., 0ρ: -вйт, -а, -о δραστήρι- δραστήριος, ρέκτης, έμπειρος, εντριβής στις υποθέ- υποθέσεις, εμπειροπράγμονας. II πολυάσχολος, πο- λυμέριμνος. деловой επ.1 της υπόθεσης,των υπηρεσιακών υποθέσεων, της υπηρεσιακής δουλειάς, υπηρε- υπηρεσιακός· -Ое ПИСЬМО υπηρεσιακό ε'γγραφο· -ые связи υπηρεσιακές ή εμπορικές σχέσεις· -06 разговор συνομιλία υπηρεσιακών υποθέσεων* - день υπηρεσιακή μέρα* -ое время ώρα, χρόνος δουλειάς· -ая поездка ταξίδι υπηρεσιακού χα- χαρακτήρα. II πραχτικός· -όβ Обсуждение πραχτι- κή συζήτηση* -ое руководство πραχτική καθο- καθοδήγηση. 2 έμπειρος, γνώστης. II πολυάσχολος, πολυμέριμνος. II εμπορικός· -ые круги εμπο- εμπορικοί κύκλοι. 3 Χρήσιμος· εύχρηστος. делопроизводитель, -Я α. διεκπεραιωτής υ- υποθέσεων, εγγράφων. делопроизводственный επ. διεκπεραιωτικός, υης διεκπεραίωσης. делопроизводство, -а ουδ. διεκπεραίωση, οι λογαριασμοί, τα κατάστιχα. дельность, -И θ. πραχτικότητα, θετικότη- θετικότητα, αποτελεσματικότητα. ДОЛЬНЫЙ επ. 1 πραχτικός, έμπειρος, γνώ- γνώστης. 2 πραγματικός, ουσιαστικός, πραχτικά ωφέλιμος. 3 χρήσιμος* εύχρηστος. *дельта, -Ы θ. 1 δέλτα, το γράμμα του ελ- ελληνικού αλφάβητου. 2 το δέλτα ποταμού. II εκφρ. —лучи (φυσ.) ακτίνες-δέλτα* —железо σίδερο-δέλτα. дельтовый επ. του δέλτα· -ые отложения οι προσχώσεις του δέλτα. *дельфин, -а α. δελφίνι. ДСЛЬфЙНЫИЙ, -ЬЯ, -ье επ. δελφινικός· - жир δελφινικό λίπος. дельфиновый επ. δελφινίΛος· δελφινοειδής. дельце, -а α. δουλίτσί, υκοθεσούλα. деляга, -И θ. 1 συμφ*ροντολόγος, φιλάρπα- γας. 2 (παλ.) άνθρωποί.. φίλεργος, φιλόπονος. деляна, -ы θ. (απλ. л. διαλκ} βλ. делянка. делянка, -И θ. κομμχτι, μέρος γης, δάσους γιά χρήση· опытная - πειραματικός αγρός. деляческий επ. ωφελιμιστικός, συμφεροντο- συμφεροντολογικός, χρησιμοθηρικός· - ПОДХОД К Делу ω- ωφελιμιστικός τρόπος ενέργειας προς την υ- υπόθεση. делячество, -а ουδ. συμφεροντολογία, ατο- ατομική ωψελι.μοπρατία, χρησιμοθηρία* μερκαντι- μερκαντιλισμός . демагог, -а α. δημαγωγός, δημοκόπος. Демагогический επ. δημαγωγικός, δημοκοπι- κός. ДвМаГОГЙЧНОСТЬ, -И θ. δημαγωγικότητα. демагогичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. демагогический. *демагогия, -и θ. δημαγωγία, δημοκοπία. Демаркационный επ. οροθετικός, διαχωριστι- διαχωριστικός. II εκφρ. -ая ЛИНИЯ οροθετική γραμμή. *ДемаркаЦИЯ, -И θ. οροθεσία, διαγραφή (χά- (χάραξη) ορίων. *демарш, -а α. (διπλμ.) διάβημα. ♦демаскировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. α- αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, ξεμασκάρω. II -СЯ απο- αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι. демаскировка, -И θ. αποκάλυψη, ξεσκέπασμα, ξεμασκάρεμα. *ДемиКОТОН, -а α. ύφασμα μισοβαμβακερό. ДемикотОНОВЫЙ επ. μισοβαμβακερός. Демилитаризация, -И θ. αποστρατικοποίηση. *демилитаризовать, -зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. демилитаризованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. αποστρατικοποιώ. *ДемиСв80ННЫЙ επ. φθινοπωριάτικος, ανοιξιά- ανοιξιάτικος, ντεμί-σαιζόν. *Демиург, -а α. (γραπ. λόγος) δημιουργός. Демобилизационный επ. αποστρατευτικός, της αποστράτευσης. II μτφ. εξασθενητικός. *демобилизация, -И θ. αποστράτευση. Демобилизованный επ. απ,ο μτχ. αποστρατευ- αποστρατευμένος. демобилизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. демобилизованный, βρ: -ван, -а, -о р..δ.κ.σ.μ. αποστρατεύω. II -СЯ αποστρα- αποστρατεύομαι. *демография, -И θ. δημογραφία. Демократ, -а α., -ка, -И θ. Ιδημοκράτης, δη- μονράτισσα. демократизация, -И θ. εκδημοκρατισμός. демократизировать, -рую, -руешь ρ.δ.χ,σ.μ. εκδημοκρατίζω. II -СЯ εκδημοκρατίζομαι. ДемокраТИ8М, -а α. δημοκρατισμός. демократический επ. δημοκρατικός* - цен- централизм δημοκρατικός συγκεντρωτισμός* -ая республика" δημοκρατία (δημοκρατικό πολίτευ- πολίτευμα)· - строй δημοκρατικό καθεστώς· -ое за- законодательство δημοκρατική νομοθεσία· -ие преобразования δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις· -Ие права δημοκρατικά δικαιώματα. II (παλ.) λαϊκός- -ое чувство го λαΐχό αίσθημα. Демократичность, -И θ. δημοκρατικότητα. демократичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно δη- δημοκρατικός. II (παλ.) λαϊκός. •демократия, -и θ. δημοκρατία· буржуазная - αστική δημοκρατία· народная - λαϊκή δημο- δημοκρατία* внутрипартийная - εσωκομματική δη- μοκρατ ία.
Д6М 243 ден *демон, -а α. δαίμονας, δαιμόνιο. демонизм, -а α. δαιμονισμός. демонический επ. δαιμονικός, του δαίμονα. II μτφ. δαιμόνιος, δαιμονιώδης. демонологический επ. δαιμονολογικός. *демОНОЛОГИЯ, -И θ. δαιμονολογία. демонский επ. (παλ.) βλ. демонический. демонстрант, -а α., -ка, -и θ. διαδηλωτής, διαδηλώτρια. демонстративно επίρ. επιδεικτικά, προκλη- προκλητικά. демонстративный επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1 επιδεικτικός, προκλητικός* - отказ επιδεικ- επιδεικτική άρνηση. 2 παραστατικός· - метод препо- преподавания παραστατική (εποπτική) μέθοδος δι- διδασκαλίας. 3 (στρατ.) επιδεικτικός, της ε- επίδειξης· παραπλανητικός. демонстратор, -а α. εκείνος που επιδεικνύ- επιδεικνύει, ο επιδεκνύων. демонстрационный επ. της προβολής, για προβολή· - зал αίθουσα προβολής κιν. φιλμ. * демонстрация, -и θ. 1 διαδήλωση· - проте- протеста διαδήλωση διαμαρτυρίας· первомайская - η πρωτομαγιάτικη διαδήλωση. 2 επίδειξη, προ- προσέλκυση της προσοχής σε κάτι. 3 δείξη, δεί- ξιμο· προβολή· - физических опытов επίδειξη πειραμάτων φυσικής· - кинофильмов προβολή κινηματογραφικών ταινιών, ή· εμφάνιση, μαρ- μαρτυρία· - единства и сплочённости διαδήλωση ενότητας και συσπείρωσης. 5 επίδειξη στρα- στρατιωτική. демонстрирование, -Я ουδ. επίδειξη. демонстрировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. 1 διαδηλώνω, κάνω διαδήλωση. 2 επιδείχνω, δεί- δείχνω δημόσια· προβάλλω· - новую кинокартину προβάλλω καινούρια κινηματογραφική ταινία. II εμφανίζω, δείχνω. II -СЯ 1 , επιδείχνομαι, δείχνομαι* προβάλλομαι. 2 εμφανίζομαι. "демонтаж, -а α. (τεχ.) λύση (αντώνυμο της αρμολόγησης). "демонтировать, -рую, -руешь ρ.δ. к.σ.μ. (τεχ.) λύνω, αποσυνδέω, αποσυνθέτω, διαλύω αρμολογημένο μηχανισμό. II -СЯ λύνομαι, απο- αποσυνδέομαι, αποσυνθέτομαι σε μέρη. *деморализация, -И θ. 1 διαφθορά, εξαχρεί- εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση. 2 πτώση ηθικού. Деморализованный επ. απο μτχ. με πεσμένο (σμπαραλιασμένο) το ηθικό. деморализовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. деморализованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. ρίχνω, σμπαραλιάζω το ηθικό. *ДёМ0С, -а α. (γραπ. λόγος) δήμος, λαός. *ДёмпиНГ, -а α. (οικον.) ντάμπιγκ. Демпинговый επ. του ντάμπιγκ. *дёмфер,-а α. (τεχ.) απορροφητής κρούσης. денарий βλ. динарий. ренатурализация, -и θ. (νομ.) στέρηση α- αφαίρεση, απώλεια ιθαγένειας. денатурализовать, -зую, -зуешь р.δ.κ.σ.μ. (νομ.) αφαιρώ, στερώ την ιθαγένεια.II -<Я χά- χάνω, στερούμαι την ιθαγένεια. денатурат, -а α. οινόπνευμα καύσιμο, "денатурация, -И θ. μετουσίωση, νόθευση* - спирта νόθευση οινοπνεύματος (σαν ακατάλλη- ακατάλληλο για πιοτό). денатурирование, -я ουδ. βλ. денатурация. денатурировать, -рую, -руешь р.δ. κ.σ.μ. μετουσιώνω, νοθεύω (καθιστώντας ακατάλληλο για πόση). II -СЯ μετουσιώνομαι, νοθεύομαι. денационализация, -и θ. βαθμιαία απώλεια εθνικών ιδιοτήτων (πολιτισμού, γλώσσας κλπ). II επιστροφή εθνικοποιημένης περιουσίας «πους πρώην κατόχους. денационализировать, -рую, -руешь р.δ.к. σ.μ. επιστρέφω την εθνικοποιημένη περιουσία στους πρώην κατόχους. денацификация, -И θ. αποναζικοποίηση, α- ποφασιστικοποίηση. денацифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. αποναζικοποιώ, αποφασιστικοποιώ. *дёнди α. άκλ. (παλ.) δανδής, κομψευόμενος. *дендрарий, -я α. δασΰλιο, άλσος. *дендрИТ, -а α. δεντρίτης (λίθος) . Дендрологический επ. δεντρολογικός. "дендрология, -И θ. δεντρολόγια. денежка, -и θ. 1 μισό καπικάκι. 2 παραδά- κι, νομισματάκι. Денежки, -жек πλθ. χρηματάκια, παραδάκια, λεφτουδάκια. Денежный επ. 1 χρηματικός* νομισματικός*- Ящик χρηματοκιβώτιο* -ая помощь χρηματική βοήθεια* -ая реформа νομισματική μεταρρύθ- μεταρρύθμιση* ~ое обращение νομισματική κυκλοφορία· - знак χαρτονόμισμα* - перевод χρηματικό έμ- έμβασμα (επιταγή)· - штраф χρηματικό πρόστιμο· - ДОХОД χρηματικό έσοδο* -ая премия χρημα- χρηματική επιβράβευση· -ые ресурсы χρηματικοί πό- πόροι· -ые средства το ρευστό χρήμα* - мешок το βαλάντιο, το πουγγί* -ые затруднения χρη- ματι κ·'|, ( οικονομική) δυσχέρεια. 2 παραδαύχος, παρα\ής. де*ЙК, -нька α. υποκορ. μερούλα.. дённйк, -а α. (διαλκ.) σταύλος. денница, -Ы θ. (παλ.) αυγή. II αυγερινός. денно επίρ·. - и ношно μέρα-νύχτα, ακατά- ακατάπαυστα. денной επ. (παλ.) βλ. дневной. *ДеНОМИНаЦИЯ, -И θ. υποτίμηση της ονομάστε κής αξίας του χαρτονομίσματος. *денонсация, -и θ. καταγγελία, καταμήνυση. денонсирование, -я ουδ. βλ. денонсация. "денонсировать, -рую, -руешь р.δ. κ. σ.μ.
ден 244 дел (διπλμ.) καταγγέλλω, καταμηνύω. II -СЯ κα- καταγγέλλομαι. *дентин, -а α. η οδοντίνη. денщик, ~й α. ιπποκόμος, ορντινάντσα. денщицкий επ. του ιπποκόμου. денщйчий -ья, -ье επ. βλ, деншйцкий. День, ДНЯ α. 1 μέρα, ημέρα· солнечный - η- ηλιόλουστη μέρα· буднишний - εργάσιμη μέρα, η καθημερινή· рабочий - εργάσιμη μέρα· празд- праздничный - γιορτινή μέρα· наступит - θά έρθει η μέρα· следующий - η επόμενη μέρα, η επαύ- ριο· санитарный - μέρα καθαριότητας των ε- δωδιμοπωλείων. 2 εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο* он пять дней болел αυτός ήταν άρρωστος πέντε μέρες. 3 ημερομηνία. II γιορτή· - печати μέ- οα τον τύπου· - радио μέρα του ραδίου* - ар- артиллерии μέρα του πυροβολικού* - победы μέ- μέρα της νίκης· - ВОвННО-МОРСКОГО флота μέρα του πολεμικού ναυτικού* - рождения τα γενέ- γενέθλια· международный женский - διεθνής μέρα της γυναίκας. * καιρός, χρόνος, εποχή, χρο- χρονική περίοδος· в ДНИ молодости στα νεανικά χρόνια· в наши дни στον καιρό μας, στις μέ- μέρες μας. II ζωή· конец дней το τέλος των η- ημερών закат дней τό βασίλεμα της ζωής. II εκφρ. считанные ДНИ μετρημένες είναι οι μέ- μέρες, πλησιάζει το τέλος· чёрный - δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες* повес- повестка ή порядок ДНЯ ημερήσια διάταξη· трётье- го дня προχτές· дни (чьи) сочтены οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος· - Β - ακριβώς στην καθορισμένη μέρα* - за - μο- μονότονα, στερεότυπα· изо ДНЯ В - καθημερινά· - Ото ДНЯ απο μέρα σε μέρα (βαθμιαία)· СО дня на день α) απο μέρα σε μέρα. β) μια απο τις προσεχείς μέρες· на дню (παλ.) στη δι- διάρκεια της μέρας, τη μέρα* на днях αυτές τις μέρες* не по дням, а по часам растёт με τις ώρες μεγαλώνει* скоромный - αρτήσιμη μέ- μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)· ПОСТНЫЙ - νηστήσιμη μέρα* несколько Дней ΤΟ- )лу назад πριν μερικές μέρες· в назначенный г την καθορισμένη μέρα· каждый - κάθε μέρα, κα- καθημερινά· с каждым днём μέρα με τη μέρα, к<ч- θε μέρα και (βαθμιαία)· в ОДИН прекрасны!-* - ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα* за Два ДНЯ ДО δυό μέρες πριν, τήν προπαραμονή· на дру- другой - τήν άλλη μέρα, την επαύριο· - спустя μια μέρα μετά, Οστερ' απο μια μέρα* завтра- завтрашний - η αυριανή μέρα, η αύριο* В течение сегоднящего ДНЯ στη διάοκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα· ДО сего ДНЯ ή ДО сегоднящего дня μέχρι σήμερα· - на - не при- приходится η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει. Деньга, -И, -и θ. 1 παλιά μονέδα αξίας μυ- σού καπικιού. 2 -а αθρσ. (απλ.) παράς, λε- λεφτά, χρήμα. деньги, денег, деньгам, деньгами, о день- деньгах πλθ. χρήματα, λεφτά, παράς· медные χάλκινα νομίσματα* бумажные - χαρτονομίσμα- χαρτονομίσματα* наличные - τα μετρητά (χρήματα)· мелкие Деньги τα φιλά, τα λιανώματα* большие - πολ- πολλά λεφτά, πολύ χρήμα· быть при -ах έχω χρή- χρήματα, βρίσκομαι με χρήματα· не при -ах δέν έχω χρήματα, πάσχω οικονομικά, δυσπραγώ. II εκφρ. на медные - με μεγάλες οικονομικές δυ- δυσκολίες· играть на - παίζω με χρήματα* иг- играть не на - δεν παίζω με χρήματα (χωρίς εν- ενδιαφέρον)· - даваемые на чай, водку το χαρ- χαρτζιλίκι· у него денег куры не клюйт (παρμ.) αυτός κολυμπά (πλέει) στο χρήμα. деньжата, -жат πλθ. (απλ.) παράδες, λε- φτά, άσπρα, φως. Деньжишки, -шек πλθ. (απλ.) παραδάκια, λε- φτοδάκια, χρηματάκια. II παλιοπαραδάκια, πα- λιολεφτοδάκια, παλιοχρηματάκια. ДеВЬЖОНКИ, -НОК πλθ. (απλ.) χρηματάκια, παραδάκια, λεφτοδάκια. ДеНЬСКОЙ επ: день— όλη τη μέρα, ολημερίς. *ДвПартамвНТ, -а α. 1 (προεπν.) τμήμα υ- υπουργείου, κρατικού ή δικαστικού ιδρύματος. 2 (στις ΗΠΑ και Ελβετία) υπουργείο· Госу- Государственный - υπουργείο των εξωτερικών. 5 διαμέρισμα διοικητικό. ДвпартамеНСКИЙ επ. του τμήματος. II του υ- υπουργείου* - чиновник α'νώτερος υπάλληλος του υπουργείου. II του (διοικητικού) διαμε- διαμερίσματος. *ДвПёша, -И θ. 1 επιστολή επίσημη, άγγελμα. 2 τηλεγράφημα. депо ουδ. άκλ. 1 πάρκο, σταθμός, χώρος για στάθμευση ή και επισκευή οχημάτων. 2 (παλ.) αποθήκη. II εκφρ. пожарное - ο πυροσβεστικός σταθμός. деповский επ. του πάρκου κλπ. συσ. βλ.депо. *Депозит, -а α. (οικον.) παρακαταθήκη. Депо8ЙТНЫЙ επ. της παρακατάθεσης* -ая кви- квитанция απόδειξη παρακαταθήκης· -ая касса ταμείο παρακαταθηκών. депозитор, -а α. (οικον.) 'καταθέτης. депонент, -а α. (οικον.) βλ. депозитор. депонирование, -я ουδ. παρακατάθεση. "■депонировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. πα- ρακαταθέτω. II (νομ.) δίνω για φύλαξη. депрессивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно κα- καταπιεστικός ι βασανιστικός. "Депрессия, -И θ. καταπίεση ψυχική, κατά- κατάθλιψη, μελαγχολία. II (οικον.) μαρασμός, πα- παρακμή . "депутат, -а α., -ка, -ив. 1 βουλευτής,Ι -ίνα, αντιπρόσωπος* - Верховного Совета СССР αντιπρόσωπος του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ.
деп 245 дер - греческого парламента βουλευτής της ελλη- ελληνικής Βουλής· палата -ов Κοινοβούλιο, Βουλή. 2 απεσταλμένος, αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος. депутатский επ. βουλευτικός* -ая неприко- неприкосновенность βουλευτική ασυλία. *ДвпутаЦЕЯ, -И θ. αντιπροσωπεία, επιτροπή, πληρεξούσιοι.· принять -го δέχομαι αντιπρο- αντιπροσωπεία. дёр, -у α: задать ή дать -у (απλ.) το δί- δίνω στα πόδια, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, το σκάζω. Дёра, -Ы θ. (απλ.) μαστίγωμα, καμτσίκισμα. задать ή дать -у (απλ.) μαστιγώνω, καμτσι- κίζω. *дератизация, -И θ. εξόντωση ποντικιών, πο- ντιкоκαταστροφή. *дёрбИ ουδ. άκλ. ιπποδρομία με τρίχρονα καί τετράχρονα άλογα, ντέρμπυ. *дервиш, -а α. δερβίσης, ντερβίσης. Дёрг επιφ. με σημ. κατηγ. τραβάει. дёргание, -Я ουδ. 1 τράβηγμα. 2 σύσπαση μυών. 3 ξερίζωμα, εκρίζωση. дёргать р.δ. 1 τραβώ κουνώντας· рн -ал|его за рукав αυτός τον τράβηξε απο το μανίκι. 2 πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. II τ ρε μουλιάζω, τρέ- τρέμω· его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος. II κινώ απότομα μέλος του σώματος· - бровью α- ανεβοκατεβάζω τα φρύδια. 3 μτφ. ενοχλώ, εμπο- εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα. 4 ξεριζώ- ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας·- зуб βγάζω το δόντι· - лён βγάζω το λινάρι. 5 αμ· ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή. II εκφρ. НОСОМ εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.II -СЯ 1 κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. 2 ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι.ΙΙ κι- κινούμαι απότομα· у него -лась бровь του κου- νιούνταν το φρύδι. дергач1, -а α. βλ. коростель. Дергач* -а α. καρφοεζαγωγέας. Деревенеть р.δ. σκληραίνω, ξυλιάζω. II μτφ. μουδιάζω· от мороза у меня ноги -ли απο το κρύο μου ξύλιασαν τα πόδια. деревенский επ. χωριάτικος, αγροτικός--ая жизнь χωριάτικη ζωή· - житель χωρικός, χω- ριάτης. Деревенщина, -Ы θ. α. κ. θ. (απλ.)περιφρ. χωριάτης, -ισσα (άξεστος, απολίτιστος). деревенька, -и θ. χωριουδάκι. Деревина, -Ы θ. (διαλκ.) κορμός δέντρου. Деревня, -И, γεν. πλθ. -вёнь, δοτ. -ВНЯМ, θ. 1 χωριό. 2 η ύπαιθρος. дерево, -а, πλθ. деревья, -ьев к. (παλ.) дерева, -рёв ουδ. 1 δέντρο· хвойные -ья κω- κωνοφόρα δέντρα· фруктовое - οπωροφόρο δέντρο. II κορμός δέντρου (χωρίς κλαδιά). 2 ξυλεία, ξύλο· красное - το ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, μαόνι· чёрное - έβενος, αμπαζόνι. II εκφρ. родословное - γενεαλογικό δέντρο· за -ЬЯМК ή из-за -ьев леса не видеть βλέπω το δέντρο και δε βλέπω το δάσος (επιοημαίνω μικροποάγ- ματα και δε βλέπω το βασικό, το γενικό). ДереВООбДёлочНИК, -а α. ξυλουργός. деревообделочный επ. ξυλουργικός· - завод ξυλουργείο· -ые работы ξυλουργικές εργασίες. деревообрабатывающий επ. απο μτχ. ξυλουρ- ξυλουργικός, της επεξεργασίας ξύλου· -ая промыш- промышленность ξυλοβιομηχανία. Деревообработка, -И θ. ξυλουργία, επε- επεξεργασία ξύλου. деревушка, -И θ. χωριουδάκι. деревце, -а к. деревцо, -а, πλθ. -вца, γεν. -вёц, δοτ. -вцам ουδ. δεντράκι. деревянистый επ., βρ: -ист, -а, -о. 1 δε- ντροειδής· ξυλώδης. 2 μτφ. σκληρός, άζουμος , στεγνός· -ое Яблоко σκληρό (ξυλώδες) μήλο. деревянный επ. 1 ξύλινος· - ДОМ ξυλόσπιτο· -ая ложка ξύλινο κουτάλι. II μτφ. ανέκφρα- ανέκφραστος, άτονος, άψυχος· -ое лицо χαύνο πρό- πρόσωπο. II αναίσθητος, ευήθης, μωρός. II αφύσι- αφύσικος, ασυνήθιστος. II εκφρ. -ое масло πυρηνέ- πυρηνέλαιο. деревяшка, -И θ. 1 κούτσουρο, ξύλο. II άν- άνθρωπος αναίσθητος, απαθής, χαύνος. 2 ξύλινο πόδι, ξυλοπόδαρο· он ходит на -е αυτός βα- βαδίζει σε ξυλοπόδαρο. держава,-ы θ. 1 κράτος, δύναμη· морская - ναυτική δύναμη· Великие -ы οι. μεγάλες δυνά- δυνάμεις. 2 (παλ.) ανώτατη εξουσία, κυριαρχία. 3 (παλ.) έμβλημα μοναρχικής εξουσίας, державный επ, (υψ. ΰφος, παλ.) 1 κυριαρχι- κυριαρχικός, δεσποτικός. II κρατικός. 2 μεγαλοπρεπής, ισχυρός, δυνατός. держак, -а α. (διαλκ.) λαβή, χειρολαβή. • держалка, -И θ. (απλ.) λαβή, χειρολαβή. Держаний, επ. μεταχειρισμένος, χρησιμοποι- χρησιμοποιημένος, φορεμένος, παλιός· -ые вещи μετα- μεταχειρισμένα πράγματα. держатель, -я α. 1 κάτοχος· - ценных бу- бумаг κάτοχος αξιών (χρηματόγραφων). 2 κρατη- τήρας, πιάστρα. держать, держу, дёр.^ль, -ιαθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -.чан, -а, -о ρ.δ.μ. 1 κρα- κρατώ, βαστώ· - ЗОНТИК κρατώ την ομπρέλα. Η ε- εμποδίζω· КТО меня -Г.Т? ποιος; με κρατάει; II μτφ. δεν αφήνω να μ.)υ ξεφύγει· -ите вора! πιάστε τον κλέφτη! - з повиновении κρατώ σε υποταγή· - собаку В цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα. II μτφ. διατηρώ, διαφυλάσ- διαφυλάσσω. 2 υποβαστάζω· балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες. II συγκρατώ, παρεμποδίζω. II κατέχω. 3 βάζω (θέ- (θέτω) υπο κράτηση· - В плену κρατώ σε αιχμα- αιχμαλωσία· - ПОД Стражей κρατώ υπο φρούρηση. 4
дер 246! дер κρατώ σε* - город в осадном положении кра- τώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας- — в не- вёдении κρατώ σε άγνοια. II (παλ.) συμπερι- φέρνομαι. 5 αφήνω· - Окна ОТКрыТИМИ αφή- αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά* - глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα. 6 φυλάσσω, δια- διαφυλάσσω· έχω· - деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο. 7 έχω, διατηρώ, διατρέφω· - домашную ПТЙцу κρατώ οικόσιτα πουλερικά. II κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ* - гостиницу κρατώ ξενοδοχείο, θ κατευθύνο- κατευθύνομαι· -и вправо! τράβα όλο δεξιά! II εκφρ. ~й кармам (шире) απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περί- περίμενε... - курс ή путь παίρνω κατεύθυνση προς· - себя φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι* (своё) слово κρατώ το λόγο (μου)· - Сторону чью ή руку παίρνω το μέρος κάποιου· - В уме ή в голове, в мыслях κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)· - себя В ру- руках συγκρατιέμαι· - КОГО В руках συγκρατώ κάποιον - при себе κρατώ μέσα μου (δεν εκ- εκδηλώνω)· НОГИ не -ат δεν κρατιέμαι στα πό- πόδια (απο κούραση ή αδυναμία)· - ПОСТ κρατώ σαρακοστή, νηστεία· - экзамены δίνω εξετά- εξετάσεις- никто вас не -ИТ κανένας δεν σας κρα- κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός· - речь βγά- βγάζω λόγο, αγορεύω· - ответ απαντώ, δίνω απά- απάντηση· - В тайне ή В секрете κρατώ μυστικό· - Обещание κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση. II -СЯ 1 κρατιέμαι, βαστιέμαι· я -усь за вас, ЧТО- оы не упасть κρατιέμαι απο σας, για να μη πέσω. 2 υποβαστάζομαι, στηρίζομαι· МОСТ-ИТСЯ на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους. II μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι. 3 στέκομαι· ОН С трудом -ЛСЯ на НОГах με δυ- δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια. II φέρομαι, συ- συμπεριφέρομαι· он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά. И διατηρούμαι, σώζο- σώζομαι· эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό* Ветхий дом! _ещё -ится!то παλιόοτίΐτο ακόμα κρατιέται. 5 (στρατ.) αντι- οτέκοι.αι· крепость долго -лась το φρούριο σε πολύ καιρό. 6 έχω κατεύθυνση·1 стороны κατευθύνομαι δεξιά. 7 ακολου- θι»', παραδέχομαι, είμαι υπέρ· - строгих пра- ВЛ.'. «ϊμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)· - либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθε- Γες ιδέες. II εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω- - преж- прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα· - на- намеченной цели δεν παρεκκλίνω απο τον καθο- καθορισμένο σκοπό. 8 φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι. 9 διατηρούμαι. 10 συγκρατιέμαι· она ДОЛГО -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα. II εκφρ. ТОЛЬКО -Йсь! μόνο κρατήσου! (για δύ- δύσκολη κατάσταση)· - вместе ενεργώ απο κοι- κοινού· - особняком απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κα- κατά μόνας, μόνος. дерзание, -Я ουδ. 1 ενατένιση, προσήλωση. 2 τόλμη, τόλμημα, παράτολμη πράξη. дерзать р.δ. 1 (υψ. ύφος) ατενίζω, ενατε- ενατενίζω, στρέφω, προσηλώνω (το νου, την προσο- προσοχή). 2 τολμώ, αποτολμώ, βαστώ, μου βαστάει, κοτώ· враги не -ли приблизиться к крепости οι εχθροί δεν τολμούσαν να πλησιάσουν στο φρούριο. дерзки! επ., βρ: ~зок, -зка, -зко. 1 αυ- αυθάδης, θρασύς, ιταμός, αναιδής· ανάγωγος· ~ - мальчишка ανάγωγο παιδί, παλιόπαιδο·- ΟΤ- вёт αυθάδίΗη απάντηση· -ая выходка αυθάδεια, θρασύτητα. 2 τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίν- ριψοκίνδυνος, απόκοτος. Дерзко επίρ. αυθαδώς, αναιδώς κλπ. επ. дерзновение, -я ουδ. (παλ.) βλ. дерзание. дерзновенность, -и θ. (.υψ. ΰφος) βλ. дер- дерзание B σημ.). дерзновенный επ., βρ: -вёнен.-вённа, -вён- ΗΟ (παλ.)ΐβλ. Дерзкий A, 2 σημ.). дерзнуть р.σ. βλ. дерзать. дерзостный επ., βρ: ~тен, -тна, -тно (παλ.) βλ. дерзкий. дерзость, -И θ. 1 αυθάδεια, θρασύτητα, α- αναίδεια, ιταμότητα, προπέτεια. II ιταμή πρά- πράξη, άσχημες εκφράσεις, λόγια. 2 τολμηρότη- τολμηρότητα, το παράτολμον, αποκοτ,ιά. ♦дериват, -а α. παράγωγο· нитробензол - бензола το νιτροβενζόλιο είναι παράγωγο της βενζόλης. деривационный επ. παροχετευτικός, διοχε- τευτικός. *деривация, -И θ. 1 απόκλιση, παρέκκλιση (οβίδας, σφαίρας). 2 παροχέτευση, διοχέτευ- διοχέτευση* νερού. *дерматин, -а α. τεχνητό δέρμα, δερματοει- δές ύφασμα. дерматиновый επ. απο τεχνητό δέρμα. "'дерматит, -а α. δερματίτιδα (νόσος). *дерматоз, -а α. δερματοπάθεια, δερμάτωση. дерматОЛОГ, -а α. δερματολόγε '(γιατρός). дерматологический επ. δέρμαίολογικός. *дермаТ0ЛОГИЯ, -и θ. δερματολογία. д8рн, -а α. γρασίδι, γρασιδότοπος. II τε- τεμάχια από γρασίδι (χλόη με >ώμα). дернеть, -ёет р.δ. χλοίζω, χορταριάζω, κα- καλύπτομαι απο χλόη. дерница, -Ы θ. 1 βλ. Дёрн. 2 μέρος, τεμά- τεμάχιο γρασιδιού. дернистый επ., βρ: -нист, -а, -о χλοερός* -ая почва χλοερό έδαφος. дерновать, -нуга, -нуешь р.δ.μ. καλύπτω με Χλόη. Дерновка, -И θ. κάλυψη με χλόη.
дер 247 Две дврнОВНЙ επ. χλοερός. II καλυμμένος με χλόη. дврвоСННМ, -а ос. προϋνίο(ν). ДврнуТЬ р.σ. 1 βλ. Дёргать. II (απλ.) περ- περνώ, κινώ απότομα. 2 κινούμαι, ξεκινώ απότο- απότομα. 3 (απλ.) πίνω, τραβώ, τσούζω· -ем ещё ας τοούξομε ακόμα λίγο. ♦ (απλ.)· αναχωρώ με μεταφορικό μέσο. 5 (απλ..) καταπιάνομαι με ζήλο, στα ζεστά. || εκφρ. чёрт ή нелёг- нелёгкая дёрнул (-ла) о διάβολος μ' έσπρωξε, με παρακίνησε· чёрт -ул за язык; ~ло за язык кого о διάβολος μ' έβαλε και είπα τέτοια λέ- λέξη, ιι -оя βλ. дёргаться. *Дбррих, -а α. γερανός περιστρεφόμενος, βα- βαρούλκο, ντέρρικ. Дврть, -И θ. κτηνάλευρο· овсяная - κτηνά- λευρο απο βρώμη. Дврвга, -и θ. χοντρόπανο. II στρωματσόπανα дерпжвна, -ы θ. (απλ.) βλ. дерюга. дерюжка, -и θ. βλ. дерюга. ДврюЖНЫЙ επ, χοντροπάνινος· - мешок χο- τροπάνινο τσουβάλι. дерябнуть р.σ. (απλ.) τραβώ, αποσπώ, αρ- αρπάζω απότομα. II (για οινοπν. ποτά) πίνω, κα- κατεβάζω μονοκοπανιά. * десант, -а α. (στρατ.) απόβαση· воздушный - απόβαση απο τον αέρα· морской ~ απόβαση α- απο τη θάλασσα· высадить - κάνω απόβαση· про- произвести воздушный - ρίχνω αλεξιπτωτιστές. деСаНТНЕК, ~а α. μαχητής αποβατικού αγή- αγήματος . десантный επ. αποβατικός· -ая операция α- αποβατική επιχείρηση· ~ые войска ,αποβατικά στρατεύματα. *ДвСврт, -а α. τραγήματα, επιδόρπια, επι- δειπνα. десертный επ. επιδόρπιος. дескать (μόριο) όπως λένε· ты, -, сам ви- виноват εσύ, όπως λένε, μόνος σου φταις. десна, -ы, πλθ. дёсны, -сен, -снам θ. το ούλο, το γούλι. десница, -Ы θ, (παλ.) το δεξί χέρι και γε- γενικά χέρι. *дёспОТ, -а α. δεσπότης, ανώταος κυβερνή- κυβερνήτης, ανώτατος άρχων. II δυνάσττ,ς, τύραννος. ДвСПОТИЗМ, -а α. δεσποτισμός, αυταρχισμός. деспотический επ. δεσποτικός, απολυταρχι- απολυταρχικός, τυραννικός. II αυταρχικός·- характер αυ- αυταρχικός χαρακτήρας. деспотичность, -и θ. βλ. деспотизм. деспотичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. деспотический B σημ.). "деспотия, -и θ. δεσποτεία. ДвОТЬ, -И, γεν. πλθ. -ей θ. δεσμίδα E0 φύλλων χαρτιού). десятерик, -а α. δεκάρι (παλ.ρωσ. μέτρο βά- βάρους , όγκου κλπ.). Десятериковый επ.. δεκάρικος· -ая гиря το δεκάρικο βαρύδι (σταθμό). Десятеричный επ. δεκαπλάσιος. II εκφρ. „и" -Οβ το „ί" πριν την ορθογρ. μεταρρύθμιση του 1917. II (παλ.) ο αριθμός 10. десятерной αριθμ. δεκαπλάσιος. десятеро, ~ых αριθμ. δεκάδα. Десятиборье, -Я ουδ. το δέκαθλο. десятигранник, -а α. (γεωμτ.) σώμα δεκά- εδρο. Десятигранный επ. δεκάεδρος. ДеСЯТИДНёвка, -И θ. δεκαήμερο. Десятидневный επ. δεκαήμερος* δέκα μερών - отпуск δεκαήμερη άδεια· - запас εφόδια δέ- δέκα μερών. ДеСЯТИКИЛОМетрОВКа, -И θ. χάρτης με κλιμα- κα: Шоо- Десятиклассник, -а α., -ца, -Ы θ. μαθητής, -τρία της 10Γ·« τάξης του σοβιετικού σχολείου. ДеСЯТИКОПёечНЫЙ επ. δέκα καπικιών-ая ΜΟ- нёта κέρμα δέκα καπικιών -ая марка ε'νσημο δέκα καπι.κιών. Десятикратный αριθμ. δεκαπλάσιος· в -ом размере στο δεκαπλάσιο. Десятилетие, -Я ουδ. 1 δεκαετία. 2 δεκα- δεκαετηρίδα. Десятилетка, -и θ. δεκατάξι,ο σχολείο στην ΕΣΓΔ, Десятилетний επ. δεκαετής, δεκάχρονος. десятина, -Ы θ. (παλ.) 1 ρωσική μονάδα ε- επιφάνειας ίση προς 1,09 του εκταρίου. 2 η δεκάτη (φόρος εκκλησιαστικός την εποχή του φεουδαρχιαμού). Десятирублёвка, -Ив. το δεκαρούβλιο, χαρ- χαρτονόμισμα δέκα ρουβλιών. Десятирублёвый επ. αξίας δέκα ρουβλιών. Десятиугольник, -а α. (γεωμτ.) δεκάγωνο. десятичный επ. δεκαδικός· -ая система мер И весов δεκαδικό σύστημα μέτρων και βαρών. Десятка, -И θ. 1 ο αριθμός 10 (δέκα). II το δεκάρι· пиковая - το δέκα μπαστούνι. II το νούμερο 10 (για τραμ, λεωφορείο κλπ.).2 βλ. десятирублёвка. 3 δεκάκωπη βάρκα. десятник, -а α. εργοδηγός ομάδας οικοδόμων. десяток, -тка α. 1 δεκάδα (ομοειδών αντι- αντικειμένων)· - ЯЙЦ δεκάδα αυγών. II δεκαετία· ему пошёл шестой - αυτός πέρασε τα πενήντα. 2 πλθ. -И οι δεκάδες, ο πριν τις μονάδες α- αριθμός. II εκφρ. он не робкого -тка δεν εί- είναι απ' εκείνους που φοβούνται, είναι τολμηρός. десятСКИЙ, -ОГО α. χωροφύλακας εκλεγμέ- εκλεγμένος απο τους χωρικούς στην προεπαν. Ρωσία. десятый αρθμ. ταχτ. δέκατος· - километр δέκατο χιλιόμετρο· -ое (ή -ого) декабря τις δέκα του Δεκέμβρη (ημερομηνία). II εκφρ. из питого в -ое ή с питого на -ое ασυναρτησίες,
дес 248 дет άρες μάρες (κουκουνάρες)· ОТО дело -ое (απλ,) αυτό δεν είναι τίποτε, είναι ασήμαντο. Десять, -Й, οργ. -ЬЙ(αριθμ. απόλυτο) δέκα A0)· - человек δέκα άνθρωποι. Десятью επίρ. δέκα φορές· - десять - СТО 5έκα επί δέκα = εκατό. Детализация, -и θ. λεπτολόγίες, λεπτομέ- λεπτομέρειες, μερικότητες. "детализировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ε- •πεξεργάζομαι, καθορίζω λεπτομερώς, λεπτολογώ. II -СЯ καθορίζομαι λεπτομερώς. детализова'ть(ся) ρ.δ.κ.σ. детализировать- детализироваться). *Деталь, -И θ. 1 λεπτομέρεια. 2 εξάρτημα μηχανής. II στοιχεία (γνώσεις) μηχανών. Детальность, -и θ. λεπτομέρεια. Детальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно λε- λεπτομερής, λεπτομερειακός, λεπτολόγος, λεπτο- λογικός, αναλυτικός. детва, -Ы θ. (αθρσ.) νύμφη, ο γόνος των μελισσών οι νέες μέλισσες. Детвора, -Ы θ. (αθρσ.) παιδολόγι, παιδο- βόλι, παιδομάνι, παιδοθέμι. Детдом, -а α. παιδική αναμορφωτική σχολή. Детдомовский επ. της παιδικής αναμορφωτι- αναμορφωτικής σχολής. ^Детектив, -а α. αστυνομικός ιδιωτικός, ντεντέκτιβ. II αστυνομικό λογοτεχνικό έργο. Детективный επ. αστυνομικός· - роман α- αστυνομικό μυθιστόρημα. "Детектор, -а α. (ράδιο) φωρατής. Детекторный επ. φωράτριος, φωρατρικός, με φωρατή· - приёмник δέκτης με φωρατή. Детёныш, -а α. μικρό, νεογνό, νεογέννητο. ^Детерминизм, -а α. αιτιοκρατία, ντετερμι- ντετερμινισμός . детерминист, -а α., -ка, -и θ. αιτιοκρά- της, -ισσα, ντετερμινιστής, -τρία. Детерминистический επ» αιτιοκρατικός, ντε- τερμινιατικός. детерминистский επ. βλ.детерминистический. дети, -ей, детям, детьми, о детях πλθ. (ενκ. дитя βλ. ДИТЯ). 1 παιδιά ανήλικα кни- книга ДЛЯ -ей παιδικό βιβλίο. II (για ζ >., πτη- πτηνά) νεογνά, νεογέννητα· νεοσσοί. II αφελής, άπειρος. 2 τέκνα. II η νέα γενιά. Детина, -Ы α. (απλ.) παίδαρος, παλικάρι. детинец, -нца α. (παλ.) κεντρικό φρούριο της πόλης. Детинушка, -И α. (διαλκ.) παιδαράχι, παλι- καράκι. детишки, -шек, -шкам πλθ. παιδάκια. детище, -а, γεν. πλθ. детищ ουδ. 1 (παλ.) παιδί, τέκνο. 2 μτφ. γέννημα, έργο, δημιούρ- δημιούργημα· любимое - έργο εξαιρετικής αγάπης, ι- ιδιαίτερης προτίμησης. II εκφρ. мертворолщён- ное - θνησιγενές παιδί (σχέδιο που είναι, α- πο την πρώτη στιγμή, καταδικασμένο σε απο- αποτυχία). дётка, -И θ. (κλήση) μικρό μου, μωρό μου. дётки, -ток, -ткам πλθ. παιδάκια, παιδα- ράκια, παιδαρούλια. дётннй επ. έντεκνος. ДвТОЛОбИВЫЙ επ. που αγαπά τα παιδιά. детолюбие, -Я ουδ. αγάπη προς τα παιδιά. детонатор, -а α. 1 πυροκροτής. 2 εκρηκτή- ρας, καψούλι. "детонация, -и θ. εκπυρσοκρότηση, έκρηξη, εκτόνωση. детонирование, -Я ουδ. (μουσ.) παραφωνία. детонировать1, -рую, -руешь р.δ.κάνω έκρη- έκρηξη, εκπυρσοκροτώ, σκάζω. ♦детонировать8, -рую, -руешь р.δ. (μουσ-)πα- ραφωνώ. детородный επ. (παλ.) τεκνογονικός. деторождение, -Я ουδ. τεκνογονία, παιδο- ποιία, τεκνοποιία, τεκνοποίηση. детоубийство, -а α. ουδ. παιδοκτονία. детоубийца, -Ы α. κ. θ. παιδοκτόνος. деточка, -И θ. παιδάκι, μωρό, μικρό. детплощадка, -И θ. παιδική πλατεία. *ДвтрЙТ, -а α. δαμαλίδα, αντιευλογινιός ορός. детсад, -а α. παιδικός σταθμός, νηπιαγω- νηπιαγωγείο. детская, -ОЙ θ. δωμάτιο παιδικό. детский επ. 1 παιδικός· -ие болезни παι- παιδικές αρρώστειες· -ие Игры παιδικά παιγνί- παιγνίδια· -ая литература παιδική λογοτεχνία· -ие шалости παιδικές αταξίες· -ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια· -ая смертность παι- παιδική θνησιμότητα· -ая ПСИХОЛОГИЯ η ψυχολο- ψυχολογία του παιδιού. 2 παιδιακίστικος, παιδία- παιδίατρος, παιδιάστικος, παιδαριώδης· μωρός· -ие рассуждения παιδιάστικοι συλλογισμοί· - πό- черк παιδικός χαρακτήρας γραφής. II εκφρ. - городок παιδούπολη· - ДОМ παιδικό οικοτρο- οικοτροφείο· -ие ЯСЛИ βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο· - сад βλ. детсад· время -ое ακόμα είναι νω- νωρίς· νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου· -ое место (ανατ.).ο πλακούς, το ύστε- ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης. детскость, -И θ. παιδικότητα, детство, -а ουδ. η παιδική ηλικία, τα παι- παιδικά χρόνια* απο την παιδική ηλικία, απο πο- πολύ μικρός. II εκφρ. впасть в детство γεροξε- Ηουτιάζω, ξαναμωραίνομαι. Детушки, -шек, -шкам πλθ. (απλ.) παιδάκια. деть, дену, денешь; προστκ. день (χρησι- (χρησιμοποιείται με τα επιρ. „куда", „некуда"). 1 βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)· куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό; он не знает куда - свой деньги αυτός
249 джа 5εν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του. 2 ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω σε θέση. II διαθέτω. II смфр. - некуда δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)· итого никуда не -нешь αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ'αυτό δε ξεγελάς κα- κανένα· не знать куда глаза - δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (απο ντροπή)· не знать куда - Себя δεν ξέρω·τι να κάνω, που να τα βολέψω. II -СЯ 1 εξαφανίζομαι, χάνομαι* κρύ- κρύβομαι· куда -лея карандаш? τι ε'γινε (που πή- πήγε) το μολύβι; куда он Делся? τι έγινε αυ- αυτός; που είναι τος; куда он 'теперь -ется? που θα πάει (ή θα κρυφτεί) τώρα; 2 βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω. *Дв-факто επίρ. (γραπ. λόγος) έμπρακτα, ντε φάκτο. *Дефект, -а α. ελάττωμα, μειονέκτημα, Βλά- ψιμο, ατέλεια κατασκευής. II ελάττωμα φυσι- φυσικό ή ψυχικό. ДефекТЙВНОСТЬ, -И θ. ελαττωματικότητα, α- ατέλεια. дефективный επ., βρ: -вен, -вна, -вно ε- ελαττωματικός, ατελής· - ребёнок ελαττωματι- ελαττωματικό παιδάκι. II (γραμμ.) ελλειπτικός (για ρή- ρήμα, ουσιαστικό, επίθετο). Дефектность, -И θ. ελαττωματικότητα, ατέ- ατέλεια κατασκευής. дефектный επ. βλ. дефективный· -ая ведо- ведомость κατάσταση (κατάλογος) ατελειών. *Дефензива, -ы θ. 1 (στρατ., παλ.) άμυνα. 2 (παλ.) αστυνομική ασφάλεια στην Πολωνία. *двфилё ουδ. άκλ. (στρατ.) στενό, κλεισούρα. Дефилирование, -Я ουδ. παρέλαση. ♦дефилировать, -руга, -руешь ρ.δ. παρελαύνω. ♦дефиниция, -И θ. (γραπ. λόγος) ορισμός, κα- καθορισμός ακριβής. *ДефЙС, -а α. το ενωτικό (-) , σημείο στίξης. "дефицит, -а α. 1 έλλειμμα· увеличение бюд- бюджетного -а αύξηση του ελλείμματος του προϋ- προϋπολογισμού. 2 έλλειψη, ανεπάρκεια· - 3 ΤΟ- пливе έλλειψη καυσίμων. ДефИЦЙТНОСТЬ, -И θ. έλλειψη, ανεπάρκεια. Дефицитный επ.,βρ: -тен, -тна, -тно. 1 α- ανεπικερδής, μη αποδοτικός, μη προσοδοφόρος· -ое предприятие ανεπικερδής επιχείρηση. 2 ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός. '"дефляция, -И θ. 1 αποπληθωρισμός. 2 (ορυκτ.) αποφύσηση. *Деформация, -И θ. παραμόρφωση, διαστροφή. деформирование, -я ουδ. βλ. деформация. деформировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. πα- παραμορφώνω, διαστρέφω, μετασχηματίζω. II -ся παραμορφώνομαι, διαστρέφομαι, μετασχηματισμοί. Децентрализация, -И θ. αποκέντρωση, παρο- παροχή αυτοδιοίκησης. II κατάργηση ή εξασθένηση της συγκεντρωτικής εξουσίας. децентрализйровать(ся) ρ.δ.κ.σ. βλ. де- чентрализовать( ся). децентрализовать, -зую, -зуешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. децентрализованный, βρ: -ван, -а, -О р.6.к.σ.μ. αποκεντρώνω, παρέχω αυτοδιοί- αυτοδιοίκηση. II -СЯ αποκεντρώνομαι,, αποκτώ αυτοδι- αυτοδιοίκηση. *дёцима, -Ы θ. (μουσ.) δεκάδα. ^децимальный επ. δεκαδικός· -ая система классификации δεκαδικό σύστημα ταξινόμησης. дециметр, -а α. υποδεκάμετρο, δεκατόμετρο, παλάμη. Дешеветь, -ёет ρ.δ. φτηναίνω, υποτιμιέμαι. дешевйзна, -ы θ. φτήνια. дешевЙТЬ, -ВЛЮ, -вйшь р.δ. (απλ.) υποτιμώ, κατεβάζω την τιμή. дешёвка, -И θ. 1 φτήνια. 2 πράγμα πάικρτηνο. Дёшево επίρ. 1 φτηνά· Очень - πάμφτηνα. 2 εύκολα, χωρίς δυσκολία· - отделаться τη γλυ- γλυτώνω φτηνά· Ото вам - не пройдёт αυτό δε θα σας περάσει έτσι· - СТОИТ δεν έχει καμιά ση- σημασία· его слова - стоят τα λόγια του δεν έ- έχουν καμιά σημασία (ή βαρύτητα)· - И серДЙ- то εύκολα και καλά. дешёвый επ., βρ: дёшев, дешева, дёшево. 1 φτηνός· - товар φτηνό εμπόρευμα· -ые цены χαμηλές τιμές· - труд φτηνή δουλειά· очень - πάμφτηνος. 2 μτφ. ασήμαντος, αναξιόλογος. Дешифрирование, -Я ουδ. αποκρυπτογράφηση. *деппфрйровать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. α- αποκρυπτογραφώ. II -ся αποκρυπτογραφούμαι. Дешифровка, -И 8. αποκρυπτογράφηση. деэскалация, -и θ. αποκλιμάκωση. *де-ЦЭв επίρ. ντε γιούρε. II τυπικά. ДвЯНИе, -Я ουδ. (υψ. ύφος) έργο, δημιούρ- δημιούργημα, πράξη, δράση, κατόρθωμα· преступные -я εγκληματικές πράξεις· -я апостолов οι. πράξεις των Αποστόλων. деятель, -Я α., -ница, ~ы θ. παράγοντας· государственный - κρατικός παράγοντας· ли- литературный - άνθρωπος των γραμμάτων науч- научный - παράγοντας της επιστήμης. деятельность, -И θ. 1 δραστηριότητα, δρά- δράση· революционная - επαναστατική δράση· об- общественная - κοι^νική δράση. 2 λειτουργία· - сердца λειτουργία της καρδιάς· высшая дар- вная - η ανώτατη λειτουργία των νεύρων. II επίδραση, επενέργεια· разрушительная - воды η καταστροφική ενεργής δύναμη του νερού. деятельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ε- ενεργητικός, δραστήριος· - человек δραστήρι- δραστήριος άνθρωπος· принимать -ое участие παίρνω δραστήριο μέρος. деяться, деется, παρλθ. χρ. деялось συμ- συμβαίνω, γίνομαι. *джаз, -а α. μουσική, χορός, ορχήστρα τζαζ.
джа 250 дна ДХаз-банД, -а α. τζάζ-μπάντ. джазист, -а α. τζαζίστας. джазовый επ. της τζαζ. *ДЖвМ, -а α. πολτός, μπελτές, γλυκό. * джемпер, -а α. μπλούζα πλεχτή, χωρίς για- γιακά και пошлых. *джентльмен, -а α. 1 άνθρωπος αριστοκρατι- αριστοκρατικών τηόπων συμπεριφοράς, τζέντλεμαν. 2 κα- λοδιαπαιδαγωγημένος άντρας, ευγενής, χρηστό- ήθης· κομψός. джентльменский επ. του τζέντλεμαν, ευγενι- νικός· χρηστοήθης· κομψός. ДЖентлЬМвНСТВО, -а ουδ. ευγενικότητα τρό- τρόπων, συμπεριφοράς· κομψότητα· χρηστοήθεια. *джерсё к. джерси ουδ. άκλ. ζέρσεϋ (πλεκτό ύφασμα)· μπλούζα απο ύφασμα ζέρσεϋ. *ДКИГа, -И θ. ζωηρός ιρλανδικός χορός. *ДЖИГИТ, -а α. τζικίτης, ασήκης καβαλάρης, джигитовать, -тую, -туешь ρ.δ·. κάνω ασκή- ασκήσεις (επιδείξεις) πάνω στο άλογο. джигитовка, -и θ. ασκήσεις ι <επιδείξεις) πάνω στο άλογο. *ДЖИН, -а α. τζιν, αγγλικό ποτό. *ДЖИНГОИЗМ, -а α. αγγλικός σωβινισμός. ДЖИННЫ, -об πλθ. (ενκ. джинн, -а α.) τα τζίνια, αγαθά και κακά πνεύματα στους Αρα- Αραβες και Πέρσες. ДЖЙу-ДЖИТСу ουδ. άκλ. ζίου-ζίτσου, ιαπω- ιαπωνική πάλη. *ДЖОкер, -а α. το 532 χαρτί της τράπουλας. ДЖОНКа, -И θ. βάριδα, ιστιοφόρο πλοίο της Κίνας και Ιαπωνίας. жДЖОуль, -Я α. τζάουλ, μονάδα μέτρησης ε- ενέργειας. джугара, -Ы θ. είδος σόργου. *ДЖунХ7Ш, -ей πλθ. ζούγκλα. *ДЖУТ, -а α. κόρχορος, γιούτη (φυτό). ДЖУТОВЫЙ επ. κορχόρινος, γιούτινος. Дзеканье, -Я ουδ. προφορά του φθόγγου „Д" σαν δίψηφο „ДЗ" και του φθόγγου „τ'Όάν,,ΙΙ": дзень αντί день, день αντί тень. ДЭИНЬ επιφ. (ονοματοποιητικό) σβήν. дзинькать, -ает ρ.δ. σβηνίζω, κάνω σβην. дзйньквуть, -нет р.σ. βλ. дзинькать. . ДЗОТ, -а α. σκέπαστρο πολυβολείου, г диабаз, -а α. ο διάβασης, πέτρωμα κατάλ- κατάλληλο για οκυρόστρωση και πλακόστρωση. ..Диабазовый εη. του διάβαση* απο διάβαση. *диабёт, -а α. διαβήτης (νόσος)· сахарный - ζαχαροδιαβήτης. диабетик, -а α. διαβητικός, που πάσχει α- απο διαβήτη. *диагно3, -а α. διάγνωση, диагност, -а α. γιατρός που κάνει διαγνώ- διαγνώσεις . "диагностика, -и θ. διαγνωστική, κλάδος της ιατρικής. II διάγνωση. диагностировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. μ. ίιίατρ.) κάνω διάγνωση, διαγι(γ)νώσκω. диагностический επ. διαγνωστικός· -ие ме- методы διαγνωστικές μέθοδες. диагоналевый επ. λοξός, διαγώνιος (για ύ- ύφασμα) . "диагональ, -Ив, 1 διαγώνια γραμμή. 2 (για ύφασμα) λοξότητα, ψαροκόκκαλο. II смфр.ПО-И διαγώνια, λοξά. диагональный επ. διαγώνιος. *диаграмма, -ы θ. διάγραμμα. '"диадема, -Ы θ. διάδημα, στέμμα, κορώνα. II στολίδι, του κεφαλιού των γυναικών. диакон βλ. дьякон. "диакритический επ: - знак διακριτικό γνώ- γνώρισμα ή σημάδι. *диалёкт, -а α. διάλεκτος, τοπολαλιά. диалектальный επ. βλ. диалектный. ДЕалбКТИЗМ, -а α. ιδιωματισμός. ДИалёкТИК, -а α. οπαδός της διαλεκτικής μεθόδου ή φιλοσοφίας. II (παλ.) κάτοχος της διαλεκτικής μεθόδου συζήτησης. *ДиалвКТИка, -И θ. 1 (φιλοσ.) διαλεκτική, материалистическая - υλιστική διαλεκτική. 2 εξέλιξη, πορεία κίνησης, ανάπτυξης· - со- событий η εξέλιξη των γεγονότων. 3 (παλ.) μέ- μέθοδος συζήτησης ενός θέματος με ερωταποκρί- σεις. диалектический1 επ. διαλεκτικός· - матери- материализм διαλεκτικός υλισμός. диалектический^, (παλ.) βλ. диалектный. диалектичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. диалектический1. диалектный επ. διαλεκτικός, της διαλεκτού. диалектолог, -а α. διαλεκτολόγος, ειδικός σε ζητήματα διαλεκτολογίας. диалектологический επ. διαλεκτολογικός. диалектология, -и θ. διαλεκτολογία. *ДИаЛОГ, -а α. διάλογος, συνομιλία· λογο- λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό έργο με μορφή διαλόγου* -и Платона οι διάλογοι του Πλάτονα. диалогический επ. διαλογ κός· поэма в -ой форме ποίημα με μορφή διαλόγου· -ая речь ο- ομιλία με μορφή διαλόγου. Диамагнитный επ. (φυσ.) ,&ιαμαγνητικός. *ДИамаНТ, -а α. 1 ( παλ.), -&ιαμάντι. 2 είδος μικρών τυπογραφικών στοιχείων. диамат, -а α. διαλεκτικός υλισμός. диаматчик, -а α. ειδικός στο διαλεκτικό υ- υλισμό. "диаметр, -а α. διάμετρος. диаметрально επίρ. διαμετρικά. диаметральный επ. διαμετρικός. "диапазон, -а α. 1 (μουσ.) η διαπασών. 2 μτφ. όγκος, μέγεθος, έκταση· - знаний πολύ-
джа 251 дик γνωσύα, ευρυμάθεια, πολυμάθεια. *диаП08ИТНВ, -а α, (φωτογρ.) το διαθετικό, η θετική εικόνα. диапозитивный επ. διαθετικός· -ая пласти- пластинка διαθετική πλάκα. *диатёз, -а α. (ιατρ.) διάθεση, προδιάθε- προδιάθεση του οργανισμού για μερικές ασθένειες. *ДИатермНЯ, -И θ. διαθερμία, ηλεκτροθερα- ηλεκτροθεραπεία. *диатонический επ. (μουσ.) διατονικός* -ая гамма διατονική κλίμακα. *диатрйба, -Ы θ. διατριβή, αυστηρή κριτική'. *ДИафОН, -а α. ραδιοφάρος. * Диафрагма, -Ы θ. (ανατ. κ. οπτ.) διάφραγμα. диафрагмировать, -руго, -руешь р.δ. (οπτ.) βάζω διάφραγμα. ДИВ, -а α. δαίμονας, διάβολος (στη μυθο- μυθολογία των ανατολικών λαών). *ДИВа, -Ы θ. (παλ.) θεσπέσια, έξοχη καλλι- καλλιτέχνιδα, τραγουδίστρια. *ДИВаН1, -а α. ντιβάνι, ανάκλιντρο. *ДИВОН? -а α. διβάνιο, αίθουσα συνεδριάσε- συνεδριάσεων της τουρκικής σουλτανικής κυβέρνησης· η τουρκική κυβέρνηση, η Υψηλή Πύλη. II ονομα- ονομασία ποιητικής συλλογής των ανατολικών χωρών. диванный επ. του ντιβάνιου* ~ая подушка το προσκέφαλο του ντιβανιοΰ. II ουσ. θ.(παλ.) δωμάτιο ανάπαυσης σε ντιβάνια. *ДИВврГвНЦИЯ, -И θ. διχασμός, διακλάδωση. II μτφ. διχογνωμία, διαφωνία, διχόνοια. диверсант, -а α. σαμποταριστής, σαμποτέρ. Диверсионный επ. σαμποταριστικός* - акт σαμποταριστική πράξη. "диверсия, -И θ. 1 (στρατ.) αντιπερισπασμός. 2 σαμποταριστική πράξη, σαμποτάρισμα. *ДИверТИСмёнт, -а α. ψυχαγωγία, ψυχαγώγημα, ντιβερτιμέντο. ДИВерТИСМеНТНЫЙ επ. ψυχαγωγικός· - номер ψυχαγωγικό νούμερο. ♦дивиденд, -а α. κέρδος μετόχων, μέρισμα. дивидендный επ. μερισματικός* μετοχικός. *ДЖВИ8НОН, -а α. ουλαμός μοίρα· артил- лерЙЙСКИЙ - ουλαμός πυροβοΛι-κού* - МИНОНОС- цев μοίρα τορπιλοβόλων. ДИВИЗИОННЫЙ επ. του οιλ,χμού· της μοίρας*- - командир διοικητής οιΛ^αού, ουλαμηγός. II μεραρχιακός, της μεραρχ-ας* - штаб το επιτε- επιτελείο της μεραρχίας. "дивизия, -и θ. μεραρχία· пехотная (стрел- (стрелковая) - μεραρχία πεζικού* танковая - με- μεραρχία αρμάτων μάχης. ДИВИТЬ, -влй, -вишь р.δ.μ. εκπλήττω, κά- κάνω, προξενώ έκπληξη, καταπλήττω. II -СЯ εκ- εκπλήττομαι , καταπλήττομαι, θαυμάζω. ДИВНЫЙ επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 εκπλη- εκπληκτικός, καταπληκτικός. 2 θαυμάσιος, έξοχος, υπέροχος, εξαίσιος. ДИВО, -а ουδ. 1 θαύμα, θαυμάσιο, καταπλη- καταπληκτικό πράγμα. 2 ως κατηγ. είναι, εκπληκτικό (παράξενο)· -, что он не пришёл προξενεί έκ- έκπληξη το ότι αυτός δεν ήρθε. II εκφρ. ДЙву Даться εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι, παραξε- παραξενεύομαι, απορώ· на - θαυμάσια, λαμπρά, υπέ- υπέροχα, άριστα· ЧТО за -! (τι) παράξενο πράγ- πράγμα! ЭТО не - αυτό δεν είναι τίποτε το παρά- παράξενο. дивоваться, дивуюсь, дивуешься р.δ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. дивиться. дивчина, ~Ы θ. (απλ. κ. διαλκ.) βλ. дёву- шка. ДИГИТАЛИС, -а а. 1 δακτυλίτιδα (φυτό). 2 (φαρμΟδιγιταλίνη. ДИДактЙЗМ, -а α. (γραπ. λόγος), διδαχή, η- ηθική αγωγή. Дидактик, -а α. ο ειδικός στη διδακτική. *ДИДакТИка, -И θ. διδακτική, κλάδος της παι- παιδαγωγικής, и βλ. дидактизм. Дидактический εκ. 1 διδακτικός, της διδα- διδακτικής* ~ие принципы διδακτικές αρχές. 2 η- ηθοπλαστικός. *Диёз, -а α. (μουσ.) δίεση. *ДИвта, -Ы θ. δίαιτα* молочная - γαλακτο- δίαιτα· строгая - αυστηρή δίαιτα* соблюдать -у κάνω δίαιτα* посадить на - е βάζω σε δί- δίαιτα. Диететика, -И θ. η διαιτητική. ДИетеТИчеСКИЙ επ. διαιτητικός ,1 της διαιτητι- διαιτητικής" -ое ПИТОНИе διαιτητική τροφή. диетический επ. διαιτητικός, της δίαιτας· -ая ПЙща τροφή δίαιτας* -ая столовая εστια- εστιατόριο δίαιτας. *ДиавЛЬ, -Я α. ντίζελ (μηχανή εσωτ. καύσης). дизельный επ: - трактор τραχτέρ-ντίζελ· - поезд τραίνο-ντίζελ. ДИЗентериЙНЫЙ επ. δυσέντερικός, -ιώδης. *ДИзентёрЙЯ, -и θ. δυσεντερία. ДИКарСКИЙ επ. άγριος* -ЭЯ ЖИЗНЬ ζωή αγρί- αγρίου, αγριανθρώπου· - ВИД μορφή αγριάνθρωπου. ДИкарСТВО, -а ουδ. ακοινωνησία, αποφυγή α- πο τα εγκόσμια, άγρια κατάσταση. Дикарь, -Я α., -ка, -И θ. άγριος άνθρωπος, άγρια γυναίκα. II άνθρωπος απολίτιστος, αμόρ- αμόρφωτος. II ακοινώνητος άνθρωπος, αγρίμι, αγρι- άνθρωπος. ДЙКИЙ επ., βρ: дик, дика, -дико. 1 άγριος· -ая коза αγρι,όγιδα* ~ая утка αγριόπαπια· виноград αγριόκλημα· -ая яблоня αγριομηλιά. II άγγιχτος, άθικτος, παρθένος* ακατοίκητος. II ερημικός, κακοτράχαλος· -ие скалы άγρια βράχια. 2 απολίτιστος, αμόρφωτος, αγρο'ικος. II ως ουσ. βλ. дикарь. 3 ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος· - нрав άγριο ήθος. Α·
дик 252 дно φριχτός, φρικώδης, φοβερός· -ая боль φρι- φριχτός πόνος. 5 παράδοξος, παράλογος, άφρο- άφρονας· - восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός·-ая МЫСЛЬ άφρονη σκέψη. 6 ακοινώνητος, απομονω- απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του. 7 (παλ.) γκρίζος, σταχτής, φαιός· - камень γκρίζια πέτρα. II εκφρ. -ое МЯСО (παλ.) ιατρ. παρα- οάρκωμα. ДИКО επίρ. άγρια κλπ. επ. ДИКОбра.8, -а α. είδος ακανθίονα ν τρωκτι- τρωκτικό θηλαστικό). ДИКОВИЫа, -Ы θ. πράγμα περίεργο, εκπληκτι- εκπληκτικό, ασυνήθιστο, παράξενο· что за -! τι πα- παράξενο πράγμα! в -у быть, оказаться κ.τ.τ. είμαι, φαίνομαι παράξενος. диковинка, -и θ. βλ. диковина. диковинный επ., βρ: -нна, -нно (α. δεν έ- έχει) ασυνήθιστος, παράξενος, αλλόκοτος· εκ- εκπληκτικός. дикорастущий επ. αυτοφυής, άγριος. ДИКОСТЬ, -И θ. 1 αγριότητα. 2 ερημιά, ά- άγριο μέρος. 3 βαρβαρότητα, απολιτισιά. II θη- θηριωδία, κτηνωδία. 4· φρίκη. 5 πράγμα εκπλη- εκπληκτικό, παράδοξο· παραλογισμός, εξωφρενικό- τητα. 6 ακοινωνησία, αποφυγή απο τα εγκόσμια. *диктант, -а α. 1 γύμνασμα γραπτό με υπα- υπαγόρευση· πρόχειρο διαγώνισμα. 2 (παλ.) βλ. диктовка A σημ.). *ДИКТат, -а α. πολιτική καθ' υπαγόρευση, *ДИКТатор, -а α. 1 δικτάτορας. 2 έκτακτος άοχων του ρωμαϊκού κράτους με απεριο'ριστη ε- εξουσία. диктаторский επ/ δικτατορικός. диктаторство, -а ουδ. δικτατόρευση. диктаторствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. 1 δικτατορεύω, είμαι δικτάτορας. 2 φέρνομαι σαν δικτάτορας. *диктатура, -ы θ. 1 δικτατορία· военная - στρατιωτική δικτατορία· - пролетариата δι- δικτατορία του προλεταριάτου. 2 το αξίωμα του ρωμαίου δικτάτορα. *диктовать, -г/ю, -уешь ρ.δ.μ. 1 υπαγορεύω (σέ κάποιον ^χ να γράψει). 2 ορίζω, επι- επιβάλλω, υποχρεώνω· - свою волю побеждённому υπαγορεύω -.η,θέληση μου στο νικημένο. II -СЯ 1 υπαγορε:ύομα-. 2 ορίζομαι, επιβάλλομαι. диктовка, -И θ. 1 υπαγόρευση· писать ПОД -у γράφω καθ-' υπαγόρευση. 2 βλ. ДИКТант A σημ.). II εκφρ. ПОД -у ЧЬЮ καθ' υπαγόρευση του..., κατ' επιβολή του... *ДЙктор, -а α. εκφωνητής (κυρίως ραδιοφώ- ραδιοφώνου) . ДЙКТОрСКИЙ επ. εκφωνητικός, του εκφωνητή. *ДИКЦИЯ, -и θ. άρθρωση λέξεων, προφορά,συ- προφορά,συνεκφορά, συνεκφώνηση, *дилемма, -Ы θ. δίλημμα. •дилетант, -а α., -ка, -и θ. ερασιτέχνης, -ιδα, ντελιτάντης. дилетантизм, -а α. ερασιτεχνισμός, ερασι- Τεχνία, ντελιτχντισμός. II επιφάνεια, φαι- φαινομενική όψη, επίφαση. ДИЛвТаНТСКИЙ επ. ερασιτεχνικός, ντιλετίά- ντικος. II επιφανειακός, κατ'επίφαση. дилетантство, -а ουδ. βλ. дилетантизм. *ДИЛИЖанс, -а α. άμαξα πολυθεσία ιππήλατη, οτλογάμαξα· ταχυδρομική άμαξα. *ДЖДОГНЯ, -И θ. διλογία, δυό μυθιστορήμα- μυθιστορήματα ή δραματικά έργα που συνδέονται μεταξύ τους. *!ДИМИНуЙНДО επίρ. (μουσ.) . ντιμινουέντονβαθ- μιαία ελάττωση του ήχου. *ДИМОрфЙЗМ, -а α. διμορφισμός, διμορφία. Диморфный επ. δίμορφος· -Οθ вещество δί- μορφη ουσία. ''дина, -Ы θ. δύνη (μονάδα δύναμης). динамизм, -а α. δυναμισμός. динамик, -а α. μεγάφωνο ηλεκτροδυναμικό. *ДИНамика, -и θ. 1 δυναμική, κλάδος της μη- μηχανικής. 2 δυναμισμός. II μτφ. κίνηση, δρά- δράση, ενέργεια. 3 (μουσ.) ηχηρότητα. *ДИНамЙТ, -а α. δυναμίτιδα, δυναμίτης. динамитный επ. της δυναμίτιδας, του δυνα- δυναμίτη· - Склад αποθήκη δυναμίτιδας. динамический επ. 1 δυναμικός, της δυναμι- δυναμικής. 2 ισχυρός, δυνατός. динамичность, -И θ. δυναμικότητα. динамка, -и θ. βλ. динамо. ДИНамО ουδ. άκλ. δυναμό, δυναμομηχανή. ДИНаМО-МаШИНа, -Ы θ. δυναμομηχανή. ""динамометр, -а α. δυναμόμετρο. динамометрический επ. δυναμομετρικός. динамометрия, -И θ. δυναμομέτρηση. ДИНар, -а α. 1 βλ. ДИНарИЙ. 2 νόμισμα της Γιουγκοσλαβίας, Ιράκ και άλλων κρατών. ДИНарИЙ к. Денарий, -Я α. αργυρό νόμισμα του ρωμαϊκού κράτους. ♦дйнас, -а α. πλίνθος (τούβλο) πυρίμαχος. династический επ. δυναστικός. ♦династия, -и θ. δυναστεία· - Романовых η δυναστεία των Ρωμανόφ. *ДКНГО ουδ. άκλ. αγριόσκυλο της Αυστραλίας. *ДИН08авр, -а α. δεινόσαυρος. *ДИНОТериЙ, -Я α. δεινοθήριο. дин(ь)-дин(ь), динь-дон, динь-бом (όνομα- τοποιητικά) ντίν-ντάν, ντάγκ-τούγκ, τίκ-τάκ. ♦диоптр, -а α. διόπτρα (γεωοαιαιακων οργά- οργάνων ή τουφεκιου). ДИОПТреннНЙ επ. διοπτρικός. ДИОПТриха, -И θ. η διοπτρική, μέρος της φυσικής. *ДИОПТрЙЯ, -И θ. διοπτρία, μονάδα μέτρησης φακών.
дяо 253 ДИС *ДИОраыа, -Ы θ. διόραμα. ДЯПКурьвр, -а α. διπλωματικός ταχυδρόμος. * ДИПЛОКОКК, -а α. (ιατρ.) διπλόκοκκος. *ДИПЛОМ, -а α. δίπλωμα, πτυχίο, πιστοποιη- πιστοποιητικό σπουδών. II δίπλωμα αξιώματος, ^ευρεσι!- τεχνίας.κλπ., προνομιακό έγγραφα дипломант, -а α. -ка, -и θ. βλ.дипломник. *ДИПЛОМат, -а α., -ка, -И θ. διπλωμάτης, -ισσα. II επιτήδειος στις συνεννοήσεις. ДИПЛОМаТИКа, -И θ. η διπλωματική. ДИШЮМаТЙЧвСКИЙ εκ.. 1 διπλωματικός· -Ие ΟΤ- ношвния διπλωματικές σχέσεις· - корпус δι- διπλωματικό σώμα· - курьер βλ. дипкурьер. 2 μτφ. επιδέξιος, επιτήδειος· κρυψίνους· - от- ответ διπλωματική απάντηση. ДИПЛОМаТИЧНОСТЬ, -И θ. διπλωματία, διπλω- διπλωματικό τακτ. дипломатичный επ., βρ: -чен, -чна, -о βλ. дипломатический B σημ.). *дипломатия, -И θ. 1 διπλωματία, διπλωμα- διπλωματικό σώμα. 2 πονηριά, κρυψίνοια. дипломированный επ. πτυχιούχος, διπλωμα- διπλωματούχος. ДИПЛОМНИК, -а α., -ца, -ы θ. τελειόφοιτος ανωτάτων σχολών. ДИПЛОМНЫЙ επ. πτυχιακός· -ая работа πτυ- πτυχιακή εργασία (μελέτη). ^директива, -Ы θ. οδηγία, ντιρεκτίβα. директивный επ. της οδηγίας, της ντιρε- ντιρεκτίβας, κατευθυντήριος· -ые указания οδηγί- οδηγίες, ντιρεκτίβες. *дир^ктор, -а α., πλθ. директора, διευθυ- τής, -τρία. директорат, -а α. 1 διευθυντήριο. 2 βλ. дирекция. ""директория, -И θ. διευθυντήριο, όργανο ε- εξουσίας της γαλλικής επανάστασης. директорский επ. του διευθυντή· - кабинет το γραφείο του διευθυντή. ДИректорСТВО, -а ουδ. η υπηρεσία του δι- διευθυντή, διευθυντηλίκι. директорствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ.εί- ρ.δ.είμαι διευθυντής, ασκώ τα καθήκοντα του διευ- διευθυντή. директорша, -И θ. (απλ.) η σύζυγος сои δι- διευθυντή. * директриса1, -Ы θ. (παλ.) διευθ-ύντρυα γυ- γυναικείου εκπαιδευτικού ιδρύματος. *ДИреКТрЙоа? -Η θ. (γεωμ.) κατευθυντήρια γραμμή. ♦дирекция, -и θ. διεύθυνση· - института η διεύθυνση του ινστιτούτου. ΊΙ το γραφείο του της διεύθυνσης. дирижабельный επ. του πηδαλιοχούμενου αε- αεροστάτου· διευθύνσιμος. * дирижабль, -Я α. πηδαλιοχούμενο αερόστατο. *Дирижёр, -а α. διευθυντής οοχήστοας, αρ- αρχιμουσικός, μαΐστρος. дирижёрский επ. του αρχιμουσικού, του μα- μαέστρου· -ая палочка η μπαγκέτα του μαέστρου. ДИрнжёрСТВО, -а ουδ. η διεύθυνση της ορ- ορχήστρας. дирижирование, -я ουδ. βλ. дирижёрство. *ДИрикироваТЬ, -рую, -руешь ρ.δ. διευθύνω (ορχήστρα, χορωδία). Дисгармонировать, -рует ρ.δ. 1 παραφωνώ. 2 δεν υπάρχει συμφωνία, ομόνοια, υπάρχει δι- διχόνοια. дисгармонический επ. δυσαρμονικός, παράφω- παράφωνος, παράτονος. дисгармоничный επ., βρ: -чен, -чна, -чно δυσαρμονικός, αταίριαστος. *дисгармОНИЯ, -И θ. 1 δυσαρμονία, παραφω- παραφωνία, παρατονία. 2 μτφ. ασυμφωνία, αταιρια- ξιά· διχόνοια. *ДИСК, -а α. 1 δίσκος, πλάκα στρογγυλή. II αθλητικός δίσκος· метание -а δισκοβολία. II δίσκος ήλιου, φεγγαριού. II δισκοειδές εξάρ- εξάρτημα μηχανής,. 2 δίσκος αυτόματου όπλου (όπου χωρούν τα φυσίγγια). *ДЙСКанТ, -а α. οξεία παιδική φωνή. II παι- δί-τραγουδιστής υψίφωνο . Дисквалификация, -и θ. ανικανότητα απόκτη- απόκτησης ειδικότητας. II απώλεια της ειδικότητας. II αποκλεισμός αθλητή απο τους αγώνες. дисквалифицировать, -рую, -руешь ρ.δ.и.α. μ. (γραπ. λόγος) εξαιρώ, αποκλείω, στερώ για ανικανότητα, αναξιότητα. Ν -СЯ εξαιρούμαι, α- αποκλείομαι, στερούμαι του δικαιώματος. *дискобол, -а α. δισκοβόλος. дисковый επ. δισκοειδής. *ДИСКОНТ, -а α. ε'κπτωση· προεξόφληση. дисконтировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. (οικον.) εκπίπτω, προεξοφλώ. II -СЯ εκπίπτω, προεξοφλούμαι. ДИСКОНТНЫЙ επ. προεξοφλήσιμος. ДИСКОС, -а α. (εκκλσ.) ο δίσκος. Дискредитация, -И θ. «νυποληψία, δυσφήμη- δυσφήμηση, υπόσκαψη του κύρους. Дискредитирование, -Я ουδ. δυσφήμηση, υ- υπόσκαψη του κύρους. ^дискредитировать, -руго, -руешь р.б.κ.σ.μ. ρίχνω (υποσκάπτω) το κύρος, δυσφημώ. II -СЯ υποσκάπτομαι (για κύρος), δυσφημούμαι. дискриминационный επ. της διάκρισης· -ая политика πολιτική διάκρισης. *дискриминация, -и θ. διάκριση· расовая - φυλετική διάκριση. дискриминировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. κάνω διάκριση (σε δικαιώματα, φυλές). II -СЯ υφίσταμαι διάκριση. *ДИСкурсЙВНЫЙ επ. συλλογιστικός, δια του
дис 254 дит συλλογισμού, με λογικά συμπεράσματα. ДИСКУССИОННЫЙ επ. συζητικός, της ■ συζήτη1- σης· - клуб λέσχη συζητήσεων,. II συζητήσιμος, "дискуссия, -и θ. συζήτηση· вступить в -ю παίρνω μέρος στη συζήτηση, "дискутировать, -рую, -руешь р.6. μ.и. αμ. συζητώ· - вопрос συζητώ το ζήτημα· - О роли личности в истории συζητώ για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία. дислокационный επ. της διάταξης, της το- τοποθέτησης. *ДИСЛОКация, -И θ. 1 διάταξη στρατιωτική. 2 διάταξη γεωλογική. 3 (ιατρ.) εξάρθρωση. дислоцировать, -рую, -руешь р. δ. и.о. μ. (στρατ.) νιάνω διάταξη, διατάσσω τό στράτευμα. ιΙ -СЯ 1 διατάσσομαι, μπαίνω σε διάταξη. 2 (γεωλ.) αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι, παίρνω άλλη διάταξη. ♦диспансер, -а α. αστυκλινική, πολικλινική για ειδική θεραπεία. диспансеризация, ~и θ. αστυκλινική θερα- θεραπεία. диспансерный επ. της αστυκλινικής. ♦диспепсия, -и θ. δυσπεψία, "дисперсия, -и θ. διασπορά· διαχωρισμός, διαμελισμός. ♦диспетчер, -а α. ρυθμιστής μεταφορικών μέ- 3ων επιχείρησης. диспетчерский επ. 1 ρυθμιστικός, του ρυθ- ρυθμιστή. 2 ουσ. -ая θ. ρυθμιστικό κέντρο. ^ДИСПОЗИЦИЯ, -И θ. 1 διάταξη, παράταξη των οτρατευμάτων ή του στόλου. 2 (παλ.) διαταγή μάχης ή πορείας. диспропорциональность, -1и θ.δυσαναλογία., диспропорциональный επ., βρ: -лен, -льна, -льно δυσανάλογος. диспропорция, -и θ. δυσαναλογία. диспут, -а α. 1 συζήτηση (πάνω σε θέμα ε- επιστημονικό, λογοτεχνικό κλπ.)· λογομαχία· ВЭСТЙ - διεξάγω, κάνω συζήτηση, συζητώ. 2 δημόσια υποστήριξη διατριβής. диспутировать, -рую, -руешь р.δ. συζητώ, λογομαχώ, φιλονικώ, ερίζω. диссертант, -а α., -ка, -и θ. αυτός πού ετοιμάζει διατριβή. диссертационный επ. της διατριβής· -ая те- тема θέμα διατριβής. ""диссертация, -и θ. διατριβή, πραγματεία· докторская - εναίσιμη διατριβή για διδακτο- διδακτορία· кандидатская - εναίσιμη διατοιβή δο- δοκίμου διδάκτορα. ♦диссидент, -а α. (παλ.) ετερόδοξος· σχι- οαατικός. диссидентский επ. ετερόδοξος, σχισματικός. диссимилятивный επ. ανόμοιος. * ДИССИМИЛЯЦИЯ, -И θ. 1 ανομοιότητα. 2 (βιολ·) παύση της εξομοίωσης. *ДИССОНанс, -а α. (μουσ.) 1 παραφωνία, φάλ- φάλτσο. 2 μτφ. ασυμφωνία, αταιριαξίά, διχόνοια. диссонировать, -рую, -руешь р.δ. (μουσ.) παραφωνω, αΐϊάδω, φαλτσάρω. '''ДИССОЦИацвЯ, -И θ. 1 (φυσ.-χημ.) διάλυση στοιχείων σώματος. 2 (ψυχλ.) >το ασύνδετο των ψυχικών προτσές. дистанционный επ; -ая граната εγκαιροφλε- γής χειροβομβίδα· -ая бомба εγκαιροφλεγής βόμβα· -ое управление самолёта η διεύθυνση αεροπλάνου χωρίς πιλότο. II του χώρου του σταθμού. ♦дистанция, -И θ. 1 απόσταση· διάστημα. 2 σταθμός· начальник -И о διοικητής του σταθ- σταθμού, σταθμάρχης (μεταφορικών μέσων). II εκφρ. СОЙТИ С -И παραιτούμαι (βγαίνω) απο το αγώ- αγώνισμα δρόμου. ""дистиллировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -рованный, βρ: -ван, -а, -о р.6. к.σ.μ. διυλίζω, αποστάζω, αποσταλάζω. II -СЯ διυλίζομαι. ДИСТИЛЛЯТ, -а α. απόσταγμα. ДИСТИЛЛЯЦИОННЫЙ επ. διυλιστήριος. ДИСТИЛЛЯЦИЯ, -и θ. διύλυση* απόσταξη. дистрофик, -а α. αυτός που πάσχει απο δυ- δυστροφία. дистрофический επ. της δυστροφίας· -ие из- изменения αλλαγές δυστροφίας. ♦дистрофия, -И θ. δυστροφία. ♦дисциплина1, -ы θ. 1 πειθαρχία· воинская - στρατιωτική πειθαρχία· партийная - κομματι- κομματική πειθαρχία· трудовая - εργατική πειθαρχία· соблюдать -у πειθαρχώ, είμαι πειθαρχικός. 2 αντοχή, εγκράτεια· внутренняя - η εγκράτεια. *дисцишшнаг, -ы θ. κλάδος επιστήμης. дисциплинарный επ. πειθαρχικός· -ое взыс- взыскание πειθαρχική τιμωρία· -ая ответствен- ответственность πειθαρχική ευθύνη· Ι- суд πειθαρχικό δι- δικαστήριο. . ДИСЦИПЛИНироваНВОСТЬ, -И θ. πειθαρχία. дисциплинированный επ. απο μτχ. πειθαρχι- πειθαρχικός, ευπειθής, υπάκουος. дисциплинировать, -рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -рованный, βρ: -ван, -а, -о р.6. к.σ.μ. πειθαρχώ", συνηθίζω κάποιον στην πει- πειθαρχία. II -Г.Я είμαι πειθαρχικός, πειθαρχώ, υπακούω, εντίειθώ. ДИТЯ, γεν. к. δοτ. дидяти, οργν. дитятею, προθτ. о дидяти, ουδ., πλθ. дети (βλ. дети)' στίς πλάγιες πτώσεις του ενκ. σπάνια χρησι- χρησιμοποιείται. 1 (παλ.) παιδάκι, μωρό, μπεμκές. II άπειρος, αφελής, παιδάκι. 2 τέκνο. II εκφρ. - природы φυσιολάτρης, άσχετος με τον πο- πολιτισμό της πόλης. ДИТЯТКО, -а ουδ. (απλ.) χαϊδ. μωρό· - моё
диу 255 дли παιδάκι μου, μωρό μου. ДЖуреТКН, -а α. διουρητικό φάρμακο. *дифирамб, -а α. διθύραμβος. II υπερβολικός έπαινος. II енфр. петь -ы ψάλλω διθυράμβους, εγκωμιάζω υπερβολικά. дифирамбический επ. διθυραμβικός· -ие сти- стихи διθυραμβικοί στίχοι. *дяфракцкя, -и θ. διάθλαση* - света διάθλα- διάθλαση του φωτός. ДВфтерЙЙНЫЙ επ. δίφθερικός. дифтерит, -а α. βλ. дифтерия. ДШфТврЙТНЫЙ επ. δίφθερικός. *дифтерия, -и θ. διφθερίτιδα. *ДИфтОНГ, -а α. η δίφθογγος. ДНфТОНГИ80ЦИЯ, -Ив. δίφθογγοποίηση. дифтонгический επ. δίφθογγος. *диффамация, -и θ. δυσφήμηση. *ДИффвреНЦИёл, -а α. 1 (μαθ .) το διαφορικό. 2 (τεχ.) το διαφορικό, διαφοοικός μηχανισμός ή ντιφερεντσιάλ. дифференциальный επ. 1 διάφορος· -ая рен- рента διαφορική έγγεια πρόσοδος. 2 (μαθ.) δια- διαφορικός* -ое исчисление διαφορικές συλλογι- συλλογισμός* -ая Геометрия διαφορική ή απειροστική γεωμετρία. Дифференциация, -и θ. διάκριση, διαστολή, διαφοροποίηση, διαχωρισμός. дифференцирование, -я ουδ. βλ. дифферен- дифференциация. дифференцировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 διακρίνω, διαχωρίζω, διαφοροποιώ. 2 (μαθ.) βρίσκω το διαφορικό. Диффузионный επ. διαχυτικός. *диффузия, -и θ. (φυσ.) διάχυση. Диффузный επ. ασαφής, αξεκαθάοιστος, διά- διάχυτος, συγκεχυμένος. диффузор, -а α. (τεχ.) 1 χοάνη ηχητική. 2 μεμβράνα ηχητική. Дичать р.δ. αγριεύω, γίνομαι άγριος, πε- περιέρχομαι σε άγρια κατάσταση* вдали от лю- людей кошки -ют μακριά απο τους ανθρώπους οι γάτες γίνονται άγριες. 2 γίνομαι, καθίστα- μαι ακοινώνητοΓ,· з бтой глуши люди скоро -ЮТ σ'αυτό *и απόκεντρο μέρος οι άνθρωποι γοήγορα χάνουν την κοινωνικότητα. II -СЯ α- αγριεύω, αποοεύγω τους ανθρώπους, αποξενώνο- αποξενώνομαι . -'' ■ дичина, -ы θ. βλ. дичь A σημ.). ДИЧКОВЫЙ επ. άγριος, ανεμβόλιαστος. ДИЧОК, -4κέ α. 1 (βοτ.) δέντρο άγριο, α- νεμβόλιαστο* Яблоня— αγριομηλιά. 2 άνθρω- άνθρωπος ακοινώνητος, αποξενωμένος* ντροπαλός. ДИЧЬ, -И θ. 1 (αθρσ.) θηράματα, άγρα, κυ- κυνήγι. II κρέας αγρίων ζώων και πτηνών. 2 (Β -и) ερημιά, ερημότοπος, αγριότοπος. 3 «Ρ~ λούμπες, ψευδολογίες. Диэлектрик, -а α. δυσηλεκτραγωγό σώμα. ДИВЛектричеСКИЙ επ. δυσηλεκτραγωγός. диэта κλπ. παράγωγα βλ. диёта. Длань -И θ..4^;- ύ#ος, παλ.) χέρι, παλά- παλάμη, καρπός. длина, -Ы θ. 1 μήκος, μάκρος* меры -Ы μέ- μέτρα μήκους* - окружности μήκος περιφέρειας* - ПУТИ, реки το μήκος δρόμου, ποταμού* ОН растянулся во всю -у αυτός ξάπλωσε φαρδιά- πλατιά. 2 διάρκεια* - рабочего дня διάρκεια εργατικής μέρας* - рассказа το μάκρος διη- διηγήματος . ДЛИННбТЬ, -ёет р.δ. μακραίνω, επιμηκύνομαι. длиннобородый επ., βρ: -род, -а, -о μα- κρογένης. ДЛИННОВОЛНОВЫЙ επ. (ράδιο) μακρών κυμάτων -ая станция ραδιοσταθμός μακρών κυμάτων. ДЛИННОВОЛОКНИСТЫЙ επ. μακρόινος. ДЛИННОДНевннЙ επ. (για φυτά που απαιτούν) μακράς διαρκείας φως κατά το 24-ωρο. ДЛИННОКРЫЛЫЙ επ. μακρόπτερος. длиннолицый επ., βρ: -лиц, -а, -е μακρο- πρόσωπος. ДЛИННОНОГИЙ επ.', βρ: -ног, -а, -О μα- κρόπόδης, μακροπόδαρος, μακρόπους. длинноносый επ., βρ: -нос, -а, -о μακρο- μύτης. ДЛИННОПОЛЫЙ επ., βρ: -пол, -а, -о (για ένδυμα) μακρύς, ποδήρης. длиннорукий επ., βρ: -рук, -а, -о μακοο- χέρης, μακρόχειρος. ДЛИННОТа, -Ы, πλθ. -НОТЫ θ. 1 (παλ.κ απλ.) το μάκρος, μακρότητα* το μακροσκελές. 2 πλθ. μακρότητες, περίσσιες λεπτομέρειες ίλογοτε- χνικου* έργου. Длинноусый επ., βρ: -ус, -а, -о μουστα- καλής. длинноухий επ., -ух, -а, -о που έχει μα- μακριά αυτιά,, ωτόεις. ДЛИННОХВОСТЫЙ επ., βρ: -ОСТ, -а, -о μα- κρόουρος* -ая сорока μακρόουρη καρακάξα. длинношеий, -ЯЯ, -ее επ. μακρόλαιμος, μ«- κρολαίμης. длиннущий, -ая, -ее επ. (απλ.) πολύ иа- κρύς, μεγάλος* - день μεγάλη μέρα. ДЛИННЫЙ επ., βρ: -нен, -нна, -нно. 1 μα- μακρύς, μακρός, μακριός* επιμήκης* -ЫР волосы μακριά μαλλιά. II ψηλόσωμος, ευμεγέθης. 2 μεγάλης διαρκείας* - день μεγάλη μέρα. II ε- εκτενής, εκτεταμένος, σχοινοτενής* διεξοδι- διεξοδικός* παρατραβηγμένος* - рассказ μακροσκε- μακροσκελές διήγημα* - доклад παρατραβηγμένη εισή- εισήγηση. II εκφρ. - рубль πολλά λεφτά, παράς με ουρά* у него - язык αυτός είναι φλύαρος, α- θυρόγλωσσος, αθυρόστομος. длительность, -и θ. διάρκεια* - рабочего
ДЛИ 256 ДО дня διάρκεια της εργατικής μέρας. длительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно μα- μακράς διαρκείας, μακροχρόνιος, παρατεταμένος, μακρός· -ая переписка μακροχρόνια αλληλογρα- αλληλογραφία· -ое молчание μακρά σιγή. ДЛИТЬ, ДЛЮ, ДЛИШЬ р.δ. μακραίνω, μακρύνω, επιμηκύνω· παρατείνω, παρατραβώ (για χρόνο). II - СЯ μακραίνω, παρατείνομαι, παρατραβώ, δι- διαρκώ. ДЛЯ πρόθ. με γεν. 1 για, δια· - детей για τα παιδιά· - взрослых για τους ενήλικους. II υπέρ, χάριν - бедных για τους φτωχούς, υ- υπέρ των φτωχών я ёто .делаю только для вас αυτό το κάνω μ|όνο για (χάριν) εσάς· каждый ~ себя καθένας για τον εαυτό του. 2 (σκοπό, προορισμό) για, δια· всё - победы ολα για τη νίκη· - нажива για το κέρδος· альбом - ри- рисования τετράδιο ιχνογραφίας· ящик - писем γραμματοκιβώτιο· книга - детей παιδικό βι- βιβλίο. 3 όσον αφορά, ως προς· вредно - де- детей είναι βλαβερό για τα παιδιά· полезно здоровья είναι ωφέλιμο για την υγεία· - ме- меня время дорого για μένα ο χρόνος είναι πο- πολύτιμος. 4 με την ευκαιρία· угостить-праз- угостить-праздника κερνώ για τη γιορτή. II εκφρ. —ради Βλ. для; не - чего δεν υπάρχει λόγος γιανα· не - чего торопиться δεν υπάρχει λόγος για να βιαστώ. Дневалить р.δ. (στρατ.) εκτελώ υπηρεσία, είμαι της υπηρεσίας. Дневальный, -ОГО α. στρατιώτης της υπηρε- υπηρεσίας. II εφημερεύων. ДНевальСТВО, -а ουδ. η υπηρεσία στρατιώτη. Дневать, днюю, ДНуешь ρ.δ. διημερεύω, περ- περνώ τη μέρα. II εκφρ. - и ночевать у кого-л. ζημεροβραδυάζω αε κάποιον. ДНёвка, -и θ. διημέρευση. Дневник, -а α. 1 ημερολόγιο, υπόμνημα· ве- вести - κρατώ ημερολόγιο. 2 ο καθημερινός έ- έλεγχος του μαθητή (όπου σημειώνονται τά μα- μαθήματα, οι βαθμοί και η διαγωγή). ДН6ВНОЙ ε п. 1 ημερήσιος, της ημέρας· свет το чо.про φως, το φως της ημέρας· лампа -го свет;**, λάμπα λευκού φωτός· -ое время о ημερή<τια£:θ(ρόνος, η μέρα· -ые часы το απο- μεσήι.χ';ρ\ - спектакль απογευματινή παράστα- παράσταση· -ая-.-смена ημερήσια βάρδια· - заработок ημερομίσθιο, μεροκάματο. 2 ημερόβιος (για ε'ντομα, ζώα). II εκφρ. -ая поверхность η ε- επιφάνεια της γης. днём· επίρ. μέρα, κατά την ημέρα, τη μέρα, στη διάρκεια της μέρας· ото случилось - αυ- αυτό συνέβηκε τη μέρα· я не имею ПОКОЯ НИ —, нк ночью δεν έχω (βρίσκω) ησυχία ούτε μέ- οα, ούτε νύχτα. II εκφρ. - с огнём не найти (απλ.) ψάχνεις να βρεις βελόνι οτ' άχυρα. ДНвСЬ επίρ. (παλ.) σήμερα, τώρα. днище, -а ουδ. πυθμένας, πάτος· - бочки о πάτος του βαρελιού· - судна о πυθμένας του σκάφους. ДНО, дна ουδ. 1 πυθμένας, πάτος, βυθός, φό- φόντος, φούντο· - корабли о πυθμένας του κα- καραβιού· - стакана о πάτος του ποτηριού· моря о βυθός της θάλασσας· перевернуть вверх дном αναποδογυρίζω. 2 μτφ. τα κατακάθια της κοινωνίας. II εκφρ. золотое - ανεξάντλητος πλούτος (θησαυρός)· ДО дна ως τον πάτο, όλο· пустить ή отправлять на - βυθίζω· ни дна ни покрышки χαΐρι να μην ιδείς (ιδεί κλπ.). ДНООЧИСТКТвЛЬННЙ επ. βυθοκαθαριστικός. дноуглубительный επ: -ая машина βυθσκόρος. ΛΟ1πρόθ. με γεν. (όριοΧΐ μέχρι, ως, έως· - последней капли крови ως την τελευταία ρα- νίδα αίματος· С головы - НОГ απο το κεφάλι ως τα πόδια· от Москвы - Афин απο τή Μόσχα ως την Αθήνα* ОТ начала - конца απο την αοχή ως το τέλος· ждать - вечера ίπεριμένω ως το βράδυ· отложить - возвращения αναβάλ- αναβάλλω ως την επιστροφή· - сих пор ως τώρα· мая ως το Μάη· - завтра ως αύριο. 2 πριν, προ, προτού· заплатить - срока πληρώνω πριν την προθεσμία· - обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα· - НОВОГО года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο· - револю- революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά· - нашей эры πρίν Χριστό· - отъезда πριν την αναχώρηση· - ВОЙНЫ πριν τον πόλεμο, προπο- προπολεμικά· - темноты πρίν σκοτεινιάσει. 3 (ο- ριο, βαθμό) - ужаса μέχρι φρίκης· - чего он хитёр τι πονηρός που είναι· промок - кос- костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο· мне не - сме- смеху δεν ε'χω τίποτε το γελείο· теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία· некоторой степени ως ένα βαθμό. II (ποσοτικό όριο)· это обойдётся - пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια. 4· περίπου, ί- ίσαμε, ως; περί· их было - двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα. 5 (σχέση) για· мне не - шуток, не до смеху ?εν έχω διάθεση γι* αστεία, για γέλια· ΜΗ; не - вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας· мне нет Отого αυτό δε με αφορά εμέ >ю., ■·6ε μ' εν- ενδιαφέρει. II εκφρ. что - όσον αφορά·. что - меня όσον αφορά εμένα. *ДОг ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό. ДО3... (πρόθεμα) προσδίνει στά ρήματα τις εξής σημασίες: 1 ολοκλήρωση, περάτωση της ε- ενέργειας: дочитать, допить, доесть,доехать. 2 συμπλήρωση ως το κανονικό ή επιπρόσθετα: докупить, дополучать, досыпать. } με το μό- μόριο -СЯ σημαίνει ενέργεια μέχρι ενός αποτε- αποτελέσματος, μέχρι ενός βαθμού: дозвониться,
доб 25? доб добудиться, дозваться, доболтаться. 4 προ: дошкольный, дореволюционный. 5 σε συνδυασμό με βραχέα ποιοτικά επίθετα σχηματίζονται ε- επιρρήματα, που αντιστοιχούν με τα: κατά..., ολο... : добела κάτασπρα, досуха κατάξερα, догола ολόγυμνα. добавить, -влю, -вишь р.σ.μ. προσθέτω, ε- πιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, α- ακόμα* -ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα· сколько денег не хватают, я -влга όσα χρήμα- χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ. II λέγω γρά- γράφω επί πλέον, ακόμα· - следующее έχω να προ- προσθέσω το εξής· мне нечего - к ётому δεν έ- έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό. II -СЯ προ- στίθεμαι· -лось ещё одно огорчание προστέ- προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη). Добавка, -И θ. προσθήκη, συμπλήρωση, -μα. добавление, -я ουδ. 1 πρόσθεση. 2 συμπλή- συμπλήρωση, -μα, προσθήκη. добавлять(ся) р.δ. βλ. добавить(ся). ДОбаВОК, ^-вка α. συμπλήρωμα, προσθήκη. Добавочны! επ. πρόσθετος, επιπρόσθετος, προσθετός· συμπληρωματικός· -ое время πρό- πρόσθετος χρόνος· - паёк συμπληρωματικό δελτίο τροφίμων - налог πρόσθετος φόρος, επιφο- ρολογία. добалтываться р.δ. βλ. добалтаться. добегать ρ.δ. βλ. добежать, и -ся τρέχω μέχρι, ώσπου· он -лея до того, что упал αυ- αυτός έτρεξε τόσο πολύ, που τελικά έπεσε. добегать, -бегу, -бежишь, -гут р.σ. τρέ- τρέχω ως, φτάνω τρέχοντας. Добела επίρ. καθαρότατα, αστρα<ρτοκάθαρα. II μέχρι λευκοπύρωση· раскалённый - θερμα- σμένος μέχρι λευκοπύρωσης. Добеливание, -Я ουδ. τελείωμα του ασβεστώ- τος, της λεύκανσης. добеливать р.δ. βλ. добелить. ДОбвЛЙТЬ ρ.σ. τελειιίνκ.· το άσπρι,σΜα. ДОбёлка, -и θ. (απλ.) βλ. добеливание. добивать(ся) р.δ. βλ. добйть(ся). Добирание, -Я ουδ. απομάζευμα, συλλογή, μά- ζευμα, συγκέντρωση, συγκομιδή ως το ^'.λος. добирать(оя) р.б. βλ. добрать(ся\ ДОбИТЬ, -быб,'-бьёшь11 р.σ.μ. αποΓ κοτώνω, α- αποτελειώνω, φονεύω, χτυπώ ώσπου \α ξεψυχή- ξεψυχήσει· -бей собаку, чтобы не мучилась αποακό- τωσε το σκυλί, για να μη βασανίζεται-. 2 κα- τασπάζω, καταθραύω· καταθρυμματίζω, κάνω θρύ- θρύψαλα· стаканы -ЛИ κατάσπασαν τα ποτήρια. 3 ξυλοκοπώ άγρια, κατασκοτώνω, σακατεύω χτυ- χτυπώντας. 4· κατανικώ, συντρίβω· - врага κατα- συντρίβω τον εχθρό. 5 Χ^υπώ, κουδουνίζω ως το τέλος (για ωρολόγια κλπ.). ДОбЙТЬОЯ, -бЬЮСЬ, -бьёшься р.σ.πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, πραγματοποιώ κατόπιν προσπαθειών наконец он -лея этого места ε- επιτέλους αυτός κατόρθωσε να πάρει αυτή τη θέση· она -лась своего αυτή πέτυχε εκεί.νο που ήθελε (επεδίωκε). II εισχωρώ, εισδύω, ει^ σέρχομαι, φτάνω ως· к нему не -ешься ως αυ- αυτόν δεν μπορείς να φτάσεις, αυτόν δεν μπο- μπορείς να τον ιδείς. II εκφρ. не - слова, от- ответа δεν μποοώ να του αποσπάσω (να του βγά- βγάλω) λέξη, απάντηση· не - толку δεν μποοώ να βγάλω κανένα νόημα. доблестный επ. -тен, тна, -тно (υψ. ύφος) αντρείος,γενναίος, ένδοξος, λαμπρός, Ιδοξασμέ- ■νος· -ые военные силы γενναίες στρατιωτι- στρατιωτικές δυνάμεις· - ПОДВИГ λαμπρό κατόρθωμα·-ая армия ένδοξος στρατός. II εξαίρετος, εξαι.ρε^ τικός· - муж λαμπρός σύζυγος. II ηρωι.κός·-ая зашита ηρωική υπεράσπιση (αντίσταση)·- Труд ηρωική δουλειά. доблесть, -И θ. (υψ. ύφος) αντρεία, αντρα- γαθία, αντρειοσύνη, γενναιότητα. II ηρωισμός, παλικαριά· Воинская - πολεμική αντρεία· προ- ЯВЙТЬ - В труде δείχνω ηρωισμό στη δουλειά. II πλθ. -И, γεν. -ей ικανότητες, εξαιρετικές ιδιότητες του ανθρώπου. ДОбОЛТОТЬСЯ р.α. φλυαρώ τόσο, που..., μέ- μέχρι... -ешься до того, что выгонят со служ- службы φλυαρείς τόσο, που θα σε διώξουν απο ΐην υπηρεσία· -лась она до абсурда αυτή Φλυάρη- Φλυάρησε μέχρι παραλογισμό. ДОббр, -а α. μάζευμα, συλλογή, συγκομιδή, συγκέντρωση ως το τέλος. II πρόσληψη πλήρης. дображивать р.δ. βλ. добродить. добрасывать р.ь. βλ. добросить. II -ся ρί- ρίχνομαι ως. добрать, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. ло- брал, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добран- добранный, βρ: -ран, -а к. -а, -О р.σ.μ. 1 απομα- ζεύω, αποτελειώνω την περισυλλογή, τη συγκο- συγκομιδή, τη συγκέντρωση· - ЯГОДЫ αποκαρπολογώ, απομαζεύω τους καρπούς. 2 παίρνω, προσλαμ- προσλαμβάνω ώσπου, αποσυμπληρώνω. 3 (τυπγρ.) τελει- τελειώνω τη στοιχειοθέτηση. добраться, -берусь, -берёшьря, παρλθ. χρ. -брался, -лась, -лось к. -лось р.о. 1 φτά- φτάνω, κατορθώνω να φτάσω, φτάνω με δυσκολία· - ДО ДОма κατορθώνω νά φτάσω ως το σπίτι· мы не могли - до вершины горы δεν μπορέσαμε ν1 ανεβούμε ως την κορυφή του βουνού· наконец -лись до истины (μτφ.) επιτέλους φτάσαμε ως την αλήθεια· - ДО сути Дела φτάνω ως την ου- ουσία της υπόθεσης 2 (απλ.) λογαριάζομαι, ξε- ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· погоди, я добе- доберусь ДО тебя περίμενε, θα λογαριαστούμε. добрачный επ. άγαμος, ανύπαντρος, εργένι- κος, μπεκιάρικος· -ая жизнь εργένι,κη ζωή. добредать р.δ. βλ. добрести.
доб ■258 доб добрести, -бреду, -бредёшь, παρλθ. χρ.. добрёл, -брела, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. добрёд- шиЙ р.σ. φτάνω με δυσκολία, σέρνομαι ως'так мы устали, что еле до дому -ли τόσο κουρα- κουραστήκαμε, που μόλις και μετά βίας φτάσαμε ως το σπίτι. II φτάνω σιγοβαδίζοντας· гуляя, мы -ли ДО реки περιπατώντας φτάσαμε ως го ποτάμι. добреть, -ею, -ёешь р.6. 1 γίνομαι καλός, αγαθός, καλόψυχος. 2 παχαίνω, χοντράίνω. д£бривать(ся) р.δ. βλ. добрйть(ся). добрить, -ею, -еешь р.δ. αποξυρίζω, ~ρα- (ρίζω. II -СЯ αποξυρίζομαι, -ραφίζομαι. добро1, -а ουδ. 1 το καλό, το αγαθό, η α- αρετή· - и зло το καλό και το κακό. 2. το ω- Φελιμο, το ευχάριστο· из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει· нет худа без -а ου- ουδέν κακόν αμιγές καλού· от -а -а не ищут κά- ис το καλό και ρίχτο στο γιαλό. 3 καλή, α- αγαθή πράξη· делать много -а κάνω πολλά κα- καλά. 4 η περιουσία, τα. πράγματα, τα υπάρχο- υπάρχοντα, το β ιός, ο πλούτος· сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο. 5 (ειρν.) παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα- такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε. II εκφρ. поминать ~ΟΜ δεν ξεχνώ το καλό· £то не к -у α) αυτό , δεν, οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών. Добро2 επίρ. καλά· έτσι, ας είναι έτσι· -! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι! - бы сам сделал καλά θα ήταν να το έφτιαχνες μό- μόνος σου· εκφρ. - пожаловать καλώς ήρθατε, καλώς ωρίσατε. доброй -а ουδ. παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος „Д". Доброволец, -ЛЬЦа α. εθελοντής. добровольно επίρ. εθελοντικά. ДОброВОЛЬНОСТЬ, -И θ. εθελοντικότητα. добровольный επ., βρ: -лен, -льна, -льда-, εθελοντικός· - взнос εθελοντική εισφορά. добровольческий επ. εθελοντικός· - отряд εθελοντικό τμήμα. ДОброВОЛЬСТВО, -а ουδ. εθελοντικότητΓ.. Добродетель, -И θ. αρετή, χρηστότην., η- ηθική τελειότητα. II ηθική ανωτερότητα, τιμι- τιμιότητα. II αγαθοεργία. добродетельный επ., βρ: -лен, -льна, -но-, ενάρετος, χρηστοήθης, αγνός· αγαθοεργός· -ая жизнь ενάρετη ζωή. добродить, -Одит р.σ. ζυμώ, βράζω ως το τέλος, τελειώνω τη ζύμωση (για κρασί, μπύρα κλπ.). добродушие, -Я ουδ. αγαθότητα, αγαθοσύνη, καλοσύνη, καλοψυχιά, καλοκαγαθία. добродушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно; α- αγαθός, καλός, άκακος, φιλάγαθος, καλοκάγα- καλοκάγαθος , καλόψυχος. доброжелатель, -я α. -ница, -ы θ. καλοθε- καλοθελητής, καλοπροαίρετος, ευμενής, ευνοϊκός. Доброжелательно επίρ. καλοπροαίρετα, ευ- ευμενώς . Доброжелательность, -И θ. αγαθή προαίρεση, εύνοια, ευμένεια· ευδοκία. доброжелательный επ., βρ: -лен, -льна,-но; καλοπροαίρετος, αγαθοπροαίρετος, ευμενής, ευνοϊκός. доброжелательство, ~а ουδ. βλ. доброжела- доброжелательность. доброжелательствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. ευνοώ, διάκειμαι ευνοϊκά, έχω καλές(αγα- θές) διαθέσεις, εμφορούμαι, διαπνέομαι απο αγαθές διαθέσεις. Доброкачественность, -И θ. η καλή ποιότη- ποιότητα, λαγάρα. доброкачественный επ., βρ: -вен, -венна, -венно καλής ποιότητας· -ые продукты προϊό- προϊόντα καλής ποιότητας· -ая работа δουλιά κα- καλής ποιότητας. II (ιατρ.) καλοήθης· -ая Опу- ХОЛЬ καλοήθης όγκος. ДОбрОи επίρ. με το καλό, εθελοντικά· луч- лучше -отдайте, а то хуже будет καλύτερα δό- στε με το καλό, αλλιώτικα θα σου βγει σε κα- κακό. Добронравие, -я ουδ. (παλ.) φρόνηση, σύ- σύνεση, χρηστή διαγωγή, χρηστοήθεια. добронравный επ., βρ: -вен, -вна, -вно·, (παλ.) χρηστοήθης, κόσμιος. Добропорядочность, -И θ. ευπρέπεια, ευτα- ευταξία, κοσμιότητα. добропорядочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ευπρεπής, εύτακτος· ευπρόσωπος. Добросать р.σ. αποπερατώνω, τελειώνω τη ρ*£ψη, το πέταγμα. Добросердечие, -Я ουδ. εγκαρδιότητα, κα- καλοκαγαθία, καλοψυχιά, καλοκάρδισμα. Добросердечно επίρ. εγκάρδια κλπ. επ. добросердечность, -и θ. βλ. добросердечие. добросердечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; καλόκαρδος, καλόψυχος, εγκάρδιος, καλοκάγα- καλοκάγαθος, ανεξίκακος. ДОбрОСЯГЬ, -бшу, -ОСИШЬ ρ.σ.μ. ρίχνω, πε- πετώ ως · - мяч ДО черты ρίχνω το τόπι ως τη γραμμή (όριο). добросовестно επίρ. ευσυνείδητα. Добросовестность, -и θ. ευσυνειδησία. добросовестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ευσυνείδητος. II υπερακριβής· επιμελής, πε- ριεσκεμμένος. ДОбрОСОСеДСКИЙ επ. καλής γειτονίας, φιλι- φιλικός· -ие отношения σχέσεις καλής γειτονίας. Добрососедство, -а ουδ. καλή γειτονία. доброта, -Ы θ. αγαθότητα, αγαθοσύνη, κα-
доб 259 дов λοσύνη. доброта, -Ы θ. (παλ.) καλή ποι<5ΐητί·α. ДОбрОТИОСТЬ, -И θ. καλή ποιότητα· στέρεο πράμα. добротный επ., βρ: -тен, -тна, -тно καλής ποιότητας, στέρεος, γερός, καλοφτιαγμένος. доброхот, ~а α. (παλ.) βλ·доброжелатель. доброхотный επ., βρ:-тен, -тна-тна, -тно παλ. βλ. доброжелательный. II φιλικός. II εθελο- εθελοντικός, θεληματικός, εκούσιος. доброхотство, -а α. ουδ. (παλ.) βλ-Добро- желательность. добрый επ., βρ: добр, добра, добро, добры к. добры. 1 καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρη- ατός· -ые люди καλοί άνθρωποι· -ая душа κα- καλή ψυχή· -ое сердце καλή καρδιά· вы слышком ~ы είβτε παραπάνω απο καλός· -ые дела καλά έργα· -ые отношения καλές σχέσεις. 2 ευχά- ευχάριστος· αίσιος· ευνοϊκός· -ые известия ευ- ευχάριστα νέα. II (για ευχές) καλός· -ое утро, - день καλημέρα, -ой ночь καληνύχτα· - ве- вечер καλησπέρα· (в) - час ώρα καλή· (в) путь καλό ταξείδι· -го здоровья υγειαίνετε. 3 (παλ.) πολύ καλός, άριστος. II καλής ποιο-' τητας. И άμεμπτος, ακηλίδωτος· -ая память καλή ανάμνηση· -ое ИМЯ καλό όνομα· -ая сла- ва καλή φήμη. 5 ολόκληρος, πλήρης· Я проси- дёл -ых два часа νιάθησα δυό ολόκληρες ώρες. II πραγματικός. Η εκφρ. - малый ανθρωπάκος, -άκι· всего -ГО (ευχή) α) στο καλό. β) χαί- χαίρετε (αποχαιρετισμός)· чего -го μπορεί, δυ- δυνατόν, πιθανόν чего -го нас в дороге гро- гроза застигнет μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο· будьте -ы έχετε τήν καλοσύνη νά ..., ευαρεστηθείτε* по -ОЙ воле θεληματικά,εκου- θεληματικά,εκουσίως· απο καλή θέληση· люди -ОЙ ВОЛЫ άνθρω- άνθρωποι καλής θέλησης. добряк, -а α., -чка, -и θ. άνθρωπος άκα- άκακος, ντόμπρος" ανθρωπάκι. ДОбудЙТЬСЯ, -бужусь, -будишься (кого) ρ.σ. τρομάζω, δυσκολεύομαι πολύ νά ξυπνήσω κά- κάποιον. добывание, -я ουδ. βλ. добыча A σημ.). добывать р.δ. βλ. добыть. добывающий μτχ. ενστ. -ая промышленность βιομηχανία μεταλλευτική η εξόρυξης. ДОбЫТОК, -тка α. (παλ. κ. απλ.) έσοδο, α- απολαβή. ДОбЫТЧЕК, -а α. 1 εργάτης ορυχείων, μεταλ- μεταλλωρύχος. 2 (απλ.) καταφερτζής. ДОбЫТЧИЦа, -Ы θ. καταφερτζού. Добыть, -буду, -будешь; παρλθ. χρ. добыл к. добыл, -ла, добыло к. добыло; προστκ. до- добудь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добытый, добыт, -а, -О к. добыт, -а, -о р.σ.μ. 1 φτάνω, βρί- βρίσκω· я с трудом -ыл необходимые книги με δυ- δυσκολία κατόρθωσα να βρω τα απαραίτητα βι- βιβλία. II εξευρίσκω, αποκτώ, προμηθεύομαι· средства 'к существованию εξευρίσκω τα προς του ζειν. II (κυνηγ.). χτυπώ, σκοτώνω, φονεύω· πιάνω. 2 εξάγω, εξορύσσω, βγάζω. добыча, -и θ. 1 εξαγωγή, εξόρυξη· - камен- каменного угля εξόρυξη πετροκάρβουνου. II επίτευ- επίτευξη, επίτευγμα. II λεία, λάφυρο. 2 θήραμα, ά- άγρα, κυνήγι. 3 το εξορυγμένο προϊόν, η πα- παραγωγή. И- καταστροφικό έργο, παρανάλωμα, βο- βορά· дом Стал -ей ОГНЯ το σπίτι έγινε παρα- παρανάλωμα του πυρός. ДОбЫЧЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -О τυχερός, (στο κυνήγι, επιχείρηση κλπ.). II επικερδής. доваривать(ся) ρ.δ. βλ. доварить(ся). доварить, -варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доваренный ρ.σ.μ. βράζω τι εντελώς, κα- λοβράζω. II -СЯ βράζω εντελώς. доведать р.σ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. дове- доведаться. ДОведаТЬСЯ р.σ. (παλ. κ. απλ.) γνωρίζω, μαθαίνω, πληροφορύμαι. Доведение, -Я ουδ. πληροφόρηση, γνώση. доведывать(ся) р.δ. βλ. доведать(ся). довезти, -везу, -везёшь; παρλε. χρ. до- довёз, -везла, ~л<5, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. до- довезённый, -зён, -зена, -везено р.σ.μ. φέρω, μεταφέρω ως (γιά μετάβαση)· автобус -везёт вас до самого вокзала το λεωφορείο θα σας μεταφέρει ως το σιδηροδρομικό σταθμό. довеивать ρ.δ. βλ. довеять. II -ся αποφυ- σώ, τελειώνω το φύσημα. II απολιχνίζω, τελει- τελειώνω το λίχνισμα. ДОвеку επίρ. (διαλκ.) παντοτινά, όλη τη ζωή, ως το τέλος, αιώνια. Доверенность, -И θ. 1 εξουσιοδότηση, πλη- πληρεξουσιότητα. 2 βλ. доверие. Доверенный επ. απο μτχ. έμπιστος, πιστός, μπιστευμένος, μπιστικός. II ουσ. έμπιστος. Доверие, -Я ουδ. εμπιστοσύνη, πίστη, αξι- αξιοπιστία· войти в - αποκτώ τήν εμπιστοσύνη· облечь -ем περιβάλλω με εμπιστοσύνη· ока- оказать - КОму-Н. δίνω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι· питать.кому-н. - τρέφω εμπι- εμπιστοσύνη σε κάποιον лишиться -Я στερούμαι της εμπιστοσύνης· терять - χάνω την εμπι- εμπιστοσύνη· нарушить чьё-Н. - απιστώ, κάνω α- απιστία· слепое - τυφλή εμπιστοσύνη· употре- бЛЙть ВО ЗЛО ЧЬЮ-ЛЙбО - καταχρώμαι της ε- εμπιστοσύνης κάποιου· Я имею от него - είμαι εξουσιοδοτημένος απ' αυτόν полное - πλήρης .εμπιστοσύνη· человек Достойный -я αξιόπιστος άνθρωπος· не внушать - δεν εμπνέω εμπιστο- εμπιστοσύνη· пользоваться полным -ем είμαι αξιόπι- αξιόπιστος· завоевать - αποκτώ την εμπιστοσύνη. доверитель, -я α., -ница, -ы θ. εντελοδό-
дов 260 ДОВ τηζ, -τρία. εξουσιοδοτών. Доверительно επίρ. εμπιστευτικά· μυστικά. Доверительность, -И θ. εμπιστευτικότητα. доверительны! επ. 1 εμπιστευτικός, εμπι- στεύσιμος. 2 (παλ.) μυστικός, απόρρητος· -ое письмо εμπιστευτικό έγγραφο. 3 (παλ.) εξου- εξουσιοδοτικός, της εξουσιοδότησης· - документ εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα (έγγραφη). ДОВёржтЬ ρ.σ.μ. εμπιστεύω, εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη· - тайну другу εμπιστεύομαι μυστικό στο φίλο. II -СЯ εμπιστεύομαι σε κά- ιοι-ον· - Обманщику εμπιστεύομαι τον απατε- απατεώνα. довернуть ρ.σ.μ. στρίβω, βιδώνω ως το τέ- τέλος· -ни гайку βίδωσε γερά το παξιμάδι.ΙΙ -СЯ στρίβομαι, βιδώνομαι ως το τέλος. довертеть, -верчу, -вертишь ρ.σ.μ.1 στρέ- στρέφω, περιστρέφω, στρίβω, βιδώνω· осталось - несколько гаек απόμεινε νά βιδώσω μερικά πα- παξιμάδια. 2 καταστρέφω απο το πολύ γύρισμα· кино-ленту -ЛИ ДО дыр η κινηματογραφική ται- ταινία τρύπησε απο το πολύ γύρισμα.(II -СЯ πε- περιστρέφομαι, στρίβομαι ως το τέλος. II γυρί- γυρίζοντας φτάνω ως, καταλήγω· -лея ДО тюрьмы, γύρισε-γύρισε ώσπου κατέληξε στη φυλακή. довёртывать(ся) ρ.δ. βλ. довернуть(ся). доверху επίρ. ως επάνω, ως την κορυφή,κάρ- κορυφή,κάργα· налить воду в бочку - γεμίζω το βαρέλι νεοό ξέχειλα· взобраться - σκαρφαλώνω ως την κορυφή. доверчиво επίρ. ευκολόπιστα κλπ. επ. доверчивость, -и θ. ευπιστία, ευκολοπιστία, ι αγαθοπιστία· ИЗЛИШНЯЯ - вредна η μεγάλη ευ- ευπιστία είναι βλαβερή. доверчивый επ., βρ: -чив, -а, -о ευκολό- πιστος, εύπιατος, ελαφρόπιστος, αγαθόπι.ατος. довершать(ся) р.δ. βλ. довзршйть(ся). довершение, -Я ουδ. αποτελείωση, -μα, α- αποπεράτωση. II εκφρ. в -, для -я, к -ю επί πλέ- πλέον, επιπρόσθετα.. довершить, -щу, -ШЙШЬ р.σ.μ. αποτελειώνω, αποπερατώνω, αποτερματίζω, αποσώνω, νετάρω, ξενεταρίζω. II -ОЯ αποτελειώνω, αποπερατώνο- ιιαι, τερματίζομαι. доверять р.δ. 1 βλ. доверить. 2 έχω εμπι- οτοσύνη, επαφίεμαι· αναθέτω. II -СЯ βλ. до- довериться . довесить, -вешу, -весишь р.σ. 1 ζυγίζω α- ακριβώς, ως το γραμμάριο· продавец не дове- довесил мне СТО граммов о μπακάλης μ' έφαγε ε- εκατό γραμμάρια. 2 αποζυγίζω, τελειώνωτό ζύ- ζύγισμα. ДОВеСОХ, -ска α. συμπλήρωμα στο ζύγισμα, ΐιαρασυμπλήρωμα, συμπληρωματική προσθήκη. довести^ -веду, -ведёшь; παρλθ. χρ. -вёл, -ла, -лб; μτχ. παρλθ. Доведший р.σ.μ. 1 ο- οδηγώ ως, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον, φέρω ως· -Йте меня ДО дому πηγαίνετε με ως το σπίτι· 2 ανοίγω, διανοίγω, εκτείνω, φέρω· - дорогу до районного центра διανοίγω δρόμο ως το ε- επαρχιακό κέντρο. II φέρνω, φτάνω ως* - дело ДО конца φέρω την υπόθεση σε πέρας. 3 περι- περιάγω, φέρω σε, οδηγώ, ωθώ.· - до отчаяния φέ- φέρω ως την απελπισία· пьянство ~ло его до преступления το μεθύσι τον οδήγησε ως το έγκλημα· - вещи ДО крайности ωθώ τα πράγμα- πράγματα ως τα άκρα· - кого ДО раскаяния κάνω κά- κάποιον να μετανοήσει· - преступника до со- сознания κάνω τον εγκληματία να παραδεχτεί το έγκλημα του· - КОГО ДО слёз κάνω κάποιον να δακρύσει· - кого до бешенства κάνω κάποιον νά λυσσάξει (να εξοργιστεί)· - кого ДО аб- абсурда ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω κά- κάποιον. 4 ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μεταδίνω·- ДО сведения публики γνωστοποιώ, φέρω σε γνώση του κοινού. 5 φέρω ως, ανεβάζω, αυ- ξαίνω ή ελαττώνω· - до минимума μειώνω στο ελάχιστο· - продукциу ДО αυξαίνω την παρα- παραγωγή ως. И -ИСЬ απρόσ. συμβαίνω, λαχαίνω , τυχαίνω· έρχομαι, ωθο.ύμαι κλπ. ρ.μ. ДОВеЯТЬ р.δ,μ. απολιχνίζω, τελειώνω το λί- χνισμα. ДОВИВаТЬ р.δ. βλ. ДОВИТЬ. II -СЯ κλώθομαι ως το τέλος. ДОВИТЬ, -выб, -вьёшь ρ.σ.μ. κλώθω ωςτοτέ- λος, αποκλωθω. ДОВЛётЬ, -ёет р.δ. με δοτ. (παλ.) αρέσω, ι- ικανοποιώ· αρκώ. II (απλ.) κυριαρχώ, καταπιέ- καταπιέζω, βασανίζω. II εκφρ. - себе (παλ.) είμαι αυτοκυρίαρχος, αυτεξούσιος, ανεξάρτητος. ДОВОД, -а α. επιχείρημα, ισχυρισμός· συλ- συλλογισμός· неоспоримый - αδιαμφισβήτητο επι- επιχείρημα· убедительный - πειστικό επιχείρη- επιχείρημα· приводить -Ы φέρω επιχειρήματα· веский - σοβαρό επιχείρημα. доводить, -вожу, -водишь р.δ. 1 βλ. дове- довести. 2 (τεχ.) ετοιμάζω ολόπλευρα τη δουλιά (για μηχανή, εργοστάσιο κλπ.). II -СЯ 1 βλ. ДОВестЙСЬ. 2 μέ δοτ. αίρομαι, κάνομαι για συγγενής. . ;■· ДОВОДКа, -И θ. (τεχ.) τελειοποίηση, ολο- κληρομένη επεξεργασία. ДОВОДОЧНЫЙ επ. τελειοποιημένος, καλά επε- επεξεργασμένος, δουλεμένος. довоевать, -ВОЮЮ, -воюешь ρ.σ. τελειώνω τη μάχη, τον πόλεμο, πολεμώ, μάχομαι ως το τέ- τέλος. II -СЯ χάνω τη μάχη, τον πόλεμο, νικιέμαι. довоенный επ. προπολεμικός· - уровень το προπολεμικό επίπεδο. довозить1, -вожу, -возишь ρ.δ. βλ.довезти.1 II -ся βλ. довезти. ДОВОЗИТЬ*, -ВОЖу, -ВОЗИШЬ р.σ.μ. τελειώνω
ДОВ 261 ДОГ τη μεταφορά, απομεταφερω. довозиться, -вожусь, -возишься р.σ. ατα- χτώ ώσπου· - до головной боли αταχτώ ώσπου με πονά το κεφάλι. доволахввать(ся) ρ.δ. βλ. доволочйть(ся), доволочьС ся). -доволочить(ся) р.σ. βλ. доволбчь(ся). доволочь, -локу, -лочёшь, παρλθ. χρ.-лок, -кла, -кло р.о.и. (απλ.) σέρνω, σύρω, τρα- τραβώ ως · с трудом -лок мешок до дому με δυ- δυσκολία έσυρα το τσουβάλι ως το σπίτι. II φέ- φέρω, οδηγώ ως· ПЬЯНОГО -КЛЙ ДО МИЛИЦИИ το με- μεθυσμένο τραβώντας-τον τον πήγαν ως την α- αστυνομία. II -СЯ φτάνω με δυσκολία, σέρνομαι. ДОВОЛЬНО επίρ. 1 ικανοποιητικά, με ικανο- ικανοποίηση* - улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση. 2 (ως κατηγ.) είναι αρκετό· с тебя этого и - για σένα αυτό είναι αρκετό. 3 αρκετά, ε- επαρκώς· - поздно αρκετό αργά· - кра- красивая.αρκετά όμορφη· - хорошо αρκετά καλά· - молод αρκετά νέος· прошло уже ~ времени πέ- πέρασε πιά αρκετός καιρός. 4- φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα· - бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνε ιϊ αρκετά! - ли с вас ЭТИХ денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν, σας αρκούν; тушь за глаза - έχει αρκετή θαμπο- μάρα ή τυφλαμάρα· - об ЙТОМ φτάνει γι' αυ- αυτό να μιλάμε· σταμάτα την κουβέντα. ДОВОЛЬНЫЙ επ., βρ: -лен, -льна, -льно ι- ικανοποιημένος, ευχαριστημένος· - работой ι- ικανοποιημένος απο τη δουλιά· - жизнью ευ- ευχαριστημένος απο τη ζωή· быть, остаться είμαι, μένω ικανοποιμένος· ОН - своею уча- стью αυτός είναι ευχαριστημένος απο την τύ- τύχη του· Я вполне -лен είμαι απόλυτα ικανο- ικανοποιημένος· - ВИД όψη που δείχνει ικανοποίηση. довольствие, -я ουδ. (στρατ.) εφόδια· ве- вещевое - ιματισμός· пищевое - τροφοδοσία, ε- επισιτισμός· зачЙСЛИТЬ его В - τον εγγράφω στην τροφοδοσία· СНЯТЬ С -Я διαγράφω απο την τροφοδοσία. ДОВОЛЬСТВО, -а .ουδ. 1 ικανοποίηση, ευχα- ευχαρίστηση· испытывать - αισθάνομαι ικανοποίη- ικανοποίηση, ευχαριστιέμαι· лш,о выражало - το πρό- πρόσωπο έδειχνε ικανοποίηση. 2 επάρκεια, ευπο- ρία· άνεση· жить В -е καλοζώ, καλοπερνώ, ευ- ζωώ. довольствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ.μ. 1 (παλ.) ικανοποιώ (κάποια ανάγκη). 2 (στρατ.) εφοδιάζω, προμηθεύω (με τρόφιμα, ιματισμό, οικονομικά). II -0Я 1 ικανοποιούμαι, είμαι ι- ικανοποιημένος* αρκούμαι· - малым αρκούμαι στα λίγα· - немногим είμαι ολιγαρκής, αρ- αρκούμαι στα λίγα. 2 (στρατέ εφοδιάζομαι, προ- προμηθεύομαι . довооружат^ся) р.δ. βλ. довооружит^ся). Довооружить, -жу, -жйшь р.σ.μ. 1 τελειώνω τον εξοπλισμό. 2 συμπληρώνω τον εξοπλισμό. II -СЯ 1 τελειώνω τον εξοπλισμό μου. 2 συμπλη-1 ρώνω τον εξοπλισμό μου. довраться, -врусь, -врёшься; παρλθ. χρ. -ЛСЯ, -лась, -ЛОСЬ к. -ЛОСЬ р.σ. 1 ψεύδομαι, λέγω ψέματα· он -лея до того, что ему никто не верит είπε τόσα ψέματα, που κανένας δε τον πιστεύει. 2 ψεύδομαι ασύστολα. Довременный επ. (παλ.) πρόωρος. Довыборы, -ОВ πληθ. εκλογές συμπληρωματι- συμπληρωματικές. ДОВЯЗаТЬ, -ВЯЖу, -вяжешь ρ.σ.μ. 1 αποπλέ- κω, αποτελειώνω το πλέξιμο. 2 αποδένω, απο- αποτελειώνω το δέσιμο. довязывать р.δ. βλ. довязать. *ДОГ, -а α. σκύλος ο μολοσσός, μαντρόσκυ- μαντρόσκυλο, τσομπανόσκυλο. Догадаться р.σ. μαντεύω, εικάζω, καταλα- καταλαβαίνω· все -лись на кого он намекнул όλοι κατάλαβαν ποιόν αυτός υπαινίσσονταν. ДОГаДКа, -И 6, 1 υποψία, υπόνοια, εικασία· должны достоверные факты, а не одни -и χρει- χρειάζονται αξιόπιστα στοιχεία καί όχι μόνο ει- εικασίες. 2 βλ. догадливость. II εκφρ. терять- теряться В -ах πελαγώνω μέσα στίς υπόνοιες. догаДЛИВОСТЬ, -И θ. προνοητικότητα, προο- ρατικότητα, προβλεπτικότητα. догадливый επ., βρ: -лив, -а, -о προγνω- προγνωστικός, μαντευτικός, προνοητικός, προβλε- προβλεπτικός, προορατικός. догадываться р.δ. βλ. догадаться. догладить, -ажу, -адишь р.σ. αποσιδερώνω, αποτελειώνω το σιδέρωμα· - бельё αποσιδερώ- νω τα ρούχα. доглаживать р.δ. βλ. догладить. ДОГЛЯД, -а α. (διαλκ.) παρατήρηση, επί- επίβλεψη. ДОГЛЯДеть, -яжу, -ЯДЙшь ρ.σ.μ. βλέπω, κοι- κοιτάζω ως το τέλος· я -ел представление κοί- κοίταξα την παράσταση ως το τέλος. II καλοκοι- τάζω, μεριμνώ, φροντίζω· не -ли за ребёнком - упал и расшибся δεν πρόσεξαν το παιδί, γι' αυτό έπεσε καί χτύπησε. доглядывать р.δ. βλ. доглядеть. *ДОГма, -Ы θ. 1 δόγμα. 2 πληθ. δοξασίες,ε- δοξασίες,εντολές. 4 εκ«ρρ. - веры άρΒρο πίστης. *ДОГИат, -а α. 1 δόγμα θρησκευτικό· - не- ПОГрешимости папы το δόγμα του αναμάρτητου του Πάπα. 2 βλ. догма. Догматизм, -а α. δογματισμός. ДОГМ4ТИК, -а α. δογματιστής. Догматика, -И θ. τα δόγματα, οι δοξασίες, η δογματική. догматический επ. δογματικός. ДОГмаТЙЧНОСТЬ, -И θ. δογματικότητα, δογ-
дог 262 ДОД ματισμος. догматичный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО δογ- δογματικός. догнать, -гомб, -гонишь, παρλθ. χρ.-гнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. догнанный, βρ: -нан, -а, -О р.σ.μ. 1 φτάνω', προφτάνω, πλησιάζω· он -ал его на полдороге αυτός τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου. II εξισώνομαι, αναδείχνομαι, εφάμιλλος. 2 προωθώ, βγάζω· стадо до пастбища βγάζω το κοπάδι, στη βοσκή. догнивать р.δ. βλ. догнить. ДОГНИТЬ, -гний, -гниёшь р.σ. αποσαπίζω,α- ποσήπομαι, σήπομαι εντελώς. договаривать(ся) р.δ. βλ. договорйть(ся). договор, -а, πλθ. -воры и. договор, -а, πλθ. договора α. συμφωνία, σύμφωνο, σύμβα- σύμβαση· συμφωνητικό· συνθήκη· - О Дружбе и вза- взаимной ПОМОЩИ σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοή- αλληλοβοήθειας· мирный - συνθήκη ειρ*ήνης· заключить - κλείνω συμφωνία· расторгнуть - ξεσχίζω τή συνθήκη· - О ненападении σύμφωνο μη επίθε- επίθεσης· - о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοίας· торговый - εμπορική συμφωνία· - о социали- социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλι- σοσιαλιστικής άμιλλας· словесный, письменный - προ- προφορική, γραπτή συμφωνία· - о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου). договорённость, -и θ. συνεννόηση, συμφωνία. Договорить, -рю, -рйшь р.σ.μ. κ.αμ. απο- αποτελειώνω το λόγο την ομιλία· мне не Дали - δε με άφησαν ν' αποτελειώσω την ομιλία μου· последние слова он с трудом -йл τα τελευ- τελευταία λόγια αυτός πρόφερε με δυσκολία·| он не, -йл своей мысли αυτός δεν αποείπε τη σκέψη του. II -СЯ συμφωνώ, συνομολογώ, συνδιαμολο- γώ, έρχομαι σε συμφωνία· κάνω, κλείνω, συ- συνάπτω συμφωνία. ДОГОВОрНИК, -а α. εργάτης έργου με σύμβα- σύμβαση (συμφωνία). ДОГОВОРНЫЙ επ. συμβατικός, συνομολογημέ- συνομολογημένος, συμφωνημένος· -ая цена συνομολογημένη (διομολογημένη) τιμή· на -ЫХ началах επί συμβατικών αρχών -ые обязательства συμβα- συμβατικές υποχρεώσεις. ДОГОЛа επίρ. γυμνά· раздеться - ξεγυμνώ- ξεγυμνώνομαι. II εντελώς, ολωσδιόλου (ξυρίζω, κόβω). ДОГОНЯЛКИ, -ЛОК πλθ. (παιδικό πιγνίδι) το κυνηγητό. догоним, р.δ. βλ. догнать. догорать р.δ. βλ. догореть. ДОГорёть, -рйт р.σ. καίομαι, αποκαίομαι, καίομαι ως το τέλος, σβήνω· свечи -ЛИ τα κη- ριά κάηκαν заря -ла το λυκαυγές έσβησε, έ- έφεξε καλά. догребать ρ.δ. βλ. догрести. догрести, -гребу, -гребёшь, παρλθ. χρ. до- догрёб, -гребла, -ло р.σ. 1 φτάνω κωπηλατώ- κωπηλατώντας ως-. 2 μαζεύω με το δίκρανο, τρίκρανο ή το γράβαλο ως το τέλος· - сёно απομαζεύω το χόρτο. догружать(ся) ρ.δ. βλ. догрузйть(ся). догрузить, -гружу, -грузишь к. -грузишь р. σ.μ. 1 τελειώνω τή φόρτωση. 2 αποφορτώνω, συμπληρώνω τή φόρτωση. II -СЯ αποφορτώνομαι, φορτώμομαι πλήρως, κάργα. ДОГрузка, -Ив. 1 το τελείωμα της ■ φόρτω- φόρτωσης. 2 το συμπληρωματικό φόρτωμα. ДОГрыааТЬ р.δ. βλ. ДОГрЫЗТЬ. II -СЯ κατα- κατατρώγομαι, κατατρωγαλίζομαι. догрызть, -грызу, -грызёшь, παρλθ. χρ. до- догрыз, -ла, -ЛО р.σ.μ. κατατρώγω, κατατρωγα- λίζω, τραγαλίζω, ροκανίζω ως το τέλος. догуливать(ся) р.δ. βλ. догулять(ся). ДОГУЛЯТЬ р.σ.μ. 1 διασκεδάζω, γλεντώ τον υπόλοιπο χρόνο· - отпуск - и на работу θ' α- πογλεντήσω την άδεια καί μετά στη δουλιά. 2 ξοδεύω εντελώς* я -ял последние деньги ξό- ξόδεψα στα γλέντια και τα τελευταία χρήματα, ξεπαοαδιάστηκα στα γλέντια. II -СЯ παραγλε- ντώ, παραδιασκεδάζω· - до простуды αρρωσταί- αρρωσταίνω απο το πολύ γλέντι. додавать р.δ. βλ. додать. ДОДать (γραμμ. στοιχεία βλ. στο р. дать)· ρ. σ.μ. δίνω το υπόλοιπο· получите пока ПОЛО- вйну, остальное додам завтра πάρτε τώρα το μισό, αύριο θα σας δώσω*το υπόλοιπο. ДОДДЧа, -И θ. 1 το δόσιμο του υπολοίπου. 2 το δοθέν υπόλοιπο. ДОДелаТЬ р.σ.μ. αποκάμνω, αποπερατώνω, α- αποτελειώνω. II επεξεργάζομαι, διορθώνω ουμπ - μπληρωματικά. ДОДёлка, -И θ. το αποκάμωμα, αποτελείωμα, αποπεράτωση· осталась небольшая - απόμεινε μια μικρή δουλίτσα. доделывание, -я ουδ. βλ. доделка. доделывать р.δ. βλ. доделать. додержать, держу, -держишь р.σ.μ. 1 (για χρον. όριο) κρατώ ως· -у чижика до лёта и выпущу θα κρατηΓω то καναρινάκι ως το καλο- καλοκαίρι και μετ/ θα τ1 αφήσω ελεύθερο. 2 κρα- κρατώ ως το τέ> χ, ,'оос χρειάζεται· - экзамены δίνω με επιι:10(ΐα τις, τελευταίες εξετάσεις. II -СЯ κρατώ ώοπόυ' гарнизон -лея ДО прихода подкрепления''^- φρουρά κράτησε ώσπου έφτασε ενίσχυση. додерживать(ся) ρ.δ. βλ. додержать(ся). додирать(ся) ρ.δ. βλ. додрать(ся). ДОДИесь επίρ. (παλ.) μέχρι σήμερα, μέχρι τήν σήμερον, ως τώρα. додрать, -Деру, -дерёшь, παρλθ. χρ. -драл, -ла, -ло р.σ.μ. (απλ.) 1 απογδέρνω, τελειώ- τελειώνω το γδάρσιμο. 2 κατακουρελιάζω, καταφθείρω.
ДОД 263 доз ДОДумать р.σ.μ. καλοσκέφτομαι, μου κόβει, σκέφτομαι, ως* я ещё не ~ал ётого до конца ακόμα 6εν το σκέφτηκα ολοκληρωτικά. II -СЯ ε- επινοώ, σοφίζομαι, φτάνω με τη σκέψη μου ως, σκέφτομαι ως, додумквать(ся) р.6. βλ. додумать(ся). доедать р.Б. βλ. доесть. ДОеаДВТЬ, -езжу,-ездишь р. σ. 1 μεταβαίνω α- ακόμα λίγο (με μεταφ. μέσο). 2 ταλαιπωρούμαι απο τη μετάβαση. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. B σημ.). доезжать ρ.δ. βλ. доехать. Доезжачий, -его α. έμπειρος κυναγωγός. доезживать р.δ. βλ. доездить. Доение, -Я ουδ. άρμεγμα. доесть (γραμμ. ίστοιχεία βλ. р. есть1) ρ. σ.μ. αποτρώγω, τελειώνω το φαγητό μου· доем И ПОЙДУ θ' αποφάγω και θα πάω. II τρώγω ως το τέλος· он доел булку хлеба αυτός έφαγε όλο το φραντζολάκι. доехать, -еду, -едешь ρ.σ. φτάνω ως, α- φικνούμαι· ну, -ли, вылезайте λοιπόν, φτάσα- φτάσαμε, αποβιβαστείτε. II (μτφ.) στενοχωρώ, σε- κλετίζω, προξενώ στενοχώρια, δυσφορία. *ДОЖ, -а α. δόγης (τίτλος). дожаривать(ся) р.δ. βλ. дожарить(ся). ДОХарить р.σ.μ. αποψήνω, αποκαβουρδίζω, α- ποτηγανίζω. II -СЯ αποψήνομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. дожать1, -жну, -жнёшь ρ.σ.μ. αποθερίζω,τε- αποθερίζω,τελειώνω το θέρισμα, θερίζω ως το τέλος. Дожать? -Жму, -жмёшь ρ.σ. αποστίβω, απο- θλίβω, ξεζουμίζω· - ЛИМОН αποστίβω το λεμόνι. дождаться, -ждусь, -ждёшься, παρλθ. χρ. -ждался, -ждалась, -ждалось к. -лось р. σ. με αιτ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ ώσπου· - ДО победы περιμένω ως τη νίκη. II B°κ.3°πρό· σωπο του ενκ. κ. πλθ. με σημ. απειλής) πε- περίμενε, να περιμένεις, να περιμένει. ДОЗДеваДЫШЙ επ. της τεχνητής ?ροχτ\ς' аппарат συσκευή τεχνητής βροχής. ДОЖДеваНИе, -Я α. άρδευση, πότισμα με τε- νητή βροχή. ДОЖДвВИК, -а ογ.Ί το αδιάβροχο. 2 λυκό- περδο, αλεπου'χρδή, πορδομανίταρο. дождевой е .. βρόχινος, βροχίσιος, βρόχιος, όμβριος· -а\ вода βρόχινο νερό. II βροχοφό- ρος, ομβροφόρος· -ая туча βροχοφόρο σύννεφο. И βροχερός, βροχάρης· -ая погода βροχερός καιρός. II αλεξίβροχος· - плащ το αδιάβροχο· - зонтик ομπρέλα, αλεξιβρόχιο. II εκφρ. гриб βλ. дождевик B σημ.)· -ые черви γαιω- σκώληκες. ДОЖДеиер» -а α. βροχόμετρο, ομβρόμετρο, υ- ετόμετρο. ДОЖДИК, -а α. βροχούλα, βροχίτσα, ψιχάλα. ДОЖДИНКа, -И θ. βροχοσταλαματιά. Дождить, -йт р.δ. απρόσ. βρέχω· весь день -ЙТ ολη τη μέρα βρέχει. дождичек, -чка α. βροχούλα, βροχίτσα. И εκφρ. после -чка в четверг (απλ.) άγνώστον πότε, ποιος ξέρει πότε. ДОЖДЛИВОСТЬ, -и θ. πολυομβρία, καιρός βρο- βροχερός. ДОЖДЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -о βροχερός, βροχάρης, υετώδης· -ая погода βροχερός και- καιρός. ДОЖДЬ, -Я α. 1 βροχή, υετός· проливной - νεροποντή, όμβρος· - идёт βρέχει· - моросит ψιχαλίζει· - перестал η βροχή σταμάτησε* со- собирается - ο καιρός είναι για βροχή· мелкий - ψιλή βροχή· - льёт как из ведра βρέχει με το τουλούμι, ρίχνει με τ' ασκί, ρίχνει κα- ρεκλοπόδαρα· переждать - αφήνω (περιμένω)να περάσει (να σταματήσει) η βροχή. 2 μτφ. πλή- πλήθος, αφθονία· - вопросов Βροχή ερωτημάτων- похвал σωρός επαίνων. 2 επίρ. βροχηδόν. II εκφρ. золотой - μεγάλο κελεπούρι. Дожевать, -жую, -жуёшь ρ.σ.μ. απομασώ,τε- απομασώ,τελειώνω το μάσημα, μασώ ως το τέλος. дожёвывать р.δ. ·βλ. дожевать. дожечь, -жгу, -жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. -жёг, -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дож- дожжённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено р.σ.μ. α- ποκαίω, καίω εντελώς· - остаток дров καίω και τα τελευταία καυσόξυλα. II καίω ως· - све- свечу ДО ПОЛОВИНЫ καίω το'μισό κηρί. доживать р.δ. 1 βλ. дожить. 2 (για χρόνο) ζω τις τελευταίες μέρες, ώρες κ.τ.τ. дожигать р.δ. βλ. дожечь. дожидаться р.δ. βλ. дождаться. дожимать р.6. βλ. дожить2. дожинать р.δ. βλ. дожить1. ДОЖИНКИ, -нок πλθ. (διαλκ.) γιορτασμός ττς τελευταίας μέρας του θερισμού. дожитие, -я ουδ. ο υπόλοιπος χρόνος ζωής· страхование на - ασφάλεια εφ' όρου ζωής. дожить, -живу, -живёшь, παρλθ. χρ. дожил, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дожитый, βρ: -жит, -а, -ο ρ.ο. 1 ζω ως· - до возвращёш.я сына ζω ως το γυρισμό του γιου· он не -лёт до весны αυτός δε θα ζήσει ως την άνοιξ,]. II φτάνω, καταντώ, περιέρχομαι σε καταστολή·до чего ОН -Йл! που έφτασε! πως κατάντησε , να ζει! 2 περνώ, διαβιώ· он ~йл лето на даче πέ- πέρασε αυτός στην έπαυλη όλο το καλοκαίρι. 3 ξοδεύω για να ζήσω· - последние деньги ξο- ξοδεύω για να ζήσω και τα τελευταία χρήματα. *Д03а, -Ы θ. δόση (κυρίως φάρμακου). II με- μερίδα, μερίδιο, μερτικό. дозаривание, -я ουδ. βλ. дозревание. дозваниваться р.δ. βλ. дозвониться. дозваться, -зовусь, -зовёшься, παρλθ. χρ.
доз 264 ДО* дозвался, дозвалась, дозвалось к. дозвалось; о.σ. (με αιτ.) φωνάζω, καλώ κάποιον νι' απά- απάντησε ι· никого не дозовёшься δε θα σου απο- *οιθ<;ί κανένας. дозволение, -я ουδ. (παλ.) άδεια, συγκα- συγκατάθεση, συναίνεση* έγκριση, дозволенный επ. απο μτχ. βρ: -лен, -а, -о επιτοεπόμενος, νόμιμος· -ые приёмы επιτρε- επιτρεπόμενες λαβές πάλης. дозволительный επ·., βρ: -лен, -льна, -но (παλ.) επιτρεπτός, επιτρεπτέος. ДОЗВОЛИТЬ ρ.ο.μ. (παλ. κ. απλ.) επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα, αφήνω· ему не -ЛИ ОПрав- дываться δεν του επέτρεψαν να δικαιολογηθεί'., ν' απολογηθεί. ПОЗВОЛЯТЬ ρ.δ. βλ. ДОЗВОЛИТЬ. ДОЗВОНИТЬСЯ, -НЮСЬ, -НЙШЬСЯ р.σ. τηλεφω- τηλεφωνούμαι, παίρνω τηλέφωνο· Не уйду, пока не -НЮСЬ δεν θα φύγω αν δεν τηλεφωνηθώ· не МОГ к вам - по телефону δεν μπορούσα να σας πά- οω τηλέφωνο, дозимовать, -мую, -муешь р.σ. ξεχειμωνιά- ξεχειμωνιάζω, ξεχειμάζω, αποξεχειμωνιάζω, περνώ όλον το χειμώνα. дозирование, -я ουδ. βλ. дозировка. дозировать, -рую, -руешь р.6.и.σ.μ. ορίζω, κανονίζω τις δόσεις, αναλογίζω. дозировка, -и θ. προσδιορισμός, καθορι- καθορισμός κατά δόσεις. дознаваться, -знайсь, -знаешься, προστκ. -знавайся, επιρ. μτχ. -ваясь βλ. дознаться. дознание, -я ουδ. προανάκριση. дознаться, -знаюсь, -знаешься, παρλθ. χρ. -лея, ~лась, -лось р.σ. μαθαίνω,πληροφορού- μαθαίνω,πληροφορούμαι· εξακριβώνω· не могу -, кто он такой δε ^ποοώ να καταλάβω τι άνθρωπος είναι αυτός. ДОЗОр, -а α. (παλ.) 1 περιπολία, κατασκό- κατασκόπευση, κατόπτευοη. 2 -μικρό ανιχνευτικό τμή- τμήμα· высылать - στέλνω περίπολο. II εκφρ. быть η находиться в -е περιπολώ, κατοπτεύω· об- обходить ή Объехать -ОМ ελέγχω, επιθεωρώ, ε- επιβλέπω. дозорный επ. περ.ιπολικός· -ое судно περι- περιπολικό σκάφος. II στρατιώτηο πχρ'ιπόλου· φρου- φρουρός· сменить -ГО αντικατα?τ^ίνω το φρουρό. Дозревание, -Я ουδ. «ρίμ^ςη, γίνωμα, μέ- μέστωμα, ψώμωμα. дозревать, -ает р.δ. βλ. дозреть. дозрелый ε тс. ώριμος, μεστός, γινωμένος· -ые ПЛОДЫ ώριμοι καρποί. Дозреть, -зреет р.σ. ωριμάζω, γίνομαι, με- μεστώνω, ψωμώνω. доиграть, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доигранный, βρ: -ран, -а, -о ρ.σ,μ. αποπαίζω, αποτελει- αποτελειώνω το παιγνίδι, παίζω ως το τέλος· - пьесу παίζω ως το τέλος το θεατρικό έργο· - пар- партию в шахматы παίζω ως το τέλος την παρτί- παρτίδα στο σκάκι. II -ОЯ 1 παίζω ώσπου·дети до- доигрались ДО ссоры τα παιδιά έπαιξαν τόσο που στο τέλος μάλωσαν. 2 μτφ. την παθαίνω, την πατώ· ВОТ и -лея! να που τήν πάτησες! ДОЁгрыванИе, -Я ουδ. το τελείωμα του παιγ- παιγνιδιού. дойгрывать(ся) ρ.δ. βλ. доиграть(ся). доизбрать, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. до- доизбрал, -ла, -ЛО р.σ. εκλέγω συμπληρωματικά. доильник, -а α. (διαλκ.) βλ. дойник. доильный επ. αρμεχτικός, αμελκτικός· -ая машина αρμεχτική μηχανή. ДОИЛЬЦИЦа, -Ы θ. η αρμέχτρα. доискаться, -ищусь, -ищешься р.σ.(μεαιτ.) Λ εξευρίσκω, ανακαλύπτω, ξετρυπώνω. 2 εξα- εξακριβώνω, βρίσκω· наконец-то я -лея в каком году Зто было επιτέλους εξακρίβωσα ποιο χρό- χρόνο έγινε αυτό. доискиваться р.δ. βλ. доискаться. II προ- προσπαθώ να μάθω, να εξακριβώσω. ДОИСТОрЙчеСКЯЙ επ. προϊστορικός. ДОИТЬ, ДОЮ, ДОЙШЬ к. доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доенный, βρ: доен, -а, -О р.δ. 1 μ. αρ- αρμέγω, αμέλγω· - корову αρμέγω τη γελάδα. 2 (απλ.) φέρνω, δίνω γάλα. II -СЯ 1 φέρνω, δί- δίνω γάλα. 2 αρμέγομαι. ДОЙка, -и θ. άρμεγμα, άμελξη, άμελγμα. ДОЙНИК, -а α. καρδάρα, αρμεγός. дойница, -ы θ. βλ. дойник. ДОЙНЫЙ επ. γαλακτοφόρος· -ая коза γαλα- γαλακτοφόρα γίδα. II εκφρ. -ая корова (απλ.) πη- πηγή πλούτου, πλουτοφόρα πηγή. ДОЙТИ, ДОЙДУ, ДОЙДёШЬ, ^παρλθ. χρ. ДОШёЛ, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. Дошедший ρ.σ. 1 φτάνω, πηγαίνω ως· - ДО дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός· танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα· письмо ещё не -ШЛО το γράμμα ακόμα δεν έφτασε. 2 δια- διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)· выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς· весть -шла ДО НИХ η είδηση έφτασε ως αυτούς· -шёл слух έφτασε η φήμη. II γίνομαι κατανοητός, αισθητός· лекция не -шла До меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα. 5 αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως· мороз -шёл ДО 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς· - до совершенства φτάνω ως το τέλειο· любовь его -шла ДО безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα· - до крайности φτάνω ως τα άκρα· вот ДО чего МЫ -шли! να που καταντήσαμε! де- дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που... 4 έρχομαι· -дёт и до тебя оче- очередь θα έρθει και σένα η σειρά. 5 ψήνομαι, τηγανίζομαι· βράζω· γίνομαι· пирог -Шёл η πίτα ψήθηκε. II ωριμάζω* помидоры -шли οι ντο-
док 265 док μάτες ωρίμασαν, б κατορθώνω* он дошёл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του. II εκφρ. - до сведения πληροφορούμαι, φτάνει στ'αυτιά μου· руки не -ШЛИ ή не ДОХОДЯТ δεν έχω καιρό (να κάνω κάνι).. *ДОК, -а α. ναυπηγείο (για επιδιόρθωση)· плавучий - πλωτή δεξαμενή. ДОХа, -И α. κ. θ. (απλ.) ειδικός, ειδήμο- μονας, κατεχάρης, μάνα· он в Зтом деле - για τέτοια δουλιά αυτός είναι μάνα. доказательный επ., βρ: -лен, -льна, льно; αποδεικτικός, πειστικός· - пример πειστικό παράδειγμα. Доказательство, -а ουδ. 1 απόδειξη, απο- αποδεικτικό στοιχείο, μαρτυρία, τεκμήριο, ση- σημάδι· δείγμα ένδειξη· ДЛЯ -а приведу ряд Документов για απόδειξη θα σας προσκομίσω μια σειρά απο έγγραφα· вещественные -а τα πειστήρια· я считаю достаточным -ом θεωρώ οτι είναι αρκετό για απόδειξη- бтот поступок служить -ом его честности αυτή η πράξη εί- είναι μαρτυρία της τιμιότητας του· в - уваже- уважения, дружбы σε ένδειξη σεβασμού και φιλίας· неопровержимые -а αδιάψευστα τεκμήρια· пред- представление -СТВ παρουσίαση αποδεικτικών στοι- στοιχείων. 2 (μαθ.) απόδειξη· теорема имеет нё- Сколько -СТВ το θεώρημα έχει κάμποσες απο- αποδείξεις. доказать, -кажу, -кажешъ р.о. 1 μ. απο- αποδείχνω, καταδείχνω· доказать что и трёбова-т лось όπερ έδει δείξαι· это ничего не ~ет αυ- αυτό δεν είναι απόδειξη ή δε λέει τίποτε· до- доказано ЧТО... αποδε ίχτηκε ότι... я -у вам противное θα σας αποδείξω το αντίθετο· ося- осязательно - ком# что απτά αποδείχνω σε κά- κάποιον ότι. II υποδείχνω· он ясно -ал мне не- необходимость э"той меры αυτός καθαρά μου υπέ- υπέδειξε την ανάγκη αυτού του μέτρου. 2 (απλ.) καταδίδω, δείχνω. ДОКазуеМОСТЬ, -И θ. το ευαπόδεικτο. Доказуемый επ., βρ: -зуем, -а, -Ο αποδει- κτός, αποδείξιμος. ДОХазчиК· -а, -ца. -Ы θ. (παλ.) καταδότης, -τρία. Доказывание, -Я ουδ. (ενέργεια) απόδειξη. доказывать р.δ. βλ. доказать. II -СЯ απο- αποδείχνομαι. дохалывать(ся) р.δ. βλ. докалйть(ся). ДОКаЛЕТЬ ρ.σ.μ. 1 αποττυρακτώνω, πυρακτώνω τελείως. II -СЯ πυρακτώνομαι εντελώς. докалывать р.δ. βλ. доколоть. Доканчивать р.δ. βλ. ДОКОНЧИТЬ. II -СЯ α- αποτελειώνομαι, αποπερατώνομαι. Докапиталистический επ. προκαπιταλιστικός. .. докапнвать(ся) р.δ. βλ. докопать(ся). докармливать ρ.δ. βλ. докормить. И -ся α- ποταγίζομαι, ταγίζομαι καλά, πλήρως. Докатать р.δ. αποκυλώ, τελειώνω το κύλι- κύλισμα κλπ.σημ. βλ. докатить. II-ся γλιστρώ τό- τόσο πολύ που... -лея до простуды γλίστρισα τόσο πολύ, που κρυολόγησα. II τρέχω στο. ДОКаТЙТЬ, -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. докаченный, βρ: -чен, -а, -о р.о. л μ. κυλώ ως· - бочку ДО погреба κυλώ το : βαρέλι ως το υπόγειο. 2 μεταβαίνω, μετακινούμαι τα- ταχιά. II -СЯ1 κυλώ ως· мяч -лея до края το τό- τόπι κύλισε ως την άκρη. 2 καταντώ· ОН -ЛСЯ ДО тюрьмы αυτός κατάντησε στη φυλακή. 3 φτά- φτάνω ως· выстрел -лея до нас о πυροβολισμός α- ακούστηκε ως εμάς. докатывать(ся) р.δ. βλ. докатйть(ся). докашивать р.δ. βλ. докосить. *докер, -а α. λιμενεργάτης. ДОКИДать р.σ.μ. τελειώνω το πέταγμα, το ρίψιμο· - снег С крыши τελειώνω το πέταγυα του χιονιού απο τη στέγη. докинуть ρ.σ. ρίχνω, πετώ ως· - камень до противоположного берега реки πετώ την πέτρα ως την αντίπερα όχθη του ποταμού. докипать р.6. βλ. докипеть. ДОКИПеть, -йт р.σ. αποβράζω, βράζω εντελώς. ДОКЛаД, -а α. 1 εισήγηση, έκθεση* ομιλία, διάλεξη* отчётный - απολογιστική έκθεση· О происхождении человека διάλεξη για ττ>ν καταγωγή του ανθρώπου. 2 αναφορά (γραπτή ή προφορική)· - директору αναφοοά στο διευθυ- διευθυντή. 3 ειδοποίηση· Оез -ав кабинет не вхомт χωρίς ειδοποίηση δεν μπαίνουν στο γραφείο. докладной επ. 1 αναφορικός· -ая запуска αναφορικό σημείωμα. 2 -ая ουσ. θ. σημείωμα. Докладчик, -а α., -ца, -ы θ. εισηγητής, *-ήτρια, ομιλιητής, αγορητής. докладывать(ся) ρ.δ. βλ. доложйть(ся). доклассовый επ. προταζικός· -ое общество προταξική κοινωνία. Доклевать, -КЛЮЙ, -клюёшь ρ.σ,,μ. ραμφίζω, τσιμπώ ως το τέλος. доклёвквать р.δ. βλ. доклевать. докдеьвать р.δ. βλ. доклеить. ДОКЛ&ИТЪ р.σ.μ. τελειώνω το κόλλημα. докликаться, -кличусь, -кличешься р. σ. (με αιττ.) απλ. βλ. ДОЗШТЬСЯ. ДОКбваТЬ, -кую, -куёшь р.σ.μ. τελειώνω τη σφυρηλάτηση, αποσφυρηλατώ, αποσφυροκοπώ. доковывать р.δ. βλ. доковать. ДОКОВЫЙ επ. λιμενικός· -ые сооружения λι- λιμενικές εγκαταστάσεις· -ые рабочие λιμενερ- λιμενεργάτες. ДОКОВЫЛЯТЬ р.σ·, φτάνω κούτσα-κούτσα ως. ДОКОле к. ДОКОЛЬ επίρ. 1 (παλ.) ως πότε; ως πού; - я буду терпеть ως πότε θα υπομέ-
док 266 Дав νω; - будешь верить словим ως πότε θα πι- πιστεύεις στα λόγια; 2 ώσπου· ωσότου, όσο· хватает глаз όσο κόβει (βλέπει, φτάνει) το μάτι. ДОКОЛОТИТЬ, -ЛОчу, -ЛОТИШЬ ρ.σ.μ-1 τελειώνωι το χτύπημα, το κάρφωμα, το μπήξιμο· - КОЛ τελειώνω το μπήξιμο πασσάλου· осталось два ГВОЗДЯ απόμεινε να χτυπήσω δυο καρφιά.2 χτυπώ ώσπου· -ли его до того, что он теперь калека τον χτύπησαν τόσο πολύ, που έμεινε σακάτης. 3 κατασπάζω, καταθραύω· - ВСЮ посу- ду κατασπάζω ολα τα πιατικά. доколоть, -колю, -колишь р.о.ц. 1 αποσχί- αποσχίζω, τελειώνω το σχίσιμο· - дровй αποσχίζω τα ξύλα (καυσόξυλα). 2 κατατρυπώ, κατασου- βλίζω· χτυπώ μέχρι θανάτου· -ли раннего шты- штыками κατατρύπησαν τον τραυματία με τις λόγ- χες. доконать ρ.σ.μ. θανατώνω, αποτελειώνω, α- Φανίζω, τρώγω, ξεκάνω· бОЛЬНОГО -ла ЛИХОра- ка τον άρρωστο τον αφάνισε ο ψηλός πυρετός. ДОКОНЧИТЬ ρ.σ.μ. αποτελειώνω, αποπερατώ- αποπερατώνω· я -ил начатое вчера рисунок αποτέλειωσα: το σχέδιο, που άρχισα χτες. II αποτρώγω, τρώ- τρώγω ως το τέλος' αποπίνω, πίνω ως το τέλος. ДОКОпаТЬ р.σ.μ. αποσκάφτω, τελειώνω το σκάψιμο· σκάφτω ως. II -СЯ 1 σκάφτω ως· ОН -лея до воды αυτός έσκαψε ώσπου βρήκε νερό. 2 (απλ.) ερευνώ, μαθαίνω, πληροφορούμαι· до истины ψάχνω να μάθω την αλήθεια. докормить, -кормлй, -кормишь ρ.σ.μ. απο- ταγίζω· τελειώνω το τάγισμα, τή αίτηση-τρε- φω, ταγίζω ως, ώσπου. ДОКОСИТЬ, -кошу, -КОСИШЬ ρ.σ.μ. τελειώνω το κόσισμα, αποκοσίζω* χορτοκοπώ ως· Я -ЙЛ до канавки έκοψα το χορτάρι ως το αυλάκι. докрасить, -крашу, -красишь ρ.σ.μ. αποθά- φω, τελειώνω το βάψιμο· βάφω ως· - ПОЛ απο- βάφω το πάτωμα· стену - ДО середины βάφω τον τοίχο ως τη μέση. Докрасна επίρ. ως το κόκκινο χρώμα, ώσπου να κοκκινίσει· раскалённый - ερυθροπυρακτω- μένος· накалить - πυρακτώνω· натирать спину - το ,°α> τη ράχη ώσπου να κοκκινίσει. докрашивать р.δ. βλ. докрасить, цекричаться, -чусь, -чйшься р.σ. 1 κράζω; φωνάζω, καλώ κάποιον ν' απαντήσει* НИКОГО не .«-чшгься φώναξε όσο θέλεις, κανένας δε θα σου αποκριθεί. 2 φωνάζω, κράζω δυνατά, ζε- λαρυγγίζοιιαι απο τις φωνές· - до хрипоты βραχνιάζω απο τις φωνές. докрутить, -кручу, -крутишь ρ.σ.μ. απο- στρίβω, τελειώνω το στρίψιμο· στρίβω ως το τέλος· - нитки στρίβω τις κλωστές ώσπου δεν παίρνει άλλο· - гайку στρίβω το παξιμάδι ως το τέλος. К -ОЯ 1 περιτυλίγομαι ως ένα ση- σημείο ή ως το τέλος. 2 περιστρέφομαι, βιδώ- ως ένα σημείο ή ως το τέλος. докручивать(ся) р.δ. βλ. докрутйть(ся). *ДОКТОр, -а, πλθ. -а α. γιατρός, δόκτορας, ντοντόρος· сходите за -ом πηγαίνετε για το γιατρό, φωνάξτε το γιατρό. II διδάκτορας, δό- δόκτορας, ντόχτορας· - наук διδάκτορας επιστη- επιστημών - философии διδάκτορας φιλοσοφίας. •докторальный επ., βρ: διδακτορικός, κατη- κατηγορηματικός, σχολαστικά αποφθεγματικός· го- говорить -ЫМ ТОНОМ μιλώ με διδακτορικό τόνο. Докторант, -а α. υποψήφιος, επίδοξος δι- διδακτορίας. Докторантура, -Ы θ. διδακτορία, διδακτο- διδακτορικό σύστημα σύστημα στην ΕΣΣΔ για την προ- προετοιμασία επιστημονικών συνεργατών και δι- διδακτόρων επιστημών. ДОКТОРСКИЙ επ. διδακτορικός, του διδάκτο- διδάκτορα· -ая степень διδακτορία, το αξίωμα του διδάκτορα· -ая диссертация εναίσιμη διατρι- δή για διδακτορία· получить -ую степень α·- ναγορεύομαι διδάκτορας, παίρνω τό βαθμό ή το αξίωμα του διδάκτορα· -ое свидетельство το δίπλωμα του διδάκτορα. ДОКТОрСТВО, -а ουδ. διδακτορία (τίτλος, α- αξίωμα) . ДОКТОрша, -И θ. (απλ.) γιάτρισσα, -ίνα.II η σύζυγος του γιατρού. *ДОКТркна, -Ы θ. διδασκαλία· научная - ε- επιστημονική διδασκαλία. *ДОКТринёр, -а α. τυφλός και σχολαστικός ο- οπαδός μιας διδσκαλίας· δογματιστής. доктринёрский επ. σχολαστικός· - подход к делу σχολαστικός τρόπος χειρισμού της υ- υπόθεσης. доктринёрство, -а ουδ. τυφλή και σχολαστι- σχολαστική παραδοχή μιας διδασκαλίας* δογματισμός. докуда επίρ. (απλ.) 1 (ερωτ.) ως πότε, ως πού· - буду ждать? ως πότε θα περιμένω; нам идти? ως που πρέπει να πάμε; 2 (αναφορά ώσπου, ως εκεί που, όσο, οσότου· - хватает Глаз ώσπου φτάνει (κόβει) το μάτι. ДОКука, -И θ. (παλ. κ. απλ.) 1 τκχράκλιση, -κάλι, -καλετό. 2 στενοχώρια· ανησυχία. •документ, -а α. 1 έγγραφο, -,рд<йгго, χαρτί, ντοκουμέντο· оправдательный - δικαιολογητι- δικαιολογητικό έγγραφο· - признанный недействительным το έγγραφο θεωρήθηκε άκυρο (ш\ πραγματικό)· секретный - μυστικό έγγραφο* исторический - ιστορικό ντοκουμέντο. 2 πιστοποιητικό* δελ- δελτίο ταυτότητας, ταυτότητα* предъявлять свой - δείχνω την ταυτότητα μου· проверка -ОВ έ- έλεγχος των εγγράφων* выправить себе - (απλ.) βγάζω ταυτότητα. документальный επ. έγγραφος, εγγραφικός* -ые данные έγγραφα στοιχεία. II ακριβής (σαν
док 267 ДОЛ το έγγραφο)· -ая ТОЧНОСТЬ μεγάλη ακριβολο- ακριβολογία· - фИЛЬМ φιλμ ντοκιμαντέρ. документация, -И θ. 1 στήριξη έγγραφη με βάση τα έγγραφα. 2 το σύνολο των εγγράφων. документирование, -я ουδ. βλ. документа- документация A σημ.). документировать, -рую, -руешь ρ. δ. κ. σ. βα- βασίζω, στηρίζω σε έγγραφα. докупать1 р.δ. βλ. докупить. ДОКунаТЬ2 ρ.σ.μ. απολουζω, τελειώνω το λοΰ- σιμο· - ребёнка απολουζω το παιδάκι. II -ОЯ 1 αποπλύνομαι. 2 πλύνομαι, κολυμπώ ώσπου· Я -лея ДО простуды εγώ κολύμπησα τόσο, που κρυολόγησα. ДОКУПИТЬ, -куплю, -купишь р.σ.αγοράζω συ- συμπληρωματικά· я -ил метр сукна αγόρασα συ- πληρωματικά ένα μέτρο τσόχα. докуривать(ся) р.δ. βλ. докурйть(ся). ДОКурМТЬ, -кури, -куришь ρ.σ.μ.αποκαπνίζω το τσιγάρο, τελειώνω το κάπνισμα του τσιγά- τσιγάρου· καπνίζω ως το τέλος. II -0Я 1 παύω να καπνίζω, σβήνω· трубка -лась о καπνός στο τσιμπούκι τέλειωσε, κάηκε ως το τέλος. 2 κα- καπνίζω ώσπου· - до ГОЛОВНОЙ боли θα καπνίσω ώσπου θα μου πονέσει το κεφάλι. Докучать ρ.δ. στενοχωρώ, ενοχλώ, γίνομαι φόρτωμα (με συνεχή παρακάλια, παρατηρήσεις κλπ.). докучливость, -и θ. ενοχλητικότητα, οχλη- ρότητα. ДОКУЧЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -О ενοχλη- ενοχλητικός, οχληρός, βαρετός, φορτικός· -ая муха ενοχλητική μύγα· -ые мысли ενοχλητικές σκέ- σκέψεις. докучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ.до- βλ.докучливый. ДОЛ, -а, δοτ. πλθ. по долам к. παλ. по до- долам α. (παλ.) κοιλάδα. II εκφρ. за горами, за долами πίσω απο βουνά και κοιλάδες (μακριά)· по горам, ПО долам σε βουνά και σε κοιλάδες (παντού). доламывать(ся) р.δ. βλ. доломать(ся). ДОЛбануТЬ ρΛ.μ. χτυπώ, πλήττο,' Βαρώ·τρα- Βαρώ·τρακάρω. ДОЛбаТЬ р.δ. (απλ.) βλ. ДОЛСЙТ-Ь B σημ.). долбёжка, -и θ. βλ. долбление. долбёжный επ. εκβαθυντικός," της εκβάθυν- εκβάθυνση?» της εκκοίλανσης· - станок εργατομηχανή εκκοίλανσης. ДОЛбИТЬ, -блго, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долблённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. 1 σκάβω, βαθαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω· -блй стену σκάβω τον τοίχο· - камень κάνω λακ- λακκούβα στην πέτρα· дятель дерево -Йт о δρυο- δρυοκολάπτης τρυπά το δέντρο· капля И камень -Йт οι σταλαματιές και την πέτρα τρώνε· улей σκαλίζω κυψέλη (απο κορμό δέντρου), 2 χτυπώ διαρκώς. II χτυπώ, βάλλω συνεχώς με πυ- πυροβόλα, σφυροκοπώ. 3 (απλ.) επαναλαβαίνω, ио- πανώ τα ίδια και τα ίδια. ή- (απλ.) αποστη- αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω· ОН часами -ЙТ урок αυτός ώρες ολόκληρες αποστηθίζει το μάθημα. II -СЯ σκάβομαι, κοιλαίνομαι κλπ. ρ.μ. ДОЛблёние, -Я ουδ. σκάψιμο, εκκοίλανση, βάθυνση. / долблённый επ. απο μτχ., βρ: -блён, -лени, -лено σκαμμένος, βαθουλός, έκγλυφος, ДОЛГ, -а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. ДОЛГИ. 1 καθήκον, χρέος, υποχρέωση· перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα· чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος· испол- исполнить свой - κάνω το καθήκον μου· считаю сво- своим -ом θεωρώ καθήκον μου· нарушить свой - παραμελώ το καθήκον μου· защита отечества Священный - η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον человек -а άνθρωπος του καθή- καθήκοντος· ПО -у службы εκτελώντας το υπηρεσι- υπηρεσιακό καθήκον. 2 οφειλή, χρέος· отдать - δίνω πίσω το χρέος· получать - παίρνω το χρέος· брать В -у χρεώνομαι, δανείζομαι' погашать - ξοφλώ το χρέος· сделать - χρεώνομαι· неот- неотложные -й μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης· упла- уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη. εκφρ. первым -ОМ στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον В -у δα- δανεικά· (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ΰε κάποιον· войти ή влезть, залезть в -к μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι· жить в - ζω μς δανεικά· не ос- остаться В -у θα το ξεπλερώοω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει· в -ах по уши ή по горло είμαι χοεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαι- λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χοέη· отдать ПОС./10- ДНИЙ - πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό. долгий επ., βρ: долог, долга, долго; доль- дольше к. долее. 1 μακρός, μακρύς, παρατεταμέ- παρατεταμένος· μακρόχρονος· - путь μακρινός δρόμος* - взгляд παρατεταμένη ματιά· -ие аплодисменты παρατεταμένα χειροκροτήματα· -ая разлука μα- μακρόχρονος χωρισμός. 2 (γλωσ.) μακρόχρονος· - гласный μακρόχρονο φωνήεντο· - СЛОГ μα- μακρόχρονη συλλαβή. II εκφρ. -ие годы πολλά χρόνια, επί μακρόν (χοονικόν διάστημα)· -ая песня μακοιά ανιαρή ιστορία· на -ИХ (μεοημ, ουσ.) παλ. ταξιδεύω μακοιά με τα ίδια άλογα (χωρίς αντικατάσταση αυτών)· отложить на - ЯЩИК βάζω στο χρονοντούλαπο. ДОЛГО επίρ. πολύ (χοόνο), επί μακρόν χοό- νον, πολύν καιρό, πολλή ώρα· μακρώς, παρα- παρατεταμένα· διεξοδικά· - пришлось ждать χρει- χρειάστηκε πολύ να περιμένω·- ЖИТЬ ζω πολλά χρό-
дол 268 ДОЛ νια, μακροημερεύω· ОН - болел αυτός ήταν πο- πολύν καιρό άρρωστος· за - ДО πολύν (καιρό) πριν ЭТО дело - ТЯНвТСЯ αυτή η υπόθεση πο- πολύ τραβάει (τραινάρει)· МЫ разговаривали - εμείς μιλούσαμε πολύ ώρα. II εκφρ. - ли, ко- коротко ЛИ αργά ή γρήγορα· άγνωστο πόσον και- καιρό, πολύ-λίγο καιρό· - ли до греха ή ДО бе- беды δεν αργεί να συμβεί το κακό· как - πόσον νιαιρό. Долговечность, -И θ. μακροζωία, μακροβιό- μακροβιότητα. долговечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно μα- μακρόβιος, πολυετής· -ые растения μακρόβια φυτά. II στερεός, γερός, αιώνιος· -ая кровля γερή στέγη. долговой επ. χρεωστικός, του χρέους* -ые обязательства τα χρεωστικά γραμμάτια· -ая расписка χρεωστική υπογραφή. долговременный επ. μακροχρόνιος, πολυετής, μακρός, μακρύς· -ая разлука πολύχρονος χω- χωρισμός. II εκφρ. -ая огневая точка ή -ое ог- огневое сооружение μόνιμο πολυβολείο. долговязый επ., βρ: -вяз, -а, -о; ψηλό- ψηλόλιγνος. долгогривый επ., βρ: -грив , -а, -о που έ- έχει μακριά χαίτη. долгоденствие, -Я ουδ. (παλ.) μακροβιότη- μακροβιότητα, μακροζωία. II η μεγαλύτερη μέρα του χρό- χρόνου. долгожданный επ.περιπόθητος, πολυπόθητος, λαχταριστός· -Ое ПИСЬМО το πολυπόθητο γράμ- γράμμα (επιστολή). Долголетие, -Я ουδ. μακροζωία, μακροβιό- μακροβιότητα. долголетний επ. μακρόχρονος, -όνιος, πο- πολυετής· - опыт μακρόχρονη πείρα· -ая служ- 6;ι πολυετής υπηρεσία. ДОЛГОНОГИЙ επ., βρ: -ног, -а, -о μακροπό- 5ης, μακοοπόδαρος. ДОЛГОНОЖКа, -И θ. μακροπόδης, μακροπόδα- ρος. II σίλφη (γένος διπτέρων εντόμων), τα μακρύποδα έντομα. ДОЛГОНОСИК, -а α. σιταρόψειρχ, τρωξ. ДОЛГОНОСЫЙ επ., βρ: -НОС, -Α, -Ο μακρομύ- της· μακρόραμφος. Долгополый επ., βρ: -по."., -а, -о (για έν- ί>υμα) μακρύς, μακρός, ποίτοης. долгосрочный ε π. μακροπρόθεσμος· -ая ссу- ссуда μακροπρόθεσμο δάνειο. долгота, -ό, πλθ. -ГОТЫ θ. 1 μάκρος, μή- μήκος· - ДНЯ το μάκρος της μέρας. 2 γεωγραφι- γεωγραφικό μήκος. 3 (γλωσ.) μακρότητα (χρόνος προ- προφοράς γράμματος ή συλλαβής). долготерпеливый επ., βρ: -лив, -а, -о ά- άκρως υπομονητικός, καρτερικός, στωικός* με- μεγάθυμος, μακρόθυμος. долготерпение, -Я ου6. μεγάλη υπομονή, καρ- καρτερία* ιώβεια υπομονή. ДОЛГОУХИЙ επ. που έχει μεγάλα, μακριά αυ- αυτιά, ωτόεις. ДОЛГОХВОСТЫЙ επ., βρ: -ХВОСТ, -а, -Ο μα- κρόουρος. ДОЛГОшеиЙ, -ЯЯ, -ее επ. μακρόλαιμος, μα- κρολαίμης. ДОЛГООёрстнЫЙ επ. μακρόμαλλος* -ые ОВЦЫ μακρόμαλλα πρόβατα. ДОЛГунёц, -нца α. το μακρόκλωστο λινάρι. ДОЛГуша, -И θ. (παλ.) μακρύ όχημα. долевой1επ. επιμήκης. ДОЛвВОЙ2гп. μερικός, μη ολόκληρος. Доледниковый επ. προπαγετικός, ο πριν των παγετώνων. долее συγκρ. β. του επ. долгий βλ. λ. долежать, -жу, -жйшь ρ.σ. ξαπλώνω· я -ал до вечера ξάπλωσα ως το βράδυ. II -ся 1 βλ. долежать. 2 ξαπλώνω ώσπου* - до головной со- соли ξαπλώνω ώσπου να μου πονέσει το κεφάλι. 3 (για μαζεμένους καρπούς) παραμένω ακόμα για ωρίμανση. долёживать(ся) р.δ. βλ. долежать(ся). долезать р.δ. βλ. долезть. долезть, -лезу, -лезешь,παρλθ. χρ. долез, -Ла, -ЛО р.σ. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι ως. долетать ρ.δ. βλ. долетёь. долетев, -лечу, -летишь, р.σ. 1 πετώ, ίπτα- μαι ως. 2 διαδίδομαι, φτάνω ως (για ήχο, μυ- μυρουδιά κλπ.). Долечивание, -Я ουδ. αποθεραπεία. долечивать(ся) ρ.δ. βλ. долечйть(ся). Долечить, -лечу, -лечишь р.о. αποθεραπεύω. II -СЯ αποθεραπεύομαι. ДОЛЖАТЬ Р.δ. (παλ.) παίρνω δάνειο, δανεί- δανείζομαι, χρεώνομαι,μπαίνω σε χρέη. должен, -ЖНО, -жно (χρησιμοποιείται σαν κατηγ. με το р. быть ή και χωρίς αυτό)· 1 ο- οφείλω, χρεωστώ· Я - вам пять рублей εγώ σας χρωστά πέντε ρούβλια. 2 είμαι υποχρεωμένος, πρέπει· он - скоро вернуться αυτός πρέπει.να γυρίσει (επιστρέψει) γρήγορα. II είμαι ανα- κασμένος, αναγκάζομαι. II εκφρ. должно ή ДОЛ- ДОЛЖНО быть μπορεί, μπορεί να είναι, πιθανόν, είναι πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαι- φαινόμενα· - статься βλ. должно быть; должно полагать πρέπει να υποθέσομε· βλ. και ДОЛ- ДОЛЖНО быть. Долженствование, -Я ουδ. υποχρέωση- τό δέ- δέον, το πρέπον το επιβαλλόμενο. долженствовать, -ствую, - ствуешь р. δ. παλ. οφείλω, είμαι υποχρεωμένος* πρέπω (απρόσ.), επιβάλλομαι (απρόσ.). ДОЛЖНИК, -а α. -ца, -Ы θ. χρεώστης, οφει- οφειλέτης, χρεοφειλέτης. II μτφ. υπόχρεος, υπο-
дол 269 ДОЛ χρεωμένος. ДОЛЖНО απρόσ. πρέπει., χρειάζεται, είναι. αναγκαίο, απαραίτητο, επιβάλλεται· - убегать праЗДНОСТИ πρέπει να μην τεμπελι,άζομε· ра- работать, как - να δουλεύουμε όπως πρέπει· го- говорить ТО, ЧТО - λέγω εκείνο που χρειάζε- χρειάζεται· - слушать советы старших πρέπει ν' α- ακούμε τις συμβουλές των μεγαλύτερων. ДОЛЖНОСТНОЙ επ. υπηρεσιακός. ДОЛЖНОСТЬ, -И θ. αξίωμα· υπηρεσιακή θέση, πόστο· административная - διοικητική θέση· - судьи το αξίωμα του δικαστή· получить πιάνω θέση· быть без -И είμαι εκτός υπηρε- υπηρεσίας· удвердить В -И εγκρίνω το διορισμό ως. II τα καθήκοντα· вступить в - αναλαβαίνω τα καθήκοντα· несовместимость -ей το ασυμβί- βαστον με την υπηρεσία· временно исполняю- исполняющий - προσωρινός αναπληρωτής· в - идти ή ехать κ.τ.τ. πηγαίνω υπηρεσία. ДОЛЖНЫЙ επ. που πρέπει, που αρμόζει, πρε- πούμενος, οφειλόμενος· оказывать -ое уваже- уважение δείχνω τον οφειλόμενο σεβασμό· ответить -ым образом απαντώ όπως αρμόζει· с -ым вни- вниманием με την πρέπουσα προσοχή. II υποχρεω- υποχρεωμένος, αναγκασμένος. II -ое ουσ. ουδ. το δέ- δέον, το πρέπον, το αναγκαίον отдать - απο- αποδίδω το δίκαιο, δικαιώνω· воздать - αποδί- αποδίδω (προσφέρω) αυτό που πρέπει. ДОЛЖОК, -ЖКа α. μικρό δάνειο. ДОЛИВание, -Я ουδ. επιπρόσθετη χύση, απο- γέμισμα. доливать(ся) р.δ. βλ. долйть(ся). ДОЛИВКа, -и θ. χύση, χύσιμο συμπληρωματι- συμπληρωματικό, ως. долизать, -лижу, -лижешь ρ.σ. απογλείφω, απολείχω, τελειώνω το γλείψιμο· γλείφω τε- τελείως, ως το τέλος. долизывать р.δ. βλ. долизать. ДОЛВНа, ~Ы θ. κοιλάδα. ДОЛИННЫЙ επ. της κοιλάδας. долить1, -лью, -льёшь, παρλθ. χρ. долил κ. долил, долила, долило к. долило, προστκ.до- προστκ.долей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долитый, βρ: до- долит к. долит, долита, долито к. долито р.о. μ. 1 χύνω, ρίχνω συμπληρωματικά, ακόμα· чайник ρίχνω ακόμα νερό στο τσαερό. 2 απο- γεμίζω· χύνω ως· - в стакан молока απογεμί- ζω το ποτήρι με γάλα· - ВОДЫ ДО ПОЛОВИНЫ бу- ТЫЛКИ ρίχνω νερό ως τη μέση του μποκαλιού. II -СЯ χύνομαι -4ος, τρέχω, ρέω· χύνομαι ολο- ολοκληρωτικά. ДОЛИТЬ2, -ЙТ ρ.δ.μ. (παλ. κ. απλ.) βασανί- βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω· πιάνω, κυριεύω· ко- кошель его -йт τον πιάνει ο βήχας. ДОЛИХОЦефал, -а α. δολιχοκέφαλος. *ДОЛИХОЦвфёлия, -И θ, δολιχοκεφαλία, δολι- χοκρανία. доллар, -а α. δολλάριο. ДОЛОЖИТЬ1, -ложу, -лежишь ρ.σ.μ. κ. αμ. 1 αναφέρω, εκθέτω· - результаты αναφέρω τα α- αποτελέσματα (των παρατηρήσεων)· - обстановку εκθέτω την κατάσταση· - комантйру αναφέρω στο διοικητή. 2 ανακοινώνω, ειδοποιώ,αγγέλ- λω, αναγγέλλω. II εκφρ. Я тебе ~жу να σου πώ. '(κάτι εκπληκτικό), Ц -СЯ βλ. ДОЛОЖИТЬ B σημ.). доложить2, -ложу, -дожить р.о.μ. 1 βάζω, θέτω συμπληρωματικά, συμπληρώνω, επιπροσθέ- τω· απογεμίζω· συμπληρώνω ως. 2 τελειώνω το βάλσιμο, την τοποθέτηση· - печь τελειώνω το χτίσιμο του φούρνου. ДОЛОЙ επίρ. κάτω, χάμω, καταγής· он сбил его С НОГ - αυτός τον έρριξε χάμω. II μακριά απ' εδώ, έξω· βγάλε· - С глаз моих να μη σε δουν τα μάτια μου, φύγε απο μπροστά μου· С дороги αναμέρησε απο το δρόμο· - с лошади! κατ' απο τ'άλογο! прочь, -! έξω απ' εδώ! войну! κάτω ο πόλεμος! - насилие! κάτω η βία! С плеч ή С рук - ξαλαφρώνω, απαλλάσσομαι α- απο το βάρος. "ДОЛОМан, -а α. χιτώνας των ουσσάρων. доломать, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.доломанный, βρ: -ман, -а, -Ο ρ.δ.μ. σπάζω εντελώς· τε- τελειώνω το σπάσιμο. II -СЯ σπάζω τελείως, α- ποσπάζω· стул -лея το κάθισμα έσπασε εντελώς. *ДОЛОЫЙТ, -а ос. δολομύτης (μαγνησιακός α- ασβεστόλιθος) . ДОЛОМИТОВЫЙ επ. δολομιτικός. долото, -ά., πλθ. долота, -лот ουδ. σμίλη, σμιλάρι, κοπίδι, σκαρπέλο. ДОЛу επίρ. (παλ.) προς τα κάτω. II εκφρ. ОПУСТИТЬ ή ПОТУПИТЬ глаза (ОЧИ)-χαμηλώνω τα μάτια. ДОЛЬКа, -И θ. μικρό μερίδιο, μικρή μερί- μερίδα. II φέτα, σκελίδα· λοβί· - апельсина, ма- мандарина φετίτσα πορτοκαλιού, μανταρινιού· - чеснока λοβί σκόρδου. *ДОЛЬМен, -а α. αρχαίο μονόλιθο μνημείο. дольний, -яя, -ее к. дольный, ~ая, -ое (παλ.) 1 της κοιλάδας. 2 γήινος (ως αντώ- νυμο του επ. ουράνιος). ДОЛ1НИХ, -(·. α. (φιλγ.) σπονδείος (μετρι- (μετρικό πόδι). ДОЛЬЧатЫЙ επ. αποτελούμενος απο μέρη, φέ- φέτες, λοβιά. ДОЛЬШв συγκρ. β. του επ. долгий к. του етир. долго μακρύτερος, πιο μακρύς· περισ- περισσότερος, πλέον περισσότερο χρόνο, πιο μα- μακριά, μακρύτερα· ётот путь - того αυτός о δρόμος είναι μακρύτερος απο εκείνον Я вас в δτοΜ доме живу σ' αυτό το σπίτι εγώ ζω περισσότερο καιρό απο σας. ДОЛЬЩИК, -а α., -ца, -ы θ. (παλ.κ.διαλκ.)
ДОЛ 270 дом μέτοχος, συνεταίρος. ДОЛЮШка, -И θ. μεριδύτσα. ДОЛЯ, -и γεν. πλθ. -ей θ. 1 μερίδιο, με- μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοι- ράδι(ο)· делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη· 5то имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου· мой - нас- наследства το μερίδιο μου απο την κληρονομιά· капёйка есть сотая ~ рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού· третья, чет- четвёртая, пятая - листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο. II δόση, κόκκος· в его словах не было и -и истины στα λόγια του δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας· - здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)· 2 τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. II (απλ.) ευτυχία. 3 (παλ.) ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου. II εκφρ.быть В -е είμαι μέτοχος· ВОЙТИ в -ГО μπαίνω μέ- μέτοχος, γίνομαι μέτοχος· принять В -ГО παίρνω μέτοχο· на -Ю στο μερίδιο· на мою -ю στο μερίδιο μου. дом, -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а. 1 σπίτι, οικία· каменный - πέτρινο σπίτι· деревянный - ξυλόσπιτο· жилой - κατοικία· в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία· мно- многоквартирный - πολυκατοικία· загородной - εξοχικό σπίτι. 2 οίκημα, ενδιαίτημα,εστία· выгнать из дома ή из дому διώχνω απο το σπί- σπίτι. 3 οι- κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια· весь - сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή· в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πήγε όλο το σπίτι.|ΙΙ νοικο- νοικοκυριό· богатый - πλούσιο σπίτι· хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό. 4 δυναστεία, οίκος· - Романовых о οίκος των Ρομανόφ. 5 (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος* - культуры σπίτι πολιτισμού· - отдыха σπίτι ανάπαυσης· детский - παιδικό δημόσιο άσυλο· - пионеров σπίτι των πιονέρων родильный μαιευτήριο· воспитательный - βλ. ανωτ. дет- детский -. 6 κατάστημα· банкирский - τραπεζι- τραπεζιτικός οίκος· торговый - εμπορ'κός οίκος· ис- исправительный - σωφρονιστήριο игорный - χαρ- τοπαικτείο, κυβευτήριο· ПИТЕЙНЫЙ - ταβέρνα, καμπαρέ. II εκφρ. на - στο σπίτι· Срать ра- работу на - παίρνω δουλιά στο σπίτι· на -у στο σπίτι, οίκοι· работать иа -у εργάζομαι στο σπίτι· отказать ОТ -а (кому) δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον. дома επίρ. στο σπίτι· никого нет - κανέ- κανένας δεν είναι στο σπίτι· когда вас можно застать - πότε μπορώ να σας βρω στο σπίτι. II εκφρ. как - όπως στο σπίτι σας (ελεύθερα, ά- άνετα)· его нет - αυτός δεν είναι στο σπίτι· в гостях хорошо, а - лучше (παρμ.) σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου ή ιδία: ε- εστία πάντων άριστος ή οίκος φίλος, οίκος ά- άριστος (αρχ.)· у него не всё - αυτός δεν εί- είναι στα καλά του (λογικά του). домазать, -мажу, -мажешь р.σ.μ. 1 τελειώ- τελειώνω το άλειμμα* αλείφω ως. 2 (απλ.) ξοδιάζω ως το τέλος στο άλειμμα. домазывать р.δ.μ. βλ. домазать. домалывать р.δ. βλ. домолоть. ДОмарксЙСТСКИЙ επ. προμαρξιστικός. доматывать р.δ. βλ. доматать. домахать ρ.σ. (απλ.) αποτελειώνω το γνεύμα. домахивать р.δ. βλ. домахать. домашний, -яя, -ее επ. 1 σπιτίσιος, σπι- σπιτικός, οικιακός, οικείος· - телефон τηλέφω- τηλέφωνο του σπιτιού· - адрес η διεύθυνση του σπι- σπιτιού· -ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγ- πράγματα του σπιτιού· -яя хозяйка οικοκυρά, νοο- κοκυρά· -ие туфли παντόφλες· - обед σπιτί- σιο φαγητό· -ее воспитание διαπαιδαγώγηση στο σπίτι· - быт το νοικοκυριό, οικοσκευές· - врач οικογενειακός γιατρός· -ЯЯ жизнь οι- οικιακή ζωή· по -им обстоятельствам για οικο- οικογενειακές υποθέσεις· - арест о κατ' οίκον περιορισμός· -ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες. 2 κατοικίδιος, ήμερος* -ие живот- животные κατοικίδια ζώα· -ЯЯ птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά* -ие голубы τα ήμερα πε- περιστέρια. 3 σπιτίσιος, δικός, οικείος* - чз- ловёк δικός άνθρωπος. 4 ουσ. πλθ. -ие οι. σπιτίοιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας иλπ- ДОМашноСТЬ, -И θ. (απλ.) 1 νοικοκυριό, νοι- κοκυροσύνη. 2 οικιακά σκεύη. 3 οικογενεια- κότητες* в общественной работе нельзя допу- допускать στην κοινωνική δουλιά δεν επιτοέπο- νται οι οικογενειακότητες. домащивать р.δ. βλ. домостить. домекать ρ.δ. βλ. домекнуть. ДОмекнуть р.σ. καταλαβαίνω, εννοώ, συλαμ- βάνω, πιάνω. *ДОмён, -а α. κτήμα* φέουδο. Доменный επ. της υψικαμίνου· -ая печь βλ. домка. ДОмеНЩИК, -а α. εργάτης υψικαμίνου. домеривать р.δ. βλ. домерить. домерить р.σ.μ. απομετρώ, τελειώνω τη μέ- μέτρηση· μετρώ ως το τέλος. домесить, -мешу, -месишь р.σ.μ. τελειώνω το ανακάτωμα· ανακατώνω, αναμιγνύω ως το τέ- τέλος. домести, -мету, -метёшь; παρλθ. χρ.. домёл, -мела, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дометённый, βρ: -тён, -тени, -тено ρ.σ.μ. αποσκουπίζω, τελειώνω το σκούπισμα* σκουπίζω ως* - пол αποσκουπίζω το πάτωμα· - ДО угла σκουπίζω ως τη γωνία.
дом 271 дом ως τη γωνία. дометать1 р.δ. Βλ. домести. дометать2 р.σ.μ. αποτρυπώνω, τελειώνω το τρύπωιια· - рукав αποτρυπώνω το μανίκι. дометать3, -мечу, -мечешь ρ.σ.μ. τελειώνω τη ρίψη, εξακόντιση· εξακοντίζω ως. дометить, -мечу, -метишь р.σ.μ. τελειώνω το σημάδεμα. дометнуть р.σ.μ. βλ. дометать1. домвтывать1 р.δ. βλ. дометать2. домётывать2р.δ. βλ. дометать3. дометывать3 р.δ. βλ. дометнуть. Домешать р.σ.μ. τελειώνω το ανακάτωμα. домешивать1 р.6. βλ. домесить. домешивать2 р.δ. βλ. домешать. ДОМИК, -а α. σπιτάκι, οικίσκος. ДОМЙна, -Ы α. σπίταρος, σπιταρώνα. *доминанта, -Ы θ. επικρατούσα -, δεσπόζου- δεσπόζουσα -, κυριαρχούσα-ιδέα. доминать р.δ. βλ. домять. ^доминион, -а α. προτεκτοράτο. * доминировать, -руе,т ρ. δ. κυριαρχώ, δεσπό- δεσπόζω, επικρατώ· υπερέχω, υπερισχύω. II εξέχω, υπέρκειμαι. *ДОМИНО ουδ. άκλ. ενδυμασία των απόκρεω. *ДОМИНО ουδ. άκλ. ντόμινο (παιγνίδι). Домишко, -а ουδ. μικρό παλιόσπιτο. ДОМЙще, -а α. σπίταρος, σπιταρώνα. *домкрат, -а α. ανυψωτήρας· гидравлический - υδραυλικός ανυψωτήρας· ручной - χειροκί- χειροκίνητος ανυψωτήρας. домна, -ы θ. υψικάμινος. ДОМОВЙна, -Ы θ. (διαλκ.) νεκροσέντουκο, κι- βούρι, κάσα. ДОМОВИТОСТЬ, -И θ. νοικοκυροσύνη. ДОМОВИТЫЙ επ., βρ: -вйт, -а, -о νοικοκυρί- στικος. домовйше, -а ουδ. (διαλκ.) βλ. домовина. домовладелец, -льца α., -ница, -Ы θ. σπι- σπιτονοικοκύρης, -ά, οικοδεσπότης. домовладение, -Я ουδ. κατοχή (ιδιοκτησία) .σπιτιού. ДОМОВНИЦа, -Ы θ. (απλ. κ. διαλκ.) αντικα- ταστάτρια νοικοκυράς. ДОМОВНЙчать ρ.δ. (ατίλ. κ. διαλκ.) αντικα- αντικαθιστώ το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά· κάνω τη νοικοκυρά. ДОМОВОДСТВО, -а ουδ. οικοκυρική· курс -а μαθήματα οικοκυρικής. ДОМОВОЙ, -Ого επ. α. 1 βλ. ДОМОВЫЙ. 2 φάντασμα, δαιμόνιο, μορμώ· στοιχειό σπιτιού. ДОМОВЫЙ επ. 1 σπιτικός, οικιακός· - Обыск έρευνα σπιτιού. 2 (παλ.) οικογενειακός· лекарь οικογενειακός γιατρός. 3 οικοδίάιτος· -ая мышь οικοδίάιτος ποντικός. II εκφρ. -ая КНЙГа μητρώο ενοίκων -ая КОНТОра γραφείο διαχείρισης δημοσίων σπιτιών. домогание, -я ουδ. βλ. домогательство. Домогательство, -а ουδ. εκβιασμός, -ση, ε-> πίμονη επιδίωξη, επιζήτηση· πίεση· ОТвёрГ- нуть ЧЬИ-Л. -а αποκρούω αποφασιστικά τους εκβιασμούς κάποιου· поддерживать -а кого-н. υποστηρίζω τις πιέσεις κάποιου. ДОМОГаТЬСЯ р.δ. επιδιώκω, κυνηγώ, επιζητώ επίμονα, τρώγομαι· αποβλέπω, εποφθαλμιώ· власти επιδιώκω να πάρω την εξουσία· - при- признания επιζητώ την αναγνώριση· - повышение ПО Службе επιδιώκω επίμονα την προαγωγή στην υπηρεσία· он долго -лея итого места απο και- καιρό αυτός κυνηγούσε αυτή τη θέση· - извест- известной ДОЛЖНОСТИ εποφθαλμιώ περίφημο αξίωμα· - почестей επιζητώ τιμές. ДОМОДеЛЬНЫЙ επ. σπιτικός, σπιτίσιος, φτιαγ- φτιαγμένος στο σπίτι, χειροποίητος. ДОМОЙ επίρ. (πάντοτε με σημ. μετάβασης)· 1 για το σπίτι, στο σπίτι, σπίτι· он ушёл - αυτός έφυγε για το σπίτι· Я иду - πηγαίνω στο σπίτι. II στην πατρίδα, στη γενέτειρα· Я съезжу - на побывку θα πάω στην πατρίδα για λίγες μέρες. ДОМОК, -мка α. (απλ.) σπιτάκι. ДОМОКНУТЬ р.σ. τελειώνω το βούτηγμα, την εμβάπτιση. домолачивать ρ .-δ. βλ. домолотить. ДОМОЛОТИТЬ, -лочу, -ЛОТИШЬ р.σ.μ. αποαλω- νίζω, αποκοπανίζω, τελειώνω το αλώνισμα, το κοπάνισμα. домолоть, -мелА, -мелешь, παθ. μτχ. παολθ. χρ. домолотый, βρ: -лот, -а, -ο ρ.σ.μ. απο- αλέθω, ξαλέθω, τελειώνω το άλεσμα. домоправитель, -я α., -ница, -ы θ. (παλ.) διαχειριστής, οικονόμος οικίας, μάνατζερ. домоправление, -я ουδ. (παλ.) διαχείριση, επιμέλεια οικίας. доморощенный επ. 1 οικοδίάιτος, οικόσιτος. 2 μτφ., ειρν. απλός, αρχέγονος, άκομψος, κα- καθυστερημένος, ακαλαίσθητος, άγαρμπος. домосед, -а α., -ка, -и θ. οικουρός, -ή. ДОМОСТИТЬ, -мощу, -мостишь р.σ.μ. τελειώ- τελειώνω τη λι.69ρτοι,.>ση, απολιθοστρώνω· - улицу α- πολιθοοτ^νω νο δρόμο. ДОМССТВОевския επ. παλαιός οικογενειακής διαπσ ιδαγώγησης. Домостроение, -Я ουδ. η οικοδομική. домостроительный επ. οικοδομικός. ДОМОСТрбЙ, -Я α. ρωσικός κώδικας οικογε- οικογενειακής αγωγής τον 169αιώνα, ДОМОТаТЬ ρ.σ.μ. αποτυλίγω, αποπεριτυλίγω, τελειώνω την περιτύλιξη· - клубок НИТОК τε- τελειώνω το κουβάριασμα των κλωστών. ДОМОТКаннЫЙ επ. σπιτοϋφασμένος, σπιτίσιος, χειροποίητος· -ая скйтерть χειροποίητο τρα-
ДОМ 272 дон πεζομάντηλο. Домоуправление, -я ουδ. διεύθυνση (διοί- κηαη) οικιών. II γραφείο της διεύθυνσης οι- οικιών. ДОМОХОЗЯИН, -а α. πλθ. -лева, -лев α.(παλ) 1 νοικοκύρης, αρχηγός της οικογένειας.2 βλ. домовладелец. Домохозяйка, -и θ. νοικοκυρά, οικοκυρά. домохозяйство, -а ουδ. βλ.домоуправление. домочадцы, -ев πλθ. (ενκ. -адец, -дца α.) (παλ.) τα μέλη της οικογένειας, οι οικοίοι· он приехал со всеми своими чадами и -ами αυτός ήρθε συν γυναιξί καί τέκνοις. ДОмра, -Ы θ. ντόμρα, ρωσικό μουσικό έγχορ- έγχορδο όργανο σαν μαντολίνο. Домработница, -ы θ. παραδουλεύτρα. домрачей, -я α. (παλ.) βλ. домрист. ДОМрЙСТ, -а α. οργανοπαίχτης ντόμρας. домучивать(ся) р.δ. βλ. домучитьСся). Домучить, -чу, -чишь р.σ.μ. καταβασανίζω, κατατυραννώ. II -СЯ 1 καταβασανίζομαι, κα- κατατυραννιέμαι· παύω να βασανίζομαι. 2 βασα- βασανίζομαι ώσπου, ωσότου. Домчать, -чу, -чишь р.σ. 1 μ. μεταφέρω ο- ολοταχώς ως· лошади мигом -ли нас до дому τα άλογα με μια ανάσα μας πήγαν ως το σπίτι. 2 βλ. домчаться. II -ся φτάνω ολοταχώς ως· мы -лись до вокзала φτάσαμε ολοταχώς ως το σταθμά домывать(ся) р.δ. βλ. домыть(ся). Домысел, -ела α. κ. παλ. ДОМЫСЛ, -а α. ει- εικασία, συμπερασμός· необоснованные -Ы α- οτήριχτα πιθανολογήματα. домысливать(ся) ρ.δ. βλ. домыслить(ся). ДОМЫЪлитЬ, -лю, -лишь ρ.σ.μ.κ.αμ. σκέφτο- σκέφτομαι, επινοώ, στοχάζομαι, επινοώ· σκέφτομαι κάτι επί πλέον. II -СЯ (παλ.) βλ. додуматься, домыть, -мою, -моешь, -моет' ρ.σ.μ. απο- πλύνω, τελειώνω το πλύσιμο· πλύνω ως· она -ла пол αυτή απόπλυνε το πάτωμα· - до поло- половины μισοπλύνω. II -СЯ αποπλύνομαι. домыслять(ся) ρ.δ. βλ. домыслить(ся). ДОМЯТЬ, -мну, -мнёшь о.σ.μ. τελειώνω το πάτημα, το τσαλάκωμα, αποθλίβω. ДОН επιφ. νταν (γι л ήχο καμπάνας). Донага επίρ. ολόγυμνα, τσιτσίδι. Донашивание, -Я ου&. τελείωμα μεταφοράς. донашивать р.δ. Βλ. доносить''. донашиваться ρ.6....1 βλ. доноситься1. 2 μτφ. καλοσκέφχομαι, καλομελετώ· καταστρώνω σχέ- σχέδια κ.τ.τ. Донельзя επίρ. ώσπου δεν παίρνει άλλο,στο έπακρο. донесение, -Я ουδ. αναφορά, έκθεση υπη- υπηρεσιακή. донести1, -несу, -несёшь, παρλθ. χρ. до- донёс, -несл^, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Д0- несённый, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ. 1 μ. φέρω, κομίζω, μεταφέρω ως· - узел ДО вагона μεταφέρω το μπόγο ως το βαγόνι. II (για ήχο, μυρουδιά) φέρω, παρασύρω. донести? -несу, -несёшь, παρλθ. χρ.донёс, -несла, -ло р.σ. 1 κάνω γνωστό, γνωστοποιώ, ειδοποιώ* ενημερώνω, κατατοπίζω. II αναφέρω, εκθέτω, κάνω (υποβάλλω) αναφορά, έκθεση. 2 καταγγέλλω, καταμηνύω, καταδίδω, μαρτυρώ. донестись, -сусь, -сёшься, παρλθ. χρ. до- донёсся, -неслась, -лось р.σ. 1 διαδίδομαι ως, ξαπλώνω, -ομαι, φτάνω ως· -нёССЯ запах ДЫ- ма έφτασε ως εμάς η μυρουδιά του καπνού·до- καπνού·донёсся слух διαδόθηκε η φήμη. 2 φτάνω ολο- ολοταχώς ως. донжуан, -а α. δονζουάν, ερωτυλος. донжуанский επ. δονζουανικός, ερωτυλος, σα- σαγηνευτικός. ДОНЖупнство, -а ουδ. δονζουανισμός. донизать, -нижу, -нижешь ρ,σ.μ. τελειώνω το αρμάθιασμα· αρμαθιάζω ως· - жемчуг τε- τελειώνω το αρμάθιασμα των μαργαριταριών. ДОНИЗу επίρ. ως κάτω· сверху - απο πάνω ως κάτω. донизывать ρ.δ. βλ. донизать. II -СЯ αρμα- θιάζομαι. донимать р.δ. βλ. донять. ДОНКИХОТ, -а α. ονειροπαρμένος, φαντασιό- πληκτος, Δον Κιχώτης. ДОНКИХОТСКИЙ επ. δονκιχωτικός, ουτοπικός, απραγματοποίητος. ДОНКИХОТСТВО, -а ουδ. δονκιχωτισμός. донкихотствовать, -ствуга, -ствуешь р.6, φαντασιοκοπώ, καταδιώχνω χίμαιρες, донна, -ы θ. βλ. донья. ДОННИК, -а α. μελί λωτό, νυχάκι, άγριο τρι- τριφύλλι . ДОННИКОВЫЙ επ. μελίλωτος, του μελί λωτού·- запах μυρουδιά μελίλωτου· - пластырь έμπλα- έμπλαστρο από μελίλωτό. ДОННЫЙ επ. του βυθού, του πάτου· -ая ми- мина νάρκη βυθού· -ые доски πατόξυλα· -ые ры- рыбы ψάρια βυθού. *ДОНор, -а α. αιμοδότης. донорский επ. αιμοδοτικός, του αιμοδότη. донорство, -а ουδ. αιμοδοσία. ДОНОС, -а α. αναφορά κρυφού χαρακτήρα, κα- καταγγελία, κατάδοση, μήνυση. ДОНОСЙТелЬСТВО, -а ουδ. (παλ.) επαγγελμα- επαγγελματικός χαφιεδισμός. ДОНОСИТЬ, -ΗΟΠ$, -НОСИШЬ ρ.σ.μ. 1 απομε- ταφέρω, τελειώνω τη μεταφορά· - дрова В са- р&Й τελειώνω τη μεταφορά καυσόξυλων στην ξυ- λαποθήκη. 2 αποφορώ, φορώ ως το τέλος·--ту- τέλος·--туфли ДО дыр φορώ τις παντούφλες ώσπου να τρυ- τρυπήσουν. 3 γεννώ κανονικά, στον καιρό· она
доы 273 доп не -ла αυτή γέννησε παράκαιρα (απόβαλε). II -СЯ 1 τρίβομαι, φθείρομαι., λιώνω απο την πολλή χρήση (για ενδύματα, υποδήματα). 2 βλ. донестись A σημ.). и βλ. и.р. донестй(сь). ДОНОСЧИК, -а α., -ца, -ы θ. καταδότης, -κα- ταδότρια, μαντατευτής, χαφιές. ДОНЦв, -а ουδ. πυθμενίσκος. ДОНЫНе επίρ. ως (μέχρι) τώρα, ως αυτή τη στιγμή, μέχρι του παρόντος, μέχρις ώρας. донырнуть Р.σ. βουτώ ως, κάνω βούτα ως. ДОНЫШКО, -а ουδ. πυθμενίσκος. ДОНЬЯ, ~И θ. δόνα, τίτλος ευγενείας στην Ισπανία. донять, дойму, доймёшь, παρλθ. χρ. донял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ДОНЯТЫЙ, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ. ενοχλώ, γίνομαι ενοχλη- ενοχλητικός, κατατρώγω, κατατρύχω, πρήζω το συκώ- συκώτι· - просьбами γίνομαι φόρτωμα με τις πα- παρακλήσεις. Дообедать р.σ. τελειώνω το γεύμα μου, α- πογευματίζω. ДООбеДеШШЙ επ. ο πρίν του γεύματος· -ая прогулка о πρίν του γεύματος περίπατος. дооборудование, -Я ουδ. συμπλήρωση του ε- εξοπλισμού. дооборудовать, -дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ.μ. συ- συμπληρώνω τον εξοπλισμό. II -СЯ | συμπληρώνω, τον εξοπλισμό μου. дооктябрьский ε π. προοκτωβριανός· -ая Рос- Россия η προοκτωβριανή Ρωσία. допаивать1 ρ.δ. βλ. допаять. допаивать2ρ.δ. βλ. допоить. допал8ывать р.δ. βλ. доползти. допалывать р.δ. βλ. дополоть. допаривать(ся) р.δ. βλ. допарить(ся). ДОПарИТЬ р.σ.μ. τελειώνω το μαγείρευμα, α- πομαγειρεύω πνικτό· βράζω αεροστεγώς ως. II -СЯ 1 βλ. допарить. 2 κάνω ατμόλουτρο ώσπου να. допарывать р.δ. βλ. допороть. допасти, -пасу, -пасёшь, παρλθ. χρ. допас, -ла, -ло р.σ.μ. αποβοσκώ, περνώ όλη τη μέρα στη βοσκή· τρώγω τη βοσκή ως· παύω να βοσκώ. допахать, -пашу1, -пашешь ρ.σ.μ. τελειώνω το όργωμα, αποοργώνω· οργώνω ως· - поле τε- τελειώνω το όργωμα του χωραφιού· - поле ДОМё- ЖИ οργώνω το χωράφι ως το σύνορο. допахивать р.δ. βλ. допахать. II -ся οργώ- οργώνομαι ως. допаять ρ.σ.μ. τελειώνω τη συγκόλληση· συ- συγκολλώ ως. допевать(ся) р.δ. βλ. допеть(ся). допекать(ся) р.δ. βλ. допёчь(ся). Допеть, -ПОГО, -поёшь р.σ.μ. τελειώνω το τραγούδι, αποτραγουδώ· τραγουδώ ως το τέλος. II -СЯ τραγουδώ ώσπου· - до хрипоты τραγου- τραγουδώ ώσπου να βραχνιάσω. ДОПечатаЬ ρ.σ.μ. 1 τυπώνω ως το τέλος-τυ- τέλος-τυπώνω ως. 2 τυπώνω συμπληοωματικά. Допечатка, -И θ. τύπωση ή δακτυλογράφηση' ως το τέλος ή ως ένα όριο. II συμπληρωματική τύπωση. допечатывание, -я ουδ. βλ. допечатка. допечатывать р.δ. βλ. допечатать. II -ся τυπώνομαι ως το τέλος. допечь, -пеку, -печёшь, -пекут, παρλθ. χρ. ДОПёк, -пекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. до- допечённый, βρ: -чён, -чена, -но р.σ.μ. 1 α- ποψήνω, τελειώνω το ψήσιμο· καλοψήνω. 2 ψή- ψήνω συμπληρωματικά. 3 ^τΦ· (απλ.) βλ. ДОНЯТЬ. II -СЯ καλοψήνομαι. допнвать(ся) р.δ. βλ. допйть(ся). допиливать р.δ. βλ. допилить. ДОПИЛИТЬ, -ПИЛЮ, -ПИЛИШЬ ρ,σ.μ. αποπριονί- ζω, τελειώνω το πριόνισμα· πριονίζω ως. ДОПИСать, -пишу, -пишешь р.σ.μ. 1 απογρά- απογράφω, τελειώνω το γράψιμο· γράφω ως. II αποζω- γραφίζω, τελειώνω το ζωγράφισμα. 2 γρ*άφω συμπληρωματικά. II -СЯ 1 γράφω μέχρι· ОН -лея до глупостей έγραψε μέχρι ανοησίες· Я -лея до переутомления έγραψα μέχρι που κου- κουράστηκα . !2 βλ. дописать A σημ.). допйсывать(ся) р.δ. дописать(ся). Допить, -пью, -пьёшь, παρλθ. χρ. допил и. допил, допили, допило к.допило, προστκ.до- προστκ.допей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ДОПИТЫЙ, βρ: до- ПЙТ, -&, -О р.σ.μ. αποπίνω, πίνω όλο, ως το τέλος. II -СЯ πίνω ώσπου· он -лея ДО ТОГО, что не мог говорить αυτός έπιε, ώσπου δεν μπορούσε να μιλήσει. Доплата, -Ы θ. συμπληρωματική πληρωμή· α- αποπληρωμή, ξεπλέρωμα, εξόφληση. ДОПЛаТИТЬ, -ШШЧУ, -ПЛаТИШЬ р.σ.μ. 1 πλη- πληρώνω συμπληρωματικά, επιπρόσθετα· αποπληρώ- αποπληρώνω, ξεπλερώνω, εξοφλώ. ДОПЛатнОЙ к. (παλ.) |доплаТНЫЙ επ. της συ- συμπληρωματικής πληρωμής, εξοφλητικός. доплачивание, -я ουδ. βλ. доплата. доплачивать р.6. βλ. доплатить. доплёскивать р.δ. βλ. доплеснуть. доплеснуть р.σ. φτάνω ραντίζοντας. доплести, -плету, -плетёшь, παρλθ. χρ. до- доплёл, -плела, -ЛО, μτχ. παρλθ. ΧΡ. ДОПЛёТ- ШИй, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -плетённый, βρ: -тён, -тена, -тено р.σ.μ. αποπλέκω, τελειώ- τελειώνω το πλέξιμο· πλέκω ως· - корзину αποπλέκω το καλάθι. доплестись, -плетусь, плетёшься, παρλθ. χρ. -плёлся, -плелась, -лось р.σ. βαδίζω με δυσκολία, σέρνομαι· με δυσκολία φτάνω ως. доплетать р.δ. βλ. доплести. доплетаться р.δ. βλ. доплестись.
дол 274 ДОП доплывать р.δ. βλ. доплыть. доплыть, -плыву, -плывёшь, παρλθ. χρ. до- доплыл, ~Л&, -ло р.σ. πλέω ως· κολυμπώ ως· до берега реки πλέω ως την όχθη του ποτα- ποταμού. II μτφ. διαδίδομαι ως· чеЙ-ТО ГОЛОС -ЙЛ до нас η φωνή κάποιου έφτασε ως εμάς. доплясать, -пляшу, -пляшешь ρ.σ.μ. αποχο- ρεύω,τελειώνω το χορό. II -СЯ! παραχορεύω, χο- χορεύω ώσπου. доплясывать(ся) р.δ. βλ. доплясатьСся). ДОПОДЛИННО επίρ. αυθεντικά* αλάνθαστα, α- αναμφισβήτητα, αναμφίβολα· ακριβώς. ДОПОДЛИННЫЙ επ. αληθινός, γνήσιος, πραγ- πραγματικός, καθ' εαυτού, βέβαιος, ακριβής. ДОПОЭНа επίρ. ως αργά, σε περασμένη ώρα, κατάβραδα, αργά·τη νύχτα, πάρωρα. ДОПОИТЬ, -пой, -поишь, προστκ. допой ρ.σ. μ. αΐίοποτίζω, τελειώνω το πότισμα. дополаскивать р.δ. βλ. дополскать. доползать р.δ. βλ. доползти. доползти, -ползу, -ползёшь, παρλθ. χρ. до- дополз, -ла, -ло р.σ. σέρνομαι, έρπω ως../Ι μτφ. με δυσκολία φτάνω ως. дополна επίρ. γεμάτα, πλήρως, ολόγεμα,ξέ- χειλα. дополнение, -Я ουδ. 1 συμπλήρωση, -μα. 2 προσθήκη, παράρτημα. 3 (γραμμ.) αντικείμε- αντικείμενο· прямое - άμεσο αντικείμενο· косвенное - έμμεσο αντικείμενο. II εκφρ. Β - επί πλέ- πλέον, επιπρόσθετα. дополнительно επίο. συμπληρωματικά, επί πλέον, επιπρόσθετα. дополнительный επ. συμπληρωματικός, επι- ποόσθετος, παραπανίσιος· - Отпуск συμπληρω- συμπληρωματική άδεια· -ая карточка συμπληρωματικό δελτίο· -ые Данные συμπληρωματικά στοιχεία. II (γραμμ.) αντικειμενικός· -ое придаточное предложение δευτερεύουσα αντικειμενική πρό- πρόταση. II εκφρ. -ые цвета χρώματα δευτερεύο- δευτερεύοντα ή σύνθετα. ДОПОЛНИТЬ ρ.σ.μ. συμπληρώνω, επιπροσθέτω, απογεμίζω· - сказанное одним замечанием συ- πληρώνω τά 7.εχοέντα με μια παρατήοηση· стакан ατ*ΛγεμίζΛ το ποτήρι. II -СЯ συμπληρώ- συμπληρώνομαι, οιιογεμίζομαι. дополнят^ ся) ρ.δ. βλ. дополнить(ся). II εκφρ. -£м> Друг Друга о ένας συμπληρώνει τον άλλον, αλληλοσυμπληρωνουαατε. дополоскать, -лощу, -лощешь ρ.σ.μ. αποξε- πλέν», τελειώνω το ξέπλυμα. ДОПОЛОТЬ, -ПОЛИ, -полешь ρ.σ.μ. αποβοτα- υίζω, τελειώνω το βοτάνισμα· βοτανίζω ως. дополучать р.δ. βλ. дополучить. дополучить, -лучу, -лучить р.σ.μ. παίρνω συμπληρωματικά ή το υπόλοιπο· - Продукты παίρνω τα υπόλοιπα τρόφιμα· мне ещё - έχω ακόμα να λάβω. допороть, -пйрю»:.порешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. допоротый, βρ: -рот, -а, -о αποξηλώνω, τελειώνω το ξήλωμα* ξηλώνω ως· - старое ПЛа- ТЬе αποξηλώνω το παλιό φόρεμα. ДОПОТОПНЫЙ επ. 1 προκατακλυσμιαίος* -ые животные προκατακλυσμιαία ζώα. 2 (αστ. κ. ειρν.) απαρχαιωμένος, παλιός, του παλιού και- καιρού. II ασυγχρόνιστος, καθυστερημένος, εκτός συρμού, ντεμοντέ. ДОПрашиваНИе, -Я ουδ. 1 βλ. допрос. 2, ε- επίμονη ερώτηση. допрашивать р.δ.μ. 1 βλ. допросить. 2 ρω- ρωτώ επίμονα (να πληροφορηθώ). II -ОЯ βλ. ДО- просйться. ДОПривЫВНЕК, -а α. ο στρατεύσιμος. допризывный επ. προστρατιωτικός· - возраст προστρατιωτική ηλικία. допродавать р.δ. βλ. допродать. допродать, -дам, -дашь, -даст, -продадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. -продал, а, -о; μτχ. παρλθ. χρ. допродавший, παθ. μτχ. ποϊΛΘ. χρ. допроданный, βρ: -Дан, -а, -о р.σ.μ. πουλώ ως το τέλος, ξεπουλώ* πουλώ συμπληρωματικά. допрос, -а α. ανάκριση, εξέταση· - свиде- свидетелей εξέταση μαρτύρων вызывать на - καλώ για ανάκριση· сделать кому - ανακρίνω κά- κάποιον подвергнуть -у υποβάλλω σε ανάκριση· перекрёстный - αντεξέταση. II διερώτηση, ε- εξονυχιστική ερώτηση. ДОПРОСИТЬ, -прошу,, -просишь; παθ.μτχ.παρλθ. χρ. -прошенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. α- ανακρίνω, εξετάζω· - Обвиняемого ανακρίνω τόν (κατηγορούμενα II -СЯ 1 επίμονα ρωτώ να μάθω, διερωτω, ψιλορωτώ, ξεφαχνίζω. 2 πετυχαίνω με παρακλήσεις· у него не -просишься όσο καινά 'τον ρωτήσεις δεν του βγάζεις τίποτε. ДОПрОСНЫЙ επ. ανακριτικός, της ανάκρισης· -ые пункты τα σημεία της ανάκρισης. ДОПрОСЧИК, -а α. (παλ.) ανακριτής. ДОПрнГаТЬ р.σ. πηδώ ως. II -СЯ παραπηδώ, κατακουράζομαι από το πολύ πήδημα. II πηδώ πολλά παλούκια, κάνω πολλές τρέλλες. -■ допрпгивать(ся) ρ.δ. βλ. допрыгатъ(ся). ДОПрЯГНуть ρ.σ. (παλ.) αναπηδώ, ψτάνω αε το πήδημα· яблоки висят высоко, не -ешь τα μήλα κρέμονται ψηλά, όσο κι αν πηδήσεις δεν θα τα φτάσεις. ДОПрянуТЬ р.σ. (παλ.) πηδώ ως, αναπηδώ ως. допрясть, -пряду, -прядёшь, παρλθ. χρ. до- допрял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. допря- допрядённый ρ.σ.μ. αποκλώθω, τελειώνω το κλώσιμο. допуск, -а α. 1 άδεια, έγκριση εισόδου· - В больницу άδεια εισόδου στο νοσοκομείο. 2 (τεχ.) περιθώριο, επιτρεπομένη απόκλιση. допускать ρ.δ.μ.1 επιτρέπω, αφήνω ναεισέλ-
ДОН 275 θει, δίνω, χορηγώ άδευα εισόδου· его не -ли до больного δεν του επέτρεπαν να δει. τον α- ασθενή· это не -ет сомнения αυτό είναι έξω κάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο. II επι- επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα· - азартные игры ε- επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια. II επιτρέπω να πάρει μέρος· - к экзаменам επιτρέπω να δό- σει εξετάσεις. 2 ανέχομαι, υποφέρω· υπομέ- υπομένω· удивляюсь, как -ют такие беспорядки α- απορώ (εκπλήσσομαι,) πως ανέχονται τέτοιες α- αταξίες. 3 δέχομαι, παραδέχομαι· ~аю, ЧТО ЭТО так, как ВЫ говорите παραδέχομαι ότι αυ- αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε. Ιί πάνω, δι- διαπράττω· - ОЩЙбку κάνω λάθος. II περιορίζω· не - ДО короткости κρατώ σε απόσταση. II -СЯ επιτρέπομαι· дети ДО 16 лет не -ЮТСЯ δεν ε- επιτρέπεται .για παιδιά κάτω των 16 χρονών не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται. II έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. - К голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω). ДОЩГСТШШЙ επ., βρ: -тйм, -а, -О επιτρε- επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, επιτρεπτικός· δεκτός, παραδεκτός. ДОПУСТИТЬ, -ПУЩУ, -пустишь, παθ.μτχ.παρλθ. χρ. допущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ. 1 βλ. допускать. 2 πλθ. 19πρόσ. -пустим ας παρα- παραδεχτούμε, ας πούμε· - ЧТО ας παραδεχτούμε ό- ότι· - так ας πούμε πως είναι έτσι. Допущение, -Я ουδ. 1 άδεια εισόδου. 2 ά- άδεια, δικαίωμα συμμετοχής. 3 παραδοχή, α- αποδοχή, υπόθεση. ДОПЫТаТЬ ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) βλ. ДОЩЮ- сйться A σημ.). II -ся βλ. допроситься A σημ.). допытывать(ся) ρ.δ. βλ. допытать(ся). ДОПЬЯНа επίρ. σκνίπα, στουπί, τάπα, τύφλα στο μεθύσι. дорабатыватьСся) р.δ. βλ. дораббтать(ся). Доработать р.σ. 1 τελειώνω τη δουλιά·δου- δουλιά·δουλεύω ως· - до утро δουλεύω ως το πρωί. 2 α- αποτελειώνω τη δουλιά, το έργο. II -СЯ 1 δου- δουλεύω, εργάζομαι ως, ώσπου· ОН -ЛСЯ ДО ПОЛ- ПОЛНОГО истощения αυτός δούλεψε ώσπου Εξαντλή- Εξαντλήθηκε τελείως. 2 φτάνω, κατορθώνω με τη δον- λιά. Доработка, -И θ. αποτελε'ιωση, αηοΐερ'άτωοη (δουλι,άς, έργου κλπ.)· - проекта απδτελε ί- ίωση του σχεδίου· вернуть рукопись ДЛЯ -и ε- επιστρέφω το χειρόγραφο για περισσότερο δού- δούλεμα. Дорассветный επ. ο πριν τα χαράματα* -ая тишина η πριν να φέξει ησυχία. дорастать р.δ. βλ. дорасти. дорасти, -расту, -стёшь, παρλθ. χρ. до- дорос, -ла, ~Л<5, μτχ. παρλθ. χρ. доросший р. дор δ. 1 μεγαλώνω, αναπτύσσομαι ως· дерево -ЛС ДО крыши дома το δέντρο έφτασε ως τη στέ- στέγη του σπιτιού. 2 φτάνω στην ηλικία· ОН ещё не -рос, чтобы ходить в кино αυτός είναι α- ακόμα μικρός για να πηγαίνει στον κινηματο- κινηματογράφο· они не -слй до философии (μτφ.) αυ- αυτοί είναι μικροί ακόμα για φιλοσοφία. II εκφρ. нос не -рос (αστ.) είναι (είσαι κλπ.) μικρός ακόμα. ДОрасТЙТЬ, -ращу, -растишь р.σ.μ. μεγαλώ- μεγαλώνω ως. доращивать р.δ. βλ. дорастить. дорвать, -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. дорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χ р. дорванный, βρ: -ван, -а, и. -а, -о р.σ.μ. 1 κατασχίζω· κα- τακόβω· καταξεριζώνω. 2 καταφθείρω, καταρα- κώνω. II -СЯ 1 (για ενδύματα, υποδήματα) κα- ταξεσχίζομαι, καταρακώνομαι. 2 (απλ.) ρί- ρίχνομαι, πέφτω με τα μούτρα, μπαίνω με ζήλο, στρώνομαι για καλά· он -лея наконец до еды αυτός επιτέλους στρώθηκε για καλά στο φαι. дореволюционный επ. προεπαναστατικός. Дорезать, -жу, -ЖвШЬ р.σ.μ. τελειώνω την κοπή, αποκόβω, κόβω ως το τέλος ή ως ένα ση- σημείο. дорезать р.δ. βλ. дорезать. дорезывать ρ.δ. βλ. дорезать. дореформенный επ. προμεταρρυθμιστικός, ο πριν την μεταρρύθμιση.. Дорисовать, -сую, -суешь ρ.σ.μ. 1 αποσχε- διάζω, αποζωγραφίζω, τελειώνω τη σχεδίαση ή το ζωγράφισμα· - портрет τελειώνω την προ- προσωπογραφία. 2 μτφ. περιγράφω· - характер πε- περιγράφω το χαρακτήρα. Дорисовка, -И θ. αποτελείωση σχεδίασης, ζωγράφισης ή περιγραφής. дорисовывание, -я ουδ. βλ. дорисовка. дорисовывать р.δ. βλ. дорисовать. ДОрЙчеСКИЙ επ. δωρικός* - диалект δωρική διάλεκτος· - ордер (αρχτ.) δωρικός ρυθμός. *ДОрмёэ, -а α. κλινάμαξα. дорога, -и θ. 1 δρόμος, οδός·'просёлочная - αγροτικός δρόμος· автомобильная - αυτοκι- αυτοκινητόδρομος, δημοσιά,· αυτοκινητόδρομος, шоо сёйная - αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός· водная - υδάτινη οδός· воздушная - εναέρια οδός· ши- широкая - φαρδύς δρόμος· торная - (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός· большая - κύρια οδός· сбиться С -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρε- παρεκτρέπομαι· не знай КО мне -И να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου· на половине -и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα' я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν пуститься В -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο· воро- тйться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω
дор 276 ДОС πίαω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδύζω, ε- επανακάμπτω. 2 πέρασμα, διάβα, δίοδος, διά- βαοη, διέλευση· встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)· дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω· уступить -у КС~ му-н. νιάνω μέρος να περάσει κάποιος. 3 τα- ταξίδι· утомительная - κουραστικό ταξίδι· ве- весёлая - ευχάριστο ταξίδι· запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο· ΟΤ- ггравиться в -у ξεκινώ για δρόμο· собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)· счас- счастливой -И καλό ταξίδι. И μέσο· упорный труд - верная - к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση. II εκφρ. кана- тная - εναέριος σιδηρόδρομος· конно-желе'з- кая - βλ. конка· туда и - εκεί οδηγεί ο δρό- δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε· без-И, χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα· ПО -е α) πηγαί- πηγαίνοντας, β) ίδια κατεύθυνση, -γ) ίδια επιδίω- επιδίωξη, ίδια σκέψη· дать ή уступить -у κ.τ.τ. α) ;χναμερω, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ. )* знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ε- νεογήσω)· перебить (перейти, перебежать и.τ. τ.)· προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος· ПОЙТИ ПО ПЛОХОЙ ή дурной -е παίρνω κακό ( άσχημο) δρό- ио· стать η стоять на -е чьей; стать ή сто- стоять поперёк -и кому στέκομαι, μπαίνω εμπό- εμπόδιο σέ κάποιον стоять на хорошей ή пра- правильной -е κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο· он не попил на свою -у δεν έπεσε ε- εκεί που είχε κλίση. дорого επίρ. ακριβά· очень - πολύ ακριβά, πανάκριβα· он - продал αυτός το πούλησε α- κοιβά· - заплатить πληρώνω ακριβά· ~ да МИ- МИЛО ακριβό, όμως καλό. Дороговизна, -ы θ. ακρίβεια. || υπερτίμηση. Дорогой επίρ. καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξι- ταξιδεύοντας· - у нас украли чемодйн στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα. дорогой сπ., β ρ: дорог, -га, дорого; до- дороже. 1 ακριβός, πολύτιμος· - мех ακριβή γούνα· ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη· каждая минута ~га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο. 2 προσφιλής, αγαπητός· МОЙ - Друг αγαπητέ μου φίλε. II εκφρ. -τό'Λ ценой ακριβά· заплатить -гбй ценой πληρώνω ακριβά. ДОрОДНОСТЬ, -И θ. ευτροφία, παχυσαρκία. Дородный επ., βρ: -ден, -дна, -дно ευτρα- ευτραφής, τροφαντός, καλοθρεμμένος· -ая женщина νταρντάνα γυναίκα. дородство, -а ουδ. 1 βλ. дородность. 2 (παλ.) γενναιότητα, αντρεία. дорожать, -ает ρ.δ. ακριβαίνω, Ι ανεβαίνω, ανατιμιεμαι,· хлеб -ает το ψωμί ακριβαίνει. дороже συγκρ. β. του επ. дорогой και του επιρ. дорого. дороженька, -и θ. δρομάκος. дорожить, ~жу, -жйшь р.δ. εκτιμώ, λογαριά- λογαριάζω, υπολογίζω· им на службе очень -ат στην υπηρεσία πολύ τον εκτιμούν ή αυτός στην υ- υπηρεσία χαίρει μεγάλης εκτίμησης. II φυλάγω, προσέχω να μη χάσω, υπολογίζω, μετρώ· - ка- каждой минутой υπολογίζω και το κάθε λεπτό· - своим временем φείδομαι χρόνου· он не -йт своё» жизнью αυτός δεν Λογαριάζει τη ζωή του·, - своею честью κρατώ ψηλά την τιμή μου. II -СЯ πουλώ ακριβότερα, ζητώ περισσότερα, дорожка, -И θ. 1 δρομάκος, -άκι. 2 διά- διάδρομος, χαλί στενόμακρο. 3 τραπεζομάντηλοι στενόμακρο. 4 (αλιεία) συρτή, συρταρόλι. 5 (τεχ.) αυλακιά. II εκφρ. водная - (σπορ) κο- κολυμβητικός διάδρομος· лётная - διάδρομος α- απογείωσης και προσγείωσης. Дорожник, -а α. οδοποιός, дорожный επ. 1 οδικός· -ое строительство οδοποιία. 2 ταξιδιωτικός· ~ые впечатления ταξιδιωτικές εντυπώσεις· -ая ПЫЛЬ σκόνη του δρόμου· -ые вещи ταξιδιωτικές αποσκευές· -ые расходы έξοδα ταξιδιού. II οδοιπορικός· - ко- костюм οδοιπορικό κοστούμι. 3! ουσ. (παλ.) ο- οδοιπόρος. II εκφρ. - мастер επόπτης οδού. дорсальный επ. 1 της ράχης, νωτιαίος. 2 (γλωο.) της γλωσσικής ράχης. *ДОрТуар, -а α. κοιτώνας (μονών και εκπαι- εκπαιδευτηρίων) . дорубать р.δ. βλ. дорубить. ДОрубИТЬ, -рублю, -рубишь р.σ.μ. τελειώνω την κοπή· κόβω ως τό τέλος ή ως ένα σημείο. Доругать ρ.α.и. (απλ.) τελειώνω το μάλω- μα. Η -СЯ 1 τελειώνω το μάλωμα. 2 παραμα- ^ώνω· μαλώνω ώσπου. доругивать(ся) р.δ. βλ. доругать(ся). дорывать1 ρ.δ. βλ. дорвать. дорывать2 ρ. δ. βλ. дорыть. дорыть, -рою, -роешь р.σ.μ. αποσκάβω, τε- λει,ώνω το σκάψιμο· σκάβω ως. II -СЯ σκάβοντας φτάνω ως. досада, -Ы θ. πείσμα, αγανάκτηση, θλιψορ- γή, θλίψη· πίκρα, κακό· выместить на ком СВОЮ -у ξεσπώ σε κάποιον подавить -у πνίγω τη\. οργή· скрывать СВОЮ -у κάνω τον αδιάφο- αδιάφορο, κρύβω τη θλιψοργή· сдерживать -у συγκρα- συγκρατώ το πείσμα· треснуть С -Ы σκάζω απο το κα- κακό μου· он заплакал от -ы αυτός έκλαψε απο το κακό του· какая - ! τι κακό! что за -!τ'ι κακό ειν' αυτό! досадить1, -сажу, -садишь ρ.σ. (кому) φουρ- φουρκίζω, πεισματώνω, αψώνω, χολιάζω, κάνω να σκάσει. досадить2, -сажу, -садишь ρ.σ.μ. τελει,ώυω
ДОС 277 ДОС το ρύτευμα, αποφυτεύω. II φυτεύω συμπληρωμα- συμπληρωματικά. досадливый επ., βρ: -лив, -а, -о λυπηρός, •θλιβερός· δυσάρεστος, οχληρός, πληκτικός. досаДВО επίρ. 1 λυπηρά κλπ. επ. 2 με σημ. κατηγ. είναι λυπηρό, δυσάρεστο. досадный επ., βρ: -ден, -дна, -дно βλ.до- βλ.досадливый; - случай θλιβερό συμβάν. досадовать, -дую, -дуешь р.δ. θλίβομαι,χο- λώνομαι,στενοχωριέμαι., πεισματώνω, χολιάζω. досажать р.6. βλ. досадить2. досаживать р.δ. βλ. досадить* досаливание, -я ουδ. βλ. досолка. досалявать(ся) р.δ. βλ. досолйть(ся). досевать р.б. βλ. досеять. досеивать р.δ. βλ. досеять. ДОСёле к. ДОСе'лЬ επίρ. 1 μέχρι τώρα, ως τώρα. 2 (παλ.) ως εδώ. ДОСёятЬ, -сё», -сёеШЬ ρ.σ.μ. 1 αποαπέρνω, τελειώνω τη σπορά. 2 αποκοσκινίζω, τελειώνω τό κοσκίνισμα. досидеть, -сижу, -сидишь р.σ. κάθομαι, πα- παραμένω ως· -сижу до конца спектакля θα κα- καθίσω ως το τέλος της παράστασης. II -СЯ 1 βλ. досидеть. 2 παρακάθομαι, κάθομαι πολύ ή τό- τόσο που· в гостях -лея до того, что опоздал на автобус κάθισα φιλοξενούμενος τόσο πολύ, που δεν πρόκανα το λεωφορείο. досйживать(ся) р.δ. βλ. досидёть(ся). ДОСИНЯ επίρ. ως το μπλε, ως το κυανόχρωμα. доска, -й, αιτ. доску, πλθ. доски, досок, доскйм θ. 1 σανίδα· сосновая - πεύκινη σα- σανίδα· дубовая - δρύινη σανίδα. 2 πλάκα· ττί- νακας· медная~χάλκινη πλάκα· мраморная μαρμάρινη πλάκα· Грифельная ή аспидная - το αβάκιο ή πλάκα του μαθητή· классная - ή μό- μόνο доска ο (μαύρο)πίνακας· шахматная - σκα- σκακιέρα, πεσσευτήριο· - почёта ή красная - πί- πίνακας τιμής· чёрная - μαύρος πίνακας (όπου γράφονται τα ονόματα των υστερούντων ή ενό- ενόχων κακής πράξης)· от -Й ДО -Й (για διάβα- σιια) απο την αρχή ως το τέλος (παλιά τα βι- ,ίΥια αντί χαρτόνι είχαν λεπτή σανίδα)· как - αδύνατος, λεπτός, ισχνός, σαν τη 'βέργα· Наборная - η τυπογραφική πλάκα. доскабливать(ся) ρ.δ. βλ. доскоблйть(ся). досказать, -скажу, -скажешь р.σ. τελειώνω τη διήγηση· διηγούμαι ως· - сказку ДО сере- ДЙШ διηγούμαι το μισό παραμύθι. досказывать р.ь. βλ. досказать. доскакать, -скачу, -скачешь р.σ. φτάνω ως (τρέχοντας ή καλπάζοντας). II -СЯ παρατρέ- χω, τρέχω τόσο πού (βλάπτομαι) . доскакивать ρ.δ. βλ. доскакать. ДОСКакНуть р.σ. μ' ένα πήδημα φτάνω ως. доскоблить, -скобли, -скоблишь ρ.σ.μ. α- ποξύνω, αποξέω, τελειώνω το ξύσιμο· ξύνω ως· ОН -лил до дыр αυτός έξυσε ώσπου τρύπησε. II -ся ξύνω ως, Досконально επίρ. λεπτομερειακά. ♦доскональный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; (παλ.) λεπτομερής, λεπτομερειακός· -ое изу- изучение λεπτομερειακή μελέτη. ДОСКОЧИТЬ, -скочу, -скочишь ρ.σ. πηδώντας φτάνω ως. доскребать(ся) ρ.δ. βλ. доскрестй(сь). доскрести, -ебу, -ебёшь; παρλθ. χρ. до- доскрёб, -ребла, -Л<5 ρ.σ.μ. τελειώνω το ξύσι- ξύσιμο, ξύνω ως. дослать, -шлю, -шлёшь·, παρλθ. χρ. дослал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. досланный ρ. σ. στέλλω, αποστέλλω συμπληρωματικά. ||| (στρατ.) βάζω· -патрон в СТВОЛ βάζω φυσέκι στην κάννη. Доследование, -Я ουδ. συμληρωματικη ανά- ανάκριση, εξέταση. доследовать, -дуто, -дуешь р.σ.μ. ανακρίνω, εξετάζω συμπληρωματικά. ДОСЛОВНО επίρ. κατά λέξη, επί λέξει, λέ- λέξη προς λέξη, αυτολεξεί. ДОСЛОВНЫЙ επ. επακριβής, ο γινόμενος κα- κατά λέξη κλπ. επιρ. дослуживать(ся) ρ.δ. βλ. дослужйть(ся). ДОСЛУЖИТЬ, -ужу, -ужишь р.σ. υπηρετώ ως· - ДО старости υπηρετώ ως τά γεράματα. II α- απομένει, υπολείπεται να υπηρετήσω. Η -СЯ υ- υπηρετώντας φτάνω ως· он -лея до места заве- заведующего αυτός έφτασε ως το βαθμό του διευ- διευθυντή. ДОСЛушать р.σ.μ. ακούω ως το τέλος ή ως ένα σημείο· я -ал лёкдшо и пошёл домой εγώ άκουσα τη διάλεξη και μετά πήγα στο σπίτι· ОН -ал только ДО половины αυτός άκουσε μόνο ως τα μισά. II -СЯ ακούω τόσο πολύ που· Я -лея до головной боли άκουσα τόση πολύ ώρα, που με πόνεσε το κεφάλι. дослушивать(ся) ρ.δ. βλ. дослушать(ся). досматривать ρ.δ. βλ. досмотреть. досмеяться, -еюсь, -еёшься р.σ. γελώ ως που^ ОН -ЛСЯ ДО слёз αυτός νίλασε ως που δά- δάκρυσε . ДОСМОТР, -а (-у) α. 1 ,τίβλειίη, επιτήρη- επιτήρηση· строгий - αυστηρή ε.и βλέψη поручить - за детьми αναθέτω την επίβλεψη των παιδιών. 2 έλεγχος, επιθεώρηση, έρευνα· таможный τελωνειακός έλεγχος. досмотреть, -отрю, -отришь ρ.σ.μ. 1 βλέπω ως το τέλος ή ως ένα σημείο· Я -ел пьесу ДО второго действия παρακολούθησα τη θεατρική παράσταση ως τη δεύτερη πράξη. 2 επιβλέπω, επιτηρώ, παρακολουθώ. 3 ελέγχω, κάνω έλεγ- έλεγχο· - товары на границе κάνω έλεγχο των ε- εμπορευμάτων στα σύνορα.
278 ДОС досмотрщик, -а α. τελωνειακός ελεγκτής. досоветский επ. προσοβιετικός. ДОСОЛ, -а α. τελείωμα του αλατίσματος· α- αλάτισμα ως το τέλος. досолить, -олй, -олйшь ρ.σ.μ. τελειώνω το αλάτισμα· - огурцы τελειώνω το αλάτισμα των αγγουριών. II αλατίζω συμπληρωματικά. II -СЯ αλατίζομαι καλά. ДОСОЛка, -И θν αλάτισμα· συμπληρωματικό α- αλάτισμα. досохнуть р.σ. αποξηραίνω· τελειώνω την ξήρανση. ДОСОЧИНИТЬ р.о.и. συμπληρώνω τη σύνθεση, τη συγγραφή. ДОСОЧИНИТЬ р.δ. βλ. ДОСОЧИНИТЬ. доспать, -сплю, -спишь, παρλθ. χρ. -спал, -ла, -ЛО р.σ. κοιμούμαι ως. II -СЯ κοιμούμαι ώσπου. доспевать р.6. βλ. доспеть.. доспеть, -спеет р.σ. 1 ωριμάζω, γίνομαι καλά· фрукты ещё не -ли τα φρούτα ακόμα δεν ωρίμασαν καλά. 2 (παλ.)· (για καιρό)· έρ- έρχομαι.II (διαλκ.) γίνομαι (για φαγητά). доспёх, -а α. πανοπλία· рыцарские -И ιπ- ιπποτική πανοπλία. II (ειρν.) τα εξαρτήματα. доспорить р.о. τελειώνω τη συζήτηση· συ- συζητώ ως· -им в следующий раз θα τελειώσουμε τη συζήτηση άλλη φορά. К -СЯ συζητώ τόσο ώσ- ηου· -лись ДО ССОрн συζήτησαν τόσο, πού στο τέλος μάλωσαν. доспросить, -спрошу, -спросишь ρ.σ.μ. ε- ερωτώ συμπληρωματικά, βάζω συμπληρωματική ε- ερώτηση. досрочный επ. πρίν την προθεσμία· -ое вы- выполнение плана εκπλήρωση του πλάνου πρίν την προθεσμία. доставать, -стаю, -стаёшь, προστκ. -ста- аай, επιρ. μτχ. -ставая βλ. достать παρα- δείγιιατα με το αρνητικό μόριο не: у него не -ёт терпения αυτός δεν έχει υπομονή· нам не -ло вас сегодня μόνο εσείς λείπατε σήμερα· этого только не -ло αυτό ακόμα δεν έφτανε. II -ся βλ. достаться. доставить, -еалго, -авишь р.σ.μ. 1 φέρω, μεταφέρω, κο>.ίζω (στον προορισμό)· Я на ав- томобйле -&~>№' Вас домой θα σας μεταφέρω με το αυτοκίνητο:ι*στο σπίτι. II παραδίδω, εγχει- εγχειρίζω. II εφοδιάζω, παρέχω· προσφέρω, δίνω· - сведения παρέχω πληροφορίες· ОН -ИЛ мне ме- место αυτός μου πρόσφερε θέση (υπηρεσιακή). 2 προξενώ, προκαλώ· - горе προξενώ θλίψη· удовольствие προξενώ ευχαρίστηση. доставка, -и θ. παράδοση, εγχείριση· с -ой на дом παραδοτέο ν στο σπίτι. II διανομή επι- επιστολών, εφημερίδων κλπ. доставление, -я ουδ. 1 βλ. доставка. 2 προξένηση. Доставлять ρ.δ. βλ. доставить. II -СЯ με- μεταφέρομαι· παραδίδομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. доставщик, -а α., -да, -ы θ. κομιστής, πα - ραδότης. достаивать(ся) ρ.δ. βλ. достоять(ся). достаток, -тка.а. 1 ευπορία, ευημερία, ευ- ευμάρεια· άνεση. 2 επάρκεια, αφθονία. 3 πλθ. -и έσοδα· невелики наши -и τα έσοδα μας εί- είναι μικρά. достаточно επίρ. 1 αρκετά, επαρκώς· - силь- сильный αρκετά δυνατός. II σημαντικά. 2 ως κατηγ. φτάνει, αρκεί, είναι αρκετό· этого ДЛЯ меня - αυτό για μένα φτάνει, μου είναι αρκετό· - взглянуть, напомнить, сказать αρκεί να ρί- ρίξεις μια ματιά, να υπενθυμίσεις, να πεις. достаточность, -и θ. 1 επάρκεια· - дово- доводов επάρκεια επιχειρημάτων. 2 (παλ.) ευη- ευημερία, ευμάρεια. достаточны! επ., βρ: -чен, -чна, -чно αρ- αρκετός, επαρκής, ικανός· -ые основания для отказа αρκετοί λόγοι για άρνηση. 2 (παλ.) εύπορος, ευκατάστατος· -ая семья εύπορη οι- οικογένεια, достать, -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ. 1 φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω· - книгу С ПОЛ- ПОЛКИ φτάνω το βιβλίο απο το ράφι· - платок из кармана βγάζω το μαντήλι απο τη τσέπη· - бу- бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί απο το χαρ- χαρτοφύλακα. 2 αγγίζω, θίγω^· άπτομαι· - рукой ДО ПОТОЛКа φτάνω με το χέρι ως την οροφή. 3 εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω· - материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό· - би- билет В театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο. 4 (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρ- επαρκεί· -нет ли вам на дорогу э"тих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρή- χρήματα. II εκφρ. - из-под земли; - со дна мор- морского βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, ο- οπωσδήποτε· βρίσκω έστω και κάτω απο τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας, II -СЯ 1 περιέρ- περιέρχομαι στην κυριότητα· дом -лея ему ПО на- наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχε' α- απο κληρονομιά. II πέφτει στο μερτικό μου, ?.α- χαίνει· ему -лея фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή· ему -ЛСЯ счаст- счастливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός ^λα- ^λαχνός). 2 επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ. достигбть р.δ. βλ. достигнуть. достигнуть к. достичь, -йгну, -йгяешь; до- достиг, -ла, -ЛО р.о. 1 φτάνω, πλησιάζω· εγ- εγγίζω· - порта φτάνω στο λιμάνι. 2 φτάνω ως· мороз -йг 40? το ψύχος έφτασε τους 40' βα- μούς· трава -гла человеческого роста τό χορ- τάρΐ; έφτασε το ανθρώπινο ανάστημα. 3 ζω ως· - старости ζω ως τα γεράματα. 4 πετυχαίνω,
ДОС 279 ДОС κατορθώνω (το επιδιωκόμενο), φτάνω· - цели πετυχαίνω το σκοπό. 5 μ. (παλ.) φτάνω, тгро- φτάνω, πλησιάζω. достижение, -я ουδ. 1 άφιξη. II φτάσιμο· по -ии совершенолётия στην ενηλικιότητα. 2 ε- επίτευξη, επίτευγμα, επιτυχία· - цели επί- επίτευξη του σκοπού· -я науки и техники επι- επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής. ДОСТИЖИМОСТЬ, -И θ. δυνατότητα επίτευξης· - цели δυνατότητα επίτευξης του σκοπού. ДОСТИЖИМЫЙ επ., βρ: -жим, -а, -о επιτευ- κτός, κατορθωτός, εφικτός, προσιτός. достичь βλ. достигнуть. достоверно επίρ. 1 αξιόπιστα, αυθεντικά. 2 (ως κατηγ.) είναι βέβαιο, σίγουρο. достоверность, -Ив. το αξιόπιστο, αυθε- αυθεντικότητα, εγκυρότητα· γνησιότητα· прове- проверить - сведений ελέγχω την εγκυρότητα των πληροφοριών. достоверный επ., βρ: -рен, -рна, -рно α- αξιόπιστος, αυθεντικός, έγκυρος· γνήσιος*-ые сообщения επίσημες ανακοινώσεις· -ые сведе- сведения έγκυρες πληροφορίες· из ~ых источников απο έγκυρη πηγή. ДОСТОДОЛЖНЫЙ επ. (παλ.) δέων, αρμόζων, ό- όπως πρέπει, πρέπων. ДОСТОИНСТВО, ~а ουδ. 1 πλεονέκτημα, προ- προτέρημα, αρετή· -а и недостатки προτερήματα και ελαττώματα. Ι! αξία, σπουδαιότητα. 2 α- αξιοπρέπεια· считать ниже своего -а θεωρώ κατώτερο της αξιοπρέπειας μου. II υπερηφά- υπερηφάνεια, αυτοσεβασμός. 3 αξία, τίμημα· монета десятирублёвого -а νόμισμα αξίας δέκα ρου- ρουβλιών. * (παλ.) αξίωμα,' κοινωνική θέση. II εκφρ. оценить ПО -у εκτιμώ κατά την αξία. ДОСТОЙНО επίρ. 1 άξια, επάξια, αντάξια. 2 με αξιοπρέπεια, αξιοπρεπώς. достойный επ., βρ: -бин, -бйна, -бйно. 1 άξιος (καλού ή κακού)· - похвалы αξιέπαινος, επαινέσιμος· - наказания άξιος τιμωρίας· уважения αξιοσέβαστος· - осуждения αξιοκα- τάκριτος. 2 δίκαιος, πρέπων, αρμόζων -ая кара δίκαια τιμωρία. 3 ταιριασμένος, τσι- ριαστός, ευάρμοστος, προσήκων, αρμόζων. λ (παλ.) αξιοπρεπής, έντιμος, σεβαστός. ДОСТОПамЯТНЫЙ επ., βρ: -тен, -тна, -ТНр α- αξιομνημόνευτος, μνημειώδης, μνημονευτέας. достопочтенный επ., βρ: -нен, -нна, -нно ; (παλ. κ. ειρν.) αξιότιμος· αξιοτίμητος. достопримечательность, -и θ. το αξιοθέα- αξιοθέατο, το αξιοπερίεργο· -и города τα αξιοθέατα της πόλης. достопримечательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αξιοθέατος, αξιοπερίεργος, αξιόλογος. Достоуважаемый επ. (γραπ. λόγος παλ.) α- αξιοσέβαστος. достохвальный επ., βρ: -лен, -льна,-льно·, (γραπ. λόγος παλ.) αξιέπαινος. досточтимый επ. (παλ.) βλ. достопочтенный. ДОСТОЯНИе, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κτή- κτήμα, κτήση, ιδιοκτησία, περιουσία, βίος· все- всенародное - κτήμα όλου του λαού· вот всё моё - να αυτή είναι όλη μου η περιουσία· промо- промотать своё - κατασπαταλώ την περιουσία μου· - неимущих κτήμα των φτωχών ОПЫТ переДОВИ- КОВ - - всех рабочих η πείρα των πρωτοπόρων είναι κτήμα όλων των εργατών. ДОСТОЯТЬ, -ОГО, -бишь р.σ.μ. στέκομαι ως ή ώσπου να τελειώσει· - до восьми часов στέ- στέκομαι όρθιος ως οχτώ ώρες· часовой -ял своё время о σκοπός τέλειωσε τη σκοπιά του.II -СЯ παραστέκομαι, στέκομαι ώσπου. Достраивание, -Я ουδ. αποτελείωμα της οι- οικοδόμησης . достраивать(ся) р.δ. βλ. дострбить(ся). достреливать р.δ. βλ. дострелить, достре- дострелять. дострелить, -елго, -ёлишь р.σ. βάλλω, ρί- ρίχνω, πυροβολώ ως. Дострелять р.α.и. 1 τελειώνω τη βολή. II. κατατρυπώ με,τα βέλη ή τις σφαίρες. 2 ρίχνω όλα τα πυρομαχικά· - все патроны ρίχνω όλα τα φυσίγγια. достригать ρ.δ. βλ. достричь. достричь, -игу, -ижёшь, -игут, παρλθ. χρ. -йг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ижен- ный, βρ: -жен, -а, -О р.σ.μ. αποκουρεύω, τε- τελειώνω το κούρεμα· κουρεύω ως το τέλος. ДОСТрОИТЬ, -бю, -бишь р.о.μ. αποτελειώνω την οικοδόμηση. II -СЯ οικοδομούμαι ολοκλη- ολοκληρωτικά. ДОСТрОИка, -И θ. αποπεράτωση της οικοδο- οικοδομής < της οικοδόμησης. достукаться, -аюсь, -аешься р.σ. (απλ.)το παρακάνω· την παθαίνω (απο απερισκεψία, α- αφέλεια) . доступ, -а α. 1 πλησίαση, -μα, ζύγωμα, σί- μωμα, φτάσιμο, προσέλευση. 2 είσοδος, δυνα- δυνατότητα εισόδου ή επίσκεψης· его талант даёт ему - повсйду χάριν του ταλέντου.του όλες οι πόρτες γι αυτόν είναι ανοιχτές. 3 διείσ- διείσδυση, εισχώρηση, μπάσιμο. II εκφρ. найти к чьему сердцу αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου. Доступность, -и θ. το ευπρόσιτο, το ευ- πλησίαστο. II ευληπτότητα, ευληψία, το εύλη- εύληπτο, το ευνόητο. Доступный επ., βρ: -пен, -пна, -пно. 1 ευ- ευπρόσιτος, προσιτός· -ая местность προσιτό μέρος· -ые цены προσιτές τιμές. 2 ανοιχτός, ελεύθερος· музеи должны быть -ы для широких масс τα μουσεία πρέπει να είναι ανοιχτά για τις πλατιές μάζες. || ευκολονόητος, εύληπτος,
дос 280 ДОТ ευκατάληπτος, ευκατανόητος. 4 απλός, κατα- δεχτικός. II ευαίσθητος, συναισθηματικός· ε- επιδεκτικός. II εκφρ. -ая женщина ευάλωτη γυ- γυναίκα, ψυχικάρα, καλοκαθούμενη· - зрению ή глазу ευδιάκριτος. достучаться, -чусь, -чйться р.σ. κρούω, χτυπώ ώσπου ν' ακούσει· ОНИ так крепко СПЙ- ли, что я едва -лея αυτοί είχαν τόσο βαθύ ύπνο, που τρόμαξα να τους ξυπνήσω, χτυπώ- χτυπώντας την πόρτα· никак не могу - χτυπώ-χτυπώ και καθόλου δεν ακούνε ή κανένας δεν απαντά. досуг, -а α. 1 σχόλη, απραξία· ευκαιρία, α- νάπαυαη· у него мало -а αυτός λίγο αναπαύε- αναπαύεται· он свой - проводит дома αυτός τις ώρες της σχόλης τις περνά στο σπίτι του· Я СВОЙ - посвящаю чтению τις ώρες της ανάπαυσης τις περνώ με το διάβασμα. 2 ελεύθερος, διαθέσι- διαθέσιμος χρόνος· сделайте это на -е φτιάξτε το ό- όταν ευκαιρέσετε. 3 ανακούφιση, αναψυχή. II εκφρ. на -е στη σχόλη, τις ώρες ανάπαυσης. досужий επ. αναπαύαμενος, ξεκουράζαμενος. ίί τεμπέλικος, οκνηρός, οκνός. ι досуха επί ρ. κατάστεγνα· вытереть - σφουγ- γι'ζω κατάστεγνα. досушивать р.δ.μ. βλ. госушйть. II ~ся α- ποατεγνώνομαι. ДОСушЙТЬ, -у!У, -УШИШЬ р.σ. 1 μ. στεγνώ- στεγνώνω τελείως, αποστεγνώνω· τελειώνω τη στέ- στέγνωση, 2 στεγνώνω συμπληρωματικά. досчитать ρ,σ.μ. κ. αμ. απομετρώ, τελειώ- τελειώνω τη μέτρηση· μετρώ ως. II -СЯ βρίσκω το λά- ΰος λογαριάζοντας· долго Я не мог - пяти ру- рублей; наконец -ал πολύ ώρα δεν μπορούσα να со·*1, πώς λείπουν πέντε ρούβλια στο λογα- οιασμό· επιτέλους βοήκα γιατί· Я тут не -ал двух рублей εδώ δεν συμπεριέλαβα στο λογα- οιαουό δυο ρούΕλια· II -СЯ (για λογαριασμό) λείπω, δε φτάνω· после столкновения не-ЛИСЬ нескольких человек μετά τη συμπλοκή έλειψαν κάμποσα άτομα. досчйтывать(ся) р.δ. βλ. досчитать(ся). досылание, -Я ουδ. αποστολή συμπληρωματική. досылать р.&. ρλ. дослать. досыпать1 р.δ. βλ. досыпать. досыпать2 р.б. βλ. доспать. досыпать, ~плю, -плешь, προστκ, досыпь р. σ.μ. (για μικρά, λεπτά σώματα) >ύνω συμπλη- συμπληρωματικά· χύνω ως· χύνω, γεμίζω νελείως· к'.укй в тесто προσθέτω αλεύρι στο ζυμάρι· мешок доверху γεμίζω το τσουβάλι κάργα. ДОСЫПКа, -И θ. γέμιση, χύσιμο, ρίψη· συ- μπ,ληρωματική χύση, ρίψη· γέμιση ολοκληρωτική. ДОСЫТа επίρ. μέχρι κόρου, κατά κόρο, κο- οεστικά, χορταστικά. досыхать ρ.δ. βλ. досохнуть. досье ουδ. άκλιτο· χαρτοφύλακας, φάκελ- λος εγγράφων. досюда επίρ. ως εδώ· перепиши - αντέγραψε ως εδώ. ДОСЯГаеиОСТЬ, -И θ. όριο, απόσταση στην ο- οποία φτάνει το εκτοξευόμενο αντικείμενο,φο- αντικείμενο,φορά βλ. και доступность· вне пределов -и ε- εκτός βολής. досягаемый επ., βρ: -аем, -а, -о (παλ.) βλ. достижимый, доступный. досягать р.δ. βλ. досягнуть. досягнуть р.σ. (παλ.) βλ. достигнуть. ДОТ, -а α. μόνιμο πολυβολείο. дотаивать р.δ. βλ. дотаять. дотанцевать, -цую, -цуешь р.σ.μ. αποχο- ρεύω, τελειώνω το χορό· χορεύω ως το τέλος. II -СЯ χορεύω τόσο πολύ που... (για άσχημα επακόλουθα). дотаскать р.σ.μ. αποκουβαλώ, τελειώνω το κουβάλημα· τα κουβαλώ όλα. II φορώ ώσπου να Φθαρεί εντελώς, κατακουρελιάζω, καταρακώνω. дотаскивать ρ.δ. βλ. дотаскать, доташйть.' ♦дотация, -И θ. επιχορήγηση χρηματική (οε ε- επιχειρήσεις, ιδρύματα). дотаЩИТЬ, -ащу, -ащишь ρ.σ.μ. κουβαλώ,σύ- κουβαλώ,σύρω, σέρνω, σβαρίζω ως· - лодку ДО воды τρα- τραβώ τή βάρκα ως το νερό. II εκφρ. ёле ή едва - НОГИ μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια. II -СЯ σέρνομαι, με δυσκολία φτάνω· больной еле -лея до кровати о άρρωστος μόλις μπόρεσε να φτάσει ως το κρεβάτι". дотаять, -ает ρ,σ. λιώνω, τήκομαι εντελώς. дотекать р.δ. βλ. дотечь. Дотемна επίρ. ως το σούοωπο. Дотерпеть, -ПЛЮ, -терпишь р.σ. υπομένω, υ- υποφέρω, βαστώ, αντέχω ως το τέλος ή ως ένα βαθμό. дотечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. -тёк, -екла, -ло р.σ. φτάνω ρέοντας ως· ρέω ως. ДОТЛа επίρ. ολότελα, ολοκληρωτικά, εντε- εντελώς, ολωσδιόλου· сгореть - αποτεφρώνομαι. дотлевать р.δ. βλ. дотлеть. ДОТЛёть, -еет ρ.σ. αποκαίγομαι, καίγομαι εντελώς, αποτεφρώνομαι* -ЛИ угли В пёчи κάη- καν εντελώς τα κάρβουνα στη θερμάστρα. ДОТОле κ. дотоль επίρ. (παλ.) ως τώρα. ДОТОШНОСТЬ, -И θ. μικρολογία, λεπτολογία, σχολαστικότητα. ДОТОШНЫЙ επ. λεπτολόγος, -γικός, λεπτομε- λεπτομερής, -ρειακός, αναλυτικός, σχολαστικός. дотрагиваться р.δ. βλ. дотронуться. дотронуться, -нусь, -нешься р.σ. εγγίζω, θίγω, άπτομαι,· ψαύω. дотуда επίρ. (απλ.) ως εκεί. дотягивать(ся) ρ.δ. βλ. дотянуть(ся). ДОТЯНУТЬ, -Яну, -янешь р.σ.μ. 1 σέρνω, σύ-
доу 283 доч ρω, τραβώ ως. II φτάνω με δυσκολία. 2 τεντώ- τεντώνω, απλώνω, εκτείνω· - провод до СТОЛбЙ α- απλώνω το καλώδιο ως το στύλο. 3 τραβώ ως το τέλος. 4- περνώ τον καιρό. II ζω, διαβιώ ως· больной ДО весна не -ет о άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει. 5 βραδύνω, παρατείνω. 6 περνώ, τα βολεύω. II -СЯ 1 τεντώνομαι να φτάοω· φτάνω ως. 2 εκτείνομαι, επεκτείνομαι. 3 φτάνω αργά ως (για τόπο). II περνώ αργά ως (για χρόνο). доучивать(ся) р.δ. βλ. доучйть(ся). Доучить, -учу, -учишь р.σ.μ. 1 απομαθαί- νω· μαθαίνω τέλεια ή ως ένα βαθμό* - табли- таблицу умножения μαθαίνω καλά την προπαίδεια της αριθμητικής· - ребёнка ДО Осени μαθαίνω ή προγυμνάζω το παιδί ως το Φθινόπωρο· - сти- стихотворение до середины μαθαίνω το ποίημα ως τη μέση. II -СЯ 1 αποπερατώνω τις σπουδές. 2 μαθαίνω, σπουδάζω ως· - до восьмого класса φοιτώ ως την όγδοη τάξη· - до зима φοιτώ ως το χειμώνα. 3 μελετώ τόσο πολύ που... ОН -лея до того, что заболел αυτός αρρώστησε α- πο την πολλή μελέτη. Дофеодальный επ. προφεουδαρχικός. дофилософствовать, -ствую, -ствуешь р.σ. (ειρν.) παραφιλοσοφώ. *ДОфЙН, -а α. προαηγορία επίδοξου διαδόχου των Βουρβώνων απο την ονομασία της επαρχίας Ντοφίν. ДОХа, -Й πλθ. ДОХИ θ. ντοχά (πανωφόρι με γούνα εσωτερικά και εξωτερικά). Дохаживать р.δ. (για έγκυα) περιπατώ ως τον τοκετό. ДОхать р.δ. (απλ.) βηχολογώ, βήχω δυνατά, με πιάνει γαϊδουρόβηχας. ДОХЛЫЙ επ. 1 ψόφιος. 2 (απλ.) ισχνός, α- αδύνατος, ξερακιανός. ДОХЛЯТИНа, -Ы θ. (ατιλ.) 1 ψοφίμι. II κρέ- κρέας απο ψοφίμι. 2 άνθρωπος ισχνός, κοκκα- λιάρης, σκέλεθρο, τσίχλα. дохнуть р.δ. ψοφώ. II εκφρ. мухи -ут βαρ- γεστιμάρα ανυπόφορη, σκασίλα. ДОХНуть р.σ. 1 αναπνέω, ανασαίνω. II εκ- εκπνέω, εκφυσώ. 2 φυσώ, πνέω· ~ул СЛОбЫЙ Ве- терок φύσηξε ελαφρό αεράκι. II εκφρ. - негде ασφυκτικός συνωστισμός, ανάσα δεν παίρνεις· - некогда δεν αδειάζω να πεθάνω ( πάρα πολύ αποσχολημένος)· не Сметь ή бояться - παρα- παραλύω απο φό,βο, κόβεται η αναπνοή μου. ДОХОД, -а α. έσοδο, εισόδημα, |πρόσοδος, κέρδος· ежегодный - ετήσιο έσοδο· националь- национальный -εθνικό εισόδημα· приносить - φέρω (δί- (δίνω) κέρδος· извлекать - (κυρλξ. κ. μτφ.) α- αποκομίζω (βγάζω) κέρδος (όφελος)· трудовые -Ы εργατικά έσοδα. доходец, -дца α. εσοδάκι. доходить ρ.6. βλ. дойти. ДОХОДНОСТЬ, -и θ. ποσό εσόδων. доходный επ. 1 του εσόδου· -ая часть бюд- бюджета τα έσοδα του προϋπολογισμού. 2 ποοσο- δοφόρος, επικερδής. ДОХОДЧИВО επίρ. κατανοητά κλπ. επ. ДОХОДЧИВОСТЬ, -И θ. ευληπτότητα, ευληψία, το ευκολονόητο, το κατανοητό. ДОХОДЧИВЫЙ επ., βρ: -чив, -а, -о ευκολο- ευκολονόητος, ευκατανόητος, ευκατάληπτος, εύλη- εύληπτος. Дохристианский επ. προχριστιανικός. доцвести, -етёт, παρλθ. χρ. ~вёл; -вела, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. доцветший р.σ, ανθί- ανθίζω εντελώς, ανθοβολώ· ανθίζω ως ένα σημείο. доцветать р.δ. βλ. доцвести. ДОЦёнТ, -а α. υφηγητής. ДОЦёнТСКИЙ επ. υφηγητικός. Доцентура, -Ы θ. 1 υφηγεσία. 2 οι. υφηγη- υφηγητές. доченька, -и θ. μικρή θυγατέρα, κοριτσά- κοριτσάκι, θυγατρίδιο. дочерин βλ. дочернин. дочерна επίρ. ως το μαύρο. дочерний, -яя, -ее επ. της θυγατέρας· ДОМ το σπίτι της θυγατέρας. II ξεχωοιστός, παραφυαδικός· -ие стебля αδελφώματα των στά- χεων -ИЭ предприятия παραρτήματα επιχειρή- επιχειρήσεων -ие акционерные Общества μετοχικά υ- υποκαταστήματα . *" дочернин, ~а, -ο επ. (απλ.) της θυγατέρας. ДОЧерпаТЬ р.σ.μ. τελειώνω την άντληση, α- αντλώ ως το τέλος ή ως ένα σημείο. II -СЯ α- αντλώντας φτάνω. дочерпывать(ся) р.δ. βλ. дочёрпать(ся). дочертить, -ерчу, -чертишь р.σ.μ. τελειώ- τελειώνω το σχέδιο· σχεδιάζω ως ένα σημείο. дочерчивать р.б.μ. βλ. дочертить. дочесть, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ. дочёл, ~чл£, -чло, επιρ. μτχ. ДОЧТЯ р.σ.μ. (παλ.)· βλ. дочитать. дочиста επίρ. 1 καθαρότατα, παστρικά· МЫТЬ ПОЛ πλύνω το π.Ϋτωμα παστρικά. 2 εντε- εντελώς, ολωσδιόλοι , ολοκληρωτικά· они съели всё - αυτοί τ··, ίφαγα»; όλα, τα ξεπάστρεψαν ό- όλα· их Обворсваяй - ι ους κατάκλεψαν. дочистить, -ищу, -йстишь ρ.σ.μ. αποκαθα- ρίζω· τελειώσω το καθάρισμα· καθαρίζω ως έ- ένα σημείο· - рыбу αποκαθαρίζω (απολεπίζω) το ψάρι. дочитать р.σ.μ. αποδι.αβάζω, τελειώνω το διάβασμα· διαβάζω ως ένα σημείο. II -СЯ δια- διαβάζω ώσπου· - до головной боли διαβάζω ώσ- ώσπου μου πονά το κεφάλι. дочйтывать(ся) р.δ. βλ. дочитать(ся). дочитать р.δ. βλ. дочистить.
доч 282 дра дочка, -и Θ. 1 βλ. ДОЧЬ. 2 (χαϊδ.) κορι- κοριτσάκι. . ДОЧКИН, -а, -О επ. της θυγατέρας, που α- ανήκει στη θυγατέρα. дочурка, -и θ. р\.дочка B σημ.). дочь, γεν. κ. δοτ. дочери, οργν. дочерью, πλθ. дочери, дочерей, дочерям, дочерьми, о дочерях θ. θυγατέρα, κόρη· единственная μοναχοκόρη. II εκφρ. - Евы θυγατέρα της Εύας (γυναίκα πολύ περίεργη). Дошагать р.о. βαδίζοντας φτάνω ως το τέρ- τέρμα ή ως ένα σημείο. дошагивать р.δ. βλ. дошагать. дошагнуть р.о. μ' ένα βήμα φτάνω ως. дошалиться, -люсь, -лйшься р.о. (απλ.) α- ταχτώ τόσο πολύ, πού... Я -лея до ТОГО, ЧТО чуть всю посуду не перебил έκανα τόσες πολ- πολλές αταξίες, που παρ' ολίγο να σπάσω όλα τα πιατικά. дошвыривать р.δ. βλ. дошвырнуть к, дошвы- дошвырять. дошвырнуть р.σ.μ. (απλ.) ρίχνω, εκτοξεύω, πετώ ως· - камень ДО ВОДЫ ρίχνω την πέτρα α>ς το νερό. ДОШВЫрЯТЬ р.σ.μ. (απλ.) ρίχνω, εκτοξεύω ό- όλα ως το τέλος. дошивать ρ.δ.μ. βλ. дошить. дошить, -шью, -шьёшь, προστκ. дошей р. а.и. αποοράβω, τελειώνω το ράψιμο· ράβω ως ένα στ-,υείο. ДОШКОЛЬНИК, ~а α. παιδί προσχολικής ηλι- ηλικίας. II παιδαγωγός παιδιών προσχολ. ηλικίας. дошкольница, -Ы θ. κορίτσι προσχολικής η- ηλικίας. дошкольный επ. προσχολικός· -ое воспита- воспитание προσχολική αγωγή· - возраст προσχολι- προσχολική ηλικία. дошлый επ. (απλ.) καπάτσος, επιτήδειος. дошутиться, -учусь, -утйшься κάνω τόσα α- αστεία, Ιπου. .. (έχουν άσχημα επακόλουθα). дощаник, -а α. βάρκα ή ποταμόπλοιο με ε- επίπεδο πυθμένα. дощаной επ. (παλ.) βλ. дощатый. дощатый επ. σανίδινος. дощечка, -и θ. σανιδίτσα. доярка, -и θ. αρμέχτρα. *Драга, -И θ. δράγα, βυθοκόρος. II μέσα α- αλιείας. драгировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. εκ- εκσκάπτω, εκβαθύνω με τη δράγα. II πιάνω με τη δράγα. драгой επ. (παλ.) βλ. дорогой. *драгоман, -а α. δραγομάνος, διερμηνέας. ДраГОМаВСКИЙ επ. δραγομάνικος. драгоценность, -И θ. 1 τιμαλφή αντικείμε- αντικείμενα, τζοβαϊρικά. 2 πολύτιμο πράγμα. II θη- θησαυρός . драгоценный επ., βρ: -ёнен, -ённа, -ённо; 1 πολύτιμος, τιμαλφής· ανεκτίμητος· - ПОДЙ- ροκ πολύτιμο δώρο* терять -ое время χάνω του πολύτιμο χρόνο. 2 (προσηγορία) φίλτατος, α- ακριβός, προσφιλής. II εκφρ. -ые КЙмни πολύ- πολύτιμα πετράδια, -μες πέτρες, -μοι λίθοι. *драгун, -а α. δραγόνος. драгунский επ. δραγονικός, δραγόειος· -ая СабЛЯ δραγονικό σπαθί· - ПОЛК σύνταγμα δρα- γόνων. дражайший επ. (παλ. κ. ειρν.) υπερθ. β. του επ. дорогой προσφιλέστατος, φίλτατος, πολυαγαπητός, -μένος. II εκφρ. -ая половина το τρυφερό ήμισυ, η πολυαγαπημένη. *драже ουδ. άκλ. ζαχαράτο, κουφέτο. ДраЖНЫЙ επ. δράγινος, της δράγας, με δράγα. Дразнить, -азню, -азнишь р.δ.μ. 1 πειρά- πειράζω, ερεθίζω, εκνευρίζω, αψώνω· - собаку πει- πειράζω το σκυλί. 2 θίγω, γγίζω, κεντρίζω. II -СЯ βλ. ενεργ. φ. A σημ.). Дразнящий επ. απο μτχ. ερεθιστικός, προ- προκλητικός· - смех προκλητικό γέλιο· - запах ερεθιστική μυρουδιά. *Драить, драю, драишь р.δ.μ. (ναυτ.) καθα- καθαρίζω καλά, γυαλίζω, κάνω ν' αστράφτει απο την καθαριότητα. Драка, -и θ. καβγάς, τσακωμός, διαπληκτι- διαπληκτισμός· перепились и затеяли -у έπιαν καλά και άρχισαν τον καυγά· лезть В -у παίρνω μέρος στον καβγά. II μάχη. * Дракон, -а α. δράκος, δράκοντας. II μτφ. ά- άσπλαχνος, σκληρός άνθρωπος. II δράκος ο ιπτά- ιπτάμενος, χλαμυδόσαυρος. драконовский επ. δρακόντειος, πολύ σκλη- σκληρός· -ие меры δρακόντεια μέτρα· -ие законы δρακόντειοι νόμοι. Драла με σημ. κατηγ. έφυγε τό 'σκάσε. II εκφρ. дать ή задать - (απλ.) φεύγω, το σκά- σκάζω, γίνομαι άφαντος, το βάζω στα πόδια. * Драма, -Ы θ. 1 δράμα. 2 μτφ. συγκλονιστι- συγκλονιστικό, τραγικό γεγονός· семейная - οικογενει- οικογενειακό δράμα. Драматизация, -И 6. δραματοποίηση. драматизйрозмф, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. δραματοποιώ. Η -СЯ δραματοποιούμαι. Драматизм, .-а α. δράμα* δραματική κατά- κατάσταση, δραμχι κκότητα. драматический επ. δραματικός· - театр δρα- δραματικό θέατρο* - кружок δραματικός όμιλος. Драматичность, -И θ. δραματικότητα. драматичный επ. βλ. драматический. драматург, >а α. δραματουργός. Драматургический επ. δραματουργικός. *Драматургия, -И θ. δραματουργία. II το σύ- σύνολο των δραματικών έργων. II θεωρία συγγρα-
дра 283 дре φής δραματικών έργων. драмкружок, -жка α. δραματικός όμιλος. драндулет, ~а α. (απλ.) κάρο, παλιοκάρο. драница, -ы θ. (διαλκ.) βλ. дранка. дранка, -Ив. 1 πηχάκι. 2 (αθρσ.) τα πέ- ταυρα· покрыть -ой крыщу πεταυρώνω τη στέγη. драночный επ. πεταύρινος* με πήχεις. драный επ. ξεσχισμένος, κουρελιάρικος, κα- καταρρακωμένος· II εκφρ. -ая КОШКа (απλ.) τσι- μούχα, γυναίκα ισχνή και άσχημη. ДряНЬ, -И θ. (διαλκ.) βλ. Дранка B σημ.) Драньё] ~я ουδ. (απλ.) 1 ξέσχισμα. 2 ξε- σχίδι. 3 αποφλοίωση· εκδορά. II δάρσιμο. 4 ερέθιση, φαγούρα. драньё2, -я ουδ. (διαλκ.) βλ. 'дранка B σημ.). *драп, -а α. τσόχα. драпать р.6. (απλ.) το βάζω στα πόδια, κό- κόβω λάσπη, το σκάζω για να σωθώ. драпирование, -я ουδ. βλ. драпировка. *драпировать, -рую, -руешь р.δ.μ. περικα- λύπτω, σκεπάζω με ύφασμα. II περικοσμώ, στο- στολίζω. II -СЯ ρίχνω επάνω μου, φορώ τι ριχτά με ωραίες πτυχές. II μτφ. καλύπτομαι, καλύ- καλύπτω το πραγματικό πρόσωπο. Драпировка, -И θ. 1 περικάλυψη με ύφασμα. II περικόσμιση, στόλισμα. 2 κουρτίνα, μπερ- μπερντές. Драпировщик, -а α,, -ца, ~Ы θ. ταπετσέρης, -ισσα, επιπλοποικιλτής. ДраПОВЫЙ επ. τσόχινος. *Драпрй ουδ. άκλ. πλθ. βλ. драпировка. Дратва, -Ы θ. νήμα πισσάλείφτο ή κερωμένο για χρήση των υποδηματοποιών. Дратвенный επ. πισσωμένος, κερωμένος· -ая нитка κερωμένη κλωστή. Драть, деру, дерёшь, παρλθ. χρ. драл, -ла', -ЛО р.δ.μ. 1 σχίζω, ξεσχίζω· - бумагу ξε- ξεσχίζω το χαρτί. II τρυπώ, φθείρω από τη χρή- χρήση. 2 ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέ- ρω· - лыко С Дерева βγάζω τη φλούδα απο το δέντρο. II εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ· - зу- бы βγάζω τα δόντια. 3 κατασπαράζω, θανατώνω. 4 μαστιγώνω, βουρΰουλίζω, βιτσίζω· - розга- МИ χτυπώ με τη β,ργα. II τραβώ· - у^пи τραβώ τ' αυτιά· - вглэсы τοαβώ τα μαλλιά· - за ВИ- хбр τραβώ απο τον τοαμπά. 5 μτφ. παίρνω α- ακριβά, γδέρνω, ■ ξυρίί,ω. 6 ξύνω, παραξύνω, πα- ρατρίβω, ξεφ\ουδίζω. 7 τραβώ, προκαλώ πόνο· бритва -ёт το ξυράφι τραβάει. 8 ερεθίζω, καίω· горчичник -ёт спину о συναπισμός καίει τη ράχη· перец ~ёт горло το πιπέρι καίει στο λαιμό. II μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ ά- άσχημα· ёта музыка -ёт уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά. 9 (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια· - со всех сил φεύγω ολοτα- ολοταχώς. || εκφρ. - горло ή глотку (απλ.) ξελα- ρυγγιζομαι (φωνάζοντας, τοαγουδώντας κλπ.). - Зерно χοντραλέθω· - НОС είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος· κρατώ πόζα. Π -СЯ 1 μαλώνω, τσακώνομαι, καβγαδίζω, διαπληκτίζουαι., αλ- ληλοδέρνομαι. II χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα. 2 μάχομαι, πολεμώ· - до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι. II αγωνίζο- αγωνίζομαι· ' παλεύω· - за перевыполнение плана α- αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωση του πλάνου· II χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι· - на шла- гах ξιφομαχώ. *драхма, -Ы θ. 1 δραχμή, ελληνική νομισμα- νομισματική μονάδα. 2 (παλ.) μονάδα φαρμακευτικού βάρους ίση με 3ι73 του γραμμαρίου. драцена, -Ы θ. δρακόντιο (φυτό). драч] -а α. είδος στενής πλάνης. ДраЧ^ -ά α. (απλ.) γδάρτης. Драчка, ~И θ. μικρός τσακωμός, καβγαδάν.ι,. драчливость, -и θ. τάση για καβγά. Драчливый επ., βρ: -лив, -а, -Ο καβγα- τζής, καβγατζίδικός. Драчун, ~а α., -ЬЯ, -И θ. καβγατζής,-ζού. Дребедень, -Й θ. ανοησίες, κουταμάοες,κου- ροφέξαλα. ДрёбезГ, -а α. ήχος (από σπάσιμο γυαλιού ή κρούση μετάλλου). дребезги πλθ. θρύψαλα· разбить в мелкие - καταθρυματίζω. Дребехание, -Я ουδ. τρίξιμο, τριγμός. дребезжать, -жйт р.δ. τρίζω· стёкла -ат τα τζάμια τρίζουν. II ηχώ διακοφτά. древесина, -Ы θ. ξύλο (η ξυλώδης ουσία α- ανάμεσα απο τη φλούδα και την εντεριώνη). II ξυλεία. Древесинный επ. ξύλινος· -ые волокна ξύ- ξύλινες ίνες. Древесница, -ы θ. 1 βάτραχος πράσινος. 2 κάμπια (τρεφόμενη απο ξύλο). древесный επ. δέντρινος· - ствол δέντρι- νος κορμός· -ая κορέ φλούδα δέντρου. II ξύ- ξύλινος· - уголь ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο· - спирт ξυλόπνευμα· -ая смола ξυλόπισσα· -ая м£сса πολτός ξύλου. II πράσινος· -ая лягушк'. βλ. древесница A σημ.). древко, -а ουδ. κοντάρι, κοντός· - келья κονταρόξυλο· - знамени σημαιόξυλο. дрёвле επί ρ. (παλ.) παλαιά, στον ияГ-.ос'го καιρό. древний επ., βρ: -вен, -вня, -вне. 1 αρ- αρχαίος, παλαιός· - обычай παλαιά συνήθεια· -ЯЯ Греция η αρχαία Ελλάδα· -ие памятники ИССкуства αρχαία μνημεία Τέχνης· - грёчес- КИЙ ЯЗЫК η αρχαία ελληνική γλώσοα· -ЯЯ ру- копись αρχαίο χειρόγραφο. II ουσ. πλθ. -ие οι αρχαίοι. 2 γηραιός, γέρικος· -ие олкв- КОВЫе деревья γέρικα ελαιόδεντρα· - старик о
дре 284 дро υπέογηοος. II еифр. -ие языки οιαρχαίες γλώσ* 3ες (ελληνική νιαι λατινική). древность, -и θ. 1 αρχαιότητα, αρχαία ε- εποχή· в -и στην αρχαιότητα· седая - τα πολύ παλιά χρόνια, η βαθιά αρχαιότητα. II ο αρχαί- αρχαίος κόσμος, οι αρχαίοι· идеи Аристотеля раз- разделяла вся - τις ιδέες του Αριστοτέλη τις παραδέχονταν όλη η αρχαιότητα. 2 οι αρχαιό- αρχαιότητες, τα αρχαία μνημεία· музей -ей μουσείο αρχαιοτήτων. 3 (απλ.) βαθιά γηρατειά. древо, -а, πλθ. древеса, -вес, -ам ουδ. (παλ.) βλ. дерево. древовидный επ., 0ρ: -ден, -дна, -дно δε- ντροειδής· - папоротник δεντρίοειδής φτέρη. ДревоёД, -а α. ξυλοφάγος (έντομο). древонасаждение,-я ουδ. δεντροφύτευση, δε- ντροφυτεία. II δεντροστοι,χία. древообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно βλ. древовидный. Древостой, -Я α. τα δέντρα του δάσους· δα- δασάκι· μέρος δάσους. Древоточец, -чца α. είδος νυχτερινής κά- μπιας. "дредноут, -а α. ντρέντων (πολεμικό σκάφος). *дрезйна, -ы θ. τροχήλατο, ντρεζίνα. *дрейф, -а α. έκκλιση, παρέκλιση σκάφους. II κίνηση (πάγων, πλοίων κλπ.) κατά τη φορά του ανέμου. II εκφρ. лечь В - (για σκάφος) α- κι,νητώ· διαθέτω τα πανιά έτσι, ώστε το σκά- Φος να μένει ακίνητο· СНЯТЬСЯ с -а (για σκά- σκάφος) ξεκινώ. дрейфить, -фЛЮ, -фИШЬ р.δ. (απλ.)Φοβάμαι, τα διπλώνω, υποχωρώ. Дрейфовать, -фует ρ.δ. 1 εκτρέπω, εκκλίνω αιιο τον άνεμο ή το ρεύμα. II κινούμαι, πλέω κατά την φοράν του ανέμου, του ρεύματος. 2 (απρόα.) παρασέρνω (για σκάφος). Дрейфующий επ. απο μτχ. μετακινούμενος, με- τατοπιζόμενος, επιπλέων -ая льдина επιπλέ- ων ογκόπαγος· -ая станция σταθμός επί επι- πλέοντος ογκόπαγου. дреколье, -я ουδ. (αθρσ.) к. дреколья,-ев πλθ. κοντάρια, ξύλα, παλούκια, μαγκούρες. *дрель, -И θ. (τεχ.) τρύπανο, -άνι· ручная - χειροκίνητο τρυπάνι. дрема, -ы θ. βλ. дремота. дремать, дремлю, дремлешь р.δ. νυστάζω. II οκνηρεύω, οκνώ, τεμπελιάζω. II εκφρ. не - ε- επαγρυπνώ. II -СЯ νυστάζω· вам дремлется ε- 3ε ίς νυστάζετε. дремливый επ., βρ: -лив, -а, -о νυσταλέ- νυσταλέος, υπνιάρης, .πνηλός. Дремота, -Ы θ. νύστα, νυσταγμός, υπνηλία, γλάρα· превозмочь -у κατανικώ τη νύστα· ме- меня одолевала - μ' έπιασε η νύστα. дремотно επίρ. κατάσταση νύστας. дремотный επ. νυσταλέος, υπναλέος. II υ- υπνωτικός, (απο)κοιμιστικός. дремучий επ., βρ: -муч, -а, -θ πυκνός, α- αδιαπέραστος, σκοτεινός· - лес πυκνό δάσος. *Дрена, -Ы θ. τάφρος στραγγιστική. Дренах, -а α. 1 αποξήρανση με αποχέτευση ή με υπόγειους σωλήνες. 2 (ιατρ.) εξαγωγή πύου ή άλλου υγρού με σωληνάκι. дренажировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 αποχετεύω, αποξηραίνω με αποχέτευση. 2 εξά- εξάγω πύο ή άλλο υγρό με σωληνάκι. Дренажный επ. αποχετευτικός. дренирование, -я ουδ. &\.щ>ен6х. дренировать, -руго, -руешъ р.δ.κ.σ.μ. βλ. дренажировать. дресва, -Ы χαλικάκια, πετρίτσες. ДресвЙННЙ επ. εύθραυστος, εύθριπτος. дрессированный επ. από μτχ. γυμνασμένος, εξασκημένος· δαμασμένος· εξημερωμένος. 'дрессировать, -рую, -руешь р.δ.μ. (για ζώα) δαμάζω, τιθασεύω· εξασκώ, εκγυμνάζω, συ- συνηθίζω· εξημερώνω. II (ειρν.) υποτάσσω, συ- συνηθίζω σε αυστηρή πειθαρχία. II -СЯ δαμάζο- δαμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. дрессировка, -И θ. δάμαση τιθάσευση· εξά- εξάσκηση· εξημέρωση. дресгировщик, -а α., -ца, -ы θ.δαμαστής, -άστρια, τιθασευτής. дриада, ~Ы θ. Δρυάδα, νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. ' Дробилка, -и θ. (τεχ.) θραυστήρας, κοκκο- θραύστης, σπαστήρας· каменная - πετροσπα- στήρας. дробильный επ. της θραύσης· -ая машина о σπαστήρας. дробина, -ы θ. σκάγι. дробинка, -И θ. σκαγάκι· ένα σκάγι. дробить, -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дробленный, βρ: -лён, -лена, -лено. 1 σπά- σπάζω, θραύω. 2 μτφ. διαμερώ, διαιρώ σε μέρη, τεμάχια, κομματιάζω, χωρίζω· διασπώ· - ΒΟ- прОС χωρίζω (κατατέμνω) το ζήτημα σε μέρη· - СИЛЫ διασπώ τις δυνάμεις. 3 χτυπώ διακοφ- τά και συννα, II -СЯ θραύομαι, σπάζω, διαμε- διαμερίζομαι κλπ., ρ. ενεργ. φ. Дробление, -Я ουδ. 1 σπάσιμο, θραύση, τε- τεμάχισμα, κομμάτιασμα. II μτφ. διαμερισμός. 2 (βιολ.) βλ. сегментация. Дробница, -ы θ. σακκούλα σκαγιών. дробность, -И θ. θραυστότητα. II διαίρεση, μοίρασμα. Дробный επ. 1 σπασμένος, θραυσμένος.ΙΙ δι- διαμοιρασμένος. 2 συχνός, συνεχής (για ήχους, βήματα κλπ.). 3 κλασματικός· -ые числа κλα- κλασματικοί αριθμοί· -ые числительные κλασμα- κλασματικά αριθμητικά επίθετα.
дро 285 ДРУ дробОВЙК, -а α. κυνηγετικό όπλο με σκάγια. дробОВОЙ επ. των σκαγιών, με ή για σκάγια· - заряд γέμισμα με σκάγια. дробь, -и θ. 1 (αθρσ.) σκάγια. 2 ήχος συ- συνεχής, συχνός. 3 (ϋαθ.) κλάσμα· десятичные -И δεκαδικοί αριθμοί. дрова, Дров, -ам πλθ. καυσόξυλα, ξύλα· СЫ- рые - χλωρά ξύλα· сухие - ξηρά ξύλα· вязан- вязанка Дров μια αγκαλιά ξύλα· мешать - (в печ- ке) συνδαυλίζω τα ξύλα (στη θερμάστρα). дровишки, -шек πλθ. παλιόξυλα. Дровни, -ей к. -ей πλθ. έλκυθρο (αγροτικό χωρίς αμάξωμα). дровозаготовка, -И θ. εναποθήκευση ξύλων. дровокол, -а α. 1 (παλ.) ξυλοκόπος, ξυλο- σκίστης, ξυλάς. 2 (διαλκ.) τσεκούρι-ξυλο- σκίστης. дровосек, -а α. 1 (παλ.) ξυλοκόπος. 2 εί- είδος κανθάρου. дровосека, -И θ. (διαλκ.) υλοτόμιο. ДРОВЯНЙХ, -&. α. 1 ξυλαποθήκη. 2 έμπορας καυσόξυλων. ДРОВЯНОЙ επ. των ξύλων - склад ξυλαποθή- ξυλαποθήκη. II ξύλινος, με ξύλα· -ое отопление θέρ- θέρμανση με ξύλα. II χρήσιμος μόνο για ξύλα. Дрога, -Й, αιτ. ~огу, πλθ. -ОГИ ρυμός. ДрОГИ, дрог πλθ. 1 κάρο, αραμπάς. 2 νε- νεκροφόρα. дрогнуть1, -ну, -нешь, παρλθ. χρ.ΛροΓ, -ла, -ЛО р.δ. παγώνω, τρέμω απο το κρύο, ριγώ, τουρτουρίζω. дрогнуть? -ну, -нешь, παρλθ. χρ.-нул,1-ла, -ло р.о. 1 σκιρτώ, ανασκιρτώ, ανατινάσσομαι, αναπηδώ (απο ζωηρό αίσθημα). II τρεμοαβήνω. II αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω γρήγορα, από- απότομα (για φωνή, έκφραση προσώπου). 2 διστά- διστάζω, αμφιβάλλω, αμφιρρέπω, (αμφι)ταλαντεύομαι, ενδοιάζω. 'дрожание, -Я ουδ. τρόμος, τρεμούλα, τρε- τρεμούλιασμα. II δόνηση· παλμός. II φόβος (γιακά- τι). II ρίγος. II τρεμόσβημα. дрожательный επ. τρομώδης. Дрожать, -4Г/; ~ЖИШЬ р.δ. 1 τρέμω, ριγώ· - всем телом τρέμω σύγκορμος* - от холода τρέ- τρέμω απο το κρύο. II τρεμοσβήνω, υποτρέμω,τρε- μοφέγγω· звезда -Ла το αστέρι τρεμόσβηνε. II (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. II έχω σπαομούς, σφαδάζω. ]| δονούμαι, πάλλομαι. 2 φοβούμαι, τρομάζω. II με πιάνει φόβος για κά- κάποιον мать -Йт за своих детей η μάνα τρέ- τρέμει για τα παιδιά της· он ~йт эа свой жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει). II προφυλάγω πολύ· - Над Детьми' τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά. II τσιγγου- νεύομαι πολύ· - над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι. дрожжевание, -я ουδ. εμβολή ζύμης. ДРОЖЖевОЁ επ. της ζύμης, της μαγιάς· - за- пах μυρουδιά ζυμαριού. ДРОЖЖИ, -ёй πλθ. ζύμη, προζύμι-, μαγιά· тё- СТО на -ах ζυμάρι με μαγιά· пивные - ζυθο- ζύμη. II εκφρ. как на -ах (расти, поднимать- подниматься) αναπτύσσομαι, μεγαλώνω με τις ώρες (γρή- (γρήγορα). дрожки, -жек, -жкам πλθ. ντρόσκι, ελαφρό τετράτροχο αμάξι. дрожыя επίρ. - дрожать τρέμω σαν το ψάρι. дрожь, -И θ. 1 τρεμούλα, -λιασμα, τρόμος, ρίγος· - берёт με πιάνει τρεμούλα. II τρά- τράνταγμα, ταλάντευση. II ελαφρά κυμάτωση των υγρών, ρύσωση, ρυτίδωση. II φωνή τρεμουλιαστή, ήχος τρεμουλιαστός. ДРОЗД, ~а α. κότσυφας, -ύφι· певчий -τσί- χα, κίχλη. ДРОЗДОВЫЙ επ. του κότσυφα· κοτσυφίσιος. дрок, -а α. σπάρτο (φυτό). ДРОКОВЫЙ επ. σπάρτινος, απο σπάρτο. *Дромадер, -а α. δρομάδα, γκαμήλα με έναν ύβο. ^дроссель, -Я α. (ηλεκτρ.) πηνίο στραγγα- λιστικό με σιδηροπυρήνα. II βαλβίδα στραγγα- λιστική. ДРОТ, -а α. (παλ.) βλ. ДрОТИК. ДрОТИК, -а ос. ακόντιο, κοντάρι· δόρυ. Дрофа, -Ы θ. ωτίδα, αγριόγαλλος, άγρια μι- σίρκα. ДРУГ1, -а, πλθ. друзья, -ёй к. (παλ.) дру- ги α. φίλος· старый - παλαιός φίλος· любез- любезный - αγαπητέ φίλε· - ДОма οικογενειακός φί- φίλος· будь -ОМ ή будь - (προοαγόρευση παρα- παρακλητική) φίλε μου. Жрутгеп. Во. απο το другой άλλος, ένας· - друга о ένας τον άλλον, αλληλο... ненавй- деть - Друга αλληλομισούμαστε· - на друга о ένας στον άλλον - за -ОМ о ένας κοντά στον άλλον перед -ом ποιος περισσότερο· они стараются - перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο· - с другом о ένας με τον άλλον - около -а о ένας δίπλα στον ά\>.ρν, παραπλεύρως· - на -е о ένας πάνω στον ά*Λον· - против -а о ένας κατά του άλλου· - ο■'■ -ρ ο ένας για τον άλλον дама сам - (χαρτπ.) *ι ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης). Другой 1 αντων. άλλος, έτερος· и тот к - κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο* прихо- приходите - раз ελάτε άλλη <ρορά· он работает бо- более, чем кто-либо - αυτός εργάζεται όσο κα- κανένας άλλος· ни тот ни - ούτε ο ένας ούτε ο άλλος· и те и -йе και οι μεν και οι. δε (όλου* и тот И - και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι,, και οι. δυο* тем ИЛИ"
Д£У_ 286 дря -км образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο· кто-то - κάποιος άλλος· никто - κανένας άλ- άλλος· С Другой СТОрОНЫ απο το άλλο μέρος, αφ' ετέρου· -Ими словами μ' άλλα λόγια. 2 διά- φορος, διαφορετικός· после женитьбы он стал - σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), δι- διαφοροποιήθηκε· Зто -<5е дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα. II αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα· перейти на -ую сторону $лицы πεονώ στο απέναντι μέ- μέρος του δρόμου· доплыть ' до -гбго берега πλέω ως την απέναντι ακτή (ή όχθη). II πλθ. -йе οι υπόλοιποι, οι άλλοι· не обращай вни- внимание на -их,, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος. 3 δεύτερος, επόμενος, άλλος· уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυ- έφυγε· На -день την άλλη μέρα· один за -ИМ о ένας μετά τον άλλον. II κάποιος άλλος· -ому человеку так не понять, как он понимает έ- ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεύ II εκφρ. смотреть -ими глазами βλέπω μ' άλ- άλλο μάτι (διαφορετικά). -ИМИ словами μ' άλλα λόγια. Дружба, -Ы θ. φιλία· свести -у πιάνω φι- φιλία· под видом -ы κάνοντας το φίλο· быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία· не В службу, а В -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος. дружелюбие, -Я ουδ. φιλικότητα,φιλοφροσύτ νη, ΐιεριποιητικότητα. дружелюбный επ., βρ: -бен, -бна, -бно φι- λινιός, φιλόφρονας, περιποιητικός, ευμενής. Дружески επίρ. φιλικά - ЖМУ вашу руку φι- φιλικά οας σφίγγω το χέρι* ПО - φιλικά· ЭТО не по - αυτό δεν ταιοιάζει οε φίλους. дружеский επ. φιλικός· - привет ,φιλικός χαιρετισμός· - тон φιλικός τόνος· -ая улыб- улыбка Φιλικό χαμόγελο· -ая услуга φιλική εξυ- εξυπηρέτηση· -ая атмосфера φιλική ατμόσφαιρα. Дружественность, -И θ. φιλικότητα. дружественный επ., βρ: -вен, -венна, -вен- -но φιλικός, της φιλίας· φίλιος· -ое со- сотрудничество φιλική συνεργασία· -ые СвАзи δεϋμοί φιλίας· -ая политика πολιτική φιλίας. II βλ. дружеский к. дружелюбный. дружество, -а ουδ. (παλ.) βλ. дружба. Дружина, -Ы θ. 1 (παλ.) φρουρά, ντρου- ζίνα- στρατιωτικό τμήμα. 2 τμήμα, απόσπασμα· пожарная - πυροσβεστικό τμήμα ή λόχος· пио- пионерская - πιονέρικο τμήμα ή ομάδα· санитар- ная - υγειονομικό τμήμα. дружинник, -а α., ца, -ы θ. ντρουζίνικος, ~ισσα· μέλος της ντρουζίνας. дружинный επ. της ντρουζίνας. дружить, -жу, -жйшь и. -ужишь ρ.δ. είμαι φίλος με κάποιον, πιάνομαι φίλος, συνδέομαι, με φιλία. II -СЯ βλ. ενεργ. φ. Дружище, -а α. (προσαγόρευση) φίλε (μου). дружка? -и θ. συμποσίάρχος, αρχιτρίκλινος του γαμπρού, дружка2 στις εκφρ: друг -у; друг -е;друг -Ой κλπ. βλ. Друг? ДРУЖНО επίρ. 1 μονοισμένα, συσπειρωμένα, αρμονικά, αγαπημένα, με σύμπνοια. 2 ομόφω- ομόφωνα, ταυτόχρονα· όλοι μαζί. II γρήγορα, γοργά. Дружность, -и θ. γρηγορότητα· - прораста- прорастания семян η γρηγορότητα της ανάδοοης των σπόρων. дружный επ., βρ: -жен, -жна, -ЖНО. 1 μο- μονοιασμένος, ενωμένος, συσπειρωμένος, αγαπη- αγαπημένος· -ая семья μονοιασμένη οικογένεια. II ως κατηγ. είμαι φίλος· я С ним -жен εγώ μ' αυτόν είμαστε φίλοι. 2 ομαδικός, σύσσωμος, αθρόος· συλλογικός· - смех ομαδικό φιλικό γέλιο· -ые аплодисменты ζωηρά φιλικά χειρο- χειροκροτήματα* -ая работа εργασία συλλογική (με σύμπνοια). II γρήγορος, γοργός, ταχύς. дружок, -жка α. 1 φιλαράκος. 2 φίλος. *друза, -ы θ. αδένας ορυκτού, ορυκτός αδένας. ДруиД, -а α. δρυΐδης, ιερέας των Κελτών. ДруИДЙЗМ, -а α. δρυϊδισμός, θρησκεία των Κελτών. дрыгать ρ.δ, κουνώ, κάνω απότομες, διακο- φτές κινήσεις· - ногами κουνώ τα πόδια. II -СЯ βλ. ενεργ. φ. дрыгнуть р.σ. βλ. дрыгать. дрызгать' ρ.δ. (απλ.) λερώνω, πιτσιλίζω. II -СЯ λερώνομαι, πιτσιλίζομαι. Дрызготня, -и θ.(απ\.)πιτσίλισμα, ράντισμα^ дрыхать р.δ. (απλ.) βλ. дрыхнуть. дрыхнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. дрых к. Дрыхнул, -ла, -Л0 р.δ. (απλ.) κοιμάμαι. ДрЮЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.δ. (απλ.) χτυπώ με το παλούκι. ДрпчОК, -чка α. (διαλκ.) μαγκόύρα, ДрЯбЛОСТЬ, -И θ. στεγνότητα, μαρασμός, μη θαλερότητα. ДрябЛЫЙ επ., βρ: дрябл, -ла, ~ЛО 1 στεγνω- μένο$ν μαραζωμένος, -ζιάρης, -ζιάρικος· α- -ое тело μαραζωμένο κορμί· -ая кожа δέρμα, χωρίς φρεσκάδα. 2 μτφ. ά- , χαλαρός, πλαδαρός, άτονος. гДрябнуть р.δ. στεγνώνω, μαραζώνω, εξασθε- εξασθενίζω, χάνω τη θαλερότητα. дрягать(ся) ρ.δ. (διαλκ.) βλ. дрыгаться). ♦дрягиль, -я α. (παλ.) αχθοφόρος, χαμάλης. ДрЯЗГ, -а (-у) α. (αθρσ.) σκουπίδια, φρό- φρόκαλα, σκύβαλα. дрязги, дрязг πλθ. (παλ.) γκρίνιες, φαγω- φαγωμάρες· домашние - οικογενειακές γκρίνιες. ДРЯННОЙ επ. κακός, άσχημος, |αχρείος· άθλιος.
ДР* 287 ДРЯНЦО, -а ουδ. (παλ.) βλ. ДрЯНЬ B σημ.). дрЯНЬ, И θ. 1 (αθρσ.) παλιοπράγματα, ακα- ακαθαρσίες, βρώμες. II μτφ. ανοησίες, κουταμά- ρες, μωρολογίες· сущая - ανοησίες πέρα για πέρα. 2 ως Μάτην, (απλ.) είναι, κακός, άσχη- άσχημος, παλιό... погода - παλ ι. άκαιρος· дело - βρωμοδουλειά, παλιοδουλειά. II (για άνθρωπο) τιποτένιος, ποταπός, πρόστυχος· такая - τέ- τέτοιος παλιάνθρωπος. дряхлеть, ~ёю, -ёешь р.δ. απογεράζω, κα- ταγεράζω, γίνομαι γεροκούσαλο. ДРЯХЛОСТЬ, -И θ. απογέρασμα, απολεύκανση, έσχατον γήρας. ДРЯХЛЫЙ επ. βρ: дряхл, ~ЛО, -ЛО εσχατόγη- ρος, υπέργηρος, γερομπαμπαλής, μπαμπόγερος· - старик γεροκούσαλο. II μτφ. παλιός, ετοι- ετοιμόρροπος, σαθρός, σαράβαλο. *ДуаЛЙЗМ, -а α. 1 (φιλοσ.) δυϊσμός ή διαρ- διαρχία. 2 δυαδισμός, χωρισμός σε δύο. дуалист, -а α. δυϊστής, οπαδός δυϊσμού. дуалистический επ. δυϊστικός· -ая филосо- философия δυιστι,κή φιλοσοφία· -ое мировозрёние δυ- ιστική κοσμοθεωρία. дуб, -а, προθτ. в дубе и. в дубу, на дубе и. на Дубу, πλθ. ДубЫ. 1 η δρυς, βαλανιδιά· пробковый - η φελλόδρυς (φελλοφόρα δρυς)*κέ· меННЫЙ - το πουρνάρι (δρυς η αρία). II τό ξύ- ξύλο της βαλανιδιάς. 2 μτφ. κούτσουρο, ντου- βάρι, (κουτός, ανόητος). 3 (διαλκ.) ντουμπ, είδος βάρκας. дубасить, -ашу, -асишь ρ.δ. 1 μ. (απλ.) δέρ- δέρνω, ξυλοφορτώνω, μαγκουρώνω, ξυλοκοπώ. 2 κρούω, χτυπώ δυνατά· - В дверь χτυπώ δυνατά την πόρτα. дубЙЛЬНЫЙ επ. βυρσοδεψικός. дубильня, -и, γεν. πλθ. -лен θ. βυρσοδε- βυρσοδεψείο, ταμπάκικο. ДубИЛЫЦИК, -а α. βυρσοδέψης, βυρσοδεψερ- γάτης, πέτσας, ταμπάκης. Дубина, -Η 6, 1 μαγκούρα, ματσούκα, ρόπα- ρόπαλο. 2 (απλ.) κρεμανταλάς, μαγκλάρας, μα- ντράχζλος, νταγκλαράς. 3 (απλ.) κουτός, χο- ντροκέφαλος, κόπανος. '^убЙНКа, -И θ. μαγκουρίτσα· резиновая λχστιχένιο γκλομπ. Дубинушка, -И θ. μαγκουρίτσα. ДубЙТЭЛЬ, -Я α. δεψίνη, ταννίνη, δεψικό οξύ· искуственнкй - τεχνίτη δεψίνη. ДубЙТЬ, -блй, -бЙШЬ, μτχ. ενστ. дубящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дубленный, βρ: -лен., -а,.-Ο ρ.δ.μ. βυρσοδεψώ, δέφω. Дубление, -Я ουδ. βυρσοδέψηση, δέψη, άρ- γασμα. Дублёнка, -И θ. (απλ.) κοντογούνι αργα- αργασμένο (βυρσοδεψημένο). дублеННЫЙ παθ. μτχ. παρλθ. ΧΡ. του р.дубйть. ДУВ Дублёный επ. 1 βυραοδεψημένος, κατεργα- κατεργασμένος, αργασμένος· -ая кожа κατεργασμένο δέρμα. 2 σκληρός, ψημένος, καμένος (για δέρ- δέρμα προσώπου κλπ.). *дублёр, -а α. 1 δεύτερος εκτελεστής ίδιας δουλειάς, εφεδρικός. 2 ηθοποιός-αναπληρωτής πρωταγωνιστή. II (κυνημτγ.) ηθσποιός-μεταφρα- στής. Дублет, -а α. αντίγραφο, αντίτυπο, διπλό- διπλότυπο, απόγραφο. II (κυνηγ.) διπλή και ταυτό- ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση του δίκανου, μπανταριά. "дубликат, -а α. 1 αντίγραφο, ντουμπΛικά- τα. 2 (παλ.) βλ. дублет. Дубликатный επ. του αντίγραφου, της ντου- ντουμπλ ι κάτας. дублирование, -Я ουδ. 1 δευτέρωμα, ;-ωση, ντουμπλάρισμα. 2 (θεατρ.) αντικατάσταση πρω- πρωταγωνιστή στο ρόλο του. 3 (κινημτγ.) μετα- μεταγλώττιση. ♦дублировать, -рую, -руешь р.δ.μ. 1 δευτε- δευτερώνω, επαναλαβαίνω δεύτερη φορά· εκτελώ την ίδια εργασία. 2 (θεατρ.) αντικαθιστώ πρωτα- πρωταγωνιστή στο ρόλο του, ντουμπλάρω. 3 μετα- μεταγλωττίζω. II -СЯ μεταγλωττίζομαι κλπ. ρ.μ. ♦дубЛОН, -а α. δουβλόνι, παλαιό ισπανικό, γαλλικό χρυσό νόμισμα. "дубЛЯЖ, -а α. μεταγλώττιση. Дубняк, -а α. δρυμός, δρυμώνας. ДубОВАТОСТЬ, -И θ. αγαρπιά, ακομψία, κα- κακογουστιά. Дубоватый επ., βρ: -ват, -а, -о άγαρπος, χοντροειδής, μπατάλικος, άχαρος. II κουτού- τσικος, ελαφρόνους, βραδύνους, λειψός. ДубОВЙК, -έ. α. δρυμονομανιτάρι. Дубовый επ. 1 δρύινος, βαλανιδένιος, δέ- ντρινος· - лист δρύινο, φύλλο· -ые Двери δέ- ■ντρινες πόρτες· -ая роща μικρός δρυμώνας. 2 μτφ. άγαρπος, χοντροειδής, βαρύς, άχαρος, ά- άξεστος, απολίτιστος. II κουτός, μωρός. 3 μτφ. σκληρός, που δεν τρώγεται· -ые Яблоки σκλη- σκληρά μήλα. ДубОК, -6κέ α. 1 μικρή βαλανιδιά. 2 μτφ. κουτούτσικος. дубрава к. παλ. дуброва, -1* θ. 1 δρυμός, δρυμώνας. 2 δάσος. Дубравный κ. дубровный ει. δούϊνος· του δρυμώνα. дубравушка κ. дубровушка, -и е. μικρός δρυμώνας. Дубьё, -Я ουδ. (αθρσ.) 1 μαγκούρες, κο- κοντάρια, παλούκια. 2 ■ (ηαιλ.) ανόητοι., μωροί, κουτοί· πείσμονες, σκληροτράχηλοι. ДубЯЩИЙ επ. απο μτχ. δεψικός. дуван, -а α. (παλ.) 1 μοιρασιά θηοάματος, εσόδου ή λείας. 2 θήραμα· λεία, αρπαγή, πλιά- πλιάτσικο· - дуванить μοιράζω τη λεία.
дув 288 ДУР дуваНИТЬ р.б.ц. (παλ.) μοιράζω τη λεία. дуга, -Й, πλθ. ДУГИ θ. 1 λαιμαργία, περι- οαιχένιο, το τοξοειδές ξύλο της λαιμαργίας. 2 τόξο κύκλου. 3 κεραία των τραμ. II εχφρ. бро- брови -ой γαϊτανόφρυδα, καγκελόφρυδα, καμαρό- φρυδα· электрическая - ή вольтова - βολταϊ- βολταϊκό τόξο. дуговой επ, 1 της λαιμαργίας, περιαυχένι- ος. 2 βολταϊκός, του βολταϊκού τόξου· -ая сварка συγκόλληση με ηλεκτρόνιο τόξο· -ЭЯ Ла- мпа βολταϊκή λάμπα. дугообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно το- τοξοειδής, αψιδωτός. дуда, ~ы θ. (παλ.) βλ. дудка. дударь, -Я α. (παλ.) παίχτης της φλογέρας.' дудеть, -дишь р.δ. παίζω τη φλογέρα ή άλ- άλλο πνευστό όργανο. II εκφρ. в одну дуду ή дудку - ενεργώ ντουγρού· κοπανώ τα ίδια και τα ίδια. дудка, -и θ. φλογέρα, αυλός· пастушная - φλογέρα, ποιμενικός αυλός, плясать ПОД ЧЬЮ -у ή ПОД чьей -е είμαι ετεροκίνητο (πιόνι, ρομπότ ι, φερέφωνο) ДУДКИ επιφ. (απλ.) κολοκύθια με ρίγανη ή πάτερο (ανοησίες, πράγματα που δε γίνονται). ДуДОЧКа, -И θ. μικρή φλογέρα. ДУДОЧКИ επιφ. (απλ.) βλ. дудки. дудук, -а α. πνευστό Ιμουσικό όργανο των Καυκάσιων. дудчатый επ. αυλοειδής. дужка, -И θ. 1 μικρή λαιμαργία. 2 χερού- χερούλι, χειρολαβή καμπυλωτή· ведёрная - το χε- χερούλι του κουβά· - шпаги η λαβή του σπα- σπαθιού. 3 στηθοκόκκαλο των πτηνών.(διχάλα, -ц φούρκα). *дукат, -а α. δουκάτο. Дуло, -а ουδ. στόμιο όπλου, μπούκα. 2 η κάννη του όπλου. ДУЛЬНЫЙ επ. του στομίου της κάννης ή της κάννης του όπλου. дульце, -а ουδ. μικρό στόμιο όπλου. II οπή πνευστού οργάνου. ДУЛЬЦИН, -а α. (χημ.) δουλκίνη. дульцинея, -И θ. (αστ. κ. ειρν.) ερωι.ένη, αγαπητικιά. дуля, -и θ. 1 (διαλκ.) είδος αχλαδ ού. 2 3λ. кукиш. Дума, -Ы θ. 1 σκέψη, στόχαση· тяжёлая - ο- οδυνηρή σκέψη.2 (φιλγ.) ελεγείο, ελεγεία. 3 (στη Ρωσία) η Δούμα, κεντρικό ή τοπικό όρ- όργανο διοίκησης· боярская - η Δούμα των βο- γιάρων городская - η Δούμα της πόλης· Γ0- сударственная - η κρατική Δούμα (Κοινοβούλιο). думать р.δ. 1 σκέφτομαι, -πτομαι, διανο- διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζο- διαλογίζομαι· о чём вы -ете? τι σκέφτεστε; ему лень - αυτός βαριέται που ζει· тут нечего - γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη· и не-ете это делатьΙοΰτε καν|να το σκέφτεστε να το πράξετε. 2 υποθέτω, έχω τη γνώμη^ νομίζω· придёт ли ОН? -•Я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω - ναι· не -ГО δε νομίζω, δεν πιστεύω· ЧТО ВЫ Об этом -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό; II εικάζω, υ- υποψιάζομαι, υποθέτω. 3 προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω· мне этот дом не нра- нравится; Я -го продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει· σκοπεύω να το πουλήσω. 4 φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι· -ю только О себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου· ОН не -ет О других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους. II εκφρ. и не -Ю ούτε καν σκέφτομαι, δε με α- απασχολεί καθόλου· - думу ή думушку σκέφτο- σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου· он МНОГО -ет О се- себе αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του· не долго - χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)· не думано απρόοπτα· я -ю! και βέβαια! εννοεί- εννοείται! II -СЯ μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη· мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει· всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα. *дум-дум στην έκφρ: пули - σφαίρες ντουμ -ντούμ. думец, -мца, α. μέλος της Δούμας. Думка, -И θ. 1 μικρή σκέψη, σκεψούλα. 2 είδος ουκρανικού λαϊκού λυρικού τραγουδιού. 3 προοκεφαλακι. думный επ. της Δούμας· ~ые бояре οι βογιά- ροι της Δούμας. думский επ. βλ. думный. Думушка, -И θ. σκέψη· σκεψούλα. Дунайский επ. του Δούναβη· παραδουνάβιος· -ие страны παραδουνάβιες χώρες. * Дуновение, -Я ουδ. φύσημα· πνοή ανέμου. ДУНУТЬ р.σ. βλ. дуть A, 2 σημ.). Дупель, -Я, πλθ. -Я α. μπεκατσόνι, σκολο- πακίδα, βαλτομπεκάτσα. *Дуплёт, -а α. 1 δίσποντη καραμπόλα. 2 βλ. дублёт B σημ.). ДУПЛИСТЫЙ επ., βρ: -лист, -а, -0 κουφα- λιασμένος, -λωτός· -ая липа κουφαλιασμένη λίπα (φιλύρα). дупло, -а, πλθ. дупла, дупел, дуплам ουδ. κουφάλα (δέντρου ή δοντιού). *дура, -ы θ. ανόητη, κουτή, χαζή. дурак, -а α. 1 βλάκας, κουτός, ανόητος, χαζός. 2 βλ. дурачок B σημ.). 3 (παλ.) γε- γελωτοποιός. И- πλθ. -Й είδος χαρτοπαιγνίου. II εκφρ. - дураком βλάκας με περικεφαλαία ή με πατέντα, βλακόμουτρο· валять (ή ломать, κορ- чйть) -а (απλ.) α)οκνεύω, τεμπελιάζω. β) κά- κάνω τον κουτό· свалять -а (απλ.) κάνω (δια- (διαπράττω) ανοησίες, βλακίες, κουταμάρες· на-
АУР 289 ^ёл (наши'О -έ!βρήκε (βρήκαν) κορόιδο! ос- тйвить В -ах (-Ом) α) νιερδίζω, κάποιον στο χαρτοπαίγνιο ντουρακί. β) εξαπατώ, φενακί- ζω· -ΟΒ нет δεν είμαι τόσο κουτός· остаться Β -их (-Ом) α) χάνω στο χαρτοπαίγνιο ντου- ρακί. β) εξαπατώμαι, γελιέμαι, πιάνομαι κο- κοροίδο . дураковатый επ., βρ: -ват, -а, -о κουτού- τσικος, χαζούτσικος. дуралей -я α. (απλ.) βλ. дурак. дуранда, ~Ы θ. πιττάρι, πίττα, πλακούς· ε- λαιόπιττα. дурацкий επ. βλακώδης, κουτός, ανόητος. Ι! κακός, άσχημος· -ая привычка κακή συνήθεια· - характер παλιοχαρακτήρας. Дурачество, -а ουδ. τρέλλα, ανοησία, απε- απερισκεψία. дурачина, -ы α. (απλ.) βλ. дурак A σημ.). дурачить, -чу, -чишь р.δ.μ. απατώ, εμπαί- εμπαίζω, κοροϊδεύω. II γελωτοποιώ, προξενώ τα γέ- γέλια. II -СЯ κάνω τρέλλες, ανοησίες. II δια- διασκεδάζω με τ'αστεία, τις τρέλλες. дурачок, -ЧКО α. 1 μωρός, κουτός, βλάκας. Η γελωτοποιός. 2 (παλ. κ. απλ.) τρελλός, ψυ- ψυχοπαθής . Дурачьё, ~Я ουδ. αθρσ. (απλ.) κουτοί, μω- μωροί, βλάκες. дурашка, -И θ. κουτούτσικη, χαζούτσικη. дурашливый επ., βρ: -лив, -а, -о κουτού* τσικος, χαζούτσικος. II αστείος, γελωτοποι- γελωτοποιός, τρελλάκιας. дурашный επ. (απλ.) βλ. дурашливый. Дурень, -рня α. (απλ.) βλάκας, κουτός, βλα- κόμουτρο, κουτούλιακας. дуреть, -ею, -ёешь р.δ. αποβλακώνομαι, α- πομωραίνομαι, ζεκουτιαίνω. дурий, -ЬЯ, -ье επ. στην έκφραση: -ЬЯ го- голова ή башка κουτούλιακας, βλάκας. Дурить, -рю, -рйшь р.δ. εκτρέπομαι, παρε- παρεκτρέπομαι, κάνω απρέπειες, τρέλλες. II κα- πριτσώνω, κάνω καπρίτσια· πεισματώνω· ЛО- шадь -ЙТ το άλογο κάνει καπρίτσια. II εκφρ. - голову кому σκοτίζω το κεφάλι κάποιου, θο- θολώνω χα μυαλά. дурища, -и θ. (απλ.) βλ. дура. дурка, -И θ. (παλ.) τρελλή, ψυχοπαθής. II η γελωτοποιός. дурковатый επ., βρ: -ват, -а, -о βλ. ду- дураковатый. дурман, -а α. 1 στραμώνιο, τάτλας, τάτου- λα ή πορδόχορτο. 2 μτφ. όπιο, αφιόνι, ναρ- ναρκωτικό· религия — для народа η θρησκεία! είναι το αφιόνι του λαού. дурманить ρ.δ.μ. ζαλίζω, (συ)σκοτίζω. \{ θολώνω το νου, το μυαλό, τη διάνοια. II -СЯ ζαλίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. лут дурманный επ. 1 στραμώνιος· - корень στροΐ- μώνια ρίζα. 2 αποβλακωτικός, πνευματοκτόνο;. дурнеть р.6. ασχημίζω, γίνομαι άσχημος. ДУРНО 1 επίρ. άσχημα, κακά, -ώς· ο Η ПОСТУ- ПОСТУПИЛ Очень - αυτός συμπεριφέρθηκε πολύ άοχη- μα· - воспитанный κακοαναθοεμμένος· - обра- обращаться С кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον, 2 (ως κατηγ.) είμαι, αισθάνομαι άσχημα· ей - αυτή αισθάνεται άσχημα· мне - αισθάνουαι άσχημα· ей стало - αυτή έγινε χειρότερη·ему сделалось - αυτός κόντεψε να λιποθυμήσει. дурной επ., βρ: дурен к. απλ. дурён, дур- дурна, -НО. 1 κακός, άσχημος, απεχθής, αποκρου- αποκρουστικός· - почерк άσχημος γραφικός χαρακτή- χαρακτήρας· - зйпах άσχημη μυρουδιά, κακοσμία· -ые привычки κακές συνήθειες· -ые манеры άσχη- άσχημοι τρόποι συμπεριφοράς. 2 αισχρός, ανήθι- ανήθικος· - поступок κακή διαγωγή· - человек αι- αισχρός άνθρωπος· ~&Я женщина αισχρή γυναίκα· -ые наклонности κακές κλίσεις (τάσεις). 3 δυσάρεστος· -ая примета κακό σημάδι· -бе на- настроение κακή διάθεση· - СОН άσχημο όνειρο· -ые вести κακά μαντάτα· -бе предчувствие κα- κακή προαίσθηση. Ц- δυσειδής, κακόμορφος, 6ΰ- σμορφος· ασχημομούρης, 5 κουτός, βλάκας. II εκφρ. кричать (визжать, вскрикивать κ.τ.τ.) -им голосом βγάζω στρίγγλες φωνές· не будь дурён (дурна) μην είσαι ,κουτός- -ая болезнь α- αφροδίσιο νόσημα. Дурнота, ~ύ θ. ζαλάδα, ζάλη, σκουτούρα. Дурнушка, -И θ. ασχημογυναίκα, ασχημοκό- ριτσο. ДУРОСТЬ, -И θ. ανοησία, βλακεία, μωρία. ДурОЧКа, -И θ. 1 χαμένη, κουτή, χαζή. 2 (παλ.) η γελωτοποιός. дурра, ~ы θ. к. дурро ουδ. άκλ. η δούρα. νταρί, λιανοκαλάμποκο, σκούπα. дуршлаг, -а α. διατρυτήρας, σουρωτήρι, στραγγιστήρι,1 τρυπητό. II τρίφτης, -ήρας. Дурь, -И θ. αλλόκοτη ιδιοτροπία, παλαβω- μάρα, κουταμάρα, τρέλλα. II εκφρ. выбить - чьей головы (απλ.) ή выбить ή выколотить - из КОГО σωφρωνίζω, συνετί^ κάποιον, υποχρεώ- υποχρεώνω να το βγάλει απο το νου του, να συμορφω- θεί. *Дуст, -а α. απολυμαντική σκόνη, πού περι- περιέχει ντι-ντι-τί. ДУТЫЙ επ. 1 φυσητ,ός, γειιάτος αέρα, κού- κούφιος, άδειος, κενός. II φουσκωμένος. 2 μτφ. υπερβολικός· -ые цифры παραφουσκωμένοι α- αριθμοί . дуть, Дую, дуешь р.δ. 1 φυσώ, πνέω· -ет сильный ветер φυσά δυνατός άνεμος· в έτο ок- окно -ет απ' αυτό το παράθυρο φυσά· - в труб- трубку φυσώ στο σωλήνα. 2 μτφ. κατασκευάζω μ<. φύσημα· - бутылки φυσώ μποκάλια. И φουσκώ-
дут 290 душ νω, διογκώνω. 5 πράττω, επιδίδομαι με ζήλο. II πίνω πολύ, -κατεβάζω· - ВОДКУ πίνω πολλή !?ότκα. II μτφ. ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, φουσκώ- φουσκώνω οτο ξύλο. II εκ<ρρ. - губы (губки) φυσώ α- πο το κακό· И В ус (себе) - καρφί δε μου καίγεται, δε με νοιάζει καθόλου. II -СЯ φου- οκώνω, διογκώνομαι· ЖИВОТ -ЛСЯ φούσκωνε η κοιλιά. II μτφ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, φουσκώνω σαν το γάλο. II πεισματώνω, γινατώ- νω, φουρκίζομαι, τσατίζομαι. II παίζω με πά- πάθος· - в карты παίζω με μανία τα χαρτιά. дутьё, -Я ουδ. (τεχ.) φυσητήρας. II φύση- φύσημα (κατασκευής γυαλιού). Дух, -а (-у) α. 1 νους, διάνοια, νόηση, πνεύ- μα· в здоровом теле здоровый - γερό μυαλό σε γερό κορμί· в том же -е στο ίδιο πνεύμα· в Зтом -е σ'αυτό το πνεύμα. II (φιλοσ.) το Πνεύμα- абсолютный - το απόλυτο Πνεύμα. Ι! (θρησκ.) ψυχή. 2 ηθι-ио· боевой - μαχητικό πνεύμα· моральный - το ηθικό· - войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατούΙ· сила -а ηθική δύναμη· подъём -а ανέβασμα (άνο- (άνοδος) ηθικού· упадок -а πτώση ηθικού. II θάρ- θάρρος· ПОДНЯТЬ - ενθαρρύνω, εμψυχώνω? не хва- хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος. 3 νόημα, ουσία· ото противоречит -у закона αυ- αυτό είναι αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου· - времени το πνεύμα των καιρών. 4 άυλη υπό- οταση· добрый - το αγαθό πνεύμα· ЗЛОЙ ή не- ЧЙСТЫЙ - το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμο- δαίμονες). 5 αναπνοή· - захватывает (ή занимает, эаыирарт) μου πιάνεται η αναπνοή· затаить - κοατώ την ανάσα· дайте перевести - αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω. 6 (παλ.) α- αέρας. 7 μυρουδιά. 8 (με σημ. κατηγ.)' -ом γρήγορα, τάχιστα· скакать во весь - καλπά- καλπάζω οτα τέσσερα· он -ом έτο сделает αυτός, 9α το φτιάσει στο πι και στο φι. II με μια ανά- ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά· он ОДНИМ -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα με- μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά. II εκφρ. СВЯТОЙ Αγιο Πνεύμα· святым -ом (узнать κ.τ.τ.) ά- άγνωστο απο που το ξέρω· быть В -е είμαι σε ευθυμία· быть не в -е είμαι σε δυσθυμία; έ- έχω κακοκεφιά· во весь - ή что есть -у ( бе- бежать, мчаться и.τ.τ.) ολοταχώς· быть на -у εξομολογούμαι στον πνευματικό· как на -у ει- ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)· покаяться на -у μεταμελούμαι οτον πνευματικό· расположение ή состояние -а ψυχική διάθεση· ни слуху ни -у ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)· чтобы -у не было να μη μείνει ούτε ψυχή· - противоречия πνεύμα αντιλογίας. *духан, -а α. χάνι, πανδοχείο. духанчик, -а α. πανδοχέας. ДуХИ, -ΟΒ πλθ. αρώματα, ευωδιές, μύρα. духоборство к. духоборчество, -а ουδ. ντου- χομπόρστβο, αντιπνευματισμός (θρησκ. αίρεση στη νότια Ρωσία τον 18 αι.). духовенство, -а ουδ. (αθρσ.) κλήρος, κλη- κληρικοί, ιερατείο. ДУХОВИТЫЙ επ., βρ: -вит, -а, -о (απλ.)μυ- ρουδάτος, αρωματικός. духовка, -И θ. φουρνάκι μαγειρικό. духовник, -а α. ο πνευματικός, εξομολογη- εξομολογητής. ДУХОВНОСТЬ, -И θ. (παλ} πνευματικότητα, το άυλον. Духовный επ. 1 πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός· - мир человека о ψυχικός κόσμος του ανθρώπου· -ая близость πνευματική συγγένεια. 2 θρησκευτικός, εκκλησιαστικός· κληρικός· - сан ιερατικό αξίωμα· -ые КНИГИ θρησκευτικά βιβλία· -ая музыка εκκλησιαστική μουσική· -ая цензура κληρική λογοκρισία· -ое лицо о εκκλησιαστικός· -ое училище ιερατική σχολή. 3 ουσ. θ. -ая η διαθήκη. II εκφρ. -ое заве- завещание διαθήκη· - отец Βλ. духовник· - сын, -ая дочь о εξομολογούμενος, η εξομολογούμένη. духовой1 επ. 1 πνευστός· - оркестр μπά- μπάντα, φανφάρα· -ые инструменты πνευστά όργα- όργανα. 2 με πιεσμένο αέρα· -бе ружьё αε ρ ιοβόλο όπλο. духовой^: -ая печь βλ. духовка· -бе мя- мясо κρέας του φούρνου. · Духота, -Ы θ. πνιγηρότητα, κουφόβραση, α- ναβρασίλα. *Душ, -а α. ντους, καταιόνηση· ХОЛОДНЫЙ ψυχρολουσία· горячий - θερμόλουτρο· прини- принимать - κάνω ψυχρολουσία. душа, -и, αιτ. душу, πλθ. души θ. 1 ψυ- ψυχή· в глубине -й στα μύχια της ψυχής· -ой К телом ψυχή τε και σώματι· ОТ всей -Й μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα· благородство -Й ευγενικότητα της ψυχής· любить всей -ОЙ α- αγαπώ ολόψυχα· -И усопших οι ψυχές των πεθα- πεθαμένων человек доброй -и άνθρωπος καλόψυ- χος. 2 άνθρωπος, κάτοικος, άτομο· на улице ни -ν. ^το δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή· ни одна - ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει' сколько с -Й? πόσο κατ'άτομο; на -у населё- НКЯ στο άτομο, κατ' άτομο. 3 δουλοπάροικος· он был обладателем двести душ αυτός ήταν κά- κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων. Α- το βασικό, το κύριο, η ουσία. II καθοδηγητής, εμψυχω- εμψυχωτής. II εκφρ. бумажная ~ γραφειοκράτης, γρα- γραφιάς· заячья - δειλός, κιοτής (σαν·χο λαγό)" чернильная - καλαμαράς, γραφειοκράτης· без -Й (παλ.) α) άψυχος (απο ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος· в -ё α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο τη φύση·
дув 291 всеми фибрами -и ολόψυχα· по -е του γούστου, της αρέσκειας· по -ам ή по -ё φιλικά, ειλι- ειλικρινά· (жить) - в -у ζω αρμονικά· - нарас- нараспашку ανοιχτόκαρδα· - не лежйть αισθάνομαι αντιπάθεια· - не на месте σπάραξε η καρδιά' - не принимает αντιπαθώ, δε χωνεύω· - ушла (уходит) В ПЯТКУ μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)· вдохнуть -у εμΦυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω· ИЗ- ИЗЛИТЬ -у ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαιό~ λα)· вложить -у επιδίδομαι ολόψυχα· отвести -У ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία· отдать богу -у παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)· - моя ψυχή μου (συμπάθεια μου)· отпустить -у на покаяние αφήνω ήσυχο' поло- положить -у за кого-чего θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, γι,α κάτι· положить -у на что βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι· не чаять -й υ-ε- ραγαπώ, λατρεύω· кривить -ой γίνομαι ανει- ανειλικρινής· υποκρίνομαι· ни -ой ни телом κα- καθόλου· это мне ПО -ё αυτό πολύ μου αρέσει· влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπι- εμπιστοσύνη κάποιου· заглянуть в -у кому ψυχο- ψυχολογώ καλά κάποιον мне не ПО ~ё δε μου αρέ- αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου· хватать за -у ταράσσω, συγκινώ την ψυχή· ВЗЯТЬ ή при- принять κ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλα- βαίνω την ευθύνη για κάποιον* СТОИТЬ ή ΤΟρ- чать над чьей -ой κάθομαι πάνω στο κεφάλι, (γίνομαι ενοχλητικός)· петь -ОЙ τραγουδώ συναισθηματικά· в чем - (только) держится άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακό- ακόμα η ψυχή· за мАлую -у μ' όλες τις ανέσεις· за -ой (у кого) есть ή имеется έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)· за -6й (у кого) нет че- чего δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει) · за -у берёт что-н. ανησυχώ, φοβούμαι· на -ё кошки сгребут έχει σαράκι στην καρδιά1· ή τον τρώει το σαράκι· СКОЛЬКО -ё угодно όσο θέ- θέλει η ψυχή σου. Душевнобольной επ. ψυχοπαθής, φρενοβλαβής. Душевно επίρ. εγκάρδια. ДушёвН'ХТЬ, -и θ. εγκαρδιότητα. душёгяий' επ. 1 ψυχικός· -ое потрясение ψυ- ψυχικός κλονισμός· С -ЫМ прискорбием με θλιμ- θλιμμένη την»1 ψυχί|·'-ое спокойствие ψυχική γαλή- γαλήνη, <|.υ\ακή λύτρωση (σωτηρία)· -ое беспокойс- беспокойство ςιυχίκή ταραχή (αγωνία, αδημονία)· -ая тревога ψυχικός τρόμος· - больной ψυχοπα- ψυχοπαθής. 2 εγκάρδιος, ειλικρινής· - разговор ε- εγκάρδια συνομιλία· -ая признательность ει- ειλικρινής ευγνωμοσύνη. II καλός, χρηστός, φι- λάγαθος, καλόψυχος · - человек καλόψυχος άν- θρωπος. II εκφρ. ~ые болезни (ή заболевания) ψυχικές ασθένειες. Душевой?επ. ο γινόμενος κατ' άτομο· -ое ДУШ распределение доходов о κατ' άτομο καταμε- καταμερισμός των εσόδων. душевой* επ. καταιονητικός, της καταιόνη- σης· -ая установка εγκατάσταση ντους. II ουσ. θ. -&Я τα λουτρά ντους (χώρος). Душегрейка, -И θ. είδος ρούσικης ζακέτας χωρίς μανίκια. душегрея, -и θ. βλ. душегрейка. Душегуб, -а α. (παλ. κ. απλ.) στραγγαλι- στραγγαλιστής, φονιάς, κακούργος. Душегубец, -бца α. (παλ.κ. απλ.) βλ. душегуб. Душегубка, -И θ. 1 στραγγαλίστρια, φόνισ- φόνισσα, κακούργα. 2 είδος στενόμακρης βάρκας. 3 αυτοκινητοθάλαμος δηλητηρίασης (που χρησι- χρησιμοποίησαν οι γερμανοί φασίστες). душегубство, -а ουδ. στραγγάλισμα, φόνος, κακούργημα. Душенька, -Ив. 1 ψυχούλα. 2 καλή μου, ψυ- ψυχή μου. душеполезный επ,, βρ: -зен, -зна, -о (παλ} ο ψυχικά ωφέλιμος, εποικοδομητικός. душеприказчик, -а, α., -ца, ~ы θ. εκτελε- τής διαθήκης, διαθέτης· душераздирающий επ. σπαραχτικός, σπαραξι- σπαραξικάρδιος* -ая сцена σπαραξικάρδια σκηνή· крик σπαραχτική κραυγή. душеспасительный επ., βρ: -лен, -льна, -о ψυχοσωτήριος· -ая книга ψυχοσωτήριο βιβλίο. душечка, -И α.κ. θ. άνθρωπος χαριτωμένος, χαριτόβρυθος. II καλέ μου. душещипательный επ., βρ: -лен, -льна, -о; συναισθηματικός· - роман συναισθηματικό μυ- μυθιστόρημα. душистый επ., βρ: -ЙСТ, -а, -о αρωματώδης, αρωματικός, ευώδης, μυρουδάτος· -ое мыло α- αρωματικό σαπούνι. душитель, -Я α. πνίχτης, στραγγαλιστής· - свободы στραγγαλιστής της λευτεριάς. ДУШИТЬ1, Душу, ДУШИШЬ ρ.δ.μ. 1 πνίγω, θανα- θανατώνω, στραγγαλίζω· кошка -ИТ ЦИПЛЯТ η γάτα πνίγει τα πουλάκια. II περιορίζω· εκμηδενίζω- - критику πνίγω την κριτική· - свободу στραγ- στραγγαλίζω τη λευτεριά. 2 συγκρατώ· σφί^ω-смех его -ит τον πνίγει το. γέλιο· меня -лт ка- кашель με πνίγει ο βήχας· меня -ИТ УЗКИЙ ВО- рот με σφίγγει ο γιακάς. II μτφ. καταπιέζω, βασανίζω, κατατρύχω (για σκέψεις, αισθήμα- αισθήματα κ. τ. τ.). II εκφρ. - В Объятиях σφιχταγκα- σφιχταγκαλιάζω· - поцелуями καταφιλώ. II -СЯ πνίγομαι. ДУШИТЬ2, Душу, ДУШИШЬ р.δ.μ. αρωματίζω. II -СЯ αρωματίζομαι. душица, -ы θ. ρίγανη. душка, -и α. κ. θ. βλ. душенька. душник, -а α. ρυθμιστής θερμότητας φούρ- φούρνου. дуШНО (με σημ. κατηγ.) είναι πνικτινιά.
душ 292 ДЫ1 ДУШНЫЙ επ., βρ: -шен, -ШШ, -ШНО πνιγη- πνιγηρός, αποπνιχτικός· -ая комната αποπνιχτικό! δωμάτιο· ДУШОК, -ШК& α. μυρουδίτσα, ελαφρά μυρου- μυρουδιά· роба С -ом το ψάρι πήρε να μυρίσει. II μτφ. κλίση προς κάτι· либеральный - μυρίζει φιλελευθερισμός. II εκφρ. с -ОМ με αμφιβολία, με αβεβαιότητα· με υποψία. душонка, -и θ. ψυχή (με αρνητ. σημΟ дрян- дрянная - ελεεινή ψυχή· гадкая - πρόστυχη ψυχή (πρόστυχος άνθρωπος)· мелкая - μικρόψυχος. *дуэлйст, -а α. μονομάχος· ξιφομάχος. *ДУЭЛЬ, -И θ. μονομαχία· ξιφομαχία. дуолышй επ. της μονομαχίας· ~ые правила κανόνες μονομαχίας· - пистолет πιστόλι μο- μονό μαχ ίας. дуэлянт, -а α. βλ. дуэлист. *дуэнья, -и θ. (παλ.) γριά ακόλουθη νεά- νιδας, παρθεναγωγός. *дуйт, -βα,δυωδία, ντουέτο. II διφωνία. дуётный επ. της δυωδίας. II δίφωνος. дщерь, -и θ. (παλ.) βλ. дочь. ДЫба, -Ы θ. σχοινισμός, μεσαιωνικό είδος βασανισμού ανθρώπου. ДЫбИТЬСЯ, -ИТСЯ р.δ. ορθώνομαι, ανασηκώ- ανασηκώνομαι· волосы -лись οι τρίχες σηκώθηκαν. II (για άλογα) σηκώνομαι στα πισινά πόδια. ДЫбКИ στην έκφραση: встать на - σηκώνομαι οτα πόδια (για μικρό παιδάκι). ДЫбОМ επίρ. ανορθωμένα, ορθά, (ανα)σηκωτά. дыбы στην έκφραση: на - (встать, поднять- подняться κ.τ.τ.)· α) σηκώνομαι στα πισινά πόδια, β) κάθετα, γ) μτφ. αντιτίθεμαι, ξεσηκώνομαι ε- ενάντια, διαμαρτύρομαι· προβάλλω το εγώ μου. ДЫЛДа, -Η α. κ. θ. (απλ.) μαγκλάρας, κρε- μανταλάς, μαντράχαλος, νταγκλαράς. ДЫМ, ~а (-у), προθτ. О -е, В ~у\ πλ6.~Ηα.· 1 καπνός· пороховой - καπνός μπαρούτης· гу- густой - πυκνός καπνός· нет -а без огня δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά (υπάρχει αιτία)· рассеяться как - διαλύομαι σαν καπνός· столбом στήλη καπνού. II φάντασμα, φάσμα ό- όραμα- σκιά, χίμαιρα. 2 (παλ.) σπίτι, ατομι- ατομικό -ςικοκυριό· дань С -а δόσιμο (φόρος) ног.ά, σπίτι. II φόρος ανάλογα με τίς καπνοδό- καπνοδόχους1 σε κάθε σπίτι. II εκφρ. Β - (απλ.) δυ- δυνατά, (στα) γερά· - коромыслом, - столбом θόρυβος, ταραχή, πατιρντί, σαματάς. я пору- поругался В - μάλωσα στα γερά. ДЫМИТЬ, -МЛЙ, -МЙШЬ р.δ. καπνίζω, βγάζω καπνό· печь -ЙТ ο φούρνος καπνίζει. II ατμί- ζω, εξατμίζω, αχνίζω. II -СЯ 1 καπνίζω, βγά- βγάζω καπνό. 2 υψώνομαι κατά τολύπες· εκτείνο- εκτείνομαι σαν στρώμα· тумйн -ЙТСЯ Над 6ОЛОТОМ πά- πάνω απο το βάλτο ξαπλώθηκε στρώμα ομίχλης. дымка, -и θ. 1 λεπτό στρώμα σαν καπνός· - тумана λεπτό στρώμα ομίχλης. II μτφ. λεπτό στρώμα. 2 λεπτό ύφασμα (διαφανές). ДЫМНО 1 επίρ. με καπνό· καπνίζοντας. 2 ως κατηγ. είναι, υπάρχει καπνός· В комнате бы- было - το δωμάτιο ήταν γεμάτο καπνό. ДЫМНЫЙ επ. 1 καπνώδης, που βγάζει καπνό.II γεμάτος καπνό. 2 ελαφρός (σαν ο καπνός). II εκφρ. - порох μαύρη μπαρούτη. ДЫМОВОЙ επ. του καπνού· - СТОЛб στήλη κα- καπνού· -ая труба καπνοδόχος, φουγάρο, καμι- καμινάδα. II καπνογόνος· - снаряд καπνογόνο βλή- βλήμα. II εκφρ. -ая завеса προπέτασμα καπνού. ДЫМОГарНЫЙ επ. (τεχ.) - КОТёл ατμολέβητας με αυλούς φλογών. ДЫМОК, -мка α. μικρός καπνός. ДЫМОХОД, -а α. καπνοδόχος, -η, καμινάδα, καπναγωγός, φουγάρο, τσιμινιέρα. дымчатый επ. γκρίζος, σταχτής, φαιός. II εκφρ. - кварц χαλαζίας ο καπνίας. ДЫННЫЙ ε тс. πεπονίσιος. ДЫНЯ, -И θ. 1 πεπονιά. 2 πεπόνι. дыра, -Ы, πλθ. дыры θ. 1 τρύπα, οπή· - Β заборе τρύπα στον περίβολο· заштопать -у μπαλώνω την τρύπα. 2 μέρος απόκεντρο, απο- απομονωμένο, ερημιά. дырка, -И θ. τρυπίτσα,' τρυπούλα, μι- μικρή οπή· τρύπα, οπή. ДЫрокбл, -а α. χαρτοδιατρητής. дырочка, -и θ. τρυπίτσα, τρυπούλα. ДЫРЯВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ ρ.δ'.μ. (απλ.) ανοί- ανοίγω (κάνω) τρύπες. дырявый επ., βρ: -ряв, -а, -Ο τρύπιος· - мешок τρύπιο τσουβάλι· -ое ведро τρύπιος κου- κουβάς· -ое платье τρύπιο φόρεμα. II εκφρ. -ая голова τρύπιο κεφάλι (που δεν κρατάει)· -ая память ασθενής μνήμη. дыхание, -Я ουδ. αναπνοή, πνοή, ανάσα, α- νάσεμα· Органы -Я αναπνευστικά όργανα· ИС- куственное! - τεχνητή αναπνοή· затруднённое - δύσπνοια· переводить - παίρνω ανάσα.II ει- εισπνοή. II εκπνοή. II μτφ. φύσημα, πνοή* бур- НОе - ветра δυνατό φύσημα ανέμου· - весны πνοή της Ανοιξης. II εκφρ. до ЛХ-лёднеГО -Я μέχρι τελευταίας πνοής (όσο βχ ζω)· испус- испустить последнее - εκπνέω (παραδίδω) την τε- τελευταία (ύστατη) πνοή. гг дыхательный επ. αναπνευστικός· -ые органы αναπνευστικά όργανα· -ое горло η τραχεία. дыхнуть р.σ. (απλ.) βλ. дохнуть. дышать, дышу, дышишь, μτχ. ενστ.дышащий р. δ.1 αναπνέω, ανασαίνω· - НОСОМ αναπνέω με τη μύτη· тяжело -у με δυσκολία αναπνέω· легко -у αναπνέω ελεύθερα· ёле ~Ϋ μόλις μπορώ και αναπνέω· он уже не -ит αυτός πια πέθανε· - свежим ВОЗДУХОМ αναπνέω φρέσκο ν αέρα. II ει- εισπνέω. II εκπνέω. II μτφ. φυσώ, πνέω· не -ШЙ
298 еге на меня μη φυσάς σε μένα (στο πρόσωπο μου)* здесь всё -ит радостью εδω είναι χαρά θεού. 2 αφοσιώνομαι., κατέχομαι απο το πνεύμα που επικρατεί. II εμφανίζομαι, προβάλλω. II εκφρ. он -ИТ ладан μυρίζει χωματίλα, πλησιάζει το τέλος του ή είναι του θανατά· еле ή чуть-ит α) αναιετοιμοθάνατος... β) είναι ερείπιο· дом ёле -ИТ το σπίτι μόλις κρατιέται· не - δεν παίρνω ανάσα, κρατώ την αναπνοή. II -СЯ ανα- αναπνέω* - легко αναπνέω ελεύθερα. *ДНВДО, -а ουδ. ρυμός, τιμόνι. "ДЬЯВОЛ, -а α. 1 διάβολος. 2 (απλ.) διάβο- διάβολε (βρισιά) .'II εκφρ. какого ή для какого-а; за каким -ом; на кой - γιατί, τι στο διάβο- διάβολο (ήθελε, του χρειαζόταν и.τ.τ.). дьяволёнок, -нка, πλθ. -лита, -лят α. 1 διαβολόπουλο. 2 διαβολάκος, -ι (άταχτο παιδί). ДЬЯВОЛЖЦ&, ~Ы β. διαβόλισσα. ДЬЯВОЛЬСКИ επίρ. διαβολικά. ДЬЯВОЛЬСКИЙ επ. 1 διαβολικός* διαβολεμένος· -ое наваждение διαβολικό φάντασμα* - хара- характер διαβολεμένος χαρακτήρας. 2 πολύ μεγά- μεγάλος, καταπληκτικός* -ое терпение γαϊδουρι- γαϊδουρινή υπομονή.. 3 κακούργος, δόλιος ύπουλος*-ая улыбка διαβολικό χαμόγελο. II βαρύς, δύσκο- δύσκολος, επαχθής* -ая работа δουλιά του διαβό- διαβόλου* -ая погода διαβολόκαιρος. ДЬЯВОЛЬЩИНа, -Ы θ. διαβολιά, μπερδεψιά* ЧТО за -! τι μπερδεφοδουλιά ειν' αυτή! *ДЬЯК, -а α. 1 (παλ.) γραφιάς. II κρατικός υπάλληλος. 2 βλ. ДЬЯЧОК. *ДЬЯКОН, -а α. διάκος, διάκονος. ДЬЯКОНИЦа, -Ы θ. διακόνισσα, διάκαινα. ДЬЯКОНСКИЙ επ. διακονικός. ДЬЯКОНСТВО, -а ουδ. 1 διακόνιο (βαθμός ι- ερωσύνης). 2 οι διάκονοι. дьяконствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. εκ- εκτελώ καθήκοντα διακόνου, διακονώ. ДЬЯЧЙха, -И θ. η σύζυγος του υποδιάκονου, του νεωκόρου. дьячок, -чка α. υποδιάκονος, νεωκόρος. доже επίρ. (απλ.) πολύ δυνατά. ДЮЖИЙ επ., βρ: дюж, дюжа, дюже ρωμαλέος, εύρωστος, άλκιμος. дюжина, -Ы θ. ντουζίνα, δωδεκάδα; II εχφρ. чёртова - ο Ί3ος оср-,θιιός, εβρέικος πόντος. дюжинный επ. συνήθης, συνηθισμένος. *ДЮИМ, -а α. δάκτυλος αγγλικός, ίντσα, ДЮЙМОВка, -И θ. 1 σανίδα πάχους μιας ίν- ίντσας. 2 καρφοβελόνες μιας ίντσας. *ДЮНа, -Ы θ. σύρτη, αμμώδεις ύφαλοι. дюраль, -я α. βλ. дюралюминий. * дюралюминий, -Я α. σκληραργίλλιο, ντου- ραλουμίνιο. *дюшёс, -а α. είδος αχλαδιού. ДЯГИЛЬ, -Я α. ρίζα συριακή, η αγγελική,το σέσελι. ' ° дяденька, -и θ. ο θείος. ДЯДенькин, а, -о επ. του θείου. ДЯДИН, -а, -Ο επ. του θείου. ДЯДЬКа, -И α. 1 βλ. ДЯДЯ. 2 (υποτιμητικό) παλιοθείος. дядюшка, -и α. βλ. дяденька. ДЯДЯ, -И, γεν. πλθ. -ей α,θείος, μπάρμπας. дятел, -тла α. δρυοκολάπτης, τσικλιδάρα, δεντροφάγος. Ε евангелие, -я ουδ. 1 ευαγγέλιο* - от Мат- фёя το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο. 2 μτφ. ειρν. κάθε κήρυγμα που υπόσχεται σωτηρία ή ευ- ευτυχία. евангелик, -а α. βλ. евангелист. евангелист, -а α. 1 ευαγγελιστής. 2 ευαγ- ευαγγελικός. евангелистка, -и θ. ευαγγελική· ευαγγελί- ευαγγελίστρια. евангелический επ. ευαγγελικός, του ευαγ- ευαγγελίου. евангеличка, -и θ. βλ. евангелистка. евангельский επ. ευαγγελικός, 'евгеника, -И θ. εξευγένιση, εξευγενισμός. евгеНИСТ, -а α. οπαδός της θεωρίας του ε- εξευγενισμού. "евнух к. παλ. евнух, -а α. ευνούχος. евраЗИЯ, ~И θ. Ευρώπη και Ασία. |вврёй, -я α., -йка, -и θ. Εβραίος, -α. еврейский επ. εβραϊκός, εβραίικος. еврёЙСТВО, -а ουδ. οι Εβραίοι. европеец, -пёйца α., -пейка. -и θ. ευρω- ευρωπαίος, -αία. II (παλ.) πολιτισμένος. европеизация, -И θ. εξευρωπαϊσμός. европеизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. ε- εξευρωπαΐζω, II -СЯ εξευρωπαΐζομαι. европейский επ. ευρωπαϊκός. европеоид, -а α. ευρωπαιοειδής (λευκός). европеоидный επ: -ая раса ευρωπαιοειδής Φυλή. ♦егермейстер, -а α. εγκερμέιστερ, αξίωμα κυνηγετικό στην αυλή του τσάρου.
едя ёгерСКИЙ επ. κυνηγετικός, του κυνηγού, *ёгерь, -я, πλθ. -я, -ей и. ёгери, -ей. 1 κυνηγός επαγγελματίας. 2 οπλίτης ειδικών συ- συνταγμάτων. < египетский επ. αιγυπτιακός. II εκφρ. -ая казнь οι δέκα πληγές του Φ&ραώ (τιμωρία)ϊ -ая работа βαριά (εξαντλητική) δουλειά (ό- (όπως των πυραμίδων)· -ая тьма τρισκόταδο, θε- οσκόταδο, Αδης. еГИОГОДОГ, -а α. αιγυπτιολόγος. еГИПТОЛОГИЯ, -И θ. αιγυπτιολογία. египтянин, -а, πλθ. -яне, -ян; а.-янка,|~и θ. αιγύπτιος, -а. его 1 γεν. κ. αιτ. ενκ. α. κ. ουδ. γένους της προσωπ. αντων, 3°" προσώπου: ОН, ОНО αυ- αυτού (του), αυτόν (τον), αυτό (το). 2 κτητ. αντων: δικός του( δικό του, δικοί του, δι- δικά του· его семья η οικογένεια του· его ве- вещи τα πράγματα του· по его мнению κατά τη γνώμη του. егоза, -Ы α. κ. θ. αεικίνητος, ανήσυχος, ασταμάτητος, σβούρα. егозить, -оку, -озйшь р.δ. 1 κινούμαι δι- διαρκώς, δε σταματώ σ' ένα μέρος, δεν ησυχά- ησυχάζω, 2 μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω· γλείφω. егозливость, -и θ. δραστηριότητα. еГОЗЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -О αεικίνη- αεικίνητος, ανήσυχος, ασταμάτητος. еда, -Ы θ. φαγητό, φα*· - И питьё φαγοπό- φαγοπότι* ВО время -Ы την ώρα του φαγητού, II τρο- СП* жирная - λιπαρή τροφή. едать, едал, -ла, -ло р.δ. βλ.βοτΒ(ΐσημ). едва επίρ. κ. σύνδ. υποτακ. Vμόλις. 2 ε- ελάχιστα· он - хромает αυτός ελάχιστα (πολύ λίγο) κουτσαίνει. 3 με δυσκολία, δύσκολα·он - Ходит αυτός μόλις μπορεί και βαδίζει. 4 παοα-λίγο, λίγο έλειψε να· он - не упал αυ- αυτός παρα-λίγο να πέσει· II εκφρ. едва - едва « (επι.τακ.) μόλις-μόλις· - ЛИ είναι αμφίβο- αμφίβολο* - ли он придёт Скоро αμφιβάλλω αν θα έρ- έρθει γρήγορα. едим 1? πλθ. πρόσ. του ρ. есть*. единение, -Я ουδ. ένωση, ενότητα·в -И СЙ- ла η ένωση κάνει τη δύναμη. единить р.δ.μ. (παλ.) ενώνω, συνδέω. единица, -И в. 1 μονάδα. II το τελευταίο ψηφίο του πολυψήφιου αριθμού. 2 ο πιο κατώτ- τερος βαθμός στο βαθμολογικό εκπαιδευτικό αό· στημα στην ΕΣΖΔ. 3 μονάδα μέτρησης· денеж- денежная - νομισματική μονάδα· - длины, меры, ве- веса μονάδα μήκους, μέτρου, βάρους. II ένας, μο- μονάδα. II πλθ. -Ы μερικοί ελάχιστοι· ТОЛЬКО -Ы не ВЫПОЛНЯЮТ план ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν εκπληρώνουν το πλάνο. единичность, -И θ. σπανιότητα, μοναδικό- μοναδικότητα· - явлений η μοναδικότητα των φαινο- φαινομένων. единичный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО.1 μο- μοναδικός, σπάνιος· - случай μοναδική περίπτω- περίπτωση. 2 μεμονωμένος, ξεχωριστός· ιδιαίρερος· -ые примеры μεμονωμένα παραδείγματα. единобожие, -Я ουδ. μονοθεϊσμός,μονοθεία. единоборец, -рца α. μονομάχος. единоборство, -а.ουδ. μονομαχία. единоборствовать, -ствую, -ствуешь р. ь. (παλ.) μονομαχώ. единобрачие, -Я ουδ. μονογαμία. единобрачный επ. μονογαμικός. единоверец, -рца α., -ка, -и θ. 1 ομόθρη- ομόθρησκος, -η, ομόδοξος, -η. 2 οπαδός παλαιάς ορ- ορθόδοξης χριστιανολειτουργικής αίρεσης. единоверие, -я ουδ. 1 ομοδοξασία. 2 πα- παλαιά χριστιανολειτουργική αίρεση. единоверный επ., βρ: -рен, -рна, -рно ο- ομόθρησκος, ομόδοξος. единоверческий επ. βλ. единоверный. единовластие, -Я ουδ. μονοκρατορία, απο- απολυταρχία. ( единовластный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; μονοκρατορικός, απολυταρχικός. единовременный επ. γινόμενος μια φορά, ά- άπαξ. II ταυτόχρονος, σύγχρονος. еДИНОГЛасИе, -Я ουδ. ομοφωνία, ομοθυμία. единогласный επ., βρ: -сен, -сна, -сно ο- ομόφωνος, ομόθυμος· -ое мнение ομόφωνη γνώμη. единодержавие, -Я «υδ. μονοκρατορία, μο- μοναρχία, απολυταρχία. единодержавный επ. μονοκρατορικός, μοναρ- μοναρχικός, απολυταρχικός. единодушие, -Я ουδ. ομοθυμία, ομοφωνία, ομογνωσύνη. единодушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно ο- ομόθυμος, ομόφωνος, -ое решение ομόφωνη α- απόφαση . еДЙНОЖДЫ επίρ. (παλ.) μια φορά, άπαξ. II κάποτε, κάποια φορά. единокровный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. (παλ.) 1 ομοπάτοιος· -ые братья ομοπάτρια.α- δέρφια. 2 συγγενικός, όμαιμος (για κράτη ή , λαούς). единоличник, -а α., -ца, -ы θ. 1 μονονοι- . κοκύρης αγρότης (σε αντίθεση με τον κολχόζ- νικο). 2 ατομικιστής, ατομιστής. единоличный επ. 1 ατομικός· -ое мнение α- ατομική γνώμη. II μοναδικός, μόνος, ένας· царь о μονάρχης. 2 μονονοικοκυρικός, μονο- νοικοκυρίστικος. единоынсленкый επ. (παλ.) βλ. единомыс- единомыслящий. еДИНОМЫСЛИе, -Я ουδ. ομοφροσύνη, ομογνω- ομογνωσύνη, ταυτογνωμία, ομοδοξία. еДИНОМЫСЛЯШИЙ επ. ομόγνώμος, ομόφρονος.
еда ежи единомышленник, -а а. 1 ομοϊδεάτης, ομό- γνωμος. 2 συνεργός, συνένοχος· οπαδός. единоначалие, -Я ουδ. διεύθυνση μονοπρό- μονοπρόσωπη. |едннонач4тие, -я ουδ. (φιλγ.) βλ.анафора. единообразие, -Я ουδ. ομοιομορφία. еДИНООбраЗНЫЙ\гп. ομοιόμορφος, ομοειδής. единоплеменник, -а α.-ница, -ы θ. ομόφυλος. единоплеменный επ. ομόφυλος, της ίδιας φυ- φυλής. еДИВОрОГ, -а α. 1 μονόδοντας (θαλάσσιο κή- κήτος). 2 (παλ.) πυροβόλο που ομοίαζε με μο- νόκερο (μυθικό ζώο). 3 μονόκερος. единородной επ: - сын μοναχοπαίδι* -ая ДОЧЬ μοναχοκόρη. еДИНОСуЩНЫЙ επ. (εκκλα.) ομοούσιος. единоутробный επ., βρ: -бен, -бва, -бно· ομομήτριος· - брат ομομήτριος αδερφός· -ая сестра ομομήτρια αδερφή. единственно επίρ. μόνο, μονάχα, μονα- μοναδικά* αποκλειστικά. единственный επ., βρ: -вен, -венна, -но 1 μοναδικός, ένας και μόνο· - сын μοναχο- μοναχογιός· -ая ДОЧЬ μοναχοκόρη· - брат μοναδι- μοναδικός αδερφός· -ая Сестра μοναδική αδερφή· выход из положения μοναδική διέξοδος ото την κατάσταση· -ое решение μοναδική |λύση· - В своём роде μοναδικός στο είδος του. 2 παλ. εξαιρετικός, υπέροχος. II εκφρ. -ое число ε- ενικός αριθμός· один — βλ. единственный A σημ.). единство, -а ουδ. ενότητα· - теории ипра- КТИКИ ενότητα θεωρίας και πράξης. II κοινό- τηται κοινή ιδιότητα, σύμπτωση, ταυτότητα· - взглядов ταυτότητα απόψεων - интерессов η σύμπτωση συμφερόντων. единый επ., βρ: един, -а, -о. 1 ένας· ни -ОЙ ощибки ούτε ένα λάθος· НИ -ой души ούτε (μια) ψυχή. II (παλ.) μοναδικός, μόνο ένας. 2 ενιαίος, αδιάσπαστος· - фронт ενιαίο μέτωπο. 3 κοινός, ίδιος, ένας (για όλους)· -ая цель κοινός σκοπός· -ая воля κοινή θέληση. -ое чсм&ндование κοινή διοίκηση. II εκφρ. все до -ОГО όλοι χωρίς εξαίρεση, όλοι ως τον ένα. "едкий επ., βρ: едок, едка, едко'; едче. 1 ""καυστικός· διαβρωτικός· - натрий καυστικό νάτοιο· -Ое вещество διαβρωτική ουσία. 2 "δριμύς, οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός· запах δριμεία οσμή. 3 μτφ. δηκτικός, φαρμα- φαρμακερός, αψύς· καυτερός, πειραχτικός. едкость, -И θ. 1 καυστικότητα· διαβρωτι- κότητα. 2 μτφ. δηκτικότητα, τσουχτερότητα, δριμύτητα· καυστικότητα. едок, -& α. 1 στόμα, άτομο, μέλος· φαγάς· выдают по два килограмма на -а χορηγούν απο δυο κιλά το άτομο· семья на семь ~<5в εφτα- μελής οικογένεια· ~бв много, а работников ТОЛЬКО Двое οι φαγάδες είναι πολλοί, αλλά οι δουλευτάδες μόνο δυό. едун, -к α. στην έκφραση: - напал (απλ.) μας ήρθε λιμασμένος, πειναλέος. едче συγκρ. β. του επ. едкий. её 1 προσωπική αντων. 3й* ποοσ. θ., γεν. κ. αιτ,|,ιονομ.она;»αυτής (της), αυτήν (την)· вче- вчера Я - встретил εγώ τη συνάντησα χτες. 2 κτητ. αντων. - мать η μητέρα της· - отец о πατέρας της· - платье το φόοεμά της· - вещи χα πράγματα της. ёж, ежа α. σκαντζόχοιρος, ακανθόχοιρος, ε- χίνος ο χερσαίος· - свернулся в клубок о σκαντζόχοιρος μαζεύτηκε κουβάρι. II κακός, δη- δηκτικός, κακοήθης. 2 αντιαρματικοί σιδερένιοι πάσσαλοι μπηγμένοι στη γη. 3 επίр. ежом σαν τον σκαντζόχοιρο. II εκφρ. морской - αχινός. еже... κάθε ... ежевечерний επ. ο κάθε βραδάκι. ежевика", -И θ. 1 το βάτο, ο βάτος. 2 βα- βατόμουρο. ежевичник, -а α. οι βατσινιές. ежевичный επ. του βάτου· - куст βατσινιά. II απο βατόμουοα· -ое варенье γλυκό απο βα- βατόμουρα. ежеГОДНИК, -а α. ετήσιο περιοδικό. ежегодно επίρ. κάθε χρόνο, ετησίως. ежегодный επ. χρονιάτικος, ετήσιος. ежедневно επί ρ. καθημερινά. ежедневный επ. 1 καθημερινός, ημερήσιος· -ая газета καθημερινή εφημερίδα. II συνηθι- συνηθισμένος, απλός, καθημερινός· ~ые заботы κα- καθημερινές φροντίδες* -ое платье καθημερινό φόρεμα. ежели σύνδ. (παλ. κ. απλ.) βλ. если. ежемесячник, -Β α. μηνιάτικο περιοδικό. " ежемесячный επ. μηνιάτικος, μηνιαίος, έμ- έμμηνος· - отчёт μηνιάτικος απολογισμός. ежеминутный επ. επαναλαμβανόμενος κάθε λε- λεπτό. II συνεχής, αδιάκοπος, ακατάπαυστος. еженедельник, -а α. εβδομαδιαίο περιοδικό. еженедельный επ. βδομαδιάτικος, εβδομαδι- εβδομαδιαίος· - журнал βδομαδιάτικο .περιοδικό. ежеНОЧНО επίρ. κάθε νύχτα. ежеНОЧНЫЙ к. ежеНОШНЫЙ επ. επαναλαμβανό- επαναλαμβανόμενος κάθε βράδυ (νύχτα)^ ежесекундный επ. επαναλαμβανόμενος κάθε δευτερόλεπτο. II συνεχής, αδιάκοπος, ακατά- ακατάπαυστος. ежесуточный επ. γινόμενος κάθε 24ωρο. ежечасно επίρ. κάθε ώρα. ежечасный επ. γινόμενος κάθε ώρα. II συνε- συνεχής, αδιάκοπος, ακατάπαυστος. ёжик, -а α. μικρός σκαντζόχοιοος. ёЖИТЬ, ёжу, ёжишь ρ.δ.μ. συστέλλω, μαζεύω,
ере σουφρώνω· καμπουριάζω* - губы σουφρώνω τα χείλη· - плечи ανασηκώνω τους ώμους. II -СЯ I συστέλλομαι, συμαζευομαι, κουβαριάζομαι.2 μτφ. ντρέπομαι, συστέλλομαι. ежпха, -ы θ. η σκαντζοχοιρίνα. ежовый επ. σκαντζοχοίρινος· εχινοειδής. II εκφρ, держать кого в -ых рукавицах σφίγγω τα λουριά κάποιου, χαλιναγωγώ, περιορίζω. ежёнок, -нка, πλθ. ежата, ежат α.σκαντζο- χοιράκι. езда, -Ы θ. 1 διαδρομή, ταξίδι, πορεία, ό- όδευση (με μεταφορικό μέσο)· скорая - γρήγο- γρήγορη διαδρομή* верховная - ιππασία, καβαλαρία. II πέραομα, δίοδος· κυκλοφορία· - по мосту СФ- крыта. το πέρασμα απο τη γέφυρα είναι ελεύ- ελεύθερο ( για μεταφ. μέσα). 2 απόσταση δρόμου· в трёх часах -ы от τρεις ώοες μακριά απο... ездить, езжу, ездишь р.δ. 1 βλ. ехать (με τη διαφορά όίΐ η κίνηση εδώ επαναλαβαίνεταιήγϋ· νεται σε 6ι«φορεςκκτευθύνσεις),|ί2 έρχομαι, επι- επισκέπτομαι (με μεταφ. μέσο)· он к нам -ит ка- ■ ждый день αυτός έρχεται σε μας κάθε μέρα. 3 μπορώ να οδηγώ· на велосипеде ОН -ит отлич- отлично αυτός πηγαίνει με το ποδήλατο άριστα. 4 μτφ. κινούμαι, μετατοπίζομαι, ξεφεύγω. II εκφρ. - (верхом) на КОМ πηγαίνω (ή είμαι)κα- είμαι)καβάλα (υποτάσσω για τα συμφέροντα μου). ездка, -κ, γεν. πλθ. -док, δοτ. -дкам θ. διαδρομή, μεταφορά· привезти Дрова В Две -И μεταφέρω καυσόξυλα οε δυο διαδρομές. ездовой επ. αμαξιτός· -ая дорога αμαξιτός δρόμος. II ζεύξιμος· -ые собаки ζεύξιμα σκυ- σκυλιά. II στοατιώτης μεταγωγικός. езДОК, -а α. καβαλάρης, ιππέας. II εκφρ. на - куда δεν ξανα'πηγαίνω ή δεν ξανάρχομαι κάπου. езжалый επ. (απλ.) πολυγυρισμένος, πολυ- πολυταξιδεμένος. II ζέύξιμος. езжать, езжал, -ла, -ло р.δ. βλ. ездить. езженый' επ., βρ: -жен, -а, -о. 1 της κα- καβάλας· - КОНЬ άλογο της καβάλας. 2 πεπατη- πεπατημένος· -ая дорога πεπατημένη οδός. езживать, езживал,-ла»-ло р.δ. βλ.ездить. ей-богу 'επιφ. μα το θεό. ей-ей κ. (οπλ.) ей-же-ей εΐιιφ.'μα το θεό.| ёканье, -Я ουδ. γόγγυσμα. ёк&ТЬ ρ.6. γογγύζω. II (ανα)σκιρτώ, αναπε- ταρίζω· сердце -ет η καρδιά ανασκιρτά. ёкнуть ρ.σ. βλ. ёкать. *ектенья, -й θ. (εκκλσ.) εκτενής (είδος;δέ- (είδος;δέησης) ., ёле επίρ. ποσοτ. 1 λίγο, λιγάκι· ελαφρά· μόλις. 2 βλ. едва B, 3 σημ.) - ЖИВОЙ μι- μισοπεθαμένος. II εκφρ. еле-еле (επιτακτικό) μόλις· παρά λίγο. елевый επ. (παλ.) βλ. еловый. *елей, -Я α. ευχέλαιο. II μτφ. βάλσαμο. елеЙНОСТЬ, -И θ. γαλιφιά, γλυκυθυμία. едёЙНЫЙ επ. γαλίφίκος, γλυκύθυμος· κολα- κολακευτικός· -ое выражение лица γαλίφικη έκ- έκφραση του ποοσώπου· -ые речи ' 'μελιστάλαχτοι λόγοι. елико επίρ. (παλ. κ. γραπ. λόγος) όσο. ёлка, -и θ. 1 βλ. ель. 2 πρωτοχρονιάτικο δέντρο. 3 ως επίρ..θ\ΠΚθ8 ή В ёлку σαν το έ- έλατο, ελατοειδής. II «κφρ. ёлки-палки ή ёлки зелёные να το πάρει ο διάβολος, στο διάβολο. еловый επ. ελάτινος* -ая шишка κουκουνάρι, -άρα. II εκφρ. голова еловая (απλ.) κουτός, βλάκας. елОЗИТЬ, -Ожу, -ОЗИШЬ о.δ. (απλ.) σέρνο- σέρνομαι, έρπω· - по полу σέρνομαι στο πάτωμα. ёлочка, -и θ. 1 ελατάκι. 2 ως επίρ. ёло- ёлочкой ή в ёлочку σαν το έλατο, ελατοειδής·. вЛОЧНЫЙ επ. του πρωτοχρονιάτικου δέντρου· -ые украшения τα στολίδια του πρωτοχρονιά- πρωτοχρονιάτικου δέντοου. ель, -и θ. έλατο. ельник, -а α. 1 δάσος απο έλατα. 2 ελα- τόκλαδα. ем βλ. р. есть\ ёмкий επ., βρ: ёмок, ёмка, -о περιεκτι- περιεκτικός, περιληπτικός, χωοητικός. ЙМКОСТНЫЙ εκ. (ηλεκτρ.) της χωρητικότη- χωρητικότητας. ёмкость, -И θ. 1 χωρητικότητα, περιεκτι- περιεκτικότητα. 2 πλθ. -И δοχεία ειδικά για δια- διαφύλαξη ουσιών -и С горючим δοχεία με εύφλε- εύφλεκτες ύλες. II εκφρ. электрическая - ηλεκτρι- ηλεκτρική συμπύκνωση· меры -И μέτρα περιεκτικότητας. ему δοτ. ενκ. της αντων. ОН, ОНО. еКДОВа, -Ы θ. (παλ.) είδος μικρού οινοδο- χείου. енот, -а α. προκύονας. II γούνα απο προκύ- ονα· воротник из -а γιακάς απο προκύονα. енотовый επ. του προκύονα, απο προκύονα, προκύνειος- -ая Щ^ба γούνα απο προκύονα. *епанча, -Й θ. επενδύτης, μανδύας. епархиальный επ. επισκοπικός, της επισκο- επισκοπής· - округ επυΟΜΟπική περιφέρεια. ♦епархия, -и θ. ίεκκλσ.) επισκοπή, -πάτο. * епископ, -а α. ..Ίεηί σκοπός, δεσπότης. ♦епИТИМЬЯ, -Й й«■ΧεκΗλσ.) επιτίμιο (ποινή). ер, -а α. ονςμ«σία του γράμματος Ъ (γιερί *ералаш, ~а α. 1 ανακατωσούρα, -ωσιά, ανα- μπομπούλα, φασαρία. 2 ΐίαλαιό είδος χαρτο- χαρτοπαιγνίου σαν την πρέφα. ерепениться, -нюсь, -нишься р.δ. (ακλ.) πεισμώνω, πεισματώνω, καπριτσώνω. ересиарх, -а α. αιρεσίαρχος, αιρεσιάρχης. *ёреСЬ, -И θ. αίρεση θρησκευτική. II απο- αποστασία, απάρνηση.
ере 2 *еретик, -а а., -йчка, -и θ. αιρετικός, -ή. II μτφ. αποστάτης, -τρία. еретически! επ. αιρετικός. еретичество, -а ουδ. βλ. ересь. врзаТЬ ρ.δ. στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω. ерик1, -а α. συνδετικός αύλακας. ерши -а α. (παλ.) βλ. ерь. ♦ермолка, θ. σκούφια. ёрНИК, -а α. (παλ. κ. απλ.) μπερμπάντης,α- μπερμπάντης,αχρείος, μπαγάσας, κάθαρμα. ёрНИШТЬ ρ. δ. (παλ. κ. απλ.) αισχρουργώ, ασχημονώ, αισχρολογώ. ерофеич, -а (-у) α. (παλ.) παλαιό εί- είδος βότκας. ерОШИТЬ, -шу, -тишь ρ.δ.μ. αναμαλλιάζω, α- ανακατεύω τα μαλλιά. II ορθώνω, ανασηκώνω (τα μαλλιά, φτερά). II -СЯ ορθώνομαι, ανασηκώνο- ανασηκώνομαι (για μαλλιά, φτερά κ.τ.τ.). ерунда, -ы θ. ανοησία, κουταμάρα, αρλού- μπα. II τιποτένιο, μηδαμηνό πράγμα. ерундистика, -и θ. (απλ.) βλ. ерунда. еруНДИХЬ, ■ -ΗΤ.ρ.δ. (απλ.) λέγω ανοησίες, κουταμάρες, μπούρδες. ерунтОВСХИЙ επ. (απλ.) ανόητος, κουτός, κούφιος, βλακώδης. ерувтовый επ. βλ. ерунтовский. ёрш' ерши α. 1 σαργός, καστρεύς. 2 είδος βούρτσας. 3 ορθωμένες τρίχες. II ως επίρ. ~ΟΜ ανασηκωτά, όρθια. 4 καρφί μεγάλο. ёрш? ерша α. μίγμα βότκας και μπύρας. ёршик, -а α. βουρτσάκι.II αψίθυμος, αψύς, ευερέθιστος. ершистый επ., βρ:-Η0Τ, -а, -о. 1 ορθωμέ- ορθωμένος, αναοηκωτός, όρθιος· προτεταμένος. 2 μτφ. αδιάλλακτος, ανένδοτος, πείσμονας, σκλη- σκληροτράχηλος. ершЙТЬ, -Шу, -ШЙШЬ р.6.μ. ορθώνω, αναση- ανασηκώνω, εγείρω. II -СЯ 1 ορθώνομαι, ανασηκώνο- ανασηκώνομαι, εγείρομαι. 2 αψώνω, φουρκίζομαι, χολώνω. ершовый επ. του σαργού, από σαργό, σαργί- σιος· -ая уха σαργόσουπα. еры ουδ. άκλ. ονομασία του γράμματος Ы. ерь, -Я α. (παλ.) ονομασία τούγράμματος Ь. *есаул, -а α. καπετάνιος των Κοζάκων. если σύνδ. υποθΐτ»ίκός· αν, εάν - растения не поливать, то они.засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν В случае - σε περίπτωση4-που... - бы αν, εάν, άμα· - бы он МОГ, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα-δούλευε· - бы он энал, бтого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε· - бы ОН жив! ■ αν αυτός ήταν ζωντανός! - бы не эта по* меха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο· если бы ТОЛЬ- ТОЛЬКО знал μόνο να το ήξερα· - я прошу,ТО зна- значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό ση- σημαίνει ότι μου είναι απαραίτητο·-ёхаТЬ, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε ό- όπως πρέπει· - только не μόνο αν, εκτός αν он придёт, - только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν .->ρωστήσει· придёт, - не ОН, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του· - бы не довдь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο· - не ка- каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα· - бы Да кабы (αστ.) о νάχας και ο θάχας (πέθαναν)· - (уж) на ТО ПОШЛО μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί· ЧТО - (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)· даже - ακόμα κι άν - ТОЛЬ- ТОЛЬКО αρκεί μόνο. еСТОСТВвННИК, -а α., -ца, ~Ы θ. φυσιοδί- φυσιοδίφης, φυσιολόγος. естественно επίρ. φυσικά· όπως είναι φυ- φυσικό, κατά φυσική συνέπεια. естественность, -И θ. φυσικότητα (το απρο- απροσποίητο) . естественный επ., βρ: -вен, -венна, -венно 1 φυσικός· »-ые границы φυσικά σύνορα· -ые науки φυσικές επιστήμες· -ые богатства φυ- φυσικός πλούτος· -ая смерть φυσικός θάνατος» 2 έμφυτος. 3 κανονικός, συνηθισμένος, συνήθης, И- απροσποίητος. II εκφρ. -ое дело· -ая вещь· -ЫМ Образом φυσικά, είναι φυσικό, κατά φυ- φυσικό τρόπο* -ая история (παλ.) το μάθημα της φυσικής ιστορίας· - отбор (βιολ.) φυσική ε- επιλογή. естество, -а ουδ. 1 φυσικό, φυσική, έμ- έμφυτη ιδιότητα, ουσία. 2 (παλ.) η φύση, Φυ- Φυσικός κόσμος. естествовед, ~а α. φυσιολόγος. естествоведение, -я ουδ. βλ. естествозна- естествознание. # естествознание, -я ουδ. φυσιογνωσία. еСТеСТВОИСПЯТатеЛЬ, -Я α. φυσιολόγος, φυ- φυσιοδίφης. есть1, ем, ешь, ест, едим, едите, едят, хр. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь, επιρ.μτχ. δεν έχει· ρ.δ. 1 τρώγω· мне хочется - θέλω νά φάω· - суп τρώγω σούπα· - скоромное τρώ- τρώγω μη νηοτήσιμο φαγητό· Я целый День ничего НИ ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε· ОН Не " ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας. II τρο- α γαλίζω, ροκανίζω. 2 διαβιβρώακω, φθείρω,ν.α-;*- ταστρέφω· ржавчина) ест железо η σκουριά τρ-ό-6' γει το σίδερο. II ερεθίζω- ДЫМ ест глаза απο τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου. 3 ^τφ. βα- βασανίζω· его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.* μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια· жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια απο το πρωί ως το βράδυ. II εκφρ. - чужой хлеб είμαι παράσιτος,
βντ жад χαραцоφαγης· - ГЛаэвМИ τρώγω με τα μάτια, ε- επίμονα κοιτάζω· - проект (αστ.) είναι τρύ- τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται δι- όρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — Ηβ хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώ- οιμων). есть8' 1 γ/ ενκ. πρόο. ενεοτ. του ρ. быть. 2 με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του р. быть: какавы мы - красавцы τι ομορίοονιοί που είμαστε εμείς· КТО ТЫ ~? ποιο'ς είσαι εσύ; надо знать, как вещи - πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα· Я - (σπάνια) εγώ είμαι. 3 υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται* - такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα. II εκφρ. - такое Дело καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γί- γίνει· ... И - ναι, πραγματικά. есть3 επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, ό- όπως διατάξτε' διατάξτε, ♦ефрейтор, -а α. δεκανέας. ефрейторский επ. του δεκανέα. ехать, еду, едешь, μτχ. ενεστ. едущий ε- πιρ. μτχ. ехав к. (παλ., απλ.) ёдучи р.δ. 1 πηγαίνω (με μεταφ. μέσο) ταξνδεύω· - верхом πηγαίνω καβάλα (έφιππος)· - на параходе τα- ταξιδεύω με το πλοίο· ехать на велосипеде πη- πηγαίνω με το ποδήλατο. II κινούμαι, βρίσκομαι σε κίνηση, κυλώ· поезд едет το τραίνο πηγαί- πηγαίνει. 2 αναχωρώ, φεύγω· завтра Я еду В Афины αύριο φεύγω για την Αθήνα. 3 μτφ. μετακινού- μετακινούμαι, γλιστρώ, μετατοπίζομαι· галстук -ет на- набок η γραβάτα στραβώνει. ехида, -ы θ. (απλ.) βλ. ехидна (з σημ.). *ехвдна, -Ы θ. 1 είδος εχίνου που ζει στην Αυστραλία και άλλα νησιά του Ειρηνικού ωκε- ωκεανού. 2 έχιδνα δηλητηριώδης της Αυστραλίας, 3 (απλ^) κακός, δόλιος άνθρωπος, οχιά, φίδι (κολοβό). ехидничать ρ.δ. ειρωνεύομαι δηνιτικά. ехидный ε£., βρ: -ден, -дна, -дно δόλιος, δολερός, ύπουλος· φαρμακερός, κακεντρεχής, κακόβουλος, μοχθηρός, οχιά. ехидство, -а ουδ. κακεντρέχεια, μοχθηρία, κακοβουλία. ехидствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. "βλ. «ехидничать. ещё επίρ. 1 ακόμα, επί πλέον, προσέτι· он глуп да - ленивый είναι κουτός και επί πλέ- πλέον τεμπέλης· - раз ακόμα μια φορά* она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή* - скажите ему ακόμα πέστε του* - ему отого мало? ακό- ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος; нет - όχι ακόμα. 2 μέχρι τώρα, ως τώρα· ОНО - не спила αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε· ОН не женат - αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος* Я - не устал ακόμα δεν κουράστηκα. 3 πια, ήδη* дом сгорел - в прошлом году το σπίτι Μάηκε πια απο πέρυσι. 4- περισσότερο, πιο πολύ, α- ακόμα πιο· она стала - красивее ' αυτή' έγινε πιο(ομορφότερη. II εκφρ. - бы α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέ- θέλει ρώτημα; нравится вам музыка Чайковско- Чайковского? - - бы σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβ- σκι; - και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει α- ακόμα· - ты был бы недоволен! αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος! - И - ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι άλλο· а - ... (επιτίμηση) ακόμα ,.. чего ВЫ лезете без очереди? а - в очках! γιατί παραβιάζε- παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά! МОЖНО было привести - и - десятки примеров μπο- μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα· всё - ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα· ОН Всё - ЖЦёт αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα. ею οργαν. πτ. της αντων. она. Ж ж1 βλ. же.'_.) ж2 βλ. жеЛ.г жаба1, -Ы в. φρύνος, μπράσκα (βάτραχος). жаба2, -ыв$.ч (παλ.) βλ. ангина* грудная - στηθάγχη. жаберный επ. βραγχιακός. Жабий επ. του φρύνου· φρυνοειδής. жабник, -а α. βατράχιο (φυτό). *ЖвбО ουδ. άκλ. 1 κολποοτολίδι (πολύπτυχη δαντέλλα στο στήθος). 2 είδος γιακά σε αν- ανδρικό υποκάμισο. жабра, -ы, πλθ. жабры, жабр θ. βράγχιο ψα- ψαριών, σπάρα(γ)χνο. II εκιρρ. взять (брать) 'за -Ы (απλ.) α) πιάνω από το λαιμό, β) 5*№τ<χ- ναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω. * *жавёлев, -а, -о στην έκφραση: -а вода νε- νερό του 'Ζαβέλ (διάλυμα υποχλωριωδους καλίου). жавель, -я α. βλ. завелева вода. жаворонок, -нка α. κορυδαλός, σιταρίθρα. жадеит, -а α. ιαδείτης, νεφρίτης (σκληρή υποπράσινη πέτρα). жадина, -Ы α. κ. θ. (απλ.) γουλιάρης, γου- λόζος, λιμάρης. ЖаДНОТЬ ρ.δ. γίνομαι λαίμαργος, λαιμαργώ.
хадничанье, ~я ουδ· λαιμαργία. ρ.δ< 1 λαιμαργώ. 2 τσιγγουνεύο жадно επίρ. λαίμαργα, αχόρταγα, άπληστα. II με πάθος, ένθερμα. II μτφ. γρήγορα, αμέσως, με μεγάλη προσοχή ή ενδ^φέρο· ανυπόμονα. жаДНОСТЬ, -И θ. 1 αδηφαγία, απληστία,λαι- απληστία,λαιμαργία· πλεονεξία. II νιυνορεξία, βουλιμία, λί- λίμα. 2 τσιγγουνιά, φυλαργυρία, καρμιριά. II εκφρ. С -ЬЮ αχόρταγα, με μεγάλο ενδιαφέρο, με μεγάλη προσοχή· απερίσπαστα. жаДНЫЙ επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО. 1 αχόρ- αχόρταγος, ανεχόρταγος, άπληστος, αδηφάγος· жа- жаден к деньгам παραδόπιστος, τσιφούτης. II πεινασμένος, λιμασμένος, θεονήστικος. II δι- διψασμένος, βουλιμιακός· смотреть -ыми глаза- глазами εποφθαλμιώ. 2 τσιγγούνης, τσι,φούτης,καρ- μίρης, σπαγκοραμμένος, φιλάργυρος. жашЬга, -и α. и. θ. (απλ.) βλ. жадина. жажда, -ы θ. 1 δίψα· чрезмерная - ακατά- ακατάσχετη δίψα· утолить -у καταπραΰνω (σβήνω) τη δίψα· ТОМИТЬСЯ -ОЙ καίγομαι (φλέγομαι) απο τη δίψα (γανιάζω). 2 σφοδρός, ακράτητος πόθος· - знаний δίψα για γνώσεις* - мщения δίψα εκδίκησης· - славы, ВЛЭСТИ δίψα για δόξα, για εξουσία. жаждать, -ду, -дешь р.δ. 1 (γραπ, λόγος παλ.) διψώ. 2 μτφ. ποθώ σφοδρά, έχω .μεγάλο καημό· -у учиться διψώ για μάθηση. жакерия, -И θ. ζακερί, αγροτική, γαλλική επανάσταση το 145 αι. *жакет, -а α. 1 (παλ.) ο ζακές, το ζακέ. 2 ζακέτα, жакетка, -и θ. ζακετίτσα. жалеть р.δ. 1 ευσπλαχνίζομαι, συμπονώ, λυ- λυπάμαι, ψυχοπονώ· - широт λυπάμαι τα ορφανά. 2 θλίβομαι· я -его о потере друга λυπάμαι για το χαμό του φίλου· -ею о своей ОЩЙбке λυπά- λυπάμαι για το λάθος μου. 3 Μτφ. φειδωλεύομοα, φείδομαι, αψυχώ* - время φείδομαι του χρό- χρόνου· не -ей хлеб μην αψυχάς το ψωμί· не - себя, своей жизни δε λυπάμαι τον εαυΐό μου, τη ζωή μου. II φυλάγω, διαφυλάσσω* - здоро- здоровье προσέχω την υγεία. 4 (διαλκ.) αγαπώ. II εκφρ. не -ёя сил χωρίς να λυπούμαι δυνάμεις. ЖаХВТЬ р.δ.μ. κεντρίζω, μπήγω το κεντρί* τσιμπώ. II δαγκώνω (για φίδι). II -СЯ 1 βλ. ρ. ενεργ. φ. 2 (διαλκ.) βλ. жаловаться. жалкий επ., βρ: -лок, -лка, -лко. 1 ελε- ελεεινός, αξιολύπητος, οικτρός* -ое зрелище ε- ελεεινό θέαμα* -ое существо ελεεινό υποκεί- υποκείμενο (ή ύπαρξη)· - ВИД ελεεινή όψη* -аяулы- -аяулыбка (παρά)πονεμένο χαμόγελο* быть -им είμαι αξιολύπητος· он находится в -ом состоянии (ή положении) αυτός βρίσκεται σε ελεεινή κα- κατάσταση. II κακόμοιρος, καημένος, ταλαιπωρη- ταλαιπωρημένος, μαύρος. 2 άθλιος, ευτελής* τιποτέ- νιος* - реловек άθλιος άνθρωπος* -ие остат- остатки ελεεινά Υπολείμματα· -ая роль τιποτένιος ρόλος· - трус ελεεινός κιοτής. 3 (διαλκ., κ. παλ.) βλ. жалобный. II εκφρ. -ие слова λόγια πονετικά, συγκινητικά. жалко επίρ. ελεεινά, οικτρά, άθλια κλπ.επ. II ως κατηγ. είναι κρίμα· - смотреть на него είναι κρίμα να τον βλέπεις, είναι αξιολύπη- αξιολύπητος· мне его очень - λυπάμαι πολύ γι αυτόν - если дело не удастся είναι κρίμα αν δεν πετύχει η υπόθεση. II δυστυχώς. Жало, -а ουδ. 1 κεντρί εντόμου· лчелйное -'κεντρί της μέλισσας (οσκρός). 2 γλωσσίδι του φιδιού. 3 μτφ. πόνος ψυχικός. 4 ακίδα, αιχμή, μύτη (για κάθε αιχμηρό αντικείμενο). жалоба, -Ηβ. 1 παράπονο· горькая - πι- πικρό παράπονο* слезливая - κλαψοπαράπονρ* бю- бюро жалоб; книга жалоб βιβλίο παραπόνων. 2 μήνυση, καταγγελία· он завладел моим имени- имением? ВОТ В чём СОСТОИТ МОЙ - μου πήρε τήν πε- περιουσία- γι αυτό τον καταγγέλλω. II αίτηση, έφεση· кассационная ~ έφεση αναίρεσης. ЖаЛОбИТЬ, -бЛГО, -бишь р.δ.μ. (διαλκ.) λυ- λυπάμαι, πονώ, συμπονώ. II -СЯ βλ. жаловаться. Жалобно επίρ. θλιμμένα, παραπονεμένα, πα- παραπονιάρικα Κλπ. επ. жалобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно. 1 θλι- θλιβερός· θλιμμένος, παραπονεμένος, παραπονιά- παραπονιάρικος· -ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο* - ГО- ГОЛОС, - писк πονεμένη στριγγλιά. II λυπηρός, αλγεινός, ιπεριαλγής, οδυνηρός, λυπητερός* ВОЙ ιαχή, αλγεινή κραυγή. 2 των παραπόνων -ая книга βιβλίο παραπόνων. жалобщик, -а α., -ца, -ы θ. ενάγων, -ού- -ούσα, εγκαλών, -ούσα, μηνυτής, -τρία. жалованный επ. 1 δωρισμένος (δοσμένος ή *παρμένος ως δώρο). 2 (παλ.) βραβευμένος. II εκφρ. -ая граммота παλ. προνομιακό έγγραφο. жалованье, -я ουδ. 1 μισθός, αποδοχές· двойное - διπλός μισθός· половинное - μι- μισός μισθός, ημιμίσθιο· получить - от, со- состоять в -ьи у ... μισθοδοτούμαι απο* меся- месячное - о μηνιάτικος μισθός (το μηνιάτικο). 2 (παλ.) αμοιβή, δώρο (για υπηρεσία κ.τ.τ.). 3 (παλ.) βράβευση, επιβράβευση. жаловать, -лую, -луешь р.δ. 1 μ. (παλ.) βραβεύω. II μτφ. αμοίβω, δωρίζω (για υπηρε- υπηρεσίες κ.τ.τ.)· - кому землю ή кого землёю δωρίζω σε κάποιον γη. II προάγω, απονέμω τί- τίτλο ή βαθμό. 2 αγαπώ, δείχνω ευμένεν,α ή προσοχή. 3 (παλ.) έρχομαι, επισκέπτομαι.· он редко К нам -ет αυτός αραιά μας επισκέπτε- επισκέπτεται . II -СЯ 1 παραπονούμαι, λέγω τα παρά- παράπονα μου, τον πόνο μου* πονώ* он -ется, что писем не получает αυτός παραπονείται, ότι δεν
γράμματα· врач СПрОСЙЛ бОЛЬНОГО*. НЭ что вы -тесь? о γιατρός ρώτησε τον άρρωστο: τι. σας πονά; 2 μηνύω, καταγγέλλω. жалонёр, -а α. (στρατ.) στοιχιστής. жалоносный επ. κεντροφόρος, έγκεντρβς. жалостливость, -и θ. ευσπλαχνία, οίκτος, αυμπάθεια. жалостливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 ευ- σπλαχνικός, εύσπλαχνος, πονετικός· -ая ста- старуха πονετική γριά. 2 θλιβερός· θλιμμένος, συγκινητικός. жалостный επ., βρ: -тен, тна, -тно. 1 λυ- λυπητερός, θλιβερός· - стон θλιβερός στεναγ- στεναγμός· -ое выражение лица θλιμμένη έκφραση του προσώπου. 2 θλιμμένος,, παραπονιάρικος· συ- συγκινητικός· -ая песня θλιμμένο τραγούδι. жалость, -И θ. ευσπλαχνία, συμπόνια, πό- πόνος, λύπηση, οίκτος, οικτιρμός· возбудить - προκαλώ (διεγείρω) τον οίκτο· ИЗ -И απο ευ- ευσπλαχνία (συμπόνια)· какая -! τι κρίμα! жаль επιψ. με σημ. κατηγ. (είναι) κρίμα, λυ- λυπηρό, λυπάμαι, συμπονώ, σαλαχνίζομαι., ψυχο- πονώ· мне тебй - σε λυπάμαι· - парня κρίμα ζο παλικάρι· - на него смотреть είναι νατον βλέπεις και να λυπάσαι.· мне стало - его τον λυπήθηκα· он так скуп, что ему - куска хле- хлеба, είναι τόσο τσιγγούνης, που λυπάται ένα κομμάτι ψωμί· мне - ИТОГО человека λυπάμαι αυτόν τον άνθρωπο· мне - потраченного вре- времени κρίμα το χρόνο που έχασα· мне -, ЧТО вы уезжаете λυπούμαι πού φεύγετε· -, что он уехал κρίμα που έφυγε* мне -, что я ,уёхал λυπάμαι που έα>υγα· мне - слышать Йто μου% ποοκαλεί λύπη να το ακούω· - брата κρίμα τον αδερφό· (έτο) Очень - (αυτό) είναι πολύ λυ- λυπηρό. II δυστυχώς· поёсть-то здесь, -, нече- нечего δυστυχώς, εδώ δεν έχει τίποτε για φαΓ. 'жалюзи ουδ. άκλ. εξώφυλλο παραθύρου με κινητές περσίδες, γρίλια (γερμανικό). - жамка, -И θ. (διαλκ.) είδος κουραμπιέ. жамкать ρ.δ. σφίγγω, πιέζω, ζουπώ, -ίζω. II οφίγγω τα σιαγόνια. жамкнуть р.о. 0λ. жамката, жандарм, -а α. χωροφύλακας. жандармерия, -И θ. >'ροφυλακή. жандармский επ. χωυοφνΛανιίστικος, της χω- χωροφυλακής. . ..>■ жанр, -а α. 1 είδος- (^τέχνης ή λογοτεχνί- λογοτεχνίας). 2 ζωγραφική (με περιεχόμενο απο την καθημερινή ζωή). II νατουραλιστικό λογοτεχ-1 κό έργο. 3 στυλ, τρόπος, τύπος, ρυθμός. жанрЙСТ, -а α. ρωπογράφος, ζωγράφος εικό- εικόνων απο την καθημερινή ζωή. жанровый επ. 1 του είδους. 2 της ζωγραφι- ζωγραφικής απο την καθημερινή ζωή· -ые Сцены (ζω- (ζωγραφικές) σκηνές απο την καθημερινή ζωή. жантйдьшгчать р.δ. (παλ.) χαριεντίζομαι, διωματίύομαι, κάνω σκέρτσα, νάζια*φλερτάρω, ΕωτΒ£ΒΗΗΖ*επ. (παλ.) διωματάρης, κομψός, αβρός, χαριτωμένος. жар, -а (-у), προθτ. о -е, в ~у\ на ~$ а. 1 ζέστα, ζεστασιά, θάλπος. II καύσωνας, καύ- καύμα, κάψα, λιοπύρι· - спал о καύσωνας έπεσε, μειώθηκε. II αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά,θρά- ανθρακιά,θράκα. 2 πυρετός, θέρμη, κάψα. II έξαψη, άναμ- άναμμα· его бросило В - ОТ Зтих СЛОВ αυτά τα λό- λόγια τον φούρκισαν (τον κόρωσαν). 3 ένθερμος ζήλος· πάθος· говорить с -ом μιλώ με πάθος.* μτφ. φούρια, άναμμα, κορύφωμα έξαψης.II εκφρ, с -ом επίρ. ένθερμα· чужими руками - загре- загребать (παρμ.) με ξένα κόλλυβα μακαρίζει τους γονιούς του ή το ξένο βίος ο καλόγηρος για την ψυχή του δίνει. жара, -Ы θ. καύσωνας, μεγάλη ζέστη, καύμα, κάψα, λάβρα, λιοπύρι. *жаргон, -а α. αργκό* κορακίστικα* воровс- воровское - αργκό λωποδυτών. жаргонный επ. αργκοτινός* -ое выражение αργκοτινή έκφραση. *жарДИНЬврка, -и θ. ανθοκιβώτιο δωματίου. жаренный επ., βρ: -рен, -а, -о. 1 ψητός, ψημένος· -ая баранина ψητό πρόβειο κρέας. II τηγανιστός, -μένος· -ая картошка τηγανι- τηγανιστές πατάτες. 2 ουσ. ουδ. жареное (παλ.) βλ. жаркое. Жаренье, -Я ουδ. ψήσιμο* καβούρδισμα. II τηγάνισμα. жарить ρ.δ. 1 μ. τηγανίζω, τσιγαρίζω* κα- βουρδίζω, γιαχνίζω· - картошку на масле τη- τηγανίζω πατάτες με λάδι· - рыбу τηγανίζω ψά- ψάρια. II ψήνω· - семечки ψήνω σπόρια. 2 καίω, θερμαίνω δυνατά* солнце -ИТ ο ήλιος ψένει. 3 μ. υπερθερμαίνω, πυρακτώνω, κορώνω. 4 Dχπλ.) χρησιμοποιείται αντί των αντίστοιχων ρημάτων με σημασία επιτακτική: -ИТ ДОЖДЬ βρέ- βρέχει δυνατά· - наизусть αποστηθίζω καλά· -ли его розгами τον χτύπησαν γερά μέ τις βέρ- βέργες· - в гармонике παίζω πολύ στη φυσαρμό- φυσαρμόνικα· жарь В аптеку τρέξε γρήγορα στο φαρ- φαρμακείο· так и -ит книгу за книгой καταβροχ- καταβροχθίζει τα βιβλία το ένα κοντά τ' άλλο. II -СЯ 1 ψήνομαι* καβουρδίζομαι. II τηγανίζομαι, τον- γαρίζομαι. 2 θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (στον ήλιο, φωτιά κλπ.). жаркий επ., βρ: -ροκ, ~рка, -рко; жарче. I θερμός, ζεστός, καυτερός· - день ζεστή μέ- μέρα. II τροπικός· -ие страны οι θερμές χώρες. II καυτός* -ие слёзы καυτά δάκρυα. 2 μτφ. δι- διακαής, φλογερός, ένθερμος. II ζωηρότατος,θυ- ζωηρότατος,θυελλώδης* - спор ζωηρότατη συζήτηση. 3 δυνα- δυνατός, ισχυρός, γερός* -ая перестрелка γερή ανταλλαγή πυρών. 4 (παλ.) πυρόχρωμος.
жар жарко 1 επΐρ. θερμά, καυτερά κλπ. επ. 2 ως κατηγ. είναι ζέστα· В комнате - στο δω- δωμάτιο είναι ζέστα. II αισθάνομαι ζέστη· мне Оыло -. Я снял пальто αισθανόμουν ζέστη, έ- έβγαλα το πανωφόρι. * » жаркое, -ОГО ουδ. το κοκκινιστό (φαγητό). жаровня, -и, γεν. πλθ. -вен, δοτ. -вням, α. πύραυνο, μαγκάλι, φουφού. II ψήστης καφέ, καβουρδιστήρι. жаровой επ. 1 θερμός, ζεστός, καυτός. 2 θερμοπληκτικός* - удар θερμοπληξία. жаровЫВОСЛИВОСТЬ, -И θ. αντοχή στη μεγάλη θερμοκρασία. жаровыносливый επ. (βοτ.) ανθεκτικός στη μεγάλη θερμοκρασία· ~ые растения φυτά των θερμών χωρών. жарок, -рка α.μικρή ζέστη. жаропонижающий επ. αντιπυρετικός (για φάρ- φάρμακα). II ως ουσ. ουδ. -ее φάρμακο αντιπυρε- αντιπυρετικό. жаропрочный επ. πυρίμαχος, πυράντοχος, α- λεξίπυρος. жаростойкий επ. βλ. жаропрочный. жаротрубНЫЙ επ: - котёл ατμολέβητας με αυλούς φλογών ή λέβητας αυλοφόρος. жароупорный επ. βλ. жаропрочный. Жар-ПТЙца, -Ы θ. (λαϊκή ποίηση) φλογόφτε- ρο μαγικό πουλί, φοίνικας. жарче συγκρ. β. του επ. жаркий και του επιρ. жарко. жарынь, -и θ. (απλ.) κάψα, λάβρα, λιοπύρι. *жасмин,-а α. γιασεμί, ίασμος. жасминный επ. γιασεμένιος, του γιασεμιού. жасминовый επ. βλ. жасминный. жатва, -ы θ. 1 θέρος, θέρισμα, θερισμός.Η η εποχή του θερισμού. 2 (παλ.) ώριμοι δημη- δημητριακοί καρποί. 3 συγκομιδή, σοδειά. жатвенный επ. του θέρου· - сезон η εποχή του θέρου. И θεριστικός· -ая машина θερι- στική μηχανή. Жатка, -И θ. θεριστική μηχανή. жать1, жму, жмёшь р.δ.μ. 1 σφίγγω, πιέζω, θλίβω· ζουλίζω, ζουπίζω· - руку σφίγγω το χέρι· - друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος. II στηρίζω γερά· - ружьё к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο. II συμπιέζω, συμπυκνώνω. II καταπιέζω, καταδυναστεύω. 2 στενεύω·' туфли жмут τα παπούτσια με σφίγ- σφίγγουν воротник жмёт о γιακάς με σφίγγει. 3 στίβω, εκθλίβω· - сок из лимона στίβω το λε- λεμόνι· - виноград πατώ τα σταφύλια· - масло βγάζω λάδ4. 4 (αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω· - штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες). 5 (»πλ.) πα- πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)· водйтельвсё жал И жал о οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ). II -СЯ 1 μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζα- 301 «да ρώνω· - ОТ холода μαζεύομαι, απο το κρύο. II συνωστίζομαι. 2 σφίγγομαι, κολλώ· ребёнок -лея К матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα· ОН испуганно -лея В угол φοβισμένος μαζεύ- μαζεύτηκε στη. γωνία. 3 μαζεύρμα'ι, συστέλλομαι, δι.- στάζω· он -лея, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, υή ξέροντας τί να πει. 4· τσιγ- γουνεύομαι, αψυχώ· не жмитесь, давойте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει. ЖаТЬ? жну, ЖНёшь ρ.δ.μ. θερίζω. II -СЯ θε- θερίζομαι. жахаТЬ ρ.δ. σκαμπιλίζω, χαστουκίζω, σφα- λιαρίζω. жахнуть р.о. βλ. жахать. Жбан, -а α. λαγήνι, στάμνα, υδρία. жвачка, -Ив. 1 μηρυκασμός, αναχάραγμα. 2 τροφή μασημένη. II (απλ.) μάσα, μασούλωμα (καπνού, μαστίχας κλπ.). II εκφρ. жевать (пере- (пережёвывать) -у τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου· αναμασώ (επαναλαβαίνω) τα ίδια και τα ίδια. жвачный επ. 1 μηρυκαστικός· -ые животные μηρυκαστικά ζώα. 2 ουσ. πλθ. ~ые τα μηρυκα- μηρυκαστικά. жгут,-а α. 1 σύστρεμμα, πλέγμα, στρεπτό. 2 πλθ. -Ы, ~ΟΒ κορδόνια, σειρίτια. жгутик, -а α. 1 μικρό σύστρεμμα. 2 (ζωολ.) μαστιγοφόρο, μαστιγωτό. жгутиковые, -ЫХ πλθ. μαστιγοφόρα, -γωτά. ЖГУТОВЫЙ επ. σαν το, στρεπτό. ЖгуЧесть, -И θ. θερμότητα, καυσιμότητα. жгучий επ., βρ: жгуч, -а, -е 1 θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός· - воздух пус- пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου· -ее солнце καυτερός ήλιος. II καυτερός, τσουχτερός· -ее перец καυτερή πιπεριά. II δυνατός· ανυπόφο- ανυπόφορος· -ая боль σουβλερός πόνος· - мороз τσου- τσουχτερό κρύο. 2 μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς· πολύ δυνατός· - стыд ξερονιοκκίνισμα α- από ντροπή· -ая ТОСкй καημός, μαράζι· -ее раскаяние πικρή μεταμέλεια· -ые слёзы καυτά δάκρυα· -ая обида βαριά προσβολή· -ее впе- впечатление αλγεινή εντύπωση· -ВЗГЛЯД φλογερή μα:ι,ά. II εκφρ. - вопрос φλέγον ζήτημα· -ая наОцешкь τσουχτερή κοροϊδία· -ая сатира δη- с ικ]ήρ. σάτυρα· - брюнет, -ая брюнетка πολύ μ§λ.α.χροινός, -ή. пдаать, жду, ждёшь, παρλθ. χρ. ждал, -ли, -ло р.δ. 1 μ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ· - поезда περιμένω το τραίνο· -, когда пере- перестанет ДОЖДЬ περιμένω να σταματήσει η βρο- βροχή· ЖДИ меня περίμενε με· - ПИСЬМО περιμένω γράμμα· -. тебя не буду δε θα σε περιμένω· - удобного случая περιμένω την κατάλληλη ευ- ευκαιρία· - его возвращения περιμένω αυτόν να επιστρέψει· ОН не заставил долго - αυτός
же 302 жел γρήγορα ήρθε· - попутного ветра περιμένω ευ- ευνοϊκό άνεμο· - чего-н. как небесной манны περιμένω σαν το μάννα ·. что ждёт меня? τι με περιμένει; ждёт Тебя гибель σε περιμένει о χαμός. 2 προσδοκώ, ελπίζω, θ"έ"λω· МЫ ПОЩа- ДЫ не ждём δεν ελπίζομε σε οίκτο· он только того и ждал αυτός μόνο αυτό και περίμενε. II εκφρ. время (ή дело) не ждёт ο καιρός ή η υ- υπόθεση δεν περιμένει (μη βραδύνεις)· - не ДОВДатьСЯ ανυπομονώ, αδημονώ· ТОГО И ЖДИ αυ- αυτό και να περιμένεις. Жв1к. Ж σύνδ. αντιθ. 1 όμως, αλλά, μα, μα και· врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает о γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνί- καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα· если - ВЫ не ХОТЙ- те μα αν εσείς δε θέλετε· что - ' Я сделал?'* μα τι έκανα; 2 δα· почему вы ему не верите, ОН - доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυ- αυτός δα είναι γιατρός. же? Ж μόριο. 1 (επιτακτικό) επιτέλους, τέ- τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας· когда - будете готовы? πότε τέλος πάντων θα ετοιμαστήτε; говорите - μιλάτε λοιπόν когда -? πότε λοι- λοιπόν; я это знаю так - хорошо, как и вы το ξέρω τόοο καλά όσο και σείς. 2 σημαίνει ταυ- ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)· επίσης, βέβαια· ТОТ -, ότοτ - εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος· эти - растения встречаются и на севере αυ- αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βο- βοριά· здесь - εδώ σ'αυτό (το ίδιο) μέρος· се- сегодня - приедем и мы σήμερα επίσης θα έρ- έρθουμε κι εμείς· Β ΤΟ - время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα· есть - такие мерза- мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι πα- λιάνθρωποι, στον κόσμο· такой - πανομοιότα- τος. жевание, -Я ουδ. μάσηση, μάσημα. жёваный επ., βρ: -ван, -а, -о μασημένος. II κατατσαλακωμόνος· - пиджак κατατσαλακωμέ- νο σακάκι. Жевательный επ. μασητικός· -ые МЫШЦЫ μαση- τικοί μυώνες· -ые движения μασητικές κινή- κινήσεις· - табак καπνός για μάσημα· -ая резина μαστίχα για μάσημα. жевать, жую, жуёшь, ααθ. μτχ. παρλθ. χρ. жёванный р.δ.μ. 1 μασώ· - кусок хлеба μασώ ένα κομμάτι ψωμί· лошадь -ёт сёно το άλογο μασά το χορτάρι. 2 μτφ. συζητώ, εξετάζω πο- πολύ χρόνο το ίδιο ζήτημα. II -СЯ μασώ, -ιέμαι. ЖевОК, -ΒΚίί α. (αιχλ.) μασησιά· μασημένο κομμάτι. ЖеЗЛ, -к α. ράβδος, ραβδί, Βακτηρία· па- стушеский - αγκλίτσα· маршальский - στρα- εαρχι.κ,ή ράβδος· волшебный - μαγική ράβδος. ιΙ σκήπτρο. желание, -Я ουδ. επιθυμία, διάθεση, απο- θυμιά, πόθος· όρεξη· καημός, μεράκι· иметь - επιθυμώ· гореть -ем καίγομαι απο τον πόθο, έχω μεγάλο καημό· сдерживать -Я συγκρατώ τις ορέξεις· горячее - καημός· исполнение -ий ικανοποίηση των επιθυμιών (πόθων)·'ПО -ИЮ κατά θέληση· против -Я παρά τη θέληση.II βου- λημα, θέλημα. желанный επ., βρ: -ланен, -ланна, -ланно. 1 ποθητός, επιθυμητός, βουλητός. II ευπρόσδε- ευπρόσδεκτος, καλωσόριστος· - гость καλωσόριστος' μουσαφίρης. 2 αγαπητός, προσφιλής. II ως ουσ. ο αγαπητός. желательно επίρ. με σημ. κατηγ. είναι ευ- ευκταίο, ευχής έργο, καλό είναι, θα ήταν καλά κ.τ.τ. Желательность, -И θ. επιθυμία, πόθος. желательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; επιθυμητός, ευκταίος· ваше присуствие очень -О η παρουσία σας είναι πολύ επιθυμητή. желатин, -а α. к. желатина, -ы θ. ζελατί- ζελατίνα, οστεόκολλα. Желатинирование, -Я ουδ. ζελατινοποίηση. желатиновый επ. ζελατίνινος. Желать ρ.δ. 1 μ. επιθυμώ, θέλω· - позна- познакомиться θέλω να γνωριστούμε· родители не -ют этого брака οι γονείς δεν τον θέλουν αυ- αυτόν τον γάμο. II ποθώ, έχω καημό* - его ВЙ- деть ποθώ να τον ιδώ. II εύχομαι* - доброго пути εύχομαι καλό ταξίδι* - вам Здоровье И счастье σας εύχομαι υγεία και ευτυχία* -ю вам успехов σας εύχομαι (καλές) επιτυχίες· - вам всего хорошего (ή доброго) σας εύχομαι ό,τι καλό. 2 αγαπώ* Я её -Ю εγώ την θέλω. II εκφρ. оставляет - многого (ή лучшего) έχει ακόμα ελλείφεις. II -СЯ απρόσ. θέλω. желающий επ. κ. ουσ. επιθυμών* есть -ие? υπάρχουν επιθυμούντες; МНОГО -ИХ πολλοί εί- είναι οι επιθυμούντες. желвак, -а α. πρήξιμο, οίδημα, καρούλα, καρούμπαλο. II μυώνας· ζυγωματικός, μούσκου- λο της παρειάς. *желе ουδ. άκλ. πήκτωμα, πηκτή, ζελές. железа, -ы, πλθ. железы, желёз, железах α. αδένας, βαλανήθρα, γλυκάδι· слюнная - σιε- σιελογόνος αδένας· -ы внутренней секреции αδέ- αδένες εσωτερικής έκκρισης ή ενδοκρινείς· под- поджелудочная - το πάγκρεας· одноклеточные ~ы μονοκύτταροι αδένες· многоклеточные -ы πολυ- κύτταροι αδένες· потовые -ы υδροτοποιοί α- αδένες· миндалевидные -ы οι αμυγδαλές. железина, -Ы θ. (απλ.) σιδερικό. железистый1επ., βρ: -ист, -а, -о σιδηρού- σιδηρούχος· - источник σιδηρούχα πηγή· - кварцит о χαλαζίας σιδηρομιγής· -ая вода σιδηρούχο νε- νερό· -ые препараты σιδηρούχα φάρμακα.
жел 303 жел ЖеЛвЗНСТНЙ^. αδενοειδής, -ИСТ, -а, -0«- δενικός· -ая клетка αδενώδες κύτταρο· ~ая ткань αδενώδης ιστός. желёзка1, -И θ. σιδηρικό, κομμάτι σίδερο. желвака* -И θ. (απλ. παλ.). 1 σιδηροδρο- σιδηροδρομική γραμμή. 2 είδος χαρτοπαιγνίου. желёзка, -И θ. 1 μικρός αδένας, αδενίακος. 2 αδενικό κύτταρο φυτών έκκρισης ρητίνης, λαδιού. жедевКО, -а ουδ. 1 μαχαίρι πλάνης. 2(παλ. κ. διαλκ.) σιδερένια άκρη, αιχμή. Железненне, -Я ουδ. (τεχ.) 1 επιχαλύβωση· επιμετάλλωση. 2 επιτσιμέντωμα. железнодорожник, -а α., -ца, -ы θ. σιδη- σιδηροδρομικός υπάλληλος. железнодорожный επ. σιδηροδρομικός· -ые пути σιδηροδρομικές οδοί· - транспорт σιδη- σιδηροδρομική μεταφορά· -ая ветка σιδηροδρομική διακλάδωση· - узел σιδηροδρομικός κόμπος· -ая сеть σιδηροδρομικό δίχτυ. железный επ. 1 σιδερένιος· -ая кровать σι- σιδερένιο κρεβάτι. II σιδηρούχος· -ая руда σι- δηρομετάλλευμα· -ые рудники σιδηρωρυχεία. - лом παλιοσίδερα. 2 μτφ. δυνατός, ισχυρός,ά- ισχυρός,άκαμπτος· -ая воля ισχυρή θέληση· - закон σιδερένιος νόμος· - кулак σιδερένια γροθιά· -ая дисциплина σιδερένια πειθαρχία. II εκφρ. - блеск οξείδιο του σιδήρου· - век εποχή του σιδήρου· ~ое дерево το σιδηρόξυλο· -ая Дорога σιδηροδρομική οδός ή γραμμή· τα ιδρύ- ιδρύματα των σιδηροδρομικών - шпат о σιδερίτης. железняк, -а α. (πάντοτε με Ιεπ ι θετικό προσ- προσδιορισμό): красный - αιματίτης ή ερυθρός σι- δηρόλιθος ή σιδηρολαμπρίτης ή απεκουλαρίτης. бурый - λειμονίτης· магнитный - μαγνητίτης, μαγνητικό οξείδιο σιδήρου· шпатовый - σιδη- ρίτης ή ανθρακικός σίδηρος. железо, -а ουδ. 1 σίδηρος, σίδερο· кова- кованое - σίδερο ελατό η σφυρήλατο· листовое - σιδερόφυλλα· прокатное - ελκύστρου ή ελά- στρου χάλυβας ή σίδερο ή ράβδος ελατή· бру- брусковое- σιδερένια ράβδος τετραγωνικής δια- διατομής· кровельное - λαμαρίνα, έλασμα, φύλ- φύλλο σιδήρου· оцинкованное - φύλλο οιδήρου ε- πιψευδαργυρωμένο. 2 φάρμακο σιδηρούχο· при- НИЙать - παίρνω σιδηρούχο φάρμακο. 3 (παλ.,) δεσμά, αλυσίδες, σίδερα. железобетонный επ. απο (με) μπετόν αρμέ, σιδηροπαγής. Железорудный επ. σιδηρομεταλλευτικός. желеаоуГЛерОДНЫЙ επ. στην έκφραση: -ые сплавы ατσάλι και χυτοσίδηρος (μαντέμι). желёЙНЫЙ επ. πηκτικός. II απο πήκτωμα, απο ζελέ. желна, -Ы θ. δρυοκολάπτης ο μαύρος. жёлоб, -а, πλθ. -а α. 1 λούκι· υδροσωλή- νας· οχετός στέγης. 2 υδαταγωγος σωλήνας μύ- μύλου. 3 ποτίστρα ζώων. 4 κυλίστρα, κατολι- σθητήρας, μεταφορέας. ЖвЛОббк, -бка α. μικρό λούκι* μικρός υδρο- σωλήνας κλπ. υποκορεστικά. II εγκοπή επιμή- επιμήκης, αυλακιά. Желобчатый επ. αυλακωτός. II με λούκι. желтеть р.δ. κιτρινίζω· γίνομαι κίτρινος. II -СЯ κιτρινίζω. Желтизна, -Ы θ. κιτρινάδα, κιτρινόχροια. Желтинка, -И θ. κιτρινάδι, κίτρινο στίγμα. желтЙТЬ, -лчу, -ЛТЙшь ρ.δ.μ. κιτρινίζω. II -СЯ γίνομαι, βάφομαι κίτρινος. желтковый επ. κροκάτος, κρόκινος. желтозём, -а α. κιτρινόχωμα. желток, -тка α. κρόκος, κροκάδι. желтокожий επ. κιτρινόδερμος. Желтокрылый επ. κιτρινοπτέρυγος, -όφτερος. ЖелТОЛИЦИЙ επ., -ЛИЦ, -а -е κιτρινοπρόσω- πος.. ЖелТОНОСЫЙ' επ. ραμφοκίτρινος. желтопузик, -а α. σαύρα κιτρινόκοιλη. желторотый επ., βρ: -рот, -а, -о. 1 (Λχμ- φοκίτρινος. 2 μτφ, νέος άπειρος, αφελής. желтофиоль, -и θ. κίτρινη βιολέτα, χείραν- θος. желтоцвет, -а α. κιτρινολούλουδα. желточный επ. κρόκινος· κροκάτος· -ая обо- оболочка η μεμβράνη του κρόκου. желтуха, -И θ. χρυσή,* ίκτερος (ασθένεια). желтушный επ. της χρυσής· κίτρινος. жёлтый επ., βρ: жёлт, желта, жёлто κ.жел- κ.желто. 1 κίτρινος· -ая краска κίτρινο χρώμα. 2 μτφ. συμφιλιωτικός, υποχωρητικός· προδοτι- προδοτικός· -ая пресса κίτρινος τύπος. II εκφρ. -ая раса η κίτρινη φυλή· - билет (προεπαν.) κί- «ρινη ταυτότητα πόρνης· - дом (παλ.) ψυχια- ψυχιατρείο· -ая лихорадка κίτρινος πυρετός. желть, -И й". 1 κίτρινη βαφή. 2 (απλ.) κι- κιτρινάδα. желтяк, -а α. (απλ.) αγγούρι κίτρινο (υ- περώριμο). желудёвый επ. βαλανιδίσιος, από βαλανίδια. желудок, -дка α. 1. στομάχι, στόμαχος· здо- здоровый - γερό στομάχι· катарр -дка γαστρικός κατάρρους· раб своего -дка κοιλιόδουλος. 2 (παλ.) κοιλιά· υπογάστριο. желудочек, -чка α. 1 κοιλίτσα. 2 κοιλιά καρδιάς. 3 εσοχή, αύλακας· мозговые -ки οι αύλακες του εγκεφάλου. желудочный επ. στομαχικός, γαστρικός· -ые заболевания νόσοι του στομάχου· - сок γα- γαστρικό υγρό. II για το στομάχι· -ые капли οι σταγόνες για το στομάχι. Жёлудь, -Я, γεν. πλθ. -ей α. βαλανίδι. жёлчность, -И θ. οξυθυμία, αψιθυμία, ορ-
γιΛότητα, χολώδης κράση. жёлчный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 χο- χολώδης, χολικός, της χολής· - пузырь χολη- χοληδόχος κύστη· -ые камни χολόλιθοι· - проток χολαγωγός. 2 μτφ. χολώδης, οργίλος, πικρό- πικρόχολος, οξύχολος, οξύθυμος. II μτφ. φαρμακε- φαρμακερός, πικρός, δηκτικός. Жёлчь, -й θ. χολή. II θυμός, οργή, χόλος· ИЗЛИТЬ - ξεσπώ το θυμό μου, ξεθυμαίνω. жеманиться р.δ. κάνω καμώματα, σκερτσάρω* σιέμαι και λυγιέμαι· προσποιούμαι, κάνω πως. жеыаНВИЦа, -Ы θ. καμωματού, κατσαμακλού, ναζιάρα, σκερτσόζα. жеманничанье, -Я ουδ. νάζι. σκέρτσο· ανα- πετάρισμα, ακκισμός. жеманничать р.δ. βλ. жеманиться. жеманность, -И θ. φιλαρέσκεια, κοκεταρία, μαργιολιά. жеманный επ., βρ: -манен, -манна, -манно; σκερτσόζος, -ικος, καμωματάς, ναζιάρης, διω- ματάρης. |жеманство> -а ουδ. βλ. жеманность. Жемчуг, -а, πλθ. -&. α. μαργαριτάρι, μαρ- μαργαρίτης, μάργαρος· искатель -а αγρευτής μαρ- μαργαριταριών. Жемчужина, -Ы θ. κόκκος μαργαριταριού. II μτφ. το εξαιρετικό, το εξαίσιο,το θαυμάσιο. жемчужинка, -И θ. μαργαριταράκι. Жемчужница, -Ы θ. μελεαγρίνη (ή μαργαρι- τάνη) η μαργαριτοφόρα. жемчужный επ. μαργαριταρένιος· -ое ожере- ожерелье μαργαριταρένιο περιδέραιο. II μτφ. σαν μαργαριτάρι· -ые зубы μαργαριταρένια δόντια. жена, ~ы, πλθ. жёны, жён θ. 1 σύζυγος,γυ- σύζυγος,γυναίκα, συμβία. 2 (παλ.) βλ. женщина. Женатый επ., βρ: -нат παντρεμένος, έγγα- έγγαμος, συζευγμένος. II εκφρ. -ая жизнь; -ое положение η παντρεμένη ζωή, η ζωή των πα- παντρεμένων. женин, -а, -Ο επ. συζυγικός, της συζύγου, της γυναίκας· -ы деньги τα χρήματα της συ- συζύγου. женить, женю, женишь ρ.δ.κ.σ.μ. παντρεύω, συζευγνύω· - насильно παντρεύω με τ,ο ζόρι. II εκφρ. йез меня -ли (παρμ.) έπραξαν, ενήργη- ενήργησαν . χωρίς να με ρωτήσουν (πίσω απο τίς πλά- πλάτες μου). II -СЯ παντρεύοααι, νυμφεύομαι. женитьба, -Ы θ. παντρειά, ζευγάρωμα. жених, -а α. αρραβωνιαστικός, μνηστήρας, ο καλός. II εργένης, μπεκιάρης, παλικάρι. II εκφρ. смотреть -ОМ φαίνομαι σαν γαμπρός, έ- έχω παρουσιαστικό γαμπρού. Женихаться ρ.δ. (απλ.) είμαι της παντρει- άς· γαμποίζω· κάνω όπως οι αρραβωνιασμένοι. жениховский επ. του αρραβωνιαστικού, τον μνηοτήρα· - подарок δώρο του αρραβωνιαστι- αρραβωνιαστικού· - ВИД όψη (εμφάνιση) αρραβωνιαστικού. жеНЕХОВСТВО, -а ουδ. αρραβωνιάρικος καιρός. Жёнка, -и θ. 1 (απλ.) βλ. жена (ίσημ.). 2 βλ. женщина. женолюб, -а α. γυναικάκιας, φιλογύνης. ЖеНОЛЮбИВЫЙ επ., βρ: -бЙВ. γυναικοφίλης, γυναικόφιλος. Женолюбие, -Я θ. γυναικοφιλία, φιλογυνία. женоненавистник, -а α. μισογύνης. женоненавистнический επ. του μίσους προς τις γυναίκες. женоненавистничество, -а ουδ. μισογυ»ία. женоподобный επ., βρ: -бен, -она, -о 6η- λυπρεπής, γυναικώδης· - мужчина θηλυπρεπής άντρας. женоубИЙСТВО, -а ουδ. συζυγοκτονία. женоубийца, -Ы α. συζυγοκτόνος. женский επ. γυναικείος, -κίσιος,-ώδης, θη- λικός· -ая обувь γυναικείο παπούτσι·- труд γυναικεία εργασία· -ая хитрость γυναικεία πονηριά· международный - день διεθνής μέρα της γυναίκας· - почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας· -ая нежность γυναικεία τρυφερό- τρυφερότητα· -ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.ΙΙ των θηλέων, για τα θήλεα· -ая ШКОла παρθεναγω- παρθεναγωγείο· -ая гимназия γυμνάσιο θηλέων -ие ор- органы γυναικεία όργανα· -ие цветки у расте- растений τα θήλεα άνθη. II еи<рр. -ие болезни γυ- γυναικολογικές παθήσεις· - вопрос το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής Χειραφέτησης της γυ- γυναίκας)· -ая логика (ειρν. к. αστ.) γυναι- γυναικεία λογική· - пол γυναικείο φύλο (τα γενε- γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)· -ая линия συγ- συγγένεια απο το μέρος της γυναίκας· -ая риф- рифма θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή). ф Женственность, -И θ. γυναικεία χάρη, τρυ- τρυφερότητα, κομψότητα. женственный επ., -вен, -венна, -венно γυ- γυναικείος, τρυφερός, θελκτικός· -ая натура γυναικεία φύση. Жёнушка, -И θ. (χαϊδ.) γυναικούλα. женщина, -Ы θ. γυναίκα· замужняя - παντρε- παντρεμένη γυναίκα· - врач γιατρίνα, γιάτρισσα· ΒΟ- левая ή энергичная - δραστήρια γυναίκα· пу- пустая - άμυαλη γυναίκα, γύναιο· сварливая - μίζερη γυναίκα· мужеподобная - αντρογυναίκα. *женьшёнь, -Я α. ζινσέν (φυτό). жердевой επ. παλουκωτός* του κονταρόξυλου. жердина, -не. βλ. жердь. жердинник, -а α. (αθρσ.) βλ. жердняк. . жерДНЯК, -а α. (αθρσ.) δέντρα κατάλληλα για κονταρόξυλα, πασσάλους. жёрдочка, -И θ. ράβδος, μικρό κονταρόξυ- λο' παλουκάκι, παασαλίσκος. жердь, -и θ. ραβδί μακρύ, κονταρόξυλο,
жар 305 жес πάσσαλος, παλούκι, σταλίκι. ЖврдЯНОЙ επ, απο παλούκια κλπ. ουσ. -ая изгородь παλουκοφράχτης. жерёбая, -рёба έγκυα, γκαστρωμένη (για φοράδα, γαϊδάρα, γκαμήλα). жеребввок, -нка, πλθ. -бята, -бит α. που- πουλάρι., -άκι, πώλος. · жеребец, -бца α. άλογο, ~άκι· επιβήτορας. ЖвребИЙ, -ЬЯ α. 1 (παλ. и. απλ.) βλ. жре- жребий. 2 σιδεράκι, μολυβάκι. жеребЙТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.δ. γεννώ (για φοράδα, γαϊδάρα, γκαμήλα). жеребКОВЫЙ επ. πουλαρίσιος. жеребОК, -бка α. δέρμα πουλαρίσιο. ЖерёбОСГЬ, -И θ. εγκυμοσύνη (φοράδας, γαϊ- γαϊδάρας, γκαμήλας). жеребЦОВЫЙ επ. του αλόγου, του επιβήτορα. жеребчик, -а α. αλογάκι· βαρβατσελάκι. II εκφρ. мошиный - γερογατος,(παλαιός γάτος κυ- κυνηγά τρυφερά ποντίκια). жеребьёвка, -И θ. ζαριά· το ρίξιμο των ζα- ζαριών. жеребьёвщик, -а α. ζαράκιας, αυτός που παίζει ζάρια ή ρίχνει τα ζάρια. жеребятина, ~Ы θ. πουλαρίσιο κρέας* αλο- γινό κρέας. жеребячий επ. πουλαρίσιος, του πουλαριού. II εκφρ. -ья порода (παλ. απλ.) περί φρ. πα- παπαδαριό, παπαδολόγι, παπαδομάνι, τραγογένη- δες. жерех, -а α. είδος κυπρίνου του γλυκού νε- νερού. жерлица, -ы θ. είδος αλιευτικού διχτιού. жерло, -а, πλθ. жёрла, жерл ουδ. 1 στόμιο όπλου. 2 κρατήρας υφαιστείου. 3 θυρίδα θερ- θερμάστρας . жерлянка, -И θ. είδος φρύνου κιτρινόκοι- λου. Жёрнов, -а, πλθ. -а α. μυλόπετρα, μυλόλι- μυλόλιθος, μύλη· ручной - ο χειρόμυλος. жерновой επ. της μυλόπετρας ή για μυλόπε- μυλόπετρα· - камень μυλόπετρα. жертва, -ы θ. 1 θυσία (στο θεό)* прино- приносить -у προσφέρω θυσία. 2 βλ. жертвоприно- сёние. 3 (παλ.) δωρεά. 4 θυσία (για κάτι α- ανώτερο, ιδανικό). II προσφορά. 5 θύμα* пожар С человеческими -ЭМИ πυρκαγιά με ανθρώπινα θύματα* ~Ы УЛИЧНОГО движения θύματα της τρο- τροχαίας κίνησης* - клеветы θύμα συκοφαντίας. II ολοκαύτωμα. II εκφρ. пасть -ОЙ πέφτω θύμα· ПРИНОСИТЬ В -у (κυρλξ. κ. μτφ.) θυσιάζω* - искупления εξιλαστήριο θύμα. жертвенник, -а α. 1 θυσιαστήριο, βωμός. 2 Αγία Τράπεζα. жёртвеННОСТЬ, -И θ. αυταπάρνηση, ανδραγα- θία, ηρωισμός. жертвенный επ. 1 θυσιαστήριος, της θυσί- θυσίας. '2 ηρωικός, με αυταπάρνηση, ριψοκίνδυνος. жертвователь, -я α., -ница, -ы θ. ,(παλ.) δωρητής, -ήτρια. • жертвовать, -твую, -твуешь р.δ. 1 δωρίζω* - в пользу бедных δωρίζω για τους φτωχούς. 2 θ,υσιάζω* - ЖИЗНЬЮ θυσιάζω τη ζωή* - собой θυσιάζομαι. II -СЯ δωρίζω. жерТВОЦринОПЮНИе, -Я ουδ. θυσία, προσφο- προσφορά θυσίας. II θύμα. ♦ *ЖвСТ, -а α. 1 χειρονομία* νεύμα. 2 αξιέ- αξιέπαινη πράξη* -благородный - ευγενική χει- χειρονομία* красивый - ωραία χειρονομία. жестикулирование, -я ουδ. χειρονομία. *жестикулйровать, -руга, -руешь р.δ. χειρο- χειρονομώ, κάνω χειρονομίες. жестикуляция, -и θ. χειρονομία. жёсткий επ., βρ: -ток, -тка, -тко. 1 σκλη- σκληρός* τραχύς* - матрац σκληρό στρώμα· -ие ВОЛОСЫ σκληρά μαλλιά. II αλύγιστος,άκαμπτος. II στιφός. II δυσμάσητος (για κρέας). .2 μτφ. αδρός, τραχύς· πικρός φαρμακερός· -ие чер- черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου* - характер σκληρός χαρακτήρας· -ие слова φαρ- φαρμακερά λόγια. II δυνατός, σφοδρός· - мороз δριμύ ψύχος· - ветер σφοδρός άνεμος. II κα- κακόηχος, κακόφωνος. 3 αυστηρός, απαρέγκλιτος* - график αυστηρό πρόγραμμα εργασίας* - срок αμετάκλητη (ανέκλητη) προθεσμία* -ие меры σκληρά μέτρα* -ая ПОЗИЦИЯ έμμονη (ανένδοτη) θέση. II εκφρ. - вагон βαγόνι τρίτης θέσης* -ая вода γλυφό νερό. жесткокрылые, ~ых πλθ. ~ые насекомые τα κολεόπτερα (έντομα). ЖёсТКОСТЬ, -И θ. 1 σκληρότητα, τραχύτητα. II ακαμψία. II στιφότητα. |2 μτφ. δριμύτητα, α- αδρότητα* αυστηρότητα. жестокий επ., βρ: -ток, -ό, -о; жесточай- жесточайший. 1 σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος, αλύ- αλύπητος* απάνθρωπος* -ое обращение с пленными σκληρή μεταχείριση των αιχμαλώτων* - ροκ αδυσώπητη μοίρα. 2 δυνατός, δριμύς· -ая Обй- да κόλαφος, μεγάλη προσβολή· -ая стужа τσου- τσουχτερό κρύο· -ая зима βαρύς χειμώνας· - ве- ветер σφοδρός άνεμος. II αυστηρός· -ие законы αυστηροί νόμοι. II δεινός, επίμονος, ανένδο- ανένδοτος* σθεναρός* -ая борьба δεινός αγώνας*-ие бой σκληρές μάχες* -ое сопротивление σθενα- σθεναρή αντίσταση. жесТОКОВЫЙНЫЙ επ. (παλ.) άκαμπτος, αλύγι- αλύγιστος . жестокосердие, -Я ουδ. σκληροκαρδία, απο- νιά, ασπλαχνία, απήνεια, αναλγησία. жестокосердный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, άκαρδος, πετρό- καρδος, άπονος, άσπλαχνος, ανελέητος.
жес 306 жив жестокосердый επ., βρ: -сёрд, -а, -о βλ. жестокосердный. ЖестОХОСТЬ, -И θ. σκληρότητα, ωμότητα, α- οπλαχνία, αναλγησία, ανοικτιρμοσύνη. жесточайший υπερθ. β. του επ. жестокий. Жёстче συγκρ. β. του επ. и. του επιр. жёс- жёсткий , жестоко., ЖеСТЬ,, -И θ. σιδηρόφυλλο, τενεκές. жестяник,, -а α. βλ. жестянщик. ЖеСТЯНИЦКИЙ επ. του σιδηρόφυλλου, απο σι- .δηρόφυλλο. Ж6СТЯНК&, -и θ. 1 κουτί τενεκεδένιο. 2 τε- τεμάχιο σιδηρόβυλλου. Жестяной, επ. τενεκεδένιος. ЖеСТЯНЩИК,, -а α. λευκοσιδηρουργός, τενε- τενεκετζής. *жетОН, -а α. σήμα, σύμβολο μεταλλικό. жечь,, жгу, жжёшь, жгут; παρλθ. χρ. жёг;, жгла, жгло ρ.δ.μ. 1 καίω, βάζω φωτιά, πυρ- πυρπολώ. II ανάβω. II καταναλώνω (ηλεκτρ. ρεύμα κ.τ.τ.). 2 καίω, ψήνω· солнце жжёт о ήλιος καίει* - кофе ψήνω καφέ· - кирпичи ψήνω τού- τούβλα. II κνίζω, τσουκνίζω, προκαλώ κνισμό, φα- φαγούρα· крапива жжёт η τσουκνίδα κνίζει. 3 μτφ. ανάβω, επιφέρω ισχυρό πάθος, προκαλώ μεγάλη λύπη, καίω, φλογίζω. II -СЯ καίω. II καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα. II (απλ.) είμαι πανάκριβος, απρόσιτος στην τιμή. жжение., Я ουδ. πύρωση, κάψα, μεγάλη ζέστη του σώματος. жжёнка, -и θ. ποτό καυτερό. ЖЖёЙЫЙ επ. καμένος, ψημένος· -ое кофе ψη- ψημένος καφές* -ая пробка καμένη (ηλεκτρική) ασφάλεια· -ая известь σβησμένη ασβέστη. живать, -ал, -ла, -ло р.δ. βλ. жить. живёте ουδ. άκλ. παλαιά ονομασία του γράμ- γράμματος ж. ЖИВеЦ, -вца α. δόλωμα απο μικρό ζωντανό ψαράκι. ЖИВЙТеЛЬНОСТЬ, -И θ. ζωογόνηση, ζωοποίηση, ζωπύρωση. живительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; ζωογόνος, ζωογονητικός, ζωοποιός, ζωοπάρο- χος, ζείδωρος. ЖИВИТЬ, -ВЛГО, -ВИШЬ р.δ.μ. ζωογονώ, ζωη- ρεύω, τονώνω, ενδυναμώνω, εμψυχώνω. ЖИВИТЬСЯ, -ВЛГОСЬ, -ВЙШЬСЯ ρ. δ. βλ. ПОЖИ- ПОЖИВИТЬСЯ . живица, -ы θ. βλ. терпентин. ЖИВМЯ επίρ. - ЖИТЬ ενδιαμένω, ενδιατρί- ενδιατρίβω, ειινωριάζω. ЖИВНОСТЬ, -И θ. (αθρσ.) ζωύφια. II κατοικί- κατοικίδια ζώα και πουλερικά, τα ζωντανά. ЖИВО επίρ.. 7 ζωντανά, παραστατικά. II καθα- καθαρά, σαφώς, με σαφήνεια· ОН - помнит все СО- бытия αυτός θυμάται όλα τα γεγονότα λεπτο- λεπτομερέστατα. 2 έντονα, (στα) γερά, φόρτσα. 3 ζωηρά, με ζωντάνια, με σφρίγος. И γρήγορα, γοργά, ταχιά, σβέλτα· -! -ей γρήγορα! επί- επίσπευσε! σπεύδε! ЖИВОГЛОТ, -а α. (απλ.) αγιογδύτης, γδάρ- γδάρτης, αισχροκερδής. ЖИВОДёр, -а α., -ка, -и θ. (απλ.). 1 σφα- σφαγιαστής, χασάπης, γδάρτης. 2 σκληρός, ά- άσπλαχνος , ωμός, βάναυσος. ЖИВОДёрсТВО, -а ουδ. (απλ.) σκληρότητα, α- αγριότητα, απήνεια, ωμότητα. ЖИВОЙ επ., βρ: жив, -а, -О. 1 ζωντανός· он ешё жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός* -ая рыба ζωντανό ψάρι· пока жив буду όσο θα εί- είμαι ζωντανός· -ое существо ζωντανό πλάσμα* - труп ζωντανό πτώμα· ВЗЯТЬ -ым πιάνω ζω- ζωντανό· похоронили -ГО τον έθαψαν ζωντανό. II (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός· остаться В -ЫХ μένω ζωντανός, επιζώ. 2 ζωικός, οργα- οργανικός* -ая природа ζωική φύση* -ая материя ζωική ύλη. II ζωηρός* - ВЗГЛЯД ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα* - интерес ζωηρό ενδιαφέρο* смех ζωηρό γέλιο· -ые глаза ζωηρά μάτια·-ые краски ζωηρά χρώματα· -Ое воспоминание ζωη- ζωηρή ανάμνηση. II ζωτικός, δραστήριος, ενεργη- ενεργητικός. 3 πραγματικός, ζωντανός· - пример ζωντανό παράδειγμα· -ые факты απτά γεγονότα- 4· εκφραστικός· σαφής· -ое повествование εκ- εκφραστική διήγηση. 5 αξέχαστος, άσβεστος. II εκφρ. - вес ζωντανό βάρος* -ая вода το α- αθάνατο νερό· -ая изгородь φράχτης με πράσι- πράσινους θάμνους* -ые картины ταμπλώ βιβάν -ая Очередь προσωπική σειρά· - портрет ζωντανή προσωπογραφία· -ая рана ανοιχτή πληγή· -ая' связь άμεση σύνδεση· -ая сила ζωντανή δύνα- δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική· - Товар δουλεμπόριο· σωματεμπόριο· - ум έξυπνος, ε- εφευρετικός, ευφυής· -ые цветы φυσικά λου- λουλούδια, όχι τεχνητά· -го места нет ή не ос- остаётся δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος· -όϋ рукой ή -ым духом ή -ым манером πολύ γρήγο- γρήγορα* με ζωντάνια· на -уга руку στα γρήγορα· ни -ОЙ души ούτε ψυχή, ούτε γατί· ,-ое место (παλ.) πιασμένη θέση·· брать (взять) за -ое· задеть ή затронуть к.τ.τ. за -бе συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω· на -уго нитку (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπα- τσουλιά, προχειρότητα· по -ому резать σκλη- σκληρός ακόμα και στους δικούς· жив-здоров ή жив и здоров σώος και αβλαβής· ни жив ни■ мёртв μισοπεθαμένος (απο φόβο)· - язык ζω- ζωντανή γλώααα (η ομιλούμενη). ЖИВОПИСаЫИе, -Я ουδ. (παλ.) ζωντανή περι- περιγραφή . живописать, -сую, -суешь ρ.δ.κ.σ.μ.(παλ.) περιγράφω ζωηρά, ζωντανά.
жив 307 жиз ХИВОПЙСеЦ, -сца α. ζωγράφος. ЖИВОПИСНО επίρ, γραφικά, θελκτικά. ЖИВОПИСНОСТЬ, -И θ. γραφικότητα, ζωγραφιά, ομορφιά. живописный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 ζωγραφικός. 2 γραφικός, θελκτικός. 3 μτφ. (για ύφος) περιγραφικός, ζωντανός, εκφρα- εκφραστικός. живопись, -и θ. ζωγραφική· акварельная - υδατογραφία, νερομπογιά, ακουρέλα· - маслен- ными красками.ελαιογραφία· фресковая - νω- νωπογραφία, φρέσκο, стенная - τοιχογραφία· по- постельная - ή - сухими красками κρητιδογρα- φία, παστέλ· выставка -и έκθεση ζωγραφικής. ЖИВОрёз, -а α. (απλ.) σφαγιαστής, σφάχτης, κακούργος· ληστής. живородящий επ., βρ: -дящ, -а, -е ζωοτό- ζωοτόκος· -ая ящерица σαύρα που γεννά ζωντανά. живорождение, -я ουδ. ζωοτοκία. живорыбный επ. - садок ιχθυοτροφείο. живосечение, -я ουδ. βλ. вивисекция. ЖИВОСТЬ, -И θ. ζωντάνια, ζωηρότητα, ζωη- ζωηράδα· ζωτικότητα· с -ЬЮ ζωηρά· - изложения ζωντάνια αφήγησης· - картины η ζωντάνια της εικόνας. ЖИВОТ? -а α. κοιλιά· ВЗДУТЫЙ - φουσκωμένη κοιλιά. живот? -а α. (παλ.) ζωή· ни на -, а на смерть μέχρι θάνατο, μέχρι τελευταίας πνοής. ЖИВОТ3, -а α. (παλ.) ζώο εργατικό (συνήθως το άλογο). Ι! πλθ. -Ы, -ΟΒ περιουσία, πλούτος. ЖИВОТВОРИТЬ р.δ.μ. (παλ.) ζωογονώ, τονώνω. II -СЯ ζωογονούμαι, τονώνομαι. ЖИВОТВОРНОСТЬ, -И θ. ζωογόνηση, τόνωση. животворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно ζω- ογονικός, ζωογονητικός, ζωογόνος. животворящий επ. από μτχ. βλ.животворный. животник. -а α. κοιλίτσα. ЖИВОТЙна, -Ы θ. (απλ.) κατοικίδιο ζώο. ЖИВОТНОВОД, -а α. κτηνοτρόφος, ζωοτρόφος. ЖИВОТНОВОДСТВО, -а ουδ. κτηνοτροφία, ζωο- τροφία. животноводческий επ. κτηνοτροφικός· -ие КОЛХОЗЫ κτηνοτροφικά κολχόζ. животное, -ого ουδ. 1 ζώο, κτήνος· безпо- звоночные -ые ασπόνδυλα ζώα· домашние -ые κατοικίδια ζώα· ХЙшное -ое αρπαχτικό ζώο· млекопитающие -ые τα θηλαστικά ζώα· двухно- гое - δίποδο ζώο· ВЬЮЧНОе - φορτηγό ζώο, υ- υποζύγιο· всеядное - παμφάγο ζώο· сумчатое - μαρσιποφόρο ζώο. II ζωική ύπαρξη. 2 μτφ. ά- άξεστος, απολίτιστος, αιιαθής, βλάκας. ЖИВОТНЫЙ επ. 1 ζωικός· - организм ζωικός οργανισμός· - мир, -ое царство ζωικό βασί- βασίλειο. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) ζωώδης, κτηνώδης. животрепещущий επ. σπαρταριστός· -ая ры- рыба σπαρταριστό ψάρι. II (αστ.) που τρίζει, ΐα- λαντευόμενος, ετοιμόρροπος. II μτφ, φλέγων, επίκαιρος, επίμαχος· συνταρακτικός*-, - во- вопрос φλέγον ζήτημα- -ЭЯ Тема επίκαιρο θέμα· -ие новости συνταρακτικές ειδήσεις, (νέα). живучесть, -И θ. ζωηρότητα· ζωτικότητα. живучий επ., βρ: -вуч, -а, -е. 1 ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός· -ая женщина δρα- δραστήρια γυναίκα (γοργόνα). 2 μτφ. σταθερός, γερός· ζωηρός, σφριγηλός. ЖИВЧИК, -а α. 1 βλ. живёц. 2 (απλ.) ζωη- ζωηρός, ευκίνητος άνθρωπος. 3 μυς ο μεγάλος, ο ζυγωματικός. 1- σπερματοζωάριο, ζωοσπερμιο. ЖИВЬё, -Я ουδ. (διαλκ.) αθρσ. τα ζωντανά. живьём επίρ, ζωντανός· - проглотила кош- кошка рыбку ζωντανό κατάπιε (καταβρόχθισε) η γάτα το ψαράκι- - захватить ΚΟΓΟ-Η. πιάνω ζωντα- ζωντανό κάποιον - никому не сдаваться ζωντανός κανένας να μην παραδοθεί. II (διαλκ.) όπως- όπως· γρήγορα, βιαστικά. жигалка, -И θ. μύγα που κεντά. жигануть ρ.σ.μ. (απλ.) καίω, ζημιώνω· ОН меня -ул на тысячу рублей αυτός μου έκανε ζημιά χίλια ρούβλια. II χτυπώ, βιτσίζω, μα- μαστιγώνω. ЖИД, -а α. 1 (παλ.) Εβραίος. 2 (χλευαστι- (χλευαστικά) Οβριός. жидкий επ., βρ: -док, -дка, -дко; жиже. 1 υγρός· ρευστός- -ие тела υγρά σώματα· -ое ТОПЛИВО υγρό καύσιμο· -ое состояние , υγρή κατάσταση· -ое мыло ρευστό σαπούνι. 2 υδα- υδαρής, νερουλός· - суп νερουλή σούπα, νερο- μπούλι. 3 αραιός, άπυκνος, σποραδικός· -ие волосы αραιά μαλλιά. 4· (για ήχους) χαμηλός, αδύνατος. 5 μαλακός, μαλθακός· -ие мускулы μαλακοί μύες. II ισχνός, λεπτός. II ασταθής. 6 *μτφ. μη εμπεριστατωμένος, φτωχός στο περιε- περιεχόμενο. ЖИДКОСТНЫЙ επ. υγρός, υδατώδης· ρευστός. ЖИДКОСТЬ, -И θ. 1 υγρό· СОСуд С*-ЬГО δο- δοχείο1 με υγρό. 2 αραιότητα. II ηχηρότητα αδύ- αδύνατη. ЖИДОВка, -И θ. (χλευαστικά) Οβριά. ЖИДОВСКИЙ επ. (χλευαστικά) οβρέικος. жижа, -и θ. χυλός, χύλιαμα· навозная - χυλοποιημένο λίπασμα. II χυλός σούπας. ЖИЖе συγκρ. β. του επ. ЖИДКИЙ. жижесборник, -а α. κοπρώνας. жижица, -ы θ. (υποκορ.) βλ. жижа. Жизнедеятельность, -И θ. ζωική δραστηριό- δραστηριότητα, ζωτικότητα. жизнедеятельный επ., βρ: -лен, -льна, -о. 1 ζωτικός. 2 μτφ. δραστήριος, ενεργητικός. ЖНЗНелюб, -а α. φιλόζωος, που αγαπά Γη ζωη. жизнелюбец, -бца α. βλ. жизнелюб. жизнелюбивый επ., βρ: -бив, -а, -ο φιλό-
ζωος. жизнелюбие, -Η^ουδ. φιλοζωία, αγάπη για' τη ζωή. ЖЙЗНеННОСТЬ, -И θ. 1 ζωτικότητα, ζωτική δύ- δύναμη· - организма ζωτική δύναμη του οργανι- σμού. 2 προσέγγιση της πραγματικότητας, της ζωής. жизненный επ., βρ: -знен, -зненна,-зненно. 1 της ζωής· - ОПЫТ η πείρα της ζωής· - путь η πορεία της ζωής· - процесс η εξέλιξη της ζωής· -ые припасы τα προς του ζειν τρόφιμα. '2 ζωτικός· -ое пространство ζωτικός χώρος·- -ые интересы ζωτικά συμφέροντα. ЖИЗНвОЕИСание, -Я ουδ. βιογραφία, ζωή,βί- ζωή,βίος· - великих ЛГОДёЙ η ζωή των μεγάλων αν- ανδρών - мучеников о βίος των μαρτύρων, μαρ- τυρολόγιο. жизнеощущение, -Я ουδ. η αίσθηση της ζωής. жизнепонимание, -я ουδ. αντίληψη της ζωής. жизнерадостно επίρ. χαρούμενα. жизнерадостность, -и θ. χαρά της ζωής. жизнерадостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно χαρούμενος, χαρωπός. ЖИЗНеСПОСОбНОСТЬ, -И θ. βιωσιμότητα. жизнеспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно βιώσιμος. жизнестойкий επ., βρ: -стоек, -стойка, -о ανθεκτικός, αντοχής, βασταγερός. жизнестойкость, -и θ. ανθεκτικότητα στις δυσκολίες της ζωής. жизнеутверждающий ε π. γεμάτος ζωντάνια, ζω- ζωτικότητα· ζωοποιός, ζωοδότης. жнзнодавец, -вца α. (εκκλσ.) ζωοδότης. ЖИЗНЬ, -И θ. 1 ζωή (κίνηση της ύλης) ΒΟ3- никовёние -и на Земле η εμφάνιση της ζωής στη Γη. 2 διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου· остаток -И о υπόλοιπος χρόνος της ζωής. 3 ° τρόπος της ζωής· общественная - κοινωνική ζωή· хозяйс- хозяйственная - страны οικονομική ζωή της χώρας· образ -и ο τρόπος της ζωής· праздная - τε- τεμπέλικη ζωή. II βίος, ζωή· семейная - οικο- οικογενειακή ζωή· духовная - πνευματική ζωή·СИ- дячая - καθιστική ζωή· борба за - αγώνας για επιβίωση· вопрос -И. И смерти ζήτημα ζωής ή 6ανάτου· зажиточная - ευπορία, καλοπέραση· средства К -И τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν зарабатывать на - κερδίζω (βγάφ)τα του ζειν ЛИШИТЬ себя -И δίνω τη ζωή μου,αυ- τοκτονώ· - бьёт КЛЮЧОМ η ζωή βράζει ή σφύ- σφύζει· никогда в -и ποτέ στη ζωή· покушение на - απόπειρα φόνου· Обычная - συνηθισμένη ζωή· - ведЙКИХ людей η ζωή των μεγάλων ανδρών. II εκφρ. дать - кому γεννώ, φέοω στο φως, στον κόσμο· прожигать - βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες· подруга -И το έτερον ή- ιμισυ (σύζυγος)· право -и и смерти δικαίωμα ζωής και θανάτου· условия -И συνθήκες ζωής· между -Ы0 и смертью, μεταξύ ζωής και θανά- θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου· -И не рад δυσαρεστημένος απο τη ζωή· ни В -; В - (ή В -и) не... ποτέ στη ζωή. *ЖИКЛ8р, -а α. σωλήνας εκροής, ακροοτόμιο . II εκτοξευτήρας, -τής αερίου ή υγρού. хила1, -ы θ. 1 φλέβα· -ы надулись οι φλέ- φλέβες φούσκωσαν кровь течёт В -ах - το αίμα κυλά στίς φλέβες. II τένοντας (νεύρο). 2 με- ταλλοφόρο σημείο (μέρος)· рудная - μεταλλο- φόρα φλέβα· золотоносная - χρυσούχα φλέβα. 3 κλωνί καλωδίου. ЖИЛа^ ~Ы α.κ.θ. (απλ.) τσιγγούνης, τσι- φούτης. *ЖИЛеТ, -а α. γιλέκο. жилетка, -и θ. γιλέκο. жилетный επ. του γιλέκου· - карман η τσέ- τσέπη του γιλέκου. жилец, -льца α. 1 (παλ.) κάτοικος. 2 ε- ενοικιαστής, νοικάρης· ένοικος· - нанимающий у другого -льца υπεκμισθωτής, υπενοικιαστής. II еиерр. не - (в белом свете) λίγη είναι η ζωή του, λίγο είναι το ψωμί του. ЖИЛИСТЫЙ, επ., -лист, -а, -о. 1 νευρώδης, γεμάτος τένοντες. 2 φλεβώδης, γεμάτος φλέβες. ЖИЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ ρ.δ. (απλ.) μανουβρά- ρω, κάνω μανούβρες, άνομες, άδικες πράξεις· αποφεύγω να επιστρέψω ката,. II -СЯ 1 προσπα- προσπαθώ πολύ, κοπιάζω, σφίγγομαι, βάζω τα δυνα- δυνατά μου. 2 τσιγγουνεύομαι. жилица, -ы θ. (παλ.) βλ. жилец. ЖИЛИЧКа, -И θ.(υποκορ,) βλ. жилец Bσημ.). ЖХЛИЩе, -а ουδ. κατοικία, οικία, οίκημα, οίκος, σπίτι. επ, της κατοικίας· -ое СТроЙ- тельство οικοδόμιση κατοικιών, χτίσιμο σπι- σπιτιών - фонт κεφάλαιο (κονδύλιο) οικοδόμι- σης κατοικιών ~ые условия συνθήκες στέγα- στέγασης· - вопрос ζήτημα στέγασης. II του οικι- οικισμού. ЖЙЛХа, -И θ. 1 φλεβίτσα. 2 ίνα (στα φύλ- φύλλα των φυτών και φτερούγες εντόμων). 3 ρά- βδωση (σε μάρμαρο, μέταλλο). 4 μτφ. κλίση, ταλέντο· поэтическая - ποιητική φλέβα· ли- литературная - λογοτεχνική φλέβα. II εκφρ. πο- пасть В -у τα καταφέρω θαύμα, ευοδώνω. ЖИЛКОВание, -Я ουδ. νεύρωση· ίνες (στα φύλλα των φυτών και στις φτερούγες των εντό- εντόμων) . ЖИЛО, -а ουδ. (παλ.) κατοικία, οίκημα, οί- οίκος, σπίτι, ενδιαίτημα. жиловатый επ., βρ: -ват, -а, -о (απλ.)βλ. жилистый. ЖИЛОЙ επ. της κατοικίας, για κατοικία·-Ое
ЖЕ* 309 помещение κατοικία, κατοικισιμος χώρος· дом σπίτι, οικία, κατοικία. II κατοικούμενος, κατοικημένος· Йта комната не -ая αυτό το δω- δωμάτιο είναι ακατοίκητο (ελεύθερο)· -όβ κό- мнаты κατοικημένα (πιασμένα) δωμάτια. ЖИЛОЧКа, -И θ. 1 φλεβίτσα. II μικρή ίνα, κλωστίτσα. ЖИЛОЛОЦаДЬ, -И θ. ο κατοικούμενος χώρος, η κατοικία σε τετραγωνικά μέτρα· ο κατοική- κατοικήσιμος χώρος. жилстроительный επ. της οικοδόμησης οικυών. ЖИЛСТрОЯТеЛЬСТВО, -а ουδ. οικοδόμηση κα- κατοικιών, χτίσιμο σπιτιών. КЫулраВДёнке, -Я ουδ. διεύθυνση κρατικών κατοικιών. ' ЖЖЛфОНД, -а α. κεφάλαιο οικοδόμησης κα- κατοικιών. жильё, -я ουδ. 1 κατοικήσιμο μέρος. 2 κα- κατοικία, σπίτι, οικία· В поисках -Я για ανα- αναζήτηση κατοικίας. 3 διαμονή. » (παλ.) όρο- όροφος, πάτωμα. ЖИЛЬНЫЙ επ. 1 (γεωλ) ραβδωτός, γραμμωτός, -ая порода πέτρωμα επαφής. 2 φλεβικός. ЖКМ, -а α. (αθλητ.) το ντεβελοπέ. ЖИМОЛОСТНЫЙ επ. του αγιοκλήματος· απο α- αγιόκλημα. ЖИМОЛОСТЬ, -И θ. αγιόκλημα, αιγόκλημα. ЖЕНКа, -и θ. (διαλκ.) η σύζυγος, γυναίκα. жир, -а (-у), προθτ. о -е, В -у, πλθ. -ы α. λίπος· πάχος, ξύγκι· στέαρ· растительный - φυτικό λίπος* животный - ζωικό λίπος· рыб- рыбный - ψαρόλαδο, ιχθυέλαιο. II μουρουνέλαιον, μουρουνόλαδο, ηπατέλαιο· *ХИраНДОЛЬ, -И θ. (παλ.) πολύφωτο, καντηλέρι. *ЖИраф, -а α. к. Жирафа, -Ы θ. καμηλοπάρ- καμηλοπάρδαλη. ЖИреТЬ Ρ.δ. παχα ί νω. жирник, -а α. (διαλκ.) καντήλι. ЖИРНОМОЛОЧНОСТЬ, -И θ. περιεκτικότητα βου- βουτύρου στο γάλα. ЖИРНОМОЛОЧНЫЙ επ. που δίνει λιπαρό γάλα· - СКОТ ζώα που δίνουν λιπαρό γάλα. ЖИРНОСТЬ, -И θ. λιπαρότητα, περιεκτικότη-"- τα σε βούτυρο. II παχύτητα, παχυσαρκία. ЖЙрннЙ επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 λιπα- λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός· -ая пища λιγδερή τρο- τροφή· -ое мясо παχύ κρέας· - обед λιπαρό φα- φαγητό. II απο λίπος· -ое ПЯТНО λεκές απο λί- λίπος. 2 παχύς, χοντρός, παχύσαρκος. II (για φυτά) ζωηρός, ζουμερός, γεμάτος, θραφερός. 3 .μτφ. ποιοτικός, καλής ποιότητας· -ая Йз- весть ασβέστη σαν γιαούρτη· -ая земля πα- παχιά γη. Α- μτφ. πηχτός, παχύρρευστος· -ая грязь πηχτή λάσπη. 5 Χοντρός, εξογκωμένος, μεγάλος· - шрифт χοντρά στόχε ία τύπου· - за- заголовок μεγάλη επικεφαλίδα· ~ые буквы χο- χοντρά γράμματα. II εκφρ. - кусок κέρδος ανε- πάντεχο, κελεπούρι· жирно будет θα είναι πά- πάρα πολύ. " *ЖЙро ουδ. άκλ. οπισθογράφηση (συναλλαγμα- (συναλλαγματικής, γραμματίου κλπ.). жирование, -я ουδ. 1 λίπανση. 2 βλ. жи- жировка? ЖИроваТЬ, -рую, -руеШЬ р.δ.μ. 1 λιπαίνω· - кожу λιπαίνω το δέρμα. 2 -рует (κυνηγ.) τρώγω, βοσκώ· περιφέρομαι· зверь тут -ал το θηρίο εδώ περιφέρονταν. 3 (για δέντρα) ανα- αναπτύσσομαι, μεγαλώνω (σε βάρος της καρποφο- ρίας). ЖИРОВИК, -а α. 1 λίπωμα (όγκος καλοήθης). 2 βλ. жирник. жировка, -и θ. 1 λίπανση. 2 βοσκότοπος. 3 βλ. жироприказ. жировой επ. λιπώδης, λιπαρός· -ая ткань о ατεατώδης ιστός. ЖИрОК, -рка α. ξυγκάκι. ЖИрОНДа, -Ы θ. Γιρόνδα, το κόμμα των γι- ρονδίνων. II μτφ. γιρονδισμός, κόμμα που κλί- κλίνει για συνδιαλλαγή με τους αντεπαναστάτες. жирондист, -а α. γιρονδίνος. ЖИРОНДИСТСКИЙ επ. γιρονδιακός. Жиропот, -а α. σαριά (λιπώδης ουσία των μαλλιών των προβάτων). жироприказ, -а α. οπισθογράφηση σε (εις) διαταγή( ν). жироскоп, -а α. βλ. гироскоп. жиротопление, -Я ουδ. το λιώσιμο λίπους σκοτωμένων ζώων. житейский επ. της ζωής· του κόσμου·- ОПЫТ η πείρα της ζωής. II καθημερινός, συνηθισμέ- συνηθισμένος· -ие дела и заботы οι καθημερινές υπο- υποθέσεις και φροντίδες. II εκφρ. дело -ое συ- συνηθισμένο φαινόμενο (τίποτε το παράξενο). житель, -Я α. -ница, -ы θ. ο, η κάτοικος· городской - πολίτης, κάτοικος πόλης· сёль- ский -, деревенский - χωρικός· коренной αυτόχθονας, ιθαγενής, ντόπιος· горный - βου- βουνίσιος, ορεινός, ορεσί3ιος κάτοικος. жительство, -а ουδ. διαμονή· место (по- (постоянного) -а τόπος (μόνιμης) διαμονής· Πθ- ременйть место -а αλλάζω τόπο δι.αμονής· не- неудобный ДЛЯ -а ακατάλληλος για διαμονή· II еифр. вид на - βλ. вид. жительствовать, -ствую, -ствуешь ο.δ. (παλ.) διαμένω, διαβιώ, ζω. ЖЛТИе, -Я ουδ. ο βίος των αγίων (σαν λο- γοτεχνι.κό κ. βιογραφικό έργο). II (παλ.) ζωή · беззаботное - αμέριμνη ζωή. житийный επ. αγι.ογραφικός· -ая литература αγιογραφική λογοτεχνία. ЖИТНИК, -а α. (διαλκ.) ψωμί, άρτος. ЖИТНИЦа, ~Ы θ. 1 (παλ.) αμπάρι. 2 μτ<Γ.
σιτοβολώνας, ψωμομάνα. ЖИТНЫЙ ε гг. δημητριακός, απο δημητριακά. ЖИТНЯК, -а α. είδος χορτονομής. ЖЙТО, -а ουδ. (διαλκ.) σίκαλη, βρίζα·κρι- βρίζα·κριθάρι· δημητριακά. жить, живу, живёшь; παρλθ. χρ. жил, ~ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили); επιρ. μτχ. живя к. (απλ.) живучи р.δ. 1 ζω, βιώ· я живу только для вас ζω μόνο για σας· цвета не могут - в те- темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι· МЫСЛЬЮ о родине ζω με τη σκέψη για την πα- πατρίδα. 2 κατοικώ, διαμένω, μένω· он живёт В Афинах αυτός ζει στην Αθήνα· отец живёт в провинции о πατέρας ζει στην επαρχία. 3 ζο- ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ· - собс- собственным трудом αττοζώ με τη δουλειά μου. 4 διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ· он вивёт богато αυ- αυτός ζει πλούσια· - в довольстве καλοζώ, ευ- ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα· - зажй- точно ευπορώ· - барином ζω αρχοντικά· - чес- честно ζω τίμια· - на широкую ногу ζω πλουσι- πλουσιοπάροχα. 5 συζώ, αυμβιώ. 6 έχω ερωτικές σχέ- σχέσεις· она жила со многими αυτή τα 'χε με πολλούς. II εκφρ. мне надоело - βαρέθηκα τη ζωή· ЖИЛ-бЫЛ μια φορά κι έναν καιρό· - пома- леньку ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα· прика- приказал (ή велел) долго - μας άφησε χρόνους(πέ- χρόνους(πέθανε)· - надеждой ζω με τήν ελπίδα· - своим умом (ή разумом) μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου. II -СЯ ζω, διαβιώ (για συνθήκες). ЖИТЬё, -Я ουδ. ζωή, βίος (για συνθήκες )· солдатское - η ζωή του στρατιώτη· ему пло- плохое - αυτός ζει (περνά) άσχημα· ЖИТЬё-Пытьё τρόπος ζωής· ему - αυτός ζει πλουσιοπάροχα· нет -Я ζωή ανυπόφορη. ЖИТЬИШКО, -а ουδ. (απλ.) παλιοζωή. ЖМОТ, -а α. (απλ.) τσιγγούνης, τσιφούτης, εζηνταβελόνης, σπαγκοραμμένος. жмурить ρ.δ.μ, μισοκλείνω, χαμηλώνω τα 3λέφαρα, οκαρδαμύσσω· - глаза μισοκλείνω τα μάτια. II -СЯ μιροπλείνομαι, αυνοφρυώνομαι. ЖМУРКИ, -рок ιλθ. τυφλόμυγα (παιγνίδι). ЖМЫХИ, -ΟΒ κ. -ΟΒ πλθ. ελαιόπιττες, ελαι- οπλακούντες. ЖМЫХОВЫХ επ. απο ελαιόπιττες· - корм ζωο- ζωοτροφή απο ελαιόιιττες. ЖМЫХОДробЙЛХа, -И θ. ελαιοπλακουντοθραύ- *;ΐης (μηχανή). ЖНёЙка, -и θ. θεριστική μΓχανή. ЖНвЦ, -а α., -Н1:ца, -Ы θ. Θεριστής, -υρια. ЖНея, -Й 0. 1 (παλ.) Θερίστρια. 2 βλ. жнёлка. жнива, -ы θ. (διαλκ.) βλ. жну.вьё. жниво, -а ουδ. (διαλκ.) 1 βλ. жнивьё Ο» 2, 3 σημ.). 2 θέρος, θερισμός, θέρισμα · εποχή θερισμού. жнивьё, -я,πλθ. жнивья, -ьев ουδ. 1 χωρά- χωράφι ανόργωτο (μετά το θέρισμα). 2 καλαμιές (που μένουν μετά το θέρισμα). 3 (διαλΟ θέ- θέρος (εποχή). *ЖОКёЙ, -Я α., -ка, -и θ. τζόκεϋ, ιππαστής. II ιπποκόμος. ЖОКёЙСКИЙ επ. του τζόκεϋ, του ιππαστή. ЖОЫ, -а α. πρατήριο· маслобойный - ελαι- οπιεστήριο. *ЖОНГЛёр, -а α. ταχυδακτυλουργός, τερα- τουργός. ЖОНГЛёрский επ. ταχυδακτυλουργικός, τερα- τουργικός. ЖОНГЛёрство, -а ουδ. ταχυδακτυλουργία. ЖОНГЛЙрованне, -Я ουδ. ταχυδακτυλουργία. жонглировать, -руга, -руешь р.δ. κάνω, ε- εκτελώ ταχυδακτυλουργίες. II κάνω, διαπράττω απάτες. ЖОр, -а α. τσίμπημα δυνατό του δολώματος. ЖОХ, -а α. (απλ.) καταφερτζής, καπάτσος. жратва, -Ы θ. (απλ.) μάσα, τροφή, φαγητό. жрать, жру, жрёшь; жрал, -а, -о р.δ.(απλ.) μασώ, τρώγω· нечего - δεν υπάρχει τίποτε για να μασήσω. жребий, -я α. 1 λαχνός, κλήρος· тянуть - τραβώ κλήρο· бросить - ρίχνω τον κύβο (ζάρι)· достаться по - Ю κερδίζω με τον κλήρο. 2 μτφ. τύχη, μοίρα, γραφτό*, μοιραίο. II εκφρ. - брошен о κύβος ερρίφθη. жрец, -а α., -йца, -ы θ. 1 ιερέας, ιέρια (της αρχαιότητας)· θύτης. 2 μτφ. θεράπων - искусства θεράπων της Τέχνης· -цы науки θε- θεράποντες της επιστήμης. жреческий επ. ιερατικός· -ая каста ιερα- ιερατική κάστα. жречество, -а ουδ. ιερατείο. II το αξίωμα του ιερέα, του θύτη. ЖРУН, -а α., -ЬЯ, -И θ, (απλ.) φαγάς, φαγού, жужелица, -ы θ. κάραβος. Жужжание, -Я ουδ. βόμβος, βούισμα, βουητό· ζιζίνισμα, ζουζούνισμα (για έντομα, πτηνά). жужжать, -жжу, -жжйшь ρ.δ. βομβώ, βουίζω, ζιζινίζω, ζουζουνίζω. II μτφ. επαναλαβαίνω συ- συχνά. II σφυρίζω· пули -жжат над головой οι σφαίρες σφυρίζουν πάνω απο το κεφάλι. II θο- θορυβώ· что ты -жжйшь над ухом? τι μου βουί- βουίζεις στ' αυτί; жуир, -а ос. (παλ.) απολαυστής. *жуйровать, -руга, -руешь р.δ. (παλ.) απο- λααβάνω, χαίρω,ευχαριστούμαι, τέρπομαι. жук1, -а. α. κάνθαρος, σκαραβαίος, σκαθάρι, απούρμπουλας· майский - μηλολόνθη, χρυσο- κάνθαρος· навозный - κοπρίονας, κοπροδίαι- τος κάνθαρος· - могильщик κάνθαρος νεκροφό-
жук ΟΙ 1 за πτωματοδίαιτος. * -а α. (απλ.) απατεώνας μεγάλης ολ- ολκής. жулик, -а α. λαθροχέρης, κλέφτης, λωποδύ- λωποδύτης. Ιί απατεώνας. ЖуЛИХОВатоСТЬ, -И θ. κλίση (τάση) για λω- ποδυσία. жуликоватый επ., βρ: -ват, -а, -о λωπο- δύτικος· - ВИД λωποδΰτικη όψη. II με λωποδύ- τικη κλίση· - человек άνθρωπος με λωποδύτι- κη κλίση. Жульё, -Я ουδ. (αθρσ.) οι λωποδύτες, οι λαθροχέρηδες. ЖуЛЬВЖЧаТЬ р.δ. λαθροχειρώ, κλέβω* κάνω α- απάτες, κατεργαριές· - в игре κάνω απάτες στο παιγνίδι, κλέβω. жульнический επ. λωποδύτικος. хульничвСТВО, -а ουδ. λωποδυσία· απάτη. *жупан, -а α. Ικαφτάνι κοντό. 2 (παλ.) δι- διοικητής νοτιοσλάβικης περιοχής. жупел, -а α. σκιάχτρο, φόβητρο. журавель, -вля α. (διαλΟ βλ. журавль. журавлёнок, -нка, πλθ. -ята, -ят α, γε- γερά νάκ ι. журавЛИННИ επ. γεράνιος, του γερανού. II σαν του γερανού· -ая походка βάδισμα γερα- γερανού· -ые НОГИ πόδια σαν του τσικνιά. журавль, -Я α. -йха, -ив. 1 γερανός, γερα- γερανός (πτηνό). 2 κηλώνιο, γεράνι (μακρύ ξύλο με το οποίο βγάζουν νερό απο το πηγάδι). журЙТЬ р.δ.μ. μαλώνω, επιπλήττω· στολίζω. II -СЯ (διαλκ.) θλίβομαι, λυπούμαι κατάκαρδα. * журнал, -а α. 1 περιοδικό· επιθεώρηση· „Наука Ζ жизнь" το περιοδικό „Επιστήμη και ζωή". - МОД περιοδικό μόδας (φιγουρίνι)· на- направление -а το χρώμα (τάση) του περιοδικού, 2 κατάλογος, πίνακας, βιβλίο εγγραφής· школь- школьный - ο σχολικός κατάλογος· судовой - ημε- ημερολόγιο πλοίου·. - заседаний πρακτικό συνε- συνεδριάσεων, II πρωτόκολλο· - ВХОДЯЩИХ πρωτό- πρωτόκολλο εισερχομένων (εγγράφων)· занести В - καταγράφω έγγραφο, πρωτοκολλώ. Журналист, -а α., -ТКЭ, -И θ. ο, η δημο- δημοσιογράφος. журналистика, -И θ. δημοσιογραφία, II δη- δημοσιογραφικά έργα. журналистский επ. δημοσιογραφικός. журнальный επ. του περιοδικού· -ая статья άρθρο περιοδικού.· *журфШСС, -а α. (παλ.) καθορισμένη μέρα. Журчание, -Я ουδ. κελάρυσμα. II μουρμούριομα. журчать, -ЧЙΤ ρ.δ. κελαρύζω, II μουρμουρίζω. жуткий επ., βρ: -ток,-тка,-ο φοβερός, στυ- στυγερός, φρικώδης, απαίσιος. ЖуТКО επίρ. 1 φοβερά κλπ. επ. 2 ως κατηγ. φοβούμαι· мне - με πιάνει ο φόβος· мне что- то - έχω κάποιο φόβο, ανησυχώ. 3 (απλ.) πο- πολύ, εξαιρετικά, φοβερά, τρομερά. жуТКОСТЬ, -И θ. φόβος, προαίσθημα κακού.II εκφρ. до -и βλ. жуть. ЖУТЬ, -И θ. 1 φόβος, δέος,τρόμος, φρίκη.2 με σημ. κατηγ. βλ. жутко B|σημ. ), II εκφρ. ДО -И σε αφάνταστο βαθμό, πάρα πολύ. жухлый επ., βρ: жухл, -а, -о ξεθωριασμέ- ξεθωριασμένος, ξεβαμμένος, ξέθωρος. II (για χλόη, φύλλα) μαραμένος, αθαλής· ξηραμένος. ЖУХНУТЬ, -Нет р.δ. ξεβάφω, ξεθωριάζω, αλ- λαζοθωρ ιάζω. II μαραίνομαι, μαραγκιάζω, ζου- ριάζω· ξηραίνομαι. жучить, -чу, -ЧИШЬ р.δ.μ. (απλ.) νουθετώ, παραινώ, ορμηνεύω, διατάζω. жучок, -чка α. 1 μικρός κάνθαρος, σκα- θαράκι. 2 ξυλοφάγος (έντορο). 3 ηλεκτρι- ηλεκτρική ασφάλεια (απο μικρό κλωνί καλώδια). *ЖИри άκλ. 1 ουδ. (αθρσ.) οι κριτές, η κριτική επιτροπή. 2 α. (παλ.) αθλ. διαιτητής. 3 8а πρόθεση με αιτ. ή οργανική. 1 πέρα(ν), έξω· жить - городом ζω έξω απο την πόλη· пределами πέραν των ορίων, έξω απο τα όρια· ВЫЙТИ - дверь βγαίνω έξω απο την πόρτα* уё- хаТЬ - 'Границу φεύγω για το εξωτερικό·- ΜΟ- рем, - морями πέραν των θαλασσών. 2 πίσω, όπισθεν, κοντά* запереть дверь - собой κλεί- κλείνω πίσω μου την πόρτα· идите - МНОЮ ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)· он уехал вскорь - ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά απο 'κείνον - садом πίσω απο τον κήπο· заложить руки СПИНКУ βάζω τα χέρια πίσω- ГОНЯТЬСЯ - ΠΟ- честями επιδιώκω τιμές· он пишет мне письмо - ПИСМОМ μου γεάφει γράμματα το ένα κοντά τ' άλλο· спрятаться ~ шкрмы κρύβομαι πίσω α- απο το παραβάνι· он оставил его далеко - Со- Собой τον άφησε μακριά πίσω του· у него КИ - собой ни - женой δεν έχει τίποτε ούτε αυ- αυτός ούτε η γυναίκα του. 3 Υ1·01, διά· ОН на- казан за свою вину αυτός τιμωοήθηκε για το σφάλμα του· ВСТУПИТЬСЯ - КОГО παίρνω το μέ- μέρος κάποιου· просить - кого παρακαλώ γαχ κά-
за ваа ποιον работать - двоих δουλεύω για δυο. кого вы меня принимаете για ποιόν με περνά- περνάτε· ручаться - кого εγγυώμαι για κάποιον Я купил ото - десять рублей το αγόρασα για δέ- иа ρούΒλια· благодарить - ...ευχαριστώ για... все - одного, один - всех όλοι. για τον ένα, ο ένας -για. όλους· - наличные деньги σε με- μετρητά (τοις μετρητοίς)· платье ото прелес- прелестно, - ТО же ОНО И дорого το φόρεμα αυτό εί- είναι θαυμάσιο, γι' αυτό είναι και ακριβό· ВЫ- дают - достоверное το παρουσιάζουν για έ- έγκυρο· я бранил его - леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του· - раз, - ОДИН раз για μια φορά· я зайду, - вами в два часа θα σας επι- επισκεφτώ στις δυο η ώρα· послать - лекарством στέλλω για φάρμακο· ХОДИТЬ - Детьми πηγαίνω για τα παιδιά· он смотрит - моим домом αυ- αυτός επιβλέπει το σπίτι μου. II (σημαίνει σκο- σκοπό)· - великое дело για μεγάλο έργο-бороть- έργο-бороться - Первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλη- πρωτάθλημα. 4 αντί, για· ОКО - δκο οφθαλμόν αντί ο- ωθαλμού· зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος. 5 υπέρ· говорить - и против μιλώ υπέρ και κα- κατά* (στην ψηφοφορία)· кто -? ποιος είναι υ- υπέρ; СТОЯТЬ - правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)· - кем ή - чем дело стало για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται. 6 (για χρόνο) κατά, την ώρα· ύτο случилось - Обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού. 7 απο· взять за руку πιάνω απο το χέρι· повесить за ноги κρεμώ απο τα πόδια· водить за нос σέρνω απο τη μύτη· бросить - ОКНО ρίχνω α- απο χ ο παραθύρι· схватить кого за ворот πιά- πιάνω κάποιον απο το γιακά· приниматься - ра- работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά· заткнуть что За ПОЯС κρεμώ κάτι απο τη ζώνη. 8 στον, στην, στο· сесть - стол, за обед, - ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι-, στο γεύμα, στο δείπνο· сидеть - столом, - обедом, - ужи- ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο· он даёт - дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές· - ваше здоровье στην υγεία σας. 9 (σημαίνει απόσταση)· - версту от сюда ένα ρέρατιο απ' εδώ. 10 προς· нога за ногу, шаг - шагом βήμα προς βήμα. 11 με· она вышла - военного αυτή παντρεύτηκε (με) στατιωτικό. 12 λόγω, για λόγους, για, ένε- ένεκα, εξ αιτίας· σαν, ως· - неспособностью λό- λόγω ανικανότητας· - старостью лет σαν παρή- λικος· награждать - службу βραβεύω για υπη- υπηρεσία· - недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου. 13 εν, κατά· - отсуствием εν απου- απουσία, απόντος. 14 (για εργασία, ασχολία)· ВЗЯТЬСЯ - работу πιάνω τη δουλειά· ВЗЯТЬСЯ - перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω. 15 μέσα, εντός, στον, στην, στο· держать, Спря- Спрятать камень - пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό). 16 αντί, για, στη θέση· расписаться - брата υπογράφω για τον αδερφό. 17 (διάφορες επί μέρους σημασίες)· - вами остаётся ещё два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια· запишите ото - МНОЮ γρά- γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρω- χρωστώ εγώ)· - МОЙ Счёт με δικά μου έξοδα· всеми расходами осталось ещё сто рублей α- αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια· ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα· чтоза шум? τι θόρυβος είν' αυτός· 5то было - время... αυτό έγινε τον καιρό... II (με την ιδιότητα) - ПОДПИСЬЮ министра με την υπογρα- υπογραφή του υπουργού· - ΤΟ (αντιδιαστολή) γι' αυ- αυτό. II σαν, ως, για· признать- благо ευδο- ευδοκώ, συγκατανεύω. II (αντικείμενο ;επιδίωξης)· охотиться - куропатками κυνηγώ πέρδικες. II (άλλες σημασίες)· ВЗЙТЬСЯ - оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)· - исключением εξαιρέ- εξαιρέσει, εκτός· он - всё сердится όλα του φταί- φταίνε· заработок за год οι ετήσιες αποδοχές· неделю, - месяц σε μια βδομάδα, α' ένα μή- μήνα· НИ - ЧТО με κανένα τρόπο. 38... (πρόθεμα) Ι μ1 αυτό σχηματίζονται ρήματα με τις εξής σημασίες: 1 έναρξη, αρ- αρχή ενέργειας, δράσης: зааплодировать, за- запеть κλπ. 2 επίτευξη αΐτοτελάσματος της ε- ενέργειας ή κατάστασης: завоевать, закрепить κλπ. 3 (ц£ το μόριο „СЯ" ή κ. χωρίς αυτό) πέρα απο τα όρια: захвалить, закормить. 4 ν«χτεύθυνση της ενέργειας) πίσω απο· завер- завернуть за угол στρίβω πίσω στη γωνία. 5 (κί- (κίνηση) πέρα, μακριά: завезти, загнать κλπ. 6 (μπαίνω για λίγο, περνώ βιαστικά, στο πό- πόδι) забежать, занести κλπ. 7 (ενέργεια μό- μόνο κατά την επιφάνεια ή στην άκρη: ЗапилЙТЬ. II χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ.κ,επ. με σημ. πέρα, αντίπερα, απο πέρα, πέρα απο: заречье, заречный. заавансировать, -рую, -руешь р.δ.μ. προ- προπληρώνω, προκαταβάλλω. заадресовать, -сую, -суешь р.σ.μ. γράφω την ταχυδρομική διεύθυνση. заактировать, -рую, -руешь р.σ.μ. εγγράφω στην πράξη· συντάσσω πράξη. заалеть, -ёет ρ.σ. 1 κοκκινίζω· щёкималь- чика -ли τα μάγουλα του παιδιού κοκκίνισαν. 2 αρχίζω να κοκκινίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. зааплодировать, -рута, -руешь р.σ. αρχίζω να χειροκροτώ. заарендовать, -дую, -дуешь р.σ.μ. ενοικι- ενοικιάζω ακίνητα. заарендовывать р.δ. βλ. заарендовать.
ваа 010 эаб заарестовать, -тую, -туешь ρ.σ.α. βλ.аре- βλ.арестовать. заареотовнвать р.δ. βλ. арестовать. заарканить р.а.ц. πιάνω με το λάσσο.ΙΙμτφ. (απλ.) βροχιάζω, πιάνω στο βρόχο. заартачиться, -чусь, -чишься р.σ. αρχίζω να πεισμώνω. заасфальтировать, -руго, -руеШЬ р.σ.μ. α- ασφαλτοστρώνω . 8ааТДаВТКчеСКВ1 επ. υπερατλαντικός. Заахать р.σ. αρχίζω να στενάζω. зайова, -Ы θ. διασκέδαση, τέρψη, ψυχαγω- ψυχαγωγία, αναψυχή. задавить, -влю, -вишь р.σ.μ. βλ.забавлять. аабЯВЛЯТЬ р.δ.μ. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχα- ψυχαγωγώ· он -ял гостей шутками и анекдотами αυ- αυτός διασκέδαζε τους φιλοξενούμενους με α- αστεία και ανέκδοτα· вйши угрозы меня только -ЯГОТ οι φοβέρες σας με διασκεδάζουν (μόνο). II -СЯ διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. забавник, -а α., -ница, ~ы θ. ευτράπελος, αστειολόγος, αστείος. Забавно 1 επίρ. διασκεδαστικά, τερπνά. 2 ως κατηγ. είναι διασκεδαστικό· мне - μου εί- είναι διασκεδαστικό. забаВНОСТЬ, -И θ. διασκεδαστικότητα. забавный επ., βρ: -вен, -вна, -вно δια- διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός, τερπνός· - рас- рассказ τερπνό διήγημα. II αστείος, ευτράπελος, φιλοσκώμμονας. вабагриваТЬ р.δ. καμακιάζω, πιάνω με το καμάκι. II -СЯ καμακιάζομαι, πιάνομαι με το καμάκι. забагрить р.σ. βλ. забагривать. Забазировать, -рую, -руеШЬ р.σ.μ. εφοδιά- εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι, εναποθηκεύω. забалансировать, -рую, -руешь р.σ. αρχίζω ^ να ισορροπώ, να κρατώ ισορροπία. забалластировать, -рута, -руешь ρ.σ.μ. χα- λικοστρώνω, σκυροστρώνω. забаллотировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. κα- καταψηφίζω, μαυρίζω. забаллотировывать р.δ. βλ. забаллотиро- забаллотировать. забаловать1, -луп, -луешь р.σ.μ. (απλ.) καλομαθαίνω, χαλώ το χαρακτήρα με την υπέρ- υπέρμετρη περιποιητικότητα. забаловать? -луга, -луешь ρ.σ. (απλ.) αρ- αρχίζω να ατακτώ. II -СЯ αρχίζω να ατακτώ. забаловывать р.δ. βλ. забаловать1. забалтывать(ся) р.δ. βλ. забалтать(ся). Забарабанить р.о. αρχίζω να τυμπανίζω. забаррикадировать, -рую, -руешь р.σ.μ. о- δοφρασσω, εγείρω, φτιάχνω οδοφράγματα.II -СЯ ■προφυλάσσομαι πίσω απο τα οδοφράγματα. забасить, -башу, -басишь ρ.σ. αρχίζω να κάνω μπάσο. забастовать, -тую, -туешь р.σ. 1 απεργώ, κάνω απεργία. 2 παύω να κάνω κάτι, να ασχο- ασχολούμαι· αδρανώ. забастовка, -и θ. απεργία· всеобщая - γε- γενική απεργία· всегреческая - πανελλαδική α- απεργία· - протеста απεργία διαμαρτυρίας· солидарности απεργία αλληλεγγύης· объявить -у κηρύσσω απεργία. Забастовочный επ. απεργιακός- -ое движение απεργιακό κίνημα· - комитет απεργιακή επι- επιτροπή. забастовщик, -а α., -ца, -ы θ. απεργός. вабапкаТЬ ρ.σ.μ. νανουρίζω, βαυκαλίζω, α- αποκοιμίζω. забаюкивать р.δ.μ. βλ. забаюкать. Забвение, -Я ουδ. 1 λησμονιά, λησμοσύνη, ξέχασμα, ξεχασιά, λήθη. II παραμέληση· своего ДОЛГа παραμέληση του καθήκοντος. 2 (παλ.) βλ. забытьё. II смфр. предать в -ю παραδίνω στη λήθη, ξεχνώ· река -Я η Δήθη. забвенный επ. βλ. забытый. Забег, -а α. 1 τρέξιμο. 2 (αθλτ.) δρόμος· - 800 метров δρόμος 800 μέτρων. вабегание, -Я ουδ. τρέξιμο. Забегать р.σ. αρχίζω να τρέχω. II (για μά- μάτια, βλέμμα) περιφέρομαι· глаза его ТруСЛИ- ΒΟ -ЛИ τα μάτια του δειλά περισκοπούααν. II -СЯ κουράζομαι απο το πολύ τρέξιμο. забегать р.δ. βλ. забежать. ЗабеДНеТЬ Р.σ. (απλ.) φτωχαίνω. забежать, -бегу, -бежишь, -бегут р.α. 1 μπαίνω μέσα τρέχοντας· волк в деревню -ал ο λύκος μπήκε στο χωριό. II μπαίνω για λίγο, επισκέπτομαι στα γρήγορα, στα πεταχτά· он никогда к нам не -ал δεν πέρασε ούτε και για λίγο ποτέ απο το σπίτι μας· - в магазин πε- πετιέμαι στο μαγαζί. 2 απομακρύνομαι, ξεμα- κραίνω, αλαργεύω. 3 προηγούμαι, προπορεύο- προπορεύομαι, προτρέχω, προΒοδίζω. II εκφρ. - вперёд προτρέχω, προπορεύομαι· ξεπερνώ, υπερβάλλω. забадёть, -ёет ρ.σ. 1 ασπρίζω, «αίνομαιά- «αίνομαιάσπρος· из далека -ли домики деревни απο μα- μακριά άσπριζαν τα σπιτάκια του χωριού. 2 αρ- αρχίζω ν' ασπρίζω. II -СЯ Βλ. ρ. ενεργ. φ. забеливание, -я ουδ. βλ. забелка. вабёливать р.δ.μ. βλ. забелить. II -ся α- ασπρίζομαι. вабвЛИТЬ, -белю, -бёлЙШЬ р.σ.μ. 1 ασπρίζω, λευκαίνω. 2 (απλ.) καρυκεύω σούπα με κρέμα, ασπρίζω. Забелка, -И θ. 1 άατίρ,ισμα, λεύκανση. 2 (απλ.) καρύκευμα σούπας με κρέμα ή γάλα, ά- σπρισμα. ЗабелЯТЬ(СЯ) ρ.δ. (παλ. κ.απλ.) 3λ . забёли- вать(ся).
заб эаб Заберег, -а α. (διαλκ.) όχθη ποταμού ή λί- λίμνης ξεπαγωμένη. II παρόχθια λωρίδα πάγου.. забеременеть, -его, -еешь р.σ. μένω έγκυα. забеседоваться р.σ. πιάνω την κουβέντα, το στήνω (στρώνω) στην κουβέντα. забеспокоить ρ.σ. αρχίζω νά ανησυχώ. II-СЯ αρχίζω να ανησυχώ. забетонировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. τσι- μεντάρω. Забивание, -Я ουδ. χτύπημα. забивать(ся) ρ.δ. βλ. забйть(ся). ЗабЙВКа, -И θ. χτύπημα· - ГВОЗДеЙ χτύπη- χτύπημα καρφιών. забинтовать, -туго, -туешь р.σ.μ. επιδένω· - руку επιδένω το χέρι..II -СЯ επιδένομαι. забинтовывать(ся) р.δ. βλ. забинтоваться). забирание, -Я ουδ. πάρσιμο· πιάσιμο. забирать1 ρ.δ.μ. 1 Ρλ. забрать1. 2 ψωνίζω ταχτικά, είμαι, πελάτης· ψωνίζω με πίστωση, βερεσέ. 3 αυξαίνω την ταχύτητα, επιταχύνω, πατώ γκάζι. 4 δίνω (κάνω) να καταλάβει, ε- επιδρώ πολύ. II -ся βλ. забраться. забирать2 ρ.δ. βλ. забрать2. ЗабЙТОСТЬ, -И θ. κακοπάθηση, δεινοπάθηση· Φοβία. забИТНЙ επ. απο μτχ. 1 χτυπημένος, μπηγ- μπηγμένος. 2 βασανισμένος, τυραννισμένος, παρα- δαρμένος, πολύπαθος. II καταφοβισμένος, έμ- Φο6ος. забить, -быб, -бьёшь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; р.а.ц. 1 μπήγω, καρφώνω· - сваю μπήγω πάσ- πάσσαλο· - ГВОЗДЫ χτυπώ καρφιά· - КЛИН βάζω σφήνα. II (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο· ГОЛ βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα· - шар В угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο). 2 κλεί- κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω· εμ- φράζω, Φράζω· - окна досками κλείνω τα πα- παράθυρα αε σανίδες* - щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί· - проход εμφράζω τη δί- δίοδο. II μπουκώνω. II γεμίζω, καργάρω· - сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα. 3 ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας. 4 αποβλα- αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω. 5 πνίγω, εμποδίζω την α- ανάπτυξη· сорняки -ЛИ ВСХОДЫ τα ζιζάνια έπνι- έπνιξαν τις φύτρες. II ξεπερνώ, υπερτερώ· ЭТОТ инженер всех забьёт αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους. 6 σκοτώνω, φονεύω (στο κυ- κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.). 7 αρχίζω να χτυ- χτυπώ· -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύ- τύμπανα· - тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό. II αρχίζω να τουφεκίζω. II ηχώ, χτυπώ, II βγαί- βγαίνω, εξέρχοιιαι με δύναμη. II προκαλώ τρόμο, τρεμούλα. II ем«рр. - голову кому συσκοτίζω το αυαλό κάποιου· ему -ли голову метафизикой τού Όχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική· в себе В голову τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα. II -ОЯ 1 μαζεύομαι, πε- περιορίζομαι· κρύβομαι· - В угол μαζεύομαι στη γωνία. 2 διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιό- χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.). 3 μπουκώνω, βουλώνω·тру- βουλώνω·труба -лась о σωλήνας βούλωσε. II αρχίζω να χτυ- χτυπώ. II χτυπώ, χτυπιέμαι· - головой О стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο. II χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). II αρχίζω να πάλλω· сердце -ЛОСЬ η καρδιά άρχισε να χτυπά. ЗабИЯКа, -И α. κ. θ. καβγατζής, -τζού, φΐ/- λόνικος. забиЯЧЛИВОСТЬ, -И θ. εριστική διάθεση, ε- εριστικό πνεύμα· διάθεση για καβγά. забиячливый επ., βρ: -лив, -а, -о φιλόνι- κος, φίλερης, φιλοτάραχος, καβγατζής. Заблаговременно επίρ. επίκαιρα, έγκαιρα* предупредить - προειδοποιώ έγκαιρα. Заблаговременный επ. (παλ.) έγκαιρος, ε- επίκαιρος· πρότερος, νωρίτερος. заблагорассудить, -сужу, -судишь р.σ. παλ. θεωρώ, κρίνω, βρίσκω λογικό, σκόπιμο· ему -лось приказать το βρήκε ορθό να διατάξει. II -СЯ (απρόσ.) θεωρώ λογικό, σωστό* ему -ЛОСЬ уехать θεώρησε σωστό να φύγει. заблагоухать ρ.σ. αρχίζω να μοσχοβολώ, να ευωδιάζω. вабЛажЙТЬ ρ.σ. (απλ.) αρχίζω να κουτοφέρνω κλπ. ρ. βλ. блажить. заблевать, -блюю, -«люёшь р.σ. (απλ.) λε- λερώνω με ξερατά, ξερασματολερώνω. заблестеть, -блещу, -блестишь к. -блёшешь; р.σ. 1 λάμπω, φαίνομαι λαμπρός. 2 αρχίζω να λάμπω· глаза весело -ЛИ τα μάτια άρχισαν να λάμπουν απο χαρά. заблеять, -ёет к. заблеять, -еёт р.σ. αρ- αρχίζω να βελάζω. эаблистать ρ.σ. 1 βλ. заблестеть A σημ.). 2 λάμπω· глаза -ли τα μάτια έλαμψαν. заблудить, -лужу, -лудишь р.σ. (διαλκ.)βλ. заблудиться. заблудиться, -лужусь, -лудишься р.σ. πε- περιπλανιέμαι, χάνω το δρόμο. II εκφρ. - В трёх соснах δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδάρων ά- άχυρο· πνίγεται σ' ένα κουτάλι νερό. Заблудший επ. 1 περιπλανώμενος. 2 μτφ. ά- άσωτος, ακόλαστος. II екфр. -ая овца το απο- λωλός πρόβατον. Заблудящий επ. (απλ.) περιπλανημένος. II τυχαίος, συμπτωματικός. заблуждаться р.δ. πλανώμαι, απατώμαι, λα- λαθεύω, γελιέμαι· вы -етесь считая его искрен- искренним человеком απατάστε αν θεωρείτε αυτόν ει- ειλικρινή άνθρωπο. Заблуждение, -Я ουδ. πλάνη· αντίληψη, κρί- κρίση, πίστη εσφαλμένη· ввести В - πλανώ, οδη-
заб 31ο заб γώ, παρασύρω σε πλάνη· искоренять -я βγάζω, αφαιρώ όλες τις πλάνες (δείχνω τον αληθινό δρόμο)· впасть В - πέφτω σε πλάνη*вывести из -Я βγάζω απο την πλάνη (μεταπείθω). 8абОДаТЬ ρ.σ.μ. κερατίζω, κουτουλώ, κου- τρώ, -ίζω. ой? -Я α. (στα ορυχεία) μέτωπο. ОЙ? -Я α. σκότωμα, σφαγή, σφάξιιιο ζώων. Забойщик, -а α. μιναδόρος, ανθρακωρύχος. Заболачивание, -Я ουδ. τελμάτωση, λίμνασμα. заболачиваться) р.δ. βλ. заболотйть(ся). Заболеваемость, -И θ. νοσηρότητα. Заболевание, -Я ουδ. 1 αρρώστημα. 2 αρ- ρώστει-α, ασθένεια, νόσος, νόσημα, πάθηση. заболевать р.δ. βλ. заболеть. Заболеть ρ.σ. 1 αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ. II μου πονά, έχω πόνο· у меня -ела голова μου πόνεσε το κεφάλι. 2 αρχίζω ν' αρρωσταίνω. 8ЯЙОЛОИНИЙ επ. στεατικός (για δέντρα). ЗабОЛОНЬ, -И θ. στέαρ, το ξύλο που βρίσκε- βρίσκεται αμέσως μετά το φλοιό. 8абОЛОТИТЬ, -лочу, -лотишь р.σ.μ. τελμα- τελματώνω, βαλτώνω, μεταβάλλω σε βάλτο.II -СЯ τελ- τελματώνομαι, μετατρέπομαι σε βάλτο. Заболоченность, -И θ. τελμάτωση, βάλτωση, μετατροπή σε βάλτο. Заболоченный επ. τελματωμένος,βαλτωμένος, ελοποιημένος· -ая местность βαλτότοπος. Заболтать1 ρ.σ.μ. (απλ.) 1 ανακατεύω (για ρευστά). 2 αρχίζω ν' ανακατεύω. II -СЯ 1 αρ- αρχίζω να ανακατεύομαι. 2 αρχίζω να ταλαντεύο- ταλαντεύομαι. Заболтать2 ρ.σ. (απλ. αρχίζω να φλυαρώ. II -СЯ φλυαρώ. II αρχίζω να φλυαρώ. вабор! -а α. περίβολος, περιτείχισμα, μά- ντ ρα· πε ρ ί φράγμα, φράχτης. забор? -а α. πάρσιμο, λήψη· ~ воды из ре- КЙ πάρσιμο νερού απο το ποτάμι. заборанивать р.δ. βλ. заборонить. II -ся -ется σβαρίζομαι. Забористый επ. βρ: -рист, -а, -о. 1 οξύς, δριμύς, δραστικός· καυστικός· δυνατός· -ое вино δυνατό κρασί·- табак βαρύς καπνός·-ая Горчица καυστικό σινάπι ή μουστάρδα. 2 μτφ. συναρπαστικός, ελκυστικός. II μτφ. θικτικός, προσβλητικός. Заборка, -И θ. (διαλκ.) ξύλινο μεσότοιχο. забормотать ρ.σ. αρχίζω να μουρμουρίζω, να μεμψιμοιρώ, να γκρινιάζω. Заборный επ. του περιβόλου, της μάντρας· - столб о στύλος της ιιάντρας. II μτφ. απρε- απρεπής, ευτελής· άγαρμπος, άκοσμος· -ая лите- литература ευτελής φιλολογία· -ая брань (ругань κ.τ.τ.) χυδαιοβρισιές, χυδαιότητες. заборный ε π. της λήψης, του παρσίματος. ιΙ της εισαγωγής, της εισδοχής· -ая труба σω- σωλήνας εισδοχής. заборонить р.σ. βλ. боронить. Забота, -Ы θ. 1 φροντίδα, σκέψη, έγνοια· он причиняет мне много -от αυτός με βάζει σε πολλές έγνοιες. 2 μέριμνα, φροντίδα, επί- επίβλεψη, περιποίηση· - О больном περιποίηση α- ασθενή· проявить -у δείχνω φροντίδα. И ΐϊλδ. -Ы φροντίδες, σκοτούρες. II εκφρ. без -ОТ α- αμέριμνα, ξέγνοιαστα* не твоя (его κ.τ.τ.) - δεν είναι δική σου, δική του κλπ. δουλιά, δε σ' ενδιαφέρει· не было ~ы! σανά μην έφταναν αυτά! αυτό χρειάζονταν (ή έλειπε) ακόμα! (>ια απρόοπτο, δυσάρεστο γεγονός). ЗабОТИТЬ, -Очу, -ОТИШЬ р.δ.μ. ανησυχώ, με ανησυχεί, με τρώει η σκέψη· φοβούααι· отца -ла судьба своего сына τον πατέρα ανησυχού- ανησυχούσε η τύχη του παιδιού του· это его мало -ит αυτό λίγο τον ανησυχεί. II - СЯ 1 ανησυχώ, φοβούμαι. 2 ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μερ ι μ νιί, κοιτάζω, νοιάζομαι· я нимало не -чусь О нём καθόλου δε Φροντίζω γι' αυτόν он мало -ит- ся о своём здоровье αυτός λίγο ενδιαφέρεται για την υγεία του* - О ЧЬИХ выгодах φροντί- φροντίζω για τα συμφέροντα κάποιου. 8абОТЛИВ0СТЬ, -И θ. ανησυχία. II φροντίδα, μέριμνα* επιμέλεια. ЗабОТЛВВНЙ επ., -ЛИВ, -а, -О έμφροντης, περίφροντης, πολυμέριμνος, νοιασμένος. II ε- επιμελής, προβλεπτικός* - хозяин προνοητικός νοικοκύρης. забОТНЫЙ επ. (παλ.) βλ. заботливый. ЗабОЯТЬСЯ, -боюсь, -боишься р.σ. (απλ.) φο- φοβούμαι, αισθάνομαι φόβο. забраковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. -ко- -кованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. βγάζω ά- άχρηστο, σκάρτο, απορρίπτω σαν κακοτεχνία. забраковывать (ся) ρ.δ. βλ. забраковать(ся). Забрало, -а ουδ. (παλ.) γείοο κράνους,πε- κράνους,περικεφαλαίας. II εκφρ. с открытым (ή поднятым) -ОМ ανοιχτά, φανερά και ξάστερα, ανεπιφύ- ανεπιφύλαχτα, αναφανδόν. Забранить, ρ.σ.μ. μαλώνω, επιτιμώ, επι- πλήττω* βρίζω. II -СЯ αρχίζω να ιίαλώνω, να αλληλοβρίζοιιαι. Забрасывание' -Я ουδ. γέμισμα με ρίψη* ЯМЫ Землёй γέμισμα του λάκκου με χώμα. забрасывание? -я ουδ. ρίψη, ρίξιμο. забрасывать1 ρ.δ. βλ. забросать1. забрасывать2р.δ. βλ. забросить. забрать1, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. за- забрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забран- забранный, βρ: -ран, -а, ~о р.σ.μ. 1 παίρνω, πιά- πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. II (παλ.) παίρνω δα- δανεικά, δανείζοιιαι (κυβίως για χρήματα). 2 παίρνω· ВЗЯТЬ С собой παίρνω μαζί μου. 3 α- αφαιρώ, αρπάζω· за долг -ал его поле για το
χρέος του πήρε το χωράφι-του. II συλλαμβάνω· его -ал патруль του πήρε (έπιασε) η περίπο- περίπολος. А- μτα>. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω· его -ла. охота τον κυρίευσε η επιθυμία· его -ал страх του κυρίευσε ο φόβος· её -ла мысль τηυ κυρίευσε η σκέφη. 5 (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω· - шов μαζεύω λίγο τη ραα>ή· - рукав κοντεύω λίγο το μανίκι,. 6 αποκλίνω, κόβω· - вправо κόβω δεξιά. 7 αγκιστρώνομαι, σκαλώ- σκαλώνω· якорь -ал η άγκυρα έπιασε. II емфр. - си- силу παίρνω (αντλώ) δύναμη· αποκτώ επίδραση·- (себе) В голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα. вабрать2(γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ. σ. μ. κλείνω, φράζω. забраться, -<5ерусь, -берёшься, παρλθ. χρ. забрался, -бралась, -бралось р.σ. 1 σκαρφα- σκαρφαλώνω· εισχωρώ, χώνομαι, εισδύω· - на Самую верхушку дерева σκαρφαλώνω ως την ψηλότερη κορυφή του δέντρου· воры -лись в комнату че- через ОКНО οι κλέφτες μπήκαν στο δωμάτιο απο το παραθύρι. II διαπερνώ, μπαίνω·(για άνεμο, Βροχή, χιόνι κ.τ.τ.). 2 φεύγω μακριά. II κρύ- κρύβομαι· - в глубокое , подполье μπαίνω σε βα- βαθιά παρανομία. забредать р.δ. βλ. забрести. забредить, -брежу, -бредишь р.σ. αρχίζω να παραμιλώ. забрезжить, -ит р.σ. υποφώσκω, αρχίζω να φέγγω· чуть -ИЛ свет μόλις άρχισε να φέγγει, να χαράζει. II -СЯ βλ. ρ, ενεργ. φ. забренчать, -чу, -чйшь р.σ. αρχίζω να κρο- τώ, κροταλίζω, Βροντώ. забрести, -бреду, -бредёшь, παολθ. χρ. за- забрёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. забредший р. α. μπαίνω, πέφτω· скотина -ла В Сад τα ζώα έπεσαν' στον δεντρόκηπο. II μπαίνω, περνώ δια» Βατικός. II περιπλανώμενος απομακρύνομαι· мы -ЛИ далеко В лес εμείς μπήκαμε βαθιά στο δά- δάσος. забривать р.δ. βλ. забрить. забрЙТЬ, -рею, -рёеаь Р.σ.μ. (παλ.) παίρ- παίρνω στρατιώτη, στρατολογώ (γυατι εκείνους που κρίνονταν „ικανοί" απο τους στρατολόγους τους ξύριζαν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού).' II εκφρ. - лоб кому 8λ. ρ. забрить. забродить1, -брожу, -бродишь р.σ. αρχίζω να περιπλανιέμαι. забродить2, -бродит р.σ. αρχίζω ναζυμούμαι. забродить3, -брожу, -бродишь р.σ.μ. (απλ.) λερώνω, λασπώνω τίς άκρες του ενδύματος. забронироваться) ρ.σ. βλ. бронироваться). забрОС, -а α. παραμέληση, παράβλεψη, αφρο- υτιοιά, εγκατάλειψη. забросать1 ρ.σ.ц. ρίχνω, γεμίζω με· - ров землёй γεμίζω την τάφρο με χώμα. II βάζω, θέ- θέτω· докладчика -ли вопросами στον ομιλητή έπεφταν βροχή οι. ερωτήσεις· -ал вас письма- письмами σας έστειλα ένα σωρό γράμματα (πάρα πολλά). заброоаТЬ2 Ρ.σ. αρχίζω να ρίχνω.II - СЯ αρ- αρχίζω να ρίχνομαι. * Зао*рОСИТЬ, -ОШу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заброшенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ρίχνω, πετώ· - невод ρίχνω το δίχτυ. II κάμ- κάμπτω, γέρνω· - голову назад ρίχνω πίσω (ανα- (ανακάμπτω) το κεφάλι· - одну ногу на другую βά- βάζω το πόδι απανωτά· судьба его -ла далеко η τύχη τον έρριξε μακριά. 2 αφήνω, ξεχνώ· Я -ил куда-то ключи, а теперь не найду άφησα κάπου τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω. 3 εγκαταλείπω, παραμελώ· она совсем -ла детей αυτή εντελώς παραμέλησε га παιδιά. ♦ σταμα- σταματώ, παύω να ασχολούμαι· - музыку παρατώ τη μουσική· - чтение παρατώ το διάβασμα. Заброшенность, -И θ. παραμέληση, εγκατά- εγκατάλειψη, παράτημα. Заброшенный επ. απο μτχ. εγκαταλειμμένος, παρατημένος· - сад παρατημένος δεντρόκηπος· - ребёнок παρατημένο παιδάκι. II ανεπίβλε- πτος, παραμελημένος, ανεπιμέλητος, απεριποί- ητος· - ВИД παραμελημένη όψη (εμφάνιση). Забрызгать1 ρ.σ.μ. ραντίζω, πιτσιλίζω· чернилами πιτσιλίζω με μελάνη. II -СЯ ραντί- ραντίζομαι, πιτσιλίζομαι. Забрызгать2Ρ.σ. αρχίζω να ραντίζω, να πι- πιτσιλίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενβργ. <г. забрнзгнвать(ся) р.δ. βλ. забрызгать(сяI. забубённый επ. (απλ.) ακόλαστος, διεφθαρ- διεφθαρμένος, ανήθικος· άσωτος. II αφελής· τολμηρός. II εκφρ. -ая голова ανήθικος άνθρωπος. забуксировать, -руга, -руешь ρ.α.μ. σέρνω, ρυμουλκώ. Забуксовать, -сует ρ.σ. αρχίζω να γλιστρώ. &абУДЦНГа, -и α. (απλ.) άνθρωπος ανήθι- ανήθικος, έκδοτος, έκλυτος, έκφυλος. ЗабулДЫЖНЫЙ ε π. (απλ.) ανήθικος, έκφυλος, έκλυτος, έκδοτος. забуЛЬГать ρ.σ. αρχίζω να γουγλουκίζω. Забунтовать, -тую, -туешь ρ.σ. αρχίζω να στασιάζω, να εξεγείρομαι. Забуреть, -еет ρ.σ. αρχίζω να γίνομαι φαι- φαιός, γκρίζος. II φαίνομαι γκρίζος. 8абуривать(ся) ρ.δ. βλ. забурйть(ся). забурить1 ρ.σ.μ. βλ. пробурить. Забурить2ρ.σ. αρχίζω να κάνω γεώτρηση, να καθετηριάζω. II -СЯ 1 καθετηριάζομαι. 2 ε- κτροχιάζομαι, βγαίνω απο τη σιδηροδρ. γραμ- γραμμή, κάθομαι στο χώμα. забурлить ρ.σ. ,αρχίζω να βράζω, να κοχλάζω. Забурчать, -чу, -чйшь ρ.σ. αρχίζω να μουρ- μουρμουρίζω. II αρχίζω να γουργουλίζω? ЗабучЙТЬ, -бучу, -бутишь ρ.σ.μ. γεμίζω με
заб зав χαλίκια, забутка, -И θ. γέμισμα με χαλίκια. забутовка, -и θ. βλ. забутка. забухать р.σ. αρχίζω να κροτώ. забухать, -ает р.δ. βλ. забухнуть. забухнуть, -нет, παρλθ. χρ. забух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. забухший ρ.σ. φουσκώνω (απο υγρασία)· бочка -ла το βαρέλι φούσκωσε. забучивать р.δ. βλ. забутить. забушевать, -тую, -шуешь р.σ. αρχίζω να μαίνομαι· βλ. к. бушевать. забуянить ρ.σ. αρχίζω να καβγαδίζω. Забывание, -я ουδ. λησμονιά, ξεχασιά. забывать р.δ. βλ. забыть. II-ся 1 βλ. за- забыться. 2 πέφτω σε αναισθησία. вабЫВЧИВОСТЬ, -И θ. ξεχασιά, ξεχαμάρα, ε- πιλησμοσύνη· αφηρημάδα· ПО -И απο ξεχαμάρα. забывчивый επ., βρ:-4ΗΒ, -а, -о. 1 ξεχα- σιάρης, ξεχνιάρης, λησμονιάρης, επιλήσμονας. 2 αμνηστικός, πρόξενος λήθης. забЫТЫЙ επ. απο μτχ. λησμονημένος, ξεχα- ξεχασμένος· вражда была -а η έχθρα ξεχάστηκε· -ые вещи в вагоне οι ξεχασμένες αποσκευές στο βαγόνι· - писатель λησμονημένος συγγρα- συγγραφέας. забыть, -буду, -будешь, προστκ. .забудь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -ο ρ.σ. 1 λησμονώ, ξεχνώ· - номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου· -дем про- прошлое λήθη στο παρελθόν вы нас совсем -ли εσείς μας1 ξεχάσατε τελείως. 2 παραμελώ, αφή- αφήνω χωρίς επίβλεψη. II εκφρ. забыл дорогу ку- куда ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να με- ταθαίνω κάπου)· забыл думать έπαψα να σκέ- σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)· - ЧЬЮ ή какую хлеб-соль ξεχνώ το καλό που μου έκανε (εί- (είμαι αγνώμονας)· не - α) КОГО δεν ξεχνώ κά- ποι.ον (για αμοιβή)· 0) КОМу-чеГО δεν ξεχνώ κά- κάποιον, δεν συγχωρώ· себя не - όεν ζεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)· что я -был? (там к.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί; II -СЯ 1 κοιμούμαι λι- λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος. 2 ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι. 3 παραφέρομαι, εξοργίζομαι. II εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι. 4· ληαμονώ, ξεχνώ. забытьё, -я, προθτ. в забытьи ουδ. 1 λή- λήθαργος, -ία, λήθη. 2 λησμονιά, -σύνη, ξεχα- ξεχασιά. 3 αλλοφροσύνη, παραφροσύνη. II СМфр. впасть В - περιπίπτω σε λήθη· лежит В -ЬЙ κείτεται αναίσθητος. зав, ~а α. Βλ. заведующий. заважживать р.δ. Βλ. завожжать. Заважничать Р.α. αρχίζω να σοβαρεύομαι. Завал, -а α. σωρός, σωρεία· снежный -χιο- -χιονοστιβάδα· - <1рёвен σωρός κορμών δέντρων η απο κούτσουρα. Заваливание, -Я ουδ. σώριασμα, επισώρευση. эаваливать(ся) ρ.δ. βλ. завалйть(ся). Завалина, -Ы θ. πεζούλα, -ι· ανάχωμα κατά μήκος των τοίχων οικοδομών. завалинка, -и θ. πεζουλάκι. Завалить, -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 γεμίζω· - яму камнями γεμίζω το λάκκο με πέ- πέτρες. II κλείνω, φράζω· брёвнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο. II συσσωρεύω, στοιβάζω.,II μτφ. είμαι παραφορτωμένος· рабо- работой Я завален всегда απο δουλειά είμαι πά- πάντοτε παραφορτωμένος. 2 γέρνω, κλίνω· бОЛЬ- ной -ил голову назад о άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι. 3 ρίχνω κάτω, γκρεμίζω· - стену γκρεμίζω τον τοίχο. 4 μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω. 5 απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βά- βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.). II-СЯ 1 πέφτω· книга -лась за диван το βιβλίο έ- έπεσε πίσω στο ντιβάνι. II χώνομαι, εισδύω. 2 γέρνω, κλίνω· голова, -лась το κεφάλι έγειρε. 3 γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι· старый ДОМ -ЛСЯ το παλιόσπιτο έπεσε. 4· μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω· дело -ЛОСЬ η υπόθεση ναυάγησε. II ек«рр. (хоть) завались (απλ.) αφθονία. Завалка, -И Э. γέμισμα* σωρός. II χωρητι- χωρητικότητα . Заваль, -И θ. (αθρσ.) απλ. εμπορεύματα πο- λυκαιρισμένα. 8авалять1 ρ.σ.μ. (απλ.) λερώνω, λασπώνω κυ- κυλώντας . Завалить2ρ.σ. αρχίζω να κυλώ κλπ. ρ. βλ. валять. заваляться р.σ. παραπετιέμαι· письмо -ЛОСЬ В почте το γράμμα ήταν παραπεταγμένο στο ταχυδρομείο. Завалящий επ. (απλ.) παραπεταγμένος, πα- παρατημένος· -ая книжонка παραπεταγμένο πα- λιοβιβλίο. заваривание, -я ουδ. βλ. заварка. заваривать(ся) р.δ. βλ. заварйть(ся). заварить, -варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заваренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 ρίχνω να βράσει (τσάι, καφέ κ.τ.τ.)· - бе- бельё ζεματίζω τα ρούχα· - уху βράζω ψαρόσου- πα. 2 (τεχ.) βράζω, συγκολλώ. 3 μτφ. (απλ.) ετοιμάζω, οργανώνω, μαγειρεύω. II -0Я 1 βρά- βράζω, γίνομαι, είμαι έτοιμος· чай -ЛСЯ το τσάι είναι έτοιμο. 2 οργανώνομαι, μαγειρεύομαι· дело -лось η υπόθεση μαγειρεύτηκε. Заварка, -и θ. βράσιμο* ζεμάτιαμα. II δόση στεγνού τσαγιού για βράσιμο. Заварной «π. για βράσιμο. II βρασμένος. Заварочный επ. για βράσιμο. заваруха, -И θ. (απλ.) σύγχυση, ανακατω-
σούρα, βαβυλώνια. завевать ρ.δ. βλ. .завеять. II -СЯ σκεπάζο- σκεπάζομαι., παρασύρομαι (απο άνεμο). заведете, -я ουδ. 1 ίδρυμα· высшее учеб- учебное - ανώτερο εκπαιδευτικό'ίδρυμα· исправи- исправительное - (παλ.) αναμορφωτικό ίδρυμα, ανα- αναμορφωτήριο· лечебное - θεραπευτήριο· богоу- богоугодное - φιλανθρωπικό ίδρυμα. 2 κατάστημα, οίκος· торговое - εμπορικό κατάστημα· трак- трактирное (ή питейное) - πανδοχείο, καμπαρέ. 3 ίδρυση, ανέγερση, φτιάξιμο· - ШКОЛ ανέγερση σχολικών κτιρίων. * (απλ.) συνήθεια· у нас такое - εμείς έχομε τέτοια συνήθεια. заведование κ. (παλ.) заведование, -я ουδ. καθοδήγηση· διεύθυνση· διαχείριση. заведовать, -дуга, -дуешь к. (παλ.) Заве- Заведовать р.δ. καθοδηγώ· διευθύνω· διαχειρίζο- διαχειρίζομαι· - складом διαχειρίζομαι αποθήκη· учреждением διευθύνω ίδρυμα· - хозяйствен- хозяйственным отделом διευθύνω τον οικονομικό τομέα. заведомо επίρ. προφανώς, πρόδηλα· σαφώς. ЗаВвДСМНЁ επ. προφανής, καταφανής, ολοφά- ολοφάνερος, πρόδηλος· γνωστός, πασίγνωστος, ονο- ονομαστός, ξακουστός· -ая ложь ολοφάνερο ψέμα· ОН - лентяй αυτός είναι γνωστός τεμπέλης. вавёдущна, -его α., -ая, -ей θ. διευθυ- τής, -τρία, διαχειριστής· - библиотекой δι- διευθυντής βιβλιοθήκης· - хозяйственной час- ТЬЮ διευθυντής οικονομικού τομέα, γενικός δι- διαχειριστής· - отделом διευθυντής τμήματος, τμηματάρχης. завеати, -везу, -везёшь, παρλθ. χρ. завёз, -везла, -л<5, μτχ. παρλθ. χρ. завёзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завезённый, Вр: -зён,-зена, -зено ρ.σ. 1 μεταφέρω διερχόμενος. II μετα- μεταφέρω απο μακριά. 2 μεταφέρω, παραδίνω (εμπο- (εμπορεύματα, υλικά). 3 μεταφέρω μακριά. завербовать(ся) р.σ. βλ. вербовать(ся). завербовываться) р.&. βλ. вербовать(ся). Заверение, -Я ουδ. βεβαίωση· διαβεβαίωση· εγγύηση· дать - διαβεβαιώνω. Заверитель, -Я α. θεωρητής· ПОДПИСЬ -Я υ- υπογραφή του θεωρητή. Заверить ρ.σ.μ. 1 διαβεβαιώνω· εγγυώμαι* доктор -ил меня, что ничего страшного нет о γιατρός με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει τίπο- τίποτε το σοβαρό. 2 θεωρώ, εξελέγχω, εγκρίνω έγ- έγγραφα· - КОПИЮ Документа θεωρώ αντίγραφο εγ- εγγράφου . Заверка, -И θ. θεώρηση· - документов θεώ- θεώρηση εγγράφων. Завервуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. завёрнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ. 1 μ. τυ- τυλίγω, περιτυλίσσω· - покупки в бумагу τυλί- τυλίγω τα ψώνια με χαρτί. 2 μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω· - рукав μαζεύω το μανίκι· - ПОДОЛ μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο). 3 αμ. στρίβω, κά- κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω· - налево στρίβω αριστερά. 4 περνώ, μπαίνω διερχόμε- διερχόμενος· он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι απο το χωριό. 5 ίΗδώ- ίΗδώνω· - гайку βιδώνω το περικόχλιο. II κλείνω, σταματώ, σβήνω· - кран ή воду κλείνω τη βρύ- βρύση, το νερό· - газ σβήνω το φωταέριο. 6 ε- επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω· -ли морозы έπεσε παγετός. II -СЯ 1 τυλίγομαι, κουκουλώνομαι· - В одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα· - В ШИ- нёль κουκουλώνομαι με τη χλαίνη. 2 ανασύρο- ανασύρομαι, ανασηκώνομαι. 3 βιδώνομαι σφιχτά, σφίγ- σφίγγω· кран -лея η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά). Завертеть, -верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заверченный, βρ: -чен, -а, -о р. σ.μ. 1 ξελογιάζω, ξεμυαλίζω, γυρίζω τα μυα- μυαλά. 2 αρχίζω να περιστρέφω κλπ. ρ.μ.βλ.Ββρ- тёть. II -СЯ 1 πολυπραγμονώ, παραφροντίζω, καταπιάνομαι με πολλές δουλειές. 2 αρχίζω να (περί)στρέφομαι κλπ. ρ. βλ. вертеться. ваввртка, -Ив, 1 περιτύλιξη, -γμα· бума- Га ДЛЯ -И χαρτί περιτυλίγματος. 2 δέμα πε- περιτυλιγμένο. 3 μάνταλο, σύρτης. II εκφρ. хра- храпеть во все носовые -и ροχαλίζω (ρεγχάζω)! δυνατά. Завёрточный επ. του περιτυλίγματος, για περιτύλιξη· -ая машина μηχανή περιτύλιξης. завёртывание, -Я ουδ. 1 (περι)τύλι,ξη. 2 γύρισμα, μάζεμα. 3 στρίφιμο. * βίδωμα. завЗртывать(ся) р.δ. βλ. завернуть(ся). завершать(ся) ρ.δ. βλ. завершйть(ся). ЗавершаЩИН επ. απο μτχ. τελειωτικός, τε- τελικός· τελευταίος. Завершение. -Я ουδ. ολοκλήρωση, αποπερά- αποπεράτωση, αποτελείωση, κατακλείδα. Завершить, -Шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завершённый, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ. μ. 1 (παλ.) τελειώνω ως την κορυφή, κο- κορυφώνω. 2 αποτελειώνω, αποπερατώνω, αποτερ- ματίζω· επιτελώ. II -СЯ αποπερατώνομαι, επι- επιτελούμαι . Заверять р.δ. βλ. Заверить. II -СЯ 1 βε- βεβαιώνομαι . 2 θεωρούμαι завес, -а α. (παλ.)' βλ. завеса. Завеса, -Ы θ. 1 κουρτίνα, στόρι. 2 πέπλος, παραπέτασμα (κάθε τι. που εμποδίζει τή θέα, σαφή αντίληψη, γνώμη)· - дыма παραπέτασμα καπνού· - ОГНЯ φραγμός πυρών - тумана πα- παραπέτασμα ομίχλης. II εκφρ. приподнять, ή приоткрыть и.τ.τ. -у σηκώνω την αυλαία (φα- (φανερώνω, αποκαλύπτω)· упала ή спала - έπεσε το προσωπείο, σηκώθηκε η αυλαία (φανερώθη- (φανερώθηκε , αποκαλύφθηκε). вавёспь, -вешу, -весишь, πα&. μτχ. παρλθ. χρ. завешенный, βρ: член, -а, -ο ρ.σ.μ. κρε-
μώ κουρτίνα· καλύπτω, σκεπάζω. II -СЯ καλύ- καλύπτομαι, σκεπάζομαι. завести, -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. завёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведённый, βρ: -дён, -дена, -ό επιρ. μτχ. заведя р.σ.μ. 1 οδηγώ, φέρω· πη- πηγαίνω· - в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο· - ре- ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)· куда ТЫ -вёл меня? που με πήγες; που μ' έφερες; 2 δημι- δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω· - библиотеку φτιά- φτιάχνω βιβλιοθήκη. II αποκτώ, παίρνω, έχω· -ко- -корову έχω δική μου αγελάδα· - друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους· - семью αποκτώ (φτιάνω) οι- οικογένεια· - привычку αποκτώ συνήθεια. 3 ε- εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω·- новые порядки βάζω καινούργια τάξη· -обык- -обыкновение καθιερώνω συνήθεια. 4 κουρδίζω· часы κουρδίζω το ρολόγι· - машину βάζω μπρος στη μηχανή. 5 αρχίζω, ανοίγω· - разговор α- 'νοίγω κουβέντα· - переписку ανοίγω αλληλο» γραφιά· - знакомство πιάνω γνωριμίες· οΗ за- завёл канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία. Ιί εκφρ. - глаза α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι. II -СЬ 1 εμ- εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι· в Доме -лйсь мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια. 2 καθιερώ- καθιερώνομαι· -лйсь новые порядки μπήκε καινούργια τάξη· -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια. 3 (παλ.) προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι· - мебе- мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα. 4 κουρδίζομαι. завет, -а α. 1 (υψ. ύφος) εντολή, υποθή- υποθήκη· -ы Ленина πολιτική διαθήκη του Λένιν. 2 (όρκος, υπόσχεση)· Ветхий - Παλαιά Διαθήκη. НОВЫЙ - Καινή Διαθήκη. заветный επ. 1 ιερός, πολύτιμος. II ακρι- ακριβός, προσφιλής, αγαπητός. 2 (παλ.) κληρονο-^ μικός. 3 μύχιος, ενδόμυχος· μυστικός· κρυ- κρυφός· -ое желание μύχιος πόθος, κρυφός καη- καημός. II (παλ.) απαγορευμένος. вавётреНВНЙ επ. απάνεμος, υπήνεμος, απά- απάγκιος· ~ые места απάνεμα μέρη. вавётреТЬ, -еет ρ.σ. χαλνώ απο την επί- επίδραση του αέρα (για τρόφιμα). заветрие, -я ουδ. μέρος απάνεμο. завечереть, -ёет р.σ. (απρόσ.) βραδιάζω], αρχίζω να βραδιάζω· совсем -ло βράδιασε ε- εντελώς. Завешать р.σ.μ. κρεμώ, αναρτώ· - все стё- НЫ Картинами σκεπάζω όλους χους τοίχους με κρεμασμένες εικόνες. завешивать р.δ. βλ. завешать. завешивать(ся) р.δ. βλ. завёслть(ся). завещание, -я ουδ. διαθήκη· _>ставлять αφήνω διαθήκη· СЛОВеСНОв - προφορική διαθή- διαθήκη· он умер без -Я αυτός πέθανε χωρίς ν' α- αφήσει διαθήκη· по -ГО κατά τη διαθήκη, σύμ- σύμφωνα με τη διαθήκη. завещатель, -я α., -ница, -ы θ. διαθέτης, κληροδότης, - τρία. Завещательный επ. διαθηκικός, -ιαίος, -ι- μαίος· -ое ПИСЬМО έγγραφη διαθήκη. завещать р.δ.κ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завещанный, βρ: -щан, -а, -о διαθέτω, κλη- κληροδοτώ, αφήνω διαθήκη* - своё имущество κληροδοτώ με διαθήκη. II εκδηλώνω, εκφράζω την επιθυμία, δίνω την ευχή μου. II -СЯ, -ет- СЯ κληροδοτούμαι. Завеять1, -веет ρ.σ.μ. 1 φυσώντας παρασύ- παρασύρω, σκεπάζω· метель -ла дорогу η χιονοθύελ- χιονοθύελλα σκέπασε το δρόμο. 2 παρασύρω μακριά (για άνεμο). Завеять2, -ею, -еешь р.σ. αρχίζω να φυσώ. завзятый επ. μανιώδης, ξετρελλαμένος· ОХОТНИК μανιώδης κυνηγός· - игрок μανιώδης παίχτης· - театрал μεγάλος θεατρόφιλος. II πραγματικός, αληθινός. завивание, -я ουδ. βλ. завивка. вавиватьСся) р.δ. βλ. завйть(ся). Завивка, -И θ. βοστρύχωση, κατσάρωμα. завидеть, -вижу, -видишь επιρ. μτχ. за- завидев, завидевший к. завидя р.σ.μ. βλέπω, κυ- τάζω (κυρίως απο μακριά). Завидки πλθ. στην έκφραση: - берут (απλ.) ζηλεύω. ЗаВИДНёТЬСЯ, -ёеТСЯ р.σ. φαίνομαι, διακρί- διακρίνομαι, γίνομαι ορατός. Завидно επίρ. 1 ζηλευτά, αξιοζήλευτα. 2 ως κατηγ. ζηλεύω· мне за него - τον ζηλεύω. ЗавЙДНЫЙ επ. ζηλευτός, ζηλωτός, αξιοζήλευ- αξιοζήλευτος, επίζηλος. завидовать, -дую, -дуешь р.δ. ζηλεύω· они -дуют друг друга ζηλεύουν ο ένας τον άλλον -дую его успехам ζηλεύω τις επιτυχίες του. Завидущий επ. (απλ.) ζηλιάρης, -ικος· ά- άπληστος, αχόρταγος· глаза -ие ζηλιάρικα μά- μάτια· -ая женщина ζηλιάρα γυναίκα· ЗавиздаТЬ, -жу, -ЖЙшь р.о. αρχίζω να τσι- τσιρίζω κλπ. ρ. βλ. визжать. завизировать, -рую, -руешь р.σ.μ. βλ. ви- визировать1. завилять ρ.σ. αρχίζω να κινώ κλπ. ρ. βλ. вилять. завинтить, -винчу, -винтишь, παθ. μτχ. πα- ρελθ. χρ. завинченный, βρ: -чен, -а, -о р. σ.μ. βιδώνω, κοχλιώ. II -СЯ βιδώνω, -ομαι. завйнчивать(ся) р.δ. βλ. завинтйть(ся). завиральный ε π. ψεύτικος, ψευδής, εσφαλ- εσφαλμένος· ανόητος· -ые МЫСЛИ ανόητες σκέψεις. завираться р.δ. βλ. завраться. завируха, -и θ. (διαλκ.) "χιονοστρόβιλος, χιονοθύελλα. II μτφ. (απλ} ανακατωσούρα, μπερ-
зав δεψοδουλειά· φασαρία, Зависать р.δ. (αερπ.) ακινητώ στον αέρα. ЗаШСвТЬ, -ВЙшуг ΐ-вйсишъ р.δ. εξαρτιέμαι ото ~ит от обстоятельств αυτό εξαρτιέται, α- απο τις περιστάσεις· Я ни от кого не -шу δεν εξαρτιέμαι, απο κανένα· ТОЛЬКО ОТ вас -ИТ μό- μόνο απο σας εξαρτιέται.· я сделал всё, что от меня -ло έκανα παν ό,τι περνούσε απο το χέ- χέρι μου. вавиСИМОСТЬ, -И θ. εξάρτηση· полная -πλή- -πλήρης υποταγή· крепостная - φεουδαρχική υπο- υποτέλεια· в -И от εξαρτιέται απο. зависит*! επ., βρ: -сим, -а, -О εξαρτημέ^ νος· -ые страны εξαρτημένες χώρες· ~ое по- положение κατάσταση εξάρτησης. ЗаВИОТДИВОСТЬ, -И θ. ζήλια· φθόνος. ааВЙСТЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О ζηλιά- ζηλιάρης, -ικος· φθονερός, ζηλόφθονος, ζηλότυπος· - человек ζηλιάρης άνθρωπος· - взгляд ζη- λιάρινιη ματιά. завистник, -а α., -ница, -ы θ. ζηλιάρης, ~α· φθονερός, -ή. завЙСТННЙ επ. (παλ.) βλ. завистливый. ЗаВИСТЬ, -И θ. ζήλια· φθόνος, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία· она от -и кусала себе губы αυτή απο τη Ι ζήλια δάγκωνε τα χείλη της· на -И έτσι που να ζηλεύουν, για ζήλια. завитой επ., βρ: завит, -а, -о. 1 κατσα- ρωμένος· -ые ВОЛОСЫ κατσαρωμένα μαλλιά. 2 ελικοειδής, συστριμμένος. Завиток, -тка α. μπούκλα, βόστρυχος.ΙΙσπεί- βόστρυχος.ΙΙσπείρα (μια στροφή του πηνίου). II (αρχτ.) γλυ- γλυφή ελικοειδής· -Й капители ελικοειδείς γλυ- γλυφές κιονόκρανου. вавитушка, -и θ. 1 μπούκλα, βόστρυχος. 2 σπείρα, έλιγμα. II μτφ. περιστροφή· ευφυολο- γία. завить, -вью, -вьёшь, παρλθ. χρ. завил, -ла, -ло; προστκ. завей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завитый, βρ: -вит, -а, -ο ρ.σ.μ. κατσα- ρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζω, κάνω μπούκλες· στρίβω. II πλέκω· - венки πλέκω στεφάνια. II II περιτυλίγω, περιελίσσω. II ск«р. ί- горе ве- рёвочкой πνίγω τη θλίψη. II -ОЯ 1 βλ. ρ.ενερ>ι 2 στρίβομαι, κλώθομαι. 3 οντουλάρομαΊ. ♦αρ- ♦αρχίζω να περιπλέκομαι κλπ. ρ. βλ. ВИТЬСЯ. вавихрвНИв, -Я ουδ. στροβιλισμός, στριφο- γύρισμα. завихрить, -ит ρ.σ.μ. στροβιλίζω, περιδινώ. II -СЯ στροβιλίζομαι, περιδινούμαι. завком, -а α. (заводской комитет) εργο- εργοστασιακή επιτροπή (συνδικαλιστική). Завкомовский επ. της εργοστασιακής επι- επιτροπής. завладевать р.δ. βλ. завладеть. Завладеть р.с. 1 κυριεύω, παίρνω, καταλα- καταλαβαίνω· - неприятной крепостью κυριεύω εχ- εχθρικό οχυρό. II ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι, αρπάζω· - чужим имением αρπάζω ξένη περιου- περιουσία. II συναρπάζω, κατέχω, τραβώ, προσελκύω· - обшим вниманием τραβώ την προσοχή όλων - НИТЬЮ разговора συναρπάζω με την ομιλία. 2 μτφ. υποτάσσω ψυχικά. ЗаВЛекатеДЬНОСТЬ, -И θ. ελκυστικότητα. завлекательный επ., βρ: -лен, -льна, -о; ελκτικός, ελκυστικός. завлекать(ся) р.δ. βλ. завлёчь(ся). завлечь, -влеку, -влечёшь, -влекут,παρλθ. χρ. завлёк, -влекла, -ло, μτχ. παρλθ.χρ. за- завлёкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завлечённый, Ρ.σ.μ. 1 τραβώ, έλκω. II μτφ. προσελκύω, πα- παρασέρνω. 2 μτφ. δελεάζω, μαγεύω. II -СЯ τρα- τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. завод1, -а оИ εργοστάσιο· металлургический - μεταλλουργικό εργοστάσιο· сталелитейный - - χαλυβδουργείο· машиностройтеляый - εργο- εργοστάσιο κατασκευής μηχανών. 2 ιπποφορβείο. II . рыбоводный - ιχθυοτροφείο. ОД* -а α. 1 κούρδισμα, 2 κουρδιστήρι. II емфр. на - ή ДЛЯ -а για αναπαραγωγή, για πολ- πολλαπλασιασμό· (и) В -е нет (απλ.) ποτέ δεν είχα (ή ήταν)· клопов у нас и в -е нет κο- κοριούς ούτε έχομε, ούτε είχαμε ποτέ. Заводила, -Ы α.κ.θ. (απλ.) πρωταίτιος, υ- υποκινητής· πειραχτήριο. заводйтьЧся) ρ.δ. βλ., завестй(сь). Заводить2, -вожу, -ВОДИШЬ р.σ.μ. (απλ.) τα- ταλαιπωρώ, κουράζω. заводка, -и θ. κούρδισμα. Заводнение, -Я ουδ. βάλσιμο νερού, ενυδά- ενυδάτωση. заВОДНИТЬ р.σ.и. βάζω νερό, κάνω ενυδάτωση. заводной επ. 1 κουρδίζαμενος- -ая игрушка κουρδίζαμενο παιγνίδι. 2 για κούρδισμα· -ая ручка λαβή κουρδίσματος· - ключ κλειδί κουρ- κουρδίσματος. ваводнять р.δ. βλ. заводнить. Заводоуправление, -Я ουδ. διεύθυνση εργο- εργοστασίου. ЗавОДСХИЙ к. заводской επ. εργοστασιακός, του εργοστασίου. II ως ουσ. εργάτης εργοστα- εργοστασίου. эаводчяк1, -а α., -ца, -Ы θ. εργοστασιάρχης. ЗаВОДЧИК? -а α., -ца, -Ы θ. οργανωτής, υ- υποκινητής. Заводь, -И θ. κολπίσκος (ποταμού, λίμνης). завоевание, -Я ουδ. 1 κατάκτηση, κυρίευ- κυρίευση. 2 μτίρ. πλθ. επιτεύξεις. Завоеватель, -Я α. καταχτητής. завоевательный επ. κατακτητικός. завоевать,, -воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завоёванный, вр: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. 1
καταχτώ, κυριεύω· - страну καταχτώ χώρα· Обратно επανακτώ, ξανακυριεύω. 2 αποκτώ,κερ- αποκτώ,κερδίζω, παίρνω· - победу κατακτώ τη λευτεριά· - доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη· - победу κερδίζω τη νίκη. II ελκύω, σαγηνεύω, αιχμα- αιχμαλωτίζω· он -ал её с первого взгляда αυτός την κατάχτησε με την πρώτη ματιά. завоёвывать ρ.δ. βλ. завоевать, и -ся κα- ιαχτιέμαι, κυριεύομαι. II αποχτιέμαι, κερδί- κερδίζομαι με αγώνα. ЭаВОЖЖаТЬ ρ.σ.μ. βάζω τα χαληνά, χαληνώνω. Завоз, -а α. μεταφορά, μετακόμιση· - ма- материалов, товаров μεταφορά υλικών, εμπορευ- εμπορευμάτων. завозить1, -вожу, -возишь р.δ. βλ. завезти. II -СЯ μεταφέρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. завозить^ -вожу, -ВОЗИШЬ ρ.σ.μ.(απθ λε- λερώνω, λασπώνω. II -СЯ λερώνομαι, λασπώνομαι. завозить*, -вожу, -возишь ρ.α. αρχίζω να μεταφέρω. II -ОЯ αρχίζω να μεταφέρομαι. Завозка, -И θ. μεταφορά, μετακόμιση. завОЗНЫЙ επ. εισαγωγικός, ξένος, μη ντόπιος. завОЗНЯ, -И θ. (διαλκ.) είδος ποταμόπλοιου. заволакивать(ся) р.δ. βλ. заволочь(ся). заволновать, -нуга, -нуешь р.σ. αρχίζω να ανησυχώ, να ταράσσομαι. II -СЯ αρχίζω να α- ανησυχώ, να ταράσσομαι. ваволочь, -локу, -лочёшь, -локут, παρλθ. χρ. заволок, -кла, -ό, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заволочённый, βρ: -чён, -ченп, -чено ρ.σ.μ. 1 κλείνω, σκεπάζω, καλύπτω· тучи -КЛК небо τα αύννεφα σκέπασαν τον ουρανό· слёзы -клй её глаза τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. 2(απλ^ σέρνω, τραβώ. II -СЯ σκεπάζομαι, καλύπτομαι. заВ0НЯТЬ, -Яет р.σ. αρχίζω να βρωμώ. ЭаВОПЙТЬ, -ПЛЮ, -ПЙШЬ р.σ. αρχίζω να κραυ- κραυγάζω κλπ. ρ. βλ. ВОПИТЬ. завораживать р.δ. βλ. заворожить. II -ся γοητεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. заворачивать ρ.δ. βλ. заворотить. II (απλ.) 5ιευθύνω, διοικώ, κουμαντάρω. II -СЯ βλ. за- воротйться. заворковать, -кую, -куешь р.σ. αρχίζω να γρυλίζω κλπ. ρ. βλ. ворковать. Заворожённый επ. απο μτχ. γοητευμένος,μα- γοητευμένος,μαγεμένος. заворожить, -жу, -ЖЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заворожённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. 1 μαγεύω. 2 μτφ. θέλγω, γοητεύω· αιχ- αιχμαλωτίσω. заворонйть ρ.σ.μ. βλ. вогюнйть. ЗаВОрОТ, -а α. στροφή απότομη. II ЕИфр. кишок ειλεός, στροφός, συστοοιοή (κλώσιμο) των εντέρων. Заворотить, -рочу, -рОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ . χρ. завороченный, Βρ: чен, -а, -о р.σ. 1 στρέφω, στρίβω, γυρίζω, κόβω· γυρίζω πίσω· как проедешь мост, -и направо μόλις περά- περάσεις τη γέφυρα, στρίψε δεξιά· тележка -ла на двор το αμάξι έστριψε για την αυλή.2 μ. κατευθύνω, μπάζω. 3 μαζεύω, αναστρέφω" - ру- кава μαζεύω τα μανίκια. II - СЯ 1 στρέφω, στρίβω· γυρίζω. 2 αναστρέφομαι, μαζεύομαι. 8аВ0рОчаТЬ(СЯ) ρ.σ. αρχίζω να στρέφω κλπ. ρ. βλ. ворочать(ся). 8аворошить(СЯ) р.σ. αρχίζω να αντιστρέφω κλπ. ρ. βλ. ворошйть(ся). ваворчать, -чу, -ЧЙшь р.σ. αρχίζω να γογ- γύζω κλπ. ρ. βλ. ворчать. завраться р.σ. ψευδολογώ, κοπανάω ψέματα. завсе επίρ. (απλ.) διαρκώς, πάντοτε. завсегда επίρ. (απλ.) πάντοτε. Завсегдатай, -Я α. θαμώνας. завсегдашний, -ЯЯ, -ее επ. παντοτινός. завтра επίρ. αύριο· ДО - ως αύριο· - ут- утром αύριο πρωί· - вечером αύριο βράδυ. II ως ουσ. η αύριο· не откладывай на - μην ανα- αναβάλλεις για την αύριο. Завтрак, -а α. το πρόγευμα· час -а ώρα για πρόγευμα. II εκφρ. кормить -ами χορταίνω με υποσχέσεις. завтракать Р.δ. προγευματίζω, κολατσίζω. завтрашний -яя, -ее επ. αυριανός· - день η αυριανή μέρα, η αύριο· -ее ЧИСЛО η αυρια- αυριανή ημερομηνία· С -его ДНЯ απο αύριο. II εκφρ. позаботиться о - ем дне φροντίζω για την αύ- αύριο (για το μέλλον). завуалированный επ. απο μτχ. θαμπός, ασα- ασαφής, καλυμμένος, σκεπασμένος. завуалировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. πα- ρελθ. χρ. завуалированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω· επισκοτίζω, επι- ♦ακιάζω. II μτφ. αποκρύπτω, τηρώ μυστικό, συ- συγκαλύπτω. завуч, -а α. (заведующий учебной частью) . υποδιευθυντής σχολείου, υπεύθυνος του διδα- διδακτικού τομέα. завхоз, -а α. (заведующий хозяйственной частью) διαχειριστής, επιμελητής. ЗавшжвеТЬ ρ·σ. (απλ.) ψειριάζω. Завывание, -Я ουδ. ούρλιασμα, ωρυγή· βού- ισμα· - волка ούρλιασμα λύκου· - ветра βού- ισμα του ανέμου· - сирены μούγκρισμα της σειρήνας. Завивать Р.δ. ουρλιάζω, ωρύομαι· μουγκρί- μουγκρίζω" βουίζω. завывающий επ. ουρλιαστι.κός завысить, -вышу, -высишь, παθ. μιχ. παρλθ. χρ. завышенный, βρ: -шен, -а, -о р.д.ц. υ- υπερβάλλω, παραφουσκώνω, εξογκώνω. Завыть, -ВОЮ, -ВОеШЬ р.σ. αρχίζω να ουρ- ουρλιάζω κλπ. ρ. βλ. ВЫТЬ.
зав 322 заг завышать р.6. βλ. завысить. II -ся υπερ- βάλλομαα , εξογκώνομαι.. завышение, -Я ουδ. υπερβολή, εξόγκωση,πα- ραφούσκωμα. завышенный επ. απο μτχ. υπερβολικός, υπέρ- υπέρμετρος, εξογκωμένος, παραφουσκωμένος. завьшнть, ~ит р.σ. 1 απρόσ. αρχίχω < να μαίνομαι. 2 ξεχιονίζω, παρασύρω το χιόνι. завьючивать р.δ. βλ. завьючить. ЗаВЬСЧИТЬ, -чу, -чишь ρ.σ.μ. σαμαρώναι.· φορ- φορτώνω. завядать ρ,δ. βλ. завянуть. завязать1, -вяду, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завязанный, -зан, -а, -о р.σ.μ. 1 δένω· - верёвку δένω την τριχιά· - галстук δένω τη γραβάτα· - ДВОЙНОЙ узел διπλοκομποδένω. 2 πιάνω, συνάπτω· αρχίζω πρώτος· - Дружбу πιά- πιάνω φιλία· - разговор πιάνω κουβέντα* - пе- переписку ανοίγω αλληλογραφία· - бой συνάπτω μάχη· - отношения πιάνω σχέσεις·1- спор αρχίζω συζήτηση· - перестрелку αρχίζω πρώτος τους πυροβολισμούς. 3 (για φυτά) γονιμοποιούμαι· - ПЛОД πιάνω (δένω) καρπό. II -СЯ 1 δένομαι. 2 αρχίζω, συνάπτομαι, πιάνομαι· . -ЛСЯ бой πιάστηκε η μάχη. 3 (για φυτά) γονιμοποιού- γονιμοποιούμαι · плод -лея о καρπός έδεσε. завязать2, -ал, -аешь р.δ. βλ. завязнуть. ЗавЯЗЙТЬ, -ЗЙШЬ р.σ.μ. χώνω, βάζω μέσα, βουλιάζω· - ногу В ГЛЙне χώνω το πόδι στη λάσπη· - руку в дупле χώνω τό χέρι στην κουφά- κουφάλα. завязка, -и θ. 1 δέσιμο. 2 υλικό δεσίμα- δεσίματος. 3 αρχή, έναρξη, ξεκίνημα (γεγονότων, ε- ενέργειας κ.τ.τ.). II η αρχική πλοκή λογοτε- λογοτεχνικού έργου. завявнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. завяз, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. завязнувший, επιρ. μτχ. завязнув, р.σ. βουλιάζω· ενσφηνώνομαι· - в болоте βουλιάζω στο βάλτο· - В зубах εν- ενσφηνώνομαι στα δόντια. II καθυστερώ, αργώ να φτάσω. II μτφ. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, σε αδιέξοδο· - в Долгах πνίγομαι στα χρέη· - в делах πνίγομαι στις υποθέσεις. завязывание, -я ουδ. δέσιμο, δέση: завязывать(ся) р.δ. βλ. завязать(ся). ЗавЯЗЬ, -И θ. (βοτ.) σπερματοθήκη, θηλα- κίδα. II το δέσιμο του καρπού. ЭавЯЛИВШШе, -Я ουδ. ξήρανση, στέγνωση. завяливаться) р.δ. βλ. завялить(ся). вавЯЛИТЬ р.σ.μ. ξηραίνω, στεγνώνω (κυρί- (κυρίως στον ήλιο). II -СЯ ξηραίνομαι, στεγνώνω. завЯЛЫЙ επ. (παλ.) μαραμένος. завянуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. завял, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. завядший к. завя- завянувший р.σ. μαραίνομαι, μαραγκιάζω· цветы -ЛИ τα λουλούδια μαράθηκαν. II μτφ. εξασθε- εξασθενίζω, ατονώ, αδυνατίζω, ξεπέφτω. загадать ρ.σ. 1 βάζω αίνιγμα. 2 μτφ. σκέ- σκέφτομαι, βάζω στο νού ή με το νού· -Йте ка- КОе-ЛЙбО ЧИСЛО βάλτε με το νού σας έναν ο- οποιονδήποτε αριθμό. 3 προεικάζω, προμαντευω. загадить, -гажу, -гадишь, παθ. μτχ. παρλθ. загаженный, βρ: -жен, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 μιαί- νω, μολύνω, βρωμίζω· λερώνω. 2 μτφ. περιυ- περιυβρίζω, βρίζω χυδαία, περιλούζω. Загадка, -И θ. αίνιγμα. II μτφ. ενέργεια ή κατάσταση αβέβαιη, δυσξεχνίαστη. II емфр.ГО- ворйть -ами ομιλώ αινιγματικά. ЗаГаДОЧНОСТЬ, -И θ. αινιγματικότητα. 8агаДОЧВЫЙ επ., βρ: -чен, -чна, -чно αι- αινιγματικός, μυστηριώδης· -ое явление μυστη- μυστηριώδες φαινόμενο· -ая картина αινιγματική εικόνα. Загадывание, -Я ουδ. το βάλσιμο αινίγμα- αινίγματος. II το βάλσιμο με το νού. II προμάντευση. загадывать р.δ. βλ. загадать. загаживать р.δ. βλ. загадить. Загалдеть, -ДЙШЬ р.σ. (απλ.) αρχίζω να θο- θορυβώ κλπ. ρ. βλ. галдеть. вагануть ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. загадать. загар, -а α. ηλιόκα(υ)μα. загарпунивать р.δ. βλ. загарпунить. ЗаГарпуНИТЬ ρ.σ.μ. καμακίζω. загасать р.δ. βλ. загаснуть. Загасить, -гашу, -гасишь, παθ. μτχ. παρλθ. ΧΡ. загашенный, βρ: -шен", -а, -о р.σ.μ. σβή- σβήνω· - лампу σβήνω τη λάμπα. загаснуть, -нет, παρλθ. χρ. загас, -ла, -ло ρ.σ. σβήνω· свеча -ла το κηρί έσβησε. загатить, -гачу, -гатишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. загаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. ε- επιστρώνω με ξύλα βαλτώδες μέρος για πέρασμα. «еагачивать р.δ. βλ. загатить. II -ся επι- επιστρώνομαι με ξύλα. загашать р.δ. (παλ.) βλ. загасить. загащиваться р.δ. βλ. загоститься. загвоздйть, -зжу, -здйшь р.σ.μ. 1 (παλ.) καρφώνω· πριτσινώνω. 2 (απλ.) βάζω ερώτηση, αίνιγμα κ.τ.τ. Загвоздка, -и θ. δυσκολία, δυσχέρεια, κό- κόμπος· В этом ВСЯ - εδώ είναι όλο το κουμπί. ЗаГЙб, -а α. 1 στροφή, καμπή, αγκώνας (πο- (ποταμού, δρόμου κ.τ.τ.). II παρέκκλιση· правый - δεξιά παρέκκλιση. 2 πτυχή, δίπλα· - стра- страницы книги η δίπλα του φύλλου του Βιβλίου. ЗаГИбаНИв, -Я ουδ. κάμψη, λύγισμα, δίπλω- δίπλωμα· - проволоки λύγισμα του καλωδίου. 8агибать(ся) ρ.δ. βλ. загнуть(ся). загибка, -и θ. βλ. загибание. ЗаГЙбЩИК, -а α. ο παρεκκλίνων (στην πο- πολιτική, επιστήμη, Τέχνη). загипнотизировать, -руго, -руешь р.σ.μ. υ-
заг 325 заг πνωτί-ζω. загипсовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загипсованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. βάζω στο γύψο· - ногу βάζω το πόδι. στο γύψο. заглавие, -я ουδ. επικεφαλίδα, τίτλος. заглавный επ. της επικεφαλίδας· - ЛИСТ η προμετωπίδα, το εξώφυλλο. II εκφρ. -ая буква κεφαλαίο γράμμα· -ая роль о πρωτεύων ρόλος, ο ρόλος του πρωταγωνιστή. Загладить, -ажу, -адищь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. заглаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1 ισιώ- ισιώνω, ισιάζω, ομαλΰνω· λειαίνω· - ВОЛОСЫ ισιά- ζω τα μαλλιά· - СКЛаДКИ ισιώνω τις πιέτες* - МОршЙНЫ ομαλύνω τις ρυτίδες. 2 μτφ. δι- διορθώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ· - ошибку δι- διορθώνω το λάθος· - несправедливость επανορ- επανορθώνω την αδικία. II - СЯ 1 ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνομαι· λειαίνομαι. 2 διορθώνομαι, επα- επανορθώνομαι· μετριάζομαι, καλμάρω. заглаяивать(ся) р.δ. βλ. загладитьСся). ЗаГлаЗНО επίρ. εν απουσία, απόντος, απου- απουσιάζοντος . Заглазный επ. ο γινόμενος εν απουσία του. Заглатывание, -Я ουδ. καταβρόχθιση. заглатывать р.δ. βλ. заглотать. заГЛОТ, -а α. καταβρόχθιση. заглотать ρ.σ.μ. καταβροχθίζω (συνήθως για ψάρια). ваГЛОТНуТЬ р.σ.μ. (απλ.) ρουφώ, καταπίνω. заглохлый επ. εγκαταλειμμένος, παρατημένος. заглохнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χ р. заглох, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заглохший к. за- глохнувший, επιρ. μτχ. заглохнув р.σ. 1 (για ήχο) σβήνω, κοπάζω· ησυχάζω. II (για μηχανές) σταματώ· мотор -ΟΧ η μηχανή έσβησε. 2 λη- λησμονώ, ξεχνώ, δε θυμάμαι. 3 ξεπέφτω, εκπί- εκπίπτω· ερημώνω. II είμαι, παραμελημένος· πνίγο- πνίγομαι, σκεπάζομαι απο χόρτα. II μτφ. σταματώ, εμαοδίζω την ανάπτυξη. ЗаГЛОХШНЙ εκ. απο μτχ. παραμελημένος, έ- έρημος, παρατημένος, σκεπασμένος απο χόρτα. Заглубить, -бЛЮ, - ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ, заглублённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. εμβυθίζω. заглублять р.δ. βλ. заглубить. II -ся ец- βυθίζομαι. заглушать(ся) р.δ. βλ. заглушйть(ся). Заглушить, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заглушённый, -шён, -шена, -шено р.α.μ. 1 πνίγω, σκεπάζω· оркестр -ил голос певца η ορχήστρα οκέπασε τη φωνή του τραγουδιστή· ковёр -ил звук шагов το χαλί έσβησε τον ήχο των βημάτων. 2 μετριάζω, καταπραΰνω, μαλα- μαλακώνω, απαλύνω, καθησυχάζω· - боль μαλακώνω τον πόνο. II αειώνω, ελαττώνω, ολιγοστεύω. 3 εμποδίζω την ανάπτυξη· сорные травы -ЛИ хлеб га ζιζάνια έπνιξαν το σιτάρι. ♦ μτφ. κατα- καταστέλλω, καταπνίγω. 5 σταματώ· - мотор σβή- σβήνω το μοτέρ· - уголь σβήνω τα κάρβουνα. II -СЯ σκεπάζομαι, σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. Заглушка, -И θ. έμφραγμα, επίπωμα, πώμα, βούλωμα. ваглушьв, -я ουδ. (απλ.) βλ. глушь. 8аГЛЯДвНЬе, -Я ουδ. χαρά ματιών, χάρμα ο- οφθαλμών, τζόγια, τρέλλα· этот ребёнок - од- одно αυτό το παιδάκι είναι να το βλέπεις και να χαίρεσαι· на - να κοιτάζεις και να χαί- χαίρεσαι . заглядеться, -гляжусь, -глядишься р.σ. με τραβά η θέα, ξεχνιέμαι κοιτάζοντας, γοητεύο- γοητεύομαι , θέλγομαι. заглядывать р.δ. βλ. заглянуть. II -ся βλ. заглядеться. заглянуть, -яну, -янешь р.σ. 1 κοιτάζω, βλέπω, ρίχνω μια ματιά· он -ул В ОКНО αυτός κοίταξε στο παράθυρο· - ПОД СТОЛ κοιτάζω κά- κάτω απο το τραπέζι· - в глаза κοιτάζω στα μάτια· - В словарь κοιτάζω στο λεξικό· ОН не -ул В книгу αυτός δεν κοίταξε (δεν άνοίτ- ξε) το βιβλίο· - В комнату ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο· - В чужие карты κοιτάζω τά παι- παιγνιόχαρτα του διπλανού μου. II μτφ. εισχωρώ, φέγγω· солнце в ту сторону не -янет την άλ- άλλη πλευρά ο ήλιος δεν την βλέπει. II μτφ. διαβάζω στα πεταχτά, ρίχνω μια ματιά (στο κείμενο). II μτφ. εισχωρώ, μπαίνω, διεισδύω* - В душу εισχωρώ στην ψυχή. 2 επισκέπτομαι για λίγο, περνώ στο πόδι. II εχφρ. - вперёд κοιτάζω μπροστά, βλέπω (οραματίζομαι) το μέλλον. 8агнаивать(ся) р.δ. βλ. загнойть(ся). Загнанность, -И θ. καταπόνεση, ταλαιπωρία, Λαιδεμός, τυραγνία. Загнанный επ. απο μτχ. 1 καταπονεμένος, κα- κατακουρασμένος απο το τρέξιμο. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) κατατρεγμένος· как - Зверь σαν κατα- καταδιωγμένο θηρίο· - ребенок κατατρεγμένο παι- παιδάκι . загнать, -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. за- загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнан- загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 βάζω μέσα, μπάζω' - СКОТ В двор μπάζω τα ζώα στην αυλή· - (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου. 2 διώχνω, κυ- κυνηγώ· собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυ- κυνήγησε τη γάτα στη στέγη. 3 καταπονώ, κατα- κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο· - лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει. ^ μπήγω* χώνω· ОН -ал НОЖ В СПЙну αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη· - сваи μπήγω πασσάλους. 5 (απλ.) που- πουλώ· он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι* - копейку (ή деньги)
заг βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα. заГНВТКа, -И θ. ο παρά τη θυρίδα χώρος της θερμάστρας. Загнивание, -Я ουδ. σήψη, σάπισμα. загнивать р.δ. βλ. загнить. загнить, -гний, -гниёшь, παρλθ.. χρ. загнил, -ла, -ЛО р.σ. αρχίζω να σαπίζω, να σήπομαι. II μτφ. αποσυνθέτομαι, παρακμάζω. ЗаГНОЙТЬ, -ОГО, -ОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загноённый, βρ: -оён, -оена, -оенб р.σ.μ. 1 σαπίζω, κάνω να σαπίσει. 2 εμπυώ, εμπυά- ζω· - рану εμπυάζω την πληγή. II -СЯ εμπυού- μαι, μαζεύω πύο. Загнутый επ. απο μτχ. (ανα)διπλωμένος,(α- να)στραμμένος, (ανα)γυρισμένος. загнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнутый, βρ: -ут, -а, -Ο ρ.σ. 1 μ. αναδι- αναδιπλώνω, αναστρέφω, γυρίζω· κάμπτω, λυγίζω· - угол страницы διπλώνω τη γωνία της σελί- σελίδας (του φύλλου)* - "^кава αναδιπλώνω τα μα- μανίκια· - палец κάμπτω το δάχτυλο. 2 (απλ.) στρίβω, γυρίζω, κόβω· - за угол στρίβω στη γωνία. 3 μτφ. το παρακάνω, περνώ χα όρια. II βωμολοχώ, βρίζω χυδαία. II εκφρ. - пирог απλ. φτιάχνω πίττα· - салазки (απλ.) αναστρέφω τα πόδια. II -СЯ 1 διπλώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 (απλ.) πεθαίνω, τινάζω τα πέτα- πέταλα, τα κακαρώνω. Зато варивание1, -Я ουδ. άνοιγμα συνομιλίας. Заговаривание? -Я ουδ. συσκότιση, ζάλισμα με την πολυλογία. Заговаривать1 р.δ. ανοίγω κουβέντα· παίρνω μέρος ατη συνομιλία. II -СЯ 1 μιλώ ασυνάρτη- ασυνάρτητα, ξεφεύγω κατά τη συνομιλία. 2 βλ. заго- ворйться. заговаривать2 ρ.δ. βλ. заговорить1. II -ся βλ. заговорйть(сяI. Заговенье, -Я ουδ. η Κυριακή των Απόκρεω ν. ЗаГОВеТЬСЯ, -ёюсь, -ёеШЬСЯ р.σ. αποκρεύω, κάνω Αποκριά. II μτφ. επωφελούμαι· παίρνω για τελευταία φορά. заговляться р.δ. βλ. заговеться. заговор] -а α. συνωμοσία· противоправи- противоправительственный - αντικυβερνητική συνωμοσία· - Катилйны συνωμοσία Κατιλίνα· составлять συνωμοτώ, κάνω συνωμοσία· быть в -е συμμε- συμμετέχω στη συνωμοσία. II σκευωρία. заговор' -а α. ξόρκι, ξόρκισμα· - против зубной боли ξόρκισμα οδοντόπονου. II εκφρ. - молчания γενική αποσιώπηση. Заговорить1 р.σ.μ. 1 σκοτίζω, ζαλίζω φλυ- φλυαρώντας· δεν αφήνω άλλον να μιλήσει· ЭТОТ балтун всех -йл αυτός ο φλύαρος όλους τους ζάλισε. 2 ξορκίζω. II -СЯ 1 παρακουβεντιάζω, παρατραβώ το κουβεντολόγι. 2 φλυαρώ, πολυ- πολυλογώ, περιττολογώ· ψευδολογώ. ааГОВОрЙТЬг ρ . σ . αρχίζω να μι-λώ- ребёнок -ЙЛ το παιδάκι άρχισε να μιλά· все разом -ли όλοι μαζί άρχισαν να μιλάν в нём вдруг -ла совесть ξαφνικά μέσα του άκουσε τη φωνή της συνείδησης. Заговорщик, -а α., -ца, -Ы θ. συνωμότης, -ιδα. Заговорщицкий επ. συνωμοτικός. II μυστικός. заговорщический επ. βλ. заговорщицкий. загоготать, -гогочу, -гогочешь р.σ. αρχί- αρχίζω να καγχάζω. Загогулина, -Ы θ. (απλ.) στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα· писать С -ами γράφω με στρι- φογυρίσματα. ЗаГОДЯ επίρ. (απλ.) εκ των προτέρων, νω- νωρίτερα· έγκαιρα. ЗаГОЛЙТЬ р.σ.μ. (απλ.) απογυμνώνω μέλος του σώματος· - грудь ξεστηθώνω· - руку ξε- μπρατσώνω. II -СЯ απογυμνώνομαι, ξεγυμνώνο- ξεγυμνώνομαι . заголовок, -вка α. βλ. заглавие. Заголовочный επ. του τίτλου, της επικεφα- επικεφαλίδας. заголосить, -лошу, -лосйшь ρ.σ. αρχίζω να τραγουδώ, να φωνάζω δυνατά βλ. к. голосить. ЗаГОЛубётЬ, -еет ρ.σ. 1 γαλαζιώνω, κυανίζω. 2 αρχίζω να γαλαζιώνω. заголять(ся) р.δ. βλ. заголйть(ся). ЭаГОМОНЙТЬ р.σ. (απλ.) αρχίζω να βομβώ κλπ. ρ βλ. ГОМОНИТЬ. ЗаГОН, -а α. 1 μάντρισμα. 2 μαντρί, μά- μάντρα· στάνη. 3 χωράφι, καλλιεργημένο. II εκφρ. В -е σε εγκατάλειψη· σε περιφρόνιση. ЗаГОНКа, -И θ. 1 μάντρισμα. 2 (διαλκ.) χω- χωράφι καλλιεργημένο ή τμήμα χωραφιού. ЗаГОНЩИК, -а α. παγαναστής. *ЗаГОНЯТЬ Ρ.δ. 1 βλ. загнать. 2 καταπονώ, λιώνω, τσακίζω στη δουλειά. 3 αρχίζω να βά- βάζω μέσα κλπ. ρ. βλ. загнать. Загораживание, -Я ουδ. περίφραξη, περί- φραγμα. II διαχωρισμός. загораживаться) ρ.δ. βλ. загородйть(ся). Загорание, -Я ουδ. κάφιμο, Φλόγισμα, ά- άναμμα. II ηλιόκαυμα. загорать(ся) ρ.δ. @λ. загорёть(ся). загорбок, -бка α. (απλ.) καμπούρα· κύρτω- κύρτωμα ράχης. 8аГОрДИТЬСЯ, -ржусь, -рдЙШЬСЯ р.а. περη- περηφανεύομαι, κορδώνομαι, καμαρώνω. загоревать, -ргою· -ргоешь р.σ. αρχίζω να θλίβομαι κλπ. ρ. βλ. горевать. загоревший επ. απο μτχ. βλ. загорелый. Загорелый επ. (η)λι.οκαμένος, ηλιοκαής. Загореть, -рю, -рЙШЬ, μτχ. παρλθ. χρ. эа- горёвший р.з. καίγομαι στον ήλιο, μαυρίζω· κάνω ηλιοθεραπεία· у него лицо -Λ0 το πρό-
ваг 325 ваг σωττό του κάηκε ατον ήλι-ο. II -СЯ 1 καίγομαι,, παίρνω φωτιά· αρχίζω να καίγομαι· ДОМ -ЛСЯ το σπίτι πήρε φωτιά. II ανάβω· -лись ОГНИ ά- άναψαν φωτιές. II μτφ. φλογίζομαι ,* βγάζω φω- φωτιές, αστράφτω· глаза -лись злобой и нена- ненавистью τα μάτια πετούσαν φωτιές απο κακία και μίσος· -лея жаждой мщения άναψε απο δί- δίψα εκδίκησης· -лея между ними спор άναψε με- μεταξύ τους η συζήτηση. 2 μτφ. κοκκινίζω· её лицо -лось стыдом το πρόσωπο της κοκκίνησε απο ντροπή. II εκφρ. что это вам -лось? τι' βιάζεστε έτσι; (σα να σας καίγεται κάτι). . Загорланить р.σ. (απλ.) αρχίζω να ξελα- ρυγγίζομαι κλπ. ρ. βλ. горланить. загорода, -Ы θ. (παλ.) 1 φράχτης,, περίβο- περίβολος. 2 μάντρα, φραγμένο μέρος, φραξίδι. Загородить, -рожу, -родишь, παθ. μτχ. πα- ρλθ. χρ. загороженный, βρ: -жен, -а, -о р. σ.μ. (περι)φράζω, περικλείνω· - сад φράζω το δεντρόκηπο. II εμποδίζω τη δίοδο· ОНИ СТО- лами и стульями -ЛИ ВХОД В Дом με τραπέζια και καθίσματα έφραζαν την είσοδο του σπιτιού· - свет εμποδίζω (πιάνω) το φως. II εμποδί- εμποδίζω, βάζω εμπόδια. II -СЯ χωρίζομαι, φράζομαι. II καλύπτομαι, προφυλάσσομαι· - ширмой χωρί- χωρίζομαι με παραπέτασμα· - рукой ОТ солнца προ- προφυλάσσομαι απο τον ήλιο με το χέρι. вагородка, -Ив. 1 περί φράγμα, φράχτης. II διαχώρισμα. 2 περιφραγμένο μέρος. загородный επ. εξοχικός· - ДОМ εξοχικό σπί- σπίτι, έπαυλη, βίλλα. загорячить р.σ. αρχίζω να ζεσταίνω κλπ.ρ. βλ. горячить. II -СЯ αρχίζω να εξάπϋομαι κλπ. ρ. βλ. горячиться. загоститься, -гощусь, -гостйшься р.α. πα- ραφιλοξενούμαι, μένω για πολύ φιλοξενούμενος заготавливание, -я ουδ. βλ. заготовка. заготавливаться) ρ.δ. βλ. заготовляться). заготовитель, -Я α. κατασκευαστής -προμη- -προμηθευτής, εφοδιαστής. Заготовительный επ. της συγκέντρωσης, του εφοδιασμού· - пункт κέντρο συγκέντρωσης (κυ- (κυρίως γεωργ. προϊόντων)· -ая цена τιμή συ- συγκέντρωσης (προϊόντων). 8аГ0Т0ВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ Ρ.σ.μ. (προετοι- (προετοιμάζω. II εξασφαλίζω, προμηθεύομαι, εφοδιάζο- εφοδιάζομαι· - дрова на зиму εξασφαλίζω καυσόξυλα για το χειμώνα. ЗаГОТОВКа, -И θ. 1 συγκέντρωση (αγροτι- (αγροτικών προϊόντων). 2 τεμάχιο, κομμάτι για επε- επεξεργασία. ЗаГОТОВЛеЫИе, -Я ουδ. προετοιμασία, προ- κατασκευή. 8аГОТОВЛЯТЬ ο.δ. βλ. заготовить. II -СЯ προ- προετοιμάζομαι. II εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι. Заготовочный επ. της επεξεργασίας τεμαχίων. 8аГОТОвщик, -а α., -ца, -ы θ., προκατασκευα- οτής, -άστρια· κόφτης, κόφτρα. заграбастать р.σ.μ. (απλ.) αρπάζω, ιδιο- ιδιοποιούμαι. заграбастывать р.δ. βλ. заграбастать. Заграбить, -блго, -бишь р.σ.μ. (παλ.κ. απλ.) (δι)αρπάζω, λεηλατώ, ληστεύω. Заградитель, -Я α. ναρκοθέτης, ναρκοβόλο (σκάφος)· минный - ναρκοθέτης·подводный мин- минный - υποβρύχιος ναρκοθέτης. ЗаГраДИТеЛЬННЙ επ. του φραγμού, για φραγ- φραγμό, για παρεμπόδιση· - ОГОНЬ φραγμός πυρών. ЗаграДЙТЬ, -ажу, -аДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заграждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. φράζω, (παρ)εμποδίζω, (παρα)κωλύω· κλεί- κλείνω· - дорогу φράζω το δρόμο· - проход εμπο- εμποδίζω το πέρασμα (δίοδο). ваграждать ρ.δ. βλ. заградить. II -ся φρά- φράζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Заграждение, -Я ουδ. φραγμός, φράγμα·МЙН- НЫе -я ναρκοπέδια· проволочные -Я συρματο- φράγματα, συρματοπλέγματα. заграница, -Ы θ. το εξωτερικό, αλλοδαπή, ξένες χώρες· связь С -ей σύνδεση με το ε- εξωτερικό. Заграничный επ. εξωτερικός, αλλοδαπός,ξέ- αλλοδαπός,ξένος· ~ые товары εμπορεύματα εξωτερικού. загребать ρ.δ. 1 μ. μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω· - деньги μαζεύω σωρό τα χρήματα· чужими руками жар - (μτφ.) βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα απο τη φωτιά. II μτφ. κερ- κερδίζω, βγάζω· ОН МНОГО денег -ет αυτός βγά- βγάζει πολλά λεφτά. 2 τραβώ κουπί, κωπηλατώ· - вправо κωπηλατώ δεξιά. II -СЯ μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Загрёбистый επ. (απλ.) αρπακτικός· αχόρ- "βαγος. Загребной επ; -ое весло ουράδιο, γουργού- λα, πρυμιό-κουπί· -ая сторона αριστερή πλευ- πλευρά της βάρκας (βλέποντας απο την πρύμνη κα- κατά την πρώρη). II ως ουσ. πρώτος κωπηλάτης (απο την πρύμνη). Загребущий επ. (απλ.) αρπακτικός, φιλάρ- παγος· -ие руки αρπαχτικά χέρια. Загреметь, -МЛЮ, -МЙШЬ р.σ. (απλ.) πέφτω με κρότο, βροντώ. II αρχίζω να κροτώ, να βρο- βροντώ κλπ. ρ. βλ. греметь. загрести1ρ.σ. βλ. загребать. Загрести2ρ.σ. αρχίζω να κωπηλατώ. Загривок, -вка α. το παρά τη ρίζα μέρος της χαίτης· η ρίζα της χαίτης. II (απλ.) αυ- αυχένας ανθρώπου ή ζώου. загримироваться) ρ.σ. βλ. гримировать<ся). загримировывать ся) р.б. βλ. гримировать- гримироваться). Загробный επ. 1 μεταθανάτιος· - мир о άλ-
λος κόσμος· -ая жизнь μεταθανάτια ζωή·- суд μεταθανάτια κρίση, θεία δίκη. загромождать р.δ. βλ. загромоздить. II -ся φράζομαι,. Загромождение, -Я ουδ. επισώρευση εμποδί- εμποδίων φράξιμο. аагроМОЗдаТЬ, -ЗЖу, -ЗДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загромождённый, βρ: -дён, -дена, -дено; ρ.σ.μ. φράζω, εμποδίζω το πέρασμα, κλείνω (με πολλά паи χοντρά πράγματα)· επισωρεύω·- Дорогу φράζω το δρόμο· - комнату мебелью κλείνω το δωμάτιο με έπιπλα. II μτφ. επιφορ- επιφορτίζω, παραφορτώνω. Загромыхать р.σ. αρχίζω να βροντώ κλπ. ρ. βλ. громыхать. загрохотать, -хочу, -хочешь р.σ. αρχίζω να κροτώ, θορυβώ κλπ. ρ. βλ. грохотать. загрубелость, -И θ. (απο)σκλήρυνση· ρόζα- σμα. Загрубелый επ. 1 σκληρός· ροζασμένος, ~ρι- κος. 2 μτφ. ανάλγητος, άπονος· αναίσθητος. вагрубвТЬ р.σ. σκληραίνω, γίνομαι σκληρός· кожа -ла το δέρμα'σκλήρυνε. II μτφ. γίνομαι ανάλγητος, άπονος· αδιαφορώ. 8агружать(ся) р.δ. βλ. загрузйть(ся). Загруженность κ. -жёННОСТЬ, -И θ. φόρτος εργασίας, απασχόλησης. загрузить, -гружу, -грузишь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. загружённый, βρ: -жен, -а, -о κ. -жён, -жена, -жено р.σ.μ. 1 φορτώνω κάργα.2 μτφ. επιφορτίζω. 3 γεμίζω πλήρως. II -СЯ φορτώνο- φορτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. вагрузка, -И θ. 1 φόρτωση. 2 μτφ. εξασφά- εξασφάλιση δουλειάς· работа при полной -е δουλειά φόρτσα ή κάργα. 8агрузнуть р.σ. (απλ.) βυθίζομαι. загрузочный επ. φορτωτικός· -ая машина φορτωτική μηχανή. загрунтовать, -Туи, -туешь ρ.σ.μ. προχρω- ματίζω, βάφω προκαταρτικά, περνώ το πρώτο χέρι. II -СЯ προχρωματίζομαι'κλπ. ρ. ενεργ. φ. загрунтовываться) р.δ. βλ. загрунтовать- (ся). ЭагруСТХТЬ, -УШу, -уСТИШЬ р.σ. αρχίζω να θλίβομαι κλπ. ρ. βλ. грустить. II -СЯ θλίβο- θλίβομαι κλπ. ρ. βλ. грустить. 8агрн8ать(ся) ρ.δ. βλ. загрызть(ся). загрызть, -грызу, -грызёшь, παρλθ. χρ. за- загрыз, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загры- загрызенный, βρ. -зен, -а, -О р.σ.μ. 1 κατατρώ- κατατρώγω· ξεκοκκαλιάζω· κατασπαράζω, κατασχίζω. 2 μτφ. τύπτω, επιτιμώ· совесть его -ла τον έ- έτυψε η συνείδηση· тоска меня -ла με έφαγε η θλίψη. II -СЯ αρχίζω να αλληλοτρώγομαι κλπ. ρ. βλ. грызться. Загрязнение, -Я ουδ. λέρωμα, ρύπανση, μό- μόλυνση· μίανση. II μτφ. σπίλωση, στιγμάτισμα. ЗаГрЯЗНВТЬ р.σ.μ. λερώνω, λασπώνω, κηλι- κηλιδώνω· - одежду λερώνω το ένδυμα· - 'ПОЛ λε- λερώνω το πάτωμα· - руки λερώνω τα χέρια. 2 μτφ. ατιμάζω, καταισχύνω, σπιλώνω. Ι! -СЯ λε- λερώνω, -ομαι· стекло -ЛОСЬ το γυαλί (τζάμι) λέρωσε. ЗаГрЯЗНуТЬ р.σ. (απλ.) βυθίζομαι, βουλιά- βουλιάζω, βαλτώνω. загс, -а α. (запись актов гражданского СОСТОЯНИЯ) ληξιαρχείο. Загубить, -гублю, -губишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загубленный, -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 θα- θανατώνω, καταστρέφω, οδηγώ στο χαμό, χαλώ· - ЖИЗНЬ καταστρέφω τη ζωή· зря человека -ЛИ ά- άδικα χάλασαν (θανάτωσαν) τον άνθρωπο· он -йл свой талант κατέστρεψε το ταλέντο του. 2 (απλ.) σπαταλώ. вагудёТЬ, -ужу, -УДЙШЬ ρ.σ. αρχίζω ναβου- ΐζω κλπ. ρ. βλ. гудеть. загудронировать р.σ.μ. βλ. гудронировать. Загул, -а α. (απλ.) γλεντοκόπι,ξεφάντωμα. загудивать(ся) р.δ. βλ. загулять(ся). Загулять р.σ. (απλ.) γλεντοκοπώ, το ρίχνω στο γλέντι, μεθοκοπώ, ξεφαντώνω· на свадьбе -ли στο γάμο γλεντοκόπησαν. Π -СЯ 1 περιπα- περιπατώ πολύ· - до вечера κάνω περίπατο ως το βράδυ. 2 βλ. ρ. ενεργ. φ. загустелый επ. πηχτός, πηχτωμένος. загустёь, -ёет р.σ. πηχτώνω, πήζω, δένω· πυκνώνω· сироп -ёл το σιρόπι έδεσε. Загуститель, -я α. πυκνωτής, που έχει πυ- πυκνωτικές ιδιότητες. загустить, ~УЩУ, -уСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загущённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. πηχτώνω. II πυκνώνω. II -СЯ πηχτώνω. II πυ- πυκνώνω. 8агущать(ся) ρ.δ. βλ. загустйть(ся). зад, -а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы а. 1 το πισινό μέρος· τα νώτα· стать (ή ПОВер- нуться) -ом кому γυρ ίζω τις πλάτες σε κά- ποιον она надела платье -ом наперёд αυτή έντυσε το φόρεμα ανάποδα (το πίσω μπροστά)· - у телёги очень узок το πισινό μέρος του 'χμτ'ξιού είναι πολύ στενό. II (για ζώα) τα κα- καπούλια. II ο πισινός του ανθρώπου· он ударил его В - τον χτύπησε στον πισινό. 2 πλθ. за- зады, ~ΟΒ το πίσω μέρος των σπιτιών, οδών κ. τ.τ. 3 πλθ· τα προηγούμενα, τα περασμένα· ПОВТОРЯТЬ -Ы επαναλαβοάνω τα περασμένα (μαθή- (μαθήματα κλπ.). Задабривание, -Я ουδ. καλόπιασμα, κολά- κευμα. задабривать р.δ. βλ. задобрить. II -СЯ κα- καλοπιάνομαι, κολακεύομαι. Задавака, -И α. κ. θ. φαντασμένος, -η, Φευ-
τοπερήφανος, ξιπασμένος. задавание, -я ουδ. δόσιμο. задавать, -даю, -даёшь; прости, задавай; ε тр. μτχ. задавая р. δ. βλ. задать. II - -ся (αιΐλ.) κορόώνομαι., καμαρώνω, ' κάνω πως κάτι εί,μαϋ, κόβομαι πολύς, κομπάζω. задавЙТЬ, -авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задавленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 πλακώνω, πατώ· машина -ла ребёнка το αυτο- αυτοκίνητο πάτησε το παιδάκι. 2 πνίγω, στραγγα- στραγγαλίζω· кошка -ла цыплят η γάτα έπνιξε τα που- πουλάκια· его -ли верёвкой τον έπνιξαν με την. τριχιά. 3 καταπνίγω, καταστέλλω. II -СЯ πνί- πνίγομαι, κρεμιέμαι, απαγχονίζομαι. ЗадавлеННОСТЬ, -ИЗ. καταπίεση· κακοπάθη- ση, τυραγνία. Задавленный επ. απο μτχ. Καταπιεσμένος,· βασανισμένος, τυραγνισμένος. задавливать(ся) р.δ. βλ. задавйть(ся). задалбливать ρ.δ. βλ. задолбить. Задание, -Я ουδ. καθήκο, έργο υποχρεωτι- υποχρεωτικό· производственное - παραγωγικό καθήκο· ВЫПОЛНЯТЬ - εκπληρώνω το ανατεθέν έργο·пла- έργο·плановое - έργο προβλεπόμενο απο το πλάνο. II εργασία, δουλειά· домашнее - учеников σπι- σπιτική εργασία των μαθητών. II παραγγελία, ε- εντολή· υποχρέωση. II αποστολή· боевое - απο- αποστολή μάχης· особое - ειδική αποστολή· Смён- ное - δουλειά για μια βάρδια· не справиться С -ем δεν εκπληρώνω την αποστολή. заданный ε π. απο μτχ. δοσμένος. задаривать р.δ. βλ. задарить. задарить, -дарю, -даришь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. задаренный, βρ: -рен, -а, -о. 1 γεμίζω με δώρα. 2 ξαγοράζω, δωροδοκώ. задаром επίρ. (απλ.) δωρεάν, τζάμπα· ра- работать - δουλεύω χωρίς απολαβή. II πάμφτη- να· купить - αγοράζω πάμφτηνα. II άδικα, ά- άσκοπα, στα χαμένα· пропасть - χάνομαι (πε- (πεθαίνω) άδικα. ЗадаСТНЙ επ. (απλ^ κάπουλάτος, με ευτραφή καπούλια. задаток, -тка α. 1 «απάρος, προκαταβολή· Дать - καπαρώνω, δίνω καπάρο. 2 πλθ. -ТКИ κλίση, ροπή, φυσικές ικανότητες. задать Ρ.σ. ц. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать). I δίνω· βάζω· - работу δίνω δουλειά· - за- Дачу δίνω πρόβλημα· - вопрос βάζω ερώτηση·- уроки δίνω κατ' οίκον εργασία (σπιτική δου- δουλειά) προφορική ή γραπτή· - бал δίνω χορό· - страх ενσπείρω το φοCο· - ГОЛОВОМОЙКУ δί- δίνω Cάζω) κατσάδα· - загадку βάζω αίνιγμα. II τιμωοώ· Я ему задам θα του τις δώσω (βρέ- (βρέξω), θα τις φάει. 2 δίνω τροφή эта ζώα· овей лошади δίνω βρώμη στο άλογο. II εκφρ. - жару α) δίνω κατσάδα, τράκο· περιαρπάζω. β) επιφορτίζω, παραφορτώνω· - πέρΐΓ/ кому βά- βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα· - ТОН δί- δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα. II -СЯ 1 προ- τίθεμαι, βάζω, καθορίζω· - целью изучить русский ЯЗЫК βάζω για σκοπό: (σκοπεύω) να μά- μάθω τη ρωσική γλώσσα. 2 συμβαίνω, λαμβάνω χώ- ραν, τυχαίνω, λαχαίνω. 3 στέργω, ευδοκώ. Задача, -И θ. 1 καθήκο, έργο, δουλειά··ВЫ- δουλειά··ВЫПОЛНЯТЬ --у εκπληρώνω το καθήκο· наши -И τα καθήκοντα μας* основная - το βασικό καθήκο. II σκοπός αντικειμενικός· поставить себе -у βάζω για σκοπό μου. II ζήτημα, υπόθεση, πρό- πρόβλημα· очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα. 2 μαθ. πρόβλημα· алгебраическая - αλγεβρικό πρόβλημα. 3 (απλ.) επιτυχία· ευ- ευτυχία. Задачник, -а α. συλλογή προβλημάτων ή α- ασκήσεων. Задвигание, -Я ουδ. κίνηση, κίνημα. задвигать р.σ. αρχίζω να κινώ. эадвитать(ся) р.δ. βλ. задвйнуть(ся). Задвигаться р.σ. αρχίζω να κινούμαι. ЗаДВИЖХа, -И θ. 1 σύρτης, περάτης, ζε- μπερέκι, μπετούγια, ζυγόθυρο, ζύγωθρο. 2 θυρίδα κινητή· печная - η θυρίδα της θερ- θερμάστρας . ЗаДВИЖНОЙ επ. κινητός* -ая Дверь κινητή πόρτα. Задвинуть ρ.σ. 1 σπρώχνω, ωθώ· χώνω· - са- ПОГЙ ПОД кровать σπρώχνω τις μπότες κάτω απο το κρεβάτι. II κλείνω· - дверь засовом κλείνω την πόρτα με το μάνταλο. II φράζω, ε- εμποδίζω τη θέα· - кровать ширмой κλείνω το κρεβάτι με παραβάν; 2 τραβώ, σύρω· - зана- вёс κλείνω την κουρτίνα· - задвйшку περνώ το σύρτη. II -СЯ σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. *-лся засов περάστηκε ο σύρτης. задвоиться, -воюсь, -войшься р.σ. αρχίζω να διχάζομαι. ЗаДВОрКИ, -рок, -ркам πλθ. θ. η πισινή όψη του σπιτιού, το πίσω μέρος. II μτφ. τα καθυστερημένα, τα απόμακρα μέρη μιας χώρας, περιοχής. II εκφρ. на -ах σε δευτερεύουσα θέ- θέση ή σειρά. ЗаДВОрок, -рка α. (διαλκ.) οπισθαύλιο. задевать1 ρ.δ. βλ. задеть. ваДеваТЬ2 ρ.σ.μ. (απλ.) βάζω άγ,νωστον που· куда Я ОЧКИ -ал? που έβαλα τα ματογυάλια; II -СЯ χάνομαι, εξαφανίζομαι· МОЛОТОК куда-ТО -лея τι έγινε το σφυρί, που δε βρίσκεται. Задел, -а α. (τεχ.) 1 μισοτελειωμένη (μι- σοφτιαγμένη) εργασία. 2 περίσσευμα επεξερ- επεξεργασμένων τεμαχίων. Заделать ρ.σ.μ. κλείνω, βουλώνω, ατουπώ-
νω, επιστομώνω· - щели βουλώνω τις χαραμά- χαραμάδες· - Дыру βουλώνω την τρύπα. II φράζω, κλεί- κλείνω· - дверь каменной кладкой κλείνω την πόρ- πόρτα με πέτρινο τοίχο. II συσκευάζω· -ящик συ- συσκευάζω κιβώτιο. II εκφρ. - семена σπέρνω, σκεπάζω τους σπόρους. II -СЯ (διαλκ.) γίνο- γίνομαι, καθίσταμαι· - машинистом γίνομαι μηχα- μηχανοδηγός . заделка, -И θ. κλείσιμο, βούλωμα, στούπω- μα, έμφραξη. II συσκευασία. вадёлнваняе, -я ουδ. βλ. заделка. эадёлывать(ся) р.&. βλ. задёлать(ся). МДбрГанНОСТЬ, -И θ. τυραγνία, ταλαιπω- ταλαιπωρία, παιδεμός. 8аД§рГаННЫЙ егг. απο μτχ. μτφ. βασανισμέ- βασανισμένος, καταπονεμένος· κατακουρασμένος. Задёргать1 ρ.σ.ц. καταπονώ, βασανίζω, παι- παιδεύω* κατακουράζω. Задёргать2-ρ.σ. αρχίζω να τραβώ. II -СЯ αρ- αρχίζω να τραβιέμαι. задёргивать(ся) р.δ. βλ. задёрнуть(ся). ЗаДервВвВёлнА ε π. (απο)σκληραμένσς. II μτφ. ξυλιασμένος, αναίσθητος· -ые пальцы ξυλια- ξυλιασμένα δάχτυλα. Задеревенеть р.σ. σκληρύνομαι, ξυλιάζω. II μτφ. γίνομαι αναίσθητος· НОГИ ОТ холода -ли τα πόδια απο το κρύο ξύλιασαν. Задержание, -Я ουδ. 1 κράτηση, προληπτική κάθειρξη* - преступника κράτηση του εγκλη- εγκληματία. 2 καθυστέρηση προσωρινή· - Μ0ΤΤ1 κρά- κράτημα των ούρων. Задержать, -Держу, - держишь ρ.σ.μ. 1 δι- διακόπτω την πορεία ή την ε νέργε ια, σταματώ α- ανακόπτω, αναχαιτίζω. II μτφ. κρατώ, καθυστε- καθυστερώ· я вас не -у δε θα σας καθυστερήσω· тра- траур -ал свадьбу το πένθος καθυστέρησε το γά- γάμο. II συγκρατώ, βραδύνω, περιορίζω· - шаги κονταίνω (μικραίνω) τα βήματα· - дыхание зи- γκρατώ την αναπνοή. 2 καθυστερώ, δε δίνω έ- έγκαιρα. 5 φυλακίζω προσωρινά· συλλαμβάνω. II εκφρ. - ВЗГЛЯД καρφώνω το βλέμμα. II -СЯ 1 καθυστερούμαι· письмо -лось на почте η επι- επιστολή καθυστέρησε (καθυστερήθηκε) στο ταχυ- ταχυδρομείο. II σταματώ για λίγο, βραδύνω. II κα- καθυστερούμαι, φτάνω καθυστερημένα. 2 ·καθυ- ·καθυστερώ το φτιάξιμο. задерживание, -я ουδ. βλ. задержание. 8адёраявать(ся) ρ.δ. βλ. задержать(ся). Задержка, -И θ. κράτηση- συγκράτηση. II κα- καθυστέρηση· σταμάτημα. ЗаДёрнуТЬ р.σ.μ. τραβώ, χαμηλώνω, σύρω, κλείνω· - ПОЛОГ κλείνω το στόρι. II καλύπτω, σκεπάζω· нёбо -ло облаками о ουρανός έκλει- έκλεισε απο σύννεφα. II -СЯ σκεπάζοιααι, καλύπτο- καλύπτομαι, κλείνομαι· - туманом, ДЫМОМ καλύπτομαι απο ομίχλη, καπνό. задеть, -дену, -денешь; προστκ. задень р. σ.μ. αγγίζω, θίγω, άπτομαι, εφάπτομαι, ακου- ακουμπώ· рукавом -ёл он стакан и опрокинул его με το μανίκι έγγιξε το ποτήρι και το ανέ- ανέτρεψε. II μτφ. πειράζω, πληγώνω· его высту- выступление СИЛЬНО меня -ла η ομιλία του πολύ με έθιξε. II μτφ. επιλαμβάνομαι ακροθιγώς. Задешево επίρ. (απλ.) φτηνά. Задира, -Ы α. κ. θ. πειραχτήρι(ο), ζιζά- ζιζάνιο· σκανταλιάρης. Задирать р.δ.μ. βλ. Задрать. II θίγω, αγ- αγγίζω. II προκαλώ, πειράζω. II -СЯ βλ. задрать- (ся). II προκαλώ, πειράζω. Задиристость, -И θ. προκλητικότητα· πέτρα του σκαντάλου. задиристый επ., (Зр: -рист, -а,.-Ο πειρα- πειραχτικός, θικτικός· προσβλητικός· πέτρα του σκαντάλου. заДИЧаТЬ р.σ. 1 μένω εγκαταλειμμένος, πα- παραμελημένος, παρατημένος (για κήπο, δάσος κ. τ.τ.). 2 αγριεύω, γίνομαι άγριος. задний, -яя, -ее επ. πισινός, οπίσθιος· - двор οπισθαύλιο· -яя дверь πισόπορτα· -ее колесо πισινός τροχός· - проход πρωκτός* - карман κωλοτσέπη· - ХОД η προς τα πίσω κί- κίνηση. II εκφρ. -яя мысль υστεροβουλία· -им умом крепок στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώ- πρώτα· -им числом α) προχρονολογώ (επιστολή κ. τ.τ.), β) αργότερα, βραδύτερα· без -их НОГ μου κόπηκαν τα γόνατα (απο την κούραση)· ΠΟ- Думать -ИМ умом σκέφτομαι κάτι κατόπιν εορ- εορτής (παράκαιρα). "ОДН*"^ -а α. 1 η φτέρνα των παπουτσιών. 2 ο φόντος της σκηνής του θεάτρου. Задобрить, -рго, -ришь р.σ.μ. καλοπιάνω,κο- καλοπιάνω,κολακεύω. заДОЖДЙТЬ, -ДЙТ ρ.σ. απρόσ. αρχίζω να βρέ- Χω.» задОК, -ДКа α. 1 μικρό πισινό μέρος, πι- σινάκι. 2 πισινό μέρος αμαξιών. II ράχη κα- καθίσματος, ακουμπηστήρι. 2 φτέρνα παπουτσιών. ЗаДОЛбЙТЬ, -ОЛЮ, -бЙШЬ р.σ.μ. 1 ραμφίζω, σκοτώνω με το ράμφος· петух -ЙЛ жука о κό- κόκορας σκότωσε με το ράμφος το σκαθάρι. 2 α- αποστηθίζω, παπαγαλίζω. II εκφρ. - себе ЧТО είμαι αδιάλλακτος, έχω αγύριγο κεφάλι. Задолго επίρ. πολύ πριν - до рассвета πολύ πριν να φέξει· - ДО ЗИМЫ πολύ πριν το χειμώνα. Задолжать ρ.σ. χρεώνομαι, μπαίνω σε χρέη, задолженность, -и θ. χρέος, ο«ειλή· пога- погасить - σβήνω τα χρέη, ξεχρεώνομαι. заДОМ επίρ. με τα νώτα, με τη ράχη, με τις πλάτες· бабушка сидела - К солнцу η γιαγιά καθόταν με τα νώτα κατά τον ήλιο· наД&ТЬ лла- тье - вперёт ντύνω το φόρεμα ανάποδα (το πι-
οινό -μπροστά)· двигаться -, идти - οπισθο- βατώ, καρκινοβατώ. задор?' -а α. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη, Φλόγα· διακαής πόθος· πάθος, μένος· с юно- юношеским -ОМ με νεανική φλόγα· полемический - πολεμικό μένος· ВОЙТИ В - εμφορούμαι (κατέ- (κατέχομαι) απο ζήλο. II οργή, παράφορα, θυμός. задор? -а α. βλ. задорина. Задорина, -Ы θ. αμυχή, γρατοουνιά, ξεσκα- λισμένο μέρος, ανώμαλη επιφάνεια· Доска С -ами σανίδα με ξεσκαλίσματα. Задоринка, -И θ. μικρή αμυχή, γραταουνί- τοα. II ен<рр. без -и; без сучка, без -и; ни сучка, НИ -И ομαλά, απρόσκοπτα, ανεμπόδιστα. задористый επ. βρ: -рист, -а, -о (απλ,) βλ. задорный. задориться, -ргось, -ришься р.δ. (απλ.) ε- ξάπτομαι, ανάβω. задорно επίρ. ένθερμα, με ζήλο, με ζέση, με θέρμη· με πάθος. II θυμωμένα, οργίλως. II Φΐλόνικα, εριστικά. задорный επ., βρ: -рен, -рна, -рно οργί- λος, οξύχολος· φουριόζος, ευέξαπτος, ευερέ- ευερέθιστος. II εριστικός, φιλόνικος. задохнуться, -ется; παρλθ. χρ. задохся р. σ. (απλ.) φθείρομαι πολύ, χαλνώ, μουχλιάζω. задохнуться р.σ. βλ. задыхаться. задразнить1, -азню, -азнишь, παθ.. μτχ. πΙαρλθ. χρ. задразнённый, -нён, -нена, -нено р.σ.μ. εξοργίζω, δαιμονίζω, μουρλαίνω. задравнйть2ρ.σ. αρχίζω να ερεθίζω κλπ. ρ. βλ. дразнить. задраивать ρ.δ. βλ. задраить. II -ся,-ется κλείνοιιαι ερμητικά. задраить, -аю, -аишь р.σ.μ. (ναυτ.) κλεί- κλείνω ερμητικά. задрайка, -И θ. (ναυτ.) μηχάνημα ερμητυ- κού κλεισίματος. задрапировать(ся) ρ.σ. βλ. драпировать(ся). задрашровывать(ся) р.δ. βλ. драпировать- драпироваться). задрать, -деру, -дерёшь, παρλθ. χρ. за- задрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. За- дранный, задран, задрана, -о р.σ.μ. 1 (α- (ανασηκώνω, (αν)υφώνω, (αν)ορθώνω· - ХВОСТ ϋηκώνω την ουρά* - ГОЛОВУ σηκώνω το κεφάλι· - НОГИ σηκώνω τα πόδια. II αναδιπλώνω. 2 γρα- ταουνίζω, ξεσκαλίζω (δέρμα, Φλοιό κ.τ.τ.). 3 ξεαχίζω, καταυπαράζω· ВОЛКИ -ЛИ Двух овец οι λύκοι κατααπάραξαν δυο πρόθατα. 4 μαστι- μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω. II -СЯ 1 γρα- ΐαουνίζομαι, ζεσκαλίζομαι. 2 ανασηκώνομαι. II αναδιπλώνομαι. 3 αρχίζω να καβγαδίζω κλπ. =. βλ. драться. Задребезжать, ~ЖЙТ р.σ. αρχίζω υα τρίζω. задремать, -емлю, -ёмлешь ρ.σ. νυστάζω то- λύ, με παίρνει λίγο ο ύπνος, αποκοιμούμαι. задрёмывать р.δ. βλ. задремать. задрогнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. -дрог, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. задрогший; ρ.σ. (απλ.) παγώνω, ξεπαγιάζω. II κρυώνω, ψύχομαι· рука -ла το χέρι κρύωσε. Задрожать, -жу, -ЖЙШЬ р.σ. αρχίζω να τρέ- τρέμω κλπ. ρ. βλ. дрожать. Задруга, -и θ. (παλ.) πατριαρχική οικογε- οικογενειακή κοινότητα των νοτιοσλάβων. ВаЖубёлыЛ επ. (απλ.) σκληρός, άκαμτπτος(ό- πως το βαλανιδόξυλο). II μτφ. άπονος, άσπλα- άσπλαχνος. вадубенёть р.σ. (απλ.) βλ. задубеть. Задубеть, -ёет р.σ. (απλ.) σκληρύνω, ~αί- νω, ξυλιάζω, κοκκαλιάζω· кожа -Ла το δέρμα σκλήρυνε. Задувание, -Я ουδ. σβήσιμο με φύσημα. задувать1 ρ.δ. βλ. задуть1. Задувать2ρ.δ. (για άνεμο). 1 φυσώ, πνέω· -ает северный ветер φυσά βοριάς. 2 διαπερώ, εισχωρώ. 3 παρασύρω, φυσώ, μπάζω· ветер -ал на чердак снег о άνεμος έμπασε χιόνι στη σο- σοφίτα. задувка, -и θ. (τεχ.) φύσημα, άναμμα· доменной пёчи άναμμα υψικαμίνου. Задумать р.σ.μ. 1 σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκο- σκοπεύω, προτίθεμαι· - жениться σκέφτομαι να παντρευτώ. 2 βάζω με το νου μου, σκέφτομαι νοερά· -айте какую-н. одну карту βάλτε με το νου σας ένα οποιοδήποτε παιγνιόχαρτο. II -СЯ 1 σκέφτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι, διαλο- διαλογίζομαι· μελετώ· - над вопросом σκέφτομαι ένα ζήτημα· - О будущем σκέφτομαι για το μέλλον. II πέφτω (βυθίζομαι) σε σκέψεις· α- πορροφούμαι. 2 ταλαντεύομαι, διστάζω· не -лея сказать правду δε δίστασε να πει την αλήθεια. Задумчивость, -и θ. σκεπτικότητα, στοχα- στοχασμός, διαλογισμός, σύννοια. задумчивый επ., βρ: -чив, -а, -о σκεφτι- σκεφτικός, συλλογισμένος, βυθισμένος σε σκέψεις. задумывать ρ.δ. βλ. задумать, и -ся 1 βλ. задуматься. 2 (παλ. κ. απλ.) μελαγχολώ, πέ- πέφτω σε μελαγχολία. задурачиться, -чусь, -чишься р.σ. αρχίζω να κάνω τρέλλες, ανοησίες. задурить, -рю, -рйшь р.σ. 1 (απλ.) συσκο- συσκοτίζω, σκοτίζω, συγχίζω· - голову σκοτίζω το κεφάλι (τα μυαλά). 2 αρχίζω να πάρεκτρέπο- .μαι κλπ. ρ. βλ. дурить. задурманивать р.6., задурманить р.σ. βλ. дурманить. задуть, -дую, -дуешь ρ.σ.μ. 1 σβήνω· - све- свечу σβήνω το κερί. 2 φυσώ, ανάβω· - домну α- ανάβω την υψικάμινο. 3 αρχίζω να φυσώ.
επίρ. εγκάρδια, ολόψυχα. II μύ- μύχια, ενδόμυχα. вадушвВНОСТЬ, -И θ. εγκαρδιότητα. 8аДуВ1вВНЫЙ επ. εγκάρδιος· - разговор ε- εγκάρδια συνομιλία· - Друг γκαρδιακός (επι- (επιστήθιος) φίλος. II μύχιος, ενδόμυχος. ЗаДуВШТЬ р.σ.μ. βλ. ДушЙТЬ*. И -СЯ (απλ.) κρεμιέμαι, απαγχονίζομαι. ВаДЫИЙТЬ, -МЛЮ, -МЙшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задымлённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. I καπνίζω, μαυρίζω· -ли весь потолок μαύ- μαύρισαν όλο το νταβάνι με τον καπνό. 2 αρχίζω να καπνίζω, να βγάζω καπνό. II -ОЯ 1 καπνί- καπνίζομαι, γίνομαι μαύρος απο τον καπνό. 2 αρ- αρχίζω να καπνίζω, να βγάζω καπνό. ЗаДНМДвНИв, -Я ουδ. κάπνισμα, μαύρισμα α- απο τον καπνό. ЗаДННДёЫННЙ επ. απο μτχ. καπνισμένος, μαυ- μαυρισμένος απο τον καπνό. Задыхаться, -аюсь, -аешься р.δ. 1 ασφυ- ασφυκτιώ, πνίγομαι, μου πιάνεται η ανάσα, ασθ- ασθμαίνω, λαχανιάζω· - ОТ бега ασθμαίνω απο το τρέξιμο· - ОТ Гнева με πνίγει ο θυμός. II μτφ. καταπιέζομαι, καταδυναστεύομαι. 2 πνίγομαι, πεθαίνω απο ασφυξία. Задышать ρ.σ. αρχίζω να αναπνέω. ЗавГОЗИТЬ р.σ. αρχίζω να στριφογυρίζω, να τα φέρω όλα γύρω. заедать(ся) р.δ. βλ. заёсть(ся). ЗаеДЙНО επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) μαζί, μια φορά. заёдхи, -ок πλθ. (διαλκ.) επιδόρπια. эаёжиться, -ёжусь, -ёжишься р.σ. αρχίζω να κουβαριάζομαι κλπ. ρ. βλ. ёжиться. ЗавЗД, -а α. 1 πέρασμα, διαβατική επίσκε- επίσκεψη· С -ОМ В Афины περνώντας απο την Αθήνα. 2 (αθλτ.) ιπποδρομία· полуфинальный - ημιτε- ημιτελικός αγώνας ιπποδρομίας. заездить, -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. ΧΡ. заезженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. κα- καταπονώ, κατακουράζω με επίμοχθο βάδισμα· лошадей κατακουράζω τα άλογα. II μτφ. κατα- βασανίζω· κατατρώγω· κατατρύχω. ЗаеЗДка, -И θ. (αθλτ.) εξάσκηση, εκγύμνα- εκγύμναση αλόγου. заезжать р.δ. βλ. заехать. заезженный επ. απο μτχ. κατακουρασμένος, ε- εξαντλημένος, καταπονεμένος απο το τρέξιμο· -ая лошадь εξαντλημένο άλογο απο το τρέξιμο. II μτφ. γνωστός· τετριμμένος, κοινός· -ая фраза τετριμμένη Φράση. заезжий επ. περαστικός, διαβατικός· - ГОСТЬ περαστικός μουσαφίρης. II ξένος, αλλοφερμ£νος· - просится ночевать у нас о ξένος παρακαλεί να διανυκτερεύσει σε μας. II снфр. - дом, ДВОр πανδοχείο. ЗаёкаТЬ р.σ. αρχίζω να γογγύζω. ЗаелОЗИТЬ, ~<5жу, -ОЗИШЬ ρ.σ. (απλ.) αρχί- αρχίζω να έρπω, να σέρνομαι. заём, займа α. δάνειο· дать в - δίνω δά- δάνειο· взять в - παίρνω δάνειο· беспроцент- беспроцентный - άτοκο δάνειο· - за проценты έντοκο δά- δάνειο· выигрышный - λαχειοφόρο δάνειο· пре- предоставить - χορηγώ δάνειο· государственный - κρατικό δάνειο· внутренний - εσωτερικό δάνειο· внешний - εξωτερικό δάνειο. заёмный επ. 1 του δανείου, δανειακός·-ое письмо ομολογία χρέους, ομόλογο· - процент επιτόκιο. 2 δανεικός· -ые деньги δανεικά χρήματα. Заёмщик, -а α. (παλ.) χρεώστης, χρεοφει- χρεοφειλέτης. ваёрзать ρ.σ. αρχίζω να στριφογυρίζω κλπ. ρ. βλ. ёрзать. ваОСТЬ р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. есть1). 1 κατατρώγω, κατασπαράσσω· волк -ёл овцу о λύκος κατασπάραξε το πρόβατο. II τσιμπώ, κε- κεντώ, νύσσω· его -ли комары τον κατάφαγαν τα κουνούπια. II κατενοχλώ· бабушка -ла меня воркотнёй η γιαγιά μ' έφαγε με τη μουρμού- μουρμούρα. II φθείρω, λιώνω· тоска его -ла η θλίψη τον έφαγε. 2 μαγκώνω, πιάνω, σκαλώνω· -ло якорную цепь σκάλωσε η αλυσίδα της άγκυρας, 3 τρώγω κάτι (μετά απο κακόγευστη κατάποση)· - лекарство τρώγω κάτι μετά το φάρμακο. 1- απρόσ. (απλ.) θίγω, ανησυ,χώ. II -СЯ παραχορ- ταίνω, είμαι παραχορταμένος. заехать, -ёду, -едешь, ποοστκ. δεν έχει· ρ. σ. 1 επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβα- διαβατικός. II έρχομαι να πάρω· я -ёду за вами θα έρθω να σας πάρω· за мной -ЛИ ήρθαν να με πάρουν. II μπαίνω εισέρχομαι· - ВО Двор μπαί- μπαίνω στην αυλή. 2 απομακρύνομαι, προχωρώ μα- κρίά· он -ал в трясину αυτός προχώρησε μα- μακριά στο βαλτότοπο. 3 στρίθω, στρέφω, γυρί- γυρίζω· κρύβομαι· - за угол στρίβω στη γωνία, 4 μπατσίζω, χτυπώ. •зажаривать р.δ ι βλ. зажарить. 2 (απλ.) .εκτελώ κάτι με θέρμη, ζήλο, μανία κ.τ.τ. ИШЬ как -ет για δες πως τρέχει. II -СЯ 8λ. за- зажариться . Зажарить ρ.σ.μ. τηγανίζω· καβουρδίζω· ψή- ψήνω· - рыбу τηγανίζω ψάρι· - баранину κα- καβουρδίζω πρόβιο κρέας· - МЯСО на костре ψή- ψήνω κρέας στη φωτιά. II -0Я τηγανίζομαι, κα- βουρδίζομαι· ψήνομαι. Зажатие, -Я ουδ. σφίξη, -то, ςύσφίξη, II σύνθλιψη· ζούιι.σμα· συμπίεαη. зажать1, -жму, -жмёшь ρ.σ.μ. 1 (συ)σφίγγω, πιέζω-(συν)θλίβω· - в руке σφίγγω στο χέρι· - бОЛТ σφίγγω το μπουλόνι.. II κρατώ, κρύβω (χρήματα). 2 βουλώνω σφίγγοντας, φράσσω, κλεί-
νω· - НОС, уши Βουλώνω τη μύτη, τ' αυτιά. II ζουπώ, ζουλίζω, πιέζω· его совсем -ЛИ в ТОЛ- πέ τον παραζούλισαν στο πλήθος. 3 μτφ. πνί- πνίγω· - Критику πνίγω την κριτική· - ИНИЦИТИ- атйву πνίγω την πρωτοβουλία. II εκφρ. - рот βουλώνω το στόμα. зажать2; -жну, -жнёшь р.о. αρχίζω να θερίζω. заждаться, -ждусь, -ждёшься, παρλθ. χρ. заждался, -лась, -лось к. -лось р.σ. .περι- .περιμένω πολύ χρόνο, κουράζομαι να περιμένω· по- пора пойти, дома наверно -лись меня πρέπει να πάω, στο σπίτι σίγουρα βαρέθηκαν να με πε- περιμένουν. зажевать, -жую, -жуёшь р.α. αρχίζω να μασώ. зажелтеть, -ёет р.α. 1 κιτρινίζω. 2 αρχί- αρχίζω να κιτρινίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ЗаЖвДТЙТЬ, -лчу, -ЛТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зажелчённый, βρ: -чён, -чена, -ό ρ.σ.μ. λερώνω, βάφω με κίτρινη μπογιά· - руки λε- λερώνω τα χέρια με κίτρινη μπογιά. II -СЯ λε- λερώνω, -ομαι με κίτοινο χρώμα. зажемаНИТЬСЯ р. σ. αρχίζω να κάνω νάζ ια κλπ.. ρ. βλ. жеманиться. зажестикулировать, -руга, -руешь р.σ. αρ- αρχίζω να χειρονομώ. зажечь, -жгу, -жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ.за- χρ.зажёг, -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ. заж- зажжённый, βρ: -жжён, жжена, -жжено р.σ.μ. 1 ανάβω· - лампу ανάβω τη λάμπα· - СПЙЧКу α- ανάβω το σπίρτο· - свет ανάβω το φως. 2 μτφ. διεγείρω, τονώνω, ζωηρεύω, ζωπυρώ. II -СЯ α- νάΰω, καίω, φέγγω· В ДОМЭХ -ЛИСЬ ОГНИ στα οπίτια άναφαν τα φώτα (ή φωτιές). II εμφανί- εμφανίζομαι φωτεινός. II μτφ. (για μάτια) λάμπω, α- οτράφτω. II εμφανίζομαι (για αισθήματα κλπ.). II κυριεύομαι, κατέχομαι, ανάβω. Зажжение, -Я ουδ. (παλ.) άναμμα. Заживание, -Я ουδ. επούλωση· - раны επού- επούλωση της πληγής. заживать(ся) ρ.δ. 0λ. зажйть(ся). заживить, -влю, -вишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. заживлённый, βρ: -лён, -лена, -ό ρ.σ.μ. θε- θεραπεύω, γιατρεύω· -рану θεραπεύω την πληγή. II (για πληγή) επουλώνομαι, κλείνω. II -СЯ ε- επουλώνομαι, κλείνω· рана -лась η πληγή ε- επουλώθηκε . заживление, -я ουδ. επούλωση. заживдять(ся) р.δ. βλ. заживйть(ся). Заживо επίρ. ζωντανός (για θανάτωση)· похоронить θάβω ζωντανό* погребённый - θαμ- θαμμένος ζωντανός. Ιι εκφρ. - похоронить себя καλογερεύω απο νέος (αποχωρώ απο·τα εγκόσμια). Зажигалка, -И θ. 1 αναπτήρας, τσακμάκι. 2 εμπρηστική βόμβα. Зажигание, -Я ουδ. άναμμα, έναυσμα. ЗаЖИГатеЛЬНОСТЬ, -И θ. εμπρηστικότητα· речей εμπρηστικότητα των λόγων. 8ажИГатеЛЬННЙ επ. 1 για.προσάναμμα. 2 ε- εμπρηστικός· -ая бомба εμπρηστική βόμβα· -ая смесь εμπρηστικό μίγμα· -ые средства εμπρη- εμπρηστικά μέσα· -ое стекло αμφίκυρτός φακός. 2 μτφ. διεγερτικός, ερεθιστικός, προκλητικός, παροξυντικός· -ая речь εμπρηστικός λόγος. зажигать(ся) р.δ. βλ. зажёчь(ся). зажЙЛИТЬ р.σ.μ. (απλ.) ιδιοποιούμαι, κρα- κρατώ, δεν επιστρέφω· он -ил у меня пятёрку αυ- αυτός μού 'φάγε πέντε ρούβλια δανεικά. зажим, -а α. 1 σφίξιμο, σύσφιγξη· σύνθλι- σύνθλιψη, συμπίεση· - в тисках σφίξιμο στη μέγγε- μέγγενη. II μτφ. καταπίεση, πνίξιμο· - критики το πνίξιμο της κριτικής. 2 (τεχ.) ακροδέτης, (συ)σφιγκτήρας, σφιχτήρας, στραγγάλη. зажимание, -я ουδ. βλ. зажим. ваЖИМаТЬ Р.δ. βλ. Зажать. II -СЯ σφίγγο- σφίγγομαι, συμπιέζομαι κλπ. ρ. βλ. зажать. зажимистый επ., βρ: -мист, -а, -О που σφίγγει γερά· -ая рука χέρι σαν τανάλια. II τσιγγούνης, σφιχτοχέρης, σφιχτός. важимка, -и θ. βλ. зажим. яяжпжци* ζκ. της σύσφιξης· -ое устройство συσφιγκτήρας, σφιχτήρας. зажимщик, -а α., -ца, -ы θ. καταπιεστής, πνίχτης· - критики πνίχτης της κριτικής. Зажин, -а α. (διαλκ.) αρχή θερισμού. зажинать ρ.δ. (διαλκ.) αρχίζω το θέρο. II -СЯ θερίζομαι. зажирелый επ. παχύς, ευτραφής· -ая корова παχιά αγελάδα. Зажиреть ρ.σ. παχαίνω· корова -ла η αγε- αγελάδα πάχυνε. II μτφ. (απλ.) πλουτίζω, -αίνω. Зажиточно επίρ. εύπορα, πλουσιοπάροχα. ЭажЙТОЧНОСТЬ, -И θ. ευπορία, ευημερία. зажиточный επ., βρ: -чен, -чна, -О εύπο- εύπορος, ευκατάστατος. зажить1, -живёт, παρλθ. χρ. зажил, -ла,-ло р.σ. επουλώνουαι, θρέφω· γερεύω. зажить2,· -живу, -живёшь, παρλθ. χρ. зажил, -ла, -ло р.σ.μ. 1 (παλ. απλ.) κερδίζω σαν υ- υπηρέτης. 2 ξεπλερώνω με δουλειά. 3 αρχίζω να ζω κλπ. ρ. βλ. ЖИТЬ. II -СЯ ζω πολλά χρό- χρόνια, μακροημερεύω. эажмуривать(ся) ρ.δ. βλ. зажмурить(ся). Зажмурить ρ.α.μ. μισοκλείνω (για τα μάτια). II -СЯ μισοκλείνομαι· -лись глаза от солнца μισόκλεισαν τα μάτια απο τον ήλιο. зажор, -а α. συσσώρευση πάγων. II (διαλκ.) νερό κάτω απο το χιόνι. Зажора, -Ы θ. (διαλκ.) νερό κάτω από το χιόνι. зажужжать р.σ. αρχίζω να βομ3ω, να βουίζω. зажуливать р.δ. βλ. зажулить. ЗажуЛЖТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) παίρνω με απάτη. зажуриться р.α. (διαλκ.) βλ. журиться.
ВДДурчать, -ЙТ р.α. αρχίζω να κελαρύζω. зажухнуть, -нет р.σ. 1 βλ. жухнуть. 2 σκληραίνω, σκληρύνομαι. зазвать, -зову,-зовёшь, παρλθ. χρ. -звал, -ла, -ЛО р.σ.μ. καλώ, φωνάζω (να έρθει,). зазвенеть ρ.σ. αρχίζω να ηχώ κλπ. ρ. βλ. звенеть. ЗазвОННСТЫЙ επ., βρ: цист, -а -о (απλ.) η- ηχηρός, ηχητικός· δυνατόφωνος. зазВОНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ ρ.σ. αρχίζω να κου- κουδουνίζω κλπ.ρ. βλ. звонить. зазвучать, -ЧИТ р.σ. αρχίζω να ηχώ κλπ.ρ. βλ. звучать. Зазвякать р.σ. αρχίζω να κροτώ κλπ. ρ. βλ. звякать. заздравный επ. της υγείας· για την υγεία· - тост πρόποση. ΙΚενικλσ.) ευχετικός, ευχε- ευχετήριος, δεητικός· - молебен η δέηση υπέρ της υγείας. зазевать ρ.σ. αρχίζω να χαζεύω. II -СЯ χα- χαζεύω, χαλαρώνω την παρατήρηση· перехода ули- улицу, смотри не -айся - не то под трамвай по- попадёшь περνώντας το δρόμο, κοίταζε, διαφο- διαφορετικά να σε πατήσει το τραμ. Зазеленеть, -ёет ρ.σ. 1 αρχίζω να πρασι- πρασινίζω. 2 πρασινίζω. II -СЯ πρασινίζω. зазвЛвНЖТЬ ρ.σ.μ. λερώνω ( λεκιάζω) 'με πρά- πράσινη μπογιά. II -СЯ λερώνομαι με ποάσινη μπο- μπογιά. Заземление, -Я ουδ. προσγείωση ηλεκτρική, γείωση' δίχτυ γείωσης. заземлить р.σ.μ. Ελ. заземлять. зазеМЛЯТЬ р.δ. (ηλεκτρ.) γειώνω, προσγει- προσγειώνω. II -СЯ γειώνομαι, προσγειώνομαι, зазимовать, -муга, -муешь р.σ. βλ. зимо- зимовать. зазимок, -мка α. (διαλκ.) 1 το ποώτο χιό- χιόνι. 2 ο πρώτος πάγος. зазимье, -я ουδ. (διαλκ.) βλ. зазимок. зазнаваться р.δ. βλ. зазнаться. зазнайка, -И α. κ. θ. ξυπασμένος, φαντα- φαντασμένος, μεγαλόφρονας, φευτοπερήφανος. зазнайство, -а ουδ. ξυπασιά, αλαζονεία, υ- υπεροψία, αυτοϋπερεκτίμηση. зазнать р.δ.μ. (ταλ.) γνωρίζω, γνωρίζομαι. зазнаться, -знаюсь, -знаешься р.σ. υψηλο- φρονώ, μεγαλοφρονώ, ξυπάζομαι, επαίρομαι, το παίρνω επάνω μου. зазноба, -Ы θ. (διαλκ. κ. δημοτ. ποίηση) 1 πάθος ερωτικό. 2 ερωμένος, εραστής. зазнобить1, -блга, -бйшь ρ.σ.μ. (διαλκ.). 1 παγώνω, ξετταγιάζω, αποξυλιάζω. 2 αρχίζω να ριγώ. Зазнобить2, -бЛЮ, бЙШЬ р.σ.μ. (διαλκ. κ. δη- δημοτ. ποίηση) ερωτεύομαι. зазнобушка, -и θ. (υποκορ.) Ρλ. зазноба. ЗаЗОЛОТЙТЬ, -ЛОЧУ, -ЛОТЙШЬ О.σ.μ. χρυσώ- χρυσώνω, προσδίδω χρυσαφί χρώμα. II -СЯ αρχίζω να γίνομαι χρυσαφένιος. II φαίνομαι χρυσαφής. зазор', -а α. διάκενο, τζόγος. зазор? -а α. (παλ. κ. απλ.) αίσχος, ντρο- ντροπή, αισχύνη· ατιμία. зазорно επίρ. επονείδιστα κλπ. επ. II (ως κατηγ.) είναι επονείδιστο, αξιόμεπτο κλπ. επ. зазорный επ., βρ: -рен, -рна, -рно (παλ. κ. απλ.) επονείδιστος, αξιοκαταφρόνητος, α- ξιοκατάκριτος, αξιόμεπτος· в этом нет ниче- ничего -ного εδώ δεν υπάρχει τίποτε το αξιόμε- μπτο. зазрение, -я ουδ. στην έκφραση: без -я α- αδιάντροπα, ξεδιάντροπα, αναίσχυντα, χωρίς τύψη της συνείδησης.■ зазрить, -ит ρ.σ. στην έκφραση: совесть -ИТ ή -ла η συνείδηση θα τύψει, ή έτυψε. зазубренный1επ. απο μτχ. δοντιασμένος, ο- οδοντωτός, στομωμένος· - топор δοντιασμένο τσεκούρι. Зазубренный2επ. απο μτχ. απο μνήμης, μη- μηχανικός* απερίσκεπτος· - ответ αδιανόητη απάντηση. Зазубривание1, -Я ουδ. δόντι,ασμα, στόμωμα· - ножа δόντιασμα του μαχαιριού. зазубривание^ -Я ουδ. αποστήθηση, παπαγα- λισμός., ψιττακισμός· - урока αποστήθηαη του μαθήματος. зазубривать(сяI ρ.δ. βλ.' зазубрйть(сяI. зазубриватьСсяJρ.δ. βλ. зазубрйть(сяJ зазубрина, -ы θ. δοντιά· нож с -ами μα- μαχαίρι δοντιασμένο. зазубрить1, -брго, -брйшь и. -зубришь, παθ. μτχ. καρλθ. χρ. зазубренный, Зр: -брен, -а, -О р.σ.μ. δοντιάζω, κάνω δοντιές· - ТОПОР δον^ιάζω το τσεκούρι. II -СЯ δοντιάζω. зазубрить2 ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. зазу- зазубрить)· παπαγαλίζω, ψιττακίζω, αποστηθίζω.II -СЯ αποστηθίζω πολύ χρόνο, ξεκουτι.άζω. зазуммерить, -ит р.σ. αρχίζω να βουίζω. Зазывала, -Ы α. κ. θ. διαλαλητής, κράχτης. ЗазыВШШв, -Я ουδ. διαλάληση· διαφήμηοη. зазывать(ся) ρ.δ. βλ. зазвать(ся). ЗаЗЫВНОЙ к. ЗаЗЫВНЫЙ επ. προσνιαλεστ ι.κός· προσκλητ ικός · -ые крики ΐτροσκλητ ικές φωνές. зазябнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. зазяб, -ла, -ЛО р.σ. (απλ.) ζεπαγιάζω, μαογώνω. ЗаЙГраШШЙ επ. απο μτχ. φθαρμένος απο τη χρήση· -ая пластинка φθαρμένος (φωνογρα- (φωνογραφικός) δίσκος. II τετριμμένος* -ая пьеса τε- τετριμμένο (παραπαιγμένο) θεατρικό έργο. Заиграть ρ.ο.α. 1 φθείρω παίζοντας·- пла- пластинку φθείρω το δίσκο· - карты φθείρω τα ιίαιγνιόχαρτα. 2 ηαραιιαίζω· - пьесу παρακαί- ζω θεατρικό έργο. 3 αρχίζω να παίζω. II -СЯ
заи 333 зак ξεχνιέμαι, στο παιχνίδι.. заигрывание, -Я ουδ. 1 φθορά απο το παι- παιγνίδι· - карт φθορά των παιγνιόχαρτων αποτο παίξιμο. 2 παιχνίδισμα, αστεϊσμός, χωρατό. II ερωτοτροπία. заигрыватьСся) р.δ. βλ. заиграть(ся)., Заизвестковать, -кую, -куешь р.σ.μ. ασβε- στώνω, εμπλουτίζω έδαφος με ασβέστιο. зайка, -и α. и. θ. τραυλός, βραδύγλωσσος. Заикание, -Я ουδ. βραδυγλωσσία, τραύλι- τραύλισμα, βατταρισμός, κόμπιασμα. заикаться, -аюсь, -аешься ρ.δ. 1 τραυλίζω, βατταρίζω, κομπιάζω. 2 υπαινίσσομαι, κάνω υπαινιγμό. ЗаИХНуТЬСЯ р.σ. 1 κομπιάζω στην ομιλία. 2 βλ. заикаться (г σημ.). Заиление, -Я ουδ. γέμισμα κοιλότητας με λάσπη. заиливание, -я ουδ. βλ. заиление. Заилиться, -ЛИТСЯ р.σ. γεμίζω κοιλότητα με λάσπη. запаса, -И θ. 1 το πρώτο κατειλημμένο μέ- ρος γης. II ξεχερσωμένο έδαφος. 2 απομακρυ- απομακρυσμένο κάτοικοιμένο μέρος. заимодавец, -вца α. δανειστής, πιστωτής. заимообразно επίρ. με μορφή δανείου, σαν δάνειο, υπο τύπον δανείου. заимообразный εκ. ο σαν δάνειο- -ая выда- выдача χορήγηση υπο τύπον δανείου. заимствование, -я ουδ. δανεισμός, δάνει- σμα, πάρσι.μο απ' αλλού, απομίμηση. заимствовать, -ствую, -ствуешь р.δ.κ.σ.μ. δανείζομαι., παίρνω απ' αλλού, απομιμούμαι* - тему δανείζομαι, θέμα. II -СЯ 1 (απλ.) παίρ- παίρνω δανεικά, δανείζομαι. 2 βλ. ρ. ενεργ. φ. Заиндевевший επ. απο μτχ. σκεπασμένος με πάχνη. заиндевелый επ. βλ. заиндевевший. заиндеветь, -ею, -еешь р.σ. σκεπάζομαι με πάχνη. заинтересованность, -И θ. ενδιαφέρο, συμ- (οέρο, κίνητρο· материальная - υλικό συμφέρο. Заинтересованный επ. απο μτχ. 1 που έχει ενδιαφέρο. 2 ενδιαφερόμενος. заинтересовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заинтересованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο, την προ- προσοχή· его рассказ всех -ал η διήγηση του τρά- τράβηξε την προσοχή όλων. II -СЯ με τραβά, εν- ενδιαφέρομαι, δείχνω ενδιαφέρο. заинтересовывать(ся) р.δ. βλ. заинтересо- заинтересоваться) . заинтриговать р.σ. 3λ. интриговать. заинтриговывать р.δ. βλ. интриговать. ЗаиНЬКа, -И 9. λαγουδάκι. Заискивание, -Я ουδ. κολακεία, γαλιφι,ά, κα- λόπιασμα· μαλαγανιά. Заискивать ρ.δ. κολακεύω, γαλιφίζω, θω- πεύω, καλοπιάνω. -ЗаЙСКИВаЯЩИЙ επ. απο μτχ.κολακευτικός,', γα- λίφικος, κοπλιμεντόζικος. Заискриться, -рЙТСЯ ρ.σ. αρχίζω να σπιν- θηρίζω. Зайка, -И α. λαγουδάκι. ЗаЙШЩв, -а ουδ. (διαλκ.) παρόχθια πλημ- πλημμυρισμένη λωρίδα γης. Займовый επ. του δανείου. займодержатель, -я α. ομολογιούχος. зайти, зайду, зайдёшь, παρλθ. χρ. зашёл, -шла, -шло, προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший, επιρ. μτχ. зайдя р. σ. 1 μπαίνω, ει- εισέρχομαι· - В комнату μπαίνω στο δωμάτιο. II εισχωρώ· коза зашла В огород η γίδα μπήκε στον κήπο. II περνώ απο κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός· по пути домой я зашёл в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζ-ί· - В редакцию περνώ απο τη σύνταξη. II πηγαίνω να πάρω· - в детский сад за ребён- ребёнком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγω- (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι. 2 στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι, солнце за- зашло За тучку о ήλιος κρύφτηκε πίσω απο το συννεφάκι. II (για ουράνι.α σώματα κ. μτφ. )· βασιλεύω· солнце зашло о ήλιος βασίλεψε. II παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια· беседа зашла за НОЧЬ η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα απο τα μεσάνυχτα· дело зашло далеко η υπόθεση τρά- τράβηξε μακριά. II ~СЬ (απλ.) λυποθυμώ, πέφτω α- αναίσθητος. II μαργώνω, μουδιάζω απο το κρύο. II εκφρ. дух зашёлся η αναπνοή πιάστηκε· ВЫ зашли далеко προχωρήσατε πολύ (πέραν του ε- επιτρεπτού). , зайчатина, -ы θ. κρέας λαγού. зайчик, -а α. λαγουδάκι. II αντανάκλαση η- ηλιακών ακτινών. ЗаЙЧЖХа, -И θ. λαγουδίνα. зайчонок, -ΗΚ3,πλθ. -чата, -чат α. λαγού- Закабаление, -Я ουδ. υποδούλωση, εξανδρα- πόδιση, υποτέλεια, σκλάβωμα. ЗакабалЙТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закабалённый, βρ: -лён, -лена, -леш р. σ.μ. σκλαβώνω, υποδουλώνω, εξανδραποδίζω, υποτάσσω. II -СЯ σκλαβώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. закабалять(ся) р.δ. βλ. закабалйть(ся). Закавказский επ. υπερκαυκάσιος. закавыка, -и θ. (απλ.) βλ. закавычка. ЗакаВНЧКа, -И θ. 1 (σχη γραφή) κλωθογυ- ρίσματα, κλωθογύρες, ουρίτσες. 2 εμπόδιο, πρόσκομμα· καθυστέρηση. 3 υπεκφυγή, στριψο- δΐ-κία, πονηριά. Закадычный επ. εγκάρδιος, ειλικρινής, επι-
зак 334 зак στήθιος, στενός· - друг ή приятель επιστήθι- ος φίλος· ~ая дружба στενή φιλία. эакаж, -а α. 1 παραγγελία, εντολή· делать ПО -у φτιάχνω κατά παραγγελία· обувь Ш παπούτσια με μέτρο* - ГОТОВ η παραγγελία εί- είναι, έτοιμη. 2 απαγόρευση. II (διαλκ.) απα- απαγορευμένο μέρος δάσους για υλοτομία. заказать, -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.1 πα- παραγγέλλω (ένδυμα, υποδήματα и.τ,τ.). II δίνω εντολή, εντέλλομαι. 2 (παλ. и. απλ.) απαγο- απαγορεύω. II εκφρ. - путь ή дорогу κλείνω (ε- (εμποδίζω) το δρόμο. ЗакаЗНИК, -а α. απαγορευμένο μέρος για κυ- κυνήγι, εθνικός δρυμός. ЗаказвОЙ επ. 1 νιατά παραγγελία. 2 συστη- συστημένος· ~6е ПИСЬМО συστημένο γράμμα. 3 α~ παγορευμένος (για κυνήγι, αλιεία). заказчик, -а α., -ца, -Ы θ. παραγγελιοδό- της, -τρία. заказывание, -я ουδ. βλ. заказ. заказывать ρ.δ. βλ. заказать. II -СЯ πα- παραγγέλλομαι . закаиваться ρ.δ. βλ. закаяться. Закал, -а α. βάψιμο μετάλλου, ατσάλωμα,χα- λύβδωση, χαλυβδοποίηση. II βλ. закалка. II ά- άψητο σκληρό μέρος κάτω απο την κόρα ψωμιού. II сши>. человек старого -а άνθρωπος παλαιών ηθών. ВакажёННООТЬ, -И θ. σκληραγωγία. Закалённый επ. σκληραγωγημένος, οκληροκοκ- καλος. II δοκιμασμένος, πολύπειρος. закаливание, -я ουδ. βλ. закалка. закаливать(ся) р.δ. βλ. закалйть(ся). Закалить, лю, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закалённый, βρ: -лён, -лена, -лено. р.σ.μ. 1 ατσαλώνω, χαλυβδώνω, βάφω, δένω· - сталь βάφω το ατσάλι. 2 μτφ. σκληραγωγώ. II εκγυ- εκγυμνάζω. -СЯ ατσαλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Закалка, -И θ. 1 ατσάλωμα, χαλύβδωση, χα- χαλυβδοποίηση, βάψι.μο. 2 μτφ. σκληραγώγηση· - Организма σκληραγώγηση του οργανισμού. 3 Ι^Φ. μεγάλη αντοχή σε σκληρές δοκιμασίες. Закалочный επ. για χαλύβδωση· - бак. βυτίο χαλύθδωσης. Закалывание, -Я ουδ. χτύπημα, σκότωμα, μω- λωπισμός. закалнвать(ся) ρ.δ. βλ. заколоть(сяI. закалять(ся) р.δ. βλ. закалйть(ся). ЗакаменВЛЫЙ επ. 1 απολιθωμένος. 2 μτφ. α- ακίνητος, κόκκαλο, εμβρόντητος. ЗахамвНвТЬ р.σ. 1 απολιθώνομαι., πετρώ- πετρώνω, σκληραίνομαι· ξηραίνομαι· МЫЛО -ЛО το σαπούνι ξηράθηκε (έγινε σαν πέτρα). 2 μτφ. γίνομαι σκληρός, ανάλγητος, άπονος. закамуфлировать р.σ. βλ. камуфлировать. заканчивать р.δ. βλ. закончить. И -ся 1 βλ. закончиться. 2 (γραμμ.) λήγω, τελειώ- τελειώνω, έχω κατάληξη. закапать, -аю, -аешь и. παλ. -шло, -плешь; р.σ.μ. 1 λερώνω με σταλαματιές. 2 στάζω, ρίχνω σταγόνες· -лекарство В НОС ρίχνω στα- σταγόνες στη μύτη. 3 αρχίζω να στάζω, να στα- λαματίζω· слёзы -ли из глаз δάκρυα άρχισαν να στάζουν απο τα μάτια· ДОЖДЬ -ал άρχισε να βρέχει (να πέφτουν σταλαματιές βροχής), II -СЯ λερώνομαι με σταλαματιές. Закапризничать ρ.σ. αρχίζω να καπριτσιώ- νω, να κάνω καπρίτσια. Закапывание1, -Я ουδ. λέρωμα απο σταγόνες. II στάξιμο, στάλαξη. Закапывание2, -Я ουδ. σκάψιμο, σκαφή, πα- παράχωση, κρύψιμο στη γη. закапывать(сяУ ρ.&. βλ. закапать(ся). закапывать(сяJρ.δ. βλ. закопать(ся). Закаркать р.σ. αρχίζω να κρώζω. закарЫЯИВаЗЬ ρ.&. βλ. закормить. II -СЯ τρέ- τρέφομαι, θρέφομαι. закартавить р.σ. βλ. картавить. закат, -а α. 1 δύση, βασίλεμα· - солнца η δύση του ήλιου. II το πανόραμα του βασιλέμα- τος του ήλιου. 2 μτφ. τέλος ύπαρξης ή δρά- δράσης. 3 (παλ.) οι δυτικές χώρες, η δύση. II εκφρ. на -е дней τις τελευταίες μέρες της ζωής. закатать ρ.σ. μ. 1 τυλίγω κυλώντας· - |3а- ЧЙНку В тёсто τυλίγω παραγέμι,σμα σε ζυμαρό- ψυλλο. 2 ανασκουμπώνω, αναδιπλώνω, μαζεύω. II περιτυλίγω. 3 ισοπεδώνω· - Дорогу ισοπε- ισοπεδώνω со δρόμο. 4· (απλ.) στέλλω· - в тюрьму, В каторгу στέλλω στη φυλακή, στα κάτεργα. 5 κατακουράζω με την αμαζά&α. 6 αρχίζω να κυ- κυλώ ,κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. и. катать. II -ся 1 αναδιπλώνομαι, μαζεύομαι, επάνω. 2 Με τρα- τραβά, μου αρέσει, η αμαξάδα· κουράζομαι, απο την πολλή αμαξάδα. 3 αρχίζω να κυλιέμαι, κλπ. ρ. βλ. кататься. закатистый επ., βρ: -тист, -а, -о (για γέλιο) συνεχής, ακράτητος. закатить, -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный, -чек, -а, -о р.σ.и. 1 οδη- οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ· - телегу ПОД навёс βάζω το κάρο στο υπόστεγο. 2 φεύγω μακριά (με όχημα). 3 (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμά- ζω· - скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)· - пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι. II πε- ρι,φέρω* - глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών. II κατααέρω· - пощёчину μπατσίζω, δί- δίνω μπάτσο. II -СЯ 1 κυλώ, κατρακυλώ-МЯЧ-лея ПОД кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτΐ- 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω· солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε* его слава -лась η
зак 335 зах δόζα του βασίλεψε. 3 Ρλ. закатить B σημ.). 4 σκάζω απο τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα απο τα γέλια, βήχω απο τα πολλά γέλια. II (για ή- ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι· -лея СВИСТОК ακούστηκε σφύριγμα. II εκφρ. глаза -ЛИСЬ τα μάτια γούρλωσαν. закатка, -И θ. 1 (περι)τύλιξη, τύλιγμα. 2 αναδίπλωση, ανασκούμπωμα. 3 ίσωση, ισοπέδω- δω, ομάλυνση. закатный επ. του βασιλέματος, της δύσης. закатывание, -я ουδ. βλ. закатка. закатыватьСся) р.δ. βλ. закатйть(ся). Закачать р.σ.μ. 1 κουνώ, λικνίζω, αποκοι- αποκοιμίζω· - ребёнка на качелях αποκοιμίζω το παιδάκι στην κούνια. 2 παρατραμπαλίζω, ζα- ζαλίζω· - на качелях ζαλίζω στην κούνιαήτρα- μπάλα· его -ЛО (απρόσ.) τον ζάλισε, τον έ- έπιασε η θάλασσα. 3 τρομπάρω" αντλώ. 4 αρ- αρχίζω να κουνώ, να τραμπαλίζω. II -СЯ 1 κου- κουράζομαι απο το τραμπάλισμα. 2 αρχίζω να κου- κουνιέμαι. Закачивание, -Я ουδ. κούνημα, λίκνιση· σεί- σιμο· ταλάντευση. закачиватьСся) р.δ. βλ. закачатьСся). Закачка, -И θ. τρομπάρισμα· άντληση· закашивать(ся)р.б. βλ. закосйть(ся). закашлять р.σ., αρχίζω να βήχω. II -СЯ βή- χω. закаяться, -каюсь, -каешься р.σ. δίνω το λόγο, υπόσχομαι, ορκίζομαι να μη· -лея я водку ПИТЬ ορκίστηκα να μη ξαναπιώ βότκα· Я -ЛСЯ К НИМ ХОДИТЬ ορκίστηκα να μη ξαναπα- ξαναπατήσω στο σπίτι, τους. заквакать р.σ. αρχίζω να κοάζω. заквасить, -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заквашенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. βά- βάζω μαγιά· - тёсто βάζω προζύμι στο ζυμάρι· - молоко ρίχνω γιαουρτάρι στο γάλα, πήζω για- γιαούρτι.. II -СЯ ξυνίζω, γίνομαι ξυνός· тёсто -лось το ζυμάρι ξύνισε. Закваска, -И θ. 1 ζύμωση. 2 μαγιά, ζύμη, προζύμι. 3 μτΦ. φύση, ποιόν, φύραμα, πάστα. заквашивание, я ουδ. βλ. закваска. заквашиватьСся) р.δ. βλ. заквасить(ся). Закивать Р.σ. αρχίζω να γνέφω. закидать ρ.σ.μ. 1 βλ. забросать. 2 αρχί- αρχίζω να ρίχνω κλπ. ρ. Βλ. кидать. II -СЯ αρχί- αρχίζω να ρίχνω, να πετώ. закидывать р.δ. βλ. закидать, закинуть. II -ся βλ. закинуться. Закинуть о.σ.μ. 1-οίχνω, πετώ· - нёвОД ρί- ρίχνω το δίχτυ· - мячик на крышу πετώ ίο τό- τόπι στη στέγη. 2 μτφ. φέρω σε δυσχερή θέση· судьда -ла меня сюда η τύχη μ' έρριξε εδώ·- лётлю οίχνω θηλειά· - ногу на ногу ρίχνω со πόδι. απανωτό· ВЫСОКО - голову σηκώνω ψη- ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω· - го- голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω· бу- бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. - дело παραμελώ υπόθεση. Немфр. - словёч- ΚΟ α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)· β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)· - удочку ψα- ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω. II -СЯ 1 ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι. 2 γέρνω πίσω. 3 τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο). закипать р.δ. βλ. закипеть. закипеть, -плю, -пйшь р.σ. αρχίζω να βρά- βράζω. закисать р.δ. βλ. закиснуть. закиснуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. закис, ~Ла, -ЛО р.σ. ξυνίζω, γίνομαι ξυνός. II μτφ. αδρανώ, μουχλιάζω. закись, -И θ. υποξείδιο· - железа υποξεί- διο του σιδήρου· - меди υποξείδιο χαλκού. заклад, -а α. (παλ.) βλ. залогЧя и. 2σημ^ часы в -е το ωρολόγι το έβαλα ενέχυρο. Закладка, -и θ. 1 τοποθέτηση, βάλσιμο. II βούλωμα. 2 δίπλωση σελίδας. 3 γέμισμα, κά- κάλυψη. II μτφ. εμφύτευση. 4 σελιδοδείχτης.. 5 θεμελίωση. закладной επ. της υποθήκης. II ως ουσ. -ая θ. έγγραφο υποθήκης. закладчик, -а α. -ца, ~ы θ. 1 (παλ.) ενε- χυριοδότης, -τρία. 2 ε'νεχυροδανειστής, -τρία. закладывание, -я ουδ. βλ. закладка. закладывать ρ.δ. βλ. заложить. II -СЯ το- τοποθετούμαι κλπ. ρ. βλ. заложить. Заклание, -Я ουδ. στην έκφρ: на - στην κα- καταστροφή, στο θάνατο, στο χαμό. заклевать, -клюю, -клюёшь, παθ. μτχ.. παρλθ. *χρ. заклёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 καταραμφίζω, κατατσιμπώ. II βασανίζω, κατα- κατατρύχω, τρώγω· αγαναχτώ. 2 αρχίζω να ραμφίζω. заклёвывать ρ.δ. βλ. заклевать. II - ся κα- ταραμφίζομαι. заклеивание, -Я ουδ. κόλληση, συγκόληση. заклёивать(ся) р. βλ. заклёить(ся). заклеить, -ею, -ёишь р.σ. κολλώ· - кон- конверт κολλώ το φάκελλο· - камеру κολλώ τη σαμπρέλα. II -СЯ κολλώ· конверт не -лея το φάκελλο δεν κόλλησε. заклейка, -И θ. 1 κόλληση. 2 λωρίδα (χαρ- (χαρτιού ή υφάσματος) κολλημένη. заклеймить, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заклеймённый, βρ: -мён, -мена, -мено р. σ.μ. 1 στιγματίζω, εγκαίω. II μαρκάρω, στα- μπάρω, σημαδεύω. 2 μτφ. καταδικάζω, κατα- κατακρίνω. заклепать, -аю, -аешь к.-еплю, ' -ёплешь, προστκ. заклепай к. заклеплй, лив. μτχ. παρλθ.
зак 336 зак χρ. заклёпанный, βρ: -пан, -а, -о р.σ.μ. γυ- ρώ, -ώνω, πριτσινάρω, τζαβετάρω. II εκφρ. пушку (παλ.) κλείνω το κλείστρο πυρο@όλου. II -СЯ πριτσινάρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Заклёпка, -И θ,.ΐγύρωση, πριτσινάρισμα. 2 πριτσίνι, καζανόκαρφο, τζαβέτα. II εκψρ. -ё- пок не хватает του λείπει, βίδα, του 'στρίψε. заклёпочный επ. γυρωτικός· -ое соединение γυρωτική ένωση. заклёпьшашю, -я ουδ. βλ. заклёпка A σημλ заклёпывать(ся) ρ.δ. βλ. заклепать(ся). Закликать р.δ.μ. (απλ.) ' κράζω, φωνάζω, καλώ, βάζω τις φωνές. Заклинание, -Я ουδ. (ε)ξορκισμός, ξόρκι- ξόρκισμα, ξόρκι.. II ικέτευση, δέηση, παράκληση. заклинатель, -я α., -ница, -ы θ. (ε)ξορκι- στής, -τρία, -τρα. Заклинать ρ.δ.μ. 1 (ε)ξορκίζω, διώχνω· ДУХОВ ξορκίζω τα δαιμόνια. 2 θερμοπαρακα- λώ, ικετεύω (στο όνομα μεγάλου ιερού προσώ- προσώπου. 3 (παλ.) ορκίζομαι, κάνω όρκο. Ι! -СЯ (ε)ζορκίζομαι. заклинивание, -Я ουδ. ενσφήνωση, βάλσιμο σφήνας. заклйниватьСся) р.δ. βλ. заклинйть(ся). ЗакЛЕНИТЬ ρ.σ.μ. (εν)σφηνώνω, βάζω σφήνα. II φράζω, εμποδίζω την κίνηση. II -СЯ (εν)- σφηνώνομαι,· σφίγγω. заклокотать,-кочет р.σ. αρχίζω να κοχλάζω. заклубить, -бит р.σ. αρχίζω να κλωθανε- βαίνω. II -СЯ αρχίζω να κλωθανεΒαίνω. заключать ρ.δ. 1 βλ. заключить. 2 συμπε- συμπεραίνω, βγάζω το συμπέρασμα· из чего это за- заключаете? απο που το συμπεραίνετε αυτό; 2 περιέχω, περικλείνω, κλείνω μέσα· книга эта -ет в себе' много истин αυτό το βιβλίο περι- περιέχει πολλές αλήθειες· - в скобки κλείνω σε παρένθεση. II -СЯ 1 περιέχομαι, περικλείνο- μαι· βρίσκομαι, είμαι· в пакете -лось сто рублей στο πακέτο ήταν εκατό ρούβλια· НИКТО не понял, какой смысл -лея в его словах κα- κανένας δεν κατάλαβε τι σημασία είχαν τα λό- λόγια του. 2 συνίσταμαι, σύγκειμαι, αποτελού- αποτελούμαι, απαρτίζομαι· всё его богатство,-ется в одном доме όλος ο πλούτος του είναι, μόνο έ- ένα σπίτι· дело -ется в следующем η υπόθεση έχει ως εξή^. 3 τελειώνω, κλείνω· письмо ется пожеланиями το γράμμα τελειώνει με ευ- χές. Заключение, -Я ουδ. 1 έγκλειση, κλείσιμο· - В Скобки κλείσιμο σε παρένθεση. 2 Φυλάκι- Φυλάκιση, εγκάθειρξη* - ПОД страж φυλάκι.ση με σκο- σκοπό (φύλακα)" подвергать -Ю φυλακίζω, βάζω φυλακή· приговорить К -Ю καταδικάζω σε φυ- φυλάκιση· тюремное - φυλάκιση, εγκάθειρξη· ΠΟ- жйзненное - ισόβια δεσμά· одиночное - εγκά- εγκάθειρξη στο απομονωΐήριο· предварительное - προφυλάκιση. 3 συμπέρασμα, πόρισμα, εξαγό- εξαγόμενο· прийти К заключению καταλήγω, (φτάνω) στο συμπέρασμα· - экспертизы (ή экспертов) πόρισμα των εμπειρογνωμώνων Обвинительное - (νομ.) κατηγορητήριο έγγραφο. 4 τέλος, κα- κατακλείδα, φινάλε· ακροτελεύτιο· в - στο τέ- τέλος, στην κατακλείδα, τελειώνοντας. II σύνα- σύναψη· - мира σύναψη ειρήνης· - договора σύνα- σύναψη συνθήκης. заключённый ουσ. απο μτχ. κρατούμενος, φυ— λακισμένος, κατάδικος, εγκάθει,ρκτος. Заключительный επ. τελικός· -ое слово о τελικός λόγος στο κλείσιμο (συνέλευσης, συ- συνεδρίασης κ.τ.τ.)· -ая часть доклада το τε- τελικό (τελευταίο) μέρος της εισήγησης· -ое заседание τελευταία συνεδρίαση· - баланс ι- ισολογισμός στο τέλος του καθολικού· -ая сце- сцена τελευταία πράξη (φινάλε) θεατρικού έργου· -ая часть επίλογος· - акт τελική πράξη. Заключить, -чу, -чйшь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. заключённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.σ. μ. I κλείνω φυλακή, φυλακίζω. 2 εγκλείω, κλεί- κλείνω μέσα· - В монастырь κλείνω στο μοναστήρι· - В скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση. 3 τε- τελειώνω, ολοκληρώνω· - речь τελειώνω со λό- λόγο· - счёт κλείνω το λογαριασμό. 4 συμπε- συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συ- συμπέρασμα. 5 συνάπτω, κλείνω· - договор κλεί- κλείνω συμφωνία· - СОЮЗ κλεΛω συμμαχία, συμμα- συμμαχώ· - контракт κλείνω σύμβαση· - пари βάζω στοίχημα· - брак συνάπτω γάμο. II εκφρ - Β Объятия σφίγγω στην αγκαλιά. II - СЯ (παλ. ) κλείνομαι· зимою мы -лись в доме το χειμώνα κλειστήκαμε στο σπίτι· она -лась в монас- монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι. ^заклясть, -кляну, -клянёшь, παρλθ..χρ. за- заклял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закля- заклятый, βρ: -лят, -а, -о ρ.σ. βλ. закллнать' A, 3 σημ.). II -СЯ 1 ορκίζομαι., κάνω ή δίνωόο- κο· υπόσχομαι, τάζω. 2 αρχίζω να ορκίζομαι. Заклятие, -Я ουδ. 1 όρκος, υπόσχεση, τά- τάξιμο. 2 βλ. заклинание. Заклятый επ. απο μτχ. αναθεματισμένος, κα- καταραμένος, επάρατος· - дом καταραμένο σπίτι. II άσπονδος· - араг άσπονδος εχθοός. Заковать, -кую, -куёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закованный, βρ: -ван, ~а, -ο ο.σ.μ. 1 αλυσοδένω, δεσμεύω, βάζω στα δεσμά· ареста- арестантов -ли в кандалы στους συλληφθέντες πέ- πέρασαν τις χειροπέδες. II θωρακίζω, βάζω θώ- θώρακα. II μτφ. καταθλίβω, καταπ'.έζω, στενοχω- στενοχωρώ. Η μτφ, παγώνω, ακινητοποιώ (ποιάμι λί- λίμνη κ.τ.τ.). 2 πιάνω (με το καρφί) θίγω τα νεύρα· лошадь /ромает, её -л:: το άλογο κου- κουτσαίνει, γιατί τό 'πιασαν με το καρφί. 3
συνδέω με σφυρηλάτηση. II - СЯ αλυσοδένομαι,, δεσμεύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. Φ. заковка, -И θ. πιάσιμο κατά το πετάλωμα. ЗаКОВЫВаНИв, -Я ουδ. αλυσόδεμα, -ση. заковыватьСся) р.δ. βλ. заковатьСся). ЗаКОВЫЛЯТЬ р.о. 1 αρχίζω να κουτσαίνω. 2 κουτσαίνω, πηγαίνω κουτσαίνοντας. заковыристый επ., βρ: -рист, -а, -ο. (απλ.) πολύπλοκος, δυσκολοξεχνίαστος. заковырка, -и θ. @λ. закавычка. закОЗЛИТЬ, -ЛЮ, -лишь р.σ.μ. (απλ.) αχρη- αχρηστεύω υψικάμινο· αφήνω να πήξει το μέταλλο στην υψικάμινο. ЗакОЛ, -а α. 1 τρύπημα, σούβλιαμα, μαχαί- μαχαίρωμα, λόγχισμα, σκότωμα. 2 πασσαλόφραγμα γα αλιεία. Заколачивание, -Я ουδ. κάρφωμα, χτύπημα, μπήξιμο· - гвоздей χτύπημα των καρφιών ОКОН κάρφωμα ίων παραθυριών. заколачивать ρ.δ. βλ. заколотить. II -ся καρφώνομαι. II με χτυπά, -ούν άγρια. заколдованный επ. αто μτχ. μαγεμένος· клад μαγεμένος θησαυρός· - место μαγεμένο υέοος. II εκφρ. - круг α) μαγεμένος κύκλος (απόρθητο σημείο για τους εχθρούς), β) φαύ- φαύλος κύκλος, γ) επεξηγήσεις για κάτι αυταπό- δε (.кто . заколдовать, -ДУЮ, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заколдованный, Зр: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. 1 μαγεύω, κάνω μάγια, γοητεύω· - меч μαγεύω то ξίφος. 2 αρχίζω να μαγεύω. заколдовывать р.δ. 3λ. заколдовать. II -ся μαγεύομαι, γοητεύομαι. заколебать, -лёблю, -лёблешь о.σ. αρχίζω να κουνώ, να κλονίζω, να ταλαντεύω. II -СЯ 1 κλονίζομαι· ветви -лись са κλαδιά άρχισαν να κουνιούνται.. 2 μτφ. αμφι.3άλλω· судьи за- юлебались после речи защитника οι δικαστές χρχιααν να κλονίζονται ύστερ' απο την ομι- ομιλία του συνηγόρου. Заколка, -И θ. πιάστρα μαλλιών. заколодить, -ДИТ ρ.α. απρόσ. (απλ.) συνα- συναντώ (βρίσκω) εμπόδιο. ЗаКОЛОСЙТЬСЯ, -СИТСЯ ο.σ. αρχίζω να βγά- βγάζω στάχυα. ЗакоЛОТЙТЬ, -лочу, -ЛОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заколоченный, Зр: чен, -а, -о р.σ.и. 1 χτυπώ, καρφώνω, μιτήγω· - гаоздь а Стёпу χτυ- χτυπώ κοφφί στον τοίχο. 2 κλείνω· - ящик καρ- καρφώνω το ιιασόν ι · - гроб καρφώνω :ο φέρετρο. 3 χτυπώ, -,υλοκοτώ άγοια. 4 αοχίζω να χτυπώ κλπ. ρ. 3λ. КОЛОТИТЬ. ίΙ -СЯ χτυπιέμαι κλ^. ■ ·. 3λ. КОЛОТИТЬСЯ. ЗакОЛОТЬ, -КОЛЮ, -колешь, παθ. μτχ. παρλϋ. νι>. заколотый, βρ: -лот, -а, -о р.а.и.1 φο- νούω, σκοτώνω με αιχμηρό ή κοφτερό όργανο.2 πιάνω, σταθεροποιώ· - волосы ШПЙЛКОЙ πιάνω τα μαλλιά με τη φουρκέτα. 3 αΡχίζω να νύσσω κλπ. ρ. βλ. колоть. II -СЯ αυτοκτονώ με κο- κοφτερό ή αιχμηρό όργανο. заколыхать, -лышу, -лышешь р.σ. αρχίζω να κουνώ, να ανεμίζω κλπ. ρ. βλ. колыхать. II -СЯ αρχίζω να κουνιέμαι κλπ. ρ. βλ. колы- колыхаться . закольцевать, -цуга, '-дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. закольцованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. ση- σημαδεύω, βάζω ειδικό δαχτυλίδι (σε πτηνά, ψά- ψάρια για επιστημονική παρακολούθηση), επιση- επισημαίνω. закольцовывать р.δ. βλ. закольцевать. II -СЯ σημαδεύομαι, επισημαίνομαι. закомпостировать, -руга, -руешь р.σ.μ. βλ. компостировать. закомуристый επ., βρ. -рист, -а, -ο (απλ). πονηρός, κατεργάρης. закон, -а α. 1 νόμος· основной - θεμελιώ- θεμελιώδης (βασικός) νόμος· избирательный - εκλο- εκλογικός νόμος· чрезвычайный - έκτακτος νόμος, έκτακτο μέτρο· соблюдать -Ы τηρώ τους νό- νόμους· свод -ΟΒ συλλογή νόμων, κώδικας·уго- κώδικας·уголовные -ы ποινικοί νόμοι· обнародовать -ы δη- δημοσιεύω νόμους· нарушать -ы παραβιάζω τους νόμους, παρανομώ. 2 αρχή·- Архимёда η αρχή :ου Αρχιμήδη· всемирный - тяготения о νόμος της παγκόσμιας έλξης· - тяготения о νόμος της βαρύτητας· -ы развития природы и общес- общества οι νόμοι εξέλιξης της φύσης και της κοι- κοινωνίας· -ы классовой борьбы οι νόμοι της ταξικής πάλης. 3 κανόνας· -ы правописания οι ορθογραφικοί κανόνες· -ы шахматной игры κα- κανόνες σκακιού· -и приличия κανόνες καλής συμπεριφοράς. 3 (παλ.) θρησκεία. II СМфр. драконовские ή драконовы -ы δρακόντειοι νό- νόμοι* - божий τα θρησκευτικά (σχολ. μάθημα)' Моисеев - οι (δέκα) εντολές του Μωϋσή· не- ненаписанный - άγραφος νόμος· - не писан (для кого) δεν τον πιάνει ο νόμος (δεν είναι υ- τοχρεωμένος)· вопреки -а παρά το νόμο· вне -а εκτός νόμου· именем -а εν ονόματι του νό- ΐίου· состоять ή жить В -е ζω με νόμιμο γάμο· буква -а го γράμμα του νόμου (αντίθετα προς το πνεύμα του νόιιου). ЗакОЫНИК, -α α. νομομαθής. II τηρητής του υόμου. Законнорождённый επ. απο νόμιμο γάμο* сын νόμιμος γιος. закОННОСТЬ, -И Э. 1 νομιμότητα, το νόμιμο· το έγκυρο· - требований το νόμιμο των διεκ- διεκδικήσεων - документов εγκυρότητα των εγ- εγγράφων ОТСуСТВие -И έλλειψη νόμων (ανομία). 2 νομοθεσία, οι νόμοι· революционная - οι επαναστατικοί νόμοι· социалистическая - σο-
зах 33β зак σιαλιστική νομοθεσία. законный επ., Θρ: -конеη, -конна, -конно. I νόμιμος, έννομος· - наследник ' νόμιμος κληρονόμος· -ые формы борьбы νόμιμες μορφές πάλης· -ые притязания νόμιμες διεκδικήσεις· на -ом основании σε νόμιμη βάση· -ым путём με τη νόμιμη οδό· -аЯ|ВЛасТЬ νόμιμη εξουσία. II έγκυρος· - документ έγκυρο έγγραφο. 2 δί- δίκαιος, σωστός, δικαιολογημένος· -ое возму- возмущение δικαιολογημένη αγανάκτηση· -ая гор- ДОСТЬ δίκαια περηφάνεια· -ое недоумение δι- δικαιολογημένη αμηχανία. II εκφρ. - брак νόμι- νόμιμος γάμος. Законоведение, -Я ουδ. νομομάθεια· νομική εΐιιστήμη. законодатель, -я α.,-ница, -ы θ. νομοθέτης. II εισηγητής (κανόνων κοινωνικής συμπεριφο- συμπεριφοράς, μόδας κ.τ.τ.). законодательный επ. νομοθετικός- - орган νομοθετικό όργανο· -ая власть νομοθετική ε- εξουσία· -ая комиссия νομοθετική επιτροπή. законодательство, -а ουδ. νομοθεσία· тру- трудовое - εργατική νομοθεσία· уголовное - ποι- ποινική νομοθεσία. Закономерно επίρ. νομοτελειακά. 8ак0НС*1врН0СТЬ, -И θ. νομοτέλεια· - ЯВЛО- НИЙ νομοτέλεια των φαινομένων. Закономерный επ., βρ: -рен, ~рна, -рно νο- νομοτελειακός· мир есть -ое движение материи о κόσμος είναι νομοτελειακή κίνηση της ύλης. законопатить, -пачу, -патишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законопаченный, -чен, -а, -о р. σ.μ. 1 βλ. конопатить. 2 μτφ. (απλ.) βάζω, στοιβάζω· στέλλω· -ли сто арестованных в одну комнату έβαλαν εκατό συλληφθέντες σ' ένα δωμάτιο· -ли сорок коммунистов на ка- каторгу έστειλαν σαράντα κομμουνιστές στα κά- κάτεργα. законопачивать р.δ. βλ. законопатить. и -СЯ καλαφατ ίζομαι. II τοποθετούμαι. законоположение, -я ουδ. νόμος· по сущес- существующим -ЯМ κατά τους ισχύοντες νόμους. II το σύνολο των νόμων, κώδι,κας. законопроект, -а α. νομοσχέδιο.. Законоучитель, -Я α. καθηγητής θρησκευτι- θρησκευτικών. законсервироваться) р.σ.βλ. консервиро- консервироваться) . законспектировать р.о.ц. βλ. конспектиро- конспектировать. Законспирировать, -РУ», -руешь р.σ.μ. τη- τηρώ, κρατώ μυστικό· - явочную квартиру иса- ΐώ μυστικιά τη γιάφκα. законтрактовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законтрактованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. κλείνω σύμβαση. II μισθώνω, προσ- προσλαμβάνω· - рабочих προσλαμβάνω εργάτες με σύμβαση. II -СЯ κλείνω σύμβαση· υποχρεώνο- υποχρεώνομαι απο τη ύ Законфузиться р.о. αρχίζω να συγχύζομαι, κλπ. ρ. βλ. конфузиться. Законченность, -И θ. εντέλεια,τελειότητα, ολοκλήρωση, αρτιότητα, πληρότητα· - формы г τελειότητα της μορφής· - мысли ολοκλήρωση της σκέψης." Законченный επ. απο μτχ. τέλειος, εντελής, παντέλειος, ολοτελής, ολοκληρωμένος. II πλή- πλήρης, άρτιος, κομπλέ· -ое образование άρτια μόρφωση. II μτφ. (με αρνητική σημ.) πρώτος, μεγάλος· - негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος· болван βλάκας με περικεφαλαία. Закончить, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.и. τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω.II -СЯ τε- τελειώνω, ολοκληρώνομαι· -лось строительство τέλειωσε η οικοδόμηση. Закопать р.σ.μ. 1 παραχώνω, κρύβω στη γή. 2 γεμίζω, ισοπεδώνω· - яму γεμίζω το λάκκο. 3 αρχίζω να σκάβω. II -СЯ 1 παραχώνομαι. 2 (απλ.) καθυστερώ, αργώ, βραδύνω. 3 αρχίζω να σκάβομαι. закопёрик, -а α., -ца, ~ы θ. 1 εργοδη- εργοδηγός πασσαλωτών. 2 (απλ.) πρωτεργάτης, πρω- τουργός· υποκινητής. ЭакопоИЙТЬСЯ р.σ. αρχίζω να κινούμαι μα- μαζί, κά κλπ. ρ. Ι3λ. КОПОШИТЬСЯ. закоптевший επ. απο μτχ. βλ. закоптелый. Закоптелый επ. καπνισμένος, αιθαλώδτς. закоптеть, -тйт, μτχ. παρλθ. χρ. закоптев- закоптевший ρ.σ. βλ. закоптиться. ЗакОПТЙТЬ, -пчу, -ПТЙШЬ, παθ. μτ-χ. παρλθ. χρ. закопчённый, βρ: -чён, -чена, -чеш р. *σ.μ. 1 καπνίζω, καλύπτω με καπνιά· - стекло καπνίζω το γυαλί· - кастрюлю μαυρίζω την κα- κατσαρόλα. II ταριχεύω με κάπνισμα. 2 αρχίζω να καπνίζω κλπ. ρ. βλ. КОПТИТЬ. II -СЯ κα- καπνίζομαι, σκεπάζομαι απο καπνιά· стены -Лись οι τοίχοι μαύρισαν απο τον καπνό. II ταρι- ταριχεύομαι με κάπνισμα· рыба хорошо -лась το ψάρι καλά καπνίστηκε. закопчённый επ. αϊτό μτχ. 3λ. закоптелый. вакорвнёлость, -И θ. ρίζωση, θεμελίωση·πα- θεμελίωση·παλαιότητα· σκλήρυνση. Закоренелый επ. ριζωμένος, θεμελιωμένος, παλαιός· - предрассудок οιζιομέντι ποόλ^ψη· -ая болезнь παλιά αρρώστεια . II αδιόρθωτος, ασωφρόνι.στος , ασυμμόρφωτος. Закоренеть ρ.σ. ριζώνω, θεμελιώνομαι.· πα- παλιώνω, σκληραίνω· привычки -ли οι συνήθειες ρίζωσαν. II γίνομαι αδιόρθωτος, ασυμμόρφωίος. ваКОРЙТЬ Р.σ.μ. (απλ.) 1 βλ. КОрЙТЬ.2 αρ- αρχίζω να ψέγω κλπ. ρ. Βλ. КОрКТЬ.
зак зак закорки πλθ. (απλ.) πλάτες, ώμοι,· нести на - ή на -ах κουβαλώιατίς πλάτες. Закормить, -кормлю, -КОРМИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закормленный, Эр: -лен, -а, -о р.о.ц. 1 παραταΓζω, παραχορταίνω· Βλάπτω· ребёнок от того болен, что его - ли το παιδάκι. είναι άρρωστο, γιατί το παρατάϊσαν. 2 αρχίζω να τρέφω. Закоробить, -ИТ Р.α. απρόσ. αρχίζω νασκε- 3ρώνω. II -СЯ αρχίζω να σκεβρώνω. закорузлый επ. 3λ. заскорузлый. закорючка, -И θ. 1 αγκίστρι, τσιγγέλι. II.' ουρίτσα· писать -ами γράφω με ουρίτσες:(κλω- θογυρίσματα). 2 τέχνασμα, δολιότητα· μυστι- μυστικό. II δυσχέρεια, δυσκολία ξαφνική. закосить, -кошу, -косишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закошенный, Эр: -шен, -а, -о. 1 κοσίζω, θερίζω πέρα απο το σύνορο (ξένο). 2 αρχίζω να Ηοσίζω. закоснвЛОСТЬ, -И θ. σκλήρυνση, ρίζωση-ρου- ρίζωση-ρουτίνα. закоснелый επ. παλαιός· ριζωμένος· ~ая привычка παλαιά συνήθεια. II αδιόρθωτος, ε- επίμονος, αμετάτρεπτος, σκληρός. Закоснеть р.σ. βυθίζομαι, περιπίπτω (σε κά- κάτι δεινό, θλιβερό)· - в невежество βυθίζο- βυθίζομαι, στην αμάθεια (αμορφωσιά). II παύω να α- αναπτύσσομαι, να εξελίσσομαι· μαραζώνω. Закостенеть р.σ. 1 κοκκαλιάζω, σκληρύνο- σκληρύνομαι, σκληραίνω· палыщ -ли τα δάχτυλα κοκ- κάλιασαν он -ел от ужаса αυτός κοκκάλωσε αι- το το φό3ο (φρίκη). 2 βλ. закоснеть. закоулок, -лка α. 1 στενό σοκάκι. 2 μέρος κρυφοσκότεινο ή απομακρυσμένο. закоченевший επ. απο μτχ. βλ. закоченелый. закоченелый επ. ξυλιασμένος, κοκκαλιασμέ- νος από το κρύο, ξεπαγιασμένος. Закоченеть р.σ. ξυλιάζω, κοκκαλιάζω απο со κρύο, ξεπαγιάζω. закрадываться р.δ. 3λ. закрасться. закраек, -крайка α. к. закрайка, -и θ. (διαλκ.) βλ. закрайка. закраивание, -я ου5. 3λ. закройка. закраивать р.δ. 3λ. закроить. II -ся, -ет- СЯ (για ύφασμα) κό3ομαι για θάψιμο. Закраина, ~Ы θ. 1 άκρη, άκοο· παρυφή· ту- Ч'л С белыми -ами σύννεφα με άσπρες άκρες. 2 πάγος στην άκρη όχθης, ακτής. 3 άκρες απο- οπασμένου πάγου από την όχθη. закрайка, -и θ. 3λ. закраек. закрапать, ~аю, -аешь и. -шло, -плешь р. о.и. 1 3λ. крапать. 2 αρχίζω να ψιχαλίζω. закрасить, -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрашенный, -шек, -а, -о р.σ.μ. βάφω, \οωματίζω, μπογιατίζω. II -СЯ βάφομαι, χρω- χρωματίζομαι., μπογιατίζομαι.. закраска, ~И θ. βάψιμο, χρωμάτισμα, μπο- γιάτισμα. закраснеть р.σ. κοκκινίζω, ερυθριω. II αρ- αρχίζω να κοκκινίζω. II -СЯ κοκκινίζω, ερυθριω. II αρχίζω να κοκκινίζω. закрасться, -крадётся, παρλθ. χρ. закрал- закрался, -лась, -лось р.σ. μπαίνω, εισδύω κρυφά· воры с вечера -лись в магазин οι κλέφτες α- ποβραδύς απαρατήρητοι μπήκαν στο μαγαζί. II μτφ. υπεισέρχομαι, γεννιέμαι, μου μπαίνει· - сомнение μπαίνει η αμφιβολία· - подозре- подозрение μπαίνει η υποψία. закрашивание, -я ουδ. βλ. закраска. закрашиваться) р.δ. βλ. закраситьСся); ЭакрепЙТвЛЬ, -Я α. (φωτογρ.) στερεωτής. закрепительный επ. στερεωτικός. Закрепить, -ШЛО, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закреплённый, βρ: -лён, -лена, -лею р. α.μ. 1 στερεώνω, στεργιώνω, σταθεροποιώ· -Й доску гвоздём κάρφωσε τη σανίδα. II δένω·-ή зерёвку δέσε γερά την τριχιά. II σφίγγω, τε- τεντώνω- -и нитку, чтобы не распускался шов σφίξε γερά την κλωστή, για να μην ανοίξει η ραφή (να μην ξηλώσει). II (φωτογρ.) στερεώ- στερεώνω, φιξάρω. 2 (στρατ.) διατηρώ, κρατώ·- за- завоёванные позиции κρατώ τις κατειλημμένες θέ- θέσεις. 3 εξασφαλίζω, σιγουράρω, παγιώνω, ε- εδραιώνω. 4 επικυρώ, κατοχυρώνω. 5 καθιστώ δυσκοίλιο, προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ τη διάρροια. II - ся στερβώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. A, 2, 5 οημ.). Закрепка, ~И θ. 1 στερέωση, στέργιωμα. II σφύξιμο. II δέσιμο. 2 συσκευή στερέωσης. закрепление, -я ουδ. 1 βλ. закрепка A ση μ). 2 εξασφάλιση. II μόνιμη παραχώρηση. 3 στα- σταμάτημα της διάρροιας, * (φωτογρ.) στερέωση, Φιξάρισμα. Закреплявший επ. απο μτχ. δυσκοιλιωτικός· -ее средство φάρμακο κωλυπκό ή στατικό ή στυπτικό. закрепостить, -пощу, -постйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрепошёшшй, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ.μ. 1 υποδουλώνω, κάνω δουλοπάροι- δουλοπάροικο. 2 μτφ. κάνω υποχείριο. II -СЯ υποδουλώ- υποδουλώνομαι, γίνομαι δουλοπάροικος. II μτφ. γίνο- γίνομαι υποχείριο. эакрепощать(ся) ρ.δ. βλ. закрепостйть(ся). Закрепощение, -Я ουδ. υποδούλωση, μετα- μετατροπή σε δουλοπάροικο. Закрестить р.σ. 1 βλ. крестить. 2 αρχίζω να βαφτίζω. II -СЯ Βλ. креститься. закривить, -влю, -вйшь р.σ. 1 3λ.кривить. 2 αρχίζω να στραβώνω. II -СЯ 1 βλ. кривЙТЬ- СЯ. 2 αρχίζω να στραβώνω. Закривление, -Я ουδ. στράβωμα, σκέβρωμα, λύγισμα, καμπύλωμα.
зах 340 закристаллизовать, -зуга, -зуешь р. σ. μ. κρυσταλλοποιώ. II -СЯ κρυσταλλοποιούμαι. закричать, -чу, -чйшь р.σ. αρχίζω νακραυ- γάζω. закроечный επ. της κοπτικής. закройщик, -а α., -ца, -ы θ. κόπτης, -ρια, κόφτης, -τρα. закрой, -а, πλθ. -а α. σι.ταποθήκη, αμπάρι. закруГЛвНИв, -Я ουδ. 1 στρογγύλωση, -ωμα. 2 στροφή, καμπή. закруглённость, -И θ. στρογγυλότητα,-άδα. эакруглёниый επ. απο μτχ. 1 στρ.ογγυλός,κυ- κλοτερής. 2 μτφ. (για στυλ λόγου) ολοκληρω- ολοκληρωμένος, τέλειος, άρτιος. Закруглить р.σ.μ. 1 στρογγυλεύω. 2μτφ, ο- ολοκληρώνω. II -СЯ 1 στρογγυλεύομαι, 2 μτφ. (απλ.) τελειώνω (ομιλία, λόγο). закруглять(ся) ρ.δ. βλ. закруглйтьСся). вакрухжТЬ, -УЖУ. -УЖЙШЬ, ααθ. μτχ. παρλθ. χρ. закружённый, βρ: -жён, -жена, -ό и. за- закруженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 ζαλί- ζαλίζω· - в танце ζαλίζω στο χορό. II συσκοτίζω, ξεμυαλίζω, παίρνω τα μυαλά, ξελογιάζω. II προ- προσελκύω, τραβώ με το μέρος μου. 2 αρχίζω να (περι)στρέφω κλπ. ρ. βλ. кружить. II -СЯ 1 ζαλίζομαι, αντραλίζομαι. II ξεχνώ απο ιτ« πολ- πολλές σκοτούρες. 2 αρχίζω να περιστρέφομαι, βλ. к. кружиться. вакрутасы, -ов πλθ. (παλ.) κλωθογύρες, ου- ουρίτσες στη γραφή. закрутить, -учу, -утишь ρ.σ.μ. 1 στρίβω, συστρέφω· περιστρέφω· - проволоку στρίβω το σύρμα· - усы στρί&ω το μουστάκι.· - сигарету στρίβω το τσιγάρο. 2 περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω. 3 (απλ.) βιδώνω· κλείνω περι- περιστρέφοντας· - гайку βιδώνω το παξιμάδι· кран κλείνω την κάνουλα. 4 (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα. 5 αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить. II -СЯ 1 στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. A, 2, 3 σημ.). 2 αρχίζω να πε- περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. к. крутиться. закрутка, -И θ. 1 στρίψιμο, στροφή, γύρι- γύρισμα. 2 σφιγτήρας σχοινιών. 3 στριμμένο τσι- τσιγάρο. 4 στρίφωμα. закручивание, -я ουδ. 3λ. закрутка. закручиваться) ρ.δ. βλ. закрутлть(ся). ЗакруЧИНИТЬСЯ р.σ. (λαϊκή ποίηση) αρχίζω να θλίβομαι, να στενοχωριέμαι, να πικραίνο- πικραίνομαι, να μελαγχολώ. закрывание, -Я ουδ. κλείσιμο. закрнвать(ся) р.δ. βλ. закрыть(ся). 'Закрытие, -Я ουδ. 1 κλείσιμο, κλείδωμα· - магазина κλείσιμο του μαγαζιού. 2 τέλος· - выставки το κλείσιμο της έκθεσης. 3 καλυμ- καλυμμένο οχυρό, σκέπαστρο, αμπρί. Закрытый επ. απο μτχ. 1 κλεισμένος, κλει- κλειστός· дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλει- κλειδωμένη· -ая машина κλειστό αυτοκίνητο· га- газета, ~ая правительством εφημερίδα,κλεισμέ- μένη απο την κυβέρνηση (που κλείστηκε απο ΐην κυβέρνηση)· - воротник κλειστός γιακάς· ~ые границы κλειστά σύνορα. 2 όχι για όλους, για περιορισμένο αριθμό· -ое партийное со- собрание κλειστή κομματική συνέλευση. 3 κρυ- κρυφός μη φανερός· -ая форма туберкулёза κλει- κλειστή μορφή φυματίωσης. II εκφρ. -ое голосова- ние μυστική ψηφοφορία· -ое ПИСЬМО κλειστό γράμμα· ~ые туфли κλειστά παπούτσια· -ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών в -ОМ помещении σε κλει- κλειστό χώρο. закрыть, -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о р.σ.μ. 1 κλείνω· - дверь κλείνω την πόρτα· - зонтик κλείνω το αμπρελάκι· - детей в комнате κλεί- κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο. II φράζω, εμποδίζω τη διάβαση* - путь κλείνω το δρόμο. 2 σκε- σκευάζω, καλύπτω· - голову платком καλύπτω το κεψάλ.1 με το μαντήλι· - ЛИЦО руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια· туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι. 3 σταματώ· - во- воду κλείνω το νερό· - свет σβήνω το φως· газ κλείνω το γκάζι· - фабрику κλείνω гη φάμπρικα. II τελειώνω· - собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση. II εκφρ. - глаза κλείνω τα μάτια· (κάνω πως δε βλέπω)· - двери дома (перед кем ή для кого) κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δί;ν τον δέχομαι στο σπίτι μου)· - кавычки, скобки κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση· - счёт α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημά- χρημάτων. II - СЯ 1 κλείνομαι. 2 καλύπτομαι, σκε- σκεπάζομαι. 3 επουλώνομαι· рана -лась η πλη- πληγή έκλεισε. закрякать Ρ.σ. αρχίζω να κρώζω. закряхтеть, -хчу, - хтйшь ρ.σ. αρχίζω να ξεφωνίζω κλπ. ρ. βλ. кряхтеть. закудахтать, -хчет κ. απλ. -ает р.σ. αο- χίζω να κακαρίζω. закудрявиться, -ИТСЯ ρ.σ. γίνομαι κατσα- κατσαρός. II αρχίζω να κατσαρώνω. Закукарекать, -ает р.σ. αρχίζω να φωνάζω κουκουρίκου. ЗакукуваТЬ, -кует р.σ. αρχίζω να φωνάζω κού - κου. захулЙСВЫЙ επ. 1 παρασκηνιακός. 2 μυστι- μυστικός, κρυφός· -ые переговоры παρασκηνιακές συνομιλίες· -аЯ ЖИЗНЬ ζωή σκότους (άνομη). закультивировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ.καλ- λ'.εργώ. Закуп, -а α. (παλ.) υποτελής, υπόδουλος απο χρέη.
закупание, -я ουδ. βλ. закупка. закупать1 р.δ. Βλ. закупить. закупать р.σ.μ. παραλούζω, βλάπτω μετό πο- πολύ μπάνιο. II -СЯ παραλούζομαι· παθαίνω απο το πολύ μπάνι,ο. Закупка, -И θ. αγορά, ψώνισμα· - нужных зешёй αγορά χρειωδών. ЗакуПОрЖВанив, -Я ουδ. βούλωμα, τάπωμα. закупориватьСоя) р.δ. βλ. закупоритьСся). закупорить, -рю, -ришь, προοτκ. закупори р.σ.μ. βουλώνω, ταπώνω, πωματίζω· - бутылку βουλώνω то μπουκάλι.. II μτφ. κλείνω· - в ко- комнату κλείνω στο δωμάτιο. II -СЯ βουλώνομαι., ταπώνομαι., πωματ ί.ζοωχι. Закупорка, -И θ. 1 3ούλωμα, τάπωμα, πωμά- πσμα· κλείσιμο. 2 έμφραξη· - кишечника έμ- Φραξη του εντέρου. закупочный ε π. αγοραστικός· -ая цена τι- τιμή αγοράς. Закупщик, -а α., -ца, -ы θ. αγοραστής, α- γοράστρια. закуржаветь р.σ. (διαλκ.) παχνώ, σκεπάζο- ιιαι. απο πάχνη. Закуривание, -Я ουδ. κάπμνισμα. закуриватьСся) р.δ. βλ. закурйть(ся). ЗакурЙТЬ, -урй, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закуренный, Зр: -рен, -а, -о р.σ. 1 α- νά3ω (τσι.γάρο, πούρο κ.τ.τ.). 2 αρχίζω να καπνίζω, να φουμάρω· γίνομαι καπνιστής. 3 μ. καπνίζω, μαυρίζω με καπνό. II ενοχλώ με гον καπνό· вы меня совсем -ли με πνίξατε υε со τσιγάρο σας. Ц (απλ.) γλεντοκοπώ, ξεφα- ξεφαντώνω. II - ся 1 ανά3ω· сигарета -лась лег- легко το τσιγάρο άναψε εύκολα. 2 αρχίζω να κα- καπνίζω, να γίνομαι, καπνιστής. закурка, -и θ. (απλ.) κάπνισμα (σιγαρέτου π.τ.τ .) . закурчавиться, -влюсь, -вишься р.σ. αρχί- αρχίζω να σγουραίνω. Закусать Р.σ.μ. 1 3λ. кусать. 2 αρχίζω να δαγκώνω. II -СЯ 3λ. кусаться. ЗакусЙТЬ1, -ушу, -УСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закушенный, Зр: -шеи, -а, -о р.σ.μ. δα- δαγκώνω· - губу δαγκώνω το χείλι. II εκφρ. .7ДИЛа α) εξανίσταμαι, δεν υπακούω πια (για άλογο), β) αποχαλινώνομαι· - ЯЗЫК δαγκώνω ΐη γλώσσα (σιγώ, το 3ουλώνω). ЗакусЙТЬ^ -ушу, -усишь ρ.σ. 1 κολατσίζω, τρώγω πρόχειρα, τσιυπώ· - наскоро τρώγω στα πεταχτά. 2 и. πίνω με ... - водку рыбкой πί- πίνω 3ότκα με μεζέ ψαοάκ,ι. ·, - лекарство КОНфе- 7К0Й παίρνω φάρμακο και. αμέσως μετά καραμέ- καραμέλα. II παίρνω μεζέ πριν το φαγητό. II -СЯ δα- δαγκώνομαι. . Закуска, -и 9. 1 κολάτσισμα, τσίμπηυα. 2 έ μεζελίκι· на -у για μεζέ· холодные -и πρόχειρα κρύα φαγητά (μεζέδες)· лёгкая - το κολατσιό (πρόχειρο φαγητό). Закусочная, -ОЙ θ. μαγειρείο, μαγέρικο, καπηλειό. Закусывание'1, -Я ουδ. δάγκωμα. Закусывание?1 -Я ουδ. βρώση, φάγω μα. Закусывать1 ρ.δ. βλ. ЗакусЙТЬ1. II -СЯ δα- δαγκώνομαι . закусывать2 ρ. δ. βλ. закуси тьг. закут, -а а. к. закута, -ы θ. (διαλκ.) 1 μικρός στάβλος. 2 τζάκι, γωνιά· θερμάστρα, II σκοτεινό καμαράκι. закутать р.σ.μ. τυλίγω, κουκουλώνω· - ре- ребёнка В одеяло τυλίγω το παιδάκι με την κου- κουβέρτα· - шею шарфом τυλίγω το λαιμό με το κασκόλ. II -СЯ τυλίγομαι, κουκουλώνομαι. Закутить, -учу, -утишь р.σ. αρχίζω ναγλε- ντοκοπώ κλπ. ρ. βλ. кутить. закутка, -ив. к. закуток, -тка α. βλ. за- закут к. закута. закутывать(ся) р.5. βλ. закутать(ся). *зал, -а α. αίθουσα, σάλα· актовый - αί- αίθουσα σχολικών εορτών και συγκεντρώσεων чи- читальный - αναγνωστήριο· зрительный - η αί- αίθουσα του θεάτρου· концертный - αίθουσα συ- συναυλιών - ожидания αίθουσα αναμονής· тан- танцевальный - αίθουσα χορού. зала, -Ы θ. (παλ.) αίθουσα, σάλα· тронная - η αίθουσα του θρόνου. Залавок, -вка α. μακρύς κασόπαγκος μικρο- μικροπωλητή. II τραπέζι μακρύ με ράφια. заладить, -ажу, -адишь р.σ. (απλ.) λε'γω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια· ЧТО ТЫ -ИЛ ду- дурак да дурак τι κοπανάς συνέχεια βλάκας και βλάκας. II επαναλαβαίνω την ίδια πράξη· он -ит к нам в дом αυτός έρχεται ταχτικά στο σπίτι μας. II -СЯ λειτουργώ κανονικά· рабо- работа не -лась η δουλειά δεν πάει καλά (δεν έ- έστρωσε), κουτσαίνει. залакировать, -руга, -руешь ρ.σ.μ. βερνι- Ηωνω, στιλβώνω. II -СЯ 3ερνικώνομαι залакировнватъСся) ρ.δ. βλ. залакировать- Сся). заламывать р.δ. βλ. заломить. Залапать р.σ.μ. (απλ.) λερώνω με τα χέρι,α. валасить, -ашу, -асишь ρ.σ.μ. (διαλκ.) λε- λερώνω, λιγδώνω. II -СЯ λερώνομαι, λιγδώνομαι. Заласкать р.σ.μ. παραχαϊδεύω. Залатать ρ.σ.μ. συρράπτω, επιρράπτω,μπα- επιρράπτω,μπαλώνω, залашивать(ся) р.δ. 3λ. заласить(ся). залащивать р.δ. βλ. залощить. Залаять р.σ. αρχίζω να γαβγίζω, залгаться, -гусь, -жёшься, -гутся, παρλθ. χρ. залгался, -лась, -лось к. -лось р.σ. λέ- λέγω πολλά ψέματα, κόβω ένα σωρό ψέματα.
зал 342 «зал залебезить, -бежу, -безйшь р.σ. αρχίζω να κολακεύω, να γλείφομαι; задеганхе, -Я ουδ. ξάπλωμα. II κοίτασμα ο- ορυκτού. залегать р.δ. βλ. залечь. заледенавпй ε π. απο μτχ'. βλ. заледенелый. залвдеввлн! επ. παγοσκεπασμένος· -ая тру- труба παγοσκεπασμένος σωλήνας. II παγωμένος, ξβ- παγιασμένος· -ые руки ξεπαγιασμένα χέρια. ЗаледеыОНле, -Я ουδ. κατάψυξη, πάγωμα. залвДеЕвТЬ р.σ. παγώνω, πάγοσκεπάζομαι. II κρυώνω φοβερά, 'ξεπαγιάζω, μαργώνω. Залежалый επ. αχρησιμοποίητος απο πολύυ καιρό· πολυκαιρισμένος, παλιός, χαλασμένος. ЗалвШТЬСЯ, -жусь, -ЖЙШЬСЯ р.σ. μένω, εί- είμαι παρατημένος, παραπεταγμενος· письма за- залежались В почте τα γράμματα ήταν παρατε- παρατεταγμένα ото ταχυδρομείο. II παλιώνω, φθείρο- φθείρομαι, χαλνώ απο την πολυκαιρία, πολυκαιρίζω. Залёжка, -И θ. φωλιά τριχοφόρου και φώ- φώκιας. II κοπάδιααμα τριχοφόρων και φωκιών. залежный επ. χέρσος* -ые земли χέρσα ε- εδάφη. Залежь, -И θ. 1 κοίτασμα, στρώμα ορυκτών -и каменного угля κοιτάσματα πετροκάρβουνου. 2 σωρός πολυκαιρισμένων πραγμάτων ή εμπορευ- εμπορευμάτων. 3 χέρσο έδαφος. залезать ρ.δ. βλ. залезть. залезть, -ёзу, -ёзешь, παρλθ. χρ. залез, -ла, -ло, προστκ. залезь р.σ. 1 σκαρφαλώνω, αναρριχιέμαι· - на мачту, на дерево σκαρφα- σκαρφαλώνω στο κατάρτι, στο δέντρο. 2 σέρνομαι,έρ- σέρνομαι,έρπω· χώνομαι, κρύβομαι. II φορώ· ποδένω· - Β халат φορώ τη ρόμπα· - в отцовские сапоги φορώ τις μπότες του πατέρα. 3 εισχωρώ, δι- διεισδύω κρυφά, τρυπώνω, χώνομαι· воры -ЛИ В чулан οι κλέφτες μπήκαν στο κελάρι. II κλέ- κλέβω, λαθροχειρώ· - в карман κλέβω απο τη τσε'- πη. Η μπαίνω, εισέρχομαι, ανεβαίνω· -в тра- трамвай μπαίνω στο τραμ. залениться, -енюсь, -ёнишься р.σ. τεμπε- λιάζω. II αρχίζω να τεμπελιάζω. залепетать, -лепечу, -лепечешь р.σ. αρχί- αρχίζω να ψελλίζω κλπ. ρ. βλ. лепетать. залепить, -леплю, -лёплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 βουλώνω, κλείνω· - дыру воском βουλώνω την τρύπα με κερί. II κολλώ. 2 σκεπάζω, προσκολ- προσκολλώ. 3 χτυπώ, καταφέρω χτύπημα· - пощёчину δίνω μπάτσο. II (απλ.) βάζω, δίνω· κολλώ· ученику двойку βάζω (σχολικό βαθιαό) δυάρι στο μαθητή. залеплять р.δ. βλ. залепить. II -ся κολλώ. ЗаЛвСИТЬ, -СЙШЬ р.σ.μ. δασώνω. залёснНН επ. πίσω απο το δάοος ή ανάμεσα απο δάση. Залесье, -Я ουδ. οπισθόδασος ή ενδόδασος χώρος. Залит, -а α. πτήση, πέταγμα. взлетать 1 ρ.δ. βλ. залетёь. 2 ρ.σ. αρχί- αρχίζω να πετώ. залететь, -лечу, -летишь ρ.σ. 1 πετώ μέ- μέσα· бабочка -ла в комнату η πεταλούδα πέτα- ζύ μέσα στο δωμάτιο. 2 πετώ μακριά ή ψηλά· ■аэроплан -ел за полярный круг το αεροπλάνο πέταξε πέρα απο τον πολικό κύκλο· - большую высоту πετώ πολύ ψηλά. 3 προσγειώνομαι για· - за горючим προσγειώνομαι για ανεφοδιασμό οε καύσιμη ύλη. II μτφ. (απλ.) πετιέμαι, πη- πηγαίνω κάπου στα γρήγορα, πεταχτά, για λίγο. залётный επ. 1 που ήρθε πετώντας απο αλ- αλλού· αδέσποτος· -ая птица επιδημητικό που- πουλί* -ЭЯ пуля αδέσποτη σφαίρα. II μτφ. ξενο- φερμένος· παρεπίδημων τυχοφερμένος. 2 (δι- αλκ.) τολμηρός· φουριόζος. 3 (διαλκ.) υψη- υψηλός (για φωνή). залечквать(ся) р.δ. βλ. залечйть(ся). залвчнть, -ечу, -ечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 θεραπεύω* - ЯЗВЫ θεραπεύω τις πληγές. 2 θε- θεραπεύω βασανιστικά. II - СЯ 1 θεραπεύομαι. 2 κάνω κατάχρηση θεραπείας. залечь, -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. залёг, -легла, -ло, προστκ. заляг, μτχ. παρλθ. χρ. залёгший р.σ. 1 ξαπλώνω, πλαγιάζω πολύ· он -лёг до вечера αυτός"πλάγιασε ως το βρά- βράδυ. II κρύβομαι, ξαπλώνω για να κρυφτώ· - Β засаду στήνω ενέδρα, καρτέρι. 2 μτφ. κείιααι. χαμηλά. II ριζώνομαι, χαράσσουαι* в моей ду- душе глубоко -глй впечатления детства στην ψυχή μου βαϋιά ρίζωσαν οι παιδικές εντυπώ- εντυπώσεις. 3 κοίτομαι, σχηματίζομαι σαν κοίτα- κοίταγα. * σημειώνομαι, σχηματίζοιιαι (για ρητί- δες, δίπλες κ.τ.τ.). 5 (για δρόμο) γίνομαι αδιάβατος. залив, -а α. κόλπος· коринфский - κορινθι- κορινθιακός κόλπος. II διάχυση δυνατών ήχων. заливание, -Я ουδ. πλημμύρισμα. заливать ρ.δ. 1 βλ. залить. 2 (απλ.) πίνω πολύ, σουρώνω, μεθοκοπώ. 3 (απλ.) λέγω (κό- (κόβω, αραδιάζω) ψέματα. II -СЯ 1 βλ. залЙТЬ- ся1. 2 3λ. залиться? заливистый επ., βρ: -вист, -а, -ο ηχηρός, διάχυτος. заливка, -И θ. 1 χύση, -ιμο, στρώσιμο иг στερεοποιούμενα ρευστά. II χύση, γέμισμα. Заливное, -ОГО ουδ. η πηχτή, το ζελέ. заЛИВНОЙ1 επ. 1 πληιιμυριζόμενος. 2 για πη- πηχτή, για ζελέ. II με πηχτή, με ζελέ. заливной2 ε π. ηχηρός, διάχυτος. ЭаЛЙВОЧНЫЖ επ. για πτ-,χτΓ,, για ζελέ. заливчатый επ. βλ. заливистый.
Зализанный επ. απο μτχ. 1 ίσος, (.σωμένος, στρωμένος· -ые волосы ύσα μαλλιά. 2 λείος, γυαλιστερός. Зализать, -ижу, -ижешь ρ.σ.μ. 1 γλείφω, καθαρίζω γλείφοντας. 2 ισώνω το μαλλί. 3 Μτφ. λειαίνω. ЗалЙЗЫ, -лйз πλθ. (ενιι. -за, -ы θ.) φαλά- φαλάκρες, φαλακρά μέρη του κεφαλιού. Зализывание, -Я ουδ. 1 γλείψιμο. 2 ίσωμα, στρώσιμο των μαλλιών. 3 λείανση. Зализывать ρ.δ. βλ. зализать. II -СЯ γλεί- γλείφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ЗалиЛОВвТЬ, -еет ρ.σ. αρχίζω να φαίνομαι κυανός. залипать р.δ. Βλ. залипнуть. залипнуть, -ну, -пнешь, παρλθ. χρ. залип, -ла, -ЛО р.σ, καλύπτομαι με κολλώδη ουσία* колёса -ли грязью οι τροχοί σκεπάστηκαν απο λάσπη. залить, -лью, -льёшь, παρλθ. χρ. залил,-а, -Ο, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 πλημμυρίζω, κατακλύζω- река ~ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χα- χαμηλότερα μέρη. II μτφ. γεμίζω· ТОЛПа -ла ПЛО- шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία. II δι- διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω· бледность -ла его ЛИЦО το πρόσωπο του χλώμιασε. II μτφ. δι- διαχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω· - светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο. 2 χύ- χύνω, λερώνω· - скатерть айном χύνω κρασί στο τραπεζομάντηλο. 3 σβήνω με νερό· - пожар σ3ήνω την πυρκαγιά με νερό. 4 ρίχνω· - двор асфальтом σκεπάζω την .αυλή με άσφαλτο· фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο· - СМОЛОЙ ДНО ЛОДКИ αλείφω με πίσσα τον πυθ- πυθμένα της Βάρκας. II (απλ.) κλείνω, βουλώνω ο- οπή με επίχύση. 5 γεμίζω, πληρώ με· - бак ΓΟ- рючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.ΙΙεκφρ. - горе ή ГОСку к.τ.г. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω. II - СЯ 1 πλημμυρίζω, κα- κατακλύζομαι.· луга -лась водой το λει.Βάδι το σκέπασε η πλημϋύρα. 2 λερώνομαι.· - соусом λερώνομαι, με σάλτσα. 3 εισχωρώ, χυν^^αι μέσα. ЗалиТЬСЯ р.σ. 1 αοχΓ,ζω να ηχώ· -' песней αρχίζω να τραγουδώ ή να κελαηδώ· - на гармо- гармошке αρχίζω να παίζω τη φυσαρμόνικα. 2 αρχί- αρχίζω να· - слезами αρχίζω να δακρύζω· - сме- смехом αρχίζω τα γέλια. 3 (απλ.) κατευθύνομαι, ξεκινώ· в Москву -люсь τάω για τη Μόσχα. II εκφρ. - соловьем μιλώ υπέροχα, κελαηδώ. Залихватски επίρ. αγέρωχα, θαοραλέα, τολ- τολμηρά. залихватский επ. θαοοαλέος, τολμηρός, ρι- ριψοκίνδυνος· αγέρωχος. II ζωηρός, χαρούμενος, εύθυμος. залишек, -шка α. (διαλκ.) βλ. излишек. зало, -а ουδ. (παλ.) αίθουσα, σάλα. Залог1, -а α. 1 εγγύηση· - мира εγγύηση ει- ειρήνης· чистота - здоровья η καθαριότητα εί- είναι εγγύηση για την υγεία· освободить ПОД -ом απελευθερώνω με εγγύηση. 2 υποθήκη· ε- ενέχυρο, αμανάτι· отдать В - βάζω υποθήκη· II καπάρος,. προκαταβολή. 3 τεκμήριο, δείγμα, ε- εχέγγυο· - Дружбы δείγμα φιλίας. залог? -а α. (γραμμ.) διάθεση· действи- действительный - ενεργητική διάθεση· возвратно-срё- дний - ουδέτερη διάθεση· страдательный - πα- παθητική διάθεση. залог*! -а α. (διαλκ.) πολυετή χέρσα εδάφη. залоговый1 ε тс. υπόθηκος, ενυπόθηκος, υπο- υποθηκευμένος· -ая квитанция απόδειξη υποθήκης· -ое свидетельство δικαιόγραφο (ή τίτλος) υ- υποθήκης. II ενεχυριασμένος,, υποδέσμιος. Залоговый1^, (γραμμ.) της διάθεσης. залогодатель, -я α., -ница, -ы θ. ενεχυ- ριαστής, -άστρια, ενεχυριοδότης, -ότρια. залогодержатель, -я α., -ница, ~ы θ. ενε- χυριούχος, -α, ενεχυριοδανιστής, -στρια. заложение, -Я ουδ. 1 (παλ.) τοποθέτηση, ε- εγκατάσταση, εγκαθίδρυση. 2 θεμελίωση. Заложить, -ожу, -ОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω· - мину τοποθετώ νάρκη· - ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό. II βάζω· куда-то я -йл письмо и никак не мо- могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανέ- κανένα τρόπο δεν μπορώ να το βρώ. II εμβάλλω, εμ- εμφυτεύω, μπάζω. 2 εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο. 3 βουλώνω, κλείνω· - дыру βουλώ- βουλώνω την τρύπα· - уши ватой βουλώνω τ' αυτιά με βαμβάκι. II εμποδίζω, φράζω. II γεμίζω κα- καλύπτω· весь стол он -йл книгами όλο το τρα- τραπέζι, αυτός το γέμισε με βιβλία. 4 μανταλώνω, περνώ το μάνταλο. 5 απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ' αυτιά, μύτη, στήθος). 6 θεμελιώνω, Βάζω, ρίχνω τα θεμέλια· - первый камень βά- βάζω τον θεμέλιο λίθο· - ДОМ ρίχνω, τα θεμέλια του σπιτιού. 7 ζεύγω, ζεύω· - лошадей ζεύω τα άλογα. 8 ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο· - ДОМ 3άζω ενέχυρο το σπίτι. II εκφρ. - основу ή фундамент βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)· - складку κάνω πτυχή στο ύφασμα. заложник, -а α., -ца, ~ы θ. όμηρος. залом'', -а α. σπάσιμο, τσάκισμα· σπασμένο μέρος. залом? -а α. είδος μεγάλης σαρδέλας της Κασπίας θάλασσας. заломаТЬ ρ.σ.μ. (διαλκ.) σπάζω, τσακίζω. ЗаломЙТЬ, -ОМЛЮ, -ОМИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заломленный, Вр: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1
зал 344 зам σπάζω, τσακίζω· - ветку σπάζω το κλαδάκι.. 2 ζητώ ακριβά (υψηλή τιμή). 3 αρχίζω να σπά- σπάζω. II емфр. - руки λυγίζω τα χέρια πίσω· шапку βάζω το καπέλο στραβά ή πίσω. ЗадОСВИТЬ ρ.σ.μ. λειαίνω, γυαλίζω τρίθο- βοντας. II -СЯ λειαίνομαι. ЗаЛОЩЙТЬ, -ЩУ, -ЩЙШЬ р.σ.μ. λειαίνω, γυα- γυαλίζω. II -СЯ λειαίνομαι, γυαλίζομαι.. залп, -а α. ομοβροντία· ружейный - оцо- 8ροντία όπλων орудийный - ομοβροντία πυρο- πυροβόλων дать - ρίχνω ομοβροντία· огонь -ами πυρ με ομοβροντίες. ЗаЛПОВНЙ επ. με ομοβροντία. 3&ΙΙΙ0Ι1 επί ρ. ομαδικά· выстрелить - βάζω ομαδικά πυρά, ρίχνω μπανταριές. II μτφ. μο- μονομιάς, μονοκοπανιά, με μια ανάσα. 8аХ7бвЕёть, - еет р.σ. (διαλκ.) σκληραίνω, κοκκαλιάζω. залужать ρ.δ. βλ. залужйть. ЗалуЖЖТЬ, -жу, -ЖЙШЬ р.σ.μ. μετατρέπω σε λειβάδι, λειβαδοποιώ. аалужвНЖв, -Я ουδ. λειβαδοποίηση. залупить, -УПЛЮ, -упишь ρ.σ.μ. ξεγδέρνω,α- ποδερματίζω· - кожу на пальце ξεγδέρνω το δάχτυλο. II -ОЯ βγαίνει το δέρμα, αποδερμα- τίζομαι· кожа -лась на пальце το δέρμα βγή- βγήκε απο το δάχτυλο. залуплятьСся) р.δ. βλ. залупить(ся). залучать р.δ. βλ. залучить. II -СЯ τραβιέ- τραβιέμαι, έλκομαι, προσελκύομαι. ЗалуЧЙТЬ, -УЧУ, -УЧИШЬ р.σ.μ. τραβώ, έλ- έλκω, ελκύω, προσελκύω, δελεάζω. ЗаЛЫСИНа, -Ы θ. φαλάκρα, καράφλα. залыСЫЙ επ. φαλακρός, καραφλός. зальный επ. της αίθουσας. ЗвЛЬЦв, -а ουδ. (παλ.) μικρή αίθουσα. залюбоваться, -буюсь, -буешься р.σ. αρέ- αρέσκομαι να κοιτάζω· - восходом солнца μου αρέσει να βλέπω την ανατολή του ήλιου. залязгать р.σ. αρχίζω να κροτώ, να κλαγγάφι. Заляпать р.σ. (απλ.) λερώνω, κηλιδώνω,πι- κηλιδώνω,πιτσιλίζω. зам, -а α. (απλ.) βλ. заместитель. замазать, ажу, -ажешь р.σ.μ. 1 βάφω· α- αλείφω· επιχρωματίζω, επιχρείω. 2 (συγ)καλύ- πτω, σκεπάζω, αποσιωπώ· κρύβω· - недостатки καλύπτω τις αδυναμίες· - противоречия συ- συγκαλύπτω τις αντιθέσεις. 3 βουλώνω με κολ- κολλώδη ουσία· - Окна στοκάρω τα παράθυρα· щели βουλώνω τις χαραμάδες. 4 λερώνω, πασα- πασαλείφω. II εκφρ. - глаза кому ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)·- рот βουλώνω το στόμα (αποστομώνω). II -СЯ λερώ- λερώνομαι, πασαλείφομαι. Замазка, -И θ. 1 άλειμμα, βούλωμα με κολ- κολλώδη ουσία* στοκάρισμα. 2 κολλώδης ουσία· оконная - ο άτοκος. замазывание, -я ουδ. βλ. замазка A σημ3. замазыватьСся) р.δ. βλ. замазать(ся). замалевать, -лгаю, -люешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замалёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. замазать A σημ.). 2 χρωματίζω, αλείφω. замалёвывать р.δ. βλ. замалевать. II -ся χρωματίζομαι, αλείφομαι. замаливание, -Я ουδ. παράκληση, δέηση. замаливать ρ-δ. βλ. замолить. II -СЯ παρα- παρακαλώ, ικετεύω· δέομαι, προσεύχομαι. замалчивание, -Я ουδ. αποσιώπιση, ηαρασι- ώπιση, απόκρυψη. замалчивать ρ.δ. βλ. замолчать. И ~ ся σι- σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω. заманивание, -Я ουδ. προσέλκυση, τράβηγ- τράβηγμα, δελέασμα. заманивать, -аю, -аешь р. σ. μ. 1 τρα- τραβώ, προσελκύω, έλκω, δελεάζω, μαυλίζω. 2 α- απατώ, ξεγελώ, παρασύρω, παγιδεύω· - в заса- засаду παρασύρω στην ενέδρα, II σαγηνεύω·εξαπατώ. заманить, -аню, -анишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заманенный, βρ: -нен, -а, -о к.заманен- к.заманенный, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. βλ. за- заманивать. заманчиво επί ρ. ελκυστικά κλπ. επ. ЗамаНЧИВОСТЬ, -И θ. ελκυστικότητα, δελεα- στικότητα. заманчивый επ., βρ: -чив, -а, -о ελκυστι- ελκυστικός, δελεαστικός, επαγωγός, σαγηνευτικός, α- πατ ηλός. замараННЫИ επ. απο μτχ. λερωμένος, λε- λεκιασμένος. II ατφ. κηλιδωμένος, αμαυρωμένος. замарать р.σ.μ. 1 λερώνω, κηλιδώνω, λε- λεκιάζω. II μτφ. αφαιρώ την αίγλη, αιιαυρώνω. 2 (παλ.) διαγράφω, σβήνω, βγάζω άκυρο. II -СЯ λβρώνομαι, κηλιδώνομαι, λεκιάζω. ιΙ μτφ. κα- ταντροπιάζοραι, ασχημονώ. замарашка, -и α. κ. θ. μουρντάρης, -а, λέ- οας, λερός, 3ρωυιάρης. замариватьСся) ρ.δ. θλ. заморйть(сл). замариновать(ся) р.σ. βλ. мариьовать(ся). замариновывать(ся) р.δ. βλ. мариновать(ся). замаркировать р.σ. βλ. маркировать1. замаршировать, -рую, -руешь р.σ. αρχίζω να βηματίζω· αρχίζω τη δοκιμαστική παρέλαση. замаскированный επ. απο μτχ. 1 μασκαρεμέ- μασκαρεμένος, μεταμφιεσμένος. 2 μτφ. κρυφός, μυστι- μυστικός, καλυυμένος, καμου»ολαρισυένος· -ые на- намерения κρυφές (ύπουλες) διαθέσεις· в -ом виде καμουφλαρισμένα, καλυμμένα. замаскировать(ся) р.σ. βλ.гласклроватвСся). замаскировывать(ся) р.δ. 3λ. маскировать- (ся). ЗамаСЛвШШЙ επ. атго μτχ. λιγδωμένος, ί λι- γδιάρης, λαδωμένος, λερωμένος.
замасливать(ся) р.δ. βλ. замаслить(ся). ЗаыаСЛИГЬ, ~ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замасленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 λιγδώνω, λερώνω, λαδώνω, ρυπαίνω· - одежду λερώνω τη φορεσιά. 2 (τεχ.) λαδώνω. 3 υττφ. δωροδοκώ, λαδώνω. II -СЯ 1 λιγδώνομαι, λαδώ- λαδώνομαι,, λερώνομαι,. 2 γυαλίζω, λάμπω (απο χα- χαρά, ικανοποίηση и.τ.τ.). Заматерелы! επ. 1 ώριμος την ηλικία· η- ηλικιωμένος. 2 παλιός, παλιωμένος. II αποστε- ωμένος, σκληρός· ριζωμένος, αδιόρθωτος. заматереть, -ею, -ёешь ρ.σ. 1 (παλ.) ηλι- κιώνομαι, μεγαλώνω, ωριμάζω, μεστώνω. 2 γέ- γένομαι, αρτηριοσκληρωτικός (μτφ.). заматовать, -тую, -туешь р.σ.μ. (στο σκά- σκάκι) δίνω ματ· - короля δίνω ματ στο βασιλιά. заматрицировать ρ.σ.μ. βλ. матрицировать. заматывание, -Я ουδ. περιτύλιξη, κουβά- ριασμα, μάζεμα. II κουκούλωμα. II καταπόνηση, ξεθέωμα. заматыватьСся) р.δ. βλ. замотатьСся). заметь, ~аю, -аешь, προστκ. замай р.σ. μ. (παλ.) στην έκφραση: не замай(те) μην εγγί- εγγίζεις, -ετε, μη θίγεις, -ετε. Замах, -а α. σήκωμα, ύψωση (για καταφορά χτυπήματος). замахать, -машу, -машешь к. -аю, -аешь р. α. αρχίζω να κουνώ στον αέρα. II -СЯ βλ. за- махнуться. замахивание, -я ουδ. βλ. замах. Замахнуть р.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) σηκώνω, υΐ!·ώνω για να καταφέρω χτύπημα. II -СЯ 1 3λ. -:νεργ. φ. - палкой на грубияна σηκώνω το ραβδί να χτυπήσω τον αυθάδη· - саблей ση- σηκώνω το σπαθί να χτυπήσω. 2 μτφ. τολμώ, εί- είμαι διαθετημένος να πράξω κάτι ανώτερο, ση- ιιαντικό, σπουδαίο κ.τ .τ. замачивание, -я ουδ. βλ. мочение. замачивать(ся) р.δ. βλ. замочйть(ся). замашка1,' -И θ. συνήθεια, τρόπος, ήθος, συ- συμπεριφορά, φέρσιμο· барские -и αρχοντική συ- συνήθεια ή αρχοντικό φέρσιμο. Замашка2, -И θ. (διαλκ.) είδος κανναβιού. замащивать р.δ. βλ. замостить. )\ -ся επι- επιστρώνομαι με πέτρες. Замаять, -маю, -маешь р.σ.μ. (απλ.) βασα- βασανίζω, ταλαιπωρώ* κατακουράζω, εξαντλώ. II-СЯ Ηατακουράζομαι, εξαντλούμαι. ЗамаЯЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ. φαίνομαι, ξε- ξεχωρίζω, διακρίνομαι. Замедление, -Я ουδ. 1 επιβράδυνση· - ДВИ- жёния επιβράδυνση της κίνησης. 2 (παλ.) κα- καθυστέρηση, αργοπορία. Замедленность, -И θ. επιβράδυνση. Замедленный επ. απο μτχ. επιβραδυντικός, α.ογός, αργητός· ~ые шаги αργά (συγκρατημένα) βήματα· -ая речь αργητή ομιλία· - ХОД επι- επιβραδυντική κίνηση (ή πορεία)· бомба -го дёй-. СТВИЯ βόμβα εγκαιροφλεγής. ЗамвДЛИТЬ р.σ. 1 μ. επιβραδύνω την κίνηση· ελαττώνω, κόβω την ταχύτητα· - шаг κοντεύω το βήμα· - движение поезда ελαττώνω την τα- ταχύτητα του τραίνου. 2 αμ. χρονοτριβώ· καθυ- καθυστερώ, αργώ. || -СЯ επιβραδύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. замедлять(ся) р.δ. βλ. замёдлить(ся). замежевать, -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замежёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (παλ.) βάζω σύνορα· κλείνω μέσα στα σύνορα. вамежввывать р.δ.μ, βλ. замежевать. II -ся κλείνομαι μέσα στα σύνορα. замеливать ρ.δ.μ. βλ. замелить. II -СЯ κα- καλύπτομαι, αλείφομαι με κιμωλία. ЗамелЙТЬ ρ.σ.μ. καλύπτω, αλείφω με κιμω- κιμωλία· - стену αλείφω τον τοίχο με κιμωλία. замелькать р.σ. αρχίζω να τρεμοσβήνω κλπ. ρ. βλ. мелькать. Замельтешить р.σ. (απλ.) αρχίζω να φαίνο- φαίνομαι ακαθόριστα, δυσδιάκριτα. Замена, -Ы θ. 1 αντικατάσταση· αναπλήρω- αναπλήρωση· αλλαγή· - одного спектакля другим αντι- αντικατάσταση ενός θεάματος με άλλο. II μετατρο- μετατροπή· - наказания μετατροπή της ποινής. 2 α- αντικαταστάτης· αναπληρωτής· найти -у ДЛЯ КОГО βρίσκω αντικαταστάτη κάποιου. заменимость, -И θ. δυνατότητα αντικατά- αντικατάστασης . Заменимый επ., βρ: -НИМ, -а, -о αντικατα- αντικαταστατός, αντικαταστήσιμος. заменитель, -я α. βλ. субститут. заменить, -меню, -менять, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заменённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. 1 αντικατασταίνω, αλλάζω· - секретаря α- ντικατασταίνω το γραμματικό. 2 αναπληρώνω, αντικαθιστώ. II μετατρέπω· - смертную казнь каторжной работой μετατρέπω τη θανατική ποίτ νή σε κάτεργα. заменять ρ.δ.μ. βλ. заменить. И -ся αντι- κατασταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Замер, -а α. μέτρηση, -μα· - ДЛИНЫ труб μέτρηση μήκους σωλήνων. замереть, -мру, -мрёшь, παρλθ. χρ. замер, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замерший р.о. 1 κοκκαλώνω, μαρμαρώνω, παγώνω· - ОТ страха κοκκαλώνω απο το φο3ο· сердце -ЛО η καρδιά πάγωσε. 2 σταματώ, στέκομαι, νεκρώνω· рабо- работа -ла η δουλειά νέκρωσε· движение -ло η κί- κίνηση νέκρωσε. II (για λόγια, ήχους) σΒήνω, η- ησυχάζω, χάνομαι, εκλείπω. Замерзание, -Я ουδ. ψύξη, πάγωμα· точка -я σημείο ψύξης· на точке -я στο ίδιο μέρος, ακίνητα.
881ί 346 зам замерзать р.δ. βλ. замёрзнуть. 8ам1рМНК επ. (παλ. κ. απλ.) παγωμένος. замёрзнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. замёрз, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замерший р.σ. 1 παγώνω, ψύχομαι.· вода -ла το νερό πάγωσε. II καλύπτομαι., σκεπάζομαι. · окно -ЛО το παράθυ- παράθυρο σκεπάστηκε απο πάγο. 2 ξεπαγιάζω, μαργώνω. замеривать ρ.δ. βλ. замерить. II -СЯ (κα- (κατά) μετριέμαι. замерить ρ.σ.μ. (κατά)μετρώ- - длину με- μετρώ το μήκος· - напряжение μετρώ την τάση του ηλεκτρ. ρεύματος. замертво, -а α. επίρ: упасть - πέφτω νε- νεκρός, πεθαμένος, αναίσθητος. замерцать, -аег р.σ. αρχίζω να τρεμοσβήνω. замерАгь(ся) ρ.δ. βλ. замёриватьСся). замес, -а α. ανάμιξη, ανακάτωμα* - теста ανακάτωμα του ζυμαριού. II μίγμα, ανάμιγμα. замесить, -ешу, -ёсишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замешенный, βρ: член, -а, -о ρ.σ.μ.1 α- αναμιγνύω, ανακατώνω. 2 αρχίζω να αναμιγνύω, να ανακατώνω. II -СЯ αναμιγνύομαι, ανακατώ- ανακατώνομαι. замести, -мету, -метёшь, παρλθ. χρ. замёл, -мела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замётший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заметённый, βρ: -тён, -те- на, -тено р.σ.μ. 1 σκουπίζω, σαρώνω, μαζεύω τα σκουπίδια· - сор В угол μαζεύω τα σκου- σκουπίδια στη γωνία. II μτφ. (απλ.) πιάνω, συλ- συλλαμβάνω. 2 σκεπάζω, εξαλείφω· - следы α) εξα- εξαφανίζω τα ίχνη, τα αποτυπώματα, β) μτφ. ε- εξαφανίζω κάθε ίχνος μαρτυρίας. 3 αρχίζω να σκουπίζω. заместитель, -Я α., -ница, -Ы θ. αντικα- αντικαταστάτης, -ισσα, αναπληρωτής, -ώτρια. Заместительство, -а ουδ. αντικατάσταση, α- αναπλήρωση. заместить, -мещу, -местйшь р.σ. βλ. заме- замещать A, 3 σημ.). замёсто (πρόθεση, ελλην. - επίρ.) απλ. βλ. вместо. эаыёт, -а α. ρίξιμο του διχτιού. замёта, -Ы θ. σημάδι, σημείο. II μτφ. πα- παρατήρηση· εντύπωση. заывтаняв, -Я ουδ. 1 σκούπισμα, σάρωμα. 2 κάλυψη, σκέπασμα (με χιόνι, άμμο κ.τ.τ.). 3 μτφ. εξάλειψη ίχνους μαρτυρίας. заметать1 ρ.δ.μ. βλ. замести. заметать2, -аю, -аешь к. -мечу, -мечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замётанный, βρ: -таи, -а, -О р.σ.μ. (ραπτ.) τρυπώνω. II αρχίζω να τρυπώνω. II -СЯ τρυπώνομαι. II αρχίζω να τρυ- τρυπώνω. || κουράζομαι απο τις πολλές φροντί- φροντίδες, τα τρεξίματα, πελεκιέμαι. заметить, -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. 1 πα- παρατηρώ, βλέπω, διακρίνω· παρακολουθώ· - за движениями неприятеля παρακολουθώ τις κινή- κινήσεις του εχθρού. II ξεχωρίζω, διακρίνω. II α- αντιλαμβάνομαι, προσέχω· он первый -ил эту ошибку αυτός πρώτος παρατήρησε αυτό το λά- λάθος. 2 σημειώνω, βάζω σημάδι, σημαδεύω· дорогу βάζω σημάδια στο δρόμο (για αναγνώ- αναγνώριση). 3 κάνω παρατήρηση, επιστήνω την προ- προσοχή. II μέμφομαι, επικρίνω, κάνω παρατήρη- παρατήρηση. II скфр. Дать - (παλ.) δίνω να καταλάβει. Замётка, -И θ. 1 σημάδι, σημείο. 2 σημεί- σημείωση· путевые -и ταξιδιωτικές (γραπτές) εντυ- εντυπώσεις. II ανακοίνωση (με τον τύπο). II αρ- θρίδιο, πλαγιότιτλο* ^газетная - αρθρίδιο ε- εφημερίδας. II εκφρ. брать (взять) на -у παίρ- παίρνω (κρατώ) υπο σημείωση, λαβαίνω υπ' о(И*на -е быть (παλ.) βλ. замечание. замётка, -И θ. (ραπτ.) τρύπωμα. заметливый επ., βρ: -лив, -а, -о. (απλ.) παρατηρητικός. ЗаМвТВО 1 επίρ. αισθητά. 2 με σημ. κατηγ. απρόσ. είναι αισθητό. заметный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 αι- αισθητός, αντιληπτός, διακριτός. II αξιοσημεί- τος, αξιοπαρατήρητος, αξιόλογος. 2 επιφανής, διάσημος. замётывание, -я ουδ. βλ. замётка. Замётывать Р.δ. (ραπτ.) τρυπώνω. II -СЯ τρυπώνομαι. Замечание, -Я ουδ. 1 παρατήρηση· επιτή- επιτήρηση· διερεύνηση. II πλθ. σχόλιο, Ικριτικές .πα- .παρατηρήσεις· -Я рецензентов παρατηρηθείς των κριτικών. II κατάκριση· Я вам сделаю ОДНО - θα σας κάνω μια παρατήρηση. 2 είδος τιμωρί- τιμωρίας· ОН получил строгое - αυτός τιμωρήθηκε.με αυστηρή παρατήρηση. 3 εποπτεία· παρακολούθη- παρακολούθηση,, II εκφρ. брать (взять) на - παίρνω υπο την επίβλεψη· быть на -ИИ είμαι υπο παρακο- παρακολούθηση· попасть на - μπαίνω υπο παρακολού- παρακολούθηση· быть на хорошем или дурном -ии у кого χαίρω ή δεν χαίρω καλής ή κακής εκτίμησης α- απο κάποιον. Замечательно επίρ. εξαιρετικά κλπ. επ. замечательный επ., Βρ: -лен, -льна,-льао. 1 εξαιρετικός, εξαίρετος, εξαίσιος, έξοχος, θαυμάσιος, υπέροχος, περίφημος, έκτακτος. 2 εντυπωσιακός, αξιοπρόσεχτος. замечать ο.δ.и. βλ. заметить. II -ся ηαοχ- ΐηρούμαι* φαίνομαι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω, σημειώνομαι κλπ. ρ. 3λ. заметить. замвЧТаТЬСЯ ρ.σ. ονειροπολώ, φανταοιοοπώ. замешательство, -а ουδ. σύγχυση, , ταραχή, καταθορύβηση· произошло - В рядах ВОЙСК ε- πήρθε σύγχυση στις τάξεις του οτρατού· вно- вносить - φέρω σύγχυση. II αμηχανία, ενδοιασμός. Замешать Ρ.σ. 1 αναμιγνύω, ανακατεύω,
зам 347 зам иш, μπερδεύω (σε επικίνδυνη, άσχημη υπόθεση). 2 αρχίζω να αναμιγνύω κλπ. ρ. 1 σημ. II -СЯ 1 ανακατεύομαι., χάνομαι.· - в толпу ανακα- ανακατεύομαι, στο πλήθος. 2 μπλέκομαι., μπερδεύο- υαι, αναμιγνύομαι (σε επικίνδυνη, βρωμερή υπόθεση). 3 (παλ.) παθαίνω σύγχυση, τα χάνω. 4· αρχίζω να αναμιγνύομαι, να ανακατεύομαι., να μπλέκομαι., να μπερδεύομαι.. замёшиватьСся) р.δ. βλ. замесйть(ся). замёшивать(ся) р.δ. βλ. замешатьСся). Замешкаться р.σ. καθυστερώ· Я -ЛСЯ у приятеля καθυστέρησα στο σπίτι του φίλου. Замещать! ρ.δ.μ. 1 αντικατασταίνω, -θιστώ, αλλάζω· - мужской персонал женским αντικα- τασταίνω το ανδρικό προσωπικό με γυναικείο. 2 αναπληρώνω· - начальника αναπληρώνω τον προϊστάμενο. 3 συμπληρώνω κενή θέση. 4 (χΉΜ··)' υποκαθιστώ. II -СЯ αντικατασταίνομαι, αντι- καθίσταμαι κπλ. ρ. ενεργ. φ. Замещение, -Я ουδ. 1 αντικατάσταση. 2 συ- συμπλήρωση. 3 αναπλήρωση. 4 χημ.υποκατάσταση· метод -Я μέθοδος υποκατάστασης· реакция -Я αντίδραση υποκατάστασης. Замигать ρ.σ. αρχίζω να σκαρδαμυκτώ. заминать(ся)| р.δ. βλ. замять(ся). заминировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. ναρκο- ναρκοθετώ, υπονομεύω. Заминка,, -И 6. πρόσκομμα, εμπόδιο, σκάλω- σκάλωσα καθώς και, η απ' αυτό καθυστέρηση. Замирание, -Я ουδ. πάγωμα, κέρωμα, κοκκά- λιασμα απο φόβο. II νέκρωμα, σταμάτημα. II (για ήχους) σβήσιμο, χάσιμο. II εκφρ. с -ем серд- сердца με φόβο στην καρδιά. замирать р.δ. βλ. замереть. Замирение, -Я ουδ. ειρήνευση· καθησύχαση. Замирйть|, -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замирённый, -рён, -рена, -рено ρ.σ.μ. (απλ. ταλ.) ειρηνεύω, πραυνω, καθησυχάζω. II (χαρτπ.) ουμφωνώ με την πόστα. II -СЯ 1 ε ι,ρηνεύω, κλεί- κλείνω ειρήνη. 2 υποτάσσομαι, ενδίδω, Φρονημεύω. замирять(ся) р.δ. βλ. замирйть(ся). Замкнутость, -и θ. επιφυλακτικότητα, κού- κούμπωμα· απομόνωση, ακοινωνησία. замкнутый: επ., βρ: -нут, -а, -о. ,1 κλει- κλειστός, περιορισμένος, απομονωμένος·-ая ЖИЗНЬ ιΐτομονωμένη ζωή· - характер κλειστός χαρα- ν. с ήρας. II απρόσιτος για άλλους· -ая среда ■■"λειστό περιβάλλον. 2 (ηλεκτρ.) -ая. цепь *λε;ιστό κύκλωμα. II αδιέξοδος. замкнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. замкнутый, 0р: -нут, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (παλ. и. απλ.) κλειδώνω· - дверь κλειδώνω τήν πόρ- τα· замкни её в комнату κλείσε την στο δω- υάτιο. 2 (ηλεκτρ.) ανοίγω· - электрическую ЦйЛЬ ανοίγω το κύκλωμα· - КОЛЬЦО окружения ολοκληρώνω τον κλοιό της πολιορκίας. II κυ- κυκλώνω απο παντού. II -СЯ 1 κλειδώνομαι, κλεί- κλείνομαι·' замок -лея η κλειδωνιά έκλεισε. 2 κλειδώνομαι μέσα. 3 (ηλεκτρ.) ανοίγω, κυ- κυκλοφορώ· -лась Цепь άνοιξε το κύκλωμα. II εκφρ. - В себе κλείνομαι στον εαυτό μου, α- απομονώνομαι. замковый επ. του πύργου. Замковый επ. της κλειδαριάς. замлеть р.σ. (απλ.) 1 μουδιάζω, ξενεύω· Нога -ла το πόδι μούδιασε. 2 αποθαρρύνομαι. замогильный επ. 1 (παλ.)· μεταθανάτι- μεταθανάτιος , μετακόσμιος· -ая жизнь μεταθανάτια ζωή. 2 (για φωνή) υπόκωφος, σπηλαιώδης. замок, -мка α. 1 πύργος· средневековый - μεσαιωνικός πύργος. 2 (παλ.) φυλακή (κτίριο). Замок, -мка α. 1 κλειδαριά, -ωνιό, κλείθρο* внутренний - εσωτερική (χωνευτή) κλειδαριά· ВИСЯЩИЙ - κρεμαστή κλειδαριά (λουκέτο). 2 κλείστρο όπλου. 3 ξυλοδεσία. 4 (αρχτ.) κλει- κλειδί θόλου. 5 φερμουάρ, πόρπη, κουμπωτήρι. II енфр. быть на -е ή под -ом είμαι κλειδωμένος, держать ПОД -ОМ κρατώ κλειδωμένον (περιορι- σμένον)· за семью (ή десятью) -ами διπλο- κλειδωμένος (εξασφαλισμένος). Замоканяв, -Я ουδ. μούσκευμα, διαπότιση. замокать ρ.δ. βλ. замокнуть. замокнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. замок, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замокший р.σ. 1 (απλ.) μουσκεύω, διαποτίζομαι, διυγραίνομαι. 2 φουσκώνω απο την υγρασία· бочка -ла. το βαρέλι φούσκωσε. аамОЛВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. στην έκφρα- έκφραση: - слово λέγω ένα καλό λόγο σε κάποιον για καλό κάποιου· -и у него (ή перед НИМ) За меня словечко πές του κανένα καλό λόγο για μένα. » замолить, -ОЛЮ, -олишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замоленный, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ. ц. (παλ.) προσεύχομαι* - грехи προσεύχομαι για άφεση των αμαρτιών. замолкать р.δ. βλ. замолкнуть. замолкнуть, -ну, -кешь, παρλθ. χρ. замолк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замолкший к. за- замолкнувший р.σ. 1 σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω· ре- ребёнок замолк и заснул το παιδάκι σώπασε και αποκοιμήθηκε· -ЛИ пушки σίγησαν τα κανόνια. II σταματώ την αλληλογραφία, τηρώ σιγή. Ζ ταύω, σταματώ (για ήχο)· шаги на лестнице -ли τα πατήματα στη σκάλα σταμάτησαν шум -ОЛК ο θόρυ3ος έπαψε. 3 (για αισθήματα, λο- λογικό) δεν λειτουργώ* рассудок -ОЛК το λογι- λογικό έπαψε να λειτουργεί. Замолоть, -мелю,-мелешь ρ.σ. αρχίζω να α- αλέθω ή να κοπανίζω. Замолчать1, -чу, -ЧЙШЬ ρ.σ. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω κλπ. ρ. βλ. замолкнуть.
Замолчать Р.σ.μ. αποσιωπώ, παρασιωπώ. Замор, -а α. μαζική καταστροφή ψαριών (α- πο δηλητηρίαση κλπ.). в, -Я ουδ. 1 φύξη, κατάψυξη, πάγωμα. II ξεπάγιασμα. 2 μτφ. σταμάτημα· κα- θήλωση, πάγωμα· - зарплаты πάγωμα των α- αποδοχών. 3 η μη χρησιμοποίηση (υλικών μέ- μέσων) . замораживать р.δ. 1 βλ. заморозить.2 απλ. απρόσ. κάνει δυνατό κρύο. II -СЯ κρυώνω, ψύ- χομαι· παγώνω. заморгать р.σ. βλ. замигать. замордовать, -дую, -дуешь р.σ.μ. (απλ.) βαναυσολογώ, αισχρολογώ, αχρειολογώ, κοπρο- λογώ, ασχημοφέρνομαι. Заморённый επ. απο μτχ. εξασθενημένος, α- αδυνατισμένος, Βασανισμένος, ταλαιπωρημένος. ЭаМОрЙТЬ Р.σ. μ. 1 ξεθεώνω, ξεπατώνω στη δουλειά, κατακουράζω· - скотину κατακουράζω τα ζώα. II πεθαίνω, εξοντώνω με την πείνα. 2 φτιάχνω Βαθμιαία (προσδίδοντας ιδιότητες).Ν εχφρ. - червячка ή червяка τρώγω λίγο, τσακίζω την 'πείνα. Ι! -СЯ κατακουράζομαι κλπ. ρ. ενεργ φ. A σημ.). Замороженный ε π. απο μτχ. καταψυγμένος, παγωμένος· -ое МЯСО καταψυγμένο κρέας. 2 μτφ. αδιάφορος, απαθής, ψυχρός, κρύος. Заморозить, -Ожу, -ОЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замороженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.α.μ. 1 (κατα)ψύχω, παγώνω. II κρυαίνω. 2 ξεπαγιάζω. 3 μτφ, παγιώνω, καθηλώνω· - Зарплаты παγιώ- παγιώνω τις αποδοχές. II μτφ. ψυχραίνω. 4 μπλοκά- μπλοκάρω, αφήνω αχρησιιαοποιητ ο. заморозки, -он πλθ. (ενκ. заморозок, -зка α.) ελαφρά παγωνιά, λεπτό στρώμα πάγου. заморОСЙТЬ, -СИТ ρ.σ. απρόσ. αρχίζει να Φυχαλίζει. заморочить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. морочить. заморский επ. 1 (παλ.) υπερπόντιος, ξένος, αλλοδαπός, ξενοφερμένος· -ие ГОСТИ υπερπό- υπερπόντιοι φιλοξενούμενοι. II εξωτερικός· -ие то- товары εμπορεύματα εξωτερικού. 2 (παλ.) πρω- πρωτοφανής, ασυνήθιστος, περίεργος, παράξενος. заморыш, -а α. ισχνός, καχεκτικός, του θα- θανατά, για ψόφο. ЗаМОСТЙТЬ, -ОЩУ, -ОСТЙШЬ, παθ. μτχ. παрλа. χρ. замощённый, βρ: -щён, щена, щено р.σ.и. λιθοστρώνω, σκυροστρώνω, πλακοστρώνω. Замотать1 ρ.σ.и. 1 (περι)τυλίγω, κουβαριά- κουβαριάζω, μαζεύω· - удочку μαζεύω την πετονιά. Ι! (περι)δένω· - поклажу верёвкой δένω τις α- αποσκευές με τριχιά. II κουκουλώνω, περιβάλλω, περικαλύπτω· - шёю шарфом τυλίγω το λαιυό με κασκόλ. 2 κουνώ πέρα-δώθε* собака -ет ХВОСТОМ το σκυλί κουνά πέρα-δώθε την ουρά. 4 κατακουράζω, καταπονώ, καταΒασανίζω, ξεθεώ- ξεθεώνω. 5 (απλ.) κατακρατώ, κρατώ παράνομα,. II -СЯ 1 (τίερΟτυλίγομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. A, 2, 3 σημ.). 2 Οαπλ.ρΐαλ.) μπερδεύοιιαι, πελα- πελαγώνω. Замотать2 р.σ.μ. αρχίζω να τυλίγω κλπ. ρ. βλ. замотать. II -СЯ αρχίζω να τυλίγομαι. ЗаМОЧвК, -чка α. μικρή κλειδαριά, κλειδω- νίτσα κλπ. υποκορ. βλ. замок. ЗамОЧИТЬ, -очу, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замоченный, 0р: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 μουσκεύω, διαβρέχω, διαποτίζω. 2 εμβάπτω,ε- εμβάπτω,εμποτίζω, εμ3απτίζω. II -СЯ μουσκεύω, διαβρέ- διαβρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ЗаМОЧКа, -И θ. μούσκευμα, διαπότιση, διά- βρεξη. II εμπότιση, εμβάπτιση. Замочный επ. της κλειδαριάς· -ая скважи- скважина κλειδαρότρυπα. ЗамощвНИе, -Я ουδ. λιθόστρωση, πλακόστρω- πλακόστρωση· σκυρόστρωση. Замуж εττίρ. στις εκφράσεις: ВЫЙТИ ή ПОЙТИ - за КОГО παντρεύομαι· выдать ή отдать - πα- παντρεύω· брать (взять) - (παλ. κ. απλ.) πα- παντρεύομαι, παίρνω γυναίκα. Замужем επίρ. (είμαι) παντρεμένη· быть - είμαι παντρεμένη. замужество, -а ουδ. παντρειά, έγγαμος βί- βίος της γυναίκας· счастливое - καλοτυχιά. Замужний, -ЯЯ, -ее επ. 1 παντρεμένος, συ- συζυγικός βίος· -ЯЯ ЖИЗНЬ η ζωή των παντρεμέ- παντρεμένων. 2 ουσ. θ. -ЯЯ η παντρεμένη. замурлыкать, -лычу, -лычешь к. -аю, -;т\\:ь р. σ. αρχίζω να νιαουρίζω. Замурованже, -Я ουδ. 1 λιθόχτιση. 2 κλεί- ашо μέσα στον τοίχο. замуровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλ:;. χρ. замурованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.и. 1 λιθοχτίζω, κλείνω με πέτρες· - ОКНО λιβον^.- ζω το παράθυρο. 2 εσωκλείω σε λιθόχτισιο· - 3 стене оружие κλείνω όπλο μέσα σε λιθότοι,- χο. II -СЯ 1 χτίζομαι ιαε πέτρα. II κλείνομαι υέσα στο λιθότοιχο. 2 μτφ. απομονώνομαι· ο:: -ЛСЯ В деревне αυτός απομονώθηκε στο χωριό. замуровывание, -я ουδ. 3λ. зачуроаакие. замуровывать(зя) ρ.δ. βλ. замуровать(ся). замусливать(ся) р.δ. βλ. замуслить(ся). замуслитьСся) р.σ. з\. замусолить(ся). замусоливать(ся) р.δ. 3λ. замусолить(ся). ЗамуСОЛИТЬ р.σ.μ. σαλιώνω, λερώνω, ρυπαί- ρυπαίνω. II -СЯ σαλιώνομαι, λερώνομαι, ρυπαίνομαι.. замусоривание, -Я ουδ. γέμισμα ιιέρους υε σκουπίδια. замусоривать(ся) р.δ. βλ. з;шусорить(ся). Замусорить ρ.σ.μ. γευίζω иг σκουπίδια· комнату κάνω го δωαάτιο όλο σκουπίδια.II -СЯ γεμίζω (γίνομαι) όλο σκουπι.δια. ЗамуТЙТЬ, -УЧУ, -утЙШЬ ρ.σ.μ. 1 θολώνω- -
ЗОДУ θολώνω το νερό. 2 μτφ. συγχύζω, ΐαράσ- σω, ανησυχώ. 3 αρχίζω να θολώνω. II εκφρ. οκ и воды не -ит (χυτός δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι- (είναι τελείως άκακος). ίΙ -ся . 1 θολώνω· вода -лась το νερό θόλωσε. II θαμπώ- θαμπώνω, γίνομαι θαμπός. 2 (παλ.) στασιάζω. 3 °Φ- ■γίζω να θολώνω, να γίνομαι θολός. II εκφρ. а глазах -ЛОСЬ θόλωοαν (θάμπωσαν) τα μάτια· замутнвНИв, -Я ουδ. 1 θόλωση, -μα. 2 θά- μπωμα. ЗаыутввТЬ, -ёет ρ.σ. 1 θολώνω. 2 θαμπώνω. замухрышка, -И α. κ. θ. (απλ.) λέτσος, α- περιποίητος. замучать(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. замучить(сяХ замучивать р.δ. βλ. замучить. замучить, -чу, -чишь р.σ.μ. 1 βασανίζω, τυραγνώ· его -ЛИ ДО смерти τον πέθαναν στα 3ασανιστήρια. 2 καταπονώ, εξαντλώ, ξεθεώνω, ζεπατώνω* его -ли работой τον ξεπάτωσαν στη δουλειά. II κατατρύχω· совесть -ла его τον κατέτρυχε η συνείδηση. II -СЯ κατακουράζο- κατακουράζομαι , αποκάμω, λιώνω. замша, -и θ. δέρμα πλύσης, σαμοά. Замшевый ε π. του σαμοά· απο σαμοά. ЗаМШОЛЫЙ επ. μουσκλοσκεπασμένος, βρυοσκε- ^ής. замшеть, -ёет ρ.σ. βρυοκαλύπτομαι, σκεπά- ίΌυαι απο υούσκλα. замывание, -я ουδ. βλ. замывка. замывать ρ.δ. βλ. замыть. II -ся ξελεκιά- Гш, καθαρίζομαι με πλύσιιιο. II ξεπλένομαι,. Замывка, -и θ. καθάρισμα με πλύσιμο, ξε- λέκιααυα. замызганный επ. απο μτχ. λερωμένος, βρύ- ϋΐ.κος, ρυηαρός. Замызгать ρ.σ.μ. (απλ.) λερώνω, ρυπαίνω. Ι -СЯ λερώνομαι, ρυπαίνοιιαι. замыкание, -я ουδ. ένωση. II εκφρ. корот- короткое - (ηλεκτρ.) βραχυκύκλωμα. замыкать(ся) ρ.δ. βλ. замкнуть(ся). замыкающий επ. απο μτχ. (στρατ.) ουραγός -σύνδεσμος (τμηυαι:ων φάλαγγας). Замысел, -ела α. 1 σκοπός, διάθεση, πρό- πρόθεση, βλέφη. 2 (φίλγ., καλλιτχ.) η κύρια ι- ^а έργου. замЫСЛИТЬ ρ.σ. σκοπεύω, προτίθκμοα, σχε- "ι.αζω, ε χω κατά νου. Замысловатость, -И Э. το πολυσύνθετο, το -χοιπλοκο· πονηρότητα, κρυψίνοια. замысловатый επ., βρ: -ват, -а, -о πονη- ί;όπλοκος, περίπλοκος, ιιπερδεμένος, πολυσύν- ϋ;τος. ίί δυσκολοκατανόητος, δυσνόητος, στρυφ- στρυφνός, κου^ινους. ЗамЫТЬ, -МОЮ, -моешь ρ. σ. μ. 1 πλένω, кис- ϋαοιζω иг πλύσιυο. 2 ξεπλένω, παρασύρω υε со ρεύμα. II φέρνω, υπάζω παρασέρνοντας. замычать, -чу, -чишь ρ.σ. αρχίζω να μου- μουγκρίζω. замышлёние, -я ουδ. (παλ.) βλ. замысел. ЗПМЯМЛИТЬ ρ.σ. (απλ.) αρχίζω να ψελλίζω, να τσευδίζω. замять, -мну, -мнёшь ρ.σ.μ. 1 ζουπώ, -ίζω, πατώ, θλίβω, πιέζω. 2 σταματώ, ανακόπτω,κό- ανακόπτω,κόβω· - скандал σταματώ τον καβγά· - разговор σταματώ τη συνομιλία. II τραβώ την προσοχή* αποσιωπώ, σκεπάζω. II -СЯ 1 συγχύζομαι, τα χάνω, ακινητώ. 2 κομπιάζω, δεν έχω τι ναπώ, δε βρίσκω την κατάλληλη λέξη. 3 σταματώ, κό- κόβομαι,, αναστέλλομαι. замяукать р.σ. αρχίζω να νιαουρίζω. занаваживать р.δ. βλ. занавозить. II -ся φουσκίζομαι (για έδαφος). Занавес, -а α. παραπέτασμα απο ύφασμα. II αυλαία θεάτρου· опустить - κατεβάζω, κλεί- κλείνω την αυλαία· поднимать - ανεβάζω, ανοίγω την αυλαία· ПОД - στο τέλος της σκηνής. занавеса, -ы θ. (παλ. κ. απλ.) βλ. зана- занавеска A σημ.). Занавесить, -ёшу, -ёсишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занавешенный, βρ: -шеи, -шена, -шено р. σ.μ. βάζω κουρτίνα· - окно βάζω κουρτίνα στο παραθύρι. II -СЯ καλύπτομαι με κουρτίνα. Занавеска, -и θ. κουρτίνα, στόρι, μπερ- μπερντές· задёрнуть -И τραβώ (κλείνω) τις κουρ- κουρτίνες. II (διαλκτ.) μπροστέλα, ποδιά. занавесочный επ. για κουρτίνα· - матери- материал ύφασμα για κουρτίνα. занавесь, -и θ. 1 βλ. занавеска A σημ.). 2 (παλ.) βλ. занавес. занавешивание, -я ουδ. κάλυψη με κουρτίνα. занавёшиватьСся) ρ.δ. βλ. занавёсить(ся). занавозить, -ожу, -озишь р.σ.μ. 1 φουσκί- ζω, κοπρίζω. 2 γεμίζω, λερώνω με κόπρο* двор γεμίζω με κόπρο την αυλή. занадобиться, -блюсь, -бишься р.σ. (απλ.) 3λ. понадобиться. занапрасно επίρ. (απλ.) βλ. напрасно. занаркотизировать, -руга, -руешьр.а.ц. ναρ- ναρκώνω. занарядить, -яжу, -ядйшь р.σ.μ. καθορίζω иг γραπτή εντολή. ЗанарЯДКа* -И θ. καθορισμός με γραπτή ε- εντολή. занаряжать р.δ. βλ. занарядить. II -ся κα- καθορίζομαι με γραπτή εντολή. занаряживание, -я ουδ. занарядка. занаряживать(ся) р.ь. 3λ. запаряжатьСся). занашивать(ся) р.δ. βλ. заносйть(сяJ. Занё σύνδ. (απλ.) επειδή, γιατί. заневеститься, -вёщусь, -вёстишься р. σ. γίνομαι της παντρειάς, φτάνω το όριο της παντρειάς.
зан 350 зан ЗанвД^ЖИТЬ, -жу, -жишь р.σ. (διαλκ.) αδι- αδιαθετώ, αρρωσταίνω. >\[ -СЯ αδιαθετώ,, αρρωσταίνω, занвыёть р.σ. 1 μουδιάζω· рука -ла το χέρι. μούδιασε. 2 (απλ.) σωπαίνω, το βουλώνω. занемочь, -огу, -ожешь, -огут, παρλθ. χρ. занемог, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. занемог- занемогший р.σ. εξασθενώ, εξαντλούμαι.· αρρωσταίνω. Занервничать ρ.σ. αρχύζω να εκνευρίζομαι.. Занесение, -Я ουδ. 1 προσκόμιση. II μετα- μεταφορά. 2 εγγραφή. 3 ύψωση, σήκωμα. занести, -есу, -есёшь, παρλθ. χρ. занёс, -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесённый, βρ: -сён, -сена, -сено ρ.σ.μ. 1 φέρω, προ- προσκομίζω· друг -нёс мне новую книгу о φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο· Судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ· как вас это -ело сюда τι σας έφερε εδώ· πως κι έτσι. εδώ. 2 Βάζω, μεταφέρω μέσα· - вещи В комнату βά- βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο. 3 εγγράφω· - в список εγγράφω στον κατάλογο. 4 βάζω· σηκώ- σηκώνω, υψώνω· - ногу на стремя βάζω το πόδι. στον αναβολέα (της σέλας)· - руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω. II εκτρέπω, ρί- ρίχνω, πετώ στην άκρη. 5 σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)· - песком σκεπάζω με άμμο. II απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρό- δρόμος σκεπάστηκε με άμμο· каким ветром вас сюда -СЛО? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ; занестись, -есусь, -есёшься, παρλθ. χρ. занёсся, -еслась, -елось р.σ. 1 (παλ.) προ- προπορεύομαι, απομακρύνομαι πολύ. 2 μτφ. παρα- παρασύρομαι απο φαντασιοπληξίες, Φαντασιοκοπώ. 3 περηφανεύομαι, αλαζονεύομαι. 4· αρχίζω να προπορεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. занижать ρ.δ. βλ. занизить. II -ся μειώνυ- μαι, ελαττώνομαι. Занижение, -Я ουδ. μείωση, ελάττωση. заниженный επ. απο μτχ. μειωμένος, ελατ- ελαττωμένος. занизить, -йжу, -йзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заниженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. ε- ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω, χαμηλώνω. занимание! -Я ουδ. δανεισμός, -μα. Занимание? -Я ουδ. κατάληψη χώρου. Занимательно επί ρ. ιιε ενδιαφέρο, με ζήλο. Занимательность, -И θ. διασκεδαστικότητα, τερπνοτητα, ψυχαγωγικοτητα, ενδιαφέρο. занимательный επ. βρ: -лен, -льна, -льно; διασκεδαστικός, τερπνός, ψυχαγωγικός, ενδι- ενδιαφέρων. Занимать1 ρ . δ. δανείζομαι. II -СЯ δανείζο- δανείζομαι. занимать2 ρ.δ. βλ. занять? II -ся 1 βλ. за- заняться] 2 ασχολούμαι (με πνευματική εργασία! ααθαίνω, σπουδάζω. 3 3λ. заняться? Заново επίρ. εκ νέου, πάλι, ξανά. II εξαρ- εξαρχής, απ αρχής, απο την αρχή. II με νεο τρό- τρόπο, όχι όπως πρώτα, αλλιώτικα, διαφορετικά. Заноза, -Ы θ. αγκίδα. II (απλ.) ενοχλητι- ενοχλητικός άνθρωπος, κουνούπι, τσιμπούρι. занозистый επ., βρ: -зист, -а, -о. 1 α- γκιδωτός, γεμάτος αγκίδες. 2 μτφ. ενοχλητι- ενοχλητικός, μπελαλής, μπελαλίδικός. ЗаноЗЙТЬ, -ожу, -ОЗЙШЬ р.σ.μ. μου μπαίνει αγκίδα* - палец μου μπαίνει αγκίδα στο δά- δάχτυλο . ЗаНОС, -а α. 1 φέρσιμο, προσκόμιση. 2 ύ- ύψωση, ανύψωση, σήκωμα. 3 Ή στιβάδα, ο σωρός λεπτών σωμάτων σχηματισμένος απο ά- άνεμο. заносить1, -ошу, -осишь р.σ.μ. βλ. занести. II -ся βλ. занестись. ЗаНОСЙТЬ2, -ОШУ, -ОСИШЬ р.σ.μ. φθείρω απο τη συχνή χρήση, τρίβω, παλιώνω. II -СЯ φθεί- φθείρομαι, τρίβομαι, παλιώνω, σώνομαι· пиджак -лея το σακκάκι τρίφτηκε. II αρχίζω να τρέ- τρέχω ολοταχώς, καλπασμό. занОСНЫИ επ. αλλοφερμένος, ξενοφερμένος, ξένος· -ое влияние ξένη επίδραση. ЗанОСЧИВО επίρ. αλλαζονικά, υπεροπτικά. занОСЧИВОСТЬ, -И θ. αλαζονεία, υπεροψία. заносчивый επ., βρ: -чив, -а, -о αλαζω- νικύς, υπεροπτικός. Заночевать, -чую, -чуешь р.σ. διανυχτερεύω. заночёвывать р.δ. βλ. заночевать. Заношенность, -И θ. φθορά απο τη χρήση· - одежды φθορά της ενδυμασίας. Заношенный επ. απο μτχ. φθαρμένος απο г η χρήση, τριμμένος, σωμένος. Зануздать ρ.σ.μ. ενστομίζω, περνώ το χα- χαλινό. зануздывать р.δ.μ. βλ. зануздать. занумеровать, -рую, -руешь р.σ.μ. αριθμι- ζώ, αριθμολογώ, βάζω αριθμό. II -СЯ αριθμί- ζομαι, αριθμολογούμαι. зануыеровыватьСся) р.δ. βλ. занумеровать- Сея). заныть, -ною, -ноешь р.σ. αρχίζω να πονώ. Занятие, -я ουδ. 1 κατάληψη. 2 απασχόλη- απασχόληση, εργασία· ασχολία. Η πλθ. -Я μαθήματα· школьные -Я σχολικά μαθήματα. ЗанЯТНОСТЬ, -И θ. ελκυστικότητα, διασκε- δαστικότητα. занятный επ., Зр: -тен, -тна, -тно ελκυ- ελκυστικός, ενδιαφέρων, διασκεδαστικός. Занятой επ. πολυάσχολος, πολυμέριμνος, υε μεγάλο φόρτο εργασίας. занятость, -и θ. απασχόληση· - мешает ему ходить часто в театр οι πολλές ασχολίες του τον εμποδίζουν να πηγαίνει συννά это θέατρο. занятый επ. απο μτχ. απασχολημένος· он очень занят αυτός είναι πολύ απασχολημε'ν ;:■
я ничем не занят είμαι ελεύθερος, δεν απα- απασχολούμαι με τίποτε* у меня руки -Ы έχω τα χέρια πιασμένα* все места ~ы όλες οι θέσεις είναι πιασμένες· на предприятии -ο βΟΟ|ра- βΟΟ|рабочих στην επιχείρηση απασχολούνται, 600. ερ- εργάτες . занять1 ρ.σ. μ. (γραμμ. στοιχεία Βλ. занять2) δανείζομαι, χρήματα. занять? займу, займёшь, παρλθ. χρ. занял,, -ла, -Л0, μτχ. παρλθ. χρ. занявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занятый, βρ: -нят, -а, -о р.о.μ. 1 (για χώρο) καταλαμβάνω, πιάνω* КНИГИ -ЛИ ВСЮ ПОЛКУ χα βιβλία έπιασαν ολο το ράφι.. II πιάνω θέση· судьи -ли свой места οι δικα- δικαστές κατέλαβαν τις θέσεις τους. II πιάνω υ- υπηρεσιακή θέση· - место секретаря πιάνω δου- δουλειά γραμματικού. II παίρνω θέση σε αγώνισμα. 2 κυριεύω· - крепость κυριεύω φρούριο. 3 α~ πασχολώ, τρώγω (για χρόνο). 4 απασχολώ, δί- δίνω δουλειά. 4 τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο. II προξενώ χαρά, διασκεδάζω, φαιδρύνω, καλοκαρ- δίζω. II εκφρ. дух (ή дыхание) заняло (зани- (занимает) μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή - оборону πιάνω αμυντική γραμμή. заняться1, займусь, займёшься, παρλθ. χρ. занялся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. за- занявшийся, ρ.σ. 1 ασχολούμαι, καταγίνομαι με пап* - спортом ασχολούμαι με τον αθλητχσμό· - ПОЛИТИКОЙ ασχολούμαι με την πολιτική· пустяками ασχολούμαι με τιποτένια πράγματα. 2 αρχίζω, καταπιάνομαι* ОН -ЛСЯ ПИСЬМОМ αυ- αυτός άρχισε να γράφει* она -лась делом αυτή άρχισε τη δουλειά. II енфр. дух -лея (зани- (занимается); дыхание -лось (занимается) μου πιά- πιάστηκε (πιάνεται) η αναπνοή. Заняться2 ρ.σ. 1 ανάθω, παίρνω φωτιά· Са- χα В трубе -лась η καπνιά στην καπνοδόχο πή- πήρε φωτιά. 2 αρχίζω να (ανα) φαίνομαι· заря -ЛаСЬ άρχισε να φέγγει, πήρε να φέξει. заоблачный ε π. 1 πάνω απο τα σύννεφα, πα- νύφηλος· -ые вершины Олимпа οι πανύψηλες κο- κορυφές του Ολύμπου. 2 μτφ. ανεδαφικός, απρο- σγείωτος, χιμαιρικός* φαντασιοκόπος· ουτο- ουτοπικός· -ые мечты όνειρα θερινής νυκτός (φα- ντασιοκοπήίΐατα) . заодно επί ρ. 1 απο κοινού, μαζί, ομού, α- αντάμα, ομόφωνα· действовать (быть) - с кем δρω απο κοινού με κάποιον, είμαι ένα με κά- κάποιον. II ταυτόχρονα, σύγχρονα, συνάμα. заозёрный επ. υπερλίμνιος. Заокеанский ε π. υπερωκεάνιος' υπερπόντιος. Заорать, -ору, -орёшь р.σ. (απλ.) αρχίζω να ορύομαι κλπ. ρ. 3λ. орать. Заострение, -Я ουδ. όξυνση. II αιχμή. ЗаОСТрёнНОСТЬ, -И Э. οξύτητα, αιχμηρότη- г-х, ιιυτερά^α, σουβλεοά^α. Заострённый επ. απο μτχ. αιχμηρός, μυτε- μυτερός, σουβλερός, οξύς. Заострить, -рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заострённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ.μ. 1 οξύνω, κάνω τι αιχμηρό, μυτερό ή κο- κοφτερό* - колья φτιάχνω μυτερούς τους πασσά- πασσάλους· - карандаш κάνω μύτη στο μολύβι. 2 μτφ, τονίζω, υπογραμμίζω* - внимание на чем-Л. ε- εφιστώ την προσοχή σε κάτι. II μτφ. κάνω να πάρει τι μεγάλες διαστάσεις· - вопрос οξύνω το ζήτημα· - МЫСЛЬ οξύνω τη σκέψη (ή το νου). II -СЯ οξύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. заострять(ся) ρ.δ. βλ. заострйть(ся). Заохать р.σ. αρχίζω να φωνάζω οχ. ЗаОЧНИК, -а α., -ца, -Ы θ. σπουδαστής, -ά- οτρια χωρίς καθημερινή φοίτηση. ЗаОЧНО επίρ. ερήμην, εν απουσία, απόντος, απούσης* приговорить - καταδικάζω ερήμην Це- Целую - φιλώ απο μακριά (εξ αποστάσεως). II (για σπουδή) χωρίς καθημερινή φοίτηση (εργα- (εργαζόμενος και σπουδάζων). заочный επ. πού γίνεται εν απουσία· -ая любовь αγάπη απο μακριά (εξ αποστάσεως). II γινόμενος χωρίς παρακολούθηση μαθημάτων, με σπιτική μελέτη·, учиться в -ом институте σπουδάζω στο ινστιτούτο με σπιτική μελέτη. Запавший επ. απο μτχ. κρεμαστός, κρεμά- κρεμάμενος· -ие щёки κρεμάμενα μάγουλα. запад, -а α. δύση· на - προς δυσμάς (δυ- (δυτικά)· к -у προς τη δύση, προς τα δυτικά· С -а απο τα δυτικά. II η δυτική Ευρώπη· торго- торговля между Востоком и Западом εμπόριο (με- (μεταξύ) Ανατολής και Δύσης. западать ρ.σ. αρχίζω να πέφτω κλπ. ρ. βλ. падать. западать, -ает р.δ. βλ. запасть. западина, -Ы θ. (διαλκ.) βαθούλωμα, λακκιά. западник, -а α. οπαδός του δυτικοευρωπαϊ- δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. западнический επ. δυτικοευρωπαϊκός· -ие симпатии δυτικοευρωπαϊκές συμπάθειες. ЗападнИЧвСТВО, -а ουδ. (παλ.) πολιτιστικό οεύμα στή ΡΙυσία προσηλωμένο στη Δύση. западноевропейский επ. δυτικοευρωπαϊκός. западный επ. δυτικός· - ветер δυτικός ά- άνεμος· -ая граница τα δυτικά σύνορα· в -ом направлении προς τα δυτικά· -ая церковь η ρω- ρωμαιοκαθολική εκκλησία. запаДНЯ, -Й θ. 1 παγίδα, φάκα, δόκανο. II μτφ, ενέδρα, δόλος, απάτη. 2 (διαλκ.) γλα- βανή, καταπακτή. запаздывание, -я ουδ. βλ. запоздание. запаздывать р.δ. βλ. запоздать. запаивание1, -я ουδ. βλ. запайка. запаивание*; -я ουδ. πότισμα ζώων. запаивать1 ρ.δ. βλ. запаять.-И -ся κολλιέ-
μαι, συγκολλιέμαι.. запаивай? р.δ. βλ. запоить. II -ся (για ζώα) ποτίζομαι. Запайка, -И θ. συγκόλληση μετάλλων. запаковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запакованный, эр: -ван, -а, -о р.σ.μ. συσκευάζω, πακετάρω, αμπαλλάρω. II -СЯ συ- συσκευάζομαι., πακετάρομαι.. запаковка, -И θ. συσκευασία, πακετάρισμα, αμπαλάρισμα. запаковывание, -я ουδ. βλ. запаковка. запаковыватьСся) р.δ. βλ. запаковать(ся). запакостить, -кощу, -костишь, παθ. μτχ. ΐίαρελθ. χρ. запакощенный, -щен, -а, -о р.о. μ. λερω'νω, μουρνταρευω, ρυπαι'νω. (Ι -СЯ λε- λερώνομαι., ρυπαίνομαι.. Запал1, -а α. 1 εμπυρείο, εμπύρευμα, κα- ψούλι. 2 έξαψη, παράφορα. II εκφρ. ПОД (απλ.) στην παράφορα. 8апал* -а α. άσθμα των υποζυγίων, λαχάνυα- σμα, πνευστίαση, εμφύσημα· лошадь С -ОМ ά- άλογο ασθματικό (ή με εμφύσημα). запал?1 -а α. (για σιτηρά) κάψιμο (απο ξη- ξηρασία, λίβα). запалдннЫЙ επ. απο μτχ. λαχανιασμένος, α- ασθμαίνων. запаливать ρ.δ. βλ. запалить1. II -ся ανά- ανάβω, παίρνω φωτιά. запаливай? р.δ. βλ. запалить2. И -ся βλ. запалиться. запалить1 Ρ.σ.μ. (απλ.) ανάβω, βάζω φωτιά. ЗапаЛЙТЬ2Ρ.σ.μ. 1 παραποτίζω, βλάπτω κα- θιδρωμένο άλογο. 2 λαχανιάζω, κάνω να λαχα- λαχανιάσει.. 3 αρχίζω να λαχανιάζω. II -СЯ πα- παθαίνω εμφύσημα, άσθμα. ЗапальНИХ, -а α. εμπύρευμα (φιτίλι, κα- ψούλι κ.τ.χ.). Запальный επ. εμπυρευματικός, του εμπυ- ρεύματος. ЗапаЛЬЧИВО επίρ. παράφορα. ЗапаЛЬЧИВОСТЬ, -И θ. παράφορα έξαψη, μπου- μπουρίνι. Запальчивый επ., βρ: -ЧИВ, -а, -О παρά- παράφορος, φουριόζος. II ευέξαπτος, ευερέθιστος, οργίλος, οξύθυμος. запамятовать, -туго, -туешь р.σ. (παλ. и. απλ.) ξεχνώ, λησμονώ, χάνω τη μνήμη. *Запанибрата επίρ. απλοϊκά, με οικειότητα. запанибратский επ. φιλικός, οικείος· -ие отношения φιλικές σχέσεις. запанибраТСТВО, -а ουδ. οικειότητα, φιλι- φιλικότητα. Запань, -И θ. φράγμα ποτάμιο (για συγκέ- συγκέντρωση επιπλέουσας ξυλείας). запаривание, -я ουδ. βλ. запарка. запаривать(ся) р.δ. βλ. запарить(ся). Запарить р.σ.μ. 1 διαβρέχω, μουσκεύω ρε ζεστό νερό (για να φουσκώσει)· - бочку μου- μουσκεύω το βαρέλι. 2 (για μπάνιο) βλάπτω με υ- υπερβολική χρήση ατμόλουτρου. II ιδροκοπώ· лошадей ιδροκοπώ τα άλογα. 3 αρχίζω να βρά- βράζω με τον ατμό κλπ. ρ. 3λ. парить1. II -СЯ (απλ.), 1 μουσκεύω. 2 ιδροκοπώ· κατακουρά- κατακουράζομαι. 3 °Φχίζω να βράζω με τον ατμό κλπ. ρ. βλ. париться1 Запарка, -И в, 1 μούσκευμα με ζεστό νερό. 2 είδος ατμοσυσκευής (για υφάσματα). Запарник, -а α. λέβητας, κάδος για μού- μούσκευμα ζωοτροφών. Запарной к. запарный επ. για μούσκευμα·- чан καδι για μούσκευμα. запарочный επ. βλ. запарной. запархивать р.δ. запорхнуть. запаршиветь р.σ. βλ. паршиветь. запарывать1 р.δ. βλ. запороть1. запарывать2 р.δ. βλ. запороть2. запас, -а а. 1 προμήθεια, εφεδρεία, εφό- εφόδια, ρεζέρβα· - дров προμήθεια καυσόξυλων - ПРОДОВОЛЬСТВИИ προμήθεια τροφίμων - 60- еприпасов εφεδρεία πολεμοφοδίων неприкос- неприкосновенный - προμήθειες ασφαλείας (ή ώρας α- ανάγκης)· - Сырья απόθεμα πρώτων υλών - ЗНЁ- НИЙ πολυμάθεια, πολυγνωσία, πλούτος γνώσεων - слов πλούτος λέξεων в -е για εφεδρεία· от- отложить про - βάζω κατά μέρος (κρατώ για ε- εφεδρεία). 2 (για ενδύματα)· γύρισμα· выпус- выпустить - βγάζω το γύρισμα (για φάρδεμα, μά- κρεμα). 3 (στρατ.) εφεδρεία· офицер В -е έ- έφεδρος αξιωματικός· уволить В -е αποστρα- αποστρατεύω· быть В -е είμαι σε εφεδρεία· ВЫЙТИ з - αποστρατεύομαι. Запасание, -Я ουδ. προμήθεια, εφοδιασμός· - ддов εφοδιασμός σε καυσόξυλα. запасать(ся) р.δ. βλ. запастйЧсь). ЗаПаСЛИВОСТЬ, -И θ. προμηθευτικό πνεύμα ή τάση. запасливый επ., βρ: -лив, -а, -о οικο- οικονόμος, προβλεπτικός, προνοητικός' -ая хозяй- хозяйка προνοητική νοικοκυρά. ЗапаСНИК, -а α. (απλ.) (στρατ.) έφεδρος. ЗаПаСНОЙ к. ЗапаСНЫЙ επ. 1 εφεδρικός· экземпляр εφεδρικό αντίτυπο· -ые части α- ανταλλακτικά· -ой выход έξοδος κινδύνου· путь εφεδρική σιδηρ. γραμμή· - ые лошади ά- άλογα ταχυδρομικού σταθμού. 2 (στρατ.) έφε- έφεδρος, εφεδρικός. II ουσ. α. έφεδρος. запасти, -пасу, -пасёшь, παρλθ. χρ.запас, -ла, -ло, παθ. μτχ·. παρλθ. χρ. запасённый, Зр: -Сён, -сена, -сено ρ.σ.μ. προμηθεύω, -ο- μαι * - муки εφοδιάζομαι με αλεύρι. II -Йсь προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι· - продуктами ε- εφοδιάζομαι με τρόφιμα. II εκφρ. - терпение.».;
зап 353 зап οπλίζομαι, με υπομονή. запасть, -падёт, παρλθ. χρ. запал, -ла,· -о μτχ. παρλθ. χρ. запавший р.σ. 1 πέφτω μέ- μέσα, ανιαλώνω, αγκιστρώνομαι· клавиши -ЛИ χα πλήκτρα σκάλωσαν μέσα. 2 χώνομαι-, μπαίνω ιιέσα, βαθουλώνω· глаза у него -ЛИ га μάτια του χώθηκαν μέσα (στις κόγχες). II (για φως) εισχωρώ. 3 εντυπώνομαι, χαράσσω, αποτυπώνω γερά στη μνήμη, ψυχή κ.τ.τ. Запатентовать, -тую, -туешь ρ.σ.μ. παίρνω δίπλωμα· - изобретение παίρνω δίπλωμα ευρε- ευρεσιτεχνίας. запатентовывать р.δ. βλ. запатентовать. запах, -а α. μυρουδιά, οσμή· острый δριμεία οσμή· дурной - άσχημη μυρουδιά· ве- щество без -а ουσία άοσμη. запах, -а α. σταύρωμα, κλείσιμο των φύλ- φύλλων του ενδύματος. запахать, -пашу, -пашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запаханный, βρ: -хан, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. пахать. 2 σκεπάζω οργώνοντας. 3 παίρνω μέσα οργώνοντας (περίσσιο ή ξένο έδαφος), ή- αρχίζω να οργώνω. II -СЯ οργώνομαι. Запахивание1, -Я ουδ. όργωμα, -ση. З&пашваше? -Я ουδ. κλείσιμο των φύλλων ενδύματος. запахнуть Р.σ. αρχίζω να μυρίζω. запахнуть ρ.σ.μ. κλείνω τα φύλλα ενδύμα- ενδύματος· - ПОЛЫ халата κουμπώνω τη ρόμπα. II κλείνω απότομα (πόρτα, παράθυρο κ.χ,τ.). Π -СЯ καλύπτομαι, τυλίγομαι, κουκουλώνομαι· - з шубу τυλίγομαι στη γούνα. Запачкать р.σ.μ. λερώνω, λεκιάζω, κηλιδώ- κηλιδώνω, σπιλώνω. II μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, μουντζουρώνω. II -СЯ λερώνομαι κλπ. ρ.μ. запашка, -И θ. όργωμα, -ση, αροτρίαση. запашник, -а α. άροτρο, αλέτρι. ЗапашОК, -шка α. ελαφρά μυρουδιά. запаять, -яю, -яешь ρ.σ.μ. (συγ)κολλώ μέ- μέταλλα. запев, -а α. 1 εναρκτήριο τραγούδι σολί- σολίστα χορωδίας. 2 (φιλγ-) έναρξη μπιλίνας (ρω- (ρωσικού λαϊκού έπους) . запевала, -Ы α. κ. θ. μονωδός, σολίστας χοοωδιας. II μτφ. πρωτεργάτης, πρωΐουργός, πρω- πρωταίτιος. запевать1 ο.6. αρχίζω να τραγουδώ (για σο- \ίοτα)· один -ет, другае подхватывают ένας ξεκινάει το τραγούδι και οι άλλοι το λένε ό- όλοι μαζί. запевать1ο.δ. 3λ. запеть A σημ.) запевка, -κ θ. 1 3λ. запев A σημ.) 2 τρχ- V ;>υδάκι, δίστιχα. Запеканка, -И θ. 1 πουτίγγα, ψητό φαγη- ΐσ, 2 ηδύττοτο· λικέρ. запекать(ся) о.ь. 3λ. запёчь(ся). запёкшийся επ. απο μτχ. στεγνός· πηχτός· -иеся губы στεγνά χείλη· -аяся кровь πηγμέ- πηγμένο αίμα. Запеленать р.σ.μ. σπαργανώνω, φασκιώνω. запеленговать, -гута, -гуешь р.σ.μ. γωνιο- μετρώ, καθορίζω το μέρος με το γωνιόμετρο. запенить р.σ.μ. αφρίζω, κάνω να αφρίσει.II -СЯ αφρίζω, σκεπάζομαι με αφρούς. II αρχίζω να σκεπάζομαι με αφρούς. запереть, -пру, -прёшь, παρλθ. χρ. запер, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. эапёрший|, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запертый, Эр: -перт, -а,-о, επιρ. μτχ. заперев р.σ.μ. 1 κλειδώνω, κλεί- κλείνω με· - на ключ, на замок κλε ί νω με το κλα- κλαδί, την κλειδωνιά· - засовом μανταλώνω, περ- περνώ το μάνταλο. 2 περιορίζω· - В монастырь κλείνω στο μοναστήρι. II μτφ. εμποδίζω τη δι- διάβαση, φράζω. II εκφρ. -ло дух ή дыхание μου κλείστηκε ο λαιμός, μου πιάστηκε η αναπνοή. II -СЯ 1 κλειδώνομαι μέσα. II μτφ. περιορίζο- περιορίζομαι, απομονώνομαι. 2 κλείνω· дверь крепко -лась η πόρτα γερά έκλεισε. 3 8λ. запирать- запираться B σημ.). Запершить, -ЙТ απρόο. ρ.σ. αρχίζει να με τρώει ο λαιμός. запестреть, -ёет р.σ. 1 βλ. пестреть1. 2 πέφτει (χτυπά) στα μάτια (για ζωηρή εντύπω- εντύπωση). II ταχτικά συναντιέμαι· имя его -ЛО ВО всех газетах το όνομα του το διάβαζες σ' ό- όλες τις εφημερίδες. 3 0λ. пестреть B σημ.). II -СЯ ποικίλλω, παρδαλίζω. ЗапёТЫЙ επ, απο μτχ. παρατραγουδισμένος, ανιαρός, πληκτικός. Запеть, -ПОЮ, -поёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запетый, βρ: -пет, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 παρατρα- γουδώ, καθιστώ ενοχλητικό, βαρετό, ανιαρό. 2 αρχίζω να τραγουδώ, να ψάλλω. II -СЯ με τρα- τραβάει το τραγούδι. запечалиться, -лгось, -лишься р.σ. λυπού- иаа , θλίβομαι, φαρμακώνομαι, πικραίνομαι. ЗаПвЧс!таТЬ Ρ.σ.μ. 1 σφραγίζω, σταμπάρω· - пакет σφρα> 'г.ш το πακέτο. 2 κλείνω, κολλώ φάκελλο. 3 κατέχω, κατασχέτω· - дом σφρα- σφραγίζω το σπίτι. 4 α · 'ζω να τυπώνω κλπ. ρ. βλ. печатать. II -ся σφραγίζομαι· письмо -лось το γράμμα σφραγίστηκε (κόλλησε). запвчатлевать(ся) р.6. βλ. запечатлёть(ся! запечатлеть,-его, -ёешь, παρλθ. χρ. -ел, -а, -о ρ.σ. 1 αποτυπώνω, απεικονίζω με ακρίβεια, 2 εντυπώνω, εγχαράσσω κάτι (στη μνήμη κ.τ.τ). 3 σηιαειώνω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω· - Πρκ- ίνϋΐρέΗΚβ поцелуем επικυρώνω τη συμφιλίωσπ υε φιλί. II εκφρ. - поцелуем (παλ.) φιλώ κάτι.. II -СЯ αποτυπώνομαι, εντυπώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. A, 2 σημ). запечатывание, -Я ουδ. 1 σφράγισμα, στα-
зап 354 зап μπάρι,σμα. Ζ κΛει/σιμσ, κόλλημα. Д κατάσχεση. запечатывать(ся) р.δ. βλ. запечатать(ся). запвЧВЫЙ επ. ο παρέκειθεν της θερμάστρας. запечь, -пеку, -печёшь, -пекут, παρλθ.. χρ. запёк, -пекло, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. за- запечённый, -чён, -чена, -чено р.σ.μ. ψήνω. II -СЯ 1 ψήνομαι.. 2 πήζω. 3 στεγνώνω· губы -КЛЙСЬ τα χείλη ψήθηκαν. запивать1 ρ.δ. βλ. запить1. II πίνω αμέσως μετά απο κάτι* - лекарство водой πίνω νε- νερό μετά απο το φάρμακο. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ЗаПИВаТЬ2 р.δ. αρχίζω να πίνω. II υποφέρω για πιοτό. ЗашшОХа, -И (απλ.) μπεκρής, μπεκρούλια- κας, μπεκρόμουτρο. Запаливание, -Я ουδ. 1 πριόνισμα. 2 λιμά- λιμάρισμα. ЗаПИЛИВаТЬ ρ.δ. βλ. Запилить. II -СЯ 1 πρι- πριονίζομαι. 2 λιμάρομαι. запилЙТЬ, -пилю, -пилишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запиленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. пилить A, 3 σημ.). 2 αρχίζω να πριο- πριονίζω ή να λιμάρω. запиловка, -и θ. βλ. запйливание. запивать р.σ.μ. 1 χτυπώ με τις κλωτσιές, κατακλωτσώ. 2 σπρώχνω κλωτσώντας. II -СЯ βλ. запнуться. запинка, -И θ. κόμπιασμα στην ανάγνωση, ο- ομιλία. "запирание, -Я ουδ. κλείδωμα, κλείσιμο, μα- ντάλωμα· σφράγισμα. запирательство, -а ουδ. ισχυρογνωμοσύνη, στενοκεφαλιά* γινάτι. запирать ρ.δ. βλ. запереть. II -ся 1 βλ. запереться A, 2 σημ.), 2 γινατεύω, με πιά- πιάνει το γινάτι* δεν παραδέχομαι το φταίξιμο Μου. запировать р.σ. αρχίζω να γλεντώ, αρχίζω го γλέντι. Записать, -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 γράφω* - доклад γράφω την εισήγηση·- адрес γράφω τη διεύθυνση. 2 εγγράφω (σε ταινία, δί- δίσκο). 3 εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. - сына В ШКОЛУ εγγράφω το γιο στο σχολείο, -щите это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου. II σημειώνω. 4 γράφω στο όνομα, διαθέ- διαθέτω, κληροδοτώ* - ДОМ на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα. 5 μουντζουρώνω* - всю страницу , каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθο- σκαλίσματα. 6 αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. 3λ. Писать. II -СЯ 1 εγγράφομαι. 2 παραγράφω, γράφω πολλή ώρα* -ЛСЯ, шёя бОЛЙТ παράγραψα, ο λαιμός μου πονά. II κουράζομαι απο το πο- πολύ γράψιμο* με τραβάει το γράψιμο. записка, -И θ. 1 σημείωμα, γραμματάκι* па- МЯТная - μνημονικό σημείωμα* служебная - υπηρεσιακό σημείωμα· любовная - ερωτική ε- επιστολή, ραβασάκι. 2 σημείωση* объяснйтель- ная - επεξηγηματική σημείωση· докладная υπόμνημα. 3 πλθ. -И παρατηρήσεις, αναμνή- αναμνήσεις· путевые -и ταξιδιωτικές σημειώσεις. II (φιλγ.) ημερολόγιο, αναμνήσεις. Α πλθ. απο- απομνημονεύματα. ЗаПИСНОИ1εα. των σημειώσεων, για σημειώ- σημειώσεις· -ая книжка σημειωματάριο· ~а\я тетрадь τετράδιο σημειώσεων. ЗапиСНОЙ'2 επ. ένθερμος, ζηλωτής, μανιώδης. ЗапЙСОЧКа, -И θ. σημειωματάκι. Записывание, -Я ουδ. εγγραφή, γράψιμο. запйсывать(ся) ρ.δ. βλ. записать(ся). Запись, -И θ, 1 γραφή, γράψιμο. 2 εγγρα- εγγραφή. 3 καταγραφή. 4 σημείωση. 5 (παλ.) δια- διαθήκη, γραπτή κληροδότηση" επίσημο έγγραφο. эапйть1, -пью, -пьёшь, παρλθ. χρ. запил, -ла, -ло к. запил, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запитый, βρ: -пит, -а, -о, προστκ. за- запей р.σ.μ. βλ. -запивать1 запить2, -пью, -пьёшь, παρλθ. χρ. запил,-а, -о р.σ. αρχίζω να πίνω, να μεθοκοπώ. запихать р.σ.μ. 1 χώνω, σπρώχνω μέσα. 2 αρχίζω να χώνω, να σπρώχνω. II -СЯ χώνομαι, σπρώχνομαι μέσα. запйхиватьСся) ρ.δ. βλ. запихать(ся). запихнуть р.σ. βλ. запихать. запичкать р.σ.μ. τρέφω. Запищать, -щу, -ЩЙШЬ р.σ. αρχίζω να μεμ- μεμψιμοιρώ, να τσιρίζω κλπ. ρ. 3λ. пищать. заплаканный επ. απο μτχ., Зо: -кан, -а, -о κλαμένος* -ые Глаза κλαμένα μάτια. заплакать, -плачу, -плачешь р.σ. αρχίζω να κλαίω. .Запланировать, -рую, -руешь р.σ.μ. συμπε- рιλαβαίνω στο πλάνο. Заплата, -Ы θ. μπάλωμα* наложить -у μπα- μπαλώνω, βάζω μπάλωμα* пальто В -ах πανωφόρι. μπαλωμένο, όλο μπαλώματα. Заплатать ρ.ο.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. За- платанный, Зр: -тан, -а, -о; μπαλώνω. заплатить, -плачу, -платишь, παθ. μτχ. ηαρλθ. χρ. заплаченный, βρ: -чен, -а, -о р. о. 1 πληρώνω* - за покупки πληρώνω για τα ψώνια. II εξοφλώ, ξεαλερώνω* - по счёту εξο- φλώ το λογαριασμό* - ДОЛГ εξοφλώ το χρέος* - за квартиру πληρώνω το ενοίκιο του δια- υεοίσματος. 2 μτφ. ανταποδίδω* ты за это йорого -платишь θα το πληρώσεις ακριβά αυ- Γο (που έκανες)· - жизнью, головой πληρώνω με τη ζωή, το κεφάλι. Заплатка, -И θ. μπαλωματάκι. заплачка, -и θ. θρήνος της νύφης στην τε- τελετή του γάμου* θρήνος κατά τον ενταφιασμό.
зап яяп заплевать, -плюю, -плюёшь р.σ.μ. 1 φτύνω. 2 αρχίζω να φτύνω. II -СЯ αρχίζω να φτύνω. заплёвыватьСся) р.6. βλ. заплевать(ся). заплескать, -плещу, -плещешь и. -аю,-аешь παθ. μτχ. παολθ. χρ. заплёсканный, βρ: -кан, -а, -О р.σ.μ. 1 πιτσιλίζω. 2 αρχίζω να πι- πιτσιλίζω. 3 αρχίζω να χειροκροτώ. 4 βλ. за- плёснуть. II -СЯ αρχίζω να πιτσιλίζω. заплёскивать(ся) ρ.δ. βλ. заплескать(ся). ЗаплесневелОСТЬ, -И θ. μούχλα, ευρωτίαση. Заплесневелый επ. μουχλιασμένος. заплесневеть Р.σ. μουχλιάζω, ευρωτιώ. заплеснеть р.σ. (απλ.) 3λ. заплесневеть. заплеснуть Р.σ. 1 κατακλύζω, πλημμυρίζω· волна -ла ЛОДКУ το κύμα πλημμύρισε τη βάρ- βάρκα. 2 (για κύμα) χτυπώ. II -СЯ (για κύμα) · \ τ υ τΐω. заплести, -плету, -плетёшь, παρλθ. χρ. за- заплёл, -плела, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. -плётший •таб. μτχ. παρλθ. χρ. -плетённый, βρ: -тён, -гена, -тено р.σ.μ. 1 πλέκω· - волосы πλέ- πλέκω τα μαλλιά* - КОСЫ πλέκω κοτσίδες· - вен- κν. πλέκω στεφάνια· - кружево πλέκω δαντέλα. 2 τυλίγω, καλύπτω, περιβάλλω. 3 αρχίζω να πλέκω. II -йсь 3λ. заплетаться. заплетать ρ.&. 3λ. заплести. II -ся 1 (για πόδια) μπλέκομαι-, μπερδεύομαι, τρικλίζω. 2 μχ«. (για γλώσσα) μπερδεύομαι.· ОТ ВОЛнёшя у ..1еня ЯЗЫК -ется απο την ταραχή η γλώσσα α.;υ μπερδεύεται. заплечный ε π. -ΐίσω του ώμου· - мешок αάκ- и.;·;, σακκίδιο, -ούλι. ιί еи$р. -ое дело (παλ.) - .■ επάγγελμα του δήμιου· - мастер ( ΐιαλ) δή- :ΐι.ος, μακελάρης. Заплечье, -Я ου5. 1 ωμοπλάτη. 2 προσκέ- προσκέφαλο αχθοφόρου. запломбировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заплалбкрованный, Зр: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 σφραγίζω, 3ουλώνω· - зуб σφρα- γίζω δόντι. 2 Βάζω σε εμπόρευμα μολύβδινη ΗΓοαγί δα, запломбировывать ρ.5. 3λ. запломбировать, ιί -СЯ σφραγίζομαι . заплот, -а α. (διαλκ.) 3λ. забор. ЗаплошаТЬ с.σ. (διαλκ.) χειροτερεύω. заплутать с.α. (απλ.) χάνω το δρόμο, πε- περιπλανιέμαι. II -СЯ 3λ. ρ. ενεργ. φ. заплыв, -ь. α. (αθλτ.) κολύμ3ηση, διάπλους· Тренировочный - αροπόνηση στην κολύμ3ηση. ЗаПЛЫВаТЬ г.Ь. 1 3λ. Зи.1ЯЫТЬ. 2 πλέοντας 3γαίνω κάπου ή απομακρύνομαι ιολύ. заплыть, -:!лкву, -плывёшь, παρλθ. χο. за- тлыл, -ла, -ло ρ.σ. 1 κολυμπώ, πλέω· утка -Ли за к^;ыш η παπιά κολυμπώντας κρύφτηκε Μ,σω απο τα καλάμια. II μαζεύομαι, συστέλλο- ί·-<ι·, ιιικ: χίνω. II εμφοάσσω, кλ^.ίνω·пруд -ЛЫЛ ЙЛОМ η δεξαμενή έκλεισε απο τη λάσπη. 2 πα- παχαίνω, χοντραίνω, φουσκώνω· - Жиром παχαί- παχαίνω, βάζω λίπος. заплясать, -пляшу, -пляшешь ρ.σ. αρχίζω να χορεύω. II -СЯ με τραβάει ο χορός· παρα- χοοεύω. запнуться, -нусь, -нёшься ρ.σ. 1 σκοντά- σκοντάφτω, προσκρούω· σκαλώνω. 2 (για ομιλία) κο- κομπιάζω. Заповедать р.σ. (υψ. ύφος) επιτάσσω, πα- παραγγέλλω, εντέλλομαι, ορίζω. II (παλ.) απα- απαγορεύω. II -СЯ εντέλλομαι., πόίραγγέλλω, επι- επιτάσσω. II απαγορεύομαι, είμαι απαγορευμένος. Заповедник, -а α. απαγορευμένο μέρος (για κυνήγι, αλιεία κ.τ.τ.), εθνικός δρυμός. заповедный επ. 1 απαγορευμένος· - лес α- απαγορευμένο δάσος (για ξυλεία, ξύλευση). 2 μυστικός, κρυφός, απόρρητος. 3 προσφιλής, α- κριβαγάπητος, πολυφίλητος. заповедь, -И θ. 1 (θρησκ.) εντολή· десять -ей οι δέκα εντολές (του θεού στον Μωϋσή). 2 μτφ. (υψ. ύφος) επιταγή , κέλευση, -μα, запоганивать р.δ. βλ. запоганить. запоганить ρ.σ.μ. (απλ.) λερώνω, μουρντα- ρεύω. заподлицо επίρ. στο ίδιο επίπεδο ή ύφος. заподозривать к. заподазривать р.δ βλ. за- заподозрить. Η -СЯ υποπτεύομαι, υποψιάζομαι. заподозрить ρ.σ.μ. 1 υποπτεύομαι, υποψιά- υποψιάζομαι, ιδεάζομαι· - КОГО-Л. В краже υποψιά- υποψιάζομαι κάποιον για κλοπή. 2 αρχίζω να υποψι- υποψιάζομαι, να υποπτεύομαι, να με τρώνε οι ψύλ- ψύλλοι, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά. 3 αρχί- αρχίζω να αμφιβάλλω, να θεωρώ ύποπτο. Запоем επίρ. αδιάκοπα, ασταμάτητα. ЗапоздаЛОСТЬ, -И θ. ΟΦίμότητα, οψιμιά,κα- οψιμιά,καθυστέρηση, άργεμα. запоздалый επ. όψιμος, καθυστερημένος, αρ- αργοπορημένος· αργός, αργητός· βραδύς· -ая ве- весна όψιμη Ανοιξη* -ое развитие βραδεία ανά- ανάπτυξη. II (παλ.) παλαιός, παλιωμένος· -ая ..'.Ода παλαιά μόδα. Запоздание, -Я ουδ. καθυστέρηση, αργοπο- αργοπορία, αργοπορία, η άργητα. запоздать р.σ. αργώ, αργοπορώ· βραδύνω, καθυστερώ· товарищи! -ли! σύντροφοι! αργή- αργήσατε! - ответить αργώ να απαντήσω. запоздниться р.σ. (διαλκ.) καθυστερώ, αρ- αργώ, αργοπορώ, βραδύνω. запоздно επίρ. πολύ αργά το βράδυ. запоЙТЬ, -ПОЮ, -ПОИШЬ р.σ. ποτίζω· παοα- то:ίζω (ζώο). ЗаПОЙННЙ επ. της διψομανίας· - период πε- περίοδος διψομανίας· - вред 3λάβη ατίο τη δι- νομανία. II διψομανής· - ПЬЯНИЦа αλκοολικός. заполаскивать(ся) р.δ. Βλ. заполоскать(ся1
зал 356 зап заполевать, -люю, -люешь р.σ.μ. (κυνηγ.) πυάνω, συλλαμβάνω. ЗаПОЛ8аТЬ р.σ. αρχίζω να έρπω. заползать р.δ. βλ. заползти. заполвтй, -ползу, -ползёшь, παρλθ. χρ..за- χρ..заполз, -ла, -ло р.σ. εισδύω έρποντας. Заполнение, -Я ουδ. συμπλήρωση· - анкеты συμπλήρωση ερωτηματολογίου. II γέμισμα, πλή- πλήρωση· - озера песком и ИЛОМ γέμισμα της λί- λίμνης με αμμόλασπη. ЗаПОЛННТвЛЬ, -Я α. συμπλήρωμα, πρόσμιγμα. заполнять р.σ.μ. 1 γεμίζω· - котла γεμίζω το λέβητα· зрители -ли зал οι. θεατές γέμι- γέμισαν την αίθουσα· - своё время работой χρη- χρησιμοποιώ τον ελεύθερο χρόνο με εργασία. 2 συμπληρώνω (ερωτηματολόγιο, σελίδα и.τ.τ.). II емфр. - пробел συμπληρώνω τα κενά. II -СЯ γεμίζω, πληρούμαι. заполнять(оя) ρ.δ.μ. βλ. заполнить(ся). заполонить ρ.σ.μ. 1 (παλ. κ. διαλκ.) αιχ- αιχμαλωτίζω. II μτφ. κάνω κάποιον υποχείριο, σα- σαγηνεύω. 2 γεμίζω, κατακλύζω· толпа -ла уЛИ- цы το πλήθος κατέκλυσε τους δρόμους. Заполнять р.δ. βλ. заполнить. II-СЯ 1 αιχ- αιχμαλωτίζω. II μτφ. σαγηνεύω. 2 πλημμυρίζω, κα- τακλύζω. заполоскать, -лощу, -лощешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заполосканный, βρ: -кан, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ξεπλένω. II αρχίζω να ξεπλένω. II -СЯ αρχίζω να ξεπλένομαι. ЭаПОЛОСНТТЬ р.σ.μ. (απλ.) ξεπλένω. заполучать р.δ. 3λ. заполучить. ЗЯПОЛучЁТЬ, -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заполученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) παίρνω, πιάνω· я -йл насморк άρπαξα συνάχι. II προμηθεύομαι έγκαιρα. Заполыхать, -ает р.σ. αρχίζω να καίω με δυνατή φλόγα ή να φωτίζω άπλετα. ЗаПОЛЬв, -Я ουδ. (διαλκ.) απομακρυσμένα χωράφια. ЯНПОЛТгНН* επ. (διαλκ.) που είναι πέρα α- απ ο τα καλλιεργημένα εδάφη. Заполярный επ. ο πέραν του πολικού κύ- κύκλου, πολικός. Заполярье, -Я ουδ. πολική περιοχή. Запоминание, -Я ουδ. θύαηση, μνήμη· απο- απομνημόνευση* механическое - μηχανική απομνη- απομνημόνευση (αποστήθηση)· - фактов ανάμνηση των γεγονότων. 8апаминать(ся) р.δ. βλ. запомнить(ся). запОЫНИТЬ ρ.σ. (εν)θυμοΰμαι. II -СЯ (εν)- θυμούμαι. ЗаПОНКа, -И θ. κουμπί, ξενοκούμπι (για μα- νικέτι, γιακά). Запор! -а α. κλειδαριά, μάνταλο. II κου- μπωτήρι. II οιφρ. быть на -е είμαι μανταλω- μένος· за семью -ами διπλοκλειδωμένος (σί- (σίγουρος, ασφαλισμένος). Запор? -а α. δυσκοίλια, -ότητα, έμφραγμα του πρωκτού. запорашивать, -ает р.δ. βλ. запорошить. запорный επ. του κλεισίματος· - стержень το μάνταλο. запорожец, -жца α. Ζαπορόγος. ЗаПОрОТЬ, -Порю, -порешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запоротый, βρ: -рот, -а, -о ρ.σ.μ.Ί κα- ταμαστιγώνω, μαστιγώνω θανάσιμα. 2 (απλ.) κατασπαράσσω, ξεσχίζω, ξεκοιλιάζω. 3 (απλ.) χαλνώ απο αδεξιότητα, χαρβαλιάζω· - станок χαρβαλιάζω την εργατομηχανή. запороШИТЬ, -ШИТ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. За- порошёнкый, βρ: -шён, -шена, -ό ρ.σ.μ. 1 καλύπτω, σκεπάζω, κάνω· - руки мукой κατα- λευρώνω τα χέρια* - снегом καλύπτω με λε- πτόστρώμα χιονιού. 2 (απλ.) απρόσ. κλείνω, βουλώνω (για μάτια, αυτιά)· ПЫЛЬЮ ему -ЛО глаза τού 'κλεισαν τα μάτια απο τη σκόνη. 3 αρχίζω να καλύπτω κλπ. ρ. βλ. порошить. запорхать ρ.σ. αρχίζω να φτερουγίζω, να περιί πταμαι. Запорхнуть, р.σ. μπαίνω φτερουγίζοντας. II μτφ. μπαίνω βιαστικά, στα πεταχτά. запотевать р.δ. βλ. запотеть. Запотевший επ. απο μτχ. βλ. запотелый. Запотелы! επ. 1 καταϊδρωμένος, κάθιδρος. 2 (απλ.) κάθυγρος, μούσκεμα απο τους υδρα- υδρατμούς· ιδρωμένος. ЗаПОТвТЬ о.σ. 1 (απλ.) ιδρώνω· лошадь -ла το άλογο ίδρωσε. 2 καλύπτομαι απο ιυδροστα- γόνες* стёкла -ЛИ τα τζάμπα ίδρωσαν. ЗаПОЧИВать ρ.σ. (παλ.) ξαπλώνω να κοιμη- κοιμηθώ, αποκοιμούμαι. .запошивать ρ.δ. βλ. запошиь. ЗаПОШЙТЬ, -ШЬЮ, -шьёшь р.σ.μ. στριφώνω. запоясать, -яшу, -яшешь р.σ.μ. (απλ.) ζώ- ζώνω, σφίγγω τη ζώνη. II -СЯ ζώνομαι, βάζω τη ζώνη. запоясывать(ся) р.δ. Βλ. запоясать(ся). Заправдашний я. -ШНЫЙ επ. (απλ.) αληθι- αληθινός, πραγματικός· γνήσιος. ЗаПраВДу επίο. (απλ.) πραγματικά, αληθ'.- νά, αλήθεια. Заправила, -Ы α. (απλ.) αρχηγέτης, κεφά- κεφάλι, ταγός. заправить, -влю, -вишь ρ.ο.μ. 1 διευθετώ, τακτοποιώ, συυιιαζεύω· - рубашку В брюки βά- βάζω το ϋουκάυισο μέσα στο παντελόνι· - брюк'/. В сапоги 3άζω τα πατζάκια στις μπότες. 2 κα- ρυκεύω, αοταίνω. 3 ετοιμάζω· - швейную ма- шину ετοιμάζω τη ραιρτομηχανή (για ράψιμο)· - машину ετοιμάζω το αυτοκίνητο (για εκκίντ-- ση). II εκφρ. - койку συγυοίζω το κρε3άτι. II
зап 357 зап -СЯ 1 εφοδιάζομαι, με καύσιμη ύλη· - бвНЗЙ- ΗΟΜ ρίχνω βενζίνη (στη μηχανή). 2 τρώγω ион πίνω καλά· προετοιμάζομαι· Хорошо - на ДО- рогу τρώγω και πίνω καλά πριν να πάρω δρόμο. заправка, -И θ. 1 διευθέτηση, τακτοποίη- τακτοποίηση. 2 ετοιμασία, προετοιμασία. 3 εφοδιασμός με καύσιμη ύλη. заправлять ρ.δ. 1 3λ. заправить. 2 διοι- νιώ, διευθύνω, αρχηγεύω. II -СЯ βλ. заправить- (ся). заправочный επ. του εφοδιασμού· -ая стан- станция σταθμός εφοδιασμού βενζίνης. запраВСКИЙ επ. πραγματικός, αληθινός, ό- όπως πρέπει, με τα όλα του. заправшик, -а α., -ца, -ы θ. βενζινοεφο- διαστής. запрашивание, -я ουδ. βλ. запрос. запрашивать р.δ. βλ. запросить A, 2 σημ.). II -СЯ απαιτούμαι. II καθορίζομαι σε ψηλές τι- υές. запревать р.δ. βλ. запреть. запредельный επ. υπερόριος, ο πέραν των ο- ο ί ων. запрестольный ε π. (εκκλσ.) ο πίσω απο την Αγία Τιράπεζα· - крест о σταυρός πίσω απο την Αγία Τράπεζα. Запрёт, -а α. απαγόρευση· наложить - απα- απαγορεύω· находиться ή быть под -ом είμαι α- ταγορευμένος. запретительный επ. απαγορευτικός· -ые ме- меры απαγορευτικά μέτρα· -ые ПОШЛИНЫ ή тарифы ν..г.τ. απαγορευτικοί δασμοί ή δασμολογικά ^είχη (υψηλοί δασμοί). запретить, -ещу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запрещённый, βρ: -щён, -щена, -ό ρ.σ. ϊπαγορεύω· - курение απαγορεύω το κάπνισμα· - азартные игры απαγορεύω τα τυχερά παιγνί- 4 ια. запретный επ. απαγορευμένος· -ая зона α- απαγορευμένη ζώνη. II εκφρ. - ПЛОД απαγορευ- απαγορευμένος καρπός. Запреть, -ёет ρ.σ. σαπίζω. II αρχίζω να σα- πίζω. Запрещать Ρ.δ. βλ. запретить. II -СЯ απα- απαγορεύομαι, είμαι απαγορευμένος. запрещение, -Я ουδ. απαγόρευση· - атомно- го оружия απαγόρευση του ατομικού όπλου· не- несмотря на - παρά την απαγόρευση. Запрещённый επ. απο μτχ. απαγορευμένος· она читала -ые книга αυτή 6ιά3αζε απαγορευ- απαγορευμένα βιβλία. заприметить, -ёчу, -ётишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запримеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.и. (απλ.) παρατηρώ, βλέπω, παίρνει το μάτι μου. II σημειώνω, σημαδεύω, βάζω σημάδια (για να ::η ξεχάσω). Заприходовать, -ДУТО, -Дуешь р.σ.μ. κατα- καταγράφω, εγγράφω στα έσοδα. Запричитать р.σ. αρχίζω να θρηνώ, να κλαίω. запродавать(ся) ρ.δ. βλ. запродать(ся). Запродажка, -И θ. πούληση, -μα. запродать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. запродал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. запродавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запроданный, βρ: -дан, -а, -о р. σ.μ. πουλώ παζαρεύοντας ή με καπάρο. II -СЯ παίρνω προκαταβολή, καπάρο. Запроектировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. προ- προσχεδιάζω. запрокиднватьС ся) р. δ. βλ. запрокинуться). Запрокинуть р.σ.μ. (για κεφάλι) γέρνω πί- πίσω. II ανατρέπω, αναποδογυρίζω. II -СЯ γέρνω πίσω. запропастить, -ащу, -астишь ρ.σ.μ. (διαλ>ι.) βάζω κάπου κάτι χωρίς να θυμάμαι που, κρύ- κρύβω. II -СЯ κρύβομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι. запропасть, -аду, -адёшь, παρλθ. χρ. за- запропал, -ла, -ло р.σ. (απλ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι· опять ты -дёшь целый день πάλι θα λείψεις όλη τη μέρα. Запрос, -а α. 1 αξίωση, απαίτηση (επίση- (επίσημου χαρακτήρα). 2 συνήθως πλθ. -Ы, -ΟΒ α- απαιτήσεις. II (για προϊόντα) ζήτηση. 3 υπερ- υπερτίμηση· цены без -а τιμές ορισμένες, πριφίξ. Запросить, -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запрошенный, βρ: -ше'н, -а, -о р.σ.μ. 1 αξιώνω, απαιτώ· (εζ)αιτώ, ζητώ. 2 καθορίζω υψηλές τιμές, ζητώ πολύ ακριβά. 3 αρχίζω να παρακαλώ. II -СЯ αρχίζω να παρακαλώ. Запросто επίρ. απλά, απλούστατα* με οικειό- οικειότητα. Запротестовать, -тую, -туешь р.σ. διαμαρ- διαμαρτύρομαι. II αρχίζω να διαμαρτύρομαι. Запротоколировать, -рую, -руешь р.σ. μ. εγ- εγγράφω στα πρακτικά· κρατώ πρακτικά· - вы- выступление на собрании γράφω την ομιλία στα πρακτικά της συνέλευσης. Запруда, -Ы θ. 1 υδατόφραξη. 2 υδατοφρά- χτης, υδροφράχτης, νεροδεσιά. 3 δεξαμενή με φράγμα. ЗапруДИТЬ, -ужу, -уДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -уженный к. -уженный, βρ: -жен, -а, -о к. -жён, -жена, -жено р.σ.μ. 1 φτιάχνω υδα- τοφράχτη ή νεροδεσιά· - воду υδατοφράσσω· - реку φτιάχνω υδατόφραγμα στο ποτάμι. 2 μτφ. γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω· толпа -ла всю улицу το πλήθος κατέκλυσε όλη την οδό. II -СЯ γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω· улица -лась ТОЛПОЙ η οδός πλημμύρισε απο το πλήθος. запружитьСся) р.δ. βλ. запрудйть(ся). Запруживание, -Я ουδ. υδατόφραξη. запруживать(ся) р.δ. βλ. запрудить(ся).
зап 358 зап р.σ. αρχίζω να πηδώ. запрыгивать ρ.δ. βλ. запрыгнуть. запрыгнуть р.σ. 1 τΐηδώ μέσα· кошка -ла в кладовку η γάτα πήδησε μέσα στην αποθήκη. 2 υπερπηδώ· - черту πηδώ πέρα απο τη γραμμή. запрягать р.δ. βλ. запрячь. II -ся ζεύομαι.. запряжка, -И θ. 1 ζεύξη, ζέψιμο. 2 αμάξι, άμαξα, κάρο. II σαγή. χάμουρα (εξαρτήματα ■ζεύξης για έλξη). 8аПрЯТаТЬ, -ячу, -ЯЧИШЬ р.σ.μ. κρύβω σε ασφαλές μέρος· - деньги κρύβω τα χρήματα. II βάζω μέσα· - руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες. II (απλ.) κλείνω, περιορίζω (σε φυλακή κ.τ.τ.). II -СЯ κρύβομαι, σε ασφαλές αέρος. 8апрятывать(ся) р.δ. βλ. запрятать(ся). запрячь к. παλ. запречь, -рягу, -ряжёшь, -рягут, παρλθ. χρ. запряг, -гла, -ό, μτχ. παρλθ. χρ. запрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запряжённый, βρ: -жён, -жена, -жено, ε πι. р. μτχ. запрягши ρ.σ.μ. 1 ζεύω· - лошадей ζεώ τα άλογα. 2 μτφ. παραφορτώνω, βάζω σε δύ- δύσκολη δουλειά· - в работу'στρώνω στη δουλειά. II -СЯ καταπιάνομαι με βαριά δουλειά. запуганность, -И θ. εκφόβιση, -μός. запуганный επ. απο μτχ. φοβισμένος, πτοη- μένος· - ребёнок φοβισμένο παιδάκι. запугать ρ.σ.μ. (εκ)φοβίζω, πτοώ. запугивание, -я ουδ. εκφόβιαη, -μός. запугивать р.δ. 8λ. запугать. II -ся εκφο- βίζομαι, πτοούμαι. Запудривать р.δ. πουδράρω. II -СЯ πουδρά- ρομαι. Запудрить р.σ.μ. πουδράρω. запуск1, -а α. 1 εκτόξευση· - искусствен- искусственного спутника Земли εκτόξευση τεχνητού δο- δορυφόρου της Γης. 2 βάλσιμο σε κίνηση μηχα- μής. 3 άφημα, απόλυση. запуск^ -а α. σταμάτημα αρμέγματος της 2- γελάδας πριν τη γέννα. запускание1, -я ουδ. 1 3λ. запуск (ι σημ.). 2 βούτηγμα, βύθισμα, χώσιμο. Запускание2, -Я ουδ. παραμέληση, εγκατά- εγκατάλειψη. запускать1 ρ.δ. 3λ. запустить1. II -СЯ εκτο- εκτοξεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. запустить1. Запускать2 ρ. δ. 3λ. запустить2 II -СЯ εγκα- εγκαταλείπομαι, παραμελούμαι. II αφήνομαι. ЗапуСТеДЫЙ επ. (παλ.) εγκαταλειμμένος, πα- παραμελημένος, παρατημένος, έρημος· - сад πα- παρατημένος δεντρόκηπος. Запустение, -Я ουδ. εγκατάλειψη, ερήμωση. ελάττωση, μείωση. ЗапуСТвТЬ, -ёет р.σ. εγκαταλείπομαι, πα- παρατιέμαι, παραμελούμαι" ερημώνομαι" αδειάζω. запустить! -УШУ, -усткшь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 εκτοξεύω, εξαπολύω· εκσφενδονίζω· εξακοντί- ζω· - искусственного спутника εκτοξεύω τε- τεχνητό δορυφόρο* - камень εκσφενδονίζω πέτρα. 2 (για μηχανή) 3άζω σε κίνηση, βάζω εμπρός. 3 Βυθίζω· μπήγω· χώνω μέσα. 4 αφήνω· απολύω· - лошадей В луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι. II εκφρ. - глаза ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω· руку ή лапу απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω). - словечко α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)· β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)* - удочку προσπαθώ να πληροφο- πληροφορηθώ (ψαρεύω). запуСТЙТЬ2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. за- пустйть1). 1 εγκαταλείπω, παραμελώ, ταρατώ, α- αφήνω. 2 δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία· - болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει· - рану αφήνω την πληγή να με- μεγαλώσει. 3 σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα. * αφήνω χέρσα τη γη. ЗапутанНОСТЬ, ~И θ. 1 ανακάτωμα, μπέρδε- μπέρδεμα, περιπλοκή. 2 μτφ. σύγχυση. II το συγκε- συγκεχυμένο, το σκοτεινό. Запутанный ε π. απο μτχ. 1 μπερδεμένος, ανακατεμένος, περιπλεγμένος, περίπλοκος. 2 μτφ. συγκεχυμένος. запутать, -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χο. запутанный, βρ: -тан, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 μπεο- δεύω, ανακατεύω, περιπλέκω (για κλωστές и. г.τ.). 2 μτφ. συγχύζω, συγχέω· - дело μπερ- μπερδεύω την υπόθεση. 3 μτφ. σκοτίζω, θολώνω. 4 μτφ. μπλέκω, τυλίγω ( σε Βρωμερή, ανήθικη υπόθεση). II -СЯ 1 μπερδεύομαι κλπ. ρ.μ. 2 μτφ. συγχύζομαι, παθαίνω σύγχυση (στην ομι- ομιλία, σκέψη κ.τ.τ.). 3 χάνω το δρόμο, περι- τλανιέμαι. •запутывать(ся) ρ.δ. 3λ. запутать(ся). запуаать р.δ. Βλ. запухнуть. запухнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. запух, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. запухший р.σ.πρή- р.σ.πρήζομαι· φουσκώνω· глаза ^-хли τα μάτια πρή- πρήστηκαν. Запушить, -Йт, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запу- запушённый, βρ: -шён, -шена, -шено р.σ.μ. (για χιόνι, πάχνη) καλύπτω, σκεπάζω. II -СЯ 1 κα- καλύπτομαι, σκεπάζομαι· деревья -лись снегом τα δέντρα σκεπάστηκαν με χιόνι. 2 (για φυτά) γίνομαι αφράτος. Запущение, -Я ουδ. (παλ.) παοακμή· εγκα- εγκατάλειψη, παραμέληση. ЗапущеННОСТЬ, -и θ. εγκατάλειψη, παραμέ- παραμέληση, παράτημα. Запущенный ε π. απο μτχ. 1 εγκαταλειμμένος, ττοίραμελημένος, παρατημένος* αφρόντιστος · сад παρατημένος δεντοόκηπος. 2 παλαιός· ΟρΟΗΧΐίτ παλαιά βρογχίτιδα (που δε θεραπεύ-
зап τήκε)· -ая рана πληγή που δε θεραπεύτηκε έ- έγκαιρα. ЗапЫЖИТЬ, -жу, -жишь р.σ. βάζω στουπί, τά- τάπα., γεμίζω· - ружьё βάζω στουπύ στο μπρο- σθογεμί όπλο. ЗаПЫЛаТЬ р.σ. αρχίζω να φλέγομαι- κλπ. ρ. 3λ. пылать. Запылить ρ.σ.μ. 1 σκονίζω* - туфли σκο- σκονίζω τα παπούτσια. 2 αρχύζω να σηκώνω σκό- σκόνη. II -СЯ σκονίζομαι.· ВЫ -ЛИСЬ σκονιστήκατε. Эагштать ρ.σ.μ. κατα3ασανίζω, κατατυραν- κατατυραννώ, πεθαίνω, σκοτώνω στο ξύλο. запыхаться1ρ.δ. λαχανιάζω, κοντανασαίνω, ασθμαίνω, πνευστιώ. ЗаПЫХаТЬСЯ2ρ.σ. αισθάνομαι δύσπνοια, πνιγ- υονή απο το γρήγορο τρέξιμο ή κινήσεις. зашктвТЬ, -хчу, -хтйшь р.σ. αρχίζω να λαχανιάζω κλπ. ρ. βλ. пыхтеть. запьянеть ρ.σ. (απλ.) μεθώ. запьянствовать, -ствую, -ствуешь р.σ. αρ- αρχίζω να μεθώ, το ρίχνω στο πιοτί. ЗапЬЯНЦОВСКИЙ επ. (απλ.) 1 μέθυσος, με- Οοκόπος. 2 αλκοολικός* - ВИД μορφή (όψη) αεθύστακα. запьястие, -я ουδ. 1 ο καρπός του χεριού. 2 (παλ.) 3Ραχιόλι, ψέλιο. Запятая, -ОЙ θ. 1 κόμμα (σημείο στίξης). 2 μτφ. εμπόδιο, δυσκολία. запятить, -ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запяченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 νι. νώ, σπρώχνω προς τα ΐιίσω· - телегу σπρώ- σπρώχνω го αμάξι крое, τα πίσω. 2 χώνω, σπρώχνω и г. σα. запятки, -ток πλθ. το πίσω μέρος του αμα- αμαξιού (για τους υπηρέτες). Запятнать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ. За- гтятнанный, βρ: -нан, -а, -о. 1 κηλιδώνω, λεκιάζω, λερώνω. 2 μτφ. καταισχύνω, κατα- ντροπιάζω, μουντζουρώνω. 3 στιγματίζω, χα- οάζω στίγματα με κάψιμο. 4 (ε)γγιζω, χτυπώ με το χέρι, βγάζω εκτός παιγνιδιού. II -СЯ κηλιδώνομαι κλπ. ρ. ενεογ. φ. запячивать р.δ. βλ. запятить. II -ся 1 κι- κινούμαι, σπρώχνομαι προς τα πίσω. 2 χώνομαι, απρώχνομαι μέσα. зарабатывание, -Я ουδ. η δούλεψη, τα χρή- χρήματα απο τη δουλειά. зарабатываться) р.6. βλ. заработать(ся). Заработать о.з. κερδίζω, βγάζω χρήματα· - Τ200 рублей 3γάζω 1200 ρούβλια· - себе на ЖИЗНЬ βγάζω τα προς .του ζει ν. Π αποκτώ με τη δουλειά μου· - .траво На ОТДЫХ αποκτώ με ;η δουλειά μου το δικαίωμα ανάπαυσης Л (σκω- (σκωπτικά) αμει3ομαι, πληρώνομαι για τη συμπε- ΡΜίορά* - выговор τιμωρούμαι για τη συμπε- συμπεριφορά. II αρχίζω τη δουλειά ή να δουλεύω. II -СЯ παραδουλεύω, κουράζομαι απο τη δουλειά. заработный επ. στην έκφραση: -ая плата о μισθός* οι αποδοχές, η απολαβή. заработок, -тка α. μισθός, αποδοχές· ме- месячный - μηνιαίος μισθός, μηνιαίο, μηνιάτι- κο· годовой - ετήσιες αποδοχές, χρονιάτικο. заравнивать(ся) ρ.δ. @λ. заровнять(ся). Заражаемость, -И θ. μολυσματικότητα, μια- σματικότητα· понижение -И μείωση της μολυ- μολυσματικότητας. заражать(ся) р.δ. βλ. заразйть(ся). Заражение, -Я ουδ. μόλυνση, μίανση. Заражённость, -И θ. (κατάσταση,) μόλυνση, μίανση. Заражённый επ. απο μτχ. μολυσμένος, μια- σμένος, μολεμένος. зараз.επίρ. μια φορά· μονοκοπανιά. Зараз επίρ. (διαλκ.) τώρα, αμέσως, αυτή τη στιγμή. зараза, -Ы θ. 1 μόλυνση, μίανση. 2 μτφ. μίανση, διάδοση ανεπιθύμητων ιδεών. 3 μτφ. μίασμα (βρωμερός, βλαβερός άνθρωπος). заразительность, -Ив. μεταδοτικότητα α- ασθένειας, κολλητικότητα. заразительный επ., βρ: -лен, -льна, -льна 1 μολυσματικός, μεταδοτικός, κολλητικός·-ая болезнь μολυσματική νόσος. 2 μτφ. μεταδοτι- μεταδοτικός* - Пример μεταδοτικό αρνητικό παράδειγ- παράδειγμα· - смех μεταδοτικό γέλιο. заразить, -ражу, -разишь, παθ. μτ χ. παρλθ. χρ. заражённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ. и. 1 μολύνω, μιαίνω· - гриппом μολύνω με γρίπη. II μολύνω την ατμόσφαιρα. 2 μτφ. με- μεταδίνω, εμπνέω, εμφυσώ· - страхом μεταδίνω το φόβο· - примером μεταδίνω το κακό παρά- παράδειγμα. II διαδίδω, ξαπλώνω, αγκαλιάζω. II -СЯ 1 μολύνομαι· - оспой μολύνομαι απο ευλογιά. δ επηρεάζομαι* - суеверием . μολύνομαι απο δει- δεισιδαιμονία. Заразиха, -И θ. (φυτ.) οροβάγχη, λύκος, заразный επ., βρ: -зен, -зна, -о μολυσμα- μολυσματικός, μεταδοτικός, κολλητικός· -ая болезнь μολυσματική νόσος. II των μολυσμένων -ое отделение τμήμα μολυσμένων. II ως ουσ. μο- μολυσμένος. заране επίρ. (παλ.) βλ. заранее. Заранее επίρ. απο πριν, εκ των προτέρων, απο πρώτα* έγκαιρα-я - К этому'готовился απο πριν ετοιμάστηκα γι αυτό· Я - предупреж- предупреждаю вас что σας προειδοποιώ ότι... - об- обдуманный προμελετημένος, εσκεμμένος. зарапортоваться, -туюсь, -туешься р.σ.λέ- р.σ.λέγω ανοησίες, κουταμάρες* τα μπερδεύω* ψευ- δολογώ. зарастать о.ь. 3λ. зарасти. зарасти, -ту, -тёшь, παρλθ. χρ. зарос, -ла,
-ло, μτχ. παρλθ. заросший ρ.σ. 1 σκεπάζο- σκεπάζομαι, καλύπτομαι, γεμύζω· сад -рос крапивой ο κήπος γέμισε τσουκνίδες· лицо -росло чёр- чёрной бородой το πρόσωπο γέμι,σε μαύρα γένια. 2 (για πληγή и.τ.τ.) θρέφω, κλείνω· επουλώνο- επουλώνομαι.. II εκφρ. - грязью καταλερώνω· - мохом αγριεύω, γίνομαι αγρίμι, ξεπέφτω ηθικά. Зарастить, -ращу, -растишь,παθ.μτχ. παρλθ. χρ. заращённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. 1 καλύπτω με πράσινο, κάνω να πρασινί- πρασινίσει, να χλοΐσει. 2 (για πληγή) επουλώνω, βο- βοηθώ στην επούλωση. заращивать р.δ. βλ. зарастить. II -ся πρα- πρασινίζω, χλοιζω, καλύπτομαι απο πράσινο. зарваться, -вусь, -вёшься, παρλθ. χρ. за- зарвался, -лась, -лось к. -лось р.σ. ξεπερνώ τα όρια, το παραξηλώνω, το παρακάνω.IIστρατ, προχωρώ βαθιά, μακριά. Зардеть, -ею, -ёешь ρ.σ. κοκκινίζω, ερυ- θριώ, πορφυρίζω, φαίνομαι κόκκινος. II κοκ- κοκκινίζω (απο ντροπή, θυμό).II -СЯ βλ.ρ,ενεργ. φ. Зареветь, -еву, -евёшь р.σ. αρχίζω ναμου- γκρίζω κλπ. ρ. βλ. реветь. варево, -а ουδ. ανταύγεια, απαύγασμα. заревой επ. αυγινός, ορθρινός. Зарегистрировать, -рую, -руешь р.σ.μ. εγ- εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ, πρωτοκολλώ. II -СЯ εγγράφομαι κλπ. ρ, ενεργ. φ. заредеть, -еет ρ.σ. αρχίζω να αραιώνω· де- деревья -ЛИ τα δέντρα αραίωσαν. ЗарОЗ, -а α. 1 σφάξιμο ζώων. 2 δυστυχία, κακοτυχιά, συμφορά, χαμός. 3 χάραξη με μα- μαχαίρι. II сифр. до зарёзу πάρα πολύ, σφάξε με καλύτερα, είναι υπέρτατη ανάγκη· мне ДО -у нужно СТО рублей έχω απόλυτη ανάγκη για εκατό ρούβλια. зарезать, -ёжу, -ежешь р.σ.и. 1 σφάζω, на- τασφάζω. II κατασπαράζω, ξεσχίζω· κόβω· волк -ал овцу о λύκος κατασπάραξε την προ3ατίνα. 2 (γεα άλογο) τρέχω με όλη την ταχύτητα. 3 μτφ. βλάφτω, αυφοριάζω, ποτίζω φαρμάκια. II εκφρ. без ножа - καταστενοχωρώ, ποτίζω φαρ- φαρμάκια· ХОТЬ Зарежь α) είναι απόλυτη ανάγκ,η (είναι προτιμότερο να με σφάξεις παρά να μη υου δόσεις αυτό που ζητώ), β) κατ' Όυδένα τρόπο· хоть зарежьте, не понимаю με κανένα τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω. II -СЯ σφάζο- σφάζομαι, μαχαιρώνομαι. Зарезать Р.σ. κόβω, κόπτω, τέμνω. зарезвиться, -влюсь, -вйшься р.σ. 1 3λ. резвиться. 2 αρχίζω να διασκεδάζω. Зарезервировать, -руга, -руешь ρ.σ.μ. κρα- κρατώ ρεζέρβα, εφεδρεία, βάζω κατά μέοος. зарекаться р.δ. βλ. заречься. зарекомендовать, -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -дованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ. μ. (παλ.) συνιστώ, συστήνω, -αίνω, παρουσι- παρουσιάζω· δίνω ενδείξεις. зарекомендовывать ρ.δ.βλ.зарекомендовать. Заретушировать, -рую, -руешь о.σ.μ. περ- περνώ με σινική μελάνη.1, κάνω ρετούς. ЗарвЧНЫЙ εττ. ο πέρα απο το ποτάμι. ЗарёчЬв, -Я ουδ. περαποτάμια τοποθεσία. заречься, -екусь, -ечёшься, -екутся, παρλθ. χρ. зарёкся, -еклась, -лось р.σ. ορκίζομαι- να μην πράξω στο εξής, ορκοδοτώ, κάνω όρκο. зарешетить, -шёчу, -шётйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шёченный к. -шечённый,' βρι-чен, -а, -О к. -чён, -а, -о р.σ.μ. καγκελώ- νω, κλείνω με κάγκελα, κιγκλιδώνω. зарешечивать ρ.δ. 3λ. зарешетить. II -ся καγκελώνομαι, κλείνομαι με σίδερα. ЗарвЯТЬ ρ.σ. αρχίζω να κυματίζω κλπ. ρ. Βλ, реять. Заржавелый επ. σκουριασμένος, οξιδωμένος. Заржаветь, -еет ρ.σ. σκουριάζω, οξιδώνομαι. заржавленный επ. βλ. заржавелый. заржавый επ. (παλ.) βλ. заржавелый. заржать, -ржу, -ржёшь р.σ. αρχίζω να χλι- μιντρίζω, να χρεμετίζω. Зарисовать, -сую, -суешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. зарисованный, βρ: -ван, -а, -о. 1 ιχνο- ιχνογραφώ, σχεδιάζω, σκιτσάρω, σκιαγραφώ. 2 γε- γεμίζω με σκίτσα, σχέδια, ιχνογραφήματα.ΙΙ -СЯ 1 διαγράφομαι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω, φαί- φαίνομαι. 2 ξεχνιέμαι σχεδιάζοντας, με τραβά το σχεδίασμα. зарисовка, -и о. βλ. зарисовывание. зарисовывание, -Я ουδ. σχεδίασμα,σχεδίαση, σχεδιαγράφηση, ιχνογράφηση. зарисовнвать(ся) ρ.δ.3λ. зарисовать(ся). Зариться, -рюсь, -ригаься р.δ. (απλ.) κοι- κοιτάζω με ζήλο· ζηλοφθονώ, εποφθαλμιώ, υπο- 3λεπω, έχω στο μάτι. зарифить ρ.σ., зарифлять ρ.δ. 8λ. рйфлигь. 'зарифмовать р.σ. βλ. рифмовать. зари4мовывать(ся) р.δ. βλ. рифмовать(ся). зарница, -Ы θ. αστραπόφεγγο, -εγγιά. зарнЙЧНЫЙ ε п. του αστραπόφεγγου. заробеть р.σ. (απλ.) Βλ. робеть. заровнять ο.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заровненный, βρ: -нен, -а, -о ισοπεδώνω, ι,σιάζω, -ώνω, ομαλύνω. Η -СЯ ισοπεδώνομαι. зарОД, -а α. (διαλκ.) χορτοθημωνιά. зароДЙТЬ, -ожу, -ОДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зарождённый, Βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. 1 (παλ. κ. απλ.) γεννώ. 2 μτφ. ποοκα- λώ, ξυπνώ (αίσθημα, σκέψη κ.τ.τ.). II -СЯ 1 γεννιέμαι· такая Я -лась τέτοια γεννήθηκα.2 μτφ. αναφύομαι, προκύπτω. зарОДЫШ, -а α. 1 έμβρυο. 2 μτφ. αρχή, έ- έναρξη. II εκφρ. в -е σε εμβρυώδη κατάσταση*
ПОДавЙТЬ В -е πνίγω στη γέννηση. Зародышевый επ. εμβρυώδης, εμβρυακός· -ое Состояние εμβρυώδης κατάσταση. зарождать(ся) р.δ. βλ. зародйть(ся). зарождение, -Я ουδ. 1 γέννηση. 2 μτφ. α- ναφύηση, εμφάνιση. зарозоветь р.σ. αρχίζω να ροδίζω. II κοκ- κοκκινίζω, ροδοκοκκινίζω· ЛИЦО её -ло το πρό- πρόσωπο της κοκκίνισε. ЗароЙТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.σ, αρχίζω να πετώ κλπ. ρ. βλ. роиться. зарок, -а α. όρκος· он дал - не пить αυ- αυτός ορκίστηκε να μη ξαναπιεί (οιν. ποτά)· Я взял с него -, что он не будет курить τον έ- έκανα να ορκιστεί οτι θα κόψει, το τσιγάρο· он положил на себя - не играть в карты ορκύ- στηκε να μη ξαναπαίξει, χαρτιά. зарокотать, -кочет р.σ. αρχίζω να βουΐζω. заронить, -ОНЮ, -ОНИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χο. зароненный, βρ: -нен, -а, -о р.σ.μ. 1 μου πέφτει, άθελα· - ключ за сундук μου πέ- πέφτει άθελα το κλειδί πίσω απο το σεντούκι. 2 ποοκαλώ, επιφέρω, εγείρω· - сомнение σπέρνω την αμφιβολία· - В Душе тоску προκαλώ θλίψη ατην ψυχή. II -СЯ (παλ.) εισχωρώ, μπαίνω μέ- μέσα, τυπώνομαι (στη μνήμη, ψυχή κ.τ.τ.). зароптать, -опшу, -огацешь р.σ. αρχίζω να μουρμουρίζω κλπ. ρ. βλ. роптать. заросль, -И θ. πυκνοί θάμνοι ή δέντρα· орешника λεπτοκαρεώνας· водяные -и υδροχα- υδροχαρή φυτά. зарплата,-Ы θ. συνθ. λ. μισθός, αποδοχές. зарубание, -я ουδ. 3λ. зарубка. зарубать(ся) р.δ. 3λ. зарубйть(ся). Зарубежный επ. ο έξω των συνόρων, εξωτε- ηικός, ξένος· -ые страны οι ξένες χώρες·-ая :течать ο τύπος του εξωτερικού· -ые гости о>. φιλοξενούμενοι του εξωτερικού. зарубина, -ы θ. βλ. зарубка B σημ.). зарубЙТЬ, -убЛЮ, -убИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зарубленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 Φονεύω με τσεκούρι ή με σπαθί. 2 εγκόπτω, εντέμνω, εγχαράσσω· σημαδεύω. 3 (για ορυκτά) υποσκάπτω. II εκφρ. - на носу ή на Лбу ή В памяти το βάζω καλά στο μυαλό μου, το χάρα- ζω' καλά στη μνήμη μου. II -СЯ (απλ.) φονεύο- υαι, σκοτώνομαι κλπ. ο. ενεργ, φ. II κόβο- κόβομαι με το τσεκούρι. Зарубка, -И θ. 1 εγκοπή, εντομή· σημάδι. 2 (για ορυκτά) υποσκαίοή. зарубцеваться, -дуется р.σ. επουλώνομαι, ■ίρέφω, κλεινοί (για πληγή). зарубцовываться р.δ. Βλ. зарубцеваться. заругать р.σ.μ. 1 (απλ.) βρίζω, μαλώνω ά- άσχημα. 2 αρχίζω να βρίζω, να μαλώνω. II -СЯ αοχιζω να μαλώνω, να βρίζω. зарука, -и θ. (απλ.) βλ. заручка. зарукавье, -Я ουδ. 1 μισομάνικο πλουμισμέ- πλουμισμένο. 2 βραχιόλι επιμάνικο. зарукоплескать, -лещу, -лёшешь ρ.σ. αρχί- αρχίζω να χειροκροτώ. заруливать р.δ. βλ. зарулить. Зарулить р.σ. οδηγώ αεροπλάνο στή γη (πριν την απογείωση ή μετά την προσγείωση). заруыянивать(ся) р.δ. βλ. зарумянить(ся). зарумянить ρ.σ.μ. κοκκινίζω· мороз -ил щёки η παγωνιά κοκκίνισε τα μάγουλα. II ψή- ψήνω, τηγανίζω, καβουρδίζω (μέχρι να κοκκινί- κοκκινίσει). II -ся 1 κοκκινίζω· она -лась от сты- стыда αυτή κοκκίνησε απο ντροπή· вышня -лась η βυσσινιά κοκκίνησε. 2 ψήνομαι, τηγανίζομαι, καβουρδίζομαι μέχρι κοκκίνισμα· пирог -лея η πίτα κοκκίνησε. заручаться ρ.δ. βλ. заручиться. заручиться, -чусь, -чишься р.σ. προεξα- σφαλίζω· - чьим-н. согласием, подцёржекой ε- εξασφαλίζω τη συγκατάθεση, την υποστήριξη κά- κάποιου. заручка, -И θ. (απλ.) υποστήριξη, βοήθεια, μέσον. ЗарыбИТЬ, -блю, -бишь ρ.σ.μ. μετατρέπω σε ιχθυοκομικό· - новые водоёмы κάνω ιχθυοκο- μικές τις καινούριες δεξαμενές. зарыблять ρ.&. βλ. зарыбить. Зарывание, -Я ουδ. 1 παράχωμα, θάψιμο. 2 κάλυψη, κρύψιμο. зарывать р.δ. βλ. зарыть. зарываться р.δ. βλ. зарыться. зарываться р.δ. βλ. зарваться. зарыдать р.σ. αρχίζω να κλαίω με λυγμούς. ЗарЫСИТЬ, -СЙШЬ ρ.σ. (για ζώα) τριποδίζω, τροχάζω, πηγαίνω τροκ. Зарыть, -рою, -роешь р.σ.μ. 1 παραχώνω, θάβω. II (για πρόσωπο, κεφάλι) κρύβω, χώνω μέσα. 2 αρχίζω να σκάβω. II -СЯ χώνομαι, κρύ- κρύβομαι μέσα· - в песок χώνομαι μέσα στον άμ- άμμο· - в одеяло χώνομαι μέσα στο πάπλωμα. II (παλ.) εγκατασταίνομαι σε απόκεντρο μέρος·- ι в деревне αποχωρώ στο χωριό. II αποδίδομαι ε- εντελώς, ρίχνομαι με τα μούτρα· - в КНИГИ το , ρίχνω στο διάβασμα. 2 (απλ.) γίνομαι παχύ- ] δερμο· ρίχνομαι σαν το παχύδερμο. зарычать, -чу, -чйшь р.σ. αρχίζω να βρυ- χώμαι, να μουγκρίζω. заря, -и, πλθ. зори, зорь, зарям к. зорям, θ. 1 αυγή,' χαραυγή, όρθρος, διαύγασμα· ве- чёрняя - λυκόφως· утренняя - λυκαυγές· ру- румяная - ροδοχάραμα, ροδοδάκτυλη αυγή· заго- рёлась - ρόδισε η αυγή. II (για χρόνο) В -ё ή С -ёю την αυγή, με το φέξιμο· - занимает- СЯ ξημερώνει, φέγγει. 2 μτφ. αρχή, απαρχή· - счастья αυγή της ευτυχίας· на -ё новой
Жизни στην αυγή (ή στο κατώφλι.) της καινού- καινούριας ζωής. 3 (στρατ.) αιτ. зорю σάλπισμα ε- εγερτηρίου ή σιωπητηρίου· бить ή играть зорю χτυπώ (σημαίνω) εγερτήριο ή σιωπητήριο. II εκφρ. от -и до -и α) απο την αυγή ως το βρά- βράδυ (ολημερίς), β) απο το βράδυ ως το πρωί (ο- (ολονυχτίς) . зарябить, -бит р.σ.μ. βλ. рябить. II αρχί- ζω ρυτιδώνω. II -СЯ ρυτιδώνω· вода -лась το νερό ρυτίδωσε. II αρχίζω να ρυτι,δώνω, -ομαι. Заряд, -а α. 1 γέμισμα, γόμος· подрывной - εκρηκρικό γέμισμα· пороховой - μπαρουτο- γέμισμα. 2 όπλιση, γέμιση. 3 φόρτιση ηλε- ηλεκτρική. 4 εφεδρεία, απόθεμα· понапрасну из- израсходовать - остроумия άδικα ξοδεύω κύττα- κύτταρα (εγκεφαλικά). Зарядить, -яжу, -ядйшь, παθ. μτχ. παρλθ, χρ. заряженный, βρ: -жен, -а, ~о р.σ.μ. 1 γεμίζω, οπλίζω· - ружьё οπλίζω το όπλο· фотоаппарат βάζω φιλμ στη φωτογραφική μηχα- μηχανή· - капкан χτίζω την παγίδα. 2 φορτίζω· - батарею γεμίζω το συσσωρευτή. 3 αρχίζω να κοπανώ τα ίδια και τα ίδια. 4 βρέχει συνέ- συνέχεια. II -СЯ 1 οπλίζομαι· ружьё -лось το τουφέκι οπλίστηκε (όπλισε)· мина -лась η νάρκη εμπυρευματίστηκε. II ετοιμάζομαι. 3 φορ- φορτίζομαι· батарея -лась о συσσωρευτής φορ- φορτίστηκε (γέμισε). * εφοδιάζομαι. Зарядка, -и θ. 1 γέμιση, όπλιση. II φορ- φορτίο, φόρτιση (ηλεκτρική). 2 γυμναστική. ЗарЯДНЫЖ επ. 1 της γέμισης, της όπλισης. 2 για γέμισμα. II εκφρ. - ЯЩИК κάρο μεταφο- μεταφοράς οβίδων πυροβολικού. заряжание, -я θ. βλ. зарядка. заряжать(ся) р.δ. βλ. зарядйть(ся). заряженный к. заряжённый επ. απο μτχ. ο- οπλισμένος, γεμισμένος· -ая винтовка οπλι- οπλισμένο τουφέκι· -ая батарейка γεμισμένος ή φορτισμένος (ηλεκτρικός) συσσωρευτής· -ая МЙна εμπυρευματισμένη νάρκη. зарянка, -И θ. συλβία, υπολαιδα (πτηνό). Засада, ~Ы θ. ενέδρα, καρτέρι· попасть в -у πέφτω σε ενέδρα· устроить - у στήνω ενέ- ενέδρα. II τμήμα που ενεδρεύει. засадить, -сажу, -садишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. л φυτεύω· - плодовыми деревьями φυτεύω μέ καρ- καρποφόρα δέντρα. 2 εγκλείω, κλείνω μέσα, φυ- φυλακίζω· -ли его на два года τον έβαλαν δυο χρόνια φυλακή. 3 αναγκάζω, υποχρεώνω· - за работу στρώνω στη δουλειά. 4 χώνω, μπήγω· - топор В бревно μπήγω το τσεκούρι στο κού- κούτσουρο. Засадка, -И θ. φύτευση, φύτευμα. ЗасаДНИТЬ, -ИТ ρ.σ. (απλ.) αρχίζω να γρα- τσουνίζω. засадный επ. ενεδρευτ',κός, της ενέδρας· -ая группа ενεδρεύουσα ομάδα. засаживание, -я ουδ. βλ. засадка. засаживать р.δ. βλ. засадить. Засаживаться ρ.δ, 1 (απλ.) κάθομαι, πιάνω θέση. II καταγί νομα>., ασχολούμαι με ζήλο. 2 φυτεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 3λ. Засадить. ЗасадвННЫЙ επ. απο μτχ. λερωμένος, λεκια- λεκιασμένος, κηλιδωμένος. Засаливание} -я ουδ. λέρωμα, λέκιασμα. засаливание? -Я ουδ. αλάτισμα. засаливать р.δ. βλ. засалить. II -ся λε- λερώνομαι, λεκιάζομαι. засаливать(ся) р.δ. βλ. засолить(ся). засаривать(ся) р.δ. βλ. засорйть(ся). Засасывание, -Я ουδ. ρόφηση, ρούφημα, α- απορρόφηση. засасывать ρ.ό. βλ. засосать. II -ся ρου- ρουφιέμαι, απορροφούμαι. Засахаренный επ. απο μτχ. ζαχαρωμένος, ζα- ζαχαρωτός· ~ые фрукты ζαχαρωμένα φρούτα. засахарнваняе, -Я ουδ. ζαχάρωση, -μα, ζα- χαροπήκτωση. |засахаривать( ся) ρ.δ. βλ. засахарить(ся). Засахарить р.σ.μ. ζαχαρώνω· - фрукты ζα- ζαχαρώνω φρούτα. II - СЯ ζαχαρώνω· варенье за- сахарилось το γλυκό ζαχάρωσε. засватать ρ.σ.μ. (απλ. παλ.) προξενεύω, α- αποσπώ τη συγκατάθεση των γονέων του κορι- κοριτσιού. засватывать р.6. βλ. засватать. засвежеть, -ёет р.σ. (για άνεμο)δυναμώνω. Засверкать р.σ. αρχίζω να λαμπυρίζω κλπ. ο. βλ. сверкать. засветить, -ечу, -ётишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засвеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 ανάβω (λαμπάδα и.τ.τ.). 2 μπατσίζω, χαστου- πίζω, αστράφτω. 3 (γι<* φωτοπαθείς ταινίες)· φωτίζω, αχρηστεύω, αφήνω να περάσει φως. 4 -ИТ αρχίζει να φέγγει. II -СЯ 1 παίρνω φως, αχρηστεύομαι (για φωτογραφ. ταινία). 2 -ИТ- СЯ αρχίζει να φωτίζεται. засветлеть, -ёет р.σ. 1 λάμπω, καθαρολά- ииш. 2 αρχίζω να γίνομαι αίθριος* нёбо -ЛО ο ουρανός έγινε αίθριος. II απρόσ. φωτίζω· неожиданно -ло ξαφνικά φώτισε. засветло επί ρ. πριν νυχτώσει, πριν σκο- σκοτεινιάσει, όσο ακόμα φέγγει. засвечивать р.δ. βλ. засветить (з σημ.). II -ся 3λ. засветиться. Засвидетельствование, -Я ουδ. (επι)μαρτυ- οία, (επι)βε3αίωση, πιστοποίηση. II επικύρωση. засвидетельствовать, -ствую, -ствуешь р. σ.μ. 1 (επι)μαρτυρώ, (επι)βεΒαιώνω, πιστο- πιστοποιώ. 2 επικυρώνω· θεωρώ. II εκφρ. - почте- почтение (παλ.) υποβάλλω τα σέβη.
зас 363 зас засвистать, -вищу, -вйщешь ρ.σ. (απλ.) αρ- αρχίζω να σφυρίζω. засвистеть, -вищу, -вистйшь р.о. αρχίζω να σφυρίζω. засев, -а α. σπορά, σπάρσιμο. Засвванжв, -Я ουδ. σπορά, σπάρσι,μο. засевать р.6. βλ. засеять. II -ся σπέρνο- σπέρνομαι. заседание, -я ουδ. συνεδρίαση· судебное - συνεδρίαση δικαστηρίου· закрытое, открытое - κλειστή, ανοιχτή συνεδρίαση. заседатель, -я ουδ. σύνεδρος, πάρεδρος· .на- .народный - λα'ίκός σύνεδρος· присяжный - ο έ- ένορκος. Заседательский ε π. της συνεδρίασης· του σύνεδρου. заседать1 ρ.δ. συνεδριάζω. II μετέχω στη συ- συνεδρία. заседать2 ρ.δ. 3λ. засесть (.и σημ.). заседлать, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засёдлан- засёдланный, βρ: -лан, -а, -о ρ.σ.μ. σελώνω. засёдлывать р.δ. σελώνω. засеивание, -я ουδ. σπορά, σπάρσιμο· δια- αποοά. засеивать ρ.δ. βλ. засеять. II -ся σπέρνο- σπέρνομαι . Засека. -И θ. 1 κομμένα δέντρα (σαν εμπό- εμπόδιο). 2 (παλ.) δάσος απαγορευμένο. засекание1, -Я ουδ. χάραξη. II επισημείωση. засекание* -Я ουδ. μαστίγωση· βίτσισμα. засекать1 ρ.δ. 0λ. засечь1.' II -ся л εγχα- οάασομαι. 2 βλ. засечься. засекать2 ρ.δ. βλ. засечь. II -ся μαστι- μαστιγώνομαι . засекретить, -ёчу, -ётишь, παθ. μτχ. ΐίαρλθ. χρ. засекреченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 τηρώ (κοατώ, φυλάγω) μυστικό, απόρρητο. 2 εκμυστερεύομαι, κρατώ κάποιον ενήμερον του μυστικού. засекречивать ρ.δ. βλ. засекретить. II ~ся τηρούμαι μυστικός, απόρρητος. Заселение, -Я ουδ. κατοίκιση, -σμός, ε- εγκατάσταση κατοίκων. заселённость, -И θ. πυκνότητα πληθυσμού. заселённый επ. απο μτχ. κατοικημένος. заселить, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заселён- заселённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. εγκατοι- κίζω. II -СЯ κατοικούμαι. заселять(ся) р.δ. 3λ. заселйть(ся). ЗасемеНЯТЬ р.σ. βαδίζω με γοργά και μικρά 3ηματα, γοργοβαδίζω. ЗасереСрЙТЬ ρ.σ.μ. αργυοώνω, εξαργυρώνω, ααημωνω, ασημοκαπνίζω. II -СЯ επαργυρωνομαι κλπ:, ρ. ενεργ. φ. засереть, -ёет р.σ. 1 φαίνομαι γκρίζος, γκριζοφέονω. 2 αρχίζω να γίνομαι γκρίζος. Η -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. засесть, -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. за- засел, -ла, -ло, προστκ. засядь р.σ. 1 κάθο- κάθομαι, παίρνω θέση καθήμενου. II επιδίδομαι, στρώνομαι, καταγίνομαι.· - за работу στρώνο- στρώνομαι στη δουλειά. 2 κάθομαι, κλείνομαι στο σπίτι, δε βγαίνω έξω. 3 κάθομαι κρυμμένος, κρύβομαι, ενεδρεύω,) λουφάζω (σε ενέδρα). 4 εισχωρώ, μπαίνω βαθιά. II μτφ. μπαίνω, ριζώ- ριζώνω (στη συνείδηση, καρδιά κ.τ.τ.)· -ла у не- него В голове МЫСЛЬ του μπήκε στο μυαλόηιδέαι Засечка, -И θ. 1 (εγ)χάραξη, χαρακιά, χα- ραγματιά. 2 πληγή (απο αλληλοχτύπημα των ποδιών κυρίως των αλόγων). II επίσημε ίωση (σε χάρτη; κ.τ.τ.). засечный επ. της χάραξης, χαρακωτός. засечь1, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ.за- χρ.засёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. засекший,τκθ. μτχ. παρλθ. χρ. засечённый, βρ: -чён, -че- на, -чено р.σ.μ. 1 εγχαράσσω, εγκόπτω, εντέ- μνω, χαρακιάζω. 2 επισημειώνω (σε χάρτη κ. τ.τ.). 3 πληγώνω, αλληλοχτυπώ τα πόδια κατά το βάδισμα. II см*р. - время επισημαίνω το χρόνο (αρχή ή τέλος κ.τ.τ.). II -СЯ βλ. ενεργ φ. C σημ.). засечь2, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. засёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. засекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засеченный, βρ: -чен, -а, -Ο ρ.σ.μ. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, φραγ- γελώνω· βιτσίζω. засеять ρ.σ.μ. 1 σπέρνω. 2 μτφ. σκεπάζω, καλύπτω. засидеть, -йт, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заси- засиженный, βρ: -жен, -а, -ο ρ.σ.μ. λερώνω κα- καθίζοντας· мухи -ли всю картину οι μύγες λέ- λέρωσαν όλη την εικόνα. * засидеться, -сижусь, -силишься р.σ. παρα- ρακάθομαι, θρονιάζομαι, καλοκάθομαι, καλο- στρώνομαι, στρογγυλοκάθομαι· - в гостях πα- ρακάθομαι μουσαφίρης. II μτφ. μένω επί πολύ σ' ένα μέρος. II емсрр. - в девках ή в деви- девицах, В невестах μένω πολύν καιρό ανύπαντρη, αργώ να παντρευτώ. засйхиватьСся) р.δ. βλ. засидёть(ся). II λερώνομαι (απο έντομα, πτηνά). засилосовать р.σ. βλ. силосовать. засилье, -Я ουδ. καταπίεση. засни επίρ. (παλ.) μετά, ύστερα, έπειτα α- απο αυτό. засинеть, -ёет ρ.σ. 1 κυανίζω, φαίνομαι κυανός, γαλάζιος. 2 αρχίζω να κυανίζω.II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. засжнивать(ся) р.δ. βλ. засинйть(ся). ЗаСНННТЪ р.σ.μ. χρωματίζω κυανό. II -СЯ χρωματίζομαι κυανός. засиять ρ.σ. 1 αρχίζω να λάμπω (απο χαρά ,
зас 364 зас ικανοποίηση и.τ.τ.). 2 φαίνομαι λαμπερός. заскакать, -скачу, -скачешь р.σ. αρχίζω να καλπάζω κλπ. ρ. βλ. скакать. заскакивать р.δ. βλ. заскочить. ЗаскавдаДЖТЬ ρ.σ. αρχίζω να καβγαδίζω. Засквозить, -ЗЙт р.σ. 1 αραιώνω, αρχίζω να διαπερνιέμαι απο το φως. 2 φαίνομαι, δι- διακρίνομαι ανάμεσα απο· через ветви деревьев -ЛО небо ανάμεσα απο τα κλαδιά των δέντρων φάνηκε ο ουρανός. заскирдовать р.σ. βλ. скирдовать. Заскок, -а α. 1 βλάβη μηχανισμού. 2 μτφ. παραξενιά, αλλοκοτιά, παραδοξότητα. заскользить, -льжу, -льзйшь ρ.σ. αρχίζω να γλιστρώ κλπ. ρ. βλ. скользить. заскорузлость, -И θ. ρόζιασμα, τύλωση· ε- πτράχυνση. заскорузлый επ. ροζιασμένος, ροζιάρικος· -ые руки ροζιασμένα χέρια. II μτφ. παλαιός, α- απαρχαιωμένος, ριζωμένος· ρουτινιέριΚ3ς· -ые привычки παλαιές συνήθειες. заскорузнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. за- заскоруз, -ла, -ло р.σ. σκληραίνω, ροζιάζω. Заскочить, -очу, -очишь р.σ. 1 πηδώ, πε- πετάγομαι, ρίχνομαι. II μπαίνω, εισχωρώ γοργά, ορμητικά. II αναπηδώ απο τη θέση μου, ξεφεύ- ξεφεύγω· пружина -ла το ελατήριο πετάχτηκε. 2 πηγαίνω στα πεταχτά, στα γρήγορα, πετάγομαι. 3 προτρέχω. заскрежетать, -жещу, -жёщешь р.σ. αρχίζω να τρίζω. заскрести, -ебу, -ебёшь, παρλθ. χρ. за- заскрёб, -бла, -бЛО р.σ. αρχίζω να ξύνω. II -СЬ αρχίζω να ξύνω. заскрипеть, -ПЛГО, -ПЙШЬ р.σ. αρχίζω να τρίζω. заскулить р.σ. βλ. скулить. заскучать р.σ. βλ. скучать. засластить, -ащу, -астйшь р.σ.μ. γλυκαί- γλυκαίνω· παραγλυκαίνω. заслать,- -ШЛЮ, -шлёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засланный, βρ: -лан, -а, -о р.σ.μ. στέλ- στέλλω, εξαποστέλλω· - груз στέλλω φορτίο· - Β каторгу στέλλω στα κάτεργα· - агентов στέλ- στέλλω πράκτορες. заслащивать ρ.δ. βλ. засластить. ц -ся γλυκαίνομαι, γίνομαι γλυκός· παραγλυκαίνο- μαι. заСЛвДЙТЬ, -ежу, -еДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслеженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. λερώνω, λασπώνω, αφήνω αποτυπώματα, ίχνη. заслеживать ρ.δ. βλ. заследить. II -ся λε- λερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Заслезиться, -ЙТСЯ р.σ. αρχίζω να δακρύ- δακρύζω· δακρύζω πολύ. Заслепить, -ПЛГО, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслеплённый, βρ: -лён, -лена, -лено; Ρ.σ.μ. (απλ.) εκθαμθώνω, θαμπώνω, τυφλώνω. заслеплять р.δ. βλ. заслепить. заслон, -а α. 1 προπέτασμα, εμπόδιο, πρό- πρόσκομμα, κώλυμα. 2 (στρατ.) τμήμα, κλιμάκιο κάλυψης. 3 βλ. заслонка (ι σημ.). заслонить, -ню, -нйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслонённый, βρ: -нён, -нена, -кено р. σ.μ. 1 καλύπτω, σκεπάζω· туча -ла солнце το σύννεφο σκέπασε τον ήλιο. II εμποδίζω, φρά- φράζω, κλείνω· - дорогу κλείνω το δρόμο.II προ- προφυλάσσω· - от ветра προφυλάσσω απο τον άνε- άνεμο. 2 μτφ. επισκιάζω, επισκοτίζω, βάζω σε δεύτερη μοίρα· ξεχνώ για λίγο. II -СЯ καλύ- καλύπτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ, ЗаСЛОНКа, -И θ. 1 επιστόμιο φούρνου. 2 βύσμα, έμφραγμα, πώμα, κλάπα. II ρουφράκτης, υδατοφράκτης, υδροφράκτης. заСЛОНОЧНЫЙ επ. της έμφραξης. заслонять(ся) р.δ. βλ. заслонйтьСся). заслуга, -и θ. υπηρεσία· большие -и перед наукой μεγάλες υπηρεσίες στην επιστήμη· -И перед родиной υπηρεσίες προς την πατρίδα. II συμβολή. II εκφρ. по -ам όπως αξίζει ή άξι- άξιζε· получил по -ам τιμωρήθηκε όπως του ά- άξιζε, έλαβε τα επίχειρα της κακίας αυτών. Заслуженный επ. απο μτχ. 1 άξιος, επάξι- επάξιος, αντάξιος· -ая награда επάξιο βραβείο. II δίκαιος, δικαιολογημένος, πρεπούμενος· -ая кара δίκαια τιμωρία. 2 διακεκριμένος, επι- επιφανής, διάσημος. II μτφ. (αστ.) παλαιός, που έχει πολυετή υπηρεσίαν, καραβάνας. заслуживать р.δ. 1 βλ. заслужить A σημ.). 2 αξίζω· сообщение -ет доверия η ανακοίνωση είναι αξιόπιστη. II -СЯ είμαι άξιος, αξίζω. Заслужить, -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρβ заслуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 αξίζω, είμαι άξιος, μου αξίζει, μου πρέπει· - награду αξίζω αμοιβής· - наказание αξίζω τιμωρίας. 2 αξίζω προσφέροντας υπηρεσία,εκ- δούλευση. 3 ανταποδίδω (εξυπηρέτηση, εκδού- λευση κ.τ.τ.). заслушание, -Я ουδ. άκουσμα. заслушать ρ.σ.μ.κ.αμ. ακούω· - сообщение, докладчика, отчёт ακούω την ανακοίνωση, τον εισηγητή, τον απολογισμό. II -СЯ ξεχνιέμαια- κούοντας. II ακούομαι. заслушивание, -я ουδ. άκουσμα. заслушивать(ся) ρ.δ. βλ. заслушать(ся). заслышать, -шу, -шишь р.σ. 1 ακούω (απο μακριά)· -ав голос отца я побежал к нему а- κούοντας τη φωνή του πατέρα, έτρεξα προς αυ- αυτόν να τον συναντήσω. 2 μαθαίνω, πληροφο- πληροφορούμαι, ακούω. 3 οσφραίνομαι, μυρίζομαι, ο- σμιζομαι. II -СЯ ακούομαι· -ЛСЯ шум ακούστη- ακούστηκε θόρυβος.
заолпнивать( ся) р.δ. 0λ. заслюнйть(ся). ЗаСЛХШЙТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслюнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. σαλιολερώνω. II -СЯ σαλιολερώνομαι. заслинявнтьСся) р.σ. (απλ.) βλ.заслгонйть- (ся). засмаливание, -Я ουδ. πίσσωση, πίσσωμα. засмаливать р.δ. βλ. засмолить. II -ся α- αλείφομαι με πίσσα. засмаркивать(ся) ρ.δ. βλ. засморкать(ся). Засматриванив, -Я ουδ. κοίταγμα. засматривать р.δ. κοιτάζω, βλέπω· - в ок- окна К соседям κοιτάζω στα παράθυρα των γει- γειτόνων. II εκφρ. - в глаза, в лицо кому κοι- κοιτάζω στα μάτια, στο πρόσωπο κάποιου (προσπα- (προσπαθώ να διαγνώσω). II -ся 1 βλ. засмотреться. 2 κοιτάζω ζηλιάρικα. засмеивать р.δ. βλ. засмеять. засмвЯТЬ, -ею, -еёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засмеянный, βρ: -ёян, -а, -о р.σ.μ. περιγε- περιγελώ, περιπαίζω, κοροϊδεύω. II -СЯ αρχίζω να περιγελώ, να περιπαίζω, να κοροϊδεύω. засмоЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засмолённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. Λ πισσώνω, πισσαλείφω· κατραμώνω. 2 λε- λερώνω με πίσσα. Засмолка, -И θ. πίσσωση, -μα, πιασάλειμμα. засморкать р.σ.μ. (απλ.) λερώνω με μύξες, κάνω όλο μύξες· - платок κάνω το μαντήλι ό- όλο μύξες. II -СЯ αρχίζω να ξεμυξίζομαι, να Βγάζω μύξες. засмотреться, -отргось, -отришься р.σ. ξε- ξεχνιέμαι κοιτάζοντας. Засмущаться р.з. συγχύζομαι. заснежённый к. заснеженный επ. χιονοσκε- αασμένος, χιονοσκεπής. заснимать р.δ. βλ. заснять. Засновать, -ную, -нуёшь р.σ. αρχίζω να υ- υφαίνω, να στημονιάζω. Заснуть, -ну, -Нёшь р.σ. αποκοιμιέμαι, με παίρνει βαθύς ύπνος. II (απλ.) εκπνέω, ψοφώ (για ψάρι). заснять, -ниму, -нймешь, παολθ. χρ. за- заснял, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заснятый, βρ: -НЯТ,. -а, -Ο ρ.σ.μ. (απλ.) φωτογραφίζω· фИЛЬМ γυρίζω φιλμ. Засов, -а α. μάνταλο, μπάρα. засовеститься, -вещусь, -вестишься р.σ. 3λ. совеститься. засовывать р.δ. βλ. засунуть. II -ся χώνο- χώνομαι, κρύ3ομαι. ЗаСОЛ, -а α. αλάτισμα, ταρίχευση, πάστω- μα. II τροφή αλατισμένη, ταριχευμένη. Засоление, -Я ουδ. αλμύρισμα, αρμύρισμα. засоленный ε.τ. αρμυρός· -ая Почва αρμυρό έδαφος. Засолить, -олю, -ОЛЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засоленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. α- αλατίζω, παστώνω· - огурцы αλατίζω αγγουρά- κια· - рыбы παστώνω ψάρια. II -СЯ αρμυρίζω, γίνομαι αρμυρός. засолка, -И θ. αλάτισμα, ταρίχευση, πά- στωμα. заСОЛОЧНЫЙ επ. για αλάτισμα, για ταρίχευ- ταρίχευση, για πάστωμα. ЗаСОЛЬНЫЙ επ. του αλατίσματος. засОЛЫЦИК, -а α., -ца, ~Ы θ. ταριχευτής. засоляться, -ется р.δ. βλ. засолиться. Засопеть, -ШЛО, -ПЙШЬ р.σ. (απλ.) αρχίζω να ρουθουνίζω κλπ. ρ. βλ. Сопеть. Засорение, -Я ουδ. έμφραξη, στούπωμα,βού- λωμα· - желудка δυσπεψία. II λέρωμα, ρύπαν- ρύπανση· γέμισμα με ξένες, άχρηστες, επιβλαβείς ουσίες, αντικείμενα. засорённость, -и θ. βλ. засорение. васорёнвый επ. απο μτχ. βουλωμένος, ατου- πωμένος. II λερωμένος, ρυπαρός· γεμάτος σκου- σκουπίδια. засоритель, -Я α. ζιζάνιο (αγριόχορτο). засорить, -рю, -рйшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. засорённый, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ. μ. λερώνω, ρυπαίνω, γεμίζω με ακαθαρσίες, σκου- σκουπίδια. II βλάπτω εσωτερικά· - глаза μου πη- πηγαίνουν τσάχαλα στα μάτια· - желудок προξε- προξενώ έμφραξη του στομάχου. II εμφράσσω, βουλώ- βουλώνω, στουπώνω· - раковину βουλώνω το νεροχύ- νεροχύτη. II γεμίζω με ζιζάνια (αγριόχορτα) . II μτφ. βάζω, χρησιμοποιώ· - речь вульгарными сло- словами χρησιμοποιώ στην ομιλία χυδαίες λέξεις. II -СЯ λερώνομαι, ρυπαίνομαι κλπ.ρ.ενεργ. φ. 8асорять(ся) р.δ. βλ. засорйть(ся). ЗаСОС, -а α. απορρόφηση· - воздуха απορ- απορρόφηση αέρα. засосать ρ.σ. 1 καταβροχθίζω, ίκαταπινω ρουφώ· болото -ло охотника о βάλτος κατάπιε τον κυνηγό. II μτφ. τραβώ (στο περιβάλλον ή στον κύκλο μου). засохлый επ. (παλ.) στεγνός· ξηρός. засохнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. засох, -ла, -ЛО р.σ. 1 ξηραίνομαι, στεγνώνω. 2 μα- μαραίνομαι, μαραγκιάζω, ζουριάζω. 3 μτφ. εξα- εξασθενίζω, φθίνω* χτικιάζω. Заспанный επ. απο μτχ. μαχμουρλής, μαχ- μούρης, -ρλίδικός, υπναλέος· -ое лицо μαχ- μουρλίδικο πρόσωπο· -ые глаза μαχμουρλίδι- κα μάτια· ходит каждый день -ая γυρίζει κά- κάθε μέρα μαχμουρλού· - ВИД υπναλέα όψη. заспать, -плю, -пйшъ, παρλθ. χρ. заспал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заспанный, βρ: -пан, -а, -о р.σ.μ. 1 (απλ.) κοιμούμαι (για να ξεχάσω). 2 πιέζω, πατώ κατά τον ύ- ύπνο, θανατώνω· мать -ла ребёнка η μάνα πά-
эас зьь зас τησε το παιδάκι στον ύπνο και πέθανε. II -СЯ παιρακοιμούμαι. Заспешить, Р.σ. αρχίζω να βιάζομαι, κλπ. ρ. βλ. спешить. Заспиртовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заспиртованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. βάζω στο οινόπνευμα (για συντήρηση). II -СЯ διατηρούμαι στο οινόπνευμα. заспиртовыватьСся) р.δ. βλ. заспиртовать- (ся). Заспорить р.σ. αρχίζω να συζητώ, να ερί- ερίζω κλπ. ρ. βλ. СПОрИТЬ. II -СЯ με τραβά η συζήτηση· παρασυζητώ. ЗаСПОритьСЯ, -ЙТСЯ ρ.σ. (για εργασία, υ- υπόθεση) πηγαίνει καλά. засрамить, -млю, -мйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засрамлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ, ντροπιάζω· προσβάλλω· ατιμάζω. застава, ~Ы θ. 1 (παλ.) πύλη (είσοδος πό- πόλης)· φυλάκιο διοδίων πόλης. 2 βλ. шлагба- ум. 3 (στρατ.) φυλάκιο μεθοριακό. 4- φρουρά (στρατιωτικό τμήμα). заставать, -таю, -таешь, προστκ. заставай, επιρ. μτχ. заставая р.δ. βλ. застать. Заставить1, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 καταλαμ- καταλαμβάνω, πιάνω χώρο. 2 φράζω, κλείνω, εμποδί- εμποδίζω. 3 βάζω, τοποθετώ τα πράγματα όπου λάχει. II -СЯ (δια)χωρίζομαι· - ширмой χωρίζομαι με παραβάν. II (για χώρο) καταλαμβάνομαι, πιά- πιάνομαι . заставить2, -влю, -вишь ρ.σ.' (εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω· - работать υποχρεώνω να δουλεύει· ОН не -ИТ ждать себя αυτός δεν αργεί, κάνει γρήγορα· он не -ит просить себя αυτός δεν ρωτά τον εαυτό του, εκτελεί πρόθυμα· ОН -ИЛ адать себя, ГфОСЙТЬ себя αυτός τον υποχρέ- υποχρέωσε να περιμένει, να παρακαλέσει. заставка7, -и θ. βινιέτα. Заставка? -И θ. υδροφράκτης, κλεισιάς. заставлятьСся) р.δ.βλ. заставить(ся). заставлять ρ.δ. 0λ. заставить1. заставный επ. 1 της πύλης. 2 ίου φυλακί- φυλακίου. 3 ττ1ζ φοουράς. Заставочный1επ. της βινιέτας· - рисунок διακοσμητικό σχέδιο βιβλίου. Заставочный2επ. του υδροφράκτη· - КЛИН η αφήνα του υδροφράκτη. застаиваться р.δ. βλ. застояться. застаревать р.δ. βλ. застареть. ЗаСТареЛОСТЬ, -И θ. παλαίωση, πάλιωση, ρί- ρίζωση, χρόνιση· - болезни χρόνιση ασθένειας. Застарелый επ. παλαιός, ριζωμένος, χρόνι- χρόνιος· -ая астма παλαιό άσθμα· -ые привычки πα- παλαιές συνήθειες. Застареть, -еет р.σ. παλαιώνω, ριζώνω, χρο- χρονίζω· болезнь -ла η αρρώστεια έγινε χρόνια. застать, -тану, -танешь, προστκ. застань Ρ.σ.μ. προκάνω, προφταίνω, II βρίσκω, πετυ- πετυχαίνω· война -ла его в Афинах о πόλεμος τον 3ρήκε στην Αθήνα· Я её -ал дома την πέτυχα στο σπίτι. застёгнватьСся) р.δ. βλ. застегнуть(ся). Застегнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застёгнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. κουμπώνω. II -СЯ κουμπώνομαι. Застёжка, -Ив. αγκράφα, πόρπη, φερμουάρ κλπ. είδη κουμπώματος. Застекление, -Я ουδ. βάλσιμο, πέρασμα τζα- τζαμιών, υαλοθέτηση. Застеклить, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застеклённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. τζαμώνω, βάζω, περνώ τζάμια, υαλοθετώ. застеклять р.δ. βλ. застеклить. застелить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. застлать A σημ.). застенографировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. βλ. стенографировать. ЗаСТвНОК, -НКа α. μπουντρούμι, άντρον (τό- (τόπος -βασανιστηρίων·). ЗаСТвНЧИВОСТЬ, -И θ. ντροπαλότητα, -σύνη. застенчивый επ., βρ: -чив, -а, -о ντρο- ντροπαλός, ντροπιάρικος, ντροπιάρης, συνεσταλ- συνεσταλμένος, συσταζούμενος. застеснятся ρ.σ. ντρέπομαι, συστέλλομαι. застигать ρ.δ. βλ. застигнуть. II -СЯ κα- καταλαμβάνομαι (με πιάνει) ξαφνικά. застигнуть βλ. застичь. застил, -а α. βλ. застилка. застилание, -я ουδ. βλ. застилка A σημ.). Застилать р.δ. (κυολξ. κ. μτφ.) στρώνω, απλώνω, καλύπτω, σκεπάζω· - весь пол ковра- коврами στρώνω όλο το πάτωμα με χαλιά· туча -ла солнце το σύννεφο σκέπαζε τον ήλιο· ДЫМ -ал нёбо о καπνός σκέπαζε τον ουρανό· туман -ал глаза η ομίχλη μου κάλυπτε την όραση· слёзы -ЛИ глаза τα δάκρυα επισκότιζαν την όραση. II -СЯ καλύπτομαι, σκεπάζομαι* равнина -лась туманом η πεδιάδα σκεπάζονταν με ομίχλη. застилка, -Ив. στρώσιμο, στρώση, κάλυψη, σκέπασμα· - пола στρώσιμο του πατώματος, II στρωσίδι. Застирать р.σ.μ. 1 πλένω το λερωμένο μέ- οος (όχι όλο)· - пятна скатерти πλένω τους λεκέδες του τραπεζομάντηλου. 2 "παραπλένω, φθείρω με το ταχτικό πλύσιμο, λιώνω. застирывать ρ.6. 3λ. застирать. 11 -ся πλέ- πλένομαι κλπ, ρ. ενεργ. φ. застить, защу, застишь, προστκ. засти κ. ЗаСТЬ р.δ.μ. (απλ.) εμποδίζω, πιάνω το φως. ίΙ -СЯ (για φως) εμποδίζομαι., πιάνομαι. застичь κ. застигнуть, -йгку, -йгнешь; за- застиг, -ла, -ЛО, προστκ. застигни, παθ. μτχ.
παρλθ. χρ. застигнутый, βρ: -нут, -а, -о; р.σ.μ. πιάνω, συλλαμβάνω επ' αυτοφόρω, τη στιγμή της διάπραξης· - на месте преступле- преступления συλλαμβάνω πάνω στο έγκλημα· - врасплох ξαφνιάζω, αιφνιδιάζω· нас -гла буря ξαφνικά μας έπιασε θύελλα. застлать(ся) р.σ. βλ. застилать(ся). застоговать, -гую, -гуешь.шхв. μτχ. παρλθ. χρ. застогованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. θημωνιάζω· - сёно θημωνιάζω χορτάρι. застой, -Я α. στάση, σταμάτημα, στασιμό- στασιμότητα, ακινησία· - крови αιμοστασία, αιμά- σταση. II μτΦ. μαρασμός. застойный επ. 1 στάσιμος, ακίνητος. II α- αζήτητος· - товар εμπόρευμα που στέκεται α- απούλητο. II μτφ. μαρασμένος, ανεζέλικτος. 2 συνεχής, όιαρκής· -ое ПЬЯНСТВО συνεχής μέ- μέθη. ЗаСТОЛбЙТЬ, -бЛЮ, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застолблённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. βάζω στύλους οροθετικούς. застольный επ. 1 του τραπεζιού, της τά- 3λας· -ая песня τραγούδι της τάβλας· -ая речь πρόποση· προσφώνηση· -ая беседа συνο- συνομιλία κατά το γεύμα. 2 -ая ουσ. θ. τραγούδι της τάβλας, βακχικό άσμα. застонать, -ону, -онешь р.σ. αρχίζω να στενάζω. застопоривать(ся) р.δ. βλ. застопоритьСсяХ Застопорить р.σ.μ. (για μηχανή) σταματώ. II μτφ. επιβραδύνω, συγκρατώ, φρενάρω. II -СЯ σταματώ. II μτφ. στέκομαι, δεν προωθούμαι, α- κινητώ* дело -ЛОСЬ η υπόθεση σταμάτησε,σκό- σταμάτησε,σκόνταψε. застоялый επ. (απλ.) αδρανής· ακίνητος. застояться, -оюсь, -ойшься ο.σ. 1 πολυστέ- κω, παραστέκω, στέκομαι όρθιος πολύ χρόνο* КОНЬ -ЛСЯ το άλογο παραστάθηκε. 2 παραμένω επι πολύ. 3 ακινητώ, χάνω τη φρεσκάδα. застрагивать р.δ. βλ. застрогать. II -ся πλανίζομαι, αιχμηρά, οξύνομαι. застраивание, -Я ουδ. κάλυψη τοποθεσίας με οικοδομές. застраиватьСся) ρ.δ. βλ. застроить(ся). ЗаСТраХОВаНИе, -Я ουδ. ασφάλεια (ζωής, πε- περιουσίας κλπ.). II προφύλαξη, εξασφάλιση απο κίνδυνο. застраховать, -хую, -хуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застрахованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ασφαλίζω· - ЖИЗНЬ, имущество ασψαλίζω τη ζωή, περιουσία· - дом ОТ пожара ασφαλίζω το τιίτι απο πυοκαγιά. 2 μτφ. προφυλάσσω, εξα- αίΓ.αλίζω, περιφρουρώ απο κίνδυνο. II -СЯ 1 α- σοαλίζομαι. 2 προφυλάσσομαι, εξασφαλίζομαι ■*πο κίνδυνο. застраховывание, -я ουδ. βλ. застрахование. застраховыватьСся) р.δ. βλ. застраховать- застраховаться). застрачивать р.δ. βλ. застрочить. II -ся γαζώνομαι. застращать, -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застращанный, βρ: -шан, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) εκφοβίζω, εμφοβίζω, εμπνέω φόβο, πτοώ. застращивать р.δ.βλ. застращать.II -ся φο- φοβούμαι, με πιάνει, με κατέχει ο φόβος, πτο- πτοούμαι. застревать р.δ. βλ. застрять. застрекотать, -очу, -очешь р.σ. αρχίζω να τρίζω κλπ. ρ. βλ. стрекотать. застреливать(ся) р.δ. βλ. застрелйть(ся). застрелить, -елю, -ёлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застреленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. φονεύω, σκοτώνω με πυροβόλο όπλο, ντουφεκί- ζω. II -СЯ αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο. ί застрельщик, -а α., -ца, -не. 1 ακροβο- ακροβολιστής. 2 πρωτεργάτης, πρωτουργός. застрелять р.σ. αρχίζω να πυροβολώ κλπ. ρ. βλ. стрелять. Застреха, -И θ. (διαλκ.) αστρέχα, γείσον. застригать ρ.δ. βλ. застричь. II -ся κόβο- κόβομαι. застричь, -игу, -ижёшь, -игут, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застриженный, βρ: -жен, -а, -о р. σ.μ. 1 (για νύχια) κόβω σύρριζα. 2 αρχίζω να κουρεύω. Застрогать ρ.σ.μ. πλανίζω, κάνω αιχμηρόν πλανίζοντας, οξύνω. застроить, -рою, -ОИШЬ р.σ.μ. 1 οικοδομώ, καλύπτω μι.α τοποθεσία με οικοδομές. 2 αρχί- χω να οικοδομώ κλπ. ρ. βλ. строить. И -СЯ οικοδομούμαι, καλύπτομαι απο οικοδομές· прй- Городы -ЛИСЬ τα προάστει.α γέμισαν σπίτια. Застройка, -И θ. οικοδόμηση, χτίσιμο. застройщик, -а α., -ца, -ы θ. αυτός πουοι- κοδομεί για τον εαυτό του. ЗаСТрочЙТЬ, -очу, -ОЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застроченный, βρ: -чен, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 γαζώνω· - воротника γαζώνω το γιακά. 2 αρ- αρχίζω να γαζώνω. заструг, -а α. (διαλκ.) βλ. заструга. Заструга, -И θ. (διαλκ.) χιονοστιβάδα στε- στενόμακρη. застругать р.σ.μ. βλ. застрогать. заструиться, -йтся р.σ. 3λ. струиться. застрять, -Яну, -янишь, προστκ. -янь ρ.σ. 1 βουλιάζω, βυθίζομαι, χώνομαι μέσα, κολλώ· колесо -ло в грязи о τροχός βούλιαξε στη λά- λάσπη· Пуля -ла В КОСТЬ η σφαίρα σφηνώθηκε στο κόκκαλο· пища -ла В горло η τροφή σκάλωσε στο λαιμό. 2 μτφ. καθυστερώ· где ТЫ -ал? που καθυστερήθηκες; II εκφρ. слово -ло в горле η λέξη έμεινε απρόφερτη, κόμπιασα.
Застудить, -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. хр. застуженный, Эр: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 φύγω, κρυώνω. II αμ. κρυώνω· -ЛИ пальцы κρύ- κρύωσαν τα δάχτυλα. 2 κρυολογώ· -жишь ребёнка θα κρυολογήσεις το παιδάκι. II -СЯ κρυολογώ. Застудневание, -Я ουδ. πήξη, -1 μο, πάγωμα. застудневать, -ает р.δ. πήζω. застуживать(ся) ρ.δ. βλ. застудйть(ся). застукать р.σ.μ. (απλ.) 1 καταλαμβάνω εξ απρόοπτου, πιάνω επι τόπου. 2 ξυλοκοπώ ανε- ανελέητα. 5 αρχίζω να χτυπώ, να κρούω. Заступ, -а α. σκαπάνη, τσάπα, τσαπί. заступа, -Ы θ. (απλ. παλ.) προστασία, προ- προάσπιση, υποστήριξη, υπεράσπιση. заступать(ся) р.δ. βλ. заступйть(ся). заступить, -уплю, -упишь р.σ. 1 μ. (παλ. κ. απλ.) αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, ανα- αναπληρώνω. 2 αρχίζω, πιάνω (εργασία,υπηρεσία). 3 πατώ με το πόδι. ♦ μπαίνω, εισέρχομαι,εισ- εισέρχομαι,εισδύω. 5 υπερασπίζω, υποστηρίζω. II εκφρ. - дорогу кому κλείνω το δρόμο σε κάποιον, ε- εμποδίζω. II -СЯ υπερασπίζομαι κάποιον, υπο- υποστηρίζω, παίρνω το μέρος κάποιου. Заступление, -Я ουδ. 1 αντικατάσταση, α- αναπλήρωση. 2 πάτημα με το πόδι. 3 μπάσιμο, εισχώρηση, είσδυση.II υπηρεσία, αποστολή. 4 υπεράσπιση, υποστήριξη. заступник, -а α., -ца, -ы θ. υπερασπιστής, υποστηριχτής· προστάτης. заступнический επ. της υπεράσπισης, της υποστήριξης; προστατευτικός. заступничество, -а ουδ. υπεράσπιση, υπο- υποστήριξη, προάσπιση* προστασία. Застучать(ся) р.σ. αρχίζω να κρούω, ЗастНВаНИв, -Я ουδ. πήξη, -ιμο. застывать р.δ. βλ. застыть. заСТЫВШИИ επ. απο μτχ. 1 πηχτός, πηγμένος. 2 παγωμένος· -ая река παγωμένο ποτάμι. 3 ξε- παγιασμένος, κρυωμένος. * ακίνητος, ασάλευ- ασάλευτος, σταθερός. ЗасТНДЙТЬ, -ыжу, -ЫДЙШЬ.паЭ. μτχ. παρλθ. χρ. застыжённый, βρ: -жён, -жена, -жено к. застыженный, Зр: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1 ντρο- ντροπιάζω· совсем -ли ребёнка καταντρόττιασαντο παιδάκι. 2 αρχίζω να ντροπιάζω. II -СЯ ντρέπομαι· ντροπιάζομαι· τα χάνω απο ντροπή. застылый επ. (απλ.) βλ. застывший. застыть, -ыну, -ынешь, προστκ. застынь μτχ. παρλθ. χρ. Застывший р.σ. 1 πήζω, παγώνω· са- сало -ЛО το λίπος έπηξε· кровь -Ла το αίμα πά- πάγωσε. 2 παγώνω,· κρουσταλλιάζω. 3 κρυώνω πο- πολύ, ξεπαγιάζω. II πεθαίνω απο το κρύο.Ί- (για πτώμα) ξυλιάζω, κοκκαλιάζω. 5 μαργώνω, ναρ- ναρκώνομαι απο το κρύο, μουδιάζω. II εκφρ. - ОТ ужаса παγώνω απο τη φρίκη· - ОТ удивления μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος· - ОТ ВОСХИ- шёния μένω έκθαμβος, άναυδος, με ανοιχτό το στόμα. Засудить, -ужу, -удишь, παθ. их у. тахо\9. χρ. засуженный, -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) δικάζω σε φυλάκιση, καταδικάζω. Засуетиться, -ечусь, -етйшься р.σ. κουρά- κουράζομαι απο τις πολλές φροντίδες, τρεχάματα.. II αρχίζω τις Φροντίδες, τα τρεχάματα. Засуживать р.δ. βλ. засудить. II -СЯ κατα- καταδικάζομαι σε φυλάκιση. Засунуть р.σ.μ. 1 χώνω, βάζω μέσα· - руку В карман βάζω το χέρι στη τσέπη; )/ (χυδ.) ο- χεύω. 2 τοποθετώ, βάζω (σε μέρος που δυσκο- δυσκολεύομαι να βρώ· куда я -ул карандаш? που έ- έβαλα το μολύβι; Засупонивать ρ.δ. (για λουριά) σφίγγω. II -СЯ (για λουριά) σφίγγομαι. засупонить р.σ.μ. (απλ.) βλ. засупонивать. Засусливать' р.6. (απλ.) σαλιώνω, λερώνω, λε- λεκιάζω. II -СЯ σαλιώνομαι, λερώνομαι, λεκιάζω. засуслить р.σ.μ. (απλ.) βλ. засусливать. засуха, -И θ. ξηρασία, ξεραΐλα, ξέρα, α- ναβροχή, ανομβρία. Засухоустойчивость, -И θ. αντοχή στην ξη- ξηρασία. засухоустойчивый επ., βρ: -чив, -а, -ο α- αντοχής στην ξηρασία· -ые растения φυτά αν- ανθεκτικά στην ξηρασία. засучивать(ся) ρ.δ. βλ. засучйть(ся). засучЙТЬ, -учу, -учишь, παθ: μτχ. παρλθ. χρ. засученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. αυα- σκουμπώνω, ανασηκώνω αναδιπλώνω - рукава ανασηκώνω τα μανίκια. II -СЯ ανασκουμπώνομαι.. Засушивание, -Я ουδ. ξήρανση, στέγνωση. засушивать(ся) р.6. βλ. засушйть(ся). 8асушЙТЬ, -ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засушенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 ξηραίνω· στεγνώνω" - цветы ξηραίνω τα λου- λουλούδια. 2 παοατηγανίζω, παρακαβουρδίζω. 3 μτφ, κάνω τι αμυδρό, άτονο, στερώ της ζω- ζωντάνιας. II -СЯ ξηραίνομαι, στεγνώνω. засушливость, -И θ. ξπρότηυα, στεγνότη- τα, στέγνα. засушливый επ., βρ: -лив, -а, ~о. ξηρός, της ξηρασίας· - год χρόνος ξηρασίας, ξερική χρονιά· -ое лето ξηρό (άβρεχο)καλοκαίρι -ые земли ξηρικά εδάφη. засчитать ο.σ.μ. βλ. зачесть. засчитываться) р.δ. βλ. зачёсть(ся). засылание, -я ουδ. βλ. засылка. ЗаСЫЛаТЬ О. δ. βλ. заслать. II -СЯ στέλλομαι, засылка, -И θ. αποστολή, στάλσιμο. засыпание, -я ουδ. βλ: засыпка1. засыпать1, -плю, -плешь, προστκ. засыпь р. σ.μ. 1 γεμίζω· - яму, ров, МОГЙлу γεμίζω το λάκκο, την τάφρο, τον τάφο. 2 σκεπάζω, κα-
зас 369 зат λύπτω· дорога засыпана листьями о δρόμος σκε- σκεπάστηκε απο φύλλα. II απρόσ. землю -ЛО пушй- ОТЫМ снегом η γη σκεπάστηκε με αφράτο χιό- χιόνι.· глаза -ЛО песком τα μάτια γέμισαν άμμο. 3 μτφ. παρέχω άφθονα· - подарками γεμίζω με δώρα. II βάζω, στέλλω απανωτά· его -ЛИ во- вопросами του έβαλαν βροχή ερωτήματα· его -ли жалобами του έφαγαν τ' αυτιά με τα παράπο- παράπονα. 4 ρίχνω· - уголь В топку βάζω κάρβουνα στη θερμάστρα· - чаю ρίχνω στεγνό τσάι. 5 αρχίζω να ρίχνω κλπ. ρ. βλ. сыпать. II -СЯ 1 πέφτω, εισδύω· песок -лея за воротник о άμμος μου πήγε στο λαιμό. 2 γεμίζω, σκεπά- σκεπάζομαι με· дорожка -лась сухими листьями о δρομάκος σκεπάστηκε με ξηρά φύλλα. 3 αρχίζω να ρίχνομαι κλπ. ρ. βλ. СШаТЬСЯ. засыпать1 ρ.δ. βλ. заснуть. засыпать2р.δ. βλ. заспать. засыпать3ρ.δ. βλ. засыпать. засыпаться, -плюсь, -плешься, προστκ. за- зыпься р.σ. (απλ.) πιάνομαι ως ένοχος, απο- αποδείχνομαι ένοχος· παθαίνω συμφορά. II αποτυ- >αίνω στις εξετάσεις. засыпаться1ρ.δ. βλ. засыпаться. засыпаться2ρ.6. βλ. заспаться. ЗаСЫПКа1, -И θ. 1 γέμισμα. 2 σκέπασμα, κά- κάλυψη. 3 ρίξιμο, βάλσιμο. * κάθε τι που ρί- ρίχνεται . засыпка2, -И θ. 1 εργάτης εφοδιαστής, προ- υηθευιής, τροφοδότης. 2 (διαλκ.) βοηθός μυ- μυλωνά, ρίχτης. засыпщик, -а α. -ца, -Ы θ. ρίχτης, εφοδι- ■χαζής, προμηθευτής, τροφοδότης (μηχανών κ. ι.г.). Засыхание, -Я ουδ. ξήρανση, στέγνωση, -μα. засыхать о.δ. βλ. засохнуть. засюсюкать ρ.σ. αρχίζω να προφέρω το Ш σαν το συριστικό С затаврЙТЬ, -врю, -вркшь, παθ. μτχ. παρλθ. ■*г-. зат;шрённый, Эр: -зрён, -зрена, -арене·, ."".Ή. (για ζώα) στιγματίζω, ατίζω, εγκαίω. ЗатаёнНОСТЬ, -И θ. μυστικότητα, απόκρυψη. Затаённый επ. απο μτν. κουφός, κρύ'γιος, μυ- μυστικός· -ые мечты исисра όνει.ρα (ιδιαίτεροι πόθοι)· С -ым дыханием με συγκρατημένη την αναπνοή· - говор σιγανή φωνή· -ая радость Λρνφη χαρά. затаиватьСся) о.ь. 3λ. затайть(ся). затаить, -таю, -таить, παθ. μτχ.παολθ. χο. затаённый, Зр: -таён, -таена, -ό ρ.σ.у. 1 κρύ3ω, аттокспЗш· - деньги κου3ω χρήμαΐα. 2 μτφ. δε ρανεοώνω· - злобу κρύ3ω την κακία* - Подозрения κρυ3ω τις υποψίες. II -СЯ κρύ3ο- υαι, ατιοΦεύγω τα 3λέμι.ατα. II μτφ. κούβω, α- ιοκ(ιυ3ω (σκοπούς, σκέπεις к.с.τ.). затакт, -а α. (μουσ.) ελλιπές αρχικό μέτρο затактный επ. (μουσ.) του ελλιπούς αρχι- αρχικού μέτρου. заталкивать р.δ. βλ. затолкать, затолкнуть. II -СЯ σπρώχνομαι, ι затанцевать, -цую, -цуешь р.σ. αρχίζω να χορεύω. II -СЯ με τραβά ο χορός· παραχορεύω. ЭатаПЖНВаНЖв1, -Я ουδ. άναμμα. затапливание2, -я ουδ. βλ. затопление. . заташшватьС сяI ρ.δ. βλ. затопйть(сяI. заташшватьС сяJ ρ. δ. βλ. затопить(ся)* затаптывать ρ.δ. βλ. затоптать. II -СЯ κα- καταπατιέμαι, ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. II λερώνομαι απο τα πατήματα. затараторить р.σ. Сαπλ.) αρχίζω να φλυα- φλυαρώ, να βαρδαρίζω. затарахтеть, -хчу, -хтйшь р.σ. Сαπλ.) αρ- αρχίζω να τρίζω κλπ. ρ. βλ. тарахтеть. затасканность, -И θ. παρατράβηγμα, παρα- ξήλωμα, υπερβολική χρήση. Затасканный επ. απο μτχ. τριμμένος, φθαρ- φθαρμένος, λιωμένος, σωμένος, παραφορεμένος· пиджак φθαρμένο σακάκι. II μτφ. τετριμμέ- τετριμμένος, καθημαξευμένος, κοινόχρηστος, χιλιοει- χιλιοειπωμένος· -ое выражение κοινόχρηστη φράση. Затаскать Р.σ.μ. 1 φθείρω, τρίβω, λιώνω, παραφορώ. II μτφ. παλιώνω, παρατραβώ, παρα- παραξηλώνω, χρησιμοποιώ υπέρ το δέον. 2 κουρά- κουράζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω με τα τρεχάματα. II -СЯ 1 φθείρομαι κλπ. ρ.μ. 2 κουράζομαι τα- ταλαιπωρούμαι πηγαινοέρχοντας. затаскнвать(сяI ρ.δ. 8λ. затаскатьСся). затаскиватьСсяJр.б. βλ. заташйтьСся). затачать р.σ.μ. βλ. затачивать. затачивание1, -Я ουδ. γάζωμα, ράφιμο. затачивание? -я ουδ. τρόχισμα, ακόνισμα. затачивать1 ρ. δ. μ. ράβω, γαζώνω. II -СЯ ρά- β,ρμαι., γαζώνομαι. затачивать2 ρ.δ.μ. βλ. заточить. II -ся τρο- τροχίζομαι, ακονίζομαι. затащить, -тащу, -тащишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затащенный, βρ: -щеп, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 σέρνω, σύρω, τραβώ· - мешок в сарай τραβώ το τσουβάλι στην αποθήκη. 2 μεταφέρω μακριά· собака -ла туфли το σκυλί πήγε τα παπούτσια υακριά. 3 μτφ. φέρω С με βία ή με παράκληση, πειθώ)· - к себе приятеля обедать φέρω με παρακάλια το φίλο να φάμε σπίτι μου4 II -СЯ (απλ.) έρχομαι· πηγαίνω. затвердевание, -я ουδ. βλ. затвердение. затвердевать, -ает ρ.δ. βλ. затвердеть. затверделость, -и θ. σκλήρυνση, -ωση. затверделый επ. σκληρυμένος , σκληρός. затвердение, -я ουδ. σκλήρυνση, -ωση,-ωμα. II σκληρός όγκος του οργανισμού. затвердеть, -ёет р.σ. σκληραίνω, γίνομαι σκληρός· опухоль -ла о όγκος έγινε σκληρός.
затвердить, -ржу, -рдишь.кав. μτχ. παρλθ. χρ. затвержённый, θρ: -жён, -жена, -ό к. за- затверженный, Эр: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 απο- αποστηθίζω, απομνημονεύω, μαθαίνω απ' έξω· урок μαθαίνω το μάθημα απ' έξω· - речь απο- αποστηθίζω το λόγο. 2 αρχίζω να επαναλαβαίνωτα ίδια. затверживать ρ.δ. βλ. затвердить. II -ся αποστηθίζομαι, απομνημονεύομαι. затвор, -а α. 1 μάνταλο, σύρτης, περάτης, μπάρα, μπετούγια. 2 κινητός μηχανισμός για έμφραξη και απόφραξη· κλείστρο (πολυβόλου, πυροβόλου)· κινητόν ουραίον (όπλου)· κλειώ- νας (φωτογραφ. μηχανής)· δικλείδα, βάννα (υ- δατοφράχτη). затворить, -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затворенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 κλείνω με το μάνταλο, μανταλώνω, συρτώνω, αμπαρώνω. 2 κλειδώνω μέσα, εγκλείω, περιο- περιορίζω. II -ся 1 βλ. ρ. ενεργ. φ. дверь -лась η πόρτα έκλεισε. 2 κλείνομαι,,κλειδώνομαι, α- αμπαρώνομαι· они -лись втроём и что-то тай- | НО Обсуждают κλειδώθηκαν οι τρεις και μυ- [ στικά κάτι συζητούν. II απομονώνομαι, κλεί- κλείνομαι στον εαυτό μου, αποφεύγω τα εγκόσμια. затворник, -а α., -ца, -ы θ. ασκητής, -ή- τρια, μοναχός, -ή, ερημίτης. II μτφ. άνθρω- ιτος απομονωμένος, κλειστός, κλεισμένος στον εαυτό του, μονήρης. 8аТВОрНИЧвСКД1 επ. ασκητικός, μοναχικός, καλογερίστικος. II απομονωμένος. затворничество, -а ουδ. ζωή ασκητική, μο- μοναχική, καλογερίστικη. II μτφ. απομόνωση. затворять(ся) р.6. βλ. затворйть(ся). затевать(ся) р.δ. βλ. затёять(ся). затОИЛИВО επίρ. εύστοχα, επινοητικά. ЗаТОКХгвоОТЬ, -И θ. αγχίνοια, ευφυΐα, ε- επινοητικότητα, εφευρετικότητα. затейливый επ., βρ: -лив, -а, -о ευφυής, επινοητικός, εφευρετικός, πολυμήχανος. II σο- σοφός. затейник, -а α. -ца, -ы Θ.1 εφευρέτης, ε- επί νοητής. 2 ευφυολόγος, αστείος, γελωτοποι- γελωτοποιός, πνεύμα. ЗатёЙНИЧеОТВО, -а ουδ. διασκέδαση, ευφυο- ευφυολογήματα, αστεία οργανωμένου χαρακτήρα. затейный ε π. βλ. затейливый. затейЩНК, -а α., -Ца, -Ы θ.(απλ.) πρωτεργάτης, -τρία, πρωτουργός· υποκινητής, -τρία. затёк, -а α. (παλ. κ. απλ.) βλ. отёк. затекание, -я ουδ. εισροή. затекать, -ает ρ.δ. βλ. затечь. ЗаТШ еττίρ. 1 μετά, έπειτα, ύστερα, κατό- κατόπι απ' αυτό· вслед - αμέσως ύστερ' απ'αυτό· 2 για το σκοπό αυτό· με το σκοπό αυτό· Я приехал -, чтобы окончательно объясниться с · Вами ήρθα με το σκοπό να εξηγηθούμαι μια και καλή. 3 γι' αυτό, γι' αυτήν την αιτία. II επειδή, γιατί. Затемнение, -Я ουδ. 1 συσκότιση, -σμός· - города συσκοτισμός της πόλης· ~ сознания συ- συσκότιση της συνείδησης. 2 (ιατρ.) σκιά· лёгких σκιά στα πνευμόνια. затемнеть, -ёет р.σ. 1 αρχίζω να σκοτει- σκοτεινιάζω· γίνομαι σκοτεινός. 2 φαίνομαι σκοτει,- νός. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. затемнить, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. ταρλθ. χρ. затемнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. 1 πιάνω, εμποδίζω το φως, σκιάζω, επισκοτί- ζω. II καμουφλάρω, καλύπτω, συσκοτίζω· - ок- окна συσκοτίζω τα παράθυρα (απο αεροπορία κ. τ.τ.). 2 μτφ. αμαυρώνω. II συγχύζω, συσκοτί- συσκοτίζω, μπερδεύω, θολώνω. II -ОЯ 1 σκοτεινιάζω· нёбо -лось о ουρανός σκοτείνιασε. 2 συσκο- συσκοτίζομαι, συγχύζομαι, σκοτουριάζομαι, θολώ- θολώνω· мысль -лась η σκέψη θόλωσε. ЗатемНО επίρ. 1 πρίν να φέξει, κοντά το φέξιμο· ОН ушёл ещё - αυτός έφυγε κοντά το φέξιμο ή πριν ακόμα να φέξει. 2 σκοτεινιά- σκοτεινιάζοντας, βραδυάζοντας, κατά το βράδυασμα. затемнять(ся) р.δ. βλ. затемнйть(ся). затенение, -Я ουδ. σκίαση, επισκίαση. затенить, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затенённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 σκιάζω, επισκιάζω, ισκιώνω, ρίχνω σκιά. 2 καλύπτω, εμποδίζω το φως. затенять р.δ. βλ. затенить. И -ся σκιά- σκιάζομαι, επισκιάζομαι. затепливать(ся) ρ.δ. βλ. затеплить(ся). затеплить, -ЛЮ, -ЛИШЬ р.σ.μ. (παλ.) ανάβω (λαμπάδα, κερί κ.τ.τ.). II -СЯ 1 ανάβω. 2 (μτφ.) βγαίνω, αναφύομαι, εμφανίζομαι, λά- μ^ω· -лась надежда έλαμψε η ελπίδα. затепло επίρ. (διαλκ.) πριν πιάσουν χα κρύα, όσο είναι ακόμα ζέστη. затеплить р.δ.μ. βλ. затеплить. затеребить р.σ. (απλ.) βλ. теребить B σημλ затереть, ~ру, -рёшь, παρλθ. χρ. затёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затёртый, βρ: -тёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. затёрший, за- затерев ρ.σ.μ. 1 τρίβω, σβήνω με τριβή· - над- пись на стене τρίβοντας σβήνω την επιγραφή στον τοίχο. II σφουγγίζω. 2 Φθείρω με τη συ- συχνή χρήση. 3 ζουλίζω, ζουπώ· В толпе меня -ЛИ στον όχλο με ζούλισαν. II μτφ. διώκω, ε- εμποδίζω την ανάδειξη κάποιου, καθηλώνω. II-СЯ 1 αρχίζω να τρίβομαι. 2 εισδύω, μπαίνω, χώ- χώνομαι· - в толпу χώνομαι στο πλήθος· как сю- сюда -рея? πως εισχώρησες εδώ; Затерзать ρ.σ.μ. βασανίζω, τυραννώ. затеривать(ся) р.δ. βλ. затерять(ся). Затерянность, -И θ. εγκατάλειψη, παραμέληση.
заг .371 зат затерянный επ. απο μτχ. παρατημένος, εγκα- εγκαταλειμμένος, παραμελημένος. затерять, ~ЯЮ, -яешъ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затерянный, Зр: -рян, -а, -о ρ.σ.μ. χάνω· Я -ЯЛ КЛЮЧ έχασα το κλειδί. II -СЯ 1 χάνομαι· ПИСЬМО -ЛОСЬ το γράμμα χάθηκε. 2 μτφ. εξα- εξαφανίζομαι· - В толпе χάνομαι, στο πλήθος. Затёс, -а α. εγκοπή, κοψιά, τσεκουριά στο δέντρο (για σημάδι). затесать, -ешу, -тешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затёсанный, βρ: -сан, -а, -о р.о.μ. 1 πελεκώ. 2 εγκόπτω, κάνω εγκοπή (σε δέντρο), οημα&εύω. затесаться, -ешусь, -ёшешься р.σ. (απλ.) εισχωρώ, εισδύω, χώνομαι. затёска, -ив. βλ. затёс. затесняться р.σ. βλ. тесниться. затёсывать р.δ. βλ. затесать. II -ся πε- λεκιέμαι. затесь, -и θ. (διαλκ.) βλ. затёс. затечь, -ечёт, -екут, παρλθ. χρ. затёк, -екла, -ό, μτχ. παρλθ. χρ. затёкший р.σ. 1 (για υγρά) εισρέω, 2 πρήζομαι, φουσκώνω· За- тёк глаз πρήστηκε το μάτι. 3 μουδιάζω. Затея, -И θ. 1 επινόηση, -μα, σχέδιο, ε- εσκεμμένη ενέργεια, πράξη. 2 διασκέδαση,τέρ- διασκέδαση,τέρψη, ψυχαγωγία. II εκφρ. без -ёи ανεπιτήδευτα, απλά, χωρίς πονηριές. затеять ρ.σ. αρχίζω πρώτος, ανοίγω, ξεκι- ξεκινώ, επιχειρώ· - ссору αρχίζω πρώτος τη φι- φιλονικία. II σκέφτομαι, διανοούμαι, σχεδιάζω. ίι -СЯ αρχίζω, ξεκινώ. затирание, -я ουδ. @λ. затирка. Затиранить р.σ.μ. (απλ.) κατατυραννώ. затирать(ся) ρ.δ. βλ. затерёть(ся). Затирка, -И θ. τριβή, τρίψιμο. || φθορά. Затискать Р.σ.μ. 1 Βασανίζω πιέζοντας, κα- καταπιέζω. 2 σπρώχνω μέσα, χώνω πιέζοντας. II -СЯ εισχωρώ, εισδύω, σφίγγομαι, σφηνώνομαι. Затискивание, -Я ουδ. 1 3ασάνισμα, κατα- καταπίεση. 2 σπρώξιμο, πίεση. затйскивать(ся) ρ.δ. βλ. затйскать(ся). затйснуть(ся) р.σ. 3λ. затйскать(ся). затихание, -Я ουδ. σιγή, καλμάρισμα, πάιφη, σιώπηση, ησύχαση. затихать р.δ. βλ. затихнуть. затихнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. затих, -Ла, -ЛО р.σ. 1 σιωπώ, σωπαίνω, σιγώ, παύω* -ЛИ шаги прохожих σταμάτησαν (ν' ακούονται) τα βήματα των διαβατών Голоса -ЛИ οι φω- φωνές σώπασαν. 2 (καθ)ησυνάζω· καλμάρω, κοπά- κοπάζω; μαλακώνω* ветер -ΚΧ ο άνεμος κόπασε· -ЛИ Страсти καθησύχασαν τα πάθη. затишек, ~шка α. (όιαλκ.) βλ. затишье B σημ.). ЗатЙШНЫЙ επ. απάνεμος. затишь, -И θ. (διαλκ.) βλ. затишье B σημ.). затишье, -Я ουδ. 1 κάλμα, γαλήνη, νηνε- μία, ηρεμία. II σιωπή, σιγή, ησυχία, σιγαλιά. 2 απάγκιο, απανέμι, απανεμιά. II μέρος από- απόμακρο, απομονωμένο. 3 μτφ. νέκρα, στασιμό- στασιμότητα. заткать, -ку, -кёшь, παρλθ. χρ. заткал, -ла, -ло ρ.σ.μ. ενυφαίνω, διυφαίνω· - золо- золотом χρυσοπλέκω· - Серебром ασημοπλέκω. II αρ- αρχίζω να πλέκω, να υφαίνω. заткнуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. заткнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. βουλώνω, ταπώνω, επιπωματίζω, κλείνω· - уши Ватой βουλώνω τ' αυτιά με βαμπάκι· - бутылку βου- βουλώνω το μποκάλι. II χώνω, βάζω· - НОЖ, ПИС- толёт за ПОЯС βάζω το μαχαίρι, το πιστόλι στο ζωνάρι. II енфр. - За ПОЯС βάζω κάτω (ξε- (ξεπερνώ)· - рот (ή горло, глотку) кому βου- βουλώνω το στόμα κάποιου (αποστομώνω). ΊΙ -СЯ 1 βουλώνομαι, κλείνομαι. 2 (απλ.) σωπαίνω· заткнись βούλωσ1 το (μη μιλάς). Затлеть, -ёет ρ.σ. αρχίζω να σαπίζω. затмввать(ся) р..δ. βλ. затмйть(ся). затмение, -Я ουδ. έκλειψη· - луны έκλειψη σελήνης· полное - ολική έκλειψη· частное - μερική έκλειψη. II διάλειψη, σκοτοδίνη* на меня часто находит - ταχτικά με πιάνει σκο- τοδίυη. затмить, -МИШЬ ρ.σ.μ. 1 επισκοτίζω, επι- επισκιάζω, σκεπάζω, καλύπτω1· луну -ли облака το φεγγάρι το σκέπασαν τα σύννεφα. 2 μτφ. ε- επισκιάζω, ξεπερνώ, υπερτερώ. II -ОЯ 1 σκο- σκοτεινιάζω, γίνομαι σκοτεινός, επισκιάζομαι· солнце -ЛОСЬ о ήλιος σκοτείνιασε. 2 μτφ. ε- επισκιάζομαι, υστερώ, υπολείπομαι. 3 (παλ.) πάσχω απο διαλείψεις, σκοτοδίνη. зато σύνδ. 1 όμως, αλλά, μα· я заплатил дорого, - хорошую вешд> купил πλήρωσα ακρι- ακριβά, όμως αγόρασα καλό πράμα. 2 γι'αυτό, συ- συνεπεία αυτού. затоваренность, -и θ. βλ. затоварение. затоваренив, -Я ουδ. υπεραποθήκευση εμπο- εμπορευμάτων, καργάρισμα των αποθηκών. затовариваться) р.δ. βλ. затоварить(ся). затоварить р.σ.μ. υπεραποθηκεύω εμπορεύ- εμπορεύματα. II -СЯ (για εμπορεύματα) πλεονάζω. Затолкать ρ;σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. за- затолканный, Βρ: -кан, -а, -о. 1 σπρώχνω μέ- μέσα, συνωθώ. II χώνω μέσα. 2 σπρώχνω, πιέζω, ζουλίζω, ζουπώ. 3 αρχίζω να σπρώχνω. II -СЯ αρχίζω να σπρώχνομαι. ЗаТОЛКН7ТЬ, -ну, --нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затолкнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. σπρώχνω μέσα. затолковаться, -куюсь, -куешься р.σ. (απλ.) πιάνω την κουβέντα· παρακουβεντιάζω.
ЗаТОДПИТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.σ. αρχίζω να πληθαί- πληθαίνω, να γίνομαι, πλήθος. ЗатоМИТЬ, -млю, -мйшь, παθ. μτχ.:παρλθ*χρ. затомлённый, βρ: -лён, -лена, -лено 'р.σ.μ. κατακουράζω, καταπονώ, ξεθεώνω, βγάζω την ψυχή (ανάποδα). II -СЯ 1 κατακουράζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 αρχίζω να κουράζομαι, να κα- καταπονούμαι. затОН, -а α. ποταμόκολπος· λιμανάκι. . затонуть, -ону, -Онешь р.σ. βυθίζομαι,, πο- ποντίζομαι, βουλιάζω, φουντάρω. Затопать р.σ. αρχίζω να χτυπώ τα πόδια. Затопить? -оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затопленный, βρ: -лен, -а, -о р.δ.μ. α- ανάβω (θερμάστρα, φούρνο κ.τ.τ.). II -СЯ ανά- ανάβω· печка -лась η σόμπα άναψε. затопить2 (γραμμ. στοιχεία βλ. затопить1). 1 κατακλύζω, πλημμυρίζω. 2 βυθίζω, βουλιάζω, φουντάρω· - корабль βυθίζω το πλοίο. II -СЯ ■πλημμυρίζω· !луга -лись разлившейся рекой τα λειβάδια πλημμύρισαν απο το ξεχειλισμένο πο- ποτάμι. ЗатоПЖёнив, -Я ουδ. πλημμύρηση, -σμα, κα- τάκλυση, -μός. затоплять(сяI Ρ.δ. βλ. затопйть(ся)'1. затоплять(сяJ ρ.δ. βλ. затопйть(сяJ. ЗатоПОрЩИТСЯ, -ИТСЯ ρ.σ. αρχίζω να ανορ- ανορθώνω. затопотать, -почу, -почешь р. σ. αρχίζω να ποδοκροτώ. Затоптать, -ОПчу, ~0Π4θΠ№,παθ. μτχ παρλθ. χρ. затоптанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. 1 ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ. II λερώνω, λα- λασπώνω, γεμίζω με πατημασιές. 2 χώνω μέσα πα- πατώντας. 3 σβήνω πατώντας. * θανατώνω πατώ- πατώντας. II -СЯ αρχίζω να ποδοπατώ. затор1, -а α. συσσώρευση, συρροή· ледяной - συσσώρευση πάγων. II συνωστισμός· φρακάρι- σμα. II μτφ. καθυστέρηση (λόγω συσσώρευσης). Затор? -а α. το ,γλεύκος, μούστος. ЗаторГОВать(ся) р.σ. (απλ.) αρχίζω να ε- εμπορεύομαι κλπ. ρ. βλ. торговать(ся). Затормаживание, -Я ουδ. φρενάρισμα, τρο- τροχοπέδη. затормаживать(ся) ρ.δ. βλ. затормозиться). затормозить, -ожу, -озйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заторможённый, -жён, -жена, -жено р.σ. μ. κ. αμ. 1 φρενάρω, τροχοπεδώ. 2 μτφ. ανα- αναστέλλω, ανακόπτω την κίνηση ή την ανάπτυξη. 3 αρχίζω να φρενάρω. II -СЯ φρενάρω. II μτφ. καθυστερώ, βραδύνω· работа -лась η δουλειά καθυστέοησε. затормошить(ся) р.σ. 1 βλ. тормошйть(ся). 2 αρχίζω να τραβώ κλπ. ρ. βλ.тормошйть(ся). ЗатОрнЫВ επ. της ζύμωσης· - чан κάδος ζύ- ζύμωσης . ЗатороПИТЬ(СЯ) ρ.σ. αρχίζω να βιάζω,-ομαι. заторцевать р.σ. заторцовывать ρ.δ. βλ. торцевать. затосковать р.σ. αρχίζω να μελαγχολώ κλπ. ρ. βλ. тосковать. заточать ρ.δ. βλ. заточить1. II -ся κλείνο- ца1 στή φυλακή, μοναστήρι κ.τ.τ. заточение, -Я ουδ . (παλ.) κλε ί σιμο στη φυ- φυλακή, μοναστήρι κ.τ.τ. II χρόνος παραμονής στη φυλακή ή εξορία. ЗаТОЧЙТЬ? -чу, -чйшь, παθ. μτχ.παολθ. χρ. заточённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. (παλ.) κλείνω στη φυλακή, στο μοναστήρι и. τ.τ. ЗаТОЧЙТЬ2, -очу, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заточенный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 τροχίζω, ακονίζω. II ξύνω, κάνω τι αιχμηρό· - карандаш ξύνω το μολύβι. 2 αρχίζω να τροχί- τροχίζω, να ακονίζω. ЗаТОЧКа, -И θ. τρόχισμα, ακόνισμα. ЗаТОЧНЫЙ επ. της τρόχισης, της ακόνι.σης. Затошнить, -ЙТ απρόσ. αρχίζω να αισθάνο- αισθάνομαι τάση για εμετό. ЗатравенёлыЙ επ. χορταριασμένος. Затравенеть, -ёет р.σ. (διαλκ.) χορταριά- χορταριάζω. затравить, -травлю, -травишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затравленный, βρ: -лен, -а, -о р, σ.μ. 1 κυνηγώ, πιάνω με σκυλιά ή εκπαιδευ- εκπαιδευμένα πουλιά. II (για σκυλιά) παρακινώ, χύνω τα σκυλιά, χυμίζω. 2 κατατρέχω, καταβασανί- ζω, κατατυραννώ. II -СЯ κυνηγιέμαι κλπ. ρ. μ. затравка, -И θ. 1 πυράμβη πυροβόλου όπλου. 2 μτφ. (απλ.)· 'υίζα, εκκινπτήρας. Затравленный επ. απο μτχ. 1 (κυνηγ.) πια- πιασμένος· - Зверь πιασμένο θηρίο. 2 μτφ. κυ- κυνηγημένος, καταδιωγμένος, καταβασανισμενος. Затравливание, -Я ουδ. πιάσιμο, σύλληψρ· - зайца πιάσιμο λαγού. затравливать ρ.δ. βλ. затравить. И -ся πιάνομαι, συλλαμβάνομαι. ЗатраВОЧНЫЙ επ. της πυράμβης· της μίζας. Затрагивание, -Я ουδ. θίξη, άγγισμα, πεί- πείραγμα. затрагиваться) ρ.δ. βλ. затронуть(ся). затрамбовать р.σ.μ. βλ. трамбовать. затрамбовывать(ся) ρ.δ. βλ. трамбоваться). затрапез, -а χ. к. затрапеза, -ы θ. δίμί- δίμίτο ύφασυα. II (παλ.) ένδυμα από δί μίτο ύφασμα. затрапезка, -И θ. (παλ.) ένδυμα оспо δίυι- τ ο ύφασμα. затрапезный επ. (παλ.) 1 διμ.ιτένιος.2 κα- καθημερινός· -ая сЛШЖПа καθημερινό ένδυμα. Затрапезный2 επ. την ώρα του φαγητού, του τραπεζι.ού· -ая беседа συνομιλία κατά το γεύ- υα. затрата, -а θ, 1 ξόδευση, -εμα, δαπάνη· - большой суммы δαπάνη ιιεγάλ^υ ποσού. 2 πλθ.
зат 373 зат έξοδα, δαπάνες· снижение -ат μείωση των δα- δαπανών не шадя -ат μη αψηφώντας τα έξοδα. затратить, -ачу, -ат;:шь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затраченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. ξο- ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω· χάνω· - деньги Π0- пусту ξοδεύω χρήματα στα χαμένα (άσνιοπα> на ЭТО дело ОН -ИЛ ПЯТЬ дней γι ' αυτήν την υ- υπόθεση αυτός έχασε πέντε μέρες. затрачивание, -я ουδ. βλ. затрата. затрачивать ρ.δ. βλ. затратить. II -ся ξο- ξοδεύομαι, δαπανώμαι, καταναλώνομαι.. Затребование, -Я ουδ. απαίτηση, ζήτηση· - документов ζήτηση παρουσίασης εγγράφων. Затребовать, -бую, -буешь р.σ.μ. ζητώ, α- απαιτώ· - свидетелей απαιτώ παρουσίαση μαρ- μαρτύρων. Затрёпанный επ. απο μτχ. φορεμένος, φθαρ- φθαρμένος, τριμμένος, ράκος. II μτφ. κοινόχρη- κοινόχρηστος, ξεφτισμένος· -ые фразы τετριμμένες Φράσεις. затрепать, -еплю, -ёплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затрёпанный, Эр: -пан, -а, -о р.σ.μ. 1 τρίβω,ί φθείρω, κουρελιάζω, κάνω ράκος. 2 α- ποκάνω, καταπονούμαι, απαυδώ. 3 αρχίζω να τοίβω, να φθείρω, να κουρελιάζω. II -СЯ τρί- τρίβομαι, φθείοομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. II αρχίζω να τρίβομαι, να φθείρομαι. затрепетать, -пещу, -пещешь р.σ. αρχίζω να τρεμουλιάζω κλπ. ρ. 9λ, трепетать. затрёпьшать(ся) ρ.δ. βλ. затрепать(ся). затрепыхаться, -ается р.σ. αρχίζω να σφα- σφαδάζω, να σπαρταρώ. Затреаать, -щу, -ЩЙШЬ р.σ. αρχίζω να τρί- τρίζω κλπ. ρ. βλ. трещать. затрещина, ~Ы 0. (οηιλ.) σφαλιάρα, χαστούκι. затрогивать ρ.σ.μ. (παλ.) βλ. затрагивать. Затронуть Р.σ.μ. 1 εγγίζω, θίγω, πειράζω· осколок -ул сердце το θραύσμα έθιξε την καρ- καρδιά. 2 μτφ. προβάλλω· κεντώ· он -ул бОЛЬ- НРе место αυτός έθιξε νευραλγικό σημείο· ОН -ул мою честь αυτός μου έθιξε την τιμή·ОНИ -ЛИ его интересы αυτοί του έθιξαν τα συμφέ- συμφέροντα του· - чью-н. слабую струнку θίγω κάι- ποιου την αδύνατη χορδή (αδύνατο σημείο)· - вопрос θίγω ζήτημα· - самолюбие θίγω το φι- φιλότιμο' у него -уты лёгкие του πειράχτηκαν (προσβλήθηκαν) τα πνευμόνια· ВЫ первые ή ВЫ сами -ли меня εσείς πρώτοι με θίξατε. Затрубить, -блю, -бишь р.σ. αρχίζω να σαλ- σαλπίζω κλπ. ρ. 3λ. трубить. Затруднение, -Я ουδ. δυσχέρεια, δυσκολία, δυσκόλεμα· денежные -Я οικονομικές δυσκολί- δυσκολίες· - в дыхании δυσκολία στην αναπνοή· не- непреодолимые -я ανυπέρβλητες δυσκολίες· на- нахожусь В -ИИ 3οισκομαι σε αμηχανία· встре- встречать - συναντώ δυσκολία· вывести ИЗ -Я βγά- βγάζω απο δύσκολη κατάσταση· избавить ИЗ -ий βγάζω (απαλάσσω) απο τις δυσκολίες· созда- создавать -Я δημιουργώ εμπόδια, παρεμβάλλω δυ- δυσκολίες, δυσκολεύω, δυσχεραίνω. затруднённость, -и θ. δυσκολία, δυσχέρεια. затруднённый επ. απο μτχ. κοπιώδης, δύσκο- δύσκολος, δυσχερής· -ое дыхание δύσπνοια· -ое движение δυσκινησία. затруднительность, -И θ. δυσκολία, δυσχέ- δυσχέρεια. затруднительный επ. δύσκολος, δυσχερής, ζό- ζόρικος· быть в -ом положении βρίσκομαι σε δύ- δύσκολη κατάσταση (σε αμηχανία)· это -о αυτό είναι δύσκολο· -ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις. затруднить, -ню, -нйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затруднённый, βρ: -нён, -нена, -нено. 1 στενοχωρώ, ενοχλώ. 2 δυσκολεύω, δυσχεραίνω, παρεμβάλλω εμπόδια. II φράσσω, εμποδίζω το πέρασμα. II εκφρ. если вас не -йт αν δε σας κάνει κόπο. II -СЯ δυσκολεύομαι, δυσχεραί- δυσχεραίνομαι. затруднять(ся) ρ.δ. βλ. затруднйть(ся). затрусить, -ушу, -усишь р.σ. (απλ.) αρχί- αρχίζω να δειλιάζω. Затрусить, -ушу, -усЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затрушенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) πασπαλίζω, επιπάσσω. затрясти, -ясу, -сёшь, παρλθ. χρ. затряс, -ла, -ЛО р.σ. αρχίζω να σείω, να τινάζω. II -СЬ σείομαι, τινάζομαι. ЗатуХИТЬ, -ужу, -уЖИШЬ р.σ. (λκ. ποίηση)· αρχίζω να θλίβομαι κλπ. ρ. βλ. тужить. затуыанивать(ся) ρ.δ. βλ. затуманить(ся). затуманить ρ.σ.μ. 1 καλύπτω, σκεπάζω· θο- θολώνω, θαμπώνω· слёзы -ЛИ глаза τα δάκρυα θά- θάμπωσαν τα μάτια. II μτφ. σκοτίζω· - МЫСЛЬ θο- θολώνω τη σκέψη (το μυαλό). II -СЯ 1 ανταριά- ζω, θολώνω, θαμπώνω· -ЛИСЬ глаза θάμπωσαν τα μάτια. II μτφ. συσκοτίζω (για συνείδηση, σκέψη κ.τ.τ.). 2 θλίβομαι, λυπάμαι· βαρυθυμώ. ЗатуПЙТЬ, -уПЛЮ, -уПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затупленный, 0р: -лен, -а, -о р.σ.μ. στομωνω, αμβλύνω την .κόψη. II -СЯ στομωνω. затуплять(ся) ρ.δ. βλ. затупить(ся). Затуркать р.σ.μ. (απλ.) καταβασανίζω, κά- κάνω τη ζωή ανυπόφορη. Затухание, -Я ουδ. σβήσιμο, σβέση. затухать, -ает ρ.δ. βλ., затухнуть. затухнуть, -нет, ιταρλθ. χρ. затух, - ла, -ло р.σ. 1 σιγοσβήνω· огонёк -ух η φωτούλα σι- γόσβησε. 2 αποσβήνω ταλάντωση (για ραδιοκύ- ραδιοκύματα κ.τ.τ.). Затушевать, -Шую, ->шуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затушёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 χρωματίζω με επιχρώστη, σφομιλώνω, φωτο-
зат 374 зау σκιάζω. 2 μτφ. σκεπάζω, συγκαλύπτω, αποκρύ- αποκρύπτω. II -СЯ φωτοσκιάζομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. Затушёвка, -И θ. σφομίλωση, φωτοσκίαση. II μτφ. συγκάλυψη, απόκρυψη· συσκότιση. затушёвывание, -я ουδ. βλ. затушёвка. затушввыватъ(ся) р.δ. βλ. затушевать(ся). затуаЙТЬ, -ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затушенный, -шен, -а, -о р.σ.μ. σβήνω· - лампу, свечу, Пожар σβήνω τη λάμπα,το κη- ρί, την πυρκαγιά. II. μτφ. καταπνίγω. ЗаТХДОСТЬ, -И θ. 1 μούχλα, ευρωτίαση. & βόχα, κακοσμία. 3 πνευματική καθυστέρηση, η- ηθική κατάπτωση, αποσύνθεση. затхлый επ. 1 μουχλιάρικος· - воздух μου- χλιάρικος αέρας· -ая вода μουχλιάρικο νερό. II μουχλιασμένος· -ая мука μουχλιασμένο αλεύ- αλεύρι. 2 πνιγηρός, αποπνιχτικός· σάπιος· -ая среда αποπνιχτικό περιβάλλον пахнет -ым μυ- μυρίζει μούχλα ή σαπίλα (πνευματική-ηθική κα- κατάπτωση) . затыкание, -Я ουδ. βούλωμα, τάπωμα, κλεί- κλείσιμο, σφράγισμα. затыкать1, -ычу, -ычешь ρ.σ. αρχίζω να μπή- μπήγω κλπ. ρ. βλ. тыкать1. затыкать! -ага, -аешь р.σ. (απλ.) αρχίζω να μιλώ στον ενικό, με το „εσύ". затыкать(ся) ρ.δ. βλ. заткнуть(ся). затылок, -лка α. αυχένας, σβέρκος. II το ίνίο, ινιακό οστό. II εκφρ. в - (вдтй, ша- шагать, стоять) ένας κοντά τον άλλον, πλησιέ- πλησιέστατα· σε φάλαγγα κατ' άντρα. затылочный επ. αυχενικός* -ая кость το ι- ινιακό οστό. затЫЛЫШК, -а α. πέδιλο, (υπο)κόπανος ο- οπλοπολυβόλου. затычка, -И θ. βούλωμα, πώμα βυτίου. II εκφρ. на -у (απλ.) πρόχειρος (της κακής ώ- ώρας) αντικαταστάτης, αναπληρωτής. затюковать ρ.σ.μ. βλ. тюковать. затиковывать(ся) р.δ. βλ. тюковать(ся). затявкать р.σ. (απλ.) αρχίζω να γαυγίζω. Затягивание, -Я ουδ. 1 σφίξιμο, δέσιμο. 2 τέντωμα, τεζάρισμα. 3 ρούφημα καπνού,* τρά- τράβηγμα, έλξη, μπλέξιμο. 5 παρατράβηγμα, κα- καθυστέρηση. затягивать1 ρ.δ. βλ. затянуть1. II -ся βλ. затянуться. затягивать*ρ.δ. βλ. затянуть2. Затяхелёть ρ.σ. (απλ.) βαραίνω (γιαέγγυα). затяжка, -И θ. 1 σφίξιμο, δέσιμο γερά. 2 τέντωμα, τεζάρισμα. 3 σκέπασμα, κάλυψη. 4 παρατράβηγμα, παράταση· καθυστέρηση. 5 σφί- σφίξιμο της βίδας. 6 ρούφηγμα καπνού. 7 τέντω- τέντωμα δέρματος υποδημάτων, 8 βλ. затяжной прыжок, затяжной επ. 1 συνεχής, διαρκής, παρατε- παρατεταμένος· -ая болезнь χρόνια ασθένεια· -ые Дожди συνεχείς βροχές. II εκφρ. - прыжок πή- πήδημα αλεξιπτωτιστή (με καθυστερημένο άνοιγ- άνοιγμα του αλεξίπτωτου). Затянуть1, -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затянутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 σφίγγω· δένω· - ремень σφίγγω το λουρί* УЗЛОМ δένω κόμπο· - петлю δένω θηλιά. 2 τε- τεντώνω, τεζάρω. 3 τραβώ μέσα, ρουφώ· болото -ло корову о βάλτος κατάπιε την αγελάδα. 4 μτφ. τραβώ, παρασύρω, μπλέκω. 5 καλύπτω, σκε- σκεπάζω με ελαφρύ στρώμα· тучи -ЛИ нёбо τα σύν- σύννεφα σκέπασαν ελαφρά τον ουρανό· пруд -ло ТИНОЙ η δεξαμενή σκεπάστηκε με βόρβορο. II μτφ. επουλώνομαι, θρέφω, κλείνω· рану -ЛО η ;πληγή έκλεισε. 6 παρατραβώ, παρατείνω· καθυ- καθυστερώ· - дело παρατραβώ την υπόθεση· - игру παρατείνω το παιγνίδι. 7 σφίγγω τη βίδα. II -СЯ σφίγγομαι· δένομαι· τεντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. II ρουφώ, τραβώ μέσα καπνό. Затянуть? ρ.σ.μ. αρχίζω να τραγουδώ. зауживать ρ.6. βλ. заузить. II -СЯ στενεύο- μαι, γίνομαι στενός. Зауздать р.σ.μ. (λκ. ποίηση) χαλιναγωγώ. Зауздывать Ρ.δ. βλ. Зауздать. II -СЯ χαλι- χαλιναγωγούμαι . Заузить, -ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зауженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. στε- στενεύω· - Йбку στενεύω τη φούστα. Заулок, -лка α. (απλ.) στενοσόκακο. заулыбаться, -аюсь, -аешься р.σ. αρχίζω να γαμογελώ. Заумничать ρ.σ. αρχίζω να κάνω τον έζυπνο. заумный επ. Βαθύνους, στρυφνός,δυσνόητος. ЗауМЬ κ.(παλ.) ЗауМЬ -И θ. ακαταληψία, α- κατανοησία, οτρυφνότητα. Заунывно επίρ. μελαγχολικά. «.ЗауНЫВНОСТЬ, -И θ. μελαγχολία· μεράκι. заунывный επ., βρ: -вен, -вна, -вно με- μελαγχολικός· -ая песня μελαγχολικό τραγούδι. зауПОКОЙ επί ρ. στην έκφραση: α) помянуть за - (εκκλσ.) προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής, β) начать за здравие, а кончить (ή свести) - αρχίζω με επαίνους και τελειώνω με επίκριση· αρχίζω χαρούμενα και τελειώνω θλιμμένα. заупокойный επ. (εκκλσ.): -ая молитва νε- νεκρώσιμη ευχή υπέρ αναπαύσεως των νεκρών. заупрямиться, -млюсь, -мишься р.σ. αρχίζω να πεισμώνω, να καπριτσώνω. Заурчать, -чу, -ЧЙШЬ р.σ. αρχίζω να γουρ- γουρίζω. заурЯДл£я£р. (παλ.) εξ ίσου, το ίί-ι.ο όπως και... ЗаурЯД2 πρώτο συνθετικό με σημασία αντι- αντικαταστάτη, αναπληρωτή, αντί... ЗаурЯДНОСТЬ, -И θ. μετριότητα, απλότητα.
ЗаурЯДНЫЙ επ. συνηθισμένος, κοινός· απλός, μέτριος· - человек συνηθισμένος άνθρωπος·- - ум κοινός νους· -ая внешность απλή εξωτερι- εξωτερική εμφάνιση. заусенец, -нца α. (παλ. η.' απλ.) βλ. за- заусеница. Заусеница, -Ы θ. 1 εκδαρμένη παρωνυχίδα.2 (τεχ.) | παρυωή συρματοειδής. заутра επίρ. (ΐίαλ.) αύριο-πρωί. заутренний, -ЯЯ, -ее επ. (παλ^) πρωινός, αυγινός, ορθρινός, заутреня, -и θ. (εκκλσ.) όρθρος, πρωινές προσευχές. заутюживать(ся) р.6. Βλ. заутюжитьСся). заутйжить, -жу, -жишь ρ.σ.μ. σιδερώνω· - ШОВ σιδερώνω ραφή. II -СЯ σιδερώνομαι. Заухать Ρ.σ. αρχίζω να φωνάζω ωχ, ουχ. заученносТЬ, -И θ. απομνημόνευση, αποστή- αποστήθιση. заученный επ. απο μτχ. αποστηθισμένος, α- πομνημονευμένος· ανέκφραστος, άτονος· -Ыв фразы αποστηθισμένες φράσεις. Заучивание, -Я ουδ. αποστήθιση, απομνημό- απομνημόνευση. заучввать(ся) ρ.δ. βλ. заучйть(ся). заучить, -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. заученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 μαθαί- μαθαίνω καλά, αφομοιώνω, αποστηθίζω· - роль μα- μαθαίνω καλά το ρόλο· - наизусь стихотворение μαθαίνω απ' έξω το ποίημα. 2 καταπονώ, παι- παιδεύω για να μάθει. II -СЯ διαβάζω πολύ.II πα- παθαίνω, βλάπτομαι απο το πολύ διάβασμα. заушательский επ. προσβλητικός, ταπεινω- ταπεινωτικός, δυσφημιστικός. заушательство, -а ουδ. κατάκριση (δυσφη- (δυσφημιστικού, ταπεινωτικού χαρακτήρα). заушать р.δ. βλ. заушить. Заушение, -Я ουδ. (παλ.). 1 μπάτσισμα, ρά- ράπισμα. ',2 μτφ. προσβολή, ντρόπιασμα· κατάκρι- κατάκριση, δυσφήμηση, ταπείνωση. заушЙТЬ, -шу, -ШЙШЬ р.σ.μ. (παλ.) 1 μπα- τσίζω, χτυπώ στο αυτί. 2 μτφ. προσβάλλω, τα- ταπεινώνω, ντροπιάζω, κατακρίνω, δυσφημώ. Заушница, -Ы θ. παρωτίτιδα, μαγουλήθρα. ЗауШНЫЙ επ. της παρωτίτιδας· - нарыв παρω- παρωτίτιδα. зафальшивить, -влю, -вишь ρ.σ. αρχίζω να προσποιούμαι κλπ. ρ. βλ. фальшивить. зафантазировать, -руга, -руешь р.σ. αρχίζω να φαντασιοκοπώ, να ονειροπολώ. II -СЯ φα- ντασιοκοπώ, ονειροπολώ. зафаршировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зафаршированный, Зр: -вал, -а, -о ο.σ.μ. παραγεμίζω, κάνω παραγεμιστό φαγητό. зафиксировать, -рута, -руешь р.σ.μ. βλ.фи- βλ.фиксировать. зафиософствовать, -ствую, -ствуешь р.σ. αρχίζω να φιλοσοφώ. II -ся με τραβά η φιλο- φιλοσοφία* φιλοσοφώ μέχρι ανοησίας. зафлаЖИТЬ, ~жу, -ЖИШЬ ρ.σ.μ. (κυνηγ.) πε- περικλείω με σημαιούλες σε σχοινί μπλοκαρι- μπλοκαρισμένο μέρος, μπλοκάρω. зафорсить, -ршу, -СЙШЬ ρ.σ. (απλ.) αρχίζω να Ηομψεΰομαι κλπ. ρ. βλ. форсить. зафрантить, -нчу, -нтйшь р.σ. (απλ.) αρ- αρχίζω να ντύνομαι κομψά κλπ. ρ. βλ', франтить,. Зафрахтовать, -тую, -туешь^ав. μτχ.παρλθ. χρ. зафрахтованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. ναυλώνω σκάφος για μεταφορά. зафрахтовывать р.δ. βλ. зафрахтовать. Н -СЯ ναυλώνομαι. зафыркать ρ.σ. αρχίζω να ρουθουνίζω. зафырчать, -чу, -ЧЙШЬ р.σ. (διαλκ.) αρχί- αρχίζω να ρουθουνίζω. захаживание, -я ουδ. βλ. заход. захаживать р.δ. βλ. заходить A σημ.). Захаивать ρ.δ.μ. κακολογώ, δυσφημώ, προ- προσβάλλω, ντροπιάζω. II -СЯ προσβάλλομαι, ντρο- ντροπιάζομαι· δυσφημούμαι. захандрить, -рю, -рйшь р.σ. αρχίζω να με- μελαγχολώ. Захапать ρ.σ.μ. (απλ.) χάφτω, αρπάζω. захапывать р.δ. βλ. захапать. II -ся αρ- αρπάζομαι, χάφτομαι. Захаркать ρ.σ.μ. (απλ.) λερώνω αποχρεμπτό- μενος. II αρχίζω να αποχ-ρέμπτομαι.. захаркивать р.δ. βλ. захаркать. II -ся α- ποχρέμπτομαι, λερώνομαι, απο φλέγματα. захаять ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. захаивать. захваливание, -Я ουδ. εκθειασμός, εξύμνη- εξύμνηση, εγκωμιασμός. захваливать ρ.δ. βλ. захвалить A σημ.). ιι -СЯ εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, εγκωμιάζομαι. захвалить, -алю, ->алтпь,па.в. μτχ. παρλθ. χρ. захваленный, βρ: -лен, -а, -о. 1 επαι- επαινώ, εκθειάζω, εξυμνώ, εγκωμιάζω. 2 αρχίζω να επαινώ κλπ. ρ. A σημ.). захварывать р.δ. βλ. захворать. захвастать Ρ.σ. αρχίζω να καυχιέμαι.II -ся παρακαυχιέμαι, μου αρέσει να καυχιέμαι, II αρχίζω να καυχιέμαι. захват, -а α. 1 πάρσιμο, κατάληψη. II άρ- παγμα, αρπαγή. 2 πιάσιμο, κυρίευση. 3 μό- μόλυνση, άρπαγμα ασθένειας. % βλ. запал? Захватанный επ. απο μτχ. λερωμένος απο το πολύ πιάσιμο. Захватать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ. За- хватанный, βρ: -тан, -а, -о λερώνω με το συ- συχνό πιάσιμο· - грязными пальцами λερώνω με τα ακάθαρτα δάχτυλα. захватить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1
παίρνω· - горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια· - Порцию табака παίρνω μια τσιγα- ριά καπνό· поезд успел - всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε και πήρε όλους τους επιβάτες. 2 παίρνω μαζί μου· - сына В театр παίρνω το γιο στο θέατρο. 3 μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστεια. * καταλαβαίνω· - власть παίρνω την εξουσία. II παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έ- έκταση). 5 ίεπ)εκτείνομαι. 6 μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθή- αισθήματα κ.τ.τ.). 7 επιπίπτω, βρίσκω· нас -Йл дождь μας έπιασε βροχή· - кого-н. дома βρί- βρίσκω κάποιον στο σπίτι· - ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει· -.в расшюх αιφνιδιάζω. II συλλαμβάνω· - преступника πιάνω τον εγκλη- εγκληματία. 8 επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλα- προλαβαίνω. II сифр. дух (ή дыхание) -ло (ή захва- захватывает) μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η ανα- αναπνοή. захватнический επ. αρπαχτικός, καταχτητι- κός· -ие войны καταχτητικοί πόλεμοι· -ая по- политика αρπαχτική πολιτική. захва.ТВЫЙ επ. 1 (παλ.)· του παρσίματος, ,της λήψης. 2 (παλ.) 3λ. захватнический. захватчик, -а α. άρπαγας, επιδρομέας, κα- ταχτητής. захватывание1, -я ουδ. βλ. захват. Захватывание2, -Я ουδ. λέρωμα απο το συχνό πιάσιμο. захватывать1 ρ. δ. βλ. захватить. II -ся παίρνομαι* πιάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. захватить. захватывать2ρ.δ. βλ. захватать. И -ся λε- λερώνομαι απο το συχνό πιάσιμο. захватывающий επ. απο μτχ. ελκυστικός, συ- συναρπαστικός. Захворать р.σ. αδιαθετώ· αρρωσταίνω. захилеть ρ.σ. (απλ.) αδυνατίζω, ισχναίνω, εξασθενίζω. захирелый επ. 1 ισχνός, αδύνατος, καχεκτι- καχεκτικός· - мальчик καχεκτικό αγοράκι. 2 μτφ. ξε- ξεπεσμένος, παρηκμασμένος· -ое ХОЗЯЙСТВО ξε- ξεπεσμένο νοικοκυριό., Захиреть Р.σ. 1 αδυνατίζω, εξασθενίζω, ι- σχναίνω. 2 παρακμάζω, ξεπέφτω. захихикать р.σ. αρχίζω να χαχανίζω. ЗаХЛаМЙТЬ, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захламлённый, 8р: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. γεμίζω με παλιοπράγματα, με σκουπίδια. Захламлённость, -И θ. ύπαρξη παλιοπραγμά- των, σκουπιδιών. захламлённый επ. απο μτχ. γεμάτος παλιο- παλιοπράγματα· - двор αυλή γεμάτη παλιοπράγματα· -ая лестница σκάλα γεμάτη σκουπίδια. захламливать р.Ь. βλ. захламить. II -ся γε- γεμίζω με παλιοπράγματα, με σκουπίδια. захламлять(ся) ρ.δ. βλ. захламливать(ся). ЗаХДаМОСТИТЬ, -ОЩу, -ОСТЙШЬ, παθ. μτν. παρλθ. χρ. захламощенный, βρ: -щен, -а, -о к. захламощенный, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. (αιχλ.) βλ. захламить. Захлёб, -а α. (απλ.) κόμπιασμα, πιάσιμο της αναπνοής. Захлебнуть ρ.σ.μ. 1 καταπίνω- - ВОДЫ при купании καταπίνω νερό κατά το λουτρό. 2 πί- πίνω, ρουφώ, περνώ κάτω. II -СЯ 1 πνίγομαι (α- ττό υγρό, καπνό κ.τ.г.), μου πιάνεται, ο λαι- λαιμός· ОН -лея И утонул αυτός έπιε νερό και πνίγηκε. 2 μου πιάνεται, η αναπνοή, κομπιά- κομπιάζω· он -ЛСЯ ОТ радости του πιάστηκε η ανα- αναπνοή απο χαρά. 3 διστάζω να προχωρήσω σε ε- ενέργεια, 4 σταματώ, παύω να λειτουργώ, σβή- I νω (για μηχανή, αυτόματο όπλο κ.τ.τ.). Захлёбывание, -Я ουδ. κόμπιασμα, πιάσιμο της αναπνοής. захл8бывать(ся) ρ.δ. 1 βλ. захлебнуть(ся). 2 μου πιάνεται η αναπνοή, κομπιάζω, πνίγο- πνίγομαι (απο τα γέλια, λυγμούς κ.τ.τ.). II μτφ. η- ηχώ διακοφτά. захлестать, -ещу, -ещешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. захлёстанный, βο: -таи, -а, -о р.σ.μ. I μαστιγώνω, καμουτσικίζω. 2 αρχίζω να μα- μαστιγώνω, να καμουτσικίζω. вахлвСТНуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захлёстнутый,-нут, -а, -о р.σ. 1 ρίχνω θηλιά, πιάνω, συλλαμβάνω,, τυλίγω, σφίγγω. II δένω το άκρο. 2 παρασέρνω, χτυπώ, πλημμυ- πλημμυρίζω. II μτφ. καταλαβαίνω, κυριεύω (γι.α αι- αισθήματα). II εκφρ. -ло (память, В память) απλ. ξέχασα εντελώς. II -СЯ σφίγγομαι με τη θηλιά, πιάνομαι γερά. захлёстыватьгр.6^, захлестнуть. II -ся βλ. захлестнуться. захлёстывать2ρ.δ. Βλ. захлестать. II -ся μαστιγώνομαι,. Захлипать Р.σ. (απλ,) αρχίζω να κλαίω με λυγμούς. Захлопать ο.α, αρχίζω να χτυπώ, να κροτώ κλπ. ρ. Βλ. хлопать. Захлопнуть р.σ.μ. κλείνω απότομα ή με δύ- δύναμη, με κρότο· птицу -ла западня το πουλί τό 'πιάσε η παγίδα· он -ул дверь αυτός έ- έκλεισε την πόρτα με δύναμη. II -СЯ κλείνομαι απότομα, με δύναμη, με κρότο. ЗаХЛОПОТаТЬ, -очу, -Очешь р.σ. αρχίζω να φροντίζω, να μεριμνώ. II -СЯ χάνω πολύ χρόνο με ης φροντίδες· κατακουράζομαι απο τις πολ- πολλές φροντίδες. захлопывать(ся) ρ.δ. Βλ. захлопнуть(ся). захлороформировать, -рую, -руешь ρ.σ.χλω- ροφορμίζω, ЗаХЛВПаТЬ ο.σ. αρχίζω να πηλοβατώ.
зах 377 аац захмелеть р.σ. (απλ.) μεθώ· он быстро ~ёет αυτός γρήγορα μεθά. захныкать, -ычу, -ычешъ р.σ. αρχίζω να κλαυθμυρίζω βλ. и. хныкать. заход, -а а. 1 επίσκεψη. II πηγαιμός. 2 το μπάσιμο, εισχώρηση. 3 γύρισμα, στρίψιμο, ε- εξαφάνιση. * δύση· - солнца δύση του ήλιου. 5 (στρατ.) εξόρμηση· προσέγγιση. заходить, -хожу, -ходишь р.δ. βλ. зайти. II αρχίζω να εισέρχομαι κλπ. ρ. βλ. ЗаЙТЙ. II -СЯ βλ. зайтись. II βαδίζω πολύ· κουράζομαι απο το πολύ βάδισμα. захождение, -я ουδ. βλ. заход. ЗахОЖИЙ επ. (απλ.) επισκέπτης περαστικός. Захозяйничать ρ.σ. αρχίζω να νοικοκυρεύω· κουράζομαι. II -СЯ κουράζομαι νοικοκυρεύοντας. захолодать, -ает р.σ. (απλ.) απρόσ. κάνει (έκανε) κρύο· -ло κρύωσε ο καιρός. II κρυ- κρυώνω· у меня -ли ноги μου κρύωσαν τα πόδια· печь у нас -ла η θερμάστρα-μας κρύωσε. захолодеть, -еет р.σ. (απλ.) βλ. захоло- захолодать. Захолонуть ρ.σ. (απλ.) παγώνω· у меня -ЛО сердце μου πάγωσε η καρδιά· девочка -ла от испуга το κορίτσι πάγωσε απο το φόβο. захолустый επ. απομακρυσμένος, απόκεντρος, καθυστερημένος. Η επαρχιακός. захолустье, -Я,γεν. πλθ. -ТИЙ κ. (απλ.) -тьев, δοτ. -ТЬЯМ ουδ. μέρος απομακρυσμένο, απόκεντρο, ερημιά. II οι ακρινές συνοικίες πόλης. захомутать ρ.σ.μ. (διαλκ.) βάζω λαιμαριά. захороводить, -вожу, -водишь ρ.σ.μ.(απλ.) τραθώ, έλκω κάποιον ξεμυαλίζω, ξελογιάζω. захоронение, -я ουδ. (γραπ. λόγος) εντα- ενταφιασμός, -ση. II μνήμα, τάφος. захоронить, -роню, -рОНИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захороненный, βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 θάβω, ενταφιάζω. 2 (απλ.) κρύβω βαθιά, κα- καταχωνιάζω. захорохориться, -рюсь, -ришься р.σ.(απλ.) αρχίζω να κάνω τον παλικαρά, το νταή. захотеть, -очу, -очешь, -очет, -отйм, -о- тйте, -отит р.σ. θέλω· если он -очет, это будет άμα αυτός το θελήσει, θα γίνει. II -СЯ θέλω· мне -ЛОСЬ ПИТЬ чаю θέλω να πιω τσάι. захохотать,-хохочу, -хохочешь р.σ. αρχίζω να χαχανίζω. Захрапеть, -ПЛЮ, -ПЙШЬ р.σ. αρχίζω να ρο- ροχαλίζω. захребетник, -а α. (απλ.) τεμπέλης, χαρα- μοφάγης. захрипеть, -плю, -пкшь р.σ, αρχίζω να ρο- ροχαλίζω ή να βραχνιάζω. захромать р.σ. αρχίζω να κουτσαίνω. захрустеть, -ущу, -устйшь ρ.σ. αρχίζω να τρίζω. захрюкать р.σ. αρχίζω να γρυλλίζω. захряснуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. за- захряс, -ла, -ло р.σ. (διαλκ.) 1 βουλιάζω. II μτφ. περιέρχομαι, περιπίπτω σε άσχημη κα- κατάσταση (κυρίως οικονομική). 2 σκληραίνω. Захудалость, -И θ. ξεπεσμός, παρακμή,φτώ- Χεψη. захудалый επ. 1 (παλ. κ. απλ.) φτωχεμένος, καταστραμμένος, χρεωκοπημένος, ξεπεσμένος. 2 ασήμαντος, αναξιόλογος. захудание, -я ουδ. (παλ. κ. απλ.) ξεπε- ξεπεσμός, φτώχεψη. захудать р.σ. (παλ. κ. απλ.) φτωχαίνω, ξε- ξεπέφτω. зацапать ρ.σ.μ. (απλ.) πιάνω, τσακώνω· - Окуня πιάνω πέρκη. II κάνω συλλήψεις· брата моего друга -ЛИ τον αδερφό του φίλου μου τον συνέλαβαν. II αρπάζω, ιδιοποιούμαι. зацарапать ρ.σ. αρχίζω να γρατσουνίζω. зацвести1,' -етёт, παρλθ. χρ. зацвёл, -ела, -ело, μτχ. παρλθ. зацветший р.σ. 1 (για νε- νερό) πρασινίζω, σκεπάζομαι απο πρασινάδα. 2 μουχλιάζω, σκεπάζομαι απο μούχλα· хлеб за- цвёл το ψωμί μούχλιασε. 3 (για γυαλί) γεμί- γεμίζω κηλίδες. ЗаЦВвСТН2(γραμμ. στοιχεία βλ. цвести) ρ. σ. αρχίζω να ανθίζω. зацветать, -ает р.δ. βλ. зацвести. зацеловать, -луга, -луешь, παθ. μτχ. παρλθ; χρ. зацелованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. I καταφιλώ. 2 αρχίζω να φιλώ. II -СЯ αρχίζω να φιλιέμαι. зацементиравать(ся) р.σ. βλ. цементйро- ровать(ся). зацентровать, -рую, -руешь р.σ.μ. (τεχ.) »πισημαινω το κέντρο, φέρω στα κέντρα. зацентровка, -И θ. επισήμανση του κέντρου. ЗаЦОП, -а α. 1 αγκίστρωση, γάντζωμα. 2 βλ. зацепка B σημ.). зацепа, -ы θ. 1 βλ. зацепка. 2 (κυνηγ.) τα νύχια και παρανύχια των σκυλιών, το αρπάγι. зацепить,-еплю, -ёпишь, παθ. μτχ. ααρλθ. χρ. зацепленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ. 1 μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω. II εγγίζω, θίγω άθελα. II σκαλώνω, στεργιώνω, αναρτώ. 2 μτφ. θίγω (αισθήματα, συμφέροντα), γγίζω εκεί που πο- πονά. II -СЯ προσκόπτω, πιάνομαι, σκαλώνω, α- αγκιστρώνομαι* рукав -лея за гвоздь το μανί- μανίκι σκάλωσε στο καρφί. II γαντζώνομαι, πιάνο- πιάνομαι, αρπάζομαι, κρατιέμαι. Зацепка, -И θ. 1 αγκίστρωση, γάντζωμα. 2 αρπάγη, άγκιστρο, γάντζος. II δεσμοί, γνωρι- γνωριμίες. 3 πρόφαση, αφορμή· - ДЛЯ ссоры αφορμή για καβγά. 4 εμπόδιο, σκάλωμα. зацепление, -я ουδ. βλ. зацепка (ι,2σημ.).
зад 3ΥΗ зач зацеплять( ся) р.δ. βλ. зацепйть(ся). Зацокать р.σ. (απλ.) αρχίζω να Ηροτώ. Зацнкать р.σ. (απλ.) αρχίζω να τσιρίζω. Зачавкать р.σ." (απλ.) αρχίζω να μασώ ηχη- ηχηρά. ЗачадЙТЬ, -ажу, -ЯДИШЬ р.σ.μ. καπνίζω, γε- γεμίζω με καπνό ή με καπνιά. II αρχίζω να καπνίζω. зачаливать ρ.δ. βλ. зачалить. II -ся δέ- δένομαι, (για πλοιάρια, σκάφη). ЗачаШГГЬ р.σ.μ. (για πλοιάρια, σκάφη) δέ- δένω (με καραβόσχοινο, αλυσίδα). Зачарованный επ. απο μτχ. μαγεμένος, που του έγιναν μάγια. II μτφ. γοητευμένος, σαγη- νευμένος. II εκφρ. - ВЗГЛЯД εκστατικό βλέμμα. зачаровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ.,παρλθ. χρ. зачарованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. μαγεύω, κάνω μάγια. II μτφ. γοητεύω, θέλγω. зачаровывать р.δ. βλ. зачаровать. II -ся μαγεύομαι. II μτφ. βέλγομαι, γοητεύομαι. зачастить, -ащу, -астйшь р.σ. 1 γίνομαι πιο συχνός ή πιο πυκνός· дождь -ил η βροχή δυνάμωσε. 2 (μουσ.) παίζω με- γρηγορότερο ρυθμό. II μτφ. μιλώ γρήγορα. 3 αρχίζω να συ- συχνάζω. Зачастую επίρ. συχνά, ταχτικά. Зачатие, -Я ουδ. σύλληψη εμβρύου· κύηση. зачаток, -тка α. 1 σπέρμα, γονή. II πλθ. -тки μτφ. η πρώτη εμφάνιση, τα πρώτα φύτρα. 2 (βιολ.) έμβρυο. II υποτυπώδες ανεξέλικτο μέλος του σώματος. зачаточность, -И θ. εμβρυακή, υποτυπώδης κατάσταση. зачаточный επ. εμβρυώδης, υποτυπώδης, α- νεξέλικτος· -ое состояние εμβρυώδης κατά- κατάσταση. зачать? -чну, -чнёшь, παρλθ. χρ. зачал, -ла, -ЛО р.σ.μ. πιάνω, συλλαμβάνω, μένω έ- γκυα· - сына, ДОЧЬ πιάνω αγόρι, κορίτσι· СЫН был зачат В НОЧЬ το παιδί πιάστηκε τη νύχτα. II -СЯ πιάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. зачать2 ρ.σ. (απλ.) αρχίζω, κάνω αρχή. II -СЯ αρχίζω, κάνω αρχή. зачахнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. зачах, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. зачахший р.σ. βλ. чахнуть. ЗаЧВаНИТЬСЯ р.σ. αρχίζω να ξιπάζομαι κλπ. ρ. βλ. чваниться. Зачем επίρ. κ. σύνδεσμος υποτακτικός-ερω- τηματικός: γιατί, για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο, προς τί, για ποια αιτία, ποιος ο λό- λόγος,·· ποιος ο σκοπός. зачём-ТО επίρ. με κάποιο σκοπό, για κά- κάποιο λόγο. зачервиветь, -еет ρ.σ. σκουληκιάζω. зачередовать, -дую, -дуешь р.σ. αρχίζω να εναλλάσσω. II -СЯ αρχίζω να εναλλάσσομαι. Зачёркивание, -Я ουδ. διαγραφή, εξάλειψη, σβήσιμο. зачёркивать ρ.δ. βλ. зачеркнуть. II -ся δι- διαγράφομαι, εξαλείφομαι, σβήνομαι. Зачеркнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачёркнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ.δι- р.σ.μ.διαγράφω, εξαλείφω, σβήνω, τραβώ μολυβιά. зачернеть, -еет р.σ. 1 βλ. чернеть. 2 αρ- αρχίζω να μαυρίζω. II -СЯ 1 μαυρίζω, γίνομαι μαύρος. 2 αρχίζω να μαυρίζω. ЗачернЙТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачернённый, βρ: -нён, -нена, -нено ρ.σ.μ. μαυρίζω· μελανώνω. II -СЯ μαυρίζομαι· μελα- μελανώνομαι. зачернять(ся) р.δ. βλ. зачернйть(ся). Зачерпать Р.σ. αρχίζω να αντλώ. Зачерпнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачерпнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 αντλώ. 2 παίρνω, βάζω (νερό, άμμο κ.τ.ΐ. )· ЛОДКа -ла ВОДЫ η βάρκα έμπασε νερό. II -СЯ 1 αντλώμαι. 2 βλ. ενεργ. φ. B σημ.). зачерпывать(ся) р.δ. βλ. зачерпнуть(ся). зачерствелость, -ив. 1 ξηρότητα· - хле- хлеба ξηρότητα ψωμιού. 2 μτφ. σκληρότητα, α- αναισθησία, απονιά. Зачерствелый επ. 1 ξηρός, μπαγιάτικος· хлеб μπαγιάτικο ψωμί. 2 μτφ. σκληρός, άπο- άπονος, ανάλγητος, αναίσθητος, πωρωμένος. ЗачерСТВвТЬ, -ею, -ёешь ρ.σ. 1 ζηρσίνομαι, μπαγιατεύω. 2 μτφ. γίνομαι σκληρός, άπονος, αναίσθητος, παθαίνω πώρωση. зачертить, -черчу, -чертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачерченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 γεμίζω με γραμμές, καταγραμμώνω. 2 αρχίζω να χαράσσω, να σχεδιάζω. II -СЯ καχαγραμμώ- νομαι, γεμίζω με γραμμές. зачёрчивать(ся) р.δ. βλ. зачертйть(ся). Зачёс, -а α. χτένισμα. зачесать, -чешу, -чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачёсанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 χτενίζω· - волосы назад χτενίζω τα μαλλιά πίσω. 2 αοχίζω να χτενίζω. II -СЯ 1 χτενί- χτενίζομαι. 2 αρχίζω να χτενίζομαι. зачесть, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ. зачёл, -чла, -чло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачтённый, βρ: -тён, -тена, -тено, επιρ. μτχ. зачтя р. σ.μ. 1 συμπεριλαβαίνω στο λογαριασμό, υπο- υπολογίζω, λογαριάζω, καταχωρώ· συμψηφίζω δα- δαπάνη. 2 εξετάζω σπουδαστή, κρίνω επαρκείςτις γνώσεις του. II -СЯ υπολογίζομαι, λογαριά- λογαριάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. зачёсывать(ся) р.ь. βλ. зачесать(ся). зачёт, -а α. 1 καταχώρηση, εγγραφή στο λο- λογαριασμό· произвести - καταχωρώ. 2 είδος ε- εξέτασης των σπουδαστών, έλεγχος γνώσεων. II θετικός χαρακτηρισμός του ελέγχου, II εκίρρ.
зач 379 зам в - (παλ.) καταχωρημένος στο λογαριασμό· не В - μη καταχωρημένος στο λογαριασμό· εκτός λογαριασμού. зачётный επ. εξεταστικός· -ая сессия εξε- εξεταστική περίοδος· -ая книжка βιβλιάριο ε- ελέγχου γνώσεων του σπουδαστή. зачвХЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ.χρ. зачехлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. βάζω στη θήκη, ενθηκεύω. ЗачЙН, -а α. 1 (απλ.) αρχή, έναρξη, ξεκί- ξεκίνημα· σεφτές· - дело красит (παρμ.) η καλή μέρα φαίνεται απο το πρωί. 2 (φιλγ.) προοί- προοίμιο. Зачинатель, -Я α., -ница, -ы θ. πρωτεργά- πρωτεργάτης, -ισσα, πρωτουργός. зачинать(ся) ρ.δ. βλ. зачать(сяJ. зачинивать ρ.δ. βλ. зачинить. II -ся επι- επιδιορθώνομαι, επισκευάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Зачинить, -ИНЮ, -ЙНИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачиненный, βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ. επι- επιδιορθώνω, επισκευάζω, μαστορεύω, μερεμετίζω· - брюки επιδιορθώνω το παντελόνι. II κάνω τι αιχμηρό, ξύνω· - карандаш ξύνω το μολύβι. зачйнпрос, -а α., -ца, -Ы θ. πρωταίτιος,-α, πρωτεργάτης, -ισσα, υποκινητής, -τρία (κυ- (κυρίως με αρνητική σημασία). зачирикать р.σ. αρχίζω να τιτιβίζω, νατε- τερίζω. зачиркать ρ.σ. αρχίζω να προστρίβω. зачисление, -Я ουδ. εγγραφή, καταγραφή. II καταχώρηση. ЗачЙСЛИТЬ р.σ.μ. συμπεριλαβαίνω στον α- αριθμό, εγγράψω, καταχωρώ (στο μητρώο, κατά- κατάλογο κλπ.)· παίρνω· - в институт εγγράφω στο ινστιτούτο· - в армию κατατάσσω στο στρα- στρατό· - на работу παίρνω στη δουλειά (εγγράφω ως εργάτη)· - на службу προσλαμβάνω στην υ- υπηρεσία· - В штат εγγράφω στο προσωπικό. II -СЯ εγγράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. II είμαι κα- καταχωρημένος· ,είμαι γραμμένος. зачислять(ся) р.δ. βλ. зачйслить(ся). ЗачЙСТИТЬ, -Ищу, -ЙСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачищенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ. κα- καθαρίζω· ισιάζω, ομαλύνω. ЗачЙСТКа, -И θ. καθάρισμα, κάθαρση· εξο- εξομάλυνση. Зачитать Р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ЗачЙ- танный, βρ: -тан, -а, -о. 1 διαβάζω φωναχτά, εις υπήκοον - приказ διαβάζω διαταγή.2 κα- καταστρέφω απο το πολύ διάβασμα· ПИСЬМО было ,зачитано ДО Дыр'το γράμμα τρύπησε απο τ ο πο- πολύ διάβασμα. 3 ιδιοποιούμαι βιβλίο. 4 καεα- πονώ με το πολύ διάβασμα. 5 αρχίζω να δια- διαβάζω. II -ся 1 ξεχνιέμαι διαβάζοντας. 2 πα- ραδιαβάζω· παθαίνω απο το πολύ διάβασμα. зачитываться) р.δ. 1 βλ. зачёсть(ся). 2 βλ. зачитать(ся). ЗачахаГЬ р.σ. αρχίζω φτερνίζομαι. Зачищать р.δ. βλ. зачистить. II -СЯ καθα- καθαρίζομαι· είμαι καθαρισμένος. зачмокать р.σ. αρχίζω να πλαταγώ κλπ. ρ. βλ. чмокать. зачушёнННЙ επ. κ. ουσ. πανουκλιάρης, πα- νουκλιασμένος, πανωλόβλητος. Зачураться р.σ. (απλ.) απεύχομαι, λέγω α- απευχές: μακριά απο μας ή απ' εδώ, έξω απο μας ή έξω απ' εδώ. ЗачуЯТЬ, -ую, -уешь ρ.σ.μ. οσφραίνομαι,. ο- σμίζομαι, μυρίζομαι. II μτφ. προαισθάνομαι. зашабашить, -шу, -шишь ρ.σ. (απλ.) κάνω διάλειμμα, ξεκουράζομαι. зашагать р.σ. αρχίζω να βηματίζω. Зашалить р.σ. αρχίζω να ατακτώ. зашамкать ρ.σ. αρχίζω να ψιθυρίζω, μουρ- μουρμουρίζω. Зашарить ρ.σ. (απλ.) αρχίζω να ψάχνω, να ψηλαφώ. Зашаркать ρ.σ. 1 λερώνω, παυώ. 2 αρχίζω να σέρνω κλπ. ρ. βλ. шаркать. Зашатать р.σ. αρχίζω να σείω, να κλονίζω. II -СЯ αρχίζω να σειέμαι, να κλονίζομαι, να ταλαντεύομαι. зашвартовать, -тую, -туешь,παθ.μτχ. παρλθ. χρ. зашвартованный, βρ: -ван, -а, -о (ναυτ) δένω σκάφος στην προκυμαία. II -СЯ (για σκά- σκάφος) δένομαι. зашвартовывать(ся) р.δ. βλ. зашвартовать- зашвартоваться). зашвыривать р.δ. βλ. зашвырнуть. II -ся ε- ξακοντ ίζομαι. | зашвырнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. | зашвырнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. πετώ, «ρίχνω, εξακοντίζω. вашвырять р.σ.μ. 1 βλ. зашвырнуть. 2 αρ- αρχίζω να ρίχνω, να πετώ, να εξακοντ ίζω.ΙΙ -СЯ (απλ.) αρχίζω να ρίχνω, να πετώ, να εξακο- εξακοντ ίζω. зашевелить, -велю, -велишь р.σ. αρχίζω να κουνώ. II -ся αρχίζω να κουνιέμαι. зашеек, -шейка, α. (απλ.) βλ. зашеина. зашеина, -ы θ. (απλ.) αυχένας, σβέρκος. зашёЙНЫЙ επ. αυχενικός. зашелестеть, -тишь ρ.σ. αρχίζω να θροώ. зашелудиветь, -вею, -веешь р.σ. (απλ.) ψω- ψωριάζω· собака -ла το σκυλί ψώριασε. Зашелушиться, -ЙТСЯ р.σ. αρχίζω να ζεφλου δίζομαι, να απολεπίζομαι. ЗашепвЛЯВИТЬ, -ВЛЮ, -вишь р.σ. αρχίζω να ψευδίζω, να τσευδίζω. зашептать, -епчу, -ёпчешь р.σ. αρχίζω να ψιθυρίζω. II -СЯ αρχίζω να ψιθυρίζω. зашибать ρ. 6. (απλ.) βλ. зашибить. II πίνω·
заш 380 защ μεθώ. зашибить, -бу, -бёшь, παρλθ. χρ. зашиб, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. ур. зашибленный, βρ: -лен, -а, -О р.σ.μ. (απλ.) 1 μωλωπίζω, χτυπώ. 2 κερδίζω, βγάζω τα προς του ζειν. II -СЯ μωλωπίζομαι, χτυπιέμαι. Зашивание, -Я ουδ. ράψιμο. зашивать(ся) р.δ. βλ. зашить(ся). зашивка, -и θ. ράψιμο. зашЙВОЧНЫЙ επ. ραφτικός. зашикать ρ.σ, αρχίζω να σιγοφωνάζω σουτ. Зашипеть, -ШЛО, -ПИШЬ ρ.σ. να σφυρίζω κλπ. ρ. βλ. шипеть. ЗашЙТЬ, -ШЬЮ, -шьёшь, προστκ. зашей ρ.σ.μ. I ράβω· - Пальто ράθω πανωφόρι" - рану ρά- ράβω την πληγή. 2 κλείνω πυκνά (με ξύλακ.τ.τ. ) . II κλείνω μέσα ράβοντας· - В мешок ράβω μέσα στο σακί. II -СЯ δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω. зашифровать, -рута, -руешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. зашифрованный, 0р: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. κρυπτογραφώ. Зашифровка, -И θ. κρυπτογράφηση. ЗаШИфрОВЫВаНИб, -Я ουδ. κρυπτογράφηση. зашифровывать р.δ. 0λ. зашифровать.II -ся κρυπτογραφούμαι. зашлёпать ρ.σ.μ. (απλ.). 1 λερώνω, λα- λασπώνω. 2 αρχίζω να λερώνω, να λασπώνω. зашлифовать, -фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зашлифованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. (τεχ.) λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. ЗаШЛИфОВКа, -Κ θ. λείανση, στίλθωμα. зашлифовывание, -я ουδ. βλ. зашлифовка. зашлифовываться) р.б. βλ. зашлифовать(ся1 зашмыгать р.σ. (απλ.) αρχίζω να πηγαινο- πηγαινοέρχομαι κλπ. ρ. βλ. шмыгать. зашнуроватЬся) р.σ. βλ. шнуровать(ся). зашнуровыватЬся) р.δ.βλ. шнуровать(ся). ЗаШНЫрЯТЬ р.σ. αρχίζω να τρέχω εδώ και κει. зашпаклевать, -люю, -люешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зашпаклёванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. στοκάρω. зашпаклёвка, -и θ. στοκάρισμα. Зашпаклёвывание, -Я ουδ. στοκάρισμα. зашпаклёвывать р.δ, βλ. зашпаклевать. II -СЯ οτοκάρουαι. зашпиговать ρ.σ.μ. 3λ. шпиговать. зашпнлнватЬся) р.*. βλ. зашпилйть(ся). ЗашпЙЛИТЬ о.σ.μ. καοφιτσώνω, περονίζω, τρυ- τρυπώ. II -СЯ Ηαοφιτσώ,νομαι. зашпунтовать ρ.σ.μ. βλ. шпунтовать. зашпунтовывать(ся) р. 6. β\. шпунтовать(ся). заштамповать о.σ. βλ. штамповать. заштатный επ. (παλ.) επαρχιακός· - ЧИНО- ЧИНОВНИК επαρχιακός κρατικός υπάλληλος· - город επαρχιακή πόλη. заштемпелевать р.σ. βλ. штемпелевать. заштемпелёвываться) ρ.δ. βλ. штемпеле- вать(ся). заштилевать, -люет р.σ. βλ. заштилеть B σημ.). Заштилеть, -еет р.σ. (ναυτ.) Ι γαληνεύω. 2 (για ιστιοφόρο) οταματώ(λόγω γαλήνης). ЗаШТОПаННЫЙ επ. απο μτχ. μπαλωμένος. ЗаШТОПаТЬ ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. За- штопанный, βρ: -пан, -а, -о μπαλώνω. заштопывать р.δ. βλ. заштопать.И -ся μπα- μπαλώνομαι . зашторивать р.δ. βάζω στόρι. Зашторить р.σ. βάζω στόρι. заштормить, -мйт р.σ. απρόσ. βλ. штормо- штормовать. заштормовать, -мую, -муешь р.σ. (ναυτ.) 1 απρόσ. πέφτω σε τρικυμία, με βρίσκει τρι- τρικυμία. 2 αρχίζω να τρικυμιάζω. заштриховать ρ.σ.μ. βλ. штриховать. заштриховывать р.δ.μ. βλ. штриховать. заштриховка, -И θ. γραμμοσκίαση, -σκιά. заштриховывав», -я θ. βλ. заштриховка. заштриховывать(ся)р.δ. βλ. штриховать(ся). заштукатуриваться) р.δ. βλ. штукатурить- штукатуриться). заштукатурить р.σ. βλ. штукатурить. заштуковать ρ.σ.μ. βλ. штуковать. заштуковыватЬся) р.δ.μ. βλ. штуковать(ся). зашуметь, -млю, -мишь р.σ. αρχίζω να θο- | ρυβώ. зашуршать, -шу, -шйшь р.σ. αρχίζω να θρο- ιζω. Зашушукаться ρ.σ. αρχίζω να ψιθυρίζω. защебенивать р.δ. βλ. защебенить. II -ся χαλικώνομαι, στρώνομαι με χαλίκια. защебенить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. ΧΡ. защебенённый, βρ: -нён, -нена, -нено χαλι- κώνω, στρώνω με χαλίκια. защебетать, -бечу, -бёчешь р.σ. αρχίζω να τετερίζω, να κελαηδώ. защекотать, -очу, -очешь ρ.σ.μ. 1 παρα- γαργαλίζω. 2 αρχίζω να γαργαλίζω. защёлка, -и θ. 1 σύρτης, περαστάρι. 2 μά- νταλο, ζυγόθυρο, μοχλός· - замка μάνταλο του πύργου. Защёлкать р.σ. αρχίζω να κρούω, να χτυπώ κλπ. ρ. βλ. Щёлкать. защёлкиваться) р.δ. βλ. зашёлкнуть(ся). Защёлкнуть ρ.σ.μ. κλείνω, κλειδώνω με κρό- κρότο, μανταλώνω- κουμπώνω με χαρακτηριστικό ή- ήχο. II -СЯ κλείνομαι, μανταλώνομαι. защемить, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. защемлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. συμπιέζω, μαγκώνω. II αρχίζω να συμπιέ- συμπιέζω, να μαγκώνω. II -СЯ συμπιέζομαι, μαγκώνο-
μαι· платье -ЛОСЬ В двери го φόρεμα πιάστη- πιάστηκε στην πόρτα. Защемление, -Я ουδ. συμπίεση, μάγκωμα. зацшкять(ся) ρ.δ. βλ. защемитьСся). защипа, -ы θ. βλ. защипка (г σημ.). ЗаЩШШХЬ, -ШЛЮ, -Йплешь, παθ. μτχ.. παρλθ. χρ. защипанный, βρ: -пан, -а, -о р.σ.μ. 1 κατατσιμπώ. 2 (για ζυμάρι) ζουπώ τις άκρες. II -СЯ αρχίζω να τσιμπώ. ЗаЩНПКа, -И θ. 1 τσίμπημα· τσιμπιά, τσι- μπηματιά. 2 μικρή γαζωμένη πτυχή. защипнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защипнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. τσιμπώ. защипывание, -я ουδ. βλ. защипка. защипывать р.δ. βλ. защипать, защипнуть.II II -СЯ τσιμπιέμαι. Защита, -Ы Θ. 1 υπεράσπιση, προάσπιση, προ- προστασία, υποστήριξη· προφύλαξη· - мира υπε- υπεράσπιση της ειρήνης· взять кого под -у παίρ- παίρνω κάποιον υπο την προστασία· -г.интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων - от солнца προ- προφύλαξη απο τον ήλιο· меры социальной ~ы μέ- μέτρα κοινωνικής προστασίας· искать ~Ы αναζη-г τώ προστασία· стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω· - диссертации υποστήριξη δια- διατριβής· без -ы, без прикрытия (στρατ.) α- προφύλακτα, απροκάλυπτα. 2 (στρατ.) άμυνα· противотанковая - αντιαρματική άμυνα.3(νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι). 4- (αθλτ.) άμυ- άμυνα (οι παίχτες). защитительный επ, της υπεράσπισης· -ая речь αγόρευση της υπεράσπισης. зашиТИТЬ, -ЩИЩу, -ЩИТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω" προστατεύω· - свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου·- диссертацию υποστηρίζω διατριβή· - слабых И угнетённых υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους. II (νομ.) συνηγορώ· - обви- обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο.2 προ- προφυλάσσω· - глаза ладонью от солнца προφυ- προφυλάσσω τα μάτια απο το φως του ήλιου με την παλάμη· - ОТ ветра προφυλάσσω απο τον α'νεμο. II -СЯ προφυλάσσομαι· - ОТ неприятеля προ- προφυλάσσομαι απο τον εχθρό· - от холода προ- προφυλάσσομαι απο το κρύο. защитник, -а α., -ца, -Ы θ. 1 υπερασπι- υπερασπιστής, -τρία, προασπιστής· προστάτης, πρόμα- πρόμαχος. 2 (νομ.) συνήγορος, δικηγόρος υπερά- υπεράσπισης· коллегия -ОВ το δικηγορικό σώμα. 3 (αθλτ.) παίχτης άμυνας. Защитный επ. προστατευτικός, προφυλακτι- προφυλακτικός· -ые лесные полосы προστατευτικές δασι- δασικές ζώνες. II смфр. - цвет το χακί χρώμα·-ая окраска (ζωολ.) ομοχρωμία. защищать ρ.δ.μ. 1 βλ. защитить. 2 (νομ> υπερασπίζω. II -сЯ βλ. защититься. защуривать(ся) ρ.δ. βλ. защурить(ся). Защурить ρ.σ.μ. μισοκλείνω τα μάτια, σκαρ- δαμύσσω. II -СЯ (για μάτια) μισοκλείνομαι. ЗаЮЛИТЬ р.σ. 1 αρχίζω να στριφογυρίζω. 2 αρχίζω να κολακεύω. заявитель, -я α., -ница, -ы θ. δηλών,-ούσα. Заявить, -ЯВЛЮ, -'ЯВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заявленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ. 1 δη- δηλώνω· - о своём согласии δηλώνω οτι συμφω- συμφωνώ. II ρ.μ. (παλ.) εμφανίζω, παρουσιάζω, δεί- δείχνω. II εκδηλώνω· - протест διαμαρτύρομαι· - О своём желании εκδηλώνω την επιθυμία· СВОЙ права на ЧТО-Л. προβάλλω δικαιώματα σε κάτι· он -йл мне своё намерение ή о своём намерении αυτός μου εκμυστηρεύτηκε (φανέρω- σε)τις διαθέσεις του, 2 αναφέρω· καταθέτω· он -йл в милицию о происшествии αυτός ιανάφερε στην αστυνομία για το συμβάν. II -СЯ εμφανί- εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι. Заявка, -И θ. 1 δήλωση. 2 αίτηση, ζήτηση, παράκληση· сделать -у κάνω αίτηση, ζητώ· на билеты ζήτηση εισιτηρίων концерт ПО -ам радиослушателей συναυλία κατά παραγγελία των ραδιοακροατών. Заявление, -Я ουδ. 1 δήλωση επίσημη. II εκ- εκδήλωση, έκφραση. 2 αίτηση, παράκληση· Πο- дать - δίνω αίτηση. заявлять(ся) ρ.6. βλ. заявйть(ся). Заявочный επ. δηλωτικός· δηλωμένος, ζητη- ζητημένος. заЯДЛЫЙ επ. μανιώδης, φανατικός, ξετρελ- λαμένος. Заякорить р.σ. αγκυροβολώ. заяривать р.δ. (απλ.) παίζω, τραγουδώ κλπ. με ζήλο, ζωντάνια, ένθερμα. ЗШЩ, Зайца α. 1 λαγός. II γούνα λαγίσια. 2 'βλ. Зайчик B σημ.). II εκφρ. ехать -ем τα- ταξιδεύω λαθραία (χωρίς εισιτήριο), ως λαθρε- πιβάτης· ' гоняться (ή гнаться) за двумя зайцами κυνηγώ ταυτόχρονα δυο δουλειές η βάζω ταυτόχρονα δυο σκοπούς· за двумя -ами погонишься, ни одного не поймаешь (παρ μ.) ό- όποιος κυνηγά δυο λαγούς δεν πιάνει κανένα· одним ударом двух -ев убить μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια (γισ ταυτόχρονες επιτυχίες). Заячий, -ЬЯ, -ье επ. 1 λαγίσιος· - мех λοι- γίσια γούνα. 2 δειλός, κιοτής. II εκφρ. -чья капуста (βοτ.) σόγχος, τσόχος, ζοχός, γαλα- τσίδα· -ЧЬЯ губа λαγοχει.λία. звание, -я ουδ, 1 τίτλος· - героя Советс- Советского Союза τίτλος ίου ήρωα της Σοβιετικής ϋ- νωσης· ученное - επιστημονικός τίτλος· по- почётное - τιμητικός τίτλος· графское - ο τίτ- τίτλος г ου κόμη· княжеское - ο τίτλος ίου πρί- πρίγκιπα. II βαθμός, αξίωμα· воинское - στρατί-
ωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση. 2 (παλ.) όνομα, ονομασία. 3 κοινωνικό στρώμα, κοινω- κοινωνική κατάσταση· мещанское - μικροαστιπό στρώ- στρώμα· духовное - κλήρος,,ιερατείο· низкое - κα- κατώτερο κοινωνικό στρώμα· ЛЮДИ ВСЯКОГО -Я άν- άνθρωποι, όλων των σίρωμάτων. II εκφρ. ОДНО - осталось (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χά- (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)· И -Я нет ούτε το όνο- όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς). званый επ. 1 (προσ)καλεσμένος, προσκεκλη- προσκεκλημένος. 2 επίσημος (για γεύμα, εσπερίδα κλπ,.). звательный επ. στις εκφρ: - падёж ή -ая форма η κλητική πτώση. звать, зову, зовёшь, παρλθ. χρ. звал, -ла, звало, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. званный, βρ: зван, звана, звано ρ.δ.μ. 1 καλώ, φωνάζω· - ка помощь καλώ σε βοήθεια. II προσκαλώ· - κ себе В ГОСТИ προσκαλώ στο σπίτι μου σαν φι- φιλοξενούμενο· - на свадьбу καλώ στο γάμο. 2 ονομάζω, ονοματίζω· его зовут аристократом τον φωνάζουν αριστοκράτη. II απρόσ. как вас зовут? πως σας λένε; меня зовут Александр με λένε Αλέξανδρο. II -СЯ ονομάζομαι, καλού- καλούμαι, λέγομαι. звезда, -ы, πλθ. звёзды θ. 1 αστέρι, ά- άστρο, αστέρας· падающая - διάττοντας αστέ- αστέρας, αστροβολίδα, πεφτάστρι? неподвижная - απλανής αστέρας· полярная - πολικός αστέρας· утренняя - ο αυγερινός· вечерняя - ο αποσπε- αποσπερίτης· нёбо, усеянное -ами ουρανός αστερό- εις. II κάθε τι πού έχει σχήμα αστεριού· пя- пятиконечная - το πεντάλφα· маршальская - το στραταρχικό αστέρι (παράσημο). II προσωπικό- προσωπικότητα· - ЛЮЙВИ άστρο της αγάπης. II άσπρο ση- σημάδι στο μέτωπο αλόγου· конь С белой -ОЙ на лбу αοτεοάτο άλογο (μπάλης). II εκφρ. морс- морская - το εχινόδερμο, αστερίας· до -Ы ως το βράδυ, ώσπου να βγουν τ' αστέρια· ~Ы С нёба хватает πιάνει πουλιά στον αέρα (ικανότα- (ικανότατος)· он родился! под счастливой -ОЙ αυτός είναι σα33ατογεννημένος (τον πάει η τύχη)·- экрана αστέρι του κινηματογράφου· считать, -Ы μετρώ τ' άστρα (χάσκω)· - падучая (παλ.) μετέωρο. Звездануть ρ.σ.μ. (απλ.) χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα, αστράφτω (μπάτσο). звездистый επ., Эр: -дйст, -а, -о. 1 βλ. Звёздный. 2 μτφ. (παλ.) σπινθηροβόλος, λα- λαμπερός. ЗВеЗДЯТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.δ. (παλ.) 1 γεμίζω με αστέρια, γίνομαι αστερώδης. 2 σπινθηρίζω. ЗвёЗДНЫЙ επ. 1 αστρικός, άσζρινός·- свет αστροφεγγιά. 2 έναστρος, αστεροπληθής, -βρι- οής, αστερόεις: -ое нёбо έναστρος ουρανός. II εκφρ. - ГОД αστρικό έτος· - ДОЖДЬ βροχή δι- διαττόντων αστέρων. звездообразный επ. αστεροειδής. звездопад, -а α. πτώση (βροχή) διαττόντων αστέρων. звездочёт, -а α. ι (παλ.) αστρολόγος, αυ- αυτός που προλέγει τη μοίρα με τ' αστέρια. 2 ουρανοσκόπος (ψάρι). звёздочка, -И θ. αστεράκι. II αστερίσκος (σημάδι). звездчатый επ. 1 αστεροειδής. 2 (παλ.) λα- λαμπερός, σπινθηροβόλος. звенеть ρ.δ., μτχ. ενεοτ. звенящий; (για μέταλλα) ηχώ, κροτώ, κροταλίζω· σημαίνω, χτυπώ· κουδουνίζω· - шпорами κροταλίζω με τα σπιρούνια· - монетами κροταλίζω μετά κέρ- κέρματα· колокольчик -ЙТ το καμπανάκι χτυπά* -ЯТ струны гитары ηχούν οι χορδές της κιθάρας· -ят голоса ηχούν οι φωνές. II εκφρ. в ушах -ЙТ τ' αυτιά βουίζουν. звено, -а, πλθ. звенья, -ьев ουδ. 1 κρί- κρίκος, δακτύλιος· -ья цепи οι κρίκοι της α- αλυσίδας. II τμήμα, μέρος ομοειδές, ομοιότυπο. 2 ομάδα, γκρουπ· пионерское - πιονέρικη ο- ομάδα. ]/ μτφ. πυρήνας.ί) (στρατ.) σμήνος. звеновой ε π. της ομάδας. звеньевой επ. της ομάδας. II ουσ. α. - κ. θ. -ая ομαδάρχης, -ισσα. Звенящий επ. απο μτχ. ηχηρός, οξύηχος. зверёк, -рька к. зверок, -рка α. θηρίδιο. зверёнок, -нка α., πλθ. -рята, -рят; νεο- νεογνό θηρίου· θηρίδιο. зверёныш, -а α. βλ. зверёнок. Звереть, -ею, -ёешь р.δ. εξαγριώνομαι, α- αγριεύω, θεριεύω, γίνομαι θεριό, εξοργίζομαι. ЗВврина, ~Ь! θ. (απλ.) μεγάλο θηρίο· θεριό. 8Ввринец, -НЦа α. (παλ.) θηριοτροφείο. ЗВврЙННЙ επ. 1 του θηρίου· -ые следы ίχνη θηρίου· -ые КОГТИ νύχια θηρίου. 2 μτφ. σκλη- ρος, θηριώδης, κτηνώδης* -ые ИНСТИНКТЫ κτη- κτηνώδη ένστικτα· -ая ненависть άγριο (θανάσι- (θανάσιμο) μίσος. II υπέρμετρος, υπερβολικός· -ая тоска σπαραγμός. II снфр. - стиль (ή орна- орнамент) θήρεια γραφή. ЗверобойΙ -Я α. κυνηγός φώκης,τριχοφόρου, πολικού δελφινιού κ. άλ. Зверобой? -Я α. 1 (βοτ.) το υπερικό, θη- ριόχορτο. 2 είδος βότκας. зверобойный1 επ. κυνηγετικός· αλιευτικός· -ое судно αλιευτικό σκάφος (για φώκη, τρι- χοφόρο κλπ.)· - промысел η θηριευτική. Зверобойный επ. του υπερικού, απο υπερικό. зверовать1, -рую, -руешь ρ.δ. (διαλκ.) θη- θηρεύω, κυνηγώ. ЗверавИДНЫЙ επ. θηριόμορφος, θηριώδης. Зверовод, -а α. θηριοτρόφος, ЗВеровоДСТВО, ουδ. θηριοτροφείο. ЗВвроВОДЧвСКИЙ επ. θηριοτροφικός· -аЯ фё-
рма θηριοτροφείο· - СОВХОЗ 'σοθχόζΐΗο' θηρι-| στροφείο. зверовой επ. του θηρίου, για θηρία· -όβ место κυνηγότοπος· -ая тропа μονοπάτι, άγριων ζώων -ая охота κυνήγι άγριων ζώων -ая из- избушка σπιτάκι, των κυνηγών (στα δάση, βουνά). II κυνηγετικός, θηρευτικός· -ая собака κυνη- κυνηγετικό σκυλί. ЗВероВЩИК, -а α. κυνηγός άγριων θηρίων. зверок βλ. зверёк. зверолов, -а α. ποδαγρός, θηρευτής. ЗВеролОВННЙ επ. κυνηγετικός, θηρευτικός. ЗВерОЛОВСТВО, -а ουδ. κυνήγι, θήρα. зверообразный επ. θηρι όμορφος· κτηνώδης. ЗВероПОДОбяе, -Я ουδ. θηριομορφία. звероподобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; θηριώδης. зверосовхоз, -а α. θηριοτροφείο του σοβχόζ. ЗВврофёрма, -Ы θ. θηριοτροφείο. ЗВврСКИ επίρ. θηριώδικα, κτηνώδικα,άγρια. II υπερβολικά· я - голоден είμαι ψόφιος (πε- (πεθαίνω) απο την πείνα. ЗВврСКя! επ. 1 βλ. ЗВерЙНЫЙ. 2 θηριώδης, άγριος, σκληρός, θηριόψυχος, απάνθρωπος. 3 υπερβολικός, πολύ δυνατός, γερός· - аппетит κυνορεξία· -ая жара υπερβολική ζέστη. Зверство, -а ουδ. 1 θηριωδία, κτηνωδία, α- αγριότητα, απανθρωπιά. 2 πράξη θηριώδης. зверствовать, -твую, -твуешь р.δ. διαπράτ- διαπράττω θηριωδίες, ωμότητες. зверушка к. звершка, -и θ. μικρό θηρίο, θηρίδιο. Зверь, -Я, γεν. πλθ. -ей α. 1 θηρίο, θε- θεριό, άγριο ζώο· ХЙШНЫЙ - αρπακτικό ζώο· пуш- НОЙ - άγριο ζώο με δέρμα για γούνα· дикие-И άγρια θηρία· плотоядные -И σαρκοβόρα (σαρ- (σαρκοφάγα) ζώα· красный - ξανθό ζωο (ελάφι). 2 μτφ. κτήνος, ζώο· это -, а не человек αυτός είναι θηρίο κι όχι άνθρωπος. II εκφρ. смо- смотреть -ем αγριοκοιτάζω· будить В ком -Я ξυ- ξυπνώ σε κάποιον τα άγρια ένστικτα. вверьё, -я ουδ. (αθρσ.) τα άγρια ζώα, τα θηρία. ЗВврВГа, -И α. κ. θ. (απλ.) 1 θηρίο, ά- άγριο ζώο. 2 βλ. зверь B σημ.). ЗВОН, -а α. 1 ήχος, κρότος (μετάλλου, γυα- γυαλιού)· - шпор κροτάλισμα των σπιρουνιών КОЛОКОЛОВ καμπάνισμα, καμπανοκρουσία· ΠΟΧΟ- рОННЫЙ - πένθιμη καμπανοκρουσία· - В ушах βούισμα των αυτιών слышал -, да не знает., где ОН (παρμ.) άκουσε κάτι, μα δεν ξέρει г ι και πως. 2 κουτσομπολι.0. II εκφρ. -у задать (απλ.) μαλώνω, κατσαόιάζω' όερνω. ЗВОНарь, -Я α. 1 κωδωνοκρούστης. 2 μτφ. κουτσομπόλης· φλύαρος. ЗВОНИТЬ р.δ. 1 χτυπώ, βαρώ, σημαίνω. 2 διαδίδω, φημολογώ, κουτσομπολεύω. 3 τηλε- τηλεφωνώ, καλώ στο τηλέφωνο, παίρνω τηλέφωνο. II εκφρ. - во все колокола κοινολογώ, διαλαλώ, διακυρήσσω σ'όλους τους τόνους. II - СЯ κου- κουδουνίζω, χτυπώ το κουδούνι της πόρτας. звонкий επ., βρ: -нок, -нка, -нко ηχηρός· ~ая песня ηχηρό τραγούδι· -ие голоса ηχηρές φωνές· - поцелуй σκαστό φιλί· -ие согласные ηχηρά σύμφωνα. II εκφρ. -ая монета τα κέρμα- κέρματα· -ая фраза μπομπώδεις φράσεις, παχιά λό- λόγια. ЗВОНКО επίρ. ηχηρά. ЗВОНКОВЫЙ επ. του κουδουνιού· -ая кнопка το κουμπί του κουδουνιού. ЗВОНКОГОЛОСЫЙ επ., βρ: -лес, -а, -о λα- μπρόφωνος, εύηχος, οξΰηχος. ЗВОНКОСТЬ, -И θ. ηχηρότητα. ЗВОНИЦа, -Ы θ. ιδιαίτερο είδος καμπανα- καμπαναριού κατά εκκλησσία. звонок, -нка α. 1 κουδούνι· председатель- председательский - το προεδρικό κουδούνι· дверной - το κουδούνι της πόρτας· электрический - ηλε- κρικό κουδούνι· раздался - χτύπησε (σήμανε) το κουδούνι· - в телефоном аппарате κουδού- κουδούνι τηλεφώνου· давать - χτυπώ το κουδούνι. звончатый επ., βρ: -чат к. -чат, -а, -о; (λκ. ποίηση) ηχητικός, ηχογόνος· ηχηρός. звук, -а α. ήχος· αχή, αχός· слабый - α- αδύνατος ήχος· монотонный - μονότονος ήχος· музыкальный - μουσικός ήχος· - голоса ήχος φωνής· странный - παράξενος ήχος* - выстре- выстрела η εκπυρσοκρότηση· гласный - το φωνήεν согласный - το σύμφωνο· чистый - καθαρός ή- ήχος· посторонный - (ράδιο) παράσιτα· изда- издавать - ηχώ, αναδίδω, εκπέμπω ήχο· ни -а ού- ούτε λέξη (δεν πρόφερε)· скорость -а ταχύτητα ьήχου· ПОД -И музыки υπό τους ήχους; της μου- μουσικής. II φθόγγος· -И И буквы φθόγγοι και γράμματα. II εκφρ. пустой - κούφια λόγια, α- ερολογήματα· ни -а ούτε τσιμουδιά, απόλυτη σιγή. ЗВуксВЙК, -а α. μηχανικός ηχοληψίας, φω- νοληψίας. звуковой επ. ηχητικός· -ая волна ηχητικό κύμα· -ые колебания ηχητικές ταλαντώσεις· - филм ομιλούσα ταινία· -ое КИНО ομιλών κινη- κινηματογράφος· - сигнал ηχητικό σήμα· - метод φωνητική μέθοδος (διδασκαλίας). ЗВуК0В0СЩ>0ИЗВвДвНИе, -Я ουδ. αναπαραγωγή ήχου, ηχογράφηση. ЗВУКОВОСПРОИЗВОДЯЩИЙ επ. της αναπαοαγωγής ήχου· - аппарат συσκευή αναπαραγωγής ήχου. ЗВукозаПЙСНВаЩНЙ επ. ηχογραφίκός, φωνο- φωνογραφικός· - аппарат ηχογραφική συσκευή. ЗВУКОЗШШСЬ, -И θ. ηχογράφιση· φωνοληψία. ЗВУКОИЗОЛЯЦИОННЫЙ επ. της ηχητικής μόνω-
σης, αλεξιθόρυβος. ЗВУКОИЗОЛЯЦИЯ, -и θ. μονωτική ουσία ήχου. звукомаскировка, -И θ. ηχητικό καμουφλάζ. звукометрический еп. ηχομετρικός. звукометрия, -И θ. ηχομετρία. звуконепроницаемость, -И θ. το αδιαπέρα- αδιαπέραστο απο τον ήχο, μόνωση του ήχου. звуконепроницаемый είτ. μονωτικός του ήχου, αδιαπέραστος απο τον ήχο· αλεξιθόρυβος. звукооператор, ~а α. μηχανικός φωνοληψί- ας, οπερατέρ. Звукооператорский επ. του μηχανικού φωνο- ληψίας. ЗВУКОПИСЬ, -И θ. (φιλγ., μουσ.) ευφωνία.. звукопоглощающий επ. απορροφητικός ήχου. звукопоглощение, -Я ουδ. απορρόφηση ήχου. звукоподражание, -Я ουδ. ονοματοποιία, ο- νοματοιιοίηση, μίμηση ήχου. звукоподражатель, -Я α. ονοματουργός, ο- νοματοποιός, звукоподражательность, -И θ.ονοματοποιία. звукоподражательный επ. ο μιμούμενος τον ήχο. II (γλωσ.) ονοματοποιητ ικός· ~ые слова ονοματοποιητικές λέξεις. звукопроводимость, -и θ. βλ. звукопрово- звукопроводность. ЗВУКОПРОВОДНОСТЬ, -И θ. ηχητική αγωγιμό- αγωγιμότητα. звукопроводящий επ. καλός αγωγός ήχου. звукопроницаемость, -И θ. διαπερατότητα ηχητική. звукопроницаемый επ. διαπερατός απο τον ήχο. звукоряд, -а α. (μουσ.) μελωδικοί συνε- συνεχείς φθόγγοι. звукосниматель, -я α. βλ. адаптер. звукосочетание, -я ουδ. συνδυασμός ηχητι- ηχητικός. звукоулавливатель, -Я α. συσκευή ακουστι- ακουστική. επ. απο μτχ. ηχοληπτι- ηχοληπτικός, φωνοληπτικός. звукоуловитель, -я α. βλ. звукоулавлива- звукоулавливатель. звукоусиление, -Я ουδ. ενίσχυση ήχου. звукоусилитель, -я α. ενισχυτής ήχου. звучание, -Я ουδ. ήχηση. звучать, -чу, -чйшь, μτχ. ενεστ. звучащий ρ.δ. 1 ηχώ, σημαίνω· КОЛОКОЛ -ЙТ ηχεί η κα- καμπάνα. 2 αντηχώ, αντιλαλώ· -ат голоса αντι- αντιλαλούν φωνές. II είμαι εύηχος, έχω φωνή· ρο- яль -Йт неважно το πιάνο δεν έχει και τόσο καλή φωνή, II μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, προ- προβάλλω, διακρίνομαι· в вопросе -йт сомнение στο ερώτημα φαίνεται κάποια αμφιβολία· В её голосе -ЙТ радость στη φωνή της διακρίνε- διακρίνεται η χαρά· это -йт фальшиво αυτό είναι φα- φανερό ψέμα. II κάνω την εντύπωση· συμπίπτω με· это утверждение -йт совсем не по-марксйстки αυτή η άποψη δεν είναι καθόλου μαρξιστική. II εκφρ. - в ушах (в памяти, в сердце) ηχώ α- ακόμα στ' αυτιά, διατηρούμαι ακόμα στη μνή- μνήμη, δεν ξεχνιέται. Звучащий επ. απο μτχ. ηχητικός· - буй σημαντήρας (σημαδούρα) με κουδούνι. ЗВУЧНО επίρ. ηχηρά,! ηχητικά. ЗВУЧНОСТЬ, -И θ. ηχητικότητα, ηχηρότητα- ευηχία, ευφωνία. звучный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно ηχητι- ηχητικός, ηχηρός· - колокольчик ηχηρό κουδουνά- κουδουνάκι· - смех ηχηρό γέλιο. II εύηχος, εύφωνος· -ое СЛОВО εύηχη λέξη. ЗВЯК, -а α. 1 (απλ.) ήχος, κρότος (μετάλ- (μετάλλου ή γυαλιού). 2 (επιφ. με σημ. κατήγ.)ικρακ. звяканье, -Я ουδ. κράτηση, κρότημα, κρού- κρούση· κουδούνισμα· - ключами κράτηση με κλει- κλειδιά· - шпор κράτηση σπιρουνιών. Звякать ρ.δ. βλ. звякнуть A σημ.). звякнуть р.σ. (για μέταλλα κ. γυαλιά) η- ηχώ, κροτώ, κουδουνίζω, βροντώ. II κρούω, χτυ- χτυπώ. 2 (απλ.) τηλεφωνώ, κουδουνίζω· ЗВЯКНИ мне, когда решишь уехать πάρε με τηλέφωνο ό- όταν αποφασίσεις·να φύγεις. зги σης εκφρ: (ни) - не видно (ή не ви- видать) καθόλου δε βλέπω. здание, -Я ουδ. κτίριο, οικοδόμημα· ίδρυ- ίδρυμα· новое - καινούριο κτίριο· общественное - κοινωνικό ίδρυμα* каменное - λιθόκτιστο οικοδόμημα. Здесь επίρ. εδώ, σ' αυτό το μέρος, ενταύ- ενταύθα, ενθάδε· кто -? ποιος είν' εδώ; - никого нет εδώ δεν είναι κανένας· - и там εδώ και 'κεί· - погребён такой-то εδώ κείταιοτάδε· II σ' αυτή την περίπτωση, σ' αυτό το σημείο· - председатель прервал обвиняемого εδώ о πρόεδρος διέκοψε τον κατηγορούμενο. здешний -ля, -ее επ. ο εδώ· -ие условия ЖИЗНИ οι εδώ συνθήκες ζωής. II ντόπιος·- жи- житель ντόπιος κάτοικος. Здороваться р.δ. χαιρετώ, χαιρετίζω, χαι- χαιρετιέμαι· - за руку χαιρετώ με χειραψία* КИВКОМ ГОЛОВЫ χαιρετώ με νεύμα του κεφα- κεφαλιού. здоровенный επ. (απλ.) 1 γερός, δυνατός, ρωμαλαίος. 2 τεράστιος, πελώριος· -ая дубй- На πελώρια μαγκούρα. Здороветь ρ.δ. γερεύω, δυναμώνω. здоровёхонек к. здоровёшенек, -нька, -нь- КО κατάγερος, υγιέστατος άνθρωπος. Здоровила, -Ы α. (απλ.) άνθρωπος πολύ δυ- δυνατός, θεοδύναμος, ρωμαλέος, εύρωστος. здоровиться, -ится ρ,δ. απρόσ. как -ится?
здо 385 зей πως έχει (.πάει) η υγεία; не очень -ИТСЯ δεν πάει, και καλά η υγεία. здорово επίρ. (απλ.) 1 πολύ· γερά, δυνα- δυνατά· они вчера - вшили αυτοί χτες ήπιαν πολύ· мы - проголодали εμείς πεινάσαμε πολύ. 2 καλά, έντεχνα· επιτήδεια· - сделано είναι καλοφτιαγμένο. здорово1 επίφ. (απλ.) γεια σου (σας)' - зе- земляк γεια σου πατριώτη· - ребята γεια σας παιδιά. И εκφρ. - живёшь (живёте)! (απλ.) γεια σου (σας)! (за) - живёшь (απλ.) χωρίς καμιά αιτία, χωρίς τίποτε, στα καλά καθού- καθούμενα. ЗДОрОВО2 επί ρ. υγιώς. II ως κατηγ. είναικα- λό για την υγεία· Зто ДЛЯ вас - αυτό είναι, ωφέλιμο για την υγεία σας· детям - спать на воздух για τα παιδιά είναι καλό το να κοι- κοιμούνται στο ύπαιθρο. ЗДорОВОСТЬ, -И θ. υγιεινότητα. ЗДОрОВущкЙ επ. (απλ.) 1 εύρωστος, ρωμαλέ- ρωμαλέος. 2 πελώριος, τεράστιος. ЗДОрОВЫЙ επ., βρ: -ров, -а, -О υγιής, γε- γερός· ζωηρός· - организм γερός οργανισμός· - ВИД ζωηρή όψη· В -ОМ теле - дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί). II μτφ. σωστός, λογικός, ορθός· -ая политика σωστή πολιτική· -ая критика σωστή κριτική· -ая идея σωστή ιδέα (σκέψη). 2 υγιεινός·-ая ПЙща υγιεινή τροφή· - воздух καθαρός αέρας. 5 ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.4 (με σημ, κατηγ.) ακούραστος· επιτήδειος, ι- ικανός. 5 (απλ.) δυνατός, ισχυρός. II εκφρ. будь -Ов! α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! 0) (μετά απο φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρό- πρόποση) στην υγειά σας! βίβα! по добру По -ву με το καλό· убирайтесь ПО ДОбру по - ву φύ- φύγετε απ' εδώ με το καλό. здоровье, -я ουδ. υγεία· слабое - καχε- καχεξία· крепкое - ευεξία· беречь - προφυλάσσω την υγεία· не беречь - αδιαφορώ για την υ- υγεία- кушайте на - τρώγετε καλό νά 'χετε· за ваше - (στην πρόποση) στην υγειά σας· как ваше -? πως είναι η υγεία σας; πως είστε; πως έχετε; τι κάνετε; πως πάτε απο -υγεία; κ.τ .τ. здоровяк, -а α., -чка, -и θ. άντρας κατά- γερος· γυναίκα κατάγερη. здравие, -я ουδ. (παλ.) βλ. здоровье. II εκφρ. ВО - (παλ.) στην υγεία* - желаю (παλ.) σας ευχόμαστε υγεία (απάντηση κατωτέρων α- αξιωματικών σε χαιρετισμό ανωτέρου)· начать за -, а кончить ή свести за упокой αρχίζω με γέλια και τελειώνω με κλάματα, αρχίζω με το καλό και τελειώνω με το κακό1 (γιοι συνο- συνομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.)· здравица, -Ы θ. πρόποση· προσφώνηση· про- провозгласить -у ΚΟΓΟ-Κ. πίνω στην υγεία κά- κάποιου. здравница, -Ы θ. θεραπευτήριο, σανατόριο· σπίτι ανάπαυσης· - для туберкулёзных φθισι- ατρείο. здраво επί ρ. υγιώς, υγιεινώς. || ορθώς -ά, σωστά. Здравомыслие, -Я ουδ. ορθή σκέψη· ευθυ- ευθυκρισία. ЗДравОШСЛЯЩИЙ επ. ο υγιώς σκεπτόμενος, λογικός, γνωστικός. здравоохранение, -Я ουδ. δημόσια υγεία, υγιεινή· министерство -я.υπουργείο υγιει- υγιεινής· органы -Я υγειονομικά όργανα (για- (γιατροί, νοσοκόμοι κλπ.). Здравоохранительный επ. υγειονομικός· ~ые мероприятия υγειονομικά μέτρα. ЗДравоСТЬ, -И θ. λογικότητα· σωστότητα. Здравотдел, -а α. υγειονομικό τμήμα. здравпункт, -а α. υγειονομικό κέντρο. здравствование, -я ουδ. ευεξία. здравствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. 1 υ- υγιαίνω· ευεκτώ. 2 προστκ. -ствуй(те) υγίαι- νε(τε), γεια σου (σας). 3 προστκ. -ствуй(те) επιφ. (απλ.) α-ά, αμπώς, μωρέ τι λές, ωρί- στε μας, νάτος μας, νάτη μας κ.τ.τ. II εκφρ. да -ствует! ζήτω! да -ствует мир вовсём ми- мире! ζήτω η ειρήνη σ' όλον τον κόσμο. здравый επ., βρ: здрав, -а, -о. 1 λογι- λογικός, σωστός, σάφρονας, ορθόφρονας· - ум ή МЫСЛЬ κοινός νους, συνήθης αλλά υγιής σκέψη, -ое суждение η κοινή αλλά σωστή κρίση. 2 (παλ.) υγιής, γερός. II εκφρ. здрав и невре- невредим σώος και αβλαβής· В -ОМ уме И твёрдой памяти με εχεφροσύνη (ορθοφροσύνη) και στα- σταθερότητα. Зебра, -Ы θ. ζέβρα, όναγρος. зебровый επ. της ζέβρας, του ονάγρου. Звбу άκλ. ζεβού κ. ζεμπού (ινδικό βόδι). 3ΘΒ κ. (απλ.) 39Β, -а α. 1 φάρυγγας. 2 στόμα. II μτφ. στομι.ο, οπή, χρυπα. зевака, -и α. κ. θ. χάχας, χαζός. зеванье, -Я ουδ. χασμούρημα, χάσμηση. зевательный επ. χασμουρίστικος· -ая су- судорога χασμουρίστικος σπασμός. Зввать р.δ. 1 χασμουριέμαι, χασμώμαι. 2 χαζεύω, χάσκω· - ПО сторонам χαζεύω εδώ και κεί. 3 (διαλκ.) φωνάζω, κραυγάζω. II -СЯ α- πρόσ. βλ. ρ. ενεργ. φ. зевнуть р.σ. βλ. зевать A σημ,). ЗеВОК, -ΒΚίί α. 1 χασμούρημα, χάσμημα. 2 (απλ.) απροσεξία, λάθος. Зевота, -Ы θ. χάσμημα, -ση, -μούρημα,-ητό. Зейгерование, -Я ουδ. διαχωρισμός με θερ- θερμότητα. *зейгеровать, -руга, -руешь р.6.μ. (τεχ3 δι-
зел 386 8ВМ αχωρίζω με θερμότητα. зеландец, -дца.а. -дка, -и θ.Ζηλανδός, -ή. зеландский επ. ζηλανδικός. Зеленение, -Я ουδ. πρασίνισμα. Зеленеть р.δ. 1 πρασινίζω, γίνομαι ή εί- είμαι πράσινος. II κάνω τι πράσινο. ΙΜΙ εξοργίζο- εξοργίζομαι πολύ· - ОТ ЗЛОСТИ πρασινίζω απο το κα- κό. 2 καλύπτομαι απο πρασινάδα· бронза И медь от времени -ют о μπρούντζος νιαι о χαλ- χαλκός απο τον καιρό πρασινίζει· хлеб -ет το ψωμί πρασινίζει (μουχλιάζει)· в глазах -ет τα μάτια πρασινίζουν (θαμπώνουν). II-ΟΗι πρα- πρασινίζω, φαίνομαι πράσινος. ЗеленЙТЬ р.δ.μ. πρασινίζω, χρωματίζω πρά- πράσινο. ЗелеННОЙ επ. χορταρικός, των πράσινων, κη- κηπευτικός· -ая лавка μανά3ικο· λαχανοπωλείο. зеленоглазый επ. βρ: -глаз, -а, -о πρασι- νομάτης· - КОТ πρασινομάτης γάτος. зелёННОСТЬ, -И θ. το πράσινο, η πράσινη χροιά, πρασινάδα. Зеленушка, -И θ. 1 χλωρίδα, φλώρος (ωδι- (ωδικό πτηνό). 2 ψάρι πρασινωπό. 3 πράσινη μύγα. зеленца, -ώ θ. (απλ.) 1 βλ. зеленьA σημ.). 2 χρώμα πρασινωπό. зеленщик, -а α., -ца, ~ы θ. μανάβης,.-ισαα, λαχανοπώλης, -ητρια. зелёный επ., βρ: зелен, -а, -о. 1 πράσι- πράσινος· - цвет πράσινο χρώμα· -ая ткань πράσι- πράσινο ύφασμα. 2 χλωρός· - корм χλωρή τροφή ζώ- ζώων, χλωρό χορτάρι· -ые фасоли χλωρά φασόλια· -ые щи λανανόσουπα από σπανάκια, ξυνήθρες ή τσουκνίδες* - борщ λαχανάσούπα με φρέσκο κραμΒολάνανο. 3 άγουρος, άωρος, ανωρίμαστός, αγίνωτος, αγούρμαστος. 4 μτφ. νέος, άπειρος· - юнец άπειρο παλικάρι. II εκφρ. -ые насаж- насаждения δεντροφυτείες* -ая тоска (ή скука) πί- πίκρα, θλίψη, οδύνη, φαρμάκι· - СТОЛ πράσινο τραπέζι (με πράσινη τσόχα για παιγνίδι)· -ая улица α) ανοιχτός (ελεύθερος) δρόμος για μεταφορικά μέσα. Β) μτφ. ανοιχτός δρόμος(χω- δρόμος(χωρίς εμπόδια), γ) (προεπανσ.) είδος τιμωρί- τιμωρίας (ο τιμωρούμενος περνούσε ανάμεσα απο δυο σειρές στρατιωτών, που κρατούσαν χλωρές βέρ- βέργες και χτυπούσαν τον τιμωρούμενο)· - чай πράσινο τσάι. зелень, -И θ. 1 (αθρσ.) πρασινάδα· χλόη, φύλλωμα· тут мало -И εδώ έχει λίγη πρασι- πρασινάδα. 2 (αθοσ.) χόοτα φαγώσιμα· ζαρζα3ατι- κά. 3 :з πράσινο χρώμα, πράσινος χρωματι- χρωματισμός. II πρασινωπή χροιά του προσώπου. 4 πρά- πράσινο στοώυα, οξύδωση· медь покрылась -ью о χαλκός σκεπάστηκε απο πρασινάδα- хлеб покрыл- СЛ -ыо го ,·ωμί πρασίνισε (μούχλιασε). 5 πράσι- πράσινη μπογιά. Зеленя, -ей ιτλθ. (διαλκ.) φύτρες δημητρι- δημητριακών. зело επίρ. (παλ. κ. αστείο) 1 πολύ, αρκε- αρκετά. 2 παλαιό σλαβικό γράμμα "προφέραμενο ό- όπως το „3". зелье, -я, γεν. πλθ. -лий, δοτ. -льям. 1 χόρτο δηλητηριώδες. 2 (παλ.) βότανο, φίλτρο· любовное - φάρμακο της αγάπης (φίλτρο). || απλ. καφές, τσάι, καπνός κ.τ.τ. II βότκα ή κρασί απο ψωμί. 3 (παλ.) άνθρωπος κακεντρεχής. 4 (παλ.) μπαρούτη. *зельц, -а α. σαλτσισότο, σαλάμι. Земельный ε π. 1 της γης, γήινος· έγγειος* - участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο· - надел κλήρος, κομμάτι γης· - налог έγγειος φόρος* - фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία. 2 α- αγροτικός· -ая реформа αγροτική μεταρρύθμι- μεταρρύθμιση· -ая рента .έγγεια πρόσοδος· -ое законо- законодательство αγροτική νομοθεσία· -ая ОбЩЙна αγροτική κοινότητα· - кодекс αγροτικός κώ- κώδικας· - банк αγροτική τράπεζα· -ая собст- собственность γεωκτησία· - кредит αγροτική πί- πίστωση. земец, -мца α. παράγοντας του ζεμστβ. землевед, -а α. γεωπόνος. Землеведение, -Я ουδ. γεωφυσική (επιστή- (επιστήμη). землевладелец, -льца α., -лица, -ы θ. γαι- γαιοκτήμονας* крупный - μεγάλος γαιοκτήμονας. Землевладельческий επ. κτηματικός--ие ДО- ДОХОДЫ κτηματικά έσοδα. Землевладение, -Я ουδ. γαιοκτησία. земледелец, -ЛЬЦа α. αγρότης, γεωργός, καλ- καλλιεργητής. Земледелие, -Я ουδ. 1 γεωργία. 2 γεωπονι- γεωπονική επιστήμη, γεωπονία. земледельческий επ. αγροτικός, γεωργικός* -ая машина αγροτική μηχανή* - район αγροτική περιοχή. ЗемлвКОП, ~а α. σκαφτιάς, σκαφέας. землекОШШЙ επ. σκαφευτικός, σκαπτικός* - инструмент σκαπτικό εργαλείο* -ые работы σκαφευτικές δουλειές. землемер, -а α. γεωμέτρης, γεωδαίτης* χω- χωρομέτρης. Землемерие, -Я ουδ. γεωδαισία· γεωμετρία* χωρομετρία. Землемерный επ. γεωμετρικός, χωρομετρι- κός, της γεωδαισιομετρίας. землеописание, -Я ουδ. (παλ.) γεωγραφία. землепашество, -а ουδ. (παλ. γεωργία. землепашец, -ища α. (παλ.) 8λ.земледелец. Землепользование, -Я ουδ. χρησιμοποίηση (καλλιέργεια) της γης. Землепользователь, -Я α. εκμεταλλευτής της γης (καλλιεργητής). Землепроходец, -ДЦа α. εξερευνητής παρθέ-
3ΘΜ 387 зен νων εδαφών, землероб, -а α. (διαλκ.) βλ. земледелец. ввМЖврОЙка, -И θ. (ζωολ.) μυγαλή. землеройный επ. εκσκαπτικός· -ая машина εκσκαπτική μηχανή. 8βΗΧβ000, -а α. εκσκαφέας αναρροφητικός. ЗвИЛесОСНЫв επ. αναρροφητικός των χωμά- χωμάτων -ая установка εγκατάσταση αναρροφητι- αναρροφητική των χωμάτων. землетрясение, -я ουδ. σεισμός· пострадав- пострадавшие ОТ -Я οι σεισμοπαθείς, σεισμόπληκτοι. Землеустроитель, -Я α. ειδικός διακανονι- διακανονισμού της γης. землеустроительный επ. του διακανονισμού γαιών -ые мероприятия μέτρα διακανονισμού της γης. землеустройство, -а ουδ. αγροτικό σύστη- σύστημα διακανονισμού της γης (χωροταξία). Землечерпалка, -И θ. εκσκαφέας, φαγάνα. землечерпание, -Я ουδ. εκσκαφή, εξόρυζη, εκχωμάτωση. землечерпательный επ. σκαφευτικός, σκα- πτ ι κός. ЗвМЛЙСТОСТЬ, -И θ. περιεκτικότητα σε χώμα. земЛЙСТЫЙ επ. 1 γαιούχος· - Песок αμμόχω- μα. 2 (για χρώμα) γεωει,δής, γεώδης. земля,1 -и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ. 1 γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας· - вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω απο τον ήλιο. 2 η ξη- ξηρά. 3 έδαφος· плодородная - εύφορη γη· бес- плодная - άγονη γη· песчаная - αμμώδες έδα- έδαφος· пахотная - καλλιεργήσιμη γη· Обетован- ная - γη της επαγγελίας· национализация ~й εθνικοποίηση της γης· церковные -И τα τσι- τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα)· помещичья - η τσιφλικάδικη γη· колхозная - κολχόζνικη γη. II χώμα· жирная - παχύ χώμα· рыхлая - α- αφράτο χώμα· бросить на -Ю ρίχνω καταγής (χά- (χάμω)· лечь на -Ю ξαπλώνω καταγής. II χώρα, τό- τόπος, κράτος· он живёт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα· необытаемые -И ακατοίκητα μέρη, 4 (παλ.) άκρη, φόντος με διακόσμηση υ- υφάσματος ή χαρτιού. II εκφρ. словно.из ~й ή ИЗ-ПОД -Й εμφανίζομαι, σαν τον Φαντομά (α- (απροσδόκητα)· -й под собой не слышать ή не чуять κ.τ.τ. πετώ απο τη χαρά μου. 8вМЛЯ^ -Й θ. παλαιά ονομασία του γράμμα- γράμματος „3". земляк, -а α., -чка, -и θ. συχωριανός,-ή, συμπατριώτης, -ισσα, συντοπίτης, -ισσα, συ- συμπολίτης, -ισσα. земляника, -И θ. 1 χαμοκερασιά, κουκουμα- ριά. 2 χαμοκέρασο, φράουλα· лесная - ορεινό χαμοκέρασο. ЗемЛЯНИЧКа, -И θ. (απλ.) ρόγα φράουλας. земляничка, -Ив. 1 φραουλίτσα. 2 ρόγα 'φράουλας. ЗемЛЯНИЧНЫЙ επ. της φράουλας ή απο φράου- φράουλα* - запах μυρουδιά φράουλας· -ое варенье γλυκό απο φράουλα. ЗемЛЯНКа, -И θ. χαμόγι, τρώγλη. Земляной επ. 1 χωματουργικός· -ые работы χωματουργικές εργασίες. 2 χωμάτινος, -τέ- νιος· - пол χωμάτινο πάτωμα· -ая насыпь α- ανάχωμα. II γεωειδής, γαιώδης. 2 που ζει ή βρί- βρίσκεται στη γη· - червь γαιωσκώληκας· - ορέχ φιστίκι· -ая груша βολβογ)ογγύλη (είδος πα- πατάτας)· - заяц αλάκταγα (γένος τρωκτικών). ЗемЛЯНОЧНЫЙ επ. της τρώγλης. земляцкий επ. πατριωτικός. земляческий επ. τοπικιστικός. Землячество, -а ουδ. τοπικισμός· αδελφό- αδελφότητα τοπικιστική, ενότητ-α πατριωτική. 3ΘΜΗΟ επίρ. στην έκφρ: - кланяться (παλ.) κάνω μετάνοια (υπόκλιση) εδαφιαία. ЗвМНОВОДНЫЙ επ. 1 αμφίβιος. 2 ουσ. αμφίβιο. земной επ. 1 γήινος, της γης· -ая кора о φλοιός της γης· -ая поверхность η επιφάνεια της γης· -ая ОСЬ ο άξονας της γης· - шар η γήινη σφαίρα. 2 επίγειος, εγκόσμιος· - рай επίγειος παράδεισος· -ые блага επίγεια αγα- αγαθά· - ПОКЛОН εδαφιαία υπόκλιση· ОКОНЧИТЬ -Ое странствие τελειώνω το δρόμο της ζωής (πε- (πεθαίνω) , Земнородный επ. γεωγέννητος· - Антей γεω- γέννητος Ανταίος. зёмСКИЙ επ. (παλ.) τοιΚέμστβου· - собор ί- ίδρυμα κρατικό καθώς και η συνέλευση των α- αντιπροσώπων ανώτερου κλήρου, φεουδαρχών και. ευγενών A6 - 17 αι.)· -ая упрааа τοπική αυτοδιοίκηση. . земснаряд, -а α. (землесосный снаряд) βλ. землесос. земство, -а ουδ. ζέμστβο, τοπική αυτοδι^ οίκηση (στην προεπαν. Ρωσία). *ЗвНЗубвЛЬ, -Я α. πλάνη !ραμποταρίσματος. *ЗвНЙТ, -а α. 1 (αστρν.) ζενίθ. 2 μτίρ. κο- λοφώνας, μεσουρανημα. Зенитка, -И θ. αντιαεροπορικό πυροβόλο. зенитный επ. 1 ζενίθειος, ζενιθιακός· -ое расстояние ζενίθεια απόσταση. 2 αντιαεροπο- αντιαεροπορικός· -ая артиллерия αντιαεροπορικό πυρο- πυροβολικό. зенитчик, -а α., -ца, -ы θ. πυροβολητής, -τρία αντιαεροπορικού πυρο3ολικού. ЗенЙЦа, -Ы 9. (παλ.) κόρη οφθαλυού· бе- реЧЬ (ή ХраНКТЬ) как -у ΟΚα φυλάγω σαν г ην κόρη του οφθαλμού. *3ΘΗΚθρ, -и α. τρύπανο διευρυντ ι.κό. ЗенкероваНИе, -Я ουδ. (ΐεχ.) διεύρυνση με τρυπανο.
Зенкеровать, -рую, -руешь р.δ.μ. (τεχ3 δι- διευρύνω με τρύπανο. зенкеровка, -и θ. βλ. зенкерование. Зёнки, -НЭК ΐΐλθ. (απλ.) τα μάτια. зенкование, -Я ουδ. διεύρυνση του στομίου οπής με τρύπανο. *зенковать, -кую, -куешь ρ.δ.μ. (τεχ.) δι- διευρύνω το στόμιο της οπής με τρύπανο. Зенковка.. -И θ. τρύπανο διεύρυνσης στομί- στομίου οπής. зеркало, -а πλθ. -ла, -ал ουδ. 1 καθρέ- καθρέφτης, κάτοπτρο· ручное - παθρεφτάνα· смо- трёься Β - κοιτάζομαι στον καθρέφτη, καθρε- καθρεφτίζομαι. II μτφ. γαλήνη υδάτινης επιφάνειας. 2 πλήρης απεινιόνηση. 3 επιφάνεια. Зеркальность, -И θ. λαμπρότητα, λάμψη, λα- λαμποκοπή, γυαλάδα. зеркальный επ. του καθρέφτη, του κατό- κατόπτρου· -ое производство παραγωγή καθρεφτών. II εφοδιασμένος με καθρέφτη· - шкаф ντουλά- ντουλάπα με καθρέφτη. 2 μτφ. γυαλιστερός, λαμπε- λαμπερός· λείος. II εκφρ. -ое стекло χοντρό γυαλί. Зеркальце, -а ουδ. καθρεφτάκι. зеркальщик, -а α. καθρεφτάς, κατοπτροποιός. ЗернЙСТОСТЬ, -И θ. σπυροτότητα, κοκκώδης πυκνότητα. Зернистый επ., Зр: -НЙст, -а, -ο. 1 κοκ- κοκκώδης, κοκκωτός, κοκκιαστικός, σπυρωτός· известяк ωόλιθος ή ωολιθικός ασβεστόλιθος· - снег κοκκορόχιονο· -ая икра σπυρωτό χαβιάρι. 2 μτφ. εκφραστικός- εμφαντικός. зерно, -а, πλθ. зёрна, зёрн, -рнам ουδ. 1 κόκκος, σπόρος φυτων, σπέρμα, σπυρί· горчич- горчичное - σινάπι, σιναπόσποροςΤ конопляное - καν- να3όσπορος· крупные, мелкие -а μεγάλοι, μι- μικροί κόκκοι· кофе в -ах καφές άτριφτος· хле- хлеба НИ -а ούτε σπυρί σιτάρι. 2 (αθρσ.) γέν- γέννημα, τα δημητριακά· хлеб В -έ σιτάρι σε κόκκους ή σπυρί-σιτάρι· семенное - σπόρος σιτοειδής. 2 μόο'.ο, τρίμμα· жемчужные -а κόκκοι μαργαριταοιού. II μτφ. ελάχιστη δόση, μόριο, σπυρί· ни -а морали нет ούτε κόκκος ήθους δεν υπάρχει. 3 μτφ. βασική αρχή (αφε- (αφετηρία), πυρήνας· - теории πυρήνας της θεω- θεωρίας· рациональное - λογικός πυρήνας· поэ- поэтическое - ποιητικός πυρήνας. Зернобобовый επ. 1 ελλοβόκαρπος. 2 ουσ. πλθ. -ые τα όσπρια. ЗерНОВЙДННЙ επ. κοκκοειδής, κοκκώδης. ЗерНОВИК, -а α. γεωπόνος ειδικός για τα δημητριακά. Зерновка, -И θ. 1 (8οτ.) καρύοψη. 2 κάν- θαρος των ψυχανθών. Зерновоз, -а α. σκάφος σιτομεταφορικό. зерновозка, -и θ. αμάξι σιτομεταφορικό. Зерновой επ. 1 σιχοειδής, σιτώδης, αγρο- στώδης· -ые культуры δημητριακοί καρποί, τα δημητριακά· - фураж η ζωοτροφή. 2 σιτοπα- ραγωγικός. Зернодробилка, -И θ. κοκκοθλάστης (μηχανηί зернодробильный επ. κοκκοθλαστικός· -ая машина κοκκοθλαστική μηχανή. зернообразный επ., 0ρ: -зен, -зна, -зно βλ. зерновидный. зерноочистительный επ: -ая машина λιχνι- στική μηχανή. ЗернооТЧИСТКа, -и θ. καθάρισμα, εκκάθαρση δημητριακών. Зернопогрузчик, -а α. φορτωτήρας δημητρι- δημητριακών. Зернопоставка, -Ив. παράδοση δημητρια- δημητριακών. Зернопульт, -а α. σύνθετη μηχανή εκκάθαρ- σης, διαλογής, μεταφοράς και ξήρανσης δημη- τ ριακών. Зерносушилка, -И θ. ξηραντήριρ (θάλαμος). II ξηραντήρας (συσκευή). зерноуборочный επ. θεριζοαλωνιστικός· КОМбаЙН θεριζοαλωνιστική μηχανή. Зерноувлажнитель, -Я α. διαβρεχτική μηχα- μηχανή δημητριακών. Зернофураж, -а α. νομή ξηρών δημητριακών. Зернохранилище, -а ουδ. σιταποθήκη, σιτο- σιτοβολώνας. ЗврноДДВЫЙ επ. ■ τρεφόμενος με κόκους· -ые ПТИЦЫ πουλιά που τρέφονται με κόκκους φυτών. зёрнышко, -а α. μικρός κόκκος. зернь, -и θ. (παλ.) τα κότσια (παιγνίδι). *3θρΟ ουδ. άκλ. μηδέν, μηδενικό, ζερό. Зерцало, -а ουδ. 1 (παλ.) καθρέφτης. 2 έμβλημα με πρίσμα και κάτω απ' αυτό διατάγ- διατάγματα του Πέτρου Τ-. 3 ασπίδα 1Д- - 17 αι. 3ΘΤ, -а α. το λατινικό γράμμα „Ζ" (ζετ). II (μαθ.) ο άγνωστος, зефир, -а α. 1 (παλ.) ζέφυρος (άνεμος). 2 (ύφασμα) ζεφύρι ή οξφόρ. 3 ελαφρό ζαχαρό- πηκτο. Зефирный επ. (παλ.) ελαφρός· φρέσκος. зефировый επ. ζεφύρινος, -ρένιος· -ая со- сорочка ζεφύρινο πουκάμισο. *ЗИГЗаГ, -а α. 1 ζιγκ ζάγκ. 2 μτφ. περι- περιστροφή, υπεκφυγή. зигзаговидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; ελικοειδής, οφιοειδής, σαν ζιγκ ζαγκ. зигзагообразный επ., 0ρ: -зен, -зна, -зно βλ. зигзаговидный. *ЗИГОта, -Ы θ. ζυγωτή (κύτταρο). ЗИЖДЙтель, -Я α., -НИЦа, ~Ы θ. (παλ.) θε- θεμελιωτής, δημιουργός, ιδρυτής. ЗИЖДЙтельныЙ επ. (παλ.) δημιουργικός, ι- ιδρυτικός, θεμελιω:ικός.
виас 389 зло зиждить, -аду, -адишь р.δ.μ. (παλ.) ιδρύω, δημιουργώ, θεμελιώνω.-II -СЯ βασίζομαι, στη- στηρίζομαι.· -ется на песке χτίζεται στην άμμο. 8Κ№, -Ы, αιτ. зиму, πλθ. ЗЙМЫ θ. χειμώ- χειμώνας· суровая - βαρύς χειμώνας, βαρυχειμωνιά, снежная - χιονώδης χειμώνας. II скфр. -у и лето χειμώνα - καλοκαίρι· ВСЮ -у όλο το χει- χειμώνα· прошлой, будущей -ой τον περασμένο, τον ερχόμενο χειμώνα. ЗИМНИЙ επ. χειμωνιάτικος, χειμερινός· вечер χειμωνιάτικη βραδιά· -ее время χειμω- χειμωνιάτικος καιρός· εποχή του χειμώνα· -ее по- помещение το χειμωνιάτικο (δωμάτιο)· -яя одё- ада χειμερινή ενδυμασία· -яя груша χειμω- χειμωνιάτικο αχλάδι· -яя спячка χειμερινή νάρκη- -ее солнцестояние χειμερινό ηλιοστάσιο. ЗШЛОВаШЙ επ. (διαλκ.) χειμωνανθεκτ ικός. ЗИМОВаЛЬННЙ επ. της διαχείμασης, του ξε- χειμωνιάσματ ος. зимование, -я ουδ. βλ. зимовка. 8ЯМ0ВаТЬ, -мую, -муешь, μτχ. ενεστ. зиму- зимующий ρ.δ. 1 διαχειμάζω, παραχειμάζω, ζεχει- μάζω, ξεχειμωνιάζω. 2 αντέχω στο χειμώνα ( στ ο κρύο). ЗКМОаяшв, -а ουδ.(παλ.) βλ. зимовка A σημ.). ЗШОВКа, -И θ. 1 διαχείμαση, παραχείμαση, ξεχείμασμα, ξεχειμώνιασμα. 2 χειμαδ:ιό. ЗИМОВНИК, -а α. χειμαδιό μελισσοκομικό. ЗИМОВОЧНЫЕ επ. της διαχείμασης· -ые гнё- гнёзда φωλιές διαχείμασης. ЗИМОВЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. ο διαχειμάζων, -ούσα. зимовье, -Я, γεν. πλθ. -ВИЙ, δοτ. -вьям ουδ. βλ. зимовка. ЗИМОГОр, -а α. (διαλκ.) ξ-υπόλητος, αλήτης. ЗИМОЙ к. ЗИМОЮ επίρ. το χειμώνα, κατά το χειμώνα, χειμώνα καιρό. ЗИМОрОДОК, -Дка α. αλκυών, ψαροφάγος, 0α- σιλοπούλι, μπιρμπίλι της θάλασσας. зимостойки! επ., βρ: -оек, -ойка, -ойко ψυχρόφιλ,ος, ανθεκτικός στο ψύχος· που ευδο- ευδοκιμεί στο ψύχος· -ие сорта, яблок χειμωνιά- χειμωνιάτικες ποικιλίες μήλων. ЗИМОСТОЙКОСТЬ, -И θ. αντοχή στο κρύο, στις χειμερινές συνθήκες· - растения ανθεκτικό- ανθεκτικότητα του φυτού στο ψύχος. ЗИМушка, -И θ. χειμωνούλης. ЗИМУЮЩИЙ επ. απο μτχ. χειμωνιάτικος, αν- ανθεκτικός στο ψύχος, διατηρούμενος στο ψύχος. ЗИПун, -а α. κάπα, καπότα. ЗЕЯНИе, -Я ουδ.Ί χάσμα, κενό· - бездны α- αβυσσαλέο χάσμα. 2 (γλωσ.) χασμωδία, ЗИЯТЬ, -яет р.δ. 1 χάσκω, χαίνω, ανοίγο- ανοίγομαι· -ла бездна под ногами ανοίγονταν άβυσ- άβυσσος κάτω απο τα πόδια. 2 (παλ.) ανοίγω το στόμα (για θηρία). злак, -а α. 1 (παλ.) χορταρικά, χόρτα φα- φαγώσιμα. 2 πλθ. -И δημητριακά· хлебные -И δημητριακοί καρποί. ЗЛакОВЫЙ επ. σιτοειδής, αγρωστοειδής· -ые растения αγρωστοειδή φυτά. II ουδ. πλθ. -ые τα δημητριακά. златить, злачу, златишь р.δ.μ. (παλ.) βλ. золотить. II -ся βλ. золотиться. златка, -И θ. βουπρηστίδα, βουπρήστι (εί- (είδος κανθαρίδας). злато, -а α. (παλ.) χρυσός, χρυσάφι. златоверхий επ. (παλ.) βλ. златоглавый. Златовласый επ. (παλ.) χρυσόμαλλος. Златоглавый επ. χρυσαφής στη κορυφή·χρυ- σότρουλος, χρυσόθολος. Златогривый επ. (παλ.) με χρυσόξανθη χαί- χαίτη· - конь άλογο με χρυσόξανθη χαίτη. Златой επ. (παλ.) χρυσός, χρυσαφένιος. ЗЛатокОванныЙ επ. χρυσοφτιαγμένος, χρυ- σοκαμωμένος. златокудрый επ. (παλ.) χρυσοκαΐσαρομάλ- λης, -όμαλλος. ЗлаторОГИЙ επ. (παλ.) χρυσοκέρατος. златострунный επ. (παλ.) χρυσόχορδος. ЗлатоткаННЫЙ επ. (παλ.) χρυσουφαντος· χρυσοκέντητος. Златоуст, -а α. (αστ., ειρν.) χρυσόστο- μος, μελίρρυτος. злачённый επ. (παλ.) επίχρυσος, -μένος.II емфр. -ое место (ειρν.) χρυσό μέρος (ανήθι- (ανήθικα κέντρα). ЗЛ6ЙШИЙ υπερθ. 0. του επ. ЗЛОЙ. злеть, злею, злеешь р.δ. γίνομαι, κακός. ЗЛвЦ, -а α. (παλ.) κακός. ЗЛИТЬ, ЗЛЮ, ЗЛИШЬ р.δ.μ. εξοργίζω, ερεθί- ερεθίζω, τσινώ, αγριεύω· - собаку ερεθίζω τό σκυ- σκυλί. II -СЯ εξοργίζομαι, ερεθίζομαι, αγριεύω. II μαίνομαι (για τρικυμία, άνεμο κ.ΐ.τ.). ЗЛО, -а, πλθ. μόνο γεν. ЗОЛ ουδ. 1 κακό· Причинить - кому-Η, προξενώ (κάνω) κακό σε κάποιον желать зла кому θέλω το κακό κά- κάποιου· употреблять ЧТО-Л. ВО - κάνω κατά- κατάχρηση ενός πράγματος· Пресечь - В корне ξε- ξεριζώνω το κακό. 2 δυστυχία, ατυχία· корень зла η ρίζα του κακού· из двух зол выбирать меньшее εκ 5ύο κακών το μη χείρον 3έλτι- στον платить злом за добро απο то καλό σου να 3ρεις το διάβολο σου· αντί του μάνα χο- χολή. 3 κακία, θυμός φούρκα· СО зла απο το κακό (μου, του и.τ.τ.)· - обращаться с кем- Л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον - подшутить Над кем χλευάζω κάποιον - улыбнуться χα- χαμογελώ με κακία· - кусаТЬСЯ τρώγω га νύχια απο со κακό μου. ЗЛОба, -Ы θ. κακία, μοχθηρία, μνησικακία· ПИТаТЬ -у Против КОГО-Н. τρέφω κσ.αΐη. για
ало 390 ЗЛО κάποιον Затаить -у κρύβω την κακία. II εκφρ. - ДНЯ το κύριο θέμα της μέρας· на -у ДНЯ το φλέγον ζήτημα· дышать -ОЙ σκάζω απο το κακό, πνίγομαι απο την οργή. ВЛОбИТЬ, -(ЗЛЮ, -бИШЬ ρ.δ.μ. (ιταλ.) οργί- οργίζω, θυμώνω, ερεθίζω, χολώνω, φουρκίζω. II -СЯ οργίζομαι, θυμώνω, ερεθίζομαι, φουρκίζομαι, κακιώνω. ЗЛОБНО επί ρ. με κακία, μοχθηρά. ЗЛОбВОСТЬ, -И θ. κακία, μοχθηρία, μνησι- ί κακία, κακοήθεια. · алойный επ., βρ: -бен, бна, -бно κακός, μοχθηρός, μνησίκακος· κακοήθης· - ВЗГЛЯД μοχθηρό Βλέμμα· - человек μοχθηρός άνθρω- άνθρωπος· -ая улыбка πικρό χαμόγελο· - враг βαμ- βαμμένος εχθρός. 8ЛОбОДНвВНОСТЬ, -И θ. επικαιρότητα, τα φλέγοντα ζητήματα. ЗЛОООДНвВНЫЙ επ. επίμαχος, επίκαιρος, κύ- κύριος, πρώτιστος* φλέγων - вопрос φλέγον ζή- ζήτημα· -ая тема το κύριο θέμα της μέρας· -ые события τα πρόσφατα σοβαρά γεγονότα. ЗЛОбСТВОВаина, -Я ουδ. εξόργηση, θύμωμα, κάκιωμα, δαιμόνισμα, χόλιασμα. злобствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. βράζω απο κακία, πνέω μένεα, είμαι πυρ και μανία, αφρίζω απο το κακό μου· бессЙЛЫЮ - τρώγω (ή δαγκώνω) τα σίδερα. зловещий επ., βρ: -вещ, -а, -о κακός, α- απαίσιος, αποτρόπαιος, -ιαστικός· κάκιστος* - ГОЛОС απαίσια φωνή· -ие признаки κακά ση- σημάδια* - сон κακό (άσχημο) όνειρο· -ее пре- преступление στυγερό έγκλημα· -ее карканье α- απαίσιος κρωγμός· -ая птица κακός οιωνός. II βλοσυρός· δεινός· φοβερός· -ая тишина φο3ε- ρή ησυχία· - кашель φο3ερός βήχας. ЗЛОВОНИв, -Я ουδ. δυσωδία, δυσοσμία, κα- κακοσμία, βρώμα, βόχα.· зловонный επ., Зр: -нен, -нна, -нно δυ- σώδης, δύσοσμος, κάκοσμος, βρώμιος. ЗЛОВрёдНОСТЬ, -И θ. κακεντρέχεια, μοχθη- ρότητα, κακοβουλία. ЗЛОВрвДНЫЙ επ. κακεντρεχής, κακό3ουλος, μοχθηρός, κακοποιός. 8ЛОДОЙ, -Я α. κακοποιός. II κακούργος, ε- εγκληματίας. II (παλ.) θεατρικός ρόλος κακο- κακοποιού. ЗЛОДвЙка, -И θ. η κακοποιός κλπ. ουσ. 3λ. злодей. ЗДОДвйСКВЙ επ. κακοποιός, εγκληματικός. II δόλιος, ύπουλος, επίβουλος, μοχθηρός. ЗЛ0ДАЙСТВ0, -а ουδ. 1 κακοποιία, μοχθηρό- τητα. II εγκληματικότητα. 2 έγκλημα, κακή πράξη. Злодействовать, -СТВую, -ствуешь р.δ. ε- εγκληματώ, κακουργώ. II κάνω κακό, βλάπτω ύ- ύπουλα. злодеяние, -Я ουδ. εγκληματική πράξη* α- νοσιουργημα. ЗЛОвХЙДНЫЙ επ. δόλιος, ύπουλος, οχιά·κα- κοποιός* -ые люди δόλιοι άνθρωποι* задать - вопрос βάζω ύπουλη ερώτηση. ЗЛСЖелатель, -Я α. (παλ.) κακοθελητής, κα- κακεντρεχής. зложелательный επ.(παλ.) κακόβουλος, κακε- κακεντρεχής. ЗЛОЖвлатеЛЬСТВО, -а ουδ. (παλ.) κακεντρέ- χεια, κακο3ουλία. злой επ., βρ: зол, зла, зло; злейший. 1 κακός* - человек κακός άνθρωπος* -е начало κακή αρχή* - дух το κακό πνεύμα* - умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση* быть ЗЛЫМ на ΚΟΓΟ-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον злая судьба κακή τύχη* - недуг κακιά αρρώ- στεια* злое дело κακή πράξη. 2 όλος κακία. 3 οργισμένος, αγριεμένος. 4 καυτερός, οξύς* -Я Горчица καυτερό σινάπι* - Перец καυτε- καυτερό πιπέρι* - табак Βαρύς καπνός. II μτφ. δη- δηκτικός* - фельетон δηκτική επιφυλλίδα* -Я карикатура δηκτική γελοιογραφία* - ЯЗЫК δη- κτική (φαρμακερή) γλώσσα. 5 δυνατός, γερός* - мороз δυνατό κρύο* -Я буря δυνατή θύελλα. II μανιώδης* - рыбак μανιώδης ψαράς. II εκφρ. -ые ЯЗЫКИ οι κακές γλώσσες, τα κακά στόμα- στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). ЗЛОКачеСТВеННОСТЬ, -И θ. κακοήθης μορφή νόσου. злокачественный επ., Зр: -вен, -вепна,-о 1 κακοήθης* -ая опухоль κακοήθης όγκος* -ая ЛИХОраДКа κακοήθης πυρετός. 2 (παλ.) μοχθη- μοχθηρός, κακεντρεχής. ЗЛОКЛГОчёние, -Я ουδ. ατύχημα, κακοπάθημα, δεινοπάθημα, συμφορά. Злокозненность, -И θ. δολιότητα, υπουλο'τη- τα* - Намерений δολιότητα των διαθέσεων. злоказнвнный επ. (παλ.) ύπουλος, δόλιος* - враг ύπουλος εχθρός. Злонамеренность, -И θ. κακοβουλία, κακή διάθεση, εθελοκακία, εμπάθεια. злонамеренный επ., Зр: -рен, -ренна, -о κακόβουλος, κακοδιατεθημένος, εθελόκακος. злонравие, -Я ουδ. (παλ.) κακοήθεια, κα- κεντρέχεια. злонравный επ., βρ: -вен, -вна, -о (παλ.) κακοήθης, κακεντρεχής. ЗЛОПаМЯТНОСТЬ, -И θ. μνησικακία. злопамятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно μνησίκακος. ЗЛОПаМЯТСТВО, -а ου^, μνησικακΓα. Злополучие, -Я ουδ. ατυχία, κακοτυχιά. II γρουσουζιά, κατσιποδιά. злополучный επ., Зр: -чен, -чна, -чно α-
κακότυχος, δύστυχος, κακοριζικος. II γρουσούζικος, καισιπόδαρος, κατσι,πόδης. ЭЛОПЫХателЬ, -Я α. κακόβουλος, φθονερός, κακεντρεχής· критика -Я κριτική κακόδουλου ανθρώπου. Злопыхательский εп. κακόβουλος, φθονερός, κακεντρεχής· -аЯ критика κακόβουλη κριτική. злопыхательство, -а ουδ. κακοβουλία, κα- κακέ ντρέχεια. злопыхательствовать, -ствую, -ствуешь ρ_δ. είμαι κακόβουλος, κακεντρεχής, έχω κακία. ЗЛОрадыо εκίρ. χαιρέκακα. злорадный επ., βρ: -ден, -дна, -дно χαι- χαιρέκακος . злорадство, -а ουδ. χαιρεκακία. злорадствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. χαί- χαίρε κακώ. злоречивый επ., βρ: -чйв, -а, -о (παλ.) κακολογικός, ονειδίστικος, ψεκτικός· - язык φαρμακερή γλώσσα. злоречие, -я ουδ. (παλ.) βλ. злословие. ЗЛОСЛОВИе, -Я ουδ. κακολογία, κακογλωσσιά. ЗЛОСЛОВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.δ. κακολογώ, κα- κογλωσσευω. ЗЛОСТНО επί ρ. με κακία, με κακεντρέχεια. ЗЛОСТНОСТЬ, -И θ. κακία, κακεντρέχεια, ε- εμπάθεια, μοχθηρία. злостный еп., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 κ,σκός, κακεντρεχής, μοχθηρός, εμπαθής. 2 α- ασυνεπής· - неплательщик κακοπληρωτής. ЗЛОСТЬ, -И θ. κακία, μοχθηρία, κακό· ΠΟ- бледнёть ОТ -И κιτρινίζω απο το κακό μου. злосчастие, -я ουδ. (παλ.) βλ. злополучие. злосчастный επ., -тен, -тна, -тно. 1 δυ- δυστυχής, δύστηνος. 2 βλ. злополучный. злотворный εα., 3ρ: -рен, -рна, -о (παλ.) επιβλαβής, βλαβερός, κακοποιός. ЗЛОТЫЙ, -ОГО α. το ζλότι (νομισματική μο- μονάδα της Πολωνίας). Злоумышление, -Я ουδ. (παλ.) κακή, κακούρ- γα σκέψη, κακουργία. злоумышленник, -а α., -ца, -ы θ. (παλ.) κακούργος· κακοποιός, εγκληματίας. Злоумышленный εκ. (παλ.) κακόβουλος, κα- κακοποιός, κακούργος, εγκληματικός. ЗЛОУМЫШЛЯТЬ р.δ. (παλ.) επιβουλεύομαι (με- (μελετώ) κακό. злоупотребить, ~блю, -бЙШЬ р.σ. καιαχρώ- μαι, κάνω κατάχρηση· - доверием κοααχρώμαι της εμπιστοσύνης· - властью κάνω κατάχρηση της εξουσίας· - добротой καταχρώμαι της κα- καλοσύνης . Злоупотребление, -Я ουδ. κατάχρηση· - Д0- вёрием κατάχρηση εμπιστοσύνης. злоупотреблять р.δ. Βλ. злоупотребить. ЗЛОЯЗЫЧИе, -Я ουδ. (παλ.) κακογλωσσιά,κα- κακογλωσσιά,κακολογία. ЗЛОЯЗНЧЙИК, -а α., -ца-, ~Ы. θ. (παλ.) κα- κακόγλωσσος, κακόλογος κλπ. επ. ЗЛОЯЗЫЧНЫЙ επ., βρ: -чен, -чна, ~4Ηθ(παλ) κακόγλωσσος, κακόλογος, κατηγοριάρης, φιλό- ψογος. ЗЛЫДень, -ДНЯ α. (παλ.) απατεώνας, κατερ- κατεργάρης, λωποδύτης. II κακούργος, κακοποιός, ЗЛЫДНИ, -ей κ. -ден πλθ. (διαλκ.). 1 φτώ- φτώχεια, ανέχεια. 2 σκευωρίες· ραδιουργίες, δο- δολοπλοκίες, μηχανορραφίες. злыдня -и θ. 3λ. злыдень. ЗЛЮКа, -И α. κ. θ. μοχθηρός, κακός, κα- κακεντρεχής? γρουσούζης· στρίγλα. злючка, -и θ. βλ. злюка. ЗЛЮЩИЙ ε π. πολύ κακός. Змееборец, -рца α. φιδομάχος, οφιομάχος. Змееборство, -а ουδ. φιδομαχία, οφιομαχία. ЗмеевЙДНЫЙ επ. οφιοειδής, οφιώδης, φιδω- φιδωτός· -ая труба οφιοειδής σωλήνας. змеевик, -а α. σπειροειδής· ελικοειδής. II (ορυκτ.) οφίτης, σερπανίτης. Змеёныш, -а α. φιδάκι. II μτφ. κακόπαιδο. змееобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно βλ. змеевидный· -ая дорога οφιοειδής δρόμος. ЗМвЙНЫЙ επ. 1 φιδίσιος, του φιδιού· - ЯД δηλητήριο φιδιού. 2 ύπουλος· δηκτικός, φαρ- φαρμακερός, ιοβόλος· -ое коварство υπουλότητα οχιάς· -ая улыбка φαρμακερό χαμόγελο, -ая мудрость φαρμακερή εξυπνχχδα. ЭМВИСТЫЙ επ. ελικοειδής, οφιοειδής. ЗМВЙТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.δ. 1 ελίσσομαι, ανε- ανελίσσομαι οφιοειδώς. 2 μτφ. (συνήθως για χα- χαμόγελο) γλυστρώ, παίρνω οφιοει.δή μορφή κί- κίνησης . ЗМвЙ, змея, γεν. πλθ. змеев α. 1 (παλ. κ. απλ.) βλ. змея. 2 δράκοντας (φτερωτό φι'δι). 3* χαρταετός" запустить змея απολύω χαρτα- χαρταετό· бумажный - χαρταετός. II ε*φρ. змёй-Го- рыныч (λκ. ποίηση) φτερωτός δράκοντας (προ- (προσωποποίηση του Κακού και της Βίας)· аэроло- гйческий - δέσμιο αερόστατο. ЗмёЙка, -И θ. 1 φιδάκι. 2 καθαριστική μη- μηχανή δημητριακών. 3 πτητικός ελιγμός αερο- αεροπλάνου. ЗМёЙКОВЫЙ επ: - аэростат δέσμιο αερό- αερόστατο. змея, ~й, πλθ. змеи, змей θ. 1 φίδι· гре- гремучая - ο κροταλίας· очковая - κόμπρα, νά- νάγια· ядовитая - δηλητηριώδες φίδι· его ужа- ужалила - τον δάγκωσε το φίδι· - медячка τύ- φλωπας, τυφλίας. 2 άνθρωπος ύπουλος. 3επίρ. змеёй οφιοειδώς. и εκφρ. -ю на груди ото- отогреть, пригреть κ.с.τ. είναι σα να κρατάς φίδι στον κόρφο (για επικίνδυνο και αχάρι- αχάριστο) .
ЗМИЙ, ЗМИЯ α. (παλ.) βλ. змей A, 2 σημ.)· до зелёного змия (допиться) μέχρι, κραιπάλης ( πίνω). знавать, -ал, -ла, -ло ρ.δ. βλ. знать. знак, -а а. 1 σημάδι., σημεύο· опознава- тельные -И τα διακριτικά (γνωρίσματα) αε- αεροσκάφους. II μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη* Β - дружбы σε ένδειξη φιλίας· молчание - знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση. 2 ίχνος, αχνάρι, πατημασιά· αποτύπωμα· у него оста- остались -И после раны του έμειναν σημάδια απο την πληγή. II στίγμα, βούλα, κουκίδα. 3 οιω- οιωνός, προμήνυμα* добрый - καλό σημάδι· Дур- НОЙ - κακό σημάδι. 4 σινιάλο, σήμα· услов- условный - συμβατικό σήμα· дать - δίνω σήμα. 5 συμβολικό σημάδι· иероглифические -И ιερο- ιερογλυφικά σημάδια· стенографические -и στενο- γραφικά σημάδια· математические -И μαθημα- μαθηματικά σημάδια· алфавитные -И τα φθογγόσημα. II μάρκα, στάμπα· фабричный - το σήμα της φά- φάμπρικας. 6 βλ. значок. 7 νεύμα, γνέμα, γνέ- Φιμο- сделать (подать) - головой, κάνω νεύ- νεύμα με το κεφάλι. II εκφρ. -И ОТЛИЧИЯ τα εύ- εύσημα· - ПОЧТОВОЙ оплаты ταχυδρομικό ένση- ένσημο· -и различия διάσημα, γαλόνια· в - па- МЯТИ για ενθύμιο· ПОД -ОМ με το σύνθημα ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα. знаковый ει. του σημείου· του ίχνους. Знакомец, -мца α., -ка, -и θ. (παλ.) γνω- γνωστός, -ή, γνώριμος, -η. ЗНакОМИТЬ, -МЛЮ, -МИШЬ р.δ.μ. 1 συστήνω, συνιστώ, γνωρίζω έναν μ' άλλον. 2 κατατοπί- κατατοπίζω, ενημερώνω· - с делом γνωρίζω με την υ- υπόθεση. II -СЯ γνωρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. знакомство, -а ουδ. 1 γνωριμία· завязать ή ЗаВОДИТЬ - πιάνω γνωριμία· СОСТОЯТЬ В -θ γνωρίζομαι, έχω γνωριμία* прекратить с кем- Л. всякое - κόβω κάθε σχέση με κάποιον. ПОД- дёрЖИВаТЬ С кем-л. - διατηρώ (έχω) σχέσεις με κάποιον. 2 πλθ. -а, γνωριμίες, γνωστοί· большое - πολλές γνωρι;μίες· иметь -а в го- городе έχω γνωστούς στην πόλη. 3 ύπαρξη, γνώ- γνώσεων - с ядерной физикой γνωριμία με την πυρινική Φυσική. II εκψρ. по -у με γνωριμία* С первого та απο την πρώτη στιγμή που γνω- γνωρίστηκα. знакомый επ., Зр: -ком, -а, -Ο. 1 γνω- γνωστός, γνώριμος· -ая мелодия γνωστή μελωδία· ~ые места γνωστά μέρη" его ЛИЦО мне -О η φυσιογνωμία του μου είναι γνωστή* быть -ЫМ λίγο τον γνωρίζω· его ИМЯ -ое го όνομα του μου είναι γνωστό· мы уже давно -МЫ εμείς απο καιρό γνωριζόυαστε* скажи С кем ТЫ -ОМ, а я ^кажу кто ты таков πες μου με ποιο'ν κά- κάνεις παρέα να σου πώ ποιος είσαι. 2 ως ουσ. γνωστός· у Меня много -ЫХ έχω πολλούς γνω- γνωστούς. Знаменатель, -Я α. ο παρονομαστής. II εκφρ. привести к одному ή к общему -го α) μετα- μετατρέπω τα κλάσματα σε ομώνυμα, β) μτφ. βάζω στην ίδια μοίρα. знаменательность, -и θ. σπουδαιότητα. знаменательный επ., 0ο: -лен, -льна, -о 1 σημαντικός, μεγάλης σημασίας, σπουδαίος, εξαιρετικός· μεγάλος, τρανός· -ая дата χρο- χρονολογία μεγάλης σημασίας· - день τρανή (ι- (ιστορική) μέρα, 2 (γλωσ.) σημασιολογικός, που ενέχει σημασί-α. Знаменке, -Я ουδ. (παλ.) 1 σημείο, σημά- σημάδι* σύμβολο. 2 οιωνός, προμήνυμα. II εΗφρ. - времени σημείο των καιρών* крёстное - το σημείο του σταυρού. Знаменитость, -И θ. 1 καλή φήμη, εύκλεια, κλέος. 2 διάσημος άνθρωπος* ОН стал -Ы0 αυ- αυτός έγινε διάσημος. ЗНамеыВТНЫЙ, επ., @ρ: -НЙТ, -а, -о. 1 δι- διάσημος, ξακουστός, περιφανής· διακεκραιε'νος* - учёный διακεκριμένος επιστήμονας· - ора- трр ξακουστός ρήτορας. 2 έξοχος, υπέροχος. 'знамённый επ. της σημαίας· -ое древко το κοντάρι της σημαίας (σημαιοξυλο). Знаменовать, -ную, -нуешь ρ.δ.μ. σημαίνω, μαρτυρώ, δείχνω. II -СЯ (παλ.) σημειώνομαι. знаменоносец, -сца α. (παλ.) βλ. знамено- знаменосец. Знаменосец, -сца α. σημαιοφόρος. ЗНамёНШИК, -а α. σημαιοφόρος. ЗНамо (απλ.) ως κατηγ, είναι γνωστό·--о дё- Л0 γνωστή υπόθεση, знамя, -мени, πλθ. знамёна, -мён ουδ. 1 σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λά- 3αρο· красное - κόκκινη σημαία· ГолубОбёлое - γαλανόλευκη σημαία· переходящее - η επα- μειβόμενη σημαία· боевое - το φλάμπουρο· с развевающимися -ёнами με ξεδιπλωμένες τις σημαίες· полковое - η σημαία του συντάγμα- συντάγματος· водрузить - στήνω τη σημαία· ПОДНЯТЬ - восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης· ση- σηκώνω μπαϊράκι· призывать ПОД -ёна καλώ κά- κάτω απο τις σημαίες. 2 μτφ. καθοδηγητική ι- ιδέα· ПОД -ем κάτω απο τη σημαία (υπο την καθοδήγηση), и еифр. высоко держать - (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία· стать (ИЛИ встать) ПОД - μπαίνω κάτω απο τη σημαία (με- (μετέχω στον αγώνα). Знание, -Я ουδ, γνώση, κατανόηση· - за- законов развития γνώση των νόμων εξέλιξης* языка γνώση γλώσσας. II πλθ. -Я οι γνώσεις* поверхностные -Я επιπόλαιες γνώσεις, πασσά- λειμμα γνώσεων* обширные -Я ευρυμάθεια. знатность, -И θ. διάκριση, διασημότητα/ знатный επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1
зна 393 зна ευγενής, ευπατρίδης, σοϊλίτικος· -аЯ дама κυρία ευγενικής καταγωγής. 2 (μόνο ως κλή- κλήρες επ.) επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος, II εξαιρετικός, εξαίρετος, εκλεκτός. II μεγά- μεγάλος, δυνατός, σημαντικός· -ая сумма σεβαστό ποσό· - мороз γερή παγωνιά, δριμύ ψύχος. Знаток, -а α. γνώστης, ειδικός, ειδήμονας· - в искусстве ειδικός στην Τέχνη· - в поэ- поэзии ειδικός σε ζητήματα ποίησης· - своего дела κατεχάρης. ЗВатОЧвеТВО, -а ουδ. (για Τέχνη, Γράμματα)- γνώση, ειδημοσύνη. знать1 ρ.δ.μ. 1 μαθαίνω, πληροφορούμαι· - намерения противника μαθαίνω τις διαθέσευς του εχθρού· - о родных μαθαίνω για τους συγ- συγγενείς. 2 γνωρίζω, ξέρω· - ЖИЗНЬ ξέρω τη ζωή· - математику ξέρω μαθηματικά· - дейс- действительность γνωρίζω την πραγματικότητα· русский ЯЗЫК ξέρω ρωσική γλώσσα. II μπορώ, δύναμαι· теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω. 3 είμαι γνώ- γνώριμος, γνωρίζομαι· я его ..знаю с дётства γνω- γνωρίζομαι μ' αυτόν απο τα παιδικά χρόνια· - ЛИЧНО γνωρίζω προσωπικά. II ξεχωρίζω «πο|τους άλλους· собака меня -ет το σκυλί με γνωρί- γνωρίζει. Α· καταλαβαίνω, εννοώ· я знаю зачем вы έτο говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό. 5 δοκιμάζω· он не знал с детства ни ласка, НИ радости αυτός δε γνώρισε απο τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά. 6 ξέρεις, ξέρετε· я, -ешь, читал „отверженные" В. Юго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους „Αθλιους" του Β. Ουγκό. II εκφρ. - меру δείχνω μετριοπάθεια,,, εί- είμαι στα όρια· - совесть δείχνω συνειδητότη- τα, έχω επίγνωση· - своё место ξέρω που βρί- βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω· είμαι σεμνός· - Προ себя ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)· - ТОЛК В Чём; - прок В чём (παλ.) ξέρω απο..., σκα- μπάζω· - цену ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ· - граммоте (παλ.) ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος· - не знаю δεν έχω ιδέα απ' αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ' αυτά· не - веку (ή износу) αιώνιος, άφθαρτος, στε- στερεός· не - женщин είμαι παρθένος· не -сна, покоя, отдыха δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, η- ησυχία, ανάπαυση· не могу - δε μπορώ να κα- καταλάβω* не знай себе δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά знай наших! μάθε ποιοί (τι) είμαστε! сам -Ю; про это я -ю γι' αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά· ΤΟ И знай διαρκώς, ακατάπαυστα· ТОЛЬКО И -ет, ЧТО... τίποτε άλλο δεν κάνει παρά... -ем МЫ вас σας ξέρομε (για δυσπιστία к.т.т>как -ешь όπως θέλεις· кто его -ет ποιος τον ξέ- ξέρει (είναι άγνωστο)· надо (ή пора) и честь - φτάνει, πρέπει να τελειώνομε, πρέπει να φύγω· по наслышке - έχω ακουστά· ,я -ю с кем имею дело ξέρω με ποιόν έχω να κάνω· я -ю, за ним много недостатков ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα· как мне его не - πως να μην τον ξέρω· дёле(йте как -ете κάνετε όπως καταλαβαίνετε· я не знаю за собой никакой ВИНЫ δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τί- τίποτε· -ет кошка чьё мясо сьёла (παρμ.) ξέ- ξέρει о μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη. II -ся γνω- γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. II δοκι- δοκιμάζω, παίρνω πείρα. Знать2 όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα· - ОН не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει. Знать3, -И θ. αριστοκρατία. Знахарить р.δ. (διαλκ.) κάνω (επαγγέλλο- (επαγγέλλομαι) χον κομπογιανίτη. Знахарский επ. κομπογιανίτικος. ЗНахарсТВО, -а ουδ. το επάγγελμα του κο- κομπογιανίτη. Знахарь, -Я α., -ка, -И θ. κομπογιανίτης, -ισσα. Значащий επ. (γλωσ.) σημασιολογικός. Значение, -Я ουδ. 1 σημασία, έννοια, νό- νόημα· - слов σημασία των λέξεων прямое слов κυριολεξία· переносное - слова μετα- μεταφορική σημασία της λέξης. 2 σπουδαιότητα· историческое - ιστορική σημασία· придавать - δίνω (προσδίδω) σημασία· это ;ге имеет ни- никакого -Я αυτό δεν έχει. καμιά σημασία· мёс- ΤΗΟΓΟ -Я τοπικής σημασίας. Значимость, -И θ. 1 σημασία. 2 σπουδαιό- σπουδαιότητα. Значит επίρ. δηλαδή· συνεπώς· λοι ιΐόν. Значительно επίρ. σημαντικά, πολύ, κατά ^πολύ· - измениться к лучшему σημαντικά κα- και λυτερεύω· - лучший κατά πολύ καλύτερος* больше πολύ περισσότερο. ЗНаЧЙТеЛЬНОСТЬ, -И θ. σημαντικότητα, ση- σημασία. II σπουδαιότητα. значительный επ., βρ: -лен, -льна,-льпо. 1 σημαντικός* μεγάλος* -аЯ Часть σηιιαντικό μέρος* в -ОЙ степени σε ιιεγάλο βαθμό* -ая гумма σημαντικό ποσό. 2 σπουδαίος, σο3αρός· играть -ую роль παίζω σο3αρό ρόλο* -ое мес- место σπουδαία θέση. 3 εκφραστικός, εμφαντικός· πολυσήμαντος. значить, -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащий ρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω* δείχνω* εκ- εκφράζω, что -ит по-гречески это русское сло- слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσι.κή λέξη; ЧТО ЭТО -ИТ? τι σημαίνει αυτό; ЭТО -ИГ, ЧТО... αυτό σημαίνει ότι... если Я молчу, ЭТО не -ИТ, ЧТО Я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυ- αυτό δε θα πει πως είμαι θυυωίΐένος* это ДЛЯ
зна 394 зол меня ровно ничего не -ит αυτ,ό για μένα δε σημαίνει τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία· вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος. ιΙ -ОЯ εγγρά- εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο). значкист, -а α., -ка -и θ. ευσημούχος, ευ- σημοφόρος. значок, -чка α. 1 σήμα· нагрудный - επι- επιστήθιο σήμα· университетский - το φοιτητικό σήμα. 2 σημείο, σημάδι* σημείωση. 3 (παλ.) ',σημαιούλα (στρατ. τμημάτων). ЗНЁЮЩИЙ επ. απο μτχ. γνώστης, πολύξερος, έμπειρος. ЗНОбЙТЬ, -бит р.δ.μ. 1 (απρόσ.) ριγώ, με πιάνει, ρίγος (απο κρύο ή πυρετό). 2 ψύχω, κρυώνω, παγώνω. II -сЯ (απλ.) ριγώ, με πιά- πιάνει ρίγος. знобкий επ., 3ρ: -бок, -бка, -бко. 1 ρι- ριγηλός· Ερεμουλιάρης, ευαίσθητος στο κρύο. 2 κρύος και διαπεραστικός* - ветер διαπεραστι- διαπεραστικός αέρας. ЗНОЙ, ЗНОЯ α. καύσονας, κάψα, καύμα. ЗНОЙНО 1 .'επίρ. ζεστά, θερμά. 2 ως κατηγ. είναι, καύσονας, μεγάλη ζέστη. знойный επ., др: зноен, знойна, знойно κυρλξ. κ. μτψ. ζεστός, θερμός* καυτερός, δι- διακαής . зоб, -а α. 1 πρόλοθος των πτηνών. II λαι- λαιμός. 2 3ρογχοκήλη, λαιμοκήλη. зобастый επ., 3ρ: -аст, -а, -о που έχει. πρόλο3ο, γκουσάτος. зобатый επ., Зр: -ат, -а, -о (απλ.) 3λ. зобастый. ЗОбНЫЙ ει. 3ρογχοκηλικός* - ОпуХОЛЬ βρογ- βρογχοκήλη. ЗОВ, -а α. 1 κλήση, φώναγμα. 2 πρόσκληση, κάλεσμα. *30ДИак, -а α. ζωδιακή ζώνη ή ζωδιακός κύ- κύκλος· знаки -а τα ζώδια. ЗОДИакаЛЫШЙ επ. ζωδιακός* - свет ζωδι- ζωδιακό φως. ЗОДЧесКИЙ επ. αρχιτεκτονικός* -ое искус- искусство η αρχιτεκτονική. зодчество, -а ουδ. η αρχιτεκτονική. ЗОДЧИЙ, -его α. αρχιτέκτονας. ЗОЙЛ, -α α. επικριτής (Ζωίλος). ЗОЛа, -Ы Э. στάχτη, τέφρα. ЗОЛеНИв, -Л ουδ. 3υρσοδέψηση. ЗОЛёнЫЙ επ. 3υρσοδεψημένος. ЗОЛИЛЬНЫЙ επ. 3υρσοδεψικός. ЗОЛИСТОСТЬ, -И θ. περί. εκυ ικόίητα σε στά- στάχτη. ЗОЛИСТЫЙ επ., Зр: -ист, -а, -Ο τεφρώδης, οίαχτεοός, περιεκτικός ^ε στάχτη. ЗОЛИТЬ ρ.δ.μ. 1 πλένω με αλισίβα, αλισι- 3ιάζω, μπουγαδιάζω. 2 3υρσοόεψώ, δέφω, αρ- αργάζω δέρματα. II -СЯ 1 πλένομαι με αλισίβα. 2 (για δέρμαΐα) επεξεργάζομαι. ЗОЛка, βυρσοδέψηση. ЗОЛОВка, -И θ. κουνιάδα, αντραδέλφη. золотарник, -а α. σολιδάγινο το χρυσόχρω- μο, χρυσόβεργα. ЗОЛОТарь, -Я α. 1 (παλ.) χρυσοχόος. 2 ε- πιχρυσωτής. 3 (παλ.) βοθρσκαθάριστης. золотеть, -ёет р.δ. 1 χρυσίζω, χρυσολά- μπω. 2 γίνομαι χρυσαφής. ЗОЛОТИЛЬНЫЙ επ. της επιχρύσωσης, για ε- επιχρύσωση. ЗОЛОТИЛЬЩИК, -а α. επιχρυσωτής. ЗОЛОТИСТОСТЬ, -И θ. το χρυσαφί χρώμα. золотистый επ., βρ: -ист, -а, -о χρυσα- χρυσαφής, χρυσαφένιος* -ые ВОЛОСЫ χρυσαφένια μαλ- μαλλιά, (ξανθά). ЗОЛОТИТЬ, -ЛОЧУ, -ЛОТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. золочённый, @р: -чён, -чена, -чено р.δ. μ. 1 επιχρυσώνω, μαλαματοκαπνίζω. II μτφ. ο- ομορφαίνω. 2 χρυσώνω, χρυσίζω· солнце осве- освещает И -ЙТ горизонт о ήλιος φωτίζει και χρυ- χρυσώνει τον ορίζοντα. II -СЯ 1 χρυσίζω, λάμπω σαν το χρυσάφι. 2 γίνομαι χρυσαφής. 3 επι- επιχρυσώνομαι . ЗОЛОТКО, -а ουδ. προσφιλής, υπεραγαπητός, ακριβός. ЗОЛОТНИК? -ά. α. ζολοτνίκ, παλαιό χρυσό ρω- ρωσικό νόμισμα. II εκφρ. мал - да дорог (παρμ,) μικρό είν' το χρυσάφι αλλά'ακριβό, μικρός αλλά θαυμαστ ός. ЗОЛОТНИК? -а α. (τεχ.) σύρτου (ατμό-), μη- μηχανισμός. ЗОЛОТНИКОВЫЙ1 επ. βάρους ενός ζολοτνικού. ЗОЛОТНИКОВЫЙ2 επ. (ΐεχ.) с ου σύρτου ατμο- μηχανισμού. ЗОЛОТО, -а ουδ. 1 χρυσός, χρυσάφι, μάλα- μάλαμα. 2 χρυσαφικά. II κλωστή χρυσαφένια· ВЫШИ- Вать -ом χρυσοϋφαίνω, χρυσοκεντώ. 3 χρυσά νομίσματα. И- μτφ. μεγάλης αξίας, μάλαμα. II ексрр. червонное - καθαρός χρυσός* чёрное - το πετρέλαιο* белое - το βαμπάκι. ЗОЛОТОВОЛОСЫЙ επ. χρυσομάλλης, ξανθόμαλ- ξανθόμαλλος. золотодобывающий επ. της εξόρυξης χρυσού* -ая промышленность βιομηχανία εξόρυξης χρυ- χρυσού. золотоискатель, -я α. χρυσοθήρας. ЗОЛОТОЙ ε π. 1 χρυσός* χρυσαφένιος* μαλα- μαλαματένιος* - песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί- τιδα γη* - перстень χρυσό δαχτυλίδι. II χρυ- χρυσαφής* -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες* -ая рыба το χρυσόψαρο* - жук о χρυσοκάνθαρος. 2 μΓφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός* -ые слова χρυσά λόγια* - характер μάλαμα-χαρα- κτήρας* - человек μάλαμα-άνθρωπος. 3 4τφ.
зол 395 300 ευτυχής, ευτυχισμένος. 4 μτφ. αγαπητός, προ- προσφιλής, ακριβός· - мальчик χρυσό μου παι- παιδάκι· -ая моя χρυσή μου. II εκφρ. - век χρυ- χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)· ~ая осень το χρυσό φθι- φθινόπωρο (απο το κιτρίνισμα των φύλλων)· -ая молодёжь (ειρν.) η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευ- (ευγενών, αστών)· -ая рота (παλ.) τάγμα ξυπό- ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)· -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια· -ая свадьба χρυ- χρυσοί γάμοι· гое сечение χρυσός αριθμός ή χρυ- χρυσή τομή· - стандарт χρυσός κανόνας· - фонт χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)· ~<3е время ο πολύτιμος χρόνος· сулить ή обе- обещать -ые горы τάζω λαγούς με πετραχήλια· -ых дел мастер о χρυσοχόος. ЗОЛОТОНОСНОСТЬ, -и θ. περιεκτικότητα σε χρυσό. Золотоносны! επ., βρ: -сен, -сна, -сно; χρυσοφόρος, χρυσούχος· - песок χρυσοφόρος άμμος· -ая жила χρυσοφόρα φλέβα. Золотопромышленник, -а α. ιδιοκτήτης χρυ- χρυσωρυχείου. Золотопромышленность, -И θ.. Βιομηχανία χρυ- χρυσού. Золотопромышленный επ. της βιομηχανίας χρυσού· -ая компания εταιρία Βιομηχανίας χρυσού· - район περιοχή χρυσωρυχείων ή χρυ- χρυσοφόρα. Золоторотец, -тца α. (παλ.) αλήτης, αλά- αλάνης, ξυπόλυτος, ξεβράκωτος. золотосодержащий επ. χρυσούχος. ЗОЛОТОТЫСЯЧНИК, -а α. κενταύριο, κενταυ- ρίδα (φυτό). ЗОЛОТОШвёЙка, -И θ. χρυσοκεντήτρα, χρυσο- ποι.λκίτρια, χρυσοπλέχτρα, συρμακέζα. золотошвейный επ. χρυσοκέντητος, χρυσο- ύφαντος, χρυσοπλούμιστος, χρυσοποίκιλτος. Золотуха, -и θ. (παλ.) χοιράδες, χελώνια. ЗолотуИНЫЙ επ. χοιραδικός. II που πάσχει α- απο χοιράδωση. II αδύνατος, καχεκτικός. ЗОЛ0ТЦ6, -а ουδ. 1 χρυσαφάκι. 2 μτφ. Βλ. ЗОЛОТКО. ЗОЛОТЧИК, -а α. επιχρυσωτής. Золоудаление, -Я ουδ. βγάλσιμο της στά- ЗОЛОЧОНИе, -Я ουδ. επιχρύσωση, μαλαματο- κάπνισμα. золочёный επ. επίχρυσος, επιχρυσωμένος, μαλαματοκαπνισμένος. Золушка, -И θ. (ηρωίδα παραμυθιού) στα- σταχτοπούτα. *80ЛЬ, -Я α. σκόνη ουσίας (ύλης). ЗОЛЬНИК, -а α. 1 τεφροδόχη. 2 καδί βυρ- βυρσοδεψίας . ЗОЛЬНОСТЬ, -И θ. τεφροπεριεκτικότητα. ЗОЛЬНЫЙ επ. της. στάχτης· σταχτερός· τε- φρώδης, τεφροειδής· -ая куча σωρός στάχτης· -ые удобрения τεφρώδη λιπάσματα. *30на, -Ы θ. ζώνη, λωρίδα εδάφους· περιοχή· лесная - δασική ζώνη· пограничная - μεθορι- μεθοριακή ζώνη· арктическая - κατεψυγμένη ζώνη· Географическая - γεωγραφική ζώνη· - военных операций ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων За- прётная - απαγορευμένη ζώνη. II (γεωλΟ στρώ- στρώμα. ЗОНаЛЬНОСТЬ, -И θ. ύπαρξη ζωνών. Зональный επ. ζωνοφόρος, ο κατά ζώνες. *30НД, -а α. 1 καθετήρας, μήλη, σόντα. 2 γεωτρύπανο· почвенный - γεωτρύπανο. 3 αερό- αερόστατο μετεωρολογικό. зондаж, -а α. βλ. зондирование. Зондирование, -Я ουδ. γεώτρηση (ερευνετι- κή ή δοκιμαστική). ЗОНДИрОВаТЬ, -руга, -руеШЬ ρ.δ.μ. ΐ(ιατρ.) καθετηριάζω, εξετάζω με καθετήρα. 2 (γεωλ.) κάνω γεώτρηση, καθετηριάζω. 3 Μτφ. βολιδο- βολιδοσκοπώ, εξιχνιάζω, ερευνώ τις δι.αθέσεις, σκέ- σκέψεις κτ.τ. II йнщр. - почву βολιδοσκοπώ, α- ανιχνεύω, προσπαθώ να διαγνώσω (διαθέσεις ή σκέψεις κ. г .τ.). II -СЯ καθερηριάζομαι. зондировка, -и θ. βλ. зондирование. ЗОННЫЙ επ. ο κατά ζώνες. ЗОНТ, -а α. 1 βλ. ЗОНТИК A σημ.). 2 υ- υπόστεγο στρογγυλό. ЗОНТИК, -а α. 1 ομπρέλα· - ОТ ДОЖДЯ ομπρέ- ομπρέλα για τή βροχή (αλεξιβρόχιο)· - от солнца ομπρέλα για τον ήλιο (αλεξήλιο). 2 το γεί- γείσο καπέλου κ.τ.τ. 3 σκιάδι(ο). зонтиковидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; Βλ. зонтикообразный. зонтикообразный επ., βρ: -зен, -зпа,-зно οαν ομπρέλα, πετασοειδής, πετασώδης. ЗОНТИЧНЫЙ επ. 1 της ομπρέλας. 2 πετασο- ειδής. 3 πλθ. -ые ουσ.(βοτ,) τα σκιαδανθή. ЗОНТОВЫЙ επ. της ομπρέλας. зонтообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; βλ. зонтикообразный. ЗООВвТврИНарНЫЙ επ. κτηνοτροφικός. ЗООГвОГраф, -а α. ζωογεωγράφος. ЗООГеографИЧесКИЙ επ. ζωογεωγραφι.κός. вООГвОГрафИЯ, -И θ. ζωογεωγραφία. ЗООГИГиёна, -Ы θ. ζωοϋγιει. νή (επιστήμη). ЗООЛОГ, -а α. ζωολόγος. 800Л0ГЙчесКИЙ επ. ζωολογικός· - музей ϊο ζωολογικό μουσείο. II μτφ. ζωώδης, κτηνώδης. ЗООЛОГИЯ, -И θ. ζωολογία. ЗООМОрфЙЗМ, -а α. ζωομορφισμός. ЗООМОрфИчеСКИЙ επ. ζωομορφισματικός. ЗООПарК, -а α. ζωολογικός κήπος. ЗООСаД, -а α. ζωολογικός κήπος. ЗООСПОра, -Ы θ. ζωοσπόριο.
300 396 зуб зоотехник, -а а., -ца, -Ы θ. ζωοτέχνης, зоотехника, ~И θ. ζωοτεχνία. ЗООТвХШЧвСКЖЙ επ. ζωοτεχνικός. ЗООТвХНИЯ, -И θ. ζωοτεχνία. зоренька, -И θ. αυγούλα, αυγίτσα. зорить1 р.δ. (διαλκ.) 0λ. разорять. ЗОрить2Ρ.δ.μ. ωριμάζω ανωρίμαατους καρ- καρπούς στον ήλιο ή σε θερμό μέρος. зоркий επ., βρ: зорок, зорка, зорко. 1 οξυδερκής, μακρύθωρος. 2 μτφ. διορατικός· - ум διορατικό μυαλό, διορατικός νους. зоркость, -И θ. 1 οξυδέρκεια, οξυωτιία. 2 μτφ. διορατικότητα. ЗОрька, -И θ. 1 αυγούλα, αυγίτσα· шюнёр- СКаЯ - πιονέρικο εγερτήριο (σάλπισμα). II (διαλκ.) πρωινή αύρα. *зраза, -ы θ. είδος κεφτέ. Зрак, -а α. (παλ.) 1 ματιά, βλέμμα. 2 μορφή. Зрачковый ε π. της κόρης του οφθαλμού. зрачок, -чка α. κόρη του οφθαλμού. Зрелище, -а ουδ. 1 θέαμα· - пожара το θέ- θέαμα της αυρκαγιάς. 2 (παλ.) θέα, θεωρία, θω- θωριά, όψη. 3 παράσταση (θεατρική κ.τ.τ.). зрёлишнЫЙ επ. της παράστασης, του θεάμα- θεάματος· -ые предприятия επιχειρήσεις θεαμάτων. зрелость, -И θ. ωρίμαση, ωριμότητα, γίνω- μα· - винограда ωρίμαση των σταφυλιών, II ωριμότητα^ ηλικίας. II μτφ. ανάπτυξη διανοη- διανοητική· - МЫСЛИ ωριμότητα σκέψης. зрелый επ., βρ: зрел, -а, -ο (κυρλξ. κ. ιπφ.) ώριμος· -ые ПЛОДЫ ώριμοι καρποί· возраст ώριμη ηλικία· - учёный ώριμος επι- οτήμονας· - ум ώριμο μυαλό. Зрение, -Я ουδ. όραση· слабое - αδύνατη όραση· лишиться -Я στερούμαι της όρασης ή του φωτός, χάνω την όραση, το φως· обман -Я οπτική απάτη (οφθαλμαπάτη). Η εκφρ. поле -Я πεδίο όρασης, οπτικό πεδίο· νοητή έκταση ε- ενός τομέα, επιστήμης κλπ. точка -Я άποψη, γνώμη· ИЗЛОЖИТЬ СВОЮ точку -Я εκθέτω την άποψη μου· ПОД углом -Я με γωνία όρασης (ό- (όπως το |3λέπω ή το εκτιμώ εγώ), зреть1, зрею, зреешь ρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) ωριμάζω· -ЮТ хлеба ωριμάζουν τα σιτηρά· рас- судок -ёет το λογικό ωριμάζει. зреть2, зрю, зришь, μτχ. ενεστ. зримый, βρ: зрим, -а, -О р.δ.μ. (παλ.) Βλέπω, κοιτάζω, ορώ. ίΙ -СЯ φαίνομαι, είμαι ορατός. II ορα- ματ ίζομαι. Зримость, -И θ. ορατότητα· θεαματικότητα. ЗрЙМЫЙ επ. απο μτχ. ορατός, θεατός. II μτφ. αισθητός, φανερός· αξιοπαρατήρητος. зритель, -я α., -ца, -ы θ. θεατής. Зрительный επ. 1 οπτικός· -нерв οπτικό νεύρο· -аЯ ПОМЯТЬ οπτική μνήμη· -ая Тру5а οπτικός σωλήνας. 2 των θεατών* - зал αί- αίθουσα θεάτρου. Зрительский επ. των θεατών - интерес το ενδιαφέρο των θεατών. вря ετάρ. άδικα, άσκοπα., μάταια, στα χα- χαμένα· - я купил эту книгу... άδικα αγόρασα αυτό το βιβλίο... - тратить деньги άσκοπα ξοδεύω τα λεφτά· болтать - φλυαρώ στα χαμέ- χαμένα· - старался μάταια προσπαθούσα. II εκφρ. Почём - όπως τύχει (λάχει, αρέσει)· куда - (διαλκ.) όπου λάχει. зрячий επ. που βλέπει, που έχει την όρα- όραση, ο ορών. зряшный επ. (απλ.) μάταιος, άσκοπος, χα- χαμένος. зуав, -а α. ζουάβος, γάλλος στρατιώτης α- αποικιακού στρατού απο ντόπιους βορειοαφρι- κανούς. зуб, -а, πλθ. зубы, ~<5в κ. зубья, -ьев α. 1 δόντι· коренной - ο τραπεζίτης· МОЛОЧНЫЙ - ο γαλαξίας (γαλακτίας)· глазевые -Ы οι κυνόνοντες· - мудрости о φρονιμίτης· вста- вставные -ы τα βαλτά δόντια· -ы передние τα απροστινά δόντια (οι κοπτήρες)· -Ы прорёза- ЛИСЬ τά δόντια ιέσκασαν (αναφύησαν). 2 μτφ. κάθε οόοντοειδης εξοχή οργάνου* зубья пилы δόντια του πριονιού. II εκφρ. - за - ΐρωγώμαοτε σαν τα σκυλιά· - на - не ПОПЭДа- ет μου φεύγει το κατακλείδι (απο κρύο, φό- 3ο κ.τ.τ.)· -ами держаться κρατιέμαι, με τα 5οντια (επίμονα δεν υποχωρώ)"-ы разгорелись καίγομαι απο την επιθυμία* глядеть ή СМО- ?рёть В -Ы κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ· вооружённый ДО ~ОВ (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)· ЗЫрвать ОТ -ОВ αποσπώ απο τα δόντια (με με- μεγάλη δυσκολία)· иметь - на кого ή против ΚΟΕΟ έχω άχτι. (αμάχη) για κάποιον -Ы на ЛОЛ положить ή класть δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα* ломать -Ы :га чем σπάζω τά μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)· показывать -Ы δείχνω τα δόντια (την κακία)· стиснуть ~Ы σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντεί- νοντας τις δυνάμεις) -ы съесть на чём έχει. τεράσει πολλά η καμπούρα μου, είναι πεπει- οαμένος (παθός - μαθός)· ТОЧИТЬ -Ы α) σου, ~.ου κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα. 0) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι ν' αρπάξω)· чесать -Ы (απλ.) φλυαρώ· κουτσομπολεύω· навязло В -ЭХ ^ολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα· не ПО -ам δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ,τ.τ.)· НИ В - толкнуть δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζωτίποτε· сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) μουρ- μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ. зубастость, -И θ. 1 οδόντωση. 2 μτφ. οξύ- οξύτητα, δηκτικότητα. · зубастый επ.,-βρ: -аст, -а, -ο. Λ δοντάς, ^.ονταράς, οδονιώδης. 2 μτφ. δηκτικός, οξύς.
зуб 397 эык зубатка, -И θ. ανάρριχος ('ψάρι). зубатый επ. με πολλά ή μεγάλα δόντια. II οδοντοφόρος· οδοντωτός. ЗубвЦ, -бца α. 1 βλ. зуб B σημ.). 2 έ- έπαλξη τεύχους. ЗубИК, -а α. δοντάκι. зубило, -а α. κοπίδι, ζουμπάς, στιγέας. II σφήνα λατόμου. зубИЛЬНЫЙ επ. του κοπιδιού, του ζουμπά. зубной επ. 1 του δοντιού, οδοντικός· -ая боль πονόδοντος, οδοντόπονος, οδονταλγία* - нерв νεύρο του δοντιού· -ая паста οδοντό- παστα· -ая щётка οδοντόβουρτσα· - врач οδο- οδοντογιατρός* - порошёк οδοντόσκονη. 2 (γλωσ.) οδοντικός· - согласный οδοντικό σύμφωνο. ЗубОВНЫЙ εΐι: - скрежет τριγμός των δο- δοντιών (μεγάλη κακία)· СО скрежетом -ЫМ με σπαραγμό της καρδιάς. зубовой επ. οδοντω.τός, οδοντοφόρος. зубоврачебный επ. οδοντοϊατρικός· - ка- кабинет οδοντοΐατρείο. вубоврачвваниб, -Я ουδ. οδοντοθεραπεία. ЗубОДёр, -а α. (απλ.) δοντοβγάλτης, οδο- οδοντογιατρός. зубок, -ока α. δοντάκι. II εκφρ. на - (по- дарйтъ, принести) γενέθλιο δώρο· попасть на - кому γίνομαι αντικείμενο γέλιου ή κακό- κακόβουλης κριτικής κάποιου. зуболечебница, -Ы θ. οδοντοΐατρείο. зуболечебный επ. οδοντοϊατρικός. Зуборезный επ. της κατασκευής δοντιών ερ- εργαλείων - станок μηχανή κατασκευής γρανα- γραναζιών. зубоскал, -а α., -ка, -И θ. χλευαστής, πε- ριπαίχτης, κοροίδευτής, μώμος. зубоскалить ρ.δ. (απλ.) κοροϊδεύω, περι- περιπαίζω, χλευάζω. Зубоскальство, -а ουδ. εμπαιγμός, κοροϊ- κοροϊδία, χλευασμός. зубОТЫЧЖНа, -Ы θ. (απλ.) δοντοχτύπημα. ЗубОЧЙСТХа, -И θ. οδοντογλυφίδα. Зубр, -а α. βίσονας, βόνασος. II μτφ. αντι- δραστ ικός. зубрёжка, -И θ. αποστήθιση, παπαγαλισμός. Зубрение, -Я ουδ. 1 φτιάξιμο δοντιών (σε πριόνι κλπ.). 2 δόντιασμα, δοντιές (σε ερ- εργαλεία) . Зубрила, ~Ы α. κ. θ. που αποστηθίζει χω- χωρίς να κατανοεί, παπαγάλος. зубрилка, -и α. κ. θ. βλ. зубрила. ЗубрЙТЬ1, зубрю, зубрЙШЬ р.δ.μ. 1 φτιάχνω δόντια (σε εργαλείο κλπ.)· - пилу φτιάχνω δόντια στο πριόνι. 2 δοντιαζω, κάνω δοντι.ες* - НОЖ κάνω δοντιές στο μαχαίρι. зубрить2, зубрю, зубришь р.6. παπαγαλίζω, μαθαίνω σαν τον παπαγάλο. II -сЯ μαθαίνο- μαθαίνομαι παπαγαλιστί· -ятся уроки μαθαίνονται παπαγαλιστί τα μαθήματα. зубровка, -И θ. 1 είδος αγρωστωδών. 2 ζου- μπρόφκα, είδος βότκας. Зубровый επ. του βίσονα, του βόνασου. зубчатка, -И θ. γρανάζι, δόντι. зубчатый επ. οδοντωτός· -ое колесо οδο- οδοντωτός τροχός· -ая железная дорога οδοντω- οδοντωτός σιδηρόδρομος. зубчик, -а α. δοντάκι. Зуд, -а α. 1 φαγούρα, κνησμός. 2 μτφ. με- μεγάλος πόθος, καημός. Зуда, -Ы α. κ. θ. (απλ.) άνθρωπος ενοχλη- ενοχλητικός, τσιμπούρι. Зудение, -я ουδ. ζουζούνισμα* - комаров ζουζούνισμα των κουνουπιών. Зудень, -ДНЯ α. σαρκοκόπτης, ο ψωρικός ά- καρης. Зудеть1, -ЙТ ρ.δ. :με τρώει, έχω φαγούρα. II μτφ. ποθώ πολύ, με τρώει ο πόθος· θεριακλί- ζομαι. Зудеть2, Зужу, зудишь р.δ. ζουζουνίζω· Κ0- мары -ЯТ τα κουνούπια ζουζουνίζουν. II μτφ. ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι, κουνούπι. зудить1, -йт ρ.δ. (απλ.) βλ. зудеть1. зудить2, зужу, зудишь р.δ. (απλ.) βλ. зу- зудеть? Зуёк, зуйка α. χαραδριός ή παρδαλός (πτη- (πτηνό παρυδάτιο). Зуммер, -а α. βομβητής (ηλεκτρ. συσκευή). Зуммерить, -ИТ р.6. βομβώ, βουίζω. Зурна, -Ы θ. ζουρνάς (μουσικό όργανο). зурнач, -а α. βλ. зурнист. зурнист, -а α. ζουρναλάς. ЗЫбИТЬ, -бЛЮ, -блешь р.δ.μ. (παλ.) ταλα- ταλαντεύω, ανεμίζω. II -0Я ταλαντεύομαι, ανεμί- ανεμίζομαι. ЗЫбка, -И θ. (διαλκ.) η κούνια. зыбкий επ., βρ: зыбок, -бка, -бко που εύ- εύκολα Εαλαντεύε:αι, κουνιέται. II κυματίζων, :αλαντευόμενος. II ασταθής, κλονιζόμενος, ΐα- λαντευόμενος, αυφι.ρρεπής. ЗЫбКОСТЬ, -И θ. κλονισμός, ταλάντευση. II μτφ. αστάθεια, αμφιρρέπεια. ЗЫбун, -а α. βαλιότοπος. зыбучий επ. -буч, -а, -е βλ. зыбкий· -ие пески η σύρτης (κινούμενη αμμουδιά). ЗЫбЬ, -И θ. 1 φουσκοθαλασσιά, καρανίί ή κουφοθάλασσα· ρυτίδωση· озеро подернулось -ЬЮ η λίμνη άρχι.σε να ρυτιδώνει.. 2 (παλ.) γεν. πλθ. зыбёй κύματα. ЗЫК, -а α. (απλ.) ήχος δυνατός· αχός, α- χή· κραυγή· φωνάρα. зыкать р.δ. βλ. зыкнуть. ЗЫКНуть Р.σ. (απλ.) 1 κράζω, κραυγάζω, ξεφωνίζω. 2 σφυρίζω δυνατά· -Ла пуля σφύ-
зыч 398 ■ВО ρίξε η осроара. ЗЫЧНОСТЬ, -И θ: зычный επ., Зр: -чен, -чна-, -чно ηχηρός·, крикнул -ым голосом αυτός φώναξε δυνατά. 33 ουδ. άκλιτο· ζε (ο φθόγγος του γράμμα- γράμματος „3"). ЗЮЗЯ, -и α. κ. θ. (απλ.) στις εκφρ: как ή —зюзей εντελώς, τελείως, πέρα γι,α πέρα. как - пьяный τελείως μεθυσμένος (σκνίπα). *ЗЮЙД, -а α. 1 η κατεύθυνση προς νότο. 2 νότιος άνεμος, νοτιάς, όστρια. ЗЮЙД-вёсТ, -а α. (ναυτΟ 1 η κατεύθυνση κα- τά το νότο. 2 νοτιοδυτικός άνεμος, γαρμπής. ЗЮЙДВвСТКа, -И θ. αδιάβροχος επενδύτης ή καπέλο. ЗЮЙД-ВвСТОВЫЙ επ. νοτιοδυτικός. ЗЮЙДОВЫЙ ειτ. νότιος. ЗЮЙД-ОСТ, -а α. 1 νοτιοανατολική κατεύθυν- κατεύθυνση. 2 νοτιοανατολικός άνεμος, σιρόκος. ЗЮЙД-ОСТОВЫЙ επ. (ναυτ.) νοτιοανατολικός. зябкий επ., 0ρ: -бок, -бка, -бко ευαίσθη- ευαίσθητος στο κρύο. ЗЯбКО 1 επίρ. μαργώνοντας. 2 ως κατηγ. εί- είναι (κάνει) κρύο. ЭЯбКОСТЬ, -И θ. ευαισθητότητα στο κρύο· ОТ- личается -ЫЭ ξεχωρίζει για τη μη ανθεκτι- ανθεκτικότητα στο ψύχος. ЗЯбЛвВЫЙ επ. φθινοπωρινός· -ая Пахота το φθινοπωρινό όργωμα. зяблик, -а α. σπίνος, σπίζα. ЗЯбЛЫЙ επ. (απλ.) παγωμένος, βλαμμένος «- πο το κρύο· - лук παγωμένο κρεμμύδι. зябнуть ρ.δ., παρλθ. χρ. зяб, -ла, -ло. 1 παγώνω, ξεπαγιάζω, μαργώνω. 2 0λάπτομαι, κα- καταστρέφομαι, χαλνώ απο το κρύο. ЗЯбЬ, -И θ. το φθινοπωρινό όργωμα. ЗЯТёк, -ТЬка α. γαμπρούλης. ЗЯТЬ, -Я, πλθ. ЗаТЬЯ, -ьёв α. γαμπρός α- από θυγατέρα, αδερφή ή αντράδερφη. ЗЯТЮШКа, -И α. (απλ.) χαϊδ. γαμπρούλης. И И1 ουδ. ακλ. ε ι. ναι. το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την ποοφορά των ελληνι.κών „ι". Иг σύνδεσμος. 1 συμπλκ. και- συνδέει, ο- ΐ'ογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις- Я работаю И учусь εργάζο- εργάζομαι ;<т σπουδάζω· Я II ТЫ εγώ καισυίοτέΐΐ И мать | о πατέρας και η μητέρα· СТЫД И срам ντροπή και αίσχος· был дан сигнал, и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβρο- ντία. 2 επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)· ακόμα, όλο και.· метель становилась сильнее К сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατόπεοη. 3 εναντιωματικός· αν και, μολο- μολονότι· мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όυως) δεν μας επέτρεφαν να μπούμε μέσα. % αντιθετικός· όμως, αλλά· ОН обещал прийти И не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε. 5 επι- επιτακτικός -ε μψαντ ι. κός · και· И как ТЫ добрался ДО сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ; 6 μόριο· επίσης, το ίδιο· И. в ЭТОМ СЛу- чае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία ταίζει τον κύριο ρόλο. II ακόμα· не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πω (ευχηθώ) καληνύχτα. 7 επι- επιφώνημα σε ενί.ειξη ασυμφωνίας ή σε μεγαλς 3αθιιό· ίι ι, πω-πω-πω· И-И какой ВЗДор! ίιι Τ', ανοησία! н-и-ϋ СКОЛЬКО много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!. ибериец, -рййца α. -рййка, -и θ. Ιβηρός, -ίδα. ИберЙЙСКИЙ επ. ιβηρικός. Иберы, -ΟΒ πλθ. οι ΙΒηροί. *ИбИС, -а α. ίβιδα, χαλκόκοτα (πτηνό). ЯбО σύνδεσμος (παλ. κ. γραπ. λόγος)· ε- επειδή, γιατί· αφού. ива, -ы θ. ιτιά, ιτέα· плакучая - ιτιά η κλαίουσα (η κρεμοκλαδής). иван-да-марья, γεν. иван-да-марьи θ. 1 μελάμπυρο (ζιζάνιο των δημητριακών). 2 Βιο- Βιολέτα η τρίχρωμη. иван купала ή купало я. И. К. γεν. -на -ЛЫ ή -ла, πλθ. δεν έχει· Ιωάννης ο Βαπτι- Βαπτιστής. ИВаНОВСКИЙ ε π; ВО ВСЮ -ую α) με όλη τη δύναμη (απο τη δυνατή κωδωνοκρουσία δλων των καμπάνων ίου κωδονοσίασίου του ΙΒάν του Με- Μεγάλου). 2 (διαλκ.) κωλοφωτιά, πυγολαμπίδα (α- (απο το ότι εμφανίζεται τον Ιούνη, που γιορ- γιορτάζεται ο Ιωάννης ο Βαπτιστής). иван-чай, γεν. иван-чая α. 3λ. кипрей. ИВНЯК, -а α. 1 ιτιά, ιτέα· ιτεώνας. 2 ι- τιόβεργες. ИВНЯКОВЫЙ ε П. βλ. ИВОВЫЙ. ИВОВЫЙ επ. ιτέινος· α«ο ιτιά. ЙВОЛГа, -И θ. χλωρίδα, χλωρίο, φλώρος (ω- (ωδικό πτηνό) .
жгл 399 игр жгла, -ы, πλθ. иглы, игл θ. 1 βελόνι, ~η· швейная - βελόνι ραψίματος· машинная - βε- βελόνι ραπτομηχανής· патефонная - βελόνι γραμ- γραμμοφώνου· хирургическая - χειρουργικό βελό- βελόνι· вязальная - βελονάκι πλεξίματος· вдеть НИТКУ В -у βελονιάζω την κλωστή· УШКО ~Ы η βελονότρυπα. 2 το βελονοειδές φύλλο των κω- κωνοφόρων δέντρων. II αγκάθι φυτών και μερικών ζώων тЫ ежа αγκάθια του σκαντζόχοιρου. 3 πυργίσκος, μιναρές, βέλος. II εκφρ. морская - βλ. игла-рыба. ИГДа-рЫба, γεν. ИГЛЫ-рыбЫ θ. βελόνα, ζαρ- γάνα, ραφίδα. иглистый επ., βρ: -ист, -а, -о. 1 αγκαθε- αγκαθερός, ακανθώδης, αγκαθιάρικος· αγκαθένιος, α- κάνθινος. 2 0ελονοει:δής. игловатый επ., βρ: -ват, -а, -о βλ, игли- иглистый. игловидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно βε- λονοειδής. ИГЛОДврЖатеЛЬ, -Я α. το βελονοκάτοχο. ИГЛОКОЖИе, -ИХ πλθ. τα εχινόδερμα (ζώα). иглообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно βλ. игловидный. ЙГЛу ουδ. άκλ. ίγκλους (χιονόσπιτο των Ε- σκιμώων). игнорирование, -Я ουδ. αγνόηση, άγνοια. ♦игнорировать, -рую, -руеШЬ р.δ.κ.σ.μ. α- αγνοώ, κάνω πως δεν ξέρω. II περιφρονώ, δε δί- δίνω προσοχή, όεν παίρνω υπ' όψη. II -СЯ αγνο- αγνοούμαι . ИГО, -а ουδ. ζυγός· турецкое - ο τουρκι- τουρκικός ζυγός· - рабства о ζυγός της σκλαβιάς· сбросить С себя - αποτινάσσω το ζυγό. II (παλ.) βάρος, φορτίο· ПОД -ОМ лет κάτω απο го Βάρος των χρόνων. ИГОЛКа, -И θ. βλ. ИГЛа (Ι, 2 σημ.).. ΙΙεκφρ. ДО -И με το νυ και με το σίγμα, καΓαλεπτώς, λεπτομερέστατα· с -И βλ. С ИГОЛОЧКИ· как - в стогу (исчезнуть, затеряться) ψάχνω βελό- βελόνι στ' άχυρα (για κάτι που εξαφανίστηκε, χά- χάθηκε)· быть (ή сидеть κ.τ.с.) как на -ах κά- κάθομαι στα Βελόνια ή στα καρφιά ή στ' αγκά- αγκάθια (ανησυχώ πολύ, αδημονώ)" -И ие подпустить ή ПОДТОЧИТЬ (παλ.) δε δίνω ούτε την παρα- παραμικρή αφορμή. ИГОЛОЧКа, -Κ θ. βελονάκι- II εκφρ. с -И α) (για ένδυμα) απο το βελόνι, μόλις το πήρα απο το ράφτη (καινούργιο), β) φρέσκος, της ώρας, της στιγμής. ИГОЛОЧНЫЙ επ. του βελονιού· -ое произ- производство η παραγωγή βελονιών - укОЛ βελονο- νυγμός. ИГОЛЬНИК, -а α. 1 βελονοθήκη, ραΦίδοθήκη. 2 (διαλκ.) τα πεσμένα φύλλα των κωνοφόρων. ИГОЛЬНЫЙ επ. του βελονιού· -ое ушко ■ βε- βελονότρυπα, η τρυμαλιά. игольчатый επ. 1 αγκαθωτός, ακανθωτός, βε- λονωτός· βελονούχος. 2 βελονοειδής. игорный επ. χαρτοπαικτικός· - дом χαρτο- πακτική λέσχη* -ая Зала χαρτοπαικτική αί- αίθουσα· -ое общество οι χαρτοπαίχτες. игра, -Ы, πλθ. Игры, игр θ. 1 παιγνίδι (ως ψυχαγωγία)· - как метод Обучения το παι- παιγνίδι σαν μέθοδος διδασκαλίας· - в тёнис το παιγνίδι της αντισφαίρισης· спортивные -Ы οι αθλοπαιδιές· азартные ~ы τυχερά παιγνί- παιγνίδια. II χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο. 2 άθυρμα· детские ~ы παιδικά παιγνίδια· распечатать -у ανοίγω το καινούριο παιγνίδι. 3 πλθ. α- αγώνες· олимпийские -ы ολυμπιακοί αγώνες· ко- коринфские -Ы τα Ισθμια. 4 εκτέλεση (μουσικού έργου ή σκηνικού ρόλου), παίξιμο. 5 παι- παιγνίδι (με διάφορες σημασίες)· опасная - επι- επικίνδυνο παιγνίδι· политйческя - πολιτικό παιγνίδι· сейчас МОЯ - τώρα παίζω εγώ, εί- είναι η δική μου σειρά να παίξω· Эта не В счёт αυτό το παιγνίδι (φορά, χαρτωσιά κλπ.) δε λογίζεται, δεν πιάνεται· - вина το άφρι- σμα του κρασιού· - бриллиантов η μαρμαρυγή των διαμαντιών. II εκφρ. - воображения απο- αποκύημα φαντασίας* - СЛОВ λογοπαίγνιο, καλα- καλαμπούρι· - природы ιδιοτροπία της φύσης· случая ή судьбы φορά της τύχης· биржевая - το παίξιμο στο χρηματιστήριο· - не СТОИТ свеч δεν αξίζει τον κόπο· играть ή вести большую -у επιχειρώ μεγάλη υπόθεση (που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες). ИГралицв, -а ουδ. (παλ.) παιγνίδι, παίγνιο. игральный επ. του παιγνιδιού· για παι,γνί- δι· -ые карты τα παιγνιόχαρτα, τράπουλα. играный επ. χρησιμοποιημένος στο παιγνί- παιγνίδι* -ая колода карт μεταχειρισμένη τράπουλα. играть р.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о, επιρ. μτχ. -ая к. -аючи. 1 παίζω (για δια- διασκέδαση)· - в куклы παίζω τις κούκλες· - в МЯЧ παίζω το τόπι ή τη μπάλα· - В лМурКИ παίζω την τυφλόμυγα. II (για διάφορα παιγνί- παιγνίδια)· - з Шахматы παίζω σκάκι· - В футСОЛ παίζω ποδόσφαιρο* ~ В бильярде παίζω μπιλιάρ- μπιλιάρδο. 2 μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ· буря -ет μαίνεται η θύελλα. 3 αφρίζω, βράζω· ВИ- ВИНО ~ΘΤ το κρασί αφρίζει. Λ λάμπω, λα- λαμπυρίζω· солнце -ет на поверхности воды о ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού· -ЮТ звёзды λαμπυρίζουν τ' αστέρια· бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει* румянец -ет у неё на Щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκινί- ζουν. II κινούμαι., πάλλομαι· моршЙНЦ -ЮТ οι ρυτίδες παίζουν. II προσποιούμαι, κάνω· - Β великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο. 5 εκτελώ·
игр 400 аде - на скрипке παίζω βιολί· -ет музыка παίζει η μουσική. II μτφ. επιδρώ· - на нервах επι- επιδρώ στα νεύρα. II (διάφορες σημασίες)· - Β деньги παίζω με χρήματα· - с ОГНём (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά· - своей ЖИЗНЬЮ παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)· Β| груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά· в этом случае он -ал не осо- особенно почтённую роль σ1 αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο· улыбка -ет на её лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο. Ιι εκφρ. - большую роль παίζω μεγά- μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)· - свадьбу (παλ.) κά- κάνω γάμο* играть первую скрипку παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα ρόλο)' ~ вторую скрй- пку παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)· - глазами γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια* φλερτάρω* - словами α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήμα- ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. - на бирже παίζω στο χρηματιστήριο* - на руку кому παίζω το παιγνίδι κάποιου (Βοηθώ, συντελώ)· судьба -ет ЛЮДМЙ (παλ.) η τύχη παίζει με τους αν- ανθρώπους. ίΙ -СЯ 1 παίζω. 2 επιθυμώ· έχω δι- διάθεση. играючи επιρ. μτχ. 1 παίζοντας. 2 σαν ιαιγνιδακι. играющий 1 μτχ. ενεστ. του р. играть. 2 ως ουσ. παίχτης. Игрек, -а α. 1 το ύψιλο. 2 (μαθ.) ποσό, ποσότητα. II ο άγνωστος, η άγνωστη ποσότητα. игреневый επ. ξανθότριχο άλογο, αλιτζές. игрений επ. βλ. игреневый. ИГрёц, -а ι, (παλ.) οργανοπαίχτης.. II εχφρ- И ШВЕЦ, Ц ЖНеЦ, И В Душу- πολυτεχνίτης, χρυ. σοχέρης. ИГрёцкИЙ επ. (παλ.) του παίχτη. ИГрЙВО επίρ. παιχνιδιάρικα κλπ. επ. ИГрЙВОСТЬ, -И θ. φιλοπαιγμοσύνη, αστειό- τητα, χαοιεντισμός. игривый επ., Зр: -ЙВ, -а, -о. 1 παιχνι- παιχνιδιάρικος, ιαιγνιώδης· -ое ДИТЯ παι,χνιδιάρι- κο παιδάκι. II -ая ουσ. παιχνιδιάρα, ερωτο- τροπούσα, εοωτύλα. 2 φιλοπαίγμονας, ευτρά- ευτράπελος, χωρατατζής. II εύθυμος, φαιδρός, ιλα- ιλαρός. II διφορούμενος· άσεμνος, απρεπής. игристый επ., Зр: -ист, -а, -ο αφρώδης· -ое зино αφρώδης οίνος. Йгрише, -а ουδ. παιδοσύναξη, παιδομάζωξη, παιδική συγκέντρωση. игровой επ. του παιγνιδιού, για παιγνίδι. игрок, -Α 'χ. παίχτης· - футбольной коман- команды παίχτης ποδοσφαιρικής ομάίας* запасной - εφεδρικός ται'ντης. II οργανοπαίχτης. II χαρ- τοπα'.χτης· запиской - διαβόητος χαρτοπαί- Χτης. игротека, -И θ. παιγνιοθήκη. ИГрун, -а α., -ья, -И, γεν. πλθ. -ИЙ παί- παίχτης, -τρία· φιλοπαίγμονας. игрушечка, -И θ. παιγνιδάνιι. игрушечник, -а α. αθυρματοποιός. игрушечный επ. του παιγνιδιού, των παι- παιγνιδιών (ως αντικείμενο)· -ое производство παραγωγή παιγνιδιών. II για παιγνίδι (μη πραγ- πραγματικό)· -ая сабля σπαθί-παιδικό παιγνίδι^ΙΙ μικρός (σαν παιγνιδάκι). игрушка, -и θ. παιχνίδι· детские -и παι- παιδικά παιχνίδια. II μτφ. έρμαιο άλλου, ξενο- κίνητο. II енфр. как <словно) игрушка σαν παιγνίδι (όμορφος, κομψός, χαριτωμένος). игрывать, -ал, -ла, -ло р.δ. βλ. играть. *НГуМвН, -а а., -ЬЯ, -И θ. ηγούμενος, -ένη. идальго α. άκλ. βλ. гидальго. ♦идеал, -а α. ιδανικό, ιδεώδες· ίνδαλμα. идеализация, -и θ. βλ. идеализирование. идеализирование, -Я ουδ. (εξ)ιδανίκευση. ♦идеализировать, -руга, -руешь р.δ.и.о. ι- δανικεύω, εξιδανικεύω. II -ОЯ ιδανικεύομαι, εξιδανικεύομαι. ^идеализм, -а α. ιδεαλισμός, ιδεοκρατία. идеалист, -а α., -ка, -и θ. ιδεαλιστής, ιδεοκράτης. идеалистический επ. ιδεαλιστικός, ιδεο- κρατικός. идеалистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; ιδεαλιστικός, γεμάτος ιδεαλισμό. Идеально επίρ. ιδανικά, ιδεωδώς. идеальность, -И θ. ιδανικότητα, ιδεώδες. идеальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ι- ιδανικός, ιδεώδης· - ТИП ιδανικός τύπος. II θαυμάσιος· -ая погода θαυμάσιος καιρός. ИДеЙка, -И θ. ασήμαντη (χαμένη) ιδέα. идейность, -И θ. ιδανικότητα, ιδεώδες, που περικλείνει προοδευτικές τάσεις, σκέψεις. идейный επ., Зр: -ёен, -ёйна, -ёйно. 1 ι- ιδεολογικός· -ое единство партии ιδεολογική ενότητα του κόμματος* -ое оружие ιδεολογικό όπλο. 2 ιδανικός, ιδεώδης· -ое содержание произведения η ιδέα του έργου. 3 προοδευτι- προοδευτικός, προοδευτικών ιδεών -ое искусство προ- προοδευτική τέχνη· - человек άνθρωπος προο- προοδευτικών ιδεών. идентификация, -И θ. (συν)ταύτιση, -μός. ♦идентифицировать, -рута, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ( συν)ταυτ ίζω, εξομοιώνω. II ( συν)ταυτίζομαι, εξομοιώνομαι. Идентичность, -И θ. ταυτότητα, ομοιότητα, το πανομοιότυπο· - мнений ταυτότητα αντι- αντιλήψεων. ♦идентичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ταυ- ταυτόσημος, πανόμοιος, ίδιος κι απαράλλαχτος. *ИДвОГраММа, -Ы θ. (γλωσ.) ιδεόγραμμα.
кде 4υι ВДГ επ. ιδεογραφικός. *Идеография, -И θ. ιδεογραφία. ИДеОЛОГ, ~а α. ιδεολόγος. ВДвОЛОГИЧ€СКИЙ επ. ιδεολογικός. *ВДеолОГИЯ, -И θ. ιδεολογία. *ВДефЙКС, -а α. έμμονη ιδέα, προκατάληψη. *идая, ~и. θ. 1 ιδέα· έννοια· абсолютная - απόλυτη ιδέα (θεός)· господствующие -и οι κυριαρχούσες ιδέες· политические -И οι πο- πολιτικές ιδέες· - романа, картины η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος, της εικόνας· пере- ДОВЫе -И προοδευτικές ιδέες. 2 σκέψη* В го- голову пришли счастливая » στο μυαλό μου ήρθε- μια καλή σκέψη. II μορφή' έννοια* ~ добра η έννοια του καλού. ИДЕЛЛИК, ~а α. συγγραφέας ειδυλλίων. идиллический επ. 1 ειδυλλιακός' ~ жанр ειδυλλιακό φιλολογικό είδος. 2 ειρηνικός, α- απαθής, ατάραχος. идилличный επ. βλ. идиллический. *ИДИЛЛИЯ, ~И θ. 1 ειδύλλιο. 2 (ειρν.) ει- ειρηνική και ευτυχισμένη ζωή. *ИДИОМ, -а α. κ. ИДИОМа, ~Ы θ. ιδιωματισμός, ιδίωμα, ιδιόγλωσσο. ИДИОЫаТЙЗЫ, -а α. ιδιωματισμός. Идиоматика, -И θ. 1 ιδιωματική (κλάδος γλωσσολογίας). 2 τα ιδιώματα (ως σύνολο). идиоматический επ. ιδιωματικός. *идиосинкразия, ~И θ. ιδιοσυγκρασία. *ИДИбТ, -а α., -ка, -И θ. ηλίθιος, ιδιώτης. идиотизм} -а α. βλ. идиотия. идиотизм,2 -а α. (παλ.) βλ. идиом. идиотический επ. (παλ.) βλ. идиотский. ИДИОТИЯ, -Ж θ. ηλιθιότητα, ιδιωτεία* βλα- βλακεία* ευήθεια. ИДИОТСКИЙ επ. ηλίθιος* βλακώδης, κουτός. ИДИОТСТВО, ~а ουδ. ηλιθιότητα* βλακεία. *ЙДОЛ, -а α. 1 είδωλο. 2 (παλ.) ίνδαλμα. 3 (υCρ.) οιιοίωμα, φάντασμα. II εχφρ. СТОИТЬ (ή СИДбть) -ОМ στέκομαι σαν είδωλο (ακίνητος, απαθής). ИДОЛОПОКЛОННИК, -а α. ειδωλολάτρης. идолопоклоннический επ. ειδωλολατρικός. ИДОЛОПОКЛОННИчество, -а ουδ. ειδωλολατρεία. ИДОЛОПОКЛОНСТВО, ~а ουδ. ειδωλολατρεία. ИДОЛЬСКИЙ επ. ειδωλολατρικός; -ое капище ειδωλολατρικός ναός. идти, иду, идёшь; παρλθ. χρ. шёл.шла.шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. ИДЯ κ. Йдучи ρ.δ. 1 πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός* - на цыпочках βαδίζω στα δά- δάχτυλα* - медленно βαδίζω αργά. II έρχομαι* Я Иду ИЗ библиотеки έρχομαι απ ο τη βιβλιοθήκη. II τρέχω' иду С большой СКОРОСТЬЮ τρέχω με με- μεγάλη ταχύτητα. Н κινούμαι, κατευθύνομαι* В магазин πηγαίνω στο μαγαζί. 2 μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)· иду В пар- партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμ- κόμματος) * Иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής. 3 επιτίθεμαι* на нас идёт , неприятельское ВОЙСКО εναντίον μας έρχεται εχθρικό στρά- στράτευμα. II εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα* ОН против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ' ό- όλους. 4 εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι· всё идёт К лучшему όλα πάνε στο καλύτερο. II (για φυ- φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω' картофель идёт К ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα' Дёре- ΒΟ идёт В СТВОЛ το δέντρο κάνει κορμό' рас- тёние шло в корень το φυτό ρίζωσε. 5 ακο- ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά. 6 βγαίνω, ε- εξέρχομαι' ρέω, τρέχω* ДЫМ идёт ИЗ пбчи κα- καπνός βγαίνει απο το φούρνο* ИЗ раны шёл ГНОЙ απο την πληγή έβγαινε πύο' у него кровь Идёт ИЗ НОСу του πάει αίμα απο τη μύτη. 7 χρησι- χρησιμοποιούμαι' πηγαίνω* κάνω' тряпьё идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί. 8 πλησιάζω' Весна идёт η Ανοιξη έρχεται* СОН идёт о ύ- ύπνος έρχεται. 9 δέχομαι* είμαι διατεθημέ- νος, κλίνω προς* ~ на уговоры δέχομαι τις συστάσεις* - на уступки κάνω υποχωρήσεις. II τραβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι. 1Э καταναλώ- καταναλώνομαι, πουλιέμαι· костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακου- κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα με- μεταλλικά. 11 χορηγούμαι, δίνομαι* ему Идёт 125 рублей В месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα. II χρειάζομαι, α- απαιτούμαι* на костюм идёт три метра матерый για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύ- ύφασμα. II διαδίδομαι* слух (ή МОЛВа) ИДёт φη- φημολογείται" сплетни идут κουτσομπολ εύεται. II εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι. 12 λει- λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω* часы идут Верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)* МОТОр идёт хо- хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά. 13 (για βροχή, χιόνι, χαλάζι) ДОЖДЬ идёт βρέχει' снег 1'ДёТ χιονίζει. 14 περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι· ГО- ГОДЫ ШЛИ τα χρόνια περνούσαν' вторйя неделя идёт С тех Пор, как ОН умер πάει δεύτερη ε- εβδομάδα που αυτός πέθανε* как-ТО время идёт! πως περνάει ο καιρός! Идёт 1982 ГОД κυλάει το 1982 έτος* идёт ей четвёртый ГОД αυτή διανύει το τέταρτο έτος. 15 διεξάγομαι, γί- γίνομαι, λαμβάνω χώραν* идут экзамены γίνο- γίνονται εξετάσεις· идут приготовления к отъез- отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση· бой идёт γίνεται μάχη* идут переговоры διεξά- διεξάγονται συνομιλίες. Π (για θέαμα) παίζομαι' идёт новая пьеса, παίζεται καινούριο θεατρι- θεατρικό έργο. 16 χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι" ИДёТ на растопку κάνει για προσάναμμα.Π ξο- ξοδεύομαι , δαπανώμαι· на книги ;:дёт ккого де-
иез 402 иа нег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα. 17 ται- ταιριάζω, αρμόζω* ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.18 ποόένομαι, χωρώ στο πόδι" сапог не идёт на НОГу η μπότα όεν μπαίνει στο πόδι. II μπήγο- μπήγομαι· гвоздь не идёт В стену το καρφί δε μπαί- μπαίνει στον τοίχο· нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι. 19 ( για γυναί-· κα) παντρεύομαι· ИДИ за менй παντρέψου εμέ- εμένα" она идёт замуж αυτή παντρεύεται. 20 (στο παιγνίδι) βγαίνω' ~ КОНёМ, козырем, С Туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο. II (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί' кар- карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε. 21 εισάγομαι' чай идёт С ИНДИИ το τσάι έρχεται απο την Ινδία. 22 προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήαατα)' ваш СЫН хорошо идёт ПО мате- мйтике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματι- μαθηματικά. 23 τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω' дело идёт К женЙТЬСе η υπόθεση τραβάει για παντρειά*пе- παντρειά*переговоры идут К концу οι συνομιλίες πηγαί- πηγαίνουν προς το τέλος. 24 εκτείνομαι, ξαπλώνο- ξαπλώνομαι' вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνο- εκτείνονταν οροσειρά· дорога идёт лесом о δρόμος περνάει μέσα απο το δάσος. Π διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.). 25 (με την πρόθεση Β σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη ση- σημασία του ουσ. ) υπόκειμαι* πηγαίνω' -Β Προ дажу πουλιέμαι' - В Обработку επεξεργάζρμαι* ~ В сравнение συγκρίνομαι * - В ПОЧИНКУ δι- διορθώνομαι' - В счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι, Η αρχίζω να κάνω κάτι·1-ιВ ПЛЯС αρχίζω να χο- χορεύω. 26 ( με την πρόθεση на και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ου- ουσιαστικού)" температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει* дело идёт на лад η υπό- υπόθεση διευθετίζεται· - на смену КОму-Н αντι- αντικαθιστώ κάποιον. 27 επιβεβαιωτική λέξη идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι" едем? - Идёт πάμε; - ναι" ну 4·ΤΟ Же, ИДёТ, ЧТО ЛИ? λοι- λοιπόν σύμφωνος, τι λες; 28 έχω σαν περιεχόμε- περιεχόμενο' у них шла речь о вчерашнем спектакле αυ- αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παρά- παράσταση' дело идёт о жизни или смерти πρόκει- πρόκειται περί ζωής ή θανάτου' О чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος; Π εκφρ. - К делу έχω σχέση, αφορώ' ИЗ ГОЛОВЫ (ή ИЗ ума) не - δε μου βγαίνει απο το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή' (ещё) куда НИ ШЛО α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές' (дело) ИДёТ К чему ή На ЧТО η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς" как де- дела (идут)? πως πάνε οι δουλιές; ЙДЫ πλθ. ειδοί(στους Ρωμαίους). *ИезуИТ, -а α. 1 ιησουίτης. 2 υποκριτής ύ- ύπουλος. Иезуитский επ. 1 ιησουητικός. 2 μτφ. υ- υποκριτικός* ύπουλος, δόλιος. иезуЙТСТВО, ~а ουδ. ιησουιτισμός, υποκρι- υποκρισία. Йена, -ы θ. το γιέν. *Иер4рх, ~а α. ιεράρχης, επίσκοπος. иерархический επ. .ιεραρχικός* -ая лест- лестница ιεραρχική κλίμακα, ιεραρχία. *иерархия, -ив. ιεραρχία* церковная ·- εκ- εκκλησιαστική ιεραρχία* служебная - υπηρεσι- κή ιεραρχία. II οι ιεράρχες. *иератический επ. ιερατικός* ~ая мантия о ιερατικός μανδύας. *иерёй, -Я α. ιερέας. иерёЙСКЛЙ επ. ιερατικός. иерёЙСТВО, -а ουδ. ιερατεία, ιερωσύνη. II ιερατείο (το σύνολο των ιερέων). иерёйЙГВОВать ρ.δ. ιερατεύω. *Иеремиада, -Ы θ. ιερεμιάδα. иерихонский επ. -ая труби σάλπιγγα της Ιεριχώ. *иер<5глиф, -а α. ιερόγλυφο. II το ακατάλη- ακατάληπτο. Иероглифический επ. ιερογλυφικός. *иеродиакон, ~а α. ιεροδιάκονας. *ИврОМОНах, -а α. ιερομόναχος. ИерОМОНашесКИЙ επ. ιερομοναχικός. Иждивенец, ~НЦа α. ο συντηρούμενος ή τρε- τρεφόμενος απο άλλον ή σε βάρος άλλου, παράσι- παράσιτος. . . ИЖДИВёние, -Я ουδ. 1 (παλ.) χρήματα, μέ- μέσα (για συντήρηση). 2 εξασφάλιση' συντήρη- συντήρηση' ВЗЯТЬ на своё - αναλαβαίνω τη συντήρη- συντήρηση (κάποιου!)· СОСТОЯТЬ на чём-л. -ИИ ζω σε βάρος κάποιου' ЖИТЬ на -ИИ родных ζω σε βά- βάρος των συγγενών. иждивенка, ~и θ. βλ. иждивенец. .ИЖДИВёнсТВО, ~а ουδ. συντήρηση, εξασφάλι- εξασφάλιση, παροχή των προς του ζειν справка Об ~е πιστοποιητικό (βεβαίωση) συντήρησης. иждивенческий επ. της συντήρησης. II πα- παρασιτικός. ИЖДИВбнчесТВО, -а ουδ. τάση για παρασιτι- παρασιτισμό. Иже (παλ.) ο όμοιος, οι όμοιοι* И Йже С НИМ και οι όμοιοι του (ομοϊδεάτες του). ЙЖИЦа, -ы θ. ίζιτσα (ονομασία παλαιού ρω- ρωσικού γράιαιίατος σαν το ελλην. „ν", όμως προ- προφέρονταν σαν το ,»и.". И εχφρ. от аза до -ы απο το άλφα ως το ωμέγα (απο την αρχή ως το τέλος); прописать -у кому νουθετώ' δέρνω κά- κάποιον. ИЗ κ. Й30 πρό,θεση' απο,;εκ' σημαίνει: 1 κί- κίνηση απο κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξο- έξοδο' ВЫЙТИ ИЗ дому βγαίνω απο το σπίτι* при- ёхать ~ города έρχομαι απο την πόλ.η· ИЗ- Влёчь ПуЛЮ - раны βγάζω τη σφαίρα απο την
из 4из изб πληγή· поезд пришёл - МОСКВЫ το τραίνο ήρθε απο τη Μόσχα* достать платок - кармана βγά- βγάζω το μαντήλι απο τη τσέπη* река Вышла берегов το ποτάμι ξεχείλισε* вырасти - пла- ТЬЯ το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή .ανα- πτύχτηκα σωματικά)* ВЫЙТИ ~ терпения χάνω την υπομονή' выбиваться - СИЛ εξαντλούμαι, α- αποκάμω* ИЗЧезать ИЗ виду χάνω απο τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος. 2 προ- προέλευση, πηγή* знать - газет μαθαίνω απο τις εφημερίδες* цитата эта - Виргйлия το τσιτά- τσιτάτο αυτό είναι απο το Βιργίλιο* - достовер- достоверных ИСТОЧНИКОВ απο έγκυρες πηγές· человек - Парижа παριζάνος. II καταγωγή· - рабочей семьи απο εργατική οικογένεια· он происхо- происходит |~ дворян αυτός κατάγεται απο ευγενείς II (δια)χωρισμό'' некоторые - учеников μερικοί απο τους μαθητές· ОДИН - НИХ ένας απ' αυ- αυτούς· младший ~ братьев о μικρότερος αδελ- αδελφός. 3 πολλαπλότητα* σύνθεση* букет - роз ανθοδέσμη απο τριαντάφυλλα* КОМИССИЯ - трёх членов επιτροπή τριμελής* стадо - коров И овец κοπάδι απο αγελάδες και πρόβατα. 4 δη- δηλώνει την ύλη απο την οποία κατασκευάστηκε' ложка - серебра ασημένιο κουτάλι* брошка - золота χρυσή καρφίτσα· кукла ~ трЙПОК κού- κούκλα απο κουρέλια' варенье - ВЙшен γλ.υκό α- από βύσινα* МОСТ ~ железобетона γέφυρα απο (με) μπετόν-αρμέ. 5 διά, με' ИЗО Всех СИЛ με όλες τις δυνάμεις. 6 ανάπτυξη" - жёлуда вырос Дуб απο το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανι- βαλανιδιά* - посёлка ВОЗНИК город από συνοικία έ- έγινε πόλη· - либерала он стал реакционером απο φιλελεύθερος έγινε αντιδραστικός. 7 δη- δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό' - зависти απο ζήλεια' убийство - ревности φόνος απο ζηλο- ζηλοφθονία' - ЛИЧНЫХ ВЫГОД απο προσωπικά ωφέλη, απο ιδιοτέλεια· МНОГО шума - Пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε· - уважения από σεβα- σεβασμό. II (παλ.) στον, στην, στο* он получил двойку - истории αυτός.πήρε δυάρι στην ι- ιστορία. II (μαζί με την πρόθεση в σημαίνει ε- πανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια* - года В ГОД απο χρόνο σε χρόνο' ИЗО ДНЯ В день από μέρα σε μέρα· ~ края В край από άκρη σε άκρη* - дома В дом απο σπίτι σε σπίτι" - рук В руки απο χέρι σε χέρι* - угла В угол απο γωνία σε γωνία. И8... (κ. ИЗО..., ИЗЪ..., ИС...) πρόθεμα. Χ.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: 1 κατεύθυνση της ενέργειας ή της κίνησης απο μέσα προς τα έξω' απο τα ό- όρια ενός μέρους* αφαίρεση, εξαγωγή απο κάτι (αντιστοιχεί με το πρόθεμα ВЫ...). 2 επέ- επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο, προς όλ.ες τις κατευθύνσεις. 3 φορά της ε- ενέργειας ως το ανώτατο όριο, ολοκλήρωση της ενέργειας. 4 πλήρη κατανάλωση του αντικειμέ- αντικειμένου στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια. 5 (με το μόριο -СЯ) απόκτηση κάποιας ποιότητας,ι- ποιότητας,ιδιότητας σαν συνέπεια της συνεχούς επανάλη- επανάληψης μιας ενέργειας ή και αντίθετα απώλεια κάποιας ιδιότητας, ικανότητας. II, Χρησιμο- Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιρρημάτων απο επίθετα και σημαίνει ύπαρξη κάποιας απόχρω- απόχρωσης ενός χρώματος. изба, ~й, αιτ. -у к. избу, πλθ. избы. 1 ίσμπα. 2 (παλ.) καγκελαρία" ПОСОЛЬСКЯ ~ η κάτωΙΒουλή· съезжая - αστυνομικό κρατητήριο. Избавитель, -Я α. -НИЦа, -Ы θ. λυτρωτής, απελευθερωτής, σωτήρας. Избавительный επ. λυτρωτικός. избавить, ~влго, -вишь ρ.σ.μ. 1 ι(απο)λυ- τρώνω, γλυτώνω* 'σώζω* ~ ОТ смерти γλυτώνω α- απο το θάνατο. ,II απαλλάσσω· ~ьте меня ИЗ его присуствия Ιαταλλάξτε με απο την παρουσία του. 2 αφήνω ήσυχο* сам ИДТИ, а меня избавь πή- πήγαινε μονάχος σου, εμένα άφησε με ήσυχο. II -СЯ γλυτώνω, απαλ;λάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Избавление, -Я ουδ. απαλλαγή, (απο)λύτρω- (απο)λύτρωση , γλ.ύτωμα* σωσμός. избавлять(ся) ρ.δ. βλ. избавить(ся). ИЗбаЛОВаННОСТЬ, -И θ. παραχάιδεμα (διαφθο- (διαφθορά απο τα πολλά χάιδια). избалованный επ. απο μτχ. παραχαϊδεμένος, κακομαθημένος, κακοαναθρεμμένος. избаловать, -лую, -луешь.пае. μτχ. παρλο. χρ. избалованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, κακοανατρέφω. II -СЯ είμαι παραχαϊδεμένος, με παραχαϊδεύουν. Π αταχτώ πολύ. избаловывать(ся) р.δ. βλ. избаловать(ся). . Избач, -а α. διευθυντής πολιτιστικού -δι- φωτιστικού ιδρύματος στο χωριό. изба-читальня, γεν. избы- читальни θ. λέ- σχη-αναγνωστήριο στο χωριό. избегать р.σ'.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, πε- περιτρέχω' -ал за день Весь Город για μια μέ- μέρα γύρισα όλη την πόλη. II -СЯ 1 κουράζο- κουράζομαι απο τα πολλά τρεξίματα. 2 μτφ.(για παι- παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω. избегать р.δ. 1 αποφεύγ·ρω· он ~ет знако- знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύ- αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά* она -ет смотреть В глаза αυτή αποφεύγει να κοι- κοιτάζει στα μάτια· ~ встречи с кем-л. αποφεύ- αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον. 2 διαφεύγω, ξε- ξεφεύγω' - Наказания αποφεύγω την τιμωρία* опасности αποφεύγω τον κίνδυνο. избегнуть р.σ. βλ. избегать. Избежание, -Я ουδ. στην έκφραση: ВО - προς αποφυγήν* ВО ~ неприятностей προς αποφυγήν
παρεζηγήσεων. . избежать, -егу, -ежишь, -егут р.σ. βλ. избегать. Избёнка, "И θ. μικρή ίσμπα. избивать(ся) ρ.δ. βλ., избйть(ся). Избиение, -Я ουδ. 1 δαρμός, ξυλοκόπημα. 2 μαζική εξόντωση. II εκφρ. - младенцев σφαγή νηπίων ( για μαζικές διώξεις). избиратель, '-я α., -ница, -ы θ. εκλογέας, ψηφοφόρος, εκλέχτορας. Избирательность, -И θ (τεχ.) ευαισθησία οργάνου (συσκευής). избирательный επ. 1 εκλογικός· ~ое прёво εκλογικό δικαίωμα* -ая кампания εκλογική κα- καμπάνια" - участок: εκλογικό κέντρο" - бюлле- бюллетень ψηφοδέλτιο" - СПИСОК εκλογικός κατάλο- κατάλογος" -ая система εκλογικό σύστημα· - закон εκλογικός νόμος" - Округ εκλογική περιφέ- περιφέρεια. 2 της ευαισθησίας οργάνου (συσκευής). избирательский επ. του εκλογέα. избирать р.δ. βλ. избрать. И -СЯ εκλέγο- εκλέγομαι . ИЗбЙТОСТЬ, -И θ. το τετριμμένο (λεξης^φρά- σης κ.τ.τ.). ИзбЙТЫЙ επ. απο μτχ. 1 δαρμένος, χτυπημέ- χτυπημένος. 2 κοινός, κοινοτοπικός, πεζός, τετριμ- τετριμμένος, καθημαξευμένος, πεπατημένος, ρουτι- νιέρικος" -ое выражение κοινή (τετριμμένη) έκφραση" - путь πεπατημένη οδός* -ая дорога καθημαξευμένη οδός. 2 πασίγνωστος* -ая ИС- ИСТИН .1 πασίγνωστη αλήθεια" ~ые слова χιλιοει- χιλιοειπωμένα λόγια. избить, изобью, изобьёшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗбЙТЫЛ, βρ: -6ЙТ, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 δέρνω, .χτυπώ" ~ ДО полу- полусмерти δέρνω μέχρι αναισθησίας. 2 (παλ.) ε- εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζοι" ВОрваВШИСЬ В ΓΟ- род завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, α- αφάνισαν όλον τον πληθυσμό. 3 βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω" -ЛИ ВСЮ Дорогу'телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα. II -СЯ 1 χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι" падая с лестницы, он весь ~йл- СЯ πέφτοντας αυτός απο τη σκάλα καταχτυπή- θηκε. 2 βλάφτομαι, χαλνώ, αχρηστεύομα'ι. ИЗбНОЙ επ. (παλ.) της ίσμπας, ИзбОДЙТЬ, -ает р.σ.μ. χτυπώ, πληγώνω. Избоина, -И θ. ελοαόπιτες, ελαιοπλσκούντες.Ι Изболеть, -ёешь к. -ЛИШЬ р. σ. (απλ.) κα- καταπονούμαι, καταβασανίζομαι , παιδεύομαι. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. Изболтаться р.σ. (απλ.) 1 αταχτώ πολύ. 2 φλυαρώ- πολύ. ИзбОрНИК, -а α. (φιλγ.) συλλογή χτ.ιρογρά- φοιν. изборождать(ся) ρ.δ. βλ. избороадйть(ся). ИЗборОЗДИТЬ, -ЗЖу, -ЗДЙШЬ, παθ. μτχ,,παρλθ. χρ. изборождённый, βρ: -дён, -дена, -дено- р. σ.μ. 1 αυλακώνω, γεμίζω με αυλακιές. II μτφ.καταρυτιδώνομαι, γεμίζω με ρυτίδες, ου- ουλές κ.τ.τ. Бремя ~ло его ЛИЦО τα χρόνια του ρυτίδωσαν το πρόσωπο του. 2 μτφ. περιέρχο- περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω, διασχίζω, διανύω. II -СЯ καταρυτιδώνομαι. избочениваться р.δ. βλ. избочениться. избочениться ρ.σ. βάζω το χέρι στο πλευρό' λυγίζω, γέρνω προς το πλευρό. II στραβώνω, избочиться р.σ. (παλ.) βλ. избочениться. избрание, -я ουδ. εκλογή· - новой главй государства εκλογή νέου αρχηγού κράτους. ИЗбраНЙТЬ р. σ. μ. (απλ.) κατσαδιάζω' επιτι- επιτιμώ, βρίζω χυδαία, μαλώνω άσχημα. избранник, ~а α., -ца, -ы θ.1 εκλεκτός· - народа λαοπρόβλητος. II εκλεκτός της καρδιάς, ταίρι· она приехала с -ом своим αυτή ήρθε με τον εκλεκτό της. II ευνοούμενος' - судьбы ευνοούμενος της τύχης. 2 (παλ. υψ. ύφος) ε- επίλεκτος, εξαίρετος, έκτακτος. Избранный επ. απο μτχ. 1 εκλεκτός, διαλε- διαλεχτός* ~ые сочинения Чехова εκλεκτά έργα του Τσέχοφ· -ое общество εκλεκτή κοινωνία. 2 με σημ. ουσ., πλθ. ~ые οι εκλεκτοί οι δια- διακεκριμένοι . избрать, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. из- избрал, ~ла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избран- избранный, βρ: -бран, ~а, -Ο ρ.·σ.μ. 1 εκλέγω, δια- διαλέγω, προτιμώ· он -ал своей специальностью ХИМИЮ αυτός διάλεξε για ειδικότητα του τη χημεία. 2 ψηφίζω' его -ли депутатом (ήΒ де- депутаты) τον έβγαλαν βουλευτή (ή αντιπρόσωπο). Йзбура-... πρώτο συνθετικό λέξεων μ,ε ση- σημασία γκρίζας απόχρωσης, γκριζούτσικος. избушка, -И θ. μικρή ίσμπα. избывать(ся) ρ.δ. βλ. избыть(ся). избыток, -тка α. 1 περίσσευμα, πλεόνασμα. 2 αφθονία, πληθώρα* ЖИТЬ В -е ζω πλουσιοπά- πλουσιοπάροχα" ПО -у απο το περίσσευμα" С -ОМ ή в ~е άφθονα, μπόλικα, υπεραρκετά. избыточный επ., βρ: -чен, -чна, -чно του περισσεύματος, του πλεονάσματος. избыть, -буру, -будешь, παρλθ. χρ. -был, ~ла, -ЛО, προστκ. -будь р.σ.μ. (παλ.) απαλ- απαλλάσσομαι, γλυτώνω" - απαλλάσσομαι απο τη στε- στενοχώρια. II -СЯ (παλ.) παλιώνω, αχρηστεύομαι. избяной επ. της ίσμπας. ИЗВаЛЯТЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗВалЯННЫЙ βρ: -ЛЯН, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) τσαλαβουτώ, καταλερώνω. Π -СЯ τσαλαβουτιέμαι, καταλερώ- νομαι. Изваяние, -я ουδ. άγαλμα· γλυπτικό έργο. Изваять, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изваянный, βρ: -аян, -а, -о κ. παλ. изваянный, βρ: -айн
язв 405 изв -а, ~О р.σ.μ. γλύφω, λαξεύω' σμιλεύω. ИЗВёдать ρ.σ. μ. γνωρίζω, δοκιμάζω, περνώ* - горе περνώ στενοχώρια. изведывать р.δ. βλ. изведать. извека επίρ. (παλ.) από τα παλαιά χρόνια, ЙЗВерГ, -а α. 1 τέρας, απόβρασμα, κάθαρ- κάθαρμα· - человечества απόβρασμα της κοινωνίας· - природы τέρας της φύσης. 2 τύραννος, ψυ- χοβγάλτης, σταυρωτής. извергбть(ся) :>.δ. βλ. извёргнуть(ся). извергнуть, παολθ. χρ. изверг, ~ла, -ло; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изверженный, βρ: -жен, -а, -о κ. извергнутый, βρ: -нут, -а, -о р. σ.μ. 1 αναδίδω, βγάζω, εκπέμπω, εκτοζεύω, εξακοντίζω* вудаан изверг лову το υφαίστειο έβγαλε λάβα. II μτφ. λέγω, εκφέρω, απευθύνω' - проклятия λέγω κατάρες. 2 αποβάλλω, διώ- διώχνω. II -СЯ βγαίνω, εκπέμπομαι κλπ. ρ. ενεργ,φ. ИЗВержёние, -Я ουδ. 1 ανάδοση, εκπομπή,ε- ξακόντιση. 2 έκρηξη* - Вулкйна έκρηξη υφαι- στείου. 3 πλθ. -Я απορρίματα, κόπρανα. ИЗВёрленНЫЙ επ. απο μτχ. υφαιστειακός, α- πο υφαίστειο σχηματισμένος. иввериваться р.δ. βλ. извериться. ИЗВерИТЬСЯ р.σ. χάνω την εμπιστοσύνη*дру- ЗЬЯ -ЛИСЬ ВО МНв οι φίλοι δε μου έχουν πια εμπιστοσύνη* ОН -ЛСЯ В СВОЙ СИЛЫ αυτός δεν έχει πια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. извернуться ρ.σ. 1 στρίβω, γυρίζω* απο- αποφεύγω* его схватили, но он ловко -лея и убе- жйл τον έπιασαν, όμως αυτός επιδέξια έστρι- έστριψε και έφυγε τρέχοντας. 2 μτφ. βρίσκω διέ- διέξοδο* τα βολεύω, τα βγάζω πέρα' без Займа ему ТРУДНО будет - χωρίς δάνειο θα του είναι δύσκολο να τα βγάλει πέρα. извёртываться р.δ. βλ. извернуться. извести, -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. извёл, -вела, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. изведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изведённый, βρ: -дён,-дена, -ден<5 р. σ.μ. 1 ξοδεύω, δαπανώ' καταναλώνω' - МНОГО денег ξοδεύω πολλά χρήματα' - МНОГО бумаги καταναλώνω πολύ χαρτί. 2 εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, αψα\/ίζω, ξεκάνω' мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια· бтот · злодей хотел меня - αυτός ο κακούργος ήθελε να με εξοντώσει'· - леса καταστρέφω τα δάση. ИЗВёсТИе, -Я ουό. είδηση, νέο' πληροφορία' - об остйвке правительства η είδηση για την παραίτηση της κυβέρνησης' О нём Нет НИКакО- ΓΟ -Я γι' αντόν δεν υπάρχει καμιά πληροφο- πληροφορία' газета „.Известия" η εφημερίδα τα,,,νέα'1". ■ II δελτίο' -Я Академии наук δελτίο της Ακα- Ακαδημίας επιστημών. II εκφρ. последние -я οι τελευταίες ειδήσεις. известись, -ведусь, -ведёшься, παρλθ. χρ. -ВёЛСЯ, -велись, -ЛОСЬ, μτχ. παρλθ. χρ. ИЗ- вёдшиЙСЯ р.σ. 1 βασανίζομαι, καταπονούμαι, κατατρύχομαι, τυραννιέμαι. II φθίνω, αδυνα- αδυνατίζω, εξαντλούμαι, λιώνω. 2 χάνομαι, εξαφα- εξαφανίζομαι, παύω να υπάρχω. известить, -ведусь, -дёшься, παρλθ. χρ. извёлся, -велась, -велось, μτχ. παρλθ. χρ. Изведшийся р.σ. ειδοποιώ, αγγέλλω, γνωστο- γνωστοποιώ* πληροφορώ' - О дне заседания ειδοποιώ για τη μέρα της συνεδρίασης. II -СЯ ειδοποι- ειδοποιούμαι" πληροφορούμαι. извёстка, -и θ. βλ. известь. Известкование, -Я ουδ. ασβέστωση (λίπανση με ασβέστη). ИЗВесТКОВаТЬ, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. известкованный, βρ: -ван, -а, -о р.6.κ. σ.μ. (γεωπ.) ασβεστώνω (λιπαίνω με ασβέστη). II -СЯ ασβεστώνομαι (λιπαίνομαι με ασβέστη). ИЗВесТКОВЫЙ επ. 1 της ασβέστης· -ая Печь ασβεστοκάμινος' - завод εργοστάσιο παραγω- παραγωγής ασβέστης. II ασβεστούχος* -ая вода ασβε- στόνερο* ~ые удобрения ασβεστούχα λιπάσμα- λιπάσματα. 2 βλ. [известняковый. известно 1 επίρ. βέβαια, φυσικά· εννοεί- εννοείται. 2 (απρόσ. με σημ. κατηγ.) είναι γνω- γνωστό* ~, что это была клевета είναι γνωστό ό- ότι αυτό ήταν συκοφαντία* всякому - ο καθέ- καθένας το ξέρει* - ли вам 5то событие σας εί- είναι γνωστό αυτό το γεγονός; на СКОЛЬКО мне - απ' ότι εγώ ξέρω* как ,- όπως είναι γνωστό' хорошо -, ЧТО... είναι πολύ γνωστό ότι... ИЗВёсТНОСТЬ, -И θ. φήμη, εύκλεια, καλό ό- όνομα. II άνθρωπος φημισμένος, διάσημος' ГфИ- вестй В - καθιστώ γνωστό, διασαφηνίζω, δι- διευκρινίζω' известный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 γνώριμος, γνωστός' -ое дело γνωστή υπόθεση. 2*διάσημος, ξακουστός, ονομαστός, φημισμέ- φημισμένος. II πασίγνωστος" διαβόητος' -ая женщина πασίγνωστη γυναίκα· - бандит διαβόητος λη- ληστής. 3 ορισμένος, δοσμένος, κάποιος' есть -ая ДОЛЯ свобода υπάρχει κάποια ελευθερία' Β - момент στη δοσμένη στιγμή. II καθορισμέ- καθορισμένος' συνηθισμένος' в - час открылось окно την καθορισμένη ώρα άνοιξε το παράθυρο' при -ЫХ УСЛОВИЯХ κατά τα συνηθισμένα. 4 πληρο- πληροφορημένος, κατατοπισμένος· Я про ТО извёс- тен стал για κείνο εγώ πληροφορήθηκα. известняк, ~а α. ασβεστόλιθος, ασβεστόπε- τρα. известняковый επ. ασβεστολιθικός. *известь, -и θ. ασβέστη· гашенная - σβη- σβησμένη ασβέστη' негашённая - άσβηστη ασβέστη. ИЗВёт, ~а (παλ.) κατάδοση* καταγγελία. ИЗВётчик, -а α. (παλ.) καταδότης. изветшалый επ. (παλ.) παλαιός· - ДОМ πα- παλαιό (ετοιμόρροπο) σπίτι.
изв 406 изв изветшать, -ает р. σ. (παλ.) φθείρομαι απο τη χρήση, λιώνω, κουρελ.ιάζω' σαραβαλιάζω. ИЗВЕЧНОСТЬ, -И θ. αρχική ύπαρξη, αρχεγονία, извечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно παλαι- ογενής, αρχέγονος, πρωταρχικός, αρχικός. II προαιώνιος, πανάρχαιος. извещать р.6. βλ. известить. извещение, -Я ουδ. ειδοποίηση" αγγελία. II ειδοποιητήριο; ИЗВИВ, -а α. ελιγμός, κλωθογύρα, μαίαν- μαίανδρος, ζιγκ-ζάγκ" ~ы реки μαίανδρος ποταμού. извивать ρ.δ. βλ. извить. II -ся ελ'ισσο-ι μαι, συστρέφομαι, εκτείνομαι ελικοειδώς. И κινούμαι ελικοειδώς, συσπειρούμαι, κουλού— ριάζομαι (για φίδια σκουλήκια). ИЗВЙЛИна, ~Ы θ. πτυχή, ανακαμπή, κλωθογυ- κλωθογυρα, ελιγμός, σκωλήωση. II έλικα' ~Ы мозга οι έλικες του εγκεφάλου. ИЗВИЛИСТОСТЬ, ~И θ. ύπαρξη πτυχών, ελιγμών. ИЗВИЛИСТЫЙ επ., 3Ρ= -ЛИСТ, -а, ~О ελικο- ελικοειδής» οφιοειδής, σπειροειδής' μαιανδροει- δής' ~ая река μαιανδροειδής ποταμός' -ая ^ЛИЦа οφιοειδής οδός.· извинение, -Я ουδ. 1 συγγνώμη, συγχώρεση' прошу -Я за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση. 2 δικαιολογία' болезнь служит ему -ем αυτός προβάλλει την αρρώστεια σαν δικαιολογία. извинительный επ., βρ: -лен, -льна, -льна 1 συγχωρητέος, συγχωρήσιμος, συγχωρητός' α- φέσιμος' -ая ошибка συγχωρητέο λάθος. 2 συγχωρητηριος, συγχωρητικόο' ~ое ПИСЬМО συγ- χωρητήριο γράμμα (που ζητά κάπο ιος συγγνώμη). ИЗВИНИТЬ р. σ. μ., παθ. μτχ. παρλ.θ. χρ. ИЗ- винённыл, βρ: -нён, -нена, -нено. 1 συγχω- συγχωρώ· -йте! συγγνώμη! прошу - меня за беспо- беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση' -те ЧТО Я пришёл не ВО время με συγχωρείτε που ήρθα σε ακατάλληλη ώρα. II εκφρ. ИЗВИНЙ(те); нет, извините; нет уж (это.) извините (για διαφωνία, διαμαρτυρία)' με συγχωρείτε, όχι με συγχωρείτε, με συγχωρεί η αγάπη σας·' ИЗ- ВИНЙте за выражение με συγχωρείτε για την έκφραση. И -СЯ 1 ζητώ συγγνώμη. 2 (παλ.) δι- δικαιολογούμαι (ζητώ συγγνώμη δικαολογούμενος). ИЗВИНЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ИЗВИНЙТЬ(СЯ). ИЗВИНЯЮЩИЙ επ. απο μτχ. συγχωρητικός' δι- δικαιολογητικός' - ГОЛОС φωνή συγγνώμης, - ТОН τόνος συγνώμης. ИЗВИТЫЙ επ. απο μτχ. βλ. ИЗВИЛИСТЫЙ. извить, изовью, изовьёшь, παρλθ. χρ. из- извил, -ла, -ло, προστκ. извей, παθ.μτχ.παρλθ. χρ. ИЗБИТЕЙ κ. ИЗВИТОЙ, βρ: ~ВЙТ, ~£, ~Ο ρ. σ.μ. ελίσσω, περιστρέφω, τυλίγω. II -СЯ συ— στρέφομαι, ελίσσομαι, εκτείνομαι. ελ.ικοει — δώς. Ν (για φίδια, σκουλήκια) έρπω. извлекать(ся) р.δ. βλ. извлечь(ся). извлечение, -Я ουδ. εξαγωγή, βγάλσιμο(, α- αφαίρεση . извлечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. извлёк, -екла, -екло, μτχ. παρλθ. χρ. из- извлёкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извлечённый, βρ: -чён, -чена, ~ό ρ.σ.μ. βγάζω·; - осколок из раны' βγάζω το θραύσμα απο την πλ.ηγή* - СОК ИЗ,' растений βγάζω χυμό απο τα φυτά* - наро- народа из невежества βγάζω το λαό απο την αμά- αμάθεια· - урок ИЗ событий βγάζω δίδαγμα απο τα γεγονότα' - пользу έχω όφελος" - ВЫГОДУ βγάζω κέρδος. Н εκφρ. - квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζα. II -СЯ! βγαίνω, εξά- εξάγομαι' пуля легко -клась из раны η σφαίρα εύκολα βγήκε απο την πλ.ηγή. Извне επίρ. απ' έξω' απο το εξωτερικό. ИЗВОД1 ~а α. (απλ.) ξόδεμα, δαπάνη, κατα- κατανάλωση· Пустой - денег άσκοπο ξόδεμα χρημά- χρημάτων' - дров το ξόδεμα των καυσόξυλων. ИЗВОД? ~а α. (παλ.) μετάφραση (κυρίως στη μητρική γλώσσα). изводйть(ся) р.δ. βλ. известй(сь). ИЗВОЗ, -а α. (προεπαν.) αγώγι (για τη με- μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου με άλογα)' ОН за- занимается -ОМ αυτός κάνει τον αγωγιάτη· дер- жать ~ διατηρώ άλογα για αγώγι. ИЗВОЗИТЬ, -ОЖ^, -ОЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извоженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. (геол.). καταλερώνω, καταλασπώνω. И -СЯ καταλερώνο- μαι, καταλασπώνομαι· πασαλείφομαι. ИЗВОЗНИчаТЬ р.δ. (παλ.) ασχολούμαι με το αγώγι, κάνω τον αγωγιάτη. ИЗВОЗНЫЙ επ. του αγωγιάτη· - промысел το επάγγελμα του αγωγιάτη. ИЗВОЗЧИК, -а α. 1 αμαξάς, αμαξηλάτης, α- μαξοδηγός, καροτσέρης, 2 αμάξι νοικιασμένο. ИЗВОЗЧИЦКИ εΐίίρ. σαν ο αμαξάς. ИЗВОЗЧИЦКИЙ επ. της άμαξας ή του αμαξά. II βλ. ИЗВОЗЧИЧИЙ. ИЗВОЗЧИЧИЙ επ. αμαξάδικος. Π μτφ. (παλ.) χυδαίος· -ие Выражения χυδαίες εκφράσεις (ό- (όπως των αμαξάδων). изволение, -Я ουδ. (παλ.) θέληση, επιθυ- επιθυμία* άδεια" ПО барскому -Ю με την άδεια του άρχοντα, όπως το θελήσει ο άρχοντας. ИЗВОЛИТЬ ρ.δ. 1 (παλ.) θέλω, επιθυμώ' че- чего -те? τι επιθυμείτε; 2 χρησιμοποιείται με απαρέμφατο άλλου ρήματος αντί των προσώπων αυτού του ρήματο-ς και εκφράζει: εκτίμησηι φι- λοφροσύνη, αβρότητα, δυσαρέσκεια, αγανάκτη- αγανάκτηση, μομφή, ειρωνεία· ГОСПОД^--ЯТ спать τα αφεντικά κοιμούνται· ~ите СЙМИ судЙТЬ κρί- κρίνετε μονάχοι σας' ВЫ -ите шуТЙТЬ αστειεύε- αστειεύεστε' -ите ли видеть βλέπετε; вместо того, чтобы работать, вы все -ите полёживать αντί
изв 407 изг να δουλεύετε, όλοι σας το πιάσατε ξαπλωταριά. II προστκ. изволь(те) σημαίνει: α) καλά·-те, останусь ещё на час καλά, θα περιμένω ακόμα μια ώρα* ИЗВОЛЬ, Я сОГЛОсен καλά, είμαι σύμ- σύμφωνος, β) να, πάρε, ωρίστε· дайте мне па- папиросу. - извольте δόστε μου ένα τσιγάρο. - ωρίστε. γ) προσταγή* -те ВЫЙТИ βγήτε έξω· -те сначала поучиться, а потом другим указывать πρώτα να μάθετε εσείς καλά και μετά να υπο- υποδείχνεται στους άλλους. II -те! παρακαλώ! II εκφρ. чего -ите? (παλ.) τι επιθυμείτε; Изволноваться, -нуюсь, -нуешься ρ.σ. ανη- ανησυχώ πολύ, αδημονώ, αγωνιώ* - ОЖИдДя Извёс- ТИЙ αγωνιώ περιμένοντας ειδήσεις. ИЗВОЛОК, -а α. (διαλκ.) λόφος, ύψωμα. ИЗВОЛОЧИТЬ, -лочу, -ЛОЧИШЬ, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. изволоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ. σ. μ. (απλ.) λερώνω, λασπώνω σέρνοντας. II -СЯ λε- λερώνομαι, λασπώνομαι. извольничаться р.σ.μ. (απλ.) ατακτώ, κάνω ό,τι θέλω, όπως θέλω, δεν υπακούω. изворачиваться р.δ. βλ. извернуться. ИЗВОрОТ, -а α. 1 (παλ.) στροφή, καμπή. 2 πλθ. -Ы μτφ. στροφές, μεταπτώσεις (στη σκέ- σκέψη κ.τ.τ.). 3 μτφ. πονηριά, υπεκφυγή' στρε- ψοδικία. ИЗВОРОТИСТЫЙ επ., βρ: -ТИСТ, -а, -О(απλ.) βλ. изворотливый. ИЗВОРОТЛИВОСТЬ, -И θ. ευστροφία, επιδεξι- επιδεξιότητα. II επιτηδειότητα, καπατσωσύνη. ИЗВОРОТЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -С εύστρο- εύστροφος, εύκαμπτος, επιδέξιος. II επιτήδειος, ι- ικανός, καπάτσος, καταφερτζής· - человек κα- καπάτσος άνθρωπος. извратить, -ащу, -атйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извращённый, βρ: -шён, -щена, -щено р. σ.μ. διαστρεβλώνω, διαστρέφω* παραμορφώνω* - Истину διαστρέφω την αλήθεια* - события διαστρεβλώνω τα γεγονότα* - СМЫСЛ СЛОВ δια- διαστρεβλώνω το νόημα των λέξεων. Π χαλνώ, δι- διαφθείρω, εκφυλίζω. И -СЯ διαστρεβλώνομαι* με- μεταστρέφομαι, χειροτερεύω. извращать(ся) р.δ. βλ. извратйть(ся). извращение, -Я ουδ. διαστροφή, διαστρέ- διαστρέβλωση* παραποίηση* - ИСТИНЫ διαστρέβλωση α- αλήθειας. II διαστροφή, εκφυλισμός. извращённость, -и θ. βλ. извращение. Извращённый επ. απο μτχ. διαστρεβλωμένος, διεστραμμένος, παραμορφωμένος* παραποιημέ- παραποιημένος. II εκφυλισμένος, εξαχρειωμένος. ИЗВЯЗАТЬ, -ЯЖу, -яжешь р.σ.μ. ξοδεύω, κα- καταναλώνω για δέσιμο* - клубок шерсти ξο- ξοδεύω ένα κουβάρι μάλλινη κλωστή. извязывать ρ.δ. βλ. извязать. II -сЯ ξο- ξοδεύομαι, καταναλώνομαι. Изгадить, ~£жу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. μαγαρίζω, λερώνω με τα κόπρανα. Π καταλερώ^- νω, καταλεκιάζω. II μτφ. χαλνώ, φθείρω. II -СЯ λερώνομαι, λεκιάζομαι. II χαλνώ, γίνομαι κα- κακός* был мальчик хороший, а теперь -лея ή- ήταν καλό παιδί, αλλά τώρα χάλασε. ИЭГЙб, -а α, καμπή, στροφή, κλώσιμο' α- αγκώνας* река, делает - τοποτάμι κάνει αγκώ- αγκώνα* - ДОрОГИ στροφή του δρόμου* КрасЙВЫЙ - лебединой шёи το όμορφο τσάκισμα του λαιμού του κύκνου. Изгибаемость, -И θ. ικανότητα κάμψης, κα- καμπύλωσης, λυγίσματος. ИЗГИбание, -Я ουδ. κάμψη, λύγισμα, κύρτω- κύρτωση , καμπύλωση. ИЗГИб£ть р.δ.μ. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω, καμπυλώνω* - СПЙну λυγίζω τη μέση* - губы καμπυλώνω τα χείλη. И -СЯ κάμπτομαι, λυγίζω, καμπυλώνομαι, κυρτώνομαι" ГВОЗДЬ -етсЯ το καρφί λυγίζει. ИЗГЙбИСТЫЙ επ., βρ: -бИСТ, -а, -О πολύκα- μπτος, με πολλές στροφές, πολλά λυγίσματα. изгйбнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. изгиб, ~ла, -ЛО (απλ.) καταστρέφομαι τελείως, εξο- εξολοθρεύομαι, αφανίζομαι. изглг1дить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изглаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 (για επιφάνεια) λιαίνω, ομαλύνω, ισιώνω. 2 μτφ. εξαλείφω, απαλείφω, αποσβήνω, αφαιρώ, διαγράφω* - ИЗ ПЙМЯТИ εξαλείφω απο τη μνήμη* - Печальное Воспоминание διώχνω τη θλιβερή ανάμνηση. Ν αδυνατίζω, μαλ.ακώνω. II -СЯ λι — αίνομαι, ομαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ, изглаживать (ся) р. δ. βλ. изгла\цить(ся). Изглодать, -ожу, -ожешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изглоданный, βρ: -дан, -а, -ο ρ.σ.μ.κα- 'τατρώγω, καταβροχθίζω. ИЗГНйние, -Я ουδ. εκδίωξη, διώζιμο. Η ε- εξορία, εξοστρακισμός. изгнанник, -а α., -ца, ~Ы θ. διωγμένος, εκ- εκδιωγμένος. II εξόριστος, εξοστρακισμένος, ε- τοπισμένος. Изгнаннический επ. του εξόριστου, του ε- εκτοπισμένου* ~ая ЖИЗНЬ η ζωή του εξόριστου. ИЗГНАТЬ, -ГОНЮ, -ГОНИШЬ, παρλθ. χρ. ИЗ- гнал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Йзгнан- НЫЙ, βρ: -гнан, -а, -О р.σ.μ. διώχνω,εκδι- διώχνω,εκδιώκω. Η εκτοπίζω, εξορίζω, εξοστρακίζω* εκπα- τρίζω. II αποβάλλω (συνήθεια, χρήση κ.τ.τ. )* ξεριζώνω, καταργώ. II εκφρ. - ПЛОД κάνω έ- έκτρωση. ИЗГНИВАТЬ ρ.δ. βλ. ИЗГНИТЬ. ИЗГНИТЬ, -ГНИЮ, -ГНИёШЬ, παρλθ. χρ. ИЗ- ИЗГНИЛ, -ла, -ЛО, προστκ. δεν έχει· ρ.σ. σα- σαπίζω τελείως. ИЗГОЙ, -Я α. (παλ.) ξεπεσμένος* απελεύθε-
изг 408 изж ρος. II μτφ. άνθρωπος ακοινώνητος; απομονω- απομονωμένος, απόκοσμος, изголовье, -я, γεν. πλθ. -вий, 6οτ. -вьям; ουδ. κεφαλόκλ.ινο, κεφαλάρι" у -Я στο κεφα- κεφαλάρι. II προσκέφαλο (απο οτιδήποτε αντικεί- αντικείμενο) . ИЗГОЛОДАТЬСЯ р.σ. 1 λίγώνομαι απο την πεί- πείνα. 2 μτφ. θέλω, επιθυμώ πολύ, έχω όρεξη" -ЛСЯ ПО хорошей музыке διψώ για καλή μουσική. изгонять ρ.δ. βλ. изгнать. И -СЯ εκτοπί- εκτοπίζομαι, εξτηζομαι. II διώχνομαι, εκδιώκομαι. II ατίοβά' ,,ομαι, ξεριζώνομαι, καταργούμαι. исх-орать ρ.δ. βλ. изгореть. ИЗГОрбИТЬ, -блю, -бишь р.σ.μ. (απλ.) κα- καμπουριάζω, κάνω καμπούρα. Π -СЯ καμπουριάζω. изгореваться, -рююсь, -рюешься р.σ. περνώ πολλές πίκρες, δοκιμάζω πολλές στενοχώριες. изгореть, -ρίΐΤ ρ. σ. (απλ.) καίω, ξοδεύω, καταναλώνω. Изгородка, -И θ. (απλ.) φράχτης μικρός. ИЗГОРОДЬ, -И θ. φράχτης'. ЖИВая - φυσικός φράχτης (απο χλωρά δέντρα, θάμνους). изго тав ливать (ся) р. δ. βλ. изготовить (ся). ИЗГОТОВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω. II ετοιμάζω* - снасть ε- ετοιμάζω τα σύνεργα. 2 μαγειρεύω' - курицу к Обеду ετοιμάζω κότα για γεύμα. II εκφρ. - ру- ЖЬё σκοπεύω το όπλο. II -СЯ (στρατ. κ. αθλτ.) (προ)ετοιμάζομαι. Изготовка, -и θ. 1 (απλ.) φτιάξιμο, επε- επεξεργασία. Ί ετοιμασία. II μαγείρευμα. Ζ <στρατ. η. αθλτ.) (προ)ετοιμασία. И επφρ. ВЗЯТЬ ру- ;:-:ьё на -у σκοπεύω (ετοιμάζω) το όπλο για βο- βολή. изготовление, -я ουδ. βλ. изготовка. ИЭГОТОВЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ИЗГОТОВИТЬ(СЯ). изгрызать ρ. δ. βλ. изгрызть. II -СЯ κατα- κατατρώγομαι, καταροκανίζομαι, ИЗГРЫЗТЬ, -ЫЗу, -ЫЗёШЬ, παρλθ. χρ. ИЗГрЫЗ, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгрызенный, βρ: -зен, ~а, -Ο ρ.σ.μ. κατατρώγω, καταρο- κανίζω, τρωγαλ.ίζω. ИЗГРЯЗНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгрязнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. καταλερώνω, καταλεκιάζω' καταλασπώνω* - Пол κατσ.λερώνω το πάτωμα. II -СЯ καταλερω- νομαι, καταλ.εκιάζομαι' καταλ,ασπώνομαι. ИЗГубИТЬ, -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгубленный, βρ: -лен, -лена, -лено р. σ.μ. (παλ. κ. διαλκ.) καταστρέφω, θανατώνω, αφανίζω, ρημάζω. издавать ο. 6. βλ. ::здатъ. II -ся 1 εκδίδομαι· журнал перестал - το περιοδικό έπαψε να εκ- εκδίδεται. 2 αναδίδομαι, διαχέομαι, ξαπλώ- ξαπλώνομαι (γ'.α ήχο, μυρουδιά κ,.τ.τ.). Издавна ε-πίρ. απο τα παλαιά χρόνια, πα- ,λοαόθεν, προ αμνημονεύτων χρόνων. издалбливать ρ.δ. βλ. издолбить. II -сяча- τατρυπιέμαι. издалека κ. издалёка επί ρ. απο μακριά· Я ещё - ВЙдел его απο μακριά ακόμα τον είδα· ОН приехал - αυτός ήρθε απο μακριά. II εκφρ.на- εκφρ.начать - βαθμιαία μπαίνω στο θέμα (στο ψητό). издалеча κ. издалече επίρ. (απλ. κ. διαλκ.) απο μακριά. Издали επίρ. απο μακριά. II (απλ.) απο μα- μακρινό μέρος. II μτφ. έμμεσα, πλάγια. издание, -я ουδ. έκδοση· - книги έκδοση βιβλίου. II δημοσίευση* - закона, указа* δη- δημοσίευση νόμου, διατάγματος. издатель, -я α., -ница, -ы θ. εκδότης, τρία. Издательский επ. εκδοτικός* -аЯ фирма εκ- εκδοτικός οίκος, το εκδοτικό. Издательство, -а ουδ. εκδοτικός οίκος, το εκδοτικό· государственное - το κρατικό εκ- εκδοτικό* частное - ιδιωτικός εκδοτικός οίκος. издать, -дам, -дашь, -даст, πλθ. -да- -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. издал,-ла, -ЛО, προστκ. издай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ, ЙЗ- данный, βρ·. -дан, -а, -о р.σ.μ. 1 εκδίδω, βγάζω'- газету εκδίδω εφημερίδα* ВНОВЬ - ε- επανεκδίδω. 4 δημοσιεύω* - закон βγάζω νόμο* - указ εκδίδω διάταγμα. 2 αναδίδω, εκπέμπω* βγάζω* этот цветок -даёт приятный запах αυ- αυτό το λουλούδι βγάζει ευχάριστη μυρουδιά. II -СЯ 1 εκδίδομαι· δημοσιεύομαι. 2 αναδίδομαι. издевательский επ. κοροϊδευτικός, χλευα- χλευαστικός, περιπαιχτικός. издевательство, -а ουδ. κοροϊδία, χλευα- χλευασμός, εμπαιγμός. Издеваться р.δ. (над кем-чем) εμπαίζω,πε- εμπαίζω,περιπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω, περιγελώ. издёвка, -и θ. βλ. издевательство. изделие, -я ουδ. κατασκευή' έργο* είδος, πράγμα, αντικείμενο* чулки фабричного И ку- старного -Я γυναικείες κάλτσες έτοιμες καί χειροποίητες' скатерть ДОМсШшего -Я τραπε- ζομάντηλο οικιακής κατασκευής· трикотажные -Я πλεκτά είδη' металлические -Я μεταλλι- μεταλλικά είδη' фарфорные -Я είδη πορσελάνης, руч- ручное - εργόχειρο, χειροτέχνημα. II καλλιτέ- καλλιτέχνημα. Издёрганность, -И θ. εκνευρισμός, νευρί- ασμα. издёрганный επ. απο μτχ. νευρικός* - че- человек νευρικός άνθρωπος. Издёргать р. σ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.. ИЗ- Дёрганный, βρ: -ган, -а, -О р.σ.μ. εκνευρί- εκνευρίζω, νευριάζω, σπάζω τα νεύρα. II -СЯ εκνευ- εκνευρίζομαι, νευριάζω. издержать, -ержу, -ёржишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. издержанный, βρ: -жан, -а, -ο ρ.σ.μ. ξο-
иэд 409 изз δεύω, δαπανώ' καταναλώνω' - все деньги · ξο- δεύω όλα τα χρήματα. II -СЯ ξοδεύομαι-, κα- καταναλώνομαι, δαπανώμαι* все деньги -ЛИСЬ ό- όλα τα χρήματα ξοδεύτηκαν' ОН совсем -ЛСЯ αυ- αυτός, καταξοδεύτηκε (ξεπαραδιάστηκε). издерживать(ся) р.δ. βλ. издержать(ся). издержки, -жек, -жкам πλθ. (ενκ. -а, -и θ.) έξοδα, δαπάνες' - производства τα έξοδα παραγωγής* судебные - δικαστικά έξοδα· - на СТОЛ ή на еду έξοδα φαγητού. издирать(ся) ρ.δ. βλ. изодрать(ся). ИЗДОЛбЙТЬ, -блю, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. издолбленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. κατατρυπώ* διαβιβρώσκω, κατατρώγω' ДЯТель -ЙЛ кору о δρυοκολάπτης κατατρύπησε τη φλού- φλούδα* капли -ли камень οι. σταλαματιές κατάφα- γαν την πέτρα, ИЗДОЛЬНИК, -в. α. μισιακάρος, σέμπρος, κο- κολίγας. издольщик, -а α. βλ. издольник. ИЭДОЛЫЦИЦа, -Ы θ. το γεώμορο. аздохнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. издох, -ла, -ЛО р.σ. (για ζώα на ι κακούργο άνθρω- άνθρωπο)· ψοφώ. ИЗДрёвле επίρ. απο τα παλαιά χρόνια, προ- προαιώνια. ИЗДробЙТЬ, -блю, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. издроблённый, βρ: -лён, -лена, -лено κα- κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, κατατρίβω. издрогнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. издрог, -ла, ~ло р.σ. τρέμω απο το κρΰο, ξεπαγιάζω. ИЗДЬфЯВИТЬ, -ВЛГО, -ВИШЬ ρ.σ.μ. κατατρυπώ. II -СЯ κατατρυπι έμαι. издырявливаться) ρ. δ. βλ. издырявить (ся). ИЭДЫхание, -Я ουδ. στις εκφρ: ДО ПОСлё- ДНеГО -Я μέχρι τελευταίας πνοής· при ПОСЛё- ДНем -И στο ξεψύχισμα. издыхать р.δ. βλ. издохнуть. ИЗЖалить р.σ.μ. (για έντομα, φυτά ακανθώ- ακανθώδη)' κατακεντρίζω. изжарить ρ.σ.μ. ψήνω, τηγανίζω, καβουρδί- ζω. И -СЯ 1 ψήνομαι, τηγανίζομαι, καβουρ- δίζομαι. 2 ζεσταίνομαι υπερβολικά·- на ССЛ- НЦе ψήνομαι στον ήλιο. изжёванный επ. απο μτχ. κατατσαλακωμένος. II μτφ. τετριμμένος, ξεφτισμένος, συνηθισμέ- συνηθισμένος' ~ая тема συνηθισμένο θέμα. Изжевать, -жую, -жуёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. κα- ταμασώ, καστρέφω μασώντας' телённок -&Л ΠΟ- Вёшенное на дворе бельё το μοσχαράκι κατα- μάσισε όλα τα κρεμασμένα ρούχα στην αυλή. II καταναλώνω μασώντας" матрос -ал Весь СВОЙ Табак о ναύτης μάσισε όλο τον καπνό του. Изжёвывать р. δ. βλ. изжевать. II -СЯ μα- μασιέμαι. Изжелтить, -елчу, -елтЙШЬ р.σ. κιτριν&ω, λερώνω με κίτρινο χρώμα. ИЗЖеЧЬ, ИЗОЖГу, ИЗОЖЖёШЬ, ИЗОЖГУТ, παρλθ. χρ. ИЗЖёг, изожгла, -ЖГЛО р. σ.μ. 1 κατακαίω, καίω σε πολλά μέρη. 2 καταναλώνω για κάψιμο* - весь уголь καίω όλο το κάρβουνο.Π -СЯ καί- καίγομαι . ИЗЖИВание, -Я ουδ. εξάλειψη· ξερίζωμα* α- πάλλαξη* υπερνίκηση. изживать(ся) р.δ. βλ. изжйть(ся). изжигать(ся) р.δ. β>. изжечь(ся). ИЗЖИТИе, -Я ουδ. ξερίζωμα, εκρίζωση. изжить, -живу, -живёшь, παρλθ. χρ. изжил, -ла., -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗЖИТЫЙ, βρ: -жйт, -а, -о κ. изжитой, βρ: -жйт, -а, -о; р.σ.μ. 1 εξαλείφω, ξεριζώνω' - недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες. 2 τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος* ОН -ЖИЛ СВОЮ ЖИЗНЬ, СВОЙ век αυτός τό 'φάγε το ψωμί του (πλησι- (πλησιάζει προς το θάνατο). П υποφέρω, περνώ,τρα- περνώ,τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι* - горе περνώ φαρμά- φαρμάκια* - печали περνώ θλίψη. Ц εχφρ. он -йл себя τό 'φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε ά- άχρηστος. II -СЯ ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ.). ИЗЖОГа, -И θ. καΐλα, πύρωση, ξυνίλα, -άδα. ИЗ-за πρόθεση. 1 απο, πίσω απο* απο πέρα· смотреть ~ дверь κοιτάζω |απο την πόρτα·встать - СТОЛа σηκώνομαι απο το τραπέζι' ВЫСКОЧИТЬ - угла ξεπετιέμαι απο τη γωνία· |~ Облака ВЫ- ПЛЫЛа опять луна απο πίσω απο το | σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι* ОН Приехал ~ моря αυ- αυτός ήρθε απο υπερπόντια χώρα' приехать границы έρχομαι απο το εξωτερικό. 2 λόγω, α- απο, εξ αιτίας" разошлись - пустяков χώρι.σαν απο το τίποτε' - шума ничего не слышно απο το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται* - дождя ОПО- здал λόγω της βροχής άργησα* - ТОГО απο αυ- αυτό (ένεκα τούτου)* - какого-то обстоятельс- обстоятельства απο κάποιο περιστατικό* - тебя все не- ПриЙТНОСТИ εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα· - мелочей дерутся απο μικροπράγματα τσακώνο- τσακώνονται* жениться ~ денег παντρεύομαι για χρή- χρήματα· - тебя мы мучимся здесь απο σένα εμείς βασανιζόμαστε εδώ. Иззеленить ρ.σ. πρασινίζω, λερώνω με πρά- πράσινο χρώμα. II -СЯ πρασινίζω, λερώνομαι με πράσινο χρώμα. иззубривать(ся) р.δ. βλ. иззуОрить(ся). ИЗЗубрЙТЬ, -убрй, -убрйшь, παθ, μτχ. παρλθ. χρ. иззубренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. δο- ντιάζω, κάνω δοντιές (για κοφτερό όργανα). II -СЯ δοντιάζομαι, γίνομαι όλο δοντιές. ИЗЗЯбНуТЬ, -НУ, -нешь, παρλθ. χρ. ИЗЗЯб, -ла, -ЛО ρ.σ. ξεπαγιάζω, μαργώνω, II -СЯ ξε- ξεπαγιάζω, μαργώνω.
изл 410 изл излавливать р.6. βλ. изловить. излагать р.δ. βλ. изложить. II -ся εκτίθε- μαι, αναπτύσσομαι, εξιστορούμαι. ИЗЛЙДИТЬ, -ажу, -адишь р. σ. μ. (διαλκ.) μα- μαστορεύω, φτιάχνω με τέχνη. II ετοιμάζω, τα- ταχτοποιώ. И -СЯ ετοιμάζομαι για κάτι. излаживать(ся) р.6. βλ. изладить(ся). Излазить, -ажу, -азйШЬ р.σ.μ. σκαρφαλώνω, εισχωρώ, χώνομαι παντού. изламывать(ся) р.6. βλ. изломать(ся). Излаять ρ.σ.μ. (απλ.) μαλώνω γερά, ψάλλωί τον αναβαλλόμενο ή τον εξάψαλμο. Излежаться, -ЙТСЯ р.σ. χαλνώ, φθείρομαι он πο την μακρόχρονη παραμονή. излёживаться, ~ается р.δ".· βλ. излежаться. излениваться р.δ. βλ. излениться. излениться, -енюсь, -ёнишься ρ.σ. τεμπε- λιάζω, γίνομαι τεμπέλης. ИЗЛёТ, ~а α. η κατιούσα (της τροχιάς βλή- βλήματος, σφαίρας πλπ.). излетать1 ρ.6. βλ. излететь. ИЗЛет&ЯЬ2 р.σ.μ. 1 πετώ παντού, σε διάφο- διάφορα μέρη. 2 καταναλώνω ηατά την πτήση' - всё горючее καίω όλη την καύσιμη ύλη. излететь, -ечу, -етйшь р.σ. πετώ έξω, βγαί- βγαίνω" εκστομίζομαι* из уст его -ли какие-то неприятные слова εκστομίστηκαν απ' αυτόν κά- κάτι άσχημες λέζεις. Излечение, -Я ουδ. θεραπεία, γιατρειά, γιά- τρεμα,, ίαση. излечивать(ся) р.δ. βλ. излечйть(ся). Излечимый επ., βρ: -ИМ, ~а, -Ο θεραπεύσι- μος, ιάσιμος, ιατός. ИЗЛечЙТЬ, -ечу, -ёчишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. излеченный, βρ: -чен, ~а, -Ο ρ.σ.μ. θε- θεραπεύω, γιατρεύω, κάνω καλά. Ν -СЯ θεραπεύο- θεραπεύομαι, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά. ИЗЛИВОТЬ р.δ. βλ. ИЗЛИТЬ. И μτφ. αναδίδω, εκπέμπω, βγάζω (ήχο, μυρουδιά, φως). И -СЯ βλ. ИЗЛИТЬСЯ. И μτφ. αναδίδομαι, εκπέμπομαι, βγαίνοι. излить, изолью, изольёшь, παρλθ., χρ. излил, -Л&, ~ЛО, προστκ. излей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗЛИТЫЙ, βρ: -ЛЙТ, ~а, -Ο ρ.σ.μ. 1 χύ- χύνω' - ПОТОКИ слёз χύνω ποτάμια δάκρυα. 2 ξε- ξεσπώ, εκδηλώνομαι βίαια. П εκφράζω, Ν δια- διαχέω, διασκορπίζω, αναδίδω, εκπέμπω. Η -СЯ (εκ)χύνομαι, ξεχύνομαι' εκρέω' -ЛИСЬ ПОТОКИ СЛёЗ χύθηκαν ποτάμια δάκρυα. II μτφ. ΙξεθυμαΟ- νω. И εμφανίζομαι, εκφράζομαι, διαχέομαι. II μτφ. ξεσπαθώνω, ξεσπώ, ξαλαφρώνω. излишек, -шка α, 1 περίσσευμα, πλεόνασμα' ОТНЯТЬ - αιοαιρώ το περίσσευμα' сдача -ΟΒ παράδοση πλεονασμάτων. 2 αφθονία, πληθώρα. И το υπέρμετρο' ~ храбрости υπέρμετρη αν- ανδρεία. II εκφρ. С -ОМ με το παραπάνω* Нам 5то ХВЙТИТ С -ОМ εμάς αυτό μας φτάνει και περισσεύει. Излишество, -а ουδ. 1 (παλ.) αφθονία, πε- περίσσευμα. 2 υπερβολή, κατάχρηση, το υπέρμε- υπέρμετρο, το περίσσιο, το περιττό'' всякое ~ вре- вредно κάθε κατάχρηση είναι βλαβερή' С -ОМ, ДО ~а υπερβολικά, υπέρμετρα, υπέρ το δέον. излишествовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. α- αποδίδομαι σε καταχρήσεις. излишний, ~яя, ~ее, βρ: -шен, -шня, -шне. 1 περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερ- υπερβολικός' -ее любопытство υπερβολική περιέρ- περιέργεια' -ие подробности περιττές λεπτομέρειες" -ЯЯ роскошь περίσσια πολυτέλεια* его при- суствие -е η παρουσία του είναι περιττή. 2 άδικος, χαμένος, άχρηστος. излияние, -Я ουδ. 1 (παλ.) εκροή, τρέξι- τρέξιμο, χύσιμο. 2 (συνήθως πλθ. -Я) διαχύσεις* дружеские -я φιλικές διαχύσεις' -Я чувст δι- διαχύσεις αισθημάτων. ИЗЛОВИТЬ, -ОВЛЮ, -ОВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изловленный, £ρ; -вен, -а, -о . ρ.σ.μ. πιάνω, συλλαμβάνω" - вора πιάνω τον κλέφτη* - Муху πιάνω τη μύγα' - ПТЙцу πιάνω το που- λί. изловчаться ρ.δ. βλ. изловчиться. ИЗЛОВЧИТЬСЯ, -ЧуСЬ, -ЧЙШЬСЯ р.σ. καταφέρ- καταφέρνω, κινούμαι εύστροφα, επιδέξια* ενεργώ έ- έντεχνα, δράττομαι (επωφελούμαι) της ευκαιρί- ευκαιρίας" μηχανεύομαι, πονηρεύομαι. изложение, -Я ουδ. 1 έκθεση, διατύπωση. 2 εξιστόριση, περιγραφή, αφήγηση. 3 έγγραφη α- ανάπτυξη θέματος· ученики вчера написали οι μαθητές χτες έγραψαν έκθεση. ИЭЛОЖИНа, -Ы θ. (διαλκ.) στενή και αβαθής χαραδρίτσα. ИЗЛОЖИТЬ, -ожу, -ОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Изложенный, βρ: -жен, -а, -Ο ρ.σ.μ. εκ- εκθέτω" εξιστορώ, αφηγούμαι" αναπτύσσω* -мне- -мнение εκθέτω (λέγω) τη γνώμη' - Подробности α- αφηγούμαι (εκθέτω) λεπτομερειακά' - В немно- немногих словах εκθέτω με λίγα λόγια (σύντομα). ИЗЛОМ, -а α. 1 σπάσιμο, τσάκισμα, θραύση" - произошёл на край балки τό σπάσιμο έγινε στην άκρη της δοκού. 2 το σπασμένο μέρος α- αντικειμένου' на самом -е столб оказался гнилым το μέρος που έσπασε ο στύλος ήταν σά- σάπιο. 3 επιφάνεια θραύσης* определение мине- минерала ПО ~у о καθορισμός του μετάλλου απο την επιφάνεια της, θραύσης' мелкозернистый - λεπτόκοκκη επιφάνεια θραύσης' ВОЛОКНИСТЫЙ - ινώδης επιφάνεια θραύσης. 4 στροφή, καμπή α- απότομη' αγκώνας (για δρόμο, ποτάμι κ.τ.τ.). 5 συντριβή' душевный - ψυχική συντριβή. Изломанность, -И θ. σπάσιμο, θραύση, θλάση. Изломанный επ. απο μτχ. σπασμένος, θραυ-
Е8Л 411 изм σμένος, τσακισμένος. 2 τεθλασμένος, σπαστός' -ЭЯ ЛИНИЯ τεθλασμένη γραμμή' ~ая дорога πο- λυκαμπής δρόμος. 3 μτφ. διαστρεμμένος, χα- χαλασμένος' αφύσικος' - характер διαστρεμμέ- διαστρεμμένος χαρακτήρας. ИЗЛОМОТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. из- изломанный, βρ: -ман, -а, -о. 1 σπάζω, θραύω, τσακίζω" θλω' - полку σπάζω τον πάσσαλο. II χαλνώ, παραβιάζω (κανονικότητα, στίχο, σει- σειρά κ.τ.τ.). 2 συντρίβω, κάνω κομμάτια, σα- σακατεύω. ·ΙΙ βασανίζω, κατατρύχω (για κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.). 3 μτφ. διαστρέφω, χαλνώ' σακατεύω" - характер χαλνώ το χαρακτήρα. II -СЯ θραύομαι, σπάζω κλπ. ρ.ενεργ. φ. ИЗЛОМИТЬ, -ОМЛЙ, -ОМИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изломленный, βρ: -лен, -а, -ο ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) θραύω, σπάζω, τσακίζω (σ' έ- ένα μέρος). II -СЯ θραύομαι, σπάζω, τσακίζο- τσακίζομαι. II λυγίζω, κάμπτομαι. излука, -и θ. (παλ.) βλ. излучина. ИЗЛукаВИТЬСЯ, -ВЛЮСЬ, -ВИШЬСЯ р.σ. γίνο- γίνομαι πολύ πονηρός, μηχανεύομαι, τεχνάζομαι. ИЗЛуПЙТЬ, -ушйЬ, -уПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. излупленный, βρ: -лен, ~а, -ο ρ. σ. μ. (απλ.) χτυπώ γερά, ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω. ИЗЛучйть р.δ.μ. ακτινοβολώ. II εκπέμπω, α- αναδίδω' διαχέω' солнце -ет тепло о ήλιος εκ- εκπέμπει θερμότητα. II μτφ. έχω περιχαρή όψη* её глазй -ЛИ ТЙХую радость τα μάτια της έ- έλαμπαν απο σιωπηλή χαρά. II -СЯ ακτινοβολού- μαι. II εκπέμπομαι, αναδίδομαι' λάμπω. Π μτφ. έχω περιχαρή όψη' из его глаз -лась доброта τα μάτια του έλαμπαν απο καλοσύνη (ή σκορ- σκορπούσαν) καλοσύνη. излучение, -я ουδ. ακτινοβουλία· солнечное -ηλιακή ακτινοβολία·- теши εκπομπή θερμό- θερμότητας* радиоактивное - ραδιενεργή ακτινοβο- ακτινοβολία. ИЗЛуЧИНа, -Ы θ. στροφή, καμπή· αγκώνας(πο- αγκώνας(ποταμού, δρόμου κ.τ.τ.). II ιδιομορφία* απότο- απότομη στροφή (στη σκέψη, αισθήματα, ιδέες). ИЗЛучИСТЫЙ επ. πολυκαμπής. излучйть(ся) р.σ. βλ. излучйть(ся). ИЗЛЮбИТЬ, -юблй, - (Об ИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.излйбленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. (παλ.) υπεραγαπώ, προτιμώ, εκλέγω. ИЗЛЙблеюшЙ επ. απο μτχ. αγαπητός, αγαπη- αγαπημένος, εκλεκτός, προτιμούμενος* - приём το αγαπημένο τέχνασμα (κόλπο)' - место ДЛЯ прс- Гулки το αγαπημένο μέρος για περίπατο-, -ое занятие αγαπημένη απασχόληση. иэмозать, ~ажу, -ажешь ρ.σ.μ. 1 καταλερώ- νω, καταρρυπαίνω, πασαλείφω. 2 ξοδεύω, δα- δαπανώ, καταναλώνω αλείφοντας. II -СЯ καταλε- ρώνομαι, πασαλείφομαι κλπ. р.. ενεργ. φ. измазывать(ся) ρ.δ. βλ. измазать(ся). Измалевать, -ЛЮЮ, -ЛюеШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. измалёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) κακοσχεδιάζω, κακοζωγραφίζω. измалёвывать р.б. βλ. измалевать. измалывать(ся) ρ.δ. βλ. измолоть(ся). Измарать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗ- маранный, βρ: -ран, -а, -о (απλ.) καταλε- ρώνω, καταρρυπαίνω, κατασπιλώνω. Η μουτζου— ρώνω, γεμίζω με σημειώσεις, διορθώσεις κλπ. Π -СЯ καταλερώνομαι, μουτζουρώνομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. измаЪливать(ся) р.δ. βλ. измйслить(ся). ИЗМЫСЛИТЬ р.σ.μ. καταλιγδώνω, καταλαδώνω, καταλερώνω. II -СЯ καταλιγδώνομαι, καταλαδώ- νομαι, καταλεκιάζομαι. Изматывание, -Я ουδ. καταπόνηση, εξάντλη- εξάντληση, αδυνάτισμα, τσάκισμα. изматывать(ся) р.δ. βλ. измотать(ся). измачивать(ся) р.δ. βλ. измочйть(ся). ИЗМаЯТЬ р.σ.μ. (απλ. κ. διαλκ.) βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω. II -СЯ βασανίζομαι, κα- καταπονούμαι, κατατρύχομαι. Измельчание, -Я ουδ. μίκρεμα (ως προς τις διαστάσεις). ИЗмельчё-ТЬ1 ρ. σ. 1 μικραίνω (κατά τις δια- διαστάσεις). 2 γίνομαι ρηχός (αβαθής). 3 μτφ. γίνομαι μικροπρεπής, ξεπέφτω. измельчать2ρ.δ. βλ. измельчить. И -ся βλ. измельчиться. ИЭМеЛЬЧеНИе, -Я ουδ. κομμάτισμα, τεμάχι- τεμάχισμα, τρίψιμο, θρυμάτισμα. Измельчить, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измельчённый, βρ: -чён, ~чена\ -чено р. σ.μ. κόβω σε μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω, κατατεμαχίζω, θρυμματίζω. II -СЯ κατακομμα- τιάζομαι, κατατεμαχίζομαι, θρυμματίζομαι. * измена, ~Ы θ. 1 προδοσία* - родине προδο- προδοσία της πατρίδας* совершить -у διαπράττω προδοσία. 2 απάτη (συζυγικής πίστης,αγάπης) · супружеская - συζυγική απιστία. изменение, -Я ουδ. αλλαγή* μετατροπή,τρο- μετατροπή,τροποποίηση, μεταλλαγή* μεταβολή' - голоса αλ- αλλαγή της φωνής· -я в составе правительства αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης" - К лу- лучшему, К худшему αλλαγή προς το καλύτερο, προς το χειρότερο" внести -Я επιφέρω τροπο- τροποποιήσεις. изменить} -енго, -ёнИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -ненб р.σ. μ. αλλάζω, μεταβάλλω" αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω' τροποποιώ' ветер -ЙЛ направле- направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση* - характер αλλάζω το χαρακτήρα·· - почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα" проэкт закона -ЛИ το νο- νομοσχέδιο το τροποποίησαν. II -СЯ αλλάζω, με- μεταβάλλομαι* αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, με-
изм 412 изм ταστρέφομαι' τροποποιούμαι' ПОГОда -ЛЕСЬ о καιρός άλλαζε' - В лице αλλάζω στο πρόσωπο. изменить^ -еню, -ёншь р.σ. (με δοτ.). 1 προδίνω' он -ЙЛ своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του. 2 παραβαίνω, αθετώ, (απαρ- (απαρνούμαι' παραβιάζω' - убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις' - присягу παραβαίνω τον όρ- όρκο (επιορκώ)' - своему ДОЛГу παραβαίνω, το καθήκο μου. II απατώ, απιστώ' муж ей -Йл о σύζυγος την απάτησε. 3 εγκαταλείπω" Память -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε' силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν. II εχφρ. - себе αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, πα- παρά τα καθιερωμένα. ИЗмёННИК, -Э α., -Ца, ~Ы θ. προδότης, -τρία. II άπιστος, -η (για αγάπη, φιλία κ.τ.τ.). изменнически επί ρ. προδοτικά. 4 άπιστα. изменнический επ. προδοτικός. Π άπιστος. Изменничество, -а ουδ. προδοσία.Π απιστία. измёиный επ. (παλ.) βλ. изменнический'. Изменчивость-, -И θ. το ευμετάβλητο, ευμε- ταβλησία' αστάθεια' - ПОГОДЫ αστάθεια του καιρού' альтернативная - εναλλαγή. ИЗМёНЧИВЫЙ επ., βρ: -ЧИВ , -а, -О ευμετά- ευμετάβλητος, ευμετάβολος* ασταθής, άστατος, ακα- ακατάστατος' -ая погода άστατος καιρός' ~ ха- характер ασταθής χαρακτήρας* ~ое настроение ευμετάβλητη διάθεση. изменщик, -а α. ~ца, -ы θ. βλ.изменник. изменяемость, -И θ. το μεταβλητό, η μετα- μεταβλητότητα, η αλλαγή. изменяемый επ. απο μτχ. μεταβλητός' -ЭЯ часть слова το μέρος της λ.έξηι, που . αλλάζεΐ| (οι καταλήξεις). изменить1ο.δ. βλ. изменить! И ~ся αλλάζω, μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι' τροποποιούμαι. изменять2 ρ. δ. βλ.. изменить' Измерение, -Я ουδ. μέτρηση, μέτρημα' ВЫСОТЫ μέτρηση του ύψους" - температуры μέ- μέτρηση θερμοκρασίας. измёрзнуть, -ну, -нешь, καρλθ. χρ.измёрз, -ла, -ЛО (απλ.) ζεπαγί'άζω, μαργώνω, ξυλιάζω απο το κρύο. измеримость, ~И θ. το καταμετρητό, .δυνα- .δυνατότητα μέτρησης. Измеримый επ., βρ: ~рЙМ, -а, -О καταμε- καταμετρητός, που μπορεί να μετρηθεί. .Измеритель, ~Я α. μετρητής (όργανοΚ Измерительный επ. μετρικός, της μέτρησης* ~ прибор όργανο εκμέτρησης. измерить ρ.σ.μ. 1 μετρώ, καταμετρώ' - те- МПер.1туру тела μετρώ τη θερμοκρασία του σώ- σώματος' ~ ДЛ',5-у μετρώ το μήκος' - глубину ЧУВСТВ1 (μτο.) μετρώ το βάθος του αισθήμα- αισθήματος. 2 μτφ. γυρίζω πολλά μέρη, περιέρχομαι, περιοδεύω. Μ εκφρ. - ВЗГЛЯДОМ (ή глазами, взором) κοιτάζω απο πάνω ως κάτω, απο το κε- κεφάλι ως τα πόδια. ИЭМерОТЬ р. δ. βλ. ИЗМёрИТЬ. II -СЯ μετριέ- μετριέμαι . ИЗМОЖдёние, -Я ουδ. εξάντληση καταβολή δυ- δυνάμεων, αποκάμωμα" κάματος. измоадённооть, -ив. βλ. измождение. измождённый επ., βρ: -дён, -дена, -денб', εξαντλημένος, καταβλημένος, εξασθενημένος. измокать ρ.δ. βλ. измокнуть. ИЗМОКНУТЬ, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. ИЗМОК, -ла, -Л0 ρ, α, καταβρέχομαι, καταμουσκεύω, βρέχομαι (μουσκεύω) ως το κόκκαλο. измолоть, -мели, -мелешь, παθ. μτχ.παρλθ, χρ. ИЗМОЛОТЫЙ, βρ: -ЛОТ, -а, -О р.σ.μ. αλέ- αλέθω όλο, ως το τέλος. II -ОЯ αλέθομαι ως το τέλος. измор, -а α. στην έκφραση: брать (взять) -ОМ ή брать (ВЗЯТЬ) на - α) κυριεύω, παίρ- παίρνω, καταλαμβάνω με αποκλεισμό (με την πείνα), β) πετυχαίνω, κατορθώνω επιμένοντας, κολλώ, γίνομαι τσιμπούρι (ενοχλητικός). Изморить, -орю, -орЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изморённый, βρ: -рён, -рена, -рен<5 р.σ. μ. (απλ.) εξασθενώ, εξαντλώ με την πείνα, λι- λιμοκτονώ. И κουράζω, βασανίζω, αδυνατίζω. Μ -СЯ καταπονούμαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω , αποκάμω. ИЗМОРОЗЬ, -И θ, δροσόπαγος. И αχνός της γης. ИЗМОРОСЬ, -И θ. ψιχάλα πολύ λεπτή. ИЗМОТать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗ- мотанный, βρ: -тан, -а, -О καταπονώ, κατα- κατακουράζω, τσακίζω, εξαντλώ* утомительная ра- работа -ла его η κουραστική δουλειά τον εξά- εξάντλησε' - враги в боях εξαντλώ τον εχθρό με τις .μάχες. И -СЯ καταπονούμαι, εξαντλούμαι, κατακουράζομαι. ИЗМОЧЙЛвННЫЙ επ. απο μτχ. καταβλημένσς, καταπονεμένος, καταβασανισμενος. измочаливать(ся) р.δ. βλ. измочалить(ся). измочалить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.Η3- мочаленный, 6р: -лен, -а, -о. 1 ξεφτίζω μα- μαστιγώνοντας' - кнут об лошадей ξεφτίζω το μαστίγιο χτυπώντας τα άλογα. 2 μτφ. καταπο- καταπονώ, εξαντλώ" βασανίζω, τυραννώ, παιδεύω. II -СЯ ξεφτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ИЗМОЧИТЬ, -Очу, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. •χρ. измоченный, β.ρ: -чен, -а, -о р. σ. μ. (απλ.) καταμουσκεύω, καταβρέχω. И -СЯ κατα- καταμουσκεύω, καταβρέχομαι. измусливать(ся) р.δ.'βλ. измуслить(ся). Измуслить ρ.σ.μ. (απλ.) λερώνω, μουτζου- ρώνω με σάλιο ή βρεγμένα, λιγδωμένα χέρια' - КНИГУ λερώνω το βιβλίο. Π -СЯ λερώνομαι με σάλιο, μουτζουρώνομαι.
изы 413 изн измусолить(ся) р.δ. (απλ.) βλ. измуслить- (ся). измучать(ся) р.σ. βλ. измучить(ся). Измученный επ. απο μτχ. κατάκοπος, αποκα- μωμένος, κατακουρασμένος" К вечеру ВОЗВра- ЩЙ.ЮСЬ ~ работой κατά το βράδυ γυρίζω κατά- κατάκοπος απο τη δουλειά. II μτφ. ταλαιπωρημένος, βασανισμένος' ~ое ЛИЦО βασανισμένο πρόσωπο' - ВИД ταλαιπωρημένη όψη. ИЗМУЧИТЬ., -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измученный, βρ: -чен, -а, -О р.σ.μ. βασανί- βασανίζω, τυραννώ. II εξαντλώ, λιώνω, τσακίζω· не- посйльная работа -ла менй η βαριά δουλειά με τσάκισε. II -СЯ υποφέρω, βασανίζομαι, τυ- τυραννιέμαι. II εξαντλούμαι, τσακίζομαι, λιώνω. измывательский επ. βλ. издевательский. измывательство, ~а ουδ. βλ, издевательство. измываться ρ.δ. βλ. издеваться. ИЗМЫЗГаННЫЙ επ. απο μτχ. (απλ.) φθαρμέ- φθαρμένος, τριμμένος' λερωμένος. ИЗМЫЗГать р.σ.μ. (απλ.) φθείρω, τρίβω' λε- λερώνω. II -СЯ φθείρομαι, τρίβομαι" λερώνομαι. измыливать(ся) р.δ. βλ. измшшть(ся). ИЗМЫЛИТЬ ρ.σ.μ. ξοδεύω για πλύσιμο' кусок МЫЛа ξοδεύω για πλύσιμο ένα σαπούνι. II -СЯ ξοδεύομαι στο πλύσιμο (για σαπούνι). ИЗМЫСЛИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗ- МЫШЛенныЙ, βρ: -лен, -а, -О σκέφτομαι, δια- διαλογίζομαι. II επινοώ, σοφίζομαι, εξευρίσκω.II -СЯ επινοούμαι, σοφίζομαι. измытарить ρ.σ.μ. (απλ.) βασανίζω, κατα- καταπονώ, κατακουράζω, βαλαντώνω. И -СЯ βασα- βασανίζομαι καταπονούμαι, κατακουράζομαι. измышление, -Я ουδ. επινόηση, επινόημα' ε- εφεύρεση" τέχνασμα. ИЗМЫШЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ИЗМЫСЛИТЬ(СЯ). ИЗМЯТЫЙ επ. απο μτχ. τσαλακωμένος' -ая ПОСТЕЛЬ τσαλακωμένο κρεβάτι. II μτφ. ζαρωμέ- ζαρωμένος, ρυτιδωμένος' -ое ЛИЦО ζαρωμένο πρόσωπο. II μτφ. χτυπημένος, τσακισμένος ηθικά. ИЗМЯТЬ, ИЗОМНУ, изомнёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измятый, βρ: -мят, -а, -О ρ.σ.μ.1 τσα- τσαλακώνω" πατώ' - шитье τσαλακώνω το φόρεμα' - траву πατώ το χορτάρί" - ГЛИНУ π,ατώ τη λάσπη. Н μτφ. ζαρώνω, ρυτιδώνω" - ЛИЦО ζα- ζαρώνω το πρόσωπο. Η μτφ. σακατεύω, τσακίζω ηθικά. II -СЯ τσαλακώνομαι, πατιέμαι. ИЭНаглетЬ р.σ. (απλ.) εξαχρειώνομαι, απο- αποθρασύνομαι, αυθαδιάζω. изнанка, -И θ. όψη ανάποδη (οπίσθια)" ТкаНИ η ανάποδη όψη υφάσματος. II μτφ. η άλ- άλλη πλευρά' - событий η άλλη (αντίθετη) ά- άποψη των γεγονότων. II εκφρ. С -И απο την α- ανάποδη, απο το πίσω μέρος. Изнасилование, -Я ουδ. 1 βιασμός γυναίκας. 2 εκβιασμός, εξαναγκασμός. изнасиловать, -лую, -луешь ρ.σ.μ. 1 βιά- βιάζω γυναίκα. 2 εκβιάζω, εξαναγκάζω. изнасильничать ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. изнаси- изнасиловать A σημ.). Изначала επίρ. (παλ.) απο την αρχή, απο αμνημονεύτους χρόνους. ИЗНачаЛЬНОСТЬ, -И θ. η αρχή, το πανάρ- πανάρχαιο, η αρχαιότατη εποχή. изначальный επ. πανάρχαιος, αρχαιογενής, προαιώνιος. изнашиваемость, -и θ. βλ. изнашивание. Изнашивание, -Я ουδ. φθορά, τριβή ενδυμά- ενδυμάτων, υποδημάτων. изнашивать(ся) р.δ. βλ. износйть(ся). изнеженность, -И θ. μαλάκυνση, απαλότητα, μαλθακότητα" τρυφερότητα, αβρότητα, изнеженный επ. απο μτχ. τρυφερός, μαλα- μαλακός, μαλθακός, τρυφηλός" αβρός" ~ое тело τρυφερό σώμα" ~ая кбжа τρυφερό δέρμα" - че- ЛОВёк μαλθακός άνθρωπος. II (παλ.) μτφ. εξε- εξεζητημένος, εκλεπτυσμένος. изнеживать(ся) р.δ. βλ. изнёжить(ся). ИЗНЕЖИТЬ, -жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. изнеженный, βρ: -жен, ~а, -ο ρ.σ.μ. καλομα- θαίνω, καλοσυνηθίζω, μαλθακώνω" μαλακύνω, α- απαλύνω, τρυφεραίνω" - ребёнка κάνω το παι- παιδί μαλθακό' - кожу τρυφερα,ίνω το δέρμα. II -СЯ καλομαθαίνω, γίνομαι τρυφερός. изнемогать р.δ. β>. изнемочь. изнеможение, -я ουδ. εξασθένηση, εξάντλη- εξάντληση, καταβολή δυνάμεων. изнеможённый επ. εξασθενημένος, εξαντλη- εξαντλημένος, καταθλημένος, αδύναμος,, κατακουρα- κατακουρασμένος· - ОТ голода, жажды λιγωμένος απο την πείνα, τη δίψα' - ОТ жары λιωμένος απο φο- φοβερή ζέστη* - ОТ тяжёлой работы αποκαμωμενος «по βαριά δουλειά" - под тяжестью βεβερημε- νος, καταβληϋένος. изнемочь, -огу, -бжешь, -огут, παρλθ. χρ. изнемог, -ла, -л<5, μτχ. παρλθ. χρ. изнембг- ШИЙ, προστκ. δεν έχει" ρ.σ. αποκάμω, εξα- εξαντλούμαι, καταβάλλομαι" - ОТ усталости πέ- πέφτω απο την κούραση' - ОТ голода, ЖЙЖДЫ πε- πεθαίνω απο την πείνα, τη δίψα* - от жары λιώ- λιώνω απο τη φοβερή ζέστη" - ОТ тяжёлой рабо- работы αποκάμω απο τη βαριά δουλειά" - ПОД ТЯ- жестью υποκύπτω απο το βάρος. Изнервничаться р.σ. εκνευρίζομαι, νευριά- νευριάζω, με πιάνουν τα νεύρα. ивничтожа'ть(ся) ρ. δ. βλ. лзничтбжить(ся). ИЗНИЧТОЖИТЬ, -жу, -ЖИШЬ ρ.σ.μ. (απλ.) κα- καταστρέφω εντελώς, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφα- αφανίζω. Ν -СЯ καταστρέφομαι εντελώς, εξολο- εξολοθρεύομαι, αφανίζομαι. ИЗНИПЙТЬ Р.σ. φτωχαίνοι, γίνομαι φτωχός. Изножье, -Я ουδ. ποδόκλινο.
ИЗНОС, ~а, α. φθορά, τριβή, χάλασμα, πά- λιωμα. II εκφρ. ДО -у ή ~а μέχρι φθοράς' ΗΘ знать -у ή ~а δε φθείρομαι* нет ~у ή -а δε φθείρεται (είναι γερός, στέρεος). ИЗНОСИТЬ, -ОШу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изношенный, βρ: ~шен, -а, -о р. σ. μ. φθείρω, τρίβω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδή- υποδήματα). II -СЯ 1 φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ, παλιώνω (για ενδύματα, υποδήματα, μηχανήμα- μηχανήματα). 2 εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις. износостойкий επ., βρ: -тбек, ~<5йка, -о; (τεχ.) ανθεκτικός' άφθαρτος. ИЗНОСОСТОЙКОСТЬ, -И θ. (τεχ.) , ανθεκτικό- ανθεκτικότητα' αφθαρσία, το άφθαρτο. износоустойчивость, -и θ. (τεχ.) βλ, из- износостойкость. износоустойчивый επ. (τεχ.) βλ. износос- износостойкий . изношенность, -И θ. φθορά, τριβή, πάλιω- μα (απο τη χρήση). Изношенный επ. απο μτχ. 1 φθαρμένος,τριμ- φθαρμένος,τριμμένος, λιωμένος, παλιωμένος (απο τη χρήση). 2 εξαντλημένος, εξασθενημένος, γηρασμένος. ИЗНурёние, -я ουδ. αποκάμωμα, υπερκόπωση, καταπόνηση, εξάντληση. изнурённость, -и θ. βλ. изнурение. Изнурённый επ. απο μτχ. κατάκοπος, κατα- κατακουρασμένος, αποκαμωμένος, κατεξαν'τλημένος. Изнурительность, -И θ. υπερκόπωση, κάμα- κάματος, κατεξάντληση. изнурительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно εξαντλητικός, κοπιαστικός, καταπονητικός. изнурить, -рб, -рЙШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. изнурённый, βρι -рён, -рена, -рено р.σ.μ. καταπονώ, εξαντλώ, λιώνω. II -СЯ καταπονού- καταπονούμαι, εξαντλούμαι, λιώνω. изнурять(ся) ρ.δ. βλ. изнурйть(ся). изнутри επί ρ. απο μέσα' запереть комнату - κλειδώνω το δωμάτιο απο μέσα. ИЗНЫВАТЬ р.δ. βλ. ИЗНЫТЬ. ИЗНЫТЬ, -НОЮ, -ноешь р.σ. βασανίζομαι' μα- μαραζώνω, φθίνω, λιώνω* σβήνω* - ОТ жары λιώ- λιώνω απο τη ζέστη* - ОТ жаЖДЫ σβήνω απο τη δίψα" - ОТ ТОСКИ λιώνω απο τη θλίψη.' ИЗО πρόθεση" χρησιμοποιείται αντί του ИЗ" (βλ. ИЗ): α) μπροστά απο λέξεις που αρχί- αρχίζουν απο δύο ή περισσότερα σύμφωνα, απο τα οποία το πρώτο πρέπει να είναι ρ ή Л: Й30 рта, изо льда, β) μπροστά απο τι.ς λέξει.ς: весь, всякий· γ) σε μερικές εκφράσεις: . изо дня в день. ИЗО?., πρόθεμα* χρησιμοποιείται αντί του Из.,, α) μπροστά απο Й π.χ. ИЗОЙТИ. β) μπροστά απο δυο ή περισσότερα σύμφωνα: И30- гнуть, изорвать, γ) μπροστά απο σύμφωνο που μετά-του υπάρχει Ь, π.χ. изобью, ИЗОЛЬЙ, ИЗОПЬЙ. *И30*1.. πρώτο συνθετικό σύνθετων λέξεων" (απο το ελληνικό επ. ίσος); ИЗОТОПЫ ισότοπα. *И80б£ра, -ы θ. ισοβαρής (ισοπιεστική) γραμμή. Изобарический επ. ισοβαρής. *И30бата, -ы θ. γραμμή ισοβαθής. изобидеть, -йжу, -идешь р.σ.μ. (απλ.) θί- θίγω προσβάλλω χοντρικά' καταντροπιάζω. И -СЯ θίγομαι, προσβάλλομαι χοντρικά,καταντροπιά- ζομαι. изобилие, -я ουδ. αφθονία, υπερεπάρκεια*- сырья αφθονία πρώτων υλών* В -И άφθονα, σε αφθονία' ЖИТЬ В -И ζω πλούσια* -продуктов αφθονία προϊόντων. Изобиловать, -лует р.δ. με οργν. πτ. αφθο- αφθονώ* βρίθω* страна эта -лует хлебом αυτή η χώρα παράγει άφθονο σιτάρι" ЙТОТ лес -Лует ДЙЧЬЮ αυτό το δάσος έχει άφθονο κυνήγι. ИЗОбЙЛЬНЫЙ επ. βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО ά- άφθονος, υπερεπαρκής" πλούσιος. изобличать ρ.σ.μ. 1 βλ. изобличить. 2 δεί- δείχνω, εκδηλώνω, φανερώνω, εξωτερικεύω. II -СЯ αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι. Изобличение, -Я ουδ. αποκάλυψη, ξεσκέπα- σμα, φανέρωση* - преступника αποκάλυψη του εγκληματία. ИЗОбЛИЧИТель, -Я α., -ница, ~Ы θ. κατήγο- κατήγορος, αποκαλυπτής, μαστιγωτής, καταμηνυτής. изобличительный επ. αποκαλυπτικός, κατα- μηνυτικός* -ые документы αποκαλυπτικά έγ- έγγραφα. изобличить, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Изобличённый, βρ: -чён, -чена, -ненб α- αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω" его -ЛИ В Обман τον ξεσκέπασαν σαν απατεώνα* - ВО ЛЖИ ξεσκεπάζω σαν ψεύτη" - соседа В воровстве ξεσκεπάζω το γείτονα σαν κλέφτη' - ВЗЯТОЧ- ВЗЯТОЧНИКОВ ξεσκεπάζω τους δωρολήπτες. изображать р.δ. 1 βλ. изобразить. 2 (он)ει- (он)εικονίζω, παρασταίνω, φανερώνω, δείχνω' 5та картина изображает закат солнца αυτή η εικόνα παρασταίνει το ηλιοβασίλεμα. 2 (συνήθως με τις λέξεις ИЗ себя) παρουσιάζομαι σαν, δείχνομαι σαν., προσποιούμαι (κάνω) τον. И -СЯ 1 (απ)εικονίζομαι, παρασταίνομαι. 2 (για αισθήματα) εκφράζομαι, εκδηλώνομαι, φα- φανερώνομαι . Изображение, -Я ουδ. απεικόνιση, παράστα- παράσταση" εικόνα, πίνακας, ζωγραφιά" - действи- действительности απεικόνιση της πραγματικότητας. II αντανάκλαση, αντικατοπτρισιιός* - В зеркале το καθρέφτισμα. Изобразительность, -И θ. απεικόνιση, πα- παραστατικότητα, γραφικότητα' εκφραστικότητα. изобразительный επ., βρ: -лен, -льна,-но
■ изо 415 изо παραστατικός, απεικονιστικός, εικονιστικός, εικαστικός" γραφικός. II εκφρ. ~ые искусства εικαστικές τέχνες. изобразить, -ажу, -азйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изображённый, βρ: жён, -жена, -жено р. σ.μ. 1 απεικονίζω, φανερώνω, , παρασταίνω , δείχνω* картина -ла закат солнца о πίνακας απεικόνισε το ηλιοβασίλεμα. 2 υποδύομαι'ар- тйст ~йл хорошо Тартюфа о ηθοποιός παρά- παράστησε καλά τον Ταρτούφο. И -СЯ (για αισθή- αισθήματα) εκδηλώνομαι, φανερώνομαι* εκφράζομαι. изобрести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. изо- изобрёл, -рела, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. изобрет- изобретший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изобретённый, βρ: ~тён, -тена, -тено ρ.σ.μ. εφευρίσκω, ανα- ανακαλύπτω' επινοώ* - машину εφευρίσκω μηχανή. Изобретатель, ~Я α., -ница, -Ы θ. εφευρέ- εφευρέτης, -τρία. изобретательность, -И θ. /εφευρετικότητα'· επινοητικότητα. изобретательный επ., βρ: -лен, -льна,-но εφευρετικός* επινοητικός. изобретательский επ. βλ. изобретательный., ИЗОбретйтелЬСТВО, -а ουδ. εφεύρεση* επι- επινοητικότητα. Изобретать ρ.δ. βλ. изобрести. И -СЯ ε- εφευρίσκομαι, επινοούμαι. изобретение, -Я ουδ. εφεύρεση' επινόηση, изовраться, -врусь, -врёшься, παρλθ. χρ. изоврался, -лась, -алось р.σ. (απλ.) ψευδο- λογώ, κοπανάω ψέματα. ИЗОГНУТОСТЬ, -И θ. καμπυλότητα, κυρτότητα. ИЗОГНУТЫЙ επ. απο μτχ. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, λυγιστός. ИЗОГНУТЬ, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ,. παρλθ. χρ. изогнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ. βλ. изги- изгибать. II ~ся βλ. изгибаться. ИЗОГраф, ~а α. (παλ.) ζωγράφος,εικονογρά- ζωγράφος,εικονογράφος. *ИЗОГрафия, -И θ. ακριβής αντιγραφή επιστο- επιστολών, γραφικού χαρακτήρα κλπ. Π (παλ.) ει- εικονογραφία. Изодранный επ. απο μτχ. (ξε)σχισμένος. изодрать, -деру, -дерёшь, παρλθ..χρ. изо- изодрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗО- дранный, βρ: -дран, -а, -о р.σ.μ. ξεσχίζω, κατασχίζω' - ПИСЬМО ξεσχίζω το γράμμα·-я -ал брюки О ГВОЗДИ έσχισα το παντελόνι ото καρφί. Η γρατσουνίζω, ξεγδέρνω. И -СЯ (ξε)σχίζομαι, κατασχίζομαι. Π γρατσουνίζομαι, ξεγδέρνομαι. изойти,1 изолду, изойдёшь, παρλθ. χρ.. изо- изошёл, -шла, -ШЛО, μτχ. παρλθ. χρ. изошедший* ρ.σ. εξασθενίζω, εξαντλούμαι (απο κάτι)" крОВЬЮ εξαντλούμαι απο την αιμορραγία. II (απλ.) ξοδεύω. ИЗОЙТИ' (γραμμ. στοιχ. βλ. ИЗОЙТИI; πε- περιέρχομαι, γυρίζω πολλά μέρη" - ВвСЬ СВвТ γυρίζω όλο τον κόσμο. изолгаться, -гусь, -жёшься, -гутся, παρλθ. χρ. -алея, -лась, -ЛОСЬ р.σ. ψεύδομαι" γί- γίνομαι ψεύτης. Изолирование, -Я ουδ. μόνωση· απομόνωση. изолированно επίρ. απομονωμένα. ИЗОЛИроваяНОСТЬ, -И θ. μόνωση, χωρισμός' μοναξιά. II μόνωση, απομόνωση καλωδίου. Изолированный επ. απο μτχ. απομονωμένος, ξεμοναχιασμένος" μονήρης' - больной απομο- απομονωμένος ασθενής. II σπάνιος' αραιός" - слу- случай μεμονωμένη περίπτωση. Ι! (ηλεκτρ.) (απο> μονωμένος' - ЩЗОВОД μονωμένο καλώδιο. *изолйровать, ~рую, -руешь, μτχ. ενστ. изо- изолирующий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗОЛЙрован- НЫЙ, βρ: -ВЭН, -а, -О р.δ.κ.σ.μ. 1 απομο- απομονώνω, ξεχωρίζω' - боЛЬНЫХ ОТ ЗДОРОВЫХ απο- απομονώνω τους άρρωστους απο τους υγιείς.2 πε- περιβάλλω με μονωτική ουσία" - прОВОД μονώνω καλώδιο. II ~ся απομονώνομαι* - от обществен- общественной среды απομονώνομαι απο το κοινωνικό πε- περιβάλλον. ИЗОЛИрбвка, -И θ. απομόνωση, χώρισμα. II μό- μόνωση (ηλεκτρική). II (απλ.) μονωτική ταινία. ИЗОЛИРОВОЧНЫЙ επ. (τεχ.) μονωτικός' -ые материалы μονωτικές ύλες. ИЗОЛИРОВЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. μονωτής. ИЗОЛЙруИЦИЙ επ. απο μτχ. μονωτικός' -Ие материалы μονωτικά υλικά. ИЗОЛЙТОр, -а α. 1 μονωτήρας, μονωτής ηλε- ηλεκτρικού ρεύματος. 2 απομονωτήριο (νοσοκο- (νοσοκομείου κ.τ.τ.). ИЗОЛЯТОРНЫЙ επ. των μονωτήρων* - заВОД εργοστάσιο κατασκευής μονωτήρων. ИЗОЛЯЦИОНИЗМ, -а α. πολιτική απομόνωση. * ИЗОЛЯЦИОНИСТ, -а α. οπαδός της πολιτικής απομόνωσης. ИЗОЛЯЦИОНИСТСКИЙ επ. απομονωτικός*-ая Π0- ЛЙТИка πολιτική απομόνωσης. ИЗОЛЯЦИОННЫЙ επ. μονωτικός' -ая лента μο- μονωτική ταινία, изоляция, -и θ. απομόνωση* - заразных боль-1 НЫХ απομόνωση των μολυσμένων ασθενών· - преступника απομόνωση του εγκληματία" ΜΟ- ральная - ηθική απομόνωση. II (ηλεκτρ.) μό- μόνωση' - электрических ПРОВОДОВ μόνωση ηλε- ηλεκτρικών καλωδίων. II μονωτική ουσία. изомерия, -И θ. (χημ.) ισομέρεια. *И30Мвр, -а α. (χημ.) το ισομερές. *ИЗОМорфОЗМ, -а α. (χημ.) ισομορφισμός. изоморфный επ. (χημ.) ισόμορφος. ИЭОрвашши επ. απο μτχ. κατασχισμένος, κα- ταξεσχισμένος. изорвать, -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. изор- изорвал, -ла., -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изорван-
изо 416 изр НЫЙ, βρ: -ван, -а, -О р.σ.μ. κατασχίζω, κα- ταξεσχίζω. II ~СЯ σχίζομαι, φθείρομαι* КО- КОСТИЛ совсем--ЛСЯ το κοστούμι κατασχίστηκε. изостлать, -телю, -тёлешь р.σ.μ. στρώνω, καλύπτω εντελώς. Изострить, -рю, -рйшь р.σ.μ. (παλ.) οξύ- οξύνω, κάνω τι κοφτερό ή αιχμηρό. *И30тёра, -Ы θ. ισοθέρεια (γραμμή). *И80Тврма, -Ы θ. ισόθερμη (γραμμή). Изотермический επ. ισόθερμος, ισοθερμικός. Изоткать, -ку, -кеть р.σ.μ. υφαίνω διακο- διακοσμητικά' - золотом материю χρυσοϋφαίνω. Η καταναλώνω υφαίνοντας. *ИЗОТОП, -а α. ισότοπο. ИЗОХРОННОСТЬ, -И θ. ισοχρονισμός* το ισό- ισόχρονο. *иэохр<5нный επ. ισόχρονος, ισοχρονικός. Изощрение, -Я ουδ. 1 λεπτότητα, φινέτσα. 2 πονηριά, πονηράδα. Изощрённость, -И θ. λεπτότητα, οξύτητα, ε- εκλέπτυνση* - умй λεπτότητα πνεύματος. Изощрённый επ. απο μτχ. λεπτός, εκλεπτυ- εκλεπτυσμένος, οξύς" - ум οξύνοια* - слух ■" οξεία ακοή. ИЗОЩРИТЬ, ~ρί>, -рЙШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. изощрённый, βρ: ~рён, -рена, -рено р.σ.μ. εκλεπτύνω, οξύνω, αναπτύσσω, καλλιεργώ* память καλλιεργώ τη μνήμη* - слух οξύνω την ακοή* - ум εκλεπτύνω το πνεύμα* » внимание αναπτύσσω (εντείνω) την προσοχή. II -СЯ 1 εκλεπτύνομαι, οξύνομαι, αναπτύσσομαι, καλ- καλλιεργούμαι. 2 επιτηδεύομαι, επιδίδομαι* μη- μηχανεύομαι, σοφίζομαι. изощрять р.δ. βλ. изощрить. И ~ся 1 βλ. ИЗОЩрЙТЬСЯ. 2 καταβάλλω όλη τη μαστοριά,τις ικανότητες, τη δεξιοτεχνία. ИЗ-ПОД κ. ИЗ-ПОД0 (πρόθεση με γεν.). 1 σημαίνει το κάτω μέρος απ' όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια* απο κάτω (απο)* мальчик вылез - СТОЛЙ. το αγόρι βγήκε απο κάτω απο το τραπέζι. 2 απο τα πέριξ* ОН приехал Москвы αυτός ήρθε απο τα πέριξ της Μόσχας. 3 (σημαίνει αλλαγή) απο* ОСВОбОДЙТЬ - СЛёдс- ТВИЯ απαλλάσσω απο την ανάκριση' вывести ~ удара αποοεύγω το χτύπημα* ВЫЙТИ - ВЛИЙНИЯ απαλλάσσομαι απο την επίδραση* ВЫЙТИ - стра- ЖИ δε φρουρούμαι πια. 4 (σημαίνει δοχείο α- από προηγούμενη χρήση ή για χρήση)* απο* бу- ТЫЛка - молока μπουκάλι απο γάλα* мешки ~ Муки τσουβάλια απο αλεύρι.* банка - варенья βάζο απο γλυκό. II εκφρ. - носа κάτω απο τη μύτη (πλησιέστατα)* - палки με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι). ИЗраббтать р.σ.μ. (απλ.) καταναλώνω δου- δουλεύοντας, εξαντλώ. II - СЯ αχρησρεύομαι απο τη μακρόχρονη χρήση. Η εξαντλούμαι (απο τη μακρόχρονη εντατική δουλειά). Изразец, ~зца α. πλακάκι, πλακίδιο (επεν- (επενδύσεων ). Изразцовый επ. με πλακάκια* - ПОЛ πάτωμα με πλακάκια* -ая стена τοίχος με πλακάκια. израильский επ. ισραηλινός, -τικός. израильтянин, -&, πλθ. -тяне α., ~ка, -и θ. (παλ.) ισραηλίτης, ιουδαίος. II ισραηλ.ί- νός (κάτοικος του κράτους του Ισραήλ). ИЗрЙНИТЬ ρ.σ.μ. καταπληγώνω, κατατραυματί- ζω. ■ ИЗраст&Ше, -Я ουδ. εξασθένηση φυτού. Израсходование, -Я ουδ. κατανάλωση, ξό- δεμα, δαπάνη. Израсходовать, -Дую, -дуешь р.σ.μ. κατα- καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ. И -СЯ ι καταναλώνο- καταναλώνομαι, ξοδεύομαι, δαπανώμαι. ИЗредЙТЬ, -ежу, -едЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрежённый, βρ: -жён, -жена, -жено κ. Изрёжен, -а, -о р.σ.μ. (συνήθως για φυτά)* αραιώνω. Изредка επίρ. αραιά, αραιά και που, κατ' αραιά διαστήματα, σπάνια, πότε-πότε, κάπου- κάπου, που και που" σποραδικά" αριά και α- ανάρια. ИЗрежёнНОСТЬ κ. ИЗрёженНОСТЬ, -И θ. αραι- αραιότητα, σποραδικότητα (για φυτά). ИзрежёнНЫЙ κ. ИЗреженныЙ επ. αραιός, σπο- σποραδικός' - лес αραιό δάσος, изрёживать р.δ. βλ. изредйть. Нарезанный επ. απο μτχ. δαντελωτός (για ακτή). Π ανώμαλος (για επιφάνεια γης). Изрезать, -ёжу, -ё.жешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрезанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. 1 κατακόβω, κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, δι- διαμελίζω* - материю κατακόβω το ύφασμα. 2 τραυματίζω, πληγώνω· - руку κατακόβω το χέρι. И -СЯ τραυματίζομαι, πληγώνομαι, κό- κόβομαι . изрезать(ся) р.δ. βλ. изрёзать(ся). изрёзывать(ся) р.δ. βλ. изрезать(ся). изрекать р.δ. βλ. изречь. изречение, -я ουδ. απόφθεγμα, ρητό* χρη- χρησμός* древнегреческие -Я τα αρχαία ελληνικά ρητά. изречь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. изрёк κ. (-:αλ.) изрёк, -екла, -ло, μτχ, παρλθ. χρ. изрекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изречён- ный, βρ: -чён, -чена, -чено κ. изреченный, βρ: -чён, -=ί, ~ό ρ.σ. 1 (παλ.) προφέρω, εκ- στομίζω, λέγω. 2 αποφθέγγομαι, μιλ.ώ αποφθεγ- αποφθεγματικά'. изрешетить, -шечу, -шетйшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. изрешеченный, βρ: -чен, -а, -о κ. изре- изрешечённый, Βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. κα- τατρυπώ, κάνω κόσκινο. II -СЯ κατατρυπι έμαι,
изр 417 γίνομαι κόσκινο. изрешечивать(ся) р.6. βλ. изрешетйть(ся). ИЗрЙнуТЬ р.σ. (παλ.) διώχνω, εκβάλλω* πε- πετώ, βγάζω έξω. ИЗРИСОВАТЬ, -сую, -Суешь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. изрисованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. γεμίζω με σχέδια, σχήματα. изрисовывать (ся) ρ. δ. βλ. изрисовать. II -ся πληρούμαι,' γεμίζω με σχέδια, σχήματα. изрубать ρ.δ. βλ. изрубить. II -СЯ κατα- κόβομαι. изрубить, -ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрубленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 κατακόβω, κατατέμνω. 2 κατασφάζω. изрубцевать, -ЦуЮ, -Цуешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. изрубцованный, βρ: ~ван, -а, -о р.σ.μ. καλύπτω με χοντρές ραφές. изрубцовывать р.δ. βλ. изрубцевать. II -ся καλύπτομαι με χοντρές ραφές. изругать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИЗ- рутанный, βρ: -ган, -а, -О καθυβρίζω, πε- περιυβρίζω, περιλούζω, λούζω πατδκορφα. II -СЯ καθυβρίζω κλπ ρ. ενεργ. φ. изрывать(ся) р.δ. βλ. изорвать(ся). изрывать ρ.δ. βλ. изрыть. II -СЯ κατασκά- κατασκάβομαι* ανασκάβομαι. ИЗрыГаТЬ р. δ. μ. 1 εζεμώ, ξερνώ. 2. μτφ. βγά- βγάζω' Трубы -ЛИ чёрный ДЫМ οι καπυοδόχες έ- έβγαζαν μαύρο καπνό. Π εκστομίζω* - проклй- ТИЯ λέγω κατάρες. изрыгнуть р.σ. βλ. изрыгать. изрыскать, -аю, -аешъ κ. рыщу, -рыщешь р. δ. μ. περιφέρομαι, γυρίζω ψάχνοντας· ВОЛК -ЭЛ весь лес в поисках добычи о λύκος γύρισε όλο το δάσος για να βρεί λεία. изрытый επ. απο μτχ. κατασκαμμένος" ανα- ανασκαμμένος. ИЗРЫТЬ, -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. изрытый, βρ: -рыт, -а, -о р.σ.μ. κατασκάβω, ανασκάβω" снаряды -ЛИ поле οι οβίδες ανά- ανάσκαψαν το πεδίο. II μτφ. ρυτιδώνω, αυλακώνω, βλάπτω* лицо его Оыло изрыто морщинами το πρόσωπο του ήταν γεμάτο απο βαθιές ρυτίδες' -ое ЛИЦО ОСПОЙ πρόσωπο βλσ.γιο'κομμένο. изрядно επί р. 1 καλά. 2 σημαντικά, αρκε- αρκετά, πολύ. изрядный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО. 1 κα- καλός. 2 σημαντικός, μεγάλος. изубыточивать(ся) р. δ. βλ. изубыточить( ся). изубыточить ч. изубытчить, -чу, -чишь р. σ.μ. (παλ. κ. απλ.) βάζω σε έξοδα, ξοδεύω.Π -СЯ μπαίνω σε έξοδα, ξοδεύομαι, изувер, -а α., ~ка, -и θ. θρησκομανής,φα- θρησκομανής,φανατικός, -κιά. Изуверский επ. θρησκομανής, φανατικός. II μτφ. σκληρόκαρδος, άτεγκτος, απάνθρωπος. ИЗувёрсТВО, "-а ουδ. θρησκομανία, θεολη- ψία. II μτφ. σκληρότητα, σκληροκαρδία, απαν- απανθρωπιά. изуверствовать, -ствуго, -ствуешьр. δ. φέρ- φέρνομαι σκληρά, απάνθρωπα. Изувеченный επ. απο μτχ. κατασακατεμένος, σακάτης, ανάπηρος. И8увёчивать(ся) р.6. βλ. изувёчить(ся). изувечить, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. изувеченный, βρ: -чен, -а, -О р.σ.μ. σακα- σακατεύω, κάνω ανάπηρο. II αχρηστεύω, φθείρω, χαλ- χαλνώ. И -СЯ σακατεύομαι, γίνομαι ανάπηρος. ИЗузбрить ρ.σ.μ. (απλ.) γεμίζω με σχέδια. Изукрасить, -ату, -асИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. изукрашенный, -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) στολίζω, διακοσμώ: - комнату цветами στολίζω το δωμάτιο με λουλούδια. 2 καταλε- ρώνω, χαλνώ, παραμορφώνω' всё ЛИЦО себе -ИЛ сажей όλο το πρόσωπο του το καταγάνωσε. II -СЯ στολίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. изукрашивать (ся) ρ. δ. βλ. изукрасить(ся). изумительно επίρ. καταπληκτικά' ОНО красива αυτή είναι καταπληκτικά όμορφη. изумительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος* υπέρο- υπέροχος* -ЭЯ СЙла ВОЛИ καταπληκτική δύναμη θέ- θέλησης' -ая ЖИЗНЬ υπέροχη ζωή. ИзумЙТЬ, -МЛЮ, -МИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. изумлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. καταπλήσσω, προκαλώ το θαυμασμό. И -СЯ κα- καταπλήσσομαι, μένω έκθαμβος. Изумление, -Я ουδ. έκπληξη, κατάπληξη, έκσταση, θάμβος. Изумлённый επ. απο μτχ. βλ. изумительный. изумлять(ся) р.δ. βλ. изумйть(ся). *ИЗумруД, ~а α. σμαράγδι. • изумрудный επ. 1 σμαράγδινος· σμαραγδένιος* ~ые КОПИ σμαραγδορυχείο* - перстень σμαρα- σμαραγδένιο δαχτυλίδι. 2 (για χρώμα) βαθυπράσι- νος. ИЗурОДОВанНЫЙ επ. απο μτχ. τερατόμορφος, τερατοειδής' παραμορφωμένος' -ое ЛИЦО παρα- παραμορφωμένο πρόσωπο. II χαλασμένος, φθαρμένος* βλαμμένος' -ая дорога χαλασμένος δρόμος. иэуродовть(ся) ρ.σ.μ. βλ. уродовать(ся). изустный επ. προφορικός, ο μεταδιδόμενος, απο στόμα σε στόμα' -ое предание η παράδο- παράδοση' -ая литература δημοτική λογοτεχνία (πα- (παροιμίες, αινίγματα κλπ.) Изучать р.δ. βλ. ИЗУЧИТЬ. М -СЯ μαθαίνω, διδάσκομαι. Изучение, -Я ουδ. μάθηση, εκμάθηση' σπου- σπουδή' μελέτη. изученность, -и θ. βλ. изучение. изученный επ. απο μιτχ. καλά μαθημένος'πο- μαθημένος'πολύ γνωστός' -ая дорога πολύ γνωστός δρόμος.
изу 418 иа изучить, -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изученный, βρ: ~чен, -а, -о р.σ.μ. μα- μαθαίνω· - русский ЯЗЫК μαθαίνω ρωσική γλώσ- γλώσσα' - электросварку μαθαίνω ηλεκτροκόλληση. || 'σπουδάζω-, ερευνώ, μελετώ' - причины ЭКОНО- МЙческого кризиса ψάχνω να βρω τις αιτίες της οικονομικής κρίσης' - древнюю РУКОПИСЬ μελετώ αρχαίο χειρόγραφο' - обстановку ■ με- μελετώ την κατάσταση. НЭК.. πρόθεμα' (βλ. ИЗ...)' χρησιμοποιεί- χρησιμοποιείται αντί του из... μπροστά απο γιωτισμένα φωνήεντα: е, Ю, Я π.χ. ИЗЪЕЗДИТЬ, ИЗЪЯВИТЬ. изъедать р.6. βλ. изъесть. ИЗЪёздить, -езжу, -ездишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. изъезженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 περιέρχομαι, περιοδεύω, γυρίζω (με μετα- μεταφορικό μέσο). 2 φθείρω, καταστρέφω, χαλ- χαλνώ' - дорогу χαλνώ το δρόμο με την κίνηση τροχοφόρων" - брЙЧКу αχρηστεύω το κάρο με τη συχνή χρήση. II -СЯ αχρηστεύομαι, χαλνώ' дорога -лась о δρόμος χάλασε απο την κίνηση των τροχοφόρων. изъезженный επ. απο μτχ. χαλασμένος απο την κίνηση των τροχοφόρων. изъесть, -ест, -едйт, παρλθ. χρ. изъел, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъеденный, Зр: ~Ден, -а, -Ο ρ.σ.μ. κατατρώγω, τρωγαλί- ζω, ροκανίζω" МОЛЬ ~ла мех о σκόρος κατάφα- γε τη γούνα· жучок ~ёл мё-бель το σαράκι κα- τάφαγε τα έπιπλα· муравьи В труху -ЛИ ста- старый Пень τα μυρμήγκια κατάφαγαν το παλιό κούτσουρο. II (για οξέα) διαβιβρώσκω, τρώγω, ΒΟείρω, χαλνώ' КИСЛОТа ~ла ТКанЬ το οξύ έ- έφαγε το ύφασμα. ихъявйтельный επ. στην έκφρ: -ое наклонё- ние οριστ-.ιη έγκλιση. ИЗЪЯВИТЬ, -ЯВЛЮ, -ЯВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъявленный, βρ: -лен, -а, -ο ρ.σ.μ. εκδηλώνω, φανερώνω, εμφαίνω' εξωτερικενωΓ - желание εκδηλώνω την επιθυμία' - согласие εκφράζω συγκατάθεση. Ч -СЯ εκδηλώνομαι, φα- φανερώνομαι κ>π. ρ. ενεργ. φ. ИЗЪЯВЛёние, -Я ουδ. εκδήλωση, φανέρωση, ε- εξωτερίκευα", ένδειξη· - благодарности έν- ένδειξη ευγν(.!ΐχοσύνης· - ЧУВСТВ εκδήλωση αι- αισθημάτων . ИЗЪЯВЛЯТЬСЯ) ρ.δ. βλ. ИЗЪЯВЙТЬ(СЯ). ИЗЪЯЗВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ.μτχ. πσ.ρλθ. χρ. изъязвленный, βρ: -лён, -лена, -лено р. с.л. γ ε.ιί Сс: ιιε πληγεί-., ελκοποιώ. ИЗЪЯЗВЛёние,,-Я ουδ. ελκοποίηση,; σχηματι- σχηματισμός έλνουτ.. ИЗЪЯЗВЛЯТЬ ρ.δ. Ρλ. ИЗЪЯЗВИТЬ. ИЗЪЯН, -'ί (-у) α. ελάττωιια, ατέλεια, σφάλ- σφάλμα, 401-σονρ.. Ί (παλ . ) βλάβη φθορά, ζημιά. II εκφρ. " -ο.ν ελαττωματικός, υε ελάιτωμα. ИЗЪЯННЫЙ επ. (παλ,.) ελαττωματικός, σκάρ- σκάρτος, πλημμελής. Изъяснение, -Я ουδ. (παλ.) εξήγηση, επε- επεξήγηση, διασαφήνιση, διευκρίνιση. ИЗЪЯСНЙтеЛЬНЫЙ επ. (παλ.) εξη γη ματικός, ε- επεξηγηματικός, διευκρινητικός, απο σαφή ν.ι,τι,- κός. ИЗЪЯСНИТЬ, ~н6, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъяснённый, βρ: -нён, -нена, -ненб р. σ.μ. (παλ.) εξηγώ, επεξηγώ, διασαφηνίζω, δι- διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω. II -СЯ εξηγούμαι, δι- διασαφηνίζομαι ■ κλπ. ρ. ενεργ. φ. ИЗЪЯСНЯТЬ ρ. δ. βλ. ИЗЪЯСНИТЬ. II -СЯ 1 βλ. ИЗЪЯСНИТЬСЯ. 2 μιλώ, συνομιλώ. изъятие, -Я ουδ. 1 αφαίρεση, ανάκληση, α- απόσυρση. Μ πάρσιμο*. κατάσχεση. 2 εξαίρεση' Все без -Я όλοι χωρίς εξαίρεση, изъять, изыму, изымешь р.σ. βγάζω, απο- αποσύρω, ανακαλώ' αφαιρώ* - ИЗ обращения ста- старые денежные знаки αποσύρω απο την κυκλο- κυκλοφορία τα παλιά νομίσματα· - книгу ИЗ прОДа- жа αποσύρω το βιβλ,ίο απο την πώληση. II παίρ- παίρνω, κατάσχω. изымать, -аго, -аешь κ. (παλ.) изъёмлю, -ё- млешь р.δ. βλ. ИЗЪЯТЬ. И -СЯ αποσύρομαι, α- ανακαλούμαι. II αφαιρούμαι· κατάσχομαι. Изыскание, -Я ουδ. αναζήτηση,ερεύνηση, ψά- ψάξιμο· - дополнительных средств αναζήτηση συ- συμπληρωματικών μέσων. II έρευνα· научные -Я επιστημονικές έρευνες. ИЗЫСКаННО επίρ. λεπτά, εξεζητημένα·κομψά. ИЗЫСКанНОСТЬ, -И θ. λεπτότητα, το εξεζη- εξεζητημένο. Изысканный επ. χκο μτχ. λεπτός, εξεζητη- εξεζητημένος· κοαψός· - вкус εξεζητημένος γούστος· ~ые манеры λεπτοί τρόποι· -ое общество η εκλεχτή κοινωνία. ИЗЫСКателЬ, -Я α. ερευνητής, εξερευνητής. изыскательский επ. ερευνητικός, εξερευνη- εξερευνητικός· -ые работы εξερευνητικές εργασίες. ИЗЫСКаТЬ, -Ы1ДУ, -ЫЩешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изысканный, βρ: -кан, -а, -О р.σ.μ. α- αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω να βρω· - средства ψά- ψάχνω να βρω μέσα. II καιροφυλακτώ· καραδοκώ. Ν -СЯ ανερευνώμαι, αναζητιέμαι· -ЛИСЬ новые ИСТОЧНИК:: ДОХОДОВ αναζητήθηκαν καινούριες πη- πηγές εσόδων. изыскивать(ся) р.δ. β. изыскать(ся). ИЗЮбр, -а κ. ИЗЮбрь, -Я α. ελάφι μεγαλό- μεγαλόσωμο της ανατολικής Σιβηρίας. *ИЗЙМ, -а (-у) α. σταφίδα· хлеб С -ОМ στα- σταφιδόψωμο. Ν εκφρ. не фунт -у δεν είναι παί- παίξε - γέλασε. ИЗЙМИНа, -Ы θ. ρόγα, κλωνί σταφίδας. ИзуМИНХа, -И θ. ρογίτσα σταφίδας. II μτφ. ελκτικότητα, ελκυστικότητα, θελκτικότητα· Β
иго 419 илл нём нет -И αυτός δεν έχει τίποτε το ελκυστι- ελκυστικό* человек -ОЙ άνθρωπος ελκυστικός. ИЗЮМНЫЙ επ. σταφιδίσιος· - Вкус γεύση στα- σταφίδας· -ое ВИНО κρασί απο σταφίδα. !»ЧЯЩесТВО, -а ουδ. κομψότητα, χάρη, σικ· φι- λοκαλία· γλαφυρότητα· ~ архитектуры αρχιτε- αρχιτεκτονική κομψότητα· ~ костима κομψότητα κο- στουμιου· - движений η χάρη των κινήσεων - изложения η γλαφυρότητα της αφήγησης ИЗЯЩНО επίρ. κομψά, με χάρη· γλαφυρά. изящность, -и θ. βλ. изящество. ИЗЯЩНЫЙ επ., βρ: -щен, ~щна, ~щно κομψός, χαριτωμένος· λεπτός, λεπτεπίλεπτος· -ая фи- фигура κομψή φιγούρα· >ые манеры λεπτόίτρόποι- - СТИЛЬ κομψό στυλ* - почерк καλλιγραφικός γραφικός χαρακτήρας. II εκφρ. -ые искусства οι Καλές τέχνες· ~ая литература ή словёс- НОСТЬ (παλ.) φιλολογία. икание, -я ουδ. βλ. икота ЙКанье, -Я ουδ. η προφορά των φωνηέντων е, Я σαν И όταν βρίσκονται μπροστά απο την το- νιζόμενη συλλαβή: весна - висна, кипятбк- кипиток. Икать р.δ. έχω λόξιγκα. II ~СЯ έχω λόξιγκα. Икать р.δ. προφέρω τα γράμματα е, Я σαν „ι", όταν αυτά βρίσκονται μπροστά απο την τονιζόμενη συλλαβή. икнуть(ся) р.σ. βλ. икать(ся). *ИКОна, -Ы θ. εικόνα, εικόνισμα· ~Ы СВЯТЫХ εικόνες αγίων, ИКОННЫЙ επ. της εικόνας· -ая ЖИВОПИСЬ ει- εικονογραφία· αγιογραφία. ИКОНОбОреЦ, -рца α. (παλ.) εικονομάχος. ИКОНОббрчесКИЙ επ. εικονομαχικός. ИКОНОббрчесТВО, -а ουδ. εικονομαχία. ИКОНОГрафЙческИЙ επ. εικονογραφικός. *ИКОНОГрафия, ~И θ. εικονογραφία. ИКОНОПОсец, -сца α. εικονογράφος, αγιο- αγιογράφος. иконописный επ., βρ: ~сен, -сна, -сно. 1 εικονογραφικός, αγιογραφικός. 2 μτφ. σαν την εικόνα· ~ое ЛИЦО πρόσωπο εικόνας· -ая кра- СОТа ομορφιά εικόνας. ИКОНОПИСЬ, -И θ. εικονογραφία, αγιογραφία. ИКОНОПОЧИТание, ~Я ουδ. (παλ.) εικονολα- τρεία. * ИКОНОСКОП, ~а α. εικονοσκόπιο (τηλεόρασης). *ИКОНОСТас, ~а α. (εκκλσ.) εικονοστάσιο. *ИКОНОТека, -И θ. εικονοθήκη. ИКОрка, -И θ. γόνος ψαριών, γονίδι. Ν χα- βιαράκι. ИКОрныЙ επ. του χαβιαριού- ~ое дело η χαβιαριακή τέχνη. ИКОТа, -Ы θ. λόξιγκας. икра,1 ~ύ θ. γόνος, γονίδι ψαριών метание ~Ы απόθεση του γόνου. Π χαβιάρι, αυγοτάραχο· зернистая - σπειρωτό χαβιάρι· паюсная - πε- πεπιεσμένο χαβιάρι,· осетровая - μαύρο χαβιάρι· кетовая - κόκκινο χαβιάρι, μπρικ· метать -у γονοβολώ, γονεύω. Ν τροφή λεπτοτεμαχι- σμένη· баклажанная - κονσερβοποιημένες, λε- πτοτεμαχισμένες μελιτζάνες. ШфЙ? -Ы, πλθ. Икры, γεν. икр θ. γάμπα, γαστροκνήμη. ШфИНКа, -Ы θ. ένας κόκκος γόνου· ωάριο, икристый επ., βρ: ~йст, -а, -о βλ. икря- икряной. икромёт, -а α. βλ. икрометание. Икрометание, -Я ουδ. εναπόθεση γόνου. ШфЯНЙК, -έ. α. εργάτης ειδικός στην κατα- κατασκευή χαβαριού. икряной επ. του γόνου, ωοφόρος.ιι του χα- χαβιαριού, για χαβιάρι· - бочонок βαρελάκι για χαβιάρι. ИКС, -а α. ο άγνωστος „Χ" . II εκφρ. - лу- ЧЙ (παλ.) οι ακτίνες ρέντκεν. ИЛ, -Ά α. ιλύς, λάσπη του βυθού. ИЛИ σύνδ. διαζευκτικός. 1 "ή, είτε* ИЛИ... ИЛИ... ή... ή..., είτε... είτε... 2 μήπως, άραγε· - ВЫ 5то не знаете? μήπως αυτό δεν το ξέρετε; 3 εν εναντία περιπτώσει, άλλως, διαφορετικά· уходи, - хуже будет φεύγα, δι- διαφορετικά θάναι χειρότερα. II επεξηγηματι- επεξηγηματικός· δηλαδή* земноводные, - амфЙСИИ (συνώ- (συνώνυμα)· Константинополь, - Царьград ιΚοινστα- ντινούπολη, δηλαδή Βασιλούπολη. ИЛИСТЫЙ επ., βρ: ИЛИСТ, -а, -О λασπώδης. ИЛЛЮЗИОНИЗМ, ~а α. 1 φαινομενικότητα, α- απάτη, πλάνη. 2 οφθαλμαπάτη (των ταχυδακτυ- ταχυδακτυλουργών) . ИЛЛЮЗИОНИСТ, ~а α. οπαδός της (ραινοιιενι- κότητας. II ταχυδακτυλουργός. Иллюзионистический επ. της φαινομενικό- τητας· ~ая философия φιλοσοφία της φαινομε- νικότητας. иллюзионистский επ. βλ. иллюзионистический. ИЛЛЮЗИОННЫЙ επ. φαινομενικός, .απατηλός, ψεύτικος. *ИЛЛЮЗИЯ, ~*Ι θ. αυταπάτη, παραίσθηση, ψευ- ψευδαίσθηση- оптическая - οφθαλμαπάτη· строить (создавать) себе -И τρέφω αυταπάτες. ИЛЛЮЗОРНО επ ί ρ. απατή λά. ИЛЛЮЗОРНОСТЬ, ~И θ. απατήλότητα. *ИЛЛЮЗОрнЫЙ επ., Ρρ: ~рен, ~рна, ~ρΗΟ απα- απατηλός, φανταστικός- της παραίσθησης· φρού- φρούδος, μάταιος- ~ые надежды απατηΛές ελπίδες- ~ые результаты απατηλά αποτελέσματα. * ИЛдимиКаТОр ,* ~4 α. φινέστρα, φινιστρίνι. ИЛЛГОМИНаТОр? ~а α. εργάτης φωταγώγησης. ИЛЛЮМИНаЦИОННЫЙ επ. φεγγοβόλος, φωτοβόλος. *ИЛЛКМИНаЦИЯ, -И θ. φωταγώγηση, φωταψία. иллюминировать(ся) р.δ. βλ. иллюминовать-
илл 420 име (ся). иллюминовать, ~ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρθλ. χρ. иллюминованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.κ. δ. μ. 1 φωταγωγώ. 2 (παλ.). χρωματίζω, ποικίλ- ποικίλλω με χρώματα. II -СЯ φωταγωγούμαι,. Ι! χρω- χρωματίζομαι, με ποικιλλαι χρώματα. Иллюстративный επ. εικονογραφικός: - ма- материал εικονογραφικό υλικό. Π με εικόνες, με εικονογραφίες· ~ метод μέθοδος με|παραστα- τικά (εποπτικά) μέσα. ИЛЛЮ0Тр4тор, -а α. εικονογράφος βιβλίου, 'иллюстрация, -И θ. 1 εικόνα,εικονογραφία· книга с ~МИ βιβλίο με εικόνες. 2 εικονο- γράφιση. 3 μτφ. εποπτική εικόνα· παραστατι- παραστατική επεξήγηση. иллюстрирование, -Я ουδ. εικονογράφιση· - Журнала εικονογράφιση περιοδικού. И μτφ. ανάγλυφη (παραστατική) παρουσίαση. иллюстрированный επ. απο μτχ. εικονογρα- εικονογραφημένος· - журнал εικονογραφημένο περιοδικό. иллюстрировать, ~рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иллюстрированный, βρ: ~ван, ~а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. εικονογραφώ (βιβλίο, περιοδι- περιοδικό). II μτφ. επεξηγώ· ~ свой доказательства цитатами επεξηγώ τη μαρτυρία μου με περι- περικοπές έργων. II εικονογραφούμαι. ΙΙι μτφ. επε- ξηγούμαι. иловатый επ., βρ: ~ват, -&, -0 λίγο ι- λώδης, λασπώδης. ИЛОВЫЙ επ. βλ. ИЛИСТЫЙ. *ИЛОТ, -а α. (κυρλζ. κ. μεφ. ) είλωτας. ИЛЬ σύνδ. βλ. ИЛИ. ИЛЬИН День, -а ДНЯ α. η γιορτή του αΙ'-Διιάι ЙЛЬКа, -И θ. είδος ικτίδας. ИЛЬМ, ~а α. φτελιάς, πτελέα (δέντρο). ИЛЬмённыЙ επ. της λιμνίτσας. ИЛЬмёнь, -Я α. (διαλκ.) λιμνίτσα ποτάμια. ИЛЬМОВНИК, -а α. φτελιάθαμνοι ИЛЬМОВЫЙ επ. φτελιαδίσιος. II ως ουσ.πλθ. ~ые τα ουλμοειδη. *ИМажинЙЗМ, ~а α. επινόηση, φαντασία, φα- ντασιοκοπία, ιμαζινισμός. ИМажинЙСТ, ~а α. οπαδός του ιμαζινισμού. ИМазинЙСТСКИЙ επ. του ιμαζινισμού. "ИМам, ~а α. ιμάμης. им£ть (παλ.) ёмлю, ёмлешь к. (διαλκ.) имаю, имаешь р. δ. μ. παίρνω· πιάνω. II -СЯ πιάνομαι. имбирный επ. του ζιγγίβερί, απο ζιγγίβε- ρι, ζιγγιβερίσιος. дабйрь, ~Я α. ζι,γ-γίβερι. , πι.·περάρρι.ζα,τζί- ντζερι. Μ άρτυμα με ζιγγίβερι. Имение, -Я ουδ. 1 κτήμα· αγρόκτημα· τσι- τσιφλίκι. 2 περιουσία· ιδιοκτησία. Именинник, ~а α. , -ца, -ы θ. ο γιορτάζων, η γιορτάζουσα. ИМенЙННЫЙ επ. της ονομαστικής γιορτής· - Обед τραπέζι (γεύμα) για την ονομαστική γιορ- γιορτή· - пирог πίτα για την ονομαστική γιορτή. Именины, -НИН πλθ. ονομαστική γιορτή· С&- ГОДНЯ МОЙ - σήμερα έχω την ονομαστική μου γιορτή, σήμερα γιορτάζω· поздравляю вас С -ЭМИ σας εύχομαι χρόνια πολλά για τη γιορτή σας· справлять СВОЙ - γιορτάζω την ονομαστι- ονομαστική γιορτή με διασκέδαση, γλέντι. II γιορτα- γιορτασμός της ονομαστικής γιορτής. Именительный επ. ~ падёж ονομαστική πτώση. ИМенИТОСТЬ, -Ж θ. φήμη, όνομα (ξακουστό). ИМенЙТЫЙ επ., -НЙТ, -Ά, ~Ο. 1 (παλ.) υ- υψηλά ιστάμενος στην κοινωνία, επιφανής. 2 ονομαστός, ξακουστός, φημησμένος, περιώνυ- περιώνυμος· ένδοξος. ОМенно επίρ. 1 συγκεκριμένα, για την α- ακρίβεια, ονομαστικά· δηλαδή· ДЛЯ ИТОГО трё- буются три вещи, а ~: уменье, терпение и деньги γι* αυτό χρειάζονται τρία πράγματα, συγκεκριμένα: ικανότητα, υπομονή και χρήμα- χρήματα· ВОТ -! να ακριβώς! (ό,τι χρειάζεται)· « Об бтом идёт речь ακριβώς γι' αυτό γίνεται λόγος· КТО -? ποιος ακριβώς; СКОЛЬКО -? πό- πόσο ακριβώς; 2 ναι, έτσι, πραγματικά. именной επ. ονομαστικός· - пригласительный билет ονομαστική έγγραφη πρόσκληση ή ονομα- ονομαστικό προσκλητήριο· - СПИСОК ονομαστικός κα- κατάλογος· -бе КОЛЬЦО δαχτυλίδι ονοματισμένο. II (γραμμ.) ονοματικός, του ονόματος· ~<5е склонение η κλίση των ονομάτων ~<5е сказуе- мое ονοματικό κατηγόρημα. II εκ φρ. - указ βα- βασιλικό διάταγμα, κυβερνητική διάταξη υπο- υπογραμμένη απο το βασιλιά. именованный επ. απο μτχ: -ое ЦИСЛО συ- συγκεκριμένος αριθμός. именовать, ную, -Нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ,. именованный, βρ: -ван, -а, ~ο ρ.σ.μ. ο- ονομάζω, αποκαλώ, λέγω, ονοματίζω, βγάζω το όνομα· те, которых -нуют философами αυτοί, τους οποίους τους λένε φιλόσοφους. II -0Я ο- ονομάζομαι , αποκαλούμαι, λέγομαι. ИМёнЬИЦе, -а ουδ. κτηματάκι. ИменьИПГКО, ~а ουδ. πάλιοκτηματάκι. иметь, -ею, -ёеШЬ р.δ.μ. 1 έχω, κατέχω· - деньги έχω χρήματα· - право έχω δικαίωμα· - талант έχω ταλέντο· Зто -ёет большое значе- значение αυτό έχει μεγάλη-σημασία· - мужество ΟΤ- крыто признать СВОЮ ОЩЙбку έχω το θάρρος α^- νοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου· - ВОЗМОЖ- ВОЗМОЖНОСТЬ έχω τη δυνατότητα· - СТЫД ντρέπομαι. II (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι· 5та материя -ёет метр ширины αυτό το ύφασμα έ- έχει ένα μέτρο φάρδος· 5та башня -ёет СТО метров В ЕЫСОТу αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός. II διαθέτω, χρησιμοποιώ· - КОГО-Н. ПОМОЩНИ-
ими 421 имп ка έχω κάποιον βοηθό. 2 (παλ.) με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „θα11"· завтра ото сообщение -ёет поя- появиться В газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες· 8 марта -ёет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συ- συναυλία· вместе с имеющими поступить... μα- μαζί με κείνους που θα εισαχθούν... Я имею К вам просьбу θα σας παρακαλέσω. 3 με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. - отношение σχετίζομαι· - примене- применение εφαρμόζομαι· - притязание διεκδικώ· ХОДЯёние κυκλοφορώ. 4 έχω αγαπητικό. II εκφρ. - место συμβαίνω,·γίνομαι, λαμβάνω χώραν э"то событие имело место позавчера αυτό το γεγονός έγινε προχτές· - целью (ή цель) ε- επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).· ничего не - против δεν έχω καμιά αντίρρηση. II -СЯ υ- υπάρχω· препятствий (к чему-н.) не -ёется ε- εμπόδια δεν υπάρχουν -ЮТСЯ В продаже υπάρ- υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)· ПО ИмёЮЩИМ- СЯ сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορί- πληροφορίες. П εχφρ. - В ВИДУ παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ' όψη. ИМИТатор, ~а α. μιμητής, μίμος. ИМИТаторсКИЙ επ. μιμητικός· -Ие СПОСОб- НОСТИ μιμητικές ικανότητες. *:ИМИТЙЦИЯ, -И θ. μίμηση; - ЗВУКОВ ЖИВОТНЫХ μίμηση των φωνών των ζώων. II απομίμηση· мрамора απομίμηση μάρμαρου* Зто Не НасТОЯ- ЩИЙ бриллиант, а - αυτό δεν είναι πραγματι- πραγματικό μπριλάντι, αλλά απομίμηση (τεχνητό). ИМИТЙрОВаТЬ, -рую, -руешь р. δ. μ. μιμούμαι· - ГОЛОС ЖИВОТНЫХ μιμούμαι τη φωνή των ζώων. II κάνω απομίμηση (τεχνουργώ) · ~ жемчуг κά- κάνω απομίμηση μαργαριτάρι ου. II -СЯ μιμούμαι. II κάνω απομίμηση (τεχνουργώ). Имманентность, -И θ. το έμφυτο, έμφυτη ι- ιδιότητα, ♦имманентный επ., βρ: ~тен, -тна, -тно έμ- έμφυτος, ενυπάρχων, σύμφυτος. ♦иммигрант, -а α. -ка, -И θ. μετανάστης, ~ι- δα. Иммигрантский επ. μεταναστευτικός, του μετανάστη. Иммиграционный επ. μεταναστευτικός, της μετανάστευσης. ИММИГраЦИЯ, -И θ. μετανάστευση· προσφυγιά. II οι μετανάστες· οι πρόσφυγες, η προσφυγιά. П εχφρ. - капитала εισροή σε μια χώρα ξένου κεφαλαίου. ♦иммигрировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. με- μεταναστεύω. Иммобилизация, -И θ. ακινησία, ακινητο- ακινητοποίηση. ♦иммобилизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ·. иммобилизованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. (ιατρ.) ακινητοποιώ. ИММОралЙЗМ, -а α. ιμμοριαλισμός, ξεπεσμός ηθικών αξιών. *ИММОралЬНЫЙ επ., βρ: -лен, льна, -ЛЬНО α- ανήθικος. '♦иммортель, ~И θ. αθάνατος (για μερικά φυ- φυτά). Иммунизация, -И θ. ανοσοποίηση. иммунизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. 1 (ιατρ.) ανοσοποιώ. 2 (νομ.) παρέχω άσυλο. иммунитет, -а α. 1 (ιατρ.) ανοσία. II μτφ. ανθεκτικότητα, αντοχή σε επιδράσεις. 2 (νομ·) άσυλο. *имунный επ., βρ: -унен, -унена, -унено α- απρόσβλητος απο δηλητήριο, άνοσος. ИММУНОЛОГИЯ, -И θ. (ιατρ.) ανοσία. Иммунотерапия, -И θ. (ιατρ.) θεραπεία με επίκτητη ανοσία. ♦императив, -а α. 1 επιταγή· нравственный - ηθική επιταγή. 2 η προστακτική έγκλιση. императивный> επ. επιτακτικός, προστακτι- προστακτικός. •император, -а α. ~рица,~Ы θ. αυτοκράτορας, -τειρα. Императорский επ. αυτοκρατορικός. *ИМПериал? -а α. (παλ.) ρωσικό παλαιό νό- μισμα. *ИМПериал? ~а α. (παλ.) επίστεγο οχήματος. ♦империализм, -а α. ιμπεριαλισμός. ♦империалист, -а α. ιμπεριαλισιτ^ς. [империалистический επ. ιμπεριαλιστικός, του ιμπεριαλισμού. Империалистский επ. ιμπεριαλιστικός, του ιμπεριαλισμού ή του ιμπεριαλιστή. *ИЫПерия, -И θ. αυτοκρατορία. Имперский επ. αυτοκρατορικός. Импозантность, -И θ. επιβλητικότητα. ♦импозантный επ., βρ: -тен, ~ТНа, -ТНО ε- επιβλητικός, μεγαλοπρεπής. ♦импонировать, -рую, -руешь, μτχ.ενεστ.ИМ- ПОНЙруюшиЙ, ρ.δ. επιβάλλω, επιβάλλομαι· ε- εμπνέω ( σεβασμό , φόβο κ.τ.τ.). ИМПОНИРУЮЩИЙ επ. απο μτχ. που επιβάλλε- επιβάλλεται, που εμπνέει σεβασμό. ♦Импорт, ~а α. 1 εισαγωγή (εμπορευμάτων). 2 το σύνολο (ποσό) εισαγωγής. Импортёр, -а α. εισαγωγέας (εμπορευμάτων). ♦импортировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ει- εισάγω (εμπορεύματα). II -СЯ εισάγομαι. ИМПОРТНЫЙ επ. εισαγωγικός· ~ые ПОПШЩЫ ει- εισαγωγικός φόρος (δασμός)· ~ые товары εμπο- εμπορεύματα απο το εξωτερικό. ИМПОТёнТ, -а ос. ανίκανος για συνουσιασμό. импотентный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 ανίκανος σεξουαλικά. 2 μτφ. στείρος,άγονος.
имп 422 *ИМПОТенция, -И Θ. 1 ανικανότητα σεξουαλι- κή. 2 μτφ. στείρωση, στειρότητα. *ИМПресарио α. άκλ. θεατρώνης, ιμπρεσάριος. *ИМПрессИ0НОзм, -а α. ιμπρεσιονισμός. импрессионист, ~а α. ιμπρεσιονιστής. импрессионистический επ. ιμπρεσιονιστικός. импрессионистичный επ., βρ: -чен, -чна,-о ιμπρεσιονιστικός. ИМПрессИОНИСТСКИЙ επ. ιμπρεσιονιστικός. ИМПровиаатор, ~а α. αυτοσχεδιαστής. импровизаторский επ. αυτοσχεδιαστικός. Импровизаторство, ~а ουό. η τέχνη του αυ- αυτοσχεδιαστή. ИМПровизаЦИЯ, -И θ. αυτοσχεδιασμός· αυ- τοσχεδίασμα. Импровизированный επ. απο μτχ. αυτοσχεδι- αυτοσχεδιασμένος. *импровизйровать, -рую, -руешь р.δ. κ. σ. αυτοσχεδιάζω. И -СЯ αυτοσχεδιάζομαι. "ЙМПулЬС, -а α. ώθηση, προτροπή, παρόρμη- παρόρμηση εσωτερική. И (φυσ.) κίνηση. ИМПУЛЬСИВНОСТЬ, -И θ. ώθηση εσωτερική. ИМПУЛЬСИВНЫЙ επ. ωθητικός, κινητήριος· α- ανακλαστικός· -ые движения ανακλαστικές κι- κινήσεις. Н ορμητικός, απότομος, φουριόζικος* - человек φουριόζος άνθρωπος. ИМПУЛЬСНЫЙ επ. (ηλεκτρ.) ωθητικός. Ймут 3° πρόσ. πλθ. του παλ. р. ЙТИ παίρ- νιο· στην έκφρ. мёртвые сраму не - μη θίγεις τους νεκρούς, να σέβεσαι τους νεκρούς. Имущественный επ. περιουσιακός, κτητορι- κός, «νηματικός· ~ые права περιουσιακά δι- δικαιώματα· -ые отношения περιουσιακές σχέσεις, имущество, ~а ουδ. περιουσία· движимое и недвижимое - κινητή και ακίνητη!περιουσία. II τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός. ИМУЩИЙ επ. εΰπορος, ευκατάστατος· πλούσι- πλούσιος· -ие классы οι εύπορες τάζεις· власть -ИХ η εξουσία των πλουσίων. имя, имени, πλθ. имена, имён, именам ουδ. 1 όνομα· ПО Имени Пётр ονομάζομαι Πέτρος· знать КОГО ПО Имени ξέρω κάποιον ονομαστι- ονομαστικά· крестное - βαφτιστικό όνομα· - и фамй- ЛИЯ ονοματεπώνυμο. II ονομασία· - судна όνο- όνομα σκάφους· ПОД Именем με το όνομα (που φέ- φέρει το όνομα). 2 φήμη* Человек С бОЛЫПЙМ Именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα· крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)· очернить чьё доброе - αμαυρώνω τη φήμη κάποιου. 3 (γραμμ.) όνομα· - сущес- ТВЙтельное όνομα ουσιαστικό. II εχφρ. Именем στο όνοαα, εν ονόματι· Именем закона στο ό- όνομα τον νόμου* во ИМЯ στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος· на - στο όνομα, επ' ονό- ονόματι- заявление на - директора αίτηση στο διευ(Ιυν;ή (και με το ονοματεπώνυμο του)· На своё - στο όνομα μου, επ' ονόματι μου· ОТ Имени КОГО εζ ονόματος κάποιου· С Именем με όνομα, ονομαστός, ξακουστός· ОТ моего Имени εξ ονόματος μου* ТОЛЬКО ПО Имени μόνο για το όνομα, για τον τύπο, τυπικά. иЬкрёк α. άκλ. κάποιος. ИН1 μόριο ενδοτικό (διαλκ.) καλά, ας είναι. Инакомыслящий επ. κ. ουσ. (παλ.) ετερό- δοξος, αλλόδοξος, αλλόφρονας, αντιφρονών Пре- Преследовать ~ЫХ καταδιώκω τους αντιφρονού- αντιφρονούντες. Иначе επίρ. αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορε- διαφορετικά, κατ' άλλον τρόπο· надо жить - πρέπει να ζούμε διαφορετικά. II ειδεμή, ειδ' άλλως, εν εναντία περιπτώσει, διαφορετικά. II εκφρ. так ИЛИ - έτσι είτε αλλιώς· не - απαραίτη- απαραίτητα, οπωσδήποτε,διαφορετικά δε γίνεται. *инвазия, -И θ. μετάδοση νόσου απο παράσι- παράσιτους οργανισμούς. *ИНВалИД, -а α. ανάπηρος, σακάτης* - ВОЙНЫ.' ανάπηρος πολέμου. инвалидность, -И θ. αναπηρία, σακατιλίκι. ИНВалЙДНЫЙ επ. του ανάπηρου· αναπηρικός* - ДОМ σπίτι ανάπηρων. *ИНВектИВа, -ы θ. θικτικός λόγος, βρισιά, υβριστική επίθεση. инвентаризационный επ. της περιουσιακής απογραφής· -ая КОМИССИЯ επιτροπή περιουσι- περιουσιακής καταγραφής. Инвентаризация, -И θ. καταγραφή της περι- περιουσίας. II έλεγχος ύπαρξης και κατάστασης πε- περιουσίας. инвентаризировать, ~рую, -руешь р.6. κ.σ. μ. βλ. инвентаризовать. инвентаризовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. инвентаризованный, βρ: -ван, -а, -Ο καταγράφω, απογράφω περιουσία. инвентарный επ. της καταγραφής περιουσίας· - СПИСОК κατάλογος καταγραφής περιουσίας. *ИНБентарь, -я α. 1 περιουσία (όλαταπράγ- ματα επιχείρησης, ιδρύματος, οργάνωσης). 2 κατάλογος περιουσιακός. '! г-то. ЖИВОЙ ~ η περιουσία σε ζώα· мёртвый - περιουσία σε εί- ' δη (πράγματα). ИНВерСЙрОВаННЫЙ επ. (φιλγ., γλωσ.) αντί- αντίστροφος, ανάστροφος. *ИНВерсИЯ, -И θ. (φιλγ., γλωσ,) αναστροφή, μετάθεση λέξεων. Инвертирование, -Я ουδ. (ηλεκτρ.) ανα- αναστροφή. Инвертор, -а α. αναστροφέας. Инвестирование, -Я ουδ. εισαγωγή κεφα- κεφαλαίων επένδυση. ♦инвестировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ει- εισάγω κεοάλαια, διαθέτω κεφάλαια. Инвестиционный επ. εισαγωγικός, της επέν-
шш 423 ИНД δύσης (κεφαλαίου). инвестиция, ~ж θ. βλ. инвестирование. инвестор, -а а. εισαγωγέας κεφαλαίων, που επενδύει κεφάλαια. ингалятор, -а α. 1 συσκευή για εισπνοές. 2 θάλαμος εισπνοών. ингаляторий, ~Я α. θάλαμος εισπνοών. ингаляционный επ. της θεραπείας με εισπνοές, εισπνευστικός. *ингаляция, -Ж θ. εισπνοή φαρμάκων. *ингредиент, ~а α. συστατικό, στοιχείο. инда κ. индо σύνδ. (διαλκ.) ώστε, τόσο ώστε, τόσο που· удйрился Я лбом ~ искры из глаз посыпались χτύπησα στο μέτωπο τόσο που σπίθες έβγαλαν τα μάτια. индеветь ρ.δ. σκεπάζομαι με πάχνη. индеец, ^дёйца α., -дианка θ. Ερυθρόδερμος. индейка, ~И θ. (,νδόρνιθα, διάνος, γάλος. индейский επ. του Ερυθρόδέρμου. II εκφρ. ~ петух γάλος, διάνος, κούρκος, (,νδόρνιθα. *ЙНДекс, -а α. ι δείχτης, πίνακας περιεχομένων, κατάλογος· ~ ВЫХОДЙЩИХ КНИГ πίνακας εκδιδομένων βιβλίων - производительности! Трудй δείχτης της παραγωγικότητας της δουλειάς· - цен δείχτης τιμών. 2 δείχτης μαθηματικός. Индексный επ. του δείχτη, του πίνακα, του κατάλογου· ~ые П0КазатеЛ1И, οι δείχτες. *ИНДетермИНОЗМ, ~а α. ιντετερμινισμός, αυ- ταρχία, αναιτιοόοξία. индетерминист, ~а α. ιντετερμινιστής, ИНТетермиНИСТОческиЙ επ. ιντετερμινιστι- ΗΟς. ИНДИОНКа? ~И θ. Ερυθρόδερμη.· индайнка? ~и θ. ίνδή. индивид, ~а α. βλ. индивидуум. индивидуализация, ~И θ. εξατομίκευση, έρευνα κατ' άτομο. индивидуализировать, ~рую, -руешь р.6. κ. σ.μ. εξατομικεύω, εξετάζω μεμονωμένα, κατ' άτομο. И ~СЯ εξατομικεύομαι, εξετάζομαι μεμονωμένα. ИНДИВИДуалпэм, ~а α. ατομικισμός. индивидуалист, ~а α. ατομικιστής, индивидуалистический επ. ατομικιστικός. индивидуалиогбчный επ., βρ: ~чен, ~чна,~ο ατομικιστικός. индивидуалистский επ. ατομικιστικός, του ατομικιστή. индивидуально επί ρ. ατομικά, μεμονωμένα, ξεχωριστά. индивидуальность, ~И θ. ατομικότητα. *индивиду411ьный επ., βρ: -лен, ~льна, ~ο', ατομικός, ξέχωρος·. ~ые особенности учеников ατομικές ιδιομορφίες των μαθητών (ατομικός χαρακτήρας των μαθητών)· ·- случай ξεχωριστή (ιδιαίτερη) περίπτωση· ~ое ХОЗЯЙСТВО' "τομι- κΌ νοικοκυριό· -Ое требование ατομική δι- εκδίκιση. II εκφρ. - перевязочный пакёт ατομικός επίδεσμος (τραυματία). *ИНДИВЙДуум, -а α. άτομο, πρόσωπο, άνθρωπος· μονάδα, *ЙНДЙТО ουδ. άκλ. κυανή βαφή, λουλάκι, ινδικό, И ινδικοφόρα η βαφική (φυτό). ичдйец, -ййца α., ~диакка, ~и θ. Ινδός, ~ή. *ЙНДИЙ, ~Я α. ίνδιο (χημικό στοιχείο). ИНДИЙСКИЙ επ. ινδικός. *индшйтор, ~а α. δείχτης. индикаторный επ. όειχτικός, του δείχτη. *ИНДЙКТ, ~а α. (παλ. εκκλσ,) δεκαπενταετη- ρί 6α. индифферентизм, ~а α. αδιαφορία, απάθεια· ~ Β полемике αδιαφορία στην πολεμική. индифферентно επίρ. αδιάφορα, ηε απάθεια, αμέτοχα. индифферентность, ~И е. αδιαφορία, απάθεια· αμεθεξία· религиозная ~ θρησκευτική αδιαφορία. ♦индифферентный επ., βρ: ~тен, ~тна, ~τκο; αδιάφορος, απαθής· αμέτοχος. ЙНДО βλ. йнда. индоевропеист, ~а α. ινδό ευρωπαϊστής, ειδικός στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία. индоевропеистика, ~И θ. ινδοευρωπαϊκή γλωσ^ σολογί α. индоевропейский επ. ινδοευρωπαϊκός· ~ке языки ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. индолог, ~а α. ινδολόγος. ИНДОДЙГИЯ, ~И θ. ινδολογία. индонезиец, -да α., -зййка, ~и θ. Ιΐνδο- νήσιος, ~ια. индонезийский επ. ινδονησιακός. *ИНД0ССамёНТ, ~а α. οπισθογράφηση (συναλλαγματικής ,γραμματίου κ,τ,τ.). индоссант, ~а α. οπισθογράφος. индоссировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ο- πισθογραφώ (συναλλαγματική, γραμμάτιο). индуизм, ~а α. ινδουισμός. индуктивность, ~И θ. επαγωγή. индуктивный επ, 1 επαγωγικός· ~ мётод επαγωγική μέθοδος. 2 (ηλεκτρ.) επαγωγός, επαγωγικός. индуктор, -а α. επαγωγέας. индукторный επ, επαγωγικό ς. индукционный επ. επαγωγικός. ♦индукция, ~И θ. επαγωγή. *индульгенция, ~И о. συχωροχάρτι του!Πάπα. ИНДуС1риаЛИзацИЯ, ~И θ. βιομηχανοποίηση, εκβιομηχανοποίηση, εκβι ομηχανισμός. индустриализировать(0Я) ρ.6, βλ. индуст- риали5овать(ся). индустриализовать, ~3ую, ~3уешь, παθ. μτχ.
ИНД 424 инк παρλθ. χρ. индустриализованный, βρ: -ван, -а, -О р. δ. κ. σ. μ. εκβιομηχανίζω. II -СЯ εκ- εκβιομηχανίζομαι . Индустриальный επ. βιομηχανικός. *ИНДУСТРИЯ, -И θ. βιομηχανία· ТЯЖёлаЯ βαριά βιομηχανία· лёгкая ~ ελαφρά βιομηχα- βιομηχανία, ИНДИИ, -а α. γάλος, ινδιάνος. индюшачий κ. индюшечий, ~ья, ~ье επ. του γάλου, απο γάλο· -ье'ЯЙЦО αυγό απο γάλο. ИНДЙШКа, -И θ. (απλ.) Είρυθρόδερμη. индюшонок, ~нка, πλθ. -гаата, -шат α. το γαλάκι. ИНеЙ, -Я α. πάχνη, αγιάζι. ΗΗέρΤΗΟ επίρ. παθητικά, αδιάφορα· με α- αδράνεια. ИНвртноСТЬ,-И θ. αδράνεια· απάθεια, αδι- αδιαφορία. ИНерТНЫЙ επ., βρ: -ΤβΗ, ~ТНа, -ТНО αδρα- αδρανής, ακίνητος. II αδιάφορος, απαθής. *ИНерция, -И θ. αδράνεια. II αδιαφορία, α- απάθεια. II εκφρ. ПО -И ασυνείδητα, μηχανι- μηχανικά, απο συνήθεια. *ИНЖекТор, -а α. αντλία με ρυτή εκτόξευση, εκχυτήρας. *ИНЖенер, -а α. μηχανικός, μηχανολόγος*. - -электрик μηχανικός-ηλεκτρολόγος" —строй- тель πολιτικός μηχανικός· военный - στρατιω- στρατιωτικός μηχανικός. ИНЖенерИЯ, -И θ. (παλ.) οι μηχανικοί. инженерный επ. μηχανικός· -ые ВОЙСКЙ τα στρατεύματα του μηχανικού, το μηχανικό. инженерский επ. του μηχανικού* - ДИПЛОМ το δίπλωμα μηχανικού. инженерство, ~а ουδ. 1 το επάγγελμα του μηχανικού. 2 (αθρσ.) οι μηχανικοί. инженерша, -И θ. (απλ.) η σύζυγος του μη- μηχανικού. *ИНЖеню ακλ. θ. (παλ.) ο ρόλος απλο'ϊκής και αθώας νέας, ινζενιού. И ηθοποιός τέ- τέτοιου ρόλου. *ИНЖИр, -а (-у) α. η συκιά. Ν το σύκο. инжирный επ. της συκιάς. II απο σύκο· ?0е варенье γλυκό απο σύκο· -ая пастилй о -μπελ- ντές απο σύκο· μπασουμάς. ИНИСТЫЙ επ. σκεπασμένος απο πάχνη. *ИНИЦИалы, -0Β πλθ. τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου ή και του πατρώνυμου μαζί. II τα αρχικά μεγάλα και διακοσμημένα γράμματα βιβλίου, κεφαλαίου κ.τ.τ. *инициатива, ~ы θ. πρωτοβουλία· по собст- собственной -е με δική του πρωτοβουλία· ОТО бы- была, его - αυτό ήταν δική του πρωτοβουλία· че- ловёк без ВСЯКОЙ -ы άνθρωπος χωρίς καμιά πρωτοβουλία· проявлять ~у δείχνω πρωτοβου- πρωτοβουλία· ВЗЯТЬ -у παίρνω πρωτοβουλία· ТВОрчес- кая - δημιουργική πρωτοβουλία. ИНИЦИаТИВНОСТЬ, -И θ. πρωτοβουλία. инициативный επ., βρ: -вен, ~вна, ~вно; πρωτόβουλος, με πρωτοβουλία· της πρωτοβουλίας. *ИНИЦИатор, -а α. ρέκτης. ИНИЦИЙТОрсТВО, -а ουδ. εκδήλωση πρωτοβου- πρωτοβουλίας. ИНИЦИаторша, -И θ. (απλ.) γυναίκα με πρω- πρωτοβουλία, δραστήρια. Инкассатор, ~а α. ταμίας, κασιέρης.|4 εκφρ. банковский - τραπεζιτικός εισπράχτορας. . инкассаторский επ. της είσπραξης χρημάτων. Инкассация, -И θ. είσπραξη χρημάτων. Инкассирование, -Я ουδ. είσπραξη χρημάτων, ♦инкассировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ει- εισπράττω χρήματα, βάζω στο χρηματοκιβώτιο. *ННКаССО ουδ. άκλ. είσπραξη χρημάτων. ИН-КВарто επί ρ. στο ένα τέταρτο. *ИНКВИ8ЙТор, ~а α. 1 ιερό εξεταστής. 2 μτφ. βασανιστής. ИНКВИЗИТОРСКИЙ επ. 1 ιεροεξεταστικός. 2 μτφ. άσπλαχνος, αλύπητος* απηνής, σκληρός. ИНКВИЗИТОРСТВО, ~а ουδ. ασπλαχνία, απονιά , αναλγησία* απήνεια, σκληρότητα. ИНКВИЗИЦИОННЫЙ επ. 1 της ιερής εξέτασης. 2 μτφ. άσπλαχνος, αλύπητος* απηνής, σκληρός. ИНКВИЗИЦИЯ, -И θ. 1 ιερή εξέταση. 2 μτφ. βάσανα, βασανιστήρια, μαρτύρια, μαρτυρολόγιο. ИНКОГНИТО επίρ. ινκόγνιτρ. Π άνθρωπος τα- ταξιδεύων ινκόγνιτο. ^ИНКОрПОраЦИЯ, -И θ. ενσωμάτωση* συγχώνευση. инкорпорировать, ~рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ενσωματώνω συγχωνεύω. II -СЯ ενσωματώνομαι· συγχωνεύομαι. Инкриминирование, -Я ουδ. ενοχοποίηση για έγκλημα. *ИЙКрИМИНИрОВатЬ, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. (με δοτ. ) ενοχοποιώ, κατηγορώ για έγκλημα. II -СЯ ενοχοποιούμαι, κατηγορούμαι για έγκλημα. *инкрустация, -и θ. 1 βλ. инкрустирование. 2 περιένδυση, διακόσμηση τοίχου με πλάκες. Инкрустирование, -Я ουδ. εγκόλληση, λιθο- κόλληση. Инкрустированный επ. απο μτχ. με εγκολ- λήσεις,.λιθοκολλημένος. инкрустировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. инкрустированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. περιντύνω με πλάκες πέτρινες, μαρμάρινες κ.τ.τ., στολίζω. *ИНКубаТОр, -а α. μηχανή εκκολαπτική (επωτ- αστική), εκκολαπτήριο. Инкубаторий, -Я α. εκκολαπτήριο (χώρος). Инкубаторный επ. εκκολαπτικός, της μη- μηχανικής εκκόλαψης* -ые ЦЫПЛЙта πουλάκια α- απο εκκολαπτήριο. Инкубационный επ. εκκολαπτικός. ΙΙ(ιατρ,)
инк 425 инс της επώασης. •инкубация, -И θ. εκκόλαψη. II (ιατρ.) ε- επώαση. Инкубирование, -Я ουδ. εκκόλαψη, επώαση. инкубировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. εκ- εκκολάπτω, επωάζω σε μηχανή. II -СЯ εκκολάπτο- εκκολάπτομαι, επωάζομαι. •инкунабула, -ы θ. αρχέτυπο· отдел ~ул в музее τμήμα αρχετύπων στο μουσείο. ИНО... πρώτο συνθετικό λέξεων με σημ. άλ- άλλος· ξένος: иногородний, иностранец. ИНОбЫТКё, -Я ουδ. (φιλοσ.) άλλη μορφή ύ- ύπαρξης. ИНОВёрец, -рца α., -ка, -И θ.αλλόθρησκος, -η, άπιστος, -η, αλλόδοξος, ετερόδοζος. ИНОВерие, -Я ουδ. αλλοδοξία, ετεροδοξία. иноверный επ. к. ουσ. βλ. иноверец. ИНОГдД επϋρ. κάποτε: άλλοτε· πότε-πότε. ИНОГорОДНЫЙ επ. ξένος, ξενοφερμένος, απο άλλη πόλη. II αποστελλόμενος σε άλλη πόλη ή λαμβανόμενος απο άλλη πόλη. иноземец, -мца α., -ка, -И θ. αλλοδαπός, ξένος, ξωμερίτης, ετερόχθονος. ИНОЗёшшЙ επ. (παλ. κ. υψ. υφός) ξένος, ε- εξωτερικός. ИНОЙ επ. 1 άλλος· нет -ГО ВЫХОДа δεν υ- υπάρχει άλλη διέξοδος· не КТО - как κανένας άλλος παρά· не ЧТО -бе как τίποτε άλλο πα- παρά· 5το -бе дело αυτό είναι άλλη υπόθεση· - ВИД άλλη μορφή (όψη)· чЫМИ СЛОВЙМИ με άλ- άλλα λόγια. 2 κάποιος, ένας· μερικοί· -ые ЛЮ- ЛЮДИ μερικοί άνθρωποι· -Ому жарко, -Ому ХО- ХОЛОДНО о ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλ- άλλος κρυώνει· В ~.ЙХ случаях σε μερικές πε- περιπτώσεις· - раз άλλη φορά, κάποτε. ИНОК, ~а α. (παλ.) μοναχός, καλόγερος, μο- ναστής. ИНОКИНЯ, -И γεν. πλθ. -КИНЬ θ. (παλ.) μο- μοναχή, καλόγρια, μονάστρια. *ИН-ОКТаво επί ρ. σ' ένα όγδοο· книга изда- издана - το βιβλίο εκδόθηκε σε σχήμα ενός όγδο- όγδοου.. ИНОМЫСЛИе, -Я ουδ. (παλ.) σκέψη αντίθετη, διαφορετική, άλλη. Инонациональный επ. αλλοεθνής. ИНОПЛемённИК, -а α., -ца, -Ы θ. αλλόφυλος -η, αλλογενής. ИНОПЛемёнНЫЙ επ. αλλόφυλος, αλλογενής. ИНОрОДвЦ, -дца α. (παλ.) αλλογενής(μη Ρώ- Ρώσος. ИНОРОДНЫЙ επ. ξένος, αλλότριος, αλλογενής· -ое тело ξένο σώμα. Инородческий επ. (παλ.) αλλογενής (μη ρωσικός). ИНОСКазание, -Я ουδ. αλληγορία. ИНОСКазатеЛЬНОСТЬ, -И θ. αλληγορία. иносказательный επ., βρ: -лен, -льна, -о; αλληγορικός. Иностранец, -НЦа α., -ка, -И θ. ξένος, αλ- αλλοδαπός. ИНОСТраННЫЙ επ. ξένος· -ые ЯЗЫК(Й ξένες γλώσσες· -ое происхождение ξένης προέλευσης, καταγωγής. II εξωτερικός· министерство -ЫХ дел υπουργείο των εξωτερικών υποθέσεων. иностранщина, -Ы θ. το ξένο, κάθε τι ξέ- ξένο (για μόδα, ήθη, έθιμα κλπ.)· преклонение перед -ОЙ ξενολατρεία. ИНОХОДеЦ, -ДЦа α. άλογο ραβανίτικο. ИНОХОДЬ, -И θ. πλαγιοδιποδισμός, πλάγιο- τροχασμός, ραβάνι. ИНОЧескИЙ επ. (παλ.) μοναχικός, καλογε- καλογερίστικος, μοναστικός. ЙНОЧесТВО, -а ουδ. (παλ.) μοναχισμός, κα- λογεροσύνη, καλογερική. П βαθμός μοναχικών αξιωμάτων. ИНОЯЗЫЧНЫЙ επ. ξενόγλωσσος, ξενόφωνος. *ИНСекТИСИД κ. ИНсекТИЦЙД, -а α. εντομο- εντομοκτόνο φάρμακο. *инсектофунгисид κ. инсектофунгицид, -а α. παρασιτοκτόνο των φυτών. Инсинуатор, -а α. ο υπαινισσόμενος· συκο- συκοφάντης. *ИНСИНуация, -И θ. υπαινιγμός, υπέμφαση, κεντιά· συκοφαντία. Инсинуировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. υ- υπαινίσσομαι, υπεμφαίνω, αμολώ κεντιές. *ИНСОЛЯЦИЯ, -И θ. ηλιακή ακτινοβολία, ηλι- όφως. Инспектирование, -Я ουδ. επιθεώρηση· ШКОЛЫ επιθεώρηση του σχολείου. ♦инспектировать, -рую, -руешь р.δ.μ. επι- επιθεωρώ· - учебные заведения επιθεωρώ τα εκ- ■Λαιδευτικά ιδρύματα. II -СЯ επιθεωρούμαι. инспектор, -а α. επιθεωρητής· санитарный - υγειονομικός επιθεωρητής· - артиллерии ε- επιθεωρητής πυροβολικού. II (παλ.) παιδονόμος. Инспекторский επ. του επιθεωρητή. Инспекторство, -а ουδ. η υπηρεσία ή το ε- επάγγελμα του επιθεωρητή. ИНСПёкторша, -И θ. η επιθεωρητής. II η σύ- σύζυγο του επιθεωρητή. инспекционный επ. της επιθεώρησης· του επιθεωρητή. ИНСПёкЦИЯ, -И θ. 1 επιθεώρηση (έλεγχος). 2 το ίδρυμα της επιθεώρησης. ИНСПИраТОр, ~а α. εμπνευστής· παρακινητής, υποκινητής. Инспирация, -И θ. έμπνευση· παρότρυνση, υ- υποκίνηση, προτροπή, παρακίνηση. инспирирование, -я ουδ. βλ. инспирация. *ИНСПИрЙровать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. 1 ε- εμπνέω, εμφυσώ (γνώμες, απόψεις κ.τ.τ.). 2
инс 426 ИНТ παροτρύνω, παρακινώ, υποκινώ, προτρέπω. -СЯ εμπνέω κλπ. ρ. ενεργ. φ. *ИНСТ£НЦИЯ, -И θ. 1 βαθμός ιεραρχικής κλί- κλίμακας. 2 ένσταση (δικαστική). *ИНСТИНКТ, -Ά α. ένστικτο. II μτφ. δΐ/χίσθηση. ИНСТИКТИВНО επίρ. ενστικτώδικα. ИНСТИКТИВНЫЙ επ., βρ: -вен, -вна, -вно; ενστικτώδης, ορμέμφυτος. 'ИНСТИТУТ, -а. α. 1 ινστιτούτο. 2 (παλ.) προ- προνομιακό εκπαιδ. μεσαίο ίδρυμα θηλέων, οικο- οικοτροφείο θηλέων. ИНСТИТутка, -И θ. (παλ.) οικότροφη εκπαι- εκπαιδευτικού ιδρύματος. Η άπειρη, αφελής. институтский επ. 1 του ινστιτούτου. 2 παλ. της οικότροφου* -ая наивность οικοτροφεια- κή αφέλεια. инструктаж, ~а α. 1 βλ. инструктирование. 2 οδηγίες. ИНСТРУКТИВНЫЙ επ. οδηγητικός· καθοδηγη- καθοδηγητικός. ИНСТруКТЙрОВаНИе, -Я ουδ. οδηγέτηση· κα- καθοδήγηση* ενημέρωση. II οδηγία. инструктировать, -рую, -<руешь ρ.δ.κ.σ. μ. δίνω οδηγίες, καθοδηγώ· ενημερώνω, κατατο- κατατοπίζω. Η -СЯ παίρνω οδηγίες. ■ *ИНСТруктор, ~а α. ινστρούχτορας, καθοδη- καθοδηγητής. ИНСТРУКТОРСКИЙ επ. του ινστρούχτορα, του καθοδηγητή. ИНСТРУКЦИОННЫЙ επ. της καθοδήγησης.И της οδηγίας. ""инструкция, -и θ. βλ. инструктирование. *ИНСТрумёнт, -а α. 1 εργαλείο, όργανο, σύ- σύνεργο· хирургические -Ы χειρουργικά εργα- εργαλεία· измерительные ~ы όργανα μέτρησης· сто- столярные -Ы τα σύνεργα του μαραγκού. 2 μτφ. μέσο επίτευξης· ~ знания μέσο γνώσης. 3 όρ- όργανο μουσικό· струнный - έγχορδο όργανο. II εκφρ. музыкальный - μουσικό όργανο. ИНСТрументаЛЙСТ, -а α. οργανοπαίχτης. инструментальный επ. των εργαλείων για εργαλεία· -ая кладовая αποθήκη εργαλείων ~ая сталь ατσάλι για εργαλεία. II ουσ. θ. ~ая ερ- εργαστήρι εργαλείων. И ενόργανος· ~ая музыка ενόργανη μουσική. ИНСТрументЙЛЬЩИК, -а α. εργαλειοποιός. инструментарий, -Я α. (τεχ.) τα εργαλεία, το σύνολο των εργαλείων. инструментовать, -тую, -туегаь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. инструментованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.-ΐ. ενορχηστρώνω. Инструментовка, -И θ. ενορχήστρωση. 11 τμή- τμήμα της θεωοιτικής μουσικής για τα όργανα. II (ποίηση) εκλογή ήχων συνήχησης. ИНСУЛИН, -а α. ινσουλίνη. *ИНСулы, -а α. εγκεφαλικό επισόδειο. *ИНСургёнт, ~а α. (παλ.) στασιαστής. инсценировать, -рую, -руетаь ρ.δ.κ.σ.μ. (κυρλζ. κ. μτφ.) σκηνοθετώ· ~ роман σκηνο- σκηνοθετώ μυθιστόρημα· она -ла Обморок αυτή έ- έκανε πως λιποθύμησε· ПОЛИЦИЯ ~ла Погром η αστυνομία σκηνοθέτησε διωγμό. Инсценировка, -И θ. (κυρλζ. к. μτφ.) σκη- σκηνοθετώ· - романа σκηνοθέτηση μυθιστορήμα- μυθιστορήματος· - процесса σκηνοθέτηση δίκης. *ИНТеграЛ, ~а α. (μαθ.) ολοκλήρωμα. интегральный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; (μαθ.) ολοκληρωτικός. П (γραπ..λόγος) ολό- ολόκληρος, ολοκληρωμένος, άρτιος. интегратор, -а α. ολοκληρωτής. интеграция, -и θ. βλ. интегрирование. Интегрирование, -Я ουδ. (μαθ.) ολοκλήρωση. *интегрйровать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. 1 βρίσκο) το ολοκλήρωμα, ολοκληρώνω. 2 (γραπ. λόγος) ενώνω, συνενώνω, Ισυμπερ (.λαβαίνω σ' ένα ενιαίο όλο. *ИНТелл6кТ, -а α. διάνοια, νους, διανοητι- διανοητική ικανότητα. интеллектуальный επ. διανοητικόс -ые спо- способности διανοητικές ικανότητες. ""интеллигент, -а α., -ка, -И θ. διανοούμε- διανοούμενος, -η, λόγιος, -α. Интеллигентность, -И θ. πολιτισμός, μόρ- μόρφωση, πνευαατική ανάπτυξη. интеллигентный επ., βρ: -тен, -тна, -тно πνευματικός, λόγιος· - труд πνευματική ερ- εργασία· - ВИД λόγια μορφή (όψη). ИНТеЛЛИГенТСКИЙ επ. του διανοούμενου· της διανόησης· -ое Общество о κύκλος της δια- διανόησης (των διανοούμενων)· ~ые ВЗГЛЯДЫ И ПрИВЫЧКИ απόψεις και συνήθειες διανοουμένων. ИНТелЛИГёнЩИНа, ~Ы θ. (ειρν.) η διανόηση, οι διανοούιιενοι. Интеллигенция, -И θ. η διανόηση, οι δια- διανοούμενοι . *ИНТеНДаНТ, -а α. (στρατ.) επιμελητής. Интендантский επ. επιμελητειακός, του ε- επιμελητή· -не Обязанности επιμελητειακές υ- υποχρεώσεις· -ая служба εφοδιασμός στρατού. ИНТендаНСТВО, -а ουδ. (στρατ.) επιιιελητεία. Интенсивно επίρ. εντατικά, έντονα. Интенсивность, -И θ. εντατικότητα. 'интенсивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 εντατικός, έντονος· - груд εντατική δουλείιά. 2 (για χρώιια) ζωηρός, χτυπητός. *Интенсификация, -И θ. (γραπ. λόγος) εντα- εντατικοποίησα . интенсифицировать, -рую, -руегаь ρ.δ.κ.σ. μ. (γραπ. /.άγος) εντατικοποιώ, εντείνω πε- περισσότερο. И -СЯ εντατικοποιούμαι, εντεί- εντείνομαι περισσότερο. *ИНТервал, -а α. διάστημα, απόσταση· ПОЛК
ИНТ' 427 ИНТ шёл В КОЛЛОнах С -амк το σύνταγμα . πορεύο- πορεύονταν σε φάλαγγα με αποστάσεις. II διάλειμμα· работа С ~ами εργασία κατά διαλείματα· с ~ΟΜ В ПЯТЬ минут με διάλειμμα πέντε λεπτών. интервенировать, ~рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. (γραπ. λόγος) επεμβαίνω. Интервент, -а α. επεμβασίας. интервенционист, -а α. οπαδός της επέμβασης. ИНТервеНЦИОНИСТЙчесКИЙ επ. της επέμβασης· -ая пропаганда προπαγάνδα επέμβασης. интервенционный επ. της επέμβασης· ~ые войска τα στρατεύματα της επέμβασης. *ИНТврвёнЦИЯ, -И θ. επέμβαση· -, АНГЛЛИ И Франции в Советской России η επέμβαση της Αγγλίας και Γαλλίας στη ΣΙοβιετι,κή Ρωσία. *ИНТервы& ουδ, άκλ. συνέντευξη (τύπου). интервьюер, ~а α. δημοσιογράφος που παίρ- παίρνει συνέντευξη. интервьюировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. παίρνω συνέντευξη κάποιου. II -СЯ παίρνω συ- συνέντευξη κάποιου. *интерёс, -а α. 1 ενδιαφέρο· дело пред- СТЯВЛЙет особый - η υπόθεση παρουσιάζει ι- ιδιαίτερο ενδιαφέρο· ВОЗбуДЙТЬ - κινώ το εν- ενδιαφέρο· проявлять - δείχνω ενδιαφέρο· без ВСЯКОГО -а χωρίς κανένα ενδιαφέρο, τελείως αδιάφορα· -ы ДНЯ τα ενδιαφέροντα της μέρας. 2 συμφέρο, κέρδος, όφελος, διάφορο, ιντε- ρέσσο· это В ваших -ах αυτό είναι προς το συμφέρο σας· классовые -Ы ταξικά συμφέροντα* жизненный - ζωτικό συμφέρο. Π επιδιώξεις, απαιτήσεις· духовные -ы πνευματικές απαιτή- απαιτήσεις. Π εκφρ. играть на - παίζω με συμφέρο (κερδοσκοπικά). интересничать р.δ. (παλ.) προσπαθώ να τραβήξω το ενδιαφέρο, την προσοχή. интересно 1 επίρ. με ενδιαφέρο. 2 ως κα- τηγ. είναι ενδιαφέρο· -, ЧТО ВЫ на Зто ска- кете θα ήθελα πολύ να ξέρω τι θα λέγατε γι' αυτό. интересный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 ενδιααέροιν* - рассказ ενδιαφέρο διήγημα. 2 όμορφος, ελκυστικός, θελκτικός· -ая женщина θελκτική γυναίκα· ~ая внешность ωραία εξω- εξωτερική εμφάνιση. Ν επφρ. Β -οΜ положении (παλ.) σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (έγκυα). интересовать, -сую, -суешь ρ.δ.μ. κινώ το ενδιαφέρο. II -СЯ ενδιαφέροααι (για κάτι), ИНТерлЙДИЯ, -И θ. διάμεσο μέλος. *интермёдия, -и θ. ιντερμέδιο. *ИНТермёцЦО ουδ. άκλ. ιντερμέτζο. *ИНТёрн, -я α. γιατρός Ροπθός σε νοσοκο- αείο για ανέβασαα της ειδικότητας του. Π οικότρο(ί>ος. интернат, -а α. οικοτροφείο, εκπαιδευτή- εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών. Интернатский επ. οικοτροφειακός, του οι- οικοτροφείου. ""интернационал, -а α. διεθνής· третий - η τρίτη διεθνής. И ο διεθνής ύμνος, η διεθνής. интернационализация, -и θ. διεθνοποίηση. интернационализировать, -рую, -руешь р.δ. κ. σ. μ. διεθνοποιώ. II -СЯ διεθνοποιούμαι. *интернационализм, -а α. διεθνισμός· про- пролетарский - προλεταριακός διεθνισμός. интернационалист, ~а α., -ка, -и θ. διε- θνιστής. интернационалистический επ. διεθνιστικός, του διεθνισμού. интернационалистский επ. διεθνιστικός· -ая ПОЗИЦИЯ διεθνιστική θέση. интернациональный επ., βρ: -лен, -льна,-о 1 διεθνής· -ые СВ^зи οι διεθνείς δεσμοί. 2 διεθνιστικός· -ое воспитание молодёжи διε- διεθνιστική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας. *ИНТернЙрование, -Я ουδ. κράτηση, κατακρά- κατακράτηση, περιορισμός (ξένου στρατιωτικού τμή- τμήματος) . интернировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ε- εγκλείω, περιορίζω, κατακρατώ, περιορίζω. II -СЯ κατακρατούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Интерпеллировать, -РУЮ, -руеШЬ р.δ.κ.σ. ε- επερωτώ, κάνω επερώτηση. *ИНТерпелляЦИЯ, -И θ. επερώτηση (βουλευτή). интерполировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. παρεμβάλλω, πάρεισάγω (λέξη ή φράση σε χει- χειρόγραφο)· πλαστογραφώ. И (μαθ.) ενώνω υπό έ- ένα τύπο πολλές παρατηρήσεις. *ИНтерП0ЛЯЦИЯ, -И Θ. παρεμβολή, παρεισαγω- γή (λέξεων ή φράσεων σε χειρόγραφο)· πλα- πλαστογραφία. II (μαθ.) ένωση υπό έναν τύπο. Интерпретатор, -а α. (γραπ. λόγος) ερμη- ερμηνευτής νοήματος, νόμου κ.τ.τ., μεταφραστής. "интерпретация, -И θ. ερμηνεία· μετάφραση* - закона ερμηνεία νόμου· - текста ερμηνεία του νοήματος του κειμένου. интерпретировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ερμηνεύω· μεταφράζω. И -СЯ ερμηνεύομαι· μεταφράζομαι. *ИНТерферёнЦИЯ, -И θ. επαλληλία ή παρεμβολή. *ИНТврьёр, -а α. 1 (αρχτ.) το εσωτερικό* - храма το εσωτερικό του ναού. 2 εικόνα που παρασταίνει το εσωτερικό. ИНТИМНОСТЬ, -И θ. οικειότητα, στενή σχέ- σχέση, εγκαρδιότητα. *ИНТЙМНЫЙ επ., βρ: -мен, -мна, -МНО εγκάρ- εγκάρδιος, γκαρδιακός· στενός· επιστήθιος* -ая беседа εγκάρδια συνομιλία* - друг γκαρδια- γκαρδιακός φίλος. интоксикационный επ. δηλητηριασμένος, α- πο δηλητηρίαση* - ПСИХОЗ δηλητηριώδης ψυ'χωση.
ИНТ 428 тар *ИНТОКСИКацИЯ, ~И θ. δηλητηρίαση, φαρμά- κευση. ИНТОНацДОННЫЙ επ. τονικός· ~ая ВыражЙ- ТеЛЬНОСТЬ τονική έκφραση. *ИНТОНЙЦИЯ, -И θ. τονισμός, τόνος φωνής· Β0- просйтельная - ερωτηματικός τόνος· ПОВеСТ- ВОВательная - αφηγηματικός τόνος. Интонирование, -я ουδ. τονισμός. интонировать, -руга, -руешь р.δ. (γραπ.λό- (γραπ.λόγος) τονίζω. Интрига, ~И θ. 1 μηχανορραφία, δολοπλο- δολοπλοκία, πλεκτάνη, ίντριγκα. 2 (παλ.) ερωτικές σχέσεις. *интрига^1, -а α., -ка, -и θ. δολοπλόπος, μηχανορράφος, ραδιούργος, ιντριγκάντης. интриганство, ~а α. βλ. интрига. интриговать, -гую, -гуешь р.δ. 1 δολοπλο- κώ, μηχανορραφώ, ραδιουργώ. 2 μτφ. κινώ το ενδιαφέρο, την περιέργεια. Интрижка, -И θ. υποκορ. ερωτικές σχεσουλες. *ИНТРОДУКЦИЯ, -И θ. εισαγωγή (σε συμφωνία, μελόδραμα κ.τ.τ.). Интроспективный επ. (ψυχολ.) αυτοπαρατη- ρητικός· ενδοσκοπηστικός· εμβλεπτικός. *ИНТроспёкциЯ, -И θ. (ψυχολ.) αυτοπαρατή- ρηση· έμβλεψη, ενδοσκόπηση. ИНТУИТИВИЗМ, -а α. διαισθητισμός, διαισθη- σιαρχία. ИЙТУИТИВЙСТ, ~а α. οπαδός του διαισθητι- σμού (η διαισθησιαρχίας). ИНТУИТИВНО επί ρ. διαισθητικά. интуитивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; διαισθητικός. *ИНТУИЦИЯ, -Κ θ. 1 αυτογνωσία, διαίσθηση, ενόραση. 2 θεοπτεία. *инфсЩТ, -а α. ινφάντης. *Инфантёрия, -И θ. (παλ.) φανταρία, πεζικό· генерал ΟΙ -И στρατηγός πεζικού. *ИНфантИЛЙЭМ, ~а α, (ιατρ.) παιδομορφισμός. Инфантильность, ~И θ. παιδομορφισμός. ИН$антЙЛЬНЫЙ επ. παιδομορφηστικός. *Инфаркт, -а α. (ιατρ.) έμφραγμα. Инфекционный επ. μολυσματικός, λοιμώδης, μεταδοτικός· -ые болезни λοιμώδεις νόσοι. *ИНфёкЦИЯ, -И θ. μόλυνση, μίανση. *Инфильтрация, -И θ. διήθηση, διύλιση, φιλ- φιλτράρισμα. *ΉΗφΗΗΗΤΗΒ, -а α. (γραμμ.) απαρέμφατο. *ИнфлюЗнца, -Ы θ. (παλ.) ιΐνφλουέντζα. ИНФЛЯЦИОННЫЙ επ. πληθωριακός. *инфляция, ~И θ. (οικον.) πληθωρισμός. ИН-фОЛИО επί ρ. σε μεγάλο σχήμα, δίπτυχο (για βιβλία). информатор, -а α. πληροφοριοδότης. информационный επ. πληροφοριακός, "информация, -И θ. πληροφορία. Π κατατόπι- κατατόπιση, ενημέρωση. информбюро ουδ. άκλ. γραφείο πληροφοριών, информирование, -Я ουδ. πληροφόρηση, ενη- ενημέρωση, κατατόπιση. информировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. πληροφορώ, ενημερώνω, κατατοπίζω. Π -ΟΗπλη- ροφορούμαι, ενημερώνομαι, κατατοπίζομαι. *ИНфразвуК, -а. α. υπόηχος. *ИНфракраЪннЙ επ. υπέρυθρος· -ые лучи υπέ- υπέρυθρες ακτίνες. *йнфуЗEрия, -И θ. εγχυματικό (μικροσκοπικό, υδρόβιο ζωύφιο). """инцидент, ~а α. επισόδειο· περιστατικό се- мёйный - οικογενειακό επισόδειο· пограничные ~Ы μεθοριακά επισόδεια. инъекционный επ. (ιατρ.) της ένεσης· ~ые ЙГЛЫ βελόνες ενέσεων. "инъекция, ~И θ. ένεση (ενέργεια), инъевдйровать,,-рую, -руешь р.б.ч.σ.μ. κά- κάνω ένεση. йог βλ. йог. иод βλ. йод йодный βλ. йбдный. йодоформ βλ. йодоформ. ИОН, ~а α. (φυσ.) ίον. ионизационный επ. ιονισμένος. ИОНИзация, -И θ.ιονισμός, ιόντωση. ионизировать, -рую, -руешь р.δκ.σ.μ. (φυσ.) ιονίζω, ιοντώ. II -СЯ ιονίζομαι. ИОНИЗОВАТЬ, -зуго,! -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ионизо'ванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.σ.κ. μ. βλ. ионизировать. И-ся βλ. ионизироваться. ИОНИЙСКИЙ κ. ИОНЙчесКИЙ1 επ. ιωνικός· ДИалёкт ιωνική διάλεκτος· - СТИХ ιωνικός' στίχος· -с5рдер (αρχτ. ) ιωνικός ρυθμός. ИОЙЙчесКИЙ2επ. ιόνιος· -ое море ιόνιο πέ- πέλαγος· -ие острове, τα νησιά του Ιονίου πε- πελάγους, τα Εφτάνησα. ИОННЫЙ επ. (φυσ.) του ίοντος. Ионосфера, ~Ы θ. (φυσ.) ιονόσφαιρα. Ионосферный επ. ιονοσφαιρικός. Ионотерапия, -И θ. ιονοθεραπεία. ИОТа κλπ. παράγωγα βλ. Йота. ипекакуана, -Ы θ. ιπεκακουάνα(εμετική ρίζα). *ИПОКрЙТ, -а α. (παλ.) υποκριτής. ИПОМея, -И θ. ιπομοία, καμπανέλλα, -νάκι. *ИПОТёка, -И θ. (οικον.) υποθήκη. ИПОТёчныЙ επ. ενυπόθηκος· - кредит ενυ- ενυπόθηκη πίστωση. ИПОХОНДРИК, -а α. υποχονδριακός, υποχό- ντριος (που πάσχει απο υποχοντρία). ИПОХОНДрическиЙ επ. υποχονδριακός, υποχόν- υποχόνδριος, της υποχονδρίας. *ИПОХбндрия, -И θ. υποχονδρία. *ИПП0Др<5м, -а α. ιπποδρόμιο. *ИПрЙТ, -а α. (χημ.) υπερίτης.
ира 429 иск иронец, -нца а., ~ка, -И θ. Ιρανός, ~ίδα. ираНЙСТ, ~а α. ιρανιολόγος, ειδικός στην ιρανική γλώσσα και πολιτισμό. иранистика, -и θ. οι επιστήμες που μελε- μελετούν την ιρανική γλώσσα και πολιτισμό· η ι- ιρανική λογοτεχνία. ирёНОКНЙ επ. ιρανικός. *НРИДИЙ, -Я α. (χημ.) ιρίδιο. *Йрис, -а α. ίρις, κρίνος. ирис, -а α. είδος καραμέλας. ИрлЙНДец, -ДЦа α., ~ка, -И θ. Ιρλανδός,-ή. επ. ιρλανδικός. ЙроД, ~а α.(παλ.) κακούργος, τύραννος, τέ- τέρας (απο το όνομα του Ηρώδη). ирокез, -а α. Ιροκέζος. Иронизировать, -рую, -руешь р.δ. ειρω- ειρωνεύομαι . Иронически επί ρ. ειρωνικά. иронический επ. ειρωνικός. ироничный επ., βρ: -чен, -ЧНа, -чно ει- ειρωνικός. *ИрОНИЯ, -И θ. ειρωνία. II εκφρ. - судьбй η ειρωνία της τύχης. *ИрраДИОЦИЯ, -И θ. ακτινοβολία. ИрраЦИОНаЛЙЗМ, -а α. αντιορθολογισμός. ИрраЦИОНОЛЬНОСТЬ, -И θ. αλογία, απερισκε- απερισκεψία, παραλογισμός. *иррациона\лышй επ. αντιορθολογιστικός, α- αλόγιστος, παράλογος. Π (μαθ.) υπερβατός·-ое ЧИСЛО υπερβατός αριθμός. *Ирреа\льныЙ επ. (γραπ. λόγος) μη πραγμα- πραγματικός, ανύπαρκτος. *ИррегулЯрНЫЙ επ. (γραπ. λόγος) μη κανο- κανονικός· ακανόνιστος, άταχτος· ανώμαλος, ασύμ- ασύμμετρος. II εκφρ. -ые войска άταχτα στρατεύ- στρατεύματα. ирригатор, -а α. ειδικός στην άρδευση. , Ирригационный επ. αρδευτικός, ποτιστικός. *ирриг£ция, -И θ. άρδευση, πότισμα. ИС... πρόθεμα (βλ; ИЗ...)· χρησιμοποιείται αντί του ИЗ όταν βρίσκεται μπροστά απο άηχα σύμφωνα π.χ. испёть, истопить, искалечить. ИСК, -а α. (νομ.) αγωγή· ГраЖдДнСКИЙ πολιτική αγωγή· встречный - αίτηση ανταγω- ανταγωγής· возбуждать - εγείρω, κάνω αγωγή, ενάγω. искажаться) р.δ. βλ. исказйть(ся). Искажение, -Я ουδ. 1 διαστρέβλωση, δια- διαστροφή. 2 αλλοίωση, παραμόρφωση. Искажённый επ. απο μτχ. 1 διαστρεβλωμέ- ,νος, διαστρεμμένος. 2 αλλοιωμένος, παραμορ- παραμορφωμένος. ИСКазЙТЬ, -ажу, -аЖЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. искажённый, βρ: -жён, -жена, -жено' р.σ.μ. 1 διαστρεβλώνω, διαστρέφω· - факты διαστρε- διαστρεβλώνω τα γεγονότα· - истину διαστρέφω την αλήθεια· - СМЫСЛ διαστρεβλώνω το νόημα. 2 αλλοιώνω, παραμορφώνω· СОЛЬ ~ла его ЛИЛО о πόνος του χάλασε την όψη. II -СЯ 1 διαστρε- διαστρεβλώνομαι, διαστρέφομαι, 2 αλλοιώνομαι, πα- παραμορφώνομαι. искалеченный επ. απο μτχ. σακάτης, σακα- σακατεμένος, ανάπηρος. II χαλασμένος, άχρηστος. искалёчивать(ся) ρ.δ. βλ. искялёчить(ся). ИСКалеЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искалеченный, βρ: ~чен, -чена, -чено р. σ.μ. σακατεύω. Η χαλνώ, διαφθείρω (ηθικά). II -СЯ σακατεύομαι, μένω σακάτης, ανάπηρος. II χαλνώ, διαφθείρομαι (ηθικά). иска\пывать(ся) ρ.δ. βλ. исколоть(ся). ИСКаНИе, -Я ουδ. 1 έρευνα, αναζήτηση, ψά- ψάξιμο. 2 επιδίωξη. 3 καταζήτηση. искапать р.σ.μ. γεμίζω με σταλαματιές· чернилами Платье λερώνω το φόρεμα με στα- σταλαματιές μελάνης. искашивать1ρ.δ. βλ. искапать. И -ся γίνο- γίνομαι όλο σταλαματιές, γεμίζω σταλαματιές. искапывать2ρ.δ. βλ. ископать. II -ся σκά- σκάβομαι , εκσκάπτομαι. ИСКарибт, -а α. (παλ. υβρ.) Ισκαριώτης. ИСКётеЛЬ, -Я α., -НИЦЭ, ~Ы θ. 1 ερευνητής, -τρία, 6ιερευνητής, γυρευτής· - жемчуга α- αλιέας μαργαριταριών -приключений τυχοδιώ- χτης, αβαντουρίστας. 2 (φωτογρ.) διόπτρα. искательность, -И θ. (γραπ. λόγος, παλ.)· γαλιφιά, κολακεία, καλόπιασμα. искательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно γαλίφης, κόλακας, θωπευτής, μαλαγάνας, λι-; βανιστής. искотельство, -а ουδ. βλ. искательность. ИСКЙТЬ, ищу, Ищешь, μτχ. ενστ. Ищущий, ε- πίρ. μτχ. ища р. δ. 1 ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, α- αναζητώ, αναγυρεύω· - книгу γυρεύω το βι- βιβλίο* - работу ψάχνω (να βρώ) δουλειά· - ΚΟ- ΓE-Η. глазами ψάχνω να δω κάποιον - мёс- ΤΟ ψάχνω θέση· В нём все Ищут τον αναζητούν όλοι. Н ενάγω, μηνύω, εγκαλώ. 2 προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. II καταζητώ (για σύλλη- σύλληψη). 3 γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιά- καλοπιάνω. Н εκφρ. - чьей руки (παλ.) ζητώ το χέ- χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο). И -СЯ ερευνούμαι· αναζητούμαι. Исклевать, -ЛЮЮ, -ЛЮёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исклёванный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.σ.μ. καταραμφίζω, καταπληγώνω με το ράμφος.Ν -СЯ καταραμφίζομαι. ИСКЛЮЧИТЬ р.δ.μ., επιρ. μτχ. ИСКЛЮЧАЯ. 1 βλ. ИСКЛЮЧИТЬ A σημ.). 2 αποκλείω- - вся- всякую ВОЗМОЖНОСТЬ αποκλείω κάθε δυνατότητα, II -СЯ αποκλείομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ИСКЛГОЧая 1 επιρ. μτχ. του р. ИСКЛЮЧИТЬ. 2 πρόθεση· εκτός, πλην, εξαιρέσει. ИСКЛШёние, -Я ουδ. 1 απόκλεια, -ομός ·
иск 430 иск εξαίρεση· διαγραφή. 2 αποΡολή, διώξιμο. И εκφρ. В виде -Я σαν εξαίρεση, чат' εξαίρε- εξαίρεση· без -Я χωρίς εζαίρεση· за ~ εκτός,πλην, εξαιρέσει. Исключительно επίρ. 1 εξαιρετικά, πολύ* ~ одарённый человек εξαιρετικά προικισμέ- προικισμένος άνθρωπος. 2 αποκλειστικά· μονάχα, μόνο. 3 μέχρι, ως· ЧИТАТЬ до ПЯТОЙ главы - διαβάζω ως το πέμπτο κεφάλαιο. ИСКЛЮИОтелЬНОСТЬ, -И θ. εξαιρετικότητα, ι- ιδιαιτερότητα· σπανιότητα. II εξαιρετική ιδι- ιδιότητα, προνομιακή θέση, ανωτερότητα. исключительный επ., βρ: -лен, -льна, -о·, 1 εξαιρετικός, έκτακτος, αποκλειστικός· закон έκτακτος νόμος· ~ые права αποκλει- αποκλειστικά δικαιώματα. 2 ιδιαίτερος, σπάνιος, μο- μοναδικός· - случай εξαιρετική περίπτωση. ИСКЛШЙТЬ, -чу, -чйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исключённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. σ.μ. 1 αποκλείω, εξαιρώ· διαγράφω, σβήνω· Я -йл возможность такого случая εγώ απέκλει- απέκλεισα τη δυνατότητα τέτοιας περίπτωσης· - ИЗ партии διαγράφω απο το κόμμα. 2 διώχνω, α- αποβάλλω· - ученика ИЗ ШКОЛЫ αποβάλλω μαθητή απο το σχολείο· не -чена ВОЗМОЖНОСТЬ δεν α- αποκλείεται η δυνατότητα, είναι δυνατό. Исковерканный επ. απο μτχ. 1 τσακισμένος, ταραιιορφωμένος. 2 ανακριΡής, εσφαλμένος, δια- διαστρεβλωμένος. 4 διεφθαρμένος (ηθικά), κακο- κακοήθης. иэковёркать(ся) р.σ. βλ. ковёркать(ся). ИСКОВОЙ επ. της αγωγής* ~<5е заявление :ιήνι>αη , ΗΟ-ταγγελίσ. έγγραφη. исковыривать р.δ. βλ. исковырять. И -ся σκαλίζομαι, βαθουλώνομαι. ИЗКОВырять р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исковырянный, βρ: -рян, -а, -О σκαλίζω, βα-' θουλώνω, ανοίγω λακκούΡες. исколачивать р.δ. βλ. исколотить. исколесить, -лешу, -лесйгаь, παθ. μτχ. παρλθ. ур. исколешённый, -шён, -гаена, -шено' р.σ.μ. 1 διατρέχω, διασχίζω, περιέρχομαι, γυρίζω (με όχημα)· - ВСЮ ГрёцИЮ γυρίζ'-ΐ όλη την Ε.λ- λάδα. 2 γεαίζω ;ιε ροδααατιές. ИСКОЛОТИТЬ, -ОЧУ, -ОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исколоченный, 8р: -чен, -а, -о р.σ.μ. ,ιστίνχτυπώ, ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω. 2 χαλνώ επιφάνεια αε χτυπήματα. II κατατρυπώ· - стё- Η/ ГВОЗДЯМИ πατατρυπώ τον τοίχο με καρφιά. Ί καρφώνω (καταναλώνω) όλα τα καρφιά. ИСКОЛОТЬ, -ОЛЮ, -Олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИСКОЛОТЫЙ, Рр: -ЛОТ, -а, -О р.σ.μ. 1 κατατρυπι';, καταπληγώνω (με αιχμηρό ή κοφτε- κοφτερό όργανο). 2 κατατρυπώ επ ι φάνε ι α, II -СЯ κα- τατρυπιέμα. , καταπληγώνομαι. ИСКОЛупать р.σ.и., παθ. μτχ, παρλθ. χρ. исколупанный, βρ: -пан, -а, -о (απλ.) βλ. исковырять. ИСКОМКать р.σ.μ. κατατσαλακώνω, μετατρέπω σε σβώλους. II -ся μετατρέπομαι σε σβώλους, κατατσαλακώνομαι. ИСКОМЫЙ επ. 1 (ανα)ζητούμενος. 2 (μαθ.) ο ζητούμενος· -ое ЧИСЛО о ζητούμενος αριθμός. 3 ως ουσ. (μαθ.) ο άγνωστος. ИСКОНИ έπίρ. ανέκαθεν-, απο παλαιά χρόνια. ИСКОННОСТЬ, -И θ. η αρχαιόθεν ύπαρξη. ИСКОННЫЙ επ. αρχέγονος, προπατορικός. II πανάρχαιος, πατροπαράδοτος· -ые правам πα- πατροπαράδοτα δικαιώματα. ИСКОНОПётить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исконопаченный, βρ: -чен, -а, -о κατα- καταναλώνω για στούπωμα. ископаемый επ. 1 ορυκτός· полезные -ые о ορυχτός πλούτος. 2 (γεωλ.) απολιθωμένος*~ые растения, животные απολιθωμένα φυτά, ζώα. ,II ως ουσ. ουδ. -ое το απολίθωμα. 3 (ειρν. κ. αστ.) παμπάλαιος, απαρχαιωμένος, προκατα- κλυσμιαίος. ИСКОПаТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- КОПанныЙ, βρ: -пан, -а, -О ανασκάβω, κατα- κατασκάβω. искорёживать(ся) ρ.δ. βλ. искорёжить(ся). искорёжить, ~жу, -жишь р.σ.μ. (απλ.) στρα- στραβώνω, σκεβρώνω, καμπουριάζω. И -СЯ στραβώ- στραβώνω, σκεβρώνω, καμπουριάζω. Искоренение, -Я ουδ. ξερίζωμα, εκρίζωση,, καταστροφή, αφάνισμα, εξολόθρευση, ξέκαμα. ИСКОреНЙТЬ, -НЮ, НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искоренённый, βρ: -нён, -ненй, ~ненс5 р. σ.μ. ξεριεώνω, εκριζώνω, καταστρέφω, εξολο- εξολοθρεύω, ξεπατώνω, αφανίζω, ξεκάνω. II -СЯ ξε- ξεριζώνομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. искоренять(ся) р.δ. βλ. искоренйть(ся). ЙСКОрка, -и θ. σπιθούλα, σπιθίτσα. ИСКОрОбИТЬ, -бЛЮ, -бИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искоробленный, βρ: -лен, -лена, -лено; ρ. σ. μ. κατασκεβρώνω, καταστραβώνω. II - ся κατασκεβρώνω, καταστραβώνω. ЙСКОСа επίρ. λοξά, στραβά, πλάγια· - ΠΟ- ГЛЯДЫВать λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω, λο- ξοβλέπω, στραβοβλέπω. ИСКОСИТЬ, -ОШу, -ОСЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истощенный, βρ: -шен, -а, -ο ρ.σ.μ. λο- ξεύω, στραβώνω· - строку πηγαίνω λοξά τη σειρά των γραμμάτων. II -СЯ λοζεύω, στραβώνω. искособочиться, -чусь, -чигаься р.σ. (απλ.) πλαγιοστραβώνω, πλαγιοσκεβρώνω. Искра, -Ы θ. σπίθα, σπινθήρας. II μτφ. έ- έκλαμψη· ευφυία. II εκφρ. - (божья) παλ. τα- ταλέντο, χάρισμα, προίκισμα· электрическая ηλεκτρική σπίθα· ~Ы ИЗ глаз посыпались σπί- σπίθες πετάχτηκαν απο τα μάτια (απο δυνατό κε-
иск 431 иск φαλικό χτύπημα). ВСКрасИТЬ, ~ашу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искрашенный, βρ: -шен, -а, ~о р.σ.μ. καταναλώνω βάφοντας· - Все белила ξοδεύω ό- όλη την άσπρη μπογιά. II -СЯ καταναλώνομαι. искрашивать(ся) ρ.δ. βλ. искраЪить(ся). искрение, -Я ουδ. σπινθήρισμα, -σμός. искренний, ~яя, -ее, βρ: ~нен, ~нна, -нно ειλικρινής, ακραιφνής· » человек ειλικρινής άνθρωπος* -Ив чувства ειλικρινή αισθήματα. искренно κ. Искренне επίρ. ειλικρινά. Искренность, ~И θ. ειλικρίνεια. искрестить, ~ещу\ -Мстишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. искрещённый, βρ: -щён, -щена", -щено κ. искрещенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. σταυ- σταυρώνω· καλύπτω, γεμίζω με σταυρούς ή διασταυ- διασταυρώσεις. Ι! διασχίζω, περιέρχομαι· - всю Ев- рбпу γυρίζω όλη την Ευρώπη. ИСКрёЩИВаТЬ р. δ. βλ. ИСКресТЙТЬ. II ~СЯ κα- καλύπτομαι απο διασταυρώσεις. ИСКРИВИТЬ, ~ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искривлённый, βρ: -лён, -лена, ~лен<5 р. σ. μ. στραβώνω, κυρτώνω, κάμπτω, λυγίζω. II διαστρεβλώνω, παραμορφώνω. И -СЯ στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. Искривление, -Я ουδ. στράβωμα, κάμψη, λύ- λύγισμα, κύρτωση. II διαστρέβλωση, παραμόρφωση. ИСКрИВЛёННОСТЬ, -И θ. κυρτότητα, καμπυλό- καμπυλότητα, αγκυλότητα, στρεβλότητα. Искривлённый επ. απο μτχ. στραβωμένος,λυ- στραβωμένος,λυγιστός, κυρτός, καμπυλωτός. искривля'ть(ся) ρ.δ. βλ. искривйть(ся). искристый επ., βρ: ~йст, -а, ~о. 1 σπιν- σπινθηροβόλος. 2 αφρώδης* -Ое ВИНО αφρώδης οίνος. 3 μτφ. φαιδρός· - смех φαιδρό γέλιο· -ЭЯ весёлость φαιδρότητα, ιλαρότητα, μεγάλη ευ- ευθυμία. ИСКрЙТЬ, ~рйт р.δ. σπινθηρίζω, σπινθηρο- σπινθηροβολώ. И -СЯ 1 σπινθηρίζω, σπινθηροβολώ. 2 αφρίζω· ВИНО -ЙТСЯ το κρασί αφρίζει. ИСКровёВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ,,παρλθ. χρ. искровавленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. βλ. искровенить. ИСКрОВеНЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искровенённый, βρ: ~нён, -нена, -нено' р.σ. μ. χτυπώ μέχρι αίματος· ματώνω, αιματοκυλί- αιματοκυλίζω, αιματολερώνω. И -СЯ ματώνομαι., αιματο- αιματοκυλίζομαι, αιματολερώνομαι. Искровец, -вца α. ισκριστής, οπαδός της ε- εφημερίδας „ιΐσκρα". ИСКРОВОЙ επ. της σπίθας· σπινθηροβόλος. Искрогаситель, -Я α. σπινθηροσβέστης. Искромётный επ. (παλ.) σπινθηροβόλος. Ν μτφ, φαιδρός. Искромсать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Искромсанный, βρ: -сан, -а, -ο κατακόβω, κα- τακομματιάζω, κόβω τσαπατσούλικα. И περικό- περικόβω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω. Искроуловитель, -Я α. σπινθηρολήπτης, οπιν- θηροσβέστης. ИСКРОШИТЬ, -ОШу, -ОШИПЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искрошенный, βρ: ~шен, -а, -о ρ.σ.μ, 1 κατατρίβω, κάνω ψίχουλα, καταθρυμματίζω· Хлеб κάνω ψίχουλα το ψωμί. 2 μτφ. κατακό- βω, κατατέμνω, λιανίζω, πετσοκόβω (με σπαθί). Π -СЯ τρίβομαι θρυμματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. искряк, -ё. α. βλ. авантюрин. искупатьсяI ρ.σ. βλ. выкупатьΙся). искупоть(сяJр.б. βλ. искупить(ся). ИСКуПЙтель, -Я α. (γραπ. λόγος) ο συγχω- ρών (σφάλμα, αμαρτία κ.τ.τ.). Искупительный επ. (γραπ. λόγος) εξιλαστή- εξιλαστήριος' ~ая жертва εξιλαστήριο θύμα. ИСКуПЙТЬ, -уплю, -упишь, παθ μτχ. παρλθ. χρ. искупленный, βρ: -лен, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 εξαγοράζω, αποπλύνω, εξαγνίζω (έγκλημα, α- αμαρτία κ.τ.τ.). 2 αναπληρώνω, αντισταθμίζω. II -СЯ 1 εξαγοράζομαι, αποπλύνομαι, εξαλείφο- εξαλείφομαι (για έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.). 2 ανα- αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι. Искупление, -Я ουδ. 1 εξιλέωση, εξιλα- εξιλασμός· - греха εξιλασμός αμαρτίας. II εξαγο- εξαγορά, απολύτρωση. 2 αναπλήρωση, αντιστάθμισμα, искуривать(ся) ρ.δ. βλ. искурйть(ся). ИСКУРИТЬ -урю, -урИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искуренный, -рен, -а, -о р.σ.μ. ίοδεύω στο κάπνισμα· καπνίζω ως το τέλος.Ν -СЯ ξο- ξοδεύομαι στο κάπνισμα· καπνίζω ως το τέλος. ЙСКус, ~а α. δοκιμασία, παιδεμός, ταλαι- ταλαιπωρία· тяжёлый - βαριά δοκιμασία. ИСКУСИТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- кусанный, βρ: -сан, ~а, -ο ρ.σ.и. καταόα- νκώνω* κατατρώγω, κατακεντρίζω· κατατσιμπώ. Искуситель, -Я α. (γραπ. λόγος) πειρασμός, δελεασμός. искусительница, ~ы θ. βλ. искуситель. ИСКусЙтельныЙ επ. πειραχτικός, δελεαστι- δελεαστικός, αποπλανητικός. ИСКУСИТЬ, -ушу, -СШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искушённый, βρ: -шён, -шена\ -шено' ρ.σ. (παλ.) βλ. искушать. искуситься, -ушусь, -уейшься р.σ. (παλ.) αποκτώ πείρα, ψήνομαι, συνηθίζω. ИСКУСНИК, ~а α., -НИЦа, -Κ θ. Ιέμπειρος, -η, πεπειραμένος· δεξιοτέχνης,αριστοτέχνης, επιδέξιος. ИСКУСНЫЙ επ., βρ: -сен, -сна, -СНО. 1 ε- επιδέξιος, ικανός, έμπειρος, διαβολεμένος· - врач γιατρός με τα όλα του (λαμπρός). 2 πε- περίτεχνος, έντεχνος, μαστορικός, αριστοτεχνι- αριστοτεχνικός. искусственно επίρ. προσποιητά κλπ. επ.
иск 432 исп Искусственность, -И θ. προσποίηση, επιτή- επιτήδευση < πλαστότητα. искусственный επ., βρ: -вен, -венна, ~о 1 τεχνητός· -ое ВОЛОКНО τεχνητές ίνες· -ые зубы βαλτά δόντια· ~ое орошение τεχνητό πό- πότισμα (άρδευση)· - шёлк τεχνητό μετάξι· -ые препятствия τεχνητά εμπόδια· ->ые ВОЛОСЫ ξέ- ξένα (ψεύτικα) μαλλιά· ~ое дыхание τεχνητή αναπνοή· -ые удобрения χημικά λιπάσματα. 2 προσποιητός, επιτηδευμένος, επιτηδευτός, α- αφύσικος· - смех προσποιητό γέλιο· ~ая улыб- улыбка προσποιητό χαμόγελο. ИСКУССТВО, -а ουδ. τέχνη, καλλιτεχνία· принадлежит народу η τέχνη ανήκει στο λαό* древнегреческое - η αρχαιοελληνική τέχνη· - ДЛЯ -а ή - ради -а η τέχνη για την τέχνη· изобразительные -а εικαστικές τέχνες· про- произведение -а έργο τέχνης· архитектурное αρχιτεκτονική τέχνη· древнее - η αρχαία» Τέχνη· прикладное - εφαρμοσμένες τέχνες· ΒΟ- ённое - η στρατιωτική τέχνη· - управления ι»- κανότητα διοίκησης· С бОЛЫПИМ -ОМ με μεγάλη τέχυη. Π εκίρρ.Η3 ЛЮбВЙ К -у απο αγάπη για την τέχνη· по всем правилам -а βλ. правило ИСКуСТВОВвД , -а α. τεχνοκρίτης, τεχνολό- τεχνολόγος, ειδικός στα περί τέχνης. искусствоведение, -Я ουδ. ειδημοσύνη, δα- ημοσύνη της τέχνης, τεχνολογία. ИСКуССТВОВёдчесКИЙ επ. τεχνοκριτικός, τε- τεχνολογικός. искусствознание, -я ουδ. (παλ.) βλ. искус- искусствоведение. искусывать р.δ. βλ. искусить. ИСКУШАТЬ р.δ.μ. δελεάζω, αποπλανώ, βάζω σε πειρασμό. II εκφρ. - судьбу παίζω με την τύχη, ριψοκινδυνεύω. Ν -СЯ δελεάζομαι, α- ποπλανώμαι, μπαίνω σε πειρασμό. Искушение, -Я ουδ. 1 πειρασμός, δελεασμός· ВВОДИТЬ В - βάζω σε πειρασμό· впёдать в - πέφτω σε πειρασμό. 2 (παλ.) δοκιμασία. ИСКушёННЫЙ επ. απο μτχ. πεπειραμένος, έ- έμπειρος, δοκιμασμένος, πολύπαθης. ΙΙεκφρ. ОПЫТОМ πεπειραμένος. *ИСЛЙМ, -а α. Ισλάμ, μωαμεθανική θρησκεία. ИСЛамЙЭМ, ~а α. ισλαμισμός. Исламистский επ. ισλαμικός. ИСЛёндец, -дцаа., -ка, -И θ.Ισλανδός,-ή. ИСЛанДСКИЙ επ. ισλανδικός. ИСПаИВаТЬ ρ.£. 3\. ИСПОИТЬ. II -СЯ κατα- καταναλώνομαι για πότισμα, για πόση. испакостить, -ощу, -остишь ρ.σ.μ. (απλ.) 1 λερώνω, ρυπαίνω· - ПОЛ λερώνω το πάτωμα, 2 μτφ. χαλνώ. II -СЯ λερώνομαι, ρυπαίνομαι. испанец, -нца α., -ка, -И θ. Ισπανός, -йа. испанский επ. ισπανικός. Испарение, -Я ουδ. εξάτμιση, εξαχνίαση,α- τμοποίηση. 2 πλθ. -Я, -ИЙ αναθυμιάσεις. ИСПарИНа, -Ы θ. ιδρώτας, εφίδρωση. ИСПарЙТеЛЬ, -Я α. εζατμιστής. Испарительный επ. εξατμιστικός, της εξά- εξάτμισης, για εξάτμιση. ИСПарЙТЬ, -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испарённый, βρ: -рён, -ренй, -рено' р.σ.μ. εξατμίζω, εξαχνίζω, ατμοποιώ· - ЖЙТКОСТЬ ε- εξατμίζω υγρό. II -СЯ εξατμίζομαι, εξαχνίζομαι. II μτφ. εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος. испаряемость, -И θ. εξατμιστότητα, ικανό- ικανότητα για εξάτμιση ή ποσότητα εξάτμισης. испарйть(ся) р.δ. βλ. испарйть(ся). Испачкать ρ.σ.μ. καταλερώνω, καταλεκιάζω, κατακηλιδώνω. II -СЯ καταλερώνομαι, καταλε- κιάζομαι, κατακηλιδώνομαι. ИСПепеЛИТЬ р. σ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИСПепелёнНЫЙ, -Лён, Лена, -лено' αποτεφρώνω, κάνω στάχτη· κατακαίω. Ν μτφ. συντρίβω, κα- καταστρέφω, βλάπτω· - сердце συντρίβω την καρδιά (με βάσανα κ.τ.τ.). И -СЯ αποτεφρώ- αποτεφρώνομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. испепелйть(ся) ρ.δ. β. испепелйть(ся). ИСПестрЙТЬ р.σ.μ,, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испестрённый, βρ: -рён, ~рена\ -рено δια- ποικίλλω, παρδαλοποιώ· γεμίζω με κηλίδες ή στίγματα. II καλύπτω με διάφορα σημάδια. II παραγεμίζω, κατακλύζω, επιδαψιλεύω. испестрять ρ.δ. βλ. испестрить. II -ся δι- αποικίλλομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. испечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. ИСПёк, -пекла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- печённый, -чён, -чена", -чено р.σ.μ. βλ. ρ. печь1. Ν εκφρ. вновь испечённый νεόβγαλ- νεόβγαλτος, νέος, πρόσφατος. II ~СЯ βλ. печься.1 ИСПещрЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- пещрённый, βρ: -рён, -рена, -рено βλ. ис- испестрить. испещрить (ся) р. δ. βλ. испестря"ть(ся). испивать р.δ. βλ. испить. испиливать р.δ. βλ. испилить. И -ся στο- στομώνω· ■ИСПИЛИТЬ, -ПИЛЮ, -ПИЛИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. ИСПЙЛенНЫЙ, βρ: -Лен, -а, -О р.σ.μ. πρι- πριονίζω· - все ДОСКИ πριονίζω όλες τις σανί- σανίδες. II στομώνω το πριόνι. II -СЯ στομώνω· ПИ- Л&. совсем -лась το πριόνι στόμωσε εντελώς. ИСПИСЙТЬ, -ИШу, -Йшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исписанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 γράφω, γεμίζω με γραψίματα. 2 ζωγραφίζω, γε- γεμίζω με σχεδιαγράμματα. 3 καταναλώνω στο γράψιμο· я ~&λ последний карандаш τέλειωσα και το τελευταίο μολύβι στο γράψιμο· ОН -ал не мёло бумаги αυτός ξόδεψε όχι λίγο χαρτί. II -СЯ 1 καταναλώνομαι για γράψιμο· τελειώ- τελειώνω. 2 (για συγγραφέα) στειρεύω.
исп 433 исп исписывать(ся) р.δ. βλ. исписать(ся). ИСПИТОЙ επ. αδύνατος, εξαντλημένος, ι- ισχνός, ξερακιανός. испить, изопью, изопьёшь, παρλθ. χρ. ис- испил, ~ла, -ЛО, προστκ. ИСПёЙ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. ИСПИТЫЙ, βρ: -ПЙТ, ~ά, -О р. σ.;), (διαλκ. κ. απλ.) πίνω· πίνω λίγο. 2 πίνω εντελώς, ως τον πάτο. ИСПЛЙБать р.σ.μ. διασχίζω, γυρίζω πολλές θάλασσες. исплакаться, -лачусь, -лачешьшя ρ. σ. (απλ.) κλαίω πολύ, χύνω πολλά δάκρυα. исповедальня, -и, γεν. πλθ. -лен, δοτ. -льням. θ. εξομολογητήριο (χώρος). Исповедание, ~Я ουδ. 1 ομολογία,μαρτυρία, εξαγόρευση, αποκάλυψη. Η ερώτηση· εξέταση. 2 εξομολόγηση αμαρτιών. 3 θρήσκευμα, θρησκεία, π ί στη. исповёдать(ся) ρ.δ.κ.σ. (παλ.) βλ. испо- исповедовать (ся) . ИСПОВёдник, -а α. 1 ο εξομολογούμενος. 2 ο εξομολογητής, πνευματικός. ИСПОВёдница, -Ы θ. (εκκλσ.) η εξομολογού- μενη. исповедовать, -дую, -дуешь р.δ.κ.σ.μ. 1 εξομολογώ, εξαγορεύω. II ρωτώ να μάθω, εξε- εξετάζω. 2 (εκκλσ.) εξομολογούμαι, λέγω τις α- αμαρτίες. Ί αποκαλύπτω, φανερώνω (μυστικά). II κηρύσσω. И ~СЯ εξομολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. исповёдывать(ся) ρ.δ. (παλ.) βλ. испове- исповедовать (ся) . ЙСПОВедь, -И θ. 1 (εκκλσ.) εξομολόγηση. 2 μτ<ρ. αποκάλυψη, φανέρωση, μαρτυρία, ειλικρι- ειλικρινής ομολογία. испоганивать(ся) р.δ. βλ. испоганить(ся). ИСПОГАНИТЬ р.σ.μ. (απλ.) μαγαρίζω, μολύ- μολύνω, μιαίνω. II -СЯ μαγαρίζομαι, μολύνομαι, μι- μια ίνο μα ι . ИСПОД, -а α. (διαλκ.) το κάτω μέρος, πι- πισινή όψη, η ανάποδη. ИСПОДВОЛЬ επίρ. βαθμιαία, λίγο-λίγο, προ- προοδευτικά, αγάλια-αγάλια. исподличаться, -аюсь, -аешься р.σ. γίνο- γίνομαι (καταντώ) παλιάνθρωπος, πρόστυχος. ИСПОДЛОбЬЯ επίρ. υπόδρα, βλοσσηρά· СМО- трёть (ГЛЯДёть) - κοιτάζω βλοσσηρά. ИСПОДНИЗУ επίρ. απο κάτω, απο το κάτω μέ- ρος. ИСПОДНИЙ, ~ЯЯ, -ее επ. (παλ. κ. διαλκ.) ε- εσωτερικός (για ένδυμα), φορεμένος κάτω απο άλλο ένδυμα· ~яя рубашка εσωτερικό πουκάμισο. Ί ως ουσ. ουδ. -ее το εσώρουχο. II η ανάποδη. ИСПОДНИКИ, -0Β πλθ. (διαλκ. κ. απλ.) εσώ- Ρρακο. ИСПОДНИЦа, -Ы θ. (διαλκ.) εσωτερική φού- φούστα' ή μπλούζα, ντεσού. Исподтишка επίρ. κρυφά, απαρατήρητα, λά- λάθρα, λαθραία· κλέφτικα· действовать - ενερ- ενεργώ (δρω) κρυφά· наблюдать■- κρυφοβλέπω· сме- смеяться - κρυφογελώ· вредить кому - βλάπτω κά- κάποιον κρυφά. ИСПОКОН στην έκφρ: - веку (ή веков) απο αιώνες, απο αμνημονεύτων χρόνων, ανέκαθεν. *ИСПОЛОТЬ επίρ. ε]ις πολλά έτη, σπολλάτη. исползать р.σ.μ. διασχίζω έρποντας, έρπω προς διάφορες κατευθύνσεις. ИСПОЛИН, -а α. (γραπ. λόγος) γίγαντας, γι- γιγαντόσωμος, γιγαντοδύναμος. II μτφ. μέγας, μεγάλος, τρανός· - науки γίγαντας της επι- επιστήμης. ИСПОЛИНСКИЙ επ. γιγάντιος, -τιαίος, -ώδης. II μεγάλος, τρανός, τεράστιος, πελώριος. исполком, -а α. (исполнительный комитет)· εκτελεστική επιτροπή. ИСПОЛКОМОВСКИЙ επ. της εκτελεστικής επι- επιτροπής. Исполнение, «Я ουδ. εκτέλεση, εκπλήρωση· πραγματοποίηση, εφαρμογή· - предсказания η πραγματοποίηση πρόρρησης (χρησμού)· - жела'- НИЯ εκπλήρωση επιθυμίας (πόθου)· - ДEлга ε>ϊ- πλήρωση καθήκοντος· проверка -Я έλεγχος πραγ- πραγματοποίησης· К -Ю για διεκπεραίωση· Приво- ДЙТЬ К ~Ю βάζω σε εφαρμογή· привести ГфЙГО- вор К ~Ю εκτελώ δικαστική απόφαση. исполненный επ. απο μτχ. πλήρης, γεμάτος, όλος· Песня, -ая ТОСКИ τραγούδι όλο θλίψη· - Энергии όλος δραστηριότητα· - ГОРДОСТИ όλο περηφάνεια. . ИСПОЛНИМОСТЬ, -И θ. δυνατότητα πραγματο- πραγματοποίησης, εκτέλεσης, εφαρμογής. ИСПОЛНИМЫЙ επ., βρ: -НИМ, -а, -О πραγμα- πραγματοποιήσιμος, εκτελεστός· εφαρμόσιμος, κα- κατορθωτός. Исполнитель, -Я α. -ница, ~ы θ. εκτελε- εκτελεστής* - приказаний εκτελεστής διαταγών народных пёсень εκτελεστής λαϊκών τραγου- τραγουδιών - главной роли о πρωταγωνιστής· су- дёбный - εκτελεστής δικαστικών αποφάσεων. ИСПОДНИТеЛЬНОСТЬ, -И θ. ζήλος, προθυμία εκτέλεσης. исполнительный επ., βρ: -лен, -льна, -но 1 εκτελεστικός· -ая власть εκτελεστική ε- εξουσία· -ые Органы εκτελεστικά όργανα. 2 ε- ενεργητικός, δραστήριος· πρόθυμος. II εχφρ, - ЛИСТ γραπτό ένταλμα: -ая команда παράγγελμα εκτέλεσης. ИСПОЛНЙтельсКИЙ επ. εκτελεστικός, του ε- εκτελεστή· - состав το σύνολο των εκτελεστών, οι εκτελεστές. ИСПОЛНЙтельсТВО, -а ουδ. εκτέλεση· απόδο- απόδοση' Высокое музыкальное - μεγάλη μουσική α- απόδοση.
исп 434 исп ИСПОЛНИТЬ1 р.σ.μ. 1 εκτελώ, εκπληρώνω, ε- εφαρμόζω* πραγματοποιώ* ικανοποιώ· - Приказ εκτελώ διαταγή· - жела"ние εκπληρώνω επιθυ- επιθυμία· - поручение εκτελώ παραγγελία· - своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου·- СВОЙ ДОЛГ εκπληρώνω το καθήκο μου* - СВОЙ Обя- Обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκο- καθήκοντα* - СВОЙ Обязательства εκπληρώνω τις υ- υποχρεώσεις μου· - просьбу ικανοποιώ μια πα- παράκληση. 2 αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παί- παίζω* - роль παίζω το ρόλο· - гимн παίζω τον ύμνο - танец χορεύω (είδος χορού)· ~ сти- стихотворение απαγγέλλω ποίημα. II -СЯ 1 ε- εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι. 2 συμπληρώνω, κλείνω· мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια. ИСПОЛНИТЬ2 ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: ~нен, -а, -ο (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ· - сердце надеждой (ή надёж- ДЫ) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες. II -СЯ γε- γεμίζω, πληρούμαι· душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε απο χαρά. ИСПОЛНИТЬСЯ) ρ. δ. βλ. р. ИСПОЛНИТЬ(СЯ). ИСПОЛОСОВать, -сую, -суешь, παθ. μτχ.παρλθ. исполосованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 καταγραιχμίζω, γεμίζω με γραμμές. II βγάζω, κόβω λωρίδες* - ткань, кожу κόβω λωρίδες το ύφασμα, το δέρμα. 2 μαστιγώνω, βιτσίζω. ИСПОЛУ επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) στη μέση,το μισό, κατά το μισό, εξ ημισείας. II (για σο- σοδειά) μισιακά, μεσιακά. Использование, -Я ουδ. χρήση, χρησιμοποί- χρησιμοποίηση* μεταχείριση. ИСПОЛЬЗОВаТЬ, -зую, -зуешь р.δ.κ.σ.μ. χρη- χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι* επωφελούμαι, δράτ- δράττομαι* - местных ресурсов χρησιμοποιώ τις τοπικές πλουτοπαραγωγικές πηγές* - ОПЫТ пе- редовико'в χρησιμοποιώ την πείρα των πρωτο- πρωτοπόρων* - каждую минуту δεν αφήνω ούτε λε- λεπτό να πάει χαμένο* - случай επωφελούμαι της ευκαιρίας. Ν -СЯ χρησιμοποιούμαι, μεταχει- μεταχειρίζομαι . ИСПОЛЬНИЧаТЬ р.δ. (παλ.) δουλεύω μισιακά. ИСПОЛЬНЫЙ επ. (παλ.) μισιακός, μεσιακός. ИСПЙЬЛЩИК,~а α. μισιακάρης, σέμπρος, κο- κολίγας, -γος. ИСПОЛЫЦИНа, -Ы θ. (παλ.) μισιακάρικο, σε- μπριά, κολιγιά. испортить(ся) р.σ. βλ. пбртить(ся).Νεκφρ. - МНОГО крОВИ кому στενοχωρώ πολύ κάποιον, βάζω σε μπελιάδες, σκοτούρες. ИСПОрчеННОСТЬ, -И θ. διαφθορά, εζαχρείωση, διαστροοη* εκφαυλισμός. Испорченный επ. απο μτχ. χαλασμένος, ά- άχρηστος, αχρηστεμένος* - замок χαλασμένη κλειδωνιά. II μτφ. (για αισθήματα, πράξεις)· όχι καλός- -ое настроение χαλασμένη διάθε- διάθεση* ~ые отношения χαλασμένες σχέσεις. 3 δι- διεφθαρμένος, εζαχρειωμένος. 4 σάπιος,σαπρός* ~ые продукты χαλασμένα τρόφιμα. ИСПОХабИТЬ, -блю, -бить ρ.σ.μ. (απλ.) е- ζαχρειώνω, χαλνώ, διαφθείρω, εκφαυλίζω. Μ -СЯ εζαχρειώνομαι κλπ. ρ. ενεργ.' φ. ИСПОШШТЬ ρ. σ. μ. εξευτελίζω. Η -СЯ εξευ- εξευτελίζομαι. исправимый επ., βρ: -вйм, -а, -о διορθώ- σιμος, διορθωτός, -έος. Исправительно-трудовой επ. αναμορφωτικο- εργατικός· -ые работы αναμορφωτικο-εργατικές δουλιές. Исправительный επ. επανορθωτικός, σωφρο- σωφρονιστικός, αναμορφωτικός· ~ые меры σωφρονι- σωφρονιστικά μέτρα* -Οθ заведение αναμορφωτήριο* -ое наказание επανορθωτική ποινή. ИСПРАВИТЬ, -ВЛЮ: -ВИШЬ ρ.σ.μ.1 επιδιορθώ- επιδιορθώνω, επισκευάζω, φτιάχνω, διοοθώνω βλάβη· замок επιδιορθώνω την κλειδώνιά.,2 διορθώ- διορθώνω* - ощибку διορθώνω το λάθος* издание ис- исправленное И ДОПОЛНенНОе έκδοση διορθωμένη και συμπληρωμένη* - характер διορθώνω το χα- χαρακτήρα. II -СЯ διορθώνομαι, γίνομαι καλύ- καλύτερος. Исправление, -Я ουδ. 1 επιδιόρθωση, επι- επισκευή. 2 διόρθωση, επανόρθωση (λάθους, χα- χαρακτήρα к.τ.τ.). II διόρθωση (κειμένου, χει- χειρογράφου κ.τ.τ.). 3 εκτέλεση καθηκόντων Обязанностей секретаря η εκτέλεση των καθη- καθηκόντων του γραμματικού. ИСПраВЛЙТЬ ρ.δ. 1 βλ. исправить. 2 εκτε- εκτελώ, εκπληρώνω. И -СЯ βλ. исправиться. ИСПр<$ВНИК, ~а α. (παλ.) αστυνομικός επαρ- επαρχιακός διοικητής. ИСПрЙВНИца, -Ы θ, η σύζυγος του επαρχια- επαρχιακού αστυνομικού διοικητή. Исправнический επ. (παλ.) του επαρχιακού αστυνομικού διοικητή. исправничий, ~ья, ~ье επ. βλ. исправниче- кий. ИСПрёВНО επίρ. πρόθυμα, με ζήλο* ακριβώς. ИСПРАВНОСТЬ, ~И θ. 1 επισκευή, επιδιόρθω- επιδιόρθωση. 2 προθυμία, ζήλος. исправный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 διορθωμένος, επισκευασμένος. 2 πρόθυμος, μτ ζήλο* - слуга πρόθυμος υπηρέτης· - работ- работник πρόθυμος εργατοϋπάλληλος. Испражнение, -Я ουδ. αφόδευση, αποπάτηση. Η κόπρανα, περίττωμα, αποχώρημα. ИСПраЖНЙТЬСЯ, -НЮСЬ, -НЙПЬСЯ р.σ. αποπα- τώ, αφοδεύω, ενεργούμαι, κάνω την ανάγκη. испражняться р.δ. βλ. испражниться. испрашивать р.δ. 1 βλ. испросить. 2 ζη- ζητώ, εκλιπαρώ· - подаяние ζητώ ελεημοσύνη. Π
исп 435 ИОС ~СЯ 1 αποσπώ, παίρνω. 2 ζητώ, εκλιπαρώ. Испробовать, -бую, -буешь р.σ.μ. 1 δοκι- δοκιμάζω, ελέγχω* - оружие δοκιμάζω το όπλο. 2 γεύομαι. 3 αποκτώ πείρα. ИСПРОСИТЬ, ~ошу, -Осигаь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испрошенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. (παλ.) ζητώ· - разрешение ζητώ άδεια. ИСПРЯМИТЬ, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испрямлённый, βρ: -лён, -лена, -ленб" р. σ. μ. βλ. ισιάΓω, ισιώνω, ευθειάζω, ευθυ- ευθυγραμμίζω. II -СЯ ισιάζω, ευθυγραμμίζομαι. испрямлять(ся) р.δ. βλ. испрямйть(оя). испрясть, -яду, -ядён'Ь, παρλθ. χρ. испрял, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. испрядший, επιρ. μτχ. Испрядя ρ.σ. γνέθω όλο ή ως το τέλος·- весь Лён γνέθο> όλο το λινάρι. II -СЯ κατανα- καταναλώνομαι για γνέσιμο. ИСПуГ, -а (-у) α. φόβος, τρόμος, δέος. II εκφρ. брать (взять) кого на - εκφοβίζω,πτοώ κάποιον. Испуганно επίρ. τρομαγμένα, φοβισμένα. испуганный επ. απο μτχ. φοβισμένος, τρο- μαγιχένος, έμωοβος, περίφοβος, περιδεής. испугать(ся) ρ.σ. βλ. пугать(ся). испускание, -Я ουδ. ανάδοση, εκπομπή, βγάλ- σι ίο. ИСПускатеЛЬНЫЙ επ. της ανάδοσης, της εκ- εκπομπής, της εξαγωγής. испускать р.δ. 1 βλ,, испустить. 2 εκπέ- εκπέμπω, διαχέω (φως, ακτίνες Η.τ.τ.). И ~СЯ α- αναδίδομαι, εκπέμπομαι* διαχέομαι. ИСПУСТИТЬ, -УШУ, -УСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испущенный, βρ: -щен, -а, -ο ρ.σ.μ. α- ναδίδο', εκπέμπω* Ργάζω· - заЪах βγάζω μυ- μυρουδιά· - Крик βγάζω κραυγή· она -ла ВЗДОХ αυ- αυτή αναστέναξε (έβγαλε, αναστεναγμό)· - дух (ή последний вздох η' лздкханпе) εκπνέω, πα- ραδίδω το πνεύιια, πεθαίνω. ИСПЫТОНИе, -Я ουδ. 1 δοκιμή- δοκιαασία* - ДВЙГателя δοκιμή κινητήρα· бЫТЬ На -ИИ εί- είμαι σε δοκιμασία. 2 εξέταση* приёмные ~Я α- σαγωγικές εξετάσεις. 3 δεινοπάθηση, ταλαι- ταλαιπωρία, κακουχία· тяжёлое - βαριά δοκιμασία. ИСПЙТаШШЙ επ. απο μτ-χ. δοκιμασμένος, ά- Ρ4ος, ικανός' πιστός" -Ыв ΒΟΐίΟκί δοκιμασμέ- δοκιμασμένα στρατεύματα- - Друг πιστός (δοκιμασμέ- (δοκιμασμένος) φίλος. ИСПЫТатель, -Я α. δοκιμαστής- ελεγκτής. ИСПЫТательНЫЙ επ. δοκιμαστικός* - полёт δοκιμαστική πτήση· - срок περίοδος δοκι- δοκιμασίας- ~ полигон πολύγωνο δοκιμών. ИСПЫТателЬСКИЙ επ. δοκι .χαοτικός, του δο- κ ι ιιαστη. ИСПЫТатЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- ПЙтанННЙ, βρ: -тан, -а, -О. 1 δοκιμάζω* НОВ':Й станок δοκιμάζω την καινούρια εργατο- μηχανή· - СВОЙ СИЛЫ δοκιμάζω τις δυνάμεις μου· - верность,, δοκιμάζω την πίστη. 2 αι- αισθάνομαι, νοιώθω· - угрызения совести αι- αισθάνομαι τύψη της συνείδησης· - ГОЛОД νοιώ- νοιώθω πείνα. 3 υποφέρω, περνώ· - последствия... δοκιμάζω τις συνέπειες... - все мытарства υ-· ποφέρω όλα τα βάσανα. Испытуемый επ. δοκιμαζόμενος, δοκιμαστι- δοκιμαστικός· -Οθ вещество δοκιμαζόμενη ουσία. ИСПЫТУЮЩИЙ επ. διαπεραστικός, προσεχτι- προσεχτικός, περίεργος (για βλέμμα). ИСПЙТЫВать р. δ. βλ. ИСПЫТАТЬ, II -СЯ δοκι- δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ. ИСПЯТНАТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- ПЯТНанНЫЙ, βρ: -нан, -а, ~Ο καταλεκιάζω. Ν -СЯ καταλεκιάζομαι. исса\ливать(ся) р.δ. βλ. исса\яить(ся). ИССаЛИТЬ ρ. σ. μ. καταλιγδώνω. II -СЯ κατα- λιγδώνομαι. исрвёрливать р.δ. βλ. иссверлить. И -ся κατατρυπανίζομαι. ИССВерлЙТЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИССВер- ленный, βρ: -лен, -а, -О р.σ.μ. κατατρυπα- νίζω, κατατρυπώ. ИССекаТЬ1 Ρ. δ. βλ. ИССёчЬ1. II -СЯ κόβομαι, πελέκιέμαι, λαξεύομαι. иссекать2ρ.δ. βλ. иссечь? И -ся κατακόβο- μαι, κατατέμνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Йссера... πρώτο συνθετικό* γκρίζο... ИС- сера-СЙНИЙ γκριζογάλαζος. иссечение, -Я ουδ. (ιατρ.) αποκοπή, κόψι- κόψιμο, εκτομή· - Опухоли κόψιμο του όγκου. иссечь! -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. иссёк, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Иссе- чённый, βρ: -чён, -ченй, -чено' р.σ.μ. 1 (παλ.) κόβω, λαξεύω, πελεκώ. 2 (ιατρ.) α- αποκόπτω, εκτέμνω· - Опухоль κόβω τον όγκο. иссечь2, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. Иссёк, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρΑΘ. χρ. иссё- ченный, βρ: -чен, -а, -О р.σ.μ. 1 κατακόβω, κατατέμνω. Π μτφ. διασχίζω, αυλακώνοι· ρυτι- ρυτιδώνω. 2 (παλ.),' μαστιγώνω. ЙССИЗа... πρώτο συνθετικό* σκούρος... ή γκρίζο... —голубой γκριζογά?.αζος. ЙССИНЯ... πρώτο συνθετικό* κυανό... ИССЛеДЙТЬ, -ежу, -едЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исслеженный, βρ: -жен, -а, -ο ρ.σ.μ. λερώνω, αφήνω ίχνη, πατήματα, αποτυπώμα- αποτυπώματα· - ЧИСТЫЙ ПОЛ καταλερώνω το καθαρό πά- 'τωμα. Исследование, -Я ουδ. εξερεύνηση, έρευνα, αελέτη, εξέταση* ανάλυση· - ПОЧВ έρευνα των εδαφών - крОВИ ανάλυση του αίματος· - Β Области атомной энергии έρευνα στον τομέα της ατομικής ενέργειας- - АРКТИКИ εξερεύνη- εξερεύνηση της Αϊρκτικής.
исс 436 ист ИССЖёДОВатель, -Я а., -НИЦа, -Ы θ. ερευ- ερευνητής, εξερευνητής, διερευνητής. ИСОЛёдоватеЛЬСКИЙ επ. της έρευνας, ερευ- ερευνητικός· -ая работа ερευνητική εργασία· Институт ινστιτούτο ερευνών. исследовать, -дую, -дуешь ρ.б.ч.σ.μ. ε- ερευνώ, εξερευνώ· μελετώ, εξετάζω· . αναλύω, κάνω ανάλυση· - законы природы ερευνώ τους νόμους της φύσης· - какбЙ-Л. вопрос εξετάζω κάποιο ζήτημα· - состав веществе κάνω ανά- ανάλυση της σύνθεσης της ουσίας· - больного ε- εξετάζω (ακροώμαι) τον άρρωστο. II ανιχνεύω, κατοπτεύω· военный отрад -ал всё побережье το στρατιωτικό απόσπασμα κατόπτευσε όλη την ακτή. II -СЯ ερευνώμαι: μελετιέμαι· εξετάζο- εξετάζομαι* αναλύομαι. II ανιχνεύομαι, κατοπτευομαι. исслеживать ρ.δ. βλ. исследить. II- -ся λερώνομαι απο πατήματα, ίχνη. ИССОЛИТЬ, -ОЛЮ, -блЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иссоленный, βρ: -лен, -а, -О р.σ.μ. κα- καταναλώνω στο αλάτισμα. иссохнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. иссох, -ла, -ло р.σ. 1 στεγνώνω· ξηραίνομαι· пруд ИССОХ η δεξαμενή στέγνωσε· деревья ИССОХЛИ τα δέντρα ξηράθηκαν. 2 μτφ. αδυνατίζω, κα- τισχναίνω, γίνομαι ξερακιανός. исстари επίρ. απο παλαιά- так ведётся έτσι συνηθίζεται απο παλαιά. исстегать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- СТёгаННЫЙ, βρ: -ган, -а, -О μαστιγώνω, κα- μουτσικίζω. ИССТёГИВаТЬ ρ.δ. βλ. ИССТег^ТЬ. II -СЯ μα- μαστιγώνομαι . ИССТИрать р.σ.μ. καταναλώνω για πλύσιμο* прачка -да два куска мыла η πλύστρα ξόδεψε στο πλύσιμο δυο σαπούνια. II -СЯ καταναλώ- καταναλώνομαι στο πλύσιμο. исстирывать(ся) р.δ. βλ. исстирать(ся). исстрагивать р.δ. βλ. исстрогать. И -ся καταναλώνομαι στο πλάνισμα. II στομώνω. ИСОТралЙТЬСЯ р.σ. βασανίζομαι,στενοχωρού- βασανίζομαι,στενοχωρούμαι, θλίβομαι. исстрачивать р.δ. βλ. исстрочить. II -ся γεμίζω με σειρές (για χαρτί). Ι! καταναλώ- καταναλώνομαι για γάζωμα. исстреливать р.δ. βλ. исстрелять. И -ся καταναλώνομαι στη βολή. II κατατρυπιέμαι απο τις σφαίρ ες. ИССТрвЛЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исстрелянный, βρ: -ЛЯН, -а, -О. 1 καταναλώνω στη βολή· - все патроны ξοδεύω όλα τα φυ- φυσίγγια. 2 κατατρυπώ με τις σφαίρες, κάνω κό- κόσκινο. ИСОТрогё.ТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. ИССТрбгаН- НЫЙ, βρ: -ган, -а, -О. 1 καταναλώνω πλανί- πλανίζοντας· - доску πλανίζω μια σανίδα. 2 στο- στομώνω πλανίζοντας· - рубсШОК στομώνω την πλά- πλάνη. ИССТРОЧИТЬ, -ОЧу, -ОЧЙШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. исстро'ченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (απλ.) γεμίζω με σειρές (χαρτί). 2 κατα- καταναλώνω γαζώνοντας. исстругать р.σ.μ. βλ. исстрогать. ИССТуплёние, -Я ουδ. παράφορα, δαιμόνια- σμα, μάνιωμα, μπουρίνια. Исступлённо επίρ. φρενητιωδώς, -τικώς. исступлённость, -и θ. βλ. исступление. Исступлённый επ. 1 έξαλλος, εμμανής, έξω φρενών, εκτός εαυτού. 2 απεριόριστος· αχα- αχαλίνωτος· φρενήρης· -ая вера ακράδαντη πίστη . иссушать(ся) р.δ βλ. иссушйть(ся). Иссушение, -Я ουδ. ξήρανση· στέγνωμα. Ιί μτφ. στείρεύση. II μτφ. αδυνάτισμα, ίσχανση, иссушивать(ся) р.δ. βλ. иссушйть(ся). ИССУШИТЬ, -ушу, -ушИЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иссушенный, βρ: -шен, -а, -О р.σ.μ. 1 α- αποξηραίνω, ξηραίνω, στεγνώνω· - 6ОЛОТО απο- αποξηραίνω βάλτο* - грибы ξηραίνω μανιτάρια. Ι! μτφ. στειρεύω, καθιστώ άγονο. II μτφ. κατι- σχναίνω, αποσκελετώ, παξιμαδιάζω· αδυνατίζω. Π -СЯ (απο) ξηραίνομαι, στεγνώνω. иссыхать р.δ. βλ. иссохнуть. иссякать р.δ. βλ. иссякнуть. *· иссякнуть, -нет, παρλθ. χρ. иссяк, -ла, -ЛО р.σ. εξαντλούμαι, στειρεύω· σβήνω· во- вода В Источнике Постепенно -Ла η πηγή βαθμι- βαθμιαία στείρεψε* средства -ют τα μέσα εξαντλού- εξαντλούνται· любовь -ла η αγάπη έσβησε" колодец -як το πηγάδι στείρεψε·· запасы -ЛИ οι προμήθει- προμήθειες εξαντλήθηκαν. истаивать р.δ. βλ. истаять. истапливать(сяI ρ.δ. βλ* истопйть(сяI. истапливать(сяJр.б> βλ. истопйть(сяI2. истаптывать(ся) ρ.δ. βλ. истоптать(ся). ИСТаскаННЫЙ επ. απο μτχ. φθαρμένος, τριμ- τριμμένος, λιωμένος (απο τη χρήση)· - пиджак το φθαρμένο σακκάκι. Π μτφ. κοινός, κοινοτοπι- κός, τετριμμένος, καθημαξευμένος* ρουτινιέ- ρικος. П κατάκοπος, εξαντλημένος, αποκαμω- μένος. Истаскать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- тасканный, βρ: -кан, -а, -о φθείρω, τρίβω, χαλνώ, κουρελιάζω· - пальто φθείρω το πα- πανωφόρι· - саПОГЙ φθείρω τις μπότες. II μτφ. καθαμαξεύω, μετατρέπω σε ρουτίνα. II -СЯ φθεί- φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ. истаскивать(ся) ρ.δ. βλ. истаскать(ся). истачивать(ся) ρ.δ. βλ. источйть(ся). истаять, -аю, -аешь р.σ. 1 λιώνω, τήκο- τήκομαι· ВОСК Весь -ЯЛ το κηρί όλο έλιωσε. II μτφ. εξασθενίζω* она совсем -ла ОТ ТОСКИ αυ- αυτή έλιωσε απο τη θλίψη.
ист 437 ист истекать, р.6. βλ. истечь. истёкший επ. απο μτχ. που 6ι έρευσε, διαρ- διαρρεύσας, που έληξε, περασμένος· - ГОД о πε- περασμένος χρόνος· - день η περασμένη μέρα. истереть, изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ. ис- истёр, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИСТёр- ТЫЙ, βρ: -ёрт, -а, -О, επιρ. μτχ. Истёрши κ. истерев р.σ.μ. 1 τρίβω όλο ως το τέλος*- сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη. II καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας·» ре- зйнку σώνω (τελειώνω) το σβηστήρι τρίβοντας 2 φθείρω με την τριβή. II κάνω πληγή τρίβο- τρίβοντας. 3 εξαφανίζω· ομαλύνω* σβήνω τρίβοντας. II -СЯ φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνο- σώνομαι· подошва, -лась η σόλα τρίφτηκε· резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε· пиджак -рея το οακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε). II καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι, σβήνομαι· НАДПИСЬ на монете -лась η επιγραφή στη μονέόα σβήστηκε. Истерзанный επ. απο μτχ. κατασχισμένος', κατασπαραγμένος.. Ν αχρηστευμένος, παραμορ- παραμορφωμένος. II (για ενδύματα) κατασχισμένος. Истерзать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- терзанный, βρ: -зан, -а, -о. 1 Ικατασχίζω II νιατασπαράζω. И αχρηστεύω, παραμορφώνω. 2 καταπονώ ψυχικά, βασανίζω, τρώγω, κατατρύ- κατατρύχω· горе -ла её την έφαγε η στενοχώρια. II -СЯ καταπονούμαι ψυχικά, βασανίζομαι, κατα- κατατρύχομαι . ИСТёрИК, -а α., -рйчка, -И θ. υστερκός, -η'. истерика, -и θ. υστερική κρίση. II εκφρ. впадать В -у, закатывать -у με πιάνει υστε- υστερική κρίση. истерический, επ. υστερικός· - ПСИХо'з υ- υστερική ψύχωση· -ая женщина υστερική γυναί- •·ια· -ие рыдания υστερικοί λυγμοί. ИСТерЙЧНОСТЬ, -И θ. υστερία. истеричный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. истерический. *ИСТерЙЯ, -И θ. υστερία. истёртый επ. απο μτχ. 1 τριμμένος^ φθαρ- φθαρμένος, λιωμένος (απο τη χρήση). II μτφ. κοι- κοινός, κοινοτοπικός, τετριμμένος, ρουτινιέρι- κος. 3 δυσδιάκριτος, σβησμένος· -ая НАДПИСЬ σβησμένη επιγραφή. Истесать, -ешу, -ёшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истёссаный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ. πε- πελεκώ ως το τέλος· доску -ал, а ничего не сделал πελέκησα όλη τη σανίδα και τίποτε δεν έφτιασα. истёсывать р.δ. βλ. истесать. Истец, -ТЦа α. (νομ.) μηνυτής, ενάγων. Истечение, -Я ουδ. 1 εκροή· - ВОДЫ εκροή νερού· - крОВИ εκροή αίματος. 2 λήξη, εκπνοή (προθεσμίας, χρόνου)· ПО -ИИ ПОЛОЖеННОГО зрока ως το τέλος της προθεσμίας, ως την τα- τακτή προθεσμία· за -ем времени άμα περάσει η προθεσμία, μετά.τη λήξη.(εκπνοή) της προθε- προθεσμίας. истечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. ИСТёк, -екла, -ЛE, μτχ. παρλθ. χρ. ИСТёк- ший κ. (παλ.,) истёкший р.σ. 1 (παλ.) εκρέω, τρέχω, πηγαίνω· ГНОЙ ИСТёк ИЗ р&Ш πύο έ- έτρεξε απο την πληγή. II μτφ. βγαίνω, εμφανί- εμφανίζομαι. 2 τελειώνω, λήγω, περνώ, εκπνέω, όι- αρρέω· время -ЛО1 о χρόνος (χρο,νικό όριο) πέ- πέρασε . 3 εξαντλούμαι απο την εκροή· Я истёк КрОВЬЮ εξαντλήθηκα απο την αιμορραγία· СЛЮНОЙ ξεσαλιώνομαι, δε μου μένει σάλιο στο στόμα. ЙСТИНа, -Ы θ. 1 αλήθεια· скрывать -у κρύ- κρύβω την αλήθεια· совершённая - καθαρή αλή- αλήθεια· избитая - κοινή (τετριμμένη) αλήθεια. II γνησιότητα, αληθοσύνη, αληθότητα. 2 (φιλσ.) πραγματικότητα, πραγματική ύπαρξη· объекти- объективная - η αντικειμενική πραγματικότητα. II εκφρ. СВЯТЙЯ - γνήσια αλήθεια· ВО -у(ЬоЛа. κ. ρητορ.) πραγματικά· ВО -у прекрасная жё- нщина πραγματικά ωραιότατη γυναίκα. ИСТИННО επίρ. αλήθεια, αληθινά, πραγματι- πραγματικά, όντως. ИСТИННОСТЬ, -И θ. αλήθεια, αληθότητα, α- αληθοσύνη, γνησιότητα. истинный επ., βρ:. -тинен,, -тинна, -тинно 1 αληθινός, πραγματικός· σωστός· - СМЫСЛ το πραγματικό νόημα· -ое Происшествие αληθινό γεγονός (συμβάν). 2 γνήσιος, ειλικρινής·-ые друзьй γκαρδιακοί φίλοι· -ое раскаяние ει- ειλικρινής μεταμέλεια· -ая правда καθαρή α- αλήθεια. II ακριβής (καθορισμένος επιστημονι- χά). истираемость, -и θ. βλ. истирание B σημ.). * ИСТИрёние, -Я ουδ. 1 τριβή, τρίψιμο, φθο- φθορά απο την τριβή. 2 τριφτότητα, αντοχή στην τριβή. истирать(ся) р.δ. βλ. истерёть(ся). ИСТЙца, -Ы θ. μηνύτρια, ενάγουσα. истлевать р.δ. βλ. истлеть истлеть, -ею, -ёешь р.σ. 1 σαπίζω, σήπο- μαι. 2 καίγομαι εντελώς, γίνομαι στάχτη, α- αποτεφρώνομαι· угли -ЛИ τα κάρβουνα κάηκαν εντελώς. ИСТМАТ, -а α. ιστορικός υλισμός. ИСТОВО επίρ. ένθερμα, με ζήλο. II όπως πρέ- πρέπει, κανονικά· παραδοσιακά. ИСТОВЫЙ επ. (παλ.) που αρμόζει, που πρέ- πρέπει. II ένθερμος, με ζήλο. II κανονικός, πα- παραδοσιακός. ИСТОК, -а α. 1 εκροή, διέξοδος. 2 πηγή· - реки πηγή ποταμού. II (συνήθως πλθ. ) μτφ. αρχή, αφετηρία, αιτία. истолкование, -Я ουδ. ερμηνεία, εζήγηση·
ист 438 ист неправильное - закона παρερμηνεία του νό- νόμου· ■- выражения ερμηνεία της έκφρασης. ИСТОЛКОВатель, -Я α., -НИЦа, -ы θ. ερμη- ερμηνευτής, σχολιαστής. ИСТОЛКОВать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истолкованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. ερμηνεύω, εξηγώ, σχολιάζω· - СМЫСЛ ВЫражё- НИЯ ερμηνεύω το νόημα της έκφρασης. истолковывать ρ.δ. βλ. истолковать. II ~ся ερμηνεύομαι, εξηγούμαι, σχολιάζομαι. истолочь, -олку, -олчёшь, -олкут, παρλθ. χρ. ИСТОЛОК, -ТОЛКЛё., -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истолчённый, βρ: -чён, -ченё, -чено' р. σ.μ. κοπανίζω, στουμπίζω. II -СЯ κοπανίζομαι, στουμπίζομαι. Истома, -Ы θ. κούραση, κόπωση, κάματος· ε- εξάντληση, αδυναμία. ИСТОМИТЬ, -ОМЛЮ, -омйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истомлённый, -лён, -ленё, ~лен<5 р.σ.μ. κατακουράζω, καταβάλλω· εξαντλώ, αδυνατίζω, λιώνω· работа -ла его η δουλειά τον εξάντλη- εξάντλησε· ожидание -ло Душу η αναμονή κούρασε την ψυχή. II -СЯ κατακουράζομαι, καταπονούμαι, απαυδώ· καταβάλλομαι, εξαντλούμαι, εξασθε- εξασθενίζω. ИСТОМЛёННЫЙ επ. απο μτχ. κατακουρασμένος, καταπονεμένος, αποκαμωμένος· εξαντλημένος, καταβλημένος. ИСТОМЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ИСТОМЙТЬ(СЯ). ИСТОМНЫЙ επ. κουραστικός, κοπιαστικός, κο- κοπιώδης, επίπονος· εξαντλητικός, καταθλιπτι- καταθλιπτικός. Истончать, -ёет ρ.σ. (παλ.) (εκ)λεπτύνω, λιανεύω, ψιλα'ινω. II -СЯ ( εκ)λεπτύνομαι. истончйть(ся) р.σ. βλ. истончать(ся). ИСТОПИТЬ? -ОПЛЮ, -бпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истопленный, -лен, -а, -о р.σ.μ. ανάβω· θερμαίνω. Ί καταναλώνω για θέρμανση. II -СЯ ανάβω, θερμαίνομαι. ИСТОПИТЬ2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. ИС- ИСТОПИТЬI λιώνω θερμαίνοντας· - всё сало λιώ- λιώνω όλο το λίπος. И -ся λιώνω· воск весь ис- истопился όλο το κηρί έλιωσε. истопник, -а α., -ца, -ы θ. θερμαστής. истоптать, -опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истоптанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. 1 καταπατώ, τσαλαπατώ. II λερώνω (με ακάθαρτα υποδήματα)· - ПОЛ λερώνω το πάτωμα. 2 φθεί- φθείρω, χαλώ (απο τη χρήση)· - сапоги χαλνώ τις μπότες. 3 περιέρχομαι, -περπατώ, γυρίζω. И -СЯ . φθείρομαι, χαλνώ. исторгать(ся) ρ.δ. βλ. исторгнуть(ся). исторгнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. исторг, -ла, -ло р. σ. μ. (παλ.) 1 βγάζω, πετώ· Вулкан исторг лову το υφαίστειο έβγαλε λάβα. II μτφ. αποβάλλω, διώχνω. 2 βγάζω τραβώντας, απο- αποσπώ. 3 μτφ. προκαλώ* επιδρώ· оратор исторг слёзы у слушателей о ρήτορας έκανε τους α- ακροατές να δακρύσουν. 4 απαλλάσσω, απολυ- απολυτρώνω, απελευθερώνω. Η -СЯ (παλ.) βγαίνω, ξεφεύγω, αποσπώμαι. исторжение, -Я ουδ. αποβολή, διώξιμο, α- αποπομπή· - преступников из общества εκδίωξη των εγκληματιών απο την κοινωνία. историзм, ~а α. ιστορισμός. ИСТОРИК, -а α. ιστορικός. ИСТОрибграф, -а α. 1 ιστοριογράφος.2(παλ.; ιστορικός. Историографический επ. ιστοριογραφικός. *ИСТОрИОГрафия, -И θ. ιστοριογραφία. Исторический επ. ιστορικός· - процесс ι- ιστορική εξέλιξη· ~ие ПсШЩЯТНИКИ ιστορι?'ά μνημεία· -ое значение ιστορική σημασία· факт ιστορικό γεγονός· ~ие события ι στορ ινά γεγονότα· -ое лицо ιστορικό πρόσωπο· -ая дета ιστορική ημερομηνία (μέρα)· - роман ι- ιστορικό μυθιστόρημα· - материализм ιστορι κός υλισμός. Историчность, -И θ. ιστορία, το ιστυρικό. ИСТОРИЧНЫЙ επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО ι- ιστορικός (σύμφωνος με τα ιστορικά γεγονάτ" ή με τον ιστορισμό!)· *история, -и θ. ιστορία- - древней Греции ιστορία της αρχαίας ιΕλλάδας- законы -И πι νόμοι της ιστορίας· диалектика -И η διαλε- διαλεκτική της ιστορίας· Всемирная - παγκόσμια ιστορία· древняя - αρχαία ιστορία· новёйшач - ιστορία των νεωτέρων χρόνων - средних ье- ΚΟΒ ιστορία του μεσαίωνα. II συμβάν, γεγονόε" Печальная - θλιβερή ιστορία. Н αφήγηση, г ξιστόρηση· - моего детства ιστορία της π"'.- <5ικής μου ηλικίας. II εκφρ. - болезни το ι- ιστορικό της ασθένειας· вечная (обычная; -η ίδια (συνηθισμένη) ιστορία· совсем другая - εντελώς διαφορετική υπόθεση (άλλο πράγμα)· - С географией (αστ.) εδώ σε θέλω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα· ВОЙТИ В -Ю μπαίνω στην ιστορία. ИСТОСКОВАТЬСЯ, -КУЮСЬ, -куешЬСЯ р.σ. θλί- θλίβομαι, λυπούμαι, βαρυθυμώ· νοσταλγώ· - по родине νοσταλγώ την πατρίδα· - ПО РОДНЫМ мо- СТам νοσταλγώ τη γενέτειρα. ИСТОЧИТЬ р.δ.μ. 1 (παλ.) εκκρίνω, χύνω· - слёзы χύνω δάκρυα. 2 αναδίδω, εκπέμπω,ίι αχέω, βγάζω· цветы -ЮТ благовоние τα λυ.'- λούδια αναδίδουν ευωδιά ( μοσχοβολούν ). II -СЯ αναδίδομαι, βγαίνω. ИСТОЧИТЬ1, -очу, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. источенный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 λεπτύνω, φθείρω τροχίΓοντας, τρώγω, σώνω· - НОЖ σώνω το μαχαίρι τροχίζοντας το· - брусок σώνω το ακόνι απο το τρόχισμα. 2 κατατρώγω,
καταροκανίζω· κατατρυπώ· жук -ЙЛ мебель το σαράκι, κατάφαγε τα έπιπλα. II -СЯ λεπτύνομαι, αιθείρομαι, σώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. источить2ρ.σ.μ. βλ. источать. ИСТОЧНИК, -а α. 1 πηγή· - ВОДЫ πηγή νε- νερού· нефтяной - πετρελαιοπηγή· горячий θερμοπηγή- серный - θειοπηγή. 2 αιτία, αρχή ενός πράγματος· - тепла πηγή θερμότητας· -И сырьй πηγές πρώτων υλών труд - благососто- благосостояния η δουλειά είναι πηγή ευημερίας· неис- сякаемый - αστείρευτη πηγή. 3 γραπτά μνη- μνημεία, έγγραφα (για επιστημ. μελέτες)· Обра- Обращайтесь К -ЭМ ανατρέχετε στις πηγές· ссылка на ~И παραπομπή στις πηγές. ИСТОЧНИКОВёдение, -Я ουό. πηγαιογνωσία. источниковедческий επ. πηγαιογνωστικός. ИССГОШНО επίρ. με διαπεραστική κραυγή. ИСТОШНЫЙ επ. (απλ.) διαπεραστικός, οζύς, όιάτορος· кричать -ЫМ ГОЛОСОМ βγάζω διαπε- διαπεραστική κραυγή. истощать1 ρ.δ. βλ. истощить. ИСТОЩаТЬ2 р.σ. (απλ.) αδυνατίζω, γίνομαι ισχνός, πετσί και κόκκαλο ИСТОЩёнИе, -Я ουδ. 1 εξάντληση, εξασθένι- εξασθένιση, αδυνάτισμα. 2 στείρωση· - ПОЧВЫ εξά- εξάντληση εδάφους. ИСТОЩёННОСТЪ, -И θ. εξάντληση, εξασθένιση. II αγονία, στειρότητα· - ПОЧВЫ εξάντληση του εδάφους. истощённый επ. απο μτχ. 1 εξαντλημένος, εξασθενημένος, αδύνατος· - ГОЛОДОМ εξαντλη- εξαντλημένος απο την πείνα. 2 κάτισχνος, σκελετω»- μένος, πετσί και κόκκαλο. 3 (Υμ* έδαφος :ι.τ.τ.)- φτωχός, άγονος, στείρος. ИСТОЩИТЬ, -щу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. истощённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. 1 εξασθενώ, εξαντλώ· лихорадка -ла его о με- μεγάλος πυρετός τον εξάντλησε· - терпение ε- εξαντλώ την υπομονή. 2 αδυνατίζω κατισχναί- νω. II λιγοστεύω· - запасы εξαντλώ τα αποθέ- αποθέματα. 3 (για έδαφος) γίνομαι άγονος, φτω- χαίνω, στειρεύω. II -СЯ εξαντλούμαι, εξα- ιθενίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ИСТРАТИТЬ, -ачу, -атшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истраченный ρ.σ.μ. ξοδεύω, δαπανώ· все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα· - все СИ- СИЛЫ καταναλώνω όλες τις δυνάμεις· - здоровье καταστρέφω την υγεία. II -СЯ ξοδεύομαι, όα- πανώμαι· καταναλώνομαι. II καταξοδεύομαι· за Зтот месяц Я -лея αυτό το μήνα καταξοδεύτη- κα. истрачиваться) р.δ. βλ. истратить(ся). истребитель, -Я α. -ница, -Ы θ. καταστρο- καταστροφέας, εξολοθρευτής, ρημαχτής· ГОрНОСТЭЙ МЫгаеВЙДНЫХ грызунов το κουνάβι είναι κατα- καταστροφέας των μυιδών τρωκτικών - ТЙНКОВ α- ;τιαρματικό όπλο. II καταδιωχτικό αεροπλάνο. Истребительный επ. καταστροφικός, εξολο- θρευτικός· -ая война καταστροφικός πόλεμοε* ~ая авиация αεροπορία δίωξης· - отряд κα- καταδιωκτικό σμήνος. ИСТребЙТЬ, ~6ЛЮ, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истреблённый, -лён, лена, ~лен<5 р.σ.μ. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω, ξεκάνω,α- ξεκάνω,αφανίζω* - КЛОПОВ ξεκάνω τους κοριούς· неприятельские войске συντρίβω τα εχθρικά στρατεύματα. II -СЯ καταστρέφομαι, εξοντώνο- εξοντώνομαι, εξολοθρεύομαι. Истребление, -Я ουδ. καταστροφή, εξολό- εξολόθρευση, εξόντωση, ξέκαμα, αφάνιση· συντριβή. истребляты(ся) ρ.δ. βλ. истребйть(ся). Истребование, -Я ουδ. ζήτηση, αίτηση· α- απαίτηση. истребовать, -бую, -буешь ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ζητώ, αιτώ· απαιτώ· - документы ζη- ζητώ τα έγγραφα. Истрёпанный επ. απο μτχ. κατακουρελια- σμένος, καταρακωμένος. II μτφ. καταβασανι- σμένος, κατεξαντλημένος, ταλαιπωρεμένος. Истрепать, -еплю, -ёплешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. истрёпанный, βρ: «пан, -а., -о р.σ.μ. 1 κατακουρελιάζω, καταρακώνω. 2 καταβασανίζω, καταπονώ, ταλαιπωρώ, κατ εξαντλώ. Η εκφρ. - нервы σμπαραλιάζω τα νεύρα. II -СЯ 1 κατα- κουρελιάζομαι, καταρακώνομαι. 2 καταβασανί- ζομαι, ταλαιπωρούμαι, κατεξαντλούμαι. II ξε- ξεπέφτω ηθικά. истрёпывать(ся) р.δ. βλ. истрепать(ся). истрескаться, -ается ρ.σ. καταραγ'ιζομαι, σκάζω σε πολλές μεριές. иструхляветь, -еет р.σ. (απλ.) βλ. трух- трухляветь. . ИСТукёШ, -а α. 1 άγαλμα, είδωλο. 2 (απλ.) άκαρδος, σκληρόκαρδος. II κουτός, ανόητος. П εκφρ. СТОЯТЬ (сидеть) -ОМ ή как - α) στέκο- στέκομαι σαν άγαλμα (ακίνητος), β) στέκομαι σαν ξύλο (ανόητος). ИСТупЙТЬ, -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иступленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. κα- ταστομώνω, αμβλύνω τελείως την κόψη. II -СЯ καταστομώνομαι, αμβλύνομαι τελείως. иступлять(ся) р.δ. βλ. иступйть(ся). ИСТЦОВЫЙ επ. του μηνυτή, του ενάγοντος.. ИСТЫЙ επ. γνήσιος, αληθινός, πραγματικός, βέρος, με τα όλα του· - учёный επιστήμονας όπως πρέπει. II μανιώδης· ένθερμος·- ОХОТНИК μανιώδης κυνηγός. ИСТЫКать ρ.σ.μ. κατασουβλίζω, κατατρυπώ. истыкивать р.δ.μ βλ. истыкать. И -ся κα- τατρυπιέμαι, κατασουβλίζομαι. ИСТЯжание, -Я ουδ. βασάνισμα, τυράγνισμα. II πλϋ. -Я φριχτά βασανιστήρια, μαρτύρια.
ИСТЯзатеЛЬ, -Я α. , -НИЦД, -Ы θ. βασανιστής, τύραννος· σταυρωτής, ψυχοβγάλτης. Истязательский επ. βασανιστικός, τυραννι- τυραννικός, μαρτυρικός. истязательство, -а ουό. βάσανο, τυραγνία, μαρτύριο. Истязать р.δ.μ. καταβασανίζω, κατατυραν- κατατυραννώ (φυσικά ή ψυχιχά), βγάζω την ψυχή. II -СЯ καταβασανίζομαι, κατατυραννιέμαι. истязаемый επ. βασανιζόμενος, τυραννού- νος. исхаживать, -вал, -вала, -ло βλ. исходить1. исхарчйться, -чусь, -чйшься р.σ. (όιαλκ.) κατάξοδεύω στο φαγητό· κατάξοδεύομαι. ПОХИТИТЬ, -Ищу, -ЙТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхйщенный, βρ: -щен, -а, -о ■ ρ. σ. μ. (παλ.) αποσπώ, αφαιρώ, αφαρπάζω, αρπάζω. исхитриться, -ргось, -рйшься ρ.σ. (απλ.) 1 πονηρεύομαι. 2 τεχνάζομαι. исхитриться р.δ. βλ. исхитриться. ИСХИЩОТЬ ρ.δ. βλ. ПОХИТИТЬ. II -СЯ αποσπώ- μαι, αρπάζομαι. Исхлестать, -ещу, -ёщешь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. исхлёстанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. 1 καταμαστιγώνω, φραγγελώνω, καμουτσικίζω. 2 φθείρω, σώνω μαστιγώνοντας· кучер ~а\л С0- Всём кнут Об лошадей μαστιγώνοντας τα άλο- άλογα, ο αμαξάς ξέφτισε το μαστίγιο. И -СЯ ξε- ξεφτίζω, φθείρομαι απο το μαστίγωμα. исхлёстнвать(ся) р.6. βλ. исхлестать(ся). исхлопатываться) р.δ. βλ, исхлопотать( ся). исхлопотать, -очу, -очешь р.σ.μ. φροντίζω να επιτύχω, ενεργώ· αποκτώ, παίρνω φροντί- φροντίζοντας. II -СЯ κατακουράζομαι απο τις πολλές, φροντίδες, τα πολλά τρεξίματα. исход, -а α. 1 (παλ.) έξοδος· - евреев из Египта η έξοδος των Εβραίων απο την Αίγυπτο. 2 τέλος, έκβαση, απόληξη, πέρας· роково'й - дела μοιραίο τέλος της υπόθεσης· - соревно- соревнования το αποτέλεσμα της άμιλλας· ГОД ПОДХО- ПОДХОДИТ К -у ο χρόνος πλησιάζει να βγεί· - боя η έκβαση της μάχης· на -е ДНЯ στο τέλος της μέρας· счастливый г ευτυχής έκβαση· В -е στο τέλος, κατά το τέλος· на -е στο τέλος- дать - чему δίνω τέλος (τέρμα) σε κάτι. исходатайствовать, -ствую, -ствуешь р.σ. μ. (γραπ. λόγος) ζητώ, πετυχαίνω κατορθώ- κατορθώνω να πάρω παρακαλώντας· - пенсию κατορθώ- κατορθώνω να πάρω σύνταξη. II φροντίζω να δοθεί να πάρει. ИСХОДИТЬ? -ожу, -О'ДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИСХО'женныЙ, βρ: -жен, -а, -О р. σ. μ. πε- περιέρχομαι, διατρέχω, γυρίζω (πεζός)· - всё Поле γυρίζω όλο το χωράφι. ИСХОДИТЬ? -ожу, -ОДИШЬ, μτχ. ενστ. ИСХО- ИСХОДЯЩИЙ ρ.δ. 1 (παλ.) βγαίνω, ξεκινώ, έχω ως αρχή, αφετηρία. 2 πηγάζω, προέρχομαι· СВе- дения -ят из верных источников οι πληροφο- πληροφορίες προέρχονται απο έγκυρες πηγές* - ИЗ предположения (предпосылки) ξεκινώ απο τπν προϋπόθεση. 3 βλ. ИЗОЙТИ.1 II πλησιάζω прос το τέλος, λήγω, διαρρέω, εκπνέω (για χρόνο). ИСХОДНЫЙ επ. αρχικός· -ое Положение αρ- αρχική θέση (αφετηρία)· - пункт αρχικό ση- σημείο (αφετηρία)· - рубеж ή -ая ПОЗИЦИЯ οτρατ. γραμμή εξόρμησης. ИСХОДЯЩИЙ επ. απο μτχ. εξερχόμενος , (για έγγραφα κλπ. υπηρεσιακού χαρακτήρα)· - но- номер αριθμός εξερχόμενου (εγγράφου). II ουσ. θ. -ая εξερχόμενο έγγραφο. ИСХОЛОДАТЬСЯ р. σ. υποφέρω, περνώ κρύο· партизаны изголодались и -лись οι αντάρ- αντάρτες πέρασαν πείνα και κρύο. ИСХудаЛОСТЬ, -И θ. ισχνότητα. исхудалый επ. κάτισχνος, σκελεθρωμένος· - человек κάτισχνος άνθρωπος. Исхудание, -Я ουδ. ισχνότητα (παθολογική αδυναμία). ИСХУДАТЬ μ.σ. κατισχναίνω, γίνομαι πετοί και κόκκαλο, σκέλεθρο. Исцарапать р.σ.μ. καταγρατσουνίζω, κατα- γδέρνω. II -СЯ καταγρατσουνί ζομαι. исцарапывать(ся) р.δ. βλ. исцарапать(ся). Исцеление, -Я ουδ. θεραπεία, γιατρειά. Исцелитель, -Я α., -ница, ~Ы θ. θεραπευ- θεραπευτής, σωτήρας, λυτρωτής, γιατρός. исцелить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ик- целённый, βρ: -лён, -лена, -лено (γραπ. λό- λος) θεραπεύω, γιατρεύω, σώζω, λυτρώνω. Η -СЯ θεραπεύομαι, σώζομαι, λυτρώνομαι. Исцеловать, -лую, -луешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исцелованный, βρ; -ван, -а, -о р.σ.μ. κα^ταφιλώ. исцелять(ся) р.δ. βλ. исцелйть(ся). Исчадие, -Я ουδ. (παλ.) παιδί αποκρουστι- αποκρουστικό, ειδεχθές, έκτρωμα. исчохнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. исчах, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. Исчахший р.σ. βλ. чахнуть. ЯСчезание, -Я ουδ. εξαφάνιση, έκλειψη. II απαρατήρητη φυγή, αποχώρηση. исчезать р.δ. βλ. исчезнуть. исчезновение, -я ουδ. βλ. исчезание. исчезнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. исчез, -ла, -ЛО р. σ.αμ. εξαφανίζομαι, γίνομαι άο>«- ντος, αόρατος· εκλείπω, χάνομαι· σβήνω· α- αποχωρώ απαρατήρητα, διαφεύγω, υπεκφεύγω· ИЗ ВИДУ χάνομαι απο τα μάτια, γίνομαι άφα- άφαντος· эти словй -ли у меня из памняти αυτέο οι λέξεις έσβησαν απο τη μνήμη μου· всё ис- чёз как тень όλα χάθηκαν σαν σκιά ή έγιν.ν καπνός· ОН исчез В ТОЛПё αυτός χάθηκε σιυ
исч 441 вша κλήθος. ИСЧеркЙТЬ κ. Исчёркать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Исчёрканный, βρ: -кан, -а, -0 δι- διαγράφω, γεμίζω διαγραφές, σβησήματα, μολυβιές, Исчёркивать р.δ. βλ. исчеркать. И -СЯ δι- διαγράφομαι, σβήνομαι. йсчерна-... μαύρο...: йсчерна-краЪный μαυ- ροκόκκινος. ИСЧерНЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИС- чернённый, -нён, -ненй, -нено; καταμαυρίζω, λερώνω με μαύρο χρώμα. ИСЯбрпаТЬ ρ.σ.μ. εξαντλώ· καταναλώνω, ζο- δεύω, τελειώνω· - весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα· СИЛЫ исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλή- εξαντλήθηκαν - средства εξαντλώ τα μέσα· - вопрос εξαντλώ το θέμα· - повестку ДНЯ εξαντλώ την ημερήσια διάταξη. II -СЯ εξαντλούμαι· κατα- καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω. исчёрпывать(ся) р.δ. βλ. исчерпать(ся). исчерпывающий επ. απο μτχ. εξαντλητικός, πλήρης, ολοκληρωμένος* - ОТВёт ολοκληρωμένη απάντηση. исчертить, -ерчу, -ёртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исчерченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 γεμίζω με γραμμές, με σχεδιαγράμματα. 2 φθεί- φθείρω, σώνω* - карандаш σώνω το μολύβι. II -СЯ γεμίζω με γραμμές, με σχεδιαγράμματα. исчерчиваться) р.δ. βλ. исчертйть(ся). ИСЧЙркать р.σ.μ. (για σπίρτα) καταναλώνω, ξοδεύω ανάβοντας· - весь коробок ξόδεψα ό- όλο το σπιρτοκούτι. исчисление, -Я ουδ. υπολογισμός, λογαρια- λογαριασμός· μέτρηση· - разХОДОВ υπολογισμός εξό- εξόδων. II (μαθ.) λογισμός· дифференциальное - διαφορικός λογισμός· интегральное - ολοκλη- ολοκληρωτικός λογισμός. ИСЧИСЛИТЬ ρ.σ.μ. υπολογίζω, λογαριάζω· ε- εκτιμώ. ИСЧИСЛЯТЬ р.δ. βλ. ИСЧИСЛИТЬ. II -СЯ υπο- υπολογίζομαι, λογαριάζομαι· εκτιμιέμαι. исшагать р.σ.μ. περιέρχομαι, διατρέχω, γυ- γυρίζω (πεζός), βαδίζω. ИСШОрИТЬ р.σ.μ. ψηλαφώ, ψάχνω. Исшаркать ρ.σ.μ. φθείρω, χαλνώ,· τρίβω σέρ- σέρνοντας τα πόδια· - ПОЛ φθείρω το πάτωμα. исшаркивать ρ.δ.μ. βλ. исшаркать. И -ся φθείρομαι, χαλνώ, τρίβομαι. ИСШИВОТЬ ρ.δ. βλ. ИСШИТЬ. И -СЯ κεντιέμαι. ИСШИТЬ, ИЗОШЬЮ, ИЗОШЬёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ИСШИТЫЙ, ~ШЙТ, -а, -0 ρ.σ.μ. 1 (παλ.) κεντώ· - ворот κεντώ το γιακά. 2 καταναλώνω για κέντισμα. ИСЩепатЬ р.σ.μ. κατασχίζω, βγάζω σχίζες· - лолёно βγάζω σχίζες το κούτσουρο. исщипать, -иплю, -йпелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ксшйпанный, 0р: -пан, -а, -о р.σ.μ. κα- τατσιμ,πω. исщипывать ρ.δ. βλ. исщипать. II -ся κατα- τσιμπιέμαι. итёк επίρ. πι έτσι, συνεπώς, επομένως, ώ- ώστε, κατ' αυτόν τον τρόπο· λοιπόν. италийский επ. (παλ.) ιταλικός, των ιτα- ιταλικών φυλών. италийцы, -ев πλθ..,(παλ.) βλ. италики. ИТАЛИКИ, -ОВ πλθ. Ιταλοί, φυλές που εγκα- εγκαταστάθηκαν στη χερσόνησο των Απενίνων την 1"' χιλιετηρίδα π. Σ;. итальянец, -нца α., -ка, -и θ. Ιταλός, -ίδα. ИТалЬЯНСКИЙ επ. ιταλικός. ^Итеративный επ. (για ρήμα) επαναληπτικός. ИТОГ, ~а α. 1 (λογστ.) άθροισμα, σύνολο. 2 μτφ. αποτέλεσμα, τέλος· -И соревнования αποτελέσματα της άμιλλας· печальный - θλιβε- θλιβερό τέλος· ПОДВОДИТЬ -И βγάζω συμπεράσματα. II εχφρ. В ~е τελικά, στο τέλος, εν τέλει. ИТОГО επίρ. σύνολο, άθροισμα, ολικό ποσό. ИТОГОВЫЙ επ. συνολικός, ολικός· -ая сум- сумма το ολικό ποσό. II τελικός. ИТОЖИТЬ, -жу, -жиль ρ.δ.μ. 1 (λογστ.) α- αθροίζω. 2 συμπεραίνω. ИТТЙ βλ. ИДТИ. Иуда, -ы α. Ιούδας (προδότης). иудаизм, -а α. ιουδαϊσμός (θρσκεία). ИудёЙ, -Я α., -ка, -И θ. Ιουδαίος, -α. Иудейский επ. ιουδαϊκός. ИудёЙСТВО, -а ουδ. η ιουδαϊκή θρησκεία. II οι Ιουδαίοι. иудушка, -и α. άνθρωπος υποκριτής-κακεντρε- χής· προδότης αγαπητών προσώπων, ιουδάκος. ИХ1 1 γεν. κ. αιτ. πλθ. της προσωπ. αντω- αντωνυμίας ОНИ. 2 κτητ. αντωνυμία· τους - ДОМ το σπίτι τους. ΗΧ2επιφ. (απλ.) ίιιι (εκφράζει μεγάλο αί- αίσθημα), λέγεται και И-ИХ ή и-И-ИХ; 1:-их большая Зто бед! ίιιι αυτό είναι μεγάλο κα- κακό. *ИХНеВМОН, -а α. ιχνεύμονας (ζώο θηλαστικό). ИХНИЙ, -ЯЯ, -ее επ. (απλ.) κτητ. αντωνυμία · δικός τους· -ЯЯ δική τους· -ее δικό τους· - сад ο κήπος τους· -ЯЯ соОЙка το σκυλί τους· ~ее поле το χωράφι τους· С -ИМ СЫНОМ με το παιδί τους. *ИХТИОЗавр, -а α. ιχθυόσαυρος. *ИХТИОЛ, -а α. ιχθυόλη. ИХТИОЛОВЫЙ επ. ιχθυολικός. ИХТИОЛОГ, -а α ιχθυολόγος. ИХТИОЛОГЙчесКИЙ επ. ιχθυολογικός. *ИХТИОЛОГИЯ, -И θ. ιχθυολογία. *ИШёк, ~а α. 1 (διαλκ.) γάιδαρος, όνος. 2 αουλάρι. 3 αγενής. ИШАЧИЙ επ. γαιδουρίσιος· -ινός· - тсрик
Вша 442 ка γαϊδουρινή φωνή, γκάρισμα. ИШачИЕЬ р. δ. (απλ.) δουλεύω πολύ σκληρά, σαν είλωτας. *Йшиас, -а α. ισχιάδα, ισχιαλγία. ИШЬ μόριο. 1 να, κοίτα (κει), άκου&ει). 2 ωρέ, βρε(για θαυμασμό, αγανάκτηση и, τ.τ. ). Π εχφρ. - ТЫ|а) βλ. ишь. β) εχ (καημένε), φανε- φανερώνει εναντιωση. ИЩёЙка, -И θ. λαγωνικό, κυνηγόσκυλο, μτφ.· σπιούνος, χαφιές. . *ИЮЛЬ, -Я α. Ιούλιος. ИЙЛЬСКИЙ επ. Ιουλιανός, του Ιουλίου. *ИЮНЬ, -Я α. Ιούνιος. ИЮНЬСКИЙ επ. του Ιουνίου. И *ЙОД, -а α. ιώδιο (χημ. στοιχείο ή διάλυμα). ЙОДИСТЫЙ επ. ιωδιούχος· - нётрий ιωδι- ιωδιούχο νάτριο. ЙОДНЫЙ επ. του ιωδίου* ~ая настойка βάμ- βάμμα ιωδίου. ЙОДОфбри, ~а α. ιωδοφόρμιο. ЙОТ, -а α. το λατινικό γράμμα „ΐ" ιώτ. *йота, -Ы θ. το ελλ. γράμμα ι γιώτα.ΙΙ εκφρ. ни на -у ούτε γιώτα (ούτε το ελάχιστο). Йотация, -И θ. η εμφάνιση μπροστά απο τα φωνήεντα του ЙОТ (Й): Я-Йа, е-ЙЭ, ё-ЙО, ГС-Йу. йотирование, -я ουδ. βλ. йотация. Йотированный επ. απο μτχ. γιωτικός, γιω- τισμ,ένος. Йотировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. йотированный, βρ: -ван, -а, ~о р.δ.κ.σ. μ. προφέρω με τον φθόγγο ЙОТ. йотованный επ. βλ. йотированный. Κ Κ κ. КО (πρόθεση με δοτ. πτ.). 1 (σημαί- (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)· προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду К брату πη- πηγαίνω στον αδερφό· приблизиться К реке πλη- πλησιάζω στο ποτάμι· обратитесь к директору α- πευθυνθήτε στο διευθυντή· воззвание КО всем ТРУДЯЩИМСЯ έκκληση προς όλους τους εργαζό- εργαζόμενους· зима ПОДХОДИТ К КОНЦУ о χειμώνας κο- κοντεύει να βγει. 2 (για χρόνο)· κατά, περί- περίπου, γύρω, κοντά· к утру больной почувство- вал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αι- αισθάνθηκε τον εαυτό του καλύτερα· приходите К 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα· К Вёчеру κα- κατά το βράδυ. 3 (προορισμό, σκοπό) για, δια· подарок К ДНЮ рождения δώρο για τα γενέ- γενέθλια· игрушки К ёлке παιγνίδια για το πρω- πρωτοχρονιάτικο δέντρο· принять к сведению παίρνω υπ* όψη* принять К исполнению παίρνω για εκτέλεση· запонка К БОрОТНИку κουμπί για γιακά. 4 (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.)' στον, στην, στο· приклеить К стене κολλώ στον τοίχο· К ПЯТИ прибавить три στο πέντε προ- προσθέτω τρία. 5 ως προς, σχετικά προς· προς· ОН расположен КО мне αυτός είναι καλοδιαθε- τημένος προς εμένα· любовь К детям αγάπη προς τα παιδιά. 6 με· ЛИЦОМ К лицу πρόσωπο με πρόσωπο· НОСОМ К НОСу μύτη με μύτη· ПЛе- чо к плечу ή плечо'м к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα). 7 (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον α- απο· он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι απο τους μεγάλου; καπιταλιστές. 8 οε· К нам пришли ГОСТИ (σε) μας ήρθαν μου- σαφίρηδες. 9 (παρότρυνση, τρόπο/προς, για· вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη. 10 Ιγια επικεφαλίδα) επί για, προς· К СТОЛё- ТИЮ В. И. Ленина για τα εκατοντάχρονα του β. Ι. Λένιν. 11 (άλλες επί μέρους σημασίες)· К несчастью δυστυχώς· к счастью ευτυχώς· к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)· К Тому же ε- επί πλέον, κι ακόμα* к лучшему προς το κα- καλύτερο· К худшему προς το χειρότερο* К мое- моему стыду για ντροπή μυυ· к моему удовлет- удовлетворению προς ικανοποίηση μου. -ка μόριο στο τέλος των ρ. στην προστακτι- προστακτική, που προσδίδει σημασία ηπιότητας τηςπρο- σταγής· παράκλιση, νουθεσία, απλότητα· сту- пай-ка отсюда πήγαινε (φύγε) απ' εδώ σε πα- παρακαλώ· дайте-ка пройти κάνετε μέρος να πε- περάσω, καλοί μου· пойдём-ка садиться за стол πάμε λιγάκι να καθίσομε στο τραπέζι· ска- ЖИ-ка πες μου σε παρακαλώ· дайте-ка ПОСИ|р-
каб 443 каб треть αφήστε με λιγάκι να κοιτάξω. II (σημαί- (σημαίνει παρότρυνση)· έλα· на-ка ВЙпеЙ έλα πιες· ну-ка садись έλα' κάθησε. Π (με ρήματα πρώ- πρώτου προσώπου μονολεκτικού μέλλοντα σημαίνει αιφνίδια εμφάνιση επιθυμίας ή απόφασης)· να· куплю-ка Зту книгу ν' αγοράσω αυτό το βι- βιβλίο· напишу-ка я ему письмо θα του γράψω γράμμα. каба'к, -а α. ταβέρνα, καπηλειό· шлйться ПО ~ам γυρίζω στις ταβέρνες- завсегдатай ,~£ θαμώνας της ταβέρνας. II ακαθαρσία, αταξία. кабала] ~Ы θ. 1 (παλ.) υποτέλεια. 2 υπο- υποδούλωση, σκλαβιά, δουλεία. ΙΙμτφ. υποδούλωση πνευματική. кабала2, -ы θ. βλ. кабалистика. кабалистика, ~И θ. καβαλισμός, καμπάλα. кабалистический επ. καβαλιστικός. кабалЙТЬ ρ.δ.μ. υποδουλώνω, κάνω υποτελή. КаС^ЛЬНЫЙ επ. 1 (παλ.) υποτελής. 2 υπό- υπόδουλος, υποόουλωτικός, δουλικός. кабён, -ά α. αγριογούρουνο, αγριόχοιρος ή κάπρος, ~ρί. И γουρούνι (αρσενικό). II (χυδ.) παλιάνθρωπος· ανάγωγος, παχύδερμο. II όγκος· - льда ογκόπαγος. КабЙННИЙ επ. του αγριογούρουνου* -ье ста- ДО κοπάδι αγριογούρουνων ~ЬЯ ГОЛОВё. κε- κεφάλι αγριογούρουνου· -ЬИ следы τορός αγρι- αγριογούρουνου. кабанина, -Ы θ. κρέας αγριογούρουνου. кабанчик, -а α. άγριο γουρουνάκι* γουρου- γουρουνάκι (αρσενικό). *кабаргё., -Й, γεν. πλθ. -рог θ. είδος ακέ- ρατης ελάφου. *кабарё ουδ. άκλ. καμπαρέ. Кабатчик, -а α., -ца, -Ы θ. ταβερνιάρης, -ισσα, κάπελας. II θ. η σύζυγος του ταβερ- νιάρη. Кабацкий επ. ταβερνιάρικος. кабачковый επ. κολοκύθινος, -θένιος. Кабачок,1 ~чка α. ταβερνούλα. II μικρό ε- εστιατόριο. КабачОК? -чка α. κολοκυθάκι. II κολοκιθί- τσι*. *КёбелЬ, ~Я α. καλώδιο- ПОДВОДНЫЙ - υπο- υποβρύχιο καλώδιο· неизолированный - γυμνό κα- καλώδιο· подземный - υπόγπο καλώδιο. КёбеЛЬНЫЙ επ. του καλωδίου· ~ая ЛИНИЯ η ιραμμή καλωοίου" - завод εργοστάσιο κατα- οκευής καλωδίων. *КЙ0ельТОВ, -а α. 1 θαλάσσιο μέτρο μήκους ί- οο με 185,2 μ. 2 χοντρό παλαμάρι. кабельтовый α. βλ. кабельтов КабеЛЫЦИК, -а α. καλωόιοποιός. *КабесТаН, -а α. εργάτης-μηχανή, στρεβλή ή βαρούλκο. Кабина, -Ы θ. καμπίνα, θαλαμίσκος. *кабинёт, -а α. 1 ιδιαίτερο δωμάτιο* γρα- γραφείο εργασίας· - директора γραφείο· διευθυ- διευθυντή· - врачи ιατρείο* физический - αίθουσα πειραματικής φυσικής· химический - χημείο* зубоврачебный - οδοι/τοιατρείο. 2 κυβέρνηση κράτους· υπουργείο· сформировать - σχηματί- σχηματίζω κυβέρνηση* - министров η κυβέρνηση. II εκφρ. - задумчивости αποχωρητήριο· чёрный - γραφείο λογοκρισίας επιστολών. кабинетность, -И θ. απόσπαση (ζέκομμα) α- πο την πραγματικότητα. кабинетный επ. 1 του γραφείου· ~ая мё- бель έπιπλα γραφείου.II της αίθουσας- -ая си- система учёбы σύστημα διδασκαλίας κατά ειδι- ειδικές αίθουσες μαθημάτων. II εκφρ. - портрет προσωπογραφία γραφείου (μεγάλη)· - рОЙЛЬ το μικρό πιάνο. Кабинетский επ. κυβερνητικός· υπουργι- υπουργικός· - кризис κυβερνητική κρίση. II εκ-ρρ. -ие земли τα τσαρικά τσιφλίκια (διαχειριζό- (διαχειριζόμενα απο ειδικό γραφείο)· кабЙНКа, -И θ. μικρή καμπίνα. каблограмма, -Ы θ. τηλεγράφημα με υποβρυ- χιακό καλώδιο. каблук, -ί α. τακούνι. II εκφρ. быть под -<5м у КОГО βρίσκομαι κάτω απο το πέλμα κά- κάποιου (είμαι πλήρως υποταγμένος)· держйть ПОД -ΌΜ σέρνω απο τη μύτη (κυρίως για τον σύζυγο). каблучный επ. του τακουνιού, για τακούνι· - ГВОЗДЬ καρφί για τακούνι. Каблучок* -чкё. α. τακουνάκι. И εκφρ. быть под -чком κ. держать под ~чком βλ. каблук. *каботаж, ~а α. ακτοπλοΐα. КабОТг1жНИК, -а а. 1 ναύτης ακτοπλοΐας. 2 σκάφος ακτοπλοϊκό. * каботажный επ. ακτοπλοϊκός* -с^Б судно α- ακτοπλοϊκό σκάφος. *кабриолёт, -а α. 1 αμάξι μόνιππο. 2 πτυ- κτό (πτυσσόμενο) στέγασμα αμαξιού. *КабуЛ, -а α. είδος σάλτσας. кабы σύνδεσμος κ. μόριο· αν, εάν να* - Я умёл летать αν μπορούσα να πετώ. * Кавалер1, ~а α. καβαλιέρος, συνοδός γυ- γυναίκας. II συγχορευτής. II νέος για παντρειά. II θαυμαστής, λάτρης, εραστής. *кавалёр2, ~а α. ιππότης· τιμημένος με πα- παράσημο· - ЗОЛОТОЙ звезды ιππότης χρυσού α- αστεριού· - ордена Почётного Легео'на ιππό- ιππότης (παρασήματος) της Λεγεώνας της Τιμής. II εκφρ. георгиевский - στρατιωτικός βραβευ- βραβευμένος με το σταυρό του αγίου Γεωργίου (προ- (προεπαναστατικά) . *кавалергард, -а α. φρουρά ή αξιωματικός ιππικό1'·. кавалергардский επ. της φρουράς (ιππικού).
кав 444 каж кавалерийский επ. του ιππικού.. каваДврЙСТ, ~а α. ιππέας, καβαλάρης. *кавалерия, -И θ. ιππικό, καβαλαρία. кавалерский επ. του καβαλιέρου· -ое ДО- ДОСТОИНСТВО η αξιοπρέπεια του καβαλιέρου. ^кавалькада, -Ы θ. ιππηλασία ομαδική, "кавардак, -& α. ακαταστασία, φασαρία, α- ανακατωσούρα, σύγχυση. *кавасаки α. άκλ. ψαρόβαρκα με μοτέρ. *каватина, ~Ы θ. καβατίνα, μικρή μονωδία. Каверза, -Ы θ. δολοπλοκία, μηχανορραφία, ραδιουργία· σκευωρία. каверзить, -ржу, -рзишь р.δ. βλ. каверз- каверзничать. Каверзник, ~а α., -ца, ~Ы θ. δολοπλόκος, μηχανορράφος, ραδιούργος, ιντριγκάντης. Каверзничать р.δ. δολοπλοκώ, μηχανορραφώ, ραδιουργώ, σχευωρώ. Каверзность, -И θ. τάση για Ιδολοπλοκίες, μηχανορραφίες, ραδιουργίες, σκευωρίες· δο- λιότητα· действовать с -ЬЮ ενεργώ δόλια. каверзный επ. 1 πολύπλοκος, μπερδεμένος· -ое дело μπερδεμένη υπόθεση: - вопрос πολύ- πολύπλοκο ζήτημα. II δολοπλόκος, μηχανορράφος, ραδιούργος. 2 επίβουλος, δόλιος, δολερός,ύ- δολερός,ύπουλος· κατεργάρικος· - человек δόλιος άν- άνθρωπος· - ребёнок κατεργαράκος, -άκι, κα- τεργαρόπαιδο. *каверна, -Ы θ. (γεωλ.) σπήλαιο, άντρο. II (ιατρ.) κοιλότητα· - в лёгком σπήλαιο στο πνευμόνι. кавернОЗНЫЙ επ. σπηλαιώδης- με κοιλότη- κοιλότητες· -ое Лёгкое σπηλαιώδες πνευμόνι. кавказец, ~зцаа., -ка, -и θ. Καυκάσιος,-α. Кавказский επ. επ. καυκάσιος. кабун, -έ. α. (διαλκ.) καρπούζι. кавыка, -И θ. 1 η υ<ρέν (^) στην εκκλησια- στικοσλαβική γραφή. 2 απλ. γραμμές κλωθογυρι- στές, κλωθογυρίσματα. КаВЫЧКИ, -чек πλθ. (ενκ. -а, -И θ.) ει- εισαγωγικά· открыть, закрыть - ανοίγω, κλείνω τα εισαγωγικά· В -ах α) σε εισαγωγικά. β) δήθεν, έτσι αποκαλούμενος. *кагал, -а α. 1 (παλ.) εβραϊκή αυτοδιοίκη- τη κοινότητα στην Πολωνία. 2 συναγωγή.II μτφ. χάβρα των Ιουδαίων. Каганец, -НЦЙ, α. (διαλκ.) λυχνάρι. *кагат, -а α. σωρός κονδυλόρριζων καρπών» στο χώμα (για διατήρηση). кагатирование, -Я ουδ. σώριασμα κονδυλόρ- κονδυλόρριζων καρπών στη γη (για διατήρηση). кагор, -а (-у) α. καγόρ, είδος κρασιού. кагуар βλ. кугуар. *кадонс, -а α. 1 (μουσ.) βλ. каденция. 2 ρυθμός ήχου ή στίχου. *кадастр, -а α. δημόσιο κτηματολόγιο. *кадёнция, -И θ. καντέντσα. *кадёт, -а α. μαθητής της στρατ. σχολής κα· ντέτ καθώς και αξιωματικός αυτής της σχολής. II μέλος του κόμματος των καντέ A905-1917). кадетский επ. των καντέ· - мундир στο- στολή των καν*τέ· - корпус η στρατιωτική σχο- σχολή των καντέ· -ЭЯ партия το κόμμα των καντέ. *КЙДИ α. άκλ. κατής (τούρκος ιεροδικαστής). КадИЛО, -а ουδ. θυμιατό, θυμιατήρι.ΙΙεχφρ. раздуть (раздувать) -а α) σηκώνω θόρυβο (ύ- ρω απο... β) αναπτύσσω δραστηριότητα, кадильница, -ы θ. βλ. кадило. КаДЙЛЬНЫЙ επ. του θυμιατού· - ДЫМ καπνός θυμιατού. КадЙТЬ, кажу, кадИШЬ р.6. θυμιατίζω, λι- λιβανίζω. II μτφ. κολακεύω ταπεινά, εγκωμιάσω κολακευτικά. кадка, -и θ. κάδος, καδί. кадмиевый επ. του καδμίου. *кадмИЙ, -Я α. κάδμιο. II κίτρινο τεχνητό χρώμα (διαφόρων αποχρώσεων). Кёдочный επ. του κάδου· -ое производство παραγωγή κάδων. *кадр, -а α. 1 (φωτογρ.) πλάκα· ένα τετρά- τετράγωνο του φιλμ. 2 μια σκηνή ή ένα επεισόδιο κινηματογραφικής ταινίας. *кадрЙЛЬ, -И θ. καντρίλες, τετράχορος. кадровик, -£ α. στέλεχος. Кадровый επ. του στελέχους* - рабочий ερ- εργατικό στέλεχος. II μόνιμος. "кадры, -0В πλθ. στελέχη στρατιωτικά(μόνι- στρατιωτικά(μόνιμα) ή εργατικά στελέχη. II εκφρ. отдел ка- дров τμήμα προσωπικού (επιχείρησης, εργοστα- εργοστασίου)· τμήμα πρόσληψης εργατών. Кадушечный επ. του καδακιού. кадушка, -и θ. καδάκι. кадык, -а α. το μήλο του Αδάμ, το καρύδι του λαιμού. каёмка, -И θ. μικρός γύρος, κράσπεδο. каёмчатый επ. με γύρο, με κράσπεδο . каждение, -Я ουδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα. каждогодний н. каждогодный επ. βλ. еже- ежегодный. каждогодно επί р. βλ. ежегодно. каждодневный επ. βλ. ежедневный. КАЖДЫЙ αντων. σ.όρ. κάθε· - день κάθε μέ- μέρα· - человек κάθε άνθρωπος· в -ой стране σε κάθε χώρα. II με σημ. ουσ. ο καθένας· ИЗ нас καθένας απο μας· пусть - заботится υ себе ας φροντίζει ο καθένας για τον εαυτό του. КАЖИМОСТЬ, -И θ. (φιλοσ.) ορατότητα, θεα- τότητα· φαινομενικότητα. кажЙСЬ απρόσ. ρ. (απλ.) φαίνεται, θα φαι- φαινόταν. кажущийся επ. απο μτχ. φαινομενικός, κατ1
каз 445 каз όψη . *'казак, -а α. πλθ. казаки α .ι Κοζάκος. казакЙН, -а а. (пал.) καζάκα, μανδύας με πλατιά μανίκια. II γυναικείο πανωφόρι. *казЙН, ~ά α. (διαλκ.) καζάνι, λέβητας. казанок, -нкё α. (διαλκ.) καζανάκι. казанский επ. καζανίτης· καζανίτικος. II εκφρ. -ая сирота ψευτοδιακονάρης (προσποι- (προσποιούμενος τον αξιολύπητο). казарка, «И θ. καζάρκα, είδος αγριόχηνας. *казарма, -Ы θ. στρατώνας. казарменный επ. του στρατώνα* -ая ЖИЗНЬ η ζωή του στρατώνα. II εν είδη στρατώνα, σαν στρατώνας. II εκφρ. бЫТЬ на -ОМ положении ή перейти на -ое пложёние είμαι ή γίνομαι κα- ραβανάς. казйть, кажу, кажешь επιρ. μτχ. δεν έχει· ρ.6.μ. (απλ.) δείχνω· - себя δείχνω τον ε- εαυτό μου (το ποιος είμαι εγώ). II εκφρ. не - глаз ή носу δεν εμφανίζομαι, δεν ζεμυτίζω. казаться, кажусь, кажешься, μτχ. ενστ.ка- ενστ.кажущийся ρ.δ. 1 φαίνομαι· δείχνω· -ется Ве- оёлым φαίνεται εύθυμος· это вам так -ется αυτό έτσι σας φαίνεται· ОН -ется моложе СВО- СВОИХ лет αυτός δείχνει να είναι νεότερος απο τα χρόνια τον -ется ЧТО... φαίνεται ότι.... как -ется όπως φαίνεται. 2 απρόσ. φαίνεται· ΜΗΘ| -ется μου φαίνεται. II казалось φαινό- φαινόταν облака,-лось, касались вершин гор τα πύννεφα, φαινόταν, σαν να έγγιζαν στις κο- κορυφές τΐι.·ν βουνών. Ι) νομίζω" -ется, Я Не ОПОЗДАЛ νομίζω,πως δεν άργησα. 3 (απλ.) εμ- εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι. II εκφρ. не - на глаза να μη με δει μάτι (δεν εμφανίζομαι). казах, -а α., -чка, -И θ. Καζάχος, -α. казахский επ. καζάχικος. казацкий επ. κοζάκικος. казачество, -а ουδ. 1 το στρώμα των Κοζά- 4ων. 2 (αθρσ.) οι Κοζάκοι. казачий, -ЬЯ, -Ье επ. κοζάκικος· -ЬЯ са- 0ЛЯ κοζάκικο σπαθί· казачка, -и θ. Κοζάκα. казачок, -чка α. κοζακόπουλο. II νεαρός чо- ζάκος-υπημί,τηι, νπαλ.). II κοζάκικος' χορός· κοζάκικη μουσική. Казйшка, -И θ. Καζάχα. *казеЙН, -а α. καζείνη, τυρίνη. II γαλάλι- θος, γαλακτόλιθος. И είδος κόλλας. казеЙНОВЫЙ επ. της καζεΐνης· - завод ερ- εργοστάσιο καζεΐνης..Η καζεϊ νούχος· - клей η κόλλα καζεΐνης· ~ые краски χρώματα καζεΐνης. *каземОТ, -а α. 1 (στρατ.) σκέπαστρο, γορ- γΰρα. 2 θωρακισμένο πυροβολείο πλοίου. 3 μπουντρούμι, κελλί, φυλακή. казематный επ: -ое орудие όπλο πυροβολεί- πυροβολείου· -ое заключение εγκάθειρξη. казёнка, -и θ. (παλ.) κρατικό οινοπνευμα- τοπωλείο καθώς και η βότκα αυτού. каэёННОКОШТНЫЙ επ. (παλ.) υπότροφος του κράτους· -' студент φοιτητής με κρατική υ- υποτροφία. казённый επ. 1 κρατικός, δημόσιος· -ые Деньги χρήματα του δημοσίου· ~ое ЗДОНИе δη- δημόσιο κτίριο· -ое имущество περιουσία του δημοσίου* на - счёт με έξοδα του κράτους* - Воспитанник υπότροφος μαθητής· -ое Пособие κρατικό βοήθημα. 2 γραφειοκρατικός, επιφα- επιφανειακός, τυπικός* - ПОДХОД К делу γραφειο- γραφειοκρατική αντιμετώπιση του ζητήματος. II κοι- κοινός, στερεότυπος, τετριμμένος, ρουτινιέρι- κος. II εκφρ. -ые крестьяне κρατικοί αγρότες (στη Βωσία τον 18-19 αι.)· казённая винная лавка βλ. казёнка, -ая палата εφορειακό κα- κατάστημα· εφορεία εισπράξεων του κυβερνείου· ~ая часть το κλείστρο όπλου. Казёнщина, -Ы θ. γραφειοκρατία, ρουτίνα. *КазИМЙр, -а α. (παλ.) κασμίρι (ύφασμα). казинет, -а α. (παλ.) είδος υφάσματος μι- σομάλλινο ή βαμβακερό. *ка8ИНО ουδ. άκλ. καζίνο. казЙСТЫЙ επ., βρ: -ЙСТ, -а, -О (παλ.) ε- εντυπωσιακός, ευειδής, με ωραίο παρουσιαστι- παρουσιαστικό· όμορφος. казна, -Ы θ. (παλ.) 1 δημόσιο ταμείο* ΓΟ- ΓΟΟ ударе ТВ енная - το θησαυροφυλάκιο. 2 το δη- δημόσιο, το κράτος· ШКОЛЫ И бОЛЪНЙЦЫ строит - τα σχολεία και τα νοσοκομεία τα χτίζει το κράτος. 3 χρήματα, περιουσία. казначей, -Я α. 1 θησαυροφύλακας βασιλιά, κράτους. 2 ταμίας κοινότητας, στρατού κ.τ.τ. казначейский επ. του θησαυροφύλακα ή του θησαυροφυλακίου* -ая ДОЛЖНОСТЬ το αξίωμα του θησαυροφύλακα. II εκφρ. ~ие билеты τραπεζο- τραπεζογραμμάτια. казначёЙСТВО, -а ουδ. θησαυροφυλάκιο, τα- ταμείο του κράτους. казначейша, -И θ. (παλ.) η σύζυγος του θη- θησαυροφύλακα ή του ταμία. казначея, -И θ. (παλ.) η ταμίας μοναστηριού. казНЙТЬ ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. каз- нённый, βρ: ~нён,~нена, -нено. 1 ρ.σ. εκτε- εκτελώ θανατοποινίτη. 2 βασανίζω, τυραγνώ, τα- ταλαιπωρώ. 3 μτφ. μαστιγώνω, στιγματίζω, κα- κατακρίνω. И -СЯ 1 εκτελούμαι (θανατώνομαι). 2 βασανίζομαι, τυραγνιέμαι, ταλαιπωρούμαι. 3 μτφ. μαστιγώνομαι, στιγματίζομαι, κατακρί- κατακρίνομαι, καταδικάζομαι. казнокрад, -а α. κλέφτης δημοσίων χρη- χρημάτων. Казнокрадство, -а ουδ, κλοπή δημοσίων χρη- χρημάτων . казнь, -И θ. 1 εκτέλεση (θανατοποινίτη). II
каа 446 как τιμωρία. 3 βάσανο, τυραγνία, ταλαιπωρία. 11 СХфр. торговая - (παλ.) δημόσια μαστίγωση. хаэоВЫЙ επ. εντυπωσιακός, εμφαντικός* конец εντυπωσιακό τέλος. *кавуйр, -а α. καζουάριος, είδος στρουθο- στρουθοκαμήλου. КазуЙСТ, -а α. μεγάλος νομικός, θεμιστο- πόλος. II μτφ. ξεδιαλυτής (ασύστατων απόψε- απόψεων, θέσεων). *кавуЙСТИка, -И θ. 1 καζουιστική (νομικής και ηθικής σημασίας). 2 μτφ. ικανότητα (για απόδειξη ψευδών θέσεων). каауНСТЙчесКИЙ επ. κάζουι στικός. *К08уо, -а α. 1 πολύπλοκη δικαστική υπόθε- υπόθεση. 2 συμβάν, γεγονός, περίπτωση, κάζο. КАЗУСНЫЙ επ. πολύπλοκος, δύσκολος (για δικαστική υπόθεση). Каин, -а α. Κάιν, Κάης, κακούργος, φονιάς. II αδελφοκτόνος. каинов, -а, -о επ. του Κάιν, του εγκλημα- εγκληματία, του φονιά· του αδελφοκτόνου, αδελφο- αδελφοκτόνος. II εχφρ. -а печать ή -о клейме) στίγ- στίγμα εγκληματία (σε μέλος του σώματος). ♦кайенский επ: - перец то «καυστικότερο κοκκινοπίπερο καθώς και το φυτό· καψίο. *КаЙла, -Ы θ. к. каЙЛО, ~έ ουδ. κασμάς με- ταλλορύχων. II σφήνα. кайЛЙТЬ р.δ.μ. δουλεύω με τον κασμά. кайловый επ. του κασμά ή της σφήνας. *кайма, >Ы θ. γύρος, άκρη, κράσπεδο υφά- ματος ή αντικειμένου. П μτφ. περιβολή. *каймёк, -ά (-у) α. (διαλκ.) κα'ιμάκι, αν- ανθόγαλα· αφρός. кайман, ~а α. βλ. аллигатор. кайнозой, -Я α. (γεωλ.) καινοζωικός αιώ- αιώνας. *КаЙНОЗОЙСКИЙ επ. καινοζωικός' -ая Зра о καινοζωικός αιώνας. кайра, -Ы θ. ουρία, γένος στεγανόποδων των βόρειων θαλασσών. как επίρ., μόριο κ. σύνδ. Ι. επίρ. 1 ερω- ερωτηματικό· πως, με ποιόν τρόπο· - ВЫ нашли нас В овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;- э"то случилось? πως συνέβηκε αυτό; - он рабо- работает? πως δουλεύει αυτός; II αδύνατο· - ОН не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνα- αδύνατο αυτός να μη δόσει. '2 (σημαίνει ποιότητα ε- ενέργειας ή κατάστασης) πως· - ПОЖИВёете? πως περνάτε; (ζήτε;)· - ваше здоровье? πως έ- έχει η υγεία σας; πως είστε; И ποιος, ποια, ποιο· - ваше ИМЯ? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε. 3 πόσο, τι, πάρα πολύ· - дав- давно МЫ не Встретились πόσο καιρό έχομε να συ- συναντηθούμε· - он глуп! τι ανόητος! ах! - я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι! ~ Я рад! πόσο χαίρομαι ! τι χαρά που έχω! II πά- πάρα πολύ· он страх - любопытен είναι τικά (φοβερά) περίεργος· отец его ужас -ру- -ругался о πατέρας του τον μάλωσε γερά. 4 ό- όταν, πότε. 5 κάπως, κατά κάποιον τρόπο· ο- οπωσδήποτε. Ц. μόριο. 1 (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως! 2 (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτι,υε ο πατέρας. .Ш. (σύνδεσμος υποτακτικός). 1 τρο- τροπικός· όπως. II τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. II όσο. II (παλ.) επειδή. ·2 σύνδεσμος συγκριτι- συγκριτικός· όπως, σαν, καθώς· ακριβώς· сидеть - на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ' <·- γκάθια- белый - снег άσπρος σαν το χιόνι· - прежде όπως πριν. II - будто, - бы, - будто 0Ы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. II έτσι, έ- έτσι ακριβώς. 3 (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. И тогда - ενώ· В ТО время - στο μεταξύ· - только ευθύς μόλις· перед тем - λί- λίγο πριν να· задолго ДО ТОГО -... πολύ πριν να... - вдруг όλως ξαφνικά· ВСЯКИЙ раь, -; каждый раз, - κάθε φορά που· с тех пор, - αφότου, απο τότε που. 4 (σύνδεσμος αιτι- αιτιολογικός) επειδή, αφΑ, λόγω του ότι, καθό- καθόσον, καθότι, γιατί. 5 (σύνδεσμος υποθετν- κός)· αν, εάν а что, - женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; II εισαγωγικό δη- δημοτικών τραγουδιών να, και, πως. II (με αρ- αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός* С КОГО же тянуть (деньги), - не о вас? απο ποιόν άλ- άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι απο σας; II μόνο, παρά. II πως ότι· они не заметили - он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσι*. II εκφρ. - бы не πως να μην - бы НИ... όσυ >ιαι να... - бы ТО НИ было εν πάση περιπτ'ί1- σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί· - же βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς· - есть απλ. εντελώς, το ίδιο όπως... - КОГДЙ ή КОГДЯ - εξαρτάται- смотря - εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα· » Кому ή кому - κατά τον άνθρωπο· смотря кому εξαρτάται κατά τον άνθρωπο* - МОЖНО ό- όσο το δυνατό* - бы не так! πως όχι! - нель- нельзя όσο δεν παίρνει· - нельзя лучше όσο δεν παίρνει καλύτερα· - МОЖНО больше όσο το δυ- δυνατό περισσότερο· - НИ αν και· —никак τέ- τέλος πάντων, τελικά, επι τέλους- - раз α) α- ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μτ- μιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως· - ско- скоро (παλ.) α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, α- αέσως. β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα·-1 так? πως έτσι; ~ мне быть? τι να κάνω; -..., Τ&κ и... τόσο..., όσο... ~ жаль! (жалко!) τι κρίμα! - например όπως παραδείγματος χάρη, όπως λόγου χάρη· ~ известно όπως είναι |·νω- στό· ~ же так? πως λοιπόν; - знать? πωο νιι μάθω; ποιος ξέρει; едва... -, едва ТОЛЬКЦ..'
как 447 кал -, ТОЛЬКО ЧТО... - μόλις... και να, αυτή τη στιγμή· так - επειδή, γιατί· —нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε* ~ ПОПа- ЛО όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως. *какадз? α. άκλ. είόος παπαγάλου. *Какао ουδ. άκλ. κακάο, θεόβρωμα. II το κα- καόδεντρο. какаовый επ. του κακάου· -ые плантации οι φυτείες κακάου. как-либо επίρ. βλ. как-нибудь. как-НИбуДЬ κ. КаК-НИбуДЬ επίρ. 1 κάπως, κατά κάποιον τρόπο, οπωσδήποτε· όσο* уГОВО- рй его - μίλα του κάπως.· приходите КО мне - вскоре ή поскорее ελάτε σε μένα όσο μπο- μείτε γρηγορότερα. 2 νωχελώς, πρόχειρα, α- αελέτητα, όπως-όπως· ОН всё делает » αυτός όλα τα φτιάχνει όπως-όπως. Каков, -а, -ό αντων. 1 (ερωτημ.) τι λο- λογής; τι είδους; ну ЧТО, -а" она? - Ч|удо! λοι- λοιπόν, τι λογής είναι αυτή; - θίχύμα! - ОН СО- ООЙ? ~ι εξωτερική εμφάνιση έχει; 2 (αναφο- οική) ποιος, τι· трудно сказать - будет уро- гАй δύσκολο είναι να προβλέψεις τι σοδειά θα έχομε· - ОН ποιος είναι αυτός· -ύ НЙШИ запасы ποια είναι τα αποθέματα μας. II πλθ. -Ы όπως (ακολουθεί απαρίθμηση). 3 επιφ.τι! - мерзавец! τι παλιάνθρωπος! τι αχρείος! II εκφρ. - ни на есть οποιοσδήποτε· - собой ή - ИЗ ^ес-Я τι εμφάνιση έχει. каково επίρ. πώς; τι; ~ вёше здоровье? πως ί'ίναι η υγεία σας; - ей теперь ЖИВёТСЯ? τίωο. χυτή τώρα ζει; - мне ЭТО ОТ тебй СЛЫ- учать? τι είν' αυτό που ακούω απυ σένα; какОВОЙ αντων. (παλ. ) βλ. КОТОРЫЙ. II βλ. какб й D ση μ.). какОВСКИЙ αντων. (απλ.) ποιος. 4 εχφρ. ЛО каковски (απλ.) σε ποια γλώσσα. какой αντων. 1 (ερωτηματική) ποιος; τι; - вам любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περί σ ;ότερο; -ГО ВЫ мнения О нём τι γνώμη έχετε γι' αυτόν; -ая нужда мне знать τι α- ανάγκη έχω να ξέρω· К ~бму ВЫВОДУ пришли? σε τι συμπέρασμα κατά ,ήξατε; -ЙЯ польза мне ОТ ЭТОГО? τι ωφέλεια έχω εγώ απ' αυτό; 2 (πε- ριφρονητικά) τι, τι είδους· - ОН учёный τι επιστήμονας είναι αυτός. 3 (αναφορ.) ποιος, τι· не знаю ~ую книгу вам дать δε" γνωρίζω ιιοιό βιβλίο να σας δώσω. II που, οποίος· та- кйх гвоздей, -их вам нужно, у менА нет τέ- ;οια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω. 4 ένας, κάποιος· οποιοσδήποτε. II (σε συνδυ- συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: невё- ДОКО, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι· он поехал в Афины неизвестно по ~йм делам αυ- αυτός πήγε στην Α,θήνα, χωρίς να ξέρουμε για :ι υποθέσεις (άγνωστο για τι). 5 επιφ. τι· ~ умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος! - до- добрый! τι καλός! -бе несчастие! τι δυστυχία! П εχφρ. ~ бы то ни был (было) οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι· - НИ (на)есть οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει· ХОТЬ - ή - хотите οποιοδήποτε, ό- όποιο θέλετε· из -τίχ (παλ.) απο ποιο κοινω- κοινωνικό στρώμα· НИ В ~ую με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση· где » ο καθένας εκεί που πρέπει· когда - το κάθε τι στον καιρό του· кому - ανάλογα με τον άνθρωπο- - тут άστ' αυτά, έλα (σώπα) τώρα· - там τι είν' αυτά (εκεί) που λες· - там наши? τι ζητάν οι δι- δικοί μας εκεί; -Им образом? πως; με τι τρόπο; какОЙ-ЛЙбО, -ЙЯ-ЛЙбО, -бе-ЛЙбО αόρ.αντων. βλ. какой-нибудь. какбй-нибудь, ~ая-нибудь, -бе-нибудь αόρ. αντων. 1 ένας, κάποιος, οποιοσδήποτε· найти - ВЫХОД βρίσκω κάποια διέξοδο. 2 περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, ως έγγιστα, γύρω, κοντά· Β - час Плеёды покажутся σε μια ώρα περίπου η Πούλια θα βγει· осталось -Ий-нибудь десять рублей έμειναν περίπου δέκα ρούβλια· ДО гброда осталось - километр ως την πόλη εί- είναι κάπου ένα χιλιόμετρο ακόμα· ХОТЬ - έστω οποιοσδίποτε. какбЙ-ТО, -ая-ТО, ~бе-ТО αόρ. αντων. κά- κάποιος, ένας· - человек вас спрашивает κά- κάποιος άνθρωπος σας ζητάει. II τέτοιος, κάτι τέτοιος. какофонический επ. κακόφωνος· - КВартёт κσκόφωνο κουαρτέτο. *какофОНИЯ, ~И θ. κακοφωνία. как-ТО επίρ. 1 κάπως, κατά τι, κατά κά- ,ίοιον τρόπο· мне - не ПО себе α) κάπως δεν είναι καλά ή δεν ταιριάζει, β) κάπως δεν εί- »μαι καλά (στην υγεία)· здесь - не УЮТНО εδώ ϋάπως δεν είναι άνετα. 2 πως, με ποιόν τρό- τρόπο. 3 σαν να, σάμπως· Я - встретил его на улице σάμπως να τον συνάντησα στο δρόμο. 4 όπως, δηλαδή, παραδείγματος χάρη· все пред- предприятия, -: строительные, текстильные, тран- транспортные... όλες οι επιχειρήσεις, όπως: οι οικοδομικές, υφαντουργικές, μεταφορών... II εκφρ. - раз μια φορά, κάποτε. *КОКТус, ~а α. κάκτος. КАКТУСОВЫЙ επ. κάκτιος. II ουσ. πλθ. ~ые τα κακτοειδή, οι κάκτοι. КЕЛ, ~а α. περίττωμα, αποπάτημα, κόπρανο· κόπρος (ζώων)· мушиный - μυγόφτυμα, -χεσμα. *каламбур, ~а α. καλαμπούρι, λογοπαίγνιο. каламбурист, -а α. καλαμπούρι στης, λογο- παίγμονας. каламбурить ρ.δ. καλαμπούρι ζω. каламбурный επ. αστείος, ευθυμολογικός , χιουμοριστικός.
кал 448 кал каламянка, -И θ.είδος κρουστού λινού υ- υφάσματος. *КалЙЩф, -а α. μάγγανο στίλβωσης ή πίε- πίεσης υφασμάτων, χαρτιού η.τ.τ. каландровый επ. του μάγγανου. *Каланча, -Й θ. παρατηρητήριο πυροσβεστι- πυροσβεστικής υπηρεσίας. калач, -ά, α. καλάτσι, είδος στρόγγυλου ψωμιού. II -<5м επί ρ. σαν κουλούρα· С0- ГНуть СПЙну -ОМ κουλουριάζω τη ράχη. II (διαλκ.) άσπρο (χάσικο) ψωμί. II εκφρ. тёртый - πολύπειρος, παλιοκαραμπίνα· на -й доста- досталось α) περιυβρίζω, β) δέρνομαι ανελέητα. калачик, -а α. κουλουράκι. II -<5м επίρ. σαν κουλουράκι. калаЧНИК, -а α. φούρναρης ή πωλητής κου- κουλουριών · КалаЧНЫЙ επ. της κουλούρας· -ЭЯ мука α- αλεύρι κουλούρας. Калевать, -ЛЙЮ, -ЛЙешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. калёванный, βρ: -ван, -а, -О р.δ.μ. ρο- ροκανίζω, πλανίζω βαθουλά. калёвка, ~И θ. πλάνισμα βαθουλό. Η πλάνη αυλακάσεων. II ξύλο αυλακωμένο με πλάνη. КалёВОЧНЫЙ επ. της αυλακωτής πλάνης. *КалеЙДОСКОП, -а α. καλειδοσκόπιο. калейдоскопический επ. καλειδοσκοπικός. Калека, -И α. к. θ. σακάτης, ανάπηρος. календарный επ. ημερολογιακός, 'календарь, -Α α. ημερολόγιο, ημεροδεί- ημεροδείκτης, καλενδάριο, καλαντάρι· настольный — επιτραπέζιο ημερολόγιο· ИЮЛИОНСКИЙ - ιουλι- ανό ημερολόγιο· ГриГОрИсШСКИЙ - γρηγοριανό ημερολόγιο. *КалёнДЫ, -ёнд πλθ. καλένδαι, καλάνδαι, κα- καλένδες, πρωτομηνιά. II εκφρ. ОТЛОЖИТЬ ДО Греческих -ёнд στις ελληνικές καλένδες, του αγίου Ποτέ, το μήνα που δεν έχει Ζάββατο. каление, -я ουδ. διαπύρωση, πυράκτωση· бе- белое - λευκοπύρωση· красное - ερυθροπύρωση. II εχφρ. довести ДО белого -Я εξαγριώνω στυ έπακρο, φρενιάζω, κάνω πυρ και μανία· ДОЙТЙ ДО ОёлОГО -Я αποθηριώνομαι, γίνομαι έξω φρε- φρενών ή πυρ και μανία. КалёНЫЙ επ. 1 πυρακτωμένος. 2 ψημένος· -ые семечки ψημένα σπόρια· -ые орехи ψημένα καρύδια. 3 ατσαλωμένος, χαλυβδωμένος.Η εκφρ. -ЫМ железом выжечь καταστρέφω δια πυρός και. σιδήρου. Калечить, -чу, -чишь р.6.μ. σακατεύω, α- ναπηρώνω, κάνω σακάτη, ανάπηρο. II μτφ. χαλ- χαλνώ, διαστρέφω, παραμορφώνω· - Характер δια- διαστρέφω το χαρακτήρα. II -СЯ σακατεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. КЙЛИ ουδ. άκλ. (παλ.) βλ. кАлиЙ. II εκφρ. едкое - υδροξείδιο του κάλιου ή καυστικό κά- κάλιο ή καυστική ποτάσσα. *КаЛЙбр, ~а α. 1 διαμέτρημα (κάνης όπλου) 2 (τεχ.) ακριβές μέγεθος. 3 μτφ. μεγάλης ολκής. 4 (τεχ.) μετρητής ελέγχου (οργάνου). калибрирование, -я ουδ. βλ. калибрование. калибрировать, -рую, -руешь р.6.к.σ.μ. βλ. калибровать. Калибрование, -Я ουδ. μέτρηση διαμετρήμα- διαμετρήματος.II κατασκευή διαμετρήματος. II διαμέτρηση. Калибровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. калибро'ванный, βρ : -ван, -а, -о р.δ.и. (τεχ.) μετρώ διαμέτρημα· κατασκευάζω διαμέ- διαμέτρημα. II διαμετρώ. Калибровка, -И θ. διαμέτρηση οπής (όπλου, σωλήνα κ.τ.τ.). КаЛИбрОВОЧНЫЙ επ. της διαμέτρησης ή του διαμετρήματος· - стано'к μηχανή κατασκευής δι- διαμετρήματος. КалИбрОВЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. εργάτης, -ρια κατασκευής διαμετρήματος. Калибровый επ. του διαμετρήματος. II του μετρητή (οργάνου). Калиевый επ. 1 του κάλιου. 2 καλιούχος. *КалИЙ, -Я α. (χημ.) κάλιο, калийный επ. του κάλιου· -ая промышлен- промышленность βιομηχανία κάλιου. II καλιούχος· -ые удобрения καλιούχα λιπάσματα. Калика, -И α. κ. θ. (παλ.) 1 στην έκφραση: - перехожий (перехожая) προσκυνητής· στρατο- στρατοκόπος, οδοιπόρος, ταξιδιώτης. 2 (λκ. ποίηση) ζητιάνος (κυρίως τυφλός). калильный επ. της πυράκτωσης· -ая печь ч κάμινος, το καμίνι. Калина, -Ы θ. κληματσίδα, βίβουρνο η λα- ντάνα. калЙННИК, -а α. θάμνοι βίβουρνων. КалЙНОВЫЙ επ. της κληματσίδας, του βί- βουρνου. Калитка, -И θ. πορτίτσα, παραπόρτι· κηπό-- πόρτα, περιβολόπορτα, μαντρόπορτα. КаЛЙТЬ, ~Л&, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χμ. калённый, βρ: -лён, -а, -о р.δ.μ. 1 πυρσ - κτώνω· - железо πυρακτώνω σίδερο. 2 θερμαί- θερμαίνω, ζεσταίνω πολύ· СОЛНЦе -ίϊΤοήλιος καίει. II ψήνω· - каштаны ψήνω κάστανα. 3 ατσαλώνω, χαλυβδώνω. И -СЯ πυρακτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. "калиф, -а α. βλ. халиф. II εκφρ. - на час (,ειρν.) βασιλιάς (άρχοντας) μιας ώρας (ολι- (ολιγόχρονη εξουσία). калкан, -а α. καλκάνι, σύακας. каллиграф, -а α. καλλιγράφος. Каллиграфически επίρ. καλλιγραφικά. каллиграфический επ. καλλιγραφικός, ♦каллиграфия, -И θ. καλλιγραφία. калмык, -а α., -чка, -И θ. Καλμούκος, -α. Калмыцкий επ. καλμούκικος.
кал 449 кам КалоВЫЙ επ. περιττωματικός, κοπρανώδης, ^φοδευτικός* κοπρώόης.. *каломёль, -И θ. καλομέλας, καλομέλανο (ο- (ορυκτό) . калорЙЙНОСТЬ, -И θ. θερμαντικότητα, θερ- μογονία. КалорЙЙНЫЙ επ. θερμαντικός, θερμογόνος. Калориметр, -а α. θερμιδόμετρο. ""Калориметрия, -И θ. θερμιδομετρία. *КЭЛОрЙфер, -а α. καλοριφέρ, θερμαγωγός. Калориферный επ. του καλοριφέρ, του θερμα- ,'ωγού· με καλοριφέρ, με θερμαγωγό· -ΟΘ ΟΤΟ- гшёние θέρμανση με καλοριφέρ. *кало'рия, -и θ. θερμίδα, καλορί· ма"лая θερμίδα γραμμάριο· большая - θερμίδα μείζων ή χιλιοθερμίδα. Калоша, -И θ. γαλότσα. " εκφρ. ПОСадЙТЬ В -./ φέρνω σε δύσκολη θέση ή σε γελοία κατά- κατάσταση· сесть В -у την ^ϊΟαίνω, παθαίνω γκά- γκάφα. КаЛОШНЫЙ επ. της γαλότσας, των γαλοτσών· ~ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή γαλοτσών. Калуга, -И θ. είδος οζύρρυγχου. *калуфер, кануфер, канупер, -а α. πύρεθρο 4φυτό). *калЫМ, -а α. εξαγορά απο μέρους του γα- γαμπρού προς τους γονείς της νύφης (σε μερι- ιοΰς ανατολικούς λαούς). "кальвиль, -Я α. είδος μηλιάς- καρποί αυτής. *КальВИНЙЗМ, ~а α. καλβινισμός. КальВИНЙСТ, -а α. καλβινιστής. КальвинИСТЙЧеский επ. καλβινιστικός. "Калька, -И θ. 1 χαρτί ή ύφασμα διαφανές.2 εκτύπωμα, έκτυπο (σχεδίου). 3 ατφ. απομίμπ- ση πλέξης ή φράσης άλλης γλώσσας): подлежа- подлежащее - υποκείμενο. калькировать, ~рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ξε- ιηκώνω, αντιγράφω σχέδια. II απομιμούμαι λέ- ■·εις (βλ. калька 3 σημ.). Калькограф, ~а α. χαλκογράφος. КаЛЬКОГрЙфИЯ, -И θ. χαλκογραφία. калькулировать, -рую, яруешь р.δ.μ. υπο- υπολογίζω, λογαριάζω. И -СЯ υπολογίζομαι, λο- (αριάζομαι. КаЛЬКуЛЙТОр, -а α. λογιστής. Калькуляционный επ. λογιστικός, του υπο- υπολογισμού. * Калькуляция, -И θ. υπολογισμός, λογαριασμός. Кальмар, -а α. καλαμάρι (μαλάκιο). * кальсоны, -СОН πλϋ. (ε)σώβρακο. Кальциевый επ. του ασβεστίου. II άσβε- άσβεστο υ χο ς. *КЙЛЬЦИЙ, -Я α. ασβέστιο. КаЛЬЦИНаЦИЯ, -И θ. (χημ.) διαπύρωση με- μετάλλων· εκδίωξη αερίων απο τα μεταλλεύματα, кальцинирование, -я ουδ. βλ. кальцинация. Кальцинированный επ. απο μτχ. διαπυρωμέ- νος. кальцинировать, -рую, -руешь, . παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кальцинированный, βρ: -ван, -а, -О р.б.ч.σ.μ. (χημ.) διακαίω, διαπυρώνω. *кальцЙТ, ~а α. ασβεστίτης. *КаЛЬЯН, -а α. ναργιλές, αργιλές. КаЛЙКаТЬ р.δ. (απλΟ πολυλογώ, φλυαρώ. *камарЙЛЬЯ, -И θ. (γραπ. λόγος) καμαρίλα. камаринская, -ой θ. κ. камаринский, -ого α. είδος ρωσικού χορού καθώς και τραγούδι. *камбала, -ы θ. ρόμβος, καλκάνι (ψάρι), камбоджиец, ййца α., ~ййка, -и θ. Καμπό- τζος, -α. камбуз, -а α. 1 μαγειρείο πλοίου. 2 φούρνος με λέβητα στο πλοίο. *КамВОЛЬНЫЙ επ. λαναρισμένος, χτενισμέ- χτενισμένος, ζασμένος. камедетечение, -я ουδ. κομμιορροή. Камедистый επ. κομμιώδης. *камёдь, -И θ. κόμμι. камелёк, -ЛЬКО α. μικρή εστία, γωνίτσα, μι- μικρό τζάκι. Камелия, -И θ. καμέλια (καλωπιστικό φυτό). каменеть р.δ. 1 απολιθώνομαι, πετρώνω. 2 σκληραίνω, ξυλιάζω. 3 ΐ-ΐτφ. γίνομαι άπονος, σκληρός, σκληρόκαρδος. КаменЙСТЫЙ επ., βρ: -ИСТ, -а, -О πετρώ- πετρώδης, λιθώδης· -ая почва πετρώδες έδαφος. каменка, ~И θ. πέτρινη θερμάστρα χωρίς καπνοδόχο. Каменноугольный επ. γαιανθρακικός· γαι- ανθρακούχος, γαιανθρακοφόρος, λιθανθρακοφό- ρος· ~ая Промышленность ανθρακοβιομηχανία· - бассейн γαιανθρακούχο λεκανοπέδιο·-ая СМО- ла λιθανθρακόπισσα· -ая шёхта ανθρακωρυ- ανθρακωρυχείο, λιθανθρακωρυχείο. Каменный επ. 1 πέτρινος, λίθινος· -ые ПЛИ- ПЛИТЫ πέτρινες πλάκες· - ДОМ λι,θόκτιστο σπί- σπίτι· -ая гори πετροβούνι, βραχοβούνι· » мост πέτρινο γεφύρι· - уголь πετροκάρβουνο, λι- λιθάνθρακας. 2 μτφ. ακίνητος, άψυχος· -Ое ЛИ- ЛИЦО άψυχο (χωρίς ζωντάνια) πρόσωπο. 3 μτφ. άκαρδος, άσπλαχνος, ασυγκίνητος,αναίσθητος, αδιάφορος· -ое сердце πέτρινη καρδιά.4 μτφ. ακλόνητος, σταθερός. II εκφρ. - дроздь πε- τροκάσυφας· -ая СОЛЬ ορυκτό αλάτι· -ая бо- боба αρχαίο πέτρινο είδωλο· -ая болезнь (παλ.) λιθίαση (νόσος)· - век η λίθινη εποχή·- ме- ШОК αδιαχώρητο κελί· φυλακή, μπουντρούμι. каменобоец, -ойца α. εργάτης λιθοθραύστης. каменоЛОМНЫЙ επ. λατομικός, του λατομείου. каменоломня, -И θ. λατομείο, νταμάρι, πε- τροκοπιό. Каменотёс, ~а α. λιθοξόος, πετροκόπος. каменшИК, -а α. χτίστης.
кам 450 кав камень, -мня, πλθ. камни, -ей κ. παλ. ка- мёнья* -ьев а. 1 πέτρα, λιθάρι, λίθος· ВЫ- ВЫМОСТИТЬ улицу -ем λιθοστρώνω обо· ПОбие- ние -ями λιθοβολισμός. II πετράδι· драго- драгоценный - πολύτιμος λίθος. 2 ταφόπετρα· ПОД сим -ем лежит тело такого-то κάτω απ' αυ- αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάόε. 3 μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη· - на сердце у менй ле- лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλ- γώ)· - свалился с груди ή спал с сердца μοΰ 'φύγε ένα βάρος απο μέσα (απαλλάχτηκα απο βαριά θλίψη). 4 πλθ. -Й (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.). II εκφρ. держйть - за п£зуХ0Й κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)· забросать ή заки- ДЙТЬ -ЯМИ α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατα- κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους· -НЯ на -не не ОСТАВИТЬ α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα· κριτικάρω αλύπητα· -ем ■падать, упасть κ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βα- (βαριά)· ТОЧИЛЬНЫЙ - ακονόπετρα, ακονόλ ι θος· фи- философский - φιλοσοφική λίθος. *камера, -Ы θ. 1 δωμάτιο, θάλαμος ειδικός· κάμαρα· тюремная - κελί φυλακής· одиночная - απομονωτήριο φυλακής· дезинфекционная απολυμαντήριο* - хранения багаяй αποθήκη α- αποσκευών σιδηρ. σταθμού. 2 αεροθάλαμος, σα- σαμπρέλα. II (τεχ.) θάλαμος. 3 (φωτογρ.) σκο- σκοτεινός θάλαμος. *камеральный επ. του γραφείου· -ые рабо- работы εργασίες γραφείου. *камергер, -а α. θαλαμηπόλος του βασιλιά. *камердйнер, -а α. καμαριέρης, θαλαμηπόλοι:. "камерЙСТКа, -И θ. καμαριέρα, η θαλαμηπό- θαλαμηπόλος. кМмер-КОЛЛёГИЯ, -И θ. (παλ.) οικονομική εφορία. камерный επ. 1 του κελιού της φυλακής· - СТEрОЖ φύλακας κελιού φυλακής. 2 θαλαμω- τός. 3 του θαλάμου. 4 του δωματίου* -ая музыка μουσική δωματίου. *Камертон, -а α. η διαπασών. камешек κ. камушек, -шка α. Λετρίτ.σα, πε- τρούλα, λιθαράκι. II εκφρ. - В чей огород (бросить, кидать) κάνω υπαινιγμό σε κάποιον. *Камея, -И θί καμέα, δαχτυλόπετρα, καμέος. *камзол, -а α. ζιμπούνι, είδος γιλέκου. *КаМИЛаВКа, -И θ. καλυμμαύχι ο, καμηλαύκι. 'камин, -а α. εστία, τζάκι, γωνιά. II εκφρ. электрический - ηλεκτρική θερμάστρα. К&МЙННЫЙ επ. της καμίνου, του τζακιού. *камка, -Й θ. δαμασκηνό, ύφασμα μεταξωτό, ανθοποίκιλτο. *камлот, -а α. (παλ.) καμηλωτή (ύφασμα). камлОТОВЫЙ επ. απο καμηλωτή. Камнедробилка, -И θ. λιθοθραύστης (μηχο- νή), σπαστήρας. камнедробильный επ. λιθοθραυστικός. Камнеломка, -И θ. έμπετρο (φυτό). камнерез, -а α. λιθοξόος, λιθοκόπος, πε- τροκόπος. камнерезный επ. λιθογλυπτικός. камнесечение, -Я ουδ. λιθοτομία. КЙМОра, -Ы θ. (παλ.) δωμάτιο, θάλαμος. II αποθήκη, κελάρι. Каморка, -И θ. δωματιάκι, θαλαμίσκος. II αποθηκούλα, κελαράκι. КампанёЙСКИЙ επ, ασυνεχής, διακοφτός, α- συστηματοποίητος. Кампанейщина, -Ы θ. έλλειψη συστηματικό- συστηματικότητας, μεθοδικότητας· ανοργανωσιά. *кампания, -И θ. 1 (στρατ.) εκστρατεία. II πόλεμος. 2 μτφ. καμπάνια· избирательная εκλογική εκστρατεία. 3-συνεχής λειτουργία μηχανής ή συσκευής. камрад, -а α. (παλ.) σύντροφος, συνάδελφος. *камуфлёт, -а α. 1 υπόγεια έκρηξη οβίδας, νάρκης. 2 μτφ. άσχημη.τροπή υπόθεσης. камуфлирование, -я ουδ. βλ. камуфляж. камуфлировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. κα- καμουφλάρω, παραλλάσσω. *камуфляж, -а α. (στρατ.) καμουφλάζ, «ρι- σμα, παραλλαγή, камушек βλ. камешек. *камфара, -Ы θ. καμφορά. Камфарный επ. της καμφοράς· απο καμφορά· -ое маЪло καμφορέλαιο, καμφουρόλαδο. Камчатка, -И θ. (σχολ. αργκό) παλ. μαθη- μαθητές των τελευταίων θρανίων. камчётный επ. δαμασκηνοειδής. II απο δα- δαμασκηνό ύφασμα. •камчатый επ. βλ. камчатный. *'камш, -& α. καλάμι. II πλθ. ~Ы, -ей τα βούρλα. камышевка, -И θ. συλβία (ωδικό πτηνό). камышина, -Ы θ. (απλ.) καλαμιά. камыШОВЫЙ επ. καλαμώδης* καλαμένιος. канава, ~Ы θ. 1 αύλακας, χάντακας, -κι. 2 (παλ.) κανάλι. канавка, -И θ. 1 αυλακάκι, χαντακάκι. 2 καναλάκι. 3 (τεχ.) αυλακιά, αυλάκωση. канаВОКОП^тель, -Я α. εκσκαφέας τάφρων. канавокопательный επ. του εκσκαφέα τά- τάφρων -ая машина εκσκαφέας τάφρων. канадец, -дца α., -ка, -и θ. Καναδός, -ή, -έζα. КанаДСКИЙ επ. καναδικός. *Канал, -а α. 1 αύλακας, διώρυγα, κανάλι- суёцкий - η διώρυγα του Εουέζ* коркинфский - η διώρυγα του ισθμού της Κορίνθου* оросй- теЛЬНЦЙ - αρδευτικός αύλακας. 2 το εσωτερι-
кан 451 кан чо αυλού· - артиллерийского орудия о αυλός του πυροβόλου: кабельный - о πυρήνας του κα- καλωδίου. 3 σωλήνας? мочеиспускательный - η ουρήθρα· пищеварительный - ο πεπτικός σω- σωλήνας. 4 μτφ. πλθ. -Ы μέσα, τρόποι., οδοί. канализотор, -а α. ειδικός για εργασίες καναλιών. канализационный επ. διοχετευτικός, απο- αποχετευτικός, παροχετευτικός· ~ая сеть απο- αποχετευτικό δίχτυ· ~ая труба σωλήνας παροχέ- παροχέτευσης, κιούγκι. канализация, -И θ. παροχέτευση· υπόγεια σωλήνωση. *каналья, ~и, γεν. πλθ. -лий, 6οτ. «льяма. κ,θ. κανάγιας, αχρείος, πρόστυχος· μασκαράς. канареечник, ~а α. φαλαρίδα, ανεμόχορτο, καναρόσπορος.! канареечный επ. καναρίνιος, του καναρι- καναρινιού· καναρινοειδής. II εκφρ. ~ое семя κανα- καναρόσπορος, ο σπόρος της φαλαρίδας. *канарёйка, ~И θ. καναρίνι. канат, -а α. χοντρό σχοινί· морской - κα- ραβόσχοινο, παλαμάρι, γούμενα· ХОДИТЬ ПО -У σχοινοβατώ· стальной - συρματόσχοινο· пень- пеньковый - κανναβόσχοινο· Икорный - αγκυροδέ- της. канатник, ~а α. αβούτιλο (φυτό). Канатный επ. του χοντρού σχοινιού, της χοντρής τριχιάς· -ое ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή χοντρών σχοινιών, καραβόσχοινων ~ая фабри- фабрика σχοινοπλοκείο. канатоходец, -дца α. σχοινοβάτης. канаус, -а α. ταφτάς, είόος μεταξωτού υ- υφάσματος. канаусовый επ. απο ταφτά. *КаНВё, -Ы θ. καμβάς· ВЫШИВОТЬ ПО -ё κε- κεντώ στον καμβά. II μτφ. βάση· - событий εξέ- εξέλιξη των γεγονότων. II (φιλγ.) πλοκή, υφή. канвОВЫЙ επ. του καμβά· για καμβά. *кандалй, -ΟΒ πλθ. αλυσίδες, δεσμά· ручнйе - χειροπέδες· ножные - ποδοπέδες· заковать Β - βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω. кандальник, -а . δεσμώτης. кандальный επ. τω,ν δεσμών, των αλυσίδων. II ως ουσ. (παλ.) δεσμώτης. *канделйбр, -а α. κηροστάτης, λυχνοστάτης* κηροπήγιο, καντηλέρι. II πολύφωτο ηλεκτρικό. *'кандидёт, -а α., -ка, -и θ. υποψήφιος· - Β депутаты υποψήφιος βουλευτής· ВЫДВИГАТЬ В -Ы προτείνω υποψήφιους. II διδάκτορας· технических наук διδάκτορας τεχνικών επι- επιστημών. II εκφρ. - В члены партии δόκιμο μέ- μέλος του κόμματος. кандидатский επ. του υποψηφίου. II του δι- διδάκτορα· ~ая диссертация διατριβή δοκίμου. II εκφρ. - минимум το ελάχιστο όριο γνώσεων του δόκιμου· - стаж περίοδος δοκιμασίας (για μέλος του κόμματος). кандидатура, -ы θ. 1 υποψηφιότητα· вйста- ВИТЬ ЧЫКП* -у προτείνω για υποψήφιο· СНЯТЬ СВОЮ -у αποσύρω την υποψηφιότητα μου. 2 υ- υποψήφιος* Подходящая - καλός υποψήφιος. *каНДЙЛЬ, -Я α. είδος μήλου μαχρολού καθώς χαι η μηλιά. *канЙКуЛЫ, -ул πλθ. διακοπές, παύσεις· ве- сёняие - ШКОЛЬНИКОВ ανοιξιάτικες διακοπές των μαθητών. каникулярный επ. των διακοπών -ое время ο χρόνος των διακοπών. *канйстра, -Ы θ. βαρέλι, ντεπόζιτο. канителить ρ.δ. νοθρεύω, βραδύνω, αργο- δουλεύω· χασομερώ. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. *канитёль, ~И θ. 1 επιχρυσωμένο ή ετίαργυ- ρωμένο νήμα* ЗОЛОТАЯ - то τιρτίρι. 2 μτφ· ανιαρή διήγηση. 3 άσκοπο χάσιμο χρόνου. II εκφρ. тянуть ή разводить -α) κάνω τι ή λέγω ρι ανιαρά, μονότονα, β) βλ. канителить. канительный επ. χρυσονηματικός. II μτφ. μακρός, μακροσχελής, μακροτενής, σχοινοτε- σχοινοτενής· ανιαρός, μονότονος, βαρετός. *канифОС, -а α. είδος βαμβακερού υφάσματος. КаНИфОЛИТЬ ρ.δ.μ. περνώ με κολοφώνι· смычок περνώ το δοξάρι με χολοφώνι. *КаНИфблЬ, -И θ. κολοφώνι. канифольный επ. του,κολοφωνίου· -ое про- производство η παραγωγή κολοφωνίου. II χολοφω- νιούχος· ~ое мыло κολοφωνιούχο σαπούνι. *канкан, -а α. γαλλικός χορός κωμικός και άσεμνος, χόρδακας. *каннелйра, ~Ы θ. (αρχτ.) ράβδωση, αυλάκω- μα κολόνας. * каннибал, -а α. (γραπ. λόγος) κανίβαλος. II μτφ. άγριος, θηριώδης, απάνθρωπος. *КаННИбадЙ8Ы, -а α. κανιβαλισμός, ανθρω- ανθρωποφαγία. II αγριότητα, θηριωδία, απανθρωπιά. каннибальский επ. κανιβαλικός, άγριος, α- απάνθρωπος, θηριώδης. каннибальство, -а ουδ. βλ. каннибализм. *КЭНОН, —а α. 1 (εκκλσ.) κανόνας, θέσπι- σμα. 2 μτφ. γενικός νόμος, αρχή τηρητέα. 3 τα βιβλία των Γραφών. 4 (επκλσ.) ύμνος. *Канонада, ~Ы θ. κανονιοβολισμός· ομοβρο- ντία, μπανταριά. канонёр, -о. α. βλ. канонир. *КаНОНерка, -И θ. κανονιοφόρος (σκάφος). канонерский επ: -ая лодка βλ. канонерка. канонизация, -И θ. αναγωγή σε κανόνα, κα- καθ ι έρωση. канониаировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 κανονίζω, καθιερώνω σαν εκκλησιαστικό κανό- κανόνα. II αναγορεύω άγιο, αγιοποιώ. 2 αναγάγω σε κανόνα. II -СЯ ανάγομαι σε κανόνα.
кан 452 кап канонжэоватъ(ся) р.б.ч.σ. βλ. канонизиро- канонизировать (ся). *КанОНЖК, -а α. κανονικός (φραγκόπαπας). *КаНОНЙр, -а α. πυροβολητής, κανονιέρης. канонический επ. 1 (εχκλσ.) κανονικός. 2 αγιοποιημένος. 3 μτφ. καθιερωμένος σαν πρό- πρότυπο. каноничность, -И θ. κανονικότητα (ακριβής τήρηση του κανόνα). каноничный επ. βλ. канонический. *кант1, -а α. 1 σειρίτι. II περίβλημα,, γύρος (σχεδίου, φωτογραφίας κ.τ.τ.). 2 γωνία ξΰ- λου λαξευμένη. *кант^ -а α. (παλ.) ύμνος, ψαλμός. *кантабИЛв (μουσ.) 1 επίρ. μελωδιακά, ή- ήπια, γλυκά, 2 ουδ. άκλ. ασμάτιο· μελωδικό τραγούδι. *канталупа, -Ы θ. είδος πεπονιού. *кантйта, -ы θ. καντάδα, (μουσική ή στίχος). кантианец, -НЦа α. καντιανός, οπαδός της φιλοσοφίας του Καντ. кантианский επ. καντιανός. КантИаНСТВО, ~а ουδ. η καντιανή φιλοσοφία. ΚάΗΤΗΚ, -а α. σειριτάκι* λωριδίτσα. *кантилёна, -Ы θ. ήπια μελωδία. II (παλ.) ε- ερωτικό τραγούδι. кантование, -я ουδ. βλ. кантовка, кантовать, -тую, -туешь р.δ.μ. 1 ράβω σει- σειρίτι, μπορντούρα. 2 κυλώ. 3 λαξεύω. II -СЯ 1 ράβομαι. 2 κυλιέμαι. 3 λαξεύομαι. кантовка, -И θ. 1 κύλιση, -μα. 2 λάξευση. *кантОН, -а α. καντόνι (διοικητική περιφέ- περιφέρεια). кантональный επ. του καντονίου· -ые вы- выборы εκλογές καντονίου· - город πρωτεύου- πρωτεύουσα καντονίου. *канТ0ННСТ, -а α. στρατιωτίκοπαίδι (εκ γε- γενετής γραμμένο στο στρατό· τον 19 αι.). кантонистский επ. του στρατιωτικοπαιδιού· ~ая ШК<5ла σχολή στρατιωτικοπαιδιών. *КЙНТОР, -а α. 1 ψάλτης καθολικής εκκλησί- εκκλησίας. II βασικός ψάλτης συναγωγής. 2 δάσκαλος και μαέστρος χορωδίας. *КануН, -а α. 1 παραμονή. 2 (εκκλσ.) ψαλ- ψαλμοί δοξολογίας. 3 (διαλκ.) φαγοπότι επιμνη- επιμνημόσυνο. канупер βλ. калуфер. кануть, -ну, -нешь р.σ. 1 (παλ.) σταλάζω, στάζω. II βυθίζομαι. 2 μτφ. εξαφανίζομαι, γί- γίνομαι άφαντος, χάνομαι· - В прошлое χάνο- χάνομαι βαθιά στο παρελθόν - В вечность εξαφα- εξαφανίζομαι για πάντα· как В ВОДУ - ανοίγει η γη και με καταπίνει, εξαφανίζομαι χωρίς να αφή- αφήσω κανένα ίχνος ζωής. кануфер βλ. калуфер. Канцеляризм, -а α. έκφραση (διατύπωση) σε γραφειοκρατικό στυλ. Канцелярист, -а α. γραφιάς, γραμματικός. II μτφ. γραφειοκράτης, φορμαλιστής, τυπολάτρης. *Канцелярия, -И θ. γραφείο, γραμματεία. канцелярский επ. του γραφείου· - СТОЛ το γραφείο (τραπέζι)· -ие принадлежности γρα- γραφικά είδη· - почерк όμορφος γραφικός χαρα- χτήρας· - ЯЗЫК ή СЛОГ γλώσσα των γραφείων (βαριά και άχαρη). Канцелярщина, -Ы θ. 1 δουλειά γραφείου. 2 γραφειοχραία, φορμαλισμός, τυπολατρεία. *канцлер, -а α. καγκελάριος. канцлерский επ. του καγκελαρίου. *КанцОна, -Ы θ. καντσδνα, λυρικό ποίημα. Ι! λυρικό τραγούδι. *канЬОН, -а α. στενή κοιλάδα, канюк, ~ά α. είδος γερακιού. КанГЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.δ. (απλ.) παρακαλώ επίμονα, ενοχλητικά, εκλιπαρώ. *каоЛИН, -а α. ο καολίνης (καθαρό αργίλιο). каолиновый επ. καολινούχος.ΙΙ απο καολίνη . копанье, -Я ουδ. στάξιμο, στάλαγμα. капать, -аю, -аешь κ. (παλ.) -плю,-плешь, кйпай, επιρ. μτχ. капая ρ.δ. 1 στάζω, στα- σταλάζω· ИЗ глаз у Неё -ЛИ слёзы απο τα μάτια της έσταζαν δάκρυα· ДОЖДЬ -лет πέφτουν στα- σταλαματιές βροχής: крыша -лет η στέγη στάζει. 2 ρίχνω σταγόνες· - лекарство В рюмку ρί- ρίχνω σταγόνες φάρμακο στο ποτηράκι. II χύνω* не кёлай вином на скатерть μη χύνεις κρασί στο τραπεζομάντηλο. 3 απρόσ. σταλαματί ζει .11 εκφρ. не -Лет над нами δε μας βιάζει ή όε μας κυνηγάει κανένας. *Капёдла, -Ы θ. 1 χορωδία. 2 παρεκκλήσι καθολικό, καπέλα. II διαμέρισμα στην καθολι κή εκκλησία. *Капеллан, -а α. ιερέας της καπελάς. *Капель, -И θ. σταλαματιές (απο το λιώσιμο χιονιού). *капельдинер, -а α. (παλ.) ταξιθέτης θεά- θεάτρου. капелька, -И θ. 1 σταλαματίτσα, σταλίτσα, σταγονίτσα, -ίδιο· -И росы σταγονίτσες δρο- δροσιάς. 2 ελάχιστη ποσότητα· НИ -И совести ού- ούτε σταλιά (κόκκος) συνείδησης. 3 ως επίρ.λι- γάκι, ελάχιστο, μιά σταλίτσα· выпейте -у πιέτε μια σταλίτσα (λίγο)· НИ осталось НИ -у Табаку δεν έμεινε ούτε μια πρέζα καπνός· Π0- сидйте ХОТЬ -у καθήστε έστω και λιγάκι· НИ -И Не ООЮСЬ δε φοβάμαι καθόλου· ДО ПОСЛёд- ней ~И μέχρι τελευταία σταγόνα (ρανίδα). *Капельмейстер, ~а α. (παλ.) αρχιμουσικός- μαέστρος. капельмейстерский επ. του μαέστρου· -ая палочка η μπαγκέτα του αρχιμουσικού, капельник, -а α. βλ. капельница.
кап 453 кап Капельница, -Ы θ. σταγονόμετρο. ка^елЫШЙ επ. σταγονοειδής. *капер, -а α. σκάφος πειρατικό. II ιδιοκτή- ιδιοκτήτης πειρατικού σκάφους. *к£перс, -а α. κάππαρη (φυτό καθώς και οι διατηρημένοι αρμυροί καρποί του). каперец βλ. кйперс. "капилляр, ~а α. σωληνίσκος. II τριχοειδές αγγείο· кровеносные -Ы τριχοειδή αιμοφόρα ауусСа· лимфатические -Ы λεμφοφόρα τριχο- τριχοειδή αγγεία, λεμφαγγεία. капиллярный επ. τριχοειδής· -ые сосуда ЗРМЛЙ τριχοειδή αγγεία εδάφους" -ая сеть δίχτυ τριχοειδών αγγείων. *кашта\л, -а α. 1 (οικον.) κεφάλαιο· стрё.- НЫ -а οι καπιταλιστικές χώρες· торговый - το εμπορευματικό κεφάλαιο· банковский - τραπε- Γιτικό κεφάλαιο· ПОСТОЯННЫЙ - σταθερό κε- φάλαιο· переменный - μεταβλητό κεφάλαιο· - Оборотный κυκλοφοριακό κεφάλαιο· денежный ~ χρηματικό κεφάλαιο· проИЗВОДИТеЛЬНЫЙ - πα- παραγωγικό κεφάλαιο· ссудный - δανειστικό κε- κεφάλαιο· Мёртвый - νεκρό κεφάλαιο - В ак- акциях μετοχικό κεφάλαιο· накопление -а απο- αποκόμιση κεφαλαίων. 2 μτφ. πλούτος, θησαυρός, αζία· весь мой - -знания όλος μου ο πλούτος ίναι οι γνώσεις. капитализация, -и θ. κεφαλαιοποίηση, με- μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο. капитализировать, -руга, -руешь р.δ. κ. σ. νεφαλαιοποιώ, μετατρέπω σε κεφάλαιο. II -СЯ κεφαλαιοποιούμαι, μετατρέπομαι σε κεφάλαιο. капитализм, -а α. καπιταλισμός, κεφαλαιο- Ηματία· монополистический - μονοπωλιακός καπιταλισμός. Капиталист, -а α., ~ка, -И θ. 1 καπιταλι- καπιταλιστής, χεφαλαιοκράτης. 2 πλούσιος. капиталистический επ. καπιταλιστικός, κε- φαλαιοκρατικός· - способ производства καπι- καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής· -Ие производс- производственные отношения καπιταλιστικές παραγωγι- παραγωγικές σχέσεις· -ое Общество κεφαλαιοκρατική κοινωνία· -ая эксплуатация η εκμετάλευση του κεφαλαίου. капиталовложение, -Я ουδ. επένδυση κεφα- κεφαλαίων. капитальный επ. κεφαλαιώδης, βασικός, κύ- κύριος· - вопрос κύριο ζήτημα· -ая МЫСЛЬ κύ- κύρια ιδέα. II γενικός· - счёт γενικός λογα- λογαριασμός. Μ γερός, σταΟεοός, στέρεος· -ое произведение γερό έργο. Ι| εκφρ. -ые вло- вложения επενδύσεις κεφαλαίων ~ ремонт γενική επισκευή· -ая стена τοίχος αντιστήριξης" ~ое строительство κατασκευή δημοσίων έργων. ''капитан, -а α. 1 λοχαγός- ротный командир В чине капитана διοικητής λόχου με το βαθμό λοχαγού· - кавалерии ίλαρχος· - медицинской службы στρατιωτικός γιατρός με το βαθμό λο- λοχαγού. 2 πλοίαρχος, κυβερνήτης, καπετάνιος. 3 (αθλτ.) αρχηγός· - футбольной КОма"нды αρ- αρχηγός ποδοσφαιρικής ομάδας. II εκφρ. — лей- тенант υποπλοίαρχος· - 1го ранга πλοίαρχος* - 2го ранга αντιπλοίαρχος· - 3го ра^га πλω- πλωτάρχης. капитанский επ. του λοχαγού, του καπετά- καπετάνιου· -ие ПОГОНЫ οι επωμίδες του λοχαγού. *капитёль, -И α. κιονόκρανο, "капитул, -а α. 1 σύνοδος ιερέων επισκοπής καθολικής εκκλησίας. 2 (παλ.) συνέλευση ιπ- ιπποτικού ή μοναχικού τάγματος. 3 ίδρυμα απο- απονομής βραβείων στην τσαρική Ρωσία. капитулировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.συν- ρ.δ.κ.σ.συνθηκολογώ· - безоговорочно συνθηκολογώ άνευ όρων. капитулянт, -а α. συνθηκολόγος. капитулянтский| επ. του συνθηκολδγου* της συνθηκολόγησης· συμβιβαστικός. капитулЙНСТВО, -а ουδ. συνθηκολόγηση. *капитулЙПИЯ, -и θ. 1 συνθηκολόγηση· - го- города συνθηκολόγηση πόλης· - армии συνθηκο- συνθηκολόγηση του στρατού* безоговорочная - η άνευ όρων συνθηκολόγηση. II μτφ. το δίπλωμα, υπο- υποχώρηση απο θέσεις που υποστηρίζω. 2 (παλ.) άνιση συμφωνία (αποικιακής χώρας με καπιτα- καπιταλιστική). кёпище, -а ουδ. ειδωλολατρικός ναός. Ι! μτφ. τόπος υπηρεσίας κάποιου, οίκος του πατρός. *капка"н, ~а α. παγίδα, δόκανο. капканный επ. της παγίδας, του δόκανου. каплун, ~ά α. κόκορας ευνουχισμένος. *'капля, -и, γεν. πλθ. -пель, δοτ. -ПЛЯМ θ. 1 σταγόνα, σταλαματιά, στάλα· ρανίδα· -И ЛЪждЙ σταγόνες βροχής· -И росы δροσοσταγό- νες· сердечные -И σταγόνες για την καρδιά.2 ως επίρ. -ПЛГО λίγο, ελάχιστα, μια σταλιά ή μια σταγόνα. Η εκφρ. - В море σταγόνα στον ωκεανό (μηδαμινή ποσότητα)· - за -ей ή - ПО -е σταλαματιά-σταλαματιά, λίγο-λίγο, σκαλί- σκαλί, βαθμιαία· ДО последней -И крОВИ μέ- μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος· НИ -И ούτε σταγόνα, καθόλου· -И В рот не брать δε βάζω σταλιά στο στόμα, δεν πίνω καθόλου οι- οινοπνευματώδη ποτά· как две -и воды (похож на КОГО) πανόμοιος, πανομοιότατος, ίδιος κι απαράλλαχτος. капнуть р.σ. βλ. капать. каПОНИр, -а α. (στρατ.) καταφύγιο. II υ- υπόστεγο αεροπλάνου. *ка*ПОр, -а α. είδος παιδικού ή γυναικείου καπέλου. *кап<5т? -а α. 1 (παλ.) είδος ρόμπας. 2 κά- κάλυμμα κινητήρα, καπό.
кап 454 кар капот, ~а α; βλ. капотаж. *капотоя, -а α. βλάβη· αναποδογύρισμα αε- αεροπλάνου απο μπροστινό μέρος (κατά την προ- προσγείωση και απογείωση). капотирование, -я ουδ. 1 βλ. капотах. г κάλυψη, σκέπασμα με καπό. 'капотировать,. -рую, -руешь р.б.ч.σ. 1 α- αναποδογυρίζω με το μπροστινό μέρος. 2 κα- καλύπτω τον κινητήρα με καπό. *капрёл, ~а α. δεκανέας. капральский επ. του δεκανέα. '*каприз, -а α. ιδιοτροπία, παραξενιά, πεί- πείσμα, καπρίτσιο. капризник, -а α., ~ца, -Ы θ. καπριτσόζος, -α, πεισματάρης, -α, ιδιότροπος, παράξενος. капризничать ρ.δ. καπριτσώνω. капризный επ., βρ: -зен, -зна, -зно κα- πριτσδζικος, ιδιότροπος, πεισματάρικος· ребёнок καπριτσόζικο παιδάκι· -ая жёнвдна καπριτσόζα γυναίκα· - характер ιδιότροπος χαρακτήρας. II άστατος· ευμετάβλητος· -ая Π0- гбда άστατος καιρός. И επιτηδευμένος· αλλό- αλλόκοτος. капризуля, -и α. κ. θ. βλ. капризник, -па. *каприфОЛИЙ, -Я α. κ. КаприфОЛ», -И θ. αιγό- κλημα, αγιόκλημα. *капрйччио κ. каприччо ουδ. άκλ. (μουσ.) το καπρίτσιο. капрон, -а α. καπρόν, τεχνητές ίνες. капроновый επ. του καπρόν απο καπρόν. *КОПСула, -Ы θ. 1 (φαρμ.) κάψουλα. 2" μεμ- μεμβράνη (μελών του σώματος). *каП0ЮЛЬ, -Я α. καψούλι, καψυλιο. капсюльный επ. του καψουλιού. II με κα- ψουλι. *капта^К, ~а α. πηγαία εγκατάσταση λήψης. *каптенормус, -а α. (παλ.) επιμελητής, ε- φοδιαστής.στρατού. капуста, ~Ы θ. κραμβολάχανο, λάχανο, μά- μάπα, κράμβη η λαχανωδης, βράσκη" КЙСЛаЯ ή квашеная - αρμυρόζυνο λάχανο. II εκφρ. ЦВвТ- нйя - ανθοκράμβη, κουνουπίδι· Изрубить В -у ΚΟΓE-Η. κατακρεουργώ κάποιον. капусТНИК, -а α. 1 (κραμβο)λβχανόκηπος. 2 κραμβοσκώληκας, -κούλικο. 3 (διαλκ.) φαγητό με κραμβολάχανο. 4 εσπερίδα (ηθοποιών, φοι- φοιτητών к.τ.τ. με νούμερα к. διάφορα αστεία), капустница, -ы θ. πιερίδα, πεταλούδα που τρώγει τα φύλλα της κράμβης. капустный επ. της κράμβης· - запах η μυ- μυρουδιά του κραμβολάχάνου* - червь κραμβο- κραμβοσκώληκας. II απο κραμβολάχανο. *капут, α. άκλ. με σημ. κατηγ. (απλ.) κα- πούτ, χαμός, τέλος, θάνατος. *капуцин, -а α. 1 καπουτσίνος, καθολικός μοναχός. 2 γένος πιθήκων της Αμερικής. *капшбн, -а α. καπεσόν, κουκούλα μοναχού. кара, -ы θ. αυστηρή τιμωρία, πέλεκης·укры- πέλεκης·укрывать преступника ОТ ~Ы κρύβω τον εγκλημα- εγκληματία απο τον πέλεκη της δικαιοσύνης. *карабЙН, -а α. βραχύκανο τουφέκι, αραβίδα. II σφιγκτήρας (του άκρου της πετονιάς στο α- γκ ί στρ ι). *карабинёр, -а α. στρατιώτης καραμπινοφό- ρος. II ιταλός χωροφύλακας, καραμπινιέρος. карёбканье, -Я ουδ. αναρρίχηση, σκαρφάλω- σκαρφάλωμα. ■ карабкаться р.δ. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώ- σκαρφαλώνω. II (απλ.) ανεβαίνω με δυσκολία. каравай, -я α. στρόγγυλο καρβέλι ψωμί, κου- κουλούρα· на чужой - рта не разевай (παρμ.) αν δε δουλέψεις δεν τρως (μη τροχάίς τα δόντια). *караван, -а α. 1 καραβάνι· - ВербЛЮДОВ κα- καραβάνι απο γκαμήλες. 2 νηοπομπή, караванный επ. του καραβανιού. *Кащравая-О&рай, -Я α. πανδοχείο, κατάλυμα των καραβανιών στην !Ανατολή. *караве\лла, -ы е. καραβέλα. *карагач, -έ. α. είδος φτελιά. каракатица, -Ы θ. σουπιά. II μτφ. στραβο- πόδαρος, στραβοκάνης, ραιβοσκελής. караковый επ. βαθυκόκκινος, μαυροκόκκι- νος, κοκκινόμαυρος. каракулевод, -а α. ειδικός στην παραγωγή προ βάτων-καρακούλ. каракулеводство, -а ουδ. καρακουλοπαραγω- γή, παραγωγή προβάτων-καρακούλ, каракулеводческий επ. του καρακούλ· ~ие СОВХОЗЫ σοβχόζ παραγωγής καρακούλ. каракулевый επ. απο καρακούλ· ~ая шаЪка σκούφια απο καρακούλ· - мех γούνα απο καρα- καρακούλ· -ая овца προβατίνα-καρακούλ. *КаракулЬ, -Я α. γούνα απο καρακούλ. каракуЛЬСКИЙ επ. του καρακούλ· -ая ОВЦЭ προβατίνα-καρακούλ. каракульче, -Й θ. ανώτερο είδος γούνας απο καρακούλ. *каракуля, -И θ. (συνήθως πλθ. -Τί ϊ μαυ- τζούρες, ορν ιθοσκαλίσματα (δυσανάγνωστα γράμματα). *КаракурТ, -а α. αράχνη δηλητηριώδης. *КарамбОЛЬ, -Я α. καραμπόλα (χτύπημα). II παιγνίδι μπιλιάρδου με τρεις σφαίρες. . * карамель, -И θ. καραμέλα. II καυστόμελι. Карамелька, -И θ. καραμελίτσα. карамельный επ. της καραμέλας· -ое про- ' ИЗВОДСТВ0 παραγωγή καραμέλας. карамора, -Ы θ. (απλ.) είδος κουνουπιού μακρύποδου. 'карандаш, -ύ. α. μολύβι, μολυβδοκόντυλο· - Химический χημικό μολύβι* ПрОСТОЙ - κοινό μολύβι· цветные -Й έγχρωμα μολύβια* красный
кар 455 _кар . κόκκινο μολύβι· ЛИСИТЬ -ОМ γράφω με μολύ- μολύβι,. II εκφρ. ВЗЯТЬ на - σημειώνω πρόχειρα· Β -ё με το μολύβι (σχεδιάζω, ιχνογραφίζω). карандашный επ. του μολυβιού· ~ое произ- производство -παραγωγή μολυβιών. II με μολύβι.· рисунок σκίτσο με μολύβι, ♦карантин, -а α. καραντίνα. II λοιμοκαθαρ- τήριο. караНТЙННЫЙ επ. της καραντίνας* - срок η προθεσμία της καραντίνας. Карапуз, -а α. 1 μπεμπές, μπέμπης. 2 μπό- μπιρας. карасёвый επ. του κυπρίνου· απο κυπρίνο· -ая уха ψαρόσουπα απο κυπρίνο. карасий, ~ья, -ье κ. карасиный επ. βλ. карасёвый. карёсь, -Я α. κυπρίνος ο χρυσέρυθρος. *карат, -а α. καράτι. каратель, -Я α. 1 τιμωρός, κολαστής, ξε- δικιωτής. 2 μέλος εκκαθαριστικού αποσπάσμα- αποσπάσματος. карательный επ. καταδιωκτικός, της τιμω- τιμωρίας, τιμωρός· ~ые органы καταδιωκτικά όρ- όργανα· -ые меры μέτρα τιμωρίας* - ОТрЙД κα- ιαδιωκτικό απόσπασμα* -ая экспедиция εκκα- εκκαθαριστική επιχείρηση. Карать р.δ.μ. τιμωρώ, κολάζω, εκδικού- εκδικούμαι σκληρά· закон -ет взяточничество о νό- νόμος τιμωρεί τη δωροδοκία· - принудительными работами τιμωρώ με καταναγκαστικά έργα. II (παλ.) καταδικάζω, κατακρίνω, κατηγορώ. II -СЯ τιμωρούμαι σκληρά κλπ. ρ. ενεργ. φ. ♦караул,-а σ. 1 φρουρά, οι φύλακες* приста- приставить - εγκατασταίνω φρουρά· сменить - αλλά- αλλάζω τη φρουρά· УСИЛИТЬ - ενισχύω τη φρουρά· лринйть - παραλαβαίνω τη φρουρά (τα καθήκο- καθήκοντα)· заступать В - αναλαβαίνω τα καθήκοντα της φρουράς. 2 (παλ.) σκοπιά, φυλάκιο φρου- φρουράς. 3 ως επιφ. βοήθεια! II εκφρ. почётный - τιμητική φρουρά· быть (стоить) в -е ή на ~е είμαι φρουρά, φρουρώ· ВЗЯТЬ ή сделать на - παρουσιάζω όπλα· ВЗЯТЬ η' посадить ПОД - βά- βάζω υπο φρούρηση· быть ПОД -ом είμαι φρου- μούμενος, φρουρούμαι* держЙТЬ ПОД -ОМ κρα- κρατώ υπο φρούρηση (υπό κράτηση)· ХОТЬ - КрИЧЙ στην ανάγκη φώνωζε ιπβοήθεια! " . караулить р.δ.μ. 1 φρουρώ, φυλάγω καρα- καραούλι. 2 παραφυλάγω, καιροφυλακτώ. караулка, -И θ. φυλάκιο, σκοπιά (χώρος). караульный επ. 1 της φρουράς*- начальник διοικητής φρουράς· -ое Помещение ή -ЭЯ бут- Ка φυλάκιο, σκοπιά* -ая служба υπηρεσία της φρουράς. 2 ως ουσ. α. φρουρός, σκοπός. 3 ως ουσ. θ. -ая φυλάκιο, σκοπιά (χώρος). караульня, -и θ. γεν. πλθ. -лен, δοτ. -ЛЬНЯМ (παλ.) φυλάκιο, σκοπιά (χώρος). караульщик, -а, α., -ца, -Ы θ. φρουρός, караЧки στην έκφραση: на -И ή на -ах στα τέσσαρα ή με τα τέσσαρα (πόδια). карачун, -ά. α. στην έκφραση: - пришёл (απλ.) ξαφνικός θάνατος. карбас, -а α. (διαλκ.) είδος φορτηγίδας. *карбЙД, -а α. ανθρακούχο σώμα. карбидный επ. ανθρακούχος. Π εκφρ. -ая лёмпа λάμπα ασετυλίνης. карбованец, -нца α. (διαλχ.) ρούβλι. Карболка, -И θ. φαινόλη, φαινικό οξύ. ^карболовый επ. φαινικός* -ая кислота βλ. карболка. *карбОНёд, «а α. φιλέτο χοίρινο (ψημένο με σκόρδο και μοσχοκάρυδο). *карбонар, -а. α. κ. карбонарий, -Я α. καρ- βουνάρος. *карбонат, -а α. 1 ανθρακικό αλάτι. 2 δια- διαμάντι μαύρο. карбонатный επ. που περιέχει ανθρακικό α- αλάτι. карбонизационный επ. για ενανθράκωση, ♦карбонизация, -и θ. ενανθράκωση, карбонизировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ενανθρακώνω. "карборунд, -а α. πυριτιοκαρβίδιο, καβου- ρούνδιο. *карбункул, -а α. 1 (πα\.) ρουμπίνι. 2 ιατρ. ψευδάνθράκας, καλόγηρος. ♦карбюратор, -а α. καρμπιρατέρ, εζαερωτής, αναμίκτης. карбюраторский επ. του καρμπιρατέρ* με καρμπιρατέρ. *карбюрация, -и θ. εζαερίωση. карбюрировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. е- ζαεριώνω. *карга, -Й θ. (απλ.) 1 (διαλκ.) κόρακας, κορούνα. 2 παλιόγρια, βρωμόγρια (βρισιά). ♦кардамон, -а α. καρδάμωμο, κουκούλες (σαν φυτό και μπαχαρικό ). кардамонный επ. καρδαμωμικός, του καρδά- μωμου* - запах μυρουδιά καρδάμωμου. II με καρδάμωμο· -ая вбдка βότκα με καρδάμωμο. кардамоновый επ. βλ. кардамонный. *кардинал, -а α. 1 καρδινάλιος. 2 γένος ε- ρυθροπτέρων ωδικών πτηνών της Αμερικής. ♦кардинальный επ. κύριος, βασικός, ουσιώ- ουσιώδης· ριζικός* - вопрос βασικό ζήτημα* -ые нововведения ριζικοί νεωτερισμοί* -ые изме- изменения ριζικές αλλαγές. . кардинальский επ. καρδινάλιος, του καρ- καρδινάλιου* - сан το αξίωμα του καρδιναλίου· -ая мйнтия καρδινάλιος μανδύας, ♦кардиограмма, ~ы θ. καρδιογράφημα, кардиограф, -а α. καρδιογράφος.
кар 456 кар кардиография, -И θ. καρδιογραφία. кардиолог, -а α. καρδιολόγος. кардиологический επ. καρδιολογικός, ♦кардиология, -И θ. καρδιολογία. *карё ουδ. άκλ. τετράγωνο, καρέ. кареглёэный επ., βρ: -глёз, -а, -о κα- καστανό μάτης. карёл, -а α., ~ка, -И θ. Καρελιανός, τή. карельский επ. καρελιανός, της Καρέλιας. карёта, -Ы θ. αμάξι τετράτροχο, φαέθων. *карётка, -И θ. αμαξάκι. II (τεχ.) τύμπανο· « пишущей машЙНКИ τύμπανο γραφομηχανής. II κινούμενο πλαίσιο. каретник, -а α. (παλ.) αμαξοποιός, καρο- ποιός. II αμαξοστάσιο. каретный επ. του αμαξιού· -ая упряжь ζευ- κτήρια σαγή. *кариатйда, -Ы θ. Καρυάτιδα. *кариес, -а α. τερηδδνη, σεπηδδνη. *карий, -ЯЛ, -ее επ. καστανός (για μάτια). II βαθυκάστανος· - КОНЬ о ντορής. "карикатура, -Ы θ. γελοιογραφία, γελοιο- γράφημα, καρικατούρα. карикатурист, ~а α. γελοιογράφος, καρικα- τουρίστας. карикатурность, -И θ. γελοιογράφηση, -φία. карикатурный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 γελοιογραφικός, της καρικατούρας. 2 μτφ. γελοίος· -ЭЯ Внешность γελοία εξωτερική εμ- φάνι ση. *кариоэ, «а α. βλ. кариес. кариозный επ. τερηδονισμένος· - зуО τε- ρηδονισμένο δόντι. *кариокинёз, ~а α. καρυοκίνηση. карканье, -Я ουδ. 1 κρωγμός, ρέκασμα. 2 δυσοίωνο προμήνυμα, κακοσημαδιά, γρουσουζιά. *каркёс, -а α. 1 ξύλωση· σκελετός (στηρίγ- (στηρίγματος). 2 στήριγμα οιουδήποτε έργου. 3 κέλ- κέλτης, μελικοκκιά, γλυκοκοκκιά, κουτσουμηλιά. каркасный επ. (τεχ.) με σκελετό· ~ая кон- конструкция κατασκευή με σκελετό. каркать р.δ. 1 κρώζω. 2 μτφ. προλέγω,προ- προλέγω,προφητεύω κακό, κακόμελετώ,προοιωνίζομαι κακό. каркнуть ρ.σ. βλ. каркать A σημ.). карла, ~ы е.,карло, -а ουδ. (παλ.) βλ. карлик. карлик, -а α., ~ца, -Ы θ. νάνος, -α, πυγ- πυγμαίος. II μτφ. πολύ μικρός. карликовый επ. του πυγμαίου, του νάνου. !! πολύ μικρός, πυγμιαίος, σπιθαμιαίος· - рост πολύ μικρό ανάστημα· -ые деревья πολύ χαμη- χαμηλά δέντρα· -ые предприятия πολύ μικρές επι- επιχειρήσεις. кармён, -а α. 1 τσέπη· положить в - βάζω στή τσέπη· внутренний - εσωτερική τσέπη· ча- часовой - τσέπη ωρολογίου· зёдний - ОрЙКИ κω- λοτσέπη. II εκφρ. толстый (тугой, полный) - κάργα (φούσκα) η τσέπη λεφτά· ТОЩИЙ ή пус- ТОЙ - άδεια η τσέπη, πανί με πανί· не по ~У δεν είναι για τη τσέπη (μου), είναι α- ακριβότατος, απρόσιτος· набить - φουσκώνω χρήματα, θησαυρίζω· ПОЛОЖИТЬ, класть В - τσεπώνω, παίρνω για τον εαυτό μου, σφετερί- σφετερίζομαι· бИТЬ ПО -у ζημιώνω, βλάπτω. Кармённик, ~а α. (απλ.) πορτοφολάς. кармённый επ. της τσέπης· -ые часй ωρο- λόγι της τσέπης·- словарь λεξικό της τσέ- τσέπης· -ЭЯ КНЙЖКа βιβλίο της τσέπης, εγκόλπιο. II εκφρ. ~ Вор πορτοφολάς· -ые деньги χαρ- τζιλί'κι· -ые расходы τα μικροέξοδα. кармёнчик, ~а α. τσεπούλα. кармёнщик, -а α. (απλ.) βλ. кармённик. *карманьбла, -Ы θ. καρμανιόλα, λαιμητόμος. кармёшек, -шка α. τσεπάκι, τσεπούλα. *КармЙН, -а α. καρμίνι, ζωηρό κόκκινο χρώμα. карминный επ. του καρμίνιού. КарМЙНОВЫЙ επ. του καρμίνιού. *карнавёл, -а α. καρναβάλι. карнавёльный επ. καρναβαλικός, του καρ- καρναβαλιού. карниз, -а α. (αρχτ.) κορωνίδα, κορνίζα, γείσο οικοδομήματος. И στενό αντέρισμα στην πλαγιά βουνού. *каротель, -И θ. καρότο στρογγυλό. карп, -а α. κυπρίνος, σαζάν. кёрповые, -ЫХ πλθ. τα κυπρί ν ιδή. корта, -ы θ. 1 χάρτης· географическая γεωγραφικός χάρτης· этнографическая - εθνο- εθνογραφικός χάρτης· политическая - мира παγκό- παγκόσμιος πολιτικός χάρτης· - земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων дарскёя - ναυ- ναυτικός χάρτης. 2 (παλ.) κατάλογος φαγητών. 3 (παλ.) καρτ-ποστάλ. 4 χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο· сдавёть -Ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά· игрёть В кёрты παίζω χαρτιά· Простея - απλό χαρτί (όχι φιγούρα)· гадёть ПО -ам χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά· ег<5 везёт В -Ы είναι τυχερός στα χαρτιά. II εκφρ. Последняя - το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθειατ δυνατότητα)· - ОЙта ή убита χρεωκόπησε, α- απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)· рас- крыть ή ОТКРЫТЬ ~Ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)· смешёть ή спутать чьи ~Ы χαλνώ τα σχέδια κάποιου· стёвИТЬ ЖИЗНЬ на -у παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα· ОН всё ПОСТёвИЛ на -у αυτός τά 'παίζε όλα για όλα· СТОИТЬ на -е υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο. картёвить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.δ. ψευδίζω,τσευ- δίζω, ρωτακίζω, λαμβδαρίζω. картёвленье, -Я ουδ. ρωτακισμός, λαμβδα- κισμός, ψεύδισμα, τσεύδισμα. картёвость, -и θ. βλ. картёвленье. картёвый επ., βρ: -тёв, -а, -О ψευδός,
кар 45? кар τσευδός. картёж, -тежа' α. (απλ.) χαρτοπαίγνιο. картёжник, -а α., -ца, -ы θ. χαρτοπαίχτης, -τρία. картёжничать р.δ. (απλ.) χαρτοπαίζω. картёжный επ. χαρτοπαιχτικός* - игрок χαρ- χαρτοπαίχτης· -ая Игра χαρτοπαίγνιο· - вор χαρτοκλέφτης. картезианский επ. καρτεσιανός. *картезиёнство, -а ουδ. καρτεσιανισμός. картелирование, -Я ουδ. ένωση σε καρτέλ. картелировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ε- ενώνω σε καρτέλ. II -СЯ ενώνομαι σε καρτέλ. *картёль, -Я α. κ. -И θ. 1 (παλ.) συμφωνία ή σύμβαση. 2 (οικον.) καρτέλ, ένωση. 3 (παλ.) πρόσκληση έγγραφη για μονομαχία. картельный επ. του καρτέλ. *картер, -а α. (τεχ.) στροφαλοθάλαμος, κάρ- τερ. Картечина. -Ы θ. σκάγι χοντρό. *картёчь, -И θ. 1 (παλ.) μύδρος, βλήμα πυ- πυροβολικού. 2 σκάγι χοντρό. картина, -Ы θ. 1 πίνακας, εικόνα, ζωγρα- ζωγραφιά, ταμπλό* ~Ы РафаЙЛЯ πίνακες του Βαφαήλ· "ЧЙга С -аМИ εικονογραφημένο βιβλίο. 2 ανα- αναπαράσταση με τη φαντασία' -ι прошлого εικόνα σ.·"Ό το παρελθόν -Ы детства εικόνες απο την παιδική ζωή. 3 Υΐ·α κάτι όμορφο· бто не ДОМ, ч - αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά ζωγραφιά. II ζωντανή λογοτεχνική περιγραφή. 4 ένα μέρος πράξης δραματικού έργου· σκηνή. 5 κινηματο- ίρπφική ταινία. картинка, -и θ. 1 υποκορ. της λ. картина. 2 εικόνα βιβλίου. II εκφρ. МОДНЭЯ - (παλ.) εικόνα μόδας· как - ή Как на -е σαν ζωγρα- ζωγραφιά (πολύ όμορφος)· ОДёТ (ОДёТЫЙ) ПО -θ (τιαλ. ) ντυμένος με τη μόδα· переводные -И χαλκομανί ες. Картинность, -И θ. (γοαπ. λόγος)· εκφρα- εκφραστικότητα. Н ωραιότητα. картинный επ., βρ: -йнен, -йнна, -инно'. 1 του πίνακα, της εικόνας, της ζωγραφιάς· -ая галерея πινακοθήκη. 2 γραφικός, ζωγραφι- ζωγραφιστός, πανέμορφος. 3 (φιλγ.) εκφραστικός, πα- παραστατικός, "картограмма, -ы θ. βλ. картодиаграмма. картограф, ~а α. χαρτογράφος. картографирование, -я ουδ. χαρτογράφηση. Картографировать, -рую, -руешь р.δ.μ.χαρ- р.δ.μ.χαρτογραφώ, φτιάχνω χάρτη. II χαρτοδιαγραφώ, κά- κάνω χαρτοδιαγράφημα. II -СЯ χαρτογραφούμαι.· Ν χαρτοδιαγραφούμαι. Картографический επ. χαρτο(δια)γραφικός. "картография, -И θ. χαρτογραφία. Картодиаграмма, ~Ы θ. χαρτοδιάγραμμα. "картон, -а α. 1 χαρτόνι. 2 (παλ.) κουτί απο χαρτόνι. 3 (παλ.) σχεδίασμα πρόχειρο σε χαρτόνι. *картонаж, -а α. αντικείμενο απο χαρτόνι. картонажный επ. του χαρτονιού· -ая фа- фабрика φάμπρικα κατασκευής χαρτονιών. II χαρ- χαρτονένιος· ~ые Изделия χαρτονένια αντικείμενα. Картонка, -И θ. 1 κουτί χαρτόνινο. 2 κομ- κομμάτι χαρτονιού. - С надписью χαρτόνι με ε- επιγραφή. картонный επ. χαρτονένιος, χαρτόνινος* -ая коробка χαρτονένιο κουτάκι. II εκφρ. - дбмик βλ. στη λ. карточный." 'картотека, -и θ. κουτάκι καρτελλών би- библиотечная - το κουτάκι καρτελλών της βι- βιβλιοθήκης. картофелесажалка, -И θ. πατατοσπαρτική μη- μηχανή. картофелеуборочный επ.πατατοσυλλεκτικός. -ая машина πατατοσυλλεκτική μηχανή. картофелина, -Ы θ. ένας βολβός πατάτας. *картофель, -Я (-ГО) α. πατάτα, γεώμηλο(φυ- γεώμηλο(φυτό κ. καρπός)· жареный - τηγανητές πατάτες· варенный - βραστές πατάτες· КОПИТЬ - βγάζω' πατάτα (σκάβοντας)· ЧИСТИТЬ - καθαρίζω πα- πατάτες. картофельный επ. της πατάτας· -ое Поле πατατοχώραφο. II απο πατάτα· -ое пюре πατα- τοπουρές· - суп πατατόσουπα· -ая мука πατα- τάλευρο. карточка, -И θ. 1 κάρτα, καρτέλα. II δελ- δελτίο (τροφίμων). II επισκεπτήριο, κάρτα. 2 μι- μικρή φωτογραφία (για έγγραφα). 3 (χανδ.)καρ- τούλα, -ίτσα, τραπουλοχαρτάκι. 4 μικρό καρτ- ποστάλ. II εκφρ. почтовая - το κάρτ-ποστάλ* каталожная - καρτέλα με αλφαβητική σειρά. КОТОРЧНЫЙ επ. του χαρτιού, του παιγνιό- .χάρτου* -ая игрй χαρτοπαίγνιο* - ДОЛГ χρέ- χρέος απο το χαρτοπαίγνιο· - СТОЛ τραπέζι χαρ- χαρτοπαιγνίου. II εκφρ. -ая система σύστημα δι- διανομής με δελτίο· - ДОМИК α) χάρτινο σπιτά- σπιτάκι (αστέργιωτο). β) χάρτινος πύργος (φαντα- σιοκοπήματα). картошина, -ы θ. βλ. картофелина. картошка, -и θ. 1 βλ. картофель. 2 βλ. картофелина. II εκφρ. - в мундире βλ. στη λ. мундир. *картуз, -а α. καπέλο με γείσο. II (παλ.) χαρτοσακκούλα· χαρτοπακέτο. II (στρατ.) μπα- ρουτοσακκούλα. *карТуш, -а α. περικόσμημα (επιγραφής, σύμ- σύμβολων κ.τ.τ.). Картушка, -И θ. η πλάκα της πυξίδας, "карусель, -И θ. καρουσέλι (ομοιώματα κι- κινούμενα μηχανικά). *карцер, -а α. κρατητήριο· απομονωτήριο. карча, -Й θ. (διαλκ.) δέντρο, κούτσουρο
кат πεσμένο στο νερό. "карьер1, -а α. 1 καλπασμός. 2 βλ. карье- карьера, υ εκφρ. С места В - πάραυτα, παρευθΰς, αμέσως, στη στιγμή. 'карьер? -а α. λατομείο, νταμάρι, "карьера, -ы θ. σταδιοδρομία, καριέρα·сде- καριέρα·сделать -у χάνω την καριέρα· блестящая - λα- λαμπρή σταδιοδρομία· научная - επιστημονική καριέρα* служебная - υπηρεσιακή καριέρα. карьеризм, ~а α. καριερισμός. карьерист, ~а α., ~ка, -И θ. καριερίστας, -τρα. карьеристский επ. καριερίστικος. карьерный1 επ. του καλπασμού. карьерный2 επ. του λατομείου. Касаемо επίρ. (διαλκ.) ως προς, σχετικά προς. касание, -Я ουδ. θίξη, επαορή, άγγισμα· ΤΟ- ЧКа -Я (μαθ.) σημείο επαφής. касательная, -ОЙ θ. (μαθ.) η εφαπτόμενη. касательно επίρ. αναφορικά, σχετικά, ως προς. касательство, ~а ουδ. σχέση, συνάφεια,δε- συνάφεια,δεσμός. касатик1, -а α. (διαλκ.) βλ. голубчик. . касаТИК2, -а α. κρίνος, ίριδα. касатка1, -И θ. χελιδόνι αγροδίαιτο. касатка? -и θ. βλ. косатка. касаться, -аюсь, -аешься р.δ. 1 θίγω, εγ- εγγίζω, ψαύω, εφάπτομαι· - СТОЛа рукой εγγί- εγγίζω το τραπέζι με το χέρι. 2 μτφ. επιλαμβά- επιλαμβάνομαι ακροθιγώς. 3 μτφ. αφορώ· ΒΟΙϊροΌ -ется вас το ζήτημα αφορά εσάς· дело э"то меня не ~ется αυτή η υπόθεση δε με αφορά· ЧТО -ет- СЯ... ό,τι αφορά , όσον αφορά... *каска, -и θ. κράνος, κάσκα. *каскад, -а α. 1 καταρράχτης. II μτφ. χεί- μαρος· πλήθος, αφθονία· - красноречия χεί- μαρος ευφράδειας* - СЛОВ χείμαρος λέξεων. 2 τρόπος πτώσης απο το άλογο. 3 (τεχ.) σύ- σύμπλεγμα· - гидроэлектростанций σύμπλεγμα υ- υδροηλεκτρικών σταθμών. каскадный επ. καταρρακτώδης. II (παλ.) της οπερέτας. *каскётка, -И θ. κασκέτο, καπέλο. *касса, -Ы θ. 1 χρηματοκιβώτιο. 2 ταμείο· сберегательная - ταμιευτήριο· - взаимопомо- взаимопомощи ταμείο αλληλοβοήθειας· железОДорбжная - ταμείο εισιτηρίων σιδηροδρόμων театральная - ταμείο εισιτηρίων θεάτρου· заплатить В -у πληρώνω στο ταμείο· работать В -е εργάζομαι στο ταμείο. 3 τα χρήματα του ταμείου· про- проверить -у κάνω έλεγχο του ταμείου. 4 (τυπγρ.) στο ι χειοθήκη. кассатор, -а α. αυτός που κάνει έφεση. кассационный επ. εφετικδς· ακυρωτικός· — суд εφετείο. *кассация, -И θ. 1 έφεση, προσφυγή στο ε- εφετείο. 2 αίτηση αναίρεσης· ПОДАТЬ «га υπο- υποβάλλω έφεση. 3 ακύρωση· - выборов προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο για ακύρωση των εκλο- εκλογικών αποτελεσμάτων. *кассёта, -ы θ. θήκη, κασέτα, кассетка, -и θ. βλ. кассета. Кассетный επ. της θήκης, της κασέτας, кассир, -а α. , -ирша, -И θ. ο, η ταμίας. Кассировать, ~руГО, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ακυ- ακυρώνω απόφαση δικαστηρίου. II ακυρώνω αποτε- αποτελέσματα εκλογών. II -СЯ ακυρώνομαι. *кассия, -И θ. κάσια κ. κασία (φυτό). кассовый επ. ταμιακός, του ταμείου* -ая КНЙга βιβλίο ταμείου. каста, -ы θ. κάστα. '*кастаньёты, -ньёт πλθ. (ενκ. ~а, -ы θ.) καστανιέτες. *кастелян, ~а α. διαχειριστής, επιμελητής, φροντιστής ιδρύματος ή πύργου. кастелАнша, ~И θ. αποθηκάριος ρουχισμού (ξενοδοχείου, νοσοκομείου κ.τ.τ.)· *кастёт, -а α. σιδερένια γροθιά. КАСТОВОСТЬ, -И θ. αυτοαπομόμωση, αυτοπε- αυτοπεριορισμός, αποξένωση (για κοινωνικά στρώμα- στρώματα, επαγγέλματα). КАСТОВЫЙ επ. της κάστας. *каст<5р, ~а α. καστόρι (ύφασμα), касторка, -и θ. ρετσινδλαδο, κικινέλαιο. касторовый επ. 1 στην έκφραση: ~ое масло βλ. касторка. 2 καστδρινος. Г.астрат, -а α. ευνούχος, -χισμένος, κα- στράτος. кастрация, -И θ. ευνούχισμα, εκτόμιση. *кастрЙроваТЬ, -РУГО, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ευ- ευνουχίζω, εκτέμνω. II -СЯ ευνουχίζομαι, εκτέ- μνομαι. кастрйлька, -и θ. βλ. кастрйля. *кастргая, -И θ. κατσαρόλα, кат, -Ά α. (παλ. κ. διαλκ.) δήμιος, μπό- μπόγιας. *катавасия, -И θ. 1 (εκκλσ.) καταβασία. 2 θόρυβος, ταραχή, φασαρία. *катаклизм, >а α. κ. катаклизма, ~ы θ, (παλ.) 1 κατακλυσμός. 2 αιφνίδια και κατα- καταστροφική αλλαγή. *катакбмба, -ы, γεν. πλθ. ~<5мб. 1 κατακόμ- κατακόμβη. 2 υπόγειος, σκοτεινός και περίπλοκος χώ- ρος. "каталажка, -И θ. (παλ.) φυλακή, δεσμώτη- ριο. каталанский επ. βλ. каталонский. каталепсйческий επ. βλ. каталептический. *каталёпсия, -Ж θ. (ιατρ.) καταληψία. каталептик, -а α. καταληπτικός (που πά-
кат 459 кат σχει απο καταληψία. каталептический επ. καταληκτικός. *кат4лИЗ, -а α. (χημ.) κατάλυση. катализатор, -а α. καταλύτης, -ύτης. каталитический επ. καταλυτικός· -ая реа- реакция καταλυτική αντίδραση. *каталбг, -а α. κατάλογος· библиотечный - κατάλογος βιβλιοθήκης. каталогизация, -и θ. εγγραφή στον κατάλογο. каталогизировать, -рую, -руешь р.6.κ.σ.μ. εγγράφω στον κατάλογο. II -СЯ εγγράφομαι στον κατάλογο. каталожный επ. του καταλόγου. II ουσ. θ. -ая δωμάτιο καταλόγων (στις μεγάλες βιβλι- βιβλιοθήκες) . каталонец, -нца α., -ка, -и θ. Καταλωνός, -ίδα. каталь, -Я α. κουβαλητής, μεταγωγός, με- μεταφορέας. катание, -Я ουδ. 1 κύλιση, -μα. 2 περίπα- περίπατος (με μεταφορικό μέσο). 3 (απλ.) ταξίδι (γρήγορο ή πολύκαιρο). 4 μαγγάνισμα· κυλίν- δρηση. 5 λέπτυνση, ελασματοποίηση. 6 πατι- πατινάζ· фигурное - καλλιτεχνικό πατινάζ. катанки, -κοκ πλθ. βλ. валенки. КЙтаныЙ επ. 1 κυλιστός· κυλιόμενος. 2 μαγγανισμένος, κυλινδρημένος. 3 λεπτυσμένος, ελασματοποιημένος. катанье, -я ουό. βλ. катание. П εκφρ. не мытьём, так -ем όχι έτσι, με άλλον τρόπο. *катапулыа, -Ы θ. 1 καταπέλτης. 2 μη- μηχανισμός για την απογείωση αεροπλάνου απο το κατάστρωμα σκάφους. *катар, -а α. κατάρρους· - желудка γαστρι- γαστρικός κατάρρους (γαστρίτιδα)· - брбнхов βρογ- βρογχίτιδα· хронический - χρόνιος κατάρρους. *катаракт, -а α. 1 καταρράκτης (υδατόπτω- ση). 2 (τεχ.) κρουσισβεστήρας ή προσκέφαλο. 3 βλ. катаракта. *катаракта, -Ы θ. καταρράκτης (πάθηση). катаральный επ. του κατάρρου. *катастрбфа, -Ы θ. δυστύχημα, συμφορά· ав- ТОМОбЙЛЬНЭЯ - αυτοκινητιστικό δυστύχημα. II καταστροφή, χαμός, όλεθρος. катастрофический επ. καταστροφικός, κα- καταστρεπτικός . катастрофичность, -И θ. καταστροφικότητα, καταστρεπτικότητα, ολεθριότητα. катастрофичный επ. βλ. катастрофический. катить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. К&ган- НЫЙ, βρ: -тан, -а, -О. 1 κυλώ (προς διάφο- διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)· - брб- вна κυλώ κούτσουρα· · мячом П<5 полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα. 2 πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). Π αμαζεύω, πηγαί- πηγαίνω αμαξάδα. 3 επισκέπτομαι, μεταβαίνω με με- ταφορ. μέσο. 4 πιέζω· μαγγανίζω, κιλινδρώ. 5 λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ* - ПрОВО- локу συρματοποιώ. 6 βλ. валить B σημ.). 7 μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι' κινούμαι ορμητικά, γρήγορα. II -СЯ1 κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ. 2 κάνω βόλτες με μεταφο- μεταφορικό μέσο* - на коньках γλυστρώ με τα πα- γοπέδιλα, πατινάρω- - на велосипеде ποδηλα- τώ· - на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ. 3 επισκέπτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο). 4 βλ. και ρ. ενεργ. φ. D,5,6,7 σημ.). II στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι· - ОТ бEЛИ ПО* полу στριφογυρίζω στο πάτωμα απο τον πόνο. II εκφρ. - СО смеху ξεγκαρδίζομαι στα γέλια. *катафалк, -а α. 1 νεκροφόρα (άμαξα). 2 ικρίωμα στο ναό όπου αποτίθεται το φέρετρο. категорически επίρ. κατηγορηματικά· - 0Τ- К^зываюсь αρνούμαι κατηγορηματικά. категорический επ. κατηγορηματικός· -ое опровержение κατηγορηματική διάψευση· - от- ответ κατηγορηματική απάντηση. II εκφρ. - ИМ- ператив (στη φιλοσ. του Καντ) κατηγορηματι- κατηγορηματική προσταγή (υπέρτατη επιταγή του ηθικού νό- νόμου)· -ое суждение κατηγορική κρίση. категорично επίρ. βλ. категорически. категоричность, -и θ.,κατήγορηματικότητα. категоричный επ. βλ. категорический, ""категория, -И θ. (φιλοσ) 1 κατηγορία· έν- έννοια· διαίρεση, χωρισμός· - времени κατηγο- κατηγορία χρόνου* - ПРИЧИННОСТИ κατηγορία αιτιό- αιτιότητας. 2 επιστημονική διαίρεση (σε είδη, γέ- γένη, κατηγορίες). 3 ομάδα, γκρουπ· возраст- возрастная - κατηγορία κατά ηλικία. *кйтер, -а, πλθ. -а α. άκατος· спаситель- спасительный - ναυαγοσωστική βάρκα· мотбрный - βεν- βενζινάκατος· торпедный - τορπιλάκατος. *катерна, -Ы θ. τετράδα αριθμών συνκληρου- μένων στο λαχείο. катерный επ. της ακάτου, ακάτιος. *Κ^ΤβΤ, -а α. (μαθ.) η κάθετη. *катётер, -а α. καθετήρας (ιατρ.εργαλείο). катетеризация, -и θ. καθετηρίαση. *катехйзис, -а α. κατήχηση (διδασκαλία των χριστιανικών δογμάτων με ερωταποκρίσεις). катить, качу, катишь ρ.δ.μ. κυλώ· κυλιν- δώ (προς μια κατεύθυνση)· βλ. και катить. II -СЯ 1 κυλώ, κυλιέμαι- - вниз κατεβαίνω· ПОД гору κατεβαίνω απο το βουνό. 2 τρέχω, ρέω, πηγαίνω· ΠΟΤ С Н^гб градом -ЛСЯ του πήγαινε ο ιδρώτας αυλάκι (ή ποτάμι). II εκφρ. -Йеь колбосбй ή колбаской φύγε απ· εδώ. катнуть р.σ. βλ. катить A,2 σημ.). *катбд, -а α. κάθοδος (αρνητ. ηλεκτρισμένο καλώδιο). катбдный επ. καθοδικός· -ые лучи καθοδι-
кат 460 каш κές ακτίνες. каток, -ΤΚά α. 1 παγοδρδμιο. 2 οδοστρω- οδοστρωτήρας, κύλινδρος. II μάγγανο, μαγγανοκύλιν- δρος, χαλάντρα (για ρούχα). 3 κύλινδρος συ- συμπίεσης. *катОЛИК, -а α., -ЙЧКа, -И θ.καθολικός,-ή. католицизм, -а α. καθολικισμός. католический επ. καθολικός- - священник καθολικός ιερέας (φραγκόπαπας). католичество, -а ουδ. καθολικισμός. *Каторга, -И θ. 1 κάτεργο (μεσαιωνικό σκά- σκάφος). II εξαντλητική δουλειά· ανυπόφορη ζωή. II καταναγκαστικά έργα (ποινή). каторжанин, -а, πλθ. -ане, -ан α., -ка, -И θ. κατάδικος, -η κάτεργων άνθρωπος των κάτεργων. каторжник, -а α., -ца, -ы θ. βλ. каторжа- каторжанин. каторжный επ. 1 καταναγκαστικός, των κα- τέργων -ые работы καταναγκαστικά έργα. 2 μτφ. βαρύς, αβάσταχτος, ανυπόφορος, τυραν- τυραννικός· - труд βάναυση δουλειά. 3 ως ουσ. α. χ. е.-ая (παλ.) βλ. каторжанин, -ка. катушечный επ. του πηνίου* του καρουλιού. катушка, -И θ. 1 καρούλι, κουβαρίστρα, μασούρι· - НЙТОК καρούλι-κλωστή. 2 πηνίο ηλεκτρικό, σπείρα, μπομπίνα. катыш, -а α. (απλ.) 1 σφαίρα, σφαιροειδές κατασκεύασμα, βώλος. 2 κούτσουρο, πρέμνο. катышек, -шка α. σφαιρίτσα, μικρός βώλος. катала, -И θ. κατιούσα, πυροβόλο, ρακετο- βδλο. казуальность, -и θ. βλ. причинность. "казуальный επ. βλ. причинный. каурка, -И θ. στην έκφρ: вещая - (σταρωσ. λαϊκά παραμύθια) θαυματουργό άλογο. каурый επ. (για χρώμα αλόγου) καστανό- καστανόξανθος. II ουσ. αλιτζές· ντορής. "каустик, -а α. καυστική ουσία. каустический επ. καυστικός· -ая сода καυ- καυστική σόδα. *каучук, -а α. καουτσούκ· синтетический - συνθετικό καουτσούκ. каучуковод, -а α. παραγωγός καουτσούκ. каучуководческий επ. της παραγωγής καου- καουτσούκ. каучуковый επ. του καουτσούκ· - завод ερ- εργοστάσιο καουτσούκ. II απο καουτσούκ· -ЗЯ Трубка λαστιχένιος σωλήνας. каучуконос, -а α. κομμιοφδρο φυτό. каучуконосный επ. κομμιοφόρος· -ые рас- растения κόμμιοφόρα φυτά. *кафё ουδ. άκλ. καφενείο, καφεστιατόριο, "кафедра, -Ы θ. 1 καθέδρα, έδρα διδάσκσ- σκοντα καθηγητή ή ομιλητή. 2 ένωση καθηγη- καθηγητών ενός ή και πολλών συγγενών κλάδων. 3 (εκκλσ.) δεσποτικός θρόνος, το δεσποτικό, το επισκοπικό. 4 επισκοπή, επισκοπάτο. кафедральный επ. στην έκφραση: - СООбр η" церковь καθεδρικός ναός. *кафель, -я α. βλ. изразец. кафельный επ. 1 του πλακιδίου. 2 με πλα- πλακίδια* - ПОЛ πάτωμα με πλακάκια. *кафетерий, -я α. καφετερία, καφεστιατόριο, "кафешантан, -а α. καφωδείο, καφέ σαντάν, καμπαρέ. кафешантанный επ. του καφωδείου κλπ. ουσ. ~ая певица τραγουδίστρια του καμπαρέ. кафизма, -ы θ. (εκκλσ.) κάθισμα (τροπάριο). кафолический επ. (εκκλσ.) καθολικός, οι- οικουμενικός. *кафтЙН, -а α. καφτάνι, ποδήρης. кацавейка, -и θ. είδος ρωσικής ζακέτας. :КацаП, -а α. (παλ.)· (περιφρον.) χασάπης. качалка, -И θ. 1 αιώρα, κρεμαστή κούνια. 2 (παλ.) φορείο ασθενών. 3 (διαλκ.) κούνια βρέφους. Качание, -Я ουδ. 1 κούνημα, αιώρηση· τα- ταλάντευση. 2 λίκνιση. 3 άντληση. качать р.δ. 1 κουνώ, αιωρώ· - НОГОЙ κου- κουνώ το πόδι. II σείω, ταλαντεύω· σαλεύω. II λικνίζω. 2 αντλώ, βγάζω με αντλία. II -СЯ κουνιέμαι, αιωρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Качели, -ей πλθ. κούνια, αιώρα (χάρη α- αναψυχής) . качественность, -и θ. καλή ποιότητα. качественный επ. 1 ποιοτικός· -ые изме- изменения ποιοτικές αλλαγές. 2 καλής ποιότητας· -ые продукты προϊόντα καλής ποιότητας. II ! εκφρ. - анализ ποιοτική ανάλυση· -ое прила- прилагательное (γραμμ.) ποιοτικό επίθετο. качество, -а ουδ. 1 ποιότητα· бороться за - продукции αγωνίζομαι για ποιότητα της πα- παραγωγής· ткани ВЫСОКОГО -а υφάσματα πολύ καλής ποιότητας. 2 (φιλοσ.) ποιοτική αλλα- αλλαγή· перехо'д от количества в - το πέρασμα α- απο την ποσότητα στην ποιότητα. Ι! εκφρ. В -е КОГО-чего με την ιδιότητα του..., ως, σαν. качка, -И θ. κούνημα του πλοίου, κλυδώνι- σμα, σάλος, μπότζι· испытывать боковую -у κλυδωνίζομαι, μιτοτσάρω, κάνω ιιπότζι, δια- τοιχώ. качкий επ. ασταθής, πλυδωνιζόμενος, τα- λαντευόμενος. качнуть(ся) ρ.σ. βλ. качать(ся). *качуЧа, -Ы θ. είδος ισπανικού χορού με κα- στανέτες. каша, -И θ. 1 χυλός, κουρκούτι, κάσια· ΜΟ- ЛОЧНая - κουρκουτόγαλα· манная - χυλός με σιμιγδάλι* гречневая - πληγούρι απο μαυρο- σίταρο· рисовая - χυλός απο ρύζι. 2 πολτός, μάζα· после дожди дорога превратилась в ка-
каш 461 ква кую-ТО грозную -у μετά τις βροχές οι λά- λάσπες στο όρόμο έγιναν σαν κουρκούτι. 3 μτφ. ανακατωσούρα, σύγχυση, κυκεώνας- у него - В ГОЛОВё το μυαλό του κουρκούτιασε. II εκφρ. - ВО рту у КОГО κουρκούτι έχει στο στόμα, είναι ακατάληπτος* заварить -у εξυφαίνω, μαγειρεύω" - ВО рту όυσκατάληπτη προφορά· расхлёбывать -у τα ξεμπερδεύω*! берёзо- берёзовая - βέργα, βίτσα, αγία ράβόος (ως μέσο τι- τιμωρίας)· накормить берёзовой -ей βιτσίζω, πέφτει η αγία ράβδος· МИЛО -И ел είναι ά- άπειρος ακόμα, πρέπει να φάει πολλά καρβέλια ακόμα· просят -И (για υποδήματα κ.τ.τ.) εί- είναι τρύπια (παρομοίωση των οπών με ανοιχτά στόματα)· -И МАСЛОМ не испортишь η αφθονία αγαθών δε ζημιώνει· С -ей съем (απειλή) θα τον φάω (θα τον σκοτώσω). *кашалОТ, -а α. φυσητήρας (θαλάσσιο κήτος). кашевар, -а α. μάγειρας (στρατού ή συνε- συνεταιρισμού) . Кашеварить р. δ. (απλ.) δουλεύω μάγειρας. кашел, -ШЛЯ α. βήχας· сухой - ξηρόβηχας. *кашемйр, -а α. κασμήρι (ύφασμα). кашемировый επ. κασμήρινος. кашица, -ы θ. υποκορ. βλ. киша. кашка, -И θ. 1 υποκορ. βλ. к£ша. 2 μερι- μερικά είδη τριφυλλιού. кашкара, -ы θ. ροδόδεντρο. кашлянуть р.σ. βλ. кашлять. кашлять р.δ. βήχω. КаШНО ουδ. άκλ. ρινοκάλυμμα. каштан, -а α. 1 καστανιά. 2 κάστανο. Каштановый επ. της καστανιάς· του κάστα- κάστανου* -ое дерево η καστανιά· -ая аллея δε- ντροστιχία απο καστανιές. Π εκφρ. -ые ПОЧ- ПОЧВЫ χουμώδη εδάφη. кащёй βλ. кошёй. *каш^ -а α. είδος ποταμόπλοιου. каЙК2 ως κατηγ. (απλ.) χαμός, θάνατος. *кайр, -а α. οδηγός ελκύθρου. *кайта, -Ь! θ. θαλαμίσκος πλοίου, καμπίνα. *каЙТ-кампания, -И θ. (ναυτ.) καρρέ, εντευ- εντευκτήριο· τραπεζαρία. каЙТНЫЙ επ. της καμπίνας. каяться, каюсь, каешься р.δ. 1 μετανιώ- νοι, μετανοώ, μεταμελούμαι . 2 παραδέχομαι, α- αναγνωρίζω (λάθος, φταίξιμο). 3 (εκκλσ.) ο- ομολογώ τις αααρτίες μου, μετανοώ* КАЮЩИЙСЯ Грешник о μετανοών αμαρτωλός. *КВадрант, -а α. 1 (μαθ.) το τεταρτοκύκλιο. 2 συσκευή κάθετης σκόπευσης πυροβόλου. *КВадрЙТ, -а α. 1 τετράγωνο (ισόπλευρο ορ- ορθογώνιο). Η κάθε αντικείμενο τετράγωνου σχή- σχήματος. 2 (μαθ.) η τέταρτη δύναμη* ВОЗВесТЙ Β - υψώνω στο τετράγωνο. Ί εκφρ. В -е πολύ μεγάλος* Дурйк В -е βλάκας με περικεφαλαία. квадратно-гнездовой επ. - посев σπορά κατά τετράγωνα* ~йя ПОСЙДка φύτευμα κατά τετράγωνα. КВадрётНЫЙ επ. 1 τετράγωνος· - СТОЛ τε- τετράγωνο τραπέζι. 2 (μαθ.) τετραγωνικός· корень τετραγωνική ρίζα· -ые меры μέ- μέτρα τετραγωνισμού επιφανείας· - метр τετρα- τετραγωνικό μέτρο* -ое уравнение τετραγωνική ε- εξίσωση* -ые скобки οι αγκύλες. *квадратура, ~ы θ. το εμβαδά* - комнаты το εμβαδά δωματίου. II енсрр. - круга τετρα- γων.ισμός του κύκλου (άλυτο πρόβλημα) και μτφ. για κάθε τι άλυτο. *КВази... πρώτο συνθετικό: κατ' όνομα, δή- δήθεν, φαινομενικά, φευτο... квазинаучный δή- δήθεν επιστημονικός* квазиреволкционный ψευ- τοεπαναστατικός. кваканье, -Я ουδ. κόασμα, -ός, βατραχο- κραυγή. КВёкать р.δ. (για βάτραχο) κοάζω. *квёкер, -а α., -ша, -и θ. κουάκερος, -ίδα. квакерский επ. του κουάκερου. квакнуть р.σ. βλ. квакать. квёкушка, -и θ. βλ. лягушка. КВЙКШа, -И θ. βάτραχος των δέντρων. КВаЛИ$ИКаЦИОННЫЙ' επ. της ειδικότητας, της ειδίκευσης* του χαρακτηρισμού. ^Квалификация, -И θ. 1 καθορισμός ποιότη- ποιότητας, αξίας* χαρακτηρισμός. 2 ειδίκευση, ει- ειδικότητα* повышение -И ανέβασμα της ειδι- ειδικότητας* Иметь высокую -Ю έχω υψηλή κατάρ- κατάρτιση* приобрести -Ю токаря αποχτώ την ει- ειδικότητα του τορναδόρου. квалифицированный επ. απο μτχ. ειδικευ- ειδικευμένος* -ые кедры ειδικευμένα στελέχη. II που απαιτεί ειδίκευση* - труд ειδικευμένη εργα- εργασία. ♦квалифицировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. квалифицированный, βρ· ван, ..-а, -0 ρ.δ.κ.σ.μ. 1 χαρακτηρίζω* как - подобный поступок? πώς να τη χαρακτηρίσω τέτοια συ- συμπεριφορά; - преступление χαρακτηρίζω έ- έγκλημα. 2 καθορίζω ειδικότητα. II κατατάσσω σε κατηγορία. Π -СЯ 1 χαρακτηρίζομαι. 2 ει- κεύομαι. II κατατάσσομαι σε κατηγορίες. *КВаНТ, -а α. (φυσ.) κβάντουμ κ. κβάντον. КВАНТОВЫЙ επ. του κβάντουμ. *КВЙрта, -Ы θ. 1 το τέταρτο (ως μέτρο υ- υγρών ή λεπτών στερεών σωμάτων). 2 (μουσ.) τέσσερις συνεχείς τόνοι. *КВартал, -а α. 1 τρίμηνο, τριμηνία. 2 συ- συνοικία, γειτονιά* τετράγωνο. 3 (παλ.) αστυ- αστυνομικό τμήμα. 4 τετράγωνο (δάσους, αμπελώνα κ.τ.τ.). Квартальный επ. 1 τρίμηνος* - план τρί- τρίμηνο πλάνο. II τετράγωνος, του τετραγώνου πό-
ква 462 кед λης. 2 ως ουσ. διοικητής αστυνομικού τμήμα- τμήματος. Π εχφρ. - надзиратель βλ. 2 σημ. *квартёт, -а α. τετραωδία, κουαρτέτο. квартетный επ. της τετραωδίας, του κου- κουαρτέτου* *квартира, -Ы θ. 1 διαμέρισμα, κατοικία. 2 πλθ. -Ы (στρατ.) καταλύματα· расположиться на зимние -ы τακτοποιούμαι σε χειμερινά κα- καταλύματα. квартирант, -а α., -ка, -и θ. ενοικιαστής, -άστρια, квартирка, -И θ. διαμερισματάκι. *квартирмёйстер, -а α. (στρατ.) ο υπεύθυ- υπεύθυνος καταλυμάτων και εφοδιασμού. квартирный επ. 1 του διαμερίσματος, της κατοικίας· -ая плата το ενοίκιο· - вопрос ζήτημα κατοικίας. 2 του καταλύματος. 3 ουσ. πλθ. -не το ενοίκιο (τα χρήματα). квартировать, -ру^о, -р^ешь ρ.δ. 1 κατοι- κατοικώ, ενοικώ, μένω, κάθομαι. 2 (στρατ.) στρα- τονίζομαι, διασταθμώ' καταυλίζομαι. квартиронаниматель, -я α. ενοικιαστής, έ- ένοικος, νοικάρης. квартиросъёмщик, -а α. εκμισθωτής σπιτιού', σπ ιτι νοικοκύρης. квартирохозяин, -а α., -ка, -и θ. σπιτο- σπιτονοικοκύρης, -ρά, οικοδεσπότης, -δέσποινα. *квартирьер, -а α. υπεύθυνος αναζήτησης καταλυμάτων. квартплата, -Ы θ. ενοίκιο (τα χρήματα). *КВарц, -а α. 1 χαλαζίας, κουάρκιο, χαλα- ζόπετρα. 2 λάμπα χαλαζία· лечЙТЬ кварцем θεραπεύω με λάμπα χαλαζία. кварцевый επ. χαλαζιακός· χαλαζιούχος. 4 εχφρ. -ая Мыла λάμπα χαλαζία (υδραργύρου). *КВарцЙТ, -а α. χαλαζίτης (ορυκτό). квас, -а (-у), πλθ. -й α. το κβας (ρωσι- (ρωσικό αναψυκτικό). КВАСИТЬ, -ашу, -аЪиШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. квашенный, βρ: -шен, -а, -О υποβάλλω σε ζύμωση, ζυμώνω, ζυνίζω. Ν -СЯ ζυμώνομαι, ξι- ξινίζω. квасной επ. του κβας· - залах μυρουδιά του κβας· ~&я гу^ца κατακάθια του κβας. Π εκφρ. - патриотизм ψευτοπατριωτισμός, ψευ- τοπρογονολατρεία. КВО.СНЫЙ επ. (διαλκ.) ζυμωμένος, ξινισμέ- ξινισμένος, ξινός. КВасОК, -скй α. κβασάκι. II γεύση υπόξινη. квасцевать, -Н.уЪ, -Ц^ешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. квасцованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.μ. δεψώ* - КОЖУ δεψώ δέρμα* квасцовый επ. στυπτηριούχος· - раствор στυπτηριούχο διάλυμα. квасцй, -<5в πλθ. στυπτηρία, στύψη* αλου- νίτης ή στυπτηριακός λίθος. "кватерна, -ы θ. βλ. катерна. Квашение, -Я ουδ. ζύμωση, βράσιμο, ξίνασμα. КВашёнка, -И θ. σκαφιδάκι (για ζυμάρι). квашеный επ. ξινός* -ая капуста ξινό κραμβολάχανο* -ое МОЛОКО ξινόγαλο. КВаШНЙ, -Й, γεν. πλθ. -ей θ. 1 ζυμωτήρι, σκάφη ζυμώματος. 2 ζυμάρι γινόμενο. 3 (απλ.) άνθρωπος δυσκίνητος, νωθρός, μπάταλος. КВёЛЫЙ επ. (διαλκ.) ισχνός, αδύνατος. КВёрху επίρ. προς τα πάνω* упёсть - ΗΟ- гами πέφτω με τα πόδια προς τα πάνω. *КВИетЙЗЫ, -а α. ησυχοδοξασία, ησυχασμός, ηρεμότητα (δόγμα ψυχικής ακινησίας). КВИетЙСТ, -а α. ησυχόδοξος, ησυχαστής. квиетический επ. ησυχαστικός* -ое учение ησυχαστική δοξασία. *квинта, -ы θ. ο πέμπτος μουσικός φθόγγος κλίμακας. II το διάστημα της πέμπτης.Η η λε- τότερη χορδή μουσικού οργάνου. *КВИНТёт, -а α. 1 πεντάφωνο μουσικό έργο, κουιντέτο. 2 πενταφωνία, κουιντέτο· πεντάδα εκτελεστών. *КВИНТЭССёнция, -И θ. (γραπ. λόγος) πεμ- τουσία. II μτφ. το κυριότερο, το βασικότερο, το κάλλιστο· το άνθος, ο αιθέρας* το άκρον άωτον. *КВИТ, -а α. (οικον.) 1 (παλ.) απόδειξη, υ- υπογραφή, εξόφλιση χρέους. 2 ως κατηγ. είμα- είμαστε ισοφαρισμένοι, πάτσι· Я с тобой г ξό- ξόφλησα με σένα* мы С тобой - είμαστε πάτσι. 3 (παλ,) ως κατηγ. τέλειωσε, τέλος. II εκφρ. игрёть на - τα παίζω όλα για όλα* - да - πλήρης εξόφλιση, μέχρι και το λεπτό. квитанционный επ. της απόδειξης· -ая книжка βιβλιάριο αποδείξεων (με αποκοπή). *квитанция, -и θ. απόδειξη* выдавать -ю δί»ω απόδειξη· ВЗЯТЬ -Ю παίρνω απόδειξη· КВИТОК, -ΊΚ& α. (απλ.) απόδειξη. КВЙТЫ βλ. КВИТ B σημ.). "кворум, -а α. απαρτία* нет -а δεν υπάρχει απαρτία. *КВОта, -Ы θ. η επιτρεπόμενη (αναλογούσα) μερίδα. Π το μερίδιο, το μερτικό (μετόχου). квохтанье, -я ουδ. βλ. клохтанье. квохтоть, квохчет р.δ. βλ. клохтать. *кеб, -а α. μόνιππο αμάξι, "кегли πλθ. (ενκ. кегля, -ив.) κώνοι, τσούνια (παιγνίδι) καθώς και οι κωνοβιδείς πασσαλίσκοι* игрёть В - παίζω τους κώνους* расставить - τοποθετώ τους χώνους. *КвГЛЬ, -Я α. (τυπογρ.) σώμα. *кёдр, -а α. κέδρος, κέδρο, кедрач, -έ. α. (διαλκ.) κεδρώνας. кедровник, -а α. 1 κεδράκι* κεδρόθαμνος. 2 κεδρώνας. кедровый επ. κέδρινος* - лес δάσος κέ-
кей 463 кид όρων -ые орехи χεδρδμηλα. *кёйф, -а α* ανάπαυση, ραχάτι, χουζούρι, ρα- ραθυμία· ευθυμία, κέφι. кейфовать, ~#ю, -фу'ешь ρ.δ. (γραπ.λόγρς) ραχατεύω, χουζουρεύω, αναπαύομαι· ραθυμώ*κά- ραθυμώ*κάνω κέφι. *кекс, -а α. κέκ. *кёларь, -Я α. τροφοδότης, ταμίας μοναστη- μοναστηριού. келейка, -и θ. κελάκι. келёЙНИК, -а α. θεράποντας ηγουμένου, αρ- αρχιερέας, ιερομόναχος. II μοναστής, ερημίτης, келейница, -Ы θ. θεράπαινα ηγουμένης ή και μερικών άλλων καλογριών. II μονάστρια. келейно επίρ. κρ>φά, μυστικά, келейный επ. 1 του κελιού· -ая жизнь μο- μοναστική ζωή· -ая тишине άκρα ησυχία, νέκρα. Π κρυφός, μυστικός. *кёльнер, -а α., -ша, -И θ. σερβιτόρος,-α. кёлыский επ. κελτικός, кёльты, -0В πλθ. (ενκ. кёлт, -а α^Κέλτες. Кёльн, -И θ. κελί. II μτφ. (παλ.) τρώγλη, кенар, -а α. κ. Кенарь, -Я α. (απλ.) κα- καναρίνι (αρσενικό). Кенарка, -И θ. καναρίνι (θηλυκό). *кенйф, -а α. καννάβι. кенгуровый επ. της καγκουρδ· απο καγχουρό. *кенгуру α. άχλ. η καγκουρό. *кендырь, -Я α. (βοτ.) απόκυνο, (λκ.) ψό- ψόφιος, άγρια βρωμούσα. Кентйвр, -а α. κένταυρος. *Кёпи ουδ. άχλ. πηλήκιο. кепка, -и θ. βλ. кепи, καπέλο, кепочный επ. του πηληκίου, του καπέλου, керамика, -И θ. 1 κεραμική, κεραμευτική. 2 κεραμικά αντικείμενα. керамический επ. κεραμικός· -ое произ- производство παραγωγή κεραμικών - завод κερα- κεραμοποιείο. "кератин, -а α. η κεράτινη ουσία. *кератЙТ, -а α. κερατίτιδα ή κερατοειδίτι- δα (νόσος του κερατοειδούς χιτώνα). керенка, -И θ. κερενσκιακό χαρτονόμισμα, керенщина, -ы θ. κερενσκιάδα. *кержёк, -έ. α. (διαλκ. παλ.) παλαιόπιστος, παλαιολάτρης (οπαδός παλαιών εκκλσ. τελετύν). кержйчка, -и θ. βλ. керяйк. *керн, -а α. (ορυχτ.) δείγμα, πρότυπο. * кернер, -а α. (τεχ.) πδντα. II σημάδια πό- ντας. КероГОЗ, -а α. γκαζιέρα. *керосйн, -а α. πετρέλαιο φωτιστικό, керосинка, -и θ. βλ. керогёз. керосинный επ. του πετρελαίου· - запах μυρουδιά πετρελαίου. керосиновый επ. του πετρελαίου· -ая лйм- па λάμπα πετρελαίου· - 6ИТОН πετρελαιοδοχεδο. кесарев, -а, -о επ. του Καίσαρα. II εκφρ. -О сечение (παλ.) καισαρική τομή. кёсарский επ. του Καίσαρα, καισαρικός. П εκφρ. -ое сечение καισαρική τομή. *кёсарь, -Я α. καίσαρ (τίτλος ρωμαϊκός). II (παλ.) κυρίαρχος· μονάρχης. *кессбн, -а α. 1 φρέατος θάλαμος (καταδυ- (καταδυτική συσκευή). 2 φάτνωμα οροφής. *кётё, -Ы χ. -ύ θ. σολομός, αττακαίος. *кетгу^Г, -а α. κετγκούτ (κλωστή απο έντερα για χειρουργική ραφή). *кетмень,-Я α. τσάπα, τσαπί, σκαπάνη. кетовый επ. αττακαίος· -ая икре κόκκινο χαβιάρι, μπρικ. кефалевый επ. του κεφαλιού. Кефалий, -ЬЯ, -ье επ. του κεφαλιού. *кефйль, -И θ. κεφάλι (ψάρι). кефир, -а α. χεφίρι, είδος γιαουρτιού. кефирный επ. του κέφι ριού. кзади επίρ. προς τα πίσω. 'кибернетика, -И θ. κυβερνητική (κλάδος φυ- φυσικής). кибернетический επ. (φυσΟ της κυβερνητικής. *КИбЙТка, -И θ. 1 αμάξι σκεπαστό. 2 τσα- ντήρι των νομαδικών λαών, ιούρτη. 3 χ<*μό- σπιτο, χαμόγειο. кивание, -я ουδ. χαιρετισμός με το κεφάλι. II νεύμα, γνέψιμο.ΙΙ κούνημα του κεφαλιού. КИВАТЬ р.δ. 1 χαιρετώ με κλίση του κεφα- κεφαλιού. 2 γνέφω, γνεύω. 3 κουνώ το κεφάλι. *кйвер, -а α. (παλ.) στρατιωτικό πηλήκιο. кивнуть р.σ. βλ. кивать. кивот βλ. киот. кидание, -Я ουδ. ρίψη, -ιμο, πέταγμα, ε- ζακόντιση. кидать р.δ.μ. 1 ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλ- βάλλω, εζακοντίζω· - камнями πετροβολώ, λιθο- λιθοβολώ· - невод ρίχνω το δίχτυ· - тень ρίχνω σκιά· - свет ρίχνω φως· - ВЗГЛЯД ρίχνω μα- ματιά. II μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.). 2 απρόσ. μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)· СОН менй -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω· менй -ет ТО В жар, ТО В ХОЛОД μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο· его -ет В дрожь τον πιάνει τρεμούλα. Ν εκφρ. - грйзью βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατη- (κατηγορώ, κατακρίνω). II -СЯ 1 ρίχνομαι, πετά- πετάγομαι, εζαχοντίζομαι. 2 κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. II ορμώ· - ВОбЪЯТИЯ ρίχνομαι οτην α- αγκαλιά· СОСЙКИ -ЛИСЬ на него τα σκυλιά ορ- ορμούσαν κατ' επάνω του. II αρέσκομαι· дети -ЮТСЯ на слйти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυ- γλυκά. 3 πηδώ· - В реку ρίχνομαι στο ποτάμι. 4 στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώ-
виз 464 кии θε. II εχφρ. - в глаза βλ. броситься в гла- глазе· вино ή хмель -ется В голову μεθώ, μεπιά- νει το κρασί· кровь твТСЯ В голову μον ανε- ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι,. киёк, КИЙка α. στεχίτσα. *КИЗЙЛ, -а κ. КИЗИЛЬ, -Α α. κρανιά (δέντρο). II κράνο (καρπός). КИЗИЛОВЫЙ κ. КИЗЙлеВЫЙ επ. της κρανιάς. Π του κράνου· απο κράνο. КИЗИЛЬНИК, -а α. κρανότοπος. Π οι κρανιές. КИЗИЛЬНЫЙ επ. βλ. КИЗИЛОВЫЙ. кизлярка, -И θ. ούζο απο σταφύλια, τσί- τσίπουρο. *кизяк, -а (-у) α. ξερή κοπριά ως καύσι- καύσιμη ύλη. *кий, КИЯ, πλθ. КИЙ, киёв α. στέκα, ράβόσς μπιλιάρδου. кика,-и θ. (διαλκ.) βλ. кйчка. кикимора, -ы θ. Μορμώ, -ώνα. И σκιάχτρο, φάντασμα (για γυναίκα άσχημη ή ασχημοντυ- μένη). *КИКС, -а α. άστοχο χτύπημα της μπίλας μπι- μπιλιάρδου. *КИЛ, -а α. είδος σαπουνιού, кила, -ιί θ. (απλ.) βλ. грыжа. II πρήξιμο, όγκος. II εζδγκωμα δέντρων. КИЛевбй επ. της τρόπιδας,, της καρίνας·-ая балка βλ. киль A σημ.). Килечный επ. της αφύης, του χαψιού. КИЛО ουδ. άκλ. κιλό, χιλιόγραμμο. *КИЛО... χιλιό... КИЛОВатТ, -а α. κιλοβάτ, χιλιοβάτ. киловётт-час, -а α^ κιλοβατώρα, το ωριαία κιλοβάτ. килограмм, -а α. χιλιόγραμμο, килограммовый επ. ενός χιλιόγραμμου, килограммометр, -а α. χιλιογραμμόμετρο. КИЛОМётр, -а α. χιλιόμετρο, километрах, -а α. το σύνολο των χιλιομέ- χιλιομέτρων. километровый επ. μήκους ενός χιλιομέ- χιλιομέτρου. *КИЛЬ, -Я α. 1 τρόπιδα, καρίνα σκάφους. 2 τρόπιδα όρθια αεροπλάνου. 3 στέρνο, 'στηθο- κόκκαλο πτηνών. *кильвётер, -а α. απόρρους, ολκός, αυλάκι ζδιαπλέοντος σκάφους). II εκ φρ. Β - ή В -е идти, следовать (ναυτ.) το ένα κοντά τ* άλ- άλλο, γραμμή, κορδόνι, κομπολόι, αλυσίδα. кильватерный επ. του απόρρου, του αυλά- αυλάκι ου. II εκφρ. -ая колонна νηοπομπή. *КЙЛЪКа, -И θ. αφύη, χαψί, αντζούγα. *ЮШВад, -а α. κύμβαλο. *КИМОНО ουδ. άκλ. ένδυμα μακρύ των Ιαπώ- Ιαπώνων. Η κοντομάνικο γυναικείο ένδυμα. *КИНГСТ<5н, -а α. (ναυτ.) καταπακτή του Κί- γκστον, μπουκαπόρτα. *кинематика, -И θ. κινηματική. кинематический επ. κινηματικός, της κι- κινηματικής ί *КИНемаТ<5граф, -а α. 1 κινηματογραφική μη- μηχανή. 2 κινηματογραφική τέχνη. 3 (παλ.) βλ. кинотеатр. КИНематографЙСТ, -а α. κινηματογραφίστας. кинематографический επ. κινηματογραφικός. кинематография, -И θ. κινηματογραφία. *КИНеск<5п, -а α. οθόνη τηλεόρασης. *КТГНётИКа, -И θ. κινητική. кинетический επ. κινητικός, της κινητικής. *КИНЖаЛ, -а α. χαντζάρι· δίκοπο μαχαίρι. КИНЖАЛЬНЫЙ επ. του χαντζάριου· του δίκο- δίκοπου μαχαιριού. II με δίκοπο μαχαίρι· -ая ρά- на πληγή με δίκοπο μαχαίρι. II εκφρ. -ая батарея πυροβολαρχία κοντινής δράσης· ОГОНЬ θεριστικά πυρά πολυβόλων. КИНО ουδ. άκλ. 1 κινηματογραφία. 2 κινη- κινηματογραφική ταινία. 3 κινηματοθέατρο. II εκφρ. звуковое - ομιλών κινηματογράφος· не- немое - βουβός κινηματογράφος· цветное - έγ- έγχρωμος κινηματογράφος. киноактёр, -а α., -трйса, -ы θ. ηθοποιός του κινηματογράφου ή της οθόνης. Киноаппарат, -а α. κινηματογραφική μηχανή. киноаппаратура, -Ы θ. κινηματογραφική μη- μηχανή με τα εξαρτήματα της., киноартист, -а α., -ка, -и θ. βλ. киноак- киноактёр. КИНОВарНЫЙ επ. κινναβάρινος. КЙНОВарь, -И θ. 1 κιννάβαρι. 2 κόκκινο χρώμα απο κιννάβαρι. киноведение, -Я ουδ. η τέχνη του κινημα- κινηματογράφου. КИНОВёДЧескИЙ επ. της κινηματογραφικής τέχνης. кинодраматургия, -И θ. Ι όλα τα κινημα- κινηματογραφικά σενάρια. 2 η θεωρία των κινηματο- κινηματογραφικών σεναρίων. КИНОЖурнал, -а α. φιλμ ντοκυμαντέρ. кинозвезда, -ы θ. αστέρι του κινηματογρά- κινηματογράφου ή της οθόνης. киноискусство, -а ουδ. κινηματογραφική τέ- τέχνη. кинокартина, -Ы θ. κινηματογραφική ται- ταινία. II κινηματογραφική εικόνα. КИНОЛёнта, -Ы θ. κινηματογραφική ταινία. киномеханик, -а α. μηχανικός κινηματογρά- κινηματογράφου. кинооператор, -а α. οπερατέρ κινηματογρά- κινηματογράφου, χειριστής κινηματογράφισης. КИНОПередвЙЖКа, -И θ. κινητός κινηματο- κινηματογράφος. КИНОПЛёНКа, -И θ. κινηματογραφική ταινία
КВН 465 кип ατράβηχτη. КИНОПрок&Г, -а α. έκδοση κινηματογραφικών ταινιών καθώς και η μίσθωση αυτών. кинопромышленность, -И θ. κινηματογραφική βιομηχανία. кинорежиссёр, -а α. σκηνοθέτης κινηματο- κινηματογράφου. киносеанс, -а α. κινηματογραφική παράστα- παράσταση . киносеть, -И θ. δίχτυ κινηματογραφικό. КИНОСТУДИЯ, -И θ. στούντιο κινηματογραφι- κινηματογραφικό. киносценарий, -Я α. κινηματογραφικό σε- σενάριο. КИНОСЪёмка, -И θ. κινηματογράφηση, το γύ- γύρισμα ταινίας. КИНОСЪёмОЧНЫЙ επ. της κινηματογράφησης. КИНОТеЙтр, -а α. κινηματοθέατρο, κινημα- κινηματογράφος. киноустановка, -И θ. κινηματογραφική ε- εγκατάσταση . кинофестиваль, -Я α. κινηματογραφικό φε- φεστιβάλ. кинофикация, -И θ. οργάνωση κινηματοθεά- κινηματοθεάτρων ή κατασκευή κινηματογραφικών εγκατα- εγκαταστάσεων . КИНОфЙЛЬМ, -а α. κινηματογραφική ταινία, κινηματογραφικό φίλμ. кинофицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. κινηματογραφοποιώ, οργανώνω κινηματοθέατρα, «άνω κινηματογράφους. 1) κάνω κινηματογραφι- κινηματογραφικές εγκαταστάσεις. II -СЯ αποκτώ κινηματο- κινηματοθέατρα ή κινηματογραφική εγκατάσταση. кинохроника, -И θ. φιλμ ντοκυμαντέρ γε- γεγονότων . КЙнуть р.σ.μ. 1 βλ. КИДАТЬ. 2 αφήνω, ε- εγκαταλείπω, παρατώ. II -СЯ βλ. кидаться. *кибск, -а α. περίπτερο, κιόσκι· газетный περίπτερο εφημερίδων. КИОСкёр, -а α. περιπτερούχος. КИОТ κ. (παλ.) КИВОТ, -а α. κιβωτός (θήκη όπου φυλάσσονται τα ιερά κειμήλια). КЙпа, -Ы θ. πάκο· πακέτο. II μπάλα, μπαλό- το· - хлопка μπάλα βαμπακιοΰ. *кипарйс, -а α. κυπαρίσσι. кипарисный επ. κυπαρίσσινος· του κυπα- κυπαρισσιού. кипарисовый επ. βλ. кипарисный. II ου σ. πλθ. -ые τα κυπαρισσοειόή. КИПёние, -Я ουδ. 1 βράση, -ιμο, κόχλα- σμα. *2 μτφ. αναβρασμός, ταραχή. КЙпешшЙ επ. κάτασπρος (σαν τον αφρό). КЙпень, -И θ. κ. -ПНЯ α. άσπρος αφρός* Сёлый как - άσπρος σαν τον αφρό. КИПёть, -ПЛЮ, -ПЙШЬ р.δ. 1 βράζω, κοχλά- κοχλάζω· вода в чайнике -йт το νερό στο τσαερό βράζει· - медленно σιγοβράζω; Η αφρίζω, φου- φουσκώνω (για μπύρα, κρασί κ.τ.τ.). 2 μτφ. α- αφθονώ, είμαι γεμάτος, βρίθω· УЛИЦЫ -ЛИ ТОЛ- пёми народа οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αποπλή- αποπλήθη λαού. 3 μτφ. κατέχομαι απο σφοδρό αίσθη- αίσθημα, πάθος κ.τ.τ. - гневом βράζω απο θυμό· В нём -Йт злоба μέσα του βράζει απο κακία. II διεξάγομαι έντονα· бой -ЛИ διεξάγονταν σφο- σφοδρές μάχες· работа -ЙТ βράζει η δουλειά. кипрёй, -я α. κύπερος, χύπερη, μάννα. кипучесть, -И θ. ιδιοσυγκρασία θερμή, βί- βίαιη; кипучий επ., βρ; -пуч, -а, -е. 1 αφρώδης· αφρισμένος· - ПОТОК αφρισμένος χείμαρος. 2 μτφ. εντατικός, σφοδρός, ζωηρός* -ая Дёя- тельность μεγάλη δραστηριότητα. II θερμός, ορμητικός, με πάθος. КИПЯТЙЛка, -И θ. βραστήριο (χώρος). кипятильник, -а α. βραστήρι, -ας, КИПЯТИЛЬНЫЙ επ. της βράσης, για βράσιμο. КИПЯТИТЬ, -ячу, -ЯТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кипячённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. δ.μ. βράζω· - ВОДУ, МОЛОКО βράζω νερό, γά- γάλα· - бельё βράζω τα ρούχα. II -СЯ 1 βράζω· молоко -Йтся το γάλα βράζει· бельё -Йтся τα ρούχα βράζουν, ζεματίζονται. 2 μτφ. εξάπτο- μαι, ανάβω. КИПЯТОК, -ΤΚά (-ТКУ) α. βραστό νερό.II άν- άνθρωπος θρμόαιμος, ευέξαπτος. КИПЯЧёние, -Я ουδ. βράση, -μος, βράσιμο. кипячёный επ. βρασμένος· -ое молоко βρα- βρασμένο γάλα. *кираса, -ы θ. 1 θώρακας (στήθους και νώ- νώτων). 2 (παλ.) εξαρτήματα στολής παρέλασης. *кирасйр, -а, γεν. πλθ. кирасир κ. (σπάνια) -ΟΒ α. θωρακοφόρος ιππέας, θωρακίτης. "Кирасирский επ. θωρακωτός* θωρακοφόρος. киргиз, -а α., -ка, -И θ. Κιργίσιος, -ία. киргизский επ. κιργισιακδς. *КЙрза, -ы θ. σκληρό πανί (για παπούτσια). кириллица, -ы θ. το κυριλλικό αλφάβητο. *КИрка, -И θ. λουθιριακή εκκλησία. киркй, -Й, γεν. πλθ. -ροκ, δοτ. -ркам θ. αζίνα, αξινάρι, κασμάς. кирпич, -а" α. τούβλο, πλιθάρι, πλίνθος· класть -Й βάζω τούβλα, χτίζω με τούβλα· Обо- жённый - ψημένο τούβλο, οπτόπλινθος· необо- Жённый - άψητο τούβλο, πλιθάρι, ωμόπλινθος· II αντικε'ιμίενο πλινθοειδές. КИрПИЧИНа, -Ы θ. ένα τούβλο. Кирпичина, -ы θ. μεγάλο τούβλο, τούβλαρο. КЩШЙЧНИК, ~а α. πλινθοποιός. КИрцЙЧНЫЙ επ. 1 του τούβλου, του πλίν- πλίνθου· - завод πλινθουργείο, πλινθοποιείο. II πλίνθινος, με τούβλα· -ая стене τοίχος με τούβλα, πλινθόκτιστος· кирпичная кладка η
πλινθοδομή, πλινθόκτισμα, χτίσιμο με τούβλα. 2 (για χρώμα) κεραμιδί. Π εκφρ. - чай πεπι- πεπιεσμένο- (πλακέ) τσάι. *КЙса, -Ы θ. ψιψίνα, γατούλα. КИСЙ, -ύ θ. (παλ. ч. διαλκ.) σακί, σάκος, τσουβάλι. ВЕсёЙНЫЙ επ. μουσελιένιος.Ι] μτφ. αραιός. II εχψρ. -ая девушка κορίτσι του σαλονιού. киселеобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно σαν το χισέλ. кисель, -А (~Й) α. 1 κισέλι, ζελέ· клйк- венный - κισέλι απο ξινόμουρα· МОЛОЧНЫЙ - γαλακτερό κισέλι. 2 μτφ. λάσπη· дорога стй- ла -ем о δρόμος λάσπωσε (έγινε σαν το κισέ- κισέλι). II νωθρός, άβουλος άνθρωπος. II εκφρ. за семь верст -А хлебать (απλ.) δεν αξίζει τον κόπο· дать η' ПОДДАТЬ -Α ΚΟΜ^ (απλ.) χτυπώ, σκουντώ απο πίσω με το γόνυ κάποιον. кисельный επ. του κισελιού, απο κισέλι. *КИсёт, ~а α. καπνοσακούλα. КИсеЙ, ~Й θ. μουσελίνα. КЙСКа, -И θ. ψιψινίτσα, γατίτσα. КИСЛЙНКа, -И θ. μόνο στην έκφραση: С -ОЙ υπόξινος, ξινούτσικος· яблоко С -ОЙ . μήλο ζινούτσικο. КИСЛИТЬ, -ЙТ ρ.δ. είμαι υπόξινος, ξινού- τσικος· ЯБЛОКО -ЙТ το μήλο είναι υπόξινο. кислица, -ы θ. οξαλίδα, ξινήθρα. II (διαλκ.) ξηρά χόρτα ή ζηροί καρποί. кислород, -а α. οξυγόνο. КИСЛОРОДНЫЙ επ. οξυγονικός· οξυγονούχος· -ое голодание ανοξαιμία, ανοξυαιμία. кисло-сладкий επ., βρ: -док, -дка, -дко; ξινόγλυκος. КИСЛОТа, -ы" θ. 1 ξινάδα, ξινίλα. 2 (χημ.) οξύ· азотная - οξείδιο του αζώτου· серная - θειί'κό οξύ, βιτριόλι· СОЛЙная - υδροχλω- υδροχλωρικό οξύ. КИСЛОТНОСТЬ, -И θ. οξύτητα. кислотный επ. (χημ.) οξύς· -ые соедине- соединения ενώσε'.ς οζέων. Π που περιέχει οξύτητα. кислотоупорность, -И θ. ανθεντικότητα στην οξείδωση. кислотоупорный επ. οξυάντοχος, ο,ξεοστε- γής· δυσδιάλυτος απο τα οξέα. КИСЛЫЙ επ. 1 ξινός· -ые яблоки ξινά μή- μήλα· -ое вино ξινό κρασί· -ое тёсто ξινισμέ- ξινισμένο ζυμάρι· -ая капуста λάχανο τουρσί· -ое МОЛОКО* το γιαούρτι. 2 μτφ. δυσαρεστημένος, ξινισμένος* δύσθυμος, κατσουφισμένος· -ое ЛИЦО κατσουφιασμένο πρόσωπο. II εχφρ. -ые ВОДЫ (ИСТОЧНИКИ, КЛЮЧИ) νερά που περιέχουν ανθρακικό οξύ· -ая соль αλάτι ξινό* -ые щи α) σούπα με λάχανο τουρσί, β) (παλ.) ξινό ποτό. КИСЛЯЙ, -Я α. νωθρός, οκνός, κατσούφης. кислятина, -ы θ. το ξινό, κάθε τι ξινό· ви- вино - ξινό κρασί. II βλ. кислой. киснуть, -ну, -нешь, ΐίαρλθ, χρ. кис κ. кй- снулг -ла, -ло р.δ. ξινίζω· молоко -ет το γάλα ξινίζει· вино -ет το κρασί ξινίζει. 2 μτφ. οκνεύω, νωθρεύω, τεμπελιάζω. II δυσθυ- μώ, σκυθρωπάζω, ξινίζομαι. *киста\ -ΐί θ. κύστη. кистевидный επ. βοτρυοείδης. КИСТеВОЙ επ. μετακάρπιος· - сустав η άρ- άρθρωση του μετακαρπίου. *КИСТёнь;'-Й α. (παλ.) είδος μαστιγίου. II εκφρ. гулить ή ХОДИТЬ -ем ληστεύω, κάνω ληστείες, КЙСТОЧКа, -И θ. 1 τσαμπάκι. 2 φουντίτσα. 3 πιν ελάκ ι. КИСТЬ, -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 το άκρο χέ- χέρι (η παλάμη με τα δάχτυλα). 2 τσαμπί, βό- τρυς* виноградная - τσαμπί σταφυλιού. 3 θύ- θύσανος, κρόσσι, φούντα. 4 πινέλο, χρωστήρας· βούρτσα χρωματίσματος. 5 πινελιά, δεξιοτε- δεξιοτεχνία ζωγραφική. II μεγάλη τέχνη ζωγράφου, πι- πινέλο. *КИТ, -έ. α. 1 κήτος, φάλαινα. 2 βάση, στή- στήριγμα (ελπίδων σε κάποιον ισχυρό). китаевед, -а α. βλ. китаист. китаеведение, -я ουδ. βλ. китаистика. китаец, -аТща α., -йнка, -и θ. Κινέζος, -α. китайка? -и 'θ. είδος παλαιού κινέζικου υ- υφάσματος. китайка^ -И θ. είδος μηλιάς ψυχοανθεκτι- κής καθώς και οι καρποί της. КИТАЙСКИЙ επ. κινέζικος, σινικός. II εχφρ. -ая стена σινικό τείχος· -ие тени κινέζι- κινέζικες σκιές (καραγκιόζης)· -ие церемонии κι- κινέζικες τσιριμδνιες (υπερβολικές φιλοφρο- φιλοφρονήσεις. *КЙтель, -я, πλθ. -И, -ёй κ. ~Α, -ей α. χι- χιτώνιο, αμπέχονο· военный - στρατιωτικό χι- χιτώνιο . КИТОбОец, -<5йца α. φαλαινοθήρας. китобой, -я α. βλ. китобоец. КИТОбОЙНЫЙ επ. φαλαινοθηρικός, φαλαινο- αλιευτικός· -ое су^ДНО φαλαινοαλιευτικο σκά- σκάφος· - Промысел φαλαινοθηρία (επάγγελμα). Π εκφρ. - ус μουστάκια της φάλαινας,μπαλαίνες. китолов, -а α. βλ. китобоец. китоловный επ. βλ. китобойный. КИЧИТЬСЯ, -ЧУСЬ, -ЧЙШЬСЯ р.δ. υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι, καμαρώνω, κορδώνομαι· - СВОИМ богатством περηφανεύομαι για τα πλούτη μου. кйчка, -и θ. παλαιό ρωσικό γυναικείο κα- καπέλο. КИЧЛИВОСТЬ, -И θ. περηφάνεια, υψηλοφροσύ- νη, μεγαλοφροσύνη, καμάρωμα. кичливый επ., βρ: -лив, -а, -о περήφα-
киш 467 кла νος, υφηλόφρονας, μεγαλόφρονας. кишеть, -ЙТ, επιρ. μτχ. δε χρησιμοποιείται· ρ. δ. γέμω, βρίθω, μυρμηκιώ, κινούμαι σαν τα μυρμήγκια. кишечник, -а α. τα έντερα· ο πεπτικός σω- σωλήνας. кишечнополостные, -их πλθ. ουσ. τα κοι- λέντερα ή κοιλεντερικά. кишечный επ. 1 εντερικός, του εντέρου· - СОК το εντερικό υγρό· -ые заболевания νό- νόσοι των εντέρων, τα εντερικά. 2 εντέρινος, α- πο έντερο· -ые струны χορδές εντέρινες. КИШКё, -Й, γεν. πλθ. -ШОК, δοτ. -ШКЙМ θ. έντερο· εντερικός σωλήνας· тонкая - λεπτό (ελικώδες) έντερο· толстая - το παχύ έντε- έντερο· прямая - το απευθυσμένο έντερο· слепая - το τυφλό έντερο* двенадцатиперстная - το δωδεκαδάκτυλο έντερο ή ο δωδεκαδάκτυλος· ΠΟ- перёчная - εγκάρσιο κόλο· восходящая обо- ободочная - ανιόν χόλο· нисходящая ободочная - κατιόν κδλο. 2 μάνικα· пожарная - η πυρο- πυροσβεστική μάνικα* ПОЛИВАТЬ ИЗ -Й καταβρέχω με μάνικα. II εκφρ. - тонка у ΚΟΓΟ-Η. δεν έ- έχει κότσια ή δεν του το λένε τα κότσια (δεν έχει τη δύναμη, ικανότητα)· ВЫПУСТИТЬ ~Й ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)· вымотать (все) -Й ко- кому κατατυραννώ κάποιον, βγάζω το θεό (ανά- (ανάποδα)· надорвать -Й (со смеху) σκάζω απο τα γέλια, μου κόβονται τα σωθικά απο τα γέλια. КИШЛЙК, -ία. χωριό (ασιατική ονομασία). КИШЛЙЧНЫЙ επ. του χωριού, αγροτικός, κοι- κοινοτικός· επαρχιακός· -ЭЯ школа σχολείο του χωριού· - совет το κοινοτικό συμβούλιο. *КИШМЙШ, -а κ. -& α. σταφίδα αγίγαρτη (σαν την κορινθιακή). КИШМЯ επίρ. στην έκφρ*. - кишеть βλ. КИ- шёть. КИЯНКа, -И θ. ζύλινο σφυρί, ζυλόσφύρα, η ματσόλα, τοκμάκι. *клавесйн, -а α. κλαβεσίνο, κλαβεσέν. клавесинный επ. του κλειδοκύμβαλου. *КЛавиатура, -Ы θ. κλαβιατούρα, κλαβιέ. II πλήκτρα μηχανισμού, κουμπιά. клавикорды, -ΟΒ πλθ. κλειδόχορδο.' *КЛавЙр, -а α. (μουσ.) όργανο πληκτροφόρο. Ν τραγούδι με συνοδεία πιάνου. "клавиш, -а α. κ. клавиша, -и θ. πλήκτρο (μουσικού οργάνου ή μηχανισμού). КЛАВИШНЫЙ επ. πληκτροφόρος· - инструмент πληκτροφόρο όργανο. Клад, -а α. 1 θησαυρός· ИСКАТЬ - ψάχνω να Βρώ θησαυρό. 2 πολύ καλός, μάλαμα· ОТО Ηθ работник, а просто - αυτός είναι εργάτης- μάλαμα ή εύρημα. кладбище κ. (παλ.) кладбище, -а α. νεκρο- νεκροταφείο. II ντεπό παλαιών ή αχρήστων βαγονιών, ατμομηχανών. кладбищенский' επ. του νεκροταφείου* СТОРОЖ φύλακας νεκροταφείου· -ая ОГрЙда о περίβολος νεκροταφείου. кладезь, -я α. 1 (παλ,) φρέαρ, πηγάδι. 2 πηγή πλούτου. II εχφρ. - мудрости ή премуд- РОСТИ; - учёности θησαυρός γνώσεων ή σοφί- σοφίας* παντογνώστης, πανδαήμονας. Кладеный επ. (διαλκ.) ευνουχισμένος. КЛЙДка, -И θ. 1 χτίσιμο· закончить -у τε- τελειώνω το χτίσιμο· каменная - λιθοδομή· кир- кирпичная - πλινθοδομή· производить -у стен κάνω τοιχοποιία, τοιχοποιώ. 2 τοποθέτηση με τη σειρά, ένταξη* ~ ДОСОК τοποθέτηση σανί- σανίδων με τη σειρά. 3 βλ. кладь C σημ.). 4 γέννηση, εναπόθεση, ωοτοκία* у кур начались - ЯЙЦ οι κότες άρχισαν να γεννούν. 5 (δΜΐλ*.) ευνούχιση. Кладовая, -ОЙ θ. αποθήκη. кладовка, -и θ. αποθηκούλα. кладовщик, -ά α., -ца, -ы θ. αποθηκάριος. кладь, -И θ. 1 (αθρσ.) φορτίο, πράγματα. 2 (διαλκ.) θημωνιά δημητριακών. 3 πλθ. -И πέ- πέτρες, κλαδιά κλπ. σε νερά για πέρασμα. * клака, -и θ. (αθρσ.) κλάκα, οι εγκάθετοι,οι βαλτοί. *клакёр, -а α. κλακαδόρος, κλακέρ, βαλτός. *КЛ!&КСОН, -а α. σειρήνα, κλάξον, κόρνο. *клан, -а α. κοινότητα γένους, φυλής(στους Κέλτες). кланяться, -ягась, -яешеься р.δ. 1 υποκλί- υποκλίνομαι, χαιρετώ με υπόκλιση· артисты -ЛИСЬ перед зрителями οι ηθοποιοί υποκλίνονταν στους θεατές· - В ПОЯС κάνω βαθιά υπόκλιση* земно -ЯЮСЬ κάνω εδαφιαία υπόκλιση. 2 μετα- μεταδίνω, μεταφέρω χαιρετισμό* -ЙТесь ему^ ОТ мёнп μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου ή τα σέβη μου. 3 παρακαλώ ταπεινωτικά, προ- προσκυνώ, φιλώ τα πόδια* не ста'ну перед ним - δε θα τον προσκυνήσω. 4 προσφέρω δώρο για να καλοπιάσω κάποιον. II εχφρ. честь Имею - (παλ.) αποχαιρετώ με υπόκλιση (έχω την τιμή να υποκλιθώ). *КЛЙпан, -а α. 1 βαλβίδα, δικλίδα,κλαπέτο. 2 κλειδί μουσικού, πνευστού οργάνου. II γλωτ- γλωττίδα φυσαρμόνικας κ.τ.τ. 3 βαλβίδα καρδιάς. 4 πέτο (καπάκι) τσέπης. II κάλυμμα. клапанный επ. της βαλβίδας κλπ. ουσ. *кларнёт, -а α. κλαρίνο, ευθύαυλος. "кларнетист, -а α. κλαρινετίστας. *КЛасс, -а α. 1 τάξη* рабочий - εργατική τάξη· буржуазный - αστική τάξη· - эксплуа- эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών ГОСПОД- ГОСПОДСТВУЮЩИЙ - η κυρίαρχη τάξη· борьбй -ΟΒ πά- πάλη των τάξεων. II υποδιαίρεση· - млекопитаю- млекопитающих η τάξη των θηλαστικών - земноводных η
кла 468 кле τάξη των αμφιβίων - ДВУХДОЛЬНЫХ растений η τάξη των δικοτυληδονων φυτών. II κατηγο- κατηγορία· θέση· вагбн третьего -а βαγόνι τρίτης κατηγορίας· билет первого -а εισιτήριο πρώ- πρώτης θέσης. 2 σχολική υποδιαίρεση· ученик ПЯ- ПЯТОГО -а μαθητής της πέμπτης τάζης. II αίθου- αίθουσα διδασκαλίας· ученики ВЫШЛИ ИЗ -а οι μα- μαθητές βγήκαν απο την τάξη. II (παλ.) το μά- μάθημα, η ώρα του μαθήματος· - КОНЧИЛСЯ το μάθημα τέλειωσε. II πλθ. -Ы είδος παιγνι- παιγνιδιού. 3 ποιότητα· κατηγορία»драгоценные κά- мни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης. II βαθμίδα· ВОДИТелЬ 1е -а οδηγός Τ* κατηγορίας. II υψηλό επίπεδο· показать - δεί- δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη). *клёссик, -а α. κλασσικός, κορυφαίος· -И марксизма-ленинизма οι κλασσικοί του μαρξι- σμού-λενινισμού. II κλασσικιστής, οπαδός του κλασσικισμού. II ειδήμονας, δαήμονας της αρ- αρχαιοελληνικής και λατινικής γλώσσας και λο- λογοτεχνίας. КЛЙССИКа, -И θ. (αθρσ.) κλασσικά, υποδειγ- υποδειγματικά έργα λογοτεχνίας και τέχνης. классификатор, -а α. ταξινόμος, ταξιθέ- της, καταχωριστής. классификационный επ. ταξινομικός. *классификация, -И θ. ταξινόμηση, -μία. классифицирование, -я ουδ. ταξινόμηση. классифицировать, -руга, -туешь р.δ.κ.σ.μ. ταξινομώ. Π -СЯ ταξινομούμαι. *классицизм, -а α. κλασσικισμός. классический επ. κλασσικός. II εκφρ. -ая гимназия κλασσικό γυμνάσιο (όπου διδάσκο- διδάσκονταν η αρχαιοελληνική και λατινική γλώσσα), -ое Образование κλασσική μόρφωση (αρχαιο- (αρχαιοελληνική και λατινική). классный επ. 1 της τάξης· -ая ДОСКО πί- πίνακας της τάξης· - руководитель о υπεύθυνος καθηγητής της τάξης. 2 της κατηγορίας, του βαθμού. II υψηλού επιπέδου· -ая игра παιγνί- παιγνίδι των άσσων - удар ισχυρότατο σουτ. II εκφρ. - вагон επιβατικό βαγόνι· -ая ДЙма (παλ.) δασκάλα παρθεναγωγείου. классово επίρ. ταξικά. классовость, -И θ. ταξικότητα, ο ταξικός χαρακτήρας· - ИДеолОГИИ ταξικότητα της ι- ιδεολογίας. КЛАССОВЫЙ επ. ταξικός· -ая борьбй ταξική πάλη· -не противоречия ταξικές αντιθέσεις. класть, кладу, кладёшь, παρλθ. χρ. клал, -ла, -ло р.δ.μ. 1 θέτω, τοποθετώ, βάζω· . - ранненого на НОСИЛКИ βάζω τον τραυματία στο φορείο· - деньги В карма'н βάζω τα χρή- χρήματα στη τσέπη· - на место βάζω στη θέση. II καταθέτω· - В сберкассу βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο. II αποτυπώνω· - печать σφραγί- σφραγίζω, βάζω σφραγίδα (κυρλξ. κ. μτφ.). II περνώ στρώμα· - краску μπογιατίζω, περνώ ένα χέρι μπογιά. 2 παραθέτω· σερβίρω. II ρίχνω· - са- сахар В чай ρίχνω ζάχαρη στο τσάι. 3 χτίζω, βάζω τούβλα, πέτρες κλπ. - стену χτίζω τοί- τοίχο. II επιδίδομαι· - все усилия βάζω όλα τα δυνατά. 4 προϋπολογίζω. II καθορίζω (τιμή). 5 ευνουχίζω· - жеребца ευνουχίζω το που- πουλάρι. 6 (με μερικά αφηρ. ουσ. αποκτά τη ση- σημασία: κάνω, εκτελώ, παράγω κλπ.) - нача- начало κάνω την αρχή· - конец βάζω τέρμα· Основание βάζω τη βάση· - преграду βάζω ε- εμπόδιο (καθυστερώ). Ι! εκφρ. - оружие κατα- καταθέτω τα όπλα (παραδίνομαι)· - земнйе ПОКЛО- ПОКЛОНЫ κάνω εδαφιαίες υποκλίσεις· - ПЯТНО κη- κηλιδώνω, δυσφημίζω, βάζω λαδιά· - Ййца (ЯИЦ- (ЯИЦКИ) αποθέτω τα αυγά (για πουλιά, έντομα)· - В рОТ кому1 του δίνω να καταλάβει καλά· себе в кармин τσεπώνω, ιδιοποιούμαι· - на му'зыку μελοποιώ στίχους· - ни бок; - на столько-то градусов (ναυτ.) γέρνω το σκάφος· - зубы на полку ψωμοζώ, κακοζώ, σφίγγω το ζωνάρι ή τη λωρίδα. II -СЯ (για κότες) γεννώ, "клаузула, -ы θ. 1 όρος, ρήτρα· κεφάλαιο, ιδιαίτερο άρθρο. 2 (ρητορ.) κλείσιμο του λόγου. 3 κλείσιμο του στίχου (οι τελευταίες -του συλλαβές). КЛёВ, -а α. ράμφισμα, τσίμπημα. КЛеВЙТЬ, КЛЮЙ, КЛЮёШЬ р.δ.μ. 1 ραμφΟζω, τσιμπώ· куры КЛЮЙТ зерно οι κότες ραμφίζουν τους κόκκους· петух клюёт щенка о κόκορας τσιμπά το κουταβάκι. 2 παίρνω, αρπάζω· рыба клюёт το ψάρι τσιμπά. 3 μτφ. απρόσ. τσιμπιέ- τσιμπιέμαι, ενδίδω, πέφτω, παραδίνομαι. II εκφρ. НОСОМ νυστάζω, κουτουλώ απο τη νύστα· де- денег куры не КЛЮЙТ у него* αυτός έχει με ουρά. II -СЯ 1 τσιμπώ, χτυπώ με το φος· наседка -ётся η κλώσσα τσιμπάει. αλληλοτσιμπιέμαι, αλληλοραμφίζομαι. *клёвер, -а α. τριφύλλι. клеверище, -а ουδ. τριφυλλοχώραφο. клеверный επ. του τριφυλιού· με » τριφύλ- τριφύλλι · клеверные семена σπόροι τριφυλλιού·-ые посевы τριφυλλοχώραφα. клевета, -ы θ. συκοφαντία, -ση· δυσφήμηση. клеветать, -вещу, -вёщешь, μτχ. ενστ. кле- ВёщуЩИЙ ρ.δ. συκοφαντώ* δυσφημώ· ОНИ тЩуТ на нас αυτοί μας συκοφαντούν ОН -щет αυτόο συκοφαντεί. клеветник, ~& α., -ца, -ы θ. συκοφάντης, -ισσα, αδικοβγάλτης, -ρια. клеветнический επ. συκοφαντικός, δυσφη- μηστικός. клевок, -Βκά α. ράμφισμα, τσίμπημα. *клеврёт, -а α. (γραπ. λόγος) οπαδός, συ- συνεργός· τσιράκι. χρήμα ράμ- ράμ2
кле 469 кле клееварение, -Я ουδ. το βράσιμο της κόλ- κόλλας. клееваренный επ. του βρασίματος της κόλ- κόλλας· - завод εργοστάσιο παρασκευής κόλλας. клееварный επ. βλ. клееваренный. клеевой επ. της κόλλας· με κόλλα, κολλώ- κολλώδης· -ая краска κολλώδες χρώμα· - запах η μυρουδιά της κόλλας. клеёнка, -И θ. μουσαμάς· πλαστικό. клеёночный επ. του μουσαμά· -ое произ- производство παραγωγή μουσαμάδων -ЭЯ мастер- мастерская εργαστήριο μουσαμάδων, μουσαμάδικο. клеёнчатый επ. επικαλυμμένος με μουσαμά, -ая дверь πόρτα επικαλυμμένη με μουσαμά- портфель μουσαμαδένιος χαρτοφύλακας. клеёный επ. κολλητικός, με κόλλα· -ая бумага κολλητικό χαρτί. Π κολλημένος. КЛеЙЛЬНЫЙ επ. κολλητικός, για κόλληση. клеить, клёю, клеишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клеенный, βρ: клеен, -а, -о р.δ.μ. κολλώ, συγκολλώ· - конверт κολλώ το φάκελλο· - стул κολλώ το κάθισμα. II -СЯ κολλώ· ОТ СМОЛИ пальцы -ятся απο το ρετσίνι κολλάν τα δά- δάχτυλα. II μτφ. μπαίνω σε ρέγουλα, στρώνω· ра- работа опйть не -ится η δουλειά πάλι δε στρώ- στρώνει· ИХ разговор не -ится η κουβέντα τους δεν ταιριάζει· дело не -ИТСЯ η υπόθεση δε συμβιβάζεται. клей, клея (клёю), προθ. о клее, на клею; α. κόλλα· растительный - κόλλα φυτική,γόμ- μα· рыбий - ή столярный - ψαρόκολλα, ιχθ-υό- κολλα· ПТИЧИЙ - ιξός· резиновый - κόλλα ε- ελαστικού. КЛёЙка, -И θ. κόλληση, συγκόλληση. клейкий επ. κολλώδης· -ие почки тополя τα κολλώδη μπουμπούκια της λεύκας· -ая Оу- мага μυγοπαγίδα απο κολλώδες χαρτί. клейковина, -ы θ. αλευρόκολλα. клейкость, -И θ. κολλητικότητα. клеймение, -Я ουδ. σημάδευμα, στιγμάτι- σμα· σταμπάρισμα, μαρκάρισμα. клеймёный επ. 1 μαρκαρισμένος, σταμπαρι- σμένος* στιγματισμένος, σημαδεμένος· - ΤΟ- Вар σταμπαρισμένο εμπόρευμα· - СКОТ σημα- σημαδεμένα ζώα. 2 ουσ. στιγματίας, στιγματι- στιγματισμένος (κατάδικος). Π εκφρ. -ая шельма, (παλ.) σεσημασμένος απατεώνας. КЛеЙМЙТЬ, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клеймённый, βρ: -мён, -а, -о р.δ.μ. 1 σταμπάρω, μαρκάρω, σφραγίζω· στιγματίζω, ση- σημαδεύω. 2 επικρίνω δρμύτατα, κατακρίνω· трусов МЫ -Им презрением τους δειλούς τους παραδίνομαι στην κοινή περιφρόνιση· - ПОЗО- ПОЗОРОМ ΚΟΓΟ-Η. στιγματίζω, στηλιτεύω κάποιον. клеймо, -а, πλθ. клейма ουδ. 1 μάρκα, στά- στάμπα, σφραγίδα, σημάδι. 2 στίγμα στο δέρ- δέρμα με κάψιμο (σε ζώα ή κατάδικους). И μτφ. ατιμία, μουτζούρα, αζιοκατάκριτη πράξη· смыть позорное - ξεπλένω τη ντροπή. 3 οτι- γέας, ζουμπάς. клеймовщик, -а α. στιγματιστής. *клёйстер,-а α. αμυλόκολλα, αλευρόκολλα. клёкот, -а α. κρωγμός, ρέκασμα (για πτηνά). клекотать, -<5чет р.δ. κρώζω, κράζω, ρε- κάζω (για πτηνά). клектать, клёкчет р.δ. βλ. клекотать. *КЛёмма, -Ы θ. πόλος, άκρη ζυγού, ακροδέ- της (ηλεκτρικός). клён,-а α. σφενδάμι, σφένδαμνος, άκερ· ОСТрлЙСТЫЙ σφενδάμι πλατανοειδές ή αγριο- πλάτανος· - полевой σφενδάμι του κάμπου ή σφένδαμνος πεδινός. кленовый επ. του σφενδαμιού· -ые листья φύλλα σφενδαμιού. II σφενδάμνινος· - СТОЛ τραπέζι απο σφενδάμι. клепало, -а ουδ. (παλ.) βλ. било. Π σφυ- σφυρί καθηλώσεων. клепальный επ. του πριτσινώματος· για πριτσίνωμα. клепальщик, -а α. πριτσινωτής, καθηλωτής. клепание, -Я ουδ. πριτσινάρισμα, γύρωμα. клёпаный επ. πριτσινωμένος, γυρωμένος. клепать1, -паю, -пйешь κ. -плй, -плешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клёпанный, βρ: -пан, -а,-о, προστκ. клепай κ. клепли ρ.δ.μ. πριτσινά- ρω, γυρώ. II εκφρ. - косу ισιώνω την κοσιά (με χτυπήματα σφυριού). клепать2, -плй, -плешь, προστκ. клепли р. δ. (απλ.) συκοφαντώ, διαβάλλω, κακολογώ. клёпка, -И θ. 1 πριτσινάρισμα, γύρωμα. 2 βαρελοσανίδα. II εκφρ. не хватает ή недоста- недостаёт (ОДНОЙ) -И В голове του λείπει (μια) βί- δα στο κεφάλι (είναι λίγο κουτός). клёпочный επ. του πριτσιναρίσματος, του γυρώματος. клептоман, -а α., -ка, -и θ. κλεπτομανής. *КЛептоманИЯ, -И θ. κλεπτομανία. клерикал, -а α. κληρικός, κληρικόφρονας. 'клерикализм, -а α. κληρικαλισμός. клерикальный επ. κληρικός,κληρικόφρονας, εκκλησιαστικός: -ая партия κληρικό κόμμα. *клерк, -а α. γραφιάς υπηρεσίας. клёст, клеста α. λοξίας, σταυρομύτης ή στραβομύτης (πτηνό). клетка, -И θ. 1 κλουβί. И μτφ. μικρό δω- δωμάτιο. 2 τετράγωνο· складывать дровй В -у στιβάζω τα καυσόξυλα κατά τετράγωνα. II τε- τραγωνίδιο· -И шахматной ДОСКИ τα τετρα- γωνίδια της σκακιέρας. 3 (βιολ.) κύτταρο. II εκφρ. грудная - θώρακας, στέρνο, лёстни- ческая - κλιμακοστάσιο. клеточка, -И θ. κυτταράκι.
кле 470 кло клеточный επ. Ι του κλουβιού. 2 κυττα- κυτταρικός· -ое ЯДфE о πυρήνας του κυττάρου. клетушка, -И θ. αποθηχούλα (μέσα στο σπί- σπίτι). II μικρό δωματιάκι, κλουβί. клетчатка, -Ι 6, 1 κυτταρίνη. 2 (παλ.) ο κυτταρικός ιστός (ανθρώπων και ζώων). клетчатый επ. με τετραγωνίδια, χαρό· -Οθ пальто πανωφόρι με τετραγωνίδια. II (βιολί κυτταρικός. клеть, -и, προθ. в клёти, γεν. πλθ. -ей; θ. 1 βλ. клетушка. 2 θαλαμίσκος ανελκυστήρα (ασανσέρ). *КЛёцка, -И θ. γιοβαρλάκι, βώλος ζυμάρινος. *КЛёш,-а α. κωνικό σχήμα, καμπάνα· йбка - φούστα-καμπάνα. КЛеШНЙ, -Й, γεν. πλθ. -ей ψαλίδα, τσι- τσιμπίδα αστακιδών. клещ, ~ά α. τσιμπούρι, άκαρι. клещевина, -Ы θ. ρίκινος, κίκι (δεντρίλιο). КЛещеВЙНШЙ επ. του ρίκινου, του κικιού" -ое МЙСЛО χικινέλαιο (ρετσινόλαδο). клёцй, -ёй πλθ. 1 λαβίδα, τσιμπίδα, τα- τανάλια. 2 μτφ. (στρατ.) σφίξιμο του κλοιού. II εκφρ. -ими тащить η вытягивать με το τσι- μπίδι βγάζω, αποσπώ (λέξη, απάντηση κ.τ.τ.). *КЛИВер, -а α. (ναυτ.) ατέρμονας, φλόκος. *КЛИёнт, -а α. 1 πολίτης εξαρτημένος απο τον κύριο (στην αρχαία Ρώμη). 2 πελάτης. КЛИёнтка, -И θ. πελάτισσα. клиентура, -ы θ. πελατεία, πελάτες. клиентурный επ. των πελατών, της πελα- πελατείας. "клизма, -Ы θ. 1 κλύσμα. 2 κλυστήρας, κλυ- σαντλία (όργανο). КЛИК,-а α. κραυγή, φωνή· радостный - χα- χαρούμενη φωνή. II κρωγμός (πτηνών). *КЛЙКа, -И θ. κλίκα. кликать, клйчу, кличешь р.δ.μ. 1 (απλ.) φωνάζω, καλώ, προσκαλώ. 2 (διαλκ.) ονομά- ονομάζω, καλώ. 3 κράζω, κρώζω (για πτηνά). 4· ουρλιάζω, ωρύομαι. кликнуть р.σ. βλ. кликать A, 2 σημ.). КЛИкуша, -И θ. γυναίκα φωνακλού,φωνασκού- φωνακλού,φωνασκούσα (ως υστερική). КЛИКЗЙПескИЙ επ. της φωνακλούς, της φωνα- σκούσας· -ие припадки ωρυγή (ούρλιασμα) υ- υστερικής γυναίκας. кликушество, -а ουδ. ωρυγή, ούρλιασμα,-χτό υστερικής γυναίκας. II μτφ. φωνασκία. климакс -а α. βλ. климактерий. *КЛИМактёриЙ, -Я α. κλιμακτεριακή περίοδος, εμμηνόπαυση. Климактерический επ. κλιμακτηριακός· период κλιμακτηριακή περίοδος· - возраст η ηλικία της εμμηνόπαυσης. ♦климат, -а α. κλίμα· жаркий, холодный θερμό, ψυχρό κλίμα· тропический - τροπικό κλίμα· континентальный -ηπειρωτικό κλίμα· морской - θαλάσσιο κλίμα· умеренный - εύ- εύκρατο (ήπιο) κλίμα. климатический επ. κλιματικός, κλιματολο- κλιματολογικός· -ие условия κλιματολογικές συνθήκες. КЛИМатОЛОГ, -а α. κλιματολόγος. климатологический επ. κλιματολογικός· институт κλιματολογικό ινστιτούτο. *КЛИМаТОЛОГИЯ, -И θ. κλιματολογία. КЛИН, -а, πλθ. клинья, -ьев α. 1 σφήνα. 2 τσόντα. 3 κομμάτι, λωρίδα γης. 4 επίρ. -0Μ σφηνοειδώς. П εκφρ. - КЛИНОМ ВЫШИбаТЬ ή ВЫ- ОИВЙТЬ τη σφήνα με τη σφήνα τη βγάζουν, πάσ- πάσσαλος πασσάλω εκρούετο (πληρώνω με το ίδιο νόμισμα)· -ом не вышибешь με τίποτε δεν του το βγάζεις απο το κεφάλι (είναι σκληροκέφα- λος)* куда не КИНЬ - все - όπου και να πάω, τα βρίσκω μπαστούνια (ή σκούρα)· свет не -ом сошёлся ή земли не -ом сошлась δε χάθη- χάθηκε о κόσμος απ' αυτό (υπάρχουν κι άλλα μέ- μέσα και τρόποι). *КЛИНИКа, -И θ. κλινική. КЛИНИЦИСТ, -а α. γιατρός κλινικής. клинический επ. κλινικός, της κλινικής. *КЛЙнкер, -а α. είδος σκληρού τούβλου για επίστρωση οδών, πλίνθος ολλανδικός. КЛИНКОВЫЙ επ. σφηνοειδής, τριγωνοειδής. КЛИНОВИДНЫЙ επ. σφηνοειδής. КЛИНОК, -ΗΚί α. η κόψη, το κοφτερό μέρος σπάθας, μαχαιριού κ.τ.τ. КЛИНООбрёзНЫЙ επ. σφηνοειδής. КЛИНОПИСНЫЙ επ. της σφηνοειδούς γραφής. КЛИНОПИСЬ, -И θ. σφηνοειδής γραφή. КЛИНШек, -ШКа α. σφηνίτσα. *КЛЙпер, -а α. δρόμονας, κλίπερ. *клир, -а α. κλήρος· ιερατείο. II οι ψάλτες, "клирик, -а . κληρικός. *КЛИринг, -а α. το κλήριγκ. КЛИрИНГОВЫЙ επ. του κλήριγκ. *КЛИрОС, -а α. χώρος των δεξιών και αρι- αριστερών ψαλτών. II οι ψάλτες, ο χορός. клирошанин, -а α. νεωκόρος-ψάλτης. КЛИроШЙНКа, -И θ. η νεωκόρος-ψάλτρια των μοναστηριών διακόνισσα, εκκλησάρισσα, κα- ντηλανάφτισσα. *КЛИСТЙр, -а α. (παλ.) κλύσμα. КЛИСТИрНЫЙ επ. του κλύσματος· -ая трубка ο σωλήνας του κλύσματος. КЛИЧ, -а α. κλήση, κάλεσμα· αναφώνηση. II кликнуть - κάνω (απευθύνω) έκκληση. КЛИЧКа, -И θ. όνομα κατοικιδίων ζώων, II παρατσούκλι. *КЛИШё ουδ. άκλ. τσιγκογράφημα, κλισέ. *КЛОЙка, -И θ. 1 υπόνομος. II βόθρος, λάκ- λάκκος, λακκούβα. 2 βρώμικο μέρος, κοπρώνας,
кло 471 κοπρόλακκος, βορβορότοπος. И μτφ. άνθρωπος βρωμερός, κακοήθης, παλιάνθρωπος;. 3 πρωκτός. клоачный επ. 1 του υπόνομου, του Βόθρου. 2 ουσ. πλθ. -ые τα μονοτρήματα θηλαστικά. *КЛОбук, -ά α. καλογερίστικος σκούφος με 4αλύπτρα των ώμων, καυσία., *клозёт, -а α. βλ. ватерклозет. клозетный επ. του αποχωρητηρίου. клок, -ά, πλθ. клочья, -ьев κ. клоки, -бв α. 1 τούφα, τουλούπα, τολύπη, θύσανος. 2 κομμάτι, λωρίδα· ,разорвЙТЬ В -ЬЯ ξεσχίζω, κά- κάνω κομμάτια. II μτφ. νιφάδα. II μέρος όλου· - земли κομμάτι γης. клокот, -а α. βλ. клокотанье. клокотанье, -Я ουδ. (κυρλζ. κ. μτφ.) κο- χλασμός, αναβρασμός. клокотать, -кочу, -кочешь р.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κοχλάζω, βράζω, αναβράζω· ВОДИ Β ΚΟ- тлё -кочет το νερό στο λέβητα κοχλάζει· у неё в груди -ло μέσα της έβραζε· в нём -ко- чет гнев μέσα του βράζει απο το θυμό Л ρογ- χάζω· В груди раненого -ло απο το στήθος του τραυματία έβγαινε ρόγχος. клонить, клоню, клонишь ρ.δ. 1 κλίνω,γέρ- κλίνω,γέρνω, κάμπτω, λυγίζω· ветер клонил верхушки деревьев о άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέτ ντρων ЛОДКУ -ЛО на бок η βάρκα έγερνε. 2 με παίρνει, με πιάνει· КЛОНИТ КО сну νυστά- νυστάζω· меня от жары к лени клонит απο τη ζέ- ζέστη με πιάνει η τεμπελιά, 3 τραβώ, κατευ- κατευθύνομαι, παίρνω τροπή· дело К разрыву-ИТη υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λα- λασπώνει. II μτφ. στρέφω, γυρίζω. Ί εκφρ. - Γ0- лову (шёю, спинку) σκύβω, υποκύπτω, εν- ενδίδω· - ОЧИ η' взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα. II -СЯ 1 κλίνω, γέρνω, λυγίζω· вё- тви йвы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ι- ιτιάς γέρνουν ως το νερό· ГОЛОВЙ -ИТСЯ ОТ дремоты κουτουλιέμαι απο τη νύστα. II (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση· солнце -ится к западу о η'λιος γέρνει· день -ИТСЯ η μέρα γέρνει. 2 μτφ. πλησιάζω, κοντεύω· дело -ится к развозке η υπόθεση παίρνει τέλος· победа -лась на нашу сто'рону η νίκη έκλινε προς εμάς. 3 αποσκοπώ, απο- αποβλέπω· так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του. КЛОП, -έ. α. 1 κοριός. Η υδροκόριδα· 6ε- ντροκόριδα (ημίπτερα έντομα). 2 μτφ. (αστ.) μικρός, μικρούλης· παιδαρέλι. КЛОПИНЫЙ επ. του κοριού· - запах μυρου- μυρουδιά κοριού. КЛОПОВНИК, -а α. κοριοφωλιά. II χόρτο κα- κατά των κοριών. КЛОПОВЫЙ επ. βλ. КЛОПИНЫЙ. КЛОПОМОр, -а α. κοριοκτόνο (δηλητήριο). •*КЛEун, -а α. κλόουν, παλιάτσος, κωμικός τσίρκου. клоунада, -ы θ. κλοουνάδα (νούμερο εκτε- λούμενο απο πολλούς κλόουν). Π κωμική απομί- απομίμηση κλοουνάδας. клоунский επ. του κλόουν -ая мйска προ- προσωπίδα του κλόουν. клохтанье, -Я ουδ. κακάρισμα, κλωγμός. КЛОХТАТЬ, клохчу1, клохчешь, μτχ. ενστ. кло- клохчущий ρ.δ. 1 κακαρίζω, κλώζω. 2 μτφ. μουρ- μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ· ну, ДОВОЛЬНО тебе λοιπόν, φτάνει να μουρμουρίζεις. клочковатый επ., βρ: -ват, -а, -о του- φωτδς, θυσανωτός. КЛОЧОК, -чк4 α. κομματάκι* - бумаги κομ- κομματάκι χαρτιού· разорвать В -Й ζεσχίζω, κά- κάνω κομματάκια· - земли κομματάκι γης. клуб1, -а, πλθ. клуби α. 1 (παλ.) βλ. клу- клубок. 2 τουλούπα, τολύπη (ατμού, καπνού κλπ.). *КЛуб? -а α. λέσχη, εντευκτήριο. клубенёк, -ΗΚά α. μικρός κόνδυλος. II κόν- κόνδυλος. КЛ^бень, -бНЯ α. (βοτ.) κόνδυλος. клубеньковый επ. του κονδύλου. КЛубЙТЬ, -ЙТ ρ.δ. κάνω, μετατρέπω σε του- λούπες (για καπνό, ατμό κ.τ.τ·). II -СЯ α- ανεβαίνω, κινούμαι κατά τολύπες (για καπνό, ατμό, σκόνη κ.τ.τ.). II μαίνομαι, σηκώνω κύματα, αφρίζω. клубневой επ. του κονδύλου. клубнеплоды, -ΟΒ πλθ. (ενκ. -од, -а α.) τα κονδυλόρριζα. клубника, -И θ. φράουλα, χαμοκερασιά. II Φράουλα, χαμοκέρασο. клубничка, -И θ. 1 φραουλίτσα, χαμοκερα- σάκι. 2 (παλ.) ελεείνότητα, ποταπότητα,χα- μερπεια. КЛубНЙЧНИК, -а α. 1 φραουλόκηπος. 2 φρά- φράουλα (φυτό). 3 (παλ.) ελεεινός, ποταπός, χα- μερπής. клубничный επ. της χαμοκερασιάς, της φρά- φράουλας. II απο φράουλα· -ое варенье γλυκό α- απο φράουλα. КЛубНЫЙ επ. της λέσχης· - завсегдатай θα- θαμώνας λέσχης. клубок, -Ока α. κουβάρι· размётывать ξετυλίγω το κουβάρι. II ~<5м σαν κουβάρι· ΚE- ыка свернулась -<5м η γάτα μαζεύτηκε κουβά- κουβάρι. II πλήθος περιπλεγμένο, ανακατεμένο· противоречий πλήθος ανεπίλυτων αντιθέσεων - событий πλήθος αξεδιάλυτων γεγονότων. II εκφρ. - в горле (стоит, застрйл, подступил, подкатился) μου στάθηκε κόμπος ή σπασμός στο λα ιμό. КЛуббчек, -чка α. κουβαράκι. *КЛумба, -Ы θ. ανθώνας σχηματικός.
472 кни Клуня, -И θ. (διαλκ.) θημωνιά δημητρι- δημητριακών. клуша, -И θ. 1 |(διαλ4.) κλώσσα. II (απλ.) γυναίκα άγαρμπη ."'και άχαρη. 2 είδος γλάρου. КЛЫК.-Й α. χυνόδοντο, σχυλόδοντο, δδντι του ματιού. II χαυλιδδοντο, αρπάλι. клыкастый επ., βρ; -аЪт, -а, -о που έ- έχει χαυλιόνοντες ή κυνόδοντες. КЛПВ, -а α. ράμφος, τσιμπίδα. клюк£,-й θ. ράβδος, -δί, μπαστούνι. КЛЮКВа, -ы θ. οξύκοκκος ο ελοχαρής, φυτό χαθώς χαι ο καρπός αυτού. И εχφρ. вот так-! (απλ.) νά τα μας! (για κάτι δυσάρεστο χαι απροσδόκητο). КЛЮКВвННЫЙ επ. του οξύχοχκου. клюквина, -ы θ. ρόγα οζΰκοχχου. КЛИКНУТЬ ρ.σ. (απλ.) πίνω, μεθώ, κρασώνο- μαι. клюнуть р.σ. βλ. клевать. ключ1, -£ α. 1 κλειδί· запереть дверь на κλείνω την πόρτα με το κλειδί· воровской - αντικλείδι. 2 κλειδί κοχλίωσης και αποκο- χλίωσης· французский - γαλλικό κλειδί'· τορ- цевбй - κοίλο κλειδί περικοχλίων ή κουφ,ω- τδ κλειδί. И κλειδί χορδότονο. 3 μέσο προς λύση. II οδηγός για αποκάλυψη μυστικών ή α- αγνώστων. 4 οχυρή (δεσπόζουσα) τοποθεσία. 5 χειριστήριο τηλέγραφου, πομπός. 6 (μουσ.) γνώμονας· скрипичный - γνώμονας του σολ. ба- СОВЫЙ - γνώμονας του φα. 7 (αρχτ.) ο κε- κεντρικός σφηνδλιθος τδζου, θόλου, αψίδας. II εκφρ. - К шифру κλειδί κρυπτογραφικού κώδι- κα. КЛЮЧ? -ά α. πηγή, βρύση. II εκφρ. ОИТЬ (ή кипеть) -ο*Μ α) αναβλύζω, β) μτφ. ξεσπώ (για θυμό, οργή κ.τ.τ.). КЛГчарЬ, -Α α. 1 (παλ.) κλειδοφύλακας, ο χλειδοκράτορας, κλειδούχος. II (εκκλσ.) σκευο- φύλάκας. ключевой1 επ. του κλειδιού· -с5е отверстие замка η κλειδαρότρυπα. II βασικός, κύριος· -ёя позиция δεσπόζον (στρατηγικό) σημείο ή κλειδί. ключевой2 επ. πηγαίος· -&Я води νερό απο τη βρύση. КЛЮЧИК,1 -а α. κλειδάκι. ключик? -а α. βρυσούλα. КЛЮЧНЦа, -Ы θ. κλείδα, κλειδοκόκκαλο. ключичный επ. της κλείδας· -ая кость το κλειδοκόκκαλο. КЛЮЧНИК, -а α., -ца, -Ы θ. (παλ.) υπηρέ- υπηρέτης, -τρία κλειδοκράτορας τροφίμων. КЛЙШка, -И θ. 1 βλ. клюка. 2 ράβδος χο- κεϋστών. *КЛ#Кса, -Ы θ. μελανιά, μουτζούρα· ПОСЭ- ДИТЬ -у μελανώνω, μουτζουρώνω. КЛЯКСПапЙр, -а α. (παλ.) στυπόχαρτο. КЛЯНЧИТЬ ρ.δ. μ.κ.αμ. εκλιπαρώ, προσλι- παρώ* καθικετεύω· θερμοπαρακαλώ. КЛЯП, -а α. επιστόμισμα, βούλωμα του στό- στόματος (για εμπόδιση της φωνής)· φίμωτρο. КЛЯСТЬ, кляну, клянёшь, παρλθ. χρ. клял, КЛЯЛ^, КЛ&ЛО р.δ.μ. καταριέμαι, αναθεματί- αναθεματίζω· -нет его весь народ τον καταριέται ό- όλος ο κόσμος. II -СЯ ορκίζομαι, κάνω όρκο, ορκοδοτώ, αμόνω. клйтва, -и θ. 1 όρκος· - в верности ή верности όρκος πίστης· преступить -у επι- ορκώ· взять -у с коГE-Н. βάζω κάποιον να ορκιστεί· ложная - ψευδορκία. 2 (παλ.) κα- κατάρα. клйтвенный επ. ένορκος, με όρκο· -ое обе- обещание ένορκη υπόσχεση. клятвопреступление, -Я ουδ. επιορκία. клятвопреступник, -а α. -ца, -ы θ. επίορ- επίορκος, -η. *КЛЯуза, -Ы θ. 1 (παλ.) μικροπρεπής δικα- δικαστική αγωγή. 2 κατηγορία μικροπρεπής, δυ- δυσφήμηση, κακολογία, κουρκουσουριά. КЛЯУЗНИК, -а α., -ца, -Ы θ. κατηγοριάρης, -α, δυσφημηστής, κακολόγος, αδικοβγάλτης, κουρκουσούρης. кляузничать р.δ. κατηγορώ, δυσφημώ, κα- κακολογώ, αδικοβγάζω, κουρκουσουρεύω. кляузничество, -а ουδ. κατηγόρια, κακολο- κακολογία, δυσφήμηση, κακογλωσσιά. КЛЙузныЙ επ. κακολόγος, δυσφημηστικός, α- αδικοβγάλτης, κουρκουσούρικος, κουτσομπάλικος. КЛЯча, -И 8. παλιάλογο, ψωράλογο. II άν- άνθρωπος αδύνατος, ισχνός, καχεκτικός. кнаружи επίρ. (απλ.) προς τα έζω. *кнёль, -и θ. αθρσ. κ. кнели, -ей πλθ. εί- είδος γιοβαρλακιών. книга, -и е. 1 βιβλίο· - большого разме- размера βιβλίο μεγάλου σχήματος· переплести -у δένω βιβλίο· раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο· - ДЛЯ чтения αναγνωστικό, -σματάριο· - С картинами εικονογραφημένο βιβλίο· учебная - εγχειρίδιο· бухгалтерские -И λογιστικά βιβλία· кассовая - βιβλίο ταμείου· прихо- ДО-расхбдная - βιβλίο εσόδων και εξόδων церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία· жалоб- жалобная - βιβλίο παραπόνων СИДёТЬ за -ОЙ κά- κάθομαι να διαβάσω· записная - το σημειωματά- σημειωματάριο· - записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο. 2 έργο, σύγγραμμα. 3 κατάλογος· телефонная - τηλεφωνικός κατάλο- κατάλογος. 4 οδηγός· справочная - βιβλίο οδηγιών. 5 τόμος. II εκφρ. - за семью печатями (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο· И -И В ру- КИ кому με μόρφωση και πρακτική, ειδήμο- ειδήμονας, γνώστης.
кни 473 коб КНИГОВёд, -а α. βιβλιολόγος, βιβλιογνώστης. книговедение, -Я ουδ. βιβλιολογία, βιβλι- ογνωσία. книговедческий επ. βιβλιολογικδς. КНИГОёд, -а α. 1 βιβλιοσκώληκας, βιβλι- βιβλιοφάγος, βιβλιόψειρα. 2 (ειρν.} βιβλιοφάγος. книгоиздатель, -я α. βιβλιοεκδότης. книгоиздательский επ. β ιβλιεκδοτικός. книгоиздательство, -а ουδ. εκδοτικός οί- κος (βιβλίων). КНИГОЛЙб.-а α. βιβλιόφιλος. КНИГОНОШа, -И α. κ. θ. πλανόδιος βιβλιο- βιβλιοπώλης· βιβλιοδιανομέας. книгопечатание, -Я ουδ. (εκ)τύπωση βιβλί- βιβλίων, τυπογραφία, έκδοση βιβλίων. книгопечатник, -а α. (παλ.) τυπογράφος. КНИГОПечётныЙ επ. τυπογραφικός, της εκτύ- εκτύπωσης βιβλίων. книгопродёвец, -вца α. (παλ.) βιβλιοπώ- βιβλιοπώλης. КНИГОТОРГОВЛЯ, -И θ. βιβλιεμπόριο, -ρία. КНИГОТОРГОВЫЙ επ. βιβλιεμπορικός. книготоргующий ст. βλ. книготорговый. книгохранилище, -а ουδ. 1 βιβλιοφυλάκιο.2 μεγάλη βιβλιοθήκη. КНИГОчёЙ, -Я α. (παλ.) βιβλιόφιλος· βι- βιβλιοφάγος. книжечка, -И θ. βιβλιαράκι. КНЙЖИПа, -Ы θ. βιβλιαράκι. КНЙЖИЩа, -И θ. (απλ.) μεγάλο βιβλίο. книжка, -и θ. 1 βλ. книга; интересная - ενδιαφέρον βιβλίο· заПИСНЙЯ - σημειωματάριο, δείρτέρι. 2 μεγάλο περιοδικό. 3 βιβλιάριο· трудовая - βιβλιάριο εργασίας· чековая - το καρνέ των τσεκ· сберегательная - βιβλιάριο ταμιευτηρίου· расчётная - βιβλιάριο πληρω- πληρωμής· положить деньги на -у βάζω χρήματα ото ταμιευτήριο. 4 ο εχίνος του στομάχου των μηρυκαστικών. КНИЖНИК,-а α. 1 βιβλιόφιλος. И άνθρωπος αποσπασμένος απο την πραγματικότητα, αιθε- ροβάμονας. 2 βιβλιοπώλης. КНИЖНОСТЬ, -И θ. 1 απόσπαση απο την πραγ- πραγματικότητα. 2 ίδιο γραπτού λόγου. КНИЖНЫЙ επ. 1 του βιβλίου· - переплёт η βιβλιοδεσία· - шкаф βιβλιοθήκη (έπιπλο)· - магазин βιβλιοπωλείο· -ая торговля βιβλιε- βιβλιεμπόρια. 2 θεωρητικός, άσχετος με την πράζη. 3 του γραπτού λόγου· -ые выражения εκφρά- εκφράσεις γραπτού λόγου. II εκφρ. -ая палата κε- κεντρικό βιβθλιογραφικό ίδρυμα στην ΕΣΣΔ. книжонка, -И θ. παλιοβιβλίο (περιφρ.). КНЙзу επίρ. προς τα κάτω. II προς τις εκ- εκβολές ποταμού. *КНЙКсен, -а α. υποκλινής χαιρετισμός, ρε- ρεβεράντζα. ♦кнопка, -И θ. 1 πινέζα. 2 κουμπί επαφής, ηλεκτρικό κουμπί. 3 μικρή πόρπη, κδπιτσα. КНОПОЧНЫЙ επ. 1 της πινέζας. 2 (ηλεκτρ.) του κουμπιού επαφής. КНут.-ά α. μαστίγιο, βούρδουλας, κνούτο. КнуТОВЙще, -а ουδ. λαβή μαστιγίου. КНутрЙ επίρ. (απλ.) προς τα μέσα, προς το εσωτερικό. КНЯГИНЯ, -И θ. δούκισσα. КНЯЖата, -άτ πλθ. δουκάκια, ηγεμονόπαιδα. II οι απόγονοι των δουκών, τιτλούχοι βογιάροι. княженецкий επ. (παλ.) βλ. княжеский. княжение, -Я ουδ. 1 ηγεμονία, ηγεμονική διοίκηση. Π ο χρόνος της ηγεμονίας. 2 (παλ.) βλ. княжество. КНЯЖеНЙка, -И θ. σμεουριά, ιδαία. Μ σμέ- ουρο. княжеский επ. δουκικδς, ηγεμονικός. КН^жесТВО, -а ουδ. δουκάτο. княжий, -ая, -ее κ. -ья, -ье (παλ.) βλ. княжеский* КНЯЖИТЬ, -Жу, -ЖИШЬ р.δ. ηγεμονεύω, άρχω. КНЙЖИЧ, -а α. δουκάκι, ηγεμονόπαιδο. КНЯЖНа, ~ύ θ. δουκοπούλα. КНЯЖОЙ επ. (παλ.) βλ. княжеский. князёк1, -зька" α. 1 (παλ.) βλ. кнйжич. 2 μικρός δούκας (μικρού δουκάτου). II ζεπεσμέ- νος δούκας. князёк2, -зъка α. (διαλκ.) κορυφή δικεκλι- μένης στέγης. КНЯЗЬ, -Я, πλθ. КНЯЗЬЯ", -зёй α. δούκας. II τίτλος απογόνων δούκα. II εκφρ. Великий - α) μέγας δούκας, β) τίτλος που δίνονταν στα α- αδέρφια του και απογόνους του. КО (πρόθεση) βλ. Κ. χρησιμοποιείται όταν η επόμενη λέξη αρχίζει απο σύμφωνα περισσό- ' τερα του ενός: КО мне, ко сну, КО рту, ко всему. -КО μόριο (διαλκ.) βλ. -ка. коагулирование,-я ουδ. βλ. коагуляция. коагулировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. συ- μπηγνύω· συμπυκνώνω. II -СЯ συμπηγνύομαι · συμπυκνώνομαι. *КОагуЛЯЦИЯ, -И θ. πήζη, σύμπηξη, κροκίδωση. Коалиционный επ. του συνασπισμού. *КОалЙЦИЯ, -И θ. συνασπισμός, ένωση· против Наполеона συνασπισμός κατά του Να- Ναπολέοντα. *КEбальТ, -а α. (χημ.) κοβάλτιο.II βαθύ κυα- κυανό χρώμα (που περιέχει κοβάλτιο). кобальтовый επ. του κοβαλτίου. И κοβαλ- τιούχος. КОбёль, -Α α. σκύλος. II (απλ.) γάιδαρος, α- αγενής, απότομος προς τις γυναίκες. кобениться р.δ. 1 (απλ.) καπριτσώνω. 2 κάνω γκριμάτσες.
коб 474 КОВ , -Ы κ. -й θ. κόμπζα, παλαιό μουσι- μουσικό έγχορδο όργανο. *кббра, -Ы θ. κόμπρα, νάγια. *КОбурё, -ίί θ. θήκη κουμπούρας. кобчик, -а α. είδος μικρού γερακιού. *К06ЙЗ, -а α. δίχορδο μουσ. όργανο με δο- δοξάρι (των λαών της ΙΙεσης Ασίας). КОбЙла, -Ы θ. 1 φοράδα. II (απλ.) γυναίκα μεγαλόσωμη και ρωμαλέα. 2 (αθλτ.) ξύλινο ά- άλογο γυμναστικής. 3 είδος καθίσματος για βα- βασανισμό εγκληματία (προεπαναστατικά). кобйлий, ~ья, -ье επ. φοραδίσιος, αλογί- σιος· -ье молоко αλογίσιο γάλα. КООЫЛЙЦа, -Ы θ. φοράδα. КОбЫДКа, -И θ. μαγάδι, μαγάς, καβαλάρης, καβαλέτο. II φοραδίτσα. II λοκουστί6ες (ορθό- πτερα έντομα ακριδιδή). КОбЫЛЙТИНа, -Ы θ. κρέας φοραδίσιο και γε- γενικά αλογίσιο. коваль, -Α α. (παλ.) σιδηρουργός. кованый επ. 1 σφυρήλατος. 2 σιδερόδετος· - сунд^К σιδερόδετο σουντούκι. 3 πεταλωμέ- πεταλωμένος, καλιγωμένος. II (για υποδήματα) με σι- δεράκια. 4 επεξεργασμένος, δουλευμένος· СТИХ δουλευμένος στίχος. коварность, -и θ. βλ. коварство (ίσημ.). коварный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. ύ- ύπουλος, δόλιος, πονηρός. II απατηλός, άπιστος. КОВАРСТВО, -а ουδ. 1 υπουλότητα, δολιότη- τα. 2 δόλια σκέψη ή συμπεριφορά. КОВЙТЬ, куй, куёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кованный, βρ: -Ван, -а, -О ρ.ό.μ. 1 σφυρη- σφυρηλατώ, σφυροκοπώ· χαλκεύω· куй железо, пока" горячо δούλευε το σίδερο όσο είναι ακόμα ζεστό· - меч κατασκευάζω σπαθί με σφυρηλά- σφυρηλάτηση. 2 μτφ. δημιουργώ, κατορθώνω, πετυχαί- πετυχαίνω με επίμονη δουλειά, με τεράστιες προ- προσπάθειες· - победу σφυρηλατώ τη νίκη. 3 βλ. подковйть. 4 (παλ.) βλ. заковйть. II εκφρ. - деньги κάνω παρά με ουρά (πλουτίζω πολύ). II -СЯ σφυρηλατούμαι εύκολα· железо хорошо куется το σίδερο καλά δουλεύεται. II σφύρο- κοπιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. *КОВббЙ -Я α. έφιππος βοσκός. КОВбОЙка, -и θ. είδος πουκάμισου απο ύφα- ύφασμα καρό. КОВбОЙСКИЙ επ. απο ύφασμα καρό. КОВёр, -Βρά α. 1 χαλί, τάπητας. 2 μτφ. σαν χαλί· по зелёному ковру" луга στο πράσι- πράσινο χαλί του λιβαδιού" - ЗИМЫ το χαλί του χειμώνα (το χιόνι). II εκφρ. у ковра" (рабо- (работать, выступить κ.τ.τ.) γελωτοποιό) στα δια- διαλείμματα στο τσίρκο. коверканье, -Я ουδ. 1 χάλασμα, καταστρο- καταστροφή. 2 διαστροφή, παραμόρφωση, διαστρέβλωση· ακρωτηρίαση, περικοπή. КОВёркать р.δ.μ. 1 χαλνώ, στραβώνω, λυ- λυγίζω. 2 μτφ. διαστρέφω ηθικά. 3 μτφ. παρα- παραμορφώνω, διαστρεβλώνω· αλλάζω. И -СЯ χαλνώ, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. КОВеркОТ, -а α. είδος χοντρού υφάσματος. КОВКа, -И θ. 1 σφυρηλάτηση, σφυροκόπηση.- ГОр.Йчая θερμή σφυρηλάτηση· - Холодная ψυ- χρηλασία. 2 πετάλωμα, καλίγωμα. КОВКИЙ επ. σφυρηλατήσιμος, ευήλατος, ευ- κολοδούλευτος. КОВКОСТЬ, -И θ. σφυρηλατησιμότητα. КОВОЧНЫЙ επ. της σφυρηλάτησης· - ИНСТру- мёнт όργανο σφυρηλάτησης. КОВрЙга, -И θ. μεγάλο στργγυλό ψωμί. коврижка, -И θ. μικρό στρογγυλό ψωμί. II είδος κουραμπιέ (κυρίως με μέλι). II εκφρ. НИ на какие -И με κανένα τρόπο. КОврИК, -а α. μικρό χαλί. ковровщик, -а α., -ца, -ы θ. ταπητουργός. ковровый επ. του τάπητα, του χαλιού· -ые . узоры σχέδια τάπητα· -ое производство τα- ταπητουργία· παραγωγή ταπήτων. II καλυμμένος με τάπητα, ταπητοντυμένος. II ταπητοειδής· -ЭЯ ткань ταπητοειδές ύφασμα. ковродел, -а α. βλ. ковровщик. ковроделие, -я ουδ. ταπητουργία· цех -я ταπητουργείο· мастери -Я τεχνίτες ταπη- τουργοί. КОВЧёг, -а α. 1 κιβωτός· НОев - κιβωτός του Ηώε. II (ειρν.) παλιοκάραβο. 2 κειμηλιο- θήκη. КОВШ, -& α. 1 αντλητήρι, δοχείο άντλησης. 2 (τεχ.) κάδος εκσκαφέα. II χοάνη· χωνί. II μυχός κόλπου. II καδί οινοπν,· ποτών. II εκιρρ. ЧУЖИМ -ОМ ДОбрОМ ПОДНОСИТЬ ' με ξένα κόλλυβα δεν πάνε στην εκκλησία. КОВШИК, -а α. μικρό αντλητήρι. II καδί- σκος. II χωνάκι. КОВШОВЫЙ επ. του αντλητήρα· του κάδου. II με αντλητήρα· με κάδο· - экскаватор εκ- εκσκαφέας με κάδο. КОВЫ, -ков πλθ. (παλ.) παγίδα, πλεκτάνη, σκευωρία, ύπουλα σχέδια. КОВУль, -ίί α. σπάρτιο, σπάρτο (θάμνος). КОВЫЛЬНЫЙ επ. του σπάρτου· απο σπάρτο. КОВЫЛЯТЬ р.δ. κουτσαίνω, χωλαίνω· ταλα- ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. ковырнуть(ся) р.σ. βλ. ковырять(ся). КОВырЙТЬ р.δ. 1 μ. ανασκαλεύω, σκαλίζω· - хлеб σκαλίζω το ψωμί· - В Носу ανασκαλίζω τη μύτη· - В ушйх ανασκαλίζω τ' αυτιά· землю ανασκαλεύω το χώμα. 2 μτφ. αργοδου- λεύω, οκνεύω, -ομαι. 4 εκφρ. - Л&1ТИ (οαιλ.) πλέκω ή διορθώνω λάπτι (βλ. лйпоть). И -СЯ 1 ανασκαλεύω, ανασκαλίζω. 2 διορθώνω αργά, α- αβίαστα (μηχανή κ.τ.τ.). φροντίζω συνεχώς η
ко г 475 кож κάνω επιμελημένη δουλειά. КОГДа επίρ. κ. σύνό. 1 επίρ. ερωτημ. πό- πότε; - вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα; 2 επίρ. χρον. πότε· не ПОМНЮ - Зто 6ЙЛО 6ε θυμάμαι πότε έγινε αυτό·неизвестно άγνωστο πότε. 3 κάποτε, ενίοτε· - СЫТ, - голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός· МОЖНО, - нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται. 4 συν δ. χρον. όταν ОТО было, - ТЫ был миленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός. 5 σύνό. υποθ. αν, εάν. - так, Я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκ- εκδικηθώ. И εκφρ. есть -! δεν ευκαιρώ! - бы ещё κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)· бы НИ κάθε φορά που· όποτε και να· ή — НИКОГДА κάποτε-κάποτε, αραιά και που· редко - πολύ αραιά, πολύ σπάνια. когда-либо επίρ. βλ. когда-нибудь. КОГДЙ-НИбуДЬ επίρ. κάποτε, καμιά φορά, μια μέρα, καμιά μέρα· - МЫ Все умрём κάπο- κάποτε όλοι εμείς θα πεθάνομε· ЖИЛИ вы - В де- рёвне? ζήσατε καμιά φορά στο χωριό; КОН- КОНЧИШЬ ЛИ ТЫ -? θα τελειώσεις καμιά φορά; придёшь ли ты - ко мне? θα έρθεις καμιά μέρα στο σπίτι μου; КОГДй-ТО επίρ. κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)· - ОН был 6ОГЙТ κάποτε ήταν πλού- πλούσιος· - ещё ОН вернётся μια μέρα θα γυρί- γυρίσει . *КОГ<5рта, -Ы θ. 1 κοόρτιδα (τάγμα στους Ρωμαίους). 2 μτφ. συσπειρωμένες γραμμές- -Ы пролетариев οι συσπειρωμένες γραμμές των προλετάριων. коготок, -тка" а. νυχάκι. Π εκφρ. показать -ГТИ δείχνω την κακία ή τις κακές προθέ- προθέσεις. коготь, -гтя, πλθ. когти, -ей θ. 1 νύχι. 2 πλθ. βλ. кошки D σημ.)· обломить -гти σπάζω τα δόντια (καθιστώ ακίνδυνο)· пока- зйтъ СВОЙ -ГТИ δείχνω την κακία ή τις κα- κακές προθέσεις· попасть В -гти кому ή быть В -гтях кого πέφτω στα χέρια κάποιου, εί- είμαι κάτω απο την εξουσία κάποιου· держйть В -гтях ког<5 κρατώ σε υποταγή κάποιον. когтистый επ., 8ρ: -тйст, -а, -о νυχά- τος, ονυχοφόρος· γαμψόνυχος. КОГТИТЬ, -ЙТ ρ.δ.μ. χώνω τα νύχια· ζε- σχίζω με τα νύχια. КОД, -а α. κώδικας (το σύνολο συνθηματι- συνθηματικών σημείων). КОДеЙН, -а α. κωδεΐνη (φάρμακο), "кодекс, -а α. κώδικας· гражданский - α- αστικός κώδικας· УГОЛОВНЫЙ - ποινικός κώ- κώδικας. Ι] χάθε αρχαίο χειρόγραφο βιβλιοδετη- βιβλιοδετημένο. Кодировать, -рую, -руешь р.δ. κ.σ.μ. κρυ- κρυπτογραφώ. кодификатор, -а α. συντάκτης κώδικα. кодификационный επ. της κωδικοποίησης" -ая КОМИССИЯ επιτροπή κωδικοποίησης. *КОДИфИКЙЦИЯ. -И θ. κωδικοποίηση. кодифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. κωδικοποιώ. Π -0Я κωδικοποιούμαι. КОДОВЫЙ επ. κρυπτογραφικός· -ые знйки τα κρυπτογραφικά σημεία. КEе-ГДё κ. КОЙ-где επίρ. κάπου- κάπου, ε- εδώ και κει, σε μερικά μέρη. КEе-как κ. КОЙ-как επίρ. 1 έτσι είτε αλ- αλλιώς, μ' ένα οποιονδήποτε τρόπο. II όπως-ό- πως, όπως νά 'ναι, καλά-άσχημα. 2 μόλις,μό- μόλις,μόλις και μετά βίας, με δυσκολία. К<5е-как<5й κ. КОЙ-'КакбЙ αόρ. αντων. 1 κάποιος, κάτι. 2 ό,τι έλαχε, οτιδήποτε. кбе-КОГЛЙ κ. КОЙ-КОГДЙ επίρ. κάποτε, α- αραιά και που, κάποτε-κάποτε, πότε-πότε. кое-кто, кое-кого κ. кой-кто, кой-кого α- αντων. κάποιοι, μερικοί, κάμποσοι· κάποιος, ένας. кое-куда" κ. КОЙ-куДЙ επίρ. 1 κάπου, σε με- μερικά μέρη. 2 σε κάποιο μέρος. коечный επ. 1 του κρεβατιού· -ая сетка ο σομιες του κρεβατιού. 2 κρεβατωμένος· больной άρρωστος στο κρεβάτι. кое-что, кое-чего κ. кой-что, кой-чего α- αντων. αόρ. κάτι, κάτι τι· οτιδήποτε· μερικά (πράγματα). кожа, -И θ. 1 δέρμα (ανθρώπου ή ζώου)· ε- επιδερμίδα. 2 γδαρμένο δέρμα ζώου, τομάρι. II κατεργασμένο δέρμα ζώου, πετσί. 3 φλούδα καρπού· апельсин с толстой кожей πορτοκάλι χοντροφλούδικο. II εκφρ. чёртова - είδος γε- γερού βαμμπακερού υφάσματος· - да КОСТИ πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)· НИ -И НИ рбжи α- σχημομούρης και αδύνατος· ИЗ -И (ВОН) лезть (ВЙлезти) τρώγω τα λυσσακά μου, τα σίδερα (προσπαθώ παντί σθένει). кожан, -ά α. 1 (παλ.) αδιάβροχο δερμάτινο ή μουσιαμαδένιο. 2 είδος μεγάλης νυχτερίδας. кожанка, -И θ. δερμάτινο σακάκκι ή παλτό. кожаный επ. δερμάτινος, πέτσινος. кожевенник, -а α. βλ. кожевник. КОЖёвенныЙ επ. βυρσοδεψικός· - завод το βυρσοδεψείο, δερματουργείο, ταμπάκικο* -Οθ сырьё βυρσοδεψικό υλικό (τα δέρματα). кожевник, -а α. βυρσοδέψης, δερματουργός, πετσάς, ταμπάκης. кожевня, -И θ. βυρσοδεψείο, δερματουργείο, ταμπάκικο. кожедёр, -а α. εκδορέας, γδάρτης. кожеед, -а α. δερμηστής (έντομο). КОЖИМИТ, -а α. τεχνητό δέρμα (απομίμηση). КОЖИМИТНЫЙ επ. βλ. КОЖИМЙТОВЫЙ.
кож 476 коз КОЖИМЙТОВЫЙ επ. απο τεχνητό δέρμα. КОЖИСТЫЙ επ. δερματικός* μεμβρανώδης*-ая черепаха δερματοχελώνα. кс5жица, -Ы θ. 1 δερματάκι. 2 φλουδίτσα. КОЖНИК, -а α. δερματολόγος (γιατρός). КОЖНЫЙ επ. δερματικός· -ые болезни δερ- δερματικά νοσήματα· - ΠΟΚρόΒ το δέρμα. кожуре, -Й θ. φλούδα (καρπών). кожух, -а" α. 1 πρόβεια, μηλωτή. 2 (τεχ.) κάλυμμα μεταλλικό ή ξύλινο· θήκη· καπό αυ- αυτοκινήτου. коза", -й θ. πλθ. козы. 1 γίδα, κατσίκα. 2 μτ<ρ. σφριγηλό και πεταχτό κορίτσι, κατσίκα. 3 βαγονάκι για μεταφορά μικρών δοκών.Π εκφρ. дикая - βλ. косуля1· драть ή лупить κ,τ.τ. Сидорову -у δέρνω ανελέητα· на -ё не ПОДЪ- ёдешь КОМ}? (απλ.) ζόρικος άνθρωπος (απλησί- (απλησίαστος)· на -ё не объедешь (απλ.) δεν τον ξε- ξεγελάς με τίποτε. козёл, -зла" α. 1 τράγος, τραγί. 2 αγρ'ιό- γιδο, αίγαγρος. 3 είδος χαρτοπαιγνίου και ντόμινου. 4 μικρό εφαλτήριο, (ξύλο)γαϊδάρα. II εκφρ. - отпущения (για σφάλματα) και τα βαριά και τ' αλαφριά τα φορτώνουν στο γάι- γάιδαρο· ПусТЙТЬ -зла" В ОГорОД αφήνω το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα· как ОТ козла* МОЛО- ка"; как от -зла ни-шёрсти,ни молоки(παρμ.) όπως γεννά ο κόκορας τ' αυγά· драть -ЗЛОМ; -ЗЛОМ петь (απλ.) τραγουδώ άσχημα, ρεκοίζω. козерог, -а α. άγριο τραγί, αγριόγιδο με μεγάλα κέρατα. "козетка, -И θ. (παλ.) κρεβατάκι, κοκέτα, κουκέτα. козий, -ья, -ье επ. γίδινος· -ье молоко γίδινο γάλα· -ЬЯ шкура γίδινο δέρμα· - сыр γίδινο τυρί. Η εκφρ. -ЬЯ Н<5жка α) είδος στριφτού τσιγάρου σχήματος τραγόποδου (κα- μπτδ περί το μέσον), β) είδος οδοντάγρας. козлёнок', -нка, πλθ. -лята, -лит α. κα- κατσικάκι . КОЗЛетОН, -а α. (απλ.) ειρν. ρέκασμα, αι- γοφωνία. КОЗЛИК, -а α. τραγάκι. КОЗЛИНЫЙ επ. γίδινος, τραγίσιος. II - μτφ. τραγοειδής· -ая борода" γένια σαν του τρά- τράγου· человек С -ОЙ бородбй άντρας τραγογέ- νης, τραγοπώγονας. КОЗЛИТЬ р.δ. (απλ.) ρεκάζω, αιγοφωνώ (για τραγουδιστή). козлище, -а α. στην εκφρ: отделить овец КОЗЛИЩ (ή КОЗЛИЩ ОТ ЯГНЙТ) ξεχωρίζω τα γα- λάρα απο τα στέρφα (τους άχρηστους απο τους χρήσιμους, το καλό απο το άσχημο). козловый επ. βλ. козлиный. КОЗЛОНОГИЙ επ. τραγόποδος, αιγόποδος, γι- δοπόδαρος, κατσικοπόδαρος. КОЗЛЫ, -зел, -злам πλθ. 1 ο δίφρος,το κά- κάθισμα του αμαξά. 2 κλινοδίποδα· καβαλέτα. 3 υποστήριγμα (για πριόνισμα). II εκφρ. СО- СОСТРИТЬ ή поставить ружья1 (винтбвки) в σχηματίζω οπλοπυραμίδα. КОЗЛЙК, -έ. α. (διαλκ.) είδος μανιταριού φαγώσιμου. КОЗЛ^ТИНа, -Ы θ. γίδινο κρέας. КОЗДЙТНИК, -а α. γιδοβοσκή. КОЗНЬ, -И θ. δολοπλοκία, μηχανορραφία, ρα- ραδιουργία, σκευωρία· строить -и βυσσοδομώ, σκευωρώ, δολοπλοκώ. КОЗОВОД, -а α. γιδοτρόφος, αιγοτρόφος. КОЗОВОДСТВО, -а ουδ. γιδοτροφία, αιγο- τροφία. козоводческий επ. γιδοτροφικός, αιγο- τροφικός. КОЗОДОЙ, -Я α. αιγοθήλης, γιδοβυζάχτρα ή νυχτοπάτης, πλάνος (νυκτόβιο πτηνό). КОЗОН, -зна α. (απλ.) βλ. ба^ка? П πλθ. -зны, -ОВ τα κότσια (παιγνίδι). козонок, -нка" α. (απλ.) βλ. козон. КОЗОЧКа, -И θ. γιδίτσα, κατσίκα. козуля, -и θ. βλ. косуля1. козырёк, рька" α. 1 γείσος καπέλου. 2 γεί- σος στέγης και κάθε άλλης εξοχής. II εκφρ. взять (брать) под -; сделать (делать) под - χαιρετώ στρατιωτικά (φέροντας το χέρι στο γείσο). козырной κ. КОЗЫРНЫЙ επ. του κοζιού, του ατού, του τριόμφου· ~йя КЙрта χαρτί ατού· туз άσος ατού. козырнуть1 ρ.σ. βλ. козырять1 козырнуть р.σ. βλ. козыря"ть?: козырь, -Я, γεν, πλθ. -ей α. 1 κόζι, ατού, τριόμφο· ХОДИТЬ С -Я βγαίνω με ατού· бИТЬ -ем 'χτυπώ (παίρνω) με ατού· последний - το τελευταίο ατού. 2 μτφ. (απλ.) πλούσιος, πα- παραλής, σπουδαίο πρόσωπο. 3 μτφ. όμορφος, λε- λεβέντης, λεβεντόκορμος. Η εκφρ. ХОДИТЬ -ем βαδίζω καμαρωτά, περήφανα. КОЗЫрЙНИе1 -Я ουδ. βγάλσιμο (ξεκίνημα με ατού). козыряние? -Я ουδ. στρατιωτικός χαιρετι- χαιρετισμός (με το χέρι κοντά στο γείσο). КОЗЫРЯТЬ1 р.δ. 1 βγαίνω με ατού. 2 περη- περηφανεύομαι, καυχιέμαι, μεγαλαυχώ. КОЗЫрЙТЬ2 р.δ. χαιρετώ στρατιωτικά (με со χέρι στο γείσο). козюля, -и θ. (διαλκ.) βλ. гадюка. КОЗЯВКа, -И θ.,ζωίφιο, μαμμούδι, -ούνι. кой, кбего α., ко'я κ. (παλ.) ка"я ко'ей е. КОе, коего ουδ. αντων. 1 ερωτημ. ποιος; тебе годик? πόσο χρονάκια είσαι; В коем месте? σε ποιο μέρος; (ή θέση;). 2 αναφ. (παλ.) ο οποίος, που. II εκφρ. на - чёрт ή
кой 477 кол ДЬЯВОЛ, лёший κ.τ.τ.) τί όφελος" τι στο διά- διάβολο, τι μου χρειάζεται· - чёрт (απλ.) όεν πάει στο διάβολο (για ασυμφωνία, αγανάκτη- αγανάκτηση, εξοργισμό απο κάποια αιτία)· НИ В КEем случае κ. (απλ.) ни В коем рйзе σε καμιά περίπτωση, ποτέ. кой-где βλ. кое-где. *КEйка, -И θ. 1 αιώρα, μπράντα. 2 κρεβάτι μονό (στρατώνων, νοσοκομείων κλπ.). кой-кйк βλ. кое-ка"к. кой-какой βλ. кое-какой. кой-когда" βλ. кое-когда. кой-кто βλ. кое-кто. кой-куда" βλ. кое-куда". *КОЙнё ουδ. άκλ. (γλωσλ.) κοινή γλώσσα. кой-что βλ. кое-что. *ΚΟΚ} -а α. τούφα μαλλιών, βόστρυχος. *ΚΟΚ? -а α. μάγειρας σε πλοίο. *КОка, -И θ. κόκα,ερυθρόξυλο (φυτό). *кокайн, -а α. κοκαΐνη. КОКаИНЙЗМ, -а α. κοκαϊνομανύχ, κοκαΐνισμός. КОКаинЙСТ,-а α., -ка, -И θ. κοκαϊνομανής. КОКаЙНОВЫЙ επ. της κοκαΐνης* απο κοκαΐνη. - наркоз νάρκωση με κοκαΐνη. II εκφρ. - куст 6λ. кока, ♦кокарда, -ы θ. κοκάρδα. кбкать(ся) р.δ. βλ. кокнуть(ся). *кокётка, -И θ. κοκέτα, αρεσιάρα, φιλάρεσκη. II ωμίτης (πουκάμισου, μπούστου κ.τ.τ.). кокетливость, -И θ. φιλαρέσκεια, κοκετα- ρία, ερωτοτροπία. кокетливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 κο- κέτης, αρεσιάρης, φιλάρεσκος. II ερωτότρο- πος, ερωτιάρης, -ρικος· - ВЗГЛЯД ερωτιάρι- κη ματιά· - ТОН ερωτιάρικος τόνος. 2 κομ- Φός, καλαίσθητος. кокетничание, -я ουδ. ακισμός, νάζι, σκέρ- σκέρτσο, μαργιολιά, χαριεντισμός, ερωτοτροπία. кокетничать р.δ. ακίζομαι, χαριεντίζομαι, ερωτοτροπώ* σιέμαι και λυγιέμαι, σκερτσάρω. II επιδείχνομαι, προβάλλω τα προτερήματα μου. кокетство, -а ουδ. φιλαρέσκεια, κοκεταρία. *КОКЙЛЬ, -Я α. (τεχ.) κελύφη, μεταλλικά χύ- χύτευσης. КОКИЛЬНЫЙ επ. της κελύφης· φτιαγμένος με κελύφη. *ΚΟΚΚ, -а α. κόκκος (βακτηρίδιο). КОККОВЫЙ επ. του κόκκου. КОКЛЮШ, -а α. κοκκύτης, κορακόβηχας. КОКЛЙшечныЙ επ. της ατράκτου· με άτρακτο. КОКЛЮШКа, -И θ. δαντελοπλεκτικη άτρακτος, καμπανάκι, καμπανέλα. КОКЛЮШНЫЙ επ. του κοκκύτη. II απο κοκκύ- τη· - ребёнок παιδάκι άρρωστο απο κοκκύτη. кокнуть р.σ.μ. (απλ.) χτυπώ (με χαρακτη- χαρακτηριστικό κρότο: κραπ, κλαπ.). Π σπάζω, θραύω. II χτυπώ. || -оя θραύομαι, σπάζω. II χτυπιέμαι. *ΚΟΚΟΗ, -а α. κουκούλι, βομβύκιο μεταξο- μεταξοσκώληκας . КОКОННЫЙ επ. του κουκουλιού, του βομ- βυκίου. КОКОра, -Ы θ. σταμίνες ναυπήγησης. II βλ. корйга. *К0К<5с, -а α. 1 κοκοφοίνικας, κόκος, φοι- νικοκαρυά. 2 ινδοκάρυο, -υδο. КОКОСОВЫЙ επ. απο κοκοφοίνικα· απο ιν- δοκάρυο· -ЗЯ скорлупа περικάρπιο ινδοκά- ρυου· -ая древесина ξύλο απο κοκοφοίνικα· - орёх ινδοκάρυο· -ое МЙСЛО κοκόλιπος, βεζε- ταλίνη· -ое ВОЛОКНО ίνες απο κοκοφοίνικα. II εκφρ. -ая па\льма βλ. кокос. *КОК<5тка, -И θ. κοκότα, γυναίκα ελευθέρων ηθών. КОКОШНИК, -а α. κοκόσνικ, είδος παλαιού γυναικείου καπέλου. II (αρχτ.) στόλισμα στην πρόσοψη οικοδομής (σαν καπέλο.). *КОКС, -а α. κωκ, οπτάνθρακας. коксовальный επ. οπτάνθρακος· -ая печь οπτάνθρακος κλίβανος. II εκφρ. - газ φωταέ- φωταέριο απο οπτάνθρακα· - завод οπτανθρακοποι- είο. Коксование, -Я ουδ. οπτανθρακοποίηση. КОКСОВАТЬ, -сую, -су'ешь ρ.δ.μ. οπτανθρα- κοποιώ. II -СЯ οπτανθρακοποιούμαι. КОКСОВЫЙ επ. του κωκ, του οπτάνθρακα· -ое ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή οπτάνθρακα. коксохимический επ. οπτανθρακοχημικός. КОКСУЮЩИЙСЯ επ. απο μτχ. οπτανθρακοπαρα- γωγικός· - уголь οπτανθρακοπαραγωγικό κάρ- κάρβουνο, "коктейль,-Я α. κοκτέϊγ (ποτό). КОЛ1, -ά. α. πάσσαλος, παλούκι. II μονάδα, ο κατώτατος σχολικός βαθμός. II εκφρ. εξου- εξουδετερώνω, κάνω κάποιον ακίνδυνο· -ОМ стоить ξυλιάζω, σκληρύνομαι· -ОМ СТОИТЬ В горле μου στέκεται στο λαιμό (για άσχημο φαγητό). Π0- садйть на - παλουκλώνω, σουβλίζω· ХОТЬ на ГОЛОВё теши кому" (απλ.) έχει αγύριγο κε- κεφάλι, είναι ισχυρογνώμονας. КОЛ,2 -ά α. παλαιό μέτρο καλλιεργούμενης γης. II εκφρ. НИ -а" ни двора" δεν έχω απολύ- απολύτως τίποτε ή κανέναν είμαι παντέρημος. *КОЛба, -Ы θ. (χημ.) κλασματήρας, φιάλη. колбаса, -ύ, πλθ. -йсы, -ас θ. λουκάνικο· σαλάμι, σαλτσισότο: копчёная - καπνιστό λουκάνικο· ливерная - σαλτσισότο απο έντε- έντερα· варёная - βραστό λουκάνικο. калба"ска, -И θ. μικρό λουκάνικο, σαλάμι· Β виде ~ύ σαν λουκάνικο, αλαντοειδές. КОЛбЙСНИК, -а α. 1 αλλαντοποιός. 2 αλ- λαντοπώλης. КОЛбЙСНЫЙ επ. 1 αλλαντικάς· -ые изделия
кол 478 кол τα αλλαντικά· -ое Производство αλλαντοπαρα- γωγή· - завод αλλαντοποιείο. 2 ουσ. -ая θ. αλλαντοπωλείο. колбочка, -И θ. μικρός κλασματήρας, μικρή φιάλη, φιαλίδιο. КОЛДОВАТЬ, -дУю, -Д^ешь р.6. μαγεύω, κά- κάνω μάγια. II ξορκίζω, κάνω ζόρκια. КОЛДОВСКОЙ επ. 1 μαγικός· -Ое искусство η μαγική τέχνη· - цветок μαγικό λουλούδι. 2 μτφ. μαγευτικός, γοητευτικός, θελκτικός, σα- σαγηνευτικός. КОЛДОВСТВО, -ά ουό. μαγεία, τα μάγια, μαγ- μαγγανεία, γητειά. II ξόρκια. КОЛДУН, -ά α. μάγος, γόης, γητευτής. КОЛДунЙ, -ΟΒ πλθ. τηγανίτες μικρές με κρε- ατάκια, λίπος και πιπέρι. КОЛДУНЬЯ, -И θ. μάγισσα, γόησσα, μαγεύ- τρα, γητεύτρα. колебание, -Я ουό. 1 κλόνιση, -μός· δόνη- δόνηση, κραδασμός, ταλάντευση· παλμός. II ταλά- ταλάντωση (ηλεκτρική). 2 μτφ. διακύμανση, α- αστάθεια, αυξομείωση. 3 μτφ. δισταγμός, εν- ενδοιασμός, αμφιβολία. колебательный επ, παλμικός, δονητικός· - КОНТУР ταλαντωτής· -ые движения παλμικές κινήσεις. колебать, -ёблю, -ёблешь, προστκ. КОЛё- бЛИ; επιρ. μτχ. колебля ρ.δ.μ. 1 κλονίζω, κουνώ, σείω· δονώ, κραδαίνω, πάλλω· ταλα- ταλαντεύω· ветер -ет деревья о άνεμος κλονί- κλονίζει τα δέντρα. 2 μτφ. χαλαρώνω ή χειροτερεύω μια κατάσταση· - устий госугарства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους· - авторитет κλονίζω το κύρος. II -СЯ 1 κλονίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 μτφ. (δια)κυμαίνομαι, μεταβάλλομαι, αυ- αυξομειώνομαι· цены на Продукты -ЮТСЯ οι τι- τιμές στα τρόφιμα δεν είναι σταθερές· темпе- температура воздуха -ется от 12 до 22 гр. тепли η θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται.απο 12 ως 22 Βαθ. πάνω απο το μηδέν, 3 μτφ. διστάζω, ενδοι-άζω, αμφιβάλλω, ταλαντεύομαι. колеблющийся επ. κ. ουσ. απο μτχ. ταλα- ντευόμενος, διστακτικός. колебну'ть(ся) ρ.σ. βλ. колеба"ть(ся) 1 σημ. КОЛёнка, -И θ. γόνυ, γόνα, γόνατο. *КОЛенкбр, -а (-у) α. κάλικο (χασές). II εκφρ. Другой (ИНОЙ) - (απλ.) αυτό είναι άλ- άλλη υπόθεση (ζήτημα, παράγραφος). коленкоровый επ. του κάλικο· απο κάλικο. коленный επ. του γόνατου· - сустйв η άρ- άρθρωση του γόνατου· -ая чйпка η επιγονατίδα. колено, -а ουδ. 1 ( πλθ. колени, -ей «. -лён) γόνυ, γόνα, γόνατο· разбить - σπάζω το γόνατο· СТОИТЬ на -ЯХ στέκομαι στα γόνατα* опуститься на -И πέφτω στα γόνατα· ползать на -ях έρπω στα γόνατα· посадить ребён- ребёнка К себе на -И παίρνω το παιδάκι στα γόνα- γόνατα μου. 2 γωνία, αγπ,ωνας, καμπή, γύρισμα· - реки αγκώνας του ποταμού" - железной трубы η γωνία του σιδηροσωλήνα. 3 (μουσ.) γύρι- γύρισμα, τσάκισμα της φωνής. 4 στροφή, φιγού- φιγούρα (χορού). II απότομη στροφή στη διαγωγή. 5 γενεαλογική διακλάδωση. II εκφρ. поставить кого" на -И γονατίζω κάποιον (κάμπτω την α- αντίσταση)· море по - ή по -ёна кому1 όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: ПЬЯНОМУ море ПО -И για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω απο το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου). коленопреклонение, -я ουδ. (παλ.) γονυ- κλισία. коленопреклонённый επ. γονυκλινής, γονυ- πετής, γονατιστός. коленце, -а ουδ. γονατάκι. КОлёнчахыЙ επ. γωνιώδης, αγκωνοειδής, α- γκωνωτός* - вал αγκωνοειδής ή στροφαλοφό- στροφαλοφόρος άξονας. *КEлер, -а α. (ζωγρ.) χρώμα, χροιά· από- απόχρωση. II μπογιά. КОЛёсИКО, -а ουδ. ροδίτσα, μικρός τροχός. колесить, -еш^, -есйшь р.δ. 1 λοξοδρομώ, πηγαίνω πέρα-δώθε. 2 περιέρχομαι, γυρίζω πολλά μέρη (με όχημα). КОлёсник, -а α. τροχοποιός· καροποιός. КОЛеСНИЦа, -Ы θ. 1 αρχαιοελληνικό δίτροχο αμάξι· άρμα, δίφρος. 2 (παλ.) άμαξα· погре- погребальная - η νεκροφόρα· позорная - άμαξα δι- διαπόμπευσης. КОЛеснЙЧНЫЙ επ. (παλ.) της άμαξας· -ая упряжка ζευκτηρία σαγή άμαξας. КОЛёСНЫЙ επ. 1 του τροχού· αμαξιτός· -ая дорога αμαξιτός δρόμος· -ая мазь το γράσο. 2 τροχοφόρος. колесо, -а" ουδ. 1 τροχός, ρόδα· - телеги ο τροχός του αμαξιού· - велосипеда о τροχός του ποδηλάτου* ведущее - κινητήριος τροχός· Зубчатое - οδοντωτός τροχός* рулевое - τι- τιμόνι, πηδάλιο* гребное - τροχός πτερυγοφό- ρος· гидравлическое - υδραυλικός τροχός· маховое - ο σφόνδυλος, το· βολάν. 2 επίρ. -с5м σαν τροχός· КОТ СОГНул СПЙну -ОМ о γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό. II εκφρ. - форту- фортуны η' СЧЙСТЬЯ о τροχός της τύχης· грудь -ОМ ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος* НEги -с5м στραβά (βλαισά) πόδια· питое - В телеге о πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρη- άχρηστος)· на -άχ σε διαρκές ταξίδι* ПЫТЙТЬСЯ повернуть - истории назйд ή вспять προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας· вер- тёться -С-М γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)· ХОДИТЬ -<5м κάνω τούμπες, τουμπάρω· ёздИТЬ на -ЙХ ταξιδεύω με τροχό-
кол 479 кол φόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο). КОЛесоВ^НИе, -Я ουό. θανάτωση με τροχό. колесовать, -сую, .-суешь р.б.ч.σ.μ. θανα- θανατώνω με τροχό. *колёт, -а α. (παλ.) 1 (στρατ.) λευκή στο- στολή. 2 είδος πλατιού γιακά (στο μεσαίωνα). колёть, -его, -ёешь р.6. (διαλκ.) 1 ξεπα- γιάζω, μαργώνω. 2 ψοφώ. КОЛёчко, -а ουό. δαχτυλιδάκι· μικρός κρί- κρίκος. КОЛеЙ, -Й θ. 1 ροδιά, αμαξοτροχιά· αμαξό- λακκος. 2 σιδηροτροχιά, 3 μτφ. ρους, πο- πορεία· ЖИЗНЬ ВОШЛИ В Обычную -Й η ζωή μπή- μπήκε στον κανονικό της ρυθμό* ВЫбИТЬ ИЗ -Й Βγάζω απο τον κανονικό ρυθμό, πορεία (για ζωή, υπόθεση)· Выбиться (ВЫЙТИ) ИЗ -Й εκ- κλίνω, βγαίνω απο τον κανονικό ρυθμό,πορεία, КОЛИ κ. КОЛЬ σύνδ. υποθετικός· (παλ. κ. απλ.) αν, εάν. II εχφρ. КОЛЬ скоро (παλ.) αν, μόνο αν. *КОЛИбри α. κ. θ. άκλ. κολίβριο (πτηνό). *К<5лика, -И θ. κολικός, κολικόπονος. *КОЛЙТ, -а α. κολίτιδα (νόσος). количественно επί ρ. ποσοτικά. количественный επ. ποσοτικός· -ые изме- изменения ποσοτικές αλλαγές· - анйлиз (χημ.) ποσοτική ανάλυση. количество, -а ουδ. ποσότητα, ποσό· αριθ- αριθμός* πλήθος· - ВОДЫ ποσότητα νερού* деньги В бОЛЬШО'м -е μεγάλο ποσό χρημάτων большое - служащих μεγάλος αριθμός υπαλλήλων боль- большое - людей πλήθος ανθρώπων (λαού)* - пере- ХОДИТ В Качество (φιλοσ.) η ποσότητα περνά στην ποιότητα. колка, -и θ. σχίσιμο, κόψιμο, σπάσιμο· дров σχίσιμο καυσόξυλων - льда σπάσιμο του πάγου. колкий1 επ., βρ: колок, колки, колко κε- ντρωτός, που κεντρίζει. Ν μτφ. τσουχτερός, δηκτικός. колкий2 επ., βρ: колок, колки, колко εύ- σχιστος, εύθραυστος. КОЛКОСТЬ, -И θ. τσουχτερότητα, δηκτικότη- τα· - замечаний η τσουχτερότητα των παρα- παρατηρήσεων. II δήξη, τσούζιμο* сказать -и кому λέγω σε κάποιον τσουχτερά λόγια. *КОЛЛаборационЙзм, -а α. συνεργασία (προ- (προδοτική με τον καταχτητή). коллаборационист, -а α. συνεργάτης με τον καταχτητή. *КОЛЛЙПС, -а α. (ιατρ.) έκλυση, κατάπτωση δυνάμεων. *КОЛЛёга, -И α. κ. θ. συνάδελφος. коллегиально επίρ. συλλογικά. коллегиальность, -и θ. συλλογικότητα· συ- συνεργασία коллегиальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно συλλογικός· ~ое решение συλλογική απόφαση· -ое руководство συλλογική καθοδήγηση. коллегия, -и θ. 1 σύλλογος· επιτροπή· профессоров σύλλογος καθηγητών редакцион- ная - συντακτική επιτροπή· - защитников δι- δικηγορικός σύλλογος. 2 (παλ.) συμβούλιο* - иностранных дел συμβούλιο εξωτερικών υπο- υποθέσεων. 3 (παλ.) κολέγιο (εκπαιδ. ίδρυμα). *КОЛЛёдЖ, -а α. κολέγιο. *коллёж, -а α. κολέγιο. коллежский επ. του κολεγίου. *КОЛЛектЙВ, -а α. κολεχτίβα· ομάδα. коллективизация, -И θ. κολεχτιβοποίηση. коллективизировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. μ. κολεχτιβοποιώ. II -СЯ κολεχτιβοποιούμαι. коллективизм, -а α. κολεχτιβισμός. коллективист, -а α., -ка, -и θ. κολεχτι- βιστής, -τρία (οπαδός του κολεχτιβισμού). коллективистический επ. κολεχτιβίστικος. του κολεχτιβισμού. коллективистский επ. κολεχτιβίστικος, του κολεχτιβιστή. коллективно επίρ. κολεχτιβίστικα. коллективность, -и θ. συλλογικότητα· - ру- руководства συλλογικότητα καθοδήγησης. коллективный επ. συλλογικός, κολεχτιβί- κολεχτιβίστικος· -ое руководство συλλογική καθοδήγη- καθοδήγηση· -ое ХОЗЯЙСТВО κολεχτιβίστικο νοικοκυριό· - ДОГОВОР συλλογική σύμβαση· -ая безоПЙС- НОСТЬ συλλογική ασφάλεια· - дух κολεχτιβί- στικο πνεύμα* - ЩЗЙНЦИП κολεχτιβίστικη αρχή. *КОЛЛёкТОр, -а α. 1 συλλέκτης (σύστημα)· - ГОРОДСКОЙ канализации συλλέκτης υπονόμων πόλης· библиотечный - κέντρο συλλογής και διάδοσης βιβλίων. 2 (τεχ.) συλλέκτης ηλε- κτρικός. коллекторный επ. συλλεκτικός. КОЛЛёкторсКИЙ επ. συλλεκτικός. коллекционер, -а α. συλλέκτης, συλλογέας. коллекционерский επ. του συλλέκτη, του συλλογέα. КОЛЛекцИОНерСТВО, -а ουδ. συλλογή, μάζε- μάζεμα, συγκέντρωση· πάθος για συλλογή. Коллекционирование, -Я ουδ. συλλογή, μά- ζωμα. коллекционировать, -рую, -руешь р.δ. μ. συλλέγω, μαζεύω. коллекционный επ. συλλεγμένος, μαζεμένος· -ые картины συλλεγμένοι πίνακες (ζωγραφιές). *коллёкция, -и θ. συλλογή· - мйрок συλλογή γραμματοσήμων - картин συλλογή εικόνων - монет συλλογή' νομισμάτων книжная - συλ- συλλογή βιβλίων - минералов συλλογή ορυκτών, "коллизия, -и θ. σύγκρουση· нравственная - ηθική σύγκρουση· - экономических интерёссов
кол 480 кол σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων. *коллбдай, -я κ. коллодиум, -а α. κολλόδιο. *КОЛЛОИД, -а α. (χημ.) τα κολλοειδή (σώμα- (σώματα). коллоидный επ. κολλοειδής* -ое свойство κολλοειδής ιδιότητα* - раствор κολλοειδές διάλυμα* -Ы6 веществе κολλοειδείς ουσίες. *КОЛЛОКВИУМ, -а α. συνομιλία καθηγητή με φοιτητές (για πλουτισμό των γνώσεων). КОЛО ουδ. άκλ. μαζικός νοτιοσλαβικός χο- χορός. КОЛОб, -а α. (διαλκ.) βλ. К0Л060К. КОЛОбОК, -бКЙ α. (διαλκ.) καρβελάκι. колобродить, -рожу, -родишь ρ. δ. (απλ.) 1 περιφέρομαι άσκοπα, τριγυρίζω, γυρίζω σαν την άδικη κατάρα* - ВСЮ НОЧЬ νυχτοκοπώ. 2 φέρνομαι αλλόκοτα, ιδιότροπα* καθγαδίζω, κά- κάνω φασαρίες. 3 μτφ. (για σκέψεις, αναμνή- αναμνήσεις) περιφέρομαι, πλανιέμαι. колобродник, -а α., -ца, -ы θ. (απλ.) ι- ιδιότροπος, αλλόκοτος. КОЛОВОрОТ, -а α. 1 τρύπανο, ματικάπι. 2 (διαλκ.) δίνη, ρούφουλας, στρόβιλος. коловратки; -ток πλθ. (ενκ. -ка, -и θ.) τροχόζωα (μικροοργανισμοί). коловратный> επ., βρ·. -тен, -тна, -тно. 1 περιστροφικός. 2 μτφ. (παλ.) μεταβλητός, α- ασταθής. коловращение, -Я ουδ. (παλ.) συρφετός. колода1, -ы θ. 1 κούτσουρο* рубить мйсо на -е κόβω το κρέας στο κούτσουρο. 2 σκαλι- σκαλισμένος κορμός δέντρου (για κυψέλη, σκάφη κ. τ.τ.)· Н εκφρ. через пень -у (валить) κάνω τι τσαπατσούλικα, όπως-όπως. КОЛОда? -Ы θ. δέσμη παιγνιόχαρτων, τρά- τράπουλα. КОЛОдезныЙ επ. πηγαδίσιος, φρεάτινος. КОЛОДезь, -Я α. (παλ.) πηγάδι, φρέαρ. КОЛОДец, -ДЦа, α. πηγάδι, φρέαρ. КОЛОДКа, -И θ. 1 καλαπόδι. 2 ποδόφρενο. 3 ξύλινο μέρος μερικών εργαλείων ~ рубанки το ξύλο της ροκάνης. 4 πλθ. -И (παλ.) πο- δοπέδες ξύλινες. 5 ταινία παρασήμων (για καρφίτσωμα) . 6 κυψέλη, σκάφη (σκαλιστή). II εκφρ. все на одну -у όλοι τους το ίδιο είναι, πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον. КОЛОДНИК, -а α. (παλ.) κρατούμενος σε πο- δοπέδες. КОЛОДОЧНЫЙ επ. του καλαποδιού* του πο- δόφρενου κλπ. ουσ. βλ. КОЛЙДка. КОЛОК1, -лка' α. 1 (διαλκ.) ξύλινο καρφί, κρεμαστάρι. 2 κλειδί μουσικού οργάνου, κόλ- λαβος, χορδοτόνο, στριφτάρι. КОЛОК^ -ЛКЙ α. (διαλκ.) τμήμα δάσους στέ- στέπας. КОЛОКОЛ, -а α., πλθ. -Л&. 1 καμπάνα, κώ- κώδωνας* Церковный - ααμπάνα. της εκκλησιάς* - ВОДОЛАЗНЫЙ καταδυτικός κώδωνας* пожарный - πυροσβεστικός κώδωνας* набйтный - κώδωνας κινδύνου ή συναγερμού* язык -а γλωσσίδι της καμπάνας, ρόπτρο: ударить - χτυπώ την καμπάνα* ЗВОНИТ -£ ηχούν οι καμπάνες. 2 πλθ. -&., ~<5β (μουσ.) κωδωνοστοιχία. КОЛОКОЛеЦ, -ЛЬЦа α. κουδουνάκι, καμπανάκι. КОЛОКОЛЬНЫЙ επ. της καμπάνας* - ЗВОН о ήχος της καμπάνας* ~ые часы το ωρολόγι της εκκλησίας. колокольня, -и, γεν. πλθ. -лен, δοτ.-льням θ. καμπαναριό, κωδωνοστάσιο. И εκφρ. ОТЗВО- ОТЗВОНИЛ И С КОЛОКОЛЬНИ ДОЛОЙ (απλ.) εκτέλεσα τυ- τυπικά, για να πω πως εκτέλεσα* СО своей -И απο τη δική μου σκοπιά (όπως εγώ βλέπω, κρί- κρίνω), όπως εγώ αντιλαμβάνομαι. КОЛОКОЛЬЧИК, -а α. 1 κουδουνάκι, καμπανά- καμπανάκι. 2 καμπανέλα (φυτό). коломазь, -И θ. (διαλκ.) γράσο. КОЛОМбЙна, -Ы θ. κολομπίνα, σουμπρέτα. КОЛ0*менскИЙ επ. στην έκφραση; -ая верста ή С -ую вёрсту πολύ ψηλός άνθρωπος, τηλε- γραφόξυλο, κρεμανταλάς, μαντράχαλος. коломянка βλ. каламянка. *К0ЛEн, -а α. (στη ρωμ. εποχή) πακτωτής,μι- πακτωτής,μισθωτής αγρού. КОЛОНЙТ, -а α. αρχική μορφή δουλοκτησίας (στους Ρωμαίους). колониализм, -а α. αποικιοκρατία, -σμός. КОЛОНИАЛЬНЫЙ επ. 1 αποικιακός* -ые нарб- ДЫ αποικιακοί λαοί* -ые СТрЙНЫ αποικιακές' χώρες* - гнёт αποικιακή καταπίε;ση· -ые дерлЙВЫ αποικιακές δυνάμεις (κράτη). 2 που ζουν κατά αποικίες* -ые коралловые ПОЛИПЫ δεντροειδείς αποικίες κοραλλιών. II εκφρ. -ые ВОЙНЫ αποικιακοί πόλεμοι* -ые Товары αποι- αποικιακά εμπορεύματα* - магазин; -ая ЛЙВКа μα- μαγαζί, πρατήριο αποικιακών* -ые ВОИски αποι- αποικιακά στρατεύματα* -ая политика αποικιακή πολιτική. КОЛОНИЗАТОР, -а α. αποικιστής. КОЛОНИЗАТОРСКИЙ επ. αποικιστικός, του α- αποικιστή. колонизационный επ. αποικιακός· -ое ДВИ- зкёние αποικιακό κίνημα* -ая ЭКСПАНСИЯ αποι- αποικιακή εξάπλωση. колонизация, -И θ. αποικιοποίηση. II αποί- αποίκιση, -σμός. колонизировать, -рую, -руешь .р.б.ч.σ.μ. αποικίζω. II -СЯ αποικίζομαι. КОЛОНИЗОВАТЬ, -Зую, -Зуешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. колонизованный, βρ·. -ван, -а, -о р.δ.κ. σ.μ. βλ. колонизировать. И -ся βλ. колони- колонизироваться. КОЛОНИСТ, -а α., -ка, -И θ. άποικος, -η.
кол 481 кол КОЛОНИСТСКИЙ επ. αποικιακός, του άποικου* -ое хозяйство αποικιακό νοικοκυριό. КОЛОНИЯ, -И θ'. 1 αποικία, κτήση· англий- английские -И αγγλικές αποικίες· древнегреческие -И αρχαίες ελληνικές αποικίες. 2 παροικία. 3 ίδρυμα (κοινοκατοικίας, κοινοθεραπείας κ.τ.τ.)' детские трудовые воспитательные -и αναμορ- αναμορφωτικές εργατικές παιδικές σχολές· - глухо- немйх σχολή κωφαλάλων трудовая - беспри- ЗОрныХ αναμορφωτική εργατική σχολή αλητο- παίδων. 4 (βιολ.) ομαδική συμβίωση κατωτέ- κατωτέρων οργανισμών - кораллов αποικία κοραλλί- ων· - губОК αποικία σπόγγων. колонка, -И θ. 1 κιονίσκος, στυλίσκος. 2 στήλη (γραφής, εφημερίδων κλπ.). 3 θερμοσί- φονας. II κάθε αντικείμενο κυλινδρικού σχή- σχήματος· водопроводная - κρήνη, κρουνός. КОЛОНКОВЫЙ επ. κουνάβι σιος, απο ικτίδα. *КОЛEнна, -Ы θ. 1 κολόνα, κίονας, στύλος· гранитная - γρανίτινος στύλος· коринфские -Ы κολόνες κορινθιακού ρυθμού· портик С -ами το περίστυλο, περίστυλη στοά· основа- основание -к κιονόβαθρο, κιονοστάτης. II στήλη μνημείου, αναθηματική στήλη. 2 φάλαγγα· -Ы ВОЙСК φάλαγγες στρατού· -Ы демонстрантов οι φάλαγγες διαδηλωτών тракторная - φάλαγγα οι-πο τρακτέρ. 3 στήλη (αριθμών, λέξεων). 4 (τεχ.) στήλη κυλινδρική. П εκφρ. ПЙтая η πέμπτη φάλαγγα. *КОЛОННЙда, -Ы θ. κιονοστοιχία. КОЛОННОВОЛЙТЫЙ, -ОГО α. φαλαγγάρχης. II κα- κατώτερος ηΐιωματικός του τσαρικού στρατού. КОЛОННЫЙ επ. της κολόνας· - зал αίθουσα με κολόνες. Π σαν φάλαγγα· -ая форма σχη- σχηματισμός σε φάλαγγα. КОЛОНОК, -нка α. είδος ικτίδας. *КОЛОНТЙтул, -а α. τίτλος (επαναλαμβονόμε- νος σε κάθε σελίδα). *КОЛОНЦЙфра, -К θ. αριθμός σελίδας. • Колорадский επ. του Κολοράδου· - жук πα- τατοπαράσιτο του Κίολοράδου. *КОЛоратура, -Ы θ. ελικοφωνία. колоратурный επ. της ελικοφωνίας· -ое СОПрЗно ελικόφωνο σοπράνο. *КОЛОрЙСТ, -в α. χρωματογράφος, κολορίστας. колористический επ. χρωματογραφικός, κο- λορίστικος. *КОЛОрЙТ, -а α. χροιά, χρωματογραφία, χρω- χρωματισμός. Ι' μτφ. μορφή, χαρακτήρας· ιδιο- ιδιομορφία. КОЛОРИТНОСТЬ, -И θ. χροιά, χρωματισμός. колоритный επ. 1 χρωματιστός, ποικιλλό- χρωμος· - пеГпа"ж ποικιλλόχρωμο τοπίο. 2 ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός. колос, -а α., πλθ. колосья, -ьев στά- στάχυ· спелый - ωριμασμένο στάχυ. КОЛОСИК, -а α. σταχάκι. колосистый επ., ρρ: -сйст, -а, -о σταχε- ρός. КОЛОСИТЬСЯ, -Йтся ρ.δ. σταχυάζω. КОЛОСНИК, -а" α. 1 σχάρα, σκάρα. 2 ξύλα αραδιασμένα . 3 καδρόνια στήριξης σκηνικών. КОЛОСОВОЙ επ. σταχυοφόρος. II ουσ. πλθ. -ые τα δημητριακά. КОЛОСОК, -ска" α. σταχάκι. КОЛОСС, -а α. 1 άγαλμα υπερφυσικών δια- διαστάσεων - РОДОССКИЙ о κολοσσός της Ρόδου. 2 (γραπ. λόγος) τεράστιος, πελώριος· - мйс- ЛИ κολοσσός της σκέψης· - науки κολοσσός της επιστήμης. II εκφρ. - на ГЛИНЯНЫХ ΗΟΤέΧ κολοσσός με πήλινα πόδια (αδύνατος, ετοιμόρ- ετοιμόρροπος) . колоссальность, -И θ. το κολοσσιαίο, αι κολοσσιαίες διαστάσεις. *колосса\льный επ., βρ: -лен, -льна, -льно κολοσσιαίος· τεράστιος, πελώριος; колотить, -лочу, -лотишь ρ.δ.μ.1 χτυπώ* κρούω. 2 κοπανίζω, καθαρίζω χτυπώντας. 3 ξυλοκοπώ, ξυλίζω, μπαγλαρώνω. Π μτφ. κατα- καταφέρω χτυπήματα. 4 σπάζω, θραύω· - тарелки σπάζω τα πιάτα. 5 τρέμω· менй -ла лихорйдка τρέμω απο τον πυρετό, με ταράζει ο πυρετός· менй так И -ит от страха τρέμω απο το φόβο. Μ -СЯ 1 χτυπώ, χτυπιέμαι, προσκρούω. Π χτυ- χτυπώ δυνατά· сердце -ИТСЯ η· καρδιά χτυπά δυ- δυνατά. 2 καταβάλλω προσπάθειες, χτυπιέμαι, πε- πελέκι έμαι. II δυστυχώ, φτωχοδέρνω, με δέρνει η φτώχεια. КОЛОТОВка, -И θ. (μαγειρ.) χτυπητήρι. Ι) κακιά γυναίκα, μέγαιρα, στρίγλα. колотушка, -И θ. 1 καλόσφυρα, ξυλόσφυρα,η ματσόλα. 2 ξύλινο ηχητικό όργανο των φυλά- φυλάκων. 3 κατραπακιά, κατραπαζιά· γροθιά. КОЛОТЫЙ επ. απο κέντρημα· -ая рйна πλη- πληγή απο κέντρημα, КОЛОТЫЙ2 επ. σπασμένος, θραυσμένος* σχι- σχισμένος. колоть1, коли, колешь, μτχ. εν στ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. КОЛОТЫЙ, βρ: -ЛОТ, -а, -Ο ρ.δ.μ. 1 κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπή- μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ· - ШТЫКОМ τρυπώ με τη λόγχη· -ет (απρόσ.) В боку μου περνά πό- πόνος σουβλερός στο πλευρό. Π μαχαιρώνω, φο- φονεύω, σκοτώνω· σφάζω· - барана σφάζω το πρόβατο. 2 μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. II με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθη- αίσθημα κ.τ.τ.). Π εκφρ. - Глаза кому μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω· προσβάλλω το αίσθημα κάποιου· прйвда глазй -ет (παρμ.) η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα· (Темно) ХОТЬ глаз КОЛИ τρισκόταδο, έρεβος. II -ся κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω· ёж -ется о σκαντζό-
кол 482 кол χοίρος κεντρίζει (με τ' αγκάθια). КОЛОТЬ? КОЛИ, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. КОЛОТЫЙ, βρ: -ЛОТ,- -а, -О р.δ.μ. σχίζω· κό- κόβω' σπάζω, θραύω· κομματιάζω· - дрова σχί- σχίζω ξύλα· - орехи σπάζω καρύδια· - лёд σπά- σπάζω τον πάγο. II -СЯ σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. КЙЛОТЬе, -Я κ. КОЛОТЬе, -Α ουδ. σουβλερός πόνος, νυγμός· - В боку' σφάχτης στο πλευρό . КОЛОШёНИе, -Я ουδ. στάχυασμα. колошматить, -а"чу, -а*тишь ρ.δ.μ. (απλ.) χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω, ξυλοκοπώ. КОЛОШНИК, -& α. κορυφή υψικαμίνου. *КОЛПак, -& л. 1 σκούφος, σκούφια, καλπά- καλπάκι· НОЧНОЙ - νυχτερινός σκούφος*поварской - ο σκούφος του μάγειρα. Н καπάκι, επικάλυμμα, σκέπαστρο. II αμπαζούρ. 2 μωρόπιστος, ευαπά- τητος, χάπι. II εκφρ. дерлйть ПОД стеклян- стеклянным -Eм αδυνατώ να κρύψω κάτι απο τη ζωή μου* κρατώ σε απομόνωση απο την κοινωνι- κοινωνική ζωή. КОЛПАЧИТЬ ρ.δ.μ. βλ. ОКОЛПЙЧИТЬ. колпачок, -чка" α. 1 σκουφάκι. 2 καπακάκι, μικρό επικάλυμμα. 3 είδος μανιτάριου. *КОЛТ^Н, -ό α. οφίαση (αρρώστια αλόγων). ■^колумбарий, -Я α. κολουμβάριο, οστεοθήκη (στη ρωμ. εποχή)· κάλπη οστών ή στάχτης. колун, -&. α. τσεκούρι βαρύ για σχίσιμο ξύ- ξύλων. КОЛУПЙТЬ р.δ.μ. (απλ.) ξύνω, ξεσκαλιζο· - ногтем стену ξεσκαλίζω τον τοίχο με το νύχι. колупнуть ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. КОЛупЙТЬ. КОЛХОЗ, -а α. το κολχόζ. II (αθρσ.) κολ- χδζνικοι. КОЛХОЗНИК, -а α., -ца, -Ы θ. κολχόζνικος, -η. колхозный επ. του κολχόζ, κολχόζνικος, -ые поля χωράφια του κολχόζ· -ое крестьян- крестьянство η κολχόζνικη αγροτιά. колчан, -а α. φαρέτρα, βελοθήκη. колчеда"н, -а α. ...πυρίτης· яелёзный σιδηροπυρίτης· медный - χαλκοπυρίτης. КОЛЧедЙННЫЙ επ. του πυρίτη. Π που περιέ- περιέχει πυρίτη. колченогий επ. (απλ.) κουτσός, χωλός. Π ανισόποδος· - СТОЛИК ανισόποδο (στραβό) τραπέζι. КОЛЫбёль, -И θ. 1 κούνια, λίκνο, κοιτίδα. 2 μτφ. τόπος όπου πρωτοεμφανίστηκε ή πρωτο- καλλιεργήθηκε κάτι, πατρίδα· Греция - КОЛЫ- бёль науки η Ελλάδα είναι η κοιτίδα της ε- επιστήμης. II εκφρ. С (ОТ) -И απο (την) κού- κούνια (απο μικρός ακόμα, παιόιόθεν). КОЛЫбёлька, -И θ. κούνια μικρή. КОЛЫбёлышЙ επ. της κούνιας· -ая песня νανούρισμα, βαυκάλισμα.ΙΙ ουσ. θ. -ая νανού- ι ρισμα, βαυκάλισμα. калымйга, -И θ. αμάξι τετράτροχο παλαιού τύπου. II (ειρν.) παλιό' και μεγάλο αμάξι, κά- κάρο της δημαρχίας. КОЛЫХЙНИе, -Я ουδ. κούνημα, σάλευμα· α- ανέμισμα· κυμάτισμα. колыхать, -ышу, -ышешь κ. (σπάνια) -хйю, -хйешь, προστκ. колыхйй, επιρ. μτχ. колы- колыша κ. -хйя ρ.δ.μ. κουνώ, σαλεύω, ταράσσω, ταλαντεύω· ανεμίζω· ветер -шет ЛИСТЬЯ о ά- άνεμος κουνά τα φύλλα· ВОДа" -Шет лбдку το νερό κουνά τη βάρκα· ветер -шет знамёна о άνεμος κυματίζει τις σημαίες. И -СЯ κουνιέ- κουνιέμαι, ταλαντεύομαι· ανεμίζομαι κλπ.ρ,ενεργ. φ. колыхнуть(ся) ρ.σ. βλ. колыхйть(ся). колышек, -шка α. πασσαλίσκος, παλουκάκι. коль βλ. коли. *КОЛЬДКрём, -а α. το κολκρέμ. *КОЛЬё ουδ. άκλ. περιδέραιο, κολιέ. кольнуть р.σ. βλ. колоть1. *КОЛЬра"бИ θ. άκλ. ραφανοκράμβη. *КОЛЫ, -а α. κολτ (περίστροφοήπολυβόλο). КОЛЬЦевЙНИе, -Я ουδ. δαχτυλίωση (πτηνού). Кольцевать, -цую, -цу'ешь р.δ.μ. κάνω δα- δαχτυλίωση, βάζω δαχτυλίδι στα πόδια των πτη- πτηνών ή σε ψάρια για αναγνώριση· σημαδεύω. II (για φυτά) βάζω δαχτυλίδια στον κορμό για ε- πόδιση της ανάπτυξης, για καρποφορία κ.τ.τ. Ι) περιαλείφω κυκλικά τον κορμό δέντρου για προφύλαξη απο βλαβερά έντομα. кольцевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно δακτυλιοειδής. кольцевой επ. 1 κυκλικός, στρογγυλός, δα- κτυλιωτός. 2 κυκλοειδής, δακτυλιοειδής,κρι- δακτυλιοειδής,κρικοειδής. кольцеобразный επ., βρ: -эен, -зна, -зно βλ·. кольцевидный. кольцо, -а\ πλθ. кольца, колец, кольцам ουδ. 1 κρίκος· гимнастические -а γυμναστι- γυμναστικοί κρίκοι. II κύκλος· ~ :Сатурна о δακτύ- δακτύλιος του Κρόνου (αστέρα). II δαχτυλίδι· - 0 бриллиантом δαχτυλίδι με μπριγιάντι· Обру- чальное - δαχτυλίδι αρραβώνας. 2 κάθε κατα- κατασκεύασμα όακτυλιωτό. Π κλοιός· - Враги о κλοιός του εχθρού. II κύκλος. II τέρμα των τραμ, τρόλεϋ, λεωφορείων κλπ. (κυκλικής ε- επιστροφής). II ρουλό· сальфётное - ρολό πε- τσετακιών. II επίρ. -ом, -ими δακτυλιοει- όώς, δακτυλιωτά· κυκλικά. II εκφρ. СГИба"ТЬСЯ -<5м ή гнуть спину в - υποκλίνομαι ταπεινά, προσκυνώ, υποκύπτω· свернуться -Eм κουλου- ριάζομαι, κουβαριάζομαι. кольчатый επ. δακτυλιωτός, δακτυλιδωτός. δακτυλιοειδής. кольчуга, -И θ. (παλ.) θώρακας αλυσιδωτός. кольчужный επ. (παλ.) του αλυσιδωτού θώ-
кол 483 ком. рана. количеств, -И θ. νύζη, νυγμός, κέντριση.ΙΙ μτφ. δηκτ ικότητα, θ ист ικότητα, πε ιραχτ ικότητα. колючий, -ая, -ее, βρ: -люч, -а, -е. 1 κε- ντρώόης, νυγματώόης* -ая борода" γένεια που κεντρούν. Π αγκαθωτός· αγκαθηρός,ακανθώδης· -ая проволока αγκαθωτό σύρμα' - Кустарник αγκαθεροί θάμνοι. 2 μτφ. σουβλερός·-ая боль σουβλερός πόνος. 3 μτφ· δηκτικός, τσουχτε- τσουχτερός, δριμύς, φαρμακερός· -ее СЛОВО δηκτική λέξη, κεντιά., КОЛЙЧКа, -И θ. αγκάθι· αγκαθάκι· ακίδα·-!! проволоки τα αγκάθια του σύρματος· -И елй τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου· -И р<3зы τα α- αγκάθια της τριανταφυλλιάς. II (απλ.) αγκά- αγκάθια (μερικών θάμνωνικαι ψαριών). КОЛШКа, -И θ. ουρανοσκόπος, ανωβλέπας(α- ανωβλέπας(αγκαθερό ψάρι). КОЛПЦИЙ επ. απο μτχ. δηκτικός, που κε- ντρά· -ие органы у насекомых τα δηκτικά όρ- όργανα των εντόμων. II αιχμηρός· режущее И -ее оружие κοφτερό και αιχμηρό όπλο. II μτφ. σουβλερός· -ая бОЛЬ σουβλερός πόνος. КОЛЯДа", -Ы θ. (παλ.) τα κάλαντα. КОЛЯДка, -И θ. (παλ.) τα κάλαντα. КОЛЯДОВАТЬ, -ДУЮ, -дуешь р.δ. λέγω τα κά- κάλαντα. КОЛЙСКа, -И θ. 1 αμάξι τετράτροχο (με ε- ελατήρια και πτυσσόμενο στέγασμα). 2 καρο- καροτσάκι· детская - παιδικό καροτσάκι. 3 αμα- αμαξάκι· - ДЛЯ Инвалида αμαξάκι αναπήρου. II κοφίνι μοτοσικλέτας, σάιντκαρ. ком, -а, πλθ. комья, -ьев α. σβώλος· κομ- κομμάτι. Π εκφρ. - в горле (стоит, застрял κ. τ.τ.); - поступил (подкатился κ.τ.τ.) К гор- горлу μου στάθηκε κόιιπος (ή σπασμός) στο λαι- λαιμό· свернуться В КОМ (КОМОМ) μαζεύομαι κου- κουβάρι, συσπειρώνομαι· СЖИТЬСЯ (СЪежЙТЬСЯ) В - (КОМОМ) μαζεύομαι κουβάρι (σαν τον σκα- τζόχοιρο). КОМ?.. πρώτο συνθετικό απο το επ. комму- коммунистический: компартия. КОМ?., πρώτο συνθετικό απο το επ· α) ко- командный: комсоата"в. β) απο το ο υ σ_ командир: комдив. —КОМ' δεύτερο συνθετικό απο τη λ. комитет: партком. ...КОМ2δεύτερο συνθετικό απο τη λ. комиссйр: нарком. ...КОМ... δεύτερο συνθετικό απο τη λ. комис- комиссариат: наркомпрсс. *кбма, -ы θ. (ιατρ.) κώμα. команда, ~ы θ. 1 προσταγή, -γμα, διαταγή, παράγγελμα· давить -у δίνω παράγγελμα· СЛО- Ва -ы οι λέξεις του παραγγέλματος. 2 διοί- διοίκηση· ПРИНЯТЬ -у αναλαμβάνω τη διοίκηση. 3 απόσπασμα, τμήμα, ομάδα· - разведчиков ομά- δαι ανιχνευτών сапёрная - τμήμα μηχανικού· пу- пулемётная - ομάδα πολυβόλων пожарная - τμή- τμήμα πυροσβεστικής· спасительная - τμήμα διά- διάσωσης ή σωτηρίας· жандармская - απόσπασμα χωροφυλακής. 4 το πλήρωμα σκάφους. Π(αθλτ.) ομάδα· футбольная - ποδοσφαιρική ομάδα. II εκφρ. как ПО -е σαν με το παράγγελμα, ταυ- ταυτόχρονα· ДОЛОЖИТЬ (донести) ПО -е αναφέρω στον ανώτερο μου (διοικητή μου). командарм, -а α. διοικητής στρατιάς. командир, -а α. διοικητής· - ВЗВбда διοι- διοικητής διμοιρίας (διμοιρίτης)· - рбты διοι- διοικητής λόχου· - корабли κυβερνήτης πλοίου ή πλοίαρχος. II διευθυντής· -Ы производства οι διευθυντές (υπεύθυνοι) της παραγωγής. командирование, -Я ουδ. αποστολή (για ε- εκτέλεση ωρισμένης εντολής). командированный επ. απο μτχ. καθώς κ. ουσ. απεσταλμένος. командировать, -руга, -р/ешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. командированный, βρ: -ван, -а,-о ρ.δ.κ.σ.μ. στέλλω με υπηρεσιακή εντολή. Ц-СЯ στέλλομαι με υπηρεσιακή εντολή. командировка, -и θ. 1 βλ. командирование. 2 αποστολή μακριά (για εκτέλεση υπηρεσίας). 3 πιστοποιητικό έγγραφο απεσταλμένου, командировочный επ. 1 του απεσταλμένου. 2 ουσ. απεσταλμένος. 3 ουσ. πλ. -ые τα ο- οδοιπορικά έξοδα. II εκφρ. -ое удостоверение βλ. командировка C σημ.). Командирский επ. διοικητικός· - ОПЫТ δι- διοικητική πείρα. КОМандЙрша, -И θ. σύζυγος του διοικητή. II γυναίκα που της αρέσει να διατάζει. КОМАНДНЫЙ επ. 1 διατακτικός, προστακτι- προστακτικός· του παραγγέλματος. II του τμήματος, της ομάδας, του αποσπάσματος. II του πληρώματος. 2 διοικητικός, του διοικητή· -ая должность διοικητική θέση· - ПОСТ σταθμός διοίκησης. II ηγετικός, καθοδηγητικός· ~ые ПОСТЫ* ηγετι- ηγετικές θέσεις (κλειδιά). II εκφρ. ~ая высота" (ή позиция) δεσπόζον ύψωμα· -ое положение κύ- κύρια θέση (κλειδί)· командный состав α) τα στρατιωτικά ή ναυτικά στελέχη, β) στελέχη ε- επιχειρήσεων . КОМЙНДОВание, -Я ουδ. διοίκηση, αρχηγία· принять - αναλαβαίνω τη διοίκηση· ОТСТра- НЙТЬ ОТ -Я απομακρύνω (διώχνω) απο τη δι- διοίκηση· сдать - παραδίνω τη διοίκηση- вер- ХОВНОе - ανώτατη διοίκηση (το αρχηγείο)· а"рмии η διοίκηση του στρατού. командовать, -дую, дуешь, μτχ. ενστ. ко- мйндующий р.δ. 1 προστάζω, διατάζω, δίνω πρό- πρόσταγμα, διαταγή, παράγγελμα. 2 διοικώ· полком διοικώ σύνταγμα. 3 κυβερνώ. 4 δε-
484 ком σπάζω· высота", командующая над городом ύ- ύψωμα, που δεσπόζει της πόλης. *КОМанДEр, -а α. 1 (παλ.) ιππότης με πρό- πρόσοδο. 2 (αθλτ.) πρόεδρος ιστ ιόπλο'ϊκής οργάνωσης. II καθοδηγητής αγώνων (σκι., ιπποδρομιών, αυ- κινήτοδρομιών). командующий ουσ. απο μτχ. διοικητής πολ- πολλών στρατιωτικών μονάδων. комар, -а" α. κουνούπι· малярийный - ανω- ανωφελές κουνούπι. II εκφρ. - носу (носа) не ПОДТОЧИТ (παρμ.) όσο και να ξύσεις τα νύχια σου δε θα βρεις ψεγάδι (κατασκευάστηκε άρι- άριστα) . комарик, -а α. κουνουπάκι. комариный επ. του κουνουπιού· - укуЪ τσί- τσίμπημα κουνουπιού. комарник, -а α. κουνουπιέρα. коматозный επ. του κώματος· -ое состоя- состояние κατάσταση κώματος. *комба"йн, -а α. κομπάιν. КОМб^Йнер, -а α., -ка, -И θ. ο, η οδηγός κομπάιν. КОМбаЙнёрша, -И θ. η σύζυγος του μηχανι- μηχανικού κομπάιν. КОМбаЙНЙрованИб, -Я ουδ. συγκομιδή μεκο- μεκομπάιν. Комбайновый επ. της κομπάιν - завбд ερ- εργοστάσιο κατασκευής κομπάιν. II με κομπάιν· -ая уборка зернОВЙХ συγκομιδή δημητριακών με κομπάιν -ая Добыча УГЛЯ εξόρυζη πετρο- κάρβουνου με κομπάιν. Комбайностроение, -Я ουδ. κομπαϊνοκατα- σκευή. КОМб^Т, -а α. 1 διοικητής τάγματος. 2 δι- διοικητής πυροβολαρχίας. КОМбёды, -ΟΒ (ενκ. КОМбёд, -а α.) επιτρο- επιτροπές φτωχολογιάς (ως το 1918). КОМСИЖИр, -а α. τεχνητό λίπος· μαργαρίνη. комбикорм, -а, πλθ. -& α. τεχνητή ζωο- ζωοτροφή. КОМбИКОрмОВЫЙ επ. της τεχνητής ζωοτροφής· - завод εργοστάσιο τεχνητής ζωοτροφής. *КОМбИна"т, -а α. κομπι,νάτ, συγκρότημα ερ- εργοστασίων химический - χημικό συγκρότημα· МЯСО-МОЛОЧНЫЙ - συγκρότημα σφαγείων και γα- γαλακτερών. II ένωση (για εκπαιδ. τεχνικά ι- ιδρύματα)· учебный - ένωση εκπαιδευτικών τε- τεχνικών ιδρυμάτων. КОМбИНЙТОр, -а α. συνδυαστής, συναρμοστής, κομπινάτορας. комбинаторный επ. συνδυαστικός. КОМбИНа"тскИЙ επ. του κομπινάτ, του συ- συγκροτήματος. комбинационный επ. συνδυαστικός. * комбинация, -И θ. 1 συνδυασμός, συνταιρια- σμα· - крйсок συνδυασμός χρωμάτων - звуков συνδυασμός ήχων. 2 κομπίνα. 3 κομπινεζόυ, ε- εσώρουχο γυναικείο. II εκφρ. - из трёх паль- пальцев βλ. кукиш. комбине ουδ. άκλ. βλ. комбинация. *КОМбИнезОН, -а α. φόρμα εργατική. комбинирование, -Я ουδ. συνδυασμός, συ- νταίριασμα. комбинированный επ. συνδυασμένος, συνται- συνταιριασμένος. ♦комбинировать, -рую, -руешь р.δ. 1 μ.συν- μ.συνδυάζω, συνταιριάζω· - крЙСКИ κάνω συνδυ- συνδυασμούς χρωμάτων. 2 αμ. κάνω κομπίνες. Π -СЯ συνδυάζομαι, συνταιριάζομαι. КОМбрЙГ, -а α. διοικητής ταξιαρχίας. КОМДИВ, -а α. διοικητής μεραρχίας. *КОМедиаНТ, ~а α., ~ка, -И θ. (παλ.) 1 ηθο- ηθοποιός. 2 υποκριτής. комедийнство, -а ουδ. προσποίηση, υποκρι- υποκρισία. комедийный επ. κωμωδιακός· - жанр κωμω- διακό είδος λογοτεχνίας. комедиограф, -а α. κωμωδοποιός, -ιογράφος. *комёдия, -и θ. κωμωδία· - Аристофйна „об- „облака"" η κωμωδία του Αριστοφάνη „νεφέλες". II γελοιοποίηση, διασυρμός. II εκφρ. разыгрывать (ЛОМИТЬ, игра"ть κ.τ.τ.) -Ю προσποιούμαι, υ- υποκρίνομαι . КОмель, -МЛЯ α. ριζόκορμος (δέντρου). II д σφονδυλοειδής άκρη ξύλου. *коменда"нт, -а α. 1 διοικητής· - крепости διοικητής φρουρίου· - города στρατιωτικός διοικητής πόλης, φρούραρχος· - Гарнизό"на δι- διοικητής φρουράς· - Лагеря διοικητής στρατο- στρατοπέδου. 2 σταθμάρχης στρατιωτικός (ρυθμιστής κίνησης στρατευμάτων και οχημάτων). 3 επι- επιστάτης (θεάτρου, φυλακών κ.τ.τ.). комендантский επ. του στρατιωτικού διοι- διοικητή. II ουσ. θ. -ая διοικητήριο, σταθμός στρατιωτικής διοίκησης. II εκφρ. - час στρα- στρατιωτικός νόμος. *Комендатура, -Ы θ. φρουραρχείο. *К0МенДEр, -а α. πυροβολητής ναυτικού. комендорский επ. του πυροβολητή ναυτικού. *КОмёта, -Ы θ. κομήτης. КОмётНЫЙ επ. του κομήτη. КОМИЗМ, -а α. κωμικότητα, γελοιότητα. П χιούμορ, αστεία. КОМИК, -а α. 1 ηθοποιός κωμικός. II μτφ. α- αστείος, κωμικός. 2 (παλ.) κωμωδιογράφος. КОМИНТёрн, ~а α. κομμουνιστική διεθνής. КОМИНТёрНОВСКИЙ επ. της κομμουνιστικής δι- διεθνούς. *К0МИСса"р, -а α. 1 επίτροπος· военный - ο στρατιωτικός επίτροπος· политический - πο- πολιτικός επίτροπος· народный - λα'ικός επί- επίτροπος· - полка" επίτροπος συντάγματος. 2
ком 485 ком αρμοστής· верховный - ύπατος αρμοστής. комиссариат, -а α. επιτροπάτο· военный - επιτροπάτο των στρατιωτικών народный - ε- πιτροπάτο του λαού. КОМИССариЙТСКИЙ επ. του επιτροπάτου. КОМИССАРСКИЙ επ. του επίτροπου, ""комиссионер, -а α. παραγγελιοδόχος, εντε- λοόόχος· μεσίτης. комиссионерский επ. παραγγελιοόοχικός. КОМИССИОнёрство, -а ουό. μεσιτεία. КОМИССИОННЫЙ επ. 1 της επιτροπής. 2 με- μεσιτικός, της μεταπώλησης· - магазин μαγαζί μεταπώλησης (βιομηχανικών εμπορευμάτων και- καινούριων ή μεταχειρισμένων). II εκφρ. ~ые деньги τα μεσιτικά χρήματα. *комиссия, -и θ. 1 επιτροπή· избиратель- избирательная - εκλογική επιτροπή· ревизионная - ε- εξεταστική επιτροπή, επιτροπή ελέγχου ή εξε- εξελεγκτική επιτροπή· назначить -Ю διορίζω ε- επιτροπή· - по разоружению επιτροπή αφοπλι- αφοπλισμού. 2 (παλ.) παραγγελία· ВЫПОЛНИТЬ -Ю εκ- εκπληρώνω παραγγελία· брать на -Ю ЧТО-Н παίρ- παίρνω παραγγελία για κάτι· сдать на -Ю δίνω πα- παραγγελία. 3 μεσιτεία· по^лучЙТЬ -Ю παίρνω με- μεσιτεία (αμοιβή για εκτέλεση παραγγελίας). 4 ατφ. (παλ.) σκοτούρες, φροντίδες, τρεχάματα (όπως έχουν οι παραγγελίες). *КОМИТЙТ,-а α. διοικητική περιοχή στην Ο/υγ- γαρία. *КОМИТеНТ, -а α. παραγγελιοδότης. комитёнтский επ. παραγγελιοδοτικός. комитет, -а α. επιτροπή· исполнительный - Γκτελεστική επιτροπή· партийный - κομματική επιτροπή· - действия επιτροπή δράσης. комитетский επ. της επιτροπής. КОМИТётчик, -а α. μέλος της επιτροπής. КОМЙчесКИЙ επ. 1 κωμικός· -ая роль κωμι- κωμικός ρόλος· - талйнт κωμικό ταλέντο. 2 γε- γελοίος· - ВИД γελοία μορφή. II εκφρ. - актёр κωμικός ηθοποιός· -ая актриса κωμική ηθο- ηθοποιός· -ая Опера κωμικό μελόδραμα. КОМИЧНОСТЬ, -и θ. κωμικότητα. комичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. комический. КОМКать р.δ.μ. 1 τσαλακώνω, κουλουριάζω, σβωλιάζω. 2 μτφ. τελειώνω εσπευσμένα. КОМКОВАТОСТЬ, -И θ. ύπαρξη σβώλων, κομμα- κομματιών - почвы σβωλώδες έδαφος. КОМКОВАТЫЙ επ. σβωλιασμένος, σβωλώδης. Комлевый επ. του ριζόκορμου. II σφονδυλο— ειδής στο άκρο. комлистый επ., βρ: -йст, -а, -о με χο- χοντρό ριζόκορμο. комментарий, -я α., γεν. πλθ. -иев ουδ. 1 σχόλιο (αποσαφήνιση χωρίων κειμένου). 2 κρί- κρίση · -И печати σχόλια του τύπου. II εκφρ. -И ИЗЛИШНИ τα σχόλια είναι περίσσια (όλα είναι ξεκάθαρα). *ΚθΜΜβΗτ£τορ, -а α. σχολιαστής. комментаторский επ. του σχολιαστή. комментирование, -я ουδ. σχολίαση. комментировать, -рун, -руешь ρ.δ.χ.σ.μ.. 1 σχολιάζω. 2 εξηγώ, διασαφηνίζω. II -СЯ 1 σχο- σχολιάζομαι. 2 εξηγούμαι, διασαφηνίζομαι. коммерсант, -а α. έμπορας. коммерсантский επ. εμπορικός, του έμπορα. *коммёрция, -и θ. εμπόριο. II εκφρ. -и со- советник (παλ.) εμπορικός σύμβουλος· поддер- ЖЙТЬ -Ю (παλ.) υποστηρίζω τον έμπορα (κάνο- (κάνοντας κατανάλωση). коммерческий επ. εμπορικός, του εμπορίου· -ое предприятие εμπορική επιχείρηση,ΙΙ εκφρ. - банк εμπορική τράπεζα· ~ое училище μέση εμπορική σχολή. *коммивояжёр, -а α. περιοδεύων εμπορικός α' ντιπρόσωπος, πλασιέ. *КОММ^на, -Ы θ. 1 κομμούνα, κοινότητα. 2 τελευταία διοικητική, εδαφικήι υποδιαίρεση σε μερικές χώρες. II εκφρ. парижская - η παρι- παρισινή κομμούνα· сельскохозяйственная - α- αγροτική κομμούνα. коммунальный επ. της κομμούνας (διοικη- (διοικητικής υποδιαίρεσης)· -ые ВыЪоры εκλογές στις κομμούνες. II δημοτικός, του δήμου· -ые ус- ЛуГИ ευκολίες που προσφέρει ο δήμος· -ое ХОЗЯЙСТВО δημοτική οικονομία· -ое СТроЙ- тельстВО τα οικοδομικά έργα του δήμου. 'коммунар, -а α. 1 κομμουνάρος, οπαδός της παρισινής κομμούνας. 2 μέλος της κομμούνας, κοινότητας. *КОММуНЙЗМ, -а α. κομμουνισμός· Первобы"т- НЫЙ - πρωτόγονος κομμουνισμός· военный κομμουνισμός σε καιρό πολέμου· научный - ε- επιστημονικός κομμουνισμός. коммуникативный επ. (γλωσ.) επικοινωνια- επικοινωνιακός· -ая функция языки επικοινωνιακή λει- λειτουργία της γλώσσας. коммуникационный επ. συγκοινωνιακός· -ая ЛИНИЯ συγκοινωνιακή γραμμή. *коммуникация, -И θ. 1 συγκοινωνία. 2 (γλωσ.) επικοινωνία· предложение как сред- средство -И η πρόταση σαν μέσο επικοινωνίας. коммунист, -а α., ~ка, -И θ. κομμουνιστής, -τρία. коммунистический επ. κομμουνιστικός· -ое Общество κομμουνιστική κοινωνία· -ая морЙЛЬ κομμουνιστική ηθική· -ая партия κομμουνιστι- κομμουνιστικό κόμμα· -ая молодёжь κομμουνιστική νεο- νεολαία· - манифест κομμουνιστικό μανιφέστο. *коммутатор, -а α. (ηλεκτρ.) αναστροφέας, διακόπτης αναστροφής. II ρυθμιστής τηλεφωνι- τηλεφωνικού κέντρου.
кои 486 ком коммутаторный επ. του αναστροφέα, του δι- διακόπτη . коммутационный επ. (ηλεκτρ.) της μετα- μεταστροφής· για μεταστροφή. *КОММутЙЦИЯ, -И θ. (ηλεκτρ.) αναστροφή, αλ- αλλαγή κατεύθυνσης του ρεύματος. *КОММИНИКё ουδ. άκλ. το ανακοινωθέν офи- ЦИЙЛЬНОв - επίσημο ανακοινωθέν. комната, -Ы θ. δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος· просторная - ευρύχωρο δωμάτιο. комнатка, -И θ. δωματιάκι, καμαράκι, θα- θαλαμίσκος. комнатный επ. του δωματίου· ~ая дверь η πόρτα του δωματίου· -ая температура θερμο- θερμοκρασία δωματίου· -ые растения φυτά δωματί- δωματίου· -ая собака σκυλάκι δωματίου. комовой επ. σβωλιασμένος, σβωλώδης, γρο- μπουλός. *К0М<5д, -а α. ιματιοθήκη· σκευοθήκη· κομός. КОМОК, -ΜΚά. α. μικρός σβώλος, σβωλάκι. II εκφρ. - В горле κ. άλλες εκφράσεις βλ. στη λ. КОМ. КОМОЛЫЙ επ. ακέρατος, σιούτος. компактность, -И θ. πυκνότητα, συνεκτικό- συνεκτικότητα, το συμπαγές. 'КОМПАКТНЫЙ επ. συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, συνεκτικός. компанейский επ. 1 της παρέας· - человек άνθρωπος της παρέας. 2 της κομπανίας (εμπο- (εμπορικής εταιρείας). II εκφρ. на -их нача\лах ρε- ρεφενέ. 'компания, -И θ. 1 παρέα, κομπανία. 2 ε- εταιρεία (εμπορική, βιομηχανική). II εκφρ. не кто кому δεν κάνει για παρέα· δεν είναι της παρέας· за -ГО ή ДЛЯ -И για την παρέα ή χάρη της παρέας· ВОДИТЬ -Ю С кем κάνω πα- παρέα με κάποιον поддержать -Ю είμαι υπέρ της παρέας· δε χαλώ τήν παρέα. *КОМПаньОН, -а α. 1 σύντροφος, μέλος της παρέας. 2 μέλος εμπορικής ή βιομηχανικής ε- εταιρείας, συνέταιρος. 3 (παλ.) γελωτοποιός (σε αρχοντικά σπίτια). Компаньонка, -И θ. μέλος της παρέας. Ι) θε- ραπαινίδα σε αρχοντόσπιτο· συνοδός αρχο- αρχοντισσών . компартия, -И θ. κομμουνιστικό κόμμα. *кбмпас, -а α. πυξίδα, μπούσουλας. компасный επ. της πυξίδας· -ая стрелка η βελόνη της πυξίδας. II με την πυξίδα. *КОМПатриОТ, -а α., -КЗ, -И'θ. συμπατριώ- συμπατριώτης, -ισσα. *КОМПаунд, -а α. 1 ατμομηχανή σύνθετη. 2 μίγμα· σύνθεση. компёдиум, -а α. (παλ.) επιτομή, σύνοψη. *КОМПенсЙТор, -а α. (τεχ.) αντί σταθμιστής διαστολής· εκρεμές ισοφαριζόμενο. Компенсационный επ. 1 της αποζημίωσης, επανορθωτικός. 2 (τεχ.) της αντιστάθμισης της ισοφάρισης. *КОМПенсация, -И θ. 1 αποζημίωση, επανόρ- επανόρθωση· денежная - χρηματική επανόρθωση. 2 (τεχ.) αντιστάθμιση, ισοστάθμιση, ισοψηφι- σμός. компенсированный επ. απο μτχ. αντισταθ- αντισταθμισμένος, ισοσταθμισμένος, ισοφαρισμένος. компенсировать, -рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. компенсированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. 1 αποζηιιιώνω, επανορθώνω. 2 αντισταθμίζω, ισοσταθμίζω, ισοψηφώ, ισοφα- ισοφαρίζω. II -СЯ 1 αποζημιώνομαι· επανορθώνομαι. 2 αντισταθμίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισοφαρίζω. Компетентность, -И θ. (γραπ. λόγος) αρμο- αρμοδιότητα. *компетёнтный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; (γραπ. λόγος) αρμόδιος. компетенция, -И θ. αρμοδιότητα. компилирование, -я ουδ. βλ. компиляция. Компилировать, -рую, -руешь р.δ.μ. συν ε- ερανίζομαι, απανθίζω. КОМТТИЛЯТ2ВНОСЬ, -И θ. ερανιστικότητα, ε- ρανίσμός, компилятивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; ερανιστικός (δανεισμένος). КОМПИЛЯТОР, -а α. εραννιστής συγγραμμά- συγγραμμάτων, άπανθιστης. *КОМПИЛЯЦИЯ, -И θ. απάνθισμα συγγραμμάτων, συλλογή, (συν) εράνισμα, ερανισμδς, εραναλογία. комплекс, -а α. σύμπλεγμα, το πολυσύνθετο, ενιαίο όλο· το συναπαρτιζόμενο. комплексность, -и θ. συνθετότητα, το πο- πολυσύνθετο, το πολύπλοκο· συναπάρτισμα. комплексный επ. σύνθετος, πολύπλοκος, συν- συνδυασμένος· συναπαρτισμένος. II εκφρ. -ая бри- бригада μπριγάδα όλων των ειδικοτήτων (οικο- (οικοδομικών έργων κλπ.). *КОМПлёкт, -а α. το κομπλέ, όλα τα είδη,το σύνολο, πλήρης συλλογή· - СВЛъЛ όλα τα εί- είδη εσώρουχων - запасных частей машин όλα τα εφεδρικά εξαρτήματα μηχανών. II ανώτατο ό- όριο· быть ПРИНЯТЫМ сверх -а προσλαμβάνομαι επί πλέον (του προβλεπόμενου αριθμού). комплектность, -И θ. συνολικότητα, πληρό- πληρότητα. комплектный επ. πλήρης· - набор πλήρης συλλογή. Комплектование, -Я ουδ. συμπλήρωση. комплектовать, -Тую, -ту'ешь р.δ.μ. 1 συ- συμπληρώνω κατάλληλα. 2 (στρατ.) στρατολογώ. II -СЯ συμπληρώνομαι κατάλληλα. комплектовка, -и θ. συμπλήρωση. *КОМПЛёкЦИЯ, -И θ. σωματική διάπλαση. *КОМПЛИмёнт, -а α. κοπλιμέντο, φιλοφροσύνη.
ком 487 кон КОПЛИМёнтЩИК, -а α. κοπλιμεντόζος. "КОМПЛОТ, -а α. επιβουλή, σκευωρία, δολο- δολοπλοκία . *КОМПОЗИТОР, -а α. μουσικοσυνθέτης. КОМПОЗИТОРСКИЙ επ. του μουσικοσυνθέτη. КОМПОЗИЦИОННЫЙ επ. της σύνθεσης (λογοτε- (λογοτεχνικής ή καλλιτεχνικής). *КОМПОЗЙция, -и θ. 1 σύνθεση· - ромйна σύν- σύνθεση του μυθιστορήματος· - <5перы σύνθεση με- μελοδράματος. 2 (μουσ.) μελοποίηση, μελοποιΐα· Чудная - θαυμάσια μελοποιΐα. II σύνθεση ζω- ζωγραφική. 3 (παλ.) κράμα μετάλλων. *КОМПОНёнт, -а α. συστατικό στοιχείο, компонование, -я ουδ. βλ. компоновка. "компоновать, -нук^-нуешь р.δ.μ. συνθέτω, συντάσσω, συνταιριάζω, διευθετώ. II -СЯ συ- συντάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. КОМПОНОВка, -И θ. σύνθεση, σύνταξη, συ- νταίριασμα, διευθέτηση. "КОМПОСТ, -а α. τα κοπροϋγρά ή υδαρές ρευ- ρευστό απο κόπρο. *КОМПс5стер, -а α. διάτρητης εισιτηρίων για έλεγχο (όργανο), τρυπητήρι. КОМПОСТЙровать, -рую, -руешь р.δ.μ. δια- διατρυπώ με ειδικό όργανο* - железОДОрОЖНЫЙ 6И- лёт διατρυπώ το σιδηροδρομικό εισιτήριο. КОМПОСТНЫЙ επ. των κοπροϋγρών απο κο- κοπροϋγρά· -0θ удобрение λίπασμα απο κοπρο- κοπροϋγρά. "КОМПОТ, -а α. κομπόστα. *компрадор, -а α. εμπορομεσίτης ασιάτης. компрадорский επ. εμπορομεσίτικος. *компрёсс, -а α. κομπρέσα· влйжный - υγρή κομπρέσα· ПОСТАВИТЬ -Ы βάζω κομπρέσες, ^компрессия, -И θ. (τεχ.) πίεση αέρα. компрессный επ. για κομπρέσα· -ая бумага χαρτί γιο: κομπρέσες. *КОМПрёссор, -а α. αεροσυμπιεστής, компрессорный επ. του αεροσυμπιεστή. КОМПрометацИЯ, -И θ. διακινδύνευση υπόλη- υπόληψης. компрометирование, -я ουδ. βλ. компромета- компрометация. "компрометировать, -руга, -руешь р.δ.μ. εκ- εκθέτω, προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κομπρο- μεντάρω, διασύρω. II -СЯ εκτίθεμαι, διασύ- διασύρομαι, δυσφημούμαι. * КОМПРОМИСС, -а α. συμβιβασμός. компромиссный επ. συμβιβαστικός· -ое ре- аёние συμβιβαστική λύση. КОМСОД, -а α. επιτροπή συνδρομών. КОМСОМОЛ, -а α. κομσομόλ (κομμουνιστική έ- ένωση νεολαίας). комсомолец, -льца α., -лька, -и θ. κομσο- μόλος, -α. КОМСОМОЛЬСКИЙ επ. κομσομόλικος. КОМСОрг, -а α. γραμματέας κομσομόλικης ορ- οργάνωσης. КОМСОСТАВ, -а α. το σύνολο στελεχών (επι- (επιχείρησης, οργάνωσης, μονάδων στρατού κ.τ.τ.). *КОмф<5рт, -а α. τα κομφόρ, οι ανέσεις. комфортабельность, -И θ. άνεση, βολικότητα. "комфортабельный επ., βρ: -лен, -льна, -о άνετος, βολικός, αναπαυτικός, "комфортный επ., βρ: -тен, -тна, -о (παλ.) βλ. комфортабельный. кон, -а, προθετ. о ко*не, на кону, πλθ. КОНЫ, ~<5в а. 1 (σε μερικά παιγνίδια) περι- περιορισμένη θέση· ВЫбИТЬ ИЗ -а βγάζω απο τη θέ- θέση. II (τυχ. παιγνίδια) πόστα, μπάγκα. 2 παρ- παρτίδα παιγνιδιού. II εκφρ. поставить на - α) βάζω στην πόστα, β) διακινδυνεύω, ριψοκιν- ριψοκινδυνεύω, βάζω στην τύχη· СТОИТЬ ή бЫТЬ на -у επαφίεμαι στην τύχη" ριψοκινδυνεύω. КОНЙТЬСЯ ρ.δ. (διαλκ.) ρίχνω κορόνα-γράμ- ματαήτα ζάρια, την κοντή (για έναρξη). "конвейер,-а α. μεταφορική ταινία, μεταφο- μεταφορέας, κορδέλλα· ленточный - μεταφορέας με ιμάντα. конвейерный επ. του μεταφορέα, της κορ- δέλλας· με μεταφορέα, με κορδέλλα. "конвекция, -И θ. μεταφορά θερμότητας ή ηλεκτρ. ενέργειας· εναλλαγή, μετατόπιση υ- υδάτων ή ατμοσφαιρικού αέρα. "конвент, -а α. (παλ.) συνέλευση· нацио- национальный - εθνοσυνέλευση. Конвенционный επ. συμφωνητικός, της συμ- συμφωνίας, της σύμβασης. *КОНВёнцИЯ, -И θ. συμφωνία, σύμβαση (δια- (διακρατική) . Конвергенция, -И θ. συνάντηση, σύμπτωση· η σύγκλιση προς το ίδιο σημείο. * конверсионный επ. μεταβλητός, μετατρε- πτός. "конверсия, -И θ. μεταβολή, εναλλαγή,- με- μετατροπή. *ΚΟΗΒβρτ, -а α. ο φάκελος, το φάκελο· ПО- ПОЛОЖИТЬ ПИСЬМО В - βάζω το γράμμα στο φάκε- φάκελο. II σπάργανο σαν φάκελο. конвертировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. (οικον.) μετατρέπω, μεταβάλλω. II -СЯ μετα- μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι. конвертный επ. του φακέλου· για φάκελο. КОНВОЙр, -а α. 1 συνοδός, φρουρός. 2 σκά- σκάφος ή αεροπλάνο συνοδείας. · , КОНВОЙрование, -Я ουδ. συνδδευση, φρού- φρούρηση. конвоировать, -руго, -руешь р.δ.μ. συνο- συνοδεύω, φρουρώ. И -СЯ συνοδεύομαι, φρουρούμαι. *КОНВ<5й, -Я α. 1 συνοδεία, φρουρά. 2 συνο- συνοδεία πλοίων ή αεροπλάνων. КОНВОЙНЫЙ επ. 1 της συνοδείας· -ое СУДНО
кон 488 кон σκάφος συνοδείας. 2 ουσ. συνοδός, φρουρός, конвульсивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; σπασμωδικός. *конвульсия, -и θ. σπασμός. *К0НГениа\1ЬНЫЙ επ. ομογενής, όμοιος (κατά τα χαρακτηριστικά). *КОНГЛОМерЙТ, -а α. (γραπ. λόγος) 1 σύ- γκριμα, σύμφυρμα· μίζη, ανακάτωμα. 2 (γεωλ.) πέτρωμα χροκαλοπηγές. *КОНГреГЙЦИЯ, -И θ. 1 ιερατικός σύλλογος. 2 σύνοδος ιεραρχών χοντά στον πάπα. ♦конгресс, -а α. 1 συνέδριο· всемирный СТОРОННИКОВ МЙра το παγχόσμιο συνέδριο των οπαδών της ειρήνης. 2 κογκρέσο. 'конгрессмен, -а α. κογκρεσμένος. *КОНГруЗНТНЫЙ επ. (μαθ.) συμπίπτων (για γεωμετρικά σχήματα). *КОНГруЗнцИЯ, -И θ. σύμπτωση (γεωμετρικών σχημάτων). кондачок, -чип α. στην έκφραση: с ~чк£ ε- λαφρόμυαλα, ανόητα, απερίσκεπτα. *КОНДвНСЙТОр, -а α. (ηλεκτρ.) συμπυκνωτής· συμπυκνωτής ατμού, конденсаторный επ. του συμπυκνωτή. КОНДенсацИОННЫЙ επ. της συμπύκνωσης, δια της συμπύκνωσης. *КОНденсЙЦИЯ, -И θ. συμπύκνωση, конденсирование, -я ουδ. συμπύκνωση. *конденсйровать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ. συ- συμπυκνώνω. Π -СЯ συμπυκνώνομαι. *КОНДЙТер, -а α. ζαχαροπλάστης. И (παλ.) ι- ιδιοκτήτης ζαχαροπλαστείου. КОНДЙТерскИЙ επ. ζαχαροπλαστικός, των ζα- ζαρωτών -ая фёбрика φάμπρικα ζαχαρωτών. Ι! ουσ. θ. -ая μαγαζί ζαχαρωτών. II εκφρ. -ие изделия τα ζαχαρωτά· τα ζαχαροπλαστικά είδη. КОНДИЦИОННЫЙ επ. συ μφων η μ εν ο ς. *КОНДЙЦИЯ, -И θ. συμφωνία· όροι συμφωνίας εμπορεύματος. Π (παλ.) πλθ. -И χώρος οι- κοδιδάσκαλου. КОНДОВЫЙ επ. 1 (διαλκ.) ολιγόροζος και σκληρός (για ξυλεία). 2 μτφ. παλαιός, αρ- αρχαίος. *КОНДОМИНИУМ, -а α. συγκυριαρχία (πολλών κρατών επι άλλης χώρας). *КОНДОР, -а α. κόνδοράς. *КОНДОТЬер, -а α. ηγήτορας μισθοφορικού τμήματος (στον μεσαίωνα). Π συμφεροντολόγος, αργυρόδουλος. КОНДрЙШКЙ, -И α. στην έκφραση: - ХВатЙЛ ή стукнул, пришиб κ.τ.τ. (απλ.) έπαθε απο- αποπληξία, παράλυση. *КОНДуЙт, -а α. κατάλογος διαγωγής μαθητών, *КОНДуКТОр, -а α. 1 εισπράκτορας στα μετα- μεταφορικά μέσα. 2 συνοδός στο τραίνο. 3 (τεχ.) ρυθμιστής αυτόματος. II αγωγός ηλεκτρικός. *К0НДукт<5р, -а α. (παλ.) αξιωματικός ναυ- ναυτικού· βοηθός αξιωματικού. КОНТукторныЙ επ. (τεχ.) ρυθμιστικός. КОНТукторСКИЙ επ. του συνοδού. И του ει- σπράχτορα. кондукторша, -И θ. η εισπράκτορας (στα με- μεταφορικά μέσα). КОНевОД, -а α. ιππσπαραγωγός. КОНевОДСТВО, -а ουδ. ιπποπαραγωγή. коневодческий επ. ιπποπαραγωγικός. КОНёк, -НЬКа". α. 1 αλογάκι. 2 μτφ. αγα- αγαπημένο θέμα (συνομιλίας κ.τ.τ.). 3 ξύλινο αλογάκι (στην κορυφή στέγης). 4 ο καβαλά- ρος (στέγης). II εκ φρ. морской - , ιππόκαμπος ή αλογάκι της θάλασσας (ψάρι). конёк βλ. коньки. конец, -юза" α. 1 τέλος, τέρμα, πέρας· месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου· - песни τέλος του τραγουδιού· без -нцо χωρίς τέλος, ατέρμονάς· при -ё ЖИЗНИ προς το τέ- τέλος της ζωής· ДОВОДИТЬ ДО -ά φέρω σε πέρας· ОТ начала до -ά απο την αρχή ως το τέλος· - нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας. 2 άκρη, άκρον, εσχατιά· αμήν па"лка заострён- заострённая С ОбОЙХ -ОВ πάσσαλος αιχμηρός απο τις δυο άκρες. 3 θάνατος· тут ему И - пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος. 4 δρόμος, αλλέ- ρετούρ. 5 (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι. 6 κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς. II εκφρ. ДО -а ως το τέλος· ПОД -ОМ προς το τέλος· ИЗ -а В - απο μια άκρη στην άλλη· ВО все -Ы πα- παντού, σ' όλα τα πέρατα· В Оба -έ. προς τα ε- εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ· на худой - στην πιο χειρότερη περίπτωση· СО всех -<5в απο παντού, απ' όλα τα πέρατα· Β -4 -ΟΒ στο τέ?ος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επι τέλους· нет -ά. δεν υπάρχει τέλος· -й-крйю (края) нет чему ή ни -а", ни крйго (края) нет ατέλειω- ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)· -Ы В воду εξαφανί- εξαφανίστηκαν τα ίχνη· -бв не наЙТЙ δε βρίσκεις τέλος· па\лка О двух ~а"х δίκοπο μαχαίρι,, εί- είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)· ПОЛО- ПОЛОЖИТЬ - βάζω τέρμα (σταματώ)· СВОДИТЬ ( СВе- ОТИ) ~Ы С -ёлш. συνταιριάζω, κάνω να συμφω- νίσουν едва (ή еле, кйе-как) сводить ~ы с -ами μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω· хоронить (прятать) -Ы (απλ.) ε- εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος· И дело С -ОМ και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε. Конечно (παρνθ. λ.) φυσικά, κατά φυσικό λό- λόγο, κατά φυσική συνέπεια. Π βέβαια. конечности, -ей πλθ. (ενκ. -ость, -и θ.) τα άκρα· верхние - τα άνω άκρα (χέρια)· НЙН- ние - τα κάτω άκρα (πόδια). конечность, -И θ. (γραπ. λόγος) τέλος, πέ-
кон 489 кон ρας (αντώνυμο του απείρου). конечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1 τε- τελικός (που έχει τέλος). 2 τελευταίος, στερ- στερνός· -ая Остановка τελευταία στάση, τέρμα. 3 ακραίος, άκρος,αχρινδς* ουραίος. 4 τε- τελειωτικός, οριστικός, τελικός. II εκφρ. -ая цель τελικός σκοπός· В -ом счёте η' В -ом итоге τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω* στο τέλος της γραφής, επί τέλους. КОНИК, -а α. 1 αλογάκι. 2 (διαλκ.) μπά- γκος (επίμηκες κασόνι με κάλυμμα). КОНЙна, -Ы θ. κρέας αλογινδ. конический επ. κωνικός* κωνοειδής. КОНКа, -Ы θ. τροχιόδρομος, ιπποσιόηρόδρο- μος. II είδος βαγονιού. *КОНКВИСТад<5р, -а α. κατακτητής ισπανός, II κάθε κατακτητής. конкистадор βλ. конквиста'до'р. *КОНКЛа*В, -а α. κονκλάβιο. *К0НКОрдат, -а α. κονκορδάτο. конкретизация, -И θ. συγκεκριμενοποίηση. конкретизировать, -рую, -руешь р.δ.к.σ.μ. συγκεκριμενοποιώ. II -СЯ συγκεκριμενοποιού- συγκεκριμενοποιούμαι . конкретизовёть, -чую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конкретизованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ.μ. βλ. конкретизировать. II -ся 3λ. конкретизироваться. конкретно επίρ. συγκεκριμένα. конкретность, -И θ. το συγκεκριμένο. *конкрётный επ., βρ: -тен, -тна, -тно συ- συγκεκριμένος. конкурент, -а α., -ка, -И θ. 1 ανταγωνι- ανταγωνιστής, -τρία, συναγωνιστής, -τρία, αντίπαλος. II (παλ.) ο διαγωνιζόμενος, -η. конкурентный επ. ανταγωνστικός, συναγω- συναγωνιστικός· -ая борьба" ανταγωνισμός. конкуренция, -И θ. ανταγωνισμός, συναγω- συναγωνισμός. II εχφρ. вне -И εκτός συναγωνισμού, ασυναγώνιστος (άφθαστος). конкурирование, -я ουδ. βλ. конкуренция. конкурировать, -рую, -руеаь р.δ. 1 αντα- ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι· αμιλλώμαι. 2 (παλ.) διαγωνίζομαι, μετέχω σε διαγωνισμό. *КEнкурс, -а α. 1 διαγωνισμός· άμιλλα. 2 (παλ.) σύνοδος πιστωτών. 4 εκφρ. вне -а α- ασυναγώνιστος. конкурсный επ. του διαγωνισμού· της ά- άμιλλας. КОННИК, -а α. καβαλάρης,, ιππέας, έφιππος. КОННИца, -Ы θ. ιππικό, καβαλαρία. КОННОГВардёеЦ, -Дёйца α. έφιππος φρουρός. КОННОГВа,рдёЙСКИЙ επ. της έφιππης φρουράς. КОННО-желёзныЙ επ. ιπποσιδηροδρομικός'-ая дорога ιπποσιδηροδρομική γραμμή. коннозаводский κ. коннозаводской επ. του ιπποφορβείου, ιπποτροφείου. КОННОЗавОДСТВО, -а α. ιπποτροφία, ιπποφορ- βία, ιπποπαραγωγή. коннозаводческий επ. βλ. коннозаводский. КОННОЗавбДЧВК, -а α. ιπποτρόφος, ιπποφορ- βός, ιδιοκτήτης ιπποφορβείου· ιπποπαραγωγός. КОННЫЙ επ. 1 του αλόγου, του ίππου· -ЭЯ Ярмарка αλογοπάζαρο. 2 με άλογο, ιππικός* -ая тяга ιππική έλξη. 3 του ιππικού· -ая а"рмия το ιππικό· - ОТрЙД τμήμα ιππικού. II για ιππασία* - путь ιππόδρομος. 4 ιππέας, καβαλάρης. II εκφρ. - ДВОр ιπποστάσιο* - за- ВОД ιπποτροφείο, ιπποφορβείο, αλογοτροφείο· К0Н0Ва"л. -а α. αλογογιατρός· κομπργιαννί- της. КОНОВОД,1 -а α. σταυλίτης, ιπποκδμος. КОНОВОД? -а α. (απλ.) πρωτεργάτης, πρωτο- πρωτοστάτης, αρχηγός. КОНОВОДИТЬ1, -вожу, ВОДИШЬ р.δ. αμ. εί- είμαι ιπποκόμος, κάνω τον ιπποκόμο. КОНОВОДИТЬ* -Вбжу, -ВОДИШЬ ρ.δ. (απλ.) πρωτοστατώ, είμαι πρωτεργάτης, αρχηγός. КОНОВЯЗЬ, -И θ. πάσσαλος μπηγμένος στη γη (για δέσιμο ζώων). II ποδοπέδη, πέδικλο, πεδούκλι. КОНОГОН, -а α. ιπποβουκόλος. КОНОКра\ц, -а α. αλογοσύρτης, αλογοκλέφτης. конокрадство, -а ουδ. ιπποκλοπή. КОНОПАТИТЬ, -а*чу, -йтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конопаченный, βρ: -чен, -а, -о р.δ.μ. καλαφατίζω, στουπώνω, πακτώ* επιπισσώνω. II -СЯ στουπώνομαι επιπισσώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. КОНОПЙТКа, -И θ. καλαφάτισμα, στούπωμα, πάκτωμα, -ση. КОНОПАТЧИК, -а α. πακτωτής, καλαφάτης. конопатый επ., βρ: ~па"т, -а, -о (απλ.) ίυλογιάρης, βλογιάρης, βλογιοκομμένος, περ- νός. δερματοκηλιδωτός. конопачение, -я ουδ. βλ. конопйтка. КОНОПЙченНЫЙ επ. καλαφατισμένος, στουπω- μένος, πακτωμένος. конопель, -и θ. (παλ.) βλ. конопли. КОНОПЛевОД, -а α. ειδικός κανναβοπαραγω- γός. КОНОПлевОДСТВО, -а ουδ. κανναβοπαραγωγή. коноплеводческий επ. κανναβοπαραγωγικός. КОНОПЛетеребЙЛКа, -И θ. κανναβομηχανή ε- εκρίζωσης. коноплеуборочный επ. κανναβοσυλλεκτικός. КОНОПЛЯ, -ί θ. καννάβι. КОНОПЛЯНИК, -а α. κανναβαγρός, κανναβο- χώραφο. КОНОПЛЯНка, -И θ. αίγιθος, σπίνος (πτηνό). КОНОПЛЯНЫЙ επ. καναβένιος, -βίαιος* -ое семя κανναβίσιος σπόρος* -ое ма"сло καννα- βέλαιο.
кон 490 кон коносамент, -а α. (εμπορ.) η φορτωτική. консервативность, -и θ. συντηρητικδτητα. ♦консервативный επ., βρ: -вен, -вна, -вно συντηρητικός. консерватизм, -а α. συντηρητικότητα, συ- συντηρητισμός. *КОНсерв£1тор, -а α. συντηρητικός. II μέλος του συντηρητικού κόμματος. КОНСерватОрец, -рца α., -ка, -И θ. φοιτη- φοιτητής, -τρία ωδείου, ♦консерватория, -И θ. ωδείο, κονσερβατόριο. консерваторский επ. του ωδείου, του κον- σερβατόριου. консервация, -И θ. 1 συντήρηση, διατήρηση. 2 διακοπή, σταμάτημα προσωρινό. консервирование, -я ουδ. κονσερβοποίηση. консервированный επ. απο μτχ. κονσερβο- κονσερβοποιημένος· -ое МЙСО κονσερβοποιημένο κρέας. консервировать, -рую, -руешь, πα$. μτχ. παρλθ. χρ. консервированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. 1 κονσερβοποιώ· - рыбу .κον- .κονσερβοποιώ ψάρια· - фрукты κονσερβοποιώ φρού- φρούτα. 2 προφυλάσσω απο τη φθορά, συντηρώ, δι- διατηρώ· - археологические предметы συντηρώ τα αρχαιολογικά αντικείμενα. 3 διακόπτω προ- προσωρινά. II -СЯ κονσερβοποιούμαι· συντηρού- συντηρούμαι, διατηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. консервный επ. της κονσέρβας· απο κον- κονσέρβα· - нож μαχαίρι για άνοιγμα κονσερβών -ая ба"нка κονσερβοκούτι· -ая промышлен- промышленность βιομηχανία κονσερβοποιίας· - завод εργοστάσιο κονσερβοποιίας. *консёрвы, -ΟΒ πλθ. κονσέρβες? рыбные - οι κονσέρβες ψαριών мясные - κονσέρβες κρέα- κρέατος. II ειδικά ματογυάλια (για τον ήλιο, σκό- σκόνη κ.τ.τ.). *КОНСЙЛИум, -а α. συμβούλιο ιατρικό. консистентный επ. που έχει γερά συστατι- συστατικά, στερεός, ανθεκτικός. 'консистенция, -И θ. σύσταση· στερεότητα, παγιότητα. *КОНСИСТ(Зрия, -и θ. κονσιστόριο. консисторский επ. του κονσιστόριου. КОНСКИЙ επ. αλογινός, αλογίσιος· - ХВОСТ αλογουρά· -ая упрйжь ιπποσκευή. II εκφρ. - щавель λάπατο, λάπαθο. *КОНСКрЙПСИЯ, -И θ. (γραπ. λόχος,) στρατολογίας консолидация, -И θ. 1 στερέωση, εδραίωση, παγίωση. 2 παγίωση δανείου. консолидирование, -я ουδ. βλ. консолида- консолидация. ♦консолидировать, -рую, -руешь р.б.ч.σ.μ. 1 (γραπ. λόγος) στερεώνω, εδραιώνω, παγιώ- παγιώνω. 2 μετατρέπω βραχυπρόθεσμο δάνειο σε μα- κρυπρόθεσμο (πάγιο). II -СЯ στερεώνομαι, ε- εδραιώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ♦КОНСОЛЬ, -И θ. (αρχτ.) 1 γείσο, κονσόλα. 2 αντηρίδα. КОНСОЛЬНЫЙ επ. της κονσόλας ή της αντη- ρίδας. *КОНСОМё ουδ. άκλ. τονωτικός ζωμός κρέατος, ♦консонанс, -а α. συνήχηση, συμφωνία. *К0НС0Нантизм, -а α. το σύστημα συμφώνων μιας γλώσσας. ♦консорциум, -а α. κονσόρτιο, -τσιουμ. ♦конспект, -а α. περίληψη· - КНИГИ περίλη- περίληψη βιβλίου· СОСТРИТЬ - βγάζω περίληψη· лёкцИИ περίληψη διάλεξης. конспективность, -И θ. συνοπτικότητα, συ- συντομία, βραχυλογικότητα. конспективный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; περιληπτικός, συνοπτικός, βραχυλογικός. конспектирование, -я ουδ. περίληψη, σύνοψη, конспектировать, -рую, -руешь ρ.δ.μ. γρά- γράφω (βγάζω, κρατώ) περίληψη. II -СЯ γράφομαι, συμπεριλαμβάνομαι περιληπτικά, конспиративно επίρ. συνομωτικά. конспиративность, -И θ. συνομωτικότητα. конспиративный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; συνομωτικός, της συνομωσίας. *КОНСПИратор, -а α. συνομώτης. Конспираторский επ. συνομωτικός, του συ- νομώτη. "конспирация, -И θ. συνομωσία, конспирировать, -рую, -руешь ρ.δ. συνομω- τώ. ♦константа, -Ы (μαθ.) η σταθερή, константный επ. σταθερός, αμετάβλητος. ♦ КОНфГаТ&ЩИЯ, -И θ. διαπίστωση· εξακρίβ(ι>- ση· - фйкта διαπίστωση του γεγονότος, констатирование, -я ουδ. βλ. констатация. ♦констатировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. διατηστώνω, εξακριβώνω. II -СЯ διαπιστώνο- διαπιστώνομαι, εξακριβώνομαι. КОНСТИТуирование, -Я ουδ. καθιέρωση, κα- καθορισμός· διορισμός. "конституировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. καθιερώνω, καθορίζω, καθιστώ· διορίζω, συ- συγκροτώ. II -СЯ καθιερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ♦конститутивный επ. (γραπ. λόγος) συστα- συστατικός* καθοριστικός. конституционализм, -а α. συνταγματισμός. конституционалист, -а α. οπαδός του συ- νταγματισμού. КОНСТИТУЦИОННЫЙ επ. συνταγματικός. II εκφρ. -ая МОНЙрхИЯ συνταγματική μοναρχία. ♦КОНСТИТУЦИЯ, -И θ. 1 το σύνταγμα (κατα- (καταστατικός χάρτης). 2 κράση, σωματική διάπλαση. КОНСТрЙКТОр, -а α. (ανατομ.) συσφιγκτήρας. конструирование, -я ουδ.βλ. конструкция, ♦конструировать, -руго, -руешь р.δ.μ. ι κα- Ιτασκευάζω· συνθέτω· καταρτίζω. 2 συγκροτώ,
кон 491 кон σχηματίζω. I! -СЯ κατασκευάζομαι, καταρτί- καταρτίζομαι.. II συγκροτούμαι, σχηματίζομαι. КОНСТРУКТИВИЗМ, -а α. τεχνίΗΐσμός. КОНСТРУКТИВИСТ, -а α. οπαδός του τεχνικι- σμού. КОНСТРУКТИВНО επίρ, επικοδομητικά. КОНСТРУКТИВНОСТЬ, -И θ. επικοδομητικότητα. конструктивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно επικοδομητικός. конструктор, -а α. 1 κατασκευαστής, εκπο- νητης σχεδίων, βιομήχανος. 2 συλλογή, σύνο- σύνολο εξαρτημάτων για συναρμολόγηση.. конструкторский επ. του κατασκευαστή, εκ- πονητή κλπ. ουσ. *КОНСТрукция, -И θ. 1 κατασκευή· συσχετι- συσχετισμένη κατασκευή. 2 ανέγερση, οικοδόμηση·τε- οικοδόμηση·τεμάχια συνάρτησης ή σύνδεσης. 3 (γραμμ.) σί- νταξη. *К<5нсуЛ, -а α. πρόξενος, κδνσο(υ)λας. Π ύ- ύπατος (στους Ρωμαίους)· τίτλος επί Ναπολ-έοντα. КОНСУЛЬСКИЙ επ. προξενικός. консульство, -а ουδ. 1 προξενείο. 2 υπα- τεία (στους ΡΙυμαίους και επί Ναπολέοντα). *КОНСуЛЬТа'нт, -а α. σύμβουλος, γνωμοδότης. консультативный επ. συμβουλευτικός, γνω- γνωμοδοτικός. консультационный επ. συμβουλευτικός, γνω- γνωμοδοτικός. "консультация, -И θ. 1 (παλ.) σύσκεψη ει- ειδικών, κονσούλτο. 2 γνωμοδότηση, γνωμάτευση, συμβουλή. 3 ίδρυμα, γραφείο" детская - παι- παιδικό ιατρείο· женская - γυναικολογικό ια- ιατρείο· юридическая - γραφείο νομικών συμ- συμβουλών. консультирование, -Я ουδ. συμβουλή. II σύ- σύσκεψη. Консультировать, -рую, -руеШЬ ρ.δ.μ.κ.αμ. 1 συμβουλεύω, 2 συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι. Μ -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. B σημ.). *К0Нсьёрж, -а ά., -ка, -И θ. Θυρωρός, πυ- πυλωρός, οικοφύλακας. *ΚΟΗτάκΤ, -а α. 1 επαφή, άγγιγμα· зара- ЗЙТЬСЯ при -е С бОЛЬНЫМ μολύνομαι με το άγ- άγγιγμα του αρρώστου. II μτφ. επικοινωνία, ε- επαφή· вступить В - с кем-Н. έρχομαι σε ε- επαφή με κάποιον. 2 ένωση· μέρος επαφής· - Двух ПРОВОДОВ επαφή δύο καλωδίων ЗЭЧЙСТКа -ΟΒ Проводов καθάρισμα των σημείων επαφής των καλωδίων. КОНТАКТНЫЙ επ. της επαφής, με επαφή. КОНТАКТОВЫЙ επ. της επαφής. *КОНТамИНа"ЦИЯ, -И θ. 1 ανάμιξη, μπέρδεμα, σύγχυση (γεγονότων κατά τη διήγηση). 2 με- μετάδοση (σημασίας μιας λέξης σε άλλη παρώνυ- μη λέξη). *контёйнер, -а α. κοντέινερς. *КОНТёкст, -а α. τα συμφραζόμενα· вырвать (вырывать) ИЗ -а κρίνω απο τα συμφραζόμενα. *КОНТИГёнт, -а α. 1 σύνολο (ανθρώπων)· УЧАЩИХСЯ το σύνολο των μαθητών, 2 καθορι- καθορισμένο ποσό, το κανονικό, η νόρμα· - СТрОЙ- Тельных материалов το καθορισμένο (προβλεπό- (προβλεπόμενο) ποσό δομικών υλικών. "континент, -а α. ήπειρος· - Европы η ή- ήπειρος της Ευρώπης. континентальный επ. ηπειρωτικός, μεσόγειος, -ακός* -ые стрЙНЫ ηπειρωτικές χώρες· -ая Европа ηπειρωτική Ευρώπη· - КЛЙМЭТ ηπειρω- ηπειρωτικό κλίμα· -ая система βλ. блокйда. ■"контокоррент, -а α. ο τρέχων λογαριασμός, η παρτίδα. контокоррентный επ: - счёт βλ. контокор- контокоррент. *КОНТОра, -Ы θ. γραφείο, υπηρεσία, λογι- λογιστήριο καθώς και το ίδρυμα· нотариальная - συμβολαιογραφείο· частная - ιδιωτικό γρα- γραφείο. КОНТОрка, -И θ. γραφείο (δωματιάκι) μι- μικρό. II ψηλό τραπέζι γραφής. II (διαλκ.) πο- ποτάμιο λιμανάκι. конторский επ. του γραφείου· -ие служа- служащие οι υπάλληλοι του γραφείου (γραφιάδες)· -ое помещение το γραφείο· -ие КНИГИ τα υπη- υπηρεσιακά βιβλία. КОНТОрЩИК, -а α., -ца,« -Ы θ. υπάλληλος γραφείου. контра1 βλ. контры. *КEнтра2 επίρ. κατά, αντίθετα, κόντρα· Προ И - υπέρ και κατά. КОНТра? -Ы θ. (απλ.) αντεπαναστάτης. •контрабанда, -ы θ. λαθρεμπόριο· занимать- заниматься -ОЙ ασχολούμαι (κάνω) λαθρεμπόριο. 2 λαθρεμπόρευμα. 3 επίρ. -ОЙ λαθραία. контрабандист, -а α., -ка, -и θ. λαθρέ- λαθρέμπορος. контрабандистский επ. λαθρεμποράστικος. КОНТрабйНТНЫЙ επ. λαθρεμπορικδς· - ΤΟ- Βάρ λαθραίο εμπόρευμα. II μτφ. λαθραίος, κρυ- κρυφός· -ое ПИСЬМО λαθραίο γράμμα. *контрабйс, -а α. κοντραμπάσο. контрабасист, -а α. κοντραμπασίστας. Контрабасный επ. του κοντραμπάσου· СМЫЧОК το δοξάρι του κοντραμπάσου. контрабасовый επ. του κοντραμπάσου. *КОНТрагён, -а α. ο συμβαλλόμενος. КОНТр-адмирЙЛ, -а α. αντιναύαρχος. Контр-адмиральский επ. του αντιναύαρχου. *ΚΟΗΤρέΚΤ, -а α. συμβόλαιο, σύμβαση, κο- ντράτο· заклшЙТЬ - κλείνω συμβόλαιο· рас- расторгнуть - ξεσχίζω (ακυρώνω) το συμβόλαιο. Контрактационный επ. της συνομολόγησης ή της συναλλαγής.
кон 492 кон контрактация, -И θ. συνομολόγηση· συναλ- συναλλαγή . КОНТРАКТНЫЙ επ. του συμβολαίου, της σύμ- σύμβασης, της συμφωνίας. Контрактовать, -тую, -Туешь ρ.ό.μ. κλεί- κλείνω σύμβαση, συμφωνία, συμβόλαιο. II -СЯ ανα- λαβαίνω υποχρεώσεις απο τη σύμβαση. контрактовый επ. βλ. контрактный. контральт, -а α. (παλ.) βλ. контрольто. *КОНТральто ουό. άκλ. κ. (παλ.) α. κοντράλ- το, η πιο χαμηλή γυναικεία φωνή. КОНТРАЛЬТОВЫЙ επ. του κοντράλτου. *КОНТрамарка, -И θ. αντεισιτήριο, κοντρα- μάρκα, κουπόνι. контрамарочный επ. του αντεισιτηρίου. *КОНТрапункТ, -а α. αντίστιξη, κοντραπού- ντο. контрапунктический επ. αντιστικτικός, του κοντραπούντου. контрапунктный επ. βλ.контрапунктический. контрассигнировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. προσυπογράφω. Ι! -СЯ προσυπογράφομαι. контрассигноваться) ρ.δ. βλ. контрасси- гнировать(ся). *КОНТрЙст, -а α. αντίθεση. II χτυπητή διαφορά. контрастировать, -рую, -руешь ρ.δ.μεοργν. αποτελώ (κάνω) ζωηρή αντίθεση, αντίκειμαι. контрастность, -и θ. βλ. контраст. контрастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- αντίθετος· διάφορος. *КОНТратЙка, -И θ. αντεπίθεση, αντέφοδος. контратаковать, -кую, -куешь р.δ.κ.σ. α- ντεπιτίθεμαι. *КОНТрафаГОТ, -а α. κοντραφαγότο. КОНтрафЙКЦИЯ, -И θ. (νομ.) παραποίηση, πα- παραχάραξη, παρατύπωση (δόλια απομίμηση έργου). КОНТргаЙка, -И θ. κοντραπαξιμάδι. *КОНТрданС, -а α. αντίχορός. Контрибуционный επ. της αποζημίωσης.Μ της συνεισφοράς. 'контрибуция, -и θ. αποζημίωση· наложить -Ю επιβάλλω πληρωμή αποζημίωσης. II συνει- συνεισφορά υποχρεωρτική (στον καταχτητή). контрманёвр, -а α. ελιγμός στον ελιγμό, μανούβρα στη μανούβρα, αντελιγμός. *КОНТрмша, -Ы θ. αντινάρκη. Контрнаступление, -Я ουδ. αντεπίθεση. КОНТровёрза, -Ы θ. έριδα, αμφισβήτηση, λο- λογομαχία. *контролёр, -а α., -ша, -и θ. ελεγκτής. контролёрский επ. του ελεγκτή. Контролирование, -Я ουδ. έλεγχος, εξέλεγξη. контролировать, -рую, -руешь ρ.δ.μ. ελέγ- ελέγχω, εξελέγχω. II -СЯ ελέγχομαι, εξελέγχομαι. *КОНТрбллер, ~а α. διανομέας ηλεκτρικού ρεύματος. *КОНТрОЛЬ, -Я α. έλεγχος· εξέταση· - за качеством работы έλεγχος ποιότητας εργασί- εργασίας· Зто не поддаётся -ю αυτό δε μπορεί να ελεγθεί· - над производством έλεγχος στην ■παραγωγή· ВЗЯТЬ ПОД - βάζω (παίρνω) υπό τον έλεγχο· государстенный - κρατικός έλεγ- έλεγχος. II (αθρσ.) ελεγκτές· выставить'- τοποθετώ ελεγκτές. КОНТРОЛЬНЫЙ επ. ελεγκτικός, του ελέγχου* ~ые Органы τα όργανα ελέγχου· -ые КНИГИ τα βιβλία ελέγχου· -ая рабо'та γραπτή εργασία μαθητή για έλεγχο των γνώσεων του. контрпредложение, -Я ουδ. αντιπρόταση. контрразведка, -И θ. αν τ ι κατάσκοπε Ία. контрразведчик, -а α. αντικατάσκοπος. контрреволюционер, -а α., -ка, -и θ. α- αν τ επαναστάτη ς, -τρία. КОНТрреВОЛЩИОННОСТЬ, -И θ. αντεπαναστα- τικδτητα· - убеждений η αντεπαναστατικότη- τα των απόψ εων. контрреволюционный επ., βρ: -ционен, -ци- <5нна, -ЦИОННО αντεπαναστατικός. *КОНТрреВОЛЙЦИЯ, -И θ. αντεπανάσταση. контрудар, ~а α. αντιχτύπημα, αντεπίθεση. КОНТрфОрс, -а α. (αρχτ.) αντηρίδα. *кбнтры, контр πλθ. (ενκ. кс5нтра, -ы . θ.) (απλ.) διαφωνίες, έριδες, μαλώματα, αντι- αντιθέσεις· у Тебй С НИМ - εσύ μ' αυτόν τα πας κόντρα, "контрэскарп, -а α. αντίκρημνος. КОНТУЗИТЬ, -ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. контуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.α. μωλωπίζω. *КОНТузиЯ, -И θ. μωλωπισαός, μώλωπας. *КОНТур, -а α. 1 περίγραμμα σώματος, περί- περίμετρος. 2 πηνίο ηλεκτρικό. контурный επ. γραμμικός· -ая ЛИНИЯ γραμ- γραμμή διακοφτή ή στικτή. конурй, -ы, πλθ. -ы, -ур, ~а"м θ. 1 κου- μάσι . 2 μτφ. μικρή, σκοτεινή και βρωμερτίκα- τοικία, κοτέτσι. КОнус, -а α. κώνος, конусный επ. κωνικός. конусовидный επ. βλ. 'конусообразный конусообразный επ. κωνοειδής. конфедерат, -а α. ομόσπονδος, μέλος της ομοσπονδίας. *конфедератка, -И θ. είδος στρατιωτικού πη- πηληκίου . Конфедерация, -И θ. 1 συνομοσπονδία. 2 (παλ.) συμμαχία. конфёкта βλ. конфета. конфёктный βλ. конфетный. *КОНфекцИОН, -а α. ενδυματοπωλείο γυναι- γυναικείο. Π ραφείο γυναικείων ενδυμάτων. *КОНферОНС, -а α. η απο σκηνής ανακοίνωση
кон 493 кон του προγράμματος. *конферансьё α. άκλ. παρουσιαστής, -τρία, ομιλητής, κονφερανσιέ. *К0НферёнЦ-зал,-а α. αίθουσα διαλέξεων. *конферёнция, -и θ. συνδιάσκεψη· междуна- международная - διεθνής συνδιάσκεψη· партийная κομματική συνδιάσκεψη. конферировать, -руга, -руешь р.δ.μ. κάνω τον κονφερανσιέ. *конфессионйльный επ. (παλ.) εκκλησιαστι- εκκλησιαστικός, θρησκευτικός, ιερατικός· -ые ШКОЛЫ ι- ιερατικές σχολές ή θεολογικές σχολές. *КОНфёта, -Ы θ. καραμέλα, ζαχαράτο, κουφέτο. КОНфётка, -И θ. καραμελίτσα, ζαχαρατάκι. конфетный επ. της καραμέλας, του ζαχαρά- του· -ое производство η παραγωγή ζαχαρω- ζαχαρωτών. 2 μτφ. γλυκερός, ευάρεστος. "конфетти ουδ. άκλ. κονφετί, χαρτοπόλεμος. *конфигурация, -И θ. διαμόρφωση, εξωτερικό σχήμα· - морских ОебрегОВ διαμόρφωση των θαλάσσιων ακτών. II αλληλοδιάταζη· αλληλοσυ- σχετισμός. конфидент,-а α., -ка, -и θ. (παλ.) έμπι- έμπιστος, -η. конфиденциально επίρ. (παλ.) εμπιστευ- εμπιστευτικά. *конфиденциальный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО (γραπ. λόγος) εμπιστευτικός. "конфирмация, -И θ. 1 επικύρωση. II (παλ.) καταδίκη επικυρωμένη. 2 (εκκλσ.) το χρίσμα (μυστήριο). конфирмовать, -мую, муешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конфирмованный, ер: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ.μ. 1 επικυρώνω απόφαση. 2 χρίω, χρίζω με μύρο. II -СЯ 1 επικυρώνομαι. 2 χρίομαι, α- αλείφομαι με μύρο. *КОНфискЙЦИЯ, -И θ. δήμευση· κατάσχεση, конфискование, -я ουδ. βλ. конфискации. конфисковать, -кую, куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конфискованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ.μ. δημεύω· κατάσχω. II -СЯ δημεύομαι, κα- κατάσχομαι . "конфликт, -а α. σύγκρουση· συμπλοκή· воен- военный - στρατιωτική σύγκρουση. II φιλονικία έ- έριδα, διένεξη· - мнений αντιγνωμίες, διχο- γνωμί ες. конфликтный επ. της σύγκρουσης. Ι! της φι- φιλονικίας, της διένεξης· разбор -ГО дела ε- εξέταση της διένεξης· -ая КОМИССИЯ επιτροπή εξέτασπς διένεξης. "конфорка, -И θ. η σχάρα του σαμοβάρ. II η οπή μαγειρικής συσκευής, εστία, μάτι. конфронтация, -И θ. αντιπαράταξη, αντιμέ- αντιμέτωπη απειλητική θέση· αντιπαράθεση. "конфуз, -а α. ταραχή, σύγχυση, κονφούζιο· Испытывать - έχω ταραχή· привести В - συγ- συγχύζω· какйй-! τι σύγχυση! конфузить,-ужу, -ужишь р.δ.μ. συγχύζω, τα- ταράσσω, προξενώ ταραχή, σύγχυση· ТЫ менй -ИШЬ με συγχύζεις. II -СЯ 1 ταράσσομαι, συγ- συγχύζομαι. 2 συστέλλομαι, ντρέπομαι. КОНф^ЗЛИВО επίρ. συνεσταλμένα κλπ. επ. конфузливость, -И θ. συστολή, ντροπαλότη- τα, ντροπαλοσύνη. конфузливый επ., βρ: -лив, -а, -о ντρο- ντροπαλός, συνεσταλμένος, συσταζούμενος. II συγ- συγχυσμένος, ταραγμένος. конфузно επίρ. συγκεχυμένα, ταραγμένα. Конфузный επ. χαρακτικός, που συγχύζει. концевой επ. τελικός, τελευταίος· - стих ο τελευταίος στίχος· ~ёл строки η τελευταία σειρά. КОНЦентрЙТ, -а α. 1 τροφή συμπυκνωμένη. 2 τροφή ζώων πολύ θρεπτική. 3 εμπλούτισμα με- μετάλλου . концентрационный επ. της συγκέντρωσης· - Лагерь στρατόπεδο συγκέντρωσης. *концентрация, -И θ. 1 συγκέντρωση· πυκνό- πυκνότητα· - ВОЙСК συγκέντρωση στρατευμάτων* - населения συγκέντρωση του πληθυσμού· рас- раствор ВЫСОКОЙ -И διάλυμα μεγάλης πυκνότητας. Концентрирование, -Я ουδ. συγκέντρωση· πύ- πύκνωση. концентрйрованность, -и θ. βλ. концентра- концентрация. концентрированный επ. απο μτχ. 1 συγκε- τρωμένος· συγκεντρωτικός· -ое Внимание συ- συγκεντρωμένη προσοχή. 2 περιεκτικός (σε ου- ουσίες). 3 πυκνός· - раствор πυκνό διάλυμα.4 εμπλουτισμένος. концентрировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. концентрированный, βρ: -ван, -а, +0 ρ.δ.μ. 1 συγκεντρώνω, μαζεύω· - ВОЙСКЙ συγκεντρώνω στρατεύματα· - внимание συγκε- τρώνω την προσοχή. 2 (χημ.) πυκνώνω· раствор πυκνώνω το διάλυμα. 3 (ορυκτ.) ε- εμπλουτίζω. Π -СЯ 1 συγκεντρώνομαι. 2 πυκνώ- πυκνώνομαι. 3 εμπλουτίζομαι. концентрический επ. συγκεντρικός, ομόκε- ομόκεντρος· -ие круги βλ. концентры. И συγκε- συγκεντρωτικός· -ая система преподавания συγκε- συγκεντρωτικό σύστημα διδασκαλίας. концентричность, -И θ. ομοκεντρικότητα. концентричный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βλ. концентрический. КОНЦёнтры, -ОВ (ενκ. КОНЦёнтр, -а α.) ο- ομόκεντροι κύκλοι. *КОНЦёпЦИЯ, -И Θ. 1 αντίληψη, νόηση. 2 νό- νόημα· - статьи το νόημα του άρθρου. Концерн, -а α. εμπορικός οίκος, κονσέρνο. *КОНЦёрт, -а α. συναυλία, κονσέρτο· симфо- симфонический - συμφωνική συναυλία, дать - δίνω
кон 494 коо συναυλία. И εκφρ. КОШЙЧИЙ - α) γατοκραυγές, γατο-ουρλιαχτό. β) δυσαρμονική μουσική. КОНЦертант, -а α., -ка, -И θ. αυτός που δίνει συναυλία· μέλος της συναυλίας, συ- ναυλητής* συναοιδός. *КОНЦвртЙНО -ουδ. άκλ, κονσερτίνο, μικρό μου- μουσικό όργανο. концертировать, -рую, -руешь р.δ. παίζω στη συναυλία, εκτελώ νούμερο, 'концертмейстер, -а α. 1 ο πρώτος βιολί- στας. 2 συνοδευτής, ακομπανίστας.Η σολίστας. КОНЦёртныЙ επ. της συναυλίας· -зал αί- αίθουσα συναυλιών -ая музыка μουσική συναυ- συναυλίας· - рояль πιάνο συναυλίας (μεγάλου με- μεγέθους) . Концессионер, -а α. κάτοχος παραχώρησης. концессионерский επ. του κατόχου παραχώ- παραχώρησης. концессионный επ. παραχωρητικός. II εκφρ. - договор βλ. концессия. *КОНЦёссия, -И θ. εκχώρηση δικαιώματος προ- προνομίου, παραχώρηση· ОТДАТЬ РУДНИКИ В -Ю πα- παραχωρώ ορυχεία. Ι! επιχείρηση με παραχώρηση. КОНДЛЙгерь, -я α. στρατόπεδο συγκέντρωσης. КОНЦОВка, -И θ. 1 βινιέτα. 2 τέλος, κλείσι- κλείσιμο έργου (λογοτεχνικού, μουσικού κ.τ.τ.)· КОНЧЙТЬ(СЯ) р.δ. βλ. КОНЧИТЬ(СЯ). кончая επιρ. μτχ. κ. πρόθεση· τελειώνο- τελειώνοντας· начиная с... И -... αρχίζοντας απο... και τελειώνοντας... конченный παθ. μτχ. παρλθ. χρ., βρ: -чен, -а, -о. II кончено απρόσ. με σημ. κατηγ. τέ- τέλειωσε (για ζωή, υπόθεση, γεγονός). II кон- кончено απρόσ. φτάνει, αρκετά. II εκφρ. всё кончено όλα τέλειωσαν όλα χάθηκαν. конченый επ. τελειωμένος· Дело -ое п υπό- υπόθεση τέλειωσε· - человек άνθρωπος που τό 'φάγε το ψωμί του (δεν είναι ικανός πια για τίποτε). КОНЧИК, -а α. άκρη, αιχμή, μύτη· - верёВ- КИ η άκρη της τριχιάς· - НОса η άκρη της μύτης· Зто слово вертится у меня на -е язы- языка αυτή η λέξη στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κοντεύω να τη θυμηθώ). кончина, -ы θ. τελευτή, θάνατος· безвре- безвременная - πρόωρος θάνατος. КОНЧИТЬ, -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -Ο ρ.σ. 1 μ. τε- τελειώνω, περατώνω· - ремонт τελειώνω την ε- επισκευή· - разговор τελειώνω την κουβέντα. 2 πεθαίνω, τελευτώ· он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε. И φονεύω, σκοτώνω· ОН вы- стрелил в медведицу и срезу -ил её πυροβό- πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε. Π εκφρ. - жизнь ή век πεθαίνω· - скверно η ПЛОХО, дурно τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέ- τέλος ζωής. -СЯ 1 τελειώνω, εκπνέω (για προ- προθεσμία). II εξαντλούμαι (για εφεδρείες). 2 πε- περατώνομαι, τελειώνω· э"тим дело не -лось μ' αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε· - ни чем τζί- φος η υπόθεση· тем э"то И -ЛОСЬ αυτό ήταν το τέλος του· перемирие -ЛОСЬ η ανακωχή τέ- τέλειωσε. Π πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω. *КОНЪектура, ~Ы θ. (παλ.) εικασία, στοχασμός. )ί διόρθωση, επαναφορά στη θέση ή μορφή που αρ- αρμόζει. *КОНЪЮНКТИВа -Ы θ. ο επιπεφυκός υμένας του ματιού. КОНЪЮНКТИВИТ,-а α. επιπεφυκίτιδα, επιβολ- βίτιδα. *КОНЪЮНКТура, -Ы θ. 1 κατάσταση (δημιουρ- (δημιουργημένη)· международная - διεθνής κατάστα- κατάσταση* политическая - πολιτική κατάσταση. 2 (οικον.) συγκυρία· хозяйственная - η δια- διαμορφωμένη οικονομική κατάσταση. Π ευκαιρία. Конъюнктурный επ. 1 της κατάστασης. 2 της συγκυρίας· της ευκαιρίας· -ые цены τιμές ευκαιρίας. КОНЪЮНКТурщик, -а α. καπάτσος, καταφερ- καταφερτζής, επιτήδειος. КОНЬ, -Α, πλθ. кони, -ёй α. 1 άλογο, ίπ- ίππος, άτι (κυρίως για αρσενικό). 2 (στο σκά- σκάκι) άλογο. 3 εφαλτήριο. Ί εκφρ. ПО КОНЯМ |н. (παλ.) нй КОНЬ (παράγγελμα) επί τον ίππον, καβάλα· не В -А корм όεν ζέρει να μοιράσει δυο γαϊδάρων άχυρο· дарёному -Й Β зуЪы не смотрят (παρμ.) κάποιου χάριζαν γάι- γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια· - ещё не валялся ακόμα τίποτε δεν έγινε· ХОД -ём ξεκινώ αποφασιστικά. КОНЬКИ, -ΟΒ (ενκ. ΚΟΗβΚ, -НЬКЙ α.) παγο- πέόιλα, πατίνια· катиться на ~άχ παγοδρομώ, πατινάρω, κάνω πατινάζ. КОНЬКОбёжец, -жца α. παγοδρδμος. КОНЬКОбёжныЙ επ. παγοδρομικός. КОНЬКОВЫЙ επ. του καβαλάρου (στέγης). *КОНЬЯК, -& (-у) α. κονιάκ (ποτό). коньячный επ. του κονιάκ· -ое производ- производство η παραγωγή του κονιάκ. КОНЮХ, -а α. ιπποκόμος., σταυλίτης. конюшенный επ. 1 του αλογοτροφείου, του ιπποστασίου, του σταύλου. 2 (παλ.) βλ. КО- КОНЮШИЙ. II εκφρ. - прикЙЗ (παλ.) ίδρυμα δια' χειρ ι σης των τσαρικών σταύλων. КОНЮШИЙ, -его α. 1 (παλ.) σταυλάρχης. 2 :(παλ.) ιπποκόμος, σταυλίτης. КОНЮШНЯ, -И θ. αλογοτροφείο, ιπποστάσιο. Ι! (αθρ.) τα άλογα. II ακάθαρτο (βρώμικο) μέρος. II авгиевы -И η κόπρος του Αυγείου. КОНЯГа, -И α. κ. θ. (απλ.) αλογάκι. КОНЯКа, -И α. κ. θ. (διαλκ.) αλογάκι. кооператив, -а α. βλ. кооперация. II μαγα-
коо 495 коп ζί συνεταιρισμού. кооперативный επ. συνεταιρικός· -ое иму- имущество συνεταιρική περιουσία· -ое предпри- предприятие συνεταιρική επιχείρηση· -ая торговля συνεταιρικό εμπόριο· -ое товарищество о συ- συνεταιρισμός. кооператор, -а α. συνεταιρικό στέλεχος ή παράγοντας. 'кооперация, -И θ. 1 συνεργασία παραγωγική. 2 συνεταιρισμός· потреОЙтельская - κατανα- καταναλωτικός συνεταιρισμός· производственная παραγωγικός συνεταιρισμός· сельскохозяйс- сельскохозяйственная - αγροτικός συνεταιρισμός. 3 συνε- συνεταιρικό μαγαζί, κοοπερατίβα.Π συνεργατική. кооперирование, -я ουδ. η οργάνωση σε συ- συνεταιρισμό. кооперировать, -руп, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ορ- οργανώνω σε συνεταιρισμό. II -СЯ 'μπαίνω στο συνεταιρισμό, γίνομαι μέλος αυτού, 'кооптация, -и θ. κο(ο)πτάτσια. кооптирование, -я ουδ. κο(ο)πτάτσια. кооптировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ.προ- αλαβαί\ιΐύ (παίρνω) με κοπτάτσια. II -СЯ προ- σλαβαίνομαι με κοπτάτσια. КООРДИНАТНЫЙ επ. συντεταγμένος, της συ- συντεταγμένης. *координаты, -£т πλθ. (ενκ. -а, -ы θ.) η συντεταγμένη (γραμμή). координационный επ. συντονισμένος, εναρ- εναρμονισμένος. 'координация, -И θ. συντονισμός, εναρμόνι- εναρμόνιση, συνταύτιση, συνδιάταξη. координированность, -и θ. βλ. координация. координировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. συντονίζω, εναρμονίζω, συνδυάζω· - действия пехоты и телков συντονίζω τη δράση πεζικού και αρμάτων μάχης. II -СЯ συντονίζομαι, ε- εναρμονίζομαι, συνδυάζομαι. *копа\п, -а α. κοπάλη, -ιο, είδος ρετσινιού. КОПЙЛка, -И θ. (διαλκ.) σκαπάνη. КОПОЛОВЫЙ επ. της κοπάλης. КОПЙНИе, ~Я ουδ. 1 σκάψιμο, σκαφή. 2 ανα- σκάλευμα, έρευνα· ανερεύνηση. Ι! ψιλοδούλευ- μα, ψιλοκοσκίνισμα· αργητό. КОПЙТель, -Я α. 1 (παλ.) σκαφέας, -φτιάς. 2 εκσκαφέας (μηχάνημα). КОПЙтельныЙ επ. της εκσκαφής. КОПИТЬ р.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΚΟ- панный, βρ: -пан, -а, -о. 1 σκάβω· - землю σκάβω τη γή· - огород σκάβω τον κήπο· канаву σκάβω χαντάκι.. 2 ξεχώνω, ζεθάβω· εξο- εξορύσσω. II -СЯ 1 ανασκαλίζω, ανασκαλεύω, ψά- ψάχνω. Η μτφ. αν ερευνώ, εξετάζω λεπτομερώς. 2 ψιλοδουλεύω, ψιλοκοσκινίζω· αργώ, βραδύνω· не -ййся, кончай работу скорей μην αργείς, τέλειωνε τη δουλειά γρήγορα. 3 σκάβομαι. , ~έ α. (διαλκ.) σκαφτιάς. II σκα- πανικό εργαλείο. копеечка, ~И θ. καπικάκι. II εχφρ. В -у стать (обойтись, вскочить, влететь, .взле- .взлететь κ.τ.τ.) κοστίζω ακριβά. КОПёечШПС, -а α., -ца,-Ы θ.(παλ.) τσιγκού- τσιγκούνης, -α, σπαγκοραμμένος, -η, τσιφούτης, -α. Копеечничать р.δ. (απλ.) τσιγκουνεύομαι, φειδωλεύομαι. копеечный επ. 1 ενός καπικιού (αζίας). 2 μηδαμινός, τιποτένιος, ασήμαντος· ελάχιστος· -ые расходы τιποτένια έξοδα. 3 μικροπρεπής, ευτελής, ελεεινός, ποταπός· -ая душа ελε- ελεεινή ψυχή. копейка, -и, γεν. πλθ. -ёек, δοτ. -ёйкам θ. 1 καπ'ΐΗΐ. 2 χρήματα. II εκφρ. без -И α- δέκαρος, άφραγκος· до (последней) -И ως το (τελευταίο) καπίκι· не иметь НИ -И δεν έχω ούτε δεκάρα· С -ами μερικά καπίκια παραπά- παραπάνω (απο το ποσό)· последнюю -у поставить ре- ребром ξοδεύω και το τελευταίο καπίκι για ε- επίδειξη, για το θεαθήναι· - В -у ακριβέστα- ακριβέστατα, μέχρι και το λεπτό (για λογαριασμό)· Β -у стать κοστίζω ακριβά· за -у уступить ή ОТДЙТЬ πουλώ πάμφτηνα, μισοτιμής· НИ за -у με κανένα τρόπο, με τίποτε· дрожа'ть η' трястись над каждой -ой τρέμω για το κά- κάθε καπίκι (απο τσιγκουνιά)· как Одну -у ό- όλο το ποσό, ολοκληρωτικά, μέχρι δεκάρα. КОПёр, -Й α. πασσαλομπήχτης (μηχάνημα). копи, -ёй πλθ. (ενκ. копь, -и θ.)· (παλ.) ορυχεία. КОПИИСТ, -а α. |(παλ.) αντιγραφέας (κειμέ- (κειμένων, εικόνων). КОПИЛКа, -И θ. κουμπαράς. копирйнг, -а α. αποκλειστικό συγγραφικό 'δικαίωμα. КОПЙрка, -И θ. καρμπόν. копировальный επ. του καρμπόν -ая фи- фибрина φάμπρικα κατασκευής καρμπόν. Π της αντιγραφής· -ая бумйга το καρμπόν. копировальщик, га α., -ца, -ы θ. βλ. ко- копировщик. копирование, -Я ουδ. αντιγραφή. II μτφ. α- απομίμηση. копировать, -рую, -руешь р.δ.μ. 1 αντι- αντιγράφω με καρμπόν, βγάζω αντίγραφα. 2 αντι- αντιγράφω εικόνα. 3 μιμούμαι, αναπαρασταίνω* - жесты μιμούμαι τις χειρονομίες* - манеру речи учителя μιμούμαι την ομιλία του δά- δάσκαλου. II -СЯ αντιγράφομαι. II απομιμούμαι, αναπαρασταίνομαι. копировка, -и -θ. αντιγραφή· - чертежей αντιγραφή σχεδίων ~ картин αντιγραφή ει- εικόνων . КОПИРОВОЧНЫЙ επ. της αντιγραφής· -ые ра-
коп 496 кор боты εργασίες αντιγραφής. КОДИРОВЩИК, -а а., -Ца, -Ы θ. αντιγραφέας. КОПИТЬ, КОПЛЗб, КОПИШЬ р.δ.μ. μαζεύω, συμ- συμμαζεύω, συγκεντρώνω· - деньги μαζεύω χρή- χρήματα (με οικονομίες)· - ненависть μαζεύω μίσος. II -СЯ μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι. КОПИЯ, -И θ. 1 αντίγραφο* αντίτυπο* руко- рукописная - χειρόγραφο αντίγραφο* - С ПОДЛИН- НИКа αντίγραφο απο το πρωτότυπο· СНЯТЬ -Ю βγάζω αντίγραφο. 2 μτφ. ίόιος, απαράλλα- απαράλλαχτος, πανομοιότατος· ма\льчик - совершённая - ОТЦД το αγοράκι είναι ίδιος-απαράλλαχτος πατέρας (καταπληκτική ομοιότητα). КОПка, -И θ. σκάψιμο, σκαφή. копна", -ы, πλθ. копны, копён, копиям θ. θημωνιά κωνική. II εκφρ. - ВОЛОС ή ВОЛОСЫ -<5й θυσανωτά μαλλιά. КОПНёние, -Я ουό. θημώνιασμα. КОПНЙтелЬ, -Я α. μηχανή θημωνιάσματος. ■ КОПНИТЬ ρ.δ.μ. θημωνιάζω. копнуть, -ну, -нёшь ρ.σ. βλ. копитьA σημ.χ II μτφ. μπαίνω, εισδύω, εισχωρώ. КОПОТЛИВО επίρ. αργά, βραδέως* νωθρά. КОПОТЛИВОСТЬ, -И θ. βραδύτητα· νωθρότητα, νωχέλεια. КОПОТЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 αρ- αργός, αργοκίνητος, βραδυκίνητος" νωθρός, νω- χελής. 2 βλ. кропотливый. копотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно που βγάζει καπνό, καπνογόνος. КОПОТНИ, -Й θ. (απλ.) βραδύτητα (εκτέλε- (εκτέλεσης), νωθρότητα, νωχέλεια. копотун, -ά α., -НЬЯ, -И θ. αργός, βραδύς· νωθρός, νωχελής. КОПОТЬ, -И θ. καπνιά, κάπνα, αιθάλη. КОПОШИТЬСЯ, -ШУСЬ, -ШЙШЬСЯ р.δ. 1 ανακι- ανακινούμαι, κινούμαι ανάκατα, προς διάφορες κα- κατευθύνσεις· τριγυρίζω, στριφογυρίζω· мура- вьй -лись возле муравейника τα μυρμήγκια τριγύριζαν γύρω απο τη μυρμηγκοφωλιά. II μτφ. αναδεύω, επανέρχομαι συχνότατα (για σκέψεις, αισθήματα). 2 καταγίνομαι, ασχολούμαι με ψιλοπράγματα· τραβιέμαι με κάτι. *κόπρά, -ы κ. -ы θ. κόπρα. коптеть^ -ПТЙт ρ.δ. βγάζω καπνό, καπνίζω. КОПТёТЬ? -ПЧу, -ПТЙШЬ р.δ. 1 (απλ.) 1 ζω στην αφάνεια· φυτοζωώ. 2 βλ. корпеть. КОПТЙЛка, -И θ. 1 καντήλι· λιχνάρι. 2 βλ. КОПТИЛЬНЯ. КОПТИЛЬНЫЙ επ. του καπνίσματος, για κά- κάπνισμα; -ЭЯ печь φούρνος καπνίσματος (ψα- (ψαριών, κρέατος κλπ.). коптильня, -и, γεν. πλθ. -лен, δοτ. -льням θ. καπνιστήριο, ταριχευτήριο. коптитель, -я α: - нёба βλ. небокоптитель. КОПТИТЬ, -ПЧу\ -ПТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. копчённый, βρ; -чён, -чено, -чено р.δ. 1 καπνίζω, βγάζω καπνό ή καπνιά. 2 καλύπτω με καπνό· - стекло καπνίζω το γυαλί. 3 κάνω καπνιστό, ταριχεύω. II εκφρ. нёбо - σκοτώνω μύγες (τεμπελιάζω, με δέρνει η τεμπελιά). II -СЯ 1 καπνίζομαι, καλύπτομαι με καπνιά. 2 ταριχεύομαι. копулировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. 1 μ. (βοτ.) εγκεντρίζω (εμβολιάζω) αυλοειδώς. 2 (βιολ.) ενώνομαι, ζευγαρώνω, συμφύομαι. '"копулировка, -И θ. εμβόλιασμα αυλοειδές. *КОПуляцИЯ, -И θ. συνουσία κατωτάτων οργα- οργανισμών (μανιταριών, φυκιών). копун, ~£. α., -ЬЯ, -И θ. (απλ.) βραδυκί- νητος, νωθρός, νωχελής. копуша, -и α. κ. θ. (απλ.) βλ. копун, -ья. копчение, -Я ουδ. 1 κάπνισμα· - ветчины κάπνισμα χοιρομήριου· - стекли κάπνισμα γυα- γυαλιού. 2 πλθ. -нья βλ. копчёности. копчёный επ. 1 καπνιστός· -ая рыба κα- καπνιστό ψάρι· -ая КОЛбасО καπνιστό σαλάμι. 2 καπνισμένος· -ое стекло καπνισμένο γυαλί. КОПЧИК, -а α. κόκκυγας, κωλονούρι. КОПЧИКОВЫЙ επ. του κόκκυγα· -ая кость о κόκκυγας, το κωλονούρι. копчушка, -и θ. ψαράκι καπνιστό. КОПЫЛ, -а", πλθ. -лья, -льев α. (διαλκ.) ο ορθοστάτης ελκήθρου. КОПЫТНЫЙ επ. της οπλής· - след ίχνος ο- οπλής· -ые болезни νόσοι της οπλής. II οπλη- φόρος. КОПЫТО, -а ουδ. οπλή, χηλή. КОПЫТЦе, -а а. μικρή οπλή, μικρή χηλή. КОПЬ βλ. КОПИ. копьё? -Α, πλθ. копья, -пий, -пьям ουδ. ακόντιο· δόρυ· метить - ρίχνω το ακόντιο. копьё? -Я ουδ. στις εκφρ: без -Я (απλ.) χωρίς δεκάρα· ни -Я (нет) ούτε δεκάρα. копьевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; λογχοειδής· -ые листья растений λογχοειδή φύλλα φυτών. КОПЬецб, ~& ουδ. μικρό ακόντιο, δόρυ. КОрё, -Ы θ. 1 φλοιός, φλούδα· - дерева о φλοιός του δέντρου. 2 μτφ. φαινομενικότητα, εξωτερική όψη· под -ой его" суровости было доброе сердце πίσω απο την αυστηρότητα του κρύβονταν η αγαθή καρδιά. II εκφρ. земнйя - ο φλοιός της γης· - бОЛЫДЙХ ПОЛушЙрИЙ ГО- ГОЛОВНОГО мозга· - головного мозга· мозговая о φλοιός του εγκεφάλου. карабёльНЫЙ επ. καραβίσιος· του καραβιού· -ая мечта κατάρτι καραβιού· - верф ναυπη- ναυπηγείο· -ые снасти τα ζάρτια. II εκφρ. - лес (бор,рс5ша) δάσος ψηλών δέντρων (κατάλληλων για κατάρτια)· ναυπηγήσιμη ξυλεία. карабёлыЦИК, -а α. 1 (παλ.) καραβοκύρης·
κορ 497 κορ ναυτικός. 2 ναυπηγός. Кораблевождение, -Я ουδ. ναυσιπλοΐα, ναυ- ναυτιλία. Ι( πλοηγία, -γεσία, πιλοτάγιο. кораблекрушение, -я ουδ. ναυάγιο· претер- претерпеть ή потерпеть - ναυαγώ· претерпевший ,η потерпевший - ναυαγός. Кораблестроение, -Я ουδ. ναυπήγηση. II η ναυπηγική (επιστήμη). кораблестроитель, -Я α. ναυπηγός. кораблестроительный επ. ναυπηγικός. кораблестроительство, -а ουδ. βλ. кора- кораблестроение. КОраблехозяЙН, -а α. καραβοκύρης. кораблик, ~а α. καραβάκι. корабль, ~Α α. καράβι, πλοίο* линейный - βλ. линкор· военный - πολεμικό πλοίο· купе- купеческий - εμπορικό πλοίο* садиться на - επι- επιβιβάζομαι στο πλοίο. Π νάρθηκας εκκλησίας. II гяур. ВОЗДУШНЫЙ - αερόπλοιο.'αεροσκάφος*СЖИ- гать (сжечь) свой -Й καίω την κάπα μου ή το το καλύβι μου (βλάπτω τον ίδιο τον εαυτό μου). * коралл, -а α. κοράλλι. II κοραλλένιο κό- κόσμημα.· коралловый επ. χοράλλινος, κοραλλένιος* των κοραλλιών· -ые островй νησιά κοραλλίων* - риф κοραλλίένιος ύφαλος* -ые бухзы κοραλ- κοραλλί εν ες χάνδρες* -ое ожерелье κοραλλένιο κο- κολιέ* -ые ГуЪы (μτφ.) κοραλλένια χείλη* -ое дерево δέντρο κοραλλίων. КОралькЙ, -<5в πλθ. (παλ.) κόσμημα κοραλ- κοραλλένιο. *коран, -а α. κοράνιο. *КОрВёт, -а α. κορβέτα, δρόμονας. *КОрД, -а α. 1 σχοινί, τριχιά. 2 είδος μάλ- μάλλινου υφάσματος. *К<5рда, -Ы θ. τριχιά μακριά. *кордебалёт, -а α. οι εκτελεστές του χορο- χοροδράματος . кордебалетный επ. του μπαλέτου, του χο- χοροδράματος* -ая танцовщица χορεύτρια του μπαλέτου, μπαλαρίνα. *КОрдегарДИЯ, -И θ. (παλ.) σκοπιά, φυλάκιο. кордный επ. του σχοινιού* -ое производс- производство παραγωγή σχοινιών. кордовый επ. βλ. кордный. *κορДОН, -а α. 1 συνοριακό στρατιωτικό τμή- τμήμα. II αλυσίδα στρατιωτικών τμημάτων. II ζώνη στρατιωτική. II ζώνη δασική. 2 σύνορα, μεθό- μεθόριος. кордонный επ. της ζώνης κλπ. ουσ. βλ. кордон. Коревой επ. της ιλαράς· -&Я СЫПЬ εξανθή- εξανθήματα ιλαράς. КОрёец, -рёйцаа., -реЙНКа, -И θ. Κορεά- Κορεάτης, -ισσα. корёжить, -жу, -жишь р.δ.μ. (απλ.) 1 ξε- ξεριζώνω, σπάζω* бурья -ла деревья η θύελλα ξερίζωσε τα δέντρα. II (απρόσ.) σκεβρώνω* фа- фанеру -ЙТ ОТ^сырости το κόντρα-πλακέ σκε- βρώνει απο την υγρασία. 2 βαρυαλγώ* σφαδά- σφαδάζω* σπαράζω, κατατρύχομαι απο τους πόνους* его -ИТ ОТ 60ЛИ αυτός κατατρύχεται απο τους πόνους* ревматизм -ит его αυτός πονά φοβε- φοβερά απο τους ρευματισμούς. II -СЯ σκεβρώνω, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. Корейский επ. κορεάτικος. коренастый επ., βρ: -нйст, -а, -о. 1 γε- γερός, γεροδεμένος, σφιχτοδεμένος* ρωμαλέος. 2 ριζωματιάρικος* - дуб ριζωματιάρικη βαλα- βαλανιδιά. корениться, -ЙТСЯ ρ.6. ριζώνω, απλώνω τις ρίζες βαθιά· έχω την αιτία, την πηγή. 2 μτφ. εδρεύω, κρύβομαι βαθιά. КОреННИК, -ά α. το μεσαίο άλογο της τρόϊ- κας* το άλογο που ζεύεται στο τιμόνι (όταν μαζί του είναι καί άλλα). КореНН<5Й επ. 1 ιθαγενής, αυτόχθονας, γη- γηγενής, ντόπιος* -бе население о ντόπιος πλη- πληθυσμός* -ые жители οι ντόπιοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς. 2 ριζικός· βασιχός, θεμελιώδης, ουσιαστικός* - вопрос βασικό ζήτημα* -ые преобразования ριζικές μεταρρυθμίσεις.II ο κύριος, ο βασικός, ο μεγάλος* -ая мачта ι- ιστός (ακάτιος) ο μεγάλος ή ο μεσαίος. 3 ουσ. βλ. коренник. II εκφρ. -ые. зубы οι τραπεζί- τραπεζίτες* -ёя лошадь βλ. коренник; -<5е месторо- месторождение горной породы; -ая порода κοίτασμα αυτόχθονο* ~ым образом επί ρ. ριζικά, εκ θε- θεμελίων. корень, -рня, πλθ. ко'рни, -ей а. 1 ρίζα- пустить -И ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες* Вырвать С -ем ξεριζώνω* - зуба η ρίζα του δοντιού· -И ВОЛОС οι ρίζες των μαλλιών. 2 μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία· - ЗЛЭ η ρίζα του κακού. 4 (παλ.) γένος, οικογένεια* γεναρχία. 3 (γραμμ.) ρίζα· - И окончание ρί- ρίζα και κατάληξη. 4 (μαθ.) ρίζα· извлечь КВадрйТНЫЙ - βγάζω τετραγωνική ρίζα· куСЙче- СКИЙ - κυβική ρίζα. II εχφρ. В -ё ριζικά ε- εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα* Β -ё Я не СОГЛаЪен С ВЙМИ διαφωνώ πέρα για πέρα με σας* на -Й αθέριστα (για σιτηρά)· - жизни βλ. женьшень* врасти (прирасти) -ями θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά* за- прячь (заложить κ.τ.τ.) В - ζεύω στο τιμόνι* В ~ё пресечь προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)· смотреть (ή глядеть κ.τ.τ.) в - μπαίνω στην ουσία της υ- υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω* краснеть (покраснеть) до волос κοκκινίζω ως τ' αυ- αυτιά· подорвать (подрубить, подкосить κ.τ.τ.) под - τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια.
κορ 498 κορ коренья, -ев πλθ., ενχ. δεν έχει· λαχανι- λαχανικά, χορταρικά, ζαρζαβατικά με τις ρίζες. КОрёц, -рцй α. (διαλκ.) κάδος, καδί. корешковый επ. ριζικός. II του στελέχους διπλοτύπου. корешок, -ШКЙ α. 1 ριζίτσα. II πλθ. -ШКЙ βλ. коренья. II η ρίζα, το πόδι του μανιταριού. 2 στέλεχος διπλοτύπου. II ράχη βιβλίου. 3 (απλ) φίλος, σύντροφος. КОРЖ, -ά α. (διαλκ.) άζυμη κουλουρίτσα. коржик, -а α. βλ. корж. II είδος κουραμπιέ. КОрзЙна, -Ы θ. καλάθι, κάλαθος, κοφίνι· κά- νιστρο, πανέρι· - ДЛЯ бумаги καλάθι για τα άχρηστα· КариаТЙДЫ С -ами οι Καρυάτιδες με τα κάνιστρα. корзинка, -И θ. καλαθάκι, κοφινάκι. корзинный επ. καλάθινος· του καλαθιού, του κοφινιού· -ое ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή κοφι- νι ων. корзиночный επ. βλ. корзйный. КОРЗИНЩИК, -а α. καλαθοποιός, καλαθάς, κο- κοφινάς. *кориа"ндр, -а α. το κορίανδρο, κόλιαντρος, κουσμπαράς. кориандровый επ. του κορίανδρου, κουσμπα- ρίσιος. коридор, -а α. διάδρομος. II δίοδος, πέρα- πέρασμα. коридорный επ. του διάδρομου. II ουσ. -, -ЭЯ καμαριέρης, -α, θαλαμηπόλος. II εχφρ. -ая система το άνοιγμα των πόρτων προς ένα κοινό διάδρομο. коридорчик, -а α. μικρός διάδρομος. *КОрЙНКа, -И θ. η κορινθιακή σταφίδα. коринфский επ. κορινθιακός· - залЙВ κο- κορινθιακός κόλπος· - Ордер (αρχτ.) κορινθι- κορινθιακός ρυθμός. КОРИТЬ р.δ.μ. ψέγω, ψεγαδιάζω. μέμφομαι, ε- επιτιμώ. II κατηγορώ. *КОрифёЙ, -Я α. 1ο κορυφαίος του χορού στο αρχαίο δράμα. 2 εξέχουσα φυσιογνωμία. КОрЙца, -Ы θ. κανέλα, κινάμωμο. коричневый επ. κανελής. КОРИЧНЫЙ επ: -ое дерево κινάμωμο, κα- κανέλα (φυτό)' -ое масло κανελόλαδο. КEрка, -И θ. 1 βλ. кори. 2 κόρα (ψωμιού), κρούστα. Н φλούδα· апельсиновая - πορτοκα- λόφλουδα. 3 ξερή φλούδα δέντρου· πέτσα. II εκφρ. на все -и рутйть (разносить κ.τ.τ.) ε- πιπΧήττω δριμύτατα, λούζω πατόκορφα· на все -И γερά, δυνατά· на Обе -И αλύπητα· ОТ -И ДО -И απο την αρχή ως το τέλος. корковидный επ. φλοιοειδής. КОРКОВЫЙ επ. (ανατ.) φλοιώδης. корм, -а (-у), προθτ. о ко'рме, на корме ч. На корму, πλθ. корми, -ОВ α. ζωοτροφή, | φορβή, νομή, τροφή· задаВЙТЬ -у лошадям βά- βάζω τροφή στ' άλογα· давить курам - ταίζω τις κότες. II (απλ.) τροφή ανθρώπων. 2 βλ. кормление. корма, -ы θ. πρύμνη (για πλοίο, αεροπλά- αεροπλάνο, τανκς). кормёжка, -и θ. 1 σίτιση, τάισμα· - скотй τάισμα των ζώων. 2 θηροτρόφο μέρος. 3 τρο- τροφή, φαγητό. кормилец, -льца α. τροφέας, σιτιστής, συ- συντηρητής οικογένειας. II τρόφιμος· αναθρε- φτός. Кормилица, -Ы θ. τροφός, θηλάστρα, βυζά- χτρα, παραμάνα, νταντά. кормило, -а ουδ. τιμόνι, πηδάλιο πλοίου, οίακας, δοιάκι. II τιμόνι (εξουσίας, κράτους, διοίκησης κ.τ.τ.). кормить, кормлю, ко'рмишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кбрмленнный, βρ: -лен, -а, -о р.δ.μ. 1 τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω* - лошадей ταΐ- ταΐζω τ' άλογα- - с рук собаку ταΐζω το σκυ- σκυλί στο χέρι· - свиньи на убой τρέφω γου- γουρούνι για σφάξιμο· - СЫТНО (ДОСЫТа) τρέφω χορταστικά, παλοθρέφω· - бОЛЬНОГО ταΐζω τον άρρωστο· - ребёнка с ложки ταΐζω το παιδά- παιδάκι με το κουτάλι. II θηλάζω, βυζαίνω, γαλου- γαλουχώ· - грудью βυζαίνω· сука -ла щенйт η σκύ- σκύλα βύζανε τα κουταβάκια. 2 συντηρώ, διατη- διατηρώ, ζω· ОН -ЙЛ ВСЮ семью· αυτός ζούσε όλη την οικογένεια· дети обязаны - своих роди- родителей В случае нужды τα παιδιά έχουν υπο- υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους 0*ε κερί πτώση ανάγκης. II εκφρ. - Вшей (КЛОПОВ) (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε ά- άσχημη κατάσταση)· - обещаниями υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις· хлебом не -Й кого σ' αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δόσ' του μόνο δουλειά. II -СЯ τρέφομαι· συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελά- αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι· - СВОИМ трудом συ- συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου. кормление, -я ουδ. σίτιση, τροφοδότηση,-ο- σία· τάισμα. II θήλαση, βύζαμα, γαλούχημα. КEрмныЙ επ. (παλ.) παχύς, καλό θρεμμένος. 2 πρόσφορος για νομή. кормовой1 επ. ζωοτροφικός· -ые ресурсы οι ζωοτροφικές πηγές· - сарйй αχυρώνας.2 παλ. της διατροφής" -ые деньги χρήματα διατρο- διατροφής. II εκφρ. -ёя бйза βάση ζωοτροφιών. КОрмОВОЙ2 επ. 1 πρυμναίος, πρυμιός· Ветер ούριος (πρύμος). άνεμος. 2 ουσ. ερ- εργάτης στην πρύμνη· τιμονιέρης. кормокухня, -И θ. φορβοεπεξεργαστήριο. Корморезка, -И θ. μηχανή κοπής ζωοτροφών. кормушка, -И θ. 1 φάτνη, παχνί· τάγιοτρο. 2 (απλ.) κερδοσκοπικό μέρος, αθέμιτων εσόδωχι
κορ 499 κορ КОрмчжЙ, -его α. 1 (παλ.) τιμονιέρης, πη- πηδαλιούχος. 2 μτφ. οδηγητής, καθοδηγητής. КОРМЩИК, -а α. (παλ.) βλ. кормчий A σημΟ. II πλοίαρχος αλιευτικού πλοίου. корнать р.δ.μ. (απλ.) κόβω σύρριζα· κου- κουρεύω σαν τη γίδα. корневище, -а ουδ. 1 ρίζωμα. 2 η κύρια ρί- ρίζα του φυτού. II η εζώριζα. корневищевый επ. ριζωματικός. КОрнеВЙЩННЙ επ. ριζωματικός. корневой επ. ριζικός, της ρίζας (φυτού).. II (γραμμ.) ριζικός, της ρίζας· -ые слова" ρι- ριζικές λέξεις. корнеклубнеплоды, -ОВ πλθ. τα ριζόκαρπα. корнено'жки, -жек πλθ. (ενκ. -ка, -и θ.) τα κονδυλόρριζα· τα ριζόκαρπα. КОрНеплОДНЫЙ επ. ριζόκαρπος. корнеплоды, -ОВ πλθ. (ενκ. -од, -а α.) τα ριζόκαρπα (τεύτλα, καρότα κ.τ.τ.). *К<5рНер, -а α. κόρνερ (στο ποδόσφαιρο). КОрНерёзка, -И θ. μηχανή ριζοτόμα. корнеслов, -а α. (παλ.) ετυμολογικό λεξικό. корнесловие, -Я ουδ. ετυμολογία. *КОрНёт] -а α. (παλ.) ανθυπίλαρχος. *корнёт* -а α. κορνέτα (μουσικό όργανο). *К0рнёт-а-ПИСТ<5н, -а α. κορνέτα με πιστόνι. корнетист, -а α. κορνετίστας. *КОрНИШОН, -а α. μικρό τρυφερό αγγουράκι. корноухий επ., βρ: -ух, -а, -о κουτσαΰ- της, κουτσαύτικος. короб, -а, πλθ. короба" κ. (παλ.) коробы α. 1 κουτί· καλάθι. 2 αμάξωμα, καροσερί. 3 -ΟΜ επίρ. ανορθωμένα, στραβωμένα, φουσκωμένα. II εχφρ. целый - (вестей, новостей) πάρα πολ- πολλά νέα· с три -а (наговорить, наобещйтьХ πά- πάρα πολύ· με το τσουβάλι (λέγω, υπόσχομαι). коробейник, -а α. γυρολόγος, πραματευτής. коробейничать р. δ. (παλ.) κάνω το γυρολόγο. коробить, -блго, -бишь р.δ.μ. 1 στραβώνω, σκεβρώνω· жар -ит сырые доски η μεγάλη ζέ- ζέστη σκεβρώνει τις υγρές σανίδες. 2 <βφόσ. (απλ.) σφαδάζω. 3 μτφ. πληγώνω, καταλυπώ, ραγί- ραγίζω την καρδιά. II -СЯ 1 σκεβρώνω, στραβώνω. 2 φουσκώνω, ανασηκώνομαι, ανορθώνομαι (για ενδυμασία). коробка, -И θ. 1 κουτί· κουτάκι· - СПЙ- чек κουτάκι σπίρτων, σπιρτοκούτι· картон- картонная - χαρτονένιο κουτί. II η κάψα, καρίκι. 2 σκελετός κτιρίου. 3 πλαίσιο, τετράξυλο, τε- τελάρο. Π εκφρ. - скоростей κιβώτιο ταχυτή- ταχυτήτων Черепная - κρανιακή κάψα, κρανίο. коробление, -Я ουδ. σκέβρωση, στράβωμα, κύρτωση. КОрОбОК, -бка α. 1 κουτάκι. 2 πλεχτό α- αμάξωμα. КОрббОЧКа, -И θ. 1 κουτάκι. 2 κάψα, καρί- κι· - ХЛОПКа κάψα βαμπακιού. коробочный επ. του κουτιού коробочник, -а α., -ца, -ы θ. κυτιοποιός. коробчатый επ. σαν κουτί. КОрбва, -Ηβ. 1 (α)γελάδα· молочная - γα- γαλακτοφόρα γελάδα. II το θηλυκό μερικών κερα- σφόρων ζώων. 2 μτφ. (για γυναίκα) φοράδα. коровой βλ. карава"й. коровий, -ЬЯ, -ье επ. γελαδινός, -ίσιος· -ье молоко γελαδινό γάλα· -ье мйсо βοδινό κρέας. коровка, -И θ. γελαδίτσα, γελαδούλα. КОРОВНИК, -а α. βουστάσιο. КОрОВНИЦа, -Ы θ. (παλ.) η γελαδοτρόφος. короед, -а α. κάνθαρος των δέντρων. Королёва, -Ы θ. 1 βασίλισσα. 2 μτφ. καλ- καλλονή. 3 η σύζυγος του βασιλιά. 4 (στο σκά- σκάκι) βασίλισσα. королевич, -а α. (παλ.) βασιλόπουλο. королевна, -Ы θ. (παλ.) βασιλοπούλα. королёвский επ. βασιλικός. королевство, -а ουδ. 1 βασίλειο. 2 βασι- βασιλεία. королёк, -ЛЬКа" α. 1 βασιλίσκος, βασιλιάς μικρού κράτους. 2 πορτοκάλι σαγκουίνι. 3 βα- σιλοπούλι, ψαροφάγος, αλκυών. КОРОЛЬ, -Α α. 1 βασιλιάς, μονάρχης. II υ- υπέρτερος (στο κάλλος, ικανότητα κ.τ.τ.). II μονοπωλητής· - нефти βασιλιάς πετρελαίων - кожаного мяча βασιλιάς του ποδοσφαίρου. 2 παπάς (φιγούρα παιγνιόχαρτου). 3 (σκάκι) βα- βασιλιάς. коромысло, -а ουδ. 1 ζυγάρι (ξύλο του νε- ροκουβαλητή). 2 ζυγός πλάστιγγας. 3 βλ. жу- рйвль B σημ.). 4 είδος ζυγοπτέρου εντόμου. * корона, -Ы θ. 1 κορώνα, στέμμα. II οικόσημο. 2 βασιλική εξουσία. II (παλ.) κράτος, κυβέρ- κυβέρνηση, δημόσιο μοναρχικής χώρας. 3 (αστρν.) στεφάνι, στέμμα· солнечная - στεφάνι του ή- ήλιου. 4 (παλ.) крона1. *коронарный επ: -ые сосуды στεφανιαία αγ- αγγεία. коронационный επ. της στέψης· -ые тор- торжества γιορτή βασιλικής στέψης. *КоронЙЦИЯ, -И θ. στέψη βασιλιά. коронка, -И θ. 1 κορωνίτσα. 2 στεφάνη δο- δοντιών. 3 κορώνα δοντιών поставить -у βάζω κορώνα. 4 (τεχ.) στεφάνι. КОРОННЫЙ επ. του στέμματος. II εχφρ. -ая роль о καλύτερος ρόλος ηθοποιού (στην από- απόδοση) . коронование, -я ουδ. στέψη βασιλιά. коронованный επ. απο μτχ. εστεμμένος. короновать, -нуго, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. коронованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.κ.δ. μ. στέφω βασιλιά. II -СЯ στέφομαι βασιλιάς.
κορ 500 вор КОрообДЙрка, -И θ. μηχανή αποφλοίωσης КорообДЙрОЧНЫЙ επ. της αποφλοίωσης, απο- φλοιωτιχός· - СТано'к αποφλοιωτική μηχανή. короста, -Ы θ. εφελκίδα, εσχάρα, κρούστα, χάρκαδο. коростель, -Я α. ορτυγομήτρα (πτηνό) . КОРОТАТЬ ρ.δ.μ. (γι.α χρόνο)· περνώ"- Врё- мя περνώ τον καιρό· - вечер В разговорах περνώ τα βράδια με κουβεντολόι· - ЖИЗНЬ περ- περνώ τη ζωή· - свой ДНИ ОХОТНО περνώ τις μέ- μέρες μου ευχάριστα. II -СЯ περνώ· В разгово- разговорах вечера -лись незаметно με τις κουβέ- κουβέντες τα βραδάκια περνούσαν χωρίς να καταλά- βομε. короткий επ., βρ: коро'ток κ. ко'роток, ко- коротки, коротко, коротко κ. коротко, корот- коротки, ко'ротки κ. коротки; короче. 1 κοντός, βραχύς· -Ие ноги κοντά πόδια· -ие волосы μικρά μαλλάκια* ШЙТЬе коротко το φόρεμα εί- είναι κοντό* -ие брюки κοντό παντελόνι· - путь κοντινός δρόμος· -ое дыхание λαχάνιασμα· -ое пальто κοντό πανωφόρι. II χαμηλός·-ая тра- Ва χαμηλά χόρτα. 2 σύντομος* μικρός· ЗИ- ЗИМОЙ ДНИ -Ие το χειμώνα οι μέρες είναι μι- μικρές· - срок σύντομη προθεσμία· - разговор σύντομη συνομιλία. II γρήγορος, απότομος· удар απότομο χτύπημα. II συνοπτικός· -ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις). 3 στενός, φιλικός· -ие ΟΤΗΟ- шёния στενές σχέσεις· -ое знакомство γνω- γνωριμία απο κοντά. II εκφρ. -ая ВОЛНЙ βραχύ χύ- χύμα (ραδίου)· -ая память βραχεία μνήμη· ру- КИ коротки у тебя κ.τ.τ. τα χέρια σου εί- είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)· - ум ή ум короток στενός, περιορισμένος νους· В -ИХ словаре συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής· на -ой ноге σε στε- στενές (φιλικές) σχέσεις. коротко επίρ. σύντομα, βραχέως· ~ И ЙСНО σύντομα και καθαρά, νέτα—σκέτα. II στενά, φι- φιλικά· απο κοντά, εκ του πλησίον - знаком γνωστός απο κοντά. КОРОТКОВОЛНОВИК, -а α. ραδιοερασιτέχνης βραχέων κυμάτων. КОРОТКОВОЛНОВЫЙ, επ. (ράδιο) των βραχέων κυμάτων -ая СТЙНЦИЯ σταθμός βραχέων κυμά- κυμάτων* - передачник πομπός βραχέων κυμάτων - Приёмник δέκτης βραχέων κυμάτων. коротковолосый επ., βρ: -лос, -а, -о κο- ντόμαλλος. короткометражный επ. μικρού μήκους· фильм ταινία μικρού μήκους. КОРОТКОНОГИЙ επ. κοντοπόδαρος, βραχυσκε- λής, βραχύποδος" - человек βραχύποδος άν- άνθρωπος" -ая скамейка παγκάκι με κοντά πο- ποδαρικά. коротконожка, -И α. χ. θ. κοντοπόόαρος, κοντοποδαρούσα. короткопалый επ., βρ: па\л, -а, -о βραχυ- δάκτυλος· -ые руки βραχυδάκτυλα χέρια. КОРОТКОПОЛЫЙ επ., βρ: -ПОЛ, -а, -О κο- κοντός, βραχύς (για ένδυμα). короткорукий επ. κοντοχέρης, βραχύχειρος. КОРОТКОСТЬ, -И θ. 1 βραχύτητα* συντομότη- τα. 2 εγγύτητα, γειτνίαση. II φιλικότητα, οικειότητα· στενότητα (σχέσεων)· - отноше- отношений στενότητα σχέσεων не допускать излиш- излишней короткости δεν επιτρέπω πολλές οικει- οικειότητες. короткохвостый επ., βρ: -<5ст, -а, -о με μικρή ουρά· -ая Обезьйна πίθηκος με μικρή ουρά. короткошеий, -ёяя, -ёее επ. βραχύλαιμος, χοντολαίμης. КОроТКОШёрсТ(Н)ЫЙ επ. βραχύμαλλος, βραχύ- τριχος· ~Ые ОВЦЫ καραμάνικα πρόβατα. коротыш, ~ά α. (απλ.) νάνος, πυγμαίος,κο- ντοπίθαρος. Κοντορεβιθούλης. коротышка, -И θ. (απλ.) 1 πυγμαία, κοντο- πίθαρη γυναίκα. 2 α. βλ. коротыш. короче συγκρ. β. του επ. короткий και του επιρ. коротко· - говоря σύντομα, κοντολογής. корочка, -И θ. φλουδίτσα.Π κορίτσα ψωμιού. корочун βλ. карачун. корпеть, -ПЛЮ, -ПЙШЬ р.δ. (απλ.) μοχθώ, κοπιάζω* - над книгами παραδιαβάζω βιβλία. *КОрпия, -И θ. τιλτό, μοτός, ζαντό· ЩИПЙТЬ -Ю ξεφτίζω, ξεφτώ. Корпоративность, -И θ. φατριασμός. корпоративный επ. συντεχνιακός· φατρια- φατριαστικός. *КорпорацИЯ, -И θ. σωματείο, συντεχνία, φα- φατρία. корпуленция, -И θ. (παλ.) ευτραφία· παχυ- παχυσαρκία· το χόντρος. корпус, -а α. 1 (πλθ. -Ы) σώμα, κορμί(αν- κορμί(ανθρώπου ή ζώου). 2 (τεχ.) πλαίσιο, θήκη. 3 σκάφος, κύτος πλοίου. 4 χωριστό οικοδόμημα. II χωριστό τμήμα μεγάλου οικοδομήματος. 5 ] (στρατ.) σώμα· кавалерийский - σώμα ιππικού· резервный - εφεδρικό σώμα· офицерский ~ το σώμα των αξιωματικών жандармский - το σώμα της χωροφυλακής. 6 μέση στρατιωτική σχολή. 7 (πολυγρ.) τα στοιχεία των 10 στιγμών. II εκφρ. дипломатический - διπλωματικό σώμα. Корпускула, -Ы θ. (φυσ.) μόριο, άτομο. корпускулярный επ. μοριακός, ατομικός. корпусной επ. του σώματος· - командир о διοικητής του σώματος. Корпусный επ. 1 του πλαισίου. 2 του κύ- κύτους του πλοίου. 3 του οικοδομήματος, του κτ ιρίου.
κορ "■корректив, -а α. διόρθωση· внести - διορ- διορθώνω. корректирование, -я ουδ. διόρθωση. корректировать, -рую, -руешь р.δ.μ. διορ- διορθώνω· - стрелбу διορθώνω τη βολή· - статью διορθώνω άρθρο· - ОЩЙбку διορθώνω λάθος. II -СЯ διορθώνομαι. корректировка, -и θ. διόρθωση. Корректировочный επ. διορθωτικός. корректировщик, -а α. διορθωτής. II αερο- πλάνο-διορθωτής βολής. корректно επί р.. ορθώς, σωστά· ακριβώς. корректность, -И θ. ευπρέπεια,κοσμιότητα, "корректный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ευ- ευπρεπής, κόσμιος· -ое поведение κοσμία δια- διαγωγή. *КОррёктор, -а α. διορθωτής τυπογραφικών δο- δοκιμίων. Корректорский επ. διορθωτικός, του διορ- διορθωτή· -ая работа η δουλειά του διορθωτή. *КОрректура, -Ы θ. 1 διόρθωση τυπογραφική. 2 τυπογραφικό δοκίμιο, οι διορθώσεις. корректурный επ.' διορθωτικός, της διόρ- διόρθωσης· - ОТТИСК τυπογραφικό δοκίμιο· -ые знаки διορθωτικά σημάδια. *КОррёкцИЯ, -И θ. 1 διόρθωση, επανόρθωση* αποκατάσταση. 2 (τεχ.) επανόρθωση αυτόματη. коррелйт, -а α. το συσχετικό. коррелятивность, -И θ. συσχετικότητα. коррелятивный επ. (γραπ. λόγος) συσχε- τικός. корреляционный επ. (γραπ. λόγος) συσχε- τικός. ^корреляция, -и θ. συσχέτιση (εννοιών ή φαινομένων). * корреспондент, -а α., -ка, -и θ. 1 ανταπο- ανταποκριτής· газетный - ανταποκριτής εφημερίδας* специальный - ειδικός ανταποκριτής· собс- собственный - ιδιαίτερος ανταποκριτής* Военный - ανταποκριτής του πολεμικού μετώπου. 2 α- ντεπιστολέας. КорресПОНДёнскиЙ επ. του ανταποκριτή· билет η ταυτότητα του ανταποκριτή. ""корреспонденция, ~И θ. 1 ανταπόκριση· ИЗ МОСКВЫ ανταπόκριση απο τη Μόσχα. 2 αλ- αλληλογραφία, οι επιστολές·- отправляется два раза В день η αλληλογραφία αποστέλλεται δυο φορές τη μέρα. * корреспондировать, -рую, -руешь р.δ. 1 (με οργν.) παλ. αλληλογραφώ. 2 στέλλω ανταποκρί- ανταποκρίσεις. 3 αντιστοιχώ, συσχετίζομαι· -рущие ДРУГ с другом ПОНЯТИЯ αλληλοσυσχετιζόμενες έννοιες. корригировать, -рую, -руешь ρ.δ. ·μ. βλ. корректировать. II -ся βλ. корректироваться. Коррозийный επ. διαβρωτικός, της σκωρία- 501 кор σης, του σκουριάσματος. коррозио'нный επ. βλ. коррозийный. * коррозия, -и θ. διάβρωση, σκωρίαση, σκου- σκουριά. II διάβρωση εδάφους (απο την επίδραση α- αέρα, νερού). *коррупция, -И θ. εξαγορά, δεκασμός. *корсаж, -а α. υπόστερνο, μπούστος, κορσάζ. корсажный επ. του κορσάζ. *КОрсар, -а α. 1 κουρσάρος, πειρατής. 2 πλοίο πειρατικό. корсарский επ. πειρατικός· -ое судно πει- πειρατικό πλοίο. корсарство, -а ουδ. (παλ.) πειρατεία. *корсёт, -а α. στηθόδεσμος, κορσές. корсетный επ. του στηθόδεσμου. *корт, -а α. (αθλ.) γήπεδο τένις. *кортёж, -а α. συνοδεία, ακολουθία, πομπή. *кортёсы, -ОВ πλθ. εθνοσυνέλευση (στην Ι- Ισπανία, Πορτογαλλία). *кбртик, -а α. ζιφίδιο. корточки, -чек, -чкам πλθ: сидеть на -ах κάθομαι σταυροπόδι ή ανακάρκουδα. *корунд, -а α. κορούνδιο. корундовый επ. του κορουνδίου. корча βλ. корчи. корчага, -И θ. δοχείο μεγάλο. корчевальный επ. εκρι ζωτικός. корчевание, -я ουδ. βλ. корчёвка. корчеватель, -Я α. μηχανή εκριζωτική. Корчеватый επ. (διαλκ.) πρεμνώδης. корчевать, -чую, -чуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. корчёванный, βρ: -ван, -а, -о ξεριζώνω. II -СЯ ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι. корчёвка, -И θ. ξερίζωμα, εκρίζωση. корчемник, -а α. -ца, -ы θ. (παλ.) βλ. корчмарь. корчемный επ. του πανδοχείου· του καπη- καπηλειού. II λαθραίος. корчемство, -а ουδ. (παλ.) λαθρεμπόριο.II λαθραία παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών. КОрчи, -ей πλθ. (ενκ. КОрча, -И θ.) σπα- σπασμοί. корчить, -чу, -чишь ρ.δ.μ. 1 απρόσ. σφα- σφαδάζω* έχω σπασμούς· его -ит от боли αυτός σφαδάζει απο τον πόνο. II μτφ. προκαλώ αντι- αντιπάθεια, απέχθεια· πληγώνω, καταλυπώ, τσακί- τσακίζω την καρδιά. 2 προσποιούμαι, κάνω τον... - из себй κόβομαι πολύς, κάνω το σπουδαίο, τον μεγάλο· - дураки κάνω το βλάκα· - се- ύή недотрогу παρασταίνω τον μη-μου άπτου·- ИЗ себя барЫНЮ κάνω την αρχόντισσα· - СВЯ- тбшу κάνω τον άγιο ή το θρήσκο· - из себй учёного κάνω τον επιστήμονα ή το σοφό· - ИЗ себй святого κάνω τον άγιο· - гримасы ή ро- рожи βλ. Гримасничать. II -СЯ μαζεύομαι, κου- λουριάζομαι απο τον πόνο.
κορ 502 кос ~Ы, γεν. πλθ. -чём, όοτ. -чьим θ. πανδοχείο" καπηλειό· χάνι, КОрЧМОрь, -Я α., -ка, -И θ. πανδοχέας· κά- κάπελας. коршун, -а α. κίρκος, κιρκινέζι. II εκφρ. -ом налететь (броситься), ορμώ (επιπίπτω) σαν το γεράκι. кбршунвй, -ья, -ье επ. του κίρκου· -ье гнездо φωλιά κίρκου. КОРЫСТНОСТЬ, -И θ. πλεονεκτικότητα, ιδιο- ιδιοτέλεια. корыстный επ., βρ: -тен, -тна, -тно πλε- ονέκτης, ιδιοτελής, συμφεροντολόγος. КОрыСТОЛЙбеЦ, -<3ца α. άνθρωπος ιδιοτελής, πλεονέκτης, συμφεροντολόγος, άπληστος. корыстолюбивый επ. βλ. корыстный. корыстолйбие, -Я ουδ. ιδιοτέλεια, συμφε- συμφεροντολογία, πλεονεξία, απληστία. корысть, -И θ. 1 όφελος, κέρδος. 2 βλ. корыстолюбие. КОрЫТО, -а ουδ. 1 σκάφη, σκαφίδι (πλυσί- (πλυσίματος, ζυμώματος κλπ.)· кормовое - η φάτνη. 2 παλιόβάρκα, σαράβαλο. II εκφρ. оказаться у разбитого -а ή вернуться к разбитому -у ζεπέφτω, χάνω τα μεγαλεία, γυρίζω πάλι στην ψάθα (στην προηγούμενη άθλια ζωή). корытце, -а, γεν. πλθ. -тец, δοτ. -тцам ουδ. σκαφίτσα, σκαφιδάκι. корь, -И θ. ιλαρά. корьё, -Α ουδ. (αθρσ.) δεντρόφλουδες. Корьевой επ. των δεντρόφλουδων. *КОрППКа, -И θ. οσμηρός, φάρος. корявость, -И θ. στράβωμα, στρεβλότητα. КОРЯВЫЙ επ., βρ: -ряв, -а, -О. 1 στρα- στραβός, στρεβλός· - огурец στραβό αγγουράκι. 2 ροζιασμένος, -άρικος· -ые руки ροζιασμένα χέρια. 3 βλογιοκομμένος, βλογιάρης, -ικος. II ουσ. βλογιάρης. 4 αδέξιος, κακότεχνος. II ά- άσχημος γραφικός χαρακτήρας, στραβά γράμματα. корйга, -И θ. κούτσουρο, πρέμνο (στο νε- νερό)· κούτσουρο στραβό και ροζιάρικο. коряжина, -ы θ. (<χπλ.) βλ. коряга. коряжистый επ., βρ: -жист, -а, -о στρα- βοροζιάρικος (για δέντρα). корячиться, -чусь, -чишься р.δ. (απλ.) κά- κάθομαι ανακάρκουδα. II μτφ. ισχυρογνωμώ, πει- σματώνω, εναντιώνομαι. коса1 -ы, αιτ. косу, πλθ. косы θ. πλεξί- πλεξίδα, πλεξούδα, πλόκαμος, κοτσίδα· расплетать -у ξεπλέκω την κοτσίδα. коса? -ы, αιτ. косу κ. косу, πλθ. косы θ. κοσσιά, κόσσα (χορτοκοπτικό εργαλείο), II εκφρ. - нашли на камень βρήκε το μπάρμπα του ή το μάστορα του (συνάντησε ισχυρότερο του). коса,3 -Ы, αιτ. косу κ. косу, πλθ. косы θ. γλώσσα γης που εισχωρεί στη θάλασσα. II λω- λωρίδα· - леса λωρίδα δάσους. КОСОрь1, -Я α. κοσσιατζής, χορτοκόπος· θε- θεριστής. КОСарь2, ~Α α. μαχαίρα (οικιακής χρήσης). косатка, -И θ. όρκη (απο τα δελφινιδή). КОСач, -ύ. α. τέτραγας (πτηνό). КОСачЙНЫЙ επ. του τέτραγα. косвенно επίρ. έμμεσα, πλάγια· απο σπόντα. Косвенный επ. 1 (παλ.) λοξός· - ВЗГЛЯД η λοξή ματιά. 2 έμμεσος, πλάγιος· - намёк υ- υπαινιγμός· - налог έμμεσος φόρος· - Вопрос πλάγια ερώτηση· -ЫМ путём έμμεσα, πλάγια. II εξώδικος· -ые улики εξώδικες μαρτυρίες. II Π εκφρ. -ое дополнение (γραμμ.) έμμεσο α- αντικείμενο· - падёж (γραμμ.) πλάγια πτώση· ~ая речь πλάγιος λόγος· -ые средства κρυφοί (άδηλοι) πόροι· -ые пути πλάγιοι τρόποι. *косёканс, -а α. (μαθ.) η συνδιατέμνουσα. косёц, -сца α. βλ. косарь1. КОСЙЛКа, -И θ. μηχανή χορτοκοπτική. КОСИНа, -Ы θ. (απλ.) αλληθωριά, στραβι- στραβισμός. КОСЙНКа, -И θ. μικροαλληθωρισμός, μικρός στραβισμός. *К<5сИНус, -а α. (μαθ.) συνημίτονο. КОСИТЬ1, кошу, КОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ко'шенный, βρ: -шен, -а, -ο ρ.δ.μ. 1 κοσίζω. χορτοκοπώ· θερίζω. 2 μτφ< εξολοθρεύω, θερί- θερίζω, εξοντώνω. II -СЯ κοσίζομαι, θερίζομαι. косить* кошу\ косишь ρ.δ. 1 μ. στραβώνω, στρεβλώνω· - рот στραβώνω το στόμα. 2 λο- ξοβλέπω, στραβοκοιτάζω. 3 αλληθωρίζω.II -СЯ στραβώνω. 2 λοζοβλέπω, στραβοκοιτάζω. II στραβοκοιτάζω (περιφρονητικά ή απειλητικά). КОСЙца,-Ы θ. πλεξουδίτσα, κοτσιδίτσα,κο- τσιδούλα. II τούφα μαλλιών. косичка, -и θ. βλ. косица. косматить , -ачу, -атишь р.δ.μ. καθιστώ δασύτριχο, μαλλιαρό. II -СЯ γίνομαι δασύτρι- χος, μαλλιαρός. косматый επ., βρ: -мат, -а, -о. 1 δασύ- τριχος, μαλλιαρός, πυκνόμαλλος, λάσιος· -ая овчарка μαλλιαρό μαντρόσκυλο· -ая шапка μαλλιαρή σκούφια. 2 αναμαλλιασμένος, του— φάτος. II μτφ. πυκνός, δασύς (για φυτά). II μτφ. σαθρός· ξεσχισμένος. II τουφωτός. К0СМОЧ, -ά. α. (απλ.) 1 ζώο μαλλιαρό και ανορθωμένο τρίχωμα. 2 άνθρωπος αναμαλλιασμέ- αναμαλλιασμένος. *КОСМётИКа, -И θ. 1 κοσμητική.καλλωπισμός, καλυντική* кабинет -И αίθουσα καλλωπισμού, καλλωπιστήριο, καλυντήριο, τουαλέτα. 2 τα καλυντικά. косметический επ. κοσμητικός, καλλωπι- καλλωπιστικός, καλυντικός· -ая фйбрика φάμπρικα
кос 503 кос καλυντικών. II εκφρ - ремонт κοσμητική ανα- καίνηση (αίθουσας, οικήματος). КОСМОГОНЙческиЙ επ. κοσμογονικός· -ая гипотеза κοσμογονική υπόθεση. *КОСМОГОНИЯ, -И θ. κοσμογονία. *КОСМОГрафия, -И θ. κοσμογραφία. КОСМОЛОГЙческиЙ επ. κοσμολογικός. "КОСМОЛОГИЯ, -И θ. κοσμολογία. *КОСМОНаВТИКа, -И θ. η κοσμοναυτική. *космополит, -а α., -ка, -И θ. κοσμοπολί- κοσμοπολίτης, -ισσα. КОСМОПОЛИТИЗМ, -а α. κοσμοπολιτισμός. космополитический επ. κοσμοπολίτικος*-ие идеи κοσμοπολίτικες ιδέες. космополитичный επ., βρ: -чен, -чна,-чно διαποτισμένος με κοσμοπολιτισμό. *КОСМОС, -а α. το διάστημα, το σύμπαν. КОСМЫ, КОСМ πλθ. (ενκ. КОСМа, -не.) τού- τούφες μαλλιών ανάκατα μαλλιά. II τολύπες (κα- (καπνού, υδρατμών κ.τ.τ.). КОСНёть р.δ. 1 ρουτινιάζω, τελματώ· - Β невежестве κυλιέμαι στο τέλμα της αμάθει- αμάθειας. 2 γίνομαι αδρανής ή δυσκίνητος· σκληρύ- σκληρύνομαι, αποστεώνομαι. КОСНОЙ επ. (διαλκ.): -йя лодка στενή βάρκα. КОСНОСТЬ, -И θ. αδράνεια, βραδύτητα· σκλή- σκλήρυνση, αποστέωση, ρουτίνα· τελμάτωση. КОСНОЯЗЫЧИе, -Я ουδ. τραυλότητα, ψελλι- σμός, βραδυγλωσσία. КОСНОЯЗЫЧНО επίρ. τραυλά, ψευδά, βραδύ- γλωσσα. косноязычный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; τραυλός, ψευδός, βραδύγλωσσος. Π ασαφής, δυσνόητος (για ομιλία). коснуться, -нусь, -нёшься р.σ. βλ. касйть- ся. КОСНЫЙ επ. ρουτινιέρικος, -ιασμένος· αρ- αργός, βραδύς· καθυστερημένος· - ум ρουτινια- σμένο μυαλό· - Образ ЖИЗНИ ρουτινιασμένος τρόπος ζωής. кособокий επ. στραβόπλευρος. кособочить,-чу, -чишь р.δ. (απλ.) στραβο- σουγιάζω το κορμί, στραβώνω το κορμί στο πλευρό. II -СЯ γίνομαι στραβόπλευρος, γέρνω το σώμα στο πλευρό. КОСОВЙца, -Ы θ. 1 βλ. КОСЬбЙ. 2 εποχή χορ- τοκοπής. КОСОВИЩе, -а ουδ. η λαβή της κοσσιάς. косоворотка, -И θ. κοσοβορότκα, πουκάμι- πουκάμισο που κουμπώνει στο πλευρό. косоглазие, -Я ουδ. αλληθωριά, -σμα, στρα- στραβισμός. косоглйзость, -и θ. βλ. косоглазие. КОСОГЛЙЗЫЙ επ., βρ: -глаз, -а, -О αλλήθω- αλλήθωρος, λοξόφθαλμος, λοζομάτης· -ое ЛИЦО λο- ξδφθαλμο πρόσωπο. КОСОГОр, -а α. πλαγιά (βουνού, λόφου). КОСО επίρ. πλάγια, λοξά κλπ. επ. КОСОЙ επ., βρ: кос, коса, КОСО. 1 πλά- πλάγιος, λοξός· επικλινής· -ые лучи солнца οι λοξές ακτίνες του ήλιου· - ДОЖДЬ λοξή βρο- βροχή· - почерк πλάγια γραφή. 2 στραβός, σκε- βρός. 3 βλ. КОСОГЛАЗЫЙ. 4 μτφ. ύποπτος, δυ- δυσμενής· - ВЗГЛЯД λοξή ματιά. 5 (απλ.) ουσ, λαγός. II εκφρ. - ворот γιακάς που κουμπώ- κουμπώνει στο πλευρό· - парус τριγωνικό καραβό- πανο· - угол οξεία γωνία· - треугольник о- ξυγώνιο τρίγωνο· -ая сажень в плечах; в -ую сажень ростом πελώριος άνθρωπος, άντρακλας. КОСОЛОПИТЬ, -ШЛО, -ПИШЬ р.δ. στραβοβαδίζω προς τα μέσα. косолапость, -И θ. 1 ραιβοποδίά, ραιβότη- τα. 2 μτφ. αδεξιότητα. косолапый επ., βρ: -лап, -а, -о. 1 στρε- βλόποδος, ραιβόποδος. 2 αδέξιος. косоприцельный επ: - огонь έμμεση βολή. косоротиться, -рбчусь, -рйтишься ρ. δ. (απλ) στραβώνω το στόμα. косоротый επ., βρ: ~р<5т, -а, -о στραβό- στομος. косорукий επ., βρ: -рук, -а, -о στραβο- χέρης. II μτφ. (απλ.) αδέξιος. косорукость, -и θ. βλαισοχειρία. КОСОСЛОЙ, -Я α. η λοξή κατεύθυνση των ι- ινών της ξυλείας. КОСОСЛОЙНОСТЬ, -И θ. βλ. КОСОСЛОЙ. КОСОСЛОЙНЫЙ επ. που έχει λοξή κατεύθυνση των ινών (για ξυλεία). КОСОУГОЛЬНЫЙ επ. (μαθ.) σκαληνό ή αν ισό- ισόπλευρο τρίγωνο. *К0СТёл, -а α. πολωνικός καθολικός ναός. * КОСТенёть ρ.δ. 1 σκληραίνομαι, κοκκαλιά- ζω· - ОТ холода κοκκαλιάζω απο το κρύο. 2 μτφ. αποναρκώνομαι, νεκρώνομαι, μουδιάζω. Костёр? -τρά α. 1 φωτιά (στο ύπαιθρο)· ПИ- онёрский - πιονέρικη φωτιά· разводить - α- ανάβω φωτιά. II σωρός ξύλων. КОСТёр^ -три α. σκάρτο (κοκκώδης κτηνο- κτηνοτροφή) . костерить, -рю, -ришь ρ.δ.μ. (απλ.) βλ. КОСТИТЬ. КОСТёрчИК, -а α. φωτίτσα. костистый επ., βρ: -Йст, -а, -ο. 1 οστώ- δης, χοντροκόκκαλος. 2 βλ. КОСТЛЯВЫЙ A σημ.). 3 (για ψάρια-) ακανθώδης· -ые рыбЫ α- ακανθώδη ψάρια, που έχουν ακανθώδη σκελετό. КОСТИТЬ, кощу, КОСТИШЬ ρ.δ.μ. (απλ.) κα- τσαδιάζω γερά, μαλώνω άγρια. КОСТЛЯВОСТЬ, -И θ. αποσκελέτωση, αποστέωση. костлявый επ., βρ: -ляв, -а, -о. 1 κοκ— καλιάρης, -ρικος, οστεώδης, σκελετώδης. 2
кос 504 0λ. КОСТИСТЫЙ (Э σημ.). КОСТНЫЙ επ. του οστού, του κόκκαλου, ο- στεώδης· -ая ткань οστίτης ιστός· -ое ве- вещество οστεώδης ουσία· -ые болезни οστεο- νοσία· - туберкулёз φθίση των οστών. II ο- στέινος· - клей οστεόκολλα· - жир οστεόλι- πος· -ая муки οστεάλευρο. II βλ. костяной. II εκφρ. - МОЗГ о μυελός των οστέων, μεδούλι· -ая мозоль (ιατρ.) το οστεόφυτο. КОСТоёда, -Ы θ. οστεοφθορία. ΚΟΟΤΟΠρώΒ, -а α. πρακτικός ορθοπεδιστής. КОСТОрёз, -а α. οστεογλύπτης. косторезный επ. οστεογλυπτικός, της ο- στεογλυπτικής. КОСТОЧКа, -И θ. 1 κοκκαλάκι. 2 ζαράκι. 3 χάντρα αριθμητηρίου. 4 μπανέλα, μπάλαίνα.5 κουκούτσι, πυρήνας καρπού· с -ами με κου- κουκούτσι, γιγαρτώδης· без -чек χωρίς κουκού- κουκούτσι, αγίγαρτος. II εκφρ. ВЫХОДИТЬ ή ПОЙТИ В -у πιάνω ή δένω καρπό· перемывать (пере- (перемыть) -И кому λούζω πατόκορφα κάποιον, κα- καθυβρίζω· по -ам разобрать (разбирать) εξε- εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εζονυχίζω. КОСТОЧКОВЫЙ επ. με κουκούτσι, γιγαρτώ- γιγαρτώδης, πυρηνώδης. КОСТрй, -ы θ. λέπυρο λιναριού ή κανναβιου'. КОСТрёЦ, -Й α. σκέλος σφαγίου, μηρός. кострика, -и θ. βλ. кострец. КОСТрЙЧННЙ επ. του σκέλους σφαγίου. КОСТрище, -а ουδ. πυρδτοπος, μέρος φωτιάς. КОСТрОВЫЙ επ. των λέπυρων, λεπυρώδης. КОСТЫЛёк, -ЛЫСО α. μικρό δεκανίκι, πάτε- πάτερ ι τσακ ι . костылик, -а α. βλ. костылёк. КОСТЫЛЬ, -Я α. 1 (παλ.) μπαστούνι, βακτη- βακτηρία. 2 δεκανίκι, πατερίτσα. 3 καρφί μακρύ με γωνιακό κεφάλι. 4 καρφί σιδηροτροχιάς. КОСТЫЛЬНЫЙ επ. του καρφιού σιδηροτροχιάς, του δεκανικιού κλπ. ουσ. КОСТЫЛЙТЬ р.δ. (απλ.) 1 μ. χτυπώ, ξυλο- ξυλοκοπώ. 2 βαδίζω με δεκανίκια. кость, -и, προθτ. о кости, в -Й, γεν. πλθ. -ей θ. 1 κόκκαλο, οστό· -И конечностей τα κόχγ,αλα των άκρων рыбная - το ψαροκόκκαλο· бедренная - μηριαίο οστό, μηρικό κόκκαλο· берцовая - το κνημιαίο οστό· лучевая -(ανατ.) κερκίδα· Грудная - το στέρνο· -И па"ВШИХ τα οστά των πεσόντων слоновая - ελεφαντοστό.2 πλθ. -и τα ζάρια, τα κότσια· игра В -И το μπαρμπούτι· игральные -И τα ζάρια· ИГрЙТЬ В -и παίζω τα ζάρια. II πούλι, πεσσός. 3 πλθ. -И πεσσοί (πούλια) αριθμητηρίου. II εκφρ. белая - επιφανής καταγωγή, απο σόι· чёрная - άσημη καταγωγή· дворянская - ευγε- ευγενική καταγωγή· ДО -ей μέχρι το κόκκαλο· ΚΟ- жа да -И πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)· ОД- ОДНИ -И μόνο κόκκαλα (κάτισχνος)· широкая -; широк -ЬЮ ; широк В ~Й θερίος άντρας, ά- ντρακλας· (για γυναίκα) γυναικάρα· СТОИТЬ -ЬЮ В Горле ή поперёк Горла μού 'κάτσε κόκ- κόκκαλο στο λαιμό ή μού 'κάτσε καρφί στο μάτι (μεγάλο εμπόδιο ή πολύ μισητός)· лечь КО- КОСТЬМИ α) πέφτω στη μάχη. β) καταγίνομαι, κα- ταβάλλω μεγάλες προσπάθειες· -ей не собрЙТЬ σπάζω (λιανίζω) τα κόκκαλα, κατακομματιάζω* С ~е"Й прочь ή долби (παλ.) αφαιρουμένου, ε- εκτός, έξω, πλην (για λογαριασμό)· Построить ή ВОЗДВИГНУТЬ на ~ЯХ αποκτώ με μεγάλες θυ- θυσίες. *КОСТЮМ, -а α. 1 κοστούμι, ενδυμασία, αμ- αμφίεση, περιβολή, φορεσιά· национальный - εθνική ενδυμασία· спортивный - αθλητική στο- στολή· маскарадный - αποκριάτικη φορεσιά·ШТАТ- φορεσιά·ШТАТСКИЙ - πολιτική περιβολή· купальный - μα- μαγιό. 2 ταγιέρ. II εκφρ. В -е Адама με ένδυ- ένδυμα Αόάμ (γυμνός)· В -е ЕВЫ με φορεσιά της Εύας (γυμνή). костюмер, -а α., -ша, -И θ. κοστούμιέρης· ιματιοφύλακας (ηθοποιών). костюмерный επ. του κοστουμιού· -ая мас- мастерская ραφείο ενδυμάτων. II ουσ. ιματιοφυ- λάκειο θεάτρου. Костюмированный επ. απο μτχ. μεταμφιε- μεταμφιεσμένος. II ουσ. μεταμφιεσμένος. II εκφρ. бал ή вечер χορός (χοροεακερίδα) μεταμφιε- μεταμφιεσμένων . костюмировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. костюмированный, βρ: -ван, -а, -о μεταμφιέζω. II -СЯ μεταμφιέζομαι. КОСТЮМИрОВКа, -И θ. μεταμφίεση. КОСТЮМНЫЙ επ. του κοστουμιού· -ые υφά- υφάσματα κοστουμιών. КЪСТЮМЧИК, -а α. κοστουμάκι. КОСТИК, -ά α. σκελετός ανθρώπου ή ζώου. II μτφ. βάση,στήριγμα, πυρήνας, σκελετός. КОСТЯНКа, -И θ. καρπός μονοπύρηνος. КОСТЯНОЙ επ. κοκκάλινος, -λένιος,οστέννος* -ая муки οστεάλευρο· - клей οστεόκολλα·-не ПуТОВИЦЫ κοκκάλινα κουμπιά. КОСТЯШКа, -И θ. 1 κόκκαλο, οστό. 2 προϊό- προϊόντα κοκκάλινα. 3 χάνδρα αριθμητηρίου. косуля} ~и θ. ζαρκάδι, δορκάδα· αγριόγιδα. КОСУЛЯ,2 -И θ. (διαλκ.) αλέτρι, άροτρο. *КОсушка, -И θ. (απλ.) μισό μποκάλι βότκα. *КОСХалва, -ы θ. καρυδοχαλβάς. КОСЫНКа, -И θ. τριγωνικό κεφαλομάντηλο. КОСЬба, -ы θ. κόσσισμα· θέρισμα. косьё, -Α ουδ. (διαλκ.) βλ. косовище. КОСЯК? -ά α. 1 παραστάτης (πόρτας, παρα- παραθύρου). 2 στενή λωρίδα γης. КОСЙК? -& α. κοπάδι φοράδων με πουλαράκια. Η κοπάδι ψαριών. И σμήνος πουλιών.
кос 505 коч КОСЯКОМ επίρ. λοξά, πλάγια. КОСЯЧОК? -чкё α. μικρός παραστάτης. КОСЯЧОК^ -чка α. 1 χοπαδάχι φοράδων.2 κο- παδάκι ψαριών. 3 μικρό σμήνος πουλιών (που πετά λοζά). КОСЯЩатыЙ επ. (παλ.) με παραστάτες λοξής διακόσμησης. КОТ, -а α. γάτος. II βκφρ. -έ в мешке ку- купить αγοράζω γουρούνι στο σακκί. *ΚΟΤάΗΓβΗΟ, -а α. (μαθ.) η εφαπτόμενη. КОТёЛ, -ТЛИ α. 1 λέβητας, καζάνι· паровой - ατμολέβητας. 2 (στρατ.) κλοιός. II εκφρ. атомный - βλ. στη λ. реактор· как в -ё ки- кипеть η вариться έχω πολλές σκοτούρες· С(как) ПИВНОЙ - κεφάλας, κεφάλι σαν καζάνι. каТеДОК, -ЛКЙ α. 1 μικρός λέβητας, καζα- καζανάκι. 2 κεφάλι, η κόκα. П είδος καπέλου. II εκφρ. - варит κόβει η κόκα. КОТёльныЙ επ. του λέβητα· - цех τμήμα κατασκευής λεβήτων. II ουσ. -ая λεβητοστάσιο. катёлыцик, -а α. λεβητοποιός. катёнок, -нка, πλθ. -тята, -тят α. γατάκι. КОТИК, -а α. 1 μικρός γάτος. 2 οταρίας, εέ- δος πτερυγιοφορου μαστοφόρου. II морской βλ. 2 σημ. КОТИКОВЫЙ επ. του οταρία. *КОТИЛЬОН, -а α. κοτιλιόν, είδος χορού. котировальный επ. διατιμητικός. *КОТЙроватЬ, -РУГО, -руешь р.δ.к.σ.μ. δια- διατιμώ (αξία εμπορεύματος ή ζένου νομίσματος). II -СЯ 1 διατιμιέμαι. 2 μτφ. εκτιμιέμαι, έ- έχω (απολαβαίνω) εκτίμηση· Э*ТОТ писатель не- ВЫСОКО -ется αυτός ο συγγραφέας δεν εκτι- μιέται και πολύ. 3 συχνάζω στο χρηματιστήριο. котировка, -И θ. 1 διατίμηση. 2 κίνηση χρη- χρηματιστηριακή. КОТИРОВОЧНЫЙ επ. της διατίμησης· -ая КО- КОМИССИЯ επιτροπή διατίμησης. КОТИТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.δ. γεννώ (για γάτα,αλ- γάτα,αλλά και για προβατίνα, γίδα, λαχίνα). *КОТЛёта, -Ы θ. κεφτές. II εκφρ. отбивная - κοτολέτα. КОТЛётка, -И θ. κεφτεδίτσα. котлетный επ. του κεφτέ· για κεφτέδες· -ое МЙСО κρέας για κεφτέδες. К0ТЛ0ВОН, -а α. λάκκος, εκσκαφή, σκάμμα. КОТЛОВИНа, -Ы θ. βαθύλακκος, βαθύπεδο. КОТЛОВИННЫЙ επ. του βαθύλακκου, του βα- θύπεδου. КОТЛОВЫЙ επ. του λέβητα, του καζανιού. котлообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; λεβητοειδής. КОТОК, -τκά α. γατάκος. котомка, -и θ. σακκίδιο· σάκκος. Который αντων. 1 ερωτημ. ποιος; - ИЗ Э*тих двух? ποιος απ' αυτούς τους δυό; 2 ε- ερωτημ. τι; πόσος; - час? τι ώρα είναι; ему год? πόσα χρόνια ειν' αυτός; 3 αόρ. κά- κάποιος. 4 αόρ. ( με τα ουσ: раз, день, ГОД κ.τ.τ.) όχι μια φορά, μέρα, χρόνο· συχνά· - раз Я тебй Зто говори! πόσες φορές σου το έχω πει. 5 αναφ. οποίος, ποιος, τι· С КОТО- КОТОРЫХ* απο πότε, απο ποιόν (τι) καιρό. который-либо, -ая-лйбо, -ое-либо αντων. αόρ. (παλ.) βλ. который-нибудь. который-нибудь, -ая-нибудь, -ое-нибудь α- αντων. αόρ. βλ. какой-нибудь. который-то αόρ. αντων. βλ. какой-то. *КОТТёдж, -а α. σπιτάκι προαστείων ή α- ακραίας συνοικίας. *КОТурН, -а α. κόθορνος. КОТЫ, ~<5в πλθ. (διαλκ. )είδος ζεστών υπο- υποδημάτων. *КEфе α. άκλ. 1 η καφέα. 2 ο καφές· жаре- НЫЙ - ψημένος καφές· МОЛОТЬ - στουμπίζω, τρί- τρίβω καφέ- ячменный - κριθαρένιος καφές· - Β зёрнах ανάλεστος καφές· ВарЙТЬ - φτιάχνω καφέ· ПИТЬ - πίνω καφέ· утренний - πρωινός καφές· - С МОЛОКОМ γάλα με καφέ· - СО СЛИ- СЛИВКОЙ καφές με κρέμα* любитель - καφεπότης. Кофеёк, -феЙКЙ (-фейку) α. καφούλης, κα- φεδάκος. *К0феЙН, -а α. καφεΐνη. КОфеЙ κ. КEфий, -Я (-Ю) απλ. καφές (ποτό). КОфёЙНИК, -а α. καφόρπρικο. КОфёЙНИЦа, -Ы θ. 1 καφόμυλος. 2 καφετιέ- καφετιέρα, καφοχούτι. 3 καφεπότισσα. КОфёЙНЫЙ επ. καφεϊκός· του καφέ· απο κα- καφέ· -ая плантация φυτεία καφέ· -ая гуща τα χατακάθια του καφέ, ντελβές· - цвет το καφέ χρώμα. II καφετής. II ουσ. θ. -ая (παλ.) καφε- καφενείο. II εκφρ· -ое дерево η καφέα. кофейня, -И, γεν. πλθ. -фёен, δοτ. -фёй- НЯМ θ. (παλ.) καφενείο. КОфта, -Ы θ. 1 μπλούζα· НОЧНЙЯ - νυχτική μπλούζα ή η νυχτικιά· ВЙзаная - πλεχτή μπλού- μπλούζα. 2 (απλ.) κοντό γυναικείο παλτό. кофточка. -И θ. μπλουζίτσα, КОЧан, ~й к. -ЧНЙ α. κραμβολάχανο, το κε- κεφάλι της κράμβης. II στάχυ καλαμποκιού με καρπό (καλαμπόκι) επίσης και χωρίς καρπό (κοτσάνι). кочанный επ. του κεφαλοειδούς καρπού· салат το μαρούλι, θρίδακας· -ая капуста το κραμβολάχανο (φρέσκο ή αλατισμένο ολόκληρο). КОЧевание, -Я ουδ. μετακίνηση, περιπλάνη- περιπλάνηση ομαδική. Кочевать, -чую, -чуешь р.δ. 1 ζω νομαδικό βίο· περιπλανιέμαι. II μετακινούμαι κατά κο- κοπάδια. 2 αλλάζω συχνά διαμονή. кочёвка, -И θ. μετακίνηση κοπαδιαστά· зверей μετακίνηση άγριων ζώων κοπαδιστά. 2
коч 506 коэ βλ. кочевье B σημ.). кочевники, -ов πλθ. (ενκ. кочевник, -аи) νομάδες. кочевнический επ. νομαδικός. кочевой επ. νομαδικός· -ые народы νομαδι- νομαδικοί λαοί· -ые племена νομαδικές φυλές· ~йя ЖИЗНЬ νομαδική ζωή· ~а"я Йрта νομαδική σκηνή. кочеврёдшться, -жусь, -житься р.δ. (απλ.) ισχυρογνωμώ, πεισματώνω, καπριτσώνω. кочевье, -я, γεν. πλθ. -ВИЙ, δοτ. -ВЬЯМ; ουδ. 1 βλ. кочевйние. 2 νομαδικό στέκι, μέ- μέρος εγκατάστασης νομάδας, νομαδιό. кочегйр, -а α. θερμαστής. КОчеГЙрка, -И θ. αίθουσα λεβήτων. кочегарный επ. του θερμαστή. II ουσ. θ. -ая βλ. кочегарка. коченеть, -ею, -ёешь р.δ. ξεπαγιάζω· ξυ- ξυλιάζω, μουδιάζω απο το κρύο. кочень, кочня, πλθ. кочнй α. (απλ.).κράμ- βολάχανο. κεφάλι κράμβης. II βλ. кочерыжка. кочерги, -Й, γεν. πλθ. πυροσκάλευθρο σι- σιδερένιο· πυράγρα, μασιά. кочерёжка, -и θ. βλ. кочерга. II μικρό πυ- πυροσκάλευθρο. кочерыжка, -и θ. το σκληρό μέρος(κοτσάνι) του κραμβολάχανου. КОчет, -а, πλθ. -а" α. (διαλκ.) κόκορας. КОЧетЙНЫЙ επ. (διαλκ.) του κόκορα. кочешок, -шка" α. κραμβολάχανο μικρό. кбчка, -И θ. βώλος σε βάλτο. II ανώ- ανώμαλη οδός ή επιφάνεια εδάφους. КОЧКАРНИК, -а α. (διαλκ.) βολώδες μέρος μέσα στο βάλτο. кочкорез, -а α. βωλοκόπος. *К0Ш1, -а α. (διαλκ.) νομαδικό καλοκαιρινό τσαντήρι ή καλύβα. II (διαλκ.) καλύβα.II (καλ^ στρατόπεδο. КОШ^ -а α. (διαλκ.) καλάθι αλιευτικό. кошара, -Ы θ. (διαλκ.) προβατομάντρι. КОшатНИК, -а α. 1 γαλοθήρας (για το δέρ- δέρμα). 2 γαλόφιλος, γατόφιλος. КОШЙТНИЦа, -Ы θ. γαλόφιλη, γατόφιλη. кошечий κ. кошечий, -ья, -ье επ. 1 γατί- γατίσιος· - мех γατίσια γούνα· -ЬИ глаза* γατί- γατίσια μάτια. 2 ουσ. -ЬИ τα αιλουροειδή. кошева, -Ы θ. (διαλκ.) μεγάλο έλκυθρο. кощёвка, -и θ. (διαλκ.) βλ. кошева". кошевой επ. (παλ.) 1 στρατοπεδευτικός. 2 ουσ. στρατοπεδάρχης. II εκφρ. - атамён о στρατοπεδάρχης, αταμάνος του στρατοπέδου. кошелёк, -ЛЫИ& α. 1 χρηματοσακκούλα, πουγ- γί, βαλάντιο, πορτοφόλι. 2 (παλ.) σακκούλα, δίχτυ. 3 βλ. кошель. II εκφρ. ТОЛСТЫЙ (ή ту- ГОЙ, ПОЛНЫЙ) - κάργα το πορτοφόλι, φούσκα η σακκούλα χρήματα· пустой ή ТОЩИЙ - άδειο το πουγγί, πετσί με πετσί το πορτοφόλι. кошёлка, -И θ. τσάντα πλεχτή· καλαθάκι. КОшёль, -Α α. 1 (διαλκ.) κάνίστρο· καλά- καλάθι. 2 (παλ.) βλ. кошелёк A σημ.). 3 είδος αλιευτικού διχτιού. 4 φράγμα απο κορμούς δέ- δέντρων στο ποτάμι. кошельковый επ. με αλιευτικό καλάθι. II εκφρ. - невод είδος αλιευτικού διχτιού. КОшёние, -Я ουδ. κόσισμα. кошенилевый επ. βλ. кошенильный. *КОШенЙЛЬ, -И θ. ύσγινο (έντομο). II βαφή κόκκινη. КОЮенЙЛЬНЫЙ επ. ύσγινος· || κόκκινος. Кошенина, -Ы θ. 1 κοσισμένο χλωρό χόρτο. 2 βλ. косьба". Кошеный επ. κοσισμένος. кошечий επ. βλ. кошачий. кошечка, -И θ. γατούλα, γατίτσα. кошка1, -и θ., γεν. πλθ. -шек. 1 γάτα, γα- γατί, γαλή. II γούνα απο δέρμα γάτας. 2 αιλου- αιλουροειδές ζώο. 3 τσιγκέλι, άγκιστρο, συσκευή ανέλκυσης αντικειμένων απο το βυθό. 4 όργα- όργανα οδοντωτά (για στερέωση). 5 είδος πλεχτού μαστιγίου. II εχφρ. зна"ет -, чьё мяЪо съела ξέρω με ποιόν έχω να κάνω· как - С СОб^КОЙ σαν η γάτα με το σκυλί (μαλώνουν)· как угорелая - σε έξαλλη κατάσταση· -И скребут На душе ή на сердце σπαράζει (ραγίζεται) η καρδιά, λυπούμαι κατάκαρδα· чёрная - ЩЮбе- жа\па ή проскочила между кем λογομάχησαν, φιλονίκησαν -И-мышки η γάτα και το ποντίκι (παιγνίδι). КОШКа^ -И θ. βυθός αμμώδης ή χαλικώδης. *кошма\ -ы, πλθ. кошмы, кошм, кошма'м θ. κετσές (είδος τάπητα). *КОШМОр, -а α. εφιάλτης, βραχνάς. II μτφ. κάθε τι που βαρύνει την ψυχή. кошмарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 εφιαλτικός· - СОН εφιαλτικό όνειρο. 2 φρι- φριχτός, φρικιαστικός, αποτροπιαστικός· -ое Зрелище φριχτό θέαμα. II απεχθής, απαίσιος· -ая ПОГОда απαίσιος καιρός. *К0ШТ, -а α. (παλ.) διατήρηση, συντήρηση· ЖИТЬ на СВОёМ -θ συντηρούμαι μόνος μου. Н χρηματικά μέσα. кощёй, -Я α. 1 μυθολογικός γέρος-φάντασμα. II κάτισχνος, σκελετός. 2 τσιγκούνης, σπα- σπαγκοραμμένος. кощунственный επ., βρ: -вен, -венна, -о βέβηλος, ανόσιος, βλάσφημος, ιερόσυλος. КОЩУНСТВО, -а ουδ. βεβήλωση, ιεροσυλία, α- νοσιούργημα. II ανευλάβεια, ασέβεια. кощунствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ.1 βε- βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω τα ιερά. 2 ασεβώ. Коэффициент, -а α. συντελεστής· - полёз- НОГО действия ισχύς πραγματική ή ωφέλιμη· - МОЩНОСТИ συντελεστής ισχύος· - упругости συ-
кпе 507 кра ντελεστής ελαστικότητας. КПереди επίρ. (απλ.) προς τα μπρος, προς το μπροστινό μέρος. *краб, -а α. κάβουρας, καβούρι, καρκίνος. крабовый επ. του κάβουρα, του καρκίνου. крабОЛЙВ, -а α. 1 καβουροψαράς, καρκινοα- λιέας. 2 αλιευτικό πλοίο καβουριών. крабОЛОВНЫЙ επ. καβουροαλιευτικός. КрЙВЧИЙ, -его α. (παλ.) αρχιτρίκλινος. *крОГИ, краг πλθ. 1 μπότες θηλυκωτές. 2 ε- πιχειρίδα δερμάτινη. краденый επ. κλεμμένος, κλοπιμαίος· -не Вещи κλεμμένα πράγματα. Ι] ουσ. -Οβ (αθρ.) κλεμμένα πράγματα· скупщик -ГО αγοραστής κλοπιμαίων. Крадучись 1 επιρ. μτχ. του ρ. краЪться. 2 επίρ. κλέφτικα, κρυφά. краевОД, -а α. εθνολόγος περιοχής. Краеведение, -Я ουδ. εθνολογία περιοχής. краеведческий επ. εθνολογικός περιοχής. краевой επ. της περιοχής. II ακρίνός, α- ακραίος. Краеугольный επ. (γραπ. λόγος) σοβαρός, σπουδαίος· - вопрос βασικό ζήτημα. II εκφρ. - камень ακρογωνιαίος λίθος. краешек, -шка α. άκρη· ακρίτσα· сесть на - стула κάθομαι στην άκρη του καθίσματος, кра^а, -И θ. κλεψιά, κλέψιμο, κλοπή· СО- ВерШИТЬ -у διαπράττω κλοπή· - СО ВЗЛОМОМ η κλοπή με διάρρηξη. край, -я (-ю), προθτ. о крае, в край, на край, πλθ. -край α. 1 άκρη, άκρο· - крыши η άκρη της στέγης· ОН ЖИВёТ В -Ю Города αυ- αυτός ζει στην άκρη της πόλης. II χείλος· на- ЛЙТЬ стакан ДО -ёв γεμίζω το ποτήρι ξέχειλα. II εσχατιά, τέρμα. II ακροστόμιο. II περιχεί- λωμα, μπορντούρα· μπορ (καπέλου). II παρυφή, ούγια. 2 χώρα, περιοχή, τόπος· родной - γε- γενέτειρα. 3 μεγάλη διοικητική περιοχή. II εκφρ. ТОЛСТЫЙ - το μεσόπλευρο (κρέας)· ТОН- ТОНКИЙ - πλευρικό, πλευρά· С -Й απο τον τελευ- τελευταίο (αρχίζω)· через - πέρα απο το μέτρο, υ- υπέρμετρα· В НаШИХ -ИХ στα μέρη μας· ИЗ -Я В - ή от -Я до -я απ' άκρη σ' άκρη· концй и -я нет απέραντος· на - света στην άκρη (πέ- (πέρατα) του κόσμου· на - земли στα πέρατα της γης· бЫТЬ на -Й гроба ή МОГИЛЫ είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, είμαι του θανατά· ЛИТЬ- ЛИТЬСЯ ή переливаться, бить через - ξεσπώ, ξεφα- ξεφαντώνω· хватить через - το παρακάνω· πράττω κάτι άτοπο· краем ухо слышать (услышать) το πήρε λίγο τ' αυτί μου. крайне επίρ. πάρα πολύ, άκρως, στο έπα- έπακρο, υπερβολικά· - реакционер άκρως αντι- αντιδραστικός. крайний επ. 1 ακρινός, άκρος, ακραίος·τε- ακραίος·τελευταίος· ουραίος· -ял правая партия κόμμα της άκρας δεξιάς· -ЯЯ цена τελευταία τιμή· - срок τελευταία προθεσμία· - Север о άκρος Βοράς. 2 έκτακτος, εξαιρετικός, έσχατος, α- απόλυτος· -ые меры έκτακτα μέτρα· В -ем слу- чае σε εξαιρετική περίπτωση, σε απόλυτη α- ανάγκη· ПО -ей мере τουλάχιστο, το λιγότε- λιγότερο· -ЯЯ необходимость επιταχτική ανάγκη· -ЯЯ ПЛОТЬ (ανατ.) ακροβυστία, ακροποσθία. КРАЙНОСТЬ, -И θ. 1 ακρότητα, εξτρεμισμός*· переходить от одной -и в другую περνώ α- απο τη μια ακρότητα στην άλλη· Избежать -И αποφεύγω τις ακρότητες· Впа'дать В - φτάνω στα άκρα. 2 ανάγκη, ανέχεια, εσχάτη ένδεια· жить В -И περνώ πολύ δύσκολη ζωή. 3 επιτα- κτικότητα. II εκφρ. до -И στο έπακρο· дове- довести ДО -И κάνω κάποιον έξω φρενών В -И εν ανάγκη, στην ανάγκη. *кракОВЯК, -а α. χορός πολωνικός καθώς και η μουσική του. КрЙЛЯ, -И θ. 1 (απλ.) καλλονή. 2 (παλ.) ντάμα (χαρτοπαιγνίου). крамола, -Ы θ. (παλ.) στάση, ανταρσία. крамОЛЬЩИК, -а α. (παλ.) στασιαστής. крамольничать р.δ. (παλ.) στασιάζω. крамольнический επ. στασιαστικός, του στα- στασιαστή. крамольный επ. (παλ.) στασιαστικός, της στάσης. . кран,' -а α. κρήνη, κρουνός, βρ^ση· κάνου- κάνουλα· ВОДОПРОВОДНЫЙ - η κρήνη του υδραγωγείου. *кран? -а α. (τεχ.) γερανός· подъёмный γερανός ο κοινός· передвижной - κινητός γε- γερανός. *крйнец, -нца α. (ναυτ.) προσκέφαλο (απο- (αποφυγής πλευρικής κρούσης σκάφους). II πλθ. -ЦЫ, -ев κιβώτια βλημάτων. краниологический επ. κρανιολογικός. *кранИОЛОГИЯ, -И θ. κρανιολογία. краниометрический επ. κρανιομετρικός. *краниометрия, -И θ. κρανιομετρία. краноВЩЙК, -έ. α., -ца, ~Ы θ. οδηγός ή χει- χειριστής γερανού. краНОВЫЙ1 επ. του κρουνού, της κρήνης, της κάνουλας. КраНОВЫЙ2 επ. του γερανού. крап, -а (-у) α. στίγμα, κηλίδα (στο σώ- σώμα μερικών ζώων, πτηνών, εντόμων). II έγχρω- έγχρωμα στίγματα, χρωματισμός. кропать, -аю, -аешь к. -плю, -плешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кра"пленный, βρ: -лен, -а, -О р.δ. σταλάζω, πέφτω κατά σταγόνες· ДОЖДЬ -ПЛет πέφτουν σταλαματιές βροχής. II ραντί- ραντίζω, ραίνω. крапива, -ы θ. τσουκνίδα- - обожгли мне руки με έτσουξε η τσουκνίδα στα χέρια.
кра 508 кра крапивник, ~а α. τσουκνιδότοπος. крапивница, -Ы θ. κνίδωση (νόσος). II εί- είδος πεταλούδας. крапивный επ. της τσουκνίδας· τσουκνίδι- νος· -ые ЩИ τσουκνίδα σούπα. II ουσ. πλθ.-ые τα κνιδοειδή. II εκφρ. -ая лихорйдка (παλ.) κνίδωση (νόσος)· -ое семя (παλ.) υβρισ. των γραφειοκρατών, δωροληπτών σπορά του διαβό- διαβόλου* σκυλολό'ι, φαγάδες. крйлина, -Ы θ.έγχρωμο στίγμα. крапинка, -И θ. 1 στιγματάκι. 2 σταλαματιά βροχής. крапление, -Я ουδ. ψιχάλισμα. краплёный επ. χρωματιστός, παρδαλός, στιγ- ματιστός. крапчатый επ. βλ. краплёный. красе, -Ы θ. 1 (παλ.) ωραιότητα, ομορφιά, κάλλος. 2 καλλονή, πεντάμορφη γυναίκα. 3 στολίδι, στόλισμα. II εκφρ. ПО всей (своей) ~ё α) σ' όλη της την ομορφιά ή φαντασμαγο- ρικότητα. β) ειρν. άσχημα· ДЛЯ -Ы για ο- ομορφιά. красавец, -Вца α. ομορφάνθρωπος, όμορφο παλικάρι. Красавица, -Ы θ. ομορφογυναίκα, καλλονή, πεντάμορφη, θεά. Красавка, -И θ. στρΰχνος (φυτό). II μικρός γερανός (πτηνό). красавчик, -а α. ομορφόπαιδο, ομορφονιός. красиво επίρ. ωραία, όμορφα. КрасЙВОСТЬ, -И θ. ομορφιά, ωραιότητα. красивый επ., (Зр: -СЙВ, -а, -О; όμορφος, ωραίος. II αρεστός, θελκτικός, συναρπαστικός. II ευχάριστος, αγλαός· -ая музыка ωραία μου- μουσική· -ая ЖИЗНЬ ωραία ζωή· -ая фраза ωραία φράση. красильный επ. βαφικός, χρωματιστικός, χρω. στικός· -ые веществе χρωστικές ουσίες. Π ουσ. θ. -ая βλ. красильня. красильня, -И θ. βαφείο· μπογιατζίδικο. красИЛЫЦИК, -а α., -ца, -Ы θ. βαφιάς, μπο- μπογιατζής. краситель, -Я α. βαφή (ουσία). крёсить, крашу, краЪишь р.6. 1 βάφω· платье βάφω το φόρεμα· - яйца βάφω αυγά. II χρωματίζω, μπογιατίζω· - дверь χρωματίζω την πόρτα. 2 αμ. βάφομαι· Зта КОфта -ИТ αυ- αυτή η μπλούζα βάφεται (την πιάνει η βαφή). 3 ομορφαίνω, στολίζω, κοσμώ· не Место -ИТ че- ловёка, а человек место δεν ομορφαίνει η θέ- θέση τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος τη θέση. II -СЯ βάφομαι. II χρωματίζομαι κλπ. ρ.ενεργ. φ. II φτιασιδώνομαι. КрЙСКа1. -И θ. 1 βαφή, χρώμα, μπογιά· МЙС- леные -И ελαιοχρώματα, λαδομπογιές· анили- НОВЫе -И χρώματα ανιλίνης· акварёлые -И υ- υδροχρώματα, νερομπογιές· типографическая - τυπογραφική μελάνη· осенние -И τα φθινοπω- φθινοπωρινά χρώματα· ПИСЙТЬ маЪлеными -ами ζωγρα- ζωγραφίζω με λαδομπογιές. 2 μτφ. εκφραστικά μέ- μέσα· описывать, рассказывать изображать мра- мрачными -ами περιγράφω, διηγούμαι, παρασταί- νω με μελανά χρώματα. 3 κόκκινο χρώμα· СТЫДЙ το χρώμα της ντροπής· ОТ ВНвЗЙПНОГО ужаса - сошла с его лицй απο το ζαφνι«ό φρι- φρικιαστικό θέαμα τού *φυγε το χρώμα αποτοπρό- σωπο. краска? -и θ. βάψιμο· отдать плйтье в -у δίνω το φόρεμα για βάψιμο. Красковар, -а α. βαφιάς, βαφέας. краскопульт, -а α. χρωματοψεκαστήρας. красненький επ. κοκκινούλης, -λικος. II ουσ. θ. ~ая (παλ.) κόκκινο χαρτονόμισμα α- αξίας δέκα ρουβλιών. краснеть р.δ. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκι- κόκκινος, ερυθριώ· ЯГОДЫ -ЮТ οι καρποί κοκκι- κοκκινίζουν- - ОТ СТЫДД κοκκινίζω απο ντροπή· ОТ холода κοκκινίζω απο το κρύο· уши -ЮТ τα αυτιά κοκκινίζουν. II εκφρ. - ДО корней ВО- ВОЛОС η ДО ушей γίνομαι κατακόκκινος. II -СЯ βλ. краснеть. П φαίνομαι κόκκινος. красноармеец, -ёйца α. κόκκινος στρατιώ- στρατιώτης (του Κόκκινου Στρατού). красноармейка, -И θ. 1 κοκκινοστρατιώτισ- σα. 2 σύζυγος κόκκινου στρατιώτη. красноармейский επ. 1 του κόκκινου στρα- στρατιώτη· -ая книжка ταυτότητα κόκκινου στρα- στρατιώτη. 2 του Κόκκινου Στρατού· -ие чаЪтИ τα τμήματα του Κόκκινου Γτρατού. краснобай, -Я α. γλαφυρός ομιλητής, εύ- εύγλωττος και κούφος. красНОбаЙСТВО, -а ουδ. γλαφυρότητα λόγου, ευγλ&ττίά κενού περιεχομένου. красногвардеец, -ёйца α., -ка, -и θ. κοκ- κινοφρουρός, -ρίτης, -ισσα. красНОГВардёЙСКИЙ επ. κοκκινοφρουρίτικος. краснодеревец, -вца α. εβενουργός. красНОДерёВЩИК, -а α. εβενουργός. краснозвёздный επ. ερυθράστερος. краснозём, -а α. κοκκινόχωμα. краснозёмный επ. κοκκινόχωμος· -ые ПОЧВЫ κοκκινόχωμα εδάφη. краснознамённый επ. βραβευμένος με το πα- παράσημο της κόκκινης σημαίας. краснокожий επ., (зр: -кож, -а, -е ερυθρό— δερμος· -ая Племя ερυθρόδερμη φυλή. II ουσ. πλθ. -ие οι ερυθρόδερμοι. краснокрылый επ. ερυθροπτέρυγος, κοκκινο- πτέρυγος. II (για αεροσκάφη) με κόκκινο α- αστέρι στις πτέρυγες. краснолесье, -Я ουδ. δάσος κωνοφόρων δέ- δέντρων .
кра 509 кра краснолицый επ., βρ: -лиц, ~а, -е κοκκι- νοπρόσωπος. красноносый επ., βρ: -нос, ~а, -о κοχκι- νομύτης, ερυθρόρρινος. краснопёрка, -И θ. ερυθροπτερύγιο ψάρι. краснопёрый επ. ερυθροπτερύγιος. красноречиво επίρ. με ευφράδεια, εύγλωττα. красноречивость, -и θ. βλ. красноречие. красноречивый επ., βρ: -чйв, -а, -о. 1 ευ- φραδής, εύγλωττος, εύστομος. 2 εκφραστικός· -ое письмо εκφραστικό γράμμα· - ВЗГЛЯД εκ- εκφραστική ματιά (που τα μαρτυρεί όλα).3 α- αποδεικτικός, πειστικός· ζωντανός· - факт πειστικό γεγονός. красноречие, -Я ουδ. 1 ευφράδεια, ευγλωτ- τία, ευστομία, το λέγειν. 2 ρητορική τέχνη. краснорожий, -ая, -ее επ., βρ: -рож, -а, -е (απλ.) κοκκινομούρης, κοκκινοπρόσωπος. краснорядец, -дца α. (παλ.) πωλητής υφα- υφασμάτων στη λαϊκή αγορά. краснота, -Ы θ. κοκκινάδα, ερυθρότητα. краснотал, -а α. κόκκινη ιτιά. красНОТЙЛОВЫЙ επ. της κόκκινης ιτιάς. краснофлотец, -тца α. ναύτης του κόκκινου πολεμικού ναυτικού. краснофлотский επ. του κόκκινου ναύτη ή του κόκκινου στόλου. краснощёкий επ., -щёк, -а, -о κοκκινομά- γουλος, ροδομάγουλος. краснуха, -и θ. ιλαρά. красный επ., βρ: -сен, -она, -сно. 1 κόκ- κόκκινος, ερυθρός· -ое ЗНа"мя κόκκινη σημαία· - цвет κόκκινο χρώμα. 2 αριστερός (στις ιδέ- ιδέες). II ουσ. ο αριστερός. 3 (παλ.) καλός, ό- όμορφος, ωραίος· -ая Девица όμορφο κορίτσι. 4 (λκ. ποίηση) καθαρός, φωτεινός· - день κα- καθαρή μέρα. 5 (παλ.) τιμητικός, επίσημος. II εκφρ. -ая Армия Κόκκινος Στρατός· -ое ВИНО βαθυκόκκινο κρασί· - гриб βλ. ПОДОСИНОВИК; -ое дерево ανακάρδιο, αχάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι· - зверь το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων· -ая ДИЧЬ κυνήγι των πιο πολύ- πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών -ое каление η κόκκινη πυράκτωση· -ая икра κόκκινο χαβια'ρι· - крест ερυθρός σταυρός· общество -го Кре- Крести И Полумесяца σύνδεσμος του Ερυθρού Εταυρού και Ημισελήνου· - лес βλ. краснолё- сье· - медь χαλκός αμιγής· -ая рыба τα ε- εκλεκτά ψάρια (οζύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)· ряд (παλ.) η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά· - ΤΟΒάρ τα υφάσματα· -ое СЛОВЦО πε- πετυχημένη λέζη η έκφραση· -ая строки ή стро- строчка αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά· - уго- ЛОК κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)· -ая цена" η ανώτατη τιμή (πράγματος)· -ОЙ НИТЬЮ ЩЮХ0- ДЙТЬ η' тянуться περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)· под -ую шапку попйсть ή угодить (παλ.) στρατεύομαι· στρατολογούμαι· - ЗВОН η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία· - фанйрь (παλ.) κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)· - петух βλ. στη λ. Пету^С· ~<5 говорить μιλώ με ευφράδεια. красоваться, -суюсь, -суешься р.δ. 1 λά- λάμπω με την ομορφιά. 2 βρίσκομαι σε περίοπτη θέση. 3 καμαρώνω. КрасОТЙ, -ы, πλθ. -ОТЫ θ. 1 ομορφιά, ω- ωραιότητα, κάλλος. 2 (παλ.) πεντάμορφη, καλ- καλλονή· Красбтка, -Ив. 1 χαριτωμένη (γυναίκα, κο- πέλλα). 2 (παλ.) ερωμένη, αγαπητικιά. КРАСОЧНО επίρ. γραφικά, εκφραστικά, ωραία. КРАСОЧНОСТЬ, -И θ. γραφικότητα, εκφραστι- εκφραστικότητα· ωραιότητα. красочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 βα- φικός· -Ов ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή βαφών.2 χρωματιστός, με χρώματα. 3 μτφ. εκφραστικο'ς, γλαφυρός· γραφικός· χαρακτηριστικός· ωραίος. красть, краду, крадёшь, παρλθ. χρ. крал, -Ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. крЙВШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крёденный, βρ: ден, -а, -ο, επιρ. μτχ. кради ρ.δ.μ. κ. αμ. κλέβω. И -СЯ εισ- εισχωρώ κρυφά, τρυπώνω. II προχωρώ κρυφά, προ- προσεχτικά. II κλέβω. красящий επ. απο μτχ. βαφικός, βαπτικός· -ее вещество βαφική ουσία. крат στην εκφρ: во сто - ή во много εκατό φορές, πολλές φορές. *кратер, -а α. κρατήρας. кратерный επ. του κρατήρα. Кратка, -И (απλ. παλ.) το βραχύ σημάδι(-), краткий επ., βρ: -ток, -тка, -тко; крат- кратчайший. 1 σύντομος, βραχύς· -ая речь σύντο- σύντομη ομιλία· ~ое описание σύντομη περιγραφή· -ая биография σύντομη βιογραφία· постарать- постараться бЫТЬ -ИМ θα προσπαθήσω να είμαι σύντο- σύντομος. II εκφρ. -ие И долгие гласные βραχέα και μακρά φωνήεντα· -Ие прилагательные βρα- βραχέα επίθετα· „Й" -ое „ι" βραχύ (μισοφωνήεν). кратко επίρ. σύντομα, σε συντομία, με λί- λίγα λόγια, κοντολογής, δια βραχέων. кратковременность, -И θ. βραχύτητα χρόνου. кратковременный επ., βρ: -менен, -менна, -менно ολιγόχρονος, -ρόνιος, βραχύχρονος, -ρόνιος· -ое пребывание βραχύχρονη παραμονή. II παροδικός, διαβατικός· - ДОЖДЬ παροδική βροχή. краткосрочность, -И θ. βραχύτητα προθεσμί- προθεσμίας. краткосрочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βραχυπρόθεσμος· -ая ссуда βραχυπρόθεσμο δά- δάνειο. II μικρής διάρκειας· - Отпуск ολιγοή- ολιγοήμερη άδεια. КРАТКОСТЬ, -И θ. βραχύτητα, συντομία· ДЛЯ
кра 510 кре -И για συντομία, χάρη συντομίας. кратность, -И θ. το πολλαπλάσιο. КраТНЫЙ επ., βρ: -ΤΘΗ, -ТНа, -ΤΗΟ.1(μαθ.) πολλαπλάσιος· ЧИСЛО десять -о ПЯТИ И двум о αριθμός δέκα είναι πολλαπλάσιο του πέντε και δύο. 2 ουσ. ουδ. -Οθ το πολλαπλάσιο. кратчайший υπέρθ. β. του επ. краткий. *крах,-а α. χρεοκοπία, φαλίρο, φαλιμέντο, κραχ· Потерпеть - χρεοκοπώ, φαλίρω. 2 μτφ. αποτυχία· потерпеть - αποτυχαίνω. *Крахмал, -а α. άμυλο, αμυλάλευρο· картб- фельный - άμυλο απο πατάτα· рЙСОВЫЙ - ά- άμυλο απο ρύζι. II αμυλόκολλα. II εκ φρ. ЖИВОТ- ЖИВОТНЫЙ - βλ. гликоген. крахмаленный επ. απο μτχ. βλ. крахмольный крахмалистость, -и θ. η περιεκτικότητα σε άμυλο. крахмалистый επ., βρ: -ЛИСТ, -а, -Ο αμυ- αμυλούχος. крахмЙЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крахмаленный, βρ: -лен, -а, -о р.δ.μ. αμυλώ, κολλαρίζω· - бельё κολλαρίζω τα α- σπρόρουχα. II -СЯ κολλαρίζομαι. Крахмальный επ. του άμυλου* - завод ερ- εργοστάσιο παρασκευής άμυλου. II απο άμυλο* КЛёЙСТвр η αμυλόκολλα. II κολλαρισμένος. краше συγκρ. β. του επ. красивый. крашение, -я ουδ. βάψιμο. крашенина, -Ы θ. (παλ.) κακό βαμμένο ύφασμα. крашенинный επ. (παλ.) απο κακοβαμμένο ύ- ύφασμα. крашеный επ. 1 βαμμένος, χρωματισμένος· - ПОЛ βαμμένο πάτωμα· -ые ВОЛОСЫ βαμμένα μαλ- μαλλιά. 2 φτιασιδωμένος* -ая женщина φτιασιδω- μένη γυναίκα. крапха, -И θ. (απλ.) άκρη ή γωνία ψωμιού. краюика, -И θ. ακρούλα, γωνίτσα ψωμιού. ■*креатура, -Ы θ. εγκάθετος, βαλτός· προ- προστατευόμενος. *Кревётка, -И θ. καρίδα, γαρίδα. *крёдИТ, -а α. η δεζιά σελίδα λογιστικού βιβλίου, πίστωση* дебет И - το δούναι και λαβείν. *кредЙТ, -а α. 1 πίστωση, κρέντιτο· ДОЛГО- ДОЛГОСРОЧНЫЙ - μακροπρόθεσμη πίστωση· краткосроч- краткосрочный - βραχυπρόθεσμη πίστωση* открывать - α- ανοίγω πίστωση· предоставить - παρέχω πίστω- πίστωση· отпустить товар В - όίνω εμπόρευμα με πί- πίστωση. 2 εμπιστοσύνη, πίστη· κύρος. 3 βλ. кредитоспособность. II εκφρ. Β - με πίστωση· государственный - δημόσιο χρέος. Кредитка, -И θ. τραπεζογραμμάτιο. кредитный επ. πιστωτικός. II εκφρ. - 6И- лёт τραπεζογραμμάτιο. кредитование, -Я ουδ. πίστωση χρηματική. кредитовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кредитованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ. κ. σ.μ. 1 πιστώνω, δίνω με πίστωση (χρήματα ή εμπορεύματα) 2 χορηγώ πιστώσεις. II -СЯ παίρ- παίρνω με πίστωση* έχω πίστωση. кредитовый επ. (λογισ.) του λαβείν. #кредитбр, -а α. πιστωτής (άτομο τΐ ίδρυμα). кредиторский επ. πιστωτικός, του πιστωτή. кредитоспособность, -И θ. αξιοπιστία, φε- φερεγγυότητα, το εχέγγυο. кредитоспособный επ., βρ: -бен, -бна,~бно αξιόπιστος, αξιόχρεος, φερέγγυος, εχέγγυος. *крёдо ουδ. άκλ. 1 το πιστεύω (ως σύμβολο θρησκευτικής πίστης). 2 απόψεις, πεποιθή- πεποιθήσεις, κοσμοθεωρία* политическое - το πολι- πολιτικό πιστεύω* научное - το επιστημονικό πι- πιστεύω. *Крез,-а α. Κροίσος, βαθύπλουτος. *крёйсер, -а α. το καταδρομικό (σκάφος). крейсерский επ. του καταδρομικού* -ая эскадра μοίρα καταδρομικών* -ая СКОРОСТЬ η κανονική ταχύτητα πλοίου ή αεροπλάνου. крейсерство, -а ουδ. περιπολία ναυτική. крейсировать, -рую, -руешь р.δ. 1 πλέω,ε- πλέω,εκτελώ δρομολόγιο. 2 περιπολώ, περιπλέω. *крёйцер, -а α. παλαιό μικρό νόμισμα μερι- μερικών ευρωπαΤκών κρατών. *крёкинг, -а, α. (τεχ.) απόσταξη. II εγκα- εγκατάσταση απόσταξης (πετρελαίων). крекинговый επ. της απόβταξης ή με από- απόσταξη. крекирование, -я ουδ. (τεχ,) απόσταξη. крекировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. απο- αποστάζω. *крем, -а α. 1 κρέμα (γλύκισμα). 2 καλυ- ντικό. 3 κρέμα (υποδημάτων). крематорий, -Я α. κρεματόριο. кремационный επ. αποτεφρωτικός* -ая печь φούρνος αποτέφρωσης, "кремация, -И θ. αποτέφρωση πτώματος. Кремень, -МНЙ α. 1 πυρίτης λίθος, πυρόλι- θος, τσακμακόπετρα. 2 άνθρωπος άκαμπτου χα- χαρακτήρα, σκληρός, πέτρα. II τσιγκούνης, σπα- σπαγκοραμμένος. кремешок, -Ιίΐκά α. 1 μικρός πύρόλιθος. 2 βλ. кремень B σημ.). кремлёвский επ. του Κρεμλίνου* -Ие 6ЙШНИ οι πύργοι του Κρεμλίνου* -ие стены τα τείχη του Κρεμλίνου. крёмель, -ή α. το Κρεμλίνο (ακρόπολη). кремнёвый επ. 1 του πυρόλιθου, πυρολιθι- κός, πυρτικός. II απο πυρόλιθο. II με πυρόλι- θο* -ая зажИГЙЛКа αναπτήρας, το τσακμάκι. 2 μτφ. σκληρός, άκαμπτος, πέτρινος. кремнезём, -а α. (παλ.) βλ. кремний. кремнезёмный επ. του πυριτίου. Кремневый επ. πυριτικός* -ые соли πυριτι-
кре 511 кре κά άλατα, "кремний, -Я α. πυρίτιο (χημ. στοιχείο). кремнистый1 επ. πετρώδης, λιθοσκεπής, γε- γεμάτος πέτρες. II μτφ. σκληρός, άκαμπτος. Кремнистый2 επ. πυριτικός, του πυριτίου· -ые соединения πυριτικές ενώσεις. II πυρι- τιούχος. кремовый επ. της κρέμας.II λευκοκίτρινος, χρώματος κρεμ. *Крен, -а α. 1 πλευρική κλίση σκάφους. 2 μτφ. στροφή, αλλαγή (για σκοπό, σκέψη κ.τ.τ.). Кренделёк, -ЛЫСЙ α. κουλουράκι σχήματος „Β" ή .,8". "крендель, -я, πλθ. крендели к. крендели η γεν. -ей α. 1 ψωμί σχήματος иВ" ή ,ιβ". 2 -ем επίρ. κουλουροειδώς. Π εκφρ. выделывать (НОГЙми) -Я τρικλίζω, βαδίζοντας διαγράφω με τα πόδια οχτάρια (για μεθυσμένο). крендельный επ. για κουλούρια· -ое тёсто ζυμάρι για κουλούρια. Кренить, -НЙ, -нишь р.δ.μ. κλίνω, γέρνω (για πλοίο, αεροπλάνο). II -СЯ κλίνω, γέρνω. *кренбметр, -а α. κλισίμετρό. *креоз<5т, -а α. κρεόζωτο, κρεόσωτο, σωσί- κρεας. Креозотовый επ. του κρεόζωτου. "креол, -а α., -ка, -и θ. κρεολός, -ή. креольский επ. κρεολός. *креп, -а α. κροκύφαντο, κρεπ. *Крепдешин, -а α. κρεπ ντε σίν. крепдешиновый επ. από κρεπ ντε σίν. Крепёж, -пели α. (αθρσ.) εξαρτήματα ή υ- υλικά στερέωσης. крепёжный επ. στερεωτικός. II για στερέ- στερέωση. крепильщик, -а α. εργάτης στερεωτής. Крепительный επ. 1 (παλ.) δυναμωτικός, ε- ενισχυτικός, τονωτικός. 2 υλικό στερεωτικό. 3 ουσ.-ое δυναμωτικό, το τονωτικό (φάρμακο). Крепить, -ПЛЙ, -ПЙшь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. креплённый, βρ: -лён, -лени, ~лен<5 р.δ.μ. 1 στερεώνω, στεργιώνω· συνδέω γερά· δένω στέ- στέρεα. 2 (ναυτ.) μαζεύω τα πανιά. 3 ενισχύω, δυναμώνω· - Оборону своего отечества ενι- ενισχύω την άμυνα της πατρίδας μου. II (παλ.) ζωηρεύω, ζωντανεύω, δίνω ζωντάνια. 4 προξε- προξενώ, προκαλώ δυσκοιλιότητα. II -СЯ συγκρατιέ- συγκρατιέμαι. II κάνω κουράγιο στον εαυτό μου. II στε- στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. B, 3 σημ.). крепкий .επ., βρ: -пок, ~πκ£, -πκο. 1 γε- γερός, σκληρός" - орех σκληρό καρύδι· -ое дё- реВО σκληρό ζύλο· -ая ткань γερό ύφασμα· организм γερός οργανισμός. II στερεός, στέρ- γιος, σταθερός, ακούνητος. II μτφ. σίγουρος* πιστός. 2 δυνατός, ισχυρός· - ветер σφο- σφοδρός άνεμος· - мор<5з δυνατό κρύο. 3 πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας· - βαρύς καφές· - раствор ισχυρό διάλυμα· - ук- сус δυνατό ξίδι· - табак βαρύς καπνός· -ое вино δυνατό κρασί. II εκφρ. -ая дисциплина γερή πειθαρχία* -ие напитки οινοπνευματώδη ποτά· -ое СЛОВО ή СЛОВЦО υβριστική λέζη* - СОН βαθύς ύπνος* крепок НЙ ухо ο βαρύκοος. крепко επίρ. γερά, δυνατά* στέρεα κλπ. ε- επίθετα. II (απλ.) πάρα πολύ. II εκφρ. - на- крепко πάρα πολύ γερά, στέρεα κλπ. επ. крепкоголовый επ., βρ: -лов, -а, -о βλ. КреПКОЛОбЫЙ A σημ.). крепколобый επ., βρ: -лоб, -а, -О. 1 στε- στενοκέφαλος, πείσμονας. 2 χοντροκέφαλος, κου- φόνους. крепконогий επ., βρ: -нбг, -а, -о ισχυ- ρόποδος, που έχει γερά πόδια, αντοχής στην πορεία. крепление, -Я ουδ. 1 στερέωση, στέριωμα· σύνδεση γερή. 2 βλ. крепь. 3 εξάρτημα στε- στερέωσης. креплёный επ. ενισχυμένος, δυναμωμένος· -ое ВИНО ενισχυμένο κρασί (με οινόπνευμα). крепнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. креп κ. крепнул, -ла, -ЛО р.δ. 1 στερεώνω, καθιστώ στερεό, στεργιώνω. 2 δυναμώνω, ενισχύομαι· пусть -ет дружба между греческим и совет- советским народами! ας δυναμώνει η φιλία ανάμεσα στον ελληνικό και σοβιετικό λαό! креповый επ. απο κρέπ. крепостник, -ά α. δουλόφρονας, οπαδός του δουλοπάροικου συστήματος. крепостнический επ. δουλοπάρικος, του δου- δουλοπάροικου ή της δουλοπαροικίας· -ие ВЗГЛЯ- ВЗГЛЯДЫ δουλοπάροικες απόψεις. 4 крепостничество, -а ουδ. 1 δουλοκτητική κοινωνία· δουλοκτητικό σύστημα, δουλοπαροι- δουλοπαροικία. 2 δουλοκτητικές απόψεις. КреПОСТНбЙ1επ. 1 δουλοκτητικός· -Ые ОТНО- Шёния δουλοκτητικές σχέσεις· -ое ХОЗЯЙСТВО δουλοκτητικό νοικοκυριό. 2 πού ανήκει στο δουλοκτήτη· -ые крестьяне δουλοπάροικοι α- αγρότες. II ουσ. -, -ая δουλοπάροικος, -η. крепостной2επ. του φρουρίου, του κάστρου· -ая б^ШНЯ πύργος (παρατηρητήριο) του φρου- φρουρίου. креПОСТНОЙ3επ. της αγοραπωλησίας· - акт πράξη αγοραπωλησίας (έγγραφο). крепость} -И θ. 1 στερεότητα, αντοχή. 2 δύναμη, ισχύς. Η ρώμη· ακμή. 3 μεγάλη περι- περιεκτικότητα σε οινόπνευμα. крепость* -И θ. φρούριο, κάστρο. II εκφρ. летЙИДая - ιπτάμενο φρούριο. крепость^ -И θ. (παλ.) έγγραφο αγοραπωλη- αγοραπωλησίας· купчая - πωλητήριο. крепость? -И θ. η δουλοπαροικία.
кре 512 кре крепчайший υπερθ. @. του επ. крепкий. крепчать, -йет р.δ. δυναμώνω, γίνομαι ι- ισχυρότερος· ветер ~а"ет о άνεμος δυναμώνει* дух -Йет το ηθικό ανεβαίνει. крепче συγκρ. β. του επ. крепкий και του επιρ. крепко. крепйш, ~ά α. γερός, γεροδεμένος· κοτσα- κοτσανάτος. Крепь} -и θ. υποστήριγμα ορυχείου. крепь? -И θ. (διαλκ.) λόχμη, λόγγος. крепь? -и θ. (παλ.) βλ. крепость! кресало, -а ουδ. (παλ.) πριόβολος, πυ- ριόβολο. кресать ρ.δ.μ. (παλ.) πριοβολίζω. кресельный επ. της πολυθρόνας. кресло, -а ουδ. 1 πολυθρόνα. 2 πλθ. крёс- ла, -сел (παλ.) θέσεις της πλατείας θεάτρου. кресс, -а α. στην έκφρ: —салит κάρδαμο. крест, -а α. σταυρός· деревянный - ξύλι- ξύλινος σταυρός· могильный - επιτάφιος σταυρός· флаг с -ом σημαία με σταυρό· георгиевский - за храбрость о σταυρός του Αγίου Γεωργίου για αντρεία. II μτφ. κακή τύχη, βάσανα, δει- δεινά· безропотно нести свой - αγόγγυστα κου- κουβαλώ το σταυρό μου. Ι! ως επί р. -ОМ σταυρωτά· СЛОЖИТЬ руки -бм σταυρώνω τα χέρια. II εκφρ, болгарский -'βουλγαρικός σταυρός (είδος κε- κεντήματος με διπλό σταυρό)· - накрест σταυ- ροειδώς, σταυρωτά· χιαστί· ВОТ те - μα το σταυρό, μα το θεό, μα την πίστη· ~& нет на КОМ δεν έχει θεό απάνω του (άσπλαχνος), α- αθεόφοβος· ПОСТАВИТЬ - βάζω τελεία και παύ- παύλα (οριστικός τερματισμός)· целовать - φιλώ το σταυρό (ορκιζόμενος)· оградить ή осенить себя -б"м ή знамением ~ά (παλ.) κάνω το σταυ- σταυρό· распинать на -ё σταυρώνω, βάζω στο σταυρό· приложиться К -у (παλ.) φιλώ (ασπά- (ασπάζομαι) το σταυρό. крестец} -тца α. (ανατ.) το ιερό οστό. крестец' -ТЦЙ α. (διαλκ.) θημωνιά με σταυ- σταυρωτά τα δεμάτια. крести, -ёй πλθ. (απλ.) τα σπαθιά της τρά- τράπουλας. крестильный επ. βαπτιστικός, της βάπτι- βάπτισης· -ая руба'шка βαπτιστικό πουκαμισάκι· - Обряд η τελετή της βάπτισης. крестины, -ЙН πλθ. τα βαφτίσια. креститель, -Я α. βαπτιστής· ανάδοχος, νου- νός. крестить, крещу, крестишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. крещённый, βρ: -щён, -тена, щенб р.δ.μ. 1 βαφτίζω, βαπτίζω* - младенца βαφτίζω το βρέφος. II δίνω, βγάζω το όνομα. 2 σταυρώ- σταυρώνω, κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε κά- κάποιον με το χέρι. 3 σβήνω, διαγράφω, βάζω τελεία και παύλα. II εκφρ. не детей - КОМУ С кем αυτοί μαζί τους δεν κουμπαριάφυν, δεν τα ταιριάζουν. Π -СЯ 1 βαφτίζομαι. II γίνο- γίνομαι χριστιανός. 2 κάνω το σταυρό (μου). крёсТНИК, -а α.,· -ца, -Ы θ. αναδεχτός, -ή, αναδεξιμιός, -μιά, βαφτιστικός, -ιά. крёстный επ. του σταυρού* -ое знамение το σημείο του σταυρού* -ое целовйние το φί- φίλημα του σταυρού (σαν όρκος)· - ХОД θρη- θρησκευτική πομπή (με σταυρούς και σημαίες ει- εικόνες), λιτανεία· с ними -ая сила (παλ.) ο θε- θεός μαζί μας (για φόβο)· μέγας είσαι Κύριε! μέγα τ· όνομα σου Κύριε! крёстный επ. ανάδοχος* - отец νουνός* -ая мать νουνά· - сын о γιος του νουνού* -ая сестра" η κόρη του νουνού· - брат; -ая сес- сестра αυτοί που έχουν τον ίδιο νουνό. Π ουσ. -, -ая νουνός, νουνά. крестовидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; σταυροειδής. крестовик, -ά α. σταυραράχνη, επείρα. крестовина, -Ы θ. σταυρός στήριξης* - ДЛЯ ёлки σταυρός στήριξης πρωτοχρονιάτικου δέ- δέντρου. II μοχλός αναστροφής (σιδηρ. γραμμτ',ς). крестбВЫЙ1 επ. με σταυρό ή σταυρούς* -ая ткань ύφασμα με σταυρούς· - паук βλ. Крес- ТОВЙк. II εκφρ. - брат αδερφοποιτός, σταυρα- δέρφι. - ПОХОД σταυροφορία. крестовый2 επ. (χαρτπ.) του σπαθιού· Туз ο άσσος σπαθί· -ая дйма η ντάμα σπαθί. крестоносец, -сца α. 1 (παλ.) σταυροφό- σταυροφόρος. 2 είδος κανθάρου (βλαβερός στα δημη- δημητριακά) . крестоносный επ. σταυροφόρος. крестообразный επ., -зен, -зна, -зно βλ. крестовидный. крестоцветные, -ЫХ πλθ. τα σταυρανθή (τά- (τάξη φυτών). крестцовый επ. του ιερού οστού. крестьянин, -а, πλθ. -яне, -ян α., -ка,-и θ. αγρότης, -ισσα, χωρικός, -ή. II φοροτελής χωρικός. крестьянский επ. αγροτικός· - вопрос α- αγροτικό ζήτημα* -ое движение αγροτικό κίνη- κίνημα· -ая девочка χωριατοκόριτσο, -τοπούλα1 -ое ХОЗЯЙСТВО η' - ДВОр αγροτικό νοικοκυριό. крестьянство, -а ουδ. 1 η αγροτιά, οι α- αγρότες· οι χωρικοί* колхозное - η κολχόζνι- κη αγροτιά. 2 (διαλκ.) η αγροτική δουλειά, αγροτοκαλλιεργεια. крестьянствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. ασχολούμαι με αγροτικές δουλειές. *кретЙН, -а α., -ка, -И θ. που πάσχει απο κρετινισμό. кретинизм, -а α. κρετινισμός. *крет<5н, -а α. κρετώνιο (ύφασμα). кретОННЫЙ κ. кретОНОВЫЙ επ. από κρετώνιο.
кре 513 кри кречет, -а α. γυπιέρακας. *КрещёнДО х. крешёнДО επί ρ. κρεσέντο. крещение, -Я ουδ. 1 βάφτιση, -μα. 2 τα θεοφάνεια. II εχφρ. боевое - α) το βάπτισμα του πυρός, β) η πρώτη δοκιμασία (για σταδι- σταδιοδρομία) . крещенский επ. των θεοφανείων, των Φώτων -ие морозы ή ХОЛОДИ οι παγωνιές των Φώτων (του Γενάρη). крещёный επ. βαφτισμένος. II χριστιανός. кривда, -Ы θ. (λκ. ποίηση) αναλήθεια, ψέ- ψέμα* αδικία. кривизна, -ΰ θ. καμπυλότητα, κυρτότητα· στράβωμα, καμπούριασμα. кривить, -ВЛЙ, -ВИШЬ р.6.μ. κυρτώνω, κα- καμπυλώνω, λυγίζω, στραβώνω· - рот στραβώνω το στόμα· - ЛИЦО συσπώ το πρόσωπο, στραβο- στραβομουτσουνιάζω· - каблуки στραβώνω τα τακού- τακούνια· - Душой (μτφ.) παραβαίνω τη συνείδηση. II -СЯ στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ, φ. кривЛЙка, -И α. κ. θ. ακκιστής, -τρία, κα- μωματάς, -του, ναζιάρης, -ρα, -ζού, κατσα- μακλού, τσακίστρα. кривлянье, -Я ουδ. νάζι, σκέρτσο, άκκι- σμός, τσάκισμα. крИВЛЙТЬСЯ ρ.δ. ακκίζομαι, (δια) θρύπτομαι, κάνω καμώματα, τσακίσματα, τσαλιμάκια· στρα- βομουτσουνιάζω. кривобокий επ., βρ: -бок, -а, -о στραβό- πλευρος, στρεβλός, σκόλιος. кривоглазый επ., βρ: -глаз, -а, -о τυφλός απο το ένα μάτι, μονόφθαλμος, μονόματος, ε- τερόφθαλμος. криводушие, -Я ουδ. ανειλικρίνεια, υπο- υποκρισία, διπλοπροσωπία. криводушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно α- ασυνείδητος, ανειλικρινής, υποκριτής, διπλο- πρόσωπος. кривой επ., βρ: крив, крива, криво. 1 κυρ- κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός· -ая са\3ля κυρτό σπαθί. И στραβός, στρεβλός· че- человек С -ЫМИ НОГЙМИ άνθρωπος στραβοπόδα- ρος. II λοξός, πλάγιος· ~йя ЛИНИЯ λοξή γραμ- γραμμή. 2 ουσ. θ. -ая λοξή γραμμή. 3 βλ. крИБО- ГЛЙЗЫЙ. 4 (παλ.) άδικος, ψεύτικος, μη σω- σωστός. II εκφρ. ~6я улыбка ψευτοχαμόγελο· -бе зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει' улыбЙТЬ- СЯ (усмехЙТЬСЯ) -О πικροχαμογελώ· χαμογελώ ειρωνικά· -ая вывезет (вынесет) μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει· куда" ~&Я не (ни) вывезет (вынесет) όπου το βγάλει η ά- άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει· На -ОЙ не Объё- дешь его δεν τον ξεγελάς με τίποτε. КриВОЛИНёЙНОСТЬ, -И θ. καμπυλότητα γραμ- γραμμής. криволинейный επ. καμπυλόγραμμος. кривоногий επ., βρ: -ног, -а, -Ο στραβο- πόδαρος, -πόδης. кривоножка, -И α. κ. θ..στραβοπόδαρος, -η. кривоносый επ. , βρ: -н<5с, -а, -о στραβο- μύτης, στρεβλόρρινος. криворотый επ., βρ: -рот, -а, -о στραβό- στομος. КРИВОТОЛКИ, -ОВ πλθ. παρερμηνείες, ασά- ασάφειες, διαστρεβλώσεις. Кривошеий, -шёяя, -шёее επ. στραβολαίμης, ετεροτράχηλος, στρεψαύχηνος. КРИВОШИП, -а α. στρόφαλος, μαναβέλα. КРИВОШИПНЫЙ επ. του στρόφαλου, της μανα- βέλας. кривуля, -И θ. (απλ.) στραβός, στρεβλός, σκόλιος, σκεβρός. *крйзис, -а α. 1 κρίση· экономический οικονομική κρίση· общий - капитализма γενι- γενική κρίση του καπιταλισμού. 2 μεταίχμιο κα- κατάστασης ασθενούς, κρίσιμη κατάσταση. 3 έλ- έλλειψη, ανεπάρκεια· ТОШШВЫЙ - κρίση καυσί- καυσίμων. II εκφρ. политический - πολιτική κρίση· правительственный - κυβερνητική κρίση· ми- МИСТёрскиЙ - υπουργική (κυβερνητική) κρίση. КРИЗИСНЫЙ επ. της κρίσης· ~ые явления В экономике φαινόμενα κρίσης στην οικονομία. крик, -а (-у) α. 1 κραυγή· -И о помощи οι κραυγές για βοήθεια. II φωνή ηχηρή, ξεφωνη- ξεφωνητό. II κρωγμός· κραυγή ζώου. 2 μτφ. ξέσπασμα αισθήματος· - ОТЧа"яния κραυγή απελπισίας. 3 φωνές, μαλώματα, βρισιές. II εκφρ. ПОСЛёд- НИЙ - МОДЫ η τελευταία λέξη της μόδας. *крйкет, -а α. κρίκετ (είδος σφαιροβολίας). КрИКЛЙВОСТЬ, -И θ. κραυγασμοί, φωνασκίες. крикливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 κραυ- γαστής, φωνακλάς, φωνασκός. 2 βροντερός, δι- διαπεραστικός, διάτορος. 3 μτφ. φανταχτερός, χτυπητός, εντυπωσιακός· -ая реклама φαντα- φανταχτερή ρεκλάμα. 4 θορυβώδης· κραυγαλέος. II υβριστής. крикнуть р.σ. βλ. кричйть A, 2, 3 σημ.). крикса, -Ы θ. (διαλκ.) 1 κλαυθμυρισμός, το κλαψάρισμα, η κλάψα. 2 κλαψάρικο παιδί. II φωνακλάς, φωνασκός. КрИКуН, -а" α., -ЬЯ, -И θ. 1 φωνακλάς, φω- νακλού, φωνασκός. 2 παπαρδέλας, αρλούμπας. крикуха, -И θ. (διαλκ.) φωνακλού. крикуша, -И α.к.θ. (απλ.) φωνακλάς, -λού. криминал, -а α. έγκλημα. криминалист, -а α. εγκληματολόγος. *крИМИналЙСТИКа, -И θ. εγκληματολογία. криминалистический επ. εγκληματολογικός. *криминальный επ. εγκληματικός. КРИМИНОЛОГ, -а α. εγκληματολόγος. криминологический επ. εγκληματολογικός. 'КРИМИНОЛОГИЯ, -И θ. εγκληματολογία.
кри 514 про криница. -Ы θ. (διαλκ.) κρήνη, βρύση. II πηγάόι. кринка и. крынка, -И θ. πήλινο γαλακτοδο- γαλακτοδοχείο. *крИНОЛЙН, -а, α. κρινολίνο (είδος φούστας). *крИПТОГрамма, -Ы θ. κρυπτογράφημα. *криптография, -И θ. κρυπτογραφία. *криптомёрия,~И θ. κρυπτομερία (δέντρο). *криптс5н,-а α. κρυπτόν (χημ. στοιχείο). *криста\лл, -а α. κρύσταλλο. II (παλ.) υαλο- κρύσταλλο. кристаллизационный επ. (απο) κρυσταλλωμένος, кристаллизация, -И θ. (απο)κρυστάλλωση, кристаллизировать ся) ρ.δ. βλ. кристалли- зовйть(ся). кристаллизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кристаллизованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. (απο)κρυσταλλώνω. II -СЯ 1 (αποκρυσταλλώνομαι. 2 μτφ. αποκτώ, παίρνω οριστική μορφή. кристаллик, -а α. μικρό κρύσταλλο, кристаллический επ. κρυσταλλικός. II κρυ- κρυστάλλινος, -λλένιος. кристаллйчный επ. βλ. кристаллический. кристалловидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно,· κρυσταλλοειδής. кристаллограф, -а α. κρυσταλλογράφος. кристаллографический επ. κρυσταλλογραφι- κός. кристаллография, -И θ. κρυσταλλογραφία. кристаллообразный επ., βρ: -зен, -зна, -о Βλ. кристалловидный. Кристальность, -И θ. κρυσταλλικότητα. кристальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 κρυσταλλικός. 2 μτφ. καθαρός, διαυγής,σαν το κρύσταλλο* κρυστάλλινος. "критерий, -Я α. κριτήριο· - ИСТИНЫ κριτή- κριτήριο αλήθειας· служить -ем χρησιμεύω σαν κρι- κριτήριο. критик,-а α. 1 κριτικός· литературный κριτικός της λογοτεχνίας" театральный - κρι- κριτικός του θεάτρου. 2 βλ. критикйн. *крЙТИКа, -И θ. 1 κριτική· ЗаЖЙМ -И πνίξι- πνίξιμο της κριτικής" подвергать -е κριτικάρω· строгая - αυστηρή κριτική. 2 έλεγχος· исто- историческая - ιστορική κριτική (έλεγχος των ι- ιστορικών γεγονότων)· - текста έλεγχος γνη- γνησιότητας κειμένου. 3 είδος φιλολογικό· теа- театральная - κριτική του θεάτρου· литературная φιλολογική κριτική. 4 (αθρσ.) οι κριτι- κριτικοί. 5 (παλ.) κριτικό άρθρο. II εκφρ. НЭВО- ДЙТЬ -у κάνω κριτική, κριτικάρω· не ВЫДёр- живает -ίΐ δε^ αντέχει στην κριτική· ниже ВСЯ- ВСЯКОЙ критики δεν αντέχει σε καμιά κριτική. критикан, -а α., -ка, -и θ. επικριτής, κρι- τικομανήα. Φΐλόψογος. критиканский επ. επικριτικός, κριτικομα- νής. критиканство, -а ουδ. επίκριση, κριτικο- μανία. критиканствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. επικρίνω, κριτικάρω με εμπάθεια. критиковать, -кую, -куешь р.δ.μ. κριτικά- κριτικάρω, κάνω κριτική. II -СЯ κριτικάρομαι. КРИТИЦИЗМ, -а α. κριτικισμός ή κριτική" θε- θεωρία. критически επίρ. κριτικά. критический1επ. κριτικός· - пересмотр κρι- κριτική επανεξέταση· -Ие замечания κριτικές παρατηρήσεις· - ум κριτικό μυαλό. критическийΚεπ. κρίσιμος· - возраст κρί- κρίσιμη ηλικία· - момент κρίσιμη στιγμή· -ое положение κρίσιμη κατάσταση. II εκφρ. ~ое состояние (φυσ.) σημείο κρίσιμο ή μεταβολής (ουσίας)· -ая температура κρίσιμη θερμο- θερμοκρασία. КРИТИЧНОСТЬ, -И θ. κρίση, κριτική σχέση. критичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. критический] КрЙца, -Ы θ. (τεχ.) χελώνα σφυρήλατου σι- σιδήρου. кричать, -чу, -чйшь, μτχ. εν στ. кричащий ρ.δ. 1 κραυγάζω, κράζω, φωνάζω, ξεφωνίζω' @οώ. 2 μτφ. επιπλήττω μεγαλόφωνα, μαλώνω. 3 (προσ)καλώ, φωνάζω. 4 μιλώ δυνατά· γράφω· газеты -ЛИ О войне οι εφημερίδες κραύγαζαν για τον πόλεμο· все -йт о её красоте όλοι μιλούν για την ομορφιά της. II εκφρ. криком -; на крик - ανακραυγάζω συνεχώς. КриЧЙЩИЙ επ. απο μτχ. βλ. КРИКЛИВЫЙ. кров, -а α. (παλ.) στέγη· - из соломы στέ- στέγη ,απο άχυρα, αχυροσκεπή. II σπίτι, οικία, κα- κατοικία· гостеприимный - φιλόξενο σπίτι* ос- остаться без -а μένω άστεγος* лишённый -а στερημένος στέγης, άστεγος. II προστασία· σκέ- σκέπη* ПОД -ОМ НОЧИ κάτω απο τη σκέπη της νύ- νύχτας. кровавить, -ВЛГО, -ВИШЬ р.δ.μ. (παλ.) μα- ματώνω, βάφω στο αίμα* - саблю βάφω το σπαθί στο αίμα. II -СЯ ματώνομαι, βάφομαι στο αίμα. кроваво-красный επ. κόκκινος σαν το αίμα. кровавый επ., βρ: -ВОВ, -а, -О. 1 αιματη- αιματηρός* -ые события αιματηρά γεγονότα. 2 αι- αιμόφυρτος, καθημαγμένος. 3 ματωβαμμένος· царь ματωβαμμένος τσάρος. 4 κόκκινος, πορ- πορφυρός. II εκφρ. - ПОНОС αιματερή διάρροια* -ая рвота αιματημεσία* -ое воскресенье μα- τωβαμμένη Κυριακή (9 Γενάρη 1905)· -ая "месть (παλ.) βλ. στη λ. кровный* -ые слёзы καυτά δάκρυα* - ΠΟΤ ιδροκόπημα (μόχθος)* ДО -ГО Пота μέχρι ιδροκόπημα (ξεθεωμα, ξεπάτωμα). кроватка, -И θ. κρεβατάκι
κρο 515 κρο кроватный επ. του κρεβατιού. кроВЙТЬ, -И θ. κρεβάτι, κλίνη· ДВухспа\ль- ная - διπλό κρεβάτι· ПОХЙДНая - κρεβάτι εκ- εκστρατείας· железная - σιδερένιο κρεβάτι кровельный επ. της στέγης, για στέγη, στε- στεγαστικός· -не работы στεγαστικές εργασίες· -ое железо σιδηρόφυλλα στέγης. кровельщик, -а α. στεγαστής, στεγοποιός. кровенеть ρ.δ. ματώνω, -ομαι. кровенить ρ.δ.μ. (απλ.) ματώνω, ματοβάφω. кровеносный επ. αιμοφόρος· -ые СОСУДЫ αι- αιμοφόρα αγγεία· ~ая система κυκλοφοριακό σύ- σύστημα του αίματος. кровинка, -И θ. 1 σταγόνα αίματος. 2 τέ- τέκνο (μου), παιδί (μου). II εκφρ. (НИ) -И В лице (нет, нё было, не оста\лось) χλώμιασε ε- εντελώς, κέρωσε, έγινε σαν το κερί. кровля, -и θ., γεν. πλθ. -вель, δοτ. -лям I στέγη, σκεπή. 2 (παλ.) εστία, σπίτι, οι- οικία, κατοικία. II εκφρ. жить ПОД ОДНОЙ -ей С кем ζω στο ίδιο σπίτι με κάποιον ЖИТЬ ПОД чей -ей ζω στο σπίτι κάποιου. κρόΒΗΟ επίρ. ζωτικά κλπ. επ. βλ. кровный. II θανάσιμα. крОВНЫЙ επ. 1 ομαίμονάς, όμαιμος, εζ αί- αίματος* -ые родственники συγγενείς όμαιμοι· - брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος· -ое рОДСТВО ομαιμοσΰνη, συγγένεια εξ αίματος· -ые СВОЗИ δεσμοί αί- αίματος. 2 ζωτικός, βασικός· - интерес ζωτικό συμφέρο. 3 μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος· μόνι- μόνιμος· -ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό. 4 καθαρόαι- καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). II γνήσιος· - грек γνήσιος Ελληνας. 5 με μόχθο· -ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα. II εκφρ. - враг θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός· -ЭЯ враждй θανάσιμη έχθρα· -ая месть βεντέτα" -ая Обида μεγάλη προσβολή. кровожадность, -И θ. αιμοδιψία, αιμοβορία. кровожадный επ., βρ: ~ден, -дна, -дно αι- μόδιψος, -ψής, αιμοβόρος, αιμοχαρής. кровоизлияние, -Я ουό. αιμορραγία, αιμόρ- ροια· - мозга εγκεφαλική αιμορραγία. кровоостанавливающий επ. αιμοστατικός. кровопивец, -вца α. (απλ.) βλ.кровопийца. КРОВОПИЙСТВО, -а ουδ. αιμοβορία, σκληρό- σκληρότητα, απανθρωπιά. крОВОПЙЙЦа, -Ы α.κ.θ. αιμοβόρος, βδέλλα, σκληρός, άσπλαχνος άνθρωπος. кровоподтёк,-а α. (ιατ ρ.) εκ χύ μωση. кровопролитие, -Я ουδ. αιματοχυσία, αιμα- αιματοκύλισμα. кровопролитный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; αιματηρός, φονικός· -ое сражение αιματηρή μάχη. Кровопускание, -Я ουδ. (ιατρ.) αφαίμαξη. кровопускательный επ. αφαιμακτικός. кровосмеситель, -я α., -ница, -не. αι- μομείκτης, -τρία. кровосмесительный επ. αιμομεικτικός· брак αιμομεικτικός γάμος. кровосмесительство, -а ουδ. αιμομειζία. кровосмешение, -Я ουδ. αιμομειξία. кроВОСОС, -а α. 1 βάμπιρος (γένος νυχτε- νυχτερίδων). 2 (απλ.) βλ. кровопийца. КРОВОСОСНЫЙ επ. αιματορρόφος* -ые ба^НСИ βεντούζες κοφτές. Кровотечение, -Я ουδ. αιμορραγία· - Из носа ρινορραγία. КРОВОТОЧИВОСТЬ, -И θ. τάση για αιμόρροια . II αιμοφιλία (νόσος). кровоточивый επ., βρ: -чйв, -а, -о αιμορ- ροΐ'κός, επιρρεπής σε αιμόρροια· -ая рана αιμάσσουσα πληγή. КРОВОТОЧИТЬ, -ЧЙТ ρ.δ. αιμάσσω, αιμορρα- αιμορραγώ, βγάζω (στάζω) αίμα· рана -Йт η πληγή βγάζει αίμα. Кровохарканье, -Я ουδ. αιμόπτυση. кровохаркать ρ.δ. κάνω αιμόπτυση. кровь, -И, προθτ. о -И, В -Й, γεν. πλθ. -ёй θ. 1 αίμα· вено'зная - φλεβικό αίμα· ар- териёльная ~ αρτηριακό αίμα· переливание -и μετάγγιση αίματος· заражение -И μόλυνση του αίματος. II πλθ. -И τα'έμμηνα, η περίοδος. 2 μτφ. γένος, συγγένεια. II οι πλησιέστεροι συγ- συγγενείς. 3 ράτσα ζώων. II (για ανθρώπους) γέ- γένος, καταγωγή· гречонка ПО -И Ελληνίδα την καταγωγή. 4 μτφ. αιματοχυσία, φονικό. 5 μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία· горячая - θερ- θερμόαιμος· холодная - ψύχραιμος. II εχφρ. Β - ρ ДО крОВИ ИЗбЙТЬ (разбить) χτυπώ μέχρι αί- αίμα· узы -И δεσμοί αίματος· - С МОЛОКОМ (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος* - броси- бросилась (кинулась, ударила) в голову ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι· - ИГрЙет το αίμα βράζει (σφύζει)· - КИПИТ (горит, брОДИТ) α) το αί- αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έ- έξαψη ή πάθος, οργασμός· - стынет (леденеет) το αίβα παγώνει (αηο φόβο, φρίκη)· бросЙТЬ (ОТВОРЯТЬ, КИДАТЬ) - (παλ.) κάνω αφαίμαξη· ЛИТЬ (пролИВЙТЬ) - ЧЬЮ τραυματίζω ή σκοτώ- σκοτώνω κάποιον ПИТЬ, СОСЙТЬ - πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά1)· πόρ- ТИТЬ - χαλνώ τη διάθεση· ερεθίζω· ПИСАТЬ ~ЬЮ γράφω με αίμα (απο τα φυλλοκάρδια, ειλικρι- ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)· СМЫТЬ ~ЬЮ ОбЙДу ξεπλένω την προσβολή με αίμα· сердце -ЬЮ Обливается ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα)" Зто В -Й το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)· - за - αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας· ХОТЬ - ИЗ НEсу (απλ.) οπωσ-
κρο 516 κρο δήποτε· ИЗОЙТИ -ЬГО εξαντλούμαι, απο την αι- αιμορραγία. КрОВЯНЙСТЫЙ επ., βρ: -НЙСТ, -а, -О ματω- ματωμένος, αε αίμα· -ое МЯСО κρέας όλο αίματα. КрОВЯНОЙ επ. 1 του αίματος· -Ое давление πίεση του αίματος· ~ые шарики αιμοσφαίρια. II απο αίμα· -<5θ ПЯТНО κηλίδα αίματος. 2 κόκ- κόκκινος, ερυθρός· - рубЙН κόκκινο ρουμπίνι. кроение, -Я ουδ. κοπή, κόψιμο (υφάσματος, δέρματος). Кроёный επ. κομμένος (για ύφασμα, όέρμα). кроЙЛЬНЫЙ επ. της κοπτικής- - СТОЛ τραπέ- τραπέζι κοπτικής. КРОИТЬ, крОГО, кроЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кроенный, βρ: кроен, -а, -Ο ρ.δ. κόβω (ύφα- (ύφασμα ή δέρμα για ράψιμο). II -СЯ κόβομαι. крой, Кро'я α. 1 βλ. кроение. 2 σχέδιο, μο- μοντέλο. кройка, -и θ. κοπτική· курсы -и и шитьй η σχολή κοπτικής και ραπτικής. *крокёт, -а α. κροκέ, είδος παιγνιδιού, τα εξαρτήματα του καθώς και το γήπεδο. крокетный επ. 'του κροκέ. *КрОКЙ ουδ. άκλ. πρόχειρο σχεδιάγραμμα ή προδιατύπωση. крокйрование, -Я ουδ. πρόχειρη σχεδιαγρά- φιση. крокирование, -Я ουδ. το χτύπημα (στο κρο- κροκέ) . крокировать, -рую, -руешь ρ.δ. σχεδιαγρά- φω πρόχειρα, προδιατυπώνω. крокировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крокированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.κ.σ. μ. κάνω κροκέ. крокировка, -и θ. βλ. крокирование. *КрОКОДЙЛ, -а α. κροκόδειλος. Крокодилий, -ЬЯ, -ье επ. κροκοδείλιος· -ЬЯ Пасть στόμα κροκόδειλου. Крокодилов, -а, -о επ. κροκοδείλιος. -а кожа δέρμα κροκόδειλου. II εκφρ. -Ы слёзы κροκοδείλια δάκρυα. КРОКОДИЛОВЫЙ επ. κροκοδείλιος, απο δέρμα κροκόδειλου. *КрEкус, -а α. 1 κρόκος (φυτό). 2 ζαφουρά (χρωστική ουσία). крОЛИК, -а α. κουνέλι, κόνικλος. II γούνα απο κουνέλι. КРОЛИКОВОДСТВО, -а ουδ. κονικλοτροφία. Кролиководческий επ. κονικλοτροφικός. КРОЛИЧИЙ, -ЬЯ, -ье ουδ. κουνελίσιος· - мех γούνα απο κουνέλι. *кр0ЛЬ, -Я α. ιιρόουλ, πρηνής κολύμβηση. крольчатина, -Ы θ. κρέας κουνελίσιο. крольчатник, -а α. κρολικοτροφείο. КрОЛЬЧЙха, -И θ. η κουνέλα. крольчонок, -нка, πλθ. -чйта, ~ч&т κου- κουνελάκι . кроме πρόθ. με γεν. εκτός, παρ εκτός, εξαιρέσει, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, έξω, εξόν - него никого не видел εκτός απ' αυ- αυτόν δεν είδα κανέναν άλλον. II εχφρ. - ТОГО (παρνθ. λ.) εκτός αυτού (τούτου), εκτός απ' αυτό· - шуток εξόν τ' αστεία· - как... (χω- (χωρίς πτωτική διάκριση)· εκτός στον (στην к. τ.τ.), εκτός απο..., μόνο στον (στην κ.τ.τ.). кромешный επ. (παλ.) βαρύς, αφόρητος· -ая ЖИЗНЬ αφόρητη ζωή. II εκφρ. - ад к. -ая му- ка κόλαση (ανυπόφορη κατάσταση)· -ая тьма к. - мрак θεοσκόταδο, ζόφος, έρεβος, ταρτά- ρειο σκότος. Кромка, -И θ. ταινία επιμήκης (στην άκρη υφάσματος)· παρυφή, κράσπεδο. II άκρη κάθε πράγματος· - ЛЬДД άκρη πάγου* - ДОСКЙ άκρη σαν ί δας. кромсание, -Я ουδ. κομμάτισμα. II παρα- παραμόρφωση , χάλασμα. кромсать р.δ.μ. κομματιάζω, κόβω όπως τύ- τύχει (απερίσκεπτα). II μτφ. παραμορφώνω, χαλ- χαλνώ τεμαχίζοντας. *крон? -а α. χρώμα μεταλλικό. крон? -а α. βλ. кронглас. *крОНа1, -Ы θ. φυλλωσιά (κόμη) δέντρου. *крОна? -Ы θ. κορώνα (νόμισμα). *крОНВерк, -а α. (παλ.) ημικυκλικό οχύρω- μα φρουρίου. *кронглас, -а α. γυαλί βοημικό, οτεφανύαλος. *крошринц, -НЦа α. κόνπριντς (τίτλος) . кронпринцесса. -Ы θ. σύζυγος του κόμπριντς. *кронциркуль, -Я α. διαβήτης καμπύλος με ελατήριο. *кронштёйн, -а α. 1 καταβολέας, πρόβολος, φουρούσι. 2 στήριγμα οριζόντιο (για εξαρτή- εξαρτήματα1, μη χανισμο ύ ς ). кропа'ние, -я ουδ. σύνθεση ή συγγραφή αδέ- αδέξια. кропатель, -Я α. (ειρν.) συνθέτης ή συγ- συγγραφέας αδέξιος, της κακής ώρας. кроП^ТЬ р.δ.μ. 1 (παλ.) ράβω, μπαλώνω. 2 μτφ. συρράβω, συνθέτω, συγγράφω αδέξια, ά- τεχνα. кропило, -а ουδ. (εκκλσ.) περιραντιστήριο, ραντιστήρι, αγιαστήρα, αγιαστούρα. кропильница, ~Ы θ. αγιαστήριο, -ι (δοχείο). II βλ. кропило. кроПЙТЬ, -ШЛО, -ПЙШЬ р.δ. 1 μ. ραντίζω, ραίνω. 2 αμ. μτφ. ψιχαλίζω. II -СЯ ραντίζο- ραντίζομαι, ραίνομαι. КРОПОТЛИВО επ. επιμελώς, με επιμέλεια, με φροντίδα κλπ. επ. КРОПОТЛИВОСТЬ, -И θ. επιμέλεια, φροντίδα, φιλοπονία· μελέτη εμπεριστατωμένη. кропотливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 επι-
κρο 517 кру μελημένος, φροντισμένος, προσεγμένος, εμπε- εμπεριστατωμένος. 2 λεπτολόγος, εμβαθύνων σε λε- λεπτομέρειες. крОПОТНЫЙ επ. (απλ.) βλ. кропотливый. Кросна к. врОСНЫ πλθ. (δι-αλκ.) 1 αργα- αργαλειός. 2 στημόνι καθώς και το ύφασμα. *кросо, -а α. δρόμος (αγώνισμα σε ανώμαλο έδαφος)· мотоциклетный - μοτοσικλετοδρομία. *КрОССВ<5рД, -а α. σταυρόλεξο· решить - λύ- λύνω σταυρόλεξο. крот, -έ. α. τυφλοπόντικας, ασπάλακας. КРОТКИЙ επ., βρ: -ТОК, -ТКЙ, -ТКО πράος, ήπιος, ήμερος, μαλακός. кротовый επ. του ασπάλακα, του τυφλοπόντι- τυφλοπόντικα· απο ασπάλακα· -ая норка η φωλίτσα του τυφλοπόντικα· - воротник γιακάς απο γούνα ασπάλακα· -ая шуба γούνα απο ασπάλακα. КРОТОСТЬ, -И θ. πραότητα, ηπιότητα, μαλα- κότητα. кроха, -И α.κ.θ. μικρό παιδάκι, μωρό. кроха", -Й, αιτ. кроху, πλθ. крохи, δοτ. -ём θ. ψίχουλο, ψιχίο, τρίμμα. II μτφ. ελά- ελάχιστη ποσότητα, μια ψίχα, μια σταλιά· нет НИ ~И καθόλου δεν υπάρχει· -И ЗНЙНИЙ ψί- ψίχουλα γνώσεων. кр0Х2&ЛЬ, -Л α. μέργος (πτηνό χηνοειδές) . крохобор, -а α., -ка, -И θ. τσιγκούνης, δεκαρολόγος, συλλέκτης οτιδήποτε μικροπραγ- μικροπραγμάτων. II μτφ. μικρολόγος (ο ασχολούμενος με μικρολεπτομέρειες και παραβλέποντας το βασικό} крохоборничать ρ,δ, βλ. крохоборствовать. крохоборский επ. βλ. крохоборческий. крохоборство, -а ουδ. τσιγκουνιά, ποταπή φιλαργυρία· περισυλλογή μικροπραγμάτων. крохоборствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. γίνομαι μεγάλος τσιγκούνης, μαζεύω παλιομι- κροπράγματα. крохоборческий επ. μικρολογικός, μικρο- πρεπής, ψιχουλοσυλλεκτικός.. крохоббрчество, -а ουδ. βλ. крохоборство. крохотка, -И θ. 1 ελάχιστη ποσότητα· μι- μικρού μεγέθους. 2 παιδάκι, παιδαρέλι. 3 επίρ. -У ελάχιστα, μια ψίχα. крохотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно π.·*ύ μικρός, μια σταλιά, μια μπουκιά. *Крошё ουδ. άκλ. 1 κροσσός, κρόσσι. 2 6α- ντέλλα απο κρόσσια. Крошево, -а ουδ. (διαλκ.) φαγητό απο μι- κροκομμένα τρόφιμα. II μτφ. μίγμα, ανακάτω- ανακάτωμα. II αντικείμενο κομματιασμένο. крошение, -Я ουδ. τρίψιμο, θρυμμάτισμα· κομμάτιασμα. крошеный επ. τριμμένος, θρυμματισμένος- κομματιασμένος. крошечка, -И θ. 1 ψιχουλάκι. 2 επίρ. -у λιγάκι, μια ψίχα, μια σταλιά. крошечный επ. πάρα πολύ μικρός. КРОШИТЬ, Крошу", крОШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.δ. 1 μ. τρίβω, θρυμματίζω· κόβω σε μικρά κομματάκια, μετατρέτίω σε ψίχουλα. 2 σπάζω. II μτφ. κατα- καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω. 3 γεμίζω με ψίχουλα· - На ПОЛ κάνω ψίχουλα στο πάτωμα. II -СЯ τρίβομαι, γίνομαι ψίχουλα· κατακομμα- τιάζομαι, κατατεμαχίζομαι. крошка] -И θ. 1 ψιχουλάκι, τριμματάκι. II μτφ. ελάχιστη ποσότητα. 2 πολύ μικρών δια- διαστάσεων. II παιδάκι, παιδαρέλι· μωρό. 3 επίρ. -у ελάχιστα, μια ψίχα, μια στάλα. II εκφρ. НИ -И ούτε σταλιά, ούτε ψιχουλάκι, καθόλου. Крошка? -И θ. τρίψιμο, θρίψη, ψιχούλιασμα. круг, -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α. 1 (В -е) κύκλος· описывать - δια- διαγράφω κύκλο· площадь -а επιφάνεια κύκλου. 2 αντικείμενο στρογγυλό· - сыра κεφάλι τυ- τυριού· спасательный - σωσίβιο. II στεφάνι. 3 (αθλτ.) ο γύρος· беГОВОЙ - γύρος του δρό- δρόμου. 4· το περιβάλλον, οι κύκλοι· правитель- правительственные -Й οι κυβερνητικοί κύκλοι· прйвя- щие -Й οι ηγετικοί κύκλοι· В тесном -у σε στενό κύκλο· В -у семьи σε οικογενειακό κύ- κύκλο· в -у знакомых σε κύκλο γνωστών поли- политические -Й οι πολιτικοί κύκλοι. 5 σφαίρα, τομέας· έκταση· - ЗНАНИЙ о κύκλος των γνώ- γνώσεων - Деятельности η σφαίρα δράσης. II εκφρ. на - κατά μέσο όρο, περίπου· -Й под глазйми μελανοί γύροι στα μάτια (απο υπερκόπωση). ГС- ЛОВа" идёт (ПОШЛИ) -ОМ α) ζαλίζομαι (ζαλί- (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι· сделать ή дать - παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση· СПИТЬСЯ С -у (απλ.) τρικλίζω απο το μεθύσι. кругленький επ. στρογγυλούτσικος. круглеть ρ.δ. γίνομαι στρόγγυλος, στρογ- στρογγυλεύω. круглЙТЬ р.δ.μ. κάνω τι στρογγυλό, στρογ- στρογγυλεύω. II - СЯ γίνομαι στρόγγυλος, στρογ- στρογγυλεύω. круглогодичный επ. βλ. круглогодовой. КРУГЛОГОДОВОЙ επ. ολόχρονος. КРУГЛОГОЛОВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а,-ο στρογ- γυλοκέφαλος. круглогубцы, -ев πλθ. τανάλια (πένσα) στρογ- στρογγυλή, τσίφτης. КРУГЛОЛИЦЫЙ επ. στρογγυλοπρόσωπος. КРУГЛОСУТОЧНЫЙ επ. εικοσιτετράωρος· -ое дежурство εικοσιτετράωρη υπηρεσία. круглощёкий επ., -Щёк, -а, -о φουσκωμά- γουλος, πρησκομάγουλος, μαγουλάς. круглый επ., βρ: кругл, кругли, кругло; 1 στρογγυλός· - стол στρογγυλό τραπέζι· -ая шляпа στρογγυλό καπέλο. II πλήρης, γεμάτος· χοντρός* - мужчина γεμάτος άντρας· -ое ЛИЦО
кру 518 КРУ στρόγγυλο πρόσωπο. 2 ολόκληρος, όλος· - ГОД ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)· - день ολό- ολόκληρη μέρα (ολημερίς)· -ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο. 3 πλήρης· μεγάλης ολκής· дурйк πέρα για πέρα βλάκας· -ое невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσΰνη). II εκφρ. ОТЛИЧНЫЙ, -ЭЯ отличница άριστος μαθητής, ά- άριστη μαθήτρια· -, ~ая сирота" ορφανός απο πατέρα και μάνα· ~ая сумма; -ое состояние μεγάλο (σεβαστό) ποσό· - счёт; -ые цифры στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)· за -ЫМ СТОЛОМ στο στρογ- στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)· делать -ые глазй γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)· УЧИТЬСЯ на ~ые пятёрки μαθαίνω ά- άριστα (όλο πεντάρια). круГЛЙН, ~ά α. 1 ξυλεία στρόγγυλη (σε κορ- κορμούς δέντρων). 2 βλ. круглЙШ B σημ.). кругляш, -έ. α. 1 βλ. кругляк. 2 λιθάρι,πέ- τρα στρογγυλή, κροκάλη, βότσαλο. круговой επ. κυκλικός, κυκλοτερής. II εκφρ. ~йя дорога πλάγιος δρόμος· -ЙЯ Оборбна κυ- κλική άμυνα· -ая Порука α) ομαδική ευθύνη, β) αλληλοκάλυψη, αλληλοαπόκρυψη ευθυνών, αλ- αλληλοϋποστήριξη· -ая чаша (παλ.) κοινό κύ- κύπελλο (με το οποίο έπιναν με τη σειρά όλοι οι φιλοξενούμενοι). Круговорот, -а α. 1 κύκλος, περιοδική ε- επανάληψη. 2 δίνη, στρόβιλος· ρους, ρεύμα· - событий η δίνη των γεγονότων - ЖИЗНИ το κύλισμα της ζωής. круговращение, -я ουδ. κυκλική περιστροφή . Кругозор, ~а α. 1 ορίζοντας. 2 μτφ. όριο έκτασης αντίληψης· широкий - πλατύς ορίζο- ορίζοντας· узкий - στενός ορίζοντας· политический - πολιτικός ορίζοντας. кругом επίρ. 1 γύρω, ολόγυρα, τριγύρω, ο— λοτρόγυρα. 2 ολοκληρωτικά, όλως· παντού· ВЫ - ВИНОВАТЫ για όλα φταζτε εσείς· - Β ДОЛГИХ παντού (σ' όλους) χρεώστης· Я - прав έχω σ' όλα δίκαιο· - Обма'нут όλοι. με απα- απατούν. 3 πρόθ. περί, πέριξ, γύρω, ολόγυρα.- дома γύρω απο το σπίτι. II εκφρ. -! μεταβο- μεταβολή! (παράγγελμα)· повернуться - κάνω μετα- μεταβολή· налево -! κλίνατ" επ' αριστερά! (πα- (παράγγελμα) . Кругооборот, -а α. κυκλοφορία· - каПИта- ла κυκλοφορία του κεφαλαίου. кругообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; κυκλικός, κυκλοειδής. кругосветный επ. του γύρου της γης- -ое путешествие о γύρος της γης· -ое плава- ние о περίπλους της γης. КруЖсЦю, -а ουδ. 1 αψίδωμα. 2 (παλ.) τα- ταβέρνα. кружевйца, -не. ч δαντελού. кружевной επ. 1 της δαντέλας· -бе ПРО- ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή δαντελών, δαντελοποιΐα. II δαντελένιος, -τέλινος. 2 δαντελωτός. кружево, -а ουδ. πλθ. кружева', кружев, -ам δαντέλα. II μτφ. αντικείμενο δαντελωτό. кружевце, -а, γεν. πλθ. -вец, -вцам к. кружевцо, -а", πλθ. ~вца\ -вёц, -вцйм ουδ. δαντελίτσα. кружение, -Я ουδ. (περι)στροφή, (τρι)γύρι- σμα· στροβίλισμα. кружечка, -И θ. κυπελάκι. Кружечный επ. του κυπελάκιου. круЖЙТЬ, кружу, кружЙШЬ р.δ. 1 μ. περι- περιστρέφω, γυρίζω, θέτω σε περιστροφική κίνη- κίνηση. 2 αμ. τριγυρίζω, στριφογυρίζω. 3 περι- περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιπλανιέμαι· - ПО городу τριγυρίζω στην πόλη. 4 στροβιλίζω· метель -ИТ ή χιονοθύελλα στροβιλίζει. II εκφρ. - голову α) ζαλίζω, β) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα (χάνω το αίσθημα της πραγμα- πραγματικότητας) . γ) ξεμυαλίζω με ερωτοτροπίες. II -СЯ περιστρέφομαι, γυρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. II εκφρ. голова - α) το κεφάλι μου ζαλίζεται ή ζαλίζομαι, έχω ζαλάδα, αντραλίζομαι, β) τα χάνω, θολώνει το μυαλό μου, τα μπερδεύω. Кружка, -И θ. 1 κύπελλο· алшИНйеваЯ - α- αλουμινένιο κύπελο. 2 κουμπαράς. КруЖКОвец, -вца α. μέλος του ομίλου, του κύκλου. КруЖКОВОЙ επ. του ομίλου, του κύκλου. кружковщина, -Ы θ. περιορισμός, στενότη- στενότητα, περιορισμένη δράση· απομόνωση. КружНЫЙ επ. πλάγιος, παρακαμπτήριος. кружок, -ЖКЙ α. 1 μικρός κύκλος, γύρος. 2 όμιλος· κύκλος· дружеский - φιλικός κύκλος· марксистский - μαρξιστικός όμιλος· ДраматЙ- чеЙКИЙ - δραματικός όμιλος. II εκφρ. Β стричь(ся) κουρεύω, -ομαι σύρριζα. *круп? -а α. το καπούλι αλόγου. *круп? -а α. υμενοκυνάγχη, το κρουπ· ЛОЖ- ЛОЖНЫЙ - ψευόοκρούπ. крупа, -Ы θ. άλφιτο, σεμίδαλη· χόνδροι· το πληγούρι· ма'нная - το σιμιγδάλι.· - перловая κριθάρι ξεφλουδισμένο· гречневая - άλφιτο μαυροσίταρου· ячневая - άλφιτο κρίθινο· ΟΒ- СЯНая - άλφιτο βρώμης. II το κοκκορόχιονο. крупеник, ~& α. είδος κουρκούτης (με άλ- άλφιτο, μυζήθρα και αυγά). крупинка, -И θ. μικρός κόκκος. крупица, -ы θ. 1 σιμιγδαλάκι. 2 μικρός κόκκος, σπειράκι. 3 ελάχιστη ποσότητα, κόκ- κος, κουκούτσι· -ИСТИНЫ ή ЩЙВДЫ κόκκος α- αλήθειας. крупйчатый επ. 1 κοκκώδης, σπειρωτός·κοκ- κωτός. 2 μτφ. καλοθρεμμένος, εύρωστος. II εκφρ. -ая муки φαρίνα, άχνη.
КРУ 519 крупка, -И θ. πληγουράκι· άλφιτο. крупнеть р.δ. μεγαλώνω, μεγεθύνομαι-, ο- ογκώνομαι . крупно επίρ. χοντρά, σε μεγάλα κομμάτια· - нарезЙТЬ κόβω σε μεγάλα τεμάχια· - писать γράφω με μεγάλα γράμματα· - Поспорить συζη- συζητώ ζωηρά (έντονα). крупноблочный επ. με μεγάλα οικοδομικά τε- τετράγωνα. Крупногабаритный επ. μεγάλου μεγέθους, με- μεγάλων διαστάσεων, ογκώδης. крупнозернистый επ., βρ: -нист, -а, -ο χο- |ντρόκοκκος. крупнокалиберный επ. μεγάλου διαμετρήμα- διαμετρήματος. крупнопанельный επ. με μεγάλες τσιμεντέ- τσιμεντένιες πλάκες. крупный επ., βρ: крупен, крупна, крупно; 1 μεγάλος, χοντρός, ογκώδης· - песок χο- χοντρός άμμος· - СКОТ τα χοντρά ζώα· - шрифт ή ПОчерк μεγάλα γράμματα· - лес δάσος μεγά- μεγάλων δέντρων -ые капли χοντρές σταγόνες· - орёх μεγάλο καρύδι· -ые черты ЛИЦЙ αδρά χα- χαρακτηριστικά του προσώπου· -ая индустрия η μεγάλη βιομηχανία· -ые Предприятия οι μεγά- μεγάλες επιχειρήσεις· - талант μεγάλο ταλέντο·- учёный μεγάλος επιστήμονας- -ые деньги τα χοντρά χρήματα (ως αντώνυμο των ψιλών)· 2 σοβαρός, σημαντικός· -ые успехи, достижения μεγάλες επιτυχίες, επιτεύξεις. II εκφρ. -ая ДРОЖЬ μεγάλη τρεμούλα· - разговор δυσάρεστη συνομιλία (τσούγκρισμα)· -ая сумма σημαντι- σημαντικό (σεβαστό) χρηματικό ποσό. круподёрка, -и θ. βλ. крупорушка. КруПОЗНЫЙ επ. της κυνάγχης, του κρουπ· -ые явления συμπτώματα κυνάγχης. крупорушка, -И θ. μηχανή παρασκευής αλφί- του. II επιχείρηση αλφίτου. КруПЧётка, -И θ. φαρίνα, άχνη. крупчатый επ. 1 αλφιτοειδής. 2 απο φαρί- φαρίνα, αχνίσιος. II εκφρ. -ая мёлышца μύλος φαρίνας· -ЭЯ мука φαρίνα, άχνη· - ПОМОЛ ά- άλεσμα φαρίνας. крупьё ουδ. άκλ. συνιδιοκτήτης ή υπάλλη- υπάλληλος χαρτοπαιχτικής λέσχης. КРУПЯНОЙ επ. του αλφίτου. крутизна, -Ы θ. απότομη πλαγιά· κρημνό- ρεια. крутильный επ. συστρεπτικός· -ая машина, - станок συστρεπτική μηχανή. крутить, кручу, крутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крученный, -чен, -а, -о р.δ. 1 μ. περι- περιστρέφω, γυρίζω· - руЧку шарманки φέρνω γύ- γύρα τη λαβή της λατέρνας. 2 μτφ. στρίβω, συ- στρέφω, κλώθω· γνέθω· - Пряжу γνέθω κλωστή· - папиросу, сигарку στρίβω τσιγάρο· - ус КРУ στρίβω το μουστάκι· - голову στρέφω (γυρί- (γυρίζω) το κεφάλι. 3 στροβιλίζω· ветер -ЙЛ ПЫЛЬ ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη· начинает позёмка αρχίζει να χιονοστροβιλίζει. 4 δι- διευθύνω, διαχειρίζομαι· она ИМ -ИТ, как ХО- чет αυτή τον κάνει όπως θέλει. 5 στρεψοδι- κώ, κάνω υπεκφυγές, στριφογυρίζω. 6 ερω- ερωτεύομαι, γυρίζω· он -ит с девушками αυτός γυρίζει με τα κορίτσια. II εκφρ. - голову σκοτίζω το κεφάλι· - любовь ή ромйн βλ. 6 σημ. - ру"ки кому" α) στραγγουλίζω τα χέρια κάποιου, β) δένω τα χέρια πίσω· - НОСОМ ε- εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, κοντραστάρω· πει- πεισμώνω· как (там) ни -Й (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις. II -СЯ 1 περι- περιστρέφομαι, συστρέφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 έχω πολλές φροντίδες, σκοτούρες. II εκφρ. как (там) НИ -Йсь (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέ- θέλεις και δε θέλεις. кратка, -И θ. στρίψιμο, κλώσιμο, γνέψιμο. крутну-ть(ся) ρ#σ> ρλ# крутйть(ся). Кру^ГО επίρ. απότομα· ξαφνικά. II σφιχτά. И έντονα· δυνατά, ισχυρά. II εκφρ. - ПОСОЛИТЬ ή - посыпать СОЛЬЮ ρίχνω πολύ αλάτι· - При- ХОДИТСЯ кому" δύσκολα είναι για κάποιον. крутобокий επ·, απότομος· -ие ска\ш από- απότομα βρ|άχια. крутой επ., βρ: крут, круто, круто; кру- круче. 1 απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης· берег κρημνώδης ακτή* - ПОДЪёМ απότομος α- ανήφορος· - С1Г/СК απότομος κατήφορος· - Π0- Βορότ απότομη στροφή. 2 μτφ. αιφνίδιος, ξα- ξαφνικός· -ая перемена απότομη αλλαγή· - Π0- ВОрОТ событий απότομη στροφή των γεγονότων. 3 (για χαρακτήρα, άνθρωπο)· σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. II σκληρός, βαρύς· -ые меры σκληρά μέτρα· -ые слова' βαριά λόγια. Π μτφ. δυνατός, ισχυρός* - мороз δυνατή" παγω- παγωνιά* - ветер σφοδρός άνεμος. 4 πηχτός, σφι- σφιχτός· -ая каша πηχτός χυλός· -бе тёсто σφιχτό ζυμάρι· -<5е ЯЙЦО σφιχτό ,(βρασμένο) αυγό. II εκφρ. - КИПЯТОК χοχλαστό νερό. крутолобый επ., βρ: ~лбб, -а, -О ευθυμέ- τωπος. КРОТОСТЬ, -И θ. το απότομο εδάφους ή χα- χαρακτήρα. крутояр, -а α. (διαλκ.) απότομη ακτή. Круча, -И θ. μέρος απότομο, κρημνώδες- γκρεμός. круче συγκρ. β. του επ. крутой. Кручение, -Я ουδ. περιστροφή, γύρισμα. II συστροφή, στρίψιμο, κλώσιμο. II στροβίλισμα. кручёный επ. συνεστραμμένος, στριμμένος, στριφτός* -ые НИТКИ στριμμένες κλωστές. II στριφογυριστός (για τόπι, μπάλα). кручина, -Ы θ. (λκ. ποίηση) λύπη, θλίψη,
кру 520 крю οόύνη ψυχική, σεκλέτι, πίκρα. кручиниться, -ыюсь, -нишься р.б. (λκ. ποί- ποίηση) θλίβομαι, λυπούμαι, πικραίνομαι, σε- κλετίζομαι. КРУЧИННЫЙ επ. (λκ. ποίηση) λυπημένος, θλιμ-4 μένος, πικραμένος, σεκλετισμένος. кручинушка, -и θ. βλ. кручина. крушение, -Я ουδ. 1 συντριβή, καταστροφή, δυστύχημα, συμφορά' - поезда συντριβή τραί- τραίνου· потерпеть - καταστρέφομαι, συντρίβο- συντρίβομαι (για τραίνο)· - с человеческими жертва- жертвами σιδηροδρομικό δυστύχημα με ανθρώπινα θύ- θύματα. II βλ. кораблекрушение. 2 μτφ. χαμός, απώλεια· - надежд σβήσιμο (ναυάγιο, κατα- καταπόντιση) των ελπίδων. крушина, -Ы θ. ράμνος, ξυλαγκάθα· παλίου- ρος, παλιούρι. крушЙННИК, ~а α. θάμνοι ράμνων. крушинный επ. του ράμνου* -ые заросли θά- θάμνοι ράμνων. КРУШИНОВЫЙ επ. του ράμνου. Крушить, -шу\ -ШЙШЬ р.δ.μ. 1 συντρίβω, κα- τασπάζω, κατατσακίζω. II καταστρέφω, εξοντώ- εξοντώνω, εξολοθρεύω. 2 μτφ. (παλ.} ταλαιπωρώ, βασανίζω* θλίβω. II -СЯ θλίβομαι βαθιά, κα- ταλυπούμαι, συντρίβομαι· сердце -ИТСЯ η καρ- καρδιά συντρίβεται· не -Йтесь! μη θλίβεστε! крыжовенный επ. του ριβισίου· απο ριβίσιο· απο φραγκοστάφυλο. крыжовник, -а α. 1 ριβισία, φραγκοσταφυ- λιά. 2 φραγκοστάφυλο, ριβίσιο. крылатка, -И θ. 1 (παλ.) είδος φαρδιού αδιάβροχου. 2 καρπός μερικών δασικών δέντρων. крылатый επ., βρ: -лат, -а, -Ο πτερυγιο- φόρος, πτεροφόρος, φτερωτός· - КОНЬ (μυθολ.) φτερωτό άλογο· -ЭЯ МЫСЛЬ φτερωτή σκέψη· -ая гййка φτερυγωτό παξιμάδι, πεταλούδα· -ые слова" ή выражения πετυχημένες λέξεις, εκ- εκφράσεις. крыло, -а", πλθ. крылья, -ьев и. (παλ.) -£, крыл, крылом ουδ. 1 φτερό, πτερό, φτερούγα, πτέρυγα· орёл расспустйл СБОЙ крйлья о αε- αετός άνοιξε τις φτερούγες του· крылья бйбОЧ- КИ τα φτερά της πεταλούδας· махЙТЬ крЙЛЬЯ- МИ χτυπώ τα φτερά, φτερουγίζω· - автомобиля το φτερό αυτοκινήτου (προφυλακτήρας απο τη λάσπη)· - самолёта η πτέρυγα του αεροπλάνου. 2 πτερύγιο έλικα, ανεμόμυλου. 3 πλευρά αλι- αλιευτικού διχτιού. 4 πτέρυγα στρατ. τμήματος (σε διάταξη μάχης). 5 πτέρυγα οικοδομής. 6 πτέρυγα (κόμματος, οργάνωσης κ.τ.τ.)· левое - буржуазных партий η αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων. II εκφρ. -ЛЬЯ носа τα πτε- πτερύγια της μύτης· ОПустЙТЬ -ЛЬЯ παρακμάζω, κόβονται τα ωτερά μου- подрезать (обре- (обрезать, подсечь) -ЛЬЯ кому κόβω τη φόρα κά- κάποιου, κόβω το βήχα (στερώ των δυνατοτήτων, της δραστηριότητας)" расправить -ЛЬЯ απλώνω τα φτερά αναπτύσσω όλη τη δραστηριότητα. КРЫЛЫШКО, -а ουδ. φτερουγίτσα, φτεράκι. II εκφρ. ПОД -ОМ υπο την αιγίδα ή την σκέπην κάποιου. крыльцо, -а*, πλθ. крыльца, -лёд, -ладём ουδ. εξώστεγο, πλατύσκαλο, πλατύβαθμο, κε- φαλόσκάλο. крынка βλ. кринка. крыса, -Ы θ. αρουραίος. II εκφρ. канцеляр- ская - γραφιάς· γραφειοκράτης. крысий, -ья, -ье επ. (παλ.) βλ. крысиный. крысиный επ. του αρουραίου, του ποντικού* -ая нора* ποντικοφωλιά· - хвост ποντικοου- ρά. II κατά ποντικών - ЯД ποντικοφάρμακο. II σαν του ποντικού. крысолов, -а α. ποντικοκτόνος. крысоловка, -И θ. ποντικοπαγίδα. кратый επ. απο μτχ. σκεπασμένος, καλυμμέ- καλυμμένος. II που έχει στέγη. крыть, кр<5ю, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -О р.δ.μ. 1 σκεπάζω, καλύπτω· - кладовую СОЛEмом σκεπάζω την α- αποθήκη με άχυρο. 2 επενδύω, ντύνω. 3 (παλ.) κρύβω, συγκαλύπτω. 4 (χαρτπ.) τσακίζω, παίρ- παίρνω, χτυπώ, νικώ· - короли тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο. 5 αμ. (απλ.) χρησιμοποι- χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται απο τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση· крой че- через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα! 6 μαλώνω, επιπλήττω. II εκφρ. - крышу φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)· - нечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρ- αντίρρηση. II -ся κρύβομαι· в словйх ег<5 кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία· ЧТО- ТО тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκ- λάκκο έχ' η φάβα που χαμογελά το λάδι. II καλύ- καλύπτομαι, σκεπάζομαι. II επενδύομαι, ντύνομαι. II (χαρτίί.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι. крыша, -и θ. στέγη, σκεπή* железная - στέ- στέγη με σιδηρόφυλλα* соломенная - αχυροσκεπή· ОДНОСКЙТН81Я - μονοκλινής στέγη· двускатная - δίκλινης στέγη· черепичная - στέγη κερα- μοσκεπή. II μτφ. σπίτι, οικία, κατοικία* ПОД ОДНОЙ -ей κάτω απο την ίδια στέγη (στο ίδιο σπίτι). крышка, -И θ. 1 κάλυμμα, σκέπασμα* καπά- καπάκι* - сундуки το κάλυμμα του σεντουκιού* - гроба το κάλυμμα του φέρετρου* - кастрЙЛИ το καπάκι της κατσαρόλας. 2 χαμός, τέλος, θά- θάνατος* тут ему И - εδώ του ήρθε και το τέ- τέλος του. криЙТ—КОыера, -Ы θ. αποθήκη πυρομαχικών στα πολεμικά πλοία. крюк, -а", πλθ. крйчья, -ьев κ. крюки, -<5в
крю 521 куб α. 1 (πλθ. ~Й κ. σπάνια -ЧЬЯ) άγκιστρο, γά- γάντζος, αρπάγη, κοράκι, αγκρίφι. 2 (πλθ. -Й) μάνταλο- αγκιστρωτό. II τσιγγέλι. II στροφή, κύκλος, κορδέλα (για δρόμο). 3 πλθ. -Й νό- νότες αγκιστροειδείς εκκλησιαστικής μουσικής A1 - 18 αι.). крЙЧИТЬ, -чу, -чишь р.δ. (απλ.) σφαδάζω, σπαράσσω. II -СЯ σφαδάζω, σπαράσσω· - ОТ 60ЛИ σφαδάζω απο τους πόνους. крючковатый επ., βρ: -ват, ^а, ~о αγκί- στροειδής, αγκιστρωτός. крючкОТВбр, -а α. (παλ.) στρεψόδικος· δι- κολάβος. крючкотворец, -рца α. (παλ.) βλ. крюцкот- вбр. крючкотворный επ. (παλ.) στρεψόδικος, δι- κολαβίστικος* σοφιστικός. крючкотвйрческий επ. βλ. крючкотворный. крючкотворство, -а ουδ. στρεψοδικία, δι- κορραφία, δικολαβισμός* σοφιστία. крючкотворствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. (παλ.) στρεψοδικώ, δικορραφώ. крючник, -а α. αχθοφόρος (με άγκιστρο με- μεταφοράς ). крючничать р.δ. (απλ.) δουλεύω αχθοφόρος (με άγκιστρο μεταφοράς). крючок, -Ч1СЙ α. 1 αγκιστρακι. 2 μανταλάκι. II αντικείμενο άγκιστρο ε ι δες* вяза"льный βελονάκι πλεξίματος· рыболовный ή УДОЧНЫЙ - αγκίστρι ψαρέματος. 3 (για γραφή) κλωθογυ- ριστές ουρίτσες. 4 μτφ· γάντζωμα, προσκόλ- προσκόλληση, πιάσιμο. 5 μτφ. βλ. крючкотвор. 6κό- πτσα, αγκράφα, πόρπη· - для застегивания Π&- говиц κουμπωτήρι, κόπτσα· застегнуть на ~й κουμπώνω με κόπτσες. 7 ουρά της σκαντάλης. ♦крюшон, -а α. κρουσόν (είδος ποτού). кряду επίρ. συνέχεια, -ως, αδιάκοπα. кряж,-а α. 1 λοφοσειρά. 2 κούτσουρο κο- κοντόχοντρο. 3 άνθρωπος κοντόχοντρος και γερός. кряжистый επ., βρ: ЖИСТ, -а, -О κοντόχο- κοντόχοντρος (για κορμούς δέντρων κ.τ.τ.)· II μτφ. κοτσανάτος, γεροδεμένος. кряк, -а α. (απλ.) βλ. кряканье. кряканье, -Я ουδ. 1 το κραύγασμα της πά- πάπιας. 2 ξεφωνητά, κραύγασμα ανθρώπου. крякать р.δ. 1 κραυγάζω (για πάπιες). 2 ξεφωνίζω. кряква, -Ы θ. είδος αγριόπαπιας. крякнуть р.σ. βλ. крякать. кряковый επ: -ая у'тка βλ. кряква. крякушка, -и θ. βλ. кряква. кряхтенье, -Я ουδ. βόγγισμα, βογγητό, ξε- φώνισμα. кряхтеть, -хчу, -ХТЙШЬ р.δ. ξεφωνίζω, βογ- γώ. II μτφ. μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ. *ксёндз, ксендзй α. καθολικός ιερέας. *коенбн, -а α. ξένον (χημ. στοιχείο). *КСврофEрм, -а α. ξηροφόρμιο. КСИлбграф, -а α. ξυλογράφος. ксилографический επ. ξυλογραφικός. *КСИЛОГрЙ$ИЯ, -И θ. ξυλογραφία. *КСИЛОЛИТ, -а α. ξυλόλιθος (οικοδ. υλικό). КСИЛОЛИТОВЫЙ επ. ξυλολιθικός. *КСИЛофОН, -а α. ξυλόφωνο (μουσ. όργανο). кстати επίρ. 1 ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, στη στιγμή· απούντο, απροπδ, επίκαιρα. 2 με την ευκαιρία· μια και καλή· ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί. II (παρνθ. λ.) εδώ που τα λέμε, μια που τό 'φέρε η κουβέντα, ομιλίας γενο- γενομένης. II εκφρ. как нельзй - κούπα, καπάκι (πολύ πετυχημένα). *КТЙТор, -а α. (εκκλσ.) οικονόμος, επίτρο- επίτροπος. КТО αντων. 1 ερωτ, ποιος, ποια, ποιο· 5то сделал? ποιος το έκαμε αυτό; - идёт? ποιος έρχεται; - там ποιος είν' εκεί; О ком ВЫ говорите? για ποιόν μιλάτε; - КОГО @Д0- лёет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει); 2 ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε· - чи- читает, - рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχε- σχεδιάζει· - куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει· - где о ένας εδώ, ο άλλος εκεί· ЧТО ЛЙбИТ о καθένας ό,τι αγαπά ή με το γού- γούστο του. 3 αόρ. κάποιος, κανένας· если придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία· не - ИНОЙ, как... κανένας άλλος, παρά... 4 αναφρ. ό- όποιος· тот - ослушается, будет нанизан ό- όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί. II εκφρ. - как о καθένας με το δικό του τρόπο ή ό- όπως θέλει· - что όποιος όποιο ή ό,τι* кто- ΚΤΟ, а... ποιός-ποιός, όμως... ΚΟΓΟ-ΚΟΓE, а... ποιόν-ποιόν, όμως... - бы НИ был ό- όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος» - НИ на есть καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι· хоть кого οποιονδήποτε· спасайся, - может! ο σώζων εαυτόν σωθήτω! - В лес, - ПО драва о καθένας το χαβά του ή το βιολί του. КТО-ЛЙбО, КОГО-ЛЙбО αόρ. αντων. βλ. ΚΤΟ- нибудь. КТО-НИбуДЬ, КОГО-НИбуДЬ αόρ. αντων. κά- κάποιος, κανένας· οποιοσδήποτε. КТО-ТО, КОГО-ТО αόρ. αντων. κάποιος, ένας. *куафёр, -а α. (παλ.) κουρέας, ♦куафюра,-Ы θ. (παλ.) κόμμωση. *куб? -а, πλθ. -ύ α. 1 κύβος (γεωμ. σώμα). 2 κυβικό μέτρο· - дров κυβικό (μέτρο) καυ- καυσόξυλα. II εκφρ. возвести В - υψώνω στον κύ- κύβο. куб? -а α., πλθ. -Ы λέβητας κυλινδρικού σχήματος· перегонный - αποστακτήρας λέβητας. -И θ. 1 ποικιλία σιταριού του
куб 522 куд Κρυμπάν. 2 είδος σκούφιας, κουμπάνκα. кубарем επίρ. 1 κατρακυλιστά· скатываться - κατρακυλώ. 2 ταχύτατα· ορμητικά. кубарь, ~Α α. (διαλκ.) σβούρα. кубатура, -Ы θ. το σύνολο των κυβικών μέ- μέτρων, ο όγκος σε κυβικά μέτρα. кубизм, -а α. κυβισμός (φορμαλιστική κα- κατεύθυνση στις εικαστικές τέχνες). кубИК, -а α. 1 κυβίσκος. 2 κυβικό εκατο- στόμετρο. 3 κυβίσκοι (παιδικό παιγνίδι). кубинец, -нца α., -ка, -и θ. Κουβανός,-ή, Κουβανέζος, -α. кубинский επ. κουβανικός, κουβανέζικος. КубЙСТ, -а α. κυβιστής, οπαδός του κυβι- κυβισμού. кубистский επ. του κυβιστή, κυβιστικός. кубический επ. 1 κυβοειδής. 2 (μαθ.) κυ- κυβικός· - корень κυβική ρίζα. II εκφρ. -ие меры κυβικά μέτρα (μέτρησης). кубовидный επ. κυβοειδής. кубовой επ. 1 του λέβητα. 2 ουσ. θ. -ёя θάλαμος λεβήτων απόσταξης. кубОВЩЙК, -& α. εργάτης λεβήτων απόσταξης. кубОВЫЙ επ. (για υφάσματα) κυανός, μπλε. кубок, -бка α. 1 κύπελλο, κούπα. 2 κύπελ- κύπελλο (έπαθλο). кубометр, -а α. κυβικό μέτρο· - дров κυ- κυβικό μέτρο καυσόξυλων. *К^брИК, -а α. 1 δωμάτιο του πληρώματος στο πλοίο. 2 υπόφραγμα. кубышка, -И θ. 1 αγγείο (ξύλινο ή πήλινο)· βαρελάκι. II κουμπαράς. 2 μτφ. κοντόχοντρος, ~Л, χοντρέλλα, -ω. 3 νούφαρο το κίτρινο, νυμ- νυμφαία. II εκφρ. класть деньги В -у βάζω χρή- χρήματα στον κουμπαρά. КуВЙДДа, -Ы θ. 1 η βαρειά, το βαριό, τυ- πάδα. 2 (απλ.) άγαρπη χοντρογυναίκα, χοντρο- κοπάνα. *куверт, -а α. (παλ.) 1 τραπέζωμα, σκεύη τραπεζιού. 2 φάκελλο. КУВШИН, -а α. στάμνα, λαγήνα, κανάτα· для ВОДЫ υδρία· - ДЛЯ МОЛОКЙ γαλακτοδοχείο. Кувшинка, -И θ. νούφαρο άσπρο, νυμφαία. кувшинный επ. της στάμνας, νου λαγην ιού· .-ое горло ο λαιμός της στάμνας. II εκφρ. -ое ры- Л0 παρασούσουμο πρόσωπο ή παρασούσουμος άν- άνθρωπος. КувшЙНЩИК, -а α. σταμνίτσα, λαγηνάκι, κα- νατίτσα. кувырк, εΐίΐφ. με σημ. κατηγ. ч. αντί του Ρ. кувыркнуть(ся). кувырканье, -Я ουδ. αναποδογύρισμα, κου- λουμούντρισμα, κουτρουβάλιασμα. Кувыркать р.δ.μ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω, φέρνω κάποιον τούμπες. II -СЯ κάνω τούμπες, κουλουμουντρίζω, κουτρουβαλώ. кувыркну'ть(ся) ρ.σ. βλ. кувыркйть(ся). кувырком επίρ. με τούμπες, τουμπάροντας. кувырну'ть( ся) ρ. σ. (απλ.!) βλ. кувыркнуть( ся). куга", -Й θ. καλάμι. кугуар, -а α. κουγκουάρος ( είδος αίλουρου). куда επίρ. 1 ερωτ. που; προς τα που; για που; - вы идёте? που πηγαίνετε; - ТЫ спе- ШЙШЬ? για που βιάζεσαι; 2 ερωτ. γιατί; προς τι; για ποιο σκοπό; - вам СТОЛЬКО денег? τι θα τα κάνεις τόσα λεπτά; 3 αναφ. όπου· - назначат, туда И поеду όπου με διορίσουν, ε- εκεί και θα πάω· - НИ... όπου και να... - НИ спрятался... όπου και να κρύφτηκε... - бы НИ было όπου και να ήτανε. 4 (με συγκρ. β. επιθέτων και επιρρημάτων) σημαντικά, ασύ- ασύγκριτα, πολύ· - лучше πολύ καλύτερα (που ή πόσο καλύτερα). 5 πολύ, κατά πολύ. II αλ- αλλού· - МОЖНО, - нельзя^ αλλού επιτρέπεται, αλλού δεν επιτρέπεται. II (αντίρρηση ή αδύ- αδύνατο)· везде грязь, - тут работать! παντού βρωμιά, πού να δουλέψεις εδώ! Ι! εκφρ. - Ма- КЙр телйт не ГОНЯЛ πολύ μακριά, στου δια- διαβόλου τη μάνα· ХОТЬ - (απλ.) λαμπρός, άρι- άριστος, άψογος, έχει όλα τα χαρίσματα ή όλα τα καλά. куда-либо επίρ. βλ. кудй-нибудь. куда-нибудь επίρ. οπουδήποτε· спрячьте Э*то - κρύψτε αυτό οπουδήποτε. кудЙ-ТО επίρ. κάπου, άγνωστο που. Кудахтанье, -Я ο υ δ.»κακάρισμα. кудахтать, -хчу, -хчешь κ. (απλ.) -аю, -а- ешь, επιρ. μτχ. куда"хча κ. (απλ.) куда"хтая ρ.δ. κακαρίζω. II μτφ. φλυαρώ, λογοκοπώ. кудель, -И θ. στουπί λιναρίσιο. кудельный επ. λιναρίσιος· -ая верёвка λι- ναρίσια τριχιά. Кудесник, -а α. (παλ.) μάγος, γόης, θαυ- θαυματουργός. кудластый επ., βρ: ~а"ст, -а, -о βλ. ку- кудлатый. Кудлатый επ., βρ: -ЙТ, -а, -О τουφωτός, τός, φουντωτός· αναμαλλιασμένος. кудреватый επ., βρ: ~ва"т, -а -Ο. 1 κατσα- ρούτσικος, σγουρούτσικος. 2 μτφ. εξεζητημέ- εξεζητημένος, επιτηδευμένος. кудры, -ёй πλθ. μπούκλες, βόστρυχοι. кудрявиться, -ится ρ.δ. περιελίσσομαι, κα- τσαρώνω, γίνομαι βοστρυχοειδής. кудрявый επ., βρ: -рЙВ, -а, -О. 1 κατσα- κατσαρός, κατσαρωτός, σγουρός, βοστρυχωτός.2 κα— τσαρδμαλλος, -μάλης, σγουρόμαλλος. II θυσα- νωτδς· -ые Облака" θυσανωτά σύννεφα. 3 μτφ. εξεζητημένος, επιτηδευμένος (για γλώσσα, ύ- ύφος κ.τ.τ.). II εκφρ. - почерк γραφή με ου- ουρίτσες (κλωθογυρίτσες). кудряшка, -И θ. μπούκλα, βόστρυχος.
куз 523 кул *кузён, -а α. (πάλ.) εζάδερφος. *КузЙна, -Ы θ. (πάλ.) εξαδέρφη. КУЗНИЦ, -& α. 1 σιδηρουργός, σιδεράς, γύ- γύφτος. 2 βλ. кузнёчник. кузнечник, -а α. γρνλλος ο αγροτικός, τρι- τριζόνι. кузнечный επ. του σιδηρουργού· - МОЛОТ то σφυρί του σιδηρουργού· - мех το φυσερό του σιδηρουργού· - цех σιδηρουργείο· -ое реме- ремесло το επάγγελμα του σιδηρουργού, σιδηρουρ- για. кузница, -Ы θ. 1 σιδηρουργείο, σιδεράδικο. 2 (μτφ.) σφυρηλάτηση, καμίνι (ατσάλωμα σε σκληρές συνθήκες). кузня, -и θ. (διαλκ.) βλ. кузница. КУЗОВ, -а, πλθ. -& κ. кузовы α. 1 (διαλκ.) κοφίνι, καλάθι. 2 αμάξωμα, καροσερί. КУЗОВНОЙ επ. του αμαξώματος. КУЗОВОК, -ΒΚά α. (διαλκ.) κοφινάκι, καλα- θάκι. кузька, -И θ. κάνθαρος επιβλαβής για τα σιτηρά. кузькин, -а, -о επ: показать -у мать(ил.) θα σου δείξω εγώ (απο που κρατάει η σκού- σκούφια σου), απειλή. кукан, -а α. (διαλκ.) σχοινί. кукареканье, -Я ουδ. φώνασμα (λάλισμα)του κόκορα, το κουκουρίκου. кукарекать, -ает р.δ. (για πετεινό) φω- φωνάζω κουκουρίκου. кукарекнуть, -нет р.σ. βλ. кукарекать. куЮШ, -а α. σημείο χλεύης, εμπαιγμού, μυ- κτηρισμού (με πλοκή τριών δακτύλων εν είδη συνουσίας) με σημ. περιφρονητικής άρνησης. II εκφρ. - с маслом получить, дать πήρα, μου έδοσαν γροθιές στο στομάχι (απολύτως τίπο- τίποτε)· показать - кому κάνω άσεμνη δακτυλο- πλοκή (μυκτηρίζω κάποιον)· (ПОКазЙТЬ) - Β кармине απειλώ έμμεσα. кукла, -ы, γεν. πλθ. кукол, δοτ. -клам ■ θ. 1 κούκλα· играть В -Ы παίζω τις κούκλες. II (παλ.) αγαλματάκι. 2 άνθρωπος απαθής, άχα- άχαρος. 3 βλ. марионетка. *Ку-КЛуК0-КЛан, -а, α. Κου-Κλουξ-Κλαν. Куклуксклановец, -ВЦа α. μέλος της τρομο- τρομοκρατικής οργάνωσης Κου-Κλουξ-Κλαν. кукование, -Я ουδ. το φώναγμα ,ικούκου". КУКОВАТЬ, -кует р.6. φωνάζω ι.κούκου". куколка, -И θ. 1 κουκλίτσα. 2 χρυσαλίδα, νύμφη. 3 όμορφη γυναίκα. *куколь! -Я α. ερεσίβη, καπνίλα, νόσος των σιτηρών КукоЛЬ, -Я α. σκούφος των μοναχών. Кукольник, -а α. κουκλοποιός. КУКОЛЬНЫЙ επ. της κούκλας· -ое ПЛЙТЬе το φόρεμα της κούκλας· - тейтр κουκλοθέατρο. II κουκλίνο· -ое лицо κούκλινο πρόσωπο. кукоиться, -кшусь, -ксишься ρ.δ. ξυνίζο- μαι, δυσαρεστούμαι. II αδιαθετώ. кукуруза, -ы θ. καλαμπόκι, αραβόσιτος(φυ- αραβόσιτος(φυτό και καρπός). кукурузный επ. του καλαμποκιού· - стебель η καλαμιά του καλαμποκιού. II καλαμπόκι σιος· - ХЛеб καλαμποκίσιο ψωμί. кукурузовый επ. βλ. кукурузный. кукушечий, -ья, -ье επ. του κούκου· -ьи ЙЙца αυγά του κούκου. Кукушка, -И θ. κούκος (πτηνό). II μικρό τραίνο τοπικής χρήσης (απο το γράμμα σειράς παραγωγής Κ.). кукушкин, -а, -о επ. βλ. кукушечий. кукушонок, -нка, πλθ. -шита, -шйт α. νε- νεοσσός κούκου, κουκόπουλο. кулик1, -а" α.1 γροθιά, γρόθος, πυγμή· сжать - σφίγγω τη γροθιά» грозить ~<5м φοβερίζω με τη γροθιά. 2 μτφ. στρατεύματα κρούσης. 3 (τεχ.) δίσκος. II δόντι τροχού. II εκφρ. ΟΤ- вёдать кулаков γνωρίζω (δοκιμάζω) τι θα πει γροθιές· зажить В - καθυποτάσσω κάποιον не жалеть ~<5в γροθοκοπίζω αλύπητα· принять В -Й (απλ.) γροθοκοπώ· СмеЙТЬСЯ В - κρυφο- γελώ (καλύπτοντας το στόμα με μισοανοιγμένη τη γροθιά)· собрать В - ενώνω σφιχτά, αδι- άρρηχτα· держать в -ё кого κρατώ σε υποτα- υποταγή κάποιον. г кулЙК? -ά. л. 1 κουλάκος, πλούσιος αγρότης και εκμεταλλευτής. 2 βλ. СТЯЖЙТель. кулацкий επ. κουλάκικος, του κουλάκου·-ое ХОЗЯЙСТВО κουλάκικο νοικοκυριό. кулаческий επ. κουλάκικος, των κουλάκων. КулачеСТВО, -а ουδ. οι κουλάκοι. кулачище, -а ουδ. γροθάρα. кулачка, -И θ. η σύζυγος του κουλάκου. кулачки στην έκφραση: биться η'ι драться на - ή -ах γροθοκοπιέμαι. Кулачковый επ. (τεχ.) οδοντωτός. кулачный επ. με γροθιές· -ая расправа γρο- θοκόπημα, γροθοπατινάδα· - бой πυγμαχία, μποξ. II εκφρ. -ое право το δίκαιο του ισχυ- ισχυρότερου. Кулачок! -ЧКЙ α. μικρός κουλάκος кулачок? -чка" α. (περιφρ.) παλιοκουλάκος. Кулачьё, -Α ουδ. αθρσ. (απλ.) οι κουλάκοι. Кулебяка, -И θ. είδος κρεατόπιτας. кулёк, -лька' α. είδος τσουβαλιού. II χαρ- τοσακκούλα κωνοειδής, χωνί. II εκφρ. ИЗ -ά в рогожку (поправиться, исправиться) απλ. απο το κακό στο χειρότερο, απο τη φωτιά στα κάρβουνα. кулёш, ~& α. (διαλκ.) κουρκούτι με λίπος. *КуЛИ α. άκλ. αχθοφόρος, χαμάλης· ανειδί- ανειδίκευτος εργάτης.
тсул 524 кул' куЛЙК, -ύ α. κολυρίονας, μπεκατσόνι, σκο- λοπακίδα. II εκφρ. ВСЯК - своё болото хвалит αν δεν παινέσεις το σπίτι, σου, θα πέσει να σε πλακώσει. кулинар, -а α., -ка, -И θ. μάγειρας, -ισσα. ♦кулинария, -И θ. η μαγειρική. II φαγητά, ε- όέσματα. КУЛИНАРНЫЙ επ. μαγειρικός· -ое ИСКУССТВО η μαγειρική τέχνη. *кулйса, -Ы θ. 1 κυρίως στον πλθ. -ЛИСЫ, -ЛИС παρασκήνια (θεάτρου). 2 μαχλός (λεβιέ) ταχυτήτων. 3 προστατευτική ζώνη απο μακρυ- στέλεχα φυτά (καλαμπόκι, ηλίανθος κλπ.). II εκφρ. за -ы στα παρασκήνια, πίσω απο τη σκη- σκηνή· за -ими στα παρασκήνια (κυρλξ. κ. μτφ.χ кулисный επ. των παρασκηνίων'· -ая дверь η πόρτα των παρασκηνίων. II του μοχλού. Η της προστατευτικής ζώνης· -ые посевы προστατευ- τικά σπαρτά. *кулйч, -а" α. κολλίκιο, πασχαλιάτικο ύψωμα, кулички, -чек, -чкам πλθ. στις εκφρ: у чёрта на -ах κ. к чёрту (чертам) на - ότου διαβόλου τη μάνα (πολύ μακριά). *куЛEн?-а α. κουλόμβιο, κουλόμ. *кулбн? -а α. περιδέραιο γυναικών, култышка, -и θ. (απλ.) βλ. культя. кулуарный επ. της κουίντας· των παρασκη- παρασκηνίων. II ανεπίσημος· παρασκηνιακός. "кулуары, -ΟΒ πλθ. κουΐντα, διάδρομοι πλά- πλάγιοι (Κοινοβουλίων, θεάτρων)· παρασκήνια. II εκφρ. беседы В -ах ανεπίσημες συνομιλίες· (στους διαδρόμους)· слухи ИЗ -ΟΒ φήμες ανε- ανεπίσημες (απο τους διαδρόμους). куль, -Α α. σακκί, τσουβάλι. II μέτρο βά- βάρους ίσο με 9 ποΰτια. кульминационный επ. κορυφαίος, ύψιστος, έ- πακρος· - пункт το ύψιστο σημείο. *КУЛЬМИНЙЦИЯ, -И θ. κολοφώνας, κορύφωμα,-φή. II ^αστρν.) το ζενίθ. *культ, -а α. λατρεία· - Диониса в древней ГрёЩШ " \ατρεία του Διόνυσου στην αρχαία Ελλάδα· - ЛИЧНОСТИ προσωπολατρεία· служи- служители -а οι ιερείς, ο κλήρος. "культиватор, -а α. είδος αρότρου. культивирование, -Я ουδ. καλλιέργεια. II μτφ. δούλεμα, επεξεργασία, τελειοποίηση. * культивировать, -рую, -руешь ρ.δ.μ. 1 καλ- καλλιεργώ τη γη. 2 παράγω· - бобовые καλλιερ- καλλιεργώ όσπρια. 3 μτφ. αναπτύσσω, προάγω, δου- δουλεύω, επεξεργάζομαι, τελειοποιώ. Π -СЯ καλ- καλλιεργούμαι. II αναπτύσσομαι, τελειοποιούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. КУЛЬТМАССОВЫЙ επ. πολιτιστικομαζικός· -ЭЯ работа πολιτιστικομαζική δουλειά. КУЛЬТОВЫЙ επ. λατρευτικός, της λατρείας· θρησκευτικός· -ые здания οι ναοί· -ая му- ЗЫка εκκλησιαστική μουσική. культпоход, -а α. εκδρομή σε κέντρα πολι- πολιτισμού (μουσεία, μνημεία κ.τ.τ.). культпрбп, -а α. 1 πολιτιστική προπαγάν- προπαγάνδα. 2 προπαγανδιστής πολιτιστικός. культработник, -а α. στέλεχος εκπολιτι- εκπολιτιστικού δικτύου. Культтовары, -ΟΒ πλθ. εμπορεύματα κουλ- κουλτούρας (γραφικά, μουσικής κλπ.). *кулыура, -Η θ. 1 πολιτισμός, κουλτούρα. - древних греков о πολιτισμός των αρχαίων Ελ- Ελλήνων дворец -Ы μέγαρο πολιτισμού. II επί- επίπεδο ανάπτυξης (οικονομικά, πνευματικά). 2 καλλιέργεια· - картофеля καλλιέργεια πατά- πατάτας· - риса ριζοκαλλιέργεια. 3 το καλλιερ- καλλιεργούμενο φυτό· Зерновые -Ы τα σιτηρά ή δημη- δημητριακά· бахчевые -ы τα μποστανικά· сель- сельскохозяйственные -Ы αγροτοκαλλιεργούμενα φυτά· субтропические -Ы υποτροπικά φυτά· технические -Ы φυτά τεχνικής χρήσης ή βιο- βιομηχανίας (λινάρι, βαμπάκι κλπ.). 4 μικρόβια εργαστηριακής παραγωγής. Культурник, -а α. διαφωτιστής. культурнический επ, διαφωτιστικός· -ие ВЗГЛЯДЫ διαφωτιστικές απόψεις (χωρίς αγω- αγωνιστικές τάσεις). культурничество, -а ουδ. διαφώτιση, -μός, τάση διαφωτιστική χωρίς αγωνιστικό περιε- περιεχόμενο. культурно-бытовой επ. πολιτιστικό- βιοτι- βιοτικός· -ое обслуживание πολιτιστικό-βιοτική εξυπηρέτηση. культурно-воспитательный επ. βλ. культур- культурно-просветительный . культурно-МЙССОВЫЙ επ. πολιτιστικομαζικός. культурно επίρ. πολιτισμένα. культурность, -И θ. επίπεδο ή βαθμός πο- πολιτισμού. культурный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 πολιτιστικός· εκπολιτιστικός· - уровень на- населения το πολιτιστικό επίπεδο του λαού*-ое и материальное благосостояние η πολιτιστική και υλική ευημερία· - центр πολιτιστικό κέ- κέντρο· -ое сотрудничество πολιτιστική συνερ- συνεργασία. 2 πολιτισμένος· -ая среди πολιτισμέ- πολιτισμένο περιβάλλον - человек πολιτισμένος άνθρω- άνθρωπος. 3 τα καλλιεργούμενα ή ήμερα φυτά. II εκφρ. - СЛОЙ земли (αρχλ.) το ανώτερο στρώ- στρώμα της γης. *кулыуртрёгер, -а α. (ειρν.) ψευτοπολιτι- στής (αποικιστής με το ιιρόαχτ\\ια. της διάδο- διάδοσης του πολιτισμού). Культуртрегерский επ. ψευτοπολιτιστικός. культуртрегерство, -а ουδ. ψευτοπολισμός των αποικι στων. КУЛЬТИ, -Й θ. ακρωτηριασμένο χέρι ή πόδι.
кул 525 куп культяпка, -и θ. βλ. культи. Кум, -а, πλθ. кумовьй, -ьёв α. κουμπάρος. II (φιλοφρονητική προσηγορία προς γνωστούς)· (απλ.) κουμπάρε* здорово, -! γεια σου, κου- κουμπάρε! кума, -ά θ. κουμπάρα. II (παλ.) φιλενά- φιλενάδα, αγαπητικιά. Куманёк, -НЬКа" α. κουμπαρούλης. *кумЙЧ, -& α. είδος βαμβακερού κόκκινου υ- υφάσματος. кум^ЧНЫЙ επ. απο κόκκινο βαμπακερό ύφασμα. кумачовый επ. βλ. кумачный. кумекать р.6. (απλ.) φαντάζομαι, διανο- διανοούμαι, σκέπτομαι. II καταλαβαίνω, έχω ιδέα απο (τέχνη, ειδικότητα). кумир, -а α. είδωλο, άγαλμα. II (παλ.) ά- άγαλμα αρχαίο. II μτφ. ίνδαλμα· СОЗДАТЬ, С0- творйть себе -; возвести В - εξιδανικεύω. кумирня, -И, γεν. πλθ. -рен, δοτ. -рнЯМ, θ. ναός ειδωλολατρικός. кумиться, -млйсь, -мйшься р.δ. (απλ^ κου- μπαριάζω. кумовскбй επ. της κουμπαριάς. КУМОВСТВО, ~& ουδ. 1 κουμπαριά, κουμπάρια- σμα. 2 μτφ. οικογενειακότητα, ευνοιοκρατία, νεπωτισμός. *кумудяция, -И θ. (ιατρ.) συσσώρευση. Кумушка, -И θ. 1 κουμπαρούλα. 2 μτφ. φλύα- φλύαρη, κακολογίστρα, κουτσομπόλα. *кумЙС, -а α. κουμίς, ξυνόγαλο φοραδίσιο ή καμηλίσιο. кумысолечебница, -Ы θ. θεραπευτήριο με κουμίς. кумысолечение, -Я ουδ. θεραπεία με κουμίς. *кунак, -& α. φίλος (καυκάσια λ.). кунацкий επ. 1 φιλικός. 2 ουσ. θ. -ая δω- δωμάτιο για μουσαφίρηδες. Куначество, -а ουδ. φιλία· φιλοξενία (καυ- (καυκάσια λ.). КунгЙС, -а α. είδος βάρκας. *кунку'т, -а α. σουσάμι, σήσαμον. Кунжутный επ. του σουσαμιού, απο σουσά- σουσάμι· ~ое МЙСЛО σουσαμόλαδο. куний επ. κουναβίσιος· του κουναβιού. 2 ουσ. πλθ. -ЬИ τα ικτιδιδή. Куница,-Ы θ. ικτίδα, κουνάβι* νυφίτσα· ле- сная - ικτίδα η δεντρόβια, κουνάβι, ζιβελίνη. *кунтскамера, -Ы θ. (παλ.) δωμάτιο αξιοπε- αξιοπερίεργων και σπάνιων αντικειμένων. *кунтуш, ~ά α. (παλ.) είδος καφτανιού. купа, -Ы, πλθ. купы, куп θ. πυκνόθαμνοι ή πυκνόφυλλα δέντρα. купава κ. купавка, -и θ. (διαλκ.) βλ.кув1- шйнка. купальный επ. του μπάνιου* - КОСТЙИ μα- μαγιό, μπανιερό, κουστούμι του μπάνιου* - се- сезон η εποχή του μπάνιου. купальня, -и, γεν. πλθ. -лен, δοτ. -льням θ. δεξαμενή κολύμβησης. II αποδυτήρια λουτρού. КУПАЛЬЩИК, -а α., -ца, -ы θ. κολυμβητής, -ήτρια. Купание, -Я ουδ. λούσιμο* λουτρό, μπάνιο. II μέρος για μπάνιο. купать р.δ.μ. λούζω,κάνω μπάνιο* мать ~а"ет СВОИХ детей η μάνα κάνει μπάνιο τα παιδιά της. II βυθίζω. II -СЯ λούζομαι, κάνω μπάνιο. II βυθίζομαι. II εκφρ. -СЯ В крови κο- κολυμπώ στο αίμα (για μεγάλη αιματοχυσία)· В ЗОЛОТе κολυμπώ στο χρυσάφι (είμαι πάμ- πάμπλουτος) . *Купё ουδ. άκλ. το κουπέ, μονόκλιντρο δι- διαμέρισμα βαγονιού* двухместное - διθέσιο κουπέ. Купейность, -И θ. πληρωμή για το κουπέ. купейный επ. βλ. купированный. Купель, -И θ. (εκκλσ.) κολυμβήθρα. Купец, -ГИД α. 1 έμπορας. 2 (παλ.) αγορα- αγοραστής. 3 εμπορικό σκάφος. Купецкий επ. (παλ.) εμπορικός, του έμπορα. купеческий επ. εμπορικός, του έμποραή του εμπορίου* - капитал εμπορικό κεφάλαιο* -ое сословие το κοινωνικό στρώμα των εμπόρων -ие привычки εμπορικές συνήθειες. купечество, -а ουδ. 1 το (κοινωνικό) στρώ- στρώμα των εμπόρων. 2 οι έμποροι. КУПИДОН, -а α. ο Ερως (παιδί της Αφροδί- Αφροδίτης). II μτφ. ομορφόπαιδο. Купированный επ: - вагон βαγόνι κουπέ. КУПИТЬ, -ПЛЙ, -ПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Купленный, βρ: -лен, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 αγορά- αγοράζω, ψωνίζω* - хлеба αγοράζω ψωμί* - билеты В театр αγοράζω εισιτήρια για το θέατρο. 2 εξαγοράζω (πληρώνοντας παίρνω με το μέρος μου). Η εκφρ. за что -йл, за то и 'продаю ό,τι άκουσα, αυτό και λέω (δεν εγγυώμαι για την εγκυρότητα). *куплёт, -а α. στροφή ποιήματος, τραγου- τραγουδιού. II πλθ. -ы, -0В σατιρικό ή χιουμορι- χιουμοριστικό τραγουδάκι. куплетист, -а α., -ка, -и θ. κουπλετίστας, εκτελεστής τραγουδιών, τετράστιχων. КУПЛЯ, -И θ. αγορά, αγόρασμα* —продйжаа- γοραπωλησία. КУПНО επίρ.(με την πρόθεση С) μαζί. *КУПОЛ, -а α., πλθ. -Й α. θόλος, τρούλος; II μτφ. κάθε θολοειδές αντικείμενο. куполовидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно θο- λοειδής. куполообразен επ., βρ: -зен, -зна,~зно βλ. куполовидный. КУПОЛЬНЫЙ επ. θολικός, του θόλου. КУПОН, -а α. 1 κουπόνι (απόκομμα ομολογί-
куп 526 кур ας ή άλλου τίτλου. 2 (παλ.) ένα εισιτήριο θεωρείου θεάτρου. 3 κομμάτι (ρετάλι) υφάσμα- υφάσματος. купонный επ. του κουπονιού. купорос, -а α. θειί'κά άλατα· железный θειϊκός σίδηρος· ЦИНКОВЫЙ - θειί'κός ψευδάρ- ψευδάργυρος, λευκό βιτριόλι· медный - θειΙ'κός χαλ- χαλκός, γαλαζόπετρα. βιτριόλι κυανό. купоросный επ. θειί'χός* -ое мйсло πυκνό θειϊκό οξύ. купчая, -ей θ. συμβόλαιο αγοραπωλησίας α- ακινήτων. купчий, -ая, -ее επ: -ая крепость (παλ.) βλ. купчая. КуПЧИК, -а α. έμπορας (συνήθως νεαρής η- ηλικίας) . купчиха, -И θ. 1 η σύζυγος του έμπορα. 2 γυναίκα, δεσποινίδα απο το στρώμα των εμπό- εμπόρων. *куш6ра] -Ы θ. 1 επιτομή ή περικοπή (θεα- (θεατρικού, ή μουσικού έργου). *кушбра^ -Ы θ. απόκομμα τραπεζογραμματίου, χαρτονόμισμα. кур, -а α. (παλ.) πετεινός, κόκορας. II εκφρ. ПОПАСТЬ как - ВО ЩИ περιέρχομαι ξα- ξαφνικά σε δύσκολη θέση ή σ« αμηχανία. кура, -ы θ. (πλθ. куры, кур χρησιμοποι- χρησιμοποιείται για πλθ. της λ. курица) απλ. κότα. *курага, -Й θ. (αθρσ.) βερίκοκκα ζηραμένα και ξεκουκουδισμένα. *курйж, -А (-у') α. θάρρος, τόλμη, κουράγιο. II εκφρ. быть В ~έ είμαι σε ευθυμία (λίγο πιομένος). Куражиться, -Жусь, -ЖИШЬСЯ р.δ. (απλ.) κά- κάνω τον παλικαρά, το νταή, τον άφοβο·, κοκο- κοκορεύομαι. II παινεύομαι, παρασταίνω το γεν- γενναίο. II κάνω καμώματα, σκέρτσα. *куранты, -ΟΒ πλθ. ωρολόγι σε πύργο ή κω- δωνοστάσιο· кремлёвские - το ωρολόγι του Κρεμλίνου. *курйтор, -а α. 1 επιτηρητής, επόπτης. II κηδεμόνας. 2 φοιτητής σε πρακτική νοσοκομει- νοσοκομειακή εξάσκηση. кураторский επ. εποπτικός, του επόπτη, του επιτηρητή. II κηδεμονικός. Кураторство, -а ουδ. εποπτεία, επιτήρηση, παρακολούθηση. *курбёт, -а α. σκίρτημα αλόγου καμπτομένου. II πήδημα, αναπήδημα. II μτφ. ξαφνικό καπρί- τσο, -ωμα. *курган, -α α. (παλ.) τύμβος· ανάχωμα. II λόφος* βουναλάκι. II πλθ. γήψωμα. КУРГАННЫЙ επ. του τύμβου. II του λόφου. Кургузый επ., βρ: -Τ$3, -а, -О. 1 κολο- κολοβός, κουτσουμπός. 2 (για ένδυμα) κοντόστε— νος. II κοντούτσικος. курд, -а α., -дйнка, -И θ. Κούρδος, -η. КУРДСКИЙ επ. κουρδικός. *КУРДЙК, -а" α. ογκώδης ουρά προβάτου με λί- λίπος. курдючный επ. λιπώδης· -ое са\ло λίπος α- απο την ουρά καραμάνικου πρόβατου* -ая ОВЦЙ το πλατύουρο (καραμάνικο) πρόβατο. курево, -а ουδ. 1 (απλ.) καπνός (κομμένος ή τριμμένος)· у менй нет -а δεν, έχω καπνοί II καπνός καύσης· - для пчёл καπνός για το διώζιμο των μελισσών. 2 αντάρισμα* αναθυμί- ση· ομίχλη. 3 καπνίζουσα φωτιά (κατά των κουνουπιών). курение, -Я ουδ. 1 κάπνισμα, φουμάρισμα. 2 κάψιμο (αρωματικής ουσίας). II καπνός. 3 θυμιάτισμα. II μτφ. λιβάνισμα, κολακεία. Куренной επ. 1 του σπιτιού. 2 ουσ. ατα- μάνος στο Ζαπορόζ. II εκφρ. - атаьйн αταμά- νος του Ζαπορόζ. курёнок, -ка, πλθ. -рйта, -ράτ α.(διαλκ,) κλωσσόπουλο. курёнь,~Я α. 1 (διαλκ.) καλύβα (σε κήπους, μποστάνια). 2 (διαλκ.) σπίτι, κατοικία'. 3 (απλ.)τνιήμΛ στρατού στο Ζαπορόζ. *Курза\л, -а α. αίθουσα συναυλιών σε λου- τρόπολη. Куриальный επ. 1 της φατρίας. 2 της κου- κουρίας. куривать, куривал, -ла, -*ло р.δ. βλ. ку- курить. курий, -ья, -ье επ. (διαλκ.) βλ. куриный. курилка, -И Θ. 1 (απλ.) καπνιστήριο. 2 α. κ. θ. καπνιστής. II εκφρ. ЖИВ -! ακόμα ζει! курильница, -Ы θ. αναπτήρας ευωδών ουσιών. курЙЛЬНЫЙ επ. (παλ.) 1 του καπνίσματος'-ая комната καπνιστήριο. 2 ουσ. θ. -ая καπνι- καπνιστήριο. курильня, -и θ. γεν. πλθ. -лен, -льням; 1 καπνιστήριο ναρκωτικών. 2 (παλ.) καπνι- καπνιστήριο. курЙЛЫЦИК, -а α., -ца, -Ы θ. καπνιστής, φουμαδόρος. куриный επ. κοτίσιος* -ое мйсо κοτίσιο κρέας* -ое ЯЙЦО κοτίσιο αυγό. Η εκφρ. -ая грудь κοτίσιο στηθάμι* -ая память αδύνατη μνήμη* -ая СЛвПОТЙ α) νυκταλωπία, ορνιθο- τυφλιά. β) βλ. курослеп, γ) βλ. лйтик. курительный επ. 1 του καπνού* για κάπνι- κάπνισμα· -ая комната καπνιστήριο· -ая трубка καπνοσύριγγα, πίπα? -ая бумага σιγαρόχαρτο. 2 ουσ. θ. -ая καπνιστήριο. КурЙТЬ, Курю, курИШЬ, μτχ. ενεστ, курЯЩИЙ ρ.δ.μ. 1 καπνίζω, φουμάρω* - воспрещается ή запрещается απαγορεύεται το κάπνισμα* сигару καπνίζω πούρο. 2 θυμιατίζω, λιβανί- λιβανίζω. 3 βγάζω, παίρνω με απόσταξη* - смолу
кур 527 кур βγάζω πίσσα με απόσταξη. II -СЯ 1 καπνίζω, βγάζω καπνό· вулкан -ЙТСЯ το υφαίστειο βγά- βγάζει καπνό. 2 αναόίδω υδρατμούς, αχνίζω. II ανταριάζω (καλύπτομαι απο σύννεφα, σκόνη κ. τ.τ.). Π αιωρούμαι (για καπνό, ομίχλη κλπ.). курица, -Ы, πλθ. курицы κ. куры θ. κότα, όρνιθα. II το θηλυκό των ορνιθοειδών. II εκφρ. (как) мокрая - α) σαν τη βρεγμένη γάτα. β) άβουλος άνθρωπος· слепая - (μτφ.) μύωπας, κοντόφθαλμος· писать, как - лапой γράφω σαν τα ορνιθοσκαλίσματα (πολύ άσχημα και δυσα- δυσανάγνωστα) · -ам на смех δε γελάτε κότες (για κάτι πολύ κουτό). Курицын, -а, -О επ. της κότας. куричий, -ЬЯ, -ье (απλ.) της κότας, ορνι- θικός. курИЯ, -И θ. 1 φατρία (στους Ρωμαίους). 2 κατηγορίες εκλογέων (κατά περιουσία, εθνικό- εθνικότητα, ράτσα). II εκφρ. папская - η παπική ε- ζουσία (κουρία)· феодальная - η φεοδαρχική κουρία. курковый επ. του επικρουστήρα· με λύκο, με κόκορα· -ая пружина το ελατήριο του επι- επικρουστήρα· -οθ ружьё όπλο με λύκο ή κόκορα. КуркуЛЬ, -Α α. κουλάκος Ουκρανός. Курлыканье, -Я ουδ. κράξιμο γερανού. курлыкать, -ает κ. -лычет р.δ. κρώζω (για γερανούς). курлыкнуть, -нет р.σ. βλ. курлыкать. курной επ. χωρίς θερμάστρα, χωρίς καπνο- καπνοδόχο. курносый επ. πλατύρρινος, πλατσομύτης. курнуть, -ну, -нёшь р.σ. (απλ.) τραβώ μια ρουφηξιά καπνό, καπνίζω λιγάκι. куровод, -а α. κοτάς, ορνιθοτρόφος. КУРОВОДСТВО, -а ουδ. ορνιθοτροφία. куроводческий επ. ορνιθοτροφικός. курок, -ρκά α. επικρουστήρας, λύκος, κό- κόκορας. куролесить, -ёшу, -ёсишь р.δ. (απλ.) ατα- χτώ. . куропатка, -И θ. πέρδικα. куропОТКОВЫЙ επ. της πέρδικας· περδικι'σιος. *кур<5рт, -а α. λουτρόπολη· ιαματικά λουτρά. курортник, -а α., -ца, -ы θ. ο θεραπευδ- μενος ή αναπαυόμενος σε λουτρόπολη. курортный επ. 1 λουτρικός, των ιαματικών λουτρών -ое управление η διεύθυνση των λου- λουτρών -ое лечение λουτροθεραπεία. 2 ουσ. (παλ.) βλ. курортник. КурортОЛОГ, -а α. λουτρολόγος* врач— για- τρός-λουτρολόγος. *КУРОРТОЛОГИЯ, -И θ. λουτρολογία. курослеп, -а α. νυκταλωπικός. II νυκταλω- πία, ορνιθοτυφλιά. курочка, -И θ. 1 κοτούλα, -ίτσα. 2 το θη- θηλυκό των ορνιθοειδών. II εκφρ. ВОДЯная η' 60- лотная - βλ. лысуха. *курпёй, -я α. (διαλκ.) 1 γούνα αρνίσια. 2 φούντα στο καπέλλο. *курс, -а α. 1 κατεύθυνση, πορεία· деряЙТЬ ή ВЗЯТЬ - на север κατευθύνομαι προς το βο- βορά. 2 βασική πολιτική κατεύθυνση· - на ИН- дустриализацию страны βασική πολιτική κα- κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας. 3 μα- μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με πε- περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων). 4 πλήρης κΰ- κλος διδασκαλίας· ОН КОНЧИЛ - ГИМНАЗИИ αυ- αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο. 5 έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)· перейти на четвёртый - περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρ- τέταρτο έτος. II οι φοιτητές· второй - пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση. 6 θεραπεία - лечения η προβλεπόμενη θεραπεία. 7 αξία, τιμή· бирже- биржевой - οι τιμές του χρηματιστηρίου. 8 σχολή· μαθήματα· -Ы ИНОСТРАННЫХ ЯЗЫКОВ σχολή ξένων γλωσσών -Ы кройки И ШИТЬЯ' σχολή κοπτικής και ραπτικής. II εκφρ. быть В -е είμαι ενήμερος, γνώστης· держать в -е кого κρατώ ενήμερον κάποιον. курсант,-а α., -ка, -И θ. 1 φοιτητής, -ρια, σπουδαστής, -άστρια. 2 μαθητής στρατιωτικής σχολής. курсантский επ. φοιτητικός, σπουδαστικός. *КурсЙВ, -а α. επικλινής γραφή. Курсивный επ. της επικλινούς γραφής. курсировать, -рую, -руешь ρ.δ. εκτελώ τα- τακτικό δρομολόγιο. курсЙСТ, -а α., -ка, -И θ. (παλ.) ακροα- ακροατής, -άτρια διαλέξεων, μαθημάτων φοιτη- φοιτητές, -τρία. курсовка, -И θ. εισιτήριο θεραπείας και τροφοδοσίας σε λουτρόπολη. курсовой επ. της. κατεύθυνσης, της πορεί- πορείας. II του φοιτητικού έτους· -ая работа ετή- ετήσια φοιτητική εργασία· -бе собрание συνέ- συνέλευση κατά φοιτητικά έτη. II της θεραπείας. II η τρέχουσα τιμή, αξία· -ая цени акций η τρέχουσα αξία μετοχών. КУРСОВОЧНЫЙ επ. του εισιτηρίου θεραπείας. || ο λουτροθεραπευόμενος. *Курс<5рныЙ επ. της ελεύθερης (γρήγορης) α- ανάγνωσης. *куртаг, ~а α. (παλ.) ακρόαση· μέρα αυλι- αυλικής υποδοχής. *КуртЙЖ, -а α. μεσιτεία, μεσιτικά. КуртЙЖНЫЙ επ. μεσιτικός. куртизанить ρ.δ. (παλ.) ερωτοτροπώ, περι- περιποιούμαι σαν εραστής· θωπεύω. *куртизанка, -И θ. εταίρα, γυναίκα ελευθέ- ελευθέρων ηθών.
кур 528 кус *куртйна, ~Ы Θ. 1 βραγιά (κυρίως ανθώνα). 2 άλσος. 3 (παλ.) μεταπύργιο τείχους. Куртка, ~И θ. είδος χχτωνίου. КУрТОЧКа, -И θ. μικρό χιτώνιο. *КУртуЙЗНЫЙ επ. φιλόφρονος, προσηνής, πε- περιποιητικός· ευγενής. II εκφρ. -ая литерату- литература ιπποτική αυλική φιλολογία. "курултай, -Я α. συνέδριο. *курфЙрст, -а α. ηγεμόνας-εκλογέας αυτο- αυτοκράτορα. курфйрстина, -Ы θ. σύζυγος ηγεμόνα. курчавить, -влю, -вишь ρ.δ.μ. βοστρυχώ, κατσαρώνω, κάνω μπούκλες. II -СЯ κατσαρώ- νομαι, βοστρυχώνομαι. курчЙВОСТЬ, -И θ. βοστρύχωση, οντουλάρισμα. КУРЧЙВЫЙ επ. -ЧЙВ, -а, -Ο βοστρυχώδης, ο- ντουλαριστός. курчонок, -нка, πλθ. -чата, -чат α. κλωσ- σόπουλο. кй?ы1 βλ. кура κ. курица. куры2 στην έκφραση: строить - кому γλυ- κοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, φλερτάρω, ερωτοτροπώ. *курьёЗ, -а α. σπουδαίο, παράξενο, αξιοπε- αξιοπερίεργο· αστείο (γελοίο, διασκεδαστικό). II εκφρ. ДЛЯ (ра"ди) -а κ. ИЗ -а χάρη διασκέδα- διασκέδασης, χάρη αστειότητας. курьёзно επίρ. παράξενα, περίεργα κλπ. επ. курьёзность, -И θ. περιέργεια, φιλοπραγ- ματοσύνη. курьёзный επ., βρ: -зен, -зна, -зно πε- περίεργος, παράξενος, παράδοξος· αστείος, γε- γελοίος. *курьёр, -а α. 1 κλητήρας· αγγελιοφόρος. 2 ταχυδρόμος· дипломатический - διπλωματικός ταχυδρόμος. курьерский επ. του κλητήρα. II του ταχυ- ταχυδρόμου. II εκφρ. - Поезд ταχυδρομική αμαξο- αμαξοστοιχία· -ая тройка ταχεία ταχυδρομική άμα- άμαξα (με τρία άλογα)· -ие лошади ταχυδρομικά άλογα· как на -ИХ ολοταχώς. курьерша, -И θ. η σύζυγος του κλητήρα. курЙТИНа, -Ы θ. κοτίσιο κρέας. КУРЯТНИК, -а α. κοτέτσι, ορνιθώνας.II (για ζώο, πτηνό)· εχθρός των κοτών ястреб— γεράκι κοτοφάγο. кур^ТНИПа, -Ы θ. (για ζώο, πτηνό) εχθρός των κοτών лисица— αλεπού-κοτοφάγα. II ορ- νιθοτρόφα (γυναίκα). курящий επ. κ. ουσ. καπνιστής, φουμαδόρος. II του καπνίσματος· - вагон βαγόνι για τους καπνιστές. кус, -а α. (απλ.) βλ. кусок. кусака, -И α. κ. θ. δαγκασιάρης, -α, δα- γκωνάρης, -α. кусание, -Я ουδ. δάγκωμα. ρ.δ. μ. 1 δαγκώνω· собака прохожего το σκυλί δαγκώνει το διαβάτη. 2 (για πτηνά) τσιμπώ. II (για έντομα) κεντρί- κεντρίζω· τσιμπώ. II ερεθίζω το δέρμα· τσούζω. 3 κόβω κομματάκια· - проволоку κόβω κομματά- κομματάκια το καλώδιο. II εκφρ. - себе локти σκάζω απο το χάλι μου, απο το κακό που με βρήκε. II -СЯ 1 δαγκώνω (απο συνήθεια)' не бойтесь, СО- бйка не -ется μη φοβάστε, το σκυλί δε δα- δαγκώνει. 2 αλληλοδαγκώνομαι. II μτφ. αλληλο- τρώγομαι, γκρινιάζω. 3 μτφ. κοστίζω ακριβά. кусачий επ. δαγκανιάρης, -ρικος· кусачки, -чек, -чкам πλθ. τανάλια συρμα- τοκοπτική. кусковой επ. κομματιασμένος, τεμαχισμέ- τεμαχισμένος, σε τεμάχια (κομμάτια)· ~0е МЫЛО σα- σαπούνι σε τεμάχια· - сахар ζάχαρη σε κομ- κομμάτια. куснуть р.σ. βλ. кусйть. КуСОК, -ска* α. 1 κομμάτι, τεμάχιο. II φέ- φέτα, μερίδα· - хлеба, СЫра φέτα ψωμιού, τυ- τυριού. II μτφ. μέσο συντήρησης, διατροφής, ύ- ύπαρξης. II εκφρ. разбить на -Й κατακομματιά- ζω, κατατεμαχίζω· - В горло не идёт δε -μπο- -μπορώ να καταπιώ τίποτε (απο κούραση, ταραχή κ.τ.τ.)· СОбирЙТЬ ~Й μαζεύω κομμάτια, δια- διακονεύω, ζητιανεύω· урвать - αποσπώ, αρπάζω μέρος (πλούτου, περιουσίας κ.τ.τ.). кусочек, -ЧКа α. κομματάκι, μικρό τεμάχιο. Куст, -ία. 1 θάμνος, χβμόκλαδο. 2 κάθε μονοστέλεχο,. ξυλώδες ή κλιματώδες φυτό. II μτφ. ένωση μικρών επιχειρήσεων, συνεταιρι- συνεταιρισμών κ.τ.τ.). II εκφρ. спрятаться В -Ы κρύ- κρύβομαι απο δειλία· уйти В -Ы (ειρν.) αποφεύ- αποφεύγω, δειλιάζω. кустарник, -а α. 1 θάμνος, χαμόκλαδο. 2 (αθρσ.) θάμνοι, χαμόκλαδα. КуСТарнИКОВЫЙ επ. θαμνώδης. II θαμνοσκεπής. Кустарничать р.δ. 1 χειροτεχνώ, είμαι χει- χειροτέχνης. 2 μτφ. εργάζομαι με απαρχαιωμένα μέσα παραγωγής· κάνω τι άτεχνα και ακαλαί- ακαλαίσθητα. Кустарничек, -ЧКа α. δέντρο κοντό και πυ- κνόκλαδο. Кустарничество, -а ουδ. 1 χειροτεχνία, χει- χειροποίητη εργασία. 2 αρχέγονος τρόπος πα- παραγωγής. кустарный επ. 1 χειρονακτικός, βιοτεχνι- βιοτεχνικός. 2 πρωτόγονος, αρχέγονος. кустарщина, -ы θ. βλ. кустарничество B σημ.). Кустарь, ή α. χειροτέχνης, βιοτέχνης. КОСТИК, -а α. θαμνίσκος. II μτφ. τούφα, φού- φούντα. КУСТИСТЫЙ επ. 1 θαμνώδης, πυκνός· πυκνοα- δελφωμένος· -ая рожь πυκνοαδελφωμένη βρίζα. II μτφ. (για φρύδια) δασύς. 2 θαμνοσκεπής.
кус 529 кдр КУСТИТЬСЯ, -ЙТСЯ р.δ. πυκνώνω, αδελφώνω (για θάμνους, σιτηρά, χόρτα). II μτφ. τουφώ- νω, φουντώνω. КУСТОВОЙ επ. θαμνώδης. II ενιαίος· -бе С0- брание артелей ενιαία συνέλευση των συντε- συντεχνιών. кусторез, ~а α. κασάρι. кусторезный επ. του κασαριού. Кутать ρ.δ.μ. (περί)τυλίγω, (περί)καλύπτω, κουκουλώνω. II ντύνω ζεστά. II -СЯ τυλίγο- τυλίγομαι, (περί)καλύπτομαι, κουκουλώνομαι. кутйфья, -И, γεν. πλθ. -фий, δοτ. -фьям; θ. (παλ.) γυναίκα κακοντυμένη. Кутёж, -тежй α. κραιπάλη, βακχικό όργιο. кутейник, -а α. (απλ. παλ.) ρασοφόρος, α- γιοκοσμ'ιτης. кутёнок, -нка, πλθ. -тята, -тят α. (διαλκ.) κουταβάκι. *Кутерьма, -Ы θ. φασαρία, σαματάς, ταραχή, ορυμαγδός. кутила, -Ы α. γλεντζές, γλεντοκόπος. кутить, кучу, катишь ρ.δ. γλεντοκοπώ, χα- ροκοπώ, ξεφαντώνω. II διασκεδάζω, ψυχαγωγού- ψυχαγωγούμαι. II εκφρ. - И мутЙТЬ; - да мутЙТЬ α) φέ- φέρω διχόνοια, σύγχυση, β) στροβιλίζω. кутнуть р.σ. γλεντοκοπώ. кутузка, -И θ. (απλ. παλ.) κρατητήριο, φυ- φυλακή. кутум, -а α. είδος κυπρίνου της Κασπίας θά- θάλασσας. кутья, -Й, γεν. πλθ. кутей, δοτ. -тьям θ. 1 κόλυβα. 2 (χλευ. παλ.) τραγόπαπας, τρα- γογένης. кухарить р.δ. (απλ.) βλ. кухарничать. кухарка, -И θ. μαγείρισσα. кухаркин, -а, -О επ. της μαγείρισσας. кухарничать р.δ. (απλ.) ασχολούμαι με τη μαγειρική. Кухарь, -Я α. (διαλκ.) μάγειρας. кухлянка, -И θ. είδος γούνας των βόρειων λαών. "кухмистер, -а α. (παλ.) 1 εστιάτορας. 2 μάγειρας. кухмистерский επ. 1 του εστιάτορα. II του μάγειρα. II του εστιατορίου. 2 ουσ. θ. -ая εστιατόριο, μαγέρικο. Кухня, -И θ. 1 μαγειρείο, μαγεριό, κουζί- κουζίνα. II μαγειρική· μαγείρευμα. II μτφ.χαλκείο. 2 ιδιάζουσα μαγειρική· греческая - ελληνι- ελληνική κουζίνα· французская - γαλλική κουζίνα. КУХОННЫЙ επ. μαγειρικός, του μαγειρείου·- НОЖ μαχαίρι μαγειρείου· -ая посуда τα μα- μαγειρικά σκεύη. II εκφρ. -ая латынь πλήθος (σωρεία) λαθών. Кухонька, -И θ. μικρό μαγειρείο, κουζινούλα. куцый επ. κολοβός, κουτσονούρης. II κοντό- ουρος. 2 μικρός, κοντός, βραχύς· - ПИДЖЙК κοντό σακκάκι. 3 μτφ. κολοβωμένος, κουτσου- κουτσουρεμένος, ακρωτηριασμένος· -ые СВОбОДЫ κου- κουτσουρεμένες ελευθερίες· -ая КОНСТИТУЦИЯ α- ακρωτηριασμένο (πολιτικό) σύνταγμα. II ανε- ανεπαρκής, ελλειπής, λειψός. куча, -И θ. 1 σωρός, σωρεία, στοίβα· - ΧΒΟ- роста σωρός απο φρύγανα· - снегу χιονοστι- χιονοστιβάδα· - Песку σωρός άμμου. 2 πλήθος· Там бЫ- ла - народу εκεί ήταν πλήθος λαού· - ребЙТ τσούρμο παιδιών муравьиная - μυρμηγκιά· у - дел έχω ένα σωρό υποθέσεις. II εκφρ. (επιφ.) σωριαστά (σε παιδ. παιγνίδι). кучевой επ: -йе Облака οι θυσανοσωρείτες, πρόβατα (λκ.)· -ые пески οι θίνες. *кучер, -а α., πλθ. -ά α. αμαξάς, καραγω- γέας, καροτσέρης. кучерёнок, -нка α. παιδί-καροτσέρης. Кучерской επ. 1 αμαξάδικος· - кнут το μα- μαστίγιο του αμαξά· - кафтан το αμαξάδικο κα- φτάνι. 2 ουσ. θ. -ая αμαξοκοιτώνας (σετσι- φλικάδικο σπίτι). кучерявиться, -ИТСЯ ρ.δ. (διαλκ.) κατσα- κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζομαι. кучерявый επ., βρ: -рЙВ, -а, -О σγουρός, κατσαρός. Кучиться} -ится р.δ. (διαλκ.) συσσωρεύο- συσσωρεύομαι, συνάζομαι. КУЧИТЬСЯ? -Чусь, -ЧИШЬСЯ р.δ. (διαλκ,) πα- παρακαλώ επίμονα, εκλιπαρώ. кучка, -И θ. 1 σωρούλης. 2 μικρό πλήθος ανθρώπων. кучно επίρ. σωρηδόν πυκνά. кучный επ. πυκνός· -ая стрельба πυκνοί πυροβολισμοί. *КУШ, -а α. 1 (χαρτπ.) πόστα. 2 μεγάλο πο- ποσό χρημάτων. *КуШЙК, ά α. ζώνη, ζωνάρι. кушанье, -я, γεν. πλθ. -ний, δοτ. -ньям ουδ. 1 φαγητό. 2 (παλ.) τροφή. кушать р.δ.μ. 1 τρώγω. 2 (παλ.) πίνω· КОфе πίνω καφέ. *кушётка, -И θ. κουκέτα, ντιβάνι χωρίς ράχη. Куща, -И, γεν. πλθ. кущ κ. Кущей θ. 1 φύλ- φύλλωμα, -ωσιά. 2 (παλ.) τσαντήρι, σκηνή. кущение, -Я ουδ. πύκνωμα, τούφωμα. КХе-КХе επιφ. (για βήχα) κχά-κχά ή κχ-κχ. КШ βλ. КЫШ. КЫШ κ. КШ επιφ. ξ(ι)-ζ(ι) ή ξιού-ζιού (για διώζιμο πτηνών). кэб βλ. кеб. *КПВёт, -а α. χάντακες αποχέτευσης εκατέ- εκατέρωθεν της οδού. *КЮВётка, -И θ. φωτογραφική λεκανίτσα (για πλάκες και χαρτί). *юррё ουδ. άκλ. ενοριακός φραγκόπαπας.
лаб 530 лаг Л Лабаз,-а а. 1 περίπτερο· μαγαζί· мучной - αλευροπωλείο. 2 (διαλκ.) υπόστεγο· αχερώνας. 3 (&ιαλκ.) κρεμαστάρι (σε δέντρο, όπου οι κυνηγοί γδέρνουν τα θηράματα). ЛабаэНИК, -а α. περιπτερούχος· μαγαζάτο- ρας. II πωλητής. лабазный επ. του περίπτερου· του μαγαζιού. *ЛабарДЙН, -а α. (παλ.) μπακαλιάρος αλίπα- αλίπαστος. "лабиалИЗЙЦИЯ,-И θ. προφορά χειλόφωνη. лабиализйровать, -рую, -руешь р.б.ч.σ. μ. βλ. лабиализовать. II -ся βλ. лабиализовать- лабиализоваться. лабиализованный επ. απο μτχ. βλ. лабиа\льный. лабиаЛИЗОВЙТЬ, -зу"ю, -зуешь, παθ. μτχ.παρλθ. лабиализованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. μ. προφέρω χειλόφωνα. II -СЯ προφέρομαι χει- χειλά φων α. *ЛЕбИаЛЬНЫЙ επ. (γραπ. λόγος) χειλικός, χει- λόφωνος· -Ы6 СОГЛЙСНЫе χειλόφωνα σύμφωνα. *ЛаСЙЛЫШЙ επ. (γραπ. λόγος) ασταθής· κι- κινητός. "лабиринт! -а α. λαβύρινθος. П μτφ. πολυ- πολυδαίδαλος. II (ανατ.) εσωτερική κοιλότητα· уха о λαβύρινθος του αυτιού. лабИрЙНТНЫЙ επ. λαβυρινθώδης* του λαβύ- λαβύρινθου. "лаборант, -а α., -ка, -И θ. 1 συνεργάτης επιστημονικού ιδρύματος. 2 βοηθός ερευνητή, επιστήμονα. Лаборантский επ. του συνεργάτη ή βοηθού επιστήμονα. 'лаборатория, -И θ. εργαστήριο ερευνώνХИ- МЙческая - χημείο· заВОДСКЙЯ - χημείο ερ- εργοστασίου· аэродинамическая - εργαστήριο α- αεροδυναμικής. Лабораторный επ. χημικός, του χημείου. -ЭЯ Посуда τα σκεύη του χημείου. II εργαστηρια- εργαστηριακός· -ое Исследование εργαστηριακή έρευνα. "Лабрадор, -а α. λαβραδορίτης, λαβραδόριο. лабрадоровый επ. λαβραδορικός. *ЛЙВа1, -Н ί, 1 λάβα. 2 μτφ. λαϊκός χείμα- χείμαρος. 3 επί р. -ОЙ σαν τη λάβα. Л&)а, -Ы θ. στρώμα γαιανθράκων. лава3, ~Ы θ. σχήμα σύνταξης ιππικού για ε- επίθεση . лава^ -Ы θ. (διαλκ.) 1 πέρασμα, πέραμα ή πρόχειρο γεφύρωμα. 2 βλ. МОСТКЙ B σημ.). "лаванда, -Ы -Ы θ. λεβαντίδα, λεβάντα, επ. λεβαντίδιος, λεβάντινος. лавандовый επ. βλ. лавандный. *лаваш, -а α. είδος ψωμιού πεπλατυσμένου. *лавйна, -Ы θ. 1 χιονοστοιβάδα, χιονόβλημα. 2 μτφ. μάζα ορμητικά κινούμενη· χείμαρος. 3 επίρ. -ОЙ σαν χείμαρος. лавирование, -я ουδ. βλ. лавирйвка. "лавировать, -руго, -руешь р.δ. 1 λοζοπλοώ, πλαγιάζω, βαστώ όρτσα. 2 μτφ. επιδιώκω κάτι με πλάγια μέσα, ελίσσομαι, μανουβράρω. лавировка, -и θ. λοζοπλοΐα. лавка1, -И θ. σκαμνί, παγκάκι, καναπές. лавка2, -И θ. πρατήριο, περίπτερο· μαγαζά- μαγαζάκι· мелочная - περίπτερο ψιλικών Продукто- ВЭЯ - μαγαζάκι εδωδίμων. ЛавоВЫЙ επ. της λάβας· - ПОТОК χείμαρος λάβας. ЛаВОЧКа] -И θ. σκαμνάκι, παγκάκι, καναπε- καναπεδάκι . Лёвочка* -И θ. περιπτεράκι· μαγαζάκι. II (απλ.) σπείρα, καμόρα, μαφία. II εκφρ. ПО ПЬЙНОЙ -е σε κατάσταση μέθης· закрывать -у (απλ.) κλείνω το μαγαζί (σταματώ τη δραστη- δραστηριότητα, υπόθεση κ.τ.τ.). дЙВОЧНИК, -а α., -ца, ~Ы θ. περιπτερούχος· μαγαζάτορας. ЛОВОЧНЫЙ επ. του περίπτερου· του μαγαζιού. *Лавр,-а α. 1 δάφνη. 2 δαφνοστέφανο· τρό- τρόπαιο . "лавра, -Ы θ. λαύρα, μεγάλο μοναστήρι. лавровишневый επ. δαφνοκέρασος. лавроВЙШНЯ, -И θ. δαφνοκέρασος, ροδοδάφνη. ЛаврОВЫЙ επ. 1 δάφνινος· - ЗОПаХ δάφνινη μυρουδιά* -ЗЯ р<5ща δαφνώνας, δαφνότοπος. - ЛИСТ δαφνόφυλλο· -Οθ дерево δαφνόδεντρο, η δάφνη· -Ое МЙСЛ0 δαφνέλαιο, δαφνόλαδο. 2 ουσ. πλθ. -ые τα δαφνοειδή. Ν εκφρ. - Венок δαφνοστέφανο. ЛЙВрскИЙ επ. μοναστηριακός, της λαύρας, "лаг, -а α. 1 δρομόμετρο πλοίου. 2 πλευρά πλοίου. Лагерник, -а α., ~ца, -Ы θ. ο κατασκηνω- κατασκηνωμένος ή ο στρατοπεδευμένος. лагерный επ. της κατασκήνωσης· στρατοπε- δευτικός. Лагерь, -Я, πλθ. -И κ. ~Α α. \ στρατόπε- στρατόπεδο· καταυλισμός· - для военнопленных στρα- στρατόπεδο αιχμαλώτων СТОЙЬ -ем στρατοπεδεύω· СНЯТЬ С -Я αποστρατοπεδεύω. 2 κατασκήνωση· пионерский - πιονέρικη κατασκήνωση· турйст- СКИЙ - τουριστική κατασκήνωση. 3 μτφ. κοι-
лаг 531 лаз νωνικο-πολιτική ένωση, ρεύμα· - мира, демо- демократии И социализма στρατόπεδο ειρήνης, 6η- μοκρατίας και σοσιαλισμού. II εκφρ. действо- действовать на два -Я ενεργώ διπλοπρόσωπα. лаглинь, -Я α. (ναυτ.) σχοινί δρομόμετρου. лагун, -ё. α. 1 (παλ.) η λάγυνος, υδρία, στάμνα. 2 (ναυτ.) βυτίο μεταλλικό, υδρία. *лагуна, -Ы θ. λιμνοθάλασσα. лаг^ННЫЙ επ. της λιμνοθάλασσας. лад, -а (-У), προθτ. О -е, в -у\ πλθ. ~ы α. 1 αρμονία, σύμπνοια, ομόνοια, μόνιασμα· жить В -γ ζω αρμονικά· быть не в ~ах с ... δεν τα πάω καλά με ... нет -у дома δεν υ- υπάρχει ομόνοια στο σπίτι. 2 τρόπος,υπόδειγ- τρόπος,υπόδειγμα, στυλ· на Все ~ы κατ' όλους τους τρό- τρόπους· на другой - сделать что-н. κατ' άλ- άλλον τρόπον θα κάνω κάτι. 3 (μουσ.) τόνος, σύνθεση μέλους, ωδής. 4 τα διαστήματα (δι- (διαιρέσεις στη λαβή μουσικού οργάνου). 5 πλθ. τα πλήκτρα (φυσαρμόνικας ή πνευστών οργά- οργάνων). 6 σκαρί ζώων. II εκφρ. не Β -^ ή не В ~άχ (жить, быть κ.τ.τ.) σε διχόνοια· идти (ПОЙТИ) на - στρώνω, ρεγουλάρω· НИ складу НИ -у ασυναρτησίες. лада, -Ы α, κ. θ. (λκ. ποίηση) καλέ μου, καλή μου, αγαπημένε μου, αγαπητή μου. *ладан, -а α. λιβάνι· росный - μοσχολίβα- νο, βενζόιο. II εκφρ. бежать как чёрт от -а φεύγω σαν ο διάβολος απο το λιβάνι· бояться как чёрт -а φοβάμαι σαν ο διάβολος το λι- λιβάνι. ЛЕДанка, -И θ. φυλαχτό με λιβάνι. ладанный επ. του λιβανιού· - ДЫМ καπνός λιβανιού. ладейный επ. του πύργου (σκακιού). ладить, лажу, ладишь р.6. 1 τα έχω (ταπη- (ταπηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω· - СО всеми τά 'χω καλά με όλους· ОДИН С НИМ не -ИЛ ένας δεν τα ταίριαζε μ' αυτόν ОНИ ЧТО-ТО не -ЯТ αυ- αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους). 2 μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω· διευθε- διευθετώ, ταχτοποιώ* дорогу -ЯТ το δρόμο φτιά- φτιάχνουν - ХОЗЯЙСТВО φτιάχνω το νοικοκυριό. 3 σκοπεύω, προτίθεμαι. 4 επαναλαβαίνω (κοπα- (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια· он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει. II -СЯ 1 ταιριάζω· беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα. 2 σκοπεύω, προτί- προτίθεμαι.3 φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, ε- επισκευάζομαι· διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι. ладком επίρ. (απλ.) αρμονικά, όμορφα, φι- φιλικά· ήρεμα· сядем рядком И поговорим - ας καθίσομε κοννά κι ας μιλήσομε όμορφα (ήρεμα)ι ладно επίρ. 1 αρμονικά, μονιασμένα κλπ,επ. 2 καλά, πετυχημένα· - СШИТЫЙ ПИДЖАК καλο- ραμμένο σακκάκι. 3 σύμφωνα, καλά, ναι, εν τάζει· -, будь по твоему καλά,ας γίνει όπως θέλεις (πεις) εσύ. ладный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО. 1 κα- καλός, κανονικός· ομαλός. II καλοφτιαγμένος, κομψός. 2 διορθωμένος, επισκευασμένος. 3 (απλ.) δραστήριος, ενεργητικός. 4 (απλ^ μο- μονιασμένος, ομόψυχος, ομόγνωμος. 5· αρμονικός, σύμφωνος. ладОННЫЙ επ. παλαμικός· -ые мускулы παλα- παλαμικοί μυώνες. ладонь, -И θ. παλάμη. И εκφρ. ВЙден как (будто) на -И φαίνεται ολοκάθαρα. ладоши, ладош πλθ. οι παλάμες. II εκφρ. хлопать (ударить, бить) в -и ή -ами α) χτυ- χτυπώ τα παλαμάκια, β) χειροκροτώ. ладошка, -и θ. παλαμίτσα· хлопать в -и α) χτυπώ τα παλαμάκια, β) χειροκροτώ. ла"дущки, -шек πλθ. τα παλαμάκια (παιδικό παιγνίδι). ЛаДЪЯ'} -Й, γεν. πλθ. ~ёй θ. (παλ.) άκα- άκατος, μεγάλη βάρκα. лады£? -й, γεν. πλθ. -ей θ. (σκάκι) πύργος. лаз1, -а α., -ка, -И θ. Λαζός, -ή. Лаз* -а α. οπή, τρύπα· άνοιγμα. Лазанье, -Я ουδ. σκαρφάλωμα, αναρρίχηση. *лазарёт, -а α. μικρό στρατιωτικό νοσοκο- νοσοκομείο, λαζαρέτο. лазаретный επ. του λαζαρέτου, νοσοκομει- νοσοκομειακός* -ая повозка νοσοκομειακό αμάζι. ЛЙзарь, -я α. -Я петь κάνω (προσποιού- (προσποιούμαι) το φτωχολάζαρο, τον κακομοίρη, κάνω τον ψόφιο κοριό· наобум -Я στα κουτουρού ή στην τύχη. лизать ρ.δ. βλ. лйзить. лазейка, -И θ. 1 τρύπα, οπή διείσδυσης· - В»заборе τρύπα διείσδυσης στον περίβολο. 2 μτφ. διέξοδος, διαφυγή· ОСТАВИТЬ себе -у α- αφήνω (κρατώ) πισινή (για ώρα ανάγκης). лазить, лажу, лйзишь р.δ. βλ. лезть. лазка, -и θ. βλ. лаз1. лазоревка, -И θ. είδος αιγίθαλου (μελισ- (μελισσοφάγου) . лазоревый επ. (λκ. ποίηση) βλ. лазурный· - камень λαζουρίτης. ЛЙЗСКИЙ επ. λάζικος, των Λαζών. лазуревый επ. (παλ.) βλ. лазурный· - ка"- мень λαζουρίτης. лазурит, -а α. λαζουρίτης. лазурный επ., βρ: -рен, -рна, -рно κυα- κυανός, γαλάζιος. *лазурЬ, -И θ. χρώμα κυανό (γαλάζιο)· бер- ЛЙНСКая - κυανό το πρωσικό. II γαλάζιος ου- ουρανός. II γαλάζια μπογιά. лазутчик, -а α. (στρατ.) ανιχνευτής. II χα- χαφιές, σπιούνος. лазящий επ. απο μτχ. 1 αναρριχητικός (για
лай 532 лам πτηνά). 2 ουσ. πλθ. -ие αναρριχητικά. лай, ЛЙЯ α. γαύγισμα, αλύχτημα, υλακή. *ЛЙЙба, -Ы θ. μεγάλη δικάταρτη βάρκα. лайка1, -и, γεν. πλθ. лаек, δοτ. дойкам θ. λάικα, κυνηγετική ράτσα σκύλων. ла"Йка2, -И θ. δέρμα λείο (γκλασέ). ЛЙЙКОВЫЙ επ. απο λείο δέρμα· ~ые перчатки γάντια απο δέρμα γκλασέ. *лайнер, -а α. σκάφος υπερωκεάνιο· αερο- αεροσκάφος. *лак, -а α. βερνίκι, λάκα· ПОКРЫВАТЬ -ОМ βερνικώνω. II λάμψη, στιλπνότητα, γυαλάδα. лакЙТЬ р.δ.μ. 1 λάπτω, πίνω με τη γλώσσα. 2 ακρατοποτώ, παραπίνω, σουρώνω. *лакёй, -Я α. λακές, υπηρέτης. II μτφ. χα- μερπής, ευτελής. лакейничать р.δ. βλ. лакействовать. лакейский επ. του λακέ . 2 μτφ. δουλικός, δουλοπρεπής, χαμερπής, ποταπός. II ουσ. -ая θ. δωμάτιο των λακέδων. лакёЙСТВО, -а ουδ,. 1 το επάγγελμα του λα- λακέ. 2 μτφ. δουλικότητα, δουλοφροσύνη, δου- δουλοπρέπεια, χαμέρπεια, ανδραποόισμός. лакействовать, -ствую, -ствуешь р.δ. δου- λοφρονώ, δουλοφέρνω·· ζευτελί ζομαι. лакировальный επ. βερνικωτικός, της βερ- βερνίκωσης· -ая машина μηχανή βερνίκωσης. лакировальщик, -а α., -ца, -ы θ. βερνικω- τής, -ώτρια. лакирование, -Я ουδ. βερνίκωση, --μα, λου- λουστράρισμα. лакированный επ. απο μτχ. βερνικωμένος, λουστραρισμένος· -ая кожа δέρμα λουστρίνι. 2 μτφ. λαμπρός την όψη· σπινθηροβόλος. лакировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лакиро'ванный, βρ: -ван, -а, -о. 1 βερ- βερνικώνω· λουστράρω. 2 μτφ. ωραιοποιώ, εξω- εξωραΐζω, παρουσιάζω κάτι ωραίο χωρίς να είναΐΓ - действительность ωραιοποιώ την πραγματι- πραγματικότητα. ,II -ся βερνικώνομαι · это дерево хо- хорошо -ется αυτό το ξύλο βερνικώνεται καλά. лакировка, -И θ. 1 βερνίκωμα· λουστράρι- λουστράρισμα. 2 το βερνίκι. лакирОВОЧНЫЙ επ. της βερνίκωσης, βερνικω- τικός. II μτφ. εξωραϊστικός, που ψευτοωραι- ποιεί. лакировщик, -а α., -ца, -Ы θ. βερνικωτής, στιλβωτής, λουστραδόρος. *ЛЙКмус, -а α. 1 ηλιοτρόπιο. 2 χαρτί ηλιο- ηλιοτροπίου ή ροκκέλης. лакмусовый επ. ηλιοτροπικός· του ηλιοτρό- ηλιοτρόπιου· -ая бумага χαρτί ηλιοτροπίου ή ροκκέ- λης. лакнуть р.σ. βλ. лакать. лаковый επ. 1 του βερνικιού· -ое ПРОИЗ- ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή βερνικιών. II για βερνί- βερνίκωμα. 2 βλ. лакированный. II μτφ. γυαλιστε- γυαλιστερός, στιλπνός, λαμπρός. II εκφρ. -ое дерево λακοφόρο δέντρο. ЛакокрасОЧНЫЙ επ. των βερνικιών και χρω- χρωμάτων - завод εργοστάσιο βερνικιών και χρωμάτων. ЛОКОМИТЬ, -МЛЮ, -МИШЬ р.δ.μ. (παλ.) τρέφω με λιχνεύματα. II -СЯ λιχνεύω, λιχνεύομαι. ЛЙКОМКа, -И α. к. θ. λιχούδης, -α, λιχου- διάρης, -α. ЛАКОМСТВО, -а α. 1 πλθ. -а λιχουδιές, λι- λιχνεύματα. 2 φαγητό εκλεκτό. ЛОКОМЫЙ επ., βρ: -КОМ, -а, -О. 1 πολύ νό- νόστιμος· -ое 0ЛЮДО εκλεκτό φαγητό. Ι) εκφρ. - кусо'к (кусочек) α) εκλεκτός (χεζές, χαψιά και σχώριο. β) κομμάτι εκλεκτό, εξαίρετο. лаконизм, ~а α. λακωνισμός. лаконический επ. βλ. лаконичный. Лаконично επί ρ. λακωνικά. лаконЙЧНОСТЬ, -И θ. λακωνικότητα. лаконичный επ., βρ: -чен, -чна, ~чно λα- λακωνικός· - Ответ λακωνική απάντηση. *лакрйца, -Ы θ. γλυκόρρι,ζα, γιάμπολη. лакричник, ~а α. βλ. лакрица. лакричный επ. της γλυκόρριζας, της γιά- μπολης· - СОК πηγμένος χυμός γλυκόρριζας·- Порошок σκόνη απο γλυκόρριζα. лактационный επ. της γαλάκτωσης* - период η περίοδος της γαλάκτωσης, *лактадия, -И θ. θηλασμός, γαλούχημα, γα- λακτισμός· γαλάκτωση· βύζαμα. *ЛактОза, -Ы θ. γαλακτόζη. *лактбметр, -а α. γαλακτόμετρο. *ЛакТ0СКОП, -а α. γαλακτοσκόπιο. лакуна, -Ы θ. 1 κενό μεταξύ ιστών ή οργά- οργάνων του σώματος. 2 κενό, χάσμα σε κείμενο συγγραφέα. лакфиоль, -и θ. βλ. желтофиоль. *ЛаЛ, -а α. (παλ.) ρουμπίν, ρουβίνιο. ЛИЛОВЫЙ επ. του ρουμπινιού· - камень το ρουμπίνι. II με ρουμπίνι· - перстень δαχτυ- δαχτυλίδι με ρουμπίνι. *ЛОма1, ~Ы θ. λάμα, καμήλα της Περουβίας ή προβατοκάμηλος. *лама? -Ы θ. ιερέας, μοναχός του Βούδα, ламаизм, -а α. λαμαϊσμός. ламаЙСТ, -а α. λαμαϊστής. ламаЙСТСКИЙ επ. του λαμαϊσμού ή λαμαϊστή. ламаркЙЗМ, ~а α. λαμαρκισμός. ламОрекён, -а α. λαμπρεκέν (υπέρθυρο σα- νίδωμα)#ΙΙ υπέρθυρη διακόσμηση. *ламентация, -И θ. (παλ.) παράπονο πικρό, κλά- κλάμα, κλαψούρα. *ламинария, -И θ. λαμιναρία, γένος φυκών. *ЛЙМПа, -ы θ. λάμπα, λυχνία, λαμπτήρας· ке- росйновая - λάμπα πετρελαίου· настолная
лпм 533 лап επιτραπέζια λάμπα· - накаливания λάμπα πύ- πύρωσης· - Паяльная λυχνία συγκόλλησης (κα- μινέτο)· электрическая - ηλεκτρική λάμπα· - предохланительная λάμπα προειδοποιητική· -Ы электронные λάμπες ηλεκτρονικές. *лампада, -Ы θ. 1 καντήλι κρεμαστό (ναών, εικόνων). 2 λυχνάρι. *лампадка, -И θ. 1 καντηλάκι κρεμαστό. 2 λυχναράκι. лампадный επ. του καντηλιού· - свет το φως του καντηλιού ή του λυχναριού· -Οβ МЙС- Л0 λάδι για το καντήλι. '"лампас, ~а α. σειρήτι (ανάμεσα στις ραφές του παντελονιού). *ламПИОН, -а α. φανάρι, φανός. ЛАМПОВЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. φανοποιός, φα- φαναρτζής. ламповый επ. 1 της λάμπας, της λυχνίας·-ое стекло το γυαλί της λάμπας. II με ηλεκτρονι- ηλεκτρονικές λάμπες· - приёмник δέκτης με ηλεκτρονι- ηλεκτρονικές λάμπες. 2 ουσ. θ. -ая αποθήκη λαμπών, лампочка, -И θ. λαμπίτσα. "лангет, -а α. είδος φαγητού από κρεάτινες φετίτσες. *лангу"ст, -а α. κ. лангуста, -ы θ. είδος μεγάλης καραβίδας. *ландвер, -а α. εθνοφυλακή· πολιτοφυλακή. ""ландкарта, -Ы θ. (παλ.) γεωγραφικός χάρ- χάρτης. *ландб ουδ. άκλ. λαντώ, αμάζι τετράτροχο. *ланДСКНёхт, -а α. (παλ.) μισθοφόρος στρα- στρατιώτης. II πουλημένος μαχητής. *ландтаг, -а α. εκλεγμένο όργανο αυτοδιοί- αυτοδιοίκησης. * Ландшафт, -а α. τοπίο. II τόπος, ландшафтный επ. του τοπίου. II τοπικός. *ландштурм, -а α. εθνοφυλακή· πολιτοφυλακή. ЛАНДЫШ, -а α. κομβαλαρία, μαγιολούλουδο. Ландышевый επ. της κομβαλαρίας, του μα- γιολούλουδου. II εκ φρ. -ое дерево η κλήθρα, το σκλέθρο. ланита, -Ы θ. (παλ.) παρειά, μάγουλο. ланка, -И θ. λαφίνα. *ЛанОЛИН, -а α. η λανολίνη. ЛанолЙНОВЫЙ επ. λανολίνιος. лансировать, -рую, -руешь р.δ. (παλ.) λαν- λανσάρω, εξαπολύω, διαδίδω. *ланцёт, -а α. νυστέρι. ланцетный επ. 1 του νυστεριού. 2 νυστερο- ειδής. ланцетовидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; νυστεροειδής. лань, -И θ. δορκάδα, ζαρκάδι· θηλυκό ελάφι, λαφίνα. Лапа, -Ы θ. 1 πέλμα, πατούνα, -σα· πόδι ζώου· медвежья - πέλμα αρκούδας. II ποδάρα ή χερούκλα ανθρώπου. 2 κλαδί-κωνοφόρων δέ- δέντρων, 3 προεξοχή (που εισδύει σε εσοχή). 4 νύχι', πτερύγιο, λάφτσα· - якоря πτερύγιο ά- άγκυρας. 5 πέλμα αγροτικών εργαλείων.II εκφρ. попасть В -Ы кому πέφτω στα νύχια κάποιου· быть В -ах у КОГО είμαι στα νύχια κάποιου (εξουσιάζομαι απο κάποιον). лапать р.δ.μ. (απλ.) πιάνω, αρπάζω με τις χερούκλες. ЛаПИДарНОСТЬ, -И θ. συντομία, βραχυλογία. "лапидарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно: СЛОГ ή СТИЛЬ (γραπ. λόγος) λακωνική έκφραση ή λακωνικό στυλ (ύφος). лапистый επ., βρ: -ИСТ, -а, ~О που έχει μεγάλα πέλματα. II παλαμοειδής (για φύλλα δέ- δέντρου) . лапка, -И θ. πέλμα μικρό. II εκφρ. СТОЯТЬ ή ходить на задних -ах перед кем στέκομαι σούζα μπροστά σε κάποιον. лаповидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно βλ. лапообразный. ЛШЮВЫЙ επ. του πέλματος· πελματικός. лапообразный επ., βρ: -зен, -зна, -о (κυ- (κυρίως για φύλλα φυτών) δακτυλοειδής, πολυ- πολυσχιδής, παλαμοειδής. лапотник, -а α., -ца, -Ы θ. τσαρουχάς, τσα- ρουχοποιός, τσαρουχοπωλητής. II αυτός που φο- φορά τσαρούχια. II- μτφ. αγροίκος, άξεστος, α- απολίτιστος, καθυστερημένος. лапотный επ. 1 για τσαρούχια· -ое лыко οι φλούδες φυτών για τσαρούχια. 2 καθυστερη- καθυστερημένος, αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος. лапото'к, -тка" α. τσαρουχάκι. лапоть, -ПТЯ, γεν. πλθ. -ей α. 1 τσαρού- τσαρούχι πλεκτό (απο φλούδες φυτών ή χοντρών σχοι- σχοινιών). 2 μτφ. άνθρωπος αγροίκος, άξεστος, καθυστερημένος, απολίτιστος. лапочка, -И θ. τσαρουχάκι. Лапсердак, -а α. ποδήρης των Εβραίων της Πολωνίας. лапта, -Ы θ. 1 είδος παιγνιδιού με τόπι και σε δυο ομάδες. 2 ράβδος αυτού του παιγ- παιγνιδιού. лапушка, -И θ. 1 πέλμα μικρό. 2 (χαϊδευ- (χαϊδευτική προσηγορία σε γυναίκα ή παιδί) καλή μου· καλό μου, κανακάρη μου. Ланча"ТКа, -И θ. το πεντάφυλλο (φυτό). лапчатый επ. 1 στεγανόποδος· -ая птица στεγανόποδο πτηνό. 2 παλαμοειδής. 3 πεπλα- τυσμένος, πελματοειδής (για αγροτικό εργα- εργαλείο) . II εκφρ. гусь - πονηρή αλεπού· επι- επιτήδειος, καταφερτζής. лапш£, Й θ. λαζάνια. II σούπα-λαζάν ια. лапшаной επ. για λαζάνια· των λαζανιών-Ое тёсТО ζυμάρι για λαζάνια. лапшевник, -а α. γλύκισμα με λαζάνια.
лап 534 лат лапшённик, -а α. (όιαλκ.) βλ. лапшевник. лапшовый επ. των λαζανιών. ларёк, -рькй α. μαγαζάκι· περίπτερο. ларёц, -рца α. κασετίνα (τιμαλφών αντι- αντικειμένων) . ларёчник, -а α., -ца,-Ы θ. πωλητής, -τρία· περιπτερούχος. Ларёчный επ. του μαγαζιού, του περίπτερου. II του κιβωτίου. *Ларингит, ~а α. λαρυγγίτιδα. ларинголог, -а α, λαρυγγολόγος. ларингологический επ. λαρυγγολογικός. 'ларингология, -И θ. λαρυγγολογία. *ларинГОСКОП, -а α. λαρυγγοσκόπιο. ларингоскопический επ. λαρυγγοσκοπικός. ларингоскопия, -И θ. λαρυγγοσκοπία. ларчик, -а α. κουτάκι τιμαλφών αντικειμέ- αντικειμένων. Ι] εκφρ. а - просто открывался η λύση αποδείχτηκε εύκολη (απλούστατη). *лары, -ΟΒ κ. лар (ενκ. лар, -а α.) ψυχές προγόνων. II εστία, οίκος, σπίτι· вернуться К своим -ам И пенатам γυρίζω στην εστία και το πάτριο (έδαφος). ларь, -Я α. 1 μπαούλο, κασέλα. 2 βλ. ла- ларёк. ласа, -Ы θ. (παλ. κ. απλ.) λεκές, κηλίδα. лесина, -ы θ. βλ. лиса. ласка1, -и θ. 1 χάδι, θωπεία· материнская - μητρικό χάδι. 2 φιλοφροσύνη, περιποίηση. 3 (παλ.) χάρη, ευεργεσία. ЛЙСКа* -И θ. είδος ικτίδας· νυφίτσα. ласкатель, -Я α. (παλ.) γαλίφης, κόλακας. ласкательный επ. 1 θωπευτικός, χαϊδευτι- χαϊδευτικός. 2 ι (παλ.) κολακευτικός. 3 (γραμμ.) χαϊδευτικός· ~ые имена χαϊδευτικά ονόματα. ласкательство, -а ουδ. (απλ.) γαλιφιά. ласкать ρ.δ.μ. 1 χαϊδεύω, θωπεύω. 2 μτφ. (παλ.) ευεργετώ, επικουρώ, έρχομαι αρωγός. II εκφρ. - надеждой τρέφω με ελπίδες (καθησυ- (καθησυχάζω). II -СЯ 1 χαϊδεύομαι, χαϊδολογιέμαι. 2 καλοπιάνω. 3 παρηγοριέμαι. ласково επί ρ. χαϊδευτικά, θωπευτικά κλπ. επ. ЛЙСКОВОСТЬ, -И θ. χαϊδευτικότητα, θωπευ- τικότητα. ЛЙСКОВЫЙ επ., βρ: -КОВ, -а, -О. 1 χαϊδευ- χαϊδευτικός,, θωπευτικός· χαϊδιάρης, -ρι,κος· - ре- ОёНОК χαϊδιάρικο παιδάκι· -ЭЯ мать χαϊδιά- ρα μάνα· ~ ВЗГЛЯД χαϊδευτικό βλέμμα. II ευ- προσήγορος, προσηνής, γλυκόλογος. " *ласс<5 ουδ. άκλ. Κάσσο, βρόχος, παγίδα για ζώα. ласт] -а α. πτερύγιο (υδροβίων ζώων). "ласт? -а α. λάστο (μέτρο βάρους). "ластик1, -а α. λαστ (ύφασμα). *ластик? -а α. 1 λάστιχο (συνυφασμένο). 2 σβηστήρι, γομολάστιχα. ЛЙСТИКОВЫЙ1επ. απο ύφασμα λαστ. ЛЙСТИКОВЫЙ2επ. λαστιχένιος· απο λάστιχο. ла0ТИТЬСЯ„ Лащусь, ЛЙСТИШЬСЯ р.δ. χαϊ- χαϊδεύομαι, χαϊδολογιέμαι. лаЪтОВИЦа, -ы θ. υπομασχάλιο ενδύματος. ластовка, -и θ. (παλ.) βλ. лаЪтовица. ластоногие, -их πλθ. τα πτερυγιόποδα. ЛЙСТОЧка, -И θ. χελιδόνι· городская - χε- χελιδόνι αστικό η κοινό· деревенская - αγρό— δίαιτο χελιδόνι· береговая - πετροχελιδόνι, βραχοδίαιτο χελιδόνι. II εκφρ. первая - το πρώτο χελιδόνι (οι πρώτες ενδείξεις)· ОДНИ - весны не делает ένα χελιδόνι δε φέρει την Ανοιξη. лаЪточкин, -а, -Ο επ. του χελιδονιού* -Ο гнездо χελιδονοφωλιά. *латания, -и θ. λατάνια, φοινικοειδές φυτό. ЛЙТаНЫЙ επ. μπαλλωμένος. лататы πλθ. εκφρ: задйть - το βάζω στα πόδια, το σκάζω, κόβω λάσπη. латать ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ла- танный, βρ: -тан, -а, -о (απλ.) μπαλώνω, επιδιορθώνω. II -СЯ μπαλώνομαι, επιδιορθώμο- μαι. латвиец, -вййца α., -вййка, -и θ. Λετο- νός, ~ιόα. латвийский επ. λετονικός. ЛатёнТНОСГЬ, -И θ. η λανθάνουσα κατάσταση. *латёнтный επ. λανθάνων, κρυφός· - период болезни λανθάνουσα περίοδος ασθένειας. Латинизация, -И θ. λατινοποίηση· ~ турёц- ΚΟΓΟ алфавита λατινοποίηση του τούρκικου αλφάβητου. латинизировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. λατινοποιώ. II εκλατινίζω. И -СЯ λατινοποι- ούμαι. II εκλατινί ζομαι. ладинЙЗМ, -а α. λατινισμός. латИНЙСТ, -а α. λατινιστής. латиница, -ы θ. λατινικό αλφάβητο ή γραφή. латЙНСКИЙ επ. λατινικός· - ЯЗЫК λατινική γλώσσα· -ая Америка Λατινική Αμερική. II (παλ.) καθολικός· -ая церковь η καθολική εκ- εκκλησία. латинщина, -Ы θ. παλ. (περίφρ.) λατινισμό\ς. латинянин, -а, πλθ. -яне, ~ян α., -ка -и θ. λατίνος, -ίδα. II -яне πλθ..παλ. οι καθολικοί. *латифундИЯ, -И θ. λατιφούντιο, φέουδο. Л^ТКа1 -И θ. (απλ.) μπάλωμα. Лётка,2 -и θ. (διαλκ.) είδος γαβάθας. ЛАТНИК, -а α. μαχητής θωρακοφόρος. ЛЙТНЫЙ επ. σιδερένιος· - ДОСПёх σιδερέ- σιδερένια πανοπλία. латунный επ. του ορείχαλκου· ορειχάλκινος, -ое производство παραγωγή ορείχαλκου· -ая посуда ορειχάλκινο αγγείο. *латуНЬ, -И θ. ορείχαλκος.
лат 535 лег ЛОЗЫ, лат πλθ. πανοπλία (μεταλλική). ЛВТЫНЬ, -И θ. η λατινική γλώσσα, τα λατι- λατινικά. латынянин βλ. латинянин. лаТЫШ, -ά, -ка, -И θ. Λετονός, -ίόα. латышский επ. λετονικός. *лаун-Теннис, -а α. τένις. "лауреат, -а α. βραβείο· - ленинской Пре- Премии βραβείο Λένιν ~ЬГ Премий мира βραβεία ειρήνης. II βραβευμένος* δαφνοστεφανωμένος. *лафй ως κατηγ. ευνοεί η τύχη, είναι τυχε- ρός. *лафёт, -а α. κιλλίβαντας πυροβόλου. лафетный επ. του κιλλίβαντα. *лафЙТ, -а α. λαφίτης (κρασί). *лацкан, -а α. το πέτο·. *лаццарони α. άκλ. φτωχός Ιταλός. лачуга, -И θ. φτωχόοπιτο. лачужка, -И θ. μικρό φτωχόσπιτο. ЛЙПЦИЙ επ. απο μτχ. γαυγιστικός. лаяние, -Я ουδ. γαύγισμα, αλύχτημα. лаять, ЛЙЮ, лаешь.р.6. γαυγίζω, αλυχτώ. 2 μαλώνω, βρίζω. II -СЯ μαλώνω, βρίζω. ЛГаНЬё, -Я ουό. 1 ψεμάτισμα. 2 ψέμα. лгать, лгу, лжёшь, лгут, παρλθ. χρ. лгал, -ла, лгало р.δ. λέγω ψέματα, ψεματίζω, ψεύ- ψεύδομαι, ψευδολογώ. II (παλ.) συκοφαντώ. лгун, -а α., -нья, -И θ. ψεύτης, -τρα, ψε- ματούρης, ψευδολόγος. Лебеди, -ύ θ. χηνοπόδιο (γένος φυτών). лебедёнок, -ка α., πλθ. -дята, -дят νεοσ- νεοσσός κύκνου* μικρός κύκνος. лебединый επ. 1 κύκνειος, του κύκνου* -ая стая κοπάδι κύκνων* ~ые перья φτερά κύκνου. 2 μτφ. σαν του κύκνου* κάτασπρος, κατάλευ- κατάλευκος, χιονόλευκος* -ая грудь κάτασπρο στή- στήθος* -ая поступь κύκνειο βάδισμα. II εκφρ. -ая песня κύκνειο άσμα. дебёдка? -И θ. 1 κύκνος (το θηλυκό). 2 (χαϊδευτική προσηγορία σε γυναίκα) καμάρι μου* χιονάτη μου* λυγερή μου.' Лебёдка^ -И θ. βαρούλκο. лебедОВЫЙ επ. του χηνοπόδιου. лебёДОЧНЫЙ επ. του βαρούλκου' με βαρούλκο. лебёдушка, -И θ. μικρός κύκνος. лебёдчик, -а α., -ца, -ы θ. χειριστής, -ρί- στρια βαρούλκου. лебедь, -Я α. лебедь, -и θ. 1 κύκνος. · 2 βλ. лебёдка1 B σημ.). лебезить, -бежу, -безйшь р.δ. καλοπιάνω, γαλιφίζω. лебяжий, -ья, ье επ. βλ. лебединый. лев,1 Льва α. 1 λιοντάρι. 2 μτφ.κ.ειρν. με- μεγάλος καταχτητής γυναικών. II μτφ. τρανός. II εκφρ. морско'й - θαλάσσιος ελέφαντας. лев? -а α. το λέβι (νομισ. μονάδα Βουλ- Βουλγαρίας) . левада, -ы θ. (διαλκ.) μεγάλο αγρόκτημα* κατοικήσιμη έκταση. II (διαλκ.) παράκτιο δά- δάσος. II λιβάδι περιφραγμένο. левак, -а" α. ψευτοαριστερός. левацкий επ. ψευτοαριστερίστικος. левачество, -а ουδ. ψευτοαριστερισμός. леветь ρ.δ. αριστερίζω* γίνομαι πιο αρι- αριστερός (πολιτικά). левиафан, -а α. ο λεβιάθαν. II μτφ. κο- κολοσσός. левизна, -Ы θ. αριστερισμός* ψευτοαριστε- ψευτοαριστερισμός. *левкйс, -а α. λευκό κιμωλίας. *ЛвВКОЙ, -Я α. (βοτ.) λευκόιο. левобережный επ. αριστερόχθιος. левобережье, -Я ουδ. αριστερή όχθη. левофланговый επ. αριστερόπλευρος. левши, -Й, γεν. πλθ. -ей α. κ. θ. αρι- στερόχειρος, ζερβοχέρης, αριστερός. левый επ. 1 αριστερός* - глаз αριστερό μά- μάτι* -ая рука αριστερό χέρι. 2 ριζοσπαστι- ριζοσπαστικός* -ая партия αριστερό κόμμα* ~ое крыло профсоюзов αριστερή πτέρυγα των συνδικά- συνδικάτων. Π ουσ. αριστερός* в парламент избрано 25 ~ЫХ στη Βουλή εκλέχτηκαν 25 αριστεροί. II ψευτοαριστερός. II εκφρ. -ая сторона' η ανά- ανάποδη υφάσματος. легЙВЫЙ επ. -ая собака σκυλί της φέρμας. Ι! ουσ. θ. -ая σκυλί της φέρμας. II αστυνομι- αστυνομικός μυστικός, λαγωνικό της αστυνομίας. Легализация, -И θ. νομιμοποίηση. *легализировать, -руга, -руешь р.6.κ.σ.μ. νομιμοποιώ. Π -СЯ νομιμοποιούμαι. легализовать( ся) βλ. легализироваться). .легально επίρ. νόμιμα, *лега\льН0СТЬ, -И θ. νομιμότητα. "■легальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно νό- νόμιμος, έννομος* -ая партия νόμιμο κόμμα·-ая форма борьбы νόμιμη μορφή πάλης. *легйт, -а α. επιτετραμμένος. II καρδινάλι- καρδινάλιος του Πάπα με ειδική αποστολή. "легато επίρ. (μουσ.) υφέν, ομαλά, легаш, ~& α. σκυλί της φέρμας. "легенда? -Ы θ. 1 θρύλος, μύθος. 2 επινόη- επινόηση, αποκύημα, πλάσμα. *легёнда* -Ы θ. 1 επιγραφή νομισμάτων. 2 επεξηγηματικά σημεία σχεδίου, χάρτη κ.τ.τ. легендарность, -И θ. θρυλικό περιεχόμενο, легендарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 θρυλικός* πολυθρύλητος* - рассказ θρυλικό διήγημα* -ые ПОДВИГИ θρυλικά κατορθώματα* - полководец θρυλικός στρατηλάτης. 2 μτφ. απίθανος* -ые слухи απίθανες φήμες. *легиEн, -а α. 1 λεγεώνα. 2 μτφ. πλήθος αν- ανθρώπων. II εκφρ. иностранный - η λεγεώνα των
лег 536 лег ξένων Орден почётного -а το παράσημο της λεγεώνας. *легионёр, -а α. λεγεωνάριος. легионерский επ. του λεγεωνάριου. легирование, -Я ουδ. κατασκευή μεταλλικού κράματος. легированный επ. απο μτχ. απο κράμα, "легировать, -рую, -руешь, μτχ. ενστ. ле- легирующий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. легйрован- НЫЙ, βρ: -ван, -а, -О р.δ.κ.σ.μ. κατασκευά- κατασκευάζω κράμα μεταλλικό. *легислатура, -Ы θ. 1 νομοθεσία. 2 νομοθε- νομοθετική εξουσία. легитимация, -И θ. 1 επικύρωση νομικού δι- δικαιώματος ή πληρεξουσιότητας. 2 νομιμοποί- νομιμοποίηση, υιοθέτηση νόθου τέκνου. легитимизм, -а α. νομικό κληρονομικό δι- δικαίωμα επι της εξουσίας. "легитимизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. легитимизованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. νομιμοποιώ. II -СЯ νομιμοποι- νομιμοποιούμαι . легитимироваться) ρ.δ. βλ. легитимизо- вйть(ся). легитимист, ~а α., -ка, -и θ. οπαδός της νομιμότητας. легитимистский επ. της νομιμότητας, •легитимный επ., βρ: -мен, ~мна, ~мно. 1 νόμιμος, ί\>\/ο^θζ. 2 της νομιμότητας. Лёгкие, -ИХ πλθ. (ενκ. -ое, -ОГО ουδ.) τα πνευμόνια. лёгкий επ., βρ: лёгок, легка, легко, лег- легки κ. легки; легче, легчййший. 1 ελαφρός· - чемОДЙН ελαφρά βαλίτσα· - как перо ελαφρός σαν φτερό. И εύπεπτος· -ая пища ελαφρά τρο- τροφή. 2 άνετος, ελεύθερος· -ая ПОХОДКа ελα- ελαφρό βάδισμα. 3 εύκολος· - урок εύκολο μάθη- μάθημα· -ая работа εύκολη δουλειά· -ие роды εύ- εύκολη γέννα. 4 αδύνατος, ασήμαντος· - мороз ελαφρύ κρύο· - ветерок ελαφρό αεράκι· - ту- туман αραιά ομίχλη. II λεπτός· -ая улыбка ελα- ελαφρό χαμόγελο. II μικρής έντασης, αδύνατος· - СОН ελαφρός ύπνος. II μη δραστικός· -ое ВИНО ελαφρό κρασί· - табак ελαφρός καπνός. II α- ακίνδυνος, μη σοβαρός· -ая Простуда ελαφρό κρυολόγημα. 5 επιφανειακός, επιπόλαιος, α- αβαθής, αναξιόλογος. 6 βολικός, καλόβουλος· - человек βολικός άνθρωπος. 7 μικρός,ευκί- μικρός,ευκίνητος· -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό· ~ая кавалерия ελαφρό ιππικό. II εκφρ. -ая промы- промышленность ή индустрия ελαφρά βιομηχανία· С -ой руки чьей με το τυχερό χέρι κάποιου· -ая руки ελαφρό χέρι (τυχερό)· лёгок (лёгкий) на НОГу (НОГИ) αλαφροπόδαρος (ακούραστος)' лёгок на ПОМЙне κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος· -ое ή -О ЛИ дело (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε* С -ИМ ПЙром με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο απο το λουτρό του)· С -им сердцем χωρίς πολύ σκέ- σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί- ση· женщина -ГО поведения γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής). Легко 1 επίρ. ελαφρά, εύκολα κλπ. επ. 2 ως κατηγ. είναι ελαφρό, εύκολο· ξαλαφρώνω* ЭТО не так - αυτό δεν είναι και τόσο εύκο- εύκολο' мне стало так - ξαλάφρωσα πολύ, ησύχα- ησύχασα. II εύθυμα, χαρούμενα, καλά. II εκφρ. сказать με τα λόγια είναι εύκολο (εννοείται ότι στην πράξη είναι ύνακολο)' легче на по- поворотах! (απλ.) πρόσεχε καλά στα λόγια σου ή τα έργα σου! час ОТ часу не легче όλο και χειρότερα ή πιο δύσκολα. легкоатлет, -а α. -ка, -И θ. αθλητής,-τρία στίβου. легкоатлетический επ. του αθλητισμού στί- στίβου· -ие соревнования αθλητικά αγωνίσματα. легковерие, -Я ουδ. ευπιστία, ευκολοπιστία. легковерность, -и θ. βλ. легковерие. легковерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно εύ- πιστος, ευκολόπιστος, ελαφρόπιστος. легковес, -а α. αθλητής ελαφρών βαρών. " легковесно επίρ. ελαφρά, επιπόλαια. легковесность, -И θ. ελαφρότητα, επιπολαο- δτητα. Π ελαφρόνοια. легковесный επ., βρ: -сен, -сна, -сно д ελαφρός, ολιγοβαρής. 2 μτφ. επιπόλαιος, ε- ελαφρόμυαλος. легковой επ. - автомобиль η κούρσα.II εκφρ. - ИЗВОЗЧИК α) οδηγός αμαξιού, β) μισθωτό α- αμάξι με τον οδηγό. ЛеГКОВОСПЛаменЯИЦИЙСЯ επ. εύφλεκτος·-аяся ЖЙТКОСТЬ εύφλεκτο υγρό. легкокрылый επ. 1 γοργόφτερος,, ελαφρόφτε- ρος. 2 μτφ. (παλ.) μεταβλητός, ευμετάβλη- ευμετάβλητος. Π αμέριμνος, άφροντης. ЛеГКОМЫСЛеННИЧатЬ р.δ. φέρνομαι ελαφρό- μυαλα. Легкомысленно επίρ. ελαφρόμυαλα, απερί- απερίσκεπτα κλπ. επ. Легкомысленность, -И θ. ελαφρομυαλιά, α- απερισκεψία, αστοχασιά, επιπολαιότητα. легкомысленный επ., βρ: -лен, -ленна, -о; ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος, αστόχαστος, ε- επιπόλαιος. легкомыслие, -я ουδ. βλ-,легкомысленность. Легконогий επ. γοργοπδδης, -δαρος, ελα- φροπόδης, αλαφροπδδαρος, ταχύποδας. легкоплавкий επ., βρ: -вок, -вка, -вко; εύτηκτος, τακερός· - металл εύτηκτο μέταλ- μέταλλο. легкоплавкость, -И θ. το εύτηκτο, η τακε- ρότητα σώματος.
лёг 537 леж лёгкость, -И Θ. 1 ελαφρότητα. 2 ευκολία. 3 ευκινησία. 4 επιπολαιότητα. лёГОНЬЕНЙ επ. ελαφρούτσικος, ανάλαφρος. легОНЬКО επίρ. 1 αδύνατα, ελάχιστα,μόλις. 2 ελαφρά, επιφυλαχτικά, προσεχτικά. лёГОЧНЫЙ επ. πνευμονικός· ~ая ткань о ι- ιστός των πνευμόνων -ая артерия πνευμονική αρτηρία· -ые болезни παθήσεις των πνευμόνων. легчайщий υπέρθ. β. του επ. лёгкий. легчать, -ает р.6. (απλ.) 1 ελαττώνομαι, μειώνομαι· αδυνατίζω· мороз -ет το κρύο λιγοστεύει. 2 καλυτερεύω, γίνομαι ελαφρότε- ελαφρότερος (για πόνο, ασθένεια). легче συγκρ. β. του επιρ. легко και του επ. лёгкий. ΓΙ ως κατηγ. καλυτερεύω· бОЛЬНО- му - ο άρρωστος είναι καλύτερα· час ОТ ча- часу не - όσο πας (προχωρείς) τόσο πιο πολλές δυσκολίες συναντάς. лёд, льда (льду), προθτ. о льде, на льду; а. 1 πάγος· ТОЛСТЫЙ СЛОЙ льда χοντρό στρώ- στρώμα πάγου. II παγετώνας. 2 μτφ. ψυχρότητα, πα- παγερότητα. II εκφρ. - тронулся η δουλειά (υ- (υπόθεση) ξεκίνησε· разбить (сломать) - σπά- σπάζω τον πάγο (κάνω το πρώτο βήμα ή το ξεκί- ξεκίνημα). ледащий, -ая, -ее επ. (απλ.) καχεκτικός, ισχνός, αδύνατος. леденеть р.δ. 1 παγώνω· вода начинает - το νερό αρχίζει να παγώνει. 2 κρυώνω· руки -ЮТ τα χέρια παγώνουν. II μτφ. τρομάζω, κα- ταπλήττομαι· - ОТ Страха παγώνω απο το φόβο. Леденец, -нца α. καραμέλα διαφανής. леденистый επ., βρ: -НИСТ, -а, -О παγω- παγωμένος. леденить, -йт, μτχ. ενστ. леденящий ρ..δ. μ. παγώνω· мороз -ЙТ воду το ψύχος παγώνει το νερό. II ψύχω, κρυώνω. Η μτφ. παγώνω απο το φόβο· сердце -ЙТ η καρδιά παγώνει· кровь -ЙТ το αίμα παγώνει. Леденцовый επ. διαφανής. леденящий επ. απο μτχ. παγερός, κρύος, ψυ- ψυχρός· - Ветер παγερός άνεμος. II μτφ. τρο- τρομερός, συγκλονιστικός· - ужас ρίγος φρίκης· - страх ρίγος φόβου. *ледерЙН, -а α. τεχνητό δέρμα κάλυψης. *леди θ. άκλ. λαίδη. Ледник, -а α. 1 υπόγειο ψυγείο (με πάγο ή χιόνι)· ειδικό κιβώτιο-ψυγείο. 2 παγετώνας, ογκόπαγος. ледниковый επ. παγετώδης, του παγετώνα· - период (γεωλ.) περίοδος παγετώνων. ЛедовЙТЫЙ επ. παγωμένος· . Северный ЛеДО- ВЙТЫЙ океан Βόρειος Παγωμένος ωκεανός. ледовый επ. παγωμένος· του πάγου· - ΠΟ- кров στρώμα πάγου. II εκτελούμενος στον πά- πάγο· -ое плавание ναυσιπλοία στους πάγους ή παγοναυσιπλοία. Ледозащита, -κ θ. παγοπροφύλαξη. ледок, -дка α. μικρός πάγος· παγάκι. Ледокол, -а α. το παγοθραυστικό. ледокольный επ. παγοθραυστικός· -ые ра- работы παγοθραυστικές εργασίες· - пароход παγοθραυστικό ατμόπλοιο. ледоЛОМ, -а α. 1 παγοθραύστης, παγοπροφυ- λακτήρας γεφυρών. 2 (διαλκ.) βλ. ледоход. ледопад, -а α. απόκρημνος ορεινός ογκόπι;- γος. ледорез, -а α. σκάφος που πλέει σε σπα- σπασμένους πάγους. II βλ. ледолом A σημ.). ледоруб, -а α. παγοθραύστης (εργαλείο). ледосброс, -а α. οπή διαφυγής πάγων υδα- τοφράγματος. ледоспуск, -а α. εγκατάσταση απόρριψης των πάγων σε υδατόφραγμα. ледостав, -а α. πάγωμα ποταμού σε ολόκλη- ολόκληρη την επιφάνεια. ледоход, -а α. κίνηση των πάγων. ледоходный επ. της κίνησης των πάγων Период περίοδος κίνησης πάγων. ледышка, -и θ. βλ. льдинка. ледянёть βλ. леденеть. ледянистый βλ. леденистый. ледянка, -Ив. παγοολισθητήρας. II παγοο- λισθητική βάρκα. ледяной επ. 1 του πάγου, απο πΐ^γου. 2 πα- παγερός, παγετώδης, ψυχρός, κρύος. II παγωμέ- παγωμένος, μαργωμένος. 3 μτφ. περιφρονητικο'ς, ψυ- ψυχρός. II απαθής, αδιάφορος. ледяшка, -и θ. βλ. льдинна. *ле"ер, -а α. παλαμάρι τεντωμένο. леечка, -и θ. ποτιστηράκι. лёжа επίρ. ξαπλωμένα. лежак, -а α. ξυλοκρέβατο, ξύλινο κρεβάτι. лежалый επ. πολυκαιρισμένος. лежание, -Я ουδ. ξάπλωμα, πλάγιασμα, α- νάκλιση, κατάκλιση. лежанка, -И θ. ξαπλωταριό κοντά στη θερ- θερμάστρα. II υπόθεμα, υπόστρωμα. лежать, лежу, лежишь, επιρ. μτχ. лёжа, р. δ.1 ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι· - на Солнце ξαπλάνω στον ήλιο· - НИЧКОМ ξαπλώνω μπρού- μπρούμυτα· - НИЦ ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα· - навзничь ξαπλώνω ανάσκελα· - на боку ξαπλώ- ξαπλώνω στο πλευρό" - на СПИнё ακουμπώ στη ρα'χη· - Пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά. II μένω· - без ЧУВСТВ μένω αναίσθητος· - В Обморок μένω λιπόθυμος. II είμαι άρρωστος· ОН -ИТ Β больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκο- νοσοκομείο. II (σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: лежмя, лежнем, В лёжку προσδίδει ε- επίταση· В лёжку - ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά. II κείμαι (νεκρός). 2 (για αντικείμενα) βρύ—
леж 538 лек σκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. II είμαι, επικάθομαι, κείμαι. 4 εκτείνομαι· Город -ИТ на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μή- μήκος της παραλίας. 5 κάθομαι, κείμαι. 6 πε- ρικλείνομαι, περιέχομαι. Ι! εκφρ. - на боку η на печи τεμπελιάζω* - ПОД Сукном παραμένω στο χρονοντούλαπο (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)· плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί· Душа ή Сердце не -ЙТ К кому-чему δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι. II -СЯ ξαπλώνω, πλαγιάζω. лежачий, -ая, -ее επ. ξαπλωμένος, πλαγια- πλαγιασμένος. II ουσ. ο ξαπλωμένος.' II για ξάπλωμα* -ее место θέση για ξάπλωμα. 11 (για άρρωστο) ξαπλωμένος* - больной άρρωστος στο κρεβάτι. лежбище, -а ουδ. ξαπλωταριά, -ριό (μέρος ξαπλώματος των φωκιδών). Η φωλιά θηρίου. лежебок, -а α. κ. Лежебока, -И α. κ. θ. α- ακαμάτης, τεμπέλης, ρεμπεσκές. лежень, -ЖНЯ α. 1 εγκάρσια δοκός. 2 (διαλκ.) βλ. лежебок.II εκφρ. -жнем лежать το πιάνω ξαπλωταριά. лёжка, -и θ. 1 οριζόντια τοποθέτηση. II πολυναίρισμα (για τρόφιμα, εμπορεύματα). 2 άπλωμα· - ЛЬНа άπλωμα του λιναριού. 3 βλ. лёяСище. II εκφρ. лежать В -у είμαι καρφωμέ- καρφωμένος στο κρεβάτι (βαριά άρρωστος). лежмя επίρ. ξάπλα, ξαπλωταριά. II εκφρ. ле- лежать - το πιάνω ξσπλωτο.ριά. лезвие, -я ου6. 1 η κόψη· - ножа, топора η κόψη του μαχαιριού, του τσεκουριού. 2 ξυ- ξυριστική λεπίδα. лезть, лезу, лезешь, παρλε. χρ. лез, -ла, -ЛС; προστκ. лезь р.δ. 1 αναρριχιέμαι, σκαρ- σκαρφαλώνω* - КЭ дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο* - ка Скалы σκαρφαλώνω στα βρο';χια. II κατε- κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος. 2 διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας* εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. Ι) μπαίνω· - В ванну μπαίνω στη μπανιέρα. 3 εισδύω, μπαίνω για να κλέψω· βάζω για να κλέψω· - В чужой кардан κλέβω απο τη τσέ- τσέπη. 4 βάζω το χέρι·, - В ЯЩИК βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι. 5 εισχωρώ, μπαί- μπαίνω· ГВОЗДЬ! на Стёнку не -зут τα· καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο. 6 βγαίνω ανάμεσα απο στενό μέρος. 7 προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ε- ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ;). 8 μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). II απευθύνομαι, ενοχλώ. II ε- επεμβαίνω* - ке В своё дело δεν έχεις κανέ- κανένα δικκίωμο να επεμβαίνεις. 9 επιδιώκω με- μεγάλα αξιώματα· В генералы -зет στρατηγός βάλβηκε να γίνει. 10 πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά). 11 ξεφτίζομαι (για υφάσματα). II εκφρ. - Ε бутылку αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αι.τύ'· - Б ή На глаза προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι* - В голову συνέχεια μού 'ρχεται στο νου, δε μου βγαί- βγαίνει απο το μυαλό· - В ЧЬЮ душу επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. - на Стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών не -зет В горло ή В рот δεν κατεβαίνει στο λαι- λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)Γ не - за СЛОВОМ В карман έχω έτοιμη την απάντηση,' είμαι ετοιμόλογος. *лей βλ. лея? *ЛеЙб-ГВардеЙСКИЙ επ. της ανακτορικής φρου- ράς* - ПОЛК σύνταγμα ανακτορικής φρουράς. ЛеЙб-ГВардия, *-И θ. ανακτορική φρουρά. лёйб-мёдик, -а α. ανακτορικός γιατρός, ""лейборист, -а α. εργατικός, μέλος του ερ- εργατικού κόμματος της Αγγλίας. лейбористский επ. εργατικός* -ое прави- правительство εργατική κυβέρνηση. *лёйка, -и θ. ποτιστήρι. II χωνί. *лейкемия, -И θ. λευχαιμία. лейкома, -ы θ. βλ. бельмо. *леЙК0ЦИТ, -а α. λευκοκύτταρο, λευκό αιμο- αιμοσφαίριο. лейкоцитоз, -а α. λευκοκυτταραιμία, λευ- κοκυττάρωση. *лейтенант, -а α. υπολοχαγός· старший - ο λοχαγός· младший - ανθυπολοχαγός. лейтенантский επ. του υπολοχαγού·-ое зва- НИе о βαθμός του υπολοχαγού. *леЙТМОТИВ, -а α. το λαΐτμοτίβ. лек, -а α. το λεν, νομισμ. μονάδα της Αλ- Αλβανίας. лекало, -а ουδ. 1 καμπυλογράφος. 2 (παλ.) όργανο μέτρησης ολκής* τύπος, καλούπι, ισω- τήριο, τυπωτήριο. лекальщик, -а α., -ца, -ц θ. καλουπιέρης, -ισσ»·, φορμοκατασκευαστής, -άστρια. лекарка, -И θ. γιάτρισσα, γιατρίνα. II (διαλκ.) κομπογιανίτισσα. лекарский επ. ιατρικός, του γιατρού· ПОМОЩНИК βοηθός γιατρού, νοσοκόμος. лекарственный επ. φαρμακευτικός.Ι! ιαματι- ιαματικός, θεραπευτικός. II εκφρ. -ые растения τα φαρμακευτικά φυτά. лекарство, -а ουδ. φάρμακο ιατρικό, για- γιατρικό, ξαρραιστικό· - от (ή против) кашля φάρμακο για το βήχα· Принять - παίρνω φάρ- φάρμακο . лекарша, -И θ. (παλ. κ. απλ.) 1 η σύζυγος του γιατρού. 2 γιατρίνα, γιάτρισσα. лекарь, -Я α. (παλ. ν. απλ.) γιατρός. лекПОМ, -а α. βοηθός γιατρού. *лёксика, -и θ. λεξιλόγιο* греческая - το ελληνικό λεξιλόγιο. лексикограф, -а α. λεξικογράφος. лексикографический επ. λεξικογραφικός.
лек 539 леп *ЛеКСИКОГрафИЯ, -И θ. λεξικογραφία. лекСИКОЛОГ, -а α. λεξικολόγος. лексикологический επ. λεξικολογικός. *лекСИКОЛОГИЯ, -И θ. λεξικολογία. лексикон, -а а. 1 (παλ.) λεξικό. 2 ^ λεξι- λεξιλόγιο. лексический επ. λεξικός· λεξιλογικός· -ое богатство греческого языка о λεξικός πλού- τοςτης ελληνικής γλώσσας. *лектор, -а α., -ша, -И θ. διαλεξίας, ομι- ομιλητής, -τρία. *лектбрий, -Я α. αίθουσα διαλέξεων οργά- οργάνωση διαλέξεων. лекторский επ. του διαλεξία, του ομιλητή. лекционный επ. της διάλεξης, της ομιλίας, ♦лекция, -И θ. 1 διάλεξη· ομιλία· ЦИКЛ -ий σειρά διαλέξεων публичные -ИИ δημόσιες ο- ομιλίες· читать -ИИ κάνω διαλέξεις. 2 παρά- παράδοση (επί επιστημονικού θέματος). лелеять, -ею, -еешь ρ.δ·μ. κανακεύω, θω- πεύω, χαϊδεύω. Ι! μτφ. περί πολλλού ποιού- ποιούμαι, ακριβοθωρώ,(τον, την κλπ.) έχω μη στά- στάξει και μη βρέξει. II μτφ. τρέφω (ελπίδες, ό- όνειρα κ.τ.τ.)· II μτφ. γλυκαίνω, ηδύνω, ευ- ευφραίνω, τέρπω. II εκφρ. - как зеницу ока κοι- κοιτάζω (προσέχω) σαν κόρη οφθαλμού. II -СЯ χαϊδεύομαι. лемех, -а я. -а α. υνί(ον), γυνί. лемешный επ. με γυνί. *лемма, -Ы θ. (μαθ.) λήμμα. *лемуры, -ΟΒ πλθ. (ενκ. лемур, -а α.). 1 μορμώνες, βρυκόλακες (κατά τους Ρωμαίους). 2 γαλεοπίθηκος, μάκης. *ЛвН, -а α. (παλ.) 1 φέουδο. 2 δόσιμο(φό- δόσιμο(φόρος ενοικίασης φέουδου). лён, льна (льну), προθτ. о льне, в льне ή во льну, на льне κ. на льну α. λινάρι, λί- λίνο· теребить - κοπανίζω το λινάρι· чесать - χτενίζω το λινάρι· —долгунец λινάρι μα- κρύινο. II ЛЬНЫ πλθ. λινοχώραφα, λινοφυτείες· λινόφυτρες. II εκφρ. кукушкин - πολυτρίχι,πο- λύτριχο, άσπληνο. *ленд-ЛИЗ, -0. α. νόμος περί δανεισμού και εκμίσθωσης. *лендлорд, -а α. Αγγλος μεγαλογαιοκτήμονας. ленивец, -ВЦЭ α., -ица, -Ы θ. τεμπέλης, -α. лениво επίρ. τεμπέλικα, νωθρά. ленивый επ., βρ: -нив, -а, -о. 1 τεμπέ- τεμπέλης, τεμπέλικος, ακαμάτης, οκνός, οκνηρός. 2 πρόχειρος· -Ые ГОЛубЦЫ πρόχειροι ντολμά- ντολμάδες· -ые ЩИ πρόχειρη λαχανόσουπα. ленинец, -нца α. λενινιστής. ленИНИада, -Ы θ. λενινιάδα (γιορτή γενε- σίων του Λένιν). ленинизм, -а α. λενινισμός. ленинский επ. λενινιστικός· -ая премия το βραβείο Λένιν -ие места μέρη που έζησε και έδρασε ο Λένιν -ая теория диктатуры проле- пролетариата λενινιστική θεωρίο. της δικτοτορίκς του προλεταριάτου. Лениться, -нюсь, -нишься р.<■>. τεμπελιάζω. Ленник, -а α. (παλ.) υποτελής φεουδάρχη. Ленный επ. φεουδαλικός, του φέουδου. Леновые, -ЫХ πλθ. το· λινωδή. ЛенОК,1 -НКа (-НКУ) α. λιναράκι. ленок* -НКа α. είδος σολομού. леность, -И θ. τεμπελιά· οκνηρία. лента, -к θ. 1 ταινία· κορδέλα· шёлковая - μεταξωτή ταινία· - К Ордеву ταινία παρη- σήμου· изоляционная - μονωτική ταινία· те- телеграфная - τηλεγραφική ταινία. 2 μτφ. ε- ελικοειδές σχήμα· - реки η κορδέλα του πο- ποταμού, ο οφιοειδής ποταμός· - дороги οφιο- ειδής οδός. 3 (τεχ.) λωρί, λουρί, ιμάντας. II εκφρ. кинематографическая - κινηματογραφι- κινηματογραφική ταινία· пулемётная - ταινία πολυβόλου. лентовидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно ται- νιοειόής, ταινιόμορφος. лентообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно βλ. лентовидный. ленточка, -И θ. μικρή ταινία, κορδελίτσα, λωριδίτσα. ленточный επ. 1 της ταινίας· -ая фабрика φάμπρικα ταινιοποιίας· ленточная машина μηχανή ταινιοκατασκευής·' -ое производство ταινιοποιΐα· παραγωγή ταινιών. II αποταιν'ια, απο κορδέλα· - бант φιόγκος слго (με) κορδέ- κορδέλα. 2 ταινιοειδής, ταινιόμορφος· -ые .черви πλατυέλμινθες, ταινιοειδή σκουλήκια. 3 τεχ. με ιμάντα, με λουρί· - транспортёр μεταφο- μεταφορέας με λουρί· -ая пила πριόνι-κορδέλο.. лентяй, -Я α., -ка, -И θ. τεμπέλης, -α, σ- καμάτης, -άτρα. лентяйничать р.δ. τεμπελιάζω, οκνεύω. ленца, -ы θ. οκνηρία, ραθυμία, νωθρότητα, βαριεμάρα· человек С -ОЙ βαρετός άνθροιπος. *ЛвНЧ, -а α., δειλινό (πρόχειρο φαγηΐό). ленчик, -а α. σκελετός τη^ σέλας. лень, -И θ. 1 τεμπελιά, οκνηρίο., οκνιά, ραθυμία, βαριεμάρσ.· νωθρότητα· - его Обуяла τον έπιασε η τεμπελιά. 2 με σημ. κατηγ. βα- βαριέμαι, οκνεύω, τεμπελιάζω· - ему руку под- поднимать βαριέτοι ακόμα και το χέρι να σηκώ- σηκώσει* ему - говорить βαριέται ακόμα κει να μιλά. II εκφρ. все кому не - όλοι όποιος δεν τεμπελιάζει· не - тебе (делать) αν δεν βα- βαριέσαι (να κάνεις). "леопард, -а α. λεοπάρδαλη. леопардовый επ. της λεοπάρδαλης. лепестковый επ. του πέταλου του άνθους. лепесток, -ТКа α. πέταλο άνθους· душис- Тые -И розы τα αρωματικά ροδόφυλλα (ρόδο-
леп 540 лес πέτο-λο.). лепет, -Ω α. 1 ψέλλισμα, μινύρισμα, βατ- τάρισμα. II φλυαρία, αερολογία· λογοκοπία. 2 μτφ. κελάρυσμα· - ручья κελάρυσμα ρυακιού. лепетание, -я ουδ. βλ. лепет. лепетать, -печу, -печешь р.δ. 1 ψελλίζω, τσευδίζω· βατταρίϋω. II μουρμουρίζω. II φλυα- φλυαρώ, σερολογώ. 2 μτφ. ηχώ σιγανά· - пеСНЮ σιγοτραγουδώ· ВОДЯ -чет το νερό σιγοκελαρύ- ζει. лепетун, ~έ α., -ЬЯ, -И е. φλύαρος, -η, πολυλογάς, -γού. лепёшка, -Й е. 1 λαγάνα. 2 χαπάκι ή κα- καραμέλα πλακέ. II εκφρ. разбиться ή раСШИ- бИТЬСЯ В -у θα κάνω τα αδύνατα δυνατά, θα γίνω κομμάτια (οπωσδήποτε θα πραγματοποιή- πραγματοποιήσω) . лепить, леплю, лепишь р.δ. 1 μ. πλάθω, φορ- φορμάρω· - бЮСТ πλάθω προτομή. 2 φτιάχνω, κά- κάνω* пчёлы -ят соты ИЗ воска οι μέλισσες κά- κάνουν τις κηρήθρες απο κηρί· ласточки -ЯТ гнёзда ИЗ ГЛИНЫ τα χελιδόνια φτιάχνουν τις φωλές απο γλίνα (λάσπη). 3 κολλώ" - марки κολλώ ένσημα. Ι] μτφ. τοποθετώ πλησιέστατα, στριμώχνω. 4 επικάθομαι· Снег ~йл В лицо το χιόνι κόλλησε στο πρόσωπο. II -СЯ 1 πλάθο- πλάθομαι. 2 κολλ.ώ· είμαι κολλημένος. 3 αργοβαδί- ζω, αριοκινούμαι · - как рак προχωρώ με ^τ\- \ιατα χελώνας. лепка, -И θ. 1 πλάση, πλάσιμο· πλαστική· урок -И μάθημα πλαστικής. II πλάσμα. 2 μτφ. περίγρο-.μμα, σιλουέτα· γραμμές, χαρακτηρι- χαρακτηριστικά. лепной επ. πλαστικός* ανάγλυφος· -ое ИС- куССТВО η πλαστική τέχνη· -ые украшения α- ανάγλυφα στολίδια· -ые плафоны ανάγλυφες ο- οροφές· - карниз ανάγλυφη κορνίζα. лепота, -Κ θ. (παλ.) ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος,, πλάσμο. *лёпра, -Ы θ. λέπρα. *лепрозорий, -Я α. λεπροκομείο. *лепта, -ы θ. το λεπτό (το ένα εκατοστό" της δραχμής). II μτφ. ελάχιστη συνεισφορά σε κοινή υπόθεση. лётцИК, -а α. πλάστης, γλύπτης. лерка, -Ε θ. ελικωτήρας, κοχλιοτομέας,ολ- κοχλιοτομέας,ολκός, φιλιέρα. *лес, -а (-у), προθτ. о лесе, в лесу, πλθ. леса α. 1 δάσος* СОСНОВЫЙ - πευκόδασο, πευ- πευκώνας· дубовкй - δρυμός, δρυμώνας* смешан- смешанный - μιχτό δάσος· густой - πυκνό δάσος·Λρθ- мучИЙ - αδιάβατο (απρόσβατο) δάσος· ХВОЙНЫЙ κωνοφόρο δάσος· ЛИСТВенннЙ - δάσος φυλ- λος-όρυν δέντρυν. II μτφ. πλήθος· - ΝΗ4Τ δά- δάσος κκτορτιών. 2 ξυλεία· строительный {зтро- евой) - οικοδομήσιμη ξυλεία· корабельный - ναυπηγήσιμη ξυλεία· сплавлять - μεταφέρω ξυλεία με το ρεύμα ποταμού· барочный - ξυ- ξυλεία ξυλογραφίας (σκληρή). II εκφρ. Тёмный - ДЛЯ КОГО έχει μεσάνυχτα (αγνοεί τελείως ) · глядеть (Смотреть) В - προτίθεμαι να εγκα- εγκαταλείψω τόπο που μου αρέσει. леса1, -Ы κ. -Ы θ. πετονιά, ορμιά. леса^ -ОВ πλθ. σκαλωσιά οικοδομής. лесенка, -И θ. 1 σκαλίτσα. 2 επίρ. -ой κλιμακωτά· κατ' ανάστημα· СТОЯТЬ -ОЙ στέκο- στέκομαι κατ' ανάστημα. лесина, -ы θ. (διαλκ.) δέντρο. Π κούτσου- κούτσουρο, κορμός δέντρου. лесистость, -И θ. η δασική πυκνότητα μιας χώρας. лесистый επ., βρ: -сист, -а, -о δασώδης, δασόσκεπής. леска, -и θ. βλ. леска! леСНИК, ~Α α. δασοφύλακας. лесничество, -а ουδ. 1 δασική περιοχή. 2 δασονομείο. лесничий, -его α. δασάρχης. лесной επ. 1 δασικός· -не защитные полосы δασικές προστατευτικές ζώνες· - сторож δα- δασοφύλακας· - Пожар πυρκαγιά δάσους· -Кё насаждения δεντροφυτείες· -ые богатства δα- δασικός πλούτος· -ая промышленность ξυλοβιο- μηχανία. II δασώδης, δασοσκεπής. II της ξυ- ξυλείας* - склад αποθήκη ξυλείας. 2 δασολσ» γικός* - институт ινστιτούτο δασολογίας. лесоведение, -я ουδ. δασολογία. лесовик, -а α. μόνιμος κάτοικος δάσους. II (διαλκ.) ξωτικό του δάσους. лесовод, -а α. δασολόγος. лесоводство, -а ουδ. δασολογία. лесоводческий επ. δασολογικός. лесовоз, -а α. μεταφορικό μέσο ξυλείας. лесовозный επ. της μεταφοράς ξυλείας· -ые дороги δρόμοι μεταφοράς ξυλείας. лесозавод, -а α. εργοστάσιο επεξεργασίας ξυλείας. лесозаготовитель, -Я α. υλοτόμος· προμη- προμηθευτής ακατέργαστης ξυλείας. Лесозаготовка, -И θ. προμήθεια ακατέργα- ακατέργαστης ξυλείας. лесозащитный επ. δασοπροστατευτικός. лесок, -ска (~ску) α. δασάκι. лесокомбинат, -а α. μεγάλο πριονιστήριο. лесоматериал, -а α. δασικό υλικό· ξυλεία. лесомелиоративный επ. δασοβελτιωτικός. - лесомелиоратор, -а α. δασοβελτιωτής, лесомелиорация, -и θ. δασοβελτίωση. лесонасаждение, -я ουδ. δέντροφύτευση. лесопарк, -а α. άλσος. лесоперевалочный επ. της ταξινόμησης ή της μεταφοράς ξυλείας.
541 лесопиление, -я ουδ. πριόνιση ακατέργα- ακατέργαστης ξυλείας. лесопилка, -κ θ. 1 πριονιστήριο· πριονό- μυλος. 2 μηχανή πριονιστ ική , πριόνι. лесопильный επ. ξυλοπριονιστικός. лесопильня, -И θ. πριονιστήριο· πριονόμυ- λος. лесопитомник, -а α. φυτώριο δασικών δέ- δέντρων, φυτοκομείο. лесопогрузочный επ. φορτωτικός ξυλείας, ξυ- λοφορτωτικός· -ая машина ξυλοφορτωτική μη- μηχανή. лесополоса, -ы θ. δασική ζώνη. лесопосадка, -И θ. 1 δεντροφύτευση. 2 δε- ντροφυτεία. лесопосадочный επ. δεντροφυτευτικός· -ая машина δεντροφυτευτική μηχανή. лесопромысловый επ. δασοκομικός, δασικός· - артель δασικός συνεταιρισμός. лесопромышленник, -а α. επιχειρηματίας εκ- εκμετάλλευσης δασών, δασόβιομήχανος. лесопромышленность, -И θ. βιομηχανία δα- δασικών προϊόντων. лесопродукт, ~а α. δασικό προΓόν. лесоразведение, -я ουδ. δάσωση. лесоразработки, -ток πλθ. (ενκ. -ка, -и θ.) νλοτόμιο. лесоруб, -а α. υλοτόμος, δεντροκόπος. лесорубный επ. υλοτομικός· -ые работы υ- υλοτομικές εργασίες. лесорубочный επ. βλ. лесорубный. лесосека, -и θ. υλοτόμιο. лесосечный επ. υλοτομικός. лесоплав,! -а α. μεταφορά ξυλείας με το ρεύμα του ποταμού. лесоспуск, -а α. κατολίσθηση κορμών δέ- δέντρων . лесостепной επ. δασοστεπικός· -ые районы δασοστεπικές περιοχές. лесостепь, -И θ. δασοστέπα, έκταση μεταξύ στέπας και δάσους. лесотаска, -И θ. μηχανή ανέλκυσης κορμών δέντρων απο το νερό. лесотехнический επ. δασοτεχνικός· - инсти- институт δασοτεχνικό ινστιτούτο. лесоторговец, -вца α. ξυλέμπορας. лесоторговля, -И θ. ξυλεμπόριο, -ρία. лесотундра, -ы θ. δασοτούντρα, περιοχή με- μεταξύ δάσους και τούντρας. лесоукладчик, -а α. μηχανή στοιβάγματος ξυλείας. лесохимический επ. δασοχημικός. ЛеСОХИМИЯ, -И θ. δασοχημεία. лесоэксплуатационный επ. δασόεκμεταλλευ- δασόεκμεταλλευτικός. лесоэксплуатация, -И θ. δασόεκμετάλλευση. лёсс, -а о. νιτρινόχο'μα. лесовйдный επ. βλ. лёссовый. лёССОВЫЙ επ. κιτρινόχωμος. лестница, -ц θ. 1 κλίμακα, σκάλα- подни- подниматься по -е ανεβαίνω στη σκάλα· деревян- деревянная - ξύλινη σκάλα· винтовая - ελικοειδής σκάλα· верёвочная - σχοίνινη σκάλα, σχοινο- κλίμακα· каменная - πέτρινη σκάλα· складная - πτυσσόμενη σκάλα· пожарная - πυροσβεστι- πυροσβεστική σκάλα. 2 μτφ. αναβάθμιση· иерархическая ιεραρχική κλίμακα, ιεραρχία. 3 επίρ. -ей κλιμακωτά. лестничный επ. της σκάλας· -ая Перила τα κάγκελα της σκάλας· -ая ступенька σκαλοπάτι. лестно επίρ. 1 κολακευτικά. 2 εγκωμιαστικά. лестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 κο- κολακευτικός, κομπλιμεντόζικος. 2 εγκωμιαστι- εγκωμιαστικός· τιμητικός. лестовка, -И θ. (παλ.) είδος κομπολογιού. леСТЬ, -И θ. κολακεία, γαλι,φιά. лесхоз, -а α. δασική οικονομία. лёт, -а, προθτ. о лёте, на лету α. 1 πτή- πτήση, πέταγμα. 2 επίρ. лётом γρήγορα, στιγ- στιγμιαία, στα πεταχτά. II εκφρ. на -у στον αέ- αέρα, στο πέταγμα, στην πτήση. *Лета, -Ы θ. Λήθη. II εκφρ. кануть |В -у ξε- ξεχνιέμαι εντελώς, παραδίνομαι ст\ λήθη. Лета, лет πλθ. τα χρόνια, τα έτη. II ηλι- ηλικία· человек средних лит άνθρωπος μεσήλι- μεσήλικος. II εκφρ. в -ах μεσήλικος· на цвете лет στο άνθος της ηλικίας· на старости лет στιι γεράματα, στα γηρατειά· ПО ШЛСДОСТИ лет λόγω της νεανικής ηλικίας· С детских лет α- απο τα παιδικά χρόνια! αποτην παιδική ηλικία. летальность, -И θ. (ιατρ.) θνησιμότητα (α- (ανάμεσα στους ασθενείς, τραυματίες κλπ.). *летальный επ. (ιατρ.) θανατηφόρος, θανα- θανατικός· -ая доза θανατηφόρα δόση. летание, -я ουδ. πτήση, πέταγμα. летаргический επ. ληθαργικός· - сон λή- λήθαργος. *летарГИЯ, -И θ λήθαργος. летательный επ. πτητικός· -ая способность ПТИЦ πτητική ικανότητα των πουλιών - аппа- аппарат πτητική συσκευή. летать ρ.δ. 1 σημαίνει ό,τι και το ρ. ле- тёть με τη διαφορά ότι το р. летать σημαί- σημαίνει επαναλαμβανόμενη ενέργεια ή εκτελούμε- νη προς διάφορες κατευθύνσεις. 2 μτφ. κι- κινούμαι γρηγορόλαφρα, πετώ. 3 πέφτω· εκσφε- ντονίζομαι. летающий επ. απο μτχ. ιπτάμενος. II εκφρ. -ая крепость ιπτάμενο φρούριο· -ая лодка υ- υδροπλάνο (που μοιάζει με βάρκα). лететь, лечу, летишь ρ.δ. 1 πετώ, ίπτα- μαι· дуравли -ят οι γερανοί πετούν само-
лет 542 Лёт -ИТ το αεροπλάνο πετά. 2 μτφ. διαδίδο- διαδίδομαι, διαχέομαι, αντηχώ· ЗВУКИ -ЛИ В Даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά· Искры -ЛИ ЛИВНем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες. 3 πέφτω· - СО стула πέφτω απο το κάθισμα· -ЛИ снежные ХЛОПЬЯ έπεφταν χιονονιφάδες. 4 τρέχω με μεγάλη ταχύτητα. 5 μτφ. περνώ, φεύγω γρήγο- γρήγορα· время -ЙТ ο καιρός περνά γρήγορα. 6 μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (γι-α σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.). 7 μτφ. ελαττώνομαι, μει- μειώνομαι (για αξία, τιμή)· акции -ЯТ οι με- μετοχές πέφτουν. лётка, -и θ. οπή εκροής μετάλλου. летний, -ЯЯ, ее επ_ καλοκαιρινός, -ριάτι- κος, θερινός· - день καλοκαιριάτικη μέρα· - отдых παραθερισμός· -ие каникулы θερινές διακοπές· - кинотеатр καλοκαιρινό (υπαίθριο) κινηματοθέατρο. летник, -а α. 1 πλθ. -И καλοκαιρινά ποώ- δη κοσμητικά φυτά. 2 (παλ.) καλοκαιρινό γυ- γυναικείο ένδυμα. 3 δρόμος καλοκαιρινής χρή- χρήσης. 4 (διαλκ.) καλοκαιρινή κατοικία (χω- (χωρίς σόμπα). лётный επ. 1 της πτήσης· ~ые часы ώρες πτήσης. II ευνοϊκός για πτήση· -ая погода κ»- τάλληλος καιρός για πτήση. 2 αεροπορικός, του αεροπόρου· -ая школа σχολή αεροπόρων ή αεροπορίας* -ое дело αεροναυτική, -ιλΐα-'-ое поле γήπεδο αερολιμένα. лето, -а ουδ. καλοκαίρι, θέρος. II εκφρ. ско'лько лет, ско'лько зим (не видались) χρό- χρόνια και ζαμάνια (έχουμε να ιδωθούμε). летоисчисление, ~я ουδ. βλ. летосчисление. леток, -тка α. οπή κυψέλης (εισόδου και εξόδου). летом επίρ. το κοΛοκαίρι, το θέρος. летописание, -Я ουδ. χρονογραφία, χρονικό. летописец, -сца α. 1 χρονογράφος. 2(παλ.) βλ. летопись. ЛеТОПИСНЫЙ επ. χρονογραψικός. летопись, -и θ. χρονικό· χρονικά (ιστορι- (ιστορικά βιβλία). II εκφρ. живая - ζωντανό χρονι- χρονικό (αφήγηση γεγονότων απο εκείνον που ζει ακόμα). летосчисление, -Я ουδ. χρονολογία, -όγηση. летошний, -яя, -ее επ. (διαλκ.) ο περα- περασμένος χρόνος, το παρελθόν έτος. Летун, -а α., -ЬЯ, -И θ. 1 αεροβάμονας, αιΡεροβάμονας. 2 μτφ. αστέριωτος σε μια δουλειά, που αλλάζει συχνά τόπο δουλειάς. летучесть, -К ε. ικανότητα πτήσης. II πτητικότητα . летучий, -ая, -ее επ., βρ: -туч, -а, -е. 1 ιπτάμενος, πετάμενος. II ικανός για πτήση. II γρήγορος· ασταθής, μη μόνιμος. 2 μτφ. φευ- φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος. 3 πεταχτός, γρήγορος, πο\) γί- γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορο (για συνέ- συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.). 4 πτητικός· -ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.Н εκφρ. -ая МЫШЬ α) νυχτερίδα, β) φορητή λά- λάμπα πετρελαίου· -ая Почта προσωρινό ταχυ- ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)· -ая рыба εξώκοι- τος (ψάρι). летучка, -И θ. 1 δελτίο ανακοινώσεων, φέ- ιγ-βολάν. 2 σύντομη (πεταχτή) συνέλευση. 3 προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών). 4 ελαφρόσποροι (παρασυρόμενοι απο τον άνεμο). ЛвТЧИК, -а α. αεροπόρος, πιλότος* —на- блвдатель αεροπόρος-παρατηρητής· —ИСТребИ- тель αεροπόρος καταδιωκτικού αεροπλάνου· — испытатель αεροπόρος- δοκιμαστής. летяга, -и θ. σκιουρόπτερος. лечебник, -а α. (παλ.) ο γιατρός της οι- οικογένειας (βιβλίο). лечебница, -На. θεραπευτήριο. лечебный επ. θεραπευτικός, ιαματικός· -ое заведение θεραπευτικό ίδρυμα· -ая физкуЛЬ- ра θεραπευτική γυμναστική* -ая мазь θερα- θεραπευτική αλοιφή. лечение, -Я ουδ. θεραπεία, γιατρειά, ίαση'. лечить, лечу, лечишь ρ.δ.μ. θεραπεύω,για- θεραπεύω,γιατρεύω* - больного θεραπεύω άρρωστο· - ле- карствами γιατρεύω με φάρμακα* - туберку- ЛёЗ θεραπεύω τη φθίση. II -СЯ θεραπεύομαι ;· γιατρεύομαι. лечь, лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лёг, легла, ~ло, προστκ. ляг р.σ. 1 ξαπλώνω,πλα- ξαπλώνω,πλαγιάζω* κατακλίνομαι· ~ на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι. II πεθαίνω. II πέφτω στη μάχη, σκο- σκοτώνομαι. 2 εκτείνομαι· καλύπτω, σκεπάζω. II αρχίζω, έρχομαι· на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ' αρχίσει ο χειμώνας. 3 πέφτω, κάθο- κάθομαι· платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κά- θησε καλά στο σώμα. 4 παίρνω κατεύθυνση (για. πλοίο, αεροπλάνο). 5 μτφ. φέρω, πέφτω, έχω· ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς· могут - на меня подозре- подозрения μπορεί να με υποψιαστούν. 6 μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ. леший, -его α. τέρας, στοιχειό, ξωτικό'των δασών.II (βρισιά) τέρας.II εκφρ. Κ -ему(απλ.) στοΙ διάβολο· какого -его (απλ.) τι στο διάβολο. лещ, -а α. αβραμίδα (είδος κυπρίνου). II εκφρ. дать -а кому (απλ.) χτυπώ πλατσοκουτά. лещик, -а α. μικρή αβραμίδα. лещина, -ы θ. βλ. орешник. лещиновый επ. της λεπτοκαρυάς. лея1 βλ. леи. лея? -И θ. κ. лей, лея α. το λέι, ρουμά-
лже 543 ЛИЗ νίκη νομισματική μονάόα. лжеискусство, -а ουδ. ψευτοτέχνη. лженаука, -И θ. ψευτοεπιστήμη. лженаучный επ. ψευτοεπιστημονικός. лжеприсяга, -и θ. ψευδορκία. лжесвидетель, -я α., -ница, -ы θ. ψευδο- μάρτυρας. лжесвидетельский επ. του ψευδόμάρτυρα. лжесвидетельство, -а ουδ. ψευδομαρτυρία. лжесвидетельствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. ψευδομαρτυρώ. лжетолкование, -Я ουδ. ψευτοερμηνεία. лжеучение, -Я ουδ. δευτοδιδασκαλία. лжец, -а α. βλ. лгун. ЛЖИВОСТЬ, -И θ. ψευτιά, ψέμα, ψεύδος. лпЕвнй επ., βρ: ЛЖИВ,· -а, -о. 1 ψεύτικος, ψευδής, αναληθής. 2 προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος* απατηλός. ЛИ^ ЛЬ 1 (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως, τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και. 2 (μόριο επιτακτ..) και. 3 σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαί- σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστι- αναποφασιστικότητα κ.τ.τ. вряд ЛИ είναι αμφίβολο, едва ли κοντεύει· чуть ЛИ не... παρ' ολίγο να... 4 (σύνδεσμος υποθετικός) αν, εάν. 5 (σύνδε- (σύνδεσμος διαχωριστικός) ЛИ...ЛИ, ЛИ... ИЛИ εί- είτε... είτε, ή... ή· ОДИН ЛИ, другой ЛИ είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος· рано ЛИ поз- поздно ЛИ, НО приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω* сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει. И εκφρ. ΤΟ ЛИ... ТО ЛИ είτε... είτε, ή... ή, μια φο- φορά... μια φορά. ЛИ2 κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους. *ЛИана, -Ы θ. λιάνη· κλιματίδα. ЛИанОВЫЙ επ. της λιάνης. либерал, -а α., -ка, -И θ. φιλελεύθερος, -η. II οπαδός του φιλελευθερισμού. •либерализм, -а α. φιλελευθερισμός. II ε- ελευθερία ιδεών. II υπερβολική' επιείκεια ή α- ανεκτικότητα. ЛИберальничание, -Я ουδ. ελευθεριασμός, φι- φιλελευθερισμός. либеральничать ρ.δ. 1 (παλ.) ελευθεριάζω, φιλελευθερίζω. 2 είμαι πολύ επιεικής ή α- ανεκτικός. либеральность, -и θ. βλ. либерализм. либеральный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; φιλελεύθερος· -ая партия φιλελεύθερο κόμμα· -ые идеи φιλελεύθερες ιδέες -ая оценка зна- знаний φιλελεύθερη (επιβλαβής) εκτίμηση γνώ- γνώσεων. *ЛИберТИ ουδ. άκλ. είδος υφάσματος. либо (σύνδεσμος διαζευκτικός)· είτε, ή· - я, - ты ή εγώ ή εσύ· - сегодня, - завтра ή σήμερα ή αύριο. -ЛИбо (μόριο αόριστο ή αδιαφορίας)· -δήποτε· кто— οποιοσδήποτε* что— ο,τιδήποτε· авось — ίσως, μήπως. либреттист, -а α,, -ка, ~и θ. λιμπρετί- λιμπρετίστας, -ισσα. *ЛИбрвТТО ουδ. άκλ. λιμπρέτο. ЛИВенка, -И θ. (όιαλκ.) είδρς φυσαρμόνι- φυσαρμόνικας. ливень, -ВНЯ α. 1 ραγδαία βροχή, νεροπο- νεροποντή. 2 μτφ. πλήθος, βροχή. *ЛИВер} -а (-у) α. φαγητό απο εντόσθια. *ЛИВер2 -а α. (τεχ.) σίφωνας. ливерный επ. απο εντόσθια* -ая колбаса ою- λάμι απο εντόσθια. ЛИВМЯ επίρ. ~ ЛИТЬ βρέχω ακατάπαυστα· χύ- χύνω ακατάπαυστα. ливневый επ. βρόχινος. *ЛИВр, -а α. παλαιά ασημένια λίρα Γαλλίας. Ι] λίβρα. ливрейный επ. της λιβρέας. *ливрея, -и θ. λιβρέα. '*ЛИГа} -И θ. λίγκα, ένωση, συνασπισμός. Π εκφρ. - наций Κοινωνία των εθνών. *ЛИГа2 -И θ. λεγκάτο. *ЛИГатура, -Β θ. 1 αρωκαρία. 2 σημάδι που παρασταίνει δύο ή και περισσότερα γράμματα. 3 (ιατρ.) κλωστή απολίνωσης* наложить -у α- απολινώνω* СНЯТЬ -у βγάζω τον επίδεσμο. лигатурный επ. 1 της αρωκαρίας. 2 της α- απολίνωσης. *ЛИГИНИН, -а α. η λιγνίνη, η ζυλίνη. ЛИГНЙНОВЫЙ επ. λιγνίνινος. *ЛИГНИТ, -О α. λιγνίτης. ЛИГНИТНЫЙ επ. λιγνίτινος. * ЛИГНИТОВЫЙ επ. λιγνίτινος. *лигроин, -а α. λιγροΐνη. ЛИГроИНОВЫЙ επ. της λιγροΐνης. II λιγροί- νούχος. *ЛЙдер, -а α. αρχηγός, ηγέτης,καθοδηγητής· -Ы социал-демократической партии ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. 2 ο προπορευό- προπορευόμενος* - шахматного турнира о προπορευόμε- προπορευόμενος στους αγώνες σκακιού. 3 προπορευόμενο (οδηγό) πλοίο· - эскадренных миноносцев το προπορευόμενο (οδηγό) αντιτορπιλλικό. лидерский επ. ηγετικός. II του πρωταθλητή. лидерство, -а ουδ. αρχηγεία, ηγεσία. II το πρωτάθλημα, τα πρωτεία. лидирование, -Я ουδ. (ενέργεια) ηγεσία, αρχηγία. лидировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. αρχη- γεύω, είμαι ηγέτης, αρχηγός. лизание, -Я ουδ. γλείψιμο, γλειψιά. лизать, лижу, лижешь, μτχ. ενστ. лижущий ρ. δ. μ. 1 γλείφω* - руки, па^ЛЬЦЫ γλείφω τα
ЛИЗ 544 ЛИМ χέρια, τα δάχτυλα. II εγγίζω (για κύμα, φλό- φλόγα κ.τ.τ.)· 2 (απλ.) γλειφοφιλώ. II εκφρ. руки (НОГИ, ПЯТКИ) φιλώ τα πόδια (ταπεινά κολακεύω). II -СЯ 1 γλείφομαι· СО.ба"ка -ется το σκυλί γλείφεται. 2 αλληλογλείφομαι. 3 (απλ.) γλειφοφιλιέμαι. "ЛИЗИС, -а α. (ιατρ.) λύση, βαθμιαία πτώση του πυρετού. лизнуть ρ.σ. βλ. лизать. ЛИЗОбЛВД, -а α. τσανακογλείφτης. ЛИЗОбЛВДКа, -и θ. τσανακογλείφτισσα. ЛИЗОбЛВДИЕЧать ρ.δ. (απλ.) είμαι τσανακο- τσανακογλείφτης, κολακεύω ποταπά. лизоблюдство, -а ουδ. ευτελής κολακεία. *ЛИ30Л, -а α. η λυζόλη. ЛИЗун, -ά α., -ЬЯ, -И θ. (απλ.) 1 γλεί- γλείφτης, -τρα, 2 μτφ. βλ. ЛИЗОбЛВД. 3 αυτός που αγαπά να φιλεί ή να φιλιέται. ЛИК^ -а α. 1 (παλ.) πρόσωπο· нежный -τρυ- -τρυφερό πρόσωπο. II εικόνα, φιγούρα. 2 μτφ. ό- όψη, θωριά· μορφή, σχήμα· είδος. ЛИК, -а α.(απλ.I σύναξη (αγγέλων, αγαθών πνευμάτων и.τ.τ.). 2 ψαλμωδία. 3 τραγούδια, φωνές χαράς, αγαλλίασης. ЛИКбёз, -а α. 1 εξάλειψη αγραμματοσύνης.2 σχολείο αγραμμάτων. ликвидатор, -а α. 1 εκκαθαριστής λογαρια- λογαριασμού. 2 λιχβιταριστής. ликвидаторский επ. λικβιταριστικός. ликвидаторство, -а ουδ. λικβιταρισμός (δι- (διαλυτικό αντεπαναστατικό ρεύμα). ликвидационный επ. λικβιταριστικός. *ликвидация, -и θ. 1 διάλυση* - треста δι- διάλυση της εταιρείας. 2 εκκαθάριση· εξάλει- εξάλειψη, εξαφάνιση· - кулачества как класса εξά- εξάλειψη των κουλάκων σαν τάξη. ликвидирование, -я ουδ. διάλυση· εξάλει- εξάλειψη· εκκαθάριση. ликвидировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 εξαλείφω* - неграмматность εξαλείφω την α- γραμματοσύνη. II διαλύω* - трест διαλύω την εταιρεία. 2 εξοντώνω, εξολοθρεύω. Ι! -СЯ ε- εξαλείφομαι. II διαλύομαι. ЛИКВИДНОСТЬ, -И θ. εύκολη μετατροπή σε χρήμα, ρευστότητα. *ЛИКВИДНЫЙ επ. μετατρεπόμενος εύκολα σε χρήμα, ρευστός: -ые средства ρευστά μέσα. *ликёр, -а (-у) α. λικέρ. ликёрный επ. του λικέρ· με λικέρ· απο λι- λικέρ· για λικέρ. ЛИКОВание, -Я ουδ. (αν)αγαλλίαση, ευφρο- ευφροσύνη. ликовать, -кую, -куешь, μτχ. ενστ. ликую- ЩИЙ ρ.δ. (αν)αγαλλιάζω, αγάλλομαι. "ЛИКОПОДИЙ, -я α. 1 λυκοπόδιο το κορυνώ- δες. 2 σπόροι λυκοπόδιου. II σκόνη φαρμακευ- φαρμακευτική και τεχνική. ЛИКПункт, -а α. σχολείο αγραμμάτων. *ЛИКТОр, -а α. ραβδούχος, ραβδοφόρος (ρω- (ρωμαϊκής εποχής). ЛИКУЮЩИЙ επ. απο μτχ. αυτός που αγαλλιά- αγαλλιάζει, περιχαρής, υπερχαρής, καταχαρούμενος. ЛИлеЙНЫЙ επ. κρινόλευκος, κάτασπρος, κα- κατάλευκος. Ι! ουσ. πλθ. -не τα ιριδοειδή. ЛИла!, -И θ. (παλ.) βλ. ЛИЛИЯ. лилипут, -а α., -ка, -И θ. νάνος, πυγμαί- πυγμαίος άνθρωπος. Ι) άνθρωπος ασήμαντος. ЛИЛИПУТСКИЙ επ. λιλλιπούτειος. II ασήμα- ασήμαντος, μηδαμηνός. ЛИЛИЯ, -И θ. νούφαρο. II εκφρ. ВОДЯНая - βλ. кувшинка. ЛИЛОВЕТЬ, -ёет р.δ. κυανίζω σαν το κρί- κρίνο. II γίνομαι κυανός σαν το κρίνο. *ЛИЛОВЫЙ επ. μενεξεδένιος, χρώματος α- γιουλί, ιώδης. *ЛИШН, -а α. λιμνοθάλασσα. лиманный επ. της λιμνοθάλασσας. *ЛИМб, -а α. δίσκος βαθμολογημένος. *ЛИМИТ, -а α. όριο: минимальный - το ελά- ελάχιστο όριο· максимальный - το ανώτατο όριο. ЛИМИтацИЯ, -И θ. περιορισμός* όριο. лимитирование, -Я ουδ. καθορισμός, (προσ- (προσδιορισμός) ορίων . лимитировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ο- ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω (τιμή, ποσό κ*. τ.τ.); II -СЯ ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδι- προσδιορίζομαι. ЛИМИТНЫЙ επ. ορισμένος, προσδιορισμένος, καθορισμένος. ЛИМНОЛОГ, -а α. λιμνολόγος. ЛИМНОЛОГЙчеСКИЙ επ. λιμνολογικός. *ЛИМНОЛОГИЯ, ■«-И θ. λιμνολογία. ЛИМОН, -а α. 1η λεμονιά. 2 λεμόνι. IIεκφρ. вшватый- (άνθρωπος) στημένος σαν το λεμόνι, που δεν μπορεί πια να αποδόσει τίποτε άλλο. *ЛИМОНа'д, -а α. λεμονάδα. лимонадный επ. της λεμονάδας* - завод ερ- εργοστάσιο λεμονάδων ή αναψυκτικών. лимонка, -И θ. 1 είδος αχλαδιού λεμονοει- δούς. 2 χειροβομβίδα ωοειδής. ЛИМОННИЦа, -ы θ. πεταλούδα χρώματος λε- λεμονί. ЛИМОННОКИСЛЫЙ επ. λεμονόξινος. ЛИМОННЫЙ επ. 1 του λεμονιού* απο λεμόνι* -Ое Дерево η λεμονιά* -ая корка λεμονόφλου- δα, λεμονόκουπα, λεμονόστυμμα* - СОК χυμός λεμονιού. 2 λεμονόχρωμος, λεμονής. II εκφρ. -ая кислота κιτρικό οξύ, το ξινό. ЛИМОНОВЫЙ επ. βλ. ЛИМОННЫЙ. *ЛИМУЗИН, -а α. λιμουζίνα. *ЛИМфа, -ы θ. η λύμφη, ο λέμφος. *ЛИМфаденИТ, -а α. λεμφαδενίτιδα.
лим лимфатический επ. λεμφικός, λεμφατικός· -ая система λεμφικό ή λεμφοφόρο σύστημα· -ие железы λεμφατικοί αδένες, λεμφαδένες· -ие СОСУДЫ λεμφαγγεία· - СТВОЛ κικός πόρος' -Ие капилляры λεμφοφόρα ή τριχοειδή αγγεία. 2 άτονος, μαλθακός, αδύνατος· -ая натура λεμ- λεμφατική φύση' - Темперамент λεμφατική κράση (λεμφατισμός). лингвист, -а α., -ка, -и θ. βλ. языковед, ♦лингвистика, -и θ. βλ. языкознание. лингвистический επ. βλ. языковедческий. линейка1, -И θ. 1 γραμμή, σειρά, ρίγα. 2 κανόνας, ρίγα, χάρακας· логарифмическая - λογαριθμικός κανόνας. 3 (στρατ.) διάδρομος στρατοπέδου. 4 (στρατ.) ζυγός σύνταξης. II συγκέντρωση, σύνταξη· προσκλητήριο. ЛИнёйка? -И θ. (παλ.) άμαξα (μακριά και πολυθεσία). линейный επ. 1 γραμμικός. II γραμμοειδής, γραμμωτός. 2 συνοριακός, μεθοριακός. 3 παλ. μάχιμος· -ое ВОЙСКО στράτευμα μάχιμο ή της γραμμής. II της γραμμής· - броненосец θωρη- θωρηκτό της γραμμής· - крейсер καταδρομικό της γραμμής. 4 °υσ. αξιωματικός υπεύθυνος παρά- παράταξης ή παρέλασης. 5 τη? συγκοινωνιακής γραμ- γραμμής. II εκφρ. - корабль το μεγαλύτερο θωρη- θωρηκτό μάχης· -ые меры μέτρα μήκους. линейчатый επ. γραμμωτός, γραμμώδης. ЛИНёк, -НЬКа α. μικρός τίλωνας, μικρή τίγγα. ЛИНёк, -НЬка α. (παλ.) ειδικό μαστίγιο για μαστίγωση των ναυτών. *ЛИНЗа, -Ы θ. φακός. ЛИНЗОВЫЙ επ. του φακού" με φακό. ЛИНИЯ, -И θ. 1 γραμμή, ρίγα· - прямая ευ- ευθεία γραμμή· - кривая καμπύλη γραμμή. II φα- φανταστική γραμμή· - горизонта η γραμμή του ο- ορίζοντα· - прицеливания σκοπευτική γραμμή.2 περίγραμμα, 3 σύνορα, μεθόριος· οχυρωματι- οχυρωματική γραμμή. 4 σειρά, αράδα· στίχος· τάξη· гор οροσειρά· - телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλοιν (τηλεγραφόξυλων) . 5 σι- σιδηροδρομική γραμμή. 6 γενεά, απόγονοι, γε- γενεαλογική σειρά· РОДСТВО ПО женской -И μη- μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια απο τη μη- μητέρα)· роДСТВО ПО ОТЦОВСКОЙ -И πατρική (πα- (πατρώα) σειρά (συγγένεια απο τον πατέρα)· ГфЯ- ма*Я ВОСХОДЯЩая - ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς- нисходящая - οι κα- τιώντες συγγενείς· боковая - οι πλάγιοι συγ- συγγενείς. 7 μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης· правильная - σωστή γραμμή· непра- неправильная - μη σωστή (στραβή) γραμμή· пра- ВИЛЬНая - партии η σωστή γραμμή του κόμμα- κόμματος. 8 ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επι- επιδίωξη· τύχη, μοίρα. II περίσταση, περιστατι- χό, περίπτωση. 9 ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με 545 лип το ^ της ίντσας (πριν το νέο δεκαδ. μετρι- μετρικό σύστημα). ц ε4φΡ. поточная - βλ. кон- конвейер· - ОборОНЫ γραμμή άμυνας· на -И κο- κοντά, πλησίον по -И α) σε (οργανώσεις, όρ- όργανα)' он работает по профсоюзной -и αυτός εργάζεται στα συνδικάτα· поставить вопрос ПО партийной -И βάζω το ζήτημα στο κόμμα. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)· вынес- ти выговор по административной -и τιμωρώ διοικητικά· Вести СВОЮ -Ю εφαρμόζω τη γραμ- γραμμή μου· гнуть СВОЮ -Ю (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου* ПО -И προς την κατεύθυνση. ЛИНКОр, -а α. το μεγαλύτερο θωρηκτό μάχης. линовальный επ. γραμμογραφικός. линование, -я ουδ. βλ. линовка. линованный επ. χαρακωτός, -ωμένος, ριγον- τός, -ωμένος, σ.ραδωτός. ЛИНОВать, -нуга, -нуешь, παθ. μτχ. παρλρ. χρ. линованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. χα- ρακώνω, ριγώνω, διαγραμμίζω. II -СЯ χαρσνώ- νομαι, ριγώνομαι, διαγραμμίζομαι. ЛИНОВка, -И θ. χαράκωση, -μα, ρίγωση,-μα. *ЛИНОлеум, -а α. λινοτάπητας. ЛИНОлеумныЙ επ. - коврик λινοτόπητας. линолеумовый επ. απο λινοτάπητα. *ЛИНОТИП, -а α. λινοτυπική μηχανή. ЛИНОТИПИСТ, -а α., -ка, -И С. λινοτύπτ,ς, -πτρα. ЛИНОТИПИЯ, -Я θ. λινοτυπία. ЛИНОТИПНЫЙ επ. λινοτυπικός. линчевание, -Я ουδ. λιντσάρισμα. линчевать, -чую, -чуешь, παθ. μτχ. π(χρλι. χρ. линчёванный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. μ. λιντσάρω. II -СЯ λιντσάρομαι. *ЛИНЬ1, -Я α. (ναυτ.) γερή λεπτή τριχιά· παν- νοφόσχοινο. ЛИНЬ2, -Я α. τίλωνας, τίγγα. линька, -и θ. τριχόρροιο.· πτερόρροια. линючий, -ая, -ее επ., βρ: -нюч, -а, -е; I εξίτηλος. 2 πτερορροών, τριχορροών. ЛИНЯЛЫЙ επ. αποχρωματισμένος, ξεθωριασμέ- ξεθωριασμένος, ξέθωρος, ξεβαμμένος, εξίτηλος. ЛИНЯНИе, -Я ουδ. αποχρωμάτισμα, ξεθώρια- σμα, ξάσπρισμα, ξέβαμμα. ЛИНЯТЬ, -яет р.δ. 1 αποχρωματίζομαι, ξε- ξεθωριάζω, ξασπρίζω, ξεβάφω* κόβει, ξανοίγει το χρώμα. 2 τριχορροώ' πτερορροώ* μαδιέμσ:.. липа] -Ы θ. φιλύρα, φλαμουριά, τιλία, λίπο.. ЛИПаг, -ы θ. (παλ.) πράγμα κίβδηλο, κάλ- κάλπικο, ψεύτικο. *ЛИПарЙТ, -а α. λι-παρίτης ή χαλαΓ. ιακός τρπ- χείτης ή ρυόλιθος. ЛИПец, -пца α. (διαλκ.) μέλι φλαμουρίσιο. II πιοτό απο μέλι φλαμουρίσιο. ЛИПКа, -И θ. φιλυρίτσο., φλαμουρίτσο.. Η (διαλκ.) κάθισμα τσαγκάρη (απο κούτσουρο). ||
лип 546 лис εκφρ. ободрать (облупить, обобрать) как -у κατακλέβω, καταληστεύω. липкий επ., βρ: -пок, -пка, -пко κολλώ- κολλώδης, ιξώδης. II μτφ. προσκολλώμενος, βδέλλα, κολλιτσίδε, τσιμπούρι.. липник, -а α. (διαλκ.) βλ. липняк. липнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. ЛИП, -ла, -ло р.δ. 1 κολλώ· дайка -ла к телу η φανε- λίτσα κόλλησε στο κορμί· Губы -ут τα χείλη κολλούν* пальцы -ут та δάχτυλα κολλούν. II σφίγγομαι· дети -ЛИ к дедушке τα παίδια κόλ- κόλλησαν στον παππού. 2 μτφ. προσκολλιέμαι, γί- γίνομαι ενοχλητικός, τσιμπούρι, κολιτσίδα. ЛИПНЯК, ~ά (-у) а. 1 δάσος φλαμουριών. 2 (απλ.) φιλύρα, φλαμουριά, λίπα. ЛИПОВЫЙ"^, φιλύρινος, φλαμουρίσιος. II εκφρ. - цвет ξηραμένα άνθη φλαμουριάς (ως φάρμακο). ЛИПОВЫЙ, επ. (απλ.) 1 κίβδηλος, κάλπι- κάλπικος, πλαστός, ψεύτικος. 2 καλούμενος, λε- λεγόμενος, κατ' όνομα, δήθεν - писатель κατ' όνομα συγγραφέας. липучий, -ая, -ее επ., βρ: -пуч, -а, -е; (απλ.) κολλώδης· -ее вещество κολλώδης ουσία . липучка, -И θ. κολλώδες αντικείμενο. *лира1, -Ы θ. 1 λύρα (μουσ. όργανο). II λυ- λυρική ποιητική έμπνευση, λυρικός οίστρος. 2 είδος μουσ. οργάνου με δοξάρι. II εκφρ. ЛИ- ра-птица βλ. лирохвост. "лира* -ы θ. λιρέτα (νομισ. μονάδα Ιταλί- Ιταλίας)· λίρο. (Τουρκίας). лиризм, ~а α. λυρισμός. II λυρική έξαρση. ЛИрик, -а α. λυρικός ποιητής. *лирика, -И θ. 1 λυρική ποίηση. 2 λυρισμός. лирико-драматический επ. λυρικοδραματικός. лирико-эпический επ. λυρικόεπικός. лирический επ. λυρικός· - поэт λυρικός ποιητής· -ое отступление λυρική παρέκβαση· - беспорядок ποιητική ακαταστασία, лиричность, -И θ. λυρισμός. лиричный επ., βρ: -чек, -чна, -чко λυρι- λυρικός, πλήρης λυρισμού. лирник, -а α. λυρωδός. ЛЙрныЙ επ. λυρικός, της λύρας. ЛИРОВИДНЫЙ επ. λυροειδής. лирообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно λυ- λυροειδής . лирохвост, -а α. σπουργίτης с πλατύρραμφος (το αρσενικό έχει ούρο. λυροειδή). лиро-эпический επ. λυρικόεπικός. ЛИС, -а α. αλεπού (το αρσενικό). ЛИСа, -Η, πλο. ЛИСЫ θ. η αλεπού. II γούνα αλεπουδένικ. 2 μτφ. άνθρωπος πονηρός, πα- πανούργος · κόλακας. II εκφρ. - Патрикёевна α) (στα λαϊκά παρομύθια) κυρία αλεπού, β) βλ. лиса B σημ.)· чернобурая - ρενάρ αρζα- ντέ· -ой прикидываться ή вертеться προσποι- προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κολακεύω. *лйсель, -Я, πλθ. лиселя к. лисели α,(ναυτ.) βοηθητικό πανί. лисёнок, -нка, πλθ. -сята, -сят α. αλε- πουδάκι, αλεπούδι, -δέλι, αλεπόπουλο. ЛИСИЙ, -ЬЯ, -ье επ. της αλεπούς, αλεπου- δένιος· - след ίχνος αλεπούς· -ья мордочка μούρη αλεπούς* -ЬЯ нора αλεποφωλιά,'αλεπό- αλεποφωλιά,'αλεπότρυπα· -ЬЯ шуба αλεπόγουνα· -ЬЯ шкура αλε- ποτόμαρο, αλωπεκή. Ι! μτφ. αλωπεκώδης, πονη- πονηρός, πανούργος* ЛИСИНЫЙ επ. (απλ.) βλ. ЛИСИЙ. ЛИСИТЬ, -СЙШЬ р.δ. (απλ.) κολακεύω πονη- πονηρά, αλωπεκίζω. лисица, -ы θ. βλ. лиса. лисичка, -И θ. αλεπού δ ίτσα. II είδος μαν ι- ταριού κιτρινοπορτοκαλόχρωμου. ЛИСОВИН, -а α. (διαλκ.) βλ. ЛИС. лисонька, -и θ. αλεπουδίτσα. ЛИСОХВОСТ, -а α. αλεπουσιά, φλάμος ο πυ- κνανθής (φυτό ποώδες). лист, -а, πλθ. листья, -ьев κ. листы, -ов α. 1 φύλλο φυτού* Шорох -ьев θρόισμα των φύλλων* пускать -ЬЯ φυλλοφυώ, βγάζω φύλλα. II (αθρσ.) φύλωμα, φυλωσιά. 2 φύλλο (κόλλα)· χαρτιού* φύλλο μετάλλου* заглавный - προμε- προμετωπίδα (βιβλίου)· печатный - τυπογραφικό φύλλο· картонный - φύλλο χαρτονιού* фанер- НЫЙ - φύλλο κοντραπλακέ* - железа σιδηρό- φυλλο· - аЛЮМИНИЯ αλουμινόφυλλο* ОПРОСНЫЙ - ερωτηματολόγιο" бОЛЬНИЧНЫЙ - πιστοποιητικό νοσηλείας* похвальный - γραπτός έπαινος. Π εκφρ. С -а απ' ευθείας, απροετοίμαστα (για τραγούδι, παίξιμο, διάβασμα κ.τ.τ.) листаж, -а α. το σύνολο των τυπογραφικών φύλλων. листать р.δ.μ. ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ, φυλ- λολογώ. ЛИСТВа, -Ы θ. φύλλωμα, φυλλωσιά. лиственница, -Ы θ. λάρικα (δέντρο). лиственничный επ. επ. της λάρικας* απο λά- λάρικα. ЛИСТВеннЫЙ επ. φυλλοφόρος, φυλλώδης. лиственный2επ. (διαλκ.) βλ. лиственничный. листик, -а α. φυλλαράκι. ЛИСТОВИДНЫЙ επ. φυλλοειδής, φυλλώδης. листовка, -и θ. προκήρυξη* первомайская - πρωτομαγιάτικη προκήρυξη* распространять -И διανέμω προκηρύξεις. ЛИСТОВОЙ επ. 1 φυλλώδης. 2 σε φύλλα, σε ελάσματα· -Ое железо σιδηρόφυλλο* - табак καπνός σε φύλλα. ЛИСТОеды, -ΟΒ πλ6· έντομα φύλλοφάγα. ЛИСТОК, -ТКЭ α. 1 φύλλο, φυλλαράκι· ДубО- ВЫЙ - δρύινο φύλλο. II αντικείμενο φυλλοει-
лис 547 лит δες· вырвать - ИЗ тетради κόβω φύλλο απο το τετράδιο. 2 κάρτα, δελτάριο. 3 βλ. листовка. . Ι] εχφρ. боевой - μικρή και έκτακτη εφημε- εφημερίδα τοίχου* - нетрудоспособности πιστοποι- πιστοποιητικό νοσοκομείου για ανικανότητα εργασίας· больничный - πιστοποιητικό νοσηλείας. листообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; βλ. листовидный. ЛИСТОПад, -а α. φυλλόρροια, φυλλορρόημα. ЛИСТОПадныЙ επ. 1 της φυλλόρροιας, του φυλλορροήματος. 2 φυλλοβόλος· -ые растения φυλλοβόλα φυτά. листопрокатка, -И θ. έλασηι, ελασματοποίηση. листочек, -чка, α. φυλλαράκι. ЛИСЯТНИК, -а α. κλουβί αλεπούδων. литаврист, -а α. τυμπανιστής,.τυμπανοκρού- τυμπανιστής,.τυμπανοκρούστης. ЛИТаврныи επ. τυμπανικός. литаврщик, -а α. βλ. литаврист. *ЛИТавры, -авр πλθ. (ενκ. -а, -ы θ.) τύ- τύμπανα ημισφαιρικού σχήματος· бить В - τυ- τυμπαν ί ζω, τυμπανοκρούω. ЛИТеЙНЫЙ επ. του μεταλλοχυσίματος· - цех χυτήριο (τμήμα εργοαστασίου)" -ая форма τύ- τύπος, καλούπι ρευστού μετάλλου. II ουσ. θ. -ая χυτήριο μετάλλων. ЛИтеЙЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. χύτης, -τρία. литер, -а α. έγγραφο δωρεάν διακίνησης σε μεταφορικά μέσα. *литера, -Ы θ. 1 (παλ.) γράμμα. 2 στοιχείο τυπογραφικό. ♦литератор, -а α. φιλόλογος, λογοτέχνης, λό- λόγιος, άνθρωπος των γραμμάτων συγγραφέας. литераторский επ. φιλολογικός, λογοτεχνι- λογοτεχνικός, του φιλόλογου, του λογοτέχνη. литераторство, -а ουδ. φιλολογία, λογοτε- λογοτεχνία (ως ειδικότητα). литераторша, -И θ. (παλ.) 1 η φιλόλογος, η λογοτέχνιδα. 2 η σύζυγος του λογοτέχνη. *литература, -ы θ. φιλολογία, λογοτεχνία. II το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής· запад- западноевропейская - η δυτικοευρωπαϊκή λογοτε- λογοτεχνία· советская - σοβιετική λογοτεχνία. II έργο· указать -у предмета συνιστώ τα έργα επι του θέματος. II έντυπο υλικό. II εκφρ. ху- художественная - φιλολογία, λογοτεχνία. литературность, -И θ. λογοτεχνική ιδιότη- ιδιότητα ή περιεχόμενο. литературный επ., βρ: -рен, -рна, -рно φι- φιλολογικός, λογοτεχνικός· -ое произведение! λογοτεχνικό έργο* -ое наследство λογοτεχνι- λογοτεχνική κληρονομιά· - кружок φιλολογικός όμιλος* • талант φιλολογικό ταλέντο· - труд λογο- λογοτεχνική εργασία· -ая деятельность Λογοτε- Λογοτεχνική δραστηριότητα· -ая Собственность λο- λογοτεχνική ιδιοκτησία· -ое ИМЯ φιλολογικό όνομα· - герой ήρωας λογοτεχνικού έργου· - ЯЗЫК φιλολογική γλώσσα. литературовед, -а α. ειδικός σε ζητήματα φιλολογίας, φιλόλογος· κριτικός ή ιστορικός της λογοτεχνίας. литературоведение, -Я ουδ. γνώση της φι- φιλολογίας, γραμματολογία. литературоведческий επ. φιλολογικός, γραμ- γραμματολογικός. литерный1 επ. δωρεάν δινόμενος· - билет δω- δωρεάν εισιτήριο. ЛИТерный'ст. 1 του γράμματος. 2 ίδιος, ι- ιδιαίτερος, ξεχωριστός (σημειούμενος με γράμ- γράμματα) . *ЛИТИЙ, -Я α. λίθιο (χημ. στοιχείο). ЛИТМОНТаж, -а α. λογοτενική συναπάρτιση ή συναρμολόγηση. ЛИТОВец, ~ВЦа α., -ка, -И θ. Λιθουανός*~ή, ЛИТОВСКИЙ επ. λιθουανικός. литограф, -а α. λιθογράφος. Литографирование, -Я ουδ. λιθογράφηση. литографированный επ. απο μτχ. λιθογραφη- μένος. литографировать, -рую, ~руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. литографированный, -ван, -а, -о; р.δ. λιθογραφώ. II ~СЯ λιθογραφούμαι. литографический επ. λιθογραφικός. *ЛИТОГрафИЯ, -И θ. λιθογραφία. II λιθογρά- φημα. II επιχείρηση λιθο*γραφική. литографский επ. λιθογραφικός· - камень λίθινη πλάκα εκτύπωσης. литографщик, -а α. λιθογράφος. ЛИТОЙ επ. χυτός· -ые изделия χυτά αντι- αντικείμενα. *ЛИТОСфёра, -Ы θ. λιθόσφαιρα· ο φλοιός τι,ς της. *литр, -а α. (για υγρά) κιλό. II αγγείο χω- χωρητικότητας ενός κιλού υγρών, λίτρα· *литраж, -а α. χωρητικότητα σε λίτρες. ЛИТрОВка, -И θ. λίτρα (δοχείο χωρητικότη- χωρητικότητας ενός κιλού υγρών). литровый επ. της λίτρας· -ая посуда 6о- χείο μιας λίτρας (περιεκτικότητας). литургический επ. λειτουργικός· -ие тек- тексты λειτουργικά κείμενα· -ая драма το μυ- μυστήριο. *ЛИТургия, -И θ. (εκκλσ.) λειτουρ-» εία. ЛИТфОНД, -а α. κεφάλαιο χρηματικό της „Ε- „Ενωσης λογοτεχνών". лить, лью, льёщь, παρελθ. χρ. лил, -лила, лило; προστκ. лей, παθ. μτχ. παρλε. χρ. ЛИ- ЛИТЫЙ, βρ: лит, -а, лито ρ.δ. 1 χύνω· - воду χύνω νερό. II κερνώ· - ВИНО κερνώ κρασί. II μτφ. αναδίδω, σκορπώ· διαχέω* цветы ЛЬЮТ ароматы τα λουλούδια σκορπούν ευωδιά. 2 ρέω, τρέχω, κυλώ' вода льёт из крана το νερό
лит 548 ЛИЦ τρέχει απο την κάνουλίι. 3 μ. φτιάχνω, κατα- κατασκευάζω* ~ пушки χύνω κανόνια· - колоко- колокола χύνω καμπάνες. II εκφρ. - слёзы χΰνω δά- δάκρυα. II -СЯ 1 χύνομαι. 2 μτφ. αναδίδομαι, εκπέμπομαι· διαχέομαι, διαδίδομαι. II (για ομιλία, λόγο) βγαίνω, ρέω. литьё, -Я ου δ. χύσιμο, χύση· машина ДЛЯ -Я металла μηχανή για χύσιμο του μετάλλου. II (αθρσ.) χυτά μεταλλικά αντικείμενα. *ЛИф, -а α. μπούστος, υπόστερνο, επι θωρά- θωράκιο φορέματος. *ЛИфт,~а α^ανελκυστήρας, αναβατήρας, ασανσέρ. лифчик, -а α. 1 στηθόδεσμος, σουτιέν. II παιδικό γιλέκο. лихач, -а α. 1 παράτολμος, ριψοκίνδυνος. II παλαβός, ασύνετος· шофёр— οδηγός παλαβός. 2 (παλ.) αμαξάς πολυτελούς άμαξας. ЛИхачеСТВО, -а ουδ. παλαβομάρα, τρέλλα. лихва, -Ы θ. (παλ.) κέρδος αθέμιτο· τοκο- τοκογλυφία· αβάντα, μπάζα. II εκφρ. С -ОЙ με το παραπάνω* επικερδώς. ЛИХоЗ -а ουδ. (παλ. κ. απλ.) κακό, δυστυ- δυστυχία, συμφορά· от -а не уйдёшь απο гто κακό δε θα γλυτώσεις. II εκφρ. не поминать ~0М КОГО δεν κρατώ κακία για κάποιον ή δεν μνησικακώ για κάποιον узнать, ПОЧёМ фунт -а ξέρω τι θα πεί δυστυχία· хватить ή хлебнуть -а περ- περνώ πολλά βάσανα, μεγάλη δυστυχία. ЛИХО21 επίρ. κακώς, βλαβερά, μοχθηρά. 2 ως κατηγ. είναι άσχημα, βαριά. ЛИХОДеЙ, -Я α., -ка, -И θ. (παλ.) κακούρ- κακούργος, -α, μοχθηρός, ~ή, κακεντρεχής, κακός. лиходейский επ. κακός, κακούργος. лиходейство, -а ουδ. κακία, κακεντρέχεια, μοχθηρότητα, κακοήθεια. ЛИХОИмец, -мца α. (παλ.) αισχροκερδής, α- γιογδύτης, τοκογλύφος· δωρολήπτης. ЛИХОИМСТВО, -а ουδ. αισχροκέρδεια, τοκο- τοκογλυφία· δωροληψία. лихой1 επ., βρ: лих, -а, -о (παλ. κ. απλ.) κακός, κακούργος, μοχθηρός, κακεντρεχής, κα- κακοήθης. II δύσκολος, χαλεπός, βαρύς, ζόρικος. IIεκφρ. -а беда начало ή начать κάθε αρχή και δύσκολη. ЛИXОЙгεπ., βρ: ЛИХ, -а, -О. 1 τολμηρός, ά- άφοβος, γενναίος, παλικαρίσιος·' θαρραλέος, 2 γρήγορος, ολοταχύς· ακάθεκτος, ορμητικός, λά- λάβρος, θυμοειδής. 3 ζωηρός, έντονος. 4 ευκί- ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος· δεινός, δαιμόνι- δαιμόνιος. лихолетье, -Я ουδ. (παλ.) εποχή συγκλο- συγκλονιστικών γεγονότων, συμφορών. лихоманка, -и е. (διαλκ.) βλ. лихорадка. лихорадить, -ажу, -адишь р.δ. 1 έχω μεγά- μεγάλο πυρετό, καίγομαι, φλέγομαισπο со« πυρετό. 2 (απρόσ.) ταράζω· целую неделю его ~ло ολόκληρη βδομάδα τον τάραζε πυρετός με ρίγος. лихорадка, -И θ. 1 μεγάλος πυρετός με ρί- ρίγος. 2 ξεθύμασμα, εξάνθημα (συνήθωςστα χεί- χείλη απο κρυολόγημα). 3 μεγάλη δραστηριότητα. II εξαιρετική κίνηση, · μεγάλη κυκλοφορία. лихорадность, -и θ. υπερβολικότητα. II ε- ντατικότητα. лихорадочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 πυρετικός, του πυρετού, πυρετώδης· - ОЗНОб πυρετός με ρίγος· - лсар φλόγα (ζέση) πυρε- πυρετού* - румянец κοκκίνισμα απο τον πυρετό· - бред παραλήρημα απο τον πυρετό· - пароксизм παροξυσμός πυρετού. 2 μτφ-. υπερβολικός, έ- έντονος, εντατικός* -ое движение πυρετώδης κίνηση* -ая подготовка πυρετώδης προετοιμα- προετοιμασία* -ое состояние κατάσταση εκνευρισμού (έ- (έξαψης). II ταραγμένος, ανήσυχος. ЛИХОСТЬ, -И θ. 1 τολμηρότητα, ορμή, ορμη- ορμητικότητα* παλικαριά. 2 γρηγοράδα, ταχύτητα. II ευκινησία, σβελτάδα. *ЛИХТер, -а α. (ναυτ.) φορτιγίδα. лицевание, ~Я ουδ. 1 γύρισμα ενδυμασίας, μεταποίηση. 2 κατασκευή πρόσοψης, φάτσας, καλής εμφάνισης. лицевать, -цую, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лицо'ванный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. (για- ένδυμα) γυρίζω, μεταποιώ. 2 βλ. ОбЛИЦСВЫ- вать. II -СЯ 1 μεταποιούμαι. 2 βλ. обЛИЦОВЫ- ваться. лицевой επ. προσωπικός, του προσώπου* нерв το νεύρο του προσώπου· ~ые МЫШЦЫ μυω- νες προσώπου. II μπροστινός, εμπρόσθιος,_ ε- εξωτερικός, της πρόσοψης· -ая сторона мате- материи η όρθα του υφάσματος, καλή μεριά* -ая сторона дома η πρόσοψη του σπιτιού*-ая сто- сторона рукописи η μπροστινή σελίδα χειρογρά- χειρογράφου. II μτφ. φαινομενικός, εξωτερικός. Π εκφρ. - счёт προσωπικός λογαριασμός. лицедей, -я α. -ейка, -и θ. (παλ.) 1 ηθο- ηθοποιός. 2 υποκριτής. ЛИЦедеЙСТВО, -а ουδ. (παλ.) 1 θεατρική πα- παράσταση. 2 υποκρισία, лицедействовать, -ствую, -ствуешь р. δ. (παλ.) 1 παίζω στη σκηνή* είμαι ηθοποιός. 2 υποκρίνομαι* υποδύομαι. лицезрение, -Я ουδ. η απο κοντά όραση. лицезреть, ~рю, трйшь ρ.δ.μ. (παλ.) βλέ- βλέπω απο κοντά, κατά πρόσωπο, προσωπικά. ЛИЦеЙСТ, -а α. μαθητής λυκείου. *ЛИЦ^Й, -Я α, λύκειο. лицейский επ. λυκειακός. лицемер, -а α., -ка, -и θ. υποκριτής, -ί- τρια. лицемерие, -я ουδ· υποκρισία, προσποίηση. лицемерить, -рю, -ришь ρ.δ. υποκρίνομαι, προσποιούμαι.
лиц 549 лиш лицемерность, -и θ. βλ. лицемерие. лицемерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно υπο- υποκριτής· διπλοπρόσωπος· υποκριτικός· - че- человек άνθρωπος υποκριτής· - характер υπο- υποκριτικός χαρακτήρας. II προσποιητός, επιτη- δευτός, -ευμένος, πλαστός· -ая улыбка προ- προσποιητό χαμόγελο. *ЛИД^НЗИЯ, -И θ. άδεια (εισαγωγής ή πώλη- πώλησης εμπορευμάτων). II προνόμιο. лицеприятие, -Я ουδ. (παλ.) προσωποληψία, φιλοπροσωπία, μεροληψία, χαριστικότητα. лицеприятный επ., βρι -тен, -тна, -тно ,* (παλ.) μεροληπτικός, φιλοπροσωπικός, χαρι- χαριστικός, επηρεασμένος. . ЛИЦО, -а", πλθ. лица ουδ. 1 πρόσωπο* чер- черты ~ά τα χαρακτηριστικά του προσώπου· круг- лое - στρογγυλό πρόσωπο· угрюмое - σκυθρω- σκυθρωπό πρόσωπο· раскрасневшееся - κατακόκκινο πρόσωπο· выражение -ά έκφραση του προσώπου. 2 μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα· Профессио- Профессиональное - работника η επαγγελματική μορφή του εργατοϋπαλλήλου. 3 άτομο, άνθρωπος· со- соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατό- ατόμων историческое - ιστορικό πρόσωπο· офи- официальное - επίσημο πρόσωπο. II φυσιογνωμία· романическое - ρωμαντική φυσιογνωμία. 4 η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη· ГЛа- дить материю С -Α σιδερώνω το ύφασμα απο την όρθα. II πρόσοψη κτιρίου. 5 (γραμμ.) το πρόσωπο· глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου. II εκφρ. в - (говорить, бра- бранить) κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρί- βρίζω* Β -ё στο πρόσωπο· власть В -е Советов ε- εξουσία στο πρόσωπο των Σοβιέτ (Συμβουλίων)· ОТ -а εξ ονόματος, απο μέρους· перед -ом μπροστά, ενώπιον -Ом К με το πρόσωπο (ε— στραμμένο) προς· -ОМ к -у о ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)· юридическое - νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)· на ОД- ОДНО - το ίδιο, πανομοιότυπο* -а (живого) нет κατάχλωμος, σαν νεκρός* повернуться ή встать -Ом К κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος* показать товар с -ά δείχνω το εμπόρευμα απο την καλή όψη* -ОМ В Грязь Не ударить βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μου- τζούρες) · знать В - КОГО γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή απο τη φυσιογνωμία* СМОТреТЬ ή глядеть в - чему αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα* К -у ταιριάζει, πηγαίνει* не К -у δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει* С каким -ОМ явиться ή показаться με τί πρόσωπο (μού- (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ* Не ВЗИрйя на -а αδιακρίτως προσώπων в -ё опасности μπρο- μπροστά στον κίνδυνο* он показал своё настоящее αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο · главное действующее - ο πρωταγωνιστής*важ- πρωταγωνιστής*важное - σοβαρό πρόσωπο* сделать кислое - ξι- ξινίζομαι, μορφάζω. ЛИЦОВанныЙ επ. απο μτχ. γυρισμένος, με- μεταποιημένος. лицовка, -И θ. μεταποίηση, γύρισμα (ενδύ- (ενδύματος) . ЛИЧИКО, -а ουδ. προσωπάκι* смазливое - όμορφο" (χαριτωμένο) πρόσωπο. ЛИЧИНа, -Ы θ. 1 (παλ.) προσωπίδα, μάσκα. 2 μτφ. πρόσχημα, προσποίηση. 3 η πλάκα εσω- εσωτερικής κλειδαριάς. II εκφρ. надеть -у φορώ μάσκα (προσποιούμαι)· сорвать -у αφαιρώ το προσωπείο (αποκαλύπτω το ποιος προ,γματικά είναι)· брОСИТЬ -у ρίχνω (πετώ) τη μάσκα ή το προσωπείο (δείχνω μόνος μου το ποιος εί- είμαι)· ενεργώ απροσχημάτιστα. ЛИЧИНКа, -И θ. 1 νύμφη εντόμων, κάμπια ή χρυσαλίδα. 2 πλακίτσα εσωτερικής κλειδαριάς. ЛИЧИНКОВЫЙ επ. βλ. ЛИНИНОЧНЫЙ. ЛИЧИНОЧНЫЙ επ. της χρυσαλίδας, της κά- κάμπιας· -ЭЯ стадия развития το στάδιο της μεταμόρφωσης σε χρυσαλίδα. ЛИЧНО επίρ. προσωπικά, ο ίδιος. ЛИЧНОЙ επ. 1 του προσώπου* -Ое МЫЛО σα- σαπούνι για το πρόσωπο* -о'е полотенце πετσέτα προσώπου (προσόψιο)* -ая помада πομάδα προ- προσώπου' - крем κρέμα προσώπου. 2 (ανατ.) προ- προσωπικός. ЛИЧНОСТЬ, -И θ. 1 προσωπικότητα* πρόσω- πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο* РОЛЬ -И В ИСТОРИИ о ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία· ува- жёние К чужой -И σεβασμός σε ξένο (άγνωστο) πρόσωπο* литературная - λογοτεχνική προσω- προσωπικότητα* благородная - ευγενικός άνθρω- άνθρωπος. 2 πλθ. -И (παλ.) τα προσοιπικά, διενέ- διενέξεις, προστριβές. 3 πρόσωπο' бледная (απλ.)Ι χλωμό πρόσωπο. ЛИЧНЫЙ επ. 1 ατομικός, προσωπικός* -ая собственность ατομική ιδιοκτησία* -ое ору- оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)· -ая охрана η προσωπική φρουρά* -ое мнение πρυ- σωπιν.ή γνώμη* -це недостатки προσωπικές α- αδυναμίες* предметы -ого потребления αντι- αντικείμενα ατομικής χρήσης* -це права граждан τα δικαιώματα του πολίτη* ОТО моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)· -ое оскорбление προσωπική προσβολή* -ая заинте- заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο. II ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μονα- μοναχικό, του εαυτού. 2 (γραμμ.) (προσωπικός* -ое местоимение προσωπική αντωνυμία. II εκφρ. - почётный гражданин (παλ.) έντιμος πολίττ,ς (τίτλος)· - дворянин προσωπικότητα ανακη- ανακηρυγμένη σε ευγενή* -ое дело ατομινός φάκελ- λος* - Состав το προοωπινό. лишай, -я α. 1 βλ. лишайник. 2 (ιατρ.) η
лиш 550 лов λειχήνα* Стригущий - κασίδα, αχώρ. ЛИШаЙНИК, -а α. (βοτ.) λειχήνα. ЛИШАЙНИКОВЫЙ επ. λειχηνώδης, -νοειδής. ЛИЙЙЙКЫЙ επ. της κασίδας. ЛИЕ?.ТЬ@Я) ρ. δ. βλ. ЛИШИТЬ(СЯ). лишек, -шка (-шку) α. (απλ.) το επί πλέον, το παραπάνω, το περίσσιο* - отдай назад το περίσσιο δόσ' το πίσω. II εκφρ. С -шком και παραπάνω. лишенец, -нца α. ο στερημένος των πολι- πολιτικών δικαιωμάτων. лишение,, -я ουδ., 1 στέρεση - свободы στέ- στέρηση ελευθερίας* - избирательных прав στέ- στέρηση εκλογικού δικαιώματος* - гражданских прав στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. 2 πλθ. -Я στερήσεις, ανέχεια, ένδεια* приучить себя К лишениям συνηθίζω τον εαυτό μου στις στερήσεις. лишенка, -И θ. η στερημένη πολιτικών δι- δικαιωμάτων . ЛИШИТЬ, -шу, -ШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена", -шено р.σ.μ. στε- στερώ, αποστερώ* αφαιρώ* - свободы στερώ της ελευθερίας* - гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων* - ВОЗМОЖНОСТИ στερώ της δυνατότητας* - чина καθαιρώ του αξιώ- αξιώματος* - наследства αποκληρώνω* - удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας. II εκφρ. ~ слова στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)· - ЖИЗНИ αφαιρώ τη ζωή (φο- (φονεύω). II -СЯ στερούμαι, χάνω* - чувств χά- χάνω τις αισθήσεις* - разуш χάνω το λογικό* - чувства Слуха χάνω την ακοή, κουφαίνομαι* - доверии χάνω την εμπιστοσύνη. II εκφρ. рассудка χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ). ЛИШНИЙ, -яя -ее επ. 1 περίσσιος, παραπα- παραπανίσιος, περιττός* Я здесь - εγώ εδώ είμαι περίσσιος* ~ие деньги παραπανίσια χρήματα* - раз μιο φορά παραπάνω ή ακόμα* -ие Слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες. II ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό. 2 άχρηστος* -ие вещи περίσσια πράγματα. 3 ε- επιπρόσθετος* έξτρα. II εκφρ. С -им και πά- πάνω ή παραπάνω* не -ее δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)* позволить себе -ее α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι. ЛИШЬ 1 μόριο* μόνο, μονάχα* не хватает - одного ένα μόνο δε φτάνει* - не забудьте нас μόνο μη μας ξεχάσετε* ОН любит - ОДНИ деньги αυτός μόνο το χρήμα αγαπάει. 2 σύνδ. μόλις* - сказано, то и сделано μόλις τό *πε, κιόλας τό ·κανε* - ОН вошёл... μόλις αυτός μπήκε... - ТОЛЬКО μόλις-μόλις. лоб, лба, προθτ. о лбе, во лбу, на лбу α. μέτωπο * ПОКатныЙ - εξέχον μέτωπο * ШИРОКИЙ - φαρδύ (μεγάλο) μέτωπο* ВСаДИТЬ ή ПУСТИТЬ себе пулю В - τινάζω τα μυαλά μου στον αέ- αέρα με σφαίρα. 2 πλθ. Лбы, ЛбОВ (απλ.) με- μεγάλα παιδιά. II εχφρ. у него на лбу написано βλ. στη. λ. написать· что в -, что по лбу τι Γίιάννης, τι Γιαννάκης (ένα· και το ίδιο). лоб&, -а α. (απλ.) 1 μεγαλομέτωπος, με- τωπίας. 2 είδος κέφαλου (ψάρι). лобастый επ., βρ: -бает, -а, -о ευρυμέ- τωπος, μεγαλομέτωπος. лобзание, -я ουδ. (παλ.). ασπασμός, φιλί, φίλημα* Иудино - το φίλημα του Ιούδα. ' лобзать р.δ.μ. (παλ.) ασπάζομαι, φιλώ. II -СЯ φιλιέμαι, ασπάζομαι. *ЛОбзик, -а α. το πριονάκι της χειροτεχνίας. ЛОбИК, -а α. μετωπάκι. ЛОбКОВЫЙ επ. του εφηβαίου* -ая КОСТЬ ηβικό οστό. ЛОбНЫЙ επ. μετωπικός* -ая КОСТЬ μετωπικό οστό. Ι) εκφρ. (παλ.) -ое место εμφανής θέση, τοποθεσία* εξέδρα. лобовой επ. μετωπικός* ~ώΐ атака η κατά μέτωπο επίθεση* - Ветер άνεμος αντίπρωρος ή ενάντιος, αντίθετος. И μπροστινός, εμπρό- εμπρόσθιος* -ая часть танка το μπροστινό μέρος του τανκ. лобогрейка, -И θ. απλή θεριστική μηχανή. ' лоботряс, -а α. (απλ.) τεμπέλης, τεμπελ- χανάς. лоботрясничать ρ.δ. (απλ.) τεμπελιάζω. лобызание, -я ουδ. (παλ.) βλ. лобзание. лобызать(ся) р. δ.(παλ,) βλ. лобзать(ся). лов, -а α. 1 βλ. ловля. 2 (παλ.) βλ.улрв. ЛОВелаЪ, -а α. γυναικοθήρας, γυναικάς. ловеласничать ρ.δ. κυνηγώ γυναίκες, γυ- ναικομανώ. ловеласничество, -а ουδ. γυναικομανία. ЛЬвёц, -вца α. αλιέας, ψαράς* κυνηγός. ловецкий επ. αλιευτικός* κυνηγετικός. ловитва, -ы θ. (παλ.) βλ. ловля. ЛОВИТЬ, ЛОВЛЮ, ло'вишь р.δ.μ. 1 πιάνω, συλ- συλλαμβάνω, τσακώνω* - МЯЧ πιάνω το τόπι* - на лету πιάνω στον αέρα. II θηρεύω* - ПТИЦ πιά- πιάνω πουλιά. 2 αλιεύω, ψαρεύω* - рыбу ψαρεύω. 3 μτφ. δράττομαι* επωφελούμαι* - (удобный) Случай δράττομαι της (κατάλληλης) ευκαιρί- ευκαιρίας* ЛОВИ момент δράξου της ευκαιρίας. 4 συλ- συλλαμβάνω επ' αυτοφόρω* - вора πιάνω τον κλε- κλεφτή. II εκφρ. - взгляд (взор) ή глаз πιάνω τη ματιά (κάποιου), συναντιώνται τα βλέμμα- βλέμματα μας* - на себе чей взгляд πιάνω κάποιον που ρίχνει τη ματιά του σε μένα* - волну ή станцию πιάνω το ραδιοσταθμό* в мутной воде" рыбу - ψαρεύω στα θολά νερά* - на слове πιά- πιάνομαι απο ένα λόγο (απο μια λέξη). Π -СЯ πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ловкач, -а α., -ка, -И θ. επιδέξιος, -α,
лов 551 лож επιτήδειος, -α, σβέλτος, -α. ловкив επ., βρ: ловок, ловка, ловко; лов- ловче к. ловч4е. 1 επιδέξιος, επιτήδειος, σβέλ- σβέλτος· -ое движение επιδέξια κίνηση* - танцор σβέλτος χορευτής. 2 ικανός, καπάτσος, κατα- καταφερτζής. 3 πρόσφορος, άνετος· -ое Седло βο- βολική σέλα. Ι! πονηρός, δόλιος, πανούργος. ловко 1 επίρ. επιδέξια, επιτήδεια, σβέλ- σβέλτα. 2 ως κατηγ. είναι πρόσφορα, άνετα, βο- βολικά. 3 θαυμάσια, θαΰμα, όπως χρειάζεται, μια χαρά. ЛОВКОСТЬ, -И θ. επιδεξιότητα, επιτηδειό- τητα, σβελτάδα. II καπατσοσύνη. ЛОВЛЯ, -И, γεν. πλθ. -вель, δοτ. -ВЛЯМ θ. 1 πιάσιμο, σύλληψη, τσάκωμα. II θήρευση, κυ- κυνήγι. II ψάρεμα, αλίευση. 2 (παλ.) αλιευτικό μέρος. Ловушка, -И θ. 1 παγίδα, πλεκτάνη, φάκα. Π μτφ. απάτη, δόλος, δολοπλοκία· поставить -у στήνω παγίδα· попасть В -у πέφτω στην παγίδα. II ενέδρα, καρτέρι. ловчий, -ая, -ее επ. της σύλληψης· συλλη- πτήριος* -ие Собаки οι λαγωνίκες, τα λαγω- λαγωνικά. II συλληπτήριος, κατάλληλος για σύλλη- σύλληψη. Π ουσ. α. (παλ.) οδηγός κυνηγετικών σκύ- σκύλων, κυναγωγός. ЛОВЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.δ. (απλ.) ενεργώ ε- επιτήδεια, επιδέξια, καπάτσα. II -СЯ βλ. σημ. ενεργ. φ. лог, -а, προθτ. о -е κ. В -у, πλθ. -ά α. χαράδρα φαρδιά; *ЛО гарифм, -а α. λογάριθμος. логарифмирование, -я ου δ. εύρεση λογάριθ- μου. логарифмировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. βρίσκω το λογάριθμο. логарифмический επ. λογαριθμικός· -ая та- блица λογαριθμικός πίνακας* -ая линейка о λογαριθμικός κανόνας. ЛОГИК, -а α. ειδικός της λογικής (επιστή- (επιστήμης). *ЛОГИКа, -И θ. η λογική (επιστήμη). II λο- λογική σειρά κρίσεων, συμπερασμάτων συλλογι- συλλογισμός. логический επ. της λογικής- -ие законы αρ- αρχές (νόμοι) της λογικής. II λογικός, της λο- λογικής διάρθρωσης (σειράς)· - вывод λογικό συμπέρασμα· - ДОВОД λογικό επιχείρημα· -ое противоречие λογική αντίφαση (αντιτιθέμενη στη λογική)· -ая связь λογική σύνδεση· -ая последовательность λογική σειρά. II εκφρ. -ое ударение о λογικός τόνος (τονισμός) στην πρόταση. ЛОГИЧНО επίρ. λογικά. ЛОГИЧНОСТЬ, -И θ. λογικότητα. логичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно λογι- λογικός· -ые ДОВОДЫ λογικά επιχειρήματα. логовище, -а ουδ. φωλιά ζώου, κρυψώνα, κοί- κοίτη. 2 μτφ. τρώγλη, χαμόγι, χαμοκέλα. логово, -а ουδ. βλ. логовище. . ЛОГОГриф, -а α. λογόγριφος. ЛОГОпат; -а α. λογοπαθής. логопатический επ. λογοπαθητικός. *ЛОГОПаТИЯ, -И θ. λογοπάθεια, παραφασία. логопед, -а α. ειδικός για την παιδική βραδυγλωσσία. Логопедический επ. της παιδικής βραδυ- γλωσσίας. *ЛОГОПедИЯ, -И θ. επιστήμη παιδικής βραδυ- γλωσσίας. ЛОДКа, -И θ. βάρκα, λέμβος, άκατος· ДВух- вёсельная - δίκωπη βάρκα· моторная - βενζι- βενζινάκατος· парусная - βάρκα με πανί, αεράκα- τος· катиться на -е κάνω (πηγαίνω) βαρκά- βαρκάδα· гоночная - βάρκα λεμβοδρομίας. II σκάφος πολεμικό· подводная - υποβρύχιο· канонёр- ская - η κανονιοφόρος, βάρκα κανονιέρα. лодочка, -И θ. βαρκούλα, βαρκάκι. ЛОДОЧНИК, -а α. βαρκάρης, βαρκαδόρος, λεμ- βούχος. ЛОДОЧНЫЙ επ. βαρκάρικος, της βάρκας, της λέμβου* - спорт λεμβοδρομία. лодыжка, -И θ. το σφυρό* αστράγαλος. Лодырничанье, -Я ουδ. τεμπελιά, ακαματιά. лодырничать р.δ. τεμπеλιάζω, ακαματεύω. лодырь, -Я α. τεμπέλης, ακαμάτης. *ложа, -и θ. 1 θεωρείο· театральная - θεω- θεωρείο θεάτρου. 2 τμήμα οργάνωσης· масонская - τεκτονική στοά. 3 προστατευτική λαβή ό- όπλου. ложбина, -Ы θ. λάκκα, στενή κοιλάδα. ЛОЖбИНКа, -И θ. μικρή λάκκα. ЛОЖбИННЫЙ επ. του λάκκος. ложе,1 -а ουδ. 1 (παλ.) κλίνη, κρεβάτι· - брачное νυφικό κρεβάτι· Смертное - το νε- κροκρέβατο. 2 κοίτη· - канала η κοίτη του καναλιού. II εκφρ. прокрустово - το κρεβάτι του Προκρούστη. ложе,2 -а ουδ. προστατευτική λαβή όπλου. ложечка, -И θ. κουταλάκι. II εκφρ. ПОД -ОЙ στο υπογάστριο, στο κουταλάκι του στομαχιού. ложечник, -а α. κουταλοποιός, κουτάλας. II καστανιετοκρούστης. ложечный επ. του κουταλιού· -ое производ- производство παραγωγή κουταλιών. ложиться, -жусь, -жишься р.δ. βλ. лечь. ложка, -И θ. 1 κουτάλι, κοχλιάριο, χου- χουλιάρι· столовая - κουτάλι της σούπας* чай- чайная - κουταλάκι του τσαγιού* деревянная ξύλινο κουτάλι* десертная - κουταλάκι του γλυκού* разливательная - κουτάλα διανομής*Η ποσοτικό μέτρο* - СОЛИ ένα κουτάλι αλάτι. 2
лож 552 лом βλ. кастаньеты. II εκφρ. через час по (чайной) -е πολύ αργά, απο λίγο-λίγο· ЛОЖКарИТЬ р.δ. (παλ.) φτιάχνω κουτάλια. ложкарный επ. (παλ.) του κουταλοποιού. ЛОЖкарь, -Я α. (παλ.) κουταλοποιός. ЛОЖНО 1 επίρ. ψεύτικα, ψευδώς κλπ. επ. 2 ως κατηγ. είναι ψεύτικο, ψευδές. ЛОЖНОСТЬ, -И θ. το ψεύτικο· ψέμα, ψεύδος. ложный επ., βρ: ~жен,-жна, -жно. 1 ψεύτι- ψεύτικος, ψευδής· -ое свидетельство ψευδομαρτυ- ψευδομαρτυρία. 2 πλαστός, προσποιητός, τεχνητός* -ая СКРОМНОСТЬ προσποιητή σεμνότητα, η σεμνοτυ- φία. 3 λαθεμένος, εσφαλμένος, πεπλανημένος, ανακριβής. II εκφρ. -ое положение ψεύτικη ή αβέβαιη κατάσταση· В -ОМ Свете με ψεύτικη α- αληθοφάνεια, διαστρεβλωμένα· - шаг άστοχη ε- ενέργεια· идти по -ому пути δε βαδίζω σωστά, ακολουθώ εσφαλμένη οδό. ЛОЖЬ, ЛЖИ θ. ψέμα, ψεύδος. II επινόηση. лоза, -ы θ. 1 βλ. ива. 2 βέργα· виноград- виноградная - κληματόβεργα. II κλήμα (θάμνος). лозина, -ы θ. βλ. лоза. лозиновый επ. της ιτιάς*-ая ветка βέργα ιτιάς. ЛОЗНЯК, -а α. θάμνοι ιτιάς, ιτεώνας. ЛОЗНЯКОВЫЙ επ. του ιτεώνα. ЛОЗОВЫЙ επ. ιτέινος. *лозунг, -а α. 1 σύνθημα· выдвинуть (выки- (выкинуть, провозгласить) - ρίχνω το σύνθημα. 2 πλακάτ με σύνθημα· повесить - κρεμώ σύν- σύνθημα. ЛОЗУНГОВЫЙ επ. του συνθήματος. ЛОЙЯЛЬНОСТЬ βλ. ЛОЯЛЬНОСТЬ. лойяльный βλ. лояльный. локализация, -И θ. εντοπισμός, -ση. локализироваться) ρ.δ.κ.σ. βλ. локализо- локализоваться). "локализовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. локализованный βρ: -ван, -а, -о р.δ. κ.σ.μ. εντοπίζω (περιορίζω)· - эпидемию, ΠΟ- жар εντοπίζω την επιδημία, την πυρκαγιά. II -СЯ εντοπίζομαι (περιορίζομαι). локальность, -И θ. τόπος, περιορισμένη έ- έκταση . "локальный επ., -лен, льна, -льно τοπικός, περιορισμένης έκτασης· -ые ВОЙНЫ τοπικοί πόλεμοι. "локатор, -а α. εντοπιστής (συσκευή), "локаут, -а α. ανταπεργία, λόκ-άουτ. локаутировать, -руго, -руешь ρ,δ,κ.σ.μ.κά- 'νω ανταπεργία, κηρύσσω λόκ-άουτ. локаутчик, -а α. ανταπεργός. *ЛОКОМОбЙЛЬ, -Я α. ατμομηχανή κινητή ή στα- σταθερή. ЛОКОМОбЙльныЙ επ. της ατμομηχανής. "ЛОКОМОТИВ, -а α. ατμομηχανή· ατμάμαζα. ЛОКОМОТИВНЫЙ επ. της ατμομηχανής, της α- τμάμάζας. ЛОКОН, -а α. βόστρυχος, μπούκλα. локотник, -а α. βλ. подлокотник. ЛОКОТОК, -тка α.' μικρός αγκώνας. ЛОКОТЬ, -КТЯ, γεν. πλθ. -ктёй α. αγκώ- αγκώνας· класть -и на стол ακουμπώ τους αγκώ- αγκώνες στο τραπέζι· толкнуть -ем σπρώχνω με τον αγκώνα. II αγκώνας ενδύματος* рваные -И. ξεσχισμένοι (τρύπιοι) αγκώνες. II εκφρ. чув- чувство -Я α) στρατ. ελαφρό άγγισμα του αγκώ- αγκώνα στη ζύγιση, β) αίσθημα αλληλοϋποστήριξης, αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης. локтевой επ. του αγκώνα, ωλένιος* -ая КОСТЬ η ωλένη. лом,1 -а α. ο λοστός. ЛОМ? -а α. (αθρσ.) παλιοσίδερα. лом,3 -а α. (απλ.) βλ. ломо'та. ломака, -И α.κ.θ. πεισματάρης, -α, ιδιό- ιδιότροπος, -η, καπριτσόζος, -α. ломаный επ. 1 σπασμένος, θραυσμένος, τσα- τσακισμένος* -ое кресло σπασμένη πολυθρόνα. 2 (για ομιλία, γλώσσα) διαστρεβλωμένος, πα- παραμορφωμένος* σόλοικος* говорить на -ом русском языке κακομιλώ (σκοτώνω) τα ρωσικά. 3 τεθλασμένος* -ая ЛИНИЯ τεθλασμένη γραμμή·. ломанье, -Я ουδ. 1 σπάσιμο, θραύσιμο, τσά- τσάκισμα. 2 (για ομιλία, γλώσσα)· κακομίλημα, σκότωμα* διαστρέβλωση. ломать р.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ло'- манный, βρ: -мая, -а, -о р.δ.μ. 1 σπάζω, τσακίζω, θραύω* θλω* - камни σπάζω πέτρες* ветер ломает деревья о άνεμος σπάζει τα *έ- ντρα. II κατεδαφίζω, γκρεμίζω* - старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι. II αχρηστεύω, χαλ- χαλνώ* - игрушки σπάζω τα παιγνίδια. 2 (απλ.) σακατεύω, τσακίζω. 3 συντρίβω, θρυμματίζω*- каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι. 4 μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι·- старые Обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνή- συνήθειες. II αλλάζω, μεταβάλλω απότομα· - хара- характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα· - МЫСЛИ У людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων. II καταστρέφω, χαλνώ· χειροτερεύω* - карьеру χαλνώ την καριέρα* он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας. 5 μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω. 6 (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πο- πονώ* меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί* -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του καιρού. 7 (απλ.) ζεθεώ- νομαι στη δουλειά, καταπονούμαι. II εκφρ. - го'лову над чем σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι* - Горб ή СПЙну ζεπατώνω στη δουλειά* - КОПЬЯ συζητώ ζωηρά, έντονα, υ- υποστηρίζω επίμονα* лома"ть руки ή па^лыды στη-
лом 553 лоп θοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι' - ряды ή строй χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά· - шапку перед кем υποκλίνομαι χα- μερπώς. II -СЯ 1 σπάζω, θραύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется о πάγος σπάζει. 2 αλλάζω· го- голос -ется η φωνή αλλάζει. 3 καπριτσώνω,. πεισμάτωνω. II κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζο- ακκίζομαι. "ломбард, -а α. ενεχυροδανειστήριο· зало- заложить вещи В - βάζω πράγματα στο ενεχυροδα- ενεχυροδανειστήριο. Ломбардный επ. ενεχυροδανειστηριακός. ломберный επ. - СТОЛ πράσινο τραπέζι (χαρ- (χαρτοπαιγνίου) . ЛОМИК, -а α. μικρός λοστός. ломить, ломлю, ломишь р.δ. 1 μ. βλ. ло- ломать A σημ.). 2 σπάζω ορμώντας. 3 αμ. πο- πονώ, σφάζω· -ИТ КОСТИ πονούν τα κόκκαλα· -ИТ В пояснице με σφάζει η μέση. 4 μ. (απλ.) α- ακριβαίνω, ανεβάζω την τιμή. II εκφρ. - шапку- перед кем υποκλίνομαι ταπεινά. II -СЯ 1 βλ. ломаться A σημ.). 2 είμαι γεμάτος, κατάμε- κατάμεστος· театр -ился от публики το θέατρο ήταν κατάμεστο απο το κοινό. 2 λυγίζω, κάμπτομαι* такой урожай на яблоки, что сучья -ятся τέ- τέτοια προκοπή στα μήλα, που σπάζουν τα κλα- κλαδιά. 3 προχωρώ, εισδύω βίαια, ορμητικά· χυ- μώ να περάσω. Ломка, -И Θ.1 σπάσιμο, θραύση, ~ιμο, τσά- τσάκισμα. 2 γκρέμισμα, κατεδάφιση, χάλασμα. 3 εζόρυζη. 4 αλλαγή· - характера αλλαγή χαρα- χαρακτήρα. II αποβολή, απόρριψη, μη παραδοχή· старого быта απόρριψη του παλαιού τρόπου ζω- ζωής. 5 τόπος εξόρυξης· каменная - λατομείο, νταμάρι, πετροκοπειό· мраморная - μαρμαρω- ρυχείο, νταμάρι. 6 μτφ. μεταρρύθμιση. ломкий επ., βρ: ломок, ломка, ломко. 1 εύθραυστος, ευκολόσπαστος. 2 (για φωνή) δι- ακοφτός, διακεκομμένος. ЛОМКОСТЬ, -И θ. το εύθραυστο (ιδιότητα). ЛОМЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, ~о (απλ.) πει- πεισματάρης, -ρικος, ιδιότροπος, καπριτσόζος, -ζικος. ЛОМОВИК, -а α. καραγωγέας. ломовой1επ. 1 υποζύγιος· -ая лошадь υπο- υποζύγιο (άλογο). 2 ως ουσ. καραγωγέας. II εκφρ. - изво'зчик α) καραγωγέας. β) αγκαζαρωμένο αμάξι. ломовой2επ. των παλιοσίδερων· -ое железо παλιοσίδερα. ЛОМОНОС, -а α. κληματίδα, -τσίδα, αμπελί- δα, αγριάμπελη. ломота, -Ы θ. πόνος των οστών, αρθρώσεων ή μυώνων, κομμάρα. ЛОМОТНЫЙ επ. του πόνου, της κομμάρας. ЛОМОТЬ, -МТЯ α. φέτα, τεμάχιο, κομμάτι· - хлеба, ветчины, плода φέτα ψωμιού, χοιρο- μερίου, καρπού· - пирога κομμάτι πίτας. ЛОМТИК, -а α. φετίτσα· - апельсина φετί- τσα πορτοκαλιού. лонгетка, -и θ. βλ. лонгетт. *ЛОНГетт, -а α. γύψινος νάρθηκας. ♦лонжа, -и θ. βλ. корда. *лонжерон, -а α. 1 κυρία δοκός πτέρυγας. 2 μηκίδα πλαισίου (αυτοκινήτου). ЛОНО, -а ουδ. 1 (παλ.) κόλπος, αγκαλιά· η κοιλιά, μήτρα· на -е матери στην αγκαλιά της μάνας. II μτφ. περιβάλλον принять на -е православной церкви δέχομαι στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας· на -е Счастья στους κόλπους της ευτυχίας, της ευμάρειας. II εκφρ. на -е природы στην αγκαλιά της φύσης. лопастный επ. πτερυγοειδής. лопасть, -и, γεν. πλ6. -ей θ. 1 πτερύγιο* - весла το φτερό (ταρσός) του κουπιού* винта το πτερύγιο του έλικα. 2 (βοτ.) λο- λοβός. лопата, -ы θ. φτυάρι, πτύο* железная - σι- σιδερένιο φτυάρι.· деревянная - ξύλινο φτυάρι· борода -ОЙ ή В -у, С -у γενειάδα πτυοει- δής, σαν βεντάλια· загребать ή грести день- деньги -ой μαζεύω χρήμα με το φτυάρι. лопатить, -ачу, -атишь р.δ.μ. (παλ.) φτυα- ρίζω. лопатка, -ив. 1 φτυαράκι· сапёрная ~ σκα- πανικό εργαλείο. 2 ωμοπλάτη. II εκφρ. поло- положить на (Обе) -И КОГО γγίζω τις πλάτες κά- κάποιου στο έδαφος (νικώ στην πάλη)· ВО все -И μ' όλη την ταχύτητα, μ' όλες τις δυνάμεις. лопаточный επ. του φτυαριού. II εκφρ. -ая КОСТЬ το οστό της ωμοπλάτης, η ωμοπλάτη. лопать р.δ.μ. (απλ.) τρώγω, καταβροχθίζω. * лопаться р.δ 1 ραγίζω, σκάζω· θραύομαι* σπάζω· -лись водопроводные трубы ράγιζαν οι σωλήνες του υδραγωγείου· ПОЧКИ -ЛИСЬ τα μπουμπούκια έσκαζαν (έβγαιναν)· нарыв -ется το σπυρί σπάζει. 2 (για βόμβες ν.λπ.) εκρήγ- νομαι., σκάζω. 3 μτφ. χρεοκοπώ, φαλίρω, πα- παθαίνω κραχ. II εκφρ. терпение -ется η υπομο- υπομονή εξαντλείται τελείως· - ОТ ή С жиру σκάζω απο τα πολλά πάχια. ЛОПНуть р.σ. 1 σπάζω, κόβομαι, σχίζομαι* σκάζω· стакан -ул το ποτήρι έσπασε* верёв- верёвка -ла η τριχιά κόπηκε· шина -ла το λάστι- λάστιχο έσκασε. 2 βλ. ло'паться A, 2, 3 σημ.). II εκφρ. терпение -ЛО η υπομονή εξαντλήθηκε* - СО смеху σκάζω απο τα γέλια· - СО ЗЛОСЖ σκάζω απο το κακό * - ОТ гнева σκάζω απο το θυμό· - ОТ злобы σκάζω απο την καν.ία* - от зависти σκάζω απο τη ζήλεια* ЛОПНИ (мой) глаза (όρκος) να μου βγούνε τα μάτια· ХОТЬ ЛОПНИ (για μάταιες προσπάθειες) βρε να σκά-
лоп 554 лох σεις. лопотанье, -Я ουδ. 1 ψέλισμα, ψιθύρισμα. 2 τραύλισμα, βαταρισμός. 3 ακατανόητη γλώσσα;. лопотать, -почу, -почешь р. δ. 1 ψελίζω, ψι- ψιθυρίζω. 2 τραυλίζω, βαταρίζω· μουρμουρίζω. 3 μτφ. μιλώ σε ξένη η ακαταλαβίστικη γλώσσα. ЛОПОУХИЙ επ., βρ: -ух, -а, -О. 1 που έχει μεγάλα αυτιά, ωτόης. 2 (απλ.) κουφιοκέ- φαλος, κουφόμυαλος, κουφόνους. ЛОЩПС, -а α. άρκτιο, κολλητσίδα, πλατομα- ντήλα. ЛОПуховыЙ επ. του άρκτιου, της1 κολλητσί- δας· - ЛИСТ φύλλο κολλητάίδας· -ые заросли οι κολλητσίδες (φυτά). ЛОПУШИСТЫЙ επ. αρκτιοειδής, σαν την κολ- κολλητσίδα. лопушник, -а α. βλ. лопух. *лорд, -а α. λόρδος· палата -ов Βουλή των λόρδων. лорд-канцлер, -а α. πρόεδρος της Βουλής των λόρδων πρόεδροςτου ανώτατου δικαστηρί- δικαστηρίου (στην Λϊϊλία). *ЛорД-МЭр, -а α. δήμαρχος (στην Αγγλία). лордство, -а ουδ. 1 ο τίτλος του λόρδου. 2 (αθρσ.) οι λόρδοι. *лоретка, -И θ. παλλακίδα, εταίρα. *лорнет, -а α. 1 μονόκλ, μονύαλο. 2 φασα- μέν. лорнетка, -и θ. βλ. лорнет. лорнетный επ. του μονύαλου. II του φασαμέν. лорнировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. κοι- κοιτάζω με το μονύαλο η το φασαμέν. ЛОСёВЫЙ επ. της άλκης· -ая шкура δέρμα άλκης. лосёнок, -нка α. νεογνό της άλκης. ЛОСЙна, -Ы θ. 1 δέρμα άλκης. 2 είδος σφι- σφιχτής τιερισκελίδας. 3 κρέας άλκης. ЛОСИНЫЙ επ. της άλκης· -ые рога κέρατα άλκης. ЛОСИХа, -И θ. η άλκη (θηλυκό). ЛОСК, -а (-у) α. στίλβη, γυαλάδα, λού- λούστρος. II μτφ. ακτινοβολία, αίγλη. II εκφρ. Β - (απλ.) εντελώς, ως το τέλος, τελείως· износить брюки В - φορώ το παντελόνι ώσπου να τρυπήσει. лоскут, -а, πλθ. -ы, -о'в κ. -ья, -ьев α. 1 κομμάτι (υφάσματος, δέρματος κ.τ.τ.). 2 πλθ. ράκη, κουρέλια, πατσαβούρες. лоскутик, -а α. 1 κομματάκι.2 κουρελάκι. ЛОСКУТНЫЙ επ. 1 απο κομμάτια. 2 απο κου- κουρέλια. лоскуток, -тка α. βλ. лоскутик. лоснистый επ. γυαλιστερός, στιλπνός, α- αστραφτερός. ЛОСНИТЬСЯ р.δ. γυαλίζω, λάμπω· Шёлк -ИТСЯ το μετάξι γυαλίζει. ЛОСОСОВЫЙ επ. του σολομού* απο σολομό. II ουσ. πλθ. -ые τα σολομιδή. ЛОСОСИНа, -Ы θ. κρέας σολομού. ЛОСОСИННЫЙ επ. απο κρέας σολομού. лосось, -я, πλθ. лосо'си, -ей σολομός, ατ- τακαίος, τρώκτης. ЛОСЬ, -И, γεν. πλθ. ~ёй α. άλκη (αρσενικό). лосятина, -ы θ. κρέας άλκης. ЛОСЯТНИК, -а α. μέρος διαμονής αλκών. II κυνηγός αλκών. *ЛОТ? ~а α. βολίδα βυθομετρική, σαντάλιο, σαντάγιο. *лот? -βα.λότι, ουγγιά. лотерейный επ. της λοταρίας, του λότου· - билет το λαχείο. *лотерёя, -И θ. λοταρία, λαχείο, λότος. лотковый επ. βλ. лоточный. *Л0ТО ουδ. άκλ. λοτό, τόμπολα (είδος χαρ- χαρτοπαιγνίου) . лоток, -тка α. 1 ταβλάς πλανόδιου μικρο- μικροπωλητή. 2 υπαίθριο τραπέζι πωλητή. 3 λούκι. 4 καδί ή σκάφη (για ξέπλυμα δειγμάτων πετρω- πετρωμάτων ). *Л0ТОС, -а α. λωτός, νυμφαία. ЛОТОСОВЫЙ επ. του λωτού. ЛОТОЧНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. μικροπωλητής,, -ήτρια, ψιλικατζής, -ού, γυρολόγος, πραμα- πραματευτής. ЛОТОЧНЫЙ επ. των ψιλικών. II της πλανόδιας πώλησης. ЛОТОШИТЬ, -шу, -ШИШЬ ρ.δ. (απλ.) 1 μαται- ολογώ, αεροκοπανώ. 2 βατταρίζω.ληρώ, φλη- ναφώ. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ЛОХ, -а α. αγριελιά. лоханка, -и θ. βλ. лохань. II εκφρ. почеч- почечная - νεφρική πύελος. лоханный επ. βλ. лоханочный. лоханочный επ. του καδίσκου, της λεκάνης. лохань, -И θ. καδί, καδίσκος· λεκάνη. лохматить, -мачу, -матишь р.δ.μ. αναμαλ- αναμαλλιάζω. II -СЯ αναμαλλιάζομαι. лохматый επ., βρ: -мат, -а, -о. 1 αναμαλ- αναμαλλιασμένος. 2 μαλλιαρός,, πυκνόμαλλος· δασύ- τριχος. II χνουδωτός, χνουδάτος, χνοώδης. II τολυποειδής (για υδρατμούς, σύννεφα κ.τ.τ.). лохмач, -а α. αναμαλλιάρης, -ιασμένος. лохмотник, -а α., -ца, -ы θ. (παλ.) κου- κουρελιάρης, -α, ρακένδυτος. ЛОХМОТОК, -тка α. (απλ.) κομμάτι, τεμά- τεμάχιο· κουρέλι, ράκος. ЛОХМОТЬЯ, -ьев πλθ. κουρέλια, ράκη· τεμά- τεμάχια, κομμάτια, λωρίδες. II τολύπες καπνού, α- ατμού κ.τ.τ.). ЛОХМЫ, ЛОХМ πλθ. (απλ.) βόστρυχοι, τού- τούφες, τσουλούφια. ЛОХОВЫЙ1 επ. των αγρ ιελόθάμνων · της αγρι-
лоц 555 ελιάς. ЛОХОВЫЙ επ. του σολομού· -ая икра αυγοτά- ραχο σολομού. *ЛОЦИЯ, -И θ. πλοηγία· οδηγίες ναυσιπλοίας* λιμενοδηγία. *лоциан, -а α. 1 πλοηγός. 2 είδος ψαριού. лоцманский επ. πλοηγικός, του πλοηγού. ЛОПМанСТВО, -а ουδ. πλοηγία. лошадиный επ. 1 αλογινός, αλογίσιος· του αλόγου· -ые копыта οι οπλές των αλόγων. II ιπποειδής. 2 ουσ. πλθ. -ые τα ιπποειδή. Ι) εκφρ. -ая доза δόση αλόγου (μεγάλη ποσότη- ποσότητα) · -ая сила ίππος, άλογο (ως μονάδα μέ- μέτρησης ισχύος μηχανών). лошадка, -и θ. αλογάκι. ЛОШЙДНИК, -а α., -ца, -И θ. φίλιππος. II ιππέμπορας, έμπορας αλόγων. ло'шадь, -и, γεν. πλθ. -ей, οργ. -дьми θ. άλογο, ίππος· верховая - άλογο της καβάλας· беговая ή скаковая - άλογο κούρσας ή ιππο- ιπποδρομιών упряжная - άλογο για ζέψιμο, ζευ- κτήριος ίππος· ломовая - άλογο βαριάς έλ- έλξης· вьшная - άλογο φορτιάρικο· чистокров- чистокровная - καθαρόαιμο άλογο. II πλθ. -И ιππάμαξα. лошак, -а α. γαϊδαρομούλαρο, -όμουλα. лошачий επ. του γαΐδουρομούλαρου. лощение, -Я ουδ. στίλβωση, γυάλισμα, λου- λουστράρισμα. лощёный επ. 1 γυαλιστερός, στιλπνός. 2 μτφ. περίκομψος, σικ. ЛОЩИЛЬНЫЙ επ. στιλπνωτικός. ЛОЩИНа, -ы θ. χαράδρα με ομαλές πλευρές, ЛОЩИТЬ, -щу, -ЩИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лощённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.δ.μ. γυα- γυαλίζω, στιλβώνω, λουστράρω. II -СЯ στιλβώνο- στιλβώνομαι, αποκτώ γυαλάδα, λουστράρομαι. ЛОЯЛЬНОСТЬ, -И θ. νομιμοφροσύνη, νομιμο- νομιμοφάνεια. *лоялышй επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 νομιμόφρονας, νομοταγής. 2 ευπρεπής. луб, -а α·, πλθ. лубья, -ьев. 1 σομφό ξύ- ξύλο. II το εσωτερικό του φλοιού (το ινώδες μέρος). 2 οι ίνες του λιναριού, κανναβιού κ.τ.τ. лубковый επ. του σομφού ξύλου. лубовый επ. βλ. лубковый. лубок, -бка" α. 1 βλ. луб. 2 (ιατρ.) νάρ- νάρθηκας· положить - βάζω νάρθηκα· положить В - ναρθηχίζω, συγκρατώ. 3 χρωματολιθογραφία λαϊκή* πίνακας λαϊκός. лубочный επ. του σομφού ξύλου· -ая кар- картина πίνακας απο σομφό φλαμουριάς· χρωμα- χρωματολιθογραφία λαΤκή. II μτφ. παλαιός, ανεξέ- λικτος, καθυστερημένος. лубяной επ. 1 απο σομφό ξύλο· απο φλούδα. II ινώδης. лук луг, -а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а а. λιβάδι, λειμώνας, βοσκότοπος. луговедение, -я ουδ. λιβαδολογία (κλάδος της βοτανικής). луговина, -ы θ. λιβάδι, λειμώνας· λιβαδάκι. луговод, -а α. λιβαδολόγος. луговодство, -а ουδ. βλ. луговедение. лутОВОЙ επ. του λιβαδιού· λιβαδίσιος· -ые участки τα λιβάδια. лугомелиоративный επ. λιβαδοβελτιωτικός· -ые работы λιβαδοβελτιωτικά έργαή εργασίες. лугомелиорация, -и θ. λιβαδοβελτίωση. луда, -Ы θ. κασσίτερος, καλάι. лудильный επ. κασσιτερωτικός· - мастер о κασσιτερωτής, γανωτής. лудильщик, -а α. κασσιτερωτής, γανωτής. ЛУДИТЬ, лужу, лудишь, παθ. μτχ παρλθ. χρ. лужённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.δ.μ. κασσιτερώνω, γανώνω. II -СЯ κασσιτερώνομαι. лужа, -И θ. νερόλακκος, λάμπα, λούτσα. II Сесть на -у (απλ.) πέφτω στη λόμπα ή πατώ την αγκινάρα (την παθαίνω, παθαίνω γκάφα). ЛужЙЙка, -И θ. λιβαδάκι· лесная - ξέφωτο δάσους. лужение, -Я ουδ. κασσιτέρωση, γάνωμα. лужёный επ. κασσιτερωμένος, γανωμένος. Μ εκφρ. -ая глотка α) ακούραστος φωνακλάς. ,3) ακρατοπότης· - желудок πολύ γερό στομάχι. лужица, -ы θ. μικρός νδρόλακκος, λουτσί- τσα, λομπίτσα. лужок, -жка, α. λιβαδάκι. *луза, -ы θ. οπή μπιλιάρδου (με διχτάκι). лузга, -Й θ. (αθρσ.) φλούδες (περιβλήματα) σπόρων - подсолнечника φλούδες ηλιόσπορου. лузгать р.δ.μ. (απλ.) ξεφλουδίζω,αποφλοι- ξεφλουδίζω,αποφλοιώνω, εκλεπίζω, εκπυρηνίζω· - семечки ξε- ξεφλουδίζω τα σπόρια· - орехи ξεφλουδίζω τα καρύδια. лузный επ. με οπή* - бильярд σφαιριστήριο με οπές. *ЛОИДОр,'~а α. παλαιό γαλλικό χρυσό νόμισμα. лук? -а α. κρεμμύδι· зелёный - κρεμμυδά- κια (πράσινα)" репчатый - κρεμμύδι βολβόρι- ζο. лук? -а α. τόξο (όπλο)· стрелять из -а ρίχνω με το τόξο. лука, -И, πλθ. луки θ. 1 τοξοειδής καμπή ποταμού. II καμπή οποιαδήποτε. 2 σκέλος σέλ- σέλλας* передняя - το μπροστάρι της σέλλας· зй- ДНЯЯ - το πιστάρι της σέλλας. лукавец, -вца, α., -вица, -ы θ. πανούρ- πανούργος, -α, δόλιος, -α, πονηρός, -ή. ЛукВВИНКа, -И θ. μικροπονηριά, μικροδολι- ότητα. лукавить, -ВЛЮ, -ВИШЬ ρ.δ. πανουργεύομαι, δολιεύομαι· τεχνάζομαι.
лук 556 лукавость, -И θ. πονηριά, δολιότητα· κα- κατεργαριά" - глаз η πονηριά των ματιών. лукавство, -а ουό. πονηριά, δολιότητα, πα- πανουργία, δολορραφία. II λογοπαίγνιο, καλα- καλαμπούρι . лукавствовать, -ствую, -ствуешь р. б. (παλ.) βλ. лукавить. лукавый επ., βρ: -кав, -а, -о. 1 πονηρός, όόλιος, δολοπλόκος, πανούργος. 2 παιγνιώ- παιγνιώδης, φιλοπαίγμονος· δηκτικός. 3 ουσ. δαίμο- δαίμονας, διάβολος, σατανάς. Лукать р.δ. (παλ. κ. διαλκ.) ρίχνω, πετώ· II -СЯ ρίχνω ο ένας στον άλλον ОНИ камнями -ЮТСЯ αυτοί' πετροβολούνται. лукнуть р.σ. βλ. лукать. луковица, -ы θ.1 θύσανος (στην κορυφή στε- στελέχους μερικών φυτών). 2 βολβός κρεμμυδιού. 3 εξόγκωμα, οίδημα. 4 κυκλικός θόλος εκ- εκκλησίας. 5 παλαιό ωρολόγι της τσέπης εξο- луч луковичка, -И θ. 1 μικρός θΰοανοζ. 2 μι- μικρό κρεμμύδι. луковичный επ. θύσανο είδης· -ые растения λειριοειδή φυτά. II ουσ. πλ&. -ые τα λειρι- οειδή. II θολοειδης. луковка, -и ε. 1 μικρός θύσανος. 2 μικρό κρεμμύδι. 3 (παλ.) μικρό ορολόγι τηςτσέπης. 4 μικρός θόλος. луковый επ. του κρεμμυδιού· - вкус γεύση κμτμμυδιού. II εκφρ. горе -ое (για άνθρωπο)· (α<ττ.) άτυχο;, φουκαράς· αδέξιος. лукоморье, -Я ουδ. (παλ.) κόλπος θαλάσσι- θαλάσσιος. лукошко, -а ουδ. το καλάθι της νοικοκυράς. лукулловский κ. лукуллов επ: λουκούλλειος· лукуллов пир λουκούλλειο γεύμα. луна, -ы, πλ6. луны θ. 1 φεγγάρι, σελήνη· затмение -Ы έκλειψη σελήνης· Полная - παν- πανσέληνος· пёриая четверть -ы το πρώτο τέταρ- τέταρτο της σελήνης· последняя четверть -ы το τελευταίο τέταρτο της σελήνης· при свете -Ы κάτω απο το φος του φεγγαριού· ущерб -Ы φθί- ση της σελήνης* фазы -Ы φάσεις της σελή- σελήνης· - взошла το φεγγάρι βγήκε (ανέτειλε)· 2 (αστρν.) δορυφόρος. *луна-парк, -а α. το λούνα-πάρκ. лунатизм, -а α. υπνοβασία, νυκτοβασία. лунатик, -а α., -Йчка, -И θ. υπνοβάτης, -ισσα. лунатический επ. υπνοβατικός. лунка, -К е. 1 λα><.;Γισκος, λακκούβα. 2 (ανατ.) κοίλίομα, κοιλότητα* - Зуба φατνίο. лунный επ. σεληνιακός, της σελήνης, του (Γεγγαριού· -ая ЕОЧЬ φεγγαρόλουυτη νύχτα, 0"ε- ληνόφωτν, νύχτα· - СЕеТ σεληνόφως* - ГОД το στ.ληνιακό έτος· - месяц σεληνιακός μήνας. луночка,-и θ. φεγγαράκι. луночный επ. του λακκ'ίσκου, της λακκού- λακκούβας. II της κοιλότητας. лунь, -Я α. κίρκος, κιρκινέζι. II εκ φρ. се- седой как - ασπρομάλλης. *лупа, -Ы θ. φακός μεγεθυντικός. лупин βλ. люпин. лушшовый βλ. лпшновый. лупить, луплю, лупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лупленный, βρ: -лен, -а, -о р.6. (απλ.) 1 ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, απολεπίζω· - кору С ЛИПЫ βγάζω τη φλούδα απο τη φλαμουριά· - ЛЫКО βγάζω τη φλούδα. 2 μτφ. παίρνω ακρι- ακριβά, γδέρνω· - втридорога παίρνω πανάκριβα. 3 τρέχω γρήγορα, σπεύδω· -И за ним вдогонку τρέχα γρήγορα να τον φτάσεις. 4 δέρνω, χτυ- χτυπώ. 5 χρησιμοποιείται αντί άλλου ρήματος και προσδίδει σημασίες: γερά, δυνατά, έντονα κλπ. дождь не идёт, а как говориться -ит ВО ВСЮ ночь 6ε βρέχει, αλλά όπως λένε, ρί- ρίχνει με το ασκί (τουλούμι, τσουβάλι) ή" ρί- ρίχνει καρεκλοπόδαρα όλη τη νύχτα. II εκφρ. Глаза γουρλώνω τα μάτια. II1 -СЯ ξεφλουδίζο- ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι. II πέφτω, τρίβομαι. лупка, -И θ. ξεφλούδισμα, αποφλοίωση, α- απολέπιση. луплёние, -я ουδ. βλ. лупка. лупоглазый επ., βρ: -глаз, -а, -о γουρλο- μάτης, εξόφθαλμος, βοϊδομάτας. лупцевание, -Я ουδ. δάρσιμο, χτύπημα, μα- μαστίγωμα. лупцевать, -цуга, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лупцо'ванный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. (απλ.) δέρνω, χτυπώ, μαστιγώνω, τις βρέχι*. лупцовка, -и θ. βλ. лупцевание. лускать р.δ.μ. βλ. лузгать. луч", -а α. 1 (παλ.) ακτίνα, σ.χχ'ιδσ.· лучи солнца αχτίνες ήλιου· звёздные -И αχτίνες αστεριού· СНОП -ей δέσμη αχτίνων рентгё- НОВЫ -И αχτίνες ραίντκεν катодные -И καθο- καθοδικές αχτίνες· ультрафиолетовые -Й υπεριώ- υπεριώδεις αχτίνες· испускать -И εκπέμπω αχτίνες, αχτινοβολώ· термические -Й θερμικές αχτίνες. 2 μτφ. αμυδρό φως· - Света В Тёмном царстве αχτίνα φωτός στο σκοτεινό βασίλειο (κάτι προοδευτικό μέσα στο σκοταδισμό)· - надезды, счастья, ИСТИНЫ αχτίνα ελπίδας, ευτυχίας, αλήθειας. лучевидный επ., βρ: -ден, -а, -о αχτι- νοειδης. лучевой επ. ακτινικός, των ακτίνων -ая энергия ακτινεργία· ~ая скорость η ταχύτη- ταχύτητα των ακτίνων. Ι] εκφρ. -ая болезнь πάθηση απο ακτινοβολία ραδιενεργού σώματος· -ая КОСТЬ κερκίδα (κόκκαλο του χεριού). лучезарность, -И θ. ακτινοβολία.
э57 лыс лучезарный επ. ϊ ακιινοβολος. Ζ μεψ. λα- λαμπρός, φωτεινός· -οθ будущее το φωτεινό μέλ- λο· -Κθ ыадекда φωτεινές ελπίδες. 3 μτφ. α- στραποβόλος· -ке глаза αστραποβόλα μάτια. лучеиспускание, -Я ουδ. ακτινοβολία, φω- φωτοβολία, φεγγοβολή. лучеиспускательный επ. ακτινοβόλος, φωτο- φωτοβόλος, φεγγοβόλος. лучеобразный επ., βρ: -зен, -а, -о βλ. лучевидный. Лучепреломление, -я ουδ. διάθλαση των α- κτίνων, ανάκλαση του φωτός. лучепреломдяемость, -и θ. διαθλαστικότητα του φωτός· - стекла η διαθλαστικότητα του γυαλιού. ЛуЧИК, -а α. μικρή ακτίνα, ακτινίτσα. лучина, -ы θ. μικρή σχίζα ξύλου, σχιζίτσα. II (παλ.) δαδί (μέσο φωτισμού). Лучинка, -И θ. σχιζίτσα. II δαδάκι. лучинный επ. του δαδιού· - ДЫМ καπνός δα- δαδιού. лучиночный επ. βλ. лучинный. лучинушка, ~И θ. σχιζούλα. II δαδάκι. ЛУЧИСТОСТЬ, -И θ. αΗτννοβολία, φωτοβολία, φεγγοβολή*. II σπινθηροβολία. лучистый επ., βρ: -чист, -а, -о. 1 ακτι- ακτινοβόλος, φωτοβόλος, φεγγοβόλος' -ая энергия ακτινοβόλα ενέργεια. II λαμπερός· σπινθηρο- σπινθηροβόλος· -ые глаза σπινθηροβόλα μάτια. 2 α- κτινοειδής. лучИТЬ, -чу, -ЧИШЬ ρ.δ.μ. ψαρεύω με φως (λαμπτήρα). Ι! -СЯ αλιεύομαι, ψαρεύομαι με φως (λαμπτήρα). лучиться, -Йтся р.6. φωτίζομαι με ακτί- ακτίνες· εκπέμπω ακτίνες, ακτινοβολώ· διαχωρί- διαχωρίζομαι ακτινοειδώς, лучковый επ. τοξοειδής. ЛУЧНИК, -а α. τοξότης (οπλίτης). ЛУЧОК1, -чка α. κρεμμυδάκι. лучок? -чка α. μικρό τόξο, τοξάκι. II πτη- νοπαγίδα τοξοειδής. лучше συγκρ. β. του επ. хороший και του επιρ. хорошо· καλύτερος· καλύτερα· ЖИЗНЬ стало - η ζωή καλυτέρευσε· старый друг двух НОВЫХ о παλαιός φίλος είναι καλύτερος απο δυο καινούριους· мне - είμαι (αισθάνο- (αισθάνομαι) καλύτερα· - смерть, чем рабство καλύτε- καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά· - не спрашивай κα- καλύτερα μη ρωτάς· - поздно, чем никогда κά- κάλιο αργά,παρά ποτέ. II εκφρ. как мокно - όσο το δυνατόν καλύτερα· как нельзя - όσο δεν παίρνει καλύτερα· - сказать για να πω (εκ- (εκφραστώ) καλύτερα· тем - ακόμα καλύτερα. Лучший συγκρ. β. του επ. хороший· καλύτε- καλύτερος· дайте мне -его вина δόστε μου καλύτε- καλύτερο κρασί· В ожидание -его περιμένοντας το καλύτερο. II υπερΟ. 0. ο πι,ο καλύτερος· - ИЭ всех о καλύτερος απ' όλους· -его качества της καλύτερης ποιότητας. II εκφρ. всего -его! στο καλό! (ευχή αποχαιρετισμού)· Β -ем виде (απλ.) κατά τον καλύτερο τρόπο· Β -ем случае στην καλύτερΓ περίπτωση, στις πιο ευνοϊκές συνθήκες. лущёвка, -И θ. 1 ξεφλούδισμα, αποφλοίω- αποφλοίωση· απολέπιση. 2 τσουγκράνισμα. лущение,-я ουδ. βλ. лущёвка. лущёный επ. ξεφλουδισμένος, αποφλοιωμένος· απολεπισμένος. лущильник, -а α. χτένι, τσουγκράνα (αγρο- (αγροτικό εργαλείο). лущильный επ. εκκοκκιστικός· -ая машина εκκοκκιστική μηχανή. лущить, -щу, -ШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лущённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.δ.μ. 1 ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, εκκοκκίζω· απολεπί- απολεπίζω· - горо'х εκκοκκίζω μπιζέλια· - кукурузу ξεφλουδίζω καλαμπόκι· - Семечки ξεφλουδίζω σπόρια. 2 τσουγκρανίζω (χώμα). II -СЯ ξε- ξεφλουδίζομαι, αποφλοιώνομαι, εκκοκκίζομαι· α- απολεπίζομαι. лыжи, лыж πλθ. (ενκ. лыжа, ~и θ.) σκι,χιο- νοπέδιλα. Н εκφρ. навострить ~ (απλ.) το σκάζω, κόβω λάσπη, το βάζω στα πόδια· на- направить - (απλ.) κατευθύνομαι για «άπου. лыжина, -ы θ. το ένα π"αγοπέδι.λο, ένα σκι. ЛЫЖНИК, -а α., -ца, -Ы θ. χιονοδρόμος, ο σκ ι έρ. лыжный επ. των παγοπέδιλων -ая фабрика φάμπρικα (κατασκευής) παγοπέδιλων. II χιονο- χιονοδρομικός* - спорт σπορ χιονοδρομίας, το σια. II των χιονοδρόμων - отряд τμήμα χιονοδρό- χιονοδρόμων -ая станция σταθμός (κέντρο) χιονοδρό- χιονοδρόμων. ЛЫЖНЯ, -Й, γεν. πλθ. -ей θ. χιονοπεδιλιά (ίχνος). ЛЫКО, -а ουδ. φλούδα (για τρι.χές, καλάθια). II εκφρ. -а не вялсет (απλ.) παραμιλώ απο το μεθύσι· -οΜ ШИТ (απλ.) ανίδεος, Γ,ύλο απελέ- απελέκητο· не -ОМ ШИТ δε χάφτει μύγες, του κό- κόβει το μυαλό· είναι πολύζερος· не всякое В строку όλα τα λάθη δεν τιμωρούνται το ι'διο. ЛЫКОВЫЙ, επ. της φλούδας· απο φλούδα. ЛИНЯТЬ р.δ. (παλ.) υπεκφεύγω, αποφεύγω έ- έντεχνα, την κάνω κοπάνα. ЛЫСетЬ, -ею, -ёешь р.δ. φαλακρώνω, γίνο- γίνομαι φαλακρός. ЛЫСИна, -Ы θ. 1 φαλάκρα, καράφλα. 2 σημάδι άσπρο (στο μέτωπο μερικών ζώων). ЛЫСИНКа, -И θ. 1 μικρή φαλάκρα. 2 άσπρο σημαδάκι. лысун, -а α. γροιλανδική φώκη. лысуха, -И θ. φαλακροκόρακας.
лыс 558 люб лысый επ., βρ: лнс, лыса, лысо φαλακρός, καραφλός. II μτφ. (για τόπο) άδεντρος, απο- αποψιλωμένος, γυμνός' - ХОЛМ γυμνόλοφος.ΙΙ εκφρ. чёрта η беса -ого τίποτε απολύτως (δε γί- γίνεται, δε φυτρώνει, κ.τ.τ,). ЛЫтать р.6. (απλ.) αποφεύγω. ЛЫЧКО, -а ουδ. 1 φλουόίτσα. 2 πλθ. -И γεν. -чек (απλ.) λωριδίτσες. ЛЫЧНЫЙ επ. φλούδινος, απο φλούδα. львёнок, -нка, πλ6. -вята, -вят α. λιο- νταράκι. ЛЬВИНЫЙ επ. λιονταρίσιος· -ая шкура η λε- λεοντή. II εκφρ. -ая доля μερίδα του λέοντος· - зев αντίρρινο, σκυλάκι, λυκόστομο (φυτό). ЛЬВИЦа, -Ы θ. λέαινα. льгота, -Ы θ., προνόμιο. ЛЬГОТНОСТЬ, -И θ. προνονιακό δικαίωμα. ЛЬГОТНЫЙ επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 προ- προνομιακός, ευνοϊκός. 2 (παλ.) ελεύθερος, μη συν εσταλμένος. льдина, -ы θ. ογκόπαγος. ЛЬДИНКа, -И θ. πάγος. II κομματάκι πάγου. ЛЬДИСТЫЙ επ. παγοσκεπής. *льё ουδ. άκλ. λεύγα. ЛЬЗЯ επίρ% (παλ.) μπορεί, είναι δυνατό. ЛЬНОВОД, -а α. ειδικός στη λινοκαλλιέργεια. льноводный επ. βλ. льноводческий. ЛЬНОВОДСТВО, -а ουδ. λινοκαλλιέργεια· λι- νοπαραγωγη. ЛЬНОВОдчеСКИЙιεπ. της λινοκαλλιέργειας, λι^- νοπαραγωγικός. ЛЬНОВОЛОКНО, -а ουδ. λινάρι (κλωστικές ί- ίνες). льнозавод, -а α. εργοστάσιο επεξεργασίας λιναριού. ЛЬНОКОМбаЙН,| -а α. λινοκομπάιν (μηχανή). льноочистительный επ. λινοκαθαριστικός. ЛЬНОпрядилка, -И θ. λινονηματουργείο. льнопрядильный επ. λινοκλωστικός· -ая фа- фабрика λινονηματουργείο. ЛЬНОПРЯДИЛЬНЯ, -Ε θ. λινονηματουργείο. ЛЬНОСОВХОЗ, -С. α. λινοσοβχόζ, льнуть, льну, льнёшь, επιρ. μτχ. δεν έχει ρ.δ. 1 κολλώ· палые листы льнут к ногам τα πεσμένα φύλλα κολλούν στα πόδια. 2 σφίγ- σφίγγομαι· девочка льнула к матери· το κοριτσά- κοριτσάκι κολλούσε στη μάνα. II μτφ. επιδιώκω σχέ- σχέσεις με τους προϊστάμενους (τους μεγάλους). ЛЬНЯНОЙ επ. του λιναριού· λιναρίσιος, λι- λινός· - стебель λιναρίσιο στέλεχος(καλαμιά)· -Ое Поле λινσροχώραφο* -Ое ШСЛО λινέλαιο· -ке семена λινόσπορος, λιναρόσπορος· -ые ТКаНИ λινά υφάσματα· -ое ПРОИЗВОДСТВО λι- νοπαραγωγη· -ая промышленность λινοβιομηχα- νίε. II λινοΕίδης, льстец, -ε α. νόλακας, μαλαγάνας. льстивость! ~и 6· κολακευτινότητα, μαλ-α- γανιά. льстивый επ., чр; -тив, -а, -о κολακευ- κολακευτικός, γαλίφικος· - человек κόλακας· ~ые Слова κολακευτικά λόγια· -ая улыбка κολα- κολακευτικό χαμόγελο· -ая ласка κολακευτικό χά- χάδι. ЛЬСТИТЬ, ЛЬЩу, ЛЬСТИШЬ р.δ. 1 (με δοτ. κ. ως αμ.) κολακεύω, γαλιφίζω, θωπεύω· -' на- начальству κολακεύω τους προϊστάμενους· не льсти μη κολακεύεις. 2 βαυκαλίζω, ικανοποιώ- успёхи -ЛИ его самолюбию οι επιτυχίες κολά- κολάκευαν το φιλότιμο του· ~ себя несбыточными надеждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με μάται- μάταιες ελπίδες. И -СЯ "κολακεύομαι· βαυκαλίζο- βαυκαλίζομαι. II ελπίζω. II εκφρ. - надеждой βαυκαλί- βαυκαλίζομαι με την ελπίδα. льяло, -а ουδ. χυτήρας, λούκι. люб, -а, -ο επ. με σημ. κατηγ. αρέσω* ТЫ - мне μου αρέσεις. люба, -ы θ. (λκ. ποίηση) αγαπητικιά, ερω- ερωμένη. любвеобильность, -И θ. μεγάλη αγάπη. любвеобильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ερωτύλος, ερωτιάρης, αγαπησιάρης. любезник, -а α., -ца, -ы θ. (παλ.) φιλό- φρονας, αβρός. любезничать ρ.δ. φέρνομαι φιλόφρονα, πρό- πρόσχαρα, κοπλιμεντάρω. любезно επίρ. φιλόφρονα, πρόσχαρα. любезность, -И θ. φιλοφρόνηση, περιποίη- περιποίηση, αβρότητα· ευπροσηγορία, II πλθ. -И φιλο- φιλοφρονήσεις. любезный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 φι- λόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος· κοπλιμεντό- ζικος· -ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά· - ГОЙСЛо'н φιλόφρονη υπόκλιση· - 2вСТ φιλό- φιλόφρονη χειρονομία. 2 αγαπητός· αγαπημένος· - читатель! αγαπητέ αναγνώστη! - СЫН МОЙ α- αγαπημένο μου παιδί· слушай, - άκουσε,αγαπη- άκουσε,αγαπητέ· -ые слова φιλοφρονητικά λόγια. 3 (παλ.) ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η. II εχφρ. будь -зен; будьте -ЗНЫ ευαρεστήσου· ευαρεστηθή- τε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση. любимец, -мца α., -ица, -ы θ. αγαπημένος, -η, προσφιλής- προσφιλέστερος, -η. любимчик, -а α. ευνοούμενος, αγαπημένο παιδί, φαβορί. любимый επ. απο μτχ. 1 αγαπητός, αγαπητε- . ρός· - человек αγαπητός άνθρωπος. 2 ουσ. -, -ая αγαπητός· αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η· 4 προτιμότερος, προτιμητέος· -ое блюдо το αγαπητό φαγητό· -ые МОИ песни τα αγαπημένα μου τραγούδια. любитель, -Я α., -ница, -ы θ. 1 φίλος, λά- λάτρης, εραστής, ζηλωτής· Я - МУЗЫКИ είμαι
люб 559 люд φίλος, της μουσικής (-φιλόμουσος). 2 ερασιτέ- ερασιτέχνης. любительский επ. 1 ο απο αγάπη γινόμενος. 2 ερασιτεχνικός. Π για τους φίλους (αγαπώ- ντες)· - табак καπνός που τον προτιμούν οι καπνιστές. любительство, -а ουδ. ερασιτεχνία. любительщина, -ы θ. ερασιτεχνία. Любить, люблю, -любишь, μτχ. εν στ. любя- любящий; παθ. μτχ. ενστ. любимый, βρ: -бйм, -а, -Ο ρ.δ.μ. αγαπώ· - мать αγαπώ τη μάνα·- ρό- дину αγαπώ την πατρίδα. II ερωτεύομαι. II α- αρέσω· Я -блю музыку αγαπώ τη μουσική, μου αρέσει η μουσική· Я ЖИТЬ -блю θέλω να ζήσω. II χρειάζομαι, έχω ανάγκη· цвети -ят воду τα λουλούδια αγαπούν το νερό. II -СЯ αγαπιέμαι, ερωτεύομαι· ОН С ней -ится уже третий ГОД αυτοί αγαπιούνται πριν απο τρία χρόνια. ЛЮ60 επίρ. με σημ. κατηγ. είναι ευχάρι- ευχάριστο, αρεστό, ωραίο- είναι να χαίρεσαι· Э*то ему - αυτό του αρέσει· - смотреть на это χαίρεσαι να το βλέπεις. И εκφρ. —дорого κ. —МИЛО πολύ καλά, πολύ ευχάριστα· - Не - θέλοντας μη θέλοντας, με τη βία, εκών-άκων. Любование, -я ουδ. θαυμασμός* εντυπωσ'ιαση. любоваться, -буюсь, -буешься р.б. με δοτ. κ. αιτ. θαυμάζω, εντυπωσιάζομαι, μου αρέ- αρέσει να κοιτάζω* - природой θαυμάζω τη φύ- φύση· - ВОСХОДОМ ео'лнца θαυμάζω την ανατολή του ήλιου. любовник, -а α., -ища, -ы θ. αγαπητικός, -ιά, ερωμένος, -η, εραστής. II πλθ. -И οι ε- ερωτευμένοι. II εκφρ. первый - (παλ.) ο ρό- ρόλος νεαρού ερωτευμένου θεατρικού έργου κα- καθώς και ο ηθοποιός αυτού του ρόλου. любовно επίρ. στορ7ΐχά, με αγάπη. любовноеть, -и θ. αγάπη. ДЮбОВНЫЙ επ. 1 ερωτικός* -ое письмо ερω- ερωτικό γράμμα, ραβασάκι· -ые дела" ερωτικές υ- υποθέσεις· -ые песни ερωτικά τραγούδια· -ая записка ραβασάκι· -ая связь ερωτικές σχέ- σχέσεις (δεσμοί)· - ВЗГЛЯД ερωτικό βλέμμα· бред ερωτικό παραλήρημα. 2 (παλ.) φίλτρο· -ое напЙТОК πιοτό για έμπνευση έρωτα (φίλ- (φίλτρο) . ЛЮбОВЬ, -бвй, οργ. -ВЬЮ θ.1 ,στοργή, αγά- αγάπη· материнская - μητρική στοργή· - к роди- родине αγάπη προς την πατρίδα. 2 έρωτας· же- НЙТЬСЯ ПО -вй παντρεύομαι με έρωτα· первая - η πρώτη αγάπη. II αρέσκεια· πόθος· - К ИС- куССТВу αγάπη προς την ϊέχνη· - К приклю- чениям πόθος για περιπέτειες. Любознательность, -И θ. φιλομάθεια, φιλο- μουσία, έρωτας για μάθηση. любознательный επ., βρ: -лен, -льна, -о φιλομαθής, φιλόμουσος, φιλόσπουδος. ЛЮбОЙ επ. (στα ελληνικά αποδίδεται με αό- αόριστη αντωνυμία)· καθένας· όποιος, οποιοσ- οποιοσδήποτε· - из вас καθένας απο σας· Β - час οποιαδήποτε ώρα· -о'й цено'й με κάθε θυσία· выбери себе -ую книгу διάλεξε όποιο βι- βιβλίο θέλεις. Любомудр, -а α. (παλ.) φιλόσοφος. Любомудрие,-Я ουδ. (παλ.) φιλοσοφία. любопытничать ρ.δ. βλ. любопытствовать. любопытно επίρ. 1 περίεργα, παράξενα. 2 με σημ. κατηγ. είναι περίεργο· ему было - узнать, ЧТО будет дальше αυτός ήταν περί- περίεργος να μάθει τι θα γίνει (συμβεί) παραπέρα. любопытный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 περίεργος, παράξενος· - взгляд περίεργη μα- ματιά. II ουσ. ο παράξενος, ο περίεργος· со- собралась толпа -ЫХ μαζεύτηκε πλήθος περίερ- περίεργων. II φιλοπράγμονας, φιλοπερίεργος. 2 εν- ενδιαφέρων -ая книга ενδιαφέρον βιβλίο· случай ενδιαφέρουσα περίπτωση. любопытство, -а ουδ. περιέργεια· φιλοπε- ριέργεια· φιλοπραγμοσύνη. любопытствовать, -ствую, -ствуешь р.δ.εί- р.δ.είμαι περίεργος· Я -СТВую узнать είμαι περί- περίεργος να μάθω. ЛЮбуШКа, -И θ. (λκ. ποίηση) αγαπητικιά, ερωμένη. ЛЮбЯЩИЙ επ. απο μτχ. αυτός που αγαπά· -ая мать η μάνα που αγαπά·"Отец - детей о πατέ- πατέρας που αγαπά τα παιδιά. II ερωτικός, ερω- ερωτευμένος· - ВЗГЛЯД ερωτική ματιά. люд, -а κ. (απλ.) -у α. (αθρσ.) πλήθος- рабочий - πλήθος εργατών. II ομάδα ανθρώπων. люди,1 людей, людям, людьми, о людях α. ι πλθ. του ουσ. человек οι άνθρωποι, ο κόσμος- - доброй воли άνθρωποι καλής θέλησης· де- делать -ЯМ добро κάνω καλό στους ανθρώπους· - говорят о κόσμος λέει- он меня вывел в αυτός με έβγαλε στον κόσμο (στην κοινωνία)· как мно'го -ей! τι πολύς κόσμος! пришли ка- какие-то - ήρθαν κάτι άνθρωποι· старые - οι παλαιοί (οι γέροντες)· новые - οι νέοι, νε- νεολαίοι. 2 στελέχη. II (στρατ.) οι κατώτεροι αξιωματικοί του διοικητή. 3 (παλ.) υπηρέτες αρχοντόσπιτου. II εκφρ. на -ЯХ μπροστά στον κόσμο, μπροστά σε ξένους. ЛЮДИ2 ουδ. άκλ. παλαιά ονομασία του γράμ- ЛЮДНО επίρ. ως κατηγ. γεμάτο κόσμο, πλή- πλήθος λαού· на этом перекресте всегда - αυτό το σταυροδρόμι πάντοτε έχει πολύ κόσαο. ЛЮДНЫЙ επ., βρ: -Ден, -Дна, -ДНО πυκνοκα- πυκνοκατοικημένος. II πολυάνθρωπος. ЛЮДОеД, -а α., -ка, -И 6. ανθρωποφάγος,-α. людоедский επ. του ανθραίποφάγου. ЛЮДОеДСТВО, -а ουδ. ανθρωποφανία.
люд 560 ляп ЛЮДСКОЙ επ. ανθρώπινος· - род το ανθρώπι- ανθρώπινο γένος. II (παλ.) των υπηρετών - СТОЛ το τραπέζι των υπηρετών. II -ая ουσ. θ. δωμάτιο υπηρετών αρχοντόσπιτου. II εκφρ. - состав η πραγματική δύναμη του στρατού. ЛЮИЗИТ, -а ге. λεβεσίτης, λουϊσίτης. *ЛЮК, -а α. 1 καταπακτή, (γ)κλαβανή, κεπέ- γκι, μπουκαπόρτα. 2 θυρίδα. ЛЮКОВЫЙ επ. της καταπακτής. *ЛЮКС] -а α. το λουξ (φωτομετρική μονάδα). *ЛЮКС^ -а α. πολυτέλεια. *ЛГОЛИ επιφ. (λκ. ποίηση) ω, πω-πώ (ωραία, >ιαλά, περίφημα). ЛЮЛЬка^ -И θ. 1 κούνια, λίκνο. Ι) καλάθ-ι αερόστατου. 2 κρεμαστή εξέδρα (ανύψωσης οι- οικοδομικών υλικών κλπ.). люлька^ -Κ θ. πίπα, καπνοσύριγγα. *ломба'го ουί>. άκλ. οσφυαλγία, люмен, -3. α. λούμεν, φωτομετρική μονάδα. *ЛГОМИНал, -а α. λουμινάλ, υπνωτικό φάρμακο, люминесцентный επ: -ые лампы υδραργυρικές λάμπες ή λάμπες φθορίου· - анализ φωσφορι- σμού ανάλυση. *люминесценция, -И θ. φωταύγεια. ♦люмпен-пролетариат, -а α. λούμπεν προ- προλεταριάτο . *люнет, -а α. 1 (παλ.) οχυρό· χαράκωμα. 2 θόλος πλάγιου σηκού. *ЛКШИН κ. Лунин, -а α. λούπινος ο λευκός, λουπινάρι, λουπιναριά, πικροκουκιά. ЛЮПИНОВЫЙ κ. лутгиновый επ. του λούπινου· -ке семена τα λούπινα· -ые посевы λουπινο- οπορές. II απο λούπινο· -ая мука λουπινάλευρα. люпозбрий, -Я α. θεραπευτήριο δερματικής φυματίωσης. *люпус, -а α. φυματιώδης ή κοινός λύκος (φυματίωση του δέρματος). *ЛЮСтра, -Ы θ. πολύφωτο, πολυέλαιος. *ЛЮСТрИН, -а α. ύφασμα γυαλιστερό, лютеранин, -а, πλθ. -ане, -а'н α., -ка, -Κ θ. λουθηριανός, -ή. лютеранский επ. λουθηριανός· -ая цёр- КОВЬ λουθηριανή εκκλησία. лютеранство, -а ουδ. λουθηριανισμός. ЛГОТеТЬ ρ.δ. (απλ.) σκληρύνομαι, γίνομαι σκληρόκαρδος. лютик, -а α. βατράχιο, νεραγκούλα (αγριό- χορτο) . ЛЮТИКОВЫЙ επ. του βατραχίου. Ι) ουσ. πλθ. -ке τα βατραχοειόή (φυτά). ЛЮТневыЙ επ. του λαούτου, του βάρβιτου. ЛЮТНЯ, -И θ. το λαούτο, ο βάρβιτος. лютование, -Я ουδ. αγρίεμα, εξαγρίωση. лютовать, -тую, -Туешь р.δ. (απλ.) 1 α- αγριεύω, εξαγριώνομαι, αποθηριεύω. 2 γίνομαι ισχυρός, δυνατός, σφοδρός. ЛЮТОСТЬ,. -И θ,, θηριωδία. II σκλητότητβ.ν? . ЛЮТЫЙ κ. (απλ.) ЛЮТОЙ επ. θηριώδης, αιμο- αιμοβόρος. II μτφ. σκληρός, άσπλαχνος, απάνθρω- απάνθρωπος· - человек σκληρόκαρδος άνθρωπος. II δυ- δυνατός, ισχυρός· - моро'з δριμύ ψύχος· - ГО- ГОЛОД λιμός. II αφοσιωμένος, δοσμένος ολόψυχα. *люфа, -ы θ. είδος κολοκυθιάς, ^люцерна, -ы θ. τριφύλλι (χόρτο). люцерновый επ. του τριφυλλιού, απο τρι- τριφύλλι, τριφύλλινος* -Οβ Поле τριφυλλοχώεα- φο· -ое Сено τριφυλλόχορτο. *ЛЮЭС, -а α. σύφιλη. *ля ουδ. άκλ. λα (μουσικός φθόγγος). лявохина, -ы θ. λευκορωσικός χορός. лягавый επ. βλ. легавый. ί лягание, -Я ουδ. 1 λάκτισμα, κλώτσισμα. 2 μτφ. θίξιμο, προσβολή. лягать р.δ.μ. 1 λακτίζω, κλωτσώ (για χη- λοφόρα ζώα). 2 μτφ. θίγω, προσβάλλω, διώ- διώχνω κακήν-κακώς. II ~ся λακτίζω, κλωτσώ· ЛО- шадь -ется το άλογο κλωτσά. II αλληλολακτίζο- μαι, αλληλοκλωτσιέμαι. ЛЯГВа, -ы θ. (διαλκ.) βάτραχος. лягнуть р.σ. βλ. лягать. лягушатник, ~а α. βατραχοδοχείο. лягушачий к. лягушечий, -ья, -ье επ. του βατράχου· βατραχένιος. лягушиный επ. βλ. лягушачий. Лягушка, -И θ. βάτραχος, ~άχι-. лягушо'нок, ~нка, πλθ. -шата, -ш^т α. βα- τραχάκι. ЛЯД, -а α. στις εκφρ: на КОЙ - (χυδλ.) για- γιατί· иди (ή пошёл, ну тебя)* -у (χνδλ.) τ.ι στο διάβολο, τι μου χρειάζεται, γιατί. ляда, -Ы θ. (διαλκ.) 1 λάκκα. 2 έ«Άση για λιβάδι ή καλλιέργεια.. 3. χαράδρα. : Лядина, -ы θ. λάκκα. лядунка, -И α κρεμαστή Ιπισταλοφυσιγγιοθήκη. ЛЯЖка, -И θ. μηρός, μπούτι. ЛЯЗГ, ~а α. κλαγγή (όπλιυν), κρότος αλυσί- αλυσίδων σιδερόηχος. II τριγμός. лязганье, -Я ουδ. .κροτάλισμ*^ κλαγγή. лязгать р.δ. βλ. лязгнуть. ЛЯЗГНУТЬ р.σ. κλαγγάζω, κροτώ (μεταλλικά αντικείμενα). II τρίζω· - зубами τρίζω τα δόντια. лямзить, -зю, -зишь р.δ.μ. (απλ.) κλέβω, βουτώ. ЛЯМка, -И θ. 1 λουρί αχθοφορικό. II μτφ. μονότονη δουλειά ή υπηρεσία. 2 λωριδίτσες ενδυμάτων. II εκφρ. тянуть ή тереть -у κάνω βαριά ή άχαρη δουλειά. лямочка, -и θ. λωριδίτσα. ляп επιφ: тяп да ляп ή тяп-ляп βλ. тяп. ляпать р.δ. (απλ.) 1 βλ. ляпнуть. 2 μτφ. φτιάχνω όπως-όπως, στα γρήγορα· άτεχνα.
ляд ; ♦ляпис,-а α. άργυρος νιτρικός, ляпис-лазурь, -я θ. λαζουρίτης. Л&шуть ρ.σ.μ. (απλ.) 1 λέγω μπούρδες,αε- ροκοπανίζω* - глупости λ,έγω βνοησίες. 2 χτυπώ δυνατά* - В ухо χτυπώ δυνατά στο αυ- αυτί· -и его как следует δείρε τον, όπως του χρειάζεται. II -СЯ 1 πέφτω, κάνω. μπλούμ* - В грязь πέφτω στη λάσπη. 2 χτυπώ. "ляпсус, -*а α. λάθος απο απροσεξία, γκάφα. *лярд, -а α. λαρδί. 561 маг лясканье, -я ουδ. τρίξιμο. ляскать р.δ. βλ. ляскнуть. ляскнуть, -у, -ешь р.σ. (παλ.) - зуба- зубами τρίζω τα δόντια. ЛНСНИЧать р.δ. (διαλκ.) λογοΗοπώ, πολυλο- πολυλογώ, φλυαρώ. ЛЙСН στην έκφραση: - точить αερολογώ, α- εροκοπανώ, φλυαρώ. ЛЯХ, ~а α., -шка, -И θ. παλ. Πολωνός, -ίοα. επ. (παλ.) πολωνικός. Μ «мавзолей, -Я α. μαυσωλείο. *_ΒΒρ, -а α., -риташса, -И θ. Μαύρος, -η, Μαυριτανός, -ή. мавританский επ. μαυριτανικός, ыпврскив επ. μαυριτανικός. ?_&Γ, -а α. 1 μάγος (ιερέας παλαιών ανατο- ανατολικών χωρών). 2 εκείνος που κατέχει τη μα- μαγική" τέχνη. *магаэйн, -а α. μαγαζί, κατάστημα- продо- продовольственный - κατάστημα"τροφίμων промто- промтоварный - εμπορικό κατάστημα* - ГОТОВОГО платья κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων* ОВОЩНОЙ - μανάβικο, οπωρολαχανοπωλείο. 2 (παλ.) α- αποθήκη. 3 θαλάμη (όπλου μηχανισμών κ.τ.τ. ). Як 4 συσκευή" ηλεκτρικών μετρήσεων. Магазинка, -И θ. όπλο επαναληπτικό. Магазинный επ. του μαγαζιού, του καταστή- καταστήματος· - сторож φύλακας μαγαζιού. II που φέρει θαλάμη· -ая ВИНТОВка ή* -ое ружьё επα- επαναληπτικό όπλο· -ая коробка θαλάμη όπλου. *магараджа, -и α. μαχαραγιάς, ♦магарыч, -а (-у) α. (απλ.) κέρασμα ποτού (λόγω επικερδούς αγοραπωλησίας)* С Вас -! θα μας κεράσετε! поставить - κερνώ, βάζω να πιούμε. II δώρο ως κέρασμα. магистерский επ. του μάγίστρου, магистерство, -а ουδ. τίτλος του ,μάγί- ,μάγίστρου. "магистр, -а α. 1 μάγιστρος (τίτλος επιστη- επιστημονικός). 2 τίτλος αρχηγού μοναχικού ή* ιπ- ιπποτικού τάγματος^ *магистраль, -И θ. 1 αρτηρία (συγκοινωνι- κή)· κύρια συγκοινωνιακή γραμμή, εθνική ο- οδός· железнодорожная - κύρια σιδηροδρομική γραμμή· водные -и κύριες ατμοπλοϊκές γραμ- γραμμές* Дорожная - κύρια οδική γραμμή. 2 κύρι- κύριος αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος. ϊ магистральный επ. κύριος, βασικός, κύρι- κύριας σημασίας. * магистрант, -а, α, υποψήφιος φοιτητής :για τον τίτλο του μάγίστρου, ♦магистрат, -а α. δημοτικό συμβούλιο. II α- αξίωμα κρατικό στην αρχαία.Ρώμη. магистратский επ. του δημοτικού συμβουλί- συμβουλίου' -ое управление η δημαρχία, ♦магистратура, ~ы θ. δημαρχείο, магический επ. μαγικός* -ие приёмы μαγι- μαγικά κόλπα. II μτφ. θελκτικός, μαγευτικός* круг βλ. στη λ. заколдованный. "магия, -И θ. 1 μαγεία, μαγγανεία, γητειά· μαγική. 2 μτφ. θελκτικότητα, μ»γευτικότητα. II εκφρ. белая - λευκή μαγεία, θεουργία*чёр- θεουργία*чёрная - μαύρη μαγεία, ♦магма, -ы θ. (γεωλ.) το μάγμα. магматический επ. μαγματικός. магналий, -Я α. μαγνάλιο. 'магнат, -а α. μεγιστάνας, магнатский επ. του μεγιστάνα, магнезиальный επ. μαγνησιούχος. магнезит, -а α. μαγνησίτης (λευκόλιθος). "магнезия, -И θ. μαγνησία, οξείδιο μαγνη- μαγνησίου. магнетизёр, -а α. (παλ.) υπνωτιστής. магнетизирование, тЯ ουδ. (παλ.) υπνώτιση. "магнетизировать, -рую, -руешь р.δ.μ.(παλ.) υπνωτίζω. магнетизм, -а α. 1 μαγνητισμός. 2 (παλ.) υπνωτισμός. Ι/ εκφρ. ЖИВОТНЫЙ - (παλ.) ζωι- ζωικός μαγνητισμός* земной - γήινος μαγνητι- μαγνητισμός. магнетит, -а α. μαγνητίτης. Магнетический επ. 1 μαγνητικός. 2 (παλ.) υπνωτικός. магнето ουδ. άκλ. μαγνητοηλεκτρική συ- συσκευή. . магниевый επ. μαγνησιακός. "маГНИЙ, -Я α. μαγνήσιο, "магнит, -а α. μαγνήτης.
маг 562 маэ магнитить, -Йчу, -ЙТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.- χρ. магниченный, βρ: -чен, -а, .-о р.δ.μ. μα- μαγνητίζω. магНИТНЫЙ επ. μαγνητικός· -ая Сила μαγνη- μαγνητική δύναμη· -ые тела μαγνητικά σώματα. II εχφρ. -ая аномалия μαγνητική απόκλιση· -ая буря; -Ое Возмущение (φυσ.) μαγνητική θύελ- θύελλα· - железняк βλ. магнетит. - меридиан μα- μαγνητικός μεσημβρινός· -ое наклонение (φυσ.) μαγνητική απόκλιση· -ое по'ле μαγνητικό πε- πεδίο· - ПОЛЮС μαγνητικός πόλος· -ая стрелка μαγνητική βελόνη· - экватор μαγνητικός ι- ισημερινός. "магнитограф, -а α. μαγνητογράφος (όργανο),, ♦магнитометр, -а α. μαγνητόμετρο. *магнитофон, -а α. μαγνητόφωνο. магнитофонный επ., μαγνητοφωνικός· -ая ле- нта ταινία μαγνητοφώνου. магнолиевый επ. 1 μαγνολιακός. 2 ουσ. πλθ. -ые τα μαγνολιοειδή. *магНОЛИТ, -а α. ζυλόλιθος. . магнолитовый επ. ζυλολιθικός. -*1 магнолия, -и θ', μαγνολία, μανόλια. маго'г к. магога βλ. гог. магометанин, -а α., -ка, -И θ. μωαμεθα- μωαμεθανός, г*. магометанский επ. μωαμεθανικός. магометанство, -а ουδ. μωαμεθανισμός. *мадам άκλ. θ. 1 μαντάμ, κυρία. 2 (παλ.) βλ. гувернантка. 3 (παλ.) ράπτρια,μοδίστρα· ιδιοκτήτρια; οίκου ραπτικής. мадаполам, -а α. χασές χοντρός. мадаполамовый επ. απο χοντρό χασέ. мадемуазель άκλ. κ. παλ. -и θ. ;δεσποινί- δα, ματμαζέλ. II βλ. гувернантка. мадёра, -Ы θ. κρασί της Μαδέρας. *мадо'на, -ы θ. Παναγία. *мадригал, -а α. 1 ποιηματάκι βουκολικό ή ερωτικό. 2 (παλ.) κολακευτικός έπαινος, κο- πλιμέντο. мадьяр, -а α. -ка, -И θ. Μαγιάρος, -α. мадьярский επ. μαγιάρικος. ουγγρικός. маёвка, -и θ. 1 (παλ.) παράνομη πρωτομα- πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση. 2 πρωτομαγιάτιτκη ή α- ανοιξιάτικη εκδρομή. маета, -ы θ. (απλ.) ταλαιπωρία, βάσανο, παιδεμός, μαρτύριο· - мне С НИМ! βάσανο μου είναι αυτός! маётно επίρ. (απλ.) βασανιστικά, κουρα- κουραστικά, καταθλιπτικά. маетный επ., βρ: -тен, -тна, -тно (απλ.) βασανιστικός, κουραστικός, καταθλιπτικός· - день κουραστική μέρα. *'мажор, -а α. μαντζόρε. II μτφ. ευθυμία, κέ- κέφι" Сыть В -θ είμαι σε ευθυμία. '''Мажордом, -а α. 1 αυλάρχης· αρχιτρίκλι- νος. 2 αρχιμάγειρας αρχοντικού σπιτιού. *мажоритарный επ: -ая система πλειοψηφικό σύστημα (εκλογών). мажорный επ. 1 (μουσ.) μείζονας* - тон о μείζονας τόνος· -ая гамма η μείζονα κλίμα- κλίμακα. 2 μτφ. εύθυμος, χαρούμενος· -ое настро- ение ευθυμία. мазанка, -И θ. πλιθαρόσπιτο· σπίτι λασπα- λειμμένο· мазаный επ. 1 λερωμένος, λιγδωμένος* -ое платье λερωμένο φόρεμα. 2 χωμάτινος, χωμα- χωματένιος* -ая хата χωματόσκιτο. мазанье, -Я ουδ. άλειμμα, (επ)άλειψη. мазать, маду, мажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мазанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.δ. 1 μ. αλεί- αλείφω, επαλείφω, χρίζω· - хлеб маслом αλείφω το ψωμί με λάδι ή βούτυρο. II αλείφω με λά- λάσπη· - избу αλείφω με γλίνα το χαμόσπιτο. Η χρωματίζω, μπογιατίζω. 2 λερώνω, λεκιάζω, λιγδώνω. 3 μτφ. κακοζωγραφίζω, πασαλείφω. 4 αστοχώ (στη σκοποβολή, παιγνίδι χ.τ.τ.). II -СЯ 1 αλείφομαι. 2 λερώνομαι (ακουμπώντας σε κάτι). 3 βάφομαι, φτιάχνομαι, φτιασιδώ- νομαι. мазевый επ. αλειμμένος, χρισμένος. мазеобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- λειφοειδής. мазила, -Ы α.κ.θ.1 (απλ.) λιγδιάρης, λε- λερός, μουτζούρης. 2 κακοβχεδιαστής, πασαλεί- φτης· κακογράφος. 3 ο άστοχων (στη σκοποβο- σκοποβολή, παιγνίδι κ.τ.τ.). мазилка, -И 1 α. κ. θ. (απλ.) υποκορ. της λ. мазила. 2 θ. πινέλο, βούρτσα βαψίμα- βαψίματος, χρωματισμού. мазка, -И θ. άλειμμα, επάλειψη, χρίση, ε- επίχριση. •мазкий επ., βρ: -зок, -зка, -зко (απλ.) φρεσκοβαμμένος, φρεσκαλειμμένος, φρεσκομπο- γιατισμένος. мазница, -ы θ. πισσοδοχείο. мазнуть р.σ. 1 βλ. мазать. 2 χτυπώ, δέρ- δέρνω- - ПО лицу μπατσίζω. мазня, -И θ. 1 έργο κακοφτιαγμένο, μου- τζούρα. 2 αστοχία (στη" σκοποβολή, παιγνίδι). мазок, -зка α. 1 πινελιά, βουρτσιά. 2 (ιατρ.) έκκριμα· ВЗЯТЬ - παίρνω έκκριμα (για εξέταση). мазурик, ~а α. (απλ.) κλέφτης, λωποδύτης. *'мазурка, -И θ. μαζούρκα (χορός). мазурочный επ. της μαζούρκας. мазут, -а α. ναφθέλαιο, μαζούτ-. мазутный επ. του ναφθέλαιου, του μαζούτ. мазь, -И θ. 1 αλοιφή, χρίσμα, επίχρισμα. 2 λίπος τεχνικό, γράσο. 3 κρέμα. II εχφρ. дело на -и η δουλειά πάει ρέγουλα, ρολόι. мазюкать р.δ. (απλ.) βλ. мазать B,3σημ.).
май 563 мак *майс, -а α. βλ. кукуруза. маЕСОВЫЙ επ. του καλαμποκιού* καλαμποκΐ- σιος* -ое поле χωράφι σπαρμένο με καλαμπο'κι* -ая лепёшка καλαμποχίσια κουλούρα, ♦май, мая α. Μάης* Первое мая; праздник Первого мая . η γιορτή της Πρωτομαγιάς. *майдан, -а α. μεΐντάν, πλατεία. ΙΙ(διαλκ,) πισσουργείο, κατραμοποι ε ίο. Π αρχαίος τά- τάφος· τύμβος. майка, -И θ. φανελίτσα (χωρίς μανίκια). •майна1, -ы θ. (όιαλκ.) ρωγμή πάγου. майна2 επιφ. μάινα, απέλυσε, ♦майолика, -и θ. 1 μαγιόλικα. 2 η μαγι.ολι- μαγι.ολική τέχνη. майоликовый επ. μαγ ιδλικος. '"'майонез, -а α. 1 μαγιονέζα. 2 φαγητό με μαγιονέζα. *маЙОр, -а α. ταγματάρχης, ♦майоран, -а α. αμάρακο, μαντζουράνα. ♦майорат, -а α. (παλ.) κληρονομικό δικαίω- του πρωτότοκου γιου. майордо'м, -а α. βλ. мажордом A σημ.). майорский επ. του ταγματάρχη· -ое звание ο βαθμός ταγματάρχη. майорша, -И θ. η σύζυγος του ταγματάρχη. II ταγματαρχίνα. майский επ. μαγιάτικος· -ая ночь μαγιάτι- μαγιάτικη νύχτα· ~ие торжества η γιορτή της Πρωτο- Πρωτομαγιάς. II εχφρ. - ДУК μηλολόνθη, χρυσοκάν- θαρος. майя, -И θ. είδος λεπτού βαμπαχερού υφά- υφάσματος . мак, -а (-у) α. παπαρούνα· - самосейка ή ДИКИЕ αυτοφυής ή αγριοπαπαρούνα. II σπόροι αγριοπαπαρούνας. *макака, -И θ. μακάκος (είδος πιθήκου), макание, -я ουδ. μούσχευμα, ύγρανση. *макаронизм, -а α. μαχαρονισμός. макаронина, ~Ы θ. ένα μακαρόνι, макаронический επ. μαχαρονιχός· - стиль μακαρονιχό στυλ (ύφος). макаронник, -а α. μακαρόνια του φούρνου, макаронный επ. των μακαρονιών -ая фа- фабрика φάμπρικα μακαρονιών. II απο ή με μα- μακαρόνια. II εκ φρ. -ке изделия τα ζυμαρικά. *макароны, -ρόΉ πλθ. μακαρόνια. II μακαρο- μακαρονάδα. макать р.δ.μ. μουσκεύω, εμβρέχω, υγραίνω, βουτώ. II -ся μουσκεύω, υγραίνομαι. македонец, -нца α., -ка, -И θ. Μακεδόνας, -α και -ισσα. македонский επ. μακεδόνικος· Александр - Αλέξανδρος ο μακεδόνας. *макет, -а α. μακέτα. II δοκίμιο αντιτύπου. макетный επ. της μακέτας, макиавеллевский επ. μακιαβελικός. макиавеллизм, -а α. μακιαβελισμός. II μτφ. δολιότητα, υπουλότητα, πανουργία, ♦макинтош, -а α. παλτό αδιάβροχο. макитра, -Ы θ. μεγάλο πήλινο δοχείο.. маклак, -а α., -чка, -и θ. (παλ.) βλ. ма- маклер. маклаченье, -Я ουδ. (απλ.) εμπορομεσιτεία. II παλαιοπώληση.ΙΙ μεταπώληση. МакляческИЙ επ. εμπορομεσιτικός. II της μεταπώλησης. маклачество, -а ουδ. (παλ.) βλ. маклаче- маклаченье. маклачить р.δ. (απλ.) εμπορομεσιτεύω. II μεταπωλώ. II πωλώ παλαιά πράγματα, ♦маклер, -а α. εμπορομεσίτης. маклерский επ. εμπορομεσιτικός. маклерство, -а ουδ. εμπορομεσιτεία. маклерствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. ε- εμπορομεσιτεύω, επαγγέλλομαι τον εμπορομεσί- макнуть р.σ. βλ. макать. маков, -а, -о επ: - цвет (για πρόσωπο)· παπαρουνόχρωμος. маковица, -ы θ. (παλ.) βλ. маковка, маковка, -И θ. 1 σπερματοθήκη φυτών. 2 καραμέλα ή αρτόμελι επιπασμένα με παπαρου- νόσπορο. 3 θόλος εκκλησίας. 4 κορυφή. 5 κο- κορυφή του κεφαλιού. маковник, -а α. (διαΛκ.) γλύκισμα επιπα- σμένο με παπαρουνόσπορο. маковый επ. 1 της παπαρούνας' -ое семя παπαρουνόσπορος. II απο παπαρούνα* -ое масло παπαρουνόλαδο, μηκωνέλαιο. 2 ουσ. πλθ. -ке τα μηκωνοειδή. *макрель, -и θ. βλ. скумбрия. макроклимат, -а α. κλίμα μεγάλων εκτάσεων, ♦макрокосм, -а α. μακρόκοσμος, макроскопический επ. μακροσκοπικός, макроцефал, -а α. μακροκέφαλος. ♦макроцефалия, -И е. μαχροχεφαλία. ♦максим, -а α. πολυβόλο τύπου „μαξίμ". ♦максимализм, -а α. μαξιμαλισμός. максималист, -а α., -ка, -И θ. μαξιμαλι^- στής, -τρία, υπεραπαιτητικός, -ή. II οπαδός του μαξιμαλισμού. максимаЛИСТИческиЙ επ. μαξιμαλιστικός. максимально επ ίρ. στον ανώτατο βαθμό ή ό- όριο, στο μάξιμουμ. максимальность, -И θ. ο ανώτατος βαΕμός ή όριο, το μάξιμουμ. •максимальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ανώτατος, υπέρτατος, μέγιστος, κορυφαίος, ύ- ύψιστος* -Οβ количество η μέγιστη ποσότητα· -ые усилия υπεράνθρωπες προσπάθειες* -ая доза ισχυρότατη (μέγιστη) δόση· - термометр θερμόμετρο το μέγιστο.
мак 564 нал *максимум, -а α. το μάξιμουμ, το ανώτατο όριο* - знаний το ανώτατο όριο γνώσεων. ♦макулатура, -Κ θ. 1 χαρτιά ρυπαρά, μελα- μελανωμένα· κακοτυπωμένα φύλλα. II άχρηστα χαρ- χαρτιά, παλιοχαρτια. 2 έργο λογοτεχνικό ανά- ανάξιο, ατζαμίδικο. макулатурный επ. 1 ρυπαρός, λερωμένος· κα- κακοτυπωμένος. 2 ανάξιος, ατζαμίδικος (για λο- λογοτεχνικό έργο). макGха, -ε θ. (διαλπ.) βλ. жмыхи. макуша, -и θ. (διαλκ.) βλ. макушка A σημ). макушечный επ. της κορυφής, κορυφαίος. макушка, -И θ. 1 κορυφή· - дерева η κορυ- κορυφή" του δέντρου* - ГОЛОВЫ το κορφοκέφαλο. ·2 θόλος, τεπές καπέλου, φεσιού. И εκφρ. ушки на -е.т' αυτιά σου τέσερα* τέντωσε καλά τ' αυτιά σου. малага, ~Η'Θ. είδος κρασιού. малаец, -айца α., -айка, -и θ. Μαλαίος,-α. малайский επ. μαλαισιανός, μαλαΐκός. маланьин, -а, -о επ: - счёт μπακάλικος λο- λογαριασμός· как на -у свадьбу πάρα πολλά (πε- (περίσσια) φαγητά. малахай, -Я α. (διαλχ.) σκούφια με αυτιά. II είδος καφτανιού. ♦малахит, -а α. μαλαχίτης. малахитовый επ. του μαλαχίτη* απο μαλαχί- μαλαχίτη. II χρώματος μαλαχίτη (πράσινος). малеванье, -Я ουδ. ζωγράφιση, -σμα. II κα- κοζωγράφισμα. малевать, -люю, -люешь р.δ. ζωγραφίζω. II καηοζωγραφίζω,, κακοσχεδιάζω. II εκφρ. не так страшен чёрт, как его' -юют δεν είναι τόσο φοβερός ο διάβολος, όσο τον παρασταίνουν. II ~СЯ πασαλείφομαι, φτιασιδώνομαι άτεχνα. малейший υπερθ. β. του επ. малый μικρότα- μικρότατος· ελάχιστος. малёк, -лька α. νεογνό ψαριού. маленький επ. 1 μικρός· - ДОМ μικρό σπί- σπίτι. II κοντός· -ое пальто κοντό πανωφόρι. II χαμηλός* - человек κοντός άνθρωπος. II σύ- σύντομος" -ая речь μικρός λόγος (ομιλία). II ο- ολιγάριθμος' - отряд μικρό τμήμα. 2 άσημος, ασήμαντος* -ая роль μικρός ρόλος· -ая пере- перемена μικρή αλλαγή· Я - человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος. 3 ανήλικος· -ие дети μικρά παιδιά. II ουσ. -, -ая μικρός· - Пла- чет το μικρό κλαίει· -ие И большие μικροί κα1. μεγάλοι.. II εκφρ. ПО -ОЙ. играть (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί' ПО -СИ ВЫПИТЬ πίνω απο λίγο, κουτσοπίνω· -, да удалекькиС μικρός, αλλά θαυμκσ-ος. маленько επίρ. (απλ.) λίγο, λιγάκι. малец, -льца κ, малец, -льца α. (απλ.) μι- μικρός, νεανίσκος. малик, -а α. ίχνος (τορός) λαγού πάνω στο χιόνι. ... , .. _ малина, -ы θ. 1 η .βάτος η ιόιαία*. διά, σμεουριά. 2 σμέουρο. 3 αφέψημα σμέου- ρων. 4 ως κατηγ. (απλ.) είναι ευχάριστα, πο- πολύ καλά, θαύμα' у нас ЖИТЬ§— η ζωή μας εί- είναι πολύ καλή· не служба, а - δεν είναι υ- υπηρεσία, αλλά διασκέδαση* В -е (χαρτπ.) κερ- κερδισμένος. малинник, -а α. σμεουρδότοπος. мяяшптчЯ επ. βλ. малиновый. малиновка, -и θ. υπολαΐόα, συλβία, τυρλι- λί (ωδικό πτηνό). малиновый επ. 1 της σμεουρδιάς. II απο σμέ- σμέουρο· -ое варенье γλυκό απο σμέουρο. 2 χρώ- χρώματος σμέουρου (βαθυκόκκινος). И εκφρ. звон πολύ ευχάριστος ήχος κωδωνοκρουσίας ή κουδουνιών, κουδουνακιών. ♦малица, -к θ. πανωφόρι απο δέρμα ελαφιού (με τρίχωμα εσωτερικά). мало επίρ. 1 λίγο· ОН - ест αυτός λίγο τρώγει· - говорит да много делает λίγο μι- μιλά και πολλά κάνει. Π λιγοστά, λιγούτσικα.2 σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли ση- σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα *"ί μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. - КТО знает Об ЭТОМ λίγοι ξέρουν γι* αυτό- Я - где бывал εγώ λίγα μέρη εί^α (επισκέφτηκα). II εκφρ. - ЛИ άραγε λίγο; - ЛИ (με επίρ- επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει: διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη· - ЛИ ЧТО τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι.·., μου εί- αδιάφορο τι... - ли что ты говоришь,а де- дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέ- θέλω έργα· α) λίγο, παρά λίγο· ОН "'не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λι- λιγότερο, όχι λιγότερο απο* - ПО -у βαθμι- βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο* - ТОГО εκτός απ' αυ- αυτό* НИ - не ούτε το ελάχιστο, καθόλου* ТОГО, ЧТО... δε φτάνει που... малоавторитетный επ., βρ: -тен, -тна, -о με μικρό κύρος. малоалкогольный επ. λίγο αλκοολικός. маловажность, -И θ. μικρή σημασία. маловажный επ., βρ: -жен, -жна, -жно μι- μικρής σημασίας, ασήμαντος. маловато επίρ. λίγο, λιγάκι, λιγούτσικα. маловер, -а α., -ка, -И θ. λιγόπιστος,-η. маловерие, -я ουδ. λιγοπιστία. маловерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно λι- γόπιστός. маловероятность, -и θ. μικρή πιθανότητα. маловероятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно· λίγο πιθανός, σχεδόν απίθανος. маловееннй επ., βρ: -сен, -сна, -сно (о)-
мал 565 мал λιγοβαρής. И λειπόβαρος, λειψός, ξίκικος* маловодность, -И θ. ελάχιστη ύπαρξη νε- νερού, λειψυδρία. маловодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно λει- λειψός σε νερό, λίγο ένυδρος. маловодье, -я ουδ. βλ. маловодность. маловразумительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО λίγο παράλογος· ασαφής* ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος, ακατανόητος· -ое изложение ακατάληπτη έκθεση* - ответ ασαφής απάντηση. маловыразительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО λίγο εκφραστικός. малогабаритный επ. μικρών διαστάσεων, λί- λίγο ογκώδης. малоговорящий επ. ασήμαντος, που δε λέει πολλά πράγματα* - факт γεγονός που δε λέει (μαρτυρά) πολλά πράγματα. малограммаΤΗΟСТЬ, -И θ. ολιγομάθεια, ημι- ημιμάθεια. малограмотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; ολιγομαθής, ημιμαθής, λιγογράμματος, κου- τσογραμματισμένος. II μτφ. αμαθής, ατζαμής. малодейственный επ. λίγο δραστικός. малодействительный επ. λίγο δραστικός. малодойка, -И θ. αγελάδα λίγο γαλακτοφόρα. малодойный επ., βρ: -оен, -ойна, -ойно; λίγο γαλακτοφόρος. малодоказательный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО λίγο αποδεικτικός* -ые ДОВОДЫ αδύνατα επιχειρήματα. малодостоверный επ., βρ: -рен, -рна, -рно λίγο αξιόπιστος* αναξιόπιστος* -ое известие λίγο αξιόπιστη (μη έγκυρη) είδηση. малодоступность, -И θ. λίγη ύπαρξη προσι- προσιτού. малодоступный επ., βρ: -пен, -пна, -пно; 1 λίγο προσιτός. 2 υψηλόφρονας, μεγαλόφρο- νας* υπερόπτης. малодоходный επ., βρ: -ден, -дна, -дно λί- λίγο προσοδοφόρος ή επικερδής. малодушество, -а ουδ. (παλ.) βλ. малодушие. малодушествовать, -ствую, -ствуешь р.δ. ολιγοψυχώ, μικροψυχώ, δειλιάζω. малодушие, -я ουδ. λιποψυχία, λεγοψυχιά, δείλιασμα. малодушничать р.δ. βλ. малодушествовать. малодушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно λι- λιγόψυχος, λιπόψυχος, λιγόκαρδος, μικρόψυχος, δειλός. малоезженый επ. 1 ξεκούραστος απο δρόμο* -ая лошадь ξεκούραστο άλογο. 2 λιγοδιάβατος" -ая дорога λιγοδιάβατος δρόμος. малоезжий επ. λιγοδιάβατος. малозаметный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; 1 δυσδιάκριτος. 2 ασήμαντος, αναξιόλογος. малозаселённый επ. αραιοκατοικημένος. малоземелье, -я ουδ. λίγη καλλιεργήσιμη γη. малоземёльность, -и θ. βλ. малоземелье. малоземельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно μικροϊδιοκτήτης γης, φτωχοαγρότης* -Ое кре- крестьянство φτωχοαγρότες. II άγονος, ακαλλι- ακαλλιέργητος. малознакомый επ., βρ: -ком, -а, -о λίγο γνωστός,' σχεδόν άγνωστος. малозначащий επ., βρ: -чащ, -а, -е βλ. малозначительный. малозначительность, -И θ. ασημότητα, αφά- αφάνεια. малозначительный επ., βρ: -лен, -льна, -о ασήμαντος* άσημος* αναξιόλογος. малоизведанный επ. λίγο γνωστός, σχεδόν ά- άγνωστος* -ая доро'га δρόμος λίγο γνωστός. малоизвестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно λίγο γνωστός, λίγο ακουστός. малоизученный επ. λίγο μελετημένος (εξε- (εξερευνημένος) . малоимущий επ., βρ: -ыущ, -а, -е λίγο εύ- εύπορος* φτωχός, αναγκεμένος, ενδεής. малоинтересный επ., βρ: -сен,.-сна, -сно; μικρού ενδιαφέροντος. II μη ελκυστικός. малоисследованный επ. λίγο εξερευνημένος, σχεδόν ανεξερεύνητος. малокалиберный επ. βλ. мелкокалиберный. отлоквалифицированней επ., βρ: -ван, -а, -Ο λίγο ειδικευμένος, σχεδόν ανειδίκευτος. малоквартирный επ. λίγων διαμερισμάτων - ДОМ σπίτι με λίγα διαμερίσματα. малокомпетентный επ., βρ: -тен, -тна,-тно λίγο αρμόδιος, μη πλήρους αρμοδιότητας. малокровие, -Я ουδ. αναιμία. малокровный επ., βρ: -вен, -вна, -ЕНО α- αναιμικός. • малокультурный επ., βρ: -рек, -рна, -рно; λίγο πολιτισμένος, καθυστερημένος. малолесный επ. λίγο δασώδης. малолесье, -я ουδ. ανεπάρκεια δασών. малолетка βλ. малолеток. малолетний, -яя, -ее επ. παιδικός· - воз- возраст παιδική ηλικία. II ανήλικος* -ие дети ανήλικα παιδιά. II ως· ουσ. ανήλικος. малолетник, -а α. φυτό μονοετές ή διετές. малолеток, -тка α., малолетка, -и θ. ανή- ανήλικο αγόρι, ανήλικο κορίτσι,. малолетство, -а ουδ. παιδική ηλικία, ανη- λικιότητα* я лишился отца с -а στερήθηκα (έ- (έχασα) τον πατέρα απο μικρός.■ малолитражка, -И θ. αυτοκίνητο οικονομικό σε καύσιμη ύλη. малолитражный επ. 1 μικρής χωρητικότητας υγρών. 2 οικονομικός σε καύσιμη ύλη. малолюдность, -И θ. ύπαρξη λίγων ανθρώ- ανθρώπων, ολιγανθρωπία.
эоо кал малолюдный επ., βρ: -ден, -дна, -дно ολι- γάνθρωπος* αραιοκατοικημένος* -ая Площадь σλιγάνθρωπη πλατεία' -ая местность αραιοκα- αραιοκατοικημένος τόιιος. малолвдство, -а ουδ. βλ. малолюдность. малолюдье, -я ουδ. βλ. малолюдность. мало-мальски επίρ. έστω και λίγο, οσοδή- •πο-ίϊ. Χίγο. маломальский επ. (απλ.) μηδαμινός, ασήμα- ασήμαντος. маломерка, -и θ., маломерок, -рка α. α- αντικείμενο μικρού μεγέθους. маломерный επ. μικρού μεγέθους. малометражный επ. μικρού εμβαδού, μικρή,ς επιφάνειας* -ая квартира μικρό διαμέρισμα. маломочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. маломощный. МаЛОМОЩНОСТЬ, -И θ. μικρή ισχύς. маломощный επ., βρ: -щен, -щна, -щно. 1 αδύνατος, ανίσχυρος (φυσιολογικά). 2 φτω- φτωχός. II ουσ. -, -ЭЯ φτωχός, -ή* φτωχοαγρό- της, -ισσα. 3 μικρής ισχύος* - мотор κινη- κινητήρας μικρτίς ισχύος. малонадёжный επ., βρ: -жен, -жна, -жно α- αναξιόπιστος, αβάσιμος, μη σίγουρος. малонаезженный επ. βλ. малоезжий. Малонаселённость, -И θ. αραιότητα πληθυ- πληθυσμού, ολιγανθρωπία. малонаселённый επ. αραιοκατοικημένος, ο- λιγάνθρωπος,. малоношеный επ. λίγο φορεμένος. малообеспеченный επ. μισοεξασφαλισμένος. малообжитой επ. που έχει λίγους κατοίκους* αραιοκατοικημένος* - ДОМ σπίτι με λίγουςκα- τοίκους* - край αραιοκατοικημένη περιοχή*, малообитаемый επ., βρ: -аем, -а, -о αραι- αραιοκατοικημένος. малооблачный επ., &>: -чен, -чна, -чно; λίγο συννεφιασμένος, αραιοσυννεφιασμένος. малообоснованный επ. αβάσιμος, αστήριχτος' -ые доводы αβάσιμα επιχειρήματα. малообработанный επ., βρ: -тан, -а, -о μι- σοδουλεμένος, μισοκατεργασμένος. малообразованный επ., βρ: -ван, -а,-о λί- λίγο μορφωμένος, ημιμαθής. малообщительный επ., βρ: лен, -льна, -ο- -ολίγο κοινωνικός, σχεδόν ακοινώνητος. малоопытный επ., рр:-тен, -тна, -тно λίγο έμπειρος, με μικρή πείρα. малоосновательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 βλ. малообоснованный. 2 αβάσιμος, μη σίγουρος, επισφαλής. малопитательный επ. βρ: -лен, -льна, -о; λίγων θρεπτικών ουσιών. малоплодородный επ. рр:-ден, -дна, -дно; λίγο εύφορος, λίγο καρποφόρος. малоподвижность, -и θ. δυσκινησία. малоподвижный επ., βρ: -жен,- -жна, -жно; δυσκίνητος, αργοκίνητος, βραδυκίνητος. II νω- νωθρός, οκνός, νωχελής. малоподготовленный επ. λίγο προετοιμασμέ- προετοιμασμένος. мало-Помалу επίρ. (απο) λίγο-λίγο, βαθμι- βαθμιαία. малопоместительный επ. μικρής χωρητικότη- χωρητικότητας. малопоместный επ. (παλ.) μικροκτηματικός. малопонятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; λίγο κατανοητός, δυσνόητος, δύσληπτος. малоприбыльный επ., βρ: -лев, -льна,-льно λίγο επικερδής. малопригодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно λίγο κατάλληλος" -ая земля λίγο κατάλληλη γη. малоприменимый επ., βρ: -ним, -а, -о λίγο εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος. малоприспособленный επ., βρ: -лен,-ленна, -ленно λίγο προσαρμοσμένος, - κατάλληλος, малопродуктивные επ., βρ: -вен, -вна.-вно λίγο γόνιμος ή παραγωγικός. малопроизводительный επ., βρ:-лен,-льна, -льно λίγο παραγωγικός, - αποδοτικός. малоразвитый επ., βρ: -вит, -а, -о к. ма- малоразвитой βρ: -развит, -а, -о. 1 ατροφικός. 2 υπανάπτυχτος· -ые страны υπανάπτυχτες χώ- χώρες. 3 καθυστερημένος, αμόρφωτος. малоразговорчивый επ.,*βρ: -чив, -а, -о; λιγομίλητος, ολιγόλογος. малораспространённый επ. λίγο διαδεδομέ- διαδεδομένος. малорентабельный επ., βρ: -лен, -льна, -о λίγο επικερδής ή προσοδοφόρος. малоречивый επ., βρ: -чйв, -а, -о βλ. ма- малоразговорчивый. * малоросс, -а α., -ро'ска, -и θ. (παλ.) μι- κρορώσος (Ουκρανός, -ϊδα). малороссийский επ. (παλ.) ουκρανικός. малороссиянин, -а α., -ка, -и θ. (παλ.) βλ. малоросс. малорус, -а «. (παλ.) βλ. малоросс. малорусский επ. (παλ.) ουκρανικός. малосведущий επ., βρ: -дущ, -а, -е λίγο ανίδεος ή άπειρος. малосемейный επ. μικροοικογενειάρχης, μι- κροφαμελίτης. малосильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 αδύναμος, αδύνατος, ανίσχυρος. 2 μικρής ι>- σχύος* - двигатель κινητήρας μικρής ισχύος. малоснежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно λί- λίγο χιονώδης ή λιγόχιονος. малоснежье, -Я ουδ. λίγη χιονιά, λίγα χιόνια, λίγες χιονοπτώσεις. малосодержательный επ. βρ: -лен, -льна,-о
нал 567 λίγο περιεκτικός· ρηχός* φτωχός· -ая книга ρηχό βιβλίο* - разговор κουβέντα χωρίς σο- σοβαρό περιεχόμενο. малосознательный επ., βρ: -лен, -льна, -о λίγο συνειδητός. малосольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; λίγο αλατισμένος, υφάλμυρος. малосостоятельный επ. βρ: -лен, -льна, -о. 1 λίγο εύπορος, -ευκατάστατος. 2 μτφ. αβά- αβάσιμος· -ые ДОВОДЫ αβάσιμα επιχειρήματα. малоспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; λίγο ικανός, μικρών ικανοτήτων. малость, -И θ. 1 (παλ.) μηδαμηνότητα'γλι- σχρότητα· ασήμαντη ποσότητα. 2 μικροπράγμα- μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, τιποτένια πράγματα. 3 ως επίρ. λίγο, λιγάκι. II εκφρ. ПО -И απο λίγο. малосущественный επ., βρ: -вен, -венна, -венно επουσιώδης, αναξιόλογος. малотиражный επ. μικρού αριθμού αντίτυ- αντίτυπων* -ое издание έκδοση σε λίγα αντίτυπα. малоубедительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО λίγο πειστικός. малоудойный επ., βρ: -доен, -дойна, -дой- но βλ. малодойный. малоупотребительность, -и θ. σπάνια χρη- χρησιμοποίηση. малоупотребительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО δύσχρηστος, σπάνια χρησιμοποιούμενος* - термин δύσχρηστος όρος* -ое выражение δύ- δύσχρηστη έκφραση. малоуражайный επ., βρ: -жаен, -жайна, -о λίγο καρποφόρος, μικρής σοδειάς* - ГОД χρό- χρόνος μικρής σοδειάς· - сорт пшеницы ποικιλ- λία σιταριού λίγο καρπερή, малоуспевающий επ. αδύνατος* - ученик α- αδύνατος μαθητής (στα μαθήματα). малоуспешный επ., βρ: -шен, -шна, -шно; μικρής επιτυχίας. малоутешительный επ., βρ: -лен, -льна, -о λίγο παρηγορητικός. малохудожественный επ. βρ: -вен, гвенна, -венно λίγο καλλιτεχνικός. малоценный επ., βρ: -ценен, -ценна, -цен- -ценно μικρής αξίας* -ая вещь πράγμα . μικρής αξίας. II μτφ. ασήμαντος* -ые сведения ασή- ασήμαντες πληροφορίες. малочисленность, -И θ. μικρός αριθμός, α- ασήμαντη ποσότητα. малочисленный επ., βρ: -лен, -ленна, -о; ολιγάριθμος. малочувствительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно λίγο φωτοπαθής* -ая фотопластинка φωτογραφική πλάκα λίγο φωτοπαθής. малошёрстный επ. κοντόμαλλος* -ая порода овец ράτσα προβάτων με κοντό μαλλί. Малоэтажный επ. ολιγόροφος. малый1επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший. 1 βλ. маленький (ίσημ.)" -ые дети μικρά παιδιά* -ая медведица η μι- μικρή Αρκτος. И λίγος, ολιγάριθμος. Π ασήμα- ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος* великий зверь на -ие дела о αΤτός δεν τρώει μύγες. II άση- άσημος, απλός, αφανής' МЫ ЛЮДИ -ые εμείς είμα- είμαστε μικροί άνθρωποι. II στενός* -не сапоги μικρές μπότες. (Ι ουσ. το λίγο* ДОВОЛЬСТВО- ваться -ым αρκούμαι και στα λίγα. 2 ανήλι- ανήλικος. II εκφρ. с -ЫХ лет απο τα μικρά χρόνια, απο μικρός· самое -ое το λιγότερο, το ελά- ελάχιστο· без -ого σχεδόν, περίπου, παρά λίγο· - -а меньше (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο απο το άλλο* - ХОД (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα* ~ая скорость μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων). малый2επ. 1 (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος. 2 μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προ- προτερημάτων: славный - παλικαράκι* умный ξεφτεράκι. 3 υπηρέτης, λακές , τσιράκι. малыш, -а α. παιδαρέλι. II άνθρωπος μι- μικρού αναστήματος. малышка, -и α. κ. θ. (χαϊδ.) παιδαρελάκι. *Мальва, -ы θ. μαλάχη, μολόχα (φυτό). *мальвазия,-и θ. (παλ.) είδος γλυκού στα- φυλίσιου κρασιού. мальвовый επ. της μαλάχης, της μολόχας* - цветок λουλούδι μολόχας. Π ουσ. πλθ. -ые τα μαλαχοειδή. ♦мальпост, -а α. (παλ.) ταχυδρομική άμαξα, ♦мальтоза, -ы θ. μαλτόζη, βυνοζάχαρο. мальтузианец, -нца α. μαλθουσιανιστής. мальтузианский επ. μαλθουσιανιστικός. мальчик, ~а α. 1 αγόρι* -И И девочки α- αγόρια και κορίτσια. II ηλικιωμένος με παι- παιδική νοοτροπία. 2 (παλ.) νεαρός υπηρέτης ή νεαρός υπάλληλος-πωλητής. II εκφρ. - С паль- чик (στα παραμύθια) πιτσιρικάκι, μικρός σαν το δαχτυλάκι. мальчиковый επ. αγορίστικος, για αγόρια. мальчишеский επ. 1 βλ. мальчиковый. 2 α- αγορίστικος, σαν του αγοριού* - вид αγορί- στικη όψη. II μτφ. αγορίστικος, παιδιακίστι- κος, παιδαριώδης. мальчишество, -а ουδ. παιδική συμπεριφο- συμπεριφορά. II μτφ. παιδική αφέλεια. мальчишечий, -ья, -ье επ. αγορίστικος,πα*· διακίστικος. мальчишка, -И α. βλ. мальчик. II παιδιακί- στικος, παιδαριώδης, ανώριμος, άπειρος. мальчишник, -а α. αποχαιρετηστήρια εσπε- εσπερίδα των φίλων στο σπίτι του γαμπρού την προηγούμενη του γάμου. мальчонка, -И α. (υποκορ-.-χαΤδ.) αγοράκι, παιδάκι.
май мальчуган, -а α. αγόρι, παιδί· αγοράκι, παιδάκι. малюсенький επ. μικρούτσικος, μικρούλι- μικρούλικος, μικρούλης. малютка, -И α..κ. θ. βρέφος, μωρό. Π μι- μικρού αναστήματος, χαμηλός, μικρός. малюточка, -и α. κ. θ. βλ. малютка. ыалявка, -и 1 θ. βλ. малёк. 2 α.κ.θ.νά- α.κ.θ.νάνος, πυγμαίος, κοντορεβιθούλης. маляр, -а α. 1 χρωματιστής, μπογιατζής. 2 ζωγράφος της κακής ώρας. малярийный επ. ελονοσιακός* ελώδης*- при- приступ πυρετικός παροξυσμός ελονοσίας· - ко- комар κουνούπι ανωφελές· -ая станция ανθελο- νοσιακός σταθμός. малярик, -а α. ο ελονοσών. малярить р.δ. (απλ.) βλ. малярничать. *малярйя, -И θ. ελονοσία. малярничать р.δ. χρωματίζω, μπογιατίζω. II επαγγέλλομαι τον χρωματιστή. малярный επ. χρωματιστικός, χρωστικός· του χρωματιστή* -ые работы βαφικές εργασίες,μπο- γιατίσματα* -ая кисть βούρτσα μπογιατίσμα- τος, χρωστήρας. мама, -Ы θ. 1 βλ. мать A σημ.). 2 (παλ.) βλ» мамка B σημ.). мамаев, -а, -о επ: -о нашествие (αστ.) αιφνίδια άφιξη πολλών και ανεπιθύμητων επι- επισκεπτών* -О ПОООШце α) μεγάλος καβγάς. β) μεγάλη αταξία, ακαταστασία. *мамалыга, -И θ. (διαλκ.) κουρκούτι. мамаша, -и θ. βλ. мама. Aσημ.), 2 (προ- (προσφώνηση σε ηλικιωμένη γυναίκα) , μαντάμ. мамашин, -а, -О επ. της μητέρας (που ανή- ανήκει στη μητέρα). ♦мамелюк к. мамлюк, -а α. 1 (παλ.) μαμε- λούκος. 2 έφιππος φρουρός του Ναπολέοντα. маменька, -И θ. (παλ.) μητερούλα, μαμάκα. μανούλα. маменькин, -а, -ο επ. βλ. мамашин. И εκφρ. - сынок,* -а дочь α) αγόρι ή κόρη που μοιάζουν καταπληκτικά τη μάνα τους* ίδιος ή ίδια η μάνα του (της), β) παραχαϊδεμένος, ~η· *мамэёль, -и θ. κ. άκλ. (απλ. παλ.) 1 βλ. мадемуазель. 2 γυναίκα ελευθέρων ηθών. мамин, -а, -о επ. βλ. мамашин. мёмка, -И θ. 1 μητερούλα, μανούλα. 2 (παλ.) παραμάνα, τροφός. мамкин, -а, -о επ. βλ. мамашин. мамлюк, -а α. βλ. мамелюк. *мамОН, -а α. к. мамона, -Ы θ. Μαμωνάς (θε- (θεότητα) * .πλούτος. II κοιλιά' - сыта η-κοιλιά χορτάτη (γεμάτη). мамонт, -а α. μαμμούθ. мамонтовый επ. του μαμμούθ, μαμμούθινος. мамочка, -И 1 θ. μητερούλα, μανούλα, μα- μαμάκα. 2 α. κ. θ. (απλ.) καλή μου, καλέ μου. II εκφρ. -! μανούλα μου! мамуся, -И θ. (χαϊδ.) μανούλα, μητερούλα. мамушка, -и θ., βλ. мамка. манатки, -ТОК πλθ. (απλ.) τα πράγματα* οι αποσκευές. *мангал, -а α. πύραυνο, μαγκάλι. *ΜήΗΓ0 ουδ. άκλ. μανγιαρία, δέντρο των Ιν- Ινδιών καθώς και ο καρπός του. манговый επ. της μανγιαρίας* ~ое дерево η μανγιαρία (δέντρο), ♦мангольд, -а α. είδος τεύτλου. *манГОСТан, -а α. μαγγουστανία, δέντρο κα- καθώς και ο καρπός του. *мангуста, -И θ. ιχνεύμονας, ερπηστής, μα- γκούστα. *мандарйн7 -а, α. μανταρινιά. II μανταρίνι, мандарин, ~а α. μανδαρίνος, мандаринный, επ. του μανταρινιού. II μα- μανταρίνια ιος. мандариновый επ. βλ. мандаринный. мандаринский επ. του-μανδαρίνου, ♦мандат, -а α. 1 εντολή. 2 (δ·-εθ. δίκ.) κη- κηδεμονία. мандатный επ. εντεταλμένος* πληρεξούσιος, -ая КОМИССИЯ επιτροπή ελέγχου (εντεταλμένη). *МанДОЛЙна, ~Ы θ. μαντολίνο. мандолинист, -а α., -ка, -и θ. μανδολινί- στας, -στρια. *мандраг<5ра, -Ы θ. μανδρβγόρας, μηλοπεπο- νιά, καλάνθρωπος. мандрагоровый επ. του μανδραγόρα' - Κ0- рень ρίζα μανδραγόρα. *мандрЙЛ, -а α. πίθηκος ο κυνοκέφαλος. *манёвр, ~а α. 1 ελιγμός, μανούβρα* стра- стратегический - στρατηγικός ελιγμός' тактйче- СКИЙ - τακτικός ελιγμός* ОбХОДНЫЙ - ελιγ^· μός*υπερφαλάγγισης. Ι! πλθ. -Ы, -ΟΒ γυμνάσια· большие -ы μεγάλα γυμνάσια* Военные -Ы τη: στρατιωτικά γυμνάσια* морские -Ы ναυτικά γυμνάσια. II πλθ. -Ы, -ΟΒ ελιγμοί σιδηροδρο- σιδηροδρομικής κίνησης. 2 τέχνασμα* опасный - επι- επικίνδυνο τέχνασμα. 3 ελιγμός πλοίου ή αερο- αεροπλάνου. манёвренность, ~И θ. ικανότητα ελιγμού, ευκινησία. манёвренный επ. 1 του ελιγμού' -ая война πόλεμος με ελιγμούς (χωοίς οχυρές θέσεις). 2 εύκολα ελισσόμενος. 3 των σιδηροδρομικοί ε- ελιγμών. маневрирование, -Я ουδ. ελιγμός, μανούβρα. маневрировать, -рую, -руешь р.'δ. κυρλξ. κ. μτφ. ελίσσομαι, κάνω ελιίγμούς, μανούβρες, μανουβράοω. маневровый επ. για ελιγμούς σιδηροδρόμων, *манёж, -а α. 1 ιππευτηριο. 2 κονίστρα
ман 569 ман τσιρκου. манежик,-а α. (υποκορ.) 1 μικρό ιππευτή- ριο. 2 μικρή κονίστρα τσίρκου. манежить, -жу, -жишь. р.6.μ. 1 ασκώ, εξα- εξασκώ άλογο σε ιπποδρομία. 2 μτφ. κουράζω, βα- βασανίζω, ταλαιπωρώ" υποχρεώνω να περιμένει γι« πολύ χρόνο. II -СЯ ενδιαφέρομαι ιδιαί- ιδιαίτερα, κόβομαι, τσακίζομαι. манежный επ. του ιππευτηρίου· της ιππασί- ιππασίας· - двор ιππευτήριο· правила -ОЙ езды κα- κανόνες (άσκησης) ιππασίας. ♦манекен, -а α. 1 μανεκέν,-κούκλα. 2 βλ. манекенщик. манекенщик, -а α., -ца, -ы θ. κατασκευα- κατασκευαστής, -άστρια μανεκέν. II πωλητής, -ήτρια, ε- ετοίμων ενδυμάτων. манер, -а α. τρόπος (ενέργειας, δράσης)·υ- δράσης)·υπόδειγμα· таким -ом έτσι με τέτοιο τρόπο· живым -ом με ζωντάνια· деликатным -ОМ με λεπτότητα, με λεπτό τρόπο· на НОВЫЙ - με καινούργιο τρόπο ή υπόδειγμα· на - ως, σαν, εν είδη. ♦манера, -ы θ. 1 υπόδειγμα, τρόπος (ενέρ- (ενέργειας η συμπεριφοράς). II ήθος, συμπεριφορά· - вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέ- ρεσθαι* резкая манера απότομος τρόπος συ- συμπεριφοράς· у ВСЯКОГО - СВОЯ - ο καθένας έ- έχει το δικό του τρόπο. II συνήθεια· у него неприятная - перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συ- συνομιλητή. 2 ύφος, στυλ· - Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ· переменить -у αλλάζω το στυλ. 3 πλθ. -Ы τρόποι, σχέσεις, έθιμα* вульгар- вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς· непри- непринуждённые ~ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπερι- συμπεριφοράς· скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπερι- συμπεριφοράς· странные -Ы παράξενοι τρόποι συμπε- συμπεριφοράς. II εκφρ. всякими (разными) ή на всякие (разные) -Ы κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει· διαφορετικά. *манёрка, -и θ. υδροδοχείο, παγούρι. манерничанье, -я ουΛ. προσποίηση, επιτή- επιτήδευση. манерничать р.δ. προσποιούμαι, κάνω καμώ- καμώματα, ακκίζομαι. манерно επίρ. προσποιητά, επιτηδευμένα. манерность, -и θ. προσποίηση, επιτήδευση. манерный επ. βρ: -рек, -рна, -рно προ- προσποιητός, επιτηδευμένος, -ευτός, αφύσικος. II εξεζητημένος. манжет, -а α. β?. манжета. •манжета, -ы θ. 1 περιχειρίόα, μανικέτι. 2 (τεχ.) δαχτυλίδι!, δακτύλιος. манжетка, -и θ. 1 μικρή περιχειρίδα. 2 αλχημίλλη (φυτό). манжетный επ. της περιχειρίδας. του μα- νικετιου. маниакальный επ. μανιακός* -ое состояние μανιακή κατάσταση. мание, -Я ουδ: -ем ή ПО -Ю με την κίνηση (του χεριού, της τρίαινας κ.τ.τ.)-με τη θέ- θέληση, την εντολή* ПО -Ю царя με διαταγή του τσάρου· ПО -Ю 60Γ0Β με τη θέληση των θεών. ♦маникюр, -а α. το μανικιούρ. маникюрный επ. του ή για μανικιούρ· -ые НОЖНИЦЫ ψαλίδι για μανικιούρ. маникюрша, -И θ. η μανικιουρίστρα. МанЙЛОВЩИНа, -Ы θ. αδιαφορία, απάθεια, ψυ- ψυχική αναισθησία.. *маниока, -И θ. 1 μανιόκα, μανιάτη (φυτό). 2 το αλεύρι μανιόκ και η ταπιόκα. Манипулирование, -Я ουδ. χειρισμός. II α- ανακάτωμα, τέχνασμα, μηχάνευμα. манипулировать, -рую, -руешь р.δ. με οργ. πτ. χειρίζομαι. II ανακατεύω, μηχανεύομαι, τεχνάζομαι. ♦манипулятор, -а α. 1 χειριστήριο τηλέγρα- τηλέγραφου. 2 χειριστήριος μηχανισμός. 3 ταχυδα- ταχυδακτυλουργός. ♦манипуляция, -И θ. 1 σύνθετη χειρονακτική εργασία. 2 μτφ. σύμφυρμα, ανακάτωμα, τέχνα- τέχνασμα, μηχάνευμα, κόλπο. манить, маню, манишь κ. (παλ.) манишь р. δ.μ. 1 νεύω, κάνω νεύμα, γνέφω, κάνω νόημα· - П&ЛЬЦем κάνω νεύμα με το δάχτυλο. 2 μτφ. ελκύω, έλκω, προσελκύω,' τραβώ· Хорошая Π0- ГОДД -ИТ на прогулку о καλός καιρός τραβάει για περίπατο. II βαυκαλίζω, παρηγορώ/ - КОГО надеждой, обещаниями βαυκαλίζω κάποιον με την ελπίδα, με υποσχέσεις. ♦манифест, -а α. μανιφέστο· - коммунисти- коммунистической партии μανιφέστο του κομμουνιστικού •^όμματος. II διάταγμα (άνακτα) · МИЛОСТИВЫЙ - διάταγμα χάρπς ή αμνηστείας· ПОДВестЙ КОГО под милостивый - συμπεριλαβαίνω κάποιον στην αμνηστεία. манифестант, -а α., ~ка, -И θ. διαδηλω- διαδηλωτής, -ώτρια. ♦манифестация, -и θ. διαδήλωση, манифестировать, -рую, -руешь р.δ. διαδη- διαδηλώνω, κάνω διαδήλωση. манишка, -и θ. επιστήθιο υποκάμισου. II ε— πίρραμα στο στήθος γυναικείου φορέματος. ♦мйния, -И θ. μανία· - преследования μανία καταδίωξης· - величия μεγαλομανία. II πάθος μεγάλο· - ПИСЙТЬ СТИХИ πάθος στιχουργικό, мйнка, -И θ. σιμιγδάλι. манкирование, -Я ουδ. 1 παραμέληση. 2 α- απουσία, έλλειψη. 3 ασέβεια· περιφρόνηση. 4 αμέλεια· ξεχασιά. ♦манкировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.1 (γραπ. λόγος) παραμελώ· - службой, уроками παραμε-
мар λώ την υπηρεσία, τα μαθήματα. 2 (παλ.) α- απουσιάζω, λείπω* ученики у нас редко -ют οι μαθητές μας σπάνια απουσιάζουν. 3 δε σέβο- σέβομαι· περιφρονώ. 4 αμελώ να στείλω γράμμα, манкировка, -и θ. (παλ.) βλ.манкирование. *м£нна, -Ы θ. το μάννα. II πηχτός χυμός με- μερικών φυτών ως τροφή και ως φάρμακο. II εκφρ. как -ы небесной σαν το μάννα απο τον ουρα- ουρανό· -ой небесной питаться φυτοζωώ. мёюШК, -а α. μελία, μέλεγος, φράξος. манный επ: -ая крупе, το σιμιγδάλι. II απο σιμιγδάλι· -ая кёша χυλός απο σιμιγδάλι. II ουσ. θ. -ая το σιμιγδάλι. мановение, -Я ουδ. κίνηση χεριού ή κεφα- κεφαλιού ως διαταγή. II εκφρ. будто (как, словно, точно) по -ю волшебного жезла· ή . волшебной палочки ως δια μαγείας (ξαφνικά, απρόοπτα). манок, -нка α. όργανο μαύλισης αγρίων ζώ- ζώων ή πτηνών. *мано'метр, -а α. μανόμετρο, манометрический επ. μανομετρικός. ♦мансарда, -Ы θ. υπερώο, υπόστεγο δωμάτιο· σοφίτα. мансардный επ. υ,πόστεγος· της σοφίτας, мантилька,-И θ. μικρό επώμιο. ♦мантЙЛЬЯ, -И θ. επώμιο· πέπλος, μαντίλια, ♦мантисса, -Ы θ. δεκαδικό μέρος λογάριθμου. ♦манТИЯ, -И θ. 1 μανδύας (κληρικών)' σχή- σχήμα· (στους Ρωμ.) τήβεννος· судейская - δι- δικαστικός τήβεννος. 2 (ζωολ.) χιτώνας (α- (ασπόνδυλων) . *мантО ουδ. άκλ. μαντό. ♦манул, -а α. μανούλ, αρπακτικό ζώο απο το γένος αιλουροειδών. *ианускрЙПТ, -а α. (γραπ. λόγος) χειρόγρα- χειρόγραφο (συνήθως αρχαίο). •мануфактура, -Ы θ. 1 χειροτεχνία, χειρο- χειροτεχνικός τρόπος παραγωγής, μανιφατοΰρα. 2 πλθ. -Ы υφάσματα· купить -Ы αγοράζω υφάσμα- υφάσματα. Мануфактурист, ~а α. 1 ιδιοκτήτης μανιφα- τούρας. 2 πωλητής υφασμάτων. мануфактурный επ. της χειροτεχνίας, της μανιφατούρας· χειροτεχνικός· -ое производ- производство παραγωγή χειροτεχνικών προϊόντων-'ма- Газйн μαγαζί χειροποίητων προϊόντων, ♦маньчдур, -а α., -ка, -и θ. ο, η Μαντζού (άκλιτο). маньчяурский επ. μαντζουριανος. *МанЬЯК, -а α., -чка, -И θ. μανιακός, -ή. маньяческий επ. μανιακός· - ВЗГЛЯД μανια- μανιακό βλέμμα. · маньячество, -а ουδ. μανιακή κατάσταση, манящий επ. απο μτχ. ελκυστικός, δελεα- δελεαστικός. мара, -Ы θ. (διαλκ.) 1 φάντασμα. 2 πυκνή ομίχλη ή καπνός. ♦марабу α. άκλ. μαραμπού, το πτηνό λεπτό- πτιλος. ♦маразм, -а α. 1 μαρασμός· старческий - ο γεροντικός μαρασμός. 2 μτφ. παρακμή, απο- αποσύνθεση. маракОВЙТЬ, -кую, -куешь р.δ. (απλ.) γνω- γνωρίζω, καταλαβαίνω, σκαμπάζω. ♦марал, ~а α. μεγάλο ελάφι της Σιβηρίας. маралий, -ья, -ье επ. τον σιβηρικού ελα- ελαφιού· -ЬЯ рога κέρατο σιβηρικού ελαφιού·-Ьв стадо κοπάδι σιβηρικών ελαφιών. маранье, -я ουδ. 1 λέρωμα, μουτζούρεμα. II αμαύρωση· - репутации δυσφήμηση. 2 κακογρά- ψιμο· κακοζωγράφισμα· κακοσύνθεση. II δια- διαγραφή, σβήσιμο, ♦мараскин, -а α. μαρασκίνο. марать ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маран- маранный, βρί -ран, -а, -О. 1 λερώνω, μουτζουρώ- νω. II αμαυρώνω, επισκιάζω· - репутацию δυ- δυσφημώ; 2 κακογράφω, κακοζωγραφίζω* κακοσυν— θέτω. II διαγράφω, σβήνω· - целые Страницы σβήνω ολόκληρες σελίδες. II εκφρ. - бумагу γράφω τι ανάξιο (μόνο που λερώνω το χαρτί)· - руки об КОГО, Обо ЧТО λερώνω τα χέρια (α- (απαξιώ). II -СЯ 1 λερώνομαι, μουτζουρώνομαι. 2 μτφ. (απλ.) λερώνομαι, αισθάνομαι περι- περιφρόνηση, απαξιώ· - не хочеться δε θέλω να λερωθώ· - не СТОИТ δεν αξίζει να λερωθει'κα- νένας (απαξιώ). 3 (για μικρά1 παιδιά) τα κάνω απάνω μου, λερώνομαι. марафонец, -нца α. μαραθωνοδρόμος. марафонский επ. μαραθώνιος, μεγάλης από- απόστασης. II εκφρ. - бег (αθλτ.) μαραθώνιος δρόμος. марашка, -И θ. μουτζούρα τυπογραφική, ♦марганец, -нца α. μαγγάνιο, φ марганцевый επ. μαγγανικός, του μαγγανίου. марганцовистый επ. μαγγανιούχος. марганцовка, -Д θ. κρύσταλλοι μαγγανίου ή διάλυμα απο αυτές. марганцовый επ. μαγγανιούχος· - раствор διάλυμα μαγγανίου· -ая СОЛЬ μαγγανικό αλάτι, ♦маргарин, -а α. μαργαρίνη. маргариновый επ. της μαργαρίνης. ♦маргаритка, -И θ. μαργαρίτα (φυτό και άν- άνθος). ♦маргиналия, -И θ. επικεφαλίδα ή σημείωση στο περιθώριο. марево, -а ουδ. 1 βλ. мираж. 2 αχνός απο τη γη· ομίχλη. маревый1 επ. (διαλκ.) επ. βαλτώδης, ελώ- δης, τελματώδης. маревый2επ. 1 του χηνοποδίου. 2 ουσ. πλθ. ~ые τα χηνοποδιοειδή. марёна, -Ы θ. ερυθρόδανο, ριζάρι, αλιτσάρι.
мар 571 МЩ) *марёнго ουδ. άκλ. είδος υφάσματος. II χρώ- χρώμα μαυρόγκριζο. маренный επ. βλ. мареновый. мареновый επ. 1 του ερυθρόδανου· απο ερυ- θρόδανο. 2 ουσ. πλθ. -ые τα ερυθροδανώδή. ♦марина, -Ы θ. θαλασσογραφία, ♦маринад, -а α. μαρινάτο. II αρμυρά για δι- διατήρηση ψαριών, κρεάτων. маринист, -а α. θαλασσογράφος. мариновйние, -я ουδ. μαρινατούρα, -όρισμα, маринованный επ. απο μτχ. μαρινάτος, мариновать, -Ную, -нуешь, παθ. μτχ,παρλθ. χρ. маринованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. 1 αλμεύω, μαρινάρω. 2 μτφ. καθυστερώ σκόπιμα, βάζω στο χρονοντούλαπο. II καθηλώνω, εμποδί- εμποδίζω την ανάπτυξη, την εξέλιξη, την προαγωγή. II -СЯ μαρινάρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. мариновка, -и θ. βλ. маринование. ♦марионетка, -И θ. ανδρείκελο, μαριονέτα, κούκλα. II μτφ. άνθρωπος άβουλος, ετερρκίνη- τος. марионеточный επ. του ανδρείκελου, της μαριονέτας· - театр θέατρο ανδρεικέλων. .II μτφ. ετεροκίνητος· -ое правительство κυβέρ- κυβέρνηση ανδρεικέλων. ♦марка? -и θ. 1 το ένσημο· почтовая - το γραμματόσημο. 2 (παλ.) μάρκα, κέρμα ορισμέ- ορισμένης αξίας (σε εστιατόρια, χαρτοπαικτικές λέ- λέσχες κ.τ.τ.). 3 στάμπα, μάρκα εμπορεύματος. II εκφρ. высокой (высшей, первой) -и πρώτης κατηγορίας, μεγάλης ολκής· дерлЙТЬ (выдёр- ЖИВать) -у τηρώ, κρατώ το γόητρο· портить -у προσβάλλω το γόητρο ή τη φήμη· ПОД -ОЙ με το πρόσχημα. *марка2, -И θ. το μάρκο, νομισμ. μονάδα. ♦марка^ -И θ. (παλ.) 1 αγροτική κοινότητα τον μεσαίωνα στη Δ. Βυρώπη. 2 συνοριακός το- τομέας στη μεσαιωνική Γερμανία. ♦маркграф, -а α. τίτλος πριγκίπων της Γερ- Γερμανίας. маркграфиня, -И θ. σύζυγος ή θυγατέρα του γερμανού πρίγκιπα. маркграфский επ. του πρίγκιπα, маркграфство, -а ουδ. (παλ.) πριγκιπάτο. ♦маркёр, -а α. σημειωτής, σημαδευτής. маркёрский επ. σημειωτικός του σημειωτή, του σημαδευτή. ♦маркетри ουδ. άκλ. ψηφίδωση, διάστιξη. II ψηφίδωμα, ψηφιδωτό. ♦маркиз, -а α. 1 μαρκήσιος. 2 βλ.ΜΒρκΓρ£ίφ. ♦маркиза1, -Ы θ. η σύζυγος ή θυγατέρα του μαρκήσιου. ♦маркиза? -ы θ. μαρκίζα, προστέγασμα κατά της βροχής. ♦маркизет, -а α. μαρκιζέτα (ύφασμα), маркизетовый επ. της μαρκιζέτας. маркий επ., βρ: -рок, -рка, -рко που λε- λερώνει εύκολα· -ое платье φόρεμα που λερώνει εύκολα. маркировальный επ. για μαρκάρισμα, σημά- σημάδεμα· -ая машина μηχανή για σημάδεμα. маркирование? -Я ουδ. μαρκάρισμα, σημάδε- σημάδεμα, σταμπάρισμα. маркирование? -Я ουδ. σημείωση, επισή- επισήμανση . ♦маркировать1, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μαρκά- μαρκάρω, σταμπάρω. II -СЯ μαρκάρομαι, σταμπάρομαι» маркировать? -рую, -руешь р.6.κ.σ. σημει- σημειώνω, επισημαίνω, σημαδεύω.II-СЯ σημειώνομαι, σημαδεύομαι, επισημαίνομαι. маркировка1, -и θ. βλ. маркирование1. маркировка?' -и θ. βλ. маркирование? маркировочный επ. βλ. маркировальный. маркировщик, -а α., -ца, -ы θ.μαρκαδόρος, ♦маркитёнт, -а α. (παλ.) πρατηριούχος στρα- στρατοπέδου. маркитантский επ. του πρατηριούχου. маркость, -И θ. το ευκολολερωτο (ιδιότητα). марксизм, -а α. μαρξισμός. марксизм-ленинизм, -а α. μάρξισμός-λενι- νισμός. марксист, -а α., -ка, -И θ. μαρξιστής. марксистский επ. μαρξιστικός. марксистско-ленинский επ. μαρξιστικολενι- νιστικός. ♦маркшейдер, -а α. γεωμέτρης (ορυχείων),χω- (ορυχείων),χωρομέτρης (όργανο). маркшейдерия, -И θ. χωρομετρία ορυχείων. маркшейдерский επ. χωρομετρικός, του γεω- μέτρη (οργάνου)· της χωρομετρίας. марлевый επ. της γάζας· απο γάζα. ♦марля, -И θ. γάζα. ^мармелад, -а α. μαρμελάδα. мармеладка, -И θ. κομμάτι μαρμελάδας. мармеладный .επ. μαρμελάδικος, της μαρμε- μαρμελάδας . ♦марморация, -и θ. βλ. мраморирование, марморировать р.δ.κ.σ.μ. βλ.мраморировать. ♦мародёр, -а α., -ка, -И θ. 1 λαφυραγωγός, πλιατσικολόγος, λεηλάτης, σκυλευτής. мародёрский επ. του λαφυραγωγού, του πλια- τσικολόγου. мародёрство, -а ουδ. λαφυραγώγηση, πλιά- πλιάτσικο, λεηλάτηση, σκύλευση. мародёрствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. λα- φυραγωγώ, πλιατσικολογώ, λεηλατώ, σκυλεύω. ♦марокен, -а α. μαροκέν, μαροκινό (ύφασμα^ марокеновый επ. απο μαροκέν. марокканец, -нца α. -ка, -и θ. Μαροκινός, -ή. марокканский επ. μαροκινός. марочный επ. του ενσήμου, της μάρκας, με
мае μαρχα. *МарС, -а α. (αστρν.) Αρης. *марс, -а α. (ναυτ.) θωράκιο. *марсала, ~Ы θ. είδος κρασιού, 'марсель, -Я α. (ναυτ.) ιστίο του καρχησί- καρχησίου, όόλονας, γάμπια. 'марсельеза, -Ы θ. μασαλιώτιδα. марсианец, -нца, πλθ. -ане, -ка, -ив. о υποτιθέμενος κάτοικος του Αρη. марсианский επ. του Αρη. Марсовой επ. (ναυτ.) του θωρακίου. Ι! σκο- πός θωρακίου. *март, -а α. Μάρτης. *мартён, -а α. 1 υψικάμινος του Μαρτέν. 2 ατσάλι της υψικαμίνου του Μαρτέν. мартеновец, -вца α. βλ. мартенщик. мартеновский επ. του μαρτέν -ая печь υ- υψικάμινος του μαρτέν -ая сталь ατσάλι υψι- υψικαμίνου μαρτέν. мартенщик, -а α. εργάτης υψικαμίνου μαρ- μαρτέν. ♦мартиролог, -а α. μαρτυρολόγιο. мартовский επ. μαρτιάτικος, мартын, -а α. βλ. мартышка? мартышка'1, -и θ. κερκοπίθηκος. мартышка? -И θ. (λκ.) γλάρος, мартышкин, -а, -о επ. του κερκοπίθηκου. II εκφρ. - труд εργασία ανώφελη, άχρηστη. *марщшан, -а α. γλύκισμα αμυγδαλωτό. марципанный κ. марципановый επ. αμυγδαλω- τός· -ые конфеты αμυγδαλωτές καραμέλες. *марш,1 -а α. 1 βήμα, βηματισμός· церемони- церемониальный - βήμα παρέλασης· ПРОХОДИТЬ ТОрЖвС- ТВенным -ем παρελαύνω. 2 μετακίνηση στρα- στρατευμάτων πορεία· форсированный - σύντονη πορεία. II στρατιωτικός ελιγμός. 3 μουσικό εμβατήριο, μαρς. 4 το τμήμα σκάλας μεταξύ δύο πλατύσκαλων. *Μ8ρω2(επιφ.) μαρς (παράγγελμα)· шагом ~! εμπρός, μαρς! II φεύγα, φύγε- - отсюда! (ε- (εμπρός) έξω απ' εδώ! - ДОМОЙ (εμπρός) φύγε για το σπίτι. ♦маршал-, -а α. 1 στρατάρχης. 2 (παλ.) δια- τάκτης τελετής. маршальский επ. στραταρχικός· -ая звезда στραταρχικό αστέρι· - жезл στραταρχική ρά- ράβδος. маршальство, -а ουδ. στραταρχία. маршевик, -а α. έφεδρος αξιωματικός επι- επιστρατευμένος. маршевый επ. 1 του βήματος, του βηματι- βηματισμού· - ритм о ρυθμός του βήματος· - поря- ДОК строя σύνταξη για βηματισμό. 2 εφεδρι- εφεδρικός· -ая рота λόχος εφέδρων. Марширование, -Я ουδ. βηματισμός. Маршировать, -РУЮ, -руеШЬ р.δ. '.'βηματίζω, κάνω βηματισμό, πηγαίνω βήμα· - βηματίζω σε φάλαγγα. маршировка, -и θ. βλ. марширование. маршировочный επ. του βηματισμού· -ое учение άσκηση βηματισμού. марш-марш επιφ. (παλ.) εμπρός-εμπρός (πα- (παράγγελμα). II εκφρ. марш-марш ή марш-маршем γρήγορα-γρήγορα, μπρός-μπρος. •маршрут, -а α. δρομολόγιο· διαδρομή·πορεία. маршрутизация, -И θ. οργάνωση σιδηροδρο- σιδηροδρομικών δρομολογίων. маршрутный επ. δρομολογιακός, του δρομο- δρομολογίου· - указатель δείκτης δρομολογίου. II εκφρ. - поезд εμπο|ρικό τραίνο εξπρές· -ая съёмка τοπογράφηση εκατέρωθεν της οδού. Марь, -И θ. (διαλκ.) 1 βλ. марево Bσημ.). 2 βάλτος. 3 βλ. лебеда. *маседуан, -а α. μακεδόνιο, είδος φαγητού. *маска, -и θ. 1 προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα. 2 μτφ. πρόσχημα, προσποίηση· |*аска равноду- равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας· ПОД -ОЙ ЛО- ЛОЯЛЬНОСТИ με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης. И άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. II εκμαγείο, γύψινη μάσκα. 3 προφυλακτικό μέσο· противо^ газная - αντιασφυξιογονική μάσκα· фехто- фехтовальная - μάσκα ξιφασκίας. 4 (στρατ.) κα- καμουφλάζ, -άρισμα. II надеть (на себя) -у φο- φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)· προ- προσποιούμαι· НОСИТЬ -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύ- κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεία· προσποιούμαι· сорвать]-у αφαιρώ το προσωπείο (φανερώνω). *маскарад, -а α. μασκαράτα, χορός μεταμ- μεταμφιεσμένων ή πομπή προσωπιδοφόρων. II κοστού- κοστούμι μεταμφιεσμένου. II μτφ. ψεύτικη εξωτερική εμφάνιση, προσποίηση. маскарадный επ. του μεταμφιεσμένου· - Κ0- СТКМ κοστούμι μεταμφιεσμένου. II της μασκα- μασκαράτας . маскирование, -Я ουδ. 1 μεταμφίεση, μα- μασκάρεμα. 2 καμουφλάρισμα, παραλλαγή. II από- απόκρυψη, κάλυψη, συγκάλυψη. маскированный επ. απο μτχ. μεταμφιεσμένος, μασκαρεμένος. II ουσ. μασκαράς. маскировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρίλδ. χρ. маскированный, βρ: -в'ан, -а, -о ρ.δ.μ. 1 μεταμφιέζω, μασκαρεύω. 2 καμουφλάρω, πα- παραλλάσσω· - пушки καμουφλάρω τα πυροβόλα. II μτφ. αποκρύπτω, κρύβω, καλύπτω· - красивыми фразами καλύπτω με ωραίες φράσεις· - своё смущение κρύβω την ταραχή μου. Π -СЯ 1 με- μεταμφιέζομαι, μασκαρεύομαι. 2 καμουφλάρομαι, παραλλάσσομαι. II μτφ. προσποιούμαι, υποκρί- υποκρίνομαι. маскировка, -и θ. βλ. маскирование. маскировочный επ. της παραλλαγής, του κα- καμουφλαρίσματος· -ые средства μέσα παραλλα-
мае 573 мае γής· - халат о χιονάτος επενδύτης των στρα- στρατιωτών. маскировщик, -а α. καμουφλαριστής. масленая, -ой θ. βλ. масленица. масленица, -Ы θ. εβδομάδα της Ήυρινής. масленичный επ. αποκριάτικος· -ые заОЙВЫ αποκριάτικες διασκεδάσεις. маслёнка, -И θ. 1 βουτυριέρα, βουτυροδο- χείο. 2 λιπαντήρας, λαδερό, λαδωτήρι, γρα- σαδόρος, ελαιοδόκη. маслёнок, -нка α. είδος μανιταριού. масленный επ. 1 του λαδιού· -ое ПЯТНО λε- λεκές απο λάδι. II λαδολερωμένος, λιγδωμένος, λαδωμένος. 2 μτφ. γυαλιστερός, λαμπερός. 3 κολακευτικός, γαλίφικος. II εκφρ. -ая неделя βλ. масленица. маслина, -ы θ. ελιά, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός, ελαιόκαρπος. маслинный επ. ελαιώδης, της ελιάς. II ουσ. πλθ. -ые τα ελαιοειδή. маслиновый επ. βλ. маслинный; маслить, -ЛЮ, -ЛИШЬ р.δ.μ. λαδώνω, αλείφω με λάδι η ρίχνω λάδι. II -СЯ 1 νηλιδώνομαιΐ λιγδώνομαι, λεκιάζω. 2 γυαλίζω, λάμπω. маслице, -а ου6. λαδάκι· βουτυράκι. масличный επ. της ελιάς· ελαιώδης· -ые ЯГОДЫ οι ελιές (ελαιόκαρπος)· -ые культуры ελαιοφόρα φυτά. II ουσ. πλθ. -ые τα ελαιο- ελαιοειδή. Н εκφρ. -ое дерево η ελιά (δέντρο). масло, -а ουδ. 1 λάδι, έλαιο, λίπος· βού- βούτυρο· растительное - λάδι φυτικό· сливочное - φρέσκο βούτυρο ή της φέτας· топлёное βούτυρο μαγειρικής η λιωμένο* эфирное - αι- αιθέριο έλαιο* хлопковое - βαμπακόλαδο, βαμ- βακέλαιο* ЛЬНЯНОе - λινέλαιο, λιναρόλαδο* миндальное - αμυγδαλέλαιο· машинное - λάδι της μηχανής· Смазочное - μηχανέλαιο· МИНв- ральные -а ορυκτέλαια· Сбивать - χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο· коровье - βούτυρο αγε- αγελάδας· завод растительных масел ελαιοτρι- ελαιοτριβείο. 2 χρώματα ελαιογραφίας. II πίνακας ζω- ζωγραφικής με ελαιοχρώματα. II εκφρ. - масля- ное όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)· ПОДёрнуТЬСЯ -ОМ (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω· как ПО -у ομαλά, ή- ήρεμα, απρόσκοπτα· как (будто) -ом по сердцу που προκαλεί αγαλλίαση· ерунда (чепуха) на ПОСТНОМ -е αερολογίες, ανεμολογίες, κενολο- κενολογίες, ασημαντολογίες· кашу -ом не испортишь (παρμ.) το πολύ βίος μάτια δε βγάζει. маслобойка, -И θ. 1 βουτυρομηχανή. 2 ε- ελαιοτριβείο, λαδόμυλος. маслобойный επ. ελαιοτριβικός, της εξαγω- εξαγωγής φυτικού λαδιού· - завод ελαιοτριβείο, ε- ελαιουργείο· -ое предприятие επιχείρηση ε- λαιουργείας. маслобойня, -И θ. ελαιοτριβείο, ελαιουρ- ελαιουργείο, λαδόμυλος. маслодел, -а α. βουτυράς, βουτυροκόμος, βουτυροποιός. маслоделие, -Я ουδ. βουτυροκομία, βουτυ- ροκατασκευή. маслодельный επ. βουτυροκομικός· -ое про- производство βουτυροποιΐα, βουτυροκομία· βου- τυροπαραγωγή* - завод βλ. маслозавод. маслозавод, ~а α. βουτυροποιείο, βουτυ- ροκομείο. маслянЙСТОСТЬ, -И θ. περιεκτικότητα σε λάδι· - семян подсолнечника η περιεκτικότη- περιεκτικότητα σέ λάδι του ηλιόσπορου. маслянистый επ., βρ: -ИСТ, -а, -О. 1 ε- ελαιώδης, λαδερός* λιπαρός, λιπώδης, λιγδε- ρός* ελαιοειδής* λιποειδής. 2 γυαλιστερός, λαμπερός* λάγνος· -ые глаза λάγνα μάτια· - ВЗГЛЯД περιπαθές βλέμμα. масляный επ. του λαδιού, απο λάδι* -Οβ ПЯТНО λεκές απο λάδι. II με ελαιοχρώματα' Портрет προσωπογραφία με ελαιοχρώματα· ПИ- ПИСАТЬ -МИ красками ζωγραφίζω με ελαιοχρώματα. . 3 με λάδι· - выключатель διακόπτης(ηλεκτρι- διακόπτης(ηλεκτρικός) με λάδι ή ελαίου* -ая лампа, λάμπα με λάδι, λυχνάρι. II εκφρ. -ая краска ελαιόχρω- μα, λαδομπογιά, ♦масон, -а α. μασώνος, ελεύθερος τέκτονας. масонский επ. μασωνικρς, ελευθεροτεκτονι- κός. масонство, -а ουδ. μασωνία, φαρμασωνία, ελευθεροτεκτονισμός. *масса, -ы θ. 1 μάζα, πλήθος· трудящиеся -Ы οι μάζες των εργαζομένων народные -Η οι λαϊκές μάζες· СВЯЗЬ С -ами σύνδεση με τις μάζες. 2 όγκος, σωρός, σωρεία, αρμαθός, βου- \Λ5· - впечатлений αρμαθός εντυπώσεων.3 πολ- πολτός* бумажная - πολτός χαρτιού. II εκφρ. Β (Обшей) -е κατά το μεγαλύτερο μέρος, κυρίως. ♦массОЖ, -а α. μάλαξη, τριβή, εντριβή του σώματος ή μελών αυτού, μασάζ. массажист, -а α., -ка, -и θ. ειδικός, -ή στο μασσάζ. массажный επ. του μασσάζ, της εντριβής, ♦массив, -а α. όγκος* πυκνότητα ογκωδών α- αντικειμένων* горный - ορεινός όγκος* лесной - δασική έκταση* земной - έκταση γης. II εκφρ. ЖИЛИЩНЫЙ - πλήθος ομοιότυπων οικημάτων. массивность, -И θ. το ογκώδες, συμπαγής ε- ενότητα. массивный επ., βρ: -вен, -вна, -ВНО. 1 ο- ογκώδης, βαρύς* στερεός* -ая мебель ογκώδες έπιπλο* - памятник ογκώδες μνημείο. 2 (για ανθρώπους, ζώα)· μεγαλόσωμος, σωματώδης, ευ- ευμεγέθης. массирование? -я ουδ. βλ. массаж.
574 мат массирование,2 -Я ουδ. συσσώρευση, συγκέ- συγκέντρωση . массированный επ. απο μτχ. μαζικός, συ- συγκεντρωτικός· - ОГОНЬ ομαδικά πυρά ή συγκε- συγκεντρωτικά πυρά. массировать^ -рую, -руешь р.б.μ. μαλάσσω, κάνω εντριβή, μασάζ. II -СЯ κάνω εντριβή μό- μόνος μου. ♦массировать? -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. συ- συγκεντρώνω· - артиллерию συγκεντρώνω το πυ- πυροβολικό. II -СЯ συγκεντρώνομαι. массировка, -и θ. βλ. массирование? массОВИК, -έ α. μαζικός προπαγανδιστής ή οργανωτής. II οργανωτής μαζικών παιγνιδιών ή διασκεδάσεων. массовка, -И θ. μικρή συγκέντρωση, μικρό συλλαλητήριο· μικρή επαναστατική συνάθροι- συνάθροιση. II μαζική εκδρομή. II μαζική συμμετοχή στη σκηνή. массовость, -И θ. μαζικός χαρακτήρας. массовый επ. μαζικός· -ое рабочее движе- движение μαζικό εργατικό κίνημα· -ые игры μαζικά παιγνίδια· товары -ГО употребления εμπορεύ- εμπορεύματα κοινής χρήσης· -ая работа μαζική εργα- εργασία· -ое ПРОИЗВОДСТВО μαζική παραγωγή (σε μεγάλες ποσότητες). II αθρόος, πολυάριθμος· - героизм αθρόος ηρωισμός· -ые аресты πολυά- πολυάριθμες συλλήψεις. мастак, -а α. (απλ.) ειδικός, πεπειραμέ- πεπειραμένος· τεχνίτης, μάστορας. мастер, -а, πλθ. -а α. 1 μάστορας, -ης, έ- έμπειρος τεχνίτης· оружейный - οπλοποιός· ο- πλοόιορθωτής· сапожный - υποδηματοποιός·ча- υποδηματοποιός·часовой - ωρολογάς. 2 δεξιοτέχνης, αριστοτέ- χνης, τεχνίτης· - художественного слова λο- λογοτέχνης· -а искусства οι καλλιτέχνες. 3 αρχιτεχνίτης, μάστορας. 4 έξοχος (τίτλος α- αθλητικός ή σκακιστή)· заслуженный - спорта διακεκριμένος αθλητής. II εκφρ. - своего' дё- ла δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, μάστορας στην τέχνη του· - на Все руки πολυτεχνίτης· χρυ- χρυσοχέρης. мастерить р.δ.μ. μαστορεύω, κατασκευάζω.И -СЯ μαστορεύω, κατασκευάζω. мастерица, ~Ы θ. 1 μαστόρισσα, τεχνίτισσα (για ράπτρια ή καπελού). 2 γυναίκα επιδέ- επιδέξια, πεπειραμένη, σβέλτα. мастеровой επ. 1 επαγγελματικός, βιοτε- βιοτεχνικός. 2 ουσ. επαγγελματίας, βιοτέχνης. мастеровщина, -Ы θ. (αθρσ.) παλ. επαγ- επαγγελματίες, τεχνίτες, βιοτέχνες, μαστοράντζα. мастерок, -рка α. 1 μαστοράκι. 2 μυστρί. мастерская, -ОЙ θ. εργαστήρι (διαφόρων ει- ειδικοτήτων) · столярная - ξυλουργείο, μαρα- γκούδικο· швейная - ραφείο· механическая - μηχανουργείο· ремонтная - εργαστήρι επι- επισκευών инструментальная - εργαστήρι εργα- εργαλείων походная - συνεργείο εκστρατείας. мастерски επίρ. μαστορικά, με μαστοριά. мастерский επ. μαστορικός. мастерской επ. μαστορικός, αε μαστοριά, -ое исполнение εκτέλεση με μαστοριά. мастерство, -а ουδ. 1 επάγγελμα, επιτή- επιτήδευμα, τέχνη. 2 δεξιοτεχνία, μαστοριά. *мастйка, -И θ. 1 μαστίχα (αρωματική ου- ουσία). 2 βερνίκι πατώματος. 3 είδος κόλλας. масТЙКОВЫЙ επ. της μαστίχας· μαστιχένιος. *мастйт, -а α. μαστίτιδα (νόσος μαστού). маститость, -И θ. γηραλεότητα, βαθιά γε- ροντοσύνη, γηραιότητα. мастйтный επ., βρ: -ТЙт, -а, -о γηραλεος, υπέργηρος. II αξιοσέβαστος. мастичный επ. βλ. мастиковый. *маСТОДОНТ, -а α. μαστόδοντας, μαστόδους. масть, -И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 χρώμα τρι- τριχώματος ζώων (κυρίως για άλογα)· лошадь ΒΟ- роно'Й ~и το μαύρο άλογο· серая - γκρίζο χρώμα. 2 (χαρτπ.) το χρώμα· червонная - το χρώμα της κούπας. II εκφρ. В ~; К -И; ПОД ~ (απλ.) ταιριάζει, πηγαίνει· не ПОД ~ δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει· ОДНОЙ -И; ПОД ОДНУ - (απλ.) ένα και το ίδιο ή αυτό, το ίδιο πράγμα, ομοειδή πράγματα· всех -ей όλων των ειδών ή αποχρώσεων оппортунизм всех -ей οππορτουνισμός όλων των αποχρώσεων К -И быть ή приходится ταιριάζει, πηγαίνει. •масштаб, -а α. κλίμ.α.\ια. (χάρτη, σχεδίου κ. τ.τ.). II έκταση, μέγεθος, σημασία· ВО все- грёческом -е σε πανελλήνια κλίμακα· В миро- ΒΟΜ -е σε παγκόσμια κλίμακα. масштабность, -И θ. έκταση, μέγεθος, ση- σημασία· - замыслов η έκταση των σχεδίων (προ- (προθέσεων) . масштабный επ., βρ: -бен, -бна, -бно. 1 της κλίμακας. 2 μτφ. μεγάλης έκτασης, μεγά- μεγάλων διαστάσεων, μεγάλου μεγέθους· μεγάλος, τρανός. II εκφρ. -ая линейка κανόνας επίπε- επίπεδος με μετρικές διαιρέσεις. *мат? -а α. ματ, ήττα του αντιπάλου στο σκάκι. II μτφ. αδιέξοδο, απελπιστική κατά- κατάσταση . *мат? -а α. ψάθα· χοντροπλεγμένο στρώμα. II στρώμα γυμναστικό. Μ3Τ^ -а α. (παλ.) αλαμπία, αμαυρότητα,θα- μπάδα, μουντάδα. II τραχύτητα, αδρότητα, α- δράόα. мат* -а а·, кричать (орать, вопить) благим -ОМ κραυγάζω, ορύομαι, φωνάζω στη διαπασών. мат* -а α. βρισιά (προς μητέρα κάποιου). *матадо'р, -а α. ταυρομάχος· ταυροφόνος. ♦мателот, -а α. πλοίο γειτονικό στη διάταξη. математик, -а α. μαθηματικός.
мат 575 мат ♦математика, -И θ. τα μαθηματικά. математический επ. μαθηματικός· - факуль- ΤβΤ η σχολή μαθηματικών. II μτφ. ακριβής. матереубийство, -а ουδ. (γραπ. λόγος) μη- μητροκτονία. матереубийца, -ы α. κ. θ. (γραπ. λόγος) μητροκτόνος, -α. ♦материал, -а α. 1 ύλη· υλικό· строитель- строительный - οικοδομικό υλικό· горючий - καύσιμη ύλη· упаковочный - υλικό αμπαλαρίσματος (ύ- (ύφασμα ή χαρτί)· перевязочный - υλικό επίδε- επίδεσης (οι επίδεσμοι)· сопротивление -ОВ αντο- αντοχή υλικών. 2 μτφ. πλθ. -Ы, -ΟΒ στοιχεία, δε- δεδομένα, πληροφορίες· ~ы биографии Великого Александра υλικά βιογραφίας του ίΐέγα Αλέξαν- Αλέξανδρου* -Ы Съезда υλικά του συνεδρίου. 3 ύ- ύφασμα, πανί. материализация, -И θ. 1 υλοποίηση. 2 μτφ. πραγματοποίηση (εφαρμογή) στην πράξη· υλική απολαβή. ♦материализм, -а α. 1 υλισμός, ματεριαλι- σμός. 2 πρακτικό όφελος, ίδιος ωφελιμισμός. II εκφρ. диалектический - διαλεκτικός υλι- υλισμός· исторический - ιστορικός υλισμός. ♦материализовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. материализованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. υλοποιώ. II -СЯ υλοποιούμαι. материалист, -а α., -ка, -и θ. υλιστής, ματεριαλιστής. материалистически επίρ. υλιστικά, ματερι- αλιστικά. материалистический επ. υλιστικός, ματερι- αλιστικός* -ое мировозрение υλιστική κοσμο- κοσμοθεωρία· -ое понимание природы υλιστική α- αντίληψη της φύσης. материалистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. материалистический. материалистский επ. υλιστικός, τουυλιστή. материЙЛЬНОСТЬ, -И θ. υλικότητα· - МЙра η υλικότητα του κόσμου. материальный επ., βρ: -лен, -льна,' -льно υλικός, των υλικών οικονομικός· - склад α- αποθήκη υλικών -ое положение υλική κατάστα- κατάσταση· -ое благосостояние народа η ευημερία του λαού· -ая помощь υλική βοήθεια· -ая обеспе- обеспеченность υλική εξασφάλιση· -ые условия οι υλικές συνθήκες· испытывать -ые затруднения δοκιμάζω οικονομικές δυσχέρειες* -ая часть τμήμα υλικού. II (φιλοσ.) της αντικειμενικής ύπαρξης της ύλης· - мир о υλικός κόσμος. материйка, -И θ. μητερούλα. материк? -а α. 1 ήπειρος· африканский αφρικανική ήπειρος. 2 υπέδαφος. материк,2 -а α. (απλ.) μεγάλος, τρανός, θε- ρίος (για ζώα). материковый επ. ηπειρωτικός· - берег η- ηπειρωτική ακτή. II εκφρ. - лёд ηπειρωτικός πάγος (που καλύπτει μεγάλες εκτάσεις ηπεί- ηπείρου) . материн, -а, -о επ. μητρικός· - характер μητρικός χαρακτήρας· -о платье το φόρεμα της μητέρας. материнский επ. μητρικός· της μητέρας*-ая ЛЮбОВЬ μητρική αγάπη· -ое платье το φόρεμα της μητέρας. матерЙНСТВО, -а ουδ. μητρότητα. материть р.δ.μ. (απλ.) βλαστημώ τη μάνα κάποιου. II -СЯ βλαστημώ τη μάνα κάποιου. ♦материя, -И θ. 1 (φιλοσ.) ύλη, αντικειμε- αντικειμενική πραγματικότητα. 2 ουσία· строение -И η σύσταση της ύλης· закон сохранения -и о νόμος της διατήρησης της ύλης. 3 ύφασμα. 4 θέμα συνομιλίας* интересная - ενδιαφέρο θέ- θέμα συνομιλίας* Скучная - ανιαρό θέμα συνο- συνομιλίας. матерный επ. (απλ.) βλάστημος προς μητέ- μητέρα* -ая брань βλαστημιά σε μάνα. матёрый κ. матерой επ. μεγάλος, τρανός, θε- ρίος, γιγαντωμένος (για ζώα)· - ВОЛК θερίος λύκος. II έμπειρος, πεπειραμένος* επιδέξιος. II άσπονδος, αδιάλλακτος, φανατικός, βαμμέ- βαμμένος· - враг άσπονδος εχθρός. матерчатый επ. πάνινος, απο ύφασμα* -ые туфлы πάνινα παπούτσια. матерщина, -Ы θ. βλα*τημιά προς μητέρα. матерь, -И θ. (παλ.) μητέρα. II εκφρ.- 60- жия! (παλ.) Παναγία μου! матировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. матированный, βρ: -ван, ~а, -ο ρ.δ. ρι- κνώ. II -СЯ ρικνούμαι. матировка, -и θ. ρίκνωση. матица, -Ы θ. 1 δοκός, δοκάρι οροφής. 2 (διαλκ.) σάκκος αλιευτικού διχτιού. матка, -И θ. 1 το θηλυκό των ζώων. II η βασίλισσα των μελισσών. 2 (ανατομ.) η μήτρα. 3 φυτό για πολλαπλασιασμό. 4 (απλ.) μάνα. II μτφ. αρχηγός, μάνα (σε μερικά παιγνίδια). 5 πολεμικό σκάφος εφοδιασμού. 6 (διαλκ.) πυ- πυξίδα. матлот1βλ. мателот. матлот? -а α. 1 ναυτικός χορός καθώς και η μουσική του. 2 είδος φαγητού με ψάρι. матовость, -И θ. ρικνότητα, θαμπότητα. • матовый επ. ρικνός, θαμπός, ματ. II (για πρόσωπο)· μουντός. маточник, -а α. 1 (μελισ.) το κελί της βασίλισσας. 2 χώρος των θηλυκών ζώων αναπα- αναπαραγωγής. 3 φυτό για πολλαπλασισμό. 4 φυτώ- φυτώριο (τόπος). 5 ωοθήκη φυτού. маточный επ. του θηλυκού· -ое поголовье скота τα θηλυκά ζώα. II της βασίλισσας· ~ая ячейка В сотах το κελί της βασίλισσας στις
мат 576 мел κηρήθρες. II της μήτρας· -Οβ кровотечение η εμμηνόρροια. ♦матрас κ. матриц, -а а. 1 στρώμα, στρωμά- τσο, στρωμνή· соломенный - αχυρόστρωμα. 2 ο σομιές. матрасик, -а α. στρωματάκι. матрасник, -а α. στρωματσόπανο. матрасный επ. του στρώματος· -ая ткань το στρωματσόπανο. матрац βλ. матрас. матрёшка, -И θ. κούκλα (κυρίως ξύλινη). матриархальный επ. μητρι,αρχικός, ♦матриархат, -а α. μητριαρχία. ♦матрикул, -а α. 1 βιβλιάριο ελέγχου γνώ- γνώσεων σπουδαστή. 2 (παλ.) κατάλογος. ♦матримониальный επ. (γραπ. λόγος) γαμήλι- γαμήλιος· -ые ХЛОПОТЫ οι φροντίδες του γάμου, ♦матрица, -Ы θ. (τεχ.) μήτρα· καλούπι. матрицирование, -Я ουδ. (τυπγρ.) κατα- κατασκευή μήτρας. матрицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. (τυπγρ.) κατασκευάζω μήτρα. II -СЯ (για μή- μήτρα) κατασκευάζομαι. МЙтричНЫЙ έπ. (τυπγρ.) της μήτρας, ♦матрона, -ы θ. ματρόνα, οικοδέσποινα (κα- (κατά τους Ρωμαίους), ♦матрос, -а α: ναύτης. матроска, -и θ. 1 (παλ.) η σύζυγος του ναύτη, ναύτισσα. 2 μπλούζα ναυτική. II γυ- γυναικεία ή παιδική μπλούζα. матросский επ. ναυτικός, του ναύτη. МЙтушка, -И θ. 1 (παλ.) μητέρα. 2 (παλ.) (προσονομασία σε ηλικιωμένη γυναίκα) μητε- ρούλα. 3 πρεσβυτέρα, ιερωμένη. II ПО -е (ру- гёть) βρίζω (βλαστημώ) τη μάνα κάποιου· -И (мой); -И ΟΒβτΐί (επιφ.) βλ. έκφραση στη λ. батюшка.. матушкин, -а, -Ο επ. μητρικός, της μάνας· - ДОМ το σπίτι της μάνας. II ε*φρ. - СЫНОК βλ. έκφραση στη λ. МЙйеНЫШН. ♦матч, -а α. (αθλτ.) συνάντηση, ματς· фут- бОЛЬНЫЙ - ποδοσφαιρική συνάντηση. мать, γεν. мётери, αιτ. мать, οργ. мёте- рью, προθτ. о матери, πλθ. матери, -ей, θ. 1 μητέρα, μάνα, μαμά. 2 (επίκληση σε γυναίκα)· - МОЙ! μάνα μου! 3 πρεσβυτέρα, παπαδιά· ιε- ρωμένη. II εκφρ. в чем (как) - родила όπως τον γέννησε η μάνα (γυμνός). мать-и-мачеха к. мать-мачеха, ~и θ. το βή- χιο, βήχαινα, χαμαιλεύκη. ♦мйузер, -а α. αυτόματο πιστόλι μάουζερ. мафусаилов, -а, -о επ: - век жить, -ы ле- лета ή годы жить να ζήσεις όσο ο Μαθουσάλας δηλ. 969 χρόνια. мах'Ι -а α. 1 κίνηση γρήγορη στον αέρα. II περιστροφή τροχού. 2 βήμα ζώων (ιδίως αλόγων). II εκφρ. одним ή единым -ом; с одного ή еди- единого -у; С -у μονομιάς, με μιας στο άψε- σβήσε· во весь - ολοταχώς· с -у κ. со все- всего -у ξαφνικά, απότομα, με ξαφνική απότομη κίνηση· дать -у λαθεύω, αστοχώ. мак? επιφ. με σημ. κατηγ. φρατ (στη στιγ- στιγμή, ακαριαία). махЙЛЬНЫЙ, -ОГО α. σηματοδότης. махальщик, -а α. σηματοδότης. махание, -Я ουδ. κίνηση στον αέρα. II νεύ- νεύμα, γνέψιμο. II διάνυση απόστασης. махаон, -а α. μαχαών (είδος μεγάλης πετα- πεταλούδας) . махараджа βλ. магараджа. махёть, машу, машешь κ. ~аЪ, -а"ешь, επιρ. μτχ. махЙЯ κ. (σπάνια) маши; р.δ 1 με οργν. σείω, κουνώ στον αέρα· птица -шет крыльями το πουλί φτερουγίζει στον αέρα. II γνεύω, νεύω, γνέφω, κάνω νεύμα με το χέρι. 2 δια- διανύω, διατρέχω. ♦махизм, ~а α. (φιλοσ.) μαχισμός. ♦махина, -Ы θ. πράγμα πελώριο, ογκώδες, ♦махинация, -И θ. μηχανορραφία, ραδιουρ- ραδιουργία, δολοπλοκία. махист, -а α. οπαδός του μαχισμού. махнуть, -ну, -нёшь р.σ. 1 βλ. махйть A σημ.) 2 ρίχνομαι, ορμώ, χυμώ. 3 κατευθύνο- κατευθύνομαι, πηγαίνω, μεταβαίνω. 4 (με την πρόθεση Β) γίνομαι, ανεβαίνω γρήγορα την ιεραρχία. II ιεκφρ. - рукой κουνώ το χέρι (σε ένδειξη αδιαφορίας, εγκατάλειψης). маховик, ~ά α. δυναμοδέκτης, σφόνδυλος, βολάν. маховой επ: -бе колесо βλ. маховик-, -ые Перья τα μεγάλα φτερά των πτερύγων των που- πουλιών -ЙЯ сажень (παλ.) η οργιά (μέτρο μή- κουί). махонький επ., βρ: -нек, -нька, -нько; (απλ.) μικρός. махорка, -И θ. καπνός κατώτερης ποιότητας. махорочный επ. της μαχόρκας (καπνού). * махорчатый επ. (απλ.) μεγάλης ποσότητας μαχόρκας (καπνού). махотка, -И θ. (διαλκ.) πήλινο δοχείο. махра, -ы θ. (απλ.) βλ. махорка. махровый επ. 1 πολυπέταλος (για άνθη). 2 μτφ. μεγάλος, διαβόητος· βαμμένος· - реак- реакционер βαμμένος αντιδραστικός· - дургцс με- μεγάλος βλάκας (με περικεφαλαία) . 3 χνουδωτός· -ая ткань χνουδωτό ύφασμα. махры\ -о'в πλθ. (απλ.) θύσανο·,, φούντες, τούφες, κρόσια. ♦маца, -Ы θ. άζυμο ψωμί. Мачеха, -И θ. η μητριά. II μτφ. κακός, α- απεχθής· σκληρός· εχθρικός. мачехин, -а, -о επ. της μητριάς.
мач 577 меа *МВСЧТа, -Ы θ. κατάρτι., ιστός. мачтовка, -И θ. δέντρο κατάλληλο για κα- κατάρτι. мачтовник, ~а α. βλ. мачто'вка. мачтовой, -ОГО α. παρατηρητής πάνω στο κατάρτι. мачтовый επ. του καταρτιού. II βλ. мачТОВСЙ, ♦машина, ~Ы θ. 1 μηχανή" паровая - ατμομη- ατμομηχανή· швейная - ραπτομηχανή· вязальная - η πλεκτομηχανή■ печатная ~ τυπογραφική μπχα- νή· сельскохозяйственные -ы αγροτικές μηχα- μηχανές· уборочная - συλλεκτική μηχανή· ПОДЪём- ная - ανελκυστήρας· набброчная - λινοτυπική μηχανή· - ДЛЯ СТрЙЖКИ ВОЛОС κουρευτική μη-' χανή· счётная - λογιστική μηχανή· собирать -у συναρμολογώ μηχανή. Η (συνεκδ.) государ- государственная - η κρατική μηχανή ή μηχανισμός· адская - ωρολογιακή βόμβα. 2 αυτοκίνητο- легковая - η κούρσα. II (αθλτ.) ποδήλατο ή μοτοσικλέτα. II γραφομηχανή. II (παλ.) τραίνο επιβατικό. 3 μουσικό μηχανικό όργανο (λατέρ- (λατέρνα κ.τ.τ.). машинально επ ίρ. μη χανικά. машинальность, -И θ. μηχανικότητα· - ДВИ- жёний η μηχανικότητα των κινήσεων. машинальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; μηχανικός, ασυνείδητος· - Жест μηχανική χει- χειρονομία. машинизация, -И θ. μηχανοποίηση· - сель- СКОГО хозяйства μηχανοποίηση της αγροτικής οικονομίας. машинизировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. μηχανοποιώ. II -СЯ μηχανοποιούμαι. Машинист, -а α., -ка, -И θ. ο, η μηχανι- μηχανικός. II μηχανοδηγός. машинка, -И θ. μικρή μηχανή, μηχανίτσα. II ραπτομηχανή. II γραφομηχανή. II εχφρ, пишущая - γραφομηχανή. машинно-тракторный επ. μηχανοτρακτορικός· -ЭЯ.станция μηχανοτρακτσρικός σταθμός. машинный επ. μηχανικός, της μηχανής· για μηχανή· με μηχανή· ~ые части μέρη της μηχα- μηχανής, εζαρτήματα· ~ая дойка КОрОВ μηχανικό άρμεγμα. των αγελάδων -ое производство μτ\- χανοποίητη παραγωγή· -ое отделение μηχανο- μηχανοστάσιο· -ая обработка μηχανική κατεργασία ή επεξεργασία. маШИНОВёд, -а α. μηχανολόγος. машиноведение, -Я ουδ. μηχανολογία. машинописный επ. της δακτυλογράφησης ή της δακτυλογραφίας· -ое бюро γραφείο δακτυ- δακτυλογραφίας. II δακτυλογραφημένος· - текст δα- δακτυλογραφημένο κείμενο. машЙНОПИСЬ, -И θ. δακτυλογράφηση, -φι'α· Курск -И μαθήματα δακτυλογραφίας· десять страниц -И δέκα σελίδες δακτυλογραφημένες. машиностроение, -Я ουδ. μηχανουργ'ία. машиностроитель, -я α. μηχανουργός. машиностроительный επ. μηχανουργικός, της μηχανουργίας· - завод εργοστάσιο μηχανοκα- τασκευών· μηχανουργείο. машистый επ., βρ: -шйст, -а, -о μεγάλου ανοίγματος (χεριών, ποδιών κ.τ.τ.). маштйк, ~& α. άλογο γερό και μέτριου ανα- αναστήματος. *маэ"стро ουδ. άκλ. (παλ.) μαέστρος (τιμη- (τιμητική ονομασία παραγόντων τέχνης). II δεξιο- δεξιοτέχνης· μάστορας. маяк, ~а α. 1 φάρος· александрийский - ο φάρος της Αλεξάνδρειας. 2 μτφ. σύμβολο· κέ- κέντρο- μεγάλων ιδεωδών - свободы φάρος της ε- ελευθερίας· - мысли, культуры κέντρο σκέψης, πολιτισμού. маята βλ. маетй; маятник, ~а α. 1 το εκκρεμές· часы с -ОМ ωρολόγι εκκρεμές. 2 ρυθμιστής με εκκρεμές ή ρυθμόμετρο ωρολογίου. маятниковый επ. με εκκρεμές· ~ые часы το εκκρεμές ωρολόγι. II σαν το εκκρεμές, εκ- κρεμοειδής. маять, маю, мйешь р.δ.μ. (απλ.) κουράζω, ταλαιπωρώ, βασανίζω. II -СЯ κουράζομαι, τα- ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι. маячить р. δ. 1 φαίνομαι μακριά, είμαι θεατός· διαγράφομαι. 2 (*απλ.) περνώ δύσκο- δύσκολη ζωή, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. маячный επ. του φάρου· -ая бйшня о πύργος του φάρου" - ОГОНЬ το φως του φάρου· - СТО- РОЖ φαροφύλακας. мга, -й θ. (διαλκ.) βλ. мгла. ^МГЛа, -Ы θ. 1 στρώμα, προπέτασμα, σύννε- σύννεφο· πέπλος· - застилает даль καταχνιά απλώ- απλώνεται μακριά· пыльная - σύννεφο σκόνης ДЫМ- ная - σύννεφο καπνού· снежная - πέπλος χιο- χιονιού. 2 σκοτάδι, σκότος. МГЛИСТЫЙ επ., βρ: МГЛИСТ, -а, ~Ο ομιχλώ- ομιχλώδης, θαμπός. МГНОВёние, -Я ουδ. στιγμή· на - στη στιγ- στιγμή, στο μ,ομέντο. И καιρός, χρόνος. И еч<рр. В ОДНО - πάραυτα, αυτοστιγμεί, ακαριαία· Β - Ока εν ριπή οφθαλμού· В ТО же - την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα. мгновенно επίρ. πάραυτα, αυτοστιγμεί, α- καριαία. мгновенный επ., βρ: -вёнен, -вённа, -о; στιγμιαίος, ακαριαίος. II αιφνίδιος, ξαφν ι- ν.ός, απρόοπτος, απότομος. ме στην έκφραση: НИ бе НИ -; НИ бе НИ - не знает ή не понимает βλ. бе. меандр, -а а. 1 μαίανδρος, κλωθογύρες πο- ποταμού. 2 διακοσμητικό σχήμα, γκρέκα.
меб 578 мед ♦мебель, -И θ. (αθρσ.) έπιπλα, επίπλωση. Ι! εκφρ. ДЛЯ -И για ομορφιά, για φιγούρα, για τα μάτια,, για το θεαθήναι. мебельный επ. των επίπλων ~ магазин επι- πλοπωλείο· -ая материя ύφασμα για έπιπλα. мебельщик, -а α. επιπλοποιός. меблирование, ~я ουδ. επίπλωση. Меблированный επ. απο μτχ. επιπλωμένος. меблировёть, -рую, -ру'ешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. меблированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.и. σ.μ. επιπλώνω. II ~СЯ επιπλώνομαι. меблировка, -И β. Ι επίπλωση (ενέργεια). 2 τα έπιπλα. *мегалйт, ~а α. μεγαλιθικό μνημείο, ♦мегаспора, -ы θ. μακροσπόριο. ♦мегафон, -а α. μεγάφωνο, ♦мегера, ~ы θ. μέγαιρα. ♦мегом, -а α. μεγαόμ, μεγώμ. мёд, -а (-у), προθτ. о мёде, в меду, πλθ. меды а. 1 μέλι1 СОТОВЫЙ - μέλι κηρήθρας. 2 υδρόμελι, μελίκρατο. II εχφρ. не - (με σημ. κατηγ.) δεν είναι παίξε-γέλασε (είναι δύ- δύσκολο) . Медалист, -а α·, -ка, -И θ. αριστούχος μα- μαθητής, -τρία, που αποφοίτησε με μετάλλιο. ♦медаль, -И θ. μετάλλιο, παράσημο· золотая - χρυσό μετάλλιο· серебряная - αργυρό με- μετάλλιο· - материнства μετάλλιο μητρότητας. II εχφρ. оборотная ή другая сторона -и η άλλη όψη του νομίσματος (η άλλη άποψη ζητήματος). медальер, ~а α. μεταλλιοχαράκτης, μεταλ- λογράφος. медальерный επ. μεταλλιοχαρακτικός, με- ταλλογραφικός. медальный επ. του μεταλλίου· -ая лента η ταινία του μεταλλίου, ♦медальон, ~а α. μενταγιόν. медальОННЫЙ επ. του μενταγιόν. медведиха, -и θ. (απλ.) βλ. медведица. медведица, ~Ы θ. 1 αρκούδα, άρκτος (το θηλυκό). 2 πλθ. -Ы αρκτ ι ίδες (γένος ψυχών), II εκφρ. Большая - Μεγάλη Αρκτος · Малая Μικρή Αρκτος. Медведка,1 -И θ. αρκτία η κοινή (έντομο). медведка? -И θ. μεγάλη πλάνη (εργαλείο). II κούτσουρο μακρύ. II κάρο χαμηλό. медведь, -Я α. 1 αρκούδα, άρκτος (αρσενι- (αρσενικό) · белый - η λευκή ή πολική αρκούδα· бу- рый - αρκούδα η κοινή (η καστανόχρωμη). II (παλ.) αρκουδόγουνα. 2 μτφ. άνθρωπος άγαρ- άγαρμπος, αδέξιος, αρκουδάνθρωπος. II εκφρ. СМО- трёть.ή ГЛЯДёть -ем κοιτάζω σαν την αρκού- αρκούδα (βλέπω υπόδρα). медвежётина, ~ы θ. κρέας αρκουδίσιο. медвежатник, ~а α. 1 αρκουδοκυνηγός, αρ- κτοθήρας. 2 αρκουδιάρης. 3 αρκουδοφωλιά, (σε ζωολογικό κήπο). медвежачий, -ья, -ье επ. της αρκούδας. медвежеватый επ., βρ: -ват, -а, -о της αρκούδας, αρκουδιάρικος. медвежий, -ЬЯ, -ье επ. της αρκούδας, αρ- κουδίσιος· - след ίχνος (τορός) αρκούδας· -ье МЯСО κρέας αρκούδας· -ЬЯ шуба αρκουδό- αρκουδόγουνα· -ЬЯ Шкура αρκτή, αρκουδοτόμαρο. II μτφ. αρκουδοειδής. II εκφρ. -ЬЯ болезнь αρ- κουδοδιάρροΐα (απο φόβο), δειλία· - угол μέ- μέρος απόκεντρο, απομακρυσμένο· -ЬЯ услуга η κακή εξυπηρέτηση (περιποίηση). медвежина, -ы θ. βλ. медвежатина· медвежонок, -нка, πλθ. -жата, -жат α. αρ- αρκουδάκι, αρκουδόπουλο. медвяный επ. μελένιος. медеплавильный επ. της χύσης χαλκού· - за- завод χυτήριο χαλκού. медеплавильщик, -а α. χύτης χαλκού, ♦медиана, ~ы θ. η διάμεσος (τριγώνου), ♦медиатор, -а α. πλήκτρο, πένα έγχορδου μουσικού οργάνου. ♦медиеВЙСТ, -а α. μεσαιωνοδίψης, -λόγος. медиевистика, -И θ. μεσαιωνολογία. *мёдИК, -а α. γιατρός, ♦медикамент, -а α. φάρμακο, γιατρικό. медико-санитарный επ. υγειονομικός. мединститут, -а α. ινστιτούτο ιατρικής, ^медиум, -а α. 1 το μέντιουμ. 2 μέσος μου- μουσικός φθόγγος. *медиумЙЗМ, ~а α. πνευματισμός. медиумический επ. του μέντιουμ- του πνευα- τισμού. ♦медицина, ~ы θ. η ιατρική· практическая - πρακτική ιατρι·κή· экспериментальная - πει- πειραματική υγιεινή· судебная - η ιατροδικα- σχ ική. медицинский επ. ιατρικός· υγιεινός· -ая ПОМОЩЬ ιατρική βοήθεια· - институт ινστι- ινστιτούτο ιατρικής* -ие средства τα φάρμακα·-ие работники οι υγειονομικοί· -ое свидетельст- свидетельство πιστοποιητικό γιατρού. И εκφρ. -ая сес- сестра" νοσοκόμα, αδελφή. медкомиссия, -И θ. υγειονομική επιτροπή. медленно επίρ. αργά, βραδέως, αγάλια. медленность, -И θ. βραδύτητα. медленный επ., β: -лен κ. -ленен, -ленна, -ленно αργός, βραδύς· - шаг αργό βήμα· на -ОМ ОГНё με λίγη φωτιά (βράζ',ο, ψήνω). медлительно επίρ. αργά, βραδέως, αργητά. медлительность, -и θ. βραδύτητα. медлительный επ., βρ: -леи, -льна, -льно; αργός, βραδύς, βραδυκίνητος, αργοκίνητος ή αργητός· -ые движения αργές κινήσεις- человек αργητός άνθρωπος. медлить ρ.δ. αργώ, βραδύνω· - с- выполнё-
мед 579 меж нием Обещания αργώ να εκπληρώσω την υπόσχε- υπόσχεση. II αργοπορώ, καθυστερώ· не медля ни ми- минуты ·χωρίς να καθυστερήσεις ούτε ένα λεπτό. Медник, -а α. χαλκιάς, χαλκουργός, χαλκω- ματάς. медницкий επ. 1 χαλκευτικός, χαλκουργι- κός. 2 ουσ. θ. -ая χαλκουργείο, χαλκωματά- δικο. медно-красный επ. χαλκόχρωμος, χαλκέρυ- θρος. меднолитейный επ. χαλκοχυτήριος· - Цех το χαλκοχυτήριο. меднолитейщик, -а α. χαλκοχύτης (εργάτης). меднолобый επ. σκληροκέφαλος, ξεροκέφα- ξεροκέφαλος, αγύριγο κεφάλι (ισχυρογνώμονας). меднопрокатный επ. χαλκόελασματικός· - Цех χαλκό ελασματουργε ίο. медный επ. χάλκινος, χαλκοματένιος· -ая посуда χάλκινο αγγείο· -ые деньги χάλκινα χρήματα (χαλκούνες). II του χαλκού· -ая про- МЫШЛенность βιομηχανία χαλκού. II χαλκούχος, χαλκοφόρος· -ая РУДЙ χαλκομετάλλευμα"- КОЛ- чедйн χαλκοπυρίτης· - купорос θειικός χαλ- χαλκός (γαλαζόπετρα ή βιτριόλι του χαλκού). 2 χαλκόχρωμος· -ое ЛИЦО χαλκόχρωμο πρόσωπο. II εκφρ. - Век η εποχή του χαλκού· - ЛОб βλ. меднолобый· медовар, ~а α. παρασκευαστής υδρομέλιτος (ποτού). медоварение, -Я ουδ. παρασκευή υδρομέλι- υδρομέλιτος. медовуха, -к θ. (διαλκ.) υδρόμελι (ποτό). медовый επ. 1 του μέλιτος· -ые СОТЫ μελι- κηρίδες, μελόπιτες. 2 μελένιος. II εχφρ. месяц о μήνας του μέλιτος (των νεόνυμφων). медогонка, -И θ. μηχανή αφαίρεσης του μέ- μέλιτος απο τις κηρήθρες. медок, -дкй (-дку) α. μελάκι. медонос, ~а α. μελιτοφόρο φυτό. медонОСНОСТЬ, -И θ. μελιτοφορία, περιεκ- περιεκτικότητα σε μέλι. медоносный επ. μελιτοφόρος· -ые растения μελιτοφόρα φυτά· ~ые Пчёлы μελιτοφόρες μέ- μέλισσες. медосбор, -а α. 1 περισυλλογή του νέκτα- ρος (απο τα λουλούδια). 2 το περισυλλεγμένο μέλι. медосмотр, -а α. ιατρική εξέταση. медоточивый επ., βρ: -чйв, -а, -О (παλ.) μελίρρυτος. •медперсонал, -а α. υγειονομικό προσωπικό. медпункт, -а α. σταθμός πρώτων βοηθειών ιατρείο. ♦медресе ουδ. άκλ. ιεροδιδασκαλείο μου- σουλμάνικο. медсанбат,~а α. υγειονομικό τμήμα. медсестра, -ы, πλθ. медсестры, -сестёр, -Сестрам θ. νοσοκόμα, αδελφή. *медуза, -Ы θ. μέδουσα,τσούχτρα. медуница, -Κ θ. ιεράκιο, πνευμονίας (φυ- τό). медь, -И θ. 1 χαλκός· жёлтая - ορείχαλ- ορείχαλκος, μπρούντζος· красная - ερυθρός ορείχαλ- ορείχαλκος. 2 (αθρσ.) χάλκινα νομίσματα. медяк, ~а α. χάλκινο νόμισμα, χαλκούνα. медяница, -Ы θ. 1 ο τυφλίας (φίδι). 2 εί- είδος βλαβερού εντόμου των μηλεϊδών. медянка, -и θ. 1 βλ. медяница: 2(διαλκ.) βλ. гадйка. 3 το πράσινο χρώμα. медяшка, -И θ. (απλ.) 1 βλ. медяк; 2 χάλ- χάλκινη λάμα. меж προθ. με γεν. κ. οργν. βλ. между. межа, ~й, πλθ. мёжи.. меж θ. 1 όριο, σύνο- σύνορο αγροκτήματος· провести -у βάζω σύνορο. 2 το ακαλλιέργητο μέρος των συνόρων. межбиблиотечный επ. ο μεταξύ βιβλιοθηκών - Обмен η ανταλλαγή βιβλίων μεταξύ βιβλιο- βιβλιοθηκών . межбровье, -Я ουδ. το διάστημα μεταξύ των φρυδιών. межведомственный επ, βλ. междуведомственный. межвидовой επ. ο μεταξύ των ειδών -Ое скрещивание η μεταξύ των ειδών διασταύρωση. медцомётие, -Я ουδ. (γραμμ.) επιφώνημα. медцомётный επ. (γραμμ·) επιφωνηματικός. междоузлий επ. το ενδιάμεσο μεταξύ δυ'ο γο- γονάτων του καλαμώδους βλαστού. междоусобие, -я ουδ. εσωτερική διχόνοια· αλληλοσπαραγμός, εμφύλιος πόλεμος. междоусобица, -ы θ. βλ. междоусобие. междоусобный επ. εμφύλιος· -ые ВОЙНЫ εμ- εμφύλιοι πόλεμοι. мёжДУ πρόθ. με γεν. κ. οργν. μεταξύ, α- ανάμεσα· - двух огней μεταξύ δύο πυρών нёбом И землёй μεταξύ ουρανού και γης· странами μεταξύ των χωρών· - ГОрЙМИ μεταξύ βουνών· - НИМИ μεταξύ μας· - НИМ И женой α- ανάμεσα σ' αυτόν και τη σύζυγο του· за мир И дружбу - наро'дами για ειρήνη και φιλία α- ανάμεσα στους λαούς· - нами будет сказано αυ- αυτό θα το ξέρομε μόνο οι δυο μας. II εκφρ, нами (говоря) (για μυστικό) ανάμεσα μας· - прочим ανάμεσα στ' άλλα, μεταξύ των άλλων - тем στο μεταξύ, εν τω μεταξύ· а ~ тем στην πραγματικότητα· - тем как... ενώ,, όταν, τη στιγμή που..· междуведомственный επ. ο μεταξύ τμημάτων υπουργείων. межщгвидово'й επ. βλ. межвидовой. междугородный επ: ο μεταξύ των πόλεων телефон υπεραστικό τηλέφωνο· -ая связь σύν- σύνδεση μεταξύ των πόλεων.
мез меДДУНарОДНИК, -а α. ειδικός σε διεθνή ζη- ζητήματα. международный επ. διεθνής· -ая политика η δΐ,εθνής πολιτική· -Οβ Право διεθνές δίκαιο" ~ая солидарность δΗ,εθνής αλληλεγγύη· ~аЯ выставка διεθνής έκθεση. междунациональный επ.βλ. межнациональный. междупарье, -Я ουδ. ο χρόνος μεταξύ ανοι- ανοιξιάτικων και καλοκαιρινών αγροτικών εργασιών. междупланётный επ. βλ. межпланетный. междуречный επ. μεσοποτάμιος. междуречье, -Я ουδ. μεσοποταμιά, έκταση μεταξύ δύο ποταμών. междурядный επ. ο μεταξύ δύο σειρών1 (γραμ- ίμων βραγών). междурядье, -Я ουδ. ο χώρος μεταξύ δύο σειρών ή γραμμών των φυτειών, σποράς. междусоюзнический επ. διασυμμαχικός. междуцарствие, -Я ουδ. μεσοβασιλεία. междуэтажный επ. ο μεταξύ δύο ορόφων. межевальный επ. οροθετικός, της χάραξης ο- ορίων - инструмент εργαλείο χάραξης ορίων. межевание, -Я ουδ. χάραξη συνόρων αγρών. межевёть, -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. межёванный, βρ: -ван, ~а, -о οροθετώ, χαράσσω αγροτικά σύνορα. II -СЯ οροθετούμαι. межевЙК, ~ά α. χαράκτης συνόρων χωρομέ- χωρομέτρης. межёвка, -и θ. βλ. межевание. межевой επ. οροθετικός· ~ые ЗНЙКИ τα ορό- ορόσημα, τα οροθέσια- - столб συνοριακός στύ- στύλος· ~ Инструмент οροθετικό εργαλείο. II βλ. межевик. межевщик, -а α. βλ. межевик. меженный επ. κατώτατος (για στάθμη νερών)· - уровень реки το κατώτατο όριο νερού ποτα- ποταμού. межень, -И θ. το κατώτατο όριο νερού πο- ποταμού ή λίμνης. II εποχή κατώτατου όριου νε- νερού ποταμού ή λίμνης. межеумок, -мка α. 1 κάθε τι μη καθορι- καθορισμένο ακριβώς· налим - ας ρίξομε (χύσομε) πε- περίπου. II (για ζώα κ. φυτά) ενδιάμεσος. 2 (απλ.) άνθρωπος μέτριων ικανοτήτων. межеумочный επ. ενδιάμεσος, μέσος, μεσαίος. межзаводский к. межзаводской επ. μεταξύ εργοστασίων - Обмен ОПЫТОМ η μεταξύ εργο- εργοστασίων ανταλλαγή πείρας. II κοινός για με- μερικά εργοστάσια· -ая конференция συνδιάσκε- συνδιάσκεψη αντιπροσώπων εργοστασίων. межклетник, -а α. η μεταξύ κυττάρων κοι- κοιλότητα. межклетный επ. βλ. межклеточный. межклеточник, -а α. βλ. межклетник- межклеточный επ. ο μεταξύ των κυττάρων. межколхозный επ. διακολχόζνιηος, ο μεταξύ των κολχόζ. II κοινός για μερικά κολχόζ. межконтинентальный επ. διηπειρωτικός·· -ая ракета διηπειρωτικός πύραυλος. межкраевой επ. ο μεταξύ δύο περιοχών. И κοινός για μερικές περιοχές; межнациональный ел. διεδνής- -ые связи οι διεθνείς επικοινωνίες ή δεσμοί. межник, -а α. (διαλκ.) βλ. межа. Межобластной επ. ο μεταξύ δύο περιοχών. II κοινός για μερικές περιοχές. межокружной επ. βλ. межобластной. межпарламентский επ. διακοινοβουλευτικός. межпланетный επ. διαπλανητικός· -ое про- пространство διαπλανητικό διάστημα· -ая стан- станция διαπλανητικός σταθμός· - полёт διαπλα- διαπλανητική πτήση. межплеменной επ. ο μεταξύ φυλών. межпозВОНОЧНЫЙ επ. ο μεταξύ των σπονδύλων. межпородный επ. ο μεταξύ των ειδών, ρα- τσών -ое скрещивание διασταύρωση μεταξύ ει- ειδών. меяраЙОННЫЙ επ. ο μεταξύ επαρχιών. II κοι- κοινός για μερικές επαρχίες. межрёберный επ. ο μεταξύ πλευρικών οστών. мелремо'нТНЫЙ επ. ο μεταξύ επισκευών побег автомобиля η μεταξύ επισκευών διάνυ- ση αποστάσεων αυτοκινήτου. межреспубликанский επ. ο μεταξύ δημοκρα- δημοκρατιών. II κοινός για μερικές δημοκρατίες. межродовой επ. ο μεταξ# γενών (ζώων ή φυτών). межсессионный επ. ο μεταξύ συνόδων. межсортовой επ. ο μεταξύ ποικιλιών -бе скрещивание διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών. межсоюзнический επ. βλ. междусоюзнический. межсоюзный επ. κοινός για μερικές συνδι- συνδικαλιστικές ενώσεις, межуточный επ. ενδιάμεσος. м*ежэтажный επ. βλ. междуэтажный. ♦мезальянс, ~а α. γάμος ανάρμοστος (λόγω κατώτερης κοινωνικής τάξης τον ενός). мезга, -Ы θ. 1 στέαρ (το ξύλο κάτω από το φλοιό των δέντρων). 2 υποστάθμη, αποπίεσμα, αποστραγγίδι. мездра, ~Ы θ. 1 υποδερμάτιο πέταλο ή υπο- υποδόριος συνδετικός ιστός' (υποδερμίδας). 2 η εσωτερική πλευρά της δοράς η του δέρματος. мездрить р.δ.μ. αφαιρώ τον υποδόριο ιστό. мездровый επ. του υποδόριου ιστού. мездряной επ. βλ. мездровый. *ме3030Й, -Я α. μεσοζωικός αιώνας. мезозойский επ. μεσοζωικός· -ая эра μεσο- μεσοζωικός αιώνας. *мез0ЛЙТ, -а α. μεσολιθική (- μεταβατική) εποχή. мезолитический επ. μεσολιθικός. *мезонйн, -а α. ημιπάτωμα, πατάρι.
мез 581 ыел мезонЙННЫЙ επ. του ημιπατώματος· -ая КОМ- ната δωμάτιο ημιπατώματος. ♦мвЗОН, -а α. (φυσ.) μεσόνιο. ♦мезотрон, -а α. βλ. мезон, •мейстерзингер, -а α. γερμανός ραψωδός του μεσαίωνα. мекать р.δ. (παλ.) υποθέτω, νομίζω. мексиканец, -ща α., -ка, -И θ. Μεξικα- Μεξικανός, -άνα. мексиканский επ. μεξικάνικος. мел, -а α. κιμωλία η λευκή, κρητίδα. |[ τε- τεχνητή κρητιδόσκονη, στόκος. ♦меланж, -а α. μίγμα, κράμα, φύραμα· σύ- γκραση, σΰγκραμα. меланжевый επ. μικτός, επίμικτος, ανάμι- ανάμικτος· κεκραμένος. ♦меланхолик, -а α^ μελαγχολικός. меланхолический επ. μελαγχολικός. меланхоличка, -И θ. γυναίκα μελαγχολική. меланхоличный επ. μελαγχολικός, ♦меланхолия, -и θ.' μελαγχολία, ♦мелисса, -ы θ. μελάσα. малево, -а α. 1 (,διαλκ.) τοάλεσμα (οκαρ- πός) . 2 (παλ.|) φλύαρος, παπαρδέλας, αρλού- μπας. меледа, -Ы θ. 1 είδος παλαιού παιγνιδιού. 2 (απλ.|) ασήμαντο πράγμα. мелеть, -ёет р.δ. 1 γίνομαι αβαθής, ρηχός. 2 μτφ. (παλ.) γίνομαι ασήμαντος, ♦мелинит, -а α. μελινίτιδα (εκρηκτική ύλη). мелинитовый επ. της μελινίτιδας. ♦мелиоративный επ. βελτιωτικός, εγγειοβελ- εγγειοβελτιωτικός . мелиоратор, -а α. ειδικός σε εγγειοβελτι- εγγειοβελτιωτικά έργα. мелиорационный επ. βλ. мелиоративный· ♦мелиорация, -И θ. βελτίωση· εγγειοβελτι- εγγειοβελτιωτικά έργα. ♦мелисса, -Ы θ. μέλισσα η φαρμακευτική, το μελισσόχορτο, μελισσοβότανο. мелить1 ρ.δ.μ. κάνω τι μικρό, μικραίνω· не мели так, пиши крупнее μη κάνεις τόσο μι- μικρά γράμματα, γράφε μεγαλύτερα. мелЙТЬгр.б^. τρίβω με κιμωλία· - бИЛЬЯр- ДНЫЙ кий τρίβω με κιμωλία τη στέκα του μπιλιάρδου. мелкий επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мель- мельче, мельчайший. 1 λεπτός, λεπτόκοκκος, ψι- ψιλός, ψιλόκοκκος· - песок ψιλός άμμος· - ДОЖДЬ ψιλή βροχή· - снег κοκκορόχιονο. II μικρός, ολιγάριθμος· -ие группы μικρές ομάδες. 2 μι- μικρού μεγέθους· -ая рыба μικρό ψάρι· ~ие орё- ХИ μικρά καρύδια· -ие кусочки μικρά κομμα- κομματάκια· -ие морщины μικρές ρυτίδες· - собс- собственник μικροϊδιοκτήτης· -ая буржуазия η μικρή αστική τάζη- - мещанин μικροαστός· - служащий δημόσιος μικρουπάλληλος· -ие ро- роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι· ~ рогатый СКОТ τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)· -ЭЯ ΤΟρ- ГОВЛЯ το μικρεμπόριο. 3 αβαθής", ρηχός· -ая река άβαθο ποτάμι.· ■ ~ая тарелка ρηχό πιά- πιάτο. II εκφρ. -ие деньги τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα· -ая СОШКа ασήμαντος άνθρωπος, αν- ανθρωπάριο. мелко επίρ. μικρά, λίγο, λιγοστά κλπ. επ. II ως κατηγ. είναι ρηχά. II εκφρ. - ПЛЙваТЬ α- ανίκανος, αδύνατος, φτωχός τω πνεύματι, αδέ- αδέξιος, δεν πλέει στα βαθιά (δεν εμβαθύνει). мелкобуржуазность, -И θ. ιδιότητα μικρο- μικροαστού . мелкобуржуазный επ., βρ: -зен, -зна, -зно μικροαστικός· ~ые слой μικροαστικά στρώματα· -ая теория μικροαστική θεωρία. мелководный επ. άβαθος, ρηχός· -ая река άβαθο ποτάμι· -ое Озеро άβαθη λίμνη. мелководье, -Я ουό. 1 χαμηλή στάθμη ποτα- ποταμού, λίμνης. 2 άβαθο (ρηχό) μέρος; мелкодонный επ. μικρού βυθισμού· -ая ЛОД- ка ελαφρά βάρκα.- мелкозём, ~а α. κονιορτώδες έδαφος. мелкозернистость, -И θ. ύπαρξη λεπτόκοκ- κων, μικρόκοκκων. мелкозернистый επ., βρ: -нйст, -а, -о λε- λεπτόκοκκος, μικρόκοκκος· - ячмень λεπτόκοκ- κο κριθάρι· -ая почва ^ονιορτώδες έδαφος. мелкозубка, -и θ. πριόνι με μικρά δόντια, ψιλοπρίονο. мелкозубчатый επ. μικρόδοντος. мелкозубый επ., βρ: -зуб, -а, -о μικρό- μικρόδοντος· -ая рыба ψάρι με μικρά δόντια· -ая пила πριόνι με μικρά δόντια. мелкокалиберка, -и θ. τουφέκι μικρού δια- διαμετρήματος. мелкокалиберный επ. μικρού διαμετρήματος* -ая винтовка βλ. мелкокалиберка. мелкокрестьянский επ. μικροαγροτικός· -ое ХОЗЯЙСТВО μικροαγροτικό νοικοκυριό. мелколесный επ. θαμνόδασος. мелколесье, -Я ουδ. το θαμνόδασος, δάσος χαμηλών δέντρων. мелколиственный επ. μικρόφυλλος· -ые де- деревья δέντρα με μικρά φύλλα. мелколистный επ. βλ. мелколиственный. мелкоплодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно μι- κροκαρποφόρος, που δίνει μικρούς-καρπούς. мелкопоместный επ. μικροκτηματικός. мелкорослый επ. μικρόσωμος, μικρού ανα- αναστήματος, ύψους. мелкосерийный επ. μικρής σειράς. мелкосидящий επ. μικρού βυθίσματος η'εκτό- η'εκτόπισης (για σκάφος). мелкособственнический επ. μικροιδιοκτητι-
мел 582 мел κός* -ие тенденции μικροιδιοκτητικές τάσεις. мелкость, -И θ. 1 μικρότητα, λεπτότητα; 2 το αβαθές, τα ρηχά. мелкоте, -ΐί θ. 1 μικρότητα, λεπτότητα. - букв το μικρό σχήμα των γραμμάτων. 2 μτφ. μηδαμινότητα, ευτέλεια. II (αθρσ.) τα μικρά, οι μικροί· все взрослые на работе, дома осталось только - όλοι οι μεγάλοι στη 6ου- λειά, στο σπίτι έμειναν μόνο τα μικρά. мелкотоварный επ. μικροεμπορευματικός. мелкотравчатый επ. 1 (παλ.) καλυμμένος με χλοώδη στολίδια (για ύφασμα). 2 ασήμαντος, αναξιόλογος. мелкотравье, -Я ουδ. 1 μικρόχορτο, χαμη- λόχορτο. 2 τόπος καλυμμένος με χαμηλόχορτο. мелкошёрстный κ. мелкошёрстый επ. κοντό- μαλλος· - СКОТ τα κοντόμαλλα ζώα. меловой επ. 1 κρητιδικός, με κιμωλία· κρη- τιόούχος. 2 κρητιδοειδής, άσπρος σαν κιμω- κιμωλία. 3 (γεωλ.) της κρητιδικής περιόδου. Ι! εκφρ. - Период η κρητι δική περίοδος. мелодекламатор, -а α. ρετσιτατιβίστας. •мелодекламация, -И θ. μελωδική απαγγελία, ρετσιτατίβο. мелодекламировать, -руга, -руешь р.δ. α- απαγγέλλω μελωδικά, με συνοδεία μουσικής. Мелодика, -И θ. η μελωδική, διδασκαλία πε- περί μελωδίας. мелодический επ. μελωδικός. мелодично επίρ. μελωδικά. меЛОДЙЧНОСТЬ, -И θ. μελωδία, μέλος. мелодичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно με- μελωδικός . ♦мелодия, -И θ. μελωδία, μέλος. *мелодрёма, -Ы θ. μελόδραμα. Мелодраматизм, -а α. μελοδραματισμός, υ- περσυναισθηματικότητα, το εξεζητημένο, το α- αφύσικο στην απεικόνιση. мелодраматический επ. 1 μελοδραματικός. 2 μτφ. υπερσυναισθηματικός, αφύσικος, εξεζη- εξεζητημένος. мелодраматичность, -И θ. μελοδραματικότη- τα. мелодраматичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. мелодраматический B σημ.)·. мелодрамный επ. (παλ.) μελοδραματικός. мелок, -лка α. κομματάκι κιμωλίας. меломан, -а α. μελομανής. *меломОНИЯ, -И θ. μελομανία. мелочишка, -И θ. μικροπράγματα, μικροπρέ- μικροπρέπειες. мелочной επ. βλ. мелочный. мелочность, -И θ. μικρότητα, μικροπρέπεια, ευτέλεια. мелочный επ. 1 μικρός· -ая торговля μι- μικρεμπόριο· -ые расходы μικροέξοδα· -ые по- подробности μικρολεπτομέρειες· -ые интересы μικροσυμφέροντα..2 μικροπρεπής, ευτελής, α- αναξιοπρεπής, τιποτένιος· - человек μικρο- μικροπρεπής άνθρωπος· -ые придирки μικροπροφά- σεις. II ασήμαντος, αναξιόλογος· -ая новость ασήμαντο νέο. 3 -0Й (παλ.) λιανικός· -ая лавка ψιλικατζίδικο· - лавочник ή торговец ψιλικατζής· -ая лавочница η ψιλικατζού· товар τα ψιλικά* -ая продажа λιανική πώληση. мелочь, -И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 μικροπράγ- μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, λιανικά· всякая - πα- παντοειδή μικροπράγματα. II (για αντικείμενα ή ζώα) αθρσ. τα μικρά. II τα μικρά παιδιά. II μτφ. οι μικροί, οι κατώτεροι άνθρωποι (κοι- (κοινωνικά ή υπηρεσιακά). 2 (αθρσ.) τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα. 3 πράγμα ασήμαντο, α- αναξιόλογο, τιποτένιο. Η μικρολεπτομέρεια. II ехсрр. по -ам α) λιανικώς· продовать по ~ём! πουλώ λιανικώςι β) από λίγα, κατά μικρές πο- ποσότητες· покупать ПО - έΐΛ αγοράζω απο λίγα πράγματα· размениваться ПО -ам ή на -И α- ασχολούμαι (καταγίνομαι) με μικροπράγματα. мель, -и, προθτ. о -и, на -й θ. η σύρτη* сесть на - εξοκέλλω, προσαράζω, καθίζω, πέ- πέφτω έξω· СНЯТЬСЯ С -И ξεκαθίζω, εκκαθίζω.ΙΙ .εκφρ. сесть на - συναντώ δυσκολίες· сидеть (как рак) на -Й τα βρίσκω μπαστούνια (σκού- (σκούρα)· Посадить КОГО на - φέρνω κάποιον σε δυ- δυσχερή θέση. ^ мелькание, -Я ουδ. τρεμοσβήσιμο,τρεμοφέγ- γισμα, λαμπύρισμα. мелькать ρ.δ. 1 τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω. Ι) συναντιέμαι αραιά. II μτφ. εμφανίζομαι, περνώ (στη συνείδηση)· разные мысли -агат в его голове διάφορες σκέ- σκέψεις περνούν στο κεφάλι του. 2 διαδέχομαι γρήγορα. II μτφ. περνώ (φεύγω) γρήγορα (για χρόνο). мелькнуть р.σ. βλ. мелькать. мельком επίρ. 1 στα γρήγορα, στα πετα- πεταχτά· βιαστικά, εσπευσμένα* - взглянуть ρί- ρίχνω μια ματιά στα πεταχτά. 2 περαστικά, ε- επιπόλαια, μέσες-άκρες. мельник, -а α. 1 μυλωνάς, μυλωθρός. 2 -И πλθ. είδος χαρτοπαιγνίου. Мельница, -Ы θ. μύλος· ВОДЯНая ~ νερόμυ- νερόμυλος, υδρόμυλος1 паровая - ατμόμυλος· ветря- НЁЯ - ανεμόμυλος· ручная - χερόμυλος· ΚΟ- фёЙНая - καφεκοπτική μηχανή· СВезтЙ Хлеб на -у πηγαίνω άλεσμα στο μύλο· сражаться ή Воевать С ветряными -ами αερομαχώ, σκιαμα- χώ (ματαιοπονώ). мельничий, -ЬЯ, ~ье επ. (παλ.) του μυλωνά. мельничиха, -И θ. η μυλωνού. мельничный επ. του μύλου· -ая ШЮТЙна το φράγμα του μύλου· -ые жернова οι μυλόπετρες*
мел авз мен -ое колесо πτερυγιοφόρος τροχός μύλου (φτε- (φτερωτή) · мельтешить, ~шу, -шйшь р.δ. (απλ.) δε δι- κρίνω καλά, δεν ξεχωρίζω καλά (τα αντικεί- αντικείμενα) . ♦мельхиор, -а α. νεάργυρος, αρζαντόι, αλπα- κά. мельхиоровый επ. απο νεάργυρο. мельчайший βλ. мёлький. мельчить р.δ. 1 μικραίνω, μειώνομαι, ε- ελαττώνομαι. 2 μτφ. ξεπέφτω· χάνω την αξία, ξεφτώ· παρακμάζω· χρεοκοπώ ηθικά. 3 γίνο- γίνομαι αβαθής, ρηχός. мельче βλ. мёлький. мельчить, -чу, -чйшь р.δ.μ. 1 τρίβω· КОМЬЯ СОЛИ τρίβω κομμάτια αλατιού. II λε- πτοκοπώ, λιανίζω. 2 μικραίνω, μειώνω τη ση- σημασία· υποβιβάζω, υποτιμώ. мелюзга, -Й θ. (αθρσ.) τα μικρά (για έμ- έμψυχα). Ι! μικροπράγματα. II μικρά παιδιά παι- δαρέλια, μαρίδα. II μτφ. οι κατώτεροι κοινώ- κοινών ικά άνθρωποι. *мембр£Ша, ~Ы θ. μεμβράνα, υμένας. мембранный επ. μεμβρανώδης, υμενώδης. ♦меморандум -а α. υπόμνημα, ♦мемориальный επ. αναμνηστικός· ~ая доска" αναμνηστικός πίνακας. мемуарист, ~а α., -ка, -И θ. συγγραφέας α- απομνημονευμάτων . мемуарный επ. των απομνημονευμάτων, ♦мемуары, -ΟΒ πλθ. απομνημονεύματα. II (παλ.)' επιστημονικές εργασίες. мёна, ~Ы θ. αλλαγή, ανταλλαγή. менее 1 (παλ.) συγκρ. β. του επ. малый κ. маленький, μικρότερος· λιγότερος. 2 συγκρ. β. του επιρ. мало μικρότερο, λιγότερο· нас было не - ста Ч|еловёк εμείς ήμασταν όχι λι- λιγότερο απο εκατό άτομα. II εκφρ. - всего τε- τελείως, εντελώς (για άρνηση)· тем не - εν τούτοις, και όμως, μολαταύτα, παρά ταύτα, παρ' όλ' αυτά· - как ή - чем λιγότερο απο· - чем неделя λιγότερο απο μια βδομάδα· Чем ВЫ λιγότερο απο σας. ♦менестрель, -Я α. ραψωδός του μεσαίωνα, ♦мензула, -ы θ. αβάκιο γραφής, ♦мензурка, -И θ. ποτήρι βαθμολογημένο (με υποδιαιρέσεις) . *менингЙТ, -а α. μηνιγγίτιδα. ♦менЙСК, -а α. μηνίσκος, κυρτή ή κοίλη ε- επιφάνεια υγρού μέσα σε σωλήνα. II γυαλί κυρ- κυρτό απο τη μια πλευρά,,κοίλο απο την άλλη. меновой επ. ανταλλακτικός, της ανταλλαγής· -ая СТОИМОСТЬ ανταλλακτική αζία· -ая торго- ВЛЯ ανταλλακτικό εμπόριο. менструальный επ. της εμμηνόρροιας. ♦менструЙЦИЯ, -И θ. εμμηνόρροια. менструировать, -руга, -руешь р.δ. έχω την περίοδο, τα έμμηνα, ♦ментик, -а α. στολή ουσάρικη. ♦ментол, -а α. μινθέλαιο, μέντα. ментоловый επ. μινθέλαιος, του μινθέλαιου. ♦ментор, -а α. 1 (παλ.) μέντορας, σύμβου- σύμβουλος, επιμελητής, φροντιστής· παιδαγωγός'. 2 (βοτ.) εμβόλιο, μπόλι. менторский επ. μεντορικός· - ТОН μεντορι- κ'ός τόνος, ♦менуёт, -а α. μινουέτο. МИНуэтныЙ επ. του μινουέτου. меньше 1 συγκρ· β. του επ. милый κ. ми- миленький μικρότερος· - Всех μικρότερος όλων. 2 συγκρ. β. του επιρ. мело λιγότερο· гораз- гораздо - πολύ λιγότερο· - Всего το λιγότερο· НИ больше НИ ~ ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παρα- παραπάνω ούτε παρακάτω· как МОЖНО - όσο το δυ- δυνατό λιγότερο. меньшевизм, -а α. μενσεβικισμός. меньшевик, ~& α., -йчка. -и θ. αενσεβί- κος, ~α. меньшевистский επ. αενσεβίκικος. меньший επ. 1 συγκρ. β. επ. МИЛЫЙ κ. ма- маленький μικρότερος· λιγότεοος· ~ая часть μι- μικρότερη μεοίδα· из двух зол выбрать -ее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον. 2 υπερθ. β. ο πιο λίγος, ο λιγότερος, ο ελάχιστος. 3 ο μικρότερος στην οικογένεια· - СЫН το μι- μικρότερο παιδί (διγόνι)·* - брат о μικρότε- μικρότερος αδερφός· -ая сестра л μικρότερη αδερφή* -ая ДОЧЬ η μικρότερη θυγατέρα (διγόνα). II εκφρ. ПО -ей мере τουλάχιστο· εν πάση πε- περιπτώσει· сёмое -ее το πιο λιγότερο. меньшинство, ~А ουδ. μειοψηφία· ничтожное - ασήμαντη μειοψηφία; II μειονότητα, „меньшой επ. (παλ. κ. απλ.) βλ. младший A σημ.). ♦меню ουδ. άκλ. εδεσματολόγιο, κατάλογος φαγητών, λίστα, μενού. менйла, -Ы θ. αργυραμοιβός, σαράφης. меняльный επ. της αλλαγής χρημάτων -ая ла*вка αργυραμοιβείο, σαράφικο. менйть р.δ.μ. A αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλά- αλλάζω· - товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα η είδος με είδος. 2 χαλνώ, τσα- τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρή- χρήματα) . 3 αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο·-бе- άλλο·-бельё αλλάζω τα εσώρουχα; 4 μεταβάλλω, αλλοι- αλλοιώνω· - ГОЛОС αλλάζω τη φωνή· ~ внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση· - убевдёния αλλάζω πεποιιθήσεις· - [религию αλλαξοπιστώ·- мнение αλλάζω γνώμη. II -СЯ αλλάζω· μεταβάλ- μεταβάλλομαι· давай - авторучками έλα ν' αλλάξουμε τους στύλους· часовне -ЮТСЯ οι σκοποί αλλά- αλλάζουν МОДЫ -ГОТСЯ οι μόδες αλλάζουν харй-
мер ктер -ется о χαρακτήρας αλλάζει,. II εκφρ. В лице αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς. мера, -ы θ. 1 μέτρο, μονάδα μέτρησης* -Ы ДЛИНЫ μέτρα μήκους· -Ы веса μέτρα βάρους, τα σταθμά* -Ы Объёма μέτρα όγκου· -ы вмести- вместительности μέτρα χωρητικότητας· кубическая - κυβικό μέτρο. II η μετρική ταινία. II ρωσικό μέτρο χωρητικότητας εν'ός πουτιού. 2 μτφ. ό- όριο· следует во всём наблюдать -у παν μέ- τρον άριστον всему есть - για κάθε τι υ- υπάρχει όριο· знать -у δεν υπερβαίνω τα ό- ρια4 II (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα· -Ы нака- наказания μέιία τιμωρίας· принимать ~ы παίρνω τα μέτρα· -Ы предосторожности προφυλακτικά μέ- μέτρα· -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας· решительные -Ы αποφασιστικά (δρα- (δραστικά) μέτρα· высшая - '^наказания η εσχάτη των ποινών. II εκφρ. без ~Ы χωρίς μέτρο (υ- (υπερβολικά)· В -у στο μέτρο (μέτρια)· НИ В коей ή ни в какой -е επ· ουδένί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο· по -е ό- όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα· по -е ТОГО' как... οσάκις, ότε, οπότε... сверх -ы: че- через ~у; не В -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον чув- ВСТВО -Ы 'το αίσθημα του μέτρου, ♦мергель, -Я α. μάργα (πέτρωμα). маргельный επ. μαργικός, της μάργας. мерθда, -И θ. είδος αλιευτικού διχτιού. мерёжка, ~И θ. ποίκιλμα, κέντημα. мерёжка, -И θ. ποικιλματάκι, κεντιματάκι. мерекать ρ.δ. (απλ.) σκέφτομαι, συλλογί- συλλογίζομαι* αντιλαμβάνομαι· έχω ιδέα απο... *мерёнга, -И θ. είδος γλυκού πλακούντιου. мерёть, мрёт, παρλθ. χρ. мёр, ~ла, -ло;е- πιρ. μτχ. δεν έχει· ρ.δ. 1 πεθαίνω (για πλήθος). 2 (για καρδιά, αναπνοή) σφίγγομαι, πιάνομαι, σταματώ, σβήνω. II εκφρ. мухи мрут κοντεύω να σκάσω (απο μεγάλη θλίψη). мерещиться, -щусь, -дашься ρ.δ. ι μου φαί- φαίνεται πως, φαντάζομαι. 2 θαμποφαίνομαι, μό- μόλις διακρίνομαι. мерзавец, -вца α. παλιάνθρωπος, αχρείος, παλιόμουτρο, παλιοτόμαρο. мерзавка, -И θ. παλιογύναικα, βρωμογύναί/- κα, παλιοβρώμα. мерзавчик, -а α. (απλ.) μποκαλάκι βότκας. мерзеть, -ею, -ёешь ρ.δ. (απλ.) γίνομαι πάλιάνθρωπος. мерзЙТЬ, -ИШЬ ρ.δ. (παλ.) προζενώ αηδία. мерзкий επ. 1 απεχθής, αηδιαστικός, σιχα- σιχαμερός, απαίσιος. 2 άθλιος, ελεεινός,- αι'- σχρός, αχρείος. мерзко 1 επίρ. απεχθώς, απαίσια κλπ.εΐΐ. 2 ως κατηγ. είναι απεχθές, απαίσιο κλπ. επ. мёрзлость, -и θ. βλ. мерзлотй. мерзлота, -ϋ θ. πάγωμα του εδάφους. мерзлотный επ. βλ. мёрзлый. мерзлотоведение, ~я ουδ. ψυζηολογία του εδάφους. мёрзлый επ. 1 παγωμένος· -ая грязь παγω- παγωμένη λάσπη · -ое стекло" окне το παγωμένο τζά- μι του παράθυρου. 2 (παλ.) πεθαμένος (νε- (νεκρός) απο το κρύο. II ξεπαγιασμένος. II ευαί- ευαίσθητος στο κρύο. 3 κρύος, ψυχρός, κρυαδε- ρός, παγερός. мерзляк, -а α., -чка, -И θ. (απλ.) ευαί- ευαίσθητος στο κρύο, ριγηλός, - ή. мерзлятина, -ы θ. βλ. мерзляк. мёрзнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. мёрз, -ла, -ЛО; μτχ. παρλθ. χρ. мёрзнувший κ. Мёрший р. δ. 1 κρυώνω, ψύχομαι, παγώνω. 2 πεθαίνω απο το κρύο. Ι! ζεπαγιάζω, μαργώνω. мерзопакостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; απεχθής, απαίσιος, αποτρόπαιος. мерзостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно σι- σιχαμερός, αηδιαστικός. II μυσαρός, αποτροπια- στικός. мерзость, ~И θ. μυσαρότητα, σιχαμερότητα· βδελυρότητα, αποτροπιαστικότητα· - престу- преступления αποτροπιαστικότητα του εγκλήματος; . ♦меридиан, -а α. μεσημβρινός (κύκλος της γήινης σφαίρας). II εκφρ. небесный -(αστρν.) ο μεσημβρινός. меридианный επ. του μεσημβρινού, ♦меридиональный επ. του μεσημβρινού· -ая ЛИНИЯ η γραμμή του μεσημβρινού. мерило, -а ουδ. μέτρο· - СТОИМОСТИ μέτρο αξίας. II μτφ. κριτήρια, мерильный επ. βλ. измерительный. мёрин, -а α. πουλάρι ευνουχισμένο .II εκφρ. врёт, как СЙВЫЙ - ψεύδεται ασύστολα- глуп (глупа), как сивый - κουτούλιακας, βλάκας. ♦мерИНОС, -а α. το μερινό, ράτσα πρόβατου καθώ"ς και το μαλλί του. мерино'совый επ. του μερινού· απο μερινό. мерйтель, -Я α. μετρητής ακρίβειας (όργανο). мерительный επ. μετρικός· για μέτρηση. мёрить, -рго, -ришь κ. (απλ.) мерять, ~яю, -яешь р.δ.μ. 1 μετρώ, καταμετρώ· - темпера- температуру μετρώ τη θερμοκρασία· - глубину μετρώ το βάθος. II μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, ε- εκτιμώ· - силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού. Ι) μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πη- διανύω,πηγαινοέρχομαι. 3 προβάρω, κάνω πρόβα, δοκι- δοκιμάζω. II εκφρ. - вёрсты μετρώ τα βέρστια(δι- ανύω μεγάλες αποστάσεις1)· - глазами (ВЗГЛЙ- ДОМ, взором) μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι· тою же мёрюю (ή в ту же -у) πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα). II -СЯ 1 μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω· αλλη- λομετριέμαι. 2 μετρώ το ύψος μου. мёрка, -И θ. 1 τα μέτρα, οι διαστάσεις, τα
мер 585 мер μεγέθη* СНЯТЬ -у παίρνω τα μέτρα. 2 μέτρο, αντικείμενο για μέτρηση. 3 βλ. мера, ♦меркантилизм, -а α. μερκαντιλισμός. меркантилист, -а α. μερκαντιλιστής. меркантилистический επ. μερκαντιλιστικός, του μερκαντιλισμού. меркантилистский επ. μερκαντιλιστικός, του μερκαντιλιστή. меркантильность, -ив. βλ. меркантилизм. меркантильный επ. 1 μερκαντιλιστικός, ε- εμποροκρατικός, του μερκαντιλισμού. 2 μτφ. κερδοσκοπικός, φιλοκερδής. мерклый επ. (απλ.) μουντός, θαμπός. меркнуть, -ну, -нешь; παρλθ. χρ. меркнул κ. мерк, -ла, -ЛО, επιρ. μτχ. δεν έχει· ρ.δ. 1 τρεμοσβήνω, σιγοσβήνω. II σκοτεινιάζω. 2 μτφ. ωχριώ, χάνω την αίγλη μου. мерлушечий, -ья, ~ье επ. (παλ.) βλ. мер- мерлушковый. мерлу^пка, -И θ. γούνα αρνίσια. мерлушковый επ. απο γούνα αρνιού. мерно επίρ. ρυθμικά. мерность, -И θ. ρυθμός, ρυθμικότητα. мерный επ., 0ρ·. -рен, -рна, -рно. 1 ρυθ- ρυθμικός. 2 που έχει καθορισμένο μέτρο, μέγε- μέγεθος. II ενός πήχη. 3 μετρικός, για μέτρηση· -ая посуда αγγείο μετρικό. мероприятие, -Я ουδ. μέτρο· εκδήλωση· са- нитарные -я υγειονομικά μέτρα· массовое μαζική εκδή λωση. мерочка, -и θ. μικρό μέτρο. мерсеризация, -и θ. μερσερισμός. мерсеризовать, -зуго, -зуешь παθ. μτχ.παρλθ. χρ. мерсеризованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ. и.σ.μ. υποβάλλω σε μερσερισμό. II -СЯ υπο- υποβάλλομαι σε μερσερισμό. ♦мерей άκλ. (παλ.) ευχαριστώ. мертвенность, -и θ. νεκρότητα· νέκρα· лица νεκρικό χρώμα του προσώπου. мертвенный επ., βρ: -венен, -венна, -вен- НО. 1 νεκρικός· - цвет νεκρικό χρώμα' - ВИД νεκρική όψη. 2 μτφ. στερημένος ζωής, ζωντά- ζωντάνιας, κίνησης· ~ая пустотй νεκρική ερημιά· - ПОКОЙ νεκρική σιγή· -ая неподвижность νε- νεκρική ακινησία, νέκρα. мертветь ρ.δ. 1 νεκρώνω, -ομαι* -ЛИ глаза νέκρωσαν τα μάτια (έχασαν τη ζωηράδα). II α- αποχτώ χρώμα νεκρού, κερώνω· - ОТ стрйха νε- νεκρώνω απο το φόβο. II μουδιάζω, ξενεύω·Πί!ϋΠ>- ттн -гот ОТ холода τα δάχτυλα ξενεύουν απο το κρύο. 2 μτφ. γίνομαι αδρανής, χάνω τη ζω- ζωτικότητα, νεκρώνομαι. мертвец, -а α. ο νεκρός, ο πεθαμένος, мертвецкая, -ой θ. νεκροσκοπείο. мертвецки επίρ: - пьян τύφλα στο 'μεθύσι' ПИТЬ ή напиваться - γίνομαι τύφλα (σκνίπα, στουπϊ) στο μεθύσι· мертвецкий επ: - покой (παλ.) βλ. мертве- мертвецкая; спать -им сном πέφτω ψόφιος στον ύ- ύπνο, κοιμούμαι βαθιά. мертвечина, ~Ы θ. 1 (αθρσ.) τα ψοφίμια. 2 μτφ. ηθικός και πνευματικός ξεπεσμός, μαρα- μαρασμός· νέκρα, νεκρωμάρα. мертвить, -влй, -вишь; μτχ. ενστ. мертвя- ЩИЙ ρ.δ.μ. νεκρώνω, θανατώνω. II μτφ. μαρα- μαραζώνω· (επι)φέρω μαρασμό. мёртво κ. мертво 1 επίρ. νεκρικά. 2 ως κατηγ. είναι νέκρα· после Полуно'чи В пере- у\лке совсем - μετά τα μεσάνυχτα στην πάρο- πάροδο είναι τελείως νέκρα (καμιά κίνηση) . II βλ. мертвецки: II εκφρ. - пьян (пьяный) βλ. στη λ. мертвецки. мертвороадённый επ. 1 θνησιγενής· - ребё- ΗΟΚ θνησιγενές βρέφος. 2 μτφ. απο την αρχή'1 καταδικασμένος σε αποτυχία· - план σχέδιο καταδικασμένο σε αποτυχία απο τη γένεση του. мёртвый επ., βρ! мёртв, мертви, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертви. 1 νεκρός, πεθα- πεθαμένος· -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)· прИКЙ- Зано ВЗЯТЬ его -ГО ИЛИ ЖИВОГО διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό. 2 μτφ. -ое Μ0- лчание νεκρική σιγή· - вид νεκρική όψη· -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι· на у\яице бы- было -ό στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)· - сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς· -ые знания νεκρές γνώσεις· -ые крЙСКИ εξίτηλα χρώματα. 2 ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος. Ιΐ εκφρ. -ая вода α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου). β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νε- · ρό θαυματουργό (μυθ.I -ая ГОЛОВЙ α) νεκρο- νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ρά- ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)· -ая зыбь η φουσκοθαλασσιά· - капитал α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων -ЭЯ петля α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης. 2 (αερπ.) το λούπιγκ· -ая точка (φυσ.) νεκρό σημείο· -ая ХБЙТка α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη· -ая природа νεκρή φύση· -ое пространство (στρατ.) το α- απυρόβλητο, νεκρή γωνία· - час ώρα ανάπαυ- σης(στα θεραπευτήρια)· - штиль απόλυτη νη- νεμία· - ЯЗЫК νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)· - Якорь η άγκυρα του ναυδέτου (σημα- (σημαδούρας)· НИ ЖИВ НИ Мёртв μισοπεθαμένος, μι- σοζώντανος· пить ~ую (чашу) γίνομαι στουπί στο μεθύσι· спать (заснуть, уснуть) -ым СНОМ πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βα- βαθιά. мертВЯЩИЙ επ. απο μτχ. θανατηφόρος, θα- θανάσιμος, θανατικός (για ψύχος) . II νεκρικός· -ая тишинй νεκρική σιγή.
мер мес мерцание, -Я ουδ. τρεμοφέγγισμα· μαρμαρυ- μαρμαρυγή· - звёзд τρεμοφέγγι,σμα των αστεριών - фонари τρεμοφέγγι,σμα του φαναριού" - ресниц η μαρμαρυγή των βλεφαρίδων. мерцательный επ. που τρεμοσβήνει, -τρεμο- φέγγει, μαρμαρυγώδης · - эпителий επιθήλιο μαρμαρυγής βλεφάρων. мерцать, -ёет р.δ. 1 τρεμοφέγγω, τρεμο- σβήνω, τρεμοπαίζω, μαρμαίρω. II θαμποφέγγω, αχνοφέγγω. 2 (βιολ.) πάλλω, κάνω παλμικές κινήσεις. мёрять(ся) βλ. мёрить(ся).- мёсиво, -а ουδ. 1 μίγμα ημίρευστο. II η λά- λάσπη του δρόμου. 2 κτηνάλευρο. месилка, -И θ. αναμίκτης (μηχανή). месильный επ. της ανάμιξης· -ая машина ρλ. месилка. месЙТЬ, мешу, мёсИШЬ, παθ. μτχ..παρλθ. χρ. мешенный, βρ: ~шен, -а, -о р.δ.μ. ανακα- ανακατώνω, αναμιγνύω* - ГЛЙну ανακατώνω τη γλίνα. II -СЯ ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι. *мёсса, -Ы θ. μυσταγωγία, λειτουργία (των καθολικών). *мессалйна, -Ы θ. μεσαλίνα, έκφυλη γυναίκα. *мессиаНЙ8М, -а α. (γραπ. λόγος) μεσιανι- σμός. мессианский επ. (γραπ. λόγος) μεσιανικός. мессианство, -а ουδ. βλ. мессианизм. ♦мессия, -И α. (γραπ. λόγος) ΙΙεσίας. местами επίρ. σε μερικά μέρη ή σημεία, ε- εδώ και 'κεί, κάπου-κάπου, που και που. местечко} -а ουδ. θεσούλα; II εκφρ. тёплое - ζεστή θεσούλα. местечко2, -а ουδ. κωμόπολη. местёчко'вый επ. της κωμόπολης. мести, мету, метёшь, παρλθ. χρ. мёл, ме- мела, -ло', μτχ. παρλθ. χρ. мётший; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. метённый, βρ: -тён, -тени, -тено ρ.δ.μ. σκουπίζω, σαρώνω. II σηκώνω σκόνη συ- συρόμενος. II παρασύρω* ветер метёт листья по Дороге о αέρας σαρώνει τα φύλλα στο δρόμο. II απρόσ. στροβιλίζω. II -Йсь σαρώνομαι, σκου- σκουπίζομαι . местком, -а α. τοπική επιτροπή συνδικάτου. месткомовец, -вца α. μέλος της τοπικής ε- επιτροπής συνδικάτου. месткомовский επ. της τοπικής συνδικαλι- συνδικαλιστικής επιτροπής. местничать р.δ. (παλ.) διεκδικώ θέση. местнический επ. ιδιοτελής, συμφεροντολο- συμφεροντολογικός· -ие счёты ιδιοτελείς υπολογισμοί· -ие интересы ιδιοτελή συμφέροντα. местничество, -а ουδ. 1 (παλ.) κατάληψη δημόσιας θέσης(λόγω υψηλής καταγωγής). 2 ι- ιδιοτελή συμφέροντα. местность, -И θ. 1 τοποθεσία, τόπος, μέ- μέρος· красивая ~ ωραία τοποθεσία· гористая - ορεινό μέρος. 2 περιοχή· επαρχία· сельская - αγροτική περιοχί. местный επ. 1 τοπικός· - Обычай τοπική συ- συνήθεια (έθιμο)· - Го'вор διάλεκτος, τοπολα- λιά; 2 μερικός, μη γενικός· -ое явление το- τοπικό φαινόμενο· - наркоз τοπική νάρκωση· -ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας* -ая газета τοπική εφημερίδα· -ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση· -го значения τοπικής σημασίας. II εγχώριος, ντόπιος· -ые товары εγχώρια εμπορεύματα· -ое население ντόπιος πληθυσμός. II |εχφρ. -ое время τοπική ώρα· колорит τοπική χροιά (έργων τέχνης)· - ΠΟ- дёж (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση. место, -а, πλθ. места, мест ουδ. 1 τόπος, μέρος· χώρος· рабочее - τόπος της δουλειάς· общественное - δημόσιος χώρος· - назначения τόπος προσδιορισμού· - рождения τόπος γιένη- σης· Глухое - έρημο (απόκεντρο) μέρος· при- бйтъ на - φτάνω στο μέρος. 2 θέση· уступить - παραχωρώ τη θέση· ПОЛОЖИТЬ на - βάζω στη θέση. II θέση υπηρεσιακή" быть без -а είμαι χωρίς θέση. 3 περικοπή, περίοδος, χωρίο. 4 ~ά πλθ. επαρχία, ύπαιθρος· περιφέρεια. 5 βα- βαθμίδα· занимать первое ~ в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα. 6 αντικεί- αντικείμενο, πράγμα αποσκευών. Η εκφρ· - заключе- заключения τόπος εγκάθειρξης, φυλακή· К -у ή у -а πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγ μή· не К -У ή не у -а σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο· на своём -е στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσό- περισσότερο) · на -е преступления στον τόπο του ε- εγκλήματος, επ' αυτοφόρω, στα πράσα· На -е кого στη θέση κάποιου· на -е уло- уложить (положить, убйть) φονεύω επι τόπου· по- поставить на (своё) - кого ή указать - кому βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ τίαρεπτρεηο- 'μενο)· сердце (душа) не на -е σπάραξε η καρδιά (απο φόβο)· не находить (себе)-а δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)· С -а (брать, ВЗЯТЬ) αμέσως, χωρίς καθυστέρηση· НИ С -а α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνή- κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτσ βήμα, στάσιμος· ПО -Йм! (παράγγελμα) στις θέσεις σας! -а Обще- Общего пользования μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ·). местожительство, ~а ουδ. τόπος διαμονής· постоянное - μόνιμη διαμονή· временное - η προσωρινή διαμονή. Местоимение, -Я ουδ. (γραμμ.) αντωνυμία· личное - προσωπική αντωνυμία· вопросйтель- ные ~я ερωτηματικές αντωνυμίες· определй- тельные -Я οριστικές αντωνυμίες· неопреде- неопределённые -я αόριστες αντωνυμίες* относительные
мес 587 мет -Я αναφορικές αντωνυμίες· притяжательные -Я κτητικές αντωνυμίες· указательные -Я δει- κτικές αντωνυμίες. местоименный επ. αντωνυμιακός. местонахождение, -Я ουδ. τόπος (όπου βρί- βρίσκεται κάτι)* - полезных ископаемых τόπος ορυκτών. местоположение, ~я ουδ. τόπος, τοποθεσία, θέση πόλης, σπιτιού κ.τ.τ. местопребывание, -я ουδ. τόπος διαμονής. месторасположение, -я ουδ. βλ. местонахо- местонахождение. месторождение, ~Я ουδ. τόπος καταγωγής. II (γεωλ.) κοίτασμα. месть, -И θ. εκδίκηση, αντεκδίκηση. месяц, -а α. 1 μήνας* двенадцать -ев οι δώδεκα μήνες· - солнечный ηλιακός μήνας* лунный σεληνιακόςΓ.(συνοδικός) μήνας· текущий - ο τρέχων μήνας' прошлый - ο περασμένος μήνας' будущий - ο ερχόμενος (προσεχής) μή- μήνας· В начале -а στην αρχή του μήνα· Β ΚΟΗ- цё -а στο τέλος του μήνα. II περίοδος τριά- τριάντα ημερών ОН приедет через - αυτός θα έρ- έρθει μετά απο ένα μήνα (μετά απο 30 περίπου μέρες). 2 φεγγάρι, σελήνη· ПОЛНЫЙ - η παν- πανσέληνος* НОВЫЙ ή МОЛОДОЙ - καινούριο φεγγά- φεγγάρι· - В ущербе το φεγγάρι είναι στη χάση· - народился το φεγγάρι πιάστηκε. месяцами επίρ. μερικούς (κάμποσους) μήνες συνεχώς. месячина, -Ы θ. (παλ.) το μηνιάτικο του δουλοπάροικου (αμοιβή σε τρόφιμα και ενδυ- ενδυμασία) . месячник1, -а α. μήνας· - советско-грёчес- КОЙ, дружбы μήνας σοβιετο-ελληνικής φιλίας· - детской КНИГИ μήνας παιδικού βιβλίου. месячник? -а α. δουλοπάροικος με μηνιαία αμοιβή βλ. месячина. мёсячно επίρ. με σημ. κατηγ. φέγγει η σε- σελήνη* ВО ДВорё было - η αυλή ήταν φεγγαρό- λουστη. месячный επ. μηνιαίος, μηνιάτικος* - ΟΤ- Пуск μηνιαία άδεια* - ШИН μηνιαίο πλάνο* -ая зарплата οι μηνιάτικες αποδοχές", το μη- μην ιάτικο* - ОКЛЙД ο μηνιαίος μισθός, το μη- μηνιάτικο· - срок μηνιαία προθεσμία. мёта? -ы θ. σημείο, σημάδι, στίγμα* - ΟΒ- ЦЬ1 το σημάδι του πρόβατου. мётй? -Ы κ. -Ы θ. (παλ.) στόχος, σημάδι. II μτφ. σκοπός (πρόθεση). 'металл, -а α. μέταλλο* цветные -Ы έγχρω- έγχρωμα μέταλλα* драгоценные -Ы τα πολύτιμα μέ- μέταλλα* благородный - ευγενές ή πολύτιμο μέ- μέταλλο. II εκφρ. презрённый - (αστ.) παλιο- χρήματα, παλιοπαράδες. металлизация, -и θ. μεταλλοποίηση. металлизированный επ. απο μτχ. μεταλλσκα- λυμμένος. металлизировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. метализированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. καλύπτω με μεταλλικό στρώμα. II -СЯ καλύπτομαι με μεταλλικό στρώμα. металлист, -а α. μεταλλουργός. металлический επ. μεταλλικός* - блеск με- μεταλλική στιλπνότητα' -ие деньги μεταλλικά χρήματα (κέρματα)· - ЗВОН μεταλλικός ήχος. II μεταλλουργικός* - завод μεταλλουργικό ερ- εργοστάσιο. металловед, -а α. μεταλλειολόγος. металловедение, -Я ουδ. μεταλλειολογία. металлографический επ. μεταλλογραφικός. ♦металлография, -И θ. μεταλλογραφία, ♦металлоид, -а α. σώμα μεταλλοειδές.ΙΙ πλθ. -Ы τα μεταλλοειδή ή αμέταλλα. металлоидный επ. μεταλλοειδής, μη μεταλ- μεταλλικός. металлолом, -а α. παλιοσίδερα* собирать - μαζεύω παλιοσίδερα· металлоносный επ. μεταλλοφόρος. металлообрабатывающий επ. της επεξεργασί- επεξεργασίας μετάλλου* -ая промышленность βιομηχανία μεταλλοτεχνίας* - завод εργοστάσιο μεταλλο- μεταλλοτεχνίας. металлоплавйтельный επ: -ая печь φούρνος χυτηρίου* ~ заВОД χυτήριο. металлопрокатный επ: - завод ελασματουρ- γείο. металлопромышленность, -И θ. μεταλλοβιο- μεταλλοβιομηχανία. металлопромышленный επ· μεταλλοβιομηχανι- κός· - райо'н μεταλλοβιομηχανική περιοχή. металлорежущий επ. μεταλλοκοπτικός* - ста- ΗΟΚ μεταλλοκοπτική εργατομηχανή. ♦металлохимия, -И θ. μεταλλοχημεία. металлург, ~а α. μεταλλουργός. металлургический επ. μεταλλουργικός· - за- ВОД μεταλλουργείο. ♦металлургия, -И θ. μεταλλουργία* чёрная - σιδηρουργία· цветная - έγχρωμη μεταλλουργία. ♦метаморфизм, -а α. (γεωλ.) μεταμόρφωση. метаморфический επ. μεταμορφωτικός. ♦метаморфоз, -а α. κ. метаморфоза, -ы θ. μεταμόρφωση* - Гусеницы В бйбучку μεταμόρ- μεταμόρφωση της κάμπιας σε -χρυσαλλίδα. ♦метампсихоз βλ. метемпсихоз ♦метан, -а α. μεθάνιο. метание, -Я ουδ. 1 ρίψη, πέταγμα* - КОПЬЯ ρίψη ακοντίου* - диска δισκοβολία. 2 σκόρ- πισμα. 3 ωοτοκία* - икры απόθεση του γόνου. меТЙНОВЫЙ επ. του μεθανίου. ♦метастаз, -а α. μετάσταση. ♦метатеза, -ы θ. (γλωσ.) μετάθεση.
мет 588 мет метатель, -Я α. αθλητής ρ ίψ εων. метательный επ. (αθλτ.) της ρίψης. метать1, мечу, мечешь; μτχ. ενστ. мечущий, επιρ. μτχ. меча р.δ.μ. 1 ρίχνω, πετώ· землю ИЗ ЯМЫ πετώ χώμα απο το λάκκο· - ΚΟ- пьё ρίχνω ακόντιο' - ГранЙТЫ ρίχνω χειροβομ- χειροβομβίδες· - взор, ВЗГЛЯД ρίχνω βλέμμα, ματιά. 2 παρασύρω· σκορπίζω. II διαχέω. 3 ωοτοκώ· икру1 γονοβολώ, γονεύω. II εκφρ. - пар οργώ- οργώνω χωράφι απο αγρανάπαυση· ~ бисер перед СВИНЬЯМИ (παρμ.) τα άγια τοις κυσί. II -СЯ Ληγαίνω πέρα-δώθε, κινούμαι άτακτα· περιφέ- περιφέρομαι, στριφογυρίζω. II (παλ.) ρίχνομαι προς». 11 — В глазе βλ. έκφρ. στη λ. броситься. метать? -аго, -ёешь; μτχ. ενστ. метйющий, επιρ. μτχ. метая ρ.δ.μ. τρυπώνω, ράβω α- αραιά και πρόχειρα. II εκφρ. - петли α) ράβω κουμπότρυπες, β) κάνω κλωθογύρες (για χάσι- χάσιμο των ιχνών). II - СЯ τρυπώνομαι. метафизик, -а α. μεταφυσικός. ♦метафизика, ~И θ. 1 μεταφυσική (τμήμα φι- φιλοσοφίας) · 2 μτφ. κάθε τι δυσκολονόητο ή α- φηρεμένο. метафизический επ. 1 μεταφυσικός· - метод μεταφυσική μέθοδος· - материализм μεταφυσι- μεταφυσικός υλισμός. 2 μτφ. δυσνόητος, πολύ αφηρε- μένος. метафизичный επ., βρ: ~чен, -чна, -чно βλ. метафизический B σημ.). *метёфора, -Ы θ. μεταφορά (μεταφορική ση- σημασία) . метафорический επ. μεταφορικός· -ое выра- выражение μεταφορική έκφραση. II γεμάτος μετα- μεταφορές. метафоричность, -и θ. μεταφορά. метафоричный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βλ. метафорический, ♦метацентр, -а α. μετάκεντρο. метелистый επ., βρ: -лист, -а, -о χιονο- θυελλώδης· -ая ЗИМЙ χειμώνας με πολλές χιο- χιονοθύελλες . метелица, -ы θ. 1 βλ. метель. 2 στρόβι- στρόβιλος (είδος χορού). метёлка, ~и θ. βλ. метла. II (βοτ.) .θύσα- .θύσανος. II εκφρ. ПОД -у σκούπα (δεν έμεινε τί- τίποτε), σαρώθηκαν τα πάντα. метёлочный επ. της σκούπας, του σάρωθρου. метель, -и θ. χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος. метельный1επ. της σκούπας· -ая палка το σκουπόζυλο. метельный2επ. της χιονοθύελλας, του χιο- νοστρόβιλου. II χιονοθυελλώδικος · -ая χιο- νοθυελλώδικη νύχτα. метельчатый επ. σαρωθροειδής" θυσανωτός. ♦метемпсихоз, -а α. μετεμψύχωση. метение, -Я ουδ. σκούπισμα, σάρωμα. метёный επ. σκουπισμένος, σαρωμένος. ♦метеор, -а α. μετέωρο. метеорит, -а α. μετεωρίτης, μετεωρόλιθος. метеоритный επ. μετεωριτικός. метеорный επ. του μετέωρου· -ые КЙМНИ αε- ρόλιθοι.. ♦метеорограф, -а α. μετεωρογράφος (συσκευή). метеоролог, -а α. μετεωρολόγος. метеорологический επ. μετεωρολογικός· -ая станция μετεωρολογικός σταθμός* -ая сводка μετεωρολογικό δελτίο, ♦метеорология, -И θ. μετεωρολογία, ♦метизация, -И θ. ετερομιξία· επάλλαξη, ε- επιμιξία (ζώων και φυτών για βελτίωση είδους), ♦метил, -а α. μεθύλιο, ♦метилен, -а α. μεθυλένιο. метиловый επ. μεθυλικός· ~ спирт μεθυλική αλκοόλη, μεθυλαλκόλη, ζυλόπνευμα· - эфир μεθυλικός αιθέρας. мётина, ~Ы θ. (απλ.) σημάδι. мётинка, -и θ. σημαδάκι. ♦метЙС, -а α., -ка, -И θ. 1 ετεροειδογενής (για ζώα και καρπούς). 2 μιξογενής, μιγάς. метЙСНЫЙ επ. 1 ετεροειδογενής. 2 μιζογε- νής, μικτός. метить1, мечу, метишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. меченный, βρ: -чен, -а, -Ο ρ.δ.μ. σημαδεύω, σημειώνω, βάζω σημάδι, μαρκάρω. II -СЯ'σημα- -СЯ'σημαδεύομαι, σημειώνομαι, μαρκάρομαι. метить2, мечу, метишь, ρ. δ Л σκοπεύω· - В цель σκοπεύω στο στόχο. 2 μτφ. αποβλέπω, α- αποσκοπώ. II -СЯ σκοπεύω1 - В цель σκοπεύω στο στόχο* метка, -И θ. σημάδι (για αναγνώριση). II σημάδευμα, βάλσιμο σημαδιών. меткий επ., βρ: -ток, -τκά, -τκο. 1 εύ- εύστοχος, πετυχημέμος· - стрелок άριστος σκο- σκοπευτής· -ая пу\ля εύστοχη σφαίρα· - выстрел εύστοχος πυροβολισμός· -ое ружьё εύστοχο όπλο. 2 μτφ. ακριβής* -ое СЛОВО, πετυχημένη* λέξη· -ое определение ακριβής καθορισμός. метко επίρ.1 εύστοχα, πετυχημένα. 2 ακρι- ακριβώς. меткость, -и θ. 1 ευστ.οχία· - выстрела η ευθυβολία. 2 ακρίβεια1 - сравнения ακρίβεια σύγκρισης. метле, -ы, πλθ. метлы, -тел, -тлам θ. 1 σκούπα με σκουιίόξυλο. 2 (βοτ.) είδος ζιζάνιου. метлица, -ы θ. βλ. метла B σημ.). метнуть(ся) р.σ. βλ. метать(сяI. ♦метод, -а α. 1 μέθοδος· диалектический - διαλεκτική μέθοδος" сравнительный - συγκρι- συγκριτική μέθοδος· - обучения μέθοδος διδασκαλί- διδασκαλίας . 2 τρόπος. ♦метода, -ы θ. (παλ.) βλ. метод. методика, -И θ. (αθρσ.) οι μέθοδες1 οιτρό-
мет эеэ мех ποι* - обучения μέθοδες διδασκαλίας. методист, -а а., -ка, -И θ. μεθοδίστας. методический επ. μεθοδικός, методичность, -И θ. μεθοδικότητα, методичный επ., βρ: -чен, -чна, ~чно βλ. методический. методолог, -а α. μεθοδολόγος, μεθοδίστας. методологический επ. μεθοδολογικός, ♦методология, -И θ. μεθοδολογία, метономйческий επ. μετωνυμικός. метонимичность, -И θ. μετωνυμία,-ικότητα. метонимичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно μβ- τωνυμικός. ♦метонимия, -И θ. μετωνυμία. ♦метоп, -а α. μετόπη. *мётр1, -а α. 1 μέτρο· кубический - κυβικό μέτρο. 2 όργανο μέτρησης·'складной ~ πτυσσό- πτυσσόμενο μέτρο. ♦метр? -а α. 1 μέτρο στιχουργικό. 2 μέτρο μουσικό. ♦метр? -а α. (παλ.) δάσκαλος, κύριος, ♦метраж, -έ α. 1 το μήκος σε μέτρα. 2 το εμβαδά χώρου* - комнаты εμβαδό δωματίου, ♦метранпаж, -а α. σελιδωτής, σελιδωποιός. ♦метрдотель, -Я α. 1 αρχισερβιτόρος εστια- εστιατορίου. 2 υπεύθυνος υπηρετικού προσωπικου'σε αρχοντόσπιτο* αρχιμάγειρας. ♦метрика1, -И θ. 1 (φιλγ.) η μετρική. 2 η μετρική μουσική. ♦метрика? -И θ. παιδική ταυτότητα (ως το 16? έτος). метрический1επ. μετρικός· -ая система мер το μετρικό σύστημα. метрйческийгпг. (φιλγ. κ. μουσ.) μετρικός· II εκφρ. -ое стихотворение μετρικό ή προσω- διακό ποίημα (με βραχύχρονες και μακρόχρο- μακρόχρονες συλλαβές). метрический9επ: -ая книга ληξιαρχικό βι- βιβλίο· -ое свидетельство βλ. метрика? -ая ВЫПИСЬ πιστοποιητικό ληξιαρχικής πράξης. ♦метро ουδ. άκλ. βλ. метрополитен. метровка, -И θ. 1 το πτυσσόμενο μέτρο. 2 ξύλα, σανίδες ενός μέτρου. 3 μέτρηση, -μα· произвести -у трубы μετρώ το μήκος ,του σω- σωλήνα. метровый επ. ενός μέτρου (μήκους)· -ая доске σανίδα ενός μέτρου (μήκους). метролог, -а α. μετρολόγος. метрологический επ. μετρολογικός, της με- μετρολογίας . ♦метрология, -И θ. μετρολογία. метромЙН, -а α. (παλ.) μανιώδης στιχουρ- στιχουργός. ♦метромания, -И θ. (παλ.) μανία στιχουρ- στιχουργίας, ♦метроном, -а α. μετρονόμος (συσκευή). ♦метрополитен, -а α. το μετοό. метрополия, -И θ., μητρόπολη, πόλη ή κράτος που έχει ιδρύσει αποικίες. метростроевец, -вца α. -ка, -и θ. ειδικός χτίστης του μετρό. метростроевский επ. της κατασκευής μετρό. метрострбй, -Я α. οργάνωση κατασκευής με- μετρό. мётчик, -а α. 1 σημαδευτής, σημειωτής. 2 σημαδευτήρι, σήμαντρο (όργανο)'. метчик, -ό α. (τεχ.) ελικοτομίδα, φιλιέρα. мефистофелевский επ. βλ. мефистофельский. Мефистофельский επ. μεφιστολικός. мех1 -а, προθτ. о ~е, на -у', πλθ. ~й α. I τρίχωμα· - зайца το τρίχωμα του λαγού. 2 γούνα, γουναρικό'. II χειμερινός επενδύτης, η γούνα. 3 ασκί, τουλούμι. II На рыбьем ~$ με λεπτό ή φθαρμένο επενδύτη (που τον διαπερνά το κρύο). мех2βλ. мехи. механизотор, -а α. μηχανικός. механизаторский επ· του μηχανικού. механизация, -И θ. μηχανοποίηση. механизированный επ. απο μτχ. μηχανοποιη- μηχανοποιημένος* - труд μηχανοποιημένη δουλειά. механизировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. механизированный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.δ.κ.σ.μ. μηχανοποιώ· - производство μηχανοποιώ την παραγωγή. II -СЯ μηχανοποι- ουμαι. ♦механизм, ~а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) μηχανι- μηχανισμός· передаточный - μεταδοτικός κινητικός μηχανισμός· - часов μηχανισμός ωρολογίου" Государственный - κρατικός μηχανισμός. механик, -а α. μηχανικός, μηχανοτεχνίτης. ♦механика, -ив. ι μηχανική* статическая - αίατική μηχανική· прикладная ~ εφαρμοσμένη μηχανική" теоретическая - θεωρετική μηχανι- μηχανική. 2 μτφ. κρυπτό και σύνθετο (πράγμα, σκέ- Ή)" μηχανή. II εκφρ. небесная - η ουράνια μη- μηχανή· ПОДВестЙ ή устроить -у στήνω μηχανή. механЙСТ, -а α. μηχανοκράτης. механистический επ. μηχανοκρατικός· материализм μηχανοκρατικός υλισμός. механистичность, -И θ. μηχανοκρατικότητα. механистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чио; μηχανοκρατικός. механицизм, -а α. μηχανοκρατία. механицист, -а α. βλ. механист.. механический επ. 1 μηχανικός* -ое движе- движение μηχανική κίνηση. II βλ. механистический. II μτφ. επιφανειακός, επιπόλαιος. 2 με τη βοήθεια μηχανής' - погрузчик μηχαν ικός φορ- φορτωτής* -ая ПИЛЙ μηχανικό πριόνι. 3 της κα- κατασκευής μηχανών. И ουσ. θ. -ЭЯ εργαστήριο μηχανών. 4 μτφ. ο χωρίς σκέψη και θέληση γι-
νόμενος· ασυνείδητος. механЙЧНОСТЬ, -И θ. μηχανικότητα. механичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. механический D σημ.). механосборочный επ. μηχανοσυλλεκτικός. механотерапия, -И θ. μηχανοθεραπεία. мехи, -о'в πλθ. (ενκ. мех, -а α.) 1 φυσε- φυσερό, φυσητήρας, φύσα, ασκοί φυσητήρα· кузнё- ЧНЫЙ мех το φυσερό του σιδηρουργού" мех Гармони η φύσα της φυσαρμόνικας. 2 πτυκτός ασκός (φωτογραφικής μηχανής). меховой επ. γούνινος· - воротник γούνινος γιακάς. II των γουναρικών - магазин κατά- κατάστημα γουναρ ικών · -о'е произво'дство παραγω- παραγωγή γουναρικών. меховщик, -ά α., -Ца, -Ы θ. 1 έμπορας γου- γουναρικών. 2 γουναράς (επεξεργαστής). меценат, -а α. (γραπ. λόγος) Μαικήνας (ως προστάτης των γραμμάτων και Τεχνών). меценатство, -а ουδ. προστασία των γραμ- γραμμάτων και Τεχνών. меценатствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. (γραπ. λόγος) προστατεύω τα γράμματα και τις Τέχνες (όπως ο Μαικήνας). *МеЦЦО-СОПрЙНО ουδ. άκλ. ημιύπατη φωνή, μετζοσοπράνο, μεσόφωνος. ♦меццо-ТЙНТО ουδ. άκλ. μελάγχρωμος. меч, -ά α. ξίφος, ρομφαία, σπαθί, σπάθα' Обнажить - σύρω (τραβώ) το σπαθί, ξιφουλκώ ■ ВЛОЖИТЬ - В НОЖНИ βάζω το σπαθί στη θήκη· - правосудия το σπαθί της θέμιδας. II εκφρ. ВЛОЖИТЬ - В НОЖНИ σταματώ τον πόλεμο, τον αλληλσπαραγμό" ПОДНЯТЬ ή Обнажать - κηρύσσω τον πόλεμο, τον αλληλοσπαραγμό· скрестить -Й παίρνω μέρος στη διαμάχη. мечевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно ξι- φοειδής, σπαθώδης, σπαθοειδής. меченный παθ. μτχ. παρλθ. χρ. του р. мё- тить1. меченос, ~а α. βλ. меч-рыба. меченосец, -СЦа α. σπαθοφόρος, ξιφοφόρος. меченый επ. σημαδεμένος, σημειωμένος, μαρ- μαρκαρισμένος· -ая ложка σημαδεμένο κουτάλι* -ое бельё σлμαδεμένα εσώρουχα· ~ые ато'мы (χημ.) σημειωμένα άτομα. мечёть, -И θ. το τζαμί. меч-р^ба, -ы θ. ξιφίας, ξιφιός. мечте, -ы γεν. πλθ. δεν έχει. 1 όνειρο, ονειροπόλημα, φαντασιοκόπημα· сладкие ~Н ό- όνειρα γλυκά· несбыточная - απραγματοποίητο όνειρο· пустея - χίμαιρα· предаваться ~ам ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ. 2 πό.θος διακαής· Зто было -ОЙ моей ЖИЗНИ αυτό ήταν το όνει- όνειρο της ζωής μου. II (παλ.) όραμα, οπτασία. мечтйние, -я ουδ. ονειροπόληση· погру- погрузиться Β - βυθίζομαι σε ονειροπολησίες, ο- ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ. II βλ. мечте. мечтатель, -я α., -ница, -ы θ. ονειροπό- ονειροπόλος, -α, φαντασιοκόπος, -α. мечтательность, -и θ. ονειροπολησία· бо- болезная - αρρωστιάρικη ονειροπολησία' - ха- характера ονειροπόλος χαρακτήρας. мечтательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 ονειροπόλος, φαντασιοκόπος· - человек ο- ονειροπόλος άν-θρωπος· - вид ονειροπόλα όψη' -ая натура ονειροπόλα φύση. 2 φανταστικός, απραγματοποίητος· ~ые МыЪли ονειροπόλες σκέ- σκέψεις. мечтать р.δ. ονειροπολώ, ρεμβάζω, φαντα- φαντασιοκοπώ, ονειρεύομαι. II ποθώ μανιώδικα. II προϋποθέτω· ελπίζω. II εκφρ. - О себе (мно- (много, ВЫСОКО') έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. II -СЯ ονειρεύομαι, ονειροπολώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. мешйлка, -И θ. αναμικτήρια συσκευή. мешанина, -Ы θ. μίγμα, ανακάτεμα· κυκεώ- κυκεώνας* σύμφυρμα, μωσαϊκό. мешанка, -И θ. 1 (διαλκ.) είδος ανακατε- ανακατεμένης νομής. 2 σπορά μικτή. мешать1ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω* ε- ενοχλώ' не -ЙЙте МНе ЩЮЙТЙ μη με εμποδίζετε να περάσω* ОН зйнят, не -айте ему1 αυτός εί- είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε. II εκφρ. не -Йет δεν πειράζει· не -ЛО бы δε θα πεί- πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα. II -СЯ 1 εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο. 2 επεμβαίνω. МвШЙТЬ2ρ.δ.μ. 1 αναμιγνύω, ανακατώνω· кашу ανακατώνω το κουρκούτι' - ложечкой ко'- фе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι. 2 συμμιγνύω* - крёски συμμιγνύω χρώματα. II συμφύρω1 - карты ανακατώνω την τράπουλα. 3 μπερδεύω, συγχέω* Я их -ГО, ОНИ ПОХО'жи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν αεταξύ τους. II -СЯ 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνύομαι, ανακατεύο-, μαι. 2 μπερδεύομαι. 3 συγχύζομαι. II εκφρ. ум ή рассудок -ется συγχύζεται (θολώνει) το., μυαλό· - в уме (в рассудке) κ. - умом (рас- (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό. мешкать р.δ. αργώ, βραδύνω να αρχίσω κά- κάτι, στριφογυρίζω' - с работой στριφογυρίζω για να πιάσω δουλειά. II καθυστερώ, χάνω το χρόνο. мешковатость, -И θ. φαρδύτητα' ασουλουπω- σιά. мешковатый επ., βρ: ~ва"т, -а, -о. 1 φαρ- φαρδύς (σαν τσουβάλι), ασουλούπωτος' - КОСТИМ κοστούμι φαρδύ σαν τσουβάλι. 2 μτφ. άγαρ- άγαρμπος, μπάταλος, -λικος· βαρύς, δυσκίνητος. мешковидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно σα*1 - κοειδης. мешковина, -Ы θ. τσουβαλόπανο, σακκουλό-
меш 591 мик πανό. мешкообразный επ., βρ: -зен, -зна, ι-зно βλ. мешковидный. мешкотность, ~И θ. βραδύτητα, οκνηρία. мешкотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 αρ- αργός, αργητός, βραδύς, βραδυκίνητος. 2 οκνός. πολύχρονος" επίμονος· -ЙЯ работа επίμονη ερ- εργασία. мешок, -ШКЙ α. 1 σάκκος, σακκί, τσουβάλι' ПОХОДНЫЙ - οδοιπορικός σάκκος· сложить вещи В - τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι" ГЭС- кать -й κουβαλώ τσουβάλια· вещево'й - ο γυ-1 λιός του στρατιώτη. 2 μτφ. άνθρωπος αργοκί- αργοκίνητος, αργός, μπάταλος. 3(στρατ.) πολιορκία, κύκλωση· полк попил В - το σύνταγμα κυκλώθη- κυκλώθηκε απο παντού. 4 κάλυκας λουλουδιού. II εκφρ. золотой ή денежный ~ (άνθρωπος) παραλής*-Й под Глазами οιδήματα (εξογκώματα) κάτω απο τα μάτια" сидеть -ОМ (για ενδυμασία) κάθε- κάθεται (στο σώμα) σαιν τσουβάλι· точно (словно) из-за угла -ом удёрённый ή прибитый ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι. мешочек, -чка α. σακκίδιο, σακκούλα, ~λι- τσα. II εκφρ. Β - (για βράσιμο αυγών) μισο- βρασμένα (ούτε μελάτα ούτε σφιχτά). мешОЧНИК, -а α., -ца, -Ы θ. αγοραστής με-т γάλων ποσοτήτων (με τα τσουβάλια). .мешочничество, -а ουδ. κερδοσκοπική αγορά μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων. мешочный επ. του σακκιού,του τσουβαλιού· - холст τσουβαλόπανο. мещанин, -а, πλθ. -ЩЙне, -щан α. 1 μικρο- μικροαστός. 2 μτφ. άνθρωπος μικροσυμφεροντολόγος, με περιορισμένο κύκλο γνώσεων, φιλισταίος·ΊΙ εκφρ. - во дворянстве αρχοντοχωριάτης. мещанка, -и θ. βλ. мещанин. мещанский επ. 1 μικροαστικός· -ое сосло- сословие μικροαστικό στρώμα. 2 μτφ. μικροσυμφε- ροντολογικός· περιορισμένου πνευματικού ο- ορίζοντα. мещанство, -а ουδ. 1 μικροαστικό στρώμα. II (αθρσ.) οι μικροαστοί. 2 μτφ. γλισχρότητοτ, μικροαστικό πνεύμα, μικροαστισμός. мзда, ~Ы θ. 1 (παλ.) αμοιβή, πληρωμή. 2 (παλ.) δωροδοκία. МЗДОДЙтель, -Я α. (παλ.) δωροδόκος. МЗДОЙмеЦ, -мца α. (παλ.) δωρολήπτης, δω- ροδέκτης. МЗДОИМСТВО, -а ουδ. (παλ.) δωροληψία. мздоимствовать, -ствуго, -ствуешь ρ.δ. (παλ^ δωροληπτώ. *МИ ουδ. άκλ. μι (μουσ. φθόγγος). миазматический επ. μιασματικός, μολυσμα- τ ικός. * миазмы, МИЙЗМ πλθ. (ενκ. миазма, -ы θ.) α- αναθυμιάσεις· μιάσματα. МИГ, -а α. στιγμή· В ОДИН - στη στιγμή· Β тот же - την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα· НИ на - ούτε στιγμή. II χρόνος, καιρός· настЙЛ ~ ήρθε η στιγμή. МИГЙЛка, -И θ. λυχνάρι, λύχνος. II φανός- σηματοδότης, φανάρι. II πλθ. -лки, -ЛОК μά- μάτια, οφθαλμοί, τα φωτερά. мигание, ~Я ουδ. 1 σκαρδαμυγμός, ανοιγό- κλειμα των βλεφάρων. II νεύμα με κίνηση των βλεφάρων. 2 μτφ. βλ. мерцание. мигательный επ. του σκαρδαμυγμού. МИГАТЬ р.δ. Τ σκαρδαμύσσω, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα* ~ ГЛазОМИ ανοιγοκλείνω τα μάτια. (| κάνω νεύμα με το μάτι. 2 μτφ. βλ. мерцёть. мигнуть р.σ. βλ. мигать. II εκφρ. не ус- успеть (глазом) - στη στιγμή, αμέσως, ακαρι- ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού' (СТОИТ) ТОЛЬКО - αρ- αρκεί μόνο να του κλείσεις το μάτι ή να του κάνεις νεύμα με τό μάτι (αμέσως εκτελεί). МЙГОМ επίρ. στη στιγμή, αυτοστιγμεί, ακα- ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού, ♦мигранты, -ОВ πλθ. μεταναστευτικά ζώα. миграционный επ. μεταναστευτικός, ♦миграция, ~И θ. 1 μετοίκηση'μετανάστευση* αποδημία. 2 μετατόπιση, μετακίνηση, ανακα- ανακατανομή (στοιχείων, κυττάρων). МИГрёнеВЫЙ επ. ημικρανικός. мигрень, -И θ. ημικρανία. мигрировать, -рую, -руешь р.δ. μετοικώ* μεταναστεύω· αποδημώ. *МЙДИЯ, -И θ. μύδι, μυτίλος, μύακας. *МИелЙТ, -а α. (ιατρ.) μυελίτιδα. *мизансцёна, -ы θ. προδιάθεση δράματος για παράσταση. *мизантро'п, -а α. μισάνθρωπος. мизантропический επ. μισανθρωπικός* -ие настроения μισανθρωπικές διαθέσεις (τάσεις). *МИзантрОПИЯ, -и θ. μισανθρωπία. МИЗГЙрь, ~Я α. (διαλκ.) αράχνη, ♦мизерабельный επ., βρι'-лен, -льна,~льно; άθλιος, ελεεινός. мизерно επίρ. φτωχά, πενιχρά κλπ. επ. ♦мизерность, -И θ. φτώχεια, πενιχρότητα. II αθλιότητα, ελεεινότητα. ♦мизерный επ., βρ: ~рен, -рна, -рно φτω- φτωχός, πενιχρός· ασήμαντος, αναξιόλογος. II (παλ.) άθλιος, ελεεινός; МИЗЙнец, -НЦа α. το μικρό δάχτυλο, ωτίτης. И εκφρ. не стоит -нца твоего к.τ.τ. δεν α- αξίζει ούτε μια τρίχα των μαλλιών σου, είναι τίποτε μπροστά σε σένα· с -; на - ελάχιστος, ασήμαντος, αναξιόλογος. МИЗИНЧИК, -а α. μικρούτσικο δαχτυλάκι. микадо α. άκλ. μικάδος (τίτλος ιαπωνικός). микитки, -ток πλθ: ударить под - (απλ.) χτυπώ στο γκοφό (ισχίο).
МИКОЛОГ, -а α. μυκητολόγος. микологический επ. μυκητολογικός. ♦МИКОЛОГИЯ, -И θ. μυκητολογία, ♦микроб, -а α. μικρόβιο, микробиолог, -а α. μικροβ-ιολόγος. микробиологический επ. μικροβιολογικός, микробиология, -И θ. μικροβιολογία, микробный επ. του μικροβίου* απο μικρόβιο, микроклимат, -а α. μικροκλίμα. *МИКрокОСМ, -а α. μικρόκοσμος (άτομα, ηλε- ηλεκτρόνια κ.τ.τ.). МШфОМёр,-а α. μικρόμετρο (συσκευή). *МИкромётр, -а α. μικρόμετρο. микрометрический επ. μικρομετρικός. ♦микрометрия, -И θ. μικρομετρία. *МИКрОН, -а α. το μικρό, το εκατομυριοστό του μέτρου. микронный επ. του μικρού βλ. микрон. микроорганизм, -а α. μικροοργανισμός, микропористый επ. που έχει μικρούς πόρους, микрорайон, ~а α. μικρό τμήμα περιοχής, μι- μικρός τομέας· συνοικία. микрорельеф, -а α. μικρή ανάγλυφη τοποθε- τοποθεσία, *микроскоп, -а^а. μικροσκόπιο, микроскопический επ. 1 μικροσκοπικός, του μικροσκοπίου. 2 ορατός μόνο με μικροσκόπιο. 3 μτφ. πολύ μικρός, ελάχιστος, μόλις αισθη- τός. МИКРОСКОПИЧНОСТЬ, -И θ. το ελάχιστο· μι- μικρότητα1 σμικρότητα. микроскопичный επ., βρ: -чен, -чна, ~чно βλ. микроскопический C σημ.). микроскопия, -И θ. μικροσκοπία, микроскопный επ. μικροσκοπικός, του μι- μικροσκοπίου* - объектив φακός μικροσκοπίου, микроструктура, -ы θ. μικροσύνθεση. *микрото'м, -а α. μικροτόμος, όργανο λεπτής τομής. *МШфОфЛОра, -Ы θ. μικροχλωρίδα. ♦микрофон, -а α. μικρόφωνο, микрофонный επ. μικροφωνικός, του μικρό- μικρόφωνου' -ЭЯ мембрана μεμβράνη του μικρόφωνου, МИкрофОТОГрЙфИЯ, -И θ. μικροφωτογραφία. микроцефал, -а α. μικροκέφαλος. *МИКроцефалия, -И θ. μικροκεφαλία. ♦микст, -а α. 1 (μουσ.) συμμιγής. 2ϋίκτάς. ανάμικτος. ♦микстура, -ы θ. φάρμακο σύνθετο, μικτό, микстурка, -И θ. μιγματάκι. милаш, -и α. κ. θ. (απλ.) βλ. милашка. МИЛЙшка,-И α. и. θ. (απλ.) 1 χαριτωμένος, -η. II καλός, -ή* МОЙ - καλέ μου. 2 αγαπημένη, ε- ερωμένη. ♦миледи άκλ. θ. δέσποινα. МИЛёЙШИЙ υπερθ. β. του επ. милый. МИЛёНОК, -юса α. (απλ.) αγαπημένος, αγα- πητικός, ερωτευμένος. МЙленькЙЙ επ. 1 χαριτωμένος" θελκτικός· - МЙЛЬЧИК χαριτωμένο αγοράκι. II ευχάριστος, ευάρεστος. 2 αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος. II ουσ. ο αγαπημένος", ο εραστής, ο αγαπητικός, II εκφρ. как - (απλ.) α) αναντίρρητα, β) α- ανεμπόδιστα, εύκολα και καλά, милитаризация, -И θ. στρατιωτικοποίηση. милитаризировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. στρατιωτικοποιώ. II -ся στρατιωτικοποιούμαι. ♦милитаризм, -а α. στρατοκρατία, μιλιταρι- μιλιταρισμός . милитаризоваться) р.δ.κ.σ. βλ. милитари- милитаризироваться) . милитарист, -а α. στρατοκράτης, μιλιταρι- μιλιταριστής. милитаристический επ. σιτρατοκρατικός, μι- μιλιταριστικός. милитаристский επ. βλ. милитаристический. милицейский επ. της πολιτοφυλακής ή του πολιτοφύλακα. II ουσ. πολιτοφύλακας. милиционер, -а α., -ка, -И θ. ο, η πολι- πολιτοφύλακας. милиционерский επ. του πολιτοφύλακα. МИЛИЦИОННЫЙ επ. της πολιτοφυλακής· - ба- тальОН τάγμα πολιτοφυλακής· -ая армия εφε- εφεδρική πολιτοφυλακή. ♦МИЛИЦИЯ, -И θ. 1 πολιτρφυλακή. 2 (αθρσ.) οι πολιτοφύλακες. 3 εφεδρική πολιτοφυλακή. милка, -И θ. αγαπητικιά, ερωμένη. II προσηγ. καλή μου, χρυσ,ή μου . МИЛИампер, -а α. χιλιοσταμπερόμετρο. ♦миллиард, -а α. δισεκατομμύριο. II πλθ. -Ы άπειρο πλήθος. миллиардер, -а α., -ша, -И θ. εκατομμυρι- εκατομμυριούχος, -α. МИЛЛИардерСКИЙ επ. του διεσκατομμυριούχου. миллиардный επ. 1 δισεκατομμυριοστός. 2 αριθμούμενος σε δισεκατομμύρια" -ые бОГат- ства δισεκατομμύρια πλούτη. 4 миллиграмм, -а, γεν. πλθ. -ΟΒ χιλιοστό- χιλιοστόγραμμο. миллиграммовый επ. βάρους ενός χιλιοστό- χιλιοστόγραμμου. миллиметр, -а α. χιλιοστόμετρο. миллиметровка, -и θ. χαρτί χιλιοστομετρι- κό. миллиметровый επ. ενός χιλιοστομέτρου. II -ая бумйга βλ. миллиметровка. ♦МИЛЛИОН, -а α. 1 εκατομμύριο. 2 πλθ. ~Ы άπειρο πλήθος. миллионер, -а α., -ка, -И θ. εκατομμυρι- εκατομμυριούχος, - α. МИЛЛИОНёрша, -И θ. 1 εκατομμυριούχα. 2 η σύζυγος του εκατομμυριούχου.
мил 593 цтям МИЛЛИОННЫЙ επ. 1 εκατομμυριοστός. 2 о α- ριθμούμενος σε εκατομμύρια" - ДОХОД έσοδο ενός εκατομμυρίου. миллионщик, ~а α., ~ца, -ы θ. βλ. милли- миллионер, -ка. милованье, -Я ουδ. συγχώρεση, άφεση (πα- (παραπτώματος)· χάρη. миловать, ~лую, -луешь р.δ.μ. (παλ.) συγ- συγχωρώ, δίνω άφεση, χάρη· ελεώ. II εκφρ. ЙОГ милует (παλ.) ο θεός μας συγχωρεί· как бог -лует? (παλ.) πως περνάτε; πως σας έχει. ο θεός; МИЛОВАТЬ, -лзпо, -луешь р.δ·μ. πολυαγαπώ, χαϊδεύω. II -СЯ αλληλοαγαπιέμαι, άλληλοχαϊ- άλληλοχαϊδεύομαι, . МИЛОВИДНОСТЬ, -И θ. θελκτικότητα, χάρη. миловидный επ., βρ: ~ден, -дна, -дно χα- χαριτωμένος, θελκτικός, θελξικάρδιος, γοητευ- γοητευτικός. милок, -лка α. (προσηγ.) καλέ (μου). *МИЛОрД, -а α. μιλ'όρδος. милосердие, -я ουδ. ευσπλαχνία, έλεος, οί- οίκτος, λύπη, πονοψυχιά, ψυχοπονιά. II εχφρ. без -Я άσπλαχνα, ανηλέητα, αλύπητα, χωρίς οίκτο* сестра -Я (παλ.) νοσοκόμα, αδελφή· брат -Я (παλ.) νοσοκόμος. милосердный επ., βρ: ~ден, -дна, -дно εύ- σπλαχνος, ελεήμονας, καλόψυχος, πονόψυχος. II εκφρ. -ая сестра νοσοκόμα, αδελφή. милосердствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. (παλ.) δείχνω ευσπλαχνία. милосердый επ., βρ: -сёрд, -а, -о (παλ.) βλ. милосердный. милостивец, -вца α·, ца, -Ы θ. ελεητής, α- αγαθοεργός, ευεργέτης. милостивый επ., βρ: тив, -а, -О (παλ.) φιλεύσπλαχνος1 πολυεύσπλαχνος· ευμενής, ε- επιεικής. II εκφρ. - Государь πολυεύσπλαχνεά- νακτα· будь(те) ~йв(ы) (για θερμή παράκληση) κάνε(τε) μου τη χάρη. милостыня, -и θ. ελεημοσύνη· просить ~Ю ζητώ ελεημοσύνη. МИЛОСТЬ, -И θ. 1 καλοσύνη, αγαθότητα, φι- φιλανθρωπία. II συμπόνια, οίκτος, λύπη ν έλεος, ευσπλαχνία' ПО -И бо'жей (παλ.) ελέω θεού· По ~И ή ИЗ -И απο οίκτο (λύπη). II χάρη· προ- СЙть -И ζητώ (να μου δοθεί) χάρη. 2 αγαθο- αγαθοεργία, ευεργεσία. II ελεημοσύνη. 3 εύνοια, ε— μπιστοσΰνη1 быть у КОГО В -и έχω την εμπι-· στοσΰνη· ВЫЙТИ из -И χάνω την εμπιστοσύνη. II εκφρ. по -И α) χάρη σε κάποιον, β) απο φταίξιμο κάποιου1 ваша - η χάρη σας· -ЬЮ ООжей (παλ.) θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)· - про'сим (прошу) σας παρακαλώ· сде- сделайте - α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ· скажите на - πέστε μου παρακαλώ· сдаваться на - победителя παραδίνομαι στο έλεος του ν ικητή. милочка, -и. 1 θ. χαριτωμένη. 2 α.κ,θ. α- αγαπητός, ~ή, καλός, -ή, χρυσός, -ή. милушка, -и θ. βλ., милочка. II αγαΐ'.ητι,Ηΐά, ερωμένη. милый επ., βρ: мил, миле, мило; милейший. 1 χαριτωμένος, χαριτόβρυτος· -ое ДИТЯ χαρι- χαριτωμένο παιδάκι' -ая улыбка χαριτωμένο χαμό- χαμόγελο· ОНИ очень ~ί£ αυτή είναι πολύ χαριτω- χαριτωμένη. П ευχάριστος· ευγενής, -ενικός, φιλό- φρονας. 2 αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, α- ακριβός1 - друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου). 3 ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, ~η, ερα- εραστής. II εκφρ. мил человек (απλ.) καλέ μου άνθρωπε* -ое дело α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση* ωραία· ВОТ (ЭТО) -θ! α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε α- ακόμα ♦миля, -И θ. μίλιο" морская - ναυτικό μίλιο. МИЛЙга, -И α. κ. θ. (απλ.) χαριτωμένος, ω- ωραίος, καλός, συμπαθητικός. *МИМ, -а α. 1 μίμος (κωμική σκηνή απο την καθημερινή ζωή). 2 ηθοποιός τέτοιου έργου. мимик, -а α. (παλ.) βλ. мимист, ♦мимика, -И θ. η μιμική (τέχνη), ♦мимикрия, -И θ. (βιολ.) μιμητισμός, προ- προσαρμογή. II μτφ. προσαρμογή στο κοινωνικό'πε- κοινωνικό'περιβάλλον, στις συνθήκες ζωής. МИМИСТ, -а α., -ка, -И θ. μιμητής, -τρία, (ηθοποιός). мимический επ. μιμητικός. II μιμικάς. МЙМО 1 επίρ. δίπλα, πλάι, κοντά1 μπροστά* - прошёл знакомый κοντά μου πέρασε ένας γνωστός* ОН прошёл - моего дома αυτός πέρα- σ« . προστά απο το σπίτι μου* Я прошёл вас εγώ πέρασα κοντά σας* стрелять - цели αστοχώ στη βολή, ξεφεύγω λίγο απο το στόχο. 2 παρακάμπτοντας, αποφεύγοντας. 3 πρόθ. πα- παρά, κατ» αντίθεση, χωρίς, άνευ* - во'ли πα- παρά τη θέληση. II εκφρ. Пройти - α) περνώ α- απαρατήρητα, β) περνώ χωρίς να θίξω, αντιπα- ρέρχομαι, αποσιωπώ' пропустить - ушей κάνω πως δεν ακούω. мимоездом επίρ. περνώντας, διερχόμενος, περαστικός (με μεταφορικό μέσο). мимоезжий επ. διερχόμενος, διαβατικός (με μεταφ. μέσο). II εκφρ. ~ая дорога о δρόμος που περνά κοντά απο (χωριό, σπίτι κ.τ.τ.). *МИМEза, -Ы θ. 1 μιμόζα, μιμηλή* μιμόζα η ντροπαλή (μη μου άπτου) . II μτφ. άνθρωπος υπερευαίσθητος, μη μου άπτου, 2 είδος ακα- ακακίας αειθαλούς. МИМОЗОВЫЙ επ. της μιμόζας. II της ακακίας. II ουσ. πλθ. -ые τα μιμοζοειδή (φυτά).
мим 594 мин мимолётность, -И θ. παροδικότητα, το εφή- εφήμερο, το πρόσκαιρο. Η γρηγορότητα. мимолётный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 (παλ.) ιπτάμενος, διερχόμενος σιμά και γορ- γοργά, διαβατικός' -ые журавли διαβατικοί γε- γερανοί. 2 μτφ. γοργοδιαβατάρικος, γοργοδια- βατικός. II εφήμερος, παροδικός, πρόσκαιρος, φευγαλέος, γρήγορος, στιγμιαίος· - ВЗГЛЯД ЧрАчорт) ματιά· -ая радость παροδική χαρά' -Οθ СЧЙСТЬе εφήμερη ευτυχία* -ая Встреча συνάντηση στα πεταχτά (στα γρήγορα). мимолётом επίρ. διαβατικά, περαστικά, δια- διαβαίνοντας, περνώντας. II γρήγορα, φευγαλέα, στιγμιαία. МИМОХОДОМ επίρ. 1 περνώντας, διαβαίνο- διαβαίνοντας, διαβατικά, περαστικά (για λίγο). 2 ταυτόχρονα, συνάμα. II παροδικά, εν παρόδω, μεταξύ των άλλων. *МЙна1, -Η 6,1 (στρατ.) νάρκη· магнитная μαγνητική νάρκη" противопехотная - ατομική νάρκη' противотанковая - αντιαρματική νάρ- νάρκη· плавучие -Ы επιπλέουσες νάρκες* закла- закладывать -ы βάζω νάρκες, ναρκοθετώ. 2 εκρη- εκρηκτικό βλήμα όλμου. 3 βλ. торпеда. 4 (παλ.) υπονόμευση εχθρικού οχυρού. II εκφρ. подвес- ТЙ ή ПОДЛОЖИТЬ -у υπονομεύω (κύρος, φήμη, θέση κ.τ.τ.). *МЙна* -Ы θ. όψη, ύφος, μορφή, μορφασμός· насмешливая - γελοία όψη· важная - σοβαρό ύφος· недовольная - μορφασμός δυσαρέσκειας. II εκφρ. делать весёлую ή хорошую -у при пло- плохой игре την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος" делать кислую -у ζυνίζω τα μούτρα μου (κά- (κάνω μορφασμό δυσαρέσκειας). *МЙна? ~Ы θ. (τίαλ.) η μνα (ελληνική). *МЙна? -Ы θ. μολυβδίδα (γραφίτης μολυβδο- κόντυλου). *минарёт, -а α. μιναρές. миндалевидный επ., βρ: -ден, -дна,-дно. 1 αμύγδαλο ε ιδής, αμυγδαλώδης, αμυγδαλόσχημος· αμυγδαλωτός· -ые глаза αμυγδαλωτά μάτια. миндалевый επ. 1 της αμυγδαλιάς· αμυγδα- λοειδής" -ое дерево η αμυγδαλιά. 2 πλθ. -ые τα αμυγδαλοειδή. МИНДЙЛИна, ~Ы θ. 1 το αμύγδαλο (αμυγδαλό- ψιχα). 2 οι αμυγδαλές (αδένες). 3 ορυκτα- μύγδαλο, αμυγδαλίτης, αμυγδαλόπετρα. миндоль, -Я (~к5)а. 1 αμυγδαλιά" цветущий - ανθισμένη μυγδαλιά" - горький α) η πικρο- μυγδαλιά. β) το πικρομύγδαλο· сладкий - α) μυγδαλιά η γλυκόκαρπη. β) γλυκομύγδαλο. 2 (αθρσ») τα αμύγδαλα" - В скорлупе αζεκόκ- κιστα αμύγδαλα" - В сахаре ή обсахаренный αμύγδαλα ζαχαρωμένα. 3 αμυγδαλοσπέρματα. МИНД&ЛЬНИК, -а α. αμυγδαλεώνας. МИНДЙЛЬНИчанье, -Я ουδ. παραχάιδεμα, υ- υπερβολική επιείκεια, εγκληματικός φιλελευ- φιλελευθερισμός. МИНДЙЛЬНИЧать р.δ. (με οργν.) φέρνομαι πο- πολύ συναισθηματικά, μέχρι αηδίας.II φιλελευ- θερίζω υπερβολικά· είμαι επιεικής υπέρ το δέον* - С врагом είμαι γενναιόφρονας προς τον εχθρό. миндальный επ. 1 της αμυγδαλιάς· αμυχδά.- λινος· -ое дерево η αμυγδαλιά" - вкус αμνγ- δάλινη γεύση. II απο αμύγδαλο" -ое масло α- μυγδαλέλαιο, αμυγδαλόλαδο· -ое молоко' αμυγ- δαλόγαλα. II αμυγδαλάτος, αμυγδαλωτός· -ое печенье αμυγδαλωτό μπισκότο. 2 ρόδινος (ό- (όπως το χρώμα των λουλουδιών της αμυγδαλιάς)· -ые щёки ρόδινα μάγουλα. 3 μτφ. υπέρ το δέ- δέον τρυφερός· -ая улыбка παρατραβηγμένο χα- χαμόγελο. II εκφρ. - камень αμυγδαλίτης, αμυγ- αμυγδαλόπετρα, ορυκταμύγδαλο. *минёр, -а α. ναρκοθέτης, μιναδόρος, υπο- υπονομευτής, λαγουμιτζής. II τορπιλητής. *МИНерЙЛ, ~а α. ορυκτό, μετάλλευμα, γη με- ταλλίτιδα. минерализация, -И θ. 1 μεταλλοποιΐα" με- μεταλλοποίηση. 2 περιεκτικότητα σε μετάλλευμα. минерализйровать(ся) р.δ. βλ. минерализо- минерализоваться) . минерализовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. минерализо'ванный, βρ: -ван, -а, -О р.δ.κ.σ.μ. 1 μεταλλοποιώ. 2 γεμίζω με με- μεταλλικά στρώματα. И -СЯ 1 μεταλλοποιούμαι. 2 γεμίζω με μεταλλικά στρώματα. МИНералОГ, -а α. ορυκτολόγος. минералогический επ. ορυκτολογικός, 'минералогия, ~и θ. ορυκτολογία. минеральный επ. ορυκτός, μεταλλικός" -ые вещества μεταλλικές ουσίες· -ое топливо ο- ορυκτέλαιο καύσιμο" -ая ВОДЙ μεταλλικό νερό" - источник πηγή μεταλλιτίού νερού" -ые бо- богатства ορυκτός πλούτος" -ое мёсло ορυκτέ- ορυκτέλαιο. минёрный επ. ναρκοθετικός. *МИнёя, -И θ. μηνιαίο, μηνολόγιο (εκκλησι- (εκκλησιαστικό βιβλίο). *МИНИатЮра, ~Ы θ. έγχρωμο γράμμα ή σχέδιο στην αρχή κεφαλαίου ή παραγράφου αρχαίων κειμένων. II μικρογραφία, μινιατούρα. II επι- επιτομή, μικρό σύγγραμμα. II εκφρ. В -е σε σμι- κρογραφία. МИНИатгорЙСТ, -а α., ~ка, -И θ. μικρογρά- φος,ζωγράφος μικρογραφιών. миниатюрность, -И θ. λεπτότητα· μικρότη- μικρότητα" σμικρότητα" ~ рук λεπτότητα (το λεπτο- καμωμένο) των χεριών. миниатюрный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 μικρογραφικός, της μινιατούρας. 2 μτφ. λε- πτοκαμωμένος, λεπτοφυής, λιανοκαμωμένος, μι-
мин 595 мин ν ιόν. Π πολύ μικρός, σμικρός. *МИНИМалЙЗМ, -а α. μινιμαλισμός. минималист, -а α., -ка, ~И μινιμαλίστας, οπαδός του μινιμαλισμού. МИНИМалЙСТСКИЙ επ. του μι,νιμαλισμού ή του μιν ιμάλιστα. минимально επίρ. 1 ελάχιστα. 2 τουλάχιστο. МИНИМАЛЬНОСТЬ, -И θ. το ελάχιστο όριο· - требований το ελάχιστο όριο απαιτήσεων ή διεκδικήσεων. ♦минимальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; ελάχιστος· -ое расстояние ελάχιστη απόστα- απόσταση' -ое количество ελάχιστη ποσότητα" Β - срок μέσα σε ελάχιστη προθεσμία. ♦минимум, -а α. 1 ελάχιστο όριο, μίνιμουμ· сократить затраты до -а περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο. 2 ελάχιστο όριο γνώσεων οι απαραίτητες γνώσεις· агрономический - οι α- απαραίτητες γεωπονικές γνώσεις· технический - οι απαραίτητες τεχνικές γνώσεις. 3 επίρ. βλ. минимально. 4 ως επ. ελάχιστος' про- программа — το μίνιμουμ πρόγραμμα. II εκφρ. прожиточный - το ελάχιστο όριο διαβίωσης. минирование, -Я ουδ. ναρκοθέτηση, υπονό- υπονόμευση. минированный επ. απο μτχ. ναρκοθετημένος, υπονομευμένος· -ое поле ναρκοπέδιο. минировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. минированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.κ.σ. μ. ναρκοθετώ, υπονομεύω, μινάρω. II -СЯ ναρ- ναρκοθετούμαι, υπονομεύομαι. министерский επ. υπουργικός· - кризис υ- υπουργική κρίση· - портфель υπουργικό χαρτο- χαρτοφυλάκιο· - ПОСТ υπουργικό πόστο· - оклад υ- υπουργικός μισθός· - ум υπουργικό μυαλό· циркуляр υπουργική εγκύκλιος. министерство, -а ουδ.1 υπουργείο- - фи- финансов υπουργείο οικονομικών - внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών υποθέσεων иностранных дел υπουργείο των εξωτερικών υ- υποθέσεων - юстиции υπουργείο δικαιοσύνης. 2 η κυβέρνηση, οι υπουργοί' смена ~а αλλα- αλλαγή κυβέρνησης· падение ~а πτώση της κυβέρ- κυβέρνησης. 3 η υπουργία, το υπουργιλίκι» министерша, -и θ. (απλ.) η σύζυγος υπουρ- υπουργού. ♦министр, -а α. υπουργός· совет -ов υπουρ- υπουργικό συμβούλιο· заместитель -а υφυπουργός. II (αστ.) υπουργικό κεφάλι (έξυπνος).II εκφρ. —Президент πρωθυπουργός· - без портфеля υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. МИННЫЙ επ. με νάρκες· της νάρκης· -ое Поле ναρκοπέδιο1 -ое заграждение φράγμα με νάρκες1 - взрыв έκρηξη νάρκης· -ая Война πόλεμος ναρκών (με νάρκες). минование, -я ουδ: по -и με το πέρασμα, περνώντας· По -и праздников περνώντας οι γιορτές, μετά τις γιορτές. миновать, ную, -нуешъ, επιρ. μτχ. минуя ρ.σ. 1 δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα η αφήνω πίσω μου" - прохожего προ- προσπερνώ το διαβάτη* - деревню προσπερνώ το χωριό. II περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά· пуля -ла МОЗГ η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυα- μυαλό. 2 διαφεύγω, ξεφεύγω· γλυτώνω· ОНИ едвй -ЛИ гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν απο το θάνατο· не - тебе выговора δε θα ξεφύγεις α- απο την τιμωρία. 3 τελειώνω, λήγω, περνώ·-Л0 лето πέρασε το καλοκαίρι1 опасность -ла о κίνδυνος πέρασε. 4 κλείνω, συμπληρώνω. II εκφρ. ~уя αποφεύγοντας· παρακάμπτοντας· подробности αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες. II -СЯ τελειώνω, λήγω, περνώ. минога, -И θ. γαλέος, μύστελος (ψάρι). МШГОГОВЫЙ επ. του γαλέου, του μύστελου. II ουσ. πλθ. -ые τα μυστελιδή. миножий, ~ья, -ье βλ. миноговый. миноискатель, -Я α. ανιχνευτής ναρκών. миномёт, -а α. όλμοβόλο, όλμος. миномётный επ. του όλμου* - ОГОНЬ πυρά όλμων -ая позиция ολμοβολείο. II (οπλισμέ- (οπλισμένος) με όλμους1 -ые части τμήματα ολμοβόλων. МИНОМёТЧИК, -а α. ολμιστής, ολμοβολητής. МИНОНОСец, -СЦа α. τορπιλοβόλο, -λοφόρο. миноноска, -и θ. (παλ;) βλ. миноносец МИНОНОСНЫЙ επ. τορπιλοβόλος' -ая лодка το τορπιλοβόλο (πλοίο). ♦МИНОр, -а α. (μουσ.) μινόρε. II μελαγχο- μελαγχολία, θλίψη. ♦минорка, -И θ. κότα ισπανική. минорный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 του μινόρε. 2 μτφ. μελαγχολικός, θλιμμένος· ΓΟ- Вврйть на -ОМ ТОНе μιλώ μελαγχολικά. II εκφρ. Настроиться на - лад ή ТОН γίνομαι μελαγ- μελαγχολικός. минувший επ. απο μτχ. περασμένος· -ая по- пора ο περασμένος καιρός· -ые ГОДЫ τα περα- περασμένα χρόνια. II ουσ. ουδ. -ее το παρελθόν. ♦минус, -а α. 1 (μαθ.) πλην, μείον. 2 άκλ. αφαιρουμένου1 пять - два равно трём απο τα πέντε να αφαιρέσομε δύο μένουν τρία. II (μαθ.) το σημείο του πλην (-). 3 ελάττωμα, μειονέ- μειονέκτημα. 4 σχολικός βαθμός αδύνατος (λίγο κα- κατώτερος του σημειωνόμενου)· ЭТОТ ученик ПО- лучйл четыре С -ОМ αυτός ο μαθητής πήρε τέσσερα αδύνατο (-4). II κάτω του μηδενός· утром было -22 градусов το πρωί η θερμο- θερμοκρασία ήταν 22 βαθμούς κάτω απο το μηδέν. минусовый επ. αρνητικός· -ая величине αρ- αρνητικό ύψος. ♦минута, -Ы θ. 1 (πρώτο) λεπτό της ώρας· он придёт через пять ~ут αυτός θα έρθει με-
ытт 596 мир τά απο πέντε λεπτά· СИЮ -у αυτό το λεπτό, α- αμέσως, πάραυτα* ПОДОЖДЙте -у περιμένετε ένα λεπτό* С -Ы на -у απο λεπτό σε λεπτό- 2 η στιγμή1· роковая - μοιραία στιγμή1· решитель- решительная - αποφασιστική στιγμή* В первую -у ОН поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε·Β данную -у στη δοσμένη στιγμή' на -у . (για) μια στιγμή, ένα λεπτό· настоящая - αυτή η στιγμή· В Ту же -у; В ту самую -у την ίδια στιγμή* В свободную -у όταν θα είμαι ελεύ- ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος). 3 επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.· 4 Ή οξεία (·) ως υποδιαίρεση. II εχφρ. Β ОДНУ -у την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί* В -у о"ю λεπτό, αμέσως· (ОДН^) -у ένα λεπτό (πα- (παράκληση αναμονής)' В добрую -у στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)· -у ВНИ- МЙНИЯ ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)· без ПЯТИ ~ут στα πρόθυρα, πολύ κοντά* без ПЯТИ -ут инженер οσονούπω θα γίνει μηχανικός* как ОДНИ - (проЙТЙ, пролететь) πολύ γρήγορα (ό- (όπως περνά ένα λεπτό). МИнутка, -И θ. λεφτοδάκι* ОДНУ -у ένα λε- φτοδάκι (παράκληση αναμονής)· .минутный επ. του λεπτού* -ая стрелка λε- λεπτοδείκτης. II διαρκείας ενός λεπτού* - пе- перерыв διάλειμμα ενός λεπτού. II ολιγόλεπτος, βραχύχρονος1 παροδικός· ~ая встреча ολιγό- ολιγόλεπτη συνάντηση (αντάμωμα)·-ая радость φευ- φευγαλέα χαρά* -ое дело υπόθεση εύκολη (ενός λεπτού). минуточка, -и θ. βλ. минутка. минуть, минешь, καρλθ. χρ. минул, -ла,-ло προστκ. δεν έχει* μτχ. παρλθ. χρ. минувший; επιρ. μτχ. δεν έχει* ρ.σ. 1 βλ. миновать A σημ.). 2 παρλθ. χρ. βλ. миновать C σημ.). 3 συμπληρώνω, κλείνω' скоро мне минет сорок лет σύντομα θα κλείσω τα σαράντα χρόνια.. И -ся βλ. минуть, миновать. *МИОкард, -а α. μυοκάρδιο. МИОКардЙТ, -а α. μυοκαρδίτιδα. мир? -а, πλθ. -Ы α. 1 о κόσμος, το σύμπαν происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος* весь мир όλος ο κόσμος* миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργ'ίατου κόσμου. 2 ουράνιο σώμα, πλανήτης. 3 Л γήι- γήινη σφαίρα, η Γη* η οικουμένη* ο κόσμος, οι άνθρωποι. II το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος. 4 κοινωνία* античный - ο αρχαίος κόσμος*ка- ПИТалистЙческиЙ - η καπιταλιστική κοινωνία* социалистический - η σοσιαλιστική κοινωνία. II τάξη, κοινωνικό σύστημα' старый - разла- разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται. 5 σφαίρα ζωής* ЖИВОТНЫЙ мир о ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο* растительный - ο φυτικός κό- κόσμος, το φυτικό βασίλειο· духовный - чело- человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου. II κύ- κύκλος (ανθρώπων)· - учёных о επιστημονικός κόσμος. 6 αγροτική κοινότητα* μέλη αυτής;ΙΙ συγκέντρωση, συνέλευση. II η ζωή* др'льний - (παλ.) η επίγεια ζωή* ЖИТЬ В ~$ διάγω κοι- κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική). II εκφρ. Всем -ОМ όλοι μαζί, απο κοινού, ο- ομού* быть (оказаться) отрезанным от -а εί- είμαι ξεκομμένος απο την κοινωνία" ПОЙТИ (ХО- (ХОДИТЬ, идти κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) δια- διακονεύω' пустить по -у кого στέλλω|(κάνω)κά- στέλλω|(κάνω)κάποιον να διακονέψει* уйти (переселиться) в лучший (В другой, ИНОЙ) - μεταβαίνω στον άλ- άλλο κόσμο (πεθαίνω)' Не ОТ -а сего δεν είναι απ' αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)* сильные ή великие -а сего οι ισχυροί αυτού του κόσμου* С -ом (ευχή) με το καλό (να πας). МИр* -а α. 1 ειρήνη* γαλήνη, ηρεμία* ЖИТЬ В -е ζω ειρηνικά* нарушить - В семье διατα- διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη* - Души ψυχι- ψυχική γαλήνη* борьба народов за - πάλη των λα- λαών για ειρήνη' - народам! ειρήνη στους λα- λαούς! прочный - σταθερή ειρήνη' оплот -а προ- προπύργιο της ειρήνης* - вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας). 2 συνθήκη, συμφωνία* заклю- заключить ~ κλείνω ειρήνη* подписать - υπογράφω ειρήνη* переговоры О -е συνομιλίες (διαπραγ- (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη. 3 ησυχία* Я хочу θέλω ησυχία. II εκφρ. - кому; - праху ко- кому να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπά- σκεπάζει), γαίαν ελαφράν* - дому сему παλ.(χαι- παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυ- αυτό1 С -ОМ отпустить αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). мираб, -а α. υδροδιανομέας αρδευτικού συ- συστήματος στην Κ. Ασία. Мирабелевый επ. της προύμνης. *МИрабёль, -И θ. είδος προύμνης καθώς και οι καρποί της. мирабельный επ. της προύμνης. *МирабИЛИТ, -а α. θειικό νάτριο. *МИраЖ, -а α. 1 φάσμα, όραμα· οφθαλμαπάτη. 2 μτφ. πλάνη της φαντασίας, απάτη, ξεγέλα- σμα- — славы απάτη της δόξας. мирволить ρ.δ. (παλ.) με δοτ. δείχνω επι- είκια, φέρνομαι επιεικά. *мирза, -ы θ. 1 τίτλος περσικός. 2 τιμητι- τιμητική ονομασία δημ. υπαλλήλων και θεολόγων. 3 γραμματικός, γραφιάς. ♦мириЙДЫ, -ад πλθ. (γραπ. λόγος) μυριά- μυριάδες (αναρίθμητο πλήθος). МИрЙТЬ ρ.δ,μ. 1 συμφιλιώνω, ειρηνεύω* отца С СЫНОМ συμφιλιώνω τον πατέρα με το γιο· - враждующих συμφιλιώνω τους εχθρευό- μενους. 2 κάνω ανεκτικόν ενδίδω" его ум -йл всех с его дурным характером το πνεύμα
мир 597 мис του έκανε όλους ανεκτικούς προς τον άσχημο χαρακτήρα του. Π -СЯ συμφιλιώνομαι,, ειρη- ειρηνεύω. II συμβιβάζομαι. мирно επίρ. ειρηνικά· ήρεμα κλπ. επ. επ. (παλ.) ειρηνικός, μη εμπόλεμος, επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 ειρη- ειρηνικός· ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός· - народ ειρηνόφιλος λαός· -ое Государство ειρηνόφιλο κράτος. П φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος· человек φιλήσυχος άνθρωπος* -ая ЖИЗНЬ ειρη- ειρηνική ζωή* - характер ήσυχος (ήπιος) χαρα- χαρακτήρας· -ое уреголйрование ειρηνιικός διακα- διακανονισμός. 2 ειρηνευτικός· -ая политика πο- πολιτική ειρήνης" -ое время ειρηνική περίο-, 6ος · II της ειρήνης· - трактат συνθήκη ειρή- ειρήνης' -ая конференция διάσκεψη ειρήνης. ♦миро, -а ουό. (εκκλσ.) μύρο, μυριέλαιο. II εκφρ. ОДНИМ -ОМ мазаны ένας παπάς τους βά- βάφτισε (ίδιων ελαττωμάτων). мировозрение, -я ουδ. κοσμοθεωρία. мировозрёнческий επ. κοσμοθεωρητικός. мировой 1επ. 1 του σύμπαντος· -ое простран- пространство το διάστημα. 2 παγκόσμιος' -ая карта о παγκόσμιος χάρτης· -ая война παγκόσμιος πό- πόλεμος· В -ОМ маштабе σε διεθνή κλίμακα. 3 εξαιρετικός, άριστος, θαυμάσιος, υπέροχος· -ая вещь υπέροχο πράγμα. II εκφρ. -ая скорбь (παλ.) γενική απαισιοδοξία (σε λογοτεχνικό έργο) . мировой2 επ. 1 εξώδικος, χωρίς δικαστή- δικαστήριο, ειρηνικός· -ая сделка ειρηνική διευθέ- διευθέτηση ή συμφωνία. 2 ουσ. α. ειρηνοδίκης. 3 ουσ. 9. -ая ειρηνική διευθέτηση, ειρηνικός διακανονισμός" предлагать -уго προτείνω ει- ειρηνική λΰση· пойти на -уго δέχομαι ειρηνικό διακανονισμό· подписать -уго υπογράφω ειρη- ειρηνικό διακανονισμό. II εκφρ. - посредник ει- ειρηνευτής, ειρηνοποιός' - судья βλ. 2 σημ. - суд ειρηνοδικείο. МИробД, ~а α. παράσιτος, κηφήνας' χαραμο- χαραμοφάης. мироедский επ. παράσιτος, παρασιτικός. мироедство, ~а ουδ. παρασιτία, -τισμός. мироздание, -Я ουδ. (γραπ. λόγος)'Το σύ- σύμπαν , η πλάση. мирок, -рка α. μικρός κύκλος ανθρώπων. II μτφ. περιορισμένος κύκλος (γνώσεων, παρα- παραστάσεων κ.τ.τ.). миролюбец, -бца α. ειρηνόφιλος. МИроЛГОбЙВОСТЬ, -И θ. ειρηνοφιλία, . φιλει- ρηνικότητα, φιλειρηνισμός. миролюбивый επ., βρ: -ОЙВ, -а, -О ειρη- ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός· -ые государства ει- ειρηνόφιλα κράτη· -ая политика φιλειρηνική πολιτική. II ειρηνευτικός, ειρηνικός· - ТОН ειρηνικός τόνος. мироощущение, -Я ουδ. αισθητότητα του πε- περιβάλλοντος (του κόσμου). миропомазание, -я ουδ. (εκκλσ.) άλειμμα με μύρο. миропонимание, -Я ουδ. κοσμοαντίληψη. миросозерцание, -Я ουδ. κοσμοαντίληψη. миросозерцательный επ. της κοσμοαντίληψης. миротворец, -рца α. ειρηνευτής, -νοποιός. миротворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно ει- ειρηνευτικός, ειρηνοποιός. миротворство, -а ουδ. ειρήνευση, ειρηνο- πο ίηση. миротворческий επ. βλ. миротворный. *мирра, -Ы θ. 1 μύρρα η κομμιοφόρα. 2 το μύρρο. МЙрроВЫЙ επ. της μύρρας* απο μύρρα' -ые ветки κλαδιά μύρρας· - запах η ευωδιά της μύρρας· -ое масло το μυρρέλαιο· -ое дерево βλ. мирра. мирской επ. 1 (παλ.) ανθρώπινος, των αν- ανθρώπων. 2 (παλ.) επίγειος. II ουσ. ουδ. -о'е το επίγειο. II κοσμικός (αντών. του επ. μο- μοναχικός). II ουσ. κοσμικός (αντών· του ουσ. μοναχός). 3 της κοινότητας, κοινοτικός. ♦мирт, -а α. 1 μυρτιά, μυρσίνη, μύρτος. 2 μτφ. στεφάνι μύρτινο. миртовый επ. μύρτινος. II ουσ. πλθ. -ые τα μύρτοε ιδή (φυτά). мирянин, -а, πλθ. -яне, -ян α., -ка, -и а λαϊκός, -ή (αντών. του κληρικός). 2 αγροτι- αγροτικός, χωριάτικος, μέλος της αγροτικής κοινό- κοινότητας. 3 (παλ.) πλθ. -не λαός, κόσμος, άν- άνθρωπο ι. мйса, -ы θ. (παλ.) βλ. миска, миска, -и θ. γαβάθα. МЙСОЧКа, -И θ. γαβαθίτσα. *мисс θ. άκλ. μις, δεσποινίδα. II βλ. гувер- гувернантка. ♦миссионер, -а α·, -ка, -И θ. ιεραπόστο- ιεραπόστολος· ιεροκήρυκας. миссионерский επ. ιεραποστολικός. миссионерство, -а ουδ. ιεραποστολή. ♦МИССИС θ. άκλ. κυρία, μίσερς. ♦миссия, -и θ. 1 αποστολή· трудная - δύ- δύσκολη αποστολή. 2 καθήκον (για εκτέλεση έρ- έργου). 3 αντιπρόσωποι' торговая - εμπορική αποστολή· военная - στρατιωτική αποστολή. 4 οργάνωση ιεραποστολική· пёпская - η παπική αποστολή. ♦мистер, -а α. κύριος, μίστερ. ♦мистерия, -и θ. 1 (παλ.) μυστήριο, λατρεία μυστική. 2 (εκκλσ.) ιερή τελετή. ♦МИСТИК, ~а α. μυστικιστής, μυστικοπαθής. мистика, -И θ. μυστικισμός, μυστικοπάθεια. II αινιγματικότητα. мистификатор, -а α. (γραπ. λόγος) φενακι-
мис 598 мне στης, απατεώνας. мистификаторский επ. φενακιστικός, απατη- τικός, απατηλός. ♦мистификация, -И θ. φενακισμός, εξαπάτη- εξαπάτηση· εμπαιγμός. мистифицировать, -руго, -руещь р.δ.и.σ. ε- ζαπατώ, φενακίζω' εμπαίζω. МИСТИЦИЗМ, -а α. μυστικισμός, мистический επ. μυστικιστικός. II μτφ. α- ανεξήγητος, ακατανόητος, ακατάληπτος. *МИСТраль, -Я α. άνεμος βορειοδυτικός, μα- μαΐστρος, σκίρονας. ♦мистрис θ. άκλ. (παλ.) κυρία, μίσερς. ♦митенка, -И θ. (παλ.) γάντι γυναικείο α- δάκτυλο. *МЙТИНГ, -а α. συλλαλητήριο' συνάθροιση, συ- συγκέντρωση· массовый - μαζικό συλλαλητήριο' - протеста συλλαλητήριο διαμαρτυρίας· все- всенародный - παλλαϊκό (πάνδημο) συλλαλητήριο. митинговать, -Гуго, -гуешь ρ.δ. κάνω συλ- συλλαλητήριο· συμμετέχω στο συλλαλητήριο. МИТИНГОВЫЙ επ. επ. του συλλαλητηρίου' оратор о ρήτορας του συλλαλητηρίου. МИТКалёВЫЙ επ. της οθόνης, του χασέ· απο χασέ. ♦миткаль, -Я (~Ю) α. χοντρός χασές, миткальный επ. βλ. миткалёвый. ♦митра, -ы θ. μίτρα· - архиепископа η μί- τρα του αρχιεπίσκοπου. ♦митральеза, -Ы θ. μυδραλιοβόλο, πολυβόλο. ♦МИТРОПОЛИТ, -а α. μητροπολίτης. МИТрополЙТСКИЙ επ. μητροπολιτικός, митрополичий επ. μητροπολιτικός, ♦митрополия, -И θ. (εκχλσ.) μητρόπολη. ♦миф, -а α. μύθος, παραμύθι. II μτφ. απο- αποκύημα φαντασίας, κάτι φανταστικό, μη υπαρκτό. мифический επ. μυθικός, μυθώδης. Π μτφ. φανταστικός, ανύπαρκτος, παραμυθένιος. мифичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βλ. мифический. МИфОЛОГ, ~а α. μυθολόγος. мифологический επ. μυθολογικός. ♦мифолОГИЯ, -И θ. μυθολογία. МИфОТВОрчестВО, -а ουδ. μυθοποιΐα, μυθο- δημιουργία. михрютка, -И α. κ. θ. (απλ.) κακομοιριά- ρης, κακομοιριάρικος. ♦мицелий, -Я α. (βοτ.) μύκης, μανιτάρι. ♦мичман, -а α. (ναυτ.) αρχικελευστής. МИЧМанка, -И θ. είδος ναυτικού καπέλου με γείσο. мичуринец, -нца α. μιτσουρίνος. мичуринский επ. μιτσουρινικός, του Μι- τσούριν. МИШёнНЫЙ επ. του στόχου, ♦мишёнь, -И θ. 1 στόχος, σημάδι. 2 μτφ. ο σκοπός (που αποβλέπει κάποιος). мишка, -и θ. αρκούδα (γελοία ονομασία). Ι) παιδικό παιγνίδι αρκουδοειδές. МИШура,, -Ы θ. 1 κλωστή τεχνητή χρυσοειδής ή αργυροειδής, η τρέμουσα. 2 μτφ. φαινομε- νικότητα, ψευτοπολυτέλεια· απάτη. мишурность, -ив. βλ. мишура. мишурный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 της τρέμουσας κλωστής* απο τρέμουσα κλωστή. 2 μτφ. φαινομενικός, απατηλός, ψεύτικος. младенец, -Нца α. βρέφος, νήπιο, μωρό· ΗΟ- ВОроДЦвННЫЙ - το νεογέννητο βρέφος, γεννη- τάρι, νεογνό' грудной - το βυζανιάρικο, βυ- ζαρούδι. II μτφ. άπειρος, ανώριμος, αφελής· политические -нцы πρωτόβγαλτοι πολιτικοί. младенческий επ. βρεφικός, νηπιακός* Во'зраст νηπιακή ηλικία. II μτφ. νηπιώδης, ο ευρισκόμενος ακόμα στα σπάργανα, στο αρ- αρχικό στάδιο ανάπτυξης. младенчество, -а ουδ. νηπιακή ηλικία. II μτφ. ανωριμότητα* В -е στα σπάργανα. младой επ., βρ: млад, -а", -о (παλ.) βλ. молодой. младописьменный· επ. νεογραφικός (που τε*- λευταία απόκτησε γραφή)· -ые ЯЗЫКИ νεογρα- φικές γλώσσες. младость, ~и θ. (παλ.) βλ. мо'лодость. младший επ. 1 νεότερος, μικρότερος· - брат ο μικρότερος αδερφός· -ая сестре η μικρότε- μικρότερη αδερφή. II υστερότοκος. *2 κατώτερος, υπο- υποδεέστερος. II μικρός, κατώτερος* -ие классы οι μικρές τάξεις (οι 4 τάξεις του δημοτικού σχολείου). МЛёкО, -а α. (παλ.) γάλα. млекопитающие, -их πλθ. (ενκ. -ее ουδ.)· τα θηλαστικά. мление, -Я ουδ. 1 εξάντληση, λίγωμα (απο ψυχικό κλονισμό). 2 μούδιασμα, νέκρωμα. млеть, млею, млеешь р.δ. 1 εξαντλούμαι, λιγώνω. 2 μουδιάζω, νεκρώνω. млечники, -ΟΒ πλθ. (βοτ.) αγγεία γαλα- κτώδους χυμού. МЛЕЧНЫЙ επ. (παλ.) γαλακτώδης. II εκφρ. Путь ο Γαλάζιας· - СОК о γαλακτώδης χυμός των φυτών -ые сосуды 'βλ. млечники. ММ επιφ. μμ (για δυσκολία, αμφιβολία, ενδοιασμό κ.τ.τ.), ♦мнемоника, -И θ. η μνημονική. мнемонический επ. μνημονικός, ♦мнемотехника, -И θ. μνημοτεχνική. мнемотехнйческий επ. μνημοτεχνικός. мнение,■-я ουδ. 1 γνώμη* общественное - η γνώμη της κοινωνίας" Высказать своё - λέ- λέγω τη γνώμη μου' Обмен -ЯМИ ανταλλαγή γνω- γνωμών' благоприятное - ευμενής γνώμη* борьба ~ИЙ πάλη γνωμών· разделить - συμμερίζομαι
мни мно τη γνώμη· изменять - αλλάζω γνώμη' быть ΧΟ- рошего -Я О КОМ-Л. έχω καλή γνώμη για κά- κάποιον быть худого -Я о ком-л. έχω κακή γνώ- γνώμη (ιδέα) για κάποιον· быть О себе слишком ВЫСОКОГО -я έχω πολύ μέγαλη ιόέα για τον εαυτό μου* быть ОДНОГО -Я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον' Я ТОГО -Я, ЧТО... έ- έχω την ίδια γνώμη που... Я присоединяюсь к вашему -Ю τάσσομαι με τη γνώμη σας. 2 πό- πόρισμα, απόφαση' - КОМИССИИ το πόρισμα της επιτροπής1 - Суда απόφαση δικαστηρίου. МНИМОСТЬ, -И θ. 1 φαινομενικότητα· φα- νταστικότητα. 2 προσποίηση. мнимоумерший επ. θνητοειδής, νεκροειδής,, νεκροφανής. МНИМЫЙ επ., βρ: мнима, -о. 1 φανταστικός, φαινομενικός· ανύπαρκτος· ο δήθεν - бОЛЬ- НОЙ ο κατά φαντασίαν ασθενής' -ая причина η δήθεν αιτία· ~ая опёсность φανταστικός κίν- κίνδυνος. 2 προσποιητός· -ое раскаяние προ- προσποιητή μεταμέλεια. II εκφρ. тЫе числа υπερ- βατοί αριθμοί. мнительность, -И θ. 1 προκατάληψη. II υπο- υποχονδρία·, έμμονη ιδέα. 2 δυσπιστία. мнительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 προκατειλημμένος, επηρεασμένος. 2 καχύπο- καχύποπτος· δύσπιστος. Π υποχονδριακός' ~ пациент υποχονδριακός ασθενής· быть -ЫМ πάσχω απο υποχονδρία. МНИТЬ, мню, МНИШЬ р.δ. (παλ.) θεωρώ, υπο- υπολογίζω, λογαριάζω· ОН МНИТ себя учёным θεω- θεωρεί τον εαυτό του επιστήμονα. II εκφρ. много ή высоко - О себе θεωρώ τον εαυτό μου μεγά- μεγάλο· έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. II -СЯ μου φαίνεται" мне -ИТСЯ μου φαίνεται, νομίζω. МНОгадды επίρ. (παλ.) πολλές φορές, επα- επανειλημμένα. МНОГИЙ επ. πολύς1 прошли -ие годы πέρα- πέρασαν πολλά χρόνια· после -их лет μετά απο πολλά χρόνια· -ие говорит πολλοί λένε· прав ОН ВО -ОМ αυτός έχει πολύ δίκιο. II ουσ. -Ое ουδ. πολλά1 ОНИ -ое поняла αυτή πολλά κατά- κατάλαβε' -Ие так думают πολλοί έτσι σκέφτονται. II εκφρ. -ая лёта (εκκλσ.) εις πολλά έτη. МНОГО επίρ. 1 πολύ· ОН имеет - Денег αυ- αυτός έχει πολύ χρήμα· - лет πολλά χρόνια" ВЫ - счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέ- ευτυχέστεροι απο μένα" - лучше πολύ καλύτερα. II (σε ερωτηματικές προτάσεις) πολύ; так -?τό- -?τόσο πολύ; - ЛИ? πολύ; (ποσό). 2 μεγάλος αρι- αριθμός, μεγάλη ποσότητα' у него очень - дру- жёй αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους· ОН Очень - ест αυτός τρώγει πάρα. πολύ (είναι φαγάς)· не очень - όχι πάρα πολύ· слишком - πάρα πολύ. 3 (με αριθμητικό)· όχι περισσότερο α- από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο· по два, по три - απο δυό, απο τρεις πάει πολύ. II εκφρ. по -у απο πολύ, σε μεγάλη ποσότητα· το περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο· ему 40 лет αυτός δεν εί- είναι πάνω απο 40 χρόνια* НИ ^ НИ МИЛО ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. МНОГОАКТНЫЙ επ. πολύπρακτος· ~ая Пьеса το πολύπρακτο θεατρικό έργο. многобожие, -Я ουδ. πολύθεΐα. МНОГОбОрец, -рца α. πολύαθλος. многоборье, -Я ουδ. πολλά αγωνίσματα. МНОГОбрачие, -Я ουδ. πολυγαμία. многобрачный επ. πολυγαμικός. МНОГОВАТО επίρ. περισσότερο απο το κανο- κανονικό, παραπάνω απ' ό,τι χρειάζεται. МНОГОВекОВОЙ κ. МНОГОВекОВЫЙ επ. μακραίω- μακραίωνος· ~ая греческая история η μακραίωνη ελ- ελληνική ιστορία. многовластие, -я ουδ. η εξουσία πολλών. многоводность, -и θ. βλ. многоводье. многоводный επ., -ден, -дна, -дно πολύυ- δρος. МНОГОВОДье, -Я ουδ. πολυϋδρία. многоглавый επ. πολύθολωτός. многоглаголание, -я ουδ. (παλ.) βλ. мно- многословие. многоглаголивый επ., βρ: -лив, -а, -о; (παλ.) πολύλογος, πολυκέλαδος,.πολυρρήμονας. МНОГО ГОВОРЯЩИЙ επ. που υποδηλώνει πολλά. II πολυσήμαντος. МНОГОГОЛОВЫЙ επ. πολυκέφαλος· -ая гидра πολυκέφαλη ύδρα. II πολυάριθμος· -ая ТОЛПЙ μεγάλο πλήθος λαού. МНОГОГОЛОСИе, -Я ουδ. 1 (μουσ.) πολυφω- πολυφωνία. 2 πολυλογία, πολλές φωνές μαζί. МНОГОГОЛОСНЫЙ επ. βλ. МНОГОГОЛОСЫЙ. МНОГОГОЛОСЫЙ επ. 1 (μουσ.) πολύφωνος. 2 τίολύβοος· πολυθόρυβος. многогранник, -а α. (μαθ.) το πολύεδρο. МНОГОГрЙННОСТЬ, -И θ. ύπαρξη πολλών εδρών (πλευρών)· πολλαπλότητα, πολυμέρεια. многогранный επ., βρ: -анен, -йнна, ~а"нно. 1 πολύεδρος· - КОмеНЬ πολύεδρη πέτρα· -ая гайка πολύεδρο περικόχλιο. 2 μτφ. πολύπλευ- πολύπλευρος1 πλυμερής1 -ая деятельность πολύπλευρη δραστηριότητα. II εκφρ. - угол πολύπλευρη γων ία. многогрешный επ. πολύ αμαρτωλός, κολασμέ- κολασμένος. многодетность, -И θ. πολυτεκνία. многодетный επ., βρ: -тен, -тна, -тно πο- πολύτεκνος· -ая матъ πολύτεκνη μητέρα. многодневный επ. πολυήμερος. многодомный επ. πολυγονοειδής1 -ое расте- растение ,πολυγονοειδές φυτό. многодумный επ. περίσνεπτος.
мно 600 мно МНОГОЖёнец, -НЦа α. πολύγαμος. многоженство, -а ουδ. πολυγαμία, -γυνία. МНОГОСИЛЬНЫЙ1 1 επ. (τεχ.) πολύκλωνος. МНОГОЗемёлье, -Я ουδ. μεγάλη γαιοκτησία, многоземельный επ. μεγάλης γαιοκτησίας. многознаменательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно βλ. многозначительный. многозначащий επ., βρ: -чащ, -а, ~е βλ. многозначительный A σημ.). многозначительность, -и θ. το πολυσήμα- πολυσήμαντο ν ύπαρξη πολλών σημασιών. II μαρτυρία ή δήλωση πολλών' -ая улыбка χαμόγελο που λέει πολλά. многозначительный επ., βρ: -лен, -льна,-о 1 πολυσήμαντος. 2 που υποδηλώνει (μαρτυρεί) πολλά· - ВЗГЛЯД ματιά που λέει πολλά. многозначность, -И θ. ύπαρξη πολλών πολυ- ψήφιων αριθμών ή πολλών σημασιών λέξεων. многозначный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; 1 (μαθ.) πολυψήφιος. 2 (γλωσ.) πολυσήμαντος. многокилометровый επ· πολλών χιλιομέτρων. многоклеточный επ. πολυκύτταρος. многокрасочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; 1 πολύχρωμος. 2 πολύμορφος. многократно επίρ. επανειλημμένα, πολλές φορές, συχνά. многократность, -И θ. επαναλειπτικότητα. многократный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 επανειλημμένος, συχνός· επαναλειπτικός· -ые напоминания επανειλημμένες υπομνήσεις. II εκφρ. - глагол ρήμα που σημαίνει επαναλη- επαναληπτική ενέργεια. МНОГОЛЙМПОВЫЙ επ. πολυλύχνιος, με πολλές λάμπες (για ράδιο κ.τ.τ.). многолемешный επ. πολύϋνος· - плуг πολύϋ- νο άροτρο. МНОГОЛёсныЙ επ. δασώδης, δασοσκεπής, δα- σοσκέπαστος. МНОГОлётие, -Я ουδ. 1 πολυχρονιότητα, μα- κροχρονιότητα. 2 μακροβιότητα, μακροζωία. 3 (αναφώνηση) χρόνια πολλά, εις πολλά έτη. многолетний επ. 1 πολυετής, πολύχρονος ή πολυχρόνιος· - труд πολύχρονη δουλειά' старец μακρόβιος γέροντας, υπέργηρος. 2 (βοτ.) πολυετής· -ие растения πολυετή φυτά' -ие травы πολυετή ποώδη φυτά. многолетник, -а α. πολυετές φυτό (κυρίως για χόρτα). многоликий επ., βρ: -лйк, -а, -о. 1 πολυ- πολυάνθρωπος, κοσμοβριθής. 2 πολύμορφος· -ая ЖИЗНЬ πολύμορφη ζωή. МНОГОЛЮДНО επίρ. ως κατηγ: В зале было - στην αίθουσα ήταν πολυκοσμία. МНОГОЛЮДНОСТЬ, -И θ. βλ. МНОГОЛЮДСТВО. многолюдный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; πο- πολυάνθρωπος, πολυπληθής, κοσμοβριθής. -ая демонстрация πολυπληθής διαδήλωση· - город πολυάνθρωπη (μεγάλη) πόλη. II πολυσύχναστος· -ая улица πολυσύχναστη οδός. МНОГОЛЮДСТВО, -а ουδ. πολυανθρωπία, πολυ- πολυκοσμία. многолюдье, -я ουδ. βλ. многолюдство. многоместный επ. πολυθέσιος· - автобус πο- λυθέσιο λεωφορείο. МНОГОМИЛЛИОННЫЙ επ. πολυεκατομμύριος, πολ- πολλών εκατομμυρίων. МНОГОМОТОРНЫЙ επ. (τεχ.) πολυκινητήριος·- самолёт πολυκινητήριο αεροπλάνο. многомужество, -а ουδ. πολυανδρία, το να έχει μια γυναίκα πολλούς άνδρες νόμιμα ή παράνομα. многомужие, -я ουδ. πολυανδρία, το να έ- έχει μια γυναίκα πολλούς νόμιμους άνδρες. МНОГОНациональНОСТЬ, -И θ. πολυεθνικότη- τα, πολυεθνία. многонациона\льный επ., βρ: -лен, -льна,-о πολυεθνικός, πολυεθνής· -ое Государство πο- πολυεθνικό κράτος. многоначалие, -Я ουδ. πολυδιοίκηση, ύπαρ- ύπαρξη πολλών διοικητών ταυτόχρονα. многоножка, -И θ. 1 πολύποδο (φυτό). 2 πλθ. -И τα μυριόποδα (ζώα). многообещающий επ. ο πολλά υποσχόμενος, με μέλλον, φέρελπις, ελπιδοφόρος· МОЛОДОЙ, но - хирург νέος, όμως χειρουργός με μέλλον - ВЗГЛЯД βλέμμα ευνοϊκό. * многообразие, -Я ουδ. πολυμορφία, ποικι- ποικιλομορφία· - ЖИЗНИ πολυμορφία ζωής· - ЯВлё- НИЙ ποικιλομορφία των φαινομένων. многообразность, -и θ. βλ. многообразие. многообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; ποικιλόμορφος, πολύμορφος, ποκίλος, πολυ- ειδής, πολύσχημος. многоопытный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; πολύπειρος. многоотраслевой επ. πολυσχιδής· πολύκλα- δος· πολυμερής· που έχει πολλούς τομείς. многоплановый·επ. που έχει πολλά πλάνα. многополье, -я ουδ. (παλ.) πολλαπλή αμει- αμειψισπορά (πολλών χωραφιών). многопольный επ: - севооборот βλ. много- многополье· -ая система σύστημα πολλαπλής αμει- αμειψισποράς. многоречивость, -И θ. πολυλογία. многоречивый επ., βρ: -чйв, -а, -о πολυ- πολυλογάς. многосемейность, -и θ. ύπαρξη πολυμελούς οικογένειας. многосемейный επ., βρ: -мёен, -мёйна, -о; πολυμελής· πολύτεκνος. многосерийный επ: - фильм το σίρεαλ. МНОГОСИЛЬНЫЙ επ. μεγάλης ισχύος, πολλών
ίππων - мотор κινητήρας μεγάλης ισχύος. многословие, -я ουδ. πολυλογία, περιττο- λογία, πολυλαλιά. многословность, -и θ. βλ. многословие. многословный επ., βρ: -вен, -вна, -вно πο- λύλογος, πολύλαλος, περιττολόγος. МНОГОСЛОЖНОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη πολλών συλ- συλλαβών . МНОГОСЛОЖНЫЙ επ. πολυσύλλαβος. многосложный2επ., βρ: -жен, -жна^ -жно; πολυσύνθετος. многослойный επ., βρ: -слоен, -слойна, ~о που έχει πολλά στρώματα (για πετρώματα Ηλπ.). многостаночник, ~а α., -ца, -ы θ. χειρι- χειριστής, -τρία πολλών εργατομηχανών. МНОГОСТепённосТЬ, -И θ. η ύπαρξη πολλών βαθμών ή σταδίων. многостепенный επ., βρ: -пенен, -пённа, -пёкно πολυβάθμιος. МНОГОСТОПНЫЙ επ. (φιλγ.) στίχος.με πολλά πόδια. многосторонний επ., βρ: -ро'нен, -роння,-е 1 πολύπλευρος, πολύεδρος· -ЯЯ призма πολύ- πολύεδρο πρίσμα. 2 πολυμερής· -ее соглашение πο- πολυμερής συμφωνία. 3 μτφ. εγκυκλοπαιδικός. МНОГОСТОРОННОСТЬ, -И θ. πολυμέρεια. многострадальный επ., βρ: -лен, -льна, -о πολυβασανισμένος, πολύπαθης, ταλαίπωρος. многотёмный επ. πολυθεματικός. МНОГОТОМНЫЙ επ. πολύτομος. многотонный επ. πολλών τόννων - Груз φορ- φορτίο πολλών τόννων. многоточие, -я ουδ. τα αποσιωπητικά (...). многотрудный επ., βρ:, -ден,-дна, -дно. 1 (παλ.) κοπιώδης, δυσεπίτευκτος, δυσκολοκά- μωτος. 2 (γραπ. λόγος) δύσκολος, σκληρός, τραχύς1 -ЭЯ ЖИЗНЬ τραχιά ζωή. МНОГОТЫСЯЧНЫЙ επ. πολλών χιλιάδων - мй- ТИНГ συλλαλητήριο πολλών χιλιάδων. многоуважаемый επ. πολυσέβαστος· αξιοσέ- αξιοσέβαστος· αξιότιμος. многоугольник, -а α. (γεωμ.) πολύγωνο. МНОГОУГОЛЬНЫЙ επ. πολύγωνος, πολυγωνικός. многофазный επ. πολυφασικός· - ТОК πολυ- πολυφασικό ρεύμα. МНОГОЦВеткбвыЙ επ. ανθώδης, γεμάτος λου*- λούδια. многоцветный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός. 2 βλ. многокрасочный, з βλ. многоцветковый. многоценный επ. (παλ.) πολύτιμος. многочисленность, -И Ο. ύπαρξη μεγάλου α- αριθμού . многочисленный επ., βρ: -лек, -ленна, -о; πολυάριθμος, πολυπληθής. многочлен, -а α. (μαθ.) το πολυώνυμο. многочленный επ. πολυμερής. II (μαθ.) πολυ- γωνικός. МНОГОЭТАЖНЫЙ επ. πολυώροφος. многоязычный επ.,, βρ:· ~чен, -чна, -чно; 1 πολύγλωσσος· -ая толпа όχλος που μιλά σε πολλές γλώσσες. 2 συνταγμένος σε πολλές γλώσσες" - словарь πολύγλωσσο λεξικό. множественность, -И θ. πλειονότητα. множественный επ., βρ: -вен, -венна, -о; πολλαπλός. II εκφρ. -ое число πληθυντικός α- αριθμός. множество, -а ουδ. πλήθος, πληθώρα, σω- σωρεία· - рабочих πλήθος εργατών - предметов σωρεία αντικειμένων' ВО -е κατά μεγάλες πο- ποσότητες· бесчисленное - απειροπληθής αριθ- αριθμός. множимое, -ОГО ουδ. (μαθ.) ο πολλαπλασια- πολλαπλασιαστέος. множитель, -Я α.(μαθ.) ο πολλαπλασιαστής. множительный επ. πολλαπλασιαστικός· - ап- аппарат πολλαπλασιαστική συσκευή, πολλαπλασι- πολλαπλασιαστής . МНОЖИТЬ, -жу, -ЖИШЬ р.δ.μ. 1 (μαθ.) πολ- πολλαπλασιάζω. 2 αυξαίνω, πληθαίνω· πυκνώνω· - ряды πυκνώνω τις γραμμές. II -СЯ 1 πολλα- πολλαπλασιάζομαι. 2 αυξαίνω, πληθαίνω, -ομαι. мобилизационный επ. της κινητοποίησης· της επιστράτευσης" - пункт κέντρο επιστράτευ- επιστράτευσης· - план σχέδιο επιστράτευσης. ♦мобилизация, -И θ. κι'νητοποίηση· επιστρά- επιστράτευση" всеобщая - γενική επιστράτευση· час- частичная - μερική επιστράτευση· - всех сил κι- κινητοποίηση όλων των δυνάμεων" - армии κινη- κινητοποίηση του στρατού' - промышленности με- μετατροπή της βιομηχανίας για πολεμικούς σκο- σκοπούς. » мобилизованность, -И θ. πήρης κινητοποίη- κινητοποίηση" επιστράτευση. мобилизованный επ. απο μτχ. επιστρατευμέ- επιστρατευμένος. МОбИЛИЗОВЙТЬ, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мобилизованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ.μ. κινητοποιώ· επιστρατεύω" - армию κινη- κινητοποιώ το στρατό" - массы κινητοποιώ τις μάζες' его сына -ЛИ το γιο του τον επιστρά- επιστράτευσαν. II -СЯ κινητοποιούμαι* επιστρατεύο- επιστρατεύομαι. МОбЙЛЬНОСТЬ, -И θ. ευκινησία. МОбЙЛЬНЫЙ επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО ευ- ευκίνητος. могила, -ы θ. τάφος, μνήμα· возложить ве- НОК на -у καταθέτω στεφάνι στο μνήμα" ВЫ- рить -у σκάβω τον τάφο. II ως κατηγ. είναι επικίνδυνα, πολύ άσχημα. II ως κατηγ. είναι πολύ εχέμυθος (ταφόπετρα). II εκφρ. ДО самой -Ы ως τον τάφο (ως το θάνατο)" найти (се-
бё) -У βρίσκω τον τάφο μου (το τέλος'μου)' рыть (КОПИТЬ) -у кому σκάβω το λάκκο κά- κάποιου (προσπαθώ να βλάψω κάποιον)· свести в -у кого κάνω κάποιον για τον τάφο (για θάνατο)· смотреть (глядеть) в -у βλέπω το χάρο με τα μάτια (αντικρύζω το θάνατο)· СОЙ- СОЙТИ В -у κατεβαίνω (αποδημώ) στον άλλο κό- κόσμο' унести (С собой) В -у το παίρνω μαζί μου στον τάφο (δε βγάζω το μυστικό)· быть на край -Ы είμαι στο χείλος του τάφου (εί- (είμαι με το ένα πόδι στον τάφο). МОГЙЛка, -И θ. μικρός τάφος, μνηματάκι. МОГИЛЬНИК, -а α. 1 αρχαίο νεκροταφείο. 2 είδος πεδινού αετού. МОГИЛЬНЫЙ επ. 1 επιτάφιος* - крест επι- επιτάφιος σταυρός· ~ΒΛ ШШТЙ ταφόπετρα. II (παλ.) νεκρικός· - сон νεκρικός ύπνος' -ая тишине νεκρική σιγή. 2 (για φωνή) αδύνατη, υποχθό- ν ια. МОГИЛЬЩИК, -а α. 1 νεκροθάφτης, ενταφια- ενταφιαστής. 2 μτφ. καταστροφέας· καταχών ιαστής. 3 σκαθάρι, πτωματοτρεφόμενο. МОГУТНЫЙ επ., βρ: ~тен, -тна, -ΤΗ0(διαλκ.) βλ. могучий. могучий, -ая, -ее; βρ: -гуч, ~а, -е. 1 ι- ισχυρός, δυνατός, κραταιός· -ая сила ισχυρή δύναμη* -ая стране κραταιά χώρα' - ГОЛОС δυ- δυνατή φωνή. 2 γερός, ρωμαλαίος, άλκιμος· организм γερός οργανισμός· - дуб γερή βαλα- βαλανιδιά. 3 μεγαλόπρεπος, -ής. могущественность, -и θ. κραταιότητα. могущественный επ., βρ: -вен, -венна, ~о; I ισχυρότατος, πανίσχυρος, μεγαλοδύναμος· κραταιός. 2 μτφ. σημαντικός, ισχυρός* -ое влияние ισχυρή επίδραση. могущество, -а ουδ. κραταιότητα, ισχύς, δύναμη· ρώμη. *МОда, -Ы θ. 1 μόδα, συρμός· ПО -е με τη μόδα* ВХОДИТЬ В -у γίνομαι της μόδας1 вве- СТЙ В ~у μπάζω στη μόδα (στο συρμό)· быть В -е είμα'ΐ της μόδας· ВЫХОДИТЬ ИЗ -Ы βγαίνω απο τη μόδα· быть не В ~е δεν είμαι της μό- μόδας' ПО Последней ~е με την τελευταία λέξη της μόδας· журнал МОД περιοδικό της μόδας. II (απλ.) συνήθεια, έθιμο. 2 πλθ. МОДЫ, МОД τα είδη του συρμού. модальность, ~И θ. (γλωσ.) έγκλιση (ση- (σημασιών, τονικής έκφρασης κ.τ.τ.). МОДАЛЬНЫЙ επ. (γλωσ.) εγκλιτικός. моделирование, -я ουδ. βλ. моделировка. моделировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ.προ- πλάσσω' κατασκευάζω πρόπλασμα· προσχεδιάζω, προχαράσσω' κάνω πρότυπο. моделировка, -И θ. προκατασκευή, πρόπλα- ση, προχάραζη· προσχεδίαση· προτύπωση. МОДелЙСТ, -а α. προτυπωτής, προπλάστης, τυποπλάστης. моделистка, -и θ. ι βλ. моделист. 2 μοδί- στα (που κατασκευάζει μοδέλα). ♦модель, -И θ. 1 πρότυπο, υπόδειγμα, μο- μοντέλο. 2 τύπος, καλούπι. II μάρκα (τύπος κα- κατασκευής). 3 πρόπλασμα. Η εκφρ. ДЛЯ -И για το θεαθήναι, για φιγούρα, για τα μάτια (του κόσμου). модельер, -а α. βλ. моделист. модельный επ. 1 της πρόπλασης, προχάρά- ξης, προσχεδίασης, προτύπωσης· - цех εργα- εργαστήριο κατασκευής μοντέλων. 2 ουσ% θ. -ая εργαστήριο μοντέλων. 3 της μόδας· -ые туфли παπούτσια της μόδας. модельщик, -а α., -ца, -ы θ. τυποποιός, κατασκευαστής μοντέλων. *модерато 1 επίρ. (μουσ.) μέτρια. 2 ουδ. άκλ. έργο μουσικό σε μέτριο ρυθμό. *модер0тор, -а α. ρυθμιστήρας (ήχου, κίνη- κίνησης κ.τ.τ.) . *МОДврН, -а α. (αρχτ.) νεωτερισμός, μο- μοντέρνο στυλ. модернизатор, -а α. νεωτεριστής, ανακαι- ανακαινιστής (προς το μοντέρνο στυλ). модернизация, -И θ. νεοποίηση, ανακαίνι- ανακαίνιση, μοντερνοποίηση. модернизирование, -я ουδ. βλ. модернизация. модернизировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. α- ανακαινίζω, νεοποιώ, καινοτομώ" μοντερν ίζω» II -СЯ ανακαινίζομαι1 νεωτερίζομαι. модернизм, -а α. νεωτερισμός, μοντερνι- μοντερνισμός. модернизовать, ~зу"ю, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. модернизованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.κ.σ.μ. βλ. модернизировать. II -ся βλ. модернизироваться. модернист, -а α. νεωτεριστής, μοντερνι- στής. модернистский επ. νεωτεριστικός, μοντερ- μοντερν ίστικος. модистка, -И θ. (παλ.) μοδίστρα. МОДИфИкациОННЫЙ επ. μεταποιημένος* τροπο- τροποποιημένος . *МОДИфИКЯТТИЯ, -И θ, μεταποίηση, τροποποίη- τροποποίηση· τροπολογία' μεταρρύθμιση. модифицирование, ~я ουδ. βλ. модификация. модифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) μεταποιώ, τροποποιώ' μεταρ- μεταρρυθμίζω" τροπολογώ. II -СЯ μεταποιούμαι, τρο- τροποποιούμαι1 μεταρρυθμίζομαι' τροπολογούμαι. МОДНИК, -а α., -ца, ~Ы θ. της μόδας (που ακολουθεί τη μόδα). модничать р.δ. 1 ντύνομαι της μόδας, ακο- ακολουθώ τη μόδα. 2 μτφ. (απλ.) κόβομαι, κάνω νάζια, τσακίσματα. МОДНОСТЬ, -И θ. το νεωτεριστικό, το μο-
мод 603 мой ντέρνο. модный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 της μόδας· -Об плётье φόρεμα της μόδας· - жур- нал περιοδικό της μόδας. 2 μοντέρνος· - ПИ- сётель μοντέρνος συγγραφέας· ~8Я песенка μοντέρνο τραγουδάκι,. модулирование, -Я ουδ. μετατόνιση, μετα- μελώδηση. модулировать, -руо, -руешь р.δ. 1 (μουσ.) μετατονίζω, μεταμελωδώ. 2 (ηλεκτρ.) δια- διαμορφώνω παλμό. Η -СЯ μετατονίζομαι. *МОдуль, -Я α. 1 μέτρο συσχετισμού. 2 συ- συντελεστής ή μέτρο. 3 εμβάτης αναλογίας. модулятор, -а α. διαμορφωτής παλμού. модуляторный επ. (τεχ.) διαμορφωτικός. МОДУЛЯЦИОННЫЙ επ. της μετατόνισης, της μεταμελώδησης. ♦модуляция, ~И θ. 1 μετατόνιση, μεταμελώ- δηση. 2 μετατροπή του ύψους της φωνής. 3 (φυσ.) διαμόρφωση παλμού. *МОДуо, -а α. είδος, μέσον, τρόπος· μέθο- μέθοδος. II εκφρ. - ВИВёнти (γραπ. λόγος) τρόπος ζωής ή ύπαρξης. моёвка, -И θ. είδος γλάρου πολικού. моечный επ. πλυντικός· -ая машина πλυντή- πλυντήριο . можжевёловый επ. της άρκευθου, του αγριο- κυπαρισσού· απο άρκευθο. можжевельник, -а α. η άρκευθος, αγριοκυ- παρίσσι,· κέδρος. МОЖНО (απρόσ. με σημ. κατηγ.). 1 είναι, δυνατό, μπορεί, δύναται, είναι μπορετό· ЭТО - делать В два ДНЯ αυτό μπορεί να γίνει σε δυο μέρες· если - αν είναι δυνατόν· как - скорее όσο το δυνατόν γρηγορότερα· как - раньше όσο το δυνατόν νωρίτερα* как - боль- больше, меньше όσο το δυνατόν περισσότερο, λι- λιγότερο· как (это) -; разве - πως είναι δυ- δυνατό να γίνει (αυτό)' άραγε μπορεί να γίνει (αυτό;). 2 επιτρέπεται1 здесь - курить? εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα; - (зайти)? μπορώ να μπω; επιτρέπεται η είσοδος; ♦мозёика, -И θ. 1 μωσαϊκό. II μωσαϊκή τέ- τέχνη, ψηφιδωτή τέχνη. 2 μτφ. σύμφυρμα. мозаиковый επ. (παλ.) βλ. мозаичный. мозаист,-а α. βλ. мозаичист. мозаический επ. βλ. мозаичный. МОЗаичЙСТ, ~а α. ψηφιδωτής, ψηφοθέτης, μω- σαϊστής. МОзаЙЧНОСТЬ, -И θ. μωσαϊκό, σύμφυρμα, α- ανακάτωμα* - мыслей μωσαϊκό σκέψεων. мозаичный επ., βρ: ~чен, -чна, ~чно. 1 μωσαϊκός, ψηφιδωτός* -ая мастерская εργα- εργαστήρι μωσαϊκών - рисунок μωσαϊκό σχέδιο. 2 μτφ. συμφυρματικός. мозг, ~а, προθτ. о -е, В -у, πλθ. -Й α. 1 μυαλό, μυελός' ГОЛОВНОЙ - ο εγκέφαλος* СПИНОЙ - ο νωτιαίος μυελός· сотрясение -а διάσειση του εγκεφάλου* воспаление -а εγκε- φαλίτιδα* продолговатый - προμήκης μυελός. 2 νους, διάνοια. II καθοδηγητικό κέντρο. 3 πλθ. -Й τα μυαλά (φαγητό). Ι! εκφρ. КОСТНЫЙ - μυελός των οστών* С -ОМ (~ами) μυαλω- μένος, ορθόφρονας* ДО -а костей μέχρι μυε- μυελού οστέων, ως το κόκκαλο (τελείως)" впра- вправить -Й βάζω μυαλό, νουθετώ, συμμορφώνω, συ- συνετίζω1 шевелить (раскидывать) -ами διανο- διανοούμαι, βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, σχε- σχεδιάζω' -Й не варят у него δεν του κόβει το μυαλό ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές* -Й набегрёнь (απλ.) ανάποδα σαν τον κάβουρα (α- (αντίθετα προς όλους τους άλλους). мозглый επ. (απλ.) πολύ υγρός* - во'здух πολύ υγρός αέρας. мозглявый επ., βρ: -ляв, -а, -о (απλ.) καχεκτικός. МОЗГЛЯК, -а α. (απλ.) ο καχεκτικός. мозговать, -гую, -гуешь р.δ. (απλ.) σκέ- σκέπτομαι, λογιάζω, συλλογιέμαι. мозговитый επ., βρ: -вйт, -а, -о (απλ.) μυαλωμένος* νοήμονας, ευφυής, έξυπνος. МОЗГОВОЙ επ. 1 του μυελού, του μυαλού* -ые извилины οι έλικες του εγκεφάλου* -ые сосуды τα αγγεία του μυαλού1 -ые заболева- заболевания εγκεφαλικές ασθένειες. 2 που περιέχει μυαλό* -ая КОСТЬ αυλοειδές οστό. 3 μτφ. δι- διανοητικός* -ая работа διανοητική εργασία. 4 μυελώδης, σαν μυαλό. мозжечок, ~чка α. παρεγκεφαλίδα. МОЗЖИТЬ, -ЖЙт ρ.δ. πονώ, αλγώ, έχω πόνο, μου πονά* голову -ЙТ το κεφάλι πονά. МОЗОЛИН, ~а α. φάρμακο για τους κάλους ή τ*)λοφθόρο. МОЗОЛИСТОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη κάλων. мозолистый επ., βρ: -лист, -а, -о γεμάτος κάλους, τυλώδης* -ые руки ροζιασμένα χέρια. МОЗОЛИТЬ р.δ.μ. (παλ.) ροζιάζω. 11 εκφρ. - глаза γίνομαι ενοχλητικός·- - ЯЗЫК φαυλα- τώ, αεροκοπανίζω, γλωσσαλγώ. МОЗОЛЬ, -И θ. κάλος-, ρόζος, τύλος. II εκφρ. наступить на (любимую) - кому (απλ.) πατώ κάποιον στον κάλο (θίγω κάποιον σε ευπαθές σημείο). МОЗОЛЬНЫЙ επ. 1 του κάλου, του ρόζου. II κατά.του κάλου, κατά του ρόζου' - пластырь έμπλαστρο για τους κάλους. 2 βλ. МОЗОЛИ- МОЗОЛИСТЫЙ. Ι) εκφρ. - оператор χειρούργός-τυλία- τρος. мой, моего α., мой, моей θ., моё, моего ουδ., πλθ. МОЙ, моих. 1 (αντων. κτητική )' δικός μου, μου· - ДОМ το σπίτι μου1 МОЯ ρό- ДИНа η πατρίδα μου' моё поле το χωράφι μου"
мой мол МОЙ вещи τα πράγματα μου. 2 ουσ. ουδ. моё δικό μου. 3 ουσ. πλθ. мой οι συγγενείς, οι δικοί μου. II ουσ. МОЙ, мой ο σύζυγος μου, η σύζυγος μου. II εκφρ^ ПО-МОему α) όπως θέλω εγώ, κατά την αρέσκεια μου, όπως μου γου- γουστάρει* κατά το δικό μου τρόπο, β) κατά τη γνώμη μου, κατ' εμένα, όπως εγώ νομίζω* С моё τόσο όσο εγώ* έτσι όπως εγώ* (это) не По моей ЧИСТИ δεν είναι δική μου δουλεία ή αρμοδιότητα. МОЙка, -И θ. πλύση, πλύσιμο. II πλυντήριο, μηχανή ξεπλύματος. МОЙЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. πλύντης, πλΰστρα, *ΜΟΚΚΟ ουδ. άκλ. μόκκα (ποικιλία καφέ). мбкнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. ρ.δ. 1 βρέχομαι, μουσκεύω, νοτίζω. II χαλνώ, βλά- βλάπτομαι απο την υγρασία. 2 πυορροώ, εκρέω πύο. МОКрёц, -а α. δερματίτιδα των χοντρών ζώ- ζώων (αλόγων και κερασφόρων). мокрица, -Ы θ. 1 μο(υ)χρίτσα. 2 κουβαρί- δα (έντομο). мокро επίρ. με σημ. κατηγ. είναι υγρρς, υ- υπάρχει υγρασία. МОКроПОГОДИЦа, -Ы θ. υγρός καιρός. мокроступы, -ΟΒ πλθ. (αστ.) οι γαλότσες. мокрота, -Ы θ. υγρή βλέννα* απόχρεμμα, ρό- ρόχαλο, φλέγμα* отхаркивать -Ы βγάζω φλέγ- φλέγματα, αποχρέμπτομαι. мокрота, ~ΐί θ. υγρασία, νότια. II ψιλή βρο- βροχή* χιονόνερο. мокротный επ. αποχρεμπτικός. мокрый επ., βρ: мокр, мокра, мокро υγρός, νοτερός, μουσκεμένος, βρεγμένος. II βροχε- βροχερός* погода -ая καιρός βροχερός. II εκφρ. -ое место останется от кого; -го мес- места не останется от кого δε θα μείνει τίπο- τίποτε (απειλή). мокрядь, -и θ. (απλ.) 1 καιρός υγρός, βρο- βροχερός. 2 υγρασία, νότια. *МОЛ,1 -а, προθτ. О -е, на -у α. μώλος, λι- λιμενοβραχίονας. МОЛ* (μόρ.ο) όπως λέγεται, όπως λένε, ό- όπως είπε, -αν, όπως φημολογείται* она, -, этого не знала αυτή, όπως λένε, δεν το ή- ήξερε αυτό. МОЛВИ, -Ы θ. φήμη, διάδοση* стоустная χιλιόστομη φήμη* О Нём идёт худая - γι' αυ- αυτόν κυκλοφορεί άσχημη φήμη* всеобщая - γε- γενική κατακραυγή. МОЛВИТЬ, -ВЛГО, -ВЛИШЬ р.δ.κ.σ. (παλ.) λέ- λέγω, προφέρω. II -СЯ λέγομαι, προφέρομαι. МОЛВЬ, -И θ. (παλ.) ομιλία, λόγος. молдаванин, -а α., -ка, -и θ^ολδαβός, -η'. молдаванский επ. μολδάβικος. МОЛДАВСКИЙ επ. μολδάβικος. молдовеняска, -И θ. μολδάβικος χορός κα- καθώς και η μουσική του. молебен, -бна α. δοξολογία* δέηση* благо- Дарственный - ευχαριστήρια δέηση. молебствие, -я ουδ. (παλ.) βλ. молебен. молебствовать, -ствуго, -ствуешь ρ.δ. (παλ^ δέομαι, κάνω δέηση. молевой επ. σκορπιστός' σκόρπιος, ♦молекула, -ы θ. μόριο* ~ы состоять из ато- атомов τα μόρια αποτελούνται απο άτομα. молекулярный επ. μοριακός* - вес μοριακό βάρος* -ая тео'рия θεωρία των μορίων. молельная, -ой θ. βλ. молельня. молельня, -и, γεν. πλθ. -лен, δοτ. -льням θ. ναός* προσευκτήριο, ευκτήριο* προσκυνη- τήριο. молельщик, ~а α., -ца, -Ы θ. λάτρης, -ιδα. моление, -я ουδ. (γραπ. λόγος) 1 προσευ- προσευχή. 2 παράκληση, ικέτευση. моленная, -ой θ. (διαλκ.) βλ. молельня, ♦молескин, -а α. είδος βαμπακερού βΓλούδου, φέλπα. молескиновый επ. φέλπινος. *МОЛИбдён, -а α. μολυβδέναιο (χημ.στοιχείο). МОЛИбденЙТ, ~а α. μολυβδαινίτης. молибденовый επ. μολυβδαινικός, του μολυ- βδαίνιου. II μολυβδαινούχος. II απο μολυβδαί- ν ιο. МОЛЙТВа, -ы θ. προσευχή* ИДТИ на -у πη- πηγαίνω για προσευχή* читать'-у διαβάζω προ- προσευχή . молитвенник, -а α. 1 προσευχητάριο. 2 ο προσευχόμενος, ευχέτης. МОЛИТВенница, -Ы θ. η προσευχόμενη, ευχέ- τρια. молитвенный επ. προσευχητικός, της προ- προσευχές* για προσευχή. молить, молю, молишь ρ.δ. παρακαλώ, ικε- ικετεύω. II εκφρ. бо'га - за кого' παρακαλώ το θεό για κάποιον - о пощаде ζητώ έλεος.II-ся 1 προσεύχομαι. 2 προσκυνώ. II λατρεύω, θαυ- θαυμάζω. молкнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. молк,-ла, -ЛО ρ.δ. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω* ησυχάζω. ♦МОЛЛЮСКИ, -ΟΒ (ενκ. МОЛЛЮСК, -а α.) μα- μαλάκια. МОЛЛЮСКОВЫЙ επ. του μαλακίου. молниевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно α- αστραπιαίος, σαν την αστραπή* -ое движение αστραπιαία κίνηση. молниевый επ. της αστραπής* -ая всщшка λάμψη αστραπής, αστραποφεγγιά. молниеносно επίρ. αστραπιαία, αστραποβό- λα· ακαριαία. молниеносность, -И θ. χαρακτήρας αστραπι- αστραπιαίος, το αστραπιαίον.
мол 605 мол молниеносный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 (παλ.) αστραπηφόρος· κεραυνοβόλος* -ые тучи αστραπηφόρα σΰννεφα. II μτφ. γρήγορος, πετα- πεταχτός, φευγαλέος' - ВЗГЛЯД φευγαλέα ματιά. 2 μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός· -ая война κεραυ- κεραυνοβόλος πόλεμος' - удар κεραυνοβόλο χτύπη- χτύπημα. II αστραπιαίος' -ая быстроте αστραπιαία ταχύτητα. МОЛНИеотвОД, -а α. αλεξικέραυνο. молниеподобный επ·, βρ: -бен, -бна, -бно; αστραπόμορφος. МОЛНИЙНЫЙ επ. βλ. молниевый. II αστραποβό- αστραποβόλος, αστραφτερός, απαστράπτων. молнировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. τη-· λεγραφώ κατεπείγον. молния, -и θ. 1 αστραπή* линейная - γραμ- γραμμική ή επιφανειακή αστραπή· шаровая - σφαι- ροειδής αστραπή· С быстротой -И με αστραπι- αστραπιαία ταχύτητα. II κεραυνός, αστροπελέκι* ударила έπεσε κεραυνός. 2 τηλεγράφημα κα- κατεπείγον. 3 εφημερίδα έκτακτη* ανακοίνωση, είδηση έκτακτη, εσπευσμένη. молодайка, -и θ. (διαλκ.) βλ. молодица. молодёжный επ. νεολαιίστικος, της νεολαί- νεολαίας, των νέων -ая организация νεολαιίστικη οργάνωση* -ая песня νεολαιίστικο τραγούδι. молодёжь, -И θ. (αθρσ.) νεολαία, οι νέοι, τα νιάτα, η νεότητα, η νιότη. молоденький επ. νεαρός. молодеть р.δ. ξενιοτεύω, ξανανιώνω, ανα- νεάζω* ОТ счастья она -ла απο την ευτυχία αυτή ξενιότευε. молодец, -дца κ. (λκ. ποίηση) молодец α. 1 παλικάρι1 λεβέντης. 2 (παλ.) υπάλληλος ε- εμπόρου ή επιχειρηματία. 3 βλ. МОЛОДЧИК B σημ.). 4 -Ц0М α) επίρ. ζωηρά* λεβέντικα, πα- παλικαρίσια, β) ως κατηγ. εύγε, μπράβο. II εκφρ. - К -Д1Г/ о ένας καλύτερος απο τον άλλον (ό- (όλοι διαλεγμένοι). МОЛОДёцкиЙ επ. λεβέντικος, παλικαρίσιος, τολμηρός* -ая отвага ή удаль παλικαριά, α- αντρεία* ανδραγαθία. молодечество, -а ουδ. παλικαριά, αντρεία, ανδρισμός. II επιδεικτική παλικαριά/ αρειμα- νιότητα. МОЛОДИТЬ, -ложу, -ЛОДЙШЬ р.δ.μ. παρουσι- παρουσιάζω, φέρνω, κάνω πιο νέο* эта шляпа вас -ЙТ αυτό το καπέλο σας φέρνει πιο νέο. II -СЯ προσπαθώ να φαίνομαι πιο νέος, επιτηδεύομαι τον νέον, νεάζω. МОЛОДЙца, -Ы θ. νιόπαντρη, νιόνυμφη (ιδί- (ιδίως χωρική) . молодка, -и θ. (διαλκ.) βλ. молодица. МОЛОДНЯК, ~а α. 1 (αθρσ·) τα μικρά ζώα, τα νεογνά* οι νεοσσοί. 2 δασάκι, νεαρό δάσος. 3 η νεολαία, οι νέοι, η νιότη. молодожёны, -ΟΒ πλθ. (ενκ. -жён, -а α.) νιόπαντροι, νιόνυμφα, νιόγαμοι. молодой επ., βρ*. молод, молода, молодо; моложе. 1 νέος, νιος, νεαρός* - пёрень νεα- νεαρό παλικάρι* -ое поколение η νέα γενιά· -о'е дерево δεντράκι. 2 καινούριος* - месяц και- καινούριο φεγγάρι, νέα σελήνη* - картофель οι φρέσκες πατάτες (καινούριας σοδειάς)· -ое ВИНО νέο (φετινό) κρασί. 3 ουσ. πλθ. -ые βλ. молодожёны. II εκφρ. - человек (κλήση) νεαρέ* из -ЫХ, да ранний απο μικρός, απο τα μικράτα, παιδιόθεν (κυρίως με αρνητική1 σημασία)· мОЛОДО-зелёно (απλ.) άπειρο (α- (ανώριμο) παιδί. МОЛОДОСТЬ, -И θ. νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη, τα νεανικά χρόνια* рЙННЯЯ - το άνθος της νεότητας, τα μαγιάπριλα της ζωής* В ДНИ -И στη νεανική ηλικία, στα νεανικά χρόνια* не первой -И όχι νεαρής ηλικίας, ενήλικος' - Прошла τα νιάτα πέρασαν. молодуха, -и θ. (διαλκ.) 1 βλ. молодица. 2 νύφη (η γυναίκα του γιου ως προς τον πε- πεθερό) . молодцеватый επ., βρ: -ват, -а, -о λεβέ- λεβέντικος, παλικαρίσιος* γενναίος. МОЛОДЧага, ~И (απλ.) 1 α. παλικάρι, λε- λεβέντης. 2 α.κ.θ. ως κατηγ. εύγε, μπράβο. МОЛОДЧИК, -а α. 1 (παλ.) νέος, νεαρός. 2 χαμερπές υποκείμενο, τιποτένιος άνθρωπος. II πλθ. -И (περιφρ.) τσιράκια, αλητόπαιδα, μα- γκόπαιδα, χαμίνια. МОЛОДЧЙна, -Ы θ. παλικάρι, λεβέντης. II ως κατηγ. εύγε, μπράβο. молодь, -и θ. (αθρσ.) τα νεογνά. МОЛОЯОВОСТЬ, -И θ. εμφάνιση νεότερη (απο την πραγματική ηλικία). • моложйвый επ., βρ: -жав, -а, -о που δεί- δείχνει νεότερος (της ηλικίας του). моложе συγκρ. β. του επ. молодой βλ. λ. молозиво, -а ουδ. πρωτόγαλα, κολάστρα ή κόλαστρο. молокан, ~а α., -ка, -и θ. (απλ.) βλ. мо- локйнин. МОЛОКЙНИН, -а α., -ка, -И θ. μολοκανός, αι- αιρετικός της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας. МОЛОКАНСКИЙ επ. του μολοκανού. молоки, -лок πλθ. (ενκ. молока, -и θ.) γο- γονή ψαριών, γαλάκτωμα. молоко, ~έ ουδ. 1 γάλα· грудное - το γά- γάλα στήθους* козье - γίδινο γάλα· овечье πρόβειο γάλα* коровье - γελαδινό γάλα* то- топленное - βρασμένο γάλα* парное - άβραστο γάλα (φρέσκο)" сгущённое - συμπυκνωμένο γά- γάλα ή γάλα του κουτιού* кислое - το γιαούρτι· сухое - η γαλατόσκονη· снятое - αποβουτυρω- αποβουτυρωμένο γάλα· кбфе с ~ΟΜ γάλα με καφέ. 2 γα-
мол λατόχορτο, γαλατσόχόρτο, γαλατσίδα. 3 διά- διάλυμα γαλακτώδες· известковое ~ το γάλα α- ασβέστης. II εχφρ. обжёгшись на -ё, будешь дуть и на воду (παρμ.)· κάηκε η γριά στο κουρκούτι φυσάει και, το γιαούρτι. МОЛОКОГОННЫЙ επ. γαλακτοφόρος, -γόνος· -ые средства γαλακτοφόρα φάρμακα* ~ые корма οι γαλακτοφόρες τροφές. МОЛОКОПОСТЙВка, -И θ. η κατά το πλάνο πα- παράδοση γάλατος στο κράτος. МОЛОКОСОС, ~а α. (ειρν.) βυζανιάρικος, α- ανήλικος. МОЛОТ, -а α. σφύρα, σφυρί μεγάλο. II σφύρα μηχανική· Паровой - ατμόσφυρα· пневматйче- СКИЙ - σφύρα με πεπιεσμένο αέρα ή αεροκί- νητη, αερόσφυρα. II (αθλτ.) σφύρα. II εκφρ. быть (находиться) между -ом и наковальней βρίσκομαι μεταζύ σφύρας και άκμονα. МОЛОТЙЛКа, -И θ. αλωνιστική μηχανή. МОЛОТИЛО, ~а ουδ. το δάρτι, όργανο απο- τριβής σπερμάτων. МОЛОТИЛЬНЫЙ επ. αλωνιστικός' ~ая машина αλωνιστική μηχανή. молотильщик, -а α., -ца, -ы θ. αλωνιστής, -τρία. молотить, ~очу,*-о'тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. молоченный, βρ: -чен, -а, -о р.δ. 1 α- αλωνίζω, στουμπίζω, κοπανίζω. 2 μτφ. χτυπώ, δέρνω· град нас -ЙТ μας δέρνει το χαλάζι·' его -ли τον ξυλοκόπησαν. Ι) -СЯ αλωνίζομαι. молотобоец, -бойца α. σφυρήλατης, σφυρο- κόπος. молотовище, -а ουδ. στειλιάρι σφύρας,-ιού. молоток, -тка α. σβυρί· сапожный - σφυρί υποδηματοποιού· ПЛОТНИЧИЙ - σφυρί ξυλουρ- ξυλουργού" слесарный - σφυρί εφαρμοστή· деревян- деревянный - βλ. киянка. Η χτυπητήρι, ρόπτρο*" двер- НОЙ - το χτυπητήρι της πόρτας. II εκφρ. ΟΤ- 60ЙНЫЙ - πιστολέτο, μηχανική σφύρα, пнев- пневматический - σφυρί με πεπιεσμένο αέρα ή αε- ροκίνητο, αερόσφυρα· пойти ή продавать с -тка βάζω στο σφυρί (εκθέτω στη δημοπρασία, εκποιώ) . МОЛОТОчек, -чка α. 1 σφυράκι. 2 (ανατ.) η σφύρα του αυτιού. МОЛОТ-рыба, МОЛОТ-рыбЫ θ. σφύραινα, λού- τσος (ψάρι). МОЛОТЫЙ επ. απο μτχ. αλεσμένος, τριμμέ- τριμμένος, κομμένος· - перец τριμμένο πιπέρι. МОЛОТЬ, мелю, мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. молотый, βρ: -лот, -а, -о, επιρ. μτχ. меля; ρ.δ.μ. 1 αλέθω, κόβω, τρίβω, κοπανίζω* пшеницу αλέθω σιτάρι* - ко'фе κόβω καφέ" табйк τρίβω καπνό· - камни σπάζω πέτρες· ΝίήΰΟ κόβω κρέας στην κρεατομηχανή. 2 μτφ. α- ερολογώ, αεροκοπαν ίζω. II εκφρ. ~ ЯЗЫКОМ αε- 606 мол ρολογώ, αεροκοπανίζω* ~ вздор λέγω ανοησί- ανοησίες ή κουταμάρες. II -СЯ αλέθομαι, τρίβομαι, κόβομαι, κοπανίζομαι. молотьба, -Ы θ. 1 αλώνισμα· машинная - α- λών ισμα με μηχανή. 2 εποχή αλων ισμού * на- СТуПЙла - ήρθε η εποχή του αλωνισμού. *МОЛОХ', -а α. ΙΜολώχ, σύμβολο πολλών θυμά- θυμάτων* - ВОЙНЫ о ϊίολώχ του πολέμου. МОЛОХ*) ~а α· μ°λώχ, είδος σαύρας. МОЛОЧАЙ, -Я α. ευφόρβιο, φλόμοι, γαλατό- χορτα, γαλατσίδες. молочайник, -а α. βλ. молочай. МОЛОЧаЙНЫЙ επ. 1 ευφόρβιος. 2 ουσ. πλθ. -ые τα ευφορβιοειδή. молоченый επ. αλεσμένος' τριμμένος* κομ- κομμένος. МОЛОЧИШКО, ~а ουδ. παλιογάλα, γάλα μη κα- καλής ποιότητας. II εκφρ. детишкам на - λίγο, ελάχιστα (για χρήματα). МОЛОЧКО*, -а ουδ. γαλατάκι. молочник, -а α. 1 γαλακτοδοχείο, γαλατιέ- ρα. 2 γαλακτοπώλης, γαλατάς. молочница, -Κ θ. γαλακτοπωλήτρια, γαλατού. МОЛОЧНОКИСЛЫЙ επ. που ξυνίζει το γάλα·-ые бактерии γαλακτοβάκιλλοι. МОЛОЧНОСТЬ, -И θ. η απόδοση γάλακτος* КОрОВЫ η απόδοση γάλατος της αγελάδας. молочнотоварный επ. γαλακτοκομικός· -ая ферма γαλακτοκομείο. МОЛОЧНЫЙ επ. 1 γαλακτοφόρος· - СКОТ γαλα- γαλακτοφόρα ζώα. II γαλακτερός, πολυγάλακτος. 2 γαλακτοπαραγωγικός* -ая промышленность γα- γαλακτοβιομηχανία. II του γάλατος· - магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο. 3 μικρός, βυζα- νιάρικος, αξέκοπος· - ЯГНёНОК αρνάκι του γά- γάλακτος· -телёнок μοσχαράκι του γάλακτος. 4 απο*γάλα· -ые продукты τα γαλακτερά. 5 γα- λακτόχρωμος, γαλακτώδης* - Цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα. 6 ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο. 7 το γαλακτερό. II εκφρ. - брат ομογάλακτος αδερφός· ~ая сестра ομογάλακτη αδερφή· -ые железы οι γαλακτογόνοι αδένες· -ые зубы οι γαλαξίες, οι νεογιλοί·, -ая спё- ЛОСТЬ το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτη- σιτηρών -ые реки и кисельные берега (στα παρα- παραμύθια)· ζωή χαρισάμενη· του |Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά. молча επίρ. σιωπηλά, σιγαλά, σιγώντας. 2 μτφ. αδιαμαρτύρητα, αγόγγυστα. молчаливость, -и θ. σιωπηλότητα· ολιγο- λογία. II μτφ. βουβότητα, βουβαμάρα. молчаливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 σιγη- λός, σιωπηλός, -ρός· ολιγόλογος* αμίλητος* ~ое соглашение σιωπηρή συναίνεση. 2 μτφ. βουβός. Ι! εκφρ. ~ые слёзы δάκρυα χωρί; λυγ- λυγμούς, κρυφά δάκρυα.
мол 607 мон молчальник, -а а., -ца, -Ы Θ. 1 (παλ.) μο- μοναχός· ερημίτης, -ισσα, ασκητής, ησυχαστής. 2 ολιγόλογος, σιωπηλός, λιγομίλητος. молчание, -Я ουδ. σιγή, σιωπή, ησυχία· хра- хранить - τηρώ σιγή· прервать - διακόπτω . τη σιωπή· - - знак согласия η σιγή είναι ένδει- ένδειξη συγκατάθεσης· принудить кого-л. к -ю επι- επιβάλλω σε κάποιον να σωπάσει. Η εκφρ. обойти ЧТО-Л. -ем αποσιωπώ κάτι (αφήνω άθικτο). молчанка, -и θ. (απλ.) βλ. молчание. П εκφρ. В.-у (απλ.) βλ. молча; играть В -у α- αποφεύγω τις κουβέντες, σιγώ. молчйть, -чу, -чйшь р.δ. 1 σιωπώ, σωπαίνω, σιγώ, δε μιλώ· ЧТО ТЫ -ЙШЬ? γιατί σωπαίνεις; заставить - υποχρεώνω να σωπαίνει· ОН упорно -ЙТ αυτός επίμονα σιωπά. II δε λειτουργώ· ра- рация -ЙТ ο ασύρματος σιγεί. 2 αποσιωπώ, α- αποκρύβω. 3 υπομένω αδιαμαρτύρητα. II -СЯ μου αρέσει να σωπαίνω, να μη μιλώ. молчком επίρ. βλ. молча. молчок, -чка α. 1 (διαλκ.) βλ. молчание. 2 ως κατηγ. ούτε λέξη, τσιμουδιά. молчун, -а α., -нья, -И θ. σιωπηλός, -η', λιγομίλητος, -η, άφωνος, -η. моль1,' -И θ. σκόρος, βώτριδα· изъеденный -КТО σκοροφαγωμένος. МОЛЬ* -и θ. κ. -Я α. 1 άδετοι κορμοί δέ- δέντρων επιπλέοντες. 2 ως επίρ. -ем κ. -Ы0 σκόρπια, σκορπιστά. ^. мольба, -Ы πλθ. δεν έχει, θ. 1 παρα^ηση θερμή, ικεσία. 2 προσευχή, δέηση. *МОЛЬбёрт, -а α. υποστήριγμα, οκρίβαντας1 ζωγραφικός. МОЛЬбИЩе, -а ουδ. προσκυνητήριο, -τάρι. *момёнт, -а α. 1 στιγμή· В благоприятный ή В ПОДХОДЯЩИЙ - στην κατάλληλη στιγμή· ВЫбИ- рать - διαλέγω την (κατάλληλη) στιγμή· те- текущий ή настоящий - η παρούσα κατάσταση. 2 καιρός, ώρα* наступил - Обеда ήρθε η ώρα του φαγητού. 3 πλευρά' положительные -Ы οι θε- θετικές πλευρές· отрицательные ~ы οι αρνητι- αρνητικές πλευρές. 4 ως επίρ. ~0Μ αμέσως, στη στιγ- στιγμή, στο μομέντο. II εκφρ. В (ОДИН) - αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο· В данный -· στη δο- δοσμένη περίσταση· В любой - (σε) οποιαδήποτε ώρα και στιγμή. моментально επίρ. στιγμιαία, ακαριαία, αυ- αυτοστιγμεί, πάραυτα. моментальный επ. στιγμιαίος, ακαριαίος· - снимок στιγμιότυπο· -ая смерть ακαριαίος θά- θάνατος· -ЭЯ фотография στιγμιαία φωτογραφία. *М0Нарх, -а α. μονάρχης. монархизм, -а α. 1 μοναρχισμός. 2 μοναρ- монархиня, -И θ. 1 η βασίλισσα. 2 η σύ- σύζυγος του μονάρχη. Монархист, -а α., -ка, -И θ. μοναρχικός, -ή, βασιλόφρονας, -η. Монархистский επ. μοναρχικός, του μοναρ- μοναρχικού· -ие убеждения μοναρχικές πεποιθήσεις. монархический επ. μοναρχικός, της μοναρ- μοναρχίας ή του μοναρχισμού' ~ое государство μο- μοναρχικό κράτος. монархия, -И θ. μοναρχία. монарший επ. (παλ.) μοναρχικός. монастырский επ. μοναστηριακός· -ие зем- земли μοναστηριακή γη. II μτφ. ήσυχος·-ая ЖИЗНЬ μοναστηριακή ζωή. ♦монастырь, -Я α. μοναστήρι^ μονή· λαύρα· мужской - μοναστήρι καλόγερων женский μοναστήρι καλογριών. II η μοναστηριακή κοι- κοινότητα ή κοινόβιο. II η εκκλησία καθώς και όλη η μοναστηριακή ιδικτησία. II εκφρ. П0Д- вестй ПОД - (απλ.) φέρνω σε δύσκολη θέση. *М0Нах, -а α. μοναχός, καλόγερος· ПОСтрЙТЬ- СЯ В -И χειροτονούμαι μοναχός. II -μτφ. απο- απομονωμένος, μακριά απο τα εγκόσμια. МОНЙХИНЯ, -И θ. μοναχή, καλογριά, -όγρια. монашек, -шка α. 1 βλ. монахиня. 2 εύοσμο δαδί. монашенка, -и θ. 1 βλ. монахиня, 2 εύοσμο δαδί. 3 νυχτερινή πεταλούδα (με μαύρα στίγ- στίγματα) . монашеский επ. καλογερικός, -ίστικος, μο- μοναχικός· -ая кёлья μοναχικό κελί· -ая риса το καλογερίστικο ράσο. II μτφ. απομονωμένος, μακριά απο τα εγκόσμια· -ая ЖИЗНЬ απομονω- απομονωμένη (ασκητική) ζωή. монашество, ~а ουδ. 1 μοναχική (καλογε- (καλογερική) ζωή. 2 (αθρσ.) οι μοναχοί, οι καλόγε- καλόγεροι . монашествовать, -ствую, -ствуешь р.δ. κα- Λογερεύω. монашка, -и θ. βλ. монахиня. II εύοσμο δαδί. монгол, ~а α., -ка, -И θ. ΐώογγόλος, -α. МОНГОЛОВёд, ~а α. μογγολολόγος. монголоведение, -Я ουδ. μογγολολογία. монголовидный επ.,'βρ: -лен, -дна, ;~дно,· μογγολοειδής. МОНГОЛЬСКИЙ επ. μογγολικός. *М0Нёта, -Ы θ. 1 νόμισμα μεταλλικό* μονέ- μονέδα" серебряная - ασημένιο νόμισμα· медная - χάλκινο νόμισμα* фальшивая - κάλπικο νόμι- νόμισμα* чеканить -у κόβω νομίσματα. II κέρματα· мелкая ή разменная - τα ψιλά, τα λιανά, ~ώ- ματα. II χρήματα, λεφτά· ГОНИ -у δόσε χρήμα- χρήματα, κατέβαινε λεφτά. 2 το ρούβλι. II εκφρ. ОТПЛатЙТЬ ТОЙ же -ОЙ πληρώνω με το ίδιο νό- νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα)' принять ЧТО за чистую -у παραδέχομαι (εκλαμβάνω) κάτι σαν αληθινό ή αγαθό. монетный επ. νομισματικός, χρηματικός.
608 мор ЫОВётчИК, -а α. νομισματοκόπος. *МОНИЗМ, -а α. (φιλοσ.) μονισμός. монист, -а α. μονιστής, οπαδός του μονισμού. монистический επ. μονιστικός. монистичный επ., βρ: ~чен, -чна, -чно μο- νιστικός. МОНИСТО, -а ουδ. είδος περιδέραιου. *МОНИТОр, -а α. πλοίο ακτοφυλακής με ισχυ- ισχυρό θώρακα και, βαρύ οπλισμό. моногамический επ. μονογαμικός. *МОНОГАМИЯ, -И θ. μονογαμία, моногамный επ., βρ: -мен, мна, МНО μονο- μονογαμικός. *МОН0ГраШ1а, -Ы θ. μονόγραμμα, монографический επ. μονογραφικός. *М0Н0ГрЙ$ИЯ, -И Θ. μονογραφία. *М0НОКЛЬ, -Я α. ο μονύελος, το μονόκλ, монокультура, -Ы θ. μονοκαλλιέργεια. *М0Н0ЛЙТ, -а α. μονόλιθος, ογκόλιθος. МОНОЛИТНОСТЬ, -И θ. μονολιθικότητα. МОНОЛИТНЫЙ επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО μο- μονολιθικός. II μτφ. ενιαίος, σύσσωμος, συ- συσπειρωμένος. *монолог, -а α. μονόλογος, монологический επ. μονολογικός. М0Н0МОН, -а ά., ~ка, -И θ.ο, η μονομανής. ♦МОНОМанИЯ, -И Θ. μονομανία, ♦монометалйзм, -а α. μονομεταλλισμός. монометаллический επ. μονομεταλλιστικός. ♦моноплан, ~а α. μονοπλάνο. монополизация, -И θ. μονοπώληση, монополизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. μονοπωλώ. И -СЯ μονοπωλούμαι. МОНОПОЛИСТ, ~а α. 1 μονοπωληστής. 2 μεγά- μεγάλος κεφαλαιοκράτης. монополистический επ. μονοπωλιακός· - ка- ПИТЙЛ μονοπωλιακό κεφάλαιο· ~ капитализм μονοπωλιακός καπιταλισμός. МОНОПОЛИСТСКИЙ επ. μονοπωλιακός, ♦монополия, -и θ. 1 μονοπώλιο· государст- государственная - κρατικό μονοπώλιο· капиталистиче- капиталистические -И καπιταλιστικά μονοπώλια. 2 (παλ.) κρατικό οινοπωλείο. МОНОПОЛЪНОСТЬ, -И θ. μονοπώληση. МОНОПОЛЬНЫЙ επ. μονοπωλιακός. *М0Н0теЙЗМ, ~а α. μονοθεϊσμός. МОНОТеЙСТ, -а α. μονοθεϊστής. монотеистический επ. μονοθεϊστικός. *МОНОТЙП, -а α. μονοτυπία. МОНОТИПИСТ, -а α. μονοτύπης. МОНОТИПНЫЙ επ. μονοτυπικός. МОНОТОННО επίρ. μονότονα. МОНОТОННОСТЬ, -И θ. μονοτονία· ανία. МОНОТОННЫЙ επ., βρ: -то'нен, -тонна,-О μο- μονότονος. II ανιαρός, *МОНОфТ0НГ, -а α. *МОНОХОрд, -а α. το μονόχορδο. монохроматический επ. μονόχρωμος. *МОНСТр, ~а α. (παλ.) τέρας, ♦монтаж, -Й α. 1 συναρμολόγηση: μοντάρι- μοντάρισμα· ανέγερση· στήσιμο. 2 συναπάρτιση, σύν- σύνθεση, συρραφή (για έργο λογοτεχνικό, μουσι- μουσικό κ.τ.τ.). МОНТажёр, -а α. συναρμολογητής, συναρμο- στής (κινηματογραφικής ή φωτογραφικής μηχα- νής). монтажист, -а α., -ка, -и θ. συνθέτης, ο συναπαρτίζων. МОНТажниК, ~а α., -Да, -Ы θ. συναρμολογη- συναρμολογητής (μηχανών, εγκαταστάσεων κ.τ.τ.). монтажничать ρ.6. (απλ.) συναρμολογώ. МОНТаЖНЫЙ επ. συναρμολογητικός, της συναρ- συναρμολόγησης· για συναρμολόγηση. ♦монтаньяры, -ов πλθ. (ενκ. -ьяр, -а α.) οι ορεινοί (της γαλ. επανάστασης). ♦монтёр, -а α. 1 εφαρμοστής, μονταδόρος. 2 εφαρμοστής ηλεκτρικών. монтирование, -Я ουδ. αρμολόγηση· συναρ- συναρμολόγηση . ♦монтировать, -РУЮ, -руешь ρ.δ.μ. αρμολο- γώ, συναρμολογώ, συναρμόζω, μοντάρω' στήνω. II -СЯ συναρμολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. монтировка, -и θ. βλ. монтирование МОНТИРОВОЧНЫЙ επ.' (συν)αρμολογητικός . монтировщик, -а α. συναρμολογητής, συναρ- μοστής· εφαρμοστής. * ♦монумент, -а α. 1 μνημείο (αναμνηστικό"τε- (αναμνηστικό"τεκτονικό ή γλυπτικό έργο). 2 επιτάφια μαρμά- μαρμάρινη ή γρανίτινη πλάκα, ταφόπετρα, μνήμα, τάφος. монументальность, -И θ. μεγαλοπρέπεια, το μεγαλειώδες. монументальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 μεγαλοπρεπής, -άπρεπος, μεγαλειώδης, επι- επιβλητικός. 2 (για οικοδομή) μνημιώδης. 3 μτφ. θεμελιακός, βασικός· βαθύς. монументный επ. μνημειακός, του μνημείου. МОНумёнтЩИК, -а α. μνημειο>κατασκευαστής. ♦МОПС, -а α. σκυλάκι δωματίου. МОр, -а α. θανατικό' επιδημία. морализация, -И θ. ηθικοποίηση, διδασκα- διδασκαλία ηθικών αρχών. морализирование, -я ουδ. βλ. морализация. морализировать, -руга, -руешь р.δ. ηθικο- ηθικοποιώ, ηθολογώ, διδάσκω ηθική. морализовать, -зуга, -зуешь р.δ. βλ. мора- морализировать . моралист, -а α., -ка, -И θ. ηθικολόγος. моралистический επ. ηθικολογικός. ♦моралите ουδ. άκλ. έμμετρο δράμα (κατά το μεσαίωνα). ♦мораль, -И θ. 1 το ηθικό, το ήθος, η ηθι-
мор 609 мор κή. 2 ηθικό δίδαγμα, συμπέρασμα· επιμύθιο* читать кому-л. - νουθετώ (διαβάζω) κάποιον. 3 ηθικολογία. Морально επίρ. ηθικά. морально-политический επ. ηθικοπολιτικός. моральный επ., βρ: -лен, -льна, -льно η- ηθικός· - ВЫВОД ηθικό δίδαγμα' - человек η- ηθικός άνθρωπος· ~ые устои ηθικά θεμέλια'-ое удовлетворение ηθική ικανοποίηση· -ые му- чёния ηθικά (ή ψυχικά) βάσανα· -ое С0СТ0Я- НИе ηθική κατάσταση, το ηθικό. II εκφρ. - ИЗ- ИЗНОС, ή -ое изнашивание машины η καταλληλό- καταλληλότητα της μηχανής (αν και πάλιωσε), ♦мораторий, -Я α. μορατόριο" εκεχειρία. *морг? ~а α. νεκροσκοπείο· νεκροφυλάκιο νο- νοσοκομείου, ♦морг* -а α. μέτρο μισού εκταρίου. ΜθρΓ3επιφ. ως κατηγ.' ανοιγοκλείσιμο των ματιών (απο το р. моргать, моргнуть). •морганатический επ. μοργανατικός· - брак μοργανατικός γάμος. моргание, ~Я ουδ. σκαρδαμυγμός· ανοιγοκλεί- σιμο των ματιών. II τρεμοφέγγισμα, μαρμαρυγή. моргать р.δ. 1 βλ. мигать A σημ). 2 κά- κάνω ματιά, κάνω νεύμα με το μάτι, κλείνω το μάτι. 3 βλ. мерцать моргнуть р.σ. βλ. моргать. II εκφρ. глазом не - δε σηκώνω κεφάλι, εργάζομαι εντατικά· не -ув глазом αδυσκόλευτα· χωρίς πολλή σκέ- σκέψη· не успеть (и) глазом - στη! στιγμή, αμέ- αμέσως, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού. морда1, -Ы θ. 1 ρύγχος, μουσούδα, μούρη. 2 (χυδ.) μούρη, πρόσωπο· дать В -у χτυπώ στη μούρη. II δυσειόές πρόσωπο. II (υβρ.) μούτρο, παλιόμουτρο' исчезни, -! χάσου απ' εδώ, πα- λιόμουτρο! ♦морда? -ы θ. (διαλκ.) βλ. верша. мордастый επ., βρ: -даст, -а, -о που έ- έχει φαρδιά μούρη. II πλατυπρόσωπος. мордасы, -ΟΒ πλθ: бить (хлестать) по -ам (απλ.) χτυπώ στο πρόσωπο, μπατσίζω, ραπίζω. мордатый επ., βρ: -дат, -а, -о (απλ.) βλ. мордастый мордашка, -и θ. συμπαθητικό πρόσωπο. II άν- άνθρωπος ομορφοπρόσωπος. II ράτσα κυνηγετικών σκύλων. мордобитие, -Я ουδ. χτύπημα στο πρόσωποί, μπάτσισμα, ράπισμα. мордобой, -я α. (απλ.) βλ. мордобитие. мордовать р.δ. (απλ.) χτυπώ, δέρνω, βασα- βασανίζω, τυραγνώ. мордоворот, ~а α. ασχημομούρης. мордочка, -И θ. 1 μουρίτσα· - зайца μου- ρίτσα λαγού. 2 προσωπάκι (παιδικό ή γυναι- γυναικείο) . море, -я, πλθ. -Я, -ей ουδ. 1 η θάλασσα· Средиземное - Μεσόγεια θάλασσα· Балтийс- Балтийское - Βαλτική θάλασσα· Каспийское - Κασπία θάλασσα· взволнованное - ταραγμένη θάλασσα' бурное - τρικυμισμένη θάλασσα* 30 -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα· из-за -Я πέ- πέρα απο τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών. II πέλαγος· Эгейское - Αιγαίο πέλαγος· Иониче- Ионическое - Ιόνιο πέλαγος. II λίμνη πολύ μεγάλη· Аральское - η λίμνη Αριάλη. 2 μτφ. πάρα πο- πολύ, ποτάμι, ωκεανός· - слёз ποτάμια δάκρυα· - крови ποτάμια αίματος. II τεράστια έκταση· - хлебов θάλασσα σιτηρών. 3 επίρ. δια θα- θαλάσσης· ехать ~ем ταξιδεύω δια θαλάσσης. II εκφρ. житейское - (παλ.) πολυτάραχος (πολυ- (πολυκύμαντος) βίος· в открытое - (выйти); в от- открытом -е στα ανοιχτά της θάλασσας· 30 -ем; (-ями) παλ. στα ξένα· на дне -я найти (сыс- (сыскать); СО ДНа ~Я достать να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας· дцать у -Я ПОГОДЫ εκ Ναζαρέτ δύναται αγα- αγαθόν είναι; ή απο του διαβόλου την αυλή ού- ούτε ερίφι ούτε αρνί. ♦морёна, -Ы θ. έρμακας, αρμακάς. морение, -Я ουδ. φαρμάκωμα, εξόντωση, ξο- λοθρεμός, αφανισμός, ξεπάτωμα, ξεπάστρεμα. Морённый επ. του έρμακα. морёный επ. 1 φαρμακωμένος, ξολοθρεμένος, εξοντωμένος, ξεπατωμένος, αφανισμένος. 2 μτφ. ισχνός, εξαντλημένος, βασανισμένος, τα- ταλαιπωρημένος. 3 διαποτισμένος· βαμμένος σε υπομελανό χρώμα. мореплавание, -Я ουδ. θαλασσοπλοΐα, θα- θαλασσοπορία, ναυσιπλοΐα. II ναυτιλία, ναυτι- ναυτική (τέχνη), πλωτική. мореплаватель, -Я α. θαλασσοπόρος, ποντο- ποντοπόρος, πελαγοδρόμος' ναυτικός, •■мореплавательный επ. θαλασσοπλοϊκός, ναυ- σιπλοϊκός, ναυτιλιακός. мореход, -а α. θαλασσοπόρος* ναυτικός. мореходец, -дца α. βλ. мореход. мореходность, -И θ. ναυτιλιακή ικανότητα πλοίου. мореходный επ. ναυτιλιακός, ναυσιπλοϊκός. мореходство, -а ουδ. βλ. мореплавание морж, -а α., -Йха, -И θ. τριχοφόρος. МОРЖОВЫЙ επ. του τριχοφόρου. моржонок, -нка, πλθ. -жёта,-жат α. νεογνό τριχοφόρου. морзе στις εκφρ: аппарот Морзе о ασύρμα- ασύρματος του Μ$ρς· азбука Морзе αλφάβητο του Μορς. морилка, -И θ. υπομελανό χρώμα (για ξύλι- ξύλινα έπιπλα). мористый επ. που είναι στα ανοιχτά της θάλασσας, μακριά απο τις ακτές. морить, ~рй, -рйшь, παθ. μτχ. морённый κ. βρ: -рён, -рена, -ренб р.δ.μ. 1 φαρμακώνω,
_мор_ 610 мор εξοντώνω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω, ξεπατώνω,- ξεπαστρεύω, ξεκάνω· - крыс, клопов ξεκάνω τους αρουραίους, τους κοριούς. 2 μτφ. κατε- ξαντλώ, λιώνω, πεθαίνω" - ГОЛОДОМ λιώνω α- απο την πείνα. 3 μειώνω, μετριάζω, κόβω (ο- (οξύτητα, καυστικότητα κ.τ.τ.). 4 (διαλκ.) σβήνω (τα κάρβουνα). 5 βάφω με υπομελανό χρώ- χρώμα. II -СЯ 1 εξοντώνομαι, εξολοθρεύομαι, ε- εξαφανίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 μαραζώνω, φθίνω, λιώνω' βασανίζομαι. МОркбвка, -И θ. μικρό καρότο. МОРКОВНИК, -а α. φαγητό με καρότα. МОРКОВНЫЙ επ. 1 του καρότου' απο καρότο. 2 (για χρώμα) πορτοκαλιάς. МОРКОВЬ, -И θ. καρότο, δαύκος. мормоны, -ΟΒ πλθ. (ενκ. -он, ~а α., -ка, -И θ. Μορμόνοι (θρησκ. αίρεση). мормышка, -И θ. τεχνητό όόλωμα για ψάρια. моровой επ: -ое поветрие ή -ая язва (παλ.) λοιμός, πανούκλα* θανατικό, ξολοθρε- μός, αφανισμός. мороженица, ~Ы θ. κατάψυξη» παγωτοποιείο. мороженое, -ого ουό. το παγωτό· сливочное - παγωτό κρέμας· шоколёдное ~ παγωτό σοκο- σοκολάτας· ГлубНЙЧНОе - παγωτό φράουλας. мороженщик, -а α., -ца, -Ы θ. παγωτοποιός· παγωτοπώλης, -ήτρια. мороженый επ. κατεψυγμένος, παγωμένος, του πάγου· -ое МЙСО κατεψυγμένο κρέας. II βλαμ- βλαμμένος, χαλασμένος απο τον πάγο' - картофель παγωμέν ες: πατάτ ες. мороз, -а α. ■ 1 κρύο, ψύχος· πάγος· креп- крепкий - δυνατό κρύο, παγετός, παγωνιά' трес- трескучий - διαβολεμένο κρύο· СИЛЬНЫЙ - δριμύ ψύχος. II ψύχος κάτω του μηδενός· четыре гра- градуса -а τέσσερις βαθμούς κάτω απο το μηδέν. 2 ψύχρα, ψυχρός καιρός. II εκφρ. ~ по коже ή по спине подироет ή дерёт, пробегает ανα- ανατριχιάζω (απο κρύο, φόβο)' ударили -Ы έπε- έπεσαν κρύα· СТОИТ СЙЛЬНЫе -Ы κάνει δριμύ ψύχος. морозец, -зца α. βλ. морозик. МОрОЗИК, -а α. ελαφρό ψύχος, ψύχρα. морозилка, -И θ. θάλαμος κατάψυξης. МОРОЗИТЬ, -Ожу, -ОЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мороженный, -жен, -а, -ο ρ.δ. 1 μ. πα- παγώνω, ψύχω. П καταστρέφω με το ψύχος. 2 απρόσ. κάνει παγωνιά. II -СЯ ψύχομαι, πα- παγώνω. морозно επίρ. ως κατηγ. είναι (κάνει) κρύο· сегодня - σήμερα κάνει παγωνιά. морозный επ., βρ: -зен, -зна, -зно ψυ- ψυχρός, κρύος, παγερός* ~ Воздух ψυχρός αέρας. морозостойкий επ., βρ: -стоек, -стойка, -СТОЙКО ψυχρόφιλος, φιλόψυχρος, ανθεκτικός στο ψύχος. МОРОЗОСТОЙКОСТЬ, -И θ. η αντοχή στο ψύχος (για φυτά). морозоупорность, -и θ. βλ. морозостойкость. морозоупорный επ., βρ: -рен, -рна, ~рно* βλ. морозостойкий. морозоустойчивость, -и θ. βλ. морозостой- морозостойкость. морозоустойчивый επ., βρ: -чив, -а, -о; βλ. морозостойкий. морока, -И θ. ανιαρή ιστορία ή υπόθεση. моросить, -ЙТ ρ.δ. ψιλοβρέχω, ψιχαλίζω· на ДВорё -ЙТ στην αυλή ψιχαλίζει" ДОЖДЬ -ЙТ ρίχνει ψιλή βροχή, ψιχαλίζει. МОрОСЬ, -И θ. ψιχάλα. морочить, -чу, -чишь ρ.δ.μ. (συ)σκοτίζω, συγχύζω, μπερδεύω, θολώνω τα μυαλά· κοροϊ- κοροϊδεύω, εμπαίζω. II εκφρ. - Голову σκοτίζω, ζα- ζαλίζω το κεφάλι. морошка, -И θ. βάτος το χαμαίμορο ή ρού- βος καθώς και οι καρποί αυτού. МорбШКОВЫЙ επ. του βάτου, του ρούβου· απο ρούβο. морс, -а (-у) α. μορς (ποτό αναψυκτικό). морской επ. 1 θαλάσσιος, θαλασσινός· ~ая ВОДЙ θαλασσινό νερό· - климат θαλάσσιο κλί- κλίμα* -ое путешествие θαλασσινό ταξίδι· - бой η ναυμαχία' -Йе животные θαλάσσια ζώα' -ая рыба θαλασσινό ψάρι· -Ое дно о βυθός της θάλασσας· -ое купа'нье θαλάσσιο λουτρό* Порт θαλασσινό λιμάνι. 2* ναυτικός, θαλασ- θαλασσινός· - флот ναυτικός στόλος· -ая пехота οι πεζοναύτες· - офицер αξιωματικός ναυτι- ναυτικού' ~ая МЙЛИЯ ναυτικό μίλίο" -ая карта о ναυτικός χάρτης· -ое сражение ναυμαχία· разбойник πειρατής, κουρσάρος· -ое право ναυτικό δίκαιο' ~ая держйва ναυτική δύνα- μη^(κράτος)' -ое училище ναυτική σχολή. II εκφρ. -ая болезнь ναυτία, ~ση· ~ёя игла η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)· -ЙЯ собака το σκυλόψαρο· - волк θαλασσόλυκος| (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)· -ОЯ ко- корова αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ" -ЙЯ змея θαλασσινό φίδι· - СЛОН θαλασσινός ελέφαντας' - ЯЗЫК γλώσσα η κοινή (ψάρι)· - лев ίδιάφορα είδη φωκιών на дне -ом найти (сыскать); со дна -го доста"ть να βρεθεί ό- όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θά- θάλασσας . *МОрТЙра, -Ы θ. όλμος, ολμοβόλο. мортирный επ. ολμικός, του όλμου. *Морфёй, -я α. Μορφέας, ύπνος· в объятиях Морфея στην αγκαλιά του ΐΜορφέα (σε βαθύ ύπνο). *МОрфёма, -Ы θ. (γλωσ.) μορφή, μόρφωμα λέ- λέξης. *МОрфИЙ, -Я (-Ю) α. μορφίνη.
мор 611 мот морфинизм, -а α. μορφινισμός. МОрфИНЙСТ, -3 а., -КЭ, -И θ. Ο, η μορφι- νομανής. МОрфОЛОГ, -а α. μορφολόγος. морфологический επ. μορφολογικός. *МОрфОЛОГИЯ, -И θ. 1 μορφολογία (εξωτερι- (εξωτερική μορφή των όντων). 2 η διαμόρφωση του ε- εδάφους. 3 η αλλαγή των λέξεων (απο τις κα- καταλήξεις, προθέματα и.τ.τ.). МОрЩЙна, -Ы θ. ρυτίδα, ζαρωματιά· -Ы на Лбу ρυτίδες στο μέτωπο. II μτφ. πτυχή, ζά- ζάρα, ζαρωματιά, σούρα (στα υφάσματα κ. άλλα). МОРЩИНИСТОСТЬ, -И θ. ρυτίδωση, ρικνότητα. морщинистый επ., βρ: -нист, -а, -о ρυτι- ρυτιδωμένος· ρικνός, ζαρωμένος* -Οθ ЛИЦО ρυτι- ρυτιδωμένο πρόσωπο· -ая кожа ζαρωμένο δέρμα. II (για πρόσωπο) καταρυτιδωμένος, καταζαρωμένος, морщинить(ся) р.δ. βλ. мор|щить(ся) 1 σημ. МОрЩЙНка, -И θ. ρυτιδίτσα. МОрЩИТЬ, -щу, -ЩИШЬ р.δ.μ. 1 ρυτιδώνω, ζα- ζαρώνω* - лоб ρυτιδώνω το μέτωπο. 2 μτφ. (για νερό) διαταράσσω ελαφρά την επιφάνεια, ρι- κνώνω. II ~СЯ ρυτιδώνομαι, ζαρώνω. МОрПШТЬ, ~ЙТ ρ.6. σχηματίζω δίπλες, ζαρώ- ζαρώνω· Платье ~ЙТ το φόρεμα ζαρώνει. II -СЯ σχηματίζω δίπλες, ζαρώνω. моряк, -а α. ναύτης, ναυτικός, θαλασσινός. моряна, -Ы θ. νοτιοανατολικός άνεμος(στην Κασπία και ΒΙόλγα) . моряцкий επ. ναυτικός,, του ναύτη. морячка, -И θ. ναΰίτρια. II η σύζυγος του ναύτη. морячок, -чка α. ναυτόπουλο. москатель, -Я α. (αθρσ.) χρώματα και χρω- χρωστικές ουσίες. МОСКВИЧ, -а α. Μοσχοβίτης. II μάρκα αυτο- αυτοκίνητου . *МОСКЙТ, ~а α. μοσκίτης, κουνούπι της Α- Αφρικής. МОСКИТНЫЙ επ· του μοσκίτη. II της προφύλα- προφύλαξης απο το μοσκίτη' -ая сетка η κουνουπιέρα. МОСКОВСКИЙ επ. μοσχοβίτικος, της Μόσχας. мослак, -а α. (απλ.) βλ. мосол. мосластый επ., βρ: -ласт, -а, -о · (απλ.) κοκκαλιάρης, κοκκαλιάρικος. МОСОЛ, -ела α. πλευρικό οστό, το πλευρό" κάθε κόκκαλο που εξέχει. мост, -а κ. -а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -Ы α. 1 γέφυρα, γεφύρι" ПешехОДНЫЙ - πεζο- πεζογέφυρα" железнодорожный - σιδηροδρομική γέ- γέφυρα· ВИСЯЧИЙ -, цепмой - κρεμαστή γέφυρα· ПОНТОННЫЙ - πλοιόζευκτη γέφυρα· деревян- деревянный - ξύλινη γέφυρα1 - ИЗ ПОДРУЧНОГО МЭ- териала πρόχειρη γέφυρα" ПЛОВучиЙ - πλωτή γέφυρα" навести - φτιάχνω, ρίχνω γέφυρα, γεφυροποιώ. 2 το κατάστρωμα της γέφυρας, το σανίδωμα. 3 γέφυρα δοντιών. мостик, -а α. γεφυράκι, -ίτσα. мостильщик, -а α. γεφυροποιός, МОСТИТЬ, мощу, мостишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мощённый, βρ: -щён, -ά, -ό ρ.δ.μ. 1 λι- θοστρώνω, πλακοστρώνω· σκυροστρώνω. 2 σανι- δώνω, πατώνω γέφυρα. 3 (διαλκ.) υποθέτω, βά- βάζω (στρώνω) υπό. II - СЯ 1 τακτοποιούμαι, το- τοποθετούμαι, βολεύομαι. 2 λιθοστρώνομαι κλπ. ■Ρϊ- ενεργ. φ. МОСТКИ, ~ОВ πλθ. 1 γεφύρι ξύλινο. 2 εξέ- εξέδρα (εξοχή) στην άκρη όχθης, ακτής. 3 σανί- σανίδωμα των σκαλωσιών οικοδομής. мостовая, -ОЙ θ. το λιθόστρωτο, λιθοστρω- μ'ένος δρόμος· булыжная - λιθόστρωτος ,(βο-ι τσαλοστρωμένος) δρόμος. МОСТОВЙна, -Ы θ. γεφυροσανίδα· γεφυροδο- κός. МОСТОВОЙ επ. της γέφυρας. мостовщик, -а α. εργάτης λιθόστρωσης. МОСТОК, -ТКЙ α. γεφυράκι. мостостроение, -Я ουδ. γεφυροποιΐα. *мосьё κ. мсьё κ. (απλ.) мусьё, мусью α. άκλ. (παλ.) κύριος, II παιδαγωγός. моська, -и θ. βλ. мопс. МОТ, -а α. σπάταλος, χαλαστής, σκορποχέ- ρης, ξοδιαστής, διασπαθιστής. моталка, ~И θ. πηνιστήριο, τυλιγάδι, ανέμη. мотальный επ. περιελι^τικός, περιτυλικτι- κός, της περιτύλιξης. мотальня, -И θ. εγκατάσταση (χώρος) πηνι- στηρ ίων. мотание1, -Я ουδ. 1 αναπήνιση, κουβάριασμα. 2 κούνημα· τίναγμα. мотание? -Я ουδ. σπατάλη· διασπάθιση. МОТОТЬ1 р.δ. 1 αναπηνίζω, μασουρίζω· κου- κουβαριάζω' περιτυλίγω. 2 κουνώ, ανεμίζω' τι- τινάζω. II κουνώ αρνητικά το κεφάλι. 3 κλυδω- κλυδωνίζομαι. 4 κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ. 5 πηγαίνω γρήγορα, τρέχω. II εκφρ. - (себе) на ус φέρω διαρκώς στη μνήμη. II -СЯ 1 αιω- αιωρούμαι, ταλαντεύομαι. 2 γυρίζω, τρέχω πο- πολύ, περιτρέχω, περιπλανιέμαι. 3 αναπηνίζο- μαι, περιελίσσομαι, περιτυλίγομαι' κουβα- κουβαριάζομαι . мотать2 ρ. δ. σπαταλώ, διασπαθίζω, διασκορ·- πίζω, ξοδεύω άσκοπα. II -СЯ σπαταλιέμαι, δι- διασπαθίζομαι, ξοδεύομαι άσκοπα. *МОТИВ, ~а α. 1 αφορμή" πρόφαση· αιτία, αί- αίτιο· κίνητρο. И επιχείρημα, συλλογισμός(για υποστήριξη). 2 (φιλγ.) μοτίβο, συστατικό έρ- έργου. 3 (μουσ.) σκοπός, μοτίβο. мотивирование, -Я ουδ., 1 αιτιολογία, εξήγη- егг). 2 το σύνολο των αιτιολογιών, δικαιολο- δικαιολογιών . мотивировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. αι-
мот 612 моч τιολογώ' δικαιολογώ" εξηγώ· - отказ εξηγώ τους λόγους της άρνησης. мотивировка, ~и θ. βλ. мотивирование. МОТИВИРОВОЧНЫЙ επ. αιτιολογημένος. МОТКа, -И θ. κούνημα· τίναγμα. мотнуть р.σ. βλ. мотать1 B σημ.). II ~ся βλ. мотаться1 (ίσημ.). МОТНЙ1 -Й θ. (απλ.) το κρεμάμενο μέροςτης βλάκας. II σάκκος αλιευτικού διχτιού. МОТНЯ, -и θ. φασαρία,φροντίδες, τρεχάματα. мотоватый επ., -ват, -а, -О σπάταλος, χα- λαστής, πολυδάπανος, πολυέξοδος. мотовило, ~а ουδ. 1 βλ. моталка. 2 κα- μπτήρας· φορέας. МОТОВка, -И θ. η σπάταλη, η ξοδιάστρα. МОТОВОЗ, -а α. μικρή ατμομηχανή· ατμάμαξα. мотовской επ. σπάταλος, άσωτος· - образ ЖИЗНИ άσωτη ζωή. МОТОВСТВО, -а ουδ. σπατάλη, ασωτία. мотодрезина, -Ы θ. ντρεζίνα με μοτέρ. *МОТОДР<5м, ~а α. μοτοσικλετοδρόμιο. МОТОК, -тка α. κουβάρι, μίτος. МОТОКОЛЯСКа, -И θ. μηχανοκίνητο αμαξάκι. мотокросс, -а α. βλ. мотопробег. мотомеханизированный επ. μηχανοκίνητος· -ая армия μηχανοκίνητη στρατιά (ή στρατός). мотопехота, -Ы θ. μηχανοκίνητο πεζικό. мотопехотинец, -нца α. στρατιώτης μηχανο- μηχανοκίνητου πεζικού. мотопехотный επ. του μηχανοκίνητου πεζι- πεζικού" - ПОЛК μηχανοκίνητο σύνταγμα πεζικού. мотопробег, -а α. μοτοσικλετικός αγώνας σε ανώμαλο έδαφος. *ΜΟΤΟρ, -а α. κινητήρας, μοτέρ. моторизация, -И θ. εφοδιασμός (εξοπλισμός) με κινητήρες. моторизованный επ. απο μτχ. μηχανοκίνη- μηχανοκίνητος" - батальон μηχανοκίνητο τάγμα. моторизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. моторизованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ.μ. 1 εφοδιάζω με κινητήρες. 2 (στρατ.) ε- εξοπλίζω με μηχανοκίνητα. МОТОрЙСТ, -а α., -ка, -И θ. χειριστής ή ε- επιτηρητής κινητήρων. МОТОрка, -И θ. βενζινάκατος, μπενζίνα. моторный1επ. 1 του κινητήρα' - цех τμήμα (εργοστασίου) κατασκευής κινητήρων. 2 (κι- (κινούμενος) με μοτέρ* -ая лодка βενζινάκατος. моторный2επ. κινητικός, κινητήριος· -ые рефлексы ανακλαστικές κινήσεις· -ые центры ГОЛОВНОГО МОЗГа τα κινητήρια κέντρα του ε- εγκέφαλου. ♦мотороллер, -а α. μοτοποδήλατο. моторостроение, -Я ουδ. μηχανολογία, κα- σκευαστική μηχανών. моторостроительный επ. της κατασκευής κι- κινητήρων - завод εργοστάσιο κατασκευής κι- κινητήρων . ♦мотоцикл, -а α. μοτοσικλέτα. *МОТОЦИКЛёт, -а α. μοτοσικλέτα. МОТОЦИКлётка, -И θ. μοτοσικλέτα, μηχανάκι. мотоциклетный επ. της μοτοσικλέτας. МОТОЦИКЛИСТ, -а α., -ка, -и θ. μοτοσικλε- μοτοσικλετιστής, -ίστρα. МОТОЧАСТЬ, -И θ. μηχανοκίνητο τμήμα. моточек, -чка, α. κουβαράκι. М0ТЫГ81, -И θ. σκαπάνη, σκαλιστήρι .II μηχα- μηχανή σκαλιστική. мотыга? -и θ. βλ. мот. мотйлить, ~жу, -жить р.δ.μ. σκαλίζω, землю σκαλίζω τη γη*. мотыжный επ. σκαλιστικός* -ое земледелие σκαλιστική καλλιέργεια. МОТЫЛёк, -лька α. πεταλούδα* -δίτσα. МОТЫЛЬ, ι-Й α. 1 χρυσαλλίδα κουνουπιού. 2 (παλ.) βλ. кривошип. МОТЫЛЬКОВЫЙ επ. της χρυσαλλίδας. II ουσ. πλθ. (βοτ.) τα ψυχανθή. мох, мха κ. моха, προθτ. о мхе κ. о мохе, во мху, на мху, πλθ. мхи α. μούσκλο, βρύο. II εκφρ. -ом обрасти (зарасти, покрыться κ. τ.τ.) μουχλιάζω, είμαι αδρανής, ψόφιος. мохнатить, -начу, -натишь р.δ.μ. δασύνω. II -СЯ γίνομαι δασύτριχος. МОХНЙТОСТЬ, -И θ. δασύτητα (μαλλιών). МОХНЙТЫЙ επ., βρ: -нат*, -а, -о. 1 πυκνό- μαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός. 2 μτφ. πυ- πυκνός, δασύς· πυκνόφυλλος, δασύφυλλος· πολύ- κλαδος. 3 χνουδωτός, χνουδάτος, χνοώδης·-0Θ пальто χνουδωτό πανωφόρι· -ое полотенце η χνουδωτή πετσέτα του προσώπου. мохноногий επ. δασύποδος· ^МОХОВИК, -а α. είδος μανιταριού χνουδω- χνουδωτού. II (διαλκ.) τσαλαπετεινός, τέτρακας (το αρσενικό). МОХОВОЙ επ. βρυώδης* γεμάτος μούσκουλα. мохообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; βρυοειδής, βρυώδης. ♦МОЦИОН, -а α. βάδισμα, περίπατος (για την υγεία). II εκφρ. ДЛЯ -а (-у) χάριν υγείας. МОЧЙ, Й θ. ούρο, κάτουρο. МОЧЙга, -И θ. (διαλκ.) λάσπη, λασπουριά. мочажина, -ы θ. (διαλκ.) βλ. моча"га. мочалистый επ., βρ: -лист, -а, -о σπογ- σπογγοειδής· χνουδάτος, -δωτός, χνοώδης. МОЧалиТЬ р.δ.μ. 1 εξυφαίνω, ξεφτίζω. 2 μτφ. βασανίζω, τυραγνώ, ταλαιπωρώ. мочалка, -и θ. 1 σφουγγάρι, σπόγγος· те- тереть СПЙНКу -ОЙ τρίβω τη ράχη με το σφουγ- σφουγγάρι. 2 βλ. мочало. II εκφρ. жевать -у φα- φλατίζω. МОЧало, -а ουδ. φλούδα, φλοιός ινώδης (για
моч 613 мощ καλαθοπλεκτική, σχοινοπλοκία). II εκφρ. же- вёть - φαφλατίζω. мочальный επ. του σφουγγαριού, του σπόγ- σπόγγου" -ое производство παραγωγή σφουγγαριών. II απο φλούδα (φυτών)· -ая верёвка τριχιά α- από φλούδες. II σπογγοειδής. мочевина, -Ы θ. (ιατρ.) ουρία, καρβαμίδιο. мочевой επ. ουρητικός, ουρικός' - пузырь ουροδόχα κύστη· -ая кислота ουρικό οξύ' камень χολόλιθος, πέτρα· - пеоок (ιατρ.) ψάμμος, ψαμμίαση. мочевыделение, -я ουδ. έκκριση ούρων. мочегонный επ. διουρητικός, ουραγωγός· -ые средства διουρητικά φάρμακα. мочеизнурение, -я ουδ. διαβήτης. мочеиспускание, -я ουδ. βλ. мочевыделение. мочеиспускательный επ. ουραγωγός· - канал ουρητήρας. II εκκριτικός ούρων. мочение, -Я ουδ. μούσκεμα, διάβρεξη. мочёный επ. μουσκεμένος, διαβρεγμένος, ε- εμποτισμένος. моченье βλ. мочение моченька, -И θ. υποκορ. μικρή δύναμη. II εκφρ. -И нет ή' не стало δεν έχω δύναμη. мочеотделение, -Я ουδ. σχηματισμός ούρων. II ούρηση . мочеотделительный επ. ουρητικός, ουρικός. мочеполовой επ. γεννητοουρητικός. мочеточник, -а α. η ουρήθρα. МОЧИЛО, -а ουδ. διαβρεχτήριο, μουσκευτή- ριο (λιναριού, κανναβιού κλπ.). МОЧИЛЬНЫЙ επ· της, διάβρεξης, του μουσκεύ- ματος· -ая яма βλ. мочило. МОЧИТЬ, -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. моченный, βρ: -чен, -а, -О р.δ.μ. μουσκεύω, διαβρέχω' - лён, бельё μουσκεύω το λινάρι, τα ρούχα. II -СЯ 1 διαβρέχομαι, μουσκεύω. 2 ουρώ, κατουρώ. МОЧКа^ -И θ. 1 η ρώγα (λοβός) αυτιού. 2 λεπτές ρίζες φυτού. 3 τούφα, τουλούπα λινα- λιναριού. мочка? -И θ. βρέζιμο, μούσκεμα. мочковатый επ,,βρ: -ват, -а, -Ο πολύριζος. мочливый επ., βρ: -лив, -а, -о ^(διαλκ.) υγρός, νοτερός· βρεγμένος, μουσκεμένος. II (για καιρό) βροχερός. мочь1, могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ЛО, μτχ. ενεστ. могущий р.δ. 1 μπο- μπορώ, δύναμαι" Не -у спать δε μπορώ να\ κοιμη- κοιμηθώ' не -у ПОНЯТЬ δε μπορώ να καταλάβω· ОН всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει· не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω' тер- терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω. 2 может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί· на вид, -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως... Ι! εκφρ. -жег быть ή быть -жет μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πι- πιθανόν, ενδεχομένως" не -жег быть! είναι α- αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται! не моги (απλ.) μη τολμάς· как живёте-можете? πως ζήτε, πώς περνάτε; МОЧЬ? -И θ. (απλ.) δύναμη· кричать ВО ВСЮ - φωνάζω μ' όλη τη δύναμη|· бежЙТЬ ИЗО всей -И τρέχω μ' όλα τα δυνατά· ЧТО есть -И μ· όση δύναμη έχω" -И Нет ή не СТИЛО δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά. МОЧЬСЯ р. απρόσ. МОжется μόνο ερωτημα- ερωτηματικά κ. με τίς λέξεις пло'хо, худо; как МО- жется? πως είστε; (απο υγεία)· худо МОжется δεν πάει καλά η υγεία μου, άσχημα την έχω. II δύναται, μπορεί· как МОжется όπως μπορεί, ό- όπως δύναται, όπως είναι δυνατόν. мошенник, -а α·, -ца, -Ы θ. απατεώνας, κα- κατεργάρης. II λωποδύτης, λαθροχέρης, κλέφτης. мошенничать ρ.δ. κλεφτώ επιτήδεια, λαθρο- χειρώ, υπεξαιρώ' αισχροκερδώ мошеннический επ. απαταιωνίστικος* λωπο- δίτΐΗος· κλέφτικος· αισχροκερδής. мошенничество, ~а ουδ. απάτη, εξαπάτηση, λωποδυσία· αισχροκερδία. мошёнство, -а ουδ. (απλ.) βλ. мошенничес- мошенничество. мошка, -И θ. η σκνίπα. МОШкарЙ, -Ы θ. (αθρσ.) οι σκνίπες. мошна, -Ы, γεν. πλθ. -шон, δοτ. ~шнам θ. ι (παλ.) χρηματοσακκούλα,· πουγγί. 2 μτφ. μα- μωνάς· πλούτος, χρήμα. II εκφρ. тугая (ТОЛ- стая, большая) - μεγάλος πλούτος, θησαυ- θησαυρός, μαμωνάς" тряхнуть -ой τινάζω το πουγ- πουγγί (τα δίνω όλα για όλα για κάτι), ξετινάζο- ξετινάζομαι. мошонка, -И θ. 1 το πουγγάκι, η χρηματο- σακκουλίτσα. 2 (ανατομ.) το όσχεο, η σακ- κούλα των όρχεων. МОШОНОЧНЫЙ επ. οσχεακός, οσχικός· -ая гры- грыжа οσχεοκήλη. мощение, -Я ουδ. λιθόστρωση, πλακόστρωση. мощёный επ. λιθόστρωτος, πλακόστρωτος. МОЩехранилшце, -а ουδ. (παλ.) λειψανοθήκη. МОЩИ, -ей πλθ. 1 (εκκλσ.) λείψανο αγίου. 2 μτφ. κάτισχνος, κοκκαλιάρης, σκελετός. II εκφρ. живые ή ходячие - σκελετωμένοι άνθρω- άνθρωποι βλ. και 2 σημ. МОЩНО επίρ. ισχυρά, δυνατά. МОЩНОСТЬ, -И θ. 1 δύναμη· - Голоса δύνα- δύναμη της φωνής. 2 πάχος, χόντρος. 3 (τεχ.) ι- ισχύς· - двигателя η ισχύς του κινητήρα· ра- работать на полную МОЩНОСТЬ δουλεύω με πλήρη απόδοση· - электрического тока ισχύς ηλε- ηλεκτρικού ρεύματος. 4 πλθ. -И παραγωγικά έρ- έργα (εργοστάσια, μηχανές κ.τ.τ.). мощный) επ., βρ: -щен, -ища, -ища. 1 ισχύ-
ρός, δυνατός· κραταιός· -ое Государство ι- ισχυρό κράτος* - удар γερό χτύπημα. 2 μεγά- μεγάλης ισχύος· - двигатель κινητήρας μεγάλης, ισχύος. 3 εύρωστος, ρωμαλαίος, γερός. 4 πα- παχύς , χοντρός· - пласт антрацита παχύ στρώ- στρώμα ανθρακίτη. мощь, -и θ. 1 ισχύς, δύναμη· индустриаль- индустриальная - βιομηχανική ισχύς. 2 ρώμη, ευρωστία. МОЮЩИЙ επ. απο μτχ. πλυντικός* -ие сред- средства πλυντιπές ύλες. мразь, -И θ. (απλ.) τιποτένιος, γλοιώδες υποκείμενο, κατσίβελος. мрак, -а α. σκοτάδι, σκότος· ζόφος· έρε- έρεβος. II μτφ. ανία, πλήξη, βαριεστιμάρα* θλί- θλίψη· - на душе βαριεστιμάρα στην ψυχή. II εκφρ. покрыто -ом неизвестностью σκεπάστηκε με πέπλο μυστηρίου. мракобёс,-а α. σκοταδιστής. мракобесие, -Я ουδ. σκοταδισμός, πνευμα- πνευματικός ζόφος. мракобесный επ. σκοταδιστικός, του σκοτα- διστή ή του σκοταδισμού. ' ♦мрамор, -а α. μάρμαρο. II μαρμάρινα αντι- αντικείμενα. мраморирование, -я ουδ. βλ. мраморировка. Мраморированный επ. απο μτχ. μάρμαροει- δής. мраморировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мраморированный βρ г -ван, -а, -о р.δ.κ.σ.μ. διαποικίλλω μαρμαροειδώς, προσ- προσδίνω όψη μάρμαρου. Мраморировка, -И θ. μαρμάρωση' απομίμηση μαρμάρον. мраморный επ. μαρμάρινος· -ая статуя μαρ- μαρμάρινο άγαλμα. Ι! μαρμαροειδής· -ЗЯ бумага μαρμαροειδές χαρτί ή μαρμαρόκολλα. II άσπρος σαν μάρμαρο· -ая шея κατάλευκος (χιονόλευ- Ηος) λαιμός· женщина С -ОЙ шеей γυναίκα μαρ- μαρτράχηλη. Мраморщик, -а α. μαρμαράς. мрачЙТЬ ρ.δ.μ. (παλ.) 1 σκοτεινιάζω, σκο- τιδιάζω, σκεπάζω με σκοτάδι. 2 μτφ. θλίβω, λυπώ, πικραίνω· πληγώνω την ψυχή. П-СЯ 1 κα- καλύπτομαι με σκοτάδι, σκοτεινιάζω, -διάζω. 2 θλίβομαι, βαρυθυμώ, βαρυαλγώ, σπαράσσβται η ψυχή μου. мрачнеть ρ.δ. 1 σκοτεινιάζω. 2 σκυθρωπά- ζω, γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω, βαρυθυμώ. мрачно επίρ. 1 σκοτεινά. 2 ως κατηγ. εί- είναι σκοτάδι. мрачность, ~И θ. σκότος, σκοτεινότητα. II σκυθρωπότητα, κατήφεια, κατσούφιασμα. Мрачный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 σκο- σκοτεινός, σκοταδερός· -ая НОЧЬ σκοτεινή νύ- νύχτα (αφέγγαρη, άναστρη). II δύσκολος, βαρύς' -Ые ГОДЫ δύσκολα χρόνια. 2 σκυθρωπός, κα- κατηφής· θλιμμένος, μελαγχολικός· - ВЗГЛЯД ή взор σκυθρωπό βλέμμα. 2 δυσάρεστος, επα- επαχθής, μαύρος· -ые МЫСЛИ μαύρες σκέψεις*-ое прошлое μαύρο παρελθόν -ое настроение βα- ρυθυμιά, ζόφος ψυχής, στεγνή μελαγχολία. мреть, мрёет ρ.δ. (απλ.) 1 θαμποφαίνομαι, μόλις διακρίνομαι (στο βάθος, στην ομίχλη). 2 είμαι, γίνομαι θαμπός, μουντός. мститель, -Я α., -ница, -Ы θ. εκδικητής, -τρα, τιμωρός, ξεδικιωτής. мстительно επίρ. εκδικητικά. МСТЙтельНОСТЬ, -И θ. εκδικήτικότητα. мстительный επ., βρ: -лен, -льна,-льно εκ- εκδικητικός, φιλέκδικος. МСТИТЬ, ШЩ, мстишь р.δ. εκδικούμαι, α- νταδικώ, ξεδικιέμαι, βγάζω το άχτι μου' Врагу εκδικούμαι τον εχθρό· - за оскорбле- оскорбление εκδικούμαι για την προσβολή. *мсьё βλ. мосьё. *муар, -а α. ύφασμα μουαρέ. муаровый επ. απο ύφασμα μουαρέ. II κυματο- υφής, σαν μουαρέ. мудрено 1 επίρ. δύσκολα, δυσχερώς. 2 ως κατηγ. είναι δύσκολο. II εκφρ. - ЛИ άραγε είναι περίεργο, παράξενο* не -; не -, что... δεν είναι δυσνόητο ότι..., είναι ευκολονόητο. мудрённость, ~И θ. το δυσνόητο, δυσκολο»- νόητο, το ακατάληπτο. .мудрёный επ., βρ; -рён, -рена, -рено. 1 δυσνόητος, δυσκολοκατανόη*ος, δύσληπτος,δυ- σκατάληπτος· δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος, αι- νιγματώδης· Говорить -ЫМ ЯЗЫКОМ μιλώ με δυ- σκολονόητη γλώσσα. II πολύπλοκος, μπερδεμέ- μπερδεμένος· πολυσύνθετος" ~ вензель πολύπλοκη μο- μονογραφή· - узор πολύπλοκο σχέδιο. 2 δυσε- δυσεπίτευκτος, δυσκατόρθωτος· δύσκολος. 3 περί- περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος· - человек αλ- λόκδτος άνθρωπος· - характер παράξενος χα- χαρακτήρας. Ι) εκφρ. что -ого; -ого нет τίπο- τίποτε το δυσκολονόητο; (απλό πράγμα). мудрец, -а α. 1 σοφός" γνωστικός* древне- древнегреческий - Фалёс милетский о αρχαίος |Ελλη- νας σοφός Θαλής ο Μιλήσιος. 2 εξυπνάκιας. мудрить, ~рй, -рйшь р.δ. 1 σοφίζομαι, ε- επινοώ ευφυίες. II δολιεύόμαι. 2 κοροϊδεύω, εμπαίζω. мудро επίρ. σοφά· γνωστικά. мудрование, -я ουδ. 1 επινόηση, σοφιστία* ευφυολογία. II πανουργία, δολιότητα. 2 κο- ρόϊδεμα, εμπαιγμός. мудровйть, -руга, -руешь р.δ. βλ. мудрить. МУДРОСТЬ, -И θ. 1 σοφία· σοφρωσύνη* На- рбдная - η λαϊκή σοφία* - ПОСЛОВИЦ η σοφία των παροιμιών. 2 το σύνθετο, το πολύπλοκο (υπόθεσης, πράγματος κ.τ.τ.). II εκφρ. зуб -И о φρονιμίτης (δόντι).
муд 615 муз мудрствование, -я ουδ. βλ. мудрость мудрствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. βλ. мудрить A σημ.). II εκφρ. не -ствуя лукаво απλά, χωρίς απώτερους κρυφούς σκοπούς. МУДРЫЙ ετι., βρ". мудр, -а, -о. 1 σοφός, συ- συνετός, γνωστικός, σώφρονας1 - человек γνω- γνωστικός άνθρωπος" - закон σοφός νόμος· -ая по- политика συνετή πολιτική* - совет σοφή συμ- συμβουλή' - ВОДЦЬ σώφρονας αρχηγός. муж, -а, πλθ. мужья, ~жёй, -жьям α. ο σύ- σύζυγος, о άντρας. II (παλ.) παράγοντας1 учёный - παράγοντας της επιστήμης· государственный - κρατικός παράγοντας. мужать ρ.δ. 1 αντρώνω, αντρειεύω, γίνομα^ άντρας. 2 μτφ. ωριμάζω, αποκτώ πείρα. Η -СЯ γίνομαι αντρείος, γενναίος. мужеложство, -а ουδ. βλ. педерастия. МужелюбЙВЫЙ επ·, -6ЙВ, -а, О ανδρομανής, φίλανδρος. мужелюбие, -Я ουδ. ανδρομανία. муженёк, - НЬКа α. αντρούλης. мужененавистница, -ы θ. μίσανδρη (γυναίκα). мужененавистничество, -а ουδ. μισανδρία. мужеподобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно αρ- αρρενωπός, ανδρώδης1 - ВИД αρρενωπή όψη· -ая женщина αρρενωπή γυναίκα, αντρογύναίκα· -ое лицо αρρενωπό πρόσωπο. мужеский επ. (παλ.) βλ. мужской. мужественно επίρ. με αντρεία, γενναία. мужественность, -и θ. αντρεία, γενναιότη- γενναιότητα· - воина η αντρεία του πολεμιστή. мужественный επ., βρ: -вен, -венна, -венно αντρείος, αντρειωμένος, γενναίος. Π ανδρι- ανδρικός· - ГОЛОС ανδρική φωνή. мужество, -а ουδ. αντρεία, αντρειοσύνη, γενναιότητα,παλικαριά. II θάρρος. мужеубийство, -а ουδ. συζυγοκτονία (φόνος του συζύγου απο τη σύζυγο). мужеубийца, -Ы θ. συζυγοκτόνα γυναίκα. мужик, -а α. 1 (παλ. κ. διαλκ.) μουζί- κος, χωρικός, αγρότης. II (παλ. υβρ.) αγροί- κος. αμόρφωτος. 2 (απλ.) άνθρωπος, άντρας· умный - έξυπνος άνθρωπος. II ενήλικος· πα- παντρεμένος. 3 σύζυγος, άντρας. мужиковатость, -И θ. η ιδιότητα του μου- ζίκου, χωριατοσύνη. мужиковатый επ., βρ: -ват, -а, -о μουζί- κικος, χωριάτικος. II άξεστος, απολίτιστος. мужицкий επ. (παλ.) μουζίκικος, χωριάτι- χωριάτικος. II σαν του μουζίκου. мужичий, -ЬЯ, -ье επ. μουζίκικος, χωριά- χωριάτικος. II αντρικός, αντρίκιος. мужичина, -Ы α. (απλ.) χωριάτης ρωμαλέος. мужичишка, -и, γεν. πλθ. -шек α. παλιοχωριάτης. мужичище, -а α. βλ. мужичишка. мужичка, -И θ. γυναίκα απλή, λαϊκής προέ- προέλευσης. II (απλ. παλ.) γυναίκα απολίτιστη, ά- άξεστη· χωριάτισσα. мужичок, -чкё α. χωριατάκος. Ι! αντρούλης, μικρός άντρας. мужичонка» -И θ. 1 μουζίκα, αγρότισσα, χω- χωριάτισσα. .2 (απλ.) γυναίκα. , мужичьё, -Я ουδ. (αθρσ.) οι μουζίκοι, οι χωριάτες, οι αγρότες. мужлЙН, -а α. (απλ. παλ.) αγροίκος, άξε- άξεστος, απολίτιστος. мужний, -яя, -ее επ. (απλ.) συζυγικός, του συζύγου. II εκφρ. -ЯЯ жена (απλ.) παντρεμέ- παντρεμένη γυναίκα (συνήθως μη ευάλωτη, πιστή στον άντρα της). НИЖНИЙ, -а, -Ο επ. του συζύγου, που ανή- ανήκει στο σύζυγο" - КОСТЮМ το κοστούμι του συζύγου. мужской επ. αντρικός, αντρίκιος· του άρ- άρρενος, των αρρένων" -ая школа σχολείο αρ- αρρένων" -Ое пальто αντρικό πανωφόρι" - ПОЛ το αντρικό φύλο* ~ое общество οι άντρες* персонал το αντρικό προσωπικό· ~ёл руке α- αντρικό χέρι. II εκφρ. -ая рифма (φιλγ.) αρ- αρσενική ομοιοκαταληξία. мужчина, -Ы α. άντρας· красивый - όμορ- όμορφος άντρας. II ενήλικος. II αρσενικός, άρρην. мужчйнский επ. (απλ.) βλ. мужской. *муза, -Ы θ. Μούσα. II ποιητικό έργο ή δη- δημιουργία· -Пушкина το* ποιητικό έργο του Φύσκιν. музеевед, -а α. μουσειολόγος. музееведение, -я ουδ. μουσειολογία. *музёй, -я α. μουσείο1 исторический - ι- ιστορικό μουσείο· зоологический - ζωολογικό μουσείο. *. музейный επ. μουσειακός, του μουσείου. II εκφρ. -ая редкость σπάνιο αρχαιολογικό εύ- εύρημα. музёум, -а α. (παλ.) μουσείο. музицирование, -Я ουδ. το παίξιμο της μου- μουσικής. музицировать, -рую, -руешь ρ.δ. (παλ.) α- ασχολούμαι με τη μουσική' παίζω μουσική. *музыка, -и θ. 1 μουσική· инструментальная - ενόργανη μουσική" вокальная - η φωνητική μουσική1 симфоническая - συμφωνική μουσική· камерная - μουσική δωματίου· танцевальная - μουσική χορού' духовная - εκκλησεαστική μου- μουσική· ·духовйя - μουσική πνευστών οργάνων похороны С -ой κηδεία με μουσική" ПОЛОЖИТЬ на -у μελοποιώ" склонность к -е κλίση προς τη μουσική. 2 ορχήστρα" военная - η στρατι- στρατιωτική μουσική. II μουσικό όργανο. 3 υπόθεση, ασχολία πολυσύνθετη και παρατραβηγμένη. II εκφρ. - не та ή другая εντελώς διαφορετικά,
6Ί6 мур άλλο βιολί, όχι το ίδιο βιολί. музыкальность, -И θ. μουσικότητα. музыкальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; μουσικός, της μουσικής· -ая школа σχολή μου- μουσικής· -ые инструменты μουσικά όργανα. Ι! με- μελωδικός· -ая речь μελωδική ομιλία· - стих μελωδικός στίχος· - слух μουσικό αυτί. музыкант, -а α., -ша, -И θ. ο, η μουσικός. музыкантский επ. μουσικός, του μουσικού..II εχφρ. -ая комёнда (παλ.) ορχήστρα στρατι- στρατιωτική . музыковед, -а α. μουσικολόγος, μουσικο- μουσικοκριτικός. музыковедение, -Я ουδ. μουσικολογία, μου- μουσικοκριτική . музыкознание, -я ουδ. βλ. музыковедение. мука, -И θ. βάσανο, μαρτύριο, αγωνία, άγ- άγχος* предсмертные -И επιθανάτια αγωνία· -И ревности το βάσανο της ζήλειας· ~И голода το μαρτύριο της πείνας· -И ожидания η αγω- αγωνία αναμονής· -И ада (παλ.) τα μαρτύρια της κόλασης' вечные -И αιώνια βάσανα. мука, -й θ. αλεύρι, άλευρο· пшеничная το σιτάλευρο· кукурузная - καλαμποκάλευρο, α- ραβοσιτάλευρο· ржаная - σικαλίσιο αλεύρι ή βριζάλευρο* ячменная - κριθάλευρο· карто- картофельная - πατατάλευρο1 костяная - οστεάλευ- ρο. II σκόνη* мраморная - μαρμαρόσκονη.II επφρ. перемелется, ~ будет σιγά-σιγά όλα θα γί- γίνουν ή αγάλια-αγάλια γίνετ' η αγουρίδα μέλι. мукамОЛ, -а α. αλευροποιός. мукамолышй επ. της αλευροποίησης' -ая промышленность αλευροβιομηχανία· -ое произ- производство αλευροπαραγωγή* - Жёрнов μυλόπετρα. мукамо'льня, -и θ. αλευροποιείο, εργοστά- εργοστάσιο αλευροποιίας. *мул, -а α. μουλάρι, ημίονος. *мулат, -а α., -ка, -И θ. μιγάς, -άδα απο λευκό και νέγρα ή απο νέγρο και λευκή, κρε- ολός. ♦мулине ουδ. άκλ. ο μουλινές. мулиха, -И θ. (απλ.) μούλα, η ημίονος. мулица, -Ы θ. μούλα, η ημίονος. ♦мулла, -ы α. ο μουλάς, ♦мультипликатор, -а α. πολλαπλασιαστής. мультипликационный επ. των κινούμενων σχε- σχεδίων, του μίκι-μάους* - фильм κινηματογρα- κινηματογραφική ταινία κινούμενων σχεδίων. ♦мультипликация, -И θ. μετάδοση εικόνων σε ταχεία κίνηση" κινούμενα σχέδια. ♦муляж, -а α. εκμαγείο, μοντέλο (σε φυσι- φυσικές διαστάσεις). ♦мумификация, -И θ. μουμιοποίηση. мумифицировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. μουμιοποιώ, ταριχεύω πτώμα. II —СЯ μουμιοποι- μουμιοποιούμαι. ♦мумия"? -И θ. 1 μούμια- египетские -И αι- αιγυπτιακές μούμιες' превращать В -ГО μουμιο- μουμιοποιώ. 2 άνθρωπος ζαρωμένος, σκελετωμένος ή δυσειδής, ασχημομούρης. ♦муМИЯ? -И θ. χρώμα (μπογιά) χαλκόχρωμο. ♦мундир, -а α. χιτώνιο, αμπέχονο· офицёр- СКИЙ -το χιτώνιο του αξιωματικού. II εκφρ. картошка В -е πατάτες βρασμένες ή ψημένες αζεφλούδιστίες. мундирный επ. του χιτωνίου· -ые пуговицы τα κουμπιά του χιτωνίου. ♦мундштук, ~а α. 1 επιστόμιο σιγαρέτου. II καπνοσύριγγα, πίπα· Янтарный - κεχριμπαρέ- νια πίπα. 2 επιστόμιο μουσικού πνευστού όρ- γανου. 3 ενστόμισμα, στομίδα χαλινού. мундштучить р.δ. περνώ τη στομίδα στο ά- άλογο. мундштучный επ· της πίπας' του επιστομί- επιστομίου* της στομίδας. ♦муНИЩШаЛИзёЦИЯ, -И θ. δημοποίηση. Муниципализированный επ. δημοποιημένος. муниципализировать, -руго, -руешь, παα μτχ. παρλθ. χρ. муниципализйрованнный, βρ. -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. δημοποιώ. И -СЯ δημοποι- ούμαι. ♦муниципалитет, -а α. δημοτική αρχή, δη- δημαρχία, δημαρχείο. муниципальный επ· 1 δημαρχιακός, δημοτι- δημοτικός, του δημαρχείου* -ое учреждение δημαρ- δημαρχιακό μέγαρο (δημαρχείο) *2 βλ. МуНИЦИПа- ЛИЗЙроВаННЫЙ. мура, -ы θ. (απλ.) βλ. чепуха мурава? -Ы θ. χλόη τρυφερή ανοιχτοπράσινη. ♦мурава? -ы θ. βλ. глазурь A σημ.). муравей, -ВЬЯ α. μυρμήγκι. муравейник, ~а α. μυρμηγκοφωλιά, μυρμη- μυρμηγκιά. II μτφ. πλήθος ανθρώπων. муравить, -влю, -вишь р.δ.μ. βλ. глазуро- глазуровать. II -ся βλ. глазуроваться. муравка, -И θ. χλοΐτσα, χορταράκι. муравление, ~я ουδ. βλ. глазурование. муравленый επ. βλ. глазурный муравушка, -И θ. χλοΐτσα, χορταράκι. муравчатый επ. χλοϊσμένος, χλοερός. муравьед, -а α. μυρμηγκοφάγος (εντομοφά- γο νωδό θηλαστικό). муравьиный επ. μυρμηκικός, του μυρμηγκιού' μυρμηκώδης. Π μτφ. φιλόπονος, εργατικός. II εκφρ. -ая кислота μυρμηκικό οξύ. мураш,-а α. (απλ.) μυρμήγκι. мурашка, -И θ. (απλ.) μυρμηγκάκι. Π εκφρ. -и бегают ή ползают по спине ή по телу μυρ- μυρμήγκι ас ε ι η ράχη, το σώμα' ПОКРЫТЬСЯ -ами σπυριάζω, καλύπτομαι απο σπυράκια. мурза, -Ы θ. (παλ.) τίτλος ΙΤατάρων. мурластый επ., βρ: -ласт, -а, -о άσχημο-
мур 617 мут μούρης, κακομουτσινος, мурло, -а ουδ. 1 (διαλκ.) ρύγχος, μουσού- μουσούδα, μούρη. 2 (απλ.) ασχημομούρης. мурлыка, -И α.κ.θ. γάτος· γάτα. мурлыканье, -Я ουδ. νιαούρισμα.. II μτφ. α\τ- γομίλημα" σιγοτραγούδημα. мурлыкать, -лычу, -лычешь κ. -аю, -аешьр. δ. νιαουρίζω. II μτφ. σιγομιλώ, σιγοτραγουδώ. мурмолка, -И θ. (παλ.) σκούφια γούνινη ή βελούδινη. ♦муровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мурованный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.δ.μ..χτί- ρ.δ.μ..χτίζω· - стену χτίζω τοίχο. муругий επ. καστανοκόκκινος1 καστανόμαυρος. мурыЖИТЬ, ~Х&, -ЖИШЬ р.δ. (απλ.) 1 καθυ- καθυστερώ σκόπιμα,, αναβάλλω. 2 δυσαρεστώ, δυσα- δυσανασχετώ' βασανίζω. мурья, -Й θ. 1 (παλ.) βλ. трюм. 2 μτφ. παλιοδωματιάκι. ♦мускат, -а α. 1 μοσχοκάρυδο· 2 μοσχάτο σταφύλι ή κρασί. мускатель, -Я (-ГО) είδος μοσχάτου κρασιού. мускатник, -а α. μοσχοκαρυδιά. мускатный επ. του μοσχάτου" απο μοσχάτο. II - орех μοσχοκάρυδο· - цвет μοσχοκαρυδόχρώ- μοσχοκαρυδόχρώμα, ♦мускул, -а α. βλ. мышца. мускулатура, -Ы θ. οι μυώνες, το σύνολο των μυών. МУСКУЛИСТОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη μυών, μυώ- νων· οι μύες, οι μυώνες. мускулистый επ., βρ: -лист, -а,-о μυώδης. мускульный επ. μυϊκός. ♦мускус, -а α. μόσκος, μόσχος, (αρωματική ουσία). И αρώματα με μόσκο. мускусный επ. του μόσκου' - запах μυρου- μυρουδιά μόσκου. ♦муслЙН, -а α. μουσελίνα (ύφασμα). муслиновый επ. της μουσελίνας· -ая ткань ύφασμα μουσελίνας. II απο μουσελίνα* -ое ПЛЭ· тье φόρεμα απο μουσελίνα. МУСЛИТЬ ρ.δ.μ. (απλ.) βλ... МуСОЛИТЬ. мусолить р.δ.μ. (απλ.) σαλιώνω, φτύνω· - нитку σαλιώνω την κλωστή· - карандаш σα- σαλιώνω το μολυβδοκόντυλο' - палец σαλιώνω το δάχτυλο. II λερώνω με τα σαλιωμένα δάχτυλα·- книгу λερώνω το βιβλίο (ξεφυλλίζοντας το). 2 μτφ. καθυστερώ, παρατραβώ, αναβάλλω· - во- вопрос καθυστερώ ζήτημα. II -СЯ λερώνομαι με σάλιο. II σαλιώνομαι. мусор, -а α. σκουπίδια, (απο)σαρίδια, φρό- φρόκαλα· απορρίματα. II μτφ. άχρηστα πράγματα, παλιοπράγματα. мусорить ρ.δ. γεμίζω (κάνω) σκουπίδια, λε- λερώνω. мусорный επ. των σκουπιδιών -ая куча σω- σωρός σκουπιδιών -ая яма σκουπιδαριό. II για σκουπίδια· - Ацик σχουπιδοκο'ύτι· -ое ведро σκουπιδοτενεκές. мусороуборочный επ. σκουπιδοσυλλεκτικός· -ая машина σκουπιδοσυλλεκτική μηχανή, ♦мусс, -а α. αφρώδες μίγμα στα πλακούντια. муссирование, -Я ουδ. άφριση, άφρισμα. *муссйровать, -рую, -руешь р.6. χτυπώ για να αφρίσει. II αμ. αφρίζω' ВИНО -рует το κρασί αφρίζει. II μτφ. μεγαλοποιώ, υπερβάλ- υπερβάλλω, παραφουσκώνω' - опасения μεγαλοποιώ τους κινδύνους' - слухи παραφουσκώνω τις φήμες, τα παραλέω. ♦муссон, -а α. ετησίας, μουσώνας, περιοδι- περιοδικός άνεμος. ♦мустанг, -а α. άλογο εξαγριωμένο (που πε- περιήλθε σε άγρια κατάσταση), ♦мусульманин, -а, πλθ. -ане, -ан μουσουλ- μουσουλμάνος . мусульманка, -И θ. μουσουλμάνα. мусульманский επ. μουσουλμανικός. мусульманство, -а ουδ. μουσουλμανισμός. *№усьё κ. мусьй βλ. мосьё, ♦мутация, -И θ. αλλαγή, μεταλλαγή· μεταβο- μεταβολή· μετατροπή. мутить, мучу, мутишь ρ.δ.μ. 1 θολώνω· воду θολώνω το νερό. 2 μτφ. συγχύσω, σκοτί- σκοτίζω. 3 αναστατώνω, διεγείρω, προδιαθέτω κα- κακώς, στρέφω ενάντια, 4-^πρόσ. έχω τάση για εμετό. II εκφρ. ~ Воду θολώνω τα νερά (συγ- (συγχέω τα πράγματα). II -СЯ 1 θολώνω, γίνομαι θολός. II θαμπώνω' глаза -ЛИСЬ τα μάτια θά- θάμπωσαν. 2 (συ)σκοτίζομαι, συγχύζομαι' мы- мысли -ЯТСЯ οι σκέψεις συσκοτίζονται' ум -ИТСЯ το μυαλό σκοτίζεται. 3 (παλ.) αναστα- αναστατώνομαι, ταράσσομαι, ανησυχώ. 4 θολώνω. II *κφρ. -ИТСЯ В голове ζαλίζομαι. мутнеть, -ёет ρ.δ. 1 θολώνω, γίνομαι θο- θολός. 2 ταράσσομαι, συγχύζομαι· ζαλίζομαι. мутно 1 επίρ. θολά, θαμπά. 2 ως κατηγ. θο- θολώνω' В глазах стало - τα μάτια θάμπωσαν. мутность, -И θ. θολότητα, θολούρα, θά- θάμπος, θαμπομάρα. мутный επ., βρ:—т.ен, ~τη£, -τηο. 1 θο- θολός, θολωμένος' θαμπός, θαμπωμένος· -ая во- вода θολό νερό" -ое стекло θαμπό γυαλί* -ые глаза θαμπά μάτια. 2 μτφ. συγχυσμένος, ζα- ζαλισμένος, (συ)σκοτισμένος, σκοτουριασμένος. мутовка, -И θ. 1 ύψος φυλλώματος· ισοϋψή φυλλώματα. 2 (μαγειρ.) χτυπητήρι. ♦мутон, -а α. προβατόγουνα. мутОНОВЫЙот. απο προβατόγουνα. муторно (απλ.) 1 ανιαρά, πληκτικά· άχα- άχαρα. 2 ως κατηγ. είναι ανιαρά, πληκτικά. муторный επ., βρ: -рен, -рна, -рно.. ανια- ανιαρός, πληκτικός, άχαρος.
мы МУТУЗИТЬ, -туду, -ТУЗИШЬ р.6.μ. (απλ.) χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ. МУТЬ, -И θ. 1 κατακάθια, υποστάθμη. 2 μτφ. θολότητα, καταχνιά, θάμπος. 3 μτφ. θόλωση, συσκότιση. *муфлОН, -а α. αγριοπρόβατο μερικών νησιών της Μεσογείου (λέγεται και της ίΚύπρου). *МУфта, -Ы θ. 1 περιχειρίδα (γυναικών), το μανσόνι. 2 (τεχ.) ζεύξης, διάκενο κυλινδρι- κό τεμάχιο (μανίκι). *муфТИЙ, -Я α. μουφτής. муфтовый επ. της ζεύξης, του μανικιού. Муха, -И θ. μύγα· комнатная - οικιακή μύ- μύγα. II εκφρ. белые -И χιονονιφάδες· ДО бё- ЛЫХ мух ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια·-И мрут ή дохнут ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα* -И не Обидит δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πρά- (πράος, άκακος άνθρωπος)· -у раздавить (ή зада- вйть, зашибить) απλ. κρασοπίνω· считать мух σκοτώνω μύγες (χαζεύω)' делать ИЗ -<И ОЛОНЙ κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ,» υπερβάλ- υπερβάλλω)' быть ПОД -ОЙ ή С -ОЙ είμαι σουρωμένος, τά 'χω τσούξει· (какйя) - укусила его τι ε- ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι· απο τι πειρά- πειράχτηκε· так тихо, что слышно, как - пролетит τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά-(ТОЧНО) -у ЩЮГЛОТЙЛ του κακοφάνηκε πο- πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό. муХОЛОВ, -а α. κέρθιος, μυγοχάφτης (πτηνό). мухоловка, -И θ. 1 μυγοπαγίδα. 2 βλ. му- муХОЛОВ. 3 μυίαγρος (φυτό). мухомор, -а α. 1 μυγοκτόνο μανιτάρι (δη- (δηλητηριώδες). 2 μτφ. γεροκούσαλο-μπαμπόγρια. Мухортый επ. (για άλογα) πυρρότριχος με κιτρινωπές ή λευκές κηλίδες. *МУХОЯр, -а (-у) α. ύφασμα βαμβακομέταξο. мухояровый επ. απο βαμβακομεταξο ύφασμα. мучать ρ.δ.μ. (απλ.) βλ. мучить. II -ся (απλ.) βλ. мучиться. Мучение, -Я ουδ. βασάνισμα, τυράγνισμα ή τυραγνία, παίδεμα, μαρτύρημα. мученик, -а α., -ца, -Ы θ. μάρτυρας· хри- СТШНСКИе -И οι χριστιανοί μάρτυρες. мученический επ. μαρτυρικός· ~ая смерть μαρτυρικός θάνατος. Ι! βασανισμένος· ταλαι- ταλαιπωρημένος. Ι! εκφρ. мука -ая μεγάλο μαρτύριο· мученичество, -а ουδ. μαρτύριο. Мученский επ: мука -ая μεγάλο μαρτύριο. мучитель, -Я α., -ца, -Ы βασανιστής, -τρία. мучительно επίρ. βασανιστικά με βασάνισμα. мучительность, -И θ. βασάνισμα, τυραγνία. мучительный επ., βρ: -лен, -льна, ι-льно; τυραννικός, βασανιστικός, οδυνηρός. мучительство, -а ουδ. τυραννία, τυραγνία, βασανισμός. мучить, ~чу, -ЧИШЬ р.δ.μ. τυραννώ, βασα- βασανίζω, καταδυναστεύω, παιδεύω, πιλατεύω. II -СЯ 1 τυραννιέμαι, βασανίζομαι κλπ. ρ.μ. 2 δοκιμάζω δυσκολίες, ταλαιπωρούμαι. мучица, -Ы θ. αλευράκι. мучка, -И θ. αλευράκι. мучник, -а α. (παλ.) 1 αλευροπώλης. 2 α- λευροποιός. МУЧНИСТОСТЬ, -И θ. δυνατότητα μετατροπής σε αλεύρι. мучнистый επ., βρ: -нист, -а, -о. 1 αλευ- ρούχος· αμυλούχος. 2 αλευρώδης, χνοώδης. 3 λευκός, άσπρος. Мучно'Й επ. του αλεύρου· - мешок αλευρο- σάκκι. II απο (με) αλεύρι· -ая каша χυλός α- απο αλεύρι· -ые изделия τα ζυμαρικά. 2 ουσ. -όθ ουδ. το ζυμαρικό. мушЙНЫЙ επ. της μύγας· - рой στίφος μυ- μυγών' -ое зцгжяание ζουζούνισμα μυγών. мушка1, -И θ. 1 μυγ'ιτσα. 2 τεχνητή ελιά στο πρόσωπο. 3 πυκνά σχέδια σε διαφανές ύ- ύφασμα. 4 βεζικάντι, -κατόριο' εκδόριο. мушка* -и θ. το στόχαστρο· брать (взять) на -у παίρνω τη σκοπευτική γραμμή, σκοπεύω. *МУШкёт, -а α. μουσκέτο, παλαιό εμπροσθο- γεμές όπλο. Мушкетёр, -а α. μουσκετοφόρος στρατιώτης, οπλίτης. мушкетёрский επ. του μουσκετοφόρου - полк σύνταγμα μουσκετοφόρων. мушкетный επ. του μουσ^έτου" - СТВОЛ η κάνη του μουσκέτου. *мушмула, -Ы θ. 1 μεσπιλιά, μουσμουλιά. 2 μέσπιλο, μούσμουλο. •муштра, -Ы θ. (στρατ.) μηχανική εκτέλεση, ρομπότ. II αυστηρή και σκληρή διαπαιδαγώγηση. муштровйние, -я ουδ. βλ. муштра. Муштровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ* муштрованный, βρ: -ван, -а, -о (στρατ.) εκτελώ μηχανικά (σαν ρομπότ)' II διαπαιδαγωγώ αυστηρά και σκληρά. II -СЯ εκπαιδεύομαι μη- μηχανικά (ρομπότ). II διαπαιδαγωγούμαι αυστηρά και σκληρά. муштро'вка, -и θ. βλ. муштра. *муэдзйн ч. муэззин, -а α. μουεζίνης. мчать, мчу, МЧИШЬ р.δ. 1 μ. μεταφέρω με μεγάλη ταχύτητα. II έλκω, σύρω με μεγάλη ταχύτητα" παρασύρω βίαια. 2 βλ. мчаться. II -СЯ μεταβαίνω, πηγαίνω με μεγάλη ταχύτητα· ДОПИЛИ мчатся τα άλογα τρέχουν καλπασμό. Ι) (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. МШаник, -а α. (διαλκ.) αποθήκη βρυώδης. мшистый επ., βρ: мшист, -а, -о. 1 βρυώ- βρυώδης, βρυοσκεπής, γεμάτος μούσκλα. 2 βρυο- ειδής. мщение, -Я ουδ. εκδίκηση. мы (нас, нам, нас, нами, о нас) προσωπική
мыз 619 мыт αντωνυμία, πλθ. (ενκ. Я) εμείς' - победим εμείς θα νικήσομε. II σημαίνει ομάδα ανθρώ- ανθρώπων συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος· нас было трое εμείς ήμασταν τρεις· - С то- тобой εμείς οι δυο, εγώ και σύ. 2 χρησιμοποι- χρησιμοποιείτε αντί του Я (ενκ.I как - уже говорили выше όπως ήδη εμείς είπαμε παραπάνω (αντί: εγώ είπα)· - себя покажем θα δείζομε ποιοί είμαστε (αντί: θα δείξω). Ι! εξ ονόματος του μονάρχη: εμείς (αντί του εγώ). II χρησιμοποι- χρησιμοποιείται αντί: ты, вы; как - себя чувствуем? πως αισθανόμαστε; (αντί: πως αισθάνε,στε;). *МЫЗа, -Ы θ. αγροκήπιο, έπαυλη. МЫЗГать ρ.δ.μ. (απλ.) λερώνω' χαλώ, φθεί-' ρω (ενδυμασία). МЫЗНИК, -а α. ιδιοκτήτης έπαυλης. мыканье, -Я ουδ. ταλαιπώρηση, βασάνισμα. мыкать, -аю, -аешь κ. мычу, мычешь ρ.δ.μ. (απλ.) ταλαιπωρώ, καταπονώ. II εκφρ. - век ή ЖИЗНЬ φτωχοζώ, με.δέρνει η φτώχεια· Горе - ζω με στερήσεις. II -СЯ ταλαιπωρούμαι πε- περιπλανιέμαι. II περιφέρομαι, περιέρχομαι. II πηγαίνω πέρα-δώθε. мылить ρ.δ.μ. 1 σαπουνίζω· - бельё, руки σαπουνίζω τα ρούχα, τα χέρια. 2 διαλύω σα- πούν ι · - Воду κάνω σαπουνάδα. II -СЯ 1 σα- πουνίζομαι. 2 αφρίζω, βγάζω σαπουνάδα' мы- мыло ПЛОХО -ИТСЯ το σαπούνι δε βγάζει καλά σαπουνάδα. мылкий επ., -лок, -яка, -лко που βγάζει σαπουνάδα* -Об МЫЛО σαπούνι που βγάζει αρ- αρκετή σαπουνάδα. II που διαλύει καλά το σα- πούνι. мыло, -а α., πλθ. -а σαπούνι· хозяйст- хозяйственное (простое) - σαπούνι κοινό· туалет- туалетное - αρωματικό σαπούνι, μοσχοσάπουνο' ку- сок -а ή брусковое - πλάκα (καλούπι) σαπού- σαπούνι' - ДЛЯ бритья σαπούν ι ξυρ ίσματος . II α- αφρός, σαπουμάδα. II αφρός απ ο τον ιδρώτα (για άλογα) . мыловар, -а α. σαπουνοποιός. МЫЛОВарёние, -Я α. σαπουνοποίηση, -ποιΐ'α. МЫЛОВарешшЙ επ. της σαπουνοποίησης, της σαπουνοποιΐας· -ая промышленность -σαπουνο- βιομηχανία' - завод εργοστάσιο σαπουνοποι- σαπουνοποιΐας, σαπουνοποιείο. мыловарня, -И θ. σαπουνοποιείο, -νάδικο. мыльница, -ы θ. σαπουνοθήκη, -νοδοχείο. МЫЛЬНЫЙ επ. 1 του σαπουνιού' - запах μυ- μυρουδιά σαπουνιού" -ая пена σαπουνάδα (αφρός)· -ые Пузыри σαπουνόφουσκες. 2 σαπουνισμένος· -ые руки σαπουν ισμένα χέρια (με σαπουνάδες). 3 (για άλογα) αφρισμένος. II εκφρ. -ая кора σαπουνόφλουδα· - корень σαπουνόριζα" - пу- пузырь σαπουνόφουσκα (αναλήθεια, ανακρίβεια, κούφια λόγια). мыльня, -и, γεν. πλθ. -лен, δοτ. -льням θ. (παλ. κ. διαλκ.) τα λουτρά. II δωμάτιο λουτρού. МЫЛЬНЯНКа, -И θ. σαπουναρία (φυτό). МЫЛЬЦе, -а ουδ. σαπουνάκι. МЫМра, -Ы θ. (απλ. υβρ.) λιγομίλητη και μελαγχολική γυναίκα, βουβή. МЫС, -а α. 1 ακρωτήριο, κάβος· - Доброй Надежды ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. 2 προ- προεξοχή . мысленно επίρ. νοερά, με το νου. Мысленный επ. νοητικός, της νόησης· δια- διανοητικός, νοερός. II (παλ.) πνευματι- πνευματικός* -ая работа (παλ.) πνευματική εργασία. МЫСлёте ουδ. άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος „Μ". II εκφρ. писать (выделывать) - τρικλίζω (για μεθυσμένο). . МЫСЛИМЫЙ επ., -ЛИМ, -а, -Ο επ. απο μτχ. φανταστικός* δυνατός, ενδεχόμενος* - случай ενδεχόμενη περίπτωση* ОН получил от неё все -ые заверения αυτός πήρε απ' αυτήν όλες τις διαβεβαιώσεις που μπορείς να φανταστείς. II εκφρ. -О ЛИ дело είναι δυνατό; το χωρά το μυαλό; мыслитель, -Я α. στοχαστής, βαθύνους, δι- διάνοια. МЫСЛЙтеЛЬНЫЙ επ. στοχαστικός, διανοητικός. мыслить, -лю, -лишь, μτχ. ενστ. мыслящий, παθ. μτχ. ενστ. мыслимый, βρ: -лим, -а, -о; ρ.δ. 1 σκέφτομαι, διαλογίζομαι, συλλογίζο- συλλογίζομαι* κρίνω. II στοχάζομαι, εικάζω, φαντάζο- φαντάζομαι. 2 υπολογίζω, υποθέτω. II -СЯ εννοούμαι. М1ЫСЛЬ, -И θ. 1 σκέψη, στοχασμός* συλλογι- συλλογισμός* κρίση, νους* светлая - φωτεινή σκέψη* остроумная - πολύ έξυπνη σκέψη· предвзятая - προκατειλημμένη σκέψη* странная - παρά- •ξενη σκέψη* погрузиться В СВОЙ -И βυθίζομαι σε σκέψεις* у меня И В -ях не было ούτε καν μου πέρασε απο το νού· у меня мелкнула μου πέρασε απο -το νου η σκέψη· мне пришло на - μου ήρθε στη σκέψη. 2 ιδέα' γνώμη, ά- άποψη' МЫ С вами ОДНИХ -ей οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη* основная - произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου' ЭТО хорошая - αυτή είναι καλή ιδέα· у меня на ЭТОТ счёт СВОЙ -И ως προς αυτό έχω τις δι- δικές μου απόψεις. II υπόνοια, υπόθεση" Я не ДОПускёю И -И δεν επιτρέπω ούτι υπόνοια. II βκφρ. образ -ей τρόπος σκέψης· иметь В -ЯХ έχω στη σκέψη ή κατά νού' не Иметь В -ЯХ δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νού. МЫСЛЯЩИЙ επ. απο μτχ. 1 σκεπτόμενος* στο- στοχαστικός. 2 βαθυστόχαστος, βαθύνους. 3 βλ. мыслительный. МЫТ] -а α. κόρυζα αλόγων, κατάρρους της
они мят μύτης. » МЫТ? -а а. ч. МЙТО, -а ουδ. (παλ.) φόρος διοδίων. МЫТЙрить р.δ.μ. (απλ.) βασανίζω, τυραννώ, παιδεύω. II -СЯ βασανίζομαι,, τυραννιέμαι,. мытарство, -а ουδ. βασάνισμα, τυράγνισμα, παιδεμός. II πλθ. -арства, -арств ταλαιπωρί- ταλαιπωρίες, περιπλανήσεις, στερήσεις* συμφορές. МЙтарЬ, -Я α. (παλ.) εισπράκτορας διοδίων. мыто βλ. мыт? МЫТЫЙ επ. απο μτχ. πλυμένος. МЫТЬ, МОЮ, МОешь, παθ. μτχ. παρλθ. МЫТЫЙ βρ: МЫТ, -а, -О р.δ.μ. 1 πλύνω, πλένω·νί- πλένω·νίβω, νίπτω* - руки πλύνω τα χέρια* - ЛИЦО νίβω το πρόσωπο' - бельё πλύνω τα ρούχα* ПОЛ πλύνω (σφουγγαρίζω) το πάτωμα. 2 ξε- ξεπλύνω, ξεβγάζω. 3 (κατά) βρέχω. II εκφρ. ру- рука" руку моет (παρμ.) τό 'να χέρι πλύνει τ' άλλο (και τα δυο το πρόσωπο). II -СЯ πλύνομαι Ηλτι. ρ. ενεργ. φ. мытьё, -Я ουδ. πλύσιμο, πλύση. мычание, -Я ουδ. μούγκρισμα, μουγκρητό, βρυχηθμός* μυκηθμός. Η μτφ. μουκάνισμα, ά- άναρθρη ομιλία, μουθούνισμα. МЫЧЙТЬ, -чу, -ЧЙШЬ р.δ. 1 μουγκρίζω, βρυ- χώμαι, μυκώμαι. 2 μιλώ άναρθρα, μουθουνί- ζω, μουκανίζω. мышастый επ., βρ; -шаст, -а, -о γκρίζος (για χρώμα ζώου). мышевидный επ., -ден, -дна, -дно σαν πο- ποντίκι, μυιδής. мышеловка, -И θ. ποντικοπαγίδα, ξυλόγα- τα, φάκα. Н μτφ. πονηριά, δόλος, τέχνασμα. мышеобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно σαν ποντίκι, μυιδής. II ουσ. πλθ. -ые τα μυ- ιδή. мышечный επ. μυϊκός (των μυών του σώματος). МЕТШИЙ, -ЬЯ, -ье επ. (παλ.) του ποντικού. МЫШИНЫЙ επ. του ποντικού* ποντικίσιος' ХВОСТ ποντικοουρά* -ая нора ποντικοφωλιά* - помёт ποντικοκούραδο. II σαν του ποντικού- -ые глаза μάτια σαν του ποντικού. II γκρί- ζιος, φαιός, σταχτής (ποντικοχρώματος). II εκφρ. -ая ВОЗНЯ ή суета" φασαρία, πολλά τρε- τρεχάματα για μικροπράγματα* - ХВОСТ λεπτή" κο- σίδα (σαν ποντικοουρά). МЫШка 1 -И θ. ποντικάκι. мышка2, -и θ: под -ами ή под -ой ή под -и ή ПОД ~у κάτω απο τη μασχάλη· υπό μάλης. МЫШКОВШШе, -Я ουδ. κυνήγι των ποντικών απο άλλα ζώα. МЫШКОВать, -кует ρ.δ. κυνηγώ ποντίκια (για ζώα που τρέφονται με ποντίκια) . мышление, -Я ουδ. σκέψη* διανόηση* МОЗГ - Орган -Я το μυαλό είναι όργανο σκέψης. МЫШОНОК, -нка, πλθ. -шата, -шат α. πο- ποντικάκι . мышца, -Ы θ. μυς, μούσκουλο*' сердечная - το μυοκάρδιο* плечевоя - ανελκυτήρας ωμο- ωμοπλάτης· двухглавая - δικέφαλος μυς* сгибаю- сгибающие -η οι καμπτήρες μύες* вращающие -Ы οι περιστροφικοί μύες* -Ы рук οι μύες των χεριών. МЫШЬ, -И, γεν. πλθ. ~ёй θ. ποντίκι, -ός,ο μυς* ДОМОВ£!я - κατοικίδιο ποντίκι* полевая - ο αρουραίος. МЫШЬЯК, -а α. ποντικοφάρμακο, αρσενικό. МЫШЬЯКОВИСТЫЙ επ. αρσενικούχος. МЫШЬЯКОВЫЙ επ. του αρσενικού, του ποντ ι- κοφάρμακου. II αρσενικούχος. мышьячный επ. (παλ.) βλ. мышьяковый. *Мэр, -а α. δήμαρχος. ♦мэрия, -И θ. δημαρχείο, -χία. *МЮЗЙк-Х0ЛЛ, -а α. αίθουσα συναυλιών. *мягкий επ., βρ: -гок, -гка, -гко; мягче; 1 μαλακός, απαλός* - как пух απαλός οαν πού- πούπουλο· - хлеб μαλακό ψωμί' -ое железо μαλα- μαλακό σ'ίδερο. 2 τρυφερός, αβρός* -ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια. II σιγανός ή- ήσυχος' ελαφρός. 3 ομαλός· ευχάριστος" χαρι- χαριτωμένος. 4 μτφ. πράος* ήπιος· ήρεμος* - КЛИ- МЭТ ήπιο κλίμα* - характер μαλακός χαρακτή- χαρακτήρας. 5 επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος· - человек μαλακός άνθρωπος. II εκφρ. -ая во- вода μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σα- σαπούνι κ. άλ.)· -ая мебель μαλακά έπιπλα (κα- (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)· ~*е СКЛОДКИ φυσικές δίπλες1 -ие Согласные (γλωσ.) μαλακά σύμ- σύμφωνα. МЙГКО επίρ. μαλακά, απαλά· ήπια κλπ. ,επ. - Выражаясь (παρνθ. λ.) για να εκφραστώ ε- πιεικά. мягкосердечие, -Я ουδ. αγαθότητα, καλοσύ- καλοσύνη, συγκαταβατικότητα, μεγαλοψυχία. мягкосердечность, -и θ. βλ. мягкосердечие. мягкосердечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; μεγαλόψυχος, καλόκαρδος, συγκαταβατικός, κα- καλόβολος. МЯГКОСТЬ, -И θ. 1 μαλακότητα, απαλότητα. 2 ηπιότητα· πραότητα" λεπτότητα, мягкотелость, -И б. μαλθακότητα, μαλακό- μαλακότητα, πλαδαρότητα. мягкотелый επ., βρ: -тел, -а, -о. 1 μαλ- μαλθακός, πλαδαρός. 2 μτφ. αδύνατου χαρακτήρα, ο εύκολα δεχόμενος την επίδραση άλλου. 3 ουσ. πλθ. -ые τα μαλάκια. мягкошёрстный κ. мягкошёрстый επ. μαλακό- μαλλος* -ые ОВЦЫ μαλακόμαλλα πρόβατα. МЯГЧОЙШИЙ υπέρ θ. β. του επ. МЯГКИЙ μαλα- μαλακότατος κλπ. επ. МЙГче συγκρ. β. του επ. МЙГКИЙ κ. του επιρ. мягко. МЯГчёть, -ею, -ёешь р.δ. (απλ.) μαλακύνω,
мяг 621 мяч -ώνω, απαλύνω. II μτφ. κατευνάζω, ησυχάζω, καταπραΰνω. МЯГЧЙтельныЙ επ. του μαλακώματος, της μα- μαλάκυνσης (δέρματος)· - крем κρέμα μαλάκυν- μαλάκυνσης. Π ως ουσ. -ые, -ЫХ (για φάρμακα) μαλα- μαλακτικά, καταπραϋντικά, απαλυντικά. II εκφρ. -ые средства φάρμακα μαλακτικά, καταπραϋ- καταπραϋντικά, απαλυντικά. МЯГЧИТЬ, -Йт р.δ.μ. 1 μαλακώνω, -κύνω (το δέρμα). 2 μτφ. (παλ.) κάνω επιεική, ήπιο, συιγκαταβατικό, χαλαρώνω. II μειώνω, ελατ- ελαττώνω, λιγοστεύω. МЯКИна, -Ы θ. σκύβαλο, απομεινάρι' пше- НЙчная - σκύβαλα σιταριού. МЯКИННЫЙ επ. του σκύβαλου* με σκύβαλα. II εκφρ. -ая голова у него αυτός έχει σκύβαλα μέσα στο κεφάλι (είναι ανόητος). МЯКИШ, ~а α. 1 ψίχα ψωμιού ή καρπού. 2 το μαλακό μέρος του πέλματος μερικών ζώων και πτηνών, προσκεφαλάκι. мякнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. мяк, -ла, -ло р.δ. 1 μαλακώνω· сухарь -нет в молоке η φρυγανιά μαλακώνει μέσα στο γάλα. Π γίνο- γίνομαι ήπιος· он -нет от одного лаского слова αυτός μαλακώνει μ' ένα καλό λόγο. 2 αδυνα- αδυνατίζω, χαλαρώνω. МЯКОТЬ, -И θ. 1 μαλακό μέρος του σώματος· ψαχνό. 2 η ψίχα των καρπών. МЯЛка, -И θ. κόπανος, κοπάνα λιναριού. II μηχανή συμπίεσης. МЯМЛИТЬ р.δ. (απλ.) 1 ψελλίζω. 2 κινούμαι αργά, βραδύνω, οκνεϋω. мямля, -и α.κ. θ. νωθρός, οκνός, αργός. МЯСИСТОСТЬ, -И θ. σάρκα, σαρκώδες μέρος. мясистый επ., βρ: -сйст, -а, -О. 1 κρεα- τώδης, ψαχνός. 2 σαρκώδης· - НОС σαρκώδης μύτη. II μτφ. (για φυτά, καρπούς) σαρκώδης" -ые ВИШНИ σαρκώδη βύσσινα· -ые ЛИСТЬЯ σαρ- σαρκώδη φύλλα. МЯСНИК, -а α. κρεοπώλης· χασάπης. МЯСНОЙ επ. κρεάτινος| με κρέας· -ые ко- тлёты κεφτέδες με κρέας· - пирог κρεατό- πιτα* ~ магазин κρεοπωλείο· - суп κρεατό- σουπα· - скот ζώα για κρέας. II ουσ. θ. -ая κρεοπωλείο. II ουσ. ουδ. -ое φαγητό με κρέ- κρέας. МЯСО, -а ουδ. 1 κρέας· варёное - βρα- βραστό (βρασμένο) κρέας· жареное - ψητό (τηγα- (τηγανιστό ή γιαχνιστό) κρέας· купить -а αγορά- αγοράζω κρέας* ПЩЮГ С -ом κρεατόπιτα· куриное - κοτίσιο κρέας. II βοδινό κρέας' купить -а И СВИНИНЫ αγοράζω βοδινό και χοιρινό κρέ- κρέας. 2 το ψαχνό, σαρκώδες μέρος του σώματος. ■ II το σαρκώδες μέρος των καρπών και φυτών. II εκφρ. пушечное - κρέας για τα κανόνια (για τροφή των κανονιών)· с -ОМ вырвать ή ΟΤΟ- рвать κόβω το κουμπί μαζί με το πανί. МЯСОёд, -а α. (θρησκ.) περίοδος κρεατοφα- γίας. II κρεατοφάγος (σε αντίθεση με το φυ- φυτοφάγος) · МЯСОЗаГОТОВЙтеЛЬНЫЙ επ. του εφοδιασμού με κρέας. мясозаготовка, -И θ. εφοδιασμός του κρά- κράτους με κρέας. мясокомбинат, -а α. σφαγεία μηχανοποιημέ- μηχανοποιημένα. мясопоставка, -И θ. η παράδοση κρέατος στο κράτος. мясопуст, -а α. (εκκλσ.) νηστεία κρέατος. II βλ. масленица. мясорубка, -И θ. κρεατομηχανή, κρεατοκο- πτική μηχανή. МЯСТИСЬ, мятусь, мятёшься, μτχ. ενστ. мя- мятущийся ρ.δ. (παλ.) 1 εξεγείρομαι, στασιά ζω. II ταράσσομαι, συγχύζομαι. 2 κινούμαι ά- άτακτα. МЯСцб, -а ουδ. κρεατάκι. МЯТа, -Ы θ. μέντα, μίνθη (φυτό). мятеж, -а α. εξέγερση, στάση, ανταρσία. мятежник, -а α., -ца, -Ы θ. στασιαστής. мятежнический επ. 1 στασιαστικός. 2 ταρα- ταραχώδης, ανήσυχος. мятежность, -И θ. επαναστατικότητα. мятежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно βλ.мя- βλ.мятежнический. МЙТЛИК, -а α. αγριάδα, άγρωστη (χόρτο). МЯТНЫЙ επ. της μέντας· απο μέντα· -ые ка- капли σταγόνες μέντας· -ое масло μινθέλαιο. МЯТЫЙ επ. απο μτχ. πατημένος, ,ζουπισμένος. «II τσαλακωμένος· -ое платье τσαλακωμένο φό- μα. II μτφ. καταβλημένος · -ое ЛИЦО καταβλη- μένο πρόσωπο. МЯТЬ, мну, мнёшь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. МЯ- МЯТЫЙ, βρ: мят, -а, -ο ρ.δ.μ. 1 θλίβω, ζουπώ· πατώ. 2 τσαλακώνω. II διπλώνω, σφίγγω. 3 πι- πιέζω. II -СЯ 1 θλίβομαι, πιέζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 μτφ. ταλαντεύομαι' διστάζω. мятьё, -Α ουδ. 1 ζούπισμα" πάτημα. 2 τσα- τσαλάκωμα . мяуканье, -Я ουδ. νιαούρισμα, μιαούρισμα. мяукать ρ.δ. νιαουρίζω, μιαουρίζω. МЯЧ, -а α. τόπι" σφαίρα, μπάλλα· футболь- футбольный - μπάλλα ποδοσφαίρου' Волейбольный μπάλλα βόλεϊμπολ· резиновый - λαστιχένιο τό- τόπι* играть в - παίζω το τόπι. МЯЧИК, -а α. το τοπάκι.
622 на Η на1 πρόθ. με αιτ. και προθτ. 1 επάνω, επί, στον, στην, στο ч.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι· на землю, на земле (πάνω) στη γη· наклеить марку На конверт κολλώ γραμματόσημο στο φά- κελλο* на пол$·, на ПОЛ στο πάτωμα* на ули- цу, на улице στο δρόμο· на сушу, на суще στην ξηρά. 2 μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе о πρω- πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό" тоска На сердце θλίψη στην καρδιά· служить на флоте υπηρετώ στο στόλο* идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο* ИДТИ на завод πηγαίνω στο εργο- εργοστάσιο· пришли на память прошлогодные собы- события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα. 3 (κατεύθυν- (κατεύθυνση) προς, κατά· Окна на ВОСТОК παράθυρα κα- κατά την ανατολή* дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο· посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν. 4 (επαφή· σύγκρουση)· επί, επάνω στον» στην, στο κ.τ.τ. наскочить На забор προ- προσκρούω στον περίβολο· наткуться на кй- мень σκοντάφτω στην πέτρα. 5 (ομοιότητα)· προς, με· σαν беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο. 6 (χρόνος)· τον, την, το· στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен МИТИНГ την (στις) 15 Ιούλη καθορί- καθορίστηκε συλλαλητήριο· на ТОЙ неделе την ερχό- ερχόμενη εβδομάδα· на следующий день την επομέ- επομένη (μέρα)· на другое у^гро το άλλο πρωί* На каникулах (σ)τις διακοπές. II προς· в ночь С 24- на 25 декабря τι* νΰχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη. II σε* со ДНЯ на день απο μέρα σε μέρα" С часу на час απο ώρα σε ώρα. 7 κατά, ως προς* МЯГКИЙ на Ощупь μαλακός (κατά) την αφή. 8 (σκοπός* αφορμή)· ως, για, δια' подарить на память δωρίζω για ενθύμιο' подарок на день рождения δώρο για τα 'γενέ- 'γενέθλια- на ВСЯКИЙ случай για κάθε ενδεχόμε- ενδεχόμενο· деньги на ремонт χρήματα για επισκευή. 9 (ειδικότητα, επάγγελμα) για" буду учЙТЬ- СЯ на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αε- αεροπόρος. Χ) (αιτία) για, δια· СПОСЙбО на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια. 11 χάρη, για, προς* на СЛЙву για δόξα1 На страх για φόβο· РОДИТЬСЯ на ГОре γεννιέμαι για πίκρες. 12 (τρόπο) με, κατά· на ста- рЙННЫЙ Образец κατά τον παλαιό τύπο (υπό- (υπόδειγμα)· на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας· κατά τον καλπασμό· на бегу^ τρέχοντας* κατά το τρέξιμο* на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα* на ходзг πηγαίνοντας,-βαδίζοντας, κινούμενος. II (επί βαθμολογίας) για* сдать экзамен на отлично δίνω.εξετάσεις (για) ά- άριστα. 13 (συνθήκες, κατάσταση)· με· на пустой ή на ГОЛОДНЫЙ желудок με αδειανό το στομάχι. II από, εκ* на память απο μνήμης; 14 με* дверь закрыта на замок η πόρτα εί- είναι κλεισμένη με κλείδωνιά* она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα* ХОДИТЬ на КОСТЫЛЯХ βαδίζω με τα δεκανίκια· жарить на масле τηγανίζω με λάδι* МЫ поедем на парохо'де θα ταξιδέψομε με το πλοίο* играть на деньги παίζω με χρήματα. 15 (αύξηση, μεί- μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά* продвйнуть- СЯ на 200 метров προωθούμαι κατά |200 μέτρα* на 10 лет молоке брита κατά δέκα χρόνια μι- μικρότερος απο τον αδερφό. II (για ποσοτική δι- διαφορά) κατά, για* я 0П03ДЙЛ на 1.0 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά· отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα. 16 εναντίον, κατά* ЖЙЛОВаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή. II μπροστά, εμπρός* ЭТО про- изходйло на моих глазах 'αυτό γινόταν μπροστά· στα μάτια μου. 17 (αφθονία, πλήθος) επί, ε- επάνω* ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη· дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη). на2 (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)" -, ВОЗЬМИ να,.πάρε* -, ЛОВЙ να, πιάσε· -, ЭТО тебе να, αυτό είναι για σένα. II εκφρ. ВОТ (тебе и) - κ. (απλ.) вот те - (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα* на-ка (-ПОДЙ); (да И) на-ПОДЙ (απλ.) (για αγανάκτηση)" ω- ρίστε μας. на..., πρόθεμα. ΐ.Χρησιμοποιείται για σχη- σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: 1 κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμε- αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на кймень προσκρούω στην πέτρο. β) επίθεση, τοποθέτηση ατο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить настё- ну επικολλώ στον τοίχο* нашить (на плотье) επιρράπτω (στο φόρεμα). 2 πραγματοποίηση ε- ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намёрзнуть, насохнуть βλ. р. 3 πλήρη ε-
нас 623 наб τιάρκεια ενέργειας, α) επέκταση της ενέργει- ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων* на- брйть (ЯГОД) μαζεύω (/ιαρπούς)|· настираь (бе- ЛЬЯ.) πλύνω (ροΰχα], β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο.όριο· нарастить темпы αυξαί- νω τους ρυθμούς, γ) γέμισμα με κάτι' набЙТЬ погреб γεμίζω το υπόγειο* накачёть шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού, δ) ολοκλήρωση της ενέργειας· επιμελημένη εκτέλεση: наГЛЙ- ДИТЬ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -СЯ) εκτελώ αρκετά, ικανοποιη- κά: нагуляться, насидеться. 4 (μόνο απο θέ- θέμα ρ.6. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)· σημαίνει μείωση έντασης της ε- ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать. Π. Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: На- бальзамировать, (напечатать, написёть. III. Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρ- ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα „,επί": нагрудный, на- настольный, настенный, нарукавник, наколенник. IV. Εχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого. набавить, -влго, -вишь ρ.σ.μ. επιπροσθέτω, βάζω παραπάνω, αυξαίνω' ανεβάζω, υψώνω· плату за помещение αυξαίνω το ενοίκιο· цену на товар ακριβαίνω το εμπόρευμα* - цё- НЫ υψώνω (ανεβάζω) τις τιμές- - ход, ШЙгу ε- επιταχύνω το βάδισμα, το βήμα. ■Набавка; -И θ. (προσ)αύξηση· ανέβασμα, ύ- ύψωση· υπερτίμηση1 - К зарплате προσαύξηση μισθού . набавлять р.δ.μ. βλ. набавить. II ~ся αυ- αυξαίνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι· υψώνομαι. Набавочный επ. επιπρόσθετος· συμπληρωμα- συμπληρωματικός . Набавщик, -а α. ο πλειοδότης (στον πλει- πλειστηριασμό) . набагривать р.б. βλ. набагрить. Набагрить р.σ.μ. καμακίζω πολλά ψάρια. набалагурить ρ.σ. καλαμπουρίζω πολύ. набаламутить ρ.σ. βλ. баламутить χ ν σημ.). ♦набалдашник, -а α. λαβή ράβδου. набалованность, -и θ. βλ. избалованность. набалованный επ. απο μτχ. βλ. избалованный. набаловать(ся) ρ.σ. βλ. избаловать(ся). набалтывать р.δ. βλ. наболтать! набальзамировать ρ.σ. βλ. бальзамировать;. Набарышничать р.σ.μ. κερδίζω πολλά ως με- μεταπωλητής (μεταπράτης). *набат, -а α. 1 συναγερμός με κωδωνοκρου- σία. 2 (παλ.) μεγάλο τύμπανο. II εκφρ. бить (ударить) В -; бИТЬ - σημαίνω (βαρώ) συ- συναγερμό. набатный επ. της κωδωνοκρουσίας' - ЗВОН καμπάνισμα, σύνθημα συναγερμού. набатрачить р.σ.μ. κερδίζω (βγάζω χρήμα- χρήματα) σαν εργάτης γης. набёг, -а α. επιδρομή· εισβολή, εισόρμη- ση. II επίσκεψη απροσδόκητη. II εκφρ. С -а ή С -у α) ολοταχώς, β) στα πεταχτά, στα γρή- γρήγορα. набегать р.δ. 1 βλ. набежать. 2 αφήνω ί- ίχνη, τορό. 3 εκγυμνάζω, εξασκώ στο τρέξιμο. II -СЯ τρέχω πολύ. II κουράζομαι απο το πολύ τρέξιμο. набегйть р.δ. 1 βλ. набелить. 2 κάνω 8- π.ιδρομή, εισβάλλω, εισορμώ. 3 επισκέπτομαι σπάνια και στα πεταχτά. 4 διπλώνω, σουφρώ- σουφρώνω (για ενδύματα). набедовйть, -дую, -дуешь ρ.σ. (διαλκ.) κά- κάνω ζημιές, κακό. II -СЯ περνώ, δυστυχίες, πίκρες, φαρμάκια. набедокурить ρ.σ. αταχτώ πολύ, κάνω ζημιές. набедренник, -а α. (εκκλσ.) επιγονάτιο. набедренный επ. πλευρικός· - кармин πλευ- πλευρική τσέπη. набёдствовать, -ствую, -ствуешь ρ.σ. περ- περνώ πολλές δυστυχίες, φαρμάκια, πίκρες.II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. набежать, -егу, -ежишь, -егут ρ.σ. 1 προ- προσκρούω, σκοντάφτω, τρακάρω, πέφτω επάνω. II καλύπτω, σκεπάζω κινούμενος* тучки -ЛИ на луну συννεφάκια σκέπασαν το φεγγάρι' Волна -ла На берег το κύμα σκέπασε την ακτή . II βγαίνω, εμφανίζομαι1 -ЛИ МОрЩЙНЫ на лоб εμ- εμφανίστηκαν ρυτίδες στο μέτωπο* -ЛИ слёзы έ- έτρεξαν (πήγαν) δάκρυα. 2 εμφανίζομαι ξαφνι- ξαφνικά, απότομα* ветер -ЙЛ ξαφνικά φύσηξε ά- άνεμος. 3 μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζο- συνάζομαι, συναθροίζομαι* воры -ЛИ μαζεύτηκαν κλέ- κλέφτες. II ρέω, τρέχω, χύνομαι· Вода -ЛЭ В яму νερό πολύ έτρεξε στο λάκκο. II (για χρήματα, τόκους) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, αποταμι- αποταμιεύομαι . набезобразить, -ажу, -азишь ρ.σ. (απλ.) βλ. набезобразничать. набезобразничать ρ.σ. ασχημονώ. υπερβολικά. набекрень επίρ. λοξά, στραβά* шапка - η σκούφια στραβά· С ШИПКОЙ ~; В шёпке - με τη σκούφια στραβά. набелЙТЬ, -белю, -бёлЙШЬ^ав. μτχ, παρλθ. χρ. набелённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ. μ. 1 ψιμυθιώνω πολύ. 2 ασπρίζω, λευκαίνω υ- υφάσματα. II -СЯ αλείφομαι με ψιμύθι. набело επίρ. κατακάθαρα, ολοκάθαρα* Пере- ПИСать - καθαρογράφω, ξαναγράφω καθαρά. набережная, -ОЙ θ. προκυμαία, μουράγιο. II η παραλία· жить на -ОЙ ζω (διαμένω) στην παραλία.
наб 624 наб набивание, -я ουδ. βλ. набивка. набива'ть(ся) р.δ. βλ. набйть(ся). набивка, -и Θ. 1 γέμισμα, πλήρωση. 2 χτύ- χτύπημα, μπήξιμο. 3 βάλσιμο, πέρασμα. 4 εκτύ- εκτύπωση σχεδίων σε ύφασμα. набивной επ. 1 γεμισμένος* - матрац γεμι- γεμισμένο στρώμα. 2 (για ύφασμα) τυπωμένος, ε- εμπριμέ. 3 της γέμισης, για γέμισμα* -ая ма- ШЙна μηχανή γεμίσματος. набивочный επ. βλ. набивной. набирание, -Я ουδ. 1 συνάθροιση, συγκέ- συγκέντρωση. 2 πάρσιμο, λήψη. 3 γέμισμα. II πρό- πρόσληψη κλπ. παράγωγα ουσ. του р. набрать. набЙТЫЙ παθ. μτχ. παρλθ. χρ. του ρ. На- бйть. II εκφρ. - дурйк; -ая дура μεγάλος βλάκας, κουτεντές, κουτούλιακας. набить, -бью, -бьёшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. НабЙТЫЙ, βρ: -бит, -а, -О; ρ.σ.μ. 1 γεμίζω, πληρώ* στουπώνω* - подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα* чучело СОЛОМОЙ γεμίζω το σκιάχτρο με άχυ- άχυρα* - трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό. 2 μπήγω, χτυπώ' - ГВОЗДЫ В стену χτυ- χτυπώ καρφιά στον τοίχο* - сваи μπήγω πασσά- πασσάλους. 3 βάζω, περνώ χτυπώντας* - Обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί. 4 βλάπτω μέ- μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή* - плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο* - шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο' пусть бёга- ет, ноги забьёт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν. 5 πατώ, κάνω συνεκτικό* путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος. 6 τυπώνω σχέ- σχέδια σε ύφασμα. 7 σκοτώνω, φονεύω πολλούς, ~ές, -ά* - уток σκοτώνω πολλά παπιά. II ρίχνω, ραβδίζω (σε μεγάλη ποσότητα)* - желудей С дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια απο τη βα- βαλανιδιά. 8 σπάζω (πολλά)* - ПОСУДЫ σπάζω πολλά σκεύη (ή πιατικά). 9 παρασύρω, ρίχνω* - К берегу παρασέρνω στην ακτή. ΤΟ χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ. II εκφρ. - кармам φουσκώ- φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)* - МОШНу γε- γεμίζω το· πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)* - руку εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι* - Себе цену επιδείχνομαι* - цену αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ. II -СЯ 1 γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω' на дружбу - επιδιώκω τη φιλία με κάποιον. наблажЙТЬ, -жу, -ЖИШЬ р.σ. (απλ.) κάνω α- ανοησίες, κουταμάρες, βλακείες. наблевать, -блюю, -блюёшь р.σ. (απλ.) λε- λερώνω με ζερατά. наблудить, -ужу, -удишь р.σ. (απλ.) 1 ε- 4τρέπομαι, ασχημονώ. II ατακτώ, κάνω αταξί- αταξίες. 2 παίρνω κρυφά, κλέβω (για γάτα). наблюдатель, -я α., -ница, -и о. ι παρα- ρατηρητής· непристра'сТНЫЙ - αμερόληπτος πα- παρατηρητής* СТорОННИЙ - ξένος παρατηρητής* -ли Организации Объединённых Наций παρατη- παρατηρητές της Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών. II επιτηρητής. 2 αυστηρός τηρητής (παραδόσεων,, κανόνων, ηθών и.τ.τ.) Наблюдательность, -И θ. παρατηρητικότητα. наблюдательный επ., 0ρ: -лен, -льна, -но παρατηρητικός* ερευνητικός* - человек παρα- παρατηρητικός άνθρωπος* - ВЗГЛЯД ερευνητικό βλέμμα. II της παρατήρησης, για παρατήρηση* - пункт το παρατηρητήριο. наблюдательский επ. παρατηρητικός,του πα- παρατηρητή* -не СПОСОбНОСТИ παρατηρητικές ι- ικανότητες. Наблюдать р.δ. 1 παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ* - как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά* - течение звёзд παρατη- παρατηρώ την κίνηση των αστεριών* - затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού* - ХОД событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονό- γεγονότων* врач -ет больного о γιατρός παρακολου- παρακολουθεί τον άρρωστο. 2 ερευνώ, σπουδάζω* -жизнь ЖИВОТНЫХ παρακολουθώ τη ζωή των ζώων.II πη- πηγαίνω στ' αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις. 3 επιβλέπω, παρατηρώ* - за порядком επιβλέ- επιβλέπω την τάξη· - за ребёнком επιβλέπω το παι- παιδάκι. 4 τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά. II -СЯ παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνω- γνωρίσματα. II φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημει- σημειώνομαι . * наблюдение, -я ουδ. 1 παρατήρηση· общее - γενική παρατήρηση (απ· όλους)' Вести - κά- κάνω παρατήρηση, παρατηρώ· воздушное - εναέ- εναέρια παρατήρηση· астрономическое - αστρονο- αστρονομική παρατήρηση*. ДОСТУПНЫЙ -Ю παρατηρήσι- μος. 2 επίβλεψη. 3 τήρηση* επιτήρηση. 4 πα- ρο^κολο'ύθηση. наблюсти, -гаду, -годёшь, παρλθ. χρ. наблюл, -ла, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. наблюдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наблюдённый, βρ: -дён, ~де- на, -дено р.σ. (παλ. κ. γραπ. λόγος) κάνω παρατήρηση, ερευνώ. *набо'б, -а α. 1 ναβάβ (τίτλος ινδών ηγεμό- ηγεμόνων). 2 βαθύπλουτος, ζάπλουτος. набоечный επ. 1 βλ. набойный A σημ.). 2 (διαλκ.) βλ. набойчатый. набожно επίρ. θεοσεβώς, ευλαβικά κλπ. επ. набожность, -И Β. θεοσέβεια, ευσέβεια, ευ- ευλάβεια. набожный επ. βρ: -жен, -жна, -жно. 1 θρη- θρησκευτικός, φιλόθρησκος. 2 θεοσεβής,ευσεβής, θεοφοβούμενος, ευλαβής, -ικός. II μτφ, θε'ι- κός, υπέροχος, θεσπέσιος, σαν θεός, θεά. набойка, -И θ. 1 βάλσιμο, πέρασμα, εφάρ- μοσμα με χτυπήματα. 2 ύφασμα με σχέδια τυ- τυπωμένα, εμπριμέ. 3 το επίθεμα (φάλτσο) τα-
наб 625 наб κουνιού. 4 (τεχ.) πυρίμαχο στρώμα. набОЙНЫЙ επ. 1 της πλήρωσης, της γέμισης, του βαλσίματος· ~ая машина μηχανή γέμισης. II βλ. набсЗйчатый. набойчатый επ. απο ύφασμα τυπωτό, εμπριμέ, набойщик, -а α., ~ца, -Ы θ. γεμιστής, πι- πιεστής, στουπωτής. набок επίρ, πλευρικά, στο πλευρό* στο πλάι· λοξά, στραβά. наболевший επ. απο μτχ. ώριμος, -μασμένος· - вопрос ώριμο ζήτημα. Наболеть, -ёет, μτχ. παρλθ. χρ. ρ.σ. πονώ δυνατά· рйна -ла η πληγή πονά πολύ. II μτφ. λυπούμαι βαθιά, αισθάνομαι συντριβή* У меня -ЛО на сердце· πόνεσα κατάκαρδα· На Душе -ЛО πόνεσα κατάψυχα. II μτφ. ωριμάζω. наболтать1 ■ ρ.σ·, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- бблтанный, βρ: -тан, -а, -о προσθέτω ανα- ανακατεύοντας' - ЯИЦ В МОЛОКО ανακατεύω αυγά στο γάλα. наболтать2ρ.σ. 1 φλυαρώ πολύ, . Αογοκοπώ,Ι πολυλογώ. 2 (απλ.) διαβάλλω, συκοφαντώ, α- δικοβγάζω. II -СЯ φλυαρώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. набОЛЬШИЙ επ. (παλ. κ. απλ.) μεγάλος, τρα- τρανός. II ουσ. προϊστάμενος, διοικητής. II προ- προστάτης οικογένειας, ο οικογενειάρχης. набор, -а α. 1 πρόσληψη, μίσθωση* - рабо- рабочих πρόσληψη εργατών * производить - προσ- προσλαμβάνω, παίρνω. II (στρατ.) στρατολογία. 2 σύνθεση, συγκρότηση, συναρμολόγηση. II λήψη, πάρσιμο. II συλλογή, ασορτιμέντο, τακίμι. 3 στολίδια, μπιχλιμπίδια. 4 στοιχειοθέτηση. 5 σκελετός πλοίου. Π εκφρ. - слов, κούφια λόγια·; сапоги с -ОМ μπότες πτυχωτές στο λαιμό. набормотать, -мочу, -мочешь р.σ.μ. φλυαρώ μουρμουρ ίζοντας. наборный επ. (τυπγρ.). 1 στοιχειοθετικός·-ЭЯ касса στοιχειοθήκη. ~ цех στοιχειοθετείο· -ая линейка συνθετήριο· -ое дело στοιχειοθε- τική τέχνη. II· ουσ. -ая θ. στοιχειοθετείο· ■συνθετήριο. 2 με στολίδια, στολισμέ- στολισμένος, διακοσμημένος. 3 συνθετικός, συναρ- μολογητικός. II εκφρ. -ые сапоги μπότες πτυ- πτυχωτές στο λαιμό. наборонить р.σ.μ. βλ. набороновать. набороновать, -нуга, -нуешь р.σ.μ. σβαρί- ζω, βωλοκοπώ' - ПЯТЬ гектаров σβαρίζω πέντε εκτάρια. набороться, -борюсь, -борешься р.σ. αγω- αγωνίζομαι πολύ, κουράζομαι αγωνιζόμενος. набортный επ. 1 πλευρικός. 2 της παρυφής (για ενδύματα). наборщик, -а α., -ца, -Ы θ. στοιχειοθέτης. наборщицкий επ. στοιχειοθετικός, του στοΐτ- χειοθέτη. набраковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набракованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. βγάζω πολλά άχρηστα, (ξε)σκαρτάρω πολλά. набраковывать р.δ. βλ. набраковать. набраниться, -нгась, -нйшься р.σ. παραβρί- ζω, λέγω τα εξ αμάξης, όσα παίρν' η σκούπα. набрасывать(сяI'р.б. βλ. набросать(ся). набрёсывать(сяJ'р.б. βλ. набросить(ся). набрйть, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. на- набрал, -ЛЙ, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набран- набранный, βρ: -ран, -Й, κ. --а, -О р.σ.μ. 1 (πο- (ποσοτικά κ. βαθμιαία)· συνάζω, συναθροίζω, συ- συγκεντρώνω, μαζεύω" περισυλλέγω* - корзину Грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια. 2 παίρ- παίρνω, γεμίζω· εφοδιάζομαι· - ВОДЫ παίρνω νε- νερό. II δέχομαι· - ЗЭКЙЗОВ παίρνω παραγγελί- παραγγελίες. 3 προσλαμβάνω· - рабочих προσλαμβάνω εργάτες. II στρατολογώ' επιστρατεύω* συγκρο- συγκροτώ' μισθώνω' - армию συγκροτώ στρατό· труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο· - отряд συγκροτώ τμήμα. 4 συνθέτω, συναρμολογώ, κα- κατασκευάζω. II παίρνω, επιλέγω· - номер теле- телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου. II ε- παυξαίνω* - скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύ- ταχύτητα, επιταχύνω. ΙΙ(τυπγρ,) στοιχειοθετώ. II -СЯ 1 συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 μτφ. παίρνω, αντλώ, βρί- βρίσκω· κάνω" - СИЛ παίρνω δύναμη· - смелость παίρνω θάρρος· - терпение κάνω υπομονή. 3 αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι^· - ТЙфу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω απο τύφο) . II δοκιμάζω, υ- υποφέρω. 4 εξευρίσκω' где мне деньги - που να τα βρώ (ή να πάρω) χρήματα. 5 μεθώ, κου- κουτσοπίνω. II εκφρ. - Духу εμψυχώνομαι, εμψυ- εμψυχώνω τον εαυτό μου· - ума (разума) λογι- κεύομαι, ορθοφρονώ· βάζω γνώση, μυαλό. набредоть р.δ. βλ. набрести. •набрести, -бреду, -бредёшь, παρλθ. χρ.на- χρ.набрёл, -брели, -ЛE, μτχ. παρλθ. χρ. набрёд- ШИЙ р.σ. 1 (περιφερόμενος, περιπλανόμενος) πέφτω επάνω, συναντώ, βρίσκομαι αντιμέτωπος* - на след πέφτω στα ίχνη· ОХОТНИК -ёл В лесу на медведь о κυνηγός στο δάσος συνά- συνάντησε αρκούδα. II μτφ. τυχαία εφευρίσκω, α- ανακαλύπτω, συλλαμβάνω με το νου. 2 μαζεύο- μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι· -ЛО МНОГО народу συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος. набрехйть, -брешу, -брешешь р.σ. (απλ.) βλ. наврать A, 2, 4 σημ.). набронзировать, -рул, -руешь, пае. μτχ. παρλθ. χρ. набронзированный, βρ*. -ван, -а, -О р.σ.μ. επορειχαλκώνω. набросать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- набросанный, βρ: -сан, -а, -О ρίχνω (σε με- μεγάλη ποσότητα)· - камней ρίχνω πολλές πέ- πέτρες. II σχεδιάζω πρόχειρα σκιτσάρω, σκαρι- φίζω. II γράφω πρόχειρα, στα γρήγορα, γόνα-
ваб 626 нав τογραφω. Набросить, -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наброшенный, βρ: -шен, -а, -о р. σ.μ. 1 επιρρίπτω, ρίχνω επάνω' - платок на плечи ρίχνω το μαντήλι στους ώμους· - Η3 себй плашь ρίχνω επάνω μου το αδιάβροχο, 2 βλ. набросать B·σημ.)· И -СЯ 1 ρίχνομαι,ε- πιπίπτω. 2 επιδίδομαι με ζήλο, καταγίνομαι. 3 επιτίθεμαι με βρισιές, αποπαίρνω. Наброска, -Β β. Ι ρίψη. 2 σκιτσάρισμα,πρό- χειρο σχεδίασμα, σκαρίφημα, σκίτσο. II πρό- πρόχειρο γράψιμο, στο γόνατο. Набросной επ. ριψοποίητος, ριψοφτιαγμένος· -ая ПЛОТЙна φράγμα ριψοποίητο. ,_ набросок, -ска α. προσχέδιο, σκίτσο,κροκί. набрызгать р.σ. ραντίζω, πιτσιλίζω. набрызгивать ρ.δ. βλ. набрызгать. II -ся ραντίζομαι. Набрюзжать, -ЗЖу, -ЗЖЙШЬ р.σ. μουρμουρί- μουρμουρίζω με αγανάχτηση' γκρινιάζω. И -СЯ διαγογ- γύζω' γκρινιάζω επίμονα. набршник, -а α. επίδεσμος κοιλιακός. Набранный επ. ко ιλιακός. набрякнуть, -нет, παρλθ. χρ. набряк, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. набрякший р.σ. (απλ.) διογκώνομαι, εξογκώνομαι, φουσκώνω' πρήζο- πρήζομαι . набузить, -зйшь ρ.σ. (απλ.) βλ. бузить. набуравить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. τρυπανίζω, τριβελλίζω* αριδίζω. набуравливать р.δ. βλ. набуравить. набурить р.σ.μ. κάνω γεώτρηση, καθετηρι- καθετηριάζω, -ίζω. НабуТЙТЬ, -учу, -утЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набученный, βρ: -чен, -а, -о р. σ. μ. λιθοστρώνω. набухание, -Я ουδ. διόγκωση, φούσκωμα. набухать ρ. σ.μ. (απλ.) παραχύνω, παραρί- χνω* - ВОДИ В кастршу παραγεμίζω την κα- κατσαρόλα με νερό· - масло В кашу παραρίχνω λάδι στο χυλό (κουρκούτι). набухать р.δ. βλ. набухнуть. набухнуть, -нет, παρλθ. χρ. набух, -ла, /ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. набухший р.σ. διογκώ- διογκώνομαι, διαστέλλομαι, φουσκώνω (απο υγρασία)- πρήζομαι' γεμίζω* дверь ОТ сырости -хла η πόρτα απο την υγρασία φούσκωσε· овраги -ЛИ ВОДОЙ οι χαράδρες γέμισαν νερό· на деревьях -ЛИ ПОЧКИ τα δέντρα μπουμπούκιασαν* -хщие глаза πρησμένα μάτια (απο αϋπνία). набучивать1ρ.δ. βλ. набутить. набучивать2р.δ. βλ. набучить. набучить, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. μπουγαδιάζω, αλισιβώνω. набушевать, -шую, -шуешь р.σ. βλ. набуя- набуянить. набуянить р.σ. κάνω φασαρίες, καβγάδες, καβγαδίζω. набычиться, -чусь, -чишься р.σ. (απλ.) κοι- κοιτάζω σκυθρωπά (υπόδρα)· σκυθρωπάζω, κατσου- φιάζω. Навага, -И θ. γάδος, μπακαλιάρος. наваждение, -Я ουδ. δαιμόνιο, φάντασμα, φάσμα* όραμα, οπτασία. наважий, -ья, -ье επ. του γάδου: γαδίσιος. наваксить р.σ- βλ. ваксить. навал, -а α. 1 βλ. навалка. 2 σωρός. 3 επίρ. -ΟΜ σωρηδόν, κατά σωρούς, σωριαστά*σε μεγάλο πλήθος, αθρόα. 4 (ναυτ.)· επίπτωση πλευράς πλοίου. наваливание, -я ουδ. βλ. навалка. наваливать(ся)'1 ρ.δ. βλ. навалйть(ся). наваливать(ся)* ρ.δ. навалять(ся). навалить, -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 ρίχνω κάτι βαρύ, ογκώδες· τοποθετώ, βάζω· - мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο· -ЛИ камень на МОГИлу έβαλαν την τα- ταφόπετρα στο μνήμα. II μτφ. φορτώνω, επιφορ- επιφορτίζω, επιβαρύνω· -ЛИ на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες. 2 συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. II φορτώνω, γεμί- γεμίζω. 3 (για χιόνι) ρίχνω πολύ* -ло МНОГО снё- Гу χιόνισε πολύ. 4 συγκεντρώνομαι, συναθροί- συναθροίζομαι, μαζεύομαι* народу -ЛО на ПЛОЩадь πλή- πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία. 5 (για φύλ- φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν. II -ся 1 επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω* - грудью πέφτω επάνω με το στήθος. 11 μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. II μτφ. κυριεύο- κυριεύομαι, κατέχομαι. 2 μτφ. ορμώ, επιπίπτω μα- μανιασμένα. II (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαί- λαίμαργα. 3 (ναυτ.) κλίνω γέρνω. 4 πέφτω σω- σωρηδόν . навалка, -И θ. συσσώρευση, σώριασμα, ρί- ρίξιμο. II εκφρ. В -у σωρηδόν, κατά σωρούς. навалоотбойка, -И θ. εξαγωγή και τοποθέ- τοποθέτηση στο μεταφορέα. навалочный επ. συσσωρευτικός. навалять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- валянный, βρ: -лян, -а, -о р.σ.μ. 1 (ποσο- (ποσοτικά) πιλώ, συμπιλώ. 2 (ποσοτικά) σωριάζω, συσσωρεύω. 3 φτιάχνω άτσαλα, τσαπατσούλικα, άτσαλα (για γράψιμο, σχεδίαση κ.τ.τ.). II -ся ξαπλώνω πολύ' он -ялся за день αυτός ξάπλωσε όλη τη μέρα. II εκφρ. ~ на ногах у КОГО (απλ.) πέφτω στα πόδια κάποιου (εκλι- (εκλιπαρώ) . навар, -а α. ζωμός, κονσομέ* грибной ζωμός απο βραστά μανιτάρια. II λίπος επιφα- επιφανειακό (κατά τη βράση). наваривание, -я ουδ. βράση, βράσιμο.
нав 627 нав наваривать р.6. βλ. наварить. II-ся βράζω· Наваристый επ., βρ: -рист, -а, -О πηχτός· - суп πηχτή σούπα1 - бульон πηχτός ζωμός, наварить, -варю, -варишь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. наваренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 βράζω, μαγειρεύω, ετοιμάζω (σε| μεγάλη πο- ποσότητα) · - щей на несколько дней βράζω κα- μπρολαχανόσουπα για κάμποσες μέρες. 2 (για μέταλλα) βράζω. 3 οξυγονοκολλώ* ηλεκτρο- κολλώ. наварка, -И θ. (τεχ.) βράσιμο· χαλύβωση. II συγκόλληση. Наварной επ. (τεχ.) βρασμένος· χαλυβωμέ- νος.ΙΙ συγκολλημένος. наварный επ., βρ: -рен, -рна, -рно βλ. на-" варистый. навастривать(ся) р.6. βλ. навострйть(ся). наващивать р.δ. βλ. навощить. II -ся κερύ- νομαι. навевать р.δ. βλ. навеять. II -СЯ παρασύ- παρασύρομαι απο τον άνεμο. наведать р.σ.μ. (παλ.) επισκέπτομαι. II -СЯ επισκέπτομαι για να πληροφορηθώ. наведение, -я ου δ. 1 οδήγηση. II κατεύθυν- κατεύθυνση. 2 ώθηση, σπρώξιμο, παρακίνηση, προτρο- προτροπή. II γύρισμα, στροφή (συνομιλίας, λόγου). 3 μτφ. εμβολή· προζένηση, πρόκληση (φόβου, θλί- θλίψης κ.τ.τ.). 4 κατεύθυνση, στροφή, γύρισμα' - телескопа на луну κατεύθυνση του τηλε- τηλεσκόπιου στο φεγγάρι. II (στρατ.) σκόπευση. 5 κατασκευή, φτιάξιμο. 6 πέρασμα, κάλυψη με μπογιά, βερνίκι κ.τ.τ. 7 πρόσόοση. 8 προ- προσκόμιση. 9 γέννηση (πολλών). навёдывать(ся) ρ.δ. βλ. даведать(ся). навезти, -везу, -везёшь, παρλθ. χρ. на- навёз, -везла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- везённый, -зён, -зена, -зено р.σ.μ. 1 φέρω, κομίζω (πλήθος αντικειμένων κλπ.). 2 προ- προσκρούω, σκοντάφτω μεταφέροντας. навеивать ρ.δ. βλ. навеять. II -ся παρα- παρασύρομαι απο τον άνεμο. Навёк| κ. навеки επίρ. αιώνια, για πάντα ή παντοτινά. навербовать, -бую, -буешь, παθ.μτχ.παρλθ. χρ. навербованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. στρατολογώ πολλούς' προσλαμβάνω πολλούς. II σχηματίζω, συγκροτώ με τη στρατολογία. навербовывать р.б. βλ. навербовать. II -ся στρατολογούμαι4 προσλαμβάνομαι. II σχηματί- σχηματίζομαι . наверно επίρ. 1 ασφαλώς, σίγουρα. II απα- απαραίτητα, οπωσδήποτε. 2 (παρνθ. λ.) πιθανόν, ίσως, ενδεχομένως, κατά τα φαινόμενα, κατά πάσαν πιθανότητα, μάλλον πιστεύω. Наверное επίρ. 1 (παλ.) ασφαλώς, σίγουρα. 2 βλ. наверно B σημ.). навернуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. навёрнутый, βρ: -нут, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 (περί) τυλίγω. 2 βιδώνω. 3 εκτελώ δραστήρια, ανα- αναπτύσσω δραστηριότητα. II -СЯ 1 (περι)τυλί- γομαι. 2 βιδώνομαι. 3 (για δάκρυα) εμφανί- εμφανίζομαι, μου κινούν у неё -лись слёзы αυτής της πήγαν (κίνησαν) δάκρυα. 4 εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι τυχαία· случай -лея ОТЛИЧНЫЙ παρουσιάστηκε πρώτης τάξης ευκαιρία. наверняка επίρ. ασφαλώς, σίγουρα. II αλάν- αλάνθαστα . наверстать1 ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навёрстанный, βρ: -тан, -а, -О ανακτώ, ε- επανακτώ, αναπληρώνω1 - Потерянное время α- αναπληρώνω το χαμένο χρόνο. наверстать2ρ.σ.μ. (τυπγρ.) σελιδοποιώ με- μεγάλο αριθμό σελίδων. навёрстывать1 ρ.δ. βλ. наверстать1. И -ся ανακτώμαι, αναπληρώνομαι. навёрстывать2 ρ.δ. βλ. наверстать2. И -ся σελιδοποιούμαι. навертеть, -верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наверченный, βρ: -чен, -а, -о р. σ.μ. 1 περιστρέφω, γυρίζω. 2 περιβάλλω, πε- περιτυλίγω. навёртка, -И θ. βίδωση, -μα, κοχλίωση. навёртывание, -Я ουδ. περιστροφή, περιτύ- περιτύλιξη, γύρισμα. навёртывать(ся) р.δ. βλ. навернуть(ся). наверх επίρ. (προς) τα (ε)πάνω· набежал - έτρεξε επάνω" посмотреть - κοιτάζω επάνω· жир ВСПЛЫЛ - το λίπος βγήκε επάνω (επέπλευ- σε) . II επί, επάνω" ПОЛОЖИТЬ - βάζω επάνω. наверху επίρ. (ε)πάνω· ψηλά, στην κορυφή. II μτφ. στην κορυφή, στην ηγεσία. наверчивать р.δ. περιβάλλω, περιτυλίγω. II *-СЯ περιβάλλομαι, περιτυλίγομαι. навёс, -а α. 1 υπόστεγο, υποστέγασμα, το στεγάδι. II κρεμαστάρι. навеселе επίρ. σε ευθυμία, στο κέφι. навеселиться р.σ. παραδιασκεδάζω, δια- διασκεδάζω αρκετά. навесистый επ., βρ: -Сист, -а, -о επι- κρεμάμενος· -ые скалы επικρεμάμενοι βρά- βράχοι (απόκρημνα βράχια). навесить, -вешу, -весишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навешенный, βρ: -шен, -а, -о. 1 κρεμώ, αναρτώ· - портреты героев κρεμώ τα πορτρέ- πορτρέτα των ηρώων. 2 περνώ, βάζω* - дверь περνώ την πόρτα στους μεντεσέδες. навеска, -И θ. 1 κρέμασμα, ανάρτηση. 2 μεντεσές, ρεζές, στροφέας. 3 (χημ.) ακριβο- ζυγιά, ακριβοζυγισμένη ουσία. навесной επ. κρεμαστός· - замок κρεμαστή κλειδαριά (λουκέτο). навесный επ. 1 υπόστεγος, του υπόστεγου·
нав 62В нав - столб о στύλος του υπόστεγου· -ая крОВЛЯ П στέγη του υπόστεγου. 2 (στρατ.) επισκη- πτικός· - ОГОНЬ επισκηπτική (έμμεση) βολή. навести, -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. на- навёл, -вела, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ. 1 ο- οδηγώ, φέρω, άγω. II κατευθύνω. II υποδείχνω (για κλοπή). 2 σπρώχνω, ωθώ" παρακινώ, προ- προτρέπω. Ι) γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συ- συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.). 3 μτφ. εμπνέω, εμ- εμβάλλω' προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ,τ.τ.). 4 κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω* - телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγ- φεγγάρι. II (στρατ.) σκοπεύω. 5 κατασκευάζω, κά- κάνω, φτιάχνω* - переправу φτιάχνω πορθμείο* - МОСТ φτιάνω γεφύρι. 6 περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.). 7 προσδίνω· красоту προσδίνω ομορφιά* - блеск προσδί- προσδίνω λάμψη (γυαλάδα). II βάζω, επιβάλλω* - ΠΟ- РЯДОК βάζω τάζη. 8 φέρω* -вёл КО мне мно'го Гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους. 9 γεννώ (πολλά). II εκφρ. - критику κριτικάρω* - справку (справки) πληροφορούμαι, μαθαίνω' - на ум φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονί- σωφρονίζω, βάζω μυαλό. навестить, -вешу, -вестйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навещённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. επισκέπτομαι* - больного επισκέπτομαι α- ασθενή. Навет, -а α. (παλ.) συκοφαντία. наветренный επ. προσήνεμος, σοβρανος. наветчик, -а α., -ца, -ы θ. (παλ.) συκο- συκοφάντης . навечно επίρ. βλ. навек. навешать1 ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- вёшанный, βρ: -шан, -а, -о κρεμώ, αναρτώ'- МНОГО белья κρεμώ πολλά ρούχα. навешать*р.σ.μ. ζυγίζω (πολλά). навешивать1 ρ.δ. βλ. навесить. II - СЯ κρε- κρεμιέμαι, αναρτιέμαι. Навешивать2ρ.δ. βλ. ζυγίζω. II -СЯ ζυγίζο- ζυγίζομαι. навещать ρ.δ. βλ. навестить. II -СЯ με ε- επισκέπτεται. навеять, -вею, -веешь ρ.δ.μ. 1 φέρω πνέο- πνέοντας, παρασέρνω φυσώντας* ветер -ял прохла- ду о αέρας μας έφερε δροσιά* -Л0 снегу συσ- συσσωρεύτηκε χιόνι απο τον αέρα. 2 επιφέρω, προκαλώ, προξενώ* журчание ручья -ло на нас дремоту το κελάρυσμα του ρυακιού μας απο- κοίμησε. 3 λιχνίζω· - ОВСЙ λιχνίζω βρώμη* - много пшеницы λιχνίζω πολύ σιτάρι. НЙВЗНИЧЬ επίρ. ανάσκελα, υπτίως. навзрыд επίρ: шикать - ξεσπώ σε κλάμα- κλάματα, βάζω τα κλάματα. навивальный επ. της περιτύλιξης, της πή- νισης* ~ станок εργατομηχανη περτύλιξης. навивание, -я ουδ. βλ. навивка. навивать(ся) ρ.δ. βλ. навйть(ся). навивка, -И θ. περιτύλιξη, πήνιση* μασού- ριασμα, καρούλιασμα. II υλικό περιτύλιξης. ♦навигатор, -а α. ναυτικός έμπειρος* ναυ- ναυτίλος . навигационный επ. ναυσιπλο'ΐκός. ♦навигация, -И θ. ναυσιπλοΐα, ναυτιλία. навидаться р.σ. βλέπω· чего, я не -лея τι δεν είδα ή και τι δεν είδαν τα μάτια ■ μου· -лея много разных диковин в музеях είδα πολ- πολλά και διάφορα παράξενα στα μουσεία. навйдет-ься, -вижусь, -видишься р.σ. (απλ.) βλ. навидаться* навизжаться, -жусь, -житься р.σ. (πολύ) τσιρίζω, στριγγλίζω* σκούζω, ουρλιάζω. навильник, -а α. (διαλκ.) δίκρανο ή τρί- κρανο (γεωργικό εργαλείο). II η δικρανιά. навинтить, -винчу, -винтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навинченный, βρ: -чен, -а, -о βι- βιδώνω* - гёйку на болт βιδώνω βίδα στο μπου- μπουλόνι. II -СЯ βιδώνομαι. навйнчивать(ся) ρ.δ. βλ. навинтйть(ся). навирать ρ.δ. βλ. наврать. II -СЯ ψεύδομαι. навис, -а α. ουρά και χαίτη αλόγου. навиейть, -ает р.δ. βλ. нависнуть. нависнуть, -нет, παρλθ. χρ. навис, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нависший ρ.σ. 1 επι- κλίνω, γέρνω* κρέμομαι* ВОЛОСЫ -ЛИ на лоб τα μαλλιά κρέμασαν στο μέτωπο. 2 επικρέμα- μαι, αιωρούμαι* υψώνομαι, 3 μτφ. επίκει- μαι, επικρέμαμαι1 επαπειλούμαι· κινδυνεύω. наВЙСШИЙ Επ. απο μτχ. κρεμαστός, επικρε- μάμενος, υψούμενος απο πάνω" -ие брови κρε- κρεμαστά φρύδια· ~8Я скала επικρεμάμενος βρά- βράχος. навись, -И θ. το επικρεμάμενο. навить, -вью, -вьёшь, παρλθ. χρ. навил, -ла, -ЛО, προστκ. навей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навитый, βρ: -вит, -а, -о ρ.σ.μ. 1 πε- περιτυλίγω, μαζεύω κλωστή· πηνίζω* καρουλιά- ζω, μασουρίζω. 2 κατσαρώνω, σγουραίνω, βο- στρυχίζω, οντουλάρω. 3 πλέκω* - канатов πλέ- πλέκω καραβόσχοινα. 4 συσσωρεύω, μαζεύω. 5 (διαλκ.) γεμίζω· φορτώνω (με το δικράνι κά- κάρο, έλκυθρο κ.τ.τ.). Π -СЯ περιτυλίγομαι, πη- νίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. навлекать р.δ. βλ. навлечь. И ~ся προσελ- προσελκύω, ετιισύοω, τραβώ κλπ.ρ. ενεργ. φ. навлечь,· -влеку, -влечёшь, -влекут,παρλθ. χρ. Навлёк, -влекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. навлёкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навлечённый, βρ: -чён, -чена, -ченб р.σ.μ. επισύρω,δι- επισύρω,διεγείρω, κινώ, προκαλώ, προσελκύω, τραβώ'
нав 629 нав на себя подозрение κινώ την υποψία· - гнев КОГО-Л. διεγείρω την οργή κάποιου· - на се- бА СТЫД И ПОЗОр επισύρω εναντίον μου την ντροπή και το αίσχος. наводить, -ОЖу, -ОДИШЬ, μτχ. ενστ. наво- ДЯЩИЙ р.6. βλ. навести. II -СЯ οδηγούμαι, κατευθύνομαι κλπ. ρ.ενεργ. φ. βλ. навести. наводка, -И θ. 1 στρίψιμο, στροφή, γύρι- γύρισμα προς. 2 κατασκευή, φτιάξιμο* - МОСТИ κα- κατασκευή γέφυρας· γεφύρωση. 3 πέρασμα, κά- κάλυψη· - ГЛЙНЦа πέρασμα στιλπνής ουσίας, γυά- γυάλισμα, στίλβωση. 4 σκόπευση. II κανόνισμα, ρύθμιση. наводнение, -Я ουδ. πλημμύρα, -ρισμα. II μτφ. αφθονία. навоДНЙТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наводнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 (παλ.) πλημμυρίζω. 2 μτφ. γεμίζω, κατακλύζω. II -СЯ 1 πλημμυρίζω, ξεχειλίζω. 2 μτφ. γεμίζω, έχω αφθονία, υπεραφθονώ. наводной επ: - пост πορθμείο. наводнять(ся) ρ.6. βλ. наводнйть(ся). наводчик, -а α., -ца, -Ы θ. σκοπευτής ό- όπλου. II κατασκευαστής. II οδηγός κλεφτοσυμ- μορίας, κολοούζος. наводящий επ. απο μτχ. υποβοηθητικός. навоевать, -воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навоёванный, βρ: -ван, -а, -О αποκτώ με τον πόλεμο. II μάχομαι (για ένα χρ.|διάστημα).| II -СЯ μάχομαι, πολεμώ αρκετά1 κουράζομαι μαχόμενος. навождёние βλ. наваждение. навоз, -а α. κοπριά, κόπρος, φουσκή· кон- конский - αλογοκοπριά" коровий - γελαδοκοπριά, σβουνιά· удобрять -ОМ |λιπαίνω με κόπρο· φου- φουσκίζω. наВОЗИТЬ, -ОЖу, -ОЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навоженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. λι- λιπαίνω με κόπρο, φουσκίζω1 - поле φουσκίζω το χωράφι. И -СЯ λιπαίνομαι, φουσκίζομαι. навозить1, -ожу, -о'зишь р.δ. βλ. навезти. II -СЯ 1 μεταφέρομαι. 2 μεταφέρω* -ЛСЯ Весь день дров όλη τη μέρα μετέφερα καυσόξυλα. навозить* ~олу, -озишь ρ.σ.μ. μεταφέρω, κουβαλώ (με μεταφ. μέσο)' - дрова на ЗИМу μεταφέρω καυσόξυλα για το χειμώνα. II -СЯ περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιτρέχω" κουρά- κουράζομαι απο τα τρεξίματα. навозник, -а α. 1 σκαραβαίος ο ατευχής ή ιερός ή των ΑΙιγύπτιων. 2 κασόνι κόπρου. навозница, -ы θ. 1 καιρός λίπανσης (φου- σκίσματος). 2 κάρο μεταφοράς κόπρου. наВОЗНЫЙ επ. 1 της κόπρου· - запах βρώμα κόπρου1 - пар αχνός κόπρου. 2 κοπρισμένος, φουσκισμένος· -ое поле φουσκ',σμένο χωράφι. навой, -Я α. 1 περιτύλιξη, πήνιση, μασού- ριασμα. 2 βοστρύχωση, κατσάρωμα, οντουλάρι- σμα. 3 περιτύλιγμα' струна С мёдНЫМ -ем χορ- δή'μέ χάλκινο περιτύλιγμα. 5 μηχάνημα περι- περιτύλιξης κλωστής. наволакивать р.δ.'βλ. наволочь. II -ся 1 μεταφέρομαι, κουβαλιέμαι. 2 μαζεύομαι, συ- συγκεντρώνομαι· καλύπτομαι· κλείνομαι. НАВОЛОК, -а α. (διαλκ.) 1 λειβάδι πλημ- μυριζόμενο* χαμηλή όχθη ποταμού. 2 συννε- συννεφιά* ομίχλη. наволока, -и θ. βλ. наволочка. наволочить, -лочу, -лбчишь, παρλθ. χρ. на- наволок,, -ла, ~ло ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. наволочь. нёволочка, ~и θ. μαξιλαροθήκη, κελύφι. НАВОЛОЧНЫЙ επ. της μαξιλαροθήκης. наволочь, -локу, -лочёшь, -локут, παρλθ. χρ. наволок, ~ла, ~Л<5, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.σ.μ. (απλ.). 1 μεταφέρω, κουβαλώ σέρνοντας* ОН -ЛОК сюда ВСЯКОЙ дрянь αυτός κουβάλησε εδώ κάθε λογής παλιοπράγματα. 2 (απρόσ.) κλεί- κλείνω, καλύπτω, σκεπάζω* на нёбо туч ~Л<5 о ου- ουρανός σκεπάστηκε απο σύννεφα. навонять ρ.σ. (απλ.) μυρίζω άσχημα, βρω- μώ, βρωμοκοπώ* - керосином βρωμά πετρέλαιο. навораживать р.δ. βλ. наворожить. наворачивать ρ.δ.μ. 1 βλ. наворотить. 2 τυλίγω, στρίβω, στρέφω. 3 (απλ.) ρίχνομαι στο φαγί, καταβροχθίζω. II -СЯ 1 περιστρέ- περιστρέφομαι. 2 συσσωρεύομαι. 3 μτφ. υπερπληρού- μαι, γεμίζω με το παραπάνω, παραγεμίζομαι. наворовйть, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наворованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. κλέβω (πολλάI - массу вещей κλέβω ένα σω- σωρό πράγματα. наворовывать р.δ. βλ. наворовать. II -ся κλέβομαι. наворожить, -жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наворожённый, βρ: -жён, -жене, -женд; ρ.σ.μ. (απλ.). 1 μαντεύω, προλέγω. 2 μαγεύω, προσδίνω μαγικές ιδιότητες. наворотить, -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навороченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 συσσωρεύω, σωριάζω. 2 μτφ. παραγε- παραγεμίζω, υπερπληρώ. наворочать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навороченный, βρ: -чен, -а, -о συσσωρεύω, σωριάζω1 συγκεντρώνω. наворОШЙТЬ, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ.—παρλθ. χρ. наворошённый, βρ: -шён, -шена, -шено; ρ.σ.μ. αναστρέφοντας ρίχνω (χόρτο, άχυρα). наворсить р.σ. βλ. ворсить. наворсовать р.σ. βλ. ворсовать. наворчать, -чу, -чйшь ρ.σ. αποπαίρνω με τις φωνές, μαλώνω. II -СЯ μαλώνω, ψάλλω τον εξάψαλμο.
НаВООТрЙТЬ, -рй, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навострённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ. μ. (απλ.) οξύνω,· κάνω κάτι κοφτερό ή αιχ- αιχμηρό. II -СЯ (απλ.) επιτηδεύομαι, τα καταφέρω. наВОЩЙТЬ, ~щу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навощённый, βρ: -щён, -щенй, -шено р.σ.μ. κερώνω· τρίβω, αλείφω με κερί· - ПОЛ κερώνω το πάτωμα· - НЙТку κερώνω την κλωστή. наврать, -вру, -врёшь, παρλθ. χρ. наврал, -ла", -ло, παθ. μτχ-. παρλθ. χρ. нйвранный, βρ: -ран, -Α, -ο ρ.σ. 1 βλ. врать. 2 κάνω λάθος, λαθεύω· - В вычислениях κάνω λάθος στους λογαριασμούς. 3 βλ. соврёть. навредить, -ежу, -едйшь р.σ. (με .δοτ.)· βλάπτω" ζημιώνω' - делу ζημιώνω την υπό- υπόθεση. навряд ли κ. (παλ.) навряд (μόριο) βλ. вряд ли. навсегда επίρ. παντοτινά, για πάντα· ИЗ- чёз - εξαφανίστηκε για πάντα· раз - μια για πάντα. навскидку επίρ. (κυνηγ. κ. στρατ.) χωρίς σκόπευση· стрелять - πυροβολώ χωρίς σκό- σκόπευση, βάζω στη μπούκα. навстречу επίρ· σε (ή προς, για) συνάντη- συνάντηση, υποδοχή, προϋπάντηση. II εκφρ. ИДТИ - α) (για κακό)' ИДТИ - своей гибели επιταχύνω το τέλος μου, πηγαίνω να βρω το θάνατο μου. β) ικανοποιώ; διάκειμαι συμβιβαστικά. ■ навыворот επίρ. (απλ.) ανάποδα, αντίστροφα.1 II μτφ. αντίξοα' παρά την προσδοκία. навыдумать р.σ.μ. (απλ.) βλ. выдумать. навыдумывать ρ.δ. βλ. 'выдумать. НЙВЫК, -а α. συνήθεια (απο εξάσκηση)· πεί- πείρα· трудовые -и η πείρα της δουλειάς, ο αέ- αέρας της δουλειάς. навыкат и. навыкате: глаза - με εξέχοντα, Ιμάτια, (γουρλωμένα μάτια. навыкать р.δ. βλ. навыкнуть. навыкнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. навык, -ла, -ЛО р.σ. (παλ. κ. απλ.) συνηθίζω' работать (ή к работе) συνηθίζω (σ)τη δου- δουλειά. навылет επίρ. διαμπερώς, πέρα για πέρα·ОН рйнен В грудь - αυτός έχει διαμπερέξ τραύ- τραύμα στο στήθος. НаВЫНОС επίρ. (για οινοπνευματώδη ποτά)· για κατανάλωση έξω του ποτοπωλείου. навыпуск επίρ· εξωτερικά, πάνω απο... че- ловёк В брюки - άνθρωπος με παντελόνι πάνω απο τις μπότες· человек С рубаской - άνθρω- άνθρωπος με το πουκάμισο έξω (απο το παντελόνι). Навырез επίρ. με το σημάδι (με κόψιμο)· про- продажа арбузов - ■ πούληση καρπουζιών μετο ση- σημάδι . навыться, -воюсь, -везешься ρ,σ. (απλ.) (με σημ. πολύ)' βλ. ВЫТЬ(СЯ). навытяжку επίρ: СТОИТЬ - στέκομαι τεντω- τεντωμένος, προσοχή, κόκκαλο, σούζα. навь, -И θ. φάντασμα πεθαμένου, ίσκιωμα, βρυκόλακας. навьйчивать(ся) р.δ. βλ. навьгачить(ся). НВВЬЙЯИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. φορτώνω. II φορτώνω βαριά, παραφορτώνω. II -СЯ φορτώνο- φορτώνομαι' ОН -лея покупками αυτός φορτώθηκε ψώνια. НаВЯЗОТЬ} -ЯЖу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навязанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. 1 δένω· - леску на удочку δένω την ορμιά στο αγκίστρι. 2 μτφ. επιβάλλω πειθαναγκάζω. 3 πλέκω (πολλά)· она -ла за месяц восемь пар чулок αυτή έπλεξε σ' ένα μήνα οχτώ ζευγάρια γυναικείες κάλτσες. навязёть2р.б. βλ. навязнуть. навязаться, -яжусь, -яжешься р.σ. ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητικός, φόρτωμα, κολλώ. II πε- πετυχαίνω με επίμονες ενοχλητικές παρακλή- παρακλήσεις. II εκφρ. - на (мою) го'лову (ή на шёго) γίνομαι φόρτωμα (ενοχλητικός), κάθομαι στο σβέρκο. навязка, -и θ. (πρόσ)δεση, δέσιμο. навязнуть, -нет, παρλθ. χρ. навяз,'-ла,-ло ρ.σ. (προσ)κολλώ· в сетях -ло много тины στα δίχτια κόλλησε πολύς βόρβορος. Навязчиво επίρ. ενοχλητικά, φορτικά. наВЯЗЧИВОСТЬ, -И θ. ενόχληση, ενοχλητικό- τητα* οχληρότητα. * навязчивый επ., βρ:.-4ΗΒ, -а, -о. 1 ενο- ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός" - че- человек ενοχλητικός άνθρωπος· - посетитель βαρετός επισκέπτης. 2 μτφ. έμμονος, επίμο- επίμονος· -ая идея, МЫСЛЬ έμμονη ιδέα, σκέψη. навязывание, -Я ουδ. πρόσδεση. II επιβολή, εξαναγκασμός. навязывать(ся) ρ.δ. βλ. навязать(ся). навяливать р.δ. βλ. навялить. II -ся (με ποσοτική σημ.) ξηραίνομαι στον ήλιο. навялить р.σ.μ. ξηραίνω στον ήλιο· - МНО- МНОГО рыбы ξηραίνω στον ήλιο πολλά ψάρια. нагадать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- гаданный, βρ: -дан, -а, -о р.σ.μ. προμα- προμαντεύω, προλέγω, προφητεύω. нагадить, -гажу, -гадишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.нагаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. βλ. гадить. нагадывать р.δ. βλ. нагадать. нагаечный επ. του μαστίγιου· -ая рукоятка η λαβή του μαστίγιου. нагайка, -и θ. μαστίγιο (κοντό). *наган, -а α. περίστροφο τύπου„ναγκάν". наганивать ρ.δ. βλ. нагонять* B ση μ.) · наганный επ. του ναγκάν. нагар, -а α. απόκαυμα, αποκαΐδι, αποκαή,
наг 631 наг καύτρα· αποκέρι. нагарный επ. των αποκαϊδιών' των κάρβου- κάρβουνων -ые щипцы τσιμπίδα, πυράγρα· - скребок η μασιά. нагатить, -гачу, -гатишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. нагаченный, βρ: ~чен, -а, -о р.σ.μ. βλ. гатить. нагачивать ρ.δ. βλ. нагатить. II -ся στρώ- στρώνω με κλαδιά, κούτσουρα (βαλτώδες μέρος). нагибать(ся) ρ.δ. βλ. нагнуть(ся). нагишом επίρ. γυμνός" ХОДИТЬ - βαδίζω γυ- γυμνός . нагладить, -азу, -ёдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наглаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 καλοσιδερώνω. 2 σιδερώνω (πολλά)' - белья σιδερώνω πολλά ρούχα. наглаживать ρ.δ. βλ. нагладить1. II -ся κα- λοσιδερώνομαι. наглазник, -а α. 1 επίδεσμος ή προφυλα- προφυλακτήρας ματιού. 2 παρωπίδα. наглазный επ., βρ: -зен, -з:.а, -зно. 1 του ματιού, εποφθάλμιος. 2 εντυπωσιακός, χτυπη- χτυπητός, φανταχτερός. наглазурить ρ.σ.μ. (για πολλά) βλ. гла- глазуровать . наглеть, -ею, -ёешь ρ.δ. αυθαδιάζω, απο- αποθρασύνομαι' αναισχυντώ. Наглец, -Й α. αυθάδης, θρασύς, προπετής, ι- τι.μός. наглеца, -Ы θ: с -ой με κάποια αυθάδεια. Нагло επίρ. με αυθάδεια, με θρασύτητα, με αναίδεια. НОГЛОСТЬ, -И θ. 1 αυθάδεια, θρασύτητα, α- αναίδεια, ιταμότητα. 2 αναιδής πράξη. наглотаться ρ.σ. (με ποσοτική σημ.) κατα- καταπίνω· ρουφώ* ОН -лея морской ВОДЫ αυτός κα- κατάπιε πολύ θαλασσινό νερό' - пыли καταπίνω σκόνη. наглупить, -ШЛО, -ЛИШЬ р.σ. κάνω κουταμά- ρα, ανοησία, ενεργώ κουτά, ανόητα. наглухо επίρ.'Ί ερμητικά' αεροστεγώς. II στερεά, γερά. 2 με όλα τα κουμπιά· застег- застегнуться - κουμπώνομαι καλά. заглушЙТЬ, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заглушённый, βρ: -шён, -шена, -шено ρ ι σ.μ. (με ποσοτική σημ.) ψαρεύω με δυναμίτη· - рыбы χτυπώ πολλά ψάρια με δυναμίτη. НЙГЛЫЙ επ., βρ: нагл, нагла, нагло αυθά- αυθάδης, θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος; ιταμός. наглядеть, -яжу, -ядйшь ρ.σ.μ.(απλ.) βλέ- βλέπω, θεωρώ καλά. II -СЯ 1 βλέπω, κοιτάζω πο- πολύ, παρακοιτάζω, χορταίνω να βλέπω· -ЛСЯ Я на их страдания είδα πολύ καλά τα βάσανα τους· они не могут досыта - на природу αυ- αυτοί δε χορταίνουν να κοιτάζουν(θαυμάζουν)τη φύση. 2 γνωρίζω, συναντώ πολλά (στη ζωή, δράση) наглядно επίρ. παραστατικά, εποπτικά κλπ. επ. наглядность, тИ θ. ί παραστατικότητα,! πει- πειστικότητα· οφθαλμοφάνεια. 2 εποπτικά μέσα διδσκαλίας. наглядный επ., -ден, -дна, -дно. 1_:εποπτι- κός· παραστατικός· -Ое Обучение εποπτική δι<- δασκαλία· ~ые пособия εποπτικά μέσα. 2 πεί/- στικός, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος, ο- οφθαλμοφανής· χειροπιαστός* - пример χειρο- χειροπιαστό παράδειγμα. наглянцевать, -цуго, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наглянцованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.|·.. (με σημ.ποσοτική) βλ. Глянцевоть. нагнаивать(ся) ρ.δ. βλ. нагнойть(ся). нагнать, -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. на- нагнал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ■ НЙГ- нанный,.βρ: -нан, -а, -о р.σ.μ. 1 φτάνω, εξισώνομαι. 2 (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ- ζω, ανακτώ" шофёр -Йл пять минут о σωφέρ α- αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε. 3 συ- συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω' ?на базар -ЛИ МНОГО скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα· ветер ~ал тучи о άνεμος μάζεψε σύννεφα. 4 εμπνέω, εμβάλλω· προξενώ* - страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ· - тоску προξενώ θλίψη· - СОН προκαλώ ύπνο. 5 (χτυπώντας) βάζω, περνώ* Обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι. 6 αποστάζω; βγάζω με απόσταξη· - бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα. II εκφρ. - цену ανεβάζω (υψώνω) την τιμή. нагнести, -ету, -етёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнетённый, βρ: -тён, -тена, -тено р. σ.μ. βλ. нагнетать. II εκφρ. - давление αυ- ξ|αίνω την πίεση. нагнёт, -а α. πληγή ζώου στην ωμοπλάτη» σαμαροπληγή. нагнетание, -я ουδ. (συμ)πίεση.Ι II μτφ. ό- όξυνση · нагнетотель, -я α. συμπιεστής,, κομπρεσέρ. нагнетательный επ. συμπιεστικός, καταθλι- καταθλιπτικός· - насос καταθλιπτική αντλία· - кла- пан βαλβίδα κατάθλιψης (εκπομπής ή αποστο- αποστολής). нагнетОТЬ ρ.δ. (συμ)πιέζω, καταθλίβω. II μτφ. οξύνω. II -СЯ (συμ)πιέζομαι. II μτφ. ο- οξύνομαι . нагноение, -Я ουδ. πύηση, εμπύηση, έμπυα- σμα. II απόστημα' σπυρί. нагноить, -ОГО, -ойшь р.σ.μ. σαπ-ίζω, σήπω. II εμπυώ, ομπυάζω. II -СЯ εμπυούμαι, ομπυάζω, μαζεύω' рана -ЛЭСЬ η πληγή έμασε. нагнуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ. 1 λυγί- λυγίζω, κάμπτω* γέρνω, κλίνω" - ветку λυγίζω το
наг κλαδί· - Голову σκύβω το κεφάλι,, 2 (με πο- ποσοτική σημ.)' λυγίζω" -МНОГО Дуг λυγίζω πολλές λαιμαριές. II -СЯ λυγίζω, κάμπτομαι,, γέρνω, κλίνω, σκύφτω' ветки -ЛИСЬ τα κλαδιά λύγισαν -, чтобы поднять что-Н. σκύφτω για να σηκώσω κάτι. наговаривать(ся) р.δ. βλ. наговорйть(ся). наговор, -а α. 1 κατηγορία, διαβολή, συ- συκοφαντία, κακολογία. 2 ξόρκια, -ισμα, (ε)ξορ- κισμός· μάγια. Наговорить ρ.σ., παθ. μτχ» παρλθ. χρ. на- говорённый, βρ: -рён, -рена, -рено·. 1 λέγω πολλά· διηγούμαι πολλά· ОН -ЙЛ больше, чем нужно αυτός είπε παραπάνω απ' ό,τι χρειάζο- χρειάζονταν (έπρεπε). 2 συκοφαντώ, κατηγορώ, δια- βάλλω, κακολογώ, κουρκουσουρεύω· -ли ему на меня напрасно με κατηγόρησαν σ' αυτόν άδι- άδικα· он не виновёт, на него -ли αυτός δεν εί- είναι ένοχος, τον συκοφάντησαν. 3 μ. κάνω η- ηχοληψία, εγγράφω σε δΐόκο ή ταινία. 4 (ε)- ζορκίζω, κάνω ξόρκια, μαγεύω με λόγια· -ВО- -ВОДУ μαγεύω το νερό. II -СЯ μιλώ πολύ' χορ- χορταίνω κουβέντα* он не успел - αυτός δεν εί- είχε καιρό να μιλήσει αρκετά· друзья не МОГЛИ - οι φίλοι δε χόρταιναν να κουβεντιάζουν. наговорный επ. μαγεμένος. наговорщик, -а α., -ца, ~Ы θ. διαβολέας, συκοφάντης, αβανιάρης* κουρκουσούρης. нагой επ., βρ: наг, нага, него. 1 γυμνός· -Ое тело γυμνό σώμα' -ая Грудь γυμνόστηθος. 2 μτφ. αβλάστητος, άδεντρος' -Йе ХОЛМЫ γυ- γυμνοί λόφοι1 -ая скала γυμνός βράχος· -Йе деревья γυμνά δέντρα (χωρίς φύλλα). 3 μτφ. ασυγκάλυπτος, απερίφραστος· -ая Истина γυ- γυμνή αλήθεια. Наголенный επ· επικνήμιος. НАГОЛО επίρ. γυμνά· γυμνός, -ή, ~ό· С ша- шками - με γυμνά σπαθιά· меч - ξίφος γυμνό (ξεθηκαρωμένο·) . II (για κούρεμα) σύρριζα. наголову επίρ. ολοσχερώς, κατά κράτος,ο- κράτος,ολοκληρωτικά· разбить - συντρίβω ολοσχερώς. наГОЛОДЙТЬСЯ ρ.σ. πεινώ τρομερά· λιμάζω. нагОЛЬНЫЙ επ. ραμμένος με το δέρμα απ' έ- έξω (για γουναρικά). II μτφ. (παλ.) γυμνός, α- ακάλυπτος . нагон, -а α. 1 συγκέντρωση, · συνάθροιση, μάζευμα. 2 βάλσιμο, πέρασμα με χτυπήματα. 3 απόσταξη. нагонка! -и θ. βλ. нагон B σημ.). нагонка? -И θ. ξέβγαλμα, συνήθισμα κυνη- κυνηγετικού σκύλου. нагоняй, -Я α. κατσάδα, αυστηρή επίπληξη· здоровый - γερή κατσάδα· дать - δίνω κα- κατσάδα, κατσαδιάζω' получить - τρώγω κατσά- κατσάδα, нагонять1 р.δ. βλ. нагнать. II -ся φτάνω, εξισώνομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. нагнить. ΗβΓ0ΗΗΤΒΖρ.σ. 1 βλ. ПОГОНЯТЬ? И συγκε- τρώνω, μαζεύω. 2 ξευγάζω, συνηθίζω κυνηγε- κυνηγετικό σκύλο. II παραμένω πολύ στη βοσκή, βο- βοσκώ πολύ. на-гора επίρ. πάνω απο το ορυχείο,στην ε- επιφάνεια της γης. нагораживать р.δ. βλ. нагородить нагореть р.δ. βλ. нагореть. нагореваться, -ругась, -руешься р.σ. θλί- θλίβομαι πολύ ή για πολύν καιρό. нагорелый επ. καμένος· αποκαμένος' -ЭЯ свеча το αποκέρι. нагореть, -рйт р.σ. 1 αποκαίγομαι, αφήνω απόκαυμα, καλύπτομαι με καύτρα. 2 απρόσ. καίω, καταναλώνω (για καύσιμη ύλη ή ηλε- ηλεκτρικό ρεύμα). 3 τιμωρούμαι, τρώγω την παπάρα. нагорный επ. ορεινός· -ая стороне Волги η ορεινή πλευρά του |Βόλγα· -ая стране ορει- ορεινή χώρα. II εκφρ. -ая проповедь (παλ.) οι δέκα εντολές (δεκάλογος) του Μωϋσή (στο βουνό Σινά). нагородить, -рожу, -рОДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагороженный, βρ: -жен -а, -о р.σ.μ. 1 χτίζω διατοίχισμα. 2 επισωρεύω, στιβάζω. 3 μτφ. λέγω ή γράφω ανοησίες, αρλούμπες. нагорье, -Я ουδ. οροπέδιο, βουνοκάμπι. НаГОСТИТЬСЯ, -ОШусь, -ОСТЙШЬЯ р.σ. φιλο- φιλοξενούμαι επ' αρκετό. · нагота, -Ы θ. 1 γυμνότητα, γύμνια. 2 μτφ. ανεπάρκεια εφοδίων, φτώχεια, πενιχρότητα. II εκφρ. - И босота φτώχεια με το σακκί ή φτώ- φτώχεια και το μέγα έλεος· Во всей (своей) -ё στη γυμνή αλήθεια (χωρίς επιτηδεύσεις, ω- ωραιοποιήσεις και φτιασίδια). наготавливать(ся) ρ.δ. βλ. нагото'вить(ся), ЙаГОТОВе επίρ. ετοίμως, έτοιμα, έτοιμος, -η, ~ο· бЫТЬ - είμαι έτοιμος· держёть ору- ЖИе - κρατώ το όπλο έτοιμο. наготовить, -влю, -вишь р.σ. μ. 1 ετοιμά- ετοιμάζω, εφοδιάζομαι· - дровё на" ЗИМу εφοδιάζο- εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα. 2 (με ποσοτική ση- σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω' - на всех Гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλο- φιλοξενούμενους· - всякой всячины ετοιμάζω λο- γιών-λογιών φαγητά. II -СЯ εφοδιάζω, προμη- προμηθεύω' на всех не - όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)' на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε απο παπούτσια. 'нагофрировать р.δ. βλ. гофрировать. Награбастать р.σ.μ. (απλ.) αρπάζω* λεη- λεηλατώ" ληστεύω (πολλούς, πολλά ). награбить, -бЛГО, -бИШЬ ρ.σ.μ. (με ποσοτι- ποσοτική σημ.) λεηλατώ, διαρπάζω, λαφυραγωγώ" λη-
στευω. награбить?' -бЛЮ, -бишь р.σ. '( μ,ε ποσοτική' σημ.) βλ. Грести B1' σημ.). награвироВЙТЬ ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.)· βλ. гравировать. награда, -Ы θ. ανταμοιβή* βραβείο" παρά- παράσημο* γέρας* έπαθλο* удостоенный -ы παρα- σημοφορεμένος. наградить, -ралдг, -радйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. 1 ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη)· δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω* Орденом παρασημοφορώ. II εκφράζω ευγνωμοσύ- ευγνωμοσύνη* - улыбкой χαμογελώ απο ευγνωμοσύνη* ВЗГЛЯДОМ ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης. 2 προι-; κίζω, δίνω σαν προίκα. II μτφ. χαρίζω* ε- εμπλουτίζω* природа его -ла талантом η φΰ- ση| τον προίκισε με ταλέντο. 3 (με κακή ση- σημασία)· ανταποδίνω, πληρώνω* - оплеухой δί- δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι' - ПИНКОМ δί- δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά. наградной επ. 1 της βράβευσης, της απο- απονομής βραβείων* - отдел τμήμα απονομής βρα- βραβείων. 2 του βραβείου' -ые деньги χρημα- χρηματικό βραβείο. награждать р.δ. βλ. наградить. II -ся α- ανταμείβομαι, βραβεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. наградить. награждение, -Я ουδ. 1 βράβευση, επιβρά- επιβράβευση* ανταμοιβή. 2 (παλ.) βλ. награда. награнить р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) βλ. гранить. награфить, -флю, -фйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ· награфлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. ριγώνω, χαρακώνω' - бумаги χαρακώνω χαρτιά. нагребать р.δ. βλ. нагрести. II -ся συσ- συσσωρεύομαι, συγκεντρώνομαι. нагрев, -а α. θέρμανση, ζέσταμα. II θερ- θερμαντική επιφάνεια. нагревание, -Я ουδ. θέρμανση, ζέσταμα. нагреватель, -Я α. θερμαντήρας. нагревательный επ. θερμαντικός* - прибор θερμαντική συσκευή* -ая поверхность θερμα- θερμαντική επιφάνεια. нагревёть(ся) р.δ. βλ. нагрёть(ся). нагреметь, -млй, -мшпь р.σ. 1 βροντώ, κρο- τώ, μπουμπουνίζω. 2 μτφ. κάνω μεγάλο ντόρο, εντύπωση. нагрести, -ебу, -ебёшь, παρλθ. χρ. на- нагрёб, -гребла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- нагребённый, βρ: -бён, -бена, -бено р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) βλ. грести B σημ.). нагрётость, -и θ. θέρμανση* степень -и βαθμός θέρμανσης. нагретый επ. απο μτχ. θερμός, ζεστός, ζε- σταμένος* - воздух ζεστός αέρας. нагреть, -ею, -ёешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагретый, βρ: нагрет, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 θερ- θερμαίνω, ζεσταίνω. 2 μτφ. (απλ.) απατώ, κάνω απάτη; γελώ* его -ёл на сорок рублей του Ь- φαγε σαράντα ρούβλια. )) εχφρ. - руки αι- αισχροκερδώ, βγάζω αθέμιτα κέρδη. II -СЯ θερ- θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι* утюг -лея το σίδερο σιδερώματος ζεστάθηκε (έκαψε). нагреховодничать ρ.σ. (παλ.) κάνω ανηθι^- κότητες, εξοκέλλω, διαπράττω αμαρτίες. нагрешить, ~шу,·-шишь р.σ. κάνω πολλές αμαρτ ί ες. нагримировать(ся) р.δ. βλ. гримироваться).; нагромождёть(ся) ρ.δ. βλ. громоздйть(ся). нагромождение, -я ουδ. συσσώρευση* επισώ- επισώρευση* σώριασμα* συνονθύλευση. НагроЗДЙТЬ, -ЗЖУ, -ЗДЙШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. нагромождённый, βρ: -дён, -дена, -дено; ρ.σ. σωρεύω, σωριάζω* επισωρεύω, συνεπισω- ρεύω* συνονθυλεύω. II πληρώ, γεμίζω*καργάρω. II -СЯ επισωρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. нагрубить, -блю, -бишь р.σ. βλ. грубить. нагрубиянить р.σ. βλ. грубить. Нагрудник, -а α. επιστήθιο, μπροστήθι, σα- σαλιάρα, σαλιόπανο. нагрудный επ. επιστήθιος. II στηθικός. нагружать(ся) р.δ. βλ. нагрузйть(ся). Нагрузить, -УЖУ, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагруженный, βρ: «жен, -а, -о κ. нагру- нагружённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. 1 φορ- φορτώνω* παραφορτώνω. 2 μτφ. επιφορτίζω, ανα- αναθέτω φροντίδα, έργο κ.τ.τ. II -СЯ 1 φορτώνο- φορτώνομαι* παραφορτώνομαι. 2 (απλ.) παραπίνω,σου- παραπίνω,σουρώνω" μεθώ. Нагрузка, -И θ. 1 φόρτωση, -μα. 2 φορτίο. II μτφ. φόρτος (δουλειάς, απασχόλησης κ.τ.τ.). 3 (τεχ.) φόρτωση, απόδοση. Нагрузочный επ. φορτωτικός, της φόρτωσης. Нагрузчик, -а α. φορτωτής μηχανικός. нагрунтовать, -туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагрунтованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. βλ. грунтовать. нагруститься, -ушусь, -устйшься р.σ. θλί- θλίβομαι, λυπούμαι πολύ ή για πολύ καιρό. нагрызйть р.δ. βλ. нагрызть. II -ся ροκα- ροκανίζομαι, τρωγαλίζομαι. нагрызть, -ызу, -ызёшь, παρλθ. χρ. на- нагрыз, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагры- зенный, βρ: -зен, -а, -о р.σ.μ. ·βλ. грызть. НагрЯЗНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагрязнённый, βρ: -нён, -нена, -ненб р. σ. καταλασπώνω, καταλερώνω. Нагрянуть р.σ. επέρχομαι, επιπίπτω" на фабрику -ла ПОЛИЦИЯ στη φάμπρικα πλάκωσε η αστυνομία. Ι! εμφανίζομαι ξαφνικά, απρόο-
над πτα' -ли друзьй ξαφνικά ήρθαν οι, φίλοι,. наг^Л, -а α. 1 βοσκή για σφαχτάρια κερα- σφόρα. 2 γέρεμα ζώων απο τη βοσκή. наг^ливать(ся) р.δ. βλ. нагулять(ся). нагульный επ. της βοσκής· απο τη βοσκή. нагулйть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- нагулянный, βρ: -ЛЯН, -а, -О. 1 γερεύω, χο- χοντρά ίνω, παχαίνω απο τη βοσκή. II μτφ. (για άνθρωπο) χοντραίνω, παχαίνω απο την καλοπέ- καλοπέραση. II αποκτώ περιπατώντας· - аппетит κά- κάνω περίπατο για να μου έρθει όρεξη φαγητού* - румянец ροδοκοκκινίζω απο τον περίπατο· - кашел βήχω απο τον περίπατο. 2 (απλ.) ε- εγκυμονώ ή γεννώ νόθο. II -СЯ κάνω πολύ πε- περίπατο, χορταίνω περίπατο. над κ. надо (πρόθεση με οργν.)' 1 επί, επά- επάνω, απο πάνω, υπεράνω· πάνω· - городом про- летал самолёт πάνω απο την πόλη πέταξε αε- αεροπλάνο· лампа висит над столом η .λάμπα κρέμεται πάνω απο το τραπέζι· - ношими Го- Головами πάνω απο τα κεφάλια μας. 2 (επικυ- (επικυριαρχία, σφαίρα δράσης)· επί· - собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου· диктатора - пролетариатом δικτατορία επι του προλετα- προλεταριάτου* диктатура - буря^азйей δικτατορία επί της αστικής τάξης* начальник - всеми лечебными заведениями προϊστάμενος ' όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων. Ι! για, διά* трудйть- ся - составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου. II με· смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι. II σε, προς* насмехаться - кем γελώ σε βάρος κά- κάποιου· слйлиться - кем λυπούμαι κάποιον. над... (надо... κ. надъ...)· πρόθεμα. Ι. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: 1 επαύξηση* επιπρόσθεση, συ- συμπλήρωση π.χ. надвязать, надклеить, надри- совать κλπ·, αντιστοιχεί με το ελληνικό πρό- πρόθεμα: επι... επιδένω, επικολλώ κλπ. 2 λειψή ενέργεια ή επέκταση της ενέργειας όχι σε ό- όλο το αντικείμενο, αλλά στην επιφάνεια του π.χ. надкусить, надломить κλπ. Ц, Χρησι- Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ουσ. και επ. παραπάνω απο κάτι· πάνω σε κάτι (επι.·.) : надбровье, надземный κλπ. надавить, -дай, -даёшь, προστκ. надавай р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) δίνω· - Обещаний δίνω υποσχέσεις, υπόσχομαι πολλά. надавить, -давлю, -Давишь, παθ. μτχ.παρλθ, χρ. надавленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. βλ. давить. надавливать р.δ. βλ. надавить. II -ся βλ. давиться. надаивать р.δ. βλ. надоить. надалбливать р.δ. βλ. надолбить. надаривать р.δ. βλ. надарить. надарить, -дарю, -даришь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. надаренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) δωρίζω, δίνω πολλά δώρα. надбавить, -влю, -вишь р.σ.μ. βλ. наба- набавить. надбавка, -и θ. βλ. набавка. надбавлять р.δ. βλ. надбйвить. II -ся αυ- ξαίνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι· υψώνομαι. надбавочный επ. βλ. набавочный. НадберёяНЫЙ επ. υπερκείμενος της ακτής· υ- περάκτιος, υπερόχθιος. надбивать р.δ. βλ. надбить. надбить, надобью, надобьёшь, προστκ. над- ι бёй р.σ.μ. βλάπτω χτυπώντας· ραγίζω. надбровный επ. πάνω απο τα φρύδια· υπερ- κόγχιος. II εκφρ. -ые дуги οι καμάρες των φρυδιών. надбровье, -Я ουδ. οι καμάρες των φρυδιών. надбрюшный επ. κοιλιακός* -ые мышцы κοι- κοιλιακοί μυών ες. надвивать р.δ. βλ. надвить. надвигать(ся) р.δ. βλ. надвйнуть(ся). НадВИЖНОЙ επ. (μετά)κινητός. надвинуть р.σ. μετακινώ* βάζω* χώνω* шапку на самые глаза χώνω τη σκούφια ως τα μάτια. Π -СЯ μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. Π πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω. надвить, надовью, надовьёшь, παρλθ. χρ. надвил, -ла, -ло,-προστκ. надвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надвитый, βρ: -ант, -а, -о ρ.σ. μ. 1 μακραίνω, αβγατίζω κλώθοντας* - верёв- ку αβγατίζω την τριχιά. 2 συγκλώθω, ενώνω, προσθέτω κλώθοντας* - К верёвке ещё три ме- метра προσθέτω στην τριχιά ακόμα τρία μέτρα. надводный επ. έζαλος· -ая часть судна τα έξαλα. II της επιφάνειας' στην επιφάνεια* πά- πάνω απο την επιφάνεια των υδάτων. надвое επίρ. 1 στα δυο* расколоть - σχίζω στα δυο. 2 διφορούμενα, ήξεις αφήξεις. надворный επ. ο (επί) της αυλής* -ая ΠΟ- стройка τα έπαυλα. Η εκφρ. - сонётник αυ- αυλικός σύμβουλος* - суд επαρχιακό δικαστήριο για τους ευγενείς. надворье, -Я ουδ. (διαλκ.) αυλή,περιαύλιο. НаДВЯЗЙТЬ, ~ВЯЛ$, -ВЯЖешЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надвязанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. 1 επιμηκύνω, αβγατίζω πλέκοντας* - чулки α- αβγατίζω τις κάλτσες. 2 συμπλέκω, ενώνω* верёвку ενώνω κομμάτι τριχιάς. надвязка, -И θ. 1 αβγάτισμα με πλέξιμο. 2 σύμπλεξη, προσθήκη τεμαχίου. надвязывание, -я ουδ. βλ. надвязка. надвязывать р.δ. βλ. надвязать. II -ся α- βγατίζομαι, επιμηκύνομαι. II συμπλέκομαι, προ- στίθεμαι. надглавье, -Я ουδ. 1 διακόσμηση στον τρού-
над 635 над λο. 2 βλ. балдахин. надглазничный επ. βλ. надбровный. II εκφρ. -Ыв ДУГИ οι καμάρες των 'κογχών των ματιών. надглазный επ. πάνω απο το μάτι ή τα μά- μάτια" - шрам ουλή πάνω απο τα μάτια. надгнивать р.δ. βλ. надгнить. надгнить, -ниёт, παρλθ. χρ. надгнил, -лА, -ЛО р.σ. σαπίζω λίγο. надгортанник, -а α. επιγλωττίδα του λά- λάρυγγα. надгортанный επ. λαρυγγικής επιγλωττίδας. 11 εκφρ. - хрящ βλ, надгортанник. надгробие, ~Я ουδ. επιτύμβιο μνημείο. II (απλ.)· επιγραφή επιτύμβια. надгробный επ. επιτύμβιος* επιτάφιος* -ая надпись επιτάφια επιγραφή· -ое СЛСЗВО επιτά- επιτάφιος (επικήδειος) λόγος· - плач επιτάφιος οδυρμός. надгрудный επ· ο υπεράνω του στήθους. надгрызать р.δ. βλ. надгрызть. надгрызть, -ызу, -ызёшь, παρλθ. χρ. над- надгрыз, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. над- грызенный, βρ: -зен, -а, -о р.σ.μ. δαγκά- δαγκάνω, κόβω με τα δόντια, τρωγανίζω. наддавать р.δ. βλ. наддать. наддалбливать р.δ. βλ. наддолбить. наддать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -да- -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. наддал, -ла, -ло, προστκ. наддай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. НОД- данный, βρ: -дан, -а, -о р.σ. (απλ.). 1 ε- πιπροσθέτω, επαυζαίνω, δίνω παραπάνω. 2 ε- επιταχύνω (βάδισμα, τρέξιμο, πτήση κ.τ.τ.). наддача, -И θ. (απλ.). 1 επαύξηση, προ- προσαύξηση. 2 επιτάχυνση. II προσθήκη], -θέμα. наддолбить р.σ.μ. επισκαλίζω επιφάνεια. надебоширить, р.σ. οργιάζω· ,^εκτραχηλίζο- μαι' κάνω φασαρία. надевание, -Я ουδ. ντύσιμο, ένδυση, αμ- φ ί εση. надёванный επ. απο μτχ. φορεμένος, μετα- μεταχειρισμένος· - КОСТКМ μεταχειρισμένο κο- κοστούμι . надевать(ся) р.δ. βλ. надёть(ся). надёжа, -и θ. (διαλκ.) βλ. надежда. надежда, -Ы θ. ελπίδα, προσδοκία, απαντο- απαντοχή, -ιά· тщетная - μάταια ελπίδα· обманчи- обманчивая - απατηλή ελπίδα· ЛЬСТИТЬ себя ~0Й βαυ- βαυκαλίζομαι με την ελπίδα* питать -у τρέφω ελπίδα· возлагать -ы на... στηρίζω τις ελ- ελπίδες στον... στην... κλπ. нет никакой -ы δεν ύπαρχει| καμιά ελπίδα· ОН подаёт большие -Ы αυτός παρέχει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον (υπόσχεται πολλά)* последняя - η τε- τελευταία ελπίδα. II εκφρ. В -е με την ελπίδα, ελπίζοντας. надёжно επίρ. σίγουρα κλπ. επ. надёжность, -И θ. σιγουριά· βασιμότητα. II σταθερότητα* στερεότητα. надёжный επ., βρ: -жен, -жна, -ЖНО. 1 σί- σίγουρος, βάσιμος· αξιόπιστος, πιστός· - че- человек σίγουρος άνθρωπος· - слугй πιστός υ- υπηρέτης· -ая опора σίγουρο στήριγμα· - друг έμπιστος φίλος. 2 σταθερός, στερεός, γε- γερός, εδραίος· ~ые фунтаменты γερά θεμέλια. II ασφαλής· -ые средства ασφαλή μέσα· спря- спрятать В -ОМ месте κρύβω σε ασφαλές μέρος. надел, -а α. μερίδα, μερίδιο, μέρισμα, μέ- μέρος, μοι,ράδι. II κλήρος, μέρος γης· κτήμα· οικόπεδο. наделать р.δ. μ. 1 (με ποσοτική σημ.) κά- κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω* - коробочек φτιά- φτιάχνω κουτάκια. 2 διαπράττω κάτι επιλήψιμο ή αξιοκατάκριτο* προξενώ' что вы -ли! τι (εί- (είναι αυτό που) κάνατε! - ОЩЙбОК κάνω λάθη* - много горя προξενώ πολλές στενοχώριες· - глупостей κάνω ιίολλές κουταμάρες' - ХЛОПОТ кому βάζω κάποιον σε μπελιάδες· - Неприят- НОСТеЙ κάνω δυσάρεστες (ασυμβίβαστες) πρά- πράξεις. наделение, -Я ουδ. 1 απονομή, παραχώρηση μεριδίου. 2 εφοδιασμός, προμήθευση. 3 χάρι- χάρισμα, προίκιση. наделить, ~ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. наделённый, βρ: -лён, -лени, -лею р.σ.μ. 1 απονέμω, παρέχω, παραχωρώ μερίδιο. 2 εφο- εφοδιάζω, προμηθεύω. II μτφ*. χαρίζω, προικίζω: надельный επ. απο κλήρο, μερίδιο· -ая зе- МЛЙ γη απο κλήρο. наделять ρ.δ. βλ. наделить. II -ся (γιαγη) απονέμομαι, παραχωρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. надёргать р.σ.μ. 1 (με ποσοτική σημ.) ξε- ξεριζώνω, τραβώ, βγάζω· - МНОГО льна ξεριζώ- ξεριζώσω πο'λύ λινάρι. 2 μτφ. βγάζω αδέξια, δεν κά- κάνω καλή επιλογή· - цитат, примеров δεν κά- κάνω καλή επιλογή συγγραφικών αποσπασμάτων,πα- αποσπασμάτων,παραδειγμάτων. надёргивать1 ρ.δ. βλ. надёргать. II -ся ξε- ξεριζώνομαι. II μτφ. εξάγομαι, βγαίνω-αδέξια. надёргивать2ρ.δ. βλ. надёрнуть. надерзить, -зйшь ρ.σ. μιλώ με αυθάδεια. надёрнуть ρ.σ.μ. ντύνω στα γρήγορα· - на себя пальто ρίχνω στα γρήγορα επάνω μου το πανωφόρι. надеть, -дену, -денешь, προστκ. надень р. σ.μ. κ. αμ. ντύνω" φορώ, βάζω" г пальто φο- φορώ το. πανωφόρι· ~Ш£ШКу" βάζω τη σκούφια* - КОЛЬЦО φορώ το δαχτυλίδι* - сапоги φορώ τις μπότες· - перчйтки βάζω τα γάντια· - траур πενθηφορώ. II -СЯ ντύνομαι, φοριέμαι· сапо- гй легко -лись οι μπότες εύκολα μπήκαν. надеяться, -ёгось, -ёешься р.δ. 1 ελπίζω* -ёгось завтра вернуться ελπίζω αύριο να επι-
στρέψω* -ёюсь на успех ελπίζω να πετύχω· на СВОЙ СИЛЫ ελπίζω (στηρίζομαι) στις δυνά- δυνάμεις μου· ОН не -ЛСЯ вас ВЙдеть αυτός δεν έλπιζε να σας ιδεί. 2 βασίζομαι, στηρίζο- στηρίζομαι· на него вполне можно - σ' αυτόν μπο- μπορείτε να βασίζεστε πλέρια* - на друга βασί- βασίζομαι στο φίλο. надзвёздный η. (παλ.) надзвёздный επ. αιθέριος, μετακόσμιος, υπερκόσμιος, ουράνι- ουράνιος· - мир о κόσμος των αιθέρων* - СВОД το στερέωμα, ο αιθέριος θόλος. Ι! μτφ. αρνησί- Ηοσμος· φιλέρημος* απόκοσμος. надземный επ. επίγειος' υπέργειος· -ая железная дорога εναέρια σιδηροδρομική γραμ- γραμμή· -ые природные богатства φυσικός πλού- πλούτος εδάφους και υπεδάφους· -ая часть растё- НИЙ о υπέργειος βλαστός. надзиратель, -Я α.,, -ница, -ы θ. επιτηρη- επιτηρητής, επιστάτης, επόπτης, επιμελητής· ПОЛИ- цёйский - αστυνομικός δεσμοφύλακας· тюрём- НЫЙ - δεσμοφύλακας φυλακών· классный - επι- επιμελητής σχολείου, παιδονόμος. надзирательский επ. εποπτικός, του επιτη- επιτηρητή κλπ. ουσ. -ая должность το αξίωμα του επιτηρητή. надзирать р.δ. επιτηρώ, επιβλέπω, επο- εποπτεύω, εφορεύω. надзор, -а α. επιτήρηση, επίβλεψη, επι- επιστασία, εποπτεία, εφορεία· быть ПОД -ОМ είμαι υπο επιτήρηση* установить - βάζω υπό επιτήρηση' санитарный - υγειονομική επο- εποπτεία' технический - οι τεχνικοί επόπτες. надзорный επ. εποπτικός, επιτηρητικός. надивить, -влго, -вйшь р.σ.μ. (απλ.) κατα- καταπλήσσω. II -СЯ καταπλήσσομαι· θαυμάζω. надивоваться р.σ. (διαλκ.) βλ. надивиться. *НаДЙр, -а α. το ναδίρ. надирать(ся) р.δ. βλ. надрать(ся). надкалывание, -я ουδ. βλ. надкол. надкалывать(ся) р.δ. βλ. надколоть(ся). надклассоВОСТЬ, -И θ. υπερταξικότητα. Надклассовый επ. υπερταξικός. надклеивание, -я ουδ. βλ. надклейка. надклвивать(ся) р.δ. βλ. надклёить(ся). надклеить, -ею, -ёишь р.σ.μ. επικολλώ. II -СЯ επικολλώ. Надклейка, -И θ. επικόλληση· επικόλλημα. надклепать, -его, -а"ешь κ. -шло, -плешь р. σ.μ. 1 επιπριτσινώνω. 2 προσθέτω με πριτσί- νωμα. 3 πριτσινώνω λίγο. надклёпка, -И е. 1 πριτσίνωμα. 2 προσθή- προσθήκη πριτσινωμένη. надклёпывание, -я ουδ. πριτσίνωμα. надклёпывать р.δ. βλ. надклепать. II -ся (επι)πριτσινώνομαι. надклйвье, -Я ουδ. το άνω μέρος ράμφους. надключичный επ. ο υπεράνω της κλειδαριάς, υπερκλείθριος. надковать, -кую, -куёшь р.σ.μ. επιχαλ- επιχαλκεύω, σφυρηλατώ. надковывать р.δ. βλ. надковать. II -ся ε- πιχαλκεύομαι, σφυρηλατούμαι. надкожица, -Ы θ. επιδερμίδα-φυτών. надкол, -а α. ελαφρό σχίσιμο, σπάσιμο. II τρύπημα μικρό, κέντρισμα. надколенный επ· επιγονατικός' -ая кость η επιγονατίδα. надколоть, -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надколотый, βρ: -лот, -а, -о р.σ.μ. 1 σχίζω, σπάζω λίγο, μισοσχίζω, μισοσπάζω. 2 τρυπώ λίγο' κεντρίζω. II -СЯ σχίζομαι, σπάζω λίγο' орёх -ЛСЯ το καρύδι έσπασε λιγάκι* ΠΟ- лёно -ЛОСЬ το κούτσουρο σχίστηκε λίγο. надкостница, -ы θ. περιόστεο· воспаление -Ы περιοστεϊτιδα. надкостничный επ. περιοστεϊκός. надкостный επ. επι του οστού. надкрылья, -лий, -льям πλθ. (ενκ. -ье, -я ουδ.) τα έλυτρα (των εντόμων). надкус, -а α. δάγκωμα. δαγκωματιά.II δα- δαγκωμένο μέρος* - на Йблоке δαγκωμένο μέρος στο μήλο. надкусать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. πάρλα χρ. над- надкусанный, βρ: -сан, -а, -О δαγκώνω σε με- μερικά μέρη. надкусить, -ушу, -кусийь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надкушенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. δα- δαγκώνω λίγο' κόβω δαγκώνοντας. надкусывание, -Я ουδ. δάγκωμα ελαφρό. надкусывать р.δ. βλ. надкусить. И -ся δα- δαγκώνομαι . надламывание, -я ουδ. βλ. надлом. надламывать(ся) р.δ. βλ. надломйть(ся). надлежать, -ЖЙТ р. απρόσ. (γραπ. λόγος)· πρέπει, οφείλει, χρειάζεται* ~ЙТ ПОВИНО- ВЙТЬСЯ родителям πρέπει να ακούς τους γο- γονείς· ему -ЛО Подумать αυτός έπρεπε να σκε- σκεφτεί' ему -ло явиться В срок αυτός έπρεπε να παρουσιαστεί εμπρόθεσμα. надлежащий επ. (γραπ. λόγος) πρέπων, αρ- | μόζων, δέων, προσήκων, πρεπόύμενος· ενδει- ενδεικνυόμενος, ενδεδειγμένος· принйть -ие меры παίρνω ενδεικνυόμενα μέτρα' оказывать кому -ее почтение δείχνω τον προσήκοντα σεβασμό σε κάποιον -им образом ή по -ему όπως πρέ- πρέπει,- αρμόζει, δεόντως, πρεπούμενα· - чело- человек на -ем месте о κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. надлобковый επ. ο υπεράνω του ηβικού ο- οστού" -ая область о χώρος υπεράνω του ηβι- κού οστού. надлобный επ. υπερμετωπικός.
над 637 над надлом, -а α. 1|μικρό σπάσιμο, τσάκισμα ή μικρή θραύση· произвести - θραύω, σπάζω· - В КОСТИ κάταγμα οστού" - 6ЙЛКИ σπάσιμο της δοκού. 2 μτφ. συντριβή. 3 βλ. надрыв Dц б σημ.). надломать р.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. НЭД- ло'манный, βρ: -ман, -а, -о βλ. надломить. надломить, -ОМЛЮ, -ОМИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. надломленный, βρ: -лен, -а, ~о р.σ.μ. 1 σπάζω, θραύω, τσακίζω λίγο, μισοσπάζω, μι- σοτσακίζω. 2 μτφ. βλάπτω· χαλνώ· - здоровье βλάπτω την υγεία' Горе -ЛО его τα φαρμάκια τον τσάκισαν работа -ла её την έφαγε η δου- δουλειά. II -СЯ θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι λί- λίγο. II μτφ. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι* СИЛЫ -ЛИСЬ οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν. надломленность, -и θ. εξάντληση· σπάσιμο· - характера το σπάσιμο του χαρακτήρα· ду- шёвная - ψυχική συντριβή. Надломленный επ,.απο μτχ. εξασθενημένος, καταβλημένος· βασανισμένος, τσακισμένος* характер σπασμένος χαρακτήρας· -ая душа συ- συντριμμένη ψυχή. надлоп^ТОЧНЫЙ επ. ο επ ί της ωμοπλάτης. надменно επίρ. υπεροπτικά κλπ. επ. надменность, -И θ. υπεροψία, αλαζονεία,έ- αλαζονεία,έπαρση, οίηση· - взгляда υπεροψία βλέμματος. надменный επ., βρ: мёнен.-мённа, -мённо υ- υπεροπτικός, αλλαζονικός, φαντασμένος* - ТОН υπεροπτικός τόνος· - ВЗГЛЯД υπεροπτικό βλέμ- βλέμμα. НадмоГЙЛЬНЫЙ] επιτάφιος· -ЭЯ ПЛИТа επιτά- επιτάφια πλάκα. Надо1 απρόσ. με σημ. κατηγ. βλ. НуЖНО* - послать ПИСЬМО πρέπει να στείλλω γράμμα* мне - воды θέλω νερό* вам что на"до? τι θέ- θέλετε; τι ζητάτε; мне - вас благодарить πρέ- πρέπει να σας ευχαριστήσω" КОГО вам -? ποιο'νι ζητιάτε; - ЛИ вам ЭТО? σας χρειάζεται αυτό; так - έτσι πρέπει· так ему И - έτσι του χρει- χρειάζεται (του πρέπει, του αξίζει), καλά να πάθει· ЧТО -! ό,τι χρειάζεται! надо2|лрое. βλ. над. надобиться, -блгось, -бишься р.δ.- (παλ.) χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος. надоблачный επ. πάνω απο τα σύννεφα, πέ- πέραν των νεφελών. надобно βλ. надо1. НЙДОбНОСТЬ, -И θ. αναγκαιότητα, ανάγκη. - КНИГИ η αναγκαιότητα του βιβλίου* В ЭТОМ нет никакой -И γι* αυτό δεν είναι καμιά α- ανάγκη" по казённыой ~И για υπηρεσιακούς λό- λόγους· ПО минованию ~И όταν πια δε θα υπάρ- υπάρχει ανάγκη ή δε χρειάζεται* смотря ПО -И κατά την ανάγκη* ПО мере -И όσο είναι ανά- ανάγκη, όσο χρειάζεται* крайняя - επιταχτική (απόλυτη) ανάγκη* В случае - σε περίπτωση α- ανάγκης, εν ανάγκη, στην ανάγκη. нёдобный επ.,αναγκαίος, χρειαζούμενος*ЭТИ КНИГИ мне крййне -Ы αυτά τα βιβλία μου εί- είναι πολύ απαραίτητα. надоеда, -Ы α. κ. θ. (απλ.) άνθρωπος ε- ενοχλητικός, οχληρός, βαρετός. надоедала, -ы α. κ. θ. (απλ.) βλ. надоеда. надоедать р.δ. βλ. надоесть. надоедливо επίρ. ενοχλητικά, надоёдлИВОСТЬ, -И θ. ενοχλητικότητα. надоедливый επ., βρ: -ълив, ~а, -о ενοχλη- ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός. надоедный επ., βρ: ~ден, -дна, -дно (απλ.) βλ. надо ёдливый надоесть, -ём, -ёшь, -ёст, ~едйм, -едите, -едят, παρλθ. χρ. надоел, -ла, -ло: προστκ. δεν έχει* ρ.σ. ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητι- ενοχλητικός, βαρετός, φορτικός* -ло бездельничать! βαρέθηκα να κάθομαι χωρίς δουλειά* ОН -ёл мне τον βαρέθηκα* бОЙСЬ - вам φοβάμαι μή- μήπως σας ενοχλήσω* -ла мне ЖИЗНЬ βαρέθηκα τη ζωή. надоить, -ДОЮ, -ДОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надоенный, βρ: -о'ен, -а, -о ρ.σ.μ. αρ- αρμέγω* - ведро молока αρμέγω ένα κουβά γά- γάλα' - молока αρμέγω γάλα. надой, -Я α. άρμεγμα" αρμεξιά. надоконный επ. ο υπεράνω του παραθυριού·- корнйз η υπεράνω του παραθυριού κορνίζα. надолба, -Ы θ. μικρός (χαμηλός) στύλος. II πάσσαλος' противотанковые -Ы αντιαρματικοί πάσσαλο ι. надолбить, -блю, ~6ЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надолблённый, βρ: -лён, -лена, -ό ρ.σ.μ. (δι)ανοίγω οπές, κάνω τρύπες, II μτφ. κουρά- κουράζομαι να γεμίσω το κεφάλι κάποιου, να του δοσω να καταλάβει. надолго επίρ. για (επί) πολύ καιρό, επί μακρόν μακριά* дело - затянулось η υπόθεση τράβηξε μακριά* ЭТО не - αυτό δεν είναι για πολύ ή δεν πάει πολύ* - ЛИ για πολύ καιρό; надолжёть ρ.σ.μ. καταχρεώνομαι* χρεώνομαι σε πολλούς· ОН -ЙЛ Всем и уехал χρεώθηκε σε όλους κι έφυγε. надомник, -а α., -ца, -ы θ. εργάτης,-τρία που παίρνει δουλειά στο σπίτι της. надомный επ. ο κατ' οίκον, στο σπίτι* -ая работа η κατ* οίκον εργασία. надорванность, -И θ. 1 βλάβη, φθορά. 2μτφ. σπαρακτικότητα· συντριβή. надорванный επ. απο μτχ. σπαρακτικός* συ- συντριμμένος* - крик σπαρακτική κραυγή. надорвйть, -ву, -вёшь, παρλθ. χρ.-ал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надорванный, βρ: Ван, -а, ~Ο ρ.σ.μ. 1 σχίζω λίγο, μισοσχίζω*
над 638 над - ЛИСТ бумаги σχίζω;, λίγο το φύλλο χαρτιού· - конверт σχίζω λίγο το φάκελλο. 2 μτφ. βλά- βλάπτω, φθείρω, χαλνώ' - ГОЛОС χαλνώ τη φωνή' - здоровье βλάπτω την υγεία. II ταλαιπωρώ, βα- βασανίζω, καταπονώ, καταβάλλω· εξασθενίζω. II εκφρ. - живот (живо'тники) со смеху ή от хо- хохота ξεκαρδίζομαι, (σπαρταρώ, λιγώνομαι) απ о τα γέλια. II -СЯ 1 σχίζομαι λίγο. 2 βλάπτο- βλάπτομαι, φθείρομαι, χαλνώ· мешок С боку -ЛСЯ το σακκί σχίστηκε λίγο στο πλευρό. надоумить, -МЛЮ, -МИШЬ р.σ.μ. συμβουλεύω, ορμηνεύω' δασκαλεύω, μαθαίνω. надоумливать р.δ. βλ. надоумить. надпалубный επ. ο πάνω στο κατάστρωμα* ~ые каЙТЫ ο ι καμπ ίν ες του καταστρώματος. надпарывать р.δ. βλ. надпороть. II -ся ξη- ξηλώνομαι λίγο'. надПЙЛ, -а α. 1 πριόνισμα ελαφρό. 2 πριο- πριονισμένο μέρος. надпйливание, -Я ουδ. πριόνισμα ελαφρό. надпиливать р.δ. βλ. надпилить. II -сяπρι- -сяπριονίζομαι λίγο. надпилить, -ЛЮ, -ПИЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надпиленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. πριονίζω λίγο, ελαφρά. надпилка, -и θ. βλ. надпил (ισημ.). надпиловка, -и θ. βλ. надпил (ι. σημ.). надписать, пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надписанный,, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ. I (παλ.) επιγράφω, γράφω επάνω- - ПОСВЯ- щёние На книге επιγράφω αφιέρωση στο βιβλίο. II γράφω επιγραφή· - КНЙгу γράφω επιγραφή στο βιβλίο. 2 γράφω ανωτέρω, απο πάνω. надписка, -И θ. 1 επιγραφή. 2 γραφή υπε- υπεράνω της σειράς γραμμάτων, надписывание, -я ουδ. βλ. надписка. надписывать р.δ. βλ. написЙТЬ. II -СЯ επι- επιγράφομαι . НАДПИСЬ, -И θ. επιγραφή' τίτλος* επικεφα- επικεφαλίδα* πινακίδα" ταμπέλα" ετικέτα· διεύθυν- διεύθυνση* (ε)πανώγραμμα· надгробная - επιτάφια ε- επιγραφή· - на металле επιγραφή σε μέταλλο. надпойменный επ. απλημμύριστός. надпороть, -порю, порешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надпоротый, βρ: -рот, -а, -О р.σ.μ. ξη- ξηλώνω λίγο· - ПОДКЛаДКу ξηλώνω λίγο τη φόδρα. надпочвенный επ. επι της επιφανείας του εδάφους, επιφανειακός. надпочечник, -а α. το επινεφρίδιο. надпочечный επ. επιν εφρ ί δ ιος· -ые железы οι επινεφρίδιοι αδένες, τα επινεφρίδια. наДПЯТОЧНЫЙ επ.,ο υπεράνω της φτέρνας. надраивать р.δ. βλ. надраить. II -ся κα- καθαρίζομαι, γυαλίζω, στιλβώνομαι. надрйИТЬ, -раю, -раишь р.σ.μ. (ναυτ.) κα- καθαρίζω, τρίβω, στιλβώνω, γυαλίζω. надрать, -деру, -дерёшь, παρλθ. χρ. на- дрёл, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- дранный, βρ. -дран, -а, -о р.σ.μ. 1 (με πο- ποσοτική σημ.)· ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω* εκδέ- ρω* απολεπίζω. 2 ξύνω1 τρίβω δυνατά. 3 ερε- ερεθίζω, προκαλώ πόνο. II εκφρ. - уши τραβώ τ' αφτιά (κατσαδίάζω, τιμωρώ). II -СЯ βγάζω,, α- αφαιρώ' -лось много коры βγήκαν πολλές φλού- λες. II μαλώνω, καβγαδίζω πολύ. Надрез, -а α. χαραγή, χαραγματιά, χαρακιά· εντομή, εγκοπή. надрезание, -я ουδ. βλ. надрез. надрезать, -ёжу, -ёжешь р.σ.μ. κόβω λίγο (όχι ως το τέλος)* - верёвку κόβω λίγο την τριχιά. Η χαρακίάζω, χαράσσω. надрезать р.δ.μ. βλ. надрезать. II -ся κό- κόβομαι λίγο. И χαρακιάζομαι. надрёзывание, -я ουδ. βλ. надрез. надрезывать(ся) р.δ. βλ. надрезать(ся). надрессировйть р.σ.μ. βλ. дрессировать. надробить р.σ.μ. (με σημ. ποσοτική) βλ. дробить. надрожаться, -жусь, -житься р.σ. τρέμω πο- πολύ απο τό ψύχος ή απο το φόβο. надруб, ~а α. βλ. надрубка. надрубание, -я ουδ. βλ. надрубка. Надрубка, -и в. 1 ελαφρό κόψιμο. 2 εγκο- εγκοπή, κοψιά. Надругательство, -а ουδ» εμπαιγμός, χλεύη, χλεύασμα· προσβολή. надругаться р.σ. (над кем) προσβάλλω, ε- εμπαίζω, χλευάζω,περιγελώ· - над чьими-л.чув- чьими-л.чувствами προσβάλλω τα αισθήματα κάποιου- над чьйми-н. горем, слезами γελώ με τη δυ- δυστυχία, τα δάκρυα κάποιου. надрыв, -а α. 1 σχίσιμο, σχίσμα. 2 σχι- σχισμή»· χαραμάδα. 3 μτφ. σπασμός. 4 μτφ. σπα- σπαραγμός, συντριβή' ξέσπασμα* ράγισμα. надрывать р.δ. βλ. надорвать. II εκφρ. Глотку (Горло) ξελαρυγγίζομαι φωνάζοντας. Ί -СЯ ι βλ. надорваться. 2 καταβάλλω τερά- τεράστιες προσπάθειες ή όλες τις δυμάμεις. 3 ξε- ξελαρυγγίζομαι απο τις φωνές. II ταλαιπωρού- ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι' εξαντλούμαι, κόβομαι, τσα- τσακίζομαι, λιώνω. II εκφρ. сердце -ется η καρ- καρδιά σπαράζει (ραγίζει), καταθλίβομαι. надрывистый επ., βρ: -вист, -а, -о σπα- σπασμωδικός, -ώδης. надрывный επ., βρ: -вен, -вна, -вно σπα- σπαρακτικός. надрывчатый επ. βρ: -чат, -а, -о βλ. над- надрывистый.. надрызгать ρ.σ. (απλ.) πιτσιλίζω, λερώνω. надсад, -а α. (απλ.) βλ. надсада. Надсада, -Ы θ. (απλ.) 1 υπερένταση· рабо- работать С -ой δουλεύω με υπερένταση. 2 εξά-
над 639 над ντληση, αποκάμωμα. надсёдистый επ., βρ: -диет, -а, -о (απλ.) βλ. надсадный. НадоадЙТЬ, -сал^Г, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надсаженный, βρ: -жен, -а" -о. (απλ.) 1 .λιώνω, εξαντλώ, τσακίζω, καταπονώ· βλάπτω. 2 μτφ. πληγώνω, συντρίβω, καταθλίβω. II -СЯ βλάπτομαι, τσακίζομαι· λιώνω (απο υπερέντα- υπερένταση) . надсодный επ., βρ: -ден, дна, -дно (απλ.) I έντονος, δυνατός· σπασμωδικός. 2 εξαντλη- εξαντλητικός, επίμοχθος, καταθλιπτικός, βαρύς· -ая работа εξαντλητική εργασία. надсаживать р. δ. βλ. надсадить. II ек<рр. - горло ή грудь ξελαρυγγίζομαι απο τις φωνές. II -СЯ ρ.δ. (απλ.) καταβάλλω μεγάλες προσπά- προσπάθειες ή δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά. II φω- φωνάζω μ' όλη τη δύναμη, ξελαρυγγίζομαι. надсверливать р.δ. βλ. надсверлить. II -СЯ τρυπανίζομαι. надсверлить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надсверлённый, βρ: -лён, -лена, -лено. 1 τρυπανίζω ελαφρά. 2 τρυπανίζω, κάνω τρύπα με το τρυπανι. недоедаться ρ.δ. (παλ. к. απλ.) βλ. над- саживаться. надсекание, -я ουδ. ελαφρό κόψιμο.· надсекать ρ.δ. βλ. надсечь. II -ся εγκό- πτομαι, εντέμνομαι. надсёсться, -сядусь, -сядешься, παρλθ. χρ. -сёлся, -лась, -лось, προστκ. надсядься р. σ. (παλ. κ. απλ.) βλ. надсадиться. нащеёчка, -И θ. μικρή εγκοπή, ελαφρό κόψι- κόψιμο. II κοψιά, κομμένο μέρος. надсечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ· χρ. надсёк, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. над- надсечённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. ε- γκόπτω, εντέμνω· κόβω λίγο (όχι ως το τέλος). надсматривать ρ.δ. (за кем-чем ή над кем- чем) επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω. надсмехаться (над кем-чем) р.δ. (απλ.) βλ. насмехаться. надсмешка, -и θ. (απλ.) βλ. насмешка. надсмеяться р.σ. (над кем-чем) βλ. насме- насмеяться . надсмотр, -а α. επίβλεψη, επιτήρηση, επό- πτ ευση· παρακο λού θηση. надсмотрщик, -а а., -ца, -Ы θ. επιτηρητής, надставить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. επιθέτω,ε- επιθέτω,επαυξάνω, αβγατίζω, επιμηκύνω, μακραίνω* рукава, μακραίνω τα μανίκια. надставка, -И θ. επαύξηση, επιπρόσθεση,α- βγάτισμα, μάκραιμα, επιμήκυνση. II πρόσθεμα, προσθήκη. НадСТаВЛЯТЬ ρ.δ. βλ. НаСТаВИТЬ. II -СЯ ε- επαυξάνομαι, αβγατίζομαι, μακραίνω. надставной επ. επιπρόσθετο τεμάχιο, αβγά- τισμα· - кусок Юбки επιπρόσθετο κομμάτι της φούστας. II επαυξημένος, αβγατισμένος* - ру- кав αβγατισμένο μανίκι. надстрогивать ρ.δ. βλ. надстрогать. II -ся πλανίζομαι λίγο. Надстраивание, -Я ουδ. εποικοδόμηση. надстраивать ρ.δ. βλ. надстроить. II -ся επικόδομούμαι. Надстрогать р.σ.μ. πλανίζω λύγο. надстроечный επ. (μτφ.) εποικοδομητικός ή της εποιικοδόμησης* -ые явления εποικοδομητικά φαινόμενα (όχι της βάσης), κυρίως λέγεται για κοινωνικά φαινόμενα. Надстроить р.σ.μ. 1 υψώνω, σηκώνω χτίζο- χτίζοντας· - ДОМ σηκώνω τοι σπίτι. 2 εποικοδομώ* - этаж εποικοδομώ όροφο. надстройка, -И θ. 1 ύψωμα, σήκωμα οικοδο- οικοδομής. 2 εποιΗοδόμηση. 3 το εποικοδόμημα. II μτφ. κοινωνικό εποικοδόμημα* 6ЙЗИС И - βάση και εποικοδόμημα. надстрочный επ. υπεράνω της σειράς (κει- (κειμένου)· - знак σημάδι πάνω απο τη σειρά. надстругать р.σ.μ. βλ. надстрогать. надстругивать(ся) ρ.δ. βλ. надстрагивать- (ся). надсыпать, -шло, -плешь р.σ.μ. 1 υψώνω, σηκώνω επιρρίπτοντας· - ПЛОТЙну σηκώνω το φράγμα με επιρρίψεις. 2 επιρρίπτω* - Два кубамётра земли επιρρίπτω δυο κυβικά μέτρα χώμα. надсыпать ρ.δ. βλ. надсыпать. II -ся επιρ- επιρρίπτομαι . надсыпка, -И θ. ύψωση, σήκωμα με επιρρί- επιρρίψεις. II επίρριψη. надтёс, -а α. 1 ελαφρό πελέκημα, λάξευμα. «2 πελεκημένο μέρος. надтесёть, -ешу, -ёшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надтёсанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ.πε- р.σ.μ.πελεκώ, λαξεύω ελαφρά, λίγο. надтёсывание, -я ουδ. βλ. надтёс (ίσημ.). надтёсывать р.δ. βλ. надтеейть. II -ся πελεκιέμαι, λαξεύομαι ελαφρά, λίγο. надтреснутый επ.,.βρ: -нут, -а, -О. ραγι- ραγισμένος λίγο· -ая тарелка πιάτο λίγο ραγι- ραγισμένο. 2 τρεμουλιαστός, τρομώδης, παλμώδης* - ГОЛОС τρεμουλιαστή φωνή. надтреснуть, -ет ρ.σ. ραγίζω λίγο· стекло -ЛО το γυαλί ράγισε λίγο. II -СЯ ραγίζω λίγο. надубЙТЬ р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) βλ. дубить. надув, ~а α. 1 βλ. надувка. 2 σωρός (χιο- (χιονιού, φύλλων κλπ. απο τον άνεμο). надувала, -Ы α.κ.θ. (απλ.) απατεώνας, λω- λωποδύτης* δόλιος, πανούργος. Надувание, -Я ουδ. (εμ)φύσημα, φούσκωμα*
над 640 нае - аэростата φούσκωμα αεροστάτου. надувательный επ. εμφυσηματικός* - Прибор φυσητήρας. надувательский επ. απατεωνίστικος, λωπο- δίστικος* πονηρός, δόλιος. надувательство, -а ουδ. απάτη· λωποδυσία' δόλος, πονηριά· τέχνασμα. надувйть(ся) ρ.δ. βλ. надуть(ся). надувка, -И θ. φούσκωμα με αέρα* - ШИН φούσκωμα ελαστικών. надувной επ. φουσκωτός, -ωνόμενος' - ре- ЗИНОВЫЙ крут φουσκωτό λάστιχο τροχού· -ые игрушки φουσκωτά παιγνίδια* -ая подушка φου- φουσκωτό προσκέφαλο. надульник, ~а α. 1 κάλυμμα κάννης όπλου. 2 δαχτυλίδι πάνω απο την κάννη όπλου. надуманность, -И θ. επινόηση· αποκύημα, δη- δημιούργημα φαντασίας. надуманный επ. απο μτχ. επινοημένος, φα- φανταστικός· ανακριβής· ανυπόστατος· ασύστατος, надумать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- надуманный, βρ: -ман, -а, -О παίρνω την από- απόφαση ύστερα απο σκέψη. II επινοώ, εφευρίσκω, σοφίζομαι, μηχανεύομαι. II -СЯ 1 κουράζομαι να σκέφτομαι. II ανησυχώ, μου περνούν άσχη- άσχημες σκέψεις. 2 βλ. ρ. ενεργ. φ. II μετανοώ,, αλλάζω γνώμη, σκοπό. надушвать(ся) ρ.δ. βλ. надумать(ся). надурачиться, -чусь, -читлься р.σ. κάνω τρέλλες, ανοησίες, κουταμάρες. надурить р.σ. (απλ.) κάνω τρέλλες, ανοη- ανοησίες, κουταμάρες. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. надутость, -И θ. 1 υπεροπτικότητα, υπερ- φροσύνη, καμάρωμα, κόρδωμα, φούσκωμα. 2 έμ- έμφαση' στόμφος· κομπασμός. надутый επ. απο μτχ. 1 φουσκωμένος, εξο- γκωμένος, διογκωμένος· -ые жилы руки οι φου- φουσκωμένες φλέβες του χεριού* *ые ПОЧКИ φου- φουσκωμένα μπουμπούκια. 3 μτφ. κορδωμένος, κα- • μαρωτός' υπεροπτικός, περήφανος. 4 Μ·τφ. πο- πομπώδης, στομφώδης· παραφουσκωμένος· κομπα- στικός. 5 πικρόχολος" κατσουφιασμένος, σκυ- σκυθρωπός, βαρύ θυμός. надуть, -уто, -уешь, παθ. μτχ. παρλ&·. χρ. надутый, βρ: -ут, -а, -О р.σ.μ. 1 φουσκώνω* - футбольный МЯЧ φουσκώνω την. ποδόσφαιρα* ветер ~ул паруса о αέρας φούσκωσε τα πανιά. 2 φυσώ, παρασέρνω· επιφέρω* ветер -ул пыли В Окна о αέρας γέμισε τα παράθυρα σκόνη. 3 απρόσ. κρυολογώ, με φυσά ρεύμα, αέρας· -ЛО В ухо κρυολόγησε το αυτί. 4 απατώ, ξεγελώ. II εχφρ. - ГубЫ κατσουφιάζω, κρεμώ, κατεβά- κατεβάζω τα μούτρα* - щёки φουσκώνω τα μάγουλα. - В уши кому ψιθυρίζω στ' αυτί κάποιου. II -СЯ I φουσκώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. A,2,3,14 σημ.)· II (για ποτάμια)· φουσκώνω, γεμίζω νερό* ре- река -лась το ποτάμι φούσκωσε. II κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω. II πίνω πολύ· - водой φουσκώνω νερό. надушить} -ушу, -УШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надушенный, βρ: -шен, -а, -ο κ. наду- надушенный, βρ: ~шён, -шена", -шено' р.σ.μ. αρω- αρωματίζω, ραντίζω με άρωμα. II -СЯ αρωματίζο- αρωματίζομαι, βάζω άρωμα. надушить1? -ушу, -УШИШЬ р.σ.μ. (με ποσοτι- ποσοτική σημ.) πνίγω. надхвостье, -Я ουδ. το μέρος -της ουράς. надшивание, -Я ουδ. συρραφή, αβγάτισμα, μάκραιμα. надшивать ρ.δ. βλ. надшить. II -ся συρρά- πτομαι, αβγατίζομαι. надшивка, -И θ. συρραφή, αβγάτισμα, μά- μάκρα ι. μα · προσθήκη, πρόσθεμα. надшить, надошью, надошьёшь, προστκ. над- надшей ρ.σ.μ. συρράπτω, προσθέτω τεμάχιο, α- βγατίζω' μακραίνω, επιμηκύνω. надъ... πρόθεμα* βλ. над... χρησιμοποιεί- χρησιμοποιείται αντί του над... μπροστά απο τα γιωτι- σμένα φωνήεντα: е, Ю, я: надъесть. надъедать р.δ. βλ. надъесть. надъесть, -ем, -ёшь, -ёст, -едим, -едите, -едят, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надъеденный, βρ: -Ден, -а, -О р.σ.μ. τρώγω πάνω-πάνω, εξωτε- εξωτερικά* - горбушку τρώγω την κόρα (του ψωμιού). надымить, -млго, -мйшь ρ.σ. αναδίδω, βγάζω πολύ καπνό· печь -ла о φούρνος έβγαλε πολύ καπνό. надышать, -ышу, -ышишь р.σ. ζεσταίνω με τα χνώτα, χουχουλίζω. II θαμπώνω χουχουλίζο- ντας* - оконное стекло χουχουλίζω το τζάμι του παράθυρου (σχηματίζω υδρατμούς). II λιώνω χουχουλίζοντας. II εκφρ. МНОГО не -ИТ ή не- ДОЖЮ -ИТ (απλ.) τό 'φάγε το ψωμί του, κό- ντινε το σχοινί του (λίγο θα ζήσει ακόμα). 11 -СЯ αναπνέω, εισπνέω πολύ* χορταίνω την α- αναπνοή· - морским воздухом χορταίνω το θα- θαλάσσιο αέρα· - ароматом цветов χορταίνω την ευωδιά των λουλουδιών* перед . смертью не -ИШЬСЯ (παρμ.) πριν το θάνατο δε χορταίνεις την ανάσα (όταν φτάσει .η υπόθεση στο αμήν δε διορθώνεται τίποτε)· не -ится ή не может - δε χορταίνω κάποιον (για αρεστό πρόσωπο). наедёть(ся) р.δ. βλ. наёсть(ся). наедине επίр. 1 οι δυο μας, ένας к ι ένας, μονάχοι μας, ιδιαίτερα, τετ-α-τέτ. 2 μόνος, μοναχός, καταμόναχος. наезд, -а α. 1 πρόσκρουση. 2 επίσκεψη με μεταφορικό μέσο. II επίρ. -ОМ, -ами κατά την άφιξη, αφίξεις. 3 (παλ.) αιφνιδιαστική ει- εισβολή ιππικού. наездить, -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. наезженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 πη-
нае 641 наж γαίνω, ταξιδεύω* на чахлом коне МНОГО Не -ДИШЬ με παλιάλογο μακριά δε θα πας. II δια- διανύω, διατρέχω, κάνω. 2 κερδίζω, βγάζω με τη μεταφορά, με το αγώγι. 3 ανοίγω, κάνω δρό- δρόμο (με συχνές διαδρομές), πατώ. 4 συνηθίζω στο σαμάρωμα, στη ζεύξη, στην ιππασία.II -СЯ διανύω, διατρέχω μεγάλη απόσταση* - на Ве- ЛОСИпёде κάνω πολύ ποδηλασία, χορταίνω πο- ποδηλασία. наездка, -и θ. 1 αιφνίδια εισβολή ιππικού. 2 συνήθισμα αλόγου στην ιππασία. наездник, -а α., -ца, -Ы θ. καβαλάρης, ιπ- ιππέας, έφιππος, αναβάτης. наездничать р.δ. (παλ.) εισβάλλω αιφνί- αιφνίδια έφιππος. наезднический επ. ιππικός, του ιππέα. II μτφ. (παλ.) επιφανειακός, αβάσιμος, αστήρι- αστήρικτος. наездничество, -а ουδ. 1 εξάσκηση στην ιππασία. 2 το επάγγελμα του ιπποδαμαστή τσΐρ- κου. 3, (παλ.) αιφνίδιες εισβολές ιππικού στον. εχθρό. 4 μτφ. (παλ.) ενέργειες ή κρίσεις ε- επιφανειακές, αβάσιμες, αστήρικτες. наездничий, -ья, ~ье επ. (παλ.) ιππικός. II του ιπποδαμαστή. наезжать1 ρ.δ. βλ. наездить C,4ισημ.). наезжйть21р.б. βλ. наехать (Г, 2, σημ.)· Н έρχομαι, επισκέπτομαι για λίγο. II (παλ) επίτ- τίθεμαι, εφορμώ (για ιππικό). наезженный επ. απο μτχ. πατημένος απο δι- διαδρομές οχημάτων -ая дорога πατημένος δρό- δρόμος απο τα οχήματα. наезживать ρ.δ. βλ. наездить. II -ся κερ- κερδίζω, βγάζω απο τη μεταφορά (αγώγι). II συ- συνηθίζω στην ιππασία. наезжий επ. ξενοφερμένος, ξενόφερτος, ξω- μερίτης, ξένος. наём, найма α. 1 μίσθωση, μίσθωμα· - ра- рабочей СИЛЫ μίσθωση εργατικής δύναμης· По ~му επι μισθώσει· служить по -му υπηρετώ ως μισθωτός. 2 ενοικίαση, μίσθωση· - КВар- ТЙры νοίκιασμα διαμερίσματος· плата за πληρωμή ενοικίου (ενοίκιο). ί наёмка, -и θ. (παλ.) βλ. наём. ' ' наёмник κ. (απλ.) наёмник, -а α., ~ца, -ы : θ. 1 μισθωτός εργάτης, μισθωτή εργάτρια. 2 μισθοφόρος. 3 μτφ. πουλημένος, ξαγορασμέ- νος. наёмнический επ. μισθοφορικός. наёмничество, -а ουδ. μισθοφορία. наёмный επ. 1 του ενοικίου, μισθωτικός· -ая плата το ενοίκιο. 2 μισθωτός· - труд μισθω- μισθωτή εργασία. II μισθοφορικός* -ые войска μι- μισθοφορικά στρατεύματα. 3 νοικιασμένος·- дом νοικιασμένο σπίτι. 4 μτφ. πουλημένος, ξαγο- ρασμένος. наёмщик, -а α. 1 (παλ.) ενοικιαστής, μι- μισθωτής. 2 εργάτης μισθωτός. 3 μισθωτής ερ- εργατικής δύναμης. наерундить, -йшь р.σ. (απλ.) λέγω πολλές ανοησίες, κουταμάρες, μπούρδες. наесть, -ём, -ёшь, -ёст, ~едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. наел, -ла, ~ло, πα3. μτχ. παρλθ. χρ. наеденный, βρ: -ден, -а, -о ρ.σ. (απλ.) 1 τρώγω πολύ. 2 κάνω κοιλιά απο πο- πολύ φαΐ' - брЙХО κάνω κοιλιά. II -СЯ χορταίνω, παρατρώγω. наехать, -ёду, -едешь р.σ. 1 προσκρούω κατά τη διαδρομή, επιπίπτω, πέφτω πάνω* ав- ТОМОбЙЛЬ -ал на прохожего το αυτοκίνητο πά- πάτησε το διαβάτη· - на камень προσκρούω στην πέτρα. II συναντώ στη διαδρομή. 2 καταφτάνω* -Л0 много гостей ήρθαν πολλοί μουσαφιρέοι* -ла ПОЛИЦИЯ κατέφτασε η αστυνομία. 3 (απλ.) έρχομαι ξαφνικά, απρόοπτα. нажалить р.σ.μ. κατακεντρίζω (για μέλισ- μέλισσες, σφήκες κ.τ.τ.). нажаловаться, -луюсь, -дуешься р.σ. παρα- παραπονούμαι, λέγω ή υποβάλλω τα παράπονα. нажаривать р.δ. 1 βλ. нажарить. 2 (απλ.)* εκτελώ με ζήλο, δύναμη, ταχύτητα κ.τ.τ. на гармошке παίζω με ζήλο στη φυσαρμόνικα* - кнутом μαστιγώνω γερά. И -СЯ βλ. нажа- риться. нажарить ρ.σ.μ. 1 τηγανίζω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω' ψήνω* - котлеты τηγανίζω κε- φτέδες. 2 υπερθερμαίνω, καίω γερά' СИЛЬНО -ли печь τον έκαψαν γερά το φούρνο. II -ся (απλ.) καίγομαι, ψήνομαι* θερμαίνομαι, ζε- ζεσταίνομαι . нажатие, -Я ουδ. 1 πίεση, πάτημα* ζούπι- σμα. 2 θλίψη* στίψιμο. нажить1, -жму, -жмёшь р.σ. 1 πιέζω, πατώ, ζουπώ* - кнопку πατώ το κουμπί. 2 θλίβω,πα- θλίβω,πατώ* στίβω. 3 (στρατ.) περισφίγγω* πιέζω. 4 μτφ. εξασκώ πίεση. 5 μτφ. επιλαμβάνομαι δρα- δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά* - на работу στρώνομαι στη δουλειά* - на учёбу στρώνομαι στη μελέτη. II επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγο- σφίγγομαι, βάνομαι. II εκφρ; - на все кнопки (пру- (пружины, педали) ενεργώ παντοιοτρόπως, μετα- μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό. нажать* -жну, -жнёшь р.σ.μ. θερίζω. ♦наждЙК, ~έ α. σμύριδα* τροχός τριβής ή ακον ίσματος. наждЙТЬ, -ду, -Дёшь р.σ.μ. (παλ.) περι- περιμένω* αναμένω. II -СЯ περιμένω πολύ. наждачный επ. απο σμύριδα, με σμύριδα' камень σμυριδόπετρα, σμυριδοτροχός* -ая бумёга σμυριδόχαρτο* -ая ПЫЛЬ σκόνη τρο- τροχού* - порошок σμυριδόσκονη. нажевать, -жуй, -жуёшь, παθ. μτχ. παρλθ.
над 642 наз χρ. нажёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ. βλ. жевёть. II -СЯ μασώ πολύ ή πολλή ώρα. нажёвывать р.δ. βλ. нажевать. И -ся μα- μασιέμαι. нажечь, -жгу, -жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. нажёг, -ЖГЛО, -ЖГЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нажжённый, βρ: -жжён, -жжено, -жжено р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) βλ. жечь. II -СЯ 1 βλ. жечься. 2 "την παθαίνω, απατώμαι, καίγομαι* - на покупке με γέλασαν στο αγόρασμα. нажива,1 -Ы θ. κέρδος, όφελος, απολαβή· Β Погоне за -ОЙ στο κυνήγημα για κέρδος. нажива? ~ы θ. βλ. наживка. наживание, -я ουδ. απόκτηση· - капитала η απόκτηση κεφαλαίου. наживйть(ся) р.δ. βλ. нажить(ся). нажИВЙТЬ, -ВЛЙ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наживлённый, βρ: -лён, -лена, -лено' р. σ.μ. δολώνω, βάζω δόλωμα. НажЙВка, -И θ. δόλωμα. наживлять р.δ. βλ. наживить. наживной επ; «ποκτήσιμος· дело -о'е κάτι. που μπορεί να αποκτηθεί· деньги - дело -о'е τα χρήματα είναι αποκτήσιμα. НажЙВЩИК, -а α. δολωματοθέτης. нажигйть(ся) р.δ. βλ. нажёчь(ся). НажЙМ, -а α. 1 πίεση, πάτημα, ζούπισμα" II μτφ. προσπάθεια εξαναγκασμού' ДИПЛОМатЙ- чеокий - διπλωματική πίεση. 2 επί θέση*вой- θέση*войска" отступили под нажимом неприятеля τα στρατεύματα υποχώρησαν κάτω απο την πίεση του εχθρού. 3 συσφιγκτήρας. 4 πάτημα (της πένας)· писать С -ом γράφω χοντρά (με πά- πάτημα της πένας). 5 μτφ. (για φωνή) σφίξιμο. 6 (θεατρ.) υπογράμμιση χονδροειδής. нажимание, -я ουδ. βλ. нажим. нажимать ρ.δ. βλ. нажить1. Ι) - ся πιέζο- πιέζομαι, πατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. нажать1. . нажимистый επ., βρ: -мист, -а, -о. 1 με πάτημα (της πένας), χοντρός. 2 (απλ.) πεί- σμονας, πεισματάρικος, ισχυρογνώμονας, κα- πριτσόζικος. нажЙМНЫЙ κ. нажимной επ. πιεστικός, συ- σφικτικός. Нажин, -а α. θερισμένη ποσότητα. нажинать р.δ. βλ. нажить2. II -ся θερίζομαι. нажира"ть(ся) ρ.δ. βλ. нажра"ть(ся). нажитой επ. αποκτημένος· -бе богатство α- αποκτημένος πλούτος. нажить, -иву, -ивёшь, παρλθ. χρ. на"жил, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нажитый, βρ: -ЖИТ, -а, -О ρ.σ»μ. 1 αποκτώ' κερδίζω,βγά- κερδίζω,βγάζω· - капитал αποκτώ κεφάλαιο* - МНО'го дё- нег βγάζω πολλά χρήματα· - состояние απο- αποκτώ περιουσία* - себе друга, врага αποκτώ φίλο, εχθρό· ~ беду επισύρω στον εαυτό μου δυστυχία. 2 ζω· недолго она после мужа -ла αυτή δεν έζησε πολύ μετά το σύζυγο της. Π -ся 1 πλουτίζω· - на военных поставках α- αποκτώ πλούτη απο στρατιωτικές προμήθειες. 2 μακροημερεύω, μακροχρονίζω, ζω πολλά χρόνια. нажрать, *-ру, -рёшь, παρλθ. χρ. нажрал, -ла, -ло р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) τρώγω, μασώ. II -СЯ 1 χορταίνω, παρα,τρω-γω. 2 πα- ραπίνω, σουρώνω. нажужжать, -ЖЖУ, -ЖЖИШЬ р.σ. 1 βομβώ, βου- βουίζω, ζουζουνίζω (για ένα χρονικό διάστημα). 2 μτφ. πολυλογώ, φλυαρώ. нажучить р.σ.μ. (απλ.) βρίζω, μαλώνω, κα- τσαδιάζω. Назёвтра επίρ. την άλλη μέρα, την επομέ- νην, την αύριο. назёд επίρ. πίσω, προς τα πίσω* сделать шаг - κάνω ένα βήμα πίσω' ПЙТИТЬСЯ - βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοβατώ' поворотить (по- (повернуть) - γυρίζω (στρέφω) προς τα πίσω*за- πίσω*заложить руки - βάζω τα χέρια πίσω· ВЗЯТЬ своё СЛОВО παίρνω το λόγο μου πίσω (ανακα- (ανακαλώ) * взять - своё решение ανακαλώ την από- απόφαση μου' Два ДНЯ тому - πριν δυό μέρες* С месяц тому-πριν ένα μήνα περίπου· ГОД - έ- ένα χρόνο πριν ОТДЙЙ деньги - δόσε πίσω τα χρήματα· туда И - για μετάβαση και επιστρο- επιστροφή, αλλέ-ρετούρ. назади επίρ. πίσω* остаться - μένω πίσω. ♦назализация, -и θ. ο ερρινισμός. назализировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ..προ- φέρω ένρινα. И -СЯ προφέρομαι ένρινα. назализованный επ. απο μτχ. ένρινος. назализовать(ся) р.δ. βλ. назализировать- назализироваться). назальный επ. ρινικός, ένρινος. назаНИМЙТЬ ρ.σ.μ. δανείζομαι πολλές φορές ή απο πολλούς, δανεικολογιέμαι. назапертй επίρ. κλειστά, κλειδωμένα, μα- νταλωμένα. назатыльник, -а α. το καταυχένιο (το μέ- μέρος του καπέλου που καλύπτει τον αυχένα). названивать р.δ. κουδουνίζω συνεχώς. название, -Я ουδ. 1 ονομασία, όνομα· ονο- μάτιση, -ισμα, ονοματοθεσία. II κατονομασία. Η κλήση, κάλεσμα. 2 τίτλος (βιβλίου κ.τ.τ.). названый επ. (παλ.) ονομασμένος, καλού- καλούμενος· - брат καλούμενος αδερφός· - СЫН υι- υιοθετημένο παιδί, ψυχοπα'ιδι, ψυχογιός" -ая ДОЧЬ υιοθετημένη θυγατέρα, ψυχοκόρη· -ые родители θετοί γονείς. назвать,1 -зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. на- назвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. назван- названный, βρ: -ван, -ό, -ο ρ.σ.μ. 1 ονομάζω, δί- δίνω το όνομα, ονοματίζω, καλώ, λέγω, βγάζω το όνομα. II χαρακτηρίζω, λέγω· - КОГО Дура-
наз 643 най КОМ λέγω κάποιον βλάκα. 2 φωνάζω· - КОГО по Имени φωνάζω κάποιον στο όνομα. II κατο- κατονομάζω. II τιτλοφορώ. 3 ανακοινώνω, γνωστο- γνωστοποιώ, λέγω, ομολογώ* не ~ёл их фамилии δεν αποκάλυψε τα επώνυματά τους. II -СЯ ονομάζο- ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι κλπ. ρ. ενεργ, φ. назвЙТЬ2 (γραμμ. στοιχ. βλ. назвать1 )· προ- προσκαλώ· - гостей προσκαλώ πολλούς φιλοξε- φιλοξενούμενους. II -СЯ προσκαλούμαι. назвонить, р.σ. (απλ.) φλυαρώ, κουτσομπο- λεύω, σπερμολογώ. наздравствоваться, -ствуго, -ствуешь р.σ. (απλ.) χαιρετώ, χαιρετιέμαι, λέγω γεια σου. II εκφρ. на всякое чиханье ή на всякий чих не -СТВуешься (παρμ.) μη δίνεις σημ. στάλε γόμενά του, άς τον να λέει. назеваться р.σ. 1 χασμουριέμαι πολύ. 2 παραχαζεύω, παραχάσκω. назём, -а (-у) κ. назьма (-у) α. (διαλκ.) βλ. навоз. наземный επ. επίγειος" -ые постройки ε- επίγειες οικοδομές. II της ξηράς· χερσαίος· -ые растения φυτά της ξηράς· -ые животные χερσαία ζώα* -ые ВОЙСКа χερσαία στρατεύ- στρατεύματα. наземь επίρ. στη γη, καταγής, χάμω. назидание, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) διδαχή, διδασκαλία, νουθεσία. назидательность, -и θ. διδαχή, νουθεσία, παρά ιν ετικότητα. назидательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно διδακτικός· νουθετικός· παραινετικός. назло επίρ. για πείσμα προς, απο πείσμα προς, για κακό προς, απο κακία προς· ОНИ ЭТО сделали мне - αυτοί το έκαμαν αυτό για να με κακιώσουν (να με σκάσουν). назначаемость, -и θ. διορισμός. назначить р.δ. βλ. назначить. II -ся διο- διορίζομαι. назначенец, -нца α. ο υπεύθυνος (αρμόδι- (αρμόδιος) διορισμών. назначение, -Я ουδ. 1 καθορισμός. 2 διο- διορισμός. 3 ;υπόδειξη· ПО -ГО врача μί υπόδει- υπόδειξη του γιατρού. 4 προορισμός· пользовать ПО -Ю χρησιμοποιώ σύμφωνα με τον προορισμό. II εκφρ. место -я τόπος προορισμού* для осо- особого -Я ειδικού προορισμού. назначить ρ.σ.μ. 1 καθορίζω, ορίζω, προσ- προσδιορίζω· - день отъезда ορίζω τη μέρα ανα- αναχώρησης* - свидание ορίζω συνάντηση· - цё- ну ορίζω την τιμή· - срок καθορίζω προθε- προθεσμία* - собрание προσδιορίζω συνέλευση· себе, преемника ορίζω διάδοχο μου. 2 προο- προορίζω· - сына в военную службу προορίζω το γιό για στρατιωτικό. 3 διορίζω* - на ПОСТ министра διορίζω υπουργό. II αναθέτω* ему -ли несложную работу του ανάθεσαν ελαφρά δουλειά. 4 συσταίνω, υποδείχνω (για φάρμα- φάρμακα, θεραπεία κ.τ.τ.). 5 προκαθορίζω. назойливо επίρ. ενοχλητικά κλπ. επ. назОЙЛИВОСТЬ, -И θ. ενοχλητικότητα, οχλη- ρότητα, φορτικότητα. назойливый επ., βρ: -лив, -а, -о ενοχλη- ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός' - чело- человек ενοχλητικός άνθρωπος* -ая МЫСЛЬ ενοχλη- ενοχλητική σκέψη. назола, -Ы θ. (διαλκ.) 1 θλίψη, ντέρτι. 2 ενοχλητικός άνθρωπος. назревёние, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) ωρί- ωρίμαση. назревать р.δ. βλ. назреть. назреть, -ёет р.σ. 1 ωριμάζω, γίνομαι; II φτάνω στο σημείο να πυορροήσω. 2 μτφ. ωρι- ωριμάζω στο νου, σκέψη κ.τ.τ. назубок επίρ. απ' έξω, απο μνήμης, απο- αποστήθιση. назубривать р.δ. βλ. назубрить. II -ся γί- γίνομαι οδοντωτός, δοντιάζω. назубрить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- зубренный, βρ: -рен, -а, -о δοντιάζω, κά- κάνω δόντια (σε εργαλεία). называние, -я ουδ. βλ. название. называть1 ρ·δ. βλ. назвать1. || εκφρ. - вещи своими (собственными, настоящими) именами ομιλώ απερίφραστα* λέγω σταράτα* так НЭЗЫ- вёемый о λεγόμενος, ο επιλεγόμενος, ο κα- καλούμενος, о κατ' όνομα, ο δήθεν. II -СЯ βλ. назваться. II εκφρ. ЧТО -ется όπως λέγεται, όπως λένε, όπως συνηθίζεται να λέγεται. называ"ть( сяJ ρ. δ. βλ. назвйть( ся) \ назывной επ. ονοματικός· ~ое предложение ^γραμμ.) ονοματική πρόταση. назюзиться, -гозгась, -гозишься р.σ. (παλ.) βλ. назюзюкаться. назюзюкаться, -каюсь, -каешься р.σ.(απλ.) τα κοπανάω, το τσούζω, σουρώνω· μπεκρουλιάζω, назябнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. назяб, -ла, ~ло (απλ.). ξεπαγιάζω, μαργώνω. II -СЯ ξεπαγιάζω πολύ χρόνο; наи... πρόθεμα* χρησιμοποιείται για σχη- σχηματισμό υπερθετικού βαθμού επιθέτων και ε- επιρρημάτων: наилучший, наиболее. *найб, ~а α. αντικαταστάτης, αναπληρωτής ή βοηθός. наиболее επίρ. 1 πιο, πιο πολύ,' περισσό- περισσότερο· вы должны - заботиться об Зтом деле εσείς πρέπει πιο πολύ να φροντίσετε γι' αυ- αυτήν την υπόθεση. 2 σε συνδυασμό με επίθετα και επιρρήματα σχηματίζει υπερθετικό βαθμό: ο πιό· - внимательный ученик о π ιό προσε- προσεκτικός μαθητής ή ο προσεκτικότερος μαθητής. наибольший υπέρ θ. β. του επ. большой о π ιό
наи μεγάλος, ο μεγαλύτερος, ο μέγιστος* - дели— тель о μέγιστος διαιρέτης* -ая величина το μέγιστο ύψος. наивничать р.δ. προσποιούμαι, κάνω τον α- αφελή. наивно επίρ. αφελώς, με αφέλεια* απλώς. наивность, -И θ. αφέλεια· απλότητα, ♦наивный επ., βρ: -вен, -вна, -ВНО αφελής- απλός, απλοϊκός, αγαθός, άκακος, απονήρευ- τος* απροσποίητος· - ребёнок αθώο παιδάκι· -ые вопросы αφελείς ερωτήσεις ~ая песенька απλοϊκό τραγουδάκι. наивысший επ. ο πιο ψηλός, ο ψηλότερος, ψηλότατος, ανώτατος, υπέρτατος· В -ей стё- пени στον υπέρτατο βαθμό. наЙГраННОСТЬ, -И θ. προσποίηση, πλαστότη- τα, επιτήδευση. НаЙГраННЫв επ. απο μτχ. προσποιητός, επι- επιτηδευμένος, πλαστός, αφύσικος· ψευδής· ~ая весёлость προσποιητή ευθυμία. наиграть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- Йгранный, βρ: -гран, -а, -о. 1 παίζω σε μου- μουσικό όργανο πολύ χρόνο. 2 κερδίζω, βγάζω α- απο τυχερά παιγνίδια ή απο μουσικό όργανο. 3 σιγοπαίζω σε μουσικό όργανο. 4 γράφω σε μα- μαγνητοταινία ή σε δίσκο. II -СЯ παραπαίζω. наигрывать(ся) ρ.δ. βλ. наиграть(ся). наигрыш, -а α. 1 λα'ίκή ενόργανη μελωδία. 2 προσποίηση, επιτήδευση, πλαστότητα. наЙЗВОЛОК επίρ. (διαλκ.) ανηφορικά. наизнанку επίρ. ανάποδα, αντίστροφα, απο την ανάποδη· вывернуть - γυρίζω ανάποδα, α- αναστρέφω* у нас всё делается - όλα μας πάνε ανάποδα. Наизусть επίρ. απο μνήμης, απο στήθους,.α- στήθους,.απο στόματος, απ' έξω. наилучший επ. υπερθ. β. ο πιο καλός., ο καλύτερος, κάλλιστος, άριστος· товар -его Качества εμπόρευμα άριστης ποιότητας· - спо- способ ο καλύτερος τρόπος· -ИМ образом με τον καλύτερο τρόπο. И εκφρ. всего -его (ευχή σε αναχωρούντα) στο καλό· (ευχή σε επιστολή)· παν ποθητόν. наименее επίρ. λιγότερο, πιο λίγο*8Το мне - нравится αυτό μου αρέσει λιγότερο*- уда- удачный способ о λιγότερο τελεσφόρος τρόπος· - ВЫГОДНО λιγότερο επικερδής. II μαζί με επ. σχηματίζει υπερθετικό βαθμό· ο λιγότερο, ο ελάχιστα· - способный ученик о λιγότερο ι- ικανός μαθητής (ο πιο ανίκανος). наименование, -я ου δ. βλ. название (Ц σημ.). наименовать, -нуга, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наименованный, -ван, -а, -о р.σ.μ. βλ. назвать! наименьший, -ая, -ее επ. υπερθ. β. ο πιο μικρός, ο μικρότερος, μικρότατος, ελάχιστος· 644 най. II εκφρ. -ее общее кратно двух или несколь- нескольких чисел (μαθ.) το ελάχιστο πολλαπλάσιο δύο ή περισσότερων αριθμών1 ПОЙТИ ПО ЛИНИИ ή ПО пути -его сопротивления προτιμώ την εύκολη λύση, αποφεύγω τις δυσκολίες. наипаче επίρ. (παλ.) ακόμα περισσότερο, κυρίως, ιδίως, ιδιαίτερα, προπαντός. наискаться, -ищусь, -ищешься р.σ. ψάχνω πολύ ώρα. наискосй επίρ. (διαλκ.) βλ. наискось. наискосок επίρ. βλ. наискось. наискось επίρ. λοξά, πλάγια· кроить мате- материю - κόβω το ύφασμα λοξά. наитие, -Я ουδ. (παλ.) έμπνευση, επιφοί- επιφοίτηση. II επίδραση, επενέργεια. II εκφρ. ПО ~Ю (свыше) ως δια μαγείας, ως εκ θαύματος. наихудший, -ая, -ее επ. υπερθ. β. ο χει- χειρότερος, ο πιο χειρότερος, χείριστος, κάκι- κάκιστος· -его вида του χειρίστου είδους. найдёныш, ~а α. το έκθετο βρέφος. найлон βλ. нейлон. наЙМЙТ, -а α. 1 (διαλκ.) εργάτης μισθω- μισθωτός. 2 μισθοφόρος· -ы поджигателей войны οι μισθοφόροι των εμπρηστών του πολέμου. наймитка, -и θ. (διαλκ.) εργάτρια μισθωτή. наймичка, -и θ. (διαλκ.) βλ. наймитка. найти,1 найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденны*, βρ: -ден, -а, -о ρ.σ.μ. 1 βρίσκω· - клад βρίσκω θησαυρό· верное решение βρίσκω σωστή λύση· - оправ- оправдание βρίσκω δικαιολογία· - убежище βρίσκω καταφύγιο· его до'ма не нашли δεν τον βρή- βρήκαν στο σπίτι' - удовольствие в чём-н. βρί- βρίσκω Ευχαρίστηση σε κάτι· - поддержку И уте- шёние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά. II ανακαλύπτω· επινοώ. II ανεβρίσκω, ξαναβρίσκω, наконец нашёл' ключ, επιτέλους βρήκα το κλειδί. 2 θεωρώ, κρίνω· я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο· - КОГО-Л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος· доктор нашёл его здоровым о γιατρός τον βρήκε υγιή. II κάνω εντύπωση, φαίνομαι· а как вы нашли его ДОЧЬ? (πως' σας φάνηκε η θυγατέ- θυγατέρα του; II (παλ.) καλοπιάνω, .περιποιούμαι' πετυχαίνω. 11 εκφρ. ~ себя έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου* - смерть (МОГЙ- лу, конец) βρίσκω το θάνατο, το τέλος. II -сь 1 βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная КНЙга -шлась το χαμένο βιβλίο βρέθηκε. 2 είμαι, υπάρχω, έχω· не -ётся ли у вас кара- НДша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι; -ётся, ЧТО Делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω. 3 βρίσκω τρόπο, τα καταφέ- καταφέρω. II αντιλαμβάνομαι αμέσως. найти,2 найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл,
нак 645 нак -ла, ~Л0, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший р.σ. 1 προσκρούω, πέφτω επάνω· - на пень προσκρούω στο κούτσουρο * параход -шёл на мель το ατμό- πλοιο εξόκειλε. 2 συναντώ απρόοπτα, τρακά- τρακάρω, πέφτω επάνω. 3 καλύπτω, σκεπάζω* туча -шли на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο. 4 (επ)έρχομαι, αρχίζω. 5 κατέχομαι, κυριεύο- κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει* -шла тоска μ|* έπιασε θλίψη* -шёл ИСПуГ μ' έπιασε φό- φόβος * на него -шли приподки τον έπιασαν πα- ροζυσμοί. 6 συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συ- συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά* εισρέω* -ЛЭ много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος* К нам -ШЛИ ГОСТИ μας ήρθαν μουσαφιρέοι1 В ЛОДКУ -ШЛО МНОГО ВОДЫ στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό* дым -шёл В комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο* -шло В комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός. II επιπίπτω, επέρχομαι, εν- ενσκήπτω' -шёл шкваль ενέσκηψε λαίλαπας. II υ- υψώνομαι, σηκώνομαι* -Шёл Туман σηκώθηκε ο- ομίχλη* -ШЛИ тучи σηκώθηκαν σύννεφα. накаверзить р.σ. (απλ.) βλ. каверзить. накаверничать р.σ. απλ.' (με σημ. πολύ) βλ. каверзить накадить, -кажу, -кадишь р.σ. καπνίζω με λιβάνι. накоз, -а α. διαταγή, εντολή* ОТЦОВСКИЙ - πατρική εντολή* тайный - μυστική εντολή*на- εντολή*нарушать -Ы παραβιάζω τις εντολές. II έντυπο οδηγιών. наказание, -я ουδ. τιμωρία, ποινή, κολα- κολασμός* .телесное - σωματική τιμωρία* выс- высшая мера -Я η εσχάτη των ποινών' ПОДВер- гнуть ~ГО υποβάλλω σε τιμωρία· Β - για τι- τιμωρία1 исправительное - επανορθωτική ποινή* увеличение -я επαύξηση της ποινής * смягче- смягчение -Я μετρίαση της ποινής' налагать - ε- επιβάλλω ποινή· уложение О -ЯХ ποινικός κώ- κώδικας· страх -Я о φόβος της τιμωρίας* ЧТО за -! τι τιμωρία! τι καταδίκη! наказать] -калу, -кёжешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. наказанный, βρ·. -зан, -а -о ρ.σ.μ. τι- τιμωρώ* κολάζω" - преступников τιμωρώ τους ε- εγκληματίες· - ПО васлугам τιμωρώ οΛως αξί- αξίζει· - строго τιμωρώ αυστηρά· - ВИНОВНЫХ τι- τιμωρώ τους ενόχους. II βάζω σε έξοδα, ξοδεύω. наказать? -кажу, -кажешь ρ.σ. (με δοτ.)· παραγγέλλω· συνιστώ, συστήνω* -ЖЙте ему, чтобы был осторожнее συστήστε του να είναι προσεκτικότερος. наказной επ: - атаман ονομασμένος κοζά- κικος αταμάνος. наказуемость, -И θ. τιμωρία· εφαρμογή-τι- μωρίας· - деяния η τιμωρία της πράξης. наказуемый επ. τιμωρητέος, αξιόποινος, α- ξιοτιμώρητος· κολάσιμος, κολαστέος· -ое де- ЯНИе τιμωρήτέα πράξη. наказывать1 ρ.δ. βλ. наказать1. II -ся τιμω- τιμωρούμαι. наказывать2р.δ. βλ. наказйть2. накал, -а α. υπερθέρμανση, (δια)πύρωση, η πυράκτωση* белый - λευκοπύρωση· красный - ε- ρυθροπύρωση· ПОЛНЫЙ - πλήρης πυράκτωση. II μτφ. ένταση. накалённый επ. απο μτχ. τεταμένος' οξυμέ- οξυμένος* -ая атмосфера τεταμένη ατμόσφαιρα*-ая Обстановка τεταμένη κατάσταση. накаливание, -Я ουδ. πυράκτωση, διαπύρω- ση· лампа -Я λάμπα (λυχνία) πύρωσης. накаливать(ся) ρ.δ. βλ. накалйть(ся). накалить, -ЛТО, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накалённый, βρ: -лён, -лени, -лено р.σ.μ. 1 πυρακτώνω, κορώνω, (δια)πυρώνω' καίω υ— περθερμαίνω* - утюг καίω το σίδερο σιδερώ- σιδερώματος· - печь διαπυρώνω το φούρνο. 2 μτφ. ε- εντείνω, εξάπτω* κορώνω; И -СЯ πυρακτώνο- πυρακτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. накалка, -и θ. βλ. накал накаливание, -я ουδ. βλ. наколка (ισημ.). накалывать р.δ. βλ. наколоть. накалывать(ся) р.δ. βλ. наколоть(ся). накалякаться р.σ. (απλ.) πολυλογώ, φλυ- ρώ πολύ. накалять(ся) р.δ. βλ. накалйть(ся). наканифолить ρ.σ. βλ., канифолить. накануне επίρ. κ. πρόθ. την παραμονή· την προηγούμενη, την προτεραία* - праздника την, παραμονή της γιορτής* - ОН был совсем ЗДО- рОВ την προηγούμενη (μέρα) αυτός ήταν υγι- υγιέστατος. II στα πρόθυρα, κοντά , πλησίον. накапать, -аго, -аешь κ. (παλ.) -плю,-плешь ρ.σ.μ. ρίχνω κατά σταγόνες, στάζω. II λερώνω Στάζοντας, λεκιάζω* - на плётье чернил στά- στάζω στο φόρεμα μελάνη* -ЛО (απρόσ.) έσταξε. накапливание, -я ουδ. βλ. накопление. накапливаться) р.δ. βλ. накопйть(ся). накапчивать р.δ. βλ. накоптить. II -ся κα- καπνίζομαι. накапывать1 ρ.δ· βλ. накапать. накапывать2ρ.δ. βλ* накопать. накаркать р.σ. (κατά τις προλήψεις) προ- προμηνύω κακό (απο το κρώξιμο του κόρακα). Накат, -а α. 1 κύλιση. 2 επανάταζη πυρο- πυροβόλου. 3 μτφ. επίπτωση* ξαφνική εμφάνιση. II ορμητική φορά κύματος. II σανίδωση" επίστρω- επίστρωση με κορμούς δέντρων. 4 μηχανι' περιτύλιξης χαρτιού. накатанный επ. απο μτχ. (για δρόμο) πατη- πατημένος απο οχήματα. накатать р.σ.μ. 1 βλ. катать A σημ.). 2 κατασκευάζω, φτιάχνω. 3 (για δρόμο) στρώνω, πατώ· κυλινδρώ. 4 γράφω ή σχεδιάζω στα γρή-
как γορα. 5 περιτυλίγω. 6 κυλώ (με όργανο). II -СЯ γλιστρώ, παίζω, κάνω βόλτες· - на КОНЬ- κάχ γλιστρώ πολΰ με τα παγίοπέδιλα* - С гор γλιστρώ πολύ στην κατηφοριά. накатить? -качу\ -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. 1 κυ- κυλώ κάτι (πάνω σε επιφάνεια). 2 βλ. -СЯ A, 2 σημ.). 3 έρχομαι, καταφθάνω· -ЛО МНОГО Гостей ήρθαν πολλοί φιλοξενούμενοι. 4 μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (για αισθήματα κ.τ.τ.). 5 προσκρούω· ОН -ЙЛ ■ на столб έπεσε πάνω στο στύλο. И -СЯ 1 σπάζω, χτυπώ πάνω* волна -лась на Серег το κύμα έσπασε πάνω στην ακτή. 2 μτφ. (επι)πίΐίτω, ε- επέρχομαι, εμφανίζομαι απροσδόκητα. 3 βλ. ενεργ. φ. D σημ.). накатить? -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накаченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. (παλ.) μεθώ κάποιον. II -СЯ μεθώ (ο ίδιος). накатка, -И в. 1 στρώσιμο, πάτημα δρόμου (με διαδρομές οχημάτων). 2 κατασκευή, φτιά- φτιάξιμο. 3 κύλινδρος χρωμάτων ή σχεδίων. 4 °"υ~ σκευή περιτύλιξης. накатник, -а α. κορμοί δέντρων ή σανίδες για επίστρωση. II επανατακτικό εργαλείο πυ- πυροβόλου. накатный επ. στρωμένος με κορμούς δέντρων ή με σανίδες. II της περιτύλιξης. II (για ο- οδό) πατημένος. II κυλινδρωτός. накатом επίρ. κυλιστά. накатывание, -Я ουδ. 1 κύλιση. 2 γράψιμο ή σχεδίαση στα γρήγορα. 3 επάλειψη, εκτύπω- εκτύπωση (με κυλινδρική συσκευή). 4 βλ. και накё- тка A ,2 σημ.) . накатывать1 ρ.δ. βλ. накатать. II -ся κυλί- κυλίομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. накатать. напитывать2р.δ. βλ. накатить3 II -ся βλ. накатиться! накачЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- качаННЫЙ, βρ: -Чан, -а, -О. 1 αντλώ· γεμίζω αντλώντας· - ВОЛЫ αντλώ νερό· - бочку ВОДЫ γεμίζω με την αντλία ένα βαρέλι νερό. II φου- φουσκώνω, γεμίζω με αέρα' - Велосипедную каме- камеру φουσκώνω τη σαμπρέλα του ποδηλάτου" шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. 2 μτφ. με- μεθώ, ποτίζω κάποιον. 3 μτφ. βάνω στο νου κά- κάποιου, εξηγώ, δίνω να καταλάβει, γεμίζω το κεφάλι. II εκφρ. не было печйли, (так) черти -ЛИ (απλ.) καλά ήμασταν στην ησυχία μας, η έρμη τύχη τά 'φέρε έτσι. II -СЯ 1 κουνιέ- κουνιέμαι, λικνίζομαι, τραμπαλίζομαι. 2 μτφ. πα- ραπίνω, σουρώνω, γίνομαι- τάπα στο μεθύσι. накачивание, -Я ουδ. 1 άντληση. II φούσκω- φούσκωμα. 2 μέθυσμα. 3 νουθέτηση. накачивать(ся) ρ.δ. βλ. накачать(ся). накачка, -и θ. άντληση. накашивать ρ.δ. βλ. накосить. II -ся κοσί- ζομαι· θερίζομαι. Наквасить, -вашу, -ВИСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наквашенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. αλατίζω, κάνω τουρσί' - бочку капусты яа зиму αλατίζω ένα βαρέλι κραμβολάχανο για το χειμώνα·. наквашивать р.δ. βλ. наквасить. II -ся α- αλατίζομαι. накидать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- кйданный, βρ: -дан, -а, -о ρίχνω, γεμίζω* - кучу камней ρίχνω ένα σωρό πέτρες· - ПОЛ- ПОЛНЫЙ ящик угля γεμίζω ένα κασόνι κάρβουνα. накидка, -И θ. επενδύτης χωρίς μανίκια, ε- πινώτιο, περιώμιο, μπέρτα, τίελερίνα. II ε- επίθεμα ηροσκέφαλού (σε στρωμένο κρεβάτι)· - круяевая επίθεμα δαντελωτό. II αύξηση, υ- υπερτίμηση, ύψωση της τιμής. накидной επ. 1 ριχτός· ~ая сеть ριχτό δί- (χτυ· - плащ ριχτό αδιάβροχο. 2 της ανατίμη- ανατίμησης, της υπερτίμησης. накидывание, -я ουδ. ρίψη, ρίψιμο. II ε- πίρριψη. накидывать'1 р.δ. βλ. накидать. II -ся ρί- ρίχνομαι . накидывать*ρ.δ. βλ. накинуть. II -ся βλ. (накинуться. Накинуть ρ.σ.μ. 1 βλ. брОСИТЬ. 2 αυξαίνω, υπερτιμώ, ανατιμώ, ακριβαίνω.II -СЯ 1 βλ.брб- СИТЬСЯ. 2 υπερτιμούμαι, ανατιμούμαι, ακρι- ακριβαίνω. накипать, -ает р.δ. βλ. накипеть. накипеть, -ПИТ р.σ. 1 βγάζω αφρό, αφρίζω' βράζω. II κατακαθίζω, επικάθομαι στα τοιχώ- τοιχώματα (κατά το βράσιμο). 2 μτφ. κατέχομαι α- πο σφοδρό πάθος, έχω οργασμό ή έξαψη· -Л0 В душе έβραζε μέσα του· ОН ИЗЛИЛ всё, ЧТО -ло*у него на сердце ξέσπασε ό,τι είχε μέ- μέσα του · НАКИПЬ, -И θ. 1 αφρός βράζοντος υγρού· СНИ- мать - ξαφρίζω. II κατακάθια στα τοιχώματα του δοχείου' ОТЧИСТИТЬ котёл ОТ -И καθαρίζω το λέβητα απο τα κατακάθια. 2 μτφ. αναβρα- αναβρασμός. НакИПЯТЙТЬ, -ЯЧу, -ЯТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. накипячённый, βρ: -чён, -чена, -ό βρά- βράζω· - МОЛОКО βράζω γάλα. наклад, -а α. ζημιά, βλάβη, κακό· бЫТЬ (остаться) В -е ξοδεύω στα χαμένα. наклйдистый επ., βρ: -диет, -а, -о ανώφε- ανώφελος, ανεπικερδής, επιζήμιος. накладка, -И θ. 1 εναπόθεση, τοποθέτηση.2 φενάκη, περούκα. 3 (τεχ.) εξάρτημα επιτιθέ- επιτιθέμενο. 4 πλάκα. накладно επίρ. επιζήμια, ανώφελα, ανεπι- κερδώς.
нак 647 нак накладной επ. τοποθετημένος, θετός, βαλ- βαλτός, βαλμένος· επιθετημένος, επίθιετος. накладывание, -Я ουδ. 1 τοποθέτηση, βάλ- σιμο. 2 χτύπημα, δάρσιμο· ξυλιά. накладывать р.δ. βλ. наложить. II -ся το- τοποθετούμαι κλπ. р.. ενεργ. φ. βλ. наложить. накланяться р.σ. υποκλίνομαι πολύ. II τα- ταπεινά παρακαλώ, προσκυνώ, φιλώ τα πόδια. наклйсть, -ладу, -ладёшь, παρλθ. χρ. на- наклал, ~ла, -ло р.σ. (απλ.) βλ. наложить (% 5' σημ.). наклёв, -а α. σπάσιμο του αβγού με το ράμ- ράμφος καθώς και το σπασμένο μέρος αυτού. наклевёть, -ЛЮёТ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. На- клёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (για πτη- πτηνά) 1 ραμφίζω. 2 τσιμπώ, χαλνώ, βλάπτω* ВЙШНГО τσιμπώ τα βύσινα. II -СЯ παρατρώγω, ραμφίζω αρκετά. наклеветать, -вешу, -вёщешь р.σ. κατασυ- κατασυκοφαντώ. наклёвывать(ся) р.δ. βλ. наклевать( ся). κ. наклюнуть(ся) наклеивание, -я ουδ. (επι)κόλληση. наклёивать(ся) р.δ. βλ. наклёить(ся). наклеить, -его, -ёишь ρ.σ.μ. (επι)κολλώ· - марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φά- κελλο. II -ся κολλώ· картина] хорошо -лась η εικόνα καλά κόλλησε. наклейка, -и θ. (επι)κόλληση· - этикётов на коробки η κόλληση ετικετών στα κουτάκια. || ετικέτα, χαρτί κολλητό, Ι] ( θεατρ.) πρόσθε- πρόσθετο, κολλητό (για γένεια, μουστάκια κ.τ.τ.). наклеЙМЙТЬ, -МЛГО, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наклеймённый, -мён, -мена, -мено р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) βλ. клеймить A σημ.).' наклейной επ. κολλητός, επικολλημένος. наклёп, ~а α. (παλ.) διαβολή, κακολογία, δυσφήμηση· συκοφαντία. наклепать? -аго, -аешь κ. -еплго, -ёплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наклёпанный, βρ: -пан, -а, -Ο ρ.σ.μ. πριτσινάρω, επιγυρώνω. наклепать? -еплго, -ёплешь, р.σ. (απλ.) βλ. наклеветать. наклёпка, -и θ. βλ. клёпка. наклёпывание, -я ουδ. βλ. клёпка. наклёпывать р.δ. βλ. наглепатьг II -ся πρι- τσινάρομαι, επιγυρώνομαι. накликать, -йчу, -йчешь р.σ.μ. προμηνύω, προοιωνίζομαι κακό" κακομελετώ (κι έρχεται). накликать κ. накликивать р.δ. βλ. накли- накликать. наклон, -а α. κλίση, επίκλιση· κάμψη· πλα- πλαγιά (βουνού). II εκφρ. Β - με κλίση, λοξά, πλάγια. наклонение, -я ουδ. 1 κλίση, κάμψη, λύγι- λύγισμα· σκύψιμο, γέρμα· - ГОЛОВЫ γέρμα του κε- κεφαλιού. 2 (γραμμ.) έγκλιση" ИЗЪЯВЙтельное - οριστική έγκλιση· повелительное - προστα- προστακτική έγκλιση. наклонить, -лоню, -лбнишь, παθ.μτχ.ίπαρλθ. χρ. наклонённый, βρ·. -нён, -ненё, -нено" р. σ.μ. κλίνω, κάμπτω, λυγίζω* σκύβω, γέρνω* - голову γέρνω το κεφάλι. II -СЯ κλίνω, γέρ- γέρνω. Ηλπ. ρ. ενεργ. φ. - ПОЛНИТЬ платок σκύ- σκύβω να πάρω το μαντήλι* прибрежные ивы -лись над ВОДОЙ οι ιτιές της ακροποταμιάς έγει- έγειραν κατά το νερό. наклонка, -и θ: в -у κεκλιμένα, σκυφτά· МЫТЬ ПОЛ В -у πλένω το πάτωμα σκυφτά. наклонно επίρ. κεκλιμένα, σκυφτά κλπ. επ. наклонность, -и θ. 1 κλίση, ροπή, τάση. 2 πλθ. -И έξεις, συνήθειες. наклонный επ., βρ: -онен, -онна, -онно. 1 κεκλιμένος, επικλινής, γυρτός, γερμένος*-ое положение επικλινής θέση· -ая плоскость ε- επικλινές επίπεδο' κατωφέρεια. 2 μτφ. επιρ- επιρρεπής. II εχφρ. катиться по -ой плоскости παίρνω τον κατήφορο, ξεπέφτω ηθικά, παίρνω κακό δρόμο. наклонять(ся) р.δ. βλ. наклонйть(ся). наклюкаться р.σ. (απλ.) τα κοπανώ, σουρώ- σουρώνω, σβανάρω· μπεκρουλιάζω. наклюнуть, -нет р.σ.μ. ραμφίζω, σπάζω το τσόφλι του αυγού με το ράμφος. II -СЯ ραμφί- ραμφίζω, σπάζω* цыплёнок -лея το πουλάκι βγήκε απο το τσόφλι. II μτφ. (για μπουμπούκι) βγαί- βγαίνω, σκάζω, ανοίγω. II μτφ. παρουσιάζομαι, ξε- ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι απρόοπτα. накляузничать р.σ. βλ. кляузничать. наковальня, -И θ. 1 αμόνι, άκμονας· между МОЛОТОМ И -ей μεταξύ σφύρας και άκμονα. 2 (ανατ.) άκμονας! αυτιού. 3 άκμονας καψουλιού. » наковать, -кую, -куёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накованный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.σ.μ. σφυ- σφυρηλατώ, χαλκεύω, δουλεύω, κατασκευάζω. П στερεώνω με σφυρηλάτηση. наковывать р.δ. βλ. НЭКОВЙТЬ. II -СЯ σφυ- σφυρηλατούμαι, χαλκεύομαι, δουλεύομαι. наковыривать р.δ. βλ. наковырять. наковырЙТЬ р.σ.μ.,.παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наковырянный, βρ: -рян, -а, -О. 1 σκαλεύω, σκαλίζω· βγάζω. 2 μτφ. κακοφτιάχνω. накожник, -а α. είδος τσιμπουριού. накожный επ. δερματικός· -ая болезнь δερ- δερματική νόσος· -ая СЫПЬ δερματικό εξάνθημα. накокетничаться ρ^σ. (με σημ. πολύ) βλ. кокетничать Накоксовать ρ.σ.μ. βλ. (με σημ. πολύ) 0λ. коксовать. наколачивать р.δ. βλ наколотить. II -ся χτυπιέμαι, καρφώνομαι. II σπάζω. наколдовать ρ.σ.μ. (με σημ. πολύ) βλ. КОЛ-
648 нак довать. наколдовывать р.δ. βλ. наколдовать. наколенник, -а α. επιγονάτιο· -и у врата- вратаря επιγονάτια του τερματοφύλακα. наколенный επ. επιγονάτιος. Наколка, -И θ. 1 στερέωση, καρφίτσωμα. 2 διακόσμημα καρφιτσωμένο· кружевая - δαντε- δαντελωτό καρφιτσωμένο διακόσμημα. 3 κεφαλοκορ- δέλα" κεφαλοπάνι, γεμενί. наколобродить, -о'жу, -о'дишь ρ.σ. (απλ.)α- ταχτώ πολύ" κάνω ζημιές. Наколотить, -лочу, -Л0гишь,1яо8. μτχ. παρλθ. χρ. наколоченный, βρ: ~чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 χτυπώ, περνώ, βάζω· - обручи на кадку βά- βάζω στεφάνια στο καδί. 2 καρφώνω, μπήγω, χτυπώ1 - вывеску καρφώνω πινακίδα* - Β стену гвоздей χτυπώ καρφιά στον τοίχο. 3 σπάζω, θραύω, θρυματίζω1 - посуды σπάζω τα σκεύη; 4 θηρεύω, χτυπώ, σκοτώνω πολλά. 5 ξυλοκοπώ, δέρνω πολύ. 6 μτφ. αποταμιεύω, συ- συγκεντρώνω, μαζεύω, εξοικονομώ. Наколоть? -КОЛИ, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нако'лотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ. 1 βλ. колоть! 2 καρφώνω* καρφιτσώνω, στεριώνω· - На доску флажки καρφώνω στο σανίδι σημαιού- λες· - на ШЛЙпу цветы καρφιρσώνω λουλούδια στο καπέλο. 3 φτιάχνω τρυπώντας· - на бу- бумаге рисунок φτιάχνω στο χαρτί σχέδιο με τρυπίτσες. 4 σκοτώνω διατρυπώντας (πολλά ζώα, πτηνά). НаколОГЬ2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. на- КОЛОТЬ),1 βλ. колоть2 (με σημ. ποσοτική). II -СЯ κεντιέμαι, σουφλίζομαι· - На иго'лку μου μπήκε βελόνι. наколошматить, -чу, -ТИШЬ, παθ.μτχ.παρλθ. наколошмаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ξυλοφορτώνω, μπαγλαρώνω, δέρνω γερά. наколупать ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. наковырять. наколупывать р.δ. βλ. наковырять. накомандоваться, -дуюсь, -дуешься р.σ. διοικώ πολύ χρόνο. накомарник, -а α. κουνουπιέρα κεφαλιού. накомкать р.σ.μ. (με σημ. ποσοτική) βλ. комкать (ισημ,). наконец επίρ. κ. παρνθ. λ. 1 τελικά, στο τέλος, στα τελευταία. 2 επιτέλους, τέλος πά- πάντων (για ικανοποίηση, αγανάκτηση, ανυπο- ανυπομονησία κ.τ.τ.)· уЙТЙ же ТЫ - φύγε επι τέ- τέλους· он догадался ~ επί τέλους το μάντε- μάντεψε· —то Я увидел тебя επί τέλους σε είδα. Наконечник, -а α. ακή, αιχμή, μύτη άκρη· - КОПЬЙ η αιχμή του ακοντίου1 - стрелы η αιχμή του βέλους1 металлический - μεταλλική άκρη. Ι! προφυλακτήρας (ακής). Накопать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- копанный, βρ: -пан, -а, -о σκάβω πολύ· ЯМ σκάβω λάκκους. II ανορύσσω· εξορύσσω, ε- εξάγω, βγάζω· - мешок карТОШКИ βγάζω ένα τσουβάλι πατάτες. накопировать, -руго, -руешь ρ.σ.μ. (με σημ. ποσοτική) αντιγράφω, βγάζω με καρμπόν. накопитель, -Я α., -ца, -Ы θ. αποταμιευ- αποταμιευτής, οικονόμος, -α. накопительский επ. αποταμιευτικός" -ая ЖАДНОСТЬ αποταμιευτική απληστία. накопить, -ОПЛГО, -ОПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накопленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (εν)αποταμιεύω· οικονομώ* - деньги μα- μαζεύω χρήματα. 2 μτφ. αποκτώ' συλλέγω, συσ- συσσωρεύω· - Опыт αποκτώ πείρα* - МНОГО зна- знаний αποκτώ πολλές γνώσεις· - дел συσσωρεύω υποθέσεις. II -СЯ αποκτιέμαι· συσσωρεύομαι, μαζεύομαι- -лея ОПЫТ αποκτήθηκε πείρα*за шкафом -лась много пыли πίσω απο τη ντου- ντουλάπα μαζεύτηκε πολύ σκόνη. накопление, -Я ουό. 1 (εν)αποταμίευση, οι- οικονομία. 2 απόκτηση* συσσώρευση, μάζεμα, συ- συγκέντρωση* ~ капитала συσσώρευση κεφαλαί- κεφαλαίου* источники -Я πηγές συσσώρευσης* - о'пы- та, знаний απόκτηση πείρας, γνώσεων. накоплять(ся) р.δ. βλ. накопйть(ся). накоптить, -ПЧу, -ПТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накопчённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. σ.μ. 1 (με σημ. ποσοτική) βλ. КОПТИТЬ. 2 κα- καπνίζω, βγάζω, αφήνω καπνιά. накормить, -ормлго, -о'рмишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накормленный, βρ: -лен, -лена,-о ρ.σ. βλ. кормить A σημ.). Накоротке επίρ. (απλ.) γρήγορα, σύντομα.II για λίγο (χρόνο). II κοντά, πλησίον. II εκφρ. - С кем έχω στενές σχέσεις με κάποιον. накоротко επίρ. (απλ.) γρήγορα, σύντομα. накорчевать, -чую, -чуешь, παθ. μτχ. παρ\θ. χρ. накорчёванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. ξεριζώνω1 - пней ξεριζώνω πρέμνα. накорчёвывать р.δ. βλ. накорчевать. II -ся ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι. накОС, -а α. θερισιά, θερισμός, κόσισμα. накосить, -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накошенный, βρ: -шен,~а, -о θερίζω* - травы κοσίζω χόρτο* - стог сена κοσίζω μια θημωνιά χόρτο. накОСТНИЦа, ~Ы θ. οστεοσάρκωμα. накостный επ. στο οστό, στο κόκκαλο* -ая Опухоль οστεόφυμα. накостылйть р.σ. (απλ.) ματσουκώνω, χτυ- χτυπώ με το ματσούκι* χτυπώ στο σβέρκο. накось επίρ. λοξά, στραβά, πλάγια. накрадывать р.δ. βλ. накрасть. II -ся κλέ- κλέβομαι. накраивать ρ.δ. βλ. накроить. II -ся κό- κόβομαι.
нак 649 нак накрапывать р.δ. σταλαματίζω· -ает ДОЖДЬ πέφτουν σταλαματιές βροχής. Йакр£сить, -Йшу, -асишь , παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накрашенный, βρ: -шен, -а, -о. 1 βάφω· - ГубЫ, брОВИ βάφω τα χείλη, τα φρύδια. 2 (με σημ. ποσοτική") βάφω· - ЯИЦ βάφω αυτά. II -ся βλ. краситься. накрасть, -раду, -радёшь, παρλθ. χρ. на- накрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накра- денный, βρ: -ден, ~а, -о, επι,ρ. μτχ. накра- накради κ. Накрав р.σ.μ. (με σημ. ποσοτική) βλ. красть. · накрахмалить р.σ.μ. κολλαρίζω (απλώς ή με σημ. ποσοτική)· - бельё κολλαρίζω ασπρόρου- χα" - ВОРОТНИЧКОВ κολλαρίζω γιακαδάκια. накрашивать(ся) р.δ. βλ. накрасить(ся). накренйть(ся) р.σ. βλ. кренйть(ся). накренять(ся) ρ.δ. βλ. кренйть(ся). накрепко επίρ. 1 πολύ γερά, στέρεα, σφι- σφιχτά. 2 αυστηρά, κατηγορηματικά, αποφασιστι- αποφασιστικά· ЭТО - запрещено αυτό αυστηρά απαγορεύε- απαγορεύεται . накрест επίρ. σταυρωτά· навязать платок - δένω το μαντήλι σταυρωτά· сидеть ногами κάθομαι σταυροπόδι· СЛОЖИТЬ - διπλώνω σταυ- σταυρωτά. накричать, -чу, -ЧЙШЬ р.σ. φωνάζω, κραυ- κραυγάζω. II μαλώνω με υψωμένη τη φωνή. II διαδί- διαδίδω, λέγω πολλά, κάνω ντόρο. II -СЯ φωνάζω πολύ. накроить, -рою, -ройшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накроенный, βρ: -роен, -а, -о р.σ.μ. κό- κόβω πολλά (για ράψιμο). накромсать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. на- накромсанный, βρ: -сан, -а, -О κομματιάζω; τε- τεμαχίζω* - хлеба κομματιάζω το ψωμί1 - матё- рии κομματιάζω το ύφασμα. накропать ρ.σ.μ. (ειρν.) συνθέτω, γράφω αδέξια. накрошить, -ошу, -ОШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накрошенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ. 1 τρίβω, θρυμματίζω' κόβω σε μικρά κομματάκια· ψιλοκόβω· - хлеб ВО ЩИ κόβω και ρίχνω κομ- κομματάκια ψωμί στην κραμβολαχανόσουπά* - та- табаку τρίβω ή κόβω καπνό. 2 κάνω ψίχουλα· γε- γεμίζω με ψίχουλα· - на СТОлё γεμίζω το τρα- τραπέζι με ψίχουλα. накружиться, -жусь, -ужиться р.σ. στριφο- στριφογυρίζω πολύ. накрутить, -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накрученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 τυλίγω, περιστρέφω, μαζεύω1 - НЙТку на ка- тушку μαζεύω την κλωστή στο καρούλι. II βι- βιδώνω, στρίβω· βιδώνω το παξιμάδι στο μπου- μπουλόνι. 2 (με σημ. ποσοτική)" φτιάχνω στρί- στρίβοντας· - Верёвок φτιάχνω πολλές τριχές. 3 ντύνω, φορώ πολλά ρούχα, στολίδια κ.τ.τ. 4 μτφ. επινοώ, εφευρίσκω, φτιάχνω. II γράφω ή λέγω πολλά, πολύπλοκα ή μπερδεμένα, μπερ- μπερδεύω στα λόγια ή στα γραπτά. II εκφρ. - ХВОСТ кому μαλώνω γερά, βάζω πόστα, κατσαδιάζω. II -СЯ 1 τυλίγομαι, περιστρέφομαι, μαζεύομαι.ΙΙ βιδώνομαι. 2 μτφ. φροντίζω, γυρίζω πολύ. накручивать р.δ. βλ. накрутить. II στρίβω., περιστρέφω· - усы στρίβω τα μουστάκια* ручку περιστρέφω τη λαβή. II -СЯ βλ. на- накрутиться Aι ση μ.). накрывать(ся) ρ.δ. βλ. накрыть(ся). накрытие, ~я ουδ. (στρατ.) στόχος· сна- снаряд попал под - το βλήμα έπεσε πάνω στο στό- στόχο· накрыть, -рою, -роешь р.σ.μ. 1 (επικαλύ- (επικαλύπτω, σκεπάζω* - лицо платком σκεπάζω το πρό- πρόσωπο με το μαντήλι· - СТОЛ СКЙтертью στρώ- στρώνω το τραπέζι. II καλύπτω ολοσχερώς. 2 συλ- συλλαμβάνω, πιάνω ξαφνικά, απρόοπτα, επιτόπου. 3 βάλλω ακριβώς στο στόχο, βουλώνω.II εκφρ. - завтрак, обед, ужин ή - завтракать, обе- обедать, ужинать ετοιμάζω το πρόγευμα,το γεύ- γεύμα, το δείπνο. II -СЯ καλύπτομαι, σκεπάζο- σκεπάζομαι· ρίχνω επάνω. II (παλ.) σκεπάζω το κεφά- κεφάλι, φορώ καπέλο. II (προστκ.) накрОЙСЬ καπε- λώσου (παράγγελμα στον τσαρικό στρατό). *нактоуз, -а α. (ναυτ.) κουτί πυξίδας. накувыркаться ρ.δ. (|*е σημ. πολύ) βλ. ку- веркаться. накуковать, -кукует р.σ.μ. (για δεισι- δαίμονες) προλέγω πόσα χρόνια θα ζήσει κά- κάποιος, φωνάζοντας „κούκου". накукситься, -укшусь, -уксишься р.σ. απλ.. στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι, χαλάει η καρ- καρδιά μου, η διάθεση. * накупать(ся) ρ.δ. βλ. накупйть(ся). Накупать! ρ.σ.μ. λούζω πολύ· - детей в ва- не κάνω μπάνιο τα παιδιά στη μπανιέρα. II -СЯ κάνω πολύ μπάνιο. накупить, -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накупленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. αγοράζω* ψωνίζω (πολύ)· она -ла хлеба αυτή αγόρασε πολύ ψωμί· ОН -ЙЛ ворох КНИГ αυτός αγόρασε ένα σωρό βιβλία. II -ся 1 αγοράζω· ψωνίζω πολύ. 2 έρχομαι σε προστριβές, συ- συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια. накуражиться р.σ. (με οργν.)· με σημ. πο- πολύ· βλ. куражиться. накуренный επ. απο μτχ. με σημ. κατηγ.Ηβ- курено γέμισε καπνό· в комнате накурено το δωμάτιο γέμισε καπνό. накуривать(ся) ρ.δ. βλ. накурйть(ся). НакурЙТЬ, -урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накуренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ. (με οργν.)|. 1 καπνίζω, γεμίζω με καπνό τσιγάρων,
ανταριάζω με το κάπνισμα* - В ко'мнате αντα- ριάζω το δωμάτιο με το κάπνισμα' как здесь накурено! πως αντάριασε εδώ απο, το κάπνι- κάπνισμα! 2 καίω αρωματική ουσία· - ладаном λι- λιβανίζω. 3 (με σημ. πολύ) αποστάζω, βγάζω με απόσταξη. И -СЯ καπνίζω πολύ. накуролесить, ~ёшу, -ёсишь ρ.σ. (απλ.) α- ταχτώ πολύ, κάνω πολλές αταξίες, διαβολιές. накусать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- накусанный, βρ: -сан, -а, -О. 1 κατακεντρίζω, κατατσιμπώ, κατατρώγω* комары -ЛИ ЛИЦО τα κουνούπια με κατάφαγαν στο πρόσωπο. 2 κομ- κομματιάζω, κόβω με τα δόντια. накусывать ρ.δ. βλ. накусать. II -ся κατα- κεντρίζομαι. накутать р.σ.μ. κουκουλώνω* ντύνω βαριά. И -СЯ κουκουλώνομαι* ντύνομαι βαριά. накушаться р.σ. 1 βλ. наесться. 2 (παλ.) πίνω (καφέ, τσάι κ.τ.τ.). налавливать(ся) βλ. наловйть(ся). налагать р.δ. βλ. наложить D σημ.). II -ся επιβάλλομαι. наладить, -лажу, -ладишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о р.δ.μ. 1 διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. II ρυθμί- ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ* στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά* - работу ρε- ρεγουλάρω τη δουλειά* - дел τακιτοποιώ τις υ- υποθέσεις. 2 διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύ- εξομαλύνω. 3 (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω. 4 δια- διαθέτω εαυτόν ψυχικά. 5 (παλ.) κατευθύνω, στρέφω. 6 επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια. II -СЯ 1 ταχτοποιούμαι, κανονίζο- κανονίζομαι., ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν. 3 συ- συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω* -лась ЛИ- са В курЙТНИК ХОДИТЬ συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι. наладка, -И θ. 1 διόρθωση, επανόρθωση, ε- επισκευή. 2 ρύθμιση, ρεγουλάρισμα, κανόνι- κανόνισμα, τακτοποίηση, στρώσιμο. наладочный επ. ρυθμιστικός, κανονιστικός, της τακτοποίησης, του ρεγουλαρίσματος. наладчик, -а α., -ца, -Ы θ. ρυθμιστής, -τρία. налаженность, -И θ. κανονικότητα, τακτο- τακτοποίηση, ρύθμιση, ρεγουλάρισμα. налаженный επ. απο μτχ. κανονικός, ρυθμι- ρυθμικός, ρεγουλαρισμένος, αρμονικός* στρωμένος' -ая жизнь στρωμένη ζωή. налаживание, -я ουδ. βλ. наладка. налаживать(ся) ρ.δ. βλ. наладить(ся). налазиться, -ажусь, -азишься р.σ. σκαρφα- σκαρφαλώνω, αναρριχιέμαι πολύ. налакаться р.σ. 1 πίνω με τη γλώσσα. 2 (απλ.) ακρατοποτώ, παραπίνω, σουρώνω. налакировать р.σ.μ. βλ. лакировать. налакировывать(ся) ρ.δ. рх.лакировать(ся). налакомиться, -млюсь, -мишься р.σ. παρα- τρώγω λιχουδιές, γλυκίσματα. наламывать(ся) р.δ. βλ. наломать(ся). налаяться, -аюсь, -аешься р.σ. 1 γαβγίζω πολύ. 2 μτφ. μαλώνω πολύ, γαβγίζω σαν το σκυλί. налгать, -лгу, -лжёшь, -лгут, παρλθ. χρ. налгал, -да, -ло р.σ. 1 ψευδολογώ, λέγω πολ- πολλά ψέματα, ψεύδομαι ασύστολα. 2 κατηγορώ, α- δικοβγάζω, διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ. налево επίρ. (προς τα) αριστερά* прохожий свернул - ο διαβάτης έστριψε αριστερά* мо- молодёжь идёт - (μτφ.) η νεολαία τραβάει α- αριστερά. II (απλ.) για εκτέλεση (θανατική). 3 (για κέρδος) παράνομα, αθέμιτα, κρυφά. Ι] εκφρ. -! (παράγγελμα) κλίνατ· επ'αριστερά! налегание, -Я ουδ. στήριγμα, ακούμπισμα* - плечом ακούμπισμα στον ώμο. II πίεση. налегать р.δ. βλ. налечь. налегке επίρ. 1 ελαφρά (κατά το βάρος). 2 ελαφρά (ντυμένος). наледь, -Ив. νερό πάνω στον πάγο. II επί- παγος· κρούσταλλο. належать, -жу, -ЖИШЬ р.σ.μ. παθαίνω, βλά- βλάπτομαι απο το πολύ ζάπλωμα ή την ακινησία*- пролежни μουδιάζω, ζενεύω. И -СЯ ξαπλώνω πολύ. налёживать ρ.δ. βλ. належать. налёжка, -И θ. αποτύπωμα σε ύφασμα εξ ε- επαφής με άλλο ύφασμα, ξέβαμμα. налезать р.δ. βλ. налезть. налезть, -ёзет, παρλθ. χρ. налез, -ла, -ло р.σ. 1 (με σημ. ποσοτική) βλ. влезть. 2 κι- κινούμαι προς. II χαμηλώνω, κατεβαίνω* шапка -ла^на НОС η σκούφια κατέβηκε ως τη μύτη. 3 (για ενδύματα, υποδήματα κ.τ.τ.) χωρώ,μπαί- χωρώ,μπαίνω* ЭТИ перчатки не -зут αυτά τα γάντια δε θα μου χωρέσουν. налепить, -еплго, -ёпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налепленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 επικολλώ. 2 (με σημ. ποσοτική) πλάθω. налеплять р.δ. βλ. налепить. 11 ν-ся πλάθο- πλάθομαι. налёт,-а α. 1 εισόρμηση, επίθεση απο τον αέρα. II επέλευση. 2 επιδρομή' - авиации ε- επιδρομή αεροπορίας. II βομβαρδισμός αιφνίδι- αιφνίδιος* артиллерийский - αιφνίδιος βομβαρδισμός πυροβολικού' огневой - αιφνίδια πυρά. 3 αι- αιφνίδια εισβολή, επιδρομή (ιδίως ιππικού). II ληστρική επιδρομή. 4 λεπτό στρώμα (σκόνης κ.τ.τ.), κατακάθι, πάτινα. II ένδειξη, ση- σημείο, σημάδι. 5 (ιατρ.) επίχρησμα, ψευδο- μεμβράνα. II εκφρ. С -ОМ (налету) α) με όλη την ταχύτητα, β) μτφ. στα πεταχτά, πολύ γρή-
нал 651 нал γορα, αμέσως. налетать1 ρ.δ. 1 βλ. налететь. 2 προστκ. -аи (απλ.) πετάζου και πάρε, άρπαζε. налетатьа'р.а^., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- лётанный, βρ: -тан, -а, -о; πετώ, ίπταμαι. II -СЯ πετώ, ίπταμαι. налететь, -лечу, -летишь р.σ. 1 πετώντας πέφτω επάνω, επιπίπτω. Η τρέχοντας με μεγά- μεγάλη ταχύτητα προσκρούω* автомобиль -ёл На столб το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στύλο. II μτφ. συναντώ, τρακάρω' - на подлеца πέ- πέφτω σε παλιάνθρωπο. 2 ορμώ, επιτίθεμαι απο τον αέρα. 3 εισορμώ. II ρίχνομαι λαίμαργα. 4 μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, απειλές κ.τ.τ. 5 (για άνεμο, θύελλα) ενσκήπτω. II καταλαμ- καταλαμβάνομαι, κυριιεύομαι (απο αισθήματα, πάθη κ. τ.τ.). 6 εισβάλλω, πέφτω1 на южные районы -ла саранча στις νότιες περιοχές έπεσε α- ακρίδα. 7 επικάθομαι, συσσωρεύομαι, μαζεύο- μαζεύομαι· на стёкла -ла ПЫЛЬ στα τζάμια κάθησε σκόνη. II συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι απο τα πέριξ. налётный επ. (παλ.) 1 πνέων - ветер о ά- άνεμος που πνέει. 2 βλ. перелётный. Налётчик, -а α., -ца, -Ы θ. ληστής, επι- επιδρομέας. налётывать р.δ. βλ. налетать? налечь, -лягу, -ляжешь, -лягут ,| πάρλα χρ. налёг, -легла, -ло, προστκ. наляг р.σ. 1 στηρίζομαι* ακουμπώ· - на ПОДОКОННИК ακου- ακουμπώ στο κατώφλι του παράθυρου* - на СТОЛ грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος. II πιέζω με το βάρος, πατώ* επικάθομαι. II μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει. 2 πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι* - на Вёсла τραβώ γερό κουπί. II μτφ. εξασκώ ε- επίδραση, πίεση. 3 μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα* - на работу ρίχνο- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά. 4 επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.). II ξαπλώνομαι, ε- επεκτείνομαι, πέφτω' на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε. налив, -а α. 1 χύση, χύσιμο* έκχυση. II γέ- γέμισμα· бутылка ПОЛНОГО -а μποκάλι, γεμάτο. 2 (για καρπούς, κόκκους) φούσκωμα, ζούμωμα. II χυμός, ζουμί. II εκφρ. белый - είδος μη- μηλιάς καθώς και τα γλυκόξινα μήλα της. наливание, -я ουδ. βλ. налив (ΐ,2σημ.). наливать(ся) р.δ. βλ. налить(ся). наливка, -И θ. 1 πλήρωση, γέμισμα* χύσι- χύσιμο, χύση. 2 οινοπνευματώδες ποτό απο φρού- φρούτα· вишнёвая - βυσσινάδα. наливной επ. 1 ρευστός, χυτός. 2 του νε- νερού" του υγρού* -ая мельница υδρόμυλος, νε- νερόμυλος* -о'е колесо υδραυλικός τροχός, -ое судно δεξαμενόπλοιο· πετρελαιοφόρο. 3Ί με έκχυση. 4 (για καρπούς) ώριμος, γινόμενος* ζουμερός. 5 ωραίος, χυτός* ~ые НОЖКИ χυτά πόδια* -ые руки χυτά χέρια. нализаться -лижусь,,-лижешься р.σ. 1 γλύ- γλύφω πολύ. 2 πίνω, μεθώ, τα κοπανώ. налимониться, -нгось, -нишься ρ.σ. (απλ.) γίνομαι στουπί (σκνίπα) στο μεθύσι. налиновать,' -ную, -нуешь' |παθ. μτχ.παρλθ. χρ. налинованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. βλ. разлиновать. II (με σημ. ποσοτική) βλ. линовать. налиновывать р.δ. βλ. налиновать. II -ся διαγραμμίζομαι, χαρακώνομαι, ριγώνομαι. налипать, -ает р.δ. βλ. налипнуть. налипнуть, -нет , παρλθ. χρ. налип, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. налипший ρ.σ. (επι)κολ- (επι)κολλώ* на сапоги -ла грязь στις μπότες κόλλησε λάσπη. II (για ανθρώπους) συγκεντρώνομαι, συ- συναθροίζομαι, μαζεύομαι. налитографировать, -рую, -руешь р.σ.μ. (με σημ. ποσοτική) βλ. литографировать. налитой επ. βλ. наливной D, 5 σημ.). налиток, -тка α. (διαλκ.) ζάρι, κότσι (εσω- (εσωτερικά με μόλυβδο). налить, -лью, -льёшь, παρλθ. χρ. налил, -лила, -ЛИЛО, προστκ. налей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налитый, βρ: налит, -а, -налито р.σ.μ. 1 γεμίζω (με υγρό)' - стакан ЧЙЮ γεμίζω ένα ποτήρι τσάι·- ведро ВОДЫ γεμίζω ένα κουβά νερό. II χύνω, ρίχνω* - ВОДУ В бочку χύνω νε- νερό στο βαρέλι. 2 βλ. -СЯ Cσημ.).1| χύνω, κα- κατασκευάζω* - Пушек χύνω πυροβόλα. II -ся 1 ρέω, τρέχω. 2 γεμίζω (με υγρό)* глаза -ЛИСЬ слезами τα μάτια γέμισαν δάκρυα. II εισρέω- вода -лась В ЛОДКУ το νερό μπήκε στη βάρκα* -ЛОСЬ ВОДЫ В лодку μπήκε νερό στη βάρκα. 3 ^για καρπούς) ωριμάζω* γίνομαι ζουμερός, γε- γεμίζω χυμό" груши уже -ЛИСЬ τα αχλάδια πια έγιναν ζουμερά. II μτφ. χοντραίνω, μεστώνω· она -лась αυτή γέμισε. 4 μτφ. (η σημ. του ρ. αντικατασταίνεται απο τη σημ. του έμμεσου αντικειμένου)" ОНО -лась красотой αυτή о— μόρφηνε πολύ' ГОЛОС -ЛСЯ СИЛОЙ η φωνή δυ- δυνάμωσε πολύ* - кровью κοκκινίζω (απο θυμό, υπερένταση κ.τ.τ.). налицо επίρ. με σημ. κατηγ. είναι εδώ, ε- επί τόπου, προ των οφθαλμών* παρών* все чле- члены собрания были - όλα τα μέλη της συνέλευ- συνέλευσης ήταν παρόντα* фОКТЫ - τα γεγονότα εί- είναι ολοφάνερα (μπροστά.στα μάτια)· улики μαρυρίες χειροπιαστές. наличествовать, -ствуго, -ствуешь р. δ. (γραπ. λόγος) είμαι (βρίσκομαι) παρών. наличие, -я ουδ. παρουσία· ύπαρξη· засе- заседание состоится при -ии кворума η συνεδρί- συνεδρίαση θα γίνει, αν υπάρξει απαρτία. II εκφρ.
нал 652 нам бЫТЬ (оказаться) В -И είμαι, βρίσκομαι, υπάρ- υπάρχων ЩЗИ ~И αν υπάρχει, -χουν. Λналичник, га α. 1 γείσο πόρτας ή παραθυ- παραθυριού. 2 θήκη κλειδιού. наличность, -и θ. 1 βλ. наличие. 2 το υ- υπάρχον (χρήμα, εμπόριο κ.τ.τ.). II εκφρ. быть (оказаться) В -И είμαι, βρίσκομαι, υπάρχω. наличный επ. υπαρκτός, υπάρχων' πραγματι- πραγματικός. II με σημ. ουσ. πλθ. χρήματα, υπάρχοντα χρήματα· ρευστό χρήμα· χρήμα στο χέρι. II εκφρ. - расчёт λογαριασμός σε χρήμα, τοις μετρητοίς· за - расчёт επι αμέσου καταβολής χρημάτων. Н&ЛОбНИК, -а α. (για άλογο) προμετωπίόιο. налобный επ. προμετωπίδιος. наловйть(ся) ρ.σ. βλ. ловйть(ся). наЛОВЧЙТЬСЯ,-уСЬ, -ЙШЬСЯ'р^. αποκτώ πεί- πείρα, δεξιοτεχνία· συνηθίζω. налог, -а α. φόρος (κρατικός)· прямой άμεσος φόρος· косвенный - έμμεσος φόρος· про- прогрессивный - προοδευτικός (βαθμιαίος) φόρος· ПОДОХОДНЫЙ - φόρος εισοδήματος ή επιτηδεύ- επιτηδεύματος' взимать - παίρνω φόρο* обложить -ом επιβάλλω φόρο' - С недвижимых φόρος ακινή- ακινήτων ' Облегчать -И ελαφρύνω το βάρος των φό- φόρων ' уменьшать -И ελαττώνω τους φόρους. налоговый επ. φορολογικός* -ая система το φορολογικό σύστημα' -ые платежи καταβολή (πληρωμή) φόρων' -ая инспекция φορολογική εποπτεία (οικονομική εφορεία)· - агент οι- οικονομικός έφορος. налогообложение, -я ουδ. φορολογία* сис- система -Я σύστημα φορολογίας. налогоплательщик, -а α., -ца, -ы θ. φορο- τελής* φορολογούμενος. налогоспособность, -И θ. δυνατότητα κατα- καταβολής φόρου. налогоспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно φορολογήσιμος, δυνάμενος να πληρώσει φόρο. наложение, -Я ουδ. 1 επίθεση, επιβολή. 2 τοποθέτηση, βάλσιμο. II γράψιμο, θεώρηση. наложенный παθ. μτχ. παρλθ. χρ. του р. на- наложить; στην έκφραση: -ым платежом με αντι- αντικαταβολή . наложить, -ОЖУ,-ОЖИШЬ, παθ. μτχ. πάρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 επιθέτω, επιβάλλω. II θέτω, βάζω, τοποθετώ. 2 καλύπτω, σκεπάζω. 3 γεμίζω, πληρώ. 4 με σημ. ρ. σχηματιζόμενου απο το αντικείμενο· арест на имущество κατάσχω την περιουσία· - запрёт απαγορεύω· - налог φορολογώ· - штраф προστιμάρω· - на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά· - ВОЗ Дров φορτώνω έ- ένα κάρο καυσόξυλα. II γράφω' θεωρώ* - резо- резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση* - визу θεωρώ διαβατήριο, 5 χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω. II εκφρ. - печать (-ТИ) σφρα- σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)· - печать на помещение σφραγίζω οίκημα· - пе- печать на КОГО αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κά- κάποιον* - руку (лапу)'на ЧТО καταχτώ, βάζω κάτω απο την επίδραση μου* - на себя руки αυτοκτονώ. наложница, -Ы θ. (παλ.) παλλακίδα, εταίρα. наложничество, -а ουδ.(παλ^ παλακία. налой, -я α. (απλ. παλ.) βλ. аналой. налокОТНИК, -а α. αγκωνοπροφυλακτήρας. наломать ρ.σ.μ·, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- ло'манный, βρ: -ман -а, -о. 1 (με σημ. πο- ποσοτική) βλ. ломать, II φτιάχνω σπάζοντας. II καταστρέφω, σπάζω. II εξορύσσω σπάζοντας· ;- мрамор βγάζω μάρμαρο. 2 (απλ.) κουράζω μέ- μέλος του σώματος. II Ιεκφρ. - дров (απλ.) κάνω ανοησίες, λάθη. II -СЯ 1 κουράζομαι α- απο την πολλή δουλειά· κόβομαι, τσακίζομαι. 2 κοροϊδεύω, εμπαίζω, περιγελώ πολύ. наломить, -ОМИТ ρ.σ.μ. κοπιάζω, καταπονώ, τσακίζω, κατακουράζω. Налопаться ρ.σ. (απλ.) 1 παρατρώγω φου- φουσκώνω απο το πολύ φαγητό. 2 πίνω πολύ, μεθώ. налощить, -щу, -ЩЙЩЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налощённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ. γυαλίζω, στιλβώνω. налудЙТЬ, -лужу, -лудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (με σημ. ποσοτική) βλ. ЛУДИТЬ. налузгать ρ.σ.μ. ξεφλουδίζοντας γεμίζω με φλούδες. налупить, -уплга, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налупленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) δέρνω γερά, ξυλοφορτώνω, μπαγλαρώνω. налущивать р.δ. βλ. налущить. II -ся ξε- ξεφλουδίζομαι, αποφλοιώνομαι. налущить, -щу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ.παρλθ· χρ. налущённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ. βλ. лущить. налыгач, -а α. (διαλκ.) λουρί ζεύξης απο τα κέρατα, κερατολούρι. нальнуть, -нет ρ.σ. (απλ.) βλ. налипнуть. налюбезничаться ρ.σ. (με σημ. πολύ) βλ. любезничать. налюбоваться, -бугось, -буешься ρ.σ. (με σημ. πολύ) βλ. любоваться. наляпать ρ.σ. (απλ.) 1 λερώνω, πασαλεί- πασαλείφω. 2 κακογράφω, γράφω μουντζούρες. намагнетизировать, -руга, -руешь ρ.σ. μ. (παλ.) υπνωτίζω. намагнитить, -нйчу, -нйтишь, παθ. μτχ. πάρλθ. χρ. намагниченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. μαγνητίζω* - железо μαγνητίζω σίδερο. намагниченность, -И θ. μαγνητικότητα, μα- μαγνητισμός.
нам 653 вам намагниченный επ. απο μτχ. μαγνητισμένος. НамаГНЙЧИВаНИе, -Я ουδ. μαγνήτι,ση. намагничивать р.δ. βλ. намагнитить. II -ся μαγνητίζομαι. *намаз, -а α. ναμάζι, προσευχή μωαμεθανών. намазать, -ажу, -ажешь р.σ.μ. 1 αλείφω· - хлеб маслом αλείφω το ψωμί με βούτυρο* масло на хлеб αλείφω · το ψωμί με βούτυρο. II βάφω· - Губы, Щёки βάφω τα χείλη, τα μαγου- μαγουλά. 2 λερώνω, λεκιάζω. 3 κακογράφω, κακο- φτιάχνω. И -СЯ αλείφομαι. намозка, -И θ. 1 άλειμμα. 2 αλοιφή· фОС- форная - φωσφορική αλοιφή. намазывание, -Я ουό. άλειψη, άλειμμα. намазывать ρ.δ. βλ. намазить. Π -ся αλεί- αλείφομαι . намазюкать ρ.σ. (απλ.) βλ. намазать B, 3 σημ.). II -СЯ 1 λεκιάζομαι, λερώνομαι. 2 κακοβάφομαι, κακοφτιάχνομαι, αδέξια φτιασι- δώνομαί. намалевать, -люто, -люещь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. намалёванный, βρ: -ван, ~а, -о р.σ.μ. κακό ζωγραφίζω. II κακοβάφω, κακοφτ ι ασ ι δώνω. Π -СЯ κακοβάφομαι, κακοφτιασιδώνομαι, κακο- κακοφτ ιάχνομα ι . намалёвывать(ся) ρ.δ. βλ. намалевать(ся). намалывать ρ.δ. βλ. намолоть. II -ся| αλέ- αλέθομαι . намарать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- маранный, βρ: -ран, -а, -о βλ. марать. II κακογράφω, κακοσχεδιάζω. намариновать р.σ.μ. βλ. мариновать. намариновывать р.δ. βλ. мариновать. намасливать р.δ. βλ. намаслить. II -ся λα- λαδώνομαι . намаслить р.σ.μ. αλείφω με βούτυρο ή λάδι· ρίχνω λάδι. намастить, -мащу, -мастйшь, παθ. μτχ. πάρλα χρ. намащённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. (παλ.) τρίβω ή αλείφω με αρωματικές ου- ουσίες. II -СЯ τρίβομαι, αλείφομαι με αρωματι- αρωματικές ουσίες. наматывать(сяI ρ.δ. βλ. намотать(сяI.' наматываться!*ρ.δ. βλ. намотаться:2 намахОТЬ р.σ.μ. (απλ.) εκτελώ στα γρήγορα, άτακτα, τσαπατσούλικα. намахивать ρ.δ. κουνώ (σείω) επίμονα στον αέρα· - платком κουνώ το μαντήλι στον αέρα. II -ся βλ. намахнуться. намахнуться, -нусь, -нёшься р.σ. (απλ.) σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω. намачивание, -Я ουδ. μοΰσκευμα. нама"чивать(ся) ρ.δ. βλ. намочить(ся). намащивать ρ.δ. βλ. намостить. II -ся λι- θοστρώνομαι· επιστρώνομαι. намащивать(ся) ρ.δ. βλ. намастйть(ся). намаять, ~£Ш, -ёешь р.σ.μ. (απλ.) καταπο- καταπονώ, κατακουράζω, ταλαιπωρώ* εξαντλώ. II -СЯ καταπονούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Намедни επίρ. (παλ. κ. απλ.) τις προάλ- προάλλες, πριν λίγες μέρες, αυτές τις μέρες. намеднись επίρ. (διαλκ.) βλ. намедни. намеДНИШНИЙ επ. (διαλκ.) περασμένος, πα- παρελθών . намежевать, -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намежёванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. οροθετώ, βάζω όρια, σύνορα· χωρίζω. намежёвывать ρ.δ. βλ. намежевать. Ι) -ся οροθετούμαι, χωρίζομαι. намёк, -а α. 1 υπαινιγμός, νύξη, παραπε- τριά. 2 μτφ. το υποτυπώδες. намекать ρ.δ. υπαινίσσομαι, υπονοώ, ρίχνω πετριές η πόντους, χτυπώ απ' έξω-απ* έξω. намекнуть р.σ. βλ. намекать. намёливать(ся) ρ.δ. βλ. намелйть(ся). намелить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- мелённый, βρ: -лён, -лена, -лено τρίβω με κιμωλία. Ι! -СЯ λερώνομαι με κιμωλία. намельчить, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. -παρλθ. χρ. намельчённый, βρ: -чён, -чена", -чено р. σ. 1 μ. (με σημ. ποσοτική)· τρίβω, κονιο- κονιοποιώ* - табаку τρίβω καπνό. 2 γράφω ή σχε- σχεδιάζω πολύ λεπτά. наменивать ρ.δ. βλ. наменять. II -ся (με σημ. ποσοτική) ανταλλάσσομαι. наменять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ· (με σημ. ποσοτική). 1 ανταλλάσσω. 2 χαλνώ, κάνω ψιλά· - на рубль мелочи κάνω ένα ρούβλι ψιλά, (λιανά, λιανώματα). намереваться ρ.δ. προτίθεμαι, διατίθεμαι, σκοπεύω" διανοούμαι, σχεδιάζω· θέλω. намерен, -а, -Ο επ. (με σημ. κατηγ.) έχω •κοπό, σκοπεύω, είμαι διατεθημένος κλπ. ρ. βλ. намереваться; быть - είμαι διατεθημέ- διατεθημένος· что вы -Ы делать?τι σκοπεύετε να κάνε- κάνετε; намерение, -я ουδ. σκοπός, διάθεση* πρόθε- πρόθεση· απόφαση* угадать ЧЬё-Н. - μαντεύω τη διάθεση κάποιου* благие -Я αγαθές διαθέσεις· от -я ДО исполнения далеко απο την πρόθεση ως την εκτέλεση είναι μακριά' его -Я не удались οι σκοποί του δεν πέτυχαν*упорство- πέτυχαν*упорствовать В своём -И επιμένω στην απόφαση μου. II εχφρ. без (ВСЯКОГО) -Я χωρίς (καμιά) πρόθε- πρόθεση* С -ем σκόπιμα. Намеренно επίρ. σκόπιμα, εσκεμμένα, απο σκοπού· με πρόθεση, επίτηδες, επι τούτου. намеренный επ. σκόπιμος, εσκεμμένος* προ- προμελετημένος, προσχεδιασμένος. намерзание, -Я ουδ. 1 επιπάγωση. 2 ξεπά- γιασμα, μάργωμα. намерзать, -ает ρ.δ. 1 επιπαγώνω. 2 ξειτα-
нам 654 нам γιάζω, μαργώνω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. намерить р. σ. (με.σημ. ποσοτική) μετρώ* - мешок муки μετρώ ένα τσουβάκι αλεύρι· 40 Метров ПОЛОТНа μετρώ 40 μέτρα ύφασμα. намертво επίρ. θανάσιμα, θανατηφόρα. II πο- πολύ στέρεα. намерять р.δ. βλ. намерить. II -ся μετριέ- μετριέμαι . намесить ρ.σ. (με ποσοτική σημ.) βλ. ме- сйть. намести, -мету, -метёшь, παρλθ. χρ. на-, мёл, -мела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. намётший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наметённый, βρ: -Тён, -тена, -тено р.σ.μ. 1 (με ποσοτική σημ.) σα- σαρώνω, σκουπίζω* μαζεύω τα σκουπίδια" - кучу мусора μαζεύω ένα σωρό σκουπίδια. |2 (γιαά- νεμο) μαζεύω, συγκεντρώνω παρασέρνοντας. наместник, -а α. 1 (παλ.) αντικαταστάτης, τοποτηρητής. 2 (παλ.) στρατιωτικός διοικη- διοικητής περιοχής. 3 κυβερνήτης απόμακρης περιο- περιοχής, αρμοστής. 4 υφηγούμενος, πάρεδρος η- ηγουμένου μοναστηριού. Наместница, -Β β, Ι υφηγουμένη μοναστη- μοναστηριού. 2 η σύζυγος του στρατιωτικού διοικη- διοικητή ή του κυβερνήτη. наместничать р.σ. (παλ.) είμαι τοποτηρη- τοποτηρητής κλπ. ουσ. наместник, -ца. наместнический επ. του τοποτηρητή, του κυβερνήτη κλπ. ουσ. βλ. наместник, ~ца. наместничество, -а ουδ. το αξίωμα του το- τοποτηρητή, κυβερνήτη, στρατιωτικού διοικητή. И περιοχή διοικητική. наместо επίρ. (παλ. κ. απλ.) βλ. вместо. намёт, -а α. 1 (απλ.) σκουπίδια. 2 (πάλ.) φτωχόσπιτο, σπιτοκάλυβο. 3 δίχτυ αλιευτικό. 4 δ.ίχτυ θηρευτικό πτηνών. 5 επίρ. -ётом με καλπασμό, καλπάζοντας. И εκφρ. Β - με καλ- καλπασμό, καλπάζοντας. намётанность, -и θ. συνήθεια, εξάσκηση, πείρα. намётанный επ. απο μτχ. συνηθισμένος, ε- εξασκημένος, πεπειραμένος. наметать1 ρ.δ. βλ. намести. II -ся (για σκου- σκουπίδια) μαζεύομαι, συσσωρεύομαι. намеТЙТЬ? -ечу, -ёчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намётанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. 1 ρίχνω, πετώ. 2 ωοτοκώ. 3 συνηθίζω, εξασκώ. II -СЯ συνηθίζω, εξασκούμαι. наметать3ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ· χρ. на- мётанный, βρι -тан, -а, -о βλ. метать® наметить1, -ёчу, -ётишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 σημαδεύω, σκοπεύω, βάζω στο σημάδι. II ση- σημειώνω, μαρκάρω. II προσδιορίζω. 2 σκι- σκιαγραφώ, σχεδιάςω πρόχειρα, προσχεδιάζω. II -СЯ σημειώνομαι. наметить1? -ёчу, -ётишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.. намеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 σημαδεύω, βάζω σημάδι διακριτικό. 2 τρυπώ- τρυπώνω (ράβω πρόχειρα). 3 διαγράφω, περιγράφω' προσχεδιάζω. Ч -СЯ σημειώνομαι, σημαδεύο- σημαδεύομαι. II διαγράφομαι, καθορίζομαι προκαταρτι- προκαταρτικά. Намётка'? -И θ. (ραπτ.) τρύπωμα. II κλωστή τρυπώματος. намётка'? -И θ. σκιαγράφημα, σχέδιο σε γε- γενικές γραμμές, προσχέδιο. намётка^ -И θ. αλιευτικό δίχτυ. намётка1} -И θ. κοντάρι βυθομέτρησης. намётОЧНЫЙ επ. του τρυπώματος· -ая НЙТка κλωστή τρυπώματος. намётывание", -я ουδ. βλ. намётка1 намётывание? -я ουδ. βλ. намётка? намётывать1 р.δ. βλ. наметать2. II -ся ρί- ρίχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. наметать)? намётывать2ρ.δ. βλ. наметать* II -ся τρυ- πώνομαι (ράβομαι πρόχειρα). намечать(сяУ" ρ.δ. βλ. намётить(ся)'1. намечать'2 р.6. βλ. наметить? II -ся προϋ- ποτίθεμαι, προβλέπομαι, σημαδεύομαι, προ- προσχεδιάζομαι . намечтаться р.σ. ονειροπολώ, ρεμβάζω πολύ. (намешёть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- мёщанный, βρ: -шан, -а, -о ρίχνω, προσθέ- προσθέτω ανακατώνοντας· - муки В молоко ανακα- ανακατεύω αλεύρι στο γάλα. р.δ. βλ. намесить. намешивать ρ.δ. βλ. намешать. И -СЯ ανα- ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι. намиловаться, -луюсь, -дуешься р.σ. (λκ. ποίηση) αλληλοχαϊδεύομαι, αλληλογλυκαίνομαι. намин, -а α. (για ζώα) πληγή, πλήγιασμα απο τ$> ι βή . наминать р.δ. βλ. намять. II -ся πατιέμαι, ζουπίζομαι1 ζυμώνομαι. II τσαλαπατιέμαι. Наминка, -И θ. πληγή στην οπλή ζώου. намного επίρ. κατά πολύ* он - старше меня αυτός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος την ηλι- ηλικία απο μένα· ОН - моложе меня αυτός είναι κατά πολύ νεότερος απο μένα. намоГЙЛЬНЫЙ επ. επιτάφιος, επιτύμβιος" крест επιτάφιος σταυρός* - памятник επιτύμ- επιτύμβιο μνημείο. намозолить р.σ.μ ροζιάζω. II εκφρ. - гла- глаза ενοχλώ με την παρουσία. намокание, -Я ουδ. μούσκευμα, διάβρεξη. намокать р.δ. βλ. намокнуть. намокнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. намок, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. намокший ρ.σ. μουσκεύω, διαβρέχω. намОЛ, -а α. άλεσμα· άλεση. намолачивание, -я ουδ. βλ. намол.
вам 655 нал намолачивать р.δ. βλ. намолотить. II -ся αλέθομαι. намолотить -очу, -ОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намолоченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ. σ. μ. αλέθω· - мешок ШПенЙЦЫ αλέθω ένα τσου- τσουβάλι σιτάρι. намоЛОТЬ, -мелю, -мелешь, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. намолотый, βρ: -лот, -а, -о р.σ.μ. 1 αλέθω* τρίβω, κόβω* - мешок муки αλέθω ένα σακκί αλεύρι' - кофе τρίβω καφέ. 2 κουτσο- μπολεΰω' φλυαρώ' αεροκοπανίζω. намолчаться, -чусь, -чишься р.σ. σιγώ, σи- ωπώ για πολύ χρόνο. намор&ВИВание, -Я ουδ. ψύξη, πάγωμα. намораживать(ся) р.δ. βλ. наморо'зить(ся). намордник, -а α. 1 φίμωτρο, φιμός, μουζα- λιέρα. 2 λουρί εγκάρσιο μετωπικό χαλινού. наморить ρ.σ.μ. (με σημ. ποσοτική) βλ. ΜΟ- рЙТЬ. II -СЯ κουράζομαι, καταπονούμαι, εξα- εξαντλούμαι . наморОЗИТЬ, -ОЖУ, -ОЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намороженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. ψύχω, παγώνω (πολλά). II -СЯ ψύχομαι, παγώνω. наморщенный επ. απο μτχ. ρυτιδιασμένος. наморщивать р.δ. βλ. наморщить. наморщить, -щу, -щишь р.σ.μ. ρυτιδώνω. II -СЯ ρυτιδώνομαι. намост, -а α. (παλ.) βλ. помост. намостить, -ощу, -остйщь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намощённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. βλ. МОСТИТЬ. II (διαλκ.) στρώνω με σανί- σανίδια ή κορμούς δέντρων. намотать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- намотанный, βρ: -тан, -а, -о βλ. мотать. II εκφρ. - (Себе) на ус δένω κλωστή στο δάχτυ- δάχτυλο (για νά θυμηθώ κάτι). Ι) - СЯ αναπην'ιζο- μαι, μαζεύομαι κουβάρι. намотаться р.σ. (απλ.) 1 κουράζομαι απο τα τρεχάματα, τις φροντίδες. 2 περιπλανιέ- περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, περιτρέχω, γυρίζω. намотка, -И θ. πήνιση, καλάμιασμα, καρού- λιασμα, μασούριασμα, περιτύλιξη. II περιτύ- περιτύλιγμα, περιτυλιγμένο αντικείμενο. намОТОЧНЫЙ επ. της πήν ίσης κλπ. ουχτ. намочить, -очу, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. δια- διαβρέχω, μουσκεύω, διαποτίζω. II -СЯ μουσκεύω, διαβρέχομαι, διαποτίζομαι. II κατουριέμαι. намошенничать р.σ. βλ. смошенничать. намудрЙТЬ, -рю, -рйшь р.σ. μπλέκω, περι- περιπλέκω, μπερδεύω. намудрствовать р.σ. βλ. намудрить. намусливать р.δ. βλ. намусолить.II -ся βλ. намусоливаться. намусоливать р.δ. βλ. мамусолить. ι| -ся σαλιώυομαι, λερώνομαι απο σάλια. намусолить ρ.σ.μ. (απλ.) σαλιώνω,λερώνω, намусорить р.σ. βλ. мусорить, намутить, -учу, -утйшь ρ.σ.μ.βλ. мутить, намучить(ся) р.σ. βλ. мучить(ся). намуштровать ρ.σ.μ. βλ. муштровать, намыв, -а а. 1 πρόσχωση. 2 πλύση, πλύσι- πλύσιμο* ξέπλυμα. намывание, -я ουδ. βλ. намыв. намывать(ся) р.δ. βλ. намыть(ся). намывка, -и θ. βλ. намыв. Намывной επ. προσχωματικός. намыкаться р. σ. βλ. мыкаться. II εκφρ. - горя (απλ.) δοκιμάζω πολλές πίκρες. намыливать(ся) ρ.δ. βλ. намылить(ся). .намылить ρ.σ.μ. 1 σαπουνίζω* - бельё σα- πουνίζω τα ρούχα. 2 διαλύω σαπούνι στο υ- υγρό* -воду διαλύω σαπουνιιστο νερό. II -СЯ σαπουνίζομαι· намытариться ρ.σ. (απλ.) πολύβασανίζομαι, κατατυραννιέμαι, καταταλαιπωρούμαι. намыть, -мою, -бешь ρ.σ.μ. 1 πλύνω (πολ- (πολλά) * - белья πλύνω πολλά ρούχα. 2 καλοπλύ- νω, καθαροπλύνω. 3 σχηματίζω προσχώσεις. 4 ξεπλύνω, αποπλύνω. II -ся πλύνομαι καλά. намять, -мну, мнёшь ρ.σ.μ. 1 μαλάσσω, ζυ- ζυμώνω' πατώ, ζουπώ· - Ведро ГЛИНЫ φτιάχνω έ- ένα γκουβά λάσπη* - КОЖ αργάζω δέρματα* льна κοπανίζω λινάρι. 2 τσαλαπατώ. нанашивать(ся) ρ.δ. βλ. наносйть(ся). *Нанду α. άκλ. ναντού, είδος στρουθοκαμή- στρουθοκαμήλου. нанежиться, -жусь, -жишься р.σ. βλ. поне- понежиться. Нанесение, -Я ουδ. Ι άλειψη, άλειμμα. 2 (επι)σημείωση, σημάδεμα* - бОЛОТ на карте η σημείωση των βάλτων στο χάρτη. 3 προξένηση* -•ущерба προξένηση βλάβης. 4 καταφορά* - ударов καταφορά χτυπημάτων. II επιφορά* обиды (оскорбления) προσβολή. нанести, -есу, -есёшь, παρλθ. χρ. нанёс, -ела, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. нанёсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесённый, βρ: -сён,-сена, -сено ρ.σ.μ. 1 φέρω (πολύ ή πολλά)· - ΠΟ- дарков φέρω δώρα* - в .дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες. 2 (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύρο- παρασύροντας* ветер нанёс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστ,ιβάδα* на реке ~ло мель στο ποτάμι σχηματίστηκε σύρτη. II (για ήχο, μυρουδιά κ. τ.τ.) φέρω, παρασύρω* φτάνω. 3 ' προσκρούω παρασυρόμενος. 4 εμφανίζομαι, παρουσιάζο- παρουσιάζομαι, έρχομαι. 5 (επ)αλείφω,(επι)χρίω* περ- περνώ στρώμα· - смазочное масло на деталь α- αλείφω με γράσο το εξάρτημα* - лак βερνικώ- νω· - краски на ПОЛОТНО βάφω ύφασμα. 6 ση- σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω* - на карту на-
правление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του νέου δρόμου. II αποτυπώ- αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω· - рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα. 7 (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. απο το ουσ.)' - ра"ну τραυματίζω· - удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)· - оскорбление, обиду προσβάλλω· - вред, урон βλάπτω* - поражение νικώ. II προξενώ, προκα- προκαλώ* - потери προξενώ απώλειες· - ущерб προ- προξενώ ζημιά. 8 (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω. II εκφρ. - ВИЗИТ επισκέπτομαι. нанизать, -ИЯУ, -Идешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанизанный, βρ: -зан, -а, -ο ρ.σ.μ. αρ- μαθιάζω' περνώ* -бусы на НЙТку αρμαθιάζω χάντρες στην κλωστή· - две свозки баранок φτιάχνω δυο αρμάθες κουλουράκια* - грибы на ПОЛОЧКУ αρμαθιάζω μανιτάρια στη βέργα. *нанЙЗМ, -а α. νανισμός, νανοφυΐα. нанизу επίρ. (απλ.) βλ. внизу. нанизывать ρ.ιδ. βλ. нанизать. II -ся αρμα- θιάζομαι. наниматель, -Я α., -ца, -Ы θ.ενοικιαστής, -άστρια, νοικάρης, -ρισσα. II· μισθωτής εργα- εργατικής δύναμης. нанимательский επ. ενοικιαστι,κός, του ε- ενοικιαστή· -ие права τα δικαιώματα του ε- ενοικιαστή1 . нанимать!ся) р.δ. βλ. нанять(ся). *нанка, -И θ. νανκίνα (ύφασμα). НАНКОВЫЙ επ. απο ύφασμα νανκίνα. наново επίρ. βλ. заново. нанос, -а α. 1 συσσώρευση (απο άνεμο, νε- νερά κ.τ.τ.). 2 πρόσχωση· речные -Ы ποτάμιες προσχώσεις. Наносить, -ОШу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наношенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. με- μεταφέρω, κουβαλώ· - груду камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες. II -СЯ 1 μεταφέρω, κουβαλώ (πολύ, πολλά)· κουράζομαι απο το πολύ κου- βάλημα* - дров κουράζομαι να μεταφέρω καυ- καυσόξυλα· я -лея, таскай ты теперь воду εγώ κουράστηκα, τώρα είναι η σειρά σου να κου- κουβαλάς νερό. 2 (για ενδυμασία, υπόδηση) φο- φοριέμαι, κρατώ, αντέχω' эти сапоги ДОЛГО не -ЯТСЯ αυτές οι μπότες δεν κρατάνε πολύ (δεν είναι γερές). наносный επ. 1 προσχωματικός. 2 μτφ. εξω- εξωτερικός· ξένος* επίκτητος. 3 (παλ.) ψεύτι- ψεύτικος, διαβλητικός, συκοφαντικός. "нансук, -а α. είδος λεπτού βαμπακερού υ- υφάσματος . нанюхать р.σ. μυρίζω, οσφραίνομαι. II -СЯ μυρίζω, οσφραίνομαι (πολύ, αρκετά). II ει- εισπνέω· - эфира μυρίζω τον αιθέρα. нанянчиться, -чусь, -чишься ρ.σ. νταντεύω (πολύ χρόνο). нанятой επ. νοικιασμένος· -ая квартира νοικιασμένο διαμέρισμα. II μισθωτός, -μένος. нанять, найму, наймёшь, παρλθ. χρ. нанял, -ла, ~Л0, μτχ. παρλθ. χρ. нанявший, μτχ. παρλθ. χρ. нанятый, βρ: -нят, ~ά, -ο ρ.σ.μ. I μισθώνω, προσλαμβάνω, παίρνω" - рабочих μισθώνω εργάτες. 2 (ε)νοικιάζω, παίρνω δί- δίνοντας ενοίκιο1 - квартиру νοικιάζω διαμέ- διαμέρισμα. II -СЯ μισθώνομαι. наобещать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- Обёщанный, βρ. -щан, -а, -О υπόσχομαι (τά- (τάζω) πολλά· - ГОСТЙНЦеВ υπόσχομαι πολλά δώ- δώρα· - С три короба τάζω λαγούς με πετραχή- πετραχήλια ή τάζω φούρνους με καρβέλια. наоборот επίρ. 1 αντίθετα· αντίστροφα· α- ανάποδα* надеть - φορώ ανάποδα. 2 εντελώς διαφορετικά, τουναντίον, αλλιώς, αλλιώτικα. наобум, επίρ. στο βρόντο, στα κουτουρού, στην τύχη, όπως τύχει. наозорничать р.σ. αταχτώ, κάνω αταξίες. II -СЯ αταχτώ πολύ. наозоровать р.σ. (απλ.) βλ. наозорничать. наоконный επ. του παράθυρου' -ая резьба η εγκοπή του παράθυρου. наорать(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. накричать(ся).. наострить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- острённый, βρ: -рён, -рена, -рено τροχίζω, ακονίζω* οξύνω, μυτερώνω, κάνω αιχμή" - ΤΟ- πόρ τροχίζω το τσεκούρι* - кольев φτιάχνω αιχμή στους πασσάλους. * наоткрывать ρ.σ.μ. ανοίγω, αποκαλύπτω, φέ- φέρω στο φως. наотмашь επίρ. με ανάταση ή έκταση του χε- χεριού* ударить - καταφέρω χτύτιη μα με φόρα του χεριού* бросёть - πετώ εκτείνοντας το χέρι. II τεταμένα* ανοιχτά. ^аотрёз επίρ. κατηγορηματικά, ρητά* ΟΤ- казаться - αρνούμαι κατηγορηματικά. наохривать ρ.δ. βλ. наохрить. II -ся ιχρω- ματίζομαι με ώχρα. наохрить ρ.σ.μ. χρωματίζω με ώχρα. нападательный επ., -лен, -льна,] -о (απλ.) βλ. наступательный. нападать, -ает р.σ. πέφτω (κατά|πολϋ)· ~ло МНОГО снега έπεσε πολύ χιόνι. нападать1 ρ.δ. βλ. напость'1. нападать2 ρ. δ. βλ. напйсть2. нападающий ουσ. απο μτχ. κυνηγός (παί- (παίκτης επίθεσης). нападение, ~я ουδ. 1 επίθεση* внезапное - αιφνιδιαστική επίθεση* Вооружённое - ένοπλη επίθεση· отразить - αποκρούω επίθεση. 2 οι κυνηγοί (στο ποδόσφαιρο κ. άλλα παιγνίδια). напЙЛКИ, -док πλθ. επιθέσεις, κατηγορίες. напаивание^ -Я ουδ. πότιση, -μα (ζώων). напаивание? -Я ουδ. συγκόλληση μετάλλων.
напаивать1ρ.δ. βλ. напоить. напаивать2ρ.δ. βλ. напаять. II -ся συγκολ- συγκολλιέμαι (για μέταλλα). напайка, -И θ. συγκόλληση (για μέταλλα).II συγκόλλημα, συγκολλημένο μέρος. напакостить, -0Щ7, -остишь р.σ. (απλ.) βλ. пакостить. напакостничать ρ.σ. (απλ.) αισχρουργώ>, κάνω βρωμιές, βρωμοδουλιές. *напёлм, -а α. το ναπάλμ· бомба - βόμβα να- πάλμ. напЙЛМОВЫЙ επ. του ναπάλμ· -ая бомба βόμ- βόμβα ναπάλμ. напалывать р.δ. βλ. наполоть. напаривать(ся) р.δ. βλ. напарить(ся). напарить .р.σ.μ. 1 ζεματίζω, βράζω. 2 βά- βάζω στον ατμό· - НОГИ βάζω τα πόδια στον α- αχνό. Ι! -СЯ κάνω ατμόλυτρο (πολύ ώρα). напарник, -а α., -ца, -ы θ. συνεργάτης, ο συντεχν ΐ,της , συνέταιρος (ο ένας απο το ζευ- γάρι). напарывать1 ρ.δ. βλ. напороть1. II -ся βλ. напороться. напарывать2ρ.δ. ξηλώνω. II -СЯ ξηλώνομαι. напасать(ся) р.δ. βλ. напастй(сь). напасти, -су, -сёшь, παρλθ.χρ. напас,-ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напасённый, βρ: -сён, -сена, -сено ρ.σ.μ. εφοδιάζω, προμη- προμηθεύω. II -СЬ εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι. II βο- βοσκώ. напасть1, -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. на- напал, -ла, -ло, 'μτχ. παρλθ. χρ. напавший р. σ. 1 επιτίθεμαι, εφορμώ· - на неприятеЛЬ- скую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού. II πέφτω' на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα· ВОЛК -ал на стадо о λύ- λύκος έπεσε στο κοπάδι. 2 ρίχνομαι, επιδίδο- επιδίδομαι (με ζήλο). 3 επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.). 4 πέφτω, με πιάνει, κα- κατέχομαι· на меня -ла лень μ' έπιασε η τε- τεμπελιά· на него -Ол сон τον έπιασε ο ύπνος. 5 επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω· - на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυ- χρυσοφόρα φλέβα· - на заячий след πέφτω σε τορό λαγού. II μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. II συναντώ ανεπά- ντεχα, πέφτω επάνω. II εκφρ. не на ТОГО (Ту) -ал; не на робкого (робкую) ~ал; не на ду- дурака (ДУРУ) -ал δε σου περνά, δε βρήκες κο- κορόιδο, ,φοβιτσάρη, κουτό. напасть2ρ.σ. βλ. нападать. напасть? -И θ. δυστυχία, κακό, συμβάν. напахать, -пашу, -пашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напаханный, βρ: -хан, -а, -о ρ.σ.μ. ορ- οργώνω πολύ. напахивать ρ.δ. βλ. напахать.| напачкать р.σ. καταλερώνω. напаять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- паянный, βρ: -аян, -а, -О επικολλώ· συ- συγκολλώ (για μέταλλα)· - пластинку επικολλώ μεταλλική πλακίτσα· - резцов επικολλώ κο- πτήρες. напев,· -а α. μελωδία, μοτίβο, τόνος· ЖЙ- ЛОСТНЫЙ, печальный - θλιβερή, λυπητερή με- μελωδία. напевать р.δ. 1 βλ. напеть. 2 σιγοτραγου- σιγοτραγουδώ. Π -СЯ τραγουδιέμαι. II ενθυμούμαι (φθόγ- (φθόγγους, ήχους κλπ.). напевность, -И θ. μελωδικότητα· - речи η μελωδικότητα του λόγου. напевный επ. μελωδικός· ~ ГОЛОС μελωδική φωνή. напекать р.δ. βλ. напечь. И -ся ψήνομαι. напёнивать(ся) р.δ. βλ. напёнить(ся). напенить ρ.σ.μ. 1 κάνω σαπουνάδα· - МЫЛО ДЛЯ бритья κάνω σαπουνάδα για ξύρισμα. 2 (παλ.) γεμίζω κάτι με αφρώδες υγρό. II αφρί- αφρίζω, σκεπάζομαι με αφρό. Наперво επίρ. (απλ.) στην αρχή, αρχικά· пёрво— απο μιας αρχήρ, ευθύς εξ αρχής, α- αμέσως απο την αρχή. наперебой επίρ. συναγωνιζόμενος, -οι, α- μιλλώμενος, -οι. наперевес επίρ. υπό μάλης· χαμηλά· Дер- жать, ВЗЯТЬ ружьё - κρατώ, παίρνω το όπλο υπό μάλης· держать копьё ""- χαμηλώνω το δόρυ. наперегонки επίρ. αμιλλώμενος, παραβγαί- παραβγαίνοντας· бежать - αμιλλώμαι, παραβγαίνω στο τρέξιμο' ПЛЫТЬ - αμιλλώμαι στο κολύμπι. наперёд επίρ. (απλ.)· 1 μπροστά, (ε)- μπρός. 2 απο πριν, εκ των προτέρων νωρίτε- νωρίτερα· προκαταβολικά· что она скажет мне, Я знфо - τι θα μου πει αυτή, εγώ το ξέρω απο πριν я - его вышел из собрания εγώ νωρί- νωρίτερα απ* αυτόν βγήκα απο τη συνέλευση. наперекор επίρ. κ. πρόθ. ενάντια, αντίθε- αντίθετα προς, παρά κα'ι ενάντια, κόντρα· σε πεί- πείσμα· παρά* - судьбы κόντρα στην τύχη· дё- лать - κάνω σε πείσμα· ИДТИ - πηγαίνω κό- κόντρα· - желаниям αντίθετα προς τους πάθους· - Обычаю παρά τη συνήθεια. наперекрёст επίρ. σταυρωτά, σταυροειδώς. наперерез επίρ. κόβοντας το δρόμο κάποιου· бежйть - τρέχω για να κόψω το δρόμο σε κά- κάποιον. II κοφτά, κατ* ευθεία. наперерыв επίρ. διακόπτοντας ο ένας τον άλλον. напереть, -пру, -прёшь, παρλθ. χρ. напёр, -ла, -ло, επιρ. μτχ. наперев р.σ. 1 (απλ.) σπρώχνω, σκουντώ1 ζουπώ. 2 μαζεύομαι, συνα- συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. II -СЯ μαζεύομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.
нал 658 нал наперехват επίρ. κόβοντας (πιάνοντας) το δρόμο σε. κάποιον. II βλ. наперегонки. наперечёт επίρ. έναν προς έναν, πολύ καλό[· знать всех - τους ξέρω όλους έναν προς έναν. II (ως κατηγ.) μετριούνται στα δάχτυλα· та- КЙе специалисты, как ОН, - τέτοιοι ειδικοί, σαν αυτόν, μετριούνται στα δάχτυλα. наперник, -а α. προσκέφαλο με τα πούπουλα (χωρίς τη μαξιλαροθήκη). наперсник, ~а α. 1 (παλ.) έμπιστος, αξι- αξιόπιστος, εχέγγυος, βάσιμος. 2 (θεατρ.) πρό- πρόσωπο προσκείμενο στο πρωταγωνιστή, -τρία. наперсница, -ы θ. (παλ.) 1 έμπιστη, αξι- αξιόπιστη, βάσιμη. 2 ερωμένη, αγαπητικιά" πα- λακίδα, εταίρα. наперсный επ: - крест επιστήθιος σταυ- σταυρός αρχιερέων. напёрсток, ~Тка α. δαχτυλήθρα. напёрсточный επ. της δαχτυλήθρας. наперстйнка, -И θ. 1 δακτυλίτιδα (φυτό). 2 διγιταλίνη. наперчивать ρ.δ. βλ. наперчить. II ~ся πι- περίζομαι. наперчить, -чу, -чишь ρ.σ.μ, πιπερίζω,^ ρίχνω πιπέρι. напетлЙТЬ ρ.σ. 1 κλωθωγυρίζω, κάνω κλωθω- γύρες. 2 μτφ. μπλέκω, μπερδεύω, περιπλέκω, συγχέω. напёть, -ПОЙ, -поёшь р.σ.μ. 1 τραγουδώ· τραγουδώ πολύ. 2 (απλ.) μαλώνω, κακολογώ, κατηγορώ, διαβάλλω. II -СЯ τραγουδώ πολύ. напечатать р.δ. βλ. печатать. II -ся 1 τυ- τυπώνομαι, τυπογράφουμα ι. 2 τυπώνω" ему уда- ЛОСЬ - В ЭТОМ ЛОфнёле αυτός κατόρθωσε να το τυπώσει σ' αυτό το περιοδικό. напечатлевать(ся) р.δ. βλ. напечатлеть напечатлеть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напёчатлённый, βρ: -лён, -лена, -ленόκ. на- напёчатлённый, βρ: -лён, -а, -б р.σ.μ. (παλ.) αποτυπώνω, αφήνω αποτυπώματα, ίχνη. II αφή- αφήνω εντυπώσεις" χαράσσω (στη μνήμη, ψυχή κ. τ.τ.). II εκφρ. - Поцелуй (παλ.) φιλώ. напечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. напёк, -екла, -Л<5, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. на- печённый, ■ βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 ψήνω· - булок ψήνω φραντζολάκια. 2 (απρόσ^ καίω, θερμαίνω, ζεσταίνω δυνατά· -ЛО ГОЛОВУ ψήθηκε το κεφάλι μου (στον ήλιο). II -СЯ ψή- ψήνομαι, καίγομαι· Я -КСЯ на солнце κάηκα στον ήλιο. напиваться р.δ. βλ. напиться. напиливать р.δ. βλ. напилить. II -ся πρι- πριονίζομαι. напилить, -илю, -йлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напиленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. πρι- πριονίζω· - дров на ЗИД/у κόβω ξύλα με το πρι- πριόνι για το χειμώνα. напилок, -лка α. βλ. напильник. напилочный επ. λιμαρισμένος, με λίμα κα- καμωμένος. напильник, -а α. ρινί, λίμα· - трёхгран- трёхгранный, четырёхгранный ρινί τριγωνικής, τε- τετραγωνικής διατομής· круглый - ρινί στρογ- στρογγυλό: ~ по дереву ρινί για ξύλο· плоский ρινί πλατύ. напирать ρ.δ. βλ. напереть (|ΐσημ.). Ц πι- πιέζω, σφίγγω δυνατά· противник -ает С право- правого фланга о εχθρός πιέζει ισχυρά απο το δε- δεξιό πλευρό. II επιμένω. II προφέρω καθαρά* ξε- ξεχωρίζω τους φθόγγους. Написание, -Я ουδ. γραφή, γράψιμο. написать, -яшу, -Йшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. написанный, βρ: -сан, -а, -о βλ. писать. II εκφρ. на Лбу -сано είναι οφθαλμοφανής, κα. ταφανής, προφανής, ολοφάνερος· на роду -са- ΗΟ είναι γραμμένο, είναι απο τη φύση; И -СЯ 1 γράφω πολύ. 2 (απαντά μόνο στο 3° πρόσωπο)" γράφομαι. напитать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- пйтанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 ταΐζω, τρέφω" 2 διαβρέχω, διαποτίζω, μουσκεύω. II πληρώ, γεμίζω, κορώνω. II -СЯ 1 χορταίνω. 2 δια- διαβρέχομαι, διαποτίζομαι, μουσκεύω. напиток, -тка α. ποτό, πιοτό* не люблю крепкий - δεν αγαπώ το δυνατό ποτό· прохлади- прохладительные -И αναψυκτικά ποτά· спиртные -И οι- οινοπνευματώδη ποτά. напйтывать(ся) р.δ. βλ. напитать(ся). напиться, -пьюсь, пьёшься, -пился, пи- пилась, -йло'сь, προστκ. напейся ρ.σ. 1 πίνω· - ВОДЫ πίνω νερό" - чаю πίνω τσάι. 2 με- μεθώ" он -лея ДО беспамятства αυτός έπιε μέ- μέχρι αναισθησίας. напихйть р.σ.μ. γεμίζω, σπρώχνω, βάζω μέ- μέσα. П παραγεμίζω, στουπώνω, καργάρω. напихивать р.δ. βλ. напихать. II -ся γεμί- γεμίζω' καργάρομαι. напичкать р.σ.μ. χορταίνω, φουσκώνω, πα- ραταίζω. II παρέχω, δίνω" (πληροφορίες, γνώ- γνώσεις κ.τ.τ.) . наплав, -а α. βλ. поплавок. наплавать ρ.σ. διανύω πλεοντας, πλέω. Π -СЯ πλέω πολύ. наплавить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 επιμεταλ- επιμεταλλώνω. 2 λιώνω, τήκω. II -СЯ τήκομαι, λιώνω. Наплавка, -И θ. τήξη, λιώσιμο (μετάλλων). наплавлять(ся) р.δ. βλ. наплавить(ся). наплавной επ. πλωτός, λεμβόζευκτος· - мост πλωτή γέφυρα. Наплавочный επ. της τήξης (μετάλλων). наплаканный επ. απο μτχ. κλαμένος. -ые глаза κλαμένα μάτια.
нап 659 нап наплакать, -ачу, -ачешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наплаканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. 1 πρήζομαι ή κοκκινίζω απο το κλάψιμο· у сес- тры глаза -Ы τα μάτια της αδερφής είναι κλα- μεν'α. 2 χύνω δάκρυα. II εκφρ. КОТ -ал πολύ λίγο, ελάχιστα, όσο κατουρά η κότα. II -СЯ ,11 κλαίω πολύ. 2 υποφέρω, κλαίω, θλίβομαι, έ- έχω τραβήγματα. напластать р.σ.μ. κόβω φέτες. II -СЯ στοι- στοιβάζομαι κατά στρώματα, καταστρώνομαι. напластование, -Я ουδ. 1 στρώση, διάταξη, στοίβαξη κατά στρώματα. 2 βλ. наслоение C σημ.). напластовать, -стую, -стуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напластованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. καταστρώνω, στοιβάζω κατά στρώματα. II -СЯ καταστρώνομαι, στοιβάζομαι. напластовывать(ся) р.δ. βλ. напластовать- напластоваться). наплевательский επ. τελείως αδιάφορος, ζα- μανφουτίστικος' ~ое отношение К делу πλήρης αδιαφορία για την υπόθεση. наплевать, -ПЛЮЮ, -ПЛЮёшь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. наплёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ. 1 φτύνω' не ~ай на ПОЛ μη φτύνεις στο πάτωμα' - шелухи от семечек φτύνω τις φλούδες απο τα σπόρια. 2 μτφ. περιφρονώ, απαξιώ, γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια. 3 αδιαφορώ πλή- πλήρως, δ|ε με μέλλει καθόλου, καρφί δε μου καί- καίγεται. II εκφρ. - на глаза ή на лицо (απλ.) μουτζώνω^ наплескать(ся) р.σ. βλ. плескать(ся). наплёскивать р.δ. βλ. плескать. наплести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. -плёл, -плела, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. наплётший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наплетённый, βρ: -тён, -те- на, -тено р.σ.μ. 1 πλέκω. 2 μτφ. ψευδολο- γώ· σαχλαμαρίζω. наплетать ρ.δ. πλέκω. II -ся πλέκομαι. наплечник, -а α. 1 επώμιο (στολίδι ενδυ- ενδυμασίας). 2 ωμοπροφυλακτηρας (πανοπλίας). 3 (παλ.) επώμιο διακριτικό. наплечный επ. επώμιος. НаПЛОДИТЬ, -ОЖу, -ОДЙШЬ ρ.σ.μ. γ,εννοβολώ. II -СЯ γεννοβολλώ. наплоить, -ЛОЮ, -ЛОЙшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наплоённый, βρ: -лоён, -лоена, -лоено; ρ.σ.μ. (παλ.) βλ. ПЛОИТЬ. наплутаться р.σ. περιπλανιέμαι πολύ. наплутовать, -тую, -туешь р.σ. απατώ,φέρ- απατώ,φέρνομαι σαν απατεώνας* αγυρτεύω. наплыв, -а α. 1 συρροή, συγκέντρωση, μά- μάζεμα. 2 πρόσχωμα· κατακάθια, λάσπη. 3 εξό- εξόγκωμα, ρόζος δέντρων. 4 όγκος στην οπλή ζώ- ζώων. 5 (κινημτγ.) ομαλή αλλαγή σκηνών. наплывать р.δ. βλ. наплыть. наплывной επ. της συρροής' προσχωματικός. наплыть, -ыву, -ывёшь, παρλθ. χρ. наплыл, -ла, -ЛО р.σ. 1 προσκρούω πλέοντας· - Йа камень προσκρούω σε πέτρα. 2 συρρέω, συγκε- συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι· παρασύρομαι'-ЛО МНОГО ТИНЫ μαζεύτηκε πολύς βόρβορος. 3 μτφ. κλεί- κλείνω, σκεπάζω, καλύπτω κινούμενος· Облако -ЛО на солнце το σύννεφο σκέπασε τον ήλιο. 4· (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.)· φτάνω, διαδίδο- διαδίδομαι, ξαπλώνομαι. наплывной επ. της εισροής· προσχωματικός· -ая земля προσχωματικό έδαφος. наштщивать р.δ. βλ. наплющить. II -ся ε- λασματοποιούμαι. наплющить, -щу, -ШИШЬ р.σ.μ. λεπτύνω μέ- μέταλλο, ελασματοποιώ. наплясаться, -яшусь, -яшешься р.σ. χορεύω πολύ. Π εκφρ. ТЫ (ОН, ВЫ κ.τ.τ.,) (у меня) -ешься (απειλή) θα σε κάνω να χορέψεις στο ταψί. наплясывать р.δ. χορεύω υπερβολικά. наповал επίρ. ακαριαία' στον τόπο· убить - αφήνω στον τόπο, φονεύω ακαριαία. наподдавать ρ.α (γραμμ'. στοιχεία βλ. давЙТЬ). (απλ.)· χτυπώ δυνατά (απο κάτω προς τα πά- πάνω) · - МЯЧ χτυπώ δυνατά την ποδόσφαιρα. 2 δυναμώνω, αυξαίνω τον ατμό στο λουτρό. напоДДОТЬ р.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)' (απλ.) βλ. наподдавать. наподличать ρ.σ. κάνω προστυχιές. наподобие πρόθ. με γεν. σαν, ωσάν, παρό- παρόμοια, καθ' ομοίωση. напоить, -ОЮ, -ОЙШЬ, προστκ. напой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напоенный, βρ: -о'ен, -а, -о κ. напоённый, βρ: -оён, -оена", -оено р.σ.μ. 1 ποτίζω· - коня ποτίζω το άλογο* - чаем προσφέρω τσάι. II μεθώ' -ЛИ его допьяна τον πότισαν ώσπου μέθυσε. 2 μτφ. γεμίζω· напоен ароматом о αέρας γέμισε ευωδιά. напой, -Я α. κολλημένο κομμάτι μεταλλικό. напоказ επίρ. για επίδειξη, για δείγμα ή για μόστρα. наполаскивать(ся) р.δ. βλ. наполоскаться). наползать р.δ. βλ., наползти. наползти, -зу, -зёшь, παρλθ. χρ· наполз, -ла, -ЛО ρ.σ. 1 προσκρούω συρόμενος. II κα- καλύπτω, σκεπάζω1 πέφτω· густой туман наполз на лес πυκνή ομίχλη έπεσε στο δάσος. 2 α- αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω, ανέρπω, ανεβαίνω· Β комнату -ли муравьи στο δωμάτιο ανέβηκαν μυρμήγκια. наполировйть, -р^ю, -руешь р.σ.μ. 1 βλ. полировать. 2 γυαλίζω, βερνικώνω. наполировывать р.δ.наполировать.βλ. II -ся γυαλίζομαι, βερνικώνομαι.. наполнение, -Я ουδ. γέμισμα, πλήρωση, κο-
нал 660 нап ρεσμός* έμπληση. II εκφρ. пульс хорошего -Я σφυγμός κανονικός, φυσιολογικός. Наполненный επ. απο μτχ. γεμάτος, πλήρης· сочинение, -ое ОЩЙбками έργο, γεμάτο λάθη'. Наполнитель, -я α. 1 μίγμα, ουσία συμπλη- συμπληρωματική. 2 μηχανή γεμίσματος. наполнительный επ. γεμιστήριος, -τικός, της γέμισης· -ое отверстие οπή γέμισης. наполнить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- наполненный, βρ: -нен, -а, -о. (κυρλξ. κ. μτφ.) γεμίζω, πληρώ* - корзину грибйми γεμίζω το καλάθι με μανιτάρια· - стакён ВИНОМ γεμίζω το ποτήρι κρασί· - сердце тревогой εμβάλλω μεγάλο φόβο, εμφοβίζω τρομερά. II παραγεμί- παραγεμίζω, υπερπληρώ. II -СЯ γεμίζω, πληρούμαι' πλημμυρίζω· комната -ласъ ДЫМ0Н το δωμάτιο γέμισε καπνό· душа грустью -лась η ψυχή |πλημμύρισε απο θλίψη· сердце -ЛОСЬ надеждой (η καρδιά γέμισε ελπίδες. наполнять(ся) ρ.δ. βλ. наполнить(ся). наполовину επίρ. κατά το ήμισυ, (κατά) το μισό· ημιτελώς· ЭТО сделано на - αυτό είναι μισοφτιαγμένο (μισοτελειωμένο)· - СЫТ μισο- χορτάτος, -σμ,ενος. наполоскать, -лощу, -лрщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наполосканный, βρ; -кан, -а, -о ξεπλύνω (πολλά)· - корзину белья ξεπλύνω έ- ένα καλάθι ρούχα. II -СЯ 1 ξεπλύνομαι. 2 ξε- ξεπλύνω (πολύ) · κουράζομαι απο το πολύ ξέπλυμα. наполосовать, -сую, -суешь р.σ.μ. σχίζω, βγάζω λουρίδες, ξεσχίζω* - марлю βγάζω λου- λουρίδες τη γάζα. наполоть, -ОЛЮ, -Олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наполотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ. βλ. полоть. напольный1επ. στο πάτωμα τοποθετούμενος. напольный2επ. υπαίθριος. напомадить(ся) ρ.σ. βλ. помадить(ся). напоминание, -Я ουδ. υπενθύμηση, θύμιση. υπόμνηση* ειδοποίηση. напоминать р.δ. 1 βλ. напомнить. 2 ομοιά- ομοιάζω, υπενθυμίζω. II -ся υπενθυμίζομαι· вам это -ется вторично αυτό σας υπενθυμίζεται δεύτερη φορά. напомнить ρ.σ. 1 υπενθυμίζω, θυμίζω" .- 0 прошлом θυμίζω το παρελθόν· мне не нужно ЭТОГО - δε θέλω να μου θυμίζεις αυτό. II ο- ομοιάζω, φαίνομαι όμοιος· она -Ла мне МЕТЬ αυτή μου θύμισε τη μάνα. напополам επίρ. (απλ.) στη μέση, στα δυό" дели - μοίραζε στα δυό. напор, ~а α. πίεση· - ВОДЫ πίεση νερού" - ветра πίεση του ανέμου" ПОД -ОМ наших ВОЙСК κάτω απο την πίεση των στρατευμάτων μας. II δραστηριότητα, επιμονή. напористо επίρ. δραστήρια, επίμονα. напористость, -И θ. δραστηριότητα· επι- επιμονή. напористый επ., -рист, -а, -О δραστήριος· επίμονος* - человек δραστήριος άνθρωπος* -ые действия δραστήριες ενέργειες. Напорный επ. 1 για πίεση. 2 με μεγάλη πί- πίεση" -ые артезианские во'ды αρτεσιανά νερά μεγάλης πίεσης. напороть? -орю, -Орешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напоротый, βρ: -рот, -а, -ο ρ.σ.μ. γρα- τσουνίζω τό δέρμα, (ξε)γδέρνω προσκρου'οντας· - ногу на гвоздь γδέρνω το πόδι στο καρφί. II -СЯ.1 (ξε)γδέρνομαι, ξεσχίζομαι. 2 συνα- συναντιέμαι απρόοπτα, πέφτω επάνω· - на негодяя πέφτω πάνω σε παλιάνθρωπο. напороть2 ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. НаПО- рОТЬ1). 1 βλ. ПОрОТЬ Aσημ·). 2 μτφ. φλυαρώ, κουτσομπολεύω' κάνω ανοησίες, τρέλλες· - че- пухй λέγω αρλούμπες, κουταμάρες. напорошить, -ЙТ ρ.σ. απρόσ.\πέφτω κατά λε- λεπτούς κόκκους* -Л0 снегу έρριξε |(έπεσε) κοκ- κορόχιονο. напортачить, -чу, -ЧИШЬ р.σ. (απλ.) φτιά- φτιάχνω τσαπατσούλικα, όπως-όπως. Напортить, -Орчу, ~ΟρΤΗΙΙΏ>,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напорченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. портить. 2 βλάπτω, χαλνώ. напоследках επίρ. (απλ.) βλ. напоследок. напоследок επίρ. κατά το τέλος, στο τέ- τέλος, τελικά. * напоследях επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. на- послёдок. напочвенный επ. ο επί του εδάφους. направить, -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. I κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς· - Дулэ ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό* - судно κατευθύνω το σκά- σκάφος· - удары κατευθύνω τα χτυπήματα* - ВНИ- мание στρέφω την προσοχή· - взоры στρέφω τα βλέμματα" - разговор γυρίζω την κουβέντα. II II συγκεντρώνω· - все СИЛЫ на борьбу κατευ- κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα. 2 στέλ- στέλλω· - на фронт κατευθύνω στο μέτωπο· - на работу στέλλω στη δουλειά1 - К юристу κα- κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή). II υπο- υποβάλλω προς· - заявление в бюро жалоб υπο- υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων. 3 μα- μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυν- κατεύθυνση. 4 ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτο- τακτοποιώ. II ακονίζω· - бритву ακονίζω το ξυρά- ξυράφι. II εκφρ. - путь (шаги, СТОПЫ) κατευθύ- κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για. II -СЯ 1 κατευθύνομαι. II μτφ. συγκεντρώνομαι. 2 ρυθ- ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι· τακτο- τακτοποιούμαι .
нал 661 нан направка, -И Θ. 1 ρύθμιση, κανόνισμα, ρε- γουλάρισμα· τακτοποίηση* - станка ρεγουλα- ρισμα της εργατομηχανής. 2 ακόνισμα'- бритв ακόνισμα ξυραφιών. направление, ~Я ουό. 1 κατεύθυνση' απο- αποστολή· υποβολή* (κατευθυντήρια) γραμμή' πο- πορεία· - главного улара κατεύθυνση του κυρί- κυρίου χτυπήματος" - ветра κατεύθυνση ανέμου* В неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση· ме- менять - αλλάζω κατεύθυνση. 2 ροπή· ρους· τρο- τροπή, (μετα)στροφή. II ρεύμα, τάση* либераль- либеральное - φιλελεύθερο ρεύμα· реалистическое В Искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην Τ'έχνη· - Журнала η τάση του περιοδικού. 3 (στρατ.) τομέας του μετώπου" на ЮЖНОМ -И фронта без перемен στο νότιο τμήμα του με- μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση. 4 έγγραφο δι- διορισμού, διορισμός· φύλλο πορείας, δικαίω- δικαίωμα εισόδου· получить - παίρνω διορισμό" - Β ДОМ отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανά- ανάπαυσης . направленность, -и θ. κατεύθυνση. (Ι τάση" идейная - η κύρ.ια κατεύθυνση (βασικό νόημα). направленный επ. απο μτχ.' .κατευθυντήριος· κατευθυνόμενος. направлять(ся) р.δ. βλ. направить(ся). направляющий επ. απο μτχ. κατευθυντήριος, οδηγός· - ролик τροχαλία οδηγός. II (στρατ.) οδηγός (κατεύθυνσης). ' направо επίρ. δεξιά, προς τα δεξιά, επί δεξιά· Повернуть - στρίβω δεξιά. II απο το δεξιό μέρος, απο τα δεξιά· - ОТ дороги) δε- δεξιά απο το δρόμο. II —налево; - и налево δε- ξιά-αριστερά· δεξιά και αριστερά· швыряет деньги - И налево σκορπά εδώ κι εκεί (άσκο- (άσκοπα) τα χρήματα" Помогать - И налево βοηθώ όλους αδιακρίτως. напрактиковаться, -куюсь, -куешься р.σ. ε- εξασκούμαι* εκγυμνάζομαι. напраслина, -Ы θ. αδικόβγαλμα, διαβολή, συ- συκοφαντία· воввестй -у αδικοβγάζω, διαβάλ- λω, συκοφαντώ. напрасно 1 επίρ. μάταια, ανώφελα, άσκοπα, στα χαμένα, του κάκου, τζάμπα. II άδικα· его наказали - άδικα τον τιμώρησαν. 2 ως κατηγ. είναι μάταιο, άσκοπο. напрасный επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1 μά- μάταιος, ανώφελος, άκαρπος* χαμένος* -ые СТа- рания μάταιες προσπάθειες· - труд χαμένος κόπος· -ЭЯ надежда χαμένη ελπίδα. 2 άσκο- άσκοπος· αδικαιολόγητος·· -ая тревога αδικαιολό- αδικαιολόγητος φόβος· -ЫХ слёз не лей μην κλαις αδι- αδικαιολόγητα, μην κλαις άδαρτος. Ι) άδικος· -ΟΘ Обвинение άδικη κατηγορία· ~ые нарекания ά- άδικες επικρίσεις. напрашиваться р.δ. 1 βλ. напроситься. 2 μτφ. αναφύομαι, γεννιέμαι, προκύπτω, βγαί- βγαίνω* εμφανίζομαι· ξεπηδώ" έρχομαι" невольно -еТСЯ вопрос αυθόρμητα γεννιέται το ερώτη- ερώτημα' выводы -ются сами собой τα συμπεράσμα- συμπεράσματα βγαίνουν μόνα τους* -ется сравнение φυ- φυσιολογικά έρχεται στο νου η σύγκριση. напревать, -ает р.δ. βλ. напреть. вапредкй επίρ. (διαλκ.) στο εξής, στο μέλ- μέλλον, απ' εδώ και μπρος. напреть, -ёет р.σ. (απλ.) φλεγμαίνω, πά- πάσχω απο φλεγμονή" кожа -ла το δέρμα έπαθε φλεγμονή. II σήπομαι πολύ* -ло МНОГО СОЛОМЫ σάπισε πολύ άχυρο. Например (παρνθ. λ.) για παράδειγμα, σαν παράδειγμα, παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη. напринимать ρ.σ.μ. παίρνω, δέχομαι· ~ уче- учеников παίρνω πολλούς μαθητές. II -СЯ παίρνω πολύ" - лекарства παίρνω πολλά φάρμακα. II περνώ, υποφέρω, δοκιμάζω (πολλά)■ - ГОря δοκιμάζω πολλά φαρμάκια, πίκρες. напроворить р. σ. (παλ.) βλ. натворить. напроказить, -ажу, -азишь р.σ. (απλ.) βλ. проказить. напроказничать р.σ. βλ. проказничать напрокат επίρ. με νοίκι* брать пианино - παίρνω πιάνω με ενοίκιο. напрокудить, -ужу, -УДИШЬ р.σ. (διαλκ} δι- διαπράττω, κάνω κάτι δυσάρεστο, επιζήμιο. напролёт επίρ. αδιάκοπτα, ασταμάτητα, α- αδιαλείπτως, συνεχώς* ВСЮ НОЧЬ - ολονύκτια, ολονυχτίς* весь День - ολοήμερα, ολημερίς. напролом επίρ. κατ' ευθεία,, στα όλα, μη λογαριάζοντας εμπόδια, σπάζοντας ή υπερπη- υπερπηδώντας' ορμητικά' ТИГр брОСИЛСЯ - η τίγρη όρμησε κατ' επάνω" идти (рвйться) - (μτφ.) αποφασιστικά' действовать - ενεργώ αποφασι- αποφασιστικά (μη λογαριάζοντας εμπόδια). напропалую επίρ. απερίσκεπτα, στα χαμένα, στο χαμό* όπου το βγάλ' η άκρη, ή τιμάρι ή τομάρι, ή ταν ή επί τας. II εκφρ. ИДТИ - ε- ενεργώ απελπισμένα, όπου το βγάλ' η άκρη. напророчить р.σ.μ. 1 βλ. пророчить. 2 προβλέπω, προμαντεύω· ОН ТОЧНО -ил снег αυ- αυτός με ακρίβεια πρόβλεψε χιόνι. напроситься, -ошусь, -о'сишься ρ.σ. 1 ζη- ζητώ επίμονα, παρακαλώ. 2 επιδιώκω, γυρεύω, επιζητώ1 - В ГОСТИ επιδιώκω να με καλέσουν φιλοξενούμενο' - на комплимент επιζητώ τα κοπλιμέντα· - В Друзья επιδιώκω, τη φιλία τους· - идти вместе επιζητώ να με πάρουν μαζί τους. 3 (απλ.) επιμένω στην τιμή, ζη- ζητώ (για πώληση, εμπόριο). напросто: просто— βλ. просто. напротив επίρ. κ. πρόθ. 1 έναντι, απένα- απέναντι, αντίκρυ* прямо - ακριβώς απέναντι, κα- κατάντικρυ, βιζαβί. 2 άλλως, αλλιώς, αλλιώτι-
нап 662 нап κα· αντίθετα, τουναντίον, απεναντίας· Я по- полагал- εγώ υπέθετα αντίθετα" здесь плохо? -, хорошо εδώ είναι, άσχημα; - τουναντίον, καλά. напрочь επίρ. εντελώς, τελείως, ολότελα, ολωσδιόλου* срезать - κόβω εντελώς. напруживать(ся) р.δ. βλ. напружить(ся). напружйнивать(ся) ρ.δ. βλ. напружинить(ся). напружинить р.σ.μ. κάνω κάτι ελαστικό, λα- στιχάρω, σουστάρω" λυγίζω, τεντώνω. II -ся γίνομαι εύκαμπτος, ευλύγιστος, λυγίζω· τε- τεντώνομαι. напружиться) ρ.σ. βλ. напружинить(ся). напрыгаться р.σ. πηδώ πολύ (χρόνο). напрыскать ρ.σ.μ. 1 ραντίζω· - духов на платок ραντίζω με αρώματα το μαντήλι· - ΒΟ- дУ на ПОЛ ραντίζω το πάτωμα με νερό.II μου- μουσκεύω ραντίζοντας· - бельё |ВОДОЙ ραντίζω τα ρούχα με νερό. напрыскивать р.δ. βλ. напрыскать. II -<ся ραντίζομαι. напрягать(ся) р.δ. βλ. напрячь(ся). напрядать р.δ. βλ. напрясть. II -ся γνέ- ©ομαι. напряжение, -Я ουδ. 1 ένταση· τέντωμα' внимания ένταση της προσοχής· С -ем εντατι- κά· работать С -ем δουλεύω εντατικά. 2 δυ- δυσκολία, κατάσταση δύσκολη, ανησυχαστική (για οικονομία, εμπόριο). 3 (ηλεκτρ.) τάση· ТОК ВЫСОКОГО -Я ρεύμα υψηλής τάσης. Напряжённо επίρ. εντατικά. Напряжённость, -И θ. ένταση, εντατικότη- τα· - внимания ένταση της προσοχής1 - тру- труда εντατικότητα της δουλειάς* ослабление -И В международных отношениях ύφεση της έ- έντασης στις διεθνείς σχέσεις. напряжённый επ. απο μτχ. τεταμένος· εντα- εντατικός* τεντωμένος* -ое внимание η τεταμένη προσοχή* - труд εντατική δουλειά· -ые меж- международные отношения τεταμένες διεθνείς σχέσεις· -ое ожидание αγωνιώδης Ιαναμονή' -ые МЫШЦЫ τεταμένοι μύες· -ая борьбе εντα- εντατικός αγώνας. 2 προσποιητός, αφύσικος· -ая улыбка προσποιητό χαμόγελο* - ГОЛОС αφύσι- αφύσικη φωνή" -ЭЯ ПОза κόρδωμα, ποζάρισμα. напрямик επίρ. 1 κατ' ευθεία, (στα);ίσια, γραμμή, ευθέως· ИДТИ - πηγαίνω κατ* ευθεία. 2 μτφ. ανοιχτά, καθαρά, ξεκάθαρα, σταράτα. напрямки επίρ. (απλ.) βλ. напрямик. напрясть, -яду, -ядёшь, παρλθ. χρ. напрял, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напрядённый, βρ*. -дён, -дена, -дено р.σ.μ. βλ. прясть1. напрятать, -ячу, -ячешь р.σ.μ. κρύβω (πολ- (πολλά) · - груду вещей κρύβω ένα σωρό'πράγματα. напрячь, -ягу, -яжёшь, -ягут, παρλθ. χρ. напряг, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напряжённый, βρ: -жён, -жена, -жено, επιρ. μτχ. -ЙГШИ р.σ.μ. 1 ε- εντείνω, τεντώνω* - мускул τεντώνω τους μυω- νες' ветер -ЯГ паруса о άνεμος φούσκωσε τα πανιά. 2 μτφ. ενδυναμώνω" - слух τεντώνω το αυτί, εντείνω την ακοή· - ГОЛОС δυναμώνω τη φωνή' - внимание εντείνω την προσοχή. II-СЯ 1 εντείνομαι, τεντώνομαι. 2 μτφ. βάζω, κατα- βάλλω όλες τις δυνάμεις. 3 μτφ. δυναμώνω. 4 βγαίνω απο τα φυσικά όρια· προσποιούμαι* ЛИ- ЛИЦО -глбсь το πρόσωπο πήρε προσποιητή όψη. (Напутёть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. На- пуганный, βρ: -ган, -а, -ο φοβίζω, εκφοβί- ζω, σκιάζω* τρομάζω" ξαφνιάζω. II -СЯ φοβού- φοβούμαι, σκιάζομαι* τρομάζω* ξαφνιάζομαι. напудривать(ся) ρ.δ. βλ. напудрить(ся). напудрить ρ.σ.μ. πουδράρω. II -СЯ πουδρά- ρομαι. напульсник, -а α. περιχειρίδα (στο μέρος του σφυγμού). Н£Шуск, -а α. 1 άφεση, απόλυση, άνοιγμα·- - ВОДЫ В бассейн απόλυση νερού στη δεξαμε- δεξαμενή. 2 πτυχή κρεμάμενη πάνω απο τη ζώνη. 3 (παλ.) αφέλεια. 4 πτυχή (στο λαιμό της /μπό- /μπότας). напускание, -я ουδ. βλ. напуск. напускать(ся) р.δ. βλ. напустить(ся). Напускная επ. προσποιητός· φτιαχτός· τε- τεχνητός* -Ое спокойствие φαινομενική γαλήνη* -ая весёлость προσποιητή χαρά· -ое равно- равнодушие προσποιητή αδιαφορία. напустить, -ушу, -устишь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. напущенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 Ιαφήνω, απολύω, ανοίγω· - ВОДЫ В ванну αφήνω να τρέξει πολύ νερό στη μπανιέρα· - дыму В комнату αφήνω να μπει πολύς καπνός στο δω- δωμάτιο* собака -ла блох το σκυλί άφησε πολ- πολλούς ψύλλους, μας γέμισε ψύλλους. Ι! επιτρέ- επιτρέπω να μπει, να κατοικήσει* - ЖИЛЬЦОВ В ДОМ επιτρέπω ενοικιαστές στο σπίτι. 2 κατεβάζω, χαμηλώνω· - ВОЛОСЫ на ЛОб αφήνω να πέσουν τα μαλλιά στο μέτωπο. 3 προσποιούμαι, κάνω, παρασταίνω* - на себя важность κάνω το σο- σοβαρό, σοβαροποιούμαι' - равнодушие κάνω τον αδιάφορο" - на себя СТРОГОСТЬ κάνω τον αυ- αυστηρό. 4 (κυνηγ.) λύνω, απολύω* - собаку на зайца απολύω το σκυλί για λαγό. II παρακινώ, προτρέπω. 5 μαγεύω, κάνω μάγια (ν' αρρωστή- αρρωστήσει ή να πάθει). II εμπνέω, εμβάλλω* προξε- προξενώ' ενσπείρω: II -СЯ επιτίθεμαι (με βρισιές, μομφές κ.τ.τ.). напутать р.σ. μπερδεύω, ανακατεύω, περι- περιτυλίγω* - НЙТОК μπερδεύω τις κλωστές. II συγχύζω. II λαθεύω. II -СЯ μπερδεύομαι, πε- περιτυλίγομαι . напутственный επ. αποχαιρετιστήριος· -ЭЯ
нал 663 речь αποχαιρετιστήριος λόγος· -ые советы α- αποχαιρετιστήριες συμβουλές. напутствие, -Я ουδ. ευχή σε αναχωρούντα ή εκκινητή (έργου)· обратиться к кому-н. с -ем απευθύνω ευχές σε αναχωρούντα. напутствовать, -ствуго, -отвуешь р.б.ч. σ. εύχομαι σε αναχωρούντα, εκκινοϋντα. напутывать(ся) р.δ. βλ. напутать(ся). напухать р.δ. βλ. напухнуть. напухнуть, -нет, παρλθ. χρ. напух,-ла, ~ло μτχ. παρλθ. χρ. напухший р.σ. βλ. ОПУХНУТЬ. напыживаться р.δ. βλ. пылиться. напыжиться р.σ. βλ. пыжиться. напылить р.σ. σκονίζω· σηκώνω σκόνη. напыщенно επίρ. υψηλόφρονα, με στόμφο, με- γαλαυχώς κλπ. επ. напыщенность, -И θ. έμφαση, στόμφος· κο- μπορρημοσύνη· υψηλοφροσύνη, μεγαλαυχία. напыщенный επ., βρ: -щен, -а, -о. 1 υψη- λόφρονας, υπεροπτικός· περήφανος. 2 στομφώ- στομφώδης, πομπώδης· φουσκωμένος, εξογκωμένος. напяливать(ся) ρ.δ. βλ. напялить(ся). напялить ρ.σ.μ. 1 τεντώνω (στα δάχτυλα ή σε πλαίσιο)" - ткань ДЛЯ вышивания τεντώνω ύφασμα για κέντισμα. 2 ντύνω, φορώ με δυσκολία (λόγω στενότητας)· едвё Я -ИЛ шап- шапку με δυσκολία φόρεσα τη σκούφια. И φορώ κάτι παράξενο. II тСЯ φοριέμαι με δυσκολία. нар 60 ать р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.). 1 κα- κατασκευάζω, φτιάχνω. 2 αποκτώ, κερδίζω, βγά- βγάζω με τη δουλειά μου. II -СЯ δουλεύω πολύ. II κουράζομαι, κοπιάζω. наравне επίρ. 1 εξ ίσου, ίσα, στο ίδιο ύ- ψος, βάθος, επίπεδο κ.τ.τ., στην ίδια γραμ- γραμμή· με ίση ταχύτητα, δύναμη. 2 το ίδιο (ό- (όπως), όμοια· старики работают - с'молодыми οι γέροι δουλεύουν το ίδιο σαν τους νεολαί- νεολαίους. нарадоваться, -дуюсь, -дуешься р.σ. χαί- χαίρομαι πολύ, καταχαίρομαι, πλημμυρίζω απο χα- χαρά, αναγαλιάζω. Нараспашку επίρ. ανοιχτά, ξεκούμπωτα" ОН шёл в пальто - αυτός βάδιζε με ξεκούμπωτο το πανωφόρι. II εκφρ. ЖИТЬ - ζω πλουσιοπάρο- πλουσιοπάροχα" ЖИЗНЬ(ЖИТЬё) - ζωή πλουσιοπάροχη (χαρι- (χαρισάμενη) . нараспев επίρ. τραγουδιστά, μελωδικά" го- говорить - μιλώ μελωδικά· декламировать - α- απαγγέλλω μελωδικά. нарассказать, -кажу, -кажешь ρ.σ.μ. διη- διηγούμαι πολλά. нарастоние, -Я ουδ. αύξηση, μεγάλωμα· α- ανάπτυξη· - и ослабление звука αύξηση και ελάττωση του ήχου* - революционного движе- движения ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. нарастить, -ает р.δ. βλ. нарасти. II αυ- нар ξαίνω, μεγαλώνω, αναπτύσσομαι* -Йет ВОЗму- щёние μεγαλώνει η αγανάκτηση, нарасти, -тёт, παρλθ. χρ. нарос, -ла, ~ό, μτχ. παρλθ. χρ. наросший р.о". 1 φύομαι, φυ- φυτρώνω, αναπτύσσομαι. II μεγαλώνω, αυζαίνω. 2 (με ποσοτική σημ.) φυτρώνω, βλασταίνω* ~ло МНОГО деревьев βλάστησαν πολλά δέντρα. 3 μαζεύομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (για τόκους, χρέη κ.τ.τ.)· нарастить, -ращу, -растишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наращённый, βρ: -щён, -щена, ~ό ρ.σ. 1 μεγαλώνω, αυξάνω, αναπτύσσω. 2 μα- μακραίνω, επιμηκύνω* αβγατίζω* - ВОДОЩЮВОД- ную трубу αβγατίζω τον υδροσωλήνα. 3 (με ποσοτική σημ.) καλλιεργώ, φυτεύω" - МНОГО ОВОШеЙ καλλιεργώ πολλά λαχανικά. 4 μαζεύω, αποταμιεύω, συγκεντρώνω. нарасхват επίρ. 1 ανάρπαστα· ποιόςναπρω- τοπάρει· билеты брали - τα εισιτήρια γίνο- γίνονταν ανάρπαστα. 2 ως κατηγ. είναι περιζήτη- περιζήτητος. наращать р.δ. βλ. нарастить. наращение, -я ουδ. 1 βλ. нарастание. 2 ο βλαστός, το φυντάνι. наращивание, -я ουδ. βλ. наращение. наращивать р.δ. βλ. нарастить. Ι! -ся αυ- αυξάνω, -ομαι· -ЮТСЯ темпы производства αυ- αυξάνουν οι ρυθμοί παραγωγής. *нарвал, -а α. αρκτοφάλαινα. нарвёть? -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χΡ· нарванный, -а, -Ο ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) 1 κόβω, μα- μαζεύω, δρέπω· - цветов κόβω λουλούδια. 2 σχύ- ζω, κατακομματιάζω, κατατεμαχίζω* - бумаги σχίζω χαρτιά. 3 βγάζω, εξάγω με ανατίναξη,- ανατινάζω. II εκφρ. - уши кому (απλ.) τραβώ τ' αυτιά κάποιου (τιμωρώ). нарвать? -вёт, παρλθ. χρ. нарвал, -ло, -о ρ.σ. εμπυάζω, μαζεύω πύο· палец ~6л το δά- δάχτυλο έμασε πύο· десну -ЛО (απρόσ.) το ού- ούλο έμασε πύο. нарваться, -вусь, -вёшься, παρλθ. χρ. на- нарвался, -валаЪь, -валось р.σ. συναντώ α- πρόπτα, πέφτω επάνω' τρακάρω" нарушитель границы -лея на пограничника о παραβάτης των συνόρων έπεσε πάνω στο φρουρό. II -СЯ συ- συναντιέμαι (με κάποιον ή κάτι ανεπιθύμητο ή αντιπαθητικό)" - на негодяя πέφτω πάνω σε παλιάνθρωπο· - на неприятности συναντώ δυ- δυσάρεστα (πράγματα). ,*наргилё α. κ. ουδ. άκλ. ο ναργιλές, η κα- πνοσύριγγα. *нард, -а α. νάρδος, βαλεριανή, φυτό και άρωμα αυτού. нардовый επ. ναρδικός, βαλεριανικός" -ое МЙСЛО βαλεριανικό λάδι.
нар 664 нар нарёберный επ. πλευρικός, επιπλευρικός. нареветься, -вусь, -вёшься р.σ. κλαίω πο- πολύ, ολολύζω, ολοφύρομαι, οδύρομαι. нарёз, -а α. 1 αυλάκωση, αυλακιά· -Ы Β стволах орудий αυλακώσεις στις κάνες των ό- όπλων. 2 (παλ.) κλήρος, κομμάτι γης. нарезание, -я ουδ. βλ. нарезка. нарезать, ~ёяу, -ёжешь р.σ.μ. 1 (με ποσο- ποσοτική σημ.) κόβω, τεμαχίζω· - хлеба κόβω ψω- ψωμί" - тарелку ветчины κόβω ένα πιάτο χοι- χοιρομέρι. 2 αποκόπτω" - прутьев κόβω βέργες·- букет цветов κόβω ένα μπουκέτο λουλούδια. 3 (για έδαφος) χωρίζω, μοιράζω. 4 σφάζω* свиней σφάζω χοίρους" - кур σφάζω κότες. 5 εγκόπτω, κάνω εγκοπές, αύλακες. 6 χαράζω. 7 κόβω (προξενώ πόνο με πίεση ή τριβή). II -СЯ .1. κόβομαι, τεμαχίζομαι' сыр ТОНКО -ЛСЯ το κεφαλοτύρι κόπηκε σε λεπτές φέτες. (απλ.) παραπίνω, μεθώ, σουρώνω. нарезать(ся) р.δ. βλ. нарезать(ся). нарезвиться, -влюсь, -вйшься р.σ. χορταί- παιγνίδι ή διασκέδαση. нарезка, -я β. ι κοπή', κόψιμο· - хлеба το κόψιμο ψωμιού. 2 (για έδαφος) χώρισμα, μοί- μοίρασμα. 3 εγκοπή ελικοειδής. II αυλάκωση (κά- (κάνης όπλου). нарезной επ. με εγκοπή" αυλακωτός. нарёзывать(ся) р.δ. βλ. нарёзать(ся). нарекание, -Я ουδ. επίκριση, μομφή, ψό- ψόγος, κακισμός· подвергнуться -ЯМ γίνομαι α- αντικείμενο επικρίσεων· Вызвать - προκαλώ ε- επίκριση. нарекать(ся) ρ.6. βλ. нарёчь(ся). наречённый κ. наречённый επ. απο μτχ.παλ. •αναγνωρισμένος επίσημα, ομολογημένος, πανθο- πανθομολογούμενος . Π ουσ. -, -ВЯЦсск\. )αρραβωνια- στικός, -ιά, μνηστήρας, μνηστή· -ые οι αρ- αρραβωνιασμένοι, οι μνηστευμένοι. наречие? -Я ουδ. 1 διάλεκτος. 2 συγγενής γλώσσα. наречие? -Я ουδ. το επίρρημα. наречный επ. επιρρηματικός. наречь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. нарёк, -екла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- наречённый, βρ: ~чён, -чена, -чено κ. наре- наречённый, βρ: -чён, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) ονοματίζω, ονομάζω, δίνω (βγάζω) όνομα" 3ΐΟ имя -ЛИ при крещении αυτό το όνομα το έ- έβγαλαν στη βάφτιση. 2 (παλ.) διορίζω, εγκα- εγκαθιστώ, ονομάζω. II -СЯ ονομάζομαι. нарисовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. нарисованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. βλ. рисовать. II -ся βλ. рисоваться Bσημ.). нарицательный επ: Имя -ое γραμμ. α) όνομα κοινό· имена собственные И -ые ονόματα κύ- κύρια και κοινά (προσηγορικά). 2 τυπικό όνομα. II εκφρ. ~ая СТОИМОСТЬ (οικον.) η ονομαστική αξία. ♦наркоз, -а α. 1 νάρκωση· подвергнуть -у ναρκώνω. 2 το ναρκωτικό. наркозный επ. ναρκωτικός. нарком, -а α. λα'ικός επίτροπος. наркоман, -а α. ναρκομανής, ♦наркомания, -И θ. ναρκομανία. раркомат, -а α. λαϊκό επιτροπάτο. наркотизатор, -а α. ναρκωτής. наркотизация, -И θ. νάρκωση, -ωτισμός. наркотизировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ναρκώνω, αναισθητοποιώ. II -СЯ ναρκώνομαι. ♦наркотик, -а α. 1 το ναρκωτικό. 2 ναρκω- μανής. наркотический επ. ναρκωτικός· -ие сред- средства ναρκωτικά μέσα· -ое состояние ναρκωτι- ναρκωτική κατάσταση. народ, -а α. 1 λαός· советский - σοβιετι- σοβιετικός λαός" греческий - ελληνικός λαός· все -Ы мира όλοι οι λαοί της γης· трудово'Й - ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι). 2 άν- άνθρωποι· там был разный - εκεί ήταν διάφοροι άν θρωπο ι. Ι! κόσμος' собралось МНОГО -у μα- μαζεύτηκε πολύς κόσμος. II εκφρ. простой - ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πσπολο· чёр- НЫЙ (ПОДЛЫЙ) - (στην ταξική κοινωνία) οι α- απόκληροι της γης, η φτωχολογιά·. на -е στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο* на весь - μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα. народец, -дца α. λαοτζίκος. Π μικρός λαός. народить, -ОЯу, -ОДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарождённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. γεννώ (πολλά)· - кучу детей γεννώ ένα σωρό παιδιά. II -СЯ 1 γεννιέμαι' -ЛСЯ СЫН γε\«νήθηκε αγόρι· -ЛОСЬ МНОГО детей γεννήθη- γεννήθηκαν πολλά παιδιά. II μεγαλώνω" -ЛОСЬ новое поколение μεγάλωσε νέα γενιά. 2 μτφ. εμφα- εμφανίζομαι. II εκφρ. -ЛСЯ месяц (απλ.) πιάστη- πιάστηκε το φεγγάρι. НарОДНИК, -а α., -ца, -Ы 6. ναρόντνικος, -η. народнический επ. ναρόντνικος· -ие идёд ναρόντνικες ιδέες. народничество, -а ουδ. ναροντνισμός. народно-демократический επ. λαϊκοδημοκρα- τικός. народность, -и θ. ι λαότητα· -и националь- НЫХ Областей οι λαότητες των εθνικών περιο- περιοχών. 2 το λαϊκό περιεχόμενο (έργου λογοτε- λογοτεχνίας ή Τέχνης). II λαϊκός εθνικός χαρακτή- χαρακτήρας ( θεσμοί, παραδόσεις, πάτρια). народнохозяйственный επ. της λαϊκής οικο- οικονομίας . народный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. λαϊ- λαϊκός· -ые массы οι λαϊκές μάζες· -ое ДВИжё-
нар 665 нар НИе λαϊκό κίνημα* -ое ХОЗЯЙСТВО λαϊκή οικο- οικονομία· -ая власть λαϊκή εξουσία" -ая армия λαϊκός στρατός· - фронт λαϊκό μέτωπο* -ая ПОЭЗИЯ λαϊκή ποίηση· -ые песни λαϊκά τρα- τραγούδια· -ая ШКОла δημοτικό σχολείο· - учй- тель 6ημόδιδάσκαλος· -ое имущество λαϊκή πε- περιουσία· страны -ой демократии οι χώρες τον λαϊκών δημοκρατιών. 11 εκφρ. -ая ВОЛЯ λαϊκή θέληση (μυστική πολιτική οργάνωση των ναρό- ντνικωνI -ая гребля είδος κωπηλασίας, народовластие, -Я ουδ. λαοκρατία. народоволец, -льца α., -лка, -и θ. μέλος της οργάνωσης „λαϊκή θέληση'." народовольчество, -а ουδ. το κίνημα „λαϊ- „λαϊκή θέληση'." народонаселение, -Я ουδ. η πυκνότητα του πληθυσμού, ο πληθυσμός· увеличение -я αύξη- αύξηση του πληθυσμού" статистика -Я στατιστική του πληθυσμού, δημογραφία. нарождать(ся) ρ.σ. βλ. народить(ся). нароадёние, -Я ουδ. γέννηση. наронять р.σ. βλ. уронить. нарост, -а α. 1 στρώμα επιφανειακό. 2 ε- εξόγκωμα, όγκος· ρόζος (ζώων ή φυτών). нарочито επίρ. σκόπιμα, επίτηδες, εσκεμ- εσκεμμένα. нарочЙТОСТЬ, -И θ. σκοπιμότητα, πρόθεση. нарочитый επ., βρ: -чйт, -а, -о σκόπιμος, θεληματικός, με πρόθεση· -ое безразличие η σκόπιμη αδιαφορία· -ая ХОЛОДНОСТЬ σκόπιμη ψυχρότητα. нарОЧНО (προφ. -ОШНО) επίρ. 1 σκόπιμα, ε- εσκεμμένα, απο σκοπού, επιταυτού, επί τούτου. 2 αστεία, στ' αστεία, χάρη αστειότητας. II εκφρ. как (будто, словно, точно) - σκόπιμα, επίτηδες, επι τούτο (πεισματικά, για κακό). нарочный (προφ. -ошный) -ого α. ειδικός απεσταλμένος· αγγελιοφόρος· ταχυδρόμος. нарсуд, -а α. λαϊκό δικαστήριο. нартенный επ. του έλκηθρου" απο έλκηθρα," -ая дорога δρόμος απο έλκηθρα. нарты, нарт (ενκ. нарта, -Ы θ.) έλκηθρο (συρόμενο απο ελάφια ή σκύλους). нарубание, -я ουδ. βλ. нарубка.' нарубать1 ρ.δ. βλ. нарубить. II ~ся κόβομαι. нарубить*ρ.σ. εξορύσσω нарубить, -ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарубленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ.κό- р.σ.μ.κόβω· φτιάχνω" ετοιμάζω· - дров κόβω καυσόξυ- καυσόξυλα" - капусты κόβω κραμβολάχανα"'. - ступени В скале φτιάχνω σκαλοπάτια στο βράχο. нарубка, -И θ. κοπή, κόψιμο. II εγκοπή. наругаться р.σ. 1 μαλώνω πολύ. 2 (παλ.) βλ. надругаться. наруже βλ. наружи. наружи κ. παλ. наруже επίρ. 1 εξωτερικά, απ' έξω, απο το έξω μέρος* εκτός. 2 ως κατηγ, είναι οφθαλμοφανές, εξόφθαλμο, ολοφάνερο. наружно επίρ. εξωτερικά, φαινομενικά. наружность, -И θ. εμφάνιση, θεωρία, θω- θωριά" παρουσιαστικό" όψη" φαινομενικότητα. у него прекрасная - αυτός έχει πολύ ωραία εμ- εμφάνιση· судя ПО -И κρίνοντας απο την . εμφά- εμφάνιση; - обманчива το παρουσιαστικό είναι α- απατηλό* под прекрасной -ью он скрывает низ- низкую Душу αυτός κρύβει την ευτελή ψυχή του κάτω απο την ωραία εμφάνιση. II το εξωτερικό (α- (αντικειμένου)" - ДОма το εξωτερικό του σπι- σπιτιού. наружный επ. 1 εξωτερικός· - ВИД дома η εξωτερική .όψη του σπιτιού* -ая поверхность η εξωτερική επιφάνεια" -ое лекарство φάρμα- φάρμακο εξωτερικής χρήσης. 2 μτφ. φαινομενικός, εικονικός, πλαστός· προσποιητός· -ое спо- спокойствие φαινομενική ηρεμία. II ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εξωτερικής χρήσης. наружу επίρ. 1 προς τα έξω' дверь откры- открывается - η πόρτα ανοίγει προς τα έξω· крот вышел - ο τυφλοπόντικας βγήκε έξω. 2 μτφ. στα φόρα, στο φως* правда ВЫШЛа - η αλήθεια έλαμψε· все его плутни вышли (выведены) όλες οι κατεργαριές του βγήκαν στα φόρα. II εκφρ. весь (вся) - ειλικρινέστατος, -η, που δεν κρύβει τίποτε· всё - τίποτε το κρυφό. нарукавники, -ов πλ#. (ενκ. -ик, -а α. 1 ψευτομάνικα, επιχειρίδες. 2 (παλ.) ακρομά- νικα, μανικέτια. 3 (παλ.) βλ. наручники. нарукавный επ. της χειρίδας· ~ая повязка περιβραχιόνιο. нарумшшвать(ся) ρ.δ. βλ. нарумянить(ся). нарумянить(ся) р.σ. βλ. румянить(ся). наручни, -ей πλθ. (παλ.) βλ. наручники. наручники, -ов πλθ. (ενκ. -ик, -а α.) χει- χειροπέδες" надеть - περνώ τις χειροπέδες. наручный επ. του χεριού· -ые часы ωρολόγι του χεριού. нарушать^ся) ρ.δ. βλ. нарушить(ся). нарушение, -я ουδ. 1 διατάραξη· - об- общественной тишины и спокойствия' διατάραξη; της κοινής ησυχίας; 2 παραβίαση· - границ παραβίαση των συνόρων. II παράβαση· - закона παράβαση νόμου. нарушитель, -Я α., -НИЦа, -не, 1 παραβά- παραβάτης, -ιδα. 2 ταραχοποιός, ταραξίας. нарушить, ~шу, -шишь ρ.σ.μ* 1 (δια)ταράσ- σω* χαλνώ" ~ ПОКОЙ (спокойствие) διαταράσ- διαταράσσω την ησυχία' - СОН χαλνώ τον ύπνο· ВЫ- стрел -ил ночную тишину о πυροβολισμός δι- διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία. 2 παραβιάζω1 - государственную границу παραβιάζω τα σύνο- σύνορα του κράτους. II παραβαίνω, αθετώ· καταπα- καταπατώ" - закон παραβαίνω το νόμο" - ДОГОВОР,
нар 666 нас соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφω- συμφωνία. II διασαλεύω· - порядок διασαλεύω την τάξη. 3 καταστρέφω. II гСЯ διαταράσσομαι. II παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. "нарцисс, -а α. νάρκισσος (κοσμητικό φυτό). нарциссовый επ. του νάρκισσου. нары, нар πλθ. ξύλινο κρεβάτι. нарыв, -а α. απόστημα, σπυρί, διαπύημα. нарывать* ρ.ό. βλ. нарыть. !1 -ся σκάβομαι. нарывйть2 ρ.δ. βλ. нарвать! II -ся 1 κόβο- κόβομαι, δρέπομαι. II κατατεμαχίζομαι. 2 εξορύσ- εξορύσσομαι με ανατίναξη, ανατινάζομαι. нарывать3 ρ.δ. βλ. нарвать2. II -ся πρήζο- πρήζομαι, εμπυάζω, εμπυούμαι. нарывной к. нарывный επ. 1 έμπυ.ος, εμπυα- σμένος. 2 για αποστήματα· -ой пластырь έ- έμπλαστρο αποστημάτων. Π εμπυηματικός, εμπυ- ητικός* -ые отравляющие вещества εμπυημα- εμπυηματ ικές δηλητηριώδεις ουσίες. нарыть, -рою, -роешь р.σ.μ. 1 σκάβω· -ка- -канав σκάβω αυλάκια. 2 βγάζω σκάβοντας· - ме- мешок картофеля βγάζω ένα σακκί πατάτες* земли βγάζω χώμα. наряд,1 ~а α. στολή, ενδυμασία (επίσημη ή γιορτινή)· κοστούμι. наряд,2 -а α. 1 διαταγή, εντολή εκτέλεσης εργασίας. Π έγγραφο (εκτέλεσης εργασίας ή πληρωμής. II διατακτική. 2 (στρατ.) υπηρεσία, εργασία, αγγαρεία. II (στρατ.) τμήμα υπηρεσί- υπηρεσίας ή αγγαρείας. нарядить] -яду, -ЯДЙшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. ντύ- ντύνω με πολυτέλεια" στολίζω" λουσάρω" - Невё- сту στολίζω τη νύφη. 2 ντύνω, μεταμφιέζω" - ребят зверями, птицами ντύνω τα παιδιά σαν θηρία, σαν πουλιά· - колдуном ντύνω σαν μά- μάγο. II -СЯ ντύνομαι, στολίζομαι κλπ.ρ.μ. -, как на бал ντύνομαι σαν να πάω στο χορό· - клоуном ντύνομαι παλιάτσος· она любит -αυ- -αυτής της αρέσει να στολίζεται. нарядЙТБ* -ЯЖу, -ЯДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряжённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ. μ. 1 διατάζω· - следствие О пожаре διατάζω ανάκριση για την πυρκαγιά. II καθορίζω εργα- εργασία, εργοδοτώ. II (στρατ.) καθορίζω, βγάζω υ- υπηρεσία· - караул βγάζω φρουρά. II στέλλω· - ПОДВОДЫ за товаром στέλλω κάρα για εμπόρευ- εμπόρευμα. 2 (παλ.) συγκροτώ, ιδρύω. нарЙДНО επίρ. κομψά, χαριτωμένα. нарЙДНОСТЬ, -И θ. κομψότητα, χάρη. нарядный1 επ. 1 κομψός, χαριτωμένος. II στο- λιστός, στολισμένος. 2 γιορτινός, γιορτιά- τικος· - КОСТЮМ γιορτινό κοστούμι. нарядный2επ. με διατακτική. И ουσ. θ. -ая γραφείο εργασίας και πληρωμής. наряду επίρ. (με οργν.) στην ίδια σειρά, της ίδιας τάξης· εξ ίσου με, όμοια, το ίδιο όπως..., το ίδιο με... II εκφρ. - с этим δί- δίπλα σ' αυτό, κοντά σ' αυτό, μαζί μ' αυτό, παράλληλα. нарЯДЧИК., -а α.., -ца, -Ы θ. υιιεΰθυνος ча- θορ ισμού εργασίας, εργοδότης, -τρία. наряльть(ся) ρ.δ. βλ. )нарядить(ся). наряжать р.δ. βλ. нарядить. II -ся καθο- καθορίζομαι . насад, -а α. (παλ.) είδος σκάφους με επί- επίπεδο τρόπιδα. насадить, -сажу, -садишь,παθ.-μτχ. παρλθ. χρ. насаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 φυτεύω. 2 βάζω, θέτω. 3 βάζω να καθίσει· το- τοποθετώ. 4 βάζω, περνώ στειλιάρι(λαβή) σε ερ- εργαλείο· - топор на топорище βάζω στειλιά- στειλιάρι στο τσεκούρι. II διαπερώ, τρυπώ, περνώ* - утку на вертел περνώ πάπια στο σουβλί. 5 χώνω, βάζω (απο πάνω προς τα κάτω), φορώ. II ράβω· - пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι. 6 βλ. насаждать. II πληρώ, γεμίζω· πληθαίνω. насадка, -И θ. 1 βάλσιμο, πέρασμα· - Τ0- пора на топорище πέρασμα του στειλιαριοΰ στο τσεκούρι* - червяка на крючок πέρασμα του σκουληκιού στο αγκίστρι. 2 δόλωμα ψαριών. 3 επίθεμα, επικάλυμμα. насажать ρ.δ.μ. 1 βλ. насадить. 2 μωλωπί- ζω. насаждать ρ.δ. (γραπ. λόγος) εμφυτεύω, ει- εισάγω, εμβάλλω· - новое учение εισάγω νέα δι- διδασκαλία· - новую технику εισάγω νέα τε- τεχνική. II -СЯ φυτεύομαι. II τοποθετούμαι. насаждение? -я ουδ. 1 φύτευση, -μα· - по- полезащитных лесных ПОЛОС φύτευση προστατευ- προστατευτικών δασικών ζωνών. II εισαγωγή, μπάσιμο* - культуры εισαγωγή πολιτισμού. 2 φυτεία, δε- ντροφυτεία, τα φυτευμένα δέντρα· новые -Я νέες δεντροφυτείες. насаживание? -я ουδ. βλ. насаждение. насаживать ρ.δ. βλ. насадить, II -ся φυ- φυτεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. насаживаться ρ.δ. επικάθομαι· επιβαίνω. насаливание1!1 -Я ουδ. άλειμμα με λίπος. насаливание? -я ουδ. αλάτισμα, πάστωμα. насаливать1ρ.δ· βλ. насалить. насаливатБ2ρ.δ. βλ. насолить. II -ся αλα- αλατίζομαι, παστώνομαι. насалить р.σ.μ. αλείφω με λίπος. насандаливать р.δ. βλ. насандалить. II -ся βάφομαι με σάνταλο. II αλείφομαι, τρίβομαι. насандалить р.σ.μ. βάφω, χρωματίζω με σάνταλο. II μτφ. αλείφω, τρίβω. II εκφρ.-НОС (απλ.) μεθώ, γίνομαι σκνίπα. насйсывать р.6.μ. 1 βλ. насосать. 2 ρου- ρουφώ, εισπνέω δυνατά, τραβώ. II -СЯ βλ. насо-
вас 667 нас саться. насохаривать р.δ. βλ. насахарить. II -ся ζαχαρώνομαι, έχω ζάχαρη, είμαι ζαχαρωμένος. насахарить р.σ.μ. ρίχνω ζάχαρη, ζαχαρώνω, επ ιπάσσω με ζάχαρη . насбивать ρ. σ. μ. (απλ·)■ ρίχνω κάτω: ραβδίζω, τινάζω" - Яблок С ЯбЛОНИ τινάζω τα μήλα απο τη μηλιά. насбирать р.σ.μ. (απλ.) βλ. насобирать. насверливать р.6. βλ. насверлить. II -ся τρυπαν ίζομαι. насверлить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насверлённый, βρ: -лён, -лена, -лено" τρυπα- τρυπαν ίζω. насвистать, -ищу, -ищешь κ. насвистеть, -ищу, -ИСТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насвйс- танный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. τραγουδώ σφυρίζοντας. II -СЯ σφυρίζω πολύ. насвистеться, -ищусь, -истишься р.σ. σφυ- σφυρίζω πολύ. насвистывание, -я ουδ. σφύριγμα. насвистывать р.6.μ. 1 σφυρίζω. 2 σιγοσφυ- ρίζω. 3 (για πτηνά) κελαηδώ. II -СЯ τραγου- τραγουδιέμαι σφυριχτά. насевать р.δ. βλ. насеять. II -ся σπέρνο- σπέρνομαι. наседать р.6. 1 βλ. насесть1B,3 σημ.). 2 πιέζω δυνατά, σφίγγω.· противник -ает на арьергард о εχθρός πιέζει ισχυρά την οπι- οπισθοφυλακή. наседка, -и θ. κλώσσα. насеивать р.δ. βλ. насеять. II -ся 1 σπέρ- σπέρνομαι. 2 κοσκινίζομαι. насекйть ρ.δ. βλ. насечь . II ~ся κάθομαι· επικάθομαι. насекомоядный επ. εντομοφάγος. II ουσ. -ые πλθ. τα εντομοφάγα. насекомые, -ых πλθ. (ενκ. -ое, -ого ουδ.) τα έντομα. население, -я ουδ. 1 οι κάτοικοι. 2 πλη- πληθυσμός· перепись -Я απογραφή πληθυσμού. населённость, -и θ. 1 οι κάτοικοι. 2 πυ- πυκνότητα πληθυσμού. населённый επ. απο μτχ. κατοικημένος. II πολυκατοικημένος. населить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- населённый, βρ: -лён, -лена, -лено. 11 κατοι- κατοικίζω, σπιτώνω· οικίζω, εγκατασταίνω κατοί- κατοίκους· - НОВЫЙ дом κατοικίζω καινούριο σπί- σπίτι· - ПУСТЫННЫЙ край εγκατασταίνω κατοί- κατοίκους σε ακατοίκητη περιοχή. 2 εγκατασταίνω πλήθος κατοίκων ή ζώων. И -СЯ κατοικούμαι* ПУСТЫННЫЙ край -ЛСЯ η έρημη περιοχή κατοι- κατοικήθηκε. Насельник, -а α. (παλ.) ιθαγενής, αυτόχ- θονας, ντόπιος. населять(ся) р.δ. βλ. населйть(ся). насест, -а α. κουρνόξυλο (όπου κοιμούνται οι κότες). насесть1, -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. на- насел, -ла, -ЛО, προστκ. насядь р.σ. 1 κάθο- κάθομαι· επιβιβάζομαι· μπαίνω* В вагон -ЛО МНО- МНОГО народу στο βαγόνι μπήκε πολύς κόσμος. 2 (επι)κάθομαι· пыль -ла ей на ЛИЦО σκόνη ε- πικάθησε στο πρόσωπο της. 3 βαρύνω, πιέζω με το βάρος. II μτφ. πειθαναγκάζω·'εξασκώ πί- πίεση, πιέζω* επίμονα παρακαλώ. насесть? -и θ. (παλ.) βλ. насест Насечка, -И θ. 1 κοπή κόψιμο, λιάνισμα. 2 εγκοπή. 3 εγχάραξη, εντομή, διάτμηση. 4 χά- χάραξη, κατασκευή χαραγών, δοντιών - на на- ПЙЛЬНИках κατασκευή χαραγών στα ρινιά· - на жерновах χαραγή στις μυλόπετρες. 5 δαμα- σκηνουργία, δαμασκήνωση* ружьё С ЗОЛОТОЙ -ОЙ όπλο με χρυσή δαμασκήνωση. насечь, -секу,-сечёшь, -кут, παρλθ, χρ. насёк, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насе- чённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 κό- κόβω, λιανίζω, λεπτοτομώ· - капусты λιανίζω κραμπολάχανα. 2 εγκόπτω" εγχαράσσω* - моё ИМЯ на мраморе χαράσσω το όνομα μου στο μάρ- μάρμαρο· - метку на деревьях χαράσσω σημάδι στα δέντρα. 3 εγχαράσσω, κάνω χαραγές ή δό- δόντια· εντέμνω* διατέμνω. насеять р.σ.μ. 1 σπέρν^ο· -ли семь гекта- гектаров έσπειραν εφτά εκτάρια* -ЛИ рожь έσπει- έσπειραν πολλή βρίζα. 2 κοσκινίζω, κρησαρίζω· мешок муки κοσκινίζω ένα τσουβάλι αλεύρι. насидеть, -ижу, -ИДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насиженный, βρ: -жен, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 κλωσσώ· курица -ла на все яйца η κλώσσα κλώσσισε όλα τ' αυγά. 2 μτφ. παθαίνω απο το πβλύ καθησιό· - геморрой παθαίνω αιμορ- αιμορροΐδες απο το πολύ καθησιό. II -СЯ 1 κάθομαι πολύ, χορταίνω καθησιό. 2 (με την πρόθ. без κ. ουσ.) στερούμαι· κάθομαι, μένω χωρίς* без дела κάθομαι χωρίς δουλιά (ασχολία)· - без денег μένω χωρίς χρήματα. насиженный επ. απο μτχ: -ое место ή гне- гнездо πολυετής υπηρεσία-στην ίδια θέση* πολυ- πειρία* πολυετής ζωή στο ίδιο μέρος* -ое ЯЙЦО κλωσσισμένο (άχρηστο) αυγό. насйживать(ся) р.δ. βλ. насидеть(ся). насилие, -я ουδ. 1 βία, βιασμός, βιοπρα- γία* следы -я на теле ίχνη βιοπραγίας στο σώμα* употреблять - χρησιμοποιώ (μετέρχο- (μετέρχομαι) βία· применять - εφαρμόζω (ασκώ) βία. 2 επιβολή, καταναγκασμός, εξαναγκασμός. II καταπίεση. 3 μτφ. βία, ζόρι, στανιό. насиловать, -луга, -луешь р.δ.μ. 1 βιάζω, εξαναγκάζω για συνουσία. 2 εκβιάζω·- ЧЬЮ-Л. совесть εκβιάζω τη συνείδηση κάποιου.
нас 668 нас насилу επίρ. με μεγάλη δυσκολία, (μόλις και μετά βίας' ОН так слаб, что - ходит αυ- αυτός είναι τόσο αδύνατος, που μόλις μπορεί και σέρνει τα πόδια του ή να βαδίζει. II ε- επιτέλους . ■насЙЛЬНИК, -а α. 1 βιαστής. 2 καταπιεστής. НасЙЛЫШЧать р.δ. βιάζω. II χησιμοποιώ βία* καταπιέζω, καταδυναστεύω. насильнический επ. βίαιος, βιαστικός, γι- γινόμενος με τη βία. Насильно επίρ. βίαια, αναγκαστικά, με τη βία, με το ζόρι, στανικά, με το στανιό. насильственный επ. βίαιος, δυναμικός· -ое свержение самодержавия βίαια ανατροπή της απολυταρχίας. II αναγκαστικός, καταναγκαστι- καταναγκαστικός, στανικός. II εκφρ. ~ая смерть βίαιος (μη φυσιολογικός) θάνατος. насинивать р.δ. βλ. насинить. насинить, -НЮ, -НИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насинённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 βάφω κυανό. 2 λουλακίζω. наскабливать ρ.δ. βλ. наскоблить,, II -ся I τρίβομαι, λιανίζομαι. 2 ξύνομαι λειαίνο- μαι. насказ, -а α. (παλ.) διαβολή· κουτσομπο- κουτσομπολιό. насказать, -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наскозанный, βρ: -зан, -а, ~о р.σ. 1 μ. διηγούμαι, λέγω πολλά· - Новостей διηγού- διηγούμαι πολλά νέα. 2 διαβάλλω, κακολογώ, δυσφη- δυσφημώ' συκοφαντώ. насказывать р.δ. βλ. насказать. наскакать, -скачу, -скачешь р.σ. 1 προ- προσκρούω καλπάζοντας· - на забор προσκρούω (ε- πιπίπτω) στον περίβολο. 2 καταφτάνω* -ЛИ кавалеристы κατέφτασαν ιππείς. наскакивание, -Я ουδ. πρόσκρουση. наскакивать р.δ. προσκρούω καλπάζοντας. наскальный επ. σε βράχο (για σχέδια, λέ- λέξεις κ.τ.τ.). наскандалить р.σ. βλ. скандалить. насквозь επίρ. 1 διαμπερώς, πέρα-πέρα· Пу- ЛЯ пробила ДОСКУ - η σφαίρα διαπέρασε τη σανίδα· Я промок - μούσκεψα ως το κόκποΐλο. 2 μτφ. πλήρως, εντελώς, τελείως, πέρα για πέ- πέρα' ВИДНО - είναι καταφανές, ολοφάνερο. II εκφρ. видеть (знать) кого - γνωρίζω κάποιον καλά (τις προθέσεις του, ενέργειες κ.τ.τ.). НаскобЛЙТЬ, -ОбЛЮ, -ОбЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наскобленный, βρ: -лен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 τρίβω' λιανίζω' - сыр τρίβω κασέ- κασέρι* - редьки λιανίζω ρεπάνια. 2 ξύνω, λει- αίνω. наскок, -а α. 1 πήδημα, άλμα. II εφόρμηση. II μτφ. άγρια επίθεση. 2 επέλευση· επιδρομή, έφοδος' кавалерийский - επιδρομή ιππικού.3 επίρ. -ΟΜ στα κουτουρού, κουτουράδα, απε- απερίσκεπτα. II εκφρ. С -ОМ α) ορμητικά, καλ- καλπάζοντας, β) βλ. 3 σημ. насколько επίρ. κατά πόσο, καθόσο, όσο, απ' Ιότι, στο βαθμό, στο μέτρο* - это верно? κατά πόσο αυτό είναι σωστό; - Я могу όσο μπορώ* - мне известно απ' ο',τι εγώ ξέρω. наскоро επίρ. βιαστικά, στα γρήγορα, ε- εσπευσμένα, με βία, με βιασύνη. наскочить, -очу, -очишь ρ.σ. 1 προσκρούω, πέφτω επάνω, τρακάρω, προσκόπτω* корабль -йл на мину το πλοίο προσέκρουσε σε νάρκη. II παρευρίσκομαι τυχαία, πέφτω πάνω" - на неприятную сцену πέφτω πάνω σε δυσάρεστη σκηνή. 2 χυμώ, ορμώ, εφορμώ, ρίχνομαι πά- πάνω. 3 μτφ. ρίχνομαι, επιτίθεμαι, αποπαίρνω, παραπαίρνω, κακοπαίρνω κάποιον* что ТЫ на меня -йл? я тут не при чём τι ρίχτηκες σε μένα; εγώ δε φταίω τίποτε. наскребать р.δ. βλ. наскрести. наскрести, ~ебу\ -ебёшь, παρλθ. χρ. на- наскрёб, -ебла", -ебло, μτχ. παρλθ. χρ. На- Наскрёбший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. .наскребённый, βρ: -бён, -бенё, -бено ρ.σ.μ. 1 (απο)ξΰνω, μαζεύω, περισυλλέγω* - СО СКОВОРОДЫ ξύνω το τηγάνι. 2 μτφ. εξοικονομώ* αποταμιεύω* деньги на поездку κάνω οικονομίες για το ταξίδι. наскучаться р.σ. ανιώ, ^λήττω πολύ' βασα- βασανίζομαι,φθίνω, λιώνω απο την πλήξη. наскучить р.σ. 1 προκαλώ ανία, πλήξη* γί- γίνομαι ανιαρός, βαρετός. 2 (παλ.) πλήττω, α- ανιώ, αισθάνομαι πλήξη, ανία, насладить, -ажу, -адйшь р.σ.μ. (γραπ. λό- γας) ευφραίνω, τέρπω* - взор τέρπω την όρα- όραση* - слух МУЗЫКОЙ ευφραίνω την ακοή με τη μουσική. II -СЯ ευφραίνομαι, τέρπομαι, ηδύ- νομαι, απολαβαίνω. наслаждать(ся) р.δ. βλ. насладйть(ся). наслаждение, -Я ουδ. απόλαυση, τέρψη, η- ηδονή* ευφροσύνη, αγαλλίαση· эта работа ДЛЯ меня - αυτή η δουλειά για μένα είναι από- απόλαυση . наслаивание, -я ουδ. βλ. наслоение. насл£швать(ся) р.δ. βλ. наслойть(ся). насластить, -ащу, -астЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наслащённый, βρ. -щён, щена", -щено р.σ. μ. γλυκαίνω· - чай γλυκαίνω το τσάι. наслать, нашлю, нашлёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насланный, -лан, ~а, -о р.σ.μ. 1 στέλ- στέλλω, αποστέλλω* - подарков στέλλω δώρα. 2 ε- ξαποστέλλω, εκπέμπω (για θεομηνίες, δεινά). наслащивать р.δ.μ. βλ. насластить. II -ся γλυκαίνομαι, γίνομαι γλυκός. наследие, -я ουδ. 1 κληρονομιά* культур- ное - древних греков η πολιτιστική κλήρο-
нас 669 нае νομιά των αρχαίων Ε|λλήνων· - прошлого κλη- κληρονομιά του παρελθόντος. 2 (παλ.) βλ. на- слёдство. наследить, -езщг, -едйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наслёженный, βρ: -жен, ~а, -о αφήνω ί- ίχνη, αποτυπώματα. наследник, ~а α., ~ца, -ы θ. 1 κληρονόμος· законный - νόμιμος κληρονόμος. II παιδί-, γιος. 2 διάδοχος* συνεχιστές· - престола διάδοχος του θρόνου. Наследный επ. 1 διάδοχος, κληρονόμος* - принц διάδοχος πρίγκιπας. 2 (παλ.) κληρονο- κληρονομικός. Наследование, -Я ουδ. 1 κληρονομιά. 2 η διαδοχή» наследовать, -дуй, -дуешь р.δ.κ.σ. 1 μ. κληρονομώ* ОН -ал ЭТОТ ДОМ ОТ отца αυτός κληρονόμησε αυτό το σπίτι απο τον πατέρα* - все пороки предков κληρονομώ όλα τα ελατ- ελαττώματα των προγόνων ниш -ал ётот дом ОТ от- отца о γιος κληρονόμησε αυτό το σπίτιιαπο τον πατέρα· он -ал своему дяде αυτός κληρονόμησε το θείο του. 2 διαδέχομαι. II -СЯ 1 κληρονομού- κληρονομούμαι. 2 διαδέχομαι. наследодатель, -Я α. κληροδότης, διαθέτης. наследственно επίρ. κληρονομικά. II διαδο- διαδοχικά. наследственность, -и θ. 1 κληρονομικότη- κληρονομικότητα* явление -И φαινόμενο κληρονομικότητας. 2 (παλ.) κληρονομιά, κληρονόμημα. наследственный επ. 1 κληρονομικός* -ое право κληρονομικό δίκαιο* -ое имущество κλη- κληρονομική περιουσία. 2 προγονικός* -ая 60- лёзнь κληρονομική ασθένεια. наследство, -а ουδ. 1 κληρονομιά, κληρο- κληρονόμημα· оставить большое - αφήνω μεγάλη κλη- κληρονομιά* получить - παίρνω κληρονομιά* раз- раздел -а μοίρασμα της κληρονομιάς* права -а δικαιώματα κληρονομιάς* ЛИШИТЬ ~а στερώ της κληρονομιάς, αποκληρώνω* литературное (μτφ.) λογοτεχνική κληρονομιά. 2 διαδοχή* ВОЙНЙ за испанское - πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (των λατινοαμερικανικών κτήσε- κτήσεων). Ι! εκφρ. ПО ~у επίρ. κληρονομικά, απο κληρονομιά. наслоение, ~Я ουδ. 1 στρώμα, κοίτασμα· διάπλαση· песчёное - στρώμα άμμου. 2 μτφ. ιδιότητα, χαρακτηριστικό. наслоить, ~0Ю, -ОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ·χρ. наслоённый, βρ: -ён, -ена, -ено р.σ.μ. επι- επιστρώνω* βάζω, χωρίζω κατά στρώματα. II -СЯ 1 επιστρώνομαι, μπαίνω κατά στρώματα. 2 μτφ. σχηματίζομαι, наслужиться, -ужусь, -ужиться р.σ. υπηρε- υπηρετώ· υπηρετώ πολύ, αρκετά. наслушаться ρ.σ. 1 ακούω* ~ новостей α- ακούω ειδήσεις. 2 χορταίνω ν' ακούω* ОН По- Поёт так хорощо, что я не могу ~ его αυτός τραγουδάει τόσο καλά, που δε χορταίνω να τον ακούω. наслышанный επ. (παλ.) πολύξερος, κατεχά- ρης εξ ακοής (όχι απο μελέτη). наслышаться, -шусь, -шишься р.σ. ακούω, γνωρίζω πολλά εξ ακοής* Я -лея О нём МНОГО хорошего άκουσα γι' αυτόν πολλά καλά. наслышха, -И θ. (παλ. κ. απλ.) ακοή, ά- άκουσμα* φήμη· Я знаю его ПО -е τον έχω α- ακουστά* ГОВОРИТЬ О Чём-Н. ПО -е μιλώ για κάτι, όπως το άκουσα. наслганивёть р.δ. βλ. наслюнить. II -ся σα- λιώνομαι. насЛЮНЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- слшённый, βρ: -нён, -ненй, -нено σαλιώνω· - почтовую марку σαλιώνω το γραμματόσημο. наслюнявить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. (απλ.) σα- σαλιώνω, λερώνω με το σάλιο. насмаливать ρ.δ. βλ. насмолить. II -ся πισ- σαλείφομαι. насмарку επίρ. (σε συνδυασμό με τα р. ИД- ИДТИ, ПОЙТИ) χάνομαι, καταστρέφομαι* всё дело идёт - όλη η υπόθεση χάνεται* всё пощло όλα πήγαν χαμένα. насмёливаться р.δ. βλ. насмёлиться. насмёлитъся, -люсь, -литься р.σ. (απλ.) βλ. осмелиться. *" НЙСМерть 1 επίρ. θανάσιμα, θανατηφόρα* рё- НИТЬ - τραυματίζω θανάσιμα. II μτφ. (σε συν- συνδυασμό με τα р. биться, драться, сражаться κ.τ.τ.) μέχρι θάνατο. 2 μτφ. πάρα πολύ, πο- πολύ δυνατά* перепугаться - φοβούμαι πάρα πο- πολύ, πεθαίνω απο το φόβο. ^насмехаться р.δ. περιγελώ, κοροϊδεύω, πε- περιπαίζω, εμπαίζω, χλευάζω· над НИМ -ЮТСЯ τον κοροϊδεύουν* ОН беспрестанно -ется αυ- αυτός συνέχεια κοροϊδεύει. насмешить, ~шу, -шишь р.σ.μ. κινώ, προ- προκαλώ το γέλιο* κάνω κάποιον να γελάσει* ОН всех -ЙЛ αυτός τους έκανε όλους να γελάσουν. насмешка, -И θ. χλεύασμα, κοροϊδία, πε- ρίπαιγμα, εμπαιγμός, περιγέλιο. насмешливо επίρ. περιπαικτικά κλπ. επ. . насмешливость, -И θ. χλευασμός, εμπαιγ- εμπαιγμός, σκωπτικότητα* скрытая - ειρωνία. насмешливый επ. περιπαικτικός, εμπαικτι- κός, σκωπτικός, χλευαστικός, κοροϊδευτικός. насмешник, -а α., -ца, -ы θ. χλευαστής, μυκτηριστής, μώμος, περιπαίκτης, .κοροϊδευ- τής, σκώπτης. насмешничать р.δ. βλ. насмехаться; он всегда надо всем -ет αυτός πάντοτε τους πάντες κοροϊδεύει. насмеяться, -егась, -еёшься р.σ. 1 γελώπο-
лас 670 нас λύ, χορταίνω γέλια. 2 Περιγελώ, κοροϊδεύω, καταγελώ, χλευάζω. НасМОЛИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Ηβ- смолённый, βρ: -лён, -лена, -лено πισσώνω, αλείφω με πίσσα. НЙСМОрК, -а α. συνάχι· ПОЛуЧЙТЬ - παίρνω (αρπάζω) συνάχι. насмотреть, -отрю, -Отришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насмотренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.'κ. κυνηγ.) καθαροβλέπω, βλέπω ευκρι- ευκρινώς, διακρίνω καλά. II κοιτάζω, βλέπω, δια- διαλέγω' κοιτάζω (δια-λέγω) κοστούμι. II -СЯ ίί κοιτάζω πολύ, χορταίνω να βλέπω· смотрю И не смотрюсь κοιτάζω και δε χορταίνω· не мо- могу - на эту картину δε χορταίνω να κοιτάζω αυτή την εικόνα. 2 βλέπω (πολλά)· Я -ЛСЯ много картин είδα πολλές εικόνες. наснИМЙТЬ р.σ.μ. κατεβάζω (πολλά)· - КНИГ С ПОЛКИ κατεβάζω πολλά βιβλία απο το ράφι. II βγάζω, τραβώ· фото'граф -ал резных видов о φωτογράφος έβγαλε διάφορα τοπία. насобачиться, -чусь, -чишься р.σ. (απλ.) συνηθίζω' - стрелять συνηθίζω να πυροβολώ. насобирать р.σ.μ. (συμ)μαζεύω, συναθροί- συναθροίζω, συγκεντρώνω' - корзину ЯГОД μαζεύω ένα καλάθι καρπούς" - деньги μαζεύω (αποταμι- (αποταμιεύω) χρήματα. насовать, -суй, -суёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. ι βάζω, χώνω* насовать полный карман орехов γεμίζω μια τσέπη με καρύδια· - конфет ВО все карманы βάζω καραμέλες σ' όλες τις τσέ- τσέπες. 2 (απλ.) γροθοκοπώ, δίνω γροθιές, μπου- μπουνιές, ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω. насоветовать, -туго, -туешь р.σ. 1 συμβου- συμβουλεύω, δίνω συμβουλές. 2 συμβουλεύω πολύ. Насовсем επίρ. (απλ.) εντελώς, παντοτινά, για πάντα· отдать - δίνω για πάντα. насовывать ρ.δ. βλ. насовать κ. насунуть. II —СЯ Ί πληρούμαι, γεμίζω, φουσκώνω. 2 βλ. насунуться. насолить, -ОЛЮ, -ОЛЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насоленный, βρ: -лен, -а, ~ο ρ.σ.μ. 1 αλατίζω' αλατίζω πολύ* - суп αλατίζω τη σού- σούπα. 2 βάζω τουρσί· - кадку огурцов αλατίζω ένα καδί αγγουράκια. 3 μτφ. δυσαρεστώ, πι- πικραίνω, κακοκαρδίζω. Насорить ρ.σ. γεμίζω σκουπίδια· - на ΠΟ- лу κάνω σκουπίδια στο πάτωμα. насортировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насортированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. ταξινομώ, κατατάσσω. насортировывать р.δ. βλ. насортировйть. НасОС, -а α. αντλία, τρόμπα· ВОЗДУШНЫЙ - αεραντλία' всасывающий - αναρροφητική ή α- απορροφητική αντλία· поршневой ~ εμβολιοφό- ρα αντλία· пожарный - πυροσβεστική αντλία· ВОДЯНОЙ - υδραντλία· крыльчатый - πτερυγο- φόρα αντλία· нагнетательный - καταθλιπτική αντλία· мембрЙННЫЙ - αντλία μεμβράνης· цен- тробёжный - αντλία φυγοκεντρική ή κεντρό- κεντρόφυγα· паровой - ατμοκίνητη αντλία' качать -ОМ αντλώ, τρομπάρω. насоовТЬ, -осу, -осёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насосанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 απορροφώ, πιπιλίζω, Βυζαίνω. 2 αντλώ, τρο- τρομπάρω, γεμίζω τρομπάροντας. 3 βλάπτω βυζαί- βυζαίνοντας· - грудь βλάπτω το στήθος (μαστούς) βυζαίνοντας πολύ. Ι! -СЯ 1 βυζαίνω πολύ ή ώσπου χορταίνω· ребёнок -лея молока το βρέ- βρέφος χόρτασε (να βυζαίνει) γάλα. 2 μτφ. ρου- ρουφώ, τραβώ, σουρώνω, μεθώ. · насОСНЫЙ επ. της αντλίας* - поршень το έμβολο της αντλίας. II εκφρ. -ая СтаНЦИЯ α- ντλοστάσιο. насохнуть, -нет, παρλθ. χρ. насох, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. насохший р.σ. ξεραί- ξεραίνομαι· στεγνώνω· в лесу -ло много деревьев στο δάσος ξεράθηκαν πολλά δέντρα· на бумаге ~ΟΧ клей στο χαρτί στέγνωσε η κόλλα. насочинить κ. насочинять ρ.σ.μ. βλ. сочи- сочинить, сочинять. насочиться, -ЙТСЯ р.σ. στάζω, σταλάζω" -лась много смоли έσταξε πολύ ρετσίνι. наспать, ~плго, -пйшь, παρλθ. χρ. наспал, -ЛИ, ~ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Наспанный, βρ: -пан, -а, -О ρ.σ.μ· βλάπτω" παθαίνω απο τον πολύ ύπνο· - мешки ПОД Глазами πρήζο- πρήζονται τα μάτια απο τον πολύ ύπνο. II -СЯ κοι- μούίμαι πολύ, χορταίνω ύπνο. Наспех επίρ. βιαστικά, εσπευσμένα, στα γρήγορα, επειγόντως· пишу вам - σας γράφω βιαστικά· делать уроки - κάνω τα μαθήματα στα γρήγορα. наспЙННИК, -а α. 1 (για πανοπλία) προφυ- προφυλακτήρας των νώτων. 2 ραχιαίο λωρί ζεύξης. наспинный επ. ραχιαίος, επινώτιος. наспиртовать, -тую, -туешь παθ. μτχ. •Λαρλθ. χρ. наспиртованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. μουσκεύω στο οινόπνευμα. II -СЯ εμπο- εμποτίζομαι, εμβάπτομαι, μουσκεύω σε οινόπνευμα. наспиртовывать(ся) р.δ. βλ. . наспирто- наспиртоваться) . насплетничать р.σ. βλ. сплетничать. наст, -а α. παγωμένη· επιφάνεια χιονιού. наставать, -стаёт р.δ. βλ. настать. наставительно επίρ. διδακτικά κλπ. επ. наставительность, -И θ. διδαχή, παραίνε- παραίνεση, νουθεσία, συμβουλή. наставительный επ., βρ: -лен, -льна, -ль- ΗΟ διδακτικός, συμβουλευτικός, παραινετι- παραινετικός, νου θετικός.
нас 671 нас наставить, -влю, -вишь р.σ δ. 1 (κυρίως με ποσοτική σημ.) βάζω, θέτω, τοποθετώ. 2 μω- λωπίζω, μελανιάζω, πρήζω. 3 αβγατίζω, μα- μακραίνω, επιμηκύνω. Λ κατευθύνω, στρέφω, γυ- γυρίζω· -дуло револьвера на кого στρέφω την κάννη του ρεβόλβερ σε κάποιον. II εκφρ. - са- ΜΟΒέρ βάζω το σαμοβάρι (το γεμίζω νερό και το ανάβω)· - ухо (уши) βάζω (στήνω) το αυ- αυτί, τεντώνω το αυτί, αυτιάζομαι, ακουρμαί- νομαι, αφουγκράζομαι· - рОГЙ кому βάζω κέ- κέρατα σε κάποιον (απατώ). наставить, -влю, -вишь р.σ.μ. (παλ.) συμ- συμβουλεύω, παραινώ, νουθετώ. II εκφρ. - на ум ή на разум (παλ.) λογικεύω, βάζω μυαλό, νου- νουθετώ. наставка, -И θ. αβγάτισμα, πρόσθεμα· μά- κραιμα, επιμήκυνση. наставление, -Я ουδ. 1 διδαχή, συμβουλή, ορμήνεια, νουθεσία, ~έτηση, παραίνεση· Де- лать - νουθετώ, συμβουλεύω, ορμηνεύω. 2 ε- εντολές ηθικοπλαστικές. 3 οδηγία συμβουλευ- συμβουλευτική ή τρόπου χειρισμού. наставлять11 ρ.δ. βλ. наставить C,4 σημ.). II -СЯ 1 αβγατίζομαι, μακραίνω, επιμηκύνο-. μαι. 2 κατευθύνομαι, στρέφομαι, γυρίζω. наставлять26.ρ. βλ. наставить2. II -СЯ συμ- συμβουλεύομαι, ορμηνεύομαι, νουθετούμαι. наставник, -а α., -ца, -Ы θ. (παλ.) δά- δάσκαλος· παιδαγωγός· классный - επιμελητήςτά- ζης (παιδονόμος, καθοδηγητής). наставнический επ. (παλ.) δασκαλικός,παι- δασκαλικός,παιδαγωγικός. II νουθετικός, παραινετικός. наставничество, -а ουδ. (παλ.) το αξίωμα του δασκάλου, παιδαγωγού. наставной επ. αβγατισμένος, πρόσθετος· -ые рукава αβγατισμένα μανίκια. настаивать1 ρ.δ. βλ. настоять? II ~ся βλ. настояться? настаивать р.δ. βλ. настоять. настанавливать р.δ. βλ. наотановйть.П -ся τοποθετούμαι, τίθεμαι. настановйть р.σ.μ. βλ. наставить1A σημ.). настать, -анет ρ.σ. αρχίζω, έρχομαι, φτά- φτάνω' πλησιάζω· -ла весна ήρθε η ^οιζη'-ла ПОЛНОЧЬ ήρθαν τα μεσάνυχτα· -ЛИ праздники έφτασαν οι γιορτές· -ло время расстаться έ- έφτασε η ώρα του χωρισμού (να χωριστούμε>-βΤ день, когда... θά 'ρθει η μέρα, που.. .II γί- γίνομαι" -ла тишина έγινε ησυχία· -ла минута молчания έγινε ενός λεπτού σιγή. настегать1 ρ.σ.μ., παθ.μτχ. παρλθ. χρ. На- стёганный, βρ: -ган, -а, -о. 1 ράβω αραιά·- вату на подкладку ράβω βάτα (βαμπάκι) στη φόδρα. 2 ράβω (πολλά)· - одеял ράβω παπλώ- παπλώματα. настегать2ρ.σ.μ. (απλ.) γραμμ. στοιχεία βλ. настегать)· βιτσίζω· μαστιγώνω. настёгивать1 ρ·δ. βλ. настегать1. И -ся ρά- ράβομαι . настёгивать2ρ.δ. βλ. настегать? II -ся βι- τσίζομαι, μαστιγώνομαι. настежь επίρ. ορθάνοιχτα, διάπλατα, τε- τελείως ανοιχτά· отворить дверь - ανοίγω την πόρτα διάπλατα· двери И о'кна - πόρτες και παράθυρα ορθάνοιχτα. Настелить, -елю, -ёлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настеленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.)'βλ. настлать (ισημ.)· настенный επ. επιτοίχιος, του τοίχου· календарь ημερολόγιο του τοίχου· ~ое зерка- зеркало επιτοίχιος καθρέφτης,· -ая ЖИВОПИСЬ τοι- τοιχογραφία· - Телефон επιτοίχιο τηλέφωνο. настигать р.б. βλ. настичь, настигнуть. II -СЯ με προφταίνει(-ουν), με βρίσκει, με πιάνει, (~ουν). настил, -а α. 1 στρώση, στρώσιμο· επίστρω- επίστρωμα· στρώμα· - сёна στρώμα σανού' ДОЩАТЫЙ - σανίδωμα" - моста επίστρωμα γέφυρας. 2 κέ- κέντημα πυκνό. настилание, -я ουδ. βλ. настил (ίσημ.). настилать р.δ. βλ. настлать. II -ся στρώ- στρώνομαι, επιστρώνομαι. настилка, -и θ. βλ. настил. настЙЛОЧНОСТЬ, -И θ. στρώση (χαμηλή πτήση προς το έδαφος). настилочный επ. της επίστρωσης· -ые рабо- работы εργασίες επίστρωσης· -ые ДОСКИ σανίδια επίστρωσης. настЙЛЬНЫЙ επ. 1 επιστρωμένος· -ая дорога επιστρωμένος δρόμος. 2 (στρατ.) στρωτός· ОГОНЬ στρωτά πυρά (χαμηλού ύψους). 3 (αθλτ.) ομαλός. настирать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.,Ηβ- СТЙраННЫЙ, βρ: -ран, -а, -О. 1 πλύνω (πολ- (πολλά)· - рубашек πλύνω πουκάμισα. 2 καλοπλύ- νω· λευκαίνω. настирывать р.δ. βλ. настирать. II -ся κα- λοπλύνομαι· λευκαίνομαι. настичь κ. настигнуть, -тйгну, -тйгнешь, παρλθ. χρ. настиг, ,~ла, -ло, προστκ. насти- настигни, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настигнутый, βρ: -нут, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 φτάνω, προφταίνω'κυ- νηγώντας, τρέχοντας· - беглецов φτάνω τους -δραπέτες. 2 βρίσκω, πετυχαίνω· πιάνω· преда- предателей -ла злая кара οι προδότες τιμωρήθηκαν αυστηρότατα· нас -ла буря μας έπιασε μπό- μπόρα (θύελλα). настлать, -телю, -ёлешь, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. ностланный, βρ: -лан, -а, -о р.σ.μ. 1 στρώνω' - солому στρώνω άχυρο· - ДИСКИ στρώ- στρώνω σανίδια* - ковров στρώνω χαλιά. 2 επι- επιστρώνω, καλύπτω, σκεπάζω· -пол ИЗ ПЛИТОК
επιστρώνω το πάτωμα με πλακάκια* - МОСТО- вую λιθοστρώνω δρόμο. 3 Ηεντώ πυκνά. наСТОВЫЙ επ. 1 παγωμένος (στην επιφάνεια)· - снег παγωμένο χιόνι. 2 χιονοπαγωμένος·-ая дорога χιονοπαγωμένος δρόμος. настой, -я α. αφέψημα· εκχυματισμός· εκ- εκχύλισμα* - ромаШКИ αφέψημα χαμόμηλου* - ЧЙЯ αφέψημα τσαγιού. II βάμμα. настойка, -И θ. 1 ηδύποτο, λικέρ. 2 βάμ- βάμμα* - Йода βάμμα ιωδίου. настойчиво επίρ. επίμονα κλπ. επ. настойчивость, -И θ. επιμονή, εμμονή, στα- σταθερότητα, στάση* πείσμα. настойчивый επ., βρ: ~чив, -а, -о επίμο- επίμονος, έμμονος, σταθερός, II πεισματικός, πει- πεισματώδης* απαιτητικός. настоль επίρ. (παλ.) βλ. настолько. настолько επίρ. τόσο, τόσο πολύ, σε τέ- τέτοιο βαθμό ή σημείο* ОН бЫЛ - умён, ЧТО сра- зу всё ПОНЯЛ ήταν τόσο έξυπνος, που αμέσως τα κατάλαβε όλα* ОН - изменился, ЧТО |нельзя его узнать άλλαξε τόσο πολύ, που δεν μπο- μπορείς να τον γνωρίσεις* -..., насколько τό- τόσο..., όσο* я не - наивен, что'бы ему пове- поверить δεν είμαι τόσο αφελής, ώστε να τον πι- πιστέψω. настольный επ. 1 επιτραπέζιος* -ая лампа επιτραπέζια λάμπα* -ые часы επιτραπέζιο ω- ρολόι* - календарь επιτραπέζιο ημερολόγιο. 2 μτφ. αγαπητός, αχώριστος* -ая книга αγαπητό βιβλίο. настораживать(ся) р.δ. βλ. насторожить(ся> настороже επίρ. άγρυπνα* быть на - είμαι σε επιφυλακή* επαγρυπνώ. настороженность κ. насторожённость, -и θ. επιφυλακτικότητα, προσεκτικότητα. настороженный κ. насторожённый επ. απο μτχ. επιφυλακτικός, προσεκτικός, εφεκτικός. II διστακτικός, ενδοιαστικός. насторожить, ~жу, -ЖЙшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настороженный, βρ: -жен, -а, -о κ. на- насторожённый, βρ: -жён, -жена, -жено" р.σ.μ. I καθιστώ επιφυλακτικόν, προσεκτικόν. 2 (κυνηγ.) στήνω* - капкан στήνω την παγίδα. II στρέφω, γυρίζω, σκοπεύω* - ружьё στρέφω το όπλο. II εκφρ. - уши αφουγκράζομαι, ακουρ- μαίνομαι, τεντώνω τ' αυτιά, στήνω τ' αυτί* (για ζώα) αλαφιάζομαι, στήνω όρθια τ'αυτιά. II -СЯ γίνομαι προσεχτικός., επιφυλακτικός* διαβλέπω κίνδυνο, ανησυχώ, φοβούμαι* αλα- αλαφιάζομαι . насТОЯНИе, -Я ουδ. παράκληση επίμονη, α- απαιτητική* επιμονή, απαίτηση* ПО его -ГО κατ' απαίτηση του* ПОДДАТЬСЯ -ЯМ ενδίδω στις ε- επίμονες απαιτήσεις ή παρακλήσεις. НасТОЯТелЬ, -Я α., -НИца, -Ы θ. ηγούμε- ηγούμενος, -ένισσα. настоятельно επίρ. επίμονα κλπ. επ. настоятельность, -И θ. επιμονή, εμμονή. настоятельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно 1 επίμονος, έμμονος* -ые требования επίμο- επίμονες απαιτήσεις ή διεκδικήσεις* -ая просьба επίμονη παράκληση. 2 επιτακτικός, επιβλημέ- νος, επιβαλλόμενος* -ая необходимость (нуж- да) επιτακτική ανάγκη. настоятельский επ. ηγουμενικός, του ηγού- ηγούμενου* -ая кёлЬЯ το κελί του ηγούμενου.-ая ДОЛЖНОСТЬ η ηγουμενία (αξίωμα ηγουμένου). настоятельство, -а ουδ. ηγουμενία. настоять? —ОЙ, -ОЙШЬ р.σ. επιμένω, εμμέ- εμμένω* ~ на выдаче денег επιμένω να δοθούν χρήματα" - на своём мнении επιμένω στη γνώ- γνώμη μου* - на своём επιμένω στο δικό μου. настоять1* -ов5, -оЙШЬ, προστκ. настой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настоянный, βρ: -ОЯН, -а,-Ο ρ.σ.μ. 1 φτιάχνω αφέψημα* εκχυλίζω. 2 αρω- αρωματίζω οινοπνευματώδες ποτό" - ВОДКУ !на ВЙШНе φτιάχνω ούζο με γεύση βύσσινου. Ν -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. настояться, -ОЮСЬ, -оишься р.σ. στέκομαι πολύ ώρα ορθός: настоящий επ. 1 ο παρών, τωρινός, ο ενε- στώς* В -ее время τώρα, στον παρόντα χρόνο* - ГОД αυτός ο χρόνος, το ενεστόν έτος--ее положение η τωρινή (παρούσα) κατάσταση* день η σημερινή μέρα. 2 βυσ. ουδ. -ее το παρόν. 3 αυτός, ο δοσμένος * - случай ОТЛИ- Ч^еТСЯ ОТ предыдущих αυτή η περίπτωση δια- διαφέρει απο τις προηγούμενες. 4 γνήσιος, κα- καθαρός, πραγματικός* -ее ЗОЛОТО καθαρό χρυ- χρυσάφι. II αληθινός, πραγματικός* - человек πραγματικός άνθρωπος (όπως πρέπει)·-ее имя το πραγματικό όνομα; Π εκφρ. -им образом σοβαρά, όπως πρέπει* -ее время (γραμμ.)ο ε- εν εστώτας. настрагивать р.δ. βλ. настрогать. И -ся πλανίζομαι, ροκανίζομαι. Настрадаться р.σ. καταβασανίζομαι, κατα- καταταλαιπωρούμαι, δοκιμάζω, περνώ πολλά βάσανα. настраивать1 ρ.δ. βλ. настроить1. II -ся οι- οικοδομούμαι, χτίζομαι* έποικοδομούμαι. настраивать2ρ.δ. βλ. настроить? Ι) -ся βλ. настроиться. настрачивание, -я ουδ. βλ. настрочка. настрачивать р.δ. βλ. настрочить. II -ся γαζώνομαι. настращЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настращённый, βρ: ~щён, -щена, -щено (απλ.) φοβώ, φοβίζω, σκιάζω. настреливать р.δ. βλ. настрелять. настрелять р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настрелянный, βρ: ~лян, -а, -о. 1 (με σημ.
нас 673 нас ποσοτική)· σκοτώνω, φονεύω· - зайцев σκο- σκοτώνω λαγούς. 2 μτφ. (απλ.) ζητώ, παρακαλώ να μου δόσει· - денег ζητώ χρήματα. нёстриг, -а α. ποκάρι. настриг, -а α. κούρεμα" ψαλίδι άσμα· κόψιμο. настригать ρ.δ. βλ. настричь. II -СЯ κου- κουρεύομαι* ψαλιδίζομαι* κόβομαι. настричь, -игу, -ижёшь, -игут, παρλθ. χρ. настрЙГ, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- стрйженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ.(με πο- ποσοτική σημ.) κουρεύω· ψαλιδίζω' κόβω. настрОГЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настроганный, βρ: -ган, ~а, -о πλανίζω, ρο- ροκανίζω· - ДОСОК πλανίζω σανίδες. настрого επίρ. πολύ αυστηρά, αυστηρότατα' - запретить απαγορεύω αυστηρότατα. Настроение, -Я ουδ. 1 διάθεση (ψυχική)· ΧΟ- рошее - καλή διάθεση, ευδιαθεσία· плохое - αδιαθεσία, δυσθυμία, αθυμιά, κακοκεφιά· уны- унылое - μελαγχολία, βαρυθυμιά· ИСПОРТИТЬ χαλνώ τη διάθεση" бЫТЬ не В -И δεν έχω κέφι* у меня нет -Я δεν έχω διάθεση. 2 επιθυμία, ό- όρεξη· работать с ~ем δουλεύω ορεξάτα. II ехур. - умов διάθεση των πνευμάτων' человек -Я άνθρωπος ευμετάβλητων διαθέσεων. настроенность, -и θ. διάθεση* - ума διά- διάθεση του πνεύματος* - мыслей διάθεση των σκ έψ εων. настроить1,1 -о'ю, -оишь ρ.σ.μ. 1 χτίζω, οι- οικοδομώ· ανεγείρω' κατασκευάζω, φτιάχνω" новые кварталы ДОМОВ χτίζω τετράγωνα και- καινούριων σπιτιών. - железных дорог κατα- κατασκευάζω σιδηροδρομικές γραμμές. 2 (παλ.) ε- ποικοδομώ. 3 χτίζω παράρτημα, настроить* -бю, -оишь ρ.σ.μ. 1 χορδίζω, κουρντίζω· - скрипку κουρντίζω το βιολί. 2 ρυθμίζω, κανονίζω, τακτοποιώ, ρεγουλάρω· станки ρυθμίζω τις εργατομηχανές. 3 προδια- προδιαθέτω* - жену против мужа προδιαθέτω τη γυ- γυναίκα κατά του άντρα της· - В ПОЛЬЗУ КОГО- Л. προδιαθέτω ευνοϊκά προς κάποιον* - про- против себя προδιαθέτω εναντίον μου* II -СЯ 1 κουρντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 προδιαθέ- προδιαθέτομαι·- против КОГО-Л. προδιαθέτομαα κατά κάποιου. 3 έχω διάθεση· προτίθεμαι· - На мирный лад έχω ειρηνική διάθεση. настройка? -И θ. εποικοδόμηση. II οικοδό- οικοδόμηση παραρτήματος. Ι! εποικοδόμημα. настройка,2 -И θ. κούρδισμα (μουσ. οργάνων). II ρύθμιση μηχανών, -νισμών. настройщик, -а α., -ца, -ы θ. 1 χορδιστής (μουσ. οργάνων). 2 ρυθμιστής μηχανών, -ισμών. настропалить ρ.σ.μ. (απλ.) προδιαθέτω. настрочить, -ОЧу, ~ОЧЙШЬ,лав. μτχ. παρλθ. χρ. настроченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 γαζώνω· - карман γαζώνω τσέπη· - воротников γαζώνω γιακάδες. 2 γράφω γρήγορα, βιαστικά. 4 μτφ. αφήνω συνεχή ίχνη. НаСТрОЧКа, -И θ. γάζωμα. настругать ρ.σ.μ. βλ. настрогать. настругивать р.δ.μ. βλ. настругать. II -ся πλανίζομαι, ροκανίζομαι· настряпать ρ.σ.μ. 1 (με ποσοτική σημ.) μα- μαγειρεύω, ετοιμάζω. 2 μτφ. (απλ.) φτιάχνω στα γρήγορα, όπως-όπως· - заявление φτιάχνω (γράφω) αίτηση· - Платьев φτιάχνω (ράβω) φορέματα όπως-όπως. НастрЯТЬ, -янет ρ.σ. (απλ.) κολλώ, σκαλώ- σκαλώνω· в лохматой голове -ла солома στο ανα- αναμαλλιασμένο κεφάλι σκάλωσε ένα.τσάχαλο. II II εκφρ. - В зубах (απλ.) γίνομαι ενοχλητι- ενοχλητικός. настудить, -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ψύχω, κρυώνω, αφήνω να κρυώσει* ОН -ЙЛ комнату αυτός άφησε το δωμάτιο να κρυ- κρυώσει; II -СЯ ψύχομαι, κρυώνω (για χώρο). настужать(ся) ρ.δ. βλ. настудйть(ся). настуживать(ся) р.δ. βλ. настудйть(ся). настукать ρ.σ.μ. 1 χτυπώ, βρίσκω με χτύ- χτύπους* - пуйтуту В стене κρούοντας, βρίσκω το κούφιο μέρος στον τοίχο. 2 χτυπώ, μετα- μεταδίνω με συνθηματικούς χτύπους. 3 (απλ.) δα- δακτυλογραφώ* - статьи χτυπώ άρθρο στη δα- κτυλογραφομηχανή. «■ настукивать р.δ. βλ. настукать. И -ся χτυπιέμαι, προσδιορίζομαι με χτύπο κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. настукать. наступательно επίρ. επιθετικά. наступательный επ. επιθετικός* -ые дейс- действия επιθετική δράση ή επιχειρήσεις* -ые бой επιθετικές μάχες· -ая война επιθετικός πόλεμος· - дух επιθετικό πνεύμα* - порыв ε- επιθετική ορμή. наступать'1 ρ.δ. 1 βλ. наступить1. 2 επι- επιτίθεμαι, κάνω επίθεση· προελαύνω. 3 πλησιά- πλησιάζω (παρακαλώντας, απαιτώντας, απειλώντας). 4- εκτείνομαι, απλώνομαι. наступать2ρ.δ. βλ. наступить*. наступить1 -уплй, -упишь р.σ. πατώ· - на ковёр πατώ στο χαλί· - кому на ногу πατώ κάποιον στο πόδι" - на колючки πατώ στ' α- αγκάθια. Ι| στηρίζομαι (στο πόδι)· II εκφρ. мед- вёдь ή слон на ухо -Йл άμουσος άν θρωπος. наступить' -улит р.σ. βλ. настать. -ла весна ήρθε η Ανοιξη* -ла тишина έγινε σιγή. наступление1 -Я ουδ. επίθεση· έφοδος*προ- έφοδος*προέλαση· вести - по всему фронту κάνω επίθε- επίθεση σε όλο το μέτωπο· прейти в - περνώ στην επίθεση· - врага остано'вленно η επίθεση του εχθρού αναχαιτίστηκε. II μτφ. δραστήριες ε- ενέργειες. II έκσταση.
нас 674 нас наступление,2 -Я ουδ. αρχή* άρχισμα, έναρ- ^ εη· το έμπα' - ВвСНЫ αρχή της Ανοιξης· старости άρχισμα των γηρατειών* С -ем НОЧИ με το πέσιμο της νύχτας (του σκοταδιού)· С -ем дня με το φέξιμο της μέρας. *настурцИЯ, -И θ. ναστούρτιο το φαρμακευτι- φαρμακευτικό (επιστ.), νεροκάρδαμο (λκ.) - настучать, -чу, -чйшь р.σ. 1 βλ. насту- настукать A,2 σημ.). 2 χτυπώ» θορυβώ. II -СЯ χτυπώ πολύ ή επι μακρόν. настывать р.δ. βλ. настыть, к. настынуть. настырный επ. (απλ.) επίμονος* αμετάκλη- αμετάκλητος, αμεταγύριστός· στερρός. настыть ч. настынуть, -ыну, -ынешь, μτχ. παρλθ. χρ. настывший р.σ. 1 ψύ'χω^ παγώνω* καλύπτω (επιφάνεια) με* лёд -ЫЛ на ступень- кахо πάγος σκέπασε τα σκαλοπάτια. 2 ψύχο- ψύχομαι, κρυώνω* комната -ла το δωμάτιο κρύωσε. II ξεπαγιάζω, μαργώνω· руки -ЛИ τα χέρια πά- πάγωσαν" Я -ЫЛ СТОЯ на морозе ζεπάγιασα στέ- στέκοντας στον πάγο. насудачить, -чу, -чишь р.σ.μ. (απλ.) κου- τσομπολεύω πολύ· φλυαρώ πολύ· λογοκοπώ. насулить, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μ.τχ· παρλθ.· χρ. насулённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. (απλ.) υπόσχομαι, τάζω πολλά. насумасбродить, -ожу, -о'дишь р.σ. (απλ.) βλ. насумабро'дничать. насумасбродничать р.σ. κάνω παλαβωμάρες ή τρέλλες. Насунуть р.σ.μ. (απλ.) ντύνω, φορώ, βάζω, χώνω' (υ)ποδένω" - фуражку φορώ βαθιά το καπέλο" - сапог на ногу βάζω τη μπότα στο πόδι. II -СЯ φοριέμαι, ντύνομαι, μπαίνω. Насупить, -ПЛЮ, -ПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насупленный, βρ: -лен, -а, ~о р.σ.μ. σουφρώνω, πτύσσω, ρυτιδώνω, συνοφρυώνω. Π -СЯ 1 ζαρώνω, συνοφρυώνομαι. 2 σκυθρωπά- ζω, κατσουφιάζω. II σκοτεινιάζω· нёбо -лось ο ουρανός σκοτείνιασε. Насупленный επ. απο μτχ. 1 σουφρωμένος, συ- συνοφρυωμένος. 2 σκυθρωπός, κατσούφης, -φια- σμένος· - ВИД σκυθρωπή όψη. насушшвать( ся) ρ.δ. βλ. насупить(ся). Насупротив επίρ. κ. πρόθ. (παλ. κ. απλ.) βλ. напротив. Насурьмить, -МЛГО, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насурьмлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. βάφω τα βλέφαρα η τα φρύδια με σουρ- μέ, στιμίζω. II -СЯ στιμίζομαι, βάφομαι με στίμι (σουρμέ). НЙсухо επίρ. πολύ στεγνά· вытереть - στεγ- στεγνώνω καλά, τελείως. насучивать ρ.δ. βλ. насучить. II -ся στρί- στρίβομαι, συστρέφομαι, κλώθομαι', γνέθομαι. НасучЙТЬ, -учу, -УЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. συ- στρέφω, στρίβω, κλώθω· γνέθω. насушивать р.δ. βλ. насушить. II -ся στε- γνώνομαι, Εηραίνομαι. насушить, -уш/, -ушИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насушенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. στε- στεγνώνω, ξηραίνω. насущность, -И θ. ανάγκη επιτακτική. насущный, επ. 'βρ: -шен, -шна, -шно ζωτι- ζωτικός, επείγων, άμεσος, φλέγων· απαραίτητος, αναγκαιότατος· - вопрос φλέγον ζήτημα· -ые задйчи επείγοντα καθήκοντα* - хлеб о επι- επιούσιος, άρτος· -ые потребности οι απαραίτη- απαραίτητες ανάγκες. насчёт πρόθ. με γεν. ως προς, όσον αφορά, αναφορικά, σχετικά, όσο για· περί· - ΟΤΟΓΟ МЫ ещё не говорили σχετικά μ· αυτό εμείς α- ακόμα δε μιλήσαμε. насчитать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- СЧЙтанНЫЙ, βρ: -тан, -а, -О. 1 αριθμώ, απα- απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω. 2 λογα- λογαριάζω επί πλέον, μετρώ παραπάνω* - ПЯТЬ ЛИ- ЛИШНИХ рублей μετρώ πέντε ρούβλια παραπάνω. насчитывать р.δ. βλ. насчитать. II αριθμώ· Афины в 1836 году -ли Η.000 жителей η \- θήνα το 1836 ε£χε 14.000 κατοίκους. II -СЯ υπολογίζομαι, λογαριάζομαι, αριθμούμαι' υ- υπάρχω, έχω· в этом городе -ется милион жи- жителей αυτή η πόλη έχει ένα εκατομύριο κα- κατοίκους. насшибать р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) ρίχνω κάτω, τινάζω" - корзину ГруЩ τινάζω ένα κα- καλάθι αχλάδια' - С дерева ЯбЛОК τινάζω μήλα απο τη μηλιά. насылать р.δ. βλ. наслать. II -ся στέλλο- στέλλομαι, αποστέλλομαι' εξαποστέλλομαι. расыпание, -я ουδ. βλ. насыпка. насыпать, -шло, -плешь, προστκ. насыпь, р. σ.μ. 1 ρίχνω, ρίπτω" εκχέω, χύνω* - СОЛЬ на СТОЛ χύνω αλάτι στο τραπέζι' - Песок на ДО- рржку ρίχνω άμμο στο δρομάκι. 2 γεμίζω' мешок опилками γεμίζω ένα σακκί με πριονί- πριονίδια. 3 φτιάχνω, ανυψώνω ρίχνοντας' επισω- επισωρεύω* - Курган φτιάχνω ανάχωμα· - кучу ε- επισωρεύω, φτιάχνω σωρό. II χτυπώ' νικώ (σε παιγνίδι). II -СЯ πέφτω κατά μικρά τεμάχια, επισωρεύομαι· επιστρώνομαι" -лось много пе- песку έπεσε (επισωρεύτηκε) πολύς άμμος. насыпать1 ρ.δ. βλ. насыпать. насыпать2р.δ. βλ. наспйть. Насыпка, -И θ. (για λεπτά τεμάχια) ρίξι- ρίξιμο' πτώση· πλήρωση, γέμισμα' επισώρευση, ύ- ύψωση, σήκωμα. Насыпной επ. ριχνόμενος (σε λεπτά τεμά- τεμάχια) . II σχηματισμένος με ρίψεις ή επισωρεύ- επισωρεύσεις* -ая ПЛОТЙка φράγμα απο ρίψεις.
нас 675 нат НЙСЫПЬ, -И Θ. 1 ανάχωμα, επίχωμα. 2 επίρ. -ЬГО χύμα (ατυποποίητα). '" насытить, -Ищу, -ЫТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насыщенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 χορταίνω· - ГОЛОДНОГО χορταίνω τον πεινα- πεινασμένο" - землю ВОДОЙ χορταίνω τη γη με νε- νερό. 2 εφοδιάζω πλήρως· - библиотеку произ- произведениями КЛАССИКОВ εφοδιάζω τη βιβλιοθή- βιβλιοθήκη με έργα κλασσικά (κλασσικών συγγραφέων). II μτφ. ικανοποιώ πλήρως. 3 υπερπληρώ, πλη- πληρώ κατά κόρο. И -СЯ 1 χορταίνω, τρώγω κατά κόρο. II μτφ. ικανοποιούμαι πλήρως. 2 μτφ. πληρούμαι· земли -лась ВОДО'Й η γη χόρτασε νερό· воздух постепенно -лея вредными испа- испарениями о αέρας βαθμιαία γέμισε απο βλαβε- βλαβερές αναθυμιάσεις. насыхйть р.δ. βλ. насохнуть. насыщать(ся) р.δ. βλ-. насытйть()ся). насыщение, -Я ουδ. 1 κόρος, κορεσμός. 2 χόρτασμα. насыщенность, -и θ. κορεσμός. насыщенный επ. απο μτχ. 1 κορεσμένος· раствор κορεσμένο διάλυμα. 2 μτφ,.περιεκτι- κότατος, πλούσιος* -ое изложение πλούσια έκθεση. натаивать р.δ. βλ. натаять. II -ся λιώνω. наталкивать(ся) р.δ. βλ. натолкнуть(ся). натанцеваться, -цугась, -дуешься р.σ. χο- χορεύω πολύ, χορταίνω χορό. натапливать( сяI р.6. βλ. натопйть(сяI.! натапливать(сяJр.б. βλ. натопитьсяJ.1 натаптывать(ся) р.δ. βλ. натоптать(ся). натараторить р.σ.μ. φλυαρώ πολϋΐ II -СЯ| φλυαρώ πολύ. натаска, -И θ. εξάσκηση σκυλιών, βγάλσιμο. натаскать1ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- натасканный, βρ: -кан, -а, -О. 1 κουβαλώ, με- μεταφέρω, μετακομίζω· - дрова κουβαλώ καυ- καυσόξυλα· - кучу камней κουβαλώ ένα σωρό πέ- πέτρες. 2 κυρλξ. κ. μτφ. βγάζω, εξάγω· маль- чйшка -ал раков из речки το παιδί έβγαλε καραβίδες απο το ποταμάκι" - ОТРЫВОК βγάζω αποσπάσματα (απο κείμενο). 3 κλέβω, βουτώ. 4 τιμωρώ, τραβώ τ* αυτιά ή τα μαλλιά. натаскать2ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- тасканный, βρ: -кан, -а, -О. 1 εκγυμνάζω, ε- εξασκώ σκυλιά, (ξε)βγάζω. 2 κουτσοπρογυμνά- ζω, κουτσοπροετοιμάζω, κουτσομαθαίνω· παρέ- παρέχω στοιχειώδεις γνώσεις. натаскивание1 -Я ουδ. 1 κουβάλημα,. μετα- μεταφορά, μετακόμιση. 2 εξαγωγή, βγάλσιμο. 3 κλέψιμο, βούτηγμα, πάρσιμο. 4 τιμωρία, τρά- τράβηγμα αυτιών ή μαλλιών. натёскивание* -я ουδ. 1 βλ. натаска. 2 διδασκαλία στοιχειωδών γνώσεων, κουτσομάθηση, натаскивать1 ρ.δ. βλ. натаскать1. И -ся με- μεταφέρομαι, κουβαλιέμαι, μετακομίζομαι. натаскивать2ρ.δ. βλ. натаскать? II -ся εκ- εκγυμνάζομαι, εξασκούμαι, ξεβγαίνω (για σκυλιά). натвчвть р.σ.μ. ράβω· - пять пар сапог ρά- ράβω πέντε ζευγάρια μπότες. натачивание, -я ουδ. τρόχισμα, ακόνισμα. натачивать р.б. βλ. наточить. II -ся τρο- τροχίζομαι, ακονίζομαι. натащить, -ащу, -ащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натащенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 κουβαλώ, μεταφέρω. 2 βλ. натянуть C σημ.). НаТЙЯТЬ, -ЙГО, -аешь р.σ. 1 μ. λιώνω· ведро снегу λιώνω ένα κουβά χιόνι* - льду λιώνω πάγο. 2 απρόσ. λιώνω· -ЛО МНОГО снё- гу έλιωσε πολύ χιόνι. натворить1 ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) δια- διαπράττω, δημιουργώ, κάνω (για δυσάρεστες πρά- πράξεις)* ЧТО ТЫ -ЙЛ В школе? τί έκανες στο σχολείο; - глупостей κάνω ανοησίες (τρέλλες). натворить2ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- творённый, βρ: -рён, -рена", -рено διαλύω, λιώνω· - Извести λιώνω ασβέστη* - тесто δι- διαλύω ζυμάρι. нате μόριο* να, ορίστε, πάρτε, λάβετε* - вам ваш карандаш ορίστε το μολύβι σας· де- десять лет он не курил, а тут - вам δέκα χρό- χρόνια αυτός δεν κάπνιζε, και τώρα,ορίστε μας (κοιτάξτε τον ή νάτος). натёк, ~а α. 1 εισροή' στάξιμο. 2 στρώ\ια που σχηματίστηκε απο εκροή. натекать, -ает р.δ. βλ. натечь. нательный επ. φορούμενος κατάσαρκα" -8Я рубашка πουκάμισο φορεμένο κατάσαρκα. натеребЙТЬ, -бЛЙ, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натереблённый, βρ: -лён, -лени, -лено'р. <£.μ. μαζεύω ξεριζώνοντας* - льна ξεριζώνω το λινάρι. натереть, -тру, -трёшь, παρλθ. χρ. натёр, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Натёртый, βρ: -тёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. натерев к. натёр- натёрши р.σ.μ. 1 τρίβω* - грудь мёзью τρίβω το στήθος με αλοιφή. II αλείφω* - КОЛу ВазеЛЙ- НОМ αλείφω το δέρμα με βαζελίνη. 2 γυαλίζω τρίβοντας" ~^ПОЛ ВОСКОМ τρίβω το πάτωμα με κηρί. 3 βλάπτω, προξενώ βλάβη τρίβοντας* - себе мозоли на руках κάνω κάλους στα χέ- χέρια απο το τρίψιμο· - себе пузыри на ногах κάνω φουσκάλες στα πόδια απο την τριβή. 4 μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια* - Сыр τρίβω τυ- τυρί. II -СЯ τρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.(Α,2σημ.) натерпеться, -ерплгось, -ёрпишься р.σ. δο- δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ πολλά* κακοπαθαίνω· - горя δοκιμάζω πολλές πίκρες (φαρμάκια)· страха περνώ μεγάλο φόβο· ну И -ЛСЯ Я С НИМ υπέφερα πολλά εγώ απ' αυτόν. натесать, -ешу, -ёшешь, παθ. μτχ. παρλθ.
ват 676 нат χρ. натёсанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. πε- πελεκώ, λαξεύω· - брёвен πελεκώ κορμούς δέ- δέντρων - ДОСОК πελεκώ σανίδια. натёсывать р.δ. βλ. натесать. II ~ся (α- πο)ξ>έ,Όμαι, πελέκιέμαι, λαξεύομαι,. натёчный επ. σταλακτός, απο στάλαξη· -ые Образования σταλακτοί σχηματισμοί. натечь, -ечёл, -теку^г, παρλθ. χρ. натёк, -текли, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. натёкший р.σ. I σταλάζω* εισρέω. 2 σχηματίζομαι απο εισροή ή εκροή*. натешить, -шу, -шишь р.σ.μ. χορταίνω, ι- ικανοποιώ πλήρως, απολαβαίνω· διασκεδάζω. II -СЯ διασκεδάζω, χαροποιούμαι. II κοροϊδεύω, περιγελώ, εμπαίζω πολύ. Натирание, -Я ουδ. 1 τρίψιμο με αλοιφή" ε- επάλειψη, μάλαξη. 2 φαρμακευτική αλοιφή. натирать(ся) ρ.δ. βλ. натереть(ся). Натирка, -И θ. τρίψιμο, τριβή. II γυάλισμα, στίλβωση· κήρωση. натирочный επ. για τρίψιμο, τριβή. НЙТИСК, -а α. 1 ορμή, φόρτσα, ορμητική ε- επίθεση· ισχυρή πίεση· - войск ισχυρή πίεση των στρατευμάτων одерживать - толпы συ- συγκρατώ (ανακόπτω) την ορμή του πλήθους. 2 (τυπγρ.) πίεση (στοιχείων ή κλισέ στο χαρτί). II ανάγλυφο αποτύπωμα (σε χαρτί, χαρτόνι), натискать ρ.σ.μ. παραγεμίζω, τυλώνω, στου- πώνω, ζουπώ, καργάρω· - груду белья в чемо- чемодан καργάρω τη βαλίτσα μ' ένα σωρό ρούχα. II -СЯ (με ποσοτική σημ.) μαζεύομαι, συναθροί- συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι· συρρέω* συνωστίζομαι. натйскивать(ся) р.δ. Βλ. натйскать(ся). на-тка κ. на-тко (μόριο) · (απλ,) βλ. на? κ. нате. наткать, -тку, -ткёшь, παρλθ. χρ. наткал, -лё, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натканный, -кан, -а, -О ρ.σ.μ. υφαίνω πολλά. наткнуть, -ну", -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наткнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ. βάζω, χώ- χώνω, περνώ* - бабочку на булавку βάζω την πε- πεταλούδα στην καρφίτσα. II -СЯ 1 (προσκόπτω, προσκρούω, σκοντάφτω· τρακάρω, πέφτω πάνω*- на гвоздь προσκόπτω στο καρφί* конвой, -лея на неприятеля η εφοδιοπομπή έπεσε πάνω στον εχθρό. 2 μτφ. (απροσδόκητα) βρίσκω, ανακα- ανακαλύπτω. II συναντιέμαι, συσχετίζομαι. Натолкать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натолканный, βρ: -кан, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) 1 σπρώχνω, ωθώ, ζουπώ, πιέζω δυνατά, συν- συνθλίβω" -ЛИ ему бока του σύνθλιψαν τα πλευ- πλευρά. 2 χώνω, βάζω σπρώχνοντας. II -СЯ σπρώ- σπρώχνομαι, ζουπιέμαι, συνθλίβομαι, συνωθούμαι* στριμώχνομαι· - В толпе στριμώχνομαι στο πλή- πλήθος, натолкнуть, -ну, -нёшь ρ.σ.μ. κυρλξ,κ.μτφ. σπρώχνω, ωθώ. И -ся βλ. наткнуться Οι, 2 σημ.). натолковать, -кую, -куешь р.σ. λέγω πολ- πολλά, επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια. II παρο- παροτρύνω, παρακινώ. II -СЯ μιλώ, κουβεντιάζω πολύ' -лись с товарищем τα είπαμε πολύ με το σύντροφο. натолочь, -олку, -олчёшь, -олкут, παρλθ. χρ. -оло'к, -олокла, ~ло', παθ. μτχ. παρλθ.χρ. натолчённый, -чён, -чена, -чено ρ.σ.μ. τρί- τρίβω, θρυμματίζω, θρύπτω, κοπανίζω* - кило- килограмм сахару τρίβω ένα κιλό ζάχαρη· - корй- ЦУ τρίβω κανέλα. натомйть(ся) ρ.σ. βλ. томйть(ся).. натопаться р.σ. 1 (πολύ, μακρόχρονα)· πο- δοκροτώ, χτυπώ τα πόδια (στο πάτωμα, στη γη). 2 βαδίζω πολύ" κουράζομαι .απο το πολύ βάδι- βάδισμα. натопить? -ОПЛЮ, -ОПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натопленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. καίω· θερμαίνω, ζεσταίνω* - печь καίω τη θερμάστρα ή το φούρνο' - квартиру θερμαίνω το διαμέρισμα. И -СЯ καίω* θερμαίνομαι, ζε- ζεσταίνομαι . натопить2 ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. на- ТОПЙТЬ) . 1 λιώνω, ρευστοποιώ (πολύ, πολλά)·. - воску λιώνω πολύ κηρί* - кастрюлю ЖЙру λιώνω μια κατσαρόλα λίπος. 2 διαλύω· ετοι- ετοιμάζω" - МОЛОКО ετοιμάζω (διαλύοντας γάλα συ- συμπυκνωμένο) . II -СЯ λιώνω, τήκομαι, ρευστο- ρευστοποιούμαι· из снега -лось ведро вода απο το χιόνι βγήκε (έλιωσε) ένας κουβάς νερό. натоптать, -ОПчу.-ОПЧешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натоптанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 πατώ, λερώνω* - на полу πατώντας λερώνω το πάτω- πάτωμα. 2 μτφ. πατώντας κάνω δρομάκι. II -СЯ κά- κάνω σημειωτό (βήμα). Π κουράζομαι απο το πο- πολύ βάδισμα. наторговать, -Гуго, -гуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наторгованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ. 1 κερδίζω με το εμπόριο. 2 (με ποσοτική σημ..) πουλώ εμπόρευμα' ОН -ал на тысячу рублей αυτός πούλησε εμπόρευμα χιλίων ρουβλιών. 3 εμπορεύομαι για λίγο καιρό. наторелый επ. (απλ.) έμπειρος, ψημένος, ξε- σκολισμένος, πολύπειρος, πολύζερος, μαθός. натореть, -ею, -ёешь р.σ. (απλ.) αποκτώ πείρα, ψήνομαι, συνηθίζω, τρίβομαι. наторить ρ.σ.μ.,'παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- торённый, βρ: -рён, -рена, -рено (απλ.) πα- πατώ· ~ЭЯ Дорога (πε)πατημένη οδός. наторкать ρ.σ.μ. (απλ.) γεμίζω, καργάρω, στουπώνω, τυλώνω· - мешок травой καργάρω έ- ένα τσουβάλι με χόρτο. натосковаться, -куюсь, -куешься καταθλί- καταθλίβομαι, καταλυπούμαι, βαρυαλγώ, λιώνω απο θλίψη ή καημό.
нат 677 нат наточить1, -очу, -о'чишь, παθ. μτχ. παρλθ, χρ. наточенный, βρ: -чен, -а, -о р. σ.μ. τροχίζω, ακονίζω· - брйтзу ακονίζω το ξυρά- ξυράφι· - десяток ножей τροχίζω μια δεκάδα μα- ■χαίρια. II -ОЯ ακονίζομαι,, τροχίζομαι. наточить2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. на- ТОЧЙТЬ1). διαλκ. κάνω να εκρεύσει, να τρέ- τρέξει, να στάξει. II -СЯ συγκεντρώνομαι, μα- μαζεύομαι πέφτοντας ή εκρέοντας. натощак επίρ. νηστικάτα, με αδειανό στο- στομάχι. *натр, -а α. (παλ.) νάτριο. II εκφρ. едкий - υδροξείδιο νατρίου ή καυστική σόδα. натравить, -авлю, -ёвишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натравленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρορμώ' ε- εξωθώ, υποκινώ, σπρώχνω" ~ собак на зверя παρορμώ τα σκυλιά κατά του θηρίου' ОНИ -ЛИ на него соседа αυτοί παρότρυναν εναντίον του το γείτονα. 2 δηλητηριάζω μαζικά, εξο- εξολοθρεύω, καταστρέφω. 3 χαράσσω με καυστικό υγρό. натравка, -И θ. χάραξη με καυστικό υγρό. натравливание, -Я ουδ. 1 παρακίνηση, πα- παρότρυνση, παρόρμηση· προτροπή· ώθηση σπρώ- σπρώξιμο. 2 δηλητηρίαση μαζική, εξόντωση, εξο- εξολόθρευση, καταστροφή. 3 βλ. натравка. натравливать ρ.δ. βλ. натравить. II -ся παρακινούμαι, παροτρύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. натравить. натравлять(ся) р.δ. βλ. натравливать(ся). натравочНЫЙ επ. χαρακτικός, της χάραξης (με καυστικό υγρό). натратить, ~ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натраченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) ξοδεύω, δαπανώ· - кучу денег ξοδεύω ένα σωρό (πάρα πολλά) χρήματα. натрезвонить р.σ. (απλ.) διαλαλώ, διατυ- μπαν ίζω. натренированность, -И θ. εκγύμναση, εξά- εξάσκηση, προπόνηση. натренированный επ. απο μτχ. (εκ)γ·υμνασμέ- νος, εξασκημένος, προπονημένος. натренировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натренированный, βρ: -ван, -а, ~о ρ.σ.μ. (εκ)γυμνάζω, εξασκώ, προπονώ. II -СЯ ( εκ)γυμνάζομαι, εξασκούμαι, προπονούμαι. натрепать, -еплго, -ёплешь, -пав. μτχ.παρλθ. χρ. натрёпанный, βρ: -пан, -а, -о р.σ.μ. 1 (με ποσοτική σημ.) κοπανίζω πολύ· - МНОГО ЛЬНа κοπανίζω πολύ λινάρι. 2 μτφ. τραβώ, τι- τινάζω (ως τιμωρία)· - за ВОЛОСЫ τραβώ απο τα μαλλιά· - за уши τραβώ απο τ' αυτιά. 3 περιττολογώ, φλυαρώ, πολυλογώ, λογοκοπώ. натрескаться р.σ. (απλ.) σκάζω απο το πο- πολύ φαΐ ή το πιοτί. II γίνομαι τάπα στο μεθύσι. натрещать, ~щу, -щишь р.σ.μ. (απλ.) γλωσ- σοκοπανώ· φλυαρώ. натриевый επ. του νάτριου. II νατριούχος, ♦натрий, -я α. νάτριο. натровый επ. βλ. натриевый. натрое επίρ. στα τρία, σε τρία μέρη· раз- рёзать - κόβω στα τρία. натрубить, -блй, -бйшь р.σ. 1 σαλπίζω πο- πολύ. 2 μτφ. διατυμπανίζω, διαλαλώ. II εκφρ. - В уши τρώγω τ' αυτιά κάποιου (αξιώνω επίμο- επίμονα) . натрудить, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. натру- натружённый, βρ: -жён, -жени, -жено р.σ.μ. κατα- κατακουράζω, καταπονώ. натруживать р.δ. βλ. натрудить. натрусить, -ушу, -СЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натрушенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) τινάζω, ρίχνω τινάζοντας· - муки из мешке τινάζω το αλεύρι απο το τσουβάλι. II -СЯ τινάζομαι, πέφτω' -ЛОСЬ МНОГО сёна τι- τινάχτηκε πολύ χόρτο. натрясать р.δ. βλ. натрясти. натрясти, -ясу, -яоёшь,· παρλθ. χρ. натряс, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натрясённый, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ.μ. 1 τινάζω, ρί- ρίχνω κάτω· - йблок С Яблони τινάζω μήλα απο τη μηλιά" - крошек на ПОЛ τινάζω τα ψίχου- ψίχουλα στο πάτωμα. II -СЬ τινάζομαι, κραδαίνο- μαι, σείομαι, δονούμαι, τραντάζομαι· ОНО -ЛОСЬ ОТ страха αυτή τινάχτηκε απο το φόβο· - В телёге τινάζομαι στην άμαξα. II σείομαι, πέφτω κάτω· -ЛОСЬ МНОГО груш τινάχτηκαν πολ- πολλά αχλάδια. натуга, -И θ. τέντωμα, τεζάρισμα· ремень лопнул ОТ -И το λουρί κόπηκε απο το τέντω- τέντωσα. II ένταση· работать без -И εργάζομαι όχι εντατικά (χαλαρά). натуго επίρ. σφιχτά, τεταμένα, τεντωτά, τεζαριστά. натуживать(ся) ρ.δ. βλ. натужить(ся). натужить, -жу, -ЖИШЬ р.σ.μ. εντείνω· τε- τεντώνω* - мускулы τεντώνω τους μυώνες.,ΙΙ -ся ■εντείνομαι, τεντώνομαι" ОН -ЛСЯ И ПОДНЯЛ αυτός τεντώθηκε και σήκωσε. натужиться, -жусь, -жйшься р.σ. (πολύ ή μακρόχρονα) θλίβομαι, πικραίνομαι, λυπούμαι, λιώνω, μαραίνομαι" - ОТ разлуки μαραίνομαι απο το χωρισμό. натужливый επ.,βρ: -лив, -а, -о βλ. на- натужный. натужно επίρ. εντατικά. натужный επ., βρ: -жен, -жна, -ЖНО εντα- εντατικός. И προσποιητός, αφύσικος, βεβιασμένος. ♦натура, -ы θ. 1 (παλ.) βλ. природа A σημ.). 2 (παλ.) βασική ιδιότητα, ουσία. 3 χαράκτη-
нах 678 нау ρας, ήθος* ιδιοσυγκρασία, φύση. II ανθρώπι- ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση· крепкая γερός οργανισμός. Α πραγματικότητα, φύση· Β -β таких Зверей не бывает στην πραγματικό- πραγματικότητα τέτοια θηρία δεν υπάρχουν. 5 '(Τέχνη)· η ζωντανή φύση· рисовёть С -Ы ζωγραφίζω ά- άμεσα απο τη φύση. II βλ. натурщик, -ца. II (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον. 6 είδος, προ- προϊόν (αντί χρημάτων). II εκφρ. В -е вещей βλ. στη λ. природа* вторая - δεύτερη φύση· при- привычка - вторая - η έξη (συνήθεια) είναι δεύ- δεύτερη φύση* быть ή СТОЯТЬ на -е ποζάρω (στο ζωγράφο). Натурализация, -И θ. 1 πολιτογράφηση. 2 εγκλιμάτιση (ξένων ζώων ή φυτών). натурализм, -а α. φυσιοκρατία, νατουραλι- νατουραλισμός . натурализовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натурализованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. πολιτογραφώ. II -СЯ πολι- πολιτογραφούμαι . натуралист, -а α. 1 φυσιοδίφης, φυσιολό- γος, φυσιογράφος. 2 φυσιοκράτης, νατουραλι- στής, οπαδός του νατουραλισμού. натуралистически επίρ. φυσιοκρατικά, να- νατουραλιστικά. натуралистический επ. φυσιοκρατικός, να- νατουραλιστικός* -ая философия νατουραλιστι- νατουραλιστική φιλοσοφία* -ая ЖИВОПИСЬ νατουραλιστική ζωγραφική* - СТИЛЬ νατουραλιστικό στυλ. натуралистично επίρ. βλ. натуралистйчейки. натуралИСТЙЧНОСТЬ, -И θ. φυσιοκρατία, να- νατουραλισμός . натуралистичный επ., βρ·. -чен, -чна, -чно βλ. натуралистический. Натуралистский επ. νατουραλιστικός, του νατουραλιστή. натурально επίρ. Ι φυσικά, γνήσια, πραγ- ματικιά' απροσποίητα. 2 κατά φυσική αναγκαι- αναγκαιότητα, φυσικά* εννοείται. натуральность, -НО. 1 φυσικότητα, το α- προσοίητο. 2 το πραγματικό, το φυσικό, ♦натуральный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 φυσικός* - цвет φυσικό χρώμα' В -ую величи- величину σε φυσικό μέγεθος· -ые богатства о φυσι- φυσικός πλούτος· -ая история φυσική ιστορία. 2 φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)' - мёд φυσικό μέλι· - шёлк φυσικό μετάξι. 3 απρο- απροσποίητος· - смех φυσικό γέλιο· - голос φυ- φυσική φωνή. 4. σε είδος, σε προϊόν - налог φόρος σε είδος· - Обмен ανταλλαγή σε είδος' -ое ХОЗЯЙСТВО φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης). II εκφρ. - ряд чисел η φυσική σειρά των αριθμώνA,2,3,4,5 κλπ.) -ая ШКОла νατουραλιστική σχολή. натурный επ. 1 (,Τέχνη) φυσικός, ο απ' ευ- ευθείας απο τη φύση. 2 (κινημγρ.) φυσικός (μη τεχνητός). натуроплата, -Ы θ. πληρωμή σε είδος, σε προϊόν. натурофилософ, -а ά. φιλόσοφος φυσιοκρά- φυσιοκράτης. *натурофилосбфия, -и θ. φυσιοκρατική φιλο- φιλοσοφία. НатурофИЛОСОфСКИЙ επ. της φυσιοκρατικής φιλοσοφίας. Натурщик, -а α., -ца, -Ы θ. μοντέλο (ά- (άντρας ή γυναίκα ποζάροντες μπροστά στο ζω- ζωγράφο ή γλύπτη). натушить, -ушу, -ушишь ρ.σ.μ. γιαχνίζω. натыкать р.σ.μ, μπήγω, χώνω, καρφώνω* ИГОЛОК В подушечку μπήγω τα βελόνια στη βελονοθήκη (πελότα). натыкать р.δ. βλ. натыкать. натыкаться ρ.δ. βλ. наткнуться (ίσημ.). *натурморт, -а α. ρωπογραφία· νεκρή φύση. натурмортный επ. της νεκρής φύσης* - СЮ- жёт θέμα νεκρής φύσης. натягивание, -я ουδ. βλ. натяжка. натягивать(ся) р.δ. βλ. натянуть(ся). натяжение, -я ουδ. βλ. натяжка. наТЯЖКа, -И ί, Ι ένταση, τέντωμα, τάση* - струн τέντωμα των χορδών. 2 μτφ. παρατρά- βηγμα, παραξήλωμα, υπέρβαση των ορίων* без ВСЯКОЙ -И χωρίς κανένα παρατράβηγμα. II (παλ,)· δυσχέρεια* ψυχρότητα* το κατ* ανάγκη, το βε- βεβιασμένο* προσποίηση, επιτήδευση. натяжной επ. με ένταση, με τέντωμα. Π ε- ντατός. II τεταμένος, τεντωμένος* -ая рессо- рессора τεντωμένο ελατήριο. натянутость, -И θ. δυσχέρεια* ψυχρότητα* το κατ' ανάγκη, το βεβιασμένο* προσποίηση, επιτήδευση, натянутый επ. απο μτχ. βεβιασμένος,, ανα- αναγκαστικός* επιτηδευμένος* ψυχρός* -ая улыб- улыбка προσποιητό χαμόγελο. II τεταμένος* -ые отношения τεταμένες σχέσεις· -ая атмосфера τεταμένη ατμόσφαιρα. натянуть, -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.|ΐ εν- εντείνω, τεντώνω* τραβώ* - тетиву лука τεντώ- τεντώνω τη χορδή του τόξου* - ВОЖЖИ τραβώ τα χα- λινά* - ХОЛСТ на рамку τεντώνω το πανί στο τελάρο. 2 τραβώ προς το μέρος μου ή προς τα πάνω μου* - на себя одеяло τραβώ πάνω μου το πάπλωμα. Η φορώ, ντύνω, βάζω κάτι στενό' - сапоги βάζω με δυσκολία τις μπότες* перчатки φορώ τα στενά γάντια. 3 παρατραβώ, το παρακάνω, ξεπερνώ τα όρια. 4 απρόσ. συν- συννεφιάζω* καλύπτω, σκεπάζω. II -СЯ 1 τεντώνο- τεντώνομαι, εντείνομαι. 2 (απλ.) μεθώ, τα κοπανώ. наугад επίρ. στην τύχη, τυχαία, στα κου-
нау 679 наф τουρού, στο βρόντο· идти В темноте - βαδίζω στο σκοτάδι, στην τύχη (στα τυφλά)· сказать - λέγω στα κουτουρού. науТОЛЬНИК, -а α. 1 γωνία, γνώμονας42 γω- γωνία στερέωσης αντικειμένων. II ράφι τριγω- τριγωνικό στις γωνίες των σπιτιών (γωνιακό). науГОЛЬНЫЙ επ. γωνιακός. наудалую επίρ. 1 στα όλα, ριψοκίνδυνα, ό,τι βγάλ' η άκρη, ή τιμάρι ή τομάρι· ринуться - ρίχνομαι στα όλα. 2 βλ. наудачу. наудачу επίρ. τυχαία, στην τύχη, στα χα- χαμένα' Сбившись С пути, МЫ ШЛИ - αφού χάσα- χάσαμε το δρόμο, βαδίζαμε στην τύχη. науДЙТЬ, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. науженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) πιάνω με το αγκίστρι· - рыбы πιάνω ψάρια. науживать р.δ. βλ. наудить. наука, -и θ. 1 επιστήμη* естественные -и φυσικές επιστήμες· точные -И θετικές επι- επιστήμες· передовая - πρωτοπόρα επιστήμη' за- НИмёться -ОЙ ασχολούμαι με την επιστήμη ή καλλιεργώ τις επιστήμες· отдаться -е αποδί- αποδίδομαι (αφοσιώνομαι) στις επιστήμες· Акаде- Академия наук Ακαδημία επιστημών врачебная ιατρική επιστήμη* Словесные -И η φιλολογία' военная - στρατιωτική Ακαδημία- общественные -и κοινωνικές επιστήμες· гуманитарные -и οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ιατρική, παιδαγω- παιδαγωγική κ.τ.τ.). 2 διδασκαλία, μάθηση, σπουδή* μάθημα, δίδαγμα' отдать В -у δίνω για σπου- σπουδή· ВОТ тебе - να για σένα δίδαγμα. наукообразность, -И θ. επιστημονικότητα, ο επιστημονικός τρόπος· - изложения επιστημο- επιστημονικός τρόπος έκθεσης. наукообразный επ., -зен, ~зна, -зно επι- επιστημονικός· ο κατά επιστημονικό τρόπο. ШнаустЙТЬ, -ушу, -устйшь р.σ.μ. (παλ.) πα- παρορμώ, παρακινώ, παροτρύνω, βάζω στα λόγια. наускать р.σ.μ. (για σκυλιά) παρορμώ, χύ- χύνω. II μτφ. προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω. наускивать р.δ. βλ. наускать. II -ся πα- ρορμώμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. наускать. наутёк επίρ. (με τα р. ПУСТИТЬСЯ,' бро- СИТЬСЯ κ.τ.τ.) το βάζω στα πόδια, κόβω λά- λάσπη, φεύγω τρεχάλα (προτροπάδην)· τρέπομαι σε φυγή. *наутофОН, -а α. ναυτόφωνο. наутро επίρ. το άλλο πρωί, την άλλη μέρα το πρωί. наутюживать р.δ. βλ. наутюжить. II -ся κα- λοσιδερώνομαι. науТЮЖИТЬ, -жу, -ЖИШЬ ρ.σ.μ.καλοσιδερώνω. научать(ся) ρ.δ. (παλ. κ. απλ.) βλ. нау- чйть( ся). научить, -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1 μα- μαθαίνω, διδάσκω· εκπαιδεύω· ЖИЗНЬ -ла его η ζωή τον δίδαξε· - писать, ЧИТЙТЬ μαθαίνω να γράφει, να διαβάζει. 2 δασκαλεύω, παροτρύ- παροτρύνω, βάζω στα λόγια. II -СЯ6ιόάσκομαι, μα- μαθαίνω· εκπαιδεύομαι· - плевать μαθαίνω να κολυμπώ" - русскому Языку μαθαίνω τη ρω- 'σική γλώσσα. научно επίρ. επιστημονικά. научно-исследовательский επ. επιστημονικο- ερευνητικός' -ЭЯ работа εργασία επιστημονι- επιστημονικής έρευνας' - институт ινστιτούτο επιστη- επιστημονικών ερευνών. научно-популярный επ. επιστημονικός-εκλα- ικευτικός* -ая литература επιστημονική-εκλα- ικευτική λογοτεχνία. научность, -И θ. επιστημονικότητα' επι- επιστημονική αξία· επιστημονικός χαρακτήρας ή τρόπος* - изложения επιστημονικός τρόπος έκ- έκθεσης· - ДОВОДОВ επιστημονικός χαρακτήρας των επ ι χε ι ρη μάτων . научно-технический επ. επιστημονικοτεχνι- κός. научно-фантастический επ. επιστημονικοφα- νταστικός· - ромён επιστημονικοφανταστικό μυθιστόρημα; научный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО επιστη- επιστημονικός, της επιστήμης* -ое открытие επι- επιστημονική ανακάλυψη* -а* деятельность επι- επιστημονική δραστηριότητα ή δράση* -ые Про- изведёния επιστημονικά έργα* -ое Обосновё- НИе επιστημονική στήριξη. наушник, -а α., -ца, -Ы θ. ωτακουστής, κα- ταδότης, χαφιές. наушники, -ΟΒ πλθ. (ενκ. -ик, -а α.) 1 πα- ρωτίδες σκούφου. 2 ακουστικά (ασυρμάτου, τη- τηλεφώνου κ.τ.τ.). наушничать р.δ. κρυφακούω, προδίνω. наушнический επ. του ωτακουστή, του κατα- δότη, χαφι εδικός. наушничество, -а ουδ. καταδύσεις, μαρτυ- μαρτυρίες, χαφιεδισμός* κατηγορίες, συκοφαντίες. наущёть р.δ. βλ. наустить. наущение, -Я ουδ. (παλ.) παρόρμηση, παρα- παρακίνηση, προτροπή, παρότρυνση* по -Ю με την προτροπή. нафабривать(ся) ρ.δ. βλ. нафабрить(ся). нафабриковать, -кую, -куешь р.σ.μ. κατα- κατασκευάζω (πολλά). нафабрить ρ.σ.μ. (για μουστάκια, γένεια)· βάφω. II -СЯ βάφομαι. нафантазировать, -рую, -руешь р.σ.μ., πλά- πλάθω με τη φαντασία· φαντασιοκοπώ. нафаршировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нафаршированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. (μαγειρ.) παραγεμίζω" βάζω πολύ πα-
наф 680 нах ραγέμισμα. нафаршировывать р.δ. βλ. нафаршировать. II -СЯ παραγεμίζομαι, γίνομαι παραγεμιστός. нафиксатуаривать(ся) р.δ. βλ. нафиксатуа- рить(ся). . нафиксатуарИТЬ р.σ.μ. αλείφω τα μαλλιά με στερεωτική αλοιφή. II -СЯ αλείφομαι με στε- ρεωτική αλοιφή. нафилософствоваться, -ствугась, -ствуешься ρ.σ. φιλοσοφώ πολΰ, παραφιλοσοφώ. нафискалить р.σ. καταδίνω, προδίνω, μαρ- μαρτυρώ* διαβάλλω. наформовать, - муго, -муешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наформованный, βρ: -ван, ~а, -о; ρ.σ.μ. 1 κάνω καλούπι (φόρμα) για χύσιμο. 2 κατασκευάζω πολλά. наформовывать р.δ. βλ. наформовать. II -ся 1 παίρνω τη μορφή, σχηματίζομαι σε καλούπι. 2 κατασκευάζομαι. *НафталЙН, -а α. ναφθαλίνη. Нафталинный επ. της ναφθαλίνης· - запах μυρουδιά ναφθαλίνης. нафталиновый επ. της ναφθαλίνης· -ое про- производство παραγωγή ναφθαλίνης, "нафтол, -а α. ναφθόλη. нафтоловый επ. ναφθολιούχος. нахал, -а α. -ка, -И θ. αναιδής, αδιάντρο- αδιάντροπος, ξεδιάντροπος· αυθάδης, θρασύς, προπέ- της, ιταμός. нахалтурить р.σ. (απλ.) βλ. халтурить'B σημ.). нахальничать ρ.δ. (συμπερι)φέρνομαι αναι- δώς, αναισχυντώ" αυθαδιάζω. нахально επίρ. αυθαδώς κλπ. επ. нахальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αυ- αυθάδης, -δικός, θρασύς· προκλητικός· αδιά- αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, αναίσχυντος. нахальство, -а ουδ. 1 αναίδεια, αναισχυ- ντία, αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά. 2 αυθάΰεια, προπέτεια, θράσος. нахамить, -млга, -МЙШЬ р.σ. (με δοτ.) απλ. αυθαδιάζω· φέρνομαι απρεπώς, άσεμνα, απολί- απολίτιστα. нахапать ρ.σ.μ. (απλ.) αρπάζω, αφαρπάζω, βουτώ. нахаркать р.σ. (απλ.) αποχρέμπτομαι, φτύ- φτύνω· - на ПОЛ φτύνω στο πάτωμα. нахваливать ρ.δ. βλ. нахвалить. нахвалить, -ЭЛЮ, -ЗЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахваленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. ε- επαινώ πολύ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυμνώ. II -СЯ επαινούμαι, παινεύομαι πολύ, καυχιέμαι. нахвастать ρ.σ. εγκωμιάζω, εκθειάζω, ε- εξυμνώ, εξυψώνω, υπερυψώνω, παραπαινεύω. II -СЯ επαινούμαι, παινεύομαι· παραπαινεύομαι, πολυκαυχιέμαι. нахватать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. На- хватанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 παίρνω, πιά- πιάνω, αρπάζω. II μτφ. αγκαλιάζω, αποκτώ, παίρ- παίρνω στην κατοχή μου, οικειοποιούμαι, σφετε- σφετερίζομαι. 2 μτφ. αφομοιώνω πολλά τυχαία ή ε- επιφανειακά, πάσσαλείφομαι. нахватывать(ся) р.δ. βλ. нахватать(ся). Нахимовец, -ВЦа α. μαθητής της ναυτικής σχολής Ναχίμοβ. нахимовский επ. του ϊΐαχίμοβ· -ое училище σχολή Ναχίμοβ. нахламить, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахламлённый., βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ. (απλ.) γεμίζω με παλιοπράγματα, σκου- σκουπίδια· καταλερώνω. нахламливать р.δ. βλ. нахламить. нахлебаться р.σ. (απλ.) 1 ρουφώ, καταπί- καταπίνω, καταβροχθίζω" τρώγω πολύ. 2 μτφ. περνώ, υποφέρω, δοκιμάζω κακό.. нахлебник, -а α., -ца, -Ы θ. παράσιτος,-η. αλλότροφος, -η, χαραμοφάης, -ισσα. II (παλ.) υπηρέτης (που έχει για αμοιβή τροφή και δι- διαμονή) . нахлестать, -ешу, -ёщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахлёстанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. καταφέρω χτυπήματα· μαστιγώνω, καμτσικίζω· χτυπώ με το βούρδουλα, φραγγελώνω. II -СЯ 1 χτυπιέμαι. 2 (απλ.) τα κοπανάω, πίνω πολύ, μεθώ. ^ нахлестнуть, -ну, -НёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахлёстнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 ρίχνω, πετώ (θιηλιά, τριχιά κ.τ.τ.). 2 τρα-1 βώ, κάνω, χτυπώ· - ЛИНИЮ распЙЛКИ ДОСКИ χτυ- χτυπώ γραμμή για πριόνισμα της σανίδας (με τε- τεντωμένο σχοινί). нахлёстывать1'ρ.δ. βλ. нахлестнуть. йахлёстываи!2ρ.δ. βλ. нахлестать. И-ся βλ. нахлестаться. нахлобучивать( ся) р.δ. βλ. нахлобучить(ся). нахлобучить, -чу, -чишь ρ.σ.μ. φορώ το καπέλο χαμηλά στο μέτωπο ή ως τά αυτιά. II -СЯ (για καπέλο) φοριέμαι χαμηλά. нахлобучка, -и θ. κατσάδα· задать -у δίνω κατσάδα, κατσαδιάζω' получить -у τρώγω κα- κατσάδα ή την παπάρα, κατσαδιάζομαι. нахлопать ρ.σ.μ. δέρνω, μπατσίζω, ραπίζω. нахлопотаться, -почусь, -почешься ρ.σ. πο- λυφροντίζω, κουράζομαι απο τις πολλές φρο- φροντίδες, κοπιάζω, πελεκιέμαι. нахлопывать р.δ. βλ. нахлопать. нахлынуть, -нет ρ.σ. χύνομαι, ξεσπώ,τρέ- ξεσπώ,τρέχω, εκρέω απότομα, ξαφνικά* ξεσπώ* -ЛИ СЛё- ЗЫ ξέσπασαν δάκρυα. II μτφ. (για σκέψεις,αι- σκέψεις,αισθήματα κ.τ.τ.) εμφανίζομαι, έρχομαι αλλε- αλλεπάλληλα* κατέχομαι, κυριεύομαι* -ЛИ ВОСПОМИ- нанИЯ ήρθαν σωρεία αναμνήσεων.
нах 681 над нахмуренный επ. απο μτχ. κατηφής, σκυθρω- σκυθρωπός, σκουντούφλης, μαχμούρης, -ρλής, βαρύ- θυμος. нахмуривать(ся) ρ.δ. βλ. нахмурить(ся); нахмЗфИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- хмуренный, βρ: -рен, -а, -о σκυθρωπάζω, κα- τσουφί/άζω. II -СЯ 1 συνοφρυώνομαι, ρυτιδώνο- ρυτιδώνομαι. 2 γίνομαι κατηφής, σκυθρωπός, σκου- ντουφλιάζω, κατσουφλιάζω. 3 (γι-α καιρό, ου- ουρανό κ.τ.τ.) σκοτεινιάζω, χειροτερεύω, επι- επιδεινώνομαι. находить} -ожу, -о'дишь р.δ. βλ. найти?' II -СЯ 1 βλ. найтись. 2 βρίσκομαι, είμαι· лес -ится недалеко от города το δάσος είναι κο- κοντά στην πόλη· -жусь В трудном положении ε- εγώ βρίσκομαι σε δύσκολη θέση (κατάσταση). находить* -оду. -одишь р.δ. βλ. найти? II -СЯ Βρίσκομαι ταχτικά, πολλές φορές· δια- διανύω, διασχίζω, διατρέχω πολλές φορές. II κα- κατακουράζομαι βαδίζοντας, ξεποδαριάζομαι· Я -лея ПО городу ξεποδαριάστηκα γυρίζοντας στην πόλη. Находка, -И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) 1 εύρημα*" 2 κελεπούρι* ευκαιρία. 3 επινόηση. находчивость, -И θ. επινοητικότητα, εφευ- εφευρετικότητα· ετοιμολογία· ετοιμότητα, ευστρο- ευστροφία πνεύματος. находчивый επ., βρ: -чив, -а, -о εφευρε- εφευρετικός, επινοητικός, ευρηματικός· ετοιμόλο- ετοιμόλογος. П επιτυχής, πετυχημένος· έξυπνος· ответ πετυχημένη απάντηση. нахождение, -Я ουδ. 1 εύρεση, ανακάλυψη, εφεύρεση· επινόηση. 2 τόπος ύπαρξης, μέρος οπού βρίσκεται κάτι· место -Я руды τόπος ύπαρξης ορυκτού' место -я судна μέρος όπου βρίσκεται το σκάφος. нахозяйничать р.σ. φτιάχνω, δημιουργώ σαν νοικοκύρης, νοικοκυρεύω. II -СЯ πολυνοικοκυ- ρεύω, κάνω πολύ το νοικοκύρη. нахолаживать( ся) р.δ. βλ. нахолодйть(ся). нахолодаться р.σ. κρυώνω, ξεπαγιάζω, υπο- υποφέρω απο το κρύο. нахолодить, -ложу, -лодйшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. нахоложённый, βρ: -жён, -жена; -жен<5 р. σ.μ. 1 κρυώνω, ψύχω" - комнату ψύχω το δω- δωμάτιο· - ПИВО, ВОДКУ κρυώνω τη μπύρα, τη βότκα. II -СЯ ψύχομαι, κρυώνω. нахохливать(ся) р.δ. βλ. нахохлить(ся). нахОХЛИТЬ, -ИТ р.σ.μ. (για πτηνά) ορθώνω, ορτσώνω τα φτερά. II -СЯ 1 κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι, μαζεύομαι ορθώνοντας τα φτε- φτερά. 2 μτφ. σκυθρωπάζω, συμμαζεύομαι, περιο- περιορίζομαι, κατσουφιάζω. нахохотаться, -хохочусь, -хохо'чешься р.σ. χαχανίζω πολύ, χασκογελώ, καγχάζω. нахрЙП, -а α. (απλ.) 1 αυθάδεια, θρασύτη- θρασύτητα. 2 επίρ. -ΟΜ αυθαδώς, με αυθάδεια, με θρασύτητα. Нахраписто επίρ. αυθαδώς, αναι,δώς, με θρα- θρασύτητα. нахрапистый επ., βρ: -пист, -а, -о (απλ.) αυθάδης, αναιδής, θρασύς. Нацарапать р.σ. 1 μ. χαράσσω, σκαλίζω, γρά- γράφω. II κακογράφω, γράφω ορνιθοσκαλίσματα. 2 καταγρατσουν ίζω. нацарапывать р.δ. βλ. нацарапать. II -ся χαράσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ.Нацарапать. НацедЙГЬ, -ежу, -ёдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нацеженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. δι- διηθώ, στραγγίζω, γεμίζω στραγγίζοντας*- ПОЛ- Ную крынку молока στραγγίζω ένα Χαγήνι γά- γάλα. II -СЯ στραγγίζομαι, διυλίζομαι. нацёживать(ся) ρ.δ. βλ. нацедйть(ся). нацёливать(ся) р.δ. βλ. нацёлйть(ся). нацелить р.σ.μ. σκοπεύω, σημαδεύω, βάζω στο σημάδι, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή. 2 μτφ. έχω σκοπό, πρόθεση. II -СЯ σκοπεύω, ση- σημαδεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή. II απο- αποβλέπω, σκοπεύω, προτίθεμαι. Нацело επίρ. πλήρως, εντελώς, ολοκληρωτι- ολοκληρωτικά. Наценивать р.δ. βλ. наценЙТЬ. II - СЯ υ- υπερτιμούμαι . наценить, -еню, -ёнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наценённый, βρ: -н|н, -нена", -нено ρ.σ. μ. υπερτιμώ, ανεβάζω, υψώνω την τιμή. Наценка, -И θ. υπερτίμηση, ύψωση της τι- τιμής εμπορεύματος. нацепить, -еплга, -ёпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нацепленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 σκαλώνω, αγκιστρώνω, γαντζώνω, κρεμώ. 2 καρφιτσώνω' - значок καρφιτσώνω σήμα. * нацеплять р.δ. βλ. нацепить. II -ся αγκι- αγκιστρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ· φ. βλ. нацепить. наци άκλ. πλθ. οι ναζί (γερμανοί φασί- φασίστες) . нацизм, -а α. ναζισμός. национал, ~а α. -ка, -и θ. γηγενής, ιθα- ιθαγενής, αυτόχθονας. *национализация, -и θ. 1 εθνικοποίηση· промышленности εθνικοποίηση βιομηχανίας· - - земли εθνικοποίηση της γης. 2 εισαγωγή της εθνικής γλώσσας σ' όλα τα ιδρύματα και οργανώσεις. национализировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. εθνικοποιώ* - средства производства ε- εθνικοποιώ τα μέσα παραγωγής. II -СЯ εθνικο- εθνικοποιούμαι. национализм, ~а α. εθνικισμός. национализовать(ся) р.δ.κ.σ. βλ. национа- национализировать ся). националист, -а α., -ка, -и θ. εθνικιστής.
над 682 нач националистический ετι. εθνικιστικός* -ая- ПОЛЙтика εθνικιστική πολιτική· -ое движение εθνικιστικό κίνημα. националистичный επ. βρ: -чен, -чна, -чно εθνικιστικός· -ые ВЗГЛЙды εθνικιστικές α- απόψεις. националистский επ. εθνικιστικός, του ε- национально-освободительный επ. εθνικοα- πελευθερωτικός· -ая война εθνικοαπελευθερω- κός πόλεμος. национальность, -И θ. 1 λαότητα, εθνότη- εθνότητα. 2 εθνικότητα· Совет гей Ευμβούλιο των εθνοτήτων· ЛЮДИ резных -ей άνθρωποι διαφό- διαφόρων εθνοτήτων русский ПО -И Ιώσος την εθνι- εθνικότητα· установить - εξακριβώνω την εθνικό- εθνικότητα.^ εθνική αυθύπαρξη ή χαρακτήρας· искусства о εθνικός χαρακτήρας της Τέχνης. национальный επ. βρ: -лен, -льна, -льно. 1 εθνικός· -ое единство εθνική ενότητα" - флаг εθνική σημαία· - ГИМН εθνικός ύμνος* - ДО- ДОХОД εθνικό έσοδο* - КОСТЮМ εθνική (παραδο- (παραδοσιακή) ενδυμασία. 2 κρατικός* -ое имущест- имущество κρατική (δημόσια) περιουσία. 3 της εθνό- εθνότητας' - район περιοχή εθνότητας. II εκφρ. -ое меньшинство εθνική μειονότητα. нацист, -а α., -ка, -и θ. ναζί. нацистский επ. των ναζί ή του ναζισμού, ♦нация, -И θ. έθνος* греческая - το ελλη- ελληνικό έθνος. II κράτος, χώρα· ЛИГа -ИЙ η Κοι- Κοινωνία των εθνών Организация Объединённыхх -ИЙ Οργάνωση Ενωμένων Εθνών. нацмен, -а, α., -ка, -И θ. κάτοικος ή μέ- μέλος εθνικής μειονότητας. НацмеНОВСКИЙ επ. του κατοίκου της εθνι- εθνικής μειονότητας. нацменьшинство, ~ά ουδ. εθνική μειονότητα. начадить, -чажу, -чадишь ρ.σ. (με οργν.) κα- καπνίζω πολύ, γεμίζω με καπνό* - свечой κα- καπνίζω με το σπερματσέτο. начало, -а .α. 1 αρχή* - пути αρχή του δρό- δρόμου* - И КОНеЦ αρχή και τέλος* брать - αρ- αρχίζω. 2 έναρξη, ξεκίνημα* - учебНОГО ГОДЭ αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς· В Начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας* - спе- ктакля έναρξη θεάματος. 3 βάση, θεμελιώ- θεμελιώδης αρχή· социалистическое - η αρχή του σο- σοσιαλισμού* коммунистическое - η αρχή του κομμουνισμού* - равенства αρχή της ισότητας· на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρ- αρχές. 4 πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές· -& ХИМИИ θεμελιώδεις αρ- αρχές της χημείας. 5 αιτία· Праздность -всех ЗОЛ αργία μήτηρ πάσης κακίας. 6 (παλ.) κα- κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή· первое Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα. II εκφρ. Β самом -е στην αρχη-αρχή, αρχικά* С СЭМО- ΓΟ -а στην αρχή, ευθύς εξ αρχής· С -а ПЯ- ПЯТОГО αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα· доброе - - ПОЛОВЙна дела (παρμ.) η αρχή είναι το ήμισυ παντός* ПОД -ОМ υπο τις διαταγές" По -у απο την αρχή, εξ αρχής. Начальник, -а α., -ца, -Ы а διοικητής, αρ- αρχηγός· προϊστάμενος· διευθυντής* υπεύθυνος· - Гарнизона διοικητής της φρουράς (φρούραρ- (φρούραρχος)* - штаба αρχηγός του επιτελείου (επι- λάρχης)· - армии αρχηγός του στρατού* - от- отдела (отделения) διευθυντής τμήματος (τμη- (τμηματάρχης)· - станции σταθμάρχης. НачЙЛЬНИческиЙ επ. διοικητικός, του διοι- διοικητή κλ. ουσ. -Ие Обязанности οι διοικητι- διοικητικές υποχρεώσεις* - ТОН διοικητικός τόνος*- ВИД διοικητικό παρουσιαστικό" ~ая стро- строгость διοικητική αυστηρότητα. Начальный επ. 1 αρχικός· - период αρχική περίοδος* -ая скорость αρχική ταχύτητα' -ые буквы τα αρχικά γράμματα. II πρώτος* -ая главе, романа το πρώτο κεφάλαιο του μυθι- μυθιστορήματος. 2 στοχειώδης, πρωταρχικός, ου- ουσιώδης* -ое Образование στοιχειώδης μόρφω- μόρφωση· -ая школа δημοτικό σχολείο* -ые классы οι τάξεις του δημοτικού σχολείου· -ые осно- основания геометрии στοιχειώδης γεωμετρία ή τα στοιχεία της γεωμετρίας. 3 (παλ.) βλ.начальник. начальственный επ. 1 των διοικητών, των προϊσταμένων. 2 διοικητικός (για ύφος, σο- σοβαρότητα) . начальство, -а ουδ. 1 οι διοικητές, οι προ- προϊστάμενοι, η διοίκηση, η προϊσταμένη αρχή, η διεύθυνση· тюремное - η διεύθυνση της φυ- φυλακής· собралось всё - συγκεντρώθηκαν όλοι οι διοικητές, ц προϊστάμενος· он был мо- моим -ОМ* αυτός ήταν προϊστάμενος μου. II βλ. начальствование. II εκφρ. по -у доносить α- αναφέρω στην προϊσταμένη αρχή ή στον προϊστά- προϊστάμενο. начальствование, -я ουδ. διοίκηση (χρό- (χρόνος διοίκησης) . начальствовать, -ствую, -ствуешь, μτχ. ενεστ. начальствующий ·ρ.δ. διοικώ, είμαι δι- διοικητής· διευθύνω. начальствующий επ. απο μτχ. διοικητικός· καθοδηγητικός. начатие, -Я ουδ. (παλ.) έναρξη, αρχή. начОТОК, -ТКа α. 1 (παλ.) έναρξη, ξεκίνη- ξεκίνημα. 2 πλθ. -ТКИ, -ΟΒ τα στοιχειώδη" -ТКИ знаний οι στοιχειώδεις γνώσεις. начать, -чну, -чнёшь, παρλθ. χρ. начал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начатый, βρ: -чат, -а, -0 ρ.σ.μ. αρχίζω, κάνω την αρ- αρχή, την έναρξη· βάζω, θέτω σε ενέργεια* α- ανοίγω, πιάνω* βάζω μπρος' ξεκινώ* - рубить
нач 683 нач αρχίζω να κόβω" - ПОСТрОЙку αρχίζω την οι- οικοδομή" - разговор αρχίζω την κουβέντα" переговоры αρχίζω τις συνομιλίες (διαπραγ- (διαπραγματεύσεις)" снова - αρχίζω εκ νέου, επαναρ- χίζίω" - ОПЯТЬ επαναρχίζω, ξαναρχίζω* - СПОр αρχίζω τη συζήτηση" - первый раз πρωταρχί- ζω· - бочку вина ανοίγω (αρχίζω) то βαρέ- βαρέλι με το κρασί· не знаю с чего - δεν ξέρω απο που ν' αρχίσω. II -СЯ αρχίζω, άρχομαι, κάνω την αρχή κλπ. ρ. ενεργ. φ. начеканивать ρ.δ. βλ. начеканить. II -ся (για νομίσματα) κόβομαι. начеканить р.σ.μ. (για νομίσματα) κόβω (πολλά). начеку επίρ. σε επιφυλακή, άγρυπνα" быть - έχω τα μάτια τέσσερα, επαγρυπνώ. начеркать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- чёрканный, βρ: -кан, -а, -О κακογράφω, κα- κοσχεδιάζω, γράφω, σχεδιάζω στα γρήγορα. II (με ποσοτική σημ.) ριγώνω, χαρακώνω. Начёркивать ρ.δ. βλ. начеркЙТЬ. П -СЯ κα- κακογράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. начернЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ χρ. Ηβ- чернённый, βρ: -нён, -нена, -нено μαυρίζω, μελανώνω. начерно επίρ. πρόχειρα, σε γενικές γραμ- γραμμές, σκιαγραφικά. начернять ρ.δ. βλ. начернить. II -ся μαυ- μαυρίζω, γίνομαι μαύρος. начерпать ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) αντλώ. II γεμίζω, παίρνω μέσα. начерпывать ρ.δ. Βλ. начерпать. II -ся α- αντλούμαι . начертание, -Я ουδ. 1 γράψιμο, γραφή. 2 σημείωση, (προ)καθορισμός, προσχεδίαση,προ- προσχεδίαση,προδιαγραφή . начертательный επ: -ая геометрия παραστα- παραστατική γεωμετρία. начертать ρ.σ.μ., π,αθ. μτχ. παρλθ. χρ.Ηβ- чёртанный, βρ: -тан, -а, -о (παλ.) 1 γράφω, παρασταίνω με γράμματα, χαράσσω. 2 μτφ. ση- σημειώνω, (προ)καθορίζω, προσχεδιάζω, προδια- προδιαγράφω. Π -СЯ αποτυπώνομαι, (εγ)χαράσσομαι (στη μνήμη, συνείδηση κ.τ.τ.). начертить, -ерчу, -ёртИШЬ, παα μτχ. παρλθ. χρ. начерченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. ι (με ποσοτική σημ.) βλ. чертить. 2 (παλ.) βλ. начертать (ισημ.). начерчивать р.δ. βλ. начертить. И -ся σχε- σχεδιάζομαι, χαράσσομαι· ιχνογραφούμαι. начёс, -а α. 1 ζάνση" λανάρισμα. 2 χνού- χνούδι. 3 το ξασμένο υλικό. 4 (για δέρμα) γρα- τσούνισμα. начесЙТЬ, -ещу, -ёшеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. начёсанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξαί- νω, λαναρίζω. 2 καλύπτω χτενίζοντας (μέτωπο, αυτιά κ.τ.τ.)· 3 (για δέρμα) γρατσουνίζω. II ξύνω· - до крови щёку ξύνω το μάγουλο ώ- ώσπου να ματώσει. \) -СЯ ζαΐνομαι, начесть, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ. начёл, -ЧЛО, -ЧЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начтёННЫЙ, βρ: -чтён, -чтена, -чтена ρ.σ.μ. βλ. начис- начислить κ. насчитать. начёсывать р.δ. βλ. начесать. II -ся λανα- ρίζομαΐ' ξαίνομαι. начёт, -а α. κράτηση απο τις αποδοχές(για μη εγκριθέντα έξοδα). начётистый επ., βρ: -тист, -а, -о (απλ.) ασύμφορος, απρόσφορος. начётнический επ. σχολαστικός, δασκαλί- δασκαλίστικος. начётничество, -а ουδ. βυζαντινισμός, σχο- λαστικισμός> (σοφο)λογιωτατισμός, σοφολογι- ότητα. начётчик, -а α., -ца, -ы θ. σχολαστικός, σοφολογιώτατος. начин, -а α. (απλ.) αρχή, έναρξη, ξεκίνη- ξεκίνημα· хороший - καλή αρχή. начинание, -Я ουδ. αρχή, έναρξη, αρχίνη- μα, άρχισμα. II πρωτάρχισμα, πρωτιά. начинатель, -Я α. πρωτουργός, πρωτεργά- πρωτεργάτης' πρωταίτιος. начинётельНЫЙ επ. (γραμμ.) αρκτικός· ГлаГОЛ αρκτικό ρήμα. начинить ρ.δ. μτχ. ενστ. начинающий, επιρ. μτχ. начиная. 1 βλ. начать. 2 (συνήθως με τη λ. Собой) κάνω την αρχή, άρχομαι, ξεκι- ξεκινώ. II -ся βλ. начаться начинающий επ. απο μτχ. αρχάριος, πρωτό- πρωτόπειρος, πρωτάρης, νεόβγαλτος, πρωτόβγαλτος. начиная επιρ. μτχ. κ. πρόθ. αρχίζοντας, κλάνοντας την αρχή, ξεκινώντας. начйнивать р.δ. βλ. начинить? Начинить} -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начинённый, βρ: -нён, -нена, -нено ρ.σ.μ^· 1 (μαγρ.) παραγεμίζω" - ПИроЯКИ МЯСОМ παραγε- παραγεμίζω πιροσκί με κρέας. II γεμίζω" - патрон Порохом γεμίζω τον κάλυκα με μπαρούτη. 2 μτφ. παρέχω, δίνω, εφοδιάζω με γνώσεις,πλη, ροφορίες κ.τ.τ. начинить* -чини, -чинишь ρ.σ.μ. (με ποσο- ποσοτική σημ.) επιδιορθώνω. II ξύνω, κάνω τι αιχ- αιχμηρό" - много карандашей ξύνω πολλά μολύβια. начинка, -И θ. (μαγρ.) παραγέμισμα. начиночный επ. (μαγρ.) του παράγεμίσματος· -ое МЯСО κρέας για παραγέμισμα (κιμάς). начинщик, -а α., -ца, -ы θ. βλ. зачинщик. начинять(ся) р.δ. βλ. начинать(ся) κ. на- начинить! начиркать ρ.σ.μ. ανάβω σπίρτα. начисление, -Я ουδ. προσυπολόγιση, συγκα- ταρίθμηση.
нач 684 наш НАЧИСЛИТЬ р.σ.μ. λογαριάζω, προσυπολογί- ζω, συγκαταριθμώ, περνώ στο λογαρισμό. начислить р.δ. βλ. начислить. II -ся λογί- λογίζομαι., λογαριάζομαι, συνυπολογίζομαι, μπαί- μπαίνω στο λογαριασμό. начистить, -ЧЙщу, -ЧИСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начищенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 (με ποσοτική σημ.) καθαρίζω, ξεφλουδίζω* |кастрЙЛЮ картошки καθαρίζω μια κατσαρόλα πατάτες. 2 καθαρίζω καλά· παστρεύω. И -СЯ καθαρίζομαι, καθαρίζω τον εαυτό μου, τα εν- δΰματά μου. начисто επίρ. 1 κατακάθαρα, καθαρότατα,πε- καθαρότατα,πεντακάθαρα, παστρικά, καθάρια. II καθαρά, χω- χωρίς μουντζούρες" переписать - ξαναγράφω κα- καθαρά. 2 πλήρως, εντελώς, παντελώς, ολωσδιό- ολωσδιόλου' его ограбили - τον καταλήστεψαν (κα- ταλεηλάτησαν)· 3 (απλ.) ειλικρινά, ξάστερα, σταράτα, απροκάλυπτα. начистоту επίρ. βλ. нечисто Cσημ.). НаЧИСТуЪ επίρ. βλ. наЧИСТО A,2 σημ.). начитанность, -И θ. πολυμάθεια, πολυγνω- σία, ευρυμάθεια. начитанный επ., Зр: -тан, -танна, -танно; πολυδιαβασμένος, πολυμαθής, πολΰμαθος, πο- λύξερος, πολυκάτεχος, ευρυμαθής. начитать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на- чйтанный, βρ: -тан, -а, -о διαβάζω, μελετώ πολύ. Π (παλ.) μαθαίνω διαβάζοντας. II -СЯ διαβάζω πολλά* - МНОГО стихов διαβάζω πολλά ποιήματα. II χορταίνω να διαβάζω* - не могу δε χορταίνω να διαβάζω. начитывать(сяI ρ.δ. βλ. начислить, начи- слйть(ся). начитывать(сяJр.δ. βλ. начитать(ся). Начихать р.σ. 1 φτερνίζομαι πάνω σε κά- κάποιον η σε κάτι. 2 μτφ. (απλ.) γράφω στα πα- παλιά μου τα παπούτσια, μουτζώνω (περιφρονώ). 3 (απλ.) αδιαφορώ πλήρως, κωφεύω, δε με μέ- μέλει (νοιάζει) τέσσερα, καρφί δε μου καίγεται. начищать(ся) р.δ. βλ. начйстить(ся). начсостав, -а α. το σώμα των διοικητών. начудЙТЬ, -ДЙШЬ р.σ. κάνω παραξενιές, πα- παραδοξότητες, αλλοκοτιές, τερατωδίες. начхйть р.σ. (απλ.) βλ. начихать. Наш1, -а, -е. 1 κτητ. αντων. δικός μας, -ή μας, -ό μας· Наш отец о πατέρας μας* -а ρό- ДИНа η πατρίδα μας· -е село το χωριό μας· -И войска τα στρατεύματα μας. 2 ως ουσ. το δικό μας· -его не отдадим никому το δικό μας δεν το δίνομε σε κανένα. II απο μας* ВЫ знаете мёньзе нёшего εσείς' ξέρετε λιγότερο απο μας ή απ' ό,τι εμείς. 3 πλθ. ως ουσ. -И οι δικοί μας (συγγενείς, σύντροφοι κ.τ.τ.). II εκφρ. -е дело δική μας δουλειά (υπόθεση)" Не -е дело δεν είναι δική μας δουλειά, δε μας αφορά· по -ему κατ' εμάς, κατά τη γνώ- γνώμη μας* -е вам! (απλ.) σας χαιρετούμε! γεια σας γράμ- γράμα. άκλ. παλαιά ονομασία του ματος ΙΗ. нашагать ρ.σ.μ. βηματίζω, βαδίζω πολύ. II -СЯ βηματίζω, βαδίζω πολύ η μακρόχρονα· κου- κουράζομαι απο το πολύ βάδισμα,ξεποδαριάζομαι. нашалить р.σ. ατακτώ πολύ, κάνω πολλές α- αταξίες. II -СЯ ατακτύ πολύ. нашаривать р.δ. βλ. нашарить. нашарить р.σ.μ. ερευνώ, ψάχνω να βρω. Нашарлатанить р.σ. (απλ.) κάνω τσαρλατα- νιές, φέρνομαι σαν τσαρλατάνος. нашармака επίρ. (απλ.) σελέμικα, αμάκα ή τζάμπα. нашаромыжку επίρ. (απλ.) δωρεάν, τζάμπα. нашатырный επ. άμμωνιακός· - спирт αμμω- αμμωνία υδαρής. ♦нашатырь, -Λ α. άμμωνιακό αλάτι ή χλωρι- χλωριούχο αμμώνιο, νισαντήρι. II αμμωνία υδαρής. нашвыривать р.δ. βλ. нашвырять. II -ся γε- γεμίζω. И ρίχνομαι, πετιέμαι. нашвырЙТЬ ρ.σ.μ. γεμίζω ρίχνοντας· - ЯЩИК угля ρίχνω ένα κασόνι κάρβουνα. II (με ποσο- ποσοτική σημ.) ρίχνω, πετώ* - камней ρίχνω πέ- πέτρες. нашёйник, -а α. βλ. (διαλκ.) βλ. ошейник. нашёЙННЫЙ επ. λαιμικός, τραχηλικός, нашелушить, -шу, -ШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нашелушённый, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ.μ. (με ποσοτική σημ.) ξεφλουδίζω. нашенский, -ая, -ое (απλ.) δικός μας. II κοντινός, ο εγγύς· συγγενής. нашептание, -Я ουδ. (παλ.) ξόρκισμα. нашептать, -епчу, ёпчешь, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. нашёптанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ. 1 ψι- ψιθυρίζω, μουρμουρίζω πολύ. II (παλ.) ψιθυρί- ψιθυρίζω στ' αυτί, εμβάλλω, (εμ)φυσώ. 2 (ε)ξορκί- (ε)ξορκίζω, απαγγέλλω ξόρκι. II -СЯ ψιθυρίζω, μουρ- μουρμουρίζω πολύ. нашёптывание, -Я ουδ. 1 ξόρκισμα. 2 ψι- ψιθύρισμα. нашёст, -а α. κ. нашесть, -и θ. (διαλκ.) βλ. насест. нашествие, -Я ουδ. εισβολή, επιδρομή. нашивание, -я ουδ. βλ. нашивка. вшивать, παρλθ. χρ. нашивал, -ла, -ло р. δ. βλ. носить. нашивать р.δ. βλ. нашить. II -ся επιρράπτο- μαι. нашивка, -И θ. Ι επιρραφή* - ПуГОВИЦ ε- πιρραφή κουμπιών. 2 ταινία επιρραμένη. II δι- διακριτικό στρατ. βαθμού ή τιμής, γαλόνι,σει- ρήτι. нашивной επ. επιρραμένος· - карман εξωτε-
наш 685 не ρική τσέπη. нашинковать, -кую, ~К[уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нашинкованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (για λαχανικά) κόβω σε λεπτά τεμάχια. нашинковывать р.δ. βλ. нашинковать. II -ся (για λαχανικά) κόβομαι σε λεπτά τεμάχια. нашить, -ШЬЮ, -шьёшь, προστκ. нашей р.σ. μ. 1 επιρράπτω. 2 ράπτω, ράβω (πολλά)· Платьев ράβω φορέματα. нашкОДИТЬ, -ЛИШЬ р.σ. (απλ.) ατακτώ πολύ, κάνω πολλές αταξίες, ζημιές· φέρνομαι απρε- πώς. нашлёпать ρ.σ.μ. 1 δίνω καρπαζιές, κατρα- πακιές. 2 (απλ.) βάζω* κάνω (αποτυπώματα ή σημάδια κ.τ.τ.). нашлёпка, -И θ. 1 βάλσιμο* φτιάξιμο. 2 (απλ.) χτύπημα, πονεμένο μέρος. нашпИГОВёть, -гута, -гуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нашпигованный, -ван, -а, -о р.σ.μ. βλ. начинить! нашпиговывать р.δ. βλ. нашпиговать. II -ся παραγεμίζομαι, γίνομαι παραγεμιστός. нашпиливать р.δ. βλ. нашпилить. II -СЯ δι- διατρυπιέμαι· καρφιτσώνομαι. нашпЙЛИТЬ ρ.σ.μ. 1 (δια)τρυπώ, (δια)περ- νώ. 2 καρφιτσώνω* - ленту на шляпу καρφι- τσώνω ταινία στο καπέλο. наштамповать, -пуго, -пуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наштампованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) εντυπώνω, σφραγίζω, στα- μπάρω, μαρκάρω. наштамповывать ρ.δ. βλ. наштамповать. II -СЯ σφραγίζομαι, σταμπάρομαι, μαρκάρομαι. наштопать ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) μπα- μπαλώνω· - груду носко'в μπαλώνω ένα σωρό αν- ανδρικές κάλτσες. нашуметь, -млго, -мйшь р.σ. 1 θορυβώ, κά- κάνω θόρυβο· II φωνάζω, κραυγάζω. 2 μτφ. κάνω αίσθηση, κρότο, πάταγο, ντόρο. нащёлкать р.σ.μ. Ι σπάζω' τρωγαλίζω, ρο- ροκανίζω. 2 (απλ.) χτυπώ με το δάχτυλο. нащёлкивать р.δ. ι βλ. нащёлкать. 2 κάνω στράκες, κροτώ· - кнутом κάνω στράκες με το μαστίγιο. 3 (για πτηνά) κελαηδώ διάκοφτά. нащепать, -еплга, -ёплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нащепанный, βρ: -пан, -а, ~о р.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) σχίζω, βγάζω σχίζες, πελε- κούδες, πελεκώ. нащипёть, -ИПЛЮ, -ЙПЛешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нащипанный, βρ: -пан, -а, -о р.σ.μ. 1 μαζεύω λίγο-λίγο, τσιμπολογώ. 2 τσιμπώ, προ- προξενώ πόνο. нащипывать р.δ. βλ. нащипать. II -ся τσι- τσιμπιέμαι . нащупать ρ.σ.μ. 1 ψηλαφίζω, (επι)ψηλαφώ, (επι)ψαύω· ψαχουλεύω, πασπατεύω. 2 μτφ. α- ανιχνεύω, εξιχνιάζω, ιχνηλατώ. нащупывать ρ,'.δ. βλ. нащупать. II -ся ψηλα- ψηλαφίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. наэкономить, -млю, -мишь ρ.σ.μ. οικονομώ, αποταμιεύω. наэлектризовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наэлектризованный, βρ: -ван, -а, -О. 1 ηλεκτρίζω. 2 μτφ. διεγείρω. II -СЯ 1 ηλεκτρίζομαι. 2 διεγείρομαι, εξανίσταμαι. наэлектризовываться) р.δ. βλ. наэлектри- наэлектризовать ся).. наябедничать ρ.σ. κουτσομπολεύω, διαβάλ- λω* κάνω παράπονα. наяву επίρ. όντας ξύπνιος, στον ξύπνο· ρτην πραγματικότητα, στα καλά. ♦наяда, -Ы θ. αΐάδα, νύμφη ποταμού, πηγής. II κολύμβατος (φυτό υδροχαρές). II μαλάκιο μυ- τιλοειδές. наЙДОВЫЙ επ. 1 να'ίαδικός, του κολύμβατου. 2 πλθ. ~ые τα ναϊαδοειδή (φυτά). наяривать р.δ. (απλ.) παύζω με ζήλο (σε μουσικό όργανο). Не1 μόριο αρνητικό. 1 δεν, δε· μη(ν)·όχι· Я - хочу εγώ δε θέλω· Я - пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι· - люблю его δεν τον α- αγαπώ· ОН - благоразумен αυτός δεν είναι συ- συνετός· это - может - удиться αυτό δεν μπο- μπορεί να μην επιτευχθεί* быть ИЛИ - быть! να ζει κανείς ή να μη ζειΙ^ΟΗ так жаден, ЧТО - ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει· - бери μην παίρνεις* ОН ехал - С СЫНОМ αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)' ОН кри- ЧИТ, а - поёт αυτός γκαρίζει, δεν τραγου- τραγουδάει· я - сомневаюсь, что ОН прав δεν αμφι- αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο· НИКОГДЙ - ЛГИ- те ποτέ μη λέτε ψέματα· - сегодня, так за- завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει). II (με ρ.) δεν μην - могу - согласиться δεν μπο- μπορώ να μη συμφωνήσω* - могу - признйть δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ) . II σχε- σχεδόν работает и - работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει" горит - горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει. 2 (μαζί με συνδέσμους)· ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση" УХОДИ, - ТО ПЛОХО тебе будет φεύ- γα, διαφορετικά θά 'χεις κακά ξεμπερδέματα. II εκφρ. - то ЧТО..., а ... όχι <το)..., αλ- αλλά..., - ТО чтобы..., а ... όχι (για) να.., αλλά..., - ТО ЧТОбЫ не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά..., - КТО ИНОЙ (другой) , как... όχι κανένας άλλος, παρά..., - ТОЛЬ- ТОЛЬКО.·., Л0... όχι μόνο..., αλλά..., - ТОЛЬ- ТОЛЬКО..., НО И.... όχι μόνο..., αλλά και.... - столько..., сколько..., όχι τόσο, όσο...
не 686 нео - настолько... чтобы... όχι. τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε..., хоти -..., НО (однако).... αν ной δεν..., όμως..., тем - менее εν του-, τοις, και όμως. Ηέ*(πάντοτε τονιζόμενο)' δεν не за ЧТО благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις· нё за ЧТО КУПИТЬ δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω* нё ДЛЯ чего Говорить .Об ЭТОМ δεν θέλω κου- κουβέντα γι' αυτό· мне нё для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω" нё К чему (нё зачем) туда ХОДИТЬ δεν υπάρχει λόγος να πη- πηγαίνω εκεί· нё у КОГО спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω' нё О чём ПИСАТЬ δεν έχω τι να γράψω· нё о чём Говорить δεν έχω τι να πώ· мне нё к кому обратиться δεν έχω σε ποιόν να απευθυνθώ* нё за ЧТО τίποτε· πα- παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου). II εκφρ. - раз όχι μια φορά (πολλές φορές, ε- πανειμμένα)· ему было - ПО себе αυτός δεν αισθανόταν καλά. Не..., πρόθεμα· χρησιμοποιείται για σχη- σχηματισμό ουσ. κ. επ. και σημαίνει·! α) αντιπα- αντιπαράθεση, αντίθεση, αντώνυμο: недруг, непрёз- да, небольшой, невысокий, β) στέρηση, άρνη- άρνηση, έλλειψη* (αντιστοχεί στο στερητικό α..): необоснованность, неискренний, γ) αντί ненаучный. неаккуратность, -а 8. Ι αταξία, ατασθα- ατασθαλία, ακαταστασία, ρεμπελιά. 2 τσαπατσουλιά, ατσαλιά, ατημέλεια. неаккуратный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. ι ακατάστατος, ανοικοκύρευτος, ρέμπελος, ατά- σθαλος. 2 αμελής, τσαπατσούλης, -ικος, ά- άτσαλος * ατημελής. неактуальность, -И θ. αν επικαιρότητα. неактуальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; άκαιρος, ανεπίκαιρος, παράκαιρος, ♦неандерталец, -ЛЬЦа α. νεαντερτάλιος άν- άνθρωπος. неандертальский επ. νεαντερτάλιος· - цё- реп νεαντερτάλιο κρανίο* - человек νεα- νεαντερτάλιος άνθρωπος. неаппетитный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- νορεκτικός, άνοστος. II μτφ. άχαρος, αντιπα- αντιπαθητικός, αποκρουστικός. небезвредный επ., β ρ*, -ден, -Дна, -ДНО; ε- επιβλαβής, βλαβερός. небезвыгодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно επικερδής, επωφελής. небезгрёшшй επ., β ρ: -шен, -шна, -шно. 1 όχι αναμάρτητος (αμαρτωλός). 2 άνομος, πα- παράνομος· -ые доходы αθέμιτα έσοδα. небездарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно κα- κατά τι προικισμένος. небезнадёжный επ., βρ: -жен, -хна, -жно; εν μέρει ελπιδοφόρος (όχι χωρίς καμιά ελπί- ελπίδα)* -ое положение όχι και απελπιστική κα- κατάσταση . небезобидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 προσβλητικός εν μέρει. 2 αρκετά προσβλητι- προσβλητικός. 3 επιβλαβής, βλαβερός, επικίνδυνος. небезопасный επ., βρ: -сен, -сна, -сно ε- επισφαλής, επικίνδυνος, όχι ακίνδυνος. Ι) ε- επιβλαβής, βλαβερός. небезосновательный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО βάσιμος, όχι αβάσιμος. небезразличный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; 1 όχι απαθής ή αδιάφορος· -ое отношение ό- όχι αδιάφορη στάση. II με ενδιαφέρο. небезрезультатный επ., βρ: -тен, -тна, -о κατά τι αποτελεσματικός, καρποφόρος, τελε- τελεσφόρος* -ые хло'поты κάπως καρποφόρες φρο- φροντίδες. небезукоризненный επ., βρ: -знен, -зненна, -ЗНенно όχι άψογος ή ανεπίληπτος· ψεκτός εν μέρει' -ое поведение όχι και ανεπίληπτη δι- διαγωγή . небезупречный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; όχι και άμεμπτος, μεμπτός εν μέρει··-ое про- прошлое όχι και άμεμπτο παρελθόν. небезуспешный επ., βρ: -шен, -шна, -шно; όχι ανεπιτυχής, επιτυχής εν μέρει* -ые ста- рания επιτυχείς εν μέρει προσπάθειες. небезучастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; όχι αμέτοχος^-αδιάφορος,-απαθής· - зритель όχι απαθής θεατής. небезызвестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; γνωστός, όχι άγνωστος· - писатель γνωστός συγγραφέας. небезынтересный επ., βρ: -сен, -сна, -сно με ενδιαφέρον, όχι χωρίς ενδιαφέρον. небелёный επ. αλεΰκαντος. небережливость, -И θ. ελευθεριότητα, α- απλοχεριά, γαλαντομία· κουβαρδαλίκι. небережливый επ., βρ: -лив, -а, -о φιλό- φιλότιμος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμικος, γενναιό- γενναιόδωρος- - человек κουβαρντάς· -ое отношение К вещам αδιαφορία για τα πράγματα. небесй πλθ. нёбо. небескорыстный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ιδιοτελής (όχι ανιδιοτελής)· -ая ПОМОЩЬ όχι ανιδιοτελής βοήθεια. II όχι αδιάφορος. Небесный επ. 1 ουράνιος· - СВОД ουράνι- ουράνιος θόλος· -аЯ лазурь το γαλάζιο (ουράνιο) χρώμα* -ые тела ουράνια σώματα* -ая твердь το στερέωμα. 2 μτφ. (παλ.)' θείος, θεϊκός, εξαίσιος, ιδανικός. И εκφρ. - цвет ουρανί (γαλάζιο) χρώμα' Царица -ая η θεομήτωρ, Πα- Παναγία' царь ή ОТёц - ο ουράνιος πατέρας(θε- πατέρας(θεός) · царство ему -ое στη βασιλεία των ου- ουρανών ή καλόν παράδεισο· - суд θεία δίκη. небесплодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно ό-
неб 687 неб χι άκαρπος, εν μέρει, καρποφόρος· -ые ХЛОПО- ХЛОПОТЫ όχι άκαρπες φροντίδες. небесполезный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; όχι ανώφελος, εν μέρει ωφέλιμος. небеспристрастный επ., βρ: ~тен, -тна, -о όχι αμερόληπτος, εν μέρει μεροληπτικός. неблаговидность, -И θ. 1 ασχήμια, δυσεί- δεια. 2 απρέπεια. неблаговидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 (παλ.) άσχημος , κακόμορφος, δυσειδής. 2 α- απρεπής, ανάρμοστος· αζιόμεμπτος, αξιοκατά- κριτος, μεμπτός. неблаговоспитанность, -И θ. αναγωγία, κα- κακή αγωγή (διαπαιδαγώγηση). неблаговоспитанный επ., βρ: -тан, -танна, -танно ανάγωγος, αδιαπαιδαγώγητος, κακοανα- θρεμμένος· - человек αδιαπαιδαγώγητος άν- άνθρωπος· - поступок ανάγωγη συμπεριφορά. неблагоговёйный επ. ανευλαβής. неблагодарность, -И θ. αγνωμοσύνη, αχαρι- αχαριστία, αναγνωριά· оплатить кому-Η., чёрной -ЬЮ δείχνω σε κάποιον αχαριστία του αισχίστου| είδους. неблагодарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно; 1 αγνώμονας, αχάριστος, ανέγνωρος, ψωμοπά- της. Ι] ουσ. αχάριστος κλπ. επ. 2 μτφ. ανάρ- ανάρμοστος, αταίριαστος, απάδων. II ανώφελος. неблагожелательность, -и θ. δυσμένεια, κα- κοβουλία, εθελοκακία. неблагожелательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно δυσμενής, κακόβουλος, εθελόκακος, κα- κοθελητής. неблагозвучие, -Я ουδ. κακοφωνία. неблагозвучность, -И θ. κακοφωνία. неблагозвучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно κακόφωνος, κακόηχος. неблагонадёжность, -и θ. (παλ.) έλλειψη εμπιστοσύνης, αν εμπιστοσύνη. неблагонадёжный επ., βρ: -жен, -жна, -жно (απλ.)· επισφαλής, επίφοβος, αβάσιμος, α- ασταθής· ύποπτος. неблагонамеренность, -и θ. (παλ.) κακή προδιάθεση. II υποψία (ξένων φρονημάτων), неблагонамеренный επ., βρ: -рен, ' -ренна, -ρθΗΗΟ (παλ.) κακοπροδιατεθημένος. II ύπο- ύποπτος (κοινωνικών φρονημάτων). неблагополучие, -Я ουδ. ατυχία, κακοτυ- κακοτυχιά, κατατρεγμός της τύχης. неблагополучно επίρ. ατυχώς, χωρίς καλή έκβαση, με άσχημο τέλος. неблагополучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ατυχής, δυστυχής, κακότυχος, δύσμοιρος, χω- χωρίς αίσιον τέλος. неблагопристойно επίρ. άπρεπα, άκοσμα, ά- άσεμνα, ανάρμοστα. неблагопристойность, -И θ. (παλ.) απρέ- απρέπεια, αισχημοσυνη. неблагопристойный επ., βρ: -бен, ~о"йна, ~<5ЙНО (καλ.) απρεπής, άσεμνος» άκοσμος, α- ανάρμοστος . неблагоприятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно δυσμενής, όχι ευχάριστος· ενάντιος, αντίξο- αντίξοος· μη ευνοϊκός· СЧОСТЬе у меня -О η τύχη μου πηγαίνει κόντρα· -ое обстоятельство δυ- δυσάρεστο περιστατικό* - оборот дела δυσάρε- δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης. II αρνητικός· άσχη- άσχημος* на запрос мною получен - ответ σε επε- επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση* ~ая ΠΟ- ГОда παλιόκαιρος. Неблагоразумие, -Я ουδ. απερισκεψ,ία, ασυ- νεσία, αμίυαλιά, ασυλλογισιά. неблагоразумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно απερίσκεπτος, ασύνετος, άμυαλος. неблагородный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 αγενής· - поступок αγενής συμπεριφορά. 2 ■παλ μη ευγενούς καταγωγής. II εχφρ. -ые метйллы αγενή μέταλλα (χαλκός, σίδερο, μόλυβδος κ.άλ). неблагосклонно επίρ. δυσμενώς. Неблагосклонность, -И θ. δυσμένεια, κακή προδιάθεση· ψυχρότητα. неблагосклонный επ., βρ: -лонен, -лонна, -ЛОННо! δυσμενής, κακοδιατεθημένος· ψυχρός· - ВЗГЛЯД δυσμενές βλέμμα* - приём ψυχρή υ- υποδοχή* - читатель μεροληπτικός αναγνώστης. Неблагоустроенность, *И θ. ακαταστασία,α- ακαταστασία,αταξία, κακοφτιάξιμο. неблагоустроенный επ. απεριποίητος, ατα- κτοποίητος, αδιάτακτος, ακατάστατος. II όχι βολικός, μη άνετος. неблестящий επ., βρ: -тящ, -а, -е όχι λα- λαμπρός, μη έξοχος* μέτριος* дела МОЙ -И οι υποθέσεις μου δεν πάνε και τόσο καλά. нёбНЫЙ επ. 1 υπερώιος, του ουρανίσκου* -ая ПОЛОСТЬ η υπερώα, ο ουρανίσκος. 2 ουρανι- σκόφωνος* -ые согласные ουρανισκοφωνα σύμ- σύμφωνα· -ая занавеска (ανατ.) οπίσθια ή μαλ- μαλθακή υπερώα ή υπερώιο ιστίο. нёбо, -а, πλθ. небеса, -бес, -ам ουδ. ου- ουρανός· голубое - γαλάζιος ουρανός· ПОДНЯТЬ глазй к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό* об- облачное - συννεφιασμένος ουρανός. II εκφρ. Зто как - от земли αυτό απέχε,ι όσο ο ουρανός απο τη γη· превозносить КОГО ДО -бёс αποθε- αποθεώνω, ανεβάζω στα ουράνια· на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας* -у жарко (будет, станет κ. τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσειη ζάλη(Гΐ-α εργασία, δράση κ.τ.τ.)· как (будто, ТОЧНО) С -а σα να έπεσε απο τον ουρανό, ουρανοκα- τέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)· (ΟΤ- личаться) как - от земли; - и земля; земля И - διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός απο τη γη·
Нёб 688 нев между -ОМ И Землёй είμαι, επι ξύλου κρεμάμε- κρεμάμενος ή στο έλεος του θεού* попасть пальцем в - αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα* упасть ή СОЙТИ с -а на землю ανανήφω, προσγειώνο- προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας. Нёбо, -а ουδ. 1 ουρανίσκος, υπερώο' твёр- твёрдое - ο σκληρός(μπροστινός) ουρανίσκος· МЯГ- кое - ο μαλακός (πισινός) ουρανίσκος ή υπε- υπερώιο ιστίο. 2 (διαλκ.) θόλος ρωσικής θερ- θερμάστρας . небогатый επ., βρ·.· -гат, -а, -ο. ι όχι και πλούσιος· εύπορος. 2 (για πράγματα) όχι και πολυτελής, λίγο πολυτελής. 3 ανεπαρκής, πε- πενιχρός· περιορισμένος" - запас знаний πανι- χρές γνώσεις* - выбор περιορισμένη ποικι- ποικιλία, πενιχρά πράγματα. НебоеспоСОбНОСТЬ, -И θ. μαχητική ανικα- ανικανότητα. небоеспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; μη μάχιμος* ανίκανος. Небожитель, -Я α. κάτοικος των ουρανών (ι- (ιδίως για θεούς). НебОКОПТЙтель, -Я α. τεμπέλης, -λχανάς. Небольшой επ,. 1 ούτε μεγάλος ούτε μικρός,,μέ- μικρός,,μέτριος* -ая комната μέτριο δωμάτιο. II ολι- ολιγάριθμος* - военный отряд μικρό στρατιωτι- στρατιωτικό τμήμα* - тираж μικρός αριθμός αντιτύπων. Π (για χρόνο) βραχύς, σύντομος* - срок μι- μικρή προθεσμία. 2 ασήμαντος* -ая польза μι- μικρή ωφέλεια" -ая беда μικρό κακό. II μέσος, μέτριος* κοινός* της αράδας* - артист καλ- καλλιτέχνης της αράδας. 3 όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο* - любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος. II εκφρ. С -Им και κάτι πα- παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια· за -ИМ дё- лом βλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом). небосвод, -а α. ουράνιος θόλος. небосклон, -а а. о ορίζοντας. небоскрёб, -а α. ουρανοξύστης. небОСЬ κ. небОЙСЬ 1 ως κατηγ. μη φοβά- φοβάσαι. 2 μόριο επιτακτ. σίγουρα, βέβαια, προ- προφανώς· αλήθεια, πραγματικά. небрежение, ~Я ουδ. 1 περιφρόνιση, υπο- υποτίμηση* απαξίωση. 2 εγκατάλειψη, παραμέλη- παραμέληση, παράτημα. небрежничать р.δ. παραμελώ, αδιαφορώ' ε- εγκαταλείπω, παρατώ. II είμαι τσαπατσούλης. небрежно επίρ. αδιάφορα κλπ. επ. небрежность, -И θ. ολιγωρία, αμέλεια, α- αδιαφορία* χαλαρότητα. II αφροντισιά, αμερη- μνησία, ραθυμία. II τσαπατσουλιά, ατασθαλία. 2 εγκατάλειψη, παράτημα. ■ небрежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно. 1 α- αδιάφορος, χλιαρός· περιφρονητικός. 2 τσαπα- τσαπατσούλικος, άτσαλος, ατάσθαλος* -ая работа η τσαπατσούλικη δουλειά* - почерк άσχημος γρα- γραφικός χαρακτήρας, τσαπατσούλικα γράμματα. небречь, -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. небрёг, -регла, -ло р.δ. (παλ.). ι πε- περιφρονώ, υποτιμώ. 2 αδιαφορώ, παραμελώ. небывалый επ. πρωτοφανής, ασυνήθιστος, α- ανήκουστος, άνευ προηγουμένου, πρωτοφάνερος, πρωτοείδωτος. II (απλ.) αταξίδευτος. небывальщина, -ы θ. βλ. небылица. небылица, -ы θ. τερατολογία* μύθευμα, μύ- μύθος, παραμύθι* επινόηση* αποκύημα (δημιούρ- μα) φαντασίας. нёбЫЛЬ, -И θ. πράγματα φανταστικά, ανύ- ανύπαρκτα, βλ.- κ. небылица. небытие, -Я ουδ. ανυπαρξία. небьющийся, -аяся, -ееся επ. άθραυστος. неважнецкий επ. (απλ.) βλ. неважный Bσημ.), неважно επίρ. Ι όχι καλά, σχεδόν άσχημα. 2 με σημ. κατηγ. δεν έχει μεγάλη σημασία, είναι ασήμαντο. неважный επ., βρ: -жен, -жна, -жно. 1 όχι σοβαρός, μη σπουδαίος, ασήμαντος, επουσιώ- επουσιώδης, ανάξιος, -ιόλογος* - вопрос όχι σπου- σπουδαίο (ασήμαντο) ζήτημα* ЭТО не -ЖНО αυτό δεν είναι σπουδαίο. 2 όχι και καλός ή όχι εντελώς καλός* -ое здоровье όχι και καλή υγεία* -ые дела όχι και καλές δοιιλιές ή υ- υποθέσεις . невдалеке επίρ. όχι (και) μακριά, κοντά, σιμά* ОН живёт - αυτός ζει κοντά* - ТОТ День... δεν είναι μακριά η μέρα... невдали επίρ. βλ. невдалеке. НвВДОГад επίρ. με δοτ. (διαλκ.) βλ. Ηβ- вдомёк. невдомёк επίρ. με σημ. κατηγ. χωρίς να μαντέψω, χωρίς να μου περάσει η ιδέα ή να πάρω μυρουδιά. Неведение, -Я ουδ. άγνοια· В -И εν αγνοία, σε άγνοια. II εκφρ. В блаженом -И σε μακά- μακάρια άγνοια. неведомо επίρ. κ. ως κατηγ. άγνωστο* εί- είναι άγνωστο. неведомый επ., βρ: -ДОМ -а, -О άγνωστος, ανεξακρίβωτος. Π μυστηριώδης, ακατανόητος. Невёжа α. κ. θ. αγροίκος, άξεστος, απολί- απολίτιστος, βάναυσος, σκαιός. Невежда, -Ы α. κ. θ. αμόρφωτος, αμαθής, αγράμματος' ξόανο, ξύλο απελέκητο, σκράπας* - в географии αγεωγράφητος* - В истории ανιστόρητος* - В математике σκράπας στα μα- μαθηματικά* - В ХИМИИ τούβλο στη χημεία. Невежественность, -И θ. αμορφωσιά, αμά- αμάθεια, αγραμματοσύνη. невежественный επ., βρ: -вен, -венна, -о; αμόρφωτος, αγράμματος, αστοιχείωτος, αμα- αμαθής. II ανίδεος, ανήξερος, αδαής. Η του α- αγράμματου , του αμόρφωτου· -ое отношение συ-
нев 689 яев μπεριφορά αμόρφωτου* -ое суждение κρίση α- αγράμματου . Нввёлсество, -а ουδ. 1 αμορφωσιά, αμάθεια, αγραμματοσύνη. 2 συμπεριφορά απρεπής, ανάρ- ανάρμοστη · невежливо επίρ. αγενώς κλπ. επ. невежливость, -и θ. αγένεια, απρέπεια. невежливый επ., βρ: -лив, -а, -О αγενής, απρεπής, ανάγωγος· άξεστος, απολίτιστος. - человек αγενής άνθρωπος· - ответ αγενής απάντηση. невезение, -Я ουδ. κακοδαιμονία, αναπο- αναποδιά, γρουσουζιά, κατσιποδιά" γκίνια (στο χαρτοπαίγνιο). невезучий επ., βρ: -зуч, -а, -е ατύΐχής, άτυχος, κακότυχος, κακορίζικος, άμοιρος. невеликий επ., βρ: -лик, -лика, -лйко^а -ЛЙКЙ όχι μεγάλος· μικρός· -ЙК ростом αυ- αυτός είναι μικρού αναστήματος (μικρόσωμος). 2 ασήμαντος· потери -КИ οι απώλειες δεν εί- είναι μεγάλες. невеличка,, -И α.κ.θ. μικρόσωμος, -η· μι- μικρών διαστάσεων птичка— πουλάκι μικρό· ро- ростом - μικρού αναστήματος. неверие, -Я ουδ. 1 δυσπιστία. 2 απιστία, αθεΐα. неверно επίρ. 1 ανακριβώς* εσφαλμένα, λα- λαθεμένα. 2 ως κατηγ. δεν είναι σωστό· ЭТО αυτό δεν είναι σωστό. неверность, -И θ. 1 ανακρίβεια, σφαλερό- τητα. 2 αβεβαιότητα. 3 απιστία, απάτη· су- супружеская - συζυγική απιστία. неверный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 ά- άπιστος· - друг άπιστος φίλος· - муж άπιστος σύζυγος. II ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος· -рен своему слову δεν κριατά το λόγο του. 2 (παλ.) δύσπιστος· - ВЗГЛЯД βλέμμα δυσπι- δυσπιστίας. 3 εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος· - ВЫВОД εσφαλμένο συμπέρασμα· ~ая МЫСЛЬ λα- λαθεμένη σκέψη. II ψεύτικος, μη σωστός· - счёт ψεύτικος λογαριασμός. 4 απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος· брать - тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία. Α δια- διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. Π ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. II φάλτσος" -аЯ НОТа το φάλτσο (φωνής, ήχου). 5 ασταθής· -ые шаги ασταθή βήματα. 6 (παλ.) αβάσιμος, παρακινδυνεμένος· -ое дело μη σί- σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη) . II ευμετά- ευμετάβλητος, μη σταθερός. 7 (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος. 8 ως ουσ. άπιστος· ИДТИ ВОЙНОЮ на -ЫХ πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους. II εκφρ. Фома - ά- άπιστος Θωμάς. невероятие, -я ουδ. βλ. невероятность. II εκφρ. ДО -Я αφάνταστα, απίστευτα. Невероятно επίρ. απίστευτα, απίθανα. II ως κατηγ..είναι απίθανο. Невероятность, -И θ. απιθανότητα, το απί- απίθανο, το απίστευτο· θαύμα· ДО -И σε απίστευ- απίστευτο βαθμό' αφάνταστα. невероятный επ., ер: -тен, -тна, -тно. ι απίθανος, απίστευτος· μυθώδης. 2 πολύ δυ- δυνατός (μεγάλος), υπερβολικός, εξαιρετικός· - успех εξαιρετική επιτυχία· ~ая боль πολύ δυνατός (μεγάλος) πόνος. неверующий επ. κ. ουσ. άπιστος, άθρ;ησ(κος, άθεος, αθεϊστής. невёселе} επίρ. άχαρα, δύσθυμα, άκεφα κλπ. επ. II ως κατηγ. είμαι άκεφος, δύσθυμος, α- ανόρεχτος κλπ. επ. невесёлый επ., βρ:. -вёсел, -а, -весело μη χαρούμενος, άθυμος, δύσθυμος, θλιμμένος, ά- άκεφος, κακόκεφος, βαρύθυμος, βαρυκάρδιος, με- μελαγχολικός· κατηφής, κατσουφιασμένος*-ое лицо μελαγχολικό πρόσωπο· -ая улыбка θλιμ- θλιμμένο χαμόγελο* -сел, ГОЛОВУ повесил о βα- βαρύθυμος κρέμασε (έσκυψε) το κεφάλι. II άχα- άχαρος· -ое занятие άχαρη απασχόληση. Невес<5м0СТЬ{, -И θ. έλλειψη βάρους ή βαρύ- βαρύτητας, Невесомый επ., βρ: -СОМ, -а, -О αβαρής· ε- ελαφρός· - ЛИСТ ελαφρό φύλλο· -ые Обйака ε- ελαφρά σύννεφα. II μτφ. ασήμαντος, αναξιόλο- αναξιόλογος· -Ые аргументы αναξιόλογα επιχειρή- επιχειρήματα. Невеста, -Ы θ. αρραβωνιαστικιά, μνηστή· η νύφη. Π εκφρ. христова - (παλ.) α) νεαρή'κα- νεαρή'καλόγρια, β) νεκρή νεαρή, γ) γεροντοκόρη. невестин, -а, -Ο επ. της αρραβωνιαστικιάς- της νύφης· -О придание προίκα της νύφης. невеститься, -ёщусь, -естишься р.δ.(απλ.) οίρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι· φέρνομαι σαν αρραβωνιασμένη, σα νύφη. невестка, -И θ. νύφη (ως προς τους συγγε- συγγενείς απο αγχιστεία). II εκφρ. -е В отместку ανταποδίδω την προσβολή, αντεκδικούμαι. невесть "επΊρ. (απλ.) 1 άγνωστο· ακατανόη- ακατανόητο· - КТО άγνωστο ποιος. 2 (με τις λέΕεις как, какой) πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, α- ασήμαντα. 3 (με τις λέξεις КТО, ЧТО, какой, СКОЛЬКО)· πολύ σημαντικά ή σοβαρά· - КТО πο- πολύ σημαντικός" - ЧТО πολύ σημαντικό· - ка- какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)· - СКОЛЬКО πάρα πολύ. невещественность, -И θ. αϋλία, αϋλότητα, ασωματότητα· υπερουσιότητα. невещественный επ. άυλος· υπερούσιος. невзвидеть, -йжу, -йдишь ρ.σ. στις εκφρ: - света ή ДНЯ δε βλέπω μπροστά μου (απο αι- αισθήματα πόνου, θυμού κ.τ.τ.). невзгбдк, -од πλθ. (ενκ. -да, -ы θ.) δυ-
вев 690 нев ατυχίες, κακοδαιμονία, δεινοπαθήματα, βάσα- βάσανα· κατατρεγμός της τύχης. Невзирая πρόθ. με αιτ. κ. на; παρά, πα- παραβλέποντας, αψηφώντας, περιφρονώντας· - на хлопоты, дело не увенчалось успехом παρά τις φροντίδες, η υπόθεση δε στέφθηκε με επι- επιτυχία· - ни на что περιφρονώντας το παν на потери, - идти"вперёд! αψηφώντας τις α- απώλειες, τράβα μπροστά! неВЗЛЮбЙТЬ, -Юблй, -ЙбИШЬ р.σ.μ. αντιπα- αντιπαθώ, αποστέργω, απεχθάνομαι, δε χωνεύω. Невзначай επίρ. τυχαία, κατά τύχη,-συμπτω- ' ματικά, ανεπάντεχα· встретиться - συναντιέ- συναντιέμαι τυχαία. невзнос, -а α. η μη καταβολή αντίτιμου, ει^ σφοράς, συνδρομής κ.τ.τ. невзрачность, -И θ. κακή όψη, δυσμορφία, ασχήμια. невзрачный επ·, βρ: -чен, -чна, -чно δυ- σειδής, δύσμορφος, άσχημος" ασχημοπρόσωπος, άσχημομούρης. Невзыскательность, -И θ. χαρακτήρας λίγο απαιτητικός; ευσυμβίβαστος· συγκαταβατικό- τητα. невзыскательный επ., βρ: -лен, -льна, ~о ευμεταχείριστος, καλόβολος, μη απαιτητικός, ευσυμβίβαστος, συγκαταβατικός. II λιτός, α- απλός, συνηθισμένος, μη εξεζητημέμος. невидаль, -И θ. παραδοξότητα, παραεενιά, αλλοκοτιά. II εκφρ. вот -; что за -; какая (ЗкаЯ, эка) - χαρά στο πράμα (τίποτε το πα- ράΕενο). невидальщина, -ы θ. (παλ.) βλ. невидаль καθώς κ. εκφράσεις. Невиданный επ. πρωτοφανής, πρωτοφάνερος, πρωτοείδωτος' θαυμάσιος, εξαίσιος· - урожай πρωτοφανής σοδειά· -ое зрелище πρωτοφανές θέαμα. II πρωτάκουστος, ανήκουστος· -ые ус- успехи πρωτάκουστες επιτυχίες. II μυστηριώ- μυστηριώδης, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, α- ασυνήθιστος. Невидимка, -И α.κ.θ. 1 πρόσωπο ή αντικεί- αντικείμενο αόρατο. 2 φουρκέτα (πιάστρα) μαλλιών δυσδιάκριτη (αόρατη). Π εκφρ. шапка - μαγι- μαγικός σκούφος. невидимо βλ. видимо—. невидимый επ., βρ: -дим, -а, -о αόρατος, αθέατος, αφανής" -Ые звёзды αόρατα αστέρια" -ая рука αόρατο χέρι. II δυσδιάκριτος, αδιά- αδιάκριτος, απαρατήρητος* - ШОВ δυσκολοδιάκριτη ραφή. невидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 αό- αόρατος, αθέατος, αφανής. 2 ασήμαντος. II άση- άσημος, αφανής. 3 δυσειδής, άσχημος, δύσμορφος. неВЙДЯЩИЙ επ. 1 αόματος, τυφλός. 2 αφη- ρεμένος, απρόσεχτος, αστόχαστος· - взор ή ВЗГЛЯД απλανές βλέμμα. невинно επίρ. αθώα· αγνά, απλά, κλπ. επ. Невинность, -И θ. 1 αθωότητα, μη ενοχή· απλότητα, αφέλεια, μη πονηριά. 3 παρθενικό- παρθενικότητα, αγνότητα. невинный επ., βρ: -винен, -вйнна, -о. 1 αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος· αναμάρτητος, ακριμάτιστος· -ые ЛВДИ αθώοι άνθρωποι· -ая жертва αθώο θύμα· -ое страдание αναίτιο βά- βάσανο· он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ' αυτό το έγκλημα* его признали -ым τον κήρυξαν αθώο. 2 αφελής, ά- άκακος, άδολος, απονήρευτος* - ребёнок αθώο παιδάκι' -ое создание αθώο πλάσμα. II ανεπί- κριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος* άκακος, α- αβλαβής· - разговор ανεπίκριτη συνομιλία*·-ое развлечение άψογη διασκέδαση· -ые игры α- αβλαβή παιγνίδια. 3 αγνός' -ая девушка αγνό κορίτσι. Невиновность, -И θ. αθωότητα" - ПОДСУДИ- ПОДСУДИМОГО η αθωότητα του υπόδικου (κατηγορούμε- (κατηγορούμενου)* доказать - αποδείχνω την αθωότητα. невиновный επ., -вен, -вна, -вно αθώος, μη ένοχος· признать -ым κηρύσσω αθώο. невкусный επ., βρ: -сен, -сна, -сно άνο- άνοστος· - суп άνοστη σούπα. Невменяемость, -И θ. ανευθυνία, ανυπαιτι- ότητα* ακαταλογισία. невменяемый επ., βρ: -яем, -а, -о ανεύθυ- ανεύθυνος, αναίτιος, ανυπαίτιος* ακαταλόγιστος,πα- ακαταλόγιστος,παράφορος * он был -яем от гнева αυτός δεν ή- ήξερε τι έκανε απο το θυμό του" ОН стал СО- ВСём -яем αυτός έγινε έξαλλος* - поступок άφρονη πράξη ή συμπεριφορά. невместно επίρ. με σημ. κατηγ. (παλ.) δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει, •невмешательство, -а ουδ. η μη επέμβαση* - в дела других государств μη επέμβαση στις υποθέσεις των άλλων κρατών" политика ~а πο- πολιτική μη επέμβασης" принцип -а αρχή της μη επέμβασης. невмоготу επίρ. ως κατηγ. είναι αδύνατο, δεν έχω τη δύναμη, δεν δύναμαι, δεν μπορώ' мне - сегодня работать δεν μπορώ σήμερα να εργαστώ' мне больше - περισσότερο δεν μπο- μπορώ, δεν δύναμαι πλέον. невмочь επίρ. με σημ. κατηγ. βλ. невмоготу. невнимание, -я ουδ. 1 απροσεξία· ошибка ПО ~ГО ή ОТ -Я λάθος απο απροσεξία. 2 αδια- αδιαφορία, αμέλεια" - К запросам читателей αδι- αδιαφορία προς τις απαιτήσεις των αναγνωστών. 3 απάθεια. невнимательно επίρ. απρόσεκτα κλπ. επ. невнимательность, -и θ. 1 απροσεξία· ученика απροσεξία του μαθητή. 2 αδιαφορία" проявить - к другу δείχνω αδιαφορία προς το
нев 691 нев φ ί λο . невнимательный επ., βρ; -лен,-льна",-о. 1 απρόσεχτος" - ученик απρόσεχτος μαθητής. 2 πλαδαρός, απλανής, (απο)χαυνωμένος· αμέρι- μνος· -ые Глаза αποχαυνωμένα μάτια. 4 αδι- άφορος, αμελής· τσαπατσούλικος' -ая работа απρόσεχτη εργασία. 2 αδιάφορος, χλιαρός, α- απρόθυμος· -ая хозяйка μη περιποιητική νοι- νοικοκυρά· -ое Обращение χλιαρή συμπεριφορά. НвВНЯТНО επίρ. συγκεχυμένα κλπ. επ. неВНЯТНОСТЬ,-И θ. ασάφεια. II ακαταληψία, το δυσνόητον. невнятный επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО. 1 α- ασαφής, αξεκαθάριστός, συγκεχυμένος, μπερδε- μπερδεμένος, δυσδιάκριτος. 2 (παλ.) ακατανόητος, δυσκατανόητος, ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος. невод, -а, πλθ. -а α. μεγάλο αλιευτικό δί- δίχτυ, τράτα· γρίπος. невозбранно επίρ. ανεμπόδιστα, ακωλύτως. невозбранный επ., βρ: -анен, -анна, -анно (παλ.) ανεμπόδιστος, απαρεμπόδιστός, αμπό- διστός, ακώλυτος. невозвратймость, -и θ. βλ. невозвратность. невозвратимый επ., βρ: -тйм, ~а, -о βλ. невозвратный. невозвратно] επίρ. αν επί στ ρ επτά, -τί, αγύ- αγύριστα, χωρίς επιστροφή. невозвратность), -И θ. το ανεπίστρεπτον, το αγύριστον, το αμετάκλητον. невозвратный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- νεπίστρεπτος, αγύριστος* αμετάκλητος' -ое прошлое το αγύριστο παρελθόν' -ые ГОДЫ ЮНО- ЮНОСТИ τα αγύριστα νεανικά χρόνια, τα αγύριστα ν ι,άτα. невоздёланность, -И θ. ακαλλιεργησία, μη καλλιέργεια· - ПОЧВЫ η μη καλλιέργεια του εδάφους. невозделанный επ., βρ: -лан, -а, -о ακαλ- ακαλλιέργητος· -ая почва ακαλλιέργητο έδαφος. Невоздержание, -Я ουδ. ακράτεια· - В ПЙще ακράτεια στο φαγητό" - В вине ακράτεια στο κρασί. II αποχαλίνωση· ακολασία. невоздержанность, -и θ. ακράτεια· - языка ακράτεια γλώσσας, αΟυροστομία,,αθυρόγλωσσία. невоздержанный επ., βρ: -жан, -а, -о α- ακρατής· αχαλίνωτος· - В едё φαγάς- - в ВИ- Ηθ μεγάλος κρασοπότης· κρασοπατέρας· - на ЯЗЫК αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος. II άσωτος, α- ακόλαστος, έκδοτος" -ая ЖИЗНЬ άσωτη ζωή. невоздержность, -и θ. βλ.невоздержанность. невоздержный επ., βρ: -~ен, -жна, -жноβλ. невоздержанный. невозможно επίρ. με σημ. κατηγ. ανυπόφορα, αφόρητα" ОН ведёт себй - " συμπεριφορά του είναι ανυπόφορη ή αυτός είναι ανυπόφορος. II είναι αδύνατον, δεν υπάρχει δυνατότητα· сделать это είναι αδύνατο να γίνει αυτό. II πάρα πολύ. невозможность, -И θ. το αδύνατον, αδυνα- τότητα, το απραγματοποίητον, το ακατόρθωτον. 4 έλλειψη ευνοϊκών συνθηκών. Ι! εχφρ. ДО -И όσο είναι δυνατόν· ώσπου δεν παίρνει (δεν χωράει) άλλο. невозможный επ., βρ: -жен, -жна, -жно. 1 αδύνατος· ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφι- ανέφικτος, απραγματοποίητος' ото вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο' совершенно -ое дё- ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση. II ουσ. -ое ουδ. το αδύνατο* и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό' нет ничего -ОГО δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορεί να γίνει). 2 ανυπόφορος, αφόρητος* -ая боль α- αβάσταχτος πόνος· -ая жара αφόρητη ζέστη· - характер ανυπόφορος χαρακτήρας. II πολύ με- μεγάλος · πλήρης · - беспорядок вещей μεγάλη α- ταζία πραγμάτων. 3 ανεπίτρεπτος, απαράδε- απαράδεχτος· -ая халатность απαράδεχτη χαλαρότητα. невозмутимо επίρ. ατάραχα, ήρεμα κλπ. επ. невозмутимость, -И θ. ψυχική αταραξία, η- ηρεμία, γαλήνη. невозмутимый επ., βρ: -ТЙМ, -а, -О ατάρα- ατάραχος, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος. II αδιατάρα- χτος* πλήρης, απόλυτος· -ая ТИШИНа απόλυτη ησυχία. Невознаградимо επίρ.«Ί ανεκτίμητα. 2 ανε- ανεπανόρθωτα. НеВОЗНаграДИМОСТЬ, -И θ. 1 τοανεκτίμητον, το ατίμητον - услуг το ανεκτίμητον των υ- υπηρεσιών. 2 το ανεπανόρθωτο' - потерь το α- νεπανόρθωτον των απωλειών. невознаградимый επ., βρ: -дам, -а, -о. ι ανεκτίμητος, ατίμητος· -аЯ услуга ανεκτίμη- ανεκτίμητη υπηρεσία. 2 ανεπανόρθωτος· -ая утрата α- ανεπανόρθωτη απώλεια. неволей βλ. волей-неволей. невОЛИТЬ р.δ.μ. αναγκάζω, εξαναγκάζω, κα- καταναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω' επιβάλλω, βι- βιάζω* καταδυναστεύω, καθυποτάσσω. невольник, -а α., -ца, ~ы θ. 1 δούλος, σκλάβας· торговля -ами εμπόριο δούλων, δου- δουλεμπόριο. 2 αιχμάλωτος· φυλακισμένος, εγκά- θειρκτος, συλληφθείς. 3 μτφ. υποχείριος, υ- υπόδουλος, δέσμιος. невольнический επ. του δούλου, του σκλά- σκλάβου" -ое положение κατάσταση σκλαβιάς1 -ЭЯ ЖИЗНЬ ζωή σκλάβου. невольничество, -а ουδ. (παλ.) δουλεία, σκλαβιά. невольничий, -ЬЯ, -ье επ. του δούλου, του σκλάβου" - ТРУД η εργασία του δούλου. невольно επίρ. άθελα, αθέλητα, ακούσια, α- προαίρετα.
нев 692 нев невольный επ., βρ: -лен, -льна, -^ -ОЛЬНЫ. 1 αθέλητος, άθελος, ακούσιος, αβού- λητος, απροαίρετος* -ая ошибка ακούσιο λά- λάθος. И τυχαίος· - свидетель τυχαίος μάρτυ- μάρτυρας (που παραβρέθηκε τυχαία). II αυθόρμητος, μηχανικός. 2 αναγκαστικός, υποχρεωτικός·-ая ПОСёдка αναγκαστική προσγείωση. 3 (παλ.) δού- δούλος, ανελεύθερος, σκλάβος. неволя, -И θ. 1 σκλαβιά, δουλεία, ειλωτία· αιχμαλωσία· бежать ИЗ -И φεύγω (δραπετεύω) απο τη σκλαβιά. 2 (απλ.) ανάγκη, καταναγκα- καταναγκασμός· σφίξη· горькая - αδυσώπητη ανάγκη· ЧТО за - ехать В такой ДОЖДЬ τι ανάγκη υπάρχει να πάμε με τέτοια βροχή. 3 ως επίρ. (παλ.) -ей, -его βλ. невольно.. невообразимо επίρ. αφάνταστα. невообразимый επ., βρ: -зим, -а, -Ο. Ι α- αφάνταστος· φοβερός, τρομερός* ασύληπτος· ХОЛОД φοβερό κρύο· - беспорядок αταξία που δε λέγεται (αφάνταστη). 2 εξαιρετικός, ισχυ- ισχυρότατος * - Шум πανδαιμόνιο· ορυμαγδός. невооружённый επ. άοπλος· -ые люди άοπλοι άνθροίποι. Ι] εκφρ. -ЫМ глазом με γυμνό μάτι (χωρίς οπτικό όργανο). Невоспитанность, -И θ. αναγωγία, έλλειψη διαπαιδαγώγησης. невоспитанный επ., βρ: -тан, -танна, -о ανάγωγος, αδιαπαιδαγώγητος. Невосполнимый επ. δυσαναντικατάστατος, δυ- δυσαναπλήρωτος· -ые потери δυσαναπλήρωτες α- απώλειες . Невосприимчивость, -и θ. το δυσεπίδεκτον, το ανεπίδεκτον. Η ανοσία (οργανισμού). невосприимчивый επ., βρ: -чив, -а, -о. 1 δυσεπίδεκτος· ανεπίδεκτος· - ученик δυσεπί- δεκτος μαθητής. 2 άνοσος, που έχει ανοσία· - организм άνοσος οργανισμός. Невостребованный επ. αζήτητος, αγύρευτος' αναπαίτητος. Невпопад επίρ. άτοπα, άστοχα, αταίριαστα, ανεπιτυχώς· говорить - μιλώ άστοχα· отвечать - απαντώ άστοχα (λαθεμένα). Невпримёр επίρ. (παλ.) 1 διαφορετικά, α- αντίθετα· - к прочим αντίθετα προς ταυς άλ- άλλους. 2 πάρα πολύ, ασύγκριτα. Невпроворот επίρ. (απλ.) άφθονα, πάραπο- λύ, άλλο καλό, άλλο τίποτε, όσο θέλεις· ра- работа здесь - έχει εδώ δουλειιά όση θέλεις. невразумительно) επΐ,ρ. ασαφώς κλπ. επ. невразумительность, -и θ. ασάφεια· - от- ответа ασάφεια απάντησης. невразумительный επ., βρ: -лен, -льна, -о ασαφής, μη ξεκάθαρος, συγκεχυμένος· - ответ ασαφής απάντηση. невралгический επ. νευραλγικός. *невралгйя, -И θ. νευραλγία. Неврастеник, -а α. νευρασθενικός. неврастенический επ. νευρασθενικός· -ое состояние ν ευ ο ασθενική ν.α.τάστασ'Λ· -те СЩА- ПТОмы νευρασθενικά συμπτώματα· - ТОН νευ- νευρασθενικός τόνος. неврастеничка, -И θ. νευρασθενική. неврастеничный επ. νευρασθενικός. ♦неврастения, -И θ. νευρασθένεια. Невредимость, -И θ. κατάσταση αβλαβής, το αβλαβές. Невредимый επ., βρ: -ДЙМ, -а, -О αβλαβής, άβλαπτος· ОН вернулся цел И -ДЙМ αυτός γύ- γύρισε σώος και αβλαβής. невредно επίρ. αβλαβώς. II ως κατηγ. είναι ωφέλιμο, ευεργετικό· вам - поехать на ЮГ για σας είναι ωφέλιμο να πάτε σε νότια μέρη. невредный επ., βρ: -ден, -дна, -дно αβλα- αβλαβής, αζήμιος· -ое вещество αβλαβής ουσία. II άβλαβος, αθώος· άκακος· - человек ]άκακος άνθρωπος. ♦неврит, -а α. νευρίτιδα, ♦невроз, -а α. νεύρωση. невролог, -а α. νευρολόγος, ♦неврология, -И θ. νευρολογία. ревропатОЛОГ, -а α. νευροπαθολόγος (για- (γιατρός). невропатологический επ. νευροπαθολογικός, ♦невропатология, -И θ. νευροπαθολογία. невротический επ. νευρωτικός. Невспаханный επ. ακαλλιέργητος, ανόργωτος· -ое поле ανόργωτο χωράφι. невтерпёж επίρ. ως κατηγ. είναι ανυπόφο- ανυπόφορος ή αφόρητος, δεν υποφέρεται· - ОТ ХОЛОДа δεν υποφέρεται (αυτό) το κρύο. II είμαι α- ακράτητος, δεν μπορώ να κρατηθώ' ему стало - αυτός δεν μπορούσε να κρατηθεί. •НеВЫГОДа, -Ы θ. 1 ζημιά, βλάβη, απώλεια ή χασούρα· учесть выгода и -ы предпринимате- предпринимателей υπολογίζω τα οφέλη (κέρδη) και τις ζη- ζημίες των επιχειρηματιών. 2 η αρνητική πλευ- πλευρά" μειονέκτημα, ελάττωμα. невыгодно 1 επίρ. ασύμφορα, ανεπικερδώς. 2 ως κατηγ. είναι ασύμφορο. Η δεν είναι εύ- εύθετο ή ευνοϊκό II είναι ανώφελο. невыгодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. ι ασύμφορος, αν επικερδής· -ая сделка αν επι- επικερδής σύμβαση. 2 ανώφελος· δυσμενής, δυσά- δυσάρεστος· -ое положение δυσάρεστη κατάσταση. II άχαρης, μη ελκυστικός. II εκφρ. В -ОМ свё- те ή ОСВеаёниИ η αρνητική (ελαττωματική) πλευρά. невыделанный επ. (για δέρματα, γούνες κλπ^ ακατέργαστος. Невыдержанность, -И θ. 1 ασυνέχεια, ανο- ανομοιομορφία, ανωμαλία. 2 το ακράτητον, παρά- παράφορα, αραθυμία.
нев 693 нег невыдержанный επ., βρ: -дан, -жанна, -о; 1 ασυνεχής, ασύναπτος, ασύνδετος' ανόμοιος, ανομοιόμορφος" - СТИЛЬ ανομοιόμορφο στυλ. 2 ακρατής· ακράτητος, παράφορος, αχαλίνωτος· - характер παράφορος χαρακτήρας' - человек αχαλίνωτος άνθρωπος. 3 αγίνωτος, πρόωρος· - сыр αγίνωτο κασέρι* -ое ВИНО αγίνωτο κρασί. невыезд, -а α. η μη έξοδος, μόνιμη παρα- παραμονή . невылазный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 αδιάβατος, απροσπέραστος, απροσπέλαστος· -ая грязь αδιάβατη λάσπη. 2 μτφ. αξεχρέωτος· - ДОЛГ αξεχρέωτο δάνειο' В -ЫХ долгах βουτηγ- βουτηγμένος στα χρέη. невыносимо 1 επίρ. ανυπόφορα. 2 ως κατηγ. είναι ανυπόφορα κλπ. επ. невыносимость, -И θ. το αφόρητον, το ανυ- πόφορον, απαυδισμός· μπούχτισμα" - создав- создавшегося положения το αφόρητον της δημιουρ- δημιουργημένης κατάστασης. невыносимый επ., βρ: -сим, -а, -о ανυπό- ανυπόφορος, ανυπόφερτος, αφόρητος, αβάσταχτος, δυσβάσταχτος· -ая боль αβάσταχτος πόνος. невыплаканный επ. 1 άχυτος, άβγαλτος (για δάκρυα). 2 άκλαυτος, αδάκρυτος, αδακρόβρε- χτος. невыполнение, -Я ουδ. η μη εκτέλεση ή η μη εκπλήρωση· - плана η μη εκπλήρωση του πλάνου* - обещания η μη εκπλήρωση της υπό- υπόσχεσης . невыполнимость, -И θ. το δυσκολοεκπληρωτο, το δυσκολοεκτέλεστο, το δυσκολοκατόρθωτο. невыполнимый επ., βρ: -ним, -а, -о δυσε- κτέλεστος, δυσκολοεκτέλεστος, δυσεκπλήρω- τος, μη πραγματοποιήσιμος, απραγματοποί- απραγματοποίητος, ακατόρθωτος. невыразимо επίρ. ανέκφραστα κλπ. επ. невыразимый επ., βρ: -ЗИМ, -а, -О. 1 α- ανέκφραστος, ανείπωτος, που δε λέγεται· "-ая красо)та ομορφιά που δε λέγεται' - ужас α- ανέκφραστη φρίκη. 2 πλθ. -ые (αστ.) σώβρακο. невыразительно επίρ. ανέκφραστα, χορίς εκ- εκφραστικότητα. невыразительность, -И 6. μη εκφραστικότη- εκφραστικότητα, ατονία, χαύνωση· - лица η μη εκφραστι- εκφραστικότητα του προσώπου. невыразительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; ανέκφραστος, άτονος, χαύνος' -ке глаза χαυ— νωμένα μάτια. невысказанный επ. ανέκφραστος1 ανεκδήλω- τος, κρυφός, μυστικός. невысокий επ., βρ: -сек, -сока, -соко,πλθ. -СОКИ. 1 χαμηλός· κοντός· βραχύς' - ДОМ χα- μη|λό σπίτι· - человек κοντός άνθρωπος. 2 μικρός, ασήμαντος· -ая температура χαμηλή θερμοκρασία· -ое давление μικρή πίεση· -ая ПЛЙта χαμηλός μισθός. 3 μέσος, μεσαίος, μέ- μέτριος· -ое качество μέση ποιότητα', -ая ква- квалификация μέση ειδίκευση. 4 ασήμαντος, α- αναξιόλογος .Л εκφρ. -ая грудь ίσιο στήθος, πλακέ* - лоб στενό μέτωπο. невыход, -а α. 1 η μη εμφάνιση ή παρουσί- παρουσίαση (στη δουλειά, υπηρεσία κ.τ.τ.), απουσία. 2 η μη έκδοση (εφημερίδας, περιοδικούκ.τ.τ.). невыясненность, -И θ. ασάφεια, σκοτεινό- τητα. невыясненный επ. αδιευκρίνητος, αδιασαφή- νιστός' σκοτεινός* -ые вопросы αδιευκρίνητα ζητήματα. нега, -И θ. ευδαιμονία, πλούτος· μακαριό- μακαριότητα. II αγαλλίαση, ευφροσύνη· ψυχική ηρεμία. II τρυφερότητα, περιπάθεια. негёданный επ. αμάντευτος, απρόβλεπτος, α- απρόοπτος . негасимый επ., βρ: -сим, -а, -о. (παλ.) (κυρλξ. κ. μτφ.) άσβηστος· -ая лампада ά- άσβηστη λαμπάδα* -ая любовь άσβηστη (διακαής) αγάπη. *негатЙВ, -а α. η αρνητική φωτογραφική πλά- πλάκα ή ταινία, το αρνητικό' проявлять - εμφα- εμφανίζω το αρνητικό. негативизм, -а α. (ιατρ.) αρνησισμός, αρ- αρνητισμός. негативный επ., βρ: -вен,-вна, -вно. 1 αρνητικός" -ое изображение η αρνητική εικό- εικόνα· - фильм αρνητικό φιλμ. 2 αποφατικός' ΟΤΒΘΤ αρνητική απάντηση. негашёнНЫЙ επ. άσβηστος· -ая Известь ά- άσβηστη ασβέστη. негде επίρ. 1 δεν υπάρχει μέρος* - сесть δεν υπάρχει μέρος να καθήσω* ему - ЖИТЬ αυτός δεν έχει που να ζήσει* яблоку - упасть (για βυνωστισμό) δεν πέφτει μήλο. 2 πουθενά, ου- δαμού, απο που* - ДОСТаТЬ πουθενά δεν μπο- μπορώ να φτάσω (να βρω)· мне - ВЗЯТЬ деньги ε- εγώ δεν έχω απο που να πάρω χρήματα. 3 (παλ.) κάπου. негибкий επ., βρ: -йбок, -йбка, -йбко. 1 άκαμπτος, αλύγιστος· -ая ветвь αλύγιστο κλα- κλαδί. Η μτφ. δύσκαμπτος, μη ευλύγιστος (για φωνή, γλώσσα, στίχο κ.τ.τ.). негигиенический επ. ανθυγιεινός. негигиеничный επ. ανθυγιεινός. негладкий επ. 1 ανώμαλος, τραχύς. 2 μτφ.. αγροίκος* σκαιός. негладко επίρ. άσχημα, κακώς· - читает, пишет άσχημα διαβάζει και γράφει' дело Идёт - η δουλειά δεν πάει ρέγουλα. негласно επίρ. κρυφά, μυστικά· τσιμουδιά. негласный επ., βρ: -сен, -сна, -сно κρυ- κρυφός, μυστικός· по ~ым сведениям κατά μυ- μυστικές πληροφορίες· ПОД - надзор МИЛИЦИИ με
нег 694 нед μυστική (παρακολούθηση της αστυνομίας. *неГЛИЖе ουδ. άκλ. σπιτική πρωινή ενδυμα- ενδυμασία. II ασυγύριστός, ασυμμάζευτος, ατημελής, ατημέλητος. II επίρ. ατημέλητα, απεριποίητα. неглизйровать, -рую, -руешь ρ.δ. (παλ.)· ατημελώ, παραμελώ, παραβλέπω, δε φροντίζω'- СВОИМИ Объязанностями παραμελώ τις υποχρε- υποχρεώσεις μου. неглубокий επ., βρ: -бок, -бока, ~6όκό 1 αβαθής, ρηχός" -ая реки αβαθής ποταμός· -Ие корни αβαθείς ρίζες. 2 επιφανειακός, ε- επιπόλαιος·' -ие знания επιπόλαιες γνώσεις. II ασήμαντος, αναξιόλογος. II επουσιώδης,. 3 ε- ελαφρός* - СОН ελαφρός ύπνος. неглу^гый επ., βρ: -глуп, -а, -о όχι κου- κουτός* έξυπνος· λογικός, μυαλωμένος* - чело- человек έξυπνος άνθρωπος* - ответ έξυπνη απά- απάντηση* - совет λογική συμβουλή. негодник, -а α. (συνήθως για παιδιά) κα- κοαναθρεμμένο, παλιόπαιδο, κακόπαιδο* πα- λιάνθρωπος, χαμένο κορμί. негодница, -Ы θ. παλιοκόριτσο, παλιοθήλυ- παλιοθήλυκο, ανάγωγο κορίτσι. НегОДНОСТЬ, -И θ. αχρηστία* прийти В - α- αχρηστεύομαι* привести В - αχρηστεύω. негодный επ., βρ: -лен, -дна, -дно, πλθ. -ГОДНЫ. 1 άχρηστος, αχρηστευμένος· ακατάληλ- λος* - материал άχρηστο υλικό* -ая вещь ά- άχρηστο πράγμα* вода -ая ДЛЯ ПИТЬЯ μη πόσι- πόσιμο νερό. 2 τιποτένιος, αχρείος, κακός* - че- ловёк άχρηστος άνθρωπος (παλιάνθρωπος)■ ~ΟΘ дело κακή πράξη. II ανίκανος* - к военной Службе ανίκανος για στρατιωτική υπηρεσία. II εκφρ. -ые средства αθέμιτα μέσα. Негодование, -Я ουδ. αγανάκτηση, αναβρα- αναβρασμός* σύφλογο" прийти Β - αγανακτώ* побле- побледнел ОТ -Я κιτρίνισε (χλώμιασε) απο αγανά- αγανάκτηση* кипеть ОТ -Я βράζω απο αγανάκτηση. негодовать, -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. не- негодующий ρ.δ. αγανακτώ* - на начальника α- αγανακτώ κατά του προϊστάμενου. негодующий επ. απο μτχ. αγανακτισμένος* - ВЗГЛЯД ματιά αγανάκτησης. негодяй, -я α., -яйка, -и θ. παλιά,νθρω- πος, κάθαρμα, κατακάθι της κοινωνίας* αλι- τήριος, αχρείος, αισχρό υποκείμενο. негодящий επ. (απλ.) βλ. негодный. негоже (παλ. κ. απλ.) 1 επίρ. άχρηστα. 2 απρόσ. ως κατηγ. είναι άχρηστο. 3 δεν πρέ- πρέπει, δεν κάνει. негожий επ., βρ: -гож, -а, -е (παλ. κ. απλ.) βλ. негодный ♦негоциант, -а α. (παλ.) μεγαλέμπορος. *негоция, -И θ. (;παλ.) εμπορική σύμβαση, ή διαπραγμάτευση. *негр, -а α., -ритянка, -и θ. νέγρος, -α. неграмотность, -И ί, Ι αγραμματοσύνη, α- παιδευσία. 11 άγνοια, αμάθεια* ατζαμοσύνη* политическая - πολιτική-αγραμματοσύνη· тех- техническая - τεχνική αγραμματοσύνη. 2 ανε- ανεπάρκεια γραμματικής κατάρτησης. II μτφ. ανε- ανεπάρκεια γνώσεων* - чертежа ανεπάρκεια σχε- σχεδιαστικών γνώσεων. неграмотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. ι αγράμματος, αναλφάβητος. Η ως ουσ. αγράμμα- αγράμματος. II ανορθόγραφος* - ученик ανορθόγραφος μαθητής. II περιορισμένων επαγγελματικών γνώ- γνώσεων* - архитектор αγράμματος αρχιτέκτο- αρχιτέκτονας. II με γραμματικά'και Ισυντακτικά λάθη* -ая речь ομιλία αγράμματου" ~ое изложение έκθε- έκθεση με γραμματικά και συντακτικά λάθη. негретёнок, -нка α., πλθ. -тята, -тят νε- γρόπουλο. негритянский επ. ν έγρ ικος. негроид, -а α. νεγροειδης. негроидный επ. νεγροειδης· -ая раса νε- γροειδής φυλή. Негромкий επ. μη ηχηρός, σιγανός, αγαλια- νός· -ая песенка σιγανό τραγουδάκι. *нёгус, -а α. νεγκούς, τίτλος του αυτοκρά- αυτοκράτορα της Αβησσυνίας. недавний, -яя, -е|е. επ. όχι πριν πολύ και- καιρό, πρόσφατος, νωπός, ζεστός, φρέσκος, σύ- νωρος* -ее происшествие πρόσφατο συμβάν ή γεγονός* -ее время πριν λ,ίγο καιρό (τελευ- (τελευταία)* -Οθ знакомство πρόσφατη γνωριμία* С -его Времени,;С -ИХ пор πριν λίγο, πρόσφα- πρόσφατα, κλπ. επιρ. βλ. недавно. Недавно επίρ. πριν λίγο καιρό, πρόσφατα, τελευταία, νεωστί, εσχάτως. недалёкий επ., βρ: -лёк, -лека, -леко κ. -лёко, πλθ. -леки κ. -лёки; недольше, ι μη μακρινός* κοντινός, σιμοτινός* -ая деревня^ κοντινό χωριό. II (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς* -ое путешествие μικρό τα- ταξίδι· - путь μικρός δρόμος. 2 πρόσφατος, ο εγγύς* -ое прошлое πρόσφατο παρελθόν* -ое будущее το εγγύς μέλλον. 3 (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω* είμαι έτοιμος. 4 (για συγγένεια) κοντινός· -ие родственники οι κοντινοί συγγενείς. 5 περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός. II εκφρ. -ΓΟ ума περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος. недалеко κ. недалёко επίρ. όχι μακριά,' κοντά, σιμά, πλησίον, εγγύς, я живу - от 'ргеатра εγώ ζω κοντά στο θέατρο· ему - идти αυτός δεν έχει μεγάλο δρόμο να κάνει· На та- КЙХ клячах - уедешь με τέτοια παλιάλογα δε θα πας μακριά· ДО ДОму уже - ως το σπίτι πια δεν είναι μακριά (κοντεύομε να φτάσομε) . II εκφρ. - ХОДИТЬ ή ИДТИ μη πας μακριά (έχομε δικό μας ιή πρόσφατο παράδειγμα).
нед 695 нед недалёкость, -И θ. περιορισμένη αντίληψη. недалече επίρ. (παλ. κ. απλ.) βλ. неда- леко. недальний, ~яя, -ее επ. βλ. недалёкий. И εκφρ. -его ума περιορισμένης αντίληψης, κο- κοντόφθαλμος. недальновидность, -И θ. έλλειψη διορατι- διορατικότητας, οΕυδέρκειας, αντιληπτικότητας. недальновидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; ο μη οξυδερκής, - διορατικός, - αντιληπτι- αντιληπτικός* απρόβλεπτος, απρονόητος, μυωπικός· -ЭЯ политика κοντόφθαλμη πολιτική" - человек α- απρονόητος άνθρωπος. недаром επίρ. όχι άδικα: δίκαια, σωστά, ορθά. Π όχι χωρίς λόγο η αιτία. II όχι άσκο- άσκοπα, όχι απλώς. недВИЖИМО επίρ. ακίνητα, ακούνητα. недвижимость, -И θ. η ακίνητη περιουσία. недвижимый επ., βρ: -жим, -а, -ο κ. не- недвижимый βρ: -ЖИМ, -а, -О. 1 ακίνητος, α- ακούνητος. 2 (για περιουσία) ακίνητος· -Οθ имущество ή имение ακίνητη περιουσία. недвижность, -И θ. ακινησία. недвижный επ., βρ: -жен, -жна, -жно ακί- ακίνητος. недвусмысленность, -и θ. όχι διπλοπροσω- πία, όχι ήζεις αφήζεις" ειλικρίνεια, ευθύ- ευθύτητα, ανυποκρισία, ισιάδα. недвусмысленный επ., βρ: -лен, -ленна, -о όχι διπλοπρόσωπος" ανυπόκριτος, ειλικρινής, ευθύς, ίσιος. недееспособность, -И θ. ανικανότητα δρά- δράσης κ.τ.τ. недееспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; ανίκανος για δράση* ~ая организация χαλα- χαλαρωμένη οργάνωση. недействительность, -и θ. ακυρότητα, το άκυρον· - документов το άκυρον των εγγρά- εγγράφων . недействительный επ., βρ: -лен, -льна, -о 1 (παλ.) μη δραστικός, που δεν επιδρά· άκαρ- άκαρπος, ατελεσφόρητος· средство оказалось -ым το φάρμακο δεν επέδρασε. 2 άκυρος. неделикатно επίρ. απολίτιστα, αγρ6ίκως. Неделикатность, -И θ. έλλειψη λεπτότητας τρόπων, λόγων, ενέργειας. неделикатный επ., βρ: -тен, -тна, -тно α- αγενής, απολίτιστος, αγροίκος. Ι) χωρίς τακτ· -ое замечание παρατήρηση χωρίς τρόπο. неделимость, -и θ. το αδιαίρετον. Неделимый επ., -ЛЙМ, -а, -О. 1 αδιαίρε- αδιαίρετος- -ая частица αδιαίρετο μόριο. II μτφ. ε- ενιαίος. II εκφρ. -ые числа οι πρώτοι αριθμοί· - фонт αποθεματικό κεφάλαιο η αδιανέμητο. Недельный επ. εβδομαδιαίος, βδομαδιάτικος* επταήμερος- - отпуск επταήμερη άδεια·- срок προθεσμία μιας βδομάδας· - план βδομαδιάτι- βδομαδιάτικο πλάνο. неделя, -и θ. (ε)βδομάδα· в году считает- считается 52 -и ο χρόνος έχει 52 βδομάδες· на бу- будущей -е την ερχόμενη βδομάδα· на прошед- шей -е την περασμένη βδομάδα· На -е αυτήν τη βδομάδα· каждые три -И κάθε τρεις βδομά- βδομάδες· через три -И μετά τρεις βδομάδες. II ε- επταήμερο. II εκφρ. сыропустная - Κυριακή της τυροφάγου· Страстная - εβδομάδα των Παθών; неделями επίρ. βδομάδες· ученик - не хо- ходит В школу о μαθητής βδομάδες τώρα δεν πηγαίνει στο σχολείο. Недержание, -Я ουδ. (ιατρ.) ακράτεια· МОЧЙ ακράτεια ούρων. Недёшево επίρ. όχι φτηνά· ακριβά. II μτφ. δύσκολα, με πολλές δυσκολίες· δυσχερώς' это мне досталось - αυτό μου στοίχισε πολύ α- ακριβά (έγινε με μεγάλες δυσκολίες). Недисциплинированность, -И θ. απειθαρχία, απείθεια. недисциплинированный επ., βρ: -ван, -ван- -ванна, -ванно απείθαρχος, απειθάρχητος" απει- 9ης· - ученик απείθαρχος μαθητής' -ое ΠΟ- Ведёние απείθαρχη διαγωγή. Недобирать р.δ. βλ. ДОбрать. II -СЯ δε μα- μαζεύομαι, δε συμπληρώνομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. недобор, -а α. ελλειπής συγκέντρωση, εί- είσπραξη, πάρσιμο, εισδοχή ή πρόσληψη· - на- налогов η μη πλήρης είσπραξη των φόρων- СТу- дентов ελλειπής πρόσληψη φοιτητών покрыть - καλύπτω την ελλειπή είσπραξη. недобрать, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. не- недобрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Ηβ- добранный, βρ: -бран, -а, -о р.σ. ελλειπώς συγκεντρώνω, - μαζεύω:.- προσλαμβάνω·- уро- ЖЙЙ δε μαζεύω όλη τη σοδειά. недоброжелатель, -я α., -ница, -ы θ. μη καλοθελητής· κακοθελητής, -τρία, κακόβουλος, -η, φθονερός, -ή, εθελόκακος, -η. Недоброжелательно επίρ. κακόβουλα. недоброжелательность, -и θ. κακοβουλία, ε- θελοκακία, μοχθηρία, κακεντρέχεια. недоброжелательный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО κακόβουλος, κακοθελητής, κακοδιατεθη- μένος, εθελόκακος·'μοχθηρός, κακεντρεχής. недоброжелательство, -а ουδ. βλ. недо- недоброжелательность . недоброкачественность, -и θ. η μη καλή ποιότητα· κακή ποιότητα. недоброкачественный επ., βρ: -вен, -вен- на, -венно μη καλής ποιότητας- κακής ποι- ποιότητας' - материал υλικό μη καλής ποιότητας. недобросовестность, -и θ. ασυνειδησία, α- συναοσθησία. недобросовестный επ., βρ: -тен, -тна,-тно
нед 696 нед ασυνείδητος, αναίσθητος· - человек ασυνεί- ασυνείδητος άνθρωπος· ~ое исполнение служебных Обязанностей ασυνείδητη εκτέλεση των υπη- υπηρεσιακών καθηκόντων. II αν επ ι μέλητος, αφρό- ντιστός* -&Я работа αν επιμελητή εργασία. недоброхот, -а α., -ка, -и θ. βλ. недо- недоброжелатель, -ница. недоброхотный επ. (παλ.) βλ. недоброжела- недоброжелательный. недоброхотство, -а ουδ. (παλ.) βλ. недо- недоброжелательство . недобрый επ., βρ: -обр, -обрё, -обро, πλа -Обры όχι καλός, όχι αγαθός· κακός, αχρεί- αχρείος, φαύλος* εχθρικός, κακόβουλος· αντιπαθη- αντιπαθητικός· -ое чувство κακόβουλο αίσθημα· ~ые намерения κακές διαθέσεις· -ое предчувствие κακή" προαίσθηση* - час κακή ώρα· - СОН κακό' όνειρο: II ουσ. ~ое ουδ. το κακό· -ое что- то случилось κάτι το κακό συνέβηκε. недоваривать(ся) ρ.δ. βλ. недоварйть(ся). Недоварить, -арго, -аришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недоваренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. μισοβράζω* - суп μισοβράζω τη σούπα· II -СЯ μισοβράζω· картофель -лея οι πατάτες μισό- βράσαν. недоверие, -Я ουδ. δυσπιστία"ολιγοπιστία· выражать - εκφράζω τη δυσπιστία· отнестись С -ем φέρνομαι δύσπιστα· питать - τρέφω δυσπιστία. недоверчиво επίρ. δύσπιστα. недоверчивость, -и θ.βλ. недоверие недоверчивый επ., βρ: -чив, ~а, -о δύσπι- δύσπιστος, ολιγόπιστος, ανέμπιστος· - человек δύσπιστος άνθρωπος. Недовес, -а α. ζύγισμα λιπόβαρο, λειψό ή είκικο. недовесить, -ёшу, -ёсишь.тисв.- μτχ. παρλθ. χρ. недовешенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. ζυγίζω ξίκικα, κλέβω (γελώ, τρώγω) στο ζύγι. недовесок, -ска α. αντικείμενο λιπόβαρο. недовешивать р.δ. βλ. недовесить. II -ся ζυγίζομαι λειψά, ζίκικα. Недовольно επίρ. δυσάρεστα· στενοχωρημένα. недовольный επ., β ρ: -лен, -льна, ,-льно; δυσαρεστημένος· κακοκαρδισμένος· στενοχωρη- στενοχωρημένος* Очень - πολύ δυσαρεστημένος,' πικρα- πικραμένος, φαρμακωμένος· - ВЗГЛЯД ματιά δυσαρέ- δυσαρέσκειας, επιτιματικό βλέμμα. II ανικανοποίη- ανικανοποίητος· - ответом ανικανοποίητος απο την απά- απάντηση· - ВИД μορφή (όψη) ανικανοποίητη. недовольство, -а ουδ. δυσαρέσκεια· κακο- φανισμός· выражать - εκφράζω τη δυσαρέ- δυσαρέσκεια· вызывать - προκαλώ δυσαρέσκεια. недовыполнение, -Я ουδ. η μη πλήρης εκτέ- εκτέλεση, μισοεκτέλεση, μισοεκπλήρωση· ~ про- программы η μη "πλήρης εκπλήρωση του προγράμμα- προγράμματος. недовыполнить р.σ.μ. δεν εκπληρώνω πλή- πλήρως· - программу δεν εκπληρώνω ολοκληρωτικά το πρόγραμμα. недовыполнять р.δ. βλ. недовыполнить. II -СЯ δεν εκπληρώνομαι πλήρως. недогадливость, -И θ. η μη προμάντευση* α- απρονοησία· μη διορατικότητα, απροβλεψία. недогадливый επ., βρ: -лив, -а, -о о μη προγνωστικός* απρονόητος, απρόβλεπτος. недоглядеть, —ЯЯ*у, -ЯДЙшь ρ.σ.|ι|αφήνω να περάσει 'απαρατήρητο, παραβλέπω, παρορώ* - опечатку в тексте παραβλέπω τυπογραφικό λά- λάθος στο κείμενο. 2 δεν παρακολουθώ, δεν προ- προσέχω καλά· δεν κοιτάζω καλά* - за ребёнком δεν προσέχω καλά το παιδάκι. недоговаривать р.δ. βλ. недоговорить. Недоговорённость, -И θ. η μη συμφωνία· α- ασυμφωνία* ασυνενοησία, ετεροφροσύνη* - ав- автора С издательством ασυμφωνία! ,συγγραφέα| και εκδοτικού οίκου. II αποσιώπηση. недоговорить р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недоговорённый, βρ: -рён, -рена, -рено δεν απολέγω, αποσιωπώ. недогружать р.δ. βλ. недогрузить. недогруз, -а α. μη πλήρης φόρτωση· λει- ψοφόρτωση. Недогрузить, -ужу, -узЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недогруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. не- недогружённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. δε φορτώνω πλήρως, φορτώνω λιγότερο" - ТОН- ТОННУ угля φορτώνω ένα τόνο κάρβουνο λιγότερο. Недогрузка, -И θ. 1 βλ. недогруз. 2 υποα- υποαπασχόληση. недодавать р.δ. βλ. недодать. недодать р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. στη λ. «дать)· δέ δίνω πλήρως, δίνω λειψά, λιγό- λιγότερο του δέοντος· он -ал мне два рубля αυ- αυτός μου κράτησε δυο ρούβλια. недодача, -и θ. λειψό δόσιμο· - в три ру- рубля κατακράτηση τριών ρουβλιών. Недоделать р.σ.μ. δεν αποφτιάχνω, - απο- αποτελειώνω, - αποπερατώνω. Недоделка, -И θ. 1 εργασία ημιτελής, μι- μισοτελειωμένη. 2 παράλειψη στην κατασκευή,, ατέλεια αντικειμένου. недодержать, -ержу, -ёржишь, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. недодержанный, βρ: -жан, -а, -о; ρ.σ.μ. κρατώ λιγότερο του δέοντος" - Тер- мометр κρατώ το θερμόμετρα λιγότερο του κανονικού* ~ негатЙВ В проявителе κρατώ το αρνητικό φιλμ στον εμφανιστή λιγότερο του κανονικού. недодерживать р.δ. βλ. недодержать. НвДОдёржка, -И θ. ανεπαρκής κράτηση, δια- διατήρηση, παραμονή·- фильма в фиксаже ανεπαρ-
нед 697 нед κής κράτηση του αρνητικού φιλμ στο στερεωτή. недоедание, -Я ουδ. υποσιτισμός· больной ОТ хронического -Я άρρωστος απο χρόνιο υ- υποσιτισμό. недоедать р.δ. 1 0λ. недоесть. 2 υποσιτί- υποσιτίζομαι . Недоесть ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. есть1)* δε χορταίνω, μισοτρώγω. недожаривать(ся) р.δ. βλ. недожарить(ся). Недожарить ρ.σ.μ. μισοψήνω* κακοψήνω. Π -СЯ μισοψήνομαι, κακοψήνομαι. недожать* -жну, -жнёшь ρ.σ.μ. μισοθερίζω, δεν αποθερίζω. недожать1; -жму, -жмёшь ρ.σ.μ. δε σηκώνω (υψώνω) ως το τέλος, μισοσηκώνω (για άρση βαρών κ.τ.τ.). недожечь, -жгу, -жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. недожёг, -жгла, -ЖГЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недожжённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено р.σ. μ. δεν ψήνω τελείως· μισοψηνω» μισοκαίω" ЙЗВесТЬ, кирпич δεν καίω καλά την ασβέστη, το τούβλο. недожигать р.δ. βλ. недожечь. недожимать р.δ. βλ. недожать? недожин, -а α. 1 μισοθέρισμα. 2 αθέριστο τμήμα αγρού.. недожинать р.δ. βλ. недожать1. недозволенный επ. απαγορευμένος, ανεπί- ανεπίτρεπτος· αθέμιτος· дозволенные и -ые сред- средства θεμιτά κα αθέμιτα μέσα. недозволительный επ., βρ: -лен, -льна, -о (παλ.) βλ. недозволенный. недозрелый επ. ανώριμος, -ίμαστός, άωρος, άγουρος, αγίνωτος. недоимка, -И θ. τα καθυστερούμενα, τα υ- υπόλοιπα (φόρου, οφειλής κ.τ.τ.)· погашение -И απόσβεση υπόλοιπων. НедоЙМЩИК, -а α. οφειλέτης υπολοίπου πο- ποσού. недоказанность, -И θ. το ανάποδεικτον, έλ- έλλειψη αποδείεεων - обвинения το αναπόδει- κτον της κατηγορίας. недоказанный επ. ανάποδεικτος. недоказательный επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη αποδεικτικός, μη πειστικός· -ые возраже- возражения μη πειστικές αντιρρήσεις. недоказуемость, -И θ. το ανάποδεικτον. недоказуемый επ., βρ: -уем, -а, -о αναπό- δεικτος· -ые положения αναπόδεικτες κατα- καταστάσεις. недокармливать ρ.δ. μισοτρέφω, μισοταίζω- - скота μισοταΐζω τα ζώα. недокорм, -а α. μισοτάισμα. недокормить, -кормлю, -кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недокормленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. βλ. недокармливать. недолга στην έκφρ*. (ВОТ) И ВСЯ - (να) αυ- αυτό είναι όλο (και τέλειωσε)· απλούστατα. недолгий επ., βρ: -долог, -долга, -долго; μικρός, κοντός, σύντομος, βραχύς· -ое Βρέ- МЯ σύντομο χρονικό διάστημα" после -ОГО КО- лебания ύστερα απο μικρή ταλάντευση. недолго επ'ιρ. 1 όχι πολύ χρόνο· λίγο· ОН - думал αυτός λίγο σκέφτηκε· - продол- продолжался бой λίγο κράτησε η μάχη· ЭТОТ бОЛЬ- НОЙ протянет - αυτός ο άρρωστος δε θα τρα- τραβήξει πολύ (δε θα ζήσει πολύ). 2 εύκολα· и схватить насморк δε χρειάζεται πολύ για ν· αρπάξεις το συνάχι. II εκφρ. - И ДО греха η' ДО беды δεν αργεί το κακό να έρθει. недолговечность, -И θ. μικρή διάρκεια-πα- ροδικότητα· μικροβιότητα. недолговечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; μικρής διάρκειας· βραχύβιος, λιγόχρονος· πα- παροδικός, πρόσκαιρος, εφήμερος·, -ое счастье παροδική ευτυχία. Ι! μη στέρεοςг μικρής α- αντοχής* πρόχειρος· -ая установка πρόχειρη εγκατάσταση. недолговременный επ., βρ: -менен, -менна, -менно ολιγόχρονος* -ая служба ολιγόχρονη υπηρεσία. недолёт, -а α. η πτώση της βολίδας εδώθε του στόχου. недолив, -а α. 1 ελλειπής πλήρωση με υγρό. 2 εκκένωση υγρού λιγότερο του δέοντος. 3 ελλειπής χύση μέταλλου στο καλούπι. недоливание, -я ουδ. βλ. недолив. недоливать р.δ. βλ. недолить. недоливка, -и θ. βλ. недолив. недолить.ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. στη λ. ДОЛИТЬ)· δε γεμίζω πλήρως· μισογεμίζω· - стакан δε γεμίζω πλήρως το ποτήρι. • недолюбливать р.δ.μ. δεν αγαπώ* αντιπαθώ, δεν πολύχωνεύω. недОЛЯ, -И θ. (παλ.) κακή τύχη, - μοίρα. недомеривать р.δ. βλ. недомерить недомерить р.σ.μ. κλέβω (απατώ, τρώγω) στο μέτρο. недомерок, -рка.а. πράγμα μικρότερων δια- διαστάσεων του κανονικού. Π υπόδημα ή ενδυμα- ενδυμασία μικρότερου αριθμού. недомогание, -Я α. ανημπόρια, αδυναμία, α- αδιαθεσία, κομμάρα. недомогать р.δ. αισθάνομαι αδιαθεσία. Π -СЯ ανημπορώ, δεν είμαι καλά. недомолвка, -И θ. αποσιώπηση· παρασιώπηση. недомыслие, -Я ουδ. ελαφρόνοια, λειψή σκέ- σκέψη* ασκεψία. НеДОНОСОК, -ска α. έκτρωμα, εξάμβλωμα. недоношенный επ., βρ: -шен, -а, -о πρόω- πρόωρος* - ребёнок εφταμηνήτικο βρέφος. недооценивать ρ.δ. βλ. недооценить. II -ся
нед 698 нед υποτιμούμαι, παραγνωρίζομαι. недооценить, -ценю, -ценишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недооценённый, βρ: -нён, -нено, -нено р.σ.μ. υποτιμώ, παραγνωρίζω* - СИЛЫ врага υποτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού. недооценка, -И θ. υποτίμηση, παραγνώριση· - СИЛ противника υποτίμηση των δυνάμεων του αντίπαλου. Недопаивать1ρ.6. δεν κολλώ ολοκληρωτικά ή μισοκολλώ (για μέταλλα). недопаивать2 ρ.δ. βλ. недопоить1. недопаять р.σ. βλ. недопаивать.' недопекать(ся) р.δ. βλ. недопёчь(ся). недопечь р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. печь") δεν ψήνω καλά, μισοψήνω, κακοψήνω. II -ОЯ δεν ψήνομαι καλά, μισοψήνομαι, κακοψήνομαι· ШфОГ -КСЯ η πίτα μισοψήθηκε. недопитый επ., βρ: -пйт, -а, -он. недо- недопитый, βρ: -ПИТ, -а, -О μισοπιομένος* -ая чашка чая μισοπιομένο φλυτζάνι τσαγιού·-ое ВИНО В стакёне απόπιμα κρασιού στο ποτήρι. недоплата, -Ы θ. λειψή πληρωμή. 11 το α- απλήρωτο ποσό. Недоплатить р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. платить) πληρώνω λιγότερο' -.три рубля πλη- πληρώνω τρία ρούβλια λιγότερο. недоплачивать р.δ. βλ. недоплатить. недопоить, -пою, -поишь, παθ. μτχ. παρλθ: χρ. недопоенный, βρ: -поен, -а, -о ρ.σ.μ. μισοποτίζω* - лошадь μισοποτίζω το άλογο. недополучать ρ.δ. βλ. недополучить. II -ся πληρώνομαι λιγότερο. недополучить, -учу, -учишь р.σ.μ. πληρώ- πληρώνομαι, παίρνω λιγότερο* Я -ЙЛ десять рублей πήρα λιγότερο δέκα ρούβλια. недопонимание, -Я ουδ. η μη πλήρης κατα- κατανόηση. недопонимать р.δ. βλ. недопонять. НедоПОНЯТЬ р.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. ПО- ПОНЯТЬ) δεν καταλαβαίνω ολοκληρωτικά, πλήρως. НедопроИЗВОДСТВО, -а ουδ. η μη πλήρης πα- παραγωγή, λειψή (ανεπαρκής παραγωγή). Недопустимость, -И θ. το απαράδεκτον, το ανεπίτρεπτον · το ανάρμοστον. недопустимый επ., βρ: -тйм, -а, -о ανεπί- ανεπίτρεπτος, απαγόρευαμένος, απαράδεκτος· -ое поведение απαράδεκτη συμπεριφορά· - посту- поступок απαράδεκτη πράξη" ЭТО -О αυτό είναι α- απαράδεκτο. недопущение, -я ουδ. βλ. недопустимость. недорабатывать р.δ. βλ. недоработать. недоработанный επ. απο μτχ. μη τελείως ε- επεξεργασμένος, δουλεμένος. недоработать ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недоработанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 εργάζο- εργάζομαι λιγότερο του κανονικού. 2 δεν αποτελει- αποτελειώνω, - αποπερατώνω, - επεξεργάζομαι πλήρως, μισοτελειώνω. недоработка, -И θ. 1 ελλειπής εργασία, μι- σοδουλειά. 2 βλ. недоделка. недоразвитие, -Я ουδ. ανάπτυξη ανεπαρκής* - организма ανεπαρκής ανάπτυξη του οργανι- οργανισμού. недоразвитость, -ив. βλ. недоразвитие. недоразвитый επ., βρ: -вит, -а, -о. ι υ- πανάπτυχτος, ατροφικός. 2 καθυστερημένος πνευματικά. Недоразумение,. -Я ουδ. 1 παρανόηση, παρερ- παρερμηνεία· Объяснять - εξηγώ την παρανόηση. 2 παρεξήγηση, μπέρδεμα, λάθος· δυσαρέστηση* по -Ю απο παρεξήγηση. недорого επίρ. 1 όχι ακριβά* φτηνά. 2 μτφ. εύκολα, χωρίς δυσκολία. недорогой επ., βρ: -орог, -орога, -орого; I όχι ακριβός· φτηνός· -ая мебель φτηνό έ- έπιπλο" -ая столовая φτηνό εστιατόριο. 2 χα- χαμηλός' -ОЯ плата χαμηλός μισθός. II μτφ. α- ανυπολόγιστος . недород, -а α. βλ. неурожай. недоросль, -Я α. (κυρλξ. κ. μτφ.) ανήλι- ανήλικος, ανώριμος, αμέστωτος, αγίνωτος. недоросток, -тка α. (απλ.) 1 ανήλικος. !2 κοντούλης. недосаливать р.δ. βλ. недосолить. недосев, -а α. σπορά ελλειπήςή ανεπαρκής. недосевать ρ.δ. βλ. недосеять. недосеивать р.δ. βλ. недосеять. недосеять, -сею, -сёешь р.σ. σπέρνω λιγό- λιγότερο· - ПЯТЬ Гектаров σπέρνω λιγότερο απο πέντε εκτάρια. Недосказанность, -И θ. αυτό που δε λέχτη- λέχτηκε πλήρως. недосказанный επ. απο μτχ. που δε λέχτηκε ολοκληρωτικά* -ые слова λέξεις που δεν ει- ειπώθηκαν ή που αποσιωπήθηκαν. Ι) μτφ. μη πα- παραστημένος ολοκληρωτικά. Недосказать р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. сказать) δεν απολέγω" αποσιωπώ. недосказывать ρ.δ. βλ. недосказать. II -ся δεν απολέγομαι· αποσιωπούμαι. недослать, -ошлю, -ошлёшь, παρλθ. χρ. не- недослал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. не- до'сланный, βρ: -лан, -а, -о р.σ.μ. δε στέλ- στέλλω ολοκληρωτικά· - денег δε στέλλω όλα τα χρή ματα. недослышать, -ту, -тишь р.σ. ι δεν ακούω καλά, παρακούω· ОН -ал, ЧТО ему сказали αυ- αυτός δεν άκουσε καλά τι του είπαν. 2 βαρια- κούω, είμαι βαρύκοος. κουφίζω. недосмотр, -а α. η μη απαιτούμενη επίβλε- επίβλεψη· απροσεξία, αβλεψία· ПО -у απο απροσεξία. II ατέλεια (απο απροσεξία).
нед 699 нед недосмотреть, -отри, -о'тришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недосмотренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ. επιβλέπω, επιτηρώ ανεπαρκώς· - за ре- ребёнком όεν επιβλέπω καλά το παιδάκι. недосол, -а α. λίγο αλάτισμα. недосолить, -СОЛЮ, -СОЛИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. недосоленный, βρ: -лен, -а, -о к. недо- недосоленный, βρ: -лён, -лена, -лено" р.σ.μ. α- αλατίζω λίγο, ανεπαρκώς. недоспать, -плю, -пйшь, παρλθ. χρ. недо- недоспал, -ла, -ло р.σ. κοιμούμαι λιγότερο του κανονικού" δε χορταίνω τον ύπνο. недоспелый επ. ανώριμος, άωρος, άγουρός1 ανωρίμαστός, αγίνωτος. недоставать, -стаёт, μτχ. ενστ. недостаю- недостающий ρ.δ.απρόσ* 1 λείπω, δε φτάνω, δεν αρκώ· -ЛО Опыта όεν υπήρχε η πείρα· терпенья -Л0 έλειπε η υπομονή· мне -ёт денег δε μου φτά- φτάνουν τα χρήματα* -ёт кадров δεν επαρκούν τα στελέχη. 2 απουσιάζω, λείπω. 3 χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος, απαραίτητος. Η εκφρ. ЭТОГО (ещё, ТОЛЬКО) -ЛО (-ёт) αυτό ακόμα δεν έ- έφτανε (δε φτάνει). недостаток, -тка α. ι έλλειψη, ανεπάρκεια" за - απο έλλειψη· ПО -у В.... απο έλλειψη σε - рабочей СИЛЫ έλλειψη εργατικής δύ- δύναμης. 2 πλθ. -И έλλειψη των αναγκαίων, έν- ένδεια, φτώχεια. 3 ατέλεια, μειονέκτημα, ε- ελάττωμα· телесные -и σωματικά ελαττώματα. II μτφ. αδυναμία· -И В работе αδυναμίεςΙ στη δουλειά· у него есть -И αυτός έχει αδυναμί- αδυναμίες. II εκφρ. нет -тка δεν υπάρχει έλλειψη, υ- υπάρχει επάρκεια. недостаточно επίρ. όχι αρκετά· ανεπαρκώς, λειψά. II ως κατηγ. είναι λίγο, δε φτάνει. недостаточность, -И θ. ανεπάρκεια, έλλει- έλλειψη, λειψάδα" γλισχρότητα. недостаточный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός· γλίσχρος· -ые средства ανεπαρκή μέσα· -ая помощь ανεπαρ- ανεπαρκής βοήθεια· -ые знания ανεπαρκείς γνώσεις. Π λιπόβαρος, λειψός, ξίκικος. 2 μη πλήρης, - ολοκληρωμένος" -ые сведения ανεπαρκείς πλη- πληροφορίες. II αναξιόλογος, ασήμαντος,' μη σο- σοβαρός· -ая причина όχι σοβαρή αιτία. 3 πε- πενιχρός, φτωχός. Μ εκφρ. - глагол το ελλι- ελλιπές ρήμα. недостать, -станет р.σ. απρόσ. βλ. недо- недоставать A,'σημ.) . недостача, -и θ. βλ. недостаток A σημ.). II έλλειμμα (το ποσό που λείπει). Недостающий επ. απο μτχ. αυτός που λεί- λείπει· -ая страница η σελίδα που λείπει. недостижимость, -и θ. το απρόσιτον, το α- προσπέλαστον . II το απραγματοποίητον . недостижимый επ., -жим, -а, -о απρόσιτος, άφταστος, ανέφικτος· απροσπέλαστος" -ая ВЫ- ТДИНа απρόσιτο ΰψος. Ι! απραγματοποίητος· -ая цель απραγματοποίητος σκοπός' -ая мечта χί- χίμαιρα, ονειροπόλημα. недостоверность, -И θ. η μη αυθεντικότητα* αν επισημότητα" το μη έγκυρον . недостоверный επ., βρ: -рен, -рна, -рно; μη αυθεντικός· ανεπίσημος, μη έγκυρος, άκυ- άκυρος' -ые сведения μη έγκυρες πληροφορίες. недостойно επίρ. ανάξια. Π ως κατηγ. εί- είναι ανάξιον. недостойный επ., βρ: -стоин, -сто'йна, -о ανάξιος· ОН -СТОИН ЭТОЙ чести αυτός είναι α- ανάξιος για τέτοια τιμή' - внимания ανάξιος προσοχής. II απρεπής, ανάρμοστος· -ое пове- поведение ανάρμοστη συμπεριφορά· - поступок α- ανάρμοστη πράξη. недостроенный επ. μισοχτισμένος,· μισοτε- μισοτελειωμένος. _, недоступность, -И θ. 1 το απρόσιτον το απροσπέλαστον· - горной вершины το απρόσι- απρόσιτον της βουνοκορφής. 2 'δυσκατανοησία, το δυσκατανόητον, το δυσκολονόητον, δύσληπτον. недоступный επ., βρ: -пен, -пна, -пно. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) απρόσιτος· απρόσβατος· α- απλησίαστος, απροσέγγιστος· δυσπρόσιτος* он -ен αυτός είναι απρόσιτος· -ая скала απρό- απρόσιτος βράχος* - человек δυσπρόσιτος άνθρω- άνθρωπος· ЭТО ДЛЯ меня -О αυ*ό για μένα είναι α- ακατόρθωτο. II δυσαπόκτητος, δυσεύρητος· - то- товар δυσαπόκτητο-εμπόρευμα. 2 δυσνόητος, δυ- σκατάληπτος, δύσληπτος· это -о моему пони- пониманию αυτό για μένα είναι ακαταλαβίστικο. недосуг, -а α. έλλειψη ελεύθερου χρόνου" мне - δεν έχω (ελεύθερο) χρόνο* за -ОМ απο έλλειψη χρόνου' сослаться на - δικαιολογού- δικαιολογούμαι ότι δεν έχω καιρό' я не пришёл из-за -а δεν ήρθα, γιατί δεν ευκαιρούσα· - этим за- заниматься δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μ'αυτό. .недосужно απρόσ., ως κατηγ. ^παλ.) βλ. не- досуг н. некогда. недосужный επ., βρ: -жен, -жна, -жно(παλ.) απασχολημένος. недосчитаться ρ.σ. λείπω απο το λογαρια- λογαριασμό· χάνομαι· пастух -ЛСЯ ДВУХ баранов о βο- βοσκός μετρώντας βρήκε ότι του λείπουν δυο πρόβατα· -лись трёх кур έλειψαν απο το μέ- μέτρο τρεις κότες. недосчитываться р.δ. βλ. недосчитаться. недосылать р.δ. βλ. недослать. II - ся α- αποστέλλομαι ελλειπώς. недосылка, -и θ. αποστολή ελλειπής. недосыпать, -ыплю, -ыплешь р.σ.μ. ρίχνω, χύνω λιγότερο· - зерно В машину δε γεμίζω το αυτοκίνητο με γέννημα (καρπό). недосыпать1 ρ.δ. βλ. недосыпать.
нед 700 неж недосыпать2р.δ. δεν κοιμούμαι επαρκώς, κοσ- κοσμούμαι λιγότερο του κανονικού. недосягаемость, -И θ. το άφθαστον, το α- πρόσιτον, το άθικτον, το αμίμητον - древ- древнегреческого искусства И эпоса το άφθαστον της αρχαιοελληνικής Τέχνης και του έπους. недосягаемый επ., βρ: -аем, -а, -о άφθα- άφθαστος, απρόσιτος, αμίμητος· - Образец древ- негрёческого искусства И эпоса άφθαστο πρό- πρότυπο της αρχαιοελληνικής Τέχνης και του έ- έπους· В -ой вышине σε απρόσιτο ύψος. недотёпа, -Ы α. κ. θ. (απλ.) άνθρωπος α- αδέξιος· μπούφος. недотрога, -И 1 α.κ.θ. μή μου άπτου, υπε- υπερευαίσθητος, μιγιάγγιχτος. 2 θ. μιμόζα (μι- μηλή) η αιδήμονη (επιστ. ), μη μου άπτου (λκ.). недотягивать р.δ. βλ. недотянув. недотянуть, -ЯНу, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недотянутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 τεντώνω όχι ως το τέλος, όχι γερά· - канат δεν τεντώνω γερά το παλαμάρι. 2 μτφ. δε φέ- φέρω σε πέρας, δεν εκπληρώνω. недоуздок, -дка α. καπίστρι. недоумевоть р.δ. δεν ξέρω τι να κάνω, εί- είμαι (βρίσκομαι) σε αμηχανία. недоумевающий επ. απο μτχ. που εκφράζει α- αμηχανία· -ие глаза μάτια που εκφράζουν αμη- χαν ία; недоумёлый επ. (παλ.) βλ. недоуменный. недоумение, -Я ουδ. αμηχανία, απορία (για το πρακτέο)· С -ем, В -ИИ με απορία· прийти В - περιέρχομαι σε αμηχανία. недоуменный επ. αμήχανος, απόρων - ΒΟ- про'с ερώτημα απορίας· -ое выражение лица προσωπική έκφραση αμηχανίας· - ВЗГЛЯД ματιά αμηχανίας. недоумие, -Я ουδ. (παλ.) άνοια, διανοητι- διανοητική ανεπάρκεια. недоучесть ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. учесть) δεν υπολογίζω ολοκληρωτικά, δεν ε- εκτιμώ πλήρως (σωστά)· - создавшихся обстоя- обстоятельств δεν εκτιμώ σωστά τις δημιουργημέ- δημιουργημένες περιστάσεις. недоучитывать ρ.δ. βλ. недоучесть. И -ся δεν υπολογίζομαι ολοκληρωτικά ή επαρκώς. недоучка, -И α.κ.θ. ημιμαθής, ολιγομαθής, μισογραμματισμένος, κουτσογραμματισμένος. недохватка, -И θ. (απλ.) ανεπάρκεια, έλ- έλλειψη ι ανάγκη. недочёт, -а α. 1 έλλειμμα· в кассе обна- обнаружен - στο ταμείο βρέθηκε έλλειμμα.2 πλθ. -Ы ελλείψεις, αδυναμίες, λάθη· исправить -Ы В работе διορθώνω τις ελλείψεις στη δου- δουλειά. недра, недр πλθ. το εσωτερικό της γης, τα έγκατα. Η μτφ. τα σπλάχνα, τα κατάβαθα, τα μύχια· В -ах души στα κατάβαθα της ψυχής. недреманный επ. (παλ.) άγρυπνος· - страж άγρυπνος φρουρός. Ι] εκφρ. -ое око άγρυπνο μάτι, αυστηρή επαγρύπνηση. недремлющий επ. άγρυπνος, ακοίμητος· на- блюдать -ИМ глазом παρακολουθώ με άγρυπνο μάτι. недруг, -а α. 1 αντίθετος, αντίπαλος, πο- πολέμιος. 2 (παλ.) εχθρός (στον πόλεμο)· на- ЖЙТЬ себе -ОВ αποκτώ εχθρούς. недружелюбие, -Я ουδ. απέχθεια, αντιπά- αντιπάθεια, κακοβουλία, έχθρα· проявлять - βείχνω αντιπάθεια. недружелюбно επίρ. αντιπαθώς, εχθρικά. недружелюбный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; αντιπαθητικός. II κακόβουλος, κακεντρεχής, ε- θελόκακος· μοχθηρός· εχθρικός· - ВЗГЛЯД το μοχθηρό βλέμμα. недуг, -а α. αδιαθεσία, ανημπόρια· ασθέ- ασθένεια, πάθηση. II ψυχική συντριβή ή λύπη. недужить, -жу, -ЖИШЬ р.δ. (διαλκ.) αδια- αδιαθετώ, ανημπορώ* είμαι λίγο άρρωστος. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. недужный επ., βρ: -жен, -жна, -жно καχε- καχεκτικός, αδύνατος, ασθενικός, φιλάσθενος. недурно επίρ. ως κατηγ. όχι άσχημα· αρκε- αρκετά καλά" ОН рисует - αυτός ζωγραφίζει αρκε- αρκετά καλά. II απρόσ. δεν εμποδίζει, δε βλά- βλάπτει· καλό θα είναι, δε θα, είναι άσχημα. недурной επ., βρ: -рён, -рна, -рно. 1 όχι άσχημος, αρκετά καλός· -ые манеры όχι άσχη- άσχημοι τρόποι· - ГОЛОС, αρκετά καλή φωνή. II αρ- αρκετά όμορφος" ελκυστικός, γοητευτικός. недурственный επ., βρ: -вен, -венна, -о; (απλ.) βλ. недурной. недижинный επ. έξοχος, υπέροχος, εξαιρε- τικβς* -ые способности εξαιρετικές ικανότη- ικανότητες· - ум ιδιοφυία. неёзженный επ. 1 (για ζώα) άμαθος (ασυνή- (ασυνήθιστος) στο αμάξι. 2 αδούλευτος απο τα αμά- αμάξια (για δρόμους). неестественно επίρ. αφύσικα, παρά φύση· προσποιητά, επιτηδευμένα. неестественность, -ив. 1 το αφύσικον, το μη φυσιολογικό. 2 (προσποίηση, επιτήδευση.3 α,ντικανονικότητα, ασυνήθεια. 4 το εξαιρετι- κόν, το ασύνηθες. неестественный επ., βρ: -вен, -венна, -о; 1 αφύσικος, μη φυσιολογικός" -ая смерть о μη φυσιολογικός θάνατος. 2 προσποιητός, ε- επιτηδευμένος· - цвет лица το μη φυσικό χρώ- χρώμα του προσώπου' - смех, улыбка το προσποι- προσποιητό γέλιο, χαμόγελο. 3 αντικανονικός, ασυ- ασυνήθης. Α εξαιρετικός, σπάνιος· -ая величина εξαιρετικό μέγεθος. нежаркий επ. όχι πολύ ζεστός,(θερμός), ζε-
неж 701 нез στούτσικος, λίγο ζεστός· -ое солнце όχι καυ- τός 'Ιλιος. И δροσερός, δροσάτος* ~ое лето δροσερό καλοκαίρι.. нежарко επίρ. ως κατηγ. δεν είναι (δεν κά- κάνει) πολύ ζέστη· в комнате - στο δωμάτιο δεν κάνει πολύ ζέστη. нежвачные, ~ЫХ πλθ. τα μη μηρυκαστικά (χοί- (χοίρος, ιπποπόταμος). нежданно επίρ. απροσδόκητα κλπ. επ. - Ηβ- ГОданно όλως ανέλπιστα, παρ' ελπίδα, παρά πάσαν προσδοκίαν. нежданный επ. ανεπάντεχος, ακαρτέρητος, α- απροσδόκητος, ανέλπιστος· ξαφνικός· -ые ГОС- ГОСТИ απροσδόκητοι μουσαφιρέοι· -ая встреча ανεπάντεχη συνάντηση. нежелание, ~я ουδ. η μη θέληση, αβουλησΙα, μη επιθυμία, απροθυμία. нежелательно επίρ. ως κατηγ. είναι ανεπι- θύμητον, - αντιπαθητικόν · δεν είναι αρεστο'ν. нежелательность, -и θ. το αν επιθυμητό ν, το απευκταίον. нежелательный επ., -лен, -льна, -льно α- ανεπιθύμητος, απευκταίος· -ые последствия α- ανεπιθύμητες συνέπειες. II απρόσδεκτός· - по- посетитель ανεπιθύμητος επισκέπτης. нежели σύνδ. (γραπ. λόγοςίΐ παρά, απ· 6,τι, σε σύγκριση· η· лучше умереть, - быть рабом καλύτερα να πεθάνω, παρά να είμαι δούλος· ОН обещает больше - может сделать αυτός υπό- υπόσχεται περισσότερα απ' ό,τι μπορεί να κάνει. 2 με τους χρον. συνδ: раньше, прежде σημαί- σημαίνει: προτού να, πριν να. II εκφρ. более (παλ.) πάρα πολύ, λίαν, υπέρμετρα' ЭТО бо- более - ПОЗВОленНО αυτό είναι υπέρ το δέον ή ξεπερνάει τα όρια· более - когда-л. περισ- περισσότερο παρά ποτέ. неженатый επ. άγαμος, ανύπαντρος, εργέ- εργένης, μπεκιάρης. II εργένικος, μπεκιάρικος·-ая ЖИЗНЬ εργένικη ζωή. неженка, -И α.κ.θ. άνθρωπος τρυφηλός, μαλ- μαλθακός* μαμμόθρεφτος* καλομαθημένος. неженственный επ. (για γυναίκες)* αρρενω- αρρενωπός, αντροπρεπής, αντρίκιος. неживой επ.1 νεκρός, πεθαμένος, άψυχος, ά- πνοος* младенец родился - το βρέφος γεννή- γεννήθηκε νεκρό. 2 άψυχος, η μη οργανική φύση*τα ορυκτά. 3 άτονος, ξέψυχος, -ησμένος* - ГО- ГОЛОС ξεψυχισμένη φωνή. 4 μτφ. θαμπός, μου- μουντός* - цвет ξεψυχισμένο (μη ζωηρό) χρώμα. нежизненность, -И θ. ανεδαφικότητα*το ξέ- κομμα απο την πραγματικότητα, απο τη ζωή. нежизненный επ., βρ·. -знен, -зненна, -ο- -οι αφηρεμένος, σκιώδης, μη συγκεκριμένος· ο μακριά απο την πραγματικότητα· ανεδαφικός, ανυπόστατος* ανεφάρμοστος. 2 απίθανος, υ- υπερφυσικός. нежизнеспособность, -и θ. το μη βιώσιμον. нежизнеспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно ο μη βιώσιμος* ~ организм μη βιώσιμος ορ- οργανισμός* -ая теория (μτφ.) μη βιώσιμη θε- θεωρία. нежилой επ. 1 ακατοίκητος· - ДОМ ακατοί- ακατοίκητο σπίτι· -Ое место έρημο μέρος. II ο μη προοριζόμενος για κατοικία· -ые строения τα καταστήματα, τα ιδρύματα. 2 μη κατοικήσι- κατοικήσιμος. нежить1, ~жу, -лишь ρ.δ.μ. θωπεύω, χαϊδεύω, κανακεύω. II δείχνω αβρότητα, τρυφερότητα. II τέρπω, θέλγω, ευφραίνω. II -СЯ τέρπομαι, α- αγαλλιάζω, ευφραίνομαι, θέλγομαι* - на СОЛ- НЦе αγαλλιάζω στον ήλιο. нежить* -И θ. (διαλκ.) 1 τα φαντάσματα, τα ξωτικά. 2 ακατοίκητο (έρημο) μέρος. нежничанье, -Я ουδ. παραχάιδεμα, θωπεία, γαλιφιά, κανάκεμα, χάΐδολόγημα. нежничать р.δ. φέρνομαι με αβρότητα, με τρυφερότητα* κάνω τρυφερότητες. II είμαι πο- πολύ επ ι ε ικής ή μαλακός. нежно επίρ. τρυφερά, αβρώς κλπ. επ. нежность, -И θ. τρυφερότητα, στοργικότητα, απαλότητα* - голоса τρυφερότητα φωνής· взгляда τρυφερότητα βλέμματος. II -И πλθ. οι τρυφερότητες. нежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно. 1 προ- προσφιλής, πολυφίλητος, φΐλτατος* - друг επι- επιστήθιος (γκαρδιακός) φίλος. II τρυφερός, α- απαλός, στοργικός, φιλόστοργος* - ВЗГЛЯД η τρυφερή ματιά* -ые слова τρυφερά (στοργικά) λόγια. 2 μαλακός κατά την αφήν* -ая кожа το τρυφερό δέρμα. 3 ευχάριστος, χαριτωμένος* μειλίχιος* ~ ГОЛОС τρυφερή φωνή· - Вкус ευ- ευχάριστη γεύση. 4 εύθραυστος, τρυφερός. II εύ- φθαρτος (για φρούτα). 5 (για ηλικία, ζωή)' νεανικός, τρυφερός. незабвенный επ.,,βρ: -вён κ. -вёнен,~вён- ΗΟ αξέχαστος, αλησμόνητος* αείμνηστος, αοί- διμος* - Друг αξέχαστος φίλος* ~ учитель о αε ί μνηστος δάσκαλος. незабудка, -И θ. μυοσωτίδα η ελεοχαρής, μη με λησμόνη (λκ·). незабываемый επ., βρ: -аем, -а, -о βλ.не- βλ.незабвенный. незаверенный επ. ανεπικύρωτος, αθεώρητος. незавершённость, -и θ. το ατελείωτον, η μη ύπαρξη τελειότητας. незавершённый επ. ατελής, ατελείωτος. незавидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; α- ζήλευτος, αζηλότυπος, ανεπίζηλος, ανεπίφθο- νος, αφθόνητος" -ая роль ανεπίζηλος ρόλος· -ое положение αζήλευτη κατάσταση. независимо επίρ. ανεξάρτητα" ελεύθερα' т ОТ... ανεξάρτητα απο...
нез 702 нез независимость, -и θ. ανεξαρτησία· ■ нацио- национальная - εθνική ανεξαρτησία. независимый επ., βρ: -СИМ, -а, -О ανεξάρ- ανεξάρτητος· -ая Страна ανεξάρτητη χώρα" - чеЛО- Век ανεξάρτητος άνθρωπος· -ое положение κα- κατάσταση αν εξαρτησ ίας. независящий επ: по -щим обстоятельствам για λόγους ανεξάρτητους απο τη θέληση ή λό- λόγω ανωτέρας βίας. незадача, -и θ. βλ. неудача. незадачливый επ., βρ: -лив, -а, -о άτυ- άτυχος, ατυχής, κακότυχος, κακόμοιρος, δύσμοι- δύσμοιρος, δύστηνος* - человек κακότυχος άνθρω- άνθρωπος* -ая судьба γρουσούζικη τύχη· - День ανάποδη μέρα. Незадолго επίρ. λίγο πριν, λίγο προτού (νφ* - ДО его смерти λίγο πριν το θάνατο του. Незаживающий επ. που δε θρέφει, που δεν κλείνει· -ая рана -πληγή που δεν κλείνει. незаинтересованно επίρ. αδιάφορα. незаинтересованность, -и θ. αδιαφορία. незаинтересованный επ· αδιάφορος· ο μη εν- ενδιαφερόμενος. НезакоВОровдённЫЙ επ. (παλ.) νόθος, νοθο- γενής, εξώγαμος' - ребёнок νόθο τέκνο.Ηουσ. ο νόθος, το νόθο. Незаконно επίρ. παράνομα, έκνομα κλπ. επ. незаконность, -И θ. παρανομία, ανομία. незаконный επ., βρ: -бнен, -онна, -о'нно; παράνομος, έκνομος, άνομος, εκτός νόμου"-ые действия παράνομες ενέργειες· -ое лишение свободы παράνομη στέρηση της ελευθερίας. II αντικανονικός· νεφάριος· νόθος· - брак πα- παράνομος γάμος· - ребёнок νόθο τέκνο. Ι) ανώ- ανώμαλος, μη σωστός, αυθαίρετος, παρά τα καθι- καθιερωμένα. незакономерность, -И θ. η μη νομοτέλεια, α- ντικανονικότητα. незакономерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно; μη νομοτελειακός· -ое явление μη νομοτελει- νομοτελειακό φαινόμενο. незаконченность, -И θ. το ατέλειωτον. незаконченный επ· ατελείωτος, ατέλειω- ατέλειωτος, 'ατελής, ατερμάτιστος, απεράτωτος"· ημι- ημιτελής, μισοτελειωμένος. незаложенный επ. (παλ.) ανυπόθηκος. незамедлительно επίρ. χωρίς αργοπορία, αναβολή, αμέσως, πάραυτα, παρευθύς. незамедлительный επ., βρ: -лен, -льна, -о άμεσος, γρήγορος· - ответ έτοιμη απάντηση ή χωρίς καθυστέρηση. .незаменимость, -И θ. το αναντικατάστατον. незаменимый επ., βρ: -НИМ, -а, -О αναντι- αναντικατάστατος, δυσαναπλήρωτος' - СОДРУДНИК α- αναντικατάστατος συνεργάτης' -ая потеря δυ- δυσαναπλήρωτη απώλεια. незамерзающий επ. που δεν παγώνει· - порт λιμάνι που δεν παγώνει. незаметно επίρ. απαρατήρητα, ανεπαίσθητα. II κρυφά, λαθραία. незаметный επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО απα- απαρατήρητος· ανεπαίσθητος· -ая тропинка απα- απαρατήρητο μονοπάτι· -ые изменения ανεπαίσθη- ανεπαίσθητες αλλαγές. II κρυφός, λαθραίος· ОН ушёл - έγινε άφαντος, τό 'σκάσε κρυφά. II αφανής, ά- άσημος· - человек αφανής άνθρωπος. незаможный επ. (παλ.) φτωχός· -'крестья- -'крестьянин φτωχός αγρότης· -ое ХОЗЯЙСТВО φτωχονοι- κοκυριό. незамужний, -яя, -ее επ. 1 -яя ανύπαντρη· -Яя женщина ανύπαντρη γυναίκα. 2 ανύπαντρος· -ЯЯ ЖИЗНЬ ανύπαντρη (εργένικη) ζωή. незамысловатость, -И θ. απλότητα, το μη πολύπλοκον, το μη πολυσύνθετον. незамысловатый επ., -ват, -а, -о.1 απλός, όχι πολύπλοκος, μη πολυσύνθετος. 2 απονή- ρευτος· - человек απονήρευτος άνθρωπος. НезанИМателЬНОСТЬ, -И θ. αδιαφορία,έλλει- αδιαφορία,έλλειψη ενδιαφέροντος. незанимательный επ., βρ: -лен, -льна, -о αδιάφορος, που δεν παρέχει ενδιαφέρον. НеЗа^ЯТОСТЬ, -И θ. η μη απασχόληση. Незанятый επ. 1 ο μη κατειλημμένος· άπια- άπιαστος· ελεύθερος, άδειος, κενός· διαθέσιμος· -ое ΜΘΟΤΟ ελεύθερη θέση .«-2 ο μη απασχολημέ- απασχολημένος· αργός, αργόσχολος. 3 της αργίας· - день μέρα σκόλης. незапамятный επ. αμνημόνευτος· С -ЫХ Вре- Времён απο αμνημονεύτους καιροΰς. незапертый επ. μη κλεισμένος, ~ κλειδωμέ- κλειδωμένος* ανοιχτός, ξεκλείδωτος. незапятнанный επ. ακηλίδωτος, άσπιλος, ~ί- λωτος, καθαρός· -ое ИМЯ ακηλίδωτο όνομα. незаразный επ. αμετάδοτος, μη κολλητικός· -ая болезнь αμετάδοτη ασθένεια. II αμόλυντος, αμίαντος· - больной αμόλυντος ασθενής. незаряженный κ. незаряженный επ. (για ό- όπλο)· άδειος, χωρίς φυσίγγι (στην κάνη ή θα- θαλάμη), μη οπλισμένος. Незаселённый επ. ακατοίκητος. незасеянный επ. άσπαρτος. незаслуженно επίρ. ανάξια· άδικα. незаслуженный επ. ανάξιος· άδικος· -ая на- награда βραβείο (βράβευση) που δεν το αξίζει· -ая репутация ιδιοποιημένη φήμη· -ое нака- наказание άδικη τιμωρία. Незастрахованный επ. ανασφάλιστος. незастроенный επ. άκτιστός, ανοικοδόμη- τος· - участок άκτιστο (ελεύθερο) οικόπεδο. незатейливо επίρ. απλά, ανεπιτήδευτα, α- απροσποίητα. НезатёЙЛИВОСТЬ, -И θ. απλότητα* φυσικότητα.
нез 703 ней незатейливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 α- απλός, απροσποίητος, ανεπιτήδευτος, φυσικός. 2 απονήρευτος, άκακος, αθώος. незаурядность, -И θ. εξαιρετικότητα. незаурядный επ., βρ: -ден, -дна, -дно ε- εξαιρετικός, έξοχος, διακεκριμένος, επιφανής. незачем επίρ. δεν υπάρχει λόγος ή ανά- ανάγκη, δε χρειάζεται* - Об Зтом говорить δεν υπάρχει λόγος να μιλά γι' αυτό' - ХОДИТЬ ту- туда δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί. незащищённый επ. απροστάτευτος, ανυπερά- ανυπεράσπιστος, απροφύλακτος* - ОТ ветра απροστά- απροστάτευτος απο τον άνεμο (ανεμόδαρτος). II (για τόπους)· αναπεπταμένος, ανοιχτός, ευρύς, δι- διάπλατος. незванный επ. απρόσκλητος, απροσκάλεστος, ακάλεστος· - ГОСТЬ ακάλεστος μουσαφίρης. нездешний, -ЯЯ, -ее επ. όχι ντόπιος, μη ιθαγενής* αλλοδαπός, ξένος, ξωμερίτικος. II (παλ.) ουράνιος, μετακόσμιος. нездоровиться, -ится р.σ. απρόσ. (με δοτ.) αδιαθετώ, δεν είμαι καλά· С утра мне -ИТСЯ απο το πρωί δεν είμαι καλά. нездорово επίρ. κακώς στην υγεία. II ως κατηγ. είναι ανθυγιεινό· - ПИТЬ МНОГО КОфе είναι ανθυγιεινό το να πίνεις πολύ καφέ. II ως κατηγ. όχι καλά· δυσάρεστα πράγματα· ДО- ма - στο σπίτι συμβαίνουν δυσάρεστα. нездоровый επ., @ρ: -ров, -а, -о. 1 αδιά- αδιάθετος' άρρωστος, ασθενής· Я ~ОВ είμαι άρρω- άρρωστος. II ασθενικός, αρρωστιάρικος · - ВИД αρ- ρωστιάρικη όψη. 2 βλαβερός στην υγεία, αν- ανθυγιεινός, νοσηρός· -ая пища βλαβερή τροφή· -ЭЯ местность ανθυγιεινό μέρος· - климат νοσηρό κλίμα. 3 μτφ. νοσηρός ηθικά" -ая Об- стано'вка νοσηρό περιβάλλον. нездоровье, -Я ουδ. αδιαθεσία, ελαφρά α- ασθένεια. неземной επ. 1 αιθέριος, ουράνιος, υπέρ- υπέργειος. 2 (παλ.) μετακόσμιος, υπερκόσμιος. II θείος, θεϊκός, ιδανικός· -ая красотй αιθέ- αιθέρια ομορφιά· -аЯ ЛЮбОВЬ ιδανική αγάπη. НезлббЙВОСТЬ, -И θ. ανεξικακία,_ αγαθότη- αγαθότητα, μακροθυμία. незлобивый επ., βρΐ-бив, -а, -ο κ. -бйв, -а, -0 ανεξίκακος, αγαθός, μακρόθυμος. незлобие, -я ουδ. βλ. незлобивость. незлобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно βλ. незлобивый. II άκακος, πράος. незлой επ. βρ: -зол, -злй, -зло άκακος, χρηστός, αγαθός, αθώος. незлопамятность, -И θ. αμνησικακία. незлопамятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; αμνησίκακος. незнйемо επίρ. βλ. неведомо. незнаемый επ., βρ: -аем, -а, -о άγνωστος. незнакомец, -мца α., -ка, -и θ. άγνωστος, -η. незнакомство, -а ουδ. βλ. незнание. незнакомый επ., βρ: -ком, -а, -о άγνω- άγνωστος· μη γνώριμος· - почерк άγνωστος γραφι- γραφικός χαρακτήρας· -ые места άγνωστα μέρη· человек άγνωστος άνθρωπος· вы -Ы С нашей ЖИЗНЬЮ εσείς δε γνωρίζετε τη ζωή μας· быть -ЫМ είμαι άγνωστος· Я -ОМ С нею εγώ δε γνω- γνωρίζομαι μ' αυτήν· -ые ЛЮДИ άγνωστοι ανθρωποι. незнамо επίρ. (διαλκ.) βλ. незнаемо. незнание, -Я ουδ. άγνοια· - ЖИЗНИ άγνοια της ζωής* ПО -Ю απο άγνοια" - закона άγνοια νόμου. Незначащий επ. ασήμαντος· επουσιώδης, α- αναξιόλογος· κούφιος· -ие фразы κούφιες φρά- φράσεις· - разговор κουβέντα χωρίς περιεχόμε- περιεχόμενο ή κουβέντα για να περνά η ώρα. незначительно επίρ. ασήμαντα κλπ. επ· незначительность, -И θ. το ασήμαντον, το επουσιώδες, ασημότητα. незначительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно 1 ασήμαντος, μικρός· ~ая сумма денег ασήμα- ασήμαντο ποσό χρημάτων -ое большинство μικρή πλειοψηφία. II πενιχρός, φτωχικός, ευτελής. 2 άσημος, αφανής. незрелость, -И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) ανωρι- ανωριμότητα· - фруктов ανωριμότητα των φρούτων - мысли ανωριμότητα σκέψης· политическая πολιτική ανωριμότητα. незрелый επ., βρ: -рёл, -а, -о (κυρλξ. κ. μτφ.) ανώριμος, άγουρος, ανωρίμαστος, αγί- νωτος· -ая груша άγουρο αχλάδι· - юноша α- ανώριμος νεανίας· -ые ГОДЫ τα ανώριμα νεα- νεανικά χρόνια· - ПОЭТ ανώριμος ποιητής· -ая #МЫСЛЬ ανώριμη σκέψη. незримо επίρ. αθέατα κλπ. επ. незримый επ., βρ: -рйм, -а, -О (γραπ. λό- λόγος) αθέατος, αόρατος, αδιόρατος, αφανής· αδιάκριτος. II μυστικός, απόκρυφος. незрячий, -ая, -ее επ., βρ: -ряч, -а, -о; αόμματος, τυφλός· - человек τυφλός άνθρωπος. незыблемо επίρ. ακλόνητα, σταθερά. незыблемость, -И θ. το ακλόνητον σταθε- σταθερότητα, εδραιότητα. незыблемый επ., βρ: -лем, -а, -о ακλόνη- ακλόνητος, ακούνητος, ασάλευτος, ατράνταχτος* - утёс ακούνητος βράχος. II μτφ. αταλάντευ- αταλάντευτος, ακράδαντος· -ая вера ακλόνητη πίστη. Неизбежно επίρ. αναπόφευκτα κλπ. επ. неизбежность, -И θ. το άφευκτον, το ανα- πόφευκτον· το μοιραίον. неизбежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно ανα- αναπόφευκτος, άφευκτος' αναπότρεπτος* ЭТО -О αυτό είναι αναπόφευκτο· -ая смерть αναπό- αναπόφευκτος θάνατος. II απαραίτητος, μόνιμος.
ней 704 ней неизбитый επ. μη τετριμμένος, - κοινοτο- πικός, - ρουτινιέρικος. неизбывный επ., βρ: -вен -вна, ~ΒΗ0(γραπ. λόγος) δυσαπάλλακτος* μη περαστικός, - πα- παροδικός. неизведанный επ., βρ: -дан, -данна, -дан- ΗΟ άγνωστος, αγνώριστος, αμάθευτος* ανεξε- ανεξερεύνητος· ~ые Пространства ανεξερεύνητες ε- εκτάσεις. II αδοκίμαστος* -ое чувство άγνω- άγνωστο μέχρι τώρα αίσθημα. неизвестно επίρ. άγνωστο. II ως κατηγ. εί- είναι άγνωστο' мне - μου είναι άγνωστο" нико- никому - όλος ο κόσμος το ξέρει· ~ где άγνωστο που. неизвестность, -И θ. 1 αβεβαιότητα, αορι- αοριστία' άγνοια' - будущего άγνοια του μέλλο- μέλλοντος. 2 έλλειψη πληροφοριών ή γνώσεων. 3 α- αφάνεια, άγνοια. неизвестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 άγνωστος* - человек άγνωστος άνθρωπος·- ОС- тров άγνωστο νησί. 2 αφανής, άσημος· ·» ПОЭТ άγναίστος ποιητής. 3 ουσ. άγνωστος. 4 ουσ. ουδ. -ое (μάθ.) "ο άγνωστος· уравнение С ОД- ОДНИМ -ЫМ εξίσωση με ένα άγνωστο. неизгладимый επ., βρ: -им, -а, -о (γραπ. λόγος) ανεξίτηλος, ανεξάλειπτος· -ые следы Оспы ανεξίτηλες ουλές (σημάδια) ευλογιάς. II μτφ. άσβηστος, αιώνιος, αλησμόνητος, αξέχα- αξέχαστος* -ые ВОСПОМИНАНИЯ ανεξάλειπτες ανα- αναμνήσεις . неизданный επ. ανέκδοτος. неИЗЛечЙМОСТЬ, -И θ. το ανίατον, το αθε- ράπευτον. неизлечимый επ., βρ: -чйм, ~а, -о ανία- ανίατος, αθεράπευτος, αγιάτρευτος· -ая болезнь ανίατη αρρώστεια* - больной ανίατος ασθενής. неизменно επίρ, απαράλλακτα, αμετάβλητα· αναλλοίωτα. неизменность, -И θ. αμεταβλησία, το αμε- τάβλητον σταθερότητα, μονιμότητα. неизменный επ., βρ: -мёнен, -мённа, -мённо 1 αμετάβλητος, αμετάλλακτος· αναλλοίωτος· μό- μόνιμος, σταθερός. 2 συνηθισμένος, παντοτινός. 3 πιστός, αφοσιωμένος. неизменяемость, -и θ. βλ. неизменность. неизменяемый επ., βρ: -яем, ~а, -ο αμετά- αμετάβλητος, αμετάλλακτος, αναλλοίωτος· -ые ЧЭС- ТИ речи τα άκλιτα μέρη του λόγου. неизмеримо επίρ. άμετρα, αμέτρητα. неизмеримость, -И θ. το άμετρον, το αμέ- τρητον , το ανυπολόγι'στον. ■ неизмеримый επ., βρ: -рйм, -а, -о αμέτρη- αμέτρητος, άμετρος, ανυπολόγιστος. ц άπειρος, -απειράριθμος· απέραντος, ατέρμονας. неиЗНОСЙМЫЙ επ., βρ: -СИМ, -а, -О άφθαρ- άφθαρτος (απο τη χρήση). неизрасходованный επ. αδαπάνητος, αξόδευ- αξόδευτος. неизречённый επ., βρ: ~чён, -чённа.-чённо (παλ.) ανέκφραστος, ανομολόγητος, ανείπω- ανείπωτος, άρρητος, που δε λέγεται* -ая красота ομορφιά που δε λέγεται. неизученный επ. άγνωστος, αμελέτητος ως τώρα, ανεξερεύνητος. неизъяснимый επ., βρ! -НИМ, -а, -О απερί- απερίγραπτος, ανομολόγητος, ανεκδιήγητος* ανέκ- ανέκφραστος* -ая грусть απερίγραπτη θλίψη· -ое блаженство ανομολόγητη ευδαιμονία. неимение, -Я ουδ. έλλειψη, ανυπαρξία· за -ем κ. (παλ.) По -Ю απο έλλειψη* за -ем дё- Нег απο έλλειψη χρημάτων* за -ем лучшего α- απο έλλειψη καλύτερου. неимоверно επίρ. απίστευτα. неимоверный επ., βρ: -рен, -рна, -рно α- απίστευτος· απίθανος. неимущий επ. άπορος, φτωχός, αναγκεμένος· -ие СЛОЙ населения τα φτωχά στρώματα του πλη- πληθυσμού . неинтеллигентный επ., βρ: -тен, -тна, -о ο μη διανοούμενος" αμόρφωτος, απολίτιστος. неинтересный επ., βρ: -сен, -сна, -сно; αδιάφορος, χωρίς ενδιαφέρον, μη ελκυστικός" - расСКЙЗ διήγημα χωρίς ενδιαφέρο (ανιαρό). II που δεν κινά το ενδιαφέρο· - человек άν- άνθρωπος που δεν κινά το βνδιαφέρο. неискоренимый επ., βρ: -ним, ~а, -о αξε- ρίζωτος, ανεκρίζωτος" -ые предрассудки αξε- ρίζωτες προλήψεις. неискренно επίρ. ανειλικρινώς. неискренний, -яя, -ее, βρ: -енен, -енна, -енНО ανειλικρινής· υποκριτικός. неискренность, -И θ. ανειλικρίνεια· υπο- κρισια. неискусность, -И θ. αδεξιότητα. неискусный επ. αδέξιος. неискушённость, -И θ. απειρία*αδαήμοσύνη. неискушённый επ. άπειρος, αδαής, ατζαμής* ανεξάσκητος, αξέβγαλτος" - человек В ПОЛЙ- ТИке άπειρος άνθρωπος στην πολιτική. неисповедимый επ., βρ: -ДЙМ, -а, -О άγνω- άγνωστος, ασύληπτος, ακατανόητος, ανεξιχνίαστος, ανεξερεύνητος. неисполнение, -я ουδ. βλ. неисполнимость. Неисполнимость, -И θ. η μη εκτέλεση* η μη εκπλήρωση. неисполнимый επ., βρ: -НИМ -а, -О ανε- ανεκτέλεστος· ανεκπλήρωτος' απραγματοποίητος. неисполнительность, -И θ. η μη εκτέλεση ή μη εκπλήρωση. неисполнительный επ., βρ: -лен, -льна, -о αμελής στην εκτέλεση ή εκπλήρωση. Неиспользованный επ. αχρησιμοποίητος, α-
ней ТО5 нек μεταχείριστός* άθικτος* -ые резервы αχρησι- αχρησιμοποίητες εφεδρείες· - инструмент αμεταχεί- αμεταχείριστο εργαλείο. Неиспорченный επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) αχάλα- στος, αδιάφθαρτος, αδιάφθορος" -ые ПЛОДЫ α- χάλαστοι καρποί· - человек μη διαφθαρμένος (αδιάφθορος) άνθρωπος. неисправимость, -И θ. το αδιόρθωτον, το α- νεπανόρθωτον. неисправимый επ., βρ: -вйм, -а, -о αδι- αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος* αγιάτρευτος, αθερά- αθεράπευτος. Неисправность, -И θ. 1 βλάβη, ζημιά, χά- χάλασμα, αβαρία· εμπλοκή· - телевизора βλάβη του δέκτη τηλεόρασης· устранить - διορθώνω τη βλάβη· - пулемёта εμπλοκή πολυβόλου. 2 το ατακτοποίητον, ασυγυρισιά, ατημέλεια. неисправный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 αδιόρθωτος, ανεπιδιόρθωτος· χαλασμένος* радиоприёмник αδιόρθωτο ραδιόφωνο. II ατα- κτοποίητος, ακατάστατος, ρέμπελος" ~ΟΘ ΧΟ- ЗЙЙСТВО ακατάστατο νοικοκυριό. 2 ασυνεπής·- ПЛатёлыЦИК κακοπληρωτής. неиспытанный επ., βρ: -тан, -а, -о αδοκί- μαστος, που δεν δεινοπάθησε. II ανέλεγκτος. неисследованный, επ., βρ: -ван, -а, -о; ανεεερεύνητος, αμελέτητος. неиссякаемый επ., βρ: -аем, -а, -ο(κυρλξ. κ. μτφ.) ανεξάντλητος, αστείρευτος· - род- НЙК αστείρευτη πηγή· -ые богатства ανεξά- ανεξάντλητα πλούτη· -ая энергия ανεξάντλητη δρα- δραστηριότητα. неЙСТОВО επίρ. σφοδρά, μανιασμένα· ορμη- τ ικά. неЙСТОВСТВО,-а ουδ. 1 μάνιασμα, μανία" παράφορα, μένος· прИЙТЙ В - με πιάνει μανία, φρενίτιδα, φρενιάζω. 2 θηρ ιωδία'αφην ιασμός · -ва фашистов οι θηριωδίες των φασιστών. неистовствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. μαίνομαι, λυσσομανώ, φρενιτιώ, φρενιάζω" α- αφην ιάζω. неистовый επ., βρ: -тов, -а, -О μανιασμέ- μανιασμένος, -ιώδης, φρενιτικός, φρενιτιώδης* ορ- ορμητικός, παράφορος· έξαλλος, αφηνιασμένος. неистощимый επ., βρ: -щйм -а, -ο βλ. не- неиссякаемый . неистребимый επ., βρ: -бйм, -а, -о ανεξο- λόθρευτος, ακατάστρεπτος, αξέκαντος· αξερί- ζωτος· ακατάλυτος· -ая ненависть ακατάλυτο μίσος· - след ανεξάλειπτο ίχνος' - запах α- νεξάλειπτη μυρουδιά. неисходный επ., βρ: -ден, -дна, -дно βλ. безысходный. неисцелимый επ., βρ: -лйм, -а, -о ανία- ανίατος, αθεράπευτος, αγιάτρευτος. неисчерпаемость, -и θ. το ανεζάντλητον. неисчерпаемый επ., βρ: -аем, -а, -о ανε- ανεξάντλητος, αστείρευτος, άσωτος* -ые бОГОТ- ства ανεξάντλητος πλούτος. II μτφ. αμέτρη- αμέτρητος, απέραντος. неисчислимый επ., βρ: -ЛЙМ, -а, -О ανα- αναρίθμητος, αμέτρητος, απειράριθμος, άπειρος" -Ое множество άπειρο πλήθος. ♦нейлон, -а α. νάυλον. нейлоновый επ. του νάυλον απο νάυλον*-ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή νάυλον· -ые чулки κάλτσες νάυλον. неймёт (μόνο 3 πρδσ. ενκ. ενστ.) ρ.δ. (παλ.) δεν παίρνει, δε φτάνει* ВИДИТ ОКО, да зуб - (παρμ.) φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περί- δρομοήδεν είναι για τα δόντια σου (για κά- κάτι που είναι προνόμιο άλλων). неймётся (μόνο 32πρόσ. ενκ. ενστ.) ρ.δ. απρόσ. (απλ.) δεν ησυχάζω* δε σταματώ" всё - δε σταματά καθόλου" ребёнок всё бёга- ет το παιδάκι δεν ησυχάζει, όλο τρέχει. *неЙрОН, -а α. νευρώνας, νευράς. нейрохирург, -а α. νευροχειρούργος, нейтй, нейду, нейдёшь р.δ. (παλ.) βλ. ид- идти με το αρνητικό μόριο не; ОН нейдёт αυ- αυτός δεν έρχεται· кровь нейдёт αίμα δεν πη- πηγαίνει (δεν τρέχει). ♦нейтрализация, -И θ. 1 ουδετεροποίηση. 2 εξουδετέρωση, εξουθένωση, εκ μη δ έν ι ση*. 3 (χημ.) εξουδετέρωση, αλλοίωση. * нейтрализовать, -зуго, -зу'ешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нейтрализованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ. 1 ουδετεροποιώ. 2 εξουδετερώνω, εξουθενώνω, εκμηδενίζω. 3 (χημ.) εξουδετε- εξουδετερώνω, αλλοιώνω. II -СЯ ουδετεροποιούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ♦нейтралитет, -а α. ουδετερότητα* соблю- соблюдать ~ τηρώ ουδετερότητα* нарушать - παρα- παραβιάζω την ουδετερότητα* вооружённый - ένο- ένοπλη ουδετερότητα. нейтральность, -И θ. ουδετερότητα. нейтральный επ., βρ: -лен -льна, -льно; 1 ουδέτερος* -8Я стране ουδέτερη χώρα* -ое государство ουδέτερο κράτος* - наблюдатель ουδέτερος παρατηρητής* - человек ουδέτερος άνθρωπος* -ое поведение ουδέτερη στάση. 2 ούτε βλαβερός, ούτε ωφέλιμος. 3 (χημ·) που δεν ανήκει στα οξέα, ούτε και στα αλκάλεια* - раствор ουδέτερο διάλυμα, ♦нейтрон, -а α. ουδετερόνιο, νετρόνιο. нейтронный επ. του ουδετερόνιου. неказистый επ., βρ: -зйст, -а, -о άσχη- άσχημος, δυσειδής. неквалифицированный επ., βρ: -ван,-ванна, -ванно ανειδίκευτος* - рабочий ανειδίκευτος εργάτης* -ЭЯ работа ανειδίκευτη δουλειά, χρ- ντροδουλειά.
нек 706 нел некий, -коего а., некая, -коей (~кой) в., некое, -коего ουδ., πλθ. некие, ~койх(~ких) αόρ. αντων. κάποιος, ένας· -ое беспокойство κάποια ανησυχία· - Фомо вас спрашивал κά- κάποιος βωμάς σας ζητούσε. Неклен, ~а α. εΤδος σφένδαμου (σφεντανιοΰ). нековкий επ. ασφυρήλατος· δυσφυρήλατος. некогда1 επίρ. ως κατηγ. δεν υπάρχει ελεύ- ελεύθερος χρόνος· мне - δεν ευκαιρώ* работай, - разговаривать δούλευε, δεν είναι καιρός για κουβέντα" - сидеть δεν αδειάζω να καθίσω. некогда3επίρ. 1 κάποτε, μια φορά (στο πα- παρελθόν). 2 (παλ.) κάποτε (στο μέλλον.) некого, некому, некем, не о КОМ αντων. αρ- αρνητική" δεν υπάρχει κανένας· δεν είναι κα- κανένας" δεν έχω κανέναν ή ποιόν, σε ποιόν, με ποιόν· - ПОСЛЙТЬ на почту δεν έχω ποιόν να στείλω στο ταχυδρομείο· мне -у писать δεν έ- έχω σε ποιόν να γράψω (γράμμα)" -ем заменить δεν έχω με ποιόν να τον αντικαταστήσω. неколебИШЙ επ., βρ: -бйм, -а, ~Ο (παλ.) βλ. непоколебимый. некомпенсированный επ. δυσαναπλήρωτος, α- ανεπανόρθωτος. Некомпетентность, -И θ. αναρμοδιότητα. некомпетентный επ., βρ: -тен, ттна, -тно; αναρμόδιος. некомплектный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; ατελής, ελλειπής, ασυμπλήρωτος. некоронованный επ. άστεπτος. некорректно επίρ. 1 απρεπώς, αγενώς, χω- χωρίς τακτ, λεπτότητα. 2 εσφαλμένα, λαθεμένα. некорректный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 απρεπής, αγενής. 2 εσφαλμένος, λαθεμένος· -ая комбинация λαθεμένος συνδυασμός. некоторый αόρ. αντων. 1 κάποιος, ένας· С -ЫХ Пор ή С -ОГО времени πριν κάμποσο και- καιρό" -ая часть ένα.μέρος" ДО -ОЙ степени ως ένα βαθμό. 2 ασήμαντος· ОН имеет -ое СО- СТОЯНИе αυτός έχει κάποια περιουσία. 3 πλθ. -ые μερικοί· -ые деревья засохли μερικά δέντρα ξεράθηκαν. II εκφρ. -ЫМ Образом κατά κάπΌ ιον τρόπον. некрасиво επίρ. άσχημα. НекраСИВОСТЬ, -И θ. ασχημία. Некрасивый επ., βρ: -СЙВ, -а, -О άσχημος" - человек άσχημος άνθρωπος· - почерк άσχη- άσχημος γραφικός χαρακτήρας. II δυσάρεστος, αντίι- παθής, -θητικός· -ое ИМЯ άσχημο όνομα. некредитоспособность, -И θ. το αναξιόχρε- ον, το αφερέγγυον. некредитоспособный επ., βρ: -бен, -бна, -о αναζιόχρεος, αφερέγγυος· - αναζιόχρεος ο- οφειλέτης. некрепкий επ., βρ: -ΠΟΚ, -πκέ, -πκο. 1 α- αδύνατος, εύθραστος, εύσχιστος. 2 ασθενικός* - организм αδύνατος οργανισμός. 3 ελαφρός·- табак ελαφρός καπνός· - кофе ελαφρός καφές· -ое ВИНО αδύνατο κρασί. Некритический επ. μη κριτικός, χωρίς κρι- κριτικό πνεύμα. НекритЙЧНОСТЬ, -И θ. μη ύπαρξη κριτικού πνεύματος. некритичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. некритический. *некрОЗ, -а α. νέκρωση, ♦некролог, -а α. νεκρολογία (λόγος). *некрОПОЛЬ, -Я α. 1 νεκρόπολη, νεκροταφείο· - В древних ФЙВах η νεκρόπολη στην αρχαία Θήβα. 2 νεκροταφείο μεγάλων προσωπικοτήτων. некрупный επ. όχι μεγάλος* μέτριος. некстати επίρ. ακατάλληλα, σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα, μαλαπροπό· кстати И - όταν πρέπει και ό-ταν δεν πρέπει* пришёл - ήρθε σε ακατάλληλη ώρα· сказать что-л. - λέγωκά- τι που δεν έχει τη θέση του. ♦нектар, -а α. το νέκταρ. нектарник, -а α. το νεκτάριο. Некто αόρ. αντων., απαντά μόνο στην ονομ. κάποιος άνθρωπος· подошёл ко мне - в плаще με πλησίασε κάποιος με αδιάβροχο. Некуда επίρ. 1 πουθενά, ουδαμού, μηδαμού,' σε κανένα μέρος* мне ~ спрятать πουθενά δεν μπορώ να κρύψω' мне - идти δεν έχω να πάω πουθενά. 2 δεν πάει ή δε«τηκώνει άλλο ή δυ- δυνατότερα, περισσότερο κ.τ.τ. сильнее - δυ- δυνατότερα δεν πάει (παίρνει) άλλο. II εκφρ. ТОРОПИТЬСЯ (СПеШЙТЬ) - δεν υπάρχει λόγος να βιαστώ. некультурно επίρ. απολίτιστα. некультурность, -И θ. χαμηλό επίπεδο πο- πολιτισμού ή έλλειψη πολιτισμού" το απολίτι- απολίτιστο^· - поведения απολίτιστη συμπεριφορά. некультурный επ., 8ρ: -рен, -рна, -о. 1 α- απολίτιστος· άξεστος, καθυστερημένος. 2 από- απότομος· αγροίκος'. 3 (για φυτά) άγριος, αβελ- τίωτος. некурящий, -ая, -ее επ. κ. ουσ. μη καπνί- καπνίζων, μη καπνιστής, μη φουμαδόρος. неладно επίρ. 1 κακώς Ι 2 αντικανονικά· α- πρετ.ώς. 3 έχει κακώς, δεν πάει καλά* ЧТО-ТО С сестрой - δεν τα πάει καλά με την αδερφή. неладный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 κα- κακός, άσχημος, όχι όπως πρέπει· ανώμαλος, α- αντικανονικός" что-то -ое произошло κάτι το δυσάρεστο συνέβηκε. 2 άγαρμπος, καοφτιαγμέ- νος. II εκφρ. будь ОН -ден να τον πάρει ο διά- διάβολος η να πάει στην οργή' κακή του μέρα. нелады, -ΟΒ πλθ. 1 διχόνοιες, γκρίνιες, δι- διαφωνίες, διχοστασία. 2 αποτυχία, κακή έκβα- έκβαση. 3 αδυναμίες, ελαττώματα. НеЛЙСКОВО επίρ. αφιλόφρονα κλπ. επ.
нел 707 нел неласковый επ., βρ: -ков, -а, -о λίγο έυ- προσήγορος, - φιλόφρονας. II άστοργος, αφι- λόστοργος· απεχθής. нелегальность, - и θ. παρανομία· - поло- положения κατάσταση παρανομίας. нелегальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; παράνομος· ~ая Газета παράνομη εφημερίδα· -ая типография παράνομο τυπογραφείο*-ое ΠΟ- ложёние κατάσταση παρανομίας. нелегальщина, -Ы θ. (παλ.) παράνομη λογο- λογοτεχνία ή δράση. нелёгкий επ., βρ: -лёгок, -легка, -легко; 1 μη ελαφρός" βαρύς· -ая ноша βαρύ φορτίο. 2 επαχθής, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος· -ая работа βαριά δουλειά. II δύσκολος, δυσχερής, ζόρικος* -ая задача δύσκολο πρόβλημα* -ая победа δύσκολη νίκη. Ι! εκφρ. -ая несёт кого (απλ.) άκαιρα, σε ακατάλληλη στιγμή έρχεται. нелегко επίρ. 1 όχι εύκολα* δύσκολα κλπ. επ. 2 ως κατηγ. (ψυχικά) είναι βαρύ, υποφέ- υποφέρει* ему - αυτός υποφέρει. нелепица, ~ы θ. βλ. нелепость.· нелепо επίρ. ανόητα, κουτά. Нелепость, ~И θ. 1 ανοησία, κουταμάρα, μω- μωρία* говорить -И λέγω ανοησίες· какая -! τι κουταμάρα! нелепый επ., βρ: -лёп, -а, -о. 1 ανόητος, κουτός, μωρός· -ая МЫСЛЬ κουτή σκέψη. II ά- άτοπος, παράλογος· γελοίος· ЭТО -О αυτό εί- είναι παράλογο. 2 ατακτοποίητος, άγαρμπος, κα- κοφτιαγμένος· -ая фигура άγαρμπη φιγούρα. нелестно επίρ. 1 όχι καλά, κακώς. 2 δυ- δυσμενώς· ОН ОТОЗВалСЯ - О вас αυτός εκφρά- εκφράστηκε δυσμενώς για σας. нелестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно όχι και καλός· λίγο άσχημος· -ая характеристика όχι και καλή (μέτρια) έκθεση (ποιόν). II α- αντιπαθής, -θητικός, δυσάρεστος. нелётный επ. ακατάλληλος για πτήση· -ая ПОГОДа ακατάλληλος καιρός για πτήση. *неликВЙД, -а α. υλικό άχρηστο, πράγματα ά- άχρηστα. неликвидный επ. άχρηστος· ~ые материалы άχρηστα υλικά. нелицеприятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; αμερόληπτος, απροσωπόληπτος, αδέκαστος· -ая критика αμερόληπτη κριτική. нелишне επίρ. ως κατηγ. δεν εμποδίζει, δε βλάπτει, δεν είναι περιττό* είναι ωφέλιμο, - καλό, πρέπει· - будет, сказать Об ЭТОМ δε θα είναι περιττό να πω γι' αυτό. нелишний, ~яя, -ее επ. οχι περίσσιος· ω- ωφέλιμος, χρειαζούμενος· эта вещь -ЯЯ В Х0- ЗЯЙСТВе αυτό το πράγμα χρειάζεται στο νοι- νοικοκυριό" считаю -им сказать δε θεωρώ περιτ- περιττό να πω ή θεωρώ ωφέλιμο να πω. неловкий επ., βρ: -вок, ~вко, -вко. 1 α- αδέξιος, αν επιτήδειος, νωθρός, οκνός· - чело- человек αδέξιος (μη σβέλτος) άνθρωπος* -ое ДВИ- жёние αδέξια κίνηση. 2 μη βολικός* άβολος, ανάβολος· лежать в -ом положении ξαπλώνω κάπως στενόχωρα. II δυσχερής, δύσκολος" -ое положение δυσχερής κατάσταση ή θέση * ПОСТа- вить кого-Н. В -ое положение φέρνω κάποιον σε δυσχερή θέση· попасть В -ое положение πε- περιέρχομαι σε δύσκολη κατάσταση. неловко επίρ. 1 αδέξια κλπ. επ. 2 σαν κατηγ. δεν είναι βολικά (εύθετα), δε βολεί· мне ~ кинуть δε μου βολεί να ρίξω. II σαν κατηγ. είναι δύσκολο* συστέλλομαι, ντρέπομαι. неловкость, -И θ. 1 αδεξιότητα. 2 δυσχέ- δυσχέρεια, δυσκολία. 3 γκάφα· сделать - κάνω (πα- (παθαίνω) γκάφα. 4 συστολή, αιδημοσύνη* αμηχα- αμηχανία· σύγχυση, σάστισμα. нелогично επίρ. παράλογα. нелогичность, -И θ. μη λογικότητα* παρα- λογία· το παράλογον - возражений το παρά- λογον των αντιρρήσεων. нелогичный επ., βρ: -ч'ен, -чна, -чно άλο- άλογος, παράλογος. нелояльно επίρ. άνομα, μη νομιμόφρονα, α- ντικανονικά. нелояльность, -И θ. ανομία, μη νομιμοφρο- νομιμοφροσύνη, ανυποταγή στους νόμους. нелояльный επ., βρ: -лен, -льна, -льно α- αθέμιτος· παράνομος· αντικανονικός· μη νομι- μόφρονος. нельзя επίρ. με σημ. κατηγ. 1 δεν είναι δυ- δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες· δεν μπο- μπορεί* είναι αδύνατον ЭТОГО - сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει. 2 δεν κάνει, δεν πρέπει* δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται·" здесь курить - εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα* употреблять такие слове δεν πρέπει να χρη- χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις. II εκφρ. - ЛИ δεν επιτρέπεται; επιτρέψτε* - не δεν μπορεί να μη* - СКазЙТЬ, ЧТОбЫ... δεν μπο- μπορείς να πεις ότι... - сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς, να πεις ότι αυτός εί- είχε δίκαιο* как - лучше όσο δεν παίρνει κα- καλύτερα. нельма, -Ы θ. νέλμα, είδος σολομού. нёлЬМОВЫЙ επ. του ψαριού νέλμα· απ ο νέλμα· нелюбезно επίρ. απροσήγορα, ψυχρά, κρύα, χλιαρά κλπ. επ. нелюбезный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- προσήγορος, ψυχρός, κρύος, χλιαρός" - приём ψυχρή υποδοχή. II αγενής, απολίτιστος. нелюбимый επ., βρ: -бйм, -а, -о αντιπα- αντιπαθής, -θητικός, αποκρουστικός. нелюбовь, -6ВЙ θ. αντιπάθεια, απαρέσκεια, απέχθεια.
нел 708 нем нёлВДИ, -ей πλθ'. (διαλκ.) κακοί άνθρωποι. Нелюдим, ~а α., -ка, -И θ. άνθρωπος ακοι— νώνητος, γυναίκα ακοινώνητη' αγρίμι,. НелвдЙМОСТЬ, -И θ. ακοινωνησία, μη κοινω- κοινωνικότητα. нелюдимый επ., Βρ: -дйм, -а, -ο. ι ακοι- νώνητος· απόκοσμος· - человек ακοινώνητος άνθρωπος· - характер ακοινώνητος χαρακτή- χαρακτήρας. 2 ασύχναστος, έρημος. немаленький επ. 8λ* немалый. Немало επίρ. 1 όχι λίγο* αρκετά· κανονι- κανονικά. 2 πολύ· αρκετά δυνατά. немаловажный επ., βρ: -жен, -жна, -жно ό- όχι, μικρής σημασίας* σπουδαίος, σοβαρός, ση- μαντικός. немалый επ., βρ: -мал, -мала, -мало. 1 ό- όχι μικρός, - λίγος· αρκετά μεγάλος* σημα- σημαντικός* истратить ~ые деньги ξοδεύω αρκετά χρήματα* - Труд αρκετή δουλειά. немаркий επ. που λερώνει λίγο· που δε λε- λερώνει εύκολα. нематериальный επ. (φιλοσ.) άυλος.- немёдлеННО επίρ. αμέσως, γρήγορα, πάραυ- πάραυτα, επειγόντως, εσπευσμένα. немедленный επ. γρήγορος, άμεσος, επείγων, εσπευσμένος, χωρίς καθυστέρηση. немедля επίρ. βλ. немедленно. . *ΗβΜβ3ΗΛβ, -Ы θ. η Νέμεση. немеркнущий επ. άσβηστος· - факел άσβηστη δάδα* -ЭЯ Слова αιώνια (αθάνατη, άφθιτη)δό- άφθιτη)δόξα· -ее сияние άσβηστη λάμψη ή ακτινοβολία. неметаллы, -ов πλθ. (ενκ. неметалл, -а α.) αμέταλλα ή μέταλλοε ι δη. неметчина, -Ы θ. (παλ.) γερμανικό κράτος ή και κάθε ξένο έδαφος ή κράτος. II κάθε τι γερμανικό ή και μη γερμανικό. Неметь, -ею, -ёешь р.δ. 1 βουβαίνομαι, γί- γίνομαι άφωνος· больной -ёет о άρρωστος πέ- πέφτει σε αφασία. II μτφ. αποστομώνομαι, μένω άναυδος. 2 μουδιάζω· пальцы -ёгот от холода τα δάχτυλα μουδιάζουν (ξενεύουν) αποτοκρύο. Немец, -МЦа α., -ка, -И θ. Γερμανός, -ίδα. немецкий επ. γερμανικός. II (παλ.) ξένος, ξενικός, αλλοεθνής. немигающий επ. 1 καρφωμένος* смотреть -им ВЗГЛЯДОМ έχω καρφωμένο το βλέμμα* смотреть -ИМИ ГЛазОМИ έχω καρφωμένα τα μάτια. 2 μτφ. που δεν τρεμοσβήνει· φεγγοβόλος, φωτοβόλος. немилосёрдие, -Я ουδ. απήνεια, σκληρότητα· ασπλαχν ία. немилосердно επίρ.· απηνώς, σκληρά, αλύπη- αλύπητα κλπ. επ. немилосердный επ. βρ: -ден, -дна, -дно. 1 (παλ.) απηνής, σκληρός, άσπλαχνος,αλύπητος, ανελέητος. 2 πολύ δυνατός, - γερός* φοβερός, τρομερός* - мороз φοβερό κρύο* ~ая боль φρι- φρικτός πόνος. немилостивый επ., βρ: тив, -а, -о (παλ.) 1 δυσμενής, ενάντιος. 2 βλ. немилосердный. немилость, -и θ. δυσμένεια, κακόνοια, έ- έναντι ότητα; попёсть ή впасть В - υποπίπτω σε δυσμένεια. немилый επ., βρ: -мил, -миле, -мило απεχ- απεχθής, αντιπαθητικός, αποκρουστικός. неминуемый επ., βρ: ~$ем, -а, -о αναπό- αναπόφευκτος, άφευκτος, αναπότρεπτος. неминучий, »ая, -ее επ., βρ: ~ну"ч, -а, ~е (απλ.) βλ. неминуемый. немногий επ. 1 (μόνο στον πλθ.) μικρό μέ- μέρος* μερικοί* λίγοι* В -их словах με λίγα λόγια* -ие вернулись μερικοί γύρισαν. .2 σε συνδυασμό με επ. συγκρ. β. σημαίνει λίγο, α- ασήμαντα. II εκφρ. за -им дело стало η' καθυ- καθυστέρηση έγινε απο μικροπράγμα. немного επίρ. λίγο* ГОЛОВЙ - бОЛЙТ το κε- κεφάλι λίγο πονά· ВЫПИТЬ - ВОДЫ πίνω λίγο νε- νερό" - людей λίγος κόσμος· у него - денег αυτός έχει λίγα χρήματα* ему - нужно αυτού λίγο του χρειάζεται* - спустя λίγο μετά* С0- всём - εντελώς λίγο· - меньше, - больше не мешает λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο δε βλάπτει. немноговОДНЫЙ επ. λιγόνερος, που έχει λί- λίγο νερό. немногословно επίρ. λιγόλογα, με λίγες λέ- λέξεις, σύντομα, κοντολογής. немногословность, -И θ. ολιγολογία, βρα- χυλογία, λακωνικότητα· ОН отличается -ЬЮ αυτός διακρίνεται για την ολιγολογία* - ΟΤ- вёта η λακωνικότητα της απάντησης. немногословный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; ολιγόλογος, βραχϋλογος, λακωνικός. Немногочисленность, -И θ. η ύπαρξη μικρού αριθμού. немногочисленный επ., βρ: -лен, -ленна,-о ολιγάριθμος. Немножечко к. немЯОЖКО επίρ. λιγάκι. неможется р.δ. απρόσ. με δοτ. (απλ.) βλ. нездоровиться. ΗΘΜΟ ЖНО επίρ. ως κατήγ. (παλ.) βλ. нельзя. немой επ., βρ: нем, нема, немо άλαλος, ά- άφωνος, βουβός. II ουσ. άλαλος. II σιγών, που σιγεί. II εκφρ. ~ёя азбука αλφάβητο κωφαλά- κωφαλάλων -ая сцена βουβή σκηνή· - фильм βουβή ταινία· -бе КИНО βουβός κινηματογράφος· нем (немо'й) как могила ή как рыба άφωνος σαν το ψάρι (ιχθύος αφωνότερος)· αρειοπαγϊτου σιωπηλότερος. немолодой επ., βρ: -молод, -молода,-моло- -молода,-молодо μεσήλικος, μεσάρης, μεσοκαιρίτης, μεσό- μεσόκοπος, μισότριβος. немОЛЧНЫЙ επ. (παλ.) ασίγαστος, ασώπα-
нем 709 нен ατός* ακατάπαυστος, ασταμάτητος. немота, -Ы θ. αφωνία, βουβότητα, αφασία" - ОТ рождения βουβότητα εκ γενετής, немотствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ (γραπ. λόγος) βλ. безмолствовать. немочь, -и θ. (απλ.) βλ. немощь. II εκφρ. бледная ~ (ιατρ.) χλώρωση· чёрная - επιλη- επιληψία. нёмОЩНОСТЬ, -И θ. αδυναμία, καχεκτικότη- τα· ανημπόρια" при всей моей -И παρ'όλη μου την αδυναμία. немощный ст., βρ: -щен -щна, -щно αδύνα- αδύνατος, καχεκτικός, ανήμπορος, ασθενικός. нёмоЩЬ, -И θ. αδυναμία, καχεξία, ανημπό- ρια, εξάντληση· старческие -и γεροντικές α- νημπορ ι ες. немудрено ως κατηγ. είναι απλό, - εύκο- εύκολο· τίποτε το εκπληκτικό. немудрёный επ., βρ: -рён, -рена, -рено. 1 απλός, εύκολος, μη πολύπλοκος· -ая задача απλό πρόβλημα. 2 φυσικός, απέρριτος, απλός* - человек απλός άνθρωπος. 3 απλοϊκός, μω- ρόπιστος. немудрый επ., βρ: -мудр, -мудра, -мудро. 1 αφελής· μωρός, ανόητος. II άφρονος, ασύνε- ασύνετος, μη γνωστικός, μη σοφός" - совет ασύνε- ασύνετη συμβουλή. 2 βλ. немудрёный (ι σημ.). немудрящий επ. (απλ.) απλός, συνηθισμένος. немузыкальный επ., 0ρ: -лен, -льна, -льно άμουσος, στερημένος μουσικότητας. немыслимый επ., βρ: -лим, -а, -о απίστευ- απίστευτος, απίθανος, αφάνταστος· αδιανόητος. ненавидеть, -вижу, -видишь, μτχ. ενστ. не- ненавидящий ρ.δ.μ. μισώ, τρέφω μίσος, εμφο- εμφορούμαι απο μίσος. ненаВЙДЯЩИЙ επ. απο μτχ. μισητός, του μί- μίσους· - ВЗГЛЯД ματιά μίσους. ненавистник, -а α., -ца, -ы θ. 1 μισητής. 2 (παλ.) μισητός. ненавистничать р.δ. βλ. ненавидеть. ненавистничество, -а ουδ. βλ. ненависть. ненавистный επ., -тен, -тна, -тно; μιση- μισητός. ненависть, -И θ. μίσος· из -И ή по -И α- απο μίσος· питать - τρέφω μίσος· С -ЬГО με μίσος. ненаГЛЯДНЫЙ επ. αχόρταγος για τα μάτια" -ая красота ομορφιά που δε χορταίνεται. II προσφιλής, πολυφίλητος· γοητευτικός. ненадёванный επ. αφόρετος· καινούριος. ненадёжность, -И θ. το αβάσιμον, το αστή- ρικτον, η μη σιγουριά. 2 αστάθεια· επισφά- λεια, το επισφαλές. ненадёжный επ., βρ: -жен, -яна, -лно. 1 αβάσιμος* αναξιόπιστος, αβέβαιος· ασταθής·· -ые сведения αβάσιμες (αναξιόπιστες) πληρο- πληροφορίες. 2 επισφαλής, ακροσφαλής, επίφοβος. ненадобно επίρ. με σημ. κατηγ. είναι ά- άχρηστο, δε-χρειάζεται. ненадобность, -и θ. αχρηστία, αχρήστευση· ПО -и, за - λόγω αχρηστίας. ненадолго επίρ. όχι επί μακρόν για λίγο χρόνο* ушёл - έφυγε για λίγο. ненаказуемость, -и θ. ατιμωρησία. ненаказуемый επ., βρ: -зуем, -а, -о ατι- ατιμώρητος, ακόλαστος* - ПОСТУПОК ατιμώρητη πράξη. ненамеренно επίρ. όχι σκόπιμα· απροαίρετα. ненамеренный επ. μη σκόπιμος, απροαίρετος, απρομελέτητος. нанемнОГО επίρ· (για χρόνο) όχι πολύ* λί- λίγο· ОН - опоздал αυτός άργησε λίγο. ненападение, -я ουδ. η μη επίθεση· дого- договор О -ИИ σύμφωνο μη επίθεσης. ненароком επίρ. (απλ.) όχι σκόπιμα, άθε- άθελα* Я толкнул его - τον έσπρωξα χωρίς να το θέλω. ненарушймость, -И θ. το απαραβίαστον, το απαράβατον - присяги το απαραβίαστον του όρκου. ненарушимый επ., βρ: -шим, -а, -О. 1 απα- απαράβατος, απαραβίαστος· -ые Обеты απαράβα- απαράβατες υποσχέσεις (τάματα). 2 αδιατάραχτος· -ая тишина αδιατάραχτη. ησυχία. ненастливый επ., β ρ'/-лив, -а, -о (παλ.) βλ. ненастный. ненастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно βρο- βροχερός· συννεφιασμένος, βουρκωμένος· -ая ПО- ГОда βροχερός καιρός, κακοκαιρία· - день βροχερή μέρα. ненастоящий επ. φτιαχτός, τεχνητός, πλα- πλαστός, ψεύτικος· - мех γούνα τεχνητή· -ЗЯ дружба (μτφ.) όχι πραγματική φιλία. ненастье, -я ουδ. Βροχερός (βαρύς) καιρός* μεγάλη συννεφιά. НенаСЫТНОСТЬ, -И θ. αχορτασιά, αδηφαγία. И μτφ. απληστία, πλεονεξία. ненасытный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 αχόρταγος, ανεχόρταγ.ος, άπληστος, αδηφάγος. 2 μτφ. πλεονέκτης. ненасыщенный επ. (χημ.) ακόρεστος* - рас- раствор ακόρεστο διάλυμα. ненатуральный επ., βρ: -лен, -льна, -льно τεχνητός, μη φυσικός" - Шёлк τεχνητό μετά- μετάξι. II προσποιητός, επιτηδευμένος* - ГОЛОС α- αφύσικη φωνή. ненаучный επ. αν(τ)επιστημονικός. ненормально επίρ. ανώμαλα κλπ. επ. ненормальность, -И θ. 1 αντικανονικότητα, ανωμαλία" εκρυθμία" ακαταστασία. 2 φρενο- βλάβεια. ненормальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
710 нео 1 ανώμαλος, μη κανονικός* έκρυθμος · άτακτος, ακανόνιστος* -ое положение вещей ανώμαλη κατάσταση πραγμάτων· -ая температура μη κα- νονική θερμοκρασία. 2 επ. κ. ουσ. φρενοβλα- φρενοβλαβής, ανισόρροπος. Ненормированный επ. ακαθόριστος· - рабо- рабочий день ακαθόριστο ωράριο εργάσιμης μέρας· - труд ακαθόριστο όριο εργασίας, неношеный επ. αφόρετος· καινούριος· -ое пальто αφόρετο πανωφόρι· -ая Обувь αφόρετα υποδήματα. ненужность, -И θ. περιττότητα, το περιτ- τόν, μη αναγκαιότητα. II πλθ. -И τα άχρηστα πράγματα. ненужный επ., βρ: -жен, -жна, -жно περιτ- περιττός, περίσσιος, άχρηστος, μη αναγκαίος" -ая вещь άχρηστο πράγμα. Необдуманно επϊρ. απερίσκεπτα κλπ. επ. Необдуманность, -И θ. απερισκεψία, ασκε- ψία, ασυλογισιά* επιπολαιότητα. необдуманный επ., βρ: -ман, -манна,-манно άσχετιτος, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστός* επι- επιπόλαιος· -ое решение απερίσκεπτη απόφαση· - ответ επιπόλαια απάντηση* - поступок απερί- απερίσκεπτη πράξη. Необеспеченность, -И θ. η μη εξασφάλιση των απαραίτητων για τη ζωή* φτώχεια, ανά- ανάγκη· - будущего αβεβαιότητα για το αύριο. необеспеченный επ. μη εξασφαλισμένος οι- οικονομικά, άπορος, αναγκεμένος, ενδεής, στε- στερούμενος τα προς του ζειν. Ι! ανεφοδίαστος.Π (οικον.) χωρίς αντίκρυσμα. необжитой к. необжитый επ., βρ: -жит, -а, -Ο ακατοίκητος· -ые места ακατοίκητα μέρη· - дом ακατοίκητο σπίτι. Необитаемость, -И θ. το ακατοίκητον, η μη κατο ίκηση. Необитаемый επ., βρ: -аем, -а, -О ακατοί- ακατοίκητος· έρημος* - Остров ακατοίκητο νησί, ε- ερημονήσι . Необлагаемый επ. αφορολόγητος, ατελής. НеобОЗНаченныЙ επ. ασημείωτος, ασημάδευ- τος, αμαρκάριστός. НеобОЗрЙМОСТЬ, -И θ. αορατότητα, απερα- απεραντοσύνη, το άπειρο, το αχανές. необозримый επ., βρ: -рйм, -а, -о απέρα- απέραντος, άπειρος, ατέρμονας, αχανής, αθέατος: -ые дали τα αθέατα μάκρη* -ое пространство απέραντη έκταση* -ое ВОЙСКО απειράριθμο (α- (αμέτρητο) στράτευμα* - океан αχανής ωκεανός. НеоборЙМОСТЬ, -И θ", το ακατανίκητον - сна το ακατανίκητον του ύπνου. необоримый επ., βρ: -рйм, -а, -Ο ακατανί- ακατανίκητος, αήττητος, ακατάβλητος, αδάμαστος. необоснованность, -И θ. το αβάσιμον, το αστήρικτον. необоснованный επ. αθάσιμος, αστήρικτος, α- σύστατος, ανυπόστατος· - ВЫВОД αυθαίρετο συ- συμπέρασμα* - упрёк αδικαιολόγητη κατηγορία. необработанность, -И θ. ακαλλιεργησία· το ανεπεξέργαστον, το αδούλευτον· - ПОЧВЫ η μη καλλιέργεια του εδάφους* - статьи το ανεπε- ανεπεζέργαστον του άρθρου. необработанный επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) α- ακαλλιέργητος* ανεπεξέργαστος, αδούλευτος* - СТИЛЬ ακαλλιέργητο στυλ· -ая земля ακαλλι- ακαλλιέργητη γη· -ая СТаХЬЯ αδούλευτο άρθρο. Необразованность, -И θ. αγραμματοσύνη, α- αμορφωσιά, αμάθεια, απαιδευσία. необразованный επ. αμόρφωτος, αγράμματος, αμαθής, άμοιρος παιδείας. НеобраТИМОСТЬ, -И θ. η μη επιστροφή, το ανεπΐστρεπτον. необратимый επ., βρ: ~тйм, -а, -О ανεπί- στρεπτος, ανεπάνακτος· αμεταγύριστός. необременительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО όχι βαρύς, μη καταθλιπτικός" μη φορ- φορτικός* ελαφρός* -ые налоги υποφερτοί φό- φόροι* -ая просьба εύκολη αίτηση (χωρίς πολ- πολλές φροντίδες). необузданность, -И θ. ασυγκρατησία, αχα- λιναγωγησία. необузданный επ., ер: -дан, -данна, -данно (κυρλξ. κ. μτφ.) αχαλίνωτος, ακράτητος, α- ασυγκράτητος, αχαλιναγώγη^ος* ακάθεκτος, α- τ ί Θάσος. Необходимо ως κατηγ. είναι απαραίτητον, - αναγκαίον* χρειάζεται οπωσδήποτε* - при- принять меры είναι απαραίτητο να παρθούν μέ- μέτρα* мне - нужно его ВЙдетЬ είναι απόλυτη α- ανάγκη να τον δω* совершенно -, крайне - εί- είναι πολύ αναγκαίον -, чтобы Я остался здесь είναι απαραίτητο να μείνω εδώ. необходимое, -ОГО ουδ. τα απαραίτητα, τα αναγκαία, τα χρειώδη (προς το ζειν)· ОН не 6θΓέτ, НО имеет.- αυτός δεν είναι πλούσιος, όμως έχει τα απαραίτητα. необходимость, -И θ. 1 αναγκαιότητα, ανά- ανάγκη, χρεία* предметы первой -и είδη πρώτης ανάγκης* Нет никакой -И?'δεν υπάρχει καμιά α- ανάγκη* В случай -И σε περίπτωση ανάγκης* ПО -И απο ανάγκη* покориться -И υποτάσσομαι στην ανάγκη. 2 (φιλοσ.)* αναγκαιότητα. необходимый επ. βρ:-ДИМ, -а, -О. 1 απαραίτη- απαραίτητος, αναγκαίος* επιταχτικός* -ая нужда επι- ταχτική ανάγκη* -Об условие απαραίτητος ό- όρος* ВОЗЬМИ -ые вещи πάρε τα απαραίτητα πράγ-. ματα* сделать -ые ВЫВОДЫ Βγάζω τα απαραίτη- απαραίτητα συμπεράσματα. 2 (φιλοσ.) αναγκαίος. Необщительность, -И θ. ακοινωνησία. необщительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; ακοινώνητος.
нео 711 нео необъективность, -И η μη αντκειμενικότητα- - характеристики η μη αντικειμενικότητα της (ατομικής) έκθεσης. необъективный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; μη αντικειμενικός* -ая оценка μη αντικει- αντικειμενική εκτίμηση. необъяснимый επ., βρ: - ним, -а, -о αξή- γητος, ανεξήγητος, ανερμήνευτος· αδιασαφή- νητος· -ое явление ανεξήγητο φαινόμενο· факт ανεξήγητο γεγονός. необъятность, -И θ. απεραντοσύνη, το απέ- ραντον, το αχανές. необъятный επ., βρ: -тен, ~тна, -тно απέ- απέραντος, άπειρος, αχανής· -ое пространство α- αχανής έκταση. II τεράστιος. необыкновенно επίρ. ασυνήθως κλπ. επ. необыкновенность, ~И θ. παραδοξότητα, το ασυνήθιστον. необыкновенный επ., βρ: -вёнен, -венна, -о. 1 έκτακτος, ασυνήθης, -θιστός· -ое проис- происшествие έκτακτο συμβάν. II εξαιρετικός· случай εξαιρετική περίπτωση· женщина -ОЙ Красоты γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς. 2 παράξενος, αλλόκοτος. необычайно επίρ. βλ. необыкновенно. необычайность, -и θ. βλ. необыкновенность. необычно επϊρ. βλ. необыкновенно. НеобЫЧНОСТЬ, -И θ. το ασύνηθες. необычный επ. βλ. необыкновенный. Н ασυ- ασυνήθης, όχι όπως πάντοτε· Β ~ΟΘ время σε α- ακατάλληλο χρόνο. необязательность, ~И 6. το μη υποχρεωτικό' - присутствия το μη υποχρεωτικόν τρς παρου- παρουσίας. необязательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно όχι υποχρεωτικός, μη αναγκαίος· προαιρετι- προαιρετικός. II μη συνεπής στις υποχρεώσεις. *неогён, -а α. ο καινοζωικός αιώνας. неогеновый επ. καινοζωικός, του καινιζωι- κού αιώνα. неоглядный επ., βρ: -ден, -дна, -дно βλ. необозримый. неограниченность, -и θ. το απεριόριστον - власти το απόλυτον της εξουσίας, неограниченный επ., βρ: -чен, -ченна, -о απεριόριστος, απόλυτος· άπειρος· -ые ПОЛНО- ПОЛНОМОЧИЯ πλήρης εξουσιοδότηση, εντολή σε λευ- λευκό· -ая МОНарХИЯ απόλυτη μοναρχία. неодинаковый επ., βρ: -ков, -а, -о ανό- ανόμοιος· άνισος· διαφορετικός· -ые условия работы διαφορετικές συνθήκες εργασίας· -ΟΓΟ роста διαφορετικού αναστήματος ή ύψους. неоднократно επϊρ. επανειλημμένα, συχνά, συνεχώς, πολλές φορές. неоднократный επ. επανειλημμένος, συχνός" -ые предупреждения επανειλημμένες προειδο- προειδοποιήσεις· - чемпион мира πολλές φορές πα- παγκόσμιος πρωταθλητής. неоднородность, -И θ. ανομοιογένεια, ετε- ρογένεια, ανομοιότητα* ανομοιομορφία. неоднородный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО α- ανομοιογενής, ετερογενής, ανόμοιος, άνομοιο- ειδής· ανομοιόμορφος. неодобрение, -Я ουδ. αποδοκιμασία* επί- επίκριση, κατάκριση, επιτίμηση· Общее - γενι- γενική αποδοκιμασία. неодобрительно επίρ. αποδοκιμαστικά. неодобрительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; αποδοκιμαστικός· επιτιμητικός· δυσμενής* ВЗГЛЯД αποδοκι μαστική ματιά* -ая оценка δυσμενής εκτίμηση. неодолимость, -И θ. το ανυπέρβλητον, το ακαταμάχητον, το ακαταγώνιστον. неодолимый επ., βρ: -лйм, -а, -о ανυπέρ- ανυπέρβλητος, ακαταγώνιστός, ακαταμάχητος, ακατα- δάμαστος, ακατανίκητος* -ая сила ακατανίκη- ακατανίκητη δύναμη· -ая страсть ακατανίκητο πάθος* - враг ακαταμάχητος εχθρός. . неодушевлённый επ. άψυχος* -ая материя ά- άψυχη ύλη. II (γραμμ.) άψυχος* одушевлённые И -ые существительные έμψυχα και άψυχα ου- ουσιαστικά. неожиданно επίρ. απροσδόκητα, ακαρτέρητα, ανεπάντεχα, απρόοπτα, ανέλπιστα, ξαφνικά. неожиданность, -и θ.* το απροσδόκητον, το απρόοπτον, το ανεπάντεχον* ВОЗМОЖНЫ всякие -И συμβαίνουν κάθε είδους απρόοπτα. неожиданный επ., βρ: -дан, -а, -О απρο- απροσδόκητος, απρόοπτος, ανεπάντεχος, ανέλπι- ανέλπιστος, ακαρτέρητος, απρόσμενος, αδόκητος, ξα- ξαφνικός. неозойский επ. καινοζωικός. неоколониализм,-а α. νεοαποικιοκρατία. неокантианство, ~а ουδ. νεοκαντιανισμός. неоклассицизм, -а α. νεοκλασικισμός. неокончательный επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη τελειωτικός, μη οριστικός* - ВЫВОД μη τελικό συμπέρασμα. неоконченность, -И θ. το ατελείωτον, το ημιτελές. неоконченный επ. ατελείωτος, ατελής, ημι- ημιτελής, μισοτελειωμένος. *неолЙТ, -а α. νεολιθική εποχή. неолитический επ. νεολιθικός* -ая эпоха νεολιθική εποχή. *неологйзм, -а α. νεολογισμός. *неОН, -а α. το νέον (χημικό στοιχείο). неОНОВЫЙ επ. του νέου, απο νέον" - свет το φως του νέου' -ая реклама ρεκλάμα απο νέον. неопасно επίρ. ακίνδυνα κλπ. επ. неопасный επ., βρ: -сен, -сна, -сно ακίν-
нео 712 нео δυνός· -ое путешествие ακίνδυνο ταξίδι. II μη επικίνδυνος, εκτός κινδύνου" - СОЛЬНОЙ о .άρρωστος είναι εκτός κινδύνου. неоперившийся επ· 1 (για νεοσσούς) άφτε- ρος. 2 μτφ. αρχάριος, πρωτόβγαλτος, πρωτά- πρωτάρης· - писатель ανώριμος συγγραφέας. неописанный επ., βρ: -сан, -санна, -санно. 1 ακατάγραφτος, ακαταχώριστός. 2 βλ. неопи- неописуемый. неописуемый επ., βρ: -суем, -а, -о απερί- απερίγραπτος· ανέκφραστος, ανεκδιήγητος, ανείπω- ανείπωτος· -ое выражение глаз απερίγραπτη έκφραση των ματιών* -ая радость απερίγραπτη χαρά. неОПЛЙТНЫЙ επ. 1 αξεπλέρωτος, αξόφλητος, ανεξόφλητος· - ДОЛГ αξόφλητο χρέος. 2 αξε- χρέωτος· - ДОЛЖНИК αξεχρέωτος οφειλέτης. Неоплаченный επ. απλήρωτος· - труд рабо- рабочего απλήρωτη δουλειά του εργάτη. * неопознанный επ. άγνωστος, ανεξακρίβωτος. Неопороченный επ. χωρίς ελαττώματα, ακη- λίδωτος, άσπιλος, ανεπίληπτος. II αναμφισβή- αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος. неоправданный επ. αδικαιολόγητος, αβάσι- αβάσιμος· - ВЫВОД αστήρικτο συμπέρασμα· -ое об- обвинение αβάσιμη κατηγορία. II άσκοπος· ~ые расходы (затраты) αδικαιολόγητα έξοδα. Неопределённо επίρ. αόριστα κλπ. επ. неопределённость, -И θ. αοριστία, ασάφεια· - ответа ασάφεια απάντησης. неопределённый επ., @ρ: -лёнен, -лённа, -лённо αόριστος, ακαθόριστος, ασαφής· αδι- ευκρίνητος· αβέβαιος· на -ое время επ' αό- αόριστο" -ые условия ακαθόριστες συνθήκες ή όροι* - ответ αόριστη απάντηση· -ое положе- положение αβέβαιη κατάσταση· -ая окраска ακαθόρι- ακαθόριστος χρωματισμός. II εκφρ. -ое местоимение (γραμμ.) αόριστη αντωνυμία* -ая форма ГЛа- ГОла το απαρέμφατο" - член αόριστο άρθρο. неопределимость, -и θ. το απροσδιόριστον, μη δυνάμενο να προσδιοριστεί. неопределимый επ., βρ: -лим, -а, -о α- απροσδιόριστος, μη προσδιορΐσιμος. неопровержимость, -И θ. το αδιάψευστον - фактов το αδιάψευστο των γεγονότων.. неопровержимый επ., 0ρ: -жим, -а, -о α- αδιάψευστος; αναμφισβήτητος· ακαταμάχητος, ατράνταχτος* -ые доказательства αδιάψευτες μαρτυρίες" -ые ДОВОДЫ ατράνταχτα επιχειρή- επιχειρήματα. неопрятность, -И θ. ακαταστασία, ασυγυρι- σιά, ατημέλεια' ρυπαρότητα. неопрятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ανε- πιμέλητος, απεριποίητος, ακατάστατος" ακά- ακάθαρτος, βρώμικος· - человек απεριποίητος άνθρωπος (λέτσος)" -ое платье ακάθαρτο φό- φόρεμα· -ая комната ασυγύριστο δωμάτιο. неопубликованный επ. ανέκδοτος, αδημοσί- αδημοσίευτος. НеОПЫТНОСТЬ, -И θ. απειρία, αδαημοσύνη, α- πραγιά· ОЩЙбка ПО -И λάθος απο απειρία. неопытный επ., βρ: -тен, -тна, -тно άπει- άπειρος, αδαής, άπραγος, ατζαμής* - врач άπει- άπειρος γιατρός. II άβγαλτος, αξέβγαλτος (που δεν έχει πείρα της ζωής, της κοινωνίας). неорганизованно επίρ. ανοργάνωτα. неорганизованность, -И θ. ανοργανωσιά. Неорганизованный επ. ανοργάνωτος* αδιορ- γάνωτος· -ые массы ανοργάνωτες μάζες. II α- τακτοποίητος* ασυμάζευτος* ρέμπελος. неорганический επ. ανόργανος· -ие вещест- вещества ανόργανες ουσίες· -ая ХИМИЯ ανόργανη χη- χημεία" -ие удобрения τεχνητά λιπάσματα. Неосведомлённость, -И θ. άγνοια, μη ενη- ενημέρωση, μη κατατόπιση. Неосведомлённый επ. ακατατόπιστός, ανημέ- ανημέρωτος, απληροφόρητος' αμύητος. Неослабевающий επ. αμείωτος, αχαλάρωτος, α- μετάπτωτος, αδιάπτωτος· συνεχής· -ее внима- внимание αχαλάρωτη προσοχή" -ая энергия αμείωτη ενέργεια (δραστηριότητα). неослабный επ., βρ: -бен, -бна, -бно βλ. неослабевающий. неосмотрительно επίρ. απρόσεκτα κλπ. επ. неосмотрительность, -и θ. απροσεξία, α- αβλεψία* απερισκεψία, αστοχασιά. неосмотрительный επ., βρ: -лен, -льна, -о απρόσεκτος" αστόχαστος, απερίσκεπτος неосмысленный επ., βρ: -лен, -ленна,-лен- но άσκεπτος, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστός. неосновательно επίρ. αβάσιμα κλπ. επ. неосновательность, -и θ. το αβάσιμον. неосновательный επ., βρ: -лен, -льна, -о 1 «αβάσιμος, αστήρικτος. 2 επιπόλαιος· απρο- νόητος* - человек επιπόλαιος άνθρωπος. неосознанный επ. ασυνείδητος, ασυναίσθη- ασυναίσθητος* - поступок ασυνείδητη πράξη. неоспоримо επϊρ. αναμφισβήτητα κλπ. επ. неоспоримость, -И θ. το αναμφισβήτητον. неоспоримый επ., βρ: -рйм, -а, -О αναμ- αναμφισβήτητος, αναντίρρητος, αδιαφιλονίκητος*- факт αναμφισβήτητο γεγονός" -ЭЯ Истина α- αδιαφιλονίκητη αλήθεια. неосторожно επίρ. απρόσεκτα, απρονόητα. неосторожность, -И θ. απροσεξία,απερισκε- απροσεξία,απερισκεψία, απρονοησία. неосторожный επ., βρ: -жен, -жна, -жно α- απρόσεκτος, απρονόητος, απερίσκεπτος* - че- человек απρόσεκτος άνθρωπος. неосуществимость, -И θ. το απραγματοποίη- απραγματοποίητο ν, το ακατόρθωτον - плана το απραγματο- ποίητον του πλάνου. неосуществимый επ., βρ: -вйм, -а, -о α-
нео 713 неп πραγματοποίητος, ανεπίτευκτος, ακατόρθωτος,- ανεφάρμοστος· -ая мечта απραγματοποίητο ό- όνειρο (χίμαιρα). неосязаемость, -И θ. το ασύληπτον, το ά- άφθαστο ν· το απρόσιτον. неосязаемый επ., βρ: -заем, -а, -О ανε- ανεπαίσθητος, ασύληπτος, άφθαστος· απρόσιτος. неотвратимо επίρ. αναπόφευκτα, αναπότρε- αναπότρεπτα κλπ. επ. неотвратимость, -И θ. το άφευκτον, το α- ναπόφευκτον, το αναπότρεπτον* το μοιραίον. неотвратимый επ., βρ: -тйм, -а, -о άφευ- κτος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος· μοιραίος. Не0ТВЯЗН0СТЬ, -И θ. το ανυποχώρητον, εμ- εμμονή· ενοχλητικότητα* - мыслей η ενοχλητι- κότητα των σκέψεων. неотвязный επ., @ρ: -зен, -зна, -ЗНО έμ- έμμονος, αξεκόλλητος· ενοχλητικός, φορτικός· какой ТЫ -! τι ενοχλητικός που είσαι! -ая МЫСЛЬ έμμονη ιδέα. неотвязчивый, επ., βρ: -чив, -а, -о βλ. неотвязный. неотделимый επ., βρ: -лйм, -а, -о αδιαχώ- αδιαχώριστος, αξεχώριστός, αχώριστος, αναπόσπα- αναπόσπαστος· άρρηκτος, αδιάρρηκτος. неотёсанность, -И θ. το απολίτιστον, α- ναγωγία· χοντροκοπιά. неотёсанный επ., βρ: -сан, -санна, -санно. 1 απελέκητος· - камень απελέκητη πέτρα. II 2 μτφ. αμόρφωτος, άξεστος. неоткуда επίρ. απο πουθενά· απο που" мне - ВЗЯТЬ деньги απο πουθενά όεν έχω να πάρω χρήματα· - ВЗЯТЬСЯ δεν έχω απο που να κρα- κρατηθώ' - ему быть опытным απο πού αυτός να έχει πείρα. неотлагательно επίρ. κατεπειγόντως, ανυ- ανυπερθέτως, χωρίς αναβολή. неотлагательный επ., βρ: -лен, -льна, -о; κατεπείγων, ανυπέρθετος, χωρίς αναβολή. неотложно επίρ. βλ. неотлагательно. неотложность, -И θ. το επείγον, το ανυ- πέρθετον, μη επιδεκτικότητα αναβολής. неотложный επ., βρ: -жен, -яна, -дно βλ. неотлагательный· - ремонт άμεση 'επισκευή· -ая ПОМОЩЬ άμεση βοήθεια· -ое дело επείγου- επείγουσα υπόθεση. неотлучно επίρ. αχώριστα, πάντοτε μαζί* - находиться при бОЛЬНОМ δεν απομακρύνομαι ού- ούτε στιγμή απο τον άρρωστο. неотлучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно αχώ- αχώριστος· - спутник αχώριστος συνοδοιπόρος. неотразимо επίρ. που δεν αποκρούεται. Неотразимость, -И θ. το αδύνατον της από- απόκρουσης . Неотразимый επ., βρ: -ЗИМ, -а, -О μη δυ- δυνάμενος να αποκρουστεί. II ισχυρός, δυνατός, έντονος· -ое впечатление ζωηρή εντύπωση. неотрывно επίρ. ενελλειπώς, αδιάκοπα, α- ακατάπαυστα· αδιάρρηκτα. неотрывный επ., Βρ: -вен, -вна, -вно α- νελλειπής· αδιάκοπος, ακατάπαυστος. неотступно επίρ. επίμονα κλπ. επ. молить - παρακαλώ επίμονα. неотступный επ., βρ: -пен, -пна, -ПНО α- ανυποχώρητος, αξεκόλλητος, επίμονος, έμμο- έμμονος· -ое преследование παρακολούθηση βήμα προς βήμα" -ая МЫСЛЬ έμμονη ιδέα* -аяпрОСЬ- ба επίμονη παράκληση. неотчётливость, -И θ. ασάφεια' αοριστία. неотчётливый επ., βρ: -лив, -а, -о ασα- ασαφής, ασαφήνιστός, αξεκάθαρος, -θάριστός* α- αδιευκρίνιστος· αμυδρός. НеОТЧуЖДаемоСТЬ, -И θ. η μη απαλλοτρίωση. неотчуждаемый επ., -аем, -а, -о αναπαλλο- αναπαλλοτρίωτος. неотъемлемость, -И θ. το αναφαίρετον. неотъемлемый επ., βρ: -лем, -а, -О ανα- αναφαίρετος* -Ое Право αναφαίρετο δικαίωμα. *неофйт, -а α., -ка, -и θ. νεόφυτος, ~η· νέος οπαδός. неофициально επίρ. ανεπίσημα. неофициальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ανεπίσημος' ~ые данные ανεπίσημα στοιχεία*- разговор ανεπίσημη συνομιλία* - ИСТОЧНИК ανεπίσημη πηγή. неоформленный επ. άτυπος· μη νομιμοποιη- νομιμοποιημένος. неохватный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ανα- γκάλιαστος, τεράστιος* πελώριος. неохота, ~Ы θ. 1 αθυμία, απροθυμία* ανο- ανορεξία" С -ОЙ ανόρεχτα, χωρίς διάθεση. 2 ως κατηγ. δεν υπάρχει διάθεση· мне - ехать на *бал δεν έχω διάθεση να πάω στο χορό. неохотно επίρ. ανόρεχτα, χωρίς διάθεση, ά- κεφα* делать ЧТО - κάνω κάτι ανόρεχτα. неохотный επ. ανόρεχτος, απρόθυμος, χωρίς διάθεση· - вид ανόρεχτη όψη ή ύφος. неохочий, -ая, '-ее επ. βρ: -хоч, -а, -е; (απλ.) βλ. неохотный. неоценённый επ. βρ: -нён, -нённа, -нённо; (παλ.) βλ. неоценимый. неоценимый επ., βρ: -НИМ, -а, -О ανεκτί- ανεκτίμητος, ατίμητος· πολύτιμος. неощутимый επ., βρ: -тйм, -а, -о ανεπαί- ανεπαίσθητος· απαρατήρητος. неощутительный επ., βρ: -лен, -льна,-льно βλ. неощутимый. непарнокопытный επ. περιττοδάκτυλος. II ουσ. πλθ. -ые τα περιττοδάκτυλα. непарный επ. αζευγάρωτος, που δεν είναι του ίδιου ζευγαριού" -ые перчатки αζευγάρω- τα γάντια" -ая Обувь αζευγάρωτα υποδήματα.
неп 714 неп непартийность, -И θ. η μη κομματικότητα. II αντικομματικότητα. непартийный επ., βρ: -йен, -ййна, -ййно; εξωκομματικός, μη μέλος του κόμματος. II α- непедагогично επίρ. αντιπαιδαγωγικά. непедагогЙЧНОСТЬ, -И β. μη ύπαρξη παιδα- παιδαγωγικού τρόπου. непедагогичный επ., β ρ: -чен, -чна, -чно; αντιπαιδαγωγικός. непереводимый επ., 0ρ: -дам, -а, -О αμε- αμετάφραστος, μη δυνάμενος να μεταφραστεί· -ая игра αμετάφραστο λογοπαίγνιο. непередаваемый επ., βρ: -ваем, -а, -о α- απερίγραπτος, ανεκδιήγητος, ανομολόγητος, α- ανέκφραστος, ανείπωτος. непереносимый επ., 8ρ: -сим, -а, -о ανυ- ανυπόφορος · αφόρητος' -ая боль αβάσταχτος πόνος. непереходный επ. (γραμμ.) αμετάβατος. ГЛаГОЛ αμετάβατο ρήμα. Непечатный επ. άσχημος, άσεμνος, αισχρός· -ые СЛОВа αισχρόλογα· -ЭЯ брань αισχρό υ- βριολόγιο. неписаный επ. άγραφος· -ые законы άγρα- άγραφοι νόμοι. неплатёж, -ежа α. η μη πληρωμή. неплатёжеспособность, -И θ. αδυναμία πλη- πληρωμής* το αναξιόχρεον' αναξιοπιστία. неплатёжеспособный επ., зр: -бен, -бна,-о αναζιόχρεος· αναξιόπιστος. неплательщик, -а α. κακοπληρωτής. неПЛОДОрОДНОСТЬ, -И θ. αγονία, αφορία, α- καρπία. неплодородный επ., βρ: -ден, -дна,-дно ά- άγονος,-άφορος, άκαρπος" στείρος* -ая почва άγονο έδαφος. неплодотворно επίρ. άγονα, στείρα. НеПЛОДОТВОрНОСТЬ, -И θ. μη γονιμότητα, μη παραγωγικότητα· στείρωση, στειρότητα. Неплодотворный επ. άγονος, απαραγωγος,στεί- απαραγωγος,στείρος· -ая работа στείρα εργασία. неплотно επίρ. όχι εφαρμοστά· дверь - за- закрыта η πόρτα δεν είναι εφαρμοστά κλεισμένη. НёПЛОТНЫЙ επ. ασυμπαγής' μη συνεκτικός" μη εφαρμοστός. неплохо επίρ. όχι άσχημα· αρκετά καλά· она ВЫГЛЯДИТ - αυτή έχει αρκετά καλή όψη· ЭТО - сказано αυτό καλά ειπώθηκε. НеПЛОХОЙ επ.,'βρ: -ПЛОХ, -а, -О όχι άσχη- άσχημος, - κακός· αρκετά καλός· ικανοποιητικός. Непобедимо επίρ. αήττητα, ακατανίκητα. непобедимость, -И θ. το αήττητον, το ακα- τανίκητον. непобедимый επ., βρ: -ДЙМ, -а, -О αήττη- αήττητος, ανίκητος, ακατανίκητος. П ακαταμάχη- ακαταμάχητος, απροσμάχητος, απρόσμαχος. неповадно επίρ. ως κατηγ. είναι ανεπιθύ- ανεπιθύμητο* δεν είναι ευχάριστο. Ι! εκφρ. чтобы было - (сделать) για να μην το ξανακάνει. неповинный επ., βρ: -винен, -вйнна, -вйнно αθώος· НИ В чём - εντελώς αθώος. Неповиновение, -Я ου δ. ανυποταξία, ανυποτα- ανυποταγή· απείθεια· - властям ανυποταγή στις αρ- αρχές* оказать - δείχνω ανυποταγή. НеПОВорОТЛИВОСТЪ, -И θ. αδεξιότητα, δυ- δυσκινησία, έλλειψη σβελτάδας. неповоротливый επ., βρ: -лив, -а, -о αδέ- αδέξιος, επαρίστερος* δυσκίνητος, μη σβέλτος. Неповторимость, -И θ. το ανεπανάληπτον· - древнегреческого искусства το ανεπανάλη- ανεπανάληπτον της αρχαιοελληνικής Τέχνης. неповторимый επ., βρ: ~рйм, -а, -О ανε- ανεπανάληπτος· μοναδικός (στο είδος του).· εξαι- εξαιρετικός. неповторяемый επ., βρ: -яем -а, -о βλ. неповторимый. непогода, -Ы θ. κακοκαιρία, παλιόκαιρος ή άθλιος (ελεεινός) καιρός. непогодь, -и θ. (απλ.) βλ-, непогода. непогожий, -ая, -ее επ. βροχερός· συννε- συννεφιασμένος· βαρύς* - день βροχερή μέρα. непогребённый επ. ασαβάνωτος· άταφος. Непогрешимость, -И θ. το αναμάρτητον, α- ναμαρτησία' το αλάνθαστον. непогрешимый επ., βρ: -щим, -а, -о ανα- μάρτητος αλάνθαστος, αλάθητος. II άμεμπτος. неподалёку επίρ. όχι. μακριά· κοντά, σιμά. НеПОДачЛИВОСТЬ, -И θ. αυστηρότητα· τραχύ- τραχύτητα. II αδιαλλαξία, ισχυρογνωμοσύνη· ακαμψία. неподачливый επ., βρ: -лив, -а, -о σκλη- σκληρός, τραχύς, δυσκολοδούλευτος· - камень δυ- σκολοδούλευτη πέτρα. II μτφ. ανένδοτος, άκα- άκαμπτα*;· αδιάλλακτος, ισχυρόγνωμος. неподатной επ. απαλλαγμένος φόρου· αφορο- αφορολόγητος· -Ое Сословие αφορολόγητο κοινωνικό στρώμα. неподведомственный επ., Βρ: -вен, -венна, -венно αναρμόδιος. Неподвижно επίρ. ακίνητα, σε ακινησία. НеПОДВЙЖНОСТЬ, -И θ. ακινησία. неподвижный επ., 0ρ: -жен, -жна, -жно α- ακίνητος, ακούνητος, ασάλευτος· ОН остался -ЫМ αυτός έμεινε ακίνητος* -ые звёзды απλα- απλανή αστέρια: II αδρανής' αργοκίνητος, βραδυ- κίνητος. II χαλαρός, άτονος· - ВЗГЛЯД απλα- απλανές βλέμμα· ~ое ЛИЦО αδιάφορο (απαθές) πρό- πρόσωπο . неподготовленность, -и θ. απροετοιμασία. неподготовленный επ. ανέτοιμος, άνετοι μα- μαστός· απροετοίμαστος. II ανεξάσκητος, ανεκ- ανεκπαίδευτος, αγΰμναστος· ~ые солдаты αγύμνα- στοι στρατιώτες.
неп 715 йен неподдельный, επ., βρ: -лен, -льна, -льно μη πλαστός· απαραποίητος· έγκυρος, γνήσιος, πραγματικός· ακί@δηλος, απαραχάρακτος.Π ει- ειλικρινής* απροσποίητος, φυσικός. неподкупность, -И θ. το ανεξαγόραστον, το αόέκαστον ευσυνειδησία. неподкупный επ., 3ρΦ· -пен, -пна, -пно α- νεξαγόραστος, ανώτερος χρημάτων, αδέκαστος· ευσυνείδητος* быть -ЫМ δεν εξαγοράζομαι· - характер ακέραιος χαρακτήρας· - человек α- νεζαγόραστος (τίμιος) άνθρωπος. неподобающий επ. ανάρμοστος, άπρεπος, α- αταίριαστος' вести себя -им образом φέρνομαι άπρεπα. неподобный επ. (παλ.) ανάρμοστος, άπρεπος, άσεμνος, άσχημος· -ие слова άσχημες λέξεις. неподражаемый επ., βρ: -аем, -а, -о αμί- αμίμητος· άφθαστος· μοναδικός, απαράμιλλος. неподсудный επ., βρ: -ден, -дна, -дно μη δικαστικής αρμοδιότητας. неподходящий, -ая, -ее επ. αταίριαστος, α- ακατάλληλος, απρόσφορος· άχρηστος· -ие усло- условия ακατάλληλες συνθήκες. неподчинение -я ουδ. ανυποταγή· - властям ανυποταγή στις αρχές. непозволительно επίρ. ανεπίτρεπτα, απαρά- απαράδεκτα· вести себя - φέρνομαι κατά τρόπο α- απαράδεκτο. непозволительность, -И θ. το ανεπίτρεπτο, το απαράδεκτο· απαγόρευση. непозволительный επ., βρ: -лен, -льна, -о ανεπίτρεπτος, απαράδεκτος* -ая ОЩИбка απα- απαράδεκτο λάθος. II ανάρμοστος, άπρεπος. непознаваемость, -И θ. αγνωσιμότητα, το αδύνατον της γνώσης. непознаваемый επ., βρ: -аем, -а, -ο(γραπ. λόγος) αγνώσιμος, που δε μπορεί να γνωστεί: непокладистый επ., βρ: -диет, -а, -о. 1 α- αδιάλλακτος, ανένδοτος· ισχυρογνώμονας. 2 (παλ.) άγαρμπος, ακανόνιστος, ,κακοφτιαγμένος. непокойный επ., βρ: -коен, -а, -о (παλ.) βλ. беспокойный. Непоколебимо επίρ. ακλόνητα, ατράνταχτα, α- ακράδαντα, αδιάσειστα. непоколебимость, -И θ. το ακλόνητο, το α- ακράδαντο, το αδιάσειστο. непоколебимый επ., βρ: -бйм, -а, -О ακλό- ακλόνητος, ακούνητος, ακράδαντος, αδιάσειστος* -ая уверенность ακράδαντη πεποίθηση· -ая ВОЛЯ μεγάλη θέληση. непокорённый επ. ανυπότακτος· αδάμαστος, ακατάβλητος* αδούλωτος. непокорно επίρ. ανυπότακτα. Непокорность, -И θ. ανυποταγή· ανυπακοή* απείθεια. непокорный επ., βρ: -рен, -рна, -рно ανυ- ανυπότακτος, ατίθασος" αδάμαστος* - КОНЬ ατί- ατίθασο άλογο. II ανυπάκουος* απειθής. неполадки, -док, -дкам (ενκ. неполадка,-и θ.) ανωμαλίες στη λειτουργία, μικροβλάβες αδιόρθωτες' - в машине ανωμαλίες στη λει- λειτουργία της μηχανής. II παραξηγήσεις, γκρί- γκρίνιες· - отца С матерью γκρίνιες του πατέρα με τη μάνα. неполивной επ. απότιστός* -ые земли από— τιστα εδάφη* -о'е земледелие ξηρική καλλι- καλλιέργεια. неполитичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно α- απολίτιστος* - человек απολίτιστος άνθρωπος* -ое Обращение απολίτιστη συμπεριφορά. неполно επίρ. όχι πλήρως* ελλειπώς, ατελώς. неполногласие, -Я ο,υδ. (στην αρχαία σλα- σλαβική γλώσσα)· είδος συναίρεσης: Город-град, молоко'-млёко. неполногласный επ, της συναίρεσης*-ые со- сочетания συνδυασμοί συναίρεσης. неполнозубые, -ЫХ πλθ. (ζωολ.) τα νωδά. неполноправие, -Я ουδ. ανισοτιμία. неполноправность, -и θ. ανισοτιμία. неполноправный επ., βρ: -вен, -вна, -вно ανισότιμος, που δεν έχει ίσα δικαιώματα. неполнота, -Ы θ. η μη πληρότητα* ανεπάρ- ανεπάρκεια· ατέλεια* - сведений ανεπάρκεια πλη- πληροφοριών . НеПОЛНОЦёнНОСТЬ, ~И &. η μη πλήρης αξία* κατωτερότητα, το υποδεέστερον. неполноценный επ., βρ: -ценен, -ценна, -о μη πλήρους αξίας, κατώτερος της ονομαστικής του αξίας· υποδεέστερος, κατώτερος, ελαττω- ελαττωματικός, ατελής* -ые продукты κατώτερα προϊ- προϊόντα. неполный επ., βρ: -лон, -лна, -лно о μη πλήρης* λειψός, ελλειπής· κοντόγεμος* -ое ведро κοντόγεμος κουβάς* -стакан κοντόγεμο ποτήρι* «· метр λειψό μέτρο* -ая средняя шко- школа μη πλήρες (δεκατάξιο) σχολείο βλ. семи- лётка! II εκ φρ. -ое предложение (γραμμ.) ελ- ελλειπής πρόταση. неполовозрелый επ. ανώριμος σεξουαλικά. Неположенный επ. μη καθιερωμένος· ακατάλ- ακατάλληλος' ЯВИТЬСЯ В - день παρουσιάζομαι στη μη καθιερωμένη μέρα. непомерно επίρ. υπέρμετρα, υπερβολικά. непомерность, -И θ. υπερβολικότητα, το υ- υπέρμετρο. непомерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно υ- υπέρμετρος, υπερβολικός· -ая толщина υπερβο- υπερβολική παχυσαρκία (υπερβολικό πάχος)· -ые тре- требования υπερβολικές απαιτήσεις. непонимание, -Я ουδ. ακατανοησία, ακατα- ληψία· Взаимное - αλληλοακατανοησία* ПОЛНОе πλήρης ακατανοησία.
неп 716 неп непоНИШЮЦИЙ επ. ανόητος, μωρός. непонятливость, -И θ. άνοια, μωρία, κου- φόνοια, ευήθεια. непонятливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 μω- μωρός, κουτούτσικος, αβέλτερος, κουφόνους, ε- λαφρόνους, αμβλύνους. 2 ακατανόητος, ακατά- ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος. непонятно επίρ. ακατανόητα, δυσκολονόητα. II ως κατηγ. είναι, ακατανόητο κλπ. επ. непоНЯТНОСТЬ, ~И θ. ακατανοησία, ακαταλη- ψία, το δύσληπτο. непонятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 ακατανόητος, ακατάληπτος, δυσνόητος, δυσκα- τάληπτος, δυσκολονόητος. II ανεξήγητος, πα- παράξενος, παράδοξος. 2 βλ. непонятливый. непопадание, -Я ουδ. αστοχία, η μη εύρεση του στόχου. непоправимость, -И θ. το αδιόρθωτο, το α- ανεπανόρθωτο κλπ. επ. непоправимый επ., βρ: -вйм, -а, -о ανεπα- ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος, αγιάτρευ- τος· -ая ошибка αδιόρθωτο λάθος· -ое не- несчастье ανεπανόρθωτο κακό (δυστύχημα). Непопулярный επ. μη δημοφιλής*αντιλαϊκός. непорочно επίρ. αγνά, ενάρετα κλπ. επ. Непорочность, -И θ. αγνότητα, το άμεμπτο, το άσπιλο, το αμίαντο. непорочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 αγνός, ενάρετος, άσπιλος, αμίαντος, αναμάρ- τητος· -ая девочка αγνό κορίτσι· -ое чув- чувство αγνό αίσθημα. 2 άμεμπτος, άψογος, α- αψεγάδιαστος, ανεπίληπτος. непорядок, -Дка α. αταξία, ακαταστασία. неПОрЙДОЧНО επίρ. αναξιόπρεπα κλπ. επ. непорядочность, ~И θ. αναξιοπρέπεια· .αγέ- .αγένεια, ευτέλεια.. непорядочный επ., 0ρ: -чен, -ЧНа, -ЧНО α- αναξιοπρεπής* αγενής, ευτελής. непосвящённый επ. αμύητος, ακατατόπιστός, απληροφόρητος. II ως ουσ. αμύητος, αμυσταγώ- γητος. , * непоседа, -Ы α.κ.θ. αεικίνητος, -η, ανή- ανήσυχος, -η, άστατος, -η, ασταμάτητος, -η. непоседливость, -И θ. κατάσταση συνεπούς κίνησης. непоседливый επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О αεικί- αεικίνητος, ανήσυχος, άστατος, ασταμάτητος·- ре- бёНОК ανησύχαστο παιδάκι. непосещаемость, -и θ. βλ. непосещение. непосещение, -Я ουδ. απουσία, μη παρακο- παρακολούθηση· - лёкЦИИ μη παρακολούθηση διαλέξεων. . непосильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; υπέρτερος των δυνάμεων'δυσβάσταχτος· -ая но- ноша δυσβάσταχτο φορτίο· - труд εξαντλητική δουλειά· -ая задача δύσκολο πρόβλημα. непоследовательно επίρ. με ασυνέπεια. Непоследовательность, -И θ. ασυνέπεια, α- ανακολουθία, ασυνέχεια· ασυναρτησία. непоследовательный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО ασυνεπής, ανακόλουθος* ασυνάρτητος* α- αντιφατικός" - человек ασυνεπής άνθρωπος. непослушание, -Я ουδ. ανυπακοή· απείθεια' наказать ребёнка за - τιμωρώ το παιδάκι για ανυπακοή. непослушный επ., βρ: -шен, -шна, -ШНО α- ανυπάκουος* απειθής" - ребёнок ανυπάκουο παι- παιδάκι. II ακράτητος, ασυγκράτητος* ~ые слёзы ασυγκράτητα δάκρυα. непосредственно επίρ. άμεσα, χωρίς μεσο- μεσολάβηση άλλου παράγοντα. непосредственность, -и θ. φυσικότητα, το αυθόρμητο, ενστικτώδης ώθηση. непосредственный επ., βρ: -вен, -вънна,-о άμεσος* -начальник άμεσος προϊστάμενος· ПОД ~ЫМ руководством με την άμεσο καθοδήγηση. II φυσικός, απλός· απροσποίητος. II αυθόρμητος, ενστικτώδης. непостижимый επ., βρ: -жим, -а, -о ασύλη- πτος, αδιανόητος, ακατανόητος, ακατάληπτος. II εκφρ. уму -МО δεν το χωράει ο νους μου. непостижный επ., βρ: -жен, -жна, -ο(παλ.) βλ. непостижимый. Непостоянно επίρ. όχι μόνιμα, όχι σταθε- σταθερά, όχι πάντοτε. непостоянный επ., βρ: ~&ен, -янна, -янно 1 ασταθής, άστατος· ευμετάβλητος* ρευστός* - характер ασταθής χαρακτήρας* -ая ПОГОДЭ ά- άστατος καιρός. 2 παλίμβουλος, παλίντροπος, αψίκορος, ευμετάβολος. непостоянство, -а ουδ. αστάθεια, αστασία, μη μονιμότητα. II ευμεταβλησία, παλιμβουλία. *неП0ТЙЗМ, -а α. 1 ανεψιοκρατία, νεποτι- σμός* 2 μτφ. συγγενοπροστασία, συγγενοκρα- τ ία. непотопляемость, ~И θ. το ακαταπόντιστο ή ακαταβύθιστο. непотребный επ., βρ: -бен, -бна, -бно. 1 (παλ.) άχρηστος, ακατάλληλος για χρήση. Ι! πολύ κακός* αχρείος. 2 (παλ.) άπρεπος, ά- άσεμνος, ανάρμοστος* -ые Слова αισχρόλογα. II εκφρ. - ДОМ οίκος ανοχής. непохожий, -ая, -ее επ., βρ: -хож,-а, -е ανόμοιος, άμοιαστος' διαφορετικός, αλλοιώ τικος. непочатый επ. μη αρχινημένος, ανάρχιστος* άθικτος, απείραχτος· -ая бочка вина ανάρχι- στο βαρέλι με κρασί. II μτφ. άφθονος.II εκφρ. - край ή угол αφθονία, το κέρας της Αμάλ- Αμάλθειας. непочтение, -Я ουδ. ασέβεια, ανευλάβεια, αναίδεια· μη εκτίμηση. непочтительность, -и θ. βλ. непочтение.
неп 717 неп непочтительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ασεβής, ανευλαβής, αναιδής. Неправда, -Ы θ. αναλήθεια· ψέμα.· ГОВОРИТЬ -у δε λέγω την αλήθεια· -ою не проживёшь με το ψέμα δε μπορείς να ζήσεις. II απάτη. Неправдоподобие, -Я ουδ. αναληθοφάνεια, α- απιθανότητα" φαινομεν ικότητα. II το αφύσικο, το ασυνήθιστο, το παράδοξο. неправдоподобный επ., ер: -бен, -бна, -бно αναληθοφανής, απίθανος· φαινομενικός. II αφύ- αφύσικος, ασυνήθιστος, παράξενος, παράδοξος. неправедный επ., βρ: -ден, -дна, -дно (παλ} 1 άδικος· - начальник άδικος προϊστάμενος. 2 αμαρτωλός· -ая ЖИЗНЬ αμαρτωλή ζωή. неправильно επίρ. όχι σωστά* αντικανονικά, εσφαλμένα, λαθεμένα· κακώς· - информировать κακώς πληροφορώ· - истолковать κακώς ερμη- ερμηνεύω (παρερμηνεύω)" ~ понимать κακώς εννοώ· παρανοώ· - СУДИТЬ εσφαλμένα κρίνω" - произ- произносить δεν προφέρω σωστά. неправильность, -И θ. 1 το μη σωστό* αντι- κανον ικότητα· ανωμαλία. II παρατυπία, παρέκ- παρέκκλιση (απο γενικό κανόνα). 2 αναλήθεια, ανα- ανακρίβεια. 3 αδικία. неправильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 μη σωστός" αντικανονικός, ανώμαλος· μη φυ- φυσιολογικός· -ое развитие организма μη φυσιο- φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού. Ι! επιλήψιμο?, επίμεμπτος· καταχρηστικός, παράτυπος. 2 ανα- αναληθής, ανακριβής* λαθεμένος, εσφαλμένος· расчёт λαθεμένος λογαριασμός· -ое суждение εσφαλμένη κρίση" -ая точка зрения λαθεμένη άποψη. II άδικος" -ое Обвинение άδικη κατηγο- κατηγορία. II εκφρ. -ые ГЛаГОЛЫ ανώμαλα ρήματα·-ая дробь (μαθ.) καταχρηστικό ή νόθο κλάσμα. Неправомерность, -И θ. παρανομία, -νόμημα. неправомерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно πα- παράνομος, έκθεσμος* - ПОСТУПОК παράνομη πρά- πράξη· -ые притязания παράνομες διεκδικήσεις. неправомочность, -И θ. αναρμοδιότητα· суда αναρμοδιότητα του δικαστηρίου. неправомочный επ., βρ: -чен, -чна,. -чно α- αναρμόδιος· - Суд αναρμόδιο δικαστήριο. Неправоспособность, -И θ. (νομ.) μη νομιμό- νομιμότητα (για δικαιοπραξία). неправоспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно (νομ.) μη νόμιμος. неправосудие, -Я δικαστική παρανομία. неправосудный επ., βρ: -Ден, -дна, -ДНО πα- παράνομος δικαστικά· -Οθ резёние παράνομη δι- δικαστική απόφαση. Неправота, -Ы θ. το άδικο' πλάνη, σφάλμα, λάθος· доказать ЧЬЮ -у αποδείχνω το άδικο κάποιου" Сознаться В СВоёЯ -έ παραδέχομαι ότι έχω άδικο" раскаяться В своей ~ё μετα- μετανιώνω για το σφάλμα μου. неправый επ., βρ: -прав, -а, -о άδικος, που δεν έχει δίκαιο" ОН ^-ав αυτός δεν έ- έχει δίκαιο ή αυτός έχει άδικο. II (παλ.) άδικος, που δεν απονέμει το δίκαιο" - суд άδικο δικαστήριο. непрактйческий επ. (παλ.) βλ. непрактй- непрактйчность, -и θ. έλλειψη πρακτικού πνεύματος. непрактичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; μη πρακτικός, στερούμενος πρακτικού πνεύ- πνεύματος" - человек μη πρακτικός άνθρωπος. непревзойдённый επ. ανυπέρβλητος, ανυ- πέρβατος, αξεπέρστος" απαράμιλλος, άφθα- άφθαστος" -ое древнегреческое искусство η ά- άφθαστη αρχαιοελληνική Τέχνη. II πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, ανήκουστος" -ая жесто- жестокость πρωτοφανής σκληρότητα. непредвиденный επ. απρόβλεπτος, απρόο- απρόοπτος* - случай απρόβλεπτη περίπτωση* -ые расходы απρόβλεπτα έξοδα. непреднамеренность, -И θ. η μη σκοπιμό- σκοπιμότητα, το απρομελέτητο. непреднамеренный επ., βρ: -рен, *ренна, -ренно μη σκόπιμος, απρομελέτητος, απρο- σχεδΐαστος, απροβούλευτος. непредотвратЙМОСТЬ, -И θ. το αναπότρε- αναπότρεπτο, το άφευκτο, το αναπόφευκτο. непредотвратимый επ., βρ: ~тйм, -а, -о; αναπότρεπτος, άφευκτος, αναπόφευκτος. непредубеждённый επ. απροκατάληπτος, α- ανεπηρέαστος* αντικειμενικός*' - читатель α- ανεπηρέαστος αναγνώστης. непредумышленный επ. (γραπ. λόγος) βλ. непреднамеренный. непредусмотрительно επίρ. απρόβλεπτα, α- προνόητα· απερίσκεπτα. непредусмотрительность, -и θ. απρονοη- απρονοησία, απροθλεψία, αστοχασιά, απερισκεψία. непредусмотрительный επ., βρ: -лен,-ль- -лен,-льна, -ЛЬНО απρόβλεπτος, απρονόητος· απερί- απερίσκεπτος· - ХОЗЯИН απρονόητος νοικοκύρης* - поступок απερίσκεπτη πράξη. непрезентобелышй επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО μη εντυπωσιακός, ασήμαντος,μη σπου- σπουδαίος, αφανής. непреклонность, -и θ. ακαμψία, αλυγισιά, σταθερότητα, εμμονή. непреклонный επ., βρ: -о'нен, -онна, -о; άκαμπτος, αλύγιστος· ακούνητος, ακράδα- ακράδαντος, ατράνταχτος· -ая ВОЛЯ αλύγιστη (στα- (σταθερή) θέληση· -ое решение αμετάκλητη α- απόφαση· ~ характер άκαμπτος χαρακτήρας. непрекосло'вно επίρ. βλ. беспрекословно. непрекословность, -и θ. βλ. беспреко- беспрекословность.
неп 718 неп нёпрекословный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; 0λ. беспрекословный. непреложность, -И θ. το απαράβατο, το α- απαραβίαστο. непреложный επ., βρ: -жен, -жна, -жно α- απαράβατος, απαραβίαστος* - закон απαράβατος νόμος..II αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος, α- αναντίρρητος· ~ая Истина αδιαμφισβήτητη α- αλήθεια. непременно επίρ. απαραίτητα, οπωσδήποτε· - приду οπωσδήποτε θα έρθω. непременный επ., βρ: -мёнен, -мённа, -о.ι απαραίτητος· -ое усло'вие απαραίτητος όρος. 2 μόνιμος· - член КОМИССИИ μόνιμο μέλος ε- επιτροπής· - секретарь μόνιμος γραμματικός· - заседатель μόνιμος σύνεδρος. непреоборимость, -И θ. το ακαταγώνιστο, το ακατάβλητο, το ακατανίκητο κλπ. επ. непреоборимый επ., βρ: -рим, -а, -о ακα- ταγώνιστός, ακατάβλητος, ακατανίκητος· ανυ- ανυπέρβλητος. непреодолимо επίρ. βλ. неодолимо. непреодолимость, -и θ. βλ. неодолимость. непреодолимый επ., βρ: -лйм, -а, -о βλ. НеоДОЛЙМЫЙ· -ое препяствие ανυπέρβλητο ε- εμπόδιο' -ая сила ανωτέρα βία* -ая СтраСТЬ α- ακατανίκητο πάθος. непререкаемость, -И θ. το αναντίρρητο. непререкаемый επ., βρ: -каем, -а, -о ανα- αναντίρρητος, αναντίλεκτος, αναμφίλογος· αναμ- αναμφισβήτητος· - авторитет αναμφισβήτητο κύ- κύρος' Говорить -ЫМ ТОНОМ μιλώ με κατηγορη- κατηγορηματικό τόνο. непрерывно επίρ. αδιάκοπα, ασταμάτητα, α- ακατάπαυστα· συνεχώς· - ШЛИ ДОЖДЫ συνέχεια έβρεχε. непрерывный επ., βρ: -вен -вна, -вно α- αδιάκοπος, ακατάπαυστος, ασταμάτητος, αδιά- αδιάλειπτος· συνεχής, διαρκής· -ая бОЛЬ ασταμά- ασταμάτητος πόνος· - шум συνεχής θόρυβος· -ая дробь συνεχές κλάσμα. непрестанно επίρ. βλ. непрерывно. непрестанный επ., βρ: -танен, -танна, -о βλ.-непрерывный. неприветливо επίρ. ψυχρά, κρύα· χλιαρά, α- φιλόφρονα" встретить ГОСТЯ - υποδέχομαι το μουσαφίρη αφιλόξενα. неприветливость, -И θ. απροσηγορϊα, ψυ- ψυχρότητα, χλιαρότητα. неприветливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 α- προσήγορος, ψυχρός, .κρύος· χλιαρός. 2 μτφ. σκαιός, βλοσυρός" σκυθρωπός. неприветный επ. βρ: -тен, -тна, -тно (παλ.) βλ. неприветливый. НепрИВЛекаТеЛЬНОСТЬ, -И θ. ακαλαισθησία, αφιλοκαλϊα. непривлекательный επ,, βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО μη ελκυστικός, άχαρος, αφιλόκαλος, α- ντικαλαισθητικός. непривычка, -И θ. η μη συνήθεια, ασυνηθι- σιά" С -И απο ασυνηθισιά. непривычно επίρ. ασυνήθιστα. II ως κατηγ. απρόσ. είναι ασυνήθιστο. непривычность, -и θ. βλ. непривычка. непривычный επ., βρ: -чен, -чна, -чно α- ασυνήθιστος· ασυνήθης· -ая обстановка ασυνή- ασυνήθιστο περιβάλλον -ая рука ασυνήθιστο (ανε- ζάσκητο) χέρι. Неприглядность, -И θ. αηδία, σιχαμάρα, неприглядный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО α- αηδιαστικός, αποκρουστικός· σιχαμερός. непригодность, -И θ. το άχρηστο, το ακα- ακατάλληλο . непригодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно ά- άχρηστος, ακατάλληλος· - инструмент άχρηστο εργαλείο. II ανίκανος· - к военной службе α- ανίκανος για στρατιωτική θητεία. непригоже επίρ. (παλ. κ. απλ.) απρεπώς, α- ανάρμοστα' άσεμνα, αισχρά. Π ως κατηγ. δεν ταιριάζει, - αρμόζει, - πρέπει. непригожий, -ая, -ее επ., βρ: -гож, -а, -е (παλ. κ. απλ.). 1 άχαρος" άσχημος, δυσειδής' -ОЖ- ОН собою αυτός είναι άσχημος· ■ -ОЖ ЛИЦОМ ασχημομούρης· 2 απρεπής, άσεμνος, αισχρός· -Ие слова αισχρόλογα (παλι*6λογα). неприемлемость, -И θ. το απαράδεκτο· предложения το απαράδεκτο της πρότασης. неприемлемый επ., βρ: -лем, -а, -О απαρά- απαράδεκτος· -ые УСЛОВИЯ απαράδεκτοι όροι* ЭТО -О αυτό είναι απαράδεκτο. неприёмный επ.που δε δέχεται,που. δεν περι- λαβαίνει· - день μέρα που δε δέχεται (ακρό- (ακρόαση, Παραλαβές κ.τ.τ.)· -ые часы ώρες που δε δέχεται (ακροάσεις κ.τ.τ.). Непризнанный επ. μη αναγνωρισμένος·- ПОЭТ μη αναγνωρισμένος ποιητής. неприкаянность, -И θ. συνεχής κίνηση, το αεικίνητο. неприкаянный επ. αεικίνητος, ασταμάτητος, ανήσυχος. II εκφρ. как - σα να μη τον χωράει ο τόπος. Неприкосновенность, -И θ. το απαραβίαστο· ασυλία· - ЖИЛИЩ το απαραβίαστο της κατοι- κατοικίας· дипломатическая - διπλωματική ασυλία. неприкосновенный επ., βρ: -вёнен, -вённа, -вёнНО. 1 άθικτος, άγγιχτος, ανάπαφος· - за- ПЭ.С άθικτο απόθεμα. 2 μτφ. απαραβίαστος, α- απαράβατος* ^ρός· άσυλος. ■ неприкрашенный επ. ακαλλώπιστός, αστόλι- αστόλιστός, αφτιασίδωτος· φυσικός* σκέτος· -ая истина (правда) γυμνή αλήθεια* -ая действи- действительность σκέτη πραγματικότητα.
неп 719 неп неприкрытый επ. 1 λίγο ανοι,χτόςΓ. μισοκλει- μισοκλεισμένος, φιρός* ~ая дверь φιρή πόρτα. 2 α- ασκεπής, ασκέπαστος, ακάλυπτος. II μτφ. απρο- απροκάλυπτος, απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος. 3 μτφ. ειλικρινής, απροφάσιστος, απροσχημάτι- απροσχημάτιστος* -ая правда καθαρή αλήθεια. неприличие, -Я ουδ. απρέπεια, ασχήμια, α- ναίόεια· αισχρότητα. Неприлично επίρ. απρεπώς, άσεμνα κλπ. επ. неприличность, -и θ. βλ. неприличие. неприличный επ., βρ: -чен, ~чна, ~чно α- απρεπής, άσεμνος, ανάρμοστος,άκοσμος· άσχη- άσχημος· - ВИД άσχημη όψη· -ые СЛОВО αισχρόλο- γα· - ПОСТУПОК ανάρμοστη πράξη* -ое пове- поведение άσχημη (κακή) διαγωγή. неприменимый επ., βρ: -ним, -а, -О ανε- ανεφάρμοστος* -ое средство ανεφάρμοστο μέσο. неприметно επίρ. απαρατήρητα κλπ. επ. неприметность, -И θ. το απαρατήρητο. неприметный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 απαρατήρητος* δυσδιάκριτος. II ασήμαντος, α- ανεπαίσθητος· ελάχιστος* -ая разница ελάχιστη διαφορά. 2 ασήμαντος, αφανής* - человек α- ασήμαντος άνθρωπος (ανθρωπάριο). непримечательный επ., βρ: -лен, -льна, ~о απαρατήρητος· άσημος, ασήμαντος. Непримиримость, -И θ. αδιαλλαξία* το α- ανένδοτο, το ανειρήνευτο. непримиримый επ., βρ: -рйм, -а, -О αδιάλ- αδιάλλακτος, ανένδοτος, ανειρήνευτος* ασυμφιλίω- τος* -ая борьба ανένδοτος αγώνας. II ασύμφω- νος* ασυμβίβαστος* -ые противоречия ανεξά- λειπτες αντιθέσεις. непринуждённо επϊρ. ασύστολα, ελεύθερα, α- αβίαστα, απλά, φυσικά. Непринуждённость, -И θ. μη συστολή, φυσι- φυσικότητα, απλότητα· οικειότητα. непринуждённый επ., βρ: -дён, -дённа, -о; μη συνεσταλμένος, ελεύθερος, αβίαστος· φυ- φυσικός, απλός* -ая ПОза φυσική (ελεύθερη)στά- (ελεύθερη)στάση * - ТОН αβίαστος τόνος. неприспособленность, -И θ. έλλειψη προ- προσαρμογής, το αναπροσάρμοστο, η μη εξοικείωση. неприспособленный επ., βρ: -лен, -ленна, -ленно απροσάρμοστος, ανεξοικίωτος* ασυνή- ασυνήθιστος* - человек к жизни απροσάρμοστος άν- άνθρωπος στη ζωή. непристойно επίρ. αναξιόπρεπα, άπρεπα* вести себя φέρνομαι άπρεπα. непристойность, -И θ. αναξιοπρέπεια, απρέ- πεια* αισχρότητα. непристойный επ., βρ: -сто'ен, -стойка, -о αναξιοπρεπής, απρεπής, ανάρμοστος, άσεμνος* αισχρός. неприступность, -И θ. το απρόσιτο, το α- απροσέγγιστο· το απόρθητο. неприступный επ. απρόσιτος, απλησίαστος, απροσέγγιστος* -ая высота απρόσιτο ύψος* утёс απρόσιτος βράχος (γκρεμός). II απόρθη- απόρθητος* -ая крепость απόρθητο φρούριο. II μτφ. υπεροπτικός, αλλαζονικός, υπερφίαλος* - ВИД υπεροπτικό ύφος. неприсутственный επ. (παλ.) ελεύθερος, της αργίας (για μέρα, καιρό)* - день μέρα αργί- αργίας* -ое время ελεύθερος χρόνος. Непритворно επίρ. απροσποίητα κλπ. επ. непритворность, -и θ. μη προσποίηση, το απροσποίητο* ανυποκρισία* ειλικρίνεια. непритворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно α- απροσποίητος, ανεπιτήδευτος* ανυπόκριτος* ά- άδολος, ειλικρινής. непритязательность, -И θ. μη απαιτητικό- τητα* ολιγάρκεια, ολιγοφροσύνη. непритязательный. επ., β ρ*, лен, -льна, -о μη απαιτητικός, ολιγαρκής, ολιγόφρονας. Неприхотливость, -И θ. λιτότητα, ολιγάρ- ολιγάρκεια. неприхотливый επ., βρ: -лив, -а, -о λι- λιτός, ολιγαρκής* -ив В еде λιτοδίαιτος * Вкус απλός γούστος* - верблюд η λιτή γκα- γκαμήλα. II φυσικός, απλός, μη πολύπλοκος·- ри- сунок απλό σχέδιο. непричастность, -И θ. αμεθεξία, μη συμμε- συμμετοχή. непричастный επ., βρί -тен, -тна, -тно; (γραπ. λόγος) αμέτοχος· быть -ЫМ К делу εί- είμαι αμέτοχος στην υπόθεση. неприютный επ., βρ: -тен, -тна, -тно (για χώρο) ακατάλληλος, μη άνετος, μη βολικός. неприязненно επίρ. αντιπαθώς, -θητικά, δυ- δυσμενώς· εχθρικά. , Неприязненность, -И θ. αντιπάθεια· δυσμέ- δυσμένεια. II κακοβουλία· έχθρα, εχθρότητα. неприязненный επ., βρ: -знен, -зненна, -о αντιπαθής, -θητικός· αποκρουστικός· δυσμε- δυσμενής. II κακόβουλος· εχθρικός. неприязнь, -и θ. βλ. неприязненность· в его словах СКВОЗИТ - στα λόγια του διαφαί- διαφαίνεται η δυσμένεια. неприятель, -я α. εχθρός· нажить себе -ей αποκτώ εχθρούς* разбить -Я συντρίβω τον εχ- εχθρό. неприятельский επ. εχθρικός* - флот εχ- εχθρικός στόλος. неприятие, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) η μη α- αποδοχή (γνώμης, άποψης κ.τ.τ.). Неприятно επίρ. 1 δυσάρεστα, άσχημα, αη- αηδιαστικά. 2 ως κατηγ. είναι δυσάρεστο, - ά- άσχημο. неприятность, -И θ. δυσάρεστο γεγονός*πα- γεγονός*παρεξήγηση· случилась маленькая - συνέβηκε μικρή παρεξήγηση* какая -! τι (απροσδόκητο)
неп 720 неп κακό! его ожидает - τον περιμένει κακό. неприЙТНЫЙ επ., βρ: -тен, -тна, -тно δυ- δυσάρεστος, άσχημος· ανιαρός· - запах άσχημη μυρουδιά· - случай δυσάρεστο περιστατικό· - разговор ανιερή συνομιλία. непробудно επίρ. βαθιά, βαριά (για ύπνο). непробудный επ., βρ: -ден, -дна, -дно βα- βαθύς, βαρύς (για ύπνο). II (για μέθυσο) τύ- τύφλα, μέχρι αναισθησίας· - пьяница μεθυσμέ- μεθυσμένος μέχρι αναισθησίας. непроводник, -а α. ο κακός αγωγός, δυση- λεκτραγωγό σώμα. непроглядный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; κατασκότεινος, ζοφερός, ερεβώδης" -ая НОЧЬ κατασκότεινη νύχτα· -ая тьма (темень) πη- πηχτό σκοτάδι. непродолжительность, -И θ. μικρή διάρκεια. непродолжительный επ., βρ: -лен, -льна,-о μικρής διάρκειας, λιγόχρονος, βραχυχρόνιος, σύντομος· - Отпуск άδεια μικρής διάρκειας* Β течение -ОГО времени σε σύντομο χρονικό δι- διάστημα* ~ое счастье εφήμερη ευτυχία. непродуктивность, -И θ. η μη παραγωγικό- παραγωγικότητα ή αποδοτικότητα. непродуктивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; μη παραγωγικός, μη αποδοτικός· -ая трёта времени η μη παραγωγική απώλεια χρόνου' -ая группа Глаголов ομάδα ρημάτων απο τα οποία δε σχηματίζονται παράγωγες λέζεις. Непродуманность, -И θ. ασκεψία, απερισκε- απερισκεψία, το άσκεπτο, το αμελέτητο. Непродуманный επ. άσκεπτος, απερίσκεπτος, αμελέτητος, απροπαρασκεύαστος· - доклад πρό- πρόχειρη εισήγηση. непроёздный επ., βρ: -ден, -дна, -дно βλ. непроезжий. непроезжий, -ая, -ее επ. αδιάβατος, δυ- σκολοδιάβατος (απο τα οχήματα). Непроизводительность, -И θ. η μη παραγω- παραγωγικότητα. непроизводительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО. 1 μη παραγωγικός* ανώφελος* -ая тра- трата времени, СИЛ ανώφελο χάσιμο χρόνου, δυ- δυνάμεων. 2 που δεν συμμετέχει στην παραγωγή* -ая часть населения το μέρος του πληθυσμού που δεν παίρνει μέρος στην παραγωγή. непроизвольно επίρ. ακούσια, αυθόρμητα, ενστικτώδικα. непроизвольность, -И θ. το ακούσιο, το αυ- αυθόρμητο, το ενστικτώδες. непроизвольный επ., βρ: -лен, -льна,-льно .ακούσιος, αυθόρμητος, ενστικτώδης· ανακλα- ανακλαστικός* - Смех αυθόρμητο γέλιο· -ое ДВИжё- НИе ανακλαστική κίνηση. непролазный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- αδιαπέραστος, αδιάβατος, δυσδιάβατος, δυσκο- λοδιάβατος. непроливайка, -И θ. είδος μελανοδοχείου που δεν χύνει τη μελάνη ανατρεπόμενο. непромокаемый επ., βρ: -аем, -а, -о αδιά- αδιάβροχος, αδιαπότιστός* -ые сапоги αδιάβροχες μπότες* -ое пальто αδιάβροχο πανωφόρι· - плащ το αδιάβροχο. Непроницаемость, -И θ. το αδιαπέραστο (α- (απο νερό, ήχο, φως). непроницаемый επ., βρ: -аем, -а, -о. ·1 α- αδιαπέραστος (απο νερό, ήχο, φως κλπ.), στε- στεγανός. 2 μτφ. αδιανόητος, δύσληπτος· ανεΕι- χνίαστος. 3 μτφ. κρυφός, κρυψίνους· μυστι- μυστικός* - человек κρυψίνους άνθρωπος. непроницательный επ., βρ: -лен, -льна, -о μη διεισδυτικός, μη διαπεραστός. Непропорционально επίρ. ασύμμετρα,, δυσα- δυσανάλογα, ανισόμετρα, -όμερα. непропорциональность, -И θ. ασυμμετρία, δυ- δυσαναλογία, ανισομετρία. непропорциональный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО ασύμμετρος, ανισόμετρος, δυσανάλο- δυσανάλογος· δυσαρμονικός· ακανόνιστος. Непросвещённость, -И θ. αμορφωσιά, αμά- αμάθεια. непросвещённый επ., βρ: -щён, -щённа, -о αμόρφωτος, αμαθής, απαίδευτος. непростительность, -и θ. η μη συγχώρηση, το ασυγχώρητο. «. непростительный επ·, βρ: -лен, -льна, -о ασυγχώρητος * - Поступок ασυγχώρητη πράξη. непротивление, -я ουδ: - злу (насилием) η μη αντίσταση στο κακό (στη βία). Непроходимо επίρ. κατά τρόπο αδιάβατο. непроходимость, -И θ. η μη διάβαση* το α- αδιάβατο, το αδιαπέραστο. II (ιατρ.) έμφραζη· - Йишёчника, пищевода έμφραζη του εντέρου, του οισοφάγου. непроходимый επ., βρ: -дим, -а, -О. 1 α- αδιάβατος, δυσδιάβατος, αδιαπέραστος, δυσκο- λοδιάβατος, δυσκολοπέραστος: -ое бОЛОТО α- αδιάβατος βάλτος. 2 μτφ. πλήρης, τελείως, ε- εντελώς, πέρα για πέρα· - дурак πέρα για-πέ- για-πέρα βλάκας ή βλάκας με περικεφαλαία* -ая ГЛу- ПОСТЬ μνημειώδης βλακεία· -ое невежество πλήρης αμάθεια. непроходный επ., βρ: -ден, -дна, -ο(παλ.) βλ. непроходимый (ισημ.). непрочно επίρ. ασταθώς· ευμετάβλητα, εύ- εύθραυστος κλπ. επ. непрочность, -И θ. αστάθεια· το ευμετά- ευμετάβλητο· αβεβαιότητα. непрочный επ., βρ: -чен, -чна", -чно. ι όχι γερός, μη σταθερός· αδύνατος, εύθραυστος- ε- ετοιμόρροπος· - материал όχι γερό ύφασμα· - стул αδύνατο κάθισμα (έτοιμο να σπάσει). 2
неп 721 н ер μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος, -βόλος, αβέβαιος. непрошеный επ. ακάλεστος, απροσκάλεστος, α- απρόσκλητος · - ГОСТЬ ακάλεστος μουσαφίρης. II ακούσιος, άθελος· -ые слёзы άθελα (αδιάκρι- (αδιάκριτα) δάκρυα. непрямой επ. μη ευθύς· λοξός, πλάγιος. II καμπύλος, κυρτός. II μτφ. ανειλικρινής, υπο- υποκριτικός· - ответ υπεκφυγή. Непутёвый επ. (απλ.) ελαφρόμυαλος· παρα- παραστρατημένος, ανήθικος· έκλυτος· - парень πα- παραστρατημένος νέος· ~ая ЖИЗНЬ έκλυτη ζωή. II ανόητος· ασυνάρτητος· άτακτος, ακατάστατος. непутём επίρ. 1 όχι σωστά, όχι όπως πρέ- πρέπει· άσχημα· работать - δε δουλεύω όπως πρέ- πρέπει· ~ начато И - КОНЧИТСЯ (παρμ.) άσχημα άρχισες, άσχημα θα τελειώσεις. 2 (παλ.) α- ασυνήθιστα. непутный επ. (απλ.) βλ. непутёвый. непутящий επ. (απλ.) βλ. непутёвый. непьющий, -ая, -ее επ. εγκρατής στο πιο- πιοτό, μη πιοτής· человек - άνθρωπος που δεν πίνει (οινοπνευματώδη ποτά). неработоспособность, -И θ. ανικανότητα για εργασία. неработоспособный επ., βρ: -бен, -бна, -о ανίκανος για εργασία. нерабочий, -ая, -ее επ. 1 άεργος, ακαμά- ακαμάτης· - человек άεργος άνθρωπος. II μη εργα- εργατικός· -ее происхождение η μη εργατική κα- καταγωγή* -ая рука μη εργατικό (αδούλευτο) χέ- χέρι· -ая одежда γιορτινή φορεσιά. 2 που δε χρησιμοποιείται για δουλειά (για ζώα)·~ΟΚΟΤ ζώα που δε χρησιμοποιούνται για δουλειά. 3 μη εργάσιμος· - День μέρα αργίας· -ее время μη εργάσιμος (ελεύθερος) χρόνος. 4 μη εργα- εργατικός· -ее настроение η μη διάθεση για ερ- εργασία· -ая Обстановка μη εργατικό περιβάλλον. неравенство, -а ουδ. ανισότητα· социаль- социальное - κοινωνική ανισότητα. Неравно επίρ. (απλ.) και (αν) ζαφνικά· και αν... - ТЫ заболеешь και αν αρρωστήσεις... неравнодушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно ό- όχι αδιάφορος· με ενδιαφέρο· -шен К музыке όχι αδιάφορος προς τη μουσική·. ОН -шен К ней τον πονάει γι' αυτήν. неравномерно επίρ. άνισα, αν ισόμερα. неравномерность, -И θ. αν ισομέρεια· ασυμ- ασυμμετρία. неравномерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно; αν ισόμερος, -ρής· ~ое развитие капитализма ανισομερή ανάπτυξη του καπιταλισμού. II ανι- ανισόμετρος· -ое распределение ανισόμετρος κα- καταμερισμός. II ανώμαλος. Неравноправие, -я ουδ. ανισοτιμία, ανισό- ανισότητα· национальное - εθνική ανισότητα. неравноправность, -и θ. βλ.неравноправие. неравноправный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; άνισος, ανισότιμος· - договор ανισότιμη συμ- συμφωνία* -ое положение ανισότιμη κατάσταση. неравный επ., βρ: -вен, -вна, -вно άνι- άνισος· -ые СИЛЫ άνισες δυνάμεις' - брак α- αταίριαστος (στην ηλικία) γάμος· пасть В -0Μ бой πέφτω σε άνιση μάχη· -ая борьба άνι- άνισος αγώνας. Нерадение, -Я ουδ. (παλ.) αμέλεια, απρο- απροθυμία, ραθυμία, αδιαφορία, ολιγωρία· уво- уволить СО службы за - απολύω απο την υπηρεσία για ολιγωρία. нерадивость, -и θ. βλ. нерадение. нерадивый επ., βρ: -див, -а, -ο αμελής, αδιάφορος, ολίγωρος· - работник ολίγωρος υ- υπάλληλος* - ученик αμελής μαθητής* Неразбериха, -И θ. κυκεώνας* αταξία, ακα- ακαταστασία, ανακατωσούρα, μπερδεψοδουλιά, σύγ- σύγχυση. Неразборчиво επίρ. δυσανάγνωστα κλπ. επ. Неразборчивость, -и θ. το δυσανάγνωστο* — почерка το δυσανάγνωστο της γραφής (γραφι- (γραφικού χαρακτήρα). Неразборчивый επ., βρ: -ЧИВ, ~а, -0.1 δυ- δυσανάγνωστος, δυσκολοδιάβαστος* - почерк δυ- δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας. II ακατάλη- ακατάληπτος, δυσκολονόητος, ακατανόητος' -ая речь δυσκολονόητη ομιλία. 2 μη εκλεκτικός, μη α- απαιτητικός, που δε διαλέγει* ОН - В едё αυ- αυτός δε διαλέγει φαγητά (δεν είναι ψιλοστό- μαχος) . II που δεν κάνει διάκριση* ОН -ЧИВ В средствах αυτός δεν κάνει διάκριση στα μέ- μέσα ή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα. Неразведанный επ. ανεξερεύνητος, ανεξι- χν ίαστος. НерЙЗВИТОСТЬ, -И θ. 1 η μη ανάπτυξη. 2 α- μορφωσια, καθυστέρηση. неразвитой επ., βρ: -развит, -а, -о. 1 μη αναπτυγμένος* - ребёнок το μη (κανονικά) α- αναπτυγμένο παιδάκι· физически -развит μη α- αναπτυγμένος σωματικά. II καθυστερημένος, α- αμόρφωτος. 2 μη πλήρης, ατελής, μη εκτενής. Неразгаданность, -И θ. το αμάντευτο, το αι- αινιγματικό. II το ακατάληπτο, το ακατανόητο. неразгаданный επ. αμάντευτος* άλυτος* α- ανεξήγητος, αινιγματικός* ~ ребус αμάντευτος γρίφος* -ая надпись δυσανάγνωστη επιγραφή. II ακατάληπτος, δυσκολονόητος. неразговорчивость, -и θ. ολιγολογία, σιω- πηλότητα. неразговорчивый επ., βρ: -чив, ~а, -о о- λιγόλογος, ακριβόλογος, ακριβομίλητος, σι- σιγαλός, σιωπηλός. неразделённый επ. 1 αδιαίρετος* αμέριστος. 2 μτφ. μη συμμεριζόμενος, μη ανταποκρινό- ανταποκρινόμενος, μη βρίσκοντας απήχηση.
нер 722 нер· неразделимый επ., βρ: -ЛЙм, -а, -о αδιαί- αδιαίρετος· αδιαχώριστος. нераздельно επίρ. αδιαίρετα· αδιαχώριστα. нераздельность , -И θ. το αδιαίρετο· το αδιαχώριστο, το αμέριστο. II το ενιαίο. нераздельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αδιαίρετος· αχώριστος, αδιαχώριστος· αμέρι- αμέριστος. II ενιαίος. неразличимый επ., βρ: -ЧИМ, -а, -о δυσδι- δυσδιάκριτος, αδιάκριτος, αδιόρατος· αδιάγνωστος, αζεχώριστός· -ые цвета δυσκολοξεχώριστα χρώ- χρώματα" -ые оттенки δυσδιάκριτες αποχρώσεις. неразложимость, -И θ. το αδιαίρετο· το α- αχώριστο· το ενιαίο· η μη αποσύνθεση. неразложимый επ., βρ: -жйм, -а, -о αδιαί- αδιαίρετος· αχώριστος· ενιαίος· αδιάλυτος, δυσα- ποσύνθετός. неразлучно επίρ. αχώριστα, αναπόσπαστα. неразлучность, -И θ. το αχώριστο, το αξε- χώριστο· - друзей το αξεχώριστο των φίλων. неразлучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно α- αχώριστος, αξεχώριστός· -ые друзья αζεχώρι- αζεχώριστοί φίλοι. неразменный επ. μη ανταλλάξιμος, που δε χαλιέται, δε γίνεται ψιλά· ακέραιος· -ая мо- монета νόμισμα που δε γίνεται ψιλά. II εκφρ. - рубль (·στα παραμύθια) μαγικό ρούβλι που επιστρέφει αχάλαστο (ακέραιο). неразрешённый επ. 1 απαγορευμένος· -ая игра απαγορευμένο παιγνίδι" -ЗЯ КНЙГа απα- απαγορευμένο βιβλίο. 2 άλυτος, ανεπίλυτος· Вопрос άλυτο ζήτημα. неразрешимость, -И θ. το άλυτο, το ανεπί- ανεπίλυτο. неразрешимый επ., βρ: -шйм, -а, -о άλυ- άλυτος, ανεπίλυτος· -ая задача άλυτο πρόβλημα. неразрушимый επ., βρ: -ШЙМ, -а, -О ακατά- στρεπτος, αδιάφθορος, άφθαρτος. Неразрывно επίρ. αδιάρρηκτα κλπ. επ. неразрывность, -И θ. το αδιάρρηκτο, το α- διάλυτο, το αναπόσπαστο. неразрывный επ., βρ: -вен, -вна, -ВНО α- αδιάρρηκτος, αδιάσπαστος· αχώριστος, απαρα- απαραβίαστος· αδιάλυτος· -ая сеть αδιάρρηκτο δί- δίχτυ· -ая СВЯЗЬ αδιάρρηκτος δεσμός· -ая дру- Жба αχώριστη φιλία. Неразумие, -Я ουδ. παραλογία· ανοησία. Неразумно επίρ. παράλογα· ανόητα. неразумность, -и θ. βλ. неразумие. неразумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно πα- παράλογος· -ые требования παράλογες απαιτή- απαιτήσεις' -ые СЛОВЙ λόγια έΕω απο κάθε λογική. неразъяснимый επ. ανεξήγητος, ανερμήνευ- ανερμήνευτος· ακατανόητος, δυσνόητος, ακατάληπτος. НераскаЯННЫЙ επ. (παλ.) αμεταμέλητος, α- αμετανόητος, αμετάνιωτος. нерасположение, -Я ουδ. δυσμενής διάθεση· αντιπάθεια. нерасположенный επ. κακοδιατεθημένος, δυ- δυσμενώς διακείμενος. нераспорядительность, -И θ. ανικανότητα τακτοποίησης. нераспорядительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО ανίκανος επιβολής τάξης,.τακτοποίησης. Нерассудительно επίρ. παράλογα, απερίσκε- απερίσκεπτα. нерассудительность, -И θ. παραλογία, πα- παραλογισμός. нерассудительный επ., βρ: -лен, -льна, -о παράλογος' - человек παράλογος άνθρωπος. нерастворимость, -И θ. το αδιάλυτο (ουσώςΐ нерастворимый επ., βρ: -рйм, -а, -о (για ουσίες) αδιάλυτος. нерасторжимость, -И θ. το αδιάρρηκτο, το ακατάλυτο' - дружбы το ακατάλυτο της φίλιας. нерасторжимый επ., βρ: -жйм, -а, -о .αδι- .αδιάρρηκτος , ακατάλυτος. нерасторопность, -И θ. βραδυκινησία, αρ- γοκινησία. нерасторопный επ., βρ: -пен, -пна, -пно; αργοκίνητος, βραδυκίνητος, αργοσάλευτος. Нерсчётливо .επίρ. ασυλλόγιστα, άσκοπα. нерасчётливость, -И θ. ασυλλόγιστη δαπάνη· έλλειψη οικονομικού πνεύματος. II απρονοησία. нерасчётливый επ., βρ: -лив, -а, -о ασυλ- λόγιστος, πολυέξοδος, πολυδάπανος, μη οικο- οικονόμος. II απρονόητος, απερίσκεπτος. нерасчленймость, -и θ. το αδιαίρετο. нерасчленимый επ., βρ: -ним, -а, -Ο αδι- αδιαίρετος, αμερής, αμέριστος· -ое целое ενι- ενιαίο και αδιαίρετο. нерациональность, -и θ. ο μη ορθολογισμός, «ерационалышй επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη ορθολογικός· παράλογος, άσκοπος·-ое рас- ходование άσκοπη δαπάνη. НерачительноСТЬ, -И θ. (παλ.) νωθρότητα, οκνότητα, νωχέλεια. нерачительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно (παλ.) οκνός, νωχελής, νωθρός. ♦нерв, -а α. 1 το νεύρο· зрительный - το οπτικό νεύρο" слуховой - ακουστικό νεύρο" двигательные -Ы κινητικά νεύρα. 2 κέντρο· хозяйственные -Ы οικονομικά κέντρα. II εκφρ. действовать на ~ы επιδρώ στα νεύρα· трепать (мотать) -Ы εκνευρίζω, εξοργίζω, μουρλαίνω. *нервацИЯ, -И θ. (βοτ.) νεύρωση. неврйровать, -рую. -руешь р.δ.μ. εκνευρί- εκνευρίζω, νευριάζω. нервический επ. (παλ.) βλ. нервный· -ая болезнь νευρασθένεια. нервничать р.δ. εκνευρίζομαι, νευριάζω. нервнобольной επ. νευρασΟεν ι.κός · - чело-
нер 723 нес Век νευρασθεν ικός άνθρωπος. II· ουσ. νευρα- σθενής. ΗέρΒΗΟ επίρ. νευρι,κά. нервность, -И θ. νευρικότητα. нервный επ., βρ: -вен, -вна, ~ВНО νευρι- νευρικός· των νεύρων" -ая система νευρικό σύ- σύστημα· - припадок νευρικός παροξυσμός· Человек νευρικός άνθρωπος· -ая дрожь τρε- μοΰλα των νεύρων -ое состояние νευρική κα- τάσταση· -ое беспокойство νευρική ταραχή· -ые жесты νευρικές χειρονομίες·-ая болезнь νευρασθένεια· - ОЗНОб νευρικό ρίγος· -ая женщина νευρική γυναίκα' ~ое движение νευ- νευρική κίνηση. нервоз, -а α. (παλ.) βλ. невроз. нервОЗНОСТЬ, -И θ. νευρική κατάσταση, νευ- νευρικότητα. нервозный επ., βρ: -зен, -зна, ~ЗН0.1 νευ- νευρικός· εκνευρισμένος· -ое состояние νευρική κατάσταση· -ые Гримасы νευρικοί μορφασμοί. 2 εκνευριστικός· -ая обстановка εκνευριστικό περιβάλλον. нереальность, -И θ. μη πραγματικότητα, α- ανυπαρξία" ανεδαφικότητα. II το απραγματοποί- απραγματοποίητο. нереальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно μη πραγματικός, ανύπαρκτος, φανταστικός· ανε- ανεδαφικός. II απραγματοποίητος. нерегулярно επίρ. άτακτα, ακανόνιστα. нерегулярность, -И θ. το άτακτο, το ακα- ακανόνιστο. нерегулярный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 άτακτος, ακατάστατος· ακανόνιστός· ανώμαλος· ~ое движение Поездов ακανόνιστη κίνηση των τραίνων -ое ВОЙСКО άτακτο στράτευμα. нередкий επ., βρ: -док, -дка, -дко όχι σπάνιος" συχνός, τακτικός· -ое явление συ- συχνό φαινόμενο. *НвреЙДа, -Ы θ. νηρηίδα. II πλθ. -Ы νηρί- τες (είδος θαλάσσιων κοχλιών). нерентабельность, -И θ. μη αποδοτικότητα. нерентабельный επ., βρ: -лен, -льна, -о·, μη αποδοτικός, μη προσοδοφόρος*αν επικερδής . нерест, -а α. ωοτοκία (για ψάρια^. нерестилище, -а ουδ. μέρος ωοτοκίας ψα- ψαριών. нереститься, -Йтся р.δ. ωοτοκώ (για ψάρια). нерестовый επ. της ωοτοκίας (ψαριών). нерешимость, -И θ. αναποφασιστικότητα, δι- διστακτικότητα· проявить - δε δείχνω αποφασι- στ ικότητίχ. Нерешительно επίρ. αναποφάσιστα, διστακτι- διστακτικά, ενδοιαστικά. нерешительность, -И θ. αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα, ταλάντειιση, ενδοιασμός· быть В -и διστάζω. нерешительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αναποφάσιστος, διστακτικός, ενδοιαστικός· - человек διστακτικός άνθρωπος· - характер α- αναποφάσιστος χαρακτήρας. нержавеющий, -ая, -ее επ. ανοξείδωτος·-ая сталь ανοξείδωτο ατσάλι. НерИТМЙЧНОСТЬ, -И θ. αρρυθμία. неритмичный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО άρ- άρρυθμος . неробкий επ., βρ: -бок, -бка, -бко αδεί- λιαστος" τολμηρός, άφοβος. неровно επίρ. ανώμαλα* άνισα. нерОВНОСТЬ, -И θ. ανωμαλία, το ανώμαλο. II ανισότητα. II το αν ισόμερο. II αστάθεια, ανι- ανισορροπία. неровный επ., βρ: -вен, -вна, -ВНО. 1 α- ανώμαλος, αν ισοπέδωτος. 2 άνισος. II μη ευ- ευθύς· καμπύλος. 3 αν ισόμερος" δ ιακοφτός* άρ- άρρυθμος. 4 ανόμοιος, εναλλασσόμενος (για λο- λογοτεχνικό ύφος). 5 (παλ.) βλ. неравный. НерОВНЯ, -И (-Й) α.κ.θ. άνισος, μεγαλύτε- μεγαλύτερος ή μικρότερος· ανώτερος ή κατώτερος· ТЫ - мне δεν είσαι ίσα με μένα. неродимый επ., βρ: -дим, -а, -о (διαλκ.) άφορος, άγονος, άκαρπος. *нёрпа, -Ы θ. είδος φώκιας. нерпичий, -ья, -ье επ. της φώκιας. нерповый επ. βλ. нерпичий. нерудный επ. αμέταλλο>ς· -ые Ископаемые α- μέταλλα ορυκτά (άμμος, χώμα κλπ.). нерукотворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно; μη χειροποίητος. нерусский επ. μη ρωσικός· учебник для -их ШКОЛ εγχειρίδιο για μη ρωσικά σχολεία· че- человек -ОГО происхождения άνθρωπος μη ρωσι- ρωσικής καταγωγής. нерушимо επίρ. ακατάλυτα κλπ. επ. нерушимость, -И θ. το ακατάλυτο, το απα- απαράβατο· το άφθαρτο. нерушимый επ., βρ: -ЧШМ, -а, -О ακατάλυ- ακατάλυτος, απαράβατος· άφθαρτος" -ая дружба ακα- ακατάλυτη φιλία· -ая клятва απαράβατος όρκος. II απόλυτος· -ая ТИШИНа απόλυτη ησυχία. неряха, -И α.κ.θ. τσαπατσούλης, άτσαλος, ακατάστατος, ατάσθαλος. неряшество, -а ουδ. τσαπατσουλιά, ατσα- ατσαλιά, ακαταστασία, ατασθαλία. неряшливость, -и θ· βλ· неряшество. неряшливый επ., βρ: -лив, -а, -О τσαπα- τσαπατσούλης, -λικος, άτσαλος, ατάσθαλος* λερω- λερωμένος, βρώμικος* - человек τσαπατσούλης άν- άνθρωπος* -ая работа τσαπατσούλικη δουλειά -ое платье λερωμένο φόρεμα. несамостоятельность, -и θ. εξάρτηση* ма- материальная - υλική εξάρτηση. II η μη πρωτο- πρωτοτυπία, το μη πρωτότυπο.
нес 724 нес несамостоятельный επ., βρ: -лен, -льна,- -ЛЬНО εξαρτημένος, υποτελής, υπεξούσιος*-ое государство εξαρτημένο κράτος. II μη πρωτό- πρωτότυπος· δανεισμένος. несбЫТОЧНОСТЬ, -И θ. το απραγματοποίητο. несбЫТОЧВНЙ επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО α- απραγματοποίητος, ακατόρθωτος· μάταιος· -ые надежда φρούδες ελπίδες* -ая мечта χαμένο όνειρο (χίμαιρα). несварение, -я ουδ: - желудка δυσπεψία. несведущий επ., βρ: -дущ, -а, ~е απληρο- απληροφόρητος, ακατατόπιστός, ανημέρωτος· αμύη- αμύητος' ανίδεος, ανήξερος. неСВёжеСТЬ, -И θ. η μη φρεσκάδα. несвежий επ., ρρ: -свеж, ~ά, ~ό. ι μη φρέ- φρέσκος* μπαγιάτικος, παλαιός, πολυκαιρίτικος· χαλασμένος' -ая булка μπαγιάτικο φρατζολά- κι* -ие Продукты πολυκαιρισμένα προ'ίόντα. II χωρίς φρεσκάδα, τετριμμένος* - ВИД όψη χω- χωρίς φρεσκάδα* -ее ЛИЦО στεγνωμένο πρόσωπο. 2 παλαιός* -ие Газеты παλαιές εφημερίδες.3 ακάθαρτος, λερωμένος, πολυφορεμένος* -ее бельё ακάθαρτα εσώρουχα. несвоевременно επίρ. παράκαιρα, μη έγκαι- έγκαιρα; σε ακατάλληλο χρόνο. Несвоевременность, -И θ. το άκαιρο* το α- ακατάλληλο του χρόνου. несвоевременный επ., βρ: -менен, -менна, -о μη έγκαιρος* άκαιρος, παράκαιρος, ανεπίκαι- ανεπίκαιρος* άτοπος* -ая выплата денег η μη έγκαιρη καταβολή χρημάτων -ая шутка άκαιρο (άτοπο) αστείο. Несвязно επίρ. ασύνδετα, ασυνάρτητα. несВЯЗНОСТЬ, -И θ. η μη σύνδεση* ασυναρ- ασυναρτησία· - речи ασυναρτησία ομιλίας. несвязный επ., βρ: -зен, -зна, -зно ασύν- ασύνδετος, ασυνάρτητος· ανακόλουθος, χωρίς ειρ- ειρμό* ξεκάρφωτος, ξεκρέμαστος. несгибаемый επ., βρ: -баем, -а, -ο(κυρλξ. κ. μτφ.) άκαμπτος, αλύγιστος· -ая стержень αλύγιστος άξονας· -ая ВОЛЯ ακλόνητη θέληση. несговорчивость, -И θ. το δύστροπο, το α- ασυμβίβαστο· στριφνότητα. несговорчивый επ., βρ: -чив, -а, -о- δυ- σμεταχεϊριστός, δύστροπος, στριφνός· ασυμ- ασυμβίβαστος* - человек δύστροπος άνθρωπος. несгораемый επ. πυρίμαχος, αλεζίπυρος,πυ- αλεζίπυρος,πυρ ι μόνιμος. 4 ακαής, άκαυστος* άφλεκτος* ШКаф πυρίμαχο χρηματοκιβώτιο. НеСДёржаННОСТЬ, -И θ. ακράτεια. несдержанный επ.,-βρ; -жан, -жанна, -о. ι ■ακράτητος, παραβιασμένος" -ая клятва ακρά- ακράτητος όρκος· -Ое Обещание ατήρητη υπόσχεση. 2 αχαλίνωτος, ακάθεκτος, ορμητικός, βίαιος. II άθελος, ακούσιος. II απότομος, οξύθυμος, α- ψίθυμός, ευόργητος. несдобровать ρ.σ. (με δοτ.) καταλήγω ά- άσχημα, δεν έχω καλά αποτελέσματα* δε βγαί- βγαίνει σε καλό. несение, -Я ουδ. εκτέλεση, εκπλήρωση· Обязанностей εκτέλεση καθηκόντων - кара- караульной службы εκτέλεση καθηκόντων φρουράς (σποιιιάς}. иейерьёэдю г1\Лр. όχι οοβαρά* επιπόλαια. несерьёзность, -И θ. μη σοβαρότητα* επι- επιπολαιότητα. несерьёзный επ., βρ; -зен, -зна, -зно μη σοβαρός· επιπόλαιος. II ασήμαντος1 -ая рана επιπόλαιο τραύμα* -ое дело ασήμαντη υπόθεση. ♦несессер, -а α. νεσεσέρ. несжимаемый επ., βρ: ~а"ем, -а, -о ασυμπί- ασυμπίεστος . Несимметричность, -И θ. ασυμμετρία". несимметричный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; ασύμμετρος. несимпатичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; αντιπαθής, -θητικός. несказанно επίρ. ανέκφραστα,ανείπωτα, α- ανεκδιήγητα, άρρητα. несказанный επ., βρ: α. δεν έχει, θ. -зан- на, -занно ανέκφραστος, ανεκδιήγητος, ανεί- ανείπωτος, ανομολόγητος, άρρητος, άφατος, που δε λέγεται. Нескладица, -Ы θ. ασυναρτησίες, ασυνάρτη- ασυνάρτητα λόγια* γρίφος. «. Нескладно επίρ. ασυνάρτητα. II κακοφτιαγ- μένα, άκομψα κλπ. επ. НеСКЛаДНОСТЬ, -И θ. ασυναρτησία. II το κα- κοφτιαγμ,ένο, το κακοφυές. II το ανακόλουθο του λόγου* το ασύνδετο. нескладный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 κακοφυής· δύσμορφος* άκομψος, άγαρμπος, κα- κοκ*αμωμένος · ασουλούπωτος. II άσχημος. 2 α- συναφής, ασύνδετος, ασυνάρτητος* -ые слова ασυνάρτητα λόγια. II ασύμφωνος, αταίριαστος, ακανόνιστος. 3 άστατος, άτσαλος, ατάσθαλος. несклоняемый επ., βρ: -яем, -а, -о άκλι- άκλιτος· -ые части речи άκλιτα μέρη του λόγου. несколько1 αριθμ. ποσοτ. κάμποσοι, μερι- μερικοί* - раз κάμποσες φορ-ές- в -их местах σε μερικά μέρη· ПО -ку απο κάμποσο* В -ИХ СЛО- зах με λίγα λόγια, κοντολογής. несколько'· επίρ. μερικώς, εν μέρει, λίγο, κατά τι* ως ένα βαθμό* - отвлечься ОТ ОСНО- ОСНОВОЙ темы απομακρύνομαι λίγο απο το κύριο θέμα· сделать - больше κάνω κάτι παραπάνω. нескончаемо επίρ. ατέλειωτα, χωρίς τελει- τελειωμό, ατελεύτητα. нескончаемый επ., βρ: -аем -а, -о ατέ- ατέλειωτος, ατελεύτητος. II ασταμάτητος* διαρ- διαρκής, συνεχής. нескромно επίρ. άσεμνα* άκοσμα κλπ. επ.
нес 725 нес нескромность,-И θ. μη σεμνότητα" μη με- μετριοφροσύνη" αήθεια" αδιακρισία, απρέπε иг α- αναίδεια, αναισχυντία. нескромный επ., βρ: -мен, -мна -мно. 1 άσεμνος, άκοσμος, αήθης· αό(-άκριτος ■ ИЗВИ- НЙте за - вопрос με συγχωρείτε για αδιά- αδιάκριτη ερώτηση. 2 ματαιόδοξος· καυχησιάρης. 3 αδιάντροπος, άσεμνος, απρεπής, αναιδής. Нескрываемый επ. απροκάλυπτος, ασυγκάλυ- πτος* φανερός, εμφανής. Неслаженный επ. ατακτοποίητος, ακανόνι- ακανόνιστος" ασυναφής, ασυνταίριαστος. неСЛОВООХОТЛИВОСТЬ, -И θ. ολιγολογία· σι- ωπηλότητα. несловоохотливый επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О α- αμίλητος, ολιγομίλητος, σιωπηλός, ακριβομί- λητος. неСЛОЮВОЙ επ. (γραμμ.) που δε σχηματίζει ή δεν αποτελεί συλλαβή. несложный επ., βρ: -жен, -жна, -жно μη σύνθετος· απλός· - механизм απλός μηχανι- μηχανισμός· - Вопрос απλό ζήτημα·-ое дело απλή υ- υπόθεση. нёслух, -а α. (απλ.) ανυπάκουος, απειθής. неслыханный επ., βρ: α. δεν έχει· -анна, -аННО ανήκουστος, πρωτάκουστος· - И невй- даННЫЙ πρωτάκουστος και πρωτοείδωτος. Неслышно επίρ. σιγανότατα, αθόρυβα. неслышный επ. ανεπαίσθητος στην ακοή· σι- σιγανότατος, αθόρυβος· -ЫМИ шагами με αθόρυ- αθόρυβα βήματα. несмелый επ., βρ: -смёл, -а, -о άτολμος, διστακτικός, δειλός, κιοτής. несменяемость, -И θ. το αμετακίνητο, το αμετάθετο. Η το αναντικατάστατο. несменяемый επ., βρ: -няем, -а, -о αμε- αμετακίνητος, αμετάθετος . II αναντικατάστατος, α- νάλλακτος· μόνιμος. несметный επ., βρ: -тен, -тна, -тно τερά- τεράστιος· άπειρος, απειράριθμος, αμέτρητος, α- αφάνταστος" ~ая сила τεράστια δύναμη· -ые ТОЛПЫ αμέτρητα πλήθη· -ое богатство μυθι- μυθικός πλούτος. Несмолкаемо επίρ. ασίγαστα, ασταμάτητα, ακατάπαυστα. несмолкаемый επ., βρ: -каем, -а, -о ασί- ασίγαστος, ασταμάτητος, ακατάπαυστος" -Ы6 апло- ДИСмёнты ασταμάτητα χειροκροτήματα. Несмотря πρόθ. παρά, παρ' όλο, παρ' ότι, μ* όλο που, αν και, μολονότι, ενώ. 4 εκφρ. НИ на ЧТО παντί σθένε·,, παρ' όλες τις αντί- αντίξοες συνθήκες, παρά παν εμπόδιο. несмываемый επ., βρ: -заем -а, -ο(κυρλε. κ. μτφ.) αξέπλυτος" ανεζάλειπτος, ανεξίτη- ανεξίτηλος" διαρκής, παντοτινός. несмысленный επ. (πα\.) βλ. несмышлёный. Несмышлёный επ. ανόητος, κουτός" αποκοι- αποκοιμισμένος· - малыш κουτό παιδάκι· -ые гла- глаза αποκοιμισμένα (χαυνώδη) μάτια. несмышлёныш, ~а α. κουτό (μωρό) παιδάκι. несносный επ., βρ: -сен, -сна, -сно αφό- αφόρητος, ανυπόφορος, -φερτός, αβάσταχτος"δια- αβάσταχτος"διαβολεμένος· -ая бОЛЬ ανυπόφορος πόνος· - Че- ловёк ανυπόφερτος άνθρωπος· -ая жара αφόρη- αφόρητη ζέστη. Несоблюдение, -Я ουδ. η μη τήρηση· παρα- παραβίαση, παράβαση· καταπάτηση· - диеты παρά- παράβαση της δίαιτας. Несовершенолётие, -Я ουδ. ανηλικιότητα, α- νηλικία. несовершенолётний επ. κ. ουσ. ανήλικος* - возраст ανηλικιότητα. несовершенный1 επ., βρ: -шёнен, -шённа, -шённо ατελείωτος, ατελής, ημιτελής, μισο- μισοτελειωμένος· -ая работа μισοτελειωμένη ερ- εργασία. Несовершенный2επ: - ВИД (γραμμ.) διαρκής μορφή' ГЛаГОЛ -ОГО ВЙда ρήμα διαρκούς μορ- μορφής (που σχηματίζονται οι χρόνοι: ενεστώ- ενεστώτας, παρατατικός, μέλλοντας διαρκής). несовершенство, ~а ουδ. μη τελειότητα" α- ατέλεια, το μη τέλειο" ελαττωματικότητα. Несовместимость, -И θ. μη σύμπτωση· ασυμ- ασυμφωνία πραγμάτων ή εννοιών" το ασυμβίβαστο* ~ ПОНЯТИЙ μη σύμπτωση ενν·ιών. несовместимый επ., βρ: -ТЙм, -а, -О ασυμ- ασυμβίβαστος, ασύμβατος· ασύμφωνος· αντίθετός·α- απαράδεκτος· свобода и эксплуатация -ые по- понятия ελευθερία και εκμετάλλευση είναι ασυμ- ασυμβίβαστες έννοιες. несовместный επ., βρ: -тен, -тна, -тно; (παλ.) βλ. несовместимый. * несовременный επ., βρ: -мёнен, -мённа, -о ασύγχρονος, παλαιός, απαρχαιωμένος. II περα- περασμένης (παλαιάς) μόδας. . несогласие, -Я ουδ. 1 ασυμφωνία" διαφορά* - ВО мнениях αντιγνωμία, διχογνωμία, ενα- ντιογνωμία· - В звуках, В голосах ασυμφωνία ήχων, φωνών.. 2 διχόνοια, διχοστασία, γκρί- γκρίνια" поселить - в семействе σπέρνω τη διχό- διχόνοια στην οικογένεια. 3 άρνηση. несогласно επίρ. ασύμφωνα" ανόμοιαστα. несогласный επ., βρ: -сен, -сна, -о. 1 μη σύμφωνος' ασύμφωνος· αντίθετος, ετερόδοξος· С ним Я -сен δε συμφωνώ μαζί του ή διαφωνώ μ' αυτόν. 2 αναρμόνιστός, ασυνταίριαστος'α- ασυνταίριαστος'ασυντόνιστος" παράφωνος. 3 αμόνοιαστος· φι- λόνικος, εριστικός. несогласованно επίρ. ασύμφωνα κλπ. επ. несогласованность, -И θ. 1 ο μη συντονι- συντονισμός· το ασυντόνιστον· - действий о μη συ- συντονισμός των ενεργειών. 2 ασυμφωνία, ασυ-
нес 726 нес νεν'νοησια. несогласованный επ. 1 ασυντόνιστός· -ая ра- работа ασυντόνιστη εργασία· ~ые действия ασυ- ασυντόνιστες ενέργειες. 2 ασύμφωνος. 3 ετερό- πτωτος· ~ое определение ετερόπτωτος προσδι- προσδιορισμός· -ое приложение ετερόπτωτη παράθεση. несознательность, -и θ. ασυνειδησία, α- αναισθησία. несознательный επ., βρ: -лен, -льна, -о; 1 ασυνείδητος, που δεν έχει επίγνωση για κά- κάτι· - ребёнок ασυνείδητο παιδάκι* - возраст ηλικία υπανάπτυκτης συνείδησης. 2 ανώριμος· -ая масса μη συνειδητοποιημένη μάζα. II αναί- αναίσθητος· πωρωμένος. несоизмеримость, -И θ. το α(δια)μέτρητον, το ακαταμέτρητον. несоизмеримый επ., βρ: -рйм, -а, -о ακα- ταμέτρητος, α(δια)μετρητός. несокрушимый επ., βρ: -шим, ~а, -Ο ασύ- ντριπτος, ακαταμάχητος. Η άκαμπτος, αλύγι- αλύγιστος , ακλόνητος· -ЭЯ ВОЛЯ ακλόνητη θέληση. несолоно επίρ:- хлебавши (απλ.) άπρακτος (απογοητευμένος ή με το κεφάλι σκυμμένο). Несомненно επίρ. αναμφίβολα, αναμφισβήτη- αναμφισβήτητα" σίγουρα, ασφαλώς. несомненность, -И θ. η μη αμφιβολία* το αναμφίβολο, το αναμφισβήτητο· σιγουριά. несомненный επ., βρ: -нёнен, -нённа, -о; αναμφίβολος, αναμφισβήτητος· σίγουρος· - ус- пёх αναμφίβολη επιτυχία" -ая Истина αναμφι- αναμφισβήτητη αλήθεια. НесОООразЙТеЛЬНОСТЬ, -И θ. βραδύνοια, δύσ- νοια, χοντροκεφαλιά, χοντρομυαλιά. несообразительный επ., βρ: -лен, -льна,-о βραδύνους, δύσνους,χοντροκέφαλος, μπουζουκο- κέφαλος, που δεν του κόβει. несообразно επίρ. ασυνάρτητα κλπ. επ. несообразность, -И θ. ασυναρτησία, ανακο- ανακολουθία. Ι) παραλογισμός, ανοησία, μωρία. несообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- ασυνάρτητος· ασυνταίρ ιαστος· σόλοικος. II ά- άλογος, παράλογος· κουτός, μωρός. Несоответствие, -Я ουδ. η μη σύμπτωση, μη συνταυτηση· αταιριασιά· το ασύμβατο. несоразмерно επίρ. δυσανάλογα κλπ. επ. несоразмерность, -И θ. δυσαναλογία, ασυμ- ασυμμετρία, ανισομετρία· δυσαρμονία. несоразмерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно,- δυσανάλογος, ασύμμετρος, ανισόμετρος· δυ- σαρμονικός· ακανόνιστος. НеСОСТОЯТеЛЬНОСТЬ, -И 6. 1 το αναζιόχρεο, το αφερέγγυο. 2 το αβάσιμο, το αστήρικτο,το ασύστατο· ανεδαφικότητα, το ανυπόστατο. несостоятельный επ., βρ. -лен, -льна, -о; 1 φτωχός, άπορος, αναγκεμένος, άκληρος. 2 αναζιόχρεος, αφερέγγυος· - ДОЛЖНИК αναΕι- όχρεος οφειλέτης. II μτφ. ανίσχυρος, αδύνα- αδύνατος. 3 μτφ. αβάσιμος, αστήρικτος, ασύστα- τος, ανυπόστατος. несоюзный επ: -ая молодёжь η εξωκομσομό- λικη νεολαία. неспеЛ0СТЬ, -И θ. ανωριμότητα· - ШГОДа α- ανωριμότητα του καρπού. неспелый επ. ανωρίμαστός, άγουρος, άωρος, αγίνωτος. неспешный επ. αβίαστος, αβίαστος· αργός, βραδύς· ИДТИ -ЫМ шагом δε βαδίζω βιαστικά. Несподручно επίρ. μη βολικά, μη άνετα. II ως κατηγ. δεν είναι βολικά ή άνετα. несподручный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 μη βολικός, άβολος· δύσχρηστος, δυσκολομε- δυσκολομεταχείριστος. 2 μη υποχείριος. неспокойно επίρ. ανήσυχα, ταραγμένα κλπ.επ. неспокойный επ., βρ: -о'ен, -ойна, -ойно; 1 ανήσυχος, ταραγμένος· отец был -Оен о πα- πατέρας ήταν ανήσυχος· - ВЗГЛЯД ανήσυχη μα- ματιά. II αεικίνητος· - Жеребец ασταμάτητοπου- λαράκι. 2 ταραχώδης, πολυτάραχος, τρικυμιώ- τρικυμιώδης· -ая ЖИЗНЬ πολυτάραχη ζωή. 3 (για και- καιρό) · άστατος. Неспорый επ. (απλ.) ακανόνιστος, ατακτο- ποίητος, αρεγουλάριστός, αρύθμιστος· -ая ра- работа εργασία χωρίς ρυθμό. II νωθρός, οκνός, νωχελής, οκνηρός. II άσχημος, κακός, ανεπι- ανεπιτυχής, με κακή έκβαση· ΟΚΟβΟ Да -О (επίρ.) -^ρμ. η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το κα- λοψήνει. Неспособно επϊρ. ως κατηγ. δεν αρέσει, δεν είναι αρεστό" δεν είναι βολικά. Неспособность, -И θ. ανικανότητα, αδεξιό- αδεξιότητα" απειρία· ακαταλληλότητα. неспособный επ., βρ: -Оен, -бна, -бно. 1 ανίκανος, αδέξιος· ακατάλληλος" άπειρος" - К борьбе ανίκανος για αγώνα" - К музыке α- ακατάλληλος για μουσική. 2 μη βολικός, δύ- δύσκολος, δυσχερής. несправедливо επίρ. άδικα. несправедливость, -и θ. αδικία. несправедливый επ., βρ: -лив, -а, -о ά- άδικος· - человек άδικος άνθρωπος· - приго- приговор άδικη καταδίκη. II μη σωστός, εσφαλμέ- εσφαλμένος, λαθεμένος· -ое мнение μη σωστή γνώμη. неспроста επίρ. όχι χωρίς λόγο. II όχι ά- άδικα, όχι στα χαμένα, όχι άσκοπα. неспрягаемый επ. (γραμμ.) άκλιτος (για ρή- ρήματα)· - глагол άκλιτο ρήμα. несравненно επίρ. ασύγκριτα κλπ. επ. несравненный επ., βρ: -нёнен, -нённа, -о; ασύγκριτος, έξοχος, υπέροχος, εξαιρετικός. несравнимый επ., βρ: -ним, -а, -о ασύ- ασύγκριτος, απαράμιλλος, απαράβλητος, απαραλ- λήλιστος· ανυπέρβλητος.
нес 727 нес нестандартный επ., βρ: -тен, -тна, -о а- τυποποίητος· -ая продукция ατυποποίητα προ- προϊόντα. И μτφ. πρωτότυπος, μη ρουτιν ιέρικος, μη κοινοτυπικός, μη τετριμμένος. нестарый επ., βρ: -стар, -а, -О όχι γέ- γέρος, όχι περασμένος· - человек όχι περασμέ- περασμένος άνθρωπος. II αγέραστος· -ое ЛИЦО αγέρα- αγέραστο πρόσωπο. нетерпимо επίρ. ανυπόφορα κλπ. επ. нетерпимый επ., βρ: -шал, -а, -о ανυπόφο- ανυπόφορος, ανυπόμονος, αβάσταγος· ~ая боль αβά- αβάσταγος πόνος. нести, несу, несёшь, παρλθ. χρ. нёс, нес- несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ.χρ. Нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, ετιιρ. μτχ. неся р.σ. 1 φέρω, μεταφέρω, μετακομί- μετακομίζω, κο,υβαλώ* -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη. II μτφ. επωμίζομαι" - 0Τ- вётственность φέρω ευθύνη. II εκτελώ· εκπλη- εκπληρώνω· - службу εκτελώ υπηρεσία· - обязаннос- обязанности завёдущеГО εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη. II μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά. 2 δι- διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). Ι] σηκώνω, φέρω· ветер -Сёт ПЫЛЬ о άνεμος ση- σηκώνει σκόνη. 3 απρόσ. έρχομαι απο..., μετα- μεταδίδομαι με τόν αέρα· -сёт чесноком μυρίζει σκόρδο · от него -ло табаком αυτός μύριζε τσι- τσιγάρο. II φυσώ, πνέω· с моря -ло сырым возду- воздухом απο τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας· -ёт С окна φυσάει απο το παραθύρι. II μτφ. γίνο- γίνομαι αισθητός· διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπω- εντυπωσιάζω. 4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω" υφίστα- υφίσταμαι, υποβάλλομαι σε· - наказание υφίσταμαι τιμωρία* - Потери υφίσταμαι απώλειες·- ΠΟ- слёдствия υφίσταμαι τις συνέπειες. 5(κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω. 6 επιφέρω· - смерть επιφέρω τον θάνατο. 7 (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος, θ γεννώ (αυγά)· курица -ёт яйца η κότα γεννά αυγά. 9 απρόσ. - (απλ.) κόβει η διάρροια· ребёнка третий день -сёт το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρ- διάρροια. II εκφρ. высоко (гордо) ~ голову ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι" - ВЗДор λέγω α- ανοησίες, σαχλαμάρες. нестись, -сусь, -сёшься, παρλθ.χρ. несся, -СЛЙСЬ, -СЛОСЬ, μτχ. παρλθ. χρ. НёСШИЙСЯ р^ δ. 1 κινούμαι, φεύγω, τρέχω με μεγάλη ταχύ- ταχύτητα· всадник -сётся на коне о καβαλάρης π ι λαλάει στο άλογο· корабль -С8ТСЯ ПО ветру το καράβι σχίζει γοργά τα νερά με ούριο ά-' νεμο. II τρέχω γρήγορα. II (για ήχο, μυρου- μυρουδιά) αναδίδομαι, εκπέμπομαι, διαχέομαι. II σκορπίζομαι στον αέρα· ακούομαι· ОТОВСЮДУ -сутся радостные голоса απο παντού έρχονται χαρούμενες φωνές. II μτφ. διαδίδομαι· -сутся слухи κυκλοφορούν φήμες. 2 (για χρόνο) περ- περνώ γρήγορα. II (για γεγονότα)· εξελίσσομαι γρήγορα. 3 γεννώ αυγά, ωοτοκώ· курица -ётся η κότα γεννάει. 4 μεταφέρομαι, μετακομίζο- μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι* нестойкий επ., βρ: -оек, -о'Йка,-ОЙко α- ασταθής· παροδικός· ευκολοεξάτμιστος· ευκο- λόφθαρτος· -ие духи ευκολοεξάτμιστα (πτη- (πτητικά) αρώματα· -ие отравляющие вещества ευ- κολόφθαρτες δηλητηριώδεις ουσίες. нестоящий, -ая, -ее επ. που δεν αξίζει, α- ασήμαντος, τιποτένιος· άχρηστος· дело совсем -ее υπόθεση εντελώς ασήμαντη· - человек τι- τιποτένιος άνθρωπος. Нестроевик, ~а α. μη μάχιμος, βοηθητικός. Нестроевой1 επ. άμαχος, μη μάχιμος, βοη- βοηθητικός· - солдат βοηθητικός στρατιώτης. II ουσ. βλ. нестроевик. нестроевой2επ. ακατάλληλος για οικοδόμηση* - лес ξυλεία ακατάλληλη για οικοδομές·-- ма- материал ακατάλληλο οικοδομικό υλικό. нестройно επίρ. άκομψα* άτακτα κλπ. επ. нестройность, -И θ. ακομψία* αταξία, ρε- μπελιά· παραφωνία. нестройный επ., βρ: -оен, -ойна, -о'йно. 1 άκομψος, αφιλοτέχνητος· -ая фигура άκομψη φιγούρα. II άτακτος, ακανόνιστος,.ακατάστατος, ρέμπελος* -ая толпа ανάκατο πλήθος· -ое войско ρέμπελο ασκέρι· -ые ряды αζύγιστες ή αστοίχιστες γραμμές . 2 παράφωνος, αναρμό- ν ιστός * ανάκατος, συγκεχυμένος· - шум συ- συγκεχυμένος θόρυβος. несть απρόσ. (παλ.) ως κατηγ. δεν υπάρχει* - конца δεν υπάρχει τέλος. II εκφρ. - числа (кому-чему) άπειρος, απειράριθμος. несудоходный επ. άπλευστος, μη πλωτός. несуразно επίρ. παράλογα· ασυνάρτητα- α- ανόητα κλπ. επ. несуразность, -И θ. παραλογία· ασυναρτη- ασυναρτησία* μωρία. несуразный επ., βρ·. -зен, -зна, -зно. 1 παράλογος· ασυνάρτητος' κουτός, ανότ\τοζ, ά- άμυαλος , αστόχαστος * άχαρος * -ые слова ασυ- ασυνάρτητα λόγια' - разговор άχαρη συνομιλία. II κακοήθης, αχρείος. 2 -διάστροφος, άγαρμπος, κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος* -ая фигура α- ασουλούπωτη φιγούρα. несусветный επ., βρ: -тен, -тна, -тно κα- καταπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος, απίθα- απίθανος. II αφόρητος, ανυπόφορος" πολύ μεγάλος, - δυνατός" -ая жара πολύ μεγάλος καύσονας. несушка, -И θ. ωοτεκούσα· курица - κότα που γεννά· утка - πάπια που γεννά. несущественный επ., βρ: -вен, -венна, -о; μη ουσιώδης· επουσιώδης, ασήμαντος· всё ЭТО -Ο όλα αυτά είναι επουσιώδη· -ое различие ασήμαντη διαφορά.
нес 728 нет несущий επ. απο μτχ. υποβαστάζων. несходный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО. 1 α- ανόμοιος, άμοιαστος" διάφορος, -ρετικός· α- αταίριαστος" ~ые ПОНЯТИЯ διαφορετικές έννοι- έννοιες. 2 ασύμφορος· ~ая цена ασύμφορη τιμή. Несходство, -а ουδ. ανομοιότητα· διαφορά* αταιριασιά· - характеров το μη ταίριασμα χα- χαρακτήρων . несхожесть', -и θ. βλ. несходство. несхожий επ., βρ: -схож, -а, -е βλ. не- несходный C,'σημ.) . несчастливец, -вца α., -вица, -ы θ. άτυ- άτυχος, ~η, κακότυχος, -η. несчастливый επ., βρ: -лив, -а, -о άτυ- άτυχος, -χής, κακότυχος, άμοιρος, κακορίζικος· -ая женщина κακότυχη γυναίκα. II ανεπιτυχής" - день αποφράδα (γρουσούζικη) μέρα. несчастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 δυστυχής, -χισμένος, δύσμοιρος, δύστυνος· -ая жизнь δυστυχισμένη ζωή" -ое существо δυ- δυστυχισμένο πλάσμα (ύπαρξη). II ουσ. δυστυ- χήζ» -χισμένος. II θλιμμένος, συντριμμένος. 2 συμφοριασμένος· - случай δυστύχημα, ατύχημα. II θλιβερός, τραγικός· -ая участь τραγική τύ- τύχη· -ая жертва τραγικό θ>ΰμα. 3 απαίσιος, ο- ολέθριος, αποτρόπαιος· - день αποφράδα μέρα. 4 ελεεινός, κακόμοιρος, άθλιος, ταλαίπωρος, καημένος" - человек κακόμοιρος άνθρωπος. несчастье, -Я ουδ. δυστυχία, συμφορά, κα- κακό· какое -! τι δυστυχία!. II ατυχία, ατύχη- ατύχημα, δυστύχημα. II εκφρ. К -ю; за - δυστυχώς, κατά κακή τύχη. Несчётно επίρ. άμετρα, αναρίθμητα, άπειρα. - богат πάμπλουτος, ζάπλουτος. несчётный επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО άμε- άμετρος, αμέτρητος, άπειρος, απειράριθμος, ανα- αναρίθμητος" -ые ТОЛПЫ αναρίθμητα πλήθη. несъедобный επ., βρ; -бен, -бна, -бно μη φαγώσιμος· -ые Грибы μη φαγώσιμα μανιτάρια. несытный επ., βρ: -тен, -тна, -тно που δεν κρατάει πείνα· -ая ПЙща τροφή ευκολοχώνευτη. ΗβΤ απρόσ. ως κατηγ. 1 , δεν υπάρχει, - δεν είναι· δεν έχω· НИКОГО - дома δεν είναι κανένας σπίτι" - худа без добра, ουδέν ,κακόν αμιγές καλού' В кассе - денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρή- χρήματα)· у меня - времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ) . 2 όχι, δεν все собрались, а его' - как - (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε· ОН приехал ИЛИ -? αυτός ήρθε ή όχι; - ещё όχι ακόμα. 3 αρνητ. μόριο· ό- όχι· -, ОН прав όχι, αυτός έχει δίκαιο1 ОТ-· вечай да Или -? απάντα ναι, ή όχι; 4 μόριο' επιτακ. όχι, για, πω-πώ. 5 μόριο ερωτημ. α- αλήθεια; πραγματικά; άραγε; 6 (με το так ε- εμπρός, με το же μετά ή και χωρίς αυτά)· ό- όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ' όλ' αυτά. 7 έλλειψη, ανέχεια· на - И суда - ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έ- έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο θεός. II εκ φρ. И -; - да - ως τώρα λείπει (απουσιάζει.) · (ТОГО) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου* да И... απο καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που" а ТО -? μήπως δεν είναι έτσι; НИ да НИ - ούτε ναι ούτε όχι1 на - στο ελάχι- ελάχιστο· свести на - καταστρέφω εντελώς, εκμη- εκμηδενίζω, εξοντώνω1 сойти (свестись) на - α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: ГОЛОС Выступающего СОШёЛ На - η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω* В нетях (нётех) παλ. ανυπότακτος στρατού. нетактично επίρ. χωρίς τακτ, - λεπτότητα. нетактичность, -И θ. έλλειψη λεπτότητας, - τακτ, αγένεια. нетактичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно χω- χωρίς λεπτότητα, - τακτ· αγενής. неталантливый επ., βρ: -лив, -а, -о χω- χωρίς ταλέντο, μη ταλαντούχος. нетвёрдо επίρ. όχι σκληρά· μαλακά κλπ. επ. нетвёрдый επ., βρ: -ёрд, -ерда", -ёрдо. 1 (κυρλζ. κ. μτφ.) μη σκληρός* μαλακός* -ая почва μαλακό έδαφος * - характер μαλακός χα- χαρακτήρας. 2 ασταθής, ταλαντευόμενος, μη στα- σταθερός· -ая походка ασταθές βάδισμα* - по- почерк ασταθής γραφικός χαρακτήρας. II μη απο- αποφασιστικός, διστακτικός, ενδοιαστικός1- от- ответ διστακτική απάντηση. нетерпёж, -пежа α. (απλ.) βλ. нетерпение. нетерпеливо επίρ. ανυπόμονα κλπ. επ. нетерпеливость, -и θ. βλ. нетерпение. нетерпеливый επ., βρ: -лив, -а, -о ανυπό- μονβς, ακαρτέρητος* - человек ανυπόμονος άνθρωπος* -ое ожидание αδημονία. нетерпение, -Я ουδ. ανυπομονησία· ждать С -ем περιμένω ανυπόμονα· обнаружить - δείχνω (φανερώνω) ανυπομονησία· его ОХВатЙЛО - τον κυρίευσε ανυπομονησία. нетерпимо επίρ. ανυπόφορα κλπ. επ. нетерпимость, -и θ. το ανυπόφορο· - пове- поведения το ανυπόφορο της διαγωγής. нетерпимый επ., βρ: -пим, -а, -о ανυπόφο- ανυπόφορος, αφόρητος, αβάσταγος* απαράδεκτος, ανε- ανεπίτρεπτος· -ое положение ανυπόφορη κατάστα- κατάσταση· -ое поведение απαράδεκτη διαγωγή. II μη ανεκτικός, μη ανεκτός. Нетёсаный επ. 1 απελέκητος, άξεστος. 2 μτφ. αμόρφωτος, απολίτιστος. Нетленно επίρ. άφθαρτα. II μτφ. αιώνια. НеТЛеННОСТЬ, -И θ. αφθαρσία. нетленный επ., βρ: -ёнен, -ённа, -ённо; 1 (παλ.) άφθαρτος* ασαπής, άσηπος. Μ μτφ.
нет 729 неу αιώνιος. нетоварищеский επ. μη συντροφικός· -ое отношение μη συντροφική σχέση. нетопырь, -Я α. είδος μεγάλης νυχτερίδας. неторопливо επίρ. όχι γρήγορα· αργά, βρα- βραδέως κλπ. επ. НеТОроПЛИВОСТЬ, -И θ. βραδύτητα, βραδυκι- νησία, αργοκινησία. неторопливый επ., βρ: -лив, -а, -о μη γρή- γρήγορος· αργός, βραδύς, αγαληνός· βραδυκίνη- τος, αργοκίνητος. неточно επ ί ρ. μη ακριβώς· αν ακριβώς. НеТОЧНОСТЬ, -И θ. 1 η μη ακρίβεια" - ПОД- счёта η μη ακρίβεια του υπολογισμού. 2 ανα- ανακρίβεια, σφαλερότητα. неточный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 μη ακριβής· - подсчёт μη ακριβής υπολογισμός. 2 ανακριβής, εσφαλμένος, λαθεμένος· -ое выра- выражение εσφαλμένη έκφραση. нетребовательность, -И θ. 1 μη απαιτητι- κότητα. 2 ολιγάρκεια, λιτότητα. нетребовательный επ., βρ: -лен, -льна, -о 1 μη απαιτητικός· - учитель δάσκαλος μη ε- επιεικής προς τους μαθητές. 2 ' μετριόφρονας; ολιγαρκής, λιτός. нетрезвый επ., βρ: -ёзв, -а, -о μεθυσμέ- μεθυσμένος· домой вернулся - στο σπίτι αυτός γύρι- γύρισε μεθυσμένος' В -ОМ состоянии (виде) σε κα- κατάσταση μέθης. нетронутый επ., βρ: -нут, -а, -О άθικτος, άψαυστος, ανέπαφος, απείραχτος, άγγιχτος. II μτφ. καθαρός, αγνός, παρθενικός, αμίαντος, αμόλυντος. нетрудный επ., βρ: -ден, -дна, -дно μη δύσκολος· εύκολος· -ая задача εύκολο πρό- πρόβλημα" -ая работа εύκολη δουλειά. нетрудовой επ. 1 άεργος (εθελοντικά άνερ- άνεργος) · ~0е население το μέρος του πληθυσμού που δεν εργάζεται, ο ι μη εργαζόμενοι. 2 πα- παράσιτος, -σιτικός· -ы'е ДОХОДЫ παρασιτικά, έ- έσοδα. нетрудоспособность, -И θ. ανικανότητα ερ- εργασίας. нетрудоспособный επ., βρ: -бен,' -бна, -о ανίκανος εργασίας· стать по болезни -ым γί- γίνομαι ανίκανος εργασίας λόγω ασθένειας. нетрудящийся επ. βλ. нетрудовой. ♦нетто επ. χωρίς γένη κ. άκλ.καθώς κ. επφ, (για βάρος) καθαρό(ς), νέτο(ς). нету απρόσ. με σημ. κατηγ.βλ. Нет A.2 σημ}. неубедительно επίρ. μη πειστικά. неубедительность, -И θ. μη πιστικότητα. - ДОВОДОВ η μή πειστικότητα των επιχειρημά- επιχειρημάτων . неубедйтельньй επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη πειστικός· ~ые доказательства μη πειστι- πειστικές αποδείξεις* - пример μη πειστικό παρά- παράδειγμα. неуважение, -я ουδ. ασέβεια· - к родите- родителям ασέβεια προς τους γονείς. неуважительно επίρ. ασεβώς. неуважительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; 1 μη σοβαρός· ОПОЗДать ПО -ЫМ причинам κα- καθυστερώ (αργώ) χωρίς σοβαρούς λόγους. 2 α- ασεβής, ανευλαβής. неуверенно επίρ. αβέβαια, όχι σταθερά,δι- στακτικά κλπ. επ. неуверенность, -И θ. αβεβαιότητα· διστα- διστακτικότητα, ενδοιασμός' ταλάντευση. неуверенный επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно αβέβαιος' διστακτικός, ενδοιαστικός· ταλα- ντευόμενος· αναποφάσιστος· -ая походка μη σταθερό βάδισμα· - ответ διστακτική απάντη- απάντηση· - ГОЛОС διστακτική (τρεμουλιαστή) φωνή. неувядаемый επ., βρ: -аем, -а, -ο (κυρλε. κ. μτφ.) αμάραντος, ανθηρός, θαλερός· -ая роза αμάραντο τριαντάφυλλο· -ая красота α- αμάραντη ομορφιά· -ая слава άφθιτη (αθάνατη) δόεα. неувядающий επ. (γραπ. λόγος) μτφ. αμάρα- αμάραντος, άφθιτος" αθάνατος. Неувязка, -И θ. ασυμφωνία, αρρυθμία, μη συντονισμός· παρανόηση, παραζήγηση. неугасимый επ., βρ: ~сйм, -а, -Ο (κυρλξ,κ. μτφ.) άσβηστος· -ая лампада άσβηστο καντήλι· -ая ненависть άσβηστο μίσος. неугодный επ., βρ: -Ден, -дна, -дно ανε- ανεπιθύμητος· ТЫ мне -ден μου είσαι ανεπιθύμη- ανεπιθύμητος. неугомонный επ., βρ: -о'нен, -онна, -онно; αεικίνητος, ασταμάτητος, άστατος, ασίγαστος. нёуд, -а α. βλ. неудовлетворительно Bσημ.χ • неудача, -И θ. αποτυχία· потерпеть -у δο- δοκιμάζω (υφίσταμαι) αποτυχία, αποτυχαίνω. Неудачливый επ., βρ: -лив, -а, -о άτυχος, κακότυχος, ανευόδωτος· - человек άτυχος άν- άνθρωπος. Неудачник, -а α., -ца, ~Ы θ. άτυχος, -η. неудачный επ., βρ·. -чен, -чна, -чно.1 βλ. неудачливый. 2 ανεπιτυχής, αποτυχημένος·-ые ПОПЫТКИ αποτυχημένες (άκαρπες) προσπάθειες· -ое начало κακή αρχή. Неудержимо επίρ. ακράτητα κλπ. επ. неудержимый επ., βρ: -жим, -а, -Ο ακράτη- ακράτητος, ασταμάτητος· ακάθεκτος, ακατάσχετος· - смех ασυγκράτητα γέλια· -ые слёзы ακράτητα δάκρυα· -ое желание ακατάσχετη επιθυμία. неудержный επ., βρ: -жен, -жна, -жно βλ. неудержимый. неудивительно επίρ. ως κατηγ. δεν είναι τίποτε το εκπληκτικό, το περίεργο, το δοζο.
неу 730 неу неудивительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη εκπληκτικός, - παράξενος, - περίεργος. неудобно επίρ. κ. σαν κατηγ. στενόχωρα, μη βολικά κλπ. επ. ему - сесть δεν του εί- είναι βολικά να καθήσεί' мне - за него στε- στενοχωρούμαι γι' αυτόν. неудобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно. 1 στενόχωρος, μη βολικός, όχι άνετος" δυσπρο- σάρμοστος. II'ακατάλληλος, αδέξιος. 2 μτφ. δυσχερής, δύσκολος· δυσάρεστος· -ое положе- положение δυσχερής κατάσταση (θέση). 3 μτφ. μη σωστός, απρεπής, άτοπος. неудобоваримый επ., ρρ: -рйм, -а, -о. ι δύστίεπτος, δυσκολοχώνευτος, κακοχώνευτος· -ая ПЙща δυσκολοχώνευτη τροφή. 2 μτφ. δυσ- δυσνόητος, δυσκολοαφομοίητος, ακαταλαβίστικος. неудобопроизносимый επ., βρ: -сим, -а, -о δυσπρόφερτος· -ое слово δυσπρόφερτη λέξη. Η απρεπής, άσεμνος· -ая брань σιχαμερή βρισιά. неудобство, -а ουδ. 1 δυσχέρεια, στενοχώ- στενοχώρια. 2 σύγχυση, αμηχανία' δυσάρεστη θέση. неудобь επϊρ. - сказуемый (παλ.) που δε λέγεται (απρεπής έκφραση, λέξη). Неудовлетворение, -Я ουδ. 1 η μη ικανο- ικανοποίηση. 2 βλ. неудовлетворённость Bσημ.). Неудовлетворённость, -И θ.1 μη ικανοποίη- ικανοποίηση. 2 δυσαρέκεια, κακοφανισμός, πίκρα,θλίψη. неудовлетворённый επ. ανικανοποίητος, α- αδικαίωτος. II παραπονεμένος, δυσαρεστημένος· λυπημένος. Неудовлетворительно επίρ. ανικανοποίητα.II ως κατηγ. (για σχολικό βαθμό) μη ικανοποιη- ικανοποιητικά, κάτω της βάσης. неудовлетворительный επ., βρ·. -лен,-льна, -ЛЬНО μη ικανοποιητικός· - ответ μη ικανο- ικανοποιητική απάντηση. Неудовольствие, -Я ουδ. 1 δυσαρέσκεια, κα- κοφανισμός, λύπη, θλίψη, πίκρα· К великому моему -Ю προς μεγάλη μου λύπη· выралйть своё - εκφράζω τη -δυσαρέσκεια μου1 скрывать своё - κρύβω (δε φανερώνω) τη δυσαρέσκεια μου* смотреть на ЧТО С -ем βλέπω κάτι με κα- κακό μάτι. 2 (παλ.) παρεξήγηση, δυσαρέστηση. неуёмно επίρ. ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδιά- αδιάλειπτα κλπ. επ. неуёмный επ., βρ*. -мен, -мна, -МНО αστα- ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλει- αδιάλειπτος· συνεχής, διαρκής" Вчера Шёл - ДОЖДЬ χτες έβρεχε ασταμάτητα: -ая бОЛЬ ασταμάτη- ασταμάτητος πόνος. Μ ακούραστος, ασίγαστος, αεικί- αεικίνητος . ■ неужели ερωτημ. μόριο· άραγε· αλήθεια· εί- είναι δυνατό· - вы не знаете моего брата? α- αλήθεια, δεν γνωρίζετε τον αδερφό μου; - ЭТО правда άραγε αυτό είναι αλήθεια; - ОН ЭТО сделал? είναι δυνατόν αυτός να το έκανε; неуживчивость, -И θ. το δυσμεταχείριστον- δυστροπία* το ακοινώνητον, ακοινωνησία. неуживчивый επ., βρ: -чив, -а, -о δυσμε- ταχείριστος, δύστροπος, δύσκολος" ασυμβίω- τος, ακοινώνητος· - характер δύστροπος χα- χαρακτήρας· - человек ακοινώνητος άνθρωπος. неужлй (παλ.) βλ. неужели. неужто μόριο ερωτημ. (παλ, κ. απλ.) βλ. неужели. неузнаваемость, -И θ: до ~и ώσπου δεν α- αναγνωρίζεται (τόσο πολύ άλλαξε). неузнаваемый επ., βρ: -аем, -а, -о αγνώ- αγνώριστος· ОН стал -ЫМ αυτός έγινε αγνώριστος. неуказанный επ. (παλ.) απαγορευμένος, α- ανεπίτρεπτος* μη ενδεδειγμένος· - способ μη ενδεδειγμένος τρόπος* - путь μη ενδεδειγμέ- ενδεδειγμένος δρόμος (μέθοδος ενέργειας)· в -ое время σε απαγορευμένο χρόνο (ώρα). неуклонно επίρ. απαρέγκλιτα* σταθερά. неуклонный επ., βρ: -о'нен, ~<5нна, -онно; απαρέγκλιτος* σταθερός - подъём жизненного УРОВНЯ σταθερό ανέβασμα του βιωτικού επι- επιπέδου. неуклОНЧИВОСТЬ, -И θ. (παλ.) το ανένδοτο, το αμετάτρεπτο* μη υποχωρητικότητα. неуклончивый επ., βρ: -чив, -а, -о (παλ.) ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετάτρεπτος. неуклйже επίρ. αδέξια κλπ. επ. неуклюжесть, -И θ. δυσαρμ^νικότητα, το α- ακανόνιστο, ασυμμετρία. Π ακαλαισθησία. 11 α- αδεξιότητα. неуклюжий επ., βρ: -люж, ~а, -е δυσαρμο- νικός, ακανόνιστος, ασύμμετρος. II άκομψος, ακαλαίσθητος, άγαρμπος* μπατάλικος, χονδρο- ειδής. И αδέξιος· δυσκίνητος. Неукоснительно επίρ. ακριβώς, με ακρίβεια, αυστηρά, με αυστηρότητα. неукоснительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; ακριβής, αυστηρός· -ое соблюдение дисципли- дисциплины αυστηρή τήρηση της πειθαρχίας· -ое ИС- полнёние ακριβής εκτέλεση. Неукротимость, -И θ. το αδάμαστο, το ακα- ακατάβλητο. неукротимый επ., βρ: -Т-Йм, -а, -О αδάμα- αδάμαστος, ατίθασος, ακατάβλητος· - зверь αδάμα- αδάμαστο θηρίο. 4 ασυγκράτητος, ανυπόταγος' α- απείθαρχος. неуловимость, -И θ. 1 το ασύληπτο. 2 το απαρατήρητο, το δυσδιάκριτο, ασάφεια. неуловимый επ., βρ: -вйм, -а, -о. 1 ασΰ- ληπτος, άπιαστος, άφαντος. 2 απαρατήρητος, ανεπαίσθητος· ασαφής. неулыбчивый επ., βρ: -ЧИВ, -а, -Ο αμειδί- αστος, αχαμογέλαστος* σκυθρωπός. Неумело επίρ. αδέξια κλπ. επ. неумелый επ., βρ: -мёл, -а, -о αδέξιος· α-
неу 731 неу ν ικανός' ατζαμής · άπειρος" ανίδεος, αδατ\ς. Неумение, -Я ουδ. ανικανότητα· αδεξιότη- αδεξιότητα· άγνοια, αδαημοσύνη. Неумеренно επίρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, άκρως. неумеренность, -И θ. το υπέρμετρο, υπερ- υπερβολή, ακρότητα. неумеренный επ. υπέρμετρος, υπερβολικός· - ВОСТОрГ υπέρμετρος ενθουσιασμός· - человек υπερβολικός (πολύ απαιτητικός) άνθρωπος. Неуместно επίρ. άτοπα, άκαιρα. неуместность, -И θ. το άτοπο, το άκαιρο, το ακατάλληλο (χρόνου ή τόπου) . неуместный επ., βρ: -тен, -тна, -тно άτο- άτοπος, άκαιρος, εκτός τόπου ή χρόνου. неумный επ., βρ: -умён, -умна, -умно κου- κουτός, ανόητος, μωρός. II βλακώδης παιδιακί- στικος,παιδαριώδης. неумолимо επίρ. αδυσώπητα, αμείλικτα. неумолимость, -И θ. το αδυσώπητο. неумолимый επ., -ЛЙм, -а, -О αδυσώπητος, σκληρός, αμείλικτος, ανιξελέαστος, απηνής. неумолкаемый επ., βρ: -аем, -а, -о ασίγη- τος, ακατάπαυστος, αδιάκοπος· συνεχής. неумолчный επ. βρ:. -чен, ~чна, -о βλ. неу- неумолкаемый. неумытый επ., βρ: -тен. -тна, -тно (παλ.) αναξαγόραστος, αδωροδόκητος, αδέκαστος, α- λάδωτος. неумышленно επίρ. όχι σκόπιμα· απρομελέ- τητα, απροαίρετα κλπ. επ. неумышленный επ., βρ: -лен, -ленна, -о ό- όχι σκόπιμος, απρομελέτητος, απροσχεδίαστος, απροαίρετος· -ое убийство απρομελέτητος φό- φόνος . неунывающий επ. που δε θλίβεται, άθλιβος, άλυπος' αστενοχώρητος. неуплата, ~ы θ. η μη πληρωμή· в случай ~ы σε περίπτωση μη πληρωμής. неупорядоченность, -И θ. μη τακτοποίηση. неупорядоченный επ. ατακτοποίητος, αδιευ- θέτητος, άστατος· -ое ХОзЯйстно ατακτοποίη- το νοικοκυριό· - Образ ЖИЗНИ άστατη ζωή. неупотребительность, -и θ. αχρηστ'ία. Ι! μη χρήση, μη χρησιμοποίηση- το ασυνήθιστο. неупотребительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО αχρησιμοποίητος· δύσχρηστος" ое СЛОВО σπάνια χρησιμοποιούμενη λέξη. Неуправка, -И θ. (απλ.) αναποδιά, κατσι- ποδιά, γρουσουζιά. неуравновешенность. -И θ. ανισορροπία, α- αστάθεια. неуравновешенный επ., βρ: -шен, -шенна,-о ανισόρροπος, ασταθής" - человек ανισόρροπος άνθρωπος· - характер ασταθής χαρακτήρας. неурожай, -Я α. κακή σοδειά, αφορία, αγο- νία, ακαρπϊα· - пшеницы κακή σοδειά σιτη- σιτηρών, σιτοδε'ια. неурожайность, -и θ. βλ. неурожай. неурожайный επ., βρ: -жаен, -жайна, -жай- но άφορος, άγονος, άκαρπος· - ГОД άφορη χρο- χρονιά, έτος σιτοδείας· -ая земли άγονη γη. неурочный επ. 1 ακαθόριστος (για χρόνο). 2 α'κατάλληλος, ασυνήθιστος· άτοπος· Β - час σε ακατάλληλη ώρα. неурядица, -а в, 1 αταξία, ακαταστασία,, α- ανωμαλία, σύγχυση, ανακατωσούρα. 2 φιλονικία, έριδα, γκρίνια, φαγωμάρα. неусидчивый επ., βρ: -чив, -а, -о αεικί- αεικίνητος, που δεν κάθεται σ' ένα μέρος. II μη ε- επιμελής. неуспеваемость, -И θ. η μη επίδοση<πα μα- μαθήματα. неуспевающий επ. κ. ουσ. (για μαθητές) α- αδύνατος, ανεπίδοτος, υστερών. неуспех, -а α. αποτυχία. неуспешный επ., βρ: -шен, -шна,' -шно βλ. безуспешный. неустанно επίρ. αδιάπτωτα· συνεχώς. неустанный επ. αμείωτος, αχαλάρωτος, αδι- αδιάπτωτος· συνεχής* -ая забота συνεχής φρο- φροντίδα. неустойка, -И θ. 1 αθέτηση λόγου ή υπό- υπόσχεσης. II πρόστιμο για παράβαση όρου συμφω- συμφωνίας. 2 αποτυχία. < неустойчиво επίρ. ασταθώς. неустойчивость,-И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) α- αστάθεια. неустойчивый επ., βρ: -чив, -а, -о. 1 α- ασταθής* αστέριωτος' μη στερεός· - стул μη στέριο κάθισμα. Π ταλαντευόμενος" -ая ПС— ходка μη σταθερό βάδισμα. 2 μτφ. άστατος, α- αβέβαιος, ευμετάβλητος* -ая погода άστατος καιρός. II αδύνατος. II εκφρ. -ое равновесие ασταθής ισορροπία. неустранимый επ., βρ: -ним, -а, -о ανεξά- λειπτος" ανυπέρβλητος, αξεπέραστος· нет -ЫХ препятствий δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπό- εμπόδια" -ые последствия ανεξάλειπτες συνέπειες. неустрашимо επίρ. άφοβα, απτόητα. НеуСТраШИМОСТЬ, -И θ. αφοβία. неустрашимый επ., βρ: -шим, -а, ~о άφο- άφοβος, απτόητος" ατρόμητος" - боец ατρόμητος μαχητής" ~ путешественник άφοβος οδοιπόρος. Неустроенность, -И θ. ανοργανωσιά-αταξία, ακαταστασία. II ρεμπελιά. неустройство, -а ουδ. αταξία, ακαταστασία. неуступчивость, -И θ. η μη υποχωρητικότη- υποχωρητικότητα, το ανυποχώρητο, το ανένδοτο" - В споре το ανυποχώρητο στη συζήτηση. неуступчивый επ., βρ: -чив, -а, -о ανυ- ανυποχώρητος, ανένδοτος, πεισματώδης.
неу 732 нец неусыпно επίρ. ακοίμητα, άγρυπνα* ακούρα- ακούραστα. неусыпный επ. ακοίμητος, άγρυπνος. II άο- άοκνος, ακούραστος. неутешительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη παρηγορητικός, μη ενθαρρυντικός, μη ικα- ικανοποιητικός. неутёШНО επίρ. απαρηγόρητα. неутешный επ., βρ: -шен, -шна, -шно απα- απαρηγόρητος· мать была -а η μάνα ήταν απαρη- απαρηγόρητη. неутолимый επ., βρ: -ЛЙМ, -а, -О ακατα- πράυντος* -ая боль ακαταπράυντος πόνος. II ακόρεστος, άσβηστος· -ая лажда άσβηστη δί- δίψα· - ГОЛОД ακόρεστη πείνα (λίμα)· -ая жаж- да знаний (μτφ.) ακόρεστη όίψα γνώσεων. Неутомимость, -И θ. η μη κούραση. неутомимый επ., βρ: -мйм, -а, -Ο ακούρα- ακούραστος" - КОНЬ ακούραστο άλογο·- изобретатель ακούραστος εφευρέτης· - борец за мир ακούρα- ακούραστος αγωνιστής της ειρήνης. неуч, -а α. άνθρωπος αμόρφωτος, απαίδευ- απαίδευτος· ξόανο. неучёный επ. αμόρφωτος, απαίδευτος. неучтиво επίρ. ασεβώς κλπ. επ. Неучтивость, -И θ. ασέβεια, ανευλάβεια, α- αγένεια, απρέπεια. НеучТЙВЫЙ επ., -ТЙВ, -а, -О ασεβής, ανευ- ανευλαβής· αγενής, απρεπής. Неуютно επίρ. μη βολικά, μη άνετα. II ως κατηγ. δεν είναι άνετα· В доме было - στο σπίτι δεν ήταν άνετα. неуютный επ., βρ: -тен, -тна, -тно μη ά- άνετος, μη αναπαυτικός, άβολος. неуязвимость, -И θ. το άτρωτο. неуязвимый επ., βρ: -вйм, -а, -О. 1 άτρω- άτρωτος. II άφθαστος, άγγιχτος. 2 άψογος, άμε- πτος, άμωμος. *НефелЙН, -а α. ο νεφελϊνης, το νεφελιωτό, ελαιόλιθος (ορυκτό). нефелиновый επ. νεφελίνιος. *НефрЙТ,1 -а α. νεφρίτης (ορυκτό) . *НефрЙТ,2 -а α. νεφρίτης (ασθένεια). НефрЙТОВЫЙ επ. (ορυκ.) του νεφρίτη. нефтебаза, -Ы θ. αποθήκη πετρελαίων. нефтевоз, -а α. πετρελαιοφόρο σκάφος, δε- δεξαμενόπλοιο, τάνκερ. нефтедобывающий επ. της εξόρυξης πετρε- πετρελαίων -ая промышленность βιομηχανία εξόρυ- εξόρυξης πετρελαίων. нефтеналивной επ.'πετρελαιοφόρος· -бе су- ДНО πετρελαιοφόρο σκάφος (σε χυτό πετρέλαιο). нефтеносный επ. πετρελαιοφόρος· - пласт πετρελαιοφόρο κοίτασμα" -ая область πετρε- πετρελαιοφόρα περιοχή. нефтеперерабатывающий επ. της επεξεργασί- επεξεργασίας πετρελαίου" -Ие заводы διυλιστήρια πε- πετρελαίου . нефтепровод, -а α. αγωγός πετρελαίου. нефтепродукт, -а α. προϊόν (παράγωγο) πε- πετρελαίου. Нефтепромысел, -СЛа α. επιχείρηση εξαγω- εξαγωγής πετρελαίου. нефтепромышленник, -а α. πετρελαιοβιομή- χανος. II εργάτης πετρελαιοβϊομηχανίας. нефтепромышленность, -И θ. πετρελαιοβιο- μηχανία. нефтепромышленный επ. πετρέλαιοβιομηχανι- πετρέλαιοβιομηχανικός· - район πετρελαιοβιομηχανική περιοχή. Нефтехранилище, -а α. πετρελαιοδεξαμενή. *нефть, -И θ. πετρέλαιο, νάφθα. нефтяник, -а α. πετρελαιοεργάτης" πετρε- λαιολόγος. Ι! πετρελαιοβιομήχανος. НефТЯНКа, -И θ. 1 μηχανή πετρελαιοκίνητη. 2 πετρελαιοφόρα μαούνα. нефтяной επ. του πετρελαίου· -ая промыш- промышленность πετρελαιοβιομηχανία· -ые месторож- месторождения κοιτάσματα πετρελαίου* -ая смола πε- τρελαιόπισσα' - двигатель πετρελαιομηχανή. НехЙЙ μόριο* (απλ.) ας· - говорит, ЧТО хочет ας λέει ό,τι θέλει. Нехватка, -И-θ. ανεπάρκεια, έλλειψη, στε- στενότητα" - денег έλλειψη χρημάτων - матери- материалов έλλειψη υλικών. нехитрый επ., βρ: -хитёр, -хитра, -хитро. I άδολος, απονήρευτος, αθώος. 2 απλός, μη πολύπλοκος. Неходовой επ. αχρησιμοποίητος, αργός* -ые машины ακινητοποιημένες μηχανές. II αζήτη- αζήτητος* -ые Товары αζήτητα εμπορεύματα. нехоженый επ. απάτητος· - ые места απά- απάτητα μέρη. нежзроший επ., βρ: ~рош, ~а, -ό. 1 όχι κα- καλός* κακός, άσχημος· -ЭЯ ПОГОда παλιόκαιρος· - СОН άσχημο όνειρο. 2 δυσειδής. Нехорошо επίρ·. όχι καλά, κακώς, άσχημα· здесь ПОХНеТ - εδώ μυρίζει άσχημα" чувство- вать себй - αισθάνομαι άσχημα. Ι! ως κατηγ. δεν είναι καλό· είναι κακό, άσχημο" - так поступить δεν είναι καλό -να πράττεις έτσι. нехотя επίρ. απρόθυμα, ανόρεχτα, ξέκαρδα. II άθελα, ακούσια, απροαίρετα. нехристь, -Я α. 1 (παλ.) ασυνείδητος, α- ασυναίσθητος· μη χριστιανός, αλλόθρησκος, α- λάδωτος. 2 αντίχρηστος, κακός, σκληρός. нецелесообразно επίρ. άσκοπα, μάταια. нецелесообразность, -И θ. μη σκοπιμότητα, το άσκοπο. нецелесообразный επ., βρ: -зен, -зна, -о; άσκοπος, μάταιος' -ЭЯ работа χαμένη δουλειά" -ая урата Времени σπατάλη χρόνου. нецензурно επίρ. άσεμνα, άπρεπα, αισχρά·-
нец 733 неч выражаться εκφράζομαι άσεμνα. нецензурность, -И θ. το άσεμνο, απρέπεια, αισχρότητα. нецензурный επ·, βρ: -рен, ~рна, -рно α- απαγορευμένος απο τη λογοκρισία. II μτφ. άσε- άσεμνος, απρεπής, αισχρός· ~ые слова άσεμνα λόγια· αισχρόλογα. нецеремонно επίρ. απλά, ελεύθερα, με οι- οικειότητα. нецеремОННОСТЬ, -И θ. απλότητα, ελευθε- ελευθερία, έλλειψη τύπων. II αν επισημότητα. II αναί- αναίδεια, αδιαντροπιά. нецеремонный επ., βρ: -о'нен, -онна, -о. 1 απλός, ελεύθερος, οικείος, χωρίς τύπους. II ανεπίσημος. 2 αναιδής, αδιάντρωπος. нёча επίρ. (διαλκ.) δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη, δε χρειάζεται. нечаянно επίρ. ενέλπιστα κλπ. επ. нечаянность, -и θ. 1 το ανέλπιστο, το α- απροσδόκητο. 2 το απροαίρετο. нечаянный επ. 1 ανέλπιστος, απροσδόκη- απροσδόκητος, ακαρτέρητος· -ЭЯ радость απροσδόκητη χαρά* - ГОСТЬ ακαρτέρητος μουσαφίρης. 2 α- βούλητος, άθελος, ακούσιος, απροαίρετος, μη σκόπιμος* τυχαίος· - выстрел άθελος (κατά λάθος) πυροβολισμός. нечего1, нечему, нечем, не о чем αντων,αρ- νητ. τίποτε, ουδέν - читать δεν έχω τί- τίποτε για διάβασμα· ~ сказать δεν έχω τίποτε να πω" тебе - бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς· нечем резать δεν έχω με τι να κό- κόψω" нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό· тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο* не О чем жалеть άδικα λυπάσαι· - делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ηβ4βΓ02ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει' δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη* Об ЭТОМ И думать - γι' αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι· - вам В это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να α- ανακατεύεστε σ' αυτή την υπόθεση· вам - по- помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας· его жалеть δεν αζίζει να τον λυπάσαι ή <ϊυτός δε θέλει λύπηση. нечеловеческий επ. 1 μη ανθρώπινος' .-Ие отношения μη ανθρώπινες σχέσεις. 2 υπεράν- υπεράνθρωπος· -ие усилия υπεράνθρωπες προσπάθει- προσπάθειες. II απάνθρωπος' - ужас απερίγραπτη φρί'κη. нечеловечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно α- απάνθρωπος· μη ανθρωπινός. нечернозёмный επ. μη μαύρου χώματος* -ая полоса ζώνη μη μαύρου χώματος. нечёсаный επ., βρ: -сан, -а, -о αχτένι- αχτένιστος. нечестивец, -вца α. (παλ.) ασεβής, ανόσι- ανόσιος· ανέντιμος, άτιμος. нечестивый επ. (παλ.) ατιμωτικός. Нечестно επίρ. ανέντιμα, άτιμα. нечестность, -И θ. ατιμία, ανεντιμιότητα. нечестный επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО άτι- άτιμος, ανέντιμος· ανήθικος. нечет, -а α. μονός, περιττός* чет И - ζυ- ζυγός και μονός αριθμός. нечёткий επ., βρ: -ёток, -етка, -ётко α- ασαφής, δυσδιάκριτος, αδιευκρίνητος, αξεκα- θάριστος* μη ακριβής· - почерк δυσανάγνω- δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας· ~ая работа μη α- ακριβής εργασία· -ое изложение δυσνόητη έκ- έκθεση· ~ое произношение μη καθαρή προφορά. нечётко επίρ. ασαφώς, δυσδιάκριτα κλπ. επ. нечёткость, -И θ. ασάφεια, το δυσδιάκρι- δυσδιάκριτο, το αδιευκρίνητο· μη καθαρότητα· αμυδρό- τητα· μη ακρίβεια. нечётный επ. μονός, περιττός (αριθμός). нечинОВНЫЙ επ. (παλ.) χωρίς βαθμό ή χωρίς μεγάλο βαθμό (στην υπηρεσία). Нечисто επίρ. ακάθαρτα, λερωμένα κλπ. επ. II ως κατηγ. είναι ακάθαρτα, βρώμικα, λερω- λερωμένα. II ως κατηγ. είναι ακάθαρτο (πονηρό) πνεύμα. нечистоплотность, -И θ. το ακάθαρτο, βρω- μερότητα. II ατιμία κλπ. επ. нечистоплотный επ. βρ: -тен, -тна, -тно. 1 ακάθαρτος, βρωμερός, μιαρός, ρυπαρός, βρώ- βρώμικος, λερωμένος· -ое бельё ακάθαρτα εσώ- εσώρουχα* - ВОЗДУХ ακάθαρτος αέρας* - двор βρώ- βρώμικη αυλή. 2 μτφ. αισχρός* άτιμος, επαίσχυ- επαίσχυντος· - поступок αισχρή πράξη. Нечистота, -Ы θ. 1 μη καθαριότητα, βρω μιά· В доме - στο σπίτι δεν υπάρχει καθαρι- καθαριότητα. 2 ανηθικότητα, ατιμία, προστυχιά. 3 π^θ. -ОТЫ ακαθαρσίες, βρωμιά, σκουπίδια. нечистый επ., βρ: -ИСТ, -а, -О. 1 ακάθαρ- ακάθαρτος, λερωμένος, βρώμικος· -ая посуда ακά- ακάθαρτα αγγεία. 2 μη γνήσιος, νοθευμένος. II μουντός* - цвет μουντό χρώμα. II μη καθαρό- καθαρόαιμος* собака -ОЙ породы σκύλος απο διασταύ- διασταύρωση (μπαστάρδικης ράτσας). 3 μη καθαρός, μη σωστός, μη ακριβής (γ.ια ήχο, προφορά). 5 α- ανήθικος· ύποπτος, επιλήψιμος. 6 άτιμος*βρω- άτιμος*βρωμερός, βρώμιος" -ое Дело βρώμικη υπόθεση ή βρωμοδουλειά. 7 αμαρτωλός, ανόσιος, ανοσι- ουργός, ανίερος. Β πονηρός, κακός* - дух ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας), д ουσ. το ακά- ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας). II εκφρ. -ая сила ο δαίμονας, ο διάβολος, ο τρισκατάρατος' на руку -ЙСТ που έχει ροπή για κλέψιμο. Нечисть, -И θ. αθρσ. (απλ.) 1 πνεύματα α- ακάθαρτα (κακά, πονηρά), φαντάσματα, ζωτικά. 2 μτφ. (για ζώα, ζωίδια, έντομα) αντιπαθη- αντιπαθητικός, αηδιαστικός, σιχαμερός. 3 μτφ. (για ανθρώπους) βδελυρός, μυσαρός, επάρατος.
неч 734 ниг нечленораздельно επίρ. άναρθρα. нечленораздельность, -и θ. το άναρθρο. нечленораздельный επ., βρ: -лен, -льна,-о άναρθρος, ασύναρθρος, μη ευκρινής· ακατάλη- ακατάληπτος. Нечувствительно επίρ. αναίσθητα. НечуВСТВЙтеЛЬНОСТЬ, -И θ. μη αισθητικότη- αισθητικότητα, μη ευαισθησία. нечувствительный επ., -лен, -льна, -льно; μη ευαίσθητος* -ая кожа μη ευαίσθητο δέρμα· - К ХОЛОДУ που αντέχει στο κρύο. II μτφ. α- αναίσθητος, ανάλγητος, απαθής. II (παλ.) απα- απαρατήρητος, ανεπαίσθητος. нечуткий επ., βρ: -ток, -тка, -тко λίγο αισθητικός, - ευαίσθητος" -ое ухо όχι λεπτό αυτ ί (ακοή) . нечуткость, -И θ. μη λεπτότητα αίσθησης,η μη ευαισθησία. II αναισθησία, απάθεια. нешироко επίρ. όχι πλατιά. неширокий επ., βρ: -ρο'κ, ~ροκ£, -ροκό, λί- λίγο πλατύς, αρκετά στενός. нёшто μόριο' (απλ.) 1 άραγε; αλήθεια; 2 έστω, (για) χάρη· - ДЛЯ компании χάρη της παρέας. нешуточный επ., βρ: -чен, -чна, -чно όχι αστείος· σοβαρός· -ая болезнь σοβαρή ασθέ- ασθένεια. нещадно επίρ. βλ. беспощадно, безжалостно. нещадный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; βλ. беспощадный, безжалостный. нещечко, -а ουδ. (όιαλκ.) θησαυρός, λα- λατρευτό πράγμα. неэкономный επ., βρ: -мен, -мна, -мно όχι οικονομικός· πολυδάπανος, πολυέξοδος, δαπα- δαπανηρός· -ая хозяйка ξοδιάστρα νοικοκυρά. неэтичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ανή- ανήθικος· - ПОСТУПОК ανήθικη πράξη. Неявка, -И θ. μη εμφάνιση, μη παρουσίαση, μη άφιξη· - свидетелей В суд μη παρουσίαση των μαρτύρων στο δικαστήριο. неявственно επίρ. αδιάκριτα κλπ. επ. неявственный επ.,βρ: -вен, -венна, -вен- ΗΟ δυσδιάκριτος, ανεπαίσθητος, αξεκαθάρι- στος, αξεχώριστός· ασαφής. .неяркий επ., βρ: -рок, -рка, -рко (κυρλξ. κ. μτφ.) αλαμπής, αμαυρός, θαμπός, μουντός, μουχρός, αμυδρός* ωχρός, άτονος, ισχνός* свет луны το ωχρό φως του φεγγαριού* -ые звёзды αλαμπή αστέρια. .Неярко επίρ. όχι καθαρά· αμυδρά κλπ. επ. неярКОСТЬ, -И θ. αμυδρότητα· ωχρότητα-, ι- σχνότητα· το.αλαμπές. Неясно επίρ. ασαφώς κλπ. επ. неясность, -И θ. ασάφεια, αμυδρότητα, μη καθαρότητα. II αοριστία" ακαταληψία. неясный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 ασα- ασαφής, αΕεκάθαρος, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος. 2 αόριστος, ανεξήγητος, συγκεχυμένος: -ое место В книге σκοτεινό σημείο στο βιβλίο. Неясыть, -И θ. είδος μεγάλης κουκουβάγιας. НИ1 1 μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μη- μηδέ· не осталось ~ одного куска δεν έμεινε ού- ούτε ένα κομματάκι" - так - СЯК ούτε έτσι ού- ούτε αλλιώς* ~ ТОТ ~ другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος· - ΤΟ - Сё'ούτε αυτό, ούτε το άλ— -λο· τό 'να του βρωμάει, τ' άλλο του μυ- μυρίζει· - с ТОГО - С сего απότομα, χωρίς προ- προφύλαξη ή διατυπώσεις·" За ЧТО, ~ . Про ЧТО για το τίποτε, χωρίς λόγο* για ψύλλου πή- πήδημα. 2 μη(ν)· стой там и - с места στάσου εκεί και μην το κουνάς απο τη θέση* СТОЙ, - шагу Дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα. 3 σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις)· ούτε,- μήτε* - кушать - пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιώ" на улице - души στο δρό- δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)· куда - КИНЬ все КЛИН (παρμ.) όπου και να πας, μπα- μπαστούνια θα τα βρεις. II εκφρ. НИ-НИ μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει). ΗΗ2(πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. никто, НИЧТО κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους* ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα απο τα δυο μέρη: ни κ. кто: ни в коем случае σε καμιά περίπτωση* ни с кем με κανέναν Я НИ К кому не ХОДИЛ σε κανέναν'δεν πήγαινα" НИ у кого не было папиросов ιιανέναζ δεν είχε τσιγάρα· я НИ на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν· ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν. -нибудь κ.-НИОуДЬ μόριο αόριστο· σε συνδυ- συνδυασμό με αντωνυμίες κ. επιρρήματα: КТО— κά- κάποιος, ένας* ЧТО— κάτι, οτιδήποτε" где— κάπου κ.τ.τ. НИВа, -ы θ. 1 χωράφι καλλιεργημένο. 2 μτφ. σταδιοδρομία. *НИВелЙр, -а α._ σταθμητής, χωροσταθμητής ή χωροστάθμη, υδροστάθμη. НИВелЙрнЫЙ επ. χωροσταθμικός. НИВеЛЙроВаНИе, -Я ουδ. 1 χωροστάθμηση. 2 μτφ. εξίσωση, ισοπέδωση, ομάλυνση. нивелировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 χωροσταθμώ. 2 μτφ. εξισώνω, ισοπεδώνω, ομα— λύνω. II -СЯ 1 χωροσταθμούμαι. 2 μτφ. εξισώ- εξισώνομαι, ισοπεδώνομαι, ομαλύνομαι. нивелировка, -и θ. βλ. нивелирование. нивелировочный επ. χωροσταθμικός. НИВелирОВШИК, -а α., -ца, ~Ы θ. εργάτης, -τρία χωροστάθμισης. НЙВушка, -И θ. χωραφάκι. нигде επίρ. πουθενά· его - не видно αυτός δε φαίνεται πουθενά" её - не найдёшь δε θα τη βρεις πουθενά· - кроме πουθενά εκτός.
лиг 735 низ *НИГИЛЙЗМ, -а α. μηδενισμός. нигилист, -а о., ~ка, -и θ. μηδενιστής, -τρία. НИГИЛИСТЙческиЙ επ. μηδενιστικός, του μη- μηδενισμού. НИГелЙСТСКИЙ επ. μηδενιστικός, του μηδέ- μηδέν ιστή. *НИГр03ЙН, -а α. νιγροζίνη, αζινόχρωμα. *НИГрОЛ, -а α. είδος γράσου. нидерландец, -дца α., ~ка, -и θ. βλ. гол- голландец. нидерландский επ. βλ. голландский. нижайший υπερθ. β. του επ. низкий. НЙяе 1 συγκρ. β. του επ. НИЗКИЙ к. του επιρ. НИЗКО. 2 κάτω' κατωτέρω' ~ ИСТОКОВ κάτω των πηγών. 3 (για βιβλία κ.τ.τ.) παρα- παρακάτω, πιο κάτω, κατωτέρω. II υπό, κάτω" колена κάτω απο το γόνατο. Ι! εκφρ. - Д0- СТОИНСТВа δεν ταιριάζει, υποτιμά, μειώνει την αξιοπρέπεια· - нули κάτω απο το μηδέν. ниже σύνδ. συμπλ. (σε αρνητ. προτάσεις)· ακόμα όχι (ούτε). нижеподписавшийся επ. υπογραμμένος. нижепоименованный επ. (γραπ. λόγος) ο κά- κάτωθι (κατ)ονομαζόμενος. нижеприведённый επ. ο κατωτέρω παρατιθέμε- νος. нижестоящий επ. υποδεέστερος, κατώτερος. нижеупомянутый επ. (γραπ. λόγος) ο κατω- κατωτέρω αναφερόμενος. НИЖНе... πρώτο συνθετικό με σημ. του κάτω ρου· нижневолжский του κάτω ρου του Βόλγα. НИЖНИЙ, -ЯЯ, -ее επ. 1 ο κάτω, ο κατώτε- κατώτερος· -яя челюсть η κάτω σιαγόνα· -ие оконе- оконечности τα κάτω άκρα* - этаж το εισώγειο. II ο υποκάτω, ο κάτω απο μας· -ие ЖИЛЬЦЫ о ι κάτωθι μας κάτοικοι. 2 (για ποτάμια) ο κά- κάτω· -ее течение ο κάτω ρους· -яя Волга о κάτω Βόλγας. 3 εσωτερικός· -ее бельё τα ε- εσώρουχα. 4 (για ήχο) χαμηλότερος. II εκφρ. - ЧИН (παλ.) στρατιώτης, φαντάρος. низ, -а (-у), προθετ. о низе, на низу^е. НИЗЫ· α. 1 το κάτω μέρος· - здания το κάτω μέρος του κτιρίου" ОТ -а ДО верха απο κάτω ως επάνω. II το εισώγειο. 2 ο κάτω ρους. 3 πλθ. -Ы τα κατώτερα στρώματα (της κοινωνίας, οργάνωσης κ.τ.τ.)· народные ~ы τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. 4 οι χαμηλές μουσικές νότες. НИЗание, -Я ουδ. 1 αρμάθιασμα. 2 ~ье αρ- μάθα, αρμαθιά. НИЗаТЬ, НИЖУ, НЙжеШЬ ρ.δ.μ. 1 αρμαθιάζω.2 μτφ. παρατάσσω, συντάσσω. 3 (παλ.) διαπερ- διαπερνώ, διεισδύω' περονιάζω. II εκφρ. - глазами ή ВЗГЛЯДОМ κοιτάζω με διαμπερές βλέμμα. Ι! -СЯ αρμαθιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. низведение, -Я ουδ. κατέβασμα. II μείωση, υποβίβαση, υποτίμηση* ταπείνωση. низвергать(ся) ρ.δ. βλ. низвергнуть(ся). низвергнуть, -ну. -нешь, παρλθ. χρ. низ- низверг, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. НИЗ- вёрженный, βρ: -жен, -а, -о κ^ низвергнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. (γραπ. λόγος) ρί- ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω, κατακρημνί- ζω* - камни С горы κατρακυλώ πέτρες απο το βουνό. II μτφ. καταλύω, καταργώ, ανατρέπω" - власть ανατρέπω την εξουσία· - правительст- правительство ανατρέπω την κυβέρνηση· ~ короля εκθρο- εκθρονίζω το βασιλιά. II -СЯ γκρεμίζομαι, κατα- κρημνίζομαι, πέφτω, καταρρίπτομαι· - В про- пропасть πέφτω στο γκρεμό. низвержение, -Я ουδ. κατάρριψη, γκρέμι- γκρέμισμα, κατακρήμν ιση. II μτφ. κατάλυση, κατάρ- κατάργηση, ανατροπή* ~ самодержавия γκρέμισμα της απολυταρχίας. низвести, -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. низ- низвёл, -вела, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. НИЗВёдИШЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. НИЗВедёННЫЙ, βρ: -ДёН, -дена, -дено ρ.σ.μ. 1 κατεβάζω· - на пол κατεβάζω στο πάτωμα, 2 μτφ. μειώνω, υποβι- υποβιβάζω' υποτιμώ* ταπεινώνω. II εκφρ. - С нёба на землю (παλ.) κατεβάζω απο τα νέφη στην γή (στην πραγματικότητα), προσγειώνω στην πραγματικότητα. низводить, -вожу, -водишь р.δ. βλ. низ- низвести. II -СЯ κατεβάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. НИЗЙна, -Ы θ. χαμηλότοπος· χαμήλωμα. НИЗИННЫЙ επ. του χαμηλότοπου. НИЗКа, -И θ. 1 βλ. низание. 2 αρμάθα. низкий επ., βρ: ~3οκ, -зка, -зко; ниже; НИЗШИЙ κ. НИЖаЙШИЙ. 1 χαμηλός* μικρός* - ДОМ χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)" - каблук μικρό τακούνι" - рост μικρό ανάστημα· -ое давле- давление Пара χαμηλή πίεση του ατμού' - уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης. 2 κατώ- κατώτερος' ситец -ого качества τσιτάκι κατώτε- κατώτερης ποιότητας. II μη αναπτυγμένος, καθυστε- καθυστερημένος* -ЭЯ культура μη αναπτυγμένος πολι- πολιτισμός. 3 (απλ.) απλός, συνηθισμένος. 4 ά- άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός. 5 ευ- ευτελούς καταγωγής* κατώτερος* -ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα· -ое звание κατώ- κατώτερος βαθμός. 6 (παλ.) περιφρ. απλός, λαϊ- λαϊκός. 7 (για ήχο, φωνή)' χαμηλός, βαθύς, μπά- μπάσος. Ι! εκφρ. - лоб μικρό (στενό) μέτωπο" - ПОКЛОН εδαφιαία υπόκλιση. НИЗКО επίρ. χαμηλά κλπ. επ. Ι) χαμηλότε- χαμηλότερα, πιο κάτω, κατώτερα· Окна - ОТ земли πα- παράθυρα χαμηλότερα απο την επιφάνειατης γης. низкооплачиваемый επ. μικρών αποδοχών -ые служащие χαμηλόμισθοι υπάλληλοι. II φτη- φτηνός" ~ЭЯ работа φτηνή εργασία. НИЗКОПОКЛОННИК, -Β α. δουλοπρεπής, δουλό-
низ 736 ник φρονας. II ξενομανής, ξενολάτρης. НИЗКОПОКЛОНИЧаТЬ р.δ. υποκλίνομαι, δουλο- πρεπώς, προσκυνώ. низкопоклоничество, -а ουδ. βλ. низкопо- низкопоклонство . НИЗКОПОКЛОНСТВО, -а ουδ. δουλικότητα,δου- δουλικότητα,δουλοπρέπεια, δουλοφροσύνη. 11 ξενομανία, ξε- νολατρεία. низкопробный επ., βρ: -бен, -она, -бно. 1 κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος. 2 μτφ. κακής ποιότητας· - товар εμπόρευμα κακής ποιότη- ποιότητας. II μτφ. ευτελής, ποταπός, χαμερπής. низкорослый επ., βρ; -росл, -а, -о κο- ντόσωμος, βραχύσωμος, μικρόσωμος, κοντόκορ- μος. II (για φυτά) χαμαιφυής, χαμαίζηλος. НИЗКОСОРТНЫЙ επ. κατώτερης ποιότητας· ~ыв продукты προϊόντα κατώτερης ποιότητας. низлагать ρ.δ. βλ. НИЗЛОЖИТЬ. II -СЯ ανα- ανατρέπομαι, γκρεμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. низложение, -Я ουδ. ανατροπή, γκρέμισμα, εκθρόνιση. НИЗЛОЖИТЬ, -ОЖу, -ОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. низложенный, βρ: -жен, -а, ~Ο ρ.σ.μ. α- ανατρέπω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω· εκθρονίζω· - монарха εκθρονίζω το μονάρχη. II μτφ. αφαι- αφαιρώ, ρίχνω* - чей-л. авторитет ρίχνω το κύ- κύρος κάποιου. НЙЗМеННОСТЬ, -И θ. 1 βαθύπεδο. 2 μτφ. χα- μέρπεια, ποταπότητα, ευτέλεια, ελεεινότητα· προστυχιά· - желаний χαμαιζηλία· - МЫСлёЙ η ελεεινότητα των σκέψεων. низменный επ., βρ: -мен, -менна, -менно; 1 βαθύπεδος· χαμηλός· πεδινός*-ая местность χαμηλή τοποθεσία. 2 μτφ. χαμερπής, ευτελής, ποταπός, ελεεινός· πρόστυχος! ~ые желания χαμαιζηλίες· -ая ,пуща κολασμένη ψυχή· -Ые побуждения ευτελή κίνητρα. 3 ασήμαντος, μη- δαμηνός. НИЗОВОЙ επ. 1 χαμηλός· -ые травы χαμηλά χόρτα· -ая метель χαμηλός χιονοστρόβιλος. 2 του κάτω ρου (παρά τις εκβολές). II απο τον κάτω ρουν - ветер αναπλοϊκός άνεμος· - хлеб σιτηρά απο τα κάτω μέρη του ποταμού: 3 κα- κατώτερος· ~ы'е организации οι οργανώσεις βά- βάσης. II λαϊκός, μαζικός* -ая Россия (παλ.) η Ρωσία των λαϊκών μαζών. низовье, -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ. περιοχή των εκβολών του ποταμού. НИЗОЙТИ, -ОЙДу, -ОЙдёшь, παρλθ. χρ. НИС- ШёЛ, НИЗОШЛа, НИЗОШЛО, μτχ. παρλθ. χρ. НИС- шедШИЙ р.σ. (παλ.) κατεβαίνω, κατέρχομαι. .II μτφ. περιέρχομαι, μεταπίπτω, πηγαίνω προς το χειρότερο, προς το κατώτερο. НИЗОК, -зка α. 1 το κάτω μέρος· ~ брюк το κάτω μέρος του παντελονιού. 2 υπόγεια τα- ταβέρνα ή μαγαζί. НИЗОМ επίρ. στο κάτω ή στο κατώτερο μέρος, χαμηλά. НИЗОСТЬ, -Й θ- χαμέρπεια, ποταπότητα, ε- ελεεινότητα· προστυχιά, ατιμία. II πράξη άτι- άτιμη, πρόστυχη. НИЗрЙнуть р.σ. (γραπ. λόγος) ρίχνω χάμω, γκρεμίζω, κατακρημν ίζω. καταρρίπτω. Ι) μτφ. καταλύω, καταργώ, ανατρέπω. II φέρω, οδηγώ (σε μια κατάσταση). И -СЯ ρίχνομαι, πέφτω κάτω, χάμω. НИЗШИЙ επ. 1 υπερθ. β. του επ. НИЗКИЙ; χαμηλότατος· κατώτατος* -ие организмы οι κατώτατοι οργανισμοί· -ие Служащие οι κατώ- κατώτατοι υπάλληλοι· самый - ο κατώτερος όλων -ая ДОЛЖНОСТЬ η κατώτατη υπαλληλική θέση· -ее звание о κατώτατος βαθμός. 2 δημοτικός, στοιχειώδης· -ее Образование στοιχειώδης εκπαίδευση· -ая школа δημοτικό σχολείο' -ие учебные заведения σχολικά διδακτήριο. никак1 επίρ. με κανένα τρόπο" καθόλου, ε- εντελώς (όχι)* это ОН - не понимает αυτό δεν το καταλαβαίνει αυτός με κανένα τρόπο* - НвЛЬ- ЗЯ είναι εντελώς αδύνατο* Я ЭТОГО - не ОЖИ- дал αυτό καθόλου δεν το περίμενα. II εκφρ. - нет τελείως όχι* καθόλου, ουδόλως, ουδα- ουδαμώς, μηδαμώς. никак2 μόριο (απλ.) φαίνεται (ότι), όπως φαίνεται· - ЭТО ваш брат едет σαν να είναι ο αδερφός σας αυτός που έρχεται* - вы поза- позабыли φαίνεται ότι ξεχάσατε. никакой αντων. αρνητ. 1 κανένας, ουδένας, μηδένας· Нет -ОГО сомнения καμιά απολύτως αμφιβολία (δεν υπάρχει)· не имеешь ~όго пра- права δεν έχεις κανένα δικαίωμα· нет -о'Й на- дёжды δεν υπάρχει καμιά ελπίδα· -ИМ Образом με κανένα τρόπο, κατ' ουδένα τρόπο. 2 καθό- καθόλου, τελείως όχι* - он не учёный, а писа- писатель δεν είναι καθόλου επιστήμονας, είναι συγγραφέας. 3 άχρηστος, τιποτένιος· роДЙте- ЛИ хорошие, а ТЫ - οι γονείς είναι καλοί, ό- όμως εσύ τίποτε '(χαμένο κορμί). II εκφρ. без -Их!. И (более) -их! αναντίρρητα! никелевый επ. νικέλινος, του νικελίου. II νικελιούχος. II επινικελωμένος. никелин, -а α. ο νικελίνης. никелирование, -я ουδ. νικέλωση, -μα. никелированный επ. απο μτχ. (επινικελωμέ- (επινικελωμένος. никелировка, -и θ. 1 βλ. никелирование. 2 στρώμα επινικέλωσης, το νικέλωμα. никелировочный επ. νικελωτικός. никелировщик, -а α. νικελιστής. *НЙкель, -Я α. το νίκελ, -έλιο. НИКЛЫЙ επ. μαραμένος· - цветок μαραμένο λουλούδι. никнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. ник, -ла, -ло;
ник 737 нит (κυρλξ. н. μτφ.) μαραίνομαι· μαραζώνω. никогда επίρ. ποτέ· ποτέ-ποτέ, ουδέ- ουδέποτε· я - не видел ничего подобного ποτέ δεν είδα κάτι. παρόμοιο· - В ЖИЗНИ ποτέ στη ζωή" лучше ПОЗДНО, чем - κάλιο αργά παρά πο- ποτέ· как - όπως ποτέ άλλη φορά ή άλλοτε. НИКОЙ αντων. αρνητική: -ИМ Образом με κα- κανένα τρόπο, επ' ουδένί λόγω· σε καμιά καμιά περίπτωση. *НИКОТИН, -а α. νικοτίνη. НИКОТИННЫЙ επ. νικοτινικός. НИКОТЙНОВЫВ επ. ν ικοτ ιν ικός. НИКОТОрыЙ αντων. αρνητ. κανένας (απο τους υπάρχοντες, παρόντες, γνωστούς κ.τ.τ.). НИКТО αντων. αρνητ. 1 κανένας· - не знает И - меня не ВЙдел κανένας δε με ξέρει και κανένας δε με είδε" ~ ИЗ НИХ κανένας απ* αυτούς· - как ОН μόνο αυτός, κανένας άλ- άλλος, εκτός απ· αυτόν Я НИКОГО там не нашёл κανέναν δε βρήκα εκεί· Я НИ О КОМ не спраши- вал δε ρωτούσα για κανένα. 2 ουσ. ασήμα- ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάκι, -πάριο. никуда επίρ. πουθενά (προς καμία κατεύ- κατεύθυνση)· - не пойду πουθενά δε θα πάω. Π για τίποτε, προς τίποτε, σε τίποτε· - не годный για τίποτε δεν κάνει (είναι άχρηστος)· ~ не ГОДНЫЙ человек άχρηστος άνθρωπος. никуда επίρ. (απλ.) 0λ. никуда. НИКУДЫШНЫЙ επ. (απλ.) άχρηστος, που δεν κάνει για πουθενά, για τίποτε- -ая вещь ά- άχρηστο πράγμα* - человек άχρηστος άνθρωπος. НИКЧёмноСТЬ, -И θ. μηδαμηνότητα, τιποτέ- νιο πράγμα. никчёмный επ. μηδαμηνός, τιποτένιος· ανα- ειόλογος· -ое занятие τιποτένια ασχολία· - вопрос τιποτένιο ζήτημα' ~ая КНЙга αναξιό- αναξιόλογο βιβλίο. нимало επίρ. καθόλου, διόλου, ποσώς, ♦нимб, -а α. 1 φωτοστέφανος. 2 αίγλη* Славы αίγλη δόξας. *НИмфа, -Ы θ. 1. νύμφη· морская - νηρηΐδα, νεράιδα της θάλασσας· лесная - δρνάδα, αμα- δρυάδα- речная (водная) ~ ναϊάδα· горная - ορειάδα. 2 νύμφη (κάμπια) των εντόμων. *НИмфоманИЯ, -И θ. νυμφομανία, μητρομανία. нимфоманка, -И θ. νυμφομανής, μητρομανής. *НИ06ИЙ, ~Я α. (χημ.) νιόβιο, κολούμβιο. Ниоткуда επίρ. απο πουθενά· - не получаю ПЙсем, ПОМОЩИ απο πουθενά δεν παίρνω γράμ- γράμματα, βοήθεια. НИПОЧём επίρ. 1 για τίποτε· πάμφτηνα· ОН продал - αυτός πούλησε πάμφτηνα. 2ωςκατηγ. δεν είναι τίποτε, είναι εύκολο ή παιγνίδι· ВСЯКИЙ труд ДЛЯ НИХ был - οποιαδήποτε δου- δουλειά γι' αυτούς ήταν παιγνίδι' ему - СО- лгать αυτός ψεύδεται χωρίς να ντρέπεται· ему всё - αυτός όλα τα θεωρεί για τίποτε. 3 σε καμιά περίπτωση, επ' ουδένί λόγω* - Не до- допустим σε καμιά περίπτωση δε θα επιτρέψομε. ♦ниппель,-Я, πλθ. ниппели κ. -я α. ενδέ- της, ρακόρ. ниппельный επ. του ενδέτη. ♦нирвана, -Ы θ, η νιρβάνα. II μτφ. αποβίω- ση· αποδημία (στον Κύριο). II εκφρ. погру- погрузиться В -у βυθίζομαι (παραδίνομαι) στη νιρβάνα. НИСКОЛЬКО επίρ. καθόλου, διόλου· ЭТО меня - не удивляет αυτό εμένα καθόλου δε με εκ- εκπλήσσει . ниспадать ρ.δ. 1 βλ. ниспасть. 2 (για εν- ενδύματα κ.τ.τ.) κρέμομαι, πέφτω· ЛОКОНЫ -ЛИ на плечи οι μπούκλες κρέμονταν στους ώμους. ниспасть, -паду, -падёшь, παρλθ. ниспал, ~ла, -ЛО р.σ. (γραπ. λόγος) πέφτω προς τα κάτω. ниспослание, -Я ουδ. αποστολή, στάλσιμο, χάρισμα (συνήθως απο το θεό). НИСПОСЛать (γραμμ. στοιχεία βλ. послать)· (παλ.) στέλλω, χαρίζω (συνήθως για το θεό)" да ~ёт вам господ долгие дни ας σας χαρίζει о Κύριος μακροημέρευση (μακροβιότητα). ниспосылать ρ.δ. βλ. ниспослать. II -ся στέλλομαι, χαρίζομαι. ниспровергать р.δ. βλ. ниспровергнуть. II -СЯ καταρρίπτομαι, γκρεμίζομαι, ανατρέπο- ανατρέπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ниспровергнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. ниспроверг, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нисщговёрженный, βρ: -жен, -а, -о к. нис- ниспровергнутый, βρ: -нут, -а, -О р.σ.μ.(γραπ. λόγος)· ρίχνω κάτω, γκρεμίζω" ураган -вёрг всё η θύελλα τα γκρέμισε όλα. II μτφ. ανα- ανατρέπω, καταλύω, καταργώ' εκθρονίζω. II μτφ. ρίχνω, αφαιρώ· - авторитет ρίχνω το κύρος, αφαιρώ το φωτοστέφανο. ниспровержение, -Я ουδ. κατάρριψη, γκρέ- γκρέμισμα. II μτφ. ανατροπή, κατάλυση, κατάργη- κατάργηση' εκθρόνιση. ♦нистагм, -а α. (ιατρ.) νυσταγμός. НИСХОДИТЬ ρ.δ. βλ.. НИЗОЙТИ. НИСХОДЯЩИ επ. απο μτχ. κατιών -ая ЛИНИЯ η κατιούσα γραμμή, ο κατιών κλάδος"-ая ЛИ- ЛИНИЯ родства κατιούσα συγγένεια· родственни- родственники по -ей ЛИНИИ κατιόντες συγγενείς. НИТеВЙДНЫЙ επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО νη- νηματοειδής· - червь σκουλήκι νηματέλμινβο. II εκφρ. - пульс (ιατρ.) ασθενέστατος σφυγμός. нитка, -и е. κλωστή, νήμα· хлопчатоСумаж- ная - βαμβακερή κλωστή· шёЛКОЕЭЯ - μεταξωτή κλωστή' вдевать -у В ИГОЛКУ βελονιάζω την κλωστή· МЭТОК (клубок) -ΟΚ κουβάρι νήματος· - порвалась η κλωστή κόπηκε. II μτφ. γραμμή.
/οσ нищ II εκφρ. ВИНТОВая - οι ραβδώσεις του κοχλία· до (последней) -И εντελώς, τελείως, πληροίς, λεπτομερώς, καταλεπτώς· НИ ОДНОЙ сухой -И не осталось; ДО -И промок έγινα εντελ,ώς, \ιο\γ σκεμα* белыми -ЭМИ шито άτεχνα (.αδέξιοι) ιψ\>\).- μένος· обобрать кого до последней ~и κατα- κλέβω κάποιον, απογυμνώνω. НЙТОЧка, -И θ. κλωστίτσα, -ούλα, νηματάκι. II εκφρ. висеть (держаться) на -е κρέμομαι (κρατιέμαι) απο μια κλωστίτσα (πολύ επικίν- επικίνδυνη κατάσταση)· ХОДИТЬ (как) ПО -е είμαι πολύ υπάκουος, στέκομαι σούζα. НИТОЧНЫЙ επ. της κλωστής,, του νήματος·-ое ПРОИЗВОДСТВО νηματοπαραγωγή· -ая фабрика νηματουργείο* ~ая катушка καρούλι, κουβαρί- στρα. ♦нитрат, -а α. το νίτρο, νιτρικό αλάτι. Нитратный επ. νιτρικός, νιτρώδης. II εκφρ. -ые бактерии νιτροβακτηρίδια ή αζωτοβακτη- ρίδια· -ые растения φυτά που ευδοκιμούν σε νιτρώδη εδάφη. НИТриро-Вание, -Я ουδ. ν ιτροπο ΐηση, νίτρωση. нитрировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. νι- τροποιώ. НИТрЙТ, -а ά. νιτρικό αλάτι. нитробензол, -а α. νιτροβενζόλι. Нитроглицерин, -а α. νιτρογλυκερίνη. нитроглицериновый επ. της νιτρογλυγερίνης· νιτρογλυκερινούχος. НИТчатка, -И θ. σκουλήκι νηματέλμινθες. нитчатый επ. 1 (παλ.) βλ. НИТЯНЫЙ. 2 νη- νηματοειδής. НИТЬ, -И θ. 1 βλ. нитка. 2 μεταλλική νη- νηματοειδής κλωστή. 3 Ρ·τφ· σειρά, ειρμός. Ι! βκφρ. ариаДИННа - ο μίτος της Αριάδνης. НИТЯНЫЙ επ. νημάτ'ινος. НИХрОИ, -β α. νιχρώμιο. НИХрОМОВЫЙ επ. του νιχρώμιου, από νιχρώμιο. НИЦ επϊρ. (γραπ. λόγος) εδαφιαία' με το πρόσωπο στη γη· пасть - προσπέφτω, υπο- υποκλίνομαι εδαφιαία, κάνω βαθιές μετάνοιες·ле^ жать - на земле ξαπλώνω με το πρόσωπο στη γη .(μπρούμητα) . ницшеанец, -нца α. νιτσεϊκός, οπαδός του Νίτσε. НИЦШеанскиЙ επ. νιτσε'ικός,του νιτσεΐσμού. ницшеанство, -а ουδ. νιτσεϊσμός. ничего επίρ. 1 καλούτσικα· έτσι κι έτσι, ό- όχι κι άσχημα, μέτρια· ПО математике Я учусь - στα μαθηματικά μαθαίνω καλούτσικα. 2 ως κατηγ. δεν πειράζει", δεν είναι τίποτε. И δεν 'έχει σημασία· δεν είναι βασικό (σοβαρό). ничегонеделание, -Я ουδ. αργία, απραξία. НИчёЙ, НИЧЬЯ, НЙЧЬё αντων. 1 αρνητ. κανε- κανενός δεν είναι, σε κανέναν δεν ανήκει· ничьи вещи πράγματα που δεν έχουν νοικοκύρη. 2 αόρ. κανενός* ничьих вещей не трогай μην αγγίζεις τα πράγματα κανενός. 3 (αθλτ.) ι- ισόπαλος . ничейный βλ. ничей A, з σημ.). ТЙГЧК.01Л επ'ιρ. με το πρόσωπο κάτω (στη γη); τ' απίστομα, μπρούμυτα. ничто, ничего, ничему, ничем, ни о чём, αντων. αρνητ. 1 τίποτε, ουδέν, μηδέν,, καν έν· ЭТО - не значет αυτό δε σημαίνει τίποτε, δεν έχει καμιά σημασία· это ничему не мешает αυ- αυτό δε μποδίζει σε τίποτε* это ничем НИ кон- кончилось αυτό δεν κατέληξε σε τίποτε* НИ О Чём не думать μη σκέφτεσαι για τίποτε* ОН ничем недоволен αυτός δεν ευχαριστιέται με τίποτε. II εκφρ. ничего не бывало (παλ.) βλ. ничуть (не бывало)· ничего не поделаешь ή не ПОПЙШешь δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς* из ничего делать φτιάχνω απο (με) το τίποτε* превратиться (обратиться) в ничего γίνομαι στάχτη, καταστρέφομαι τελείως, εξαφανίζομαι. ничтоже στην έκφρ: - сумнася (сумняшеся) (παλ.) τελείως αδίστακτα, χωρίς κανένα εν- ενδοιασμό ή ταλάντευση. Ничтожество, -а ουδ. 1 (παλ.) ανυπαρξία.2 μηδαμινότητα, ουτιδανότητα. II (παλ.) ελεει- νότητα, αθλιότητα, πενιχρότητα. 3 άνθρωπος τιποτένιος, τρισάθλιος. НИЧТОЖИТЬ, ~яу, -ЖИШЬ ρ.δ.μ. (παλ.) βλ. уничтожить. НИЧТОЖНОСТЬ, -И θ. 1 μηδαμινότητα, ουτι- ουτιδανότητα· το ασήμαντο, το αναξιόλογο. 2 άν- άνθρωπος τιποτένιος, τρισάθλιος. ничтожный επ., βρ: -жен, -жна, -жно. 1 α- ασήμαντος, μηδαμινός, πολύ μικρός ή χαμηλός* - заработок πολύ χαμηλές αποδοχές. 2 ελάχι- ελάχιστος* -ое меНЬШИСТВО ασήμαντη μειοψηφία. II τιποτένιος* άχρηστος* - человек τιποτένιος άνθρωπος· -ая книга άχρηστο βιβλίο. ничуть επίρ. καθόλου, διόλου, ούτε το ε- ελάχιστο, ούτε рла σταλιά. II εκφρ. - Не бы- бывало καθόλου δε συνέβαινε. *НИШа, -И θ. ειδωλικός σηκός, θώκος. ншкнуть προστκ. нишкнй р.σ. (διαλκ.) σω- σωπαίνω, σιωπώ, σιγώ" το βουλώνω. НИЩатЬ р.δ. φτωχαίνω, φτωχεύω. НИЩебрОД, -а α., -ка, -И θ. ζητιάνος, ζή- τουλας, διακονάρης, επαίτης(περιερχόμενος). НЙЩенка, -И θ. ζητιάνα, διακονάρα. II φτω- χογυναίκα. нищенский επ. 1 ελεεινός, άθλιος· -ое су- щесТВОВание άθλια ζωή. 2 μηδαμινός, τιποτέ- τιποτένιος, ελεεινός, πενιχρός· -ая плата πενι- πενιχρός μισθός. II πάμπτωχος. НЙЩеНСТВО, -а ουδ. ζητιανιά, διακονιά, ε- επαιτεία. II μτφ. φτώχεια, πενία, ένδεια. нищенствовать, -ствую, -ствуещь ρ.δ.1 ζη-
нищ 739 нов τιανεύω, διακονεύω, επαιτώ. 2 φτωχοδέρνω, λιμοκτονώ. НИИета, -Ы θ. (κυρλξ. κ. μτφ. 1 φτώχεια, πενία· αθλιότητα, μιζέρια· впасть В -у πέ- πέφτω σε φτώχεια, φτωχεύω· душевная - ψυχική αθλιότητα. 2 (αθρσ.) η φτωχολογιά. НИЩИЙ επ., 0ρ: НИЩ, -а, -е. 1 ζητιάνος, ε- επαίτης, διακονάρης. 2 πάμφτωχος. 3 μτφ. πε- πενιχρός. НО1 σύνδ. 1 όμως, αλλά, μα' ОН богат, НО скуп αυτός είναι πλούσιος, όμως τσιγκούνης· ОН худ, - силён είναι ισχνός, όμως δυνατός. Π εν τούτοις, παρ' όλ' αυτά, παρά ταύτα. 2 ως ουσ. το όμως, το αλλά, το μα* Тут есть ОДНО НО εδώ υπάρχει ένα „όμως"(εμπόδιο). НО2 επιφ. παρορμητικό· (για άλογα κλπ.)· ντε· -, сатана ντε, διάβολε. II ΗΟ-ΗΟ (προ- (προειδοποίηση με απειλή) πως-πως, τι-τι (πρό- (πρόσεχε). *НОбИЛИтёт, ~а <х. (παλ.) οι πατρίκιοι (ως κοινωνικό στρώμα). *Н06ИЛЬ, -Я α. (παλ.) ο πατρίκιος. *НОВатор, -а α. καινοτόμος· - производства καινοτόμος της παραγωγής" - В технике και- καινοτόμος της τεχνικής. II ρηξικέλευθος, προο- προοδευτικός, ανακαινιστής, νεωτεριστής. Новаторский επ. καινοτόμος1 - ПОЧЙН και- καινοτόμα πρωτοβουλία. II νεωτεριστικός' -ие методы νεωτεριστικές μέθοδες. Новаторство, -а ουδ. καινοτομία· νεωτερι- νεωτερισμός· - В технике καινοτομία στην τέχνη. Новейший υπέρθ. 0. του επ. новый. "НОВёлла1, -Ы θ. η νουβέλα. *НОВелла2, -Ы θ. (νομ.) οδηγία, υπόδειξη. НОВеллЙСТ, -а α. νουβελίστας. новеллистический επ. νουβελιστικός. новенький επ. 1 ολοκαίνουργος, κατακαί- νουργος. 2 ουσ. νέος, νεοφερμένος, νεόφερ- νεόφερτος. новизна,· -Ы θ. νεωτερισμός, μοντερνισμός' το νέο (γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)· -Ы τα νέα (οι ειδήσεις). НОВЙк, -а α. (παλ.) νεοσύλλεκτος ευγενής στρατιώτης. II (παλ.) αρχάριος, άμαθος, πρω- πρωτόπειρος . НОВИна, ~Ы θ. δημοτικό τραγούδι της σο- σοβιετικής εποχής. НОВИНа, -Ы θ. 1 βλ. НОВЬ Bσημ.). 2 σιτά- σιτάρι, ψωμί νέας σοδειάς. 3 λινόπανο χονδρο- ειδές . новинка, -И θ. το νέο, το καινούριο· книж- книжные -И καινούρια βιβλία· -И Науки И тёХНИ- КИ τα νέα της επιστήμης και της τεχνικής· -И парЙЖКОЙ МОДЫ τα νέα της παρισινής μόδας. II εκφρ. В -у στην αρχή, για πρώτη φορά· вам уж это надоело, а мне В -у εσείς πια το βα- βαρεθήκατε, όμως για μένα είναι καινούριο. НОВИЧОК, -ЧКа α. 1 νεοφερμένος, νεόφερτος. 2 αρχάριος, πρωτόπειρος, πρωτάρης, νιόβγαλ- τος· άγευστος. новобранец, ~нца α. στρατιώτης νεοσύλλε- νεοσύλλεκτος, το γιαννάκι. новобрачный επ. κ. ουσ. νεόνυμφος, νεόπα- ντρος· -ые τα νεόνυμφα, οι νεόπαντροι. нововедение, -Я ουδ. νεωτερισμός· καινο- καινοτομία. НОВОГОДНЫЙ επ. πρωτοχρονιάτικος· -ые ΠΟ- здравлёния (пожелания) πρωτοχρονιάτικες ευ- ευχές* -ая ёлка χριστουγεννιάτικο δέντρο· -ые песни τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς· - ПОДЭ- рок πρωτοχρονιάτικο δώρο* - ШфОГ πρωτοχρο- πρωτοχρονιάτικη πίτα. новогреческий επ. νεοελληνικός. новозаветный επ. της Καινής Διαθήκης. новозеландец, -дца α., ~ка, -и θ. Νεοζη- λανδός, -ή. Новозеландский επ. νεοζηλανδικός. новоиспечённый επ. (με κυρλξ. δε χρησιμο- ποείται). 1 φρέσκος, μόλις βγήκε· -ая КНЙ- га βιβλίο που μόλις εκδόθηκε. 2 νεοδιορι- σμένος· νεοονομασμένος. *НОВОКаЙН, -а α. νοβοκαΐνη. НОВОКаЙНОВЫЙ επ. που περιέχει νοβοκαΐνη. НОВОЛуние, -Я ουδ. νουμηνία, νέα σελήνη, καινούριο φεγγάρι· νέος«·σεληνιακός μήνας. II το πιάσιμο του φεγγαριού. НОВОМОДНЫЙ επ. της νέας (τελευταίας) μό- μόδας, του νέου σειρμού. Новообразование, -Я ουδ. νεοσχηματισμός.ΙΙ επανεμφάνιση (στοιχείων, μορφής κ.τ.τ.). новообращённый επ. νεοφώτιστος. 4 προσή- λυτος, που πρόσφατα προσχώρησε σε άλλη ιδε- ιδεολογία. новопреставленный επ. (εκκλσ.) άρτι θανής, που πρόσφατα πέθανε. НОВОПрИбЫВШИЙ επ. νεοαφι,χθείς, που πρό- πρόσφατα ήρθε. НОВОПриёзШЙ επ. κ. ουσ. νεοαφιχθείς (με μεταφ. μέσο). новорождённый κ. (απλ.) новорожденный επ. κ. ουσ. νεογένητος, νεογενής, αρτιγέννητος. Новосёл,~а α., -ка, -И θ. νέος κάτοικος ή νέος ένοικος. Новоселье, -Я ουδ. 1 μετοίκηση σε νέα μέ- μέρη, σε καινούριο σπίτι. 2 εγκαίνια νέας κα- κατοικίας. Новостройка, -И θ. 1 νεόκτιστη οικοδομή. 2 ανέγερση νέων κτιρίων. НОВОСТЬ, -И θ., γεν. πλθ. -ей. 1 το και- καινούριο, το νέο. 2 είδηση· -И ДНЯ τα νέα της μέρας· приятная - ευχάριστη είδηση. НОВОТёл, -а α. πρωτοτοκία, πρωτογέννα (για
ног αγελάδα). новотельная επ. (για αγελάδα) πρωτότοκη, που πρώτη φορά γεννά. новоявленный επ. (παλ.) νεοφανής, αρτιφα- νής, καινοφανής. новшество, ~а ουδ. νεωτερισμός· καινοτομία. новый επ., βρ: нов, -а, -о; новейший. 1 νέος, καινούριος" - ДОМ καινούριο σπίτι·'-ое платье καινούριο φόρεμα· -ое издание νέα έκδοση· ~ые знакомства καινούριες γνωριμί- γνωριμίες· - учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)· ~ые времена νέοι καιροί· -ая ЖИЗНЬ νέα ζωή· - картофель πατάτες νέας σοδειάς· -ая история ιστορία νεοτέρων χρό- χρόνων* ~ые ЛЙца καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι). 2 πρόσφατος, τελευταίος· -ые события τελευ- τελευταία γεγονότα· что -ОГО? τι το νεότερο; НИ- чего -ого τίποτε το νεότερο. 3 άγνωστος μέ- μέχρι τώρα· -ые впечатления νέες εντυπώσεις* Я ВЙдел -ое животное είδα καινούριο ζώο. 4 μοντέρνος, σύγχρονος· - фасон καινούριο μο- μοντέλο (κόψιμο). 5 ουσ. ουδ. -06 το νέο, το καινούριο' борьба -ОГО СО старым αγώνας του καινούριου με το παλαιό. II εκφρ. - завет η Καινή Διαθήκη* - СТИЛЬ καινούριο ημερολόγιο' -ая экономическая политика νέα οικονομική πολιτική' вот (ещё) -ое дело! να κι ένα και- καινούριο! (που δεν το περιμέναμε). НОВЬ, -И θ. 1 παρθένα γη· поднимать - ξε- χερσώνω. 2 (διαλκ.) σιτάρι (ψωμί) νέας σο- σοδειάς. нога, -ы θ. πόδι* болит правая - πονά το δεξιό πόδι* СТОЯТЬ на ОДНОЙ -ё στέκομαι στο ένα πόδι' ТОНКИе -И λεπτά πόδια (κανιά)· пе- передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια· Π μτφ. στήριγμα" -И стола τα πόδια του τραπε- τραπεζιού. II εκφρ. без (задних) НОГ μου κόπηκαν τα πόδια (απο την κούραση)' В ~ах το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κε- φαλόκλινου)" Κ -έ! (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα! на -ах στα πόδια" уснуть на ~ах α) κοι- κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ> όχι στο κρεβάτι· перенести грипп на -ах περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)· де- ревянная - ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)" - за -у ИДТИ (ташЙТЬСЯ, плестись) αργοβαδίζω,βα- αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ' ВЗЯТЬ -у παίρνω βήμα* дать -у δίνω βήμα' быть на дру- дружеской (КОРОТКОЙ) -ё έχω φιλικές (στενές) σχέσεις· стать на дружескую (короткую) -у αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις· быть <стоять)'на равной -ё с кем απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον поставить (организовать)что на какую -у προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υ- υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου' ёле (едва, наси- насилу) -и волочить (таскать) μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια' (СТОЯТЬ) ОДНОЙ -ОЙ В МОГЙле (в гробу)··одна - в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά· ИДТИ ή шагать (НОГа) В -у κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω' кланяться В -и кому προσκυ- προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου* Стать(встать ή ПОДНЯТЬСЯ) на -И α) σηκώνομαι στα πόδια, α- αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι· слетать на ОДНОЙ -ё πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι" поставить (ПОДНЯТЬ) на -И α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, με- μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής), γ) ξεση- ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ· СТОЯТЬ на (СВОИХ, собственных)~ах στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου· стоять на -άχ крепко (прочно) στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσι- αυτεξούσιος) · хромать на обе ноги α) κουτσαίνω απο τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπό- υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως ά- άγνοια, (μεσάνυχτα)· την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα· вертеться (путаться, мешаться) под -ами γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα· валить С НОГ ρίχνω κάτω (εξασθε- (εξασθενώ)· валиться (падать) с ног πέφτω απο τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)· на широкую (большую, барскую) -у πλούσια, πλου- πλουσιοπάροχα, αρχοντικά· встать с левой ή не с ТОЙ -Й σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος' ε- εξοργισμένος' НИ -о'Й к кому δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθό- καθόλου) ' СО всех НОГ ολοταχώς, τρεχάλα· давай бОГ -И τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφά- (αφάνταστη ταχύτητα)' левой -ОЙ делать φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα* одна - здесь, (а) другая там πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι' откуда -И ВЗЯЛИСЬ (απο) που βρέ- θηκε^ τέτοια μεγάλη ταχύτητα' чего МОЯ - ХО- чет τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται ε- εμένα (για άσκοπες ενέργειες)· чтобы -Й чьей не было у КОГО να ^ν πατήσει το πόδισε κά- κάποιον (να μην επισκεφτεί). НОГОВЙЦа, ~Ы θ. (διαλκ.) χοντρή, μάλλινη κάλτσα, τσουράπι. НОГОТКОВЫЙ επ. του χρυσάνθεμου" -ые ЦВе- ТКЙ λουλούδια χρυσάνθεμου. НОГОТОК, -ТКЙ α. 1 νυχάκι. 2 το χρυσάνθε- χρυσάνθεμο. II εκφρ. С - κοντοπίθαρος, κοντορεβιθού- κοντορεβιθούλης, νάνος, πυγμαίος" мужичок С - κοντοπί- κοντοπίθαρος άνθρωπος. НОГОТЬ, -ГТЯ, γεν. πλθ. -ей α. νύχι' 00- рёзать (подстричь) -ти κόβω τα νύχια· цара- пать -ЯМИ γρατσουνίζω με τα νύχια· у Него сошёл - του έπεσε (βγήκε) το νύχι· у него вырастает - του ξαναγίνεται το νύχι. II εκφρ. С - βλ. στη λ. НОГОТОК' ДО КОНЦИКОВ (ДО КОН- ца) -ей μέχρι το κόκκαλο, μέχρι μυελού ο—
ног 741 ном στέων, βαμμένος· С МОЛОДЫХ (младых) -ей·, ОТ МОЛОДЫХ (младых) -ей εξ απαλών ονύχων (απο μικρό τα,ιδί)' прижать к ~тю ή подобрать под - КОГО υποτάσσω πλήρως. Ногтевой επ. ονυχαίος, του νυχιοΰ, για τα νύχια· -ая пластинка η πλάκίτσα του νυχιού' -ые НОЖНИЦЫ ψαλιδάκι για τα νύχια. ногтоеда, -Ы θ. παρωνυχία, -ίδα. НОеВ, -а, -Ο επ: - ковчег α) Κιβωτός του Ήωε. β) μτφ. πλήθος ανθρώπων ή ζώων. НОЖ, -а α. μαχαίρι, μάχαιρα" - ДЛЯ хлеба ψωμομάχαιρο· - ДЛЯ бумаги χαρτοκοπτήρας ή χαρτοκόφτης, χαρτομάχαιρο, φυλλοκόφτης· мясорубки μαχαίρι κρεατομηχανής· перОЧИН- НЫЙ - γλυφίδα, κονδυλομάχαιρο" СТОЛОВЫЙ - επιτραπέζιο μαχαίρι" - ДЛЯ мяса κρεοκόπτης, σατίρι* удар ~ΟΜ μαχαιριά· Плужный - μαχαί- μαχαίρι (σπάθη) του αρότρου" сапожный - φαλτσέ- φαλτσέτα· кухонный - μαχαίρι μάγειριού. II εκφρ. - Острый μαχαιριά (ψυχικό τραύμα)· быть На -ах είμαι στα μαχαίρια (μισούμαστε θανατε- θανατερά)· лечь ПОД - ξαπλώνω για το νυστέρι (για εγχείριση)· как ~ОМ ПО сердцу σαν μαχαιριά στην καρδιά (βαρύ ψυχικό τραύμα)· под ~0м умереть πεθαίνω πάνω στην εγχείριση. ножевой к. НОЖОВЫЙ επ. του μαχαιριού' ~0е ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή μαχαιριών -бе остриё η κόψη ή μύτη του μαχαιριού" - Черенок λαβή μαχαιριού. НОжеНКИ, -НОК πλθ. ψαλιδάκι. ноженька, -и θ. ποδαράκι. НОЖИК, -а α. 1 μαχαίρι. 2 μαχαιράκι. НОЖКа, -И θ. 1 ποδαράκι" πόδι. 2 (για έ- έπιπλα κ.τ.τ.) το ποδαρικό" - стула το ποδα- ποδαρικό του καθίσματος. 3 το στέλεχος του μα- νιταριού. 4 (για εργαλεία) το σκέλος·- цир- циркуля το σκέλος του διαβήτη. ножницы, -ниц πλθ. ψαλίδι. 1 портновские - το ψαλίδι του ράφτη· большие - ψαλίδα· МЭ- НИКГОрные - ψαλιδάκι μανικιουριού" садовые - ψαλίδι κηπουρού (κλαδευτήρι). 2 ψαλίδι μη- μηχανοκίνητο. 3 μτφ. ασυνταιριασιά, ασυμβιβα- σιά· δυσαρμονία, διάσταση. НОЖНИЧНЫЙ- επ. του ψαλιδιού" -ые лезвия οι λεπίδες του ψαλιδιού. НОЖНОЙ επ. ποδικός, του ποδιού· του ποδα- ριού· -ые мускулы οι μυώνες των ποδιών -ая ванна ποδόλουτρο· -ая швейная машина ποδο- ποδοκίνητη ραφτομηχανή ή του ποδαριού' -ые КЭН- далы οι ποδοπέδες. ножны, -ясен, -жнагл κ. ножны, -жо'н, -жнам; πλθ. θήκη, θηκάρι, κολεός" кожаные - δερμά- δερμάτινη θήκη" вынимать ИЗ НОжен ξεθηκαρώνω* - ОТ кинжала θηκάρι δίκοπου μαχαιριού. НОЖОВКа, -И θ. χειροπρίονο. НОЖОВОЧНЫЙ επ. του πριονιού. ножовый επ. βλ. ножевой. НОЖОНКа, -И θ. ποδαράκι. ноздреватый επ., βρ: ват, -а, -О σπογγώ- σπογγώδης, σπογγοειδής· πορώδης. НОЗДря, -Й, πλθ. НОЗДрИ, -ей θ. ρώθονας, ρουθούνι, μυκτήρας. II εκφρ. ~ В -ГО παράλλη- παράλληλα, πλάι-πλάι, δίπλα, ο ένας κοντά στον άλ- άλλον . *НОКаут, -а α. νοκ-άουτ. нокаутировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ.ρί- ρ.δ.κ.σ.μ.ρίχνω (βγάζω) νοκ-άουτ. НОКТЙрн, -а α. νυκτωδία, νοτοϋρνο. нолевой κ. нулевой επ. μηδενιστικός· του μηδέν -ая температура μηδέν θερμοκρασία. II εκφρ. -ая стрижка σύρριζο κούρεμα. НОЛИК κ. нулик, -а α. μικρό μηδενικό. ♦НОЛЬ κ. нуль,-Я α. μηδέν (Ο). II (για θερ- θερμοκρασία κλπ.) μηδέν температура пять гра- градусов ниже -я θερμοκρασία πέντε βαθμούς κά- κάτω του μηδενός. II (για ανθρώπους) μηδαμι- μηδαμινός, τίποτε, τιποτένιος* ДЛЯ меня ОН - για μένα αυτός είναι ένα μηδενικό (τίποτε). II εκφρ. НОЛЬ-НОЛЬ α) ακριβώς (για χρόνο)· β) (αθλτ.) ισοπαλία· ~ внимания (απλ.) καθόλου προσοχή· - без' палочки ένα μεγάλο μηδενικό· свести к -Ю εκμηδενίζω· СТрИЧЬ ПОД - κου- κουρεύω σύρριζα. НОМадныЙ επ. (παλ.) νομαδικός. "номады, -об πλθ. (ενκ. номад, -а α.) παλ. νομάδες. *НОменклатура, -и β, Ι ονοματολόγιο· ορο- ορολογίες. 2 κατάλογος. номенклатурный επ. ονοματολογικός· - спи- список ονοματολογικός κατάλογος. *НОмер κ. (παλ.) нумер,-а α. 1 αριθμός, νού- νούμερο· - дома αριθμός σπιτιού" - телефона α- αριθμός τηλεφώνου' - автомобиля αριθμός αυ- αυτοκινήτου. 2 φύλλο* τεύχος* - Газеты φύλλο της εφημερίδας· - журнала τεύχος περιοδικού. II (παλ.) ξενοδοχείο. 3 (για παράσταση θεά- θεάματος) το νούμερο. 4 μτφ. πράξη παράξενη, α- απρόοπτο πράγμα' κόλπο. 5 υπηρέτης πυροβό- πυροβόλου, πολυβόλου κ.τ.τ., .ρυθμιστής. номерация βλ. нумерация. НОМернОЙ επ. αριθμημένος, με αριθμό. номерование, -я ουδ. βλ. нумерование. номерок, -рка α. 1 νουμεράκι. 2 αριθμός. *НОМИНал, -а α. (οικον.) ονομαστική αξία. НОМИналЙЗМ, -а α. ονοματοκρατία, ονοματι- σμός, νομιναλισμός. НОМИНалЙСТ, ~а α. ονοματικός, νομιναλι- στής. НОМИНалИСТЙческиЙ επ. ονοματικός, νομινα- λιστικός" -ая теория νομιναλιστική θεωρία. Номинально επίρ. κατ' όνομα. *НОМИНальныЙ επ. 1 ονομαστικός· -ая СТОЙ-
ном 742 нос МОСТЬ ονομαστική αξία. 2 о κατ' όνομα, μόνο στο όνομα, καλούμενος, λεγόμενος. *НОМИнатЙВ, ~а α. ονομαστική πτώση. номинативный επ. ονοματικός· ~ое предло- предложение ονοματική πρόταση. НОМОГраММа, -Ы θ. νομογράφημα. номографический επ. νομογραφικός. НОМОГра$ИЯ, -И θ. νομογραφία. *НОна, -Ы θ» 1 (μουσ.) εννεάδα, διάστημα εννέα φθόγγων. 2 (ποίηση)" στροφή ενιά στίχων. *НОНЛарёль, -И θ. τυπογραφικό στοιχείο έζι στιγμών. *ЕЮНСенс άκλ. ανοησία, κουταμάρα. НОра, -Ы, αιτ. НОру, πλθ. НОры θ. φωλιά ζώου, κρυσφύγετο, τρύπα, κοίτη, τρώγλη, μο- νιά, κοιμηθιά· - волка λυκότρυπα, λυκοφω- λιά· ЛИСЬЯ - αλεπότρυπα· заячья ~ κοιμηθιά. - барсука ασβοφωλιά. норвежец, -ЖЦа α., -ка, -И θ. Νορβηγός,-ή. *норд, -а α. βοριάς (σημείο του ορίζοντα ή βόρειος άνεμος). норд-вест, -а α. βορειοδυτικό σημείο του ορίζοντα. II (άνεμος) μαΐστρος, σκίρρωνας. Норд-вёстоВЫЙ επ. (ναυτ.) βορειοδυτικός· - ветер βορειοδυτικός άνεμος, μαΐστρος· -ое направление βορειοδυτική κατεύθυνση. нордовый επ. βόρειος· - ветер βόρειος ά- άνεμος, βοριάς, τραμουντάνα. НОрд-ОСТ, -а α. (ναυτ.) βορειοανατολικό σημείο του ορίζοντα. II βορειοανατολικός ά- άνεμος, γραιγοτραμουντάνα. НОрд-ОСТОВЫЙ επ. (ναυτ.) βορειοανατολικός. *НОрия, -И θ. νόρια, μαγγάνι. норка1, -И θ. φωλίτσα κλπ. υποκορ. βλ. нора. норка? -И θ. είδος ικτίδας. норковый επ. της ικτίδας· απο ικτϊδα. норма, -Ы θ. καθιερωμένο όριο. II κανό- κανόνας, αρχή· -Ы поведения κανόνες συμπεριφο- συμπεριφοράς· ВЫЙТИ ИЗ норм παραβιάζω τους κανόνες. II το κανονικό, ο μέσος όρος· - выпадения оса- осадков το μέσον ύφος της βροχής. Ι] το (καθ)ο- ρισμένο ποσό· - прибыли καθορισμένο ποσό κέρ- κέρδους. II εκφρ. ВОЙТИ (прийти) в -у μπαίνω στον'κανονικό ρυθμό (ή κατάσταση). нормализация, ~И θ. διευθέτηση, ρύθμιση, τακτοποίηση· διακανονισμός· ομαλοποίηση. нормализовать, -зуга, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нормализованный, βρ: -ван, ~а, -о ρ.δ.κ.σ.μ. κανονίζω, ρυθμίζω· τακτοποιώ, δι- διευθετώ" εζομαλύνω" ομαλοποιώ. II -СЯ κανονί- κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. (,-. ,*НОрмаль, -И θ. (γεωμ.) η κάθετη. II (τεχ.)- εξάρτημα μοντέλου. Нормально επίρ. κανονικά κλπ. επ. НормалЬНОСТЬ, -И θ. κανονικότητα, ομαλό- ομαλότητα* φυσιολογικότητα. ♦нормальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно,· 1 κανονικός, ομαλός, στρωτός* φυσικός, φυ- φυσιολογικός· -ая температура κανονική θερμο- θερμοκρασία· - рост κανονικό ανάστημα· при -ых УСЛОВИЯХ με ή σε κανονικές συνθήκες. 2 σώ- σώος (τας φρένας), ισορροπημένος. Норманн, ~а α. Νορμανδός. НорманскИЙ επ. νορμανδικός. Норматив, -а α. δείκτης του κανονικού, του καθιερωμένου" της νόρμας. нормативность, -И θ. καθιέρωση απο το δεί- δείχτη της νόρμας. нормативный επ. καθορισμένος απο το δεί- δείχτη της νόρμας. II καθοριστικός. нормирование, -я ουδ. βλ. нормировка. нормированный επ. απο μτχ. καθορισμένος από τη νόρμα (το κανονικό)" - рабочий день καθορισμένο ωράριο εργασίας. нормировать, ~РУГО, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нормированный, βρ: -ван, -а, -о καθιε- καθιερώνω, κανονίζω τη νόρμα. II -СЯ καθιερώνομαι ως νόρμα. нормировка, -И θ. καθορισμός, καθιέρωση της νόρμας. нормировочный επ. καθοριστικός νόρμας. НОрмирОВЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. επιτετραμ- επιτετραμμένος ρυθμιστής της νόρμας. НОроВ, -а α. (απλ.) ήθος, χαρακτήρας. Ι] εκφρ. С -ОМ καπριτσόζικο<· лошадь С -ОМ ά- άλογο καπριτσόζικο. норовистый επ., βρ: -вист, -а, -о (απλ.) καπριτσόζικος. норовить, -влю, -ВИШЬ р.δ. έχω για σκοπό, σκοπεύω· αποβλέπω σε κάτι· πηγαίνω (τραβώ) για... II επιδιώκω, επιζητώ (ευκαιρία, αφορ- ИЛ), πηγαίνω φιρί-φιρί" ОН ТЭК И -ЙТ, как бы С кем поссориться αυτός ζητά αφορμή, πως να μαλώσει με κάποιον. НОС, -а α. προθετ. О -е, на -у, πλθ. -Ы α. 1 μύτη, ρις* ДЛИННЫЙ -..μακριά μύτη· - с ГорбЙНКОЙ καμπουρωτή (κυρτή) μύτη· курнОС- НЫЙ - μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσουμπή* вздёрнутый - ανασηκωμένη μύτη' орлиный ~ α- έτεια ή γερακοειδής μύτη· СПЛЮСНОТЫЙ - α- νάσιμη μύτη· - картошкой μύτη σαν πατάτα(σι- μή). 2 ράμφος· ДЯТЛОВЫЙ - το ράμφος του δρυ- δρυοκολάπτη. 3 βλ. НОСИК B σημ.). 4 βλ. НО- НОСОК. 5 πλώρη, πρώρα. 6 ακρωτήριο, κάβος, II εκφρ. ИЗ-ПОД -а (-у) у КОГО κάτω απο τη μύ- μύτη κάποιου (έγγιστα): на -у στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)· зима на -у о χειμώνας είναι στα πρόθυρα· ПОД -ОМ κάτω απο τη μύ- μύτη, μπροστά στα μάτια· С -а, С -у (απλ.) α- από κάθε άτομο" ~0Μ к носу πρόσωπο με πρό- πρόσωπο (έγγιστα)· вешать - κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω· драть -, задрать(вздёрнуть, под-
нос 743 нос НЯТЬ) - σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου* υψηλόφρονα), περηφανεύο- περηφανεύομαι.· ПОСТАВИТЬ (натянуть) - КОГО απατώ, κο- κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά· δι- αμηχανεύομαι· повесить - (На КВЙНТу); ОПу- СТЙТЬ - κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι- (θλίβο- (θλίβομαι,)' показывать ~ (~ы) кому ερεθίζω κά- κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)· совать χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)· утереть - кому τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες* уткнуть -; УТКНУТЬСЯ ~<Ж αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως· оставить С ~ОМ μτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα· απα- απατώ, πιάνω κορόιδο· остаться С -ОМ КОГО πέ- πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω· Β - говорить μι- λιΐ» με τη μύτη (ένρινα)· дальше СВ06ГО -а Ηθ ВЙдеть δε βλέπω παραπέρα απο τη μύτη μου" Ηθ по -у кому δε γουστάρει σε κάποιον пока- показывать - куда εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου· столкнуться (встретиться) нос(сом) к -у συ- συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω· перед -ОМ μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)· зарубите ЭТО на -у χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε). носарь, -Я α. είδος πέρκης οξύρρυγχης. носастый επ., βρ: -саст, -а, -о (απλ.) βλ. носатый носатый επ., βρ: -сат, -а, -о μεγαλομύ- της· - человек μυταράς· -ая женщина μυταρού. НОСач, -а α. 1 (απλ.) ο μυταράς. 2 είδος πίθηκου. НОСИК, -а α. 1 μυτίτσα. 2 μύτη. II ακή. 3 άκρη. 4 στόμιο αγγείου (*σαερού κ.τ.τ.). носилки, -лок, -лкам πλθ. φορείο οικοδο- μ·ικών υλικών, καζάκα. II φορείο υγειονομικό.ΙΙ (παλ.) φορητή κλίνη. НОСИЛЬНЫЙ επ. καθημερινός, που φοριέται καθημερινά. НОСИЛЬЩИК, -а α., -Ца, -Ы θ. αχθοφόρος, βα- βαστάζος, χαμάλης· μεταφορέας, μετακομιστής. Носитель, -Я α. φορέας· ~ дифтерии φορέας διφθερίτιδας· - передовых (прогрессивных) идей φορέας προοδευτικών ιδεών.II κομιστής. НОСИТЬ, ношу, НОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный, -шен, -а, -о р.δ.μ. 1 βλ. нести (Ισημ.). 2 είμαι έγγυα. 3 φέρω, φορώ' - 04- ЧКЙ φορώ ματαγυάλια" - Траур; - чёрное πεν- πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ" КОЛЬЦО φέρω φαχτυλϊδι. П έχω" - бороду φέρω γένια (γενειάδα)· - усы έχω μουστάκια" бакенбарды φέρω φαβορίτες. 4 ονομάζομαι" - фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου. II (,γΐΐί βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)· κατέχω' ОН -ИТ звание Генерала αυτός φέοει το βαθμό του στρατηγού. 5 ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανα- σαίνω. 6 χαρακτηρίζομαι" μαρτυρώ" έχω τη μορφή. II εκφρ. способный - оружие ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)· ВЫСОКО(гордо) - ГОЛОВУ βλ. στο р. нести· - на рукйх КОГО κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)" едва (ёле, насилу κ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του. II -СЯ 1 βλ. нес- ТЙСЬ Aσημ.). 2 φοριέμαι. 3 τραβιέμαι, α- ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι. 4 μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι. НОСКа, -И θ. 1 μεταφορά, μετακόμιση, κου- βάλημα. 2 (για πτηνά) ωοτοκία. 3 ντύσιμο,φό- ρεμα. НОСКИ, ~о'в πλθ. (ενκ. НОСОК, -СКЙ α.) κάλ- κάλτσες ανδρικές. НОСКИЙ επ. -СОК, -ска, -СКО.1 (για ενδύ- ενδύματα, υποδήματα)· γερός, στερεός, αντοχής· -ая ткань γερό ύφασμα. 2 (για πτηνά) ωοτό- κος, γεννήτρα, που γεννά πολλά αυγά* -ЭЯ порода γόνιμη ράτσα, πολύτοκη. НОСКОВЫЙ επ. της μύτης· -ая часть ПОДОШВЫ η μύτη της σόλας. НОСКОСТЬ, -И θ. 1 στερεότητα, αντοχή, αν- ανθεκτικότητα" - чулок αντοχή των καλτσών. 2 μεγάλη ωοτοκία. НОСОВИК, ~ά α. γιατρός ρινολόγος. НОСОВОЙ επ. ρινικός, της μύτης· -ые ПОЛО- ПОЛОСТИ ρινικές κοιλότητες· -ая перегородка ρι- ρινικό διάφραγμα. II ένρινος, ρινόφωνος' -ые Согласные ρινικά σύμφωνα. II πρωραίος, πλω- πλωριός, της πλώρης· -ая палуба πρωραίο κατά- κατάστρωμα· -ая часть корабля η πλώρη. II εκφρ. - платок μαντήλι της μύτης. НОСОГЛОТка, -И θ. ρινοφάρυγγας. •НОСОГЛОТОЧНЫЙ επ. του ρινοφάρυγγα. НОСОГрёЙка, -И θ. πίπα κοντή. НОСОК1βλ. НОСКЙ НОСОК? -ска α. 1 μικρό ράμφος, μυτίτσα. 2 η μύτη του ποδιού (των δάχτυλων)" η μύτη του παπουτσιού" туфли с узкими -ами παπούτσια μυτερά" ударить МЯЧ ~ОМ χτυπώ την ποδόσφαι- ποδόσφαιρα με τη μύτη (του παπουτσιού)" танцевать на -ах χορεύω στις μύτες των ποδιών. 3 στό- στόμιο αγγείου. 4 αιχμή, ακίδα (αντικειμένου). II εκφρ. играть В -Й (παλ.) είδος χαρτοπαι- χαρτοπαιγνίου (τον χάνοντα χτυπούσαν με την τράπου- τράπουλα στη μύτη). носорог, -а α. ο ρινόκερος. II είδος κάν- θαρου (που φέρει κερατάκι). НОСорОГОВЫЙ επ. του ρινόκερου· -ая кожа δέρμα ρινόκερου. носорожий, -ья, ~ье επ. βλ. носоро'говый. носочки, -ов πλθ. (ενκ. носочек, -чка α)· καλτσίτσες, καλτσάκια. НОСОЧНЫЙ1 επ. της κάλτσας, των καλτσών.
нос 744 нош НОСОЧНЫЙ επ. της μύτης του ποδιού ή του υποδήματος. II της αιχμής, της ακίδας. *НОСТалЬГЙЯ, -И θ. νοσταλγία. НОСЧИК, -а α. κουβαλητής, μεταφορέας, με- τακομιστής. *НОта] -Ы θ. 1 (μουσ.) φθόγγος, φθογγόση- μο, νότα. 2 πλθ. -Ы νότες, μουσικό κείμενο· петь по -ам τραγουδώ με νότες· играть по -ам παίζω με νότες· играть без НОТ παίζω χωρίς νότες· положить на -ы τονίζω, μελο- μελοποιώ. 3 τόνος· в её голосе слышались -ты раздражения στη φωνή της διακρίνονταν ο εκ- εκνευριστικός τόνος. II εκφρ. как по -ам εύ- εύκολα, χωρίς κόπο, ευχερώς" на ОДНУ -у ή В одну -у μονότονα. НОта^ ~Ы θ. διακοίνωση διπλωματική, νότα· - протеста νότα διαμαρτυρίας· Обмен -ами α- ανταλλαγή διακοινώσεων. ♦нотабена, -ы θ. κ. нотабене άκλ. ουδ.πρό- ουδ.πρόσεχε, σημείωσε καλά. II (παλ.) σημείωση, προ- προειδοποίηση (για την επίδοση ή τη διαγωγή μα- μαθητή). нотариальный επ. συμβολαιογραφικός· -ая КОНТОра συμβολαιογραφείο. НОТариат, -а α. συμβολαιογραφείο. ♦нотариус, -а α. συμβολαιογράφος. ♦НОТЙЦИЯ1, -И θ. νουθεσία, επιτίμηση· ЧИ- татъ кому-л. -Ю ψέλνω σε κάποιον τον εξά- εξάψαλμο . ♦НОТЙЦИЯ? -И θ. παρασήμανση, παρασημαντική σημειογραφία· συμβολική σημείωση. Нотификация, -И θ. (διπλμ. κ. οικν.) κοι- κοινοποίηση, γνωστοποίηση έγγραφη, διακοίνωση. ♦нотифицировать, ~рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ... ι επιδίδω διακοίνωση· κοινοποιώ, γνωστοποιώ. 2 γνωστοποιώ διαμαρτύρηση γραμματίου. НОТКа, -И θ. 1 (μουσ.) φθόγγος, νότα. 2 τόνος, τονισμός. 3 φθγγόσημο, νότα. НОТНЫЙ επ. (μουσ.) της νότας, των φθογγό- σημων -ая тетрадь τετράδιο μουσικής· - ма- газйн κατάστημα μουσικών έργων - знак νό- νότα, φθγγόσημο· -ая бумага χαρτί μουσικής, πεντάγραμμο. ♦ноумен, -а α. (φιλοσ.) το νοούμενο (το υ- περαισθητό, ιδέα, πνεύμα). НОЧВа, -Ы θ. (διαλκ.) σκάφη, -ίδι. ночевать, -чую, -чуешь р.δ.κ.σ. διανυκτε- διανυκτερεύω* - у моего Друга θα κοιμηθώ στο φίλο μου" - ПОД ОТКРЫТЫМ нёбОМ διανυκτερεύω στο ύπαιθρο" - на сеновале κοιμάμαι στον αχυρώ- αχυρώνα. НОЧОВКа1 -И θ. διανυχτέρευση. Н0ЧОВКа5 ~И θ. (διαλκ.) σκάφη, σκαφίόι. II σκαφιδάκι. ноченька, -И θ. νυχτούλα. НОЧКа, -И θ. νυχτούλα. .НОЧЛёг, -а α. 1 κατάλυμα. 2 διανυκτέρευση· остановиться на - σταματώ για διανυκτέρευση. НОЧЛёжка, -И θ. κατάλυμα νυχτερινό. ночлежник, -а α., ~ца, -ы θ. ο διανυκτε- ρέυων σε κατάλυμα. Ночлежничать р.δ. (παλ.) διανυκτερεύω. НОЧЛёжныЙ επ. της διανυχτέρευσης· - ДОМ σπίτι διανυχτέρευσης, κατάλυμα. НОЧНИК, -а α. 1 καντήλι, λυχνάρι. 2 (παλ. κ. απλ.) εργάτης νυχτερινός. 3 αεροπόρος ή αεροπλάνο νυχτερινών πτήσεων. НОЧНЙца, -Ы θ. 1 πεταλούδα νυχτερινή. II είδος μικρής κουκουβάγιας. 2 είδος μικρής νυχτερίδας. НОЧНОЙ επ. νυχτερινός, νυχτιάτικος· ~ мрак το σκοτάδι της νύχτας· -ая прогулка νυχτε- νυχτερινός περίπατος· -бе время νυχτερινός χρό- χρόνος (νύχτα)· -ая работа νυχτερινή εργασία· - ПОХОД νυχτερινή πορεία* - СТОРОЖ νυκτοφύ- λακας. II νυκτόβιος* ~ ХЙШНИК νυκτόβιο αρπα- αρπακτικό* -ые ПТИЦЫ νυκτόβια πτηνά, νυχτοπού- νυχτοπούλια. II ουσ. νυχτερινή βοσκή. II εκφρ. Β -όθ время (κατά) τη νύχτα* -ая тревога νυχτε- νυχτερινός συναγερμός* -ая СМбНа νυχτερινή βάρ- βάρδια* - столик τραπεζάκι της νύχτας (κοντά στο κρεβάτι)* - бой νυκτομαχία* ~ёя фиалка όρχις, σατύριο, σαλέπι, σερνικοβότανο· -ая красавица νυχτολούλουδο, τα δειλινά. НОЧЬ, -И, γεν. πλθ. -ей <θ. νύχτα* тёмная - σκοτεινή νύχτα* звёздная - αστροφεγγής νύ- νύχτα* безлунная - αφέγγαρη νύχτα* - на ДВОрё νύχτωσε έξω* - наступила η νύχτα ζάπλωσε* при наступлении -И με το πέσιμο της νύ- νύχτας* доброй ή (С)ПОКОЙНОЙ -И καληνύχτα* Β глухую -, глухая - μαύρη νύχτα* ПО -ам τις νύχτες· νυχτιάτικα" за - για μια νύχτα" Β - (ПОД) НОВЫЙ ГОД τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς* бессонная - άυπνη (άγρυπνη) νύχτα. II εκφρ. полярная - πολική νύχτα· варфоломеевская - η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου (η σφαγή)' на πριν τον ύπνο* читать на - διαβάζω πριν τον ύπνο' глухая (глубокая) - βαθιά νύχτα· афинские -И όργια των Διονυσίων. НОЧЬЮ επίρ. τη νύχτα· - всё спало τη νύ- τα όλα κοιμούνταν* днём И - μέρα και νύχτα* - Все кошки серы (παρμ.) λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή ομοία, НОша, -И θ. (κυρλζ. κ. μτφ.) φορτίο, άχ- άχθος, βάρος* ~ дров φορτίο καυσόξυλων" ВСЯ- ВСЯКОМУ СВОЯ НОша тяжела (παρμ.) καθένας κλαίει το χάλι του (κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι). ношение, -Я ουδ. μεταφορά, μετακόμιση, κου- βάλημα. II γρήγορη μεταφορά. II φορά (ανέμου κ.τ.τ.). II το να φέρει (έχει) μαζί του" пра- ΒΟ на ~ оружия το δικαίωμα οπλοφορίας. НОШеННЫЙ παθ. μτχ. παρλο.-χμ. του р. НОСИТЬ.
нош 745 нуж ношеный επ. φορεμένος, μεταχειρισμένος. нбшно επίρ: денно и - βλ. денно. НОЩ, -И θ. (παλ.) νύχτα. НОЮЩИЙ επ. απο μτχ. (για πόνο) υποφερτός, αμυδρός. *НОЯбрь, -Α α. Εοέμβρης. ноябрьский επ. νοεμβριανός. нрав, -а α. 1 ήθος' χαρακτήρας, ψυχοσύν- ψυχοσύνθεση, ιδιοσυγκρασία· κράση, σκαρί: крутой - απότομος χαρακτήρας· ВСПЫЛЬЧИВЫЙ - ευέξα- ευέξαπτος χαρακτήρας· ТИХИЙ - ήσυχος χαρακτήρας* ОН ей не ПО -у αυτός δεν της γουστάρει (απο χαρακτήρα). 2 πλθ. -Ы τα ήθη· -Ы И обычаи ήθη και έθιμα" растление -ОВ διαφθορά ηθών. нравиться, -влюсь, -виться р.σ. με δοτ. α- αρέσω* это ему не -ится αυτό δεν του αρέσει· отцу -ится В деревне του πατέρα τού αρέσει στο χωριό* ОН не -ИТСЯ ей αυτός δεν της α- αρέσει. II απρόσ. αρέσκομαι. нравный επ., βρ: -вен, -вна, ~вно (απλ.) ιδιότροπος· - старик ιδιότροπος γέρος. нравоучение, -Я ουδ. ηθι,κοδιδασκαλία, η- ηθικοποίηση, νουθεσία,· διδαχή. нравоучительность, -И θ. ηθικοποίηση, δι- διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα,η θικοπλαστικότητα. нравоучительный επ. 1 ηθικοπλαστικός· ~ые рассказы ηθικοπλαστικά διηγήματα. 2 (παλ.) αρεσκόμενος να διαβάζει ηθικοδιδασκαλίες. нравственно επίρ. ηθικά κλπ. επ. НраВСТВеННОСТЬ, -И θ. 1 η ηθική, ηθικοί κανόνες. 2 ηθικότητα, χρηστότητα (ηθών), χρη- στοήθεια. нравственный επ., βρ: -вен, -венна, -о. 1 ηθικός, της ηθικής· ~ые правила ηθικοί κα- κανόνες· - критерий ηθικό κριτήριο. 2 χρη- χρηστός, ενάρετος, χρηστοήθης. 3 πνευματικός, ψυχικός· -ое Воспитание ηθική διαπαιδαγώγη- διαπαιδαγώγηση· -ое потрясение ηθικός κλονισμός· -ое удовлетворение ηθική ικανοποίηση. 4 βλ. нравоучительный (ι ση μ.). ну1 επιφ. 1 (προκλητικό ή προτρεπτικό)· έ- έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν-, - не 60ЙСЯ έλα, έλα μη φοβάσαι' - И ЧТО? λοιπόν και τι (μ' αυτό); - так ЧТО'Же? ε, καλά και τι; ~, а теперь λοιπόν, και τώρα; -, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρή- γρήγορα-γρήγορα· -, перестань λοιπόν, σταμάτα· -, Го- Говори, ЧТО ТЫ молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιω- σιωπάς· -, ЧТО дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έ- έγινε; 2 άφησε με (μας), άσε με (μας), παρά- παράτα με (μας), ζεφορτώσου με (μας)· άπαγε· СЛЫ- СЛЫШИШЬ, что я говорю? - - тебя, слышу! ακούς τι λέω; - άσε με και συ, ακούω! да - его! (περιφρ.) ας τον απ' εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς! II έξω απ' εδώ, μακριά απ* εδώ· δε μου χρειάζεται- я не ем чеснокй.... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ' εδώ! 3 (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)* τι, για ιδές, πω-πώ, ε! - И пого- погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει! ~ и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου! Ι^2(μόριο) 1 ερωτημ. (για αμφιβολία, θαυ- θαυμασμό κ.τ.τ.)· άραγε; τι λες; αλήθεια; εί- είναι δυνατόν; я сегодня уезжаю - -; ή да -; σήμερα αναχωρώ. - Αλήθεια (ναι); 2 (και) αν, εάν а - как кто-нибудь нас увйдет και αν κάποιος μας δει. 3 επιτακτ. ε, και, λοιπόν* ~ ВОТ О чём мечтает και να τι ονειρεύεται·-, не СТЫДНО ли вам? και δεν ντρέπεστε; -, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν- ΚΟ- нечно και βέβαια· - нет όχι δεν - хороню λοιπόν καλά* - что? не вйдешь, что он боль- больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που εί- είναι άρρωστος; - а... αλλ' όμως... 4 σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως' ... - ОТО его дело ... λοιπόν, είναι δική του υπόθε- υπόθεση. II κι έτσι* τελικά. 5 (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε· ТЫ Говорил? - - говорил εσύ έλεγες; - Ας πούμε έλεγα. II εκφρ. ну-с! (ε) λοιπόν! -, - не буду καλά, καλά δεν το ξανακάνω" - И -! ή аи да -! πω- πω! *нуворйш, -а α. νεόπλουτος. *нуга, -Й θ. είδος αμυ^δαλωτού γλυκίσματος. Нуда, -Ы α.κ.θ. (απλ.) άνθρωπος βαρετός, οχληρός, ανιαρός. нудить, нужу, нудишь р.δ.μ. (παλ.).Ί ανα- αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω. 2 κο- κοπιάζω, κουράζω, καταπονώ' εξαντλώ. Π -СЯ 1 ανιώ, πλήττω, βαριέμαι (απο έλλειψη ενασχό- ενασχόλησης). 2 υποχρεώνομαι, (εξ)αναγκάζομαι (να ♦άνω κάτ ι·). Н^ДНО επίρ. ανιαρά, πληκτικά κλπ. επ. 2 απρόσ. ως κατηγ. είναι ανιαρό, πληκτικό. нудный επ., βρ: ~ден, -дна, -дно ανιαρός, πληκτικός· βαρετός, κουραστικός. нужда, -Ы, πλθ. нужды θ. 1 ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, πενία· терпеть -у περνώ φτώχεια, με δέρνει η φτώχεια, φτωχοδέρνω. 2 ανάγκη, χρεία· без ~ы χωρίς (να υπάρχει) ανάγκη· у меня - В деньгах έχω ανάγκη χρημάτων ИСПЫ- ТЫВать -у В деньгах υποφέρω απο αναπαρα- διά" ДЛЯ нужд населения για τις ανάγκες του πληθυσμού. 3 τάση για αποπάτηση, ανάγκη. II εχφρ. ~Ы мало кому λίγο τον ενδιαφέρει· ~ы нет δεν υπάρχει ανάγκη, δε χρειάζεται. нуждаемость, -и θ. ανάγκη, χρεία· опре- определить ЧЫО-Н. - καθορίζω την ανάγκη κάποιου. нуждаться, -аюсь, -аешься ρ.δ. έχω ανά- ανάγκη, χρειάζομαι, δέομαι" - В деньгах έχω α- ανάγκη απο χρήματα" - В ПОМОЩЬ έχω ανάγκη
746 ныр βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια· больной -ется В свежем воздухе о άρρωστος χρειάζεται κα- καθαρό αέρα' ОН ВО всём -ется αυτός бεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος* - В о'тдых έχω ανά- ανάγκη ανάπαυσης. нужник, -а α. (απλ.) αναγκαίος, απόπατος. НуХНО απρόσ. ως κατηγ. χρειάζεται, είναι αναγκαίο, απαραίτητο· πρέπει/ дайте мне всё, ЧТО - ДЛЯ писания δόστε μου ό,τι χρειάζεται για γράψιμο· если будет ~ αν χρειαστεί, αν παραστεί ανάγκη' КОГО вам-? ποιόν θέλετε; ОН не знает как - обращаться с лвдмй αυτός δεν ξέρει πως πρέπει να συμπεριφέρεται με τους ανθρώπους· мне - его видеть είναι ανάγκη να τον ιδώ" если ~ Я прийду αν χρειαστεί, θα έρθω" мне - С вами поговорить πρέπει να μι- μιλήσω μαζί σας* ЧТО Вам ~? τι θέλετε; II εκ φρ. Очень - κ. (παλ.) куда как ~ αυτό χρειάζε- χρειάζεται ακόμα. нуяшй επ., βρ: -жен, -жна, -жно, нужны; αναγκαίος, χρειαζούμενος, χρειώδης' απαραί- απαραίτητος· -ые вещи χρειαζούμενα πράγματα· - че- ЛОВёк απαραίτητος άνθρωπος· Я нахожу ~ЫМ сделать ЭТО βρίσκω (θεωρώ, κρίνω) αναγκαίο να το κάνω αυτό" давать ~ые указания δίνω τις απαραίτητες οδηγίες· ВОТ ТОТ, КТО мне -жен! να ο άνθρωπος που μου χρειάζεται! ска- скажите ей, что она мне очень -жна πέστε της ό- ότι τη θέλω οπωσδήποτε. Ну-ка επιφ. βλ. ^1Aσημ.) Ну-кась κ. Ну-кася επιφ.(απλ.) βλ. ну-ка. нукать ρ.δ. λέγω ну λοιπόν ты мне не ну- нукай μη μου λες συνέχεια λοιπόν, λοιπόν. ну-кось κ. ну-кося βλ. ну-кась. нулевой βλ. нолевой. нулик, -а α. βλ. нолик. Нуллификация, -И θ. μηδένιση* ακύρωση. "нуллифицировать, ~рую, ~руешь ρ.δ.κ.σ. μη- μηδενίζω, εκμηδενίζω1 ακυρώνω. нуль βλ. ноль. нумер βλ. номер. ♦нумератор, -а α. αριθμητήρας. Ι! αριθμομη- αριθμομηχανή. *НумераЦИЯ, -И θ. αρίθμηση, αριθμοθέτησ*]'~ страниц αρίθμηση σελίδων, σελίδωση· - би- лётов αρίθμηση εισιτηρίων ~ ДОМОВ αρίθμηση των σπιτιών. II απαρίθμηση· αριθμολόγηση. нумеровальный επ, αριθμητικός· - аппарат αριθμομηχανή, αριθμητήρας. нумерование, -я ουδ. βλ. нумеровка. нумерованный επ. ·απο μτχ. αριθμημένος· -ое αριθμημένη θέση. Нумеровать, ~РУГО, -руешь, παθ. μτχ..παρλθ. χρ. нумерованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. αριθμώ, αριθμοθετώ' αριθμολογώ, βάζω αριθ- αριθμούς* - страницы тетради αριθμώ τις σελίδες του τετραδίου. II -СЯ αριθμούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. нумеровка, -И θ. αρίθμηση, αριθμοθέτηση, αριθμολόγημα. Нумизмат, -а α. νομισματολόγος, νομισμα- τογνώμονας. II νομισματοσυλλέκτης. ♦нумизматика, -и θ. νομισματολογία (κυρίως για αρχαία νομίσματα). нумизматический επ. νομισματικός, νομι- σματολογικός. нуммулЙТОВЫЙ επ. μαλάκιος, των μαλακίων, ♦нуммулиты πλθ. τα μαλάκια. Ну-Ну επιφ. 1 βλ. ну1 A,3 σημ.). 2 (για συγκατάθεση) καλάг καλά, ναι-ναι. ♦нунций, -Я α. νούντσιος. ну-С μόριο. 1 (στην αρχή της πρότασης) και έτσι, συνεπώς, επομένως. 2 (στο τέλος ερω- τημ. πρότασης ως επιτακτικό ή προτρεπτικό)· λοιπόν; ♦нут, -а ρεβίθι. нуте κ. нуте-ка επιφ. (απλ.) βλ. ^Λ(ΐσημ.). Ну-ТКа επιφ. (απλ.) βλ. Ну-ка. нутриевый επ. του μυοπόταμου· απο μυοπό- ταμο. ♦нутрия, -И θ. μυοπόταμος (τρωκτικό). нутро, ~а ουδ. 1 (απλ.) τα σωθικά, εντό- εντόσθια, σπλάχνα. 2 (κυρλζ. κ. μτφ.) το εσωτε- εσωτερικό. 3 μτφ. διαίσθηση, ένστικτο. 4 έμπνευ- έμπνευση, ενθουσιασμός· οίστρος. II εκφρ. не ПО -у δεν είναι του γούστου, δε γουστάρει, δεν α- αρέσει . Нутромер, -а α. παχύμετρο, εσωτερικός με- μετρητής. Нутряной επ. 1 εσωτερικός" των σπλάχνων. II (κυρλζ. κ. μτφ.) των εντοσθίων* βαθύς, απο το βάθος· - жир λίπος απο τα εντόσθια· смех βαθύ γέλιο (απο ψυχής)· τοποθετημένος μέσα·»- замок εσωτερική κλειδαριά. 3 οιστρή- λατος, ενθουσιαστικός. ♦ныне επίρ. 1 (παλ.) νυν, τώρα. 2 (παλ.) σήμερα. нынешний επ. 1 τωρινός. 2 (παλ.) σημερι- σημερινός. нынче επίρ. βλ. ныне. НыркОВЫЙ επ. νηκτικός. ' нырнуть р.σ. βλ. нырять. НЫрОК, -рка α. 1 βουτιά. 2 βουτηχτής, δύ- δύτης. 3 είδος πάπιας. ныряло, ~а α. βλ. плунжер. НЫРЯЛЬЩИК, -а α·, -да, -Ы θ. βουτηχτής, δύτης. ныряние, -Я ουδ. κατάδυση, καταβύθιση, η βουτιά , το βούτηγμα. НЫРЯТЬ р.δ. 1 βυθίζομαι, καταδύομαι, βου- βουτώ, ποντίζομαι. 2 μτφ. εισδύω, χώνομαι. В ТОЛПу χώνομαι στο πλήθος. 3 ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. И κάνω βουτιά* самолёт
ныр 747 -яет В воздухе το αεροπλάνο κάνει βουτιές στον αέρα. II (πυγμαχία) κάμπτομαι, αποφεύ- αποφεύγω τα χτυπήματα στο κεφάλι. ныряющий επ. απο μτχ. τρικλίζων" -аяпо- ХОДка τρικλίζον βάδισμα. НЫТИК, ~8 α. μεμψίμοιρος, κλαψάρης, κλα- ψομοίρης, μουρμούρης. НЫТЬ, НОЮ, НОешь, μτχ. ενστ. НОЮЩИЙ ρ.δ. 1 (ί'κ. 2 πρόσ. δεν έχει) πονώ ελαφρά και συνεχώς· зубы НОЮТ τα δόντια μου πονάν λί- γο-λίγο. Ι] απρόσ. πονώ* αλγώ· Η06Τ В КОСТЬ- ЯХ έχω πόνο στα κόκκαλα, πονάν τα κόκκαλα. 2 μεμψιμοιρώ, κλαίω τη μοίρα μου, μουρμου- μουρμουρίζω; з γογγύζω. II εκφρ. душа ή сердце но- ноет πονά (θλίβεται) η ψυχή, η καρδιά. НЫТЬё, -Я ουδ. 1 πόνος ελαφρός και συνε- συνεχής. 2 μεμψιμοιρία, μουρμουρητό, γκρίνια. 3 γόγγυσμα. НЭП, -а α. Κέα Οικονομική Πολιτική. НЭПман, -а α. νέπμαν, κερδοσκόπος της ε- εποχής της ΝΕΠ. Н^ПманСКИЙ επ. του νέπμαν, κερδοσκοπικός. НЭПОВСКИЙ επ. της ΝΕΠ. *НЮанс, -а α. απόχρωση, παραλλαγή' - Цвета απόχρωση χρώματος· ~ Произношения απόχρω- απόχρωση προφοράς. нюни πλθ. (απλ.): распустить - α) βάζω τα κλάματα, β) χάνω το ηθικό* ακεφιάζω* κρε- κρεμώ το κεφάλι. НЮНИТЬ р.δ. (απλ.) κλαίω. НЮНЯ, -И α.κ. θ. κλαψιάρης, -α. II άβουλος άνθρωπος. НЮХ, -а α. 1 όσφρηση. 2 μτφ. διαίσθηση· -ОМ чуять διαισθάνομαι, οσφραϊνομαι, μυρί- μυρίζομαι.· II εχφρ. ни за ~ табаку βλ. στη λ. по- понюшка. нюхальщик,-а α., ~ца, ~Ы θ. πρεζάκιας. НОханье, -Я ουδ. 1 όσφρυση, μύρισμα. II πρεζάρισμα. 2 μτφ. διαίσθηση. нюхательный επ. της πρέζας, για πρέζα. нюхать р.σ.μ. 1 οσφραίνομάι, μυρίζω' цветок, духи μυρ-ίζω το λουλούδι, τα αρώμα- αρώματα· - воздух μυρίζω τον αέρα. II ρουφώ με τη μύτη· τραβώ πρέζα. 2 μτφ. δοκιμάζω, γεύομαι, γνωρίζω. II εκφρ. пороху не -ал είναι ά- καπνος (απειροπόλεμος). нюхнуть, -ну, -нёшь р.σ. (απλ.) βλ. ню- нюхать A σημ.). нянечка, -И в, 1 βαγίτσα. II νταντά. 2 κα- καθαρίστρια (σχολείου, παιδικού σταθμού, οι- οικοτροφείων κλπ.). нянечкин, -а, -Ο επ. της βαγίτσας, της νταντάς. НЯНЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ ρ.δ.μ. βαγιουλεϋω, νταντεύω. II -СЯ βαγιουλεύω, νταντεύω. II πε- περιποιούμαι, μεριμνώ, φροντίζω1 ασχολούμαι. НЯНЬКа, -И θ. βλ. НЯНЯ1. II μτφ. κηδεμόνας, προστάτης. НЯНЬКИН, -а, -0 επ. της νταντάς. НЯНЮШКа, -И θ. βαγίτσα· νηπιαγωγός, παρα- παραμάνα, τροφός. НЯНЯ1, -И θ. 1 νηπιαγωγός, βάγια, γκουβερ- νάντα, ν ένα, νταντά, παραμάνα, τροφός. II νο- νοσοκόμα νοσηλεύτρια (σε νοσοκομείο). 2 κα- καθαρίστρια (σχολείου, παιδικού σταθμού κ,.τ,τ.). НЯНЯ2, -И θ. (διαλκ.) είδος κρεατόπιτας. 0 О1, Об, Обо πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ. 1 (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στς>ν, στην, στο, στους, στις, στα· удариться о камень χτυπώ στην πέτρα· испачкаться Об стену λε- λερώνομαι στον τοίχο· опереться о перила στη- στηρίζομαι στα κάγκελα· сломать палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο. 2 με επανάλει- ψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συν- συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι- πλάι, κολλητά* με· плечо О плечо πλάτη με πλάτη· рука Об руку χέρι με χέρι* ΟΟΚ О бок πλάι-πλάι. 3 (για χρόνο)· σε, κατά" Об эту пору σ' αυτόν τον καιρό (εποχή)· вчера О Полдень χτες κατά το μεσημέρι. 4 (με προθτ.) περί, για, ως προς· плакать о ПОГЙ6ЩИХ κλαίω (για) τους πεσόντες· говорить О событиях μιλώ για τα γεγονότα· она думает Обо ΜΗβαυ- τή σκέφτεται (για) εμένα" напишу твоему от- отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου· переговоры О мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη. 5 (παλ.) για αριθμητική ποσότητα· με· каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπί- σπίτι με πέντε δωμάτια* ДОМ О трёх Этажах σπί- σπίτι τριώροφο. 6 περί, κατά" О зарё κατά την αυγή· О празднике κατά τη γιορτή. Ο2επιφ. 1 (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι! О позор! τι ντροπή! о Муза! ω Μούσα! 2 (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.)' ω, όι- 0-0! БОЛЬНО όι-όιΐ Πονά. 3 (με επι- επιτακτική σημ.)" ω· О да! ω ναι!, ω μάλιστα!
748 обв о нет! α όχι! О..·, Об.·., Обо..., ОбЪ... 1 κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικει- αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоб- оскоблить, окопать, осмотреть. 2 κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένου· πα- παρακάμπτοντας. 3 επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: Обёгать,ода- рйть, отделить, объехать. 4 υπεροχή· ξεπέρα- ξεπέρασμα: Обогнать, Обыграть. 5 υπέρμετρη ενέρ- ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, ОПО- ЙТЬ, ОПИТЬСЯ. 6 ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать. 7 (με ρ. σε -СЯ) ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: ОС- тупйться, оговориться, ослышаться. 8 εφοδι- εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить. 9 μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας· σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, осле- ослепить, ОСЛОЖНИТЬ. 1 επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омирёть, ока- окаменеть, озвереть, ослепнуть. ♦оазис, -а α. όαση. оазисный επ. της όασης. Об1 (πρόθεση)' χρησιμοποιείται: α) μπρο- μπροστά από λέξη που αρχίζει απο φωνήεν: Об ар- МИИ, Об ОТЦё. β) σε μερικές εκφρ. που αρχί- αρχίζουν απο σύμφωνα: рука Об руку (βλ. σημασί- σημασίες ο!). 00?.., (πρόθεμα)· α) μπροστά απο λέξεις, που αρχίζουν απο φωνήεν: Обыскать, ОбОСНО- вать, Обучить, β) μπροστά απο λέξεις, που αρχίζουν απο σύμφωνο: ОбМЫТЬ, Обклеить. Оба, ОбОЙХ α.κ. ουδ., Обе, обеих θ. αριθμ. αθρσ. αμφότεροι, και οι δυό, κι ο ένας κι ο άλλος' Оба брата και τα δυο αδέρφια" Обе Се- стры και οι δυό αδερφές" оба глаза και τα δυο μάτια* обе НОГИ και τα δυο πόδια· Я знал Обоих, Обеих γνώριζα και τους δυό, και τις δυό■ обоего пола και των δυό φύλων обеими руками (κυρλξ. κ. μτφ.) με τα δυό τα χέρια. Обабиться, -блюсь, -биться р.σ. (απλ.) εκ- θηλίζομαι, απογυναικώνομαι, γυναικοφέρνω, γι>- ναικίζω. II (για γυναίκες) ξεπέφτω. обабок, -ока α. (διαλκ.) βλ. подберёзовик. ОбагрЙТЬ, ~рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обагренный, βρ: -рён, -рена, -ренб р.σ.μ. (γραπ. λόγος) κοκκινοβάφω, κοκκινίζω, ερυ- θρώ. II αιματοβάφω, αιματοκυλίζω. Ι) εκφρ. руки крОВЬЮ ή В крови βάφω τα χέρια με (στο) αίμα. Ι! -СЯ βάφομαι κόκκινος, κοκκινίζω. II (με τη λέξη крОВЫО) αιματοβάφομαι, αιματο- αιματοκυλίζομαι . обагрять(ся) р.δ. βλ. ооагрйть(ся). обалдевать ρ.δ. βλ. обалдеть. Обалделый επ. (απλ.) αποβλακωμένος, απο- κουτιασμένος, αποχαυνωμένος, χαζός. Обалдение, -Я ουδ. (απλ.) αποβλάκωση, α- ποκούτιασμα, ξεκούτιασμα. Обалдеть р.σ. (απλ.) αποβλακώνομαι, απο- μωραίνομαι, ξεκουτιάζω, αποχαυνώνομαι. Обалдуй, -Я α.(υβρ.) βλάκας, μαλάκας, μά- μάπας, βλακόμουτρο. νωθώνι. обанкротиться, -очусь, -отишься κ. обан- крутиться, -учусь, -утишься (παλ.) ρ.σ. χρε- χρεοκοπώ, φαλίρω, φτωχεύω. II μτφ. αποτυχαίνω. Обасурманить р.σ.μ. (παλ.) εξισλαμίζω· αλ- λαξοπιστώ. II -СЯ εξισλαμίζομαι· αλλαξοπιστώ. Обаяние, -Я ουδ. 1 θέλξη, γοητεία, σαγή- σαγήνη, συναρπαγή. 2 (παλ.) θελκτικότητα. Обаятельность,-И θ. θελκτικότητα βλ. κ. обаяние. обаятельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; γοητευτικός, σαγηνευτικός, μαγευτικός* θελ- θελκτικός. оббегать р.σ. βλ. обегать. оббегать1 р.δ. βλ. оббегать. о'ббегать2 ρ.δ. βλ. оббежать. . оббежать, -егу, -ежишь, -егут р.σ.μ. βλ. обежать. оббивать(ся) ρ.δ. βλ. оббйть(ся). оббйть(ся) р.σ. βλ. обйть(ся). Обвал, ~а α. καθίζηση· ξέκομμα και πτώση. II κατολίσθηση εδάφους. «- обваливать(сяI ρ.δ. βλ. обвалйть(ся). обваливать(сяJр.б. βλ. обвалять(ся). Обвалистый επ., βρ: -ЛИСТ, -а, -О που κα- τολισθαίνει, κατολισθαίνων, καταρρέων. обвалить, -алю, -алишь, παθ. μτχ. обва- обваленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 γκρεμίζω, κατρακυλώ· - камни κατρακυλώ πέτρες. 2 πα- πασπαλίζω, (πασ)αλείφω' περιβάλλω' - ИЗбу зе- МЛёю αλείφω την ίζμπα με λασπόχωμα. II -СЯ γκρεμίζομαι, κατρακυλώ. II αποσπώμαι, αποκό- αποκόβομαι κατά τεμάχια, τρίβομαι, πέφτω. Обвалка, -И θ. ξεψάχνισμα. Обвалование, -Я ουδ. φραγμός, φράξιμο με ανάχωμα κ.τ.τ. обваловать, -лую, -луешь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвалованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. φράζω, κάνω φράγμα με ανάχωμα κ.τ.τ. Обвалять р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- валенный, βρ: -лен, -а, -о κυλώ· - рыбу в муке κυλώ το ψάρι στο αλεύρι (αλευρώνω) . II -СЯ κυλιέμαι* СВИНЬЯ -лась В ГрЯЗЙ το γου- γουρούνι κυλίστηκε στη λάσπη. обваривать(ся) ρ.δ. βλ. обварйть(ся). ОбВарЙТЬ, -арго, -арИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обваренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. т ζεματίζω, καίω με ζεστό νερό, βράζω. 2 καίω με καυτό υγρό ή ατμό" - руку καίω το χέρι. II
ОбВ 749 обв -ОЯ ζεματίζομαι, καίγομαι με καυτό υγρό ή α- ατμό. обвевать(ся) р.δ., βλ. обвёять(ся). Обведение, -Я ου δ. 1 περιφορά. II παράκαμ- παράκαμψη. 2 (για σχέδιο) περίγραμμα· διάγραμμα. 3 περιβολή, περίφραξη, περίκλεισμα. обвезти, -везу, -везёшь, παρλθ. χρ. обвёз, -везла, -ЛО р.σ.μ. περιφέρω (με μεταφ. μέσο)'. Ι! μεταφέρω παρακάμπτοντας. И μεταφέρω σε ό- όλους" εφοδιάζω όλους. ОбВёИВаТЬ р.δ. βλ. ОбВеЯТЬ Bσημ.). II -0Я αερίζομαι, με φυσά ο άνεμος. Обвенчать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Об- вёнчанный, βρ: -чан, -а, -о στεφανώνω, τελώ το μυστήριο του γάμου. II -СЯ στεφανώνομαι. обвернуть р.σ.μ. βλ. обернуть Обвертеть, -верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обверченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 (απλ.) περιτυλίγω" κουκουλώνω. 2 μτφ.απλ. μπερδεύω, συγχύζω* σαστίζω. 3 στεφανώνω στα γρήγορα· κουκουλώνω. II εκφρ. - (дело) Β0- круг (ОКОЛО) пальца εύκολο πράγμα, παιγνί- παιγνίδι, δεν τό 'χω σε τίποτε. II -СЯ περιτυλίγο- περιτυλίγομαι . Обвёртка, -И θ. 1 περιτύλιξη, κουκούλωμα. 2 βλ. обёртка B,3 σημ.)· обвёртывание, -я ουδ. βλ. обвёртка (ΐσημ·). Обвёртывать р.δ. βλ. обвернуть. II -ся πε- περιτυλίγομαι . обвёс? -а α. κλέψιμο στο ζύγισμα, ξίκικο ζύγισμα. обвёс2 ~а α. κρεμάστρα, -τήρι" κουρτίνα. Обвесить1, -ёшу, -ёсишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвешенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.κλέ- ρ.σ.μ.κλέβω στο ζύγι, ζυγίζω ξίκικα· κάνω λάθος στο ζύγισμα; Обвесить2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. Об- вёсить1 κ. обвешать. II -ся βλ. обвешаться. обвести,-еду, -едешь, παρλθ. χρ. обвёл, -ела, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. обведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обведённый·, βρ: -дён,.-дена, -деНО, επιρ. μτχ. обведший κ. обведи р.σ.μ. 1 περιφέρω* - гостей вокруг дома περιφέρω τους φιλοξενούμενους γύρω απο το σπίτι (τους δείχνω το σπίτι μου). Π παρακάμπτω· αποφεύ- αποφεύγω (τον αντίπαλο). 2 κινούμαι κυκλικά. II (για βλέμμα) περιφέρω. 3 (για σχέδιο) περι- περιγράφω, διαγράφω, κάνω κυκλοτερές διάγραμμα. 4 περιβάλλω, περικλείω, περιφράζω. 5 περι- χρίω, περιδιαγράφω (με μελάνη η.τ.τ.). 6 (απλ.) απατώ, ξεγελώ. Обветренный επ. απο μτχ. ανεμοσκόρπιστός, -σμένος. II τραχύς, σκασμένος απο τον αέρα" -ое ЛИЦО σκασμένο πρόσωπο απο τον αέρα. обветреть, -еет р.σ. βλ. обветриться. обвётривать(ся) р.δ. βλ. обвётрить(ся). Обветрить, -ИТ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- вётренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 (για άνεμο)· σκορπίζω· απογυμνώνω. 2 τραχύνω· σκάζω· губы -ло τα χείλη έσκασαν απο τον α- αέρα. 3 ανεμοστεγνώνω, ανεμοξηραίνω. II -СЯ 1 ανεμοσκορπίζομαι· απογυμνώνομαι απο τον άνεμο. 2 τραχύνομαι, σκάζω απο τον αέρα. 3 στεγνώνω, ξηραίνομαι απο τον αέρα. Обветшалость, -И θ. σαθρότητα. II αρχαΐκό- τητα. Обветшалый επ. σαθρός, ετοιμόρροπος, σα- σαραβαλιασμένος, ξεχαρβαλωμένος. II μτφ. πα- παλαιός, απαρχαιωμένος, παλιωμένος. Обветшать р.σ.μ., παλιώνω, χαλνώ, γίνομαι σαθρός, σαράβαλο, ετοιμόρροπος. Обвешать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- вёшанный, βρ: -тан, -а, -О κρεμώ πολλά α- αντικείμενα· - ёлку игрушками στολίζω το χρι- χριστουγεννιάτικο δέντρο με πολλά παιγνίδια" - стену картинами κρεμώ πολλές εικόνες στον τοίχο; II -СЯ γεμίζω με κρεμάμενα αντικεί- αντικείμενα. обвешивание,1 -я ουδ. βλ. обвёс1 обвешивание? -я ουδ. βλ. обвес* Обвешивание? -Я ουδ. οροθέτηση, οροσήμαν- ση· ( δ юс) χάραξη. обвёшивать(сяIр.б. βλ. обвёсить(ся). обвёшивать(сяJρ.δ. βλ. обвёсить(ся). обвешивать ρ.δ. βλ. Обвешить. II -ся βλ. обвеситься. Обвешить, ~шу,-шйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвешённый, βρ; -шён, -шена, -шено р.σ.μ. οροθετώ, οροσημαίνω· (δια)χαράσσω. отвеять, -ею, -ёешь р.σ.μ. 1 αερίζω· φυ- φυσώ. II μτφ. εμπνέω, εμφυσώ. 2 λιχνίζω. л обвивёть(ся) ρ.δ. βλ. обвйть(ся). обвинение, -я ουδ. κατηγορία· он аресто- арестован по -ГО В воровстве αυτός πιάστηκε με την κατηγορία κλοπής· ОН судится ПО -Ю В измене αυτός δικάζεται με την κατηγορία προδοσίας" свидетели со стороны -Я μάρτυρες κατηγορίας. обвинитель, -я α. ο κατήγορος· государст- государственный (Публичный) - δημόσιος κατήγορος(ει- σαγγελέας). Обвинительный επ. κατηγορικός, -ρητικός, -ρητήριος· - акт το κατηγορητήριο' -ая речь ομιλία του δημόσιου κατήγορου' - приговор α- απόφαση ενοχής" -ое заключение καταδικαστική απόφαση. ОбВИНЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- винённый, βρ: -нён, -нена, -ненб. 1 βλ. об- обвинить Aσημ·). 2 βγάζω καταδικαστική από- απόφαση, καταδικάζω. Обвиняемый, -ОГО α. ο κατηγορούμενος. обвинять ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. обвиняе- обвиняемый. 1 μ. κατηγορώ, αποδίδω κατηγορία' ενο-
обв 750 обг χοπΌΐώ* его ~Εϊ несправедливо τον κατηγορούν άδικα· - В преступлении κατηγορώ για έγκλη- έγκλημα* взаимно - αντεκαλώ, αντικατηγορώ. II δι- διώκω δικαστικά. II μέμφομαι, ψέγω, επικρίνω· - В лицемерии κατηγορώ για υποκρισία. 2 κα- κατηγορώ, μιλώ σαν εισαγγελέας. II -СЯ κατη- κατηγορούμαι . обвисать, -ает р.δ. βλ. обвиснуть. ОбВЙСЛЫЙ επ. κρεμαστός, -άμενος,--ασμένος · πλαδαρός* -ые усы κρεμαστά μουστάκια* ~ая кожа на щеках πλαδαρό δέρμα στα μάγουλα. обвиснуть, -нет, παρλθ. χρ. обвис, -ла, -ЛО р.σ. κρέμομαι, κρεμιέμαι, κρεμώ* усы -ЛИ τα μουστάκια κρέμασαν (έγειραν προς τα κάτω). ОбВЙТЬ, ОбОВЬЙ, Обовьёшь, παρλθ. χρ. Об- ВЙл, -ла, -ЛО, προστκ. Обвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обвитый, βρ: -вйт, -а, -о ρ.σ.μ. I (με δοτ.)· (περι)τυλίγω, -σσω* (περι)ελίσ- σω' - КОСЫ вокруг ГОЛОВЫ τυλίγω τις πλε- πλεξούδες γύρω στο κεφάλι· плющ -йл террасу о κισσός περιτύλιξε την ταράτσα. II (για σκο- σκοτάδι, ομίχλη) καλύπτω, σκεπάζω. 2 αγκαλιά- αγκαλιάζω. II -СЯ περιτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОбВОД, -а α. 1 περιφορά. 2 περίγραμμα, δι- διάγραμμα. 3 μπορντούρα, (περί)γυρος, περίζω- μα. 4 περϊφραγμα, περίκλειση, περιβολή, πε- περίβολος. II παρυφή. 5 πλθ. -Ы το εξωτερικό περίγραμμα πλοίου. обводить, -вожу, -водишь р.δ.βλ. обвести. II -СЯ . περιφέρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. обводка, -и θ. βλ. обвод (з, 4· 5 отш·)· Обводнение, -я ουό. ύδρευση· εξασφάλιση με νερό. Обводнительный επ. υδρευτικός· - канал αρ- αρδευτικό κανάλι* ~ые работы υδρευτικές εργα- εργασίες· ~ая система υδρευτικό σύστημα. ОбВОДНЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Об- воднённый, ρρ: - нён, -нена, -нено. 1 υ- υδρεύω. 2 αυξαίνω το νερό" - пруд αυξαίνω το νερό της δεξαμενής. ОбВОДНЫЙ επ. κυκλοτερής· - канал διώρυγα τριτεύουσα. ОбВОДНЯТЬ р.δ. βλ. ОбВОДНЙТЬ. И -СЯ · υ- υδρεύομαι. II γεμίζω με νερό. ОбВОЗ, -а α. περιφορά. II μεταφορά. обвозить, -ожу, -о'зишь р.δ. βλ. обвезти. II -СЯ περιφέρομαι. II μεταφέρομαι. обволакивать(ся) р.δ. βλ. обволочь(ся). обволочь, -лочёт, -локут, παρλθ. обволок, -ла, -ЛО р.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω εντελώς· •тучи -ЛИ нёбо τα σύννεφα σκέπασαν τον ουρα- ουρανό πέρα για πέρα. II -СЯ καλύπτομαι, σκεπά- σκεπάζομαι εξ ολοκλήρου· нёбо -кло'сь тучами о ουρανός έκλεισε απο τα σύννεφα. обвораживать р.δ. βλ. обворожить. Обворовать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обворованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. κατακλέβω. обворовывать ρ,δ, βλ. обворовать. II -ся με κατακλέβει. Обворожительно επίρ. θελκτικά, γοητευτι- γοητευτικά κλπ. επ. ОбВОрОЖЙтелЬНОСТЬ, -И θ. θέλξη, μαγεία, γοητεία, σαγήνη, συναρπαγή; обворожительный επ., βρ: -лен, -льна, -о θελκτικός, μαγευτικός, γοητευτικός,σαγηνευ- γοητευτικός,σαγηνευτικός, συναρπαστικός. Обворожить, -ж/, ~ЖЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. обворожённый, βρ: -жён,-жена, -женсз р. σ.μ. θέλγω, μαγεύω, γοητεύω, συναρπάζω,αιχ- συναρπάζω,αιχμαλωτίζω. обвыкать(ся) р.δ. βλ. обвыкнуть(сд). обвыкнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. обвык,-ла, ~ло (απλ.) συνηθίζω. II ~СЯ συνηθίζω. обвязать, -яжу, -йжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвязанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (περί)δένω. 2 περιπλέκω, πλέκω ολόγυρα. 3 (απλ.) πλέκω τα απαραίτητα για κάποιον. П-СЯ 1 (περί)δένομαι. 2 περιπλέκομαι. ОбВЯЗка, -И θ. 1 περίδεση. 2 περιπλοκή, πλέξιμο ολόγυρα. 3 (παλ.) επίδεσμος. 4 το περίπλεκτο. 5 (οικοδ.) πλαίσιο συνδετικό. ОбВЯЗОЧНЫЙ επ· της περίδεσης, για περίδεση. обвязывание, -я ουδ. βλ. о.бвязкаA, 2σημ.). обвязывать(ся) р.6. βλ. обвязйть(ся). Обваливать ρ.δ. βλ. ОбВЯЛИТЬ. II -СЯ στε- στεγνώνω, ξηραίνομαι στον ήλιο. ОбВЯЛИТЬ ρ.σ.μ. στεγνώνω, ξηραίνω στον ή- ήλιο. ОбВЯНуТЬ, -НУ, -НеШЬ, παρλθ. χρ. ОбВЯЛ, -ла, -ЛО р.ст. (απλ.) μαραίνομαι λίγο. II (δι- αλκ.)*στεγνώνω, ξηραίνομαι λίγο. ОбГЙДИТЬ, -ажу, -ОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обгаженный, βρ: ~жен, -а,-о ρ.σ.μ. (απλ.) λερώνω (κυρίως με κόπρανα), κοπρίζω, ρυπαί- ρυπαίνω. II -СЯ λερώνομαι, ρυπαίνομαι. обгаживать(ся) ρ.δ. βλ. обгадить(ся). обгибйть(ся) ρ.δ. βλ. обогнуть(ся). Обгладить ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. ГЛЙ- дить). 1 ισοπεδώνω, ισώνω, ομαλύνω. 2 σιδε- ρώνω" обстирать и - πλένω και σιδερώνω όλα. обгладывать ρ.δ βλ. обглодать. II -ся πε- ριτρώγομαι, τρώγομαι ολόγυρα. обглаживать ρ.δ. βλ. обгадить. II -ся σι- δερώνομαι. ОбГЛОДОТЬ, -ЛОЖУ, -О'ДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обглоданный, βρ: -дан, -а, -о ρ.σ.μ. περιτρώγω, τρώγω ολόγυρα. ОбГЛОДОК, -ДКа α. (απλ.) αποφαγούδι, τε- τεμάχιο περιφαγωμένο. ОбГЛОДЫШ, ~а α. (απλ.) βλ. ОбГЛОДОК.
обг 751 обд Обглядеть, -ялу, -ядишь р.σ. (απλ.) περι- р ι βλέπω, περισκοπώ, κοιτάζω απ* όλα τα μέρη. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. обглядывать( ся) р.δ. βλ. оглядёть(ся). обгнивать р.δ. βλ. обгнить. ООГЯИТЬ, -иёт р.σ. σαπίζω ολόγυρα, απ'έξω. обговаривать р.δ. βλ. оговорить (ισημ.). ОбГОВорЙТЬ р.σ.μ. 1 (παλ.) βλ. ОГОВОрЙТЬ. 2 συζητώ· εξετάζω. ОбГОН, -а α. το προσπέρασμα· ~ идущего впереди транспорта ξεπέρασμα του μπροστι- μπροστινού κινούμενου οχήματος· Β - προσπερνώντας. Обгонка, -и θ. προσπέρασμα, -ση· В -у προ- προσπερνώντας . ОбГОННЫЙ επ. προσπεραστικός, για προσπέ- προσπέραση· - путь δρόμος προσπέρασης. Обгонять р.δ. βλ. Обогнать. II -СЯ ξεπερ- ξεπερνιέμαι . . обгораяивать(ся) р.δ. βλ. обгородйть(ся). обгорать р.δ. βλ. обгореть. Обгорелый επ. περικαμένος. II ηλιόκαυστος, ηλιοκαμένος. Обгореть ρ. σ. 1 περικαίομαι. 2' ηλιοκα'ιο- μαι, παθαίνω ηλιακά εγκαύματα. обгородйть(ся) ρ.σ. βλ. огородйть(ся). обгрызать ρ.δ. βλ. обгрызть. И -ся περι- τρωγαλίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. обгрызок, -зка α. (απλ.)βλ. огрызок. обгрызть, -ызу, -зёшь, παρλθ.χρ. об- обгрыз, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОбгрЙ- зенный, βρ: -зен, -а, -о р.σ.μ. περιτρωγα- λίζω, περιγριτσανίζω, περιροκανίζω, περι- τρώγω. обгуливаться .р.δ. βλ. обгулиться. Обгуляться, -яется р.σ. (διαλκ.) βατεύο- μαι, οχεύομαι (για ζώα). обдавйть(ся) р.δ. βλ. обдать(ся). обдаривать р.δ. βλ. обдарить. II -ся δωρί- δωρίζομαι· προικίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обдарить, -рю, -рйшь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. обдаренный, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ.μ. βλ. одарить A σημ.). Обдать р.σ.μ. στον ενστ. κλίνεται όπως το р. дать; παρλθ. χρ. Обдал, ~ла, -ЛО. 1 πε- περιχύνω, περιβρέχω, περιλούζω· - ХОЛОДНОЙ ВО- ВОДОЙ περιβρέχω με κρύο νερό. 2 καταλαμβάνο- καταλαμβάνομαι, με πιάνει, με κυριεύει, με περιβάλλει. II εκφρ. - ВЗГЛЯДОМ περιφέρω το βλέμμα" α- ατενίζω· - Презрением περιφρονώ· καταφρονώ. II -СЯ περιβρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ. Обделать р.σ. 1 κατεργάζομαι· επεξεργάζο- επεξεργάζομαι, δουλεύω, αργάζω" - колу αργάζω το δέρ- δέρμα. 2 περιβάλλω· περιθέτω. II επαλείφω. 3 (απλ.) κάνω, φτιάχνω, εκτελώ (προς όφελος). 4 (απλ.) απατώ, ξεγελώ. 5 (απλ.) λερώνω με κόπρανα (για μωρό, άρρωστο). II εκφρ. - ДвЛО διευθετώ υπόθεση. II -СЯ (απλ.) 1 διευθετού- διευθετούμαι, τακτοποιούμαι, κανονίζομαι. 2 (για νή- νήπιο, άρρωστο) λερώνομαι με κόπρανα. ОбДелЙТЬ, -елю, -ёлИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обделённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ. μ. 1 αδικώ στο μοίρασμα, στην κατανομή. Ι) μτφ. προικίζω λειψά, αδικώ* Обделённый При- рОДОЙ αδικημένος απο τη φύση. 2 βλ. ОДвЛЙТЬ. Обделка, -И θ. 1 κατεργασία, επεξεργασία, άργασμα. 2 περιβολή' περί θέση. 3 επάλειψη. 4 (τεχ.) επένδυση· каменная - λίθινη επέν- επένδυση. Обделочный επ. της επεξεργασίας, της κα- κατεργασίας . обделывание, -я ουδ. βλ. обделка. обдёлывать(ся) р.δ. βλ. обдёлать(ся). ОбДелЯТЬ р.δ. βλ. ОбДелЙТЬ. II -СЯ αδικού- αδικούμαι (στη μοιρασιά). Обдёрганный επ. απο μτχ. κακοντυμένος· ρα- ρακένδυτος, κουρελιάρης. Обдёргать ρ.σ.μ. (απλ.) 1 ξεσχίζω τραβώ- τραβώντας. 2 ισιώνω, ισιάζω τραβώντας. обдёргивать р.δ.μ. βλ.' обдёргать. II -ся 1 ξεσχίζομαι απο το τράβηγμα. 2 γίνομαι ευ- ευθύς απο το τράβηγμα. обдерааться, -ержусь, -ёржишься р.σ. (παλ. κ. απλ.) 1 συνηθίζω, εξοικιώνομαι. 2 κατα- ξοδεύομαι, μένω με τίποτε. ОбДернЙТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, "παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обдернённый, βρ: -нён, ~нена, -нено р. σ.μ. χορταριάζω, κάνω να χορταριάσει, να χλοΐσει. обдёрнуть(ся) р.σ. βλ. одёрнуть(ся). Обдернять р.δ. βλ. Обдернить. II -СЯ χορ- χορταριάζω, βγάζω χορτάρι, χλόη. Обдирала, -Ы α. κ. θ. γδάρτης, αισχροκερ- αισχροκερδής, αγιογδάρτης. Обдирание, -Я ουδ. 1 αποφλοίωση, ξεφλού- δισμα. 2 κλοπή, κλέψιμο ολοκληρωτικό, ξεγύ- ξεγύμνωμα. обдирать(ся) р.δ. βλ. ободрать(ся). ОбДЙрка, -И θ. 1 χονδρική επεξεργασία α- αντικειμένων. 2 απόξεση· αποφλοίωση, ξεφλού- δισμα. Обдирный επ. της χοντρικής επεξεργασίας, απόξεσης ή αποφλοίωσης. II αποφλοιωμένος, ξε- ξεφλουδισμένος, καθαρισμένος. Обдирочный επ. εκκαθαριστικός· - станок εκκαθαριστική μηχανή. Обдувала, ~Ы α.κ.θ. (απλ.) απατεώνας. Обдувание, -Я ουδ. (απλ.) φύσημα. II απάτη. обдувать р.δ. βλ. обдуть. ОбДУВка, -И θ. φύσημα για καθάρισμα. Обдуманно επίρ. με σκέψη, περί εσκεμμένα. Обдуманность, -и θ. σκέψη, περίσκεψη. Обдуманный επ. προεσκεμμένος, καλομελετη-
μένος, (προ)εσκεμμένος, προμελετημένος. Обдумать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. об- думанный, βρ: -ман, ~а, -Ο καλοσκέπτομαι, καλοστοχάζομαι, καλομελετώ. II -СЯ 1 καλο- καλοσκέπτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 βλ. одумать- одуматься A σημ.) · Обдумывание, -Я ουδ. σκέψη, διαλογισμός, διανόηση, στόχάση. обдумывать(ся) р.δ. βλ. обдумать(ся). обдурачить р.σ.μ. (απλ.) βλ. одурачить. ОбДУРИТЬ -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обдурённый, βρ: -рён, -рена, -рено ρ.σ.μ. (απλ.) ξεγελώ, απατώ.. Обдурять ρ.δ. βλ. Обдурить. Обдуть, ~ую, -уешь р.σ.μ. 1 φυσώ απο πα- παντού" его -ло свежим воздухом τον φύσηξε α- απο παντού δροσερός αέρας. II καθαρίζω με φύ- φύσημα, με την πνοή· - ПЫЛЬ φυσώ τη σκόνη. 2 (απλ.) απατώ, ξεγελώ. II (για παιγνίδι) κερ- κερδίζω, νικώ. обе βλ. оба. Обегать р.σ.μ. περιτρέχω, τριγυρίζω. II ε- επισκέπτομαι στα γρήγορα πολλούς. обегать1 р.δ. βλ. обегать. Обегать2 ρ.δ.μ. 1 βλ. Обежать. 2 (παλ.) α- αποφεύγω κάποιον ή κάτι. Обед, -а α. γεύμα (μεσημβρινό φαγητό)· φα- φαγητό, φαΐ, τροφή* μεσημέρι, γιόμα (χρόνος)* после -а μετά το φαγητό ή μετά το μεσημέρι" ДО -а πρίν το γεύμα ή πριν το φαγητό" πριν το μεσημέρι" прошальНЫЙ - αποχαιρετιστήριο γεύμα, μπενετάδα" ВО время -а πάνω στο γεύ- γεύμα, την ώρα του φαγητού" за -ОМ στο φαγη- φαγητό, στο τραπέζι· он застал меня за -ом αυ- αυτός με βρήκε στο φαΐ· пригласить к -у; про- просить (звать) на - προσκαλώ σε γεύμα" пода- подавать - σερβίρω το φαγητό' ГОТОВИТЬ - ετοι- ετοιμάζω (μαγειρεύω) το φαγητό" - ГОТОВ, - ΠΟ- дан, - на столе το φαγητό είναι σερβιρι- σερβιρισμένο* званый - γιορταστικό (επίσημο)γεύμα. Обедать р.δ. γευματίζω' - С кем γευματί- γευματίζω με κάποιον ОН никогда не ~ет дома αυτός ποτέ δεν τρώγει στο σπίτι του" - вне дома γευματίζω αλλού (όχι στο σπίτι). Обеденный επ. του γεύματος, του φαγητού'- СТОЛ τραπέζι φαγητού' - перерыв διάλειμμα φαγητού" ~ое время το γιόμα, ώρα φαγητού. Обеднелый επ. φτωχός, ενδεής, πτωχεύσας. Обеднение, -Я ουδ. φτώχεμα, πτώχευση. Обеднеть р.σ. φτωχαίνω, γίνομαι φτωχός. Обеднить ρ.σ.μ., 'παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обе- ДНённыЙ, βρ: -нён, -нена, -нено φτωχαίνω κά- κάποιον, τον κάνω φτωχό. Обёдня, -И θ. θεία μυσταγωγία" λειτουρ- λειτουργία" служить -го ιερουργώ, λειτουργώ· заупо- заупокойная - επιμνημόσυνη λειτουργία" νεκρώσι- νεκρώσιμη ακολουθία* ранняя - εωθινή ακολουθία· ПОЗДНЯЯ - ολονυχτία, ολονύχτια ακολουθία. II εχφρ. испортить (всю) ~Ю кому (απλ.) χαλώ (όλη) την υπόθεση κάποιου, ματαιώνω (όλα)τα σχέδια. Обеднять1 ρ.δ. βλ. обеднить. II -СЯ φτωχαί- φτωχαίνω, γίνομαι φτωχός, πέφτω σε φτώχεια. обеднять'р.б. βλ. обеднеть. обедывать р.δ. βλ. обедать. обежать, -егу, -ежишь, -егут р.σ.μ. 1 πε- περιτρέχω, φέρνω γύρω τρέχοντας* - ДОМ φέρνω γύρω το σπίτι τρέχοντας. 2 παρακάμπτω, απο- αποφεύγω. 3 προσπερνώ, ξεπερνώ στο τρέξιμο. 4 βλ. обегать. II εκ«ρρ.~ глазами (взглядом)πε- (взглядом)περιφέρω το .βλέμμα γρήγορα, ρίχνω γρήγορη μα- ματιά. Обез... κ. Обес... (πρόθεμα)· χρησιμοποι- χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων με στερητι- στερητική σημασία* απάλλαξης: обезглавить, обезу- мёть, обезжирить, обезвредить, обезболить. Обезболивание, -Я ουδ. αναισθητοποίηση. обезболивать р.δ. βλ. обезболить. II -ся αναισθητοποιούμαι. Обезболивающий επ. απο μτχ. αναισθητικός,α- αναισθητικός,ανώδυνος, καταπραϋντικός του πόνου. Обезболить р.σ.μ. αναισθητοποιώ, καθιστώ ανώδυνο, ναρκώνω. Обезводеть, -еет р.σ. αφυδατώνομαι, γίνο- γίνομαι άνυδρος. Обезводить, -Ожу, -ОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обезвоженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. αφυδατώνω. обезвоживать ρ.δ. βλ. обезводить. II -ся βλ. обезводеть. обезволеть, -ею, -еешь р.σ. στερούμαι της θέλησης, της βούλησης. обезволивать р.δ. βλ. обезволить. ОбезВОЛИТЬ ρ.σ.μ. στερώ της βούλησης, της θέλησης. обезвредить, ,-рёжу, -редишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обезвреженный, βρ: -жен, -а, -о; ρ.σ.μ. καθιστώ (κάνω) ακίνδυνο για βλάβη. обезвреживать р.δ. βλ. обезвредить. II -ся γίνομαι ακίνδυνος για βλάβη. обезгаживать р.δ. βλ. обезгазить. ОбезгаЗИТЬ, -ажу, -азишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. обезгаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. διώχνω αέριο (για μέταλλα). обезглавить, -влю, -вишь ρ.σ.μ. 1 (κυρλε. κ. μτφ.) αποκεφαλίζω. обезглавливать ρ.δ. βλ. обезглавить.II -ся αποκεφαλίζομαι. Обезголосеть, -ею, -еешь р.σ. (για τρα- τραγουδιστή) χάνω τη φωνή. обезденежеть, -жею, -жеешь р.σ. στερού- στερούμαι χρημάτων.
обе 753 обе Обезденежить, -жу, -жишь р.σ.μ. στερώ χρη- χρημάτων . Обездоленный επ. απο μτχ. άκληρος, φτω-, χός, άμοιρος, ενδεής. обездоливать р.δ. βλ. обездолить. II -ся είμαι, άκληρος, άμοιρος, φτωχός. ОбеЗДОЛИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обездоленный, βρ: -лен, -а, ~о κάνω κά- κάποιον άμοιρο, άκληρο, φτωχό· αποστερώ του παντός. Обездушить, -шу, -тишь р.σ.μ. στερώ περι- περιεχομένου, νοήματος, ψυχικής υπόστασης. Обезжиривание, -Я ουδ. απολίπανση· - ΜΟ- ЛОКЙ αποβουτύρωση του γάλατος. обезжиривать ρ.δ. βλ. обезжирить. II ~ся απολιπαίνομαι· (για γάλα) αποβουτυρώνομαι. Обезжирить р.σ.μ. απολιπαίνω· αποβουτυρώ- αποβουτυρώνω* - шерсть απολιπαίνω τα μαλλιά· - МОЛО- МОЛОКО αποβουτυρώνω το γάλα. Обеззараживание, -Я ουδ. απολύμανση. обеззараживать ρ.δ.μ., μτχ. ενστ. обезза- обеззараживающий; απολυμαίνω" - ВОДУ απολυμαινωτο νερό'· - хирургические инструменты απολυμαί- απολυμαίνω τα χειρουργικά εργαλεία. II -СЯ απολυμαί- νομαι. Обеззараживавший επ. απο μτχ. απολυμαντι- απολυμαντικός· -ие вещества απολυμαντικές ουσίες. обеззаразить, -ажу, -йзишь р.σ. βλ. обез- обеззараживать. Обезземеление, -Я ουδ. ακτημοσύνη, ακτησία, στέρηση γης. обезземелеть, -ею, -еешь р.σ. στερούμαι γης, γίνομαι ακτήμονας. обезземеливание, -я ουδ.βλ.обезземеление. обезземеливать ρ.δ. βλ. обезземелить. И -СЯ γίνομαι ακτήμονας. Обезземелить р.σ.μ. στερώ της γης, καθι- καθιστώ ακτήμονα. обеззубеть, -ею, -еешь р.σ. ξεδοντιάζο- ξεδοντιάζομαι, γίνομαι φαφούτης. Обезлесение, -Я α. εκδάσωση. обезлесеть, -еет р.σ. εκδασώνομαι. Обезлесить, -сишь ρ.σ.μ. εκδασώνω. И -СЯ εκδασώνομαι. Обезлиствить, -ИТ ρ.σ.μ. στερώ του φυλλώ- φυλλώματος, αποφυλλίζω, ρίχνω τα φύλλα. Обезличение, -Я ουδ. 1 απώλεια της ατομι- ατομικότητας, της οντότητας. 2 απροσωπία, ανευ- θυν ία. Обезличенный επ. απο μτχ. 1 χωρίς ατομι- ατομικότητα, οντότητα, προσωπικότητα. II (παλ.) τιποτένιος, μηδαμηνός. 2 απρόσωπος, ανεύθυ- ανεύθυνος . обелйчивание, -я ουδ. βλ. обезличение. ооезлйчивать(ся) р.δ. βλ. обезлйчить(ся). ООеЗЛИЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обезличенный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 εξουθενώνω, σβήνω την οντότητα, την προ- προσωπικότητα. 2 καθιστώ απρόσωπον, ανεύθυνον - руководство καθιστώ απρόσωπη την καθοδή- καθοδήγηση. II -СЯ 1 χάνομαι, σβήνομαι σαν προσω- προσωπικότητα, οντότητα. 2 καθίσταμαι, γίνομαι α- απρόσωπος, ανεύθυνος. Обезличка, -И θ. ανευθυνία, απροσωπία, α- ανυπαρξία ευθύνης. обезлошадеть, -ею, -еешь ρ·σ. μένω χωρίς άλογα, στερούμαι αλόγων. Обезлюдеть, -ёет р.σ. ερημώνομαι απο αν- ανθρώπους. Обезлюдить, -ДИТ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обезлюженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. ερη- ερημώνω απο ανθρώπους· ρημάζω. обезлюживать р.δ. βλ. обезлюдить. обезмасливать ρ.δ. βλ. обезмаслить. II -ся απολιπαίνομαι. Обесмаслить, ~ЛЮ, -ЛИШЬ р.σ.μ. απολιπαίνω. обезматочеть, -еет ρ.σ. (για μελίσσι) μέ- μένω χωρίς βασίλισσα, χάνω τη βασίλισσα. обезнадёживать р.δ.μ. βλ. обезнадёжить.. Обезнадёжить, -жу, -жишь р.σ.μ. (παλ.) α- απελπίζω. обезножеть, -ею, -еешь ρ.σ. στερούμαι των ποδιών, μένω χωρίς πόδια. II κόβονται τα πό- πόδια μου απο το βάδισμα, ξεποδαριάζομαι. ОбезнОЖИТЬ, -жу, -ΜΐΐΠ>«ρ.σ.μ. στερώ των ποδιών, αφήνω χωρίς πόδια. II ξεποδαριάζω. обезоораживать(ся) р.δ. βλ. обезобразить- обезобразиться). обезобразить, -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обезображенный, -жен, -а, -о р. σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) παραμορφώνω, διαστρέ- διαστρέφω, διαστρεβλώνω" αλλοιώνω. II -СЯ παραμορ- παραμορφώνομαι,, διαστρεβλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обезопасить, -ашу, -асишь р.σ·μ. (εξ)ασφα- (εξ)ασφαλίζω· προστατεύω, προφυλάσσω απο κίνδυνο. II -СЯ (εξ)ασφαλίζομαι. Обезоружение, -Я ουδ. αφόπλιση, ξαρμάτωμα. обезоруживание, -я ουδ. βλ. обезоружение. обезоруживать р.δ. βλ. обезоружить. II -ся αφοπλίζομαι, ξαρματώνομαι. обезоружить, -жу, -жишь р.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ)· αφοπλίζω, ξαρματώνω. Обезуглероживание, -Я ουδ. εξανθράκωση. обезуметь, -ею, -еешь ρ.σ. παραφρονώ, χά- χάνω τα λογικά μου, μουρλαίνομαι, τρελλαίνο- μαι. обезумить, -млю, -мишь р.σ.μ. (παλ.) ρ.σ. μ. (παλ.) κάνω να παραφρονίσει, τρελαίνω, μουρλαίνω. Обезьяна, ~Ы θ. πίθηκος, μαϊμού. Обезьяний, -ЬЯ, -ье επ. πιθηκικός,του πί- πίθηκου, μαϊμουδίσιος.
обе 754 обе обезьянить р.6. (απλ.) βλ. обезьянничать, Обезьянка, -И θ. πιθηκάκος. Обезьянник, -а α. πιθηκοδιαμονή. Обезьянничанье, -Я ουό. πιθηκισμός. Обезьянничать р.б. πιθηκίζω, μαϊμουδίζω. Обезьянничество, -а ουδ. πιθηκισμός. Обезьянолюди, -дёй πλθ. πιθηκάνθρωποι. обезьяноподобный επ., Зр: -бен, -бна,~бно πιθηκοειδής, πιθηκόμορφος. Обезьяночеловек, -а α. πιθηκάνθρωπος. ОбезьЯНСТВО, -а ουδ. πιθηκισμός. *ОбелЙСК, -а α. οβελίσκος (μνημείου). ОбелЙТЬ ρ.σ-.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обе- лённый, βρ: -лён, -лена, -лено. 1 (δ ιαλκ.) α- ασπρίζω, λευκαϊνω. 2 δικαιώνω, αθωώνω, βγάζω λάδι,, ασπροπρόσωπο. 3 (παλ.) απαλλάσσω του φόρου. II -СЯ 1 ασπρίζομαι, λευκαίνομαι. 2 δικαιώνομαι, αθωώνομαι, βγαίνω λάδι, ασπρο- ασπροπρόσωπος . Обельный επ. (παλ.) φοροαπαλλαγμενος. обелять ρ.δ. βλ. обелить B, з σημ.). И ~ся βλ. обелить (ίσημ.). Оберег, ~а α. (δοαλκ.) το·φυλαχτό. Сберегатель, -Я α. (γραπ. λόγος) φύλακας. Оберегать р.δ.μ. φυλάγω, προφυλάγω, προ- προστατεύω. И -СЯ φυλάγομαι, προφυλάγομαι, προ- προστατεύομαι . оберёчь(ся) ρ.σ. βλ. оберегать(ся). Обер-мастер, -а α. αρχιτεχνίτης, πρωτο- πρωτομάστορας . обернуть.ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обёр- обёрнутый, βρ: -Нут, -а, -О. 1 (περι)τυλίγω· - шарф вокруг шёя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό. 2 περικαλύπτω, ντύνω. 3 (κυρλξ. κ. μτφ.)· γυρίζω, στρέφω, στρίβω1 - ЛИЦО στρέφω το πρόσωπο· - дело В свою пользу γυ- γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφε- όφελος μου). 4 μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορ- μεταμορφώνω. 5 (παλ.) θέτω, βάζω σε κυκλοφορία· - Деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα. 6 βλ. Обернуться Bσημ.). || ανατρέπω, αναποδογυ- αναποδογυρίζω· - лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα. II ε- εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές. II εκφρ, - вокруг (кругом) пальца παίζω' στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω. II -СЯ 1 γυρίζω, στρέφω, στρίβω· он -лея В сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω. II περιστρέφομαι, κάνω στροφές. II μτφ. παίρνω τροπή, κατεύ- κατεύθυνση· дела -ЛИСЬ хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή. 2 πηγαίνω με επιστροφή, επι- επιστρέφω, γυρίζω. 3 τα καταφέρω, τα 3ολεύω, τα βγάζω πέρα. 4 μεταβάλλομαι, μετατρέ~οααι, μεταμορφώνομαι. 5 ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντι- αντιστοιχώ" κυκλοφορώ (για χρήματα). 6 τυλίγο- τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι)καλύπτομαι, σκε- σκεπάζομαι . Обер-офицёр, ~а α. (παλ.) κατώτερος αξιω- αξιωματικός (μέχρι λοχαγού). Обер-Прокурбр, -а α. (παλ.) προϊστάμενος. II αξίωμα κρατικό. Обёртка, -И θ. 1 περιτύλιξη, περικάλυψη· περίβλημα, ντύσιμο ( βιβλίου, τετραδίου κ.τ,τ.). 2 περιτύλιγμα (υλικό). *ОберТОН, -а α. (μουσ.) η αρμόνη. Обёрточный επ. της περιτύλιξης, του περι- περιτυλίγματος" ~ая бумага χαρτί περιτυλίγματος ή συσκευασίας. Обёртывание, -Я ουδ. 1 περιτύλιξη. 2 πε- περικάλυψη, ντύσιμο. 3 (ιατρ.) περιτύλιξη με υγρό σεντόνι. ооёртывать(ся) р.δ. βλ. обернуть(ся). Обескровить, -ВЛЮ, -вишь р.σ.μ. .αφαιμάσσω. II μτφ. εξαντλώ, εξασθενίζω. II μτφ. μειώνω τη ζωντάνια ή το περιεχόμενο, καθιστώ ανιαρό. Ι) -СЯ γίνομαι αναιμικός. ОбеСКрОВЛенИе, -Я ουδ. αφαίμαξη· αναιμία. обескровливание, -я ουδ. βλ..ο6θθκρό^θΗΗε. ооескровливать(ся) ρ.δ. βλ. обескровиться). Обескрылить р.σ.μ. αφαιρώ, κόβω τις φτε- φτερούγες, τα φτερά. II μτφ. αφαιρώ κάθε δυνα- δυνατότητα να πράξει κάτι. обескураживать ρ.δ. βλ. обескуражить. Обескуражить, -яу, -жишь р.σ.μ. αποθαρ- αποθαρρύνω· πτοώ, απαγοητεύω. «■ обеспамятеть, -ею, -еешь р.σ. 1 χάνω τη μνήμη" με εγκαταλείπει η μνήμη· - В СТарОС- ТИ χάνω τη μνήμη στα γεράματα. 2 παθαίνω αμνησία, χάνω τις αισθήσεις. обеспечение, -я ουδ. 1 εξασφάλιση· - про- прочного мира εξασφάλιση σταθερής ειρήνης. 2 αντίκρυσμα' ЗСЛОТОе - αντίκρυσμα σε χρυσό. Обеспеченность, -И θ. 1 εξασφάλιση· εφο- εφοδιασμός1 - ШКОЛ ПОСо'ОИЯМИ εφοδιασμός των σχολείων με εγχειρίδια (βιβλία)· επάρκεια. Обеспеченный επ. απο μτχ. εξασφαλισμένος· επαρκής, αρκετός. обеспечивание, -я ουδ. βλ. обеспечивание. ооеспёчивать(ся) ρ.δ. βλ. обеспёчить(ся). обеспечить, -чу, ~чшь, παθ. μ.τχ. παρλθ. χρ. обеспеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 εξασφαλίζω, εφοδιάζω επαρκώς. 2 ασφαλίζω, προφυλάσσω, προστατεύω. II -СЯ 1 εξασφαλίζο- εξασφαλίζομαι· εφοδιάζομαι· - продуктами εξασφαλίζο- εξασφαλίζομαι απο τρόφιμα. 2 προφυλάσσομαι, προστα- προστατεύομαι . Обесплодеть, -еет ρ.σ. γίνοιιαι άγονος, ά- άκαρπος, στειρεύω. обесплодить, -о'жу, -бдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обеспложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. καθιστώ άκαρπο, άγονο, στείρο. II -СЯ γίνο- γίνομαι άγονος, άκαρπος, στείρος.
обе 755 обесшюживать( ся) ρ .δ. βλ. обесплодить( ся). ОбеСПОКОИТЬ, -ОГО, -ОИШЬ р.σ.μ. ανησυχώ, ενοχλώ. II -СЯ ανησυχώ, συγχίζομαι, ταράσ- ταράσσομαι. обессиливать ρ.δ. βλ. обеспылить. Ι! -ся ξεσκονίζομαι. Обесш^ЛИТЬ р.σ.μ. ξεσκονίζω, αφαιρώ, παίρ- παίρνω τη σκόνη, καθαρίζω. Обессилеть, -ею, -ееШЬ р.σ. αδυνατίζω, ε- εξασθενώ, εξαντλούμαι. обессиливать ρ.δ. βλ. обессилить. II -ся βλ. обессилеть. Обессилить р.σ.μ. αδυνατίζω, εξασθενίζω, εξαντλώ. ОбеССЛЙВИТЬ, -ВЛГО, -ВИШЬ ρ.σ.μ. δυσφημί- δυσφημίζω, κακολογώ. Π -СЯ δυσφημίζομαι. обесславливать( ся) ρ. δ. βλ. обесславить(ся). обессмертить, -рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обессмерченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. αποθανατίζω· - своё имя αποθανατίζω το όνομα μου. II -СЯ αποθανατίζομαι. Обессмысливание, -Я ουδ. στέρηση νοήματος ή περιεχομένου. обессмысливать(ся) р.δ. βλ. обессмыслить- обессмыслиться). Обессмыслить ρ.σ.μ. στερώ νοήματος, έν- έννοιας ή περιεχομένου. II κάνω τι ανόητο, α- ανέκφραστο. II -СЯ στερούμαι νοήματος ή περι- περιεχομένου. обессоливать ρ.δ. βλ. обессолить. II -ся· ξαρμυρίζω. Обессолить ρ.σ.μ. ζαρμυρίζω. Обессудить, -УВД', -удишь р.σ. (παλ.κ. απλ.) στην έκφραση: не -удь(те) μη με παρεξηγείς, -είτε· не -удьте на угощении μη με παρεξη- παρεξηγείτε για το (φτωχό) κέρασμα. обесточивать р.δ. βλ. обесточить. II -ся στερούμαι ηλεκτρικού ρεύματος. ОбестОЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ ρ.σ.μ. στερώ ηλε- ηλεκτρικού ρεύματος, κόβω, το ρεύμα. Обесцветить, -ечу, -етишь, παα μτχ. παρλθ. χρ. обесцвеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. αποχρωματίζω, ξεβάφω, ξασπρίζω, ξεθωριάζω. II -СЯ αποχρωματίζομαι κλπ. ρ. ενερ'γ. φ. Обесцвечение, -Я ουδ. αποχρωμάτιση, ξέ- βαμμα, ξεθώριασμα, ξάσπρισμα. обесцвечивание, -я ουδ. βλ. обесцвечение. обесцвечивать!ся) р.δ. βλ. обесцвётить(ся). Обесцвечивающий επ. απο μτχ. αποχρωστι- κός· -ие вещества αποχρωστικές ουσίες. Обесценение, -Я ου,δ. ξευτέλεση της τι- τιμής' υποτίμηση. обесценивание, -я ουδ. βλ. обесценение. обесцёнивать(ся) р.δ. βλ. обесцёнить(ся). Обесценить р.σ.μ. ξευτελίζω την τιμή, υ- υποτιμώ. Π -СЯ (για τιμή) ξευτελϊζομαι, χάνω την αξία· деньги -ЛИСЬ τα χρήματα ξευτελί- στηκαν. Обесчестить, -ёшу, -ёсТИШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обесчещенный, βρ·. -щен, -а, -о' ρ.σ.μ. ατιμάζω· ντροπιάζω. II διακορεύω. обёт, ~а α. τάμα, τάξιμο, υπόσχεση (για κληρικούς). II πανηγυρική (επίσημη) υπόσχεση. обетованный επ: -ая земля (страна) ή - край γη της επαγγελίας. Обечайка, -И θ. κόθρος, στεφάνι αντικει- αντικειμένου. обещание, -я ουδ. υπόσχεση· давать - δίνω υπόσχεση. обещать р.δ.κ.σ. 1 υπόσχομαι* он -ал, что придёт αυτός υποσχέθηκε ότι θα έρθει. II δι- διαβεβαιώνω. 2 τάζω' παρέχω ελπίδες· - 30Л0- ТЫе горы τάζω φούρνους με καρβέλια και λα- λαγούς με πετραχήλια. II -СЯ υπόσχομαι. II αλ- ληλουπόσχομαι, δ'ινομε το λόγο σύζευξης' ОНИ ~лись αυτοί έδοσαν το λόγο να παντρευτούν. Обжа, -И к. -Й θ. 1 χερολάβα αλετριού. 2 πλθ. -И (παλ.) μέτρο καλλιεργήσιμης γης. 3 τιμόνι αλετριού. обжалование, -я ουδ. υποβολή έφεσης, έν- ένστασης· - приговора έφεση κατά της καταδι- καστικής απόφασης. обжаловать, -луга, -луешь ρ.σ.μ. «άνω έφε- έφεση ή ένσταση. обжаривать(ся) р.δ. βλ. обжарить(ся). Обжарить ρ.σ.μ. ψήνω, τηγανίζω, καβουρδί- ζω ολόγυρα. II -СЯ ψήνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обжарка, -И θ. ψήσιμο, τηγάνισμα, καβούρ- δισμα απ' όλες τις πλευρές. Обжатие, -Я ουδ. στίψιμο· θλίψη, πίεση, ζούπισμα. Обжать} обожму, обожмёшь ρ.σ.μ. στ'ιβω· πι- πιέζω, θλίβω· ζουπώ- - мокрую одежду στίβω τα βρεγμ-'ενα ενδύματα. II -СЯ στίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. обжать* обожну, обожнёшь ρ.σ.μ. 1 περιθε- ρίζω. 2 θερίζω' - ОВёС θερίζω τη βρώμη. II τελειώνω το θερισμό. II -СЯ (περί) θερίζομαι. обжечь, обожгу, обожжёшь, обожгут, παρλθ. χρ. Обжёг, Обожгла, Обожгло', παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обожжённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено ρ.σ.μ. 1 περικαίω· - конец палки περικαίω την άκρη του πάσσαλου. 2 προξενώ εγκαύματα στο δέρμα. II μτφ. φλογίζω, εμψυχώνω. 3 καίω, ψήνω· - кирпич ψήνω τούβλα· - Известь καίω ασβέστη. II -СЯ 1 καίγομαι, παθαίνω εγκαύμα- εγκαύματα. 2 μτφ. την παθαίνω. II εκφρ. ОбЯёГШИСЬ на МОЛОкё будешь дуть И на ВОДУ κάηκε η γριά στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι. обживать(ся) р.δ. βλ. обжить(ся). обжиг, ~а α. ψήσιμο· - кирпичей ψήσιμο τούβλων.
обж 756 оби обжигальный επ. βλ. обжигательный. обжигание, -я ουδ. βλ. обжиг. обжигательный επ. βλ. обжиговый. обжигать(ся) р.б. βλ. обжечь(ся). ООЖИГОВЫЙ επ. του ψησίματος, για ψήσιμο' -ая печь φούρνος, η κάμινος. обжим, ~а α. βλ. обжатие. обжимание, -я ουδ. βλ. обжатие. обжимать(ся) р.6. βλ. обжать(сяI. ОбЖИМКа, ~И θ. 1 βλ. Обжатие. 2 όργανο κατασκευής πριτσινώματος. ОбЖИМКИ, -МОК κ. -ΜΚΟΒ πλθ. αποστραγγίδια, Ηατακάθ (.α. Обжимный κ. Обжимной επ. πιεστήριος* стан πιεστήρια μηχανή. ОбЖИМОЧНЫЙ επ. πιεστήριος. ОбЖЙН, -а α. (διαλκ.) θέρισμα, θέρος. обжинать(ся) р.δ. βλ. обжёть(сяJ. обжинка, -и θ. βλ. обжйн. ОбЖИНОК, ~нка α., (διαλκ.) αθέριστη καλα- καλαμιά. обжирать(ся) р.δ. βλ. обожрать(ся). обжить, -иву, -ивёшь, παρλθ. χρ. обжил, -л4, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОбЖИТОЙ, βρ: обжит, -Α, ~ο κ. обжитый, βρ: -жйт, -а, -о р.σ.μ. εξοικειώνω, συνηθίζω, προσαρμόζω (στο περιβάλλον κ.τ.τ.). II -СЯ 1 εξοικειώνομαι, συνηθίζω, προσαρμόζομαι. 2 (παλ.) αποχτώ, δημιουργώ, φτιάχνω· - семьёй αποχτώ οικο- οικογένεια. ОбЖОГ, -а α. (απλ.) βλ. ОЖОГ. ОбЖОра, -Ы α.κ.θ. α(νε)χόρταγος, λαίμαρ- λαίμαργος, φαγάς, άπληστος, αδηφάγος, ακόρεστος. обжорливость, -и θ: βλ. обжорство. ОбЖОрЛИВЫЙ επ. αδηφάγος, ακόρεστος, λαί- λαίμαργος, άπληστος, γαστρίμαργος. Обжорный επ: - ряд (παλ.) μέρος αγοράς που πουλούσαν ζεστή τροφή. ОбЖОрСТВО, -а ουδ. αδηφαγ'ια, απληστία, λαι- λαιμαργία. обжуливать р.δ. βλ. обжулить. Обжулить р.σ.μ. (απλ.) (ξε)γελώ, απα- απατώ, εξαπατώ, καλουπώνω. Обзаведение, ~Я ουδ. 1 εξασφάλιση, πρ~ομή- θεια, εφοδιασμός (σε τρόφιμα, για το νοικο- νοικοκυριό). 2 πράγματα νοικοκυριού ή επαγγελμα- επαγγελματικά. обзавестй, -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обза- вёл, -ела, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. обзавёдший, επιρ. μτχ. обзаведя р.σ.μ. με οργν. (παλ.) εξασφαλίζω με τα απαραίτητα· εφοδιάζω, προ- προμηθεύω· νοικοκυρεύω· - ХОЗЯЙСТВОМ φτιάχνω το νοικοκυριό μου. II -СЬ εφοδιάζομαι, προ- προμηθεύομαι τα προς του ζειν, για το νοικοκυ- νοικοκυριό. II αποκτώ, δημιουργώ (οικογένεια, φί- φίλους κ.τ.τ.) . обзаводйть(ся) р.δ. βλ. обзавестй(сь). Обзаконить ρ.σ.μ. (απλ.) νομιμοποιώ γάμο. II -СЯ νομιμοποιούμαι (για γάμο). обзванивать р.δ. βλ. обзвонить. ОбЗВОНЙТЬ ρ.σ.μ. τηλεφωνώ παντού ή σεπολ- λούς. Обзирать р.δ.μ. (παλ.) περιφέρω το βλέμ- βλέμμα παντού, περιβλέπω, ρίχνω το βλέμμα γύρω. обзнакомиться, -млгось, -мишься р.σ.(απλ.) βλ. познакомиться. Обзор, ~а α. 1 περισκόπιση, παρατήρηση ολόγυρα· ανίχνευση. 2 μτφ. επισκόπηση· меж- международный - διεθνής επισκόπηση. Обзорность, -И θ. ακτίνα παρατήρησης, ε- επισκόπησης . Обзорный επ. 1 της παρατήρησης, της επι- επισκόπησης· -ая ПОЗИЦИЯ το παρατηρητήριο. 2 της επισκόπησης, της ανασκόπησης·-ая лекция διάλεξη με χαρακτήρα επισκόπησης. Обзывать ρ.δ. βλ. обозвать. II -ся περι,- βρίζω, περιλούζω. обивание, -я ουδ. βλ. обивка. обивать(ся) р.δ. βλ. обйть(ся). ОбЙВКа, -И θ. 1 κάλυψη, σκέπασμα, ντύσι- ντύσιμο (με κάρφωμα)· επίστρωση, ταπετσάρισμα. 2 υλικό επίστρωσης, κάλυψης κ.τ.τ. ОбЙВОЧНЫЙ επ. της κάλυψης, της επίστρω- επίστρωσης, του ταπετσαρίσματος. Обида, -ы θ. 1 προσβολή·«нанести -у προ- προσβάλλω, θίγω· считать за -у το θεωρώ προ- προσβολή· тяжкая - βαριά προσβολή· не в -у вам сказано δεν το είπα για να σας θίξω' взаим- взаимные ~Ы οι αντεγκλίσεις. 2 δυσάρεστο (λυπη- (λυπηρό) πράγμα· опоздал я в театр, какая -! άρ- άργησα για το θέατρο, τι λυπηρό γεγονός! ООЙдеть, -Йжу, -Йдашь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ббйженный, βρ: ~жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 θί- θίγω, προσβάλλω. 2 δυσαρεστώ, κακοφανίζω. 3 στερώ, αδικώ· природа не -ла талйнтом η φύ- φύση δεν τον αδίκησε σε ταλέντο. II -СЯ προ- προσβάλλομαι, θίγομαι. 06ИДН0 1 επίρ. προσβλητικά. 2 ως κατηγ. είναι προσβλητικό (κακό, λυπηρό, ντροπή)" - мне сознаваться, что... το θεωρώ προσβλητι- προσβλητικό να παραδεχτώ ότι... обидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно προ- προσβλητικός, θικτικός· -ые слова προσβλητικά λόγια· -ое замечание θικτική παρατήρηση. ООЙДЧИВОСТЬ, -И θ. ευθιξία-προσβλητικότη- τα. Обидчивый επ., βρ: -чив, -а, -О εύθικτος. ООЙДЧИК, -а α., -ца, -Ы θ. ο προσβάλλων. обижать(ся) р.δ. βλ. обйдеть(ся). Обиженный επ. απο μτχ. προσβλημένος· θιγ- θιγμένος· κακιωμένος· ОН -ен на вас είναι κα- κιωμένος εναντίον σας· - ВИД προσβλημένη όψη.
оби 757 обк Обилие, -Я ουδ. αφθονία, πληθώρα, σωρεία" πλούτος· - продуктов αφθονία προϊόντων. Обиловать, ~лует р.6. με δοτ. (παλ.) α- αφθονώ· πλεονάζω" υπάρχει, αφθονία. обильность, -и θ. βλ. обилие. обильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 άφθονος, μπόλικος, πολύς· - снег μπόλικο χιόνι· - ДОЖДЬ άφθονη βροχή. II πλούσιος, υ- υπεραρκετός· - Обед πλούσιο' γεύμα· - уродай πλούσια σοδειά. 2 πλήρης, γεμάτος· сегОДНЯ- ШНИЙ день был ~ен событиями η σημερινή μέρα ήταν γεμάτη γεγονότα. обйндеветь βλ. обындеветь. Обинуясь επιρ. μτχ. (παλ.)* χωρίς εν- ενδοιασμό, αδίσταχτα. ОбИНЯК, ~ά α. (παλ.) νύξη, νυγμός, υπαι- υπαινιγμός, παραπετριά" κεντιά, πάρθιο βέλος· α- κροβολισμός. II εκφρ. без ~ΟΒ χωρίς υπαινιγ- υπαινιγμούς κλπ. ουσ., ευθέως, απερίφραστα, χωρίς περιστροφές, νέτα-σκέτα. Обирала, -Ы α.κ.θ. εκβιαστής, που αποσπά με εκβιασμό (χρήματα κ.τ.τ.). Обираловка, -И θ. μέρος επικίνδυνο απο κλοπές. обирать(ся) р.δ. βλ. обобрать(ся). обитаемость, -и θ. κατοίκηση. Обитаемый επ. απο μτχ. κατοικούμενος. Обиталище, -а ουδ. (παλ.) κατοικία, δια- διαμονή, ενδιαίτημα, διαμονητήριο. Обитатель, -Я α., -НИца, -Ы θ. κάτοικος. Обитать р.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обита- емый, βρ: -аем, -а, -О. 1 κατοικώ, ζω, δια- διαμένω. 2 μ. (παλ.) κατοικίζω. Обитель, -И θ. 1 (γραπ. λόγος) μοναστήρι, μονή. 2 (παλ.) κατοικία, ενδιαίτημα. ОбЙтельСКИЙ επ. (γραπ. λόγος) μοναστηρι- μοναστηριακός. Обить, обобью, Обобьёшь, προστκ. Обей р. σ.μ. 1 τινάζω χτυπώντας· - Снег τινάζω το χιόνι· - Яблоки С ЯбЛОНИ τινάζω τα μήλα απο τη μηλιά. 2 φθείρω, χαλώ τις άκρες (μεκρού- σεις, χτυπήματα)" - края брюк χαλώ το ρεβέρ του παντελονιού. II βλάπτω, προζενώ πόνο με τα χτυπήματα· не стучите МНОГО, руки Обо- Обобьёте μη χτυπάτε πολύ, θα σας πονέσουν τα χέρια. 3 καλύπτω, σκεπάζω, ντύνω καρφώνο- καρφώνοντας· επιστρώνω" ταπετσάρω. II εκφρ. - все пороги χτυπώ όλες τις πόρτες, πηγαίνω πα- παντού. II -СЯ (για άκρες) φθείρομαι, χαλνώ· τρίβομαι- рукава -ЛИСЬ τα μανίκια τρίφτη- τρίφτηκαν. II πέφτω, τρίβομαι· штукатура -лась о σοβάς έπεσε. ОбИХОД, -а α. συνήθεια, έθιμο" συνηθισμέ- συνηθισμένη ζωή. II χρήση, ανάγκη· ДЛЯ ДОМашнеГО -а για οικιακή χρήση· ДЛЯ своего -а για ατομι- ατομική (ιδία) χρήση· пускать Β - λανσάρω· войти Β - μπαίνω σε χρήση, χρησιμοποιούμαι· ВЫЙТИ ИЗ -а παύω να χρησιμοποιούμαι, δε συνηθίζο- μαι πια· предметы -а αντικείμενα τρέχουσας χρήσης· быть В -е χρησιμοποιούμαι, συνηθί- ζομαι. обиходность, -и θ. βλ. обиход. Обиходный επ., βρ: -ден, -дна, -дно της χρήσης· καθημερινός, συνηθισμένος· -ые пре- предметы συνηθισμένα πράγματα, καθημερινής χρή- χρήσης" -ые понятия συνηθισμένες (κοινές) έν- έννοιες . Обкалывание, -Я ουδ. απόσπαση εξωτερική. обкалывать( сяI р.δ. βλ. обколоть(сяI. обкалывать(сяJ ρ.δ. βλ. обколотв(сяJ. Обкапать ρ.σ.μ. πιτσιλώ, λερώνω με ρανί- δες· στάζω· - Стол чернилами πιτσιλώ το τρα- τραπέζι με μελάνη. II -СЯ λερώνομαι με ρανίδες. Обкапывание1 -Я ουδ. πιτσίλισμα, λέρωμα. Обкапывание? -Я ουδ. σκάψιμο κυκλοτερές. обкапывать(ся) ρ.δ. βλ. обкапать(ся). обкапывать ρ.δ. βλ. обкопать. II -ся σκά- σκάβομαι ολόγυρα. Обкармливание, -Я ουδ. παρατάισμα. обкармливать ρ.δ. βλ. обкормить.Η -ся πα- ραταΐζομαι. обкат, -а α. βλ. обкатка. обкатать ρ.δ. 1 βλ. обвалить. 2 ισιώνω, ισοπεδώνω (με συχνό πέρασμα αμαξιών), πατώ. 3 λειαίνω, λειοτριβώ. 4 δοκιμάζω τροχοφό- τροχοφόρο όχημα. II -СЯ ισιώνομαι, ισοπεδώνομαι, πα- πατιέμαι. ОбкатЙТЬ, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обкаченный, βρ: -чен, -а,-о р.σ.μ.περι- р.σ.μ.περιβάλλω, περιθέτω. II -СЯ (περι)κυλώ. обкатйть(ся) ρ.σ. βλ. окатйть(ся). Обкатка, -И θ. 1 κύλιση" ισοπέδωμα" πάτη- πάτημα. 2 λείανση, λειοτριβή. 3 δοκιμή τροχοφό ρου. Обкатный κ. обкатной επ. 1 κυλιστικός" ι- ισοπεδωτικός. 2 λειαντικός. 3 (για τροχοφό- τροχοφόρα) δοκιμαστικός. Обкаточный επ. δοκιμαστικός" - Пробег ав- то'буса δοκιμαστική διαδρομή λεωφορείου. обкатывание, -я ουδ. βλ. обкатка. обкатывать(сяI ρ.δ. βλ. обкатать(ся). обкатывать(сяJρ.δ. βλ. обкатйть(ся)? обкачивать(ся) ρ.δ. βλ. обкатйть(сяJ обкашивать(ся) ρ.δ. βλ. обкосйть(ся). Обкидать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Οΰ- кйданный, βρ: -дан, -а, -о. 1 ρίχνω γύρω ή επάνω· βάλλω" - снегом χιονοβολώ" - камнями πετροβολώ. 2 καλύπτω, σκεπάζω (με εξανθήμα- εξανθήματα). обкидывать ρ.δ. βλ. обкидать. II -ся βάλ- βάλλομαι απο παντού. Обкладка, -И θ. 1 περιβολή, περστοίχιση ή
обк 758 обл περικάλυψη. 2 επένδυση, ντύσιμο. 3 άσπρι- σμα της γλώσσας ή του λαιμού. 4 πολιορκία, κύκλωση. 5 επιβολή φόρου, προστίματος κλπ. 6 (απλ.) σπυλόβρισμα. ООклаДЧИК, -а α. κυνηγός θηρίων με περι- περικύκλωση . обкладывание, -я ουδ. βλ. обкладка. обкладывать(ся) р.δ. βλ. обложйть(ся). Обклевать, -ЛЮЙ, -ЛЮёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обклёванный, βρ: -ван, -а, -О περιρραμ- φίζω. обклёвывать р.δ. βλ. обклевать. II ~ся πε- ριρραμφίζομαι. обклёивание, -я ουδ. βλ. оклейка. обклеивать р.δ. βλ. обклеить. II -ся επι- κολλιέμαι, καλύπτομαι, σκεπάζομαι. обклеить, -его, -ёишь р.σ.μ. βλ. оклеить. обклейка, -и θ. βλ. оклейка. обколачивать(ся) р.δ. βλ. обколотйть(ся). Обколка, -И θ. απόσπαση, σπάσιμο γύρω. ОбКОЛОТЙТЬ, ~ЛОчу\ -ЛОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обколоченный, βρ: ~чен, ~а, -о р.σ.μ. (απλ.) 1 τινάζω χτυπώντας· - снег τινάζω το χιόνι. 2 φθείρω, χαλώ τις άκρες με τα χτυ- χτυπήματα. Ι! -СЯ φθείρομαι, χαλώ, τρώγομαι στις άκρες· σπάζω στις άκρες. ОбКОЛОТЬ1, -КОЛЮ, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обколотый, βρ: -лот, -а, -о р.σ.μ. σπά- σπάζω ολόγυρα· αποσπώ. II -СЯ σπάζω ολόγυρα* α- ποσπώμαι. ОбКОЛОТЬ2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. 06- КОЛОТЬ1) κεντώ, νύσσω γύρω-γύρω* τρυπώ* - ру- руки колючей проволокой κατατρυπώ τα χέρια με αγκαθωτό σύρμα. II -СЯ κεντρίζομαι, τρυπιέμαι. ОбКОМ, -а α. (Областной комитет) περιφε- περιφερειακή επιτροπή ή περιοχής ή νομαρχιακή ε- επιτροπή. ОбКОМОВСКЕЙ επ. της περιφερειακής επιτρο- επιτροπής κλπ. ουσ. βλ. обком. обкопать ρ.σ.μ. βλ. окопать (ίσημ.). обкорачивать р.δ. βλ. обкоротйть. Ι) -ся γίνομαι κοντός, βραχύς. ОбКОрм, ~а α. υπερσίτιση, παρατάισμα. ОбКОрМЙТЬ, -ОРМЛЮ, -ОрМИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. обкормленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. υπερσιτίζω, παραταΐζω. обко'рмка, -и θ. βλ. обкорм. обкорнать р.σ.μ. (απλ.) 1 βλ. окорнать. 2 μτφ. ακρωτηριάζω, περικόπτω, κολοβώνω. Обкоротйть ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. окоротить. ОбКОСЙТЬ, -ОШУ, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обкошенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 περιθερίζω, περικοσίζω. II (διαλκ.) θερίζω εντελώς. 3 ξεπερνώ στο θέρισμα. II δουλεύο- δουλεύοντας (την κοσιά) την καλυτερεύω. II -СЯ 1 τε- τελειώνω το θέρισμα, το κόσισμα. 2 δουλεύο- δουλεύομαι, καλυτερεύω με το δούλεμα (για κοσιά). Обкрадывание, -я ουδ. κλέψιμο, κλοπή. Обкрадывать р.δ. βλ. Обкрасть. II -СЯ κλέ- κλέπτομαι, με κλέβει. Обкромсать р.σ.μ. περικόβω άσχημα, κου- κουτσουρεύω. Обкрошить, -ошу1, -ошишь ρ.σ.μ. περιτρίβω· - хлеб τρίβω το ψωμί ολόγυρα. II -СЯ περι- τρίβομαι, τρώγομαι* зуб -ЛСЯ το δόντι τρί- τρίφτηκε ολόγυρα. обкрутйть(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. окрутиться), обкручивать(ся) ρ.δ. βλ. окрутйть(ся). ОбкурЙТЬ, -урй, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обкуренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. окурить. 2 καπνίζω, κιτρινίζω με τον κα- καπνό" - пальцы κιτρινίζω τα δάχτυλα απο το τσιγάρο (το κάπνισμα). 3 (για πίπα, τσιμπού- τσιμπούκι) μαυρίζω απο τό κάπνισμα. Обкусать р.σ.μ. περιδαγκώνω, περιτρώγω* - Яблоко περιτρώγω το μήλο. обкусывать р.δ. βλ. обкусать. обкушаться р.σ. (απλ.) βλ. объесться. Облава, -Ы θ. παγάνα, παγανιά. II κλοιός, μπλόκο. облавливание, -я ουδ. βλ. облов. облавливать р.δ. βλ. обловить. II -ся (για έκταση) θηρεύομαι* αλιεύομαι. ОблаВЩИК, -а α. κυνηγός, μέλος της παγά- νας. облагать, ρ.δ. βλ. обложить (·5σημ.). II-ся βλ. обложиться. облагодетельствовать, -вуго, -вуешь р.σ.μ. (παλ.) ευεργετώ, αγαθοεργώ. Облагозвучить ρ.σ.μ. καθιστώ εύφωνο. облагоображиваться) р.δ. βλ. облагообра- зить(ся). облагообразить, -йжу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облагоображенный, βρ. -жен, -а, -О р.σ.μ. (παλ.) ωραιοποιώ, ομορφαίνω, α- γλαΐζω, καλλύνω. II -СЯ εξευγενίζομαι, ομορ- ομορφαίνω, γίνομαι πιο ευπαρουσίαστος. Облагораживание, -я ουδ. εξευγένιση. облагораживать(ся) ρ.δ. βλ. облагородить- облагородиться). облагородить, -рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облагороженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 εξευγενίζω. II εκλεπτύνω. II διαπλά- διαπλάθω, μορφώνω (για χαρακτήρα κ.τ.τ.). 2 (για φυτά)· καλυτερεύω. 3 κάνω κάποιον ευγενή, ευπατρίδη. II -СЯ εξευγενίζομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ, Облагорожение, -Я ουδ. εξευγένιση, -σμός. Обладание, -Я ουδ. κατοχή, κτήση* - ИСТО- ЧНИКамИ СЬфЬЯ κατοχή πηγών πρώτων υλών. Обладатель, -я α., -ница, -ы θ. κτήτορας, -όρισσα, κάτοχος. Обладать ρ,δ.(με δοτ.) 1 κατέχω, είμαι κά-
обл 759 обл τοχός, κύριος. 2 έχω, εμφορούμαι.· είμαι, κισμένος· - талантом έχω ταλέντο· - СЙЛСЙ. ВОЛЕ έχω ισχυρή θέληση· - ГОЛОСОМ έχω καλή φωνή' - ХОРОШИМ СЛУХОМ έχω καλή ακοή. 3 έχω γυναίκα, αγαπητικιά. II εκφρ. - собой είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου. Обладить, -аяу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облаженный, βρ: -жен, ~а, -ο ρ.σ. (διαλκ.) διορθώνω, επισκευάζω· προετοιμάζω. II τακτο- τακτοποιώ. И -СЯ τακτοποιούμαι· дело -лось η υ- υπόθεση τακτοποιήθηκε. облаживать(ся) р.δ. βλ. обладить(ся). Облазить, -ажу, -азишь р.σ.μ. σκαρφαλώνω παντού· - все чердаки ανεβαίνω σ' όλες τις σοφίτες. облаивать р.б. βλ. облаять. Облако, -а, .πλθ. -а, ~ОВ ουδ, 1 σύννεφο, νέφος, νεφέλη· перистые -а οι θύσανοι· ку- чевые -а οι σωρεί-τες· слоистые -а τα στρώ- στρώματα· дождевые -а βροχοφόρα σύννεφα· Γρο- ЗОВЫе -а κεραυνοφόρα σύννεφα· -а ПЫЛИ σύν- σύννεφα σκόνης. 2 μτφ. σκιά· по лицу её про- пробежало - στο πρόσωπο της πέρασε μια σκιά. II εκφρ. под -а; ПОД -Ими; до -ов κοντά στα σύννεφα (πολύ ψηλά)" бЫТЬ ή витать В -ах ή УНОСИТЬСЯ В -а ονειροπολώ, ζω στα σύννεφα, νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιο- κοπώ. Облакомер, -а α. νεφόμετρο. Обламывание, -Я α. σπάσιμο, τσάκισμα, θραύ- θραύση. обламывать(ся) р.δ. βλ. обломать(ся). Облапить, -ШЛО, -ПИШЬ р.σ.μ. (γιαζώα) πιά- πιάνω με το πέλμα, με τα πόδια. II (απλ.) αγκα- αγκαλιάζω. облапливать р.δ. βλ. облапить. облапошивать р.δ. βλ. облапошить. II -ся (εζ)απατώμαι. ОблапОШИТЬ, -ту, -ШИШЬ р.σ.μ. (απλ.) εξα- εξαπατώ (για το συμφέρο μου). Обласкать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ· χρ. 06- ласканный, βρ: -кан, -а, -о γεμίζω με χάι- δια, χαΐδολογώ, κανακεύω, θωπεύω πολύ. Областной επ. περιφερειακός, της περιο- περιοχής ή του νομού" - центр επαρχιακό κέντρο. II διαλεκτικός, της διαλεκτού· -ОВ СЛОВО δια- διαλεκτική λέξη. Область, ~И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 περιοχή· северные -И ЕврОПЫ οι βόρειες περιοχές της Ευρώπης. 1] διοικητική περιοχή' автономная - αυτόνομη περιοχή' ленинградская - η περιοχή του Λένινγκραντ. II (προεπαν.) νομός. 2 ζώ- ζώνη· тропическая - εύκρατη ζώνη· - вечной мерзлоты κατεψυγμένη ζώνη. 3 (ανατ.) χώρα, χώρος" боль В -И сердца πόνος στην καρδι- καρδιακή χώρα. 4 τομέας, κλάδος· σφαίρα-Β -И на- уки И техники στον τομέα της επιστήμης και της τεχνικής. II εκφρ. ОТОЙТИ Β - предания ή воспоминаний И Т. П. ανάγομαι (ανήκω) στο παρελθόν, στην ιστορία, σβήνω, χάνομαι. Обладка, -И θ. 1 περιτύλιγμα φαρμακευτι- φαρμακευτικών σκονακιών лекарство В -ах φάρμακο σε σκονάκια. II χαπάκι, δισκίο, κουφέτο. 2 χαρ- χαρτάκι περικόλλησης. 3 η όστια (άζυμο ψωμί των καθολικών,). облачать(ся) ρ.δ. βλ. облачить(ся). Облачение,-Я ουδ. ντύσιμο, ένδυση. II τα άμφια. II ένδυμα. Облачить, -чу, -чЙШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. облачённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.σ.μ. (παλ.) ντύνω, φορώ* - архиерея βάζω τα άμ- άμφια στον αρχιερέα. II -СЯ ντύνομαι, φορώ. Облачко, -а, πλθ. -а, -ОВ ουδ. συννεφάκι. Облачность, -И θ. συννεφιά, συννέφιασμα, νέφωση* сильная - βούρκωμα συννεφώδες* НЙЗ- КЭЯ - βαριά συννεφιά (με χαμηλά τα σύννεφα), облачный επ., βρ: -чен, -чна, -чно νεφε- νεφελώδης, νεφελοσκεπής, νεφώδης, συννεφώδης, συννεφιασμένος· -ая погода συννεφιασμένος καιρός· -ая НОЧЬ συννεφιασμένη νύχτα" сего- ДНЯ -Ο σήμερα είναι συννεφιά. Облаять ρ.σ.μ. 1 γαυγίζω πολύ· собака ~ла прохожего το σκυλί γαύγισε πολύ το διαβάτη. 2 (απλ.) σκύλοβρίζω. Облевать, Облюю, облюёшь ρ.σ.μ. (απλ.) ξερ- ξερνώ, λερώνω με ξεράσματα. II -СЯ λερώνομαι με ζεράσματα. облегать, -ает р.δ. 1 βλ. облечь. 2 (για ένδυμα)" κάθομαι, έρχομαι (πέφτω) καλά. облегчать(ся) р.δ. βλ. облегчйть(ся). Облегчение, -Я ουδ. 1 ελάφρυνση, αλάφρω- μα, ξαλάφρωμα· ανακούφιση. 2 απλοποίηση. 3 βελτίωση, καλυτέρευση. Облегчённый επ. απο μτχ. 1 απλός, απλο- απλοποιημένος. 2 ανακουφιστικός. облегчительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; ελαφρυντικός" απλός* ανακουφιστικός. ОблеГЧЙТЬ, -Чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облегчённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.σ.μ. 1 ελαφρύνω, -ώνω· - ношу ελαφρώνω το φορτίο (το βάρος). II ξαλαφρώνω, μειώνω το βάρος. 2 απλοποιώ. 3 βελτιώνω, καλυτερεύω' - условия труда καλυτερεύω τις συνθήκες εργασίας· положение βελτιώνω την κατάσταση. II μαλακώ- μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, κα- καταπραΰνω* - боль μαλακώνω τον πόνο. II -СЯ 1 ελαφρώνομαι, ελαφρώνω* μειώνομαι. 2 γίνομαι πιο εύκολος' καλυτερεύω, βελτιώνομαι· работа -лаСЬ η δουλειά έγινε πιο εύκολη. 3 μαλακώ- μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζομαι. 4 αποπατώ, ξαλαφρώνω. обледеневать р.δ. βλ. обледенеть.
оол 760 оол Обледенелый επ. παγοσκεπασμένος, παγωμέ- παγωμένος . Обледенение, -Я ουό. παγοσκέπαση, πάγωμα. Обледенеть р.σ. παγοσκεπάζομαι, παγώνω. ОбЛеденЙТЬ, -НИ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обледенённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. παγοσκεπάζω, παγώνω" καταψύχω. Облезать, ~жу, -ЖЙШЬ ρ.σ.μ. (απλ.) κάνω εύθετο (μέρος) για ζάπλωμα, στρώνω,ομαλύνω. II -СЯ συνηθίζω στο στρώμα, στο γιατάκι. облёяивать(ся) р.δ. βλ. облежать(ся). облезать1 ρ.б. βλ. облезть1. облезать2 р. б. βλ. облезть2. Облезлый επ. 1 μαδημένος· ξεμαλλιασμένος· ξεφτισμένος. 2 πεσμένος, τριμμένος. облезть1 -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. облез, -ла, -ЛО р.σ. 1 μαδώ, -ιέμαι, αποτριχώνομαι, ξεμαλλιάζομαι· πτερορροώ, αποπτιλώ, ξεπου- ξεπουπουλιάζομαι. 2 αποσπώμαι, ξεκολλώ, πέφτω (για χρώμα, σοβά κ.τ.τ.). облезть? -лезу, -лезешь, παρλθ· χр.облёз, -ла, -ЛО р.σ.μ. περί έρπω, κάνω το γύρο έρ- έρποντας . облекать(ся) ρ.δ. βλ. облёчь(ся). облениваться р.δ. βλ. облениться. Обленить, -еню, -ёнишь р.σ.μ. κάνω τεμπέ- τεμπέλη, συνηθίζω κάποιον στη τεμπελιά. II -СЯ τε- μπελιάζω, γίνομαι τεμπέλης. ОблепЙТЬ, -еПЛЮ, -ёпИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облепленный, βρ: -лен, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 καλύπτω, σκεπάζω· грязь -ла колёса η λάσπη σκέπασε τους τροχούς· - стены объявлениями σκεπάζω τους τοίχους κολλώντας ανακοινώσεις. 2 μτφ. περιβάλλω" επικάθομαι" мухи -ЛИ ХЛеб οι μύγες κάθησαν (σκέπασαν) στο ψωμί. II -СЯ περιβάλλομαι, καλύπτομαι (απο επικολλήματα). Облепиха, -И θ. η πυράκανθος καθώς και οι καρποί της. облёпивать(ся) р.δ. βλ. облепйть(ся). облеплять(ся) р.δ. βλ. облепйть(ся). Облесение, -Я ουδ. (ανα)δάσωση. Облесительный επ. της (ανα)δάσωσης. ОблесЙТЬ, -СЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 00- лесённый, βρ: -сён, -сена, -сено'р.σ.μ._ δα- δασώνω, αναδασώνω. ОбЛёТ, -а α. περίπτηση, πτήση τριγύρω. облетать1ρ.δ. βλ. облететь. Облетать2ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- лётанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 πετώ παντού-~ ВСЮ страну πετώ σ' όλη τη χώρα. 2 μτφ. γυ- γυρίζω, περιέρχομαι· ОН -ал весь город αυτός γύρισε όλη την πόλη. 3 όοκιμάζα) αεροπλάνο στην πτήση. II -ся συνηθίζω στην πτήση. Облетелый επ. αποφυλλωμένος, φυλλορρο'ΐ- σμένος. облететь, -лечу, -летишь ρ.σ.μ. 1 περιί- πταμαι, πετώ τριγύρω. 2 αποφεύγω, παρακά- παρακάμπτω κατά την πτήση. 3 ξεπερνώ στην πτήση, πετώ μπροστά. 4 μτφ. διαδίδομαι (για ήχους, ειδήσεις κ.τ.τ.)· город -ли служен στην πόλη κυκλοφόρησαν φήμες. 5 φυλλορροώ, πέφτω*ЛИ- πέφτω*ЛИСТЬЯ -ли τα φύλλα έπεσαν. II (για δέντρα) · γυμνώνομαι, μένω χωρίς φύλλωμα. облётывать р.δ. βλ. облетать ϋ.σημ.). II -ся βλ. облетаться. Облечение, -Я ουδ. (για αρχή, εξουσία, α- αξίωμα)· - властью περιβολή με εξουσία; Облечённый επ. απο μτχ. περιβλημενος. || βκφρ. ~ое ударение η περισπωμένη (τόνος της ελλη- ελληνικής γραμματικής μέχρι το Σεπτέμβρη A982). облечь1 -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. об- облёк, -лекла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ОбЛёКШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облечённый, βρ: -чён, -ченй, -чено р.σ.μ. 1 (παλ.) ντύνω, περι- περιβάλλω με ένδυμα· τυλίγω. 2 καλύπτω, σκεπά- σκεπάζω, περιτυλίγω. II μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ· - властью περιβάλλω με εξουσία· - СЛИВОЙ περί/- βάλλω με δόξα. II εκφράζω, ενσαρκώνω. II εκφρ. - доверием περιβάλλω με εμπιστοσύνη· - ТЙЙ- НОЙ περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο. II -СЯ 1 ντύνομαι. 2 μτφ. περιβάλλομαι· ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο. II εκ- εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.).. облечь? -ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ. μ. 1 καλύπτω, σκεπάζω* тучи -ЛИ нёбо σύννε- σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό. 2 (παλ.) πολιορκώ. Обливание, -Я ουδ. 1 περιβρέξιμο, περίχυ- ση· κατάβρεξη. 2 λέρωμα (με χύσιμο). 3 κα- ταιόνηση· ψυχρολουσία, ντους. обливать(ся) р.δ. βλ. облйть(ся). II εκφρ. -СЯ слезами χύνω πικρά δάκρυα, κλαίω απα- απαρηγόρητα. ОбЛЙВка, ~И θ. έγκαυση, σμάλτωση, εφυάλω- μα (αγγείων)· το σμάλτο, το επίχρησμα. обливной επ. σμαλτωμένος, εφυαλωμένος. Облигационный επ. ομολογιακός, λαχειοφό- λαχειοφόρος* - заём λαχειοφόρο δάνειο. *Облигация, -И θ. ομολογία, χρεόγραφο" ВЫ- ИГрашная - το λαχείο. Облизать, -илу, -Йжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облизанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. γλεί- γλείφω* - ложку γλείφω το κουτάλι· -тарелкуγλεί- -тарелкуγλείφω το πιάτο" - губы (ξερο)γλείφω τα χείλη. II καθαρίζω, παστρεΰω, γυαλίζω. II εκφρ. паль- ЧИКИ -Йжешь θα γλείψεις τα δάχτυλα (είναι πολύ νόστιμο η θα σου αρέσει πολύ). II -СЯ. γλείφομαι· - после еды γλείφομαι μετά το φαγητό· кошка -лась η γάτα γλείφτηκε. облизнуть(ся) р.σ. βλ. облизать(ся). облизывать р.δ. βλ. облизать. II -ся γλεί- γλείφω τα χείλη μου, (Εερο)γλείφομαι. II μτφ.
обл 761 обл γλυκοσαλιάζω, μου τρέχουν τα σάλια (απο τα πριν ευφραίνομαι). II γλείφομαι. ООЛИК, -а α. 1 μορφή, όψη, θωριά, φιγού- φιγούρα' φυσιογνωμία· приятный - ευχάριστη όψη" менять - αλλάζω μορφή. 2 ο εσωτερικός κό- κόσμος, το είναι· душевный (моральный, нравс- нравственный) - η ηθική μορφή. II μορφή εξωτερι- εξωτερική· - ГОрОДа η όψη της πόλης. II εκφρ. ЩШ- НИМаТЬ - παίρνω την όψη, τη μορφή. ОбЛИНЯЛЫЙ επ. 1 ξέθωρος, -ριασμένος, ξα- σπρισμένος* - платок ξ,εθωριασμένο μαντήλι. 2 (για ζώα, πτηνά) μαδημένος, ξεμαλλιασμένος, αποπτερωμένος, ξεπουπουλισμένος. ООЛИНЯТЬ р.σ. 1 αποχρωματίζομαι, ξεβάφω, ξεθωριάζω, ξασπρίζω. II ξεφτίζω. 2 μτφ. (για ζώα, πτηνά)· μαδιέμαι, τριχορροώ* πτερορ- ροώ, ξεπουπουλίζομαι. облипать р.δ. βλ. облипнуть. облипнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. облип, -ла, -ЛО р.σ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι απο πα- παντού με... сапоги -ЛИ грязью οι μπότες σκε- σκεπάστηκαν απο λάσπη. Н έρχομαι σφιχτά, σφίγ- σφίγγω· κολλώ επάνω" рубашка -ла на него το που- πουκάμισο κόλλησε επάνω του. облиственеть р.σ. βλ. облистветь. ОбЛИСТВеННОСТЬ, -И θ. το μέγεθος του φυλ- φυλλώματος, της φυλλωσιάς. ОбЛЙСТВеННЫЙ επ. φυλλώδης, πυκνού φυλλώ- φυλλώματος. ОбЛИСТВётЬ, -ёет р.σ. βγάζω φύλλα, φυλλώ- νω, φουντώνω. *О0ЛИТераЦИЯ, -И θ. (ιατρ.) εξαφάνιση, ε- εξάλειψη, απόσβεση. ОбЛЙТЬ, ОбОЛЬЮ, ОбОЛЬёШЬ, παρλθ. χρ. Ού~ лил, -ла, облило, προστκ. Облей, μτχ. παρλθ. ОбЛЙВШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОбЛИТЫЙ, βρ: Облит, -а, облито ρ.σ.μ. 1 περιχύνω, περι- βρέχω· καταβρέχω. II αλείφω. 2 (με οργν.) λε- λερώνω με... - скатерть чернилами λερώνω το τραπεζομάντηλο με μελάνη. II χύνω* - ЛИЦО слезами βρέχω το πρόσωπο με δάκρυα. 3 μτφ. περιβάλλω στενά (για γάντια, φόρεμα). II -СЯ περιβρέχομαι · καταβρέχομαι. II γεμίζω, είμαι πλήρης... - крОВЬЮ γεμίζω αίματα,'είμαιαι- μόφυρτος, καθημαγμένος · - слезами γεμίζω δά-> κρύα· - светом φωτίζομαι άπλετα. Облицевать, -Цуга, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облицованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. επενδύω, ντύνω* - стены мрамором επενδύω τους τοίχους με μάρμαρο. Облицовка, -И θ. 1 -επένδυση, ντύσιμο· де- ревянная - ξύλινη επένδυση. Облицовочный επ. της επένδυσης· για επέν- επένδυση· ~ые работы εργασίες επένδυσης. облицовывание, -я ουδ. βλ. облицовка. облицовывать(ся) ρ.δ. βλ. облицевать(ся). Обличать р.δ.μ. 1 βλ. обличить. 2 μαστι- μαστιγώνω, καυτηριάζω* καταδικάζω, κατακρίνω, στη- στηλιτεύω, στιγματίζω· - взяточничество καυτη- καυτηριάζω τη δωροδοκία. 3 φανερώνω, αποκαλύπτω, δείχνω, μαρτυρώ' всё -ает В нём талант όλα δείχνουν ότι αυτός έχει ταλέντο. II -СЯ 1 (παλ.) αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εκδηλώ- εκδηλώνομαι. 2 αποκαλύπτομαι ως ένοχος. Обличение, -Я ουδ. μαστίγωμα, καυτηρίαση· στηλίτευση, αυστηρή κατάκριση, δριμεία επί- επίκριση. II αποκάλυψη, φανέρωση, μαρτυρία. Обличитель, -Я α., -ница, -Ы θ.επικριτής, κατακριτής, ψέκτης, στηλιτευτής. Обличительный επ. επικριτικός, κατακριτι- κός, στηλιτευτικός, κατηγορητικός. ОбЛИЧЙТЬ, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обличённый, βρ: -чён, -чена, -чено 'р.σ.μ. (παλ.) αποκαλύπτω την ενοχή. Обличье, -Я ουδ. (χυρλξ. κ. μτφ.) πρόσω- πρόσωπο, φάτσα' παρουσιαστικό, εμφάνιση. II (παλ^ προσωπίδα, μάσκα. II μορφή, όψη, σχήμα. Облобызать р.σ.μ. (παλ.) καταφιλώ. II -СЯ καταφιλιέμαι. ОбЛОВ, -а α. πιάσιμο, κυνήγι, ψάρεμα (ο- (ορισμένης έκτασης). ОбЛОВЙТЬ, -ЛОВЛЮ, -ЛОВИШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. обловленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. (για θήραμα, ψάρι) πιάνω' κυνηγώ, ψαρεύω (σε ορισμένη έκταση). · ОбЛОГ, ~а α. κ. ОбЛОга, -И θ. (διαλκ. ) γη χέρσα, χωράφι χέρσο. Обложение, -Я ουδ. 1 φορολογία,επιβολή φό- φόρου, προστίμου κ.τ.τ. 2 (παλ.) πολιορκία. Обложенный επ. απο μτχ. του καλύμματος ή του εξώφυλλου. II για κάλυμμα, για εξώφυλλο. ОбЛОЖЙТЬ, -ОЖУ, -ОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 περιβάλλω, περί θέτω· περιστοιχίζω" περικα- λύπτω, σκεπάζω* нёбо -ли дождевые тучи τον ουρανό σκέπασαν βροχοφόρα σύννεφα. II απρόσ. (για λαιμό, γλώσσαI ασπρίζω (λόγω ασθένει- ασθένειας)· ЯЗЫК -ЛО η γλώσσα άσπρισε. II (παλ.)· περψράβω. 2 βλ. облицевать. 3 πολιορκώ, πε- περικυκλώνω· - город πολιορκώ την πόλη. 4- (για άγρια ζώα) κυκλώνω. 5 επιβάλλω (φόρο, πρό- πρόστιμο, δόσιμο κ.τ.τ.). 6 βρίζω άσχημα, πε- περιλούζω* σκυλοβρίζω. II -СЯ 1 περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι. 2 καλύπτομαι, σκεπάζομαι· нёбо тучами -ЛОСЬ о ουρανός σκεπάστηκε απο σύννεφα. 3 κάνω λάθος στην τοποθέτηση. Обложка, -И θ. περικάλυμμα, εξώφυλλο (βι- (βιβλίου, τετραδίου κ.τ.τ.). ОбЛОЖНОЙ επ: - ДОЖДЬ συνεχής βροχή. облокачивать(ся) р.δ. βλ. облокотйть(ся). ОбЛОКОТЙТЬ, -кочу, -КОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облокоченный, βρ: -чен, -а, -о;
обл 762 оом р.σ.μ. ακουμπώ, στηρίζω τα χεριά στους α- αγκώνες. II -СЯ στηρίζομαι στους αγκώνες, α- ακουμπώ. ООЛОМ, -а α. 1 σπάσιμο, θραύση. II δάμαση, τιθάσευση. II κάμψη της αντίστασης. II χτύπη- χτύπημα, δάρσιμο. 2 σπασμένο μέρος αντικειμένου. 3 (αρχτ.) πλαγιογραφία, κατατομή οικοδομής. 4 εξοχή τείχους. 5 (απλ.) άνθρωπος άξεστος, άγαρμπος. Обломать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обломанный, βρ: ~ман, -а, -О. 1 σπάζω ολό- ολόγυρα ή στις άκρες, περισπώ* - кусты σπάζω ολόγυρα τους θάμνους. 2 μτφ. (απλ.) δαμάζω, τιθασεύω. II κάμπτω την αντίσταση. II εκφρ. - бока σπάζω τα πλευρά (δέρνω αλύπητα)· дело χαλώ την υπόθεση* - зубы σπάζω τα μού- μούτρα (αποτυχαϊνω) . II -СЯ θραύομαι, σπάζω. ОбЛОМИТЬ, -ОМЛГО, -ОМИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обломленный, βρ: -лен, ~а, -о р.σ.μ. σπάζω πιέζοντας ή λυγίζοντας. II -СЯ θραύο- θραύομαι, σπάζω. обломка, -и θ. βλ. облом. ОбЛОМОВЩИна,~Ы θ. απάθεια, αμεριμνησία, α- φροντισιά, απραγματοσύνη, ξεγνοιασιά* νω- νωθρότητα, νωχέλεια. Обломок, ~мка α. θραύσμα, συντρίμι. II μτφ. υπόλειμμα, απομεινάρι παρελθόντος. ОбЛОМОЧНЫЙ επ. σπασμένος, τσακισμένος ή θραυσμένος, κομματιασμένος. облоно α. άκλ. (областной отдел народного Образования) τμήμα λα'ικής παιδείας περιοχής. Облопаться р.σ. (απλ.) καταβροχθίζω, κα- ταχωνιάζω. ОблуДЙТЬ, -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. πε- ρικασσιτερώνω. облуживать ρ.δ. βλ. облудйть. II -ся περι- κασσιτερώνομαι. ОблуПЙТЬ, -уШГО, -УПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облупленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) 1 βλ. лупить. 2 μτφ. σπαταλώ (περι- (περιουσία, χρήματα κ.τ.τ.). II -СЯ βλ. лупиться. Облупленный επ. απο μτχ. ξεφλουδισμένος, αποφλοιωμένος. II εκφρ. знать как -го . τον γνωρίζω πολύ καλά, απο την καλή. облупливать(ся) р.δ. βλ. облупйть(ся). облучать. ρ.δ. 3λ. облучить. II ~ся ακτινο- βολούμαι, εκτίθεμαι στην ενέργεια ακτινών. Облучить, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облучённый, ρ ρ*, -чён, -чена, -чено р.σ. μ. ακτινοβολώ, ρίχνω τις ακτίνες* υποβάλλω στην ενέργεια των ακτινών. Облучок, -чка α. το κάθισματου αμαζηλάτη. Облущивать ρ.δ. βλ. облущить. II -СЯ ξε- ξεφλουδίζομαι, αποφλοιώνομαι. ОблуЩЙТЬ, ~щу, -ЩИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. облущённый, βρ: -щён, -щена, ~щено р.σ. μ. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω. . ОбЛНХНО επίρ. ψεύτικα, άδικα. облыжный επ., βρ: -жен, -жна, -жно (παλ.) ψεύτικος, συκοφαντικός, άδικος. Облыселый επ. φαλακρός, καραφλός. Облысение, -Я ουδ. φαλάκρωση. Облысеть р.σ. φαλακρώνω, γίνομαι φαλακρός. ОбЛЮООВать, -бую, -буешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облюбованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. γουστάρω, βρίσκω του γούστου μου, μου αρέ- αρέσει1 διαλέγω, εκλέγω* βάνω στο μάτι. облюбовывать ρ.δ. βλ. облюбовать. II -ся αρέσκομαι, μου αρέσει, μου κάθεται στο μάτι. обляпать р.σ.μ. (απλ.) βλ. обляпывать. Обляпывать р.δ. πιτσιλίζω. Обмазать, -ажу, ~а"жешь р.σ.μ. 1 αλείφω, επαλείφω, (επι)χρίω· (περι)αλείφω, (περι)- χρίω* πάσσαλείφω. 2 λερώνω, κηλιδώνω. II -СЯ λερώνομαι, κηλιδώνομαι, πα,σσαλείφομαι. ОбМОЗка,-И θ. 1 άλειψη, άλειμμα* επάλει- επάλειψη* πάσσαλε ιμμα. 2 αλοιφή, επίχρισμα. обмазывание, -я ουδ. βλ. обмазка (ισημ.). обмазывать(ся) ρ.δ. βλ. обмазать(ся). обмакивать ρ.δ. βλ. обмакнуть. II -ся μου- μουσκεύω. Обмакнуть, -ну, -нёшь р.σ.μ. μουσκεύω. обмалывание, -я ουδ. βλ. обмол (ίσημ.). обмалывать р.δ. βλ. обмолрть. II -ся αλέ- αλέθομαι . Обман, -а а. 1 απάτη, φενάκη, κατεργαριά* ψευτιά, δόλος, ξεγέλασμα* добиться чего-л. -ОМ κατορθώνω κάτι με απάτη* впасть В - ξε- ξεγελιέμαι, την πατώ. 2 παραπλάνηση, εξαπάτη- εξαπάτηση* вести В - παραπλανώ, εξαπατώ. 3 πλάνη* - чувств πλάνη των αισθήσεων, ψευδαίσθηση* - зрвНИЯ οφθαλμαπάτη. Обманка, -И θ. (συστατικό μέρος λέξεων με- μερικών ορυκτών)* απατηλός, ψεύτικος* ЦЙНКО- вая - σφαλερίτης* роГОВЙЯ - αμφίβολος ή αμ- φιβολίτης* κεροστίλβη.. Обманный επ. απατηλός, απατητικός, κατερ- γάριπος, δόλιος" -ЫМ Образом δόλια* -ЫМ ЩГ- тём με απάτη· ~ые дёЙСТВИЯ απατηλές ενέρ- ενέργειες. Обмануть, -ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обманутый, βρ: -нут, -а, -О р.σ.μ. 1 α- απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ' - Покупателя απα- απατώ (κλέβω) τον αγοραστή* Я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά* не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς. II μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω* ОН ~ул её надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της. 2 (για συζυγούς) απατώ. 3 (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ. II -СЯ 1 απατώμαι, εξαπατώμαι, ( ξε) γελιέμαι, την
обм 763 обм παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης. 2 (για ελπίδες κ.τ.τ.) δια- διαψεύδομαι. . Обманчиво επίρ. απατηλά κλπ. επ. Обманчивость, -И θ. απατηλότητα. ООМОНЧИВЫЙ επ., βρ: -ЧИВ, -а, ~О. 1 απα- απατηλός· δόλιος* ψεύτικος. 2 φαινομενικός. Обменщик, -а α., -ца, -Ы θ. απατεώνας, κα- κατεργάρης. обманывать(ся) р.δ. βλ. обмануть(ся). Обмарать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- маранный, βρ: -ран, -а, -О καταλερώνω, κα- ταρρυπαίνω, κατασπιλώνω. II -СЯ 1 καταλερώ- νομαι, καταρρυπαινομαι, κατασπιλώνομαι. 2 (συνήθως για νήπια) τα κάνω πάνω μου. обмарывать(ся) р.δ. βλ. обмарать(ся). обмёсливать(ся) р.δ. βλ. обмаслить(ся). ОбМ^СЛИТЬ р.σ.μ. 1 λαδώνω. 2 (απλ.) λιγ- δώνω, λερώνω. II -СЯ λιγδώνομαι, λερώνομαι. Обматывание, -Я ουδ. περιτύλιξη. обматываться) р.δ. βλ. обмотать(ся). Обмахивать' ρ.δ.μ. 1 αερίζω, ριπίζω* - вё- ером αερίζω με τη βεντάλια. 2 βλ*обмаxнуть (·2σημ·). II -СЯ αερίζομαι, φέρνω αέρα στον εαυτό μου. обмахнуть, -ну, -нёшь ρ.σ.μ. ι βλ. обма- обмахивать Aσημ.). 2 ξεσκονίζω, καθαρίζω· пыль с полки ξεσκονίζω το ράφι· - сор со скатерти καθαρίζω το τραπεζομάντηλο απο τα ψίχουλα. II -ся βλ. обмахиваться. обмачивать(ся) р.δ. βλ. обмочйть(ся). обмеблировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмеблированный, βρ: -ван, ~а,-о ρ.σ.μ. επιπλώνω. II -СЯ επιπλώνομαι. обмеблировывать(ся) р.δ. βλ. обмеблиро- обмеблироваться) . обмеаювать, -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ· обмежёванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. οροθετώ, βάζω σύνορα· - поле βάζω σύνορα στο χωράφι. II -СЯ χωρίζομαι με σύνορα. обмежёвывать(ся). ρ.δ. βλ. оомежевать(ся). Обмеление, -Я ουδ. πτώση της στάθμης του νερού ως κοντά στο βυθό, ρήχωμα. Обмелеть, -ёет ρ.σ. 1 γίνομαι ρηχός, ά- άβαθος. 2 καθίζω, εγγίζω τρόπιδα στο βυθό. 3 μτφ. δεν αξίζω τίποτε, ξεπέφτω, βρίσκω τον πάτο. обмёливать р.6. βλ. обмелить?. II -ся λερώ- λερώνομαι με κιμωλία. ОбмелЙТЬ? -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмелённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. ■περνώ με κιμωλία. II λερώνω με κιμωλία. ОбмелЙСЬ2 (γραμμ. στοιχεία βλ. обмелЙТЬ1) ρ. σ. καθιστώ ρηχό. обмелчать, -ает р.σ. 1 βλ. измельчать. 2 μτφ. εξασθενίζω, αδυνατίζω. 3 (διαλκ.) βλ. Обмелеть Aσημ.). Обмен, -а α. ανταλλαγή· διαμειβή* τράμπα· - товаров ανταλλαγή εμπορευμάτων* Β - σε α- αντάλλαγμα· На - για ανταλλαγή· - ОПЫТОМ α- ανταλλαγή πείρας" - мнениями ανταλλαγή γνω- γνωμών. II αλλαγή· - партийных билетов αλλαγή κομματικών βιβλιαρίων. II εκφρ. - веществ μεταβολισμός ή αλλαγή ή ανταλλαγή της ύλης. обменивать(ся) р.δ. βλ. обменять(ся). обменйть(ся) р.σ. βλ.· обменять(ся). Обменный επ. ανταλλακτικός. II μεταβλητός. Обменять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- мёнянный, βρ: -НЯН, -а, -О ανταλλάσσω, αλ- αλλάζω* διαμείβω' κάνω ανταλλαγή, τράμπα· - вещи на пщенйцу ανταλλάσσω πράγματα με σι- σιτάρι. II αλλάζω τυχαία, άθελα. II -СЯ ανταλ- ανταλλάσσω* αλλάζω* - пленными ανταλλάσσω αιχ- αιχμαλώτους· - книгами ανταλλάσσομε βιβλία· фотографиями ανταλλάσσομε φωτογραφίες· нотами ανταλλάσσομε διακοινώσεις· - ОПЫТОМ ανταλλάσσομε πείρα* - мнениями ανταλλάσσομε γνώμες· - поклонами αλληλοϋποκλινόμαστε· - приветствиями ανταλλάσσομε χαιρετισμό, αλ- ληλοχαιρετιζόμαστε· - выстрелами ανταλλάσ- ανταλλάσσομε πυροβολισμούς· - кольцами αλλάζομε δα- δαχτυλίδια (αρραβωνιαζόμαστε)' - впечатлёния- МИ ανταλλάσσομε εντυπώσεις· - взглядами α- ανταλλάσσομε απόψεις. Обмер, -а α. 1 μέτρηςη (χώρου, έκτασης). 2 απάτη στο μέτρημα. обмереть, обомру, обомрёшь, παρλθ. χρ..об- χρ..обмер, -ла, -Л0, μτχ. παρλθ. χρ. Обмерший р. σ. 1 πέφτω αναίσθητος, χάνω τις αισθήσεις. 2 σαστίζομαι, τα χάνω, τρομάζω· κοκκαλώνω· μέ- μένω κόκκαλο, ξερός. II μου παγώνει η καρδιά ή το αίμα. * Обмерзание, -Я ουδ. 1 ψύξη, απόψυξη.2 ξε- πάγιασμα. обмерзать р.δ. βλ. обмёрзнуть. Обмёрзлый επ.,παγωμένος, παγοσκεπασμένος. обмёрзнуть ρ.σ. παρλθ. χρ.обмёрз, -ла, ~ло μτχ. παρλθ. χρ. Обмёрзший. 1 παγώνω, καλύ- καλύπτομαι απο πάγο· мокрые ветки -ЗЛИ τα βρεγ- βρεγμένα κλαδιά σκεπάστηκαν απο πάγο. 2 ξεπα- γιάζω, ξυλιάζω* μαργώνω. обмеривание, -я ουδ. βλ. обмер. обмеривать(ся) ρ.δ. βλ. обмёрить(ся). обмерить ρ.σ.μ. 1 μετρώ, καταμετρώ" ~ по- поле μετρώ το χωράφι" - квартиру μετρώ το χώ- χώρο του διαμερίσματος. 2 κλέβω, τρώγω στο μέ- μέτρημα, στο μέτρο. II -СЯ λαθεύω κάνω λάθος στο μέτρημα. Обмерка, -И θ. μέτρηση (χώρου, έκτασης). Обмерный επ. μετρητικός. Обмерок, ~рка α. πράγμα λειψομετρημένο. обмерять(ся) р.δ. βλ. обмёрить(ся).
обм 764 обм обмести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. обмёл, -ела, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ОбмёТШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обметённый, βρ: ~тён,~тена, -тенб ρ.σ.μ. σκουπίζω, καθαρίζω· ξεσκονίζω. Обмёт, -а α. είδος θηρευτικού δίχτιού. обметать1, -аю, -аешь р.б. βλ. обмести. обметать? -ечу, -ёчешь κ. -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмётанный, βρ: -тан, -а,-о р.σ.μ. 1 στριφώνω, περιρράβω. 2 απρόσ. Βγάζω εξανθήματα* καλύπτομαι απο εξανθήματα. ОбМеТИТЬ, -ёчу, -ётИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.(απλ,) σημαδεύω, βάζω σημάδια" - деревья σημαδεύω τα δέντρα. Обмётка, -И θ. 1 στρίφωμα, περιρραφή. 2 βγάλσιμο εξανθημάτων. обмётывание, -я ουδ. βλ. обмётка. обмётывать р.δ. βλ. обметать? II -ся 1 πε- ριρράβομαι, στριφώνομαι. 2 βγάζω εξανθήματα. обмечать ρ.δ. βλ. обметить. II -ся σημα- σημαδεύομαι, φέρω σημάδια. ОбМИН, ~а α. θλίψη, πίεση, πάτημα. обминать(ся) ρ.δ. βλ. обмять(ся). обмирать р.δ. βλ. обмереть. обмирщать(ся) р.δ. βλ. обмирщйть(ся). Обмирщить, -шу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмирщённый, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. (παλ.) μαγαρίζω, μολύνω (δίνοντας κάτι για χρήση σε αλλόθρησκο)· - посуду μαγαρίζω το αγγείο. II -ОЯ αποκτώ σχέσεις ή συνήθειες αλλοθρησκευτικές. обмишуливать(ся) р.δ. βλ. обмишулить(ся). ОбМИШуЛИТЬ р.σ.μ. (απλ.) απατώ, καλουπώ- καλουπώνω, (ξε)γελώ. II -СЯ την παθαίνω, την πατώ, παθαίνω γκάφα. оомишуривать(ся) ρ.δ. βλ. обмишурить(ся). обмишурить( ся) р.σ. βλ. обмишулить(ся). Обмозговать, -гую, -гуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмозгованный, βρ: -вал, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) καλοσκέφτομαι, μελετώ λεπτομερώς. обмозговывать р.δ. βλ. обмозговать. II -ся καλοσκέφτομαι, καλομελετώ. обмокать р.6. βλ. обмокнуть. обмокнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. обмок, -ла, -ло р.σ. (απλ.) μουσκεύω, διαβρέχομαι. ОбМОЛ, -а α. 1 άλεση, -μα. 2 άλεσμα (πο- (ποσότητα) . Обмолачивание, -Я ουδ. αλώνισμα, στοϋμπι- σμα, κοπάνισμα. обмолачивать(ся) р.δ. βλ. обмолотйть(ся). обмолвиться, -влгось, -вишься р.σ. 1 κάνω λεκτικό λάθος. 2 αστοχώ στην έκφραση, ολι- ολισθαίνει η γλώσσα μου. II εκφρ. не - СЛОВОМ δε βγάζω τσιμουδιά (κρατώ απόλυτα μυστικό). Обмолвка,-И θ. λάθος λεκτικό, φραστικό ή γλωσσικό, ολίσθημα της γλώσσας. ОбМОЛОТ, -а α. αλώνισμα (ενέργεια). II η αλωνισμένη ποσότητα. ОбМОЛОТИТЬ, -лочу, -ЛОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмолоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. αλωνίζω" - пшеницу αλωνίζω σιτάρι. II -СЯ (διαλκ.) τελειώνω το αλώνισμα. ОбМОЛОТОЧНЫЙ επ. αλωνιστικός. ОбМОЛОТЬ, -мелю, мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмолотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ. αλέ- αλέθω· - рожь αλέθω βρίζα. обмораживание, -я ουδ. βλ. обморожение. обмораживаться) ρ.δ. βλ. обмор<5зить(ся). Обморожение, -Я ουδ. κρυοπάγημα. Обморозить, -бжу, -ОЗИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. обмороженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. (για μέλος του σώματος)" παγώνω, κρυοπαγώ" ~ НОГИ κρυοπαγώ τα πόδια. II ξεπαγιάζω· - на дороге ξεπαγιάζω στο δρόμο. Обморок, -а α. λιποθυμία, λιγοθυμιά, λι- ποψυχία. II εκφρ. падать В - πέφτω λιπόθυ- λιπόθυμος, λιποθυμώ. Обморочить р.σ.μ. (απλ.) απατώ, ξεγελώ, πιάνω κορόιδο. Обморочный επ. λιποθυμικός, της λιποθυμί- λιποθυμίας· ~ое состояние κατάσταση λιποθυμίας. Обмотать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- мотанный, βρ: -тан, -а, -Ο περιτυλίσσω· πε- περιελίσσω. II -СЯ περιτυλίσσομαι· περιελίσσο- περιελίσσομαι. «. ОбМОТКа, -И θ. 1 περιτύλιξη· περιέλιξη. 2 πηνίο, σπείρα, μπομπίνα. 3 πλθ. -И περικνη- περικνημίδες, γκέτες. ОбМОТОЧНЫЙ επ. περιελικτικός, της περιτύ- περιτύλιξης· της σπείρας, του πηνίου. ОбМОЧЙТЬ,-очу, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмоченный, βρ: -чен, -а, -о μουσκεύω, διαβρέχω, διαποτίζω. II -СЯ μουσκεύω, διαπο- διαποτίζομαι, διαβρέχομαι. II κατουριέμαι. обмундирование, -я ουδ. βλ. обмундировка. Обмундировать, ~РУГО, -руешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. обмундированный, βρ: -ван, -а, -о р.σ. μ. ντύνω, εφοδιάζω με ενδυμασία, ιματίζω1 - ПОЛК εφοδιάζω με ιματισμό το σύνταγμα· но- новобранца ещё не -ЛИ το νεοσύλλεκτο ακόμα δεν τον έντυσαν. Ι) -СЯ ντύνομαι, αποκτώ ιματι- ιματισμό . Обмундировка, -И θ. 1 εφοδιασμός με ιμα- ιματισμό" ντύσιμο. 2 ενδυμασία, στολή' ιματι- ιματισμός· ЗИМНЯЯ - χειμερινή ενδυμασία. ОбМундирОВОЧНЫЙ επ. για ιματισμό, για εν- ενδυμασία" ~ые деньги χρήματα για ιματισμό. обмундировываться) р.δ. βλ. обмундиро- обмундировать ся). Обмуровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. обмурованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. χτίζω ολόγυρα, περιβάλλω με τούβλα.
обм 765 Обмуровка, -И θ. 1 χτίσιμο. 2 επένδυση πυρίμαχη. обмуровывание, -я ουδ. βλ. обмуровка. обмуровывать р.δ.βλ. обмуровать. II -ся χτίζομαι ολόγυρα· περιβάλλομαι με τούβλα. обмусливать(ся) ρ.δ. βλ. обмуслить(ся). обмуслить(ся) р.σ. (απλ.) βλ. обмусолить- (ся). обмусоливать(см) р.δ. βλ. обмусолить(ся). ОбМуСОЛИТЬ р.σ.μ. (απλ.) σαλιώνω, λερώνω με τα σάλια. II -СЯ σαλιώνομαι, λερώνομαι με τα σάλια. обмыв, -а α. βλ. обмывка. обмывание, -я ουδ. βλ. обмывка. обмывать(ся) р.δ. βλ. обмыть(ся). ОбМЫВКа, -И θ. πλύση, πλύσιμο. II νίψιμο. II βρέξιμο. ОбМЫВОЧНЫЙ επ. πλυντικός, της πλύσης, του πλυσίματος" ~ Чан καδί πλυσίματος. ОбМЫЗГанвЫЙ επ. απο μτχ. (απλ.) τριμμένος, φθαρμένος, σωμένος, ξεφτισμένος, λερωμένος. ОбМЫЗГать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- мызганный, βρ: -ган, -а, -о (απλ.) τρίβω, φθείρω, ξεφτίζω, κουρελιάζω* λερώνω. II -СЯ τρίβομαι, φθείρομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. обмыливать ρ.δ. βλ. обмылить. II -ся σαπου- νίζομαι. ОбМЫЛИТЬ р.σ.μ. (απλ.) σαπουνίζω ολόγυρα. ОбМЫЛОК, -лка α. 1 αποσάπουνο. 2 σαπου- σαπουνάδα (κατάλοιπα). ОбМЫТЬ, ОбМОГО, обмоешь р.σ.μ. πλύνω ολό- ολόγυρα· (περι)νίπτω' - рану πλύνω την πληγή* - Яблоко πλύνω το μήλο· - ЛИЦО νίβομαι. II (απλ.) βλ. Обстирать. II βρέχω (για καινού- καινούριο αποκτημένο πράγμα), κερνώ* давай, ОбМО- ем КОСТИЛ έλα, θα το βρέξομε το καινούριο κοστούμι. II -СЯ πλύνομαι· ξεπλύνομαι, καθα- καθαρίζομαι . обмякать р.δ. βλ. обмякнуть. ОбМЯКЛЫЙ επ. μαλακός, μαλακωμένος. обмякнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. обмяк, -ла,-ло μτχ. παρλθ. χρ. обмякший. 1 μαλακώνω, απα- απαλύνω.· μαλθακώνω. 2 αδυνατίζω, εξασθενίζω, γί- γίνομαι μαλθακός, πλαδαρός. 3 μτφ. κατευνάζο- κατευνάζομαι, καταπραΰνομαι, γίνομαι ήπιος. ОбМЯТЬ, Обомну, обомнёшь р.σ.μ. πιέζω, πα- πατώ, καλουπίζω, συμπιέζω* - сено φτιάχνω το χορτάρι μπάλες. II -СЯ συμπιέζομαι, πατιέ- πατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обнаглеть ρ.σ. αυθαδιάζω, γίνομαι θρασύς. обнадёживать р.δ. βλ» обнадёжить. II -ся ελπίζω, προσδοκώ, απαντέχω. Обнадёжить, -жу, -жишь р.σ.μ. δίνω, παρέ- παρέχω, εμπνέω ελπίδες· υπόσχομαι. обнажать(ся) р.δ. βλ. обнажйть(ся). Обнажение, -Я ουδ. 1 (απο)γύμνωση, ξεγύ- обн μνωση. 2 αποκάλυψη, φανέρωση, ξεσκέπασμα. 3 ξιφούλκιση, ξεσπάθωμα. 4 (στρατ.) η μη κά- κάλυψη, η έκθεση σε κίνδυνο. Обнажённость, ~И θ. γυμνότητα, γύμνια. Обнажённый επ. απο μτχ. 1 γυμνός, γδυτός, άντυτος. 2 (για φυτά) χωρίς φύλλωμα. II (για τόπο) φαλακρός, χωρίς βλάστηση. 4 ξέσκεπος, ακάλυπτος. II μτφ. φανερός, ολοφάνερος. ОбнаЖЙТЬ, -Жу, -ЖЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнажённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. ί γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω*- грудь ξεγυμνώνω το στήθος· - ребёнка ξεντύ- ξεντύνω το παιδάκι* - голову αποκαλύπτομαι, βγά- βγάζω το καπέλο. 2 (για φυτά) στερώ του φυλλώ- φυλλώματος. 3 αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω· - корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέ- δέντρου. II μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα. 4 ξιφουλκώ,#ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος· ξε- θηκαρώνω: 5 μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστά- απροστάτευτο" εκθέτω σε κίνδυνο' - фланг αφήνω α- ακάλυπτο το πλευρό. Η) -СЯ 1 (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι· ξεντύνομαι. 2 (για φυτά) στε- στερούμαι του φυλλώματος. 3 (για τόπο) στερού- στερούμαι φυτών. 4 φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα. 5 μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος* εκτίθε- μαι σε κίνδυνο* фронт -ЛСЯ το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο. обнародование, -я ουδ. δημοσίευση* - за- закона δημοσίευση του νόμου. Обнародовать, -дую, -дуешь р.σ. δημοσιεύω, ανακοινώνω, φέρω σε γνώση του κοινού. Обнаружение, -Я ουδ. αποκάλυψη, φανέρωση, εκδήλωση* εξωτερίκευση. обнаруживать(ся) р.δ. βλ. обнаружит^ся). Обнаружить, -жу, -ЖИШЬ р.σ.μ. 1 αποκαλύ- αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω* εκδηλώνω, εξωτερικεύω' - своё желание εκδηλώνω την ε- επιθυμία μου" - тайные замысли врагов αποκα- αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών ~ пре- преступление αποκαλύπτω το έγκλημα. 2 ανεβρί- σκω· - противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο. 3 διαπιστώνω. II -СЯ 1 αποκαλύπτομαι,φανερώνο- αποκαλύπτομαι,φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα" εκδηλώ- εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι. 2 (ανε) βρίσκομαι· ΠΟ- тёрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν. II γίνομαι φανερός* скоро -ЛОСЬ, ЧТО... γρήγορα έγινε φανερό ότι... обнашивать р.δ. βλ. обносить1 A σημ.). II -ся βλ. обноситься. обнести, -есу, -есёшь, παρλθ. χρ. обнёс, -несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнесён- ный, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ.μ. 1 περι- περιφέρω. 2 περιφράζω, περιτοιχίζω, περικλείνω. 3 κερνώ, τρατάρω, σερβίρω, προσφέρω* - ГОС- тёй ВИНОМ κερνώ κρασί τους φιλοξενούμενους. 4 παραλείπω να κεράσω* всех Гостей ОН угос-
ОбН 766 обо ТЙл, а меня Обнёс όλους τους φιλοξενούμε- φιλοξενούμενους τους κέρασε, εμένα με παρέλειψε. 5 κα- κακολογώ, δυσφημώ,, διαβάλλω. ОбННЗать, -илу, -Йжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обнизанный, βρ: -Зан, -а, -О р.σ.μ. κα- καλύπτω με χάντρες· περνώ, αρμαθιάζω παντού χάντρες. ОбНЙЗЫВать ρ.δ. βλ. Обнизать. И -СЯ κα- καλύπτομαι, με χάντρες. обнимать(ся) р.δ. βλ. обнять(ся). ОбНЙМКа, -И θ: В ~у αγκαλιά, αγκαλιασμέ- αγκαλιασμένοι· Спать В -у κοιμάμαι αγκαλιά· ХОДИТЬ В -у βαδίζομε αγκαλιασμένοι. Обнищалый επ. φτωχεμένος· ξεπεσμένος· χρε- χρεοκοπημένος· - купец ξεπεσμένος έμπορας. Обнищание, -Я ουδ. φτώχευση· χρεοκοπία. Обнищать ρ.σ', φτωχεύω· ξεπέφτω* χρεοκοπώ. обнова, -ы θ. βλ. обновка. Обновитель, ~Я α. ανανεωτής, ανακαινιστής, νεωτεριστής. Обновительный επ. ανακαινιστικός, ανανεω- ανανεωτικός. обновительский επ. βλ. обновительный. ОбНОВЙТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. обновлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 ανανεώνω, ανακαινίζω' (ξανα)καινουργώνω ή φρεσκάρω. II αναπαρασταίνω. II μτφ. αναγεννώ, αναζωογονώ. 2 αντικατασταίνω με νέο· - ре- репертуар ανανεώνω το ρεπερτόριο. 3 ντύνω, φορώ για πρώτη φορά, εγκαινιάζω" ~ пальто πρωτοφορώ το πανωφόρι" - ЛЫЖИ εγκαινιάζω τα σκι. II -СЯ ανανεώνομαι, ανακαινίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обновка, -И θ. το καινούριο, το νέο (συ- (συνήθως για ενδύματα, υποδήματα). Обновление, -Я ουδ. ανανέωση, ανακαίνιση· φρεσκάρισμα. II αναγέννηση, αναζωογόνηση. ОбНОВЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОбНОВЙТЬ(СЯ). ОбНОЖКа, -И θ. 1 το νέκταρ που μεταφέρουν οι μέλισσες με τα πισινά πόδια. 2 το μαλλί απο τα πόδια των προβάτων (κατώτερης ποιό- ποιότητας). ОбНОС, -а α. 1 περίφραξη, περιτοίχιση. 2 κακολογία, δυσφήμηση· διαβολή. ОбНОСЙТЬ1, -ошу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обношенный, βρ: ~шен,~а,~ο ρ.σ.μ.(απλ,) 1 φορώ (για να στρώσει)· - НОВЫЙ КОСТКМ φο- φορώ το καινούριο κοστούμι για να στρώσει. 2 φθείρω, τρίβω, σώνω, λιώνω (με τη χρήση)· κου- κουρελιάζω. Ч -СЯ 1 κουρελιάζω" я весь -лея όλα μου τα ρούχα κουρέλιασαν· пальто -ЛОСЬ το πανωφόρι τρίφτηκε (κουρέλιασε). 2 στρώνω, έρχομαι, κάθομαι καλά στο σώμα ( με τη συνεχή χρήση) . обносить2, -ошу, -осишь р.δ. βλ. обнести.И -СЯ περιφράζομαι, περιτοιχίζομαι. ОбНОСОК, -ска α. φορεμένο ρούχο, υπόδημα. НОСИТЬ чужие -И φορώ ξένα (φορεμένα) ρούχα. Обнюхать р.σ.μ. περιοσφραίνομαι. II -СЯ αλ- ληλοοσφραίνομαι, αλληλομυρίζω. обнюхивать(ся) р.δ. βλ. обнюхать(ся). обнять, обниму, обнимешь κ. обойму, обой- обоймёшь κ. (παλ. κ. απλ.) обныму, обнимешь, παρλθ. χρ. ОбНЯЛ, -ла, ~ЛО, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. ОбНЯШЫЙ, 0р: -НЯТ, ~έ, -Ο ρ.σ.μ.1 αγκα- αγκαλιάζω· - др^га αγκαλιάζω το φίλο" ОН ОбНЯЛ её И поцеловал αυτός την αγκάλιασε και τη φίλησε· крепко - σφιχταγκαλιάζω. II περιφέ- περιφέρω, ρίχνω παντού (βλέμμα, ματιά κ.τ.τ.). 2 μτφ. περικλείνω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω (για φλόγες, σκοτάδι κ.τ.τ.). II κατέχω, κυ- κυριεύω, καταλαβαίνω (για αισθήματα)· страх Обнял всех присуствуюших φόβος κυρίευσε ό- όλους τους παρευρισκόμενους. 3 μτφ. περςλα- βαίνω, εναγκαλιάζω. II -СЯ εναγκαλίζομαι, α- αγκαλιάζομαι. Обо πρόθεση" χρησιμοποιείται αντί του ,,Ο", „Об" βλ. Οι Обо... πρόθεμα" χρησιμοποιείται αντί του Ο... κ. Об... α) μπροστά απο λέξη που αρχί- αρχίζει απο Й: О6ОЙТЙ. β) μπροστά απο δύο ή περισσότερα σύμφωνα: оборвать, обогнать,обо- обогнать,ободрать, γ) πριν απο σύμφωνο που ακολουθεί ь: обобью, оболью, обольстить, βλ. λ. обобрать, оберу, оберёшь; παρλθ. обобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обобранный, βρ: -ран, -а, -о κ. -а, -о ρ.σ.μ. 1 (απλ.) μαζεύω, περισυλλέγω εντελώς* - огурцы .с грЯДКИ μαζεύω όλα τα αγγουράκια απο τη βρα- γιά· - посуду СО СТО.ГЙ μαζεύω (παίρνω) όλα τα πιατικά απο το τραπέζι. 2 ξετινάζω, απο- απογυμνώνω, κατατρώγω (τα χρήματα, την περιου- περιουσία κλπ. κάποιου). И -СЯ (μόνο με το αρνη- αρνητικό μόριο не)· не - α) δε γλυτώνω, δεν ξε- ξεφεύγω, β) δε μετριέται (λόγω πληθώρας). обобщать(ся) р.δ. βλ. обобщйть(ся). Обобщение, -Я ουδ. γενίκευση, καθολίκευση, επέκταση' - Опыта новаторов γενίκευση της πείρας καινοτόμων· делать - γενικεύω. Обобщённый επ. απο μτχ. γενικευμένος, γε- γενικού χαρακτήρα. ОбОбЩеСТВЙТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обобществлённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. κοινωνικοποιώ. II -СЯ κοινωνικοποιού- κοινωνικοποιούμαι.. Обобществление, -Я ουδ. κοινωνικοποίη- κοινωνικοποίηση" - средств производства κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. обобществлять(ся) р.δ. βλ. обобществить- обобществиться). ОбОбЩЙТЬ, -шу, ЩЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обобщённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ.
обо 767 обо γενικεύω, καθολικεύω· επεκτείνω* - опыт пе- передовых предприятий γενικεύω την πείρα των πρωτοπόρων επιχειρήσεων - единичное явление γενικεύω μεμονωμένο φαινόμενο· - частный случай γενικεύω μοναδική περί- περίπτωση. II -СЯ γενικεύομαι, καθολικεύομαι· ε- επεκτείνομαι . Обовшиветь, -ею, -еешь ρ.σ. καταψειριάζω. Обогатитель, ~Я α. 1 (παλ.) πλουτοδότης. 2 εργάτης εμπλουτιστής μετάλλων. 3 εμπλούτι- σμα (ουσία). Обогатительный επ. εμπλουτιστικός. обогатить, -ащу, -атйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обогащенный, βρ: -щён, -щена, -щено" р. σ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) πλουτίζω, κάνω κά- κάποιον πλούσιο· ваши сто рублей меня не ~ят τα δικά σας εκατό ρούβλια δε θα με κάνουν πλούσιο* - библиотеку πλουτίζω τη βιβλιο- βιβλιοθήκη" - СВОЙ знания πλουτίζω τις γνώσεις μου. 2 εμπλουτίζω (μέταλλο, έδαφος κ.τ.τ.). II -СЯ 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) πλουτίζω. 2 εμπλου- εμπλουτίζομαι. Обогащаемость, ~И θ. εμπλουτισμός. обогащать(ся) р.δ. βλ. обогатйть(ся). Обогащение, -Я ουδ. 1 πλούτισμα, θησαύρι- θησαύρισμα. 2 εμπλουτισμός. обогнать, обгоню, обгонишь, παρλθ. χρ. обо- обогнал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обо- обогнанный, βρ: -нан, -а, -Ο ρ.σ.μ. (ξε)περνώ, προσπερνώ· - ΚΟΙΌ на бегу ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο. II μτφ. υπερέχω, υπερβάλλω. Обогнуть, -ну, -нёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обогнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ. 1 περνώ, βάζω γύρω κάμπτοντας· - Обруч вокруг бочки περνώ στεφάνι στο βαρέλι. 2 παρακάμπτω' МЫС, остров παρακάμπτω το ακρωτήριο, το νησί. Обоготворение, -Я ουδ. θεοποίηση, αποθέω- αποθέωση· - СИЛ природы θεοποίηση των δυνάμεων της φύσης. ОбОГОТВОрЙТЬ, -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обоготворённый, βρ: -рён, -рена, -ренсЗ; ρ.σ.μ. θεοποιώ, αποθεώνω. обоготворять р.δ. βλ. обоготворить. II -ся θεοποιούμαι, αποθεώνομαι. ОбОГрёв, -а α. θέρμανση, ζέσταμα. обогревание, -я ουδ. βλ. обогрев. Обогреватель, -Я α. θερμαντήρας. Обогревательный επ. θερμαντικός. обогревать(ся) р.δ. βλ. обогрёть(ся). Обогреть, -ею, ~ёешь р.σ.μ. θερμαίνω, ζε- ζεσταίνω· - КОРЛНату ζεσταίνω το δωμάτιο· ~ру- КИ ζεσταίνω τα χέρια. II -СЯ θερμαίνομαι, ζε- ζεσταίνομαι· КОМКата -лась το δωμάτιο ζεστάθηκε. ОбОД, ~а, πλθ. ОбОДЬЯ, -ьев α. 1 στεφάνι τροχού, σώστρο. 2 αντικείμενο κυκλικού ή ωοειδούς σχήματος. ОбОДНЯТЬ, -яет απρόσ. φέγγω, ξημερώνω. II -СЯ (παλ.) φέγγω, ξημερώνω. ОбОДОК, -дка α. μικρό σώστρο. II γύρος, κράσπεδο. ОбОДОЧНЫЙ επ. στεφανώδης. II εκ φρ. -ЭЯ КИ- шка το κόλο. ободранец, -нца α., -ка, -и θ. κουρελής, ρακένδυτος. Ободранный επ. απο μτχ. ξεσχισμένος, ρα- ρακένδυτος, κουρελιάρης, -ρικος. ободрать, обдеру, обдерёшь, παρλθ. χρ. обо- ободрал, -ла, -Ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06E- дранный, βρ: -ран, -а, -о ρ.σ.μ. ι ξεφλου- ξεφλουδίζω απο παντού" γδέρνω, εκδέρω* - дерево ξεφλουδίζω το δέντρο· - колу γδέρνω, αφαιρώ το δέρμα. II απολεπίζω, εκλεπίζω. II γρατσου- νίζω. 2 ξεσχίζω, κουρελιάζω· - пальто ξε- ξεσχίζω το πανωφόρι. 3 μτφ. βλ. Обобрать B σημ.). II -СЯ ξεφλουδίζομαι, γδέρνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Ободрение, -Я ουδ. ενθάρρυνση, εμψύχωση, εγκαρδίωση, γκάρδιωμα· ζωογόνηση. ободрительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός, εγκαρδιωτικός, ζωογόνος, -νικός· θερμαντικός. ОбОДрЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОбО- дрённый, βρ: -рён, -ренй, -рено и. ободрен- ободренный, βρ: -рен, -а, -О ενθαρρύνω, εμψυχώνω, ζωογονώ, θερμαίνω, δίν<ύ κουράγιο. II -СЯ εν- ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι, (ε)γκαρδιώνομαι. ободрять(ся) р.δ. βλ. ободрйть(ся). Ободряющий επ. απο μτχ. βλ.Ободрительный. обоего, обоему, обоим, об оббем (ονομ.κ. αιτ. δεν έχει)·(παλ.) και των δυό, και του ενός και του άλλου· лица Обоего пола πρόσω- πρόσωπα και των δυό φύλων (άντρες και γυναίκες). Обоеполый επ. αρσενικοθήλυκος, αρρενοθή- λυς, ερμαφρόδιτος. обоесторонний, -яя, -ее επ. (παλ.) βλ. двухсторонний. ■ ОбОЯННИе, -Я ουδ. λατρεία, στοργή, αγάπη τρανή. Обожатель, -Я α., -ница, -ы θ. λάτρης, θαυ- θαυμαστής . обожать р.δ.μ. 1 (παλ.) βλ. обожествлять. 2 πολυαγαπώ, υπεραγαπώ, λατρεύω. 3 αρέσκο- αρέσκομαι πολύ· он -ает фрукты του αρέσουν πολύ τα φρούτα. II -СЯ θεοποιούμαι. обождать, -жду, -ждёшь, παρλθ. χρ..обождал, -ла, -ЛО р.σ. περιμένω" αναμένω' - нёсколь- ΚΟ МИЩГТ περιμένω μερικά λεπτά. ОбОЖеСТВЙТЬ, -ВЛЮ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обожествлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. θεοποιώ* - СИЛЫ природы θεοποιώ τις δυνάμεις της φύσης. Обожествление, -Я ουδ. θεοποίηση.
обо 768 обо ОбОЖеСТВЛЙТЬ р.6. θεοποιώ. II -СЯ θεοποι- θεοποιούμαι, . ОбОЯр&ГЬ, -жру, -жрёшь, παρλθ. χρ. ОбО- Щ)ёл, ~ла, -ЛО р.σ.μ. (απλ.) κατατρώγω, κα- καταβροχθίζω. II -СЯ κατατρώγω, καταβροχθίζω. 0603, -а α. 1 αμαζοπομπή· εφοδιοπομπή. 2 (στρατ.) όρχος. II εκφρ. тянуться (плестись» бЫТЬ) В -е ακολουθώ την ουρά της φάλαγγας (είμαι τελευταίος). обозвать, обзову, обзовёшь, παρλθ. χρ. обо- обозвал, ~лА, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обб- званный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) ονοματίζω, ονομάζω, καλώ, λέγω· она ~ла его агельчиком αυτή το έλεγε αγγελούδι. 2 πε- ριβρίζω, καθυβρίζω, περιλούζω. ОбОЗЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обозлённый, βρ: -лён,-лена, -ленб р.σ.μ. ε- εξοργίζω, εξαγριώνω, θυμώνω, αψώνω, φουρκίζω. И -СЯ εξοργίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. обознаваться, -наюсь, -наешься р.δ. βλ. обознаться. обознаться, -наюсь, -наешься р.σ. κάνω λά- λάθος στην αναγνώριση, εκλαμβάνω κάποιον αντί άλλου. Обозначать р.6.μ. 1 βλ. Обозначить. 2 ση- σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω" μαρτυρώ. II -СЯ βλ. обозначиться. Обозначение, -Я ουδ. (επι)σήμανση, σημεί- σημείωση, σημάδεμα* σημείο, σημάδι· условные -Я συνθηματικά σημεία. Обозначить, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. 1 (επιση- (επισημαίνω, σημειώνω, σημαδεύω· - реки на карте σημειώνω τα ποτάμια στο χάρτη. 2 δηλώνω, δείχνω, φανερώνω" καθορίζω. 3 διακρίνω, ξε- ξεχωρίζω. II -СЯ διακρίνομαι, ξεχωρίζω, δια- διαγράφομαι. II γίνομαι αισθητός, φανερός, εκ- εκδηλώνομαι . ОбОЗНИК, ~а α. καραγωγέας, καροτσέρης, α- μαξηλάτης. II (παλ.) στρατιωτικός όρχου, α- μαξοπομπής, εφοδιοπομπής. 0603НЫЙ επ. του όρχου. II της ζεύξης* -ые изделия είδη ζεύξης. II ως ουσ. συνοδός α- μαξοπομπής, εφοδιοπομπής. обозревание, -я ουδ. βλ. обозрение. · обозреватель, -я α. σχολιαστής· - газеты σχολιαστής εφημερίδας· военный - στρατιωτι- στρατιωτικός σχολιαστής. обозревать р.δ. βλ. обозреть. II -ся κατο- πτεύομαι. Обозрение, -Я ουδ. 1 κατόπτευση, περίβλε- ψη, θέα, παρατήρηση. 2 βλ. Обзор Bσηα.). 3 επιθεώρηση (θεατρικό έργο). Обозреть, -зрю, -зрйшь р.σ.μ. (γραπ. λόγος)· 1 κατοπτεύω, περισκοπώ, περιβλέπω, περιορώ. 2 μτφ. ανασκοπώ, επισκοπώ, κάνω επισκόπιση, ανασκόπιση. ОбОЗрЙМЫЙ επ., βρ: -рЙМ, -а, -О (γραπ. λόγος) ορατός, θεατός. ОбОЗЧИК, -а α. αμαξάς εφοδιοπομπής. Обои? -ев πλθ. χαρτί επίστρωσης, τοιχό- χαρτο, χαρτοπέτασμα. ОбОИ? -их (απλ.) βλ. Оба. ОбОЙка, -И θ. τίναγμα, χτύπημα, ξεσκόνισμα. II εκκαθαριστική μηχανή. ОбОЙКИ, Обоек πλθ. αποκαθαρίδια, σκύβαλα. Обойма, -Ы, γεν. πλθ. обойм θ. 1 γεμι- γεμιστήρας φυσιγγίων. II η γεμισιά" δεσμίδα φυ- φυσιγγίων. 2 (τεχ.) στεφάνι τροχού, κράτυσμα. О60ЙНЫЙ επ. του τοιχόχαρτου" -ая фйбрика φάμπρικα κατασκευής τοιχόχαρτου. II του τα- πετσαρίσματος* -ая материя η ταπετσαρία·-ые ГВОЗДЫ καρφιά ταπετσαρίσματος. ОбОЙТЙ, ОбОЙДу, ОбОЙДёШЬ, παρλθ. χρ. ОбО- шёл, -шла, -шло, προστκ. Обойди, μτχ.παρλθ. χρ. Обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОбОЙ- дённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошёдши κ. Обойдя р.σ.μ. 1 γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. II (περικυκλώνω, πολιορκώ" - зверя περικυκλώνω το θηρίο. II (στρατ.) υ- περφαλαγγίζω. 2 παρακάμπτω, περνώ δίπλα. II μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. II μτφ. αφήνω στάσι- στάσιμο, δεν προβιβάζω. 3 περιέρχομαι, γυρίζω πα- παντού, τα φέρω όλα γύρω. II περιέρχομαι, έναν- έναν, περνώ με τη σειρά όλους. II διαδίδο- διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορών НОВОСТЬ ОбОШЛЙ Весь город η είδηση διαδόθηκε σ' όλη την πόλη. 4 (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερ- προσπερνώ, προηγούμαι· ОН обошёл эту трудность αυ- αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία. 5 (εξ)α- πατώ· его ОбОШЛЙ τον αξαπάτησαν. II -СЬ 1 φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι· - грубо συμπερι- φέρνομαι απότομα. 2 κοστίζω, στοιχίζω* Обед мне Обошёлся дорого το γεύμα μου κόστισε α- ακριβά. 3 τα βολεύω, τα Βγάζω πέρα* гру'дНО', НО как-НИбуДЬ Обойдусь είναι δύσκολα, ό- όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα. II τα καταφέρ- καταφέρνω" без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε. II αρκούμαι, περνώ, πορεύω. 4 (με την πρόθεση без) δεν περνώ, δεν κάνω, δε γί- γίνομαι· без ПИЩИ нельзя - χωρίς τροφή δεν κάνεις. 5 περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό· всё ОбОШЛОСЬ благополучно όλα πή- πήγαν καλά. 6 συν"θίζω, εξοικειώνομαι. 7 διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες)' γκαστρώνομαι. ОбОЙЩИК, -а α. ταπετσέρης. ОбОК επίρ. κ. πρόθεση* παραπλεύρως, παρά, παρά το πλευρό, πλάι. обокрасть, обкраду, обкрадёшь, παρλθ. χρ. Обокрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- краденный.κ. обокраденный, βρ: -ден, -а, -о ρ.σ.μ. κλέβω· -ЛИ соседей έκλεψαν τους γεί- γείτονες· -ЛИ кассу έκλεψαν το ταμείο.
обо 769 обо *об<5л, -а α. ο οβολός. оболванивать(ся) р.δ. βλ. оболванить(ся). Оболванить ρ.σ.μ. 1 χοντροπελεκώ, πελεκώ πρόχειρα. 2 (απλ.) κουρεύω σύρριζα. 3 (παλ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω. 4 (απλ.) ξεκουτιαί- νω, αποβλακώνω. II απατώ, γελώ" κοροϊδεύω. II -СЯ κουρεύομαι σύρριζα. оболгать, -лгу1, -лжёшь, -лгут, παρλθ. χρ. Оболгав, -ЛЙ, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обб- ЛГанныЙ, βρ: -ган, -а, -О р.σ.μ. δυσφημώ, α- δικοβγάζω, κατηγορώ ψευδώς, κακολογώ, συκο- συκοφαντώ. ОбОЛОНЬ, -И θ. 1 βλ. З^бОЛОНЬ. 2 (διαλκ.) κονταρόζυλο ή κούτσουρο ξεφλουδισμένο. ОбОЛEчка, -И θ. 1 περίβλημα, περικάλυμμα· - ПЛОДЙ η φλούδα του καρπού* - земли φλοι- φλοιός της γης" - пули το περίβλημα της βολί- βολίδας. 2 υμένας, χιτώνας* роГОВЙЯ - ГЛЙза κε- κερατοειδής χιτώνας του ματιού* сетчатая ГЛЙза αμφιβληστροειδής χιτώνας του ματιού* рйдузиая ~ глаза ίριδα του ματιού. II μτφ. όψη, εξωτερική μορφή. 3 η σφαίρα του αερο- αεροστάτου . Оболтус, -а α. (απλ.) κουτός, βλάκας* α- απολίτιστος· παχύδερμο. обольститель, -я α., -ница, ~ы θ. (παλ.) πλανευτής, -εύτρα, αποπλανητής,ξελογιαστής, -γιάστρα, γόης, -σσα, γητευτής, -εΰτρα. обольстительность, -и θ. βλ. обольщение. обольстительный επ., βρ: -лен, -льна, -о γοητευτικός, δελεαστικός, σαγηνευτικός, θελ- θελκτικός . ОбОЛЬСТЙТЬ, -ЛЫЦу, -ЛЬСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обольщённый, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. 1 δελεάζω, σαγηνεύω, γοητεύω, μαγεύω. 2 (παλ.) ξελογιάζω, αποπλανώ, ξεπλανεύω(για γυναίκες). II -СЯ δελεάζομαι, ξελογιάζομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. оболыиать(ся) р.δ, βλ. обольстйть(ся). Обольщение, -Я ουδ. 1 δελέασμα, γοήτευση, σαγήνευση, γοήτευση. 2 πειρασμός. обомлевать р.δ. βλ. обомлеть. обомлеть, -леи, -лёешь р.σ. 1 (παλ,) λι- λιποθυμώ, λιγοθυμώ, λιποψυχώ. 2 απολιθώνομαι, μαρμαρώνω, μένω κόκκαλο, ξερός. 3 μουδιάζω, μυρμηγκιάζω. Обомшелый επ. βρυώδης, βρυοσκεπής, μου- σκλοσκεπασμένος. ОбОМШёть, -ёет ρ.σ. σκεπάζομαι απο μούσκλα. Обоняние, -Я ουδ. όσφρηση· органы -Я όρ- όργανα της όσφρησης. Обонятельный επ. οσφρητικός, οσφραντικός· - нерв το νεύρο της όσφρησης. ОбОНЯТЬ р.δ.μ. οσφραίνομαι, μυρίζω. обопрев&гь ρ.δ. βλ. обопрёть. ОбОПрёть, -ёет ρ.σ. (απλ.) σαπίζω, σήπομαι. обора βλ. оборы. Оборачиваемость, -И θ. κυκλοφορία, δια- διακίνηση* - товаров κυκλοφορία εμπορευμάτων. Оборачивание, -Я ουδ. 1 στροφή, γύρισμα. 2 επιστροφή. II τροπή. 3 μεταμόρφωση. 4 κυ- κυκλοφορία, διακίνηση. оборачивать р.δ. βλ. оборотить, обернуть. II -ся βλ. оборотиться, обернуться. Оборванец, -НЦа α. κουρελής, ρακένδυτος. Оборванный επ. απο μτχ. ξεσχισμένος· -ая рубашка ξεσχισμένο πουκάμισο. II .κουρελής, -λιάρης, ρακένδυτος. II ξεκομμένος, ασύνδε- ασύνδετος, χωρίς ειρμό (αλληλουχία)* -ые МЫСЛИ α- ασύνδετες σκέψεις. оборвать, -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. обо- оборвал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 060- рванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 αποσπώ, κόβω* - лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας* - ЙбЛОКИ С ЙбЛОНИ κόβω τα μήλα απο τη μηλιά. II δρέπω, μαζεύω. 2 κόβω (δια- (διαχωρίζω)* - нитку, проволоку κόβω την κλω- κλωστή, το σύρμα* - рёмни κόβω τα λουριά.3 δι- διακόπτω απότομα, σταματώ" - песню διακόπτω το τραγούδι' - разговор κόβω την κουβέντα* - ПЬЯНСТВО κόβω το πιοτί. 4 μτφ. αποστομώ- νω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω. II εκφρ. уши - кому τραβώ τ' αυτιά κάποιου (τι- (τιμωρώ) . II -СЯ 1 κόβομαι, κόπτομαι" нитка -ЛОСЬ η κλωστή κόπηκε. 2 ξεκόβομαι, πέφτω. 3 μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα* разговор -ЛСЯ η κουβέντα σταμάτησε* ГОЛОС его -ЛСЯ η φω- νή-του κόπηκε. II αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι. 4 (για ενδύματα)· ξεσχίζομαι, φθείρομαι. II εκφρ. сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня κό- κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα). Оборвашка, -И α.κ.θ.κουρελής, ρακένδυτος. оборвыш, -а α. ι βλ. оборвашка. ?. (απλ.) βλ. ОбрЫВОК Aσημ.). Оборка? -И θ. γύρος φορέματος, ποδιάς κ. τ.τ., γιρλάντα, φαλμπαλάς. 060ρΚ3Σβλ. Оббры. ОбормОТ, ~а α., -ка, -И θ. (απλ.) άνθρω- άνθρωπος τιποτένιος, μηδαμινός, ευτελής· άχρηστος. оборона, ~ы θ. άμυνα· крепить -у страны ενισχύω την άμυνα της χώρας· перейти ОТ -Ы К нападению περνώ απο την άμυνα στην επί- επίθεση · прорвать вражескую -у σπάζω την άμυ- άμυνα του εχθρού, κάνω ρήγμα στην άμυνα του εχ- εχθρού1 противовоздушная - αντιαεροπορική ά- άμυνα, αεράμυνα· ЛИНИЯ -Ы αμυντική γραμμή, γραμμή άμυνας" упорная - σθεναρή άμυνα. Оборонец, -НЦа α. αμυνίτης, οπαδός της α- αμυντικής πολιτικής. Оборонительный επ. αμυντικός· -ая тактика
обо 770 обо αμυντική τακτική· - СОЮЗ αμυντική συμμαχία· -ые бой αμυντικές μάχες* занять ~ую ПОЗИЦИЮ πιάνω αμυντική θέση. Оборонить Ρ·σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.обо- χρ.оборонённый, βρ: -нён, -нена, -нено βλ. оборо- оборонять. II εκφρ. ~НЙ бог (боже) φύλαξε θεέ μου ή θεός φυλάξει. II -ся βλ. обороняться. Оборонный επ. αμυντικός' -ая мощь страны αμυντική ισχύς της χώρας. Обороноспособность, -И θ. αμυντική ικανό- ικανότητα. обороноспособный επ., βρ: -бен, -бна,~бно αμυντικής ικανότητας· -ое государство κρά- κράτος με αμυντική ισχύ (ικανότητα). Оборонческий επ· αμυντικός· -ая ПОЗИЦИЯ меньшивиков η αμυντική θέση των μενσεβίκων. ОбОрОНЧесТВО, -а ουδ. αμυντική πολιτική (των οππορτουνιστικών κομμάτων στον 1° πα- παγκόσμιο πόλεμο). Оборонять р.δ.μ. αμύνομαι για κάτι, υπε- υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω" - своё отечество υπερασπίζω την πατρίδα. II -СЯ αμύνομαι· - от враги αμύνομαι κατά του εχθρού. II προφυλάσ- προφυλάσσομαι· ~ ОТ ударов προφυλάσσομαι αποταχτυ- πήματα. оборот, -а α. 1 στροφή· количество ~ов в минуту о αριθμός των στροφών στο λετ.τό· колеса η στροφή του τροχού. II γύρισμα, α- αναστροφή· - пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα. 2 κύκλος· ~ Π0- левых культур о κύκλος των αγροτικών εργα- εργασιών (της αγροκαλλιέργειας). II κυκλοφορία· - капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου' пу- СТЙТЬ деньги В - βάζω το χρήμα σε κνκλοφο- ρία· ГОДОВОЙ - ετήσια κυκλοφορία. 3 χρήση, χρησιμοποίηση· Пустить СЛОВО В - βάζω σε χρή- χρήση καινούρια λέξη· ввести в научный - новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά. 4 στροφή" - реки στροφή του ποτα- ποταμού. II καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.). 5 τροπή· дело принимает дурной - η νπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά). 6 η α- ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά· - медали η άλλη όψη του νομίσματος (^ αντί- αντίθετη άποψη του ζητήματος). 7 έκφραστ*- рё- ЧИ έκφραση λόγου* неправильный - μπ σωστή (άστοχη) έκφραση. II εκφρ. брать (взять) в - συμμορφώνω, συνετίζω' σφίγγω τα λουρ-ά. Оборотень, -ТНЯ α. παγανό, καλικάντζαρος. оборотистость, -и θ. βλ. оборотливость. оборотистый επ., βρ: -тист, -а, -о βλ. оборотливый. ОбОрОТЙТЬ, -рочу, -рОТИШЬ, παθ. μτχ. -.αρλθ. χρ. обороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 στρίβω, γυρίζω, στρέφω. II τρέπω, οίνο τρο- τροπή, κατεύθυνση. 2 (για παραμύθια, μαγείες)' μεταμορφώνω* μετατρέπω, μεταβάλλω. II -СЯ 1 γυρίζω, στρίβω. 2 βλ. обратиться Cσημ.). 3 (στα παραμύθια,. μάγια κ.τ.τ.) μεταμορφώνο- νομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι. 4 κυκλο- κυκλοφορώ, κάνω ένα γύρο. ОборОТЛИВОСТЬ, -И θ. επιτηδειότητα, καπα- τσοσύνη. Оборотливый επ., βρ: -лив, -а, -О επιτή- επιτήδειος, καπάτσος, ικανός, καταφερτζής. Оборотность, -И θ. (τεχ.) ο αριθμός στρο- στροφών σε ορισμένο χρόνο. Оборотный επ. 1 κυκλοφορών ~ капитал το κυκλοφορόν κεφάλαιο" -ые средства τα κυκλο- κυκλοφορούντα μέσα. 2 της επιστροφής, επανακα- μπτικός. 3 αντίθετος, άλλος, πισινός" -ая сторона листа η άλλη πλευρά του φύλλου' -ВЯ сторона η ανάποδη (αντώνυμο της όρθας). II εκφρ. -ая сторона η αντίθετη πλευρά (η αντί- αντίθετη άποψη ζητήματος). Оборочка, -И θ. μικρός γύρος, γιρλαντίτσα, μικρός φαλμπαλάς. Оборудование, -Я ουδ. εξοπλισμός, εφοδια- εφοδιασμός με μέσα· εγκαταστάσεις. Оборудовать, -дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ.μ. εξο- εξοπλίζω, εφοδιάζω με μέσα· κάνω εγκαταστάσεις. II -СЯ εξοπλίζομαι, εφοδιάζομαι με μέσα. Оборчатый επ. που έχει γύρο, γιρλάντα. Оборы, Обор πλθ. (ενκ. Обора, ~ы θ.) διαλκ. κορδόνια χωριάτικων παπουτ*σιών. ОбОрыШ, ~а α. (απλ.) διαλεγούρια, απομει- απομεινάρια. обосйбливать(ся) ρ.δ. βλ. обосо'бить(ся). обоснование, -я ουδ. στήριξη, θεμελίωση, εδραίωση" αιτιολόγηση. Обоснованно επίρ. βασισμένα, στηριγμένα, θεμ|λιωμένα. обоснованность, -и θ. βλ. обоснование. Обоснованный επ. απο μτχ. θεμελιωμένος, βασισμένος, στηριγμένος· αιτιολογημένος. Обосновать, -ную, -нуёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обоснованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω, εδραιώνω" αιτι- αιτιολογώ. II -СЯ εγκατασταίνομαι, εδραιώνομαι· армейский отряд -лея в селе το στρατιωτικό τμήμα εγκαταστάθηκε στο χωριό. обосновывать р.δ. βλ. обосновать. II -ся 1 βασίζομαι, στηρίζομαι. 2 βλ. обосноваться. ОбОСОбИТЬ, -бЛЮ, -бИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обособленный, βρ: -лен. -а, -о р.σ.μ. 1 χωρίζω, ξεχωρίζω" απομονώνω. 2 (γραμμ.) χω- χωρίζω με κόμμα. II -СЯ (ζε)χωρίζομαι · απομο- απομονώνομαι. II κλείνομαι στον εαυτό μου, στο κα- καβούκι μου, αποξενώνομαι. Обособление, -Я ουδ. (ξε)χώρισμα, απομό- απομόνωση· - некоторых Областей απομόνωση μερι- μερικών περιοχών. II (γραμμ.) χώρισμα με κόμμα·
обо 771 обр - второстепенных членов предложения χωρι- χωρισμός (με κόμματα) των δευτερευόντων μελών της πρότασης. Обособленно επίρ. απομονωμένα, κατά μό- νας, κατ' ιδίαν. Обособленность, ~И θ. (ξε)χώρισμα, απομό- νωση национальная - εθνική απομόνωση. Обособленный επ. απο μτχ. 1 απομονωμένος, ξεμοναχιασμέ.νος· μόνος, μοναχικός. II ξεκομ- ξεκομμένος, αποσυρμένος, κλειστός. 2 (γραμμ.)" χωριστός, -σμένος* -ое определение χωρισμέ- χωρισμένος προσδιορισμός (με κόμματα). ОбОСОбЛЙТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОбОСОбИТЬ(СЯ). Обострение, -Я ουδ. όξυνση, επιδείνωση, χειροτέρευση· ένταση· - болезни επιδείνωση της ασθένειας· - положения όξυνση της κατά- κατάστασης· - СПОра όξυνση της συζήτησης·-КЛас- СОВЫХ Противоречий όξυνση των ταξικών αντι- αντιθέσεων - В отношениях ένταση στις σχέσεις. Обострённый επ. απο μτχ. 1 αιχμηρός, μυ- μυτερός. 2 οξύς, έντονος, ισχυρός" ~ слух ο- οξεία ακοή. 3 οξυμένος· εχθρικός" -ые ОТНО- шёния οξυμένες σχέσεις. Обострить, -рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обострённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) οξύνω, εντείνω* зрение οξύνω την όραση. II επιδεινώνω, χει- χειροτερεύω, εκτραχύνω· - противоречия οξύνω •τις αντιθέσεις' - разногласия οξύνω τις δι- διαφωνίες· - отношения εκτραχύνω τις σχέσεις. И -СЯ 1 οξύνομαι, γίνομαι αιχμηρός. 2 οξύ- οξύνομαι, γίνομαι πιο ισχυρός, πιο έντονος· 3ρέ- НИе -ЛОСЬ η όραση οξύνθηκε. II επιδεινώνομαι, χειροτερεύω' εκτραχύνομαι" положение -ЛОСЬ ДО краЙНОСТИ η κατάσταση επιδεινώθηκε στο έ- έπακρο· болезнь -лась η άρρωστεια χειροτέρε- χειροτέρεψε* отношения -ЛИСЬ οι σχέσεις οξύνθηκαν. обострять ся) р.δ. βλ. обострйть(ся). ОбОЧИНа, -Ы θ. η πλευρά του δρόμου ή άλ- άλλου πράγματος. ф ОбОЧНЫЙ επ. (διαλκ.). πλευρικός. ОбОЮДНО επίρ. αμοιβαία, και τα δυό μέρη· εκατέρωθεν, συναλλήλως. ОбОКЩНОСТЬ, -И θ. αμοιβαιότητα. обоюдный επ., βρ: ~ден, -дна, -дна 1 (παλ.) αμφίπλευρος· - меч αμφίστομο (δίκοπο) ξίφος. 2 αμοιβαίος, συνάλληλος· -ЭЯ ЛЮбОВЬ αμοι- αμοιβαία αγάπη· -ЭЯ пальба αλληλοπυροβολισμοί, обоюдоострый επ., βρ: -остр, -а, -о. 1 αμφίστομος, δίκοπος· - меч δίκοπο ξίφος. 2 μτφ. δίκοπο μαχαίρι (εξ ίσου επικίδυνο). обоюдосторонний, -яя, -ее επ. διμερής, δί- πλευρος* -ее Соглашение διμερής συμφωνία. обравотываемость, -и θ. обработка. обрабатывание, -я ουδ. βλ. обработка. обрабатывать ся) ρ.δ. βλ. обработать ся). Обрабатывающий μτχ. ενστ. επεξεργάζων, κα- κατεργάζων. Обработать р.σ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) επε- επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω· ~ дета'ль δουλεύω το εξάρτημα· - кожу αργάζω το δέρμα· - КИСЛОТОЙ επεξεργάζομαι με οξύ· - статью δουλεύω το άρθρο. II καθαρίζω· - ра'ну καθα- καθαρίζω την πληγή. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) καλλι-. εργώ* - землю καλλιεργώ τη γη· - СВОЙ СТИЛЬ καλλιεργώ το δικό μου στυλ. 3 μτφ. δουλεύω, κάνω του χεριού μου, καταφέρνω. 4· μτφ. (απλ.) ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, μπαγλαρώνω. Η-СЯ ε- επεξεργάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обработка, -И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) επεξερ- επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα. II προετοιμασία. II (κυρλξ. κ. μτφ.) καλλιέργεια. II εκφρ. брать (взять) на -у βλ. обработать Cσημ.). обравнивать(ся) р.δ. βλ. обравнять(ся). Обрадованный επ. απο μτχ. χαρωπός, χαρού- χαρούμενος, εύχαρος· πρόσχαρος. Обрадовать, -ДУЮ, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрадованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. χαροποιώ, καλοκαρδίζω, γεμίζω χαρά. II -СЯ χαίρομαι, είμαι όλος χαρά. Образ1, -а α. 1 μορφή, εικόνα, όψη" είδος, σχήμα. II παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα. 2 απεικόνιση· ~ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου. 3 (уА έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας. 4 τρόπος" - ЖИЗНИ τρόπος ζωής* - Правления μορφή δι- διοίκησης· ~ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέ- σκέπτεσθαι· - действия τρόπος ενέργειας (δρά- (δράσης). 5 σε οργ. πτ. με επ. ή αντων. χρησι- χρησιμοποιείται σαν επίρ. με τη σημασία απο το επίθετο): коренным -ом ριζικά· насильствен- насильственным -ОМ δυναμικά· главным -ОМ κυρίως, βα- βασικά, προ πάντων, κατ' εξοχήν НИКОИМ -ом με κανένα τρόπο· равным -ом εξ ίσου· некото- некоторым -ОМ ως ένα βαθμό" тем ИЛИ ИНЫМ -ОМ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο" следующим -ОМ με τον ακόλουθο τρόπο· каким -ом? με τι τρόπο; πως; наилучшим -ОМ κατά τον καλύτερο τρόπο" надлежащим -ОМ όπως χρειάζεται, δεόντως" та- КЙм -ОМ μ' αυτόν τον τρόπο, κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι" иным -ОМ κατ' άλλον τρόπο. II εκφρ. В ~е εν είδη, ως, σαν· ПО -у И ПОДО- бИЮ κατ' εικόνα και ομοίωση" утратить (Π0- терять) человеческий - χάνω την ανθρώπινη μορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι). Образ* -а, πλθ. ~а α. (εκκλσ.) εικόνα, ει- εικόνισμα" - богородицы εικόνα της Θεοτόκου. Образец, -зца α. 1 υπόδειγμα, δείγμα· -Ы ПОЧВЫ δείγματα εδάφους (γης, χώματος)" -Ы НОВЫХ изделий υποδείγματα (μοντέλα) νέων α- αντικειμένων. 2 παράδειγμα, τύπος, πρότυ- πρότυπο (κεντήματος)" ξόμπλι (υποδηματοποιών, ρα-
обр 772 обр φτών)■ αχνάρι, πατρόν. 3 υπόδειγμα, παρά- παράδειγμα· ВЗЯТЬ КОГО за - παίρνω κάποιον για παράδειγμα' ставить КОГО В - Другим αναφέ- αναφέρω κάποιον σαν παράδειγμα για άλλους· ~ ИС- куССТВа υπόδειγμα Τέχνης (αριστούργημα)· - КВИТАНЦИИ υπόδειγμα απόδειξης· служить -ОМ χρησιμεύω για παράδειγμα. II μορφή, σχήμα, πα- παράσταση . Образина, -Ы θ. (απλ.) σκιάχτρο, μούμια, μορμολΰκειο, ασχημάνθρωπος. Образной επ. (εκκλσ.) της εικόνας. II ουσ. ~ая εικονοστάσιο. Образность, -И θ. παράσταση με τύπους. Образный επ. 1 τυπικός, με τύπους παρου- παρουσιαζόμενος ή εκφραζόμενος. 2 παραστατικός, ζωντανός" με παραδείγματα. Образование1, ~Я ουδ. σχηματισμός· διαμόρ- διαμόρφωση· δημιουργία, συγκρότηση· ~ горных Π0- рОД σχηματισμός των πετρωμάτων - Государ- Государства δημιουργία του κράτους. Образование? -Я ουδ. μόρφωση· εκπαίδευση, παιδεία· начальное - στοιχειώδης εκπαίδευ- εκπαίδευση· среднее - μέση εκπαίδευση· высшее - ανώτ τερη εκπαίδευση· право на - δικαίωμα μόρφω- μόρφωσης" дать (давать) - δίνω μόρφωση, μορφώνω' специальное - ειδική μόρφωση. Образованность, -И θ. μόρφωση, εκπαίδευση. Образованный επ. απο μτχ. μορφωμένος εγ- εγγράμματος, γραμματισμένος, σπουδασμένος, πε- πεπαιδευμένος. II φωτισμένος, αναπτυγμένος. Образователь? -Я α. δημιουργός, ιδρυτής. ООраЗОВатель- -Я α. (παλ.) ανατροπέας, παι- παιδαγωγός · δάσκαλος. Образовательный1 επ. δημιουργός, -γικός. Образовательный2επ. μορφωτικός, εκπαιδευ- εκπαιδευτικός. II εκφρ. - Ценз η απαραίτητη μόρφωση (γνώσεις). образовать1, -зую, -зуешь, μτχ. ενστ. об- образующий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. образован- образованный, βρ: -ван, ~а, -О р.δ.κ.σ.μ. σχηματίζω, διαμορφώνω, κάνω' три ЛИНИИ -уют треуГОЛЬ- НИК τρεις γραμμές κάνουν τρίγωνο· дорога -ует Полукруг о δρόμος κάνει ημικύκλιο. II ιδρύω, δημιουργώ, συγκροτώ, φτιάχνω' ■* КО- КОМИССИЮ συγκροτώ επιτροπή· - драмкру.тЮК ι- ιδρύω δραματικό όμιλο. II αποτελώ. II -СЯ 1 ι- ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 τακτοποιούμαι. Образовать2 ρ. δ. κ. σ. (παλ.) μορφώνω. II τε- τελειοποιώ. II -СЯ μορφώνομαι, εκπαιδεύομαι. образовыватьсяI р.δ. βλ. образовать сяI. образовыватьсяJ ρ.δ. βλ. образоватьсяJ. Образок, -зка α. εικονίτσα, -ισματάκι. Образумить, -млю, -мишь р.σ.μ. συνετίζω, σωφρωνίζω, βάζω μυαλό, διορθώνω. II -СЯ λο- γικεύομαι, Ράνω μυαλό, σώφρωνίζομαι, συνε- συνετίζομαι. II (παλ.) συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου. образумливать ся) ρ. δ. βλ. образумить ся). образующий 1 μτχ. ενστ. του р. образо- образовать1. 2 ως ουσ. θ. -ая, -ей (γεωμ.) γενέ- γενέτειρα. II εκφρ. -ая ЛИНИЯ βλ. '2 σημ. Образцово επίρ. υποδειγματικά. Образцовый επ. υποδειγματικός, παραδειγ- παραδειγματικός· - порядок υποδειγματική τάξη· -ое поведение υποδειγματική διαγωγή. II πρότυπο. Образчик, ~а α. 1 πρότυπο. II δείγμα (κομ- (κομματάκι υφάσματος)· купить сукнй ПО этому -у αγοράζω τσόχα με αυτό το δείγμα. II μτφ. υ- υπόδειγμα, παράδειγμα. обрамить, -млю (-млю), -мишь (-мйшь) ρ.σ. μ. 1 Обрамить πλαισιώνω, κορνιζάρω. 2 Обра- МЙТЬ περιβάλλω, περιστοιχίζω. Обрамление, -Я ουδ. 1 πλαισίωση, κορνιζά- ρισμα. 2 περιβολή, περιστοίχιση. Обрамлять ρ.δ. βλ. Обрамить. II -СЯ 1 πλαι- πλαισιώνομαι. 2 περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι. Обрастание, -Я ουδ. κάλυψη επιφάνειας (με φυτά, μαλλιά κ.τ.τ.). II κτήση, απόκτηση.· обрастать р.δ. βλ. обрасти. обрасти, -расту, -растёшь, παρλθ. χρ. об- оброс, -ЛЙ, -ЛО, μτχ. παρλθ. ОбрОСШИЙ р.σ. 1 καλύπτομαι, σκεπάζομαι (απο φυτά)· местность -ла цинаром η τοποθεσία σκεπάστηκε απο πλατάνια· скалй -ла МХОМ о βράχος σκεπάστη- σκεπάστηκε απο μούσκλα' - жиром σκεπάζομαι απο λί- λίπος (πάχη)· - бородой γεμίζω γένεια·,- ΒΟ- лосёми γεμίζω μαλλιά. 2 περιβάλλομαι, γεμί- γεμίζω, πληθαίνω· местности -ли постройками οι οι τοποθεσίες γέμισαν οικοδομές. Обрат, -а α. γάλα αποβουτυρωμένο. Обратимость, -И θ. μετατροπή, μεταβολή, μεταλλαγή, μεταποίηση. обратимый επ., βρ: -ТЙм, -а, -О μεταβλη- μεταβλητός, μετατρεπτικός· μεταμορφωτικός. Обратить, -ашу, -атЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щенб р.σ. μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.)· στρέφω, γυρίζω, κα- κατευθύνω· -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσω- πρόσωπο σας προς εμένα· - спину К кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον" - ВЗГЛЯД ИЛИ взор К кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον· - оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού. II αλλάζω, μεταφέρω" - разговор К другому Предмету γυρίζω την κου- κουβέντα αλλού. II τραβώ, προσελκύω" - на себя ЧЬИ-ЛИОо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου. 2 μετατρέπω, μεταπείθω" κάνω" ~ В СВОИХ СТО- СТОРОННИКОВ κάνω (κάποιον) οπ,αόό μας· - В ка- .кую-Н. веру κάνω κάποιον να αλλαζοπιστήσει. 3 μετατρέπω, μεταβάλλω" μεταποιώ· - газ В ЖИДКОСТЬ μετατρέπω το αέριο σε υγρό" - ΓΟ- род В пёпель κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέ-
обр 773 обр φω ολοσχερώς) . II τρέπω· - В бегство τρέπω σε φυγή· - своё имущество В деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα. 4 χρησιμοποιώ επωφελούμαι· - В СВОЮ пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων. II εκφρ. В шутку, В смех το γυρίζω στ' αστείο, στο γέλιο. II -СЯ 1 στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω· - ЛИЦОМ К свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως· - ВСПЯТЬ πισωγυρίζω. II κατευθύνομαι, καρ- καρφώνομαι- καθηλώνομαι· Глазе, присутствующих -ЛИСЬ на неё τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν. II καταγίνομαι, αφοσι- αφοσιώνομαι, ασχολούμαι" ανατρέχω· - К изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων. 2 μετατρέπομαι, με- μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι· ОН -лея В скё- птика αυτός έγινε σκεπτικιστής. II περιφέρο- περιφέρομαι. 3 απευθύνομαι, αποτείνομαι' ζητώ· ~ За ПОМОЩЬ К соседу ζητώ βοήθεια απο το γείτονα· ОН не знает кому ~ αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί. 4 οξύνω, εντείνω" - В слух εί- είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή· - Β 3ρέ- НИе εντείνω την όραση. II τρέπομαι* ~ В бёг- СТВО τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι. Обратно επίρ. αντίστροφα, αντίθετα; ανα δρομικά· повернуть - γυρίζω πίσω" течь αναρρέω, παλιρροώ" - пропорциональный αντι- αντιστρόφως ανάλογα. II πίσω, προς τα πίσω· ИД- ИДТИ - πηγαίνω πίσω (επιστρέφω)· ВЗЯТЬ (полу- ЧЙТЬ) - παίρνω πίσω. II πάλι ξανά· пришёл и - ушёл ήρθε και ξανά έφυγε. Обратный επ. αντίστροφος, αντίθετος· της επιστροφής, της επανόδου· - путь επάνοδος, επιστροφή· на -ом пути στην επάνοδο, στην ε- επιστροφή, στο γύρισμα" В -ОМ направлении σε αντίθετη κατεύθυνση· -ое движение ВОДЫ πα- παλίρροια· -ое движение αντίθετη κίνηση·- ход αντίθετη φορά' -ая сторона η αντί θετή (η άλ- άλλη) πλευρά, η ανάποδη· -ая пропорциональ- НОСТЬ αντίστροφη αναλογία. II εκφρ. - адрес η διεύθυνση του αποστολέα· - билет εισιτή- εισιτήριο με επιστροφή (αλερετούρ)· -ая СЙла за- КОНа αναδρομική ισχύς του νόμου. обращать р.δ. βλ. обратить. II ~ся ι βλ. Обратиться. 2 περιστρέφομαι, κινούμαι περί, γύρω· земля -ется вокруг солнца η γη κι- κινείται περί τον ήλιο. 3 κυκλοφορώ" είμαι, βρίσκομαι σε κυκλοφορία. 4 (συμπεριφέρομαι: он хорошо -ется с подчинёнными αυτός καλά συμπεριφέρεται προς τους υφιστάμενους, 5 χρη- χρησιμοποιώ, δουλεύω·'уметь ~ с инструментом ξέρω (μπορώ) να χρησιμοποιώ το εργαλείο. 6 καταγίνομαι, ασχολούμαι. 7 κυκλοφορώ, μπαί- μπαίνω σε κυκλοφορία. Обращение, -Я ουδ. 1 στροφή, γύρισμα' κα- κατεύθυνση. 2 μεταβολή, μετατροπή· - дробей В десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδι- δεκαδικούς. II μεταποίηση· αλλαγή. 3 κυκλοφορία (ε- (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)· пустить В - θέτω σε κυκλοφορία· ИЗЪЯТЬ ИЗ -Я βγάζω απο την κυκλοφορία. 4 αφοσίωση, επίδοση· ~ к науке αφοσίωση στην επιστήμη. 5 αλλαξοπι- αλλαξοπιστία· - В христианство εκχριστιανισμός. 6 τροπή* - В бегство τροπή σε φυγή, κατατρό- κατατρόπωση. 7 χρησιμοποίηση (προς όφελος). 8 συ- συμπεριφορά, φέρσιμο· μεταχείριση· хорошее ~ καλή συμπεριφορά· жестокое - κακομεταχεί- κακομεταχείριση. 9 έκκληση, πρόσκληση· επίκληση· ~ Со- Совета мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης. 10 (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση}. Обревизовать, -Зую, -ЗуеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обревизованный, βρ: -ван, ~а, -о'р.σ.μ. ελέγχω, κάνω έλεγχο, επιθεωρώ. Обрёз, -а α. 1 κόψη, άκρη· παρυφή. 2 του- τουφέκι κοντεμένο (με κοντεμένη κάνη). II εκφρ. Β - με ακρίβεια μετρημένος ή υπολογισμένος. Обрезание, ~Я ουδ. περιτομή, αποκοπή της ακροβυστίας. Обрезание, -Я ουδ. περικοπή, περιτομή· κο- κοπή, κόψιμο· ακροτομία, ζάκρισμα. Обрезать, -ёжу, -ёжешь ρ.σ.μ. 1 (περί)κό- (περί)κόβω, (περι)τέμνω· ξακρίζω, ακροτομώ' - НОГТИ κόβω τα νύχια* - МЯСО С костей ξεψαχνίζω το κρέας· - палец κόβω (κάνω αμυχές) στο δά- δάχτυλο· - ВОЛОСЫ κόβω τα μαλλιά. 2 μτφ. δια- διακόπτω, σταματώ· он его на первом слове -ал αυτός τον διέκοψε αμέσως μόλις άρχισε να μι- μιλά. 3 περιτέμνω, κάνω περιτομή, αφαιρώ την ακροβυστία. II εκφρ. - НОС (корму) περνώ πο- πολύ κοντά, κοντεύω να γγίξω (για πλοίο). II -СЯ περικόβομαι, περιτέμνομαι. обрезать(ся) р.δ. βλ. обрёзать(ся). обрезка, -и θ. βλ. обрезание. Обрезковый επ. απο κομμάτια· -ая подошва σόλα απο κομμάτια. Обрезной επ. 1 περικομμένος, περίτμητος·α· κρότμητος, ακρότομος, ξακρισμένος. 2 κοπτι- κοπτικός, τμητικός, για κόψιμο. ОбреЗОК, -Зка α. απόκομμα, κομμάτι, ξα- κρίδι* - КОЖИ απόκομμα δέρματος. Обрезочный επ. απο κομμάτια,απο ξακρίδια. обрёзывать(ся) р.δ. βλ. обрёзать(ся). Обрекать ρ.δ. βλ. Обречь. Ι] -СЯ καταδικά- καταδικάζομαι (σε αποτυχία). Обременительность, -И θ. βάρος, επάχθεια. обременительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; βαρύς, επαχθής, επιβαρυντικός, καταθλιπτι- καταθλιπτικός . Обременить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обременённый, βρ: -нён, -нена, -нено. 1 πα- παραφορτώνω, υπερφορτίζω. 2 μτφ. επιβαρύνω, ε-
обр 774 обр πιφορτίζω. II -СЯ επιβαρύνομαι, επιφορτίζο- επιφορτίζομαι. Ι) παραφορτώνομαι. обременять(ся) р.6.' βλ. обременйть(ся). обремизить, -йжу, -йэишь р.σ.μ. ι (για χαρτπ.) κερδίζω κάποιον, δεν αφήνω να πάρει χαρτωσιά. 2 μτφ. (παλ.) φέρνω σε δύσκολη θέ- θέση. II -СЯ 1 (για χαρτπ.) χάνω, δεν παίρνω χαρτωσιά. 2 περιέρχομαι σε δύσκολη θέση"την πατάω, την παθαίνω. обрести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. обрёл, -реле, ~лб, μτχ. παρλθ. χρ. обретший παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обретённый, βρ: ~тён, ~те- на, -тено, επιρ. μτχ. обрети κ. обретши р. σ.μ. (γραπ. λόγος) βρίσκω, αποκτώ· - клад βρίσκω θησαυρό* она -рела душевный покой αυτή βρήκε ψυχική γαλήνη· - МНОГО друзей αποκτώ πολλούς φίλους· ищите да обрящете (παλ. κλίση) εκκλσ. ερευνήστε και θα βρήτε. обретать ρ.δ. βλ. обрести. Ι! -оя βρίσκο- βρίσκομαι, κατοικώ, διαμένω, ζω. II (παλ.) είμαι, διέπομαι, κατέχομαι (για κατάσταση). Обретение, -Я ουδ. απόκτηση· - СВОбОДЫ α- απόκτηση της λευτεριάς. обречение, -я ουό. βλ. обречённость. Обречённость, -И θ. καταδίκη (κατάσταση δυστυχίας)· ЧУВСТВО -И αίσθημα καταδίκης (α- (αναπόφευκτου ολέθρου). Обречённый επ. απο μτχ. καταδικασμένος, προδικασμένος σε καταστροφή· - человек άν- άνθρωπος καταδικασμένος να χαθεί (σε όλεθρο). обречь, ~еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. обрёк κ. (παλ.) обрёк, -екла, -екло, μτχ. παρλθ. χρ. Обрёкший н. (ιιαλ.) Обрёкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обречённый, βρ: -чён, -чена", -НО р.σ.μ. (γραπ. λόγος) καταδικάζω, προδι- προδικάζω" προοιωνίζω όλεθρο· судьбй его обрекла на большое несчастье η τύχη τον καταδίκασε σε μεγάλη δυστυχία" Враг -чён на ГЙбеЛЬ о εχθρός είναι καταδικασμένος σε καταστροφή. Обрешетина, -Ы θ. διαδοκίδα, διάξυλο, τε- γίδα, τραβέρσα στέγης. Обрешетить, -ёчу, -ётиШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. обрешеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 κιγκλιδώνω. 2 καλύπτω με τεγίδες. Обреиётка, -И 6. 1 κιγκλίδωμα, -ση (ενέρ- (ενέργεια). 2 ο ξύλινος σκελετός στέγης. обрешечивать р.δ.μ. βλ. обрешетить. И -ся καλύπτομαι απο τεγίδες. обривать(ся) ρ.δ. βλ. обрйть(ся). Обрисовать, -сую, -суешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрисованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ, σχεδιογραφώ.2 μτφ. περιγράφω, χαρακτηρίζω· Оратор ~ал совре- современное международное положение о ρήτορας περιέγραψε τη σημερινή διεθνή κατάσταση. II -СЯ 1 διαγράφομαι, διαφαίνομαι,, διακρίνομαι. 2 μτφ. γίνομαι εμφανής, ευδιάκριτος, σαφής, καταφανής, καλοφαίνομαι· εκδηλώνομαι. ОбрИСОВКа, -И θ. σχεδιαγραφή, -φηση* σχε- δΙαση. обрисовывание, -я ουδ. βλ. обрисовка. обрисовывать(ся) ρ.δ. βλ. обрисоваться). Обрить, -рею, -ёешь р.σ.μ. ξυρίζω. II -СЯ ξυρίζομαι. Обровнять р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Об- Обровненный, βρ: -нен, -а, -о ισιάζω, ισιώνω· ομαλύνω. Ι) -СЯ γίνομαι Ίσιος, ισιώνομαι· ο- μαλύνομαι. ОбрОК, -а α. γεώμορο, μορτή, φορολογία σε είδος. Обронить, -ОНГО, -ОНИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оброненный, βρ: -нен, ~а, -ο ρ.σ.μ, ι μου πέφτει χωρίς να καταλάβω, χάνω* - пла- ΤΟΚ, КЛЮЧ χάνω το μαντήλι, το κλειδί. 2 α- απορρίπτω, αποβάλλω· ЯбЛОНЯ -ла ЛИСТВУ η μη- μηλιά έρριξε τα φύλλα (φυλλορρόησε). 3 ρίχνω κουβέντες, πετώ λόγια, εκστομίζω απερίσκε- απερίσκεπτα, απευθύνομαι με λόγια. Обротать р.σ.μ. (διαλκ.) καπιστρώνω, βάζω το καπίστρι. II μτφ. χαλιναγωγώ, καθυποτάσ- σω· τιθασεύω. Оброть, -И θ. (διαλκ.) καπίστρι. ОбрОЧНИК, -а α. (διαλκ.) υποτελής· δου- δουλοπάροικος. ОбрОЧНЫЙ επ. 1 του γεώμβρου, της μορτής" απο το γεώμορο· ~ые ДОХОДЫ έσοδα απο το γε- γεώμορο. 4 επ'ιμορτος, ο πληρώνων γεώμορο· -ые крестьяне επίμορτοι αγρότες. 2 (παλ.) ενοι- ενοικιαζόμενος· -ые угОДЬЯ νοι.κι.αζόμ.ενα χωράφι,α.. Обруб, -а α. 1 βλ. Обрубка. 2 το αποκομ- αποκομμένο ή πελεκημένο μέρος. 3 κομμάτι κορμού δέντρου" κούτσουρο. обрубание, -я ουδ. βλ. обрубка Обрубать ρ.δ.μ. βλ. Обрубить. II -СЯ περι- περικόβομαι, πελεκιέμαι ολόγυρα· κοντεύομαι. II περιρράβομαι· στριφώνομαι. Обрубить, -убЛЙ, -у^ЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрубленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 κόβω· πελεκώ· κοντεύω. II περικόβω, περιτέ- μνω' - Сучья περικόβω τά κλαδιά, περικλα- δεύω. 2 κρασπεδώ, περιρράβω στριφώνω. Обрубка, -И θ. κόψιμο, περικοπή* - сучьев κόψιμο (καθάρισμα) των κλαδιών, κλάδεμα. Обрубной επ. κοπτικός, της κοπής. Обр^бОК, -бка α. απόκομμα· κούτσουρο. II α- αποκομμένο μέρος πράγματος· - ХВОСТО κομμέ- κομμένη ουρά. II κομμάτι, τεμάχιο. обрубочный επ. βλ. обрубной. Обругать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 06- руганный, βρ: -ган, -а, -о. 1 περιυβρίζω. 2 επικρίνω, κατακρίνω (έργο, άρθρο κ.τ.τ.). II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ.
обр 775 оос Обруселый επ. εκρωσισμένος. Обрусение, -Я ουδ. εκρωσισμός. Обрусеть, -ёю, -ёешь р.σ. εκρωσίζομαι. Обрусительный επ. εκρωσιστικός. ОбрусЙТЬ, -сйшь р.σ.μ. εκρωσίζω. Обруч, -а, γεν. πλθ. -ей α. στεφάνι, βυτί- βυτίου, τσέρκι. II στεφάνι (ως στολίδι γυναικεί- γυναικείου κεφαλιού). Обручальный επ. του αρραβώνα' -ое КОЛЬЦО δαχτυλίδι αρραβώνα, μνήστρο. обручйть(ся) р.δ. βλ. обручйть(ся). Обручение, -Я ουδ. αρραβώνιασμα, μνήστευ- ση, μνηστεία. Обручить, -чу, -ЧИШЬ, πα6. μτχ. παρλθ. χρ. обручённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. αρραβωνιάζω, μνηστεϋω. II -СЯ αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. Обручный επ. του στεφανιού" -ое ПРОИЗВОД- ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή στεφανιών (βυτίων). II για στε- στεφάνια· -ое железо σίδερο για στεφάνια. обрушйть(ся) р.δ. βλ. обрушить(ся). Обручение, -Я ουδ. γκρέμισμα, κατακρήμνι- ση, κατάρρευση, κατεδάφιση. обрушивание, -я ουδ. βλ. обрушение. обрушивать(ся) р.δ. βλ. обрушить(ся). Обрушить, ~шу, -ШИШЬ р.σ.μ. 1 γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.2 μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω" - удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού* - угрозы на КОГО εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου' - ОГОНЬ на неприяте- ЛЯ ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό· желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία) . 3 ξεφλουδί- ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους). II -СЯ 1 γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω' кровля Об- рушилась η στέγη κατέρρευσε· СВОД -лея о θόλος έπεσε. 2 επιπίπτω, ρίχνομαι. 3 μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω· - На враге επιτίθεμαι στον εχθρό· - С угрозами на КОГО επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου. Обрыв, ~а α. 1 κοπή, κόψιμο' - НЙТИ κόψι- κόψιμο της κλωστής. 2 το μέρος του κοψίματος· найти - на линии связи βρίσκω το μέρος που κόπηκε η τηλεφωνική γραμμή. 3 γκρεμός, κρη- κρημνός' κρημνώρεια· ακρόκρημνο. обрывать1 ρ.δ. βλ. оборвать. II -ся βλ.οΰο- рваться. Обрывать2 ρ. δ. βλ. Обрыть. II -СЯ περί σκά- σκάβομαι . Обрывистый επ., βρ: -вист, -а, -о απόκρη- απόκρημνος, κρημνώδης. II διακοφτός, ασυνεχής. ОбрыВНОСТЬ, -И θ. κόψιμο, τμήση· - НЙТИ κόψιμο της κλωστής. Обрывок, -вка α. 1 κομμάτι, τεμάχιο'-· ве- рёВКЛ κομμάτι τριχιάς. 2 μτφ. απόσπασμα συγ- συγγράμματος κ.τ.τ. обрывочный επ., βρ: «-чен, -чна, -чно βλ. обрывистый. Обрызгать ρ.σ.μ.περιρραντίζω, περιρραίνω, πιτσιλίζω ολούθε. II -СЯ περ ιρραντίζομαι, πε- ριρραίνομαι, πιτσιλίζομαι ολόγυρα. обрызгиваться) р.δ. βλ. обрызгать(ся). обрызнуть ρ.σ.μ. βλ. обрызгивать. обрыскать, -аго, -аешь κ. -рышу, -ищешь, ρ.σ.μ. ψάχνω, ερευνώ, γυρεύω παντού. Обрыть, -рОГО, -роешь ρ.σ.μ. περισκάπτω. ОбрЮЗГЛЫЙ επ· πλαδαρός* σαχλός. обрюзгнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. обрюзг, ~ла, -ло, μτχ. παρλθ· χρ. Обрюзгший ρ.σ.χο- ντραίνω, παχαίνω, κάνω κοιλιά· γίνομαι πλα- πλαδαρός. обрюзгший επ. απο μτχ. βλ. обрюзглый. Обряд, -а α. τελετή, τελετουργία' -ιεροτε- -ιεροτελεστία* свадебный - γαμήλια τελετή* Π0Χ0- рОННЫЙ - επικήδεια τελετή* νεκρώσιμη ακο- ακολουθία. II τύπος, συνηθισμένη τάξη, σειρά. ОбрядЙТЬ, -яжу", -ЯДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ..обряженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (διαλκ.) ντύνω γιορτινά, στολίζω. 2 ταχτο- ταχτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω* - корову, КОНЯ ταχτοποιώ την αγελάδα, το άλογο. II -СЯ 1 ντύνομαι γιορτινά, στολίζομαι. 2 ταχτοποιώ, διευθετώ το νοικοκυριό. Обрядность, -И θ. σύστημα τελετών. II τύ- τύπος, συνήθεια. ОбрЙДНЫЙ επ. (παλ.) βλ. Обрядовый. Обрядовый επ. ιεροτελεστικός, ιερουργι- κός. Π τυπικός, των τύπων. обряжать(ся) ρ.δ. βλ. обрядйть(ся). Обсадить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсиженный, βρ: -жен, -а, -Ο ρ.σ.μ. πε- περ ιφυτεύω. «-Обсадка, -И θ. περιφύτευση. Обсаживание, -Я ουδ. περιφύτευση. обсаживать ρ.δ. βλ. обсадить. Ι) -ся περι- φυτεύομαι. Обсаливать1 ρ.δ. βλ. ОбС&ЛИТЬ. II -СЯ λερώ- λερώνομαι, λιγδώνομαι. ОбСаЛИВаТЬ2ρ.δ. βλ. ОбСОЛЙТЬ. И -СЯ αλα- αλατίζομαι. ОбСЙЛИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) λερώνω, λιγδώνω* - фартук λερώνω την ποδιά. обсасывать ρ.δ. βλ. обсосать. II -ся βυ- βυζαίνω, πιπιλίζω. обсахаривать(ся) ρ.δ. βλ. обсахарить(ся). Обсахарить ρ.σ.μ. 1 ζαχαρώνω, καλύπτω με ζάχαρη. 2 μετατρέπω σε ζάκχαρο. II -СЯ ζαχα- ζαχαρώνομαι, καλύπτομαι με ζαχάρωμα. Обсев, -а α. 1 σπορά, σπάρσιμο· - полей σπάρσιμο των χωραφιών. 2 άσπαρτο μικρό μέ- μέρος χωραφιού. обсевать(ся) ρ.δ. βλ. обсёять(ся).
776 обе Обсевок, ~вка а. (διαλκ.). 1 άσπαρτο μι- μικρό μέρος χωραφιού. 2 πλθ. -И υπόλειμμα σπό- σπόρου απο τη σπορά. Ι! εκφρ. (не) - в поле (δεν) είμαι, χειρότερος απο τους άλλους ή τυχαίος. обседать, ~ает, -аем, -аете р.б. βλ. об- обсесть. обсекать(ся) р.δ. βλ. обсёчь'(ся). Обсеменение, -я ουδ. Ι σπορά, σπάρσιμο. 2 σπορ ιάσμα. Обсеменить ρ.σ.μ. , παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсеменённый, βρ: ~нён, ~нена, -нено σπέρ- σπέρνω, σπείρω. II -СЯ σποριάζω, βγάζω σπόρους. обсеменять(ся) р.6. βλ. обсеменйть(ся). *Обсерватория, -И θ. αστεροσκοπείο. Обсерваторский επ. αστεροσκοπικός, του α- αστεροσκοπείου. Обсервационный επ. παρατηρητικός, για πα- παρατήρηση' - пункт σταθμός (κέντρο) παρατή- παρατήρησης. ♦обсервация, -И θ. (αστρν. κ. ναυτ.) παρα- παρατήρηση. обсесть, -сядет, -сядем, -сядете, παρλθ. χρ. -сёл, -ла, -ЛО р.σ.μ. κάθομαι ολόγυρα. II επικάθομαι, κάθομαι παντού" му^СИ -ЛИ ПИ- рОГ οι μύγες κάθησαν στην πίτα. Обсечение, ~Я ουδ. κόψιμο, αποκοπή, κλά- κλάδεμα, κλάρισμα. обсёчка, -и θ. βλ. обсечение. Обсёчки, -чек πλθ. (τεχ.) αποκόμματα, τε- τεμάχια, κομμάτια. обсечь, -секу, -сечёшь, -секут, παρλθ. χρ. Обсёк, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Об- сечённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 αποκόπτω, κόβω" - сучьй κόβω τα κλαδιά,κλα- κλαδιά,κλαδεύω, κλαρίζω. II κοντεύω, βραχύνω. 2 πελε- πελεκώ, λαξεύω" τορνεύω. II -СЯ (απλ.) θραύομαι, σπάζω στις άκρες. Обсеять, -его, -ёешь ρ.σ.μ. 1 σπέρνω, σπεί- σπείρω' - ПОЛЯ σπέρνω τα χωράφια. 2 καλύπτω με κάτι. И -СЯ (απλ.)· σπέρνομαι ολοκληρω- ολοκληρωτικά. ОбСВДёть, -силу, -СИДИШЬ, παθ. μτχ. πάρλα χρ. обсиженный, βρ: -жен, -жена, -жено р.σ. μ. (απλ.) ισιάζω, στρώνω με το διαρκές .κά- .κάθισμα. II -СЯ συνηθίζω στο καθησιό ή στην πα- παραμονή, διαμονή. ♦ООСИДИЙЯ, -а α. οψιδιανός ή αψιανός (πέ- (πέτρωμα υφαιστειογενές). обскабливать р.δ. βλ. обскоблить. II ~ся αποξύνομαι, καθαρίζομαι με απόξεση. ОбСКазЙТЬ, -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсказанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ. διη- διηγούμαι το παν, για όλα. обсказывать р.δ. βλ. обсказать. Обскакать, -качу, -качешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обскаканный, βρ: -кан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καλπάζω, πηλαλώ γύρω απο κάτι. 2 (απλ.) περιέρχομαι, γυρίζω πολλά μέρη έφιππος. 3 ξεπερνώ στον καλπασμό. II μτφ. (απλ.) υπε- υπερέχω, υπερβάλλω, αφήνω πίσω. обскакивать р.б. βλ. обскакёть. ОбСКОбЛЙТЬ, -ОбЛЮ, -Облйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обскобленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. βλ.оскоблить. Обскурант, -а α. σκοταδιστής, φωτοσβέστης. *0бСКурантЙЗМ,-а α. σκοταδισμός, πνευματι- πνευματικός ζόφος. Обскурантистский επ. σκοταδιστικός, του σκοταδισμού. Обскурантский επ. σκοταδιστικός, του σκο- ταδιστή. Обследование, -Я ουδ. 1 επιθεώρηση, έλεγ- έλεγχος. 2 εξέταση· медицинское - ιατρική εξέ- εξέταση. 3 (εξ)ερεύνηση·. ανίχνευση. Обследователь, -Я α. ελεγκτής· ερευνητής· εξεταστής· ανιχνευτής. Обследовательский επ. ελεγκτικός. II εξε- εξεταστικός, ερευνητικός" ανιχνευτικός. Обследовать, -дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ.μ. επι- επιθεωρώ, ελέγχω' - работу ШКОЛЫ ελέγχω τη δου- δουλειά του σχολείου. II εξετάζω, κοιτάζω, βλέ- βλέπω* врач -ал больного о γιατρός εξέτασε τον άρρωστο. II εξερευνώ, ανιχνεύω* разведчики -ЛИ местность οι ανιχνευτές κατόπτευσαν την τοποθεσία. II ~СЯ ελέγχομαι,, επιθεωρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обслуживание, -Я ουδ. 1 εξυπηρέτηση* εκ- δούλευση* медицинское - ιατρική περίθαλψη* бригада ОТЛИЧНОГО -Я μπριγάδα άριστης εξυ- εξυπηρέτησης των αγοραστών (πελατών). 2 χειρι- χειρισμός* επίβλεψη* - машин επίβλεψη (λειτουργί- (λειτουργίας) μηχανών. Обслуживать р.δ.μ. 1 εξυπηρετώ, προσφέρω υπηρεσία* - покупателей εξυπηρετώ τους αγο- αγοραστές (πελάτες)· -ЮЩИЙ персонал εξυπηρετι- εξυπηρετικό προσωπικό. 2 χειρίζομαι, δουλεύω·- одно- одновременно несколько станко'в δουλεύω ταυτό- ταυτόχρονα κάμποσες εργατομηχανές. II -СЯ 1 εξυ- εξυπηρετούμαι. 2 χειρίζομαι, εξυπηρετούμαι. Обслужить, ~ужу, -ужишь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обслуженный, βρ: -жен, -а, ~о р.σ. βλ. обслуживать (ίσημ.). ОбСЛЕЯЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Об- слшённый, βρ: -нён, -нено, -нено σαλιώνω, λερώνω με τα σάλια. Обслюнявить, -ВЛЮ, -вишь р.σ.μ. (απλ.) βλ. обслюнить. обсматривать(ся) р.δ. βλ. обсмотрёть(ся). Обсмеивать р.δ. βλ. Обсмеять. II -СЯ γε- γελοιοποιούμαι, χλευάζομαι,ρεζιλεύομαι. Обсмеять, -ею, -еёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. обсмеянный, βρ: -ёян, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.)
обе 777 обе βλ. осмеять. Обсмотреть, -отрго, -Отришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсмотренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) παρατηρώ, κοιτάζω ολόγυρα, όλα" πε- ριβλέπω, περισκοπώ. Ι! -СЯ βλ. осмотреться. ОбСОЛЙТЬ, -ОЛЮ, -ОЛЙШЬ,. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обсоленный, βρ: -лен, -а, -О р.σ.μ. α- αλατίζω απο παντού. Обсосать, ■тОСу', -ОСёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсосанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 βυζαίνω, πιπιλίζω. 2 μτΊρ. (απλ.) απομυζώ, ζεκοκκαλίζω* - газету ζεκοκκαλίζω την εφη- εφημερίδα. ОбСОХНуТЬ, -ну, -НеШЬ, παρλθ. χρ. ОбСОХ, -ла, -ЛО р.σ. (κατά)ξηραίνομαι" στεγνώνω. Обставить, -ВЛГО, -ВИШЬ ρ.σ.μ. 1 περιθέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω* περιφράζω. II μτφ. (παρα)γεμίζω·, συμπληρώνω" πλουτίζω. 2 επι- επιπλώνω* - квартиру επιπλώνω διαμέρισμα. II ε- εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη. 3 μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά· - праздно- празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό. 4 ξεπερ- ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον. 5 (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω. 6 (εξ)α- πατώ. II -СЯ 1 περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι. 2 επιπλώνομαι. обставлять(ся) ρ.δ. βλ. обста"вить(ся). Обстановка, -И θ. 1 η επίπλωση, τα έπι- έπιπλα. II (θεατρ.) τα σκηνικά. 2 συνθήκες, κα- κατάσταση, περιβάλλον. II (στρατ.) κατάσταση. ОбСТанОВОЧНЫЙ επ. (θεατρ.) των σκηνικών. II καλλιτεχνικά προετοιμασμένος. II ενδεικτικός, σημαντικός. Обстирать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обстиранный, βρ: -ран, -а, -О πλύνω, πλένω. обстирывать ρ.δ. βλ. обстирать. Обстоятельно επίρ. εμπεριστατωμένα κλπ.επ. Обстоятельность, -И θ. 1 σοβαρότητα, αξι- αξιοπρέπεια* σύνεση. 2 εμβρίθεια εμπεριστατω- εμπεριστατωμένη, περίσκεψη. Обстоятельный επ., βρ: -лен, -льна, -о. 1 εμπερίστατος, -στατωμένος* λεπτομερής, ανα- αναλυτικός, με όλα τα καθέκαστα. 2 σοβαρός: συ- συνετός, αξιοπρεπής. ООСТОЯТеЛЬСТВеННЫЙ επ. (γραμμ.) του προσ- δίορισμού* -ое придаточное предложение δευ- δευτερεύουσα πρόταση (με σημ.) προσδιορισμού. обстоятельство, -а ουδ. 1 περίπτωση·отяг- περίπτωση·отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)* смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά). 2 πλθ. ~а συνθή- συνθήκες, περιστάσεις* Зто зависит от -ств αυτό εξαρτάται απο τις περιστάσεις* при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες* при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις* ПО семейным ή по домааним -ам για οικογενειακούς λόγους* по независящим ~ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου* НИ при каких -ах σε κα- καμιά περίπτωση, επ' ουδένί λόγω. II σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία* счастливое ~ ευτυχής σύ- σύμπτωση. 3 (γραμμ.) προσδιορισμός* - места τοπικός προσδιορισμός* - времени χρονικός προσδιορισμός* - образа действия τροπικός προσδιορισμός. II εκφρ. смотря (глядя) ПО -ам κατά τις περιστάσεις* стечение -ств συ- συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων. Обстоять, -ОЙТ ρ.δ. (για κατάσταση) εί- είμαι, βρίσκομαι, πηγαίνω, έχω" как -ЯТ ваши дела? πως πάνε οι δουλειές σας; всё -Йт хо- хорошо όλα πάνε καλά* дело -ЙТ не так η υπό- υπόθεση δεν έχει έτσι* иначе -йт дело διαφο- διαφορετικά έχει η υπόθεση. обстрагивать δ.ρ. βλ. обстрогать. II -ся πλανίζομαι πανταχόθεν. обстра"ивать(ся) ρ.δ. βλ. обстрбить(ся). Обстрачивание, -Я ουδ. περιγάζωση, -ωμα. обстрачивать ρ.δ. βλ. обстрочить. II -ся περιγαζώνομαι. обстрекать(ся) р.σ. (απλ.) βλ. острекйть- (ся). Обстрел, -а а. 1 βολή, πυροβολισμός* τα πυρά* артиллерийский - κανονιοβολισμοί, κα- νονίδι* миномётный - βολή όλμων, ολμοβόλα πυρά. 2 ζώνη, πεδίο βολής. II εκφρ. брать (ВЗЯТЬ) ПОД ~ κατακρίνω δριμύτατα, καυτηρι- καυτηριάζω, μαστιγώνω, ρίχνω καταιγιστικά πυρά. обстреливать(ся) ρ.δ. βλ. обстрелять(ся). Обстрелянный επ. απο μτχ. εμπειροπόλεμος, μπαρουτοκαπνισμένος· -ая птица καταφοβισμέ- νο πουλί απο πυροβολισμό· - ПОЛК μπαρουτο- καπνισμένο σύνταγμα· -ая лошадь μπαρουτοκα- νισμένο άλογο (απο τον πόλεμο). Обстрелять ρ.σ.μ·, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. Обстрелянный. 1 πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω* позиции противника βάλλω τις θέσεις του εχ- εχθρού* - из орудий κανονιοβολώ* - из пулемётов πολυβολώ, μυδραλιοβολώ* - из ружья τουφεκί- τουφεκίζω. 2 δοκιμάζω· - ружьё δοκιμάζω το όπλο (τη βολή αυτού). 3 (απλ.). ξεπερνώ στη βολή, στο ρίξιμο. II -СЯ συνηθίζω στη μάχη, στη βολή, παίρνω το βάπτισμα του πυρός, γίνομαι εμπει- εμπειροπόλεμος, μπαρουτοκαπνίζομαι. обстригать(ся) ρ.δ. βλ. обстрйчь(ся). обстрйчь(ся) ρ.σ. βλ. острйчь(ся). обстрогёть ρ.σ.μ. βλ. острогать. Обстроить, -ою, -бишь ρ.σ.μ. 1 περιοικο- δομώ. 2 χτίζω, οικοδομώ. II -СЯ 1 χτίζω, οι- οικοδομώ* εγκατασταίνομαι. 2 χτίζομαι, οικο- οικοδομούμαι . Обстройка, -И θ. χτίσιμο, οικοδόμηση. ОбСТрочЙТЬ, -очу, -ОЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обстрбченный, βρ: -чен, -а, -о περιγα-
обе 778 обт ζώνω. Обстрочка, -И θ. περιγάζωμα. Обстругать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обстроганный πλανίζω απ' όλες τις μεριές. обстругивать р.δ. βλ. обстругйть. II -ся πλανίζομαι, απ* όλες τις μεριές. Обстружка, -И θ. πλάνισμα πανταχόθεν. Обструкционизм, ~а α. σύστημα κωλυσιερ- κωλυσιεργίας. Обструкционист, ~а α. κωλυσιεργός ή οπα- οπαδός της κωλυσιεργίας. ♦обструкция, -и θ. κωλυσιεργία, σαμποτάρι- σμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ·)· пар- парламентская - κωλυσιεργία στη βουλή (απο τη μειοψηφία). Обстряпать ρ.σ.μ. (απλ.) ταχτοποιώ, διευ- διευθετώ, κανονίζω. обстряпывать р.δ. βλ. обстряпать. Обстукать ρ.σ.μ. κρούω, χτυπώ παντού. обстукивать р.δ.μ. βλ. обстукать. обступать, -ет, -ем, -ете р.δ. βλ. обсту- обступить. обступить, -упит, -упим, -упите, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. обступленный, βρ: -лен, -а, -о; περιβάλλω, περικυκλώνω, περιζώνω, μαζεύομαι γύρω· дети -ли учительницу τα παιδιά περι- περικύκλωσαν τη δασκάλα. II κυριεύω, καταλαβαί- καταλαβαίνω, παίρνω, κατέχω. ОбсудЙТЬ, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсуждённый, βρ: -адён, -жденй, -дцено ρ.σ.μ. συζητώ· εξετάζω· μελετώ· - вопрос συζητώ το ζήτημα. Обсуждать ρ.δ. βλ. ОбсудЙТЬ. II -СЯ συζη- συζητιέμαι· εξετάζομαι" μελετιέμαι. Обсуждение, -Я ουδ. συζήτηση· εξέταση· με- μελέτη · поставить В - βάζω για συζήτηση· при- принимать участие В - παίρνω μέρος στη συζήτηση. обсуживать δ.ρ.μ. (παλ.) 1 βλ. обсудить. 2 κρίνω, εκτιμώ" εκφράζω τη γνώμη μου. II -СЯ συζητιέμαι, εξετάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обсуслить, -лго, -лишь ρ.σ.μ. (απλ.) σα- λιώνω, λερώνω με τα σάλια. II -СЯ σαλιώνο- μαι, λερώνομαι με τα σάλια. ОбсуСОЛИТЬ(СЯ) р.σ. (απλ.) βλ. ОбсуслЙТЬ- (СЯ). Обсушивание,-Я ουδ. στέγνωση, -ωμα, ξή- ξήρανση. обсушивать(ся) р.δ. βλ. обсушйть(ся). Обсушить, -ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ· обсушенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. στεγνώνω, ξηραίνω. II -СЯ στεγνώνω, ξηραίνο- ξηραίνομαι . Обсушка, -И θ. στέγνωση, -ωμα, ξήρανση. Обсчёт, -а α. απάτη στο λογαριασμό. II λά- λάθος στο λογαριασμό. Обсчитать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. об- счйтанный, βρ: -тан, -а, -о απατώ στο λογα- λογαριασμό. II -СЯ κάνω λάθος στο λογαρισμό. обсчйтывать(ся) р.δ. βλ. обсчитйть(ся). обсыпание, -я ουδ. βλ. осыпание. обсыпать, -плю, -плешь, προστκ. обсыпь; ρ.σ.μ. 1 βλ. осыпать. 2 απρόσ. καλύπτομαι με εξανθήματα. II -СЯ βλ. ОСЙпаться. обсыпать р. δ. βλ. осыпать. II -ся βλ. осы- осыпаться. обсыпка,-и θ. βλ. осыпка. обсыхать р.δ. βλ. обсохнуть. обтаивать, -ет р.δ. βλ. обтаять. обтаптывать р.δ. βλ. обтоптать. II ~ся πα- πατιέμαι ολόγυρα. ОбТачЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Об- тачанный, βρ: -чан, -а, -ο περιρράπτω. обтачивание,1 -я ουδ. βλ. обтйчка. Обтачивание,2 -Я ουδ. τόρνευση, ακόνισμα. II λείανση. обтачивать1 р.δ. βλ. обтачать. II -ся πε- περί ρράπτομαι. обтачивать2ρ.δ. βλ. обточить. II -ся τορ- τορνεύομαι. II ακονίζομαι. II λειαίνομαι. Обтачка, -И θ. περιρραφή. ОбТЙЯТЬ, -ает р.σ. λιώνω ολόγυρα. II ξεπα- γώνω. Обтекаемость, -И θ. μορφή αεροδυναμική. Обтекаемый επ. απο μτχ. αεροδυναμικός. Обтекание, -Я ουδ. παράκαμψη. II μτφ. απο- αποφυγή. Обтекатель, -Я α. αεροδυναμικό κάλυμμα. обтекать ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. обтекйе- мый, βρ: -йем, -а, -о βλ. обтечь. обтереть, оботру, оботрёшь, παρλθ. χρ. об- обтёр, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обтёр- Обтёртый, βρ: -тёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. обтерев κ. обтёрши ρ.σ.μ. 1 σκουπίζω, σφουγγίζω" Г^бЫ καθαρίζω τα χείλη· - ЛИЦО полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα" - слёзы платком σκουπίζω τα δάκρυα με το μαντήλι. И πλύνω· - руки спиртом πλύνω τα χέρια με οι- οινόπνευμα. 2 φθείρω, τρίβω, χαλνώ (με τη συ- συνεχή χρήση). 3 λειαίνω τρίβοντας. II -СЯ 1 σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. II τρίβομαι* - спиртом τρίβομαι με οινόπνευμα. 2 φθείρομαι» τρίβομαι· брЙКИ -ЛИСЬ το παντελόνι τρίφτη- τρίφτηκε. 3 μτφ. (απλ.) συνηθίζω, τρίβομαι, απο- αποκτώ πείρα· προσαρμόζομαι. обтерпеться, -терплйсь, -терпишься р.σ. συνηθίζω, εξοικειώνομαι, μαθαίνω υπομένο- υπομένοντας. Обтёртый επ. απο μτχ. τριμμένος, φθαρμέ- φθαρμένος, σωμένος, λιωμένος. обтёрханный επ., βρ: -хан, -а, -о (διαλκ.) ξεσχισμένος, κουρελιάρικος. II κουρελιάρης, ρακένδυτος.
обт 779 обу обтесать, -ешу, -ёшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтёсанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 πελεκώ, λαξεύω. 2 μτφ. εξευγενίζω, εκπολι- εκπολιτίζω· εκλεπτύνω. II -СЯ εξευγενίζομαι, εκπο- εκπολιτίζομαι· εκλεπτύνομαι. Обтёска, -И θ. πελέκυμα, λάξευμα. обтёсывание, -я ουδ. βλ. обтёска. обтёсывать(ся) р.δ. βλ. обтесать(ся). обтечь, -ечёт, ~βκ-/τ, παρλθ. χρ. обтёк, -еклй, -ло р.σ. παρακάμπτω κατά τον ρουν. II μτφ. αποφεύγω, αντιπαρέρχομαι. Обтирание, -Я ουδ. 1 σκούπισμα, σφούγ- γισμα· - лица· σκούπισμα του προσώπου. 2 ε- εντριβή, τρίψιμο. 3 έντριμμα (ουσία φαρμα- φαρμακευτική) . обтирать(ся) р.δ. βλ. обтерёть(ся). обтирка, -и θ. 1 βλ. обтирание. 2 μέσο τριβής. ОбТИрочНЫЙ επ. της τριβής, για τριβή. ОбТОПтать, -ОПЧЗ^, ~ΟΠ4βΠΗ>,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтоптанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. πατώ ολόγυρα* - землю вокруг столба πατώ το χώμα γύρω απο το στύλο. ОбТОЧЙТЬ, ~ОЧ$, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обточенный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. α- ακονίζω. II τορνεύω. II λειαίνω. обточка, -и θ. βλ. обтачивание1! О СТОЧНЫЙ επ. για ακόνισμα. II για τόρνευ- ση. II για λείανση. . обтрёпанный επ. απο μτχ. κουρελιασμένος, -ιάρικος* ξεσχισμένος, ρακώδης. II ρακένδυ- ρακένδυτος, κουρελής. Обтрепать, -еплй, -ёплешь, παθ. μτχ.. παρλθ. χρ. обтрёпанный, βρ: -пан, -а, -о р.σ.μ. κατακουρελιάζω, καταρρακώνω* ξεφτίζω. II .-СЯ κατακουρελιάζομαι, καταρρακώνομαι. Обтрескаться р.σ. 1 (απλ.) παρουσιάζω ρωγ- ρωγμές παντού, σκάζω. 2 (απλ.) βλ. объесться. Обтрясти, -ясу", -ясёшь, παρλθ. χρ. Обтряс, -ло, -ло р.σ.μ. τινάζω, σείω (για καρπούς). Обтыкать р.σ.μ. μπήγω παντού. обтыкать р.δ.μ. βλ. обтыкать. *Обтюратор, -а α. 1 πώμα, επίπωμα, έμβυσμα οπισθογεμούς όπλου. 2 διάφραγμα φωτογραφι- φωτογραφικής μηχανής. 3 (ιατρ.) έμφραγμα (κατά της έκκρισης υγρών). Обтюраторный επ. επιπωματικός, εμφρακτι- κός. II εκφρ. -ые кольца δακτύλιοι εμβόλου. ОбТЮраЦИЯ, -И θ. επισφράγιση. обтягивание, -я ουδ. βλ. обтяжка. обтягивать(ся) ρ. δ ι βλ. обтянуть(ся). ОбТЯЖечНЫЙ επ. για κάλυψη, για ντύσιμο· - материал ύφασμα για κάλυψη (αντικειμένων). Обтяжка,-и θ. κάλυψη, σκέπασμα, ντύσιμο· кожаная - кресел δερμάτινο ντύσιμο πολυ- πολυθρόνων. II εκφρ. В -у σφιχτά, τεντωμένα, τ ε- ζαριστά, κολλητά (στο σώμα). ОбТЯЖНОЙ επ. 1 βλ. Обтяжечный. 2 καλυμμέ- καλυμμένος, ντυμένος· -Йе пуговицы ντυμένα κουμπιά. Обтянуть, -ЯНу, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обтянутый, βρ: -нут, -а, -О р.σ.μ. κα- καλύπτω, περιβάλλω, ντύνω τεντώνοντας* - Κρέ- СЛО кожей ντύνω την πολυθρόνα με δέρμα. II (για ενδυμασία) σφίγγω. II -СЯ 1 καλύπτομαι, ντύνομαι, τεντώνομαι. 2 (για πρόσωπο) απο- αποκτώ αδρά χαρακτηριστικά (γραμμές). Обтяпать р.σ.μ. (απλ.) 1 κόβω άγαρμπα, χο- χοντρικά. 2 μτφ. τακτοποιώ, διευθετώ, κανο- κανονίζω* - дело τακτοποιώ την υπόθεση. 3 μτφ. (εξ)απατώ, (ξε)γελώ. обтяпывать р.δ. βλ. обтяпать. обувать(ся) р.δ. βλ. обуть(ся). обувка, -и θ. (απλ.) βλ. обувь. Обувной επ. των υποδημάτων, της υποδημα- υποδηματοποιίας* - магазин· υποδηματοπωλείο·-ЙЯ φά- брика φάμπρικα υποδηματοποιίας* -ЙЯ промы- промышленность βιομηχανία υποδηματοποιίας. ОбуВЩЙК, ~ά α. υποδηματοποιός, -τεργάτης, τσαγκάρης, παπουτσής. Обувь, -И θ. υπόδημα, παπούτσι, -ια" ΚΟ- жаная - δερμάτινα παπούτσια* летняя - καλο- καλοκαιρινά παπούτσια* спортивная - αθλητικά πα- παπούτσια* вйляная - τσόχινα παπούτσια· муж- мужская - ανδρικά παπούτσια* женская - γυναι- γυναικεία παπούτσια* детская - παιδικά'παπούτσια. Обугливание, -Я ουδ. ανθρακβποίηση, καρ- βούνιασμα. обугливать(ся) р.δ. βλ. обу"глить(ся). Об^ГЛИТЬ р.σ.μ. καρβουνιάζω, ανθρακοποιώ, καίω επιφανειακά. II -СЯ ανθρακοποιούμαι, καίομαι επιφανειακά, καρβουνιάζω. Обуживать р.δ. βλ. обузить. II -ся στε- νευομαι, γίνομαι στενός. Обуза, -Ы θ. βάρος, άχθος, φόρτος, -τίο, φόρτωμα* αγγαρεία* взвалить на К0Г<5-Н. -у επιβαρύνω κάποιον, αγγαρεύω* сделаться ДЛЯ КОГО -ОЙ γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον быть -ОЙ ДЛЯ кого-л. είμαι βάρος σε κάποιον. Обуздание, -Я ουδ. 1 πέρασμα του χαλινού. 2 μτφ. χαλιναγώγηση, τιθάσευση, υποταγή. Обуздать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ-Обуз- данный, βρ: -дан, -а, -О. 1 περνώ, βάζω χα- χαλινάρι. 2 μτφ. χαλιναγωγώ, τιθασεύω, υπο- υποτάσσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω. обуздывать ρ.δ. βλ. обуздать. II -ся «υρλξ. κ. μτφ. χαλιναγωγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Об^ЗИТЬ, -ужу, -З^ЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обиженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. στε- στενεύω· - платье στενεύω το φόρεμα. Обуревать, -ёет р.δ.μ. κυριεύω, κατέχω, καταλαμβάνω* страсти -ГОТ ДЗршу τα πάθη κυ- κυριεύουν την ψυχή* Волнение его -ет ταραχή
ору 780 обч τον πιάνει. Обусловить, -ВЛГО, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 βάζω ό- όρο, θέτω ρήτρα· он ничем не ~ил своего со- содействия αυτός δεν έβαλε κανένα όρο για .τη συνεργασία του. 2 καθορίζω, προσδιορίζω, χρη- χρησιμεύω σαν αιτία· планомерный труд -ил ус- успех дела η εργασία με πλάνο καθόρισε την ε- επιτυχία της υπόθεσης. Обусловленность, -И θ. καθορισμός, εζάρ- τηση απο αιτίες. обусловливать ρ.δ. βλ. обусловить. И -ся καθορίζομαι (απο αιτίες). обутка, -и θ. (διαλκ.) βλ. обувь. - Обутреть, -еет р.σ. απρόσ. φέγγω, καλοξη- μερώνω. Обутый επ. απο μτχ. (υ)ποδεμένος, παπου- παπουτσωμένος . ОбуТЬ, Обую, Обуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обу'тый, βρ; обут, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 (υ)ποδένω· - ребёнка ποδένω το παιδάκι· - сапоги φορώ τις μπότες. II εφοδιάζω με υποδήματα. 2 (δι- (διαλκ.) (εξ)απατώ, (ζε)γελώ. <5бух, ~а, ~ά α. κεφάλι κοφτερού οργάνου. II εχφρ. как (точно, будто) обухом по голове νταμπλάς του ήρθε (του κατέβηκε) στο κεφάλι. Обучать ρ.δ.μ. μαθαίνω, διδάσκω. Ι] -СЯ. 1 βλ. Обучиться. 2 σπουδάζω, μαθαίνω. Обучение, -Я ουδ. εκμάθηση· - ЯЗЫКАМ εκ- εκμάθηση γλωσσών. II εκπαίδευση· начальное δημοτική εκπαίδευση· - ВОЙСК εκπαίδευση του στρατού· Обученный επ. απο μτχ. σπουδασμένος. II εκ- εκπαιδευμένος. Обучить, -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. μα- μαθαίνω, διδάσκω· εκπαιδεύω. II -СЯ διδάσκο- διδάσκομαι, μαθαίνω· εκπαιδεύομαι· ~ чтению ИПИСЬ- Ν$ μαθαίνω ανάγνωση και γραφή. Обушок, -щка α. θραυστήρας, ανθρακοθραυ- στήρας. ОбуЙТЬ, -Яет ρ.σ.μ. (αισθήματα, κατάστα- κατάσταση)· κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω* κατέχω· страх -Йл жителей φόβος κυρίεψε τους κατοί- κατοίκους. Обхаживание, -я ουδ. περιφορά, τριγύρισμα. обхаживать ρ.δ.μ. 1 βλ. обходить1 A σημ.). 2 καλοπιάνω, κολακεύω. Обхаивать ρ.δ. βλ. обХЙЯТЬ. II -СЯ κατα- κατακρίνομαι, κακολογούμαι. Обхаркать ρ.σ.μ. (απλ.) αποχρέμπτομαι, α- ποφλεγματίζομαι. обхаркивать ρ.δ.μ. βλ. обхаркать. ОбХЙЯТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. охаять. обхват, -а α. 1 βλ. охват (ίσημ.). 2 α- αγκαλιά· платан В два -а (χοντρός) πλάτανος δυο αγκαλιές. Ι|· διάμετρος, χόντρος. Обхватать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обхватанный, βρ: -тан, ~а, -о λερώνω πιά- πιάνοντας συχνά. обхватить ρ.σ.μ. βλ. охватить. обхватывать ρ.δ.μ. βλ. обхватить. II -ся αγκαλιάζομαι. II περιζώνομαι, περικυκλώνομαι. II διαδίδομαι, ξαπλώνομαι. II τραβιέμαι, προ- προσελκύομαι . Обхитрить ρ.σ.μ. (απλ.) (εξ)απατώ. ОбХОД, ~а α. 1 περιφορά, τριγύρισμα· πε- περιοδεία, γύρα, τουρνέ. 2 παράκαμψη· αποφυ- αποφυγή· делать - παρακάμπτω. 3 επίσκεψη γιατρού ασθενών νοσοκομείου. 4 (στρατ.) υπερφαλάγ- ση. II εκφρ. Β - α) παρακάμπτοντας, β) απο- αποφυγή, παράκαμψη· αποσιώπηση, γ) υπερφαλαγ- γίζοντας. Обходительность, -И θ. φιλοφροσύνη, αβρό- αβρότητα" προσήνεια· καταδεχτικότητα. обходительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно φιλόφρονας, προσηνής, ευπροσήγορος, πρόσχα- πρόσχαρος· καλόδεχτος, καλοδεχούμενος. ОбХОДИТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОбОЙТИ(СЬ). ОбХОДЙТЬ, ~03у, -сдашь ρ.σ.μ. γυρίζω, πε- περιέρχομαι· - весь ГEрод γυρίζω όλη την πόλη» ОбХОДНЫЙ к. ОбХОДНОЙ επ. 1 (στρατ.) της υπερφαλάγγισης· ~έ& КОЛОННа φάλαγγα υπερφα- λάγγισης· —с5е движение κίνηση υπερφαλάγγι- υπερφαλάγγισης· - манёвр ελιγμός υπερφαλάγγισης. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) παρακαμπτήριος, λοξός, πλά- πλάγιος, έμμεσος. Π εκφρ. ~ая стрижа περίπο- περίπολος· - ЛИСТ αποδεικτικό μη οφειλής. ОбХОДЧИК, ~а α. φύλακας κινητός* ελεγκτής. Обхождение, Я ουδ. συμπεριφορά, ,τρόπος συμπεριφοράς. обхохотаться, -хохочусь, -хохочешься р.σ. (απλ.) κακανίζω, χαχανίζω, καγχάζω* ξεκαρ- ξεκαρδίζομαι στα γέλια. обцарапать ρ.σ.μ. βλ. оцарапать. обчесать ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. очесать. обчесть, обочту, обочтёшь, παρλθ. χρ. об- обчёл, Обочло, -чло, επιρ. μτχ. обочтя ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. обсчитать. II -ся βλ.обсчитаться. Π εκφρ. раз, два (один, другой) и -лея (για λογαριασμό) ένα, δυό και τέλειωσε ή μια κι έζω ή κοντός ψαλμός αλληλούι'α. обчёсывать(ся) р.δ. βλ. очесать(ся). ОбЧЙНИВаТЬ ρ.δ. βλ. ОбЧИНЙТЬ. И ~0Η(επΐ)- διορθώνομαι· μπαλώνομαι. ОбЧИНЙТЬ, -ИНГО, -Йнищь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Обчиненный, βρ: -ΗΘΗ, ~а, -Ο ρ.σ.μ. (ε- (επιδιορθώνω· μπαλώνω· - Всех детей μπαλώνω τα ρούχα όλων των παιδιών. Обчистить, -ЧЙщу, -ЧИСТИШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. обчищенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καθαρίζω καλά, παστρεύω· - пальто καθαρίζω το πανωφόρι· - щёткой καθαρίζω με τη βούρ-
обч 781 общ τσα, βουρτσίζω. 2 ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, αφαιρώ το φλοιό, βγάζω τη φλου6α· - Яблоко καθαρίζω το μήλο. 3 μτφ. (χαρτπ.) κατακλέ- - βω. II -СЯ καθαρίζομαι (απο τη σκόνη, λάσπη κ.τ.τ.). обчищать(ся) р.6. βλ. обчйстить(ся). обшаривать ρ* δ. βλ. обшарить. Обшарить ρ.σ.μ. ψάχνω, ερευνώ παντού, σκα- σκαλίζω, ανασκαλεύω. ОбшаркаННЫЙ επ. απο μτχ. τριμμένος, φθαρ- φθαρμένος, χαλασμένος απο τη χρήση. Обшаркать ρ.σ.μ. (απλ.) τρίβω, πατώ, φθεί- φθείρω, χαλνώ με τη συνεχή χρήση· - ПОЛ φθείρω το πάτωμα. II -СЯ τρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Обшарпанный επ. απο μτχ. φθαρμένος, ξε- ξεσχισμένος, τριμμένος* ξεσκαλισμένος.' Обшарпать ρ.σ.μ. (απλ.) ξεσχίζω, φθείρω, τρίβω, χαλνώ" ξεσκαλίζω. обшивание, -я ουδ. βλ. обшивка. обшивёть(ся) ρ.δ. βλ. обшйть(ся). ОбШЙВКа, ~И θ. 1 περιρραφή* στρ'ιφωμα. 2 μπορντούρα, γαρνιτούρα. 3 περιένδυμα αντι- αντικειμένου· ντύσιμο* σανίδωση, καπλάντισμα. ОбШИВНОЙ επ. 1 ντυμένος, περιενδυμένος· σανιδωμένος, καπλαντισμένος. 2 της περιέν- δυσης, για ντύσιμο. ОбПШВОЧНЫЙ επ. βλ. ОбШИВНОЙ B σημ.). обшикать ρ.σ.μ. βλ. ошикать. Обширность, -И θ. μεγάλη έκταση, ευρύτη- ευρύτητα, ευρυχωρία, απλοχωριά. Обширный επ., βρ: -рен, -рна, -рно (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτεταμένος, ευρύς, ευρύχωρος, πλα- τύχωρος· μεγάλος· - кабинет μεγάλο γραφείο· -ые знания ευρείες γνώσεις. Обшить, обошыб, обошьёшь, προστκ. обшей; ρ.σ.μ. 1 (με οργν.) περιρράβω· στριφώνω. II καλύπτω, ντύνω. 2 καρφώνω· - ДОСКАМИ σαν ι- δώνω· - железом καπλαντίζω. 3 ντύνω, ράβω για όλους ή για πολλούς· мать -ла детей η μάνα έρραψε για όλα τα παιδιά ή έντυσε όλα τα παιδιά. II -СЯ εξασφαλίζω τον εαυτό μου απο ρούχα. ♦обШЛЙГ, -ά α. παραμέντο, άκρη περιχειρί- δας, μανικέτι· το άνοιγμα της περιχειρίδας. Обшлажный επ. της περιχειρίδας· -ые пуго- ВИОД κουμπιά περιχειρίδας (μανικιού). Обшмыганный επ. απο μτχ. κουρελιασμένος, τριμμένος, φθαρμένος" λερωμένος. ООШМЫГать ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Οθ- ШМЫГанныЙ, βρ: -Ган, -а, -О (απλ.) φθείρω, τρίβω, χαλνώ, κουρελιάζω* λερώνω. обшмыгивать р.δ. βλ. обшмыгать. обшныривать р.δ. βλ. обшнырять. Обшнырять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ· χρ. 06- шнырянный, βρ: -рян, -а, -О (απλ.) γυρίζω, πηγαίνω παντού ή σε πολλά μέρη. Обштопать ρ.σ.μ. 1 μπαλώνω ολοκληρωτικά. 2 μτφ. (απλ.) εξαπατώ, ξεγελώ. Общаться р.δ. συναναστρέφομαι, πιάνω (συ- (συνάπτω) σχέσεις, σχετίζομαι, συνδέομαι. Обще επίρ. (παλ.) ομού, μαζί (με). Обще... πρώτο συνθετικό λέξεων με σημ. 1 κοινός για όλους· παν... общенациональный πανεθνικός. 2 πάγκοινος· Общеизвестный πα- πασίγνωστος. 3 γενικός· βασικός· κοινό. ·., ολι- ολικός (όχι μερικός), καθολικός· общеобразо- общеобразовательный καθολικής μόρφωσης. Общевойсковой επ. πανστρατιωτικός. Общегородской επ. όλης γενικά της πόλης. Общегосударственный επ. όλου γενικά του κράτους, όλης της επικράτειας. Общегреческий επ. πανελλήνιος. Общедемократический επ. πανδημοκρατικός. Общедоступность, -и θ. το ευπρόσιτο, το προσιτό απ' όλους. II το ευκατανόητο, το κα- κατανοητό απ' όλους. общедоступный επ., βρ: -пен, -пна, -пно. 1 ευπρόσιτος, προσιτός για όλους*ευαπόκτητος. 2 μτφ. κατανοητός, εύληπτος, καταληπτός απο όλους. Общежитейский επ. συνήθης, συνηθισμένος, καθημερινός, της καθημερινής ζωής. ОбЩеЖИТельносТЬ, -и θ. τάση για κοινωνι- κοινωνική ζωή. общежительный επ., βE: -лен, -льна, -лью (παλ.) κοινωνικός· -ое существо κοινωνικό ον - человек κοινωνικός άνθρωπος. Общежитие, -я ουδ. 1 κοινοκατοικία· жить В -ИИ ζω σε κοινοκατοικία· студенческое - φοιτητική εστία. 2 συμβίωση, συνδιαμονή. II η καθημερινή ζωή. „ Общезаводский κ. Общезаводской επ. παν ερ- εργοστασιακός . Общезначимый επ· που έχει σημασία ή σπου- σπουδαιότητα για όλους, γενικής σημασίας. Общеизвестно επίρ. ως κατηγ. είναι πασί- πασίγνωστο. Общеизвестность, -И θ. το πασίγνωστο* фёктов το πασίγνωστο των γεγονότων. общеизвестный επ., βρ: ~тен, -тна, -тно; πασίγνωστος. ОбщеЮЙССОВЫЙ επ. όλων των τάξεων, παντα- ξικός· -ые интересы συμφέροντα όλων των τά- τάξεων . общёлкать ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. обыграть (ι σημ.). общенародный επ., βρ: ~ден, -дна, -дно; παλλαϊκός, πάνδημος, πάγκοινος· -ая собст- собственность παλλαϊκή ιδιοκτησία (κοινοκτημοσύ- (κοινοκτημοσύνη)· -ое состояние παλλαϊκή περιουσία. общенациональный επ., βρ: -лен, -льна, -о πανεθνικός· δημόσιος;
общ 782 общ Общение, -Я ουδ. επικοινωνία, επαφή, σχέ- σχέση, συναναστροφή* συνάφεια" тесное - στενή σχέση· ~ С ЛВДМЙ επικοινωνία με τους ανθρώ- ανθρώπους (κοινωνικότητα)· Личное - προσωπική ε- επαφή· непосредственное - άμεση επαφή. Общеобразовательный επ.- γενικής (εγκυκλίου) μόρφωσης· -ая ШКОла σχολείο γενικής μόρφω- μόρφωσης (μη ειδικής)· -ые учебные заведения εκ- εκπαιδευτικά ιδρύματα γενικής μόρφωσης. общеобязательный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО υποχρεωτικός για όλους, πανυποχρεωτι- κός. Общепартийный επ. όλου του κόμματος, παν- κομματικός. общеполезный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; ωφέλιμος για όλους, πανωφέλιμος· κοινωφελής. Общеполитический επ. πανπολιτικός*высокая -ая Подготовка μεγάλη πανπολιτική προετοι- μααία. общепонятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ευ- κατάληπτος, εύληπτος, ευκολονόητος, κατανο- τός απ' όλους. общепризнанный επ., βρ: -нан, -а, -о απο όλους αναγνωρισμένος, κοινώς παραδεγμένος. общераспространённый επ. παντού (γενικά) διαδομένος. Общереспубликанский επ. όλων γενικά των δημοκρατιών, πανδημοκρατιακός. Общесоюзный- επ. πανενωσιακός· ~ое СОВвЩЙ- ние πανενωσιακή σύσκεψη. общественник, -а α., -ца, -ы θ. 1 κοινω- κοινωνικός άντρας, κοινωνική γυναίκα. 2 μέλος κοινότητας. Общественность, -И θ. 1 η κοινωνία, το κοι- νόν, ο κόσμος· научная - ο επιστημονικός κό- κόσμος· греческая - το ελληνικό κοινό. II οι κοινωνικές οργανώσεις. 2 (παλ.) η κοινωνική ζωή. II κοινωνικότητα. Общественный επ. 1 κοινωνικός* закон -ГО развития νόμος της κοινωνικής εξέλιξης· строй το κοινωνικό σύστημα· -ая ЖИЗНЬ η κοι- κοινωνική ζωή· -ые отношения οι κοινωνικές σχέ- σχέσεις· -ая собственность κοινωνική ιδιοκτησία· -ое положение κοινωνική κατάσταση ή η κοι- κοινωνική θέση* - ДОЛГ το κοινωνικό χρέος* -ые организации οι κοινωνικές οργανώσεις. II δη- δημόσιος· -ые работы δημόσιες εργασίες* -ое имущество δημόσια περιουσία* -ое поричйние δημόσια επιτίμηση" ξεμπρόστιασμα. II κοινός, συλλογικός· -ая Обработка земли κοινή καλ- καλλιέργεια της γης. 2 φίλος των συναναστρο- συναναστροφών - человек κοινωνικός άνθρωπος.И εκφρ. - Обвинитель о δημόσιος κατήγορος. - общество, -а ουδ. 1 κοινωνία* человече- человеческое - ανθρώπινη κοινωνία· первобытное πρωτόγονη κοινωνία. 2 κύκλος* τάξη·στρώμα* дворянское - η τάξη των ευγενών* купеческое - το στρώμα των εμπόρων. Ι! το φύλο· женское - το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.3 παρέα, συντροφιά, κομπανία. II το περιβάλλον. 4 σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία* грёко-со- вётское - ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος* ак- акционерное - μετοχική εταιρεία. Н σύλλογος* спортивное - αθλητικός σύλλογος. 5 αγροτική κοινότητα. Обществоведение, -Я ουδ. (παλ.) κοινωνι- κοινωνιολογία. Обществоведческий επ. (παλ.) κοινών ιολο- γιακός. Общетеоретический επ. γενικής θεωρητικής σημασίας* -ие вопросы θεωρητικά ζητήματα γε- γενικής σημασίας. общеупотребительность, -и θ. η κοινή χρή- χρήση* - термина κοινή χρήση του όρου. общеупотребительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО κοινός, κοινόχρηστος, συνήθης· -ое средство κοινόχρηστο μέσο* - способ κοινός, (συνηθισμένος) τρόπος. Общеустановленный επ. γενικά καθιερωμέ- καθιερωμένος* - порядок γενικά καθιερωμένη τάξη. Общечеловеческий επ. πανανθρώπινος* -8Я мораль πανανθρώπινη ηθική* -ая свобода πα- πανανθρώπινη λευτεριά. 06ЩИЙ επ., βρ: Общ, Обща, обще. 1 γενι- γενικός, καθολικός* -ее πρΟΒΐυΐο«γενικός κανό- κανόνας· -ее собрание γενική συνέλευση* -ее на- название γενική ονομασία* - кризис γενική κρί- κρίση* -ее впечатление γενική εντύπωση* -ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή* -ее благо γενικό καλό. 2 κοινός* - ЯЗЫК κοινή γλώσσα* -ее мнение κοινή γνώμη· -ее дело κοινή υ- υπόθεση· -ими силами με κοινές δυνάμεις· -ая собственность συνιδιοκτησία· συγκυριότητα* -ая черта κοινό χαρακτηριστικό* -ими усили- усилиями με κοινές προσπάθειες. 3 ολικόςΤσυνολι- ολικόςΤσυνολικός* -ая стоимость ολική αξία ή κόστος· итог ολικό άθροισμα* -ая судима ολικό ποσό. 4 βασικός· θεμελιώδης· -ие вопросы нау^си τα βασικά ζητήματα της επιστήμης. II εκφρ. Β -их чертах σε γενικές γραμμές, αδρομερώς·, σε χοντρές γραμμές* -ее место;α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα* ρουτίνα* -ее обра- образование γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)· Β -ем εν τέλει, τελικά* В -ем И В целом γενι- γενικά* в -ей сложности συνολικά, εν συνόλω-нет ничего -его с кем,чем δεν έχω τίποτε το κοι- κοινό με κάποιον, με κάτι* наЙТЙ - ЯЗЫК βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης από- απόψεων" В -ем сказать για να πω γενικά" наибольший делитель о μέγιστος κοινός διαι- διαιρέτης· -ее наименьшее крётное το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.
общ 783 объ обЩЙна, -ы Θ. 1 κοινότητα· семейная - οι- οικογενειακή κοινότητα· территориальная - το- τοπική κοινότητα· крестьянская - αγροτική κοι- κοινότητα. 2 (παλ.) κοινωνία. ОбЩЙННИК, -а α. αγρότης μέλος της κοινό- κοινότητας . Общинный επ. κοινοτικός* -ые земли κοινο- κοινοτική γη· -ая собственность κοινοτική ιδιο- ιδιοκτησία* -ое землевладение κοινοτική γαιο- κτημοσΰνη. Общипать, -иплй, -йплешь, προστκ. обши- плй, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. общипанный, βρ: -пан, -а, -Ο ρ.σ.μ. μαδώ, ~ίζω, ξεπουπουλιά- ξεπουπουλιάζω* - курицу μαδ'ιζω την κότα. II απογυμνώνω, στερώ εντελώς. общипывать ρ.δ. βλ. общипать. II -ся ;ια- δίζομαι, μαδιέμαι. ОбЩЙтельнОСТЬ, -И θ. κοινωνικότητα. общительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; κοινωνικός· - человек κοινωνικός άνθρωπος. ОбЩНОСТЬ, -И θ. κοινότητα, το κοινόν με- μεταξύ πολλών - интересов κοινότητα συμφε- συμφερόντων (κοινά συμφέροντα)* - цели κοινός σκοπός. ОбЩО επ'ιρ. γενικά (χωρίς λεπτομέρειες). ОбЪ... πρόθεμα αντί του Ο..., χρησιμο- χρησιμοποιείται μπροστά απο τα: е, Ю, Я βλ. λέ- λέξεις αμέσως παρακάτω. объегоривать р.δ. βλ. объегорить. II -ся (απλ.) εξαπατιέμαι, ξεγελιέμαι Объегорить р.σ.μ. (απλ.) εξαπατώ, ξεγελώ. Объедала, -Ы α. κ. θ. (απλ.) φαγάς. объедйть(ся) р.δ. βλ. объёсть(ся). Объедение, -Я ουδ. 1 πολυφαγία, αδηφαγία. 2 νοστιμιά. Объединение, -Я ουδ. 1 ένωση, συνένωση, σύνδεση· ενοποίηση. 2 σύλλογος' ένωση· όμι- όμιλος* литературное - ένωση λογοτεχνών - пи- писателей ένωση συγγραφέων. Объединённый επ. απο μτχ. ενωμένος, ενο- ενοποιημένος, κοινός* -ое заседание κοινή συ- συνεδρίαση* Организация -ых Наций οργάνωση Ενω,μένων Εθνών. Объединительный επ. ενωτικός* - съезд ε- ενωτικό συνέδριο. Объединить, -НЙ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объединённый, βρ: -нён, -ненй, -нено; ενώνω, συνδέω, ενοποιώ* συγχωνεύω* - силы -ενώνω τις δυνάμεις* - два института В ОДИН συγχωνεύω δυο ινστιτούτα σε ένα. II -СЯ ενώ- ενώνομαι, συνενώνομαι κπλ. ρ. ενεργ. φ. объединят^ся) р.δ. βλ. объединитеся). объедки, -ов πλθ. (ενκ. -док, -дка α.) α- ποφάγια. Объедья, -ьев πλθ. υπολείμματα ζωοτρο- 7 ιών . Объезд, -а α. (με μεταφ. μέσο). 1 περιφο- περιφορά, γύρος. 2 παράκαμψη. 3 περιοδεία* επί- επίσκεψη. 4 ξεπέρασμα. II στροφή. 5 (παλ.) έ- έφιππη περίπολος. Объездить, -езжу, -ездишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. объезженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. Объехать Aσημ.). 2 συνηθίζω στη ζεύξη, σαμάρωμα, σέλωμα* ζεύω, σαμαρώνω, σελώνω. Объездка, -И θ. συνήθιση (εκμάθηση) ζώου στη ζεύξη, σαμάρωμα ή σέλωμα. Объездной επ. 1 παρακαμπτικός, παρακαμπτή- παρακαμπτήριος* ~ая дорога παρακαμπτήριος δρόμος. 2 (με μεταφ. μέσο) περιφερόμενος, περί ερχόμε- ερχόμενος* - надзиратель περιφερόμενος επόπτης. ОбъёздчИК, ~а α. 1 φύλακας έφιππος ή επί οχήματος. 2 ο συνηθίζων τα άλογα στη ζεύξη ή στο σάγμα. объезхать(сяI р.δ. βλ. объехать. объезжать(сяJρ.δ. βλ. объездить. объезжий επ. βλ. объездной. ♦объект, -а α. 1 αντικείμενο* - изучения α- αντικείμενο μελέτης. 2 γιαπί, οικοδομή. 3 (γραμμ.) αντικείμενο. *объектйв, -а α. φακός* - фотоаппарата,ми- фотоаппарата,микроскопа φακός φωτογραφικής μηχανής, μικρο- μικροσκοπίου. Объективация, -И θ. (γραπ. λόγος)· βλ. объективизация. Объективизация, -И θ.*1 αντικειμενικότητα βλεπόμενη με όργανα. 2 αντικειμενικότητα, ταυτότητα, σύμπτωση* - МЫСЛИ В слове ταυτό- ταυτότητα σκέψης και λέξης. объективизм, -а α. 1 βλ. объективность. 2 αντικει μενισμός. объектйровать, -руга, -руешь р.δ.к.σ.μ. α- τ,ικειμενοποιώ* ουσιαστικοποιώ. II -СЯ αντι- κειμενοποιούμαι, ουσιαστικοποιούμαι. Объективист, -а α. αντικειμενιστής, οπα- οπαδός του αντικειμενισμού. ОбъектиВЙСТСКИЙ επ. αντικειμενικός, του αντικειμενισμού* -ое изложение фЙКТОВ αντι- αντικειμενική έκθεση των γεγονότων. Объективность, -И θ. αντικειμενικότητα* - внешнего мира η αντικειμενικότητα του εξω- εξωτερικού κόσμου* - суждений αντικειμενικότη- αντικειμενικότητα των κρίσεων. объективный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 αντικειμενικός* - мир о αντικειμενικός κό- κόσμος. 2 αμερόληπτος* -ая оценка αντικειμε- αντικειμενική εκτίμηση. II εκφρ. -ая реальность αντι- αντικειμενική πραγματικότητα. Объектный επ. 1 (φιλοσ.) αντικειμενικός. 2 (γραμμ.) του αντικειμένου. ОбъёктоВЫЙ επ. του γαπιού, της οικοδομής. Объём, ~а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) όγκος* μέ- μέγεθος, έκταση* διάσταση* товары большого -а
ооъ 784 о бы εμπορεύματα μεγάλου όγκου (ογκώδη)· - ВОДИ ο όγκος νερού" - работ όγκος εργασιών ЗНЙНИЙ η έκτασ.η των γνώσεων ~ шара οι δι- διαστάσεις της σφαίρας· ПО ~у κατά τον όγκο ή κατά το μέγεθος. Объёмистость, -И θ. όγκος, το ογκώδες. объёмистый επ., βρ: -мист, -а, ~о ογκώ- ογκώδης, ευμεγέθης, μεγάλος· -ая книга ογκώδες βιβλίο· -ая чешка μεγάλο φλιτζάνι τσαγιού. Объёмность, -И θ. μέγεθος, μεγάλη έκταση. объёмный επ. 1 του όγκου· -ое измерение η ογκομέτρηση. II ογκομετρικός* ~ анЙЛИЗ ογκο- ογκομετρική ανάλυση· -ое КИНО στερεοσκοπική κι- κινηματογραφία. 2 βλ. объёмистый. объесть, ~ём, -ёшь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. Объел, -ла, -ло; προστκ. Объешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объеденный, βρ: -деН, -а, -О р.σ.μ. 1 περιτρώγω· - περι- τρώγω το κόκκαλο* - МЯСО на КОСТИ τρώγω το κρέας γύρω απο το κόκκαλο· Гусеницы -ЛИ ЛЙ- стья на дереве οι κάμπιες κατάφαγαν τα φύλ- φύλλα τ'ου δέντρου. 2 καταβιβρώσκω, φθείρω, κα- καταστρέφω βαθμιαία. 3 ξεπερνώ στο φαγί. II -СЯ παρατρώγω. II χορταίνω. Объехать, -ёду, -едешь ρ.σ.1 περιφέρομαι, περιέρχομαι (με μεταφ. μέσο). 2 παρακάμπτω, αποφεύγω1 - камень παρακάμπτω την πέτρα. 3 περιοδεύω, γυρ,ίζω, πηγαίνω παντού. II επι- επισκέπτομαι όλους· - Всех знакомых επισκέπτο- επισκέπτομαι όλους τους γνωστούς (γνώριμους). 4 ξε- ξεπερνώ· - едущую впереди машину προσπερνώ το αυτοκίνητο που πηγαίνει μπροστά. 5 (εξ)απα- τώ, (ζε)γελώ. ОбЪЯВЙТЬ, -ЯВЛЮ, -ЯВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 ανακοινώνω, γνωστοποιώ' κοινοποιώ· δηλώνω· - о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ· - приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφα- απόφαση· - своё мнение, СВОЮ ВОЛЮ γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου. Π (αν)αγγέλλω' δη- δημοσιεύω· - приятную новость αναγγέλλω ευχά- ευχάριστη είδηση· - О ВЫХОДе КНИГИ αναγγέλλωτην έκδοση βιβλίου. II εκφράζω· - благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια. II φανερώνω, δεί'χνω· - СВОЙ намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου. II καταγγέλλω· - О прекращении перемирия κα- καταγγέλλω την ανακωχή. II φανερώνω, αποκαλύ- αποκαλύπτω, λέγω· - своё ИМЯ λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι). 2 κηρύσσω" - ВОЙНУ κηρύσσω τα» πόλεμο· - мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση. II προκηρύσσω· - конкурс προκηρύσσω διαγωνι- διαγωνισμό. Π διακηρύσσω, διαγορεύω· - КОГО сума- сшёдшим διαδίδω για κάποιον.ότι είναι τρελ- λός. II -СЯ 1 (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι. 2 (παλ.) κηρύσσομαι. Объявление, -Я ουδ. 1 ανακοίνωση, γνωστο- γνωστοποίηση· δήλωση. II έκφραση. II φανέρωση, απο- αποκάλυψη· ένδειξη. 2 (αν)αγγελ'ια. 3 κήρυξη' - войны κήρυξη πολέμου. II προκήρυξη· - кон- конкурса προκήρυξη διαγωνισμού. II .διακήρυξη, διαγόρευση. ОбЪЯВЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОбЪЯВЙТЬ(СЯ). объягниться, -йтся ρ.σ. βλ. оягниться. Объяснение, -Я ουδ. (επ)εξήγηση, διασαφή- διασαφήνιση· ερμηνεία· - явлений природа εξήγηση των φυσικών φαινομένων· - урока εξήγηση του μαθήματος· - непонятных слов ερμηνεία των δυσκολονόητων λέξεων. 2 διακανονισμός ζητή- ζητήματος. 3 εξηγήσεις, δικαιολογίες (για δια- διαγωγή). II εκφρ. - В ЛЮбВЙ ερωτική εξομολό- εξομολόγηση. Объяснимый επ., βρ: -НИМ, -а, -о εξηγήσι- εξηγήσιμος, ερμηνευτός, διασαφηνίσιμος. ОбЪСНЙтельныЙ επ. (επ)εξηγηματικός, (δι)ερ- μηνευτικός, αποσαφηνιστικός. Объяснить, -НИ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объяснённый, βρ: -нён, -нена", -нено р. σ.μ. 1 εξηγώ, ερμηνεύω· αποσαφηνίζω" επεξη- επεξηγώ· - СВОЙ МЫСЛЬ εξηγώ τη σκέψη μου" - дё- ЛО, вопрос φωτίζω μια υπόθεση, ένα ζήτημα·- явления природы εξηγώ τα φυσικά φαινόμενα. II -СЯ 1 εξηγιέμαι, δίνω εξηγήσεις (για άρση παραξηγήσεων) · 2 ερμηνεύομαι, εξηγούμαι. II εκφρ. - В ЛЮбВЙ κάνω ερωτική εξομολόγηση. ОбЪЯСНЯТЬ( СЯ) р. δ. βλ. 0EбЯСНЙТЬ( СЯ) . Объятие, -Я ουδ. αγκαλιά· принимать КОГО распростёртыми -ЯМИ υποδέχομαι κάποιον με ανοιχτή την αγκαλιά· раскрыть -Я ανοίγω την αγκαλιά· заключить В -Я κλείνω στην αγκαλιά, αγκαλιάζω σφιχτά. ОбЪЯТЫЙ μτχ. του р. ОбЪЯТЬ. Объять, обойму, обоймёшь κ. (παλ.κ. απλ.) Обыму", обымешь, παρλθ. χρ. (γραπ. λόγος)· объял, -ла, -ло р.σ.μ. βλ. обнять. обыватель, -я α., -ница, -ы θ. (παλ.). 1 κάτοικος μόνιμος. 2 άνθρωπος περιοριορισμέ- νων αντιλήψεων, κοινωνικού ορίζοντα μικροα- μικροαστός, μικροσυμφεροντολόγος. Обывательский επ. 1 του μόνιμου κάτοικου. 2 μικροαστικός, μικροσυμφ'εροντολογικός. обыграть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обы- обыгранный, βρ: -гран, -а, -О. 1 κερδίζω, νικώ στο παιγνίδι" - В шахматы κερδίζω στο σκά- σκάκι. II κερδίζω πολλά χρήματα στο χαρτοπαί- χαρτοπαίγνιο. 2 (θεατρ.) χρησιμοποιώ για παιγνίδι.II χρησιμοποιώ για δικό μου όφελος, για εντύ- εντύπωση. 3 καλυτερεύω μουσικό όργανο δουλεύο- δουλεύοντας το' - скрипку δουλεύω το βιολί για να καλυτερεύσει η φωνή του. ОбЫГривание, -Я ουδ. (για παιγνίδι) κέρ- δισμα, νίκη. обыгривать р.δ. βλ. обыграть. II -ся ν ι-
обы 785 обя κιέμαι στο παιγνίδι. Обыдёнкой επίρ. (διαλκ.) σε μι-ά μέρα, μο- νομερίς, αυθημερόν. обыденность κ. (παλ.) обыдённость, -и θ. το συνηθισμένο. Обыденный κ. (παλ.) Обыденный επ. καθημε- καθημερινός, συνηθισμένος' ρουτινιασμένος*κοινός· -Οβ явление συνηθισμένο φαινόμενο· -ые се- мёЙНЫе заботы καθημερινές οικογενειακές φρο- φροντίδες. Обыдёнщина, ~Ы θ. το καθημερινό, το συνη- συνηθισμένο, το κοινό· ρουτίνα. Обызвествление, ~Я ουδ. ασβεστοποίηση, κά- κάλυψη με στρώμα ασβέστης. обыкёть ρ.δ. βλ. обыкнуть. ОбЫКНОВёние, -Я ουδ. συνήθεια* έξη· Иметь - έχω τη συνήθεια· ПО своему ~Ю κατά τη συ- συνήθεια μου· ЭТО ВОШЛО В ~ αυτό έγινε συνή- συνήθεια* ЭТО ВЫШЛО ИЗ -Я αυτό ξεσυνηθίστηκε ή δε συνηθίζεται πιά. II εκφρ. ПО -Ю κατά τα συνηθισμένα (τα ειωθώτα)· против -Я παρά τη συνήθεια. Обыкновенно επίρ. συνήθως· κοινώς. ОбЫКНОВёнНОСТЬ, -И θ. το καθημερινό* το συνηθισμένο. Обыкновенный επ. συνήθης, συνηθισμένος· κοινός· ~ая история συνηθισμένη ιστορία·-ая ящерица σαύρα η κοινή. 11 καθημερινός. обыкнуть, -ну, -нешь, παρλθ. хр.обйк, -ла, -ЛО р.σ. (διαλκ.) συνηθίζω, εξοικειώνομαι, προσαρμόζομαι. обымать, -аго, -аешь к. (παλ.) объёмлго, ~ё- млешь (παλ. κ. απλ.) βλ. объять. II -СЯ βλ. обниматься. Обындеветь, -его, -еешь р.σ. σκεπάζομαι με πάχνη. Обыск, -а α. έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση· произвести - κάνω έρευνα· подвергать -у υ- υποβάλλω σε έρευνα* найти при -е βρίσκω κατά την έρευνα. ОбЫСКётЬ, ОбЫЩу, ОбЫЩеШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. обысканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. 1 ερευνώ, κάνω έρευνα, ψάχνω, αναζητώ·'- ΚΟΜ- нату κάνω έρευνα στο δωμάτιο· ~ преступника κάνω έρευνα στον εγκληματία. II -СЯ (απλ.) .ψάχνω πολύ χρόνο· ψάχνω όλα, παντού. обыскивать(ся) р.δ. βλ. обыскать(ся). Обычай, -я α. έθιμο, συνήθεια' ζακόνι· Нравы И -И τα ήθη και έθιμα· СТарЙННЫЙ -πα- -παλαιό έθιμο· местный - τοπικό έθιμο· это во- вошло В - αυτό έγινε συνήθεια· по принятому '-Ю κατά το επικρατόν έθιμο* ЭТО у нас В ~е αυτό είναι το έθιμο μας. Обычно επ'ιρ. συνήθως. ОбЫЧНОСТЬ, -И θ. το σύνηθες, το συνηθι- συνηθισμένο . Обычный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 συ- συνηθισμένος, συνήθης. 2 παραδοσιακός, άγρα- φτος · - закон άγραφτος νόμος. II εκφρ. СИЛЬ- нёе -ОГО υπέρ ισχυρός, ασυνήθης. обюрократиь, -ачу, -атишь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. обюрокраченный, βρ: ~чен, -а, -о κάνω (μετατρέπω) σε γραφειοκράτη. II -СЯ γίνο- γίνομαι γραφειοκράτης. обкрокрачивать(ся) ρ.δ. βλ. обгорократиь- (СЯ). Обязанность, -И θ. υποχρέωση, χρέος, κα- καθήκον СЧИТЙГО своей -ЬЮ θεωρώ υποχρέωση μου· правй И -И δικαιώματα και υποχρεώσεις· ИС- ИСПОЛНЯТЬ СВОЙ -И εκπληρώνω (εκτελώ) τις υπο- υποχρεώσεις μου ή τα καθήκοντα μου· служебные -и υπηρεσιακά καθήκοντα· вменять что-л. В - επιβάλλω κάτι σαν καθήκον всеобщая 'ВОЙНС- кая - γενική στρατιωτική υποχρέωση. Обязанный επ., βρ: -зан, -а, -О υποχρεω- υποχρεωμένος· υπόχρεος· Я -зан ПОМОЧЬ ему είμαι υ- υποχρεωμένος να τον βοηθήσω· считать себя -ЫМ θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο· Я -зан сказать правду οφείλω να πω την αλήθεια· Я вам Очень -зан σας είμαι πολύ υπόχρεος. Обязательно επίρ. 1 οπωσδήποτε, απαραίτη- απαραίτητα, εξάπαντος, -ανυπερθέτως, χωρίς άλλο, ω- ρισμένως. 2 (παλ.) εξυπηρετητικά. Обязательность, -И θ. υ,ποχρέωση, υποχρεω- υποχρεωτική ισχύς. Н προθυμία εξυπηρέτησης. обязательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 υποχρεωτικός· απαραίτητος· -ое посещение занЙТИЙ υποχρεωτική παρακολούθηση των μα- μαθημάτων постановление - -ое для всех η α- απόφαση είναι υποχρεωτική για όλους· всеоб- всеобщее -ое Обучение γενική υποχρεωτική εκπαί- εκπαίδευση. 2 εξυπηρετικός· επικουρικός· очень - человек πολύ εξυπηρετικός άνθρωπος. II (παλ.) ευγνώμονας. II εκφρ. - экземпляр υποχρεωτικό αντίτυπο έκδοσης έργου (για βιβλιοθήκες, ι- ιδρύματα) . Обязательственный επ. (νομ.) υποχρεωτικός· -ое право υποχρεωτικό δικαίωμα Обязательство, -а ουδ. 1 υποχρέωση· взять на себя - αναλαμβάνω υποχρέωση· взаимные -а αμοιβαίες υποχρεώσεις ή συνυποχρεώσεις. 2 (οικον.): долговое - το χρεόγραφο. Обязать, ~ЯЖу, -Йжешь р.σ.μ. 1 υποχρεώνω, επιβάλλω· его Обязали ЯВИТЬСЯ В срок τον υ- υποχρέωσαν να εμφανιστεί στην προθεσμία. 2 προκαλώ αίσθημα ευγνωμοσύνης· ВЫ меня МНО- МНОГО -яжете, если ... θα με υποχρεώσετε πο- πολύ, αν ... II -СЯ υποχρεώνομαι" - досрочно ВЫПОЛНИТЬ работу υποχρεώνομαι να τελειώσω τη δουλειά πριν την προθεσμία. Обязывать р.δ. 1 βλ. Обязать. 2 επιβάλλω, επιτάσσω· Положение -ет η κατάσταση το ε-
ова 786 овч π ι, βάλλε ι. II -СЯ βλ. обязаться. *ОВал, ~а α. σχήμα ωοειδές. ОВАЛЬНЫЙ επ. αυγοειδής, ωοειδής. *ОВаЦИЯ, -И θ. επευφημία· бурные -И θυελ- θυελλώδεις επευφημίες. ОВДОВётЬ, -ею, -ёешь р.σ. χηρεύω· ОНО рй- НО ~ла αυτή' νωρίς χήρεψε. ОВевать р.δ. βλ. ОВёять. II ~СЯ αερίζομαι. II λιχνίζομαι. ОВёс, ОВСЙ α. βρώμη. II πλθ. -Ы χωράφια με βρώμη σπαρμένα* οι φύτρες της βρώμης. овечий, -ья, -ье επ. προβάτινος, πρόβιος· -ЬЯ шкура προβάτινο δέρμα· -ье молоко πρό- πρόβειο γάλα* - сыр πρόβιο κασέρι. Η μτφ. α- αγαθός, αθώος· у него сердце -ье αυτός έχει καλή καρδιά. ОВёчка, -И θ. τίροβατινούλα. II μτφ. πράος, ήπιος, άκακος. ОВещестВЙТЬ, -ВЛЙ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. овеществлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)· μετατρέπω σε πράγμα· ουσιαστικοποιώ· труд овеществлённый в товар εργασία που μετατράπηκε σε εμπόρευμα. II -СЯ μετατρέπομαι σε πράγμα· ουσιαστικοποιούμαι. Овеществление, -Я ουδ. μετατροπή σε πράγ- πράγμα4 ουσιαστικοποίηση. овеществлять(ся) р.δ. βλ. овеществйть(ся). овеять, -его, -ёешь р.σ.μ. βλ. обвеять A σημ.). ОВИВЙТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОВЙТЬ(СЯ). ОВЙн, -а α. στεγνωτήριο δεμάτων πριν το αλώνισμα. ОВИННЫЙ επ. στεγνωτικός. овйть(ся) р.σ. βλ. обвйть(ся). овладевать р.δ. βλ. овладеть. овладение, -Я ουδ. (κυρλζ. κ. μτφ.) κυρί- κυρίευση,, κατάληψη, πάρσιμο. II κατάχτηση, αφο- αφομοίωση· - знаниями αφομοίωση των γνώσεων. овладеть ρ.σ.μ. (με οργν.). 1 κυριεύω, κα- καταλαβαίνω, παίρνω* - городом κυριεύω την πό- πόλη· - стратегической позицией καταλαβαίνω στρατηγική θέση. 2 υποτάσσω, κάνω υποχεί- υποχείριο. II κατευθύνω όπως θέλω. II γίνομαι .κάτο- .κάτοχος, κύριος' - имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας. 2 μαθαίνω καλά, κατέχω* γνωρίζω καλά· - русским языко'м κατέχω τη ρωσική γλώσσα· - техникой И наукой καταχτώ την τε- τεχνική και επιστήμη. 3 καταλαμβάνομαι, κυρι- κυριεύομαι, με πιάνει* им -ло беспокойство τον κυρίευσε ανησυχία· отчаяние ИМ -ЛО α- απελπισία τον έπιασε. 4 αφομοιώνω" - ЗНаНИЯ- МИ αφομοιώνω γνώσεις. II εκφρ. - собой κυρι- κυριαρχώ του εαυτού μου, αυτόεπι βάλλομα ι, συ- συγκρατιέμαι . ОВОД, -а, πλθ. ОВОДЫ κ. ОЗОДа α. αλογόμυ- αλογόμυγα, οίστρος. *ОВОСКОП, -а α. ωοσκόπιο. ■ овощ βλ. овощи. ОВОЩеВОД, ~а α. λαχανοκόμος. ОВОЩеВОДСТВО, -а ουδ. λαχανοκομία. овощеводческий επ. λαχανοκομικός. овощехранилище, -а ουδ. λαχαναποθήκη δια- διατήρησης. ОВОЩИ, ~ёй πλθ. (ενκ. ОВОЩ, -а α.) λάχα- λάχανα, λαχανικά· ζαρζαβατικά. ОВОЩНОЙ επ. των λαχανικών, των λάχανων - ларёк λαχανοπωλείο* μανάβικο* -Йе Грядки οι λαχανοβραγιές. II με λάχανα· - суп λαχανό- σουπα· -ые консервы λαχανοκονσέρβες. ОВОЩЬ, -И θ. (αθρσ.) απλ. βλ. овощи. Овраг, ~а α. χαράδρα* φαράγγι. овражек} -жка α. χαράδρίτσα· φαραγγάκι. овражек2βλ. овражка. овражистый επ., βρ: -жист, -а, -о χαρα- δρώδης, γεμάτος χαράδρες· овражка, -и θ. μικρός αρκτόμυς. ОВралНЫЙ επ. της χαράδρας, χαραδρίσιος* - песок άμμος απο χαράδρα. ОВСеца (πλάγιες πτώσεις δεν έχει)* υποκορ· της λέζης ОВёс, βρωμίτσα. ОВСЙНКа, -И θ. ένας κόκκος ή ένα στέλεχος της βρώμης. ОВСЙГ, -ό α. αγριόβρωμη, αβένα η γενειο- γενειοφόρα. ОВСЯНИЦа, -ы θ. είδος αγριόβρωμης. ОВСЙНКа} -и θ. πληγούρι απο βρώμη. II χυ- χυλός απο βρώμη. ОВСЯНКа^ -и θ. φλώρος, κριθολόγος, χλωρί- χλωρίδα (πτηνό). ОВСЯНОЙ κ. ОВСЯНЫЙ επ. 1 της βρώμης· -ЙЯ солома άχυρο απο βρώμη. 2 (ОВСЯНЫЙ) απο βρώ- βρώμη %*-ая каша χυλός απο βρώμη. *ОВуляЦИЯ, -И θ. η λειτουργεία της ωοθυλα- κίδας. овца", -ы, πλθ. овцы, овец, овцам θ. προ- προβατίνα, αρνάδα, αμνάδα, πρόβατο* желать, ЧТО- бы волки были сыты и овцы целы θέλω και το λύκο χορτάτο και τα πρόβατα σωστά· заблуд- заблудшая - βλ. заблудший. ОВЦевОД, ~а α. προβατοτρόφος. ОВСеВОДСТВО, -а ουδ. προβατοτροφία. овсеводческий επ. προβατοτροφικός. овцематка, -И θ. προβατίνα που γεννά, γα- λάρα. ОВЦефёрма, ~Ы θ. προβατοτρόφα φάρμα. ОВЧЙр, -а α. προβατοτρόφος. овчарка, ~и θ. τσομπανόσκυλο. ОВЧЙрник, ~а α. (διαλκ.) τσομπανόσκυλο. ОВЧарня, -И θ. μάντρα, μαντρί, ποιμνιο- στάσιο, στάνη. ОВЧЙна, -Ы θ. προβιά. ОВЧИНКа, ~и θ. μικρή προβιά. II εχφρ.
овч 787 огн выделки не стоит δεν αξίζει τον κόπο· нёбо С ~ку η В ~ку показалось кому έγινε εκτός ε- εαυτού, τά 'χασέ, σκαρτάρησε (απο φόβο, πόνο κ.τ.τ.). ОВЧИННЫЙ επ. του πρόβατου. II απο προβιά. огарок, -рка α. αποκέρι. огибать р.δ. βλ. обогнуть. II -ся 1 λυγί- λυγίζομαι, κάμπτομαι. 2 παρακάμπτομαι. оглавление, -Я ουδ. πίνακας περιεχομένων, περιεχόμενα· επικεφαλίδες. ОГЛЙдать, -ажу, -ОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оглаженный, βρ: -жен, ~а, -о р.σ.μ. χα- ιδεΰω. огладывать р.δ. περιτρώγω. II -СЯ περιτρώ- γομαι. оглаживать р.δ. βλ. огладить. ОГЛасЙТЬ, ~8Ш$, -асйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оглашённый, επ. -шён, -шена, -шено р.σ. μ. 1 (αν)αγγέλλω, ανακοινώνω φωναχτά· δια- διαβάζω σε υπήκοον - приговор διαβάζω την α- απόφαση του δικαστηρίου* - приказ διαβάζω τη διαταγή. 2 (παλ.) κοινολογώ, διαδίδω, δια- διαλαλώ, διατυμπανίζω. II δημοσιεύω. 3 φωνάζω, ηχώ· βροντοφωνάζω. II -СЯ γεμίζω με φωνές, ήχους. Η (παλ.) κοινολογούμαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. B σημ.). огласка, -И θ. 1 κοινολόγηση, ανακοίνωση· κοινοποίηση· δημοσιότητα. - ТОЙНЫ κοινολόγη- κοινολόγηση μυστικών предать -е βλ. огласитьBσημ.)· получить -у διαδίδομαι, διαλαλούμαι· ИЗбе- ГОТЬ -И αποφεύγω την κοινολόγηση, τη δημο- δημοσιότητα. ОГЛасОВКа, -И θ. φωνήεν στη λέξη. оглашать(ся) р.δ. βλ. огласйть(ся). оглашение, -Я ουδ. ανακοίνωση προφορική, διάβασμα. оглашённый επ. (απλ.) παπαρδέλας, φλήναφος. ОГЛОбельНЫЙ επ. του ρυμού, του τιμονιού ή με ρυμό, με τιμόνι. ОГЛОбЛЯ, -И θ. ρυμός, τιμόνι κάρου. II εκφρ. повернуть -И (απλ.) γυρίζω άπρακτος. оглодок, -дка α. (απλ.) βλ. обглодок. ОГЛОушить ρ.σ.μ. (απλ.) δίνω κατραπακιά. оглохнуть р.σ. βλ. гло'хнуть. оглупеть р.σ. (απλ.) βλ.глупеть. ОГЛуПИТЬ, -ПЛЮ, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оглуплённый, -лён, -лена, -лено р.σ.μ. αποβλακώνω, απομωραίνω, ξεκουτιαίνω. ОГЛуПЛЯТЬ ρ.δ. βλ. ОГЛуПИТЬ. II -СЯ απο- αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω. оглушать ρ.δ. βλ. оглушить. II -ся ξεκου- φαίνομαι. оглушительный επ. εκκωφαντικός, ξεκουφα- ντικός· - шум ξεκουφαντικός θόρυβος. ОГЛУШИТЬ, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оглушённый, βρ: -шён, щена, -щено р.σ.μ. ι ξεκουφαίνω· Гром -ЙЛ меня η βροντή με ξε- κούφανε. 2 κατραπακιάζω, κατακεφαλιάζω. Η σαστίζω, συνταράσσω, συγκλονίζω. оглядеть, ~яж/, -ДЙшь ρ.σ.μ. περιβλέπω, πε. ρισκοπώ, κοιτάζω ολόγυρα. II -СЯ 1 βλ. ρ. ε— νεργ. φ. 2 συνηθίζω να διακρίνω στο σκοτά- σκοτάδι. 3 μτφ. προσαρμόζομαι στο περιβάλλον, συ- συνηθίζω· γνωρίζομαι με το περιβάλλον. ОГЛЯДКа, -И θ. (παλ.) 1 επιφύλαξη, προσο- προσοχή" περίσκεψη· в этом деле - нужна σ' αυτή την υπόθεση χρειάζεται προσοχή. 2 μεταμέ- μεταμέλεια, μετάνοια, μετάνιωμα. II εκφρ. без -И α) χωρίς να κοιτάζω δεξιά-αριστερά. β) χω- χωρίς επιφύλαξη ή προσοχή, γ) απερίσκεπτα" С -ОЙ α) με επιφύλαξη, με προσοχή, β) με πε- περίσκεψη . оглядывание, -я ουδ. κοίταγμα· взаимное - αλληλοκοίταγμα. оглядывать р.δ. βλ. оглядеть. II -ся 1 βλ. оглядеться. 2 βλ. ОГЛЯНУТЬСЯ. 3 μτφ. ενεργώ επιφυλακτικά, προσεκτικά, επιφυλάσσομαι· ΓΟ- ворйте, не -тесь, μιλείτε, μην επιφυλάσσε- επιφυλάσσεστε· на меня не -ЙСЯ απο μένα μην επιφυλάσ- επιφυλάσσεσαι . оглянуть, -яну, -янешь р.σ. βλ. огляды- оглядывать. II -СЯ 1 στρέφω το κεφάλι να δω'-улся в последний раз на родные мести έστρεψα το κεφάλι να δω για τελευταία φορά το γενέθλιο τόπο (τη γενέτειρα). 2 π*εριβλέπω, κοιτάζω ολόγυρα. II εκφρ. не успеешь -, как... δεν προκάνεις να κοιτάξεις, και να... огневица, -ы θ. (διαλκ.) βλ. лихорадка. огнёвка, -И θ. 1 πυραλίδα, πεταλούδα. 2 αλεπού των στεπών ή χορσάκ. огневой επ. 1 πύρινος· με φωτιά. 2 πυρό- χίϊωμος. 3 μτφ. ζωηρός, φλογερός, σπινθηροβό- σπινθηροβόλος (για μάτια, βλέμμα). 4 μτφ. ευέξαπτος, θερμόαιμος. 5 (στρατ.) του πυρός, των πυ- πυρών -Ое древосхо'дство υπεροχή πυρός· ~ая завеса φραγμός π'υρών. II εκφρ. - бой (παλ.) πυροβόλο όπλο" κανόνι· -ая ПОЗИЦИЯ θέση πυ- πυροβόλου" φωλιά πολυβόλου" -ые средства μέ- μέσα πυρός* -ая точка πυροβολείο, πολυβολείο, ολμοβολεϊο· ~ая речь πύρινος λόγος. огнедышащий επ. πυρίπνοος, που βγάζει (ξερ- (ξερνάει) φωτιά ή λάβα. II εκφρ. -ая Гори (παλ.) ηφαίστειο σε ενέργεια. огнезащитный επ. πυράντοχος, πυρίμαχος. огнемёт, ~а α. φλογοβόλο όπλο. Огненный επ. 1 πύρινος* -ые языки πύρι- πύρινες γλώσσες (φλόγες). 2 μτφ. πυρόχρωμος· горизонт πύρινος ορίζοντας (κόκκινος). 3 μτφ. σπινθηρίζων λαμπυρίζων - взор πύρινο βλέμμα* -Ыб Глазе, πύρινα μάτια. 4- μτφ. φλο- φλογερός, καυστικός, καυτερός, θερμός· - по- поцелуй θερμό φιλί (όλο φωτιά). 5 μτφ. γεμά-
огн 788 ого τος πάθος, έξαρση. II εκφρ. -ая речь πύρινος λόγος· -ые слова καυτερά λόγια· - 6θΕ(παλ.) πυροβόλο όπλο1 κανόνι. огнеопасный επ., βρ: -сен, -сна, -сно εύ- εύφλεκτος· -ые вещества εύφλεκτες ύλες. ОГНеПОХЛОННИК, -а α. πυρολάτρης. огнепоклоннический επ. πυρολατρικός. ОГНепоКЛОННКЧеСТВО, -а ουδ. πυρολατρεία, ζωροαστρισμός. огнепоклонство, -а ουδ. βλ. огнепоклонни- огнепоклонничество . огнеприпасы, -ОВ πλθ. τα πυρομαχικά. огнепроводный επ. πυροδοτικός· - шнур πυ- ροδοτικό φυτίλι. огнестойкий επ., βρ: -стоек, -стойка, -о: αλεζίπυρος, πυράντοχος, πυρίμαχος. огнестойкость, -и θ. το αλεζίπυρο. огнестрельный επ. 1 πυροβόλος· -ое оружие πυροβόλο όπλο. 2 απο πυροβόλο όπλο· -ая ра- рана τραύμα απο πυροβόλο όπλο. огнетушитель, -Я α. κατασβεστήρας. огнеупорность, -и θ. βλ. огнестойкость. огнеупорный επ., βρ: -рен, -рна, -рно βλ. огнестойкий. огнеупоры, -ОВ πλθ. πυρίμαχες ύλες. ОГНИВО, -а ουδ. πριοβόλος. ОГНИСТЫЙ επ., βρ: -ист, -а, -о πυρόχρω- μος, πύρινος, κόκκινος· - закат πύρινο η- ηλιοβασίλεμα. ОГНЙще, ~а ουδ. (διαλκ.) 1 φωτιά, πυρά. 2 μέρος που ήταν φωτιά. II καμένο μέρος (χωρίς φυτά). ОГНЬ α. (απαντά μόνο στην ονομ. κ. αιτ. του ενκ.) παλ. βλ. ОГОНЬ. ОГО κ. О-ΓΟ-ΓΟ επιφ. ω! ωωωω! πω-πω-πω! оговаривание, -я ουδ. 1 βλ. оговор.2 προ- προειδοποίηση. 3 παρατήρηση, μομφή, επίκριση. оговаривать(ся) р.δ. βλ. оговорить(ся). ОГОВОр,-а α. διαβολή, κακολογία, συκοφα- συκοφαντία· ρετσινιά. ОГОВОРИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оговорённый, βρ: -рён, -рена, -рено. 1 δια- βάλλω, κακολογώ, αδικοβγάζω, συκοφαντώ. 2 θέτω, βάζω όρο, προϋπόθεση. 3 παραλείπω να αναφέρω. 4 (απλ.) κάνω παρατήρηση, κατακρί- κατακρίνω. II -СЯ 1 προειδοποιώ, προλέγω. 2 παρα- παραλείπω να αναφέρω (απο λάθος) . ОГОВОрка, -И θ. 1 υποσημείωση, εξήγηση· παρατήρηση. II επιφύλαξη· όρος" Принимая МО6 предложение, он сделал -у δεχόμενος την πρό- πρόταση μου, αυτός διατύπωσε επιφύλαξη. 2 λά- λάθος εκφραστικό, φραστικό (γλωσσικό) λάθος ή ολίσθημα της γλώσσας. II εκφρ. С -ой με επι- επιφύλαξη· без -рок χωρίς επιφυλάξεις, ανεπι- ανεπιφύλακτα. Ο-ΓΟ-ΓΟ βλ, ΟΓΟ. ОГОЛёние, -Я ουδ. γύμνωση, ξεγύμνωση. ОГОЛёННОСТЬ, -И θ. 1 γυμνότητα. 2 αβλα- στησία. оголённый επ. απο μτχ. (κυρλξ. κ. μτφ.)· γυμνός· -ая шёя γυμνός λαιμός· человек С-ОЙ грудью άνθρωπος γυμνόστηθος, γυμνόστερνος· -ая местность γυμνός τόπος (άδεντρος, αβλά- στητος)" - провод γυμνό καλώδιο (χωρίς μο- μονωτική ουσία), ОГОЛИТЬ, -ЛИ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оголённый, βρ: -лён, -лена, -ленс5 р.σ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.)· ( εκ)γυμνώνω, ( ξε)γυμνώνω· - грудь ξεγυμνώνω το στήθος* ветер -Йл дерё- ВЬЯ ο άνεμος γύμνωσε τα δέντρα· - привод γυμνώνω το καλώδιο (αφαιρώ τη μόνωση). 2 ξε- θηκιάζω. 3 αποκαλύπτω, αφήνω απροστάτευτο* - фланг (στρατ.) αφήνω ακάλυπτο το πλευρό. II -СЯ απογυμνώνομαι, (ξε)γυμνώνομαι κλπ. р.. ενεργ. φ. ОГОЛОДЁТЬ ρ.σ. (απλ.) λιμοκτονώ, είμαι κάτισχνος απο την πείνα. ОГОЛОДЙТЬ, -ложу, -ЛОДЙШЬ р.σ. (διαλκ.) υ- υποβάλλω σε πείνα, κάνω να πεινάσει, καταδι- καταδικάζω στην πείνα. ОГОЛТёлый επ. αποχαλινωμένος, αποθρασυν- μένος, έξαλλος, μανιακός, ξέφρενος. ОГОЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОГОЛЙТЬ(СЯ). ОГОНёк, -НЬка α. φωτούλα, -ίτσα. II μτφ. ζήλος, ζέση, θέρμη, φλόγβ. II μτφ. λάμψη των ματιών. II εκφρ. 38ЙТЙ Β - μπαίνω για λίγο στο φωτισμένο σπίτι (που σημαίνει πως οι νοικοκυρέοι είναι μέσα). ОГОНЬ, ОГНЯ α. 1 (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά· развести - ανάβω φωτιά* сгореть В ~ё καίγομαι στη φωτιά' Греться у ОГНИ ζε- ζεσταίνομαι στη φωτιά. II μτφ. αίσθημα δυνατό, φλδγα· он зажёг ему - в грудь, в сердце αυ- αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά. II μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη. 2 φως· зажечь - ανάβω το φως· Погасить - σβήνω το φως* светит - φέγγει το φως. II πλθ. -Й τα φώτα. II μτφ. λάμψη· его Глаза ГорЙТ ~ём τα μάτια του πετούν φλόγες. 3 (στρατ.) πυρ'ΟΤ- крыть - ανοίγω πυρ· прекратить - σταματώ το πυρ ή τα πυρά· перекрёстный - διασταυρωμένα πυρά· сосредоточенный - συγκεντρωτικά πυρά· заградительный - φραγμός πυρών· артиллерий- артиллерийский - πυρά πυροβολικού· шквальный - καται- καταιγισμός πυρών Греческий - ελληνικό ή υγρό πυρ* ЛИНИЯ -Я γραμμή πυρός" -! πυρ! (παράγ- (παράγγελμα). II εκφρ. Β -έ α) στην κάψα, στη φλό- φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)" Голова В -έ καίει το κεφάλι, β) στη μάχη· В -ё И В В<5ду ГОТОВ έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)" ИЗ -А да В ПОЛЫМЯ απο τη Σκύλλα στη Χάρυβδη· между двух -ей μεταξύ δύο πυρών · -ём и ме-
ого 789 огр ЧЙМ με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και, σιδήρου· бО-ЙТЬСЯ как -Я φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι· пройти - и воду (и ме- медные трубы) περνώ απο το καμίνι της ζωής, υ- υποφέρω πολλά. Огораживание, -Я ουδ. 1 περίφραξη, περι- περιτοίχιση, περίκλειση. 2 το άρπαγμα της γης στην Αγγλία απο τους τσιφλικάδες. огораживать(ся) р.δ. βλ. огородйть(ся). огорошивать р.6. βλ. огорошить. ОГОрОД, -а а. 1 λαχανόκηπος, κήπος.2 (δι- αλκ.) φράχτης. ОГОрОДа, -Ы θ. (διαλκ.) φράχτης. ОГОрОДИЕа, -Ы θ (αθρσ.) τα λαχανικά, τα λάχανα. ОГОРОДИТЬ, -рожу, -рОДЙШЬ, πα&μτχ. παρλθ. χρ. огороженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. περιφράζω, περιτοιχίζω* - поле περιφράζω το χωράφι. II -СЯ περιφράζομαι, περιτοιχίζομαι. ОГОРОДНИК, -а α., -ца, -Ы θ. λαχανοκόμος, κηπουρός. ОГОрОДНИчать р.δ. ασχολούμαι με την λαχα- νοκαλλιέργεια, κηπεύω. ОГОрбдничество, -а ουδ. λαχανοκαλλιέργεια, λαχανοκομία, κηπευτική, κηπουρική. ОГОРОДНИЧИЙ,-ЬЯ, -ье επ. του λαχανοκαλλι- εργητή, του λαχανοκόμου. ОГОрОДНЫЙ επ. κηπευτικός, λαχανοκομικός· - учйсток λαχανόκηπος· ~ые растения κηπευ- τικά φυτά. огорожа, ~ы θ. (διαλκ.) φράχτης. огорошивать р.δ. βλ. огорошить. ОГОРОШИТЬ ρ.σ.μ. εκπλήσσω, ξαφνιάζω*- ΒΟ- πρόΌΟΜ ξαφνιάζω με την ερώτηση. огорчать(ся) р.δ. βλ. огорчйть(ся). огорчение, -Я ουδ. λύπη, στενοχώρια, πί- πίκρα, φαρμάκι· Я пережил МНОГО -ИЙ πέρασα πολλές πίκρες. огорчённый επ. απο μτχ. λυπημένος, στενο- στενοχωρημένος, πικραμένος, φαρμακωμένος. огорчительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно λυπητερός, πικρός, πικραντικός, φαρμακερός. ОГОРЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ.παρΛΘ. χρ. огорчённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. λυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω, φαρμακώνω. II -СЯ λυπούμαι, στενοχωριέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОГрабИТЬ, -бЛЮ, -бИШЬ р.σ.μ. λεηλατώ, λα- φυραγωγώ, διαρπάζω, κουρσεύω. ограбление, -Я ουδ. λεηλασία, -τηση, λα- φυραγώγηση, διαρπαγή. ограда, -Ы θ. 1 περιτοίχισμα, περίφραγμα, φράχτης* περίβολος, αυλόγυρος. II (παλ.) πε- περίβολος εκκλησίας. 2 (παλ.) προστάτης, υπε- υπερασπιστής. оградительный επ. προφυλακτικός, προστα- προστατευτικός· περιοριστικός. Ι! εκφρ. -ые по'л НЫ προστατευτικοί δασμοί. оградить, -ажУ, -адйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ограждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. 1 περιφράζω, περιμαντρώνω, περιτοιχίζω, περικλείνω. II χωρίζω με φράχτη. 2 μτφ. προ- προστατεύω, υπερασπίζω, προφυλάσσω* - ОТ напа- ДОК προφυλάσσω απο τις επιθέσεις* - СВОЙ честь φυλάγω την τιμή μου. II -СЯ (παλ.) α- αποχωρίζομαι, απομονώνομαι, ζω μακριά απο τον κόσμο. ОГрадка, -И θ. μικρό περίφραγμα, φραχτί- τσα. ОГраДНЫЙ επ. φραχτικός, του φράχτη. ограждать(ся) р.δ. βλ. оградйть(ся). ограждение, -Я ουδ. 1 περίφραξη, περιτοί- περιτοίχιση. 2 προστασία, υπεράσπιση, προφύλαξη· - интересов рабочих υπεράσπιση των εργατι- εργατικών συμφερόντων. 3 υλικό περίφραξης· прОВО- ЛОЧНОе - σύρμα περίφραξης. огранивать р.δ. βλ. огранить. ОГранЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΓ- ранённый, βρ: -нён, -нена", -нено εδροποιώ· - хрустал κάνω έδρες στο κρύσταλλο, ограничение, -Я ουδ. περιορισμός' περι- περιστολή* ελάττωση. II χαλιναγώγηση· σφίξιμο. ограниченность, -И θ. στενότητα, ανεπάρ- ανεπάρκεια* - ума στενότητα πνεύματος. ограниченный επ· απο μτχ. περιορισμένος, λίγος, ασήμαντος* ~ые ВОЗМОЖНОСТИ λίγες δυ- δυνατότητες* -ые средства περιορισμένα μέσα* В -ых количествах σε περιορισμένες ποσότη- ποσότητες. II μτφ. περιορισμένης αντίληψης· - че- человек άνθρωπος περιορισμένης αντίληψης. огранйчивание, -я ουδ. βλ. ограничение. ограничивать р.δ. 1 βλ. ограничить. 2 χωρίζω, διαχωρίζω, οροθετώ. II -СЯ 1 βλ. ОГранЙТЬСЯ. 2 χωρίζομαι, διαχωρίζομαι, ορο- οροθετούμαι . ограничитель, -Я α. ο περιορίζων ο εμπο- δίζων. ограничительный επ., βρ: -лен, -льна, -о 1 περιοριστικός* -ые мероприятия περιορι- περιοριστικά μέτρα. 2 μτφ. περιορισμένος (περιορι- (περιορισμένης έκτασης, πεδίου). ограничить, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ограниченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 περιορίζω, περιστέλλω* ελαττώνω. II (απλ.) χαλιναγωγώ· συνετίζω. 2 (δια)χωρίζω, οροθε- οροθετώ. II -СЯ .περιορίζομαι* αρκούμαι* Я -ЛСЯ тем, что сделал ему замечание αρκέστηκα να του κάνω μόνο παρατήρηση. II κλείνομαι, πε- περιορίζομαι, δε βγαίνω απο τα όρια. Огренка, -и θ. εδροποίηση· - алмйзов ε- δροποίηση διαμαντιών. II επεξεργασία" στιλ- πνότητα, στίλβωση. огребать ρ.δ. βλ. огрести. Ι! -ся περισκα-
огр 790 оде λίζομαι. огрести, -ебу, -ебёшь, παρλθ. χρ. огрёо, -реблй, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. огребён- ный, βρ: -бён, -бена, -бенб р.σ.μ. (απλ.) 1 περισκαλίζω. 2 μτφ. παίρνω, αρπάζω. ОГрётЬ, -ёю, -ёеШЬ р.σ.μ. (απλ.) χτυπώ δυ- δυνατά" μαστιγώνω. ОГрёх, -а α. 1 μικρό μέρος χωραφιού ακαλ- ακαλλιέργητο. 2 (απλ.) μισοκαμωμ'ένο πράγμα, λει- λειψό. ОГромНОСХЬ, ~И θ. ύπαρξη μεγάλου μεγέθους ή διαστάσεων. огромный επ., βρ: -мен, -мна, -мно (κυρλξ. κ. μτφ.)· τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, πο- πολύ μεγάλος* ογκώδης· -ая скала πελώριος βρά- βράχος· ~ое ВЛшЬше πολύ μεγάλη επίδραση· -ое большинство πολύ μεγάλη πλειοψηφία" чело- вёк -Го роста πανύψηλος άνθρωπος. огрубевать р.δ. βλ. огрубеть. огрубелость, -И θ. τραχύτητα, σκληρότητα. огрубелый επ. τραχύς, σκληρός. II μτφ. ά- άξεστος, αγροίκος. II λίγο ευαίσθητος, ασυ- ασυγκίνητος, αναίσθητος· -ое сердце σκληρή καρ- καρδιά. огрубение, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ,) σκλή- σκλήρυνση, τράχυνση. огрубеть ρ.σ. (κυρλξ. я. μτφ.) τραχύνομαι, σκληρύνομαι. ОГрубЙТЬ, -бЛЮ, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. огрублённый, βρ: -лён, -лени, -ленб ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) τραχύνω, σκληρύνω. огрублять(ся) р.δ. βλ. огрубить. II -ся (κυρλξ. κ. μτφ.) τραχύνομαι, σκληρύνομαι. огрузнеть р.σ. (απλ.) βαραίνω. огрузнуть ρ.σ. (απλ.) βαραίνω. огрызать р.6. βλ. огрызть. II -ся βλ.огры- βλ.огрызнуться. огрызнуться р.σ. 1 (για σκύλο) γρυλίζω, γρύζω. 2 μτφ· απαντώ απότομα, διακοφτά. ОГрыЗОК, -ЗКЭ α. 1 απομεινάρι. 2 υπόλειμ- υπόλειμμα, κομματάκι. огрызть р.σ.μ. βλ. обгрызть. огузок, ~зка α. μηρός, μπούτι. II ■ πισινό μέρος δέρματος ζώου. огулом εΐΐίρ. 1 (απλ.) όλοι μαζί ή αντάμα, ομαδόν, αθρόως. 2 συλλήβδην, όλοι αδιακρί- αδιακρίτως, σύμπας, σύμπαντες. 3 (παλ.) ολοκληρω- ολοκληρωτικά, εξ ολοκλήρου, καθ' ολοκληρίαν χοντρι- χοντρικά. огульность, -И θ. συνολικότητα, ολότητα, το σύνολο. огульный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 о χωρίς διάκριση γινόμενος. 2 αβάσιμος* ανε- ανεξιχνίαστος· -ое Обвинение αβάσιμη κατηγορία. 3 (παλ.) χοντρικός· -ая торговля χοντρικό εμπόριο. ОГурёЦ, -рца α. 1 αγγουριά. 2 αγγούρι' солёные -Ы αγγουράκια τουρσί· салит из ~Eв αγγουροσαλάτα· жёлтый - υπερώριμο αγγούρι, χλεμπόνια. огуречный επ. του αγγουριού* ~ые семена αγγουρόσποροι· -ые Гряды αγγουροβραγιες. ОГурЧИК, ~а α. 1 αγγουράκι. 2 (απλ.) ζωη- ζωηρός· φρέσκος, φρεσκάτος. *<5да, ~ы θ. ωδή. одйлашвать(ся) р.δ. βλ. одолжить(ся). *одалиска, -и θ. οδαλίσκη, θεραπαινίδα. Одаль επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) μακρύτερα, πιο πέρα, παραπέρα. Одарённость, -и θ. φυσικό προίκισμα, τα- ταλέντο . одарённый επ. απο μτχ. προικισμένος απο τη φύση, με ταλέντο, ταλαντούχος. одаривать р.δ. βλ. одарить. II -ся βλ»ода- βλ»одаряться. ОДарЙТЬ ρ.σ.μ.,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ода- рённый, βρ: -рён, -рена", -рено. 1 δωρίζω, χαρίζω" - всех друзей δίνω δώρα σ' όλους τους φίλους. 2 μτφ. προικίζω· природа -ла его редкими способностями η φύση τον προί- προίκισε με σπάνια χαρίσματα ή ικανότητες. ОДарЙТЬ р.δ. βλ. ОДарЙТЬ. II -СЯ μου δω- δωρίζουν, μου χαρίζουν. II μτφ. προικίζομαι α- από τη φύση. одевание, -Я α. ντύσιμο, ένδυση, αμφίεση. одевать ρ.δ.μ. 1 βλ. одеть. 2 εξασφαλίζω με ενδύματα, ντύνω. И -СЯ 1 βλ. одеться. 2 ντύνομαι. одёжа, -и θ. (απλ.) βλ. одежда (ισημ.). одежда, -ы θ. 1 ενδυμασία· στολή· περιβο- περιβολή· φορεσιά. II εσώρουχα. 2 (τεχ.) επένδυση, κάλυψη" КЙменная - дороги λίθινη επίστρωση δρόμου. ОДёЖИНа, -Ы θ. (απλ.) ένα ένδυμα (ρούχο). одёжка, -И θ. ενδυματάκι, ρουχαλάκι. Η εκφρ. по -е протягивай ножки (παρμ.) ξόδευε κατά τον παρά σου ή μη τεντώνεσαι εκεί που δε φτάνεις. ОДёЖНЫЙ επ. της ενδυμασίας,των ενδυμάτων -ая щётка βούρτσα ενδυμάτων. *ОДвКОЛОН, -а α. κολώνια (άρωμα). ОДекоЛОНИТЬ ρ.δ.μ. (απλ.) ραντ ίζω με κο- λώνια. II -СЯ ραντίζομαι με κολώνια. одеколонный επ. της κολώνιας· - ЗЙпах μυ- μυρουδιά κολώνιας. ОДеЛЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оде- лённый, βρ: -лен, -лени, -лено" μοιράζω σε μέρη, δίνω μερίδιο. оделять р.δ. βλ. оделить. И -ся παίρνω μερίδιο. ОДёр, одра α. 1 παλιάλογο, γηραλέο, κάτι- κάτισχνο. 2 (απλ.) κάτισχνος άνθρωπος.
одё 791 ода одёргивать( ся) р.б. βλ. одёрнуть(ся). одеревенелость, -И θ. αποξύλωση φυτών. II σκλήρυνση, τράχυνση. одеревенелый επ. αποζυλωμένος, -λιασμένος,, (για φυτά). И μτφ. σκληρός, τραχύς- II αδιά- αδιάφορος, ασυναίσθητος. одеревенение, -я ουό. βλ. одеревенелость. одеревенеть р.σ. ξυλιάζω, μεταβάλλομαι σε ξύλο. II μτφ.· σκληρύνομαι. II μτφ. γίνομαι δύ- δύσκαμπτος. II μουδιάζω. II μτφ. αδιαφορώ. одержать, одержу, одержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одержанный, βρ: -жан, ~а, ~о р. σ. μ. στις εκφρ· - верх υπερτερώ, υπερβάλλω, υ- υπερισχύω· - победу υπερνικώ. одерживать ρ.δ. βλ. одержйть. одержимость, -И θ. κυρίευση πάθους· αρρώ- στεια· θεριακλ'ικι. одержимый επ., βρ: -ЖЙМ, ~а, ~Ο κατεχόμε- κατεχόμενος, κυριευμένος, κατειλημμένος· - страстью κυριευμένος απο πάθος· - СТрЙХОМ έμφοβος· - бесом δαιμονισμένος. II αρρωστημένος, που προσβλήθηκε απο ασθένεια. 11 θεριακλής. II με σημ. ουσ. μανιακός, παράφρονας. ОДёрнуТЬ р.σ.μ. διευθετώ, ισιάζω τραβώ- τραβώντας· - фартук, ПЛЙТЬе διευθετώ την ποδιά, το φόρεμα. 11 μτφ. διακόπτω ομιλούντα· καλώ, επαναφέρω στην τάξη. II -СЯ διευθετούμαι, συ- συγυρίζομαι, ευτρεπίζομαι (κατάτην ενδυμασία). ОДесную επίρ. (παλ.) δεξιά, απο τη δεξιά πλευρά. ОДётыЙ επ. απο μτχ. 1 ντυμένος. 2 εξα- εξασφαλισμένος απο ρούχα. одеть, одену, оденешь, προστκ. одень,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -О. р. σ.μ. 1 ντύνω" - ребёнка ντύνω το παιδάκι. II στολίζω. II εξασφαλίζω απο ρούχα· - СВОЮ семыб ντύνω την οικογένεια μου. 2 μτφ.. κα- καλύπτω, σκεπάζω. II τυλίγω, περιβάλλω (για ο- ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.). 3 σκεπάζω· - сына одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα. II -СЯ 1 ντύνομαι1 тепло - ντύνομαι ζεστά· ду- рно (безвкусно) - ντύνομαι ακαλλαίσθητα. II εξασφαλίζομαι απο ρούχα. 2 μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά'κ.τ.τ.). II τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκο- σκοτάδι κ.τ.τ.). 3 σκεπάζομαι (στον ύπνο)' - одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα. одеяло, -а ουδ. κλινοσκέπασμα, κουβέρτα· стёганное - το πάπλωμα· шерстяное - μάλ- μάλλινη κουβέρτα· βελέντζα. одеяльце, -а ουδ..παπλωματάκι· κουβερτί- . τσα. одеяние, -я ουδ. βλ. одежда A σημ.). ОДИН, ОДНОГО α., ОДНИ, ОДНОЙ θ., ОДНО, ОД- ОДНОГО ουδ., πλθ. ОДНИ, -ИХ (αριθμ. ποσοτικό)· 1 ο αριθμός 1. II ένας· - метр ένα μέτρο· ОД- ОДНИ книга ένα βιβλίο· комната в одно окно δω- δωμάτιο μ' ένα παράθυρο. II ως ουσ. ο ένας· се- семеро ОДНОГО не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα· все за одного, - за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους· все до ОДНОГО ό- όλοι μέχρι τον ένα" ОДНО ΘΜ^ Не доставило έ- ένα του έλειπε. 2 ως επ. μόνος, μοναχός· Я живу^ - В доме ζω μοναχός στο σπίτι.II μο- μοναδικός· у него - ТОЛЬКО СЫН αυτός έχει έ- ένα μοναδικό παιδί. 3 ως επ. ίδιος, όμοιος" жить В -ОМ доме ζω στο ίδιο σπίτι· он со МНОЙ -ИХ лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομή- συνομήλικοι· 'ОДНО И то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα. II οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος· μόνος μου· Я - Зто Сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα. II ενιαίος, σαν ένας. 4 ως αντων. με την πρόθεση из; ένας απο... - из всех ένας απ' όλους· - ИЗ нас ένας απο μας. II με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ απο τη μια θέση στην άλλη. II ως ουσ. ο μεν, ο ένας· - говорить так, другой не так о μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς· ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα. 5 άλλος, δια- διαφορετικός· одно дело поЗзия - другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος· говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται. 6 αόρ.αντων. κάποιος, ένας· - день μια μέρα* ОДНО время έναν καιρό (κάποτε). ΙΙ#εκφρ. - за другим о ένας κοντά (πίσω) απο τον άλλον - К 0ДНО- му ένας τον άλλον παρόμοιος· -ό К ОДНОМ^ το ένα διαδέχεται το άλλο· - на - α) ένας με έναν, τετ α τετ· κατά μόνας, κατ' ιδίαν, β) ένας προς έναν* все как - όλοι σαν ένας άν- άνθρωπος (σύσσωμα)· одну минуту, секунду ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)· СТЙВИТЬ на одну доску С кем παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον стать на одну доску с кем εξο- μοιάζομαι με. ОДИНакиЙ επ. _(παλ. κ. απλ.) βλ. ОДИНАКОВЫЙ. одинаково επίρ. όμοια, το ίδιο. II εξίσου, στον ίδιο βαθμό. ОДИНАКОВОСТЬ, -И θ. ομοιότητα, ταυτότητα· - убеждений ταυτότητα πεποιθήσεων (αντιλή- (αντιλήψεων) . ОДИНАКОВЫЙ επ., βρ: -КОВ, -а, ~О όμοιος, ίδιος· -не взгляды ίδιες απόψεις· они ~го роста αυτοί έχουν το ίδιο ανάστημα· -ЫМ способом με τον ίδιο τρόπο· -го размера ί- ίδιου μεγέθους' В -ОЙ мере στον Ίδιο βαθμό. ОДИНарНЫЙ επ. μονός· ~ЗЯ дверь μονή (μο- (μονόφυλλη) πόρτα. одинёхонек κ. одинёшенек, -нька, -нько επ. αριθμ. βλ. ОДИН B σημ.)· ОДИН— εντελώς μό- μόνος, καταμόναχος. одиннадцатый αριθμ. τακτ. επ. ενδέκατος·
ода ~ ГОД ενδέκατος χρόνος* -ое ЧИСЛО η έντεκα του μήνα. одиннадцать αριθμ. ποσοτ. ένδεκα, έντεκα· умножить - на три πολλαπλασιάζω το έντεκα επί τρ'ια· - человек έντεκα άνθρωποι. ОДИНОКИЙ επ. -όκ, -а, -О. 1 (απο) μονωμένος,, ξεμοναχιασμένος" -ое дерево μεμονωμένο δέ- δέντρο· -ЗЯ ЖИЗНЬ μοναχική (κατά μόνας) ζωή· -ая старость μοναχικά γεράματα. 2 μόνος,μο- μόνος,μοναχός (χωρίς γονείς, συγγενείς)· έρημος* СО- всём - εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόνα- χος" Я остался совсем - έμεινα μόνος κι έ- έρημος ή σαν την καλαμιά στον κάμπο. II ως ουσ. εργένης, μπεκιάρης. II ακοινώνητος, α- απομονωμένος, μονήρης. 3 (παλ.) μοναχικός, για έναν -ая комната μοναχικό δωμάτιο. ОДИНОКО επίρ. 1 απομονωμένα, ξεμοναχια- σμένα. 2 κατά μόνας, κατ' ιδίαν, χωριστά. ОДИНОчесТВО, -а ουδ. απομόνωση, μοναξιά· ακοινωνησία· её охватило чувство -а την κυ- κυρίευσε αίσθημα μοναξιάς. ОДИНОЧКа, -И . 1 α. κ. θ« απομονωμένος, -η, . ξεμονιαχιασμενος· нападать на -у επιτίθεμαι σε ξεμονιαχιασμένο. 2 επίρ. -ОЙ βλ. ОДИНОКО. 3 α. κ. θ. εργένης, μπεκιάρης, άγαμος, ανύ- ανύπαντρος. 4. κελί φυλακής, απομονωτήριο. 5 ζεύξη με ένα άλογο (μόνιππη). 6 βάρκα μονό- κωπη. II εκφρ. в -у επίρ. βλ. одиноко· дейс- действовать В -у δρω μεμονωμένα. ОДИНОЧНЫЙ επ. 1 μεμονωμένος' ~ые выстрелы μεμονωμένοι (σποραδικοί) πυροβολισμό ί. II που ζει μόνος, κατά μόνας (για ζώα, έντομα). 2 αποτελούμενος απο ένα. 3 μοναχικός, για έ- έναν· ~ая ТЮрёмная камера απομονωτήριο φυλα- φυλακής· -ое заключение φυλάκιση στο απομονωτή- απομονωτήριο. 4 μονός. ОДИОЗНОСТЬ, -И θ. απέχθεια, αντιπάθεια. *ОДИОЗНЫЙ επ., βρ: -зен, -зна, -ЗНО απεχ- απεχθής, αντιπαθητικός, αποκρουστ ικός, σιχαμερός . одичалость, -и θ. βλ. одичание. ОДИЧАЛЫЙ επ. εξαγριωμένος (που περιήλθε σε άγρια κατάσταση)" -ая КEшка εξαγριωμένη γάτα. ОДИЧЙНИе, ~Я ουδ. (εξ)αγρίευση. ОДИЧЙТЬ ρ.σ. 1 αγριεύω, γίνομαι άγριος'. 2 μτφ. γίνομαι ακοινώνητος. II φέρνομαι άγρια. ОДЙческИЙ επ. ωδικός, της ωδής. однажды επίρ. 1 μια φορά· ТОЛЬКО - слышал μόνο μια φορά άκουσα. 2 κάποτε· - утром μια φορά το πρωί. однако επίρ. 1 όμως, αλλά, αλλ' όμως* εν τούτοις· ОН Обещал, ~ не ИСПОЛНИЛ αυτός υ- υποσχέθηκε, όμως δεν εκπλήρωσε την υπόσχεση. 2 επιφ. θαυμαστικό" πω-πώ! ОДНО... (πρόθεμα) με σημ. 1 ενός" μονό... βλ. λήμματα παρακάτω. 2 όμοιος, Ίδιος· ОД- ноимённый, однотипный. ОДНОакТННЙ επ. μονόπρακτος* -ая комедия μονόπρακτη κωμωδία. однобокий επ. μονόπλευρος (κατά τη μια πλευρά μεγαλύτερος), ασύμμετρος. II μτφ. μο- μονομερής. однобокость,-и θ. μονομέρεια· ~ суждения μονομέρεια κρίσης. однобортный επ. μονόπετος· - пиджак μονό- πετο σακκάκι. ОДНОВа επίρ. (διαλκ.) βλ. ОДНАЖДЫ. одновесельный επ. μονόκωπος · -ая лодка μό— νόκωπη βάρκα. .■ одновременно επίρ. 1 ταυτόχρονα, σύγχρω- να, συνάμα, σύγκαιρα. 2 το ίδιο, εξ ίσου. ОДНОВрёмёнНОСТЬ, -И θ. το ταυτόχρονο, ταυ- τό.χρονη εκδήλωση, εμφάνιση· σύμπτωση. одновременный επ. ταυτόχρονος, σύγχρονος. ОДНОГЛАВЫЙ επ: - орёл μονοκέφαλος αετός· -ая церковь μονόθολη (μονότρουλη) εκκλησία. одноглазый επ. μονόφθαλμος, μονόματος· - ЦИКЛОП μονόφθαλμος Κύκλωπας. ОДНОГОДИЧНЫЙ επ. μονοετής, ενός χρόνου δι- διάρκειας- - курс лечения θεραπεία ενός χρόνου. одногодок, -дка, α., одногодка, -и θ. βλ. однолеток. ОДНОГОЛОСИе, -Я ουδ. μονοφωνία. ОДНОГОЛОСНЫЙ επ. μο ν ό φων ο ς. ОДНОГОрбНЫЙ επ: - вербЛТОД καμήλα η δρομά- δα (με έναν ύβο). г ОДНОДВОрец, -рца α. μικροϊδιοκτήτης, λίγο ευκατάστατος. ОДНОДеревёнец, -НЦа α. (παλ.) συχωριανός. ОДНОДерёВка, -И θ. μονόξυλο, πριάρι. ОДНОДНёвка, -И θ. εφήμερο έντομο (μιας μέ- μέρας ζωής). II κάθε τι εφήμερο, βραχύβιο, πρό- πρόσκαιρο· СЛОВО -И λέξεις εφήμερες. ОДНОДНёВНЫЙ επ. ημερήσιος, μιας μέρας,για μια μέρα. ОДНОДОЛЬНЫЙ επ. μονοκοτυλίδονος. II ουσ. πλθ. ~ые τα μονοκοτυλίδονα. ОДНОДОМНЫЙ επ. (βοτ.) μόνοικος" -не рас- растения τα μόνοικα φυτά. ОДНОЖИЛЬНЫЙ επ. (ηλεκτρ.) μονόκλωνος· провод μονόκλωνο καλώδιο. ОДНОЗВУЧНО επίρ. μονότονα. ОДНОЗВУЧНЫЙ επ. μονότονος. однозначащий επ. βλ. однозначный A σημ.). ОДНОЗНАЧНОСТЬ, -И θ. 1 το ταυτόσημο. 2 η μιά μόνο σημασία. однозначный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 ταυτόσημος. 2 μονόσημος, που έχει μια σημα- σημασία. 3 μονοψήφιος· -Οθ ЧИСЛО μονοψήφιος α- αριθμός. одноимённый επ., -мёнен, -мённа, -мённо; ομώνυμος" - город ομώνυμη πόλη.
ода 793 одн однокалиберный επ. του ίδιου διαμετρήμα- διαμετρήματος* -ые ВИНТОВКИ τουφέκια του αυτού διαμε- διαμετρήματος. ОДНОКАШНИК, -а α. ομότροφος. ОДНОКЛассник, -β α·, -ца, -Ы θ. συμμαθη- συμμαθητής, -θήτρια. ОДНОКЛёхочнЫЙ επ. μονοκύτταρος· -ые орга- НЙЗМЫ μονοκύτταροι οργανισμοί. ОДНОКЛ^ОНИк, ~а α. του αυτού αθλητικού ή αλλού συλλόγου. ОДНОКОЛЙка, -И θ. μονή σιδηροδρ. γραμμή. ОДНОКОЛёЙНЫЙ επ. της μονής σιδηροδρομικής γραμμής· -ая железная дорога μονή σιδηροδρο- σιδηροδρομική γραμμή (οδός). 0ДН0КEлка, -И θ. δίτροχο ελαφρό αμάξι. однокомнатный επ. ενός δωματίου' ~ая ква- ртйра γκαρσονιέρα. ОДНОКОННЫЙ επ. μόνίππος * -ая бричка κάρο με ένα άλογο. ОДНОКОПЫТНЫЙ επ. μονόχηλος. ОДНОКОРЫТНИК, -а α. (για ζώα) ομόθρεπτο. II (παλ.) βλ. однокашник. ОДНОКРАТНЫЙ επ. στιγμιαίο, μιας φοράς* - Глагол ρήμα στιγμιαίο. ОДНОКУРСНИК, -а α., -ца, -Ы θ. συμφοιτη- συμφοιτητής, -τρία, συσπουδαστής, -τρία. одноламповый επ. μιας λάμπας (λυχνίας)* - приёмник δέκτης ραδιοφώνου με μια λάμπα. ОДНОЛемёшныЙ επ. με ένα υνί* - плуг άρο- άροτρο με ένα υνί. однолетний επ. 1 (για ηλικία) ενός χρό- χρόνου, χρονιάρικος* - ребёнок χρονιάρικο παι- παιδάκι. 2 (βοτ.) μονοετής· -ее растение ετή- ετήσιο φυτό. ОДНОЛЕТНИК, -а α. ετήσιο φυτό. ОДНОЛёток, -тка α., -ка, -И θ. συνομήλι- συνομήλικος, -η· МЫ С ТОбОЙ ~И εγώ και συ είμαστε συνομήλικοι. ОДНОЛЙб, -а α., -ка, -И θ. ο αγαπών μια γυναίκα εφ' όρου ζωής, η αγαπούσα έναν ά- άντρα εφ' όρου ζωής, μονόγαμος, -η. ОДНОМАСТНЫЙ επ. ομοιόχρωμος* -ые лошади ομο.ιόχρωμα άλογα. ОДНОМАЧТОВЫЙ επ. μονοκάταρτος, μονύρπου- ρος, μονόστηλος. одноместный επ. μονοθέσιος. одномоторный επ. μονοκινητήριος* - само- самолёт μονοκινητήριο αεροπλάνο. ОДНОНОГИЙ επ. μονοπόδαρος* μονοσκελής. однообразие, -Я ουδ. μονοτονία, στερεοτυ- πία* томительное - καταθλιπτική μονοτονία. • однообразность, -и θ. βλ. однообразие. однообразный, επ., βρ: ~зен, -зна, -зно; μονότονος, στερεότυπος* πληκτικός, ανιαρός. ОДНООбщёствеННИК, -а α. της αυτής κοινό- κοινότητας, το κοινοτικά μέλος. ОДНООСНЫЙ επ. με έναν άξονα. однопалатный επ. μιας Βουλής* -ая парла- парламентская система κοινοβουλευτικό σύστημα με μια Βουλή. ОДНОПалубНЫЙ επ. ενός καταστρώματος* -ое судно σκάφος με ένα κατάστρωμα; ОДНОПАЛЫЙ επ. μονοδάκτυλος. ОДНОПЛемённИК, -а α. ομογενής, ομόφυλος. одноплеменный επ. ομογενής, ομόφυλος. однополчанин, -а, πλθ. -чане, -чан; α. στρατιώτης του ίδιου συντάγματος. ОДНОПОЛЫЙ επ. (βοτ.) μονογενής (που έχει μόνο στήμονες). ОДНОПроХОДНЫе, ~ЫХ πλθ. (ζωολ.) τα μονο- τρήματα (θηλαστικά). однопутка, ~и θ. одноколейка. однопутный επ. βλ. одноколейный. ОДНОрёльсоВЫЙ επ. μιας σιδηροτροχιάς. ОДНОРОГИЙ επ· μονόκερος. ОДНОРОДНОСТЬ, -И θ. 1 ομογένεια. 2 ομοιο- ομοιογένεια. однородный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 ομογενής, ομοειδής. 2 ομοιογενής. II εκφρ. -ые члены предложения ομογενή μέλη της πρό- πρότασης . однорукий επ.- μονόχειρος, μονοχέρης. ОДНОРУЧНЫЙ επ. με μια λαβή* -ая пила πρι- πριόνι με μια λαβή. однорядка, -И θ. (παλ.^ είδος καφτανιού. однорядка, -И θ. μιας σειράς, που έχει μια σειρά. односельчанин, -а α., (πλθ.) -чане» -чан, -ка, -и θ. συχωριανός, -ή. односемядольный επ. μονοκοτυλίδονος. ОДНОСКАТНЫЙ επ. που έχει μια κλίση* -ая крыша παραστέγασμα, μονόρριχτη σκεπή. ОДНОСЛОВНЫЙ επ., βρ: -вен, -вна, -ВНО μο- μονολεκτικός. II μτφ. βλ. ОДНОСЛОЖНЫЙ B σημ.). ОДНОСЛОЖНО επίρ. σύντομα, με λίγα λόγια, λακωνικά. ОДНОСЛОЖНОСТЬ, -И θ. λακωνικότητα. односложный επ., βρ: - жен, -жна, -жно. 1 μονοσύλλαβος* ~ые СЛОВЙ μονοσύλλαβες λέξεις. 2 μτφ. σύντομος, λακωνικός. ОДНОСЛОЙНЫЙ επ. πόυ έχει ένα στρώμα ή φύλ- φύλλο* - эпителий ένα στρώμα επιθηλίου*-ая фа- фанера κόντρα πλακέ με ένα φύλλο. односменный επ. εκτελούμενος σε μια βάρ- βάρδια ή στην πρώτη (ημερήσια) βάρδια. односоставный επ: -ое предложение πρόταση με ένα κύριο όρο. односпальный επ: -ая кровать μονό κρεβάτι. одностаничник, -а α. συγχωριανός, πατριώ- πατριώτης. ОДНОСТВОЛКа, -И θ. μονόκανο (κυνηγετικό) όπλο.
одн 794 оду ОДНОСТВОЛЬНЫЙ επ. μονόκανος· -ое ружьё μο- νόκανο όπλο. одностворчатый επ. μονόφυλλος· -ая дверь μονόφυλλη πόρτα. односторонний επ., βρ: -рбнен, -роння, -а 1 (για ύφασμα) με μια καλή μεριά (όψη), μο- νόφατσος. 2 (κυρλζ. κ. μτφ.) μονόπλευρος, μο- μονομερής· -ее воспаление Лёгких η μονή πνευ- πνευμονία· - паралич ημιπληγία· -ее развитие μο- μονομερής ανάπτυξη· -ее движение транспорта о μονόδρομος (οχημάτων). 3 μτφ. περιορισμένος, στενός. ОДНОСТОРОННОСТЬ, -И θ. περιορισμένη έκτα- έκταση, στενότητα, μονομέρεια. ОДНОСТруШШЙ επ. μονόχορδος. ОДНОТИПНОСТЬ, -И θ. ο ίδιος τύπος· - ма- машин ο ίδιος τύπος μηχανών. однотипный επ., βρ: -пен, -пна, -пно ί- ίδιου τύπου" -ые машины μηχανές Ιδιου τύπου. ОДНОТОМНИК, -а α. έργο μονότομο. ОДНОТОМНЫЙ επ. ενός τόμου. ОДНОТОННО επίρ. μονότονα. однотонный επ., βρ: -тонен, -тонна, -о. 1 μονότονος. 2 μονόχρωμος. одноутробный επ., βρ: -бен, -бна, -о βλ. единоутро'бный. ОДНОУХИЙ επ. μόνωτος, κουτσάφτης. Однофазный επ. (ηλεκτρ.) μονοφασικός. однофамилец, льца α., -лица, ~ы θ. του αυ- τοτ5 επωνύματος. одноцветный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 μονόχρωμος. 2 μτφ. μονότονος, στερεότυπος. ОДНОЧЙСье, -Я ουδ. (διαλκ.): Β - α) αμέ- αμέσως, β) σχεδόν ταυτόχρονα. ОДНОЧЛён, -а α. (μαθ.) μονώνυμος. ОДНОЭТАЖНЫЙ επ. μονώροφος. одобрение, -Я ουδ. επιδοκιμασία, επικρό- επικρότηση· вбзгласы -Я φωνές επιδοκιμασίας. Одобрительный επ. επιδοκιμαστικός, συγκα- ταθετικός," καταφατικός, συναινετικός. Одобрить р.σ.μ. επιδοκιμάζω, επικροτώ, ε- εγκρίνω' - проэкт резолюции εγκρίνω σχέδιο α- απόφασης . ОДОбрЯТЬ ρ.δ. βλ. одобрить. II -СЯ επιδο- επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, επικροτούμαι. *ОДОграф, ~а α. οδογράφος, οδόμετρο, δρο- δρομόμετρο· παρκέτα. одолевать р.δ. βλ. одолеть. ОДОлёние, -Я ουδ. (παλ.) υπερνίκηση. Одолеть р.σ.μ. 1 υπερνικώ· υπερισχύω. 2 (κυρλζ. κ. μτφ.) υπερβάλλω, υπερβαίνω. 3 υ- υπερέχω, υπερτερώ* ξεπερνώ. 4 με κυριεύει, με πιάνει· лень менй ~ла μ' έπιασε η τεμπελιά. 5 μτφ. ενοχλώ, δεν αφήνω σε ησυχία· му^СИ -ли οι μύγες δε μ' άφησαν σε ησυχία. II εχφρ. - себя συγκρατιέμαι, επιβάλλομαι στον εαυτό μου . ОДОЛЖИТЬ ρ.δ. βλ. ОДОЛЖИТЬ. II -СЯ 1 βλ. ОДОЛЖИТЬСЯ. 2 (παλ.) υποχρεώνομαι, οφείλω ευγνωμοσύνη. одолжение, -Я ουδ. 1 δανεισμός, δάνεισμα. II τα δανεικά χρήματα. 2 υποχρέωση· καλοσύ- καλοσύνη· εκδούλευση, εξυπηρέτηση. II εκφρ. сдё- лайте - α) κάνετε μου τη χάρη. β) συγκατα- συγκατατεθείτε (φιλοφρονητική έκφραση). ОДОЛЖИТЬ, ~Х$, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одолженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 δα- δανείζω* -жйте мне сто рублей δανείστε με ε- εκατό ρούβλια. II δίνω τι για προσωρινή χρή- χρήση· -жйте мне ваш НОЖИК δόστε μου λίγο το σουγιαδάκι σας. 2 (παλ.) υποχρεώνω· испол- исполнением просьбы, вы мена очень -йте ικανο- ικανοποιώντας την παράκληση μου, θα με υποχρεώ- υποχρεώσετε πάρα πολύ. II -СЯ δανείζομαι. II παίρ- παίρνω για προσωρινή χρήση. одомашнение, -Я ουδ. (εξ)ημέρωση. Одомашнивание, -Я ουδ. (εξ)ημέρωση. одомашнивать(ся) ρ.δ. βλ. одомашнить(ся). ОДОмёлшить ρ.σ.μ. (για ζώα)* εξημερώνω, κάνω κατοικίδιο. II -СЯ εξημερώνομαι, γίνο- γίνομαι κατοικίδιο. *ОДОметр, ~а α. οδόμετρο. ОДОНТОЛОГ, ~а α. γιατρός οδοντολόγος. ОДОНТОЛОГЙческиЙ επ. οδοντολογικός. *ОДОНТОЛОГИЯ, -И θ. οδοντολογία. ОДОНье, -Я ουδ. (διαλκ.) θημωνιά σιτηρών. одописец, -сца α. ωδοπσΊός. ОДР, ~ά α. (παλ.) κλίνη, κοίτη, κρεβάτι. II εκφρ. на смертном -ё στη νεκρική κλίνη, στο νεκροκρέβατο. одревеснеть, -ёет р.σ. ξυλιάζω, μεταβάλ- μεταβάλλομαι σε ξύλο. одряблеть, -ёет р.σ. (απλ.) βλ. дрябнуть. одрябнуть, -нет, παρλθ. χρ. одряб, -ла, -ло р.σ. (απλ.) βλ. дрябнуть. одряхление, -Я ουδ. απογέρασμα, σμπαρά- λιασμα απο το γέρασμα. одряхлеть р.σ. βλ. дряхлеть. одряхнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. одрях, -ла,-ло (απλ.) βλ. дряхлеть. одуванчик, -а α. ταράξακο το γυμνανθές(ε- πιστ.), πικραλίδα ή άγριο ραδίκι (λκ.)· ле- карСТВеННЫЙ - ταράξακο το φαρμακευτ ικό (επιστ.), αγριομάρουλο (λκ.). одуматься р.σ, 1 μεταμελώ, μετανοώ. 2 συ- συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου. одумываться р.δ. βλ. одуматься. одурачивать р.δ. βλ. одурачить. И -СЯ ε- εμπαίζομαι, κοροϊδεύομαι, γελοιοποιούμαι. ОДурёчить ρ.σ. εμπαίζω, γελοιοποιώ, κο- κοροϊδεύω, απατώ. ОДурёлыЙ επ. ξεκουτιασμένος, -τιάρης, ξε- μωραμένος, ραμολής.
оду 795 охи одурение, -Я ουδ. αποβλάκωση, βλακεία, ξε- κούτιασμα, αποκούτιασμα. одуреть р.σ. αποβλακώνομαι., απομωραίνο- μαι, ξεκουτιάζω. одурманивать(ся) р.δ. βλ. одурманить(ся). ОДУРМЙНИТЬ ρ.σ.μ. θολώνω τη συνείδηση· α- αποχαυνώνω, αποκοιμίζω, αποκαρώνω. II СЯ αποχαυνώνομαι, ξεκουτιάζω, θολώνουν τα μυα- μυαλά μου, αποκαρώνομαι. Одурь, -И θ. συσκότιση της συνείδησης, α- ποκάρωμα, αποχαύνωση, αποβλάκωση·- - берёт βλ. ρ. одурманить· до -И μέχρι αναισθησίας. ОДУРЯТЬ р.δ.μ. μωραίνω* αποχαυνώνω" μεθώ* ζαλίζω* Зтот табак -ет αυτός ο καπνός χτυ- χτυπάει στο κεφάλι (στο μυαλό). ОДУРЯВШИЙ επ. απο μτχ. αποκαρωτικός, απο- χαυνωτικός, μεθυστικός. ОДУТЛОВАТОСТЬ, ~И θ. φούσκωμα, πρήξιμο. одутловатый επ.', βρ: -ват, -а, -О εξογκω- εξογκωμένος, πρησμένος, φουσκωμένος. оду"тлость, -и θ. βλ. одутловатость. одутлый επ. (παλ.) βλ. одутловатый. Одухотворение, -Я ουδ. εμψύχωση, έμπνεια ' ζωογόνηση, ενθουσίαση, ενθάρρυνση. одухотворённость, -и θ. βλ. одухотворение. одухотворённый επ. απο μτχ. εμψυχωμένος, εμπνευσμένος· ενθαρρυμένος, γκαρδιωμένος. ОДУХОТВОРИТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одухотворённый, βρ: -рён, -рена, -рено. ι εμψυχώνω, εμπνέω, εμφυσώ, προσδίδω ανώτερες πνευματικές ικανότητες (σε ζώα, φυτά, πράγ- πράγματα κ.τ.τ.). 2 ενθαρρύνω, ενθουσιάζω. одухотворять р.б. βλ. одухотворить. И -ся εμψυχώνομαι, εμπνέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОДушевЙТЬ, -ВЛЙ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одушевлённый, βρ: -лён, -лени, -лено. 1 εμψυχώνω, ζωογονώ, ζωντανεύω. 2 μτφ. βλ. воодушевить. II -ся βλ. воодушевиться. Одушевление, -Я ουδ. εμψύχωση, ζωογόνηση. Η (παλ.) βλ. воодушевление одушевлённость, -и θ. βλ. одушевление. одушевлённый επ. απο μτχ. έμψυχος· - Пре- дмёт έμψυχο αντικείμενο* -ые И неодушевлён- ще'существительные (γραμμ.) έμψυχα και ά- άψυχα ουσιαστικά. II βλ. воодушевлённый. рдушевлять(ся) р.δ. βλ. одушевйть(ся). ОДНШка, -И θ. δύσπνοια* κοντανάσα. ожеледь, ~И θ. (διαλκ.) επίπαγος. оженйть(ся) р.σ.μ. (απλ.) βλ. женйть(ся). ОЖеребЙТЬ, -ЙТ р.σ.μ. (απλ.) γεννώ που- λαράκι. II -СЯ γεννώ· πουλαράκι. . ожерелье, -я ουδ. περιδέραιο, «ολλιέ. ожесточать(ся) р.δ. βλ. ожесточйть(ся). ожесточение, -Я ουδ. 1 αποσκλήρυνση. 2 α- γρίεμα* σκληρότητα. 3 μτφ. εξαγρίωση, μά- νιασμα, παράφορα. ожесточённость, -И θ. σκληρότητα* αγριό- αγριότητα. ожесточённый επ. απο μτχ. σκληρός, αμεί- αμείλικτος. II μτφ. λυσσώδης. II επίμονος, μανι- μανιώδης. ОЖесТОЧЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ожесточённый, βρ: -чён, -чена, -чено απο- σκληρύνω, κάνω σκληρόκαρδο. II αγριεύω, εξα- εξαγριώνω, εξοργίζω, μανιάζω· εκτραχύνω. II -СЯ γίνομαι σκληρός* εκτραχύνομαι* μανιάζω. ожечь, ожгу", ожжёшь, ожгут, παρλθ. χρ. ОЖёГ, ОЖГЛИ, ОЖГЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОЖ- жённый, βρ: ожжён, ожжено, ожжено р.σ.μ. 1 βλ. Обжечь. 2 χτυπώ* μαστιγώνω.II -СЯ βλ. 06- жёться. оживать ρ.δ. βλ. оживить. ОЖИВИТЬ, -ВЛЙ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλ-θ. χρ. оживлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 ξαναζωντανεύω, ανασταίνω. Π αναζωογονώ, α- ναζωπυρώ. 2 μτφ. ζωηρεύω, ζωντανεύω. II αφυ- αφυπνίζω, ξυπνώ. 3 αναστηλώνω, τονώνω, ενδυνα- ενδυναμώνω. II -СЯ 1 (παλ.) ξαναζωντανεύω, ανα- ανασταίνομαι. II αναζωογονούμαι. 2 αναστηλώνο- αναστηλώνομαι, τονώνομαι, ενδυναμώνω, ζωηρεύω. оживление, -Я ουδ. 1 αναζωογόνηση, ξανα- ζωντάνεμα· - организма αναζωογόνηση του ορ- οργανισμού. 2 ζωήρεψη, ζωηράδα· δυνάμωμα, τό- τόνωση. 3 ευθυμία, φαιδρότητα, ιλαρότητα. 4 ζωηρή κίνηση* необычайное - на- у"лице ασυνή- ασυνήθιστη ζωηρή κίνηση στο δρόμο. ОЖИВЛёННО επίρ. ζωηρά. оживлённость, -И θ. ζωηρότητα, ζωντάνια. ОЖИВЛёННЫЙ επ. απο μτχ. ζωηρός· -ВИД ζωη- ζωηρή όψη· - интерес ζωηρό ενδιαφέρο· -ая у\ли- ца πολυσύχναστος δρόμος. ОЖИВЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОЖИВЙТЬ(СЯ). ОЖИВОТВОРИТЬ р.σ.μ. (παλ.) ζωογονώ, ζω- ζωντανεύω, ζωηρεύω· II -СЯ ζωογονούμαι, ζωντα- ζωντανεύω, ζωηρεύω. оживотворять(ся) ρ.δ. βλ. оживотворйть- (СЯ). ожигёть(ся) р.δ. βλ. ожёчь(ся). ОЖИДальНЯ, -И θ. αίθουσα αναμονής. ОЖИДаНИе, -Я ουδ. 1 αναμονή, εγκαρτέρηση. 2 προσδοκία, προσμονή, απαντοχή· сверх ВСЙ- ΚΟΓΟ -Я παρά πάσαν προσδοκίαν* В -ИИ εν α- αναμονή, περιμένοντας. 3 ελπίδα* Вопреки -Ю παρ' ελπίδα, απροσδόκητα. II εκφρ. нетерпи- нетерпимое - αδημονία, ανυπομονησία. ОЖИдательнЫЙ επ. της αναμονής. ОЖИДЙТЬ р.δ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. (παλ.) ОЖЙдаННЫЙ, βρ: -ДЭН, -а, -О. 1 αναμένω, πε- περιμένω, καρτερώ· - поезд περιμένω το τραί- τραίνο' - случай περιμένω την ευκαιρία· - извё- СТИЯ περιμένω νέα· тебя Я -ею εσένα περιμέ- περιμένω. II μτφ. προσδοκώ, προσμένω. 2 ελπίζω' Я
охи 796 озл ЭТОГО ОТ вас Не -ёл αυτό δεν το περίμενα α- πο σας. 3 επιφυλάσσω· блестящая карьера -ет его λαμπρή σταδιοδρομία τον περιμένει. Ι!" -СЯ περιμένομαι, αναμένομαι· προβλέπομαι· весна -ется ПОЗДНЯЯ η Ανοιξη αναμένεται όψιμη· ОН -ется ЦрИЙТЙ зёвтра αυτός αναμένεται να έρ- έρθει αύριο. ОЖИДАЮЩИЙ επ. απο μτχ. αναμένων, περιμέ- νων, προσδοκών, προσμένων ελπϊζων. ОЖИНОК, -НКЭ α. (διαλκ.) βλ. ОбЖЙНОК. ожирелый επ. παχύς· -ая женщина παχιά γυ- γυναίκα. ОЖИрёние, -Я ουδ. πάχυνση. ОЖИрёть р.σ. παχαίνω, παχύνομαι. ожить, оживу, 03ΚΗΒθ'ιΐιΐ>,παρλθ.χρ. ожил, -ла, ~ЛО р.σ. 1 ξαναζωντανεύω, ανασταίνομαι. 2 μτφ. αναζωογονούμαι· αναστηλώνομαι, ενθαρ- ενθαρρύνομαι. II ζωντανεύω, ζωηρεύω. 3 μτφ. ανα- αναγεννιέμαι, ξαναγεννιέμαι· επανεμφανίζομαι, ε- επανέρχομαι (για αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.). ОЖОГ, ~а α. έγκαυμα, κάψιμο. озаботить, -Очу, -ОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. озабоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. ε- επιφορτίζω, βάζω σε φροντίδες. II -СЯ επιφορ- επιφορτίζομαι, επωμίζομαι με φροντίδες, φροντί- φροντίζω, μεριμνώ. озабоченность, -И θ. φροντίδα, μέριμνα,έ- μέριμνα,έγνοια, ανησυχία, σκοτούρα. озабоченный επ, απο μτχ. με φροντίδες, πο- λυμέριμνος, νοιασμένος* ανήσυχος. озабочивать(ся) р.δ. βλ. озаббтить(ся). озаглавить, ~ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. τιτλοφορώ· - КНЙгу τιτλοφορώ το βιβλίο. озаглавливать ρ.δ. βλ. озаглавить. II -ся τιτλοφορούμαι, ονομάζομαι. озадаченно επίρ. ανήσυχα κλπ. επ. озадаченность, -И ·θ. αναστάτωση, αναταρα- αναταραχή, σύγχυση, ανησυχία. озадаченный επ. απο μτχ. ανήσυχος, ανά- ανάστατος, νοιασμένος. озадачивать(ся) ρ.δ. βλ. озадйчить(ся). озадачить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. озадаченный, -чен, -а, -О ανησυχώ, αναστα- αναστατώνω, βάζω σε σκέψη, καταθορυβώ. И -СЯ ανη- ανησυχώ, νοιάζομαι, πονοκεφαλιάζω, μπαίνω σε σκέψη, αναστατώνομαι, καταθορυβοϋμαι. Озарение, -Я ουδ. φώτιση, φέξη, φέξιμο, λάμψη. ОЗарЙТЬ р.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) φωτίζω, φέγγω· СОЛНЦе -ЛО землю о ήλιος φώτιση τη γή· свечи -ла комнату το κερί φώτισε το δωμάτιο· меня вдруг -ла блестящая мысль ξα- ξαφνικά μου ήρθε μια φωτεινή σκέψη. Ι) απρόσ. его ~ло τον φώτισε. II -СЯ (κυρλξ. κ. μτφ.)· φωτίζομαι· φέγγω, λάμπω' ВершЙНЫ Гор -ЛИСЬ лучами солнца οι κορυφές των βουνών φωτί- φωτίστηκαν απο τις ηλιακές ακτίνες· ЛИЦО -ЛОСЬ улыбкой το πρόσωπο έφεξε απο το χαμόγελο. озарять(ся) р.δ. βλ. озарйть(ся). ОЗВерёлыЙ επ. εξαγριωμένος, αποθηριωμένος. ОЗВерёние, -Я ουδ. εξαγρίωση, αποθηρίωση. озвереть р.σ. εξαγριώνομαι, αποθηριώνομαι. ОЗВучение, -Я ουδ. πρόσδοση ήχου,ομιλίας. озвучивание, -я ουδ. βλ. озвучение. озвучивать р.δ. βλ. озвучить. II ~ся απο- αποκτώ ήχο. ОЗВучить р.σ. προσδίδω ήχο, ομιλία. ОЗДОрОвёть р.σ. (απλ.) γερεύω, αναρρώνω, ανακτώ την υγεία. оздоровительный επ. εξυγιαντικός· -ые ме- мероприятия εξυγιαντικά μέτρα. II αναρρωτικός. ОЗДОрОВЙТЬ, -ВЛЙ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. оздоровлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ. μ. γερεύω, κάνω κάποιον να γίνει υγιής. II εξυγιαίνω* - местность εξυγιαίνω τον τόπο. Оздоровление, -Я ουδ. γέρεμα, ανάκτηση της υγείας. II εξυγίανση. оздоровлять р.δ. βλ. оздоровить. II -ся γερεύω, ανακτώ την υγεία. II εξυγιαίνομαι. озеленение, -я ουδ. δεντροφύτευση· - го- города δεντροφύτευση της πόλης. озеленитель, -Я α. δεντροφυτευτής. ОЗелеНЙтелЬНЫЙ επ. δεντροφυτευτικός. Озеленить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ· χρ. озеленённый, βρ: -НёН, нена,4-нен<5 δεντρο- δεντροφυτεύω· - проспект δεντροφυτεύω τη λεωφόρο. озеленять р.δ. βλ. озеленить. II -СЯ δε- δεντροφυτεύομαι . Оземь επίρ. στη γη· καταγής. О3ерк<5, -а ουδ. λιμνούλα. ОЗёрнЫЙ επ. λιμνήσιος, λιμναίος· -ЭЯ Вода λιμνήσιο νερό· -ая рйба λιμνήσιο ψάρι. II λι- μνώδης^ που έχει πολλές λίμνες. IIλιμνοφυής. Озеро, -а ουδ. λίμνη· солёное - αρμυρή λίμνη· Горное - ορεινή λίμνη· проточное λίμνη εκροής. озероведение, -я ουδ. λιμνολογία. озерцо, -а, πλθ. озёрца, -рец, -рцам ουδ. λιμνούλα. озимка, -и θ. βλ. озимь. ОЗЙМНЫЙ επ. φθινοπωριάτικης σποράς· -ая пшеница σιτάρι φθινοπωριάτικης σποράς· -ое поле χωράφι φθινοπωριάτικης σποράς· -ыекулЬ1- туры αγροστωδή φθινοπωριάτικης σποράς. Озимь, -и, πλθ. -и, -ей 6. φθινοπωριάτικη σπορά δημητριακών. II χωράφι φθινοπωριάτικης σποράς. озирать ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος) θεωρώ, κοι- κοιτάζω, περιβλέπω, περιφέρω το βλέμμα. II -СЯ κοιτάζω γύρω μου κλπ. ρ. ενεργ. φ. II (παλ.) κοιτάζω" - назад κοιτάζω πίσω. ОЗЛатЙТЬ, -ЙТ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОЗЛа-
озл 797 ока щённый, βρ: -щён, -щена, -щенсЗ р.σ.μ. (παλ.)· βλ. ОЗОЛОТИТЬ Aσημ.). озлащать, -оет р.6. βλ. озлатить. ОЗЛИТЬ, ОЗЛЮ, ОЗЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. озлённый, βρ: озлён, озлена, озлено р.σ.μ. (απλ.) βλ. обозлить. II -ся βλ. обозлиться. ОЗЛОбИТЬ, -бЛГО, -бишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. озлобленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. εξορ- εξοργίζω, παροργίζω, εξαγριώνω, αγριεύω. II -СЯ εξοργίζομαι,, παροργίζομαι, εξαγριώνομαι. озлобление, -Я ουδ. εξόργιση, παρόργιση, αγρίευμα, εξαγρίωση. II κακία, θυμός, λύσσα. озлобленность, ~И θ. (κατάσταση) βλ. 03- лоблёние. озлобленный επ. απο μτχ. εξοργισμένος, πα- ροργισμένος, αγριεμένος, εξαγριωμένος· όλος κακ ία. 03Л0бЛЯТЬ(СЯ) р.6. βλ. 03Л0бИТЬ(СЯ). ознакомить, -МЛЮ, -МИШЬ р.σ.μ. (με δοτ.) γνωρίζω, ενημερώνω, κατατοπίζω" - С положе- положением дел ενημερώνω για την κατάσταση πραγ- πραγμάτων. II -СЯ γνωρίζομαι, ενημερώνομαι, κα- κατατοπίζομαι. ознакомление, -Я ουδ. γνωριμία, ενημέρω- ενημέρωση, κατατόπιση. ознакомляться) ρ.δ. βλ. ознакомиться). Ознаменование, -Я ουδ. γιορτασμός, εορτα- εορτασμός· πανηγυρισμός. II εκφρ. Β - προς τιμήν ή στη μνήμη· Β - своей благодарности ως ση- σημείο (ένδειξη) ευγνωμοσύνης· Β - победы για το γιορτασμό της νίκης. ознаменовать, -нуга, -нуешь,παθ. μτχ.παρλθ. χρ. ознаменованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 χρησιμεύω σαν τεκμήριο, σημαίνω: 2 κάνω αξιοσημείωτο, αξιομνημόνευτο. II (παλ.) φη- μίζω* δοξάζω. II γιορτάζω, τιμώ, λαμπρύνω. II -СЯ γίνομαι αξιοσημείωτος, αξιομνημόνευτος, μνημονεύομαι. ознаменовываться) р.δ. βλ. ознаменовать- ознаменоваться). ОЗНаЧЙТЬ р.δ.μ. 1 βλ. означить. 2 σημαί- σημαίνω· ЧТО -ет ЭТО СЛОВО? τι σημαίνει αυτή η λέξη; Зто -ет верную смерть αυτό ,σημαίνει σίγουρο θάνατο. II μαρτυρώ, επιβεβαιώνω. II -ся βλ. означиться. означенный επ. απο μτχ. ο ανωτέρω αναφε- αναφερόμενος. ОЗНОЧИТЬ, -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. означенный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. (παλ.) σημειώνω, παρασταίνω με σημάδια· - на кар- карте сюльшйе и маленькие города σημειώνω στο χάρτη τις μεγάλες και μικρές πόλεις. 2 κα- καθορίζω· - время καθορίζω το χρόνο. II -ся σημειώνομαι ευκρινώς, ξεχωρίζω,διακρίνομαι. ОЗНОб, -а α. ρίγος, κρυάδα, σύγκρυο. ОЗНОбЙТЬ, -бЛЮ, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. озноблённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. (απλ.) παγώνω, ξεπαγιάζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ознобление, -я ουδ. ψύξη, πάγωμα. ОЗНОбЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОЗНОбЙТЬ(СЯ). *030КерЙТ, -а α. οζοκηρίτης ή ορυκτή παρα- παραφίνη. ОЗОкерЙТОВЫЙ επ. οζοκηριτικός. ОЗОЛОТИТЬ, -лочу, -лоТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. озолочённый, βρ: -чён, -чена, -чен<5 р. σ.μ. χρυσώνω" лучи солнца -ли нёбо οι ακτί- ακτίνες του ήλιου χρύσωσαν τον ουρανό. II δίνω πολλά χρήματα. II -СЯ 1 χρυσώνομαι, παίρνω χρυσίζουσα όψη. 2 παίρνω άφθονο χρήμα. *030Η, -а α. το όζον (αέριο). ОЗОНАТОР, -а α. οζονόμετρο, οζονοσκόπιο. ОЗОНИЗаЦИЯ, -И θ. οζονοποίηση, οζονισμός. озонирование, -я ουδ. βλ. озонизация. озонировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 ο- ζονοποιώ. 2 απολυμαίνω με όζον. II -СЯ όζο- όζον ίζομαι. ОЗОНОВЫЙ επ. οζονώδης. озорник, -а α., ~ца, -Ы θ. αγόρι, κορίτσι άτακτο, ζαβολιάρικο, ζιζάνιο, πειραχτήρι, δια- βολόπαιδο, διαβολοκόριτσο. озорничать р.δ. 1 αταχτώ. 2 δημιουργώ σκά- νταλα· φέρνομαι σκανταλώδικα. озорной επ. άτακτος, ζαβολιάρικος, .σκα- .σκανταλιάρικος. озоровать, -рую, -руешь р.δ. (απλ.) βλ. озорничать. озорство, -а ουδ. αταξίες, ζαβολιές, κα- κατεργαριές, σκάνταλα. озйбнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. озяб, -ла, -ло παγώνω, ζεπαγιάζω. * ОЙ, ОЙ-ОЙ к. ОЙ-ОЙ-ОЙ επιφ. 1 εκφράζει αί- αίσθημα πόνου, φόβου κ.τ.τ. όι, ωχ, αχ· 0Й, больно! όι, πονάει! 2 εκφράζει θαυμασμό, ικανοποίηση, χαρά κ.τ.τ. ОЙ, как хорошо здесь! αχ, τι καλά είναι εδώΐ Ойкать р.δ. φωνάζω όι. ойкнуть р.σ. βλ. ойкать. *ОЙкумёна, -Ы θ. (παλ.) η οικουμένη. ОЙ ЛИ επιφ. (απλ.) με ερωτιματικό τόνο· εκφράζει αμφιβολία, δυσπιστία· αλήθεια; τι λες; оказание, -Я ουδ. παροχή· προβολή· - ПО- ПОМОЩИ παροχή βοήθειας· - сопротивления προ- προβολή αντίστασης. оказать, -аяу, -ажешь,. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (απλ.) βλέπω. Η (παλ.) δείχνω" - мужество δείχνω αντρεία. 2 (με μερικά ουσ. σχηματί- σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ. ως ρήμα)" - влияние επιδρώ· - помощь βοηθώ· - дове- доверие εμπιστεύομαι· - предпочтение προτιμώ* -
ока 798 оке сопротивление αντιστέκομαι· - услугу εξυπη- εξυπηρετώ· - неуважение δείχνω ασέβεια· - уваже- уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό" - внимание προ-т σέχω· ~ радушный приём υποδέχομαι εγκάρδια· - давление πιέζω, ασκώ πίεση· ~ ПОддёржкуυ- ПОддёржкуυποστηρίζω· - гостеприимство φιλοξενώ· - со- содействие συμβάλλω. II -СЯ 1 (παλ.) εκδηλώ- εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι. 2 βρίσκομαι, υπάρχω· НИ- НИКОГО Не -ЛОСЬ дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι. II περιπίπτω, πέφτω· ОН -лея В незна- незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέ- μέρος" ОН -лея В затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση· - В ОПАСНОСТИ βρίσκομαι σε κίνδυνο· - без работы μένω χωρίς δουλειά. 3 παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι· || δείχνομαι, φαί- φαίνομαι. II απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φα- φανερό, φαίνεται. оказёнивать(ся) р.δ. βλ. оказёнить(ся). ОКазёнВТЬ ρ.σ.μ. κάνω κάτι στερεότυπο, ανιαρό. II -СЯ γίνομαι στερεότυπος, ανιαρός. *ОКазИЯ, -И θ. 1 (παλ.) ευκαιρία· ПОСЛЙТЬ ПИСЬМО С -ей θα στείλω γράμμα με την ευκαΐτ- ρία· при первой -И με την πρώτη ευκαιρία' пользоваться -ей δράττομαι της ευκαιρίας. 2 γεγονός, συμβάν ασύνηθες, παράξενο. оказывать ρ.δ» 1 βλ. оказать. 2 (διαλκτ.) απρόσ. φαίνεται, δείχνει. II -СЯ 1 βλ. ока- заться. 2 -ется απρόσ. φαίνεται. ОкаЙМЙТЬ, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окаймлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. 1 ράβω μπορντούρα, κρασπεδώ, περιται- νιώνω. 2 μτφ. περιβάλλω, περικυκλώνω, πε- περιτριγυρίζω, πλαισιώνω. окаймление, -Я ουδ. 1 κρασπέδωση, ράψιμο μπορντοΰρας, περιταινίωση. 2 μτφ. περίβλη- περίβλημα, περιτριγΰρισμα· πλαίσιο. окаймлять ρ.δ. βλ. окаймить. II -ся κρα- σπεδώνομαι, περιβάλλομαι με μπορντοΰρα. Окалина, -Ы θ. λέπια απο σφυρηλάτηση. окалывание, -я ουδ. βλ. обкалывание. окалывать р.δ. βλ, околоть. окаменевать р.δ. βλ. окаменеть. окаменелость, -и 9. 1 (κυρλζ. κ. μτφ.) α- απολίθωση. 2 πλθ. -И απολιθώματα (ζώων, φυτών). окаменелый επ. 1 απολιθωμένος. 2 μτφ· σκλη- σκληρός, αλύπητος, άπονος, ανελέητος. II αδιάφο- αδιάφορος, αναίσθητος. окаменение, -Я ουδ. (κυρλξ. к. μτφ.) απο- λ ί θωση. Окаменеть р.σ. 1 βλ. каменеть. 2 μτφ. γί- γίνομαι σκληρός, άπονος, ανελέητος. Π μτφ. α- απολιθώνομαι, παγώνω, μένω ξύλο, κόκκαλο, ά- άναυδος . ОкамеНЙТЬ р.σ.μ. (παλ.) κάνω σκληρόν, α- αναίσθητο, ανελέητο. Окантовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окантованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. περιρράπτω ταινία σε ύφασμα. II πλαισιώνω, κορνιζάρω, καδρώνω. окантовка, -И θ. περιρραφή ταινίας.II κορ- νιζάρισμα, πλαίσιωμα, κάδρωμα. окантование, -я ουδ. βλ. окантовка. окантовывать р.δ. βλ. окантовать. II -ся περιρράπτομαι. Η πλαισιώνομαι,κορνιζάρομαι. оканчивать р.δ. βλ. окончить. II -ся 1 βλ. ОКОНЧИТЬСЯ. 2 (γραμμ.) λήγω, καταλήγω, έχω για κατάληξη. оканье, -Я ουδ. προφορά του γράμματος Ο σαν Ο και όχι σαν а . окапать(ся) р.δ. βλ. обкапать(ся). окапывание} -я ουδ. βλ. обкапываниеί окапывание,2 -я ουδ. βλ. обкапывание? окапывать(сяI ρ.δ. βλ. окйпать( сяI. окапывать(сяJр.в. βλ. окопёть(ся). окарикатуривать р.δ. βλ. окарикатурить. II -СЯ γελοιοποιούμαι, γελοιογράφουμα ι. ОКарикатурИТЬ ρ.σ.μ. γελοιοποιώ, γελοιο- γραφώ' διακωμωδώ. *окарина, -Ы θ. οκαρίνα (μουσ. όργανο). ОКарМЛИВанИе, -я ουδ. παρατάγισμα. окармливать р.δ. βλ. окормить. II ~ся πα- ραταγίζομαι, υπερσιτίζομαι. II δηλητηριάζο- δηλητηριάζομαι με δόλωμα. ОКаТЙТЬ ρ.σ.μ. βλ. ОбкатЙТЬ B,3σημ.). окатить, -ачу, -Йтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окаченный, βρ: -чен, -а, -Ο ρ.σ.μ. πε- περί βρέχω· βουτώ στο νερό. II -СЯ περί βρέχομαι. окатывать ρ.δ. βλ. окатать. II -ся βλ. об- обкататься. окатывать(ся) р.δ. βλ. окатйть(ся). Окать р.δ. προφέρω το 0 σαν Ο και όχι σαν а к окачивать(ся) р.δ. βλ. окатйть(ся). окашивать р.δ. βλ. окосить. II -ся βλ. об- обкоситься. окаянный επ. 1 (παλ.) αναθεματισμένος, α- αφορισμένος. II αμαρτωλός, κολασμένος. 2 ως ουσ. καταραμένος, διάβολος, αντίχρηστος. ОКаЙНСТВО, ~а ουδ. (παλ.) αναθεμάτισμα, -ισμάς, αφορισμός, αποκήρυξη. *ОКеан, -а α. 1 ωκεανός. 2 μτφ. κάθε τι α- απέραντο, αχανές, απειράριθμο* πλήθος·- слёз ποτάμια δάκρυα· - стрстёй ωκεανός παθών · ЛЮДСКОЙ - ανθρωποθάλασσα. ΓΙ εκφρ. ВОЗДУШНЫЙ - η ατμόσφαιρα. океанический επ. ωκεάνιος, του ωκεανού. океанограф, ~а α. ωκεανογράφος. Океанографический επ. ωκεανογραφικός. ОКеаНОГрЙфИЯ, -И θ. ωκεανογραφία. ОКеаНОЛОГ, -а α. ωκεανολόγος, -νογράφος. Океанологический επ. ωκεανολογικός. океанология, -и θ. βλ. океанография. Ι
оке 799 око океанский επ. βλ. океанический· -ие пара- ходы υπερωκεάνεια ατμόπλοια. окидйть, -йет р.σ. απρόσ. (απλ.) βλ. об- обметать2 ( 2 σημ.). окидывать р.δ. βλ. окинуть. окинуть р.σ.μ: -взглядом (взором, глаза- глазами) περιβλέπω, κοιτάζω ολόγυρα. ОКИСел, -ела α. (χημ.) οξείδιο. ОКИСЛёние,■-Я ουδ. οξείδωση. окислитель, -Я α. ουσία οξειδωτική. окислительный επ. οξειδωτικός. ОКИСЛИТЬ р.σ.μ. (χημ.) οξειδώνω" σκουριά- σκουριάζω. II -СЯ οξειδώνομαι* σκουριάζω* железо -лось το σίδερο σκούριασε. ОКИСЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОКИСЛЙТЬ( СЯ) . ОКИСЬ, -И θ. ημιοξείδωση. ОККЛВДЙроваТЬ, -рует ρ.δ.κ.σ.μ. εγκλείω, κλείνω μέσα. II -СЯ κλείνομαι μέσα. *ОККЛЙЗИЯ^ -И θ. έγκλειση. "ОККЛЮЗИЯ,2 -И θ. σύσφιξη, σύμμιξη, φράξη. *ОКкультЙЗМ, -а α. επιστήμη των απόκρυφων, αποκρυφολογία, μαγεία, δαιμονολογία. ОККУЛЬТНЫЙ επ. αποκρυφολογικός. оккупант, ~а α. καταχτητής· немецкие ~ы οι γερμανοί καταχτητές. оккупантский επ. καταχτητικός, του κατα- χτητή. Оккупационный επ. καταχτητικός, της κατο- κατοχής" -ые ВОЙСКО στρατεύματα κατοχής. ♦оккупация, -И θ. η κατοχή" ВО время немё- ЦКОЙ -и τον καιρό της γερμανικής κατοχής. оккупировать, -руГО, -руешь р.δ.κ.σ.μ. κα- καταχτώ, κάνω κατοχή. II -СЯ καταχτιέμαι, εί- είμαι υπο κατοχή. Оклад, -а α. 1 μισθός, μηνιάτικες αποδο- αποδοχές, το μηνιάτικο. 2 φορολογία, φόρος· ΠΟ- ДУШНЫЙ - φόρος κατ* άτομο. 3 περικύκλωση ά- άγριου ζώου. 4 μεταλλική περικόσμηση εικό- εικόνας, β (παλ.) σιλουέτα, περίγραμμα, σκια- σκιαγραφία. окладистый, επ., βρ: -диет, -а, -о (παλ.) γερός, ρωμαλέος, εύρωστος. II πλατύς. окладной επ. 1 του μισθού, του μην'ιάτικου. II φορολογικός, της επιβολής φόρου, προστί- προστίμου κ.τ.τ. Π εκφρ. - ДОЖДЬ συνεχής βροχή. окладчик, -а α. βλ. обкладчик. окладывать р.δ. βλ. обкладывать (обло- (обложить D σημ.). оклевать р.σ.μ. βλ. обклевать. оклеветать, -Вешу, -вёщешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. оклеветанный, βρ: -тан, -а, -о κατασυ- κατασυκοφαντώ. оклёвывать р.δ. βλ. оклевать. II -ся πε- рιρραμφίζομαι. оклеивание, -я ουδ. βλ. оклейка. оклеивать р.δ. βλ. оклеить. II -ся βλ. об- обклеиваться. оклеить, -ею, -ёишь р.σ.μ. επικολλώ, κα- καλύπτω με επικολλήσεις. ОКЛёЙка, -И θ. 1 επικόλληση. 2 το επικόλ- λημα, καπλαμάς. Оклематься р.σ. (διαλκ.) συνέρχομαι, ανα- λαβαίνω τις αισθήσεις, έρχομαι στα συγκαλά μου' γερεύω, ανακτώ την υγεία μου. ОКЛИК, ~а α. φωνή, κλήση, κάλεσμα. окликаться, -йется р.δ. 1 (παλ.) βλ. ок- окликнуть. II -СЯ 1 καλούμαι, με φωνάζει. 2 άλλη λοκαλού μα ι. ОКЛИКНУТЬ р.σ.μ. καλώ, φωνάζω, κράζω, ο- ονοματίζω. окно, -έ, πλθ. окна, окон, окнам ουδ. 1 παράθυρο" комната В три Окна δωμάτιο με τρία παράθυρα· открываю - ανοίγω το παράθυρο. II κατώφλι παράθυρου* сесть на - κάθομαι στο παράθυρο. 2 οπή, τρύπα· - для пропуска ВОДЫ οπή διαρροής νερού. II μτφ. θεωρείο, παρατη- παρατηρητήριο· - В Европу παράθυρο προς την Ευ- Ευρώπη· - В ЖИЗНЬ, В мир παράθυρο προς τη ζωή, προς τον κόσμο. 3 (διαλκ.) βαθύ μέρος βάλ- βάλτου (αχορτάριαστο). 4 ελεύθερη ώρα (ωρολο- (ωρολογίου προγράμματος), χωρίς μάθημα. ОКО, -а, πλθ. ОЧИ, очей ουδ. (παλ.) μάτι, οφθαλμός. II εκφρ. - за - οφθαλμόν αντί ο- οφθαλμού" В мгновение Ока,, εν ριπή οφθαλμού. ОКОВалок, -лка α. πισινό βοδινό κρέας. оковать, окую, окуёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. 1 κα- πλαντίζω, καλύπτω με μετάλλινο καπλαμά. 2 βλ. ЗаковЙТЬ B σημ.). 3 μτφ. καρφώνω, κα- καθηλώνω, κυριεύω, κρατώ ακίνητο. 4 μτφ. πα- παγώνω, σκληρύνω. ЪкОВка, -И θ. 1 καπλάντισμα, κάλυψη με μετάλλινο καπλαμά. 2 καπλαμάς σιδερένιος. ОКОВЫ, ОКОВ πλθ. 1 (παλ.) δεσμά, _ αλυσί- αλυσίδες, σίδερα. 2 μτφ. κάθε τι που καταπιέζει" - рабства τα δεσμά της δουλείας· моральные - τα ηθικά δεσμά. ОКОВЫВать р.δ. βλ. ОКОВЙТЬ. II -СЯ καπλα- ντίζομαι κλπ.ρ. ενεργ; φ. ОКОём, ~а α. (παλ.) πεδίο όρασης· ορίζο- ορίζοντας. околачивать р.δ. βλ. околотить. II -ся βλ. обколотиться. околачиваться р.δ. (απλ.) περιφέρομαι ά- άπραγος . ОКОЛДОВАТЬ, -ДУЮ, -Дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. околдованный, βρ·. -ван -а, -о ρ.σ.μ. 1 μαγεύω, κάνω μάγια. 2 μτφ. θέλγω, σαγη- σαγηνεύω, γοητεύω. околдовывать р.δ. βλ. околдовать. II -ся μαγεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. околевать р.δ. βλ. околеть.
око 800 око околёсина, -ы θ. βλ. околёсица, (απλ.). околесить, -ешу, -есйшь р.σ.μ. (απλ.) βλ. исколесить. околёсица, ~Ы θ. ανοησίες, κουταμάρες. околёсная, -ой θ. βλ. околёсица. ОКОЛёть, -ею, -ёешь р.σ. (για ζώα κ. χυ- χυδαία για άνθρωπο) ψοφώ. ОКОЛИЦа, -Ы θ. 1 περιτείχισμα χωριού. II πύλες περιτειχίσματος. 2 τα ακρινά σπίτια του χωριού. 3 (διαλκ.) παρακαμπτήριο οόός. околичности, -ей πλθ. (ενκ. -ость, -и θ.)· περιστροφές, ελιγμοί, στριψίματα. II εκφρ. без -ей χωρίς περιστροφές. ОКОЛО επίρ. κ. πρόθεση. 1 επίρ. γύρω, ο- ολόγυρα, περίγυρα, πέριξ. II δίπλα, κοντά σι- σιμά, πλησίον. 2 πρόθεση' περί, κατά, κοντά· - полуночи κατά τα μεσάνυχτα, 3 περίπου, σχε- σχεδόν, ως έγγιστα, πάνω-κάτω, γύρω. ίσαμε, κα- καμιά· - десяти καμιά δεκαριά. II εκφρ. вокруг до около; кругом да - απέζω-απέξω· ακροθι- ακροθιγώς (όχι στην ουσία)· кормиться (питёться) - КОГО σιτίζομαι παρά κάποιου. ОКОЛО... πρόθεμα με σημ: περί, κοντά. околоземной επ. περίγειος. окололунный επ. περισέληνος· -ая орбита περισέληνη τροχιά. ОКОЛОПЛОДНИК, -а α. το περικάρπιο. ОКОЛОПЛОДНЫЙ επ. του περικάρπιου. ОКЛОСердёчныЙ επ. του περικαρδίου· -ая сумка το περικάρδιο. ОКОЛОСОЛнечнЫЙ επ. περιήλιος. околотить, -лочу', -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. околоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. ОбКОЛОТЙТЬ. ОКОЛОТОК, -тка α. 1 (παλ.) τα πέριξ, τα περίχωρα. 2 (παλ.) αστυνομικό τμήμα. 3 (παλ.) αναρρωτήριο στρατιωτικό. 4- τμήμα σιδηροδρο- σιδηροδρομικής οδού ή απόστασης. ОКОЛОТОЧНЫЙ επ. 1 του αστυνομικού τμήμα- τμήματος. 2 ως ουσ. αστυνομικός διοικητής τμήμα- τμήματος καθώς και ο βαθμός αυτού. II εκφρ·- над- надзиратель " βλ. 2 σημ. ОКОЛОТЬ, ОКОЛЙ, ОКОлешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. околотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ. ' βλ. обколоть! ОКОЛОУШНЫЙ επ. περιωτικός. ОКОЛОЦВётнИК, -а α. το περιάνθιο. околпачивать р.δ. βλ. околпачить. ОКОЛПАЧИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) εξαπατώ, ξεγελώ. ОКОЛЫШ, -а α. περίδεμα κεφαλιού. ОКОЛЫШек, -Шка α. μικρό κεφαλοπερίδεμα. окольничество, -а ουδ. (παλ.) ανώτερο α- αξίωμα των βογιάρων. ОКОЛЬНИЧИЙ, -его α. ανώτερο αξίωμα των βο- γι,άρων, καθώς και ο ίδιος ο βογιάρος. ОКОЛЬНЫЙ εΐί. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) πλάγιος, πλευρικός, πλαϊνός· -ая дорога πλαϊνός δρό- δρόμος· -ые пути (μτφ.) πλάγια μέσα· -ЫМ Путём πλαγίως, με πλάγια μέσα. 2 (παλ.) ο γύρω, ο πέριξ· ~ые Дома τα γύρω σπίτια· -ые дерё- вни τα περίχωρα. ОКОЛЬЦеваТЬ, -Цую, -ΐτ/ешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окольцованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. βλ. кольцевать A, 2 σημ.). окольцовывать р.δ. βλ. окольцевать. ОКОНёчНОСТЬ, -И θ. άκρη, άκρο* ακροτήριο. ОКОНёчныЙ επ. ακραίος, άκρος· τελευταίος. ОКбнница, -Ы θ. (παλ.) παράθυρο (με όλα τα μέρη που το αποτελούν). ОКОННЫЙ επ. του παράθυρου' -ое стекло το τζάμι του παράθυρου. ОКОНОПАТИТЬ ρ.σ.μ. καλαφατίζω, πακτώ ε- εντελώς, παντού. оконопачивать р.δ. βλ. оконопатить. II -ся πακτώνομαι. оконту'зить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. контузить. ОКОНф/ЗИТЬ ρ.σ.μ. βλ. КОН#ЗИТЬ. II -СЯ πι- πικραίνομαι, στενοχωριέμαι (για κάτι απραγμα- απραγματοποίητο) . ОКОНЦе, -а ουδ. παραθυράκι. окончание, -Я ουδ. 1 αποπεράτωση, αποτε- λείωση, τερματισμός. 2 τέλος· - романа В следующем номере το τέλος του μυθιστορήμα- μυθιστορήματος στο επόμενο φύλλο του περιοδικού. II λή- λήξη· πέρας· - срока λήξη τΐίς προθεσμίας· ПО ~ИИ года στο τέλος του χρόνου· ПО -ИИ ВОЙНЙ τελειώνοντας ο πόλεμος. 3 (γραμμ.) η κατά- κατάληξη· корень И - ρίζα και κατάληξη. окончательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно τελικός· τελειωτικός· - ВЫВОД τελικό συμπέ- συμπέρασμα. 2 οριστικός, ανέκλιτος, αμ'ετάκλητος, τελεσίδικος. ОКОНЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ ρ.σ.μ. 1 τελειώνω, τερματίζω, περατώνω, περαιώνω· - τελειώνω τη δουλειά* скоро ВЫ -ите? γρήγορα θα τελει- τελειώσετε; - институт τελειώνω το ινστιτούτο. II -СЯ τελειώνω· перерыв -лея το διάλειμμα τέ- τέλειωσε· совещание -ЛОСЬ η σύσκεψη τέλειωσε. ОКОП, ~а α. (στρατ.) χαράκωμα. Окопать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΚΟ- панный, βρ: -пан, -а, -о. 1 περισκάβω· - де- деревья περισκάβω τα δέντρα. 2 περιαυλακώνω, περιχαντακώνω· περικλείνω. И -СЯ οχυρώνο- οχυρώνομαι, περιχαρακώνομαι. II μτφ. προφυλάσσομαι, βρίσκω καταφύγιο. ОКОПНИК, -а α. (βοτ.) το σύμφυτο (επιστ.), στεκούλι (λκ.). ОКОПНЫЙ επ. του χαρακώματος· -ЭЯ ЛИНИЯ η γραμμή χαρακωμάτων. II εκφρ. -ая война πόλε- πόλεμος θέσεων. окорачивать ρ.δ. βλ. окоротить. II -ся κο- ντεύομαι, βραχύνομ,αι.
око 801 окр ОКоренЙТЬСЯ -ЙТСЯ р.σ. ριζώνω, ριζοφυώ. ОКОРИТЬ р.σ.μ. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω. ОКОрка, -И θ. ξεφλούδισμα, αποφλοίωση. окорм, -а α. βλ. окормка. окормить, окормлю, окормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окормленный, βρ: -лен, -а, -о р. σ.μ. 1 (απλ.) βλ. обкормить. 2 βλάπτω με το παρατάγισμα. II δηλητηριάζω με την τροφή· - ВОЛКОВ δηλητηριάζω τους λύκους. ОКОрмка, -И θ. 1 παρατάγισμα (μέχρι βλά- βλάβης). 2 δηλητηρίαση με τροφή (δόλωμα). окорнать ρ.σ. μ. (απλ.) κουτσουρεύω, κολο- κολοβώνω, κοντεύω. ОКОРОК, -а, πλθ. ΟΚΟροκό α. ψαχνό κρέ- κρέας· задний - πισινό ψαχνό κρέας· передний - μπροστινό ψαχνό κρέας· свиной - χοιρομέ- χοιρομέρι' копчёный - καπνιστό ψαχνό κρέας. ОКОРОКОВЫЙ επ. ψαχνός· ~ая ЧЭСТЬ ψαχνό μέρος. ОКОРОТИТЬ, -рочу, -ротйшь, παθ. μτχ . παρλθ. χρ. окороченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. κοντεύω, βραχύνω· - платье κοντεύω το φόρε- φόρεμα· - брюки κοντεύω το παντελόνι. окорочный επ. βλ. окороковый. ОКОРЯТЬ ρ.δ. βλ. ОКОрЙТЬ. II -СЯ ξεφλουδί- ξεφλουδίζομαι, αποφλοιώνομαι. окосеть, -ею, -ёешь р.σ. (απλ.). 1 άλ- άλλο ιθωρίζω" τυφλώνομαι απο το ένα μάτι. 2 μεθώ. ОКОСИТЬ, -ОШУ, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ· βλ. ОбКОСЙТЬ A σημ.). окостеневать р.δ. βλ. окостенеть. Окостенелость, -и θ. αποστέωση; κοκκάλια- σμα. Окостенелый επ. 1 αποστεωμένος. 2 κοκκα- λιασμένος, ξυλιασμένος, άκαμπτος· - труп ξυλιασμένο πτώμα. 3 ξεπαγιασμένος, σκληρός απο το κρύο. 4 μτφ. μαραμένος, μαραζωμένος. окостенение, -я ουδ. βλ. окостенелость. Окостенеть, -ею, -ёешь р.σ. 1 οστεοποιού- μαι, κοκαλιάζω. 2 σκληρύνομαι, γίνομαι άκα- άκαμπτος· труп -ёл το πτώμα ξύλιασε. 3 ξεπα- γιάζω· руки И НОГИ -ЛИ от холода τα,χέρια και τα πόδια κοκκάλωσαν απο το κρύο. 4 μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω" её ЖИЗНЬ -ла η ζωή της μαράθηκε. ОКОТ, -а α. γέννεση γατακιών. II (για με- μερικά ζώα) γέννηση νεογνών. ОКОТИТЬ, -ЙТ ρ.σ.μ. (διαλκ.) γεννώ γατά- γατάκια. II γεννώ νεογνά (για μερικά ζώα). II -СЯ γεννώ γατάκια. II (για μερικά ζώα) γεννώ νε- νεογνά. Окоченелый επ. 1 μαργωμένος, κοκκαλωμέ- νος, ξυλιασμένος. 2 (για πτώμα) σκληρός, ά- άκαμπτος . окоченеть, -ею, -ёешь р.σ. 1 ξεπαγιάζω, α- ποξυλιάζω, κρουσταλλιάζω. II μτφ. (για φόβο, ταραχή κλπ.) τα χάνω, μένω εμβρόντητος, ά- άναυδος, κόκκαλο· παγώνω. 2 (για πτώμα) γί- γίνομαι άκαμπτος, σκληρός, ξυλιάζω. окочуриться р.σ. (απλ.) πεθαίνω. окошечко, ~а ουδ. παραθυράκι. ОКОШКО, -а α. παραθυράκι, θυρίδα. Окраина, -Ы θ. 1 άκρη, άκρο· παρυφή· - лё- са η παρυφή του δάσους· - города η παρυφή της πόλης. Ι) προάστεια, συνοικισμοί. 2 πα- παραμεθόριος" απομακρυσμένη περιοχή. ОКРАИННЫЙ επ. ακραίος, ακρινός, άκρος· α- απομακρυσμένος· -ая часть города το ακραίο μέρος (η άκρη) της πόλης' -ые районы οι α- απομακρυσμένες περιοχές. окрйс, ~а α. βλ. окраска B σημ.). окрасить, -ашу, -асишь, παθ. μτχΐ παρλθ. χρ. окрашенный, βρ: член, -а, -о р.σ.μ. 1 βάφω* χρωματίζω, μπογιατίζω· - ткань βάφω ύφασμα· - дверь χρωματίζω την πόρτα· - Β Жёлтый цвет βάφω κίτρινο χρώμα. II για ηλι- ηλιακές ακτίνες, φωτιά κ.τ.τ.) κοκκινίζω. 2 μτφ. προσδίδω ιδιαίτερη έκφραση, διανθ'ιζω.ΙΙ -СЯ 1 βάφομαι· χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι. 2 κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος. окраска, -И θ. 1 βαφή, βάψιμο*χρωμάτισμα, μπογιάτισμα· - ВОЛОС βάψιμο μαλλιών ПТЙца С пёстрой -ОЙ πουλί παρδαλό. 2 μτφ. χρωμα- χρωματισμός, χρώμα, χροιά· ПрИДЙТЬ выступление политическую -у προσδίδω στην ομιλία πολι- πολιτική χροιά· стилистическая ~ слова χρωμα- χρωματισμός του λόγου (ομιλίας). окрасочный επ. βαφικός· χρωματ ιστ ικός, χρω- χρωστικός· -ые работы χρωματιστικές εργασίες. окрашивание, -я ουδ. βλ. окраска. Окрашившть(ся) ρ.δ. βλ. окрасить(ся). окрепнуть, -ну, -нешь р.σ. окреп, -ла,-ло μτχ. παρλθ. окрепший р.σ. крепнуть. ОКрёст, -а а. 1 επ'ιρ. (γραπ. λόγος) γύρω, τριγύρω, ολόγυρα. 2 πρόθ. (παλ.) περί. Окрестить, -ешу, -ёстишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окрещённый, βρ: -щён, -щена, -шено р.σ. μ. 1 βαφτίζω. 2 ονομάζω, ονοματίζω, βγάζω (δίνω) όνομα (κατά τη βάφτιση). II -СЯ βα- βαφτίζομαι . окрестность, -И θ. τα περίχωρα, τα πέριξ, τα προάστεια· ο πέριξ χώρος. окрестный επ. ο γύρω, ο πέριξ· ~ые места τα γύρω μέρη (τόποι). II κοντινός, γειτονι- γειτονικός' МЫ С -ЫХ деревень εμείς είμαστε απο τα περίχωρα. окриветь р.σ.(απλ.) τυφλώνομαι απο το ένα μάτι. Окрик, -а α. 1 φωνή, κραυγή, κλήση· ОН' даже не Обернулся На МОЙ - αυτός ούτε παν γύρισε στην κραυγή μου. 2 φωνή (απειλτ^τι-
окр 802 окр κή, διαταγής κ.τ.τ.)' грубый - бюрократа η απότομη φωνή του γραφειοκράτη. окрикивать р.δ. βλ. окрикнуть. ОКрЙКНуТЬ р.σ.μ. φωνάζω, κράζω' καλώ. Окровавить, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окровавленный, βρ: лен, -а, -о р.σ.μ. αιματοβάφω, καταματώνω* - ЛИЦО αιματοβάφω το πρόσωπο. И -СЯ αιματοβάφομαι, καταματώ- νομαι· αιματοκυλίζομαι. окровавленный επ. απο μτχ. (αι)ματοβαμμέ- νος, αιμόφυρτος, καθημαγμένος, καταματωμέ- νος, αιματοκυλισμένος. окровавлить(ся) р.δ. βλ. окровйвить(ся). ОКровенёТЬ, -ёет р.σ. (απλ.) ματώνω· бинт -ёл о επίδεσμος (γάζα) μάτωσε. ОКровенЙТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) ματώνω· - руку ματώνω το χέρι. ОКрОЛ, -а α. η γέννα της κουνέλας. окроме πρόθ. με γεν. (παλ.) βλ. кроме. окромсать ρ.σ.μ. βλ. обкромсйтъ. 0КР0МЯ πρόθ. με γεν. (διαλκ.) βλ. кроме. ОКРОПИТЬ, -ПЛИ, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окроплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. ραντίζω, ραίνω* - ВОДОЙ ραντίζω με νε- νερό. II -СЯ ραντίζομαι, ραίνομαι. окроплять(ся) р.δ. βλ. окропйтъ(ся}. окрошка, -И θ. οκρόσκα, είδος ορεχτικού πρώτου φαγητού. II μτφ. ανακατωσιά, -σούρα, σύγχυση, μπερδεψιά* - В голове ανακατωσού- ανακατωσούρα στο κεφάλι (μυαλό). Округ, ~а α. περιοχή, περιφέρεια· админи- административный - διοικητική περιοχή· военный - στρατιωτική περιοχή· избирательный - εκλο- εκλογική περιφέρεια· учебный - εκπαιδευτική πε- περιφέρεια* судебный - δικαστική περιφέρεια. округ επίρ. κ. πρόθ. (παλ. я. απλ.) βλ. вокруг, кругом. округа, -И θ. η γύρω περιοχή, τα πέριξ. Округление, -Я ουδ. στρογγύλωση, -μα. ОКруГЛёННОСТЬ, -И θ. στρογγυλότητα* κυ- κλότητα. ОГруГЛённЫЙ επ. απο μτχ. στρόγγυλος, -λε- μένος. II μτφ. πλήρης, ολοκληρωμένος. округлеть ρ.σ. (απλ.) στρογγυλεύω, -γίνο- -γίνομαι στρογγυλός. II γεμίζω, χοντραίνω. округлить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. округлённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. I στρογγυλεύω· - губы στρογγυλεύω τα χείλη. II μτφ. ολοκληρώνω. 2 μτφ. αυξαίνω, μεγαλώ- μεγαλώνω. И -СЯ 1 βλ, округлеть. II μτφ. ολοκληρώ- ολοκληρώνομαι. 2 μτφ. αυξαίνομαι, μεγαλώνω. округлость, ~И θ. στρογγυλότητα, κυκλοτε- ρότητα. округлый επ., βρ: округл, -а, -о. 1 στρογ- στρογγυλός· κυκλοτερής· - почерк στρογγυλή γρα- γραφή. Ι) (για κινήσεις)· ομαλός, αργός, σιγανός * - жест ομαλή χειρονομία. 2 μτφ. ολοκληρωμέ- ολοκληρωμένος, αποπερατωμένος, πλήρης. округлять(ся) ρ.δ. βλ. округлйть(ся). окружить р.δ.μ. 1 βλ. окружить. 2 περι- περιβάλλω. II -СЯ περικυκλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. окружающий επ. απο μτχ. ο γύρω, ο περιβάλ- περιβάλλων, ο περιστοιχίζων· -ие предметы τα γύρω αντικείμενα" ПОЛЯ -ие деревню τα χωράφιαπου περιβάλλουν το χωριό. 3 ουσ. ουδ. -ее το περιβάλλον (φυσικό ή κοινωνικό)· -ая среда το περιβάλλον. окружение, -Я ουδ. 1 περικύκλωση* περίγυ- περίγυρος* περιβάλλον* географическое - γεωγραφι- γεωγραφικό (φυσικό) περιβάλλον капиталистическое - ■καπιταλιστική περικύκλωση. 2 κοινωνικό πε- περιβάλλον* κύκλος* литературное - το λογοτε- λογοτεχνικό περιβάλλον. 3 τα περίχωρα, τα πέριξ; 4 πολιορκία, περικύκλωση· Попасть В - πέφτω στον Ηλο ιό* ВЫХОДИТЬ ИЗ -Я βγαίνω απο τον κλοιό. Ι) εκφρ. В -И περιβαλλόμενος, περι- στοιχιζόμενος, συνοδευόμενος. окружить, ~жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окружённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. 1 περικυκλώνω* жандармы -ЛИ ДОМ οι χωροφύ- χωροφύλακες περικύκλωσαν το σπίτι· толпе его -ла το πλήθος τον περικύκλωσε. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) περιβάλλω, περιτριγυρίζω· περιστοιχίζω. 3 πολιορκώ, περικυκλώνω' περιζώνω* - Неприяте- ЛЯ СО всех сторон περικυκλώνω τον εχθρό α- απο παντού" - тесно περισφίγγω. окружной επ. περιφερειακός, της περιοχής· - центр κέντρο περιοχής· -ая партийная конференция περιφερειακή κομματική συνδιά- συνδιάσκεψη. ОКРУЖНОСТЬ, -И θ. 1 περιφέρεια· κύκλος· η περίμετρος· περίβολος. 2 η γύρω τοποθεσία,τα π^ρΊξ, τα περίχωρα* В -и στα περίχωρα. Окружный επ. 1 (παλ.) ο γύρω, γειτονικός· ~ые горы τα γύρω βουνά. 2 (απλ.) πλαϊνός, πλευρικός, πλάγιος* -ЫМ путём με πλάγιο δρόμο. ОКРУТИТЬ, -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. окрученный, βρ: -чен, -а, -О р.σ.μ. 1 περι- περιτυλίγω. 2 (απλ.) στεφανώνω, κουκουλώνω. II -СЯ 1 περιτυλίγομαι. 2 (απλ.) στεφανώνομαι. окр^чивать(ся) р.δ. βλ. окрутйть(ся). Окрылённый επ. απο μτχ. 1 φτερωμένος. 2 μτφ. αναπτερωμένος, ενθουσιασμένος, εμψυχω- εμψυχωμένος . ОКрЫЛЙТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ· окрылённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ. μ. αναπτερώνω, ενθουσιάζω, εμψυχώνω* успех ме- НЯ -ЙЛ η επιτυχία, μού 'δοσε φτερά. II -СЯ 1 .βγάζω φτερά (για χρυσαλλίδες κλπ.). 2 μτφ. αναπτερώνομαι, ενθουσιάζομαι, εμψυχώ- εμψυχώνομαι .
окр 803 оле окрылять(ся) р.δ. βλ. окрылйть(ся). окраситься, -сишься р.σ..(απλ.) γρυλίζω, γρύζω για επίθεση (για ζώα). II μτφ. επιτί- επιτίθεμαι άγρια· απαντώ με κακία. оксидирование, ~Я ουδ. οξείδωση. ♦оксидировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ο- οξειδώνω. II -СЯ οξειδώνομαι. ОКСИДИрОВКа, -И в, 1 οξείδωση. 2 οξειδω- οξειδωμένη επιφάνεια μετάλλου. *ОКТава, ~Ы θ. 1 (μουσ.) οχτάδα. 2 πολύ χα- χαμηλό μπάσο. 3 οχτάστιχο. *ОКТЙЭДР, -а α. οχτάεδρο. октябрёнок βλ. октябрята. ОКТЯбрЙСТ, -а α. οχτωβριανός (μέλος ή ο- οπαδός του αστοτσιφλικάδικου κόμματος στη Ρωσία). октябрь, Я α. 1 Οχτώβρης (μήνας). 2 (με κεφαλαίο στα ρωσικά σημαίνει τον επαναστα- επαναστατικό Οχτώβρη)· годовщина Октября η επέτει- επέτειος του Οχτώβρη. октябрьский επ. οχτωβριανός· -ая погода οχτωβριανός καιρός· -ые ДНИ οχτωβριανές μέ- μέρες. II (με κεφ.) Οχτωβριανός (με επαναστα- επαναστατική σημ.)· -ая победа Οχτωβριανή νίκη· Οκ- ТЙбрьская революция Οχτωβριανή επανάσταση■ Октябрьские ДНИ Οχτωβριανές μέρες. октябрята, -ят πλθ. (ενκ. октябрёнок, -нка α.)· οχτωβριανόπουλα, μαθητές της 1-3 τάξης δημοτικού με την καθοδήγηση της πιο- νέρικης οργάνωσης. окукливаться, -ается р.δ. βλ. окуклиться. ОКУКЛИТЬСЯ, -ИТСЯ р.σ. χρυσαλλιδώνομαι, μετατρέπομαι σε χρυσαλλίδα. Окулирование, -Я ουδ. (για φυτά) μεταμό- μεταμόσχευση. окулировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. (για φυτά) μεταμοσχεύω. II -СЯ-μεταμοσχεύομαι. ♦окулировка, -и θ. βλ. окулирование. ♦окуЛЙСТ, -а α. οφθαλμίατρος, -μολόγος. окультивировать р.δ. βλ. окультурить. окультуривать р.δ. βλ. окультурить. II -ся καλλιεργούμαι. Окультурить ρ.σ.μ. 1 καλλιεργώ· - почву καλλιεργώ το έδαφος. 2 εμβολιάζω άγρ'ιοφυτό" - Лесную ЯбЛОНЮ εμβολιάζω αγριομηλιά. ♦окуляр, -а α. προσοφθάλμιος· - МШфОСКО- па προσοφθάλμιος φακός μικροσκοπίου. окунать(ся) ρ.δ. βλ. окунуть(ся). Окуневый επ. πέρκινος, της πέρκης. II -ые πλθ. ουσ. τα περκιδή. окунёк, -нька α. μικρή πέρκη, περκίτσα. ОКунуТЬ, -НУ, -НёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окунутый, βρ: -ут. -а, -ο ρ.σ.μ. βυθίζω, βουτώ' - ДО ПОЯСа βουτώ ως τη ζώνη (μέση). II -СЯ (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι, βουτιέ- βουτιέμαι· - до шёи βυθίζομαι ως το λαιμό· - Β мрак βυθίζομαι στο σκοτάδι. II μτφ. ρίχνο- ρίχνομαι, αφοσιώνομαι" - В науку αφοσιώνομαι στην επιστήμη. Окун, -Я, γεν. πλθ. ~ёй α. πέρκη, πέρκα. окупать(ся) р.δ. βλ. окупйть(ся). окупить, окуплю, окупишь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. окупленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. κα- καλύπτω τα έξοδα· - себестоимость βγάζω το κό- κόστος· - затраты (расходы) καλύπτω (βγάζω)τα έξοδα. II μτφ. (ε)ξαγοράζω. II -СЯ καλύπτο- καλύπτομαι· расходы -ЛИСЬ τα έξοδα καλύφτηκαν. II μτφ. (ε)ξαγοράζομαι. ОКургузИТЬ, -уяу, -УЗИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. окургуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (για ένδυμα) παρακοντεύω. окуривание, -я ουδ. κάπνισμα· - у\лей κά- κάπνισμα της κυψέλης. окуривать ρ.δ. βλ. окурить. II -СЯ καπνί- καπνίζομαι, ενοχλούμαι απο τον καπνό. окурить, -урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окуренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ. κα- καπνίζω· - улей καπνίζω την κυψέλη. ОКурок, -рка α. αποτσίγαρο, γόπα. Окутать ρ.σ.μ· 1 περιτυλίγω, περικαλύπτω, κουκουλώνω" - ребёнка κουκουλώνω το παιδά- παιδάκι. 2 σκεπάζω,.καλύπτω" туман -ал землю η ομίχλη σκέπασε τη γη. II εκφρ. ОК^таННЫЙ тайной καλυμμένος με μυστήριο. II -СЯ τυλί- τυλίγομαι, κουκουλώνομαι κλπ» ρ. ενεργ. φ. окутывать(ся) р.δ. βλ. окутать(ся). окучивание, -я ουδ. βλ. окучка. окучивать р.δ. βλ. окучить. II -ся σκαλί- σκαλίζομαι . окучить ρ.σ.μ. σκαλίζω· - кукурузы σκα- σκαλίζω τα καλαμπόκια. окучка, -И θ. σκάλισμα. окучник, -а α. σκαλιστήρι. оладушек κ. оладышек, -шка α. μικρή πετα- στή, πεταστίτσα. оладушка, κ. рлйдышка, -и θ. πεταστή. оладья, -и, γεν. πλθ. -дий, δοτ. -дьям; θ. είδος μεγάλης τηγανίτας. ♦олеандр, -а α. νήριο (επιστ.), ροδοδάφνη, σφάκα (λκ.). олеандровый επ. νήριος, ροδοδάφνινος· ЛИСТ ροδοδάφνινο φύλλο. оледеневать р.δ. βλ. оледенеть. оледенелый επ. 1 βλ. обледенелый. 2 κοκ- καλιασμένος, ξυλιασμένος, παγωμένος· - труп ξυλιασμένο πτώμα. оледенение, -я ουδ. βλ. обледенение. оледенеть ρ.σ. βλ. обледенеть. II παγώνω· рука -ла το χέρι πάγωσε. оледенить ρ.σ.μ. βλ. обледенить. *ОлеЙН, -а α. ελα'ίνη, ελαϊκό οξύ. ОЛеЙНОВЫЙ επ. της ελα'ίνης" -ая КИСЛОТЕ ε-
оле 804 оме λαϊκό οζΰ. ОЛенеСЫК, ~а α. αντιλόπη η βουβαλ'ιδα. оленевод, ~а α. ελαφοκόμος. ОЛеневОДСТВО, -а ου6. ελαφοκομία. ОЛеневОДЧесКИЙ επ. ελαφοκομικός. оленевый επ. του ελαφιού. Ι) ουσ. πλθ. ~ые τα ελαφιδή. оленёнок, -нка, πλθ. -нота, ~ят α. το ε- λαφάκ1. ОЛёнИЙ, ~ья, -ье επ. ελαφίσιος, ελάφειος· -ЬИ рогй ελαφοκέρατα· -ье СТЙД0 κοπάδι ε- ελαφιών· ~ЬЯ шкура ελαφόδερμα" ~ МОХ το ε- λαφόβοσκο, η παστινάκη (φυτό). олёница, ~ы θ. ελαφήσιο κρέας. ОЛёнЬ, -Я α. το ελάφι, η έλαφος· северный - η τάρανδος. олеографический επ. ελαιογραφικός. *ОЛеографИЯ, -И θ. ελαιογραφία. II αντίγρα- αντίγραφο ελαιογραφίας. *ОЛЙВа, -Ы θ. ελιά, ελαία, ελαιόδεντρο κα- καθώς και ο καρπός· ДЙК8Я - η αγριελιά· уро- яай олив ελαιοπαραγωγή· Сбор олив ελαιο- συγκομιδή, λιομάζωμα. *ОЛИВИН, ~а α. χρυσόλιθος πρισματώδης χρώ- χρώματος λαδί (ελαιάχρωμος). оливка, -и θ. βλ. олива. ОЛИВКОВЫЙ επ. 1 της ελιάς, ελα'ίκός, ελαι- ελαιώδης* -ая роща ελαιώνας, ελαιοτόπι, λιοτό- πι· -ая косточка ελαιοπυρήνας*-ое масло ε- ελαιόλαδο· ~ая ветвь κλάδος ελιάς (σύμβολο ειρήνης). 2 ελαιόχρωμος, λαδής, χρώματος λα- λαδί· материя -ого цвета ύφασμα λαδί.И εκφρ. -ое дерево το ελαιόδεντρο, η ελιά. ОЛИГарх, -а α. ολιγάρχης. ОЛИГархЙЧесКИЙ επ. ολιγαρχικός· - Образ правления ολιγαρχική μορφή διακυβέρνησης. "олигархия, ~и θ. ολιγαρχία· финансовая - πλουτοκρατική ολιγαρχία. ♦ОЛИМП, -а α. Ολυμπος (βουνό). Ι) μτφ. η κορυφή, οι κορυφαίοι, οι εκλεκτοί· литера- литературный - ο λογοτεχνικός όλυμπος. ♦олимпиада, -Ы θ. 1 ολυμπιάδα (χρόνος τεσ- τεσσάρων ετών μεταξύ δύο ολυμπιάδων). 2 αγώνες ολυμπιακοί (διεθνείς). 3 διαγωνισμός. - II εχφρ. победитель -Ы ολυμπιονίκης. ОЛИМПИец, -ПЙЙца α. ολύμπιος θεός. II ολύ- ολύμπιος (γαλήνιος και μεγαλοπρεπής), θείος. ОЛИМПИЙСКИЙ επ. ολύμπιος· - бог ολύμπιος θεός· -ое СПОКОЙСТВО ολύμπια ηρεμία (αταρα- (αταραξία). II εκφρ. ~ие Игры ολυμπιακοί αγώνες· τα ολύμπια. *ОЛИфа, -Ы θ. λινέλαιο, λιναρόλαόο. Олицетворение, -Я ουδ. προσωποποίηση* СИЛ природы προσωποποίηση των δυνάμεων της φύσης· - В баснях η προσωποπο ίηση στα παρα- μύθια' - СКУПОСТИ προσωποποίηση της φιλαρ- φιλαργυρίας . олицетворённый επ. απο μτχ. προσωποποιη- προσωποποιημένος. олицетворить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. олицетворённый, βρ: -рён, -рена, ~рен<5 προ- προσωποποιώ. олицетворять ρ.δ. προσωποποιώ. Ι) ~СЯ προ- προσωποποιούμαι . ОЛОВО, -а ουδ. κασσίτερος, καλάι. ОЛОВЯННЫЙ επ. κασσιτέρινος, καλάινος. II μτφ. (για μάτια, βλέμμα)" άτονος, ξέψυχος, θαμπός. " <5лух, ~а α. (απλ.) κουτός, βλάκας·- Ώ&ρΑ небесного (απλ.) θεόκουτος. ольха, -й, πλθ. ольхи, ольх θ. η σκλή- θρα, το σκλήθρο, νεκτάριο, ολένιο,(φυτό). ОЛЬХОВНИК, -а α. βλ. ОЛЬШЙНИК Aσημ.). ОЛЬХОВЫЙ επ. του σκλήθρου, σκλήθρινος. ольшаник, -а α. 1 δάσος σκλήθρων. 2 βάλ- βάλτος γεμάτος απο σκλήθρα. ОЛЬШНЯК, -ά α. (διαλκ.) δάσος απο σκλήθρα. *ΟΜ, -а α. το ωμ (μονάδα ηλεκτρ.αντίστασης). *0Мар, -а α. μεγάλος θαλάσσιος αστακός. омачивать р.δ. βλ. омочить. омеблировать( ся) ρ.δ. βλ. обмеблировать- (ся). омеблировывать(ся) ρ.δ. βλ. обмеблировоть- (ся). *ОМёга, -И θ. ωμέγα (ω).. Омеднить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оме- днённый, βρ: -нён, -нена, -нено. (τεχ.) κα- καλύπτω με χαλκό. Омеднять ρ.δ. βλ. омеднить. II -СЯ καλύ- καλύπτομαι με χαλκό. омёла, -ы θ. ιξός, ιξία. омелёть ρ.σ. (απλ.) βλ. обмелеть (ίσημ.). олерзёние, -я ουδ. αηδία, αποτροπιασμός, βδελυγμία, σιχασιά· ДО -Я μέχρι αηδίας· вну- ШЙТЬ ~ εμπνέω (προξενώ) αηδία· ИСПЙТЫВать - αισθάνομαι Τίηδία, σιχαίνομαι" С -ем με α- αηδία, σιχαμερά. омерзеть, -ею, -ёешь ρ.σ. γίνομαι αηδια- αηδιαστικός, σιχαμερός. омерзительность, -и θ; βλ. омерзение. омерзительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αηδιαστικός, σιχαμερός· αποτροπιαστικός* запах σιχαμερή μυρουδιά· -ая погода βρω- μόκαιρος. Омертвелость, -И θ. απονέκρωση. омертвелый επ. 1 (απο)νεκρωμένος·-ΗΘ тка- НИ απονεκρωμένοι ιστοί. 2 μτφ. μαραμένος, ά- άτονος* μαρασμένος. II ερημωμένος, έρημος. омертвение, -Я ουδ. (απο)νέκρωση· - тканей νέκρωση των ιστών - нерва απονέκρωση του νεύρου. Омертветь ρ.σ. 1 (απο)νεκρώνομαι· стопа
оме 805 оне -ла το πέλμα απονεκρώθηκε (ζένεψε). 2 μτφ. παραλύω, κοκκαλώνω' ~ ОТ стреха κοκκαλώνω απο το φόβο. II μαραζώνω, μαραίνομαι, ατονώ. II ερημώνομαι. ОмертВЙТЬ, -ВЛЮ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. омертлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. 1 (απο)νεκρώνω" - клеток νεκρώνω τα κύτταρα. 2 μτφ. ακινητοποιώ, όεν προωθώ. II κάνω τι αδρανές, στάσιμο, δεν χρησιμοποιώ. омертвление, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ. (απο>- νέκρωση. омертвлять р.δ. βλ. омертвить. II -ся (απο)- νεκρώνομαι. Омёт, -а α. αχυροσωρός, αχυροθημωνιά. омещаниваться р.δ. βλ. омещанить(ся). ОМещаНИТЬСЯ, -НЮСЬ, -НИШЬСЯ р.σ. γίνομαι μικροαστός. омический επ. σε ωμ· -ое сопротивление η αντίσταση σε ωμ. *ОМЛёт, -а α. ομελέτα, σφουγγάτο. Омметр, -а α. ωμόμετρο, ώμμετρο. *ОМНИбус, -а α. (παλ.) όμνιμπους, πολυθέ- σιο ιππήλατο αμάξι. ОМОВёние, -Я ουδ. θρησκευτικός καθαρι- καθαρισμός (μέρους του σώματος με πλύσιμο), αγνι- σμός. II πλύσιμο· νύψιμο. омолаживание, -я ουδ. 1 βλ. омоложё- мие. 2 κλάδευμα για ανανέωση βλαστών. омолаживать(ся) р.δ. βλ. омолодйть(ся). ОМОЛОДИТЬ, -ложу, -ЛОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. омоложённый, -жён, -жени, -жено р.σ.μ. I κάνω νέον ,| ανανεάζω, ζενιοτεύω, ξανανιώνω. II βάζω, εισάγω νεολαίους· - организацию βά- βάζω νεολαίους στην οργάνωση. II -СЯ γίνομαι νέος, ξανανιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОМОЛОХёние, -Я ουδ. ξανάνιωμα, ξενιότεμα. *ОМОНИМ, -а α. ομώνυμη λέξη, το ομώνυμο. ОМОНИМКЗ, -И θ. 1 το σύνολο των ομωνύμων λέξεων μιας γλώσσας. 2 κλάδος της λεξικο- λεξικογραφίας για τα ομώνυμα, ομωνυμική. омонимический επ. ομωνυμικός. ОМОНИМИЯ, -И θ. ομωνυμία. ОМОЧИТЬ(СЯ) ρ.σ. (γραπ. λόγος) βλ. Обмо- ЧЙть(СЯ). омрачйть(ся) р.δ. βλ. омрачйть(ся). омрачённый επ. απο μτχ. 1 σκοτεινός, σκο- σκοτεινιασμένος. II μτφ. συσκοτισμένος. 2 περί- περίλυπος, καταλυπημένος, καταθλιμμένος. Омрачить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΜ- рачённый, βρ: -чён, -чена, -ченб. 1 επισκο- τίζω. II μτφ. συσκοτίζω. 2 απαγοητεύω· κατα- καταθλίβω, καταλυπώ. II μτφ. αμαυρώνω, επισκιά- επισκιάζω. II -СЯ 1 σκοτεινιάζω, καλύπτομαι απο σκο- σκοτάδι. 2 τα βλέπω όλα μαύρα, καταθλίβομαι, καταλυπούμαι, στενοχωρούμαι, πικραίνομαι. омужичиться, -чусь, -чишься р.σ. (παλ.) γίνομαι μουζίκος. Омуль,' -Я α. είδος σολομού (ψάρι). Омут, -а α. λάκκος βαθύς στον πυθμένα του ποταμού. II (κυρλξ. κ. μτφ.) δίνη, ρουφήχτρα· - реки η δίνη του ποταμού1 - стратёй η δί- δίνη των παθών. II εκφρ. в тихом -е черти во- водятся να φοβάσαι απο βουβό ποτάμι» омутистый επ., βρ: -тйст, -а, -о ποτάμι που έχει πολλούς λάκκους στον πυθμένα. омшаник, -а α. μελισσάρι, μελισσοκομείο. ОМЫВАТЬ ρ.δ.μ. 1 βλ. омыть. 2 περιρραντί- ζω, βρέχω. 3 περιβρέχω. II -СЯ βλ. ОМЙТЬСЯ, обмыться. ОМЫЛёние, -Я ουδ. σαπουνοποίηση. ОМЫТЬ, омою, омоешь р.σ.μ. (γραπ. λόγος)· πλύνω ολόγυρα· περινίπτω. II (κυρλξ. κ. μτφ.)· ξεπλύνω. II -СЯ (γραπ. λόγος) βλ. ОбМЙТЬСЯ. он? его, ему', его, им, о нём (στις πλάγι- πλάγιες πτώσεις παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις; от него, К не- нему, на него, С ним, О нём), προσ. αντων. 3ου προσώπου καθώς και κτητ. αντωνυμία* αυτός· ,ОН читает αυτός διαβάζει· его ДОМ το σπίτι του· за НИМ μετά (πίσω) απ' αυτόν он сам αυτός ο ίδιος. II (σε συνδυασμό με το μόριο ВОТ αποκτά σημ. δεικτικής αντωνυμίας)· αυ- αυτός· ВОТ ОН να αυτός, νάτος· ВОТ ОН Я εγώ είμαι αυτός, νά με. II ως ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος· ο ήρωας μυθιστορήματος* Я ей не он εγώ δεν είμαι ο αυτός της. II εκφρ. пусть (Пускай) его (για αδιαφορία) άφησε τον, άς τον( ε) . ΟΗΖάκλ. ουδ. (παλ.) ονομασία του γράμ- γράμματος Ο. ОНО, её, ей, её ею κ. ей (στις πλάγιες πτ. παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις; ОТ неё, к ней, на неё, С ней, О ней) θ. της προσ. αντων. 3ου προσώπου· αυτή (βλ. σημ. ОН1). *онагр, -а α. όναγρος, αγριογάιδαρος. *ОНаНЙЗМ, -а α.' αυνανισμός. *ОНДатра, ~Ы θ. μοσχόμυς. ондатровый επ. του μοσχόμυος, απο μοσχό- μυν· -ая меха γούνα απο μοσχόμυν. Онемелость, -И θ. αφωνία, αφασία, βουβό- τητα, αλαλιά. II μούδιασμα, αιμοδίαση, νάρ- νάρκωση. Онемелый επ. άφωνος, άλαλος, βουβός. II μουδιασμένος, ναρκωμένος, ξενεμένος.- онемение, -я ουδ. βλ. онемелость. онеметь р.σ. 1 γίνομαι άφωνος, άλαλος, βουβαίνομαι. II μένω άναυδος, αποσβωλωμένος. 2 μουδιάζω, ζενεύω" ναρκώνομαι. онемёчение, -я ουδ. εκγερμανισμός. онемечивание, -я ουδ. εκγερμανισμός. онемёчивать(ся) р.δ. βλ. онемёчить(ся).
оне 806 опа онемечить р.σ.μ. εκγερμαν.ιζω. II -СЯ εκ- γερμανίζομαι. онёры, -ов πλθ. (ενκ. онёр, ~а α.): всеми -ЭМИ (παλ.) με όλα τα απαραίτητα" με όλες τις λεπτομέρειες. ОНИ ονομ. πλθ. της αντων. ОН? ♦ОНИКС, -а α. όνυξ ή σαρόόνυζ (ορυκτό). ОНИКСОВЫЙ επ. του όνυχα,απο όνυχα. ОНКОЛОГ, -а α. ογκολόγος. онкологический επ· ογκολογικός. ♦ОНКОЛОГИЯ, -И θ. ογκολογία. ОНО, его, ему, его, им, о нём (στις πλά- πλάγιες πτ. παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: ОТ него, к не- нему, на него, с ним, о нём), ουδ. της προσ. αντων. 3ουπροσώπου· αυτό (βλ. σημ. ОН). *ОНОМастика, -И θ. 1 ονομαστική ή ονοματο- λογία. 2 τμήμα της γλωσσολογίας που μελετά τα κύρια ονόματα. *ономатология, -и θ. βλ. ономастика. ♦онтогенез κ. онтогенёзис, -а α. οντογένη- ση, οντογένεια, οντογονία. онтогенетический επ. οντογονικός. ОНуча, -И θ. ύφασμα περιτύλιξης του πο- ποδιού μέσα στο υπόδημα. ОНЫЙ αντων. δεικτ. αυτός, εκείνος ακρι- ακριβώς· - день αυτήν ακριβώς τη μέρα. II ο ανω- ανωτέρω αναφερόμενος. II (αντων. προσωπική του 3 προσ. και μόνο στις πλάγιες πτ.)· так ДО отъезда в Москву, так и по возвращении из оной проживал в доме родителей τόσο πριν την αναχώρηση για τη Μόσχα, όσο και μετά την επιστροφή απ' αυτή ζούσε στο σπίτι των γο- γονέων. II εκφρ. во время оно; во времена оны; В ОНЫ ДНИ; В ОНЫ ГОДЫ εκείνο (αυτόν) τον καιρό· εκείνους (αυτούς) τους καιρούς· ε- εκείνες (αυτές) τις μέρες* εκείνα (αυτά) τα χρόνια. ♦оолит, -а α. ωόλιθος (ορυκτό). опадание, -я ουδ. πτώση. опадать, -ает р.δ. βλ. опасть. опадение, -Я ουδ. πτώση. опаздывание, -я ουδ. βλ. опоздание. опаздывать р.δ. βλ. опоздать. опаивать р.δ. βλ. опоить. II ~ся 1 παρα- ποτίζομαι, βλάπτομαι απο το πολύ πότισμα. II μεθώ, ζαλίζομαι. 2 ποτίζομαι με δηλητήριο, δηλητηριάζομαι. *ОПак, -а α. είδος αγγειοπλαστικού πηλού καθώς και αγγείο απ' αυτόν. *ОПал, -а α. οπάλιος (ορυκτό). опёла, -Ы θ. θυμός, οργή, ασπλαχνία του τσάρου προς τους βογιάρους, προύχοντες. II δυσμένεια, εναντίωση. опиливание, -я ουδ. βλ. опалка. опа\ливать( ся) р.δ. βλ. опалйть(ся). ОПалЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опа- лённый, βρ: -лён, -лена, -ленб р.σ.μ. 1 περικαίω, περιφλογίζω, καψαλίζω.2 (για ή- ήλιο, καύσωνα, άνεμο) στεγνώνω, ξηραίνω. II -СЯ 1 περικαίομαυ, περιφλογίζομαι(για δέρ- δέρμα, ενδυμασία). 2 (εξ)οργίζομαΐ, θυμώνω, ανάβω. ОПалка, -И θ. περιφλόγιση, καψάλισμα. опаловый επ. 1 οπάλιος· - камень οπάλι- οπάλιος λίθος· ~ перстень οπάλιο δαχτυλίδι· ■ 2 γαλακτοκυανόχρωμος, οπάλιου χρώματος. опалубить, -блга, -бишь р.σ.μ. (οικοδ.) ξυ- λοτυπώ, κάνω ξυλότυπο, καλουπώνω. II σανι- δώνω. ' опалубка, -И θ. ξυλότυπο, καλούπι ξύλι- ξύλινο. II σανίδωση. ОП^лубОЧНЫЙ επ. ξυλοτυπικός. II της σανί- δωσης. опалывать ρ.δ. βλ. ополоть. II -ся περι- βοτανίζομαι. ОПЙЛЫЙ επ. (παλ.) πεσμένος (απο δέντρο). II βαθουλός· ~ые щёки βαθουλά μάγουλα. опальный επ. έκπτωτος εύνοιας, υπό δυ- δυσμένεια. опалять(ся) р.δ. βλ. опалить(ся). опамятоваться, -туюсь, -туешься р.σ. 1 (παλ.) συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου. 2 μτφ. (απλ.) μεταμελώ, μετανοώ, -νιώνω, ανανίπτω. опара, -ы θ. 1 προζύμι. 2 βλ. опарник. ОПарник, -а α. ζυμαροδοχείο. опаршиветь р.σ. ψωριάζω· мой конь -ел το άλογο μου ψώριασε. ОПаршЙВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. μεταδίνω ψώρα. опасаться, -аюсь, -аешься р. δ. 1 φοβού- φοβούμαι· - врагов φοβούμαι τους εχθρούς. II α- ανησυχώ για κάτι, διστάζω.. 2 αποφεύγω, φυ- φυλάγομαι" - СКВОЗНЯКОВ φυλάγομαι απο ρεύ- ρεύμα" - МЫТЬСЯ ХОЛОДНОЙ ВОДОЙ αποφεύγω να πλΰνομαι με κρύο νερό. опасение, -я ουδ. φόβος, φοβία· вызвать προξενώ φόβο" смотреть С -ем κοιτάζω φοβισμένα. II ανησυχία για κάτι, δισταγμός· ~ ПОЛОВЙна спасения (παρμ.) φύλαγε τα ρού- ρούχα σου για νά 'χεις τα μισά. II αποφυγή, προφύλαξη. Опаска, -И θ. προφύλαξη, επιφύλαξη, προ- προσοχή· С -ОЙ προφυλακτικά· действовать С -ОЙ ενεργώ προσεχτικά. ОПАСЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О επιφυλα- επιφυλακτικός, προσεχτικός, συνετός. II περίφοβος, περιδεής, έμφοβος. Опасно επίρ. Г επικίνδυνα, βαριά· ОН - ранен τραυματίστηκε βαριά. 2 ως κατηγ. εί- είναι επικίνδυνο.
о па 807 опе опасность, -и θ. κίνδυνος· смертельная - θανάσιμος κίνδυνος· избежать -И αποφεύγω τον κίνδυνο· подвергаться -и εκτίθεμαι σε κίνδυνο· смотреть -и в глаза βλέπω το χάρο με τα μάτια* мир В -И η ειρήνη σε κίνδυνο· угрожающая - επικείμενος κίνδυνος· ему угро- угрожает большая ~ αυτός διατρέχει μεγάλο κίν- κίνδυνο· ЖИЗНЬ его В -И η ζωή του είναι σε κίνδυνο (κινδυνεύει)· С -ЬЮ ЖИЗНИ με κίνδυ- κίνδυνο της ζωής. опасный επ., βρ: -сен, сна, -сно επικίν- επικίνδυνος· ~ путь επικίνδυνος δρόμος· -ое пред- предприятие επικίνδυνο επιχείρημα (εγχείρημα). II σοβαρός, κρίσιμος· βαρύς· -ая болезнь βαριά άρρωστεια" ~ больной о βαριά άρρωστος. опасть, опадёт р.σ. 1 (για καρπούς, φύλ- φύλλα) πέφτω. II απογυμνώνομαι απο φύλλα, καρ- καρπούς κ.τ.τ.)· деревья -ЛИ τα δέντρα φυλ- λορρόησαν. 2 ξεπέφτω, αδυνατίζω, ελαττώνο- ελαττώνομαι* опухоль -ла о όγκος εξαλείφτηκε. II ι- σχναίνω, αδυνατίζω. опахало, -а ουδ. ριπίδα, βεντάλια. опахать, опашу, опашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опаханный,, βρ: -хан, ~а, -о р.σ.μ. περιοργώνω· - межу περιοργώνω το σύνορο. ОПахивание, -Я ουδ. περιόργωση. опахивать1 ρ.δ. βλ. опахать. II -ся περιορ- γώνομαι. опахивать2ρ.δ. βλ. опахнуть. И -ся με φυ- φυσά αέρας. И τυλίγομαι, σκεπάζομαι. опахнуть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опа- хнутый, βρ: -нут, -а, -О. 1 φυσώ, πνέω. II απρόσ. περιβάλλω, περιτυλίγω, σκεπάζω. 2 (απλ.) αερίζω, φέρνω αέρα με κάτι. ОПачкать(СЯ) ρ.σ,μ. (παλ. к. απλ.) βλ. па- чкать(ся). ОпашвНЬ, -ШНЯ α. καλοκαιρινό καφτάνι. ОПёшка,-И θ. περιόργωση. опека, ~И θ. κηδεμονία· быть ПОД -ОЙ είμαι υπο κηδεμονία· ВЗЯТЬ ПОД -у παίρνω υπό την κηδεμονία* - малолетнего κηδεμονΊα ανήλικου. II εκφρ. международная - διεθνής κηδεμονία. опекать ρ.δ.μ. κηδεμονεύω· ~ малолетних είμαι κηδεμόνας των ανήλικων. Ι! μτφ; φρο- φροντίζω, μεριμνώ. опекун, ~а α., -ша, -И θ. ο, η κηδεμόνας. опекунский επ. κηδεμονικός. опекунство, -а ουδ. κηδεμονία. опекунствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. κη- κηδεμονεύω. II φροντίζω, μεριμνώ. Опененный επ. (παλ,) αφρισμένος, αφροσκε- πής, -πασμένος. опёнок, -нка, πλθ. опёнки, -ов κ. опята, ОПЯТ α. είδος φαγώσιμου μανιταριού (που φύ- φύεται στα δέντρα). *Опера, -Ы θ. μελόδραμα, όπερα. II το θέα- θέατρο της όπερας. II εκφρ. из другой -Ы ή не ИЗ ТОЙ ~ы (αστ. κ. ειρν.) άλλα γι' άλλα λέει, -είναι εκτός θέματος. оперативка, -И θ. συγκέντωση ολιγόλεπτη ή σύντομη (στον τόπο παραγωγής). оперативно επίρ. δραστήρια. оперативность, -И θ. ενεργητικότητα, δρα- δραστηριότητα· - В работе δραστηριότητα στη δουλειά. оперативный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 χειρουργικός· -ое вмешательство χειρουργική επέμβαση. 2 (στρατ.) των επιχειρήσεων -ая сводка δελτίο επιχειρήσεων (ανακοινωθέν)·- план σχέδιο επιχειρήσεων. II πρακτικός, της πρακτικής εφαρμογής· ~ые Органы τα όργανα της πρακτικής εφαρμογής. 3 δραστήριος* -ое РУКОВОДСТВО δραστήρια καθοδήγηση. оператор, ~а α. 1 (παλ.) ο χειρουργός. 2 χειριστής. 3 οπερατέρ. II βλ. звукооператор. операторский επ. του οπερατέρ. операционный επ. 1 χειρουργικός· ~ое вме- вмешательство χειρουργική επέμβαση· - СТОЛ το χειρουργικό τραπέζι. II στρατ. επιχειρησια- επιχειρησιακός, της επιχείρησης. 2 ουσ. θ. -ая το χει- χειρουργείο. ♦операция, -и θ. 1 εγχείρηση- сделать -ю κάνω εγχείρηση* пластическая - πλαστική εγ- εγχείρηση. 2 (στρατ.) επιχείρηση· десантная - αποβατική επιχείρηση. II (οικον.) επιχείρη- επιχείρηση· коммерческая - εμπορική επιχείρηση. II ενέργεια, πράξη. опередить, -режу, -редйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опережённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. ξεπερνώ, προσπερνώ, αφήνω πίσω. II υ- υπερτερώ, υπερισχύω, υπερβαίνω, υπερβάλλω. опережать ρ.δ. βλ. опередить. II -ся ξε- ξεπερνιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. опережение, -Я ουδ. ξεπέρασμα. II υπερτέ- ρεση, υπερίσχυση. оперение, -Я ουδ. πτερωφυ'ια, πτέρωση, α- ναφτέριασμα. II εκφρ. хвостовое - самолёта το ουραίο πτέρωμα του αεροπλάνου. оперетка,-и θ. βλ. оперетта. опереточный επ. 1 της οπερέτας· -ая музы- музыка μουσική οπερέτας. 2 μτφ. ψεύτικος κί- βδηλος, απατηλός· - король οπερέτικος βα- βασιλιάς . *оперётта, ~ы θ. οπερέτα. опереть, обопру, обопрёшь, παρλθ. χρ. опёр, оперла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опёртый, βρ: -ёрт, оперта, -ёрто р.σ.μ. στηρίζω, α- ακουμπώ. II -СЯ 1 στηρίζομαι, ακουμπώ" - на палку στηρίζομαι στο ραβδί. 2 μτφ. βασίζο- βασίζομαι. оперирование, -Я ουδ. 1 εγχείρηση. 2 (στρατ.) επιχείρηση. 3 χρησιμοποίηση.
опе 808 опл оперировать, ~рую, -руешь р.6. 1 εγχειρώ, κάνω εγχείρηση· - больного εγχειρώ τον άρ- άρρωστο· - желуДОК πάνω εγχείρηση στομάχου. 2 (στρατ.) διεξάγω επιχειρήσεις. 3 χρη- χρησιμοποιώ- - фактами χρησιμοποιώ γεγο- γεγονότα· - цифрами χρησιμοποιώ αριθμούς. II -СЯ εγχειρούμαι. ОПерЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опе- рённый, βρ: -рён, -рена, -рено καλύπτω με φτερά, II -СЯ στολίζω με φτερά, βάζω φτερά. || πτεροφυώ, βγάζω φτερά. II μτφ. αναλα- βαίνω οικονομικά, ορθοποδώ. Оперный επ. της όπερας, μελοδραματικός· ~ театр θέατρο όπερας* - артист καλλιτέχνης όπερας· ~ое либретто λιμπρέτο μελοδράματος. II μτφ. πομπώδης, στομφώδης. оперять(ся) р.δ. βλ. оперйть(ся). опечаленный επ. απο μτχ.' θλιμμένος, λυπη- λυπημένος, περίλυπος· - ВИД θλιμμένη όψη. опечаливать р.δ. βλ. опечалить. опечалить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.опе- χρ.опечаленный, βρ: -лен, -а, -о βλ. печалить. И -ся βλ. печалиться. опечатать ρ.σ.μ. βλ. запечатать (з σημ.). опечатка, -И θ. λάθος τυπογραφικό. опечатывание, -Я ουδ. σφράγισμα, κλείσι- κλείσιμο ιίου φέρει σφραγίδα. опечатывать(ся) р.δ. βλ. запечагывать(ся). опешить, -ёшу, ёшишь ρ.σ. μένω εκστατι- εκστατικός, έκθαμβος, εξίσταμαι, σαστίζω. ОПИВала, -Ы α. κ. θ. (απλ.) μεθύστακας. опивать(ся) р.δ. βλ. опйть(ся). ОПИВКИ, -ΒΟΚ πλθ. τα αποπίματα. *ОПИЙ, Я α. όπιο (ναρκωτικό). ОПИЙНЫЙ επ. του όπιου, απο όπιο. опиливание, -Я ουδ. πριόνισμα· κόψιμο με πριόνισμα. ОПЙЛИВать ρ.δ. βλ. ОПИЛИТЬ. II -СЯ 1 πρι- πριονίζομαι· κόβομαι με πριόνισμα: II αποκόπτο- αποκόπτομαι, 2 ρινίζομαι, λιμάρομαι. ОПИЛИТЬ, -ИЛК), -Йлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опиленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 πριονίζω, κόβω με το πριόνι. II αποκόπτω με πριόνισμα. 2 ρινίζω, λιμάρω, опилка, -и θ. βλ. опиливание. ОПИЛКИ, -ЛОК πλθ. 1 τα πριονίδια. 2 τα ριν ίσματα. ОПИЛОВка, -и θ. 1 πριόνιση. 2 ρίνιση, λι- λιμάρισμα. ОПИЛОВОЧНЫЙ επ. 1 της πριόνισης. 2 της ρί- νισης, του λιμαρίσματος. опирать(ся) р.δ. βλ. оперёть(ся). описание, -Я ουδ. 1 περιγραφή, παράστα- παράσταση, απεικόνιση. 2 περιγραφή χαρακτηριστικών. 3 καταγραφή. 4 διαγραφή, σχεδίασμα. описанный επ. απο μτχ. περιγραμμένος. ОПИСатель, -Я α. (уросл. λόγος) συγγρα- συγγραφέας περιγραφικός. . описательный επ. περιγραφικός. описать, опишу, опишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. описанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 περιγράφω, παρασταίνω, απεικονίζω' - нрёзы И Обычаи народа περιγράφω τα ήθη και έθιμα του λαοΰ. 2 περιγράφω τα χαρακτηριστικά κά- κάποιου. 3 καταγράφω. 4 (μαθ.) περιγράφω. 5 διαγράφω, σχηματίζω (για κίνηση), II -СЯ κά- κάνω γραφικό λάθος. ОПЙСКа, -И θ. γραφικό λάθος. описывать ρ.δ. βλ. ОПИСЙТЬ. II -СЯ περι- περιγράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОПИСЬ, -И θ. 1 καταγραφή (αντικειμένων). 2 κατάλογος. опить, обопью, обопьёшь, παρλθ. χρ. опил, ~ла, ~ло, προστκ. опей р.σ. παραπίνω, μεθώ, τα σπάζω απο τη μέθη. Π -СЯ παραπίνω, μεθώ. *ОПИум, -а α. 1 όπιο, 2 μτφ. κάθε τι που θολώνει το μυαλό, τη συνείδηση, εμποδίζει τη γνώση της πραγματικότητας· религия - - ДЛЯ народа η θρησκεία είναι το αφιόνι του λαού. Опиумный, επ, του όπιου. оплавить, -ВЛЮ, -ВИШЬ ρ.σ.μ. τήκω, λιώ- λιώνω. II καθαρίζω με την τήξη. II -СЯ τήκομαι γύρω ή κατά την επιφάνεια. оплавлять(ся) ρ.δ. βλ. оплавить(ся). оплакать, -ачу, -ачешь ρνσ.μ. κλαίω (θά- (θάνατο, απώλεια κ.τ.τ.)· Ахилёвс -ал смерть ПагрОКЛа о Αχιλλέας έκλαψε το θάνατο του Πάτροκλου. оплакивать ρ.δ. βλ. оплакать.И ~ся κλαίω. оплата, ~Ы θ. πληρωμή, καταβολή χρημάτων - труда рабочих η πληρωμή της δουλειάς των εργατών· сдельная - πληρωμή με το κομμάτι. оплатить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оплаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.πλη- ρώνω· - работу πληρώνω τη δουλειά· - рабо- рабочих πληρώνω τους εργάτες· - счёт πληρώνω το λογαριασμό. оплачивать р.δ. βλ. оплатить. II -ся πληρώ- πληρώνομαι. оплевать, оплюю, оплюёшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. оплёванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καταφτύνω. 2 μτφ. αδικοβγάνω, κακολογώ, δυ- δυσφημώ. II εκφρ. как оплёванный σαν κατάπτυ- στος (δυσφημισμένος). оплёвывать р.δ. βλ. оплевать. II -ся κατα- φτύνομαι. II δυσφημούμαι. оплескать ρ.σ.μ,, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оплёсканный, βρ: -кан, -а, -о περιρραντίζω, περιβρέχω. оплёскивать ρ.δ, βλ. оплескать. II -ся πε- ρ ιρραντίζομαι, περιβρέχομαι. оплеснуть, -ну, -нёшь р.σ. βλ.оплёскивать.
опл 809 опо оплести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. оплёл, -ела, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. оплётший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оплетённый, βρ: -тён,-тена, -тено, επιρ. μτχ. оплётши κ. оплетя р.σ.μ. 1 περιπλέκω* - бутыль СОЛОМОЙ περιπλέκω τη γυάλινη φιάλη με ψαθί. II περιτυλίγω, περιε- περιελίσσω. 2 μτφ. (απλ.) (εξ)απατώ, (ξε)γελώ. оплетать р.δ. βλ. оплести. II -СЯ περιπλέ- περιπλέκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОПЛёТКа, -И θ. 1 περίπλεζη. 2 περιτύλιξη. ОПЛёТОЧНЫЙ επ. της περίπλεξης· της περι- περιτύλιξης. оплеуха, -И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) μπάτσος, σφαλιάρα, χαστούκι, σκαμπίλι. оплеушина, -ы θ. (απλ.) βλ. оплеуха. оплечь επίρ. (παλ.) στους ώμους,στις πλά- πλάτες. оплечье, -я, γεν. πλθ. -чий, δοτ. -чьям, ουδ. νωμίτης (ενδύματος, πανοπλίας). оплешиветь р.σ. βλ. плешиветь. ОПЛОДОТВОрёние, -Я ουδ. γονιμοποίηση. ОПЛОДОТВОРЯТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ. оплодотворённый, βρ: -рён, -рена, -рено γο- γονιμοποιώ· ДОЛЩЙ -ли землю οι βροχές γονιμο- γονιμοποίησαν τη γη. II μτφ. προωθώ, εξελίσσω, αυ- ξαίνω, καλυτερεύω. II -СЯ γονιμοποιούμαι. оплдотворять(ся) р.δ. βλ. оплодотворйть- (СЯ) . опломбировать р.σ.μ. βλ. запломбировать B σημ.). ОПЛОТ, -а α. στήριγμα· προμαχώνας· Совёт- СКИЙ СОЮЗ - - МЙра η Σοβιετική Ενωση είναι το προπύργιο της ειρήνης. оплошать ρ.σ. λαθεύω, κάνω λάθος. оплошка, ~и θ. βλ. оплошность. ОПЛОШНОСТЬ, -И θ. απροσεξία· λάθος· ма- лёйшая - το παραμικρό λάθος· допустить κάνω λάθος· исправить - διορθώνω το λάθος. II αστοχία. ОПЛОШНЫЙ επ. βρ: -шен, -шна, -ШНО (παλ.) λαθεμένος, εσφαλμένος. II λαθεϋσας. ОПЛЫВ, -а α. 1 τήξη, λιώσιμο. 2 καθίζηση, πέσιμο, γκρέμισμα. 3 λιώματα (κηριού κ.τ.τ.). оплывание, -я ουδ. βλ. оплыв A, 2 σημ.). оплывйть1 ρ.δ. βλ. оплыть1. оплывать2ρ.δ· βλ. оплыть? ОПЛЫТЬ1, -ЫВу, -ЫВёШЬ, παρλθ. χρ. ОПЛЫЛ, -ЛО, -ЛО р.σ.μ. 1 τήκομαι, λιώνω απο πάνω, απο τις άκρες. 2 βλ. заплыть B σημ.). 3 παθαίνω καθίζηση, ξεκόβομαι, κατολισθαίνω. ОПЛЫТЬ2 (γραμμ. στοιχεία βλ. оплыть1)?.δ. 1 παρακάμπτω πλέοντας. 2 περιπλέω. оповестительный επ. πληροφοριακός. оповестить, ~ещу, -естйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оповещённый, βρ: -щён, -щена, -щенб р. σ.μ. γνωστοποιώ, ανακοινώνω, πληροφορώ. ОПОВещаТЬ р.δ. βλ. оповестить. II ~СЯ πλη- πληροφορούμαι, λαβαίνω γνώση, ενημερώνομαι. оповещение, -Я ουδ. γνωστοποίηση,- ανακοί- ανακοίνωση, κοινοποίηση, πληροφόρηση, ενημέρωση. опоганивать(ся) р.δ. βλ. опоганить(ся). ОПОГанить ρ.σ.μ. μολύνω, μιαίνω, μαγαρί- ζω, ρυπαίνω· собака ~ла миску το σκυλί μα- γάρισε την πιατέλα. II -СЯ μολύνομαι, μιαί- νομαι, ρυπαίνομαι. ОПОДельдОК,-а α. αλοιφή για τους ρευματι- ρευματισμούς, αρθριτικά. ОПОДЛёть р.σ. γίνομαι πρόστυχος, αχρείος. ОПОДЛИТЬ р.σ.μ. κάνω κάποιον να γίνει πρό- πρόστυχος, αχρείος. II ~ся βλ. оподле'ть. ОПОек, -ОЙка α. μοσχαράκι του γάλακτος κα- καθώς και το δέρμα αυτού. опоечный επ. μοσχαρίσιος,-απο μοσχάρι του γάλακτος. ОПОЗДалыЙ επ. (παλ.) καθυστερημένος, αρ- αργοπορημένος. ОПОЗДание, -Я ουδ. καθυστέρηση· αργοπορία" χρονοτριβή· С -ем με καθυστέρηση1 без -Я χωρίς καθυστέρηση. ОПОЗДать ρ.σ. αργώ, αργοπορώ, βραδύνω, κα- καθυστερώ' - На Собрание αργώ (να μεταβώ) στη συνέλευση· ОН -ал СО списками αυτός άργησε να φέρει τους καταλόγους. опознавание, -я ουδ. βλ. опознание.· опознавательный επ. δι«κριτικός, για ανα- αναγνώριση· ~ые знаки τα διακριτικά σημάδια. опознавёть(ся) р.δ. βλ. опознйть(ся). опознание, -Я ουδ. αναγνώριση· ~ Трупа α- αναγνώριση του πτώματος. ОПОЗНАТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΠΟ- знанный, βρ: -нан, -а, -о αναγνωρίζω· ~ вра- вражеский самолёт αναγνωρίζω το εχθρικό αερο- αεροπλάνο. II -СЯ 1 (παλ.) αναγνωρίζω (καθορί- (καθορίζω) το μέρος που βρίσκομαι, κατατοπίζομαι. 2 (απλ.) βλ. обознаться. опозорить(ся) р.σ. βλ. позорить(ся). ОПОЙЯЬ, ОПОЮ,'опоишь, προστκ. ОПОЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опоенный, βρ: опоен, -а, -о κ. опоенный, βρ: опоён, -оена, -оено р.σ.μ. 1 παραποτίζω" βλάπτω. II μεθώ, ζαλίζω, θολώ- θολώνω το μυαλό. 2 δηλητηριάζω, ποτίζω με δηλη- δηλητήριο. опойковый επ. βλ. опоечный. ОПОка, -И θ. (τεχ.) τύπος, φόρμα, κουτί. ополаскивание, -Я ουδ. ξέπλυμα. ополаскивать(ся) ρ.δ. βλ. ополоснутыся). ОПОЛЗать ρ.σ.μ. έρπω παντού. оползать1 ρ.δ. βλ. оползтй]- оползать2 ρ.δ. βλ. оползти?' Оползень, -ЗНЯ α. καθίζηση· κατολίσθηση. ОПОЛЗНевыЙ επ. της καθίζησης. ОПОЛЗТИ? -зу, -зёшь, παρλθ. χρ. ОПОЛЗ,
ΟΠΟ 810 οπο -ла, -ЛО ρ. σ. 1 περί έρπω. 2 παρακάμπτω έρ- έρποντας . оползти? -зёт, παρλθ. χρ. ополз, -ла, -ло ρ.σ. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι,, κατολισθαί- νω, καταρρέω βαθμιαία. ОПОЛОВИНИТЬ р.σ. (απλ.) ελαττώνω στο μι- μισό· μισοκαταστρέφω. ополоскать, -лощу, -лощешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополосканный, βρ: -кан, -а, -о; ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. ополоснуть. ОПОЛОСКИ, -ΟΒ πλθ. (απλ.) αποπλύματα, ξε- ξεπλύματα. ОПОЛОСНУТЬ, -ну, -нёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополоснутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ξεπλύνω" -кастрюлю ξεπλύνω την κα- κατσαρόλα· - руки ξεπλύνω τα χέρια. II -СЯ ξε- πλύνομαι. ОПОЛОТЬ, ОПОЛЮ, ополешь, 'παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополотый, βρ: -лот, -а, -ο ρ.σ.μ. περι- βοτανίζω. ополоуметь, -ею, -еешь р.σ. (απλ.) φυρο- μυαλίζω, κουτοφέρνω. 11 αποβλακώνομαι,. ополчать(ся) р.δ. βλ. ополчйть(ся). ОПОЛчёнеН, -нца, α. λα'ικός στρατιώτης,, λα- ικοφρουρίτης. ополчение, -Я ουδ. 1 (παλ.) λαϊκός εφε- εφεδρικός στρατός, λαϊκή φρουρά. 2 εθελοντικός στρατός. ополченский επ. λαϊκοφρουρϊτικος. II εθε- εθελοντικός . ОПОЛЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополчённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 (παλ.) εξοπλίζω για πόλεμο· ιδρύω λαϊκή φρουρά. 2 μτφ. (απλ.) προδιαθέτω κακώς, δι- διεγείρω κατά. II -СЯ 1 (παλ.) εξοπλίζομαι' α- αντιμάχομαι, αντιπαλεύω. 2 ξεσηκώνομαι, κι- κινητοποιούμαι. II μτφ. επιτίθεμαι (με λόγια, κριτική κ.τ.τ.). ОПОЛ^ение, -Я ουδ. εκπολων ισμός. ополячивание, -Я ουδ. εκπολωνισμός. ополячивать(ся) р.δ. βλ. ополячить(ся). ОПОЛЯЧИТЬ р.σ.μ. εκπολωνίζω. II -СЯ εκπο- εκπολων ίζομα ι. . опоминаться р.δ. (παλ.) βλ. опомниться. ОПОМНИТЬСЯ, -НЮСЬ, -НИШЬСЯ р.σ. 1 συνέρ- συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις, έρχομαι στα συ- συγκαλά μου. II έρχομαι στα λογικά μου, ανανή- ανανήφω. 2 μεταμελούμαι, μετανοώ, -νιώνω. ОПОр, -а α: ВО весь - με όλη την ταχύτητα. опора, -Ы ©. 1 στήριγμα, έρεισμα, υποστή- υποστήριγμα· точка -Ы σημείο στηρίγματος. 2 μτφ. προστάτης· αποκούμπι· СЫН - его старости о γιος είναι το αποκούμπι των γηρατιών. опоражнивать(ся) ρ.δ. βλ. опорожнить( ся). опорки, -ов πλθ. (ενκ. опорок, -ркао.) πα- παλ ιομπότες. επ. ερεισματικος, της στήριξης, του στηρίγματος· ~ая точка σημείο στήριξης· -ая база η κύρια βάση· - пункт α) το κύριο (βασικό) σημείο, β) στρατ. σημείο στηρίγ- στηρίγματος. ОПорОЖНИТЬ р.σ.μ. αδειάζω εκκενώνω. II -СЯ εκκενώνομαι, αδειάζω. опорожнять(ся) р.δ. βλ. опорожнить(ся). опорок βλ. опорки. ОПорОС, -а α. η γέννα των χοίρων. ОПорОСЙТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.δ. γεννώ γουρουνό- γουρουνόπουλα. опорочивать(ся) р.δ. βλ. порбчить(ся). опорочить р.σ.μ. βλ. порочить. ОПОСЛЯ επίρ. κ. πρόθ. (διαλκ. κ. απλ.) βλ. после. опосредованный επ, βλ. опосредствованный. опосредовать р.δ.κ.σ. βλ. опосредствовать. опосредствование, -Я ουδ. σύνδεση, ενδιά- ενδιάμεσος κρίκος. опосредствованный επ. απο μτχ. ενδιάμε- ενδιάμεσος* συνδετικός. опосредствовать, -ствую, -ствуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опосредствованный, βρ:-Β^, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. (φιλοσ.) χρησιμεύω σαν συνδετικός κρίκος. *ОПОССум, -а α. το οππόσον ή δίδελφηη βιρ- γιανή (νυκτόβιο θηλαστικό). опостылеть, -ею, ~еешь ρνσ. βαριέμαι πο- πολύ, αντιπαθώ" σιχαίνομαι. опостынуть ч. опостыть, -ыну, -ынешь р.σ. (απλ.) βλ. опостылеть. опохмелиться р.σ. πίνω λίγο να συν έρθω (α- (απο το χτεσινό μεθύσι). опохмеляться р.δ. βλ. опохмелиться. опочивальня, -и, γεν. πλθ. -лен, δοτική -ЛЬНЯМ θ. (παλ.) κοιτώνας βογιάρου. ОПОЧИВатЬ р.δ. (παλ.) κοιμούμαι. ОПОЧИТЬ, -йю, -Йешь р.σ. (παλ.) αποκοι- μοϋμαι. Π μτφ. πεθαίνω. опошление, -Я ουδ. εξευτέλιση, ταπείνωση. Ι! εκχυδαϊσμός, εξαχρείωση. опошлеть р.σ. εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι. II εκχυδα'ίζομαι, εξαχρειών-ομαι. ОПОШЛИТЬ ρ.σ.μ. 1 εξευτελίζω, ταπεινώνω, παρουσιάζω σαν ανάξιον. 2 εκχυδαΐζω, εξα- χρειώνω. II -ся βλ. опошлеть. ОПОШЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОПОШЛИТЬ(СЯ). опоэтизировать, -рую, -руешь р.σ.μ. ιδα- νικεϋω, εξιδανικεύω, ωραιοποιώ. опоясать, -яшу., -яшешь ρ.σ.μ. 1 (περι)ζώ- νω, φορώ ζώνη· - его ремнём τον περιζώνω με λουρί" - его мечбм του φορώ το ξίφος. 2 μτφ. περιβάλλω, περικλείνω. II -СЯ περιζώ- νομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОПОЯСКа, -И θ. ζώνη, -α, ζωνάρι.
ΟΠΟ 811 опр опоясывать(ся) р.δ. βλ. опоясать(ся). Оппозиционер, -а α. μέλος ή οπαδός της α- αντιπολίτευσης. ОППОЗИЦИОННОСТЬ, -И θ. έναντι,ότητα, αντί- αντίθεση . оппозиционный επ., βρ: -о'нен, -о'нна, -о; I αντιπολιτευτικός· -ые партии αντιπολιτευ- αντιπολιτευτικά κόμματα' ~ блок αντιπολιτευτικός συνα- συνασπισμός. 2 αντιθετικός, ενάντιος, εναντιω- ματικός* -ые настроения ενάντιες διαθέσεις. ♦ОППОЗИЦИЯ, -И θ. 1 αντίθεση, εναντίωση. 2 αντιπολίτευση· парламентская - κοινοβουλευ- κοινοβουλευτική αντιπολίτευση· научная - επιστημονική αντιπολίτευση. *ОППОНёнт, ~а α. οαντιγνωμών, ετερόφρονας, ο αντιλέγων, ο αντίπαλος. оппонировать, -рую, -руешь р.δ. αντιγνω- μώ, ετεροφρονώ, αντιλέγω. ♦оппортунизм, -а α. οπορτουνισμός, καιρο- καιροσκοπισμός . оппортунист, -а α. οπορτουνιστής. Оппортунистический επ. οπορτουνιστικός· ~ая теория οπορτουνιστική θεωρία· -ое те- течение οπορτουν ιστικό ρεύμα. ОППортунЙСТСКИЙ επ. οπορτουνιστικός· ~ая группа οπορτουνιστική ομάδα. ОПрава,-Ы θ. 1 προσαρμογή, ένδεση, δέσιμο πολύτιμης πέτρας, εμπυλίδα. II θήκη, κάψα, κολεός* πλαίσιο, κορνίζα. II σκελετός· очки В метеллйческой -е ματογυάλια με μεταλλικό σκελετό. оправдание, ~я ουδ. δικαιολογία· искать себе -Я ψάχνω να βρω δικαιολογίες. II απαλ- απαλλαγή, αθώωση. 2 δικαίωση· - надежд δικαίωση των ελπίδων. 3 αναπλήρωση, αντιστάθμιση, κά- κάλυψη (εξόδων κλπ.). оправданный επ. απο μτχ. δικαιολογημένος' - риск δικαιολογημένη ριψοκινδύνευση. оправдательный επ. δικαιολογητικός· απαλ- απαλλακτικός, αθωωτικός· ~ые документы δικαιο- δικαιολογητικά έγγραφα· - приговор αθωωτική από- απόφαση. оправдать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθν χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. II (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω. 2 καλύπτω. 3 δικαιώνω· события -ЛИ МОЙ слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου1 - надежды δικαιώνω τις ελπίδες. 4- α- αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα. II (οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ" - затраты δικαιολογώ τις δαπάνες. II -СЯ 1 δικαιολογού- δικαιολογούμαι. II απολογούμαι (στο δικαστήριο). 2 δι- δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι· теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε απο την πρά- πράξη. 3 αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύ- καλύπτομαι· все расходы -ЛИСЬ όλα τα έξοδα κα- | λύφτηκαν. оправдывать(ся) ρ.δ. βλ. оправдать(ся). ОПраВИТЬ1, -ВЛГО, -ВИШЬ ρ.σ.μ. 1 διορθώνω, τακτοποιώ, ισιάζω, διευθετώ" συγυρίζω" постель συγυρίζω το κρεβάτι· - скатерть δι- διευθετώ το τραπεζομάντηλο. 2 (παλ.) δικαιο- δικαιολογώ" απαλλάσσω, αθωώνω. II -СЯ 1 διορθώνο- διορθώνομαι, τακτοποιούμαι, ευτρεπίζομαι, συγυρίζο- συγυρίζομαι. 2 καλλιτερεύω τη θέση, την κατάσταση. 3 αναλαβαίνω, δυναμώνω, ξεγυρίζω, γερεύω, α- αναρρώνω . II συνέρχομαι· - от смущения, ис- испуга συνέρχομαι απο την ταραχή, το φόβο. оправить? -ВЛЮ, -ВИШЬ ρ.σ.μ. συναρμόζω, ενδέω, σφηνώνω (διαμάντια, πολύτιμα πετρά- πετράδια. II πλαισιώνω, προσαρμόζω. оправка'1, -И θ. διόρθωση, τακτοποίηση, δι- διευθέτηση, συγύρισμα. оправка2, -И θ. ένδεση,-συναρμογή, ενσφή- ενσφήνωση. II προσαρμογή, πλαισίωση. II πυελίδα ή σφενδόνη. оправлять(сяI ρ.δ. βλ. оправить(сяI. ОПраВЛЯТЬ2ρ.δ. βλ. оправить? II -СЯ συναρ- συναρμόζομαι" προσαρμόζομαι, ενσφηνώνομαι. II πλαι- πλαισιώνομαι. опрастывать(ся) ρ.δ. βλ. опростать(ся). опрашивание, -Я ουδ. ανάκριση εξέταση. опрашивать ρ.δ. βλ. опросить. II -СЯ ανα- ανακρίνομαι, εξετάζομαι. определение, -я ουδ. ί καθορισμός, προσ- προσδιορισμός. II διασαφήνιση, διευκρίνηση, ξε- ξεκαθάρισμα. 2 ορισμός, διατύπωση. 3 σημείω- σημείωση, διαγραφή, διάγραμμα. 4 καθιέρωση. II χο- χορήγηση, παροχή, δόσιμο. II προκαθορισμός. 5 διορισμός, τοποθέτηση. 6 (για συνθήκες πε- περιβάλλοντος κ.τ.τ.) καθορισμός. 7 απόφαση·- С]{да απόφαση δικαστηρίου. 8 (γραμμ.) προσ- προσδιορισμός" - времени, места, образа дейст- действия χρονικός, τοπικός, τροπικός προσδιορι- προσδιορισμός. определённо επίρ_ ορισμένα, οριστικά, σί- σίγουρα. II σαφώς, ξεκάθαρα. Определённость, -И θ. σαφήνεια, καθαρό- τα, ευκρίνεια, ενάργεια. II ακρίβεια. определённый επ. απο μτχ. 1 ορισμένος, κα- καθορισμένος" встретиься в ~ час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα. 2 αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου^. 3 σαφής, ξεκάθα- ξεκάθαρος, ευκρινής· он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα. 4. ωρισμένος" κάποιος" В -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες" Β ~ЫХ случаях σε ορισμένες περιπτώσεις· это - успех αυτό είναι κάποια επιτυχία. 5 φανε- φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. II αναμφίβολος, αναμφισβήτητος. II εκφρ. - член (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το). определимый επ., βρ: -лйм, ~а, ~0 ορίσι-
опр 812 опр μος· που μπορεί- να οριστεί,. определитель, -Я α. 1 προσδιοριστής, κα- θοριστής. 2 οδηγός* οδηγίες· ~ растений ο- οδηγίες για τα φυτά. 3 (μαθ.) η ορίζουσα. определительный επ., βρ: -лен, -льна, -о οριστικός, καθοριστικός, καθορίζων. II (γραμμ,) οριστικός· -ое местоимение οριστική αντω- αντωνυμία. 3 ακριβής, ορισμένος. определить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определённый, βρ: -лён, -лена, -ленб. 1 κα- καθορίζω, προσδιορίζω· - направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου· Обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώ- υποχρεώσεις του καθενός. II κάνω διάγνωση· - болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας. II (μαθ.) βρί- βρίσκω, λογαριάζω" - треугольник, угол προσ- προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία. II διασαφηνί- διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω, 2 χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό· - ИСКУССТВО δίνω τον ορισμό της Τέχνης. 3 σημειώνω, διαγράφω· - пунктиром ЛИНИЮ раз- рёза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής. Λ καθιερώνω. II αποφασίζω, βγάζω απόφαση. II χο- χορηγώ, παρέχω, δίνω. II μτφ. προετοιμάζω, προ- προαποφασίζω, προκαθορίζω. 5 διορίζω, τοποθε- τοποθετώ· ονομάζω· βάζω' его -ЛИ В судьи τον ονό- ονόμασαν δικαστή· отец -йл сына в сапожника о πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης. II -СЯ 1 καθορίζομαι, προσδιορίζομαι· διασα- διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξε- ξεκαθαρίζομαι. II σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως· характер -ЛСЯ ο χαρακτήρας διαμορ- διαμορφώθηκε πλήρως. 2 προσανατολίζομαι. 3 κατα- κατατάσσομαι, τοποθετούμαι1 κρίνομαι· μπαίνω· - В военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υ- υπηρεσία· - В.пехоту κατατάσσομαι στο πεζι- πεζικό* - В команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος). определитеся) р.δ. βλ. определит^ся). опреснение, -Я ουδ. αφαλάτωση, εξαλμύρωση. опреснитель, -Я α. ουσία εξαλμυρωτική. опреснительный επ. εξαλμυρωτικός. ОПресНЙТЬ ρ.σ.μ·, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΠ- реснённый, βρ: -нён, -нена, -нено εξαλμυ"ρί- ζω, εξαλατίζω, ξαρμυρίζω. II -СЯ εξαλμυρί- ζομαι. опреснять(ся) р.δ. βλ. опреснйть(ся). оприходовать, -ДУЮ, -дуешь ρ.σ.μ. εγγρά- εγγράφω (καταχωρώ) στα έσοδα. •опричина, -ы θ. βλ. опричнина. ОПрЙЧНИК, ~а α. (παλ.) ευγενής στο στρατό. ОПрЙЧНИНа, -Ы θ. (παλ.) 1 έκτακτα μέτρα (τον καιρό του Ιβάν του Τρομερού). 2 ειδικά στρατιωτικά εκκαθαριστικά τμήματα. 3 γη η οποία πάρθηκε (αφαιρέθηκε) απο τους βογιά- ρους. ОПрВЧНЫЙ επ. (παλ.) των έκτακτων μέτρων. 2 των ειδικών στρατευμάτων. 3 της παρμένης γης. ОПрЙЧЬ πρόθ. με γεν. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. кроме. Опробование, -Я ουδ. δοκιμή, πρόβα. опробовать, -ую, -уешь ρ.δ.κ.σ. 1 δοκιμά- δοκιμάζω, κάνω πρόβα, προβάρω. II αναλύω, εξετάζω. 2 γεύομαι. опровергать ρ.δ. βλ. опровергнуть. II -ся διαψεύδομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. опровергнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ.·опро- χρ.·опроверг, -ла, -ЛО ρ.σ.μ. διαψεύδω, ανασκευάζω, αντικρούω· - слухи διαψεύδω τις φήμες* доказательство αντικρούω το επιχείρημα· свидетельство ανασκευάζω τη μαρτυρία* - са- ΜΟΓΟ себй διαψεύδω τον ίδιο τον εαυτό μου. II αναιρώ, ανατρέπω· - возведённое обвинение αναιρώ την αποδιδόμενη κατηγορία. опровержение, -Я ουδ. διάψευση, ανασκευή, αντίκρουση· - лженаучных теорий ανασκευή των ψευτοεπιστημονικών θεωριών - клеветы διάψευση συκοφαντίας· - телеграфного агён- ства διάψευση του τηλεγραφικού πρακτορεί- πρακτορείου" официальное - επίσημη διάψευση. ОПроКИДНОЙ επ. ανατρεπόμενος· ~ К^ЗОВ α- ανατρεπόμενη καρότσα (πήγμα). опрокидывание, -Я ουδ. ανατροπή, αναποδο- γύρισμα. г опрокидыватель, -Я α. ανατρεπτική συσκευή. опрокйдывать(ся) ρ.δ. βλ. опрокйнуть(ся>. опрокинуть ρ.σ.μ. 1 ανατρέπω, αναποδογυ- αναποδογυρίζω· αναστρέφω* - СТОЛ αναποδογυρίζω το τραπέζι* - ведро ανατρέπω τον κουβά* ВОЛНОЙ ~ло лодку το κύμα ανέτρεψε τη βάρκα. II βάζω τρικλοποδιά, ρίχνω κάτω. II πίνω, κατεβάζω" - ПО рАочке κατεβάζω απο ένα ποτηράκι. II στρατ. ανατρέπω· наши пехотинцы -ли неприятеля το πεζικό μας ανέτρεψε τον εχθρό. II μτφ. κατα- καταλύω, καταργώ. II -СЯ 1 ανατρέπομαι, αναποδο- αναποδογυρίζομαι· αναστρέφομαι. 2 (στρατ.) επιπί- επιπίπτω, επιτίθεμαι, εφορμώ. 3 μτφ. επιτίθεμαι (με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.). опрометчиво επ'ιρ. άσκοπα, απερίσκεπτα, α- προνόητα* ασύνετα. опрометчивость, -И θ. ασκεψία, απερισκε- απερισκεψία" απρονοησία* βεβιασμένη ενέργεια. опрометчивый επ., βρ: -чив, -а, -о άσκε- πτος, απερίσκεπτος, απρονόητος, ασύνετος* βε- βεβιασμένος· - ПОСТУПОК απερίσκεπτη πράξη* -ое действие βεβιασμένη ενέργεια* -ое реше- решение απόφαση παρμένη στο γόνα(το). Опрометью επίρ. βίαια, ορμητικά, με μεγά- μεγάλη ταχύτητα* δρομαίως. ОПрОС, ~а α. ερώτηση· εξέταση, ανάκριση· - свидетелей ανάκριση μαρτύρων" Всенародный
опр 813 опу - δημοψήφισμα· - учеников εξέταση μαθητών (στο μάθημα). опросить, ~ошу\ -ОСИЛЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опрошенный, βρ: -шен, -шена, -шено р.σ. μ. ερωτώ' - население ερωτώ τον πληθυσμό (για διαπίστωση). II ανακρίνω, εξετάζω*- СВИ- дётелей ανακρίνω τους μάρτυρες. II (για μα- μαθητές) εξετάζω, σηκώνω. II (παλ.) ερωτώ εξο- εξονυχιστικά. опросный επ. ερωτηματικός, εξεταστικός· - ЛИСТ έντυπο ερωτηματολόγιο" -ые сведения οι πληροφορίες απο την εξέταση. опростать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опростанный, βρ: -тан, -а, ~о (απλ.) αδειά- αδειάζω, εκκενώνω· - кармён, корзину αδειάζω τη τσέπη, το καλάθι. II -СЯ εκκενώνομαι, αδειά- αδειάζω. II αφοδεύω, ξαλαφρώνω. ОПРОСТИТЬ, -ОЩУ, -ОСТЙШЬ,παβ. μτχ. παρλθ. χρ. опрощённый, βρ: -щён, -щена", -щено р.σ. μ. απλοποιώ. II -СЯ απλοποιούμαι. опростоволоситься, -лощусь, -лбсишься р. σ. την παθαίνω σαν κουτός, παθαίνω γκάφα. опротестование, -Я ουδ. ένσταση δικαστι- δικαστική. II διαμαρτύρηση γραμματίου. опротестовать, -туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опротестованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. (νομ.) κάνω ένσταση. II διαμαρτυρώ συ- συναλλαγματική . опротестовывать р.δ. βλ. опротестовать. II -СЯ 1 (νομ.) κάνω ένσταση. 2 διαμαρτυρώ συ- συναλλαγματική. опротиветь, -его, -еешь ρ.σ. γίνομαι. α- αντιπαθητικός. опропйть(ся) ρ.δ. βλ. опростйть(ся). опрощение, -Я ουδ. απλοποίηση. опрыскать ρ.σ.μ. 1 βλ. обрызгать. 2 ψεκά- ψεκάζω· - ВИНОГрЙДНИК ψεκάζω το αμπέλι. II -СЯ ραντίζομαι· ψεκάζομαι. опрыскивание, -Я ουδ. περιρράντισμα· ψέ- κασμα. опрыскиватель, -Я α. ψεκαστήρας. опрыскивать(ся) р.δ. βλ. опрыскать(ся). опрыснуть, -ну, -нешьр.а. βλ. опры$кивать. ΟΠράΤΗΟ επίρ. καθαρά, καθάρια, παστρικά* ευχάριστα. ОПРЯТНОСТЬ, -И θ. καθαριότητα, πάστρα. опрятный επ., βρ: -тен, -тна, -тно καθα- καθαρός, καθάριος, παστρικός· καλοπεριποιημένος■ ευχάριστος. ОПСОВеть, -еет р.σ. (για κουτάβι) μεγαλώ- μεγαλώνω, γίνομαι σκύλος. ♦ОПТАЦИЯ, -И θ. εκλογή (προτίμηση) υπηκοό- υπηκοότητας. ОПТИК, -а α. οπτικός. *ОПТИКа, -И θ. οπτική (κλάδος της φυσικής). II οπτικές συσκευές ή οπτικά εργαλεία. ♦оптимальный επ. (γραπ. λόγος) ο πιο καλύ- καλύτερος, κάλλιστος, άριστος, ο ευνοϊκότερος· -ые условия ιδανικές συνθήκες· ~ая темпе- температура ДЛЯ растений η καλύτερη θερμοκρα- θερμοκρασία για τα φυτά. ♦ОПТИМИЗМ, -а α. αισιοδοξία, αισιοφροσύνη, οπτιμισμός. оптимист, -а α., -ка, -и θ. αισιόδοξος,-η, αισιόφρονας, -η, οπτιμιστής. оптимистический επ. αισιόδοξος, οπτιμι- στικός. ОПТИМИСТЙЧНОСТЬ, -И θ. βλ. ОПТИМИЗМ. оптимистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно, βλ. оптимистический. оптировать, -рую, -руешь р.δ.и.σ. παρέχω δικαίωμα εκλογής υπηκοότητας. II -СЯ εκλέγω υπηκοότητα. оптический επ. οπτικός* - Обма^1 οφθαλμα- οφθαλμαπάτη· ~ие стёкла οι φακοί· - центр οπτικό κέντρο· - магазин κατάστημα οπτικών -ое производство παραγωγή οπτικών. ОПТОВЙК, -Α α. έμπορας οπτικών. ОПТОВЫЙ επ. (εμπορ.) χονδρικός* -ые закуп- КИ χοντρικές αγορές· - ВВОЗ χοντρική εισα- εισαγωγή" -ая торговля χοντρεμπόριο· ~ые цены χοντρικές τιμές. ОПТОМ επίρ. 1 (εμπορ.) χοντρικά· покупать, Продавать - αγοράζω, πουλώ χοντρικά.2 μτφ. ολικά, καθολικά, όλα μια* φορά. опубликование, -я ουδ. δημοσίευση. опубликовать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опубликованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. δημοσιεύω· - закон δημοσιεύω νόμο" - статью δημοσιεύω άρθρο. опубликовывать р.δ. βλ. опубликовать. II -СД δημοσιεύομαι, ♦опунция, -И θ. οπουντία. ♦Опус, ~а α. όπους (μουσικό έργο). опускание, -Я ουδ. 1 κατέβασμα, κατάβαση. 2 απόθεση. II χαλάρωση, χαμήλωμα. II κλείσι- κλείσιμο. 3 παράλειψη. II ρίψη, ρίξιμο. II βύθιση. II (ιατρ.) πτώση· - желудка πτώση του στομάχου. опускать ρ.δ. βλ. опустить. II -ся βλ. опу- опуститься. II κατέρχομαι, κατεβαίνω βαθμιαία. опускной επ. καθοδικός, κατερχόμενος. опустелый επ. έρημος, ερημωμένος* - ДОМ ερημόσπιτο· - сад ερημόκηπος· -ые места ε- ρημότοποι. опустение, -Я ουδ. 1 εκκένωση, άδειασμα.2 ερήμωση, -ωμα. опустеть, -еет р.σ. 1 εκκενώνομαι, αδειά- αδειάζω· кошелёк ~ёл το πορτοφόλι άδειασε. 2 ε- ερημώνω, ερημώνομαι" НОЧЬЮ улицы города -ЛИ τη νύχτα οι δρόμοι της πόλης ερήμωσαν. ОПустЙТЬ, опущу, опустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ. 1
опу 814 ош κατεβάζω· - флаг κατεβάζω τη σημαία· - ШТО- ру κατεβάζω το στόρι· - паруса κατεβάζω τα πανιά· - ОПЯТЬ ξανακατεβάζω. II χαμηλώνω· голову κατεβάζω το κεφάλι· - глаза, взор χα- χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.- II χαλαρώνω" ПОДВОДЬЯ у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου. II αποθέτω, απιθώνω. 2 ρίχνω'~ ПИСЬ- ПИСЬМО В ПОЧТОВЫЙ ЯЩИК ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο. II βάζω, χώνω' - р^КуВкар- МЙН .χώνω το χέρι στη τσέπη. II βυθίζω" ~ ру- руку В ВОДУ βυθίζω το χέρι στο νερό. 3 κλεί- κλείνω κατεβάζοντας· - крышку рояля κλείνω то κάλυμμα του πιάνου· ~ занавес В сцене κλεί- κλείνω την αυλαία της σκηνής. 4 παραλείπω" излишнее В сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο. II αφήνω να ξεφύγει· ~ уд<5- бНЫЙ Случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλ- κατάλληλη ευκαιρία. Μ εκφρ. - перпендикуляр (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη. II -СЯ 1 κατεβαίνω" κατέρχομαι. II γέρνω, κλίνω" χαμηλώνω" ГОЛО- ва -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος. II κάθομαι, πέφτω" ξαπλώνω" на колени γονατίζω" ~ на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι. II βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. II μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω" НОЧЬ -ЛЭСЬ η νύχτα έπεσε, νύχτωσε· сумерки -лись σουρούπωσε" туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα. 2 κλείνομαι" зёнавес -ЛЭСЬ η αυ- αυλαία έκλεισε (έπεσε). 3 αδιαφορώ για την ε- εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ" ρεμπελεύω. II ξε- ξεπέφτω ηθικά. 4- παθαίνω καθίζηση, κάθομαι" κατολισθαίνω (για έδαφος). II εκφρ. - на ДНО εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατα- κάθι της κοινωνίας. ОПуСТОШаТЬ р.δ. βλ. ОПУСТОШИТЬ. И -СЯ ε- ερημώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. опустошение, -Я ουδ. 1 ερήμωση, ρήμαγμα, ρημαδιό" - ГОРОДОВ ερήμωση των πόλεων. 2 βλ. опустошённость. ОПуСТОШёННОСТЬ, -И θ. κατάπτωση, εξαθλίω- εξαθλίωση (ηθική, ψυχική κ.τ.τ.). ОПуСТОШёННЫЙ επ. εξαθλιωμένος (ηθικά, ψυ- ψυχικά) . ОПуСТОШЙтеЛЬНОСТЬ, ~И θ. ερήμωση, κατα- καταστροφή" εξολόθρευση" αφανισμός. опустошительный επ., βρ: -лен, -льна, -о ερημωτικός, εξολοθρευτικός, εξοντωτικός, κα- καταστροφικός" ~ая война εξολοθρευτικός πόλε- πόλεμος' - пожар καταστροφική πυρκαγιά. ОПУСТОШИТЬ, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опустошённый, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ.μ. 1 ερημώνω, ρημάζω, καταστρέφω ολοσχε- ολοσχερώς' αποδεκατίζω' саранча -ла ПОЛИ η ακρί- ακρίδα ρήμαξε τα χωράφια' неприятельский ОГОНЬ -ЙЛ ряды НЙшего полка τα εχθρικά πυρά απο- δεκάτησαν το σύνταγμα μας. 2 εκκενώνω- - кошелёк αδειάζω το πορτοφόλι' - бутылку αδειάζω το μπουκάλι. 3 εξαθλιώνω, εξαχρειώ- νω· разврат -Йл его η διαφθοράτον εξαθλίωσε. опутать ρ.σ.μ. 1 περιτυλίσσω, περιδένω" - голову полотенцем περιτυλίσσω το κεφάλι με την πετσέτα. II περιβάλλω, εμπλέκω* ДОЛГИ -ЛИ меня τα χρέη μέ 'πνιξαν, είμαι βουτηγμένος στα χρέη. II περιελίσσω, περιπλέκω. 2 μτφ. εμπλέκω σε πλεκτάνη, εξαπατώ, καλουπώνω. опутывать ρ.δ. βλ. опутать. II -СЯ περιτυ- περιτυλίσσομαι. II εμπλέκομαι. II περιελίσσομαι, πε- περιπλέκομαι . опухёть ρ.δ. βλ. опухнуть. опухлость, -и θ. βλ. опухоль. ОПУХЛЫЙ επ. πρησμένος" -ое ЛИЦО πρησμένο πρόσωπο. Опухолевый επ. του πρηξίματος. Опухоль, -И θ. όγκος, εξόγκωμα, πρήξιμο· доброкачественная - καλοήθης όγκος· злока- злокачественная - κακοήθης όγκος. опушать(ся) р.δ. βλ. опушйть(ся). ОПушёние, -Я ουδ. κάλυψη με χνούδι ή τρί- τρίχωμα. II χνούδι, τρίχωμα ζώου. опушечный επ. της παρυφής (δάσους), ακραίος . ОПушЙТЬ, ~шу\ -ШЙШЬ р.σ.μ. 1 καλύπτω (με χνούδι, τρίχωμα). 2 καλύπτω με μαλακό στρώ- στρώμα. 3 περιρράπτω γούινα' ντύνω, καλύπτω με γούνα. II -СЯ 1 καλύπτομαι με χνούδι, τρίχω- τρίχωμα. 2 καλύπτομαι με χιόνι, πάχνη. 3 καλύ- καλύπτομαι με φύλλωμα, πρασινάδα. опушка1, -И θ. 1 περιρραφή, ντύσιμο, κάλυ- κάλυψη με γούνα. 2 περιρραμένη γούνα. опушка? -И θ. άκρη, παρυφή δάσους. ОПущёние, -Я ουδ. 1 κατέβασμα, κατάβαση. II χαμήλωμα. II χαλάρωση. II απόθεση, απίθωμα. II ρίψη, ρίξιμο.. II βύθιση· παράλειψη. 2(ιατρ.) πτώση· - желудка πτώση του στομάχου. ОПЫлёние, -Я ουδ. (βοτ.) 1 επικονίαση, γο- γονιμοποίηση· искусственное - τεχνητή επικονί- επικονίαση. 2 επιψεκασμός, επικονίαση φυτών με κο- κονιοποιημένη υλη. опыливание, -я ουδ. βλ. опыление B σημ.). опыливатель, -Я φυσερό επικονίασης. опиливать р.δ. βλ. опылить B σημ.). опылитель, -Я α. 1 μέσο επικονίασης. 2 βλ. опыливатель. ОПЫЛЙтельнЫЙ επ. της επικονίασης. ОПЫЛИТЬ, -ЛИ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опылённый, βρ: -лён, -лени, -лене' р.σ.μ. 1 κάνω επικονίαση, γονιμοποιώ' - цветы κάνω τεχνητή γονιμοποίηση των λουλουδιών. 2 κάνω επικονίαση με φυσερό. II -СЯ γονιμοποιούμαι. ОПЫЛЯТЬ(СЯ) р. δ. βλ. ОПЫЛЙТЬ(СЯ). ОПЫТ, -а α. 1 πείρα· Обмен -ОМ ανταλλαγή πείρας· жизненный - η πείρα της ζωής· ад- административный - διοικητική πείρα" военный
опы 815 орг - στρατιωτική πείρα· личный ~ προσωπική πεί- πείρα' по -у απο πείρα· по собственному -у εξ ιδίας πείρας· наученный горьким -ОМ διδαγ- διδαγμένος απο την πικρή πείρα. -2 (φιλοσ.) ε- εμπειρία· чувственный - αισθησιακή εμπειρία. 3 πείραμα· производить физические -Ы κάνω πειράματα φυσικής. 4· δοκιμή, πρόβα. II δοκι- δοκιμασία· ЭТО его первый - αυτό είναι η πρώτη του δοκιμασία. ^ОПЫТНИК, ~а α. πειραματιστής. ОПЫТНИческиЙ επ. πειραματικός* ~ая работа πειραματική εργασία. ОПЫТНИЧествО, -а ουδ. πειραματισμός. ОПЫТНОСТЬ, ~И θ. πείρα· - враче ή πείρα του γιατρού' житейский - η πείρα της ζωής. ОПЫТНЫЙ επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО. 1 πε- πεπειραμένος, έμπειρος* ~ учитель πεπειραμέ- πεπειραμένος δάσκαλος. 2 πειραματικός· - участок о πειραματικός κήπος. II δοκιμαστικός* ~ полёт δοκιμαστική πτήση. ОПЬЯЕёлыЙ επ. 1 μεθυσμένος. 2 μτφ. ενθου- ενθουσιασμένος. ОПЬЯНёние, ~Я ουδ. 1 μέθυσμα. 2 μτφ. εν- ενθουσιασμός. ОПЬЯНёть, -ёю, -ёешь ρ.σ> 1 μεθώ. 2 μτφ. ενθουσιάζομαι. ОПЬЯНИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОПЬЯ- нённый, βρ: -нён, -нена, -нено". 1 μεθώ. 2 ενθουσιάζω· успех -йл его η επιτυχία τον μέθυσε. ОПЬЯНЯТЬ ρ.δ. βλ. ОПЬЯНИТЬ. опйта βλ. опёнок. ОПЯТЬ επίρ. 1 πάλι, ξανά, εκ νέου" - же και πάλι. 2 (απλ.) επίσης, το ίδιο. II (με το σύνδεσμο НО) · όμως, αλλά. II εκφρ. —таки α) ακόμα μια φορά* εκ νέου. β) επίσης, το ίδιο. ор^Ва, -Ы θ. (απλ.) όχλος, συρφετός, μπου- μπουλούκι. II πλήθος, πληθώρα. ♦оракул, ~а α. 1 μαντείο· дельфийский το μαντείο των Δελφών. II κριτής, μάντης, χρη- σμοδότης. 2 βιβλίο μαντικής. ♦орангутанг, -а α. ουραγκοτάγκος. ♦оранжевый επ. πορτοκαλής· -ое платье πορ- πορτοκαλί φόρεμα· - цвет πορτοκαλί χρώμα. оранжерейный επ. του θερμοκηπίου'"~ая тем- температура η θερμοκρασία του θερμοκηπίου*~ые вдеты λουλούδια θερμοκηπίου. II εκφρ. -ое растение (ειρν.) άνθρωπος τρυφερός, λεπτε- λεπτεπίλεπτος, λεπτοκαμωμένος. ♦Оранжерея, -И θ. θερμοκήπιο. Оранье, -Я ουδ. κραυγή, -γασμός, ξεφωνητό. оратай, -я α. (παλ.) γεωργός, οργωτής. ♦оратор, -а α. ρήτορας, αγορητής. ораториальный επ. του ορατόριου· -ое про- произведение έργο ορατόριου. ♦оратория, -И θ. ορατόριο. ораторный επ. του ορατόριου. ораторский επ. ρητορικός· - талйнт ρητο- ρητορικό ταλέντο· ~ое искусство ρητορική τέχνη. орйторство, -а ουδ. ρητορεία. ораторствовать, -ствуга, -ствуешь; р.δ. (ειρν.) ρητορεύω. орать1, ору, орёшь р.δ. 1 κραυγάζω, κρά- κράζω, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω. II (για παιδά- παιδάκι) κλαίω δυνατά, σκούζω. 2 μαλώνω μαζί και φωνές. 3 τραγουδώ πολύ φωναχτά, ξελαρυγγί- ζομαι. орать? ору, орёшь κ. ορώ, брешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оранный, βρ: оран, -а, -о р.σ.μ. (παλ. κ. διαλκ.) οργώνω. ♦орбита, ~Ы θ. (αστρν.) τροχιά. II μτφ. σφαί- σφαίρα, έκταση' ενέργειας, δικαιοδοσίας, επίδρα- επίδρασης. 3 βλ. глазница. ♦Орган, ~а α. 1 όργανο* ~ слуха όργανο α- ακοής· - зрения όργανο όρασης. 2 μέσο· ~Ы здравоохранения τα υγειονομικά όργανα* -Ы государственной ВЛАСТИ όργανα κρατικής ε- εξουσίας. II (για τύπο)· όργανο: ♦орган, -а α. όργανο (μεγάλο εκκλησιαστικό μουσ. όργανο). И κάθε αυτόματο πνευστό όρ- όργανο. организатор, -а α. οργανωτής· - научной экспедиции οργανωτής επιστημονικής αποστο- αποστολής· талантливый ~ οργανωτής με ταλέντο. организационный επ. οργανωτικός· ~ые ме- мероприятия οργανωτικά μέτρα· ~ые вопросы ορ- οργανωτικά ζητήματα· ~ комитет οργανωτική ε- επιτροπή . ♦организация, -И θ. 1 οργάνωση,διοργάνωση* συγκρότηση, ίδρυση· научная - труда επιστη- επιστημονική οργάνωση εργασίας· - кружка συγκρότη- συγκρότηση^ ομίλου. 2 βλ. организованность. 3 οργα- οργανισμός, ιδιοσυγκρασία· человек со слабой-ей άνθρωπος με αδύνατο οργανισμό. II οργανωμένο σύνολο· партийная - κομματική οργάνωση· Τορ- ГОВые -ИИ εμπορικές οργανώσεις. ♦организм, -а ά. οργανισμός· развитие -■ -а ανάπτυξη του οργανισμού· ЖИВОТНЫЙ - ζωικός οργανισμός'· растительный - φυτικ*ός οργανι- οργανισμός· крепкий - γερός οργανισμός. II μηχανι- μηχανισμός' государственный -κρατικός μηχανισμός. организованно επίρ. οργανωμένα· вести борьбу - διεξάγω τον αγώνα οργανωμένα. организованность, ~И θ. η καλή οργάνωση. организовать, -Зую, ~зуешь,тае. μτχ.παρλθ. χρ. организованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ.μ. 1 οργανώνω* συγκροτώ* - спортивное об- общество οργανώνω αθλητικό σύλλογο* - комитет συγκροτώ επιτροπή. II μτφ. (προ) ετοιμάζω. 2 διοργανώνω. 3 τακτοποιώ, διευθετώ* - СВОЙ труд οργανώνω την εργασία μου. II -СЯ 1 ορ- οργανώνομαι. 2 διοργανώνομαι. 3 τακτοποιοΰ-
орг 816 ори μα ι, διευθετούμαι,. организовываться) р.δ. βλ. организовать- (СЯ). органика, -И θ. οργανική χημεία. органЙСТ, -а α. οργανιστής, οργανοκρούστης. органически επίρ. οργανικά. органический επ. οργανικός· ~ые вещества οργανικές ουσίες· ~Ие ОСТЙТКИ οργανικά λεί- λείψανα· -ая потребность οργανική ανάγκη· -Οθ целое οργανικό ενιαίο όλο. II στενά συνδε- συνδεμένος· -ое единство теории и практики στενή σύνδεση θεωρίας και πρακτικής. II εκ φρ. -ая ХИМИЯ οργανική χημεία. органичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ορ- οργαν ικός. ОрГЙННЫЙ επ. του οργάνου (μουσικού). ОрГЙНЧИК, -а α. μικρό (μουσικό, εκκλησι- εκκλησιαστικό) όργανο. *<5ргия, ~И θ. 1 όργια, γιορτή του θεού Διό- Διόνυσου. 2 ανήθικες εκδηλώσεις* ночные -И νυ- νυχτερινά όργια. *ОрДЙ, -Ы, πλθ. ОРДЫ θ. 1 (παλ.) ορδή, τοπικά κρατίδια· έδρα διοίκησης· золотая - χρυσή ορδή. Ι! νομαδική φυλή. 2 ορδή,'στίφος· та- тарская - τατάρικη ορδή· фашистские -ы οι φασιστικές ορδές. 3 συρφετός, όχλος. ♦ордёлия, ~И θ. μεσαιωνικά δικαστικά βασα- βασανιστήρια. *Eрден, -а α. 1 (πλθ. ордена)· παράσημο· ~ Ленина το παράσημο του Λένιν· наградить -ОМ βραβεύω με παράσημο, απονέμω παράσημο, πα- παρασημοφορώ. 2 τάγμα· - иезуЙТОВ τάγμα Ιη- Ιησού ιτών МОНЙшеСКИЙ - μοναχικό τάγμα· ры- царский ~ меченосцев ιπποτικό τάγμα ξιφοφό- ρων. 3 3λ. Ордер B σημ.). ордиНОНОСеЦ, -СЦа α., -ка, -И θ. παραση- μοφόρος. -α, орденоносный επ. παρασημοφορεμένος. Орденский επ. του παράσημου" -ЭЯ лента η ταινία παρασήμου. *Ордер, ~а α. 1 (πλθ. ордера) ένταλμα· На арест ένταλμα σύλληψης· расходный КЙССО- ВЫЙ - ένταλμα πληρωμής εξόδων. 2 (αρχτ.) ρυθ- ρυθμός· классические греческие -έ οι κλαοΊκοί ελληνικοί ρυθμοί" дорический ~ δωρικός ρυθ- ρυθμός· коринфский - κορινθιακός ρυθμός· ИОНЙ- ческий - ιωνικός ρυθμός. *ОрДИНар, -а α. κανονική στάθμη του νερού" ♦ординарец, -рца α. σύνδεσμος αξιωματικού, ορντινάντσα. ♦ординёрный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 (γραπ. λόγος) συνήθης, συνηθισμένος" καθη- καθημερινός, ταχτικός' - Случай συνηθισμένη πε- περίπτωση. 2 (παλ.) μόνιμος (μη έκταχτος), τα- ταχτικός" - Профессор μόνιμος καθηγητής. ♦ординатор, -а α. νοσοκομειακός γιατρός. ординаторская, -ой θ. δωμάτιο νοσοκομεια- νοσοκομειακών γιατρών. ординатура, -Ы θ. 1 πρακτική εξάσκηση για- γιατρού. 2 ο τίτλος νοσοκομειακού γιατρού. 3 (παλ.) αξίωμα μόνιμου προφεσσορα. ОРДЫНСКИЙ επ. (παλ.) του κρατιδίου" дрёв- НЯЯ -ая столица αρχαία πρωτεύουσα κρατιδίου. Орёл, орла α. 1 αετός· —крикун αετός ο κράχτης ή σταυραετός· —карлик αετός-νάνος. 2 μτφ. προικισμένος με ανώτερες ιδιότητες, πλεονεκτήματα (ισχύ, τόλμη κλπ.). II εκφρ. βλ. орлянка. *Оре<5л, -а α. 1 φωτοστέφανος. 2 μτφ. αί- αίγλη, ακτινοβολία· - СЛЙВЫ η αίγλη της δόξας. Орех, -а α. 1 καρύδι* грецкий - ελληνικό καρύδι (εκλεκτής ποικιλίας)· МИНДАЛЬНЫЙ το αμύγδαλο· калённые -И ψημένα καρύδια" кокосовый - κοκοκάρυδο· рвотный - εμετικό καρύδι· мускатный - μοσχοκάρυδο. 2 η καρυ- καρυδιά. II το ξύλο της καρυδιάς. II εκφρ. земля- НОЙ (КИТАЙСКИЙ) - αραποφίστικα, σουδάνια'Ηβ -и (будет, достанется) θα τις φας, θα τις μαζέψεις· θα πάρεις το μερτικό σου (σε πε- περιμένει τιμωρία)· разделать (отделать) под - κατσαδιάζω γερά. ореховка, -и θ. βλ. кедровка. ореховый επ. καρυδένιος, κάρυνος· ~ая ко- лура καρυδόφλουδα" ~ое дерево η καρυδιά. II απο ξύλο καρυδιάς' -ая мебель κάρυνο έπι- έπιπλο. 3 -ые πλθ. τα καρυοειδή. ·· орёшек, ~шка α. καρυδάκι. орешина, ~ы θ. βλ. орешник. орешник, -а α. λεφτοκαρυά, φουντουκιά. И λεφτοκαρυότοπος. II λεφτοκάρι, φουντούκι. орёшнИКОВЫЙ επ. της λεφτοκαρυάς. *орИГИНЙЛ, -а α. 1 το πρωτότυπο" - рукопи- рукописи ίο πρωτότυπο χειρόγραφου· вычитать παραβάλλω το πρωτότυπο. 2 παράξενος, αλλό- αλλόκοτος, ιδιότροπος. оригиналка, -и θ. βλ. оригинал B σημ.). оригинальничанье, -Я ουδ. επιδίωξη του ι- ιδιόρρυθμου, του πρωτότυπου. оригинальничать р.δ. επιδιώκω το ιδιόρρυθ- ιδιόρρυθμο, το πρωτότυπο. оригинально επίρ. ιδιόρρυθμα, πρωτότυπα. ОРИГИНАЛЬНОСТЬ, ~И θ. ιδιορρυθμία, πρωτο- πρωτοτυπία. оригинальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 πρωτότυπος, αρχέτυπος. 2 ιδιόρρυθμος, ι- ιδιόμορφος, ιδιότυπος. II καινοφανής, ασυνή- ασυνήθης, παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος. ориентализм, -а α. ανατολισμός. II χαρα- χαρακτήρας ανατολικός. ориенталист, -а α. ανατολιστής. II ανατο- ανατολισμός· ασιανολογία. ♦ориентальный επ. ανατολικός· - стиль ανα-
ори 817 орт τολίτι,κο στυλ. ^ориентация, ~И θ. 1 προσανατολισμός. 2 μτφ. κατατόπιση, ενημέρωση. 3 μτφ. κατεύ- κατεύθυνση . Ориентир, ~а α. σημείο προσανατολισμού. ориентйрный επ. προσανατολιστικός. Ориентирование, -Я ουδ. προσανατολιση.. ориентировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 προσανατολίζω. 2 μτφ. ενημερώνω, κατατοπί- κατατοπίζω. 3 μτφ. κατευθύνω" στρέφω. II -СЯ προσα- προσανατολίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ориентировка, -г β, 1 προσανατολισμός· по- потерять -у χάνω τον προσανατολισμό. 2 μτφ. ενημέρωση, κατατόπιση. 3 μτφ. κατεύθυνση. ориентировочно επίρ. προκαταρτικά, περί- περίπου, παραπλήσια. ориентировочный επ. του προσανατολισμού. II προκαταρτικός, προσεγγίζων, ο κατά προσέγγι- προσέγγιση· παραπλήσιος" ~ые данные προκαταρτικά στοιχεία* - подсчёт κατά προσέγγιση υπολο- υπολογισμός. *оркёстр, -а α. ορχήστρα· духовой - η μπά- μπάντα, φανφάρα· симфонический - συμφωνική ορ- ορχήστρα· струнный - ορχήστρα έγχορδων οργά- οργάνων ДИВИЗИОННЫЙ - η ορχήστρα της μεραρχίας. II ο προ της σκηνής χώρος της ορχήστρας. оркестрант, -а α., -ка, -и θ. ορχηστής, -τίδα. оркестрантский επ. ορχηστρικός, του ορχη- στή ή της ορχήστρας. оркестрион, -а α. (παλ.) είδος μουσικού μηχανικού οργάνου. оркестрование, -я ουδ. βλ. оркестровка. оркестровать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оркестрованный, βρ: -ван, -а, ~о ρ.6.κ.σ.μ. ενορχηστρώνω, ενοργανώνω. II -СЯ ενορχηστρώνομαι, ενοργανώνομαι. оркестровка, -И θ. ενορχήστρωση, ενοργά- νωση. ОркестрОВЫЙ επ. ορχηστικός, της ορχήστρας· -ое сопровождение η συνοδεία ορχήστρας. Орлёнок, ~нка, πλθ. -лята, -лит α. αετό- αετόπουλο, αετιδεύς. орлёц, -а α. βλ. родонит. ОрлЙНЫЙ επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) αέτιος, αε- τώδης· -ое Гнездо αετοφωλιά· ~ КЛЮВ αέτια ράμφος· -ые НОГТИ αετονύχια· - НОС γαμψή μύτη. орлица, ~Ы θ. αετομάνα. орляк, -а α. είδος φτέρης. Орлянка, -Ы θ. το· παιγνίδι „κορώνα- γράμ- .ματα". *орнймент, -а α. στολίδι, -λισμα, κόσμη- κόσμημα· διάκοσμος. орнаментальный επ. 1 διακοσμητικός· -ые работы διακοσμητικές εργασίες· ~ая роспись ωραία (διακοσμητική) υπογραφή. 2 (φιλγ.) ε- ζωράιση, περικόσμηση, ωραιοποίηση. орнаментация, -и-е. διακόσμηση· - сосудов διακόσμηση των αγγείων. II η διακοσμητική. Орнаментика, -И θ. η διακοσμητική. орнаментирование, ~я ουδ. βλ. орнаменти- орнаментировка. орнаментировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. (δια)κοσμώ, στολίζω· εξωραΐζω. II -СЯ διακο- διακοσμούμαι· στολίζομαι· εξωραΐζομαι. Орнаментировка, -И θ. (δια)κόσμηση, στο- στολισμός· εξωραϊσμός. Орнаментный επ. (δια)κοσμητικός. орнаментовать(ся) ρ.δ.κ.σ. βλ. орнаменти- орнаментировать ся).. орнаментовка, -и θ. βλ. орнаментировка. ОРНИТОЛОГ, ~а α. ορνιθολόγος. орнитологический επ. ορνιθολογικός. *ОРНИТОЛОГИЯ, -И θ. ορνιθολογία. оробело επίρ. φοβησμένα, φοβητσάρικα,δει- φοβητσάρικα,δειλά. оробелый επ. φοβητσιάρικος, δειλός. оробеть р.σ. φοβούμαι, κιοτεύω* δειλιάζω. ороговение, -Я ουδ. σκλήρυνση, κοκκάλια- σμα· κερατίνωση. ороговеть, -ёет р.σ. σκληρύνομαι, κοκκα- λιάζω" σχηματίζω κερατίνωση. орографический επ. ορογραφικός, ορεογρα- φικός. *орография, -И θ. ορογραφία, ορεογραφία. ороситель, -Я α. κανάλι αρδευτικό. оросительный επ. αρδευτικός, ποτιστικός·- канЙЛ αρδευτικό κανάλι' ~ая Сеть αρδευτικό δίχτυ' - насос αρδευτική αντλία. ОРОСИТЬ, орошу, ОРОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. орошённый, β ρ: -шён, -шена, -шено' р. σ. μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) ποτίζω' (κατά)βρέχω" ДОЖДЬ -ЙЛ землю η βροχή πότισε τη γη· кровь НЙших защитников -ла землю το αίμα των υπε- υπερασπιστών μας π_ότισε τη γη* слёзы мальчика -ЛИ его лице τα δάκρυα του παιδιού κατάβρε- κατάβρεξαν το πρόσωπο του" - слезами ποτίζω με δά- δάκρυα. 2 αρδεύω" - ПОЛЯ ποτίζω τα χωράφια" - - степи αρδεύω τις στέπες. Π -СЯ ποτίζο- ποτίζομαι" лицо -лось слезами το πρόσωπο γέμισε δάκρυα. орошать(ся) р.δ. βλ. оросйть(ся). орошение, -Я ουδ. 1 πότισμα, βρέξιμο. 2 άρδευση. *0рТ0Г0НалЫШЙ επ. (μαθ.) ορθογώνιος. ОРТОДОКС, ~а α. ορθόδοξος (για ιδέες). ортодоксальность, -И θ. ορθοδοξία (για ι- ιδέες). ♦ортодоксальный επ., βρ: -лен, -льна, -о; (γραπ. λόγος) ορθόδοξος (για ιδέες). ОРТОДОКСИЯ, -И θ. ορθοδοξία (ιδεών).
орт 818 оса ортопед, ~а α. ορθοπεδικός (γιατρός). ортопедический επ. ορθοπεδικός· -ая гим- гимнастика ορθοπεδική γυμναστική* -ая Обувь ορθοπεδικά υποδήματα. ♦ортопедия, -И θ. ορθοπεδ'ια, ορθοπεδική. орудие, -Я ουδ. 1 εργαλείο, σύνεργο* μέ- μέσο* ~Я труда εργαλεία δουλειάς* земледёль- ческоб ~ αγροτικό εργαλείο* -Я производс- производства τα μέσα παραγωγής. 2 μτφ. όργανο* сле- слепое - τυφλό όργανο. 3 πυροβόλο, κανόνι* са- МОХОДНОе ~ μηχανοκίνητο πυροβόλο* дально- дальнобойное - τηλεβόλο* полевое - πεδινό πυροβό- πυροβόλο* осадное - τοπομαχικό* зенитное ~ αντια- αντιαεροπορικό πυροβόλο* противотанковое - αντι- αντιαρματικό πυροβόλο* пальба ИЗ -ий κανονιοβο- κανονιοβολισμός, κανονίδι. Орудийный επ. του πυροβρλικοΰ* ~ залп о- μοβροντία πυροβολικού. Орудовать, -дую, -дуешь ρ.δ. 1 χρησιμο- χρησιμοποιώ εργαλείο* χειρίζομαι, δουλεύω. II διευ- διευθύνω, κουμαντάρω, διοικώ. 2 δρω, αλωνίζω, κάνω ό,τι θέλω. оружейник, -а α. οπλοποιός, τουφεξής.' орухёЙНЫЙ επ· οπλοποιητικός, της οπλοποι- ίας* - завод εργοστάσιο οπλοποι'ίας* -ая ма- мастерская οπλοποιείο* - мистер οπλοποιός* - магазин οπλοπωλείο" -ая палата μουσείο ό- όπλων. оруженосец, -сца α. (παλ.) οπλοφόρος ιπ- ιππότη . оружие, -Я ουδ. 1 όπλο* όπλα· огнестрель- огнестрельное - πυροβόλο όπλο· холодное - όπλα κο- κοφτερά, δίκοπα· атомное - ατομικό όπλο (πυ- (πυρηνικό)· химическое - χημικό όπλο* личное - ατομικό όπλο (φερόμενο απο κάθε οπλίτη)· Κ -Ю! στα όπλα! (παράγγελμα)· браться (ВЗЯТЬ- (ВЗЯТЬСЯ) за - παίρνω τα όπλα· призывЙТЬ К -Ю καλώ στα όπλα. 2 μτφ. (στρατ.) σώμα (πεζικό, πυρο- πυροβολικό κλπ.). орфографический επ. ορθογραφικός· - сло- словарь ορθογραφικό λεξικό. ♦орфогрёфИЯ, -И θ. ορθογραφία· у него хромает αυτός κουτσαίνει στην ορθογραφία. орфоэпический επ. ορθοεπής, ορθολογικός. *ОрфоэПИЯ, -И θ. ορθοέπεια, ορθολογία. ♦орхидея, -И θ. (βοτ.) όρχις (επιστ.), σα- λέπι, αρσενικοβότανο (λκ.). ОрХЙДНЫе, ~ЫХ πλθ. τα ορχεοειδή (φυτά). *0рхЙТ, -а α. ορχ'ιτιδα (νόσος). ♦оршйл, -а (~у) α. αμυγδαλόπομα, σουμάδα (αναψυκτικό). орЯСИНа, -Ы θ. 1 (διαλκ.) 1 μαγκούρα, πα- παλούκι. 2 (απλ.) μαντράχαλος, κρεμανταλάς, μαγκλάρας. ОСа, -Ы θ. σφήκα. осёда, -Ы θ. πολιορκία· - города πολιορ- πολιορκία της πόλης* держать Город В -е πολιορκώ την πόλη* находиться (бЫТЬ) В -е είμαι- πο- πολιορκημένος, πολιορκούμαι* СНЯТЬ (СНИМАТЬ) -у λύνω την πολιορκία, осадить1, -ажу, -ёдйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаждённый, βρ: -дён, -денй, -денб р.σ. μ. 1 πολιορκώ* - город, крепость πολιορκώ την πόλη, το φρούριο. II συνωστίζομαι, συνω- συνωθούμαι γύρω* περικυκλώνω. 2 ενοχλώ, παρα- ζαλίζω, παρασκοτίζω* βομβαρδίζω (με ερωτή- ερωτήσεις, παρατηρήσεις κ.τ.τ.)· осадить2, ~аяу\ -Йдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаженный, βρ: -жен, -жена, -жено р.σ. μ. 1 μπήγω, χώνω* - СВЙГО μπήγω πάσσαλο. 2 κατακαθίζω, κάνω τι να κατακαθίσει. ОСадЙТЬ3 (γραμμ. στοιχεία βλ. Осадить2;. 1 αναχαιτίζω, συγκρατώ. Π σταματώ απότομα με κίνηση προς τα πίσω. II υποχρεώνω σε πισω- δρόμηση* ~Й назад κάνε πίσω. 2 μτφ. διακό- διακόπτω· επαναφέρω στην τάξη. осадка, -И θ. 1 καθίζηση, κάθισμα, υποχώ- υποχώρηση εδάφους. 2 βύθισμα, εκτόπισμα πλοίου. ОСЙДНЫЙ επ. πολιορκητικός· -ые машины πο- πολιορκητικές μηχανές* ~ое положение κατάστα- κατάσταση πολιορκίας* -ые орудия πολιορκητικά μέσα. ОСАДОК, -ДКа α. 1 καθίζημα, υποστάθμη, α- ποκαθίδι, κατακάθι* - вина οινολάσπη, τρυ- τρυγία, κρασόλασπη· - масла αμόργη, μούργα· - ЖЙра η ζούρα* - кофе καθίζημα καφέ, ντελ- βές· Дать - αφήνω κατακάθια. 2 μτφ. δυσθυ- δυσθυμία, βάρος, βαρυθυμιά, 3 ιζηματογενές πέ- πέτρωμα. 4 πλθ. -и βροχοπτώσεις· -И в виде ДОЖДЯ И снега βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις· выпадение -ков βροχοπτώσεις. осадочный επ. της υποστάθμης κλπ. ουσ. βλ. осадок Aσημ.)% - СЛОЙ στρώμα υποστάθμης. II ιζηματογενής* -ые ГОрше ПОРОДЫ ιζηματογενή πετρώματα. II για τα κατακάθια· - чан καδί για τα κατακάθια. ОСаждОТЬ1 ρ.δ. βλ. осадить'. II -СЯ πολιορ- πολιορκούμαι· περικυκλώνομαι. II ενοχλούμαι, βαρύ- βαρύνομαι, παραζαλίζομαι, παρασκοτίζομαι. осаждйть2 ρ.δ. βλ. осадйтьг( 2 σημ.). II -ся I κατακάθομαι, κατακαθίζω. 2 πέφτω (για βρο- βροχή , χΐ-όνι, χαλάζι). осаждение, -Я ουδ. καθίζηση, κατακάθισμα* καταστάλγμα. осаживание, -Я ουδ. αναχα'ιτηση, σταμάτη- σταμάτημα· συγκράτηση. II πισωδρόμηση· υποχώρηση. осаживать1 р.δ. βλ. осадить2. II -ся κατα- κάοομαι, κατακαθίζω. осаживать2 ρ.δ. βλ. осадить? II -СЯ αναχαι- αναχαιτίζομαι, συγκρατιέμαι. II σταματώ απότομα. II πισωδρομώ" υποχωρώ. ОСЙЛИВаНИе, -Я ουδ. 1 πάστωμα, ταρίχευση· αλάτισμα. 2 (για λίπη) φθορά, χάλασμα.
оса 819 осв осиливаться, -ется р.6. βλ. осалйться. осалить р.σ.μ. βλ. салить Bσημ·). ОСАЛИТЬСЯ,-ИΤСЯ р.σ. 1 (για ζώα)· παχύνω, παχαίνω. 2 φθείρομαι, χαλνώ. 'ОСЙНИСТЫЙ επ., βρ: -нист, -а, -Ο επιβλη- επιβλητικός, με παρουσιαστικό, με παράστημα μεγά- μεγάλε ιώδικο. ОСЙНКа, -И θ. ωραίο παρουσιαστικό ή παρά- παράστημα* ωραία Ήορμοστασιά. *осанна, -ы θ. το ωσαννά· петь (восклицать) ~$ ψάλλω το ωσαννά (εγκωμιάζω, εκθειάζω, υμνωδώ, εξυμνώ). осатанелый επ. δαιμονιασμένος, εξοργι- εξοργισμένος* εξαγριωμένος. ОСатавёть р.σ. 1 δαιμονίζομαι, με πιάνουν οι δαίμονες, οι διάβολοι* εξοργίζομαι, εξα- εξαγριώνομαι.. 2 (απλ.) απεχθάνομαι, αηδιάζω, σιχαίνομαι. осваивать(ся) ρ.δ. βλ. осво'ить(ся). осведомитель, -Я α., -ница, ~Ы θ. πληρο- πληροφοριοδότης, -τρία, καταδότης, -ότρια, πρά- πράκτορας, σπιούνος, χαφιές. ОСВеДОЫЙтельнЫЙ επ. πληροφοριακός* - Ха- роктер сообщения πληροφοριακός χαρακτήρας της ανακοίνωσης. II ενημερωτικός, κατατοπι- κατατοπιστικός. 0СВёД0МИТЬ, -МЛГО, -МИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осведомлённый, βρ: -млён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. πληροφορώ* κατατοπίζω, ενημερώνω* собравшихся о случившемся πληροφορώ τους συ- συγκεντρωθέντες για το συμβάν. II -СЯ πληρο- πληροφορούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Осведомление, -Я ουδ. πληροφόρηση* ενημέ- ενημέρωση, κατατόπιση. осведомлённость, -И θ. ενημερότητα, ύπαρ- ύπαρξη πληροφοριών. Осведомлённый επ. απο μτχ. πληροφορημένος * ενημερωμένος, κατατοπισμένος. II έμπειρος* πε- πεπειραμένος· γνώστης. осведомлйть(ся) р.δ. βλ. осведомйть(ся). освежать(ся) р.δ. βλ. освежить(ся). освежевать, -жую, -жуешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ.. освежёванный, βρ: -ван, -а, -о .ρ.σ.μ. γδέρνω, εκδέρω· ξεκοιλιάζω (για ζώα). ОСВежёние, -Я ουδ. 1 δρόσιση, -σμα. 2 α- αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεψη, επαναφορά στη μνήμη. освежительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно δροσιστικός, αναψυκτικός* - ветер δροσιστι- δροσιστικός άνεμος* -ые напитки αναψυκτικά ποτά. ОСВеЖЙТЬ, -жу, ЖИШЬ, Γ.αθ. μτχ. παρλθ. χρ. 'освежённый, βρ: -жён, -.тена, -жено ρ.σ.μ. 1 δροσίζω, δροσολογώ, αναψύχω* ДОЖДЬ -Йл воздух η βροχή δρόσισε τον αέρα. 2 ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, αναστηλώνω. II ξαλαφρώνω, α- ανακουφίζω. 3 φρεσκάρω* - краски в картине φρεσκάρω τα χρώματα στην εικόνα. 4- ξαναζω- ξαναζωντανεύω, ξαναφέρω, επαναφέρω στη μνήμη* α- ναθυμιέμαι, ξαναθυμιέμαι* - ВОСПОМИНЭНИЯ детства ξαναζωντανεύω τις παιδικές αναμνή- αναμνήσεις. II -СЯ 1 δροσίζομαι. 2 επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη μνήμη* ξαναζωντανεύω* ВОС- ПОМИНЙНИЯ -ЛИСЬ В моей памяти οι αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου. осветитель, -Я α. 1 ρυθμιστής φωτισμού. 2 φωταγωγός. ОСВеТЙтелЬНЫЙ επ. φωτιστικός* - прибор η φωτιστική συσκευή· -ые ракеты φωτιστικές φω- φωτοβολίδες. осветить, -ещу, -етйшь παθ. μτχ. παρλθ· χρ. освещенный, βρ: -щён, -щенй, -щено р.σ. μ. 1 φωτίζω, φέγγω, ρίχνω φως* луна -ла ПОЛИ το φεγγάρι φώτισε τα χωράφια* -' фана- рём дорогу φωτίζω με το φανάρι το δρόμο· улы- улыбка -ла его ЛИЦО το χαμόγελο φώτισε το πρό- πρόσωπο του. 2 μτφ. διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω* διευκρινίζω. II -СЯ 1 φωτίζο- φωτίζομαι. 2 μτφ. λάμπω* его ЛИЦО -ЛОСЬ радостью το πρόσωπο του έλαμψε απο χαρά. ОСВетлЙТЬ, тЛЮ, -ЛИШЬ παθ.μτχ. παρλθ. χρ. осветлённый, βρ: -лён, лена, -лено ρ.σ.μ. 1 διαυγάζω, κάνω διαυγές, διαφανές* διυλίζω, διηθώ. 2 κλαδεύω για φωτισμό. осветлить р.δ. βλ. осветлить. II -ся κλα- κλαδεύομαι για να παίρνω φως. освещать(ся) р.δ. βλ. осветйть(ся). Освещение, -Я ουδ. 1 φώτιση, -σμός, φέ- φέξη, φέξιμο* - здания φωτισμός του κτιρίου· электрическое - ηλεκτροφωτισμός* керосино- керосиновое - φωτισμός με πετρέλαιο* искусственное - τεχνητός φωτισμός. 2 μτφ. διασάφηση, δι- διευκρίνιση, διαλεύκανση* - вопроса η φώτιση του ζητήματος* дать правильное ~ фактам φω- φωτίζω σωστά τα γεγονότα* В -И υπο το φως ή κατά την άποψη* В -И науки κατά την επιστή- επιστήμη. ОСВещёННОСТЬ, -И θ. φωτισμός. освидетельствование, -я ουδ. εξέταση* ме- медицинское - ιατρική εξέταση* - трупа νεκρο- νεκροψία. освидетельствовать, -ствуго, -ствуешь ρ.σ. μ. εξετάζω* - больного εξετάζω τον άρρωστο. освирепеть р.σ. βλ. свирепеть. освистать, -ищу, -ищешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освистанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ. σφυρίζω, αποδοκιμάζω, γιουχαϊ'ζω. освистывать р.δ. βλ. освистать. ОСВОбОДЙтель, -Я α., -НИЦа, ~Ы θ. απελευ- τερωτής, -ώτρια. ОСВОбОДЙтельныЙ επ. απελευτερωτικός* -се движение απελευτερωτικό κίνημα* -ые ВОЙНК απελευτερωτικοί πόλεμοι.
осв 820 осе ОСВОООДЙТЬ, -болу, -бОДИШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освобождённый, βρ: -дён, -дена, -дено; р.σ.μ. 1 ελευθερώνω, λευτερώνω, αφήνω ελεύ- ελεύθερο· ~ военнопленных αφήνω ελεύθερους τους αιχμάλωτους· - страну ОТ рабства λευτερώνω τη χώρα απο τη σκλαβιά (ξεσκλαβώνω); 2 απε- λευτερώνω· греческая армия -ла нишу терри- территорию от турецких завоевателей о ελληνικός στρατός απελευτέρωσε τα εδάφη μας απο τους τούρκους καταχτητές. 3 μτφ. αποδεσμεύω, α- απαγκιστρώνω. 4. απαλλάσσω" - ОТ налогов α- απαλλάσσω απο τους φόρους· - ОТ военной слу- службы απαλλάσσω της στρατιωτικής θητείας. II απολύω, διώχνω, αποβάλλω. II εκκενώνω, αδειά- αδειάζω· - комнату απελευτερώνω το δωμάτιο. II -СЯ 1 ελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύθερος. 2 ζεσκλαβώνομαι. 3 μτφ. αποδεσμεύομαι, απα- απαγκιστρώνομαι. 4 απαλλάσσομαι. II απολύομαι, διώχνομαι. II εκκενώνομαι, αδειάζω. освобоадйть(ся) ρ.δ. βλ. освободйть(ся). освобождение, -Я ουδ. 1 ελευθέρωση, 2 α- απελευθέρωση. 3 αποδέσμευση. 4. απαλλαγή. II απόλυση, διώζιμο. II εκκένωση, άδειασμα. Освоение, -Я ουδ. αφομοίωση· αξιοποίηση· καλλιέργεια· ~ нового материала учениками η αφομοίωση της νέας διδακτικής ύλης απο τους μαθητές· - НОВЫХ методов производства αφο- αφομοίωση νέων μεθόδων παραγωγής. II κατάχτηση· καλλιέργεια· - техники η κατάχτηση της τε- τεχνικής· - космоса κατάχτηση του Διαστήματος· ~ целинных и залежных земель η καλλιέργεια των παρθένων και χέρσων εδαφών. ОСВОИТЬ, ~ΟΚ>, -ОИШЬ ρ.σ.μ. αφομοιώνω, α- αξιοποιώ' καλλιεργώ· - грамматических правил αφομοιώνω τους γραμματικούς κανόνες· - но- новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη. II καταχτώ, γνωρίζω επιστημονικά· - Крайний Север κατα- καταχτώ τον Ακρο Βορά. II συνηθίζω, εξοικιώνω. II -ся αφομοιώνω· - с философской терминоло- терминологией αφομοιώνω τη φιλοσοφική ορολογία. II ε- ξοικιώνομαι, συνηθίζω (για περιΗάλλον κλίμα κ.τ.τ.). ОСВЯТИТЬ, -ЯЩУ, -ЯТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освящённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. 1 αγιάζω, εξαγιάζω, καθαγιάζω" ευλογώ" - ВОДУ αγιάζω το νερό. II καθιερώνω, εγκαι- ν ιάζω. ОСВЯЩаТЬ ρ.δ. βλ. ОСВЯТИТЬ. II -СЯ αγιάζο- αγιάζομαι, καθαγιάζομαι" ευλογούμαι. II καθιερώνο- καθιερώνομαι, εγκαινιάζομαι. ОСВЯщёнИе, -Я ουδ. αγιασμός, αγίαση' ευ- ευλόγηση. II καθιέρωση, εγκαινίαση. осёвки, -ков κ. -бок πλθ. βλ. обсевок B σημ.) . осевой επ. αξονικός, αξόνιος, του άξονα. ОСедаНИе, -Я ουδ. καθίζηση· βούλιαγμα. II πτώση, κατολίσθηση. II κατακάθισα ι καταστά- καταστάλαγμα · оседать р.δ. βλ. осесть. оседлать ρ.σ.μ·, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осё- дланный, βρ: -лан, -а, -о. 1 σελώνω· σαμα- ρώνω" - КОНЯ σελώνω το άλογο. Ι! φορώ, βά- βάζω" - НОС ОЧКЙМИ βάζω τα ματογυάλια. II ιπ- ιππεύω, καβαλικεύω. II μτφ. επιβάλλομαι, υπο- υποτάσσω, καβαλικεύω. 2 (στρατ.) εγκατασταΐνο- μαι, κρατώ. ОСёдЛОСТЬ, -И θ. μόνιμη διαμονή ή εγκατά- εγκατάσταση . осёдлывать ρ.δ. βλ. оседлать. ОСёдлыЙ επ. μόνιμα εγκαταστημένος, εδραί- εδραίος, απλανής, αμετακίνητος. осекаться р.δ. βλ. осечься. ОСёл, осла α. γάιδαρος, όνος· - ревёт о γάιδαρος γκαρίζει. II (υβρ.) κουτός, ανόη- ανόητος· καπριτσόζος, πεισματάρης. ОСелёнец, -нца α. τούφα μαλλιών σε ξυρι- ξυρισμένο κεφάλι (παλαιά ουκρανική συνήθεια). ОСелОК, -ЛКа α. ακονόπετρα μακρουλή. II δοκι- δοκιμαστική πέτρα, βασανίτης, δοκιμίτης, λυδί- της, λυδία λίθος. II μτφ. μέσον ελέγχου, κρι- κριτήριο, λυδία λίθος. осеменение, -Я ουδ. γονιμοποίηση τεχνητή. осеменить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осе- осеменённый, βρ: ~нён, -нена, -нено. γονιμο- γονιμοποιώ τεχνητά, κάνω τεχνητή γονιμοποίηση. осеменять р.δ. βλ. осеменить. II -ся γονι- γονιμοποιούμαι τεχνητά. ОСенЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОСе- нённый, βρ: -нён, -нена, -нено. 1 επισκιά- επισκιάζω, καλύπτω με τη σκιά. II μτφ. (παλ.) πε- περιβάλλω, αγκαλιάζω. 2 (για σκέψη, εικασία)· μού '^ρχεται, μου κατεβαίνει· -ла менй блес- тящая идея μου ήρθε μια φωτεινή ιδέα· его -Л0 (απρόσ.) του ήρθε ή του κατέβηκε. II εμ- εμφανίζομαι, φαίνομαι· улыбка -ла лицс5 мотери το χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της μάνας. II εκφρ. - крёстным знамением; - крестом κά- κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό. II -СЯ (παλ.) επισκιάζομαι, καλύπτομαι με σκιά. εκφρ. - крёстным знамением; - крестом κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό. осенний, -ЯЯ, -ее επ. φθινοπωρινός, φθι- νοπωριάτικος· -ие Д0ЖЦЫ φθινοπωρινές βρο- βροχές· первые -ие ДОЖЦЫ τα πρωτοβρόχια· -ие земледельческие работы οι φθινοπωριάτικες αγροτικές δουλειές. осень, -и θ. Φθινόπωρο· ранняя,· поздняя ~ πρώιμο, όψιμο Φθινόπωρο. II μτφ. η προς τα γηρατειά ηλικία, προς το τέλος" παρακμή*глу- παρακμή*глубокая - βαθιά γεράματα. Осенью επίρ. (κατά) το Φθινόπωρο· глубокой - αργά το Φθινόπωρο, κατά το τέλος του Φθι-
осе 821 оск νοπωρου. осенять(ся) р.б. βλ. осенйть(ся). ОСердЙТЬ(СЯ) р.σ. (παλ. κ. απλ.) βλ. рас- сердить(ся). ОСеребрЙТЬ р.σ.μ.., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осеребрённый, βρ: -рён, -рена, -рено. 1 αση- ασημώνω, αργυρώνω, προσδίνω ασημένιο χρώμα. 2 (παλ.) δωρίζω χρήματα (αργύρια). II -СЯ αση- ασημώνομαι, αργυρώνομαι, παίρνω ασημένιο χρώμα. Осерчать ρ.σ. (απλ.) θυμώνω, οργίζομαι. осесть, осяду, осядешь, παρλθ. χρ. осёл, -ла, -ЛО, προστκ. ОСЯДЬ. 1 καθιζάνω, κατα- κατακαθίζω· κατολισθαίνω" βουλιάζω· фунтамент осёл το θεμέλιο κάθισε· земля -ла το χώμα έπαθε καθίζηση· у берега земля осела στην όχθη (ακτή) το χώμα κατολίσθησε. II (για έμ- έμψυχα) πέφτω αργά. 2 κατακάθομαι· ПЫЛЬ -Ла η σκόνη κατακάθησε. II (για ρΰπη) κατακαθί- κατακαθίζω, πηγαίνω στο βυθό. 3 εγκατασταίνομαι μό- μόνιμα. осётр, осетра α. ακιπήσιος (επιστ.) μα- ροΰνα (λκ.). Осетрина, -Ы θ. ακιπήσιο κρέας. осетринный επ. ακιπήσιος, της μαρούνας. осетровый επ. βλ. осетринный. II ουσ. πλθ. -ые τα γανοειδή. осечка, -И θ. 1 αφλογιστία· ружьё дало -у το όπλο έπαθε αφλογιστία. 2 μτφ. αποτυ- αποτυχία, φαλτσαστέκα. осечься, осекусь, осечёшься, осекутся; παρλθ. χρ. осёкся, -лась, -лось ρ.σ.1 (παλ.) παθαίνω αφλογιστία· ружьё -клось το όπλο έ- έπαθε αφλογιστία. II μτφ. αποτυχαίνω, πέφτω έξω. 2 μτφ. κομπιάζω, σκοντάφτω στην ομι- ομιλία. II σταματώ, κόβομαι· ГОЛОС -КСЯ η φωνή κόπηκε. осиливать р.δ. βλ. осилить. ОСИЛИТЬ р.σ. 1 υπερισχύω, κατισχύω, υ- υπερνικώ, βάζω κάτω. Π μτφ. κατανικώ, υπο- υποτάσσω· συγκρατώ. 2 τα βγάζω πέρα, τα κατα- καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι· - математику τα βγά- βγάζω πέρα στα μαθηματικά· ОДИН Я -ли работу μόνος μου θα τη βγάλω πέρα τη δουλειά. ОСЙна, -Ы θ. κερκίδα (είδος λεύκας). ОСИНКа, -И θ. μικρή κερκίδα. ОСИННИК, -а α. δάσος κερκίδων. ОСИНОВЫЙ επ. της κερκίδας. II εκ φρ. ДРО- ЖЙТЬ как - ЛИСТ τρέμω σαν το φύλλο της λεύ- λεύκας . ОСИНЫЙ επ. της σφήκας. II εκφρ. -ое Гнездо σφηκοφωλιά (κακοποιοί άνθρωποι)· -ая талия μέση σαν το δαχτυλίδι (ιδίως για γυναίκες). ОСИПЛЫЙ επ. (για φωνή) βραχνός· συριστικός. осипнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. осип, -ла, ~ло; μτχ. παρλθ. χρ. ОСИПШИЙ. 1 ζελαρυγγίζομαι, μου πιάνεται η φωνή, χάνω τη φωνή. 2 βρα- χνιαζω. осиротелый επ. ορφανεμένος, ορφανός· - ре- бёНОК ορφανό παιδάκι. II μτφ. εγκαταλειμμέ- εγκαταλειμμένος, παρατημένος, έρημος· -ая комната 'ερη- 'ερημωμένο δωμάτιο. осиротеть р.σ. ορφανεύω. II μτφ. ερημώνο- ερημώνομαι . ОСИрОТЙТЬ, -очу, -ОТЙШЬ ρ.σ.μ. ορφανεύω, αφήνω ορφανό, στερώ των γονέων. II στερώ κά- κάποιον απο προσφιλή πρόσωπο. осиять, -йет р.σ.μ. βλ. осветить, озарить оскабливать ρ.δ.μ. βλ. оскоблить. и -ся αποζέομαι, αποξύνομαι. оскал, -а α, χάσμα του στόματος. оска\ливать(ся) р.δ. βλ. оскйлить(ся). оскалить р.σ.μ. δείχνω τα δόντια, χάσκω· - зубы δείχνω τα δόντια (ανοίγοντας το στόμα). II εκφρ. - зубы χασκογελώ. II -СЯ 1 δείχνω τα δόντια, χάσκω. 2 χασκογελώ. оскальзываться ρ.δ. (απλ.) βλ. оскользать- (ся). ОСКаЛЬПИрОВаТЬ, -РУЮ, -руеШЬ р.σ.μ. αφαι- αφαιρώ (δγέρνω) το κεφαλόδερμα. ОСкандДлить р.σ.μ. εκθέτω, ντροπιάζω, ρε- ρεζιλεύω. II -СЯ εκτίθεμαι, ντροπιάζομαι, ρε- ρεζιλεύομαι . осквернение, -я ουδ. μόλυνση, μίανση. II βεβήλωση. осквернитель, -Я α. βεβηλωτής, βέβηλος. ОСКВерНЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОСК- вернённый, βρ: -нён, ненй, -нено. 1 μολύνω, μιαίνω, ρυπαίνω" - пишу μολύνω την τροφή.2 βεβηλώνω" - храм βεβηλώνω το ναό. Η -ОЯ 1 μο- μολύνομαι, μιαίνομαι, ρυπαίνομαι. 2 βεβηλώνο- βεβηλώνομαι· κηλιδώνομαι. •осквернять(ся) р.δ. βλ. осквернйть(ся). осклабить, -блю, -бишь р.σ.μ: - лицо χα- σκοχαμογελώ. II -СЯ χασκο χαμό γελώ. ОСКЛИЗЛЫЙ επ. βλ,- ОСЛИЗЛЫЙ. осклизнуть р.σ. (απλ.) βλ. ослизнуть. ОСКОбЛЙТЬ, -бЛЮ, -ОбЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оскобленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. ξύνω, ξέω· αποζύνω, αποξέω" καθαρίζω. ОСКОЛОК, -лка α. θραύσμα, κομμάτι, τεμά- τεμάχιο" - зеркала θραύσμα καθρέφτη· - снаряда θραύσμα βλήματος· - льда κομμάτι πάγου. II μτφ. υπολείμματα αρχαίων ερειπίων. ОСКОЛОЧНЫЙ επ. του θραύσματος, απο θραύ- θραύσμα ■ -ое ранение τραυματισμός απο θραύσμα· - снаряд- εκρηκτική οβίδα· -ая бомба εκρηκτι- εκρηκτική (θραυστική) βόμβα. ОСКОЛЬЗаТЬСЯ р.δ. (απλ.) αποφεύγω το γλι- γλιστερό μέρος, φυλάγομαι μη γλιστρήσω. оскользнуться р.σ. βλ. оскользаться. оскомина, -ы θ. στυφάδα· набить -у (себе) α) έχω στυφάδα στο στόμα, β) μτφ. γίνομαι
оск 822 осл βαρετός, ενοχλητικός. II αηδία, σιχασιά. ОСКОПИТЬ, -ПЛЮ, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оскоплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. ευνουχίζω, εκτέμνω. оскоплять ρ.δ. βλ. оскопить. И -ся ευνου- ευνουχίζομαι,. оскорбитель, -я α., -ница, ~ы θ. ο προ- προσβάλλων, η προσβάλλουσα· εξευτελιστής. оскорбительность, -и θ. προσβολή, προσβλη- τικότητα. оскорбительный επ·, βρ: -лен, -льна, -о προσβλητικός, θικτικός, πειρακτικός1 υβρι- υβριστικός· ~ые слова προσβλητικά λόγια. - на- намёк θικτικός υπαινιγμός. ОСКОрбЙТЬ, -бЛЮ, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оскорблённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ, προσβάλλω, θίγω, πληγώνω· βρίζω· ОН -ЙЛ МОЮ честь αυτός μου πρόσβαλε την τιμή' - самолюбие προσβάλλω το φιλότιμο· - дейст- действием βιοπραγώ. II ταπεινώνω* εξευτελίζω. II -СЯ προσβάλλομαι, θίγομαι, πειράζομαι. оскорбление, -Я ουδ. προσβολή, θίζιμο, ε- εξύβριση, βρίσιμο· ~ чувст προσβολή αισθημά- αισθημάτων· тяжёлое - βαριά προσβολή· - словами προσβολή με λόγια· - действием προσβολή με βιοπραγία· наносить (нанести) - προσβάλλω· переносить - δοκιμάζω προσβολή. II ταπεί- ταπείνωση' εξευτελισμός· подвергаться -ЯМ υπο- υποβάλλομαι σε ταπεινώσεις оскорблённый επ. απο μτχ. προσβλημένος, τα- ταπεινωμένος . оскорблять(ся) ρ.δ. βλ. оскорбйть(ся). оскоромить(ся) р.σ. βλ. скоромить(ся). оскотиниться, -нюсь, -нишься р.σ. (απλ.) αποκτηνώνομαι. оскрёбки, -ов πλθ. (ενκ. -ёбок, -ёбка α.) (απο)ξύσματα, αποξέσματα. оскрести, -ебу, -ебёшь, παρλθ. χρ. оскрёб, -ребла, -ло р.σ.μ. βλ. оскоблить. оскудевать р.δ. βλ. оскудеть.. ОСКудёлЫЙ επ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος. оскудение, -Я ουδ. φτώχευση, πενιχρότητα, γλισχρότητα. ОСКудёть р.σ. φτωχεύω, ξεπέφτω, γ'ΐΌομαι πενιχρός, γλίσχρος. ослабевание, -я ουδ. βλ. ослабление. ослабевать р.δ. βλ. ослабеть. ослабелый επ.εξασθενημένος,αδυνατισμένος, ασθενικός. ослабеть р.σ. 1 εξασθενώ, αδυνατίζω, α- ατονώ* дочь не кушает, она совсем -ла η κόρη δεν τρώγει, αυτή τελείως (πάρα πολύ) αδυνά- αδυνάτισε· МОЯ ПОМЯТЬ -ла η μνήμη μου εξασθένη- εξασθένησε. 2 μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω· Βέ- тер ~ёл о άνεμος αδυνάτισε (ξέπεσε). Ι! γί- γίνομαι λιγότερο αυστηρός,-σκληρός, -δριμύς. 3 ξεσφίγγω, -ομαι, χαλαρώνομαι. ослабить, ~блю, -бишь р.σ.μ. 1 εξασθενί- εξασθενίζω, αδυνατίζω" - неприятеля εξασθενίζω τον εχθρό. 2 μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω'- да- давление ελαττώνω την πίεση. 3 ζεσφίγγω, χα- χαλαρώνω, ξελασκάρω* ~ ПОЯС ξεσφίγγω τη ζώνη' - ПОДВОДЬЯ χαλαρώνω τα χαλινά. ослабление, -Я ουδ. εξασθένιση, αδυνάτι- αδυνάτισμα· - организма εξασθένιση του οργανισμού. II μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. II ξέσφιγμα. II μτφ. χαλάρωση* - ДИСЦИПЛИНЫ χαλάρωση της πειθαρχίας· - международной напряжённости χαλάρωση (ύφεση) της διεθνούς έντασης. ослаблять р.δ. βλ. ослабить. II -ся βλ. ослабеть. ослабнуть р.σ., παρλθ. χρ. ослёб, -ла,-ло μτχ. παρλθ. χρ. ОСЛабШИЙ βλ. ослабеть. ОСЛОВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. δυσφημώ, κα- κακολογώ, διασύρω. II κολλάω ρετσινιά. II -ся δυσφημούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ослёнок, -нка, πλθ. -лята, -лит α. γαϊ- δουράκι. ослепительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно 1 εκτυφλωτικός, εκθαμβωτικός. 2 μτφ. εντυ- εντυπωσιακός, θαυμάσιος, λαμπρός. ОСЛепЙТЬ, -ПЛЙ, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ослеплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. 1 (εκ)τυφλώνω' его -ЛИ τον τύφλωσαν. II μτφ. επισκοτίζω την κρίση·» стрёсти -ли нас μας τύφλωσαν τα πάθη. Ι] εκθαμβώνω, θαμπώνω" солнце -ЛО МОЙ глаза о ήλιος μου θάμπωσε τα μάτια. 2 εκπλήσσω, καταπλήσσω, εντυπωσι- εντυπωσιάζω ζωηρότατα. Ослепление, -Я ουδ. 1 (εκ)τύφλωση. И μτφ. επισκότιση της κρίσης. Ι] εκθαμβώνω, θαμπώ- θαμπώνω. 2 έκπληξη, κατάπληξη, εντύπωση ζωηρό- ζωηρότατη*. ослеплять ρ.δ. βλ. ослепить. Η -ся (εχ)- τυφλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ослепнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. ослеп, -ла,-ло βλ. слепнуть· он ослеп на один глаз αυτός τυφλώθηκε απο ένα μάτι. ОСЛИЗЛЫЙ επ. ιξώδης, γλοιώδης, γλιστερός. ОСЛИК, -а α. γαϊδουράκ'ι. ОСЛИНЫЙ επ. γαϊδουρινός* γαϊδουρ ίσιος* ~ые уши γαϊδουρινά αυτιά* ~ое упрямство γαϊδου- γαϊδουρινό πείσμα* -ое терпение γαϊδουρινή υπομο- υπομονή. ОСЛЙха, -И θ. (απλ.) γαϊδούρα, -δάρα. ОСЛЙца, -Ы θ. γαϊδούρα, -δάρα. осложнение, -Я ουδ. περιπλοκή* επιπλοκή" μπλέειμο* σύγχυση· δυσκόλεψη· - положения περιπλοκή της κατάστασης· - после гриппа η επιπλοκή μετά τη γρίπη. ОСЛОЖНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осложнённый, βρ: -нён, -ненй, -нено р.
о ел 823 осн σ.μ. περιπλέκω, μπερδεύω, μπλέκω" συγχέω' δυσκολεύω· ~ Положение περιπλέκω την κατά- κατάσταση· - ЖИЗНЬ δυσκολεύω τη ζωή. II -СЯ πε- περιπλέκομαι· дело -ЛОСЬ η υπόθεση περιπλέ- περιπλέχτηκε. II (για ασθένεια) χειροτερεύω, παθαί- παθαίνω περιπλοκή (επιπλοκή). ОСЛОЖНЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОСЛОЖНИТЬ(СЯ). ослушание, -Я ουδ. ανυπακοή, απείθεια. ослушать ρ,σ.μ. ακροώμαι, ακούω· - СОЛЬ- СОЛЬНОГО ακούω τον ασθενή. 1| -ся δεν υπακούω, α- πειθώ·- родителей δεν υπακούω στους γονείς ослушивать р.δ. βλ. ослушать. II -ся ακρο- ακροώμαι, ακούω (ασθενή). ослушник, -а α., -ца, -Ы θ. (παλ.) ανυπά- ανυπάκουος, απείθαρχος, απειθής. ОСЛушныЙ επ. ανυπάκουος, απειθής,-άρχος· - СЫН ανυπάκουος γιος. ослышаться, -шусь, -шиться р.σ. παρακούω, ακούω εσφαλμένα. ОСЛЫШКа, -И θ. παράκουση, εσφαλμένο άκου- άκουσμα. ОСЛЯТИНа, -Ы θ. (απλ.) γαϊδουρίσιο κρέας. осмаливание, -я ουδ. вл осмолка. осмаливать р.δ. βλ. осмолить. И -ся πισ- σώνομαι, κατραμώνομαι. османский επ. οθωμανικός. ОСМаны, -ОВ πλθ. οι Οθωμανοί. осматривание, -я ουδ. βλ. осмотр. осматривать(ся) ρ.δ. βλ. осмотрёть(ся). осмеивать ρ.δ. βλ. осмеять. II -СЯ γελοιο- γελοιοποιούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. осмелеть, -ею, -ёешь р.σ. γίνομαι τολμη- τολμηρός, παίρνω θάρρος. осмеливаться р.δ. βλ. осмелиться. осмелиться ρ.σ. (απο)τολμώ, δε διστάζω,α- διστάζω,αποφασίζω" παίρνω θάρρος· он не -ился проти- противостоять αυτός δεν τόλμησε να αντισταθεί· - Возразить τολμώ να αντιμιλήσω. ОСМеЙНИе, -Я ουδ. γελοιοποίηση, κωμικο- ποίηση, διακωμώδηση. осмеять, осмею, осмеёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осмеянный, βρ: -ёян, -а, -О р.σ.μ. γε- γελοιοποιώ, κωμικοποιώ, διακωμωδώ. *ОСМИЙ, -Я α. όσμιο (μέταλλο). ОСМОЛИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОС- молёншй, βρ: -лён, -лена, -ленб αλείφω με πίσσα, κατραμώνω. ОСМОлка, -И θ. πίσσωση, κατράμωση. *ОСМОС, ~а α. (φυσ.) ώσμωση, διαπίδυση (για υγρά) .. ОСМОтр, -а α. 1 περισκόπηση. 2 έλεγχος, ε- επιθεώρηση. 3 εξέταση· ВрачёбНЫЙ - ιατρι- ιατρική εξέταση. ОСМОТреТЬ, -ОТрЙ, -ОТрИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осмотренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ. πε- περί βλέπω, περισκοπώ· - С головы ДО НОГ κοι- κοιτάζω απο το κεφάλι ως τα πόδια. II περιέρχο- περιέρχομαι κοιτάζοντας. II κοιτάζω, βλέπω, εξετάζω' доктор -ёл больного о γιατρός εξέτασε τον ασθενή. II -СЯ 1 βλ. ρ. ενεργ. φ. II κοιτάζο- κοιτάζομαι, βλέπω τον εαυτό μου. 2 μτφ. γνωρίζο- γνωρίζομαι με το περιβάλλον. осмотрительно*επίρ. περιεσκεμμένα, προσε- προσεχτικά, προφυλακτικά. осмотрительность, -и θ. περίσκεψη, προσο- προσοχή, επιφυλακτικότητα. осмотрительный επ., βρ: -лен, ~льна, -о; περί εσκεμμένος, προσεχτικός, προφυλακτικός. ОСМОтрщик, -а α. εξεταστής, ελεγκτής. ОСМЫСЛёние, -Я ουδ. κατανόηση, αντίληψη. осмысленность, -и θ. βλ. осмысление. ОСМЙСЛенныЙ επ. απο μτχ. περί εσκεμμένος, συνετός, καλομελετημένος. осмысливание, -я ουδ. βλ. осмысление. ОСМЫСЛИВать ρ.δ. βλ. ОСМЫСЛИТЬ. II -СЯ κα- κατανοούμαι καλά, γίνομαι καλά αντιληπτός. ОСМЫСЛИТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.ОС- МЫСЛенныЙ, βρ: -лен, -а, -О κατανοώ, αντι- αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω καλά. ОСМЫСЛИТЬ ρ.δ. βλ. ОСМЫСЛИТЬ. II -СЯ βλ. осмысливаться. ОСНастЙТЬ, -ащу, -астйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оснащённый,' βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. 1 (ναυτ.) εξαρτίζω, αρματώνω. 2 (τεχ.) ε- εφοδιάζω, εξοπλίζω. оснастка, -И θ. 1 εξάρτιση, αρματωσιά. 2 (τεχ.) εφοδιασμός, εξοπλισμός. оснаи|ать р.δ. βλ. оснастить. II -ся (ναυτ.) εφοδιάζομαι με εξάρτιση. II (τΓχ.) εξοπλίζο- εξοπλίζομαι., εφοδιάζομαι. оснащение, -Я ουδ. εφοδιασμός· εξόπλιση. оснащённость, -и θ. βλ. оснашёние. •оснежённый επ., βρ: -жён, -жена, -женб; κ. оснеженный, βρ: -жен, -а, -о χιονοσκε- χιονοσκεπής, -πασμένος. основа, -ы θ. 1 βάση" στήριγμα· σκελετός· де- ревянная - дивана ξύλινη βάση ντιβανιού. II μτφ. ουσιώδης αρχή, υποδομή· ПОЛОЖИТЬ ЧТО- л. в -у βάζω κάτι σαν βάση· потрясение ос- основ το τράνταγμα των· βάσεων" Принять ЩЮ- ёкт решения За -у παίρνω το σχέδιο απόφα- απόφασης σαν βάση" на ~е στη βάση· με βάση· На ~е равноправия με βάση την ισοτιμία· аван- авантюрная - романа η περιπετειώδης βάση του μυθιστορήματος· древние греки заложили -у современной культуры οι αρχαίοι Ελληνες έ- έβαλαν τη βάση του σύγχρονου πολιτισμού. 2 πλθ. -Ы θεμελιώδεις αρχές· -Ы ХИМИИ οι βά- βάσεις της χημείας. 3 το στιμόνι (υφάσματος). 4 (γραμμ.) θέμα, ρίζα. II εκφρ. класть В -у βάζω για βάση· παίρνω για βάση· лечь (ле- Жать) В основу чего μπαίνω σαν βάση.
осн 824 ооо основание, -Я ουό. 1 θεμελίωση, ίδρυση· - города η ίδρυση της πόλης· ГОД -Я ИНсТИту- та έτος ίδρυσης του ινστιτούτου. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο· υποδομή·- ДОма το θε- θεμέλιο του σπιτιού· экономическое - οικονο- οικονομική βάση· правосудие есть - вейкой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξουσ.ίας. 3 λόγος, αιτία· στήριγμα· говорю ЭТО не без -Я λέγω αυτό όχι αβάσιμα· на ЙТОМ -И σ'αυ- σ'αυτή τη βάση· на каком -И? σε ποια βάση; иметь - предполагать έχω λόγο να υποθέτω· он рев- ревнует без -Я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα. 4 (μαθ., χημ.) βάση· - треугольника η βάση του τριγώνου. Ι! εκφρ. ДО -Я μέχρι θεμέλια· раз- рушЙТЬ ДО ~Я καταστρέφω εκ θεμελίων на -И με βάση· на -И закона με βάση το νόμο. основатель, -я α., -ница, -ы θ. θεμελιω- θεμελιωτής, ιδρυτής· Зено'н - ~ стоической школы о Ζήνων είναι ο ιδρυτής της στωικής σχολής. основательно επίρ. γερά, δυνατά, εντατι- εντατικά· έντονα. II σταθερά, θετικά κλπ. επ. Основательность, -И θ. βασιμότητα· θετι- θετικότητα' σιγουριά. основательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно 1 βάσιμος* εύλογος· ~ая жалоба εύλογο παρά- παράπονο. 2 (για άνθρωπο) σταθερός, θετικός, ε- εδραίος. 3 γερός, στερεός, στέριος· - МОСТ στέριο γεφύρι. 4- σοβαρός· ευσυνείδητος· βα- βαθύς, θεμελιακός. 5 αρκετά μεγάλος, αρκετού μεγέθους, αρκετής δύναμης. ОСНОВать, -Нуй, -нуёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. основанный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 ανεγείρω, ιδρύω, φτιάχνω· - город ιδρύω πό- πόλη· - больницу φτιάχνω νοσοκομείο. II μτφ. βασίζω, στηρίζω· вы на чём -ли это предполо- предположение? σε τι στηρίξατε αυτή την εικασία; II -СЯ ανεγείρομαι, ιδρύομαι, χτίζομαι, γίνο- γίνομαι. II εγκατασταίνομαι' ОН -ЛСЯ прочно на НОВОМ доме αυτός εγκαταστάθηκε μόνιμα στο καινούριο σπίτι. основной επ. βασικός· - закон капитализма βασικός νόμος του καπιταλισμού' ~ая причина βασική αιτία. II κύριος· - капитал το κύριο κεφάλαιο. II ουσ. ουδ. -Ое το βασικό, το ου- ουσιώδες· -бе и главное το βασικό και κύριο· -ое уже сделано το βασικό πια έγινε. И εκφρ. Β ~ΟΜ βασικά, κύρια. ОСНОВНЫЙ1 επ. (τεχ.) του στιμονιού· ~ые НИТИ οι κλωστές του στημονιού. ОСНОВНЫЙ2επ. (χημ.) βασικός, της βάσης. ОСНОВОПОЛагаюшиЙ επ. (γραπ. λόγος) θεμε- θεμελιωτικός, θεμελιώδης. ОСНОВОПОЛОВНИК, -а α. θεμελιωτής, ιδρυ- ιδρυτής· -и научного коммунизма οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού. основывать(ся) р.δ. βλ. основать(ся). особа, ~Ы θ. 1 πρόσωπο, προσωπικότητα, φυ- φυσιογνωμία" υποκείμενο· важная - (ειρν.) σο- σοβαρό πρόσωπο" высочайшая - υψηλή προσωπικό- προσωπικότητα· коронованная - ο εστεμμένος (ο βασι- βασιλιάς) · - короли η προσωπικότητα του βασιλιά· подозрительная особа ύποπτο πρόσωπο" неиз- неизвестная - άγνωστο πρόσωπο* духовная - κλη- κληρικός· - женского ПОла πρόσωπο του γυναι- γυναικείου φύλου. 2 (παλ. κ. ειρν.) πρόσωπο, προ- προσωπικότητα. 3 πρόσωπο του γυναικείου φύλου, γυναίκα· ВЗДо'рная - κουτή γυναίκα. II εκφρ. своей собственной ~ой о ίδιος προσωπικά. особенно επίρ. 1 ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν, εξαιρετικά" ОН вас - почитает αυτός εσάς ι- ιδιαίτερα σέβεται. II, ( ξε)χωρ ιστά· жить - ζω ιδιαίτερα. 2 πριν απ* όλα, προ παντός· сде- сделайте то и то, но ~ не забудьте... θα κάνε- κάνετε αυτό και αυτό, όμως, πριν απ' όλα,μην ξε- ξεχάσετε... II εκφρ. не - όχι πολύ, όχι εξαι- εξαιρετικά, όχι ιδιαίτερα. Особенность, -И θ. ιδιομορφία, ιδιορρυθ- ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία, ιδιοτυπία* το ίδιον,το ξε- ξεχωριστό. II εκφρ. В -И ιδιαίτερα, πριν απ'όλα. особенный επ. 1 ιδιαίτερος, ιδιάζων, ε- εξαιρετικός, εξιδιασμένος, ίδιος, ασυνήθης, -θιστος· - способ ιδιαίτερος τρόπος* это - человек αυτός είναι άλλος άνθρωπος* -Ые при- причины ιδιαίτεροι λόγοι" -ое СВОЙСТВО ιδιαί- ιδιαίτερη ιδιότητα* ничего -ОГО, Нет τίποτε το ι- ιδιαίτερο. 2 (παλ.) ξεχωριστός* ОН ЖИЛ В -ОЙ комнате αυτός ζούσε σε ξεχωριστό δωμάτιο. II ειδικός, για ορισμένη χρήση προοριζόμενος. ОСОбИЦа, -Ы θ: В -у ή на -у ξεχωριστά, ι- ιδιαίτερα· πριν απ' όλα, προ παντός. ОСОбЛЙВО επίρ. (παλ. κ. απλ.) βλ. особен- особенно. ОООбливыЙ επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 (παλ. κ. απλ.) βλ. особенный κ. особый. 2 (παλ.) ξεχωριστός, ιδιαίτερος. ОСОбНЯК, -а α. μονοκατοικία· αρχοντόσπιτο, αρχοντικό. 0С06НЯК0М επίρ. ξέχωρα, χωριστά, χώρια, ι- ιδιαίτερα, κατ' ιδίαν, μεμονωμένα, κατά μό- νας· ДОМ СТОИТ - το σπίτι είναι μεμονωμένο* ЖИТЬ - ζω κατά μόνας (μόνος,-απομονωμένος). ОСОбНЯЧОК, -ЧКЭ. α. μικρή μονοκατοικία. 0С060 επίρ. ιδιαίτερα, ξέχωρα κλπ. επ. 0С06ЫЙ επ. 1 ιδιαίτερος, ίδιος* ασυνήθης, -θιστος. 2 μεγάλος, σημαντικός. 3 ξεχωρι- ξεχωριστός, ξέχωρος· это имеет -ое значение αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. II ειδικός, για ορι- ορισμένη χρήση προοριζόμενος. ОСОбЬ, -И θ. άτομο, ξεχωριστή μονάδα. ОСОбЬ: - статьи εντελώς διάφορο, άλλο πράγμα. осовелый επ. αποκοιμισμένος, χαύνος· ά-
осо 825 ост τόνος, ηλίθιος (για βλέμμα, όψη). ОСОВёть ρ.σ. 1 βλ.,совёть. 2 χαυνώνω, α- ατονώ. осовременивать р.δ. βλ. осовременить. ОСОВремёнить р.σ.μ. εκσυγχρονίζω. ОСОёд, -а α. πτηνό εντομοφάγο. осознавать, -наю, -наешь р.6. βλ. осознйть. И -СЯ συναισθάνομαι κλπ., ρ. ενεργ. φ. осознание, -я ουδ. συναίσθηση· - опаснос- опасности συναίσθηση του κινδύνου. осознать, -ага, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. осознанный, βρ: -нан, -а, -О р.σ.μ. συναι- συναισθάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω' - СВОЮ вину καταλαβαίνω το σφάλμα μου" - СВОЮ силу έχω συναίσθηση της δύναμης μου. ОСОка, -И θ. κάρηκας (επιστ.), σπαθόχορτο, ξιφάρι, μαχαιρίδα (λκ.). ОСОКОВЫЙ επ. του κάρηκα, απο κάρηκα.ΙΙ ~ые ουσ. πλθ. τα κυπεί,ροειδή. ОСКОрнИК, -а α. λευκότοπος, γεμάτος λεύ- λεύκες. ОСОКОрь -Я α. είδος λεύκας. осоловелый επ. βλ. осовелый. осоловеть р.σ. βλ. осоветь. ОСПа, -Ы θ. (ιατρ.) 1 ευλογιά' чёрная ευλογιά αιμορραγική· овечья - ευλογιά προ- προβάτων коровья - βουφλυζακίωση· привить -у εμβολιάζω, δαμαλίζω. 2 στίγματα (ουλές) ευ- ευλογιάς· ЛИЦО В -е βλογιοκομμένο πρόσωπο. оспаривание, -Я ουδ. αμφισβήτηση· αντίρ- αντίρρηση, αντιγνωμία· φιλονικία. Ι] διεκδίκηση. оспаривать ρ.δ.μ. βλ. ОСПОРИТЬ. II συναγω- συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. Ι! αμφισβητούμαι. II δι- διεκδικούμαι . Оспенный επ. της ευλογιάς■ -ая эпидемия η επιδημία ευλογιάς. ОСПИВа,,-Ы θ. φακίδα ευλογιάς. ОСПИНКа, ~И θ. φακιδίτσα ευλογιάς. ОСПОЩ)ИВИВание, -Я ουδ. δαμαλισμός. оспопрививательный επ. του δαμαλισμού. ОСПОРИМЫЙ επ., βρ: -рЙМ, -а, -О αμφισβη- αμφισβητήσιμος. ОСПОРИТЬ ρ.σ.μ. (δι)αμφισβητώ, αντιτείνω, αντιλέγω, αντιγνωμώ· φιλονικώ, ερίζω. ОСрамЙТЬ, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осрамлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω. II -СЯ κατα- ντροπιάζομαι, ρεζιλεύομαι. *ОССеЙН, -а α. οστε'ινη. *ОСТ, -а α. 1 η ανατολή. 2 άνεμος ανατολικός. оставаться, -таюсь,· -таёшься, προστκ. ос- оставайся, επιρ. μτχ. оставаясь ρ'.δ. βλ. ОС- таться. ОСТаВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 αφήνω, ξε- ξεχνώ" Я -ИЛ деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι. II βάζω. θέτω' - В недоумении αφήνω σε αμηχανία. II αφήνω· - ученика на ВТОРОЙ ГОД αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν · προβ ιβάζω τον μαθητή· - следы αφήνω ίχνη· ОН -ИЛ ЭТО без ВНИМАНИЯ αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ' αυτό· - на свободе αφήνω ελεύ- ελεύθερο (απελευθερώνω)' - В стороне αφήνω κα- κατά μέρος. 2 διατηρώ, φυλάγω, κρατώ* - Обед ДЛЯ опоздавших αφήνω φαγητό για τους βρα- βραδυπορούντες· - работу до другого раза αφή- αφήνω τη δουλειά γι' άλλη φορά' - бороду αφή- αφήνω γένεια* - усы αφήνω μουστάκια. 3 παραχω- παραχωρώ. II κληροδοτώ. 4 εγκαταλείπω, παρατώ· - комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύ- ριστο" ОН -ИЛ Город αυτός άφησε την πόλη·- ШКОлу ПО болезни αφήνω το σχολείο λόγω α- ασθένειας' ОН -ИЛ СВОИХ детей αυτός παράτησε τα παιδιά του' - ЛЮДОЙ без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους. 5 δε διώχνω, δεν απολύω· κρατώ· - На работе αφήνω στη δουλειά" - на службе αφήνω στην υπηρεσία. 6 σταματώ, δια- διακόπτω' - разговор αφήνω την κουβέντα. II α- αποβάλλω, διώχνω· -ьте э"ти чёрные мысли διώξ- τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις· - дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες. 7 (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ* - Β ,ΐοφβκείχνι- κώ κάποιον στο παιγνίδι „βλάκες". II εκφρ. - В ПОКОе αφήνω ήσυχο" - За СОбОЙ ή Позади себя α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ζεπερνώ"не - своими милостями ή своим покровительством (παλ.) δεν αφήνω στο έλεος. оставление, -Я ουδ. 1 άφεση, άφισμα. 2 ε- εγκατάλειψη, παράτημα. ОСТаВЛЯТЬ ρ. δ. βλ. ОСТаВИТЬ. II -СЯ αφή- αφήνομαι. II εγκαταλείπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. остальной επ. υπόλοιπος, υπολειπόμενος" - долг το υπόλοιπο χρέος· -ое время о υπόλοι- υπόλοιπος χρόνος. II ως ουσ. πλθ. -ые, -ЫХ οι υπό- υπόλοιποι, οι άλλοι. II ως ουσ. ουδ. -Ое το υ- υπόλειμμα, το-ρέστο· το άλλο" всё -ое όλα τα άλλα (τα λοιπά).. останавливаться) р.δ. βλ. остановйть(ся). ОСТанёц, -НЦа α. απομεινάρι, λείψανο απο καταστροφή. останки, -ΟΒ πλθ. 1 λείψανο νεκρού· - ΠΟ- ГЙ6ШИХ τα λείψανα των πεσόντων. 2 (παλ.) υπολείμματα, λείψανα, εναπομείναντα ερείπια. остановить,.-ОВЛЮ, -ОВИШЬ, тисе. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. I σταματώ" - лошадь σταματώ το άλογο· - ЩЮ- ХОжего σταματώ το διαβάτη" - машину σταματώ τη μηχανή. 2 διακόπτω" - игру σταματώ το παιγνίδι· -вй его, он стал говорить глупо- глупости σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες. II αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά' - работы σταματώ τις εργασίες. 3 (για βλέμμα, προσο- προσοχή, σκέψη η.τ.τ.) συγκεντρώνω" ρίχνω" чар-
ост 826 ост φώνω, καθηλώνω" - СВОЙ ВЙбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.. II συγκρατώ, αναχαιτίζω, α- ανακόπτω. II -СЯ 1 σταματώ· часы -лись то ρο- λόγι σταμάτησε. II καταλύω· ОН ~ЛСЯ В гости- гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο. 2 δια- διακόπτομαι· работа -лась η δουλειά σταμάτη- σταμάτησε. 3 κρατιέμαι, συγκρατιέμαι. 4 (για βλέμ- βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώ- καρφώνομαι, προσηλώνομαι. II (για εκλογή) μου κά- κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ. II εκφρ. ни Перед чем не - δε σταματώ μπροστά σε τί- τίποτε' τα παίζω όλα για όλα,, είμαι αδίστακτος. остановка, -И β. Ι σταμάτημα· - поезда ТОРМОЗОМ σταμάτημα του τρένου με φρένο. 2 παύση, διακοπή. 3 κατάλυση, παραμονή. 4 στά- στάση · - автобусов στάση λεωφορείων КОНбЦНая ~ η τελευταία στάση, το τέρμα. II απόσταση μεταξύ δύο στάσεων. Ι! εκφρ. - за кем-чем δε φτάνει, δεν αρκεί· λείπει, δεν υπάρχει. ОСТаНОВОЧНЫЙ επ. του σταματήματος, για στα- σταμάτημα. ОСтарёть ρ.σ. (απλ.) γεράζω. ОСтаТНИЙ, -ЯЯ, -ее επ. (απλ.) ένας, μονα- μοναδικός που απόμεινε· τελευταίος. ОСТаТОК, ~тка α. 1 υπόλειμμα· υπόλοιπο, α- πομεινάδι" κομμάτι" - материи κομμάτι υφά- υφάσματος' -И Обеда αποφάγια* -И ПИТЬЙ αποπί- ματα, αποπότια, αποπιοτίδια· - ДНЯ το υπό- υπόλοιπο της μέρας" -И разбитой армии υπολείμ- υπολείμματα του συντριμμένου στρατού· -И долга υ- υπόλοιπο χρέους. 2 υποστάθμη, ίζημα, κατακά- θι. 3 (μαθ.) το υπόλοιπο. II εκφρ. без -тка ολοκληρωμένος, τέλειος· человек без ~тка άν- άνθρωπος ολοκληρωμένος (καλός σε όλχ του). ОСТаточНЫЙ επ. 1 υπόλοιπος" ~ые суммы το υπόλοιπα ποσά. 2 του υπολείμματος. остаться, -анусь, -анешься р.σ. 1 μένω, παραμένω* не уйду, -анусь здесь δε θα φύγω, θα μείνω εδώ" теперь мы -лись одни τώρα ε- μείςι μείναμε μονοί, μας. II διαμένω, κατοικώ" ОН ~анется В деревне αυτός θα μείνει στο χωριό. II δεν προβιβάζομαι, δεν προάγομαι.· ОН -лея на второй год в классе αυτός δεν προ- βιβάστηκε. 2 (απαντά στο 3° πρόσωπο) διατη- διατηρούμαι, παραμένω" закон -нется В силе о νό- νόμος θα παραμείνει σε ισχύ. II τηρούμαι, κρα- κρατιέμαι· дело -ЛОСЬ В тайне η υπόθεση παρέ- παρέμεινε μυστκή. II υπολείπομαι, απομένω· -ЛОСЬ знать... απόμεινε να μάθω... за вами -ЛОСЬ десять рублей μείνατε χρέος δέκα ρούβλια.3 είμαι, βρίσκομαι, παραμένω. 4 μένω" ОН -ЛСЯ сиротой αυτός έμεινε ορφανός· она -лась ВДОНОЙ αυτή έμεινε χήρα· ОН -ЛСЯ без денег αυτός έμεινε χωρίς χρήματα· - В выигрыше μέ- μένω κερδισμένος· - ДОЛЖНЫМ μένω χρεομένος" - В своём мнении μένω με τη γνώμη μου. 5 χάνω στο χαρτοπαίγνιο. 6 επαφίεμαι. II εκφρ. ~ за кем α) παραμένω στην κυριότητα κάποιου, β) μένω χρεώστης· ~ НИ при чём και να παραμεί- παραμείνω δε βγαίνει τίποτε· - НИ С чем μένω με τί- τίποτε (στερούμαι των πάντων)" - С НОСОМ μέ- μένω με την όρεξη (χωρίς να γευθώ τίποτε). остекленеть, -ёет р.σ. γυαλίζω ακινητο- ακινητοποιημένος, μαρμαρώνω (για μάτια). остекление, -я ουδ. υαλοθέτηση, βάλσιμο (πέρασμα) τζαμιών. остеклеть, -ёет р.σ. (απλ.) βλ. остекле- остекленеть. остеклить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остеклённый, βρ: лён, лена, -ленб υαλο- θετώ, υαλοφράσσω, βάζω (περνώ) τζάμια. остеклять р.δ. βλ. остеклить. II -ся υαλο- θετούμαι, υαλοφράσσομαι. ОСТеОЛОГ, -а α. οστεολόγος. остеологический επ. οστεολογικός. ♦остеология, -И θ. οστεολογία. *.остеома, -ы θ. οστέωμα. ♦остеомиелит, -а α. οστεομυελίτιδα. остепенить ρ.σ.μ·, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остепенённый, βρ: -нён, ~нена\ -нено σοβα- σοβαρεύω· λογικεύω. II -СЯ σοβαρεύομαι, σκέπτο- σκέπτομαι σοβαρά· λογικεύομαι. остепенйть(ся) р.δ. βλ. остепенйть(ся). остервенелость, -и θ. βλ. остервенение. остервенелый επ. μανιασμένος, έξαλλος,έξω φρενών. II ορμητικός, λάβρος, φουριόζικος, ι- ισχυρός, σφοδρός. остервенение, -Я ουδ. παραφροσύνη, λύσσα, μανία· φρενίτιδα· εξαγρίωση· прийти В -И βλ. остервенеть. И εκφρ. С -ем εντατικότατα, πυρετωδώς. остервенеть ρ.σ. λυσσομανώ, φρενετιώ, ζε- φρενιΑζω , μανιάζω" εξαγριώνομαι. ОСТервенЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остервенённый, βρ: -нён, -нена, -ненс" κάνω να παραφρονήσει, να λυσσάξει, να γίνει έξω φρενών' εξαγριώνω, αποθηριώνω. II -СЯ βλ. остервенеть. остерегать р.δ.μ. προφυλάσσω (απο κακό ή κίνδυνο) . !) -СЯ 1 προφυλάσσομαι (απο κακό, κίνδυνο). Ι! είμαι προσεχτικός, επιφυλακτι- επιφυλακτικός, προσέχω, επιφυλάσσομαι. 2 αποφεύγω,φυ- αποφεύγω,φυλάγομαι' - Острой ПИЩИ αποφεύγω τα ξυνά-αρ- μυρά. остеречь, -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. остерёг, -регла, ~ло р.σ. 3λ. остере- остерегать. II -ся βλ. остерегаться. ОСТЙТОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη αθέρων, άγανων. ОСТИСТЫЙ επ., βρ: -ТЙСТ, -а, -Ο αθερωτός, γεμάτος άγανα. *ОСТЙТ, -а α. οστίτιδα. ОСТОВ, -а α. (τεχ.) σκελετός. II σκελετός
ост 827 ост ανθρώπου. II υπολείμματα, κομμάτια. II μτφ. βάση. θεμέλιο. ОСТОЙЧИВОСТЬ, -И θ. (ναυτ.) ευστάθεια. остойчивый επ., βρ: -чив, -а, -О (ναυτ.)" ευσταθής· -ое судно ευσταθές σκάφος. остолбенелый επ. σϋζυλος, αποσβωλωμένος, εμβρότητος· κοκκαλωμένος, έκθαμβος. ОСТОЛбенёние, -Я ουδ. αποσβώλωμα, κοκκά- λωμα, μαρμάρωμα, απολίθωση. остолбенеть р.σ. μένω σύξυλος, αποσβωλω- αποσβωλωμένος, έκθαμβος1 κοκκαλώνω, μαρμαρώνω. ОСТОЛбЙТЬ, -блю, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остолблённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. περιβάλλω, χωρίζω με στύλους. ОСТОЛОП, -а α. (υβρ.) κουτοΰλιακας, βλα- κόμουτρο. ОСТОрОЖНИЧать р.δ. ενεργώ με μεγάλη επι- επιφυλακτικότητα, επιφυλάσσομαι πολύ. ОСТОРОЖНО επϊ,ρ. επιφυλακτικά, προφυλακτι- προφυλακτικά· προσεκτικά, περιεσκεμμένα* поставить τοποθετώ προσεκτικά· -! φυλάξου! πρόσεχε! ОСТОРОЖНОСТЬ, -И θ. προφύλαξη· επιφύλαξη· περίσκεψη· προσοχή· - В словах προσοχή στα λόγια· обращаться С -ЬГО ενεργώ προσεχτικά. осторожный επ., βρ: -жен, -ясна, -жно προ- προσεχτικός, προφυλαχτικός· - человек προσε- προσεχτικός άνθρωπος. II φυλαχτικός, σιγανός" вор Издал - СВИСТ о κλέφτης σφύριξε σιγανά. II εκφρ. будь -жен! πρόσεχε! φυλάξου! осточертеть, -его, -ёешь р.σ. μου γίνεται φόρτωμα, ενοχλητικός· βαριέμαι, αντιπαθώ· δε χωνεύω· σιχαίνομαι· ЭТО мне -ЛО αυτό το σι- σιχάθηκα. острагивать р.δ. βλ. острогать. II πλα- ν ίζομαι. ♦остракизм, -а α. ( εξ)οστρακισμός, εξορία. II εκδίωξη, διώξιμο. острастка, -И θ. απειλή, φοβέρα, -ρισμα, εκφοβισμός· наказать ДЛЯ -И τιμωρώ για εκ- εκφοβισμό· Дать -у εκφοβίζω. острекать ρ.σ.μ. (διαλκ. κ. απλ.) τσου- κνίζω. II - СЯ τσουκν ίζομαι. ОСТрёц, -а α. αγρόπυρο (επιστ.), αγριά- αγριάδα (λκ.). острига"ть(ся) р.δ. βλ. острйчь(ся). остриё, -Я ουδ. 1 αιχμή, ακίδα, μύτη· КОПЬЯ η αιχμή του ακοντίου' - ИГОЛКИ η μύτη του βελονιού. 2 η κόψη· - НОЖа η κόψη του μαχαιριού. 3 μτφ. κατεύθυνση κατά κάποιου"- полемики, критики, сатиры η α'ιχμή της πο- πολεμικής, της κριτικής., της σάτιρας. ОСТрЙТЬ1, ~рю, -рЙШЬ р.δ.μ. κάνω αιχμηρό, μυτερό' οξύνω. II τροχίζω, ακονίζω. ОСТрЙТЬ? -рй, -рЙШЬ р.δ. ευφυολογώ, αστε- ίζομαι, χαριεντίζομαι, πειράζω" - на чужой счёт αστείζομαι σε βάρος άλλου. острица, -Ы θ. οξυουρίδα■(σκουλήκι των ε- εντέρων) . остричь, -игу, -ижёшь, -игут, παρλθ. χρ. ОСТрЙГ, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. 0С- трйженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 ψαλι- ψαλιδίζω, κόβω· - ветки κλαδεύω· - НОГТИ κόβω τα νύχια. II κουρεύω' - ВОЛОСЫ κόβω τα μαλ- μαλλιά, κουρεύω· пришёл домой -жен ήρθε στο σπίτι κουρεμένος· - овец κουρεύω τα πρόβα- πρόβατα. II -ся он -гея в парикмахерской αυτός κουρεύτηκε στο κουρείο. ■Остров, -а, πλθ. ~ά α. νησί· η νήσος· РОДОС το νησί Ρόδος· большой - μεγαλόνησος· эгёйские -а τα νησιά του Αιγαίου* ионйчес- кие ~а τα νησιά του Ιονίου" необитаемый - ακατοίκητο νησί, ερημονήσι. II (κυνηγ.) ξε- ξεχωριστό δάσος, εθνικός δρυμός. островерхий επ. αιχμηρός προς τα πάνω. островитянин, -а α., πλθ. -яне, -ян, -ка, -И θ. νησιώτης, -ισσα. островной επ. νησιώτικος· - пейзаж νησιώ- νησιώτικο τοπίο· - житель о νησιώτης. островок, -вка α. νησάκι. ОСТрОГ, -а α. (παλ.) φράχτης οχυρού με αιχμηρούς στύλους. II (παλ.) οχυρωμένη πόλη ή κατοικημένη τοποθεσία. 3 (παλ.) ειρκτή, φυλακή" δεσμωτήριο. ОСТроГЙ, -Й θ. καμάκι· бИТЬ -ОЙ καμακώνω. ОСТрОГаТЬ р.σ.μ., παθ.* μτχ. παρλθ. χρ. остроганный, βρ: -ган, -а, -о πλανίζω. остроглазый επ., βρ: -глаз, -а, -о. 1 о- ξυδερκής. 2 με ζωηρά ματιά. острогубцы, -ΘΒ πλθ. πένσα κοπής· τανάλια. остродефицитный επ. πολύ σπάνιος· - товар πολύ σπάνιο εμπόρευμα. ОСТрОЖНИК, -а α. (παλ.) φυλακισμένος, ε- γκάθειρκτος· δεσμώτης. ОСТрОЖНЫЙ επ. (παλ.) φυλακισμένος, εγκά- θειρκτος· δέσμιος. II ουσ. βλ. острожник. острозаразный επ. πολύ μεταδοτικός, μολυ- μολυσματικός· ~ая болезнь πολύ μεταδοτική ασθέ- ασθένεια. острозубый επ. που έχει κοφτερά δόντια. остроконечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; αιχμηρός, μυτερός, οξύληκτος. острокрылый επ., βρ: -крыл, -а, -о; των αιχμηρών πτερύγων. остролист, -а α. βλ. падуб. ОСТРОЛИСТНЫЙ επ. στενόφυλλος, με αιχμηρά φύλλα. остролистый επ. βλ. остролистный. ОСТРОЛИЦЫЙ επ., βρ: -ЛИЦ, -а, -О μακρο- πρόσωπος. ОСТРОНОС, -а α. οξύρρινος, σουβλερομύτης. остроносик, -а α. βλ. остронос. остроносный επ., βρ: -нос, -а, -ο οξϋρ-
ост 828 осу ρινός, σουβλερομύτης. II μυτερός* ~ые туфли μυτερά παπούτσια. остропёстр, -а α. κ. остропестро ουδ.άκλ. σίλυβο το μαριανό. остропиливать р.δ. βλ. остропилить. ОСтропЙЛИТЬ ρ.σ.μ. βάζω (στερεώνω) τα ψα- ψαλίδια της στέγης. острорылый επ. οξύρρυγχος· - КИТ οξύρρυγχη φάλαινα" -ая лягушка οξύρρυγχος βάτραχος. острослов, -а α. ευφυολόγος, χιούμοριστής, καλαμπουριστής. острословие, -Я ουδ. ευφυολογία, χαρι,το- λογία. острословить, -влю, -вишь ρ.δ. βλ. ост- острить* острота, -ы и. (παλ.) острото, -ы е. οξύ- νοια, αγχίνοια, σπιρτάδα πνεύματος* ПускЙТЬ (отпустить) -у, ~Ы ευφυολογώ, χαριτολογώ, λέγω έξυπνα, σκαρώνω καλαμπούρια" злёя χαιρέκακο πνεύμα" σαρκασμός. острота, -Ы θ. 1 αιχμηρότητα, οξύτητα. 2 ισχυρότητα, οξύτητα· - зрения οξύτητα όρα- όρασης. 3 δριμύτητα" - запаха δριμύτητα οσμής. 4 στυφότητα. II το ξυνό. 5 καυστικότητα. 6 μτφ. δηκτικότητα. 7 σφοδρότητα. ОСТРОУГОЛЬНИК, -а α. το οξυγών ιο (τρίγωνο). остроугольный επ. οξυγώνιος· - треугольник οξυγόνιο τρίγωνο. остроумец, ~мца α. άνθρωπος ευφυέστατος, ατσίδα, σπίθα, σπίρτο. остроумие, -Я ουδ. ευφυολογία, ετοιμότητα πνεύματος, ετοιμολογία" χαριτολογία, φιλο- πραγμοσύνη. остроумничать р.δ. βλ. острить? остроумный επ., -мен, -мна, -мно έξυπνος, ευφυής, πνευματώδης, σπιρτόζος" ευφυολόγος* ετοιμόλογος· Очень - ευφυέστατος, πανέξυπνος. остроухий επ. -ух, -а, -О που έχει μυτε- μυτερά αυτιά. острохвостый επ., βρ: -хвост, -а, -о που έχει αιχμηρή ουρά" -ая ПТЙца πουλί με μυτε- μυτερή ουρά. остругать р.σ. βλ. острогать. Остругивать ρ.δ. βλ. остругать. II -СЯ πλα- πλανίζομαι . остро επίρ. με οξύτητα· - поставить во- вопрос βάζω το ζήτημα με οξύτητα. острый επ., βρ: остр и. остёр, остра, ос- остро. 1 αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός· κοφτερός, οξύστομος· -ая игла το μυτερό βελόνι" -Οθ КОПЬё αιχμηρό ακόντιο1 - меч αιχμηρό ξίφος" - НОЖ κοφτερό ή αιχμη- αιχμηρό μαχαίρι. 2 ωοειδής" -ое ЛИЦО ωοειδές πρό- πρόσωπο. 3 μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς" -Οθ зрение οξεία όραση, οξυωπία· -ое ОбОЯНИе ο- οξεία όσφρηση" - Слух οξεία ακοή" - ум οξύ- νοια, ακονισμένο μυαλό. 4 αψύς, δριμύς, τσου- τσουχτερός, πικάντικος" - запах δριμεία οσμή. II στυφός' -ая айва στυφό κιδώνι. 5 αρμυρός, ξινός· -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά. 11 καυ- καυτερός, τσουχτερός" - перец καυτερό πιπέρι· -ая Горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα. 6 μτφ. δηκτικός, τσουχτερός" -ое СЛОВЦО δη- δηκτική λέξη· у него - язык ή он остёр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα. 7 δυνατός, ι- ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος" -ое желание μεγά- μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος" καημός· -ая ТО- ТОСКИ μεγάλη θλίψη. 8 (για ασθένειες) οξύς' - аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα· -ая фор- форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού. 9 μτφ. επίμαχος" - вопрос επίμαχο ζήτημα. II οξυμένος· οξύς* κρίσιμος* -ое положение ο- οξυμένη κατάσταση' - кризис οξεία κρίση· момент κρίσιμη στιγμή. II ουσ. θ. -ая η ο- οξεία (τόνος λέξεων). II εκ φρ. - угол οξεία γωνία. ОСТряк, ~а α. ευφυολόγος, φαιδρολόγος, χω- ρατατζής, καλαμπουριτζής. ОСТуда, -Ы θ. (διαλκ.) ψύχρανση σχέσεων. ОСТУДИТЬ, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. ψύ- ψύχω, κρυώνω· - молоко κρυώνω το γάλα. остужать р.δ. βλ. остудить. II ~ся ψύχο- ψύχομαι, κρυώνω. остукать ρ.σ.μ. βλ. обстукать. остукивать р.δ. βλ. остукать оступаться р.δ. βλ. оступиться. оступиться, -УПЛЮСЬ, -упишься р.σ. παρα- παραπατώ, στραβοπατώ* -ЙЛСЯ И вывихнул ногу πα- παραπάτησα και στραμπούλισα το πόδι. остывать р.δ. βλ. остыть, остынуть. ОСТЫЛЫЙ επ. (παλ.) κρύος, ψυχρός* - ΠΟΤ κρύος*ιδρώτας . II εξασθενημένος, χαλαρωμένος, αδύνατος* μαραμένος. остыть κ. остынуть, остыну, остынешь παρλθ. χρ. ОСТЫЛ, -ла, -ло р.σ. 1 ψύχομαι, κρυώνω* чай ~ыл το τσάι κρύωσε* пёчка -ыла η θερμά- θερμάστρα κρύωσε. 2 μτφ. ψυχραίνομαι, χαλαρώνο- χαλαρώνομαι, αδυνατίζω, εξασθενίζω* μαραίνομαι, ра- ΗΟ его чувства -Или νωρίς τα αισθήματα του μαράθηκαν* интерес К этому ОСТЫЛ εξασθάνη- σε το ενδιαφέρο γι' αυτό. II συνέρχομαι* - ОТ волнения συνέρχομαι απο την ταραχή. ОСТЬ, -И, γεν. πλθ. ~ёй θ. αθέρας, άγανο. II εξέχουσα χοντρή τρίχα στη γούνα. ОСУДИТЬ, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осуждённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ. 1 καταδικάζω* - преступника καταδικάζω τον εγκληματία* заочно - καταδικάζω ερήμην. 2 κατακρίνω, αποδοκιμάζω* все осудили его ПО- ведёние όλοι κατέκριναν τη συμπεριφορά του. 3 προκαθορίζω* рок ИХ -ЙЛ на разлуку η μοί-
осу 829 от ρα τους καταδίκασε σε χωρισμό. II εκφρ. не -Й (παλ.) συγχώρησε με, συγγνώμη σου ζητώ. осуждать р.δ. βλ. осудить. II ~СЯ 1 κατα- καταδικάζομαι. 2 κατακρίνομαι, αποδοκιμάζομαι.3 προκαθορίζομαι, προδικάζομαι. ОСуадёние, -Я ουδ. 1 καταδίκη' - ОбВИНЯе- ΜΟΓΟ καταδίκη του κατηγορούμενου* заочно ερήμην καταδίκη. 2 κατάκριση, επίκριση. осуждённый ςπ. απο μτχ. κ. ως ουσ. κατα- καταδικασμένος, κατάδικος. осунуться ρ.σ. καχεκτώ, (κατ)ισχναίνω* ОН -ЛСЯ αυτός έγινε κάτισχνος. Осушать р.δ. βλ. ОСУШИТЬ. II -СЯ 1 αποξη- αποξηραίνομαι, αποστραγγίζομαι. 2 στεγνώνω, σφουγ- γίζομαι. ОСушёние, -Я ουδ. 1 αποξήρανση, αποστράγ- αποστράγγιση· ~ болота αποξήρανση του βάλτου. ОСушЙтель, -Я α. κανάλι αποξήρανσης. осушительный επ.· αποξηραντικός, αποστραγ- αποστραγγιστικός* -ые работы αποξηραντικές εργασί- εργασίες· - канйл κανάλι αποξήρανσης. ОСуШЙТЬ, ОСушу, ОСуШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осушенный, βρ: -шен, ~а, -Ο ρ.σ.μ. 1 α- αποξηραίνω, αποστραγγίζω· ~ 60Л0Т0 αποξηραί- αποξηραίνω το βάλτο. II στεγνώνω" σφουγγίζω, σκουπί- σκουπίζω" - Глаза σφουγγίζω τα μάτια" - слёзы σφουγγίζω τα δάκρυα. 2 αδειάζω, στραγγίζω, πίνω ως τον πάτο· - стакан στραγγίζω το πο- ποτήρι. осушка, -и θ. βλ. осушение. осуществимость, -и θ. το πραγματοποιήσιμο. Осуществимый επ., βρ: ~ВЙМ, -а, -О πραγ- πραγματοποιήσιμος* -ое желание πραγματοποιήσιμη επιθυμία· - план πραγματοποιήσιμο πλάνο. осуществить, -ВЛЮ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осуществлённый, βρ: -лён, -лена, -лене"; ρ.σ.μ. πραγματοποιώ, -τώνω* εκτελώ" εκπλη- εκπληρώνω' - своё Желание πραγματοποιώ την επι- επιθυμία μου. II -СЯ ιΐραγματοποιούμαι, εκπλη- εκπληρώνομαι· -лись все наши планы πραγματοποιή- πραγματοποιήθηκαν όλα - σχέδια μας. осуществлю.. ~Ч, -Я ουδ. πραγματοποίηση, εκ- εκπλήρωση· - плана πραγματοποίηση του πλάνου" - надежд πραγματοποίηση των ελπίδων. осуществляться) р.δ. βλ. осушествйть(ся). ♦ОСЦИЛЛОГраММа, ~Ы θ. παλμογράφημα. ОСЦИЛЛОграф, -а α. ταλαντωσιογράφος (συ- (συσκευή) . ОСЦИЛЛЯТОР, -а α. ταλαντωτής. ОСЧасТЛЙВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. κάνω ευ- ευτυχή. осчастливливать р.δ. βλ. осчастливить. ОСЫПаемОСТЬ, -И θ. δυνατότητα επίπασης. ОСЫПание, -Я ουδ. επίπαση.ΙΙ πτώση, πέσιμο. осыпать, -плю, -плешь, προστκ. осыпь р.σ. μ. 1 επικονιώ, επιπάσσω" πασπαλίζω* - мукой αλευρώνω" - пудрой πουδράρω* небо осыпано звёздами (μτφ.) ο ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια* - ударами ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώ- ξυλοφορτώνω· - кого бранью καθυβρίζω, περί βρίζω κά- κάποιον. 2 γεμίζω" - ласками γεμίζω με χά- χάδια' - поцелуями γεμίζω με φιλιά. 3 φυλ- λορροώ" ЯбЛОНЯ -ла ЛИСТЬЯ η μηλιά φυλλορρό- ησε. 4 (για κοκκώδη σώματα) διασκορπίζω. Η -СЯ 1 πέφτω· штукатура -лась о σοβάς έπε- έπεσε· Зёрна -лись из колосьев οι κόκκοι έπε- έπεσαν απο τα στάχυα. 2 καλύπτομαι, σκεπάζομαι. осыпать(ся) р.δ. βλ. осыпать(ся). осыпка, -и θ. βλ. осыпание. ОСЫПЬ, -И θ. σωρός απο καθιζήσεις, κατο- κατολισθήσεις, κατακρημνήσεις. ОСЬ, -И, γεν. πλθ. осей θ. άξονας· - вра- щёния βλ. вращение· - телеги άξονας του α- αμαξιού. II μτφ. το κέντρο· η βάση· - СОбЫТИЙ ο άξονας των γεγονότων. ОСЬМЙна, -Ы θ. (παλ.) μέδιμνος, μόδιος, μό- μόδι (μέτρο περιεκτικότητας 15 λιτρών). ОСЬМИННИК, ~а α. (παλ.) μέτρο επιφάνειας ίσο με το \ της ντεσιατίνας. , 4 ОСЬМИНОГ, -а α. το (ο)χταπόδι. осьмнадцать, -и (παλ.) βλ. восемнадцать. осьмушка, -и θ. (παλ.) βλ. восьмушка. осязаемость, -И θ. αισθητότητα αφής. ОСЯзёемЫЙ επ. απο μτχ. απτός, ψηλαφητός· αισθητός με την αφή. осязание, ~Я ουδ. η αφή" чувство -Я το αίσθημα της αφής" Органы -Я όργανα της αφής. ОСЯЗётельнОСТЬ, -И θ. ψαύση, άγγισμα,αφή. осязательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 της αφής, απτικός, θικτικός. 2 αισθητός, ευδιάκριτος, φανερός. ф осязёть ρ.δ.μ., παθ. μτχ. ενεστ. осязае- осязаемый, βρ: -заем, -а, -О. 1 ψηλαφίζω, ψαύω, ά- άπτομαι. 2 μτφ. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, παρατηρώ. ОТ κ. ОТО πρόθεση με γεν. 1 (σημαίνει κί- κίνηση απο ένα σημείο" αφετηρία" απομάκρυνση)· απο, εκ· путешествие началось от Афин то τα- ταξίδι άρχισε απο την Αθήνα* от Москвы до Ле- Ленинграда απο τη Μόσχα ως το Λενινγκραντ*ОТ частного К Общему απο το μερικό στο γενικό· от края до края απ' άκρη σ' άκρη· слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)· ОТ ЮНЫХ лет απο τα νεανικά χρόνια· ОН работает ОТ утра ДО НОЧИ αυτός εργάζεται απο το πρωί ως το βράδυ" мороз от пяти до десяти граду- градусов ·>ύχος απο πέντε ως δέκα βαθμούς" ОТ ГО- ГОЛОВЫ ДО ПЯТОК απο το κεφάλι ως τις φτέρνες· имущество ОТ отца περιουσία απο τον πατέρα· ОТ реду εκ γενετής· час ОТ часу από ώρα σε ώρα· письмо от пятого марта επιστολή α- απο τις πέντε του Μάρτη. 2 (με σημ. αιτίας,
от 830 отб αφορμής)· απο,.εκ, λόγω, ένεκα* бледный ОТ страха χλωμός απο το φόβο· петь от радости τραγουδώ απο χαρά· заболеть от переутомлё- НИЯ αρρωσταίνω απο υπερκόπωση. 3 κατά, ενά- ενάντια, για' средство ОТ кашли φάρμακο για το βήχα" палка ОТ СОбак ξΰλο για τα σκυλιά. 4 για· απο· футляр ОТ ОЧКОВ θήκη για τα μα- ματογυάλια· скорлупа от орехов καρυδότσουφλα" крышка ОТ кастрюли καπάκι της κατσαρόλας. II (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο· у неё есть ЧТО-ТО ОТ МЙТери αυτή έχει κάτι απο τη μάνα (σε κάτι μοιάζει) . 5 με, εκ, -εξ, απο- ОТ всей моей души μ' όλη μου την ψυχή (ολόψυ- (ολόψυχα)· ОТ всего сердца μ' όλη μου την καρδιά. 6 με· σε· день ото дня απο μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα· ГОД ОТ ГОДУ χρόνο με το χρόνο" απο χρόνο σε χρόνο" время ОТ времени απο καιρό σε καιρό. ОТ... κ. ОТО... κ. 0Τΐ>..., πρόθεμα. .. Χρη- Χρησιμοποιείται για το σχημαρισμό ρημάτων και σημαίνει: α) απομάκρυνση· ξεχώρισμα: ОТбе- жёть, ОТПЛЫТЬ, отступить, β) απόσπαση μέ- μέρους απο το όλο· αποκοπή: отвязать, отку- СЙТ-Ь, ртрезать. γ) αντενέργεια, ανταπόδοση, ανταπάντηση: отблагодарить, отдарить, от- откликнуться, δ) τέλος ή σταμάτημα της ενέρ- ενέργειας: отбарабанить, отгулять,отзаниматься, ε) λήξη (εντατικής) ενέργειας: отстегать, от- шлёпать; отделать, отшлифовать, ζ) με το μό- μόριο -СЯ απόκλιση, έκπτωση, ξέπεσμα: ΟΤΓΟ- ВорЙТЬСЯ, отбояриться, η) συνέχεια της ε- ενέργειας πέρα απο το κανονικό, υπέρ το δέ- δέον: отлежать, отсидеть. -ОТ μόριο (διαλκ.) βλ. ЧТО -ТО. ОТёва,-Ы θ. όψιμο χόρτο (φυόμενο μετά το θερισμό). отавый επ: -ое сено βλ. отава. отакелаживать ρ.δ. βλ. отакелажить. II ~ся (ναυτ.) αρματώνομαι, εξοπλίζομαι, εφοδιάζο- εφοδιάζομαι με εξαρτήματα. отакелажить ρ.σ.μ. (ναυτ.) αρμαρώνω, εξο- εξοπλίζω, εφοδιάζω με εξαρτήματα. ОТаПЛИВаТЬ ρ.δ. βλ. ОТОПИТЬ. И -СЯ θερ- θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι. ОТаПТЫВать ρ.δ. βλ. отоптать. II -СЯ πα- πατιέμαι ολόγυρα. отара, -ы θ. μεγάλο κοπάδι προβάτων. ОТбаВИТЬ.ρ.σ.μ. αφαιρώ, βγάζω' αδειάζω, εκκενώνω· λιγοστεύω· - ВОДЫ ИЗ ведре βγάζω νερό απο τον κουβά· - муки из мешка βγάζω αλεύρι απο το τσουβάλι. ОТбаВКа, -И θ. αφαίρεση, βγάλσιμο" άδεια- άδειασμα, εκκένωση· λιγόστεμα. отбавлёние, -я ουδ. βλ. отбавка. отбавлять р.δ. βλ. отбавить. II εκφρ. хоть ~пй δεν τελειώνει, είναι άσωτος, αστείρευ- αστείρευτος, βγάλε όσο θέλεις. II -СЯ αφαιρούμαι, λι- λιγοστεύω, εκκενώνομαι. отбалансировать, -руга, -руешь ρ.σ.μ.(τεχ.) ισοσταθμίζω, ισορροπώ, φέρνω στα κέντρα κε- ντράρω. отбарабанить р.σ. σταματώ την κρούση του τύμπανου. II (μουσ.) παίζω άτεχνα. 3 απαγ- απαγγέλλω, μιλώ άσχημα (σα να χτυπά νταούλι). 4 μτφ. εργάζομαι συνέχεια, ασταμάτητα (όπως χτυπά το τύμπανο). ОТбёгать(СЯ) р.σ. τελειώνω, σταματώ το τρέξιμο··δεν μπορώ να τρέξω άλλο, αποκάμνω. отбегать р.δ. βλ. отбежать. отбежёть, -егу, -ежишь, -егут р.σ. φεύ- φεύγω τρέχοντας. отбеливание, -я ουδ. βλ. отбелка. отбёливать(ся) р.δ. βλ. отбелйть(ся). ОТбёливаШИЙ επ. απο μτχ. λευκαντικός. ОТбелЙТЬ, -елю, -ёлйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отбелённый, βρ: -лён, -лена, -ленб р.σ. μ. 1 λευκαίνω, ασπρίζω. 2 απολευκαίνω, τε- τελειώνω το άσπρισμα, τη λεύκανση. II -СЯ λευ- καίνομαι, ασπρίζω, γίνομαι άσπρος. ОТбёлка, -И θ. άσπρισμα, λεύκανση. отбелочный επ. λευκαντικός. отбельный επ. της λεύκανσης. II λευκαντι- λευκαντικός. II ασπρισμένος, λευκασμένος. отбивание, -я ουδ. βλ. отбивка. отбивать(ся) ρ.δ. βλ. отбйть(ся); · -вать ПОКЛОНЫ (παλ.) κάνω μετάνοιες· - шаг κροτώ βαδίζοντας. ОТбЙВКа, ~И θ. 1 ίσιωση ή όξυνση με σφυ- σφυρηλάτηση. 2 χτύπημα γραμμής (με τεντωμένη κλωστή). 3 σταμάτημα χτύπου. ОТбИВНОЙ επ. του χτυπήματος, για χτύπημα. II χτυπητός, δαρτός. отбирание, -я ουδ. βλ. отобрание. отбирать ρ.δ. βλ. отобрать. II -СЯ 1 αφαι- αφαιρούμαι, παίρνομαι· πιάνομαι. 2 εκλέγομαι, διαλέγομαι. 3 συγκεντρώνομαι, περισυλλέγο- περισυλλέγομαι . отбить, отобью, отобьёшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ. 1 αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω1 ОН -Йл руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος. 2 αποκρούω· - МЯЧ рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι· - нападение αποκρούω ε- επίθεση· - неприятеля αποκρούω τον εχθρό. 3 αποσπώ βίαια" ξαναπαίρνω. II χωρίζω, αποχω- αποχωρίζω (απο το σύνολο). 4 παίρνω, αποσπώ. 5 εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. II καταστρέφω, χαλνώ, κόβω· - Настроение χαλνώ τη διάθε- διάθεση" - охоту κόβω την όρεξη. II στερώ της ε- επιθυμίας για κάτι· дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ'όλες τις δουλειές. 6 χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. II μεταδίδω* - теле-
отб 831 отб Грамму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή). II βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ «όνο χτυπώντας· - ЛНДОНИ πονούν οι. παλάμες απο την κρούση· - НОГИ κουράζω τα πόδια. 7 ι- σιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.. 8 (δι,αλκ.)· ξεχωρίζω μετρώντας. 9 χτυπώ γραμμή* - НИТ- НИТКОЙ ЛИНИЮ χτυπώ γραμμή με την κλωστή. 10 σταματώ, παύω· часы -ЛИ το ρολόγι σταμά- μάτησε (έπαυσε να χτυπά). II -СЯ 1 σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα. 2 αποκρούω. II (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω. 3 ξεκόβομαι, αποκό- αποκόβομαι* μένω πίσω' - ОТ атрйда ξεκόβομαι απο · το τμήμα" корова -лась ОТ СТЙда η αγελάδα ξεκόπηκε απο το κοπάδι. 4 ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι. II εκφρ. - ОТ дома ξεκόβω απο το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)" - ОТ рук ξεφεύγω απο τα χέρια (την κηδεμονία). отблагодарить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отблагодарённый, βρ: ~рён, -рена, -рено. 1 ευχαριστώ κάποιον (για κάτι καλό που μου έ- έκανε)* ~ЙЛ его И ушёл τον ευχαρίστησε και έφυγε. 2 δωρίζω κάτι (για καλό που μου έ- έκανε), αντιδωρούμαι. Отблеск, -а α. αντανάκλαση, αντιφεγγιά, α- αντ ιλαμπή" ανταύγεια. II μτφ. ίχνη, αναλαμπή· - счастья αναλαμπή ευτυχίας· ~ прежней СЛИ- СЛИВЫ αντιλαμπή περασμένης δόξας. отблёскивать р.δ. αντανακλώ, αντιφέγγω, α- αντ ι λάμπω. ОТбОЙ, -Я α. 1 απόκρουση. 2 ίσιασμα, ίσιω- ση ή όξυνση με σφυρηλάτηση. 3 χτύπημα γραμ- μής(με τεντωμένη κλωστή). 4 ξεχώρισμα με μέτρηση. 5 απόκρουση. 6 σάλπισμα ανάκλησης· σιωπητήριο* бить - σαλπίζω ανακλητικό, σιω- πητήριο ή παύση. II εκφρ. бИТЬ - βαρώ υπο- υποχώρηση (υπαναχωρώ απο θέσεις, απόψεις, υπο- υποσχέσεις κ.τ.τ.)· отбою (отбоя) нет δεν ησυ- ησυχάζω, δε βρίσκω ησυχία* ОТбОЙка, -И θ. απόσπαση, θραύση, σπάσιμο. ОТбОЛёть ρ.σ. περνώ την άρρωστεια,γερεΰω, ξαρρωσταίνω, αναρρώνω. ОТбОМбЙТЬ, -блю, -бйшь ρ.σ. 1 βομβαρδίζω. 2 βλ. отбомбиться. II -СЯ τελειώνω το βομ- βομβαρδισμό, αδειάζω τις βόμβες. ОТббр, -а α. επιλογή, εκλογή. II εκφρ. ес- тёствеННЫЙ - φυσική επιλογή* искусственный - τεχνητή επιλογή. ОТбОрка, -И θ. διαλογή, διάλεγμα, ξεδιά- λεγμα· ξεχώρισμα. ОТбОрныЙ επ. 1 επίλεκτος, εκλεκτός, δια- διαλεχτός· - отряд επίλεκτο τμήμα* - товар ε- 4λεκτό εμπόρευμα. II κομψός, χαριτωμένος·-Οθ выражение ωραία έκφραση. 2 απρεπής,άσεμνος· -ые Слова άσχημα λόγια, πάλιόλογα. ОТборонЙТЬ ρ.σ. αποσβαρνίζω, τελειώνω το σβάρνισμα. отборочный επ. της επιλογής· -ЭЯ КОМИССИЯ επιτροπή επιλογής· -ые соревнования αγώνες επιλογής. отбояриваться р.δ. βλ. отбояриться. отбояриться, -рюсь, -ришься р.σ. απαλλάσ- απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι, αποδεσμεύομαι. II α- αποφεύγω, δεν συγκατατίθεμαι· - ОТ поручения αποφεύγω την παραγγελία. отбраковать, -кую, -куешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отбракованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. ξεχωρίζω σαν άχρηστο ή κακοτεχνία. отбраковка, -И θ. ξεχώρισμα ως άχρηστο ή κακοτεχν ία. отбраковывать р.δ. βλ. отбраковать. II -ся ξεχωρίζομαι, σαν άχρηστο, κακοτεχνία. ОТбраниваться р.δ. ανταποδίδω την ύβρη, α- αντ ι βρίζω. отбранить р.σ.μ. καθυβρίζω. II -ся βλ. ОТ- ОТбраниваться. отбрасывание, -я ουδ. βλ. отброска. ОТбрЙСЫВаТЬ р.δ. βλ. ОТбрОСИТЬ. II -СЯ ρί- ρίχνομαι, πετιέμαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. ОТбрИВЙТЬ р.δ. βλ. ОТбрЙТЬ B σημ.). ОТбрЙТЬ, -рёю, -реешь р.σ.μ. αποξυρίζω, τε- τελειώνω το ξύρισμα. II μτφ. απαντώ απότομα, δί- δίνω πληρωμένη (τσουχτερή) απάντηση. II -СЯ αποξυρίζομαι. ОТброДЙТЬ, -ОДИТ ρ.σ. παύω να ζυμούμαι. отброс βλ. отбросы. «· Отбросать ρ.σ.μ. ρίχνω, πετώ* - камни ρί- ρίχνω πέτρες. ОТбрОСИТЬ, -Ошу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отброшенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 ρίχνω, πετώ· - камни от дороги πετώ τις πέ- πέτρες απο το δρόμο. II αναμερίζω, παραμερίζω. II μτφ. αποβάλλω, διώχνω, βγάζω* - Сомнения βγάζω τις αμφιβολίες· ~ страх αποβάλλω το φόβο. 2 αποκρούω, απωθώ ( επιτιθέμενο)..3 μτφ. (με τα ουσ. тень, свет, луч κ.τ.τ.)· ρίχνω* - тень ρίχνω σκιά. ОТбрОСКа, -И θ. ρίψη, ρίψιμο, ρίξιμο. ОТбрОСНЫЙ επ. βλ.ΟΤ6ρΟΟΟΒΒ$. ОТОрОСОВЫЙ επ. περίσσιος, περιττός, αχρη- αχρησιμοποίητος, πεταμένος. ОТбрОСЫ, ~0Β πλθ. (ενκ. ОТбрОС, ~а α.) α- απορρίμματα, σκουπίδια· σαβούρα* ведро ДЛЯ -ΟΒ ο σκουπιδοτενεκές· - Общества απορρίμ- απορρίμματα (αποβράσματα) της κοινωνίας. ОбрыкИВаТЬСЯ р.δ. προσπαθώ να ξεφύγω, να απαλλαγώ. ОТбуКСЙрОВаТЬ, ~РУГО, -руеШЬ р.σ. μ., ρυμουλ- ρυμουλκώ. И -СЯ ρυμουλκούμαι. ОТбурЙТЬ р.σ.μ. 1 κάνω διάτρηση. 2 τε- τελειώνω τη διάτρηση. отбучивать р.δ. βλ. отбучить. ОТбучить,.-чу, -ЧИШЬ р.σ. πλύνω,καθαρίζω.
отб 832 отв отбывание, -Я ουό. έκτιση· ~ наказания έ- έκτιση ποινής φυλάκισης. отбывать р.δ. βλ. отбыть. отбывка, -и θ. (απλ.) βλ. отбывание. ОТбЫТИе, -Я ουό. 1 αναχώρηση, εκκίνηση· - Поезда αναχώρηση του τρένου. 2 έκτιση. ОТбЫТЬ, -буду, -будешь, παρλθ. χρ. ОТбЫЛ, -ла, ~ло, προστκ. отбудь р.σ. 1 αναχωρώ, ξεκινώ" φεύγω· он отбыл К месту назначения αυτός έφυγε για τον τόπο του προορισμού. 2 εκτϊνω· υπηρετώ" - срок наказания εκτ'ινω το χρόνο της ποινής· - ПОВЙНОСТЬ υπηρετώ τη θη- θητεία. 3 (παλ.) διαφεύγω, ξεφεύγω" СКОЛЬКО ни жить, а смерти не ~ (παρμ.) όσο και να ζήσεις, το θάνατο δε θα τον αποφύγεις. ОТВёга, -И θ. ανδρεία, γενναιότητα,τολμη- γενναιότητα,τολμηρότητα, παλικαριά. ОТВАДИТЬ, ~ажу, -аДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. ξε- συνηθίζω, κάνω κάποιον να ξεσυνηθίσει" - ку- рёния κάνω κάποιον να κόψει το κάπνισμα. II αποτρέπω να επικοινωνεί, να συναναστρέφεται κ.τ.τ. II -СЯ ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω· κόβω· - ОТ курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα. отваживать(ся) ρ.δ. βλ. отвадить(ся). отваживаться р.δ. βλ. отважиться. отважиться, -жусь, -житься р.σ. αποτολμώ, αποκοτώ, αποθαρρεύομαι, δείχνω παλικαριά. отважность, -и θ. βλ. отвага· отличаться -ЬЮ διακρίνομαι για τη γενναιότητα. отважный επ., βρ: -жен, -жна, -жно γεν- γενναίος, τολμηρός, απότολμος, παράτολμος. ОТВал, -а α. 1 αναποδογύρισμα, ανατροπή· αναμέρισμα. 2 απάπλευση, σαλπάρισμα· αναχώ- αναχώρηση. 3 αναστρεπτήρας αρότρου, φτερό· плуг С -ОМ άροτρο με αναστρεπτήρα. 4 όγκος χωμά- χωμάτων, ξεκομμένα χώματα. 5 ανάχωμα. отваливание, -я ουδ. βλ. отвал (ΐ,2σημ.). отваливать ρ.δ. βλ. отвалить. 2 προστκ. отваливай (απλ.) φύγε απ' εδώ, ξεκουμπίσου. И ~ся βλ. отвалиться. ОТВаЛЙТЬ, -алю, -ОЛИШЬ , παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 αναποδογυρίζω, ανατρέπω* - камень αναποδογυ- αναποδογυρίζω την πέτρα. II ξεκόβω, ρίχνω κάτω, γκρε- γκρεμίζω. Ι! ξεχωρίζω, βάζω κατά μέρος. 2 δίνω, χορηγώ, παρέχω απο φιλότιμο. 3 αποπλέω, σαλ- σαλπάρω, αναχωρώ. II αναμερώ, κάνω στην άκρη. II -СЯ 1 πέφτω, αποσπώμαι, ξεκόβομαι, γκρεμί- γκρεμίζομαι. 2 (απλ.) παύω να ακουμπώ, 6ε στηρί- στηρίζομαι* απομακρύνομαι. II παύω να τρώγω, απο- απομακρύνομαι απο το φαγητό (ως χορτασμένος). 3 ανακάμπτω (το σώμα, το κεφάλι.). отвалка, -и θ. βλ. отвал (ι σημ.). отвальный επ. της ανατροπής, του αναποδο- γυρίσματος. II της αναχώρησης, της απόπλευ- σης, αποπλευτικός. II ουσ. θ. -ая (απλ.) α- αποχαιρετιστήριο γλέντι. ОТВалЯТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- валянный, βρ: -лян, -а, -о. 1 γναφεύω, γνά- φω. 2 φτιάχνω όπως-όπως, στα γρήγορα· 3 δέρ- δέρνω, ξυλίζω, ξυλοκοπώ. II τελειώνω τη γναφά- λωση ή το γνάψιμο. ОТВар, -а α. ζωμός (βραστός)· МЯСНОЙ - ο ζωμός κρέατος· рисовый - ζωμός ριζιού. II αφέψημα* пить - ромашки πίνω χαμόμηλο. отваривание, -я ουδ. βλ. отварка. отваривать(ся) р.δ. βλ. отварйть(ся). ОТВарЙТЬ, -арй, -арИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваренный, βρ: -рен, -а, -о βράζω* картофель βράζω πατάτες. II -СЯ βράζω· Грибы -ЛИСЬ τα μανιτάρια έβρασαν. II ξεκολλώ. отварка, -и θ. βράση, βράσιμο· - овощей βράσιμο λαχανικών. отварной επ. βρασμένος" βραστός· -<5е МЙСО βρασμένο κρέας* -ая ВОДО βρασμένο νερό. ОТВевать ρ.δ.μ. φυσώ, κινώ, παρασύρω φυ- φυσώντας. И -СЯ παρασύρομαι απο τον άνεμο. отведать ρ.σ.μ. με γεν. κ. αιτ. (κυρλξ. κ. μτφ. δοκιμάζω* γεύομαι" -айте ЭТОГО ВИНЭ. δο- δοκιμάστε αυτό το κρασί· мне пришлось ~ не- немало Горя μου συνέβηκε να περάσω όχι λίγες στενοχώριες (φαρμάκια). Отведение, -Я ουδ. 1 απομάκρυνση· αποξέ- αποξένωση. 2 αλλαγή κατεύθυνση)*, στροφή' απώθη- απώθηση, απόκρουση· παραμέρηση. II πρόληψη, απο- αποτροπή. 3 απόρριψη (μη έγκριση), 4 παραχώρηση. отведывать р.δ. βλ. отведать. отвезти, -езу,.-езёшь, παρλθ. χρ. отвёз, -езла, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. отвёзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвезённый, βρ: -зён, ~зе- на, -Зен<5 ρ.σ.μ. 1 μεταφέρω, μετακομίζω (με μεταφορικό μέσο). 2 αναμερίζω, παραμερίζω,α- παραμερίζω,απομακρύνω μεταφέροντας. отвеивать(ся) р.δ. βλ. отвёять(ся). отвергать ρ.δ. βλ. отвергнуть. II -СЯ α- απορρίπτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. отвергнуть, -ну, -нешь, παρλθ· χρ. отверг, -ла, -ло κ. (παλ.) отвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвергнутый, βρ: -НУТ, -а, -о κ. (παλ.) отверженный, βρ: -жен, -а, -о; ρ.σ.μ. απορρίπτω, αποκρούω, αποποιούμαι, α- αποστέργω. II διώχνω, αποβάλλω. отвердевание, -я ουδ. βλ.отвердение. отвердевать р.δ. βλ. отвердеть. отверделость, -и θ. σκληρότητα. Η σκλή- ρωμα. ОТВердёлыЙ επ. σκληρός, σκληρυμένος· -ЭЯ земло σκληρό χώμα. отвердение, -Я ουδ. σκλήρυνση, -ρωση. II σκλήρωμα. отвердеть, -ёет ρ.σ. σκληρύνομαι, -ραϊνο-
отв 833 отв μαι. II μτφ. γίνομαι, άσπλαχνος. II (για σύμ- σύμφωνα) γίνομαι, σκληρό, χάνω τη μαλακότητα ως φθόγγος. ОТВёрженец, -нца α. κατάρατος, επάρατος, καταραμένος. отверженный επ· απο μτχ. κατάρατος, επά- επάρατος, καταραμένος. II ουσ. άθλιος. отверзать р.δ. βλ. отверзть. II ~ся βλ. от- отверзтись. отверзтись κ. отвёрстись, -ёрзется,παρλθ. χρ. отверзся, -лась, -ЛОСЬ р.σ. (παλ.) α- ανοίγομαι,· διανοίγομαι., διαστέλλομαι. отверзть κ. отверсгь, -ёрзу, -ёрзешь; о παρλθ. χρ. отверз, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвёрстый, βρ: -ёрст, -а, -о р. σ. μ. (παλ.) ανοίγω· - уста ανοίγω το στόμα· ОН ОТВёрз ОбЪЙТИЯ αυτός άνοιξε την αγκαλιά. II (για μάτια, κόρες ματιών κ.τ.τ.) διανοίγω, διαστέλλω. ОТВернуТЬ, -Ну, -нёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвёрнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 ξεστρίβω, ξεσφίγγω· - гайку ξεστρίβω τη βί- βίδα (ξεβιδώνω). II αντιστρέφω, αναστρέφω' α- ανοίγω· - кран ανοίγω την κάνουλα* - замок У ружья ανοίγω το κλείστρο του όπλου. 2 (απλ.) σπάζω" κόβω· αποσπώ" - кукле голову (στρίβοντας) κόβω το κεφάλι της κούκλας. 3 αναδιπλώνω, ανακάμπτω, ανασηκώνω. 4 απο- αποστρέφω· - ЛИЦО ОТ зрелища αποστρέφω το πρό- πρόσωπο απο το θέαμα. II αλλάζω κατεύθυνση, πο- πορεία, στρίβω. II (για ποτάμι, δρόμο) στρί- στρίβω, κάνω στροφή. II -СЯ 1 ζεστρίβω, -ομαι, ζεσφίγγω, ξεβιδώνομαι. II ανοίγω, -ομαι, ξε- σφίγγω, -ομαι, αναστρέφομαι, αντιστρέφομαι· кран -ЛСЯ η κάνουλα άνοιξε. 2 αναδιπλώνο- αναδιπλώνομαι, ανακάμπτομαι, ανασηκώνομαι. 3 αποστρέ- αποστρέφομαι, γυρίζω το πρόσωπο αλλού. II αποστρέ- αποστρέφομαι, δεν κάνω παρέα, δε συναναστρέφομαι. Отверстие, -Я ουδ. τρύπα, οπή, άνοιγμα· - ружёЙНОГО Дула η οπή (στόμιο) της κάνης του όπλου' проломать в стене - ανοίγω τρύπα στον τοίχο* заднепроходное - (ανατ.) ο πρωκτός" заделать (заделывать) - βουλώνω την τ,ρύπα. Отвёрстый επ. απο μτχ. (παλ.) ανοιχτός· С -ЫМИ обЪЯТИЯМИ με ανοιχτή την αγκαλιά, με ανοιχτές τις αγκάλες. отвертеть, -ерчу, -ёртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отверченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.). 1 ξεστρίβω, ξεσφίγγω· ξεβιδώνω, 2 (απο)κόπτω, κόβω στρίβοντας. Ι! -СЯ 1 ξε- στρίβομαι, ξεσφίγγομαι, ξεβιδώνομαι. 2 μτφ. αποφεύγω, ξεφεύγω. Отвёртка, -И θ. κατσαβίδι, βιδολόγος, κο- χλιοστρόφιο. отвёртывать(ся) ρ.δ. βλ. отвернуть(ся). ОТВеС, -а α. νήμα της στάθμης, то βαρίδι. το ζύγι, η μολυβίθρα. II το κατακόρυφο, κα- τακορυφότητα· κρημνώρεια, το απόκρημνο" Скалы το απόκρημνο του βράχου. ОТВёсИТЬ, -ёшу, -ёсишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвешенный, βρ: -шен, ~а, -ο ρ.σ.μ. ι ζυγίζω· - кило ейхару ζυγίζω ένα κιλό ζά- ζάχαρη. 2 (απλ.) καταφέρω χτύπημα, μπάτσο, σκαμπίλι, κόλαφο. II εχφρ. - ПОКЛОН υποκλί- υποκλίνομαι, προσκυνώ" - НИЗКИЙ поклон κάνω εδα- εδαφιαία υπόκλιση. ОТВёснОСТЬ, -И θ. το απόκρημνο. отвесный επ., βρ: -сен, -сна, -СНО από- απόκρημνος, κρημνώδης, απότομος, μαχαίρι. отвести, -еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вели, ^ό,.μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведённый, βρ: -дён,-денй, -дено, επιρ. μτχ. отведя р.σ.μ. 1 φέρω, πη- πηγαίνω· - ребёнка В детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό. 2 απάγω, απο- αποσύρω, απομακρύνω* παίρνω" - стадо ОТ дороги παίρνω το κοπάδι απο το δρόμο. II μεταφέρω, μετακομίζω. II μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω. 3 διοχετεύω, παροχετεύω· αποχετεύω" παίρνω· - ВОДУ ОТ города διοχετεύω τα νερά έξω απο την πόλη" - глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού). II αποκρούω· - удар αποκρούωτο χτύ- χτύπημα. II προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ·- бе- беду προλαβαίνω το κακό. 4· μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι· - заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση. 5 παραχωρώ, παρέχω' χορηγώ" - учас- ΤΟΚ ПОД ШКОЛЬНЫЙ сад παραχωρώ τόπο για σχο- σχολικό κήπο. 6 πολλαπλασιάζω με καταβολάδες. II εκφρ. - глаза кому αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ. ОТВёт, -а α. 1 απάντηση· απόκριση· ПОЛО- ЖИТ,ельНЫЙ - θετική απάντηση" отрицательный - αρνητική απάντηση" -Ы на .вопросы απαντή- απαντήσεις σε ερωτήματα" меткий - εύστοχη (πετυ- (πετυχημένη) απάντηση· - на ПИСЬМО απάντηση σε επιστολή· дай - απάντησε" остроумный - έξυ- έξυπνη απάντηση· каков вопрос, таков И - τέ- τέτοια η ερώτηση, τέτοια και η απάντηση. 2 α- απήχηση, ανταπόκριση (για αισθήματα). 3 (μαθ.) λύση· правильный - σωστή λύση. 4 λογοδοσία, λόγος· призвать К -у καλώ να δόσει λόγο (να λογοδοτήσει). II εκφρ. Β - σε απάντηση· быть в ~е είμαι υπεύθυνος· ни -а ни привета ούτε φωνή ούτε ακρόαση. ОТВеТВЙТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ответвлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. διακλαδώνω. II -СЯ διακλαδώνομαι. ответвление, -Я ουδ. 1 (ενέργεια) διακλά- διακλάδωση. 2 κλάδος, κλαδί" κλώνος, -άρι" παρα- παρακλάδι" ивё. даёт МНОГО -ИЙ η ιτιά διακλαδί- διακλαδίζεται πολύ. 3 μτφ. (για δρόμο, ποτάμι κλπ.) χώρισμα" - реки διακλάδωση του ποταμού.
отв 834 отв ответвлять< ся) р.δ. βλ. ответвйть(ся). Ответить, -ёчу, -ётишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвёченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ. 1 α- απαντώ, δίνω απάντηση· - на Вопрос απαντώ στο ερώτημα' - отказом απαντώ αρνητικά. II λέγω, διηγούμαι· - урок λέγω το .μάθημα. 2 αποκρίνομαι, απολογούμαι' αντικρένω. II (με διάφορες σημ.)· απαντώ· - презрением на сплетню απαντώ περιφρονητικά στο κουτσο- κουτσομπολιό* ~ ДЛИННОЙ речью απαντώ με μακρυγο- ρία· на наш обстрел противник -ил пулемёт- пулемётным огнём στους πυροβολισμούς μας ο εχθρός απάντησε με πυρά πολυβόλων. II ανταποκρίνο- ανταποκρίνομαι, αποδίδω τα ίσια. II ανταποδίδω. 3 ευθύ- ευθύνομαι, φέρω ευθύνη* δίνω λόγο, λογοδοτώ· ТЫ за Зто мне -ИШЬ αυτό (που έκανες), θα μου το πλήρωσε ις. ответный επ. απαντητικός· της απάντησης·- ВИЗЙт αντεπίσκεψη· -ая улыбка απαντητικό χαμόγελο· -ая атака αντεπίθεση· -ое ПИСЬМО απάντηση σε επιστολή· ~ ПОКЛОН ανταποδοτική υπόκλιση· - удар αντιχτύπημα* - выстрел α- ντιπυροβολισμός. ответственность, -и θ. ευθύνη· брать на себя - παίρνω επάνω μου την ευθύνη, επωμί- επωμίζομαι την ευθύνη* нести полную - φέρνω α- ακέραια την ευθύνη1 ВОЗЛОЖИТЬ - επιρρίπτω, (καταλογίζω) ευθύνη· Привлечь К -И ασκώ ποινική δίωξη. II σπουδαιότητα, σοβαρότητα. ответственный επ., βρ: -вен, -венна, -о. 1 υπεύθυνος· υπόλογος· -ое лицо за выполне- выполнение плана υπεύθυνο πρόσωπο για την εκπλήρω- εκπλήρωση του πλάνου· - редактор υπεύθυνος συντά- συντάκτης· человек, - за сохранение порядка άν- άνθρωπος, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης. 2 πολύ σοβαρός ή σπουδαίος· -ая работа υ- υπεύθυνη δουλειά· -ое поручение εντολή με- μεγάλης σπουδαότητας. ответствовать, -ствую, -ствуешь р.δ.κ.σ. (παλ.). 1 απαντώ1 αποκρίνομαι. 2 ευθύνο- ευθύνομαι, έχω (φέβω) ευθύνη. ответчик, -а α., -ца, -ы θ. 1 (νομ.) ενα- εναγόμενος, -η. 2 υπεύθυνος, -η. Отвечать р.δ. βλ. ответить. 2 είμαι υπεύ- υπεύθυνος, φέρω ευθύνη, ευθύνομαι1 - за качеС- ТВО работы ευθύνομαι για την ποιότητα της εργασίας· - за себя είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου (για τις πράξεις μου)· дети за отца не -ЮТ τα παιδιά δεν ευθύνονται για τον πατέρα. 3 ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ· - интересам народа ανταποκρίνομαι στα συμφέ- συμφέροντα του λαού·' - современным требованиям ανταποκρίνομαι στις σύγχρονες απαιτήσεις· - вкусам είμαι σύμφωνος με τα γούστα. отвешивать р.δ. βλ. отвесить. II -ся ζυ- ζυγίζομαι . отвеять, -ею, -еешь ρ.σ. 1 μ. λιχνίζω· - хлеб λιχνίζω το σιτάρι. 2 απολιχνίζω, τε- τελειώνω το λίχνισμα. II -СЯ απολιχνίζω, τε- τελειώνω το λίχνισμα. ОТВИВАТЬ р.δ. βλ. ОТВИТЬ Aσημ.). II -ОЯ ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι. отвиливать р.δ. βλ. отвильнуть. ОТВИЛЬНУТЬ, -ну, -НёШЬ ρ.σ. αποφεύγω, ξε- ξεφεύγω" υπεκφεύγω· - ОТ ответа αποφεύγω την απάντηση (να απαντήσω). ОТВИНТИТЬ, -Нчу, -НТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвинченный, βρ: -чен, -а, -ο ρ.σ.μ. ξεβιδώνω, αποκοχλιώνω· - ГЙЙку ξεβιδώνω το παξιμάδι. II -СЯ ξεβιδώνομαι, αποκοχλιώνομαι. отвйнчивать(ся) р.δ. βλ. отвинтйть(ся). отвисать р.δ. βλ. отвиснуть. отвисеться, -СЙТСЯ ρ.σ. (για ενδύματα, υ- υφάσματα) ισιώνω κρεμάμενος. ОТВИСЛЫЙ επ. βλ. обвислый. отвиснуть, -нет, παρλθ. χρ. отвис, ~ла, -ЛО ρ.σ. κρεμώ, κρέμομαι· у него щёки -ЛИ αυτού κρέμασαν τα μάγουλα. ОТВИТЬ, ОТОВЬЮ, ОТОВЬёШЗ, παρλθ. χρ. ΟΤ- ВЙЛ, -ла, -ЛО, προστκ. отвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвитый, βρ: -вйт, ~ά, -ο ρ.σ.μ. 1 ξετυλίγω, εκτυλίσσω. 2 τελειώνω το ξετύ- λιγμα. отвлекать(ся) р.δ. βλ. отвлёчь(ся). отвлечение, -я ουδ. 1 απόσπαση, αποτρά- βηξη· - внимания απόσπαση της προσοχής. 2 (φιλοσ.) αφαίρεση. отвлечённо επίρ. αφηρεμένα. отвлечённость, -И θ. αφαίρεση, το αφηρε- μένο· - рассуждений το αφηρεμένο των συλ- συλλογισμών . отвлечённый επ. απο μτχ. (φιλοσ.) αφηρε- μένος· -ое Понятие αφηρεμένη έννοια" ~ые идеи αφηρεμένες ιδέες· ~ое мышление αφηρε- αφηρεμένη σκέψη. II απομακρυσμένος. II εκφρ. -ое имя существительное (γραμμ.) αφηρεμένο ου- ουσιαστικό· -ое ЧИСЛО αφηρεμένος αριθμός. отвлечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. отвлёк, -влекла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвлечённый, βρ: -чён, -чёна, -ченб ρ.σ.μ. 1 έλκω, τραβώ· αποσπώ· - огонь противника на себй τραβώ τα πυρά του εχθρού ενάντιο μου" - внимание τραβώ την προσοχή" - КОГО ОТ союза αποσπώ κάποιον απο τη συμμαχία. 2 ξεχωρίζω" απομονώνω" αφαιρώ. II ~СЯ απομα- απομακρύνομαι, ξεφεύγω· - ОТ темы ξεφεύγω απο το θέμα. II (φιλοσ.) αφαιρούμαι, ξεχωρίζο- ξεχωρίζομαι, εξαιρούμαι. ОТВОД, -а α. 1 απαγωγή, απομάκρυνση, από- απόσυρση. II μεταφορά, οδήγηση σε... 2 στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. II παροχέτευση, διοχέ- διοχέτευση. II απώθηση, απόκρουση· πάρσιμο. II α-
О ТВ 835 отв ποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση. 3 απόρριψη, α- αποποίηση· μη έγκριση. 4 παραχώρηση, χορήγη- χορήγηση. 5 πολλαπλασιασμός με καταβολάδες. 6 εξαίρεση· заявить - против свидетелей υπο- υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων. 7 (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση. 8 το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου. 9 περίζω- μα, κορνίζα, γύρος· παρυφή, κράσπεδο. 10 (παλ.) κλήρος γης. II εκφρ. ДЛЯ -а глаз για τα μάτια, για το θεαθήναι· полоса -а ζώνη εδάφους για οδοποιία. отводить, -олу, -одишь р.δ. 1 βλ.отвести. 2: παύω να κινώ. II -СЯ μεταφέρομαι· μετα- μετακινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. отвести. ОТВОДКа, -И θ. 1 στρίψιμο, αλλαγή κατεύ- κατεύθυνσης. II απόκρουση, απώθηση· απομάκρυνση. II αποχέτευση, διοχέτευση, παροχέτευση.. II πολλαπλασιασμός με καταβολάδες. 2 διακλάδω- διακλάδωση. II (τεχ.) αλλαγή, μεταστροφή. 3 βλ. ОТ- ОТВОД (9σημ.). ОТВОДНЫЙ к. ОТВОДНОЙ επ. διοχετευτικός, α- αποχετευτικός, παροχετευτικός· -ая труба α- αποχετευτικός σωλήνας. ОТВОДОК, -Дка α. καταβολάδα. ОТВОевЙТЬ, -ВОЙЮ, -Воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвоёванный, βρ: -ван, ~а, -о р.σ.μ. 1 ανακαταλαβαίνω, ξαναπαίρνω, ξανακυριεύω. 2 μτφ. αποκτώ (με δυσκολία, αγώνα κ.τ.τ.). 3 τελειώνω τον πόλεμο. 4 πολεμώ, παίρνω μέρος στον πόλεμο. II -СЯ τελειώνω τον πόλεμο. отвоёвывать(ся) р.δ. βλ. отвоевать(ся). ОТВОЗ, -а α. μεταφορά, μετακόμιση με με- μεταφορικό μέσο. отвозить1, -оду, -озишь р.δ. βλ. отвезти.I! -СЯ μεταφέρομαι, μετακομίζομαι. отвозить* -ожу, -озишь р.σ. 1 τελειώνω τη μεταφορά. 2 (απλ.) δέρνω, χτυπώ, ξυλοκο- ξυλοκοπώ. 3 λερώνω, λεκιάζω, πασαλείφω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. отвозка, -и θ. βλ. отвоз. отволаживать р.δ. βλ. отволожить, -ся βλ. отволгнуть. отволакивать р.δ. βλ. отволочь. Н_-ся σύ- σύρομαι, τραβιέμαι. отволгнуть, -нет, παρλθ. χρ. отволг, -ла, -ЛО р.σ. υγραίνομαι, διαβρέχομαι, μουσκεύω. ОТВОЛОЖИТЬ, -жу, -ЖИШЬ р.σ.μ. υγραίνω,δι- υγραίνω,διαβρέχω, μουσκεύω" - колу μουσκεύω το δέρμα. отволочь, -локу, -лочёшъ, -локут, παρλθ. χρ. отволок, -ла, -ло р.σ.μ. (απλ.) σύρω, τραβώ. ■ отворачивать(ся) р.δ. βλ. отворотйть(ся). ОТВОрЙТЬ, орю, -Орииь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отворенный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. α- ανοίγω· - дверь, ОКНО ανοίγω την πόρτα, το παράθυρο. II -СЯ ανοίγομαι. ОТВорОТ, -а α. αναδίπλωση ενδύματος, ανα- σήκωμα, επιπτυχή. ОТВОРОТИТЬ, -рочу, -рОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 μετακινώ, παραμερίζω" - камень μετακινώ την πέτρα. 2 στρέφω, αποστρέφω, γυρίζω' - ЛИЦО αποστρέφω το πρόσωπο. II αποτρέπω, προλαβαί- προλαβαίνω, αποσοβώ. II (απλ.) αναστρέφω, γυρίζω α- ανάποδα, αντιστρέφω. II ξεσφίγγω" ανοίγω· II -ся βλ. отвернуться. отворять(ся) р.δ. βλ. отворйть(ся). ОТВраТЙтеЛЬНО επίρ. αποκρουστικά, απεχ- θώς, αηδιαστικά κλπ. επ. отвратительный επ., βρ: -лен, -льна, -о 1 αποκρουστικός· δυσάρεστος· - запах δυσά- δυσάρεστη οσμή. 2 αηδιαστικός, σιχαμερός· ελε- ελεεινός, άθλιος, αχρείος* -ая ПОГОДа -άθλιος καιρός, παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος" ~ое пове- поведение αισχρή διαγωγή. отвратить, -ащу, -атйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвращённый, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. 1 (παλ.) αποστρέφω, γυρίζω αλλού" взоры от неприятного предмета παίρνω το βλέμμα απο σιχαμερό αντικείμενο. 2 εμποδί- εμποδίζω, αποτρέπω, προλαβαίνω" αποσοβώ. 3 (παλ.) ξεσυνηθίζω, κάνω να ξεσυνηθίσει, να κόψει, να διώξει, να παρατήσει. 4 (παλ.) βλ. ΟΤ- Вращать Bσημ.). II -СЯ (παλ.) αποστρέφω το πρόσωπο. II μτφ. απεχθάνομαι, σιχαίνομαι. отвратный επ., βρ: -тен, -тна, -тно βλ. отвратительный. отвращать р.δ.μ. 1 βλ. отвратить A, 2, з σημ.). 2 (παλ.) κινώ την αντιπάθεια, εμπνέω αποστροφή. II -ся βλ. отвратйься. отвращение, -Я ουδ. 1 αποστροφή. 2 απο- αποτροπή, εμπόδιση* πρόληψη, αποσόβηση· Д.ЕЯ -Я опасности για αποτροπή του κινδύνου. 3 ξεσυνήθιση. 4 απέχθεια, αηδία, σιχαμός" ПИ- тать - απεχθάνομαι, συχαίνομαι. отвыкание, -я,ουδ. βλ. отвычка. отвыкать р.δ. βλ. отвыкнуть. отвыкнуть р.σ., παρλθ. χρ. отвык, -ла,-ло (με γεν.). 1 ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω, κόβω1 трудно - ОТ табаку δύσκολο είναι να κόψω το τσιγάρο" - ОТ дурной привычки κόβω την κακή συνήθεια' - ОТ курения, вина κόβω το κάπνισμα, το κρασί. 2 ξεκόβω" αποξενώνομαι" ξεχνώ" - ОТ родителей ξεκόβω απο τους γο- γονείς· - ОТ дома ξεκόβω απο το σπίτι. ОТВЫЧКа, -И θ. αποσυνήθισμα, ξεσυνήθισμα, ξεμάθαιμα" ξέκομμα. ОТВЯЗаТЬ, -ялу, -яжеыь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвязанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. α- αποσυνδέω, ξεδένω, λύνω" - верёвку λύνω την τριχιά· - узел λύνω τον κόμπο. II αποδε- δεσμεύω, απολύω" - собаку λύνω το σκυλί. Ι!
отв 836 -СЯ Aκ.2πρόσ. όεν έχει) αποσυνδέομαι,, λύ- λύνομαι.. И απαλλάσσομαι.· γλυτώνω* насилу -ЛСЯ ОТ него τρόμαζα ν' απαλλαγώ απ' αυτόν· да отвяжитесь ОТ меня μη μου γίνεστε φόρτωμα, ξεφοτωθήτε απο μένα. ОТВЯЗКа, -И θ. αποσύνδεση, λύσιμο, ξεδέ- σιμο. II απόλυση, αποδέσμευση. II απαλλαγή. отвязывание, -я ουδ. βλ. отвязка. отвязывать(ся) ρ.δ. βλ. отвязать(ся). отгадать ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОТГЙ- ДЭННЫЙ, βρ: -дан, -а, -О μαντεύω, βρίσκω, (απ)εικάζω. ОТГадка, -И θ. μάντευμα, απε'ικαση, -σμα. отгадчик, ~а α., -ца, -Ы θ. ο μαντεύων, η μαντεύουσα. отгадывать р.б. βλ. отгадать. II -ся μα- ντεύομαι, απεικάζομαι. ОТГИб, -а α. κάμψη, ανάκαμψη. отгибание, -я ουδ. βλ. отгиб. отгибать(ся) р.δ. βλ. отогнуть(ся). ОТГЛаГОЛЬНЫЙ επ. ρηματικός, απο ρήμα' -ое существительное ουσιαστικό παράγωγο απο ρήμα· -ое прилагательное επίθετο παράγωγο απο ρήμα. ОТГЛаДИТЬ, -ажу, -ЙДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отглаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 καλοσιδερώνω· - КОСТКМ καλοσιδερώνω το κο- κοστούμι. 2 αποσιδερώνω, τελειώνωτο σιδέρωμα. II -СЯ 1 σιδερώνομαι, ισιάζω. 2 τελειώνω το σιδέρωμα. отглаживать(ся) р.δ. βλ. отгладить(ся) A σημ.). отглатывать р.δ. βλ. отглотнуть. ОТГЛОДать р.σ.μ. καταβροχθίζω, κατεβάζω μπουκιές. ОТГЛОТНУТЬ ρ.σ. καταπίνω, πίνω γουλιές. ОТГНИВание, -Я ουδ. σάπισμα, πτώση απο το σάπισμα. отгнивать р.δ. βλ. отгнить. отгнить, -ниёт, παρλθ. χρ. отгнил, -ла, -ЛО ρ.σ. σαπίζω πολύ, πέφτω απο το σάπισμα. отговаривать(ся) р.δ. βλ. отговорйть(ся). ОТГОВОРИТЬ, -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отговорённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ.μ. 1 αποτρέπω, μεταπείθω, συμβουλεύω, συ- συνιστώ να μην πράξει κάτι. II -СЯ αρνούμαι, δικαιολογούμαι, προφασίζομαι· προσποιούμαι· меня пригласили на бал, но я -лея με κάλε- κάλεσαν στο χορό, όμως εγώ δικαιολογήθηκα· - ОТ поручения αρνούμαι (δε δέχομαι) την παραγ- παραγγελία· незнанием закона - нельзй δεν μπο- μπορείς να ισχυριστείς άγνοια νόμου" - болёз- НЬЮ προφασίζομαι ασθένεια, κάνω τον άρρω- άρρωστο. ОТГОВОрка, -И θ. δικαιολογία, άρνηση, ι- ισχυρισμός, πρόφαση, πρόσχημα· пустая - κού- ΟΤΓ φια (αβάσιμη) δικαιολογία· без -рок χωρίς δικαιολογίες, χωρίς αντιρρήσεις. ОТГОВОры, -ОВ πλθ. συμβουλιές (για αλλαγή γνώμης ή απόφασης). ОТГОЛОСОК, -ска α. 1 απήχηση, αντίχηση, α- αντίλαλος, αχός, απόηχος. 2 μτφ. εντύπωση. 3 μτφ. αντανάκλαση* επακόλουθο. ОТГОН, ~а α. 1 μετακίνηση* - СКОТа на ЗЙ- мние пастбища μετακίνηση των ζώων στα χει- χειμαδιά. 2 απόσταξη. 3 βοσκή, βοσκότοπος. 4 το απόσταγμα. ОТГОНКа, -И θ. απόσταξη. ОТГОННЫЙ επ. ποιμενικός, του κοπαδιού*-ое ЖИВОТНОВОДСТВО ποιμενική κτηνοτροφία. ОТГОНЯТЬ1 ρ.δ. βλ. ОТОГНаТЬ. II -СЯ 1 διώχνο- διώχνομαι, εκδιώκομαι. II μετατοπίζομαι, παρασύρο- παρασύρομαι. 2 μετακινούμαι. 3 παίρνομαι με τη βία, αρπάζομαι. ОТГОНЯТЬ2 ρ.σ.μ. παύω να οδηγώ, να στέλ- στέλλω κλπ. ρ. βλ. гнать. отгораживание, -Я ουδ. χώρισμα* διαχώρι- διαχώρισμα· φράξιμο. II μτφ. ξεχώρισμα, απομόνωση. отгораживать(ся) р.δ. βλ. отгородйть(ся). отгорать р.δ. βλ. отгореть. ■ОТГОревЙТЬ, -рюю, рюешь ρ.σ. παύω να θλί- θλίβομαι, να λυπούμαι, να πικραίνομαι. ОТГОрёть, -рю, -рЙШЬ ρ.σ. 1 σβήνω, καίο- καίομαι ως το τέλος. 2 καίομαι. ОТГОРОДИТЬ, -рожу, -рОДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отгороженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. χωρίζω, διαχωρίζω" φράζω' - ШЙрмоЙ χωρίζω με παραπέτασμα (παραβάν)· ~ забором χωρίζω με περίβολο. II μτφ. απομονώνω, ξεχωρίζω. II -СЯ χωρίζομαι, διαχωρίζομαι· φράζομαι. II μτφ. απομονώνομαι, ξεχωρίζομαι. ОТГОСТИТЬ, -ОЩу, -ОСТЙШЬ ρ.σ. φιλοξενού- φιλοξενούμαι, είμαι φιλοξενούμενος. отгранивать р.δ. βλ. отгранить. ОТГранЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. от- отгранённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. κάνω έδρες* - рубин κάνω έδρες στο ρουμπίνι. отграничение -Я ουδ. (ζε)χώρισμα* οροθέ- οροθέτηση. отгранйчивание -я ουδ". βλ. ограничение. отграничивать р.δ. βλ. ограничить. И -ся (ζε)χωρίζομαι* οροθετούμαι. ОТГраНЙЧИТЬ ρ.σ.μ. (ξε)χωρίζω' οροθετώ. отгребать<ся) ρ.δ. βλ. отгрестй(сь). отгреметь, -ЙТ ρ.σ. παύω να βροντώ· ~ёл гром έπαψε να μπουμπουνίζει, σταμάτησε το μπουμπουνητό" аплодисменты -ЛИ σταμάτησαν τα χειροκροτήματα. II μτφ. σβήνω, χάνομαι" сла- ва -ла έσβησε η δόξα. отгрести, -ебу, -ебёшь, παρλθ. χρ. отгрёб, отгребла, ~ЛО ρ.σ. 1 γραβαλ'ιζω, τσουγκρανί- ζω. 2 αποπλέω κωπηλατώντας. II -СЬ 1 γραβα-
отг 837 отд λίζομαι, τσουγκραν'ιζομαι. 2 αποπλέω κωπηλα- κωπηλατώντας· - ОТ берега αποπλέω απο την ακτή κωπηλατώντας. отгрохать р.σ. 1 παύω να βροντώ" пушки -ЛИ τα κανόνια σίγασαν. 2 μτφ. (απλ.) τε- τελειώνω το χτίσιμο, την οικοδομή. ОТГРОХОТОТЬ, -чет р.σ. παύω να κροτώ, να βροντώ" аплодисменты -ЛИ τα χειροκροτήματα σταμάτησαν. отгружать р.δ. βλ. ОТГрузЙТЬ. II -СЯ ξε- ξεφορτώνομαι, εκφορτώνομαι. II φορτώνομαι к. α- αποστέλλομαι . ОТГрувЙТЬ, -ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отгруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. отгру- отгружённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ,σ.μ. 1 ξε- φορτώνω, εκφορτώνω. 2 φορτώνω και αποστέλ- αποστέλλω. 3 αποφορτώνω, τελειώνω τη φόρτωση. ОТГруЗКа, -И θ. 1 ζεφόρτωση, εκφόρτωση. 2 φόρτωση και αποστολή. отгрызать р.δ. βλ. отгрызть. отгрызаться ρ.δ. (απλ.) αντικρούω· αντι- βρίζω.. отгрызнуться р.σ. βλ. отгрызаться. отгрызть, -ызу, -ызёшь, παρλθ. χρ. от- отгрыз, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОТГры- зенный, -зен, -а, -О р.σ.μ. κατατρώγω κάτι σκληρό, ροκανίζω. II -СЯ βλ. отгрызаться. ОТГудёть, -ЙТ ρ.σ. παύω να σφυρίζω ή να κορνάρω -ЛИ гудки σταμάτησαν να σφυρίζουν οι σειρήνες. ОТГул, ~а α. 1 (για ζώα) γέρεμα (απο τη βοσκή). 2 μέρα αργίας (για προηγούμενη υ- υπερωρία. отгуливать(ся) р.δ. βλ. отгулять(ся). отгулять р.σ. 1 περιπατώ, κάνω περίπατο. II δεν εργάζομαι· αναπαύομαι· - Отпуск ξεκου- ξεκουράζομαι την άδεια.' II δεν εργάζομαι για αντί- αντίστοιχες υπερωρίες. 2 γιορτάζω, πανηγυρίζω, γλεντώ· МЫ -ЛИ весело Первое мая εμείς γιορ- γιορτάσαμε χαρούμενα την Πρωτομαγιά· - Свадьбу γλεντώ στο γάμο. 3 τελειώνω τον περίπατο. II -СЯ 1 (απλ.) κάνω περίπατο, περιπατώ, σερ- σεργιανίζω* χορταίνω περίπατο. 2 γίνομαι ευ- ευτραφής, γερεύω (βοσκώντας). отдавать, -даю, -даёшь, προστκ. отдавай, επίρ. μτχ. отдавая р.δ. 1 βλ. отдать. 2 μυ- μυρίζω, αναδίδω μυρουδιά, οσμή" ОТ Него -ёт немного ВОДКОЙ αυτός μυρίζει λίγο βότκα. II μοιάζω, ενθυμίζω" - стариной θυμίζω κάτιτο παλαιό. И -ся 1 βλ. отдаться. 2 βλ. отдавать Aσημ·). ОТДаВЙТЬ, -авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдавленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. πατώ, θλίβω, πιέζω, προξενώ πόνο πατώντας· ~ ногу πατώ το πόδι. отдавливать р.δ. βλ. отдавить. Ι! -СЯ πα- πατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. отдаивать(ся) р.δ. βλ. отдойть(ся). отдаление, -Я ουδ. 1 απομάκρυνση, αλάργε- μα· (ξε)μάκραιμα. 2 μετάθεση, μετατόπιση. 3 μτφ. αποξένωση, απομόνωση. II απόσταση· дер- жать В -ИИ κρατώ σε απόσταση. 4 (παλ.) πε- περιοχή απομακρυσμένη. II εκφρ. В -ИИ (~нье) κ. на -ии μακριά- в -ии виднелся дом μα- μακριά φάνηκε ένα σπίτι. отдалённо επίρ. μακριά. II ελάχιστα, ασή- ασήμαντα. II σε απόσταση. отдалённость, ~И θ. απόσταση μακρινή. отдалённый επ. απο μτχ. μακρινός, αλαργι- νός* απόμακρος· απομακρυσμένος' - край απο- απομακρυσμένη περιοχή· ~ые времена παλαιά χρό- χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι· -ЭЯ ДреВНОСТЬ η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα" -Ое буду- щее το απώτατο μέλλον· -ое прошлое το μα- κρινό παρελθόν -ое родство μακρινή συγγέ- συγγένεια· - родственник μακρινός συγγενής. II α- απόκεντρος. II ελάχιστος, ασήμαντος· -ое СХО- СХОДСТВО ελάχιστη ομοιότητα. II αποξενωμένος· αδιάφορος. отдалить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. от- отдалённый, βρ: -Лён, -лена, -лено'. 1 απομα- απομακρύνω, (ξε)μακραίνω· - лупу от предмета α- απομακρύνω το φακό απο το αντικείμενο. 2 α- αναβάλλω για αργότερα" μετατοπίζω, μεταφέρω, μεταθέτω. 3 κρατώ σε ο&όσταση, μακριά. II αποξενώνω" απομονώνω. Π -СЯ απομακρύνομαι, αλαργεύω, (ξε)μακραίνω" ЛОДКа -лась ОТ бё- рега η βάρκα απομακρύνθηκε απο την ακτή" - ОТ темы разговора ξεφεύγω απο το θέμα της συνομιλίας. II αποξενώνομαι" απομονώνομαι" - ОТ старых друзей ξεκόβω απο τους παλαιούς φίλους. отдалять(ся) ρ.δ. βλ. отдалйть(ся). отдание, -Я ουδ. απόδοση· - почестей α- απόδοση τιμών. II τέλος γιορτής· - ПЯСХИ τέ- τέλος του Πάσχα. . отдаривать(ся) р.6. βλ. отдарйть(ся). отдарить, ρ.σ.μ. ανταποδίδω δώρο, αντιδω- ρούμαι. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. отдать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -да- -дадите, дадут, παρλθ. χρ. отдал, -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о р.σ. μ. 1 αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέ- επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω" - КНИГИ В библи- библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη· - ДОЛГ δίνω το χρέος. 2 παραδίνω, εγχειρίζω. II παραχωρώ. II μτφ. ξοδεύω, δαπανώ' κατανα- καταναλώνω: αφιερώνω· - делу все СВОЙ СИЛЫ δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου. II θυ- θυσιάζω, δίνω για χάρη. II παραδίνω" - город Неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό. II
отд 838 отд δίνω, παραδίνω' - туфли На ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση· - платье на ЧЙС- тку δίνω το φόρεμα για καθάρισμα. Π βάζω, στέλλω, παραδίνω· - ребёнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση· сына В школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχο- σχολείο. II παντρεύω· в двадцать лет её -ли за- замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν. II πα- παραπέμπω· - В суд παραδίνω στο δικαστήριο. 3 πουλώ· Я -ал вещь за ПЯТЬДесятЬ рублей πού- πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια. Ι] πλη- πληρώνω· за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια. 4 (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρ- παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): - приказ (Прика- зание) διατάζω' - ПОД заклад ενεχυριάζω (βά- (βάζω ως ενέχυρο)· - внаём ενοικιάζω· - ВИЗИТ επισκέπτομαι* - якорь αγκυροβολώ· - ПОКЛОН υποκλίνομαι. 5 τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκ- εκπυρσοκρότηση) · ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναζε στον ώμο. II προκαλώ πόνο· ~ло В СПИ- ну μου προκάλεσε πόνο στη ράχη. 6 αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω· - ПОВОД αμο- αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία). II στρέ- στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό). 7 αμ. αναμερίζω, κάνω· -ай Назад κάνε πίσω. II εκφρ. - руку Дочери δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω) . II -ся 1 παραδίδομαι· он -лея в их распоря- распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους· не- неприятель -ЛСЯ Победителю о εχθρός παραδό- παραδόθηκε στο νικητή. 2 αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι. 3 (για γυναίκα)· παραδίδομαι, υποκύπτω' она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ' αυτόν. 4 (για ήχο)" αντηχώ, αντιλαλώ. II βρίσκω απήχηση, προξε- προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης η.τ.τ. отдача, -И θ. 1 απόδοση, επανάδοση, επι- επιστροφή· - ДОЛГа πληρωμή χρέους, απόδοση ο- οφειλής. 2 παράδοση·- вещей на хранение πα- παράδοση πραγμάτων για διαφύλαξη. II παραχώρη- παραχώρηση. 3 (από)δοση, δόσιμο. 4 τίναγμα, κλώτσι- μα, λάκτισμα όπλου. 5 χαλάρωμα, ξελασκάρι- σμα· ξέσφιγμα· αμολάρισμα. 6 (αΟλτ.) δόσι- δόσιμο, μετάδοση της ποδόσφαιρας κ.τ.τ., πάσσα. П εχφρ. - Якоря αγκυροβόληση· без -И χωρίς επιστρορή. ανεπιστρεπτί· - внаём εκμίσθω- εκμίσθωση, ενοικίαση. отдвигать(ся) р.δ. βλ. отдвйнуть(ся). ОТДВИЖНОЙ επ. κινητός, μετακινούμενος. отдвинуть(ся) р.σ. βλ. отодвинуть(ся). отдежурить р.σ. 1 είμαι της υπηρεσίας, ε- εφημερεύω. 2 τελειώνω την υπηρεσία, την ε- φημέρευσΓ. ОТДёл, -а α. 1 τμήμα, μέρος· ИСТСрИЮ ОбЫ- чно делят на три -а: дрёвную, среднюю, но- новую την ιστορία συνήθως την χωρίζουν σε τρία μέρη: αρχαία, μεσαιωνική, νέα. 2 τμή- τμήμα (ιδρύματος, εργοστασίου κ.τ.τ.)· - сна- снабжения τμήμα εφοδιασμού' - кадров τμήμα προσωπικού· справочный - γραφείο πληροφο- ρ ιών . 3 κλάδος · - науки 4λάδος ей ιστή,μης. Ц στήλη· - сатиры И юмора στήλη σάτιρας και χιούμορ. 4 (παλ.) χώρισμα, ξεχώρισμα· παρα- παραχώρηση . отделать ρ.σ.μ. 1 επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ, επιμελούμαι των λεπτομερειών έρ- έργου" χτενίζω. II προσδίδω μορφή, φτιάχνω κατ' απομίμηση, εν είδη, σαν - стены ПОД дуб φτιάχνω τους τοίχους σαν απο δρυόξυλο. II α- ανανεώνω· επισκευάζω εκ νέου, ξεκαινουργώνω. 2 διακοσμώ, στολίζω, ευτρεπίζω· γαρνίρω. 3 (απλ.) λερώνω" φθείρω, χαλνώ' - рубашку λε- λερώνω το πουκάμισο. II μαλώνω άσχημα, στολίζω. Π χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ. II -СЯ 1 απαλλάσ- απαλλάσσομαι απο κάτι, απο κάποιον' ξεφορτώνομαι. 2 ξεφεύγω, εκφεύγω, αποφεύγω' - Обещаниями ξεφεύγω με υποσχέσεις. 3 γλυτώνω, λυτρώνο- λυτρώνομαι" Дёшево - τη γλυτώνω φτηνά" Счастливо - στέκομαι τυχερός, ευτυχώς που τη γλυτώνω. отделение, -Я ουδ. 1 χωρισμός, -μα· απο- αποχωρισμός· απόσπαση· - церкви от государства χωρισμός της εκκλησίας απο το κράτος. .2 ξε- χώριση, διαχώρηση* απομόνωση. 3 παραχώρηση. 4 έκκριση· - слюны έκκριση σάλιου. 5 χώρι- χώρισμα, μέρος ιδιαίτερο. 6 (γΊα ιδρύματα, επι- επιχειρήσεις κ.τ.τ.) τμήμα· - МИЛИЦИИ αστυνο- αστυνομικό τμήμα. 7 (παλ.) μέρος βιβλίου κ.τ.τ., στήλη εφημερίδας. II (για συναυλίες κ.τ.τ.) μέρος· первое - концерта πρώτο μέρος της συ- συναυλίας. 8 (στρατ.) ομάδα, μικρό τμήμα, α- απόσπασμα. отделённый επ. του τμήματος, της ομάδας, του αποσπάσματος· - командир о διοικητής του τμήματος. II ως ουσ. τμηματάρχης· ομαδάρχης, αποσπασματάρχης. отделимый επ. ευδιαχώριστός, ευαπόσπαστος. отделительный επ. διαχωριστικός. отделить, елю, -ёлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ. μ. 1 χωρίζω, ξεχωρίζω" διαχωρίζω" ξεδιαλέ- γω· - желток ОТ белка ξεχωρίζω τον κρόκο απο τα ασπράδι. II αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω" - кору ОТ ствола ξεφλουδίζω τον κορμό. II κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω" ανα- αναγνωρίζω" - правду ОТ ЛЖИ ξεχωρίζω την αλή- αλήθεια απο το ψέμμα. 2 απομονώνω' ξεκόβω. 3 παραχωρώ" - часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας. II -СЯ 1 αποχωρίζο- αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι· αφαιρούμαι" βγαίνω" ΚΟ- ра -лась от ствола η φλούδα βγήκε απο τον κορμό. 2 διακρίνομαι, ξεχωρίζω. 3 απομακρύ- απομακρύνομαι. 4 (παλ.) χωρίζω, ζω χώρια" ОН -ЛСЯ
отд 839 отд ОТ отца αυτός χώρισε απο τον πατέρα.5 εκ- εκκρίνομαι . отделка , ~И θ. 1 επεξεργασία τελειωτική, τελειοποίηση· όούλευμα· λουστράρισμα. 2 ευ- τρέπιση, στόλισμα, διακόσμηση· γαρνιτούρα. ОТдёлочНЫЙ επ. τελειωτικός· -ые работы τελειωτικές εργασίες· - материал υλικό τε- τελειωτικής χρήσης ή επικάλυψης. отделывать(ся) р.δ. βλ. отделать(ся). Отдельно επίρ. χωρισμένα, χωριστά, χώρια, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν* СЫН живёт - ОТ родй- телей о γιος ζει χώρια απο τους γονείς. II μεμονωμένα, κατά μόνας. отдельность, -И θ. το ξέχωρο, το ξεχωρι- ξεχωριστό. II απομόνωση. II εκφρ. в -и βλ. отдель- отдельно; КАЖДЫЙ В -И καθένας χώρια. отдельный επ. 1 χωρισμένος, χωριστός, ξε- ξεχωριστός, ξέχωρος· ιδιαίτερος· сидеть за -ЫМ СТОЛОМ κάθομαι σε ξεχωριστό τραπέζι· - ход ιδιαίτερη είσοδος· положить в - ящик βάζω σε ιδιαίτερο συρτάρι· в каждом -ОМ слу- случае σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση. II μεμονω- μεμονωμένος·., -ое дерево μεμονωμένο δέντρο. II (συ- (συνήθως πλθ.)· -ые μερικοί· -ые примеры με- μερικά παραδείγματα* -ые лица, ЛЮДИ μερικά πρόσωπα, μερικοί άνθρωποι. 2 (στρατ.) ανε- ανεξάρτητος· - батальон ανεξάρτητο τάγμα. отделять р.δ. βλ. отделить. II -ся 1 βλ. отделиться. 2 διακρίνομαι, ξεχωρίζω. отдёргивать р. δ. βλ. отдёрнуть. II-ся τρα- τραβιέμαι, σύρομαι. II κινώ απότομα προς τα πίσω. отдёрнуть р.σ.μ. αναμερίζω τραβώντας, τρα- τραβώ' - В сторону занавеску αναμερίζω με τρά- τράβηγμα το κουρτινάκι. II αποτραβώ, παίρνω πί- πίσω γρήγορα· - руку αποτραβώ γρήγορα το χέρι. отдирать(ся) βλ. отодрать(ся). ОТДОИТЬ, -ДОЮ, -ДОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдоенный, βρ: -доен, ~а, -о р.σ.μ. 1 (για μικρή ποσότητα)· αρμέγω· - стакан мо- молока αρμέγω ένα ποτήρι γάλα. 2 αποαρμέγω, τελειώνω το άρμεγμα. II -СЯ στειρεΰω· ΚΟρό- ва -лась η αγελάδα στείρεψε. II τελειώνω το άρμεγμα. ОТДОХНОВёние, -Я ουδ. (παλ.) ξεκούραση, α- ανάπαυση . ОТДОХНУТЬ, -ну, -нё'ЛЬ р.σ. αναπαύομαι, ξε- ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω. II ξαπλώνω, κοιμού- κοιμούμαι. II εκφρ. - душой γαληνεύω, ησυχάζω, α- αναπαύεται η ψυχή μου" - сердцем ξαλαφρώνει η καρδιά μου, ησυχάζω. отдраивать р.δ. βλ; отдраить. II -ся ανοί- ανοίγομαι . отдраить, -аю, -ашпь р.σ.μ. (ναυτ.) ανοί- ανοίγω με ειδική συσκευή. отдубасить, -ашу, -асишь р.σ.μ. (απλ.) ξυ- ξυλοκοπώ, μαγκουρώνω. отдувать р.δ.μ. φυσώ, παρασύρω, διώχνω φυ- φυσώντας. II εκφρ. ~ щёки φουσκώνω τα μάγου- μάγουλα. II -СЯ 1 εκπνέω, εκφυσώ. 2 (απλ.) πλη- πληρώνω ξένες αμαρτίες· πληρώνω τα σπασμένα· ε- εγώ πληρώνω τη νύφη· στην καμπούρα μου ξε- ξεσπάνε. 3 φουσκώνω, διογκώνομαι. отдумать р.σ. βλ. раздумать. отдумывать р.δ. βλ. отдумать. отдурачиться р.σ. λογικεύομαι,, παύωνα κά- κάνω ανοησίες, τρέλλες. отдуть, -дую, -дуешь р.σ.μ. 1 βλ. отду- отдувать. 2 (απλ.) ξυλοφορτώνω, μπαγλαρώνω, φου- φουσκώνω στο ξύλο. 3 (απλ.) διατρέχω γρήγορα, με μια ανάσα. II -СЯ φουσκώνω. ОТДУХ, ~а·α. (τεχ.) οπή διαφυγής αερίων (στο χύσιμο μετάλλων). отдушина, ~Ы Θ.1 οπή αερισμού, εξάτμισης ή καπνού. 2 μτφ. έξοδος. отдушник, -а α. βλ. отдушина (ίσημ.). ОТДЫХ, -а α. ανάπαυση, ξεκούραση· ОН нуж- нуждается В -е αυτός έχει ανάγκη ανάπαυσης· ДОМ -а σπίτι ανάπαυσης· иметь право на - έχω δι- δικαίωμα ανάπαυσης· день -а μέρα σχόλης ή α- ανάπαυσης. II εκφρ. без -а χωρίς ανάπαυση (συ- (συνεχώς, αδιάκοπα)· ни -у, ни сроку не давать кому δεν αφήνω σε στασιό κάποιον. отдыхать, μτχ. ενεστ. ОТДЫХАЮЩИЙ р.δ. βλ. отдохнуть. ОТДЫХаюшИЙ ουσ. απο μι·χ. ο αναπαυόμενος. отдышаться, -ышусь, -ышишься р.σ. 1 ξανα- σαίνω, ανασαίνω, παίρνω ανάσα, αναπνοή. 2 μτφ. (απλ.) γερεύω, αναρρώνω, αναλαβαίνω. ОТёк, -а α. πρήξιμο, οίδημα, εξόγκωμα. отекать р.δ. βλ. отечь. отёл, -а α. η γέννα της αγελάδας. ОТелЙТЬ, -ёлит ρ.σ.μ. (απλ.) γεννώ μοσχα- -СЯ γεννώ μοσχαράκι. ♦отель, -Я α. ξενοδοχείο. отельный επ. του ξενοδοχείου· - швейцар θυρωρός ξενοδοχείου. ОТенЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оте- нённкй, βρ: -нён, -нена, -нено σκιάζω. отенять р.δ. βλ. отенйть. II -ся σκιάζομαι. отепление, -Я ουδ. θέρμανση, ζέσταση, -μα. отеплительный επ. θερμαντικός, θερμογόνος. ОТеплЙТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отеплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. θερμαίνω, ζεσταίνω" - ДОМ θερμαίνω το σπίτι. ОТеплЙТЬ ρ.δ. βλ. Отеп.ЛЙТЬ. II -СЯ θερμαί- θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι. отерёть(ся) р.σ. βλ. обтерёть(ся) 1 σημ. отесать(ся) ρ.σ. βλ. обтесать(ся). ОТёСЫВаТЬ(СЯ) р.δ. βλ.ΟΟΤΘΟ£ΪΤΒ(ϋΗ) . отец, отца, κλητ. (παλ.) Отце α. πατέρας· - Μου! πατέρα μου! родной - πατέρας γεννή- γεννήτορας (σε αντίθεση με τον θετόν)· Приёмный ♦ ρακί
оте 840 отз о θετός πατέρας, ο ψυχοπατέρας. II εν- ενδιαφερόμενος σαν πατέρας. 2 (πλθ. -цы) οι πρόγονοι, οι προπάτορες· наши -цы οι προπά- τορές μας. 3 (παλ.) πλθ. -ЦЫ οι προεστοί οι πρόκριτοι. 4 γενάρχης· Геродот - - истории ο Ηρόδοτος είναι ο πατέρας της ιστορίας. 11 (προσφώνηση)· πατέρα. 5 (εκκλσ.)· - АфанаСИЙ ο πάτερ Αθανάσιος· святые -цы οι πατέρες της εκκλησίας· -цы собора οι πατέρες της συ- συνόδου. II αρχηγός· - семейства αρχηγός της οικογένειας, ο οικογενειάρχης. ОТецкиЙ επ. (απλ.) βλ. ОТЦОВСКИЙ. II εκφρ. - СЫН αρχοντόπουλο, -παίδι· ~ая ДОЧЬ αρχο- αρχοντοπούλα, αρχοντοκόριτσο. отечески επίρ. πατρικά, τ-ώς. отеческий επ. πατρικός· - ДОМ πατρικό σπύ- τι· -ая забота πατρική φροντίδα· ~ая ласка πατρικό χάδι* -ая любовь πατρική στοργή, πα- πατρικό φίλτρο. отечественный επ. πάτριος, της πατρίδας· προγονικός· - ЯЗЫК η γλώσσα των προγόνων" -ЭЛ страна η γενέθλια χώρα. II εγχώριος· ΤΟ- вары -ОГО производства εμπορεύματα εγχώ- εγχώριας παραγωγής. 11 εκφρ. -ая война πατριω- πατριωτικός πόλεμος. отечество, ~а ουδ. 1 πατρίδα· любовь к -у αγάπη προς την πατρίδα· умереть ДЛЯ СПа- сёния -а πεθαίνω για τη σωτηρία της πατρί- πατρίδας. 2 μτφ. τόπος (χώρα) άπου πρωτοεμφανί- πρωτοεμφανίστηκε κάτι, απ' όπου κατάγεται κάτι. отёчность, -И θ. φούσκωμα, πρήξιμο. ОТёЧНЫЙ επ. του φουσκώματος, του πρηξίμα- τος. II πρησμένος. отечь, отеку, отечёшь, отекут, παρλθ. χρ. ОТёк, отекла, -ДО, μτχ. παρλθ. χρ. отёкший ρ.σ. 1 πρήζομαι (λόγω εκροής στους ιστούς); II μουδιάζω. 2 (για κηρί) λιώνω, τήκομαι (κα- (κατά την καύση). отжаривать р.δ. βλ. отжарить. ОТжарИТЬ ρ,σ.μ. 1 αποψήνω, αποτηγανίζω, α- ποκαβουρδίζω· τελειώνω το ψήσιμο, το τηγά- τηγάνισμα, το καβούρδισμα. 2 μτφ. (απλ.) εκτε- εκτελώ, φτιάχνω κ.τ.τ. γρήγορα, ολοταχώς· ОН -ил за час восемь километров αυτός έτρεξε για μιά ώρα οχτώ χιλιόμετρα· ВСЮ КНЙГу она -ла за ОДИН день όλο το βιβλίο αυτή το διά- διάβασε για μιά μέρα· ОН -ИЛ трепака αυτός χό- χόρεψε τρεπάκι. II μαλώνω. II χτυπώ, δέρνω· кнутом μαστιγώνω, χτυπώ με το βούρδουλα. ОТЖаТИв, -Я ουδ. 1 στύψιμο, έκθλιψη. 2 ε- εκτόπιση, διώξιμο. 3 μετακίνηση ( λόγω πίεσης). отжать? отожму, отожмёшь р.σ.μ. 1 στύβω, εκθλίβω" - бельё στύβω τα ρούχα· - СОК στύ- στύβοντας βγάζω χυμό. 2 εκτοπίζω, διώχνω (α- (ασκώντας ισχυρή πίεση). 3 μετακινώ με πίεση, απωθώ. II -СЯ στύβομαι, εκθλίβομαι. отжать? ОТОЖНУ, -НёШЬ р.σ. αποθερίζω, τε- τελειώνω το θερισμό. II -СЯ τελειώνωτο θερισμό- ОТЖеВаТЬ, -Жую, -Жуёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отжёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. μα- μασώ, κόβω και μασώ. отжёвывать р.δ. βλ. отжевать. отжечь, отожгу, отожжёшь, отожгут, παρλθ. χρ. ОТЖёГ, ОТОЖГЛО, -ЖГЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отожжённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено; р.σ.μ. (τεχ.) ψύχω βαθμιαία· - сталь ψύχω βαθμιαία το ατσάλι. отживать р.δ. -βλ. отжить. ОТЖИВШИЙ επ. γηραλέος. II μτφ. εξασθενη- εξασθενημένος· σβησμένος· κρύος. II μτφ. παλαιωμένος, (ξε)περασμένος' -ее величие περασμένο μεγα- μεγαλείο. 3 παλαιός, ασύγχρονος, απαρχαιωμένος· -ие идеи παλαιές ιδέες. ОТЖИГ, ~а α. (τεχ.) ψύξη βαθμιαία. отжигательный επ. της βαθμιαίας ψύξης. ОТЖИГатЬ р.δ. βλ. ОТЖеЧЬ. II ~СЯ (τεχ.) ψύ- ψύχομαι βαθμιαία. отжиливать р.δ. βλ. отжилить. ОТЖИЛИТЬ р.σ.μ. (απλ.) κατακρατώ, ιδιοποι- ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, τρώγω. ОТЖИМ, -а α. στύψιμο, έκθλιψη· - ткани το στύψιμο του υφάσματος. Η πίεση. отжимание, -я ουδ. βλ. отжим. отжимать(ся) р.δ. βλ. отжйть(сяI. отжимка, -и θ. 1 βλ. отжим; - сока έκθλι- έκθλιψη χυμού· - белья στύψιμο των ρούχων. 2 α- απώθηση· πίεση. ОТЖИМКИ, -МОК κ. -ΜΚΟΒ πλθ. τα αποστύμμα- τα· виноградные - τα τσίπουρα. ОТЖИМНЫЙ επ. της θλίψης, (συμ)πιεστικός· - пресс πιεστήριο, πρέσα. отжить,-живу, -живёшь, παρλθ. χρ. отжил, -ла, *ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ОТЖИВШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отжитый, βρ: -жит, ~Α, -0; ρ.σ. 1 ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω. II (με τις λ: своё, свой век, своё время) ζω τη ζωή μου, τον καιρό μου, τα χρόνια μου. II μτφ. σβήνω, χάνομαι, εξασθενίζω. 2 παλαιώ- παλαιώνω, τα τρώγω τα ψωμιά μου. 3 ζω, περνώ, δι- διάγω (ζωή). 4· (παλ.) δοκιμάζω, υποφέρω στη ζωή. 5 (διαλκ.) συνέρχομαι, επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω. ОТЖучИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. (απλ.) μαλώ- μαλώνω αυστηρά" τιμωρώ. Отзавтракать р.σ. αποπρογευματίζω, τελει- τελειώνω το προγευμάτισμα. II (παλ^ προγευματίζω. отзаниматься р.σ. παύω να ασχολούμαι. отзванивать ρ.δ. βλ. отзвонить (ίσημ.). отзвенеть, -НЙТ ρ.σ. 1 κουδουνίζω" -ёл КОЛОКОЛЬЧИК χτύπησε το κουδουνάκι. 2 παύω να κουδουνίζω. ОТЗВОНИТЬ ρ.σ. 1 κουδουνίζω, χτυπώ, σημαι-
отз 841 отк νω. 2 παύω να κουδουνίζω. II μτφ. (απλ.)· τελειώνω γρήγορα την ομιλία. II μτφ. υπηρε- υπηρετώ, εκτελώ υπηρεσία· ασχολούμαι. ОТЗВук, ~а α. 1 αντήχηση, απήχηση· ηχώ,α- ηχώ,αντίλαλος, αχός· απόηχο. 2 μτφ. εντύπωση ζω- ζωηρή, αντ'ιχτυπος. 3 μτφ. αντανάκλαση, συνέ- συνέπεια, επακόλουθο. Отзвучать, -ЙТ ρ.σ. παύω να ηχώ* σιγώ. ОТЗИМОВЙТЬ,- -мую, -муешь ρ.σ. διαχειμάζω, ξεχειμάζω, ξεχειμωνιάζω, παραχειμάζω. ОТЗОВИЗМ, -а α. οτζοβισμός, ανάκληση των βουλευτών απο τη Βουλή. ОТЗОВИСТ, ~а α. οτζοβιστής. ОТЗОВИСТСКИЙ επ. οτζοβιστικός· отзол, -а α. βλ. отзолка. ОТЗОЛИТЬ р.σ.μ. (για δέρμα) αποτριχώνω με διάλυμα ασβέστης· επεξεργάζομαι δέρμα. ОТЭОЛка, -И θ. (για δέρμα) αποτρίχωση με διάλυμα ασβέστης· επεξεργασία δέρματος. ОТЗЫВ, -а α. 1 (ОТЗЫВ κ. ОТЗЫВ) ανάκληση· - дипломатического представителя ανάκληση διπλωματικού αντιπροσώπου. 2 απάντηση, από- απόκριση σε κλήση. Π (παλ.) βλ. 0Τ3Βγκ(ΐσημ.). 3 μτφ. απήχηση· εντύπωση. 4 κρίση· γνώμη· по -ам товарищей он работник отличный κατά τη γνώμη των συντρόφων αυτός είναι υπέροχος εργάτης. II κριτική (πνευματικών, καλλιτε- καλλιτεχνικών έργων). 5 (στρατ.) το παρασύνθημα. отзывать(ся) р.δ. βλ. отозвать(ся). отзывать р.δ. βλ. отдавать Bσημ.). ОТЗЫВНОЙ επ. ανακλητικός, ανακλητήριος. ОТЗЫВЧИВОСТЬ, -И θ. προθυμία- συμπάθεια, συμπόνια. II ευαισθησία. ОТЗЫВЧИВЫЙ επ., βρ: ~чив, -а, -О. 1 πρό- πρόθυμος, ευδιάθετος, πρόσχαρος· πονετικός· ~ая душа πονετική ψυχή· - человек πρόθυμος άν- άνθρωπος. 2 ευαίσθητος* ~ЭЯ аудитория ευαί- ευαίσθητο ακροατήριο. отирать(ся) ρ.δ. βλ. отерёть(ся). отказ] -а α. 1 άρνηση· он получил - в просьбе αυτός έλαβε αρνητική απάντηση στην αίτηση· (παράκληση)· - наотрез άρνηση κα- κατηγορηματική· ответить -ОМ απαντώ αρνητι- αρνητικά. II απάρνηση. II παραίτηση, αποποίηση. 2 (μουσ.) αναίρεση. 3 παύση, σταμάτημα. II ε- εγκατάλειψη. II εκφρ. без -а χωρίς διακοπή, ασταμάτητα· ДО -а ως το τέλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο. ΟΤΚ03? -а α. (παλ.) κληροδοσία, η με δια- διαθήκη περιουσία. отказать1, -кажу, -кажешь р.σ. 1 αρνούμαι· •απορρίπτω" - В ПОМОЩИ αρνούμαι τη βοήθεια. II (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι· ОНИ отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί. 2 στερώ" природа -ла ему В зрё- НИИ η φύση του στέρησε την όραση· - себе В самом необходимом στερούμαι και του πιο α- απαραίτητου· Η δεν παραδέχομαι" δεν αναγνω- αναγνωρίζω· ему нельзя - в таланте δεν μπορώ να αρνηθώ το ταλέντο του. 3 (παλ.) απολύω, διώ- διώχνω αποπέμπω· - от места, от работы, от слу- службы απολύω απο τη θέση, τη δουλειά, την υ- υπηρεσία. 4 (για μηχανισμούς κ.τ.τ.)' σταμα- σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. II (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.)· δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι· με εγκαταλείπει, -πουν НО- НОГИ -ЛИСЬ τα πόδια δε μου το λένε· Глаза -ЛИ η όραση με εγκατέλειψε· ГОЛОС -ал πάει η φω- φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε). II εκφρ. не -ЖЙте В любезности έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη. II -СЯ 1 αρνούμαι· - ВЫ- ВЫПОЛНИТЬ просьбу αρνούμαι- να εκπληρώσω την παράκληση. 2 παραιτούμαι' απο κάτι· ~·ΟΤ на- наследства παραιτούμαι απο την κληρονομιά. II (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)· διακόπτω* α- απαρνούμαι· все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν. II δε θεωρώ δικό μου· - ОТ своей ПОДПИСИ αρ- αρνούμαι την υπογραφή μου* - ОТ СВОИХ СЛОВ αρνούμαι τα λόγια μου. II εγκταλείπω' παρα- παρατώ' παραιτούμαι· απαρνούμαι· доктора -ЛИСЬ ОТ ЭТОГО больного οι γιατροί τον αποφάσι- αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο· - от своего намере- намерения παραιτούμαι του σκοπού μου· - ОТ ДОЛ- ДОЛЖНОСТИ παραιτούμαι απο τη θέση· - ОТ пре- СТСЛа παραιτούμαι απο το θρόνο. 3 σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσ- υποτάσσομαι κ.τ.τ.). 11 εκφρ. не ~жусь(не -лея бы) δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν· ευχαρίστως· не -жуСЬ ВЫПИТЬ стакан чаю ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι. отказать? -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о р. σ. μ. (παλ.)· (για κληρονομιά)· αφήνω, εγκαταλεί- εγκαταλείπω* κληροδοτώ. отказывать(ся) р.δ. βλ. отказать(ся). отказывать р.δ. βλ. отказать2. II -ся κλη- κληροδοτούμαι . откалывание] -я ουδ. βλ. откол. откалывание? -Я ουδ'. ζεκαρφίτσωση. откалывать(сяI ρ.δ. βλ. отколоть(сяI. откалывать(сяJ ρ.δ. βλ. отколоть(сяJ. откапывание, -я ουδ. βλ. откопка. откапывать(ся) р.δ. βλ. откопать(ся). откармливание, -я ουδ. откорм. откармливать(ся) р.δ. βλ. откормйть(ся). откат, -а а. 1 βλ. откатка. 2 παλινδρόμη- παλινδρόμηση· - лафета παλινδρόμηση του κιλλίβαντα. ОТКатаТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- катаннкй, βρ: -тан, -а, -о. 1 τελειώνω το τρίψιμο, το κύλισμα· - бельё τελειώνω το τρίψιμο των ρούχων με τον κυλιστήρα. 2 δια-
отк 842 отк τρέχω (περνώ) γρήγορα. 3 (απλ.) χτυπώ, ξυ- ξυλοκοπώ. II -СЯ τελειώνω την ολίσθηση, το γλί- στρημα. ОТКатЙТЬ, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откаченный, βρ: -чен, ~а, ~ο ρ.σ. 1 πα- ραμερί-ζω, αναμερίζω κυλώντας· μετακυλώ. 2 (για οχήματα)· φεύγω' αναχωρώ γρήγορα. II -СЯ 1 μετατοπίζομαι με κύλιση· μετακυλιέμαι. II φεύγω γλιστρώντας· - на коньках φεύγω με τα παγοπέόιλα. 2 επιστρέφω, γυρίζω πίσω· волна -лась το κύμα (χτυπώντας) γύρισε πίσω. II μτφ. ανατρέπομαι, υποχωρώ κάτω απο την πίε- πίεση του εχθρού, κατρακυλώ. ОТК&Гка, -И θ. 1 μετακύλι,ση, μετατόπιση με κύλιση. 2 μεταφορά ορυκτών έεω του ορυχείου. откаточный επ. κυλιστικός, ολισθητικός. ОТКаТЧИК, ~а α., -ца, ~Ы θ. εργάτης, -ρια μεταφοράς ορυκτών. откатывание, -я ουδ. βλ. откатка Aσημ.). откатывать(оя) р.6. βλ. откатйть(ся). откачать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- качанный, βρ: -чан, -а, ~о. 1 αντλώ, βγάζω με την αντλία· - Воду βγάζω νερό με την α- αντλία. 2 βγάζω το νερό απο τον πνιγμένο (με κινήσεις, τεχνητή αναπνοή). откачивание, -я ουδ. βλ. откачка. откачивать р.δ. βλ. откачать. II -ся α- αντλούμαι . ОТКачка, -И θ. άντληση· - ВОДЫ άντληση νε- νερού . откачнуть ρ.σ.μ. κουνώ, κινώ' μετακινώ. II μτφ. (απρόσ.) αποστρέφομαι, ζεκόβω· его -ЛО ОТ старых друзей αυτός ξέκοψε απο τους πα- παλιούς φίλους. II -СЯ κουνιέμαι, κινούμαι, με- μετακινούμαι. II κι.νούμαι απότομα προςτα πίσω. μτφ. (απλ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω. откашивать ρ-.δ. βλ. откосить (ίσημ.). откашливать(ся) р.δ. βλ. откашлянуть(ся). откашлянуть р.σ. (παλ.) βήχω' αποφλεγμα- τίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. откашлять р.σ. 1 βλ. откашлянуть. 2 παύω να βήχω. II -СЯ αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγά- βγάζω φλέγματα. II σιγοβήχω (για να καθαρίσει η φωνή). ОТКИДать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- кйданный, βρ: -дан, -а, -о ρίχνω, πετώ· - снег πετώ το χιόνι. ОТКИДНОЙ επ. πτυκτός, πτυσσόμενος· διπλω- τός· αναστρεφόμενος· ~0е СИдёние σκίμπους, οκλαδία(ς)· -бе место το στραμποτέν (θεά- (θεάτρου, αμαξιού). откйдывать(ся) р.δ. βλ. откйнуть(ся). ОТКИНУТЬ ρ.σ.μ. 1 ρίχνω, πετώ' - камни С дороги πετώ τις πέτρες απο το δρόμο· - на- зад ρίχνω πίσω. II μτφ. αποβάλλω, διώχνω, αποποιούμαι, απαρνούμαι κάτι. II ξεπερνώ, υ- υπερνικώ. II αφήνω, δε συ μπερ ι λαβαίνω στο λο- λογαριασμό, δε λογαριάζω. II μεταρρίπτω* - ма- кароны на дуршлаг αδειάζω τα μακαρόνια στο στραγγιστήρι. 2 (στρατ.) ανατρέπω· βγάζω α- απο τις θέσεις, τα οχυρά. 3 μετακινώ· ανε- ανεβάζω ή κατεβάζω" - крышку рояля σηκώνω το κάλυμμα του πιάνου· - борт грузовика κατε- κατεβάζω το πλαϊνό του φορτηγού αυτοκίνητου. Π μετακινώ απότομα, αναμερίζω" - занавеску α- ναμερίζω το κουρτινάκι- II (για κεφάλι, χέ- χέρια, πόδια) ρίχνω, γυρίζω, γέρνω προςτα πί- πίσω. II -СЯ 1 ανοίγω απότομα. 2 γέρνω, κλί- κλίνω προς τα πίσω" он -лея, упираясь на сте- стену αυτός έγειρε προς τα πίσω, στηριζόμενος στον τοίχο. откипать р.δ. βλ. откипеть Bσημ.). ОТКИпеть, -ПИТ р.σ. 1 παύω να βράζω" са- мовар -ёл το σαμοβάρι έβρασε. II μτφ. εξα- εξασθενώ, παρουσιάζω κάμψη, ύφεση, υποχωρώ. 2 κατακάθομαι, κατακαθίζω βράζοντας. откладывать(ся) р.δ. βλ. отложйть(ся). откланиваться р.δ. βλ. откланяться (ίσημ.). II ανταποδίδω υπόκλιση. II απαντώ με υπόκλιση. откланяться, -ягось, -яешься р.σ. ι (παλ.) αποχαιρετώ υποκλινόμενος. 2 παύω να υπο- υποκλίνομαι, να προσκυνώ, να ταπεινώνομαι. ОТКЛеВЙТЬ, -ЛЮёт, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- клёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ. 1 μ. ραμ- ραμφίζω, τρώγω. 2 παύω να ραμφίζω. ОТКЛёВЫВать ρ.δ. ραμφίζω, τρώγω. Ι) -СЯ ραμφίζω, τρώγω. отклеивание, -я ουδ. βλ. отклейка. отклеивать(ся) р.6. βλ. откдёить(ся). отклеить, -ею, -ёишь р.σ.μ. ξεκολλώ, απο- αποκολλώ' - марку ξεκολλώ ένσημο. II -СЯ ξεκολ- ξεκολλώ· марка -лась το ένσημο ξεκόλλησε. ОТклёЙка, ~И θ. ξεκόλληση, αποκόλληση. ОТКЛИК, -а α. 1 απάντηση, απόκριση* КТО там? никакого -а ποιος ειν' εκεί; καμιά α- απάντηση. II κρίση· απόφαση. II απήχηση, αντί- αντίλαλος, ηχώ, αχός. 2 μτφ. εντύπωση· αντίκτυ- αντίκτυπος' благоприятный - ευνοϊκή απήχηση. II πλθ. ОТКЛИКИ, -ΟΒ μτφ. απήχηση· -И на статью α- απήχηση του άρθρου" -И В печати απήχηση στον τύπο. откликаться р.δ. βλ. откликнуться. ОТКЛИКНУТЬСЯ, -нусь, -Ηешься ρ.σ. 1 απα- απαντώ, αποκρίνομαι. 2 μτφ. εκφέρω γνώμη. 3 μτφ. ανταποκρίνομαι. Отклонение, -Я ουδ. 1 απόκλιση" - стрелки απόκλιση του δείκτη (της βελόνης). 2 μτφ. α- απόρριψη· - ОТ ПрОСЬбЫ απόρριψη της αίτη- αίτησης. 3 παρέκκλιση* - ОТ нбрмк παρέκκλιση απο το κανονικό· - ОТ темы απομάκρυνση (πα- (παρέκβαση) απο το θέμα. ОТКЛОНИТЬ, -ЛОНЮ, -ЛОНИШЬ,παθ. μτχ. παρλθ.
отк 843 отк χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 κλίνω, γέρνω" - корпус назад γέρνω το σώμα πίσω. II λυγίζω· - ветку λυγίζω το κλαδάκι. II αποκλίνω" παρεκκλίνω· изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βα- βαρόμετρου. II κινώ, κουνώ" ~ маятник κινώ το εκκρεμές. II απομακρύνω" - ОТ себй απομακρύ- απομακρύνω απο κοντά μου. 2 αποτρέπω, εμποδίζω. ОН -йл его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε απο την απερίσκεπτη πράξη, 3 μτφ. απορρίπτω" δε δέχομαι· ~ просьбу απορρίπτω την αίτηση· - приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση. II ~ся 1 αποκλίνω" стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε. II εκκλίνω, αποφεύγω" ОТ удара αποφεύγω το χτύπημα. 2 παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. II μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω" - ОТ темы ξεφεύγω απο το θέμα. ОТКЛОНЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОТКЛОНЙТЬ(СЯ). отклгчать(ся) ρ.δ. βλ. отключйть(ся). ОТКЛЮЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отключённый, βρ: -чён, -ченй, -ченб р. σ.μ. αποσυνδέω" - телефонный аппарат απο- αποσυνδέω το τηλέφωνο. II -СЯ αποσυνδέομαι. ОТКОВОТЬ, -кую, -куёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. ι σφυρηλατώ. 2 αποχωρίζω, βγάζω, αφαιρώ" подковку βγάζω το πέταλο (ξεπεταλώνω). 3 α- ποσφυρηλατώ, τελειώνω τη σφυρηλάτηση. И -СЯ 1 σφυρηλατούμαι. 2 αποσπώμαι, βγαίνω" ПОД- ковка -лась το πέταλο βγήκε. отковывать(ся) р.δ. βλ. отковать(ся). ОТКОВЫЛЯТЬ р.σ. παραμερίζω κουτσαίνοντας. отковыривать р.δ. βλ. отковырять. II -ся σκαλίζομαι, ξύνομαι, αποσπώμαι, βγαίνω. отковырнуть р.σ. βλ. отковыривать. ОТКОВЫРЯТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ.ΟΤ- ковырянный, βρ: -рян, -а, -О ξύνω, σκαλίζω" - штукатуру ξύνω το σοβά. ОТКОЗЫРЯТЬ1ρ.σ. αντιβγαίνω με ατού. ОТКОЗЫРЯТЬ ρ.σ. χαιρετώ στρατιωτικά. ОТКОЛ, -а α. απόσπαση' ξεκάρφωμα" αποκο- αποκοπή, κόψιμο" отколачивать р.δ. βλ. отколотить. II -ся ξεκαρφώνομαι" αποσπώμαι. ОТКОле κ. ОТКОЛЬ επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) α- απο που, πόθεν. ОТКОЛОТИТЬ, -лочу, -ЛОТИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. отколоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 ξεκαρφώνω" - ДОСку ξεκαρφώνω τη σανίδα. 2 ξυλοκοπώ, ξυλίζω, ξυλ,οφορτώνω. .ОТКОЛОТЬ1, -КОЛЮ, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОТКОЛОТЫЙ, βρ: -лот, -а, -О р.σ.μ. 1 α- αποκόπτω, κόβω, σπάζω, θραύω" αποσπώ· - ку- СОчек Сахару σπάζω ένα κομματάκι ζάχαρη· - - щёпку ОТ ПОЛена βγάζω μια σχίζα απο το κού- κούτσουρο" - глыбу льда σπάζω ένα μεγάλο κομ- κομμάτι πάγο. II μτφ. αποχωρίζω, ξεμοναχιάζω, ξε- ξεκόβω καταδιώκοντας· - оленя ОТ'СТада ξεμο- ξεμοναχιάζω το ελάφι απο το κοπάδι. II μτφ. απο- αποσπώ" αποστερώ. 2 (απλ.) εκφράζομαι άστοχα, άκαιρα, άτοπα" - СЛОВЦО λέγω άστοχη λεξού- λα· - шутку λέγω άκαιρο (άτοπο) αστείο. II χορεύω επιδέξια. Ι] -СЯ αποσπώμαι, σπάζω, αποκόπτομαι. II μτφ. ξεκόβω, απομονώνομαι,· - ОТ товарищей ξεκόβω απο τους συντρόφους. ОТКОЛОТЬ? -ОЛЮ, -ОЛеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о р.σ.μ. ξε- καρφιτσώνω" - бант ξεκαρφιτσώνω το φιόγκο· - булавку βγάζω την παραμάνα (καρφίτσα). II -СЯ ξεκαρφιτσώνομαι. отколошматить, -ачу, -атишь," παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколошмаченный, βρ: -чен,-а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ξυλοκοπώ, κάνω τουλούμι στο ξύλο. ОТКОЛупать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколупанный, βρ: -пан, -а, -о (απλ.) κόβω κομματάκια, τρίβω' - кусочек хлебной корки κόβω κομματάκι κοριάς ψωμιού. отколупнуть р.σ. βλ. отколупывать. отколупывать р.δ. βλ. отколупать. II -ся αποκόπτομαι· τρίβομαι. отколь βλ. отколе. откомандирование, -я ουδ. βλ. откоманди- ровка. откомандировать, -рую, - руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откомандированный, βρ: -ван, -а, -О р.σ.μ. στέλλω αποστολή (για προσωρινή υ- υπηρεσία ή εργασία) . II εξαποστέλλω, κατευθύ- κατευθύνω, στέλλω. ОТКОмандировка, -И θ. αποστολή (για προ- «ωρινή υπηρεσία ή εργασία). II στάλσιμο. откомандировывать р.б. βλ. откомандиро- откомандировать. II -СЯ στέλλομαι. II εξαποστέλλομαι·κα- τευθύνομαι. ОТКОманДОВаТЬ, -дую, -дуешь р.σ. είμαι δι- διοικητής, διοικώ" он -ал четыре года αυτός έκανε διοικητής τέσσερα χρόνια. II παύω να είμαι διοικητής. отконопатить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отконопаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καλαφατίζω, πακτώ" - ЛОДКУ καλαφα- τίζω τη βάρκα, 2 ανοίγω (αφαιρώντας το κα- λαφάτισμα). отконопачивать ρ.δ. βλ. отконопатить. Ι! -СЯ καλαφατίζομαι. ОТКОПать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- КОпанныЙ, βρ: -пан, -а, -О. 1 ξεσκάβω, εκ- εκσκάπτω· ξεχώνω* ξεθάβω. 2 μτφ. ανασκαλίζω, ανερευνώ, βρίσκω ξεσκάβοντας. II -СЯ ξεσκά- βομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОТКОПКа, -И θ. εκσκαφή. II ανερεύνηση.
отк 844 отк ОТКОрм, -а α. θρέψη, θρέψιμο· καλό θρέμμα. откормить, -ормлга, -Ормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откормленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. τρέφω καλά, γερεύω' παχύνω· - животное на убой τρέφω το ζώο για σφάξιμο. II -СЯ καλο- θρέφομαι" γεμίζω' -МИВШая женщина καλοθρεμ- μένη (γιομάτη) γυναίκα. ОТКОрмлеННЫЙ επ. απο μτχ. καλοθρεμμένος. ОТКОрмОЧНЫЙ επ. για θρέψιμο, για πάχυνση. ОТКОС, -а α. 1 πλαγιά, κλιτύς' κλίση, κα- κατωφέρεια· - ХОЛМО η πλαγιά του λόφου. II η πλευρική κλίση του δρόμου. 2 επικλινές μέ- μέρος· ОКОННЫЙ - το επικλινές μέρος του πα- παράθυρου. 3 πλαγιότητα, λοζότητα. II εκφρ. пустить Поезд ПОД - εκτροχιάζω το τρένο στην πλαγιά. ОТКОСИТЬ, -кошу, -КОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оукошенный, βρ: -шен, -а, -ο ρ.σ. 1 κο- σίζω. 2 αποκοσίζω, τελειώνω το κόσισμα. II -СЯ αποκοσίζω, τελειώνω το κόσισμα. ОТКОСНЫЙ επ. επικλινής, κατωφερής, πρα- πρανής. II λοξός. откочевать, -чую, -чуешь р.σ. μετακινού- μετακινούμαι, φεύγω νομαδικά. II μετοικώ. II αποδημώ κατά κοπάδια, κατά σμήνη. ОТКОЧёВка, -И θ. μετακίνηση νομαδική. II μετοίκηση. II αποδήμηση κοπαδιαστή. откочёвывать р.δ. βλ. откочевать. откраивать р.δ. βλ. откроить. II -ся κόβο- κόβομαι (για ύφασμα). открахмаливать р.δ. βλ. открахмалить. II -СЯ κολλαρίζομαι καλά. Открахмалить р.σ.μ. 1 κολλαρίζω καλά. 2 αποκολλαρίζω, τελειώνω το κολλάρισμα. открепительный επ. αποσυνδετικός. II της διαγραφής· - талон δελτίο διαγραφής. ОТКреПЙТЬ, -ПЛЮ, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откреплённый, βρ: -лён, -лена, -ленб р. σ.μ. ζεστεριώνω" αποσυνδέω, αποσυνάπτω* λύ- λύνω. II διαγράφω απο το λογαριασμό, σβήνω. II -СЯ αποσυνδέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. открепление, -Я ουδ. ξεστέριωμα· αποσύν- αποσύνδεση· λύσιμο. II διαγραφή, σβήσιμο απο τον κατάλογο ή το λογαριασμό. откреплять(ся) ρ,δ. βλ. открепйть(ся). откреститься, -ешусь, -ёстишься р.σ. 1 (παλ.) κάνω το σταυρό μου (για αποτροπή κα- κακού). 2 παύω, τελειώνω να κάνω το σταυρό. открещиваться р.δ. βλ. откреститься (ίσημ). II αποφεύγω παντοιοτρόπως. Откровение, -Я ουδ. 1 (παλ.) αποκάλυψη· - Иоана η αποκάλυψη του Ιωάννη. 2 ξεσκέπα- σμα, φανέρωμα· γνωστοποίηση. II εκμυστήρευ- εκμυστήρευση. 3 ικανότητα αντίληψης. 4 (παλ.) ειλι- ειλικρίνεια. Откровенничать р.δ. μιλώ ειλικρινά. ΟΤΚρΟΒέΗΗΟ επ'ιρ. ειλικρινά. откровенность, -И θ. ειλικρίνεια. откровенный επ., βρ: -вёнен, -вённа, -о. 1 ειλικρινής· - человек ειλικρινής άνθρωπος. 2 απροκάλυπτος, ασυγκάλυπτος· απροσχημάτι- απροσχημάτιστος· έκδηλος, φανερός. II ευπαρρησίαστος, ε- ελευθερόστομος. 3 (για ενδυμασία) αποκαλυ- αποκαλυπτικός (πολύ κοντός, ξελαιμιστός, έξωμος). ОТКроЙТЬ р.σ.μ. (για ύφασμα) αποκόπτω. откромсать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.ΟΤ- кро'мсанный, βρ: -сан, -а, -о αποκόπτω, κόβω 'τεμάχιο. открутить-, -учу, -уТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 ξεστρ'ιβω, ξετυλίγω1 - верёвку ξεστρίβω την τριχιά. II ξεβιδώνω, αποκοχλιώνω· - ГЙЙку ξεστρίβω το παξιμάδι (περικόχλιο). 2 αποκό- αποκόπτω στρίβοντας. II -СЯ 1 ξεστρίβω, ξετυλίγο- ξετυλίγομαι. II αποκοχλιώνομαι · ξεβιδώνομαι. 2 μτφ. αποφεύγω, ξεφεύγω, υπεκφεύγω, κλωθογυρίζω. откручивать(ся) р.δ. βλ. открутйть(ся). открыватель, -Я α. ο ανακαλύπτων, ο ανα- καλύψας, ο ευρέτης. открывать(ся) р.δ. βλ. открыть(ся). открытие, -я ουδ. 1 άνοιγμα· запечётанно- го ящика άνοιγμα του σφραγισμένου κιβωτίου. II έναρξη· - ОГНИ ПО неприятелю άνοιγμα πυ- πυρός κατά του εχθρού" - выставки άνοιγμα της έκθεσης. II αποκαλυπτήρια· - Памятника απο- αποκαλυπτήρια μνημείου, ανδριάντα. 2 ανακάλυ- ανακάλυψη· научное - επιστημονική ανακάλυψη. открытка, -И θ. επιστολικό δελτάριο, κάρ- κάρτα, καρτ-ποστάλ. ОТКРЫТО επίρ. ανοιχτά" ειλικρινά κλπ. επ. открытый επ. απο μτχ. 1 ανοιχτός" -ое ОК- ОКНО ανοιχτό παράθυρο. 2 απροκάλυπτος· -ЭЯ местность ανοιχτό μέρος. II ακάλυπτος, απρο- απροστάτευτος· - фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευ- πλευρό. 3 ακάλυπτος, ασκέπαστος" - автобус α- ανοιχτό λεωφορείο. 4 γυμνός" -ая шёл γυ- γυμνός λαιμός. II έξωμος, ξελαιμιστός, ντε- ντεκολτέ· σχιστός· - ворот ανοιχτός γιακάς·0\Π^- за С -МИ рукавами μπλούζα με σχιστά μανί- μανίκια. 5 ελεύθερος (εισόδου)· - судебный про- процесс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες" -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέ- συνέλευση. 6 ειλικρινής, ανυπόκριτος· ευθύς" С -ЫМ сердцем με ανοιχτή καρδιά· - характер ευθύς χαρακτήρας. 7 του είδους, της μορφής" -ая форма туберкулёза ανοιχτή μορφή φυματί- φυματίωσης. 8 μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος. Π εκφρ. - вопрос ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα· -ое Голосование ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία· Л06 ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο" -Ое море ανοι- ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλο'ία) · ВЫЙТИ В -ое море βγαίνω στ' ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλα-
отк γος)" -06 ПИСЬМО α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμ- γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα· -ВЯ рана ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)· - СЛОГ φωνηεντόληκτη συλλαβή· В ~ую ανοιχτά, φα- φανερά (όχι στα κρυφά)· ПОД ~ЫМ нёбом στο ύ- ύπαιθρο· С -МИ глазами έχοντας πλήρη επί- επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.)" συνειδη- συνειδητά · В -ОМ поле στο ΰπαιθρο. ОТКрОТЬ, -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о р.σ. 1 α- ανοίγω· - сундук ανοίγω το σεντούκι· ~ ЗОН- ЗОНТИК ανοίγω την ομπρελίτσα· - окно ανοίγω το παράθυρο· - кастрЙЛЮ ζεκουπώνω την κατσα- κατσαρόλα· - банку консервов ανοίγω την κονσέρ- κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι. II ξεκλειδώνω·- дверь ξεκλειδώνω την πόρτα. II μτφ. αφήνω ελεύθε- ελεύθερα" κάνω προσιτό* - границу ανοίγω τα σύνο- σύνορα· ~ дорогу К ЗнёнИЮ (μτφ.) ανοίγω το δρό- δρόμο για τις γνώσεις. 2 αποκαλύπτω, εμφανί- εμφανίζω, φανερώνω* δείχνω" - карты (χαρτπ.) δεί- δείχνω τα χαρτιά. 3 (διάφορες σημ.)" - СВвТ ανάβω το φως· - газ ανοίγω το γκαζ· - ВОДУ ανοίγω το νερό (την κάνουλα)· - новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο" - клуб ανοίγω λέ- λέσχη. 4 αρχίζω* - собрание ανοίγω τη συνέ- συνέλευση· - театральный сезон ανοίγω τη θεα- θεατρική περίοδο" - ОГОНЬ ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά. 5 αποκαλύπτω, φανερώνω· - Тайну εκ- εκμυστηρεύομαι. 6 ανακαλύπτω" Колумб -ЫЛ Аме- Америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική. II εκφρ. - Америку (ειρν. για γνωστό πια γε- γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική" - глаза КОМУ ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να α- αντιληφθεί)· - счёт α)ανο'ιγω λογαριασμό, βά- βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)" γ) ανοί- ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυ- επιτυχία. II -СЯ 1 ανοίγω" чемодан -ЛСЯ η βαλίτσα άνοιξε" книга -лась το βιβλίο άνοιξε. Π ξεκλειδώνομαι" дверь -лась КЛЮЧОМ η πόρτα άνοιξε με το κλειδί. 2 ξανοίγομαι, εκτείνο- εκτείνομαι, απλώνομαι. II (για μέλη του σώματος)'δι- σώματος)'διακρίνομαι, φαίνομαι. II μτφ. αποκαλύπτομαι. 3 γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα· ανακαλύπτομαι· -ЛСЯ ЗЭ- ΓΟΒΟρ ανακαλύφτηκε συνομωσία. 4 αρχίζω, κά- κάνω έναρξη· Театр -ЛСЯ το θέατρο άνοιξε. 5 εκμυστηρεύομαι όλα. 6 (για πληγή) ανοίγω. II εκφρ. Глаза -ЛИСЬ τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω). Откуда επίρ. 1 (ερωτηματικό) απο πού; πό- πόθεν; - родом? απο που κατάγεσαι; - идёшь? α- απο που έρχεσαι; - ВЫ Зто знаете? απο που το ξέρετε; 4 απο ποιόν; απο τι; II απο που κι ως που! - ЭТИ ваши? απο που κι ως που αυτά είναι δικά σας; 2 απ' όπου· ОН смотрел 845 отк туда, - вышли две тёмные фигуры αυτός κοί- κοίταζε προς τα εκεί, απ' όπου βγήκαν δυό σκο- σκοτεινές φιγούρες* - бы она НИ пришла απ' ό- όπου και αν αυτή ήρθε" - бы НИ было απ' όπου θέλω, (δε σε ενδιαφέρει). откуда-либо επϊρ. βλ. откуда-нибудь. ОТКуда-НИбуДЬ επίρ. απο οπουδήποτε, απο οποιοδήποτε μέρος, απ' όπου κι αν, ο(πο)θεν- δήποτε. II απο οποιονδήποτε, απο οιονδήποτε. ОТкуда-ТО επίρ. απο κάπου. Ι) απο κάποιον. ОТКуДОВа επίρ. (απλ.) απο κάπου. Откуп, ~а, πλθ. ~ί α. 1 (παλ.) φορολογικό δικαίωμα, είσπραξη φόρων. 2 εξαγορά" λύτρα. II εκφρ. брать - на α), (παλ.) εξαγοράζω το δικαίωμα σε κάτι. β) αποκτώ δικαίωμα σε κάτι. откупать(ся) р.δ. βλ. откупйть(ся). откупить,-уплю, -упишь, παθ. μτχ. .παρλθ. χρ. откупленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. (παλ.) 1 αγοράζω ολοκληρωτικά, όλο. II εκμι- εκμισθώνω. II εξαγοράζω δικαίωμα. 2 (απο)λυτρώνω, ξαγοράζω με λύτρα. II απαλλάσσω, γλυτώνω. II -СЯ 1 (απλ.) απελευθερώνομαι, (απο)λυτρώνο- (απο)λυτρώνομαι. II απαλλάσσομαι με πληρωμή* ~ ОТ СОЛДа- ТИНЫ ξαγοράζω τη στρατιωτική θητεία. 2 ξε- φοτώνομαι, γλυτώνω, απαλλάσσομαι. ОТКупНОЙ επ.του φορολογικού δικαιώματος. откупоривание, -я ουδ. βλ. откупорка. откупоривать(ся) р.δ. βλ. откупорить(ся). откупорить р.σ.μ. ξεβουλώνω, ξεταπώνω, εκ- πωματίζω, ανοίγω* ξεστουπώνω. II -СЯ εκπωμα- τίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОТКупорка, -И θ. ξεβούλωμα, εκπωμάτιση. ОТКупшЙк, ~а α. (παλ.) ο αγοραστής του δικαιώματος επιβολής φόρου, φορομπήχτης. ОТКУСИТЬ -ушу, -уСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. ^ρ. откушенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 κόβω με τα δόντια, δοντοκόβω* - хлеба κόβω ψωμί με τα δόντια. 2 κόβω (με τανάλια, πέν- πένσα κ.τ.τ.)* - плоскогубцами конец проволоки κόβω με τη μπένσα την άκρη του σύρματος. ОТКуСЫВаТЬ р. δ', βλ. ОТКУСИТЬ. И -СЯ κό- κόβομαι, αποκόπτομαι. откушать ρ.σ. (παλ.) 1 αποτρώγω, τελειώ- τελειώνω το φαγητό. 2 συντρώγω, συμπαρακάθομαι σε γεύμα, τσάι κ.τ.τ. II δοκιμάζω (γεύομαι) α- αποκόπτοντας . отлавировать, ~рую, -руешь р.σ. (ναυτ.) φεύγυ ελισσόμενος. отлавливание, -я ουδ. βλ. отлов. отлавливать(ся) р.δ. βλ. отловйть(ся). отлагательство, -а ουδ. αναβολή. отлагать р.δ. (παλ.) βλ. отложить B, б σημ.). II -СЯ βλ. ОТЛОЖИТЬСЯ. ОТЛаДИТЬ, -ажу, -аДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. (για μηχαν ι σ по ■'.· с ν..τ.τ.)· διορθώνω, φτιάχνω, θε-
отл ραπεΰω βλάβη· επισκευάζω. отладка, ~И θ. διόρθωση, φτιάξιμο, θερα- θεραπεία βλάβης.· επισκευή. отлаживать ρ.δ. βλ. отладить. Ι! -ся διορ- διορθώνομαι, επισκευάζομαι. отлакировать р.σ. βλ. лакировать. отламывать(ся) р.δ. βλ. отломйть(ся). отлегать, -ает р.δ. βλ. отлечь. отлежать, ~жу, -ЖЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлёжанный, βρ: -жан, -а, -о р.σ. 1 μ. μου- μουδιάζω (απο το ζάπλωμα ή την πίεση)· - себе руку μουδιάζω το χέρι μου· - бока μουδιάζω το πλευρό. 2 (για'άρρωστο) κάθομαι ξαπλωμέ- ξαπλωμένος. II -СЯ 1 γερεύω, αναρρώνω . 2 ωριμάζω διατηρούμενος" ЯбЛОКИ -ЛИСЬ τα μήλα ωρίμα- ωρίμασαν διατηρούμενα. отлёживать р.δ. βλ. отлежать. II ~ся 1 βλ. отлежаться. 2 ξαπλώνω· περιμένω ξαπλωμένος. отлепить, -еплю, -ёпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлепленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ.ξε- р.σ.μ.ξεκολλώ, αποκολλώ· - пластырь ξεκολλώ το έ- έμπλαστρο. II -СЯ ξεκολλώ· марка -лась το ένσημο ξεκόλλησε. отлеплять(ся) р.δ. βλ. отлепйть(ся). ОТЛёТ, -а α. αναχώρηση, πτήση, πέταγμα· ~ ПТИЦ αποδημία των πτηνών. II εκφρ. на -е λί- λίγο πιο πέρα, σε μικρή απόσταση· держать на отлёте κρατώ ανάμερα· держать на ~ папи- росу κρατ,ώ το τσιγάρο ανάμερα· ОЫТЬ На -е είμαι έτοιμος για πτήση. отлетать1 ρ.δ. βλ. отлететь. отлетать2ρ.σ. 1 παύω να πετώ, τελειώνω την πτήση. 2 υπηρετώ αεροπόρος, είμαι αεροπόρος. II -СЯ παύω να πετώ, τελειώνω την πτήση. отлететь, -лечу, -летишь р.σ. 1 φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι· ЛИСТОЧКИ -ЛИ τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν). са- молёт -ёл το αεροπλάνο πέταξε. II εξαφανί- εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω" -ла МОЛОДОСТЬ πάνε (έφυγαν) τα νιάτα" -ла ОТ неё улыбка έσβησε το χαμόγελο της. 2 αναπηδώ, ανατινάζομαι, τι- τινάζομαι, πετιέμαι πίσω" МЯЧ -ёл ОТ стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω. 3 αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα" ξεκολλώ" ПОДОШВа -ла η σόλα βγήκε" пуговицы -ЛИ τα κουμπιά (απο το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα. II απομακρύνομαι' αφίπταμαι. ОТЛётныЙ επ. αποδημητικός. отлечь, -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. ОТЛёГ, -легла, -ЛО, προστκ. ОТЛЯГ, μτχ.παρλθ. χρ. ОТЛёПЛИЙ р.σ. παύω, σταματώ" παρέρχο- παρέρχομαι, περνώ· боль -легла о πόνος πέρασε. II (απρόσ.)· ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω" у меня -ГЛО ОТ сердца ξαλάφρωσε η καρδιά, μου έ- έφυγε ένα βάρος απο την καρδιά. ОТЛИВ, -а α. 1 έκχυση· εκκένωση, άδεια- 846 ОТЛ σμα. 2 έκχυση με άντληση. 3 (για νερά, κύ- κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή. 4 (για μέταλλα) χύση, χύσιμο. 5 η άμπωτη· - И прилив άμπωτη και παλίρροια. II μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. II υπο- υποχώρηση" временный - революции προσωρινή υ- υποχώρηση της επανάστασης. 6 απόχρωση" ЗОЛО- ЗОЛОТОЙ - χρυσαφένια απόχρωση. II (παλ.) αναλα- αναλαμπή, έκλαμψη φωτός" ανταύγεια, αντιλαμπή. отливйние, -я ουδ. βλ. отлив. отливать ρ.δ. 1 βλ. отлить. 2 έχω απόχρω- απόχρωση, διαχέομαι" ιριδίζω, αντανακλώ. II -СЯ 1 βλ. ОТЛИТЬСЯ. 2 βλ. ρ. ενεργ. φ. ОТЛЙВка, -И θ. 1 έκχυση, χύση, χύσι,μο" - ВОДЫ χύσιμο νερού. 2 (τεχ.) χύσιμο· ~ труб το χύσιμο σωλήνων. II χυτό αντικείμενο. ОТЛИВНОЙ επ. της εκροής, για εκροή. ОТЛИВНЫЙ επ. της άμπωτης· -ое течение η άμπωτη* - час η ώρα της άμπωτης. ОТЛИВОЧНЫЙ επ. βλ. ОТЛИВНОЙ. ОТЛИНЙТЬ, -яет р.σ. παύω να αλλάζω το τρί- τρίχωμα ή το πτέρωμα. отлипать ρ.δ. βλ. отлипнуть. отлипнуть р.σ., παρλθ. χρ. отлип, -ла,-ло ξεκολλώ· марка -ла το ένσημο ξεκόλλησε. II (απλ.) παύω να γίνομαι ενοχλητικός, φόρτωμα. отлить, отолью, отольёшь, παρλθ. χρ. отлил, отлила отлило, προστκ. отлей,, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлитый, βρ: отлит, отлитй, отлито р.σ. μ. (με γεν. κ. αιτ.). 1 εκχΰνω, ξεχύνω' α- αδειάζω" ρίχνω. 2 αντλώ, βγάζω1 - ВОДУ из КОТЛОВана βγάζω νερό απο το λάκκο. 3 (για νερό, κύμα κ.τ.τ.) γυρίζω, κυλώ πίσω· επι- επιστρέφω. 4 συνεφέρω χύνοντας νερό. 5 (απλ.) βρέχω, καταβρέχω" μουσκεύω. 6 (τεχ.) χύνω, εκτυπώνω" - КОЛОКОЛ χύνω καμπάνα" - СТЙтую χύνω άγαλμα" - детали χύνω εξαρτήματα. II -СЯ (για μέταλλα) χύνομαι, εκτυπώνομαι. II μτφ. διαμορφώνομαι, παίρνω τη μορφή. II εκφρ. отольются волку овечьи ή кошке мышкины слё- слёзки; отольются чьи слёзы (слёзки) кому εκ- εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου" θα κλάψει και η δική σου μάνα" έσεται ήμαρ, θά'ρθει η μέρα. отличать ρ.δ. βλ. 1 βλ. отличить. 2 ξεχω- ξεχωρίζω, διακρίνω, κάνω να ξεχωρίζει. 3 προτι- προτιμώ, δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση ή προσοχή. II -СЯ 1 βλ. ОТЛИЧИТЬСЯ. 2 διακρίνομαι, ξεχω- ξεχωρίζω" - умом διακρίνομαι για το πνεύμα .(ε- .(εξυπνάδα) . ОТЛЙЧИе, -Я ουδ. 1 διαφορά· внешние -Я ε- εξωτερικές διαφορές· существенные и несущес- несущественные -Я ουσιώδεις και επουσιώδεις δια- διαφορές. 2 διάκριση· за боевое - για διακε- διακεκριμένη πράξη στη μάχη" за - ПО службе για διαπρεπή υπηρεσία. 3 αριστείο, βραβείο" πα-? ράσημο. II εκφρ. Β - ОТ αντίθετα απο, σε διά-
отл 847 отл κρίση απο" с -ем άριστα, με άριστα· ОКОН- ОКОНЧИТЬ школу с -ем τελειώνω το σχολείο με ά- άριστα. отличительный επ. 1 διακριτικός· ~ые зна- знаки На погонах τα διακριτικά σημάδια στις ε- πωμ'ιόες. 2 χαρακτηριστικός· ξεχωριστός· -ая особенность χαρακτηριστική ιδιομορφία· ~ые признаки χαρακτηριστικά γνωρίσματα. ОТЛИЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отличённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 διακρίνω· ξεχωρίζω' - правду ОТ ЛЖИ ξεχωρί- ζω την αλήθεια απο το ψέμα" его не -ЧЙШЬ ОТ брата αυτόν δεν μπορείς να τον ζεχωρήσεις απο τον αδερφό του (μοιάζει καταπληκτικά). 2 βραβεύω" παρασημοφορώ. Ι] -СЯ διακρίνομαι, ξεχωρίζω· ОН -лея храбростью αυτός διακρί- διακρίθηκε για τη γενναιότητα· - В науках διακρί- διακρίνομαι στις επιστήμες· - В бою διακρίνομαι στη μάχη. II διαπρέπω. отлйчка, -и θ. βλ. отличие (ίσημ.). ОТЛИЧНИК, -а α., -ца, -Ы θ. αριστούχος, -α, άριστος, -η. ОТЛИЧНО 1 επίρ. άριστα· ученик ответил - ο μαθητής απάντησε άριστα· она УЧИТСЯ αυτή μαθαίνει άριστα. 2 ως κατηγ. είναι υ- υπέροχα, θαυμάσια· здесь - εδώ είναι υπέρο- υπέροχα. 3 πολύ καλά, ωραία, περίφημα· сейчас ОН придёт. - -, мы его здесь подождём τώρα αυ- αυτός θα έρθει. - Πολύ καλά, εμείς θα τον πε- περιμένομε εδώ. 4 ως ουσ. ο βαθμός άριστα· он получил - αυτός πήρε άριστα. отличный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 δι- διαφορετικός, διάφορος, άλλος, αλλιώτικος* со- совершенно ~ые характеры τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες· -ое от прежнего решение διαφο- διαφορετική απόφαση απο την προηγούμενη. 2 άρι- άριστος, υπέροχος, έξοχος, εξαίσιος, θαυμάσιος. ОТЛОВ, ~а α. πιάσιμο· σύλληψη· αλίευση. ОТЛОВИТЬ, -ОВЛЮ, -ОВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отловленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 τελειώνω το ψάρεμα* την αλίευση. 2 πιάνω, συλλαμβάνω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ОТЛОГИЙ επ., βρ: -ЛОГ, -а, -О επικλινής, γυρτός, γερμένος· κατωφερής, -ρικός· - берег επικλινής όχθη ή ακτή· - СКЛОН κατωφέρεια· - С Обеих сторон αμφικλινής. ОТЛОГО επίρ. επικλινώς, γερτά κλπ. επ. ОТЛОГОСТЬ, -И θ. κλίση, γέρμα, κατωφέρεια, κατηφοριά, κατηφόρα. ОТЛОжёние, -Я ουδ. 1 αναβολή· - дела ανα- αναβολή της υπόθεσης. 2.απόθεση αυγών. 3 κατα- κάΟιση, σχηματισμός στρώματος, ιζηματογένε- ση. отложистый επ., βρ: -жист, -а, -о (παλ.) βλ. отлогий. ОТЛОЖИТЬ, -ЛОЖУ, -ЛОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 βάζω κατά μέρος· αποθέτω. II αφήνω, διατηρώ κάτι για κάποιον - на чёрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης. II τέμνω, χωρίζω. 2 α- αναβάλλω· ~ На завтра αναβάλλω για αύριο· свадьбу αναβάλλω το γάμο. 3 (παλ.) αναδι- αναδιπλώνω" - воротника κατεβάζω το γιακά. 4 ξεζεύω. 5 (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (το σύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.). 5 γεννώ, αποθέτω' - Яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα· - икрзг α- αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ. 6 (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα. II εκφρ. - Попечение δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω. II -СЯ 1 (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα. 2 μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει· - В памяти εντυπώνομαι στη μνήμη. 3 (παλ.) αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. II απομακρύνομαι, αποφεύγω" απομονώνομαι. ОТЛОЖНОЙ επ: - воротник αναδιπλωνόμενος γιακάς (αντών. του ορθός). ОТЛОМИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. от- отломанный, βρ: -ман, -а, -о. 1 σπάζω, θραύω, τσακίζω" θλω. 2 (απλ.) διατρέχω. II -СЯ σπά- σπάζω, θραύομαι, τσακίζομαι. ОТЛОМИТЬ, -ОМЛЮ, -ОМИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отломленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. βλ. отломать (ίσημ.). II -ся βλ. отломаться. ОТЛуп, -а α. σχισμή στο ξύλου δέντρου. ОТЛупЙТЬ, -уплю, -УПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлупленный, βρ: --лен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.). 1 ξεφλουδίζω" ξετσοφλίζω. 2 δέρνω, τις 3ρέχω, ξυλοκοπώ· Здорово - δέρνω γερά. II -СЯ ξεφλουδίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. отлуплять(ся) р.δ. βλ. отлупйть(ся). отлупцевать, ΙΤ/ΙΟ, -ΙΤ/ешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлупцованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) δέρνω γερά. отлучать(ся) ρ.δ. βλ. отлучйть(ся)-. ОТЛучёние, -Я ουδ. (παλ.) απόσπαση, ξέ- κομμα· απομάκρυνση· διώξιμο· εκτόπιση, εξο- εξορία. ОТЛучЙТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. πάρλα χρ. отлучённый, βρ: -чён, -ченй., -чено р.σ.μ. (παλ.) ξεχωρίζω" αποσπώ" αποκόπτω, ξεκόβω" αποαακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω, εξορίζω - ЗДО- рОВЬЙ СКОТ ОТ больного ξεχωρίζω τα γερά ζώα απο τα αρρωστιάρικα" ~ ребёнка ОТ груди αποθτλάζω" - ОТ церкви αφορίζω" αναθεματί- αναθεματίζω. Π -СЯ απομακρύνομαι, φεύγω,αποχωρώ για λίγο. ОТЛучка, -И θ. (απο)χωρισμός" απομάκρυν- απομάκρυνση· ζενίτευση. ОТЛЫНИВаТЬ ρ.δ.μ. (απλ.) αποφεύγω, φυγό- φυγόπονα, οκνεύω, τεμπελιάζω" - ОТ работы απο- φεϋγ·_) τη δουλειά, τεμπελιάζω' - ОТ уроков βαρ'. έμαι τα μαθήματα.
отл 848 отм ОТЛЮСЙТЬ, -ЮбЛЮ, -ГОбИШЬ р.σ. παύω να αγα- αγαπώ· χορταίνω αγάπη. отмаливать(ся) ρ.ό. βλ. отмолйть(ся). отманивать р.δ. βλ. отманить. II -ся προ- προσελκύομαι, τραβιέμαι. отманить, -аню, -анишь р.σ.μ. προσελκύω, έλκω, τραβώ· τραβώ την προσοχή. отмастка, -И θ. απόχρωση. отматывать(ся) р.δ. βλ. отмотать(ся). отмахать, -ага, -аешь κ. -машу, -машешь р. σ. 1 (~аю, -аешь απλ.) κουνώ, κινώ. 2 μτφ. κουράζω κουνώντας· утомить руки на МОЛОТЬбё κουράζω τα χέρια στουμπίζοντας, κοπανίζοντας. 3 σηματοδοτώ με κινήσεις (χεριών, φαναριών κ.τ.τ.). 4 διατρέχω γρήγορα. 5 (απλ.) κά- κάνω γρήγορα, εκτελώ σβέλτα. отмеривать р.δ. 1 βλ. отмахать. 2 διώχνω* - мух διώχνω τις μύγες με το χέρι. II -СЯ διώχνω (με κίνηση του χεριού)· - ОТ комаров διώχνω τα κουνούπια με το χέρι. II κουνώ το χέρι αρνητικά (απορρίπτω, δε συμφωνώ κ.τ.τ.). отмахнуть(ся) р.σ. βλ. отмахивать(ся). отмачивание, -Я ουδ. μούσκεμα, διάβρεζη, διαπότιση. отмачивать ρ.δ. βλ. отмочить. II -СЯ μου- μουσκεύω, διαβρέχομαι, διαποτίζομαι. отмашка,-и θ. σηματοδότηση με κινήσεις χε- χεριών, σημαιών κ.τ.τ_. отмйяться, -аюсь, -а"ешься р.σ. (απλ.) παύω να βασανίζομαι, να υποφέρω. отмежевание, -Я ουδ. διάσταση, διχοστασία, χώρισμα, κόψιμο σχέσεων βλ. κ. отмежёвка. отмежевать, -жую, -жуешь, -т.о. μτχ. παρλθ. χρ. отмежёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (κυρλζ. κ. μτφ.) χωρίζω, ξεχωρίζω, βάζω ό- όρια" - ПОЛе βάζω σύνορα στο χωράφι· - ОДНУ область знаний от другого ξεχωρίζω τον ένα τομέα γνώσεων απο τον άλλο. II -СЯ (ξε)χωρί- (ξε)χωρίζομαι" απομονώνομαι. II διίσταμαι· χωρίζω τα τσανάκια* κόβω σχέσεις. отмежёвка, -И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) χώρισμα" οροθέτηση. II ξεχώρισμα· απομόνωση. отмежёвывание, -я ουδ. βλ. отмежевание. отмежёвывать(ся) р.δ. βλ. отмежева"ть(ся). Отмель, -И θ. αμμουδιά, πρόσχωση· песча- ная - η σύρτη. отмена, ~Ы θ. κατάργηση" ακύρωση· - нало- га κατάργηση του φόρου· - закона κατάργη- κατάργηση νόμου" - частной собственности κατάργη- κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας· - приговора α- ακύρωση δικαστικής απόφασης· - крепостного права κατάργηση της δουλοπαροικίας. II ανά- ανάκληση· - приказания ανάκληση διαταγής. II α- αναβολή" - спектакля αναβολή του θεάματος. II εκφρ. В -у αντ' αυτού, ως αντικαταστάτης (α- (αναπληρωτής)· αντί του..., στη θέστι του... отменить, -еню, -ёнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отменённый, βρ: -нён, -нена", -нено р.σ. μ. καταργώ" ακυρώνω* αίρω· - чйстнуго собст- собственность на средства производства καταργώ την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής· - карточную систему καταργώ το σύστημα δια- διανομής με δελτίο· - телесные наказания κα- καταργώ τις σωματικές ποινές (τιμωρίες). II α- ανακαλώ' - приказание ανακαλώ διαταγή. II α- αναβάλλω" - спектакль αναβάλλω το θέαμα. отменно επίρ. εξαιρετικά κλπ. επ. отменный επ., βρ: -мёнен, -мённа, -мённо I εξαιρετικός, εξαίρετος, εξαίσιος, υπέρο- υπέροχος, θαυμάσιος, έκτακτος. 2 (παλ.) ίδιος, υ- διαίτερος, ιδιόμορφος, ιδιότυπος. отменять ρ.δ. βλ. отменить. II -СЯ καταρ- καταργούμαι· ακυρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. отмереть, отомрёт, παρλθ. χρ. отмер, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. отмерший, επιρ.μτχ. ОТ- мерёв κ. отмерши р.σ. 1 απονεκρώνομαι, ξη- ξηραίνομαι· два побега -ли δυο βλαστάρια ξη- ράθηκαν. 2 μτφ. εκλείπω, χάνομαι, εξαφανί- εξαφανίζομαι, σβήνω·.-ЛИ многие старые Обычаи εξα- εξαλείφτηκαν πολλές παλαιές συνήθειες. отмерзать, -ает р.δ. βλ. отмёрзнуть. отмёрзнуть, -нет, παρλθ. χρ. отмёрз, -ла, -ло р.σ. 1 παγώνω, καταστρέφομαι απο τον πά- πάγο· 2 (για μέλη του σώματος) μουδιάζω απο το κρύο· пальцы -ЛИ τα δάχτυλα πάγωσαν. Отмеривать ρ.δ. βλ. отмерить. II -СЯ με- μετριέμαι, καταμετριέμαι. отмерить ρ.σ.μ. μετρώ, καταμετρώ* - дё- СЯТЬ метров ткани μετρώ δέκα μέτρα ύφασμα. II διατρέχω (απόσταση) . отмерять р.σ.μ. βλ. отмерить. ^отмеряться) ρ.δ. βλ. отмериваться). отмести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. отмёл, -мела, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ОТМёТШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отметённый, βρ: ~тён,~тена, -темб, επιρ. μτχ. отметя ρ.σ.μ. 1 σαρώνω, ακρίζω, αναμερίζω" σκουπίζω, καθαρίζω' снег от крыльца καθαρίζω το ξώστεγο απο το χιόνι· - сор ОТ пёчки καθαρίζω τη θερμά- θερμάστρα απο τα σκουπίδια. 2 μτφ. απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ (ρίχνω) στο σκουπιδοτενεκέ. Отместка, -и θ. εκδίκηση. II επφρ. В -у σε εκδίκηση, για εκδίκηση. отметать р.δ. βλ. отмести. II -ся σαρώνο- σαρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОТмётина, -Ы θ. 1 σημάδι αναγνώρισης. II Ί- Ίχνος, αποτύπωμα. 2 στίγμα, χρωματιστή κη- κηλίδα ζώου. ОТМётИТЬ, ~ёчу, ~ётИЖ>, πα6. μτχ. παρλθ. χρ. отмеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 σημειώνω, σημαδεύω, βάζω σημάδι* - непонЯТ- ное место В КНЙге σημειώνω το ακατάληπτο
отм 849 отн σημείο στο βιβλίο· - на карте σημειώνω στο χάρτη. 2 μτφ. παίρνω υπ' όψη. II κάνω υπό- υπόμνηση, υπενθυμίζω, αναφέρω. 3 προσέχω, δια- διακρίνω, παρατηρώ. II ελέγχω την εγγραφή. " 4 γιορτάζω, εορτάζω. 5 διαγράφω απο τον κατά- κατάλογο (ως αναχωρήσαντα). II -СЯ 1 σημειώνο- σημειώνομαι (στον κατάλογο). 2 διαγράφομαι (απο τον κατάλογο των ενοικιαστών). ОТМёхка, -И θ. 1 σημάδι, σημείο" σημείω- σημείωση, μαρκάρισμα. 2 διαγραφή (απο τον κατάλο- κατάλογο των ενοικιαστών). 3 ίχνος, αποτύπωμα. 4 βαθμός γνώσεων (μαθητή, εξεταζόμενου). 5 έ- έλεγχος εγγραφής. отмечать ρ.δ. βλ. отметить. II -ся 1 βλ. отметиться. 2 παρατηρούμαι· -ается пониже- понижение температуры παρατηρείται πτώση της θερ- θερμοκρασίας. ОТМИрание, -Я ουδ. 1 απονέκρωση, ξήρανση· - деревьев происходит от вершин η ξήρανση των δέντρων αρχίζει απο τις κορυφές. II μτφ. εξάλειψη, εξαφάνιση· κατάργηση, βαθμιαίος θάνατος· σβήσιμο" - Государства βαθμιαία ε- ξάλ.ειψη του κράτους (θεωρία του Κάουτσκι). отмирать ρ.δ. βλ. отмереть. отмосилизовать, -зуга, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмобилизованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. κινητοποιώ πλήρως· - армию κινη- κινητοποιώ πλήρως το στρατό. II -СЯ κινητοποιού- κινητοποιούμαι πλήρως. отмокать ρ.δ. βλ. отмокнуть. отмокнуть, -нет, παρλθ. χρ. отмок, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ОТМОКШИЙ р.σ. 1 μου- μουσκεύω, διαβρέχομαι, διαποτίζομαι- νοτίζω, υγραίνομαι. 2 ξεκολλώ, αποσπώμαι με το μού- μούσκεμα. отмолачивание, -Я ουδ. στούμπισμα, κοπά- νισμα· αλώνισμα. отмолачивать ρ.δ. βλ. отмолотить. ОТМОЛИТЬ, -ОЛЮ, -ОЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмоленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. προσεύχομαι για συγχώρηση· - грех προσεύ- προσεύχομαι για συγχώρεση αμαρτίας. II -ся 1 (παλ.) προσεύχομαι για να σωθώ, να γλυτώσω" ОТ смерти не -ишься οι προσευχές δε σε σώζουν. 2 τελειώνω την προσευχή. ОТМОЛОТИТЬ, -лочу, -ЛОТИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. отмолоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. 1 στουμπίζω, κοπανίζω" αλωνίζω' - два ДНЯ α- αλωνίζω δυο μέρες. 2 τελειώνω το στούμπισμα, το κοπάνισμα, το αλώνισμα. И -СЯ βλ. ενεργ. φ. Bσημ.). ■ отмолоть, -мелю, -мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмолотый, βρ: -лот, -а, -о р.σ. 1 α- αλέθω· - два ДНЯ αλέθω δυό μέρες. 2 τελει- τελειώνω το άλεσμα. II -СЯ βλ. ενεργ. φ. Bσημ.). отмолчаться, -чусь, -чйшься ρ.σ. σιγώ σι- σιωπώ, αποφεύγω να απαντήσω. отмораживание, -я ουδ. βλ. отморожение. отмораживать ρ.δ. βλ. отморозить. II -ся παγώνω, ξεπάγιάζω. отморожение, ~Я ουδ. πάγωμα, ζεπάγιασμα. ОТМОРОЗИТЬ, -бжу, -ОЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмороженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. παγώνω, ξεπαγιάζω" СМОТрЙ, не -роЗЬ НОС κοί- κοίταξε μη σου παγώσει η μύτη. - пальцы παγώ- παγώνω τα δάχτυλα. отмотать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ: ΟΤ- мотанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 ξετυλίγω, εκ- εκτυλίσσω. 2 κουράζω κουνώντας. II -СЯ ξετυλί- ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι. ОТМОЧИТЬ, -мочу, -МОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 βλ. отмокать B σημ.)· 2 μουσκεύω, μαλακώ- μαλακώνω· - кожу μουσκεύω το δέρμα. 3 (απλ.) λέ- λέγω (κάνω) παράξενα ή απρόοπτα, απροσδόκητα λόγια, πράξεις. ОТМОЧКа, -И θ. μούσκεμα, διαπότιση, διά- βρεξη* - КОЖ μούσκεμα δερμάτων. ОТМОЧНЫЙ επ. μουσκεμένος, βρεγμένος. ОТМСТИТЬ, -мщу, -МСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмщённый, βρ: -щён, -шена, -щено р.σ. (παλ.) βλ. отомстить. отмутить, -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. ξε- λαγαρίζω, κάνω διαφανές.. отмутка, -И θ. ξελαγάρισμα, ξεκαθάρισμα. отмучивание, -я ουδ. βλ. отмутка. отмучивать ρ.δ. βλ. отмутить. II -ся ξελα- γαρίζω, καθαρίζω, γίνομαι διαφανής. отмучиться, -чусь, -чйшься р.σ. παύω να βασανίζομαι" τελειώνουν τα βάσανα. отмшать ρ.δ. βλ. отмстить. ОТМШёние, -Я ουδ. εκδίκηση. отмывание, -я ουδ. βλ. отмывка. отмывать(ся) ρ.δ. βλ. отмыть(ся). ОТМЫВКа, -И θ._ξέπλυμα· καθάρισμα. отмыкать(ся) ρ.δ. βλ. отомкнуть(ся). отмыть, -мою, -моешь ρ.σ.μ. 1 ξεπλύνω· - грязь ξεπλύνω (βγάζω) τις λάσπες. 2 (για ροή νερού)· κατατρώγω, παρασύρω, διαβιβρώσκω. II -СЯ ξεπλύνομαι, καθαρίζομαι. II αποπλύνο- μαι, παύω να πλύνομαι. ОТМЫЧКа, -И θ. αντικλείδι. отмякать ρ.δ. βλ. отмякнуть. отмякнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. отмяк, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. ОТМЯКШИЙ βλ. мякнуть. отнекиваться, -аюсь, -аеиься ρ.δ. απαντώ, λέγω όχι, δεν" αρνούμαι. отнесение, -Я ουδ. 1 μεταφορά, παράδοση. 2 παραμέριση. II αφαίρεση, πάρσιμο, παράσυρ- ση. II μετακίνηση, μετατόπιση, προώθηση" με- μετάθεση. 3 απομάκρυνση, αναμέρισμα. II χρόνο-
отн 850 отн λόγηση" αναγωγή. II απόδοση· θεώρηση. II ανα- αναβολή. отнести, -есу, -есёшь, παρλθ. χρ. отнёс, -несла, ~ло\ παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесён- НЫЙ, βρ: -Сён, -Сена, -сено р.σ.μ. 1 μετα- μεταφέρω· брат отнёс письмо в почту о αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο. II μεταφέρω απο ένα μέρος σε άλλο· παίρνω" αναμερίζω'-Й камни ОТ дороги πάρε τις πέτρες απο το δρό- δρόμο. 2 παρασύρω· ветер отнёс шляпу в другую сторону улицы о άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου" течением -ЛО (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα. II μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω· Сосед ОТНёс забор на три метра дальше о γείτονας επέ- επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα. II απομακρύνω, αναμερώ· -СИ руку В сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι. 3 συμπερι- λαβαίνω, συγκαταλέγω. II χρονολογώ, προσδιο- προσδιορίζω χρονολογία· ανάγω. II αποδίδω" θεωρώ" - ощйбку К небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια. 4 αναβάλλω· - дело на Осень ανα- αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο. II απο- αποκόπτω, κόβω μονομιάς. II ~СЬ 1 (συμπερι)φέρο- (συμπερι)φέρομαι· он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)· - Сува- жёнием φέρνομαι με σεβασμό. II δέχομαι, εκ- εκλαμβάνω, παίρνω· δείχνω· он отнёсся с недо- недоверием К его словам αυτός έδειΕε δυσπιστία στα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια του με δυσπιστία. 2 (παλ.) αποτείνομαι, απευ- απευθύνομαι" к нему и следует - σ' αυτόν πρέπει να αποτανθείτε· ЭТО КО мне Не -сётся αυτό δε θα αφορέσει εμένα. ОТНИЗаТЬ, -ИЖу, -ЙжеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнизанный βρ: -зан, -а, -ο ρ.σ.μ. ξαρ- μαθιάζω. ОТНЙЗЫВаТЬ ρ.δ. ζαρμαθιάζω. II -СЯ ξαρμα- θιάζομαι. ОТНИКеЛИроВаТЬ, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отникелированный, βρ: -ван, -а, -0 ρ.σ.μ. επινικελώνω. отнима"ть(ся) р.δ. βλ. отнять(ся). относ, -а α. βλ. отнесение 0,2σημ.'). относительно 1 επίρ. σχετικά· ανάλογα· ОПЫТ прошёл - удачно το πείραμα έγινε σχετικά καλά (πετυχημένα). 2 (πρόθεση)· ως προς, ό- όσον αφορά· - хода дела ещё ничего нельзя Сказать ως προς την πορεία της υπόθεσης α- ακόμα τίποτε δε μπορούμε να πούμε. относительность, -И θ. σχετικότητα· теб- рия -И θεωρία της σχετικότητας. относительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; 1 (με όοτ.) παλ. σχετικός προς. 2 σχετικός" - вес σχετικό βάρος· понятие о благе -о η έννοια του αγαθού είναι σχετική· ~ое место- имёние (γραμμ.) αναφορική αντωνυμία· -ое предложение (γραμμ.) αναφορική πρόταση. относить? -ошу, -о'сишь р.δ. βλ. отнести. ОТНОСИТЬ? ~ОШу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отношенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. δε φορώ πιά, παύω να φορώ (ένδυμα, υποδήματα). II СЯ 1 βλ. отнестись. 2 συμπεριλαμβάνομαι, -βαίνομαι, συγκαταλέγομαι· ανήκω" летучая мышь -ится к классу млекопитающих η νυχτε- νυχτερίδα ανήκει στην τάξη των θηλαστικών. 3 έ- έχω σχέση, σχετίζομαι· αναφέρομαι. 4 απευθύ- απευθύνομαι, προορίζομαι. 5 (Υΐ-α χρόνο) ανάγο- ανάγομαι. 6 αφορώ· ЭТО КО мне не -ИТСЯ αυτό δεν αφορά εμένα. 7 (μαθ.) σχετίζομαι. относка, -и θ. βλ. отно'с. отношение, -Я ουδ. 1 συμπεριφορά, φέρσι- φέρσιμο, διαγωγή" хорошее - К детям καλή συμπε- συμπεριφορά προς τα παιδιά. II στάση· σχέση· 6έ- режное - к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική πε- περιουσία (ιδιοκτησία)· небрежное - αμερημνη- σία, αμέλεια, αδιαφορία. II άποψη, έννοια, α- αντίληψη· θέση στάση. 2 (πλθ.) -Я σχέσεις, δεσμοί· семейные -Я οικογενειακές σχέσεις· дружеские -я φιλικές σχέσεις· производст- производственные -Я παραγωγικές σχέσεις-в -И σχετικά, ως προς· общественные -я κοινωνικές σχέ- σχέσεις- в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ' αυτόν; τι σχέσεις έχετε μ'αυ- μ'αυτόν; II γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.). 3 αλληλοσύνδεση■ - мышления К 6Ы- ТИЮ η σχέση της σκέψης προς την αντικειμε- αντικειμενικότητα (προς το είναι). 4 έκθεση, αναφο- αναφορά. 5 (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού" В пря- прямом -ИИ ευθέως ανάλογα" В Обратном -ИИ α- αντιστρόφως ανάλογα. II εκφρ. ПО -ИЮ αναφο- αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς" В неко- некотором -ИИ κάπως, απο μια άποψη, απο μια πλευρά, εν μέρει· во всех -ях σε όλα, απο όλες τις απόψεις· В -ИИ βλ. παραπάνω ПО -ИГО ВО МНОГИХ -ЯХ απο πολλές απόψεις· НИ В ка- КОМ -И καθόλου, με κανένα τρόπο.. ОТНЫНе επίρ. απο τώρα, απ' εδώ και μπρος, απ' εδώ και πέρα, απ' εδώ και στο εξής. отнюдь επίρ. καθόλου, διόλου" я - не верю его Обещаниям εγώ καθόλου δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του· я - не отказываюсь καθόλου δεν αρνιέμαι· ОН - не такого глнёния αυτός καθόλου δεν έχει τέτοια γνώμη. ОТНЯТИе, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) αφαίρεση. отнять, -ниму,-нймешь κ. (т-.αλ. κ. απλ.) οτ- ныму, отнимешь (κλίση απο то р. отьять) ; παρλθ. χρ. ОТНЯЛ, -ла, -ЛО, τιαθ. μτχ. παρλθ. χρ. Отнят, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 αφαιρώ, αποσπώ· αρπάζω. II ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι" υπε- υπεξαιρώ. 2 παίρνω, τραβώ, ανα^ερίζω. 3 (ιατρ.}
ото 851 ото ακρωτηριάζω, αποκόπτω' - руку κόβω το χέρι. 4 μτφ. στερώ· двадцать лет жизни он отнял у меня αυτός μου έφαγε (έκοψε) είκοσι ΧΡ°~ νια ζωή· эта работа у меня -ла много време- времени αυτή η δουλειά μού 'φάγε πολύ χρόνο. 5 (μαθ.) αφαιρώ' ОТ десяти - ПЯТЬ απο τα δέκα ν* αφαιρέσομε πέντε. II εκφρ. ~ ОТ груди α- ποθηλάζω' нельзя - 6εν πρέπει ν' αρνηθείς ή να μή παραδεχτείς (κάτι που ενυπάρχει). II -СЯ παραλύω, παθαίνω παράλυση' у бабушки -ЛЙСЬ НОГИ η γιαγιά έπαθε παράλυση των πο- ποδιών. II μουδιάζω' ακινητώ. ОТО (πρόθεση)· βλ. от; (χρησιμοποιείται ό- όταν βρίσκεται μπροστά απο λέξεις που αρχί- αρχίζουν απο δύο ή και περισσότερα σύμφωνα): день ОТО ДНЯ μέρα με τη μέρα (βαθμιαία). ОТО... (πρόθεμα)· χρησιμοποιείται αντί του ОТ... α) μπροστά απο Й: отойти, β) μπρο- μπροστά απο δύο ή και περισσότερα σύμφωνα: ΟΤΟ- "брать, оторвать, γ) μπροστά απο σύμφωνο που το ακολουθεί ь: отобью, отолью, отопыб. ОТОбёдать р.σ. απογευματίζω, αποτρώγω, τε- τελειώνω το γεύμα μου. отображаться) р.δ. βλ. отобразйть(ся). Отображение, -Я ουδ. απεικόνιση, παράστα- παράσταση· - ЖИЗНИ απεικόνιση της ζωής. II αναπα- αναπαράσταση . ОТОбраЗЙТЬ, -ажу, -азЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отображённый, βρ: -жён, -жена, -женб α- απεικονίζω, παρασταίνω' - ЖИЗНЬ простого Нв- рбда .απεικονίζω τη ζωή του απλού λαού. II -СЯ απεικονίζομαι, παρασταίνομαι. ОТОбрёНИе, -Я ουδ. 1 αφαίρεση, πάρσιμο.2 κατάσχεση, δήμευση. 3 συγκέντρωση, περισυλ- περισυλλογή. отобрать, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. ото- отобрал, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤΟ- браННЫЙ, βρ: -бран, -а, -О р.σ.μ. 1 αφαιρώ, παίρνω· κατάσχω· полиция -ла у него запре- запрещённые КНИГИ η αστυνομία του κατάσχεσε α- απαγορευμένα βιβλία· - у пленных оружие αφο- αφοπλίζω τους αιχμάλωτους· - В казну κατάσχω" δημεύω. 2 εκλέγω, διαλέγω, επιλέγω·--берите книги, какие для вас нужны διαλέξτε όποια βιβλία σας χρειάζονται. 3 (παλ.) συγκεντρώ- συγκεντρώνω, συλλέγω" παίρνω' - мнения у всех παίρνω τις γνώμες όλων. отоваривать р.δ. отоварить. II -ся εξασφα- εξασφαλίζομαι απο εμπορεύματα. ОТОВарИТЬ ρ.σ.μ. εξασφαλίζω απο εμπορεύ- εμπορεύματα' δίνω εμπορεύματα. ОТОВСЮДУ επίρ. απο παντού, απ' όλα τα μέ- μέρη, πανταχόθεν. отогнать, отгоню, отгонишь, παρλθ. χρ. ото- отогнал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤΟ- гнанный, βρ: -нан, -а, -о р.σ.μ. 1 διώχνω, ■εκδιώκω· - собаку διώχνω το σκυλί. II (για άνεμο, ρεύμα ,κ.τ.,τ.) παρασύρω* μετατοπίζω.2 μετακινώ, πηγαίνω, οδηγώ" - овец на ЗЙМНИе Пастбища κατεβάζω τα πρόβατα στα χειμαδιά. П (παλ.) παίρνω βί,α(,α, αποσπώ , αρπάζω. 3 αποστάζω. ОТОГНУТЫЙ επ. απο μτχ. γυρισμένος, λυγι- λυγισμένος, κεκαμμένος· шляпа С -ИМИ ПОЛЯМИ ρε- ρεπούμπλικα με λυγισμένο το γύρο. ОТОГНУТЬ,,-ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. отогнутый, βρ: -нут, -а, -О р.σ.μ.1 ισιώνω, ισιάζω, ευθύνω, ευθυάζω (κεκαμμένο, καμπύλο αντικείμενο)· ξεδιπλώνω' - угол страницы ι- σιάζω τη γωνία της σελίδας. 2 ανασηκώνω, γυ- γυρίζω, μαζεύω' - рукава μαζεύω τα μανίκια· - ПОЛЯ ШЛЯПЫ λυγίζω, κάμπτω το γύρο της ρε- ρεπούμπλικας. II -СЯ γίνομαι ίσιος, ευθύς, ι- σιάζω, ισιώνω' ГВОЗДЬ -ЛСЯ το καρφί ίσιωσε. II ανασηκώνομαι, γυρίζω, λυγίζω, κάμπτομαι. отогревать(ся) р.δ. βλ. отогрёть(ся). ОТОГрёть, -ею, -ёешь р.σ.μ. αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω. II -СЯ αναθερμαίνομαι, ξανα- ξαναζεσταίνομαι . отодвига"ть(ся) ρ.δ. отодвйнуть(ся). ОТОДВЙнуть р.σ.μ. 1 μετακινώ, μετατοπί- μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα· - СтуЛ μετακινώ λίγο το κάθισμα. II ανοίγω, τραβώ' βγάζω ^χ.πο τη θέση· - засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω. 2 μτφ. ανα- αναβάλλω, παρατείνω' - поездку на месяц ανα- αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα· - срок παρα- παρατείνω την προθεσμία. II -СЯ 1 μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο" αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. II απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ, 2 μτφ. αναβάλλομαι· παρατείνομαι. * отодрать, отдеру, отдерёшь, παρλθ. χρ· ото- отодрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤΟ- дранный, βρ: -дран, -а, -о р.σ.μ. 1 απο- αποσπώ· ξεκολλώ' ξεκαρφώνω' - ДОСКу ξεκαρφώνω τη σανίδα· - Обои ξεκολλώ το τοιχόχαρτο. 2 δέρνω, χτυπώ' - НагаЙКОЙ μαστιγώνω· - ρ03- КОЙ βιτσίζω. И (για τιμωρία) τραβώ· - за уши τραβώ απο τ' αυτιά· - за ВОЛОСЫ τραβώ απο τα μαλλιά. II -СЯ αποσπώμαι κλπ. ρ. ε- ενεργητικής φ. отождествить βλ. отожествить. отождествление βλ. отожествление. отождествлять(ся) βλ. отожествлять(ся). отожествить κ. отождествить, -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отожествлённый к. ОТО- ждествлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. (συν)ταυτίζω, βάζω στην ίδια μοίρα ή κατη- κατηγορία, εξομοιώνω· ошибочно - два раз- различных явления λαθεμένα ταυτίζω δυό διαφο- διαφορετικά φαινόμενα. отожествление к. отождествление, -я ουδ.
ото 852 ото (συν)ταύτιση· εξομοίωση. отожествлять κ. отождествлять р.6. βλ. отожествить. Η -СЯ (συν)ταυτίζομαι, εξομοι- εξομοιώνομαι, μπαίνω στην ίόια μοίρα ή κατηγορία. Отозвание, -Я ουδ. ανάκληση. отозвать, отзову, отзовёшь, παρλθ. χρ. ото- отозвал, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤΟ- званный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 καλώ, φωνάζω κάποιον να απομακρυνθεί, να αναμερί- σει ή να έρθει σε μένα. 2 ανακαλώ" - Посла ανακαλώ τον πρεσβευτή. II -СЯ 1 αποκρίνο- αποκρίνομαι, απαντώ" НИКТО не -лея κανένας δεν απο- αποκρίθηκε. 2. ανταποκρίνομαι" - на чувство α- ανταποκρίνομαι στο αίσθημα. II συμπαθώ, συ- συμπονώ" βοηθώ" συμμετέχω. 3 προκαλώ, διεγεί- διεγείρω" ξυπνώ. П προκαλούμαι" εμφανίζομαι. 4 βρίσκω απήχηση· έχω αντίκτυπο ή συνέπειες· ε- επιδρώ. 5 εκφέρω, λέγω γνώμη (για κάποιον). отойти, отойду, отойдёшь, παρλθ. χρ. ото- отошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший, επιρ. μτχ. ОТОЙДИ р.σ. 1 απομακρύνομαι λίγο, α- ναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα· - от ДВёри αναμερίζω απο την πόρτα. Ι] διανύω α- απόσταση' - Два километра ОТ Города απομα- απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα απο την πόλη. II φεύ- φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο). 2 αναχωρώ, ξε- ξεκινώ, εκκινώ" поезд -шёл в три часа το τρέ- τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα. 3 υποχωρώ οπι- οπισθοχωρώ" батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις. 4 αλλάζω θέση, κατβϋθυνση" μετακινούμαι, με- μετατοπίζομαι. II μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω" ОТ темы απομακρύνομαι απο το θέμα. 5 εγκα- εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ" αποτραβιέμαι, ξεκό- ξεκόβω" - ОТ старых друзей ξεκόβω απο τους πα- παλαιούς φίλους" - от места αφήνω τη θέση. II παύω να ασχολούμαι, παρατώ. 6 αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω· штукатура -шла о σοβάς έ- έπεσε" Обои -ШЛИ το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε· ПЯТНО на платье -ШЛО о λεκές στο φόρεμα βγήκε. 8 συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. II συνεφέρω, έρ- έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. II ζεθυ- μώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός. 9 περιέρχο- περιέρχομαι, μεταπίπτω" περνώ" ДОМ -шёл К ПлемЯННИ- ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό. II χρησι- χρησιμοποιούμαι για κάτι. 10 τελειώνω, πλησιά- πλησιάζω στο τέλος. II περνώ, ανήκω στο παρελθόν· мода -шла η μόδα πέρασε· лето -ШЛО το κα- καλοκαίρι πέρασε. 11 πεθαίνω, αποβιώνω. 12 φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω" Я от вас ОТОЙДу εγώ θα φύγω απο σας. II εκφρ. - В вечность α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χω- χωρίς ν' αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα" - ОТ ГОСПОД (на ВОЛЮ) ή - на ВОЛЮ (παλ.) απε- απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος" сердце отойдёт; от сердца отойдёт (για θυμό)· θα του περάσει, θα ξεθυμώσει. ОТОМКНуть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отомкнутый, βρ: -нут, -а, -о. 1 ξεκλειδώνω, ξεμανταλώνω. 2 ανοίγω, αφήνω να φύγει· απε- απελευθερώνω. 3 αφαιρώ, βγάζω' - ШТЫК βγάζω τη λόγχη. II -СЯ 1 ξεκλειδώνομαι' ξεμαντα- λώνομαι. 2 απελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύ- ελεύθερος. отомстить р.σ. βλ. мстить. отомщать ρ.δ. (παλ.) βλ. мстить. ■ отопительный επ. της θέρμανσης, θερμαντι- θερμαντικός' - сезон εποχή θέρμανσης (κλειστού χώ- χώρου)' -ая система σύστημα θέρμανσης· -ые установки εγκαταστάσεις θέρμανσης" -ые ко- котлы λέβητες θέρμανσης. ОТОПИТЬ, ОТОПЛЮ, отопишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отопленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ,μ. θερ- θερμαίνω, ζεσταίνω" ~ ДОМ ζεσταίνω το σπίτι. ОТОПЛёнец, -нца α. θερμαστής, ειδικός ερ- εργάτης θέρμανσης κλειστού χώρου. отопление, -Я ουδ. θέρμανση· печное - θέρ- θέρμανση με σόμπα· паровое - θέρμανση με ατμό· дровяное - θέρμανση με καυσόξυλα. ОТОПОК, ~пка α. (διαλκ.) μπότα φθαρμένη, μπαλωμένη. отоптать, -отопчу", отопчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отоптанный, βρ^ -тан, -а, -о ρ. σ.μ. βλ. обтоптать. оторачивать р.δ. βλ. оторочить. И -ся πε- ριρράπτομαι με κορδέλα κ.τ.τ. оторванность, ~И θ. απόσπαση· απομόνωση, ξέκομμα. оторвать, -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. отор- оторвал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОТОр- ванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 κόβω, α- αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας· ~ НЙТку κό- κόβω την κλωστή' - П^ГОВИцу κόβω το κουμπί. II κόβω, αποκόπτω" снарядом -Л0 НОГу το βλή- βλήμα του έκοψε το πόδι" машиной -ЛО руку η μηχανή του έκοψε το χέρι. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.)· αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ. 3 χωρίζω' - де- тёй ОТ матери αποσπώ τα· παιδιά απο τη μάνα. II μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω· ОН был оторван ОТ ЖИЗНИ ήταν ξεκομμένος απο τη ζωή. II εκφρ. ~ ОТ себя κόβω απο τον εαυτό μου (στερώ τον εαυτό μου)" С руками - (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζή- αξιοζήλευτο. II -СЯ 1 αποκόπτομαι, κόβομαι. II κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. II ξεκολλώ. 2 μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι' - от масс ξεκόβο- ξεκόβομαι απο τις μάζες· ~ ОТ ЖИЗНИ ξεκόβομαι απο τη ζωή. 3 αφίπταμαι, αποσπώμαι· самолёт -ЛСЯ ОТ земли το αεροπλάνο απογειώθηκε. II εκφρ. сердце -лось; -лось в сердце (в гру-
ото 853 отп ДЙ) βλ. έκφραση στη λ. оборваться. оторопелый επ. σαστισμένος· θορυβημένος, ταραγμένος, ανάστατος· συγχυσμένος. оторопеть, -ею, -ёешь р.σ. αναστατώνομαι, καταθορυβούμαι, συγχύζομαι· ταράζομαι, ανα- αναταράσσομαι· σαστίζομαι. бторопь, -И θ. αναστάτωση, κατάθορύβηση· σύγχυση· (ανα)ταραχή· σάστιση. ОТОРОЧИТЬ, -яу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отороченный, βρ: -чен, -а, ~о ρ.σ.μ.πε- ριρράπτω με ταινία, κορδέλα κ.τ.τ. оторочка, -И θ. κορδέλα (ταινία) περιρραμ- μένη. ОТОСЛАТЬ, ОТОШЛЮ, ОТОШЛёШЬ, παθ. μτχ..παρλθ. χρ. отосланный, βρ: -лан, -а, -о р.σ.μ. 1 (απο)στέλλω· - деньги στέλλω χρήματα. II στέλλω πίσω. 2 απομακρύνω, διώχνω. 3 παρα- παραπέμπω· - читателя к первоисточнику παραπέ- παραπέμπω τον αναγνώστη στην πηγή. отоспаться, -плгось, -пйшься, παρλθ. χρ. ОТОСПалсЯ, -лаСЬ, -ЛОСЬ р.σ. κοιμούμαι, συ- συμπληρώνω (αναπληρώνω) τον ύπνο. ОТОТКНУТЬ -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ототкнутый, βρ: -нут, -а, -О р.σ.μ. (απλ.) ξεβουλώνω" ξεταπώνω" βγάζω το κούπωμα, то κα- καπάκι . ОТОХОТИТЬ, -бчу, -ОТИШЬ р.σ.μ. κόβω την ό- ρεζη, τη διάθεση. отохотиться, -о'чусь, -отишься р.σ.μ. τε- τελειώνω το κυνήγι' παύω να κυνηγώ. ОТОШалыЙ επ. αδ,ύνατος, ισχνός, ξερακιανός. ОТОШЙТЬ ρ.σ. αδυνατίζω, ισχναίνω, γίνομαι πετσί και κόκκαλο. отпад, -а α. 1 βλ. отпадение. 2 δεντρό- φυλλα ή κλαδιά πεσμένα. отпадение, -я ουδ. βλ. отпадение. отпадать р.δ. βλ. отпасть. отпадение, -Я ουδ. πτώση, πέσιμο· ξεκόλ- λημα. отпаивание? -Я ουδ. τάισμα ζώων με γάλα. отпаивание? -я ουδ. βλ. отпайка. отпёивать1 ρ. δ. βλ. отпоить. II -СИ ποτίζομα ι. отпаивать2ρ.δ. βλ. отпаять. И -ся βλ. οτ- пайться. ОТПёЙка, -И θ. (για μέταλλα) ζεκόλληση. отпа"ривать(ся) р.δ. βλ. отпарить(ся). отпарировать, -рую, -руешь р.σ.μ. αποκρούω χτύπημα (στην ξιφομαχία). II μτφ. δεν αποδέ- αποδέχομαι" - ДОВОДЫ αποκρούω τα επιχειρήματα. II αμ. ανταπαντώ. ОТПЙрить, -рю, -ришь р.σ.μ. 1 σιδερώνω με βρεγμένο πανί. 2 ξεκολλώ, αποχωρίζω με ατμό. II -СЯ ξεκολλώ, αποχωρίζομαι. отпасти, -су, -сёшь, παρλθ. χρ. отпас,-ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ОТПаСШИЙ р.σ. 1 βόσκω" - СВОЙ СКОТ βόσκω τα ζώα μου. 2 παύω να βοσκώ, τελειώνω το βόσκημα. II -СЬ βλ. ρ. ενεργ. φ. отпасть, -аду, -адёшь, μτχ. παρλθ. χρ. отпавший κ. (παλ.) отпадший р.σ. 1 πέφτω· штукатура -ла ο σοβάς έπεσε· плоды -ли οι καρποί έπεσαν. Ι) μτφ. ξεκόβομαι, αποχωρώ' - ОТ организации αποχωρώ απο την οργάνωση. II δε στέκω, δεν ευσταθώ· обвинение -ло έπεσε η κατηγορία. 2 εξασθενώ, χάνομαι, περνώ'же- ЛЕНИе -ЛО η επιθυμία (όρεξη) πέρασε. ОТПахЙТЬ, пашу", -пашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпаханный, βρ: -хан, -а, -о р.σ. 1 οργώνω. 2 τελειώνω το όργωμα. II -СЯ τελει- τελειώνω το όργωμα. отпахивать(ся) р.δ. βλ. отпахнуть(ся). отпахнуть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпахнутый, βρ: -нут, -а, -о. 1 ανοίγω από- απότομα. II ~СЯ 1 αναστρέφομαι, αναδιπλώνομαι, σηκώνομαι (για ενδύματα). 2 ανοίγομαι από- απότομα. ОТПаЙТЬ, -ЯЮ, -Йешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпаянный, βρ: -ЭЯН, -а, -О р.σ.μ. (για μέ- μέταλλα) · ξεκολλώ. II -СЯ ξεκολλώ. ОТПевание, -Я ουδ. 1 τραγούδημα, ψάλσιμο. 2 νεκρώσιμη ψαλμωδία. ОТПевать р.δ. ψάλλω νεκρώσιμη ακολουθία.II -СЯ ψάλλομαι отпереть, отопру, отопрёшь, παρλθ. χρ. от- отпер, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. отперший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпертый, βρ: -перт, ~ά, -ο επιρ. μτχ. отперши κ. отперев р.σ.μ. ανοί- ανοίγω, ξεκλειδώνω, ξεμανταλώνω" ξασφαλίζω' замок ανοίγω την κλείδωνιά· ОН ИМ Отпер дверь αυτός τους άνοιξε την πόρτα. II -СЯ 1 ανοίγομαι, ξεκλειδώνομαι, ξεμανταλώνομαι. 2 ■ρνούμαι, δεν παραδέχομαι. ОТПётыЙ επ. απο μτχ. πεθαμένος, νεκρός, μη υπάρχων πιά (ψαλμένος με νεκρώσιμη ακολου- ακολουθία). II αδιόρθωτος· εμμανής, μανιώδης· лентяй αδιόρθωτος τεμπέλης· - ПЬЯНИЦа αθε- αθεράπευτος μεθύστακας. II τολμηρός, παράτολμος, απόκοτος, ριψοκίνδυνος. ОТПёть, -ПОЮ, -поёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпетый, βρ: -пет, -а, -о ρ.σ.μ.κ.αμ. 1 τελειώνω το τραγούδι ή το κελάηδημα. 2 τρα- τραγουδώ. 3 ψάλλω νεκρώσιμη ακολουθία, ψάλλω νεκρόν. 4 ψάλλω· - молебен ψάλλω δέηση. отпечатать ρ.σ.μ. 1 (εκ)τυπώνω, τυπογρα- φώ. П δακτυλογραφώ. II φωτοτυπώνω (στο χαρτί). 2 τελειώνω την εκτύπωση. 3 αποσφραγίζω, α- αφαιρώ το σφράγισμα, ανοίγω· - комнату ανοί- ανοίγω (αποσφραγίζω) το δωμάτιο. 4 αφήνω αποτυ- αποτυπώματα· - пальцы на стекло αποτυπώνω τα δάχτυλα στο γυαλί' - следы на песке αφήνω ίχνη πάνω στον άμμο. 5 μτφ. λέγω απερίφρα- απερίφραστα, κατηγορηματικά, ρητώς. II -СЯ αποτυπώ-
отп 854 отп νομαι, αφήνω αποτυπώματα, ίχνη. II μτφ. α- απεικονίζομαι,, παρασταίνομαι, φαίνομαι.. II μτφ. βλ. запечатлеться. отпечатлеваться р.δ. βλ. отпечатлеться. отпечатлеться р.σ. (παλ.) αφήνω αποτυπώ- αποτυπώματα, ίχνη. Ι) απεικονίζομαι.. II μτφ. βλ. за- печатлёться. отпечаток, -тка α. 1 αποτύπωμα" ίχνος, α- χνάρι. 2 μτφ. ιδιότητα, χαρακτηριστικό· - пережитых несчастий σημάδι περασμένης δυ- δυστυχίας . отпечатывать р.δ. βλ. отпечатать (εκτός της 2η« σημ.). II ~ся βλ. отпечататься. отпивать(ся) р.δ. βλ. отпйть(ся). отпиливание, -я ουδ. βλ. отпилка. отпиливать р.δ. βλ. отпилить. II -ся πριο- πριονίζομαι, αποκόπτομαι με το πριόνι. ОТПИЛИТЬ, -ПИЛЮ, -ПИЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпиленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. πρι- πριονίζω, αποκόπτω με το πριόνι. ОТПИЛка, -И θ. πριόνισμα, αποκοπή με πρι- όνισμα. ОТПИрётельСТВО, -а ουδ. επίμονη άρνηση α- αναγνώρισης, αποδοχής (για ενοχή κ.τ.τ.). отпирать(ся) ρ.δ. βλ. отперёть(ся). отпировать, -руго, -руешь р.σ. 1 γλεντώ, κάνω γλέντι· - свадьбу κάνω γλέντι γάμου. 2 απογλεντώ, τελειώνω το γλέντι. отписать, -ищу, -Йшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отписанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) κατάσχεση* δήμευση (με βάση τον κα- κατάλογο). 2 αφήνω (καθορίζω) κληρονόμο· δια- διαθέτω. 3 (παλ.) διαγράφω, σβήνω. 4 απαντώ σε επιστολή" πληροφορώ γραπτώς. 5 απογράφω,τε- απογράφω,τελειώνω το γράψιμο. II -СЯ απαντώ τυπικά (για να ζεφορτωθω κάποιον). ОТПЙСКа, -И θ. 1 (παλ.) γραπτή απάντηση ή πληροφορία. 2 απάντηση τυπική. отписываться) р.δ. βλ. отписать(ся). отпить, отопью, отопьёшь, παρλθ. χρ, от- отпил, -ла, ОТПИЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОТ- ОТПИТЫЙ, Зр: отпит, -та, отпито р.σ.μ. 1 πί- πίνω λίγο· - несколько ГЛОТКОВ ВОДЫ μερικές γουλιές νερού. II -СЯ θεραπεύομαι με νην πό- πόση· - кумысом (απλ.) θεραπεύομαι πίνοντας φοραδίσιο γάλα. отпйхивать(ся) р.δ. βλ. отпихнуь(ся). ОТПИХНУТЬ, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОТПИХНУТЫЙ, βρ: -нут, -а, -О р.σ.μ. με- μετακινώ σπρώχνοντας, σπρώχνω, ωθώ. II -СЯ α- απωθούμαι, μετακινούμαι στηριζόμενος· - вео- ЛОМ ОТ берега αποπλέω απο την ακτή στηρί- στηρίζοντας το κουπί. ОТПЛЙТа, -Ы θ. ζεπλέρωμα, ανταπόδοση· α- αντεκδίκηση· - В -у ανταπόδοση. ОТПЛатЙТЬ, -лачу, -латишъ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отплаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. 1 ανταποδίδω" πληρώνω με το ίδιο νόμισμα· ЗЛОМ за ЗЛО' ανταποδίδω το κακό" - добром за зло κάνω καλό αντί για κακό. 2 εκδικού- εκδικούμαι, αντεκδικούμαι · βγάζω το άχτι μου. II εκφρ. - той же монетой πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, ανταποδίδω τα ίσα. отплачивать р.δ. βλ. отплатить. отплёвывать ρ.δ. βλ. отплюнуть. II -ся ι βλ. ОТПЛЮНУТЬСЯ. 2 φτύνω (σε ένδειξη απέχ- απέχθειας, αγανάκτησης). отплёскивать р.δ. βλ. отплеснуть. отплеснуть р.σ. (για νερό, κύμα) χτυπώ- χτυπώντας βουΐζω. Η χύνω με παφλασμό. отплести, -лету, -летё'шь, παρλθ. χρ. от- отплёл, -лела, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. отплётший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отплетённый, βρ: -тён, -тена, -тено, επιρ. μτχ. отплётши κ. отпле- отплетя ρ.σ.μ. 1 ζεπλέκω, εκπλέκω· - верёвку ξε- πλέκω την τριχιά. 2 αποπλέκω, τελειώνω το πλέξιμο. II -СЬ ξεπλέκομαι, εκπλέκομαο. отплетать(ся) р.δ. βλ. отплестй(сь). . отплывать р.δ. βλ. отплыть. отплытие, -Я ουδ. απόπλους, σαλπάρι,σμα. отплыть, -ыву, -ывёшь, παρλθ. χρ. отплыл, -ла, -ло р.σ. 1 απομακρύνομαι κολυμπώντας. 2 αποπλέω, εξορμίζομαι, σαλπάρω. ОТПЛШуть р.σ.μ. φτύνω, (απο)πτύω. II -СЯ φτύνω, (απο)πτύω. ОТПЛЯСатЬ, -ЯШу, -яшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отплясанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 χορεύω· - русскую χορεύω ρούσικο χορό* греческую χορεύω ελληνικό χορό. 2 τελειώ- τελειώνω το χορό" παύω να χορεύω. 3 κουράζομαι χορεύοντας· - себе НОГИ κουοάζω τα πόδια απο το χορό. •тплясывать ρ.δ. βλ. отплясать A, з σημ.). 2 χορεύω με ζήλο. Отповедь, -И θ. απάντηση (παρατήρησης, ε- επίκρισης, αντίρρησης κ.τ.τ.)· резкая - ωμή απάντηση· достойная - απάντηση που αξίζει· Строгая - αυστηρή (τσουχτερή) απάντηση. ОТПОИТЬ, -ПОЮ, -ПОИШЬ, προστκ. ОТПОЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпоенный, βρ: -поен, -а, -Ο ρ.σ.μ. (για ζώα) ταΐζω με υγρή τροφή. II θεραπεύω με γάλα. Ι! θεραπεύω με ποτό, φάρ- φάρμακο . отполаскивать(ся) ρ.δ.βλ.отполоскать(ся). Отползать р.σ. τελειώνω την έρψη, παύω να έρπω. отползать р.δ. βλ. отползти. отползти, -лзу, -лзёшь, παρλθ. χρ. отполз, -ла, -ЛО р.σ. αφέρπω, απομακρύνομαι έρπο- έρποντας. отполировать р.σ.μ. βλ. полировать. отполировывать(ся) р.δ. βλ. полировать-
отп 855 отп (ся)·. ОТПОЛОСКаТЬ, ~Л0Щ7, -ЛОЩеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отполосканный, βρ: -кан, -а, -о; р.σ.μ. 1 ξεπλύνω. 2 αποπλύνω, τελειώνω το ξέπλυμα. II -СЯ 1 ζ επ λύνομαι,. 2 απο π λύνομαι. ОТПОЛОСОВать, -сую, -суешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. отполосованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω (αφή- (αφήνοντας στο σώμα ραβδώσεις). ОТПОЛОТЬ, -ПОЛЮ, -полешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отполотый, βρ: -лот, -а, -ο ρ.σ. 1 βο- τανίζω. 2 αποβοτανίζω, τελειώνω το βοτάνι- σμα. ОТПОр, -а α. απόκρουση· дать - вра1^ απο- αποκρούω τον εχθρό· быть ГОТОВЫМ К -у είμαι έ- έτοιμος ν; αποκρούσω. II αντίσταση· ОН встре- встретил - αυτός συνάντησε αντίσταση. II μτφ. α- αντίκρουση . ОТПОрОТЬ1, -порю, -порешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпоротый, βρ: -рот, -а, -ο ρ.σ.μ. ξη- ξηλώνω, ζερράβω. II -СЯ ξηλώνομαι, ξερράβομαι. ОТПОрОТЬ2(γραμμ. στοιχεία βλ. ОТПОрОТЬ1)' (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω,' βουρδουλίζω. отпотевать р.δ. βλ. отпотеть. отпотелый επ, υγρός, ιδρωμένος" ~ые стё- стёкла ιδρωμένα τζάμια. ОТПОТёть, -ёет р.σ. υγραίνομαι, ιδρώνω* стёкла -ЛИ τα τζάμια ίδρωσαν. отпотчевать, -чую, -чуешь р.σ.μ. (παλ.) κερνώ. отпочковаться, -куется р.σ. (για φυτά) α- ποσπώμαι με οφθαλμογονία, κόβομαι με μάτι. II μτφ. σχηματίζομαι με απόσπαση. отпочковываться ρ.δ. βλ. отпочковать(ся). отправитель, -Я α., -НИца, -Ы θ. αποστο- αποστολέας· адрес -я διεύθυνση του αποστολέα. отправить1, -влю, -вишь р.σ.μ. (απο)στέλ- λω· - ПИСЬМО στέλλω γράμμα· - посылку στέλ- στέλλω δέμα. Ι] δίνω εντολή εκκίνησης. II κατευ- κατευθύνω με σκοπό. II εχφρ. - В рот βάζω στο στόμα· - на тот свет στέλλω στον άλλο κό- κόσμο ( θανατώνω) . И -СЯ αναχωρώ, ξεκινώ, εκ- εκκινώ" πηγαίνω" φεύγω* (για πλοίο)" αποπλέω, σαλπάρω· поезд -ится через час το Τρένο θα φύγει μετά απο μια ώρα· - В путь ξεκινώ για ταξίδι, παίρνω δρόμο* - ДОМОЙ πηγαίνω για το σπίτι. II εκιρρ. - на тот свет (к предкам ή праотцам) μεταναστεύω στον άλλο κόσμο. ОТПРАВИТЬ*; -ВЛЮ, -ВИШЬ р. σ. μ. (παλ.) εκτε- εκτελώ, κάνω* - панихиду κάνω μνημόσυνο, παννυ- χίδα. ОТПраВка, -И θ. αποστολή" - груза αποστο- αποστολή φορτίου. II αναχώρηση, εκκίνηση, ξεκίνη- ξεκίνημα" (πλοίου) απόπλους, σαλπάρισμα* - поезда εκκίνηση του τρένου. отправление? -я ουδ. 1 βλ. отправка. 2 αποστολή ταχυδρομική* διεκπεραίωση* заКЗЗ- ные -Я αποστολές συστημένων * почтовые -Я τα- ταχυδρομικές αποστολές. II εκφρ. точка -Я ση- σημείο εκκίνησης, αφετηρία (συλλογισμού, σκέ- σκέψης κ.τ.τ.). отправление,2 -Я ουδ. 1 (παλ.) εκτέλεση, πραγματοποίηση. 2 πλθ. -Я λειτουργία οργα- νισμού. отправлять1 р.δ. βλ. отправить1. II -ся 1 βλ. отправиться. 2 ξεκινώ, έχω σαν αφετηρία* - ОТ марксизма ξεκινώ απο το μαρξισμό. отправлять2 ρ.δ. βλ. отправить*! II -ся παλ. εκτελούμαι, γίνομαι. отправной επ. της αποστολής· - пункт гру- груза σημείο (κέντρο) αποστολής φορτίου. Η αρχικός, που έχει σαν αφετηρία* ~ая МЫСЛЬ σκέψη που έχει σαν αφετηρία* ~ая точка ση- σημείο εκκίνησης, αφετηρία. ОТПрЙВОЧНЫЙ επ. της αποστολής* -ая КОНТО- ра γραφείο αποστολής. отпраздновать, -нуга, -нуешь р.σ. γιορτά- γιορτάζω, εορτάζω. II τελειώνω το γιορτασμό. отпрапшвать(ся) р.δ. βλ. отпросйть(ся). отпрепарировать, -рую, -руешь р.σ.μ. πα- παρασκευάζω. отпрессовать, -сую, -суешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпрессованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (τεχ.) (συμ)πιέζω, (συν)θλίβω. отпрёчь(ся) βλ. отпр^чь(ся). отпросить, -рошу, -росишь р.σ.μ. (απλ.) παρακαλώ, αποσπώ με παρακλήσεις. II -СЯ παίρ- παίρνω άδεια· Я -ЛСЯ на два ДНЯ πήρα άδεια για δυό μέρες. ОТПрукаТЬ р.σ.μ. (απλ.) φωνάζω (στο άλο- άλογο) πρρρ (για καθησύχαση, σταμάτημα). отпрукивать р.δ. βλ. отпрукать. * отпрыгивать р.δ. βλ. отпрыгнуть. отпрыгнуть, -ну, -нешь р.σ. 1 αναπηδώ, α- ανατινάσσομαι, αναπετιέμαι. 2 (προσκρούοντας) τινάζομαι, πετάγομαι· МЯЧ -ул ОТ стены το τόπι τινάχτηκε π*ρος τα πίσω απο τον τοίχο. Отпрыск, ~а α. 1 βλαστός, ~άρι, φιντάνι" корневые -И βλαστάρια απο τη ρίζα' разМНО- жёние -ами πολλαπλασιασμός με βλαστάρια. 2 μτφ. απόγονος νεαρός. отпрягать(ся) ρ.δ. βλ. отпрячь(ся). отпрядывать р.δ. βλ. отпрянуть. отпряжка,-И θ. απόζευξη, ξέζευμα. отпрянуть р.σ. αναμερίζω απότομα* αναπη- αναπηδώ" ανασκιρτώ" ανατινάσσομαι. отпрячь κ. (παλ.) отпрёчь, -рягу, -ряжёшь παρλθ. χρ. ОТПряГ, ~ла, ~Л<5, μτχ. παρλθ. χρ. отпрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпряжён- нкй, βρ: -жён, -жена, -жено., επιρ. μτχ. от- отпрягши ρ.σ.μ. ξεζεύω* - лошадей ξεζεύω τα άλογα. II -СЯ ξεζεύομαι.
отп 856 отр Отпугать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- ПуганНЫЙ, βρ: -ГаН, -а, -О φοβίζω, τρομά- τρομάζω* προγκίζω. отпугивание, -Я ουδ. εκφοβισμός· πρόγκι- σμα. отпугивать р.δ. βλ. отпугать. II -ся εκ- φοβίζομαι· προγκίζομαι. отпугнуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпуганный, βρ: -ган, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. отпугать. 2 απωθώ, διώχνω (με τη διαγω- διαγωγή μου, το χαρακτήρα μου), γίνομαι αποκρου- αποκρουστικός. ОТПУСК, -а,.πλθ. ~а α. 1 άφεση, απόλυση. 2 άρση (απαγόρευσης, περιορισμών). 3 χαλάρω- χαλάρωση, λασκάρισμα, ξέσφιγμα. II (για γένεια, μουστάκια)· άφημα. 4 έκδοση, χορήγηση. II πα- παραχώρηση· ψήφιση κονδυλίου. II παράδοση. II πώληση. II τρόχισμα, ακόνισμα. 5 άδεια·тру- ДОВОЙ - εργατική άδεια· получать - παίρνω άδεια· бЫТЬ Β -θ είμαι σε άδεια· уйти Β -θ πηγαίνω σε άδεια· декретный ~ άδεια τοκε- τοκετού' ДОЛГОСРОЧНЫЙ - μακρά άδεια" ТВОрче- СКИЙ - άδεια συγγραφική ή καλλιτεχνική. 6 συγχώρηση, άφεση (αμαρτιών). II (τεχ.) άφημα, έκθεση (για να δέσει το ατσάλι). 7 το στέ- στέλεχος (διπλοτύπου κ.τ.τ.). отпускание, -я ουδ. 1 βλ. отпуск A,2,3 σημ.). 2 προφορά, ξεστόμισμα. отпускать(ся) р.δ. βλ. отпустйть(ся). отпускная, -ОЙ θ. απελευθερωτηριο (έγγρα- (έγγραφο απελευθερίας δούλου). ОТПускнЙК, -а α., -НЙца, -Ы θ. αδειούχος, αδειούχα. отпускной επ. 1 της άδειας· -Ое время о χρό- χρόνος της άδειας· -ые деньги τα χρήματα της άδειας* -Ое свидетельство το φύλλο άδειας.2 ουσ. πλθ. -ые τα χρήματα της άδειας. 3 (παλ.) αδειούχος. 4 (για τιμές) του εμπο- εμπορίου· της παραγωγής· -ые цены на Товары ερ- εργοστασιακές τιμές εμπορευμάτων. ОТПУСТИТЬ, -ушу, -уСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпущенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 αφήνω· -Й его άφησε τον" - на Праздник, В ГОСТИ αφήνω να πάει στη γιορτή, φιλοξενού- φιλοξενούμενος. II εξυπηρετώντας αφήνω' - клиента τε- τελειώνω με τον πελάτη. Ι! αφήνω ελεύθερο" ПТЙцу αφήνω ελεύθερο το πουλάκι" - заклю- чёННОГО ИЗ тюрьмы αφήνω ελεύθερο το φυλα- φυλακισμένο. II (παλ.) απολύω, διώχνω (αποτην υ- υπηρεσία) . 2 χαλαρώνω, λασκάρω' ξεσφίγγω· Верёвку λασκάρω την τριχιά. II αμ. εξασθε- εξασθενίζω, αδυνατίζω, ξεπέφτω" μειώνομαι, ελατ- ελαττώνομαι" λιγοστεύω" мороз -ЙЛ το κρύο ξέπε- ξέπεσε. II περνώ, παύω, σταματώ" ООЛЬ сразу меня -ла о πόνος αμέσως με άφησε. 3 αφήνω να με- μεγαλώσει' - усы αφήνω μουστάκια. 4 δίνω, χο- χορηγώ, παρέχω. II παραχωρώ, εκχωρώ' ψηφίζω κονδύλιο. II πουλώ" - товар πουλώ εμπόρευμα, 5 λέγω, προφέρε· εκστομίζω" - КОПЛИменты λέγω κοπλιμέντα" - умное СЛОВО λέγω πετυχη- πετυχημένη (έξυπνη) λέξη. 6 (παλ.) συγχωρώ (α- (αμαρτία, λάθος κ.τ.τ.). 7 τροχίζω, ακονίζω.8 δένω· - сталь αφήνω (εκθέτω) να δέσει το α- ατσάλι. II -СЯ χαλαρώνω, λασκάρω* ξεσφίγγομαι. отпутать р.σ.μ. ξετυλίγω, εκτυλίσσω* верёвку ξετυλίγω την τριχιά. отпутешествовать, -твую, -твуешь р.σ. τε- τελειώνω το ταξίδι. отпутывать ρ.δ. βλ. отпутать. II -СЯ ξετυ- ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι. отпущение, -Я ουδ. (παλ.) άφεση* - Грехов άφεση αμαρτιών. отпущенник, -а α. (παλ.) απελεύθερος. отрабатываться) ρ.δ. βλ. отработатъ(ся). отработанный επ. απο μτχ. δουλεμένος, χρη- χρησιμοποιημένος τελείως· - пар χρησιμοποιημέ- χρησιμοποιημένος ατμός· -ое МЙСЛО χρησιμοποιημένα λάδια. отработать ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. от- отработанный, βρ: -тан, -а, -О. 1 εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. Ι) εργάζομαι· аванс δουλεύω για την προκαταβολή* Я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες. 2 τελειώ- τελειώνω τη δουλειά. 3 αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)· наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια. II φθείρομαι) αχρηστεύομαι απο τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου. 4 επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ.Π ασκούμαι, εξασκούμαι. II -СЯ τελειώνω την εργασία. Обработка, -И θ. 1 εργασία, δουλειά. 2 ε- εξάσκηση· συνήθεια" πείρα. 3 πλθ. -И (παλ.) καταθλιπτικοί όροι μίσθωσης αγροτών απο τους τσιφλικάδες. ОТрабОТОЧНЫЙ επ. (παλ.) της μίσθωση γης· -ая рента νοίκιασμα γης με καταθλιπτικούς όρους. отрава, ~Ы θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) δηλητήριο, φάρμακο" - ДЛЯ мышей ποντικοφάρμακο. отравитель, -Я α., -ница, -Ы θ. δηλητηρι- δηλητηριαστής , -άστ ρια. ОТравЙТЬ, -раВЛЮ, -равишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отравленный, βρ: -лен, -ε, -ο ρ.σ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.)· δηλητηριάζω' φαρμακώνω" - мъшёй δηλητηριάζω τα ποντίκια* - КОЛОДеЦ δη- δηλητηριάζω το πηγάδι* - Газом δηλητηριάζω με αέριο* - себя δηλητηριάζομαι· ОН -ИЛ его сознание αυτός του δηλητηρίασε τη συνείδη- συνείδηση. II μτφ. προξενώ θλίψη* χαλνώ* βλάπτω ψυ- ψυχικά. II -СЯ δηλητηριάζομαι, αυτοκτονώ με δηλητήριο. II παθαίνω δηλητηρίαση. Отравление, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) δηλη- δηλητηρίαση* φαρμάκωμα.
οτρ 857 οτρ отравлять(ся) р.6. βλ. отравйть(ся). ОТраВЛОГОИЙ επ. απο μτχ. δηλητηριώδης' -ие •вещества δηλητηριώδεις ουσίες. Отравный επ. (παλ.) δηλητηριώδης. отрада, -Ы θ. ευχαρίστηση, χαρά, ευφροσύ- ευφροσύνη, ευαρέστηση" ικανοποίηση. ОТрЙДНО επίρ. ευχάριστα, χαρούμενα κλπ. επ. Ι! ως κατηγ. είναι ευχάριστο, ευφραντικό κλπ. επ. отрадный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО ευχά- ευχάριστος, χαροποιός, ευφραντικός, ευφρόσυνος' τερπνός. отражатель, -Я α. ανταυγαστήρας, αντανα- κλαστήρας. отражательный επ. του ανταυγαστήρα, του α- ντανακλαστήρα. II αντανακλαστικός. отражать(ся) р.δ. βλ. отразйть(ся). отражение, -Я ουδ. 1 απόκρουση, απώθηση· - нападения απόκρουση επίθεσης. II αντί- αντίκρουση' - обвинения αντίκρουση των κατηγο- κατηγοριών. 2 (κυρλζ. к. μτφ.) αντανάκλαση, (α- ντι)κατοπτρισμός· αντίχηση· απήχηση* - свё- та αντανάκλαση του φωτός· - звука απήχηση, αντίχηση. 3 απεικόνιση· - ЖИЗНИ απεικόνιση της ζωής. 4 (φιλοσ.) αντανάκλαση· теория -Я θεωρία της αντανάκλασης. 5 επίδραση. Отражённый επ. απο μτχ. αντανακλαστικός· - свет αντανακλαστικό φως. отразить, -ажу, -азйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отражённый, βρ: -жён, -жена, -женб р.σ. μ. 1 αποκρούω* απωθώ· - удар αποκρούω χτύ- χτύπημα. II μτφ. αντικρούω' ανασκευάζω* - Обви- Обвинений αντικρούω τις κατηγορίες. 2 αντανα- αντανακλώ, αντικατοπτρίζω. II αντηχώ, απηχώ. 3 μτφ. απεικονίζω' - ЖИЗНЬ В романе απεικονίζω τη ζωή στο μυθιστόρημα. II -СЯ 1 παρακάμπτω, α- ντιπαρέρχομαι. 2 αντανακλώμαι, αντικατοπτρί- αντικατοπτρίζομαι. 3 μτφ. απεικονίζομαι, καθρεφτίζομαι, φαίνομαι, διακρίνομαι· В глазах его -ЛСЯ И.сяуг στα μάτια του διακρίνονταν ο φόβος* на лице её -лась радость στο πρόσωπο της φαι- φαινόταν η χαρά. 4 επιδρώ, επενεργώ, επηρεάζω. отрапортовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрапортованный, βρ: -ван, -а,-о ρ.σ. αναφέρω, δίνω αναφορά" ОН ВЫТЯНУЛСЯ И -ал αυτός τεντώθηκε καλά και έδοσε αναφο- αναφορά. II μτφ. προφέρω, απαντώ ζωηρά και καθαρά (όπως στην αναφορά). отрапортовывать р.δ. βλ. отрапортовать. отраслевой επ. κλαδικός· -бе совещание κλαδική σύσκεψη. . отрасль, -И θ. 1 (παλ.) κλάδος (φυτού). 2 (παλ.) απόγονοι, επίγονοι. 3 (παλ.) διακλά- διακλάδωση (οροσειράς). 4 μτφ. τομέας· - промы- промышленности κλάδος της βιομηχανίας. отрастание, -Я ουδ. έκφυση, φύτρωμα, εκ- βλάστηση· αύζηση, μεγάλωμα. отрастать, -ает р.δ. βλ. отрасти. отрасти, -стёт, παρλθ. χρ. отрос, ~ла, ~л<5 μτχ. παρλθ. ОТрОСШИЙ р.σ. φύομαι,αναφύομαι· φυτρώνω, εκβλαστάνω· αυξάνομαι, μεγαλώνω. отрастить, -ащу, -астйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отращённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ. μ. αφήνω (να μεγαλώσει)· - НОГТИ αφήνω νύ- νύχια' - бороду, уЪы αφήνω γένεια, μουστά- μουστάκια. отращивание,-Я ουδ. άφημα· - УСОВ άφημα μουστακιών. отращивать р.δ. βλ. отрастить. отребье, -Я ουδ. (αθρσ.) 1 παλιοπράγματα, απορρίμματα. 2 μτφ. αποβράσματα της κοινω- κοινωνίας, καθάρματα, καθήκια. отреветь, -ву, -вёшь р.σ. (απλ.) πα·μω να μουγκρίζω, να βρυχώμαι, να γκαρίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. отрегулировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. ρυθ- ρυθμίζω, κανονίζω, τακτοποιώ, ρεγουλάρω. II -СЯ ρυθμίζομαι, τακτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρε- γουλάρομαι. отредактировать, -рую, -руешь р.σ.μ. (για κείμενο)· συντάσσω" διορθώνω συντακτικά. ОТрёз, -а α. 1 αποκοπή, εκτομή, απότμηση. II κομμάτι (τεμάχιο) γης, κλήρος. 2 κομμάτι, τεμάχιο* - На пальто κομμάτι υφάσματος για πανωφόρι. 3 κοπή, κοψιά, εγκοπή. отрезание, -я ουδ. βλ. отрез. отрезанность, -И θ. ξέκομμα, απομάκρυνση, απομόνωση. отрезать, -ёжу, -ёжешь р.σ.μ. 1 αποκό- αποκόπτω, εκτέμνω, κόβω· - кусок хлеба κόβω ένα κομμάτι ψωμί. II κόβω με το πριόνι, πριονί- πριονίζω* - доску κόβω τη σανίδα με το πριόνι. 2 παραχωρώ κομμάτι γης' δίνω ως κλήρο. 3 ξε- ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση, επαφή. 4 μτφ. φράζω, εμποδίζω, κόβω" - пути ОТСТу- ПлеНИЯ κόβω τους δρόμους υποχώρησης· все дороги отрезаны όλοι οι δρόμοι κόπηκαν, 5 απαντώ απότομα, διακόπτω, αντικόβω. II εχφρ. как НОЖОМ - λέγω κατηγορηματικά και αμετά- αμετάκλητα, κόβω με το μαχαίρι' как (НОЖОМ) -ЛО κόπηκε οριστικά, μια και καλή· -занный ЛО- ЛОМОТЬ ξεκομμένος απο την οικογένεια ή την κολλεχτίβα. II -СЯ αποκόπτομαι, κόβομαι. отрезать р.δ. βλ. отрезать. II -ся 1 απο- αποκόπτομαι, αποκόβομαι, αποτέμνομαι. II πριο- πριονίζομαι, κόβομαι με το πριόνι. 2 (για γη)· κόβομαι, χωρίζομαι σε τεμάχια. 3 ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση, την επαφή. 4 φράζομαι, κόβομαι, εμποδίζομαι. отрезветь, -ею, -ёешь р.σ. ξεμεθώ, συνέρ- συνέρχομαι, ανανήφω (απο το μεθύσι). II μτφ. έρ- έρχομαι στα λογικά μου, στα συγκαλά μου, ξυ-
οτρ 858 οτρ πνώ, αποκτώ πνευματική διαύγεια. отрезвительный επ. ξεμεθυστικός· - напй- ΤΟΚ ξεμεθυστικό πιοτό. II ως ουσ. θ. -ая ξε- μεθυστήριο. отрезвить, -ВЛЮ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрезвлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. ξεμεθώ κάποιον. 11 μτφ. ανανήφω, συνε- συνεφέρω, φέρω στα λογικά. II -СЯ βλ. отрезветь. отрезвление, -Я ουό. ανάνηψη, ζεμέθυσμα.ΙΙ μτφ. επαναφορά στα λογικά, στα συγκαλά. отрезвлять ся) р.δ. βλ. отрезвйть(ся). отрезка, -и θ. βλ. отрез A,2 σημ.). отрезной επ. 1 αποκοπτόμενος. 2 κομμένος, κοφτός· ПЛЙТЬе С -ОЙ толией φόρεμα με κο- κοφτή μέση. 3 για κοπή, για κόψιμο. II εκφρ. -ые земли (παλ.) κομμάτια γης, κλήροι. отрезок, -ЗКа α. 1 κομμάτι, τεμάχιο, από- απόκομμα" -КИ ткани κομμάτια υφάσματος. 2 τμή- τμήμα, μέρος· - ЛИНИИ τμήμα γραμμής· - времени χρονικό διάστημα· - пути τμήμα (μέρος) του δρόμου. 3 (παλ.) κομμάτι γης. отрёзывание, -я ουδ. βλ. отрезание. отрёзывать(ся) р.δ. βλ. отрезать ся). отрекаться р.δ. βλ. отречься. отрекомендовать, -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрекомендованный, βρ: -ван, -а, -О р.σ.μ. (παλ.). 1 συσταϊνω, συστήνω, γνω- γνωρίζω' παρουσιάζω. 2 χαρακτηρίζω, αποφαίνο- αποφαίνομαι, εκφράζομαι. 3 συμβουλεύω, ορμηνεύω, συνιστώ. II -СЯ συστήνομαι, γνωρίζομαι. отрекомендовываться) р.δ. βλ. отрекомен- отрекомендоваться) . ■отремонтировать, -рую, -руешь р.σ.μ. επι- επισκευάζω, επιδιορθώνω. ОТрёпаННЫЙ επ. απο μτχ. κουρελιασμένος, ρακώδης, ξεσχισμένος. отрепйть(ся) ρ.σ. βλ. обтрепаться). отрепетировать, -рую, -руешь р.σ.μ. τελει- τελειώνω με επιτυχία τις πρόβες. ОТрёПКИ, -ОВ πλθ. 1 αποκοπανίσματα λι- λιναριού, κανναβιού. 2 βλ. отрепье. ОТрёПЫШ, -а α. (απλ.) κουρελής. отрепье, -Я ουδ. αθρσ. κ. -Я πλθ. κουρέ- κουρέλια, ράκη* ХОДИТЬ В -е γυρίζω κουρελής. отретироваться, -руюсь, -руешься р.σ. (παλ.) αποσύρομαι, υποχωρώ. отретушировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. ρε- τουσάρω, κάνω ρετούς. ОТречёние, -Я ουδ. 1 άρνηση, αποποίηση. II απάρνηση. II παραίτηση· - от престола παραί- παραίτηση απο το θρόνο. Отречённый κ. отречённый επ. (παλ.) απα- απαγορευμένος. II εκφρ. -ые книги ή -ая литера- литература απαγορευμένα βιβλία απο την εκκλησία, τα απόκρυφα, τα ακανόνιστα, τα ψευδεπίγρα- ψευδεπίγραφα β ι β λ. ί α. отрёчья, -екусь, -ечёшься, -екутся παρλθ. χρ. отрёкся, отреклась, -лось р.σ. αρνού- . μα ι, αρνιέμαι* αποποιούμαι, αποστέργω* -, от СВОИХ СЛОВ αρνούμαι τα λόγια μου. II απαρ- απαρνούμαι' ОНИ -КЛЙСЬ ОТ революции αυτοί απαρ- απαρνήθηκαν την επανάσταση· - ОТ своего мнения απαρνούμαι τη γνώμη μου. И παραιτούμαι,· ОТ престола παραιτούμαι απο το θρόνο. отрешиться) р.δ. βλ. отрешйть(ся). отрешение, -Я ουδ. (παλ.). 1 απελευθέρω- απελευθέρωση, απαλλαγή. II βλ. отрешённость. 2 απόλυ- απόλυση, διώξιμο (απο υπηρεσία, εργασία). отрешённость, ~и θ. απομάκρυνση· απόσπα- απόσπαση · άρνηση. отрешённый επ. απο μτχ. αποκομμένος, ξε- κομμένος, απομονωμένος. ОТрешЙТЬ, -Шу, ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрешённый, βρ: -шён, -шена, -шено р.σ.μ. 1 απελευθερώνω, απαλλάσσω, γλυτώνω. 2 (παλ.) αποσπώ, ξεκόβω· - ОТ действительности ξεκό- ξεκόβω απο την πραγματικότητα. 3 (παλ.) απολύω, διώχνω* - СО службы απολύω απο την υπηρε- υπηρεσία. II -СЯ απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι. отринуть р.σ.μ. (παλ.) απορρίπτω, αποβάλ- αποβάλλω, διώχνω* αποκρούω, αποστέργω. отрицание, -Я ουδ. 1 άρνηση· αποπο.ίηση· απόρριψη* - своей ВИНЫ άρνηση της ενοχής μου. 2 αρνητική απάντηση. 3 (γραμμ.) άρνη- άρνηση, αρνητικά μόρια (όχι, δΐν, μη). II εκφρ. - -Я (φιλοσ.) άρνηση της άρνησης. отрицатель, -я α. αρνητής· Сократ - - со- софистической диалектики о Σωκράτης ήταν αρνητής της σοφιστικής διαλεκτικής. отрицательно επίρ. αρνητικά. отрицательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αρνητικός· - Жест αρνητική χειρονομία· ОТвёт αρνητική απάντηση· - результат αρνη- αρνητικό αποτέλεσμα· -ое влияние αρνητική επί- επίδραση· -ое электричество αρνητικός ηλεκτρι- ηλεκτρισμός· - Образ В комедии αρνητική μορφή (πρό- (πρόσωπο) στην κωμωδία· -ые ЧЙСЛа αρνητικοί α- αριθμοί" -ые количества αρνητικά ποσά. Отрицать ρ.δ.μ. 1 αρνούμαι, δεν παραδέ- παραδέχομαι· - СВОЮ ВИНУ αρνούμαι το σφάλμα μου· - своё участие В деле αρνούμαι τη συμμετο- συμμετοχή μου στην υπόθεση. 2 αποποιούμαι, απορ- απορρίπτω. Π -СЯ (παλ.) αρνούμαι. ОТрОГ, ~а α. διακλάδωση· - гор διακλάδωση των βουνών. ОТРОДИТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.σ. (απλ.) ξαναγεννιέ- ξαναγεννιέμαι' ξαναζωντανεύω. II ξαναβλαστάνω. Отроду επίρ. απο τη γένεστ, απο τότε που γεννήθηκα. II (με το αρνητικό μόριο не) ποτέ απο τότε που γεννήθηκα" ОН - не Обманывал αυτός ποτέ στη ζωή του δεν απατούσε. отродье, -Я ουδ. 1 γένος, γενιά" φυλή· το
οτρ 859 οτρ II (υβρ.) σπορά, φύτρα. 2 (για ζώα) ρά- ράτσα. ОТРОДИСЬ επίρ. (με το αρνητικό μόριο не) (παλ.) βλ. бтруду. отроек, -ройка α. σμάρι, γονιό ι., γόνος. ОТроЙТЬ, -рой, -роЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отроённый, βρ: -роён, -роенй, -роено р. σ.μ. ξεχωρίζω μέρος μελισσών για να ρίξουν σμάρι. II -СЯ. σχηματίζω σμάρι, ρίχνω. Отрок, -а α. (παλ.) 1 έφηβος, νεανϊας, νε- νεαρός. 2 πριγκιποφύλακας. отроковица, -Ы θ. (παλ.) κορίτσι, κοράσιο, παιδούλα. отросток, -тка α. 1 βλαστός, -τάρι, φι- ντάν ι · αποφυάόα, παρακλάδι. 2 απόφυση. отроческий επ. εφηβικός, νεανικός· - ΒΟ- зраст εφηβική ηλικία. Отрочество, -а ουδ. εφηβική ηλικία. θΊρ70, ~а, πλθ.· -а α. κομμάτι γης· κλήρος. ОТруб, -а α. επιφάνεια τομής κορμού δέ- δέντρου· κοπή. отрубать р.δ. βλ. отрубить. II -СЯ αποκό- αποκόπτομαι, κόβομαι. Отруби, ~ёй πλθ. πίτυρα, πίτουρα. ОТрубЙТЬ, -убЛГО, -убИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрубленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 αποκόπτω, κόβω (με κοφτερό εργαλείο)· - вё- тку κόβω κλαδί" - руку κόβω το χέρι· - го- голову κόβω το κεφάλι, αποκεφαλίζω,καρατομώ. 2 διακόπτω ομιλούντα, λέγω απότομα ή σύ- σύντομα. ОТрубНОЙ1 επ. του κομματιού γης' ~ые учас- ТКИ κομμάτια γής (κλήροι). ОТрубНОЙ2επ. της κοπής.. ОтрубНЫЙ επ. πιτυρούχος· των πίτυρων корм πιτυρούχα τροφή ζώων. отругать р.σ.μ. μαλώνω άγρια· επικρίνω με δριμύτητα, κατσαδιάζω. отругиваться ρ.δ. αντιβρίζω, αντικατηγορώ. ОТрулЙТЬ р.σ. (για προσγ. αεροπλάνου)· με- μετακινούμαι, αναμερώ, αποχωρώ. отрухлйветь, -еет р.σ. βλ. трухляветь. отрыбачить, -чу, -чишь р.σ. παύω να ψαρεύω. отрыв, -а α. 1 αποκοπή, κόψιμο· ЛИНИЯ -а На квитанции γραμμή αποκοπής στην απόδειξη. 2 απόσπαση · При ~е κατά την απόσπαση. II απο- απομάκρυνση, απομόνωση, ξέκομμα. II εκφρ. без -а ОТ производства χωρίς απόσπαση απο την παραγωγή, εκτός απο την εργασία στην παρα- παραγωγή κάνω και άλλη δουλειά· В -е ОТ чего α- απομονωμένος, ξεκομμένος απο κάτι· В -е ОТ действительности, от масс ξεκομμένος απο τι-ν πραγματικότητα, απο τις μάζες. отрывйть(сяI ρ.δ. βλ. оторвать(ся). отрывать(сяJр.б. βλ. отрыть(ся). ОТРЫВИСТО επίρ. (δια)κοφτά, διακεκομμένα. Отрывистость, -И θ το διακεκομμένο. ОТРЫВИСТЫЙ επ., βρ; -ВИСТ, -а, -О (δια)- κοφτός, διακεκομμένος· - голос, крик διακο- φτή φωνή, κραυγή" - СВИСТ διακοφτό σφύριγ- σφύριγμα· - звук διακοφτός ήχος. отрывной επ. τμητός, δυνάμενος να αποκο- αποκοπεί' - блокнот τμητό σημειωματάριο. ОТрЙВОК, -Вка α. τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα, μέρος· απόκομμα, απόσπασμα· χωρίο, περικο- περικοπή· ~ стихотворения απόσπασμα ποιήματος· романа περικοπή μυθιστορήματος· - из Оперы μέρος απο μελόδραμα. ОТРЫВОЧНОСТЬ, -И θ. σποραδικότητα' σπανι- σπανιότητα. отрывочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 σποραδικός, σκόρπιος* σπάνιος· μεμονωμένος· αραιός· λιγοστός. 2 βλ. отрывистый. . отрывчатый επ., βρ: -чат, -а, -о (παλ.)· βλ. отрывочный κ. отрывистый. отрыготь(ся) р.δ. βλ. отрыгауть( ся). отрыгивать(ся) р.δ. βλ. отрыгнуть(ся). отрыгнуть, -ну, -нёшь р.σ. ρεύομαι. II -ся ρεύομαι' ему -ЛОСЬ рыбой αυτός ρεύτηκε ψά- ψάρι" ей -лось луком αυτή ρεύτηκε το κρεμμύδι. отрыжка, -И θ. ρέψιμο· - Лука ρέψιμο κρεμ- μυδιού' кислая - ξινίλα, οξυρεγμία. II μτφ. επανεμφάνιση· ανάδυση, ανάκυψη. отрыть, -рою, -роешь ρ.σ.μ. 1 ξεσκάβω, εκ- εκσκάπτω" εξορύσσω. II μτφ. ξεθάβω, εκθάπτω· ξεχώνω (ανακαλύπτω κάτι κρυμμένο). 2 σκάβω· - ОКОПЫ σκάβω χαρακώματα. II -СЯ εκσκάπτο- εκσκάπτομαι, ξεθάβομαι, βγαίνω στη επιφάνεια. отряд, -а α. 1 απόσπασμα, τμήμα· - пехоты απόσπασμα πεζικού" десантный - αποβατικό τμήμα· ГОЛОВНОЙ - εμπροσθοφυλακή'προφυλακή. •2 ομάδα· пионерский - πιονέρικη ομάδα· пе- редово'Й - πρωτοπόρο τμήμα. 3 τάξη, κλάση, κατηγορία1 - грызунов η τάξη των τρωκτικών. ОТРЯДИТЬ, -ЯЖу, -ЯДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отряжённый, -жён, -жена, -жено р.σ.μ. αποσπώ τμήμα για εκτέλεση εντολής. отрадный επ. 1 του αποσπάσματος, του τμή- τμήματος· - командир о. αποσπασματάρχης. 2 ομα- ομαδικός, της ομάδας. отряжать ρ.δ. βλ. отрядить. II -ся αποσπώ- μαι (για εκτέλεση εντολής). отрясать ρ.δ. βλ. отрясти. II -ся σείομαι, κουνιέμαι, τινάζομαι, τραντάζομαι. отрясти, -ясу, -ясёшь, παρλθ. χρ. отряс, ~ла, -лб р.σ.μ. (παλ.) βλ. отряхнуть. II εκφρ. - прах ОТ СВОИХ НОГ (γραπ. λόγος)" κό- κόβω κάθε δεσμό, σχέση. ОТряхать(СЯ) ρ.δ. (παλ. κ. απλ.) βλ. ΟΤ- ряхнуть(ся). отряхивать(ся) р.δ. βλ. отряхнуть(ся). отряхнуть, -ну, -нёшь р.σ.μ. ι σείω, τι.-
отс 860 отс ναζω· - ПЫЛЬ τινάζω τη σκόνη· - снег ОТ ВО- рОТНИКа τινάζω το χιόνι, απο το γιακά· - пё- пел с сигары τινάζω τη στάχτη απο το πούρο. II еч<рр. - прах от своих ног κόβω κάθε δε- δεσμό, σχέση. II -СЯ τινάζομαι· -йтесь от снё- Га τιναχτήτε απο το χιόνι· -Йтесь ОТ ПЫЛИ ζεσκονιστήτε· собака -лась το σκυλί τινά- τινάχτηκε. отсадить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 καθίζω, βάζω να καθίσει χώρια, ξεχωρίζω" шалуна за отдельный СТОЛ καθίζω το άτακτο παιδί σε άλλο τραπέζι. 2 (για ζώα) χωρίζω· - М0Л0ДНЙК χωρίζω τα μικρά (νεαρά) ζώα. 3 φυτεύω χώρια· μεταφυτεύω. 4- (απλ.) αποκό- αποκόπτω, κόβω* - палец топором κόβω το δάχτυλο με το τσεκούρι. 5 (τεχ.) καθαρίζω με εζα- κόντιση υγρού ή αέρα. ОТсёдка, -И θ, 1 ξεχώρισμα των μικρών ζώ- ζώων. 2 ξεχωριστό φύτευμα* μεταφύτευση. 3 (για ορυκτά) καθάρισμα με εξακόντιση υγρού ή αέρα. ОТСАДОЧНЫЙ επ. (τεχ.) εκκαθαριστικός. ОТСаЖИВание, -Я ουό. ξεχώρισμα, κάθιση ξε- ξεχωριστή. II ξεχώρισμα ζώων, μέριασμα. И ξε- ξεχωριστό φύτευμα· μεταφύτευση. отсаживать р.δ. βλ. отсадить (εκτός της 4η^ σημ.). Отсаживаться р.δ. κάθομαι πιο πέρα, μετα- μετακινούμαι, λίγο, αναμερίζω. отсаживаться2ρ.δ. 1 κάθομαι χωριστά. 2 (για ζώα) χωρίζομαι, ξεχωρίζομαι. 3 φυτεύο- φυτεύομαι χώρια* μεταφυτεύομαι. 4 (τεχ.) καθαρί- καθαρίζομαι με εξακόντιση υγρού ή αερίου. отсалютовать, -тую, -туешь р.σ. χαιρετί- χαιρετίζω με ομοβροντίες πυροβολικού. ОТСЙСЫВание, -Я ουδ. 1 ρούφηγμα. 2 ά- άντληση. отсасывать р.δ. βλ. отсосать A,2 σημ.). II -СЯ 1 ρουφιέμαι. 2 αντλιέμαι отсверкать, -ает р.σ. παύω να αστράφτω, να λάμπω, να ακτινοβολώ. ОТСвёТ, -а α. 1 αντανάκλαση φωτός· γυάλι-· σμα επιφάνειας. 2 μτφ. αναλαμπή, πρόσκαιρη εκδήλωση (εχεφροσύνης ή ζωτικότητας). ОТСВеТЙТЬ, -светит р.σ. σβήνω· παύω να φω- φωτίζω, να φέγγω. отсвечивать р.δ. 1 αντανακλώ φως, αντ ι λά- λάμπω1 ανταυγάζω* γυαλίζω. 2 αντανακλώμαι, α- αντικατοπτρίζομαι· καθρεφτίζομαι. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. B σημ.). отсебятина, ~Ы θ. βάλσιμο ιδίων λέξεων σε ξένο κείμενο. II αυθαιρεσία, ετσιθελισμός, ζορμπαλίκι. ОТсёв, -а α. 1 κοσκίνισμα. 2 εκκαθάριση, πέρασμα απο το κόσκινο. II κοσκινισμένο υλι- υλικό. II μτφ. σκόρπισμα, διασπορά· εγκατάλει- εγκατάλειψη, παράτημα· αποχώρηση. отсевать ρ.δ. βλ. отсеять (ίσημ.). II -ся βλ. отсеяться. отсевки, -ОВ πλθ. (διαλκ.) χοσκινίδι,α, σκύ- βαλα. отсевной επ. κοσκινισμένος· -ая муке κο- κοσκινισμένο αλεύρι. отсеивание, -Я ουδ. κοσκίνιση, -σμα. отсеивать(ся) р.δ. βλ. отсёять(ся). ОТСёк, -а α. διαχώρισμα" διαμέρισμα, отсекать р.δ. βλ. отсечь. Ν -СЯ αποκόπτο- αποκόπτομαι, κόβομαι. II ξεκόβομαι, απομονώνομαι. ОТСёле κ. ОТСёль επίρ. (παλ.)· απο εδώ· - Я ВЙжу хорошо απ' εδώ βλέπω καλά. отселить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- селённый, βρ: -лён, -лена, -лено ξεχωρίζω για μετοίκιση, μετοικίζω. И -СЯ μετοικίζο- μαι. отселять(ся) р.δ. βλ. отселйть(ся). отсесть, -сяду, -сядешь, παρλθ.χρ. отсел, -ла, -ЛО, προστκ. ОТСЯДЬ р.σ. κάθομαι λίγο πιο πέρα· - от окна κάθομαι λίγο πιο πέρα απο το παράθυρο. отсечение, -я ουδ. (γραπ. λόγος) αποκοπή, κόψ'μο. ОТСёчка, -И θ. 1 αποκοπή, κόψιμο. 2 ξέ- κομμα, απομόνωση. отсечный επ. αποκοπτικός* για κόψιμο. отсечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. ОТСёк, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОТСе- чённый, -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 αποκό- αποκόπτω, κόβω (με ένα χτύπημα)· - ТОПОрОМ сук κόβω με μια τσεκουριά ένα κλαδί· - ГОЛОВУ то- топором κόβω το κεφάλι με το τσεκούρι. 2 βλ. отрезать Ο.σημ.). отсеять, -сёю, -сеешь ρ.σ.μ. 1 κοσκινίζω· - сор κοσκινίζω τα σκύβαλα. 2 μτφ. εκκαθα- εκκαθαρίζω, περνώ απο το κόσκινο· διώχνω, σκορπί- σκορπίζω. 3 αποσπέρνω, τελειώνω το σπάρσιμο. II -СЯ 1 κοσκινίζομαι· Отруби -лись τα πίτυρα κο- σκινίστηκαν. 2 μτφ. σκορπίζω, -ομαι, εγκα- εγκαταλείπω, αποχωρώ, φεύγω· часть учащихся -лась ένα μέρος των μαθητών παράτησε το σχο- σχολείο. 3 τελειώνω τη σπορά. ОТСИГНАЛИТЬ р.σ.μ. σηματοδοτώ. отсидеть, -ижу, -ИДЙшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсиженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. 1 μ. μουδιάζω απο το καθ ίσιο" - НОГу μουδιάζω το πόδι απο το καθισιό. 2 κάθομαι (για ένα χρο- χρονικό διάστημα)· я -ёл только два акта в те- театре κάθησα μόνο δυο πράξεις στο θέατρο. 3 (για ποινή)* εκτίνω· - СВОЙ срок εκτίω την ποινή μου. II -СЯ 1 κάθομαι, (παρά) μένω1 В окопе от Обстрела κάθομαι στο χαράκωμα, προφυλαγόμενος απο τα πυρά* - В палатке от
отс 861 отс ДОЖДИ κάθομαι, στη σκηνή για να μη βραχώ. 2 μουδιάζω απο το καθισιό. ОТСЙДКа, -И θ. (απλ.) έκτιση ποινής. отсиживать(ся) ρ.δ. βλ. отсидёть(ся). отскабливать(ся) р.δ. βλ. отскоблйть(ся). отскакать, -скачу, -скачешь р.σ. 1 φεύγω καλπάζοντας, πηλαλώντας. 2 τελειώνω τον καλ- καλπασμό. отскакивать1 р.δ. φεύγω καλπάζοντας. отскакивать2 р.δ. βλ. отскочить. ОТСКОбЛЙТЬ, -Облга, -ОбЛЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отскобленный, βρ: -лен, -а, -о; (απο) ξύνω, (απο) ξέω. II -СЯ (απο) ξύνομαι. ОТСКОК, -а α. αναπήδηση, ξεπέταγμα. ОТСКОЧИТЬ, -ОЧУ, -ОЧИШЬ р.σ. 1 αναπηδώ, τινάζομαι, (ξε)πετάγομαι· - назад πετάγο- πετάγομαι πίσω" - В сторону πετάγομαι στην άκρη (στο πλάι)· МЯЧ ~йл ОТ стены το τόπι χτυπώ- χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε πίσω. 2 αποχωρί- αποχωρίζομαι, αποσπώμαι απότομα' пуговица ~ла το κουμπί κόπηκε απότομα. 3 συναντώ άρνηση, δε βρίσκω απήχηση· все благоразумные доводы от него -ЛИ όλα τα λογικά επιχειρήματα δε βρή- βρήκαν καμιά απήχηση σ' αυτόν. отскребать р.δ. βλ. отскрести. II -ся (α- (απο) ξύνομαι . отскрести, -ебу, -ебёшь, παρλθ. χρ. от- отскрёб, -скребла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- СкрёбШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отскребённый, βρ: -бён, -Оена, -бено р.σ.μ. βλ. отскоб- отскоблить. отслаивание, -я ουδ. βλ. отслоение. отслаиваться) р.δ. βλ. отслойть(ся). ОТСЛоёние, -Я ουδ. αφαίρεση κατά στρώμα- στρώματα. II στρώματα απο καθίζηση. ОТСЛОИТЬ, -ОЙ, -ОЙШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. отслоённый, βρ: -слоён, -слоена, -слоено р. σ.μ. αφαιρώ, βγάζω κατά στρώματα. II κάνω να κατακαθίσει, κατά στρώματα. II -СЯ κατακαθί- κατακαθίζω, κατακάθομαι κατά στρώματα. отслойка, -и θ. βλ. отслоение. ОТСЛОНИТЬ, -ОНИ, -ОНЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отслонённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. (παλ.) απομακρύνω, παραμερίζω, κάνω πιο πέρα. II -СЯ απομακρύνομαι, παραμερίζομαι, παύω να ακουμπώ. ОТСЛОНЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОТСЛОНЙТЬ(СЯ). отслуживать ρ.δ. βλ отслужить (з, 4 σημ.). ОТСЛужЙТЬ, -ужу, -ужИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отслуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. 1 συαπληρώνω χρόνο υπηρεσίας· υπηρετώ' ОН -ЙЛ В ЗТОрожах три года αυτός υπηρέτησε τρία χρόνια φύλακας· Я -ЙЛ установленный Срок ε- εγώ συμπλήρωσα τον καθορισμένο χρόνο (υπηρε- (υπηρεσίας ή εργασίας). II τελειώνω τη στρατιωτική θητεία. 2 αχρηστεύομαι, φθείρομαι, τρώγω το ψωμί μου. 3 αποτίνω, ξεπλερώνω με υπηρεσία ή εργασία. 4 (εκκλσ.) λειτουργώ, κάνω λει- λειτουργία" ψάλλω" ~ молебен ψάλλω δέηση. отслушать ρ.σ.μ. (απλ.) ακούω θεία λει- λειτουργία. отсмаркиваться р.δ. βλ. отсморкаться. отсмеиваться р.δ. γελώ (αντί για απάντη- απάντηση) . отсмеяться, -еюсь, -еёшься р.σ. παύω να γελώ, σταματώ τα γέλια. ОТСМОркёться р.σ. σκουπίζω τη μύτη· παύω να απομύσσομαι, να βγάζω μύξες. ОТСНЯТЬ, -НИМУ, -НЙмешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отснятый, βρ: -нят, ~έ, -ο ρ.σ.μ. τε- τελειώνω το τράβηγμα ταινίας· τραβώ ταινία. отсоветовать, -тую, -туешь р.δ. αποτρέπω, δε συναινώ, δε συνιστώ, δε συμβουλεύω. отсоединить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсоединённый, βρ: -нён, -нена, -нено απο- αποσυνδέω· - провод αποσυνδέω το καλώδιο. отсоединять ρ.δ. βλ. отсоединить. II -ся αποσυνδέομαι. отсортировать, -рзпо, -руешь р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсортированный, βρ: -ван, -а, -Ο ταξινομώ, ξεχωρίζω, ξεδιαλέγω. отсортировывать р.δ. βλ. отсортировать. II -СЯ ταξινομούμαι, ξεχωρίζομαι, ξεδιαλέγομαι. ОТСОС, -а α. άντληση. отсосать, -сосу, -сосёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсосанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ. 1 ρουφώ. 2 αντλώ. 3 τελειώνω το ρούφηγμα. ОТСОСНЫЙ επ. αντλητικός, της άντλησης. отсохнуть, -нет, παρλθ. χρ. отсох, ~ла, -ЛО ρ.σ. 1 ξεραίνομαι, ξηραίνομαι" ветки -ЛИ τα κλαδιά ξεράθηκαν. 2 παραλύω, ξενεύω1 рука -ла το χέρι ξένεψε. II εκφρ. -хни у менЛ ЯЗЫК, рука (ως όρκος) να μου ξεραθεί η γλώσσα, το χέρι· -хни ЯЗЫК, если Я вру! να μου ξεραθεί η γλώσσα αν λέω ψέματα! Отсрочивать ρ.δ. βλ. ОТСРОЧИТЬ. II -СЯ α- αναβάλλομαι . отсрочить, -чу, -чишь р.σ.μ. 1 αναβάλλω'- сдачу экзаненов αναβάλλω τις εξετάσεις. 2 παρατείνω, δίνω παράταση. отсрочка, -И θ. 1 αναβολή. 2 παράταση. отставание, -Я ουδ. 1 αργοπορία, βραδυπο- ρία, καθυστέρηση· παραμονή. 2 ξεκόλλημα, α- απόσπαση· πέσιμο. II μτφ. καθυστέρηση, μη πρό- πρόοδος. отставать, -стаю, -стаёшь, προστκ. отста- отставай, επιρ. μτχ. отставая р.6. βλ. отстать. ОТСТавИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 μετακινώ, αναμερίζω, μετατοπίζω, βάζω κατά μέρος' СТОЛ ОТ окне αναμερίζω το τραπέζι απο το παράθυρο. II προβάλλω, εκτείνω μπροστά, βά- βάζω μπροστά· - ногу προβάλλω το πόδι. 2 (παλ.)
отс 862 отс απομακρύνω· κόβω σχέσεις· II απολύω, διώχνω· - ОТ службы απολύω απο την υπηρεσία. 3 -! (παράγγελμα)· στον καιρό! σταμάτα! -τάτε!ά- -τάτε!άφησε! αφήστε! разговоры -! να σταματήσουν οι κουβέντες! II αίρω, ακυρώνω, καταργώ" 3ΐο распоряжение уже -ли αυτή τη διαταγή πια την ακύρωσαν. отставка, -И θ. παραίτηση, αποστρατεία, α- αποχώρηση (απο το στράτευμα) · απόλυση'· ΠΟ- ДЙТЬ В -у υποβάλλω (δίνω) παραίτηση· ΠΟ- ДЙТЬ просьбу Об -е δίνω αίτηση παραίτησης. ОН В -е αυτός είναι απόστρατος· ВЫЙТИ В -у αποστρατεύομαι" απολύομαι· находящийся В ~е αποστρατευμένος· απολυμένος. II εχφρ. - пра- правительства (кабинета) παραίτηση της κυβέρ- κυβέρνησης. отставлять ρ.δ. βλ. отставить (ΐ,2σημ.). II -СЯ 1 μετακινούμαι, αναμερίζω, μετατοπίζο- μετατοπίζομαι. Π προβάλλομαι· εκτείνομαι. 2 απομακρύ- απομακρύνομαι* κόβω σχέσεις. отставной επ. παραιτημένος· απολυμένος· - военный απόστρατος. Н κινητός, μετακινούμε- μετακινούμενος, μετατοπιζόμενος. отстаивание1, -Я ουδ. 1 υπεράσπιση, προά- προάσπιση· - свободы υπεράσπιση της λευτεριάς· - СВОИХ прав υπεράσπιση των δικαιωμάτων μου. 2 υποστήριξη· - СВОИХ ВЗГЛЯДОВ υποστήριξη των απόψεων μου. отстаивание^ -Я ουδ. καθίζηση (υγρών). отстаивать?гага, -аешь ρ.δ. βλ. отстоять1. II -СЯ υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, προασπίζο- προασπίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. отстаивать2 р.δ. βλ. отстоять2 (ίσημ.). II -СЯ 1 μένω ως το τέλος. 2 κουράζομαι απο την ορθοστασία. отстаиваться ρ.δ. μένω στο ίδιο μέρος. отсталость, -И θ. καθυστέρηση, πισωδρομι- κότητα· техническая - τεχνική καθυστέρηση· вековая - (προ)αιώνια καθυστέρηση. отсталый 1 επ. κ. ουσ. (παλ.) καθυστερη- καθυστερημένος, αργοπορημένος, βραδυπορών. 2 επ. κ. ουσ. πισωδρομικός, καθυστερημένος· -ая тех- техника καθυστερημένη τεχνική· -ая страна κα- καθυστερημένη χώρα· - человек καθυστερημένος άνθρωπος. отстать, -стану, -станешь, προστκ. от- отстань ρ.σ.1. μένω πίσω· βραδύνω, αργοπορώ, κα- καθυστερώ. Π δε προκάνω, δεν προφτάνω" - ОТ поезда δεν προκάνω το τρένο. 2 μένω τελευ- τελευταίος. И μτφ. υστερώ· отот ученик бчень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)· - В развитии υστερώ στην ανά- ανάπτυξη" - ОТ ЖИЗНИ μένω πίσω απο τη ζωή. II πηγαίνω (μένω)· часы -ЛИ το ρολόγι. έμει- έμεινε πίσω. 3 αποσπώμαι· ζεκολλώ* πέφτω· шту- штукатура ~ла о σοβάς έπεσε· кора -ла от ство- ствола η φλούδα βγήκε απο τον κορμό. II καθαρί- καθαρίζω" ПЯТНО -ЛО ο λεκές καθάρισε (βγήκε). 4 ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δε- δεσμούς· - от старых друзей ξεκόβω απο τους παλαιούς φίλους. 5 παρατώ, αφήνω, εγκατα- εγκαταλείπω" παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. II ξεσυνηθίζω. 6 παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυ- ήσυχο' παρατώ" отстань от менй παράτα μας, ά- άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με. отстегать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 0Τ- стёганный, βρ: -ган, -а, -О μαστιγώνω. отстёгивать(ся) р.δ. βλ. отстегнуться). отстегнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстёгнутый, βρ: -нут, -а, -О ξεκου- ξεκουμπώνω, ξεθηλυκώνω. II -СЯ ξεκουμπώνομαι, ξε- θηλυκώνομαι. отстирать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 0Τ- стйранный, βρ: -ран, -а, -О. 1 ξεπλύνω, βγά- βγάζω με το πλύσιμο (λεκέδες, λάσπες κ.τ.τ.). 2 τελειώνω το πλύσιμο. II -СЯ 1 καθαρίζομαι, βγαίνω με το πλύσιμο" ПЯТНО -ЛОСЬ о λεκές καθάρισε (βγήκε). II πλύνομαι, λευκαίνομαι. 2 τελειώνω το πλύσιμο. отстирываться) ρ.δ. βλ. отстирать(ся). ОТСТОЙ, -Я α. καθίζημα, κατακάθι,. υποστάθ- υποστάθμη . ОТСТОЙНЫЙ επ. της καθίζησης, της κάθαρ- κάθαρσης υγρών. отстоять1, -тою, ~Τ0ΗΐΠΒ*ρ.σ.μ. υπερασπί- υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω, -ομαι· - родину υπε- υπερασπίζω την πατρίδα. II υποστηρίζω" - СВОЙ точку зрения υποστηρίζω την άποψη μου. ОТСТОЯТЬ2 -ТОГО, -тойшь р.σ. 1 μένω, παρα- παραμένω ορθός ως το τέλος" - на ΗΟΓέχ весь концерт στέκομαι ορθός ως το τέλος της συ- συναυλίας. 2 κουράζομαι απο την ορθοστασία. отстойть? -тога, -тойшь ρ.δ. βρίσκομαι σε κάποια απόσταση, είμαι μακριά απο· ДОМ -Йт от деревни на полкилометра το σπίτι είναι μακριά απο το χωριό μισό χιλιόμετρο. ОТСТОЯТЬСЯ, -ТОЙТСЯ ρ.σ. 1 κατακαθίζω, κατακάθομαι, καθιζάνω. 2 μτφ. αποκρυσταλλώ- αποκρυσταλλώνω, -ομαι (για γνώμες, σκέψεις κ.τ.τ.). отстрагивать ρ.δ. βλ.' отстрогать. II -ся πλανίζομαι, ροκανίζομαι. ОТСТраДЙТЬ р.σ. παύω να βασανίζομαι, να υποφέρω. отстраивать ρ.δ. βλ. отстроить (ίσημ.). II -ся βλ. отстроиться. отстранение, -Я ουδ. 1 αποαάκρυνση, παρα- παραμέρισμα· αναμέρισμα. 2 απόλυση, αποπομπή, πάψιμο· διώζιμο. ОТСТранЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстранённый, βρ: -нён, -нена, -нено. 1 α- απομακρύνω· παραμερίζω· αναμερίζω" ~ НЭВИ- СЙВШуго ветку αναμερίζω το επικρεμάμενο κλα-
отс 863 отс δι. 2 μτφ. αποπέμπω, απαλλάσσω* καθαιρώ· α- απολύω, διώχνω· его -ЛИ ОТ ДОЛЖНОСТИ τον α- απάλλαξαν απο τα καθήκοντα. II ΗϊΗ 1 απομα- απομακρύνομαι, αναμερίζω, παραμερίζω. 2 μτφ. α- απαλλάσσομαι, αποπέμπομαι, διώχνομαι' καθαι- καθαιρούμαι, απολύομαι. отстранйть(ся) р.δ. βλ. отстранйть(ся). отстрачивать р.δ. βλ. отстрочить. II -ся γαζώνομαι,. ОТСТрёл, ~а α. σκότωμα θηραμάτων με πυρο- πυροβολισμό. отстреливать р.δ. βλ. отстрелить. II -ся αποκόπτομαι με σφαίρα ή βλήμα (για μέλος του σώματος). ОТСТрелЙТЬ, -елб, -ёлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстреленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. αποκόπτω, κόβω με σφαίρα ή βλήμα (μέλος του σώματος) · ему^ -ЛИ правую руку τα πυρά του έκοψαν το δεξί χέρι. ОТСТрёльЩИК, -а α. κυνηγός επαγγελματίας· καλός σκοπευτής. ОТСТрелЙТЬ ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 0Τ- стрёлянный, βρ: -лян, -а, -о р.σ. 1 (κυνηγ.) σκοτώνω, φονεύω. 2 ρίχνω, ξοδεύω, κατανα- καταναλώνω φυσίγγια· ОН -ЯЛ ленту αυτός έρριξε μια αρμάθα φυσίγγια. 3 τελειώνω τη βολή, τον πυροβολισμό, το κανονίδι. II -СЯ 1 αμύνομαι, αποκρούω με πυρά. 2 βλ. ρ. ενεργ. φ.Cσημ.). ОТСТригЙТЬ р.δ. βλ. отстричь. II -СЯ κου- κουρεύομαι . отстричь, -игу, -ижёшь, -игут, παρλθ. χρ. ОТСТрЙГ, -ла, -ЛО р.σ.μ. κουρεύω, κόβω· ВОЛОСЫ κόβω τα μαλλιά. отстрогать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ· χρ. отстроганный, βρ: -ган, -а, -о. 1 πλανίζω. 2 αφαιρώ με την πλάνη. 3 τελειώνω το πλά- ν ιαμα. отстроить, -ого, -бишь ρ.σ. 1 τελειώνω το χτίσιμο. 2 ξαναχτίζω. || -СЯ 1 χτίζομαι. 2 ξαναχτίζομαι. ОТСТрочЙТЬ, -очу, -очйшь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстроченный, βρ: -чен, -а, -о γαζώνω. отстругать ρ.σ. βλ. отстрогать. отстругиваться) ρ.δ. βλ. отстрйгивать(ся). отстряпать ρ.σ. (απλ.) απομαγειρεύω, τε- τελειώνω το μαγείρευμα. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ, ОТСТукать ρ.σ. 1 χτυπώ, κροτώ, παράγω ρυθμικό κρότο. 2 (απλ.) δακτυλογραφώ, χτυπώ στη γραφομηχανή· τηλεγραφώ, χτυπώ τηλεγρά- τηλεγράφημα. 3 κουράζω βαδίζοντας. II σπάζω· - ру- ручку у кувшина σπάζω τη λαβή απο το λαγήνι. ОТСТукивать ρ.δ. βλ. отстукать. II -СЯ δα- δακτυλογραφούμαι, χτυπιέμαι στη δακτυλογραφο- μηχανή. II κουράζομαι βαδίζοντας. II σπάζω. ОТСТуП, -а α. αρχή παραγράφου, εσοχή σει- σειράς στη στήλη γραφής. Отступательный επ. υποχωρητικός, της υ- υποχώρησης· - манёвр υποχωρητικός ελιγμός. отступиться) ρ.δ. βλ. отступить(ся). отступить, -уплй, -упишь, επιρ. μτχ. ОТ- ступйв κ. отступя ρ.σ. 1 υποχωρώ, οπισθο- οπισθοχωρώ, πισωδρομώ· - два шаги κάνω πίσω δυό βήματα. 2 μετακινούμαι, απομακρύνομαι, απο- αποσύρομαι· море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μα- μακρύτερα (απο την ακτή). 3 κάμπτομαι· λυγί- λυγίζω" - перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού· - перед опасностью υποχωρώ μπρο- μπροστά στον κίνδυνο· - перед трудностями λυγί- λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες. II παραιτούμαι, α- απέχω· αρνούμαι· отступить ОТ своей веры α- αποστατώ, αλλαξοπιστώ" - от своих требований υποχωρώ απο τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις· - от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου. 4 παραβαίνω, ξεφεύγω" αθετώ, εκτρέπομαι· ОТ привила παραβαίνω τον κανόνα· - ОТ темы ξεφεύγω απο το θέμα. 5 αρχίζω με νέα παρά- παράγραφο. II -СЯ 1 υποχωρώ' παραιτούμαι" απαρ- απαρνούμαι. II αθετώ· αρνούμαι, δεν κρατώ το λύ- λύγο μου, την υπόσχεση μου. 2 δεν ενδιαφέρο- ρομαι· λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις· α- αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ. отступление, -Я ουδ. 1 υποχώρηση, οπισθο- οπισθοχώρηση· πισωδρόμηση" - Вражеских ВОЙСК υπο- υποχώρηση των εχθρικών στρατευμάτων. 2 μετακί- μετακίνηση· απομάκρυνση· απόσυρση. 3 κάμψη, λύ- λύγισμα· ~ перед трудностями λύγισμα μπρο- μπροστά στις δυσκολίες. 4 παράβαση· αθέτηση· ε- εκτροπή· απομάκρυνση· - ОТ ПрЙВИЛ παράβαση των κανόνων - ОТ темы απομάκρυνση απο το θέμα. II (φιλγ.) παρέκβαση· лирическое - λυ- ,ρική παρέκβαση. отступник,~а α., -ца, ~Ы θ. αποστάτης, ε- εξωμότης, αλλαξόπιστός* αρνησ'ιθρήσκος . II αρ- νητής, απαρνητής. отступнический επ. αποστατικός, εξωμοτι- κός, αλλαξόπιστός, αρνησίθρήσκος. II του αρ- νητή, του απαρνητή. отступничество, -а ουδ. απάρνηση, αποκή- αποκήρυξη (πεποιθήσεων). отступной επ. του επιμέτρου· -ые деньги χρήματα επιμέτρου (για μη εκτέλεση όρου συμ- συμφωνίας. II ουσ. ουδ. -Ое επίμετρο χρημάτων για προτεινόμενη υποχώρηση. отступя 1 επιρ. μτχ. του р. отступить. 2 επίρ. παραπέρα, παρέκει, περαιτέρω· ~ ОТ дерева παραπέρα απο το δέντρο. отстучать, -чу, -чйшь ρ.σ. 1 βλ. отсту- отстукать A ,2 σημ.). 2 τελειώνω, παύω να χτυπώ. ОТСУДИТЬ, -ужу, -уДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. παίρνω πίσω, επανακτώ δικαστικώς. И -СЯ
отс 864 отт (απλ.) τελειώνω το δικαστήριο. отсуживать(ся) р.δ. βλ. оусудйть(ся). ОТСуоТВИе, -Я ουό. 1 απουσία* В моё -е εν απουσία μου, κατά την απουσία μου' быть (на- ХОДЙТЬСЯ) В -И απουσιάζω, είμαι απών. 2 έλ- έλλειψη, ανυπαρξία· ανεπάρκεια· - Сведений έλ- έλλειψη πληροφοριών* - таланта έλλειψη τα- ταλέντου" за -ем ελλείψει, λόγω έλλειψης* Β случае -Я εν ελλείψει, σε περίπτωση έλλει- έλλειψης. II εκφρ. - всякого присуствия έλλειψη νοημοσύνης· παντελής έλειψη του κοινού νου. отсуствовать, -твуго, -твуешь, μτχ. ενστ. отсутствующий р.δ. 1 απουσιάζω, είμαι απών. 2 (ελ)λείπω, δεν υπάρχω, είμαι λειψός. ОТСуствуИЦИЙ επ. απο μτχ. απουσιάζων. II ως ουσ. ο απών СПИСОК -ШИХ κατάλογος από- απόντων. II επ. αδιάφορος, απαθής· χαύνος' ВЗГЛЯД απλανές (χαύνο) βλέμμα. ОТСутЙЖИТЬ, ~жу, -ЖИШЬ р.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) βλ. отсутяжничать. ОТСутЙЖНИЧать р.σ.μ. (απλ. παλ.) αφαιρώ, παίρνω με τη δικαστική οδό. ОТСЧёТ, -а α. μέτρηση, -μα. отсчитать ρ.σ.μ., ΐίαθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсчитанный, βρ: -тан, -а, -о μετρώ· - со- сорок рублей μετρώ σαράντα ρούβλια· - двад- двадцать шагов ОТ дома μετρώ είκοσι- βήματα απο το σπίτι. ОТСЧЙТЫВаНИе, -Я ουδ. μέτρηση, -μα. отсчитывать р.δ. μετρώ. II -СЯ μετριέμαι. отсылать ρ.δ. βλ. отослать. II -ся (απο)- στέλλομαι. II στέλλομαι πίσω. II παραπέμπο- παραπέμπομαι. II διώχνομαι. отсылка, -И θ. 1 αποστολή, στάλσιμο. II ε- επιστροφή αποσταλμένου αντικειμένου. 2 παρα- παραπομπή (σε κείμενο). ОТСЫЛОЧНЫЙ επ. αποστολικός,,της αποστολής. ОТСЫПЙНИе, -Я ουδ. (για κοκκοειδή αντικεί- αντικείμενα) άδειασμα, εκκένωση· ρίζιμο. отсыпать, -плю, -плешь, προστκ. отсыпь р. σ.μ. 1 (για κοκκοειδή αντικείμενα) αδειάζω, εκκενώνω' ρίχνω, χύνω (μέρος ποσότητας)· зерна ИЗ мешка αδειάζω σιτάρι απο то σακκί · - зерна в мешочек αδειάζω σιτάρι στο' σακ- κούλι. II -СЯ εκκενώνομαι, ρίχνομαι. отсыпйть(ся) р.δ. βλ. отсыпать(ся). отсыпаться р.δ. βλ. отоспаться. отсыпка, -и θ. βλ. отсылаете. ОТСЫПНОЙ επ. διδόμενος (χορηγούμενος) σε ορισμένη ποσότητα. отсыревать, -ает р.δ. βλ. отсыреть. ОТСЫрёлыЙ επ. υγρός, νοτερός. ОТСЫрётЬ, -ёет р.σ. υγραίνομαι, νοτίζω, μου- μουσκεύω· Порох -ёл η μπαρούτη νότισε. отсыхать р.δ. βλ. отсохнуть. ОТСЙДа επίρ. απο εδώ" уходи - φεύγα απ1 ε- εδώ· вон - έξω απ' εδώ· далёко ли ~ до горо- города είναι μακριά η πόλη.απ' εδώ; ВЫВОД Асен το συμπέρασμα απ' εδώ είναι σαφές· его ОЩЙбКИ απ' εδώ πηγάζουν (ξεκινούν) τα λάθη του. оттаивание, -Я ουδ. ξεπάγωμα. оттаивать ρ.6. βλ. оттаять. II -ся ξεπα- γώνω. отталкивание, -я ουδ. απώθηση· - электрй- ческих зарядов απώθηση των ηλεκτρικών φορ- φορτίσεων . отталкивать р.δ. βλ. оттолкнуть. II -ся α- απωθούμαι. отталкивающий επ. απο μτχ. αποκρουστικός, αντιπαθητικός· - запах αποκρουστική μυρου- μυρουδιά· - характер αντιπαθητικός χαρακτήρας. оттанцевать, -цуга, -дуешь р.σ.μ. 1 χορεύω ως το τέλος· - вальс χορεύω ως το τέλος το βαλς. 2 τελειώνω το χορό. оттанцовывать р. δ. βλ. оттанцевать О σημ.). оттоптывать р.δ. βλ. оттоптать. II -ся πα- πατιέμαι· συνθλίβομαι. оттёска, -И θ. 1 κουβάλημα, μεταφορά. 2 τράβηγμα απο τα μαλλιά. Оттаскать р.σ.μ. 1 (απλ.) κουβαλώ, μετα- μεταφέρω. 2 αποκουβαλώ, απομεταφέρω,τελειώνω το κουβάλημα, τη μεταφορά. 3 τραβώ απο τα μαλ- μαλλιά ή απο τα αυτιά. оттаскивание, -Я ουδ. χουβάλημα, μεταφορά. ОТТаскИВаТЬ р.δ. κουβαλώ, μεταφέρω. II -СЯ κουβαλιέμαι, μεταφέρομαι. оттачивание, -Я ουδ. τρόχισμα, ακόνισμα. оттачивать ρ.δ. βλ. отточить. II -ся τρο- τροχίζομαι, ακονίζομαι. ОТТашЙТЬ, -ащу, -ащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.ОТТащеннЫЙ, βρ: -щен, -а, -О р.σ.μ. με- μεταφέρω, μετακινώ, κουβαλώ σέρνοντας, τραβώ- τραβώντας· αναμερίζω τραβώντας. II μτφ. αποσπώ. II -СЯ (απλ.) μετακινούμαι με δυσκολία, αργά" нет у менй СИЛЫ - δεν έχω δύναμη να μετα- μετακινηθώ. оттаять, ~аю, -аешь р.σ. ζεπαγώνω, τήκο- τήκομαι, λιώνω. Н μτφ. μαλακώνω, γίνομαι ήπιος. оттекать, -ает р.δ. 0λ. оттечь. ОТтенЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. φω- φωτοσκιάζω, ρίχνω σκιά. 2 μτφ. ξεχωρίζω, υπο- υπογραμμίζω, εξαίρω. И -СЯ ξεχωρίζω, διακρίνο- διακρίνομαι . ОТТёнок, -НКа α. απόχρωση, χροιά, τόνος· различные -И синего цвета διάφορες αποχρώ- αποχρώσεις του κυανού χρώματος· светлый - ανοιχτή απόχρωση. 2 μτφ. παραλλαγή· ετερομορφία· НО- НОВЫЙ ОТТёнок значения слова ν έα παραλλαγή της σημασίας της λέξης. 3 μτφ. τόνος, ύφος* ΓΟ- ворйть С -ОМ пренебрежения μιλώ με περιφρο- νητικό ύφος.
отт 865 отт оттенйть(ся) р.δ. βλ. оттенйть(ся). Оттепель, -И θ. πρώιμη ανοιξιάτικη ζέστη (θαλπωρή). ОТТепеЛЫШЙ επ. της πρώιμης ανοιξιάτικης θαλπωρή ς. ОТТеребЙТЬ, -блга, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттереблённый, βρ: -лён, -лена, -ленбр. σ. τελειώνω το ξερίζωμα, αποξεριζώνω· - лён τελειώνω το ξερίζωμα του λιναριού. оттереть, ототру", ототрёшь, παρλθ· χρ. от- оттёр, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ОТТёр- тый, βρ: -тёрт, -а, -о р.σ.μ. 1 πλύνω,βγά- πλύνω,βγάζω, καθαρίζω' - ПЯТНО καθαρίζω το λεκέ. II τρίβω, καθαρίζω τρίβοντας· - грязь τρίβω τις λάσπες. 2 τρίβω· - замершие рзРкИ снегом τρίβω τα παγωμένα χέρια με χιόνι. 3 σπρώ- σπρώχνω, ωθώ, σκουντώ. II μτφ. εκτοπίζω, διώχνω, βγάζω έξω. II -СЯ βγαίνω, εξαλείφομαι, κα- καθαρίζομαι με το πλύσιμο ή την τριβή· ПЯТНО оттёрлось о λεκές βγήκε (καθάρισε). оттесать, -ешу", -ёшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттёсанный, βρ: -сан, ~а, ~ο ρ.σ.μ. πε- πελεκώ· λαξεύω. II τελειώνω το πελέκημα. ОТТёска, ~И θ. πελέκημα· λάξευση. ОТТеснЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ. ΟΤ- теснённкй, βρ: -нён, нена, -ненб απωθώ, εξω- εξωθώ, ξεσκουντώ, αμπώχνω" толпа его -лаС три- трибуны о όχλος τον πέταξε κάτω απο το βήμα·- Неприятеля απωθώ τον εχθρό. II μτφ. απομα- απομακρύνω, διώχνω, αποπέμπω. оттеснять р.δ. βλ. оттеснить. II -ся απω- απωθούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. оттёсывать р.δ. βλ. оттесать. II -ся πε- πελέκι έμαι, λαξεύομαι. оттечь, -течёт, -текут, παρλθ. χρ. оттёк, -текла, -ЛО ρ.σ. ρέω προς τα πίσω, κατέρ- κατέρχομαι, κατεβαίνω. оттирать(ся) р.δ. βλ. оттерёть(ся). ОТТИСК, -а α·. 1 αποτύπωμα, απότυπο. 2 τυ- τυπογραφικό δοκίμιο. 3 άρθρο σε μπροσούρα. 4 μτφ. εντύπωση, ζωηρή αίσθηση. ОТТЙСкать р.σ.μ. (απλ.) συμπιέζω, συνθλί- συνθλίβω, πατηκώνω" ему -ЛИ НОГИ В ТОЛпё του σύν- σύνθλιψαν τα πόδια στο πλήθος. оттискивать(ся) р.δ. βλ. оттйснуть(ся). оттиснуть, -ну, -нешь р.σ.μ. 1 σπρώχνω, ωθώ, αμπώχνω· στριμώχνω, συνωθώ. II συνθλί- συνθλίβω· - палец дверью συνθλίβω το δάχτυλο με την πόρτα. 2 αποτυπώνω, αφήνω αποτυπώματα· следы -утые В песке ίχνη αποτυπωμένα στον άμμο. 3 εκτυπώνω' σταμπάρω. II -СЯ αποτυπώ- αποτυπώνομαι . ОТТОГО επίρ. γι' αυτό (το λόγο), γι' αυτή την αιτία, απ' αυτό επειδή, γιατί· ОН СС- лен, - сн не пришёл αυτός είναι άρρωστος, γι' αυτό δεν ήρθε- он не пришёл -, что он болен αυτός δεν ήρθε, γιατί είναι άρρω- άρρωστος· не ем -, что не хочу δεν τρώγω, για- γιατί δε θέλω. ОТТОК, ~а α. 1 αντιρροή, ροή προς τα πί- πίσω' άμπωτη. 2 μέρος εκροής. ОТТОле и. ОТТОЛЬ επίρ. (παλ.) απο εκεί. ОТТОЛКАТЬ р.σ.μ. (απλ.) σπρώχνω, σκου- σκουντώ, αμπώχνω. оттолкнуть, -ну, -нёшь ρ.σ.μ. 1 βλ. οτ- ТОЛКОТЬ. 2 μτφ. διώχνω, αποβάλλω, απορρί- απορρίπτω· αποποιούμαι, (απ)αρνούμαι· - мрачные МЫСЛИ διώχνω τις σκοτεινές σκέψεις. 3 απο- απομακρύνω, απωθώ* он всех ~ул от себя своим характером με τον χαρακτήρα του αυτός έ- έκανε όλους να τον αποστρέφονται. II -СЯ α- απωθούμαι, σπρώχνομαι αντιστηριζόμενος. II μτφ. παίρνω σαν αφετηρία, για ξεκίνημα. оттоль βλ. оттоле. .«Оттоманка, -и θ. σοφάς, μαντέρι, τουρκι- τουρκικό ανάκλιντρο. ОТТОМАНСКИЙ επ. οθωμανικός. ОТТОМаны,- -ОВ πλθ. οι Οθωμανοί. ОТТОпать р.σ.μ. (απλ.) κατακουράζω* НОГИ κουράζω πολύ τα πόδια. оттопить, -топлю, -топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттопленный,- βρ: -лен, -а, -о р.σ. τε- τελειώνω το άναμμα· παύω να ανάβω, να θερμαί- θερμαίνω. II -СЯ τελειώνω, παύω να θερμαίνομαι. II ανάβω, θερμαίνομαι. оттоптёть, -топчу, -топчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттоптанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 πατώ, συνθλίβω, ζουλώ· - ногу СО- сёду πατώ το πόδι του πλησίον. 2 κουράζω βαδίζοντας. ОТТОПЫренныЙ επ. απο μτχ. φουσκωμένος»ε- φουσκωμένος»εξέχων.» оттопыривать(ся) р.δ. βλ. оттопыриться). ОТТОПЫРИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттопыренный, βρ: -рен, -а, -о προτείνω, προεκτείνω, φουσκώνω, τεντώνω προς τα έξω· - ГЗГбЫ προεκτείνω τα χείλη· - карман φου- φουσκώνω τη τσέπη. II -СЯ φουσκώνω, εξέχω" пё- рья у ПТЙцы -лись το πτέρωμα του πουλιού φούσκωσε" карманы -ЛИСЬ οι τσέπες φούσκω- φούσκωσαν . отторгать(ся) ρ.δ. βλ. оттбргнуть(ся). отторгнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. от- отторг, -ла, ~ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- торгнутый, βρ: -нут, -а, -ο κ. (παλ.) οτ- тбрженный, βρ: -жен, -а, -о αποσπώ βίαια, αρπάζω" - чужие земли παίρνω ξένα εδάφη, детей ОТ родителей παίρνω τα παιδιά α- απο τους γονείς. II -СЯ αποσπώμαι. отторговать, -гую, -гуешь р.σ. τελειώ- τελειώνω το εμπόριο, παύω να εμπορεύομαι. отторжение, -Я ουδ. (παλ.) απόσπαση, άρ-
отт 866 отф παγμα" - чужих земель άρπαγμα ξένων εδαφών. ОТТОченныЙ επ,. απο μτχ. μτφ. καλοδουλεμέ- καλοδουλεμένος, καλοκαλλι,εργημενος, εκλεπτυσμένος. ОТТОЧИе, -Я (τυπγρ.) σειρά τελειών. ОТТОЧИТЬ, -очу, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отточенный, βρ: ~чен, -а, -о р.σ.μ. 1 τροχίζω, ακονίζω, οξύνω" - НОЖ τροχίζω το μαχαίρι· - карандаш οξύνω (ξύνω)το μολύβι-. 2 τελειώνω το τρόχισμα, το ακόνισμα. ОТТОЧКа, -И θ. τρόχισμα, ακόνισμα· όξυν- όξυνση· ξύσιμο. оттрепать, -еплго, -ёплешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттрёпанный, βρ: -пан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 κοπανίζω (λινάρι ή καννάβι). 2 τραβώ (απο τα μαλλιά ή τ' αυτιά). 3 αποκοπανίζω, τε- τελειώνω το κοπάνισμα. оттрёпывать ρ.ό. βλ. оттрепать (ισημ). II -СЯ κοπανίζομαι. оттрубить, -ублга, -у1 бишь р.σ. 1 σαλπίζω· τελειώνω το σάλπισμα· - зорю σαλπίζω εγερ- εγερτήριο. 2 μτφ. υπηρετώ, δουλεύω σκληρά και μονότονα. оттрясать р.δ. βλ. оттрясти. оттрясти, ~ясу, -ясёшь, παρλθ. χρ. оттряс, -ЛИ, -ЛО р.σ.μ. (απλ.) τινάζω" - ПЫЛЬ τι- τινάζω τη σκόνη· ~ себе все внутренности на телеге τινάζω όλα τα σωθικά μου στο κάρο. оттряхивать р.δ. βλ. оттряхнуть. оттряхнуть р.σ. βλ. оттрясти. оттуда επίρ. απο εκεί· вы были в Афинах? - - Я приехал ήσασταν στην Αθήνα; - Απ' ε- εκεί ήρθα. ОТТузЙТЬ, -ужу, -узйшь р.σ.μ. (απλ.) ξυ- ξυλοφορτώνω, φουσκώνω στο ξύλο, ξυλοκοπώ. оттушевать, -шуга, -шуешь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. оттушёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. σφομιλώνω· φωτοσκιάζω. оттушёвка, -И θ. σφομίλωση· φωτοσκίαση. оттушёвывать ρ.δ. βλ. оттушевать. II -ся σφομιλώνομαι· φωτοσκιάζομαι. оттыкать р.δ. βλ. ототкнуть. И -ся ξεβου- ξεβουλώνομαι· ξεταπώνομαι. ОТТЯГЙТЬ р.σ.μ. (απλ.) παίρνω, αποσπώ με δικορραφίες. оттягивание, -я ουδ. βλ. оттяжка. оттягивать(ся) р.δ. βλ. оттянуть(ся). ОТТЯЖКа, -И Θ. 1 έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο, επιμήκυνση με σφυρηλάτηση. 3 η κίνηση προς τα πίσω. 4 αναβολή, παρέλκυση, τρενάρισμα, καθυστέρηση. 5 (ναυτ.) τα άρμενα, τα ξάρτια. ОТТЯЖНОЙ επ. του τεντώματος, για τέντωμα. ОТТЯНУТЬ, ~ЯНу, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ. 1 τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος· курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα. II παρασύρω· течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα απο την ακτή. II σύρω, τραβώ βίαια. II αποσπώ παραπλανώντας· - СИЛЫ врага τραβώ τις δυνάμεις του εχ- εχθρού. 2 τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. II προκαλώ πόνο με το βάρος· вёдра -ЛИ руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες. 3 τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ. 4 (τεχ.) επιμηκύνω με σφυρηλάτηση. 5 βλ. оттопырить. II εκφρ. - время κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα. II -СЯ 1 αποτραβιέμαι, α- απομακρύνομαι, αποσύρομαι· αποχωρώ· НОШИ ВОЙСКЙ. -ЛИСЬ южнее τα στρατεύματα μας α- αποσύρθηκαν νοτιότερα. 2 κρέμομαι απο το βά- ρος. ОТТЯПать ρ.σ.μ. (απλ.) αποκόπτω, κόβω* - голову κόβω το κεφάλι, αποκεφαλίζω. отяпнуть р.σ. βλ. оттяпывать. ОТТЯПЫВаТЬ р.δ. βλ. ОТТЯПать. II -СЯ απο- αποκόπτομαι, κόβομαι. отужинать ρ.σ. 1 αποδειπνώ, τελειώνω το δείπνο. 2 δειπνίζω" συνδειπνίζω. отуманивать(ся) р.δ. βλ. отуманить(ся). отуманить ρ.σ.μ. 1 ανταριάζω. 2 μτφ. θο- θολώνω, συσκοτίζω. II -СЯ 1 ανταριάζω. 2 θλί- θλίβομαι· βαρυθυμώ. отупелый επ. κουτιασμένος, κουτός. II χαυνωμένος, χαύνος. отупение, -Я ουδ. ξεκούτιασμα, αποβλάκω- αποβλάκωση, ξεμώραμα. отупеть ρ.σ. ξεκουτιάζω, μωραίνομαι, α- αποβλακώνομαι . ОТУПИТЬ ρ.σ.μ. αποβλακώνω, ξεμωραίνω, ξεκουτιαίνω. отупление, ~я ουδ. βλ. отупение. отуплять р.δ. βλ. отупить. • отутюживать р.δ. βλ. отутюжить. II -ся καλοσιδερώνομαι. отутйжить, -жу, -жишь ρ.σ.μ. καλοσιδερώ- νω* - КОСТЮМ καλοσιδερώνω το κοστούμι. ОТучЙТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ОТучЙТЬ(СЯ) 1 σημ. отучивать(ся) р.δ. βλ. отучать(ся). ОТучЙТЬ, -учу, -УЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ. 1 μ. ξεμαθαίνω, υποχρεώνω να ξεμάθει, να ξεσυ- νηθίσει· - ОТ курения ξεμαθαίνω κάποιον α- απο το να καπνίζει. 2 τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα. II -СЯ 1 ξεσυνηθίζω, ξεμαθαί- ξεμαθαίνω· - ОТ курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα. 2 τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα. отучнеть ρ.σ. χοντραίνω, παχαίνω, παχύ- νομαι. отфильтровать, -руга, -уешь ρ.σ.μ. φιλ- φιλτράρω, διηθώ, διυλίζω. отфильтровывать р.δ. βλ. отфильтровать. II -СЯ φιλτράρομαι, διηθίζομαι, διυλίζομαι. отформовать, -муго, -муезь, παθ. μτχ. παρλθ.
отф 867 отц χρ. отформованный, βρ: -ван, -а, ~о р.σ.μ. (τεχ.) καλουπιάζω»· καλουπώνω, φορμάρω. отформовывать ρ.δ. βλ. отформовать. II ~ся καλουπώνομαι, φορμάρομαι,. отфрезеровать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отфрезерованный, βρ: -ван, -а,-о ρ.σ.μ. (τεχ.) φρεζάρω, επεζεργάζω στη φρέζα. отфрезеровывать ρ.δ. βλ. отфрезеровать. Н -СЯ φρεζάρομαϊ, επεξεργάζομαι, στη φρέζα. отфыркиваться р.δ. ρουθουνίζω, ξεφυσώ. отфыркнуться р.σ. βλ. отфыркиваться. отхаживать1 ρ.δ. βλ. отходить2. отхаживать2 ρ. δ. βλ. отходить3 C., 4 ση μ.). ОТХаркаТЬ ρ.σ.μ. αποχρέμπτομαι, αποφλεγ- ματίζομαι" φτύνω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. отхаркивание, -Я ουδ. απόχρεμψη, αποφλεγ- ματισμός" φτύσιμο. отхаркивать(ся) р.δ. βλ. отхаркнуть(ся). отхаркивающий επ. απο μτχ. αποχρεμπτικός, αποφλεγματικός· -щие средства αποχρεμπτικά φάρμακα. отхаркнуть(ся) р.σ. βλ. отхаркать(ся). отхватать р.σ. (απλ.) βλ. охватить ψ σημ. ОХВатЙТЬ, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) παίρνω, τραβώ, αποσύρω γρήγορα· руку τραβώ γρήγορα το χέρι. 2 αποκόπτω, κό- κόβω. 3 αποκτώ, κτώμαι, παίρνω. 4 εκτελώ επι- επιδέξια, ζωηρά. отхватывать р.δ. βλ. отхватить. II -СЯ α- αποτραβιέμαι, αποσύρομαι γρήγορα. ОТХВорать р.σ. αρρωσταίνω, περνώ αρρώ- αρρώστια. II γερεύω, αναρρώνω. ОТХЛебНу^ГЬ р.σ. ρουφώ, καταπίνω. отхлёбывать р.δ. βλ. отхлебнуть. отхлестать, -ещу, -ёщешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отхлёстанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. βλ. отстегать. II εκφρ. - по щекам μπατσίζω. отхлёстывать р.δ. βλ. отхлестать. отхлопать р.σ.μ. χειροκροτώ ώσπου μου πο- πονούν τα χέρια. II χτυπώ, δέρνω, ραπίζω, χα- στουκίζω. ОТХЛОПОТЙТЬ, -почу, -по'чешь ρ.σ,-μ. κατορ- κατορθώνω, πετυχαίνω ύστερα απο πολλές φροντίδες. отхлопывать ρ.δ. βλ. отхлопать. II -ся χειροκροτώ ώσπου μου πονούν τα χέρια. ОТХЛЫНУТЬ р.σ. (για νερό, κύματα κ.τ.τ.)· ξεχύνομαι, εκρέω προς τα πίσω. II μτφ. (για πλήθος ανθρώπων)· γυρίζω πίσω, υποχωρώ, α- αποσύρομαι γρήγορα. ОТХОД' -а α. 1 απομάκρυνση, αναμέρισμα. 2 αναχώρηση, ξεκίνημα, απέλευση· απόπλους. 3 οπισθοχώρηση. 4 αλλαγή κατεύθυνσης. II πα- παρέκκλιση (απο θέμα κ.τ.τ.). 5 εγκατάλειψη. 6 μετάπτωση· πέρασμα. 7 αποβίωση, θάνατος. θ αναχώρηση προσωρινή. ОТХОД2 βλ. ОТХОДЫ. отходить1, -ожу, -одишь р.δ. βλ. отойти. ОТХОДИТЬ,2 -ожу, -ОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отхоженный, -жен, -а, -о р.σ.μ. συνε- συνεφέρω, περιποιούμαι άρρωστο. ОТХОДИТЬ* -ОЖу, -ОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отхоженный: -жен, -а, -о р.δ. 1 τελειώ- τελειώνω το βάδισμα. 2 περνώ" Я -ЙЛ второй год В школу πέρασα το δεύτερο χρόνο στο σχο- σχολείο. II υπηρετώ. 3 κουράζω βαδίζοντας (μέ- (μέλος του σώματος). 4 (απλ.) μαστιγώνω" ξυ- ξυλοκοπώ. ОТХбдная, -ОЙ ουσ. θ. δέηση για ανάπαυση του ψυχορραγούντος, αναπαψιμάρι. ОТХОДНИК,· ~а α. (παλ.) αγρότης που φεύγει για ανεύρεση εργασίας (κατά τη συγκομιδή). отходничество, -а ουδ. (παλ.) αναχώρηση αγροτών για ανεύρεση εργασίας (τον καιρό της συγκομιδής). ОТХОДНЫЙ επ. της αναχώρησης. ОТХОДЧИВОСТЬ, -И θ. πέρασμα, παρέλευση (θυμού, οργής κ.τ.τ.). ОТХОДЧИВЫЙ επ., βρ: -чив, -а, -О περα- περαστικός, κατευναστικός, που παρέρχεται εύκο- εύκολα (θυμός, οργή κ.τ.τ.). ОТХОДЫ, -ΟΒ πλθ. (ενκ. ОТДОД, -а α.) α- απορρίμματα, απομεινάρια" - Производства υ- υποπροϊόντα. ОТХОЖИЙ επ : - щюмыЪел (παλ.) εργασία χωρικών κατά τη συγκομιδή σε άλλα χωριά" -ее место (απλ.) αποχωρητήριο, απόπατος. ОТХОТеТЬ ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. ΧΟ- тёть) · δεν έχω διάθεση (να κάνω κάτι). II -СЯ δεν έχω διάθεση" - ИДТИ В театр δεν έ- έχω διάθεση να πάω στο θέατρο. отхохотаться, -хохочусь, -хохочешься р.σ. τελειώνω το χαχάνισμα, παύω να χαχανίζω. отхромировать, -руга, -руешь ρ.σ.μ. επι- χρωμίζω, καλύπτω με χρώμιο" χρωμίζω, ενι- ενισχύω (εμπλουτίζω, με χρώμιο). отцарствовать, -ствую, -ствуешь р.σ. τε- τελειώνω τη βασιλεία, παύω να βασιλεύω. отцвести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. отцвёл, -цвела, -Л<5, μτχ. παρλθ. χρ. отцветший р.σ. 1 απανθώ. II μτφ. παρακμάζω, μαραίνομαι. 2 (παλ.) χάνω το χρώμα, τη θωριά, αποχρωματί- αποχρωματίζομαι, αλλαξοθωριάζω. отцветать р.δ. βλ. отцвести. отцедить, -ежу, -ёдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отцеженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. στραγγίζω, σουρώνω. ОТЦёжИВаТЬ ρ. δ. βλ. ОТЦеДЙТЬ. II -СЯ σου- σουρώνομαι, στραγγίζομαι. отцентрировать р.σ. βλ. центрировать. отцентровать р.σ.μ. βλ. центровать. ОТЦёп, -а α. αποσύνδεση" απαγκίστρωση.
отц 868 отч ОТЦепЙТЬ, -еплю, -еПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отцепленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. αποσυνδέω, απαγκιστρώνω, ξεγαντζώνω* ξεκρε- μώ, ζεσκαλώνω. II -СЯ αποσυνδέομαι, απαγκι- απαγκιστρώνομαι, ζεγαντζώνομαι· ξεκρεμιέμαι. II μτφ. ξεφορτώνομαι· -тесь ОТ менй ξεφορτωθή- τε με, μη μου κολλάτε, μη μου γίνεστε τσι- μποΰρ ι. ОТЦёшса,-И θ. αποσύνδεση, απαγκίστρωση, ξεγάντζωμα· ξεκρέμασμα, ξεσκάλωμα. отепление, -я ουδ. βλ. отцепка. отцеплять(ся) ρ.δ. βλ. отцепйть(ся). ОТЦепнОЙ επ. αποσυνδεόμενος, απαγκιστρω- νόμενος. ОТЦёпщик, -а α., -ца, -Ы θ. εργάτης,-τρία απαγκίστρωσης, αποσύνδεσης. ОТЦеубЙЙСТВО, -а ουδ. πατροκτονία. отцеубийца, -Ы α. χ. θ. πατροκτόνος, -α. ОТЦОВ, -а, -о επ. πατρικός, του πατέρα* Я ПОМНЮ -Ы олова θυμούμαι τα λόγια του πατέ- πατέρα. ОТЦОВСКИЙ επ. πατρικός, του πατέρα* - ДОМ πατρικό' σπίτι* ~ое Наследие πατρική κληρο- κληρονομιά· у него - характер αυτός έχει το χα- χαρακτήρα του πατέρα του* -ие чувства πατρι- πατρικά αισθήματα; -8Я ЛИНИЯ, πατρική (πατρώα) σειρά ή συγγένεια απο τον πατέρα. ОТЦОВСТВО, -а ουδ. πατρότητα* установить εξακριβώνω την πατρότητα. отчаиваться р.δ. βλ. отчаяться. ОТЧЙЛ, -а α. 1 λύση των" πρυμνησ'ιων. 2 α- απόπλους . отчаливание, -я ουδ. βλ. отчал A σημ.). отчаливать р.δ. βλ. отчалить. II προστκ. -ВЭЙ (απλ.) φύγε απ' εδώ, έξω απ' εδώ. И -СЯ λύνομαι (για τα πρυμνήσια). ОТЧАЛИТЬ ρ,σ. 1 μ. (ναυτ.) λύνω τα πρυ- μνήσια. 2 αποπλέω. ОТЧИСТИ επ'ιρ. μερικώς, εν μέρει, ως ενα βαθμό* κατά ένα μέρος* ОН прав ТОЛЬКО - αυ-, τός εν μέρει έχει δίκαιο* платить - деньгй- МИ, - векселями πληρώνω ένα μέρος σε με- μετρητά και ένα μέρος σε γραμμάτια. ОТЧЙЯНИв, -Я ουδ. απελπισία* απόγνωση* приходить В - έρχομαι σε απελπισία* быть В -и είμαι σε απελπισία· впасть В - πέφτω (πε- (περιπίπτω) σε απελπισία. ОТЧАЯННО επίρ. απελπισμένα· απεγνωσμένα· сразиться - μάχομαι απεγνωσμένα* защищать- защищаться - αμύνομαι απεγνωσμένα* ОН - болен αυ- αυτός δεν έχει καμιά ελπίδα σωτηρίας. II δυνατά. ОТЧАЯННОСТЬ,-и θ. απελπισ.ία· απόγνωση* положения απελπιστική κατάσταση. ΓΙ παρατολ- μία, αποκοτιά, παλαβομάρα* απερισκεψία* ρι- ψοκΐ<νδύνευση. 3 βλ. отчаяние. отчаянный επ. βρ: -аян. -аянна. -аянно. 1 ' απελπισμένος* απεγνωσμένος* -ая мать απελ- απελπισμένη μάνα* смотреть -МИ ГлаЗЙМИ κοιτάζω με απελπισμένα μάτια. 2 απελπιστικός* ~ое положение απελπιστική κατάσταση. 3 παρά- παράτολμος, απόκοτος, 'παλαβός, ριψοκίνδυνος, α- απερίσκεπτος. Π αδιόρθωτος, ασυμμόρφωτος. 4 μανιώδης* δεινός. 5 δυνατός, ισχυρός,γερός. отчаяться, -аюсь, -оешься р.σ. 1 απελπί- απελπίζομαι, χάνω κάθε ελπίδα* - увидеться Сρο- ДНЫМИ χάνω κάθε ελπίδα να ιδωθώ με τους συγγενείς* - В спасении χάνω κάθε ελπίδα σωτηρίας. 2 αποτολμώ, αποκοτώ,ριψοκινδυνεύω. отчего επίρ. 1 (ερωτηματικό) γιατί; για ποια αιτία; για ποιο λόγο; απο τι; - ты плачешь? απο τι κλαις; - она хромает? για- γιατί αυτή κουτσαίνει; 2 (σύνδεσμοςι υποτακτι- υποτακτικός)* γιατί* я не зною, - они плачет δεν ξέ- ξέρω γιατί αυτή κλαίει. отчегб-либо επίρ. βλ. отчего-нибудь. ОТчеГО-НИбУДЬ επίρ. για κάποια αιτία. отчего-то επίρ. απο κάτι(τι), απο κάποιο λόγο, απο κάποια αιτία. отчеканивать(ся) ρ.δ. βλ. отчеканить(ся). отчеканить р.σ.μ. κόβω* τσο(υ)κανίζω. И μτφ. προφέρω, εκστομίζω, λέγω καθαρά και ευκρινά. II -СЯ 1 κόβομαι, τσο(υ)κανίζομαι, σφυρηλατούμαι. 2 μτφ. διαγράφομαι, διακρί- διακρίνομαι καθαρά. отчеренковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очеренкбванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. εμβολιάζω με βλασταράκι. отчёркивать р.δ. βλ. отчеркнуть. II -ся σημειώνομαι με γραμμή καθαρά και ευκρινά. отчеркнуть, -Ну, -нёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчёркнутый, βρ: -нут, -а, -ο ρ.σ.μ. σημειώνω με ζωηρή γραμμή. отчерпать ρ.σ.μ. αντλώ, βγάζω* - в<5ду из ЛОДКИ βγάζω το νερό απο τη βάρκα. отчерпнуть ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΟΤ- чёрпнутый, βρ: -нут, -а, -о βλ. отчерпать. Отчерпывать р.δ. βλ. отчерпать. И -СЯ α- αντλούμαι. отчертить, -ерчу, -ёртишь, παβ. μτχ. παρλθ. χρ. отчерченный, βρ: -чён, -а, -о р.σ.μ. 1 χωρίζω με γραμμή. 2 τελειώνω το σχέδιο, παύω να σχεδιάζω. орчёрчиваТЬ р.δ. χωρίζω με γραμμή. II -СЯ χωρίζομαι με γραμμή. отчесать, -есу, -ёшеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчёсанный, βρ:, -сан, -а, -Ο ρ.σ. 1 τε- τελειώνω το ξύσιμο, το χΐένισμα, την ξάνση. 2 χωρίζω ξαίνοντας. 3 (χυδ.) ξυλοκοπώ άγρια* χτυπώ γερά με το βούρδουλα. отческий ε«. (παλ.) πατρικός* -ая могила ο τάφος του πατέρα. Отчество, -а ουδ. πατρώνυμο* ИМЯ И - ονο-
отч 869 отш ματεπώνυμο. отчёсывать р.б. βλ. отчесать Bσημ.). II -СЯ αποχωρίζομαι με ξάνση. ОГЧёт, -а α. 1 απολογισμός· έκθεση* - пё- ред избирателями απολογισμός μπροστά στους εκλογείς· финансовый - οικονομικός απολο- απολογισμός· - местного комитета απολογισμός της τοπικής επιτροπής· годичный - ετήσιος απο- απολογισμός. 2 απολογία· дать ~ в своих дейст- действиях, поступках απολογούμαι για τις ενέρ- ενέργειες μου, τις πράξεις μου. II εχφρ. дать (Давить) себе - έχω γνώση (επίγνωση)· έχω συναίσθηση, συνείδηση· ВЗЯТЬ ПОД - παίρνω με απόδοση λογαριασμού. ОТЧёТЛЕВО επ'ιρ. σαφώς, καθαρά, κλπ. επ. отчётливость, -И θ. σαφήνεια, καθαρότητα, διαύγεια, ενάργεια, ευκρίνεια. ОТЧёТЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О σαφής, διαυγής, εναργής, ευκρινής, ευδιάκριτος, κα- καθαρός, λαγαρός· -ое произношение καθαρή προ- προφορά· - почерк ευανάγνωστος γραφικός χαρα- χαρακτήρας· ~ая мысль λαγαρή σκέψη· -ые оттис- оттиски ευκρινή αποτυπώματα* -ое изображение σαφής παράσταση (απεικόνιση). ОГЧётно-ВЫборннЙ επ. εκλογικοαπολογιστι- κός* -ое собрйние εκλογικοαπολογιστική συ- συνέλευση (αρχαιρεσίες). Отчётность, -И θ. 1 απολογισμός* λογοδο- λογοδοσία" строгая - αυστηρή λογοδοσία· финансо- финансовая - οικονομικός απολογισμός. 2 τα απολο- απολογιστικά έγγραφα· В Э*тих двух пипках вся - σ· αυτούς τους δυό χαρτοφύλακες είναι όλα τα απολογιστικά έγγραφα. отчётный επ. απολογιστικός· - доклад α- απολογιστική έκθεση* -ое собрание απολογι- απολογιστική συνέλευση* - период η τρέχουσα (απο- (απολογιστική) περίοδος· - ГОД το τρέχον απο- απολογιστικό έτος. ОТЧЙЗНа, -Ы θ. (παλ.) πατρίδα. ОТЧИЙ, -ая, -ее επ. (παλ.) πατρικός·- дом πατρικό σπίτι. · ОТЧИН, -а α. πατρυιός, μητρυιός. ОТЧИна, -Ы θ. (παλ.) πατρικά αγροκτήματα. ОТЧИННЫЙ επ. κληρονομικός. отчисление, -Я ου δ. 1 αφαίρεση απο το λογα- λογαριασμό· κράτηση. II διαγραφή· - неуспевающих студентов διαγραφή των αδύνατων φοιτητών. II απόλυση. 2 (συνήθως πλθ. -Я) χορήγηση κον- κονδυλίου' -я на строительство κονδύλιο οικοδο- οικοδομών . ОТЧИСЛИТЬ ρ.σ.μ. 1 αφαιρώ, κρατώ απο το λογαριασμό. 2 διαγράφω, δε συμπϊριλαβαίνω. II -СЯ διαγράφομαι, δε συμπεριλαβαίνομαι στον αριθμό μελών (οργάνωσης κ.τ.τ.). ОТЧИСЛЯТЬ(СЯ) р.δ. βλ. ОТЧЙСЛИТЬ(СЯ). ОТЧИСТИТЬ, -Ищу, -ЙСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчищенный,- βρ: -щен, -а, -О καθαρίζω, εξαλείφω, βγάζω· - ПЯТНО καθαρίζω το λεκέ· - ржйвчину βγάζω τη σκουριά. II -СЯ καθαρί- καθαρίζομαι, εξαλείφομαι, βγαίνω· ПЯТНО -ЛОСЬ о· λεκές καθάρισε* кастрюля -лась η κατσαρόλα καθάρισε. •ОТЧИТЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ· ΟΤ- чйтанннй, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. 1 μαλλώ- νω, επιτιμώ, επιπλήττω· κατσαδιάζω. 2 δια- διαβάζω ως το τέλος· τελειώνω το διάβασμα. ОТЧИТАТЬСЯ р.σ. απολογούμαι, κάνω απολο- απολογισμό* λογοδοτώ* - перед избирателями κάνω απολογισμό μπροστά στους εκλογείς. отчитывать ρ.δ. βλ. отчитать (ίσημ.). отчитываться р.δ. βλ. отчитаться. ОТЧИХАТЬСЯ р.σ. παύω να φτερνίζομαι. отчихвостить, -ощ, -остишь ρ.σ.μ. (απλ.) επιπλήττω, επιτιμώ, μαλλώνω, κατσαδιάζω. отчищёть(ся) ρ.δ. βλ. отчйстить(ся). ОТЧЛенЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ. 0Τ- членённый, βρ: -нён, -ненй, -ненб ρ.σ.μ. α- 'ποσπώ, ξεχωρίζω μέρος ή μέλος. отчленить ρ.δ. βλ. отчленить. II -ся απο- σπώμαι, ξεχωρίζομαι. отчубучить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. отчудить*. ОТЧУДИТЬ1, -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчуждённый, βρ: -дён, -денй, -денб р. σ. βλ. отчуждать. ОТЧУДИТЬ? -дйшь ρ.σ.μ. (απλ.) εκπλήσσω, ξαφνιάζω" προξενώ το θαυμασμό. отчуждать ρ.σ.μ. 1 αποξενώνω, απομακρύνω, τηρώ (κρατώ), σε απόσταση. 2 (νομ.) απαλλο- απαλλοτριώνω* εκποιώ, πουλώ (για ιδιοκτησία). II -СЯ αποξενώνομαι. отчуждение, -Я ουδ. 1 αποξένωση, απομόνω- απομόνωση. 2 απαλλοτρίωση* εκποίηση. II εκφρ. ПОЛО- θά -Η-(παλ,) ζώνη εδάφους για οδοποιΐα.- ОчуждённоСТЬ, -И θ. αποξένωση, απομόνωση. ОчуждвННЫЙ επ. απο μτχ. 1 αποξενωμένος, α- απομονωμένος. 2 απαλλοτριωμένος*, εκποιημένος. ОТЧураться р.σ. (απλ.)' (απ)αρνούμαι, α- αποποιούμαι, αποστέργω, παραγνωρίζω σκόπιμα. отшагать ρ.σ.μ. διασχίζω, διατρέχω πεζός, διαπορεύομαι, διοδεύω. отшагивать р.δ. βλ. отшагйть. ОТШаГН^ТЬ р.σ. κάνω βήμα πίσωήστο πλάг. отшатнуть ρ.σ.μ. απωθώ, σπρώχνω, ρίχνω κάτω ή στο πλάι. II -СЯ αποτραβιέμαι, αποσύ- αποσύρομαι απότομα. II μτφ. αποχωρώ, ξεκόβω* παύω να επικοινωνώ. отшвартовать, -туго, туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отшвартованный, βρ: -ван, -а,-о (ναυτ.) εξορμίζω, βγάζω στ' ανοιχτά, στο πέλαγο. II -СЯ αποπλέω σαλπάρρω. отшвартовывать(ся) р.δ. βλ. отшвартовать- (СЯ).
отш 870 отъ отшвыривать р.б. βλ. отшвырнуть. II -ся εκσφεντονΊζομαι. ОТШВернуть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отшвырнутый, βρ: -нут, -а, -о εκσφεντονίζω. ОТШВырЙТЬ р.σ. (απλ.) εκσφεντονίζω. отшелушиться, -ЙТСЯ р.σ. 1 ξεφλουδίζομαι· απολεπίζομαι, εκλεπίζομαι. 2 παύω να ξεφλου- ξεφλουδίζομαι, να απολεπίζομαι. ОТШёльНИК,--а α., -ца, -Ы θ. 1 μοναστης, αναχωρητής, ασκητής, ησυχαστής. 2 μτφ. ερη- ερημίτης. отшельнический επ. μοναστικός, ασκητι- ασκητικός· -ая ЖИЗНЬ μοναχική ζωή, μοναστικός βίος, ασκητική ζωή. ОТШёльНИЧеСТВО, -а ουδ. ασκητεία, ασκητι- ασκητική ζωή. ОТШЙ0, -а α: на -е ξεχωριστά, χώρια, με- μεμονωμένα. отшибать ρ.δ. βλ. отшибить. ОТШИбЙТЬ, -бу, -бёШЬ, παρλθ. χρ. ОТЩЙб, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отшибленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 (απλ.) σπάζω χτυ- χτυπώντας. 2 μωλωπίζω. 3 χάνομαι, εξαφανίζο- εξαφανίζομαι (για ικανότητα, κλίση)· στερούμαι. отшивать(ся) ρ.δ. βλ. отшйть(ся). отшить, отошью, отошьёшь, προστκ. отшёй, р.σ. 1 ξεκαρφώνω' - ДОСКИ ξεκαρφώνω τις σανίδες. 2 (απλ.) διώχνω, δίνω δρόμο, ξε- κουμπίζω. 3 τελειώνω το ράψιμο. II -<Μ(απλ.) τελειώνω το ράψιμο. отшлёпать ρ.σ.μ. 1 μπατσίζω, χαστουκίζω, ραπίζω. 2 (απλ.) τσαλαπατώ, πλατσουλίζω, πη- λοβατώ. отшлифовать р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. шлифовать)· λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. II μτφ. εκλεπτύνω, στρώνω" ομορφαίνω. отшлифовывать р.δ. βλ. отшлифовать. II -ся λειαίνομαι, στιλβώνομαι. II τελειοποιούμαι, ε- εξιδανικεύομαι, ομορφαίνω. отшпиливать(ся) р.δ. βλ. отшпйлить(ся). ОТШПИЛИТЬ ρ.σ. ξεκαρφιτσώνω. II -СЯ ξεκαρ- φιτσώνομαι. отштамповать, -пую, -пуешь р.σ.μ. εκτυπώ- εκτυπώνω, φορμάρω με τη στάμπα. отштамповывать р.δ. βλ. отштамповать. II -СЯ (τεχ.) εκτυπώνομαι, φορμάρομαι. отштукатуривать р.δ. σοβατίζω. II -СЯ σο- σοβατίζομαι . Отштукатурить ρ.σ.μ. σοβατίζω. II αποσοβα- τίζω, τελειώνω το σοβάτισμα. отшуметь, -млй, -мйшь ρ.σ. τελειώνω το θόρυβο, παύω να θορυβώ. II (για θόρυβο,ντόρο κ.τ.τ.) περνώ, τελειώνω, παύω. отшутиться, -учусь, -утишься р.σ. αστει- αστειεύομαι, δίνω αστεία απάντηση (για αποφυγή)" ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι με αστείο τρόπο. отшучиваться р.δ. βλ. отшутиться. отщёлкать р.σ.μ,, χτυπώ με το δάχτυλο (σαν τιμωρία). II μτφ. μαλώνω γερά, κατσαδιάζω. II παύω να κελαηδώ, να τετερίζω. отщелхоть р.σ. (απλ.) βλ. отщёлкать. отщёлкивать1, -ает ρ.δ.μ. (για αριθμητή- ριο, ωρολόγι κ.τ.τ.) χτυπώ, κροτώ. отщёлкивать2 ρ.δ. βλ. отщелкнуть. II -ся ανοίγομαι, ξεμανταλώνομαι. ОТЩелкнуТЬ, κ. ОТЩёЛКНуТЬ ρ.σ.μ. ανοίγω, τραβώ το σύρτη, το μάνταλο, ξεμανταλώνω. отщемить, -МЛЙ, -мйшь, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. отщемлённый, -лён, -лена, ~лен<5 р.σ.μ. (απλ.) μαγγώνω, πιάνω σφιχτά· - ПЙЛвЦ В дверях πιάνω το δάχτυλο στην πόρτα. ОТЩемЛЙТЬ ρ.δ. βλ. отщемить. II -СЯ μαγγώ- νομαι, πιάνομαι σφιχτά. отщепать, -еплй, -еплешь κ. ~аю, -аешь р. σ.μ. βλ. отлепить. отщепенец, -нца α., -ка, -И θ. αποστάτης, -άτρια, εξωμότης, -τρία· αρνησίθρήσκος, -η. ОТЩепёнство, -а ουδ. αποστασία, εξωμοσία, αποσκίρτηση* αρνησιθρησκεία. ОТЩепЙТЬ, -ШП&, -ПЙшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отщеплённый, βρ: лён, -лена, -лено р.σ. μ. σχίζω, πελεκώ, βγάζω πελεκούδες* - лу- ЧЙНЫ σχίζω (βγάζω) δαδιά. II -СЯ σχίζομαι, πελεκιέμαι. отщеплять(ся) р.δ. βλ. о*тщепйть(ся). отщипать, -иплга, -йплешь κ. -аго, -аешь р. σ.μ. τσιμπώ, κόβω μικρούτσικο κομματάκι" - мйкиша ОТ хлеба τσιμπώ ψίχα απο το ψωμί· - кусочек хлеба τσιμπώ ένα κομματάκι απο το ψωμί. отщипнуть ρ.σ.μ. βλ. отщипоть. отщипывать р.δ. βλ. отщипать. ОТЪ... πρόθεμα (βλ. ОТ...)· χρησιμοποιεί- χρησιμοποιείται αντί του ОТ·.., μπροστά απο τα γιωτικά φωνήεντα: е, го, я: отъехать, отъявленный. отъедйть(ся) р.δ. βλ. отъёсть(ся). отъединить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отъединённый, βρ: -нён, -нена, -ненб απο- αποσυνδέω, ξεσυνδένω· - провод ξεσυνδένω το κα- καλώδιο. И -СЯ αποσυνδέομαι, ξεσυνδένομαι. отъединять(ся) ρ.δ. βλ. отъединйть(ся).. ОТЪёзД, -а α. αναχώρηση (με μεταφ. μέσο). II εκ<ρρ. быть (находиться) В -е λείπω, είμαι ταξίδι, είμαι φευγάτος. отъездить, -езжу, -ездишь р.σ. 1 ταξιδεύω. 2 τελειώνω το ταξίδι. II -СЯ τελειώνω το ταξίδι. отъезжать р.δ. βλ. отъехать отъезжающий ουσ. απο μτχ. ο αναχωρών · -ЭЯ η αναχωρούσα· -ие завтра οι αναχωρουντες αύ- αύριο. отъезжий επ. (παλ.) απόμακρος, απομακρυ-
отъ 871 офи σμένος (απο την αγροικία)· -ие угодья απο- απομακρυσμένα κτήματα· -ее поле (παλ.) απομα- απομακρυσμένη αγροτική έκταση (κυρίως για κυνή- γι). отъём, -а α. βλ. отъёмка. ОТЪёМКа, -И θ. ξέκομμα, αποθήλαση· - те- ЛЙТ-СОСунОВ ОТ матери ζέκομμα των βυζανιά- ρικων μοσχαριών απο τη μάνα. отъёмный εη'. αφαιρούμενος, προσθετός. ОТъёсть р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. есть). I τρώγω αποκόπτοντας, ροκανίζω. 2 εξαλεί- εξαλείφω" βγάζω· τρώγω· пятно -ло нашатырным спи- спиртом ο λεκές βγήκε με υδαρή αμμωνία. 3 τε- τελειώνω το φαγητό. II -СЯ χοντράίνω, παχαί- παχαίνω (απο την πολυφαγία, καλοφαγία). отъехать, -ду, -едешь ρ.σ. 1 απομακρύνο- απομακρύνομαι· διανύω* διατρέχω* - В сторону αναμερί- ζω· они -ли от деревни километра три αυτοί απομακρύνθηκαν απο το χωριό τρία χιλιόμετρα. II αναχωρώ, φεύγω, μισεύω. 2 φεύγω, αφήνω ή- ήσυχο. 3 (απλ.) βλ. отстать (ΐσημ.).4 (απλ.) ξεφεύγω απο τη θέση, χαλαρώνω. Отъявленный επ. σεσημασμένος, δεδηλωμέ- δεδηλωμένος, περιβόητος, διαβόητος, μεγάλος· ~ плут διαβόητος απατεώνας· - Л1ун ψευταράς. ОТЬЯТЬ(СЯ) ρ.σ. (παλ. κ. απλ.) βλ. ОТ- ОТНЯТЬСЯ) . ОТЫГРАТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отыгранный, βρ: -гран, -а, -о. 1 ξανακερδί- ξανακερδίζω· - СВОЙ деньги ξανακερδίζω τα χρήματα μου. II (αθλτ.) παίρνω απο τον αντίπαλο" Я -ал у него МЯЧ εγώ του πήρα τη μπάλα. 2 τελειώνω το παιγνίδι· мы уже -ЛИ εμείς πια τελειώσαμε το παιγνίδι. II -СЯ 1 ξανακερδί- ξανακερδίζω. 2 μτφ. γλυτώνω" -ЛСЯ тем, ЧТО ОН · был болен τη γλύτωσε γιατί ήταν άρρωστος* -ЛСЯ словами τη γλύτωσε με τα λόγια. ОТЫГрЫВание, -я ουδ. ξανακέρδισμα. отыгрнвать(ся) р.δ. βλ. отыграть(ся). Отыгрыш, ~а α. 1 ξανακέρδισμα. 2 τα κερ- κερδισμένα (χρήματα ή αντικείμενα). отымать, -аго, -аешь к. (παλ.) отъёмлго, отъемлешь (παλ. κ. απλ.) βλ. отъять(ся). ОТЫМёННЫЙ επ. (γραμμ.) απο όνομα (παράγω- (παράγωγο)* -ое наречие επίρρημα απο όνομα (ουσια- (ουσιαστικό ή επίθετο)" - глагол ρήμα (παράγωγο) απο όνομα. ОТЫСКаНИе, -Я ουδ. ανεύρεση· έρευνα, ψά- ψάξιμο, αναζήτηση. ОТЫСКаТЬ, ОТЫШу, отыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отысканный, βρ: -~кан, -а, -о р.σ.μ. βρί- βρίσκω αναζητώντας· ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ" потерянные вещи ψάχνω να βρω τα χαμένα πράγματα" - ВИНОВНИКОВ преступления αναζητώ τους ένοχους του εγκλήματος" Я -ал МОЙ КО- шелбк ψάχνοντας βρήκα το πορτοφόλι μου. II -ся βρίσκομαι* украденные вещи -лись τα κλεμμένα πράγματα βρέθηκαν. отыскивание, -я ουδ. βλ. отыскание. отыскивать(ся) р.δ. βλ. отыскйть(ся). отэкзаменовать, -Ную, -нуешь р.σ.μ. τε- τελειώνω τις εξετάσεις. ^Ι -СЯ τελειώνω τις εξετάσεις. ОТЯГОТёть р.σ. (παλ.) βαρύνω, πιέζω με το βάρος. отяготительный επ. βρ: -лен, -льна, -льно (παλ.) επιβαρυντικός. ОТЯГОТИТЬ,'-ОЩу, -ОТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отягощенный, βρ: -щён, -щенй, -щенб р. σ.μ. επιβαρύνω. II μτφ. επιφορτίζω* δυσκο- δυσκολεύω, δυσχεραίνω. II -СЯ (παλ.) βαριέμαι* βα- βαρύνομαι* ёжели вы не -йтесь,приходите к нам αν δε βαριέστε, ελάτε σε μας· - сомнением με τρώει η αμφιβολία. отягогдать(ся) р.δ. βλ. отяготйть(ся). отягощение, -Я ουδ. επιβάρυνση. II μτφ. ε- επιφόρτιση" δυσκολία, δυσχέρεια. отягчать р.δ. βλ. отягчить. отягчение, -я ουδ. βλ. отягощение. ОТЯГЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отягчённый, βρ: -чён, -ченй, -чено р.σ.μ. (γραπ. λόγος) βλ. ОТЯГОТИТЬ. II επιδεινώνω. ОТЯЖелёние, -Я ουδ. βαρύτητα, βάρος, δυ- δυσκινησία. II πλαδαρότητα, εκχαύνωση. отяжелеть, -лею, -лёешь р.σ. 1 βαρύνω, γί- γίνομαι πιο βαρύς. II γίνομαι πολύ δυσκίνητος. 2 γίνομαι πλαδαρός, εκχαυνώνομαι. ОТЯЖеЛЙТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отяжелённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. βαρύνω, κάνω βαρύ, βαρϋτερον. II κάνω δυσκίνητον. II μτφ. προσδίδω σοβαρότητα, βα- βαθύτητα. Офенский επ. πλανόδιος, της γύρας. офёня, -И θ. μεταπράτης, γυρολόγος, πλα- πλανόδιος πωλητής. *офёрт, -а α. η· оферта, -ы θ. προσφορά (για εμπορική συμφωνία), ♦офицер, -а α. αξιωματικός· - генерального штаба αξιωματικός του γενικού επιτελείου" - флота αξιωματικός του ναυτικού· младший - κατώτερος αξιωματικός' старший - ανώτερος αξιωματικός* - запаса έφεδρος αξιωματικός* —СВЙЗИ αξιωματικός-σύνδεσμος* ВЙХТенныЙ - αξιωματικός βάρδιας* дежурный - αξιωματικός υπηρεσίας' строевой - μάχιμος αξιωματικός· штабной -1 αξιωματικός επιτελείου. офицерский επ. του αξιωματικού ή των αξι- αξιωματικών" - СОСТЙВ το σώμα των αξιωματικών· -ие кадры τα στελέχη των αξιωματικών. Офицерство, -а ουδ. (αθρσ.) οι αξιωματι- αξιωματικοί. II το αξιωματιλίκι. офицерьё, ~Α ουδ. (αθρσ.)· (απλ.) οι αξι-
офи 872 охв ωματικοι, οι σακαράκες. официально επίρ. επίσημα. официальность, -и θ. επισημότητα· - сооб- сообщения η επισημότητα της ανακοίνωσης. официальный επ·, βρ: -лен, -льна, -льно επίσημος· -ое сообщение επίσημη ανακοίνωση· -ое лицо επίσημο πρόσωπο· - документ επί- επίσημο έγγραφο· -ое приглашение επίσημη πρό- πρόσκληση. II μτφ. τυπικός, για τον τύπο (όχι ο- ολόψυχα, ολόκαρόα)· κρύος, ψυχρός· -ые собо- соболезнования τυπικά συλλυπητήρια. ♦официант, -а α., -ка, -И θ. σερβιτόρος,-α, γκαρσο'ν ι. официантский επ. του σερβιτόρου'-ие Обя- Обязанности οι υποχρεώσεις του σερβιτόρου. II ουσ. θ. -ая το δωμάτιο των σερβιτόρων (στο εστιατόριο). официоз, -а α. ημιεπίσημο όργανο (προσκεί- (προσκείμενο στην κυβέρνηση). офИЦИОЗНОСТЬ, -И θ. ημιεπισημότητα. *0фиЦИОЗНЫЙ επ., βρ: -зен, ~ЗНа, -ЗНО η- ημιεπίσημος" -ая Газета ημιεπίσημη εφημερίδα. Оформитель, -Я α., -ница, ~Ы θ. διακοσμη- διακοσμητής, -ητρια, φιλότεχνος, αυτός που φιλοτε- φιλοτεχνεί. оформить, -МЛЮ, -МИШЬ р.σ.μ. 1 διαπλάσσω, διασχηματίζω, διατυπώνω" διακοσμώ, φιλοτε- φιλοτεχνώ' εξωραίζω" - соглашение διατυπώνω (συ- (συντάσσω) συμφωνία· - книгу διακοσμώ βιβλίο. 2 εγγράφω (κατά τις διατάζεις)· - на работу εγγράφω, προσλαμβάνω στη δουλειά. II -СЯ 1 εγγράφομαι, προσλαμβάνομαι (σύμφωνα με τις διατάζεις). 2 σχηματίζομαι, παίρνω την τε- τελική μορφή" διαπλάσσομαι■ διατυπώνομαι. Оформление, -Я ουδ. 1 εγγραφή πρόσληψη (σύμφωνα με τις διατάζεις). 2 διακόσμηση, φι- λοτέχνηση· - КНИГИ φιλοτέχνηση του βιβλίου, сценическое - σκηνικός διάκοσμος, σκηνο- σκηνογραφία· МуЗЫКЙЛЬНОе - η εναρμόνηση"- СТеН- газёты φιλοτέχνηση της εφημερίδας τοίχου. оформлйть(ся) ρ.δ. βλ. офо'рмить(ся). ♦офорт, -а α. χαλκογραφία με νιτρικό οζύ (ακουαφόρτε). офортист, -а α. χαλκογράφος (ο εργαζόμενος με νιτρικό οζύ ) . офраНЦ^ЖИВание, -Я ουδ. εκγαλλισμός. офранцуживать(ся) ρ.δ. βλ. офранцужить(ся). сфранцужить, -цужу, -цузишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ..офранцуженный, Зр: -жен, -а, -о; р.σ.μ. εκγαλλίζω. II -СЯ εκγαλλίζομαι. ♦офсет, -а α. όφσετ. Офсетный επ. με (σύστημα) όφσετ. ♦офтаЛМОЛбГИЯ, -И θ. οφθαλμολογία. ΟΧ 1 (επιφ.) ωχ (εκφράζει φόβο, πόνο к.τ.τ.) . 2 ουσ. το ωχ" πλθ. ОХИ τα όχ. . II εκφρ. ОХИ да ВЗДОХИ (ειρν.) τα όχ και οι αναστεναγμοί (παράπονα, κλάψες, μεμψιμοιρία). Охабень, -бНЯ α. (παλ.) είδος καφτανιού. охаживать р.δ.μ. 1 (διαλκ.) τριγυρίζω. 2 (απλ.) καλοπιάνω, κολακεύω. 3 (απλ.) χτυπώ, μαστιγώνω, ξυλοκοπώ. охаивание, -Я ουδ. κατάκριση, κακολόγηση, κατηγόρια. охаивать р.δ. βλ. охаять. И -СЯ κατακρί- κατακρίνομαι, κακολογούμαι" αποδοκιμάζομαι. охальник, -а α., -ца, -ы θ. (απλ.) θρα- σύς" αυθάδης" ξεδιάντροπος. охальничать р.δ. (απλ.) αυθαδιάζω" ασχη- μονώ. ОХаЛЬВЫЙ επ. (απλ.) θρασός, αυθάδης, ξε- ξεδιάντροπος. ОХамёть р.σ. (απλ.) γίνομαι αυθάδης, α- αναιδής. Оханье, -Я ουδ. φώνασμα ωχ!, βογγητό. ОХЙПка, -И θ. αγκαλιά· - дров μια αγκα- αγκαλιά καυσόξυλα· ~ СОЛОМЫ μια αγκαλιά άχυρο.Η εκφρ. В -у к. В -е στην αγκαλιά· ВЗЯТЬ В -у παίρνω στην αγκαλιά· схватить В -у αρ- αρπάζω στην αγκαλιά. охарактеризовать, -зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охарактеризованный, βρ: -ван, -а, -ο χαρακτηρίζω· - создавшееся положение χαρακτηρίζω τη δημιουγημένη κατάσταση. охать р.δ. βλ. охнуть. охаять ρ.σ.μ. (απλ.) κατακρίνω, κακολογώ, κατηγορώ' αποδοκιμάζω. Охват, -а α. 1 περίζωση, περικύκλωση· вражеских ВОЙСК υπερκέραση, υπερφαλάγγιση των εχθρικών στρατευμάτων. 2 εξάπλωση, διάδο- διάδοση, αγκάλιασμα. 3 προσέλκυση, τράβηγμα. ОХВатЙТЬ, -ачу, -атИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 αγκαλιάζω, κλείνω στην αγκαλιά" - руками СТВОЛ дерева αγκαλιάζω τον κορμό του δέ- δέντρου" мать -ла руками её дочь и долго пла- плакала η μάνα αγκάλιασε την κόρη της και πολ- πολλή ώρα έκλαιγε. 2 περιζώνω, περιβάλλω, πε- ρικλώνω. II υπερφαλαγγίζω. 3 τυλίγω" Пламя -ло ДОМ η φλόγα τύλιξε το σπίτι. II (για αι- αισθήματα, σκέψεις)" κυριεύω, καταλαβαίνω, πιά- νω. 4 διαδίδομαι, ξαπλώνομαι* зараза -ла весь город η μόλυνση αγκάλιασε όλη την πό- πόλη" забастовка -ла ВСЮ страну η απεργία α- αγκάλιασε όλη τη χώρα. 5 τραβώ, προσελκύω. Ι! εκφρ. - ВЗГЛЯДОМ (взором) φέρνω το βλέμμα γύρω, περιβλέπω. ОХВЙТЫВание, -Я ουδ. 1 αγκάλιασμα. 2 βλ. охват. ОХВОСТЬе, -Я ουδ. (αθρσ.). 1 τα σκύβαλα. 2 μτφ. οπαδοί· υπολείμματα, λείψανα· ράκη· меньшевистское - τα μενσεβίκικα υπολείμμα- υπολείμματα· троцкистское - τροτσκιστικά υπολείμματα.
ОХИ.. 873 охр охи, -ов πλθ. βλ. οχ. охладевать р.δ. βλ. охладеть. ОХЛадёлыЙ επ. (κυρλξ. κ. μτφ.)· (απλ.) ψυ- ψυχρός, κρύος. охладеть ρ.σ. 1 (παλ.) κρυώνω, ψύχομαι.; воздух -ёл о αέρας κρύωσε. 2 μτφ. εξασθε- εξασθενώ, υποχωρώ, σημειώνω κάμψη, ύφεση. II μτφ. ψυχραίνομαι, χάνεται σβήνει το ενδιαφέρο. охладитель, -Я α. ψυκτήρας (μηχανισμός ή ουσία ψύξης). охладительный επ. 1 ψυκτικός. 2 μτφ. (απλ.) κρύος, απελπισμένος, απογοητευμένος. ОХЛаДЙТЬ, ~ажу, -адЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охлаждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. 1 ψύχω, κρυώνω" - ВОДУ κρυώνω το νε- νερό. 2 μτφ. εξασθενίζω, μετριάζω· επιφέρω κάμ- κάμψη, ύφεση. II -СЯ ψύχομαι, κρυώνω. охлаждаться) ρ_δ. βλ. охладйть(ся). охлаждение, -Я ουό. 1 ψύξη, κρύωμα· ~ ДВЙ- гателя ψύξη του κινητήρα. 2 μτφ. ψύχρανση, αδιαφορία, απάθεια. охлопок, -пка, πλθ. охлопки, -ов κ. охло- охлопья, -ьев α. αποχτένισμα, απομεινάρια στο χτένι μετά την ξάνση. ОХЛОПье, -Я ουδ. (αθρσ.) αποχτενίσματα. ОХМелёние, -Я ουδ. διέγερση, διάθεση, κέφι. ОХМелёть р.σ. 1 μεθώ. 2 μτφ. έρχομαι στα κέφια, έχω διάθεση. ОХмелЙТЬ р.σ.μ. 1 (παλ.) μεθώ. 2 μτφ. δι- διεγείρω, φέρω στο κέφι. охмелять р.δ. βλ. охмелить. Охнуть р.σ. φωνάζω ωχ, βογγώ, στενάζω. охолодеть р.σ. (παλ. κ. απλ.) βλ.охладеть охолодить, -ложу, -лодйшь р.σ.μ. (παλ.) βλ. охладить. ОХОЛОСТИТЬ, -ЛОЩу, -ЛОСТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охолощённый, -щён, -щена, -щено; р.σ.μ. ευνουχίζω. ОХОр^ШИВать р.δ.μ. καλωπίζω, ευτρεπ'ιζω, ο- ομορφαίνω, ωραιοποιώ, καλύνω. II -СЯ ευτρεπ'ι- ζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОХОТа1, -Ы θ. κυνήγι, θήρα· медвежья - κυ- κυνήγι αρκούδων■ - на ВОЛКОВ κυνήγι λύκων ид- идти (ехать) на -у πηγαίνω κυνήγι" пристрас- ТЙТЬСЯ К -е με πιάνει μανία κυνηγιού" ПСО- ВЭЯ - κυνήγι με σκυλιά. II τα μέσα κυνηγιού (σκυλιά, γεράκια, παγίδες κ.τ.τ.). ОХОта? -Ы θ. επιθυμία, διάθεση, όρεξη, α- ποθυμιά· κλίση, τάση, ζήλος· у него большая - учЙТЬСЯ αυτός έχει, μεγάλο ζήλο για γράμ- γράμματα· у него нет -ы К музыке αυτός δεν έχει, κλίση στη μουσική" ОТбЙТЬ -у κόβω την όρε- όρεξη (διάθεση)· он всё делает с -ой αυτός ό- όλα τα κάνει πρόθυμα. II εκφρ. - тебе (делать ЧТО) γιατί, τι σου αρέσει, τι θέλεις" ЧТО за - τι σας αρέσει· В -у α) όσο θέλω, κατά βούληση, με την ψυχή μου" отдыхай В -у ξε- κουράσου όσο θέλεις· спи в -у κοιμήσου όσο θέλεις, β) ως κατηγ. θέλω, μου αρέσει" вам уже надоело, а ему в -у посмотреть εσείς πια βαρεθήκατε, αυτός όμως θέλει να κοιτάξει. ОХОТИТЬСЯ1, ОХОЧУСЬ, ОХОТИШЬСЯ р.δ. 1 κυ- κυνηγώ, θηρεύω" - за перепелами κυνηγώ ορτύ- ορτύκια· - на ВОЛКОВ κυνηγώ λύκους. II μτφ. α- ανιχνεύω, εξιχνιάζω, ιχνηλατώ" παρακολουθώ. 2 μτφ. βάζω στο μάτι, αποσκοπώ, επιδιώκω. охотиться? охочусь, охотишься ρ.δ. (απλ.) επιθυμώ, θέλω, βούλομαι. ОХОТка, -И θ: В -у (απλ.): α) πρόθυμα, ευχαρίστως, β) ως κατηγ. μου αρέσει, μου γουστάρει. ■ ОХОТЛИВО επίρ. πρόθυμα, ευχαρίστως. охотливый επ., βρ: -лив, -а, -о (απλ.) πρόθυμος. ОХОТНИК,1 -а α. κυνηγός· СОЮЗ -ОВ κυνη- κυνηγετικός σύλλογος. II εκφρ. - за подводными лодками ή морской ~ το ανθυποβρύχιο. ОХОТНИК? -а α. 1 επιθυμητής. II στρατιώ- στρατιώτης εθελοντής. 2 φίλος, λάτρης' ζηλωτής" ОН - ДО КНИГ, ДО цветов αυτός είναι φίλος των βιβλίων, των λουλουδιών" страстный - θε- ριακλής" μερακλής. ОХОТНИЦа, -Ы θ. βλ. ОХОТНИК2 Bσημ.). ОХОТНИЦКИЙ επ. (απ/ι.) κυνηγετικός. охотничать р.δ. (απλ.) κυνηγώ, θηρεύω. ОХОТНИЧИЙ, ~ЬЯ, -ье επ. κυνηγετικός, θη- ρευτικός· -ья собака κυνηγετικό σκυλί· -ье ружьё κυνηγετικό όπλο" -ьи сапоги κυνηγετι- κυνηγετικές μπότες· -ЬИ расСКЙЗЫ κυνηγετικές καυ- χησιολογίες (ψέματα, παραμύθια). ОХОТНО επίρ. πρόθυμα, ευχαρίστως. охочий, -ая, -ее, βρ: охоч, -а, -о (απλ.) πρόθυμος. *<5хра, ~Ы θ. η ώχρα (χρώμα). охрана, -Ы θ. 1 περιφρούρηση· προστασία, προφύλαξη- διαφύλαξη· - материнства προστα- προστασία της μητρότητας· - социалистической СОб- ственности περιφρούρηση της σοσιαλιστικής περιουσίας (ιδιοκτησίας)· - лесов προστασία των δασών. II τήρηση' - порядка милицией η τήρηση της τάξης απο την αστυνομία. 2 φρου- φρουρά· пограничная - η φρουρά των συνόρων, ο- ροφυλακή· береговая - ακτοφρουρά" личная σωματοφυλακή. II φυλάκιο (στρατιωτικό). охранение, -я ουδ. βλ. охрана. охранитель, -я α., -ница, -не, ι (γραπ. λόγος) φύλακας, φρουρός. 2 (παλ.) υπερα- υπερασπιστής, υπέρμαχος της παλαιάς τάεης πραγ- πραγμάτων . охранительный επ. προστατευτικός· προφυ- προφυλακτικός. II (παλ.) της τήρησης της παλαι- παλαιάς τάξης πραγμάτων· αντιδραστικός.
охр 874 рча ОХраНЙТЬ р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охра- нённый, βρ: -нён, -нена, -нено βλ. охранять. охранка, -и θ. (προεπαν.) ειδική ασφάλεια. охранник, -а α. 1 φρουρός· σκοπός. 2 α- αστυνομικός της ειδικής ασφάλειας. охранный επ. προστατευτικός, προφυλακτι- προφυλακτικός· της φρουράς, της φρούρησης. II εκφρ.-ΟΘ отделение (προεπαν.) τμήμα ειδικής ασφάλει- ασφάλειας· η ειδική ασφάλεια.· ~ая Грамота; - ЛИСТ το προπεμπτήριο. охранять ρ.δ.μ. (περι)φρουρώ, φυλάσσω· προστατεύω, προφυλάσσω' διαφυλάσσω· - гра- границы φρουρώ τα σύνορα·· - берегов ακταιωρώ" - ОТ нападений προφυλάσσω απο τις επιθέσεις* - мир διαφυλάσσω την ειρήνη. II -СЯ (περι- (περιφρουρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. охренный επ. βλ. охровый. ОХрЙПЛЫЙ επ. βραχνός, βραχνιασμένος" ГОЛОС βραχνή φωνή. охрипнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. охрип, -ла,-ло βραχνιάζω. Охристый επ. 1 ωχριούχος. 2 ώχρινος. Охрить р.δ.μ. βάφω με ώχρα. Охровый επ. ώχρινος. Охрометь р.σ. κουτσαίνω, χωλαίνω. Охряный επ. ώχρινος. II κιτρινοκόκκινος. ОХТЙ επιφ. (εκφράζει θλίψη, δυσαρέσκεια, α- αγανάκτηση κ.τ.τ.)· αχ· -, сестра, это не ЖИЗНЬ, а ГОре αχ, αδερφή, αυτή δεν είναι ζωή, παρά φαρμάκι. II εκφρ.- мне! (απλ.) δυ- δυστυχία μου! Охуждать р.δ.μ. (παλ.) κακολογώ, επικρί- επικρίνω, κακογλωσσεύω· κατηγορώ. охулка, -и θ: -и на руку не класть ή по- положить (απλ.) μη κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια, μην αφήνεις την ευκαιρία να σου ξε- ξεφύγει, μη χαζεύεις. Оцарапать ρ.σ.μ. γρατσουνίζω, αμύσσω. II -СЯ γρατσουν'ιζομαι. оцар£пнуть(ся) р.σ. βλ. оцаралать(ся). оцарапывать(ся) р.δ. βλ. оцарапать(ся). ОЦВеТЙТЬ р. σ. μ. χρωματίζω, βάφω. II -СЯ χρωματίζομαι-, βάφομαι. *ОЦеЛОТ, -а α. αιλουρότιγρη. Оценивать ρ. δ. βλ. оценить. II -СЯ εκτι- εκτιμούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ОЦеНЙТЬ, -енй, -ёниаь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оценённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. 1 εκτιμώ, υπολογίζω την αξία- - лошадь εκτιμώ την αξία του αλόγου. II διατιμώ" товар διατιμώ το εμπόρευμα. 2 μτφ. κρίνω, αξιολογώ" - Обстановку εκτιμώ (σταθμίζω) την κατάσταση· НИКТО Не СМОГ - его талант κανέ- κανένας δε μπόρεσε να εκτίμηση το ταλέντο του. Оценка, -И θ. 1 εκτίμηση (αξίας)· - Иму- εκτίμηση περιουσίας. II διατίμηση· - Товаров διατίμηση εμπορευμάτων. 2 μτφ. κρί- κρίση, αξιολόγηση· правильная - политической Обстановки σωστή εκτίμηση της πολιτικής κα- κατάστασης· положительная - θετική εκτίμηση· отрицательная - αρνητική εκτίμηση· согласно -е σύμφωνα με την εκτίμηση ή κατά την εκτί- εκτίμηση· дать настоящую -у чему-л. δίνω (κά- (κάνω) πραγματική εκτίμηση σε κάτι. II βαθμός σχολικός· получить хорошую -у за сочинение παίρνω καλό βαθμό στην σύνθεση (έκθεση ιδεών). оценочный επ. εκτιμητικός, της εκτίμησης· -ЭЯ КОМИССИЯ επιτροπή εκτίμησης ή διατίμη- διατίμησης· -ая стоимость имущества εκτιμητική α- αξία της περιουσίας. ОЦёнЩИК, ~а α., -Ца, -Ы θ. εκτιμητής· δι- ατιμητής. оцепенелость, -и θ. βλ. оцепенение. оцепенелый επ. μουδιασμένος, μυρμηγκια- σμένος, ξενεμένος. оцепенение, -Я ουδ. μούδιασμα, μυρμήγκια- μυρμήγκιασμα, αποεένεμα. оцепенеть р.σ. μουδιάζω, μυρμηγκιάζω, ξε- νεύω· (απο το κρύο) μαργώνω, κοκκαλιάζω. ОЦепенЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ. оце- пенённый, βρ: -нён, нена, -нено; μουδιάζω, μυρμηγκιάζω, ζενεύω, ναρκώνω. оцепенять р.δ. βλ. оцепенить. оцепить, -еплй, -ёпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оцепленный, βρ: -лен, «а, -О р.σ.μ. πε- περικυκλώνω σφιχτά, περιζώνω· милиция -ла квартал η αστυνομία περικύκλωσε σφιχτά τη συνοικία (το τετράγωνο)· войска -ЛИ город τα στρατεύματα περί έζωσαν την πόλη. оцепление, -Я ουδ. 1 περικύκλωση,^ερίζω- ση. 2 ένοπλο τμήμα περικύκλωσης. ОЦепЛЯТЬ ρ.δ. βλ. оцепить. II -СЯ περικυ- περικυκλώνομαι, περιζώνομαι. оцинковать, -кую, -куешь, τλΘ. μτχ. παρλθ. χρ. оцинкованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. επιψευδαργυρώνω. ОЦИНКОВКа, -И θ. επιψευδαργύρωση. ОЦИНКОВОЧНЫЙ επ. επιψευδαργυρωτικός. оцинковывание, -я ουδ. оцинковка. оцинковывать р.δ. βλ. оцинковать. II -ся επιψευδαργυρώνομαι. *ОЧаГ, -а а. 1 εστία, τζάκι, γωνιά. II μτφ. οικογένεια· οίκος, σπίτι πατρικό. II (τεχ.) εστία (μέρος όπου γίνεται η καύση). 2 μτφ. κέντρο, πηγή· - заразы εστία μόλυνσης· ВОЙНЫ εστία πολέμου. ОЧаГОВЫЙ επ. εστιακός, της εστίας. очажный επ. βλ. очаговый. ОЧажОК, -жка α. μικρή εστία, μικρό τζάκι. очарование, -Я ουδ. γοητεία, θέλξη, μα- μαγεία, σαγήνευση, γητειά" поддаваться -Ю му- ЗЫКИ γοητεύομαι απο τη μουσική.
оча 875 оче Очарованный επ. απο μτχ. 1 μαγεμένος. 2 μτφ. γοητευμένος, σαγηνεμένος. 3 μτφ. ενθου- ενθουσιώδης, ενθουσιασμένος. очаровательница, -ы θ. (παλ.) γόησσα, γη- τεύτρα, μαγεύτρα, σαγηνεύτρα. Очаровательно επίρ. μαγευτικά κλπ. επ. оцаровательность, -И θ. γοητεία, μαγεία, θελκτικότητα. очаровательный επ., βρ: -лен, -льна, -но γοητευτικός, θελκτικός, μαγευτικός, σαγη- σαγηνευτικός, πλάνος. Очаровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очарованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) μαγεύω, κάνω μάγια. 2 μτφ. γοητεύω, θέλγω, σαγηνεύω1 αιχμαλωτίζω. II -СЯ ενθου- ενθουσιάζομαι· κατενθουσιάζομαι. очаровывать р.δ. βλ. очаровать. II -ся μα- μαγεύομαι· γοητεύομαι, σαγηνεύομαι, θέλγομαι. очевидец, -ДДа α., -ДИЦа, -Ы θ. ο, η αυ- αυτόπτης. Очевидно επίρ. προφανώς, καταφανώς, ολο- ολοφάνερα. 11 ως κατηγ. είναι φανερό, ολοφάνε- ολοφάνερο. II (παρνθ. λ.) πιθανόν, όπως φαίνεται, κα- κατά τα φαινόμενα, очевидность, -И θ. εμφάνεια, το καταφα- καταφανές, το ολοφάνερο. ОЧеВЙДНЫЙ επ., -ден, ~ДНа, -ДНО εμφανής, καταφανής, προφανής, φανερός, ολοφάνερος· - факт ολοφάνερη πράξη· его право -дно το δίκιο του είναι ολοφάνερο· - свидетель αυ- αυτόπτης μάρτυρας. очеловечение, -я ουδ. (γραπ. λόγος) αν- θρωποποίηση. очеловечивание, -я ουδ. βλ. очеловечение. очеловёчивать(ся) р.δ. βλ. очеловечить(ся). ОЧеловёчИТЬ р.σ.μ. (γραπ. λόγος)· ανθρω- ποποιώ- древние греки -ли своих богов, и, следовательно, понятие человека возвысили ДО божества οι αρχαίοι Ε.λλην^ ανθρωποποί- ησαν τους θεούς τους на ι, συνεπώς, την έν- έννοια του ανθρώπου την ανύψωσαν μέχρι της θε- θεότητας (Γκέρτσεν) . II -СЯ ανθρωποποιούμαι. II γίνομαι ανθρωπιστής, ουμανιστής, εξανθρω- εξανθρωπίζομαι . очёлье, -Я ουδ. (παλ.) μετωπικό στολίδι στα γυναικεία καπέλα. Оченно επίρ. (απλ. и. διαλκ.) βλ. очень. Очень επίρ. πολύ, λίαν· - рано πολύ πρωί · - ХОРОШО πολύ καλά· - ЧИСТЫЙ πολύ καθαρός- - большой πολύ μεγάλος* - И - прошу вас σας παρακαλώ πάρα πολύ, σας θερμοπαρακαλώ· - ЛЮбЛЮ Вас πολύ σας αγαπώ. ОЧервЙвеТЬ, -еет ρ.σ. σκουληκιάζω. Очередной επ. 1 άμεσος, επείγων ~ые за- ДЭЧИ τα άμεσα καθήκοντα. II τακτός, κανονι- κανονικός, (καθ)ορισμένος. 2 εκτελών υπηρεσία με τη σειρά. 3 περιοδικός" συνήθης, συνη- συνηθισμένος. 4 τακτικός· - съезд τακτικό συ- συνέδριο. очерёдность, -И θ. διαδοχικότητα, η εκτέ- εκτέλεση με τη σειρά· τάξη, σειρά· - выполнения работ διαδοχικότητα (σειρά) στην εκτέλεση των εργασιών соблюдать - τηρώ τη σειρά· в -И κατά (με) τη σειρά· установить - καθιε- καθιερώνω (καθορίζω) σειρά· в порядке -И με τη σειρά. Очередь, -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 σειρά, α- ακολουθία, διαδοχή· τάξη, αράδα· γραμμή· С0- блюдёть - τηρώ τη σειρά- в порядке -И με τη σειρά, με την αράδα" установить - καθορίζω, βάζω σειρά· стать Β - μπαίνω στη σειρά· за- занимать - πιάνω σειρά· каждый в свою - καθέ- καθένας με τη σειρά του. 2 σειρά αναμενόντων большая, Длинная - μεγάλη, μακριά ουρά. 3 (στρατ.) ριπή· пулемётная - ριπή πολυβό- πολυβόλου· автоматная - ριπή αυτόματου. II εκφρ. В первую ~ στην πρώτη γραμμή (σειρά), πριν απ' όλα· В СВОЮ - με τη σειρά του" быть (СТОИТЬ) на -И έχω σειρά'στον κατάλογο(για λύση ζητήματος)· Поставить В - εγγράφω στον κατάλογο, βάζω στη σειρά (για λήψη)" стать на -; СТОЯТЬ на -И έχω σειρά, είμαι γραμ- γραμμένος στον κατάλογο. ОЧерёТ, -а α. (διαλ$.) καλάμι. ОЧерётныЙ επ. (διαλκ.) του καλαμιού, απο καλάμι, καλαμένιος. очеретовый επ. βλ. очерётный. очеретянный επ. βλ. очерётный. бчерк, -а α. 1 (παλ.) διάγραμμα. 2 (παλ.) (φιλγ.) περιγραφή. 3 έκθεση, ανάπτυξη ζητή- ζητήματος. II επιτομή, σύνοψη· περίληψη. 4 στιγ- "•μιότυπο (λογοτεχνικό είδος)· δοκίμιο. очёркивать р.δ. βλ. очеркнуть. II -СЯ δι- διαγράφομαι, περνιέμαι με γραμμές. II (φιλγ.) περιγράφομαι. ОЧеркЙСТ, -а α,., -ка, -И θ. συγγραφέας στιγμιότυπων δοκιμογράφος. очеркнуть, -ну, -НёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очёркнутый, βρ: -нут, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 δια- διαγράφω, περνώ γραμμές γύρω' περιγράφω. 2 μτφ. (φιλγ.) περιγράφω. ОЧвркОВЫЙ επ. του στιγμιότυπου" του δοκι- δοκιμίου . Очернить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очер- нённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 μαυ- μαυρίζω, μελανώνω. 2 μτφ. αμαυρώνω, λερώνω, κα- κακολογώ, δυσφημώ. очернять р.δ. βλ. очернить. ОЧерСТВёлОСТЬ, -К θ. απάθεια, αδιαφορία, αναισθησία, πώρωση. очерствелый επ. απαθής, αδιάφορος, αναί- αναίσθητος, ασυγκίνητος· πωρωμένος.
оче 876 очк очерстветь р.σ. γίνομαι απαθής, αδιάφορος, αναίσθητος, αδιαφορώ' παθαίνω πώρωση. Очерствить, -ВЛЮ, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очерствлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. κάνω, καθιστώ απαθή, αδιάφορο, αναί- αναίσθητο, πωρώνω. очерствлять р.δ. βλ. очерствить. очертание, -Я ουδ., γεν. πλθ. -ИЙ περί- περίγραμμα, διάγραμμα, γραμμή ακρινή. II μτφ. σχήμα, μορφή, φιγούρα, σιλουέτα. очертенеть р.σ. (απλ.) 1 αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω. Ι) βουρλίζομαι, δαιμονίζομαι, με πιάνουν οι διάβολοι, τα δαιμόνια. 2 βλ. очертеть. Очертеть р.σ. (απλ.) γίνομαι ενοχλητι- ενοχλητικός, βαρετός, απεχθής, σιχαμερός. очертить, очерчу, очертишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. очерченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 διαγράφω, περιγράφω. 2 σχεδιάζω, σχεδιαγρα- φώ. 3 μτφ. (φιλγ.) περιγράφω. II εκφρ. -& ΓΟ- ЛОВу όπου το βγάλει η άκρη, ή του ύψους ή του βάθους, ή τιμάρι ή τομάρι. ОЧёрчИВаТЬ р.δ. βλ. ОЧертЙТЬ. II -СЯ δια- διαγράφομαι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω. ОЧёс, -а α. (αθρσ.) απολαναρίδια. очесать, -ешу, -ёшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очёсанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 ξα'ινω, λαναρίζω. 2 λεια'ινω, ισιώνω ζαίνο- ντας, ομαλϋνω. ОЧёска, -И θ. ζάνση, λανάρισμ,α. Очёски, -ΟΒ πλθ. απολαναρίδια. очёсывание, -я ουδ. βλ. очёска. очёсывать ρ.δ. βλ. очесать. II -ся ξαίνο- μαι, λαναρίζομαι. ОЧёчник, -а α. θήκη για τα ματογυάλια. ОЧёчнЫЙ επ. διοπτρικός, των διόπτρων -Οθ стекло γυαλί διόπτρων, ματογυάλι. ОЧЙНИВаТЬ ρ.δ. βλ. ОЧИНИТЬ!*ΙΙ -СЯ γίνομαι αιχμηρός. ОЧИНИТЬ, -ИНЮ, -ЙНИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очинённый, βρ: -нен, -а, -о р.σ.μ. ξύ- ξύνω, κάνω τι αιχμηρό' - карандаш ξύνω το μο- μολύβι. ОЧЙНКа, -И θ. αιχμή, μύτη. очинить ρ.δ. βλ. очинить. II -ся γίνομαι αιχμηρός. ОЧЙПОК, -пка α.(παλ.) καπέλο των Ουκρα- ν ί 5ων. ОЧИСТЙТеЛЬ, -я α. εκκαθαριστής (συσκευή). ОЧИСТЙтельныЙ επ. εκκαθαριστικός' -ая ма- ШЙна εκκαθαριστική μηχανή. II μτφ. εξιλα- εξιλαστήριος· -ая жертва εξιλαστήριο θύμα. ОЧИСТИТЬ, ОЧЙщу, ОЧИСТИСЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очищенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καθαρίζω, παστρεύω· - двор καθαρίζω την αυλή· - сапоги ОТ грЙЗИ καθαρίζω τις μπότες απο τις λάσπες· - дно бассейна καθαρίζω τον πυθμένα της δεξαμενής. II κάνω τι διαυγές. II μτφ. απαλλάσσω· - ЯЗЫК ОТ ИЗЛИШНИХ ИНОСТ- ИНОСТРАННЫХ СЛОВ καθαρίζω τη γλώσσα απο τις πε- περισσές ξένες λέξεις. )] μτφ. εξαγνίζω. 2 ξε- ξεφλουδίζω* απολεπίζω" αφαιρώ το τσόφλι. 3 εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση (απο τους ανί- ανίκανους, ανεπιθύμητους κ.τ.τ.). II εγκαταλεί- εγκαταλείπω'· αδειάζω· ЖИЛЬЦЫ -ЛИ квартиру οι ενοι- ενοικιαστές μας άδειασαν το διαμέρισμα. 4 τρώ- τρώγω, αδειάζω· он -ил две тарелки кашу αυτός καταβρόχθισε δυο πιάτα κουρκούτι. II εκκε- εκκενώνω· - ПОЧТОВЫЙ ЙЩИК αδειάζω το γραμματο- γραμματοκιβώτιο. 5 (απλ.) κατακλέβω. 6 (παλ.) απαλλάσσω (απο χρέη). И -СЯ 1 καθαρίζω, κα- καθαρίζομαι· спирт -ЛСЯ το οινόπνευμα καθά- καθάρισε (έγινε διαυγές)· воздух -ЛСЯ ο αέρας καθάρισε" нёбо -ЛОСЬ о ουρανός (ξε)καθάρι- (ξε)καθάρισε. II μτφ. αποκαθαίρομαι, εξαγνίζομαι. 2 (παλ.) μένει κέρδος, όφελος. очистка, -И θ. 1 καθάρισμα· ξεφλούδισμα· ατιολέΐίΛσμα.· αφαίρεη του τσοφλι,ού. Ι! λαμτιν- κάρισμα, λαγάρισμα. II μτφ. εξάγνιση. 2 εκ- εκκαθάριση, διώξιμο, απόλυση (ανεπιθύμητων κ. τ.τ.), εγκατάλειψη, απελευθέρωση, άδειασμα. 3 φάγωμα, καταβρόχθιση, άδειασμα. II εκφρ. ДЛЯ -И совести για να έχω τη συνείδηση μου καθαρή (αναπαυμένη). ОЧИСТКИ, -ОВ πλθ. απορρίμματα, καθάρματα' σκύβαλα· картофельные - ή - от картошки οι πατατόφλουδες· - ОТ ЯЙЦ τα αυγότσοφλια. ОЧИСТНЫЙ.επ. εκκαθαριστικός, της εκκαθά- εκκαθάρισης· -ые работы εκκαθαριστικές εργασίες. ОЧИТОК, -тка α. σόγχος,τσόχος, ζοχός, γα- λατσίδα. >очищать(ся) р.δ. βλ. оцистить(ся). очищение, -я ουδ. βλ. очистка. II εκφρ. для -я совести βλ. έκφρ. στη λ, очистка. очищенный επ. απο μτχ. καθαρός, γνήσιος· - спирт καθαρό οινόπνευμα. II ουσ. θ. -ая (παλ.).η βότκα. ОЧКЙСТЫЙ επ. (απλ.) γυαλάκιας, διοπτροφό- διοπτροφόρος. ОЧКИ, ~ΟΒ πλθ. 1 ματογυάλια, γυαλιά, διό- διόπτρα" - ДЛЯ близоруких μυωπικά ματογυάλια· защитные - α) ματογυάλια για τον ήλιο. β) προφυλακτικά ματογυάλια (ηλεκτροκολλητων κλπ.). II δαχτυλίδια (κύκλοι) γύρω στα μάτια των ζώων. ОЧКО, -а, γεν. πλθ. ~0Β ουδ. 1 (οθλτ., παιγνίδια) πόντος, βαθμός. Н σημάδια μονά- μονάδων στα ζάρια, στιγμή. 2 είδος χαρτοπαίγνι- χαρτοπαίγνιου. 3 οπή, τρύπα· - улья οπή της κυψέλης. II βρόχος, το μάτι του διχτιού. 4 μάτι, οφθαλ- οφθαλμός φυτών. II εκφρ. дать десять -ОБ вперёд ξεπερνώ κατά πολύ.
очк 877 ошп ОЧКОВТИратель, -Я α. απατεώνας, αγύρτης, κατεργάρης, τσαρλατάνος, κομπογιανίτης. ОЧКОВТИрателЬСКИЙ επ. απατεωνίστικος, α- γύρτικος, κατεργαρίστικος, τσαρλατανίστικος, κομπογιαν ίτικος. очковтирательство, ~а ουδ. ξεγέλασμα, α- απάτη, εξαπάτηση, αγυρτεία, κατεργαριά. ОЧКОВЫЙ11 επ. 1 βλ. очечный. 2 που έχει. δα- δαχτυλίδια (κύκλους) γύρω στα μάτια(για ζώα). ОЧКОВЫЙ2επ. βαθμολογικός, με βαθμούς, με πόντους. *ОЧКур,-а α. (διαλκ.) ζώνη, ζωνάρι· βρακο- ζώνα. ОЧНУТЬСЯ, -НуСЬ, -нёШЬСЯ р.σ. 1 αφυπνίζο- αφυπνίζομαι,, ξυπνώ. 2 συνέρχομαι." - ОТ испуга συ- συνέρχομαι απο το φόβο. бчННЙ επ: -ая ставка αντιπαράσταση· αντι- αντιμωλία· -ое Обучение ημερήσια σπουδή (με προ- προσωπική παρακολούθηση των μαθημάτων)· давить -ую СТЙВку φέρω σε αντιπαράσταση. очувствоваться, -ствуюсь, -ствуешься р.σ. (παλ. κ. απλ.) ανακτώ τις αισθήσεις μου, συ- συνέρχομαι, συνεφέρω. ОЧумёлыЙ επ. (απλ.) παλαβός· κουτός, α- ανόητος, χαζός· бежит как - τρέχει σαν παλα- παλαβός· - человек χαζός άνθρωπος. ОЧумёть, -ею, -ёешь р.σ. (απλ.) παλαβώνω, αποβλακώνομαι., ξεμωραίνομαι· МОЙ друг, брось её, не ВИДИШЬ, ЧТО она -ла? φίλε μου, παρά- παράτα την, δε βλέπεις ότι αυτή παλάβωσε; ОЧУТИТЬСЯ, очутишься р.σ. βρίσκομαι· πέ- πέφτω· - в трудном положении βρίσκομαι σε δύ- δύσκολη κατάσταση· как вы -лись здесь? πως πέ- πέσατε εδώ; очухаться р.σ. (απλ.) συνέρχομαι, συνε- φέρνω, έρχομαι στα συγκαλά μου. ошалевать р.δ. βλ. ошалеть. ошалелый επ. (απλ.) απομωραμένος, ξεκού- της, -τιάρης, παλαβός, χαζός. II παράεενος, -νεμένος, πλήρης απορίας· смотреть -МИ гла- зёми κοιτάζω παράζενα. ОШалёТЬ, ~ёю, -ёешь р.σ. (απλ.) μωραίνο- μαι, ξεκουτιάζω, παλαβώνω. ошарашивать р.δ. βλ. ошарашить. ошарашить, -шу, -шишь р.σ.μ. (απλ.). 1 χαστουκίζω, σφαλιαρίζω. 2 καταπλήσσω, αιφ- αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω. ошвартовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ошвартованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (ναυτ.) προσδένω πλοίο (στην ξηρά ή σε άλ- άλλο πλοίο). И -СЯ (για-πλοίο) προσδένομαι. •ОШёек, ошейка α. το παρά το λαιμό κρέας. ОШеЙНИК, -а α. περιλαΐμιο ζώου. ошеломительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; καταπληκτικός, εκπληκτικός" συγκλονιστικός" -ое известие συγκλονιστική είδηση. ошеломить, - млго, -МИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ошеломлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. καταπλήττω, κατακεραυνώνω· συγκλονίζω. ошеломлять р.δ. βλ. ошеломить. ОШеломлЙЮШИЙ επ. απο μτχ. βλ. ошеломй- тельный. ошелудиветь, -ею, -еешь р.σ. (απλ.) σπυ- ριάζω" ψωριάζω. ошельмовать, -муго, -муешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ошельмованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. δυσφημίζω, κακολογώ· λερώνω, κηλιδώνω, ρυ- ρυπαίνω· ντροπιάζω. ошибаться р.δ. βλ. ошибиться. ошибиться, -бусь, -бёшься, παρλθ. χρ. ошибся, -лась, -лось р.σ. λαθεύω, σφάλλω, κάνω λάθος, σφάλμα, απατώμαι, πλανώμαι' дверью κάνω λάθος στην πόρτα (πηγαίνω σε άλλη)· если не -бусь αν δε θα κάνω λάθος" Я -бСЯ В подсчёте έκανα λάθος στο λογαριασμό1 Я -бея В расчёте έπεσα έεω στον υπολογι- υπολογισμό· Я -бея на его счёт έπεσα έξω ως προς αυτόν ή ως προς το ποιόν του. Ошибка, -И θ. λάθος, σφάλμα, πλάνη" ДО- пустйть ошибку κάνω λάθος· орфографическая - ορθογραφικό λάθος· грамматические и син- синтаксические -И γραμματικά και συντακτικά λάθη· - За -ОЙ λάθη ένα κοντά τ' άλλο· На -е απανωτά λάθη1 ПО ~е κατά λάθος, απο λάθος· неисправимая - ανεπανόρθωτο λάθος· грубая - χοντρό λάθος· судебная - δικαστι- δικαστική πλάνη" сознавать СВОЮ -у αναγνωρίζω (πα- (παραδέχομαι) το λάθος μου" - В счёт λάθος στο λογαριασμό-буквенная- τυπογραφικό παρόραμα. ОШЙбОЧНО επίρ. εσφαλμένα, κατά λάθος, εκ παραδρομής, απο λάθος" - действовать ενερ- ♦γώ εσφαλμένα. ОШЙбОЧНОСТЬ, -И θ. σφαλερότητα, το λαθε- λαθεμένο, η ύπαρξη λάθους. ошибочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно λαθε- λαθεμένος, εσφαλμένος." πεπλανημένος· -ое решё- ние λαθεμένη απόφαση· -ое мнение λαθεμένη γνώμη· -ое вычисление λαθεμένος λογαριασμο'ς. ОШЙкать ρ.σ.μ. σφυρίζω, αποδοκιμάζω με σφύριγμα· γιουχαΐζω' - певца αποδοκιμάζω με σφυρίγματα τον τραγουδιστή. ошиновка, -И θ. βάλσιμο, τοποθέτηση του επίστρωτου, του στεφανιού. ОШЛакоВЙТЬ, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ошлакованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (τεχ.) μετατρέπω σε σκουριά, εκβολάδα. ошмётки, -об πλθ. (ενκ. -ёток, -тка α.)· (απλ.) κομμάτια (λάσπης, κόπρου κ.τ.τ.). ошпаривать(ся) ρ.δ. βλ. ошпарить(ся). • ошпарить ρ.σ.μ. ζεματίζω, καίω με καυτό νερό ή άλλο υγρό· - КЛОПОВ ζεματίζω τους κοριούς· она -ла руку αυτή έκαψε το χέρι με
одт 878 βραστό νερό. II -СЯ ζεματίζομαι· καίγομαι. ОШТрафОВЙТЬ, -фуга, -Фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оштрафованный,-вал,-а,-о р.σ. προστιμάρω. оштукатуривать р.6. βλ. оштукатурить. Η -СЯ σοβατίζομαι. оштукатурить р.σ.μ. σοβατίζω. ошуюю επίρ. (παλ.) αριστερά, προς τα αρι- αριστερά. ОЩенЙТЬ, -НЙТ ρ.σ.μ. (απλ.) γεννώ κουτα- κουταβάκια. II -СЯ γεννώ κουταβάκια. ощёривать(ся) р.δ. βλ. ощёрить(ся). ощерить, ~рю, -ришь ρ.σ.μ. δείχνω τα δό- δόντια (απο θυμό) . II -СЯ &ε'ιχνω τα δόντια. ощетйнивать(ся) р.δ. βλ. ощетйнить(ся). ощетинить ρ.σ.μ. ορθώνω τις τρίχες. И -СЯ (για τρίχες) ορθώνομαι. ощипать ρ.σ.μ. βλ. общипать. ощйпывать(ся) р.δ. βλ. общйпывать(ся). ОЩ^пать ρ.σ.μ. 1 φηλαφώ, ψαύω, μαλάζω,εγ- μαλάζω,εγγίζω, πασπατεΰω" άπτομαι* - легко επιψαΰω. II -СЯ επιψαΰομαι, επιψηλαφοΰμαι. ощупывать(ся) р.δ. βλ. ощупать(ся). ощупь, -и θ: на - βλ. ощупью. ОЩУПЬЮ επίρ. ψηλαφητά, πασπατευτά, απτώς. ощутимость, -и θ. βλ. ощутительность. ощутимый επ. βρ. -Тим, -а, ~ο βλ. ощути- ощутительный- холод здесь мало ~йм το κρύο εδώ ■είναι ανεπαίσθητο· МИЛО -ая потеря ασήμαντη απώλεια. ОЩуТЙТеЛЬНОСТЬ, -И θ. αισθητότητα. ощутительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αισθητός, επαισθητός, αξιοσημείωτος, σημα- σημαντικός1 αντιληπτός· -ая потеря αισθητή α- απώλεσα· ~ые успехи σημαντικές επιτυχίες. ощутить, ощущу1, ощутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ощущённый, βρ: -щён, -щена, -щенб ρ.σ. μ. 1 αισθάνομαι·, тело срйзу -ЛО ХОЛОД το σώμα αμέσως αισθάνθηκε κρύο. 2 δοκιμάζω" РАДОСТЬ αισθάνομαι χαρά· - ГОЛОД νιώθω πείνα. ощущать ρ.δ. βλ. ОЩУТИТЬ. II -СЯ είμαι, γί- γίνομαι αισθητός· σημειώνομαι· παρατηρούμαι. Ι! αισθάνομαι. ощущение, ~Я ουδ. 1 αίσθηση, αντίληψη και γνώση με τις αισθήσεις ή τα αισθητήρια όρ- όργανα. 2 αίσθηση, η κάθε μια απο τις λειτουρ- λειτουργίες, που αντιλαμβανόμαστε τον έξω κόσμο. 3 αίσθημα· - счастья αίσθημα ευτυχίας. ОЯГНИТЬСЯ, -нйтся р.σ. γεννώ αρνάκι.
ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ β Ό @ и 7 ΙΟ 20 28 758 854 .<; (-1 αριά. αριά. 6εζ. αριά. αρισ. αριά. α 27. 21 16 14 42 43 αντί α II μουσική αυτών τετριμένος ВОДЫ μερικές πρέπει а «-СЯ μουσική στα τετριμμένος , βρσχυνομαι,. ВОДЫ πίνω μερικές
Κ. ΛΟΓΟΘΕΤΗ БОЛЬШОЙ РУССКО-ГРЕЧЕСКИЙ СЛОВАРЬ ΜΕΓΑΛΟ Ρ ^Σ О-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ 74.000 ΛΕΞΕΙΣ п-я ΑΘΗΝΑ 1987
Το γνήσιο αντίτυπο έχει την υπογραφή και τη σφραγίδα του συγγραφέα. Κωνσταντίνος Γρ. Аоуа£аПТЧ^: ,·■ ;; о с τ η с -р^ '"ν> ο'0 Ζ9. .Ίί.Ίί.',.'./ό ΊΊ}\. 63 13 .',7 έκδοσης Κ. Λογοθέτη Ξανθίππου 29, Χολαργός Τηλ. 65.13.476
συντομογραφίες α.- αρσενικό αερπ.- αεροπορία αθλτ.- αθλητισμός αθρσ.- αθροιστική λέξη αιτ.- αιτιατική πτώση άκλ,- άκλιτη λέξη αμ.- αμετάβατο ρήμα ανατ.- ανατομία αναφ,- αναφορική (αντωνυμία) αόρ.- αόριστη (αντωνυμία) απλ,- απλολογιά απρόσ.- απρόσωπο ρήμα αριθμ.- αριθμητικό αντων.- αντωνυμία αρχτ.- αρχιτεκτονική αστρν.- αστρονομία βιολ,- βιολογία βλ.- βλέπε βοτ,- βοτανική βρ:- βραχύ (επίθετο ή μετοχή) γεν.- γενική πτώση γεωγρ.- γεωγραφία γεωλ.- γεωλογία γεωμτ,- γεωμετρία γεωπ.— γεωπονία γλωσ,- γλωσσολογία γραμμ,— γραμματική δ.- διαρκείας διαλκ,- διαλεκτική λέξη διπλμ.-διπλωματική λέξη δοτ,- δοτική πτώση ειρν,- ειρωνική σημασία εκκλσ.-εκκλησιαστική λέξη ενεργ. φ,- ενεργητική φωνή ενκ.-ενικός αριθμός ενστ.- ενεστώτας επ.- επίθετο επίρ,- επίρρημα επιστ,-επιστημονική λέξη επιφ,- επιφώνημα ερωτ,- ερωτηματικός ζωγρ.- ζωγραφική ηλεκτρ.- ηλεκτροτεχνική θ,- θηλυκό γένος θεατρ.- θεατρικός όρος θρησκ.- θρησκεία ιατρ,- ιατρική κ,- και κ. άλ.- και άλλα κατήγ._ κατηγόρημα κλπ,- και λοιπά κ.τ.τ.-και τα τέτια. κυνηγ,- κυνηγετική λέξη κυρλξ.- κυριολεξία λ.- λέξη λκ. - λα'ί κή λογ.- λογική λογισ,- λογιστική μ,- μεταβατικό (ρήμα) μαγρ.- μαγειρική μαθ.- μαθηματικά μέλ,- μέλλοντας μουσ,- μουσική μτφ.- μεταφορικά μτχ.- μετοχή ναυτ.- ναυτική (λέξη) νομ.- νομικός όρος οικον.- οικονομία οργν,- οργανική (πτώση) ορυκτ,- ορυκτολογία. ουδ,- ουδέτερο (γένος) ουσ.- ουσιαστικό παθ. παθητική (μετοχή ή φωνή) παρλ.- παρελθών (χρόνος). παρμ.- παροιμία παρνθ. λ.- παρενθετική λέξη περιφρ.- περιφρονητικά πλθ,- πληθυντικός (αριθμός) προεπν,- προεπαναστατικά πρόθ.- πρόθεση προθτ.- προθετική (πτώση) προστκ.- προστακτική προφ,- προφορικός πτ.- πτώση (γραμματική) π. χ.- παραδείγματος χάρη ρ,- ρήμα ρ.δ,- ρήμα διαρκείας ρ.σ.- ρήμα στιγμιαίο ρ.δ.κ.σ.- ρήμα διαρκείας και στιγμιαίο σ.- στιγμιαίο (ρήμα) σημ.- σημασία στρατ.- στρατιωτικός όρος συγκρ. β.- συγκριτικός βαθμός συμπλκ.- συμπλεκτικός (σύνδεσμος) σύνδ,- σύνδεσμος τυπγρ.- τυπογραφικός όρος τέχ.- τεχνική υβρ,- υβριστική λέξη υπερθ.- υπερθετικός (βαθμός) υποκορ.- υποκοριστικό υψ. υψηλό (ύφος) φ,- φωνή (γραμματική) φιλγ.- φιλολογία φιλσ.- φιλοσοφία φυσ.- φυσική φωτογρ,- φωτογραφική χα'ϊδ,- χαϊδευτική λέξη χαρτπ,- χαρτοπαίγνιο χημ.- χημεία χλευ. χλευαστική λέξη χρ.~ χρόνος χυδλ.- χυδαιολογ'ια ψυχλ.- ψυχολογία
над Π *па άκλ. ουδ. το βήμα (χορού). П&ва, ~ы θ. η παγώνα, θήλεια ταώς. II μτφ. γυναίκα με καμαρωτό βάδισμα. Ι! ως επίρ. -0Й καμαρωτά, περήφανα· μαγαλόπρεπα. II εκφρ. НИ - НИ ворона αμέθεκτος, αμέτοχος, ουδέτε- ουδέτερος, ούτ' απ' εδώ, ούτ' απ' εκεί. *павиан, -а α. κυνοπίθηκος. ♦павильон, -а α. σκιάδα· περίπτερο,κιόσκι. павяльОНВЫИ επ. του περίπτερου, σε περί- περίπτερο· -ая торговля εμπόριο σε περίπτερα. *Павлин, -а α. το παγώνι, ταώς. Павлиний επ. του παγωνιού. павоДКОВЫЙ επ. της φουσκωποταμιάς. ПЙВОДОК, ~ДКа α. η φουσκωποταμιά. поводочный επ. βλ. паводковый. паволока, -И θ. (παλ.) είδος πολυτελούς υφάσματος. π»3ριιπ»|Ι επ. απο μτχ. πεσών. II ως ουσ. ο πεσών памятник -ИМ μνημείο των πεσόντων" ~ В бой ο πεσών στη μάχη· - на поле брани ο πεσών στο πεδίο της μάχης. *НаГННЙЦИЯ, -И θ. αρίθμηση σελίδων. *пагода, -ы θ. παγόδα, ναός και είδωλο. паголенки, -ΟΒ (ενκ. паголенок, -нка α.)· (διαλκ.) κνημίδες, κάλτσες ή μπότες χωρίς πατούσες. Пагуба, ~Ы θ. (παλ.) καταστροφή, όλεθρος, χαμός. пагубНОСТЬ, -И θ. ολεθριότητα, καταστρε- πτικότητα. ПОгубНО επίρ. ολέθρια, καταστρεπτικά. пагубный επ., βρ: -бен, -бна, -бно ολέ- ολέθριος, καταστρεπτικός· -ые последствия о- λέθρι,ες συνέπειες. Падалица, -Ы θ. (διαλκ.)· αθρσ. πεσμένοι σπόροι καθώς και τα στάχυα αυτών. II πεσμέ- πεσμένοι καρποί δέντρων. "ЧЛН.ТЬ, -И θ. ψοφίμι, θνησιμαίο. Паданец, -нца α. πεσμένος καρπός δέντρου. Падание, -Я ουδ. πτώση, πέσιμο. Падать ρ.δ. 1 πέφτω· - На землю πέφτω στη γη· - С лошади πέφτω απο το άλογο. II κατα- κάθομαι· λαχαίνω' βγαίνω* -ет туман πέφτει ομίχλη' Выбор ~ет На него η εκλογή πέφτει σ' αυτόν зубк -ЮТ τα δόντια πέφτουν уда- рёние падает на последний слог о τόνος πέ- πέφτει στη λήγουσα. II επιρρίπτομαι· тень -ет πέφτει σκιά· свет -ет πέφτει φως. II ρίχνο- ρίχνομαι* - В ОбЪЙТИЯ ρίχνομαι στην αγκαλιά· на колени πέφτω στα γόνατα. II γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι. 2 ρίχνω" -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο. 3 (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. II μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω" Γορά -ет К МEрю το βουνό εκτείνε- εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα. 4 μτφ. υπο-' πίπτω· на него -ет подозрение αυτόν τον υπο- υποπτεύονται. 5 μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω· ξεπέφτω· εξασθενίζω· ветер -ет о αέρας ξεπέφτει* давление -ет η πίεση ελατ- ελαττώνεται* цены на товары -ют οι τιμές στα ε- εμπορεύματα πέφτουν авторитет ег<5 с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει. 6 ξεπέφτω ηθικά. 7 χάνω τη σημασία, την α- αξία* - В глазах К0Г<5-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου. 8 ψοφώ. 9 βλ. пасть1 C, 4 σημ.). II εκφρ. - от смеха (со смеху) λιγώνομαι απο τα γέλια, πέφτω κάτω απο τα γέλια· - д/хом χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. падеж, -а α. (γραμμ.) πτώση· именительный - ονομαστική πτώση· косвенные -Й πλάγιες πτώσεις. Падёж, -дежа α. επιζωοτία, λοιμός(ψόφος) των ζώων. Падёжный επ. (γραμμ.) πτωτικός· -ые окон- окончания πτωτικές καταλήξεις. Падёжный επ. επιζωοτικός, *падвкатр, -а α. είδος γαλλικού χορού. Падение, -я ουδ. 1 πτώση, πέσιμο* - сна- снаряда πτώση του βλήματος* - барометра πτώ- πτώση του βαρόμετρου. 2 άλωση, κατάληψη· Константинополя η πτώση της Κωνσταντίνου:-
пад пал πόλης. 3 μείωση, ελάττωση" - Цен πτώση των τιμών. 4 ξεπεσμός, κατάπτωση* моральное - ηθική κατάπτωση. II απώλεια αγνότητας, σε- σεμνότητας. *Падепатинер, -а α. είδος χορού καθώς και η μουσική του. ♦падеспань, -И θ. παντεσπάνι, είδος ισπα- ισπανικού χορού. падина, -Ы θ. (διαλκ.) λάκκα, στενή κοι- κοιλάδα. падинный επ. της λάκκας, της κοιλάδας. ♦падишах, -а α. πατισάχ. падкий επ., βρ: -ДОК, -ДКа, -ДКО επιθυμη- επιθυμητής, φίλος· (παλ.) ОН паДОК ДО сладкого αυ- αυτός είναι φίλος των γλυκών. ТТЯ,цучий επ. 1 (παλ.) που πέφτει, πέφτων. 2 ως ουσ. θ. ~ая επιληψία, σεληνιασμός. II εκφρ. -ая болезнь επιληψία, σεληνιασμός. падчерица, ~ы θ. η προγονή. партий επ. απο μτχ. 1 (παλ.) πεσών - Β бою πεσών στη μάχη. II ως ουσ. падшие, -их οι πεσόντες. 2 ξεπεσμένος ηθικά" έκφυλος. ПаДЬ, -И θ. (διαλκ.) βαθιά κοιλάδα, χα- χαράδρα. паевой επ. του σιτηρέσιου. Паёк, пайка α. μερίδα τροφής, το σιτηρέ- очо· Красноармейский - το σιτηρέσιο του Κόκ- Κόκκινου στρατού* фронтовой - το σιτηρέσιο του μετώπου. *пая, ~ά α. 1 (στο μεσαίωνα)" " ευπατρίδης, ευγενής νεανίας, ακόλουθος βασιλιά ή φεου- φεουδάρχη· αυλικός. II (ειρν. κ. αστεία) γυναι- κολάτρης, γυναικοσεβής" γυναικόφιλος. 2 κα- κατώτερο αυλικό αξίωμα. 3 τρόφιμος μεσαίου στρατιωτικού εκπαιδ. ιδρύματος νέων. Пажеский επ. του στρατ. εκπαιδ. ιδρύματος. Паагить, -И θ. (παλ.) λειβάδι* χωράφι. паз, -а, προθτ. о пазе, в пазу, πλθ. па- пазы α. 1 χαραμάδα, σχισμή. 2 (τεχ.) υποδο- υποδοχή, αυλακιά* λακκούβα. Пазуха, -И θ. 1 κόλπος, κόρφος* засунуть руку за -у (-0Й) χώνω το χέρι στον κόρφο" спрятать за -у κρύβω στον κόρφο· держать кошелёк за -у κρατώ το πορτοφόλι στον κόρ- κόρφο· вытащить из-за -и βγάζω απο τον κόρφο. 2 (παλ.) κοιλότητα, λακκούβα* άντρο. II εκφρ. как у Христа за -ОЙ ЖИТЬ ζω ζωή χα- χαρισάμενη. Пазушный επ. του εντός της κοιλότητας. паивать р.δ. βλ. поить. ПаННЬКа,~И, γεν. πλθ. -ΗΘΚ α.κ. θ. παιδί υπάκουο, ευάγωγο (λέγεται και ειρν.). ♦пай1, пая, πλθ. пай α. μερίδα, μοιράδι, μέ- μέρος, μερτικό* εισφορά. II εκφρ. На паЙХ α) με βάση την εισφορά, β) ρεφενέ. Π8ώ2α.κ.θ. άκλ. βλ. паинька. Пайка, ~И θ. κόλλημα μετάλλων. ПаЙКОВЫЙ επ. του σιτηρεσίου, της τροφής -ая цена τιμή σιτηρεσίου. ПаЙЩИК1, -а α., -Ца, -Ы θ. συνέταιρος,-η, μέλος συνεταιρισμού* μέτοχος. ПаЙЩИК? -а α. κολλητής μετάλλων. *Пак, ~а α. κινούμενος ογκόπαγος ♦пакгауз, -а α. αποθήκη διαφύλαξης. пакГаузНЫЙ επ. της αποθήκης. *пакёт, ~а α. πακέτο.II φάκελλος επισήμου περιεχομένου. II μικρή στοίβα. ♦пакетбот, -а α. (παλ.) ταχυδρομικό πλοίο. пакетик, -а α. πακετάκι. ПИКИ επίρ. (παλ.) εκ νέου, πάλι, ξανά. пакистанец, -нца α., -ка, -И θ. Πακιστα- Πακιστανός, -άνα. пакистанский επ. πακιστάνικος. паклен, ~а α. είόος σφεντανιού. пакля, -и θ. στουπί. ♦паковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пакованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. συ- συσκευάζω, αμπαλάρω· πακετάρω* διευθετώ, τα- τακτοποιώ. паковка, -И θ. 1 συσκευασία, αμπαλάρισμα* πακετάρισμα. 2 υλικό συσκευασίας. ПаКОВОЧНЫЙ επ. της συσκευασίας, του α- αμπαλαρίσματος* - материал υλικό συσκευασίας. ПакОВЩИК, -а α. συσκευαστής, μπαλαδόρος. ПИКОВЫЙ επ. του κινούμενου ογκόπαγου. пакостить, -ошу, -остишь ρ*.δ. (απλ.) λε- λερώνω, βρωμίζω, μαγαρίζω* ρυπαίνω* Щенок Ве- зде -ОСТИТ το κουταβάκι παντού μαγαρίζει. 2 μτφ. χαλώ, φθείρω, αχρηστεύω* βλάπτω. 3 αι- σχρουργώ, κάνω κακοήθειες, ατιμίες, βρωμιές. пакостливый επ·, βρ: -лив, -а, -о (απλ.) βρωμιάρικος, λερός* -ая кошка βρωμιάρικη γά- γάτα. ПакосТНИК, -а α., -ца, -Ы θ. κακοήθης, α- αχρείος, αισχρός, αισχρουργός, παλιάνθρωπος. пакостничать ρ.δ. βλ. пакостить (з σημ.). ПаВОСТННЙ επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО κακο- κακοήθης, αχρείος, αισχρός, βρωμερός" φαύλος. ПаКОСТЬ, -И θ. κακοήθεια, αισχρότητα, α- χρειότητα, παλιανθρωπιά· φαυλότητα. ♦пакт, -а α. συνθήκη διεθνής· σύμφωνο* πά- κτο· - о ненападении медду странами σύμφω- σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ' των χωρών - мира σύμ- μφωνο ειρήνης. пал? -а α., πλθ. -Ы (διαλκ.). 1 πυρκαγιά (αγρών, δασών). 2 καμένο μέρος (πεδιάδας ή δάσους). II εκφρ. пустить ~ (διαλκ.) βάζω φω- φωτιά (στον κάμπο ή στο δάσος). ♦пал? -а α. (ναυτ.) δέστρα. ♦ПаЛадЙН, ~а α. ιππότης σωματοφύλακας του Κάρολου του Μεγάλου. ♦паланкин, ~а α. το παλαγγίνο (υποζύγιο).
дал . ♦палантин, -а α. παλατινή (γυναικείο επώ-- μιο). ♦палёо, -а α. μοκέτα. ♦палата, -Ы θ. 1 πλθ. (-ЙТЫ, -лат) παλ. πα- παλάτι, ανάκτορο. 2 (παλ.) πολυτελές δωμάτιο. 3 θάλαμος νοσοκομειακός. 4 Βουλή· НИЖНЯЯ ~ η κάτω Βουλή" верхняя - η άνω Βουλή· наро'д- ная - η λαϊκή Βουλή. 5 αίβουσα* судебная - η αίθουσα του δικαστηρίου" торговая - το ε- εμπορικό επιμελητήριο. II εκφρ. ума ~ У него αυτός είναι τετραπέρατος ή πανδαήμονας. палатализация, -И θ. μερική ουρανισκοφώ- νηση των συμφώνων" μαλάκυνση. палатализйрованный επ. απο μτχ. βλ. пала- палатализованный . палатализйровать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. палатализйрованный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.δ.κ.σ. βλ. палатализовать. Π ~ся βλ. палатализоваться. палатализованный επ. απο μτχ. (γλωσ.) μα- μαλακός . палатализовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. палатализованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. μαλακϋνω την προφορά. II -СЯ μαλακϋνομαι, μαλακώνω. Палатальность, -И θ. μαλάκυνση της προφο- προφοράς. палатальный επ. μαλακός, μαλακοποιημένος. палетка, -и θ. 1 σκηνή, αντίσκηνο· лагер- ная - σκηνή εκστρατείας· разбить -у στήνω τη σκηνή. 2 περίπτερο, κιόσκι. II εκφρ. гтро- бйрная - δοκιμαστήριο, περίπτερο ελέγχου πο- πολύτιμων μετάλλων, νομισμάτων κ.τ.τ. палатный επ. του νοσοκομειακού θαλάμου. палаточный επ. 1 παλατιανός, ανακτορικός. II σκηνικός, για σκηνή, για αντίσκηνο. II α- απο σκηνές· - посёлок συνοικισμός απο σκηνές. 2 σε περίπτερο, σε κιόσκι* ~ая торговля ε- εμπόριο σε περίπτερα. ♦палаццо ουδ. άκλ. παλάτι, ανάκτορο. палач, -а α. δήμιος. II μτφ. τύραννος, βα- βασανιστής, στραγγαλιστής. Палаческий επ. του δήμιου. Палачество, -а ουδ. τυραννία, τυραγνία, μαρτυρολόγιο, τα δεινά, σκληρή τιμωρία. ♦палйш, ~ά α. η πάλα (σπάθα). ♦палевый επ. αχυρόχρωμος" ξανθός. паление, -Я ουδ. καψάλισμα, τσούδισμα, τσου- λούφρισμα. паленина, -ы θ. (δι,αλκ.) βλ. паль. 2 κα- καμένο πράγμα. палеоазиатский επ. παλαιοασιατικός· -ие народы παλαιοασιατικοί λαοί" -ие ЯЗЫКИ πα- λαιοασιατικές γλώσσες. •палеоантропология, -И θ. παλαιοανθρωπολο- γία. < пал Палеограф, -а α. παλαιογράφος. Палеографист, -а α. καλλιτέχνης σε ξύλο ή σε χαλκό. Палеографический επ. παλαιογραφικός. *ПалеогрЙфИЯ, -И θ. παλαιογραφία, ♦палеозавр, -а α. παλαιόσαυρα. *ПалеозОЙ, -я α. ο παλαιοζωικός αιώνας. ♦Палеолит, -а α. η παλαιολιθική εποχή. палеолитический επ. παλαιολιθικός· -ая пещера παλαιολιθική σπηλιά· - век παλαιο- παλαιολιθικός αιώνας. ПалеоНТОЛОГ, -а α. παλαιοντολόγος. Палеонтологический επ. παλαιοντολογικός. ♦палеоНТОЛОГИЯ, -И θ. παλαιοντολογία. ♦палеотерий, -Я α. παλαιοθήριο. ♦Палестины, -йн πλθ. (ενκ. Палестина, -ы θ. (παλ.)" με προσδιορισμό* τόπος, περιοχή, τοποθεσία. ♦палетка, -И θ. δικτυωτά τετραγωνίδια. Палец, -ЛЬЦа α. δάχτυλο, δάκτυλος* бОЛЬ- ШОЙ .- το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας) · ука- затеЛЫШЙ - (δάχτυλο) ο δείχτης· средний - το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος* безы- безымянный - (δάκτυλος) ο παράμεσος* Β - ТОЛ- ШИНОЙ χοντρός όσο το δάχτυλο* П&ЛЬЦЫ у пер- чатки τα δάχτυλα του γαντιοΰ* считать ПО -цам μετρώ στα δάχτυλα· тыкать КОГО -ем κε- κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο" ПОКЙ- зывать кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον. II εκφρ. - ο - не ударить δεν κάνω απολύτως τί- τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιά-^ ζει· -льца В рот не клади кому^ μη εκμεταλ- εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου* -ем ДВЙ- нуть (шевельнуть) κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)· -ем не двинуть (не шевельнуть) δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν «κάνω καμιά προσπάθεια)· -ем не тронуть КО- ГО-ЧТО δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τί- τίποτε· смотреть (глядеть) на что сквозь -^ κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα απο τα δάχτυλα)· по ~ам можно пересчитать (пере- (перечесть) είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να με- μετρηθούν στα δάχτυλα)· как ПО -ам(объяснить, рассказать κ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,στα- ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί* как свой пять -ев (знать) κάλ- κάλλιστα (γνωρίζω). *палея, -Й θ. τα παλαιά γραφτά (της Παλαι- Παλαιάς Διαθήκης) . ПалЙЛЬНЫЙ επ. για καύση, για κάψιμο. ♦палимпсёо!, -а α. το παλίμψηστο. *ПаЛИНДрОМ κ. ПаЛИНДрОМОН, -а α. (φιλγ.) ο καρκίνος (που διαβάζεται το ίδιο απο την αρ- αρχή και απο το τέλος! КОМОК). ♦палисад, -а α. 1 βλ. палисадник. 2 οχύρω- οχύρωση με αιχμηρούς πασάλους μπηγμένους στη γη. Палисадник, -а α. 1 φράχτης, περίβολος·. 2
пал пам κηπάκι, περιβολάκι, (σιμά στο σπίτι,}. ♦палисандр, -а α. παλισάνδρη (ξύλο). палисандровый επ. παλισανδρικός" -ая эта- жёра εταζέρα απο παλισάνδρη. II εκφρ.- -ое Дерево η παλισάνδρη. ♦палитра, -И 9, Ι παλέτα, χρωματοπυζίδα. 2 χρωματισμόο. χρώματα ζωγραφικής. II μτφ. τα εκφραστικά μέσα λογοτέχνη, μουσικού κ.τ.τ. палить1, -лю, -лишь, μτχ. ενστ. палящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. палённый, рр:-лён, -Лв- на, -лено ρ.δ.μ. 1 καψαλίζω, τσουδίζω> τσου- λουφρίζώ. 2 καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. II καίω (για φωτισμό). 3 βλάπτω, χαλνώ, κατα- καταστρέφω· утюг ~йт бельё το σίδερο καίει τα ρούχα. II (για τον ήλιο) θερμαίνω δυνατά, ψή- ψήνω. 4 μτφ. (για αισθήματα, πάθος κ.τ.τ.)· βασανίζω, τυραννώ, κατατρύχω. палить2, -лю, -лишь р.δ. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω* τουφεκίζω" - ИЗ Пушек κανονιοβολώ· пали κ. пли παλ. (στρατ.) πυρ! ττ^πτηη -ы д. ρόπαλο με σφόνδυλο στο аиро. палка, -И θ. παλούκι. II ραβδί, ράβδος, βα- βακτηρία. II μπαστούνι. И κοντός, κοντάρι. II εκφρ. ИЗ-ПОД -И με το στανιό, με το ζόρι, με το βούρδουλα· как - σαν τη νταβανόσκουπα ή σαν το .τηλεγραφόζυλο (για ψηλό και ισχνό άν- άνθρωπο)· вставлять (вставить, бросать) -и 'в КОЛёса παρεμβάλλω εμπόδια, παρακωλύω, παρε- παρεμποδίζω· κωλυσιεργώ. ♦палладий, -Я α. παλλάδιο (χημ. στοιχείο). ♦паллиатив, -а α. φάρμακο επιπόλαιο, κα- καταπραϋντικό. II μτφ. ημίμετρο. ПаллиаТЙВНЫЙ επ. 1 επιπόλαιος, επιφανεια- επιφανειακός· πρόσκαιρος· -ая терапия πρόσκαιρη θε- θεραπεία. 2 μτφ. μερικός, εν μέρει· ~ые меры τα ημίμετρα. ПаЛОМНИК, -а α., -ца, -Ы θ. προσκυνητής, -τρία των Αγίων Τόπων, πελεγρίνος, χατζής. Паломнический επ. του προσκυνητή ή της περιοδείας· ~ое хождение βλ. паломничество. паломничество, -а ουδ. αποδημία, μετάβαση στους Αγίους Τόπους, χατζηλίκι. II μτφ. τα- ταξίδι, περιοδεία. палочка, -И θ. ραβδάκι· μπαστουνάκι, σκυ- ταλίδα· βέργα· ζυλάκι· дирижёрская - η μπα- μπαγκέτα* барабанные -И τα πλήκτρα τύμπανου-ή ταμπουρλόξυλα. II διαστολή, μπάρα (Ι)· две ~И οι παράλληλοι, οι δυό μπάρες (II). II (ιατρ.) βακτηρίδιο, βακτήριο, βάκιλλος· Ту- беркулёзные -И τα βακτηρίδια της φυματίωσης. палочковидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; βλ. палочкообразный. палочкообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно ραβδοειδής. Палочный επ. (κυρλζ. κ. μτφ.) της ρά- ράβδου, με τη ράβδο· -ые удары ραβδιές· -ая ДИСЦИПЛЙна πειθαρχία με το ραβδί. палуба, -Ы θ. κατάστρωμα πλοίου. Ι! (τεχ.) επίστρωμα. палубный επ. του καταστρώματος· στο κα- κατάστρωμα. Ι! που έχει κατάστρωμα· ~ое судно σκάφος με κατάστρωμα. палый επ. 1 (διαλκ.) ψόφιος, πεσμένος·-ая лошадь ψόφιο άλογο. 2 πεσμένος· -ые ЛИСТЬЯ πεσμένα φύλλα. паль, -И θ. (διαλκ.) καψάλα, καμένο μέρος δάσους. пальба, -Ы θ. ομοβροντία· ομαδικά πυρά, μπαταρία· ружейная - το τουφεκίδι· пушеч- пушечная - κανονίδι, κανονιοβολισμός. ♦пальма, -Ы θ. φοίνικας, φοιν ικόδεντρο, φοι- φοινικιά, χουρμαδιά· кокосовая~ κοκκοφοίνικας· финиковая - η χουρμαδιά. II εκφρ. - первен- первенства η πρώτη θέση στους αγώνες, πρωτάθλημα. пальметта, -Ы θ. (αρχτ.) φοινικόφυλλο. Пальмовый επ. του φοίνικα' απο φοίνικα' -ая ветвь κλαδί φοίνικα· -ые листья φοι- φοιν ικόφυλλα· -ая роща φοινικώνας· -ое МОСЛО φοινικέλαιο" -ое дерево φοινικόδεντρο. пальнуть р.σ. βλ. палить7: ♦пальпация, -И θ. (ιατρ.) δακτυλοψηλάφηση. пальпировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ.μ. δα- κτυλοψηλαφώ, κάνω διάγνωση ιατρική με δα- δακτυλοψηλάφηση . Палыецо, -а ουδ. πανωφοράκι, παλτουδάκι. ПалыЙШКО, -а ουδ. πανωφοράκι· πανωφόρι φτηνό ή παλιό (φθαρμένο). ♦пальто ουδ. άκλ. πανωφόρι, παλτό' мужское ανδρικό πανωφόρι" женское - γυναικείο πανωφόρι' надевать (надеть) - ντύνω το πα- πανωφόρι . СаЛЬТОВЫЙ επ. του πανωφοριού, για πανωφό- πανωφόρι" -ая ткань ύφασμα για πανωφόρι. пальцевидный επ., βρ: -ден, -дна, -о δα- κτυλοειδής. пальцевой επ. δακτυλικός, -λιαίος. пальцеобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; δακτυλοειδής, σχήματος δακτύλων. ПОЛЬЧатыЙ επ. 1 δακτυλωτός. 2 οδοντωτός. ПаЛЬЧИК, -а α. το δαχτυλάκι. ПОЛЯ, -И θ. (διαλκ.) πάσσαλος, παλούκι. палящий επ. απο μτχ. καυτός, πολύ θερμός· - ЗНОЙ καύσωνας, κάψα. ♦пампОСЫ, -ΟΒ πλθ. οι νοτιοαμερικανικές στέπες. ♦памфлет, -а α. λίβελος, λιβελογράφημα ή φυλλάδιο σατυρικό και υβριστικό. памфлетист, -а α. λιβελογράφος. Памфлетный επ. λιβελογραφικός. памятка, -И θ. 1 το σημειωματάκι, το υ- πομνημάτιο. 2 (παλ.) αναμνηστήριο, εν- ενθύμιο, θυμητάρι, σουβενίρ.
сам пан ПАМЯТЛИВОСТЬ, -И θ. μνήμη, μνημονικό, θυ- μητικό. памятливый επ., βρ: -лив, -а, -о μνημονι- μνημονικός, μνήμονας, αν επίλησμονάς. памятник, -а α. 1 μνημείο· ανδριάντας· ά- άγαλμα· - КолокотрОНИСу В.Афинах о ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα· ~ павшим μνη- μνημείο των πεσόντων. 2 τύμβος· επιτύμβιος λί- λίθος, επιτάφια πλάκα· ταφόπετρα· το επιτύμ- επιτύμβιο (επίγραμμα). 3 έργο παρελθόντος· архео- ЛОГЙчеСКИЙ - αρχαιολογικό μνημείο· ЛИтера- турНЫЙ - λογοτεχνικό μνημείο' - народного творчества μνημειώδες έργο λαϊκής δημιουρ- δημιουργίας. памятный επ., βρ: ~тен, -тна, ~тно* μνη- μνημειώδης, αξιόλογος, αξιομνημόνευτος· ιστο- ιστορικός" -ые даты αξιομνημόνευτες χρονολογί- χρονολογίες. 2 μνημονικός, ενθυμητικός. 3 αναμνηστι- αναμνηστικός. II εκφρ. ~ая записка αναμνηστικό γράμ- γράμμα· -ая доска αναμνηστική πλάκα· -ая КНЙЖ- ка σημειωματάκι, υπομνημάτιο. памятование, -Я ουδ. (παλ.) η διατήρηση στη μνήμη, (εν)θύμηση. памятовать, -тую, -туешь, επιρ. μτχ. па- памятуя ρ.δ. (γραπ. λόγος)· διατηρώ στη μνή- μνήμη, θυμούμαι. память, -И θ. 1 μνήμη, μνημονικό, θυμητι- κό· Слабая - αδύνατη μνήμη· ЭТО НИКОГДа Не выйдет ИЗ моей -И αυτό δε θα το ξεχάσω πο- ποτέ· зрительная - οπτική μνήμη· твёрдая γερή μνήμη· ЛИШИТЬСЯ -И στερούμαι μνήμης,έ- μνήμης,έχασα το θυμητικό· мне пришло на - μου ήρθε στη μνήμη· удержать В-И κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη· если - не изменяет αν δε με απατά η μνήμη* написать на - γράφω απο μνήμης" ВЫ- УЧИТЬ на - απομνημονεύω· приводить ЧТО-Л. кому на - φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμί- (υπενθυμίζω) · приводить себе на - ξαναφέρω στη μνή- μνήμη μου. 2 ανάμνηση* ЧТИТЬ - τιμώ τη μνήμη· оставить добрую - αφήνω καλή ανάμνηση· Β - КОГО-Л., чегб-Л. στη μνήμη του... 3 (εκκλσ.) μνημόσυνο. II εκφρ. вечная - αιώνια η μνήμη' блаженной (светлой, незабвенной) -и (παλ.) θεός σχωρέσ' τον, ν* αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο θεός ν1 αναπάψει την ψυχή του" печальной με θλιβερή τη μνήμη" недоброй -И με κακή τη μνήμη· без -И α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλ- λας· ОН ПОЛГОбЙЛ её без -И αυτός την αγάπη- αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος· на - απο μνήμης, όπως το θυ- θυμούμαι· на - (дать, подарить, взять, полу- получить) για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)· на - ή по -и (говорить, рассказывать, знать) απο μνήμης, απ* έξω, αποστήθιση (μιλώ, διη- διηγούμαι, γνωρίζω)· ПО старой -И απο παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος" ЩЗИЙТЙ на - μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι. *Π8Η, ~а, πλθ. -Ы α. τσιφλικάς. |( κύριος, αφέντης (υπηρετών) .11 εκφρ. - ИЛИ пропаЛ'.ЛЙ- 60 ~, либо пропал ή τιμάρι ή τομάρι* ή ταν ή επι τας · ή του ύψους ή του βάθους· όποτ1 το βγάλ' η άκρη* ЖИТЬ -ОМ ζω αρχοντικά. *панагЙЯ, -И θ. Παναγία, εικονίτσα με αλυ- σιδίτσα των επισκόπων. *панама1, -Ы θ. ο παναμάς, είδος καλοκαιρι- καλοκαιρινού καπέλου. Η ύφασμα απο τεχνητό μετάξι. Панама^ -Ы θ. μεγάλη λοβιτούρα (γύρω απο το άνοιγμα της διώρυγας του Παναμά). панамка, -И θ. μικρός παναμάς. *ПанарЙЦИЙ, ~Я α. (ιατρ.) παρωνυχίδα, τρι- γυρίστρα. ♦панацея, -И θ. η πανάκεια (φάρμακο για ό- όλες τις παθήσεις). панбархат, ~а α. είδος μεταξωτού βελούδου. ♦пандан α. άκλ. το αντίστοιχο, το προσό— μοιο καλλιτεχνήματος· Β - σε αντιστοιχία· α- αντί αυτού, σαν παρόμοιο. *пандёкты, ~ОВ πλθ. (παλ.) οι πανδέκτες. ♦пандемия, -И θ. γενική επιδημία. пандури α. άκλ. είδος γεωργιανής πανδού- ρας. ♦пандус, -а α. (αρχτ.) ομαλή κλίση. панёва βλ. понёва. ♦панегирик, -а α. (παλ.) λόγος πανηγυρι- πανηγυρικός. II έπαινος, εγκώμιο, εκθειασμός. ПанеПфЙСТ, -а α. πανηγυριστής, ο γράφων ή εκφωνών πανηγυρικό λόγο. II εγκωμιαστής. панегирический επ. πανηγυρικός. ♦панель, -И θ. 1 πεζοδρόμιο. 2 ξυλεπένδυ- ξυλεπένδυση δωματίου" ξυλένδεση τοίχου, πασαμέντο, πρεβάζι. 3 πλάκα τσιμεντένια (στην οικοδο- οικοδομή). 4. τετράγωνο εργασίας στα ορυχεία, пани θ. άκλ. βλ. пан. ПаНИбр^ТСКИЙ επ. οικείος, φιλικός. Панибратство, -а ουδ. οικειότητα, φιλικό- φιλικότητα, σανφασονισμός. ♦паника, -и θ. πανικός· наводить (сёять)~у σπέρνω τον πανικό. ♦паникадило, ~а α. (εκκ'λσ.) πολυκάντηλο, πολυέλεος· πολύφωτο. паникёр, -а α. ο προκαλών (σπείρων) τον πανικό. II πανικόβλητος. паникёрский επ. του πανικού" πανικόβλητος. паникёрство, -а ουδ. πανικός (ιδιότητα ή διαγωγή). паникёрствовать, -СТВую, -СТВуешь р.δ.πα- р.δ.πανικοβάλλομαι, με πιάνει πανικός. паниковать, -кую, -куешь р.δ. (απλ.) βλ. паникёрствовать. панировать, -р^го, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. панирбванный, βρ: -ван, -а, -о; р.δ.κ.σ.μ. αλευρώνω (πριν το τηγάνισμα). II
пан 10 пап -СЯ αλευρώνομαι (πριν το τηγάνισμα). Панировка, -И θ. αλεΰρωση, -ωμα (πρι,ν το τηγάνισμα) . ПанирОВОЧНЫЙ επ. της αλεύρωσης, για αλεύ- ρωμα. *паНИХВДа, ~Ы θ. (εκκλσ.) μνημόσυνο· СЛу- ЖЙть -у κάνω μνημόσυνο· - по погиб'ЛИМ μνη- μνημόσυνο για τους πεσόντες. ПаЯИХЙДНЫЙ επ. μνημόσυνος· ~ΟΘ пение μνη- μνημοσύνη ψαλμωδία. II πένθιμος, θλιβερός, θλιμ- θλιμμένος. панический επ. πανικόβλητος· -Οθ бегство πανικόβλητη φυγή. II έντρομος, παν ικοβλημέτ νος. ♦паНЛОГЙЗМ, -а α. παν λογισμός, αντί επιστη- επιστημονική άποψη της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. *щ£нна, -ы θ. 1 ανύπαντρη κόρη τσιφλικά. 2 δεσποινίδα. *ПаННО ουδ. άκλ. ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις στην οροφή* φάτνωμα, καλυμμάτιο. панночка, ~и θ. (υποκορ.) βλ. панна. ♦паноптикум, ~а α. μουσείο έκθεσης κήρινων μορφών ή αντικειμένων. ♦панорама, ~Ы θ. το πανόραμα. Панорамный επ. πανοραματικός. ♦пансион, -а α.1 εκπαιδευτήριο* οικοτροφείο" - ДЛЯ благородных девиц (παλ.)· παρθεναγωγείο ευγενών κοριτσιών. 2 ξενοδοχείο φαγητούκαι ύπνου. 3 υποτροφία, διαμονή με φαγητό και ΰπν ο, πανσιόν. ♦пансионат, -а α. βλ. пансион (ι, 2 σημ.). ПаНСИОНер, -а α., -ка, ~И θ., οικότροφος,-η. пансионный επ. βλ. пансионский. паНСИОНСКИЙ επ. του οικοτροφείου* οικοτρο- φειακός· ~ое здание το κτίριο του οικοτρο- οικοτροφείου" -ое воспитание οικοτροφειακή αγωγή" -ая ЖИЗНЬ η ζωή του οικοτροφείου. ПЙНСКИЙ επ. του παν, του τσιφλικά, τσι- φλικάδικος. паНСТВО, ~а ουδ. οι παν, οι τσιφλικάδες ή το τσιφλικαδαριό. ♦панталоны, -ЛОН πλθ. 1 (παλ.) πανταλόνι. 2 βρακί γυναικείο. Панталык, -а (-у) α: СОИТЬ С -у α) συγχύ- συγχύζω, μπερδεύω, β) χαλνώ τη διαγωγή κάποιου ή κάνω να πάρει κακό δρόμο, παρεκτρέπω, δια- διαφθείρω" Сбиться С -у α) συγχύζομαι, συσκοτί- συσκοτίζομαι, μπερδεύομαι, β) παρεκτρέπομαι, παίρ- παίρνω κακό δρόμο. Пантач, ~а α. ελαφάκι στικτό. ♦пантеизм, -а α. πανθεϊσμός, πανθεΐα.ΙΙ θε- θεοποίηση της φύσης. Пантеист, -а α. πανθεϊστής. Пантеистический επ. πανθεϊστικός. ♦пантеон, -а α. 1 πάνθεο (ναός αφιερωμένος σ' όλους τους θεούς). 2 όλοι οι θεοί πολυ- θεϊκής θρησκείας. 3 το ηρώο. 4 (παλ.) ονο- ονομασία λογοτεχνικών συλλογών, περιοδικών κλπ. ♦пантера, -Ы θ. ο πάνθηρας. ♦пантограф, -а α. παντογράφος. пантографйческий επ· παντογραφικός. ♦пантокрин, -а α. παντοκρίνη (φάρμακο απο κέρατα ελαφιών). ♦пантометр, ~а α. παντόμετρο. ♦пантомима, -Ы θ. παντομίμα (θεατρικό εί- είδος). II οι κινήσεις χεριών για συνενόηση. пантомимический επ. βλ. пантомимный. пантомЙМНЫЙ επ. παντομιμικός. ♦пантопон, -а α. παντοπόν κ. παντοπόνη. панторезный επ. κοπτικός των κεράτων βλ. панты. Панты, -ΟΒ πλθ. μαλακά κέρατα ελαφιών (α- (απο τα οποία παρασκευάζονται φάρμακα). панцирный επ. θωρακικός, του θώρακα, της πανοπλίας. панцирь, -Я α. θώρακας* πανοπλία* - воина ο θώρακας του πολεμιστή* - параВОза, КОра- 6ЛЯ θώρακας ατμομηχανής τρένου, καραβιού. II (για ζώα)" προστατευτικό κάλυμμα* - черепа- ХИ το προστατευτικό όστρακο της χελώνας. панщина, -ы θ. βλ. барщина, (παλ.) ♦паныч, -а κ. ~а α. (παλ.) αρχοντόπαιδο ή αρχοντογιός" αρχοντονιός, αρχοντόπουλο. папа1, ~Ы α. μπαμπάς, πατέρας. ♦папа2, ~Ы α. ο πάπας* - римский о πάπας της Ρώμης. II ποντίφηκας. ♦папаверин, -а α. παπαβερίνη (φάρμακο). папаня, -и α. (απλ.) βλ. папаша. ♦папаха, -Ы θ. σκούφια ψηλή. Папаша, -И α. (παλ. κ. απλ.) μπαμπάς, πα- πατέρας. папенька, -и, γεν. πλθ. -нек, δοτ. -нькам α. πατερούλης. паперть, -И θ. πρόναος, νάρθηκας. ♦папильотка, -И θ. βοστρυχώδες χαρτί, πα- παν ί ή λάστιχο. Папин, -а, -О επ. πατρικός, του πατέρα, ♦папирология, ~И θ. παπυρολογία, ♦папироса, -Ы θ. τσιγάρο, σιγαρέτο με χαρ- τόνινο επιστόμιο. папироска, -и θ. βλ. папироса. Папиросница, ~Ы θ. σιγαροθήκη* ταμπακέρα. ПаПИрОСНЫЙ επ. του τσιγάρου, των τσιγά- τσιγάρων, των σιγαρέτων· — дым о καπνός των τσι- τσιγάρων* -ая фабрика φάμπρικα σιγαρέτων* табак καπνός για τσιγάρα* -ая бумага τσι- τσιγαρόχαρτο. ♦папирус, -а α. πάπυρος φυτό καθώς και το χαρτί απ' αυτό. II χειρόγραφο αρχαίο σε πάπυρο. Папка1, -И α. (απλ.) μπαμπάς, πατέρας. Папка2, -И θ. χαρτοφύλακας, -λάκιο.Ι! (παλ.) στάχωμα, περίβλημα, περιτύλιγμα βιβλίων. ||
пап 11 пар (παλ.) χαρτόνι χοντρό. Папоротник, -а α. πτέρη, φτέρη. папоротниковидные, -ых πλθ. (βοτ.) τα πο- λυποειδή ή πολυποδιοειδή. ПаСОроТНШСОВЫЙ επ. της φτέρης* ~ Стебель το στέλεχος της φτέρης· ~ые заросли οι φτέ- φτέρες. Папочка1, -И α. πατερούλης. папочка* -И θ. μικρός χαρτοφύλακας. папочНЫЙ επ· του χαρτοφύλακα, ♦паприка, -И θ. πιπεριά κόκκινη κερατοει δής. папокИЙ επ. παπικός· -ЭЯ МЙтра παπική μί- τρα. Папство, ~а ουδ. η παποσύνη, η εξουσία του πάπα καθώς και η διάρκεια της, εξουσίας. ♦папула, ~Ы θ. φλυκταινίδιο, εξανθηματάκι. *папуша, -И θ. δέμα, μπάλα καπνού ή χόρτου. *Папьё-машё ουδ. άκλ. πεπιεσμένο χαρτί α- ανάμικτο με άλλες ουσίες. пар} -а (-у), προθτ. о паре, на пару, πλθ. ~Ы, -ОВ а. 1 ατμός, άχνα, αχνός· КОНДеНСа- ЦИЯ -а συμπύκνωση ατμού* ВОДНЯНЫе -ы υδρα- υδρατμοί· ртутные -Ы υδραργυρικοί ατμοί. II ο- ομίχλη. II εκφρ. винные -Ы αναθυμιάσεις κρα- κρασιού* на всех парах ολοταχώς* под -ами а) υπ' ατμόν (έτοιμος για ξεκίνημα), β) (απλ.) πιομένος, σουρωμένος, μεθυσμένος. пар2, -а, προθτ. о паре, на пару, πλθ. -ы, ~ΟΒ α. 1 χωράφι χέρσο. 2) αγρανάπαυση, ανάπα- ανάπαμα· восстановление плодородия путём -а επα- επανάκτηση της γονιμότητας με αγρανάπαυση· 3Θ- МЛЯ ПОД -ОМ γη σε αγρανάπαυση. пара, -Ы θ. ζευγάρι, ζεύγος· - чулок ζευ- ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες· - НОСКОВ ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες· ~ сапог ζευγάρι μπότες. II αντικείμενο αποτελούμενο απο δύο ίσα μέ- μέρη* - НОЖНИЦ το ψαλίδι* - брюк το παντελό- παντελόνι. 2 κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελό- παντελόνι)* ОН пришёл В НОВОЙ -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι. 3 ζευγάρι ζευγμένων α- αλόγων αμάξι με δυό άλογα. 4 δυό πρόσωπα μαζί· влюблённая - αγαπημένο ζευγάρι* ТЭН- Цующие -Ы τα ζευγάρια του χορού. II ως ετίίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό* мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια. II ταί- ταίρι. 5 ως κατηγ. ταιριάζω. II δυό* МОЖНО СКЭ- зать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια; МОЖНО оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απα- απασχολήσω για δυό λεφτά; Ι] εκφρ. в -Ы κατά δυάδες, ανα δυό, δυό-δυό, κατά ζευγάρια* Β -е κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγα- ρωτά* ~ ПУСТЯКОВ (απλ.) είναι εύκολο (για ε- εκτέλεση), δεν είναι τίποτε* два сапога ένα και το ίδιο, παρ' τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος* κύλισε ο τέν- τζερης κ. βρήκε το καπάκι. ♦парабеллум, -а α. το παραμπέλ (πιστόλι). Парабола, -Ы θ. (μαθ.) παραβολή. параболический επ· παραβολικός, της παρα- παραβολής, σχήματος παραβολής. Параболоид, -а α. (μαθ.) παραβολοειδές σώμα · парагваец, -вайца α., -ка, -и θ. Παραγου- ίνος, -α. парагвайский επ. παραγουϊνικός. ♦параграф, ~а α. 1 παράγραφος. 2 το σημείο της παραγράφου (§). ♦парад, -а α. 1 παρέλαση, παράτα* перво- мёЙСКИЙ - πρωτομαγιάτικη παρέλαση* физ- СКультурНЫЙ - αθλιτική παρέλαση. 2 γιορτα- γιορτασμός* πανηγυρισμός. II εκφρ. В ПОЛНОМ ή ВО всём -е γιορταστικά ντυμένος. ♦парадигма, ~Ы θ. (γραμμ.) παράδειγμα, υ- υπόδειγμα. ♦параДИЗ, -а α. (παλ.) παράδεισος. II το υ- υπερώο του θεάτρου, ο άνω των θεωρείων εξώ- εξώστης. парадировать, -руга, -руешь-ρ.δ. (γραπ. λό- λόγος) * παρελαύνω. Парадность, -И θ. πανηγυρικότητα, επιση- επισημότητα* γιορταστικότητα. парадный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 της παρέλασης* -ое шествие η παρέλαση· ~ смотр η πριν την παρέλαση επιθεώρηση· -ЗЯ форма στολή παρέλασης. II γιορταστικός, γιορτινός, στολισμένος γιορτινά (για χώρο). 2 πανηγυ- πανηγυρικός, γιορτιάτικος. II επιδεικτικός. 3 μπρο- μπροστινός, κύριος· ~ая дверь κύρια είσοδος. II ως ουσ. ουδ. -ое κ. θ. -ая η κύρια είσοδος, ♦парадокс, -а α. το παράδοξο, το περίεργο, το παράξενο, η παραδοξολογία· ГОВОРИТЬ -Ы παραδοξολόγο). II το απροσδόκητο. парадоксальность, -И θ. παραδοξότητα, -ξία. парадоксальный επ., βρ: -лен, -льна, -о; παράδοξος, παράξενος* περίεργος. ♦паразит, ~а α. 1 το παράσιτο ζώων ή φυ- φυτών. 2 μτφ. ο παράσιτος, κηφήνας, χαραμοφά- χαραμοφάης, παρακεντές. II (υβρ.) ~! παράσιτο! паразитарный επ. (γραπ. λόγος) παρασιτι- παρασιτικός* -ая болезнь παρασιτική νόσος* -ое су- существование παρασιτική ζωή. паразитизм, -а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) παρα- παρασιτισμός. паразитйрование, -Я ουδ. παρασιτία, -μός. паразитировать, -руго, -руешь р.6. (κυρλξ. κ. μτφ.) παρασιτώ, ζω παρασιτικά, είμαι πα- παράσιτο. паразитический επ. παρασιτικός* -ие гри- грибы παράσιτοι μύκητες (μανιτάρια)· - Образ ЖИЗНИ (μτφ.) παρασιτικός τρόπος ζωής. Паразитничать ρ.δ. (περίφρ.) ζω παρασιτι-
пар 12 пар на, σαν το παράσιτο. паразитный επ. 1 παράσιτος· -ые растения παρασιτικά φυτά. 2 (τεχ.) παρεμβλητικός*-Ые колебания παρασιτικές ταλαντώσεις. Паразитолог, ~а α. παρασιτολόγος. *паразитология, -И θ. παρασιτολογία. ПараЗЙТСТВО, -а ουδ. παρασιτική ζωή. Парализация, ~И θ. παραλυσία, παράλυση· ~ левой руки παράλυση του αριστερού χεριού. парализование, -я ουδ. παράλυση. парализованность, -и θ. βλ. парализация. парализованный επ. απο μτχ. παράλυτος. парализовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. парализованный, βρ: -ван, -а, ~о; ρ.δ.κ.σ.μ. 1 παραλύω, ακινητοποιώ1 у ΗΘΓΟ -а НОГа αυτός έπαθε παράλυση του ποδιού. 2 μτφ. σμπαραλιάζω, εξαρθρώνω* - СИЛЫ ЩЮТЙВ- НИКа σμπαραλιάζω τις δυνάμεις του εχθρού. II -СЯ παραλύω, παθαίνω παράλυση. ПараЛЙТИК, -а, α., -Йчка, ~И θ. παράλυ- παράλυτος, ~η. паралитический επ. παραλυτικός, παράλυτος, ♦паралич, -а α. παράλυση· - МЫШЦ лица πα- παράλυση των μυών του προσώπου' быть В ~ё εί- είμαι παράλυτος· быть разбитым -Ом πέφτω πα- παράλυτος· ОН разбит ~ОМ τον χτύπησε παρά- παράλυση. II μτφ. χαλάρωση, εξασθένηση· ПОЛНЫЙ - πλήρης χαλάρωση, σμπαράλιασμα. параличный επ. παραλυτικός, της παράλυσης· -ое состояние κατάσταση παράλυσης. II ουσ. -, -ЭЯ παράλυτος, ~η· палата ДЛЯ -ЫХ θάλαμος παράλυτων. ♦параллакс, ~а α. (αστρν.) παράλλαξη, πα- ραλλακτική γωνία. параллактический επ. παραλλακτικός, της παράλλαξης. ♦параллелепипед, ~а α.(μαθ.) το παραλληλε- παραλληλεπίπεδο. ♦параллелизм, -а α. παραλληλισμός. ♦параллелограм, ~а α. το παραλληλόγραμμο. ♦параллель, ~И θ. (μαθ.) η παράλληλη (γραμ- (γραμμή) ■ Провести - φέρω (τραβώ) παράλληλη. II ο γεωγραφικός παράλληλος. II παραλληλισμός, παραβολή, σύγκριση, αντιπαράθεση. параллельно επίρ. παράλληλα. Параллельность, -И θ. παραλληλία, -ισμός. параллельный επ. βρ: -лен, -льна, -льно.1 (μαθ.) παράλληλος· ~ые ЛИНИИ οι παράλληλες γραμμές· -ые улицы οι παράλληλοι οδοί. 2 συμπίπτων, ίδιος, όμοιος. 3 σύγχρονος, ταυ- ταυτόχρονος. II εκφρ. -ое соединение (ηλεκτρ.) η παράλληλη ένωση. ♦паралогизм, -а α. παραλογισμός. паралогический επ. παραλογιστικός, του παραλογισμού, ♦параметр, -а α. 1 (μαθ.) η παράμετρος" электронной лампы η παράμετρος της ηλε- ηλεκτρονικής λάμπας. *параНДЖа, -Й θ. φερετζές. параноик, ~а α. παρανοϊκός. параноический επ. παρανοϊκός, ♦паранойя, -И θ. παράνοια, ♦парапет, -а α. το παραπέτο, στηθαίο. II (παλ.) ανάχωμα οχυρής θέσης. ♦паратиф, -а α. παράτυφος. паратифозный επ. παρατυφικός, του παράτυ- φου' -ые явления συμπτώματα παράτυφου. ♦параф, -а α. 1 εζιδιασμένη (ωραία) υπο- υπογραφή. 2 μονογραφή· τζίφρα. ♦парафин, -а α. παραφίνη. парафИНЙрование, -Я ουδ. άλειμμα με πα- παραφίνη. парафинировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. κα- καλύπτω με παραφίνη. II -СЯ καλύπτομαι με πα- παραφίνη . ПарафЙНОВЫЙ επ. της παραφίνης, απο παρα- παραφίνη· -ые свечи στεατικά κηριά, σπερματσέ- τα· -ое МЙСЛО παραφινέλαιο. Парафирование, -я ουδ. μονογράφηση. ♦парафировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. μο- μονογραφώ. II -СЯ μονογραφούμαι. ♦парафраз, -а α. κ. парафраза, ~ы θ. 1 βλ. перифраз κ. перифрёза. 2 (μουσ.) παράφραση. парафразйрование, ~я ουδ. (φιλγ. κ. μουσ.) παράφραση. парафразировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. (φιλγ. κ. μουσ.) παραφράζω. II -СЯ παραφρά- παραφράζομαι . Парафрастический επ. παραφραστικός. Параша, -И θ. (απλ.) καθήκι στα κελιά φυ- φυλακών . ♦парашЙТ, ~а α. αλεξίπτωτο. парашютизм, ~а α. αλεξιπτωτισμός (θεωρία κ. πράξη της πτώσης με αλεξίπτωτο).. парашютирование, -Я ουδ. βραδύτατη κάθο- κάθοδος αεροπλάνου ή αεροστάτου. парашутйровать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. (για αεροπλάνο, αερόστατο)· κατέρχομαι βραδύτατα. парашютист, ~а α., -ка, -И θ. αλεξιπτωτι- αλεξιπτωτιστής, -τρία. парашютный επ. αλεξιπτωτικός, του αλεξί- αλεξίπτωτου' του αλεξιπτωτιστή* - десант άγημα αλεξιπτωτιστών - прыжок πήδημα με αλεξί- αλεξίπτωτο . парвеню ουδ. άκλ. (παλ.) ανώτερος δημό- δημόσιος υπάλληλος· καταφερτζής στην αναρρίχηση, στην ιεραρχία. ♦пардОН (παλ.) 1 επιφ. συγγνώμη, παρντόν. 2 ουσ. пардОН, -у συγγνώμη, συγχώρηση· ЩЮ- СЙТЬ -у ζητώ συγγνώμη. парез, -а α. (ιατρ.) πάρεση. паренёк, -нька α. παλικαράκι.
пар 13 пар парение, -Я ουό. 1 βράσιμο με ατμό (αχνό). 2 βάλσιμο στον ατμό, στην επίδραση του α- ατμού. 3 χτύπημα με ζεστή βρεγμένη βούρτσα.4 ζέστη, κάψα. парение, -Я ουδ. 1 πτήση, πέταγμα, 6кх— σχιση του αέρα. 2 μτφ. έξαρση. паренный μτχ. του р. парить1. Пареный επ. βρασμένος με ατμό. II εκφρ. дешевле ~ОЙ репы αντί πινακίου φακής* πάμ- φτηνα· проще -ОЙ репы (απλ.)απλούστατο πράγ- πράγμα (όσο το να βράζεις μακαρόνια). парень, -рня α. παλικάρι, νέος, νιος' -И И дёвки οι νέοι και οι νέες, τα παλικάρια και τα κορίτσια, *ПарЙ ουδ. άκλ. το στοίχημα· выиграть κερδίζω το στοίχημα* заключать ~ βάζω στοί- στοίχημα, στοιχηματίζω. II εκφρ. дер^г ~» ЧТО... στοιχηματίζω ότι... Парижский επ. παρισινός, παριζιάνικος* -ая мода παρισινή μόδα. II εκφρ. -ая лазурь παρισινό κυανό (χρώμα)" -ая зелень πράσινο του Παρισιού.(δηλητήριο κατά των παρασίτων των φυτών). ♦парйк, ~& α. περούκα. ♦парикмахер, -а α., -рша, -и θ. κουρέας, μπαρμπέρης, κομμωτής, -ώτρια. Парикмахерская, -ОЙ επ. κουρείο" κομμωτή- κομμωτήριο. парикмахерский επ. κουρευτικός· -ие нож- ножницы το κουρευτικό ψαλίδι. парикОВЫЙ επ. της περούκας. парилка, -и θ. βλ. парильня B σημ.). парилка, -и θ. βλ. парильня (ι σημ.). ПарЙЛЬНЫЙ επ. του ατμού, για ατμό" αφι- δρωτικός. ПарЙЛЬНЯ, -И θ., γεν. πλθ. -лен. 1 αφι- δρωτήριο. 2 ατμοκαθαρτήριο. Парильщик, -а α. 1 αυτός που κάνει το α- ατμόλουτρο. 2 λουτράρης, χαχαμτζής. парирование, -я ουδ. απόκρουση· - удара απόκρουση χτυπήματος. парировать, -рута, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 α- αποκρούω* - удары противника αποκρούω τα χτυπήματα του αντίπαλου. 2 μτφ. διαψεύδω, α- ανασκευάζω· - ДОВОДЫ αποκρούω τα επιχειρή- επιχειρήματα. II -СЯ αποκρούομαι. паритель, -Я α. πιλότος ανεμόπτερου, ανε- μοπλάνου. ♦паритет, -а'а. 1 (νομ.) η παριτέ, ισοτιμία. 2 (οικον.) ισοτιμία ανταλλακτική. паритетность, -и θ. βλ. паритет. Паритетный επ. της ισοτιμίας, ισότιμος" -ое представительство ισότιμη αντιπροσωπία. парить1 ρ.δ. 1 μαγειρεύω, βράζω με τον α- αχνό. 2 μ. μαλακύνω* καθαρίζω με τον ατμό, ζε- ζεματίζω, κλιβανίζω. 3 ελαφροχτυπώ το σώμα με βρεγμένη ζεστή σκουπίτσα. 4 (γι* τον ή- ήλιο)· καίω δυνατά· -ИТ (απρόσ.) κάνει ανυ- ανυπόφορη ζέστη. 5 αμ. αχνίζω. II -СЯ βράζω με τον αχνό. 2 μαλακύνομαι· καθαρίζομαι με · τον ατμό· ζεματίζομαι, κλιβανίζομαι» 3 α~ τμολουτροκαθαρίζομαι. 4 υποφέρω (λιώνω) απο τον καύσωνα. II μτφ. κοπιάζω πολύ. Парить2 ρ. δ. μ. αφήν ω χέρσο, σ ε αγρανάπαυση. ПарЙТЬ р.δ. 1 πετώ, αιωρούμαι, πλανιέμαι στον αέρα* διασχίζω τον αέρα. 2 μτφ. τείνω προς το ανώτερο (για σκέψεις, ιδέες, αισθή- αισθήματα) . ♦пария, -и, γεν. πλθ. -ИЙ α.κ.θ. παρίας, είλωτας. II μτφ. άνθρωπος άθλιος, περιφρονη- περιφρονημένος, παραπεταγμένος. ♦парк, -а α. 1 πάρκο. 2 σταθμός· εγκατάστα- εγκατάσταση· артиллерийский - τηλεβολοστάσιο, κανο- νιοστάσιο· ТрамвОЙНЫЙ - σταθμός των τραμ· автомобильный - γήπεδο στάθμευσης αυτοκινή- αυτοκινήτων* тракторный - σταθμός των τρακτέρ. II αποθήκη στρατιωτική, ντεπό. II τα μέσα βιο- βιομηχανικής παραγωγής ενός κλάδου* - строй- тельных машЙН о χώρος των μηχανημάτων οι- οικοδομών. парка1, -и θ. βλ. парение. парка2, -и θ. επενδύτης απο ελαφόδερμα. ♦паркет, -а α. παρκέ, παρκέτο. паркетный επ. του παρκέτου* - пол πάτωμα παρκέ. II μτφ. κομψευόμενος, δανδής. паркетчик, -а α. φατνωτής, κατασκευαστής παρκέτων. парковый επ. 1 του πάρκου. 2 (στρατ.) της αποθήκης, του ντεπό. ♦парламент, ~а α. Βουλή, Κοινοβούλιο* Вёр- ХНИЙ ~ η άνω Βουλή· НИЖНИЙ - η κάτω Βουλή· член -а μέλος της Βουλής ή του Κοινοβουλίου. парламентаризм, ~а α. κοινοβουλευτισμός. парламентарий, -я α. μέλος του Κοινοβού λ'ιου. парламентарный επ. κοινοβουλευτικός, ♦парламентёр, -а α. απεσταλμένος (για δια- διαπραγματεύσεις) . парламентёрский επ. του απεσταλμένου δια- διαπραγματευτή . ПарламеНТёрСТЕО. -а ο\.Λ. -ρ '.διότητα τον απεσταλϋένυι; ■■. ι:-. :г.г· ■■:·Γΐΐ.ιτή . парламентский ■■.-. ·.-...,· .■■- ρ-.-· \-.; .···. ·.:</,- · -.-..; партии κοινοβουλευτικά ••'.όϋΐιατα* ~%Л ДО.1С- ГЙЦИЯ κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία· - КС- митёт κοινοβουλευτική επιτροπή· -ое госу- государство κοινοβουλευτικό κράτος. ♦пармезан, ~а α. παρμεζάνα, είδος τυριού. парная, -ой κ. -ой θ. βλ. парильня A ση μ.). парник, ~ά α. θερμοκήπιο. парниковый επ. του θερμοκηπίου. парнишка, -И α. παλικαράκι.
пар 14 пар απρόσ. με σημ. κατηγ. είναι, όλο υ- υδρατμούς ή υγρασία, αποπνικτικά υγρός. парной επ. 1 φρέσκος· αχνιστός' -о'е МОЛО- МОЛОКО φρέσκο γάλα· ~όθ МЙСО φρέσκο κρέας. 2 πλήρης υδρατμών, υγρασίας· κάθυγρος. ПарнокОПЙТНЫе, -ЫХ πλθ. τα δίχηλα (ζώα). парНООТЬ, -И θ. το δισυπόστατο, διπλή υ- υπόσταση η φύση, διφυία. парный1επ. 1 ζευγαρωτός, διπλός, το ένα με το άλλο αποτελούν ζευγάρι. 2 εκτελούμε- νος απο δυό· -ая игра παιγνίδι εκτελούμενο απο δυό (παίκτες). парный2 επ. 1 βλ. парной B σημ.). 2 των αερίων, για τα αέρια. парнйга κ. парняга, -и α.(απλ.)βλ. парень. парование, -Я ουδ. αγρανάπαυση. паровать1, -рует р.δ. (διαλκ.) αχνίζω, βγά- βγάζω ατμό. паровать2, ~р/ю, -руешь р.δ.μ. αφήνω χέρ- χέρσο, σε αγρανάπαυση. II αμ. είμαι σε αγρανά- αγρανάπαυση . ПароВЙК, ~ά α. (τεχ.) ατμολέβητας· ατμο- ατμομηχανή, ατμοκινητήρας. II (απλ.) το τρένο. II (παλ.) μικρό τρένο. паровоз, -а α. σιδηροδρομική μηχανή ατμο- ατμοκίνητη . паровозник, ~а α. ο σιδηροδρομικός υπάλ- υπάλληλος ή εργάτης εργοστασίου σιδηροδρόμων. пароВОЗНЫЙ επ· σιδηροδρομικός, του σιδη- σιδηρόδρομου" -ЭЯ бригада σιδηροδρομική ομάδα· - тормоз το φρένο του σιδηρόδρομου* -Οβ депо αμαξοστάσιο σιδηρόδρομου (ντεπό)· дым о καπνός σιδηροδρβμικής μηχανής. паровозостроение, -я ουδ. κατασκευή σιδη- σιδηροδρομικών ατμομηχανών. Паровозостроительный επ. της κατασκευής σιδηροδρομικών ατμομηχανών. паровой επ. 1 του ατμού, κινούμενος με α- ατμό* - двигатель ατμοκινητήρας· -ЙЯ машина ατμομηχανή· ατμάμαξα. 2 μαγειρεμένος σε α- ατμό, αχνιστός. паровой2επ. χέρσος, σε αγρανάπαυση· με α- αγρανάπαυση . паровой3επ. του θερμοκηπίου, απο θερμο- θερμοκήπιο. Парогенератор, -а α, γεννήτρια με ατμοκι- νητήρα. ПарОДИЙНОСТЬ, -И θ. παρωδιακός χαρακτήρας. пародийный επ. παρωδιακός, της παρωδίας· - стиль παρωδιακό στυλ· ~ое произведение παρωδιακό έργο. Пародирование, ~Я ουδ. παρωδία. пародировать, -руга, руешь р.δ.κ.σ.μ. πα- παρωδώ, φτιάχνω παρωδία. II (παλ.) απομιμού- απομιμούμαι κατά τρόπο γελοίο. ПароДЙСТ, -а α. παρωδιογράφος. пародический επ. παρωδιακός, της παρωδίας. ♦пародия, ~и θ. 1 παρωδία· литературная - λογοτεχνική παρωδία· музыкальная - μουσική παρωδία. 2 μτφ. απομίμηση κατά τρόπο γελοίο, γελοιοποίηση. ПарОК, ~рка α. μικρός (λίγος) ατμός. ПарокОННЫЙ επ. δυό αλόγων, με δυό άλογα* -ая ПОДВОда αμάξι με δυό άλογα. ♦парОКСЙЗМ, -а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) παροξυ- παροξυσμός* - лихорадки παροξυσμός πυρετού* смеха παροξυσμός γέλιου. ♦пароль, -Я α. σύνθημα (στρατ. κ. συνωμο- συνωμοτικό) . ПарОЛЬНЫЙ επ. συνθηματικός* - сигнал συν- συνθηματικό σημείο* -ая песня συνθηματικό τρα- τραγούδι · Паром, ~а α. πορθμείο, περαταριά, φέριμποτ. Паромер, -а α. ατμόμετρο. паромный επ. του πορθμείου, με πορθμείο* ~ая пристань το πορθμείο (μέρος περάσματος)· -ая переправа διαπόρθμευση. парОМЩИК, -а α. πορθμέας, περα(μα)τάρης, περάτης. парообразный επ. βρ: -зен, -зна, ~зно; ατμοειδής* -ое состояние ατμοειδής κατά- κατάσταση . парообразование, -я ουδ. ατμοποίηση. парообразователь, -я α. συσκευή ατμοποίη- σης. парООбразоВЙтеЛЬНЫЙ επ .* ατμοποιητικός. пароотводный επ. ατμοδιοχετευτικός. паропровод, ~а α. σωλήνωση ατμού. ПаропроВОДНЫЙ επ. της σωλήνωσης ατμού, του αγωγού ατμού* -ая труби σωλήνας ατμαγωγός. Парораспределение, -я ουδ. διανομή ατμού. парораспределитель, -Я α. ατμοσύρτης, α- τμο,νομέας. парораспределительный επ. της ατμονομής, ατμονομευτικός· -ые механизмы μηχανισμοί α— τμονομής. ♦паротит, -а α. παρωτίτιδα· эпидемический - επιδημική παρωτίτιδα. Пароход, -а α. ατμόπλοιο, βαπόρι· ΟΚθέΗ- СКИЙ - υπερωκεάνιο ατμόπλοιο' пассажйрный επιβατικό ατμόπλοιο* ПОЧТОВЫЙ - ταχυδρο- ταχυδρομικό ατμόπλοιο. парохОДИК, -а α. βαποράκι. ПарохОДНЫЙ επ. του ατμόπλοιου, του βαπο- βαποριού' - гудок η σειρήνα του βαποριού. парОХОДСТВО, -а ουδ. ατμοπλοία* морское - θαλάσσια ατμοπλοϊα· речное - ποτάμια ατμο- πλο'ία. ПарОХОДЧИК, -а α. καραβοκύρης, πλοιοκτή- πλοιοκτήτης· εφοπλιστής. ПЙрочка, -И θ. ζευγαράκι. парта, ~ы θ. θρανίο· сидеть за -ой κάθο-
пар 15 пар μα ι στο θρανίο. Партактив, -а α. κομματικό ακτίφ. Партбилет, -а α. κομματικό βιβλιάριο. Партбюро ουδ. άκλ. κομματικό γραφείο" Се- Секретарь - γραμματέας του κομματικού γρα- γραφείου" член - μέλος του κομματικού γραφείου. ПарТВЗНОС, -а α. η κομματική συνδρομή. Партвзыскание, -Я ουδ. κομματική τιμωρία. Партгрупорг, ~а α. καθοδηγητής κομματικής ομάδας. ПарТГруППа, ~Ы θ. κομματική ομάδα. ♦партер, -а α. 1 πλατεία θεάτρου. 2 ανθώ- ανθώνας· παρτέρι. 3 κονίστρα, παλαίστρα. ПартёрщЙ επ. 1 της πλατείας (θεάτρου). 2 της κονίστρας, της παλαίστρας. Партиец, -ТЙйца α. το κομματικό μέλος. ♦Партизан, -а α., ~ка, -И θ. 1 αντάρτης, -ισσα, παρτιζάνος, -να" κλέφτης (στον καιρό της τουρκοκρατίας). 2 οπαδός. Партизанить ρ.δ. είμαι αντάρτης· κάνω α- ανταρτοπόλεμο. ПартИЗОНСКИЙ επ. αντάρτικος, παρτιζάνι- κος· -ое движение αντάρτικο κίνημα.· ~отряд τμήμα ανταρτών -ая Война ανταρτοπόλεμος* ~ая ЖИЗНЬ αντάρτικη ζωή. Ι] μτφ. ανοργάνω- ανοργάνωτος· αυθαίρετος· -ие методы αντάρτικες μέ- μέθοδες καθοδήγησης. ПартизЙНСТВО, ~а ουδ. το αντάρτικο,το παρ- τιζάνικο. II (αθρσ.) οι αντάρτες, οι παρτι- παρτιζάνοι . . Партизанщина, -Ы θ. αντάρτικη (αυθαίρετη) συμπεριφορά ή ενέργεια. Партийка, -И θ. γυναίκα μέλος του κόμμα- κόμματος. Партийность, -И θ. 1 κομματικότητα (ιδιό- (ιδιότητα). 2 κομματικός χαρακτήρας" - В ЛИТе- ратуре η κομματικότητα στη λογοτεχνία. партийный επ., βρ: -йен, -ййна, -ййно. 1 κομματικός" - актив κομματικό ακτίφ· ~ая ДИСЦИПЛЙна κομματική πειθαρχία" ~ые кадры κομματικά στελέχη" -ое руководство κομματι- κομματική καθοδήγηση· - съезд συνέδριο του κόμμα- κόμματος· -ая организация κομματική οργάνωση· ~ билет κομματικό βιβλιάριο* -ое собрание η κομματική συνέλευση· - стаж κομματική ηλι- ηλικία. II ουσ. -, -ая о κομματικός, η κομμα- κομματική. ♦партикуляризм, -а α. τάση αυτοδιοίκησης, αυτονομία. партикулярный επ. (παλ.) 1 ίδιος, ιδιαί- ιδιαίτερος· ατομικός. 2 (για ενδυμασία) ιδιωτι- ιδιωτικός . партиОННЫЙ επ. 1 (παλ.) της ομάδας· του τμήματος. 2 της παρτίδας, κατά παρτίδα* -ая продажа товаров η κατά παρτίδα πώληση ε- εμπορευμάτων . ♦партитура, ~Ы θ. η παρτιτούρα, μερολόγιο. ♦партия, -и θ. 1 το κόμμα· коммунистическая - κομμουνιστικό κόμμα* социалистическая σοσιαλιστικό κόμμα* прйвая - δεζιό κόμμα* левая ~ αριστερό κόμμα· член -И μέλος του κόμματος" принимать В -Ю παίρνω (προσλαμ- (προσλαμβάνω) στο κόμμα. 2 ομάδα* τμήμα* συνεργείο* игракй разделились на две -И οι παίχτες χω- χωρίστηκαν σε δυό ομάδες. 3 παρτίδα* μερίδα· ποσότητα· - товаров παρτίδα εμπορευμάτων. 4 (χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) παρτίδα, ένα παιγ- παιγνίδι* отыгранная - η ρεβάνς. 11 οι παίχτες ε- ενός παιγνιδιού. 5 παρτίδα μουσική. II οι νότες μουσικής παρτίδας. II το σόλο στο με- μελόδραμα. 6 γάμος* неровная ~ άνισος (αταί- (αταίριαστος) γάμος* она тебе не - αυτή δεν ται- ταιριάζει με σένα. II εκφρ. сделать ή составить выгодную ή хорошую -Ю (παλ.) καλοπαντρεύο- καλοπαντρεύομαι* СОСТАВИТЬ -ю (για χαρτπ., σκάκικ.τ.τ.) βρίσκω παρέα για παιγνίδι. парткабинет, -а α. κομματικό γραφείο. партком, ~а α. κομματική επιτροπή. II τα γραφεία της κομματικής επιτροπής. паркОМОВСКИЙ επ. της κομματικής επιτρο- επιτροπής. Партнёр, ~а α., συμπαίκτης, -τρία" παρ- παρτενέρ, το άλλο μέλος ζεύγους χορευτών, αθλη- αθλητών κ.τ.τ. II σύντροφος, συνέταιρος. Парторг, -а α. κομματικός καθοδηγητής ο- ομάδας ή τμήματος· - Цеха κομματικός καθοδη- καθοδηγητής τμήματος εργοστασίου. Парторганизация, -И θ. κομματική οργάνωση. Партсобрание, -я ουό. κομματική συνέλευ- συνέλευση. ПарТСТЙЖ, -а α. κομματική ηλικία. партсъёзд, ~а α. συνέδριο του κόμματος. партшкола, -Ы θ. κομματική σχολή. партячейка, -и θ. κομματικός πυρήνας. П^рубОК, ~бка α (ουκρ.) νέος, παλικάρι, ♦парус, -а, πλθ. -а α. ιστίο, πανί, άρμε- άρμενο' ιστι,όπανο, καραβόπανο* ИДТИ ПОД ~ами αρμενίζω, ιστιοδρομώ, ιστιοπλοώ* поднимать (поднять) -а σηκώνω πανιά (αποπλέω)* поста- поставить -ά. βάζω πανιά* убрать (свернуть) -а συμπτύσσω (μαζεύω) τα πανιά. II εκφρ. на всех -ах με πλησίστια τη σημαία (ολοταχώς). парусина, ~Ы θ. καραβόπανο, ιστιόπανο. парусинный επ. βλ. парусиновый. Парусиновый επ. του καραβόπανου, του ι- στιόπανου" απο καραβόπανο, απο ιστιόπανου. Парусить, р.δ. φουσκώνω σαν το καραβό- καραβόπανο. парусник, -а α. 1 ιστιοφόρο (σκάφος), κα- καΐκι. 2 αθλητής ιστιοδρομίας. 3 (παλ.) ιστι- ορράφος. ПаруСНОСТЬ, -И θ. 1 η συνολική επιφάνεια
пар 16 пас των πανιών. II το ΰψος των πανιών το εκτιθέ- εκτιθέμενο στην επίδραση του άνεμου. парусный επ. 1 βλ. парусиновый. 2 για ι- ιστία· ~ые ИГЛЫ- αρμενοβελόνες, ιστιορραφί- 6ες· -ые НИТКИ ιστιοράμματα. 3 ιστιοφόρος" -ая ЛОдаа βάρκα με πανί. 4 της ιστιοδρομί- ιστιοδρομίας· -ые соревнования αγώνες ιστιοδρομίας* ~ спорт ιστιοδρομία, ιστιοπλοία. *парфEрс, ~а α. ακηδωτό περιλαίμιο σκύλων. ♦парфшёр, ~а α. 1 αρωματοποιός, μυροποι- μυροποιός . 2 (παλ.) αρωματοπώλης, μυροπώλης. ♦парфшёрия, -И θ. 1 αρωματοπωλείο, μυρο- πωλείο. 2 αρωματοποιείο, μυροποιείο. парфюмерный επ. αρωματικός· -ые изделия τα αρώματα' - магазин αρωματοπωλείο, μυρο- πωλείο· -ая фабрика αρωματοποιείο. ♦парцелла, ~Ы θ. μικρό κομμάτι γης, αγρού. парцеллировать, ~рую, -руешь р.δ.κ.σ. δι- διαχωρίζω έκταση γης σε μικρά τεμάχια. ПарцеллЙЦИЯ, -И θ. διαχωρισμός γης σε μι- μικρά τεμάχια. *Парциальный επ. μερικός (μη πλήρης). "Парча, ~Й θ. το σιρηκό (ύφασμα). ПарчеВОЙ κ. ПарчОВЫЙ επ. του σιρηκού, απο σιρηκό. парша, -Й θ. κασίδα, άχωρας. II σωματικά ε- εξανθήματα. II ψώρα των φυτών. ПаршЙВеТЬ, -ею, -еешь р.6. 1 (για ζώα) ψω- ψωριάζω. 2 χειροτερεύω, γίνομαι χειρότερος. паршивец, -вца α., -ка, -и θ. (απλ.,υβρ.) ψωριάρης, ~ρα, ψωραλέος, -έα. ПаршЙВЫЙ επ. ψωριάρης, -ικος, ψωραλέος. II μτφ. άσχημος, άθλιος· -ая ПОГОда άθλιος και^- ρός, παλιόκαιρος· - человек άθλιος άνθρω- άνθρωπος, παλιάνθρωπος. паря, -И α. (απλ. κ. διαλκ.) παλικαράκι. *пас1 επιφ. 1 (χαρτπ.) πάσο, άρνηση, υπο- υποχώρηση. 2 ως κατήγ. πάω πάσο, δεν ανακατεύο- ανακατεύομαι, δεν επεμβαίνω. ♦пас? -а α. (αθλτ.) πάσα, μεταβίβαση. паЪека, ~И θ. μελισσώνας, μελισσοτόπι ή μελισσομάντρι. пасечник, ~а α. μελισσουργός, μελισσοτρό- φος, μελισσοκόμος. ПаСК, -а α. φάρμακο αντιφυματικό. ♦пасквиль, -я α. λίβελος· писать - λιβελο- γραφώ. паскВИЛЬНЫЙ επ. του λίβελου" δυσφημιστι- δυσφημιστικός, υβριστικός" -ая статья δυσφημιστικό άρθρο· -ое ПИСЬМО υβριστικό γράμμα. ПаСКВИЛЙНТ, -а α. λιβελογράφος. II (παλ.) συκοφάντης, δυσφημιστής. ПаСКуДИТЬ, -ужу, -УДИШЬ р. δ. (.απλ.) 1 μαγα- ρίζω, βρωμίζω, λερώνω. 2 μτφ. αχρηστεύω, χα- χαλώ. 3 βλ. паскудничать. паскудник, -а α., -ца, -Ы θ. (απλ.) πα- παλιάνθρωπος, βρωμιάρης, μαγάρας, κάθαρμα. паскудничать ρ.δ. (απλ.) κάνω παλιανθρω- πιές, βρωμοδουλιές, προστυχιές, αισχρουργώ. паскудный επ. βρωμερός, αχρείος,αισχρός. паСКуДСТВО, -а ουδ. βρωμερότητα, αχρειό- τητα, παλιανθρωπιά. паслён, ~а α. το σολανό, γένος φυτών. паслёновый επ. του σολανού. II ουσ. πλθ. -ые τα σολονοειδή. пасма βλ. пасмо. пасмо, ~а ουδ. κ. (διαλκ.) пасма, -ы θ. 1 δέσμη νήματος, κούκλα. 2 πλθ. -Ы βόστρυχοι, μπούκλες. пасмурно 1 επίρ. σκυθρωπά, βαρύθυμα, δύ- σθυμα. 2 ως κατηγ. (για καιρό)· είναι βα- βαρύς, νεφελώδης, συννεφιασμένος. ПЙСМурныЙ επ. 1 συννεφιασμένος, νεφελώ- νεφελώδης' βαρύς, βουρκωμένος (για καιρό). 2 μτφ. δύσθυμος, βαριόθυμος, βαρύθυμος· σκυθρωπός. пасовать1, -сую, -С^ешь р.δ. 1 πηγαίνω πά- πάσο (στο χαρτοπαίγνιο). 2 μτφ. υποχωρώ, δεν ανακατεύομαι. пасовать2, -суго, -суешь р.δ. (αθλτ.) δίνω πάσα. II -СЯ παίζομε πάσες. пасовка, -и θ. δόσιμο πάσας· η πάσα. пасока, -и θ. γλυκός χυμός απο τον κορμό ή τις ρίζες μερικών φυτών. ПЙСОЧНИЦа, ~Ы θ. φόρμα, καλούπι πυραμιδο- πυραμιδοειδές (για κατασκευή πασχαλινού γληί'ισματος). пасочный επ. για παρασκευή πασχαλινού γλυ- κύσματος· -ая форма καλούπι πασχαλινού γλυ- κύσματος. ♦паспарту ουδ. άκλ. πασπαρτού (χαρτόνι). II χαρτονένια κορνίζα. паспорт, -а, πλθ. -а α. 1 δελτίο ταυτό- ταυτότητας, ταυτότητα· предъявить - δείχνω την ταυτότητα· прописать - В МИЛИЦИИ θεωρώ την ταυτότητα στην αστυνομία. II διαβατήριο· за- гранйчный - διαβατήριο, πασαπόρτι. II άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας, πασαβάντι. 2 το πι- πιστοποιητικό εμπορεύματος. II έγγραφο λε- λεπτομερές. паспортизация, -и θ. εισαγωγή συστήματος ταυτοτήτων. ПаСПОрТЙСТ, -а α., -ка, -И θ. ο θεωρητής ταυτοτήτων. ПАСПОРТНЫЙ επ. της ταυτότητας· - бланк έ- έντυπο για συμπλήρωση στοιχείων ταυτότητας· - отдел ή СТОЛ τμήμα (γραφείο) ταυτοτήτων. пасс βλ. пассы. ♦пассаж, -а α. 1 στοά οδού, πάροδος, γαλα- γαλαρία. 2 αιφνίδια μετάπτωση, μεταλλαγή. 3 (παλ.) χωρίο (μέρος) κειμένου, ομιλίας κ.τ.τ. II (μουσ.) χωρίο, μέρος. 4 μετάβαση, πέρασμα. ♦пассажир, -а α., -ка, -И θ. επιβάτης, -ισ- σα.
пас 17 пас пассажирский επ. επιβατικός.- пароход επι- επιβατικό ατμόπλοιο* - поезд επιβατικό τρένο. "Пассат, -а α. τα μελτέμια, άνεμος ετησίας. ♦пассатижи, -ей πλθ. (τεχ.) είδος πένσας. пассатный επ. των μελτεμιών. пассеизм, ~а α. παρελθοντομαν'ια. пассеист, -а α. (γραπ. λόγος) παρελθοντο- μανής. паССеЙСТСКИЙ επ. της παρελθοντομανίας· του παρελθοντομανή. *паССЙВ, -а α. (οικον.) το παθητικό. II μτφ. οι αρνητικές πλευρές, τα αρνητικά, τα μειο- μειονεκτήματα. II (γραμμ.) παθητική διάθεση των ρημάτων. пассивно επίρ. παθητικά* αδρανώς. пассивность, -и θ. απάθεια" αδράνεια· πα- παθητικότητα. пассивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 αδρανής· παθητικός· ανεπηρέαστος" απαθής· ~ая борьба παθητικός αγώνας· - наблюдатель παθητικός παρατηρητής- - характер παθητικός χαρακτήρας· -ое участие παθητική συμμετοχή. 2 (οικον.) παθητικός, που έχει παθητικό. 3 (γραμμ.) παθητικός. II εκφρ. -ое избиратель- избирательное право η εκλεζιμότητα. ♦ПЙССИН, -И θ. (παλ.) η εκλεκτή της καρ- καρδιάς, η ερωμένη· το βάσανο. ♦пассы, -ΟΒ πλθ. (ενκ. пасс, ~а α.) οι κι- κινήσεις των χεριών των υπνωτιστών. *ПЙСТа, -Ы θ. πάστα, κρέμα· αλοιφή· зубная - οδοντόκρεμα, οδοντόπαστα· антисептические -Ы αντισηπτικές αλοιφές. пастбище, -а ουδ. λειβάδι, βοσκότοπος, ~ό- πι· λειμώνας· зимнее ~ το χειμαδιό. ПЙСТВа, -Ы θ. αθρσ. (εκκλσ.) η ενορία, οι ενορίτες. ♦постель, -И θ. 1 το παστέλ, η κρητιδογρα- φία. 2 έργο ζωγραφικής με παστέλ. Пастельный επ. του παστέλ, της κρητιδο- γραφίας· - пейзаж τοπίο με παστέλ' - Πορ- трёт προσωπογραφία με παστέλ. пастеризатор, ~а α. παστεριωτήρας. ♦пастеризация, -И θ. παστερίωση. ПаотериэОваннЫЙ επ. απο μτχ. αποστειρω- αποστειρωμένος, παστεριωμένος. пастеризовать, -зуго, -зуешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пастеризованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.κ.σ.μ. παστερίζω, παστεριώνω, αποστει- αποστειρώνω. Η -СЯ υποβάλλομαι σε παστερίωση. ♦пастернак, -а α. δαϋκος (γενική ονομασία των σκιαδοφόρων). пасти, пасу, пасёшь, παρλθ. χρ. пас, ~ла, -ЛО р.δ.μ. βόσκω· - коров βόσκω τις αγελά- αγελάδες* - СТЙДО βόσκω το κοπάδι. II βγάζω στη βοσκή. II -ИСЬ βόσκω· коровы -утся οι αγε- αγελάδες βόσκουν лошади -ЛЙСЬ τα άλογα βο- βοσκούσαν . пастила, -Ы, πλθ. -ЙЛЫ, -ЙЛ θ. παστίλλα, είδος ζαχαρωτού ζελέ. пастилка, -И θ. μια παστίλλα. ♦пастор, -а α. πάστορας. ♦пастораль, -И θ. βουκολική ποίηση, τα βου- βουκολικά (το ποιμενικό στην ποίηση και μουσι- μουσική) . Пасторальный επ· της βουκολικής ποίησης, των βουκολικών βουκολικός. Пасторот, -а α. 1 ποιμαντορία, το αξίωμα του πάστορα. 2 ενορία. пасторский επ. παστορικός, του πάστορα. пасторство, -а ουδ. βλ. пасторат. паст/х, -ά α. βοσκός, ποιμένας, τσομπανης· πιστικός· - коров αγελαδοβοσκός, γελαδάρης· - 6ЫК0В βουκόλος* γελαδάρης· - КОЗ αιγοβο- σκός, γιδάρης. пастушеский επ. 1 του βοσκού* - рожок η φλογέρα του βοσκού, ποιμενικό κέρας. 2 βου- βουκολικός· -ЭЯ ПОЭЗИЯ βουκολική ποίηση. Пастушество, ~а ουδ. το επάγγελμα του βο- βοσκού, η ποιμαντική. пастуший επ. του βοσκού, ποιμενικός* -ья песня το τραγούδι του βοσκού. Пастушка, -И θ. η βοσκοπούλα. пастушок, -шка α. βοσκόπουλο. пастушонок, -нка α. παιδάκι-βοσκόπουλο. Пастырский επ. ιερουργικός· ιερατικός, πα- παδίστικος" ενοριακός. ПЙСТЫрство, -а ουδ. ιερατεία, ιερωσύνη, το παπαδιλίκι, η παπαδική. пастырь, -Я α. 1 (παλ.) βοσκός, ποιμέ- ποιμένας. 2 (εκκλσ.) εφημέριος, ενοριακός παπάς. пасть1, паду\ падёшь, παρλθ. χρ. пал, пала, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. павший κ. (παλ.) пад- ,ший ρ.σ. 1 βλ. падать (Ί, з. 4, 6, 7, в σημ.). 2 πέφτω (σκοτώνομαι στη μάχη). 3 (πολιτ.) ανατρέπομαι, παραιτούμαι· пало пра- правительство έπεσε η κυβέρνηση. 4 παραδίνο- παραδίνομαι, υποτάσσομαι, κυριεύομαι ύστερα απο μά- μάχη* КонстаНТИНОПОЛЬ пал В 1453 Γ. η Κωνστα- Κωνσταντινούπολη έπεσε το 1453· 5 (διαλκ.) δια- διαδίδομαι, κυκλοφορώ* -ЛИ слухи κυκλοφόρησαν φήμες. Пасть2, -И θ. 1 στόμα ζώου, θηρίου. 2 μτφ. κοιλότητα σκοτεινή, χάσκουσα. ПаСТЬ"! -и θ. (διαλκ. κ. κυνηγ.)* παγίδα (για άγρια ζώα ή πτηνά). Пастьба, -ы θ. βοσκή, βόσκηση. ♦пасха, -и θ. Πάσχα. II τσουρέκι πασχαλινό. пасхальный επ. πασχαλινός, -λιάτικος· день πασχαλιάτικη μέρα· ~ые яйца πασχαλιά- πασχαλιάτικα αυγά' -ЗВОН πασχαλιάτικη κωδωνοκρουσία. пасыНКОВЙТЬ, -куй, -куешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. посынкованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.
пас 18 пат σ.μ. κλαδεύω, καθαρίζω, αποκόβω τα περίσσια κλαδιά. пасынок, ~нка α. 1 προγονός, προγόνι. 2 μτφ. αποπαίδι, του κλότσου και του μπάτσου. 3 κλαδί. ♦паСЬЯНС, -а α. πασιέντσα (χαρτοπαίγνιο). пасьЙНСНЫЙ επ. της πασιέντσας. паСЮК, -а α. σταχτόχρωμος αρουραίος μυς. *пат1, -а α. πατ, νούλα (όρος σκακιού). *ПаТ^ -а α. είδος μαρμελάδας. *патёнт, -а α. 1 πατέντα, το ευρεσίτεχνο. Ι] μτφ. μαρτυρία, απόδειξη, τεκμήριο. 2 ά- άδεια επιτηδεύματος. II έγγραφο επίσημου διο- διορισμού απο αρχή. патентный επ. της πατέντας, της ευρεσιτε- ευρεσιτεχνίας· -ое право το δικαίωμα της ευρεσιτε- ευρεσιτεχνίας· - Сбор είσπραζη χρημάτων (απο άδεια επιτηδεύματος ή παραγωγής). патентованный επ. απο μτχ. εγκριμένος. II μτφ. με πατέντα, ξακουστός* - мошенник δια- διαβόητος απατεώνας. патентовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. патентованный, эр: -ван, -а, -о р.δ. κ. σ.μ. απονέμω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας" παίρνω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας· επικυρώνω, επισημο- επισημοποιώ με πατέντα, ♦патер, ~а α. πάτερ (προσηγορία ιερέων). патерЙК, -а α., (φιλγ.) το πατερικό, Βίοι αγίων (των πατέρων της εκκλησίας). *патерйца, ~ы θ. ποιμαντική ράβδος, βακτη- βακτηρία ποιμαντική, πατερίτσα. ♦патетика, -И θ. παθητικότητα, πάθος,μένος, ♦патетйцеский επ. παθητικός, γεμάτος πάθος. патетичность, -и э. βλ. патетика. патетичный επ., βρ: -чен, ~чна, ~чно βλ. патетический. ♦ПатефОН, ~а α. γραμμόφωνο, φωνόγραφο. патефонный επ. φωνογραφικός, του γραμμό- γραμμόφωνου . ♦ПЙТИНа, -Ы θ. πάτινα, οξείδιο του χαλκού, патинировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ο- οξειδώνω τεχνητά χαλκό ή ορείχαλκο. II -СЯ ο- οξειδώνομαι τεχνητά. *паТИССОН, ~а α. είδος κολοκυθιάς καθώς και ο καρπός. патластый επ., βρ: -аст, -а, ~о (απλ.) βλ. патлатый. патлатый επ., βρ: -лат, -а, -о (απλ.) α- ναμαλλιάρης, με ανακατεμένα τα μαλλιά. патлы, патл πλθ. (ενκ. патла, ~ы θ.) απλ. μαλλιά ανακατεμένα, απεριποίητα. ♦патогенез, ~а α. (ιατρ.) παθογένεια. патогенетический επ.(ιατρ.) της παθογέ- παθογένειας. патогенный επ. παθογόνος, νοσογόνος. патока, -И θ. μελίτωμα, είδοο σιροπιού. ПаТОЛОГ, -а α. παθολόγος (γιατρός). патологический επ. 1 παθολογικός·-ая ана- анатомия παθολογική ανατομία. 2 μτφ. αρρωστιά- ρικος· -ое явление παθολογικό φαινόμενο, ♦патология, -и θ. 1 παθολογία· ~ туберку- лёза παθολογία της φυματίωσης. 2 μτφ. παθο- παθολογική κατάσταση. патологоанатом, -а α. παθολογοανατόμος. ПОТОЧНЫЙ επ. 1 του μελιτώματος. 2 μτφ. γλυ- γλυκός μέχρι αηδίας. ♦патриарх, ~а α. 1 πατριάρχης, γενάρχης. 2 προεστός, πρόκριτος, προύχοντας. II. πρεσβύ- της, γεροντική προσωπικότητα. 3 τίτλος ορ- ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας· - Конста- НТИНОПОЛЯ ο πατριάρχης της Κωνσταντιλούπο- λης· ~ всея Руси πατριάρχης πασών των Ρω- σιών . патриархальность, -И θ. κατάσταση πατρι- πατριαρχίας, καθυστέρησης* - воспитания παλαιά (πρωτόγονη) διαπαιδαγώγηση. патриархальный επ. βρ: -лен, -льна, -льно 1 πατριαρχικός· - быт о πατριαρχικός τρόπος ζωής. 2 καθυστερημένος, παλαιός, πρωτόγο- πρωτόγονος* -ое ВОСПИТЙНИе πρωτόγονος τρόπος δια- διαπαιδαγώγησης. II απλός, φυσικός, απροσχημά- τ ιστός. патриархальщина, ~ы θ. (περφρ.) προσήλω- προσήλωση στα παλαιά, στις πατριαρχικές κοινωνικές σχέσεις. патриархат, ~а α. 1 πατριαρχία (πρωτόγονο κοινωνικό σύστημα). 2 (εκκλσ.) η εξουσία του πατριάρχη, πατριαρχείο. ПатриарХИЯ, -И θ. πατριαρχία, έκταση χώ- χώρου δικαιοδοσίας του πατριάρχη. патриаршеский επ. πατριαρχικός. патриаршество, -а ουδ. 1 πατριαρχία (σύ- (σύστημα εκκλησιαστικό). 2 βλ. патриархат. 3 ο τίτλος του πατριάρχη. Патриарший επ. 1 πατριαρχικός· - престол πατριαρχικός θρόνος* - сан το πατριαρχικό α- αξίωμα. 2 αρχοντικός, μεγαλοπρεπής. ♦патримониальный επ. (νομ.) κληρονομικός, πατρικός ή μητρικός, πατρώος, μητρώος, ♦патримоний, -я α. κ. патримониум, ~а α. (νομ.) πατρική ή μητρική κληρονομιά. ♦патриот, -а α., -ка, -И θ. 1 πατριώτης, -ισσα, φιλόπατρης. 2 μτφ. λάτρης, λατρευτής, εραστής* - АфЙН λάτρης της Αθήνας. ♦патриотизм, ~а α. πατριωτισμός, φιλοπα- φιλοπατρία. патриотический επ. πατριωτικός* - ДОЛГ το πατριωτικό καθήκο* -ие СТИХИ πατριωτικοί στίχοι (ποιήματα)· -ие чувства πατριωτικά αισθήματα. патриотичность, -и θ. βλ. патриотизм, патриотичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ.
пат 19 пах патриотический. ПаТриЦИаНОКИЙ επ. του πατρικίου, πατρικώς. ♦патрициат, -а α. η τάξη των πατρικίων, οι πατρίκιο ι. патриций, ~я α., -цианка, ~и θ. πατρίκι- πατρίκιος, ~ια, ευγενής, ευπατρίδης. ♦патрон1, -а α. 1 πάτρωνας, προστάτης απε- λευθερωθέντος δούλου. II πολιούχος άγιος κα- καθολικών. 2 αφέντης, κύριος. II προι'στάμενος. *патрОН? -а α. φυσίγγιο, φυσέκι' боевой - ένσφαιρο φυσίγγιο· ХОЛОСТОЙ ~ άσφαιρο φυ- σίγγίΌ. II κάλυκας φυσιγγίου. 2 (τεχ.) το τρυπανούχο. 3 βάση λάμπας, ντου ι. 4 ιχνά- ριο, αχνάρι, πατρόν (κοπτικής). 5 τύπος σχε- σχεδίου σε ύφασμα. ♦патронаж, -а α. πατρωνεία, προστασία. Патронажный επ. πατρωνικός. ♦патронат, ~а α. πατρωνεία, προστασία. ♦патронесса, -ы θ. πάτρωνα, προστάτισσα. патронировать, ~рую, -руешь ρ.δ.μ. (παλ.) πατρωνεύω, προστατεύω. Патронка, ~И θ. κόπτρια, κόφτρα (υφασμά- (υφασμάτων για ράψιμο). патронник, ~а α. θαλάμη όπλου. Патронный επ. του φυσιγγίου· -ЭЯ Гильза о κάλυκας του φυσιγγίου' - завод εργοστάσιο φυσιγγίων" καλυκοποιείο' -ая сумка βλ. па- тронташ. ♦патронташ, -а α. φυσιγγιοθήκη, παλάσκα. Патронташный επ. της φυσίγγιοθήκης, της παλάσκας· - ремень λουρί φυσιγγιοθήκης. патрубок, -бка α. (τεχ.) ειδικό τεμάχιο σωλήνα (διακλάδωσης κ.τ,τ.). патрулирование, -я ουδ. περιπολία. патрулировать, -руга, -руешь р.δ. περιπο- περιπολώ. II -СЯ περιπολούμαι. ♦патруль, -Я α. περίπολος. II μέλος περιπό- περιπόλου. Патрульный επ. περιπολικός, της περιπό- περιπόλου. II επ. κ. ουσ. περιπόλων. Паужин, ~а α. (παλ. κ. διαλκ.) πρόδει- πνο, δειλινό, απογευματινό. ♦пауза, -Ы θ. παύση, διακοπή. II το σημείο μουσικής παύσης. ПОузить, -ужу, -узишь ρ.δ.μ. μεταφορτώνω σε ποταμόπλοιο. Паузка, ~И θ. μεταφόρτωση σε πλοίο. Паузный επ. (μουσ.) της παύσης· - знак το σημείο της παύσης. ПауЗОК, -зка α. ελαφρό φορτηγό ποταμό- ποταμόπλοιο . паук, -а α. αράχνη. II άγριος εκμεταλλευ- εκμεταλλευτής. паукообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно.1 αραχνοειδής. 2 ουσ. ~ые, -ых πλθ.τα αραχνο- ειδή. ♦паупер, ~а α. (γραπ. λόγος)" φτωχός, πέ- πένης, άκληρος. пауперизация, -И θ. φτώχευση μαζική. пауперизм, ~а α. φτώχευση των εργατι- εργατικών μαζών. паз^Т, -а α. (διαλκ.) αλογόμυγα' ντάβανος* οίστρος. ПауТЙНа, -Ы θ. ιστός της αράχνης, αράχνη.. II μτφ. αραχνουφανση. II μτφ. πλεκτάνη. паутинка, ~И θ. τριχίτσα του ιστού της α- αράχνης. II αραχνουφανση. пауТЙННЫЙ επ. αράχνινος, της αράχνης' ~ые НИТИ αράχνινες κλωστές. Паучий, -ЬЯ, -ье επ. της αράχνης, αράχνι- αράχνινος· ~ЬИ НОЖКИ τα ποδαράκια της αράχνης. паучок, -ЧКа α. αραχνίτσα. ♦пйфос, ~а α. 1 το πάθος· говорить с -ом μιλώ με πάθος. 2 ενθουσιασμός· - СОЗИдДтель- НОГО труда πάθος δημιουργικής εργασίας. пах, -а α., προθτ. О -е, В -у о βουβώνας. Пахание, -Я ουδ. όργωση, -ωμα, αλέτρισμα, αροτρίαση. ПахаНЫЙ επ. οργωμένος, αλετρισμένος, αρο- τριωμένος. пахарь, -Я α. γεωργός, ζευγολάτης, ζευ- ζευγάς, ζευγίτης. пахать, пашу, пашешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. паханный, βρ: -хан, -а, -о ρ.δ. οργώνω, α- λετρίζω, αροτριώνω. II εκφρ. (И) МЫ -ЛИ και μεις πήραμε μέρος, αν και σε ασήμαντο βαθ- βαθμό. ♦ПахитЙССа, ~Ы θ. (παλ.) λεπτό τσιγάρο. пахитоска,-и θ. βλ. пахитосса. пахнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пах, ~ла, -ло р.δ. ι μυρίζω· цветок -ет прекрасно το λουλούδι μυρίζει θαυμάσια· как нехорошо -ет! (απρόσ.) τι άσχημα που μυρίζει! Дурно -ет! (απρόσ.) βρωμάει! 2 προαισθάνομαι, υποψιά- υποψιάζομαι· -ет ссорой μυρίζει καβγάς. II εκφρ. -ет порохом μυρίζει μπαρούτι (πόλεμος)· чтобы духом не пахло (παλ. κ. απλ.) ξεκου- μπίσου απ' εδώ, φύγε απ' εδώ να ζεβρωμίσει ο τόπος. пахнуть, -нет ρ.σ. φυσώ· ветер ~ул άνε- άνεμος φύσηξε. Паховой επ. βουβωνικός. ПаХОТа, ~Ы θ. 1 βλ. Пахание. 2 -χωράφι ορ- οργωμένο . ПАХОТНЫЙ επ. του οργώματος, για όργωμα. II αρόσιμος, καλλιεργήσιμος· -ая земля καλλι- καλλιεργήσιμη γη. пахта, -Ы θ. βουτυρόγαλα. Пахтанье, ~Я ουδ. 1 χτύπημα του γάλα- γάλατος για βουτυροποιϊα. 2 βλ. пахта. Пахтать ρ.δ.μ. χτυπώ το γάλα για βουτυ- βουτυροπο ίηση.
пах 20 пев пахучесть, -И θ. ευωδιά· μυρουδιά. пахучий, ~ая, -ее επ. ευώδης, αρωματώδης, μυρουδάτος, μοσχοβόλος, μυροβόλος. йацан, -а α. (απλ.) πιτσιρίκος, ♦пациент, -а α., -ка, -И θ. ασθενής με την επίβλεψη του γιατρού. ♦пацифизм, -а α. ειρηνισμός, πασιφισμός. ♦пацификация, -И θ. ειρήνευση αναγκαστική (επιβλημένη). пацифист, -а α., -ка, -И θ. ειρηνιστής, ο- οπαδός του ειρηνισμοϋ. пацифистский επ. ειρηνιστικός, του ειρη- νισμού ή του ειρηνιστή· -ие ВЗГЛЯДЫ ειρηνι- ειρηνιστικές απόψεις. паче επίρ. με σημ. συγκρ. β. περισσότερο. II εκφρ. - ТОГО; тем - επι πλέον ακόμα πε- περισσότερο. почечный επ. του πακέτου. II εκφρ. ~ая стрельба μπαταρίες, ομαδικά πυρά. Пачка, -И θ. 1 πακέτο" πάκο* χαρτόδεμα, η δέσμη· - денег δέσμη χρημάτων - Чаю πακέ- πακέτο τσάι. 2 (ορυκτ.) στρώμα. 3 φούστα μπαλα- μπαλαρίνας. 4 επίρ. -ами κατά ομάδες, αλληλοδια- δόχως· κομπολόϊ. II εκφρ. стрелять -ами ρί- ρίχνω μπαταρίες. пачканье, -Я ουδ. ρύπανση· λέρωμα· λέκια- σμα* κηλίδωση, σπίλωση. пачкать р.δ.μ. 1 ρυπαίνω* λερώνω* λεκιά- λεκιάζω· κηλιδώνω, σπιλώνω. 2 γράφω, ζωγραφίζω αδέζια, ακαλαίσθητα* μουντζουρώνω. II εκφρ. - репутацию ή ИМЯ σπιλώνω τη φήμη, το όνο- όνομα (κάποιου). II -СЯ ρυπαίνομαι, λερώνομαι «λπ. ρ. ενεργ. φ. Ι! αναμιγνύομαι, συμμετέχω σε βρωμερή υπόθεση. II λασπώνομαι. пачкОТНЯ, -Й θ. αδέζια, ακαλαίσθητη εργα- εργασία, ζωγραφιά* μουτζοϋρα. пачкун, -а. α. λερός, βρωμιάρης, μουρντά- ρης, μουτζαλωτής. II ζωγράφος της κακής ώρας. пачулевый επ. του πατσουλιοΰ ή απο πατσού- λί* - ЗОпах μυρουδιά απο πατσουλί. *пачуЛИ, -ей πλθ. 1 πατσουλί (φυτό). 2 αι- αιθέριο έλαιο (απο φύλλα πατσουλιού). ♦паша, -Й, γεν. πλθ. -ей α. πασάς. пашалык, -а α. το πασαλίκι. пашенка, -И θ. οργωματάκι. ПашеННЫЙ επ. οργωμένος, αροτριωμένος. ПашНЯ, ~И θ., γεν. πλθ. -шен. 1 (παλ.) όρ- όργωμα, -ση, αροτρίαση. 2 χωράφι οργωμένο ή καλλιεργημένο, ♦паштет, -а α. παστίτσο. паштетный επ. του παστίτσου. пащенок, -НКа α. (απλ.) κουτσούβελο, μυ- ζιάρικο, κουταβάκι. паюСННЙ επ: ~ая икра το μαύρο χαβιάρι. ПаЯЛЬНИК, -а α. το κολλητήρι, εργαλείο συγκόλλησης. паяльный επ. συγκολλητικός, της συγκόλλη- συγκόλλησης* -ая лампа λυχνία (λάμπα) συγκόλλησης· -ЭЯ трубка καμινευτής αυλός συγκόλλησης, το μπεκ. Паяльщик, -а α. συγκολλητής, μεταλλοτε- χνίτης συγκολλήσεων. Паяние, -Я ουδ. μεταλλοσυγκόλληση. Паяный επ. συγκολλημένος (για μέταλλα). Паясничать р.δ. φέρνομαι σαν παλιάτσος. паять, ~ЯЮ, -Яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. паянный, паян, ~а, -о р.δ.μ. κολλώ, συγκολ- συγκολλώ (για μέταλλα). II -СЯ (συγ)κολλούμαι. ♦паяц, -а α. γελωτοποιός, παλιάτσος, κλό- κλόουν. II άνθρωπος γελοίος, ♦пеан, -а α. παιάνας. II (φιλγ.) βλ. пеон1. певать р.6. βλ. петь. Певец, -ВЦа α., -ВЙца, -Ы θ,τραγουδιστής, -τρία, αοιδός. II ποιητής, υμνητής* - Весны τραγουδιστής της Ανοιξης. Певичка, -И θ. 1 πτηνό ωδικό. 2 (περιφρ.) τραγουδίστρια* кафешантанская - τραγουδί- τραγουδίστρια των καφεσαντάν, των καμπαρέ. певун, ~а α., ~ЬЯ, -И θ. γεν. πλθ. -НИИ; τραγουδιστής, -τρία* τραγουδισταράς, - ρού. певуче επίρ. μελωδικά. Певучесть, -И θ. μελωδικότητα, μελωδία* - СТИХИ μελωδικότητα του στίχου. певучий επ. μελωδικός, ασματικός* ωδικός· ψαλμωδικός· τραγουδιστός* ~ ГОЛОС μελωδική φωνή* - стих μελωδικός στίχος. певческий επ. τραγουδιστικός, του τρα- τραγουδιστή. певчий, -ая, ~ее επ. ι ωδικός· -ие птицы ωδικά πτηνά. 2 ουσ. τραγουδιστής, μέλος χο- χορωδίας· ψάλτης. пегий επ. βρ: пег, -а, -о παρδαλός, ποι- κιλλόχρωμος* στικτός. ♦педагог, -а α. παιδαγωγός, ♦педагогика, -И θ. η παιδαγωγική. педагогический επ. παιδαγωγικός, της παι- παιδαγωγικής ή του παιδαγωγού: ~ институт παι- παιδαγωγικό ινστιτούτο' ~ое училище το διδα- διδασκαλείο . педагогично επίρ. παιδαγωγικά. педаГОГЙЧНОСТЬ, -И θ. παιδαγωγικότητα· ο παιδαγωγικός τρόπος. педагогичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; παιδαγωγικός, κατά τους παιδαγωγικούς κανό- κανόνες· - Поступок παιδαγωγική συμπεριφορά. ♦педагогия, -И θ. (παλ.) παιδαγωγία, παι- παιδαγωγική . ♦педаль, -И θ. το ποδόπληκτρο, πεντάλ" πα- τήθρα. педальный επ. του πεντάλ, με πεντάλ. *педант, -а α., -ка, -и θ. σχολαστικός, ~ή· ψευτομορφωμένος· λεπτολόγος· φορμαλιστής.
пед 21 пел педантизм, -а α. σχολαστικισμός, педантический επ. σχολαστικός, του σχολα- σχολαστικού. педантичность, -И θ. σχολαστικότητα. педантичный επ., βρ: -чен, -чна, -О σχο- σχολαστικός, διακρινόμενος για το σχολαστικι- σχολαστικισμό. педантский επ. σχολαστικός, του σχολαστι- σχολαστικού, ιδιάζων στο σχολαστικό· пеДЙНСТВО, -а ουδ. σχολαστικισμός, σχολα- σχολαστικότητα. пеДВ^З, -а α. ανώτερο παιδαγωγικό ίδρυμα. *пёдель, -Я α. (πάλ.) επόπτης· ευταξίας πα- πανεπιστημιακής σχολής. педераст, -а α. παιδεραστής. педерастический επ. παιδεραστικός. ♦Педерастия, ~И θ. παιδεραστία. пеДИОтр, -а α. παιδίατρος, педиатрический επ. παιδιατρικός. ♦пеДИриатрЙЯ,-И θ. παιδιατρική. ♦пеДИКЮр, -а α. ποδιατρία, τυλιατρία. педикюрный επ. ποδιατρικός, τυλιατρίκός. пеДИКЙрша, -И θ. η ποδίατρος, η τυλίατρος. пединститут, -а α. παιδαγωγικό Ινστιτούτο. недолог, -а α. παιδολόγος. педологический επ. παιδολογικός. ♦пвДОЛОГИЯ, -И θ. παιδολογ'ια. ♦педометр, ~а α. όργανο μέτρησης αριθμού βημάτων. педпрактика, -И θ. πρακτικές παιδαγωγικές ασκήσεις. педсовет, -а α. παιδαγωγικό συμβούλιο*συ- συμβούλιο*συνεδρίαση του καθηγητικού συλλόγου. педучилище, -а ουδ. διδασκαλείο. пежина, -ы θ, στίγμα ζωηρό στο τρίχωμα των ζώων. ♦пезёта н. песета, -Ы θ, η πεσέτα (νόμισμα ισπανικό), ♦пезо κ. песо ουδ. άκλ. πέσο, νομισματική μονάδα λατινοαμερικανικών κρατών. ♦пейзаж, -а α. τοπίο· τοποθεσία" τοπιογρα- τοπιογραφία, πίνακας τοπίου. Пейзажист, -а α., -ка, -И θ. τοπιογράφος. пейзажный επ. του τοπίου, τοπιογραφικός· -ая живопись η τοπιογραφία· -ое искусство η τέχνη της τοπιογραφίας. ♦пейзан, ~а, πλθ. -аны, -ов κ. пейзанин,-а πλθ. -ане, -ан α. (ειρν.) αγρότης. Пейзанка, -И θ. αγρότισσα. пейзанский επ. (ειρν.) αγροτικός. ♦Пейс, -а α. μακρύς βόστρυχος, πλόκαμος, μακριά μπούκλα. ♦пек, -а α. (τεχ.) πίσσα, πισσίτης, κατρά- κατράμι· изготовление асфальта из -а κατασκευή ασφάλτου απο πίσσα. пекан, ~а α. δέντρο καρυδοειδές. пекарный επ. του φούρνου· αρτοποιίας· ~ое ремесло το επάγγελμα του φούρναρη' -ая печь φούρνος αρτοποιείου. пекарня, -и, γεν. πλθ. ~рен, δοτ. -рням θ. φούρνος, αρτοποιείο, φουρνάρικο, ψωμάδικο. пекарский επ. του φούρναρη· ~ фартук η ποδιά του φούρναρη. пекарь, ~Я α. φούρναρης, αρτοποιός, ψωμάς. пеклеванка, -И θ. 1 άχνη αλεύρου, πάσπα- λη, φαρίνα. 2 βλ. пеклеванник. пеклевЙЛНИК, -а α. (παλ.) αχνήσιο ψωμί. пеклевЙННЫЙ επ. ψιλαλεσμένος, ψιλοκοσκι- νισμένος, αχνήσιος· -ая мука βλ. пеклеванка Aσημ.). пеклевать, -лйю, -люешь, παθ. μτχ. пеклё- пеклёванный, βρ: ~ван, -а, ~о ρ.δ.μ. ψιλαλέθω, ψιλοκοσκιν ίζω. пеклёвка, ~И θ. ψιλάλεσμα, ψιλοκοσκίνισμα. пекло, ~а ουδ. 1 φωτιά του Αδη, της κόλα- κόλασης. 2 καύσωνας, κάψα. 3 μτφ. κάμινος, κα- καμίνι· ~ 60Я καμίνι της μάχης. ♦пектЙН, -а α. (χημ.) η πηκτή. ПектОВЫЙ επ. της πηκτής. ♦пелагический επ. πελαγικός, πελάγιος. ♦пеларгония, -И θ. πελαργόνιο (επιστ.), πε- λαργόνια, γεράνια, αρμπαρόρριζα (λκ.). пелена, -ύ, πλθ. пелены, -лён, -ленам θ. 1 κάλυμμα, σκέπασμα" καλύπτρα, πέπλος· στρώ- στρώμα. 2 πλθ. -Ы (παλ.),τα σπάργανα. 3 το χα- χαμηλότερο μέρος της στέγης, γείσος της στέ- στέγης . II εκφρ. ОТ -лён ή С -Лён απο τα σπάρ- σπάργανα, απο τη νηπιακή ηλικία· его ЗНаГО С Пе- лён τον ζέρω απ' όταν ήταν ακόμα πολύ μυ- κρός· (словно, точно) - (с глаз) упала ή спала μού 'φύγε το σκοτάδι που είχα στα μά- μάτια, άνοιξα τα μάτια, κατάλαβα την αλήθεια, την πραγματικότητα. пеленание, -Я ουδ. σπαργάνωση, -μα, φά- σκιωμα. пеленать ρ.δ.μ. σπαργανώνω, φασκιώνω. Н -СЯ σπαργανώνομαι, φασκιώνομαι. пеленашка, -и α. к. θ. (απλ.) βυζανιάρι- κο, βρέφος. ♦пёлеНГ, -а α. η κατά προσέγγιση εκτίμηση της θέσης ενός σημείου. ♦пеленгатор, ~а α. γωνιόμετρο, διοπτήρας. ♦ПеленГЙЦИЯ, -И θ. διόπτευση, προσανατολι- προσανατολισμός. пеленгйрование, -я ουδ. βλ. пеленгация. пеленгировать, -руго, -руешь р.б.ч.σ. βλ. пеленговать. пеленговать, -гуго, -гуешь р.δ.κ.σ.μ. διο- πτεύω, καθορίζω τη θέση ενός σημείου. пелёнка, -и θ. σπάργανο. II εκφρ. выйти из -0Κ βγαίνω απο τα σπάργανα, μεγαλώνω, κατα- καταλαβαίνω πια· ОТ -ΟΚ ή С -ΟΚ απο τα σπάργα-
пел 22 пен να, απο τη βρεφική ηλικία. *пелерйна, -Ы θ. πελερίνα, περιώμιο, επι- νώτιο, μπέρτα· (ε)σάρπα. делерйнка, -и θ. βλ. пелерина. *пелшсан, -а α. πελεκάν, -άνος (επιστ.), ο σακκάς (λκ.). ПелИКаннИЙ, -ЬЯ, -ье επ. πελεκάνινος. *пеллагра, -Ы θ. πελλάγρα (νόσος). пельмени, -ей πλθ. (ενκ. пельмень, -я α.) πελμένι, είδος φαγητού. пельменный επ. του πελμενιού, για πελμένι· ~ое тёсто ζυμάρι για πελμένι. II ουσ. εστια- εστιατόριο φαγητού πελμένι. пёмза, -Ы θ. η κίσσηρη, ελαφρόπετρα. пемзовйть, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пемзованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. λειαίνω με κίσσηρη. II -СЯ λειαίνομαι με κίσσηρη. пёмзОВЫЙ επ. της κίσσηρης, απο κίσσηρη· - ПЫЛЬ ή порошок κισσηρόσκονη. пена, -Ы θ. 1 αφρός· морская - αφρός της θάλασσας' мыльная ~ η σαπουνάδα· СНЯТЬ -у ζαφρίζω· - ИЗО рта у ЖИВОТНЫХ αφρός απο το στόμα των ζώων - В бокале С шампанским α- αφρός στο ποτήρι με σαμπάνια. II εκφρ. С ~ОЙ у рта αφρίζοντας, με αφρούς στο στόμα (θερ- (θερμώς, με πάθος) . ♦пенал, -а α. γραφιδοθήκη, κασετίνα. *ПенЙТЫ, -ОВ πλθ. (παλ.) εστία, το πατρικό σπίτι, οικογενειακή εστία. II εκφρ. к домаш- домашним (К родным, СВОИМ) -ам στην προγονική ε- εστία, στο σπίτι των προγόνων. пенёк, -НЬКа α. μικρό ριζοκούτσουρο' ρι- ζοκοϋτσουρο. пени, -ей πλθ. (ενκ. пеня, -и θ.)· (παλ.) τα μουρμουρητά, τα παράπονα, μεμψιμερίες. пение, -Я ουδ. 1 τραγοϋόισμα. 2 τραγούδι, άσμα· ωδή. 3 κελάηδημα. 4 ωδική· преподава- преподаватель -Я μουσικοδιδάσκαλος ωδικής· препода- преподавать - διδάσκω ωδική· пёнИСТЫЙ επ., βρ: -НИСТ, -а, -О αφρώδης, γεμάτος αφρό" -ые ВОлНЫ αφρισμένα κύματα· -Се МЫЛО σαπούνι που βγάζει πολύ αφρό. пенить, -НЮ, -НИШЬ р.6.μ. κάνω να αφρίσει, να βγάλει αφρό. II (παλ.) γεμίζω με αφρώδες υγρό. II -СЯ αφρίζω, βγάζω αφρό· αφροσκεπά- ζομαι. II γεμίζω (πληρούμαι) με αφρώδες υ- υγρό. II μτφ. εξοργίζομαι, λυσσιάζω. *ПеНИЦеЛЛЙН, -а α. πανικιλίνη. пёнка', -К θ. πέτσα, επίπαγος, κρούστα (σε γάλα κ.τ.τ.). II εκφρ. снимать -и παίρνω τον αφρό (το καλύτερο μέρος χωρίς να μου αξίζει). пёнка·'; -и о. 3λ. пенечка2 Пёнка^ -И θ. 1 σήπιο ή αφρός της θάλασσας (ορυκτό). 2 καπνοσύρριγκα, πίπα απο σήπιο. пенковый επ. απο σήπιο· - мундштук πίπα απο σηπιο. пенкосниматель, -я α. (ειρν.) σφετεριστής του καλυτέρου μέρους και χωρίς να κοπιάσει, αλλοτριοφάγος. Пенкоснимательский επ. σφετεριστικός. пенкоснимательство, -а ουδ. σφετερισμός, ιδιοποίηση, οικειοποίηση (του καλύτερου μέ- μέρους, του αφρού)" αλλοτριοφαγία. *пённи ουδ. άκλ. 1 βλ. пенс. 2 πένα, νό- νόμισμα φιλανδικό. ПенНИК, -а α. (παλ.) είδος δυνατού κρα- κρασιού. Пенный επ. 1 βλ. пенЙСТЫЙ. 2 (για οινο- οινοπνευματώδη ποτά)' δυνατός. II ουσ. -ое βλ. пенник. пеночка1, ~И θ. είδος υπολαΐδας (πτηνό). пеночка^ -И θ. λεπτή πέτσα, πετσίτσα. *ПеНС, ~а α. πένα, νόμισμα αγγλικό, ♦пенсион, -а α. (παλ.) βλ. пенсия. пенсионер, -а α., -ка, -и θ. συνταξιού- συνταξιούχος, -α. Пенсионерский επ. του συνταξιούχου. Пенсионный επ. της σύνταξης· -ЭЯ книжка το βιβλιάριο της σύνταξης. ♦пенсия, -и θ. σύνταξη· - за выслугу лет σύνταξη για συμπλήρωση του χρονικού ορίου εργασίας· персональная - προσωπική (ατομι- (ατομική) σύνταξη (για ιδιαίτερη υπηρεσία στον ε- παναστικό, κρατικό, κοινωνικό, οικονομικό, στρατιωτικό τομέα)· ВЫЙТИ (перейти) на ~Ю πηγαίνω στη σύνταξη· получать -Ю παίρνω σύνταξη, συνταξιοδοτούμαι. *ПеНСНё ουδ. άκλ. πενσνέ, ματογυάλια στη- στηριζόμενα μόνο στη μύτη. ♦пентаграмма, ~Ы θ. πεντάγραμμα, πεντάγω- πεντάγωνο, πεντάλφα. ♦пентёметр, -а α. στίχος πεντάμετρος, απο πέντε μετρικά πόδια. ♦Пентаэдр, -а α. (μαθ.) το πεντάεδρο. пёнтш, -а α. (απλ.) αργοκίνητος, αργοσά- λευτος, νωθρός, οκνός.' II ελαφρόνους, κουφό- νους, κουφόμυαλος, λειψός. Пень, ПНЯ, πλθ. ПНИ α. 1 ριζοκούτσουρο,το πρέμνο. 2 μτφ. άνθρωπος βραδύνους ή άπονος. Π εχφρ. как - η' пнём стоять σαν κούτσουρο στέκεται (ακίνητος, αποβλακωμένος)' стать В - περιέρχομαι σε αμηχανία, σύγχυση. Пенька, -Й θ. κλωστή κανναβιού. пеНЬКОВЫЙ επ. καννάβινος, -βίσιος. ♦Пеньюар, ~а α. 1 περιβόλαιο (κομμάτι υφά- σιιατος στο λαιμό και στους ώμους του κου— ρευόμενου). 2 (παλ.) πενιουάρ, γυναικείο πρωινό ένδυμα. ПёНЯ1, -И 0. πρόστιμο (για μη πληρωμή ή κα- καθυστέρηση αυτής). пеня2βλ. пени.
пен 23 пер ПеНЯТЬ р. 6. παραπονούμαι,, μουρμουρίζω* ε- . πικρίνω, ρίχνω το βάρος, την ευθύνη σε κά- κάποιον. II εκφρ. ~ЯЙ на себя ρίχνε το φταί- φταίξιμο στον εαυτό σου. *пеОН1, ~а α. παιάνας (τρεις άτονες συλλα- συλλαβές και μία τονιζόμενη). *ПеОН2, -а α. αγρότης ή εργάτης γης στη λα- λατινική Αμερική. ΠΘΟΗ&Κ, ~а α. σύστημα εξάρτησης των αγρο- αγροτών απο τους γεωκτήμονες στη λατ. Αμερική. пепел, -пла α. στάχτη, τέφρα. II εκφρ. об- обратить Β ~ μετατρέπω σε στάχτη, κάνω στά- στάχτη, αποτεφρώνω (καταστρέφω εντελώς)· Обра- Обратиться Β - γίνομαι στάχτη, αποτεφρώνομαι, καταστρέφομαι τελείως" ПОДНЯТЬ ИЗ -пла α- ανορθώνω (ανεγείρω) απο τη στάχτη (απο ολο- ολοκληρωτική καταστροφή)" посыпать ~ОМ Главу βαρυπενθώ, βυθίζομαι σε πένθος. Пепелить р.δ.μ. (γραπ. λόγος) μετατρέπω σε στάχτη, κάνω στάχτη. пепелище, ~а ουδ. 1 καμένος τόπος. 2 (παλ.) η εστία, το πατρικό σπίτι. Пепельница, -Ы θ. σταχτοδοχείο, -δόχη, τε- φροδοχείο, σταχτερό, -τιέρα. пепельный επ. 1 της τέφρας, της στάχτης.2 σταχτερός· σταχτής, σταχτόχρωμος. ♦пепиньерка, -И θ. (παλ.) αποφοιτήσασα φοι- φοιτήτρια σε πρακτική στο ίδιο πανεπιστήμιο. *пёплум, -а α. πέπλο (των αρχαίων ελληνί- ελληνίδων και ρωμαίων γυναικών). *ПеПСЙН, -а α. η πεψίνη. ПеПСЙНОВЫЙ επ. πεπτικός· της πεψίνης· ~ые препараты πεπτικά φάρμακα. *ΠβΠΤΟΗ, -а α. πεπτή, πεπτόνη. ПептОНОВЫЙ επ, της πεπτής, της πεπτόνης. Первач, -а (~у) α. (απλ.) εμπόρευμα πρώ- πρώτης ποιότητας. II το πρωτοστάλαγμα οινοπνεύ- οινοπνεύματος. Первейший επ. υπερθ. β. του επ. Первый. 1 πρώτιστος, πρωταρχικός· -ее условие πρωταρ- πρωταρχικός όρος* ~ая задача πρώτιστο καθήκο. 2 ο ο καλύτερος, ο πιο καλός, ο κάλλιστος. первенец, ~нца α. 1 ο πρωτότοκος. 2 μτφ. πρωτόβγαλτος, νεόβγαλτος, νεοφυής,' πρωτοφυ- ής· πρωτοφάνερος. пёрвеНСТВО, -а ουδ. το πρωτάθλημα· ЗЭВОе- вать - καταχτώ (παίρνω) το πρωτάθλημα· со- соревнования за - МЙра αγώνες για το παγκό- παγκόσμιο πρωτάθλημα. первенствовать, -стзую, -ствуешъч. -ствую -СТВуеШЬ μτχ. ενεστ. первенствующий р.δ.εί- р.δ.είμαι πρώτος, προηγούμαι, κατέχω τα πρωτεία. Первенствующий επ. απο μτχ. σπουδαίος,ση- σπουδαίος,σημαντικός, πρωτεύων· πρωταρχικός, κεφαλαιώ- κεφαλαιώδης· - элемент πρωτεύον στοιχείο. Первинка, -И θ. (απλ.) το πρωτόβγαλτο, το νέο, το καινούριο, το πρώτο" Яблоки—и τα πρώτα (ώριμα) μήλα. первЙЧНЫЙ επ. 1 αρχικός, πρώτος, πρωταρ- πρωταρχικός' ~ая Обработка металла η αρχική επε- επεξεργασία -του μετάλλου" ~ период развития η αρχική περίοδος ανάπτυξης. 2 βασικός, κύ- κύριος. 3 πρωτοβάθμιος· της βάσης· ~ая пар- парторганизация η κομματική οργάνωση βάσης. II εκφρ. -ые ПОРОДЫ πρωτογενή εδάφη. первоапрельский επ: -ая шутка πρωταπρι- πρωταπριλιάτικο ψέμα. ПервобЫТНООбЩЙННЫЙ επ: - строй το πρωτό- πρωτόγονο κοινωνικό σύστημα κοινοκτημοσύνης. ПерВОбЫТНОСТЬ, -И θ. 1 το άθικτο, αρχέγο- αρχέγονη ύπαρξη. 2 αρχική ύπαρξη. ПерВОбЫТННЙ επ. 1 πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωτογενής" -ое Общество πρωτόγονη κοινω- κοινωνία" - КОММУНИЗМ πρωτόγονος κομμουνισμός" - человек πρωτόγονος άνθρωπος. II μτφ. α- απαρχαιωμένος, πανάρχαιος, παμπάλαιος" -ЭЯ техника απαρχαιωμένη τεχνική. II μτφ. άγρι- άγριος, καθυστερημένος, απολίτιστος' ~ые нравы πρωτόγονα ήθη. 2 άθικτος, παρθένος" ~ая при- рода ДЖуНГЛеЙ η παρθένα φύση της ζούγκλας. 3 αρχικός, πρωταρχικός. ПерВОГОДОК, -дка α. ζώο χρονιάρικο"(απλ.) παιδάκι χρονιάρικο. II στρατιώτης στον πρώ- πρώτο χρόνο της θητείας. Первозданный επ. (γραπ. λόγος) πρωτοδημι- ουργημένος. II μτφ. άθικτος, καθαρός, γνήσι- γνήσιος. II εκφρ. - хаос το προαιώνιο χάος. ПерВОЗИМЬе, -Я ουδ. (διαλκ.) η αρχή του χειμώνα. Ι! το πρώτο χειμωνιάτικο ταξίδι με έλκηθρο. .первоисточник, -а α. ιστορικά πρωτότυπα κείμενα· изучать марксизм-ленинизм по -ам μελετώ το μαρξισμό-λενινισμό απο τις πηγές. Первокатегорник, -а α. αθλητής, παίκτης πρώτης κατηγορίας. ПерВОКЛаССНИК, -β α., ~ца, -Ы θ. μαθητής, -τρία πρώτης τάξης δημοτικού σχολείου. Первоклассный επ. πρώτης τάξης,ποιότητας. первокурсник, ~а α., -ца, -ы 9. φοιτητής, -τρία πρώτου έτους. первокурсный επ. του πρώτου φοιτητικού έ- έτους. Π ουσ. βλ. первокурсник. ПерВОмаЙ, -я α. η Πρωτομαγιά. . первомайский επ. πρωτομαγιάτικος· ~ парад πρωτομαγιάτικη παρέλαση· -ие пркЗКВЫ πρω- πρωτομαγιάτικα συνθήματα· - праздник πρωτομα- πρωτομαγιάτικη γιορτή· - ДбНЬ "ρωτομαγιάτικη μέρα. перво-наперво επίρ. (απλ.) πριν απ· όλα, πρώτιστα, στην πρώτη γραμμή. первоначало, ~а ουδ. 1 (απλ.) αρχή, πρω- ταρχή. 2 (γραπ. λόγος) αφετηρία1 3ασική αρ- χή·
пер 24 пер первоначально επίρ. αρχικά, στην αρχή, κατ' αρχή. первоначальный επ. 1 αρχικός· - план το αρχικό σχέδιο* ~ЭЯ Причина αρχική αιτία. II πρώτος· ~ая ЛЮбОВЬ η πρώτη αγάπη. II προη- προηγούμενος, πρότερος, ο πρώην, προγενέστε- προγενέστερος. 2 πρωταρχικός. 3 στοιχειώδης* -ое Обу- Обучение στοιχειώδης εκπαίδευση· ~ые сведения ПО арифметике στοιχειώδεις γνώσεις αριθμη- αριθμητικής. первообраз, ~а α. το πρότυπο. Первообразный επ. (γραπ. λόγος)· πρότυπος, αρχέτυπος· ~ая форма πρότυπη μορφή. Первооснова, -Ы θ. αρχική (θεμελιακή) βά- βάση, το ουσιώδες, το βασικό, το κύριο. Первооткрыватель, -Я α. ο πρώτος που ανα- κάλυψ ε. первоочередной к. первоочерёдный επ. πρω- πρωταρχικός, πρώτιστος, επείγων, της πρώτης γραμμής, άμεσος. первоочерёдность, -и θ. το πρώτιστο, το πρωταρχικό, το άμεσο. первопечатник, -а α. πρώτος θεμελιωτής ε- εκτύπωσης βιβλίων. первопечатный επ: -ые КНИГИ τα πρώτα ε- εκτυπωμένα βιβλία. Первопрестольный επ. (παλ.) της πρώτης ή αρχικής πρωτεύουσας. II ουσ. θ. ~ая η Μόσχα. первоприсутствующий επ. (παλ.) προεδρεύων ενός τμήματος της γερουσίας (επι τσάρου), πρω- τοκάθεδρος. II ουσ. ο προεδρεύων, ο πρωτοκά- θεδρος. первопричина, -Ы θ. πρωταρχική (κύρια, βα- βασική) αιτία. Первопуток, ~тка α. το πρώτο χειμερινό τα- ταξίδι με έλκηθρο. первопутье, -я ουδ. βλ. первопуток. ПерВОразрЯДНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. αθλητής, -τρία πρώτης κατηγορίας. Перворазрядный επ. πρώτης κατηγορίας· ре- сторан - εστιατόριο πρώτης κατηγορίας. II υπέροχος, έξοχος, πρώτης τάξης" εξαιρετικός· - женЙХ εξαιρετικός μνηστήρας. Первородный επ. 1 (παλ.) πρωτότοκος· СЫН πρωτότοκος γιος. 2 αρχικός, προηγούμε- προηγούμενος* ~ая свежесть η αρχική φρεσκάδα. II εκφρ. ~ грех το προπατορικό αμάρτημα. перворОДСТВО, -а ουδ. 1 (παλ.) πρωτοτο- κία, πρωτογένεια, πρεσβυογένεια. 2 η πρώτη θέση. Первородящая επ. πρωτότοκα, πρωτογενή" -ая женщина πρωτότοκα γυναίκα. II ουσ. η πρωτό- πρωτότοκα, η πρωτάρα. первосвященник, -а α. πρωθιερέας. Первосортный επ. πρώτης ποιότητας· ~ ΤΟ- εμπόρευμα πρώτης ποιότητας. II υπέρο- υπέροχος, έξοχος· εξαιρετικός. первостатейный επ. 1 (παλ.) πρώτης κατη- κατηγορίας· - купец έμπορας πρώτης κατηγορίας (οι έμποροι στην τσαρική Ρωσία χωρίζονταν σε κατηγορίες). 2 υπέροχος, πρώτης τάξης ή ποιότητας· - товар εμπόρευμα πρώτης τάξης. II σημαντικός, μεγάλος, εξαιρετικός. первостепенный επ. πρώτιστος, πρωταρχικός, κύριος, βασικός, υπέρτατος. первотёлка, -И θ. αγελάδα πρωτογενή, πρω- πρωτάρα. первотельная επ. πρωτογενή· -ая корова βλ. первотёлка. первоцвет, -а α. 1 πριμούλη, ηρανθές, πα- πασχαλιά. 2 το πρωτολούλουδο. первоцветный επ. της πριμούλης, της πα- πασχαλιάς. II ουσ. -ые πλθ. τα πριμουλοειδή. Первоэлемент, -а α. το πρωταρχικό (πρώτι- (πρώτιστο) στοιχείο. Первый (τακτικό αριθμητικό)· πρώτος· -ое впечатление η πρώτη εντύπωση· - курс πρώτο έτος φοίτησης· -ое-апреля η πρωταπριλιά"-ые ГОДЫ ЖИЗНИ τα πρώτα χρόνια της ζωής· при -ОМ случае με την πρώτη ευκαιρία: -ые цве- ТЫ τα πρώτα λουλούδια (πρωτολούλουδα)" -ые ПЛОДЫ οι πρώτοι καρποί, τα πρωιμάδια, οι πρω- ιμιές, τα πρωτολούβια* -ая ЛГОбОВЬ η πρώτη αγάπη· - поцелуй το πρώτο φιλί" - ученик В классе о πρώτος μαθητής <ίτην τάξη· играть -ую роль παίζω τον πρώτο (κύριο) ρόλο" πρω- πρωταγωνιστώ· предметы -ой необходимости αντι- αντικείμενα (είδη) πρώτης ανάγκης· - сорт πρώτη ποιότητα" - ГОЛОС (μουσ.) πρώτη φωνή. II ως ουσ. ουδ. -ое το πρώτο φαγητό (σούπα, βρα- βραστό). II (παρενθετικό)· -ое πρώτο, κατά πρώ- πρώτο. II εχφρ. -ое дело α) πριν απ' όλα, πρώ- τα-πρώτα, πρώτιστα, στην πρώτη γραμμή. β) το πιο καλύτερο, το καλύτερο απ' όλα, το πρώ- πρώτιστο, το υπέροχο, το εξαιρετικό" -ая ПО- ПОМОЩЬ η πρώτη (υγειονομική) βοήθεια· ИЗ -ЫХ рук απο πρώτο χέρι, απο την πηγή· не -ОЙ МОЛОДОСТИ όχι και νέος (λίγο μεγάλος, πια- νούμενος)· не -ое ЧИСЛО (απλ.) θα έχεις κα- κακές (δυσάρεστες) συνέπειες, θα σε τσούξεί" ~ среди равных εξέχων, επιφανής. пергамен βλ. пергамент. пергаменный βλ. пергаментный. *пергамент κ. пергймен, -а α. 1 η περγαμη- περγαμηνή. 2 χειρόγραφο σε περγαμηνή. 3 περγαμηνό χαρτί. Пергаментный к. ПерГамеННЫЙ επ. 1 περγα- μηνός. 2 μτφ. κιτρινωπός" ωχρός. II εχφρ. -ая бумага περγαμινό χαρτί. пергамин, -а α. 1 λεπτό χαρτί ξεσηκώμα- ξεσηκώματος. 2 είδος πισσόχαρτου. *пергидрОЛЬ, -Я α. υπεροξείδιο υδρογόνου.
пер 25 дер пере... (πρόθεμα)· χρησιμοποείται για το σχματισμό ρημάτων και σημαίνει: 1 κατεύθυν- κατεύθυνση της ενέργειας ή κίνησης απο το ένα μέρος στο άλλο π.χ. перебежать, передвинуть, пе- пересесть, перейти. 2 επανάλειψη της ενέργει- ενέργειας εκ νέου ή κατ' άλλον τρόπο: переделать, перекроить. 3 υπέρμετρη ενέργεια, ακόμα και μέχρι άσχημα αποτελέσματα: переварить, пе- передержать, перехвалить, пережечь. 4 επαύξη- επαύξηση της ενέργειας: перекричать, переспорить. 5 επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα και με ένταση: переловить, пе- перестрелять, перемокнуть. 6 χώρισμα σε δυό ή και περισσότερα μέρη: перегородить, пере- ЛОМЙТЬ, перепилить. 7 αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας: передать, переслать, передове- передоверить. 8 κάλυψη ορισμένου χρόνου: перезимо- перезимовать, переночевать, переждать. 9 μετατροπή, μεταβολή· πέρασμα απο μιά κατάσταση σε άλ- άλλη: пережечь (дрова в уголь) καίω τα ξύλα, ώσπου να γίνουν κάρβουνα. 10 ενέργεια μι- μικρής διάρκειας ή βραχύχρονης επανάλειψης: передохнуть, перекурить, перекусить. 11 με την κατάληξη -СЯ αλληλο... переглядываться, переписываться. переадресовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ,. переадресованный, βρ: -ван, -а,-о р.σ.μ. αλλάζω τη διεύθυνση· - ПИСЬМО αλλάζω τη διεύθυνση της επιστολής. Переадресовка, -И θ. αλλαγή 61εύθυνσηςδι- αμονής. переадресовывание, -я ουδ. βλ. переадре- переадресовка. переадресовывать р.δ. βλ. переадресовать. II -СЯ αλλάζω, αποκτώ άλλη διεύθυνση διαμο- διαμονής. переарестовать, -туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переарестованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. συλλαμβάνω όλους ή πολλούς. переассигновать, -нуго, -нуешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переассигнованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. αλλάζω την επιχορήγηση· επιχορηγώ εκ νέου. переассигновывать р.δ. βλ.переассигновать. II -СЯ παίρνω επιχορήγηση εκ νέου. переаттестация, -И θ. η εκ νέου πιστοποί- πιστοποίηση, επιβεβαίωση. переаттестовать, -туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переаттестованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. πιστοποιώ, επιβεβαιώνω εκ νέου. переаттестовывать р.δ.μ. βλ. переаттесто- переаттестовать. перебазирование, -Я ουδ. εγκατάσταση σε άλλη βάση, μεταφορά της εγκατάστασης σε άλ- άλλο μέρος. перебазировать, -руго, -руешь ρ.σ.μ. με- μεταφέρω την εγκατάσταση· - завод В Сибирь μεταφέρω το εργοστάσιο για εγκατάσταση στη Σιβηρία. II -СЯ μεταφέρομαι για εγκατάσταση, σε άλλο μέρος ή βάση. перебазировка, -и θ. βλ. перебазирование. перебаллотировать, -руго, -руешь р.σ.μ. βά- βάζω, θέτω ξανά σε ψηφοφορία. II -0Я ξαναβάζω υποψηφιότητα. Перебаллотировка, -И θ. επανάληψη της ψη- ψηφοφορίας. перебаллотировывай^ся) р.δ. βλ. перебал- перебаллотировать СЯ) . перебаловать, -лую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебалованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (όλους ή πολλούς)· παραχαϊδεύω· κακομαθαί- νω, κακοσυνηθίζω. перебалтывать(ся) ρ.δ. βλ. переболтать(ся). перебарщивать р.δ. βλ. переборщить. перебарывать р.δ. βλ. перебороть. Перебег, -а а. 1 πέρασμα, διάβαση, διέ- διέλευση· διάσχιση. 2 βλ. перебежка Bσημ.). 3 περιφορά (βλέμματος, ματιών κ.τ.τ.). перебегание, -я ουδ. βλ. перебег. перебегать р.δ. 1 βλ. перебежать. 2 μετα- μετατοπίζομαι, μετακινούμαι γρήγορα. II μτφ. (για διαθέσεις, αισθήματα κ.τ.τ.)* εναλλάσσομαι. перебежать, -бегу, -бежишь, -бегут р.σ. ι διατρέχω, περνώ απο τη μια μεριά στην άλλη· Партизаны НОЧЬЮ -ЛИ МОСТ οι αντάρτες νύχτα πέρασαν τη γέφυρα. 2 αυτομολώ. 3 (για βλέμ- βλέμμα, μάτια κ.τ.τ.) περιφέρω γρήγορα. Перебежка, -И θ. 1 πέρασμα απο (τη μια με- μεριά στην άλλη). 2 αυτομολία. 3 (αθλτ.) ξα- νατρέξιμο, επανάληψη του άγωνίσματος δρόμου. Перебежчик, -а α., ~ца, ~Ы θ. αυτόμολος. II μτφ. αλλαξόπιστός, -η. Перебеливание, -Я ουδ. ξανάσπρισμα, ξανα- σβέστωμα. II άσπρισμα, ασβέστωμα όλων ή πολ- πολλών. II αντιγραφή καθαρή. перебеливать р.δ. βλ. перебелить. И -ся ξανασπρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ, φ. перебелить, -елй, -ёлйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебелённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. 1 ξανασπρίζω, ξαν,ασβεστώνω. 2 ασπρίζω, ασβεστώνω όλα ή πολλά. 3 αντιγράφω καθαρά. 4· κακοασπρίζω, κακοασβεστώνω. перебелка, -и θ. βλ. перебеливание. Перебелять р.δ. αντιγράφω καθαρά. II -СЯ αντιγράφομαι καθαρά. перебесить, -бешу, -бесишь ρ.σ.μ. εξοργί- εξοργίζω, παροργίζω όλους ή πολλούς. II -СЯ λυσσά- λυσσάζω' собаки -лись τα σκυλιά λύσσαξαν. 2 (για όλους ή πολλούς) εξοργίζομαι άκρως. 3 μ.τφ. (απλ.) καθησυχάζω, ξεθυμώνω, ξεχολιάζω. перебивание, -я ουδ. 1 διακοπή· - оратора διακοπή του ρήτορα. 2 περιάδραξη. 3 ξεπέρα-
пер 26 пер σμα, υπερνίκηση· κάλυψη. 4 κάρφωμα σε άλλο μέρος. 5 χτύπημα, τίναγμα. II φούσκωμα. 6 ε- επένδυση, ντύσιμο, κάλυψη εκ νέου. перебивахь(ся) р.δ. βλ. перебйть(ся). перебивка, ~и θ. βλ. перебивание F σημ.). перебинтовать, -тую, -туешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебинтованный, βρ: -ван, ~а, ~о р.σ. μ. 1 ξαναδένω με επίδεσμο ακόμα μια φορά ή κατ' άλλον τρόπον" - ногу потуже περί δένω ακόμα μια φορά το πόδι σφιχτότερα. 2 περι- δένω με επίδεσμο όλο το μέρος του σώματος. 3 περιδένω με επίδεσμο όλους ή πολλούς* - всех раненных περιδένω όλους τους τραυμα- τραυματίες. перебирать р.δ. 1 перебрать. 2 μ. θίγω, ά- άπτομαι, εγγίζω διαδοχικά εξ ολοκλήρου ή με- μερικώς. II κινώ, ανακατεύω' τραβώ μια εδώ και μια εκεί. 3 κινώ με τη σειρά,αλληλοδιαδόχως. II χτυπώ, κροτώ συνεχώς. II -СЯ βλ. перебрить- (СЯ). перебить, -бью,; -бьёшь, προστκ. перебей р. σ.μ. 1 σκοτώνω όλους ή πολλούς. 2 θραύω, σπάζω όλα ή πολλά. 3 χωρίζω στα δυό· συ- συντρίβω με χτύπημα ή βολή. II θραύω, σπάζω· - ногу σπάζω το πόδι. 4 διακόπτω· - собесед- собеседника διακόπτω το συνομιλητή. II κόβω, χαλ- χαλνώ" - аппетита κόβω την όρεξη. 5 περιαόρά- χνω" προλαβαίνω. 6 ξεπερνώ, υπερνικώ· καλύ- καλύπτω, σκεπάζω. 7 καρφώνω αλλού, σε άλλο μέ- μέρος· - ГВОЗДЬ καρφώνω το καρφί αλλού. 8 χτυπώ, τινάζω" φουσκώνω (για πούπουλα, μαλ- μαλλιά). 9 επενδύω, ντύνω· καλύπτω εκ νέου. II εκφρ. - цену (παλ.) χτυπώ την τιμή (πουλώ σε χαμηλότερη τιμή). II -СЯ 1 θραύομαι, σπάζω" ВСЯ посуда -лась όλα τα πιατικά έσπασαν. 2 τα βγάζω πέρα με δυσκολία. перебой, -Я α. 1 (για ρυθμό)· διακοπή,δι- διακοπή,διάλειψη· - сердца διαλείψεις της καρδιάς" - пульса διαλείψεις του σφυγμού· работа' С -ЯМИ εργασία με διακοπές (με σταματήματα). ПеребОЙНЫЙ επ. με διακοπές, με διαλείψεις· ανώμαλος, έκρυθμος, μη κανονικός" -ое снаб- жёние о μή κανονικός εφοδιασμός. переболеть1 ρ.σ. αρρωσταίνω, ασθενώ" - ТЙ- фом αρρωσταίνω απο τύφο. Н μτφ. υποφέρω, πονώ. 2 περνώ πολλές αρρώστειες. II (για ό- όλους ή πολλούς)· αρρωσταίνω" все дети -ли КОрью όλα τα παιδιά αρρώστησαν απο ιλαρά. II εχφρ. - сердцем υποφέρω ψυχικά, καρδιο- σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά). переболеть2, -ЙТ ρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγά- μεγάλο πόνο. II εκφρ. душа -ла ή сердце -ло ανη- ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ. переболтать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переболтанный, βρ: -тан, -а, -О ανακατεύω. -ώνω. II -СЯ ανακατεύομαι, -ώνομαι. перебор, ~а α. συγχορδία· - струн ελαφρά διαδοχική κρούση των χορδών. II πάρσιμο πάνω απο το κανονικό, το όριο. переборанивать р.δ. βλ. переборонить. II -СЯ ξανασβαρνίζομαι, ξαναβολοκοπούμαι. Переборка, -И в. 1 ταξινόμηση, τακτοποίη- τακτοποίηση, διευθέτηση. 2 ξεδιάλεγμα. 3 ξαναστοι- χειοθέτηση. 4 διαχώρισμα. 5 εξέταση λεπτο- λεπτομερής, εξονυχιστική. переборонить, ~НЙ, -НЙШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. переборонённый, βρ: -нён, -нена, -нено; ρ.σ.μ. ξανασβαρνίζω, ξαναβολοκοπώ. перебороновйть р.σ.μ. βλ. переборонить. перебороть, -бори, -борешь р.σ.μ. 1 υπερ- υπερνικώ, υπερισχύω, καταβάλλω, υπερβάλλω· - страх υπερνικώ το φόβο· - противника κατα- καταβάλλω τον αντίπαλο. 2 νικώ όλους ή πολλούς. переборочный επ. της ταξινόμησης κλπ.ουσ. βλ. переборка. переборщик, -а α., -ца, -ы θ. ο εκτελώντη διαλογή. переборшйть, ~шу, -щйшь р.σ. ξεπερνώ τα όρια ή το μέτρο. перебраковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ.πάρλα χρ. перебракованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ. μ. τα βγάζω όλα ή πολλά ως κακοτεχνία. перебраковывать р.δ. βλ. перебраковать. II -СЯ βγαίνω ως κακοτεχνία ή σκάρτος. перебраниваться ρ.δ. άλληλοβρίζομαι. перебранить ρ.σ.μ. βρίζω, εξυβρίζω" ОН -ЙЛ всех соседей αυτός έβρισε όλους τους γείτονες. II -СЯ βρίζομαι, μαλώνω με όλους ή πολλούς" αλληλοβρίζομαι· все -ЛИСЬ όλοι τους αλληλοβρίστηκαν" - С соседями βρίζο- μα^ι με τους γείτονες. Перебранка, -И θ. αλληλοβρίσιμο, μάλωμα. перебрасывание, -я ουδ. 1 ρίψη, ρίψιμο, ρίξιμο. 2 βλ. Переброска. 3 ρίψη του ενός στον άλλον. перебрасывать(ся) ρ.δ. βλ. переоросить(ся). перебрать, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. пе- перебрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе- ребранный, βρ: -ран, -а, -О р.σ.μ. 1 τακτο- τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη· ξεχωρίζω· - бу- маги И письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα' - вещи τακτοποιώ τα πράγματα. II διαλέγω, ξεδιαλέγω" - картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες. 2 μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολ- πολλά με τη σειρά* - в памяти события послёд- НИХ лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια. II καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω. 3 φτιάχνω απο την αρχή· επιδιορ- επιδιορθώνω, επισκευάζω. 4 (τυπγρ.) ξαναστοίχειοθε- τώ" - строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου). 5 συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συ-
пер 27 пер ναθροίζω. 6 παίρνω παραπάνω (απο το κανονι- 40) . II (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ' ό,τι χρειάζεται,. II εκφρ. ~ ПО косточкам ε- εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω. II -СЯ 1 διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω. 2 μετα- μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πη- πηγαίνω αλλού. II αλλάζω διαμονή, μετοικώ. перебрести, -реду, -редёшь, παρλθ. χρ. пе- перебрёл, -реле., -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. пере— бредший, επιρ. μτχ. перебредя р.σ. 1 δια- διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι· - речку περνώ το ποταμάκι. 2 περνώ, διαβαίνω αργά ή με δυ- δυσκολία' - через улицу περνώ το δρόμο με δυ- δυσκολία. перебрить, -брею, -бреешь ρ.σ.μ. ξυρίζω όλους ή πολλούς. II -СЯ (για όλους η πολλούς)* ξυρίζομαι. перебродить1, -брожу, -бродишь р.σ. (απλ.) περιπλανώμαι* γυρίζω παντού. перебродить2, -брожу, -бродишь ρ.σ. ζυμού- μαι, βράζω καλά' ВИНО -ло το κρασί έβρασε καλά. II μτφ. ηρεμώ, ησυχάζω, ξαναβρίσκω την ηρεμία. II παραβράζω, παραζυμούμαι. перебросать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебросанный, βρ: -сан, -а, -о ρίχνω όλα ή πολλά· - все дрова в сарай ρίχνω όλα τα ξύλα στην αποθήκη. перебросить, -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переброшенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ. } ρίχνω, πετώ· - мяч через забор ρί- ρίχνω το τόπι πάνω απο τον περίβολο· ОН -ил мешок через плечо αυτός έρριξε το τσουβάλι πάνω στον ώμο. 2 ρίχνω μακρύτερα απ' ό,τι χρειάζεται. 3 φτιάχνω· - мост через реку ρίχνω γέφυρα στο ποτάμι. 4 μετακινώ' μετα- μεταφέρω· - ДИВИЗИЮ на левый фланг ρίχνω τη με- μεραρχία στο αριστερό πλευρό. II μετακομίζω. II -СЯ 1 ρίχνομαι, πετάγομαι, περνώ απο το ένα μέρος στο άλλο· (υπερ)πηδώ. II επεκτείνομαι, ξαπλώνομαι. 2 (παλ.) αυτομολώ. 3 αλληλορί- χνω, ρίχνομε ο ένας στον άλλο· - МЯЧОМ ρί- χνομε ο ένας στον άλλο το τόπι. Переброска, -И θ. μετακίνηση· μεταφορά' - ВОЙСК на ЮЖНЫЙ фронт μετακίνηση των στρα- στρατευμάτων στο νότιο μέτωπο. перебудить, -бужу, -будишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. ξυπνώ όλους ή πολλούς. перебунтовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебунтованный, βρ: -ван, -а,-о ρ.σ.μ. εξεγείρω, ξεσηκώνω όλους ή πολλούς. перебывать р.σ. 1 είμαι· έρχομαι' επισκέ- επισκέπτομαι. II διαθέτω, έχω, κατέχω. 2 γυρίζω παντού, σε πολλά μέρη. перебить, -буду, -будешь, παρλθ. χρ. пе- перебыл, -ла, -ло, προστκ. перебудь ρ.σ. (παλ.) ζω ορισμένο χρόνο η κατά ενα τρόπο. II περνώ ένα χρονικό διάστημα ή ως μια προθεσμία. перевал, -а α. 1 διάβαση, πέρασμα, διέ- διέλευση, δίοδος. 2 κλεισούρα, στενωπός* διά- διάσελο, λαιμός, αυχένας. перевалец, -льца α: ходить (идти)с -льцем τρικλίζω, παραπαίω. Переваливание, -Я ουδ. μετατόπιση, μετά- μετάθεση, μετακίνηση, μετάρριψη· σώριασμα. переваливать р.δ. βλ. перевалить. II -ся ταλαντεύομαι, γέρνω απ' εδώ και απ' εκεί· αμφιρρέπω. перевалить, -валю, -велишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переваленный, βρ: -лен, -а,-о р. σ. 1 μ. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ' με- ταρρίπτω' μεταφορτώνω' ρίχνω, σωριάζω. 2 μ. περνώ, διαβαίνω, διασκελίζω (βουνό, κορυφο- κορυφογραμμή). II διαπορεύομαι, διατρέχω, διασχί- διασχίζω, διελαύνω. 3 (ξε)περνώ· сумма в текущем ГОДУ -ла за 8.000 рублей το ποσό στο τρέχον έτος ξεπέρασε τις 8.000 ρούβλια· -ЛО 3& ПОЛНОЧЬ (απρόσ,) πέρασαν τα μεσάνυχτα· ему -ло за пятьдеойть (απρόσ.) αυτός πέρασε τα πενήντα (χρόνια). II -СЯ 1 μετατοπίζομαι, με- μετακινούμαι· περνώ. II γυρίζω, στρέφω" ~ на другой бок γυρίζω στο άλλο το πλευρό. II κάμπτομαι, λυγίζω. 2 (ξε)περνώ, υπερτερώ. перевалка, -и θ. 1 βλ. переваливание. 2 τρίκλισμα, ταλάντευση. перевалочный επ. της μεταφόρτωσης· της μετάρριψης· της μετατόπισης, της μετακίνησης. перевальный επ. 1 βλ. перевалочный, г τηο κλεισούρας, της στενωπού" του διάσελου, του αυχένα. Перевалять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. , перевалянный, βρ: -лян, -а, -о. 1 (απλ.) ρί- ρίχνω κάτω, καταβάλλω, νικώ όλους ή πολλούς. 2 (απλ.) κυλώ, λερώνω όλους ή πολλούς ή πολύ. 3 πιλω, συμπιλώ εκ νέου, ακόμα μια φορά. II -СЯ κυλιέμαι παντού, λερώνομαι. II πιλούμαι, συμπυκνώνομαι (για μαλλιά). Переваривание, -Я ουδ. αφομοίωση, χώνεψη. переваривать ρ.δ. βλ. переварить. И εχφρ. Не - КОГО δε χωνεύω κάποιον. II -СЯ βλ. пе- реварйться. переваримость, -И θ. δυνατότητα, ικανότη- ικανότητα αφομοίωσης, χώνεψης. переварить, -арго, -аришь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переваренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ζαναβράζω. 2 παραβράζω. 3 αφομοιώνω, χωνεύω. 4 μτφ. ανέχομαι, υποφέρω, υπομένω. II -СЯ 1 παραβράζω· МЯСО -ЛОСЬ το κρέας παράβρασε. 2 αφομοιώνομαι, χωνεύω· ПЙЩа -лаСЬ η τροφή χώνεψε, χωνεύτηκε. перевевать р.δ. βλ. перевеять. ПеревёдаТЬСЯ р.σ.(απλ.) μτφ. λογαριάζομαι,
пер 28 пер ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς. переведение, -я ουδ. (παλ.) μετάθεση· με- μεταφορά σε άλλο μέρος* μετακίνηση. переведываться р.6. βλ. переведаться. перевезти, -везу, ^везёшь, παρλθ. χρ. пе- перевёз, -везла, ~л<5, μτχ. παρλθ. χρ. пере- Вёзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевезённый, βρ: -зён, -зенё, -зено р.σ.μ. μεταφέρω με- μετακομίζω με μεταφορικό μέσο. перевеивать р.б. βλ. перевеять. перевенчать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевенчанный, βρ: -чан, -а, -о (απλ.) στε- στεφανώνω. II -СЯ στεφανώνομαι. перевернуть, -ну, ~НёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевёрнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 γυρίζω, αναστρέφω· αντιστρέφω. II ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. II ξεφυλλίζω, φυλ- φυλλομετρώ. 2 ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κά- τω, αναποδογυρίζω. 3 μτφ. αλλάζω, μεταλλά- μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ. 4 αναστατώνω ψυ- ψυχικά. II εκφρ. - всё вверх дном τα κάνω ά- νω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως* - весь мир (свет) αναποδογυρίζω το σύμπαν. II -СЯ 1 α- αναστρέφομαι, γυρίζω" - Я& бок γυρίζω στο πλευρό. II ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, του- τουμπάρω, μπατάρω. II περιστρέφομαι. 2 μτφ. αλ- αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι. II εκφρ. душа -лась ή сердце -ЛОСЬ πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κα- τάκαρδα)· -ётся В гробу ή -ЛСЯ бы В гробу θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τά- τάφο (κάποιου). переверстать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевёрстанный, βρ: -тан, -а, ~о (τυπγρ.)· ξανασελιδοποιώ, σελιδοποιώ ακόμα μια φορά. перевёрстка, -И θ. σελιδοποίηση εκ νέου. перевёрстывание, -я ουδ. βλ. перевёрстка. перевёрстывать р.δ. βλ. переверстать. II -СЯ σελιδοποιούμαι εκ νέου. перевертеть, -верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переверченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. (απλ.). 1 ξαναστρίβω, ζαναβιδώνω*βι- ζαναβιδώνω*βιδώνω σ' άλλο μέρος. 2 φθείρω, χαλνώ απο το πολύ (συχνό) βίδωμα. 3 περιφέρω, κρατώ στα χέρια. перевертка, -И θ. (απλ.). 1 ξαναστρίψιμο, ζαναβίδωμα. 2 φθορά, χάλασμα απο το πολύ ή συχνό βίδωμα. 3 περιφορά, κράτηση στα χέρια. перевёртывание, -я ουδ. βλ. перевертка. перевёртывать (ся) р.δ. βλ. перевернуть- перевернуться). перевес, -а α. Ι ξαναζύγισμα, 2 υπερτέρη- ση. 3 πρόσβαρο, ζίκικο ζύγισμα. 4 υπεροχή, ανωτερότητα* качественный - ποιοτική υπερο- υπεροχή* количественный ~ ποσοτική υπεροχή* чис- числительный - αριθμητική υπεροχή. перевесить, -ёшу, -ёсишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевешенный, επ. -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 αναρτώ, κρεμώ αλλού. 2 ξαναζυγίζω. '3 υπε- υπερέχω, υπερβάλλω, υπερτερώ* είμαι "δυνατότε- "δυνατότερος ή βαρύτερος. II -СЯ κλίνω, γέρνω πολύ προς τα κάτω* κρέμομαι. перевеска, -И θ. 1 ανάρτηση, κρέμασμα αλ- αλλού. 2 ξαναζύγισμα. перевести, -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. пе- перевёл, -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере- переведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведённый, βρ: -дён,.~дено, -денб, επιρ. μτχ. перевед- переведши κ. переведи, р.σ.μ. 1 μετακινώ, μετατο- μετατοπίζω, μεταθέτω* μεταφέρω*- стрелку часов με*· τακινώ το δείχτη του ρολογιού* - больного В другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο. II οδηγώ, περνώ* - слепого через ули- улицу περνώ τον τυφλό απο το δρόμο. 2 (για υ- υπάλληλους)* μεταθέτω. II προβιβάζω, προάγω. 3 (για βλέμμα, μάτια)" περιφέρω, στρέφω, γυ- γυρίζω.' II κατευθύνω γυρίζω' - разговор На ДРУ- ГОе γυρίζω την κουβέντα αλλού. 4 μεταβιβά- μεταβιβάζω* - имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου. 5 στέλ- στέλλω, αποστέλλω* - деньги родителям αποστέλ- αποστέλλω χρήματα στους γονείς* - 100 рублей ПО те- телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς. 6 μεταφράζω* - КНЙГу С РУССКОГО ЯЗЫКИ На Γρέ- ческий μεταφράζω βιβλίο*απο τα ρωσικά στα ελληνικά. II (για χρημ. αξία)· μετατρέπω' με- μεταφέρω* -1.000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1 .000 ρούβλια σε ελληνικές δραχ- δραχμές. 7 αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω* - рису- рисунок αποτυπώνω σχέδιο. 8 καταστρέφω, εξο- εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω* - крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους. II σπαταλώ, σκορ- σκορπίζω. II εκφρ. - дух (ДЫХаНИе)· α) ανασαίνω βα- βαθιά, β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.)· II -ИСЬ 1 μεταθέτομαι, μετατίθεμαι' - В ПРОВИНЦИЮ μεταθέτομαι στην επαρχία. 2 καταστρέφομαι, ε- εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. II σπαταλώμαι. 3 αποτυπώνομαι. перевешать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Перевешанный, βρ: -шан, -а, -О. 1 κρεμώ, α- αναρτώ (όλα ή πολλά)·- всё бельё κρεμώ όλα τα ρούχα. 2 απαγχον ίζω(όλους ή πολλούς), 3 ζυ- ζυγίζω (όλο ή πολύ). 4 ζαναζυγίζω. Перевешивание, -Я ουδ. 1 κρέμασμα, ανάρ- ανάρτηση. 2 απαγχόνιση. 3 ξαναζύγισμα. перевешивать р.δ. βλ. перевесить κ. пере- перевешать. II -ся βλ. перевеситься. перевеять ρ.σ.μ. 1 λιχνίζω* - всю рожь λιχνίζω όλη τη βρίζα. 2 ξαναλιχνίζω. перевивание, -Я ουδ. περιτύλιξη, περιέλι- περιέλιξη. перевивать(ся) р.δ. βλ. перевйть(ся).
пер 29 пер перевивка, -и θ. βλ. перевивание. перевидать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевиданный, βρ: -дан, ~а, ~о ρ.σ.μ. βλέπω πολλά ή επανειλημμένα. перевидеть, -вижу, -видишь ρ.σ.μ. βλέπω όλα, πολλά ή πολύ. перевинтЙТЬ, -НЧу, -НТЙШЬ,παθ. μτ χ.παρ λ θ. χρ. перевинченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. ξαναβιδώνω ή βιδώνω σε άλλο μέρος. II χαλνώ, φθείρω απο το πολύ βίδωμα. II -СЯ χαλνώ, φθεί- φθείρομαι απο το πολύ βίδωμα. перевйнчивать(ся) ρ.δ. βλ.перевинтиться). перевирать р.δ. βλ. переврать. II -ся δια- διαστρεβλώνομαι, διαστρέφομαι, παραμορφώνομαι. II (απλ.) λέγω τα περισσότερα ψέματα. • перевисать ρ.δ. βλ. перевиснуть. перевиснуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пере- перевис, ~ла, -ЛО р.σ. (απλ.) κάμπτομαι, λυγί- λυγίζω, επικρέμαμαι· ~ через перила λυγίζω το κορμί πάνω απο τα κάγκελα. перевить, -вы&, -вьёшь, παρλθ. χρ. пере- перевил, ~ла, -ло, προστκ. перевей, παθ. μτχ. перевитый, βρ: -ВЙт, ~ά, -Ο ρ.σ.μ. 1 περι- περιτυλίγω, περιελίσσω. 2 ξανατυλίγω. 3 τυλίγω όλα ή πολύ. II περιπλέκω. II -СЯ περιτυλίγο- περιτυλίγομαι, περιελίσσομαι· περιπλέκομαι, μπερδεύο- μπερδεύομαι. перевод, ~а α. 1 μετακίνηση, μεταφορά· με- μετατόπιση. 2 μετάθεση· - ПО службе μετάθεση υπηρεσιακή. 4 προαγωγή, προβίβαση· - в ПЯ- ПЯТЫЙ класс προαγωγή στην πέμπτη τάξη. 5 με- μετάφραση· - с греческого языка на русский με- μετάφραση απο τα ελληνικά στα ρωσικά. 6 απο- αποστολή χρημάτων (μέσω οργανισμών). 7 σπατά- σπατάλη. 8 το κλειδί της σιδηρ. γραμμής. II εκφρ. нет -у ή -а πάντοτε κάτι θα υπάρχει (δεν ε- εξαντλείται εντελώς). переводить1, -вожу1, -водишь р.δ. βλ. пере- перевести. II εκφρ. не -ДЯ дыхания αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, με μια ανάσα. II-СЯ βλ. перевестись. переводить* -вожу, -водишь ρ.σ.μ. οδηγώ, περιάγω (να επισκεφτούν). переВОДНЫЙ κ. переводной επ. 1 για απο- αποστολή χρημάτων· - ПОЧТОВЫЙ бланк έντυπο τα- ταχυδρομικής επιταγής· ~· вексель η συναλλαγ- συναλλαγματική. 2 μεταφρασμένος" - роман μεταφρα- μεταφρασμένο μυθιστόρημα· -ая литература μετεφρα- σμένα φιλολογικά έργα. 3 αποτυπικός, της α- αποτύπωσης· -ая бумага το καρμπόν -ЭЯ кар- ТЙна η χαλκομανία. 4 της αποστολής, της εκ- εκπομπής· - клапан βαλβίδα αποστολής ή εκπο- εκπομπής. переводческий επ. μεταφραστικός. Переводчик, -а α., -ца, ~Ы θ. μεταφραστής, -άστρια· διερμηνέας, δραγομάνος. перевоз, ~а α. 1 μεταφορά, μετακόμιση,με- τακομιδή (με μεταφ. μέσο)· - Вещей μεταφορά πραγμάτων" - леса μεταφορά ξυλείας· - через реку η μεταφορά (διαπεραίωση) απο το ποτάμι. 2 πέραμα, πέρασμα, περασιά. перевозить1, -вожу, -возишь р.δ. βλ. пере- перевезти. II -СЯ μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, με- μετακινούμαι (με μεταφ. μέσο). Перевозить2, -ВОЖУ, -ВОЗИШЬ ρ.σ.μ. μεταφέ- μεταφέρω βαθμιαία όλους ή πολλούς. II -СЯ καταλε- ρώνομαι* - В грязи καταλασπώνομαι. Перевозка, -И θ. μεταφορά, μετακόμιση (με μεταφ. μέσο). ПеревбзННЙ επ. μεταφορικός.της μεταφοράς. перевОЗОЧНЫЙ επ. της μεταφοράς· για μετα- μεταφορά· μεταφορικός. перевозчик, -а α., -ца, -Ы θ. πορθμέας, πε- περάτης. Перевозчицкий επ. του πορθμέα, του περάτη. перевозчичий, ~ья, -ье επ. βλ. перевозчи- перевозчицкий. переволакивать(ся) р.δ. βλ. переволочь-· (ся). переволновать, -ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переволнованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. ανησυχώ, φοβίζω πολύ. II -СЯ ανησυχώ πολύ, φοβούμαι. переволочить, -лочу, -лочишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переволоченный, βρ: -чен, -а, -о κ. переволочённый, βρ: -чён, -чена, -ченор. σ.μ. (απλ.) βλ. переввлочь. переволочь, -локу, -лочёшь, -локут,παρλθ. χρ. переволок, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переволоченный, βρ: -чен, -а, -о κ. пе- переволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено, επιρ. μτχ. переволокши κ. переволоча ρ.σ.μ. (απλ.) τραβώ, σέρνω, σύρω. II -СЯ σέρνομαι, σύρο- σύρομαι με δυσκολία (για άρρωστο, γέροντα κλπ.). перевооружиться) ρ.δ. βλ. перевооружить- перевооружиться). перевооружение, -я ουδ. επανεξοπλισμός. Перевооружённость, -И θ. 1 υπερεπανεζο- πλισμός. 2 ανακαίνιση, ανανέωση (εργαλείων, μέσων παραγωγής κ.τ.τ.). Перевооружить, -жу, -ЖЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевооружённый, βρ: -жён, -жена, -женб ρ.σ.μ. επανεζοπλίζω· - армию и флот επανε- ξοπλίζω το στρατό και στόλο (με νέο οπλι- οπλισμό). II εφοδιάζω με καινούρια μέσα παραγω- παραγωγής. II -СЯ επαν εξοπλίζομαι. II εφοδιάζομαι με καινούρια μέσα παραγωγής. перевоплотить, -лошу, -ЛОТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевоплощённый, βρ: -щён, -щена, -Щено ρ.σ.μ. μετενσαρκώνω. II -СЯ μετενσαρ- μετενσαρκώνομαι . Перевоплощаемость, -И θ. ικανότητα μετεν- μετενσάρκωσης .
пер 30 пер перевоплощаться) р.δ. βλ. перевоплотйть- (ся). перевоплощение, ~Я ουό. μετενσάρκωση. переворачивание, ~Я ουδ. γύρισμα, αναστρο- αναστροφή. )) ανατροπή, αναποδογύριαμα. II ξεφύλλι- σμα. II μεταλλαγή, διαφοροποίηση. 11 αναστά- αναστάτωση ψυχική. переворачиваться) р.δ. βλ. переворотйть- (ся). переворашивать р.δ. βλ. переворошить. II -СЯ αναστρέφομαι, γυρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. переворот, -а α. 1 απότομη στροφή, αλλα- αλλαγή" ανατροπή· επανάσταση· ~ В науке επανά- επανάσταση στην επιστήμη . 2 πραξικόπημα· государ- государственный - κρατικό πραξικόπημα· был Совер- Совершён ή совершился - έγινε πραξικόπημα. 3 α- αναστροφή. переворотить, -рочу, - ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевороченный, βρ: -чен, ~а, ~о ρ.σ.μ. (απλ.). 1 βλ. перевернуть A σημ.). 2 τακτοποιώ, διευθετώ. II -ся βλ. перевернуть- перевернуться. II εκφρ. душа -ЛЭСЬ πονά η ψυχή μου (λυ- (λυπούμαι ολόψυχα). переворочать ρ.σ.μ. (απλ.) ανακατεύω, α- ανακατώνω, κάνω άνω—κάτω. переворошить,~шу, -шйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переворошённый, βρ: -шён, -шена, ~шено; ρ.σ.μ. 1 γυρίζω, αναστρέφω, μεταστρέφω όλα ή πολύ· - сено γυρίζω το χορτάρι. II τακτο- τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω με τη σειρά. II επανα- επαναφέρω στη μνήμη, στο νου, ξαναθυμούμαι, 2 αλλάζω, μεταβάλλω απότομα το παν ή μέρος. перевоспитание, ~Я ουδ. αναδιαπαιδαγώγηση, αναμόρφωση. ПереВОСПИТаТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевоспитанный, βρ: -тан, -а, -о αναμορ- αναμορφώνω, αναδιαπαιδαγωγώ. Η -СЯ αναμορφώνομαι, αναόιαπαιδαγωγοΰμαι. перевоспйтывать(ся) р.δ. βλ. перевоспи- перевоспитать ся). переврать, -вру, -врёшь, παρλθ. χρ. пере- переврал, -Ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пере- вранный, βρ: -ран, -а, -о р.σ. 1 διαστρε- διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραμορφώνω. 2 (απλ.) λέ- λέγω τα περισσότερα ψέμματα" кто КОГО -врёт ποιος θα πει τα περισσότερα ψέματα απο τον άλλον. перевыбирать р.δ. βλ. перевыбрать. II ~ся επανεκλέγομαι. Перевыборный επ. της επανεκλογής· ~ая ка- МПаНИЯ καμπάνια επανεκλογής. перевыборы, -ОВ πλθ. επανεκλογές. Перевыбрать, -беру, -берешь р.σ.μ. επανε- επανεκλέγω. перевыполнение,~Я ουδ, υπερεκπλήρωση· ξε- ξεπέρασμα· - плана υπερεκπλήρωση του πλάνου. перевыполнить ρ.σ.μ. υπερεκπληρώνω· норму υπερεκπληρώνω τη νόρμα. перевыполнять р.δ. βλ. перевыполнить. II -СЯ υπερεκπληρώνομαι, ξεπερνιέμαι. перевьйчивать ρ.δ. βλ. перевьг&чить. Ι) ~оя ξαναφορτώνομαι. перевьйчить, -чу, -чишь ρ.σ.μ. ξαναφορτώ- ξαναφορτώνω* - лошадей ξαναφορτώνω τα άλογα. II ξα- ξαναφορτώνω όλους, πολλούς ή πολύ. перевязать, -вяжу", -вяжешь, · παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевязанный, βρ: -зан, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 επιδένω· ~ рану επιδένω τη,ν πληγή. 2 περιδένω" - Корзину περιδένω το καλάθι. 3 δένω συνολικά ή εν μέρει· - все КНИГИ В пачки δένω όλα τα βιβλία σε πάκα. 4 ξαναδέ- ξαναδένω" δένω διαφορετικά. II -СЯ 1 επιδένομαι· раненый сам -лея о τραυματίας μόνος του ε- πιδέθηκε. 2 δένομαι στη μέση (οσφή). перевязка, -ив. ι επίδεση· - раненых ε- επίδεση τραυματιών. 2 περίδεση. 3 ξαναδέσι- μο. 4 επίδεσμος. 5 βλ. перевязь B σημ.). перевязочный επ. ι της επίδεσης' - мате- материал υλικό επίδεσης· επίδεσμοι· ~ые сред- средства μέσα επίδεσης. 2 ουσ. θ. -ЭЯ θάλαμος επίδεσης. перевязывание, -я ουδ. επίδεση. перевязываться) р.δ. βλ. перевязать ся). ПереВЯЗЬ, ~И θ. 1 λουρί, ιμάντας* αορτή- ρας όπλου. 2 αγκωνόδεσμος, χειρολάβος· рука на -И χέρι στο χειρολάβο. ПеревЙОЛО, ~а ουδ. σύστρεμμα φυτικό για δέσιμο δεματιών. Прергар, -а α. 1 καμένο πράγμα. 2 μυρου- μυρουδιά καμένου πράγματος. 3 η άσχημη μυρουδιά απο το στόμα πιοτή, βρώμα. Перегарный επ. του καμένου πράγματος" ДЗ*Х μυρουδιά καμένου πράγματος. перегасить, -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегашенный, βρ: перегашен, -а, -о р. σ.μ. σβήνω ολοκληρωτικά ή εν μέρει· - лампы σβήνω όλες τις λάμπες. перегаснуть, -нет, παρλθ. χρ. -гас, -ла, -ЛО р.σ.μ. σβήνω αλληλοδιαδόχως όλα ή μερι- μερικώς . Перегиб, ~а α. 1 κάμψη, λύγισμα, κύρτωση. 2 σημείο κάμψης. 3 μτφ. παρέκκλιση, εκτρο- εκτροπή· παράβαση. перегибать(ся) р.δ. βλ. перегнуться). переГЙбЩИК, -а α. παραβάτης. перегладить, -аду, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переглаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 ξανασιδερώνω. 2 σιδερώνω όλα ή πολλά· всё бельё σιδερώνω όλα τα ρούχα. переглаживать ρ.δ. βλ. перегладить. II -ся ξανασιδερώνομαι. переглотать ρ.σ.μ. καταπίνω συχνά· - все
таблетки καταπίνω (παίρνω) όλα τα χαπάκια. ПереГЛушЙТЬ, -ушу, ~уШЙШЬ,па6. μτχ. παρλθ. χρ. переглушённый, βρ: -шён, -шена, -шено; ρ.σ.μ. 1 ξεκουφαίνω. 2 σκοτώνω, φονεύω,ε- φονεύω,εξοντώνω, εξολοθρεύω' ~ всю рыбу В пруду ε- ζολοθρεύω όλα τα ψάρια στη δεξαμενή. переГЛЙД, -а α. αλληλοκο '{.τάγμα.. переглядеть, -яжу, -ядйшь р.σ.μ. 1 ξανα- κοιτάζω, ξαναβλέπω. 2 κοιτάζω, βλέπω όλα ή πολλά· - все картины на выставке βλέπω ό- όλους τους πίνακες στην έκθεση. переглядка, -и θ. βλ. перегляд. переглядывание, -я ουό. βλ. перегляд. переглядываться р.δ. βλ. переглянуться. переглянуться, -янусь, -янешься р.σ. αλ- λη'λοκο ιτάζομαι, αλληλοβλέπομ'αι. перегнаивать ρ.δ. βλ. перегноить. II -ся σαπίζω, σήπομαι.. перегнить, -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. пе- перегнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе- рёгнанный, βρ: -нан, ~а, -о р.σ.μ. 1 οδη- οδηγώ, φέρω, πηγαίνω· - СКОТ на ЗИМНИе пастбИ- ща πηγαίνω τα ζώα στα χειμαδιά. II κατευθύ- κατευθύνω, (μετα)κινώ. 2 ξεπερνώ· προσπερνώ, προ- προπορεύομαι. II μτφ. υπερβάλλω, υπερβαίνω* в математике всех соучеников ξεπερνώ στα μαθηματικά όλους τους συμμαθητές. 3 κουρά- κουράζω με το πολύ τρέξιμο. 4 αποσταλάζω, λαμπι- κάρω. перегнивать р.δ. βλ. перегнить. перегнить, -гниёт, παρλθ. χρ. · перегнил, -ла, -ло р.σ. αμ. σαπίζω, σήπομαι εντελώς. перегноить, -гною, -гноишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегноённый, βρ: -гноён, -гное- -гноена, -Шоено р.σ.μ. σήπω, σαπίζω, κάνω να σα- σαπίσει όλο ή πολύ. ПереГНОЙ,-Я α. φυτογή, φυτόχωμα, χούμος, μαυρόχωμα. перегнойный επ. της φυτογής κλπ. ουσ. II περιέχων φυτογή. Перегнуть, -ГНУ, -ГНёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегнутый, βρ; -гнут, -а, -о р.σ.μ. 1 διπλώνω· - лист бумаги пополам διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυό. II λυγίζω, κ,άμπτω· голову κάμπτω το κεφάλι. 2 παρακάμπτω, λυ- λυγίζω πάνω απο το κανονικό. 3 μτφ. ενδίδω, κά- κάμπτομαι, λυγίζω, τα διπλώνω, υπείκω. II εκφρ. - палку το παρακάνω, το παραξηλώνω. II -СЯ διπλώνομαι. II (για σώμα) κάμπτομαι, λυγίζω. переговаривать р.δ. βλ. переговорить. II -СЯ συνομιλώ, κουβεντιάζω. II όιεξάγω συνο- συνομιλίες, διαπραγματεύσεις, διαπραγματεύομαι. ■ переговорить, -рю, -рЙШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. переговорённый, βρ: -рён, -рена, -рено; ρ.σ. 1 ομιλώ, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι. 2 μιλώ για όλα ή πολλά. 3 μτφ. μιλώ δυνατά, ε- εμποδίζω ν' ακουστεί η φωνή άλλου, σκεπάζω τη φωνή αλλού* υποχρεώνω να σιωπήσει. Переговорный επ. της συνδιάλεξης· - пункт международной телефонной станции τηλεφωνικό κέντρο διεθνών συνδιαλέξεων. Переговоры, ~ОВ πλθ. 1 συνομιλίες, δια- διαπραγματεύσεις. 2 συνομιλία, συνδιάλεξη· - ПО телефону τηλεφωνική συνδιάλεξη. перегодить,-гожу, -годишь р.σ. (απλ.) βλ. переждать. перегон, -а α. 1 οδήγηση, μετακίνηση· овец на летние пастбища μετακίνηση των προ- προβάτων σε θερινά βοσκοτόπια. 2 η ενδιάμεσηα- πόσταση μεταξύ δυό οδικών στάσεων η σταθμών· διαδρομή μεταξύ δυο στάσεων. 3 προσπέρασμα (οχημάτων κτ.τ.). Перегонка, -И θ. 1 μετακίνηση· - СКОТО η μετακίνηση των ζώων απο ένα μέρος σε άλλο. 2 απόσταξη. ПереГОННЫЙ επ. 1 της μετακίνησης ζώων*-ое время о καιρός (εποχή) μετακίνησης ζώων. II (για ταχύτητα δρόμου) του ξεπεράσματος, του προσπεράσματος. 2 της απόσταξης* - аппарат συσκευή απόσταξης. перегонять р.δ. βλ. перегнать. II (παλ.) παραβγαίνω στο τρέξιμο. перегораживание, -я ουδ. 1 διαχώριση. 2 φράξιμο, κλείσιμο. 3 εμπόδιση. перегораживаться) ρ.δ. βλ. перегородить- перегородиться). перегорание, -я ουδ. το κάψιμο* - элек- электрических ламп το κάψιιαο των ηλεκτρικών λα- λαμπών . перегорать, -ает р.δ. βλ. перегореть. Перегорелый επ. καμένος· παρακαμένος* -ое масло παρακαμένο λάδι. II φθαρμένος τελείως. ,ΙΙ (απλ.) βρώμικος· - спирт βρώμικη μυρουδιά οινοπνεύματος (απο το στόμα του μεθυσμένου). Перегореть, -рЙТ ρ.σ. 1 καίομαι, αχρη- αχρηστεύομαι απο το κάψιμο· лампа -ла η λάμπα κάηκε. 2 αποτεφρώνομαι* дрова В печке -ЛИ τα καυσόξυλα στη θερμάστρα κάηκαν. II (για αισθήματα, συγκίνηση κ.τ.τ.)· περνώ, σβήνω, εκλείπω* περνά η φούρια. 3 (για φαγητό) καί- καίγομαι λίγο* МЯЪо -ЛО το κρέας κάηκε λίγο. 4 σαπίζω, χωνεύω* навоз ~ёл η κόπρος χώνεψε. перегородить, -рожу, -родишь, παθ. μτχ. пе- перегороженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 δια- διαχωρίζω, μεσοχωρίζω· - комнату μεσοχωρίζω το δωμάτιο. 2 φράζω, κλείνω. II μτφ. εμποδίζω. II -СЯ διαχωρίζομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. ПерегорОДКа, ~И θ. διάφραγμα* - НОСа το ρινικό διάφραγμα. II ( δια) χώρισμα· μεσοχώ- ρισμα, διατο'ιχισμα, μεσότοιχος. II μτφ. δια- διαχωρισμός, φραγμός* УНИЧТОЖИТЬ СОСЛОВНЫе -И καταργώ τις διακρίσεις των κοινωνικών στρω-
пер 32 пер .ματων. Перегородочный επ. του διαφράγματος, του μεσοχωρίσματος κλπ. ουσ. Перегорчить, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегорчённый, βρ: -чён, -чена, -чено; ρ.σ.μ. (για τροφή) παραπικρίζω. перегостить, -гощу, -гостишь р.σ. (απλ.) 1 φιλοξενούμαι.. 2 φιλοξενούμαι σε όλους η. σε πολλούς. II μένω φιλοξενούμενος πολύ, το παρακάνω. Переграфить, -флю, -фйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переграфлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. 1 ξαναριγώνω, ξαναχαρακώνω. 2 ριγώ- ριγώνω πολύ, πολλά· - ВСЮ бумагу ριγώνω όλο το χαρτί. перегребать р.6. βλ.перегрести. 1! -ся σω- σωριάζω, συσσωρεύω με την αρπάγη. перегрев, -а α. υπερθέρμανση, παραζεσταμα. перегревание, -я ουδ. βλ. перегрев. перегрева'ть(ая) р.δ. βλ. перегрёть(ся). перегрести, -гребу, -гребёшь, παρλθ. χρ. перегрёб, -гребла, -ЛО р.σ.μ. 1 συσσωρεύω, με την αρπάγη. 2 συσσωρεύω όλο ή πολύ1 - всё сено συσσωρεύω με την αρπάγη όλο το χόρ- χόρτο. 3 ξεπερνώ στην κωπηλασία. Перегретый επ. απο μτχ. (τεχ.) υπερθερμα- σμένος. перегреть, -его, -ёешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегретый, βρ: -рет, -а, -о ρ.σ.μ. υ- περθερμαίνω, παραζεσταίνω. II -СЯ υπερθερ- μαίνομαι, παραζεσταίνομαι. Перегружатель, -Я α. μηχάνημα μεταφόρτω- μεταφόρτωσης, μεταφορτωτής. перегруайть( ся) ρ. δ. βλ. перегрузите ся). перегруженность κ. перегруженность, -и θ. υπερφόρτωση, παραφόρτωση. перегрузить, -ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. перегружённый, βρ: -жён, -жена, -жено' р. σ.μ. 1 μεταφορ,τώνω. 2 υπερφορτώνω, παραφορ- παραφορτώνω. П μτφ. επιφορτίζω. II μτφ. παραγεμίζω, εξογκώνω, παραφουσκώνω. II -СЯ 1 μεταφορτώ- νομαι. 2 υπερφορτώνομαι, παραφορτώνομαι. II μτφ. επιφορτίζομαι. перегрузка, -И θ. 1 μεταφόρτωση. 2 υπερ- υπερφόρτωση, παραφόρτωση. II μτφ. επιφόρτιση перегрузочный επ. μεταφορτωτικός, της με- μεταφόρτωσης· -ые работы εργασίες μεταφόρτω- μεταφόρτωσης" - механизм μηχανισμός μεταφόρτωσης. перегруппировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. перегруппированный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. ανασυντάσσω., ανασυγκροτώ, ανασυν ιστώ. II -СЯ ανασυντάσσομαι, ανασυγκροτούμαι,, ανασυνίστα- μαι. перегруппировка, -И θ. ανασύνταξη, ανασυ- ανασυγκρότηση, ανασύσταση. перегруппировываться) р.б. βλ. перегруп- перегруппировать ся). перегрызать(ся) р.δ. βλ. перегрызть(ся). перегрызть, -ызу, -ызёшь, παρλθ. χρ. пе- перегрыз, -ла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе- перегрызенный, βρ: -зен, -а, -О р.σ.μ. 1 κα- κατατρώγω' περιτρώγω. 2 δαγκώνω· κόβω· ВОЛК -ЫЗ овец о λύκος κατάκοψε τα πρόβατα. 3 τρωγαλίζω, ροκανίζω (για πολλά ή όλα). II -СЯ (για ζώα) αλληλοδαγκώνομαι, αλληλοτρώγομαι. II μτφ. μαλώνω, καβγαδίζω* τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά. перегрязнить, -НИ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегязнённый, βρ: -знён, -нена, -нено ρ.σ.μ. λερώνω (όλα ή πολλά)· - все носовые платки λερώνω όλα τα μαντήλια της μύτης. II -СЯ λερώνομαι, καταλερώνομαι. перегубить, -убЛЙ, -убИШЬ, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. перегубленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. καταστρέφω ολοκληρωτικά ή μερικά. перегуд, ~а α. σφύριγμα συνεχές της σει- σειρήνας. перегуливать р.δ. βλ. перегулять. перегулЙТЬ р.σ. παρακάνω περίπατο. перед κ. передо πρόθ. με οργν. 1 μπροστά, εμπρός, ενώπιον, έμπροσθεν, προ· ОН СТОЙЛ передо мной αυτός καθότανε μπροστά μου" пе- перед ним вдруг появился его отец μπροστά του ξαφνικά εμφανίστηκε ο πατέρας του" не ОТ- ступать - трудностями δίν υποχωρώ μπροστά στις δυσκολίες· ИЗВИНИТЬСЯ ~ учителем ζητώ συγγνώμη απο το δάσκαλο· ОН НИЧТО - НИМ αυ- αυτός δεν είναι τίποτε μπροστά σ' αυτόν. 2 πριν, προ, προτού· это было - моим посту- поступлением В школу αυτό συνέβηκε πριν αρχίσω να πηγαίνω στο σχολείο· - замужеством πριν την παντρείά· - едой принимала лекарство αυ- αυτή πριν το φαγητό έπαιρνε φάρμακο. II νωρί- νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγούμενα· ОН приехал - нами αυτός ήρθε νωρίτερα απο μας. 3 τιρος, για· ДОЛГ - рОДИНОЙ το καθήκο προς την πα- πατρίδα. перёд, переда, πλθ. переда α. ι το μπρο- μπροστινό μέρος· - дома το μπροστινό μέρος του σπιτιού. 2 το μπροστινό μέρος των μποτών. передавать ся) р.δ. βλ. передаться). передавить, -давлю, -давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передавленный, βρ: -лен, -а, -о; ρ.σ.μ. θλίβω,,πατώ, ζουπίζω όλα ή πολλά. передаривать р.δ. βλ. передарить. Передарить, -арй, -арИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передаренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ. I δωρίζω βαθμιαία όλα ή πολλά. 2 μεταδωρίζω. передаточный επ. μεταδοτικός, της μετάδο- μετάδοσης· -ые рёмни λωριά μετάδοσης της κίνησης. II της διαβίβασης" - пункт κέντρο διαβιβά-
пер 33 пер σεων· -ая надпись (οικον.) οπισθογράφηση. Передачник, ~а α. 1 о παραδότης. 2 πο- πομπός· КОРОТКОВОЛНОВЫЙ - πομπός βραχέων κυ- κυμάτων . ПереДЙТЧИЦа, -Ы θ. η μεταδότρια. передать, -дам, -дашь, -даст, -дадим,-да- -дадим,-дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пере- переданный, βρ: -ДЭН, -а, -О р.σ.μ. 1 μεταδίνω· - друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον С рук на руки μεταδίνω απο χέρι. σε χέρι. II εγχειρίζω, δίνω στα χέρια· - записку δίνω το σημείωμα στα χέρια» II μεταβιβάζω, μεταφέ- μεταφέρω· - свой права наследникакм (παλ.) μετα- μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους. II στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω* - МЯЧ на правую ПОЛОВИНУ ПОЛЯ στέλλω την ποδόσφαιρα στο δε- δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα απο το κέντρο). 2 ανακοινώνω· - известие μεταδίνω την είδη- είδηση. II διαβιβάζω* -ёйте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου. II εκθέτω· διατυπώνω* ερμηνεύω· правильно -ал мысль а*втора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα. 3 αναπαρασταίνω, απεικονίζω. II μεταδίνω . (με διάφορα μέσα)· - ПО семафору μεταδίνω με το σηματοδότη* - концерт по телевидению μετα- μεταδίνω συναυλία απο την τηλεόραση. II διαδίνω* - инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση. 4 παραδί- παραδίνω* - дело В суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο. 5 πληρώνω παραπάνω* - три ру- рубли при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσό- περισσότερα στο αγόρασμα. II (παλ.) βάζω, προσθέτω παραπάνω. II -СЯ 1 μεταδίνομαι, μεταβιβάζο- μεταβιβάζομαι* ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδό- μεταδόθηκε απο γενεά σε γενεά. 2 παραδίνομαι* Ηθ- прийтельский батальон -лея нам το εχθρικό τάγμα παραδόθηκε σε μας. Передача, -И θ. 1 μετάδοση. 2 μεταβίβαση. 3.διαβίβαση. 4 αναπαράσταση, απεικόνιση. 5 παράδοση. 6 εκπομπή (ράδιου, τηλεόρασης). 7 δέμα, πακέτο για ασθενή ή φυλακισμένο. 8 (τεχ.) μετάδοση κίνησης* ремённая - μετάδο- μετάδοση της κίνησης με λωρί. передваивать ρ.δ. βλ. передвоить. II -ся διβολίζομαι передВЙГаНИе, -Я ουδ. μετακίνηση* μετατό- μετατόπιση* μετάθεση* μεταφορά, αναβολή. передвигать р.δ. βλ. передвинуть. II -ся μετακινούμαι απο ένα μέρος σε άλλο. Передвижение, -Я ουδ. μετακίνηση* μεταφο- μεταφορά* - ВОЙСК μετακίνηση στρατευμάτων. Передвижка, -И θ. 1 μετακίνηση. 2 μέσο κινητά· библиотека— κινητή βιβλιοθήκη. II κινητός κινηματογράφος. передвижник, -а α. (παλ.) καλλιτέχνης πε- περιοδεύων . передвижничество, -а ουδ. (παλ.) περιοδεία καλλιτεχνών με ζωγραφικούς πίνακες. передвижной επ. 1 κινητός, περιφορητός. 2 περιοδεύων* ~ Τβέτρ περ'ιοδεύων θίασος. передвинуть р.σ.μ. 1 μετακινώ· μετατοπί- μετατοπίζω* μεταθέτω* μεταφέρω* - часовые стрелки μετακινώ τους δείχτες του ωρολογίου*- ВОЙС- ка К границе μετακινώ τα στρατεύματα προς τα σύνορα. II μεταθέτω (απο μια υπηρεσία σε άλλη). 2 μεταφέρω (προθεσμία, ημερομηνία κ. τ.τ.), αναβάλλω. II -ОЯ μετακινούμαι* μετα- μεταφέρομαι. передВЙТЬ, -ВОЮ, -ВОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передвоённый, βρ: ~оён, -оена, -оено бь- βολίζω, δευτερώνω. Передел? ~а α. ζαναμοίρασμα, αναδιανομή, ανακατανομή· ξαναχώρισμα. II διαχώρισμα (δω- (δωματίου κ.τ.τ.). передел* -а α. (τεχ.)· επεξεργασία, λιώ- λιώσιμο πέραν του απαιτούμενου. переделать р.σ.μ. 1 μεταποιώ* - костюм μεταποιώ το κοστούμι. II μτφ. αλλάζω, μετα- μετατρέπω, αλλοιώνω, μεταβάλλω* - СВОЙ характер αλλάζω το χαρακτήρα μου. II διασκευάζω* - ро- роман В пьесу διασκευάζω το μυθιστόρημα σε θεατρικό έργο. 2 φτιάχνω, κάνω (όλα ή πολ- πολλά). II -СЯ αλλάζω, διαφοροποιούμαι. переделить, -делю, -делишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переделённый, βρ:*^πβΗ, -лена, -лено р. σ.μ. 1 ξαναμοιράζω, ξαναχωρίζω, ξαναδιαιρώ* αναδιανέμω, ανακατανέμω. 2 διατοιχίζω, χω- χωρίζω με μεσότοιχο. II -СЯ ξαναμοιράζομαι, ξα- ναχωρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. переделка, -И θ. 1 μεταποίηση, επιδιόρθω- επιδιόρθωση. 2 αλλαγή, μετατροπή* διαφοροποίηση. II .διασκευή (έργου). 3 μπελάς, σκοτούρα, στε- στενοχώρια, δυσχέρεια· ταραχή. II εχφρ. попасть в -у, побывать В -е πέφτω, βρίσκομαι σε μπελάδες, έχω πολλές σκοτούρες. Переделочный επ. της μεταποίησης, της ε- επιδιόρθωσης* -ая мастерская συνεργείο επι- επιδιορθώσεων (ή επισκευών). переделывание, -Я ουδ. μεταποίηση, επιδι- επιδιόρθωση. переделывать(ся) р.δ. βλ. передёлать(ся). Передельный επ. (τεχ.) της επεξεργασίας. переделйть(ся) ρ.δ. βλ. переделйть(ся). передёргивание, -Я ουδ. 1 τράβηγμα, σύρ- σύρσιμο. 2 διαστρέβλωση, διαστροφή, παραμόρφωση. передёргивать(ся) ρ.δ. βλ. передёрнуть- передёрнуться). передержать, -держу, -держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передержанный, βρ: -жан, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 παρακρατώ, διατηρώ, κρατώ πέραν του δέοντος. Η εκφρ. - экзамен ξαναδίνω ε-
пер 34 пер ζετάσεις. передерживаете, -я ουδ, βλ. передержка1 A σημ.)· передерживать р.δ. βλ. передержать. II ~ся παρακρατιέμαι, διατηρούμαι πέρα απο το κα- κανονικό. Передержка? -И θ. 1 παρακράτημα, διατήρη- διατήρηση περά απο το κανονικό. 2 ξανάδοση εξετά- εξετάσεων. Передержка? -И Θ. λοβιτούρα, κατεργαριά, ματσαραγκιά, ψευτιά. передёрнуть р.σ. 1 μ. τραβώ, σύρω, κινώ, μετακινώ· - ВС5ЖЖИ τραβώ τα χαλινά. 2 κάνω μορφασμούς, συσπώ, κινώ σπασμωδικά. 3 μ.τφ. (χαρτπ.) τραβώ, παίρνω κρυφά χαρτί. II μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, παραμορφώνω. II -СЯ συσπώμαι, κάνω σπασμωδική κίνηση. II διαστρέ- διαστρέφομαι, διαστρεβλώνομαι, παραμορφώνομαι. передирать р.δ. βλ. передрать. ПереДЯСЛОКаЦИЯ, -И θ. (στρατ.) ανακατάτα- ανακατάταξη, αναδιάταξη. передислоцировать, -руго, -руешь р.σ.μ. (στρατ.) κάνω νέα διάταξη, αλλάζω τη διάτα- διάταξη· ανακατατάσσω. II -СЯ ανακατατάσσομαι, υ- πόκειμαι σε νέα διάταξη. переДКОВЫЙ επ. 1 μπροστινός» 2 του δίτρο- δίτροχου. 3 του φιδιού. передневать, -днюю, -днюешь р.σ. (απλ.) περνώ τη μέρα, διημερεύω. передний επ. μπροστινός, εμπρόσθιος· -ие НОГИ лошади τα μπροστινά πόδια του άλογου· -ее колесо о μπροστινός τροχός. II εχφρ. - Край (στρατ.) η πρώτη γραμμή. Передник, -а α. ποδιά, μπροστέλα. Передняя, -ей θ. προθάλαμος. передо (.άτονο) βλ. перед. передобеденный επ. βλ. предобеденный. передоверить р.σ.μ. εμπιστεύομαι σε άλ- άλλον, μετεμπιστεύομαι. II παραδίνω τα καθήκο- καθήκοντα ή την πληρεξουσιότητα. передоверять р.δ. βλ. передоверить. И ~ся εμπιστεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Передовик, -а α., πλθ. -И,-ОВ πρωτοπόρος, -α, μπροστάρης· -Й производства πρωτοπόροι της παραγωγής. Передовица, -Ы θ. κύριο άρθρο εφημερίδας, περιοδικού. Передовой επ. 1 (κυρλξ. к. μτφ·) πρωτοπό- πρωτοπόρος, προπορευόμενος* -ая лошадь το προπο- προπορευόμενο άλογο' -ая наука πρωτοπόρο επιστή- επιστήμη. Π προηγμένος* -άθ страны οι προηγμένες χώρες. II προοδευτικός· - человек προοδευτι- προοδευτικός άνθρωπος· -ые идеи προοδευτικές ιδέες. 2 μπροστινός, πρώτος· -ые ПОЗИЦИИ ЛИНИИ οι πρώτες θέσεις της γραμμής' - ПОСТ η προφυ- προφυλακή* - отряд η εμπροσθοφυλακή. 3 ουσ. -ая, -ОЙ θ-, πλθ. -ые, -ЫХ οι πρώτες θέσεις γραμ- γραμμής. 4 ουσ. θ. -ая, ~<5й κύριο άρθρο (εφη- (εφημερίδας, περιοδικού). II εκ φρ. -ая ПОЗИЦИЯ (στρατ.) η πρώτη γραμμή* -ая статьи το κύ- κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού). передоить, -ДОЮ, -ДОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передоенный, βρ: -доен, -а, -о р.σ.μ. αρμέγω" - всех коров αρμέγω όλες τις αγελά- αγελάδες. передок, -дка α. 1 το μπροστινό μέρος του αμαξιού ή του ελκήθρου. 2 δίτροχο όχημα. 3 το ψίδι. Передом επίρ. (διαλη.ϊ εμπρός, μπροστά. передопрашивать р.δ. βλ. передопросить. II -СЯ ανακρίνομαι ξανά. Передопрос, -а α. η εκ νέου ανάκριση ή ε- ερώτηση . передопросить, -прошу, -просишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передопрошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. ανακρίνω ξανά. II (απλ.) ανακρίνω ό- όλους ή πολλούς. передохнуть, -нет, παρλθ. χρ. передох,-ла, -ло р.σ. ψοφώ (για όλα ή πολλά)· у Нас все ЦЫПЛЯТа -ли μας ψόφησαν όλα τα πουλάκια. Передохнуть, -ну, -Нёшь р.σ. 1 αναστενά- αναστενάζω· ОНИ Глубоко -ла αυτή βαθιά αναστέναξε. 2 ξανασαίνω, παίρνω μια ανάσα, ξεκουράζο- ξεκουράζομαι λιγάκι. Передразнивание, -Я ουδ. κορόιδευμα, πεί- πείραγμα, εξερέθιση. передразнивать ρ.δ. βλ. передразнить. передразнить, -азнго, -аэнишь р.σ. κοροϊ- κοροϊδεύω, πειράζω, ερεθίζω. передрассветный επ. βλ. предрассветный. передрать, -деру, -дерёшь, παρλθ. χρ. пе- передрал, -ла, -Ло ρ.σ.μ. 1 κατασχίζω· κατα- κατασπαράζω (όλα, πολλά). II (απλ.) φθείρω, χαλ- χαλνώ" - МНОГО брюк χαλνώ πολλά παντελόνια. 2 μαστιγώνω. II -СЯ μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώ- τσακώνομαι . передремать, -дремлю, -дремлешь ρ.σ. κοι- κοιμούμαι λίγο, μισοκοιμούμαι, τον κλέβω λί- λίγο· λαγοκοιμούμαι. передрогнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пе- передрог, -ла, -ло р.σ. ξεπαγιάζω, μαργώνω, τρέμω (τουρτουρίζω) απο το κρύο. передружить, ~жу, -жйшь ρ.σ.μ. συμφιλιώ- συμφιλιώνω (όλους, πολλούς, με όλους) . II -СЯ συμφι- συμφιλιώνομαι (με όλους, πολλούς). Передряга, -И θ. δυσχέρεια, μπελάς, σκο- σκοτούρα' πονοκέφαλος. передумать р.σ. 1 αλλάζω (μεταβάλλω) γνώ- γνώμη, αλλαξογνωμώ. 2 μτφ. σκέφτομαι (για ό- όλους, ηολλοΰς, πολλά, όλα). передумывать ρ.δ. μεταβάλλω γνώμη, αλλα- αλλαξογνωμώ· βλ. к. передумать.
пер 35 пер Передушить, -ушу, -ушИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передушенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. πνίγω, στραγγαλίζω (όλους, πολλούς). передых, ~а (-у) α. (απλ.) βλ. передышка. передыхать р.6. βλ. передохнуть. передышка, -И θ. ανάπαυλα, διαλειμματάκι, διακοπή, παύση* ανάσα· ему ОН не давал -и αυτός δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα, δεν τον άφηνε σε στασιό ή σε χλωρό κλαρί· орудия СтрелЙЛИ без -И τα πυροβόλα έβαζαν ακατά- ακατάπαυστα. перееда^Ше, ~Я ουδ. παραφάγωμα. II διά- διάβρωση, φάγωμα. переедать р.δ. βλ. переесть. переезд, -а α. 1 πέρασμα, διάβαση, δίοδος. 2 μετοίκηση· μετακόμιση, κουβάλημα. 3 δια- διασταύρωση οδική· πέρασμα, διάβαση. 4- στάση, η απόσταση μεταξύ δυό στάσεων. Переездной επ. της διάβασης, του περάσμα- περάσματος" -ые пути μέρη διάβασης οδών. переездный επ. βλ. переездной. переезжать р.δ. βλ. переехать. переесть, -ем, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. переел, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перееденный, βρ: -ден, -а, -О, προστκ. переешь р.σ. 1 αμ. παρατρώγω" ребёнок ~ёл το παιδάκι παράφαγε. 2 κατα- κατατρώγω, τρώγω όλο, πολύ. 3 μ·, διαβιβρώσκω ή τρώγω· ржавчина -ла железный обруч η σκου- σκουριά έ,φαγε το σιδερένιο στεφάνι. переехать, -еду, -едешь ρ.σ. ι διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι (με μεταφ. μέσο). 2 μετοι- μετοικώ" μετακομίζομαι. 3 μ. πατώ, συνθλίβω, περ- περνώ* троллейбус -ал упавшего человека το τρό- τρόλεϊ πάτησε τον άνθρωπο, που έπεσε. пережаривать(ся) р.δ. βλ. пережарить(ся). Пережарить ρ.σ.μ. 1 παρατηγανίζω· παρακα- βουρδίζω* παρατσιγαρίζω* - МЯСО παρακαβουρ— δίζω το κρέας* - рыбу παρατηγανίζω τα ψάρια. 2 καβουρδίζω, γιαχνίζω' τηγανίζω" - лук С маркОВКОЙ καβουρδίζω το κρεμμύδι με τα κα- καρότα. II -СЯ 1 παρατηγανίζομαι· παρακαβουρ- δίζομαι κλπ. ρ. μ. 2 καίγομαι" - на СОЛНЦе καίγομαι στον ήλιο. пережать1, -жму, -жмёшь, παρλθ. χρ. пере- пережал, -ла, -ЛО р.σ.μ. στίβω (όλα, πολλά). пережать* -жну, -жнёшь ρ,σ.μ. θερίζω (όλο ή πολύ)· - ВСЮ пшеницу θερίζω όλο το σιτάρι. переждать, -жду, -ждёшь, παρλθ. χρ. пере- переждал, -ла, -ло р.σ. περιμένω να περάσει· ДОЖДЬ περιμένω να περάσει η βροχή. II περι- περιμένω, αναμένω, καρτερώ. пережевать, -жую, -жуёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. μασώ καλά, εντελώς" - пишу μασώ καλά την τροφή. Пережёвывание, -Я ουδ. πλήρες μάσημα. пережёвывать р.δ.μ. 1 βλ. пережевать. 2 ζαναμασώ, αναμηρυκάζω. 3 μτφ. λέγω, επανα- λαβαίνω (αναμασώ) τα ίδια και τα ίδια.II -СЯ μασιέμαι καλά, εντελώς. пережелтить, ~лчу\ -лтйшь ρ.σ.μ. παρακι- τρινίζω, κάνω κάτι πολύ κίτρινο. ПережеНЙТЬ, -жеНЮ, -жёнИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. пережененный, βρ: -нен, -а, -о р.σ.μ. παντρεύω (όλους ή πολλούς)* отец -ЙЛ всех его детей о πατέρας πάντρεψε όλα τα παιδιά του. II -ОЯ παντρεύομαι (για όλους, πολλούς). пережечь, -жгу, -жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. пережёг, -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. пережжённый, βρ: -жжён, -жжено, -жжено, р. σ.μ. 1 παρακαίω* υπερθερμαίνω* - кофе παρα- ψήνω τον καφέ. II καταστρέφω, αχρηστεύω* электрическую Лампу καίω την ηλεκτρική λά- λάμπα* - предохранитель καίω την(ηλεκτρική) α- ασφάλεια. 2 καίω (όλα, πολλά)· - все Дрова καίω όλα τα καυσόξυλα. 3 (για καύσιμα, ηλε- ηλεκτρική ενέργεια)* παρακαίω, καίω περισσότε- περισσότερο του κανονικού. 4 κόβω με τή φωτιά* верёвку καίω την τριχιά για να την κόψω. 5 μετατρέπω με τη φωτιά* - дрова В угол κάνω τα καυσόξυλα κάρβουνα. переживание, -Я ουδ. 1 δοκιμασία. 2 ψυ- ψυχική ταραχή* συγκίνηση· καρδιοχτύπι. 3 (παλ.) βλ. пережиток. <г переживать р.δ. 1 βλ. пережить B, 3, 4 σημ.). 2 ταράσσομαι, ανησυχώ, αγωνιώ· υπο- υποφέρω ψυχικά, συγκινούμαι. II -СЯ αγωνιώ, συ- συγκινούμαι . пережЙГ, -а α. υπερθέρμανση, κάψιμο υπερ- υπερβολικό. II αχρήστευση απο το πολύ κάψιμο" - лампы το κάψιμο της λάμπας. II κατανάλωση θερμαντικής ενέργειας πέραν-του κανονικού. пережигание, -я ουδ. βλ. пережиг, пережигёть ρ.δ. βλ. пережечь. II -ся παρα- καίγομαι. υπερθερμαίνομαι κλπ. ρ.μ. βλ. пе- режёчь. ПереЖИ.ТтДкие, -Я ουδ. αναμονή. пережидать р.δ. βλ. переждать. пережим, -а α. (ορυκτ.) συμπίεση των φλε- φλεβών ή στρωμάτων. Пережитое, -ОГО ουδ. οι δοκιμασίες στη ζωή, τα βάσανα της ζωής. пережиток, -тка α. επιβίωση· υπόλειμμα· -И Прошлого ή Старины παλαιά υπολείμματα· -И старого быта υπολείμματα παλαιού τρόπου ζω- ζωής· -И капитализма В сознании ЛЮДёЙ υπο- υπολείμματα του καπιταλισμού στη συνείδηση των αν Ορώπων. пережЙТОЧНЫЙ επ. παλαιός, που εναπόμεινε, η εναπόλειψε· -ые явления παλαιά (εναπο- (εναπομείναντα) φαινόμενα· -ые формы земледелия
пер 36 пер παλαιές μορφές καλλιέργειας. перелить, -живу, -живёшь, παρλθ. χρ. пе- пережил, -жила, пережило, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о ч. пережи- пережитый, βρ: ~жйт, -А, -о р.σ. ι ζω· больной не -живёт ночь о άρρωστος δε θα ζήσει ως το πρωί. 2 ζω περισσότερο απο ένα άλλον. II. τρώγω το ψωμί μου· χάνω· писатель -ЙЛ СВОЮ литературную слову о συγγραφέας έχασε τη λογοτεχνική του δόξα. 3 επιζώ, επιβιώνω. II υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ* - УДар судьбы αντέχω στο χτύπημα της τύχης (στα βάσανα). 4 δοκιμάζω, υφίσταμαι· Я -ЙЛ МНОГО υπόφερα (πέρασα) πολλά· - кризис περνώ κρί- κρίση· ~ сильные огорчения περνώ μεγάλες πίκρες. II εκφρ. - (самого) себй α) αποθανατίζω τον εαυτό μου. β) χάνομαι, σβήνω, παρακμάζω. пережог, ~а α. 1 (απλ.) κάψιμο· - элект- электроламп κάψιμο των ηλεκτρικών λαμπών. 2 (για καύσιμη ύλη ή ηλεκτρ. ενέργεια) κατανάλωση πέρα απο το κανονικό. 3 υπερθέρμανση (μετάλ- (μετάλλου) . перезабыть, -буду, -будешь р.σ.μ. ξεχνώ, λησμονώ (όλους, πολλούς, τα πάντα)· Я всё -ЫЛ όλα τα ξέχασα. И -СЯ ξεχνιέμαι, λησμο- λησμονιέμαι* ВСё -ЛОСЬ όλα ξεχάστηκαν. перез клад, ~а α. (παλ.) βλ. перезалог. перезакладывать р.δ. βλ. перезаложить. II -СЯ μπαίνω ξανά ως ενέχυρο. перезаключать ρ.δ. βλ. перезаключить. II ~ОЯ ξανακλείνομαι. Перезаключение, -Я ουδ. ξανακλείσιμο* α- ανανέωση* - соглашения ξανακλείσιμο συμφω- ν ίας. перезаключить, ~чу\ -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезаключённый, βρ: -чён, -чена, -ченб ρ.σ.μ. ξανακλείνω· ανανεώνω* - договор ξα- ξανακλείνω συμφωνία. перезалог, -а α. εν εχυρ ίαση εκ ν έου. Перезаложить, -ОЖу, -ОЖИШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. перезаложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. ενεχυριάζω ξανά. Перезанимать р.σ.μ. (απλ.) δανείζομαι απο όλους, απο πολλούς. II -СЯ ασχολούμαα πολύ, πέρα απο το κανονικό (για πνευματική εργα- εργασία) . перезанять, -займу, -займёшь, παρλθ. χρ. перезанял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезанятый, βρ: -нят, -а, -о, μτχ. παρλθ. χρ. перезанявший р.σ.μ. δανείζομαι για λο- λογαριασμό άλλου. перезаразить, -ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезаражённый, βρ: -жён, -жена, ~жен<5 р.σ.μ. μολύνω όλους, πολλούς. перезарядить, -ряжу, -рядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезаряженный, βρ: -жен, -а, -о κ. перезаряжённый, βρ: -жён, -жена, -жено; р.σ.μ. ξαναγεμίζω* ξαναφορτίζω* - фотоаппа- раз·; ξαναβάζω φιλμ στη φωτογραφική μηχανή·- аккумулятор ξαναγεμίζω τον ηλεκτρικό συσ- συσσωρευτή. II -СЯ ξαναγεμίζω, ξαναφορτίζομαι. Перезарядка, -И θ. ξαναγέμισμα· ξαναφόρ- τιση. перезаряжание, -я ουδ. βλ. перезарядка. перезаряжйть(ся) ρ.δ. βλ. перезарядйть(ся). перезаряжение, -я ουδ. βλ. перезарядка перезаряженный κ. перезаряжённый επ. απο μτχ. ξαναγεμισμένος, ξαναφορτισμένος. Перезахоронение, -Я ουδ. μετεντάφιση, με- τενταφιασμός. перезахоронить, -ронга, -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезахороненный, βρ: -нен, -а, -Ο ρ.σ.μ. μετενταφιάζω. Перезванивание, -Я ουδ. 1 κωδωνοκρουσία. 2 ήχος, κρότος. перезванивать р.δ. 1 βλ. перзвонить. 2 χτυπώ (κρούω) όλες τις καμπάνες. 3 (για κα- καμπάνες) ηχώ, κροτώ. II -СЯ 1 βλ. перезво- НЙТЬСЯ. 2 κρούομαι. 3 ηχώ, κροτώ. перезвон, -а α. βλ. перезванивание. перезвонить, -ню, -нйшь р.σ. 1 ξανατηλε- φωνώ* ξανακαλώ* ξανακουδουνίζω. 2 τηλεφωνώ (σε όλους, πολλούς ή απο πολλά τηλέφωνα). II -СЯ τηλεφωνούμαι. Перездороваться р.σ. -χαιρετιέμαι (με ό- όλους, με πολλούς)* αλληλοχαιρετιέμαι. перезимовать, -муго, -муешь р.σ. διαχειμά- διαχειμάζω, ξεχειμάζω, ξεχειμονιάζω, παραχειμάζω. 2 (για ζώα, φυτά) αντέχω στο ψύχος του χειμώνα. Перезимовка, -И θ. διαχείμαση, ξεχείμασμα, ξεχειμώνιασμα* παραχείμασμα. перезимовывать р.δ. βλ. перзимовать. 'перезнакомить, -млго, -мишь р.σ.μ. γνωρίφ, συσταίνω (όλους, πολλούς) . II -СЯ γνωρίζο- γνωρίζομαι, συσταίνομαι (με όλους, πολλούς). Перезол, -а α. παραβυρσόδεψη*φθορά, χάλα- χάλασμα. Перезолить, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезолённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. βυρσοδεψώ πάνω απο το κανονικό* φθεί- φθείρω, χαλνώ* - кожу παραβυρσοδεψώ το δέρμα. II -СЯ παραβυρσοδεψουμαι * φθείρομαι, χαλνώ. перезолотить, -лочу, -лотйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезолоченный βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 επιχρυσώνω ξανά. 2 επιχρυσώνω (ό- (όλα, πολλά). Перезревание, -Я ουδ. υπερωρίμαση, παραγί- νωμα. перезревать р.δ. βλ. перезреть перезрелость, -и θ. βλ. перезревание. перезрелый επ. υπερώριμος, παραγινωμένος. перезреть, -зрею, -зреешь ρ.σ. υπερωριμά-
пер 37 пер ζω, παραγι/νομαι. Перезябнуть р.σ. ξεπαγιάζω, μαργώνω. переиграть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переигранный, βρ: -ран, -а, -о. 1 ξαναπαί- ξαναπαίζω. 2 παίζω (όλα, πολλά)· труппа -ла весь СВОЙ репертуар о θίασος έπαιξε ολο το δρα- δραματολόγιο (ρεπερτόριο) του. 3 παίζω υπερ- υπερβολικά, παραπα'ιζω. 4 (ξε)περνώ στο παιγνίδι· κερδίζω. 5 (θεατρ.) υποδύομαι το ρόλο υπερ- υπερφυσικά. Переигрывание, -Я ουδ. ξαναπα'ιξιμο. переигрывать ρ.δ. βλ. переиграть. II -оя ξαναπαίζομαι* пьеса -лась το (θεατρικό) έρ- έργο ξαναπαίζονταν. переизбирать ρ.δ. βλ. переизбрать. II -оя ξαναεκλέγομαι, επανεκλέγομαι. переизбрание, -Я ουδ. επανεκλογή, ξανα- εκλογή. переизбрать, -беру, -берёшь, παρλθν χρ· переизбрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переизбранный, βρ: -бран, -а, -О р.σ.μ. ε- επανεκλέγω, ξαναεκλέγω* - председателя επα- επανεκλέγω τον πρόεδρο· - партбюро επανεκλέγω το κομματικό γραφείο. переизбыток,-тка α. πλεόνασμα· υπερεπάρ- υπερεπάρκεια. переиздавать ρ.δ. βλ. переиздать. "II -оя επανεκδίδομαι. переиздание, -я ουδ. επανέκδοση. переиздать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. -дал, -ла, -ло; προστκ. переиздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Пе- рейзданный, βρ: -дан, -а, и. -а, -о р.σ.μ. επανεκδίδω. переименование, -Я ουδ. μετονομασία· УЛИЦЫ μετονομασία της οδού. переименовать, -нуга, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переименованный, βρ: -ван, -а,-о ρ.σ,μ. μετονομάζω* - город μετονομάζω την πόλη. II -СЯ μετονομάζομαι. переименовываться) р.δ. βλ. переимено- переименоваться) . ПереЙМЧИВОСТЬ, -И θ. ικανότητα άμεσης α- αντίληψης, το αντιληπτικό· οζύνοιά. переимчивый επ., βρ: -чив, -а, -О αντιλη- αντιληπτικός, οξείας αντίληψης. Переиначиваете, -Я ουδ. μεταλλαγή, μετα- μεταβολή, μετατροπή· διαφοροποίηση. переиначивать р.δ. βλ. переиначить. II -ся μεταλλάσσομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι· διαφοροποιούμαι. Переиначить р.σ.μ. αλλάζω, μεταβάλλω, με- μετατρέπω' διαφοροποιώ· - немного фразу, ос- оставив прежний СМЫСЛ αλλάζω λίγο τη φράση, διατηρώντας το προηγούμενο νόημα. переинструментовать, -туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переинструментованный, βρ: -ван, -а, -О р.σ.μ. (μουσ.) μετεναρμονίζω. переинструментовка, -И θ. μετεναρμονιση. переинструментовывать·ρ.δ. βλ. переинст- переинструментовать. переискйть, -ищу, -Ищешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переисканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. ψάχνω παντού, όλα. переиспытать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переиспйтанный, βρ: -тан, -а, -о δοκιμάζω, υποφέρω πολλά, όλα. перейти, -ейду, -ейдёшь, παρλθ. χρ. пере- перешёл, -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ.παρλθ. χρ. Перешедший, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. ПереЙ- дённый, βρ: -дён, -денё, -денб, επιρ. μτχ. перейди р.σ. 1 μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχο- διέρχομαι· - улицу περνώ το δρόμο· - через ручей περνώ τα ρυάκια. II (για απόσταση)· διατρέ- διατρέχω, διασχίζω. 2 μετακινούμαι, περνώ αλλού· - В другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο· - ОТ окна К столу πηγαίνω απο το παραθύρι στο τραπέζι. II διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξα- ξαπλώνομαι· επεκτείνομαι* пламя -шло на со- соседний ДОМ η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι. Η αλλάζω· - на новую квар- квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα. II με- μεταπηδώ* μετασκιρτώ* - на исторический фа- факультет μεταπηδώ στην ιστορική σχολή. II προβιβάζομαι, προάγομαι. 3 περνώ με το μέ- μέρος άλλου· αυτομολώ· - на сторону ЩЮТЙВНИ- ка περνώ με το μέρος του αντίπαλου. II αλ- λαξοπιστώ* γίνομαι* - на католичество γίνο- γίνομαι καθολικός. 4 περιέρχομαι· после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θά- θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυ- θυγατέρα· - ИЗ рук В руки περιέρχομαι απο χέ- ' ρια σε χέρια· власть -шла в руки Советов η εξουσία πέρασε στα χέρια των Συμβουλίων: 5 μεταπίπτω" - К другой теме περνώ σε άλλο θέμα* - ОТ Обороны К наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση. 6 μεταβάλλομαι, με- μετατρέπομαι* ССОра -шла В Драку το μάλωμα ε- εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό). 7 υπερβαίνω, (ξε)περνώ. 8 τελειώνω, σταματώ* ДОЖДЬ Скоро -дёт η βροχή γρήγορα θα περάσει. перекал, -а α. υπερθέρμανση, παραζέσταμα, διαπύρωση. перекалечить р.σ.μ. αναπηρώνω, σακατεύω (όλους, πολλούς). перекаливание, -я ουδ. βλ. перекал. перекаливать(ся) р.δ. βλ. перекалйть(ся). Перекалить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекалённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. υπερθερμαίνω, παραζεσταίνω, διαπυρώνω. И -СЯ υπερθερμαίνομαι, παραζεσταίνομαι. перекалка, -и θ. βλ. перекал.
пер 38 перекалывание, -я ουδ. βλ. переколка. перекалывать(ся) р. δ. βλ. переколоть( ся). перекалйть( ся) р.δ. βλ. перекалйть( ся). перекапать ρ,σ.μ. σταλάζω, ρίχνω σταγόνες πάνω απο το κανονικό. перекапчивать(ся) р.δ. βλ. перекоптйть- (СЯ). перекапывание, -я ουδ. βλ. перекопка. перекапывать1 р.б. βλ. перекопать. II -ся σκάβομαι.* ξανασκάβομαι. перекапывать*р.δ. βλ. перекапать. II -ся ■πέφτω, ρίχνομαι κατά σταγόνες. перекармливание, -я ουδ. перекормка. перекармливать р.δ. βλ. перекормить. II -ся παραταγίζομαι. Перекат, -а α. 1 κύλιση, -μα. 2 βουή, βού- ισμα, βόμβος. 3 πόρος, πέρασμα, πορθμείο ποταμού, περαταριά Перекатать, ρ.σ.μ. 1 κυλώ· μετακυλώ·· - бочку κυλώ το βαρέλι. 2 κάνω περίπατο, α- αμαξάδα (όλους, πολλούς). II ξανακυλώ. II -СЯ (για όλους, πολλούς) κάνομε περίπατο, αμα- αμαξάδα. „ перекати-поле, -Я ουδ. το ηρύγιο (επιστ.), αγκάθια, φιδάγκαθο, παπαδίτσα (λκ.). перекатистый επ., βρ: -тист, -а, -о δια- διδόμενος, μεταδιδόμενος, ПерекаТЙТЬ, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекаченный, βρ: -чен, ~а, -о р.σ.μ. κυλώ* μετακυλώ· - бочку κυλώ το βαρέλι. Н -СЯ κυλιέμαι· μετακυλιέμαι. перекатка, -И θ. 1 κύλιση· μετακύλιση. 2 μαγγάνισμα. Перекатный επ. 1 κυλιστικός. 2 βλ. пере- КатИСТЫЙ · II εκφρ. ГОЛЬ -ая (παλ.) η φτωχο- λογιά. перекатчик, -а α. κυλιστής, κυλινδιστής. перекатывание, -Я ουδ. κύλιση, κυλίνδηση. перекатывать, р.δ. βλ. перекатать, пере- перекатить. II -ся 1 βλ. перекататься, перека- перекатиться. 2 διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνο- ξαπλώνομαι. перекачать ρ,σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекачанный, βρ: -чан, -а, -о. 1 αντλώ απο ένα μέρος σε άλλο· μεταγγίζω, τραβατζάρω. 2 αιωρώ, κουνώ (όλους, πολλούς) . II -СЯ αιω- αιωρούμαι, κουνιέμαι, κάνω κούνια· все Дети В парке -ЛИСЬ на качелях όλα τα παιδιά έκαναν κούνια. στο πάρκο. Перекаченный επ. της άντλησης. перекачивание, -я ουδ·. βλ. перекачка. перекачивать ρ.δ. βλ. перекачать. II ~ся 1 ταλαντεύομαι (στο βάδισμα, στην κίνηση). 2 βλ. перекачаться. перекачка, -И θ. άντληση, τρομπάρισμα· με- μετάγγιση, τραβατσάρισμα. перекачнуться, -нусь, -нёшься р.σ. του- μΐίάρω, ανατρέπομαι. перекашивание1, -я ουδ. κόσισμα· θέρισμα. перекашивание| -я ουδ. βλ. перекос. перекашивать1 ρ.δ. βλ. перекосить1. Π ~ся (κυρλξ. κ. μτφ.) κοσίζομαι, θερίζομαι. перекашивать2 ρ.δ. βλ. перекосить? II -ся βλ. перекоситься. переквалификация, -И θ. μετειδίκευση. переквалифицировать, -руга, -руешь р.δ.κ. σ.μ. μετειδικεύω. II -СЯ μετειδικεύομαι. Переквасить, -ашу, -асишь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. переквашенный, βρ: ~шен, -а, -о р.σ.μ. παραξυνίζω· - тесто παραξυνίζω το ζυμάρι. Ι! -СЯ παραξυνίζω· тёсто -ЛОСЬ το ζυμάρι πα- ραξϋνισε. переквашивать(ся) р.δ. βλ.переквасить(ся), перекидать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекиданный, βρ: -дан, -а, -о βλ. перебро- перебросать. перекидка, -и θ. ρίψη, ρίψιμο· - земли ρίψιμο χώματος. ПереКИДНОЙ επ. κινητός, φορητός" - МОСТ η κινητή γέφυρα. перекидывание, -я ουδ. βλ. перекидка. перекидываться) ρ.δ. βλ. перкидать, пе- рекинуть(ся). перекинуть р.σ.μ. 1 ρίπτω, ρίχνω* μεταρ- ρίπτω. II μετακινώ, μετατοπίζω· μεταφέρω. II γυρίζω, ξεφυλλίζω" - страницы КНИГИ ξεφυλ- ξεφυλλίζω το βιβλίο. 2 ρίχνω μακρύτερα. 3 κατα- κατασκευάζω, φτιάχνω· - МОСТ ρίχνω γέφυρα. 4 ν&- ταθέτω. 5 (διαλκ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω. II -СЯ 1 ρίχνομαι, ρίπτομαι, με- ταρρίπτομαι. II μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι" περ- περνώ· ОГОНЬ -ЛСЯ на соседний ДОМ η φωτιά (πυρ- (πυρκαγιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι. II αλλάζω, περνώ, στρέφομαι αλλού (για συνο- συνομιλία κ.τ.τ.). 2 κατασκευάζομαι* НОЧЬЮ -ЛСЯ МОСТ τη νύχτα ρίχτηκε η γέφυρα. 3 λι- ποταχτώ·-περνώ μ.ε το μέρος του αντίπαλου. 4 αλληλορίχτω. II παίζω χαρτιά* - В преферан- СИК παίζω πρέφα. 5 (διαλκ.) ανατρέπομαι, αναστρέφομαι, αναποδογυρίζω.Ι! κάνω τούμπες. перекипать р.δ. βλ. перекипеть. ПереИШёТЬ, -ПЛЙ, -ГШШЬ р.σ. 1 παραβράζω. 2 μτφ. παραθυμώνω, παροργίζομαι. Ι] (για αι- αισθήματα)· περνώ, σβήνω, (καθ)ησυχάζω. Перекипятить, -ячу, -ЯТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекипячённый, βρ: -чён, -а, ~<5 ρ.σ.μ. ξαναβράζω. перекисать, -ает р.δ. βλ. перекиснуть. ПерекИСЛЙТЬ, -ЛИ,-ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекислённый, βρ: -лён, -лена, -лено; παραξινίζω. перекислять р.δ. βλ. перекислить.
пер 39 пер перекиснуть, -нет, παρλθ. χρ. перекис,-ла, -ЛО р.σ. παραξινίζω, γίνομαι, πολύ ξινός. перекись, -И θ. υπεροξείδιο· - водорода ο- οξυγονούχο νερό, οξυζενέ. переклад, -а α. βλ. перекладина. перекладина, -Ы θ. οριζόντια δοκός, ορι- οριζόντιο δοκάρι, διαδοκίδα· εγκάρσια δοκός. перекладка, -И θ. 1 (παρ)εμβολή, (παρ)έν- (παρ)ένθεση· - стеклянной посуда стручками βάλσιμο ροκανιδιών ανάμεσα στα γυαλικά. 2 επανατο- επανατοποθέτηση, ξαναβάλσιμο. II ξαναχτίσιμο. 3 ξα- νάζευξη, -ζέφιμο. перекладной επ. αντικαταστώμενος, αλλασσό- μενος (στους ταχυδρ. σταθμούς)· -ая тройка αντικαταστώμενη τρόικα. II ουσ. -ая κ. (συ- (συχνότερα) -ые πλθ. ταχυδρ. αμάξι με άλογα. перекладчик,-а α., θ. -ца, -ы θ. ένθετης, -τρία, συσκευαστής, -άστρια. перекладывание, -я ουδ. βλ. перекладка. перекладывать ρ.δ. βλ. переложить. II -ся μετατοποθετούμαι, μετατοπίζομαι κλπ. ρ. ε- νεργ. φ. переклевать, -лгаёт, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переклёванный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 ραμφίζω (πολύ, όλο). 2 χτυπώ (πληγώνω) με το ράμφος. II -СЯ αλληλοραμφίζομαι · ραμφί- ραμφίζομαι (με όλους, πολλούς). переклёивание, -я ουδ. βλ. переклейка. переклеивать р.δ. βλ. переклеить. II -ся ξανακολλώ, -ιέμαι. переклеить, -лею, -лешь р.σ.μ. 1 μετα- κολλώ, κολλώ απο ένα μέρος σε άλλο. 2 κολ- κολλώ (όλο, πολύ). Переклейка, -И θ. 1 μετακόλληση. 2 πίνα- πίνακας, μέρος επικόλλησης. ПереКДеЙМЙТЬ, -МЛЮ, МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переклеймённый, βρ: -мён, -менй, -мено ρ.σ.μ. 1 μεταστιγματίζω· ξαναστιγματίζω· ξα- ναμαρκάρω. 2 μαρκάρω (όλα, πολλά). Переклепать ρ;σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переклёпанный, βρ: -пан, -а, -о. ξαναπρι- τσινώνω, -νάρω, ξαναγυρώνω· πριτσινώνω κατ' άλλον τρόπο. переклёпка, -И θ. ξαναγύρωση, ξαναπριτσι- νάρισμα, -νωμα. переклёпывание, -я ουδ. βλ. переклёпка. переклёпывать р.δ. βλ. переклепать. II -ся ξαναπριτσινάρομαι, -νώνομαι. перекЛЙК, -а α. αλληλοφώναγμα, αλληλοκά- λεσμα. Перекликать р.σ. φωνάζω, καλώ ονομαστικά· - присуствугощих φωνάζω κατάλογο των παρό- παρόντων. II -СЯ αλληλοφωνάζομαι, αλληλοκαλούμαι, φωνάζομαι ο ένας τον άλλον девушки -ЛИСЬ В лесу τα κορίτσια αλληλοφωνάζονταν στο δά- δάσος. 2 μτφ. ομοιάζω* παρομοιάζω, προσομοι- προσομοιάζω, είμαι παρεμφερής. переклйкнуть(ся) р.σ. βλ. перекликать(ся). Перекличка, -И θ. 1 αλληλοφώναγμα (για α- αναγνώριση). II αλληλοπρόσκληση (για ανταλλα- ανταλλαγή πείρας κ.τ.τ·). 2 διάβασμα, φώναγμα κα- καταλόγου παρόντων προσκλητήριο. переключатель, -Я α. μεταγωγέας ή μεταγω- μεταγωγός· элекрйческий - ηλεκτρικός μεταγωγέας. - Скоростей μοχλός (λεβιέ) ταχυτήτων, ανα- αναστροφέας. переключательный επ. μεταγωγικός, του με- ταγωγέα. переключаться) р.δ. βλ. переключйть(ся). переключение, -Я ουδ. μεταλλαγή, μεταβο- μεταβολή, μεταστροφή. переключить, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переключённый, βρ: -чён, -чена, -чено. ρ.σ.μ. 1 μεταλλάσσω, μεταβάλλω, μεταστρέφω. 2 μεταφέρω, αλλάζω, μετατρέπω, μεταμορφώνω. II μτφ. στρέφω, γυρίζω αλλού· - разговор γυ- γυρίζω αλλού την κουβέντα. II -СЯ 1 μεταφέρο- μεταφέρομαι, αλλάζω, περνώ· μετατρέπομαι. 2 μτφ. κα- κατευθύνομαι, στρέφομαι αλλού· разговор -ЛСЯ на другую тему η συνομιλία στράφηκε σε άλ- άλλο θέμα. ПерекоВОТЬ, -кую, -куёшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. перекованный, βρ: -ван, -а, -о. 1 ξανα- πεταλώνω. 2 πεταλώνω (όλα, πολλά). 3 ζανα- σφυρηλατώ, ξανασφυροκ#πώ, ζαναχαλκεύω. II μτφ. αλλάζω ριζικά, μεταμορφώνω· αναμορφώ- αναμορφώνω, αναπλάθω, αναδιαπαιδαγωγώ. Перековеркать ρ.σ.μ. 1 παραδιαστρεβλώνω, διαστρέφω τελείως· - фамилию διαστρεβλώνω τελείως το επώνυμο. 2 διαστρεβλώνω (όλο, πο- πολύ) . перековеркивать р.6. βλ. перековеркать. II -СЯ διαστρεβλώνομαι, διαστρέφομαι. перековка, -И θ. 1 ξαναπετάλωμα. 2 ξανα- σφυρηλάτηση. 3 μτφ. μεταμόρφωση, αναμόρφω- αναμόρφωση, αναδιαπαιδαγώγηση. перековывать ρ.6. βλ. перековать. II -ся ξαναπεταλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. перековырять ρ.σ.μ. σκαλίζω, ξύνω (όλο, πολύ). переколачивать(ся) р.б. βλ. переколотйть- (ся). переколеть, -ёет, -ёем, -ёете р.σ. (απλ.) ψοφώ (για όλα, πολλά). переколка, -И θ. μετακάρφωμα, μετακαρφί- τσωση· κάρφωμα, καρφίτσωμα αλλιώς ή αλλού. переколотить1, -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.переколоченный , βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 μετακαρφώνω· καρφώνω αλλιώς ή αλ- αλλού. 2 σπάζω, θραύω (όλα, πολλά)· - все стё- стёкла σπάζω όλα τα γυαλιά. 3 (απλ.) ξυλοκοπώ (όλους, πολλούς). II -СЯ θραύομαι, σπάζω'
пер МНОГО посуды -ЛОСЬ πολλά πιατικά έσπασαν. переколоть1, -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переколотый, βρ: -лот, -а, -о р. σ.μ. 1 καρφιτσώνω αλλιώς ή αλλού. 2 κατα- τρυπώ· - пальцы ИГОЛКОЙ κατατρυπώ τα δάχτυ- δάχτυλα με το βελόνι. 3 τρυπώ, σουβλίζω, θανατώ- θανατώνω, σκοτώνω, φονεύω. II -СЯ κατατρυπιέμαι' - 0 Колючую прОВОЛку κατατρυπιέμαι στο αγκα- αγκαθωτό σύρμα. Переколоть2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. пе- переколоть1)· σπάζω, θραύω (όλα, πολλά)· - все орехи σπάζω όλα τα καρύδια. перекомиссия, -И θ. επιτροπή επανεξέτασης. перекомкать ρ·σ.μ. κατατσαλακώνω, καταζα- ρώνω (όλα, πολλά). перекомпостйровать, -руга, -руешь · ρ.σ.μ. ζανατρυπώ. переконопатить, -пачу, -патишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переконопаченный, βρ: -чен, -а, -Ο ρ.σ.μ. ξανακαλαφατ'ιζω, ξαναπακτώνω, ε— πιπισσώνω ξανά ή αλλιώς. переконопачивать р.δ. βλ. переконопатить. И -СЯ ξανακαλαφατίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. переконструировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. μ. ξανακατασκευάζω, ξανακαταρτίζω, ξανασυν- θέτω. переконфузить, -фужу, -фузишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переконфуженный, βρ: -жен, -а,-о ρ.σ.μ. παρασυγχΰζω. II -СЯ παρασυγχύζομαι. ПереКОП, -а α. (παλ.) ανάσκαμμα* ανάχωμα. перекопать р.σ.μ., παθ. μτχ. перекопанный, βρ: -пан, -а, -о. 1 ανασκάβω. 2 ξανασκάβω. 3 κόβω σκάβοντας εγκαρσίως· - дорогу σκάβω το δρόμο. перекопка, -И θ. σκάψιμο· ξανασκάψιμο. перекоптить, -пчу, -птйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекопчённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.σ.μ. 1 ξανακαπνίζω. 2 παρακαπνίζω (κρέας, ψάρια κ.τ.τ.). 3 καπνίζω, κάνω καπνιστό (ό- (όλα, πολλά)· - всю рыбу κάνω καπνιστά όλα τα ψάρια. И -СЯ παρακαπνίζομαι, γίνομαι πολύ καπνιστός. перекорёжить, -ит ρ.σ.μ. (απλ.) καταστρα- βώνω, παραμορφώνω, χαλνώ (όλα, πολλά)-. переКОрм, ~а α. παρατάγισμα. перекормить, -ормлга, -ормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекормленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. παρατάϊζω, παρατρέφω. перекормка, -и θ. βλ. перекорм. перекоробить, -ит р.σ. (συνήθως απρόσωπο). 1 παραστραβώνω" παρασκεβρώνω· стол ~ло от сырости το τραπςζι σκέβρωσε απο την υγρα- υγρασία. 2 μτφ. προξενώ απέχθεια, αποστροφή, α- αηδία, σιχασιά, σιχαίνομαι, απεχθάνομαι' ме- НЙ -ЛО ОТ его ГрубОСТИ τον σιχάθηκα με την αγένεια του (χοντροκοπιά του). II -СЯ παρα- 40 пер στραβώνω, παρασκεβρώνω· все стулья -ЛИСЬ ό- όλα τα καθίσματα στράβωσαν πολύ. перекоры, -ОВ πλθ. αλληλοκατηγορίες,- αλ- ληλοβρισίματα, μαλώματα. перекорЙТЬСЯ р.δ. αλληλ-οκατηγορούμαι, αλ- ληλοβρίζομαι· μαλώνω. перекос,-а α. στράβωμα, σκέβρωμα. II σύ- σύσπαση . перекосить1, -ошу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекошенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. κοσίζω· θερίζω (όλο. όλα). II μτφ. εξοντώνω, καταστρέφω, εξολοθρεύω" болезнь -Ла МНОГО кроликов η αρρώστεια θέρισε πολλά κουνέλια· - пулемётным огнём θερίζω με το πολυβόλο. перекосить2 р.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. пе- перекосить1) · στραβώνω, σκεβρώνω; II τοποθετώ λοξά. II συσπώ, παραμορφώνω. II -СЯ στραβώνω, σκεβρώνω· дверь -лась η πόρτα στράβωσε. II λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω. II συσπώμαι. перекочевать, -чую, -чуешь р.σ. 1 μετακι- μετακινούμαι νομαδικά. 2 μτφ. (για τόπο διαμονής, εργασία, ασχολία)· αλλάζω, περνώ αλλού· - на новую квартиру περνώ σε καινούριο δια- διαμέρισμα. перекочёвка, -И θ. μετακίνηση νομαδική. перекочёвывание, -я ουδ. βλ. перекочёвка. перекочёвывать р.δ. βλ. перекочевать. перекошенность, -И θ. στρεβλότητα, σκέ- σκέβρωμα· ασυμμετρία· λοξότητα. перекошенный επ. απο μτχ. στρεβλός, στρα- στραβός· σκεβρωμένος* λοξός. II συνεσπασμένος. перекраивание, -я ουδ. βλ. перекройка. перекраивать ρ.δ. βλ. перекроить. II -ся ξανακόβομαι (για ύφασμα). перекрасить, -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрашенный, βρ: -шен, -а, -о. 1 ξα- ν<#χρωματίζω, ξαναβάφω, ξαναμπογιατίζω· βά- βάφω αλλιώς. 2 χρωματίζω, μπογιατίζω, βάφω αλλιώς. II -СЯ 1 μεταχρωματίζομαι, βάφομαι αλλιώς. 2 μτφ. αλλάζω (ιδέες и.τ.τ.). перекраска, -И θ. ξαναχρωμάτισμα, ξαναβά- ψιμο. перекрасть, -раду, -радёшь, παρλθ. χρ. пе- перекрал, -ла, -ЛО, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. пе- рекраденный, βρ: -ден, -а, -о р.σ.μ. κλέ- κλέβω απο λίγο-λίγο (όλο, πολύ). перекрахмаливать р.δ. βλ. перекрахмалить. II -СЯ παρακολλαρίζομαι. перекрахмалить ρ.σ.μ. 1 παρακολλαρϊζω. 2 ξανακολλαρίζω. 3 κολλαρίζω (όλα, πολλά). перекрашивание, -я ουδ. βλ. перекраска перекрашиваться) ρ.δ. βλ. перекрасить- (ся). ПерекрепЙТЬ, -ПЛГО, ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекреплённый, βρ: -лён, -лена, -лено; р.σ.μ. στερεώνω ξανά· στερεώνω αλλιώς.
пер 41_ Перекрёпка, -И θ. ξαναστερέωμα· στερέωμα •чат' άλλον τρόπο. перекрепление, -я ουδ. βλ. перекрёпка. перекреплять р.б. βλ. перекрепить. II -оя ξαναστερεώνομα ι. перекрестить, -решу, -рёстишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрещённый, βρ: -щён, -щена, -щенб р.σ.μ. 1 σταυρώνω, πάνω το σημείο του σταυρού σε κάποιον. 2 μεταβαφτίζω (για αλλαγή θρησκείας)· - катблика μεταβαφτίζω τον καθολικό. II μετονομάζω, δίνω άλλο όνο- όνομα. 3 σταυρώνω, βάζω σταυρωτά. II διασταυρώ- διασταυρώνω. II -ОЯ 1 κάνω το σταυρό μου. 2 μεταβα- φτίζομαι. 3 διασταυρώνομαι* две ДорОГИ-ЛИСЬ δυο δρόμοι διασταυρώθηκαν. Перекрёстный επ. 1 (παλ.) 'σταυρωτός, δι- ασταυρωνόμενος· -ая дорога οδική διασταύρω- διασταύρωση, σταυροδρόμι. 2 διασταυρωνόμενος*- ОГОНЬ διασταυρωνόμενα πυρά. II εκφρ. -ое опыление (βοτ.) γονιμοποίηση με διασταύρωση· - до- допрос (νομ.) αντιπαράσταση· ~ посев γραμμική σταυ ρωτη* σπο ρά. Перекрёсток, -тка α. σταυροδρόμι. II εκφρ. кричать (говорить) на всех -тках διαλαλώ, διατυμπανίζω, διασαλπίζω. перекрещение, -я ουδ. διασταύρωση· - ли- линий διασταύρωση γραμμών. перекрещивание, -Я ουδ. 1 μεταβάπτιση. 2 μετονομασία. 3 διασταύρωση. перекрещивать( оя) р.δ. βλ. перекрестйть- (ся). перекривить, -влго, -вйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.перекривлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. στραβώνω, κυρτώνω, κάμπτω, λυγίζω. II -СЯ στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. перекривдять(ся) ρ.δ. βλ. перекривйть(ся). » перекрикивать р.δ. βλ. перекричать. II -ся βλ. перекликаться. Перекристаллизация, -и θ. 1 ανακατάταξη των μικροσκοπικών κρυστάλλων. 2 αποκρυστάλλωση. Перекричать, -чу, -чшь р.σ.μ. φωνάζω δυ- δυνατότερα άλλου' σκεπάζω τις άλλες φωνές. перекроить, -рою, -роишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перкрбенный, βρ: -роен, -а, -ό ρ.σ.μ. 1 ξανακόβω ή κόβω αλλιώς· - платье ζανακόβω ή κόβω διαφορετικά το φόρεμα. 2 μτφ. αλλά- αλλάζω, διαρρυθμίζω αλλιώς, τροποποιώ. 3 κόβω (όλο, πολλά)· - весь материал κόβω όλο το ύφασμα. перекрой, -я α. βλ. перекройка. перекройка, -И θ, Ι ζανακόψιμο· διαφο- διαφορετικά κόψιμο. 2 μτφ. αλλαγή, ξαναδιαρρύθ- μιση· τροποποίηση. перекомсать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекромсанный, βρ: -сан, -а, -о κατακόβω, κατακομματιάζω, κόβω τσαπατσούλικα. пер Перекрошить, -ошу,-ОШИШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрошенный, βρ: -шен, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 κατατρίβω, καταθρυμματίζω, κάνω ψίχουλα· - весь хлеб κάνω ψίχουλα όλο το ψωμί. 2 (απλ.) συντρίβω, κόβω (με-το σπαθί). II -ОЯ κατατρίβομαι, γίνομαι ψίχουλα. перекрутить, -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 στρίβω· - нитку στρίβω την κλωστή. II (πε- (περί )πλέκω* - шерстяную нитку с шёлковой συ- στρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή. 2 πα- ραστρίβω, παρασφίγγω* χαλνώ* - ВИНТ παρα- σφίγγω τη βίδα* - завод у часов παρακουρτί- ζω το ρολόγι* - кран παρασφίγγω την κάνου- κάνουλα. II κόβω στρίβοντας· - проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το. 3 περιδένω* περιτυλί- περιτυλίγω. 4 (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ). 5 γυρίζω, στρέφω* - ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα. II -СЯ 1 στρίβομαι, (περιτυ- (περιτυλίγομαι. 2 παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι? χχλ- νώ, φθείρομαι. II κόβομαι στα δυό· проволока -лась το σύρμα κόπηκε απο το πολύ στρίψιμο. 2 περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω. 3 μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω. Перекручивание, -Я ουδ. στρίψιμο, παρα- στρίψιμο, παρασφίξιμο. перекручивать(ся) р.δ. βλ. перекрутиться). перекрывание, -я ουδ. βλ. перекрытие. перекрывать ρ.δ. βλ· перекрыть. II -ся κα- καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. φ. ενεργ. φ. перекрытие, -я ουδ. 1 κάλυψη, σκέπασμα. 2 κατασκευή στέγης. 3 υπερνίκηση, ξεπέρασμα· κατάρριψη. 4 αναπλήρωση. 5 φράξιμο, κλείσιμο. перекрыть, -рою, -роешь р.σ.μ. 1 ξανασκε- πάζω, επανακαλύπτω* καλύπτω αλλιώς. 2 στε- στεγάζω, κάνω στέγη. 3 (χαρτπ.) νικώ, σκεπάζω (με μεγαλύτερο χαρτί)· козырного туза не -бешь τον άσσο ατού δεν τον νικάς. 4 καλύ- καλύπτω, σκεπάζω (όλο, πολύ). 5 ξεπερνώ, υπερ- υπερβάλλω· - старые нормы ξεπερνώ τις παλαιές νόρμες· лётчик ~ыл прежний рекбрд о αεροπό- αεροπόρος κατέρριψε το προηγούμενο ρεκόρ· - план ξεπερνώ το πλάνο. Ι] (για φωνή, ήχο)· σκεπά- σκεπάζω (φωνάζω, ηχώ δυνατότερα). 6 αναπληρώνω. 7 φράζω, κλείνω· - путь φράζω το δρόμο· ВОДУ κλείνω το νερό. перекувыркивать(ся) ρ.δ. βλ. . перекувыр- нуть(ся). перекувнркнуть(ся)" р.σ. (απλ.) βλ. пере- перекувырнуться). перекувырнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекувырнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω, αναστρέφω, τουμπάρω. II -СЯ ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, αναστρέφομαι, τουμπάρω. перекумиться, -млгась, -мйшься р.σ. (απλ.)
пер 42 пер κουμπαριάζω (με όλους, πολλούς). . перекоп, -а α. (παλ.) βλ. перекупка. перекупать1 р.б. βλ. перекупить. 11 -ся ξα- ναγοράζομαι· αγοράζομαι, γ ι, α μεταπώληση. Перекупить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупанный, βρ: -пан, -а, -о. 1 παραλού- ζω, βλάπτω με το πολύ το λούσιμο· - ребёнка παραλούζω το παιδάκι. 2 λούζω (όλους, πολ- πολλούς)· - всех детей λούζω όλα τα παιδιά. II -СЯ παραλούζομαι* παρακάνω λουτρό, βλάπτο- βλάπτομαι* -лея И простудился έκανα πολύ λουτρό και κρυολόγησα. перекупить, -ушло, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 αγοράζω ακριβότερα· ακριβοπληρώνω (για να μην το αγοράσει άλλος). 2 αγοράζω απο μετα- μεταπωλητή· αγοράζω για μεταπώληση. 3 αγοράζω (όλα, πολλά). Перекупка, -И θ. αγόρασμα εκ νέου" αγορά για μεταπώληση. ПерекуПНОЙ επ. αγορασμένος για μεταπώληση· αγορασμένο εμπόρευμα για μεταπώληση. ПерекуПЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. μεταπωλη- μεταπωλητής, -ήτρια, μεταπράτης. перекупываться) ρ. δ. βλ. перекупать сяJ. перекур, ~а α. μικρό διάλειμμα (για κά- κάπνισμα) . перекуривать р.δ. βλ. перекурить. перекурить, -урю, -урИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекуренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ. πα- ρακαπνΐζω, παραφουμάρω. II ξεπερνώ στο κά- κάπνισμα. II καπνίζω (όλα, πολλά)· - все сига- сигареты καπνίζω όλα τα τσιγάρα. II δοκιμάζω· - МНОГО РАЗНЫХ сортов ПапирОСОВ καπνίζω πολ- πολλά και διάφορα είδη τσιγάρα. II κάνω δια- λειμματάκι για κάπνισμα. перекурка, -и θ. βλ. перекур. перекусать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекусанный, βρ: -сан, -а, -Ο καταδαγκώνω · δαγκώνω (όλους, πολλούς) . II -СЯ αλληλοδα- γκώνομαι, (,αλληλο)τρώγομαι * собаки -ЛИСЬ τα σκυλιά αλληλοδαγκώθηκαν, (αλληλο)φαγώθηκαν. перекусить, -ушу, -усишь,тав. μτχ. παρλθ. χρ. перекушенный, βρ: -йен, -а, -о. ί μ. κό- κόβω με τα δόντια* - НЙТКу κόβω την κλωστή με τα δόντια· - кусачками κόβω με την τανά- τανάλια. 2 προγευματίζω, κολατσίζω" προδειπνί- ζω, δειλινιάζω· τσιμπώ, προσπαίρνω. перекупка, -И θ. πρόγευμα, -άτισμα, κολα- κολατσιό· πρόδειπνο, δειλινό. перекусывание, -я ουδ. βλ. перекуска. перекусывать р.δ. βλ. перекусить. II -ся κόβομαι με τα δόντια. перекутать ρ.σ.μ. 1 παρατυλίγω· ~ ребё- ребёнок παρατυλίγω το βρέφος. 2 τυλίγω (όλους, πολλούς). перекутывать р.δ. βλ. перекутать. II -ся παρατυλίγομαι. перекушать р.σ. παρατρώγω. перелавливать р.δ. βλ. переловить. И -ся συλλαμβάνομαι, πιάνομαι (για όλους, πολλούς).. перелагатель, -Я α. (παλ.) διερμηνέας· με- μεταφραστής. И διασκευαστής φιλολογικών ή μου- μουσικών έργων. перелагать р.δ. βλ. переложить B, 6 σημ.). II -СЯ 1 ανατίθεμαι. 2 διασκευάζομαι, μετα- μετατρέπομαι . переладить, -азу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ζαναρυθμίζω, ζανακανονίζω, ξαναρε- γουλάρω. перелаживать ρ.δ. βλ. переладить. II -ся ζαναρυθμίζομαι, ζανακανονίζομαι, ξαναρεγου- λάρομαι. перелаз, -а α. (διαλκ.) πέρασμα στο φρά- χτη. перелазить1, -ажу, -азишь ρ.σ.μ. (απλ.) ει- εισχωρώ, μπαίνω, χώνομαι, πηγαίνω παντού. перелазить2, -аяу, -азишь р.δ. (απλ.) βλ. перелезать. перелакировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелакированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 ξαναβερνιχώνω, ξαναστιλβώνω, ξα- ναλουστράρω. 2 βερνικώνω (όλα, πολλά)" - ВСЮ мебель βερνικώνω όλα τα^έπιπλα. ПерелакирОВКа, -И θ. ξαναβερνίκώμα, ξανα- στίλβωση, ζαναλουστράρισμα. перелакировывание, -я ουδ. βλ. перелакиров- перелакировка. перелакировывать р.δ. βλ. перелакировать. II ~СЯ ζαναβερν ικώνομαι, ξαναστιλβώνομαι · переламывание, -я ουδ. βλ. перелом. переламываться) ρ.δ. βλ. переломиться). перелаять, -лаю, -лаешь ρ.σ.μ. (απλ.) σκυ- λοβρίζω. и -СЯ σκυλοβρίζομαι (με όλους, με πολλούς). перележалый επ. παλαιός, πολυκαιρισμένος, χαλασμένος απο την πολυκαιρία· - лён πολυ- καιρισμένο λινάρι. перележать, -яу, -жйшь р.σ. 1 παρακάθομαι* - на СОЛНЦе παρακάθομαι στον ήλιο. II φθείρο- φθείρομαι, χαλνώ απο την πολυκαιρία· огурцы -ЛИ τα αγγουράκια χάλασαν απο την πολυκαιρία. 2 ξαπλώνω περισσότερο απο άλλον. 3 κάθομαι (ώσπου)" παραμένω" - В укрытии до КОНЦЙ 60- мбёжки κάθομαι στο καταφύγιο ώσπου να στα- σταματήσει ο βομβαρδισμός. 4 μ. (απλ.) μουδιά- μουδιάζω· - руку μουδιάζω το χέρι απο την ακινη- ακινησία. перелёжка, -И θ. πολύκαιρη παραμονή (χω- (χωρίς χρήση) . перелезать р.δ. βλ. перелезть.
пер 43 пер перелезть, -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. пе- . релёз, -ла, -ЛО р.σ. 1 περνώ σκαρφαλώνο- σκαρφαλώνοντας· - Плетень σκαρφαλώνοντας περνώ το φρά- φράχτη. 2 περνώ, διέρχομαι με δυσκολία. перелепить, -леплй, -лепишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелепленный, βρ: -лен, -а, -о; ρ.σ.μ. μετακολλώ, κολλώ αλλού" - марку κολ- κολλώ το ένσημο σε άλλο μέρος. перелеплять р.δ. βλ. перелепить. И -ся κολλιέμαι αλλού, μετακολλιέμαι. перелесок, -ска α. δασάκι, δασύλλιο. перелесье, -Я ουδ. (διαλκ.) ξέφωτο δάσους. Перелёт, -а α. 1 πτήση, πέταγμα. 2 διά- πτηση. 3 αποδημία· - ПТИЦ αποδημία πτηνών. 4 πτήση υπεράνω. 5 πέταγμα, πήδημα, υπερ- υπερπήδηση. 6 πτώση πέραν του στόχου (για σφαί- σφαίρα, βλήμα). перелетание, -я ουδ. βλ. перелёт. перелетать р.δ. βλ. перелететь. перелететь, -лечу, -летишь р.σ. ι πετώ πάνω απο* υπερίπταμαι* διίπταμαι· - через Аллы πετώ πάνω απο τις Αλπεις· - море περ- περνώ τη θάλασσα πετώντας. II υπερπηδώ, πηδώ μέ- μέσα πάνω απο το φράχτη· петух -ел частокол о κόκορας πέταξε πάνω απο το φράχτη. 2 πη- πηγαίνω αεροπορικώς· - из Москвы в Ленинград πετώ απο τη Μόσχα στο Λένινγκραντ. II αποδη- αποδημώ· ПТИЦЫ -ЛИ С севера на ЮГ τα πουλιά α- αποδήμησαν απο το βοριά στο νότο. 3 εκτο- εκτοξεύομαι πέρα απο· снаряд -ел η οβίδα έπεσε πέρα απο το στόχο. Перелётный επ. αποδημητικός· -ые ПТИЦЫ α- αποδημητικά πτηνά. II μτφ. (παλ.) κινητός, κι- κινούμενος· φερόμενος· διαβατικός. ПерелёТЫВаТЬ р.δ. πετώ απο ένα μέρος σε άλλο (για πτηνά, έντομα). перелечивать(ся) ρ.δ. βλ. пер елечйть( ся). перелечить, -ечу, -ечйшь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 θεραπεύω (όλους, πολλούς)· врач -ЙЛ всех больных о γιατρός θεράπευσε όλους τους α- ασθενείς. 2 βλάπτω με τη μακροχρόνια θερα- θεραπεία. II -СЯ βλάπτομαι, χειροτερεύω με την μακρόχρονη θεραπεία. перелечь, -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. перелёг, -легла, -ло, προστκ. переляг, μτχ. παρλθ. χρ. перелёгший р.σ. ξαπλώ- ξαπλώνω απο το ένα μέρος στο άλλο· ξαπλώνω, γυ- γυρίζω αλλιώς· - на другую сторону γυρίζω στο άλλο το πλευρό. Перелив, ~а α. χύση, χϋσιμο· τήξη. II με- τακένωση, τραβατσάρισμα. II υπέρχυση. II ξα- νάχυση, ξαναχύσιμο. II αλλαγή, ομαλό πέρασμα (απο ένα τόνο σε άλλο, απο ένα χρώμα σε άλ- άλλο) , ιριδισμός. Переливание, -Я ουδ. 1 βλ. перелив. 2 με- μετάγγιση· - крови μετάγγιση αίματος. переливать ρ.δ. βλ. ι перелить. 2 ιριδί- ζω. Π -СЯ 1 βλ. перелиться. 2 ιριδίζω. 3 αλλάζω τόνο, εναλλάσσομαι. II αλλάζω χρώμα- χρώματα, ιριδίζω. переливистый επ., βρ: -вист, -а, -о βλ. переливчатый. переливка, -И θ. 1 μετάγγιση· μετακένωση, τραβατσάρισμα· χύσιμο. 2 χύση, -ιμο, τήξη (μετάλλων). 3 ξαναχύσιμο· переливной επ. της μετάγγισης, της μετα- κένωσης· ~ая трубка σωληνίσκος μετάγγιση,ς. переливный επ. βλ. переливчатый. переливчатый επ., βρ. -чат, -а, -о (για ήχους, χρώματα)· διάχυτος· εναλλασσόμενος· ιριδίζων. перелизать, -ижу, -Йжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелизанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. γλείφω (όλους, πολλούς)* собака -ла СВОИХ щенйт η σκύλα έγλειψε όλα τα κουταβάκια της. ' перелйнивать р.δ. βλ. перелинять. перелиновать, -ιγ/ю, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелинованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξαναριγώνω, ξαναχαρακώνω. 2 ριγώ- ριγώνω, χαρακώνω (όλα, πολλά). перелиновывать р.δ. βλ. перелиновать. II -СЯ ξαναριγώνομαι, ξαναχαρακώνομαι. перелинять, -яет р.σ. καταμαδιέμαι· τρι- χορροώ, πτερορροώ (για όλα, πολλά). Перелистать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелистанный, βρ: -тан, -а, -о ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ βιβλίο. II διαβάζω στα πεταχτά, ε- επιπόλαια. перелистывать р.δ. βλ. перелистать. II -ся φυλλομετριέμαι. • перелить, -лью, -льёшь, παρλθ. χρ· пере- перелил, -ла, -ЛО, προστκ. перелей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелитый, βρ: -лйт.-ά, -ο ρ.σ. μ. 1 μεταγγίζω, μετακενώνω· τραβατσάρω, χύ- χύνω, αδειάζω. II μτφ. εμβάλλω, μεταδίνω (για σκέψεις, αισθήματα, ενέργεια κ.τ.τ·)· 2 χύ- χύνω παραπάνω απο το κανονικό· Я -ЙЛ три кап- капли лекарства έρριξα πάνω απο τρεις σταγό- σταγόνες φάρμακο.. 3 ξαναχΰνω' - статую ξαναχύνω το άγαλμα. Ι| χύνω· τήκω, λιώνω. 4 ξεχειλί- ξεχειλίζω, υπερχειλίζω. II -СЯ 1 μεταγγίζομαι. 2 ξεχειλίζω, υπερχειλίζω. II πλημμυρίζω. перелицевать, -цую, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелицованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. γυρίζω, αναστρέφω* - КОСТШ γυρίζω το κοστούμι (το μέσα-έξω) . II μτφ. τροποπο ιώ, αλλάζω. перелицованный επ. απο μτχ. γυρισμένος, αναστραμμένος· ~ое пальто γυρισμένο παλτό. ПереЛИЦОВКа, -И θ. γύρισμα (το μέσα-εζω)*
пер 44 пер - КОСТЙма το γύρισμα του κοστουμιοΰ. перелицовывание, -я ουδ. βλ. перелицовка. перелицовывать р.δ. βλ. перелицевать. II -СЯ γυρίζομαι, αναστρέφομαι. переловить, -ловлю, -ловишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переловленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. πιάνω, συλλαμβάνω (όλα, πολλά). перелог, ~а α. ακαλλιέργητο (παρατημένο) χωράφι. переложение, -Я ουδ. διασκευή (λογοτεχνι- (λογοτεχνικού ή μουσικού έργου). 2 (παλ.) γραπτή έκ- έκθεση ή διήγηση. переложить, -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω" βά- βάζω, τοποθετώ αλλού. II αναβάλλω* - собрание на следующую неделю αναβάλλω τη συνέλευση για την ερχόμενη εβδομάδα. 2 αναθέτω· επι- επιφορτίζω* - часть работы на помощника ανα- αναθέτω ένα μέρος της δουλειάς στο βοηθό. 3 εμ- εμβάλλω, ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα (για προφύλα- προφύλαξη)· - ЯБЛОКИ стружкой βάζω ενδιάμεσα στα μήλα ροκανίδια. 4 ξαναβάζω, ξανατοποθετώ* βάζω, τοποθετώ διαφορετικά. Η ξαναχτίζω" - каменную стену ξαναχτίζω τον πέτρινο τοίχο. 5 παραβάζω, παραρρίχνω* - сахару παραβάζω ζάχαρη. 6 παραπίνω (οινοπν. ποτά). 7 δια- διασκευάζω, αλλάζω, μετατρέπω (για λογοτεχνικό ή μουσικά έργο)* - СТИХИ прозой μετατρέπω τους στίχους σε πεζό λόγο. II (παλ.) μετα- μεταφράζω, ερμηνεύω· - Пушкина по-гречески με- μεταφράζω τον ΐΐούσκιν στα ελληνικά. 7 (παλ.) ξαναζεύω. переложный επ. χέρσος απο πολλά χρόνια. Ι! της αγρανάπαυσης· -ая система земледелия το σύστημα καλλιέργειας με αγρανάπαυση. Перелом, -а α. 1 σπάσιμο, θραύση· θλάση, τσάκισμα. 2 σημείο της θραύσης. 3 μτφ. από- απότομη αλλαγή, μεταβολή, στροφή· κρίσιμο ση- με ίο, καμπή. переломать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переломанный, βρ: -ман, -а, -о θραύω, σπά- σπάζω, τσακίζω (όλα, πολλά). Ι) βλ. переломить B σημ.). Ι! -ся βλ. переломиться (ίσημ.). переломить, -ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переломленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 σπάζω, θραύω, τσακίζω. 2 μτφ. αλ- αλλάζω, μεταβάλλω απότομα· δαμάζω, υπερνικώ, κατανικώ. II -СЯ 1 θραύομαι, σπάζω, τσακί- τσακίζομαι' палка -лась о πάσσαλος έσπασε. 2 μτφ. μεταβάλλομαι, αλλάζω απότομα, δαμάζο- δαμάζομαι , υπερνικιέμαι. II αλλάζω τη φύση ή τη χροιά της φωνής. переломный επ. αποφασιστικός, καθοριστι- καθοριστικός· σημαδιακός· - месяц в ходе ВОЙНЫ απο- αποφασιστικός μήνας στην εξέλιξη των πολεμι- πολεμικών επιχειρήσεων - ГОД αποφασιστικός χρό- χρόνος ή χρόνος στροφής, καμπής. ■перелопатить, -пачу, -патишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелопаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) φτυαρίζω, μεταρρίπτω με το φτυάρι. Перелопаться, -ается р.σ. σπάζω, θραύομαι (για πολλά, όλα) все Стаканы -лись όλα τα πο- ποτήρια έσπασαν. перелопачивать ρ.δ. βλ. перелопать. II ~ся φτυαρίζομαι, μεταρρίπτομαι με το φτυάρι. перелудить, ~лужу\ -лудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξανακασσιτερώνω, ξαναγανώνω. 2 κασ- σιτερώνω, γανώνω (όλα, πολλά)· - ВСЮ мёд·- Ную пос/ду ξανακασσιτερώνω όλα τα χάλκινα αγγεία ή τα χαλκώματα. перемазать, -мажу, -мажешь ρ.σ.μ. 1 αλεί- αλείφω ξανά. 2 αλείφω (όλα, πολλά). 3 καταλερώ— νω* - пальцы чернилами καταμελανώνω τα δά- δάχτυλα. II -СЯ καταλερώνομαι. перемазка, -и θ. άλλειψη. перемазывание, -я ουδ. άλειψη. перемазывать(ся) р.δ. βλ. перемазать(ся). перемалывание, -я ουδ. βλ. перемолот. перемалывать(ся) р.δ. βλ. перемолс5ть(ся). переманивание, -я ουδ. βλ. переманка. переманивать р.δ. βλ. переманить. II -ся δελεάζομαι, ξεγελιέμαι, απατώμαι. переманить, -маню, -манишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переманенный, βρ: -нен, -а, -о; ρ.σ.μ. δελεάζω, τραβώ, έλκω· ξεγελώ, απατώ. переманка, -И θ. δελέασμα, -μός. перемарать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перамаранный, βρ: -ран, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (α«λ.). 1 καταλερώνω, καταμουτζουρώνω, πασ- σαλείφω* - ру^КИ краской καταλερώνω τα χέ- χέρια με μπογιές. 2 μουτζουρώνω (χειρόγραφο, βιβλίο κ.τ.τ.). II -СЯ (κατά)λερώνομαι, (κα^· τα)μουτζουρώνομαι* πάσσαλείφομα ι. перемарывать(ся) р.δ. βλ. перемарать(ся). перемасливать(ся) р.δ. βλ. пермаслить(ся). Перемаслить ρ.σ.μ. ρίχνω πολύ λάδι, πάνω απο το κανονικό· - пирог ρίχνω λάδι στην πίτα πάνω απο το κανονικό. II αλείφω με λάδι (όλα, πολλά) . II λαδώνω, λιγδώνω, λερώνω. II -СЯ λαδώνομαι, λιγδώνομαι, λερώνομαι. перематывание, -я ουδ. βλ. перемотка. перематывать р.δ. βλ. перемотать. II -ся αναπηνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. перемахивать(ся) р.δ. βλ. перемахнуть(ся). перемахнуть ρ.σ. (απλ.) 1 (υπερ)πηδώ· (через) канаву πηδώ το χαντάκι* - плетень πηδώ το φράχτη. II περνώ, διαβαίνω ορμητικά. 2 μετακινούμαι, περνώ, φεύγω απο ένα μέρος σε άλλο. 3 μεταφέρω, διαβιβάζω. II (απλ.) υ-
пер 45 пер περβάλλω, τα παραλέω. II -СЯ αλληλογνεύομαι, κάνομε νεύμα ο ένας τον άλλον. перемачивание, -я ουδ. βλ. перемочка. перемачивать р.δ. βλ. перемочить. II -ся υγραίνομαι,, μουσκεύω. перемащивать ρ.δ. βλ. перемостить. II ~ся ξαναλιθοστρώνομαι. перемаяться, -маюсь, -маешься р.σ. (απλ.) καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι,. II κατα- κατακουράζομαι, καταπονούμαι. перемещать ρ.δ.μ. εναλλάσσω· παρεμβάλλω.· ανακατώνω* ~ работу С .ОТДЫХОМ εναλλάσσω τη δουλειά με την ανάπαυση* В своей речи ОН -ал греческие слова СО иностранными μιλώντας ελληνικά, έβαζε και ξένες λέξεις. II -СЯ 1 εναλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. снег -лея С градом το χιόνι εναλλάσσονταν με το χα- χαλάζι. 2 (παλ.) σταματώ, παύω. перемежающийся επ. απο μτχ. διαλείπων. II εναλλασσόμενος. перемежевать, -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемежёванный, βρ: -ван, -а, ~о ρ.σ.μ. 1.οροθετώ εκ νέου, ξαναβάζω τα σύνο- σύνορα* βάζω τα σύνορα αλλιώς. 2 βάζω σύνορα(σε όλα, πολλά). II -СЯ οροθετούμαι ξανά ή αλ- αλλιώς. Перемежёвка, -И θ. οροθέτηση εκ νέου ή αλλιώς. перемежёвывать(ся) р.δ. βλ. перемежевать- (СЯ). Перемежка, -И θ. σταμάτημα, παύση, διακο- διακοπή· διάλειμμα. Перемена, -Ы θ. 1 αλλαγή· - квартиры αλ- αλλαγή διαμερίσματος" - профессии αλλαγή ε- επαγγέλματος· - обстановки и климата αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος. 2 μεταβολή, με- μετατροπή· резкая - ПОГОДЫ απότομη αλλαγή του καιρού* - ЖИЗНИ αλλαγή της ζωής'. 3 αλλαξιά· захвати с собой в дорогу две -ы белья πά- πάρε μαζί σου για το δρόμο δυο αλλαξιές ε- εσώρουχα. 4 (παλ.)· φαγητό 5 διάλειμμα σχο- σχολικό. переменить, -меню, -мёнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переменённый, βρ: ~нён„ -нена, ~нен<5 ρ.σ.μ. 1 αλλάζω· - книгу в библиотеке αλλάζω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη· - работу αλλάζω τη δουλειά· ~ бельё αλλάζω τα εσώ- εσώρουχα· - разговор αλλάζω την κουβέντα. 2 κάνω τι διαφορετικό' - ГОЛОС αλλάζω τη φω- φωνή· - мнение αλλάζω γνώμη. II -СЯ 1 αλλάζω, γίνομαι διαφορετικός· тема разговора -лась το θέμα της συνομιλίας άλλαξε" ЖИЗНЬ -лась η ζωή άλλαξε· Погода скоро -ИТСЯ ο καιρός γρήγορα θ" αλλάξει· жёнИТСЯ—ИТСЯ όποιος παντρεϋεται-συμμαζεύεται (αλλάζει). 2 αλλάζω· - ролями αλλάζομε τους ρόλους. переменка, -и θ. (απλ.) βλ. перемена. E σημ.). Переменный επ. 1 μεταβλητός, ευμετάβλητος· ασταθής, ακατάστατος" -ая погода ακατάστα- ακατάστατος καιρός (αλλαξοκαιριά). 2 (παλ.) βλ. пе- рекладной. II εκφρ. -ая величина μεταβλητό ύψος ή ποσότητα" - капитал μεταβλητό κεφά- κεφάλαιο· - ток εναλλασσόμενο (ηλεκτρικό) ρεύμα. Переменчивость, -И θ. μεταβλητότητα, με- ταβλησία, ευμετάβλητο* αστάθεια. переменчивый επ., βρ: -чив, -а, -о βλ. переменный A σημ.). переменять(ся) р.δ. βλ. переменйть(ся). перемёр, -а α. ξαναμέτρημα. перемереть, -мрёт, -мрём, -мрёте, παρλθ. χρ. перемёр, ~ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пе- ремёрший ρ.σ. (απλ.) πεθαίνω (για πολλούς ή όλους). перемерзать р.δ. βλ. перемёрзнуть. перемёрзнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пе- перемёрз, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. перемёрз- перемёрзший ρ.σ. 1 παγώνω, καταστρέφομαι απο " τον πάγο· все цветы -ЛИ όλα τα λουλούδια κατα- καταστράφηκαν απο τον πάγο. 2 ξεπαγιάζω· Я-мёрз В дороге ξεπάγιασα στο δρόμο. 3 (για δεξα- δεξαμενή, λάκκους)* παγώνω τελείως, ως τον πυθ- πυθμένα. перемеривание, -я ου6. βλ. перемёр. перемеривать р.δ. βλ. перемерить. II -ся προβάρομαι, δοκιμάζομΛ. перемерить ρ.σ.μ. 1 ξαναμετρώ· μετρώ ακό- ακόμα μια φορά· - комнату ξαναμετρώ το δωμά- δωμάτιο. 2 ξαναπροβάρω, ξανακάνω πρόβα, ξαναδο- ξαναδοκιμάζω* - КОСТЮМ ξανακάνω πρόβα το κοστού- κοστούμι. 3 μετρώ (όλο, πολύ). 4 προβάρω (όλα, πολλά)· - МНОГО шляп προβάρω πολλά καπέλα. , перемерка, -и θ. βλ. перемёр. перемерять р.σ. βλ. перемерить. перемерять р.δ. βλ. перемерить. II -ся 1 ξαναμετριέμαι. Ζ ξαναπροβάρομαι. перемесить, -мешу, -месишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемешенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 ανακατώνω. 2 ανακατώνω ξανά. перемести, -мету1, -метёшь, παρλθ. χρ. пе- перемёл, -мела, -ло·; παθ. μτχ. переметённый, ρ.σ,μ. 1 σκουπίζω, σαρώνω. 2 ξανασκουπίζω, ξανασαρώνω. 3 σκουπίζω (παντού, όλα)· - все комнаты σκουπίζω όλα τα δωμάτια. 4 επισω- επισωρεύω. переместить, -мешу, -местйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемещённый, βρ: ~щён, -щена, -щенб ρ.σ.μ. 1 μετακινώ, μετατοπίζω, μετα- μεταθέτω· μεταφέρω· ~ мебель из одной комнаты В другую μεταφέρω τα έπιπλα απο το ένα δω- δωμάτιο στο άλλο. 2 μεταθέτω· - В другой ПОЛК μεταθέτω σε άλλο σύνταγμα. II -СЯ μετατοπί-
пер 46 пер ζομαι, μετακινούμαι, μεταφέρομαι· μετατίθέ- μετατίθέμα ι, μεταθέτομαι, перемёт, ~а α. 1 καθετή (αλιευτικό δίχτυ). 2 (διαλκ.) εγκάρσια δοκός. 3 (διαλκ.) ανε- μομάζωμα· снежные -Ы χιονοστιβάδες. переметать1 ρ.δ. βλ. перемести. переметать* -мечу, -мечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемётанный, βρ: -тан, -а, -о р. σ.μ. 1 ξανασυσσωρεύω, ξανασωριάζω· - СТОГ ζαναθημωνιάζω. 2 συσσωρεύω, σωριάζω (όλο, πολύ). 3 ρίχνω, πετώ· - все камни через за- забор πετώ όλες τις πέτρες έξω απο τον περί- περίβολο. переметать3 ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ.пе- παρλθ.χρ.перемётанный, βρ: -тан, -а, -О. 1 ξανατρυπώ- νω· - блужку ξανατρυπώνω τη μπλούζα. 2 ξα- ναστριφώνω, περιρράβω ξανά· - петлю περιρ- ράβω ξανά την κουμπότρυπα. переметить, -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемеченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 ξανασημαδεύω, ξαναβάζω σημάδια. 2 σημαδεύω, βάζω σημάδια (σε όλα, πολλά)" Всё бельё βάζω σημάδια σ' όλα τα εσώρουχα. перемётка1, -И θ. σάρωμα, σκούπισμα. II ρί- ρίψη, ρίξιμο. перемётка? -И θ. ξαναθημώνιασμα. II ξανα- τρΰπωμα (ενδύματος). Переметнуть р.σ.μ. (απλ.) ρίχνω, πετώ" - гранату ρίχνω τη χειροβομβίδα. II -СЯ 1 υ- υπερπηδώ, πηδώ πάνω απο. 2 μτφ. μεταπηδώ' ОН -ул в лагерь противника αυτός πέρασε με το μέρος του εχθρού (στο αντίπαλο στρατόπεδο). Перемётный επ. της καθετής· - крючок α- αγκίστρι της καθετής. II ο εκατέρωθεν ~ке сумки το δισάκκιο. II εκφρ. сума -ая αλλαξό- πιστος, ανεμοδούρας. перемётчик κ. перемётчик, -а α. (παλ.) αλλαξόπιστός, αποστάτης· λιποτάχτης· ανεμο- ανεμοδούρας . перемётывание1 -я ουδ. βλ. перемётка? перемётывание* -я ουδ. βλ. перемётка2. перемётывать1 р.δ. βλ. переметнуть. II -ся β λ. переметнуться. перемётывать2р.δ. βλ. переметать3. г И -ся ζανατρυπώνομαι (για ένδυμα). перемечать ρ.δ. βλ. переметить. И -ся ξα- νασημαδεύομαι. перемёчивать(ся) ρ.δ. βλ. перемечать( ся). перемешать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемешанный, βρ: -шан, -а, -о. 1 ανακατώ- ανακατώνω, αναμιγνύω4 συμφϋρω" - Цемент С Песком ανακατώνω το τσιμέντο με τον άμμο. 2 μετα- μετατοπίζω, αλλάζω θέση, μεταθέτω, μετακινώ. II χαλνώ τη σειρά, την τάξη. 3 κάνω σύγχυση, μπερδεύω (εκλαμβάνω ένα πρόσωπο για άλλο), II -СЯ 1 ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Перемешивание, -Я ουδ. ανα^άτωμία., ανάμι- ανάμιξη. II μετατόπιση, μετακίνηση, μετάθεση. II σύγχυση, μπέρδεμα. перемешивать р.δ. βλ. перемесить, пере- перемешать. II -ОЯ ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι. перемёшивать(ся) ρ.δ. βλ. перемешать(ся). перемещать(ся) ρ.δ. βλ. переместит^ся). перемещение, -Я ουδ. μετατόπιση, μετακί- μετακίνηση, μετάθεση. II μεταφορά, μετακόμιση. II μετάθεση (υπηρεσιακή). Перемещённый επ. απο μτχ. πλθ. ~ые ουσ. οι βίαια μεταφερμένοι πολίτες απο τους γερμα- γερμανούς φασίστες και διασκορπισμένοι στην κα- κατεχόμενη Ευρώπη. перемигиваться ρ.δ. βλ. перемигнуться. перемигнуться, ~нусь, -нёшься р.σ. αλλη- λοκλείνω το μάτι, κάνομε νεύματα, ματιές. переминать р.δ.μ. 1 βλ. перемять. 2 ανα- ανακατεύω, περιδιπλώνω, κουνώ* διευθετώ. II -СЯ I βλ. перемяться. 2 στηρίζομαι πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο (απο ανησυχία, ταραχή). II εκφρ.. - с ноги на ногу βλ. переменяться B σημ.). перемирать, -ает, -аем, -аете ρ.δ. βλ. пе- перемереть. перемирие, -Я ουδ. 1 ανακωχή, εκεχειρία· УСЛОВИЯ -Я όροι ανακωχής· заключить - κά- κάνω ανακωχή. 2 μτφ. συμφιλίωση προσωρινή. перемирЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемирённый, βρ: -рён, -рена, -рено συμ- συμφιλιώνω (όλους, πολλούς). II -СЯ συμφιλιώνο- συμφιλιώνομαι (με όλους, πολλούς). перемножать ρ.δ. βλ. перемножить. II -ся πολλαπλασιάζομαι. перемножить ρ.σ.μ. πολλαπλασιάζω. «Перемогать ρ.δ.μ. (υπερ)νικώ, καταβάλλω"- дремоту νικώ τη νύστα. II - СЯ 1 προσπαθώ να νικήσω, κάνω κουράγιο. 2 (απλ.) τα βγάζωπέ- ρα με δυσκολία. перемокать ρ.δ. βλ. перемокнуть. перемокнуть р.σ., παρλθ. χρ. перемок, ~ла, -ЛО. 1 καταμουσκεϋω, 2 παραμουσκεύω* χαλνώ, βλάπτομαι απο το πολύ μούσκεμα" ЯбЛО- КИ -КЛИ τα μήλα παραμούσκεψαν. перемол, -а α. άλεσμα" τρίψιμο. перемолачивание, -я ουδ. βλ. перемолот. перемолачивать ρ.δ. βλ. перемолотить. II -СЯ αλωνίζομαι" στουμπίζομαι. перемолвить, -ВЛЮ, -вишь р.σ.μ. (απλ.) συ- συνομιλώ, κουβεντιάζω* не С кем - СЛОВО δεν έχω με ποιόν να κουβεντιάσω. II -СЯ συνομιλώ στα γρήγορα, σύντομα· - несколькими словами С соседом κουβεντιάζω λίγο με το γείτονα. перемолот, -а α. αλώνισμα· στούμπισμα· ξα- ναλώνισμα" ξαναστούμπισμα.
пер 47 пер перемолотить, -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемолоченный, βρ: -чен, -а,, -о р.σ.μ. 1.αλωνίζω· στουμπίζω (όλο, πολύ)· ВСЮ пшеницу αλωνίζω όλο το σιτάρι,. 2 ξανα- λωνίζω* ξαναστουμπιζω. перемолоть, -мели, -мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемолотый, βρ: -лот, -а, -о р.σ.μ. 1 αλέθω* τρίβω (όλο, πολύ)· - всё кофе αλέθω όλον τον καφέ. 2 ζαναλέθω· ζανατρίβω. II -СЯ (για όλο, πολύ)· αλέθομαι., τρίβομαι,.. II εκφρ. -ется мука будет (παρμ.) σιγά-σιγά θα περά- περάσουν όλα* σιγά—σιγά γίνεται, η αγουρίδα μέλι. перемолчать р.σ.μ. (απλ.) αποσιωπώ, παρα- παραλείπω σκόπιμα, αντιπαρέρχομαι. перемонтаж, -а α. ζανασυναρμολογηση, ξα- νάμοντάρισμα. перемоншйрование, -я ουδ, βλ. перемонтаж. перемонтировать, -руга, -руешь р.σ.μ. ξα- νασυναρμολογώ, ξαναμοντάρω. перемонтировка, -и θ. βλ. перемонтаж. перемораживать р.δ. βλ. переморозить. II -СЯ ψύχομαι, παγώνω. Переморить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переморённый, βρ: -рён, -рена, -ренб; εξο- εξοντώνω, εξολοθρεύω, αφανίζω, ξεκάνω (όλους, πολλούς)· ~ всех крыс εξολοθρεύω όλους τους αρουραίους. переморозить, -рожу, -розишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемороженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. ψύχω, παγώνω (όλα, πολλά). перемостить, -мошу, -мостишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемощённый, βρ: -щён, -щена,-ό ρ.σ.μ. 1 ξαναλιθοστρώνω. 2 λιθοστρώνω (ό- (όλο, πολύ). перемотать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемотанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 βλ. мо- мотать. 2 αναπηνίζω* ξανακουβαριάζω' ξανατυλί- γω. 3 κουβαριάζω (όλα, πολλά)· - все НИТКИ В клубки μαζεύω όλες τις κλωστές σε κου- κουβάρια. Перемотка, -И θ. αναπήνιση, ξανακουβάρια- σμα, ξανατύλιγμα. перемётный επ. βλ. перемоточный. ПеремОТОЧНЫЙ επ. της αναπήνιση<ν. перемочить, -мочу, -мочишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 μουσκεύω (όλα, πολλά). 2 παραμου- σκευω, φθείρω, χαλνώ απο το πολύ μπούσκεμα. перемочка, -И θ. παραμούσκεμα. перемочь, -моху, -можешь, -м01ут, παρλθ. χρ. перемог, -ла, -ло р.σ. (απλ.) βλ. пере- перемогать. II -ся βλ. перемогаться. Перемудрить р.σ. 1 μπερδεύω, συγχύζω (κά- (κάνοντας τον έξυππνο). 2 (απλ.) ξεπερνώ στην εξυπνάδα. Перемутить, -мучу, -мутЙШЬ ρ.σ.μ. Ι παρα- θολώνω* ~ воду παραθολώνω το νερό. 2 εμπνέω ανησυχία, ταραχή, επιφέρω σύγχυση σε(όλους, πολλούς). II -СЯ παρά θολών ο μα ι. перемучать(ся) р.δ. βλ. перемучить(ся). перемучить ρ.σ.μ. 1 (απλ.) παραβασανίζω.2 βασανίζω (όλους, πολλούς). II -СЯ παραβασα- νίζομαι. перемывёть(ся) р.δ. βλ. перемыть(ся). перемйть, -мою, -моешь ρ.σ.μ. 1 ξαναπλύ- νω" - ПОЛ ξαναπλύνω τρ πάτωμα. 2 πλύνω (ό- (όλα, πολλά). II -СЯ 1 ξαναπλύνομαι. 2 πλύνομαι (για όλους, πολλούς)· Все -ЛИСЬ ό- όλοι πλύθηκαν. перемычка, -И θ. υπέρθυρο, ανώφλι πόρτας ή παράθυρου" πρέκι* σενάζι. II συνδετήρας. II εγκιβωτισμός (κατασκευής θεμελιώσεων κλπ.), φραγμός υδατοστεγής, -γανός. перемЙТЫЙ επ. απο μτχ. κατατσαλακωμένος. ПереМЯХЬ, -мну, -МНёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемятый, βρ: -мят, -а, -о ρ.σ.μ. 1 κατατσαλακώνω· κατατσαλαπατώ· - всё бельё κατατσαλακώνω όλα τα ρούχα* - траву^ κατα- κατατσαλαπατώ το χορτάρι. 2 ξαναζυμώνω, ανακα- ανακατεύω ξανά. II -ОЯ ξανατσαλακώνομαι· ξανα- τσαλαπατιέμαι. переналадить, -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переналаженный, βρ: -жен, ~а, -о ρ.σ.μ. ρυθμίζω ξανά, ρεγουλάρω ξανά, ξανα- κανον ίζω. Переналадка, -и θ. ξαναρύθμιση, ζαναρε- γουλάρισμα, ξανάκανανισμα. переналаживать р.δ.μ. р\. переналадить. II -СЯ ξαναρυθμίζομαι, ξαναρεγουλάρομαι. перенапрягать(ся) ρ.δ. βλ. перенапрячься). перенапряжение, -Я ουδ. 1 υπερένταση,πα- ρατέντωμα. 2 υπέρταση (ηλεκτρ. ρεύματος), перенапрячь, -ягу, -яжёшь, -ягу^г, παρλθ. χρ. перенапряг, -ЛО, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенапряжённый,- βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ. υπερ(εν)τείνω, παρατεντώνω· υπεραυ- ξάνω. II -СЯ υπερ( εν)τείνομαι κλπ. ρ.μ. Перенаселение, -Я ουδ. υπερπληθυσμός. перенаселённость, -и θ. υπερπληθυσμός. Перенаселённый επ. απο μτχ. υπερπληθής, παμπληθής, πολυπληθέστατος· πάρα πολύ πυ- πυκνοκατοικημένος. Перенаселить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенаселённый, βρ: -лён, -лена, -ленб πυ- κνοκατοικίζω, στεγάζω, ενοικίζω πυκνά. перенаселять ρ.δ. βλ. перенаселить. Ι! -ся πυκνοκατοικούμαι. перенасытить, -ышу, -ытишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенасыщенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ. κορεννύω, υπερπληρώ, χορτάζω. II -СЯ υπερπληρούμαι, κορεννύομαι. перенасыщать(ся) р.δ. βλ. перенасытиться).
пер 48 пер Перенасыщение, -я ουδ. κόρος, κορεσμός, υπερπλήρωση. перенашивать(ся) р.б. βλ. переносйть(сяJ. перенесение, -Я ουδ. μεταφορά. перенести, -несу", -несёшь, παρλθ. χρ. пе- перенёс, -несла, -лб, μτχ. παρλθ. χρ. пере- НёСШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесённый, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ.μ. 1 περνώ· реСЗёнка через ручей περνώ το παιδάκι απο το ρυάκι. 2 μεταφέρω* - дрова из сарая в ку- кухню μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα. 3 μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού. 4 κατευθύνω, καταφέρω" - глав- главный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης. 5 αναβάλλω· - заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνε- συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ. II παρασταίνω γραφικά. 6 λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο- μαι φλυαρώντας. 7 δοκιμάζω, υποφέρω, περ- περνώ, τραβώ* - МНОГО горя περνώ μεγάλη στε- χώρια. Ι) αντέχω· растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.8 (διαλκ.) επισωρεύω" στοιβάζω" дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε απο το χιόνι. II -СЯ 1 δια- διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. II στρέ- στρέφω, γυρίζω, πετώ" κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.). 2 μτφ. μεταφέρομαι νοε- ρώς, με τη φαντασία· αναπολώ. перенизать, ~нижу\ -нижешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенизанный, επ. -зан, -а, -о. 1 ξαναρμαθιάζω. 2 αρμαθιάζω (όλα, πολλά)· - все грибы αρμαθιάζω όλα τα μανιτάρια. перенизывать р.δ. βλ. перенизать. II -ся αρμαθιάζομαι. перенимание, -Я ουδ. πάρσιμο, λήψη, πρό- πρόσληψη . перенимать р.δ. βλ. перенять. II -ся μι- μιμούμαι, παίρνω (για παράδειγμα). Перенос, -а α. 1 μεταφορά· - багажа μετα- μεταφορά αποσκευών - СЛОВ συλλαβισμός. 2 μετα- μετατόπιση, μετάθεση, μετακίνηση. 3 κατεύθυνση. 4 αναβολή. II παράσταση γραφική. 5 κοινολό- κοινολόγηση· εκμυστήρευση· αναφορά. 6 επισώρευση, στοίβαγμα. 7 παύλα συλλαβισμού. переносить1, -коыу, -носишь р.δ. βλ. пере- перенести. II βκφρ. не переносить когб-чего δεν υποφέρω κάποιον, κάτι (απεχθάνομαι). II -СЯ βλ. перенестись. Переносить2, -НОШу, -НОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переношенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 μεταφέρω" - вещи В вагон μεταφέρω τα πράγματα στο βαγόνι. 2 φθείρω (για ενδύ- ενδύματα, υποδήματα). 3 εγκυμονώ, κυοφορώ πέρα απο τον κανονικό χρόνο. II -СЯ βλ. перенес- перенестись. % φθείρομαι, χαλνώ* все ШИТЬЯ -ЛИСЬ όλα τα φορέματα φθάρθηκαν. переносица, -Ы θ. η ρίζα της μύτης. переноска, -И θ. 1 μεταφορά. 2 φορητή λά- λάμπα. перенООНОСТЬ, -И θ. μεταφορά, μεταφορική σημασία. переносный επ. φορητός, μεταφερόμενος*-ЭЯ лампа φορητή λάμπα. Π μεταφορικός· ~ое зна- чёние μεταφορική σημασία. переносчик, -а α., -ца, ~Ы θ. μεταφορέας· - КНИГ μεταφορέας βιβλίων" - Тяжестей με- μεταφορέας βαρών. II φορέας· комар - - малярии το κουνούπι είναι φορέας της ελονοσίας. 3 (παλ.) καταδότης" ρουφιάνος. переносье, -я ουδ. βλ. переносица. переночевать, ~чуЪ, -чуешь р.σ. διανυχτε- διανυχτερεύω" - у знакомых διανυχτερεύω σε γνωστούς. перенумеровать, ~ру"ю, -р^ешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенумерованный, βρ: -ван, -а, -О р.σ.μ. 1 βάζω, αλλάζω τον αριθμό. II α- αναριθμώ, ξαναριθμίζω. 2 αριθμίζω, βάζω α- αριθμό (σε όλα, πολλά). перенумеровывать р.δ. βλ. перенумеровать. Π -СЯ 1 ξαναριθμίζομαι, αναριθμούμαι. 2 α- αριθμίζομαι, αριθμούμαι. перенюхать р.σ.μ. μυρίζω, οσφραίνομαι (ό- (όλα, πολλά). II -СЯ 1 αλληλομυρίζομαι, αλλη- λοοσφραίνομαι. 2 μτφ. συνομνύω, πιάνω σχέ- σχέσεις, αλληλοκαταλαβαινόμαστε. перенюхивать(ся) р.δ. βλ. перенюхать(ся). перенять, перейму^ переймёшь, παρλθ. χρ. перенял, ~ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. переняв- перенявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенятый, βρ: -НЯТ, -ά, -ο ρ.σ.μ. 1 παίρνω, δανείζομαι· μι- μιμούμαι το παράδειγμα· - ОПЫТ παίρνω την πεί- πείρα. 2 πιάνω, αρπάζω κάτι. II (παλ.) φράζω, κ£βω το δρόμο σε κάποιον. 3 (απλ.) δανείζο- δανείζομαι για μικρό χρονικό διάστημα. переоборудование, -я ουδ. επανεξοπλισμός,. εφοδιασμός, εγκατάσταση εκ νέου ή διαφορε- διαφορετικά. переоборудовать, -дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ. μ. επανεξοπλίζω, ξαναεφοδιάζω (με μέσα), ξανα- ξανακάνω εγκατάσταση· εξοπλίζω, εφοδιάζω, κάνω εγκατάσταση διαφορετικά. II -СЯ επανεξοπλί- ζομαι, εφοδιάζομαι εκ νέου ή διαφορετικά. переобременить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переобременённый, βρ: -нён, -ненй, ~не- ΗE; παραφορτώνω" - работой παραφορτώνω με δουλειά. переобременять р.δ. βλ. переобременить. II -СЯ παραφορτώνομαι. переобувание, -Я ουδ. αλλαγή υποδημάτων" ξαναπόδεμα. переобувать(ся) ρ.δ. βλ. переобуть(ся). переобуть, ~бу"га, -б^ешь р.σ.μ. βάζω άλλα
пер 49 пер υποδήματα· - детей βάζω άλλα παπούτσια στα παιδιά. 11 ξαναποδένω. II ~СЯ αλλάζω τα υπο- υποδήματα* ξαναποδένομαι. переобучат^ ся) р.δ. βλ. переобучйть(ся)· переобучение, -Я ουδ. διδαχή εκ νέου· με- μετεκπαίδευση. переобучить, -учу, -УЧИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. переобученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. ζαναμαθαίνω, ξαναδιδάσκω, ζαναδασκαλεϋω· με- μετεκπαιδεύω. II -СЯ ζαναδιδάσκομαι κλπ. ρ. μ. переодевание, -Я ουδ. άλλασμα ενδυμάτων μεταμφίεση. переодевать(ся) р.δ. βλ. переодёть(ся). переодетый επ. απο μτχ. μεταμφιεσμένος. переодеть, -ёну, -ёнешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ'. переодетый, βρ: -дёт, -а,' -о р.σ.μ. αλ- αλλάζω τα ενδύματα· φορώ, ντύνω άλλα ρούχα· - больного в чистое бельё φορώ στον άρρωστο καθαρά εσώρουχα· - ребёнка αλλάζω το βρέ- βρέφος· - платье αλλάζω το φόρεμα. II μεταμφιέ- μεταμφιέζω, κάνω αγνώριστον. II -СЯ ντύνομαι με άλλα ρούχα, αλλάζω· - в чистое плйтье φορώ καθα- ρώ φόρεμα. II μεταμφιέζομαι· - женщиной με- μεταμφιέζομαι σε γυναίκα. переорганизация, ~И θ. αναδιοργάνωση, α- ανασυγκρότηση. переорганизовать, -зуга, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переорганизованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ. II -СЯ αναδιοργανώνομαι, ανασυγκροτούμαι. переорганизовывать(ся) р.δ. βλ. переорга- низовать(ся). переориентация, -И θ. προσανατολισμός εκ νέου ή διαφορετικά. переориентировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. προσανατολίζω εκ νέου ή αλλιώς. II -СЯ προσανατολίζομαι εκ νέου ή διαφορετικά, переориентировка, ~и θ. βλ. переориента- переориентация. переосвидетельствование, -я α. επανεξέτα- επανεξέταση· ανασκόπηση· μετεζέταση. переосвидетельствовать, -ствую, -ствуешь, ρ.δ.κ.σ. επανεξετάζω, ανασκοπώ* μετεξετάζω. II -СЯ επανεξετάζομαι. переосмысление, -Я ουδ. ανασκόπηση, επα- επανεξέταση. переосмысливаете, -я ουδ. βλ. переосмыс- переосмысление. переосмысливать р.δ. βλ. переосмыслить. II -СЯ επανασκέπτομαι, ανασκοπώ. ПвреоСМЙСЛИТЬ р.σ.μ. επανασκέπτομαι, ξα- νασκέπτομαι· ανασκοπώ· σκέφτομαι κάτι κατ' άλλον τρόπον - исторические события ανα- ανασκοπώ τα ιστορικά γεγονότα. переоснастить, -нашу, -настйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переоснащённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ.μ. επανεξοπλίζω, εφοπλίζω εκ νέου* εφοδιάζω ξανά. переоснащать р.δ. βλ. переоснастить. II -см επανεξοπλίζομαι· εφοδιάζομαι ξανά. переохладить, ~ажу, -адйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переохлаждённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ. υπερψύχω-. II -СЯ υπερψύχομαι. переохлаадать(ся) р.δ. βλ. переохладйть- (ся). переохлаждение, -я ουδ. υπέρψυξη. переоценивание, -я ουδ. βλ. переоценка. переоценивать р.δ. βλ. переоценить. II ~ря 1 ξαναδιατιμούμαι. 2 υπερτιμούμαι. Переоценить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переоценённый, βρ: -нён, -нена, -нен<5. 1 α- ναδιατιμώ. 2 υπερτιμώ* υπερεκτιμώ. переоценка, -И θ. 1 ξαναδιατίμηση. 2 υ- υπερτίμηση· υπερεκτίμηση. перепадать, -ает, -аем, -аете р.σ. (για όλα, πολλά)* πέφτω διαδοχικά· КНИГИ -ЛИ С ПОЛКИ' τα βιβλία έπεσαν απο το ράφι το ένα κοντά το άλλο. перепадать, -ает р.δ. 1 βλ. перепасть B, 3, 4 σημ.). 2 πέφτω απο λίγο ή κατά διαστή- διαστήματα" -авэт ДОЖДИ πότε-πότε βρέχει. перепаивание, -я ουδ. (για μέταλλα)· ξα- νακόλλημα* - провода ξανακόλλημα του καλω- καλωδίου. перепаивать1 ρ.δ. βλ. перепоить. II -оя πα- ραποτίζομαι. перепаивать2 ρ.δ. βλ. перепаять. II -ся ξα- νακολλιέμαι. перепайка, -И θ. ξανακόλληση, ανασυγκόλ- ληση. перепакостить, -кощу, -костишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепакощенный, βρ: -щен, -а, -о •ρ.σ.μ. (απλ.). 1 καταλερώνω (όλους, πολ- πολλούς). 2 χαλνώ, καταστρέφω (όλο, πολύ). Η -СЯ καταλερώνομαι (για όλους, πολλούς). перепалить р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе- перепалённый, βρ: -лён, -лена, -лено; καίω όλα, πολλά· ~ все дрова καίω όλα τα καυσό- καυσόξυλα· - МНОГО дров καίω πολλά καυσόξυλα. переполка, -И θ. 5 (απλ.) ανταλλαγή πυρο- πυροβολισμών, τουφεκίδι. 2 μτφ. φιλονικία, μά- λωμα, έριδα* καβγάς. перепалывать ρ.δ. βλ. переполоть. II -ся ξεριζώνομαι" βοτανίζομαι. перепаривать(ся) р.δ. βλ. перепарить(ся). перепарить ρ.σ.μ. 1 παραβράζω με ком α- αχνό. 2 κάνω θερμόλουτρο με μαλάξεις. 3 ζεματίζω με ατμό (όλα, πολλά). II -СЯ 1 πα- παραβράζω με τον ατμό. 2 παρακάνω θερμόλου- θερμόλουτρο. перепархивать ρ.δ. βλ. перепорхнуть. перепарывать ρ.δ. βλ. перепороть Bσημ.).
пер 50 пер II ~ОЯ ξηλώνομαι (για όλα, πολλά). перепасть, -падёт, παρλθ. χρ. перепал,-ла. -лор.σ. 1 βλ. перепадать Bσημ.). 2 (διαλκ.) περνώ, φεύγω. 3 πέφτει στο μερίδιο. 4 αδυ- αδυνατίζω, εξασθενίζω, ισχναίνω. перепахйть, -пашу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепаханный, βρ: -хан, -а, ~ο·, ρ.σ.μ. 1 ξαναοργώνω, διβολίζω. 2 οργώνω ό- όλο* τελειώνω το όργωμα. 3 οργώνω εγκαρσίως. Перепахивание, -я ουδ. όργωμα εκ νέου, δι- βόλισμα, δευτέρωμα. перепахивать р.δ. βλ. перепахать. II-оя ορ- οργώνομαι ξανά, διβολίζομαι. Перепачкать ρ·σ.μ. καταλερώνω, καταλεκιά- ζω· κατασπιλώνω. II -ОЯ καταλερώνομαι κλπ. ρ.μ. Перепашка, -И θ. όργωμα εκ νέου, διβόλι- σμα, δευτέρωμα. ПерепаЙТЬ, -ИГО, -яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепаянный, βρ: -паян, -а, -о. 1 ξανα- κολλώ, ανασυγκολλώ (για μέταλλα). 2 κολλώ (όλα, πολλά)' - все Вёдра κολλώ όλους τους κουβάδες. перепев, -а α. επανάληψη του ίδιου τρα- τραγουδιού (που ειπώθηκε πια πολλές φορές). II ξανατραγούδισμα. Η κελάηδημα. перепевание, -я ουδ. βλ. перепев. перепевйть р.δ. 1 βλ. перепеть. 2 επανα- λαβαίνω κάτι πια γνωστό, ειπωμένο. II -СЯ τραγουδιέμαι' επαναλαβαίνομαι συχνά. перепекать(ся) р.δ. βλ. перепечь(ся). перепел, -а α., πλθ. перепела α. ορτύκι. Перепеленать р.σ.μ. 1 ξανασπαργανώνω. 2 σπαργανώνω (όλα, πολλά). перепелёнывать р.δ. βλ. перепеленать. II -СЯ ξανασπαργανώνομαι. перепелиный επ. του ορτυκιού* ορτυκίσιος. перепёлка, -И θ. ορτύκι θηλυκό. перепелятник, -а α. 1 είδος μικρού γερα- κιού (εχθρός των ορτυκιών). 2 κυνηγός ορ- ορτυκιών . перепереть, ~пру\ -прёшь, παρλθ. χρ. пе- перепёр, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Пере- пёртый, βρ: -пёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. Пере- Переперев р.σ. (απλ.) 1 μ. κουβαλώ με δνσκολία. 2 διαβαίνω, περνώ.μέσα απο δυσκολίες. переперчивать р.δ. βλ. переперчить. переперчить ρ.σ.μ. παραπιπερώνω. перепеть, -ПОЮ, -поёшь ρ.σ.μ. 1 τραγουδώ (όλα, πολλά). 2 τραγουδώ περισσότερο απο ό- όλους" ξεπερνώ στο τραγούδι. 3 ξανατραγουδώ. перепечатать р.σ.μ. 1 ανατυπώνω, ξανατυ- πώνω* αναδημοσιεύω. 2 δακτυλογραφώ. перепечйтка, -И θ. ανατύπωση, ξανατύπωση· αναδημοσίευση. II δακτυλογράφηση. перепечатывание, ~я ουδ. βλ. перепечатка. перепечатывать р.δ. βλ. перепечатать. II -СЯ ανατυπώνομαι, ξανατυπώνομαι· αναδημοσι- αναδημοσιεύομαι. II δακτυλογραφούμαι. перепечь, -пеку, -печёшь, -пек^т, .παρλθ. χρ. перепёк, -пекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепечённый, βρ: -чён, -ченй, -чено; р.σ.μ. 1 παραψήνω. 2 ψήνω (όλα, πολλά)· все хлебы ψήνω όλα τα ψωμιά. Η -СЯ παραψή- νομαι. перепивоть(ся) ρ.δ. βλ. перепйть(ся). перепиливание, -я ουδ. βλ. перепилка. перепиливать р.δ. βλ. перепилить. II -ся πριονίζομαι (για όλα, πολλά). перепилить, -пилю, -пилишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепиленный, βρ: -лен, ~а, -о; ρ.σ.μ. πριονίζω, κόβω στα δυό με το πριόνι" - бревно κόβω το κούτσουρο με το πριόνι. II πριονίζω, κόβω με το πριόνι (όλα, πολλά). перепилка, -И θ. πριόνισμα, κόψιμο με το πριόνι. переписать, -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переписанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 ξαναγράφω" αντιγράφω" μεταγράφω. II ξαναζω- γραφίζω. 2 εγγράφω, καταγράφω· καταχωρώ· всех Присуствующих εγγράφω όλους τους πα- παρόντες· - СКОТ В колхозе καταγράφω τα ζώα του κολχόζ. 3 (παλ.) μεταγράφω, κάνω μετα- μεταγραφή (αλλαγή κυριότητας). 4 μεταγράφω, με- μεταφέρω, ρίχνω* - моряков В пехоту ρίχνω τους ναύτες στο πεζικό. II -СЯ μεταγράφομαι, με- μεταφέρομαι αλλού' - В другой ПОЛК μεταγράφο- μεταγράφομαι σε άλλο σύνταγμα. переписка, -И θ. 1 ξαναγράψιμο*μεταγραφή" αντιγραφή. II δακτυλογράφηση· - на машинке δακτυλογραφώ. 2 αλληλογραφία" СОСТОЯТЬ В -е С кем-Н. έχω αλληλογραφία με κάποιον. 3 η αλληλογραφία (οι επιστολές). * Переписной επ. της καταγραφής· - ЛИСТ το φύλλο καταγραφής ή απογραφής. ПереПЙСЧИК, -а α., -ца, -Ы θ. αντιγραφέας. переписывание, -я ουδ. αντιγραφή· - ролей αντιγραφή των ρόλων. переписывать р.δ. βλ. переписать. II -ся 1 βλ. переписаться. 2 αλληλογραφώ. перепись, -и θ. απογραφή· - населения α- απογραφή του πληθυσμού. перешиь, -пью, -пьёшь, παρλθ. χρ. пере- перепил, -ла, -ло, προστκ. перепей р.σ. παρα- πίνω· ОН -Йл на свадьбе αυτός παράπιε στο γάμο- II ξεπερνώ στο πιοτί. ΙΙ-СЯ παραπίνω* ГО- ГОСТИ -лись οι μουσαφιρέοι παράπιαν. перепиХОТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепиханный, βρ: -хан, -а, -о (απλ.) σπρώ- σπρώχνω, χώνω μέσα (όλα, πολλά). перепихивать р.δ. βλ. перепихать. II -ся σπρώχνομαι, χώνομαι μέσα. перепихнуть р.σ. βλ. перепихать.
пер 51 дер переплав, ~а α. βλ. переплавка. переплавить1, -влго, -вишь р.σ.μ. ξανάλιώ- νω, τήκω ξανά, ζαναχύνω (για μέταλλα). II -СЯ τήκομαι, ξανά, ξαναχύνομαι. переплавить5, -влю, -вишь р.σ.μ. περνώ, δι- διαβιβάζω, διαπόρθμεύω. переплавка, -и θ. λιώσιμο, τήξη, χύσιμο μετάλλων. переплавлять(ся) ρ.δ. βλ. переплавиться). переплавлять ρ.δ. βλ. переплавить2. II -оя διαβιβάζομαι, διαπορθμεύομαι. перепланирование, -Я ουδ. αλλαγή σχεδίου (πλάνου)· ξανασχεδίαση. перепланировать ρ.σ.μ. αλλάζω το σχέδιο, ξανασχεδιάζω. перепланировка, -и θ. βλ. 'перепланирова- 'перепланирование. перепланировывание, -я ουδ. βλ. перепла- перепланирование. перепланировывать р.δ. βλ. перепланиро- перепланировать. II -СЯ ξανασχεδιάζομαι. переплата, -Ы θ. η παραπάνω πληρωμή, το παραπάνω καταβαλλόμενο ποσό* επιμέτρηση. переплатить, -плачу, -платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переплаченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 πληρώνω παραπάνω· προσμετρώ, επι- επιμετρώ. 2 πληρώνω, καταβάλλω (χρήματα). переплачивание, -я ουδ. βλ. переплата. переплачивать р.δ. βλ. переплатйь. II -ся πληρώνομαι παραπάνω. переплёвывать р.δ. βλ. переплюнуть. переплеск, -а α. φλοίσβος εναλλασσόμενος. переплёскивать(ся) ρ.δ. βλ. переплеснуть- (ся). переплеснуть р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переплёснутый, βρ: -нут, -а, -о παφλάζω. II -СЯ χύνομαι, παφλάζοντας. переплести, -плету, -плетёшь, παρλθ. χρ. переплёл, -плела, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переплетённый, βρ: -тён, -тена , -тено р.σ. μ. 1 δένω· βιβλιοδετώ* ОН ~ёл СВОЮ КНЙгу αυτός έδεσε το βιβλίο του. 2 τυλίγω, πλέκω. II συνδέω, ενώνω. II (περι)τυλίγω, (περι)ελίσ- σω. II μτφ. συνδέομαι αδιάρρηκτα. 3 ξαναπλέ- κω· - КОСЫ ξαναπλέκω τις κοσίδες. II -ЙСЬ περιτυλίγομαι, περιελίσσομαι. II συνδέομαι αδιάρρηκτα. Переплёт, -а α. 1 βιβλιοδέτηση, -σία. 2 επικάλυμμα· КОжанныЙ - δερμάτινο επικάλυμ- επικάλυμμα βιβλίου. 3 σιδεριά, δικτυωτό περίπλεγμα. 4 μτφ. μπέρδεμα, περιπλοκή" κατάσταση πε- περίπλοκη. II εκφρ. брать (ВЗЯТЬ) В - συμμορ- συμμορφώνω, συνετίζω· σφίγγω τα λουριά. переплетание, -я ουδ. βλ. переплёт. переплетать(ся) р.δ. βλ. переплестй(сь). переплетение, -я ουδ. 1 βλ. переплёт B σημ.). 2 κάθε πράγμα πλεγμένο δικτυωτά. 3 πλέξιμο, πλέξη κλωστών. переплётный επ. μπερδεμένος, ανακατωμέ- ανακατωμένος, μπλεγμένος* -ое дело μπερδεμένη υπό- υπόθεση. Ι] ουσ. -ая θ. βιβλ'ίοδετείο. 3 του ε- επικαλύμματος βιβλίου. переплётчик, -а α., ~ца, -ы θ. βιβλιοδέ- βιβλιοδέτης, -τρία. переплутовать, -тую, -туешь ρ.σ.μ. ξεπερ- ξεπερνώ στην απάτη. II απατώ, ξεγελώ. переплавить ρ.δ. βλ. переплыть. И -ся δι- απλέομαι. переплыть, -лыву, -лывёшь, παρλθ. χρ. пе- переплыл, -ЛО, -ЛО р.σ. διαπλέω, περνώ* через реку διαπλέω το ποτάμι. переплюнуть р.σ. φτύνω υπεράνω. 2 μ. φτύ- φτύνω μακρύτερα. II μτφ. ξεπερνώ. Перепляс, -а α. είδος ρούσικου χορού. переплясать, -ляшу, -ляшешь р.σ.μ. ξεπερ- ξεπερνώ στο χορό. переподготавливание, -я ουδ. βλ. перепод- переподготовка. переподготйвливать(ся) р.δ. βλ. перепод- переподготовит^ СЯ) . переподготовить, -влго, -ВИШЬ р.σ.μ. με- μετεκπαιδεύω. II -СЯ μετεκπαιδεύομαι. переподготовка, -И θ. μετεκπαίδευση. переподготовлять(ся) р.δ. βλ. переподго- переподготовить (ся). ,, перепоить, -пою, -поишь, προστκ. перепой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепоенный, βρ: -по- -поен, -а, -О р.σ.μ. 1 παραποτίζω· - лошадь πα- ραποτίζω το άλογο. 2 μτφ. μεθώ κάποιον. 3 δίνω να πιουν, ποτίζω (όλους, πολλούς)· ОНИ ~ла всех чаем αυτή τους πότισε όλους τσάι. II μεθώ (όλους, πολλούς). 1 перепой, -я α: с -я ή с ~<5го παραπιομέ- νος. переполаокивать р.δ. βλ. переполоскать. II -СЯ ξαναξεπλύνομαι. переползать р.δ. βλ. переползти. переползти, -лзу, -лзёшь, παρλθ. χρ. пе- переполз, -ла, -ЛО р.σ. 1 περνώ έρποντας· через Дорогу περνώ· το δρόμο έρποντας, της κοιλιάς. II διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω αργά, με δυσκολία. 2 έρπω, σέρνομαι με την κοιλιά. Переполнение, -Я ουδ. υπερπλήρωση, παρα- γέμισμα· ξεχείλισμα. переполнить р.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ. παρα- παραγεμίζω, υπερπληρώ· - куВШЙН МОЛОКОМ παρα- παραγεμίζω το λαγήνι με γάλα· с сердцем, пере- переполненным радостью με την καρδιά γεμάτη χαρά. II -СЯ παραγεμίζω, υπερπληρούμαι. переполнят^оя) ρ.δ. βλ. переполнитеся). переполоскать, -лощу, -лощешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переполосканный, βρ: -кан, -а,
пер 52 пер -О р.σ.μ. 1 ξαναπλύνω, ξαναξεβγάζω. 2 ξε- ξεπλύνω, ξεβγάζω (όλα, πολλά)· - всё бельё ξε- ξεπλύνω όλα τα ρούχα. переполоть, -Поли, -полешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переполотый, βρ; -лот, -а, -о βοτανί- ζω, ξεριζώνω όλα τα ζιζάνια. Переполох, -а α. αναστάτωση, σάλος, ταρα- ταραχή, αναμπουμπούλα· ПОДПИТЬ - ξεσηκώνω σάλο· Вызвать общий - προκαλώ γεν ΐκή αναστάτωση ή σάλο· произвести - αναστατώνω. Переполошить, ~шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переполошённый, βρ: -шён, -шена, -шено; ρ.σ.μ. αναστατώνω, προκαλώ γενική αναστάτω- αναστάτωση. II ταράσσω, φοβίζω. II -СЯ ταράσσομαι, φοβούμαι* καταθορυβούμαι. перепонка, ~И θ. μεμβράνα, υμένας· πέτσα· барабанная - το τύμπανο του αυτιού. ПереПОНОЧНЫЙ επ. της μεμβράνας· μεμβρανώ- δης, υμενώδης. Перепончатокрылый επ. 1 υμενόπτερος' -ые Насекомые υμενόπτερα έντομα. 2 ουσ. πλθ. ~ые τα υμενόπτερα. Перепончатый επ. μεμβρανώόης, υμενώόης. Перепороть1, -порю, -ПОреШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепоротый, βρ: -рот, -а, -о р. σ.μ. (απλ.) ξηλώνω (όλα, πολλά)· - все ПЛО- ТЬЯ ξηλώνω όλα τα φορέματα. Перепороть ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. пе- перепороть1)* (απλ.) μαστιγώνω (όλους, πολλούς). Перепортить, -рчу, -ртИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. перепорченный, Эр: -чен, -а, ~ο ρ.σ.μ. φθείρω, χαλνώ, καταστρέφω εντελώς ή όλους, πολλούς. Η εκφρ. - много крови кому προξε- προξενώ πολλά δυσάρεστα σε κάποιον. II -СЯ χαλνώ, αχρηστεύομαι· арбузы -ЛИСЬ τα καρπούζια χά- χάλασαν , (σάπ ι σαν). перепоручать ρ.δ. βλ. перепоручить. II -ся ανατίθεμαι σε άλλον. перепоручить, -ручу, -ручишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепорученный, βρ: -чен, -а, ~о αναθέτω σε άλλον - ведение дела другому защитнику αναθέτω την υπόθεση σε άλλον συ- συνήγορο. Перепорхнуть, -ну, -НёШЬ р.σ. (аиа)φτε- (аиа)φτερουγίζω, πετώ, πεταρίζω. ПереПОТрОШЙТЬ, -ШУ, -ШЙШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. перепотрошённый, βρ: -шён, -шена, -шено ρ.σ.μ. βγάζω τα εντόσθια, ξεκοιλιάζω (όλα, πολλά)· - всех кур ξεκοιλιάζω όλες τις κότες. перепоясать, -яшу, -яшешь р.σ.μ. ι ζώνω. II μτφ. μαστιγώνω, χτυπώ με τη λωρίδα. 2 ξα- ναζώνω. II -СЯ ζώνομαι· ξαναζώνομαι. перепояснвать( ся) ρ.δ. βλ. перепоясать- (ся). переправа, ~Ы θ. διαπεραίωση, πέρασμα, δι- απόρθμευση, διάβαση. II πορθμείο, πέραμα, πε- ραταριά. II μέσο διαπόρθμευσης. переправить, -влю, -вишь ρ.σ.μ. 1 διαπε- περαιώνω, διαπορθμεύω, περνώ, διαβιβάζω. 2 (απο)στέλλω. 3 διορθώνω· - статью διορθώνω άρθρο. 4 διορθώνω (όλο, πολύ). II -СЯ δια- περαιώνομαι, διαπορθμεύομαι κλπ.ρ.ενεργ. φ. Переправка, -И θ. αποστολή· στάλσιμο· ПИСЬМО за границу αποστολή γράμματος στο ε- εξωτερικό. переправление, -Я ουδ. διαπεραίωση, δια- πόρθμευση, πέρασμα, διάβαση. переправлять(ся) ρ.δ. βλ. перепрйвить(ся). Переправочный επ. της διαπεραίωσης, της διαπόρθμευσης. перепревать р.δ. βλ. перепреть. перепрелый επ. σαπρός, παρασαπισμένος. перепреть, -преет р.σ. 1 παρασήπομαι, πα- ρασαπίζω. перепробовать, -бую, -буешь р.σ.μ. δοκι- δοκιμάζω· γεύομαι· - все Яблоки δοκιμάζω όλα τα μήλα. перепроверить р.σ.μ. ξαναελέγχω. перепродавать, -даю, -даёшь, προστκ. пе- перепродавай, επιρ. μτχ. перепродавая р.ь. βλ. Перепродать. II -СЯ μεταπουλιέμαΐ. Перепродавец, ~вца α. μεταπωλητής, μετα- μεταπράτης. Перепродажа, -И θ. μεταπώληση. перепродать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. перепродал,~ло, -ло, προστκ. перепродай, μτχ. παρλθ. χρ. пе- репродДвший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ· перепро- перепроданный, βρ: -дан, -а, -О р.σ.μ. μεταπωλώ. перепроектирование, -я ουδ. ξανασχεδίαση. перепроектировать, -рую, -руешь р.δ.κ. σ. μ. ξανασχεδιάζω. II -СЯ ξανασχεδιάζομαι. СерепроеКТИроВКа, -И θ. ξανασχεδίαση. Перепроизводство, -а ουδ. υπερπαραγωγή. Перепрудить, -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепруженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. κλείνω με υδατοφράχτη, χτίζω υδατοφράχτη. перепруживать ρ.δ. βλ. перепрудить. II -ся κλείνομαι με υδατοφράχτη. перепрыгивать р.δ. β.λ. перепрыгнуть. перепрыгнуть ρ.σ. 1 υπερπηδώ· - через за- забор πηδώ τον περίβολο· - ров πηδώ τον αύ- αύλακα. 2 μεταπηδώ· - С камня на камень πηδώ απο πέτρα σε πέτρα. ' перепрягать р.δ. βλ. перепрячь. И -ся ξαναζεύομαι. перепряжка, -И θ. ξανάζευξη, ζαναζέψιμο. перепрясть, -яду, -ядёшь, παρλθ. χρ. пе- репрйл, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе- репрядённый, βρ: -дён, -дена, -ден<5 р.σ.μ. κλώθω, γνέθω· - ВСЮ шерсть κλώθω όλο το μαλλί.
пер 53 пер перепрятать, -ячу, -ячешь р.σ.μ. ι ξανα- κρύβω. 2 κρύβω (όλα, πολλά). II -СЯ 1 ξανα- κρύβομαι. 2 κρύβομαι, (για όλους, πολλούς). перепрятывать(ся) р.δ. βλ. перепрятать- (ся). перепрячь, -ягу, -яжёшь, -ягут, παρλθ. χρ. перепряг, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере- перепрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепряжён- ный, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. ξανα- ζεύω* ζεύω άλλο άλογο. ПервПЗ^Г, -а (-у) α. μεγάλος φόβος'τρόμος. перепуганный επ. απο μτχ. καταφοβισμένος· τρομαγμένος. перепуГОТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепуганный, βρ: -ган, -а, -о р.σ.μ. κα- τάφοβίζω, καταπτοώ· τρομάζω. "II -СЯ καταφο- βούμαι, καταπτοούμαι · τρομάζω. перепуск, -а α. άδειασμα, χύσιμο, ρίξιμο. перепускание, -я ουό. βλ. перепуск. перепускать р.6. βλ. перепустить. II -ся αδειάζομαι, χύνομαι, ρίχνομαι απο ένα μέρος σε άλλο. перепускной επ. του αδειάσματος* του χυ- σίματος. перепустить, -пущу, -пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепущенный, βρ: -щен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 χύνω, ρίχνω, αδειάζω απο ένα μέρος σε άλλο. 2 ζελασκάρω· - верёвку ζελασκάρω την τριχιά. 3 κάνω δρόμο να περάσει. 4 λιώ- λιώνω, τήκω* - ВОСК λιώνω το κηρί. перепутанный επ. απο μτχ. μπερδεμένος, α- ανακατωμένος . перепутать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепутанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. μπερ- μπερδεύω, περιπλέκω, ανακατώνω· - НЙТКИ μπερ- μπερδεύω τις κλωστές. II συγχέω, κάνω σύγχυση· - фамилию κάνω σύγχυση στο επώνυμο. II -0Я μπερδεύομαι, παθαίνω σύγχυση. перепутывать(ся) р.δ. βλ. перепутать(ся). перепутье, -я ουδ. διασταύρωση, σταυρο- σταυροδρόμι. II εκφρ. на - (βρίσκομαι) σε αμφιβο- αμφιβολία, ταλάντευση (περί του πρακτέου). перерабатывание, -я ουδ. βλ. переработка. перерабатывать(ся) р.δ. βλ. переработать- переработаться). переработать р.σ.μ. 1 επεξεργάζομαι, κα- κατεργάζομαι, δουλεύω· μετατρέπω, μεταβάλλω· - лён επεξεργάζομαι το λινάρι. II χωνεύω, α- αφομοιώνω· желудок быстро -ал пилот το στο- στομάχι γρήγορα χώνεψε την τροφή. 2 . ξαναδου- ξαναδουλεύω, ξαναεπεξεργάζομαι* διορθώνω· журна- ЛЙСТ -ал статью о δημοσιογράφος ξαναδούλε- ξαναδούλεψε το άρθρο. II μτφ. αλλάζω, διαφοροποιώ. 3 εργάζομαι παραπάνω ή υπερωρίες 4 πα- ραδουλεϋω, καταπονούμαι, υπερκοπιάζω. II -СЯ A ,2 πρόσ. δεν έχει)· μεταβάλλομαι, μετα- μετατρέπομαι. II χωνεύω, αφομοιώνομαι, II παρα- κουράζομαι, υπερκοπιάζω, καταπονούμαι. переработка, -И θ. 1 κατεργασία, επεξερ- επεξεργασία, δούλεμα' μετατροπή. II χώνεψη, αφο- αφομοίωση. 2 ξαναδούλεμα, ξαναεπεξεργασία, δι- διόρθωση. II αλλαγή, διαφοροποίηση. 3 υπερω- υπερωρία· уплатили за -у πλήρωσαν για την υπε- υπερωρία. 4 κάθε τι ξαναδουλεμένο, διορθωμένο. перерабОТОЧНЫЙ επ. της επεξεργασίας. переранить, ρ.σ. τραυματίζω (σε πολλά ση- σημεία ή πολλούς)· - НОГИ τραυματίζω τα πόδια1 - МНОГО СОЛДЙТОВ τραυματίζω πολλούς στρατι- στρατιώτες. перераспределение, -Я ουδ. ανακατανομή, α- αναδιανομή· ξαναμοίρασμα. перераспределить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перераспределённый, βρ: -лён, -лена, -лено αναδιανέμω, ανακατανέμω· ξαναμοιρά- ξαναμοιράζω. II -СЯ αναδιανέμομαι, ανακατανέμομαι, ξα- ξαναμοιράζομαι. перераспределят^ся) ρ.δ. βλ. перераспре- перераспределиться) . перерастание, -я ουδ. μετεξέλιξη. перерастать р.δ. βλ. перерасти. перерасти, -сту, -стёшь, παρλθ. χρ. пере- перерос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. переросший; р.σ. 1 μ. ξεπερνώ στο ύψος· СЫН перерос от- отца ο γιος ξεπέρασε τον πατέρα στο ύψος. II μτφ. υπερβάλλω, υπερτερώ. 2 ξεπερνώ το κα- κανονικό όριο, ψηλώνω αρκετά. 3 μετεξελίσσο- μετεξελίσσομαι . перерасход, -а α. υπερβολική δαπάνη ή κα- ■τανάλωση· большой - μεγάλη δαπάνη· - ЭЛек- троэнергии υπερβολική κατανάλωση ηλεκτρι- ηλεκτρικής ενέργειας. перерасходование, -я ουδ. βλ. перерасход. * перерасходовать, -дую, -дуешь р.δ.κ.σ. μ. δαπανώ, καταναλώνω πέρα απο το καθορισμένο. II -СЯ δαπανώμαι, καταναλώνομαι πέρα απο το καθορισμένο. Перерасчёт, ~а α. ξαναλογαριασμός. перервать, -рву, -евёшь, παρλθ. χρ. пере- перервал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перё- рванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 κόβω· - НЙТку, шнур κόβω την κλωστή, το σχοινί. 2 (κατα)σχίζω (όλα, πολλά)" - все бумаги σχί- σχίζω όλα τα χαρτιά. 3 διακόπτω* Я зас -рву на минуту θα σας διακόψω για ένα λεπτό· - те- лефонную СВЯЗЬ διακόπτω την τηλεφωνική ε- επικοινωνία (σύνδεση). II -ся 1 κόβομαι· лен- лента -лась η ταινία κόπηκε. 2 κόβομαι (γιαό- λα, πολλά). 3 διακόπτομαι* разговор -ЛСЯ η συνομιλία διακόπηκε Перерегистрация,-И θ. ανακαταγραφή· - члё- НОВ партии ανακαταγραφή των κομματικών με- μελών - КНИГ ανακαταγραφή των βιβλίων.
пер ! перерегистрировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. 1 ανακαταγράφω, κάνω ανακαταγραφή· - чи- читателя библиотеки ανακαταγράφω τον αναγνώ- αναγνώστη της βιβλιοθήκης. 2 καταγράφω (όλους, пак- λούς) *, - все Документы καταγράφω όλα τα έγ- έγγραφα. И -СЯ ανακαταγράφομαι. Перерез, -а α. 1 κοπή, κόψιμο. 2 καδί απο κομμένο βαρέλι στα δυό. перерезать, -ёжу, -ежешь р.σ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβω* - Верёвку, проволоку κόβω την τριχία, το σύρμα* - Дорогу машине κόβω το δρόμο στο αυτοκίνητο. 2 κατακόβω* - се- себе руки κατακόβω τα χέρια μου. 3 κατασφά- κατασφάζω* - всех кур σφάζω όλες τις κότες. II -СЯ κόβομαι* Проволока легко -лась το σύρμα εύ- εύκολα κόπηκε' - бритвой κατακόβομαι με το ξυράφι. 3 σφάζομαι* ОНИ -ЛИСЬ, ЧТОбЫНесда- ваться σφάχτηκαν για να μην παραδοθούν. II αλληλοσφάζομαι. перерезать(ся) ρ.δ. βλ. прер'ёзать(ся). перерезка, -и θ. κοπή, κόψιμο. Перерезывание, ~Я ουδ. κοπή, κόψιμο. перерезывать(ся) р.δ. βλ. перерёзать(ся) Οσημ). перерешать1 р.δ. βλ. перерешить. II -ся λύ- λύνομαι διαφορετικά. II αλλάζω απόφαση. перерешать2ρ.σ. λύνω (όλα, πολλά)· ученик -ал все задачи о μαθητής έλυσε όλα τα προ- προβλήματα. перерешить, -Шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перерешённый, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ. 1 λύνω διαφορετικά' - задачу λύνω αλ- αλλιώς το πρόβλημα. II ανακαλώ, αλλάζω απόφαση. перержаветь, -еет р.σ. 1 κατασκουριάζω. 2 σπάζω, κόβομαι απο το πολύ σκούριασμα. перерисовать,-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χ'ρ. перерисованный, βρ: -ван, -а, -о. 1 πα- πατώ, βγάζω σχέδιο. 2 ξανασχεδιάζω, ξαναϊχνο- γραφώ, ΕαναζωγραφΊζω· Перерисовка, -И θ. ξανασχεδίαση, ξαναζω- γράφισμα. перерисование, ~я ουδ. βλ. перерисовка. перерисовывать р.δ. βλ. перерисовать. II -СЯ ξανασχεδιάζομαι, ξαναζωγραφίζομα-ι. Перерод, -а α. (γεωπ.) κόκκος εκφυλισμέ- εκφυλισμένος. переродить, -рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перерождённый, βρ: -дён, -дена, -Дено р.σ.μ. αναγεννώ, αναδημιουργώ, μετα- μεταμορφώνω, αλλάζω. И -СЯ αναγεννιέμαι, αναδη- αναδημιουργούμαι, μεταμορφώνομαι, αλλάζω. II εκ- εκφυλίζομαι, αλλοιώνομαι. перероДНИТЬСЯ, -НГОСЬ, -НЙШЬСЯ ρ.σ. συγ- συγγενεύω, πιάνω συγγένεια (με όλους, πολλούς). перерожать р.σ.μ. (απλ.) γεννώ πολλά, το ένα κοντά το άλλο. пер перерождать(ся) р.δ. βλ. переродйть(ся). Перерожденец, -нца, а., -ка, θ.εκφυλισμένος, -η (ηθικά, πολιτικά κλπ.). Перерождение, -Я ουδ. 1 αναγέννηση, ανα- αναδημιουργία, αλλαγή, μεταμόρφωση, μεταλλαγή. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.)· εκφυλισμός· αλλοίωση* - - пшеницы εκφυλισμός της ποικιλλίας σιτα- σιταριού' - тканей αλλοίωση των ιστών (του σώ- σώματος)* - партии εκφυλισμός του κόμματος* идёймое - ιδεολογικός εκφυλισμός. Перерожденческий επ. εκφυλιστικός*~ие на- строения εκφυλιστικές τάσεις (διαθέσεις). Перерожденчество, ~а ουδ. εκφυλισμός (ι- (ιδεών κοσμοθεωρίας κ.τ.τ.). Переросток, -тка α. καθυστερημένο παιδί (σχετικά με την ηλικία του)* ученик— καθυ- καθυστερημένος μαθητής (μεγάλος γιατην τάξη του). Переруб, -а α. 1 κοπή, κόψιμο. II σφάξι- μο* σκότωμα. 2 (διαλκ.) η δοκός, δοκάρι. перерубоние, ~Я ουδ. κοπή, κόψιμο* - ΠΟ- лёна κόψιμο κουτσουριού. перерубать р.δ. βλ. перерубить. И -ся κό- κόβομαι . Перерубить, -убЛЙ, -убИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перерубленный, βρ: -лен, -а, ~о р.σ.μ. 1 κόβω* - ствол дерева κόβω τον κορμό του δέντρου. 2 κατακόβω* κόβω (όλους, πολλούς)' - Все кусты κόβω όλους τους θάμνους. 3 σφά- σφάζω' σκοτώνω (όλους, πολλούς)' κατακρεουργώ. Перерубка, -И θ. κοπή, κόψιμο. Переругать р.σ.μ. μαλώνω (όλους, πολλούς)" ХОЗЯИН -ал всех слуг о αφέντης μάλωσε ό- όλους τους υπηρέτες. II -СЯ μαλώνω με όλους· μαλώνομε ο ένας με τον άλλον. Переругиваться р.δ. μαλώνομε μεταξύ μας. перерыв, -а α. 1 κοπή, κόψιμο· - провода κΑψιμο καλωδίου. 2 διάλειμμα' - между урб- КЭМИ διάλειμμα μεταξύ μαθημάτων сделать - В работе κάνω διάλειμμα στη δουλειά' без -а χωρίς διακοπή (διάλειμμα). перерываться) р.δ. βλ. перервать(ся). перерывать2ρ.δ. βλ. перерыть. II ~ся κατα- κατασκάβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. перерыть. Перерывчатый επ. με. διαλείμματα, με δια- διακοπές, με σταματήματα. Перерыть, -рою, -роешь р.σ.μ. 1 κατασκά- κατασκάβω· - всё поле κατασκάβω όλο το χωράφι. 2 σκάβω εγκαρσίως' ~ дорогу канавой σκάβω αύλακα στο δρόμο. 3 ανασκαλεύω, ανακατώνω' - все ЯЩИКИ В столё ανασκαλεύω όλα τα συρ- συρτάρια του τραπεζιού. перерядить, -ряжу, -рядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переряженный, βρ: -жен, -а, -о; ρ.σ.μ. μεταμφιέζω* - мужчину В женское пла- платье μεταμφιέζω άντρα σε γυναίκα. И -СЯ με- μεταμφιέζομαι .
пер 55 пер переряжать(оя) р.δ. βλ. перерядйть(ся). пересадить, -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 βάζω να καθίσει αλλού· - ученика на другую парту βάζω το μαθητή να καθίσει, σε άλλο θρανίο. II μεταθέτω, μεταφέρω" τοποθετώ αλ- αλλού* - В другой вагон μεταφέρω σε άλλο βα- βαγόνι. 2 μτφ. κερνώ. 3 μεταφυτεύω. 4 (ιατρ.) μεταμοσχεύω* - сердце μεταμοσχεύω καρδιά. 5 βάζω, περνώ* - топор в другое топорище βάζω'στο τσεκούρι άλλο στυλιάρι. пересадка, -И θ. 1 αλλαγή θέσης, μετάθε- μετάθεση, μεταφορά αλλού. 2 μεταφύτευση. 3(ιατρ.) μεταμόσχευση* - сердца μεταμόσχευση καρδιάς. 4 βάλσιμο, πέρασμα. II αλλαγή μεταφορικού μέ- μέσου* σταθμός, στάση. Пересадочный επ. 1 μεταφυτευτικός, για με- μεταφύτευση. II μεταφυτευμένος. 2 της αλλαγής μεταφορικού μέσου. пересажать р.σ.μ. φυτεύω (.πολλά, όλα). пересаживание, -я ουδ. βλ. пересадка. пересаживать ρ.δ. βλ. пересадить. II ~ся βλ. пересесть. пересаливание, -я ουδ. βλ. пересол. пересаливать р.δ. βλ. пересолить. И ~ся αρμυρίζω πολύ, γίνομαι πολύ αρμυρός. пересахаривать р.δ. βλ. пересахарить. пересахарить, -рго, -ришь р.σ.μ. παραρρί- χνω ζάχαρη, παραγλυκαίνω. пересватать р.σ.μ. (απλ.) παντρεύω(όλους, πολλούς). пересвист, -а α. βλ. пересвистывание. пересвистнуться р.σ. βλ. пересвистываться. пересвистывание, -Я ουδ. σφύριγμα* τερέ- τερέτισμα. II αλληλοσφύριγμα (για συνεννόηση). ПереОВЙСТЫВаТЬСЯ р.δ. τερετίζω, σφυρίζω (για πτηνά). II αλληλοσφυρίζω, συνεννοούμαι με σφυρίγματα. пересдавать, -сдаю, -сдаёшь р.δ. βλ. пе- ресдйть. II -СЯ ξαναμισθώνομαι. II ξαναδίνομαι. Переедать р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. сдать). 1 ξανανοικιάζω, αναμισθώνω. 2 ξανα- ξαναδίνω, ξαναμοιράζω' - карты ξαναμοιράζω τα παιγνιόχαρτα, ξαναδίνω (εξετάσεις). пересдача, -И θ. ξανανοίκιασμα, αναμίσθω- ση. II ξαναδόσιμο, ξαναμοίρασμα (παιγνιόχαρ- (παιγνιόχαρτων). II ξαναδόσιμο (εξετάσεων). Пересев, -а α. 1 ξανασπάρσιμο. 2 ξανακο- σκίνισμα. пересевать р.б. βλ. пересеять. Ι! -ся ι ξανασπέρνομαι. 2 ξανακοσκινίζομαι. переседлать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересёдланный, βρ: -лан, -а, -о. 1 ξανασε- λώνω. 2 σελώνω (όλα, πολλά). пересёдлывать ρ.δ. βλ. переседлать. Ι! -ся ξανασελώνομαι. пересеивание, -я ουδ. βλ. пересев. пересеивать р.δ. βλ. пересеять. II -ся βλ. пересеваться. пересёк, ~а α. (διαλκ.) βλ. перерез Bσημ.). пересекаемость, -И θ. τομή, διάτμηση, δι- διασταύρωση . пересекать(ся) р.δ. βλ. пересёчь(ся). переселенец, -нца α., -ка, -и θ. μέτοι- μέτοικος, -η. Переселение, -Я ουδ. μετοικισμός, ~ση, με- μετοικεσία. II μετακόμιση, μεταφορά (σε άλλο σπίτι ή διαμέρισμα). II εκφρ. ~ народов με- μετανάστευση των λαών* великое ~ народов η μεγάλη μετανάστευση των λαών. переселенческий επ. μετοικικός, του με- τοικισμού. переселить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переселённый, βρ: -лён, -лена, -лено; με- μετοικίζω. II -СЯ μετοικίζομαι · переселять(ся) р.δ. βλ. переселйть(ся). пересесть, -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. пе- пересел, -ла, -ло р.σ. 1 κάθομαι* - на другой стул κάθομαι σε άλλο κάθισμα* - Поближе κάθομαι πιο σιμά. 2 περνώ απο ένα σε άλλο, αλλάζω μέσο μεταφοράς* - На другой ВаГОН αλλάζω βαγόνι* - С поезда на самолёт απο το τρένο κάθομαι στο αεροπλάνο. пересечение, -я ουδ. 1 διάσχιση. 2 δια- διασταύρωση* - дорог διασταύρωση δρόμων. пересечённость, -и о. ύπαρξη ανώμαλης ε- επιφάνειας. Пересечённый επ. απο μτχ. διακοφτός, ανώ- ανώμαλος* -ая местность ανώμαλος τόπος. пересечь1, -секу, -сечёшь, -секут, παρλθ. χρ. пересёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пе- пересекший, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. пересечённый, »βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 διατέμνω, κόβω* - верёвку κόβω την τριχιά. 2 διασχί- διασχίζω, διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ* - ЛИНИЮ фронта περνώ τη γραμμή του μετώπου* - ули- улицу περνώ το δρόμο. 3 διασταυρώνω. 4 εμπο- εμποδίζω, φράζω* - дорогу КОМу-Н κόβω το δρόμο κάποιου. II -СЯ διασταυρώνομαι* уЛВДЫ -КЛЙСЬ οι οδοί διασταυρώθηκαν* ЛИНИИ -КЛЙСЬ οι γραμμές διασταυρώθηκαν. II μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι, σταματώ* разговор пересёкся η συ- συνομιλία διακόπηκε. пересечь2, -секу, -сечёшь, -секут, παρλθ. χρ. пересёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пе- пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересечен- пересеченный, βρ: -чен, -а, -Ο ρ.σ.μ. μαστιγώνω (ό- (όλους, πολλούς). пересеять, -сёю, -сёель р.σ.μ. 1 ξανα- σπέρνω. 2 ξανακοσκινίζω. пересидеть, -сижу, -сидишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересиженный, βρ: -жен, -а, -о;
ρ.σ.μ. 1 κάθομαι, παραπίσω, ή περισσότερο άλλου· ΟΤΟΤ ГОСТЬ всех ~ёл αυτός ο φιλοξε- φιλοξενούμενος κάθησε (παράμεινε) περισσότερο απ' όλους (έφυγε τελευταίος). 2 παραμένω πέρα απο το κανονικό. 3 κάθομαι περιμένοντας. 4 μουδιάζω απο το πολύ καθησιό. пересаживать р.δ. βλ. пересидеть. пересиливать р.δ. βλ. пересилить. пересилить р.σ.μ. υπερισχύω, ξεπερνώ στη δύναμη· κατανικώ, καταβάλλω. II μτφ. υπερνι- υπερνικώ* συγκρατώ· καταπνίγω" ~ себй συγκρατώ τον εαυτό μου, συγκρατιέμαι. пересйнивать(ся) ρ.δ. βλ. пересйнить(ся). пересИВЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересинённый, βρ: -нён, -нена, -ненб. 1 ξα- ναλουλακίζω (όλα, πολλά) . II -СЯ παραλουλα- κίζομαι. Пересказ, ~а α. 1 διήγηση, αφήγηση. 2 έκ- έκθεση (γραπτή ή προφορική). пересказать, -скалит, -скажешь, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. пересказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. διηγούμαι, αφηγούμαι* - содержание произведения διηγούμαι το περιεχόμενο του έργου. II διηγούμαι (όλα, πολλά). пересказчик, -а α., -ца, ~ы θ. αφηγητής, -ήτρια. пересказывание, -я ουδ. βλ. пересказ. пересказывать р.δ. βλ. пересказать. II -ся διηγούμαι, αφηγούμαι. перескакать, -качу, -качешь р.σ.μ. ξεπερ- ξεπερνώ στον καλπασμό. перескакивание, ~я ουδ. βλ. перескок. перескакивать р.δ. βλ. перескакать. II βλ. перескочить. перескакнуть р.σ. βλ. перескочить. Перескок, -а α. υπερπήδηση· πήδημα. II μτφ. μεταπήδηση. перескочить, -очу, -бчишь ρ.σ. 1 μ. (υ- περ)πηδώ· - ров πηδώ τον αύλακα* - С кА- мня на камень πηδώ απο πέτρα σε πέτρα. 2 μτφ. μεταπηδώ* αλλάζω" - На другой факулъ- тёт μεταπηδώ σε άλλη σχολή· неожиданно он -йл к новой теме ή на новую тему ξαφνικά αυτός μεταπήδησε σε νέο θέμα. переслаивать(ся) р.δ. βλ. переслойть(ся). пересластить, -лащу, -сластишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переслащённый, βρ: -щён, -щена, -Щено р.σ.μ. παραγλυκαίνω· - чай παραγλυ- καίνω το τσάι. переслать ρ.σ.μ. (απο)στέλλω. переслащивать ρ.δ. 3λ. пересластить. II -ся παραγλυκαίνω, γίνομαι πολύ γλυκός. переслоить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переслоённый, βρ: -лоён, -лоена, -лоено βά- βάζω κατά εναλλασσόμενα στρώματα. II -СЯ μπαί- μπαίνω κατά εναλλασσόμενα στρώματα. переслушать ρ.σ.μ. ακούω (όλα, πολλά)" всех выступающих на собрании ακούω όλους τους ομιλητές στη συνέλευση" всего Не -ешь όλα δε μπορείς να τ' ακούσεις. переслинйть ρ.σ..σαλιώνω, λερώνω μετά σά- σάλια (όλους, πολλούς). II σαλιώνω τα δάχτυλα (για φυλλομέτρηση κ.τ.τ.). переслгаявить, -влю, -вишь ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. переслюнить. пересматривание, -я ουδ. βλ. пересмотр. пересматривать ρ.δ.μ. βλ. пересмотреть. II -СЯ εξετάζομαι, επανεξετάζομαι κλπ. ρ.μ. пересмеивание, -я ουδ. βλ. пересмех. пересмеивать ρ.δ. 1 βλ. пересмеять. 2 πε- περιγελώ· ερεθίζω. II -СЯ γελώ σε βάρος άλλου. пересмех, -а α. ομαδικό γέλιο. Пересмешить ρ.σ.μ. προκαλώ το γέλιο (όλων, πολλών)· - всех зрителей προξενώ το γέλιο όλων των θεατών. пересмешки, -шек πλθ. γέλια κοροϊδευτικά. пересмешник, -а α., -ца, -Ы θ. 1 χλευα- χλευαστής, μυκτηριστής, περιπαίκτης, κοροίδευ- τής, σκώπτης, μώμος. пересмеять, -мега, -меёшь ρ.σ.μ. περιγελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω (όλους, πολλούς). пересмотр, -а α. επανεξέταση, αναθεώρηση. пересмотреть, -мотрю, мотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересмотренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξανακοιτάζω· Я -ел все КНИГИ, но нужной не нашёл ξανακοίταξα όλα τα βιβλία, όμως αυτό που ήθελα δεν το βρήκα. 2 επανε- επανεξετάζω, αναθεωρώ* - Вопрос επανεξετάζω το ζήτημα. 3 κοιτάζω, βλέπω (όλους, πολλούς). переснимать(ся) р.δ. βλ. переснять(ся). переснять, -сниму, -снимешь, παρλθ. χρ. переснял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переснятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξα- ναφωτογραφίζω, ξανατραβώ* ξαναβγάζω. II -ОЯ ξαναφωτογραφίζομαι. пересовать, -сую, -суёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) χώνω άταχτα (όλα, πολλά). пересовывать р.δ. βλ. пересовать. II -ся χώνομαι άταχτα. пересоздавать р.δ. β"λ. пересоздать. II -ся ξαναδημιουργούμαι, ξαναφτιάχνομαι, ξανασυ- γκροτούμαι. пересоздание, -Я ουδ. ξαναδημιουργία, ξα- ναφτιάξιμο, ανασυγκρότηση. пересоздать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. пересоздал, -ла, -ло, προστκ. пересоздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересозданный, βρ: -дан, -а, -о ρ.σ.μ. ξαναδημιουργώ, ξαναφτιάχνω' ξανασυγκροτώ. Пересол, -а α. παραλάτισμα. пересоленный επ. παραλατισμένος..
пересолить, -солю, -солишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересоленный, βρ: -лен, -а, -о р. σ.μ, 1 παραλατίζω. 2 μτφ. τα παραλέω· το πα- παρακάνω" το παραξηλώνω. 3 ξαναλατίζω. 4 αλα- αλατίζω (όλα, πολλά). пересолка, -и θ. βλ. пересол. пересортировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересортированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 ξαναταξινομώ. 2 ταξινομώ (όλα, πολλά)' ~ все апельсины ταξινομώ όλα τα πορ- πορτοκάλια. пересортировка, -И θ. ξαναταξινόμηση. пересортировывать р.δ. βλ. пересортиро- пересортировать. II -СЯ ξαναταξινομούμαι. Пересосать, -СОСу, -СОСёШЬ р.σ. παραβυζαί- νω" παραρουφώ* παρατραβώ* ребёнок -ал το βρέφος παραβΰζαξε. пересоставить, -влю, -вишь р.σ.μ. ξανασυ- ντάσσω" ξανασυνθέτω· ξανασχηματίζω" ξανα- ξαναφτιάχνω· ξανασυγκροτώ. пересоставлёние, -Я ουδ. ξανασύνταξη· ξα- νασύνθεση, ξανασχηματισμός· ξαναφτιάξιμο· ξα- νασυγκρότηση. пересоставлять р.δ. βλ. пересоставить. ΙΓ -СЯ ζανασυντάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПересОХЛЫЙ επ. παραξηραμένος· ξηρός· κα- τάστεγνος. пересохнуть, -нет, παρλθ. χρ. пересох, ~ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. пересохший р.σ. 1 πα- ραξηραίνομαι· καταξηραίνομαι, καταστεγνώνω· ПОЧВа -ла το έδαφος παραστέγνωσε. II στεγνώ- στεγνώνω τελείως· бельё -ЛО τα ρούχα στέγνωσαν ш- λά· горло -ЛО ο λάρυγγας στέγνωσε τελείως· губы -ЛИ τα χείλη στέγνωσαν. II στύβω, στει- ρεϋω· КОЛОДеЦ -СОХ το πηγάδι- στείρεψε. 2 ξη ραίνομαι (για πολλά)· букеты -ЛИ οι ανθο- ανθοδέσμες ξηράθηκαν. ПересочИНЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересочинённый, βρ: -нён, -нена, -нено ξα- νασυγγράφω' ξανασυνθέτω. пересочинять ρ.δ. βλ. пересочинить. II -ся ξανασυγγράφομαι. переспать, -плга, -спишь, παρλθ. χρ. пере- переспал, -ла, -ЛО р.σ. 1 παρακοιμούμαι. 2 κοι- κοιμούμαι ώσπου" жару - κοιμούμαι ώσπου να πε- περάσει ο καύσωνας. II διανυκτερεύω· - У СОСе- Да κοιμούμαι στο γείτονα. II ξεπερνώ στον ύπνο· всех Я -ал τους ξεπέρασα όλους στον ύπνο, κοιμήθηκα περισσότερο απ' όλους. переспевать, -ает р.δ. βλ. переспеть. переспелый επ· υπερώριμος, παραγινομένος. Переспеть, -ёет р.σ. υπερωριμάζω, παραγί- παραγίνομαι . переспоривать р.δ. βλ. переспорить. Переспорить р.σ.μ. νικώ, υπερτερώ στη συ- συζήτηση' πείθω κατά τη συζήτηση· ОН всех -ИЛ αυτός τους ξεπέρασε όλους στη συζήτηση· его не -ришь, всё на своём стоит αυτόν δεν τον πείθεις, επιμένει στο δική του άποψη. переспрашивание, -я ουδ. βλ. переспрос. переспрашивать р.δ. βλ. переспросить. II -СЯ ξαναρωτιέμαι. переспрос, -а α. ξαναρώτηση, επανερώτηση. переспросить, -рошу, -росишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переспрошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξαναρωτώ, επανερωτώ. 2 ρωτώ (πολ- (πολλούς, όλους)· - всех учеников ρωτώ (εξετά- (εξετάζω) όλους τους μαθητές. пересс<5ривать(ся) ρ.δ. βλ. перессорить(ся). перессорить р.σ.μ. εξωθώ, παρακινώ να μα- μαλώσουν он ~ил всех друзей сплетнями αυτός έβαλε όλους τους φίλους να μαλώσουν με τα κουτσουμπολιά. II -СЯ μαλώνω· ОН -ЛСЯ СО всё- ми друзьями αυτός μάλωσε με όλους τους φίλους. переставать, -стаю, -стаёшь, προστκ. пе- переставай, επιρ. μτχ. переставая βλ. пере- перестать. переставить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 μεταθέ- μεταθέτω, τοποθετώ αλλού* μετακινώ· μετατοπίζω* - СТОЛ К ОКНУ βάζω το τραπέζι κοντά στο πα- παράθυρο. 2 αλλάζω θέση (διάταξη)· - слова В предложении αλλάζω τη θέση των λέξεων στην πρόταση. переставлять р.δ.μ. 1 βλ. переставить, ζ (σε συνδυασμό με τη λέξη НОГИ)· κινούμαι,βα- κινούμαι,βαδίζω" κινώ τα πόδια. II -СЯ μεταθέτομαι, το- τοποθετούμαι αλλού κλπ. ρ. ενεργ. φ. переставной επ. κινητός, μετακινούμενος. перестаивание, -Я ουδ. 1 σταμάτημα, ορθο- ορθοστασία ώσπου να περάσει (βροχή κ.τ.τ.). 2 φθορά απο την πολλή παραμονή. перестаивать(ся) р.δ. βλ. перестоять(ся). перестанавливать(ся) р.δ. βλ. перестав- переставляться) . перестановить, -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестановленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) βλ. переставить. перестановка, -И θ. μετάθεση, μετατόπιση, μετακίνηση, αλλαγή θέσης· ανακατάταξη. Перестараться р.σ. προσπαθώ πολύ. βάζω όλα τα δυνατά. Перестарок, -рка α. περασμένος την ηλικία" ОН не - δεν τον πήραν τα χρόνια σβάρα. перестать, -ану, -анешь ρ.σ. σταματώ, παύω" дождь -ал η βροχή σταμάτησε· перестань, -те σταμάτα, -άτε, πάψε, -τε. Перестегать1 р. σ. μ., παθ. μτχ. τ:αρλθ. χρ. перестёганный, βρ: ~ган, -а, -о =>.νατρυπώ- νω" ξαναρραβω, ξαναγαζώνω με αραιό γαζί. Ι' II τρυπώνω" ράβω, γαζώνω (όλα, πολλά). Перестегать2ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестёганный, βρ: -ган, -а, -о μαστιγώνω
пер 58 пер (όλους, πολλούς). перестёгивание, -Я ουό. ξανατρύπωμα· ξα- ναγάζωμα, ξαναρράψιμο (με αραιές βελονιές). перестёгивать1 р.6. βλ. перестегать1. перестёгивать2 ρ.δ. βλ. перестегать? перестёгивать3 ρ.6. βλ.· перестегнуть. перестегнуть, ~ГНу, ГНёшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. перестёганный, βρ: ~ган, -а, -о р.σ.μ. 1 ξανακουμπώνω. 2 καρφιτσώνω σε άλλο μέρος. перестёжка, -и θ. βλ. перестёгивание. перестелить, -телю, -тёлешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестеленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. перестлать. перестилание, -я ουδ. βλ. перестилка. перестилать р.δ. βλ. перестлать. II ~ся ξα- ναστρώνομαι. Перестилка, -И θ. ξαναστρώσιμο. перестирать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. перестйран- НЫЙ, βρ: -ран, -а, -О. 1 ξαναπλύνω. 2 πλύ- πλύνω (όλα, πολλά)' - всё бельё πλύνω όλα τα ρούχα. перестирка, -И θ. ζαναπλύσιμο. перестйривание, -я ουδ. ξαναπλύσιμο. перестирывать р.δ. βλ. перестирать. II -ся ξαναπλύνομαι. перестлать, -стелю, -стелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестланный, βρ: -лан, -а, -о р. σ.μ. 1 ζαναστρώνω" - постель ζαναστρώνω το κρεβάτι' - ПОЛ ζαναπατώνω· ~ МОСТОВую ξα- ναλιθοστρώνω το δρόμο. 2 στρώνω (όλα, πολ- πολλά)· - ВС8 постели στρώνω όλα τα κρεβάτια. перестой, -Я α. πολυκαίρισμα, -ρί,α· φθορά απο την πολυκαιρία. ПерестОЙНЫЙ επ. πολυκαιρισμένος, φθαρμέ- φθαρμένος (απο την πολυκαιρϊα). перестоялый επ. βλ. перестойный. перестоять, -стою, -стоишь р.σ. 1 στέκο- στέκομαι (ώσπου να περάσει)· - бурю В порту στέ- στέκομαι (παραμένω) στο λιμάνι ώσπου να περάσει η τρικυμία. 2 παραστέκομαι, πολυκαιρίζω. II -СЯ 1 παραστέκομαι, πολυκαιρίζω, φθείρομαι. 2 παραμένω, διατηρούμαι πέρα απο το κανονι- κανονικό όριο. перестрагивать р.δ. βλ. перестрогать. II -СЯ ξαναπλανίζομαι. Перестрадать р.σ. υποφέρω, βασανίζομαι πο- πολύ, περνώ πολλά βάσανα. II αντέχω, υπομένω τα βάσανα. перестраивать ся) ρ. δ. βλ. перестроить(ся). перестраховать, -хую, -хуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестрахованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 ασφαλίζω εκ νέου· - своё иму- имущество ξαναβάζω στην ασφάλεια την περιουσία μου. 2 ασφαλίζω (όλα, πολλά)· - все дома ασφαλίζω όλα τα σπίτια. II -СЯ 1 ασφαλίζο- ασφαλίζομαι εκ νέου. 2 επιφυλάσσομαι, προσέχω, πέρ— νω μέτρα ασφάλειας. перестраховка, -и θ. ασφάλεια· - имущес- имущества ασφάλεια περιουσίας. II επιφύλαξη, προ- σεχτικότητα. перестраховщик, ~а α., -ца, ~ы θ. επιφυ- λαχτικός, προσεχτικός, -ή. перестраховываться) р.δ. βλ. перестрахо- перестраховать ся). перестрачивать р.δ. βλ. перестрочить. II -СЯ ξαναγαζώνομαι. перестреливаться р.δ. ανταλλάσσω πυροβο- πυροβολισμούς. перестрелка, -И θ. 1 ανταλλαγή πυροβολι- πυροβολισμών τουφεκίδι· завязалась ~ άρχισε ανταλ- ανταλλαγή πυροβολισμών. 2 μτφ. (παλ.) φιλονικία, έριδα· καβγάς. Перестрелять р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестрелянный, βρ: -лян, -а, -о. 1 σκοτώ- σκοτώνω, φονεύω (όλους, πολλούς)· - ВСЮ ДИЧЬ σκο- σκοτώνω όλα τα θηράματα. 2 ρίχνω, ξοδεύω·καίω* ~ Все патроны ρίχνω όλα τα φυσίγγια. II -СЯ σκοτώνομαι, φονεύομαι· ντουφεκίζομαι (για όλους, πολλούς). перестригать(ся) р.δ. βλ. перестрйчь(ся). перестричь, -игу, -ижёшь, -игут, παρλθ. χρ. перестриг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестриженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. 1 ζανακουρεύω. 2 κουρεύω (όλους, πολλούς)" всех овец κουρεύω όλα τα πρόβατα. 3 κόβω. И -СЯ 1 ξανακουρεύομαι. 2 Κουρεύομαι (για ό- όλους, πολλούς). перестрогать ρ.σ.μ. 1 ξαναπλανίζω. 2 πλα- πλανίζω (όλα, πολλά). Перестроение, -Я ουδ. αλλαγή στην οικοδομή. II ανασύνταξη· ανασυγκρότηση. перестроить, -ою, -бишь ρ.σ.μ. 1 επιφέρω, κάνω αλλαγές στην οικοδομή. 2 ανασυντάσοω, α- ανασυνθέτω* ανασυγκροτώ. 3 αναδιοργανώνω· α- ανασχηματίζω. 4 (μουσ.) κουρδίζω αλλιώς. 5 βάζω, ρυθμίζω· - приёмник на короткую волну βάζω το ραδιόφωνο στα βραχέα κύματα. II -СЯ- ανασυντάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. перестройка, -и θ. 1 βλ. перестроение, ζ ανασύνταξη, ανασχηματισμός, αναδιοργάνωση· α- ανασυγκρότηση . II βάλσιμο· ρύθμιση. перестрочить, -очу, -бчйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестроченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξαναγαζώνω. 2 γαζώνω (όλα, πολλά). перестругать р.σ.μ. βλ. перестрогать. перестругивать р.δ. 3λ. перестругать. II -СЯ ξαναπλανίζομαι. Перестудить, -УЖУ, -ТДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.). 1 παραψύχω, κρυώνω πολύ, πέρα απο το κανονικό. 2 ψύχω, κρυώνω (όλα, πολλά). II -СЯ ψύχομαι, κρυώνω.
пер 59 пер перестуживать(ся) р.δ. βλ. перестудйть- (ся). перестук, ~а а. 1 χτύπος· κρότος. 2 βλ. перестукивание C σημ.). перестукать р.σ.μ. (απλ.) δακτυλογραφώ, χτυπώ στη όακτυλογραφομηχανή. Перестукивание, -Я ουδ. 1 δακτυλογράφηση, χτύπημα στη δακτυλογραφομηχανή. 2 χτύπημα, κρότος. 3 συνθηματικό χτύπημα στον τοίχο. перестукивать р.δ. 1 βλ. перестукать. 2 βλ. -СЯ B σημ.). II -СЯ 1 χτυπώ* κροτώ. 2 συνεννοούμαι με χτύπους στον τοίχο (κυρίως για φυλακισμένους). 3 δακτυλογραφούμαι. переСТупание, -Я ουδ. βάδισμα, κίνηση. переступать ρ.δ. 1 βλ. переступить. 2 πη- πηγαίνω, βαδίζω, κινούμαι* αλλάζω (κουνώ) τα πόδια* едва - ногами μόλις μπορώ και βαδί- βαδίζω ή κουνώ τα πόδια. переступень, -упнй α. βρύων ία (επιστ.), α- γριοκολοκυθιά, αμπελουρίδα, αγριόκλημα (λκ.). переступить, -уплй, -упишь р.σ. 1 ц. υ- υπερπηδώ, πηδώ* δρασκελώ* περνώ, διαβαίνω. II στηρίζομαι εναλλάξ* - С НОГИ на НО1у στηρί- στηρίζομαι πότε στο ένα, πότε στο άλλο πόδι. 2 μτφ. ξεπερνώ* παραβαίνω, παραβιάζω* - гра- границы приличия παρεκτρέπομαι (ξεπερνώ τα ό- όρια καλής συμπεριφοράς)· - закон παραβαίνω το νόμο. перестучать, -чу, -чйшь р.σ.μ. (απλ.) με- μεταδίνω (χτυπώ) με τον ασύρματο. перестывать, -ает р.δ. βλ. перестыть. ПереСТНТЬ, -ынет р.σ. ψύχομαι πολύ. пересу'д, -а α. 1 δικαστική επανεξέταση. 2 πλθ. -Ы κατηγορίες, επικρίσεις, κακολογί- κακολογίες, γλωσσοφαγιά. Пересуживать р.δ.μ. (παλ.) κατακρίνω, κα- κακολογώ, καταδικάζω* судить И - κρίνω και ε- επικρίνω. II -СЯ κατακρίνομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. пересунуть р.σ.μ. (απλ.) χώνω σε άλλο μέ- μέρος. пересучивать р.δ. βλ. пересучить. II -ся παραστρίβομαι. пересучЙТЬ, -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересученный, βρ: ~чен, -а, -ρ ρ.σ.μ. 1 παραστρίβω, παρακλώθω" - нитки παραστρί- βω τις κλωστές. 2 στρίβω, κλώθω (όλα, πολλά). пересушивание, -я ουδ. βλ. пересушка. пересушивать(ся) р.δ. βλ. пересушйть(ся). пересушЙТЬ, -ушу, -УШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересушенный, βρ: ~шен, ~а, -о р.σ.μ. 1 ξαναξηραίνω. 2 παραξηραίνω' παραστεγνώνω. 3 ξηραίνω, στεγνώνω (όλα, πολλά)" - всё Ое- льё στεγνώνω όλα τα ρούχα. II -СЯ 1 παραξη- ραίνομαι, στεγνώνω. 2 ξηραίνομαι, στεγνώνω· всё бельё -ЛОСЬ όλα τα ρούχα στέγνωσαν. пересушка, -И θ. 1 ξαναξήρανση· ξαναστέ- γνωμα. 2 παραξήρανση· παραστέγνωμα. пересчёт, -а α. 1 μέτρηση, -μα, καταμέ- καταμέτρηση* λογάριασμα* απαρίθμηση. 2 ξαναμέτρη- ση, -μα. пересчитать ρ.σ.μ. 1 μετρώ, καταμετρώ, α- απαριθμώ, λογαριάζω* - ДОНЬГИ μετρώ τα χρή- χρήματα* - присутствующих μετρώ τους παρόντες. 2 ξαναμετρώ* ~ ДЛЯ проверки ξαναμετρώ για έλεγχο. II εκ φρ. - кости ή рёбра σπάζω τα κόκκαλα ή τα πλευρά (χτυπώ αλύπητα). пересчйтывание, -я ουδ. βλ. пересчёт. пересчитывать р.δ. βλ. пересчитать. II -ся μετριέμαι, απαριθμούμαι· λογαριάζομαι. пересъёмка, -И θ. ξαναφωτογράφιση, ξανα- τράβηγμα, ξαναβγάλσιμο. пересылать ρ.δ. βλ. переслать. II -ся 1 (παλ.) ανταλλάσσω δέματα' αλληλογραφώ* παίρ- παίρνω και στέλλω. 2 (απο)στέλλομαι. пересылка, -И θ. 1 αποστολή· - письма α- αποστολή γράμματος* ~ денег ПО почте αποστο- αποστολή χρημάτων ταχυδρομικώς. 2 αλληλοαποστολή (δεμάτων, γραμμάτων κ.τ.τ.). 3 φυλακή προ- προσωρινής κάθειρξης* τμήμα μεταγωγών. II εκφρ. ПО -е (για μεταφορά στην εξορία)*(παλ.)' με συνοδεία (φρουράς). пересыльный επ. ενδιάμεσος· της μεταγωγής (κρατούμενων). II ουσ. (παλ.) φυλακισμένος (α- πο μια φυλακή σε άλλη μεταφερόμενος). пересып, ~а (~у) α. (απλ.) βλ. пересыпка A σημ.). *" пересыпание1, -я ουδ. βλ. пересыпка A ση μ.). II ρίψιμο πάνω απο το κανονικό. пересыпание? -Я ουδ. παρακο'ιμισμα. пересыпать, -плго, -плешь, προστκ. пере- пересыпь ρ.σ.μ. 1 ρίχνω, χύνω, αδειάζω απο ένα μέρος σε άλλο. 2 παραρρίχνω, παραχύνω, α- ,δειάζω πολύ* - Сахару В чай παραρρίχνω ζά- ζάχαρη στο τσάι. 3 επιπάσσω· - вещи нафтали- нафталином ρίχνω στα πράγματα ναφθαλίνη. 4 μτφ. (για λόγο)· παρενθέτω (πολλά)· βάζω' αναφέ- αναφέρω" - речь Цитатами γεμίζω την ομιλία με πολλά τσιτάτα. пересыпать1 ρ.δ. βλ. пересыпать. II -ся ρί- ρίχνομαι, χύνομαι, εκκενώνομαι πάνω απο το ν.α- νον ικό. пересыпать2ρ.δ. βλ. переспать. ПереСЫПКа, -И θ. 1 ρίνιμο, χύσιμο, άδεια- άδειασμα, εκκένωση απο ένα μέρος σε άλλο. 2 επί- παση· - вешёй нафталином επίπαση των πραγ- πραγμάτων με ναφθαλίνη. пересытить, -сыщу, -сстишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересыщенный, βρ: -цен, -а, -о ρ.σ.μ. υπερπληρώ, παραγεμίζω, χορτάζω, нар- γάρω. ПереСЫХОНИе, -Я ουδ. υπερζήρανση· κατα- στέγνωση, -μα.
пер 60 пер пересыхать р.δ. βλ. пересохнуть. пересыщать р.δ. βλ. пересытить. II гея υπερπληρούμαι. пересыщение, -Я ουό. υπερκορεσμός· καργά- ρισμα. переталкивать р.δ. βλ., перетолкнуть. II -СЯ σπρώχνομαι, προωθούμαι. перетанцевать, -цуга, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетанцованный, βρ: ~ван, -а,~о ρ.σ.μ. 1 χορεύω (όλους, πολλούς)· - все та- НЦЫ χορεύω όλους τους χορούς. 2 ξεπερνώ στο χορό' χορεύω περισσότερο. перетапливание, -я ουδ. λιώσιμο, τήξη. перетёпливать( сяI ρ. δ. βλ. перетопйть( сяI. переташшвать( ся)8 р. δ. βλ. перетопйть( ся)г. перетаптывать р.δ. βλ', перетоптать. II -ся 1 ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. 2 (απλ.) στη- στηρίζομαι εναλλάξ στο ένα πόδι. перетаскать р.σ.μ., παθ. μτχ. перетаскан- перетасканный, βρ: -кан, ~а, -О. 1 κουβαλώ, μεταφέ- μεταφέρω. 2 (απλ.) κλέβω, παίρνω, αφαιρώ όλο και απο λίγο. перетаскивание, ~Я ουδ. κουβάλημα, μετα- μεταφορά. перетаскивать р.δ. βλ. перетаскать, пере- перетащить." II -ся βλ. перетащиться. перетасоВЙТЬ, -сую, -суешь р.σ.μ. 1 ανα- ανακατώνω τα παιγνιόχαρτα. II μτφ. ανασχηματί- ανασχηματίζω, ανασυγκροτώ· ανασυνιστώ· ανακατατάσσω 2 ανακατώνω ξανά. перетасовка, -И θ. 1 ανακάτωμα· - карт α- ανακάτωμα των παιγνιόχαρτων. 2 ανασχηματισμός, ανασυγκρότηση, ανασύσταση, ανακατάταξη. 3 ανακάτωμα εκ νέου. перетасовывание, -я ουδ. βλ. перетасовка. перетасовывать р.δ. βλ. перетасовать. II -СЯ 1 ανακατώνομαι. 2 μτφ. ανασχηματίζομαι, ανασυγκροτούμαι, ανασυσταίνομαι. перетачать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетаченный, βρ: -чен, -а, -о. 1 ξαναράβω· επιδιορθώνω. 2 ράβω (όλα, πολλά). перетачивание, ~я ουδ. ξαναράψιμο. перетачивать1 ρ.δ. βλ. перетачать. II -ся ξαναρράβομαι. перетачивать2 р.δ. βλ. переточить. II -ся 1 ξανατροχίζομαι. 2 παρατροχίζομαι. перетащить, -тащу, -тащишь, παα μτχ. παρλθ. χρ. перетащенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 κουβαλώ, μεταφέρω σέρνοντας. II μτφ. τρα- τραβώ, έλκω. II -СЯ περνώ, μετακινούμαι με δυ- δυσκολία. перетекать, -ает р.δ. βλ. перетечь. перетереть, -тру, -трёшь, παρλθ. χρ. пе- перетёр, ~ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пере- тёртый, βρ: -тёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. пере- ч. перетерев р.σ.μ. 1 τρίβω, κόβω με τη συνεχή τριβή· - Верёвку κόβω την τριχιά με την τριβή. 2 μεταβάλλω σε λεπτά τεμάχια με την τριβή. 3 καθαρίζω τρίβοντας· - Окна τρίβω τα παράθυρα. Π -СЯ κόβομαι με ' την 4τριβή. перетерпеть, -терплю, -терпишь р.σ.μ. υ- υποφέρω, περνώ, δοκιμάζω· - ГОЛОД И ХОЛОД υ- υπομένω την πείνα και το κρύο. II κατανικώ, υ- υπερνικώ υπομένοντας. ПеретерЙТЬ р.σ.μ. χάνω όλα ένα κοντά το άλλο. перетесать, -тешу, -тешешь παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. перетёсанный, βρ: -сан, -а, -о р. σ.μ. 1 ξαναπελεκώ. 2 πελεκώ (όλα, πολλά). перетёсывать р.δ. βλ. перетесать. II -ся (ξανα)πελεκιέμαι. перетечь, -течёт, -текут, παρλθ. χρ. пе- перетёк, -текла, -ло", μτχ. παρλθ. χρ. пере- тёкШИЙ р.σ. χύνω απο ένα μέρος σε άλλο. перетирание, -я ουδ. τριβή, τρίψιμο. перетираться) р.δ. βλ. перетерёть(ся). перетирка, -И θ. 1 κόψιμο με τη συνεχή τριβή. 2 τρίψιμο, μετατροπή σε λεπτά τεμά- τεμάχια. 3 καθάρισμα με τρίψιμο. перетискать ρ.σ.μ. (απλ.) πιέζω, θλίβω. переткёть, -тку, -ткёшь, παρλθ. χρ. пере- переткал, -ала, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Перё- тканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. 1 υφαίνω· πλουμίζω. 2 υφαίνω (όλα, πολλά). переткнуть р.σ.μ. χώνω, μπήγω αλλού. перетлевать, -ает р.δ. βλ. перетлеть. Перетлеть, -ёет р.σ. παρασήπομαι, παρασα- πίζω. перетолкать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетолканный, βρ: -кан, -а, -о (απλ.) σπρώ- σπρώχνω (όλους, πολλούς). церетОЛКИ, -ОВ πλθ. κουτσομπολιά, κατηγό- κατηγόριες, επικρίσεις. перетолкнуть, -ну, -нёшь р.σ.μ. μετατοπίζω σπρώχνοντας. перетолкование, -я ουδ. 1 παρερμηνεία. 2 συνομιλία, κουβέντα, -τιασμα. перетолковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетолкованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ. 1 παρερμηνεύω. 2 παρακουβεντιάζω, συ- συνομιλώ πολύ (με όλους, πολλούς). перетолковывание, -я ουδ( βλ. перетолко- перетолкование. перетолковывать(ся) р.δ. βλ. перетолко- перетолковать. II -СЯ παρερμηνεύομαι. перетолочь, -толку, -толчёшь, -толкут, παρλθ. χρ. перетолок, -толкла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетолчённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ. 1 τρίβω, κοπανίζω (όλα, πολλά). 2 ξανατρίβω, ξανακοπαν ίζω. II -СЯ τρίβομαι, κοπαν ίζομαι, (για όλα, πολλά).
дер ПереТОМИТЬ, -МЛГО, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. ■χρ. перетомлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; р.σ.μ. σιγοβράζω στον ατμό. перетонуть, -тонет, -тонем, -тонете ρ·σ. πνίγομαι (για όλους, πολλούς). ПереТОПИТЬ1 р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ.ТО- βλ.ТОПИТЬ1) . 1 ανάβω, ανάπτω" - все печи ανάβω ό- όλες τις θερμάστρες ή τους φούρνους. 2 ανάβω ζανά. 3 καίω, καταναλώνω* - все дрова καίω ολα τα καυσόξυλα. перетопить ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ.ТО- βλ.ТОПИТЬ2). 1 λιώνω, τήκω; ~ ВОСК λιώνω το κη- ρί* - сало λιώνω το λίπος. 2 λιώνω (όλο, ό- όλα, πολύ, πολλά). II -СЯ τήκομαι, λιώνω. перетопить, -топлю, -топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетопленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. πνίγω (για όλους, πολλούς). Η -СЯ πνί- πνίγομαι· βουλιάζω. перетопка, -И θ. λιώσιμο, τήξη. перетоптать, -топчу, -топчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетоптанный, βρ. -тан, -а, -о ρ.σ.μ. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (όλα, πολλά)· ко- коровы -ли весь луг οι αγελάδες ποδοπάτησαν όλο το λειβάδι. переторачивать р.δ. βλ. переторочить. II -СЯ ξαναδένομαι στο σαμάρι ή στη σέλα. переторговывать р.δ. (παλ. η. απλ.) μετα- πουλώ. Переторжка, -И θ. (παλ.) 1 δημοπρασία για δεύτερη φορά. 2 μεταπούληση. Перетормошить, -Шу, -ШЙШЬ, παθ; μτχ. παρλθ. χρ. перетормошённый, βρ: -шён, -шена, -шено ρ.σ.μ. ενοχλώ" πειράζω (όλους, πολλούς)" всех соседей ενοχλώ όλους τους γείτονες. ПереторочЙТЬ, -чу, -ЧЙШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетороченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. ξαναδένω στο σαμάρι ή στη σέλα· δένω κατ' άλλον τρόπο. переточить, -точу, -точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переточенный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 ζανατροχίζω, ακονίζω ζανά. 2 τρο- τροχίζω, ακονίζω (όλα, πολλά)· - все НОЖНИЦЫ τΡ°χίζω ό^α τα ψαλίδια. 3 παρατροχίζω. Переточка, -И θ. 1 ζανατρόχισμα,' ακόνισμα εκ νέου. 2 παρατρόχισμα. перетравить, -травлю, -травишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетравленный, βρ: '-лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 δηλητηριάζω (όλους, πολλούς). 2 φθείρω, χαλνώ με τη χρήση χημικών ουσιών. 3 ξοδεύω, καταναλώνω άσκοπα· σπαταλώ' παραξο- δεύω, παρακαταναλώνω. II -СЯ δηλητηριάζομαι (για όλους, πολλούς). Π φθείρομαι, χαλνώ α- πο υπερβολική χρήση χημικής ουσίας. перетравливать(ся) р.δ. βλ. перетравить- (ся). Перетратить р.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. 61 пер тратить)· παραξοδεύω, παρακαταναλώνω. II ξο- ξοδεύω (όλο, πολύ). перетрачивать ρ.δ. βλ. перетратить. II -ся παραξοδεύομαι, παρακαταναλώνομαι. перетревожить, -жу, -ЖЙШЬ ρ.σ.μ. παραφοβί- ζω· καταφοβίζω. II -СЯ παραφοβούμαι, κατα- φοβούμαι. перетренировать ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тренировОТЬ)* παραγυμνάζω, προπονώ υπερβο- υπερβολικά· βλάπτω. II -СЯ παραγυμνάζομαι, προπο- προπονούμαι, εξασκούμαι υπερβολικά· βλάπτομαι. перетренировка,-И θ. υπέρ γύμναση, υπερεζά- σκηση· βλάβη απ' αυτή. перетрепать, -треплю, -треплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетрёпанный, βρ: -пан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 κοπανίζω (όλο, πολύ). 2 (παλ.) φθείτ ρω, κάνω ράκος· - ВСЮ одежду φθείρω όλα τα ενδύματα. Перетрескаться, -ается р.σ. σκάζω, ραγί- ραγίζω (για όλα, πολλά)· κατασκάζω, καταραγίζω. перетрогать ρ.σ.μ. εγγίζω, θίγω, πιάνω, άπτομαι (όλα, πολλά). перетрудить, -тружу, -трудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетруженный, βρ: -жен, -а, -о; ρ.σ.μ. κατακουράζω, καταπονώ. II -СЯ κατα- κατακουράζομαι, καταπονούμαι. перетруждать р.δ. βλ. перетрудить. перетрусить, -ушу, -у'сишь р.σ. δειλιάζω πολύ· καταφοβούμαι, κοΛαπτοούμαι· τρομάζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. Перетрусить, -ушу, -усЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетрушенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) τινάζω ανακατώνοντας· λιχνίζω. Перетруска, -И θ. τίναγμα· λίχνισμα. перетрухнуть р.σ. (απλ.) φοβούμαι, δει- δειλιάζω. перетрушивать р.δ. βλ. перетрусить. II -ся τινάζομαι· λιχνίζομαι. перетрясаться) р.δ. βλ. перетрястй(сь). перетряска, -И θ. (παλ.) τίναγμα, σείσιμο. перетрясти, -ясу, -ясёшь, παρλθ. χρ. пе- перетряс, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе- перетрясённый, βρ: -сён, -сена, -сено ρ.σ.μ. I τινάζω, ξετινάζω· καθαρίζω (όλο, πολύ)· - ковры τινάζω τα χαλιά. 2 τινάζω ψάχνοντας. II -СЬ ταράσσομαι, συγχύζομαι. перетряхивать ρ.δ. βλ. перетряхнуть. Ι! -ся τινάζομαι. перетряхн/ть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетряхнутый, βρ: -нут, -а, -о τινάζω· - одежду τινάζω τα ενδύματα. II μτφ. αναθεωρώ, επανεξετάζω. перетупить, -уплю, -у'пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетупленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. στομώνω (όλα, πολλά)· ~ все НОЖИ στομώνω ό- όλα τα μαχαίρια. II -СЯ στομώνω, -ομαι· -ЛЙСЬ
пер 62 пер все НОЖИ στόμωσαν όλα τα μαχαίρια. перетуплять(оя) р.б. βλ. перетупйть(ся). первтушЙТЬ*, --ушу, -УШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетушенный, βρ: ~шен, -а, -о; р.σ.μ. σβήνω (όλα, πολλά)· ~ все лампы σβή- σβήνω όλες τις λάμπες* - все свечи σβήνω όλα τα κηριά. ПеретуШЙТЬ2, -УШУ, -уШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетушенный, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ.μ. γιαχνίζω (όλο, πολύ)· - все овощи για- χνίζω όλα τα λάχανα. переть, пру, прёшь, παρλθ. χρ. пёр, -ла, -ЛО р.δ. (απλ.) 1 πηγαίνω (κάπου μακριά σε μεγάλη απόσταση). II (απλ.) βαδίζω ολούθε α- αδιακρίτως, όπου θέλω, οπού μου καπνίσει. II κινούμαι μαζικά. 2 πιέζω* χτυπώ* σουβλώ. 3 εξέρχομαι, βγαίνω, εξέχω* φαίνομαι. 4 μεγα- μεγαλώνω, αυξαίνω* χοντραίνω. 5 σέρνω, κουβαλώ κάτι ογκώδες. 6 κλέβω. II -СЯ βλ. ενεργ. φ. ( 1 σημ.). перетягать ρ.σ.μ. (παλ.) κερδίζω (νικώ)δι- καστικώς. перетягивание, -Я ουδ. 1 τράβηγμα, σύρσι- σύρσιμο* έλξη. 2 πέρασμα, διέλευση. 3 ξανατέντω- μα. 4 (τυπγρ.) μεταφορά σε άλλο μέρος βλ. κλπ. παράγωγα του ρ. перетянуть(ся). перетягивать(ся) р.δ. βλ. перетянуть(ся). перетяжка, -и Θ. 1 (τυπογρ.) μεταφορά σε άλλο μέρος. 2 ξανατέντωμα. Перетянутый επ. απο μτχ. παρατεντωμένος* παρασφιγμένος. перетянуть, -ЯНу, -Йнешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетянутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 τραβώ, σέρνω, κουβαλώ, μεταφέρω. 2 περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι. 2 (προσ)ελκύω, προση- προσηλυτίζω* - на СВОЙ сторону τραβώ με το μέ- μέρος μου. 3 (τυπογρ.) μεταφέρω απο ένα μέρος σε άλλο, απο μια σελίδα σε άλλη. 4 παρα- σφίγγω* σφιχτοδένω. 5 ξανατεντώνω. 6 παρα- τεντώνω. 7 βαρύνω, γέρνω, κλίνω* левая чаша весов -ла о αριστερός δίσκος της ζυγαριάς έκλινε. 8 υπερτερώ, νικώ στην έλξη. 9 μα- μαστιγώνω. II -ОЯ 1 ζώνομαι σφιχτά. 2 τραβιέ- τραβιέμαι, μεταφέρομαι με έλξη. Переубедить, -ДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переубеждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р.σ. μ. μεταπείθω. II -СЯ μεταπείθομαι. переубездать(ся) ρ.δ. βλ. перубедйть(ся). переуверить р.σ.μ. (παλ.) βλ.переубедить. переуверять р.δ.μ. βλ. переуверить. переулок, -лка α. πάροδος, σοκάκι. Переулочный επ. της παρόδου, του σοκακιού. переупрямить, -МЛГО, -МИШЬ ρ.σ.μ. ξεπερνώ στην επιμονή, στο πείσμα. переусердствовать,-ствую, -ствуешь р.σ,, δείχνω υπερβολικό ζήλο* καταγίνομαι, βάνομαι. переустраивать(ся) ρ. δ. βλ. переустро- ить( ся). · переустроить, -строю, -строишь р.σ. μ. χτίζω, φτιάχνω αλλιώς, διαφορετικά- αναδι- αναδιαρρυθμίζω· ~ здание φτιάχνω διαφορετικά το κτίριο· - квартиру αναδιαρρυθμίζω το δια- διαμέρισμα. II -СЯ χτίζομαι αλλιώς κλπ. μ. переустройство, ~а ουδ. διαρρύθμιση κατά νέο τρόπο· φτιάσιμο διαφορετικό* ανασυγκρό- ση· αναδιοργάνωση* - квартиры νέα διαρρύθ- διαρρύθμιση διαμερίσματος. переуступать р.δ. βλ. переуступить. II -ся μεταπουλιέμαι με την ίδια τιμή αγοράς. II πα- παραχωρούμαι. переуступить, -ступлй, -стопишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переуступленный, βρ: -лен, ~а, -о ρ.σ.μ. μεταπουλώ με την τιμή αγοράς. II πα- παραχωρώ. Переуступками θ. μεταπούληση με τιμή α- αγοράς. II παραχώρηση. переутомить, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переутомлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. υπερκουράζω, καταπονώ, κατεξαντλώ. II -СЯ υπερκουράζομαι, καταπονούμαι, κατεξα- ντλούμαι. Переутомление, -Я ουδ. υπερκόπωση, υπερ- κούραση, καταπόνηση, κατεξάντληση. Переутомлённый επ. απο μτχ. κατάκοπος, υ- πέρκοπος, κατακουρασμένος., καταπονεμένος, κατ εξαντλημένος, αποκαμωμένος. переутомлять(ся) ρ.δ. βλ. переутомйть(ся). переутюживать р.δ. βλ. переутюжить. II -ся ξανασιδερώνομαι. переутюжить ρ.σ.μ. 1 ξανασιδερώνω. 2 σι- δερώνω (όλα, πολλά). переучесть, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ. пе- реуЧёл, -чла, -чло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе- переучтённый, βρ: -чтён, -чтена, -чтено, επιρ. μτχ. Переучтя р.σ.μ. ξανακαταμετρώ, ξανακά- ξανακάνω έλεγχο, απογραφή· - товары В магазине ξα- ξανακάνω έλεγχο(απογραφή)των εμπορευμάτων στο μαγαζ ί. переучёт, -а α. έλεγχος, απογραφή· ανακα.- ταμέτρηση* ξανακαταμέτρημα* - СКОТа ξανακα- ταμέτρηση των ζώων - товаров απογραφή των εμπορευμάτων. переучётный επ. του ελέγχου, της απογρα- απογραφής· της ανακαταμέτρησης* - день В магазине μέρα ελέγχου στο μαγαζί* - протокол πρακτι- πρακτικό ελέγχου. Переучивание, -Я ουδ. ξαναδιδαχή, ξαναμά- θηση. переучивать(ся) ρ.δ. βλ. переучйть(ся). переучитывать ся) р.δ. βλ. переучесть. II -СЯ ελέγχομαι* ανακαταμετριέμαι. Переучить, -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ.
пер 63 пер χρ. переученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 . ξαναδιδάσκω, ζαναμαθαύνω, εκπαιδεύω ζανά. 2 απομνημονεύω, αποστηθίζω ζανά («άτι λησμο- λησμονημένο). 3 παραδιδάσκω· βλάπτω. 4 διδάσκω (όλους, πολλούς). II -СЯ ξαναδιδάσκομαι. II βλάπτομαι απο το πολύ διάβασμα. переформирование, -я ουδ. βλ. переформи- переформировка. переформировать, ~рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переформированный, βρ: ~ван, ~а, -Ο ρ.σ.μ. μετασχηματίζω, ανασχηματίζω, ανα- αναμορφώνω· ανασυγκροτώ, αναδιοργανώνω. II -СЯ μετασχηματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. переформировка, -И θ. μετασχηματισμός, α- ανασχηματισμός· ανασυγκρότηση, αναδιοργάνω- αναδιοργάνωση, ανασύσταση. переформировываться) р.δ. βλ. переформи- переформировать ся). перефразирование, -я ουδ. βλ. перефрази- перефразировка. перефразировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. παραφράζω. II -СЯ παραφράζομαι. Перефразировка, -И θ. παράφραση. перехаживать р.δ. βλ. переходить2. Перехваливание, -Я ουδ. υπερεγκωμίαση, πα- ραπαίνεμα, εκθείαση, -σμός. перехваливать р.δ. βλ. перехвалить. II -ся υπερεγκωμιάζομαι, εκθειάζομαι κλπ. ρ. μ. перехвалить, -хвалю, -хвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваленный, βρ: -лен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 υπερεγκωμιάζω, εκθειάζω, υπεραίρω, υπερυψώνω, ανεβάζω στα ουράνια, επαινώ πάρα πολύ, παραπαινεύω. 2 επαινώ, εγκωμιάζω, εκ- εκθειάζω (όλους, πολλούς). Перехват, -а α. 1 (απλ.) πιάσιμο· σταμά- σταμάτημα· συνάντηση τυχαία. 2 περίδεση, περίζω- ση. II διακοπή, κόψιμο, εμπόδιση. 3 δάνει- σμα για λίγες μέρες. перехватать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехватанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 πιάνω, συλλαμβάνω. 2 πιάνω, αρπάζω (όλους, πολλούς) . Перехватить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 πιάνω, σταματώ, κρατώ· παίρνω· Я'-ЙЛ его по дороге τον έπιασα στο δρόμο (ενώ βάδι- βάδιζε)· - мяч παίρνω (απο άλλον) την ποδό- ποδόσφαιρα· - ПИСЬМО πιάνω γράμμα (επιστολή). II πέφτω επάνω, συναντώ. II καταλαβαίνω, κυρι- κυριεύω* - дорогу καταλαβαίνω την οδό. 2 αρπά- αρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω. II περιζώνω, περιδένω. II μτφ. διακόπτω, κόβω' εμποδίζω. 3 σταματώ, κόβω* у НегсЗ -ЛО дыхание αυτού του πιάστηκε η αναπνοή. 4- (απλ.) σφάζω. 5 τσι- τσιμπώ, τρώγω πρόχειρα. 6 δανείζομαι για λίγες μέρες. 7 ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, το παρακάνω, ξεφεύγω, εκτρέπομαι. II εχφρ, ~ чё- рез край το παρακάνω (πράττω κάτι άτοπο)· II -СЯ πιάνομαι, κρατιέμαι. перехватывать(ся) р.δ. βλ. перехватить- перехватиться). перехворать р.σ. 1 αδιαθετώ, είμαι ανή- ανήμπορος· ασθενώ, είμαι άρρωστος. 2 περνώ ό- όλες τις άρρωστε ι ες· - все детские болезни περνώ όλες τις παιδικές αρρώστειες. перехитрить, ~рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехитрённый, βρ: -рён, -рена, -ренб р. σ.μ. ξεπερνώ στην πονηριά. перехихикиваться р.δ. (απλ.) σιγομιλώ αλ- ληλοκοιταζόμενος, συνομιλώντας. перехлестать, -лещу, -лёщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехлёстанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) μαστιγώνω (όλους πολλούς). перехлестнуть, -нет ρ.σ. 1 (για νερό) χύ- χύνομαι μέσα ορμητικά· волна -ла через борт ЛОДКИ το κύμα ορμητικά χύθηκα μέσα απο την πλευρά της βάρκας. 2 βλ. ΠβρβΧΒβΤΗΤΜΪσημ.). Π -СЯ" διασταυρώνομαι, διατίθεμαι σταυρωτά. перехлёстывать(ся) ρ.δ. βλ. перехлестнуть- перехлестнуться). перехлопать ρ.σ.μ. 1 χειροκροτώ (όλους, πολλούς). 2 (απλ.) χτυπώ, σκοτώνω· - всех мух σκοτώνω όλες τις μύγες. переход, -а α. 1 διάβαση, διέλευση, πέρα- πέρασμα· διάπλους. 2 μετακίνηση, μετατόπιση. Η εξάπλωση, επέκταση· με,τάδοση. II αλλαγή δια- διαμονής. II προβίβαση (μαθητή, σπουδαστή). 3 αυτομόληση. II αλλαξοπιστία. II μεταβίβαση. II μτφ. μεταπήδηση, πέρασμα· - К другой теме πέρασμα σε άλλο θέμα. II μετατροπή· εξέλιξη· - ССОры В драку πέρασμα απο το μάλωμα στον τσακωμό. 4 στάση (η απόσταση μεταξύ δύο σταθ- σταθμεύσεων). 5 πέρασμα (μέρος διάβασης). 6 'διάδρομος. 7 μετάπτωση. переходить1, ~хожу\ -ходишь, μτχ. ενστ. переходящий р.δ. βλ. перейти. переходить* -хожу, -ходишь р.σ. πηγαίνω αλλιώς, αλλάζω παιγνίδι (στο σκάκι, ντάμα κ.τ.τ.). переходной επ. βλ. переходный. ПереХОДНОСТЬ, -И θ. μετάβαση· μεταβατικό- μεταβατικότητα. переходный κ.Переходной επ. 1 διαβατικός, για διάβαση. II προβιβαστικός· -ые экзамены προβιβαστικές εξετάσεις. 2 μεταβατικός· - возраст μεταβατική ηλικία· -ая эпоха μετα- μεταβατική εποχή· - ГЛаГОЛ μεταβατικό ρήμα. переходчивый επ., βρ: -чив, -а, -О (παλ.) μεταβλητός, ευμετάβλητος· ασταθής· времена -Ы οι καιροί αλλάζουν· всё -О В МЙре όλα στον κόσμο αλλάζουν. Переходящий επ. απο μτχ. 1 περι ερχόμενος, μεταβιβαζόμενος" επαμειβόμενος· -ее красное
пер 64 пер знамя η επαμειβόμενη κόκκινη σημαία· ~ ку- ΟΟΚ το επαμειβόμενο κύπελλο. 2 εναλλασσό- εναλλασσόμενος. перехождёние, -я ουδ. βλ. переход. перехожий επ: калика ~ (-ая) βλ. калика. перехоронить, -ронго,. -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехороненный, βρ: -нен, ~а, -о р.σ.μ. 1 μεταθάπτω, μεταθάβω. 2 θάβω(ολους, πολλούς). перец, -рца α. 1 πιπεριά. 2 πιπέρι· чёрный - μαύρο πιπέρι· красный - κόκκινο πιπέρι· ΠΟ- СЫПать ~ ρίχνω πιπέρι, πιπερώνω. 3 μτφ. δη- κτικότητα· αρχιλόχειο βέλος· τσουκνίδα. перецарапать р.σ.μ. καταγρατσουν ίζω. II -СЯ 1 καταγρατσουν ίζο μα ι. 2 αλ\ηλογρατσουνίφμαι. перецарапывать( ся) ρ.δ. βλ» перецарйпать- (ся). перецедить, -цежу, -цедишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перецеженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξαναστραγγίζω, ξανασουρώνω. 2 στραγγίζω (ό- (όλο, πολύ). перецеживать р.δ. βλ. перецедить. II -ся στραγγίζομαι. перецеловать, -луга, -луешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перецелованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. φιλώ (όλους, πολλούς). II -СЯ (αλληλο)φιλιέ- (αλληλο)φιλιέμαι . перецепить, -цеплю, цёпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перецепленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. ζαναγαντζώνω, ξαναγκιστρώνω, ξανασκ^λώνω. Перецепка, -И θ. ζαναγάντζωμα, ξαναγκί- στρωμα, ζανασκάλωμα. перецеплять ρ.δ. βλ. перецепить. II ~оя ξαναγαντζώνομαι, ξαναγκίστρωνομα ι. перечахнуть, -нет, παρλθ. χρ. перечах, -ла, -ЛО ρ.σ. μαραίνομαι· φθίνω·.растения -ЛИ τα 'φυτά μαράθηκαν. перечеканивать р.δ. βλ. перечеканить. II -СЯ ζανακόβομαι (για νομίσματα κ.τ.τ.). Перечеканить ρ.σ.μ. 1 ξανακόβω· ~ монету ξανακόβω νόμισμα μεταλλικό (μονέδα). 2 κόβω (όλα, πολλά). Перечеканка, -И θ. κοπή, κόψιμο (μεταλλι- (μεταλλικών νομισμάτων κ.τ.τ.). перечень, -ЧНЯ α. απαρίθμηση· κατάλογος. перечеркать κ. перечёркать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечёрканный, βρ: -кан, -а, -Ο διαγράφω, σβήνω (όλο, πολύ κ.τ.τ.)· всю РУКОПИСЬ ОН -ал όλο το χειρόγραφο αυτός το γέμισε σβησίματα. перечеркивание, -Я ουδ. σβήσιμο, διαγραφή. перечёркивать ρ.δ. βλ. перечеркнуть. II -ся διαγράφομαι, σβήνομαι. перечеркнуть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечёркнутый, βρ: -нут, -а, -о διαγράφω, σβήνω, περνώ γραμμή. перечернить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечернённый, βρ: -нён, -нена, -нено παρα- μαυρίζω. ·ΙΙ μαυρίζω (όλα, πολλά). перечернять р.δ. βλ. перечернить. перечерпать р.σ.μ. εζαντλώ, βγάζω, αντλώ (όλο, πολύ)· - ВОДУ ИЗ ямы βγάζω πολύ νερό απο το λάκκο. перечерствелый επ. πολύ μπαγιάτικος·-хлеб πολύ μπαγιάτικο ψωμί. перечерстветь -ёет р.σ. γίνομαι πολύ μπα- μπαγιάτικος· все булки -ли όλες οι φραντζόλες έγιναν μπαγιάτικες. перечертить,-ерчу, -ертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечерченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξανασχεδιάζω. 2 σχεδιάζω (όλα, πολ- πολλά) . 3 βγάζω αντίγραφο σχεδίου. перечерчивать р. δ. βλ. перечертить.II -ся ξανασχεδιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. перечесать, -чешу, -чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечёсанный, βρ: -сан, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 ξαναχτενίζω· χτενίζω αλλιώς.2 χτε- χτενίζω (όλους, πολλούς). 3 ξαίνω, λαναρίζω. II -СЯ ξαναχτενίζομαι. перечёска, -и θ. ξάνση, λανάρισμα. перечесть1, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ· пере- перечёл, -чла, -ЧЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Пере- чтённый, βρ: -тён, -тена, -тено, επιρ. μτχ. перечтя р.σ.μ. βλ. пересчитать. перечесть ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. пе- речесть1)· βλ. перечитать. перечёсывание, -я ουδ. βλ. перечёска. перечёсывать(ся) р.δ. βλ. перечесать(ся). перечёт, -а а. 1 βλ. пересчёт. 2 απαρίθ- απαρίθμηση. перечинивать р.δ. βλ. перечинить. II -ся επιδιορθώνομαι ξανά. *ПереЧШЙТЬ, -ЧИНЮ, -ЧИНИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечиненный, βρ: -нен, -а, -о; р.σ.μ. 1 (επι)διορθώνω* μπαλώνω (όλα, πολ- πολλά)· - всё бельё μπαλώνω όλα τα ρούχα. 2 επιδιορθώνω ξανά. II ξαναξύνω· ~· карандаш ΠΟ- ОСТрёе ξαναξύνω το μολύβι πιο μυτερό. перечиркать р.σ.μ. (απλ.) βλ.перечеркать. Перечисление, -Я ουδ. 1 απαρίθμηση. 2 τα- ταχυδρομικό ή τραπεζιτικό χρηματικό έμβασμα. 3 το παραχωρηθέν (δοθέν) ποσό. перечислить р.σ.μ. 1 απαριθμώ. 2 εγγράφω, συμπεριλαβαίνω. 3 (λογισ.) μεταφέρω, κατα- καταχωρώ. Π -СЯ εγγράφομαι, συμπεριλαβαίνομαι. перечислять р.δ. βλ. перечислить. II -ся 1 βλ. перечислиться. 2 απαριθμούμαι. перечистить, -чищу, -чистишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечищенный, βρ: -щен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 καθαρίζω (όλα, πολλά)· - ВСЮ Обувь καθαρίζω όλα τα παπούτσια. 2 ξανακαθαρίζω. Перечитать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.
пер 65 пер перечитанный, βρ: -тан, ~а, -о. 1 ξαναδια- ξαναδιαβάζω. 2 διαβάζω (όλα, πολλά). перечитка, -И θ. ξαναδιάβασμα. перечитывание, -Я ουδ. ξαναδιάβασμα. перечитывать р.δ. βλ. перечитать. II -ся ξαναδιαβάζομαι. Перечить, ~чу, -ЧИШЬ р.δ. αντιλέγω, αντι- μιλώ, αντιτείνω, αντικρένω. перечищать р.δ. βλ. перечистить. II -ся ξανακαθαρ ίζομαι. перечница, -ы θ. η πιπεριέρα. II εκφρ.чёр- εκφρ.чёртова - στρίγλα, κακίστρα, μέγαιρα, λάμια. Перечный επ. του πιπεριού· πιπεράτος. Перечокаться р.σ. τσουγκρίζω (με όλους, πολλούς)· αλληλοτσουγκρίζω. перечувствовать, -ствую, -ствуешь р.σ.μ. δοκιμάζω, υφίσταμαι, γεύομαι (όλα, πολλά). перешагивать р.δ. βλ. перешагнуть. перешагнуть, -ну, -нёшь р.σ. διασκελίζω, δρασκελίζω" υπερπηδώ, περνώ απο επάνω. II μτφ. περνώ, διαβαίνω (όριο), σκαπετώ» II πα- παραβαίνω, παραβιάζω. перешарить р.σ.μ. (απλ.) ανασκαλεύω, ψά- ψάχνω (όλα, πολλά). перешвыривать р.δ. βλ. перешвырнуть. II -ся ρίχνομαι, πετιέμαι, εκσφενδονίζομαι, εκτο- εκτοξεύομαι . перешвырнуть, -ну, -нёшь р.σ.μ. πετώ, ρί- ρίχνω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω. перешвырять р.σ.μ. βλ. перешвырнуть. перешеек, -шейка α. ισθμός, λαιμός. перешепнуть, -ну, -нёшь р.σ.μ. ψιθυρίζω, μεταδίνω ψιθυριστά. II -ся σιγομιλώ, σιγο- κουβεντιάζω, μιλώ ψιθυριστά. перешептать, -шепчу, -шепчешь ρ.σ.μ.1 βλ. перешепнуть. 2 σιγομιλώ, σιγοκουβεντιάζω (για όλα, πολλά). Перешёптывание, -Я ουδ. σιγομίλημα, σιγο- κουβέντιασμα, ψιθύρισμα. перешёптывать р.δ. βλ. перешепнуть, пере- перешептать. II -СЯ σιγομιλώ, σιγοκουβεντιάζω, μι- μιλώ ψιθυριστά. перешибить ρ.δ. βλ. перешибить. II -оя σπά- σπάζω, θραύομαι. перешибить, ~бу, -бёшь, παρλθ. χρ. пере- перешиб, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Пере- шйбленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 σπάζω χτυπώντας* - руку σπάζω το χέρι. 2 μτφ. ξε- ξεπερνώ, υπερβάλλω, υπερτερώ. перешивание, -я ουδ. βλ. перешивка. перешивать ρ.δ. βλ. перешить. И -ся ξα- ναρράβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Перешивка, -И θ. ξαναρράψιμο. перешить, -шьй, -шьёшь, προστκ. перешей р. σ.μ. 1 ξαναρράβω· ράβω διαφορετικά· μετα- μεταποιώ. 2 ράβω (όλα, πολλά). 3 σανιδώνω· πε- περιβάλλω. перешлифовать, -фуго, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перешлифованный, βρ: -ван,-а, -о ρ.σ.μ (τεχ.). 1 ξαναλειαίνω· ξαναστιλβώνω· ξαναγυαλίζω. 2 λειαίνω, στιλβώνω' γυαλίζω (όλα, πολλά). перешлифовывать р.δ. βλ. перешлифовать. II -СЯ ξαναλειαίνομαι· ξαναστιλβώνομαι· перешнуровать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перешнурованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ξαναβάζω κορδόνια, βάζω τα κορδό- κορδόνια διαφορετικά. 2 βάζω κορδόνια (σε όλα, σε πολλά). перешнуровывать р.δ. βλ. перешнуровать. перешпиливать р.δ. βλ. перешпилить. II -ся καρφιτσώνομαι αλλού. перешпилить ρ.σ.μ. καρφιτσώνω αλλού. перештемпелевать, -лйю, -лгоешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перештемпелёванный, βρ: -ван,-а, -Ο ρ.σ.μ. 1 επισφραγίζω ξανά, ξανασταμπάρω. 2 επισφραγίζω, σταμπάρω (όλα, πολλά). перештемпелёвывать р.б. βλ. перештемпеле- перештемпелевать. II -СЯ επισφραγίζομαι ξανά, ξαναστα- μπάρομαι. Перештопать р.σ.μ. 1 ξαναμπαλώνω. 2 μπα- μπαλώνω (όλα, πολλά). перештопывать ρ.δ. βλ. перештопать. II -оя ξαναμπαλώνομαι. перештукатуривать ρ,,δ. βλ. перештукату- перештукатурить. II -СЯ ξανασοβατίζομαι. перештукатурить р.σ.μ. 1 ξανασοβατίζω. 2 σοβατίζω (όλα, πολλά). Перешучиваться ρ.δ. αλληλοαστειεύομαι. перещеголять ρ.σ.μ. ξεπερνώ στην κομψότη- κομψότητα, στόλισμα κ.τ.τ. перещёлкать р.σ.μ. 1 σπάζω διαδοχικά. 2 σπάζω (όλα, πολλά, όλο,πολύ). перещипать, -щишпб, -щиплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перещипанный, βρ: -пан, -а, -о; ρ.σ.μ. τσιμπώ (όλους, πολλούς). 2 μαδώ (ό- (όλους, πολλούς) · - всех кур μαδώ όλες τις κό- κότες. Перещупать р.σ.μ. επιψαύω, ψηλαφίζω (όλο, πολύ κλπ.). перещупывать р.δ. βλ. перещупать. II -ся επιψαύομαι, ψηλαφίζομαι. переэкзаменовать, -нуга, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переэкзаменованный, βρ: -ван,-а, -Ο ρ.σ.μ. 1 επανεξετάζω (φοιτητή). 2 εξετά- εξετάζω (όλους, πολλούς). II -СЯ ξαναεξετάζομαι, ξαναδίνω εξετάσεις. Переэкзаменовка, -И θ. επανεξέταση, μετε- μετεξέταση, ξαναδόσιμο εξετάσεων. переэкзаменовываться) р.δ. βλ. переэкза- переэкзаменовать ся). переярок, -рка α. ζώο διετές (δαμάλι, μι-
пер 66 пер λιόρα, ζυγούρι κλπ.) ♦пери άκλ. θ. μαγικό ον (σαν φτερωτή όμορ- όμορφη γυναίκα). ♦перигей, ~Я α. (αστρν.) το περίγειο. ♦перигелий, ~Я α. το περιήλιο. "Перикард, ~а α. το περικάρδιο. ♦перикардит, -а α. περικαρδίτιδα (νόσος). перила, -рйл πλθ. τα κάγκελα, οι κιγκλί- δες, το κιγκλίδωμα. Перильный επ. των κάγκελων, των κιγκλίδων· καγκελωτός, κιγκλιδωτός. Перильца, -лец, -льцам πλθ. τα καγκελάκια. ♦периметр, ~а α. (μαθ.) περίμετρος. периметрический επ. περιμετρικός. перина, ~Ы θ. στρώμα πουπουλιένιο. перинка, -И θ. στρωματάκι πουπουλένιο. перинный επ. πουπουλένιος. ♦период, ~а α. 1 περίοδος· послевоенный - μεταπολεμική περίοδος. 2 (γεωλ.) εποχή- ка- меноугольный - палеозойческой эры λιθανθρα- κοφόρα γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα. 3 (γρ°ψμ·) περίοδος. периодизация, ~И θ. χωρισμός σε περιόδους· - ИСТОРИИ о χωρισμός της ιστορίας σε περι- περιόδους. периодика, ~И θ, τα περιοδικά, ο περιοδι- περιοδικός τύπος' научная - τα επιστημονικά περιο- περιοδικά. периодический επ. περιοδικός· -ие ДОЖДИ περιοδικές βροχές· - ремонт περιοδική επι- επισκευή· -ая печать περιοδικός τύπος· -ие из- издания περιοδικές εκδόσεις. II ε и φρ. -ая дробь περιοδικός αριθμός· -ая система (элементов ) περιοδικό σύστημα (χημ. στοιχείων). периодичность, -и θ. περιοδικότητα. периодичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. периодический. ♦периостит, -а α. περιοστίτιδα (νόσος). Перипатетизм, -а α. η διδασκαλία της πε- περιπατητικής σχολής. ♦перипатетик, -а α. ο περιπατητής, μαθητής ή οπαδός του φιλόσοφου Αριστοτέλη. Перипатетический επ. περιπατητικός· ~ая ШКОла περιπατητική σχολή. ♦перипетии, -ЙЙ πλθ. (ενκ. ~ЙЯ, -И θ.) πε- περιπέτειες. ♦перископ, -а α. περισκόπιο. перископический επ. περισκοπικός. периокОПНЫЙ επ. περισκοπικός. ♦перистальтика, -и θ. περισταλτικές κινή- κινήσεις (στομάχου, εντέρων κλπ.). Перистальтический επ. περισταλτικός. ♦перистиль, -Я α. (αρχτ.) το περιστύλιο. перистокрылка, ~и θ. είδος κολεόπτερου κάνθαρου. перистолистный κ. перистолистый επ. πτε- ροειδής. перистый επ. 1 φτερωτός, πτερόφόρος· ~ые крылья φτερωτές πτέρυγες. 2 πτεροσχιδής (για φύλλα). II εκφρ. ~ые облака οι θύσανοι (σύν- (σύννεφα) . ♦перитонит, -а α. περιτονίτιδα. периферийный επ. περιφερειακός (ευρισκό- (ευρισκόμενος στην περιφέρεια)· ~ые вузы περιφερει- περιφερειακά ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. периферический επ. περιφερειακός·-ая нер- нервная система περιφερειακό νευρικό σύστημα. ♦периферия, ~И θ. περιφέρεια· επαρχία· Ш ■ приехал С -ИИ αυτός ήρθε απο την επαρχία. II άκρη· нервная - τα περιφερειακά νεύρα ή πε- περιφέρεια των νεύρων. ♦перифраз, ~а α. κ. Перифраза, -Ы θ. περί- περίφραση . перифразировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. μ. περιφράζω. II -СЯ περιφράζομαι. перифразировка, -и θ. περίφραση. Перифрастический επ. π εριφραστικό ς. Пёрка, -И θ. τρυπάνι. Перкалевый επ. περκαλινός, απο περκάλι. ♦перкаль, -И θ. κ. -Я α. περκάλι (ύφασμα). перкуссионный επ. κρουστικός, ♦перкуссия, -И θ. (ιατρ.) επίκρουση. перкутировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.(ιατρ.) εξακριβώνω με την κρούση, ακροώμαι. ♦перл, ~а α. 1 μαργαριτάρι. 2 μτφ. εξαιρε- εξαιρετικό φαινόμενο ή έργο" αριστούργημα. 3 τα πιο μικρότερα τυπογραφικά γράμματα (στοι- (στοιχεία). II εκφρ. возвести в - создания (γραπ. λόγος) υψώνω (ανεβάζω) σε αριστούργημα, σε έργο-διαμάντι. ♦перламутр, -а α. μάργαρος, σεντέφι, μαρ- γαρ(ιταρ)όρριζα. •■перламутровка. -И θ. είδος πεταλούδας μαρ- γαροειδούς. перламутровый επ. βλ. перловый. ♦пёрлЙНЬ, -Я α. παλαμάρι πολύ χοντρό, ♦перлит, -а α. 1 περλ'ιτης. 2 (για μέταλλα)· περλίτης κοκκώδης. перлитный επ. 1 περλίτιος, του περλίτη. 2 περλιτιούχος. Перловка, -И θ. πλπγούρι. перлОВЩИК, -а α. μελάμπυρο (ζιζάνιο των δημητριακών). перловый1επ. μαργαριταρένιος, μαργαροει- δής, μαργαρώδης. перловый2επ. απο ή με πληγούρι· - суп σού- σούπα απο πληγούρι· II εκφρ. ~ая крупа το πλη- πληγούρι . ♦перлон ~а α. το περλόν (ύφασμα απο τε- τεχνητές ίνες). Перлюстрационный επ. της λογοκρισίας επι- επιστολών -отдел τμήμα λογοκρισίας επιστολών.
пер 67 пер ♦перлюстрация, -И θ. λογοκρισία αλληλογρα- αλληλογραφίας. перлюстрировать, -рую, -руешь р.б.ч.σ.μ. λογοκρίνω αλληλογραφία. II ~СЯ λογοκρίνομαι.. Перманент, -а α. το περμανάντ, είδος κό- μωσης διαρκείας. перманентность, -И θ. διάρκεια, σταθερότη- σταθερότητα, μονιμότητα. перманентный επ., βρ: -тен, -тна, -тно δι- διαρκής· -Οβ развитие διαρκής ανάπτυξη. ~ая револщия διαρκής επανάσταση. ПермСКИЙ επ. της (πόλης) Περμ: πέρμιος. II εκφρ. - период ή -ая система (γεωλ.) πέρ- μια διάπλαση (η 5η περίοδος της παλαιοζωικής εποχής). "пернатый επ., βρ: -нат, -а, -о φτερωτός. II ουσ. πλθ. -ые τα πτηνά, τα πουλιά* -ые ДИЧИ τα αγριοπούλια. пернач, ~а α. (παλ.) σκήπτρο· ρόπαλο (ως σύμβολο Γζουσίας). перо, -а, πλθ. перья, -рьев ουδ. 1 φτερό, πτερό· очистить курицу ОТ перьев μαδίζω την κότα· страусовые перья φτερά στρουθοκαμή- στρουθοκαμήλου· -ья на шлеме λοφίο φτερών στο κράνος. II (κυνηγ.) αθρσ. τα αγριοποΰλια. 2 γραφίδα, πένα (κατ* αρχή απο φτερό)· ручка С ~ОМ κονδυλοφόρος με πένα* стальное - μεταλλική πένα. II μτφ. ικανότητα συγγραφική· ПОЛОЖИТЬ - αφήνω (παρατώ) την πένα (παύω να συγγρά- συγγράφω) . 3 πτερύγια ψαριών. 4 το πράσινο φύλλο των κρεμμυδιών ή σκόρδων. 5 πτερύγιο* - СО- СОХИ αναστρεπτήρας (φτερό) αρότρου* - Весла το φτερό του κουπιού. II εκφρ. бойкое - γε- γερή πένα (ικανότητα σύνθεσης λόγου)· ЧТО на- пйсано ~ом, не вырубишь топором ό,τι γρά- τηκε δεν ξεγράφεται· τα λόγια πετάν, τα γρα- γραπτά μένουν. перочинный επ: - нож, ножик σουγιάς, ~δάκι (για ξύσιΐ'ο γραφίδων). Перочистка, -И θ. καθαριστήρας μεταλλι- μεταλλικών γραφίδων. ♦перпендикуляр, -а α. η κάθετη (γραμμή). Перпендикулярно επ ί ρ. κά θ ετα. Перпендикулярность, -И θ. θέση κάθετη. перпендикулярный επ., βρ: ~рен, -рна, -о κάθετος· ~ая ЛИНИЯ κάθετη γραμμή. ♦перпёттум-МОбИЛе ουδ. άκλ. αιώνια (αέναη) κίνηση. ♦перрон, ~а α. κρηπίδωμα, πλατφόρμα (σιδη- (σιδηροδρομικού σταθμού). ПеррОННЫЙ επ. της πλατφόρμας. перс, ~а α., -сиянка, -и θ. πέρσης, -ίδα. Перси, -ей πλθ. (παλ.) στήθος (κυρίως γυ- γυναικείο) . Персидский επ. περσικός. Персик, -а α. 1 η ροδακινιά. 2 το ροδά- ροδάκινο. Персиковый επ. της ροδακινιάς* του. ροδά- ροδάκινου· ~ цветок λουλούδι ροδακινιάς·-ая ко— СТОЧка κουκούτσι ροδάκ.ινου* -ое дерево η ροδακινιά. персиянин, -а, πλθ. -яне, -ян α., -янкае. (παλ.) Πέρσης, -ίδα. ♦персона, -ы θ. 1 (παλ.) πρόσωπο, πρωσοπι- κότητα* небезызвестная вам - όχι άγνωστο για σας πρόσωπο· важная ~ σοβαρό (επίσημο) πρό- πρόσωπο. 2 άτομο, άνθρωπος· сервиз на пять -он σερβίτσιο για πέντε άτομα. II εκφρ. - Грйта έγκριτη πρωσοπικότητα· собственной -ОЙ προ- προσωπικά, αυτοπροσώπως. ♦персонаж, -а α. πρόσωπο (λογοτεχνικού έρ- έργου)· комический - κωμικό πρόσωπο* - Пьесы πρόσωπο θεατρικού έργου. ♦персонал, -а α. το προσωπικό* админист- административный ~ διοικητικό προσωπικό. ♦персонализм, -а α. πρόσωπολατρεία. персонально επίρ. προσωπικά. персональный επ. προσωπικός· -ое дело προ- προσωπική υπόθεση· - состав το προσωπικό (επι- (επιχείρησης, ιδρύματος κ.τ.τ.). ♦персонификация, -И θ. ανθρωποποίηση, προ- προσωποποίηση. персонифицировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)· προσωποποιώ, ανθρωποποιώ. II -СЯ προσωποποιούμαι, ανθρωποποιούμαι. ♦перспектива, -ы θ. 1 προοπτική· законы -ы κανόνες προοπτικής" ОТСуЪтвие -Ы В картине έλλειψη προοπτικής στην εικόνα. 2 άποψη, θέα. 3 προσδοκία ενδεχομένου μέλλοντος· το ελπι- ζόμενο· -ы дальнейшего развития προοπτικές παραπέρα ανάπτυξης. II εκφρ. В -е στο μέλλον, μελλοντικά. \. перспективность, -И θ. προοπτικότητα, προ- προβλεπτικότητα. перспективный επ., βρ: -вен, -вна, ~вно. 1 προοπτικός· ~ое изображение προοπτική α- απεικόνιση. 2 προβλεπτικός· μελλοντικός· - производительный план παραγωγικό πλάνο με προοπτική (προβλεπτικό). ПерСТ, -а α. (παλ,) δάχτυλο (χεριού). II εκφρ. ОДИН как - έρημος και μόνος, σαν την καλαμιά στον κάμπο· παντέρημος· - судьбы ή провидения, рока (παλ.) επιταγή της μοίρας. перстенёк, -нька α. δαχτυλάκι. перстень, -тня α. δαχτυλίδι· - с рубином δαχτυλίδι με ρουμπίνι. перстневидный επ. (ανατ.) δακτυλιοειδής · δακτυλιωτός. Персть, -И θ. (παλ.) σκόνη χώματος. пертурбационный επ. (αστρν.) της ταραχής, του σάλου, του κλύδωνα. ♦пертурбЙЦИЯ, -И θ. (γραπ. λόγος) 1 ταραχή.
пер 68 пес αναμπομπούλα· σμπαράλιασμα. 2 (αστρν.) αλ- αλλαγή τροχιάς. Перуанец, -НЦа α., -нка, -И θ. Περουβια- Περουβιανός, -ή, ~ϊόα. перуанский επ. περουβιανός. II εκφρ.- баль- бальзам βάλσαμο του Περού. *ПврфёкТ, -а α. (γραμμ.) παρακείμενος. ♦перфоратор, -а α. 1 σφυροτρύπανο· γεωτρύ- πανο. 2 μηχάνημα διάτρησης· χειροτρύπανο. перфораторный επ. διατρητικός· ~ МОЛОТОК σφυροτρύπανο. Перфорационный επ. διατρητικός. *ПерфорЙЦИЯ, -И θ. 1 γεώτρησης όρυζη. 2 διάτρηση. 3 (ιατρ.) βλ. прободение. перфорирование, -я ουδ. βλ. перфорация. ♦перфорировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 (ιατρ.) διατρυπώ (στομάχι, έντερο κ.τ.τ.).2 ανοίγω οπές. Ι) κάνω γεώτρηση. 3 διατρυπώ* - киноленту διατρυπώ (στις άκρες) την κινη- κινηματογραφική ταινία. II -СЯ διατρυπιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Перхать р.δ. (απλ.) βήχω, ξεροβήχω. Перхота, ~Ы θ. (απλ.) βήχας, ξερόβηχας. ПерХОТЬ, ~И θ. πιτυρίδα. ♦Перцепция, -И θ. πρόσληψη, αντίληψη(με τις αισθήσεις). перципировать .-РУЮ, -руешь р.δ.κ.σ.μ. α- αντιλαμβάνομαι (με τις αισθήσεις). II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. Перцовка, ~И θ. βότκα πιπεράτη. перцовочный επ. της πιπεράτης βότκας. перцОВНЙ επ. πιπέρινος, πιπερένιος. II πι- πιπεράτος· ~ая водка βλ. перцовка. перчатка, ~И θ. >ειρόκτιο, γάντι. Перчаточный επ. χειρόκτιος· -ое ПРОИЗВОД- ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή γαντιών. Перчинка, -*И θ. τρίμμα, ψύχουλο πιπεριοΰ. перчить, -чу, -ЧИШЬ ρ.δ.μ. πιπερώνω. ♦перш, -а α. κοντάρι, κοντός (ακροβατιστών), ♦першерон, ~а α. περχαίο άλογο (αποτην πό- πόλη της Γαλλίας Πέρχη). Першить, -шит р.δ. (απρόσ.) με τρώει ο λαι- λαιμός ή ο λάρυγγας. ПерЫШКО, -а ουδ. το πενάκι, μικρής γραφίδα. ПЙС, пса α. (κυρλξ. κ. μτφ.) σκυλί, II σκύ- σκύλος· сторожевой - μαντρόσκυλο. II (υβρ.) πα- λιάσκυλο (παλιάνθρωπος) · II εκφρ. - его (её, ИХ κ.τ.τ.) знает ποιος τον ξέρει, άγνωστο ποιος. пёоеЛЬНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. (παλ.) τρα- τραγουδιστής, -τρία. песенка, -и θ. τραγουδάκι. Μ εκφρ. ~ спе- спета ήρθε ή κοντεύει το τέλος (ζωής, ευτυχί- ευτυχίας, επιτυχιών κ.τ.τ.). пёоенник, -а α., -ца, ~ы θ. 1 τραγουδι- τραγουδιστής, -τρία. 2 συνθέτης τραγουδιών. 3 συλ- συλλογή τραγουδιών. песенный επ. του τραγουδιού· ωδικός, ψαλ- ψαλτικός. песета βλ. пезета. песец, -сцй α. πολική αλεπού" голубой - η ίσατη (κυανόχρωμη πολική αλεπού). песий, -ья, -ье επ. του σκυλιού· σκύλι- νος· σκυλίσιος. пёсик, -а α. σκυλάκι. пескарь, -Я α. κωβιός, γωβιός ποταμίσιος. пескОЖЙЛ, -а α. σκουλήκι παράκτιο. Пескоройка, -И θ. αμμοδυτης (σκουλήκι), αμ- μόβιος ο θαλάσσιος (σκουλήκι των ψαράδων). песнопевец, -вца α. (παλ.) ψάλτης. II μτφ. ποιητής, υμνητής· τραγουδιστής. песнопение, -я ουδ. (εκκλσ.) ψαλμός. II (παλ.) ποίημα· ύμνος. II (παλ.) ποίηση, ποι- ποιητική δημιουργία" έργο ποιητικό. песнь, -и θ. 1 (παλ.) βλ. песня. 2 (φιλγ.) ραψωδία· κεφάλαιο. II εκφρ. ~ песней άσμα α- ασμάτων (έργο μεγάλης σημασίας ή δημιουργι- δημιουργικότητας) . песня, -и, γεν. πλθ. -сен, δοτ. -сням θ. 1 τραγούδι, άσμα· народные песни λαϊκά τρα- τραγούδια· застолная - το τραγούδι της τάβλας ή βακχικό τραγούδι. 2 μικρό ποίημα, τρα- τραγούδι. II (παλ.) ποίηση, ποιητική δημιουρ- δημιουργία (ή έργο). 3 μουσικό ενόργανο άσμα"- без СЛОВ τραγούδι χωρίς λόγ,ια. II εκφρ. стирая (стара) - παλαιό τραγούδι ή παραμύθι (πα- (πασίγνωστο, πάγκοινο)' ТЯНУТЬ (петь) ОДН^ И ту же -Ю επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τά ίδια· - спета βλ. στη λ. песенка. песо βλ. пезо. песок, -ска (~ску) α. 1 άμμος· жёлтый κίτρινος άμμος" мелкий - λεπτοκοκκος (ψ ιλός) άτιμος· крупный - χοντρόκοκκος (χοντρός) άμ- άμμος" морской - θαλασσινός άμμος" речной ποταμίσιος άμμος" зыбучие -Й άμμος του ρέει· - формовочный άμμος χυτηρίου. 2 -Й, ~ΟΒ αμμότοπος, αμμώδεις εκτάσεις. 3 ζάχαρη ψι- ψιλή. II εκφρ. сахарный - ζάχαρη ψιλή" - СЫ- плется с кого ή из кого είναι υπέργηρος, γε- ροκούσαλο, μπαμπόγερο.ς· как ~ морской ή как (ЧТО) -ску морского σαν τον άμμο της θάλασ- θάλασσας (άπειρος, απειράριθμος)' СТрОИТЬ на -ё χτίζω στον άμμο (επισφαλώς). Песочек, -Чка (~ЧКУ) α. αμμούλης. ПесОЧНИК1, ~а α. είδος κολυρίονα (σκολοπα- κίδας). песочник? -а α. βλ. песочница ( 2 σημ.). ПесОЧНИЦа, -Ы θ. 1 αμμοθήκη, αμμοδοχείο. 2 αμμοδόχη (για να παίζουν τα παιδάκια). II αμμοδόχη των τρένων. ПесОЧНЫЙ επ. αμμώδης· αμμουδερός· ~ ЙЩИК αμμοδόχη· ~ая ПЫЛЬ αμμόσκονη. II αμμόχρωμος,
пес 69 пет σταχτής. II σπυρωτός, κοκκώδης. II εκφρ. ~ые ЧЕСЫ αμμόμετρο, αμμωρολόγι, αμμωτό* - КЭМЫШ αμμουδόχορτο, αμμόχορτο. *пессимизм, -а α. απαισιοδοξία, πεσιμισμός. пессимист, -а α., -ка, -И θ. απαισιόδοξος, -η, πεσιμιστής. пессимистический επ. απαισιόδοξος, πεσιμι- πεσιμιστικός. пессимистичность, -И θ. απαισιοδοξία, ο α- απαισιόδοξος χαρακτήρας' ~ философии о απαισι- απαισιόδοξος χαρακτήρας της φιλοσοφίας. пессимистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βλ. пессимистический. пест, ~а α. άξονας σφονδυλωτός· κόπανος· το γουδοχέρι, ύπερος. пестик, -а α. 1 μικρός κόπανος (ύπερος). 2 ο ύπερος των λουλουδιών. пестиковый επ. του ύπερου των λουλουδιών. пестичный επ. 1 βλ. пестиковый. 2 που έχει ύπερο. Пестовать, -тую, -туешь р.δ.μ. (παλ.) ανα- ανατρέφω, μεγαλώνω φιλόστοργα· περιποιούμαι, με- μεριμνώ, φροντίζω. II -СЯ ανατρέφομαι, μεγαλώ- μεγαλώνω φιλόστοργα κλπ. ρ. ενεργ. φ. пестреть, ~ёет р.δ. παρδαλίζω, ποικίλλω. II γίνομαι παρδαλός. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. пестрЙТЬ, ~рйт ρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) ποι- ποικίλλω· - бумагу красками χρωματίζω το χαρ- χαρτί με διάφορα χρώματα· - речь ποικίλλω (ο- (ομορφαίνω) το λόγο (ομιλία). II (απρόσ.) παρ- παρδαλίζω, ποικίλλω* В глазах -Л0 τ'α μάτια παρ- δάλιζαν. пестрокрылки, -лок πλθ. (ενκ. -лка, ~и θ.) τα λεπιδόπτερα. пестрокрылый επ. λεπιδόπτερος. Пестрота, ~Ы θ. ποικιλλοχρωμία· - ТКЙНИ η ποικιλλοχρωμία του υφάσματος. ПестрОТКаННЫЙ π. ποικιλτός, ποικιλμένος. пеструшка, -и θ. (διαλκ.) βλ. форель. пёстрый επ., βρ: пёстр, пестра, пёстро, ι ποικιλλόχρωμος, παρδαλός· ποικιλλοβαφής. 2 μτφ. ανομοιόμορφος, ανομοιοειδής, ανομοιογε- ανομοιογενής· παντοειδής* ποικιλλόμορφος, ποικιλλό- σχημος, πολυποίκιλλος. Пестрядёвый επ. διμιτένιος, απο δίμιτο (ύ- (ύφασμα) . пестрядина, ~ы θ. βλ. пестрядь. пестрядинный επ. βλ. пестрядёвый. ПёстряДЬ, -И θ. δίμιτο (ύφασμα). пестряки, ~ов πλθ. (ενκ. пестряк, -а α.) είδος κανθάρων με ποικιλλόχρωμα έλυτρα. пестрянки, -Ηοκ πλθ. (ενκ. пестрянка, -и θ.) πεταλούδες ποικιλλόχρωμες. · Пестун, -а α., -ЬЯ, -И θ. 1 (παλ.) φιλό- φιλόστοργος ανατροφέας (παιδαγωγός). 2 (διαλκ.) αρκουδάκι (πάνω απο ένα χρόνο). песцовый επ. της πολικής αλεπούς. II απο γούνα πολικής αλεπούς. песчаник1, ~а α. αμμίτης, αμμόλιθος^ αμμό- πετρα. песчаник? ~а α. 1 βλ! песчанка B σημ.). 2 αρκτόμυς κιτρινόχρωμος. песчаниковый επ. του αμμίτη, αμμολιθικος. песчанка, -И θ. 1 γένος τρωκτικών μα,στο- φόρων. 2 είδος κολερύονα. 3 αμμοδίαιτο ψά- ψάρι. 4 αμμόχορτο, αμμουδόχορτο. песчаный επ. αμμώδης, αμμουδερός, αμμο- σκεπής· -ое ДНО αμμώδης πυθμένας* -ая дорб- жка αμμώδης δρομάκος" - ХОЛМ αμμόλοφος. песчинка, ~и θ. κόκκος άμμου. *петарда, -КВ. 1 (παλ.) βλήμα εκρηκτικό. 2 πυροκρόταλο. πυροτέχνημα. пётел, ~а α. (παλ.) πετεινός, κόκορας. петелька, -и θ. θηλίτσα. петельный επ. της θηλιάς, της κουμπότρυ- κουμπότρυπας. II για θηλιές, για κουμπότρυπες. ♦петиметр, -а α. νεολαίος κομψευόμενος, ♦петит, -а α. (τυπγρ.) μικρά στοιχεία (των 7 στιγμών). петиЦИОННЫЙ επ. της αίτησης ή αναφοράς, ♦петиция, -И θ. αίτηση ή αναφορά (προς α- ανώτερα όργανα εξουσίας)* подать -в, обра- обращаться С -ей υποβάλλω αίτηση. петлистый επ., βρ: -лист, -а, -О ελικοει- ελικοειδής, σπειροειδής* οφιο^ειδής. петлица, -Ы θ. 1 θηλιά, κουμπότρυπα, κομ- βιοδόχη, μπουτονιέρα. 2 σειρήτι έγχρωμο. петличка, -и θ. θηλίτσα, μικρή κουμπότρυ- κουμπότρυπα. петля, -и, γεν. πλθ. -тель, 'δοτ. -тлям θ. 1 θηλιά* делать -ГО φτιάχνω θηλιά* затянуть -ГО τραβώ (σφίγγω) τη θηλιά. II αδιέξοδο" χα- *μός, καταστροφή. II θηλιά πλεκτού. 2 κυκλο-г τερής κίνηση, οχτάρι. 3 κουμπότρυπα. 4 ρε- ζές, στρόφιγγα, στροφέας. Μ εκφρ. - затяги- вается (сжимается) σφίγγει η θηλιά ■ (σφίγ- (σφίγγουν τα πράγματα (ζορίζονται), χειροτερεύει η κατάσταση* влезть (попасть) в -в; очу- очутиться (оказаться) В -е βρίσκομαι σε δύσκο- δύσκολη κατάσταση ή σε αδιέξοδο* надеть (наки- (накинуть) -ГО На Себя ρίχνω θηλιά στον εαυτό μου, τά 'θελα και τά "παθα. ПеТЛЯТЬ, ~ЯЮ, -ЯеШЬ р.δ. 1 βαόίζω τρικλί- τρικλίζοντας, διαγράφω οχτάρια, παραπαίω. 2 μτφ. μιλώ με περιστροφές. петрографический επ. πετρογραφικός'. ♦петрография, -И θ. πετρογραφία. Петрологический επ. πετρολογικός. ♦петрология, -и θ. πετρολογία. петрушечник, ~а α. (παλ.) φασουλής* ηθο- ηθοποιός κουκλοθέατρου. II λαϊκό κουκλοθέατρο. Петрушечный1 επ. του φασουλή· του κούκλο-
пет 70 θεάτρου. Петрушечный1επ. του πετροσέλινου^ του μαϊ- μαϊντανού. Петрушка1, -и θ. πετροσέλινο, μαϊντανό. Петрушка? -И 1 α. φασουλής. 2 θέατρο αν- ανδρεικέλων (κουκλοθέατρο). 3 μτφ. (απλ.) κά- κάτι το παράξενο, κουτό· πειραχτήρι, σκάνταλο. "петуния κ.петунья, -и θ. γεν. πλθ. ~ий, δοτ. -НЬЯМ πετούνια (φυτό διακοσμητικό). ΠβΤ^Χ, ~έ. α. πετεινός, κόκορας. Η το αρ- αρσενικό μερικών ορνιθοειδών. 2 μτφ. καυγα- τζήζ* παλικαράς, νταής. 3 το λάλημα των κο- κοριών (αργά τη νύχτα ή πολύ πρωί)· сидеть ДО -<5в κάθομαι ώσπου να λαλήσουν τα κοκό- κοκόρια· проговорить до вторых ~<5в κουβεντιάζω ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (ως πολύ πρωί)· первые -И πρώτο λάλημα των κοκόριων" вторые -И το δεύτερο (πρωινό) λά- λάλημα των κοκόριων· вставать С -ими σηκώνο- σηκώνομαι πολύ πρωί (με το λάλημα των κοκόριων). II εκφρ. пустить (красного) -έ πυρπολώ· пус- пустить -а κάνω φάλτσο (λαρυγγισμό) κατά την υψιφωνία, φαλτσάρω. Петуший, -ЬЯ, -ье επ. του κόκορα, του πε- πετεινού· ~ ХВОСТ η ουρά του κόκορα· - Γρέ- бень το λειρί του κόκορα* ~ крик αλεκτρο- φωνία* - бой τσάκωμα των κοκόριων, αλε- κτρομαχία. петушиный επ. 1 βλ. петуший. 2 μτφ. κα- βγατζής, -ήδικος. 3 σπασμένος (για λαρυγγυ- σμό). ПетушЙТЬСЯ, -шусь, -ШЙШЬСЯ р.6. κοκορεύο- κοκορεύομαι, κάνω τον κόκορα, τον παλικαρά. Петушок, ~шка α. κοκοράκι, πετεινάρι. Ι] ιεχφρ. -КОМ επίρ.'α) παραπ'ισω και δειλά (για κίνηση, βάδισμα), β) περήφανος, κορδωμένος, προκλητικός, ξυπασμένος. ΙΠβΤΗβπαθ. μτχ. παρλθ. χρ., βρ: пет, -а, -Ο του р. петь. II εκφρ. - дурак βλάκας με περικεφαλαία, κουτε^τές. ПеТЬ, ПОЙ, поёшь р.δ. 1 τραγουδώ· ψάλλω, άδω* - вполголоса σιγοτραγουδώ. 2 παίζω, η- ηχώ" ВИОЛОНчёль поёт το βιολοντσέλο παίζει. 3 λαλώ" Петух поёт о κόκορας λαλεί. II 'κελαη- 'κελαηδώ· жаворонки -ЛИ οι κορυδαλοί κελαηδού- κελαηδούσαν. .4 υμνώ, δοξάζω, υμνωδώ, εγκωμιάζω. 5 (απλ.) επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια. II -СЯ έχω διάθεση για τραγούδι. II τρα- τραγουδιέμαι . Пехота, -Ы θ. (στρατ.) το πεζικό· служить В пехоте υπηρετώ στο πεζικό. II οι πεζικά- ριοι, η πεζούρα. пехотинец, -нца α. πεζός (στρατιώτης), πε- ζικάρης, ~ριος· морской - πεζοναύτης. пехотный επ. πεζικός, του πεζικού· ~ полк σύνταγμα πεζικού* ~ офицер αξιωματικός πε- печ ζικού· -ое обмундирование ιματισμός πεζικού. Пехтура, -Ы θ. (απλ.) πεζικαρία, φανταρία. Пехтурой επίρ. (απλ.) πεζός, με τα πόδια. Печалить ρ.δ.μ. θλίβω, λυπώ, στενοχωρώ. II -СЯ 1 θλίβομαι, λυπούμαι, στενοχωρούμαι. 2 φροντίζω, μεριμνώ, κοιτάζω, νοιάζομαι, печаловаться ρ.δ. βλ. печалиться. Печаль, -И θ. θλίψη, λύπη* στενοχώρια. II φροντίδα· ανησυχία· σκοτούρα· не МОЯ - δε μ' ενδιαφέρει, δεν έχω καμιά σκοτούρα γι' αυτό· мне какая - ή за ЧТО - γιατί να στε- στενοχωρηθώ, τι με νοιάζει. печальник, ~а α., -ца, -Ы θ. (παλ.) φι- φιλεύσπλαχνος, οικτίρμονας, πονόψυχος, ψυχι- κάρης. Печальный επ. 1 θλιμμένος, λυπημένος* πι- πικραμένος* Очень - περίλυπος. 2 λυπηρός, θλι- θλιβερός, λυπητερός" οδυνηρός, αλγηνός. 3 αξι- ολύπητος, οικτρός. печатание, -Я ουδ. (εκ)τύπωση, -ωμα. печатать ρ.δ. 1 (εκ)τυπώνω· ~ газеты τυ- τυπώνω εφημερίδες· ВНОВЬ - ξανατυπώνω· - на литографии λιθογραφώ· - на машинке δακτυ- δακτυλογραφώ. II δημοσιεύω στον τύπο. 2 βγάζω φω- φωτογραφίες στο χαρτί. 3 (παλ.) σφραγίζω, βά- βάζω σφραγίδα. II εκφρ. - шаг βηματίζω, βαδίζω σταθερά, προχωρώ βάδην. II -СЯ (εκ)τυπώνο- μαι. II δημοσιεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Печатка, -И θ. 1 σφραγίδα. 2 τεμάχιο, κομ- κομμάτι" καλούπι* - мыла ένα καλούπι σαπούνι. печатник, -а α. τυπογράφος, τυπωτής. ПечОТНО επίρ. στον τύπο, δια του τύπου. Печатный επ. 1 τυπογραφικός· - Станок μη- μηχανή εκτύπωσης ή τυπογραφική'πιεστήριο, πρέ- πρέσα. 2 έντυπος, τυπωμένος* -ая книга έντυπο (τυπωμένο) βιβλίο. II ως ουσ. -ое το έντυπο. 3 δημοσιευμένος (στον τύπο). 4 τουτύπου'-ые буквы γράμματα του τύπου. 5 σφραγισμένος, ανάγλυφος. 4 εκφρ. - ЛИСТ τυπογραφικό φύλ- φύλλο* -ое СЛОВО το δημοσίευμα* -ое дело τυ- τυπογραφική τέχνη. ПечаТВЯ, -И θ. (παλ.) τυπογραφείο. печаточный επ. σφραγισμένος* ανάγλυφος. печать, -И θ. 1 σφραγίδα, βούλα* στάμπα· СТаВИТЬ - βάζω σφραγίδα, σφραγίζω. 2 μτφ. α- αποτύπωμα* ίχνος* σημάδι* - Времени σημάδι των καιρών. 3 εκτύπωση* книга ещё В -И το βιβλίο είναι ακόμα υπο εκτύπωση. 4 ο τύπος* работники -и οι τυπογράφοι* иностранная ο ξένος τύπος* выступить В -и δημοσιεύω στον τύπο. 5 τα τυπογραφικά γράμματα· книга кру- крупной -И βιβλίο με μεγάλα γράμματα. II εκφρ. ~ молчания (безмолвия) σφράγισμα ή βούλωμα του στόματος (απαγόρευση σε κάποιον να μιλά)· В -и στον τύπο· выйти из -и, появиться в -И βγαίνω, εμφανίζομαι στον τύπο (δημοσιεύο-
печ 7Т пив μα ι στον τύπο). ПеЧеВО, -а ουδ. (απλ.) το ψημένο (κυρίως για ψωμί, μπισκότα). печенеги, ~ов πλθ. (ενκ. печенег, ~а α.) Πετσενέγοι ή Πατσ[.νάκες. печенежский επ. πετσενέγικος. Пвчёние, -Я ουδ. 1 ψήση, ψήσιμο. 2 συνή- συνήθως -ье α) ψητό. β) μπισκότο. Печёнка, -И θ. συκώτι, συκωτάκι(κυρίως ζώ- ζώων). Ι] εντόσθια. II εκφρ. всеми -ами πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό, сидеть в -ах у КОГО (απλ.) ενοχλώ* δυσαρεστώ, στενοχωρώ* πρήζω το συκώτι. печённый παθ. μτχ. παρλθ. χρ. του р. печь. печёночник, -а α. βρυόφυτο το ηπατικό. печёНОЧНИЦа, ~Ы θ. βρυόφυτα ηπατικά. Печёночный1 επ. ηπατικός, του συκωτιού*-ые КЛОТКИ τα ηπατικά κύτταρα* - больной ηπα- ηπατικός, άρρωστος απο το συκώτι. II απο ή με συ- συκώτι* - паштет πλακούντιο απο συκώτι. Печёночный2επ. του ηπατικού βρυόφυτου. печёный επ. ψητός, ψημένος* ~ картофель ψημένες πατάτες* -ые яйца ψημένα αυγά. пбчень, -И θ. συκώτι, ήπαρ. печенье βλ. печение. печерица, -Ы θ. αγαρινό το κοινό (είδος μανιταριού) . пёчка, -И θ. θερμάστρα, σόμπα. II εκφρ. танцевать ОТ -И φτου κι απο την αρχή. Печник, -έ α. επιδιορθωτής θερμαστρών ή φούρνων. печной επ. της θερμάστρας ή του φούρνου' -ая труба καπναγωγός· καπνοδόχη* -ая сажа η καπνιά της θερμάστρας* -бе отопление θέρ- θέρμανση με θερμάστρα. печурка, -И θ. 1 μαγκάλι, πύραυνο. 2 (διαλκ.) τεχνητό 4θίλω\ια στον τοίχο (που είναι η θερ- θερμάστρα) . печь1, пеку, печёшь, пекут, παρλθ. χρ. пек, пекла, ~ло\ παθ. μτχ. παρλθ. χρ. печённый, βρ: -чён, -чена1, -чено р.δ. 1 ψήνω* - хлеб ψήνω ψωμί. 2 καίω πολύ* солнце печёт о ή- ήλιος ψήνει. II (απρόσ.) καίω. II -СЯ ψήνομαι· пирог печется η πίτα ψήνεται. II 'θερμαίνο- 'θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι πολύ· καίγομαι· пекусь на солнце καίγομαι στον ήλιο. Печь, -И θ. θερμάστρα, σόμπα* голландская - ολλανδική θερμάστρα* русская - ρωσική θερμάστρα* электрическая - ηλεκτρική θερμά- θερμάστρα· топить ~ ανάβω τη θερμάστρα. II κάμι- νος μεταλλουργική, φούρνος* электрическая - ηλεκτρική κάμινος* кузнечная - καμίνι του σιδερουργού* плавильная - κάμινος τήξης ή χώνευσης* Обжигательная - κάμινος ανόπτησης ή αποσκλήρυνσης. печься, пекусь, печёшься, пекутся, παρλθ. χρ. Пёкся, Пеклась, -ЛОСЬ р.δ. μεριμνώ, φρο- φροντίζω, νοιάζομαι. пешедралом επίρ. (απλ.) ποδαράδρόμο, πε- ζός, пешеход,~а α. πεζοπόρος, πεζοδρόμος, δρό- δρόμο κόπο ς . пешеходный επ. πεζοπορικός, πεζοδρομικός, πεζός. пешечком κ. пешочком επίρ. πεζά, πεζός, με τα πόδια, ποδαρόδρομο. пешечный επ. του πιονιού. пеший,-ая -ее επ., βρ: пеш, -а, -е (παλ.) πεζός* вернуться - επιστρέφω πεζός. II ουσ. πεζοπόρος. пёшка, -И θ. 1 πιόνι (σκακιού). 2 πεσσός. 3 μτφ. άβουλο ον, παιγνίδι, έρμαιο, ετερο- κίνητο, πιόνι. пешком επ'ιρ. πεζά, πεζοπορικά, ποδαρό- ποδαρόδρομο, με τα πόδια. пешнй, -и, πλθ. пёшни, -шен, -шням θ. βα- βαρύς λοστός (με ξύλινη λαβή για σπάσιμο του πάγου). пешочком επίρ. βλ. пешечком. пещера, -Ы θ. σπηλιά, σπήλαιο* τρύπα* ά- άντρο. пещеристый επ., βρ: -рист, -а, -о τρυπη- τρυπητός, διάτρητος* φέρων κενά* -ая ТКЭНЬ τρυ- τρυπητό ύφασμα. Пещерник, -а α. σπη^αιώτης, σπηλαιόβιος. пещерный επ. της σπηλιάς. II σπηλαιόβιος. II σπηλαιώδης. пёщур, -а α. (διαλκ.) καλαθάκι (απο δε- ντρόφλουδες). ПИ ουδ. άκλ. πι (απο το ελληνικό γράμμα Π. (μαθ.) που παραστα'ινεται διεθνώς ο λόγος της περιφέρειας του κύκλου προς τη διάμετρο 'αυτού. *пиала, -Ы θ. είδος τσάσκας. ПианЙЭМ, -а α. κλειδοκυμβαλισμός. ♦пианино ουδ. άκλ. κλειδοκύμβαλο, πιάνο. пианиссимо 1 επίρ. πιανίσιμο. 2 ουδ.άκλ. μέρος μουσ. έργου εκτελούμενο πιαν'ισιμα. пианист, -а α., -ка, -И θ. κλειδοκυμβαλι- στής, -ίστρια, πιανίστας, -ίστρια. пианистический επ. του κλειδοκύμβαλου,του πιάνου* ~8Я школа σχολή πιάνου. *пиано (μουσ.) 1 επίρ. πιάνο, σιγά και γλυκά. ♦пианола, ~Ы θ. πιανόλα, αυτόματο ή μηχα- μηχανικό «λειδοκύμβαλο. *,ПИастр, ~а α. πιάστρα (νόμισμα μερ ικών χω- χωρών) . пивать, пивал, -ла, -ло р.δ. βλ. пить. ПИВНОЙ επ. του ζύθου, της μπίρας* - завод ζυθοποιείο· -ая пена αφρή μπίρας· -ая круж- кружка ποτήρι μπίρας· - ларёк ζυθοπωλείο, μπι-
пив 72 пик ραρία. II ουσ. -ая θ. ζυθοπωλείο, μπιραρία. ПИВНушка, ~И θ. (απλ.) ζυθοπωλείο, μπι,ρα- μπι,ραρία. ПИВО, ~а ουδ. ζύθος, μπίρα. ), -а α., -ка, -и θ. ζυθοποιός. ϊ, -Я ουδ. ζυθοποιία. επ. της ζυθοποιίας· - завод εργοστάσιο ζυθοποιίας, ζυθοποιείο. ПИВОВарнЯ, -И θ. ζυθοποιείο. Пигалица, -Ы θ. 1 σχοίνικλος, σχοινίονας ή σχοινοποΰλι. 2 γυναίκα δυσειδής, κοντή και αδύνατη· τσιμούχα. ♦ЩГГМЙ!, -Я α. άνθρωπος πυγμαίος. II μτφ. άνθρωπος ασήμαντος, τιποτένιος. II Πυγμαίοι, φυλή της Κεντρικής Αφρικής. ♦пигмент, -а α. χρωστική ουσία υπο το δέρ- δέρμα. ПИХМентаНИЯ, -и θ. η χρώση των ιστών του ζωικού οργανισμού, ♦пиджак, -а α. σακκάκι. тщтгжяоттнй επ.του σακκακιού1 -ые пуговицы κουμπιά σακκακιού· -ая пара σακκάκι. και πα- παντελόνι. ПИДЖачОК, -чка α. μικρό σακκάκι. •пиелит, -а α. (ιατρ.) πυελίτ ιδα. ♦пиемия, -И θ. πυαιμία. ♦пиетет, -а α. (γραπ. λόγος) ευλάβεια, ευ- ευσέβεια. ♦пиетЙЗМ, -а α. 1 ασκητισμός. 2 ευλάβεια, ευσέβεια, θεοσέβεια. II ψευτοευλάβεια, ψεύ- τοευσέβεια, υποκρισία. ПиетЙСТ, -а α. 1 οπαδός του ασκητισμού. 2 ψευτοευλαβής, ψευτοευσεβής, ♦ПИЖама, -Ы θ. πιζάμα. Пижамный επ. της πιζάμας· -ые брККИ το παντελόνι της πιζάμας. пижма, ~Ы θ. τανάκητο, αθανασία (επιστ.), βάρσαμος, καρυοφύλλι (φυτό) λκ. ♦пижон, -а α. βλ. франт. ♦ПИИТ, -а α., ПИЙта, ~Ы θ, (παλ.) ποιητής, -ήτρια. ПИИТИКа, -И θ. (παλ.) η ποιητική. ПИИТЙческИЙ επ. (παλ.) ποιητικός. ♦ПИК, -а α. κορυφή βουνού αιχμηρή. II, ανώ- ανώτερο σημείο ανύψωσης, ανόδου. II εκφρ. часы - ώρες (στιγμές) φούριας, το φόρτε. *ПЙка1, ~И θ. λόγχη1 το δόρυ* пронзить ~ой λογχίζω. II εκφρ. в -у (сделать что) κάνω κάτι για να πικάρω, να ερεθίσω, να πει- σματώσω, να γινατέψω. ♦пика? -И, πλθ. ПИКИ, ПИК θ. η πίκα, μπα- μπαστούνι της τράπουλας. ♦пикадор, -а α. ιππέας ταυρομάχος. ПИкаНТНОСТЬ, -И θ. ερεθιστικότητα των ορ- οργάνων της γεύσης. ♦ Пикантный επ. πικάντικος, ερεθιστικός. II μτφ. κεντών (το ενδιαφέρον, την περιέργεια).* II απρεπής, ανάρμοστος. II δελεαστικός, ♦пикап, ~а α. ημιφορτηγάκι (αυτοκίνητο). пикать ρ.δ. (απλ.) βλ. пищать Aσημ.). ♦пике1 ουδ. άκλ. 1 πικές (ύφασμα). 2 απο πικέ. ♦пике2 ουδ. άκλ. κάθετη εφόρμηση αεροπλά- αεροπλάνου ή βύθιση. пикейный επ. του πικέ ή απο πικέ (ύφασμα). ♦пикет1, -а α. στρατιωτικό τμήμα (απόσπα- (απόσπασμα) . II φρουρά απο απεργούς κατά των απερ- γοσπαστών. ·■ ♦пикет? ~а α. 1 πάσσαλος χάραξης, δείχτης. 2 σιδηροδρομική μονάδα μήκους εκατό μέτρων, ♦пикёт^ -а α. πικέτο, είδος χαρτοπαίγνιου, пикетаж, -а α. μπήζιμο πασσάλων, πασσάλωση, ПИкетЙЖНЫЙ επ. της πασσάλωσης. пикетирование, -я ουδ. βλ. пике? пикетировать, -руго, -руешь р.δ.μ. φρουρώ, φυλάσσω. пикетный επ. του πάσσαλου. Пикетчик, ~а α., -ца, -Ы θ. φρουρός, μέ- μέλος φρουράς. Пикирование, -я ουδ. κάθετη εφόρμηση αε- αεροπλάνου, βύθιση. пикирование, -Я ουδ. άνοιγμα οπών με πασ- πασσάλους για μεταφύτευση. пикировать, -РУЮ, -руешь ρ.δ.κ.σ. (αερπ.) εφορμώ κάθετα, βυθίζομαι. Пикировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ανοί- ανοίγω οπές με πάσσαλο για μεταφύτευση. ♦пикироваться ρ.δ. αλληλοπειράζομαι. пикировка1, -и θ. βλ. пикирование. ПИКИрОВКа? -И θ. αλληλοπείραγμα. ПИКИРОВЩИК, -а α. βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης. ШДИруНЩИЙ, μτχ. ενστ. του р. пикировать: - бомбардировщик βομβαρδιστικό κάθετης εφόρ- εφόρμησης. ♦пЙКОЛО ουδ. άκλ. (μουσ.) πίκολο· флейта - μικρό φλάουτο. ♦ПИКНИК, -а α. το πίκ-νίκ. ♦пикнометр, -а α. πυκνόμετρο. ПИКНУТЬ ρ.σ. βλ. ПЙкать. II αντιλέγω, αντι- μιλώ, αντιγνωμώ. ПИКОВЫЙ επ. 1 της πίκας, του μπαστουνιού" -ая дама η ντάμα μπαστούνι. 2 ' δυσάρεστος, δύσκολος· μτίελαλ'ιδικος · ~ое положение δύσκολη κατάσταση. II εκφρ. остаться (ока- (оказаться) при -ом интересе την παθαίνω, απο- τυχαίνω, μένω με τίποτε. ♦пикриновый επ: -ая кислота πικρικό οξύ ή μελανίτιδα ή μελινίτιδα. пиктограмма, -Ы θ. πικτόγραμμα. Пиктографический επ. πικτογραφικός. ♦пиктография, -И θ. πικτογραφία.
пик 73 пио ♦■цикули, -ей* πλθ. είδος καρυκεύματος, το τουρσί. пила, -ы, πλθ. пилы θ. 1 πριόνι· ручная - χειροπρίονο· механическая - μηχανοκίνητο πριόνι·- по металлу σιδηροπρίονο· - по де- дереву ξυλοπρίονο· - поперечная πριόνι για ε- εγκάρσιες τομές· ленточная ~ πριόνι ατέρμονο, πριονοκορδέλλα· круглая пила κυκλικό πριό- πριόνι. 2 (απλ.) άνθρωπος ενοχλητικός, μπελα- λής· σταυρωτής. ♦пилав, ~а α. βλ. плов. пила-рыба, пилы-рыбы, πλθ.. пилы-рыбы θ. πρίστης (ψάρι). пиление, -я ουδ. πριόνιση, -σμα. ПИЛёЫНЫЙ επ. πριονισμένος' πριονοκομμέ- νος· -ые дрова πριονοκομμένα καυσόξυλα· - сахар ζάχαρη σε τετραγωνίδια. ПИЛИГрЙМ, -а α., -ка, -Ив. προσκυνητής, -ήτρια, πελεγρίνος, -α, χατζής. ПИЛИГрЙМСКИЙ επ· προσκυνητικός, του προ- προσκυνητή, πελεγρίνικος· -ЭЯ одежда ενδυμα- ενδυμασία προσκυνητή. пиликанье, -Я ουδ. γρυτσάνισμα, άτεχνο παίξιμο σε βιολί ή σε φυσαρμόνικα. ШОШкаТЬ р.δ. γρυτσανίζω, παίζω άτεχνα σε βιολί ή σε φυσαρμόνοκα. пиликнуть р.σ. βλ. пиликать. ПИЛИЛЬЩИКИ, -0Β πλθ. (ενκ. -ИК, -а α.) γέ- γένος υμενόπτερων εντόμων. ПИЛИТЬ, пилю, пилишь, μτχ. ενστ. пилящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пиленный, βρ: -лен,~а, ~Ο ρ.δ. 1 πριονίζω" - брёвна πριονίζω κορ- κορμούς δέντρων. Η μτφ. ενοχλώ, κολλώ άσχημα, γίνομαι κουνούπι, τσιμπούρι. 2 παίζωτο βιο- βιολί, τραβώ δοξάρι. II γρυτσανίζω (για έντομα). 3 λειαίνω* - наПЙЛЬНИКОМ λιμαρίζω. II -ОЯ 1 πριονίζομαι. Η λειαίνομαι. ПЙЛка1, -И θ. πριόνιση, -σμα. ПИЛка* -И θ.· 1 πριονάκι. 2 ρινάκι για τα νύχια. ♦пиллерс, ~а α. στύλος υποβαστάζων το κα- κατάστρωμα. ПИЛОВОЧНИК, -а α. (αθρσ.) κορμοί δέντρων για πριόνιση. ПИЛОВОЧНЫЙ επ. για πριόνιση· - лес ξυλεία για πριόνιση. пиломатериалы, -ов (ενκ. -ал, -а α.) ξυ- ξυλεία πριονισμένη (σανίδες, καδρόνια κλπ.). ♦ПИЛОНЫ, -ОВ πλθ. (ενκ. πυλώνας, κολόνες (που υποβαστάζουν αψίδες θόλους). пилообразный επ. βρ: ~зен, -зна, -зно πρι- ονοειδής· οδοντωτός. пилорама, -Ы θ. πριονιστήριο· καταρράκτης. ♦ПИЛОТ, -а α. αεροπόρος, πιλότος. ♦ПИЛОТаЖ, -а α. πιλοτάρισμα· ГРУППОВОЙ ομαδικό πιλοτάρισμα' ВЫСШИЙ - ακροβασία. пилотирование, -я ουδ. βλ. пилотаж. ♦пилотировать, -руга, -руешь р.δ.μ. πιλοτά- πιλοτάρω. ПИЛОТКа, ~И θ. το δίκοχο. ПИЛОТСКИЙ επ. του πιλότου· - КОСТЮМ το κοστούμι του πιλότου. ПИЛЬ επιφ. (κυνηγ.) πάρ' το, πιάσ' το, (πα- (παρότρυνση στο σκυλί). ПИЛЬНЫЙ επ. πριονιστικός, του πριονίσμα- πριονίσματος. ПИЛЬЩИК, ~а α. πριονιστής. ♦ПИЛШЯ, -И θ. καταπότιο, χάπι, δισκίο, κου- κουφέτο· -И ОТ кашля χάπια για το βήχα. II εκφρ. Горькая ~ πικρό χάπι (βαθιά δυσαρέσκεια· κα- κοκάρδισμα)· поднести (предаю днестй, отпус- отпустить) -Ю πικραίνω, πικροκαρδίζω, φαρμακώνω, καταστενοχωρώ, καταδυσαρεστώ· (ПО)ЗОЛОТИТЬ -Ю χρυσώνω το χάπι (παρηγορώ, ανακουφίζω, ε- γκαρδιώνω)· проглотить ~Ю πίνω το χαπάκι(το πίνω με το ζουμί μου), ♦пилястр βλ. пилястра. пилястра, ~ы θ. κ. Пилястр, -а α. (αρχτ.) η παραστάδα, το πιλάστρο. ПИМОкат, -а α. κατασκευαστής γούνινων μπο- μποτών πιλητής. ПИМЫ, ~ΟΒ πλθ. (ενκ. ПИМ, ~а α.) μπότες γούνινες. II μπότες απο μάλλινο πίλημα. ♦пинакотека, -И θ. (γραπ. λόγος)" πινακο- πινακοθήκη. ШШаТЬ ρ.δ.μ. (απλ.) κλωτσώ' χτυπώ· - ΗΟ- ГЭМИ κλωτσώ, χτυπώ με τα πόδια· - коленом χτυπώ με το γόνα. II -СЯ 1 βλ. ρ. ενεργ. φ. 2 αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοκλωτσιέμαι. ♦ПИНГВИН, -а α. άλκα η άφτερη, πιγκουίνος. ♦ПИНГ-ПОНГ, -а α. πιγκ-πογκ, επιτραπέζιο τένις. * ♦ПИНИЯ, -И θ. η πίτυς, πεύκη η ιταλική, η κουκουναριά. ПИНОК, -Нка α. χτύπημα· - НОГОЙ κλωτσιά: - коленом γονατιά. ♦пЙНТа, -Ы θ. πφοϋντι, πίντα. ♦пинцет, -а α. λαβίδα, τσιμπίδα. ♦пинчер, .-а α. ράτσα σκύλου. ♦ПИОН, ~а α. παιωνί,α (επιστ.),. πηγουν ιά (λκ.) ♦пионер? -а α. 1 σκαπανέας, πρωτοπόρος. 2 στρατιώτης του μηχανικού. ♦пионер* -а α. πιονιέρος, -α, αετόπουλο. ПИОНерВОЖаТЫЙ, -ОГО α., -ая, -ОЙ θ. καθο- καθοδηγητής, -ήτρια τμήματος πιονιέρων. ПИОНерИЯ, ~И θ. (αθρσ.) οι πιονιέροι. Пионерка, -И θ. η πιονιέρα, αετόπουλα. ПИОНёрНЫЙ επ. (παλ.) των σκαπανέων· ~ая рота λόχος μηχανικού ή σκαπανέων. пионерский επ. πιονιέρικος, των πιονέρων" - Галстук πιονιέρικη γραβάτα· - слёт πιό- πιόνι έρικη συγκέντρωση· -ая организация πιο-
шо 74 пио νιέρικη οργάνωση, ♦пиоррёя, -И θ. πυόρροια. *пипётка, -и θ. σταγονόμετρο, пир, -а, προθτ. о пире, на пиру, πλθ. -ы α. γλέντι,, γλεντοκόπι· ευωχία· συμπόσιο* χα- χαροκόπι,· ~ на весь мир (για κέρασμα) ό,τι θέ- θέλει, η ψυχή σου, απ' όλα και, άφθονα· - Горой γλέντι, τρικούβερτο· свадебный. - το γλέντι του γάμου. *ПИраМИДа, -Ы θ. πυραμίδα. Пирамидальный επ. πυραμιδοειδής· -ая куча πυραμιδοειδής σωρός. пирамидка, -И θ. πυραμιδίτσα" πυραμίδα, ♦пирамидон, -а α. η πυραμιδόνη (φάρμακο). ♦пир^Т, -а α. πειρατής, κουρσάρος. Пиратский επ· πειρατικός· -ое судно πει- πειρατικό σκάφος· - набёг πειρατική επιδρομή. пиратство, -а ουδ. πειρατεία. ♦Пиретрум, -а α. πύρεθρο (εντομοκτόνα σκό- σκόνη). ♦ШфЙТ, -а α. πυρίτης (ορυκτό). ШфЙТОВЫЙ επ. πυριτικός, του πυρίτη. пирование, -я ουδ. βλ. пир. пировать, -руга, -руешь р.δ. γλεντώ· γλε- γλεντοκοπώ, χαροκοπώ· Η εκφρ. - пир γλεντώ, γλε- γλεντοκοπώ, χαροκοπώ. пирог, -а α. πίτα* МЯСНОЙ - κρεατόπιτα' рисовый - ριζόπιτα· сладкий - γλυκό ταψιού* медовый - μελόπιτα* Яблочный - μηλόπιτα· ешь - с грибами, а держи язык за зубами (παρμ.) άκου πολλά και λέγε λίγα ή των φρονίμων ο- ολίγα· печь -й ψήνω πίτες· отрезать ломоть -а κόβω ένα κομμάτι πίτα. *ШфОга, -И θ. βάρκα στενόμακρη, ♦пирогалловый επ: -ая кислота πυρογαλλικό οξύ. ♦пирогравйра, -Ы θ. πυρογραφία. пирожник, -а α. πλακουντοποιός· πλακου- ντοπώλης. Пирожное, -ого ουσ. ουδ. γλυκό ταψιού. ПИрОЖНЫЙ επ. της πίτας ή του πλακούντα. ПИРОЖОК, -жка α. 1 πιτίτσα. 2 είδος τηγα- τηγανίτας με παραγέμισμα. ♦ПИРОКСИЛИН, -а α. πυροξυλίνη, βαμβάκοπυ- ρίτι δα. ПИРОКСИЛИНОВЫЙ επ. πυροζυλινικός. пирометр, -а α. πυρόμετρο, ♦пирометрия, -И θ. πυρομετρία, -τρηση. ♦пироп, ~а α. το πυρωπό, πυρωπός λίθος. пиротехник, -а α, πυροτέχνης, -νίτης, πυ- πυροτεχνουργός. ♦пиротехника, -И θ. η πυροτεχνική, η πυρο- τεχνουργία. ^ПИррЙХИЙ, -Я α. (φιλγ.) πυρρίχιος. пирров, -а, ~о επ: -а победа η νίκη του Πυρρού (καταστροφική νίκη). *ПИрС, -а α. αποβάθρα. ι Г.κόρα. Пирушка, ~И θ. γλεντάκι· ♦пируэт, ~а α. στροβιλυ'ΐκ'»·. χορευτή,' πι- ρουέτα. пиршественный επ. του '»λ.ντιού κλπ. ουσ. βλ. пиршество. пиршество, -а ουδ. γλ^νι. ι., γλεντοκόπημα, χαροκόπι, ξεφάντωμα* ευωχ··11· ПИСака, -И α. κ. θ. 1 ,,.ίλ.ιμαράς, γραφιάς, μουτζουροχαρτης, κονδυλυ<|ιος* 2 (παλ·) ϊΡα~ φέας (που γνωρίζει να γρι"|'· Писание, -Я ουδ. 1 γρ«'|·'Ι. ΤΡάΦ^0· 2 ·τ° γραπτό. 3 η Αγία Γραφή (α.ιλαιά και καινή). II εκφρ. священное - βλ. 3 "'И1· писанина, -Ы θ. (απλ.) <·'> ΥΡ«πτό (περιφρ.). писаный επ. 1 (παλ.) γ' ι.ρόγραφος. 2 στο- λιστός, -σμένος, διακοσιιΐ||ΐ>'-νος. Π εκφρ. красавец, -ая красавица .Ίμορφος, -η σαν τη ζωγραφιά· как (словно) ж>-писанному ομαλά* σφριγηλά· με πεποίθηση. писарской κ. писарский "■· γραφτός, του γραφέα. ПИСарсТВО,' -а ουδ. η г, εφόδου λεία. ПИСарь, -Я, πλθ. ~Яп. 1 γραφέας, γραφιάς. 2 αντιγραφέας. писатель, -Я α. συγγρ"Ίι'ιΐς· λογοτέχνης. писательница, ~ы θ. η .πιγγραφέας, η λογο- τ έχνι δα. писательский επ. συγγρ^^ς, λογοτεχνικός. Писательство, -а ουδ. И -'"Υγρά?*!· συγγρα- συγγραφική ασχολία ή εργασία. писать, пишу, пишешь, ιαχ- ενστ· ™сущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. τΐΑ·•■пшиЛ, βρ: -СЗН, -а, -Ο, επιρ. μτχ. δεν έχει' |..ή.μ·κ· 1 φω· - буквы γράφω γράιΐ!'"·"*" " ^^^ γρά(ρω αριθμούς· - неразборчшш ϊΙ'βφω δυσανάγνω- δυσανάγνωστα*· - Мелом γράφω με ,...μωλία· - чернила- МИ γράφω με μελάνη· ΠβρΛ "с ~ет η πενα δε γράφει· ~ заявление γρά·ι"" -'ίτηση- - под ди- диктовку γράφω καθ' υπαγόι"'""Ι · " συγγραφώ" - рассказы γράφω διηγήμ'/'"· » συνθέτω* - опе- оперу γράφω μελόδραμα. 2 ..«.-«οινώνω, γνωστο- γνωστοποιώ εγγράφως· газеты -у·1 ^ варварствах ок- оккупантов οι εφημερίδες· ,ι"«φουν για-^τις βαρ- βαρβαρότητες των καταχτητ-'.^. 3 ζωγραφίζω· картину ζωγραφίζω πίν/ΐ"·· - С натуры ζω- ζωγραφίζω εκ του φυσικού. " «αρασταίνω.И εκφρ. - вензеля (ВавилОНЫ) тсгм""··10' τρικλίζω, τα- ταλαντεύομαι (για μεθυσμένη). И -ОЯ γράφομαι. писец, -сца, α. ι (π*/.) урв-рохс^ ~Ч1а^' αντιγραφέας. II καταγρα-ρ-' '".· απογραφέας. ПИСК, -а α. τσίριγμα, , π, τσίρ ιγμα, πίπισμα. ПИСКЛИВОСТЬ, -И θ. οΓ,ι.'Ίΐα φωνής. ПИСКЛИВЫЙ επ., βρ: -лйи. -а, -о τσιρι- χτός, στριγγλός, οξύς < < ·■» φωνή). II στριγ- γλόφωνος.
шас 75 пит ПИСКЛИВЫЙ επ. βλ. ПИСКЛИВЫЙ. ■ пискнуть р.σ. ι βλ. пищать. 2 βλ. пикнуть B σημ.). пискотни, -и θ. το τσιριχτό. пискун, -а α., -нья, -и, γεν. πλθ. -ний, δοτ, -НЬЯМ θ. τσιριχτής, -τρία, στριγγλόφω- νος, -η. *ПИССуар, -а α. ουροτήριο* ουροδοχείο, ♦пистолет, ~а α. πιστόλι.. II εκφρ.—пулемёт το ατομικό αυτόματο (όπλο). пистолетный επ. τον πιστολιού· ~ое дуло η κάνη του πιστολιού. ♦ПИСТОЛЬ1, -Я α. πιστόλα (παλαιό νόμισμα Ι- Ισπανίας, Γαλλίας). ♦ПИСТОЛЬ2, -Я α. η. -И θ. (παλ.) το πιστόλι. *ΠΗΟΤόΉ, -а α. 1 έμβολο, πιστόνι. II εμπυ- ρείο· στράκα, χάρτινο καψούλι παιδ. παιγνι- παιγνιδιών. 2 επιστόμιο μουσικών οργάνων. 3 τρύ- τρύπα (κουμπότρυπα) μεταλλική για κορδόνια. ПИСТОННЫЙ επ. του εμβόλου κλπ. ουσ. II με καψούλι. Писулька, -И θ. σημει,ωματάκι, γραμματάκι. ПИСЦОВЫЙ επ· γραφιάδίΗΟς, του γραφιά' του αντιγραφέα. II εκφρ. -ые КНИГИ (παλ,) φορο- φορολογικά βιβλία ή κατάλογοι. ПИСЧебумаХНЫЙ επ. του χαρτιού γραψίματος" -ая фабрика φάμπρικα χαρτιού γραψίματος. II των γραφικών ειδών - магазин χαρτοπωλείο, μαγαζί γραφικών ειδών. ПИСЧИЙ επ. γραφικός, της γραφής, του γρα- γραψίματος· -ая бумага χαρτί γραψίματος. писывать, писывал, -а, -о р.δ.βλ. писать. письмена, -мён κ. (παλ.) -мен, -менамπλθ. τα σημεία γραφής, τα γράμματα. ПЙСЬМеННОСТЬ, -И θ. η γραφή, το σύστημα των γραφικών σημείων византийская - βυζα- βυζαντινή γραφή. Письменно επίρ. γραπτώς, εγγράφως. Письменный επ. 1 γραφτός, -πτός,έγγραφος* -ое донесение έγγραφη αναφορά· -ая работа γραπτή εργασία· -ая речь γραπτός λόγος" -ое обещание γραπτή υπόσχεση· -ое доказательст- доказательство γραπτή απόδειξη· -ые знаки γραπτά σημά- σημάδια (τα γράμματα). 2 της γραφής·, για γράψι- γράψιμο· -ые принадлежности τα είδη (χρειώδη) γρα- γραφής' - СТОЛ το γραφείο (τραπέζι)· ~ набор η καλαμαριά, το καλαμάρι. Ι! εκφρ. Β -ΟΜ виде εγγράφως, γραπτώς, γραφτά· - ЯЗЫК о γραπτός λόγος. ПИСЬмецО, -а ουδ. γραμματάκι. письмо, -а, πλθ. письма, ~сем, -сьмам ουδ. 1 γραφή, γράψιμο· ИСКУССТВО -а η τέχνη της γραφής· различные способы -а διάφοροι τρό- τρόποι γραφής· Готическое - γοτθική γραφή" араб- арабское - αραβική γραφή. II γράμματα, χαρακτή- χαρακτήρας· чёткое - ευανάγνωστα (καθαρά) γράμμα- γράμματα· крупное - μεγάλα γράμματα· неразборчи- неразборчивое - δυσανάγνωστα γράμματα. 2 επιστολή·за- казное - συστημένο γράμμα· закрытое письмо κλειστό γράμμα" открытое - ανοιχτό γράμμα, II απόδειξη γραπτή· заёмное— χρεωστική από- απόδειξη. .3 λογοτεχνικό στυλ (ύφος). ПИСЬМОВНИК, -а α. επιστολάριο. ПИСЬМОВОДЙТеЛЬ, -Я α. (παλ.) διεκπεραιω- διεκπεραιωτής επιστολών γραμματικός. ПИСЬМОВОДЙТельсТВО, -а ουδ. (απλ.) διεκ- διεκπεραίωση αλληλογραφίας. письмоводство, -а ουδ. (παλ.) βλ. письмо- письмоводительство . ПИСЬМОНОсец, -сца α. γραμματοκομιστης, τα- ταχυδρομικός διανομέας. питание, ~Я ουδ. 1 διατροφή, θρέψιμο" σί- τηση. II (κυρλξ. κ. μτφ.) τροφοδότηση. 2 η τροφή' Продукты -Я τα εδώδιμα, τα φαγώσι- φαγώσιμα· МОЛОЧНОе - γαλακτοτροφία* ОВОЩНОе - λα- χανοφαγία, φυτοφαγία,·χορτοτροφία· мясное - κρεατοφαγία. 3 (τεχ.) τροφοδοσία (σε ενερ- ενεργεία, ύλη, υλικό). И εκφρ. общественное τα εστιατόρια. Питатель, -Я α. (τεχ.) τροφοδότης. питательность, -И θ. θρεπτικότητα. питательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 (τεχ.) τροφοδοτικός. 2 θρεπτικός· -ые Ве- щества θρεπτικές ουσίες. 3 χορταστικός, πλούσιος· - СТОЛ πλούσιο τραπέζι. II εκφρ. -ая среда (κυρλξ. ιΛ μτφ.) περιβάλλον ανά- θρεψης. ПИТаТЬ р.δ.μ, 1 τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, ζω. II (παλ.) τροφοδοτώ, παρέχω τα προς του ζειν. 2 εφοδιάζω' - город электричеством ε- εφοδιάζω (τροφοδοτώ) Ττην "πόλη με ηλεκτρισμό. 3 μτφ. έχω, διατηρώ" - ненависть τρέφω μί- μίσος" - надежду τρέφω ελπίδα· - отвращение (к кому) απεχθάνομαι (κάποιον)· αντιπαθώ. II -СЯ 1 τρέφομαι, θρέφομαι, συντηρούμαι, ζω. II σιτίζομαι. 2 τροφοδοτούμαι. 3 εφοδιάζομαι. питейный επ. της οινοπνευματοποσίας· ДОМ ταβέρνα, καπελιό· ρακοπωλείο' ουζερί. ♦питекантроп, -а α. πιθηκάνθρωπος. Питерский επ. της Πετρούπολης" -ие рабо- рабочие οι εργάτες της Πετρούπολης. ПИТИЙ, -Я, γεν. πλθ. -ЙЙ ουδ. (παλ.) το πιοτί, οινοποσία. II το πιοτό. питомец, -мца, -мица, -ы θ. αναθρεφτός, ~ή· θρέμμα, ανάθρεμμα. ПИТОМНИК, ~а α. φυτώριο, φυτοκομείο· ζωο- ζωοτροφείο, κτηνοτροφείο. ♦ПИТОН, -а α. πίθωνας (φίδι). ПИТУХ, ~а α. (παλ. κ. απλ.) μεγάλος πιο- τής, καταβόθρα, χωνεύτρα, ακρατοποτης. пить, пью, пьёшь, παρλθ. χρ. пил, пила, Пило;.(με το αρνητικό μόριο не) не пил, не
пит 76 пла пила, не пило, не пили;, προστκ. пей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. питый, βρ: пит, пита, пито; ρ.δ. 1 πίνω* - воду πίνω νερό· - молоко πί- πίνω γάλα· - ОПЯТЬ ζαναπίνω" - На здоровье... πίνω στην υγεία... II μτφ. ρουφώ, τραβώ. 2 πίνω οινοπνευματώδη ποτά' μεθώ· ОН пьёт αυ- αυτός πίνει. II εκφρ. - залпом πίνω μονορούφι, μονοκοπανιά" дать - (απλ.) α) δίνω μάθημα, τιμωρώ, συγυρίζω, περιποιούμαι (καλά)ί β) προξενώ ζημιά, βλάβη· пей да дело (παρμ.) πίνε, όμως να μή σε πίνει (να μη παραλογείς)· как - дать (даду^Г) σίγουρα, οπωσδήποτε, α- απαραίτητα. II -СЯ 1 πίνομαι. 2 επιθυμώ, θέλω να πιώ. питьё, -ή ουδ. βλ. питие. Питьевой επ. πόσιμος· -ёя ВОДЙ πόσιμο νε- νερό· ~ая сода σόδα φαγητού. ПифагорЙЗМ, -а α. πυθαγορισμός. пифагорейский επ. πυθαγορικός, -γόρειος. пифагорейцы, -ев (ενκ. -ёец, -ёйца)а. πυ- θαγοριστές (μαθητές ή οπαδοί του Πυθαγόρα). пифагоров, -а, -о επ. πυθαγορικός, πυθα- πυθαγόρειος' ~& теорема πυθαγόρειο θεώρημα ή ε- εκατόμβη· -Ы шташ! (αστεία) το πυθαγόρειο θεώρημα (απο τη διάσταση των δυό σκελών του παντελονιού). пифический επ. πυθικός, πύθιος, της Πυθί- Πυθίας· - бред πύθιο παραλήρημα. ПИХАТЬ р.δ.μ. 1 σπρώχνω, ωθώ. 2 χώνω, βά- βάζω μέσα γρήγορα. II -СЯ 1 βλ. ρ. ενεργ. φ. 2 άλληλοσπρωχνομα ι. 3 σπρώχνομαι. пихануть р.σ. βλ. пихать, ♦пихта, -Ы θ. ερυθρό ελάτη. Пихтарник, -а α. δάσος απο ερυθροελάτες. пихтач, -а α. (διαλκτ.) βλ. пихтарник. ПИХТОВЫЙ επ. της ερυθρόελάτης. II απο ερυ- ερυθρό ελάτη. ПИЦЦИКаТО κ. ПИЧЧИКАТО (μουσ.) επίρ. με κρούση των δακτύλων. II δακτυλοπληζία, δά- δάκτυλο ν υζί'α. ПЙЧКаТЬ р.δ.μ. παραταΐζω· παρατρέφω. II μτφ. υποχρεώνω, αναγκάζω. Пичуга, -И θ. πουλάκι. пичужка, -и θ. βλ. пичуга. пиччикато βλ. пиццикато. Пишущий επ. απο μτχ. -ая машинка η γραφο- γραφομηχανή. ПИЩа, -И θ. 1 τροφή· φαγητό" лёгкая - ε- ελαφρά τροφή· приготовить -у ετοιμάζω (μαγει- (μαγειρεύω) φαγητό. 2 μτφ. διατροφή- πηγή· ЗНа- НИе есть - ДЛЯ души η γνώση είναι τροφή της ψυχής" духовная - πνευματική τροφή· ЭТО - ДЛЯ СПлётнИКОВ αυτό είναι τροφή για τους κου- τσομπόλους. II εκφρ. давать ~у δίνω, παρέχω τροφή (συντελώ)· на -е святого Антония κα- ταπεινασμένος, θεονήστικος. Пищалка, -И θ. φλογέρα οζΰηχη, πίπιζα, σου- σουραύλι. • ПИЩОЛЬ, -и θ. (παλ.) βαρύ πυροβόλο. ПИЩЙТЬ р.δ. 1 πιπίζω, τιτίζω· τερετίζω. II τσιντσιρίζω (για αντικείμενα). 2 μτφ. (για ομιλία, τραγούδι) τσιρίζω. 3 (για παιδάκια)· κλαυθμηρίζω. Пищеварение, -Я ουδ. πέψη· χώνεψη· рас- трОЙСТВО -Я βλάβη των πεπτικών οργάνων' пло- плохое - δυσπεψία· Органы -Я τα πεπτικά όργα- όργανα. пищеварительный επ. πεπτικός· -ые органы πεπτικά όργανα· - Процесс η λειτουργία της πέψης. ПИЩеВЙК, ~έ. α. εργάτης βιομηχανίας τροφί- τροφίμων . пищевод, ~а α. οισοφάγος. ПИЩевбдныЙ επ. του οισοφάγου. ШЩевОЙ επ. των τροφίμων -ая Промышлен- НОСТЬ βιομηχανία τροφίμων' -ые продукты τα τρόφιμα. II φαγώσιμος, βρώσιμος· -Ые жиры τα φαγώσιμα λίπη. ПИЩИК, -а α. 1 αυλός προσέλκυσης πτηνών. 2 (μουσ.) γλωσσίδα, -δι πνευστού οργάνου. 3 (θεατρ.) όργανο αλλαγής της φωνής ηθοποιού. ПИЩуха, -И θ. είδος στρουθίου. II είδος τρωκτικού. *ПИЭМИЯ, -И θ. πυαιμία. пиявка, -и θ. 1 (α)βδέλ^α· ставить -и βά- βάζω αβδέλλες· ЛОВИТЬ -И πιάνω αβδέλλες. 2 εκμεταλλευτής. плав, ~а α: на -у σε πλου· корабль на -у σκάφος σε πλου. Плавание, -Я ουδ. 1 ο πλους, πλεύση· даль- ΗΟΘ - μακρινός πλους" - Вокруг СВётаήкру- глосвётное - ο γύρος του κόσμου με πλωτό μέ- μέσο ·*каботажное - ακτοπλοΐα· отправиться в - αποπλέω, σαλπάρω; находиться В -И βρίσκομαι σε πλου. 2 κολύμβηση" κολύμπι" школа -Я σχολή κολύμβησης. Плаватель, -Я α. ναυτικός. плавательный επ. κολυμβητικός, της κολύμ- κολύμβησης· - бассейн δεξαμενή κολύμβησης, πισί- πισίνα· -ые движения κολυμβητικές κινήσεις. Плавать р.δ. 1 βλ. ПЛЫТЬ A,2σημ.) με τη διαφορά ότι εδώ σημαίνει ενέργεια επαναλαμ- επαναλαμβανόμενη προς διάφορες κατευθύνσεις. 2 κο- λυμβώ, πλέω" Я не умею - εγώ δεν ξέρω κολύ- κολύμπι (να κολυμπώ).!] επιπλέω* дерево -ет на воде το ξύλο επιπλέει στο νερό. 3 υπηρετώ στα πλοία. 4 μτφ. απολαβαίνω πλήρως·- В бла- жёнстве πλέω στην ευδαιμονία. 5 μτφ. πελα- πελαγώνω, τα χάνω· - на экзаменах πελαγώνω στις εξετάσεις. II εκφρ. - В крови πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος. цлаваыций επ. απο μτχ. νηκτικός" επιπλέ-
пла 77 пла ων -ая птица νηκτικο πτηνό* -ие льды επι- πλέοντες πάγοι. плавень, -вня α. (τεχ.) βλ. флюс? плавиковый επ: -ая кислота υδροφθ.ορικό ο- ζύ· - шпат το φθόριο* αργυραδαμαντας ή φθο- φθοριούχο ασβέστιο. плавильник, -а α. συσκευή τήζης μετάλλων. ПЛаВЙЛЬННЙ επ. τηκτικός, της τήζης μετάλ- μετάλλων -ая Печь κάμινος (φούρνος) τήζης ή χώ- χώνευσης. ПЛаВЙЛЬНЯ, -И θ. χυτήριο (μετάλλων). ПЛаВИЛЫЦИК, -а α. χύτης μετάλλων. ПЛЯВИТЬ1, -ВЛГО, -ВИШЬ р.δ.μ. (για μέταλλα)· τήκω, λιώνω, ρευστοποιώ. И -СЯ τήκομαι, λιώ- λιώνω, ρευστοποιούμαι. плавить'? -влго, -вишь р.δ.μ", βλ. сплавить2 Aσημ.). II -СЯ μεταφέρομαι με το ρεύμα του ποταμού. плавка, -И θ. (για μέταλλα)· τήζη, λιώσι- λιώσιμο, χύσιμο, χώνευση. И η φουρνιά. II το λιω- λιωμένο μέταλλο. плавки, -ВОК πλθ. το μαγιό. плавкий επ. τηκτός, εύτηκτος, τακερός·-ие металлы εύτηκτα μέταλλα. ПЛаВОСТЬ, -И θ. ευτηζ'ια (μετάλλων). плавление, -я ουδ. βλ. плавка; температу- температура -Я θερμοκρασία τήζης· точка -Я σημείο τήζης. плавленый επ: - сыр είδος μαλακού τυριού. плавневый επ. του βαλτότοπου* -ая расти- растительность τα βαλτόφυτα ή βαλτόχορτα. ПЛаВНИ, -ей πλθ. βαλτότοποι. плавник1, -а α. πτερύγιο ψαριών. ПЛЯВНИК? -а α. (αθρσ.) ζύλα στις ακτές ή τις όχθες. ПЛаВНВКОВНЙ'επ. του πτερύγιου. ПЛаВНИКОВЫЙ2επ. επιπλέων, μεταφερόμενος με το ρεύμα του ποταμού. плавно επ'ιρ. ομαλά κλπ. επ. ПЛаВНОСТЬ, -И θ. ομαλότητα, κανονικότητα· φυσικότητα, τακτικότητα, ρυθμικότητα. ПЛаВНЫЙ επ., βρ: -вен, -ВНа, -ВНО ομαλός, κανονικός, στρωτός· φυσικός, φυσιολογικός, τακτικός, ρυθμικός, ισόχρονος· αρμονικός. II εκφρ. ~ые согласные τα υγρά σύμφωνα (λ, ρ). плавун βλ. плывун. плавунец, -НЦа α. λιμνόβιος σκαραβαίος. плавунчик, -а α. φαλαρόποδας (νηκτικό πτη- νό) . Плавучесть, -И θ. ικανότητα να επιπλέει. плавучий επ. επιπλέων πλωτός· - маяк ε- επιπλέων φάρος· - материал επιπλέον υλικό· - МОСТ πλωτή γέφυρα. * плагиат, -а α. λογοκλοπή, βιβλιοκλοπή, τυποκλοπή, κλεψιτυπία. плагиатор, -а α. λογοκλόπος, βιβλιοκλό- πος, τυποκλόπος, κλεψιτυπάς. Плагиаторский επ. του λογοκλόπου,του κλε- ψιτυπά. плагиаторство, -а ουδ. το έργο (ασχολία) του κλεψιτυπά, του λογοκλόπου. плагиировать, -руга, -руешь ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος) λογοκλοπώ, κλεψιτυπώ, τυποκλοπώ. II -СЯ λογοκλέπτομαι, κλεψιτυπώνομαι *ПЛазма, -Ы θ. 1 το πλάσμα του αίματος. 2 εσφαλμένη ονομασία του πρωτοπλάσματος των κυττάρων των ζώων και φυτών. плазматический επ. πλασματικός· -ое веще- СТВО клеток Я πλασματική ουσία των κυττά- κυττάρων, ♦плазмодий, -Я α. πλασμώδιο. плакальщик, ~а α., ~ца, -ы θ. 1 μοιρολο- γητής, -ήτρα. 2 κλαψιάρης, -α, μεμψίμοιρος, -η, παραπονιάρης, -α (για την τύχη του, της), ♦плакат, -а α. 1 το πλακάτ. 2 (παλ.) ταυ- ταυτότητα (αγροτών και μικροαστών). ШШкатЙСТ, -а α. πλακατογράφος. плакатный επ. του πλακάτ. II εκφρ. - билет (παλ.) βλ. Плакат B σημ.). плакать, плачу, плачешь, μτχ. ενστ. пла- плачущий ρ.δ. 1 κλαίω, θρηνώ· горько - κλαίω πικρά· - навзрыд κλαίω με λυγμούς, με ανα- φυλλητά. II λυπούμαι, θλίβομαι, συμπονώ. 2 μτφ. (για άψυχα) ηχώ πένθιμα, λυπητερά. 3 υγραίνομαι, καλύπτομομ. απο υδρατμούς. II εκφρ. - В жилетку (ειρν.) κλαίω (μεμψιμοιρώ) για την τύχη μου* палка -ет σε περιμένει το πα- παλούκι (κλαίει γιατί δε σε χτυπά)· тюрьма -ет σε περιμένει η φυλακή (στενοχωρείται γιατί δε σε έχει μέσα) . II -СЯ 1. κλαίω, παραπονού- παραπονούμαι για την τύχη μου· μεμψιμοιρώ. 2(απροσ.) μου έρχεται να κλάψω, είμαι έτοιμος για να * κλάψω. II εκφρ. - В жилетку βλ. 1 σημ. *плакётка, -И θ. 1 μετάλλιο ορθογώνιο. 2 πλάκα διακοσμητική, ανάγλυφη. плакирование, -я ουδ. βλ. плакировка. ♦плакировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. плакированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ. κ. σ.μ. πλακώ, επιπλακώ* - серебром επαργυρώ· - ЗОЛОТОМ επιχρυσώνω. II καλύπτω με πρασι- πρασινάδα κατωφέρεια (για συγκράτηση του χώματος). II -0Я καλύπτομαι με στρώμα μεταλλικό. плакировка, -И θ. κάλυψη με μεταλλικό στρώ- στρώμα* - серебром επαργύρωση·. - ЗОЛОТОМ επι- επιχρύσωση . ШШКСа, -Ы α. κ. θ. κλαψιάρης, -ρα, μεμ- μεμψίμοιρος, -η. ШШКСЙВОСТЬ, -И θ. κλαυθμύρισμα, ~μός, κλά- κλάψα. плаксивый, επ., βρ: -сйв, ~а, ~ο κλαψάρι- κος· κλαυθμυρός· κλαμένος· ~ ребёнок κλαψά- ρικο παιδάκι" -ое ЛИЦО κλαμένο πρόσωπο.
пла 78 пла плакун, -а α. το λύθρο. II εκφρ. —трава το λύθρο. плакучий επ. 1 (παλ.) κλαψάρικος. II θρη- νώδης, θρηνητικός. 2 κρεμοκλαδής' ~ая ива ιτιά η κλαίουσα. пламегаситель, -Я α. πυροσβεστήρας. Пламенеть р.δ. 1 φλογίζω, φλέγω, ανάβω φλό- φλόγα· καίω. 2 κοκκινίζω, ευθραίνομαι, πορφυ- ρούμαι. 3 μτφ. (παλ.) φλογίζομαι, καίω, α- ανάβω. пламенник, -а α. (παλ.) βλ. факел. пламенно επίρ. φλογερά, θερμά" διακαώς^ε- лать - ποθώ διακαώς. ПЛаменНОСТЬ, -И θ. φλόγα, θέρμη. пламенный επ., βρ: -менен, -менна, -менно. 1 (παλ.) φλογώδης· φλογοβόλος. 2 μτφ. φλο- φλογερός, έντονος* ένθερμος, διακαής· γεμάτος πάθος, ενθουσιασμό, έξαρση· -ое усердие έν- ένθερμος ζήλος· ~ патриот φλογερός πατριώτης· - ВЗГЛЯД φλογερό βλέμμα· -ое желание διακα- διακαής πόθος· -ые СТИХИ φλογεροί στίχοι. 3 μτφ. θερμός , καυτερός, καυτός. 4 κόκκινος, ερυ- ερυθρός· κοκκινοπορτοκαλής·.- закат κόκκινο η- ηλιοβασίλεμα. II εκφρ. -ая печь κάμινος φλο- φλογοβόλα θολωτή. пламень, -мени α. (παλ.) βλ. пламя. ПЛЙМЯ, -МеНИ ουδ.1 φλόγα· - КОСТра η φλό- φλόγα της φωτιάς· ЯЗЫКИ -мени οι γλώσσες της φλόγας· οι πύρινες γλώσσες, οι λόχες· ~ ΒΟ- ДОрОДа η υδρογονική φλόγα" ВСПЫХНУТЬ -ем αναφλέγομαι. 2 μτφ. θέρμη, ορμή' возжечь - раздора ανάβω τη φωτιά της διχόνιας·- Гнё- Ва το μπουρίνι, το σύφλογο· любовное - η φλόγα της αγάπης. ♦план, -а α. 1 σχέδιο, πλάνο· πρόγραμμα· - Города το σχέδιο της πόλης· ПЯТИЛётный πεντάχρονο (πενταετές) πλάνο* производст- производственный - παραγωγικό πλάνο" составить - φτιά- φτιάχνω πλάνο· ВЫПОЛНИТЬ - εκπληρώνω το πλάνο" хорошо задуманный - καλομελετημένο σχέδιο· перевыполнить - υπέρ εκπληρώνω το πλάνο. II οθέση, μέρος· деревья занимают задний - кар- картины τα δέντρα πιάνουν το φόντο του πίνα- πίνακα. II μτφ. γραμμή, σειρά, σημασία, σπουδαι- σπουδαιότητα· отпустить на задний - βάζω σε δεύτε- δεύτερη γραμμή (δευτερεύουσα σημασία). II τομέας, σφαίρα. II άποψη, τρόπος εξέτασης" Обсудить вопрос В теоретическом ~е συζητώ το ζήτημα απο θεωρητική άποψη (θεωρητικά). ♦ШШНёр, -а α. ανεμόπτερο, ανεμοπλάνο. планеризм, -а α. ανεμοπλο'ΐα, ανεμοπορία. планерист, -а α., ~ка, -И θ. ανεμοπόρος. Планёрный επ. του ανεμοπόρου* της ανεμο- πλοΐας" για ανεμοπλοία. ♦планеродром, -а α. αεροδρόμιο ανεμοπλά- νων, ανεμόπτερων. ♦планета, ~Ы θ. 1 πλανήτης. 2 (παλ.) τύ- τύχη, μοίρα. планетарий -Я α. πλανητάριο. планетарный επ. πλανητοειδής. Планетный επ. πλανητικός, του πλανήτη*-ЭЯ система το πλανητικό σύστημα. планида, -Ы θ. (παλ.) τύχη, μοίρα. II ευ- ευτυχία, ευδαιμονία, καλοτυχιά" επιτυχία, ♦планиметр, -а α. επιπεδόμετρο. Планиметрический επ. επιπεδομετρικός. ♦планиметрия, -И θ. επιπεδομετρία. планирование1, -Я ουδ. σχεδίαση, σχεδιο- ποίηση· - народного хозяйства σχεδιοποίηση της λαϊκής οικονομίας· - города σχεδιοποίη— ση της πόλης. планирование^ -Я ουδ. (για ανεμόπτερο) ο- ομαλή κάθοδος ή με σβηστό τον κινητήρα. планировать1, -ируго, -йруешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. планированный, βρ: -ван, -а, -о; ρ.δ.μ. σχεδιάζω, καταρτίζω σχέδιο· σχεδιο- ποιώ* προσχεδιάζω. И -СЯ σχεδιάζομαι. ♦планировать* ~РУГО, -руеШЬ р.δ. κατέρχο- κατέρχομαι, κατεβαίνω ομαλά, βαθμιαία ή με σβησμέ- σβησμένο τον κινητήρα" κατολισθαίνω. планировка, -и βλ. планирование1. ПЛанирбвоЧНЫЙ επ. σχεδιαστικός, της σχε- σχεδίασης, της σχεδιοποίησης· ~ые работы εργα- εργασίες (προ)σχεδιασμένες. ПЛанирОВЩИК, -а α. σχεδιαστής, ♦планисфера, -Ы θ. επιπεδόσφαιρο. ПЛаНИСферНЫЙ επ. επιπεδοσφαιρικός. ♦планка, ~И θ. λεπτοσανίδα, πλάκα μεταλ- μεταλλική ή ξύλινη. ♦плаНГТОН, -а α. το πλαγκτόν.. ПЛаНГТОННЫЙ επ· πλαγκτόνικός, -όνιος, плановать, -ную, -нуешь р.δ.μ. (απλ.) βλ. планировать1. плановик, -έ. α. σχεδιαστής (παραγωγικών πλάνων). ПЛАНОВОСТЬ, -И θ. σχεδίαση, σχεδιοποίηση. ПЛаНОВЫЙ επ. του σχεδίου, της σχεδίασης, της σχεδιοποίησης· με σχέδιο" -ое здание κτίριο με σχέδιο" - работник σχεδιαστής" -ое ХОЗЯЙСТВО σχεδιασμένη οικονομία' - отдел τμήμα σχεδιοποίησης. планомерно επίρ. με σχέδιο, με πλάνο*σύμ- πλάνο*σύμφωνα με το σχέδιο. планомерность, -и θ. το κατά σχέδιο, κατά το πλάνο. планомерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно με σχέδιο, με πλάνο* κανονικός, τακτικός, αρ- αρμονικός, σύμμετρος. Планочный επ. της σανίδας* της πλάκας. ♦ПЛанТ^Ж, ~а α. σκάψιμο λάκκων για φύτευμα. Плантажный επ. της φύτευσης" -ые работы οι δουλειές τη φύτευσης. II για φύτευση.
пла 79 пла плантатор, -а α. ιδιοκτήτης φυτείας· γαι- γαιοκτήμονας. ПЛаНТаюрСКИЙ επ. του ιδιοκτήτη φυτείας ή του γαιοκτήμονα. плантаторство, -а ουδ. η ασχολία με τις φυ- φυτείες. Плантационный επ. της φυτείας, των φυτει- φυτειών -ые работы οι δουλειές των φυτειών ЧЭЙ τσάι απο φυτείες. ♦плантация, -и θ. φυτεία· хлопковые -и οι βαμβακοφυτείες* табачные -и καπνοφυτείες·-И сахарного тростника φυτείες ζαχαροκάλαμου" чайные ~И φυτείες τσαγιού. ♦планшет, -а α. 1 πλάκα (αβάκιο) ιχνογρα- φική, γεωδαιτική. 2 σχεδιάγραμμα γεωδαιτικό. 3 χαρτοθήκη, τσάντα για χάρτες. планшетка, -и θ. (υποκορ.) βλ. планшет. Планшетный επ. της πλάκας κλπ. ουσ. ♦планшир, -а κ. ПЛаНШЙрь, -Я α. (ναυτ.) η κουπαστή καταστρώματος. Плаот, -а α. 1 στρώμα, κοίτασμα. 2 μτφ. η ομοιομορφία. II εκφρ. -ОМ (как -) лежать εί- είμαι κατάκοιτος, σε ακινησία (για άρρωστο). Пластать ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.ГОЙ- станный, βρ: -тан, -а, -О κόβω, χωρίζω κα- κατά στρώματα. II ξεκοιλιάζω, βγάζω τα εντό- εντόσθια* - рыбу βγάζω τα εντόσθια του ψαριού. II -СЯ 1 έρπω, προχωρώ της κοιλιάς. 2(διαλκ.) στρώνομαι, κολλώ, γίνομαι ένα σώμα. 3 κόβο- κόβομαι, βγαίνω κατά στρώματα. II ξεκοιλιάζομαι. ПЛасТИК, ~а α. πλαστική μάζα.· ♦пластика, -И θ. 1 η πλαστική. 2 αρμονικό- τητα" κομψότητα. 3 ευρυθμία. ШШСТИкат, -а α. είδος πλαστικής μάζας. ♦пласТИЛИН, -а α. πλαστελίνη. ПЛасТИЛИНОВЫЙ επ. της πλαστελίνης ή απο πλαστελίνη. пластина, ~Ы θ. πλάκα· έλασμα, λάμα· λε- λεπίδα" - железа πλάκα σιδήρου. пластинка, -и θ. 1 βλ. пластина; фотогра- фотографическая - φωτογραφική πλάκα. 2 δίσκος* па- тефонная - δίσκος (πλάκα) γραμμόφωνου. ПласТИНОЧНЫЙ επ. της πλάκας κλπ. ουσ. II εκφρ. - фотоаппарат φωτογραφική μηχανή με πλάκες. Пластинчатый επ. πλακερός. пластический επ. 1 πλαστικός· -ое искусство η πλαστική τέχνη. 2 αрμоνгκός, κομψός.3 εύ- εύρυθμος* κόσμιος* χαριτωμένος. 4 (ιατρ.) πλα- πλαστικός* -ая хирургия πλαστική χειρουργική. Н εκφρ. -ая масса πλαστική μάζα. пластичность, -и θ. βλ. пластика A, 2σημ.). пластичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. пластический A,2,3 σημ.). пластмасса, -Ы θ. πλαστική μάζα· η πάστα* Изделия ИЗ -Ы αντικείμενα πάστινα· τα πλα- πλαστικά. пластмассовый επ. απο πλαστική μάζα, πλα- πλαστικός· -ая посуда πλαστικά αγγεία. пластовать(ся) р.δ. βλ. пластать(ся). пластовой επ. (γεωλ.) του στρώματος. ♦пластрон, -а α. επιστήθιο πουκάμισου. пластун, -а α. κοζάκος στρατιωτικός. пластунский επ. του κοζάκου στρατιωτικού· - батальон κοζάκικο τάγμα. II εκφρ. ПОЛЗТИ По -СКИ έρποντας, με την κοιλιά. пластырный επ. του έμπλαστρου, ♦пластырь, -Я α. 1 έμπλαστρο· κατάπλασμα. 2 (ναυτ.) βούλωμα απο καραβόπανο. ПЛат, ~а α. (παλ. κ. απλ.) βλ. Платок. плата, -Η β. πληρωμή καταβολή χρημάτων - долгов πληρωμή των χρεών производить -у κάνω πληρωμή, πληρώνω· квартирная - το νοί- νοίκι κατοικίας (διαμερίσματος)· арендная -μί- -μίσθωση γης* - за вход πληρωμή εισόδου· - за работу πληρωμή εργασίας, τα εργατικά· - за маклерский труд τα μεσιτικά· - за извоз τα αμαξάδικα, τα μεταφορικά· ~ за наём το ε- ενοίκιο* - за помол τα αλεστικά* - вперёд η προκαταβολή* Подённая - το ημερομίσθιο, το μεροκάματο. II μτφ. ανταπόδοση, αμοιβή, πληρωμή με το ίδιο νόμισμα. ♦платан, -а α. ο πλάτανος· огромный - τε- τεράστιος (πελώριος) πλάτανος. платановый επ. του τΛάτανου· - ЛИСТ πλα- πλατανόφυλλο* -ая роща πλατανώνας. II ουσ. πλθ. -ые τα πλάτανοε ιδή. платёж, -а α. πληρωμή, καταβολή χρημάτων. II ποσό πληρωμής* крупные -Й μεγάλες πληρω- πληρωμές. платёжеспособность, -И θ. ικανότητα (δυ- (δυνατότητα) πληρωμής* φερεγγυότητα. платёжеспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно ικανός (δυνάμενος) να πληρώσει, φερέγγυος ή αξιόχρεος. платёжный επ. της πληρωμής· -ая ВЕДОМОСТЬ κατάλογος πληρωμής (μισθοδοσίας). плательный επ. του ενδύματος, του φορέμα- φορέματος· -ая ткань ύφασμα ενδύματος· -ые пуГО- ВИЦЫ κουμπιά ενδύματος. плательщик, ~а α., -Ца, -Ы θ. πληρωτής. ♦платина, ~Ы θ. λευκόχρυσος, πλατίνα. платинировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ε- πιλευκοχρυσώνω. II -СЯ επιλευκοχρυσώνομαι. Платинит, -а α. χάλυβας λευκοχρυσούχος. платиновый επ. του λευκόχρυσου, της πλα- πλατίνας" -ая Промышленность βιομηχανία λευκό- λευκόχρυσου. II απο λευκόχρυσο, απο πλατίνα* - пер- СТеНЬ δαχτυλίδι απο λευκόχρυσο. платить, плачу, платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плаченный, βρ: -чен, -а, -о р.δ. 1 πλη- πληρώνω* εξοφλώ* ~ В кассу πληρώνω στο τα-
ила μείο* - за труд πληρώνω για τι, δουλειά" натурой πληρώνω σε είδος· - наличными πλη- πληρώνω σε μετρητά· - за Покупки πληρώνω για ψώνια* ~ дополнительно πληρώνω συμπληρωμα- συμπληρωματικά· επιμετρώ' προσπληρώνω' - золотом πλη- πληρώνω σε χρυσό* - векселем πληρώνω με γραμ- γραμμάτιο· - ДОЛГИ πληρώνω (ξοφλώ) τα χρέη· налог πληρώνω φόρο· - заимодавцу πληρώνω στο δανειστή. 2 μτφ. ανταποδίνω· ανταμείβω· - неблагодарностью δείχνω αχαριστία, αγνω- μοσύνη· - за чужие удовольствия πληρώνω ξέ- ξένα έξοδα ή τα σπασμένα άλλου· - чистоганом πληρώνω σε μετρητά· - за добро ЗЛОМ πληρώνω για το καλό με κακό· - за ЗЛО добром πληρώ- το κακό με το καλό.· за ДОбрО добром -ЯТ το καλό με καλό το πληρώνουν, αγαθόν αντί αγα- αγαθού, καλόν αντί καλού. II εκφρ. ~ ТОЙ же мо- монетой πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδί- (ανταποδίνω τα ίδια, τα ίσα). II -СЯ 1 πληρώνομαι· на- ЛОГИ -ЯТСЯ В рассрочку οι φόροι πληρώνονται με δόσεις. 2 μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες· ~ здоровьем за неосторожность πληρώνω με την υγεία την απροσεξία (απερισκεψία). платный επ. με πληρωμή· -ое лечение θερα- θεραπεία με πληρωμή· - ВХОД είσοδος με πληρωμή. II πληρωνόμενος* ~ работник εργατοτεχνίτης με πληρωμή. *ШШТО ουδ. άκλ. οροπέδιο μικρό, το πλατό. платок, -тка α. μαντήλι του κεφαλιού, κε- φαλοπάνι· шёлковый ~ μεταξωτό μαντήλι. II μαντήλι της μύτης· μυξομάντηλο" махать -КОМ κουνώ το μαντήλι. *ПЛаТ0НЙЗМ, -а α. πλατωνισμός (φιλοσοφία). II το αφηρεμένο· αεροβασία" ουτοπία. ПЛатОНИК, -а α. μαθητής ή οπαδός του Πλά- Πλάτωνα. платонический επ· πλατωνικός, του πλατώ- πλατών ισμού. II ιδανικός· -ая любовь πλατωνικός έρωτας. II ακαδημαϊκός, ρομαντικός, ουτοπι- ουτοπικός" χιμαιρικός· απραγματοποίητος, απροσγεί- ωτος· ονειροπόλος, αιθεροβάμων. Платочек, -чка α. μαντηλάκι. платочный επ· του μαντηλιού. *платформа, -ы θ. 1 εξέδρα, αποβάθρα· προ- προκυμαία. II μικρός σιδηροδρομικός σταθμός. 2 ανοιχτό βαγόνι (με χαμηλές πλευρές). 3 πλατ- πλατφόρμα, το πολιτικό πρόγραμμα, οι πολιτικές απόψεις. II εκφρ. СТОЯТЬ на -е είμαι οπαδός της πλατφόρμας. Платформенный επ. της εξέδρας, της αποβά- αποβάθρας" της προκυμαίας. платье, ~Я, γεν. πλθ. -ьев ουδ. 1 (αθρσ.) ενδύματα, φορέματα" ρούχα· ενδυμασία" муж- мужское - ανδρικά ενδύματα" женское ~ γυναι- γυναικεία ενδύματα· магазин ГОТОВОГО -ЬЯ κατά- κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων" траурное - πένθιμη ενδυμασία, πένθιμα ρούχα, τα μαύρα. 2 φου- φουστάνι, φόρεμα· шёлковое ~ μεταξωτό φουστά- ν ι. ПЛаТЬВОЙ επ. του φορέματος, για φόρεμα* -Ыв ткани υφάσματα ενδυμάτων. платьевщица, ~Ы θ. μοδίστρα, ράπτρια. платьице, -а ουδ. φουστανάκι, φορεματάκι. ПЛаТЬИШКО, -а ουδ. παλιοφουστανάκι, πα- λιοφορεματάκι. платяной επ. βλ. платьевой. плаун, -а α. το λυκοπόδιο (φυτό), •плафон, -а α. 1 οροφή διακοσμημένη. II ο διάκοσμος της οροφής. 2 η πλαφονιέρα (ο κα- ταυγαστήρας απο την οροφή). ПЛафОННЫЙ επ. της οροφής* -ЗЯ ЖИВОПИСЬ οι ζωγραφιές της οροφής. плаха, -И θ. 1 σχίζα μεγάλη. 2 κούτσουρο (όπου έκοβαν το κεφάλι του κατάδικου). II ι- ικρίωμα" ВЗОЙТИ на -у ανεβαίνω το ικρίωμα. плахта, -Ы θ. ύφασμα τραχύ, σκουτί. *плац, -а, προθτ. о плаце, на плацу α. χώ- χώρος (πεδίο) σύνταξης και παρελάσεων. *ПЛаЦДарм, -а α. οπλοστάσιο, οπλαποθήκη" βάση στρατιωτική. II πεδίο έναρξης επιχειρή- επιχειρήσεων, "плацента, ~Ы θ. ο πλακοϋς, το ύστερο. Плацентарные, -ЫХ πλθ. τα πλακουντοφόρα, τα πλακουντωτά. ♦плацкарта, -Ы θ. ειοιτήριο (αριθμημένης θέσης βαγονιού). плацкартный επ. του αριθμημένου εισιτηρί- εισιτηρίου" για αριθμημένο εισιτήριο· - билет εισι- εισιτήριο αριθμημένης θέσης· - вагон βαγόνι με αριθμημένες θέσεις" -ое мёото αριθμημένη θέση (βαγονιού). плац-парад, ~а α. (παλ.) βλ. плац. ПЛаЦ-ПараДНЫЙ επ. (παλ.) του στρατιωτικού πεδίου ή πλατείας. ПЛач, -а α. 1 κλάμα, θρήνος, κλάψιμο, κλά- κλάμα, κλαυθμός· οδυρμός. 2 θρηνωδία, θρηνολο- γία" μοιρολόγι. II εκφρ. - растений το δάκρυ των φυτών (απο χαραγή, εγκοπή). Плачевность, -И θ. αθλιότητα, ελεεινότη- τα, το αξιοθρήνητο· - СОСТОЯНИЯ το αξιοθρή- αξιοθρήνητο της κατάστασης. плачевный επ., βρ: -вен, ~вна, -вно. 1 θρηνητικός, θρηνώδης, θρηνερός· κλαψάρικος· θλιβερός· θλιμμένος. 2 άθλιος, ελεεινός, α- αξιοθρήνητος· δυστυχής, ταλαίπωρος· В -ом СО- СОСТОЯНИИ σε άθλια κατάσταση (για κλάψιμο). плачевой επ. βλ. плачевный ( σημ.)· -ые пёсНИ τα μοιρολόγια. ПЛачеЯ, -Й θ. μοιρολογήτρα. плачивать, плачивал, -ла, -ло р.δ. (απλ.) βλ. платить. плачущий επ. απο μτχ. βλ. плаксивый.
шю 81 пле ПЛОШКа, -И Θ. 1 πλάκα ξύλινη· κομμάτι σα- σανίδας. 2 μικρή θηρευτική παγίδα. 3 εργαλείο κατασκευής σπειρώματος, ♦плашкоут, -а α. μαοΰνα με επίπεδη τρόπιδα. ПЛаШМЯ επίρ. σε όλη την επιφάνεια (κατά την υπτία ή πρηνή θέση), πλάκα. ПЛШЦ, ~а α. 1 επενδύτης χωρίς μανίκια. 2 το αδιάβροχο. плащанина, ~ы θ. το σάβανο. ШШЩОВЫЙ επ. για επενδύτη* για αδιάβροχο. плащ-палатка, -И θ. αδιάβροχο-αντίσκηνο (που μπορεί να χρησιμεύσει και για τα δυό)· ♦плебей, -Я α., -ка, -И θ. πληβείος, -εία. плебейский επ. πληβείος, του πληβείου*-ое происхождение πληβεία καταγωγή. ПЛебёйСТВО, -а ουδ. 1 (αθρσ>.) οι πληβείοι. 2 πληβεία καταγωγή. 3 χυδαία συμπεριφορά. ♦ПЛебИСЦИТ, ~а α. δημοψήφισμα* провести - κάνω (διεξάγω) δημοψήφισμα. *ПЛвбС, -а α. (αθρσ.) οι πληβείοι. плева, -Ы θ. μεμβράνη, υμένας, λεπτός χι- χιτώνας . ПЛевальница, -Ы θ. (απλ.) πτυελοδοχείο. ПЛеВатеЛЫШЦа, ~Ы θ. πτυελοδοχείο. плевать, ПЛЮЮ, плюёшь р.δ. 1 φτύνω, πτύω* - на ПОЛ воспрещается απαγορεύεται να φτύ- φτύνετε στο πάτωμα* - на лицо φτύνω στο πρόσω- πρόσωπο. 2 μτφ. περιφρονώ, μουτζώνω, δίνω μού- τζες. II αδιαφορώ, τελείως, δε με μέλει κα- καθόλου, καρφί δε μου καίγεται. II .εκφρ. - Β ПОТОЛОК το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω(βαριέμαι και να γυρίσω να φτύσω)· не плюй В колодец: пригодиться ВОДЫ напиться (παρμ.) μη βρωμί- βρωμίζεις το γιατάκι σου (φωλιά σου), γιατί θα σου ξαναχρειαστεί. II -СЯ 1 βλ. ρ. ενεργ. φ. II βγάζω σάλια κατά την ομιλία. 2 αλληλοφτύ- νομαι. 3 μτφ. φτύνω απο το θυμό· не нра- вится ему, всё плюётся δεν του αρέσει και όλο φτύνει (κάνει φτου, φτού). плевел, ~а α. αίρα, ήρα (ζιζάνιο). II μτφ. έριδα, φιλονικία. ПЛеВОК, ~вка α. φτύμα, φλέ(γ)μα, ρόχαλο, πτύελο, απόχρεμμα. II εκφρ. ~Вка не СТОИТ δεν αξίζει ούτε για φτύσιμο. ♦плевра, ~Ы θ. ο υπεζωκώς (υμένας). плевральный επ. του υπεζωκώτος. *ПЛеврЙТ, -а α. πλευρίτιδα (νόσος). плевритйческий επ. πλευριτικός· -ая боль πόνος των πλευρών. плевритный επ. βλ. плевритйческий. ПЛёВЫЙ επ. (απλ.) 1 άσχημος, αισχρός" ά- άχρηστος, τιποτένιος· -ая погода αισχρόκαι- ρος, παλιόκαιρος· - человек τιποτένιος άν- άνθρωπος. 2 ασήμαντος. II εύκολος, ευκολοε- κτέλεστος. •плексиглас, ~а α. διαφανής πάστα. ♦плектр, ~а α. το πλήκτρο. племенной επ. ί νομαδικός* -ая собствен- собственность νομαδική ιδιοκτησία* - 6ЫТ νομαδικός τρόπος ζωής. 2 καθαρόαιμος (για αναπαραγω- αναπαραγωγή), απο καλή ράτσα. племя, племени, πλθ. племена, -мён, -ме- -менам ουδ. 1 η φυλή* кочевые -на νομαδικές φυλές* первобытные -на πρωτόγονες φυλές. 2 (παλ.) λαός, λαότητα. 3 (παλ.) γένος* σόι* дворянское - γένος των ευγενών. 4 γενεά, γενιά. 5 ομάδα, παρέ* γένος, φυλή, σπορά. II εκφρ. на племя για ράτσα, για αναπαραγωγή. племянник, -а α., -ца, -ы θ»ανεψιός,-ιά. племянничек, -а α. ανεψιδάκι, -ψΐδι. ПЛемЯШ, -а α. (απλ.) ανεψιός. плен, ~а, προθτ. о плане, в плену α. 1 αιχμαλωσία, -ώτιση, -σμός* ВЗЯТЬ В - αιχμα- αιχμαλωτίζω" попасть В ~ αιχμαλωτίζομαι* наХО- ДИТЬСЯ В -у είμαι (βρίσκομαι) αιχμάλωτος, σε αιχμαλωσία. 2 μτφ. κυρίευση, κατοχή, κυ- κυριαρχία* освободиться от ~а предрассудков απελευτερώνομαι απο την κυριαρχία των προ- προλήψεων. плена, -Ы θ. (τεχ.) λεπτό στρώμα πάνω στο μέταλλο (εύκολα αποσπώμενο). II βλ. плёнка, ♦пленарный επ. της ολομέλειας* -ое заседа- заседание σύνοδος της ολομέλειας. пленение, -я ουδ. βλ. плен. пленительность, -И θ,, θελκτικότητα, γοη- τευτικότητα, αιχμαλώτιση. пленительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; θελκτικός, γοητευτικός, μαγευτικός, μαγι- μαγικός, πλάνος, θελξικάρδιος. ПЛениТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пленённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 αιχμαλωτίζω. 2 μτφ. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω* - красотой αιχμαλωτίζω με την ο- ομορφιά. II -СЯ γοητεύομαι, αιχμαλωτίζομαι, μα- μαγεύομαι, θέλγομαι. плёнка, ~И θ. 1 υμένας* μεμβράνα. II στρώ- στρώμα* тонкая - ПЫЛИ λεπτό στρώμα σκόνης. 2 ταινία* фотографическая - φωτογραφικά ται- ταινία (φιλμ)· магнитофонная - ταινία μαγνητό- μαγνητόφωνου* КИНИМаТОграфическая - κινηματογραφι- κινηματογραφική ταινία. пленник, -а α., -ца, -Ы θ.(κυρλξ.κ. μτφ.) αιχμάλωτος* - стоял с завязанными назад ру- руками о αιχμάλωτος στέκονταν με δεμένατα χέ- χέρια πίσω· ~ собственных стрстёй αιχμάλωτος των ιδίων του παθών. пленный επ. αιχμάλωτος, -τισμένος· - сол- солдат αιχμάλωτος στρατιώτης. II ουσ. αιχμάλω- αιχμάλωτος· наши захватили много -ых οι δικοί μας έπιασαν πολλούς αιχμάλωτους. ПлёНОЧНЫЙ επ. της ταινίας, του φιλμ·- $0- тоалпарат φωτογραφική μηχανή με φιλμ(όχι με
пле 82 пле πλάκες). ♦пленум, -а α. ολομέλεια· - Центрального Комитета Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής. плевАть(ся) ρ.δ. βλ. пленить(ся). ♦плеоназм, -а α. (για λόγο, ομιλία) πλεο- πλεονασμός . ПЛеонаст4чеокиЙ ε-п. πλεοναστικός. *ПЛврёзы, -рез πλθ. το πένθος (κορδέλα μαύ- μαύρη στο ένόυμα). плёс, -а α. 1 τμήμα ποταμού απο μια καμπή στην επόμενη. II τμήμα ποταμού ίδιο με τα προηγούμενα (για ποταμοπλοία). 2 πλατύ μέ- μέρος ποταμού μεταξύ δυο πόρων ή νησίδων. 3 (διαλκ.) το μέρος του ψαριού μεταξύ μέσης και ουράς. ПЛеовННЫЙ επ. μουχλιασμένος, -ιάρικος. ПЛеоеНЬ, -И θ. 1 η μούχλα, ευρώτας· - на стенах подвала μούχλα στους τοίχους του υ- υπόγειου· покрываться -Ю καλύπτομαι απο μού- μούχλα. 2 μτφ. μειονέκτημα' ηθική κατάπτωση,κα- κατάπτωση,καθυστέρηση πνευματική. ПДеок, -а α. παφλασμός· φλοίσβος. II μτφ. πλθ. плески, -ОВ (παλ.) χειροκροτήματα. плескание, -я ουδ. πάφλασμα, φλοίβισμα. плескать, плещу, плещешь, μτχ. ενεστ. пле- плещущий, επιρ. μτχ. плеская κ. плеща р.δ. 1 παφλάζω, φλοισβίζω. II χύνω, ραντίζω. 2 μτφ. κυματίζω, κυμαίνομαι. 3 (παλ.) χειροκροτώ. II -СЯ 1 βλ. ρ.ενεργ. φ. 2 χύνομαι, ξεχύνο- ξεχύνομαι. 3 πιτσιλίζομαι· αλληλοπιτσιλίζομαι. 4 μτφ. (παλ.) χειροκροτώ. Плесневеть, -еет р.δ. μουχλιάζω. плесневой επ. της μούχλας· μουχλιάρικος*- налёт στρώμα μούχλας· зелёный - ЧВет πρά- πράσινο χρώμα μούχλας. плеснуть р.σ. 1 βλ. плескать. 2 χύνω, ρί- ρίχνω. ПЛёСО, ~а ουδ. (διαλκ.) βλ. Плёс. плести, плету, плетёшь, παρλθ. χρ. плёл, плела, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. плётший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плетённый, βρ: ~тён, -тена, -тено ρ.δ.μ. 1 πλέκω· - корзину πλέκω καλά- καλάθι" - венки πλέκω στεφάνια" - косу πλέκω ио- σίδα (πλεξούδα)· - кружева πλέκω δαντέλες.2 μτφ. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ, ε- εξυφαίνω. II διαδίνω. II λέγω ανοησίες. II -сь 1 .πλέκ.ομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 αργοβαδίζω" παραπαίω, τρικλίζω. II εκφρ. - В обозе ή Β ХБОСТе σέρνομαι τελευταίος, είμαι ουραγός. плетельщик, -а α., -Ца, -Ы θ. πλέκτης, πλέ- κτρια, πλέχτρα. плетение, -Я ουδ. πλέξη, πλέξιμο. II το πλεκτό. Ι! εκφρ. - словес πλοκή λέξεων, πομ- φόλυγες, σαπουνόφουσκες, ανεμώλια έπη, μπό- μπόσικα λόγια, αερολογίες. плетёнка, ~И θ. 1 κάθε πλεκτό (καλάθι, ψά- ψάθα, τσάντα κ.τ.τ.). 2 είδος μακρουλού ψω- ψωμιού πλεκτοειδές. плетений επ. πλεκτός· - ПОЯС πλεκτή ζώ- ζώνη" -ая корзина πλεκτό καλάθι. ПЛетёнЬ, -ТНЯ α. φράχτης (πλεγμένος με κλα- κλαδιά) . Плётка, -И θ. μαστίγιο πλεκτό. ПЛеТНёВЫЙ επ. 1 του φράχτη. 2 πλεκτός (με κλαδιά). плетушка, -И θ. (διαλκ.) 1 καλάθι πλεκτό. 2 πλεκτό κάλυμμα αμαξιού. плеть, -и θ., γεν. πλθ. -ей, οργν. -тьми κ. -ТЯМИ. 1 μαστίγιο πλεκτό. 2 κλαδί αναρ- ριχώμενο. ПЛетуган, -а α. (διαλκ·) μαστίγιο πλεκτό. ЕЛеТЮХа, ~И θ. (διαλκ.) καλάθι πλεκτό. плечевой επ. ωμικός, ωμιαίος" -ая КОСТЬ το κόκκαλο του ώμου. плечико, ~а ουδ. ωμάκης, μικρός ώμος. II ωμικός ιμάντας, τιράντα (γυναικείων ή παι- παιδικών εσώρουχων) .. II 4 πλθ. -КИ, -ОБ οι βά- βάτες των ώμων σακκακιού. Плечистый επ. ευρύνωτος, πλατύνωτος. плечо, -а, πλθ. плечи, плеч κ. (παλ.) пле- плеча, плечей ουδ. 1 ώμος, πλάτη" взвалить-ΗΟ- шу на - ρίχνω το φορτίο στον ώμο· -И ПИДЖа- ка οι ώμοι του σακκακιού· на -! επ'ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό). 2 (ανατ.) βραχίο- βραχίονας. II κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίο- βραχίονα· - рычага о βραχίονας του μοχλού.II εκφρ. за -ами (πίσω) στο παρελθόν ПО -у κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)· не ПО -у παρά τις δυνά- δυνάμεις (δε σηκώνω)· С -а α) μ' όλη τη δύναμη (κίνησης απο πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα· С чьего -а ή С чужого -а (για ένδυμα) φορεμένο, απο άλ- άλλον" С плеч Оросить ή стряхнуть ξεφορτώνο- ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος απο πά- πάνω μου" - К -у ή -ОМ К -у κολλητά, αντάμα- αλληλένδετα· на -ах противника (неприятеля) κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό"ВЗВалЙТЬ (ПОЛОЖИТЬ) на -И чьи ρίχνω (φορτώνω) τα βά- βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον вывезти ή вывес- вывести на СВОИХ ~ах σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)· иметь голову на -ах έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα· лежать (быть) на ~ах όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα) . ПЛепШВетЬ, -ею, -еваь р.6. φαλακράίνω, γί- γίνομαι φαλακρός. ПЛешИВОСТЬ, -И θ. φαλακρότητα, φαλάκρα. ПЛешЙВЫЙ επ., βρ: ~ШЙВ, -а, ~О φαλακρός, καραφλός (κατά το βρέγμα). ПЛешИНа, -И ί, Ι φαλάκρα, καράφλα. 2 μτφ. άδεντρο μέρος, γυμνότοπος.
пле 83 пло ПЛешь, -И θ. φαλάκρα, καράφλα. II φαλακρό μέρος δέρματος ζώων. II άδεντρο μέρος, ' γυ- μνότοπος. ♦плеяда, ~Ы θ. (γραπ. λόγος) οι Πλειάδες, η Πούλια. ШШ (παλ.)· (στρατ. παράγγελμα)· πυρ! ПЛИНТОВаТЬ, -Тую, -ТувШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. плинтованный, βρ: -ван, ~а, ~о р.δ.μ. ισιώ- ισιώνω, ομαλύνω επιφάνεια. II -СЯ ισιώνομαι, ο- μαλύνομαι. ШШНТОбка, -и θ. Ίσιωση, ομάλυνση. ♦плинтус, ~а α. περισανίδωμα, το σοβατεπί. II (αρχτ.) πλίνθος. II ελαφρά εξέχουσα ζώνη τοίχου. ПЛИНТУСНЫЙ επ. του περισανιδώματος. ♦ШШС, ~а α. (παλ.) το πλους", είδος βελού- βελούδου. ПЛИСОВЫЙ επ. (παλ.) απο πλους. ПЛИСсё ουδ. άκλ. πλισές, πτύχωμα. плиссированный επ. απο μτχ. πτυχωτός, με πλισέ. плиссировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плиссированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. πλισάρω, πτυχώνω. II -СЯ πλισάρομαι, πτυχώ- πτυχώνομαι. плиссировка, -И θ. πλισάρισμα, πτύχωση. плита, -ы, πλθ. плиты θ. πλάκα· мраморная - μαρμάρινη πλάκα" МОГИЛЬНая ή надгробная - ταφόπετρα, επιτάφια πλάκα· бетонная - τσι- τσιμεντένια πλάκα· выложить ή выстлать -ами πλακοστρώνω" мощение ~ОЮ πλακόστρωση· Га- ЗОВЭЯ - το πετρογκάζ, πύραυνο πλακοειδές. ПЛИТка, -И θ. πλακίτσα, πλακάκι· πλάκα. II κάθε αντικείμενο πλακώδες, πλακοειδές·- ШО- колада πλακίτσα σοκολάτας. II εκφρ. электри- электрическая - μικρή ηλεκτρική θερμάστρα πλακώδη;. ПЛИТНЯК, -а α. λιθόπλακα, πετρόπλακα. ПЛИТНЯКОВЫЙ επ. πλακοπέτρινος. ПЛИТОЧНЫЙ επ. της πλάκας· απο πλάκες· ПОЛ πλακόστρωτο πάτωμα. II πλακώδης, πλακο- ειδής· πλακέ. ПЛИЦа, -Ы θ. πτερύγιο τροχού σκάφους. II αντλητήρας σκάφους. ПЛОВ, -а α. πιλάφι. ПЛОВёц, -ВЦа α., -ВЧЙха, -И θ. κολυμβητής, -ήτρια. ПЛОД, -а α. 1 καρπός* φρούτο· Питаться -ЭМИ И Овощами τρέφομαι με καρπούς και λά- λάχανα· спелый - ώριμος καρπός" неспелый - ά- άωρος (άγουρος) καρπός· приносить -Ы (κυρλξ. κ. μτφ.) καρποφορώ, δίνω, φέρω καρπούς. 2 έμβρυο, κύημα. 3 μτφ. γέννημα, αποκύημα, αποτέλεσμα, προϊόν, δημιούργημα, πλάσμα· -Ы его трудов καρποί της εργασίας του. плодить, -пложу, плодишь р.δ.μ. 1 γεννώ, τίκτω· αναπαράγω. 2 μτφ. δημιουργώ, παράγω, βγάζω. II -СЯ 1 γεννώ, τίκτω' πολλαπλασιάζο- πολλαπλασιάζομαι. 2 μτφ. εμφανίζομαι, προέρχομαι,.πηγάζω· от безделья -яться сплетни и раздоры ■ απο την αεργία (τεμπελιά) γεννιώνται κουτσομπο- κουτσομπολιά και διχόνοιες. плодник, -а α. (παλ.) βλ. пестик Bσημ·). ПЛОДНЫЙ επ. 1 του καρπού. 2 μτφ. δημιουρ- δημιουργικός· παραγωγικός. II αναπαραγωγικός. 3 καρ- καρποφόρος, καρπερός, γόνιμος· -ЗЯ ВИШНЯ καρ- καρπερή βυσσινιά. ПЛОДОВИТОСТЬ, -И θ. καρποφορία, καρπόγο- νία, πολυκαρτϊία, ευκαρπία. II μτφ. γονιμότη- γονιμότητα, δημιουργικότητα, παραγωγικότητα. плодовитый επ., βρ: -вит, -а, -о. 1 καρ- καρπερός, καρποφόρος, κάρπιμος· γόνιμος. II πο- πολύτοκος, γεννήτρα. 2 μτφ. δημιουργικός, πα- παραγωγικός, αποδοτικός· - КОМПОЗИТОР γόνι- γόνιμος μουσικοσυνθέτης· - писатель γόνιμος συγ- συγγραφέας. ПЛОДОВОД, -а α. ειδικός για την καρποφο- ρ ία φυτών. ПЛОДОВОДСТВО, -а ουδ. καλλιέργεια καρπο- καρποφόρων φυτών*, καρποφορία. ПЛОДОВОДЧеСКИЙ επ. της κάρποφορίας* της καρπογον'ιας. плодовый επ.' του καρπού* -ая оболочка η φλούδα του καρπού. II απο καρπούς, απο φρού- φρούτα· -ые консервы κονσέρβες απο φρούτα. II καρποφόρος, καρπερός,«καρπογόνος* -ые рас- теНИЯ καρποφόρα φυτά. плодоножка, -И θ. ο μίσχος του καρπού, ο ποδίσκος, η ουρά, το κοτσάνι. ПЛОДОНОСИТЬ, -НОСИТ р.δ. καρπίζω, καρπο- καρποφορώ. ПЛОДОНОСНОСТЬ, -И θ. καρποφορία, κάρπι- σμα. II γονιμότητα, παραγωγικότητα. ПЛОДОНОСНЫЙ επ., βρ: -сен,.-сна, -О. καρ- καρπερός, κάρπιμος. ПЛОДОНОШёние, -Я ουδ. καρποφορία, κάρπι- σμα* время -Я καιρός (εποχή) καρποφορίας. ПЛОДООВОЩеВОД, -а α. οπωρολαχανοκαλλιερ- γητής· ПЛОДООВОЩНОЙ>επ. οπωρολαχανοκομικός· - ма- газЙН οπωρολαχανοπωλείο. плодопеременный επ. βλ. плодосменный. ПЛОДОрОДИе, ~Я ουδ. ευφορία, γονιμότητα* καρπερότητα, κάρπισμα, προκοπή. . шюдородость, -и θ. βλ. плодородие. ПЛОДОРОДНЫЙ επ., βρ: -ден, -дна, -О καρ- καρποφόρος, καρπερός, κάρπιμος, καρπώδης* εύ- καρπος, πολύκαρπος. II εύφορος, γόνιμος· -8Я земля εύφορη γη· ~ая ДОЛИНа εύφορη κοιλάδα. ПЛОДОСбОр, ~а α. το μάζεμα των καρπών, η καρπολογία, το καρπολόγημα. ПЛОДОСмён, ~а α. αμοιψισπορά. ПЛОДОСмёнНЫЙ επ. της αμοιψισποράς.
пло 84 пло ПЛОДОСуШИЛКа, -И καρποστεγνωτική μηχανή, καρποστεγνωτήρας. •ПЛОДОСУШИЛЬНЯ, -И θ., γεν. πλθ. -лен.бот. -ЛЬНЯМ καρποστεγνωτήριο. ШГОДОСЪём, -а α. καρποσυλλεκτική συσκευή. ПЛОДОТВОРНОСТЬ, -И θ. αποδοτικότητα, πα- παραγωγικότητα, γονιμότητα· - МЫСЛИ γονιμότη- γονιμότητα σκέψης. плодотворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 (παλ.) ευνοϊκός, ευεργετικός· - ДОЖДЬ ευερ- ευεργετική βροχή. 2 μτφ. ωφέλιμος· -ая среда ευ- ευνοϊκό περιβάλλον. 3 μτφ. γόνιμος, δημιουρ- δημιουργικός, παραγωγικός, αποδοτικός. ПЛОДОХранилище, ~а ουδ. αποθήκη συντήρη- συντήρησης καρπών. ПЛОД0ЯГОДНЫЙ επ. απο καρπούς και φρούτα. ПЛОДУЩИЙ επ., βρ: -душ, -а, -е που καρ- καρπίζει, που δίνει καρπούς· καρποφόρος· -ие цветки καρποφόρα άνθη. II (απλ.) καρπώδης, εύκαρπος, πολύκαρπος. плоение, -Я ουδ. (παλ.) βοστρύχισμα, φρι- ζάρισμα, οντουλάρισμα. ■ ШЮёнвЙ επ. (παλ.) βοστρυχώδης, -ωτός, ο- ντουλαριστός. ПЛОИТЬ, ПЛОЮ, ПЛОИШЬ, παθ. μτχ. πάρλα χρ. плоённый, βρ: плоён, плоена, плоено р. δ. (παλ.) βοστρυχίζω, -ώνω, οντουλαρω, φριζάρω. II -СЯ βοστρυχίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПЛОЙка, -И θ. 1 βλ. плоение. 2 δίπλες κυ- κυματοειδείς. 3 κατσαρωτήρι. *ПЛОМСа, -ы θ. 1 σφραγίδα μολυβδόβουλου ή και άλλης ουσίας. 2 βούλωμα (ύλη σφραγίσμα- σφραγίσματος δοντιών). II βούλωμα (διάφορης χρήσης)· цементная - τσιμεντένιο βούλωμα· металличе- металлическая - μεταλλικό βούλωμα. ПЛОМбир1, -а α. είδος παγωτού. ПЛОМбир^ ~а α. σφραγίδα (αντικείμενο). пломбирование, -Я ουδ. σφράγιση, -μα, στα- μπάρισμα. II βούλωμα. ПЛОМСирОВаНННЙ επ. απο μτχ. σφραγισμένος, βουλωμένος· - зуб σφραγισμένο δόντι. Пломбировать, ~РУЮ, -руеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пломбированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.μ. 1 σφραγίζω, σταμπάρω, βάζω στάμπα. 2 βουλώνω· - зуб σφραγίζω δόντι. II -СЯ σφρα- σφραγίζομαι, σταμπάρομαι. II βουλώνω, -ομαι. пломбировка, -и θ. βλ. пломбирование. ПЛОмбОВЫЙ επ. της σφραγίδας· της στάμπας. Н του βουλώματος. плоский επ., βρ. -сок, -ска, ~ско,· площе. 1 ομαλός, ίσος, ευθύς, επίπεδος, ισόπεδος· -ая поверхность ομαλή επιφάνεια· -ая горная возвышенность οροπέδιο, πλάτωμα. 2 πεπλα- τυσμένος, πλακουτσός, επίπλατης. II αβαθής, ΡΉχός, ανοιχτός· -ая тарелка αβαθές πιάτο. 3 άχαρος, ανούσιος, άνοστος· κρύος, ανάλατος, σαχλός· -ая шутка ανάλατο αστείο. II εκφρ. -ая стопа πλατυποδία. плоскогорье, -я, γεν. πλθ. -рий, δστ.-рьям οροπέδιο, πλάτωμα, βουνοκάμπι, -όκαμπο. плоскогрудный επ., -груд, -а, -о πλατύ- στερνος, ευρύστερνος. ПЛОСКОГ^убЦЫ, -ев πλθ. τανάλια επίπεδη, η πένσα. ПЛОСКОДОНКа, -И θ. με επίπεδη τρόπιδα, κα- καρίνα ή πυθμένα. ПЛОСКОДОННЫЙ επ. με επίπεδη τρόπιδα. ПЛОСКОСТНОЙ επ. επίπεδος, ισόπεδος. плоскостопие, -Я ουδ. πλατυποδία. ПЛОСКОСТЬ, -И θ. 1 ομαλότητα (επιφάνειας). II (μαθ.) το επίπεδο. 2 (γεν. πλθ. -ей) μτφ. τομέας, σφαίρα, πεδίο* - науки о τομέας της επιστήμης. 3 πτέρυγα αεροπλάνου. 4 (παλ.) το άχαρες, το άνοστο, το ανάλατο, η σαχλό- τητα (για αστείο, παρατήρηση). ПЛОТ, -а α. σχεδία. И εξέδρα ξύλινη παρά- παράκτια. ПЛОТбИЩе, ~а ουδ. (διαλκ.) μέρος προετοι- προετοιμασία της σχεδίας. ПЛОТВа, -Ы θ. είδος κυπρίνου γλυκού νερού. ПЛОТИЛЬЩИК, ~а α. εργάτης κατασκευής σχε- σχεδίων. ПЛОТЙна, -Ы θ. φράγμα ποταμού, υδατόφραγ- μα, υδατοφράχτης, υδροφράχτης. ПЛОТИННЫЙ επ. του φράγρατος κλπ. ουσ. ПЛОТИТЬ, плочу, плотишь р.δ.μ. συνενώνω γερά, σφιχτοδένω. II -СЯ συνενώνομαι γερά, σφιχτοδένομαι. ПЛОТНеть р.δ. πυκνώνω, συσφίγγω· συμπιέ- συμπιέζω. Π «αργάρω, τεζάρω, -ίζω. ПЛОТНИК, ~а α. ξυλουργός, μαραγκός. ПЛОТНИЦКИЙ επ. ξυλουργικός, μαραγκουδικος. * * ПЛОТНИЧать р.δ. κάνω τον ξυλουργό, εξα- εξασκώ το επάγγελμα του ξυλουργού. плотнический επ. ξυλουργικός, του μαρα- μαραγκού, του ξυλουργού ή της ξυλουργικής* -ое ремесло ή дело η ξυλουργική, ή μαραγκοσύνη· -ие инструменты τα εργαλεία του μαραγκού. ПЛОТНИЧество, -а ουδ. η ξυλουργική, η μα- μαραγκοσύνη· Обучиться -у μαθαίνω την ξυλουρ- ξυλουργική, μαθαίνω μαραγκός. ПЛОТНИЧИЙ, -ЬЯ, -ье επ. ξυλουργικός, του ξυλουργού, του μαραγκού. ПЛОТНИЧНЫЙ επ. βλ. ПЛОТНИЦКИЙ. ПЛОТНО επίρ. σφιχτά, συνεκτικά· γερά,κάρ- γερά,κάργα, -αριστά, τεζαριστά· ερμητικά· - набЙТЬ γεμίζω κάργα. ПЛОТНОСТЬ, -И θ. σύσφιξη, συνεκτικότητα, συνάφεια, σύνδεση. II πυκνότητα, στενή σύ- σύσταση. II εκφρ. - населения πυκνότητα πληθυ- πληθυσμού· - ОГНЯ (στρατ.) πυκνότητα πυρών. плотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 πυ-
пло 85 κνος· πηχτός· σφιχτός" συμπυκνωμένος. II πυ- κνοΰφασμένος, κρουστός, κρουστόφαντος. II γε- γερός* συνεκτικός· -ая бумага, кожа γερό χαρ- χαρτί, δέρμα. 2 πολύ πυκνός· συμπαγής· αδιαπέ- αδιαπέραστος. 3 υπερπλήρης, γεμάτος κάργα, καργα- ρισμένος, τεζαρισμένος. 4 εύρωστος, ρωμα-. λέος, σφιχτοδεμένος, κατάγερος. 5 χορταστι- χορταστικός, άφθονος, πλούσιος. II εκφρ. - ОГОНЬ πυ- πυκνά πυρά. ПЛОТОВОД, -а α. εργάτης (οδηγός) σχεδίας. ПЛОТОВОЙ επ. της σχεδίας. ПЛОТОВЩИК, -а α. κατασκευαστής ή και οδη- οδηγός σχεδίων. плотогон, ~а α. βλ. плотовод. ПЛОТОЯДНОСТЬ, -И θ. σαρκοφαγία. шютоАдный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 σαρκοφάγος, σαρκοβόρος· -ые млекопитающие σαρκοφάγα θηλαστικά. '2 μτφ. σαρκασμοπιτυο- καμπτικός, σαρκαστικός· ηδυπαθής. ПЛОТСКИЙ επ. σαρκικός· σωματικός· -ая ЛЮ- бОВЬ σαρκική αγάπη· -ое удовольствие σαρκι- σαρκική ικανοποίηση. ПЛОТЬ, -и θ. 1 (παλ.) σάρκα, σώμα* изну- изнурить - ПОСТОМ εξαντλώ το σώμα με νηστεία. 2 μτφ. ενσάρκωση. II εκφρ. ВО -Й στο σώμα, στη σάρκα· - И кровь чья; - от -и α) παλ. γνή- γνήσιο τέκνο, σάρκα και αίμα, σάρκα απο σάρκα, β) ενσάρκωση· γέννημα και θρέμμα· ВОЙТИ В - И кровь μπαίνω στη σάρκα και στο αίμα (αφο- (αφομοιώνομαι πλήρως)· облечь в - и кровь ή -ьго И крОВЬГО ενσαρκώνω, προσδίνω σάρκα και ο- οστά· облечься В - и кровь ή ~ью и кровью εν- ενσαρκώνομαι, παίρνω σάρκα και οστά. ПЛОХО 1 επίρ. κακά, κακώς, άσχημα" ОН - поёт αυτός άσχημα τραγουδάει* она - Ведёт себя αυτή άσχημα συμπεριφέρεται· ОН - себА чувствует αυτός αισθάνεται τον εαυτό του ά- άσχημα· ОН - одевается αυτός κακοντύνεταε· Семья - живёт η οικογένεια κακοζεί* - Обра- Щаться С ЛЮДЬМИ κακοσυμπεριφέρομαι με τους ανθρώπους. 2 ως κατήγ. είναι άσχημα* ему Очень - αυτός είναι πολύ άσχημα. 3 ουσ. ο σχολικός βαθμός „κακώς"* получать - παίρ- παίρνω βαθμό „κακώς". II εκφρ. (απλ.)το λι- λιγότερο, το κατώτερο· ОН двести рублей в месяц зарабатывает αυτός το λιγότερο δια- διακόσια ρούβλια το μήνα βγάζει με τη δουλειά. ПЛОХОЙ επ., βρ: ПЛОХ, ПЛОХа, ПЛОХО. 1 κα- κακός, άσχημος· -ая ПОГОда άσχημος καιρός, κα- κόκαιρος, παλιόκαιρος" -Йе УСЛОВИЯ άσχημες συνθήκες· - человек κακός άνθρωπος· - хара- характер άσχημος χαρακτήρας· -Йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα· - пример κακό παρά- παράδειγμα. Η αδέξιος* ανάξιος, αναξιόλογος* Писатель αναξιόλογος συγγραφέας. II ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο* никто -ого про вас 1 не Говорил κανένας δεν είπε κακό για σας. II αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για α- ασθενή, γέροντα). II εκφρ. пойти по -ой доро- дороге ή πο -Ому пути παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)· шутки -и С НИМ μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία. ШЮШаТЬ р.δ. 1 κάνω λάθος, σφάλμα, αστο- αστοχώ, δεν προσέχω* смотрите, не -айте προσέ- προσέχετε τα μάτια σας τέσσερα* не -аи, чтобы не Обмануться πρόσεχε, μη σε ξεγελάσουν. 2 χειροτερεύω* здоровье его день ото дня -ает η υγεία του απο μέρα σε μέρα χειροτερεύει. II εκφρ. на бога надейся, а сам не ~ай συν Α- Αθηνά και χείρα κίνει. плошечный επ. αβαθής, ρηχός, ανοιχτός· светильник λυχνάρι σε αβαθές αγγείο. ПЛОШка, -И θ. 1 (απλί) .πιατέλα. 2 λυχνά- λυχνάρι αβαθές με φιτίλι. площадка, -И θ. 1 πλατεία μικρή" γηπεδάκι* πίστα, στίβος* κονίστρα* спортивная - αθλη- αθλητικό γήπεδο* танцевальная - πίστα χορού* орудийная - τηλεβολοστάσιο. II χώρος επίπε- επίπεδος* строительная - χώρος οικοδομής* на лестнице πλατύσκαλο, πλατύβαθμο, κλιμα- κτήρας. 2 εξέδρα. 3 πλατειΐτσα βαγονιού. ПЛОЩадНОЙ επ. 1 (παλ.) της πλατείας. 2 αισχρός, ανάξιος, απότομος, αγύρτικος. II εκφρ. - театр (παλ.) πρόχειρη εξέδρα λαϊκών παραστάσεων. * ПЛОЩадь, ~И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 πλατεία' Красная - В Москве η Κόκκινη πλατεία της Μό- Μόσχας* рыночная (базарная) - η πλατεία της αγοράς ή του παζαριού. 2 επιφάνεια, έκταση, χώρος· посевные -И σπα'ρμένες ή καλλιεργη- καλλιεργημένες εκτάσεις· жилая - κατοικήσιμος (οικο- (οικοδομήσιμος) χώρος. II εμβαδόν - круга εμβα- εμβαδόν του κύκλου. ПЛОЩв συγκρ. β. του επ. ПЛОСКИЙ. плуг, -а, πλθ. плуги α. αλέτρι, άροτρο· рукоятка -а χειρολαβή αλετριού, χερολάβα. плугарь, -Я α. αροτριαστής, γεωργός. плугатарь, -я α. (διαλκ.) βλ. плугарь. плуговой επ. του αρότρου, του αλετριού. плужный επ. βλ. плуговой. *ПЛуНЖер, -а α. έμβολο μηχανής βυθιζόμενο. плунжерный επ. του εμβόλου· - НЭСОС ' α- αντλία με έμβολο. ПЛут, -а α. 1 απατεώνας, κατεργάρης· бОЛЬ- ШОЙ - μεγάλος απατεώνας. 2 πονηρός, πανούρ- πανούργος. ШГутание, -Я ουδ. περιπλάνηση. плутать р.δ. περιπλανιέμαι, χάνω το δρό- δρόμο" - Β лесу περιπλανιέμαι στο δάσος. ПЛутЙШКа, -И α. πονηρούλης, κατεργαράκος. плутни, -ей πλθ. μπαγαμποντιες, πράξεις α- απατεώνα.;
плу 86 пля плутоватость, -И θ. τάση, κλίση γι,α απά- απάτη, για κατεργαριές. ПЛУТОВАТЫЙ επ. 1 του απατεώνα, κατεργά- ρικος. 2 έχων κλίση για απάτη. плутовать, -туго, -туешь р.6. (εζ)απατώ, κάνω κατεργαριές. плутовка, -И θ. αγύρτισσα, κατεργάρα. плутовской επ. βλ. плутоватый. ПЛУТОВСТВО, ~а ουδ. απάτη, αγυρτεία. II πονηριά, κατεργαριά. плутократ, ~а α. πλουτοκράτης. плутократический επ. πλουτοκρατικός. ♦плутократия, ~И θ. πλουτοκρατία. *ПЛутОНГ, ~а α. 1 (παλ.) διμοιρία. 2 πυρο- πυροβόλα ναυτικού ίδιου διαμετρήματος. ♦ПЛУТОНИЙ, -Я α. πλουτόνιο (χημ. στοιχείο). ПЛЫВуН, ~а α. χώματα λασπώδη κινούμενα. ШШВуННЫЙ επ. των υγρών κινουμένων χωμά- χωμάτων - ИЛ κινούμενη λάσπη. плывучий επ. βλ. плывунный. плыть, плыву, плывёшь, παρλθ. χρ. плыл, ~ла, ПЛЫЛО р.δ. 1 κολυμπώ· πλέω* - кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά* - на СПИНО κολυμπώ ανάσκελα. II επιπλέω. II ταξιδεύω με πλωτό μέσο· - ПО течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)· - против течения πλέω αντίθε- αντίθετα προς το Τρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.- под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω, ι- στιοπλοώ· - быстро ταχυπλοώ· - медленно βρα- δυπλοώ, βραδυπλέω" - на вёслах πλέω με κου- κουπιά· ~ В лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο- μώ· - на всех парусах πλέω πλησίστιος* - в открытом море πλέω στα αμοιχτά. 2 μτφ. πε- πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετε- μετεωρίζομαι (για πτηνά). II κινούμαι, περνώ, δια- διαβαίνω. 3 λιώνω, τήκομαι· сургуч плывёт το βουλοκέρι λιώνει. II εκφρ. - В руки κατορ- κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής· ~ по течению προσαρμόζομαι στις περιστά- περιστάσεις, καιροσκοπώ· - против течения πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)· СКВОЗЬ пальцы ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφει- αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)· всё плывёт передо МНОЙ όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)· ζα- ζαλίζομαι. ♦плювиограф, -а α. βροχόμετρο. ШШГавец, -вца α. άσχημος (άνθρωπος). ПЛЮГаВОСТЬ, -И θ. ασχήμια, δυσμορφία. ПЛЮГавЫЙ επ., βρ: -Гав, -а,-О άσχημος, δυ- σειδής, δύσμορφος. ♦плюмаж, -а α. λοφίο (φτερά στο καπέλο). плюнуть р.σ. βλ. плевать. II εκφρ. раз φτιάχνω, εκτελώ στο άψε-σβήσε· ~ некуда ή негде (απλ.) υπερπλήρως, κάργα, ώσπου δε χωρεί άλλο. ♦плюр» -а α. χαρτί λιθογραφικό. ♦плюрализм, ~а α. πλιουραλισμός. плюралист, -а α. πλιουραλιστής. плюралистический επ. πλιουραλεστικός. плюральный επ: - вотум βλ. ценза. ♦ПЛЮС,-а α.1 το σϋν (+), σημείο αριθμητι- αριθμητικό· σύμβολο θετικό. 2 άνω του μηδενός (για θερμοκρασία). 3 μτφ. το υπέρ, το πλεονέκτη- πλεονέκτημα· το θετικό, η θετική πλευρά· В этом есть СВОЙ -Ы εδώ υπάρχουν και τα θετικά. И (για σχολικό βαθμό)· άνω, πάνω· +· получить З С -ОМ παίρνω βαθμό 3 και πάνω (μεταξύ 3 ной 4). ПЛЮСка, -И θ. το κύπελλο μερικών . καρπών (βαλανιδιών, κάστανων κλπ·). ПЛЮСКОНОСНЫе, -ЫХ πλθ. τα κυπελλοφόρα (βα- (βαλαν ι δ ιά, κασταν ιά κλπ.) . плюсна, -ы, πλθ. плюсны, -сен, -снам θ. (ανατ.) το μετατάρσιο. плюсневой επ. μετατάρσιος· ~ые кости τα μετατάρσια οστά. ПЛЮХ επι,φ. (απλ.) μπλουμ (για πτώση σώμα- σώματος σε υγρό). II ως κατηγ. βλ. плюхнуть. ПЛЮХа, -И θ. (απλ.) μπάτσος, σφαλιάρα. плюхать(ся) ρ.δ. βλ. плюхнуть(ся). ПЛЮХНуть ρ.σ. (απλ.) 1 κάνω μπλουμ, πέφτω σε υγρό με χαρακτηριστικό θόρυβο. 2 μτφ. βά- βάζω, τοποθετώ με χτύπο. И -СЯ βλ. ρ. ενεργ.φ. ПЛЮШ, -а α. βελούδο, κατηφές, βελβετίνα,η φέλπα, το πλους. плюшевый επ. 1 του βελούδου κλπ. ουσ. II βελούδινος, -δένιος, βελβετίνινος, φέλπινος. 2 καλυμμένος με βελούδο· -ая мебель έπιπλο ντυμένο με βελούδο. ПЛШка, -И θ. ψωμάκι εμπλουτισμένο (με ζά- ζάχαρη, βούτυρο κ.τ.τ.). ПЛЮЩ, -4 α. ο κισσός. ПЛЮЩевОЙ επ. του κισσού. II περιτυλιγμέ- περιτυλιγμένος με κισσό. ПЛЮЩение, -Я ουδ. ελασματοποίηση. ПЛЮЩИЛЬНЫЙ επ. ελασματοποιητικός. ПЛЮЩИТЬ, -Щу, -ЩИШЬ р.δ.μ. μεταβάλλω μέ- μέταλλο σε έλασμα με σφυρηλάτηση. Ι) μετατρέ- μετατρέπομαι σε έλασμα. ♦ПЛЯЖ, -а α. αμμουδιά παράλια, η πλαζ. ПЛЯЖНЫЙ επ. της αμμουδιάς. пляс, -а α. βλ. пляска. плясание, -я ουδ. (παλ.) βλ. пляска. плясать, пляшу, пляшешь,- μτχ. ενστ. пля- пляшущий ρ.δ. χορεύω (συνήθως για λαϊκούς χο- χορούς)' поёт и -ет τραγουδάει και χορεύει. II μτφ. αναπηδώ, τρέμω, ανακινούμαι. II εκφρ. - перед кем-л. γαλιφίζω, κολακεύω, λιβανίζω. ПЛЯСка, -И θ. χορός, χόρεμα. II εκφρ. святого Вйтта ή Виттова - η χορεία (πάθηση). ПЛЯСОВОЙ επ. 1 χορευτικός. 2 ουσ. -ая θ. μουσική ή τραγούδι χορού. ПЛЯСун, -а α., -ЬЯ, -И θ. χορευτής,-τρία.
пне 87 по пневматика, -И θ. (φυσ.) μηχανική πεπιε- σμένου αέρα. пневматический επ. με πεπιεσμένο αέρα. ♦пневмограф, ~а α. πνευμογράφος, πνευμονο- γράφος. *ΠΗβΒΜΟΚΟΚΚ, -а α. πνευμονόκκοκος, πνευμο- νοβακτηριδιο. ♦пнеВМОНЙЯ, ~И θ. πνευμονία. пнуть, пну, пнёшь р.σ. βλ. пинать. ПО πρόθ.Ι. (με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση)· είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει απο το ουσιαστικό στην πρόθεση·, π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши). 1 (με δοτ.)· σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης· επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ. ГЛЯДИТЬ ПО голову χαϊδεύω στο κεφάλι" гулять ПО ули- улицам κάνω περίπατο στους δρόμους" ударить по СТОЛу кулаком · χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι· ПО краям дороги στις άκρες του δρόμου. II ε- εναντίον, κατά· стрельба гитлеровцев по безо- безоружным ЛЮДЯМ πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων. II μέσα, εντός, ото, στον, στην κ.τ.τ. ХОДИТЬ ПО комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο* гулять по саду κάνω πε- περίπατο στον κήπο. II (επανάλειψη ενέργειας)· στον, στην κ.τ.τ. бегать по знакомым γυρί- γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς· ХОДИТЬ по теа- театрам συχνάζω στα θέατρα. 2 (για διεύθυνση)" κατά· ИДТИ ПО ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)· ИДТИ ПО Течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα. II επί, σύμφωνα· με" ИДТИ ПО Следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού. 3 κατά, σύμφωνα με· уё- хать ПО совету врача φεύγω κατά τη συμ- συμβουλή του γιατρού· по Образцу κατά το παρά- παράδειγμα" ПО силам κατά τις δυνάμεις" УВО- УВОЛИТЬСЯ по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου" разложить ПО Сортам ταξινομώ κατά είδη* ПО МОДе κατά τη μόδα· ПО правилу σύμφωνα με τον κανόνα. II με, απο, εκ, εξ" ОН женился ПО ЛЮбВЙ αυ- αυτός παντρεύτηκε με αγάπη. II απο, εκ" СУДИТЬ ПО внешности κρίνω απο την εξωτερική εμφά- εμφάνιση" знаю по книгам, по газетам γνωρίζω α- απο τα βιβλία, τις εφημερίδες. II κατά, ως προς· добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα" учитель ПО профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα; II (για σχέσεις) πατά, απο, εκ", брат ПО матери ομομήτριος αδερφός" брат ПО ОТЦу ομοπάτριος αδερφός" рОДСТВен- НИКИ ПО матери συγγενείς απο τη μητέρα. 4 με, απο, διά" отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)" ГОВОРИТЬ ПО телефону μιλώ απο το τηλέφωνο· передать по радио μεταδίνω απο το ράδιο" ориентировать- ΠΟ компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα. 5 ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο·. ПО недосмо- недосмотру απο απροσεξία· отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασ&ένειας· ошибаться ПО рас- сёянности κάνω λάθος απο αφηρεμάδα·· ПО Щ)И- вычке απο συνήθεια. 6 για, δια, προς,μεσκο— πό· отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών. II επί, στον, στην κ.τ.τ. чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (.ελληνορωμαϊκής) πάλης. II (για τομέα σφαίρα έκτασης)· στον, στην κλπ., του, της κλπ. приказ ПО ПОЛку δ ιαταγή του συντάγματος· по фабрикам И за- ВОдам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια. 7 (με ουσ. στον πλθ.)· κατά· κάθε" Гулять ПО утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί-ПО праздникам (κατά) τις γιορτές· заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα· ЦЫПЛЯТ ПО Осени считают (παρμ.) τα πουλάκια το Φθινό- • πώρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γα- γαμπρό) · приеду ПО весне θα έρθω κατά την Α- Ανοιξη· по десятому■году στο δέκατο χρόνο. 8 απο· ПО стаканчику απο ένα ποτηράκι· ПО ру- рублю за штуку απο ένα ρούβλι το κομμάτι· ПО одному απο ένα (στον καθένα)· ПО разу απο μια φορά (ο καθένας). II για· ТОСКЭ ПО рОДИ- Ηθ νοσταλγία για την πατρίδα· ТОСкать ПО детям νοσταλγώ τα πα<διά. Π. με αιτ. 1 ως, έως, μέχρι· ПО колено ως το γόνα" ВОЙТИ В воду ПО ПОЯС μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση· СЫТ ПО горло χορτάτος ως το λαιμό. II ως και, μέχρι και" прочитать С первой ПО чет- четвёртую Главу διαβάζω απο το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο· С детских Лет "ПО день его смерти απο τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα τοαι θανάτου του" по сей день μέχρι αυτή τη μέρα· по сегодня ως τα σήμερα. 2 (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)· απο, στον, στην κ.τ.τ. Сидеть ПО Другую Сторону СТОЛа κάθομαι απο το άλλο μέρος του τραπεζιού" ПО левую руку απο το αριστερό χέρι. 3 για· ХОДИТЬ по грй- бы πηγαίνω για μανιτάρια" СХОДИТЬ ПО ВОДУ πηγαίνω για νερό. ΐ£. με προθετική" 1 μετά, ύστερα, έπειτα απο' С ПОЛГОда ПО Смерти 0Т- ца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα. 2 για· скучать ПО отце νοσταλγώ τον πατέρα. 3 κατά, σύμφωνα προς· (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)* ПО НИХ κατ' αυτούς. II εκφρ. ПО мне κατ' εμένα (κατά τη γνώμη μου, - την άποψη μου)* ПО дороге στο δρόμο, καθ' οδόν. ПО... πρόθεμα. Ι. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: 1 απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθ- βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, по- покраснеть κλπ. 2 περιαγωγή της ενέργειας ως
поа поб το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять. 3 ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: ПОблагода- рЙТЬ, ПОГЛЯдёть, Попросить κλπ. 4 ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, ПОГОВО- ПОГОВОРИТЬ, поработать, посидеть κλπ. 5 αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать. 6 (μόνο απο р.6. με επιθέματα ~ЫВа-, ~ИВа- κ. -ва-)· ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή ε- πανάλειψης: поглядывать, похаживать, почи- почитывать. 7 ενέργεια μειωμένης έντασης· μι- μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: ПОЗОЛО- ПОЗОЛОТИТЬ, помазать, попудрить. 8 επέκταση της ε- ενέργειας σε όλα ή· μερικά αντικείμενα: ПОПЭ.- дать, помёрзнуть, попрятать. 9 βαθμιαία ε- ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ. II σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, по- познакомиться, понравиться, поцеловаться. II. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία: 1 κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный. 2 αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный. 3 ανα- αναφερόμενη για το καθένα απο τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα. III. Κατά το σχηματι- σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών : ΠΟ- мёньше, помоложе, постарше. В'. Χρησιμοποι- Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσια- ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: ПО- ПОВОЛЖСКИЙ, пограничный, побережье, подорож- подорожник. V. Σε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει ε- επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, ПО-русски, ПО-гречески. VI. Σε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστίχούσα με τη γνώμη ή επι- επιθυμία (κάποιου)· по-моему, по-твоему, по- своему κ. τ. τ. Поалеть р.σ. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος. Поартачиться р.σ. δυστροπώ για λίγο βλ. κ. артачиться. ПОахаТЬ р.σ. φωνάζω για λίγο αχ! ωχ!. побагроветь р.σ. βλ. багроветь. ПОбаиВаТЬСЯ р.δ. βλ. бОЯТЬСЯ με σημ. λι- λιγάκι" για λίγο. побалагурить ρ.σ. 3λ. балагурить και με σημ. για λίγο χρόνο. побалакать р.σ. ( δ ιαλκ.). φλυαρώ, πολυλογώ. Побаливать, -ает р.δ. πονώ λίγο ή κατά διαστήματα· ГОЛОВа -ает το κεφάλι μου πονεί λίγο ή πότε—ποτέ. побаловать р.σ. 1 περιποιούμαι, ικανοποιώ, κάνω τα χατήρια, προσφέρω περιποίηση· προ- προσέχω, κοιτάζω (για ένα χρονικό διάστημα). 2 ασχολούμαι με κάτι χάρη διασκέδασης. II -СЯ 1 3λ . баловаться. 2 ασχολούμαι για διασκέδαση. Побалтывать р.δ. 1 ανακατώνω λίγο ή πότε- πότε. 2 αιωρώ, κουνώ. побарабанить р.σ. χτυπώ, κρούω πάνω σε κά- κάτι* - В стекло κρούω το τζάμι σαν σε τύ- τύμπανο* - пальцами ПО СТОЛУ χτυπώ τα δάχτυλα στο τραπέζι (σαν σε τύμπανο). Побарахтаться р.δ. σφαδάζω, σπαρταρώ,κυ- σπαρταρώ,κυλιέμαι, σπαράζω (για ένα χρον. διάστημα). Побасёнка, -И θ. διηγηματάκι διδακτικό ή ανεκδοτικού χαρακτήρα. II επινόημα, παραμύ- παραμύθι, μύθευμα. побаска, -и θ. (απλ.) βλ. побасёнка. ПОббГ1, -а α. 1 δραπέτευση, απόδραση·- ИЗ плена δραπέτευση απο την αιχμαλωσία* - ИЗ тюрьмы απόδραση απο τη φυλακή. 2 (παλ.) φυ- φυγή, υποχώρηση άταχτη. побег1; -а α. βλαστός, -τάρι* - от корня η παραφυάδα· разводить ~ами πολλαπλασιάζω με καταβολάδες. побегать р.σ. τρέχω (για ένα χρον. διά- διάστημα) . ПОбегушка, -И α. и. θ. μικρός ακόλουθος, κοπέλι, τσιράκι. побегушки, -шек α. (απλ.) τρεξίματα. II εκφρ. быть на -ах α) εκτελώ θελήματα, πα- ραγγελλίες. β) μτφ. είμαι υποχείριο ή υπο- υποπόδιο των ποδών, ανδρείκελο, πιόνι. победа, -Ы θ. νίκη* блестящая - λαμπρή νί- νίκη* - над врагом νίκη κα^ά του εχθρού* СПОр- тивная ~ αθλητική νίκη* торжествовать (праз- ДНОВаТЬ) ~у πανηγυρίζω (γιορτάζω) τη νίκη* одержать -у κατάγω νίκη* νικώ. II επιτυχία* производственные ~Ы επιτυχίες στην παραγωγή. II κατάκτηση (γυναίκας απο ά,ντρα ή και α- αντίθετα). II εκφρ. пиррова - νίκη του Πύρρου (καταστροφική νίκη). "победит, -а α. το καρβίδιο. победитель, -Я α., -ница, -Ы θ. νικητής, -ήτρια* ВЫЙТИ -лем βγαίνω νικητής* -ей не судят τους νικητές δεν τους δικάζουν (ό,τι και να έπραξαν συγχωρείται). победительный επ. (παλ.) βλ. победоносный. ПОбедиТОВЫЙ επ. καρβιδίου· απο καρβίδιο. ПОбеДИТЬ, -ДИШЬ, πα6. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟ- беждённый, β.ο: -дён, -дена, -дено р.σ. νι- νικώ· - врага νικώ τον εχθρό· - В 6ОЮ νικώ στη μάχη· - Ε СПОРТИВНЫХ СОреВНОВаНИЯХ νικώ στα αγωνίσματα. II μτφ. υπερνικώ· - страх νι- νικώ το φόβο· - препяствия, трудности υπερνι- υπερνικώ τα εμπόδια, τις δυσκολίες. II μτφ. κατα- καταχτώ, αιχμαλωτίζω' - Сердце красавицы κατα- καταχτώ την καρδιά μιας καλλονής. ПОбёдНЫЙ1επ. 1 νικητήριος· επινίκιος· марш νικητήριο εμβατήριο· θούριος. 2 νικη- νικηφόρος. II εκφρ. ДО -ОГО конца ως την τελική
поб 89 поб νίκη. ПОбедныЙ2επ. δυστυχής, -μένος, δύστυνος, δύσμοιρος, κακόμοιρος, φτωχός, κακότυχος. ПОбедонОСНО επίρ. νικηφόρα. победоносный επ., βρ: -сен, -сна, -оно νι- νικηφόρος, τροπαιούχος, -χοφόρος· ~ая Война о νικηφόρος πόλεμος· -ые войска νικηφόρα στρα- στρατεύματα. ПОбехалость, -И θ. (χημ., τεχ.) ποικιλό- χροια μετάλλων. Побежалый επ. (χημ., τεχ.) ποικιλόχρωμος. побежать, -бегу, -бежишь, -бегут р.σ. 1 αρχίζω να τρέχω, να πηλαλώ, να καλπάζω' ξε- ξεκινώ· τρέχω" κατευθύνομαι τροχάδην, πηγαίνω τρεχάτος. II το βάζω στα πόδια, τρέπομαι σε φυγή. 2 αρχίζω να κινούμαι (για άψυχα). II φέρομαι, άγομαι, κινούμαι γρήγορα (για σύν- σύννεφα, καπνό κ.τ.τ.). II μεταδίνομαι, ξαπλώ- ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχους). II σχηματίζο- σχηματίζομαι· παράγομαι· круги -ЛИ ПО Воде κύκλοι σχηματίστηκαν στο νερό. 3 ρέω, χύνομαι, τρέ- τρέχω. 4 περνώ, διαβαίνω, διαρρέω γρήγορα (για χρόνο) . побеждать р.δ. βλ. победить. ПОбёжка, -И θ. το τρέξιμο· ο τρόπος του τρεξ ίματος. побелеть ρ.σ. ασπρίζω, γίνομαι άσπρος· - как ПОЛОТНО ασπρίζω σαν το χασέ (κιτρινίζω, γίνομαι σαν το κερί)· - ОТ страха κιτρινίζω, χλωμιάζω απο το φόβο· ВОЛОСЫ -ЛИ τα μαλ- μαλλιά άσπρισαν. ПОбелиТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟ- белённый, βρ: -лён, -лена, -лено ασπρίζω, ασβεστώνω. побелка, -И θ. άσπρισμα, ασβέστωμα. ПОберёжнЫЙ επ. παράκτιος, παραθαλάσσιος, παραλιακός. побережье, -Я ουδ. παραλία, γιαλός, ακρο- ακρογιαλιά, -λι, περιγιάλι" ακτή. поберечь р.σ.μ. φυλάσσω, διαφυλάσσω* δι- διατηρώ, συντηρώ· προσέχω (απο βλάβη)* φρο- φροντίζω, κοιτάζω, προφυλάσσω· -ГЙ деньги φύ- φύλαξε τα χρήματα· -Ги своё здоровье κοίταξε (πρόσεξε)την υγεία σου. И -СЯ φυλάγομαι, προ- προφυλάσσομαι, προσέχω. побеседовать р.σ. συνομιλώ, κουβεντιάζω για λίγο. побесйть(ся) ρ.σ. βλ. бесйть(ся) και με σημ. για λίγο. побеспокоить ρ.σ.μ. βλ. беспокоить. II ~ся βλ. СеСПОКОИТЬСЯ και με σημ. για λίγο. побивать(ся) р.δ. βλ. побйть(ся). побираться р.δ. ζητιανεύω, διακονεύω, ε- επαιτώ. побирашка, -и α.κ.θ. (απλ.) βλ. побирушка. Побирушка, -И α.κ.θ. (απλ.) ζητιάνος, δια- κονάρης, ζήτουλας, επαίτης. ПОбИТЬ, -бью, -бьёшь, προστκ. ПОбёй р.σ. μ. 1 χτυπώ, δέρνω. 2 καταφέρω νικηφόρα χτυ- χτυπήματα* - врага χτυπώ τον εχθρό. II νικώ στο αγώνισμα, στο παιγνίδι. 3 θανατώνω, σκοτώ- σκοτώνω, φονεύω. II καταστρέφω (για θεομην ίες, πα- παγωνιές, πλημμύρες κ.τ.τ.). 4 σπάζω, θραύω. 5 χαλνώ, βλάπτω χτυπώντας. II εκφρ. побей (меня) бог (απλ.) να με τιμωρήσει ο θεός(ως όρκος). II -СЯ 1 χτυπιέμαι· ЯбЛОКИ -ЛИСЬ τα μήλα χτυπήθηκαν. 2 θραύομαι, σπάζω· Π0- суда -Лась τα αγγεία έσπασαν. 3 μτφ. κατα- βάλλω μεγάλες προσπάθειες για να κατορθώσω κάτι. II εκφρ. - Об заклад (παλ.) βάζω στοί- στοίχημα. поблагодарить р.σ.μ. ευχαριστώ· ευγνωμο- ευγνωμονώ* - за внимание ευχαριστώ για την προσοχή. ПОблажать ρ.δ. (παλ.) φέρνομαι πολύ επι- εικά. поблаженствовать р.σ. ευδαιμονώ, ευημερώ για λίγο χρόνο. ПОблажка, -И θ. μεγάλη επιείκεια. Побледнеть ρ·σ. χλωμιάζω, κιτρινίζω, ω- ωχριώ. Поблёклый επ. μαραμένος· ~ цветок μαραμέ- μαραμένο λουλούδι. поблёкнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. поблёк, -ла, -ЛО μαραίνομαι. II ξεθωριάζω. поблёскивать κ. поблёскивать, -ает р.δ. λαμπυρίζω, μαρμαίρω' σπινθηρίζω. ПОбЛеСТётЬ βλ. блестеть και με σημ. για λίγο χρόνο. ПОбЛИЗОСТИ επίρ. πλησίον, σιμά, κοντά. поблистать р.σ. βλ. поблестеть. поблуждать р.σ. βλ. блуждать και με σημ. για λίγο χρόνο. к ПОбОЖИТЬСЯ ρ.σ. ορκίζομαι στο θεό, λέγω „μα το θεό". ПОбОИ, -ев πλθ. χτυπήματα σωματικά* απο- αποτυπώματα χτυπημάτων. ПОбОИЩе, -а ουδ. 1 (παλ.) μάχη φον ική, μα- μακελειό. 2 καβγάς μεγάλος, αιματηρός. ПОбОКу επίρ. (απλ.) στην άκρη, κατά μέ- μέρος, στη μπάντα. поболеть1 ρ.σ. 1 αρρωσταίνω, ασθενώ. 2 α- ανησυχώ, φροντίζω, πονώ, ενδιαφέρομαι. поболеть2, -ЛИТ ρ.σ. πονώ (για ένα χρ. δι- διάστημα) · голова -ла с утра, а к вечеру про- прошла το κεφάλι μου πόνεσε απο το πρωί, όμως κατά το βράδυ μου πέρασε. поболтать1 ρ.σ. βλ. болтать1. поболтать2р.σ. βλ. болтать2. ПОбОр, -а α. φόρος βαρύς, ασήκωτος. поборник, -а α., -ница, -Ы θ. υπερασπι- υπερασπιστής, -ίστρια, προασπιστής, πρόμαχος, υπέρ- υπέρμαχος* - МЙра И свободы υπερασπιστής της
поб 90 пов ειρήνης και. της ελευθερίας. ПООорОТЬ, -борю, -борешь ρ.σ.μ. 1 κατα- βάλλω, νικώ" επικρατώ,·κατισχύω, υπερισχύω, υπερνικώ. 2 καταδαμάζω, κατανικώ, καταστέλ- καταστέλλω, υποτάσσω, καταπνίγω (για πάθη κ.τ.τ.). II εκφρ. - себя κυριαρχώ στον εαυτό μου, συ- συγκρατώ τον εαυτό μου (για αίσθημα, επιθυμία). II -СЯ αγωνίζομαι, παλεύω για ένα χρ. διά- στη μα. ПОбОЧНЫЙ επ. 1 επουσιώδης, δευτερεύων;~ая роль δευτερεύων ρόλος· ~ое обстоятельство περιστατικό δευτερεύουσας σημασίας. II πλά- πλάγιος" -ые родственники πλάγιοι συγγενείς. II πάρεργος· συμπληρωματικός· -ые ДОХОДЫ τα τυχερά" - продукт συμπληρωματικό προϊόν. 2 εξώγαμος, νόθος· - СЫН-εξώγαμος γιος. ПОбОЯТЬСЯ ρ.σ. φοβούμαι λίγο" διστάζω. пображнивать р.σ. (παλ.) μεθώ, γλεντώ για λ ί γο. Побранивать р.δ. μαλώνω, επιπλήττω, βρί- βρίζω πότε-πότε ή λίγο. II -СЯ μαλώνω, κ,αβγα- δίζω, τσακώνομαι πότε-πότε ή λίγο. побранить(оя) ρ.σ. βλ. бранйть(ся). побрасывать р.δ. ρίχνω, πετώ πότε-πότε. побрататься р.σ. 1 γίνομαι (πιάνομαι) α- δεφοποιτός. 2 συναδερφώνομαι. ПОбраТИМ, -а α. συναδερφωμένος. II αδερφο- ποιτός, σταυραδερφός, βλάμης. побратимство, -а ουδ. αδερφοποίηση. ПО-братски επίρ. αδερφικά. побрать ρ.σ.μ. (απλ.) παίρνω (πολύ, πολ- πολλούς) . побрезгать ρ.σ. αηδιάζω, σιχαίνομαι. II εκφρ. не -айте μη σιχαίνεστε (δοκιμάστε). побрезговать р.σ. βλ. побрезгать. побренчать, -чу, -чйшь р.σ. κροταλίζω λί- λίγο (για διασκέδαση). побрести ρ.σ.μ. βλ. брести. побрйть(ся) р.σ. βλ. брить(ся). Побродить1 р.σ. βλ. бродить1 (για λίγο). побродить2 ρ.σ. βλ. бродить2, (για λίγο). побродяга, -и α. (παλ.) βλ. бродяга. побросать ρ.σ.μ. 1 ρίχνω, πετώ (όλα· άτα- άτακτα) . 2 εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ (όλα,'πολ- λά κλπ.). 3 ρίχνω (για ένα χρον. διάστημα). побрызгать(ся) р.δ. βλ. брызгать(ся) για ένα χρον. διάστημα. побрызгивать р.δ. βλ. побрызгать. побрюзжать ρ.σ. βλ. брюзжать με σημ. για λίγο χρόνο. побрякать ρ.σ. βλ. брякать και με σημ. για λίγο χρόνο. Побрякивание, ~Я ουδ. κροτάλισμα. побрякушка, -И θ. κρόταλο· καστανιέτα. II μτφ,- ψ ιλοπράγματα, μικροπράγματα, μπιχλιμπί- μπιχλιμπίδια. побудительный επ. κινητήριος·ερεθιστικός, παρακινητικός" προτρεπτικός, παρορμητικός, παροτρυντικός" ~ая причина το κίνητρο1 ελα- ελατήριο (δράσης), ωθόν αίτιο. побудить1, -уяу, »УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побуженный, βρ: -жен, -а, -о δ.σ.μ. 1 ξυπνώ, αφυπνίζω. 2 ξυπνώ (όλους, πολλούς). 3 (κυνηγ.) σηκώνω το θήραμα(απο το λόζιο). побудить2, -ужу, -удишь κ. (απλ.) -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побуждённый, βρ: -Дён, -дена, -дено ρ.σ.μ. παρακινώ, παρορμώ, πα- παροτρύνω, σπρώχνω, εξωθώ, προτρέπω. побудка, ~И θ. 1 ξύπνημα, αφύπνιση· διέ- διέγερση απο τον ύπνο. 2 το εγερτήριο (σάλπισμα). побуждать ρ.δ. βλ. побудить2· II -СЯ παρα- παρακινούμαι, παροτρύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Побуждение, -Я ουδ. προτροπή, παρακίνηση, παρόρμηση, παρότρυνση· εξώθηση, σπρώξιμο" το κίνητρο* ИЗ ЛИЧНЫХ -ИЙ απο προσωπικά κίνη- κίνητρα· корыстные -я ιδιοτελή κίνητρα. ПОбурёлый επ. φαιός, σταχτής, τεφρός, γκρί- ζιος. побуреть, -ёет ρ.σ. γίνομαι φαιός κλπ. επ. βλ. побурелый. побывальщина, ~Ы θ. (απλ.) αληθινή ιστο- ιστορία, πραγματικότητα, γεγονός. побывать ρ.σ. 1 επισκέπτομαι· πηγαίνω,πε- ριοδεύω. 2 συμμετέχω, παίρνω μέρος· - В ВОЙ- нё παίρνω μέρος στον πόλεμ*. 3 παραμένω"μέ- παραμένω"μένω, κάθομαι. ПОбЫВка,-И θ. επίσκεψη της γενέτειρας, της πατρίδας (κυρίως κατά την άδεια). ПОбЫТЬ, -6УДУ, -будешь, παρλθ. χρ. ПОбЫЛ, -ла, побыло, προστκ. побудь ρ.σ. βλ. побы- побывать C σημ.). ПОВадить, -ажу, -аДИШЬ ρ.σ.μ. μαθαίνω, συ- συνηθίσω, εξοικειώνω. II -СЯ μαθαίνω, συνηθί- συνηθίζω, εξοικειώνομαι· кошка -лась в чулан ла- лазить η γάτα συνήθισε να χώνεται στο κελάρι· -лея кувшин по воду ходить, тут ему и голову ПОЛОЖИТЬ πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μα κάποτε θα σπάσει. II γίνομαι βαρε- βαρετός επισκέπτης. Повадка, -И θ. έθιμο, συνήθεια, ζακόνι. 2 ανοχή, μακροθυμία· давать -у ανέχομαι. повадливый επ., βρ: -лив, -а, -О ικανός, με κλίση, με τάση. повадно επίρ. (απλ.) καλά, ευχάριστα, εύ- εύκολα. II εκφρ. чтобы не 0ЫЛО - για να του κο- κοπεί η όρεξη ή ο βήχας (για να μην το ξανα- νει). поваживать1 р.δ. βλ.повалить. поваживать2ρ·δ. οδηγώ πότε-πότε. ПОВажнёть, -ею, -ёешь ρ.σ. (απλ.) σοβα- σοβαρεύομαι, σοβαροποιούμαι. Поважничать ρ.σ. σοβαρεύομαι λίγο.
пов 91 пов повалить*, -алго, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поваленный, βρ: -лен, -а, -О р.σ.μ. κα- καταρρίπτω, γκρεμίζω* ανατρέπω· σπάζω. Ι|< ~СЯ καταρρίπτομαι, πέφτω κάτω, γκρεμίζομαι. повалить2, -алит ρ.σ. αρχίζω να ρίχνω, να πέφτω· -ЭЛИТ град αρχίζει να ρίχνει χαλάζι. повальный επ. μαζικός, ομαδικός, γενικός, καθολικός· - Обыск γενική έρευνα. повалять ρ.σ.μ. κυλώ' - В муке κυλώ στο αλεύρι· ~ В грязи κυλώ στη λάσπη. II απρόσ. κουνώ, ταράσσω (για θάλασσα). II -СЯ κυλιέ- κυλιέμαι* - на траве κυλιέμαι στη χλόη. II ξα- ξαπλώνω, κάθομαι ξαπλωμένος* κείτομαι. ПОВаНЯВаТЬ, -аеТ ρ.δ. μυρίζω άσχημα, βρω- μάω. ПОВаплевныЙ επ. (παλ.) βαμμένος, χρωματι- χρωματισμένος. II εκφρ. гроб - απ' έξω κούκλα κι απο μέσα πανούκλα ή απ' έξω μπέλα-μπέλα κι απο μέσα δεν ωφέλα (για υποκριτή)· (είναι α- απο το Ευαγγέλιο). ПОВар, -а, πλθ. -а α. μάγειρας. Поваренный επ. μαγειρικός,της μαγειρικής' ~Οβ ИСКУССТВО η μαγειρική (τέχνη)" ~ая СОЛЬ μαγειρικό αλάτι· ~ая книга βιβλίο μαγειρι- μαγειρικής (τσελεμεντές). Поварёнок, -нка, πλθ. -рята, ~рят α. νεα- νεαρός βοηθός μάγειρα. ПОВарёшка, -И θ. η κουτάλα διανομής. поварить, -варю, -варишь ρ.σ.μ. βράζω για ένα χρον. διάστημα. II -ОЯ βράζω για ένα χρον. διάστημα. Повариха, -И θ. μαγείρισσα. Поварничать ρ.δ. (παλ.) μαγειρεύω. 11 κάνω (επαγγέλλομαι) το μάγειρα. ПОВарНЯ, -И θ. (παλ.) μαγειρείο, κουζίνα. Поварской επ. μαγειρικός· ~ая шапка η σκούφια του μάγειρα· ~0е ИСКУССТВО η μαγει- μαγειρική τέχνη· - НОЖ μαγειρικό μαχαίρι ή της κουζίνας' ~йе принадлежности τα μαγειρικά σκεύη. Повевать, -ает ρ.δ. φυσώ ελαφρά ή πότε- πότε. поведать р.σ. (γραπ. λόγος)· ανακοινώνω, γνωστοποιώ, γνωρίζω· ενημερώνω, κατατοπίζω. поведение, -Я ουδ. διαγωγή, συμπεριφορά· φέρσιμο. поведывать ρ.δ. βλ. поведать. ПОВеЗТИ р.σ. 1 μεταφέρω με μεταφορικό μέ- μέσο. 2 (απρόσ.) ευνοεί η τύχη. повелевать-аю,-аешь (με οργν.)ρ·δ. (γραπ. λόγος) διοικώ, διευθύνω, κουμαντάρω, κυβερ- κυβερνώ, διαφεντεύω. II βλ. повелеть. Повеление, -Я ουδ. (γραπ. λόγος)' διατα- διαταγή, προσταγή, κέλευσμα' εντολή· ПО -Ю коро- короля με βασιλική διαταγή. Повелеть, -лю, -ЛИШЬ р.σ. (γραπ. λόγος)· διατάζω, προστάζω, κελεύω. повелитель, -Я α., -ница, -Ы θ,αρχηγέτης, ηγήτορας, αρχηγός, ταγός, ιθύνων, καθηγεμό- νας· άναξ. ПОВеЛИТеЛЬНОСТЬ, -И θ. ύφος διατακτικό, προστακτικό. повелительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно προστακτικός, διατακτικός* επιτακτικός· ТОН επιταχτικός τόνος· - жест προστακτική χειρονομία* - ВИД ύφος προσταγής. II εκφρ. -ое Наклонение (γραμμ.) προστακτική έγκλιση. повенчать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повенчанный, βρ: -чан, -а, -О στεφανώνω. II -СЯ στεφανώνομαι. повергать(ся) ρ.δ. βλ. повёргнуть(ся). повергнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. (παλ.) повергнул, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. повергший κ. повергнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω" γκρεμίζω* - наземь ρίχνω καταγής· буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά* болезнь -ла его на по- стёль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρε- κρεβάτι. II μτφ. νικώ, συντρίβω. 2 οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)· эта весть -ла его в отчая- отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία. II εκφρ. - К СТОПЭМ КОГО (για υψηλή προσωπικό- προσωπικότητα) ■ υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά. II -СЯ 1 (παλ.) πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προ- προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς. 2 φέρομαι, οδη- οδηγούμαι, περιέρχομαι· - В отчаяние περιέρχο- περιέρχομαι σε απελπισία. поверенный επ. απο μτχ. 1 έμπιστος· εμπι- εμπιστευμένος. II εκφρ. - В делах (διπλμ.) επι- τετραμένος. ПОВержёние, -Я ουδ. (παλ.) εδαφιαία υπό- υπόκλιση, προσκύνηση, γονυκλισία. ПОВериТЬ р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.ΠΟΒέ- ренныЙ, βρ: -рен, -а, -о. 1 πιστεύω·- в по- победу πιστεύω στη νίκη. 2 εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη. 3 μ. (παλ.) ελέγχω, κάνω έλεγ- έλεγχο. 4 εκμυστηρεύομαι* - тайну εμπιστεύο- εμπιστεύομαι το μυστικό.  προστκ. повёрь(те) πίστε- πίστεψε, -έψτε. ПОВерка, -И θ. 1 έλεγχος· - ЗНаНИЙ έλεγ- έλεγχος των γνώσεων· - сложения έλεγχος πρόσθε- πρόσθεσης. 2 προσκλητήριο με κατάλογο· έλεγχος πα- παρόντων και απόντων вечёрная - βραδινό προ- προσκλητήριο. II εκφρ. На -у πραγματικά, αλη- αληθινά, όντως. повернуть, -ну, -НёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повёрнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 στρίβω, στρέφω, γυρίζω· - ключ В замке γυ- γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά· -ни налево στρίψε αριστερά· -НИ назад γύρισε πίσω·
пов 92 пов колесо στρέφω τον τροχό· - внимание μτφ. στρέφω την προσοχή' ~ разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα. II -СЯ στρέφομαι, στρί- στρίβω, γυρίζω* ключ -лея В замке το κλειδί έ- έστριψε στην κλείδωνιά· он -лея лицом ко мне αυτός έστρεφε το πρόσωπο κατ' εμένα. II αλ- αλλάζω κατεύθυνση· дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή. II εκφρ. ЯЗЫК -ЛСЯ у КОГО τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου. поверочный επ. ελεγκτικός, του ελέγχου» για έλεγχο. ■ поверстать р.σ. βλ. верстать* повёрстный επ. κατά τα βέρστια, συμφωνάμε τα βέρστια· βλ. κ. λ. верста. 11 του βέρστιου· - СТОЛб στύλος-δείκτης βερστ'ίων. повертеть, -верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поверченный, βρ: -чен, -а, -о р.· σ.μ. στρέφω, στρίβω, γυρίζω (για ένα χρο- χρονικά διάστημα). II περιφέρομαι, στριφογυρίζω. Π χορεύω, φέρνω στροφές, στροβιλίζω. повёртывать(ся) ρ.δ. βλ. повернуть(ся). Поверх 1 (πρόθ. με γεν.) πάνω, επάνω, επί· πάνω απο· надеть плащ - шубы ντύνω το αδιάβροχο πάνω απο τη γούνα" смотреть - ОЧ- ОЧКОВ κοιτάζω πάνω απο τα ματογυάλια. 2 επίρ. υπεράνω, υπέρ, πάνω απο· пролетать - горы πετώ πάνω απο το βουνό. Поверхностно επίρ. επιφανειακά, επιπόλαια. П0ВерхН0СТН0СТЬ, -И θ. φαινομενικότητα, ε- επιπολαιότητα* επιφανειακός χαρακτήρας· επί- επίφαση . поверхностный επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1 επιφανειακός, επιπόλαιος· - СЛОЙ ПОЧВЫ επι- επιφανειακό στρώμα εδάφους* -ая рана επιπόλαιο τραύμα. 2 μτφ. ακροθιγής, αβαθής, ρηχός, α- νάρηχος, μπόσικος· -ые суждения επιπόλαιες κρίσεις* -ые знания επιπόλαιες γνώσεις, πασ- σαλείμματα. II στενόμυαλος· σχολαστικός, α- λόγιαστος, στενής αντίληψης. поверхность, -и θ. επιφάνεια· - земного Шара επιφάνεια της γήινης σφαίρας* гладкая - ομαλή (λε*α) επιφάνεια* плоская - επίπεδη επιφάνεια. II εκφρ. СКОЛЬЗИТЬ ПО -И επιλαμ- επιλαμβάνομαι επιφανειακά. поверху επ'ιρ. απο πάνω, απο το επάνω μέ- μέρος. II μτφ. επιφανειακά, επιπόλαια, ακροθι- ακροθιγώς, πάνω-πάνω, άκρες-άκρες. ПОВершИТЬ, -ШУ, -ШЙШЬ ρ.σ.μ. 1 (διαλκ.)* φτιάχνω το επάνω μέρος, την κορυφή (οικοδο- (οικοδομής, θημωνιάς κ.τ.τ.). 2 (παλ.) αποφασίζω.3 (παλ.) τελειώνω, αποπερατώνω. поверье, -ья, γεν. πλθ. ~рий, -рьям ουδ. δεισιδαιμονία' πρόληψη. Поверять р.δ. 1 ελέγχω. 2 εμπιστεύομαι, δίνω εμπιστοσύνη. II -СЯ 1 ελέγχομαι. 2 ε- εμπιστεύομαι . ПОВеса, -Ы α. (παλ.) σοκακιαρόπαιδο, αγυ- ιόπαις, χαμίνι, κακοήθης νέος, αλανάκι. повеселелый επ. κεφάτος, κεφελής, ευδιά-' θετός* χαρούμενος. повеселеть р.σ. γίνομαι εύθυμος, κεφά- κεφάτος, χαρούμενος. повеселить р.σ.μ. φαιδρύνω, ιλαρύνω, δίνω κέφι, διασκεδάζω, χαροποιώ. II -СЯ φαιδρϋ- νομαι, διασκεδάζω, γλεντώ. повесить(ся) ρ.σ. βλ. вёшать(сяI. Повесничать р.δ. (παλ.) αλητεύω,αγυρτενω. повествование, -Я ουδ. διήγηση, αφήγη- αφήγηση, εξιστόρηση. Повествователь, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. διη- διηγηματογράφος* ο διηγών, η διηγούσα. повествовательный επ. διηγηματικός, αφη- αφηγηματικός. ПОВеСТВОВаТЬ, -СТВуГО, -СТВуеШЬ р.δ. διη- διηγούμαι, αφηγούμαι, εκθέτω, ιστορώ, ανιστο- ανιστορώ* - подробно διηγούμαι λεπτομερώς. повести, -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. по- повёл, -вела, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ· поведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Поведённый, βρ: -ДёН, -дена, -дено р.σ. 1 βλ. вести. 2 σκεβρώνω. 3 κουνώ, κινώ' - бровями κουνώ τα φρύδια· - плечом κουνώ τον ώμο. II εκφρ. (и) глазом (бровью) не - αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε δίνω σημασία. II -ЙСЬ 1 βλ* вестись. 2 ανα- αναπτύσσω σχέσεις, δεσμούς, συνδέομαι, συνανα- συναναστρέφομαι, κάνω παρέα· С кем -ведёшься СТО- ГО И наберёшья (παρμ.) πες μου ποια είναι η συντροφιά σου να σου πω ποια είναι η αν- ανθρωπιά σου ή πες μου ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι. повестить, -вещу, -вестйшь р.σ.μ. (παλ.) ειδοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω, μηνώ. повестка, -И θ. 1 ειδοποίηση··ειδοποιητήριο· κλήση* πρόσκληση* - В суд ή судебная - δι- δικαστική κλήση. 2 η ημερήσια διάταξη. 3 σάλ- σάλπισμα, σινιάλο. II εκφρ. - ДНЯ βλ. .2 σημ. на -е дня ή на -у дня στη σειρά. повесть, -И, γεν. πλθ. -ей μικρό μυθι- μυθιστόρημα. II (παλ.) διήγηση, αφήγηση, εξιστό- εξιστόρηση. ΠΟΒβΤ, -а α. (παλ.) επαρχία (στην Ουκρα- Ουκρανία, Πολωνία). ПОВётрие, -Я ουδ. 1 (παλ.) επιδημία* συρ- συρμή. 2 μτφ. τακτικό (συνηθισμένο) φαινόμενο. повёть, -И θ. (διαλκ.) υπόστεγο (αγροτι- (αγροτικού νοικοκυριού). повечереть, -ёет р.σ. βραδιάζω, σουρουπώ- νω. повечеру επίρ· (παλ.) το βράδυ, το εσπέ- εσπέρας, βραδιάζοντας. повечерять ρ.σ. δειπνίζω.
пов 93 пов повещать р.δ. βλ. повестить. ПОВЕЯТЬ, -вёю, -веешь р.σ. φυσώ, πνέω ε- ελαφρά' -ЯЛ ветер φύσηξε αδύνατος άνεμος. II αρχίζω να φυσώ, να πνέω. II φυσώ, πνέω για λίγο χρόνο. ПОВЗВОДНО επίρ. κατά διμοιρίες. ПОВЗДОРИТЬ р.σ. μαλώνω, φιλονικώ, ερίζω. ПОВЗДЫХАТЬ р.σ. αναστενάζω για λίγο χρό- χρόνο. ПОВЗроолеТЬ р.σ. ηλικιώνομαι, μεγαλώνω. ПОВИВальннЙ επ. (παλ.) μαιευτικός*-ое ИС- ИСКУССТВО η μαιευτική. повивать р.δ. βλ. повить. ПОВИДать р.σ.μ. 1 βλέπω πολλά. II υποφέρω, τραβώ πολλά. 2 συναντώ, ανταμώνω, βλέπω. II -ОЯ βλέπομαι, συναντιέμαι, ανταμώνομαι. ПО-ВЙДИМОМу (παρνθ. λ.) όπως φαίνεται, κα- κατά τα φαινόμενα, όπως δείχνουν τα πράγματα. ПОВИДЛО, -а ουδ. μαρμελάδα, μπελντές. повизгивание, -Я ουδ. τσίριγμα, σκούζι- μο, ούρλιασμα, στριγγλοφώναγμα. повизгивать р.σ. τσιρίζω, στριγγλίζω, ουρ- ουρλιάζω* σκούζω (για λίγο χρόνο). повизжать р.σ. βλ. повизгивать. ПОВИЛИВать р.δ. κουνώ πέρα-δώθε* σείω* τα- ταλαντεύω λίγο. повилика, -и θ. κουσκούτη (επιστ.), α- μπελοκλάδι (λκ.). ПОВИЛЯТЬ р.σ. βλ. повиливать. II μτφ. υ- υπεκφεύγω, αποφεύγω. ПОВИНИТЬСЯ р.σ. παραδέχομαι το σφάλμα μου* ζητώ συγγνώμη. ПОВИННОСТЬ, -И θ. υποχρέωση, το χρέος-ΒΟ- ИНСкая - στρατιωτική θητεία· трудовая - υ- υποχρεωτική εργασία* дорожная - (παλ.) υπο- υποχρεωτική εισφορά συντήρησης οδών*Обществен- οδών*Общественные -и κοινωνικές υποχρεώσεις* городские -И αστικές υποχρεώσεις* рекрутская - νεο- συλλεξία (στρατολογία νεοσύλλεκτων)· подле- подлежащий -И φορολογήσιμος* отбывать воинскую - εκτελώ τη στρατιωτική θητεία. повинный επ., βρ: -винен, -вйнна, -вйнно; 1 ένοχος* φταίχτης* υπαίτιος* Я НИ В чём Не -ВЙнен δε φταίω σε τίποτε. 2 (πα'λ.) παρα- παραδεχόμενος (την ενοχή, το σφάλμα). 3 (παλ.) υποχρεωμένος* υπόχρεος* каждый гражданин -винен защищать своё отечество κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να υπερασπίζει την πα- πατρίδα του. II εκφρ. принести -уго, прийти с -ОЙ (ГОЛОВОЙ) έρχομαι,με σκυμμένο το κεφά- κεφάλι (παραδέχομαι την ενοχή μου, το σφάλμα μου). повиноваться, -нугось, -нуешься р.δ., παρλθ. χρ. σ. υπακούω, υποτάσσομαι, πειθαρχώ* беспрекословно υποτάσσομαι αναντίρρητα* - законам υπακούω στους νόμους* - приказанию υπακούω στη διαταγή* - рассудку υπακούω στο λογικό* - старшим υπακούω στους μεγαλύτε- μεγαλύτερους (πρεσβύτερους). повиновение, -Я ουδ. υπακοή, υποταγή* дер- жать В -И κρατώ σε υποταγή· - законам υπο- υποταγή στους νόμους* ВЫЙТИ ИЗ -Я δεν υπακούω, δεν υποτάσσομαι* безусловное - απόλυτη (τυ- (τυφλή) υποταγή. ПОВИНТИТЬ1, -Нчу, -НТЙШЬ р.σ.μ. στρέφω, στρίβω, γυρίζω λίγο* - гайку βιδώνω λίγο το παξιμάδι. ПОВИНТИТЬ2, -нчу, -НТЙШЬ р.σ. (χαρτπ.) παί- παίζω βιδωτό. повисать р.δ. βλ. повиснуть. повисеть, вишу, -ВИСИШЬ р.σ. κρέμομαι, ε- εξαρτιέμαι (για ενα χρον. διάστημα). ПОВИСЛЫЙ επ. (απλ.) κρεμαστός, -μάμενος. ПОВИСНУТЬ, -Ну, -НеШЬ, παρλθ. χρ. ПОВИС κ. ПОВЙСНул, -ла, -ЛО ρ.σ. 1 κρέμομαι, α- ναρτιέμαι. II απαγχονίζομαι. II λυγίζω, κά- κάμπτομαι προς τα κάτω, κρεμώ· ветви -СЛИ τα κλαδιά κρέμασαν. 2 αιωρούμαι (για πετούμε- πετούμενα). II κρέμομαι στον αέρα (για σύννεφα κλπ.), ПОВИТуха, -И θ. (παλ. κ. διαλκ.) πρακτική μαμή. ПОВИТЬ ρ.σ. βλ. ОбВЙТЬ ( 1 σημ.). II μτφ. καλύπτω, περιτυλίγω. II -0Я φτερουγίζω. повлажнеть, -ёет ρ.σ. υγραίνομαι. Повластвовать ρ.σ. εξουσιάζω, κυβερνώ για ένα χρον. διάστημα. * повлечь, -влеку, -влечёшь, -влекут, πάρλα χρ. Повлёк, -Влекла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. Повлёкший р.σ.μ. 1 (γραπ. λόγος) έλκω, τρα- τραβώ, σύρω* его -КЛЙ К воротам τον έσυραν ως την πύλη. 2 συνεπάγομαι, -συνεπιφέρω, έχω ως συνέπεια, ως επακόλουθο. II -СЯ έλκομαι, σύ- σύρομαι, τραβιέμαι. II (παλ.) πηγαίνω, κατευ- κατευθύνομαι . ПОВЛИЯТЬ ρ.σ. επιδρώ, επηρεάζω* επενεργώ. повод? -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. пово- поводья, -ьев α. χαλινό, -άρι, ηνίον* ОПуСТЙТЬ -ДЬЯ (κυρλξ. κ. μτφ.) αφήνω,χαλαρώνω τα χα- λινά. II εκφρ. быть на -у у КОГО είμαι υπο- υποχείριο ή πειθήνειο όργανο κάποιου. ПОВОД? -а , πλθ. ПОВОДЫ α. αφορμή, αρχικό αίτιο* πηγή, ρίζα* ~ ССОра αφορμή έριδας* - К ВОЙнё αφορμή πολέμου' дать - (κυρλξ. κ. μτφ.) δίνω αφορμή· ПО -у απ' αφορμή* без ВСЯКОГО -а χωρίς καμιά αφορμή· ПО ВСЯКОМУ -у για το παραμικρό, για το τίποτε, για του ψύλλου πήδημα. ПОВОДИТЬ1, -ВОЖу, -ВОДИШЬ ρ.σ. 1 μ. οόηγώ, κατευθύνω. 2 κινώ (πάνω σε επιφάνεια). ПОВОДИТЬ1; -ВОЖУ, -ВОДИШЬ р. 6. κουνώ,-κινώ. ПОВОДИТЬОЯ ρ.σ. με οργν. 1 έχω σχέσεις, συνδέομαι, κάνω παρέα, 2 (διαλκ.) βαγιου- λεύω, νταντεύω.
пов 94 НОВ ПОВОДОК, -дка α. χαλιναράκΐ" χαλινάρι. II περιδερίδα (κρίκος) πρόσδεσης ζώου. II· πετο- νιά, ορμιά. ПОВОДЫрь, -Я α. οδηγός (κυρίως τυφλών). II (απλ.) οδηγός (δρόμου σε άγνωστο έδαφος). повоевать,.-ВОЮЮ, -воюешь ρ.σ. 1 μάχομαι, πολεμώ (για ένα χρον. διάστημα). 2 μ. (παλ, κ. δ ιαλκ.)· (καθ)υποτάσσω, υποδουλώνω. ПОВОЗИТЬ, -ВОЖУ, -ВОЗИШЬ р.σ.μ. μεταφέρω, κουβαλώ (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ 1 περιφέρομαι, τριγυρίζω' στριφογυρίζω ανήσυ- ανήσυχα. 2 φροντίζω, μεριμνώ. ПОВОЗка, -И θ. κάρο· αμάξι· όχημα. ПОВОЗОЧНЫЙ επ. του κάρου, του αμαξιού. II ουσ. α,μαξάς. ПОВОЙНИК, -а α. (παλ.') κεφαλόδεμα ρωσίδας χωρικής. поволноваться р.σ. βλ. волноваться για λί- λίγο χρόνο. ПОВОЛОка, -И θ. μεμβράνα λεπτή. II εκφρ. глаза С -ОЙ μάτια περιπαθή. ПОВОЛОЧИТЬ, -ЛОЧу, -ЛОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поволоченный, βρ: -чен, -а,-о р. σ.μ. σέρνω, σύρω, τραβώ (για ένα χρον. διά- διάστημα). II αρχίζω να σύρω, να τραβώ. II -СЯ 1 σύρομαι, σέρνομαι, τραβιέμαι. 2 ερωτοτρο- πώ, κορτάρω, τραβιέμαι. ПОВОЛОЧЬ, -ЛОКУ, -ЛОЧёШЬ, -ЛОКуТ, παρλθ. χρ. ПОВОЛОК, -Ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 αρχίζω να σύρω, να τραβώ. 2 σέρνω, οδηγώ, τραβώ' его -КЛИ на допрос τον τράβηξαν για ανάκριση. II -СЯ 1 αρχίζω να σύρομαι, να τρα- τραβιέμαι. 2 μτφ. σέρνομαι, βαδίζω με δυσκο- δυσκολία. 3 ερωτοτροπώ", κορτάρω, τραβιέμαι. ПОВОЛЬНИЧать р.σ. θαρεύω, παίρνω θάρρος, ελευθεροστομώ. повольнодумствовать, -ствуго, -ствуешь р. σ. σκέφτομαι, ελεύθερα, ελευθεροστοχάζομαι. Поворачивание, -Я ουδ. στροφή, γύρισμα· ГОЛОВЫ στροφή του κεφαλιού. поворачивать ρ.δ. βλ. поворотить. II -ся 1 $λ. поворотиться. 2 εκτελώ γρήγορα, σβέλτα. поворовать р.σ. 1 κλέβω (για ένα χρον. δι- διάστημα). 2 (απλ.) κλέβω (πολλά, πολλούς). поворовывать ρ.δ. κλέβω πότε-πότε ή απο λ ί γο. ПОВОРОЖИТЬ р.σ. μαντεύω, προλέγω* μαγεύω, μαγγανεύω. поворот, -а α. 1 στροφή· στρίψιμο, γύρι- γύρισμα· - ВИНТа στρίψιμο τη-ς βίδας. 2 καμπή· - улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού. 3 μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετα- μετατροπή· коренной - ριζική αλλαγή" - В на- строёниях αλλαγή στις διαθέσεις" - К луч- лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο· Обра- Обратный - μεταστροφή. II εκφρ. ОТ ворот - ΠΟ- лучить παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο- ξηλωμένη. поворотить, -рочу, -ротишь р.σ. (παλ: κ. απλ.) βλ. повернуть. II -ся βλ. повернуться. ПОВОРОТЛИВОСТЬ, -и θ. σβελτάδα, γρηγορά- γρηγοράδα· ευκινησία. поворотливый επ., βρ: -лив, -а, -о σβέλ- σβέλτος, γρήγορος, ευκίνητος, πεταχτός. ПОВОРОТНЫЙ επ. 1 της στροφής, της καμπής. 2 μτφ. της αλλαγής, της μεταλλαγής, της τρο- τροπής" - пункт σημείο καμπής· - момент χρονι- χρονικό σημάδι στροφής· - день В нашей ЖИЗНИ ση- σημαδιακή μέρα στη ζωή μας. поворочать(ся) р.σ. βλ. ворочать(ся) με σημ. για λίγο χρον. διάστημα. поворошить р.σ.μ. αντιστρέφω, αναστρέφω, μεταγυρίζω λίγο. поворчать, -чу, -чишь р.σ. βλ. ворчать. повредить, -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повреждённый, βρ: -дён, -дена, -дено;. р.σ. 1 με δοτ. βλάπτω, προξενώ βλάβη, ζημιά· курение -ЙТ ЗДОРОВЬЮ το κάπνισμα θα βλά- βλάψει την υγεία. 2 μ. χαλνώ* - замок χαλνώ την κλείδωνιά. повреждать(ся) ρ.δ. βλ. повредить(ся). Повреждение, -Я ουδ. 1 βλάβη, ζημιά. 2 χά- χάλασμα* φθορά. Повременить ρ.σ. 1 καθυ*τερώ, βραδύνω, αρ- αργώ. 2 περιμένω, καρτερώ" -Йте, всё будет ГОТОВО περιμένετε, όλα θα είναι έτοιμα. Повременно επίρ. περιοδικά. II χρονικά. ПОВремеННЫЙ επ. 1 χρονικός, κατά χρονικό διάστημα, περιοδικός* -ые издания περιοδι- περιοδικές εκδόσεις. 2 με την ώρα ή με το χρόνο* -ая оплата πληρωμή με την ώρα· ~ая работа εργασία με την ώρα ή το χρόνο (ως αντώνυμο της έκφρασης με το κομμάτι). Повседневность, -И θ. το καθημερινό, το συνηθισμένο. повседневно επίρ. καθημερινά, ημερησίως. повседневный επ., βρ: -вен, -вна,-вао κα- καθημερινός, ημερήσιος· - труд η καθημερινή δουλειά" -ые заботы καθημερινές φροντίδες. повсеместно επίρ. παντού, πανταχού. повсеместный επ., βρ: -тен, -тна, -тно о πανταχού, γενικός· -ые ДОЖДИ γενική βροχή. Повсечасный επ. (παλ.) ωριαίος, ο γινόμε- γινόμενος κάθε ώρα. повскакать, -качет, -качем, ^начете р.σ. (για όλους, πολλούς) βλ. вскочить. повскакивать р.δ. βλ. повскакать. повставать, -тает, -таем, -аёте р.σ. (για όλους ή πολλούς) βλ. встать. Повстанец, -НЦа α. ο εξεγερμέμος" στασια- στασιαστής' κινηματίας.
пов 95 пов повстанческий επ. στασιαστικός, του εξε- εξεγερμένου· - отряд τμήμα εξεγερμένων -ое движение στασιαστικό κίνημα. повстать, -анет, -анем, -анете ρ.σ.(απλ,) βλ. повставать. повстречать р.σ. συναντώ, ανταμώνω. II ~СЯ συναντιέμαι, ανταμώνομαι. повсАщный επ. (παλ.) βλ. повсеместный. ПОВСВДУ επίρ. παντού, (α)πανταχοΰ. повтор, ~а α. βλ. повторение. повторение, -Я ουδ. επανάλειψη· - урока επανάλειψη του μαθήματος. II χρησιμοποίηση· ~ чужих СЛОВ χρησιμοποίηση ξένων λέξεων. II υποτροπή· - болезни υποτροπή της ασθένει- ασθένειας. II ομοιότητα. II (μουσ.) αναδρομή. повторительный επ. (παλ.) βλ. повторный. ПОВТОРИТЬ, -рю, ~рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повторенный, βρ: -рен, -а, -о н. повто- повторённый, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ.μ. επα- επαναλαβαινω, επαναλαμβάνω* επαναλέγω" - урок επαναλαβαινω το μάθημα* - ОЩИбку κάνω το ί- ίδιο λάθος· - СЛОВО В СЛОВО επαναλαβαινω λέ- λέξη προς λέξη* - вкратце επαναλαβαινω σύντο- σύντομα" -И эту фразу επανέλαβε αυτή τη φράση. Η αναπαράγω (ήχο, φωνή, σφύριγμα κ.τ.τ.)· α- αντηχώ. II -СЯ επαναλαβαίνομαι, επαναλαμβάνο- επαναλαμβάνομαι (ύστερα απο διακοπή)· συνεχίζομαι- ошиб- ошибки -ЛИСЬ τα λάθη επαναλήφτηκαν· разговор -лея η συνομιλία επαναλήφτηκε. II αναπαρά- αναπαράγομαι· αναδημιουργούμαι, επαναφέρομαι, επα- επανέρχομαι · ПОВТОРНО επίρ. επανειλημμένα* δις. ПОВТСрНОСТЬ, -И θ. επανάλειψη, δευτέρωση, ~μα· - преступления επανάλειψη του εγκλήμα- εγκλήματος. ПОВТОРНЫЙ επ. επαναλαμβανόμενος δεύτερη φορά· δεύτερος" - медицинский осмотр δεύτε- δεύτερη ιατρική εξέταση· ~ое Объяснение εξήγηση για δεύτερη φορά* ~ая пахота όργωμα για δεύ- ρη φορά, δευτέρωμα (διβόλι). ПОВТОряемОСТЬ, -И θ. επανάληψη. повторять р.δ. βλ. повторить. II -0Я επα- επαναλαβαινω· επαναλέγω, ξαναλέγω τα ίδια* πα- λιλογώ. ПОВЫбегать ρ.σ. (για πολλούς, όλους) βλ. выбежать. повыбежать р.σ. βλ. повыбегать. повыбивать р.σ.μ. βλ. повыбить. повыбираться р.σ. βλ. повыбраться. повывезти р.σ.μ. (για όλους, πολλούς) βλ. вывезти. ПОВЫВервуть р.σ.μ. (για όλα, πολλά) βλ. вывернуть. повывёртывать р.σ. βλ. повывернуть. повывести р.σ.μ. (για όλους, πολλούς) βλ. вывести. повывестись р.σ. (για όλους, πολλούς) βλ. вывестись. повыводить р.σ.μ. βλ. повывести. повыводиться р.σ. βλ. повывестись. повывозйть р.σ.μ. βλ. повывезти. ПОВЫГЯать р.σ.μ. (για όλους, πολλούς) βλ. выгнать. повыгонять р.σ.μ. βλ. повыгнать. повыгребать р.σ.μ. βλ. повыгрести. повыдергать р.σ.μ. (για όλα, πολλά) βλ. выдергать. повыдёргивать р.σ.μ. βλ. повыдергать. повыйти ρ.σ. βλ. повыходить. повылавливать р.σ.μ. βλ. повыловить. повылезать р.σ. βλ. повылезти. ПОВЫЛезти р.σ. (για όλους, πολλούς) βλ. вылезти. ПОВЫЛОВИТЬ р.σ.μ. (για όλα, πολλά) βλ. ВЫЛОВИТЬ. повымереть ρ.σ. (για όλους, πολλούς) βλ. вымереть. повымерать р.σ. βλ. повымереть. ПОВЫСИТЬ, -ышу, -ЫСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повышенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. ι υψώνω" ανυψώνω, ανεβάζω* ~ цену ανεβάζω την τιμή· ~ ГОЛОС υψώνω τη φωνή. II αυξαίνω, α- αναπτύσσω, μεγαλώνω, δυναμώνω· - производи- производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της δουλειάς' - интерес αναπτύσσω το ενδια- φέρο* ~ требования μεγαλώνω τις απαιτήσεις* - знания πλουτίζω τις γνώσεις. 2 προάγω, προβιβάζω (στην υπηρεσία)* - В должности προάγω στο βαθμό. II -СЯ 1 υψώνομαι, ανεβαί- ανεβαίνω, ανέρχομαι. II αυξαίνω, αυξάνομαι, ανα- αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω. 2 προάγομαι (υπηρεσιακά). • повыскакать р.σ. (απλ.) βλ. выскакать^а όλους, πολλούς). повыскакивать р.σ. βλ. повыскочить.. ПОВЫСКОЧИТЬ р.σ. (για όλους, πολλούς) βλ. выскочить. повысыпать р.σ. (για όλους, πολλούς) ε- εξέρχομαι, βγαίνω ομαδικά* ξεχύνομαι. повытаскать ρ.σ.μ. (για όλους, πολλούς)βλ. вытащить. повытащить р.σ.μ. βλ. повытаскать. ПОВЫТЧИК, -а α. (παλ.) δικαστικός" διεκ- διεκπεραιωτής δικαστικών υποθέσεων. ПОВЫТЬ р.σ. βλ. ВЫТЬ (για ένα χρονικό δι- διάστημα) . ПОВЫХОДИТЬ р.σ. (για όλους, πολλούς) βγαί- βγαίνω, εξέρχομαι' παντρεύομαι* βλ. κ. ВЫЙТИ. повышать ρ.δ. βλ. повысить. II ~ся βλ. по- повыситься . ПОВНшёние, -Я ουδ. (αν)ύψωση· ανέβασμα, αύξηση* άνοδος· - цен άνοδος των τιμών*
пов 96 пог требований αύξηση των απαιτήσεων ή διεκδι- διεκδικήσεων - Голоса ύψωση της φωνής. II προαγω- προαγωγή· получить - ПО службе παίρνω προαγωγή, προάγομαι στην υπηρεσία. II ύψωμα, υψηλή το- τοποθεσία. повышенный επ. απο μτχ. (αν)υψωμένος· αυ- αυξημένος" ανεβασμένος· -ое кровяное давление ανεβασμένη πίεση του αίματος (υπέρταση)· Го- Говорить -ЫМ ГОЛОСОМ μιλώ με υψωμένη τη φω- φωνή (μεγαλόφωνα). повядать, -ает р.δ. βλ. повянуть. ПОВЯЗаХЬ ρ.σ.1 δένω* φορώ· - кушак δένω το ζωνάρι· - косынку на шею δένω το τριγω- τριγωνικό κεφαλομάντηλο στο λαιμό· - фартук φορώ την ποδιά. II τυλίγω, κουκουλώνω. 2 πλέκω για λίγο χρόνο. II -СЯ δένω το κεφάλι μου· δένο- δένομαι" φορώ. II τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, ПОВЯЗКа, -И θ. 1 κεφαλόδεσμος, κεφαλοπάνι. 2 περιβραχιόνιο· - дежурного περιβραχιόνιοτου εφημερεύοντα. 3 επίδεσμος· ПОЛОЖИТЬ -у επι- δένω' снимать -у βγάζω τον επίδεσμο. повязывать(ся) р.δ. βλ. повязать(ся). повянуть р.σ. βλ. завянуть. погадать р.σ. βλ. гадать A, 2 σημ.). погалдеть ρ.σ. (απλ.) βλ. галдеть για έ- ένα χρονικό διάστημα. ПОГанец, -НЦа α. (απλ., υβρ.) παλιάνθρω- πος, πρόστυχος, παλιοτόμαρο, κάθαρμα, μαγά- Ρας. поганить(ся) р.σ. (απλ.) βλ. осквернйть- (ся). ПОГаНКа, ~И θ. 1 μανιτάρι μη φαγώσιμο (δη- (δηλητηριώδες). 2 είδος κόλυμβου (μη φαγώσιμου λόγω άσχημης μυρουδιάς). 3 βρωμογύναικα, πα- λιογυνα'ικα, πρόστυχη, μαγάρα. ПОГаННЫЙ επ., βρ: -ган, -а, -О. 1 μη φα- φαγώσιμος, δηλητηριώδης· - Гриб μη φαγώσιμο μανιτάρι. 2 άχρηστος, ακατάλληλος, για πέ- πέταγμα, για τα σκουπίδια. 3 αισχρός, σιχαμε- σιχαμερός, βρωμερός, απαίσιος. II παλιός, φθαρμέ- φθαρμένος· -ое ружьё παλιοντούφεκο* -ое Пальто παλιοπανωφόβι. 4 αντιχριστιανικός" -аЯ Вера παλιοθρησκεία (μη χριαστιανική)· ПОГаНЬ, -И θ. (απλ., αθρσ.) βρωμιές', αι- αισχρότητες, αίσχη, παλιανθρωπιές. погасание, -Я ουδ. 1 σβέση, σβήσιμο, κα- κατάσβεση· - ОГНЯ σβήσιμο της φωτιάς. II μτφ. εζάλειψη, απάλειψη, απόσβεση· КОМИССИЯ -Я ДОЛГОВ επιτροπή απόσβεσης χρεών. погасать р.δ. βλ. погаснуть. погасить р. σ. μ. 1 βλ. погаснуть A,2 ση μ.). 2 μτφ. αποσβήνω, εξαλείφω, απαλείφω" - за- ДОЛЖНОСТЬ εξαλείφω το χρέος. погаснуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. погас, -ла, ~ло р.σ. 1 σβήνω· папироса -ла το τσιγάρο έσβησε· лампа -ла η λάμπα έσβησε. 2 εξασθενίζω, χάνομαι" взор погас η ζωηρότη- ζωηρότητα του βλέμματος έσβησε" -ул день έσβησε η μέρα (σουρούπωσε). II μτφ. εξαφανίζομαι, χά- χάνομαι· -ли мои мысли έσβησαν οι σκέψειςς μου. 3 μτφ. φθίνω, λιώνω-, αργοπεθαίνω. погашать р.δ. βλ. погасить Bστ,μ.). II -ся σβήνω, -ομαι, εξαλείφομαι, απαλείφομαι. Погашение, -Я ουδ. απόσβεση· εξάλειψη, α- απάλειψη· - ДОЛГОВ απόσβεση των χρεών. погашенный επ. απο μτχ. (απο)σβησμένος· - вексель αποσβησμένο γραμμάτιο. Погектарный επ. κατά εκτάριο· ~ая оплата πληρωμή με το εκτάριο. погибать р.δ. βλ. погибнуть. погибель, -и θ. (παλ. κ. απλ.) βλ. гибель. II εκφρ. βλ. στη λ. гнуть. погибельный επ. (παλ. κ. απλ.) βλ. ПОГИ- бельный. ПОГИбНуТЬ, -Ну, -НеШЬ, παρλθ. χρ. ПОГИб, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. погибший р.σ. 1 βλ. гибнуть. 2 πεθαίνω. II πέφτω, σκοτώνο- σκοτώνομαι, φονεύομαι' ОН -йб В войне αυτός σκοτώ- σκοτώθηκε στον πόλεμο. ПОГИбШИЙ επ. απο μτχ. ξεπεσμένος ηθικά, ε- ξαχρειωμένος. II ουσ. πεσών вечная память -ИМ αιώνια η μνήμη στους πεσόντες. погладить р.σ.μ. βλ. гладить. поглаживать ρ.δ.μ. χαϊδεύω πότε-πότε. поглазеть р.σ. (απλ.) ^λ. глазеть. поглодать, -ОЖу, -ОжеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглоданный, βρ: -дан, -а, ~о р.σ.μ. 1 τραγανίζω, μασώ κάτι τραγανό. 2 βλ. ГЛО- дать A σημ.). ПОГЛОТать р.σ.μ. καταπίνω. Поглотитель, -Я α. απορροφητήρας· απομυ- ζητήρας. ПОГЛОТИТЬ, -ОЩу, -ОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. 1 (παλ.) καταπίνω· καταβροχθίζω. 2 κα- καταχωνιάζω· ρουφώ" его -ЛО море τον κατάπιε η θάλασσα. II απορροφώ" - влагу απορροφώ υ- υγρασία" губка -ла воду το σφουγγάρι απορρό- απορρόφησε το νερό. II μτφ. απασχολώ &Τ& идея -ла его всего αυτή η ιδέα' τον απορρόφησε κυρι- κυριολεκτικά. II μτφ. αφομοιώνω· καταβροχθίζω· - МНОГО КНИГ καταβροχθίζω πολλά βιβλία. 3 α- απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο. || -ся καταπίνο- καταπίνομαι· καταβροχθίζομαι. II απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. поглощать(ся) р.6. βλ. поглотйть(ся). поглощение, -Я ουδ. 1 κατάποση, καταβρόχ- καταβρόχθιση. 2 (κυρλξ. к. μτφ.) απορρόφηση. ПОГЛУМИТЬСЯ р.σ. κοροϊδεύω, εμπαίζω, πε- περιπαίζω, περιγελώ. поглупеть р.σ. μωραίνομαι, αποβλακώνομαι. ПОГЛЯДение, -Я ουδ. κοίταγμα, παρατήρηση.
пог 97 пог поглядеть, ~ЯЖу, -ЯДИШЬ р.σ. 1 κοιτάζω,, βλέπω· - С удивлением βλέπω με θαυμασμό. 2 επιβλέπω, επιτηρώ* - за детьми κοιτάζω τα παιδιά. II μτφ. δίνω προσοχή, προσέχω. 2 μό- μόνο 1? πρόσωπο εν κ. к. πλθ. ~жу, -ДЙМ θα ι- ιδώ, θα κοιτάξω (θα σκεφτώ) πριν επιχειρήσω. II εκφρ. как (Я) ~жу, (-ИМ) όπως μου φαίνε- φαίνεται, όπως συμπεραίνω, όπως βλέπω. II -СЯ κοι- κοιτάζομαι· - В зеркало κοιτάζομαι στο-1 καθρέ- καθρέφτη, καθρεφτίζομαι. ПОГЛЯДЫВаТЬ р.δ. βλέπω, κοιτάζω πότε-πότε, ρίχνω ματιές" - ПО сторонам ρίχνω ματιές ο- ολούθε. II επιβλέπω, επιτηρώ. погнать(ся) р.σ. βλ. гнать(ся). ПОГНёваТЬСЯ р.σ. (παλ.) θυμώνω, οργίζο- οργίζομαι (για ένα χρον. διάστημα). ПОГНИТЬ, -иёт, παρλθ. χρ. -ил, ~ла, -лор. σ. σαπίζω, σήπομαι (για όλα, πολλά). ПОГНОИТЬ, -НОЮ, -НОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. погноённый, βρ: -оён, -оена, -оено ρ.σ. μ. σαπίζω (για όλο, πολύ). ПОГНУТОСТЬ, -И θ. καμπυλότητα, κυρτότητα. погнутый επ. απο μτχ. λυγισμένος, κυρτω- κυρτωμένος, γυριστός. погнуть(оя) р.σ. βλ. гнуть(ся). погнушаться р.σ. βλ. гнушаться. поговаривать р.δ. επαναλέγω, ξαναλέγω, ε— παναλαβαίνω τα ίδια. II (συνήθως ως απρόσ.) λέγομαι, φημολογούμαι, διαδίδομαι, κοινολο- κοινολογούμαι. ПОГОВОРИТЬ р.σ. συνομιλώ, κουβεντιάζω. ПОГОВОрка, -И θ. γνωμικό, απόφθεγγμα, ρη- ρητό· ПОСЛОВИЦЫ И -И παροιμίες και γνωμικά. ПОГОВОРОЧНЫЙ επ. γνωμικός, αποφθεγγματι- κός, ρητός· ~ое выражение αποφθεγγματική έκφραση (ρητό). ПОГОГОТаТЬ р.σ. βλ. ГОГОТаТЬ (για ένα χρο- χρονικό διάστημα). ПОГОда, -Ы θ. καιρός' дождливая - βροχε- βροχερός καιρός· Перемена ПОГОДЫ αλλαγή του και- καιρού· предсказание -ы πρόβλεψη του καιρού" прекрасная ~ θαυμάσιος καιρός' - ЩЮЯСНЯ- ется о καιρός ξεκαθαρίζει" бурная - θυελλώ- θυελλώδης καιρός* В дурную -у σε άσχημο καιρό" ΟΤ- вратйтельная - απαίσιος καιρός· улучшение -Ы καλυτέρευση του καιρού" ~ портится о καιρός χαλάει· переменчивость -ы εναλλαγή του καιρού. 11 εκφρ. делать -у αφήνω εποχή. ПОГОДИТЬ, -гожу, -годишь ρ.σ. 1 περιμένω, καρτερώ" ~жу ещё две-три минуты θα περιμέ- περιμένω ακόμα δυό-τρ'ια λεπτά" -й(те) περίμενε, -μένετε (λέγεται και με σημ. απειλής). II εκφρ. немного ПОГОДЯ μετά απο λίγο. ПОГОДКа, -И θ. καιράκος. ПОГОДНЫЙ1 επ· καιρικός" -ые УСЛОВИЯ και- καιρικές συνθήκες. ПОГОДНЫЙ2επ. ετήσιος, χρονιάτικος. ПОГОДОК, -ДКа α. διαφορά ενός χρόνου γέν- γέννησης, (για αδερφό, -ή)" ОНИ -И αυτοί έχουν διαφορά ηλικίας ενός χρόνου. II ενός χρόνου μεγαλύτερος μου, -ρή μου. ПОГОЖИЙ επ. καλός" ευνοϊκός· *-ие ДНИ κα- καλές μέρες" -ее время καλός καιρός. ПОГОЛОВНО επίρ. ολικώς, ολοσχερώς· все - όλοι ανεξαιρέτως, παντάπασι, απαξάπαντες. ПОГОЛОВНЫЙ επ. 1 κατά κεφαλήν, κατά κεφά- κεφάλια, κατά μονάδα, κατ' άτομο· -счёт Скота μέτρημα των ζώων κατά κεφάλια. 2 γενικός, καθολικός· σύσσωμος· -ая мобилизация γενι- γενική επιστράτευση (πανστρατιά). ПОГОЛОВЬе, -я ουδ. (για ζώα)· ο συνολικός αριθμός, το σύνολο* конское ~ колхоза το σύνολο των αλόγων του κολχόζ" - овец το σύ- σύνολο των προβάτων. поголодать р.σ. (για λίγο χρόνο) βλ. го- голодать. ПОГОЛОСИТЬ р.σ. (παλ. κ. απλ.) βλ. ГОЛО- ГОЛОСИТЬ (για ένα χρον. διάστημα). поголубеть, -ёет р.σ. γαλαζιώνω· γίνομαι πιο γαλάζιος. ПОГОН, -а α. επωμίδα. ПОГОННЫЙ επ. του μήκους" ~ метр μέτρο μή- μήκους. ПОГОНЩИК, -а α. ζωηλάτης" - КОЗ γιδάρης· - КОрОВ γελαδάρης" - МуЛОВ (ή ЛОШакОВ) η- μιονηγός, ημιονηλάτης, μουλαράς' αγωγιάτης" ~ СЛОНОВ ελαφαντηλάτης· - ВОЛОВ βουηλάτης, βουκόλος· - ОСЛОВ ονηλάτης, ονηγός" - Вер- бЛГОДОВ καμηλάτης, καμηλιέρης, καμηλοδηγός. ПОГОНЯ, -И θ. 1 καταδίωξη, καταδιωγμός, κυ- νήγημα, καταδρομή, κατατρεγμός" ПУСТИТЬСЯ В -Ю αρχίζω την καταδίωξη. 2 διώκτης ή ομά- * ι ι · > δα διωκτών, κυνηγός, -οι. 3 μτφ. κυνήγημα, επιδίωξη* - за прибылью κυνήγημα του κέρ- κέρδους· - за Славой το κυνήγημα της δόξας. . ПОГОНЯЛКа, -и θ. (απλ.) βουκέντρα" το κέ- ντρον (όργανο παρόρμησης ζώων). ПОГОНЯТЬ1 ρ.σ.μ. κεντρίζω, σαλαγώ, οδηγώ, βιάζω, αναγκάζω να τρέξει. II μτφ. υποχρεώ- υποχρεώνω, εξαναγάζω, πιέζω; σφίγγω. II -СЯ οδηγού- οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОГОНЯТЬ2 р.σ.μ. βλ. ПОГОНЯЬ1 (για λίγο). - лошадь на корде βγάζω το άλογο στη βοσκή με την τριχιά (δεμένο). II -СЯ επιδιώκω, ε- επιζητώ, κυνηγώ. погорать ρ.δ. βλ. гореть (ΐ,2σημ.). ПОГОРДИТЬСЯ р.σ. υπερηφανεύομαι. ПОГОреваТЬ р.σ. βλ. Горевать (για ένα χρο- χρονικό διάστημα), ПОГОрёлеЦ, -ЛЬЦа α. πυροπαθής" ПОМОЩЬ -цам βοήθεια στους πυροπαθείς. ПОГорёлый επ. (παλ.) καμένος" - лес καμέ-
пог 98 пог νο δάσος. II πυροπα,θής* ~ые жители πυροπα- θείς κάτοικοι. погореть, -рю, -рйшь р.σ. 1 βλ. гореть. 2 καίγομαι, πυρπολούμαι (για όλο, πολύ)" де— рёвня -ла το χωριό κάηκε. II καταστρέφομαι α- πο την πυρκαγιά, γίνομαι πυροπαθής. 3 ξη- ξηραίνομαι· цветы В саду -ЛИ τα λουλούδια στον κήπο κάηκαν. 4 σαπίζω, ανάβω" мокрое сё- но ~ло В стогу το βρεγμένο (υγρό) χόρτο στη θημωνιά σάπισε. 5 καίγομαι (για ένα χρονι- χρονικό διάστημα). 6 μτφ·. την παθαίνω. ПОГОРЯЧИТЬСЯ ρ.σ. εξάπτομαι, ανάβω, αρπά- αρπάζομαι, αψωνω. ПОГОСТ, -а α. 1 νεκροταφείο αγροτικό. 2 (παλ. κ. απλ.) εκκλησία με νεκροταφείο. II (διαλκ.) εκκλησία με περιτειχισμένο προαύλιο. погостевать, -тгага, -тгаешь р.σ. (διαλκ.) βλ. погостить. ПОГОСТИТЬ р.σ. φιλοξενούμαι (για ένα χρο- νικό διάστημα). ПОГОСТНЫЙ επ. του νεκροταφείου κλπ. ουσ. пограбить р.σ.μ. βλ. грабить. пограничник, ~а α, συνοριακός φρουρός, α- ακρίτας. пограничный επ. 1 συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος, παραμεθόριος* - город μεθοριακή πόλη* ~ая зона παραμεθόρια ζώνη* ~ая СТра- жа μεθοριακή φρουρά· - инцидент μεθοριακό επισόδειο' -ые войска στρατεύματα της με- μεθόριου ή του συνοριακού τομέα· - знак συνο- συνοριακός δείκτης· - район παραμεθόρια περιο- περιοχή. 2 του συνοριακού φρουρού' ~ая форма η στολή του συνοριακού φρουρού. погреб, -а, πλθ. -а α. 1 υπόγειο· αποθή- αποθήκη. II (παλ.) υπόγειο κρασιού. 2 υπόγεια τα- ταβέρνα. погребальный επ. πένθιμος· επικήδειος'νε- επικήδειος'νεκρώσιμος· - ЗВОН πένθιμη κωδωνοκρουσία'-ое шествие ή -ая процессия πομπή, κηδεία* Обряд νεκρώσιμη ακολουθία* -ые ДрОГИ η νε- νεκροφόρα· - марш πένθιμο εμβατήριο. погребать ρ.δ. βλ. погрести1. И -ся θάβο- θάβομαι, ενταφιάζομαι. погребение, -Я ουδ. ενταφιασμός, ταφή,θά- ταφή,θάψιμο* κηδεία. ПОГребеЦ, -бца α. (παλ.) μικρό κινητό πρα- πρατήριο. ПОГребИНа, -ы θ. ο χώρος πάνω απο το υπό- υπόγειο. погребной επ. υπόγειος, του "υπόγειου· -ая Сырость η υπόγεια υγρασία' - запах η μυρου- μυρουδιά του υπόγειου. ПОГребОК, -бка α. (παλ.) υπόγεια ταβέρνα. погреметь р.σ. βλ. греметь (για ένα χρον. διάστημα). погремушка, -И θ. κουδουνίστρα (παιδικό -παιγνίδι) . погрести1, -ебу, -ебёшь, παρλθ. погрёб, по- погребла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОГребён- НЫЙ, βρ: ~бён, -бена, -бено р.σ.μ. ενταφι- ενταφιάζω, θάβω. Π μτφ. κρύβω· τηρώ μυστικά, κα- καλύπτω με μυστήριο. погрести? -ебу, -ебёшь, παρλθ. χρ. по- погрёб, -грёбла, ~ЛО ρ.σ. κωπηλατώ (για ένα χρον. διάστημα). погреть ρ.σ. θερμαίνω, ζεσταίνω (για ένα χρον. διάστημα). II -0Я θερμαίνομαι, ζεσταί- 'νομαι (για ένα χρον. διάστημα). погрешать р.δ. βλ. погрешить A σημ.). погрешить, ~шу, -шишь ρ.σ. 1 (γραπ. λό- λόγος) * αμαρταίνω* σφάλλω* πέφτω σε παράπτω- παράπτωμα" αμαρταίνω για ένα χρον. διάστημα. 2 κά- κάνω αμαρτία (άδικα κατηγορώ, συκοφαντώ κ.τ.τΟ· погрешность, -И θ. σφάλμα, λάθος, αμαρ- αμαρτία* αστόχημα. II μειονέκτημα, ατέλεια, έλ- έλλειψη (για μηχανισμό, συσκευή κ.τ.τ.). ПОГРОЗИТЬ ρ.σ. απειλώ, φοβερίζω. II -СЯ α- απειλούμαι, φοβερίζομαι. погром, -а α. 1 καταστροφή, όλεθρος, χα- χαμός, εξολόθρευση. 2 διωγμός πολιτικών αντι- αντιπάλων, πογκρόμ* еврейские -мы '.τα πογκρόμ κατά των Εβραίων. ПОГрОМНЫЙ επ. του πογκρόμ, που καλεί σε πογκρόμ* -ая речь λόγος που καλεί σε πο- πογκρόμ. II επιθετικός* ~£я статья επιθετικό άρθρο (κατά κάποιου). ПОГрОМШИК, -а α. διώκτης, σφαγιαστής· μέ- μέτοχος ή οργανωτής πογκρόμ. погромыхать ρ.σ. βλ. громыхать (για λίγο χρον. διάστημα). погромыхивать р.δ. βλ. громыхать (πότε- βότε) . погрохотать ρ.σ. βλ. грохотать (για ένα χρον. διάστημα). ПОГрубёлЫЙ επ. σκληρός, τραχύς. погрубеть ρ.σ. σκληραίνω, τραχύνομαι. погружаться) р.δ. βλ. погрузйть(ся). погружение, -Я ουδ. (κατα)βύθιση, καταπό- καταπόντιση, κατάδυση. погрузись ρ.σ.μ. 1 βυθίζω, ποντίζω, εμβα- εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)' - В ВОДУ βυθίζω στο νερό* - ноги В песок βυθίζω τα πόδια, στον άμμο. II κατέχομαι (απο βαρύ αίσθημα)* смерть матери -ла его в скорбь о θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη. II μτφ. ρί- ρίχνω, εμβάλλω· - В тьму βυθίζω στο σκο- σκοτάδι· - В СОН βυθίζω στον ύπνο. II μτφ. απορροφώ; 2 φορτώνω· επιβιβάζω" μπαρκάρω·- мешки В телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμά- αμάξι" - полк В вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια" - пароход μπαρκάρω το ατμό- ατμόπλοιο. II -СЯ (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ.
пог 99 под р. ενεργ. φ. - В ВОДУ βυθίζομαι στο νερό· город -ЛСЯ В темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάόι· - В размышления βυθίζομαι σε σκέ- σκέψεις· - В отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση. II επιβιβάζομαι. II φορτώνομαι. погрузка, -И θ. φόρτωση, -μα' - угля φόρ- φόρτωση κάρβουνου· - ЯЩИКОВ φόρτωση κιβωτίων. II επιβίβαση· μπαρκάρισμα* - войск В эшело- эшелоны επιβίβαση στρατευμάτων σε συρμούς· - на СУДНО μπαρκάρισμα (φόρτωση) σε σκάφος. ПОГРУЗОЧНЫЙ επ. φορτωτικός, της φόρτωσης· -ые работы φορτωτικές εργασίες· -ая машина φορτωτική μηχανή, φορτωτής. 'ПОГРУЗЧИК, -а α. φορτωτική μηχανή, φορτω- φορτωτή ρας μηχανικός. ПОГруОТИТЬ ρ.σ. βλ. Грустить (για ένα χρ. διάστημα). погрустнеть р.σ. θλίβομαι, μελαγχολώ, γί- γίνομαι μελαγχολικός (για ένα χρον. διάστημα). ПОГрыз, -а α. (κυνηγ.) δάγκωμα, -ματιά α- πο άγριο ζώο· ЛИСИНЫЙ - δαγκωματιά αλεπούς. ПОГРЫЗТЬ ρ.σ.μ. 1 βλ. грызть A σημ.) για ένα χρον. διάστημα. 2 τρωγαλίζω (όλα, πολ- πολλά) . II χαλνώ δαγκώνοντας. II -СЯ (για ζώα) · αλληλοτρώγομαι. II μαλώνω, φιλονικώ, ερίζω, τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά. погрязать р.δ. βλ. погрязнуть. погрязнуть, -ну, -гнешь, παρλθ. χρ. погряз, -ла, -ЛО р.σ. βυθίζομαι., βουλιάζω, χώνομαι" КОЛёса -ЛИ В ГЛИНе οι τροχοί βούλιαζαν στη λάσπη. II μτφ. περιπίπτω· μπαίνω" - В долгах καταχρεώνομαι· - В разврате εκφυλίζομαι τε- τελείως· - В невежестве βυθίζομαι στην αμά- αμάθεια. погубитель, -Я α., -ница, -Ы θ. καταστρο- καταστροφέας· βασανιστής, τύραννος, δυνάστης· πνί- πνίχτης, σφάχτης. погубить р.σ. βλ. губить. Погудеть р.σ. βλ. гудеть (για ένα χρονικό διάστημα). ПОГудка, -И θ. (διαλκ.) μελωδία, μοτίβο. II τραγούδι" старая - на НОВЫЙ лад (παρμ.) πα- παλαιό τραγούδι ανανεωμένο. ПОГуливать ρ.δ. 1 περιπατώ, κάνω περίπα- περίπατο, βόλτες, σουλατσάρω. 2 γλεντώ πότε-πότε. ПОГуЛдтЬ р.σ. βλ. гулять (για ένα χρονικό διάστημα). Погустеть, -ёет р.σ. πυκνώνω, πηχτώνω, πή- πήζω, γίνομαι πυκνός, πηχτός. ПОД1, ~а α. βυθός, πάτος φούρνου, θερμά- θερμάστρας. ПОД κ. ПОДО (πρόθεση). Ι. με αιτ. (για κί- κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.). 1 με σημ. τοπική· αποκάτω, κάτω απο,υπό· по- поставить чемодан ~ кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω απο το κρεβάτι· ХОДИТЬ - ДОЖДЬ βαδίζω με βροχή. 2 (για κατάσταση)· με τα р. ВЗЯТЬ, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ. ВЗЯТЬ - контроль παίρνω κάτω απο τον έλεγχο· ОН попал - машину τον πάτησε το αυτοκίνη- αυτοκίνητο · - арест υπό κράτηση· - угрозу υπο ή με την απειλή· отдать - суд δίνω στο δικαστή- δικαστήριο· отдать - власть παραδίνω στην εξουσία. 3 (για τόπο, χώρο)· κίνηση προς κάτι* πλη- πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς· перевести семыЬ Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα. 4 (με σημ. χρονική)· κοντά, σιμά, κα- κατά· την προηγούμενη, την παραμονή· - ВОС- кресёнье κατά την Κυριακή* - праздник κο- κοντά τη γιορτή· - рождество κοντά τα Χριστού- Χριστούγεννα· - НОВЫЙ ГОД την παραμονή της Πρωτο- Πρωτοχρονιάς· - вечер κατά το βράδυ' - утро κατά το πρωί* ему ~ сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια). 5 (για ήχο) με, υπό' με τη συνοδεία· - шум κάτω απο τον θόρυβο" аплодисменты κάτω απο τα χειροκροτήματα· Петь - Гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας. 6 (προορισμό)· για· бутылка - МОЛОКО μποκά- λι για γάλα" Склад - ОВОЩИ αποθήκη λαχανι- λαχανικών. 7 σαν, εν είδη, με μορφή, κατ' απομί- απομίμηση· - орёх απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώ- (χρώματος) · - мрамор κατ' απομίμηση μάρμαρου. II (για όργανο, εργαλείο)· με* остричь - маши- Нку κουρεύω με τη μηχανή. Β με, επί" Выдать - расписку δίνω με υπογραφή· - честное СЛО- СЛОВО με λόγο τιμής. II. με οργν. (για αντικεί- αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.). 1 κάτω απο■ СТОЯТЬ Навесом στέκομαι κάτω απο το υπόστεγο· СИ- дёть - деревом κάθομαι κάτω απο το δέντρο· - небесным СВОДОМ κάτω απο τον ουράνιο θόλο • (στο ύπαιθρο). II (για επίδραση)· κάτω απο · - огнём противника κάτω απο τα πυρά του εχ- εχθρού. 2 (για κατάσταση, εκτέλεση)" - руко- руководством партии κάτω απο την καθοδήγηση του κόμματος· - турецким ИГОМ κάτω 'απο τον τούρκικο ζυγό. II με· - замком με κλειδωνιά" - КЛЮЧОМ με το κλειδί. 3 (αιτία)" λόγω, έ- ένεκα· με τη συνέπει,α· υπό· - действием те- тепла με την επίδραση της θερμότητας· - ТЯ- жестью λόγω της βαρύτητας. 4 (γιαευρισκό- να πράγματα, πρόσωπα κλπ.)· πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς· жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα* бЙТВа - МОСКВОЙ η μάχη κοντά στη Μόσχα. 5 (προορισμό)· για· банка - вареньем βάζο για γλυκό" склад - ОВОЩЭМИ αποθήκη λα- λαχανικών" поле - клевером το τριφυλλοχώρα:- φο. 6 με, υπό" судно - греческим флагом σκά- σκάφος με ελληνική σημαία" - псевдонимом με το ψευδώνυμο" - Именем με το όνομα· - названи- ем με την ονομασία. II με· - соусом με σάλ- σάλτσα. II με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ.
под 100 под με· я хочу знать что вы понимаете ■ - эти- этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέζεις. ПОД..., ПОДО..., ПОДЪ... (πρόθεμα).. ϊ,Χρη- σιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: 1 κατεύθυνση της ενέργειας· κίνη- κίνηση απο κάτω προς τα πάνω: подбросить, под- подпрыгнуть. 2 α) ενέργεια απο τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, под- подтечь, β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть. 3 επέ- επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, ПОДМОЧИТЬ, ПОДШИТЬ. 4 πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти. 5 επι- πρόσθεση· συμπλήρωση: подлить, подмешать. 6 ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη*П0Д- Лечиться, подсохнуть. 7 κρυφή ενέργεια*, под- глядёть, подговорить, подкараулить, подслу- подслушать. 8 ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, под- подпевать, подыграть. Е. Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με ση- σημασία: 1 τοποθετημένος ή ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный. 2 τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, под- тропики. 3 υποδιαίρεση· τμήμα: подкласс, Подразделение. 4 αρμοδιότητα, σφαίρα δρά- δράσης: поднадзорный, подопытный,, подследствен- подследственный. 5 κατωτερότητα· αντί..., υπο... ПОДПО- ПОДПОЛКОВНИК, подмастерье. 6 παρομοιότητα: ПОД- лёщик, подгруздь. ПОДавальПШК, -а α., -ца, ~Ы θ. μεταδότης, -τρία* ~ сырья μεταδότης υλικών - СНОПОВ δεματοδότης στάχεων· - бетона τσιμεντοδό- της. II (μόνο θ. -ЦЭ) η σερβιτόρα. ПОДавание, -я ουδ. δόσιμο. II σερβίρισμα. подавать ρ.σ.μ. 1 βλ. подать. 2 σερβίρω- - горячий суп σερβίρω ζεστή σούπα, ι 3 υπαγορεύω χαμηλόφωνα (το ρόλο στον ηθοποιό). II εκφρ. - признаки ЖИЗНИ δίνω σημεία ζωής. II -СЯ 1 βλ. Податься. 2 δίνομαι· σερβίρομαι. ПОДаВЙТЬ ρ.σ.μ. 1 πιέζω, πατώ· θλίβω. 2 (για όλα, πολλά)· συνθλίβω, συμπιέζω,,πατώ* σπάζω. 3 (κατα)πνίγω, καταστέλλω· - мятеж καταστέλλω τη στάση. II μτφ. (συγ)κρατώ, υ- υπερνικώ, βαστώ, καταπίνω* - ВЗДОХ συγκρατώ τον αναστεναγμό· - страх υπερνικώ το φόβο* - боль βαστώ τον πόνο. 4 μτφ. καλύπτω, σκε- σκεπάζω· επισκιάζω. 5 επιβάλλομαι, καταπλήσ- καταπλήσσω· - авторитетом επιβάλλομαι με το κύρος- - всех своим исключительный успехом κατα- καταπλήσσω όλους με την εξαιρετική επιτυχία μου. 6 λυπώ, θλίβω. II -СЯ 1 πνίγομαι· - рыбНОЙ КОСТЬЮ πνίγομαι με ψαροκόκκαλο. 2 μτφ. κο- κομπιάζω, πνίγομαι, μπουχτίζω. подавление, ~я ουδ. κατάπνιξη, καταστολή- - мятежа καταστολή της στάσης. подавленность, ~И θ. θλίψη, λύπη, στενο- στενοχώρια* ψυχικός πόνος. Подавленный επ. απο μτχ. 1 συγκρατημένος, περιορισμένος· πνιγμένος· - СТОН συγκρατη- συγκρατημένος στεναγμός. 2 θλιμμένος, λυπημένος, βαρυαλγής· -ое настроение δυσθυμία, βαριο- θυμιά. подавлять ρ.δ. βλ. подавить A, 2, 3, 4, 5, 6 σημ.). II -ся βλ. подавиться. Подавляющий επ. απο μτχ. · -καταθλιπτικός, καταπληκτικός, συντριπτικός* -ее большин- большинство συντριπτική πλειοψηφία* - Перевес СИЛ πολύ μεγάλη υπεροχή δυνάμεων. II λυπηρός, κα- καταθλιπτικός, θλιβερός, οδυνηρός, βαρύς. ПОДаВНО επίρ. ακόμα περισσότερο, πιο πο- πολύ' ОН согласен, а Я И - αυτός είναι σύμφω- σύμφωνος, κι εγώ ακόμα περισσότερο. *ПОДагра, -Ы θ. ποδάγρα, τα ποδαγρικά. Подагрик, -а α. ποδαγρικός, που υποφέρει απο ποδάγρα. подагрический επ. ποδαγρικός, της ποδά- ποδάγρας* -ие явления ποδαγρικά συμπτώματα. подальше επίρ. μακρύτερα, πιο μακριά, πιο πέρα, παρέκει* ОТОДВИНЬ - стул κάνε πιο πέ- πέρα το κάθισμα. подарить р.σ. βλ. дарить. подарок, -рка α. δώρο, δώρημα* δωρεά· χά- χάρισμα* сделать - κάνω δώρο (δωρίζω)· сва- дебНЫЙ - γαμήλιο δώρο· НОВОГОДНЫЙ - πρω- πρωτοχρονιάτικο δώρο- получить - παίρνω δώρο· дать в подарок δίνω για δώρο. подарочек, -чка α. δώρο μικρό, δωράκι. подарочный επ. του δώρου, των δώρων για δώρο* - магазин κατάστημα δώρων" -ая ΚΟρό- бка* κουτί για δώρο. податель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. φορέας, κο- κομιστής, -ίστρια* - письма κομιστής επι>- στολής. ПОДатливоСТЬ, -Ив. 1 το ευκολοδούλευτο ή ευκατέργαστο* - материала το ευκατέργαστο του υλικού. II ευκαμψία, ευλυγισία. 2 ευαγω- γία, ευπείθεια, υποτακτ.ικότητα, υπακοή. податливый επ., βρ: -лив, -а, -О. 1 ευκο- λοδούλευτος, καλοδούλευτος, ευκατέργαστος· - материал ευκολοδούλευτο υλικό* -ая глина ευκολοδούλευτος πηλός. II ςύκαμπτος, ευλύγι- ευλύγιστος. 2 μτφ. ευάγωγος, ευπειθής, υπάκουος· - характер ευάγωγος χαρακτήρας. ПОДадтнОЙ επ. 1 του δοσίματος (είδος φό- φόρου). И о δότης (φόρου)· 2 ουσ. επόπτης-φο- ροεισπράχτορας. ПОДДТЬ, -и θ. (παλ.) φόρος ατομικός. подать ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, ~ла, -ло βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία р. дать. 1 δίνω, προσφέρω· - стул προσφέρω κάθισμα·' - руку
под 101 под δίνω το χέρι.. II (για πανωφόρι, γούνα κλπ.)' δίνω· βοηθώ να ντύσει. 2 προσφέρω, σερβίρω* - ужин σερβίρω το δείπνο· ~ кушанье на СТОЛ σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι. 3 ελεώ, δίνω ελεημοσύνη· ~ нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο. 4 παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.. 5 υποβάλλω" - Заявление υποβάλλω αίτηση* рапорт υποβάλλω αναφορά· - В отставку υπο- υποβάλλω παραίτηση. 6 μετακινώ, μετατοπίζω, με- μεταθέτω' - бревно μετακινώ το κούτσουρο. 7 (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα. 8 (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται απο το ουσιαστικό): - весть ειδοποιώ· ~ совет συμβουλεύω· - МИЛОСТИ ελεώ. 9 παρασταίνω, απεικονίζω" автор -ал своих героев в реалистических тонах о συγ- συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστι- ρεαλιστικά. II εχφρ. - ГОЛОС α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου" φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο" - МЫСЛЬ φέρω στο νου τη σκέψη· λέγω τη σκέψη· συμβουλεύω, ορμηνεύω· - Пример δί- δίνω το παράδειγμα· ~ руку α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας. II -СЯ 1 υποκύπτω (κάτω απο το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). II μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι· - в сторону μετακινούμαι στην άκρη. II μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (απο στενοχώρια, δοκι- δοκιμασίες κ.τ.τ.). II μτφ. υποκύπτω, αναγκάζο- αναγκάζομαι να συμφωνήσω. 2 κατευθύνομαι προς, παίρ- παίρνω δρόμο για· φεύγω. ПОДача, -И θ, Ι παράδοση, δόσιμο· παροχή. 2 (αθλτ.) η πάσα, το πασάρισμα. 3 υποβολή·- заявления υποβολή αίτησης. 4 δόσιμο, παρο- παροχή· τροφοδότηση. ЛОДачка, -И θ. 1 μέρος φαγητού ριχνόμενο στα ζώα. 2 προσφορά, δόσιμο (απο ευσπλαχνία). Подаяние, -Я ουδ. ελεημοσύνη, ψυχικό. ПОДбаВИТЬ, -влго, -ВИШЬ ρ.σ.μ. επιπροσθέτω, προσθέτω λίγο, ρίχνω, βάζω ακόμα λίγο·- Са- хар В чай ρίχνω ακόμα λίγο ζάχαρη στο τσάι' - В пёчку дров βάζω ακόμα λίγα ξύλα στη θερμάστρα. II -СЯ αυξαίνω, -ομαι, γίνομαι πε- περισσότερος, πληθύνομαι" народу у входа-лось το πλήθος στην είσοδο μεγάλωσε. ПОДбавка, -И θ. επιπρόσθεση, επαύξηση. подбавлять(ся) ρ.δ. βλ. подбавить(ся). подбадривать(ся) р.δ. βλ. подбодрйть(ся). подбалтывание, -я ουδ. βλ. подболтка. подбалтывать р.δ. βλ. подболтать. II -ся προσθέτομαι ανακατευόμενος. подбегать р.δ. βλ. подбежать. ПОДбезать р.σ. 1 πλησιάζω τρέχοντας, προ- προσφεύγω, προστρέχω. 2 τρέχω κάτω απο· - ПОД крышу τρέχω κάτω απο τη στέγη. ПОДбёливание, -Я ουδ. ασβέστωμα, άσπρι- σμα ελαφρό. подбеливать р.δ.μ. βλ. подбелить. II -ся ασπρίζω, -ομαι. ПОДбелЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подбелённый, βρ: -лён, -лена, -лено. 1 α- ασπρίζω, ασβεστώνω ελαφρά, λίγο. 2 (για φα- φαγητό) ασπρίζω (ρίχνοντας αφρόγαλα, κρέμα). ПОДбёлка, -И θ. 1 ασβέστωμα, άσπρισμα ε- ελαφρό. 2 άσπρισμα φαγητού με αφρόγαλα. подберёзовик, -а α. βλ. берёзовик. подбивать(ся) ρ.δ. βλ. подбить(ся). ПОДбИВка, -И θ. χτύπημα απο τα κάτω. II υ- πόρραμμα, υπένδυση· φοδράρισμα. подбирание, -я ουδ. βλ. подбор. подбирать(ся) р.δ. βλ. подобрать(ся). подбить, подобью, подобьёшь, προστκ. под- подбей р.σ.μ. 1 χτυπώ" καρφώνω απο κάτω'- П0Д- КОВку καρφώνω το πέταλο* - каблуки καρφώ- καρφώνω τα ντακούνια. 2 υπορράπτω, φοδράρω, υ- πενδύω. 3 βλ. запихнуть. II σπρώχνω, ωθώ. 4 μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύ- παροτρύνω, υποκινώ. 5 χτυπώ απο κάτω, ρίχνω κάτω. II βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακα- σακατεύω· - глаз χτυπώ στο μάτι· - самолёт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο. II πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω. 6 (απλ.) βγάζω συμπέρα- συμπέρασμα. II εκφρ. - тёсто (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό" ανακατεύω ακόμα μια φορά. II -СЯ 1 (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (απο το πολύ τρέξιμο). 2 (απλ.) α«οκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. II καιροφυλαχτώ, και- ροσκοπώ, καραδοκώ' εκμεταλλεύομαι την ευ- ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας. ПОДбЛЯЩНЫЙ επ: τα κάλαντα, τα καλημέρα. подбодриться ρ.σ. βλ. ОбодрЙТЬ(СЯ) με σημ. λίγο. подбодрять(ся) р.δ. βλ. подбодрйть(ся). ПОДбОечныЙ επ. του καρφώματος, του χτυπή- χτυπήματος απο κάτω* του σολιάσματος* - матери- материал υλικό για σόλες, ντακούνια. ПОДбОЙ, -Я α. 1 κάρφωμα, χτύπημα, βάλσι- μο, πέρασμα* - подмёток το πέρασμα σολών.2 υπορραφή, φοδράρισμα, υπένδυση. 3 χτύπημα απο κάτω' ρίξιμο απο τα κάτω. 4 υλικό σο- λών, ντακουν ιών. 5 υπένδυση, φόδρα. II η ε- εσωτερική ή η κάτω πλευρά. II επένδυση εσω- εσωτερικού ή κατώτερου μέρους (με σαν ί δ ες κλπ.). 6 εγχάραγμα. подбойка, -и θ. βλ. подбой. подбойный επ. βλ. подбоечный. подболтать р.σ.μ. προσθέτω με ταυτόχρονο ανακάτωμα. ПОДбОЛТка, -И θ. 1 πρόσθεση με ταυτόχρο- ταυτόχρονο ανακάτωμα. 2 υλικό για ανακάτωμα. Подбор, -а α. 1 εκλογή, επιλογή, διάλεγμα" διαλογή* - сотрудников επιλογή συνεργατών" - кадров επιλογή στελεχών. 2 συλλογή" ИН-
под | 102 терёсньй - книг ενδιαφέρουσα συλλογή βι- βιβλίων" естественный - φυσική επιλογή. II σώ- σώμα (σύνολο προσώπων ανηκόντων σε τάξη, ορ- οργάνωση, επάγγελμα). II συνδυασμός· прелёс- ТНЫЙ - цветов θαυμάσιος συνδυασμός χρωμά- χρωμάτων. 3 (παλ.) ντακούνι απο τεμάχια δέρμα- δέρματος. II εκφρ. Β - σε μια σειρά (χωρίς παρά- παράγραφο)· (как) на - όλοι το ίδιο, πανόμοιοι, ίδιων χαρακτηριστικών (σα να τους διάλεξες). Подбора, -Ы θ. χοντρό σχοινί διχτιού. подбористый επ., βρ: -рист, -а, ~ο.ι(απλ.) λεβεντοκαμωμένος, ευσταλής, λεβέντικος· ευ- θυτενής. 2 (για ενδυμασία) καλά επικαθήμε- νος στο σώμα· κατά (σύμφωνα με) το σώμα. подборка, -И θ. 1 βλ. подбор. 2 κατάταξη, ταξινόμηση κάτω απο γενική επικεφαλίδα. ПОДборОДНИК -а α. 1 υποστόμιο χαλινού. 2 υποσιάγωνο (βιολιού). ПОДборОДОК, -дка α. πηγούνι, πώγωνας· ДВОЙ- ДВОЙНОЙ - διπλοπώγωνας. ПОДборОДОЧНЫЙ επ. του πηγουνιού, του πώ- γωνα· -ая МЫШЦа о μυώνας του πώγωνα. ПОДбОрочНЫЙ επ. εκλεκτικός, για εκλογή. •ПОДбОртныЙ επ. της καναβάτσας ενδύματος. ПОДбОрЩИК, -а α., ~ца, ~Ы θ. 1 επιλογέας, διαλεχτής, -έχτρα. 2 συλλέκτης στάχεων (μη- (μηχάνημα) . подбочёнивать(ся) р.δ. βλ. подбочениться. подбочениться ρ.σ. βάζω το χέρι (τα χέρια) στη μέση (το ισχίο). подбочиться р.σ. (παλ.) βλ. подбочениться. подбрасывание, ~я ουδ. βλ. подброска. подбрасывать р.δ. βλ. подбросить. II -ся ρίχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. подбредать р.δ. βλ. подбрести. ПОДбрести р.σ. πλησιάζω παραμιλώντας. подбривать(ся) ρ.δ. β λ. подбрйть(ся). ПОДбрЙТЬ р.σ.μ. ξυρίζω λίγο τις άκρες, τις πλευρέ.ς, παίρνωλίγο με το ξυράφι. II -СЯ ξυ- ξυρίζω μόνος, μο,υ τις άκρες, παίρνω λίγο με το ξυράφι. подбросить р.σ.μ. 1 ρίχνω προς τα πάνω, α- ναρρίπτω* - МЯЧ πετώ το τόπι προς τα πάνω. Ι] (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, α- αναπηδώ. II ρίχνω κάτω απο· - окурок ПОД ДИ- ван πετώ το αποτσίγαρο κάτω απο το ντιβάνι. 2 απότομα σηκώνω, ανυψώνω* ανατινάσσω, 3 ε- επιρρίπτω, βάζω επι πλέον. II (για χαρτπ.) δί- δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)" ~ валета ρίχνω βαλέ. II στέλλω· - свежие СИЛЫ ρίχνω νέες δυνάμεις. 4 βάζω, ρίχνω κρυφά" - Документы ρίχνω κρυφά έγγραφα. Ι! αφήνω έκθετο, εκθέτω1 - младенца εκθέτω βρέφος. 5 μεταφέρω, πη- πηγαίνω ως· -рОСЬ ΘΓΟ ДО станции μετάφερε τον ως το σταθμό. подброска, -И θ. αποστολή. II ρίξιμο κάτω ПОД απο ή επ ί πλέον. подбрюшник, -а α. μασχαλιστήρας (λουρί ζεύξης). подвал, -а α. 1 υπόγειο· держать дрова в -е κρατώ καυσόξυλα στο υπόγειο· ЛИТЬ В ~е ζω στο υπόγειο. 2 το κατώτερο μέρος σελί- σελίδας· ειδική στήλη. подваливать1 ρ.δ. βλ. подвалить1. подваливать2 ρ.δ. βλ. подвалить? подваливаться р.δ. 1 βλ. подвалиться. 2 ρίχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. подвалить1. подвалить1, -валю, -валишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подваленный, βρ: -лен, -а, -о ρ'.σ. 1 ρί- ρίχνω· επιρρίπτω, επισωρεύω· - вёмлго к кус- там ρίχνω χώμα στα δενδρύλλια. 2 μτφ. ρί- ρίχνω συμπληρωματικά, επιπροσθέτω. 3 μτφ. εμφανίζομαι απότομα (για αισθήματα κλπ.). II έρχομαι, φτάνω. подвалить* -валю, -валишь р.σ. 1 (απλ.)· έρχομαι, καταφτάνω (κατά μεγάλο αριθμό), εισ- .ρέω. II (απρόσ.) επιρρίπτω, ρίχνω, πέφτω α- ακόμα. П (για σκάφος) πλησιάζω, προσορμίζω. подвалиться ρ.σ. (απλ.) 1 βλ. привалить- привалиться. 2 πλησιάζω (για κάτι ογκώδες). подвальный επ. 1 υπόγειος· - мрак υπόγειο σκοτάδι* -ая камера υπόγειο δωμάτιο. 2 κα- κατώτερος. подваривать(оя) ρ.δ. βλ. подварйть(ся).ι ПОДВарЙТЬ, -Варю, -Варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подваренный,βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 ξαναβράζω, βράζω ακόμα λίγο. 2 βράζω κάτι συμπληρωματικά. 3 (για μέταλλα) συγκολλώ, βράζω. II -СЯ ξαναβράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОДВарка, -И θ. (για μέταλλα) συγκόλληση, βράσιμο. подвахтенный επ. (ναυτ.)· αντικαταστάτης. II &υο. σκοπιωρός-αντικαταστάτης, βαρδιάνος, δαρδιάτορας. подващивать ρ.δ. βλ. подвощить. II -ся кц- ρώνομαι. подведение, -Я ουδ. 1 οδήγηση· πλησίαση, προσέγγιση. 2 τοποθέτηση, βάλσιμο, 3 φτιά- φτιάξιμο. 4 βάψιμο, χρωμάτισμα ελαφρό· φτιασί- φτιασίδωμα* μακιγιάρισμα. подведомственность, -И θ. κατάταξη κατά υπηρεσίες, τμήματα, διευθύνσεις. подведомственный επ., βρ: -вен, -венна,-о του υποτμήματος, της υποδιεύθυνσης. подвезти, -везу, -везёшь, παρλθ. χρ. под- подвёз, -везла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ПОДВеЭ- ШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвезённый, βρ: -ЗёН, -зена, -зено р.σ, 1 μεταφέρω (με με- μεταφορικό μέσο). 2 μεταφέρω, κουβαλώ παραπά- παραπάνω, συμπληρωματικά. 3 (απρόσ.) αστοχώ, λα- λαθεύω, την παθαίνω, την πατώ. подвенечный επ. γαμήλιος* ~ое платье νυ-
под 103 под φικό φόρεμα* -ая фата νυφικό πέπλο (βέλο). подвергать ся) р.δ. βλ. подвергнут^ ся). подвергнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. под- подверг ч. (παλ.) подвергнул, -ла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о н. (παλ.) подверженный, βρ: -жен, -а, '-о р.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε· - наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)" ~ критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)· ~ Обсуждению βάζω υπο συζήτηση· - опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο* - себА риску ρι- ριψοκινδυνεύω" - ПОбОЯМ ξυλοκοπώ. II -СЯ υπο- υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε· υφίσταμαι, υπόκει- μαι" - опасности εκτ'ιθεμαι σε κίνδυνο' насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γε- γελοιοποιούμαι· - штрафу υπόκειμαι σε πρό- πρόστιμο, προστιμάρομαι* - оскорблению υφίστα- υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι. подверженность, -И θ. ευπάθεια, επήρεια. подверженный επ., βρ: -лен, -а, -О. 1 εκ- εκτιθέμενος, υποκείμενος, υποβλημένος· επιρ- επιρρεπής· ευπαθής. 2 (παλ.) εξαρτημένος· υπο- υποταγμένος. подвернуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвёрнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 ■αναδιπλώνω, αναστρέφω, αναγυρίζω. II τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω. II περιστρέφω, περιτυλίγω, περιβάλλω, ντύνω, φορώ. 2 λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω. II εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπου- στραμπουλίζω. 3 βιδώνω, κοχλιώνω, στρίβω λίγο. Μ ε- ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω* χαμηλώνω (για λάμπα, φανάρι, φως κλπ.). 4 δίνω, βάζω, χώ- χώνω, πασσάρω . 5 (απλ.) στρίβω, γυρίζω, στρέ- στρέφω· -НИ К нему γύρνα προς αυτόν. II -СЯ 1 αναδιπλώνομαι, αναστρέφομαι. 2 στρέφομαι, στρίβομαι, γυρίζω. II εξαρθρώνομαι· , στρα- μπουλίζομαι. 3 βιδώνομαι, κοχλιώνομαι λίγο. 4 μου λαχαίνει, μου τυχαίνει, βλέπω τυχαία. Π υποπίπτω, βρίσκομαι τυχαία κάτω απο. 5 πλησιάζω (με ιδιοτελείς σκοπούς). подверстать р.σ. κανονίζω τη σελιδοποίηση. ПОДВёрстка, -И θ. ρύθμιση της σελιδοποίη- σελιδοποίησης. подвёрстывание, -я ουδ. βλ. подвёрстка. подвёрстывать р.δ. βλ. подверстать. II -ся (για σελιδοποίηση) ρυθμίζομαι, κανονίζομαι. подвертеть р.σ.μ. βλ. подвернуть Cσημ.). ПОДВёртка, -И θ. 1 αναδίπλωση, αναστροφή (ενδυμάτων). 2 βίδωμα, στρίψιμο, κοχλίωση, 3 (απλ.) βλ. портянка. 4 υποπεριτύλιγμα. подвёртывание, -я ουδ. 1 βλ. подвёрткаО, 2 σημ.). 2 (περι)τύλιξη. 3 κάμψη, λύγισμα, κύρτωση κλπ. παράγωγα του ρ. подвернуть. подвёртывать(ся) ρ.δ. βλ. подвернуть(ся). подвес, -а α. βλ. подвеска A, 2 σημ.). Подвёсельный επ. κωπηλάτης, λαμνοκόπος. подвесить, -вешу, -весишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвешенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. α- αναρτώ, κρεμώ κάτω απο* - ПОД ПОТОЛКОМ η к потолку большую лампу κρεμώ απο την ορο- οροφή μεγάλη λάμπα. II -СЯ κρεμιέμαι, αναρτιέ- .μαι απο. ПОДВеСка, -И θ. 1 κρέμασμα, ανάρτηση. 2 κρεμάστρα, κρεμαστάρι, κρεμαστήρας. 3 στο- στολίδι κρεμαστό. II σκουλαρήκι. подвесной επ. 1 κρεμαστός, -σμένος, αναρ- αναρτημένος. 2 εναέριος, μετέωρος. подвесок, -ска α. βλ. подвеска B,3 σημ.). подвести, -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, - ЛО, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведённый, βρ: -дён, -дена, ~ό ρ.σ.μ. 1 οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σι- σιμώνω, προσεγγίζω. II φτάνω, φέρω ως ■ ενώνω. 2 βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. II χτίζω, φτιάχνω. II μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επι- (επιχειρήματα κ.τ.τ.). II μτφ. βάζω, υποτάσσω. 3 φέρω σε δύσκολη θέση. II μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ. 4 κάνω, εκτελώ* - счёт κάνω λογαρια- λογαριασμό. 5 βάφω, χρωματίζω ελαφρά* φτιασιδώνω, μακιγιάρω, 6 (απρόσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,ε- αδυνατίζω,εξαντλούμαι. II εκφρ. - часы βάζω το ωρολό- γι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)* ЖИ- ЖИВОТ (желудок) -ЛО η κοιλιά ή το στομάχι δι- διαμαρτύρεται (θέλω να φάω). II -ИСЬ βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά* φτ. ιασιδώνομαι, μακι- γιάρομαι. подветренный επ. απάνεμος, απήνεμος, ανε- μοσκεπής, απάγκιος, σταβέντος. ПОДВеШИВаНИе, -Я ουδ. κρέμασμα, ανάρτηση. подвёшивать(ся) ρ.δ. βλ. подвесить(ся). ПОДВДОХ, -а α. (απλ.) κενεώνας, λαγώνας, η λαγώνια χώρα, λαπάρα, τα λαγαρά, οι λαγόνες. ПОДВЗДОШНЫЙ επ. λαγόνιος, -νικός* -ая КОСТЬ λαγονικό κόκκαλο· -ая область λαγό- νια χώρα* -ая МЫШЦа о λαγονοψοΐτης (μυώνας). подвивание, -я ουδ. βλ. подвивка. подвивать(ся) βλ. подвйть(ся). ПОДВЙВка, -И θ. βοστρύχωση, κατσάρωμα (ε- (ελαφρό) . ПОДВИГ, -а α. κατόρθωμα, άθλος, επίτευγμα, μεγαλούργημα* Героический - ηρωικό κατόρθω- κατόρθωμα, ανδραγαθία, -γάθημα* боевой - πολεμικός άθλος* трудовой - εργατικός άθλος* двенад- двенадцать -ΟΒ Геракла οι δώδεκα άθλοι του Ηρα- Ηρακλή* - Героя το κατόρθωμα του ήρωα. подвигать ρ.σ. 1 κινώ (για ένα χρον. διά- διάστημα). 2 κάνω μερικές κινήσεις. II -СЯ κι- κινούμαι (για ενα χρον. διάστημα). II κάνω με- μερικές κινήσεις. подвигать(ся) р.δ. βλ. подвинуть(ся). ПОДВЙГНурЬ р.σ.μ. (παλ.) βλ. ПОбуДИТЬ2. ПОДВИД, ~а α. υποείδος (ζώων κ. φυτών).
под ПОДВИДОВОЙ επ. του υποείδους· - признак σημάδι υποείδους. ПОДВИЖКИ, -и θ. μετακίνηση, μετατόπιση· - льда μετακίνηση του πάγου. ПОДВИЖНИК, ~а α·, -ца, ~Ы θ. 1 ασκητής, -ήτρια, αναχωρητής, ερημίτης. 2 (γραπ. λό- λόγος)· πρωτοπόρος, πρωτεργάτης, πρωτουργός, πρωτοστάτης. ПОДВЙЖНИЧеСКИЙ επ. 1 ασκητικός, αναχωρη- τικός· ~ая ЖИЗНЬ ασκητική ζωή. 2 αφίλαυτος, ανεπιφύλακτος, αψήφιστος, ριψοκίνδυνος, η- ηρωικός. ПОДВЙЖНИЧеоХВО, -а ουδ. 1 ασκητική ζωή. 2 ηρωισμός. ПОДВИЖНОЙ κ. ПОДВИЖНЫЙ επ. 1 κινητός, κι- κινούμενος* -ые ЧЕСТИ машЙНЫ τα κινητά μέρη ττις μηχανής· -ая цель κινητός στόχος· -ые МОСТЫ κινητές γέφυρες. II μετακινούμενος, μεταφερόμενος. 2 ευκίνητος, γρήγορος, ευλύ- ευλύγιστος. Ι! ζωηρός, δραστήριος, ρέκτης. II εκφρ. - состав το τροχαίο σιδηροδρομικό υλικό. ПОДВИЖНОСТЬ, -И θ. ευκινησία, ευστροφία. II μεταβολή, αλλαγή. ПОДВИЗатЬСЯ р.δ. (γραπ. λόγος)· δρω, α- αναπτύσσω μεγάλη δράση, δραστηριότητα. ПОДВЁЗГИВание, -я ουδ. στρίγγλισμα, ούρ- ούρλιασμα ελαφρό, αδύνατο. подвизгивать р.δ. τσιρίζω, στριγγλίζω'ουρ- λιάζω (πότε-πότε ή ελαφρά). ПОДВИНТИТЬ, -НЧУ, -НТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвинченный, βρ: -чен, -а, ~о р.σ.μ. 1 βιδώνω, κοχλιώ. II μτφ. ενθαρρύνω. 2 υπο- κοχλιώνω, βιδώνω απο τα κάτω. ПОДВЙнуть р.σ.μ. 1 μετακινώ, μετατοπίζω'- СТОЛ μετακινώ το τραπέζι. 2 μτφ. προωθώ· вперёд переговоры προωθώ τις συνομιλίες· - ~ работу προωθώ την εργασία. II -СЯ 1 μετα- μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο· πλησιάζω* ОН -лея КО мне αυτός ήρθε κοντά μου* -НЬСЯ, Я СЯДУ рядом κάνε λίγο πιο πέρα, θα καθίσω δίπλα σου. Π προάγομαι, ανεβαίνω, ανέρχο- ανέρχομαι (τη βαθμίδα, ιεραρχία)· προωθούμαι. подвинчивать ρ.δ. βλ. подвинтить. II -ся βιδώνομαι λίγο. ПОДВираТЬ р.δ. λέγω λίγα ψεματάκια, ψεύ- ψεύδομαι λ ί γο. ПОДВИТЬ, ПОДОВЫО, ПОДОВЬёШЬ р.σ.μ. κατσα- ρώνω, βοστρυχίζω λίγο. II -СЯ κατσαρώνω λί- λίγο τα μαλλιά μου. ПОДВЛастнОСТЪ, -И θ. υπεξουσιότητα.. подвластный επ., βρ: -тен,--тна, -тно υ- υπεξούσιος, υποταγμένος· υποταγής. ПОДВОД, -а α. μετακίνηση προς· πλησίαση. ПОДВОДа, ~Ы θ. αλογάμαξα. ПОДВОДИТЬ ρ.δ. βλ. ПОДВеСТЙ. И -СЯ οδη- οδηγούμαι· πλησιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. 104 под подводка, -и θ. βλ. подвод. ПОДВОДНИК -а α. 1 ναύτηο υποβρύχιου. 2 ειδικός σε υποβρυχιακές εργασίες. ПОДВОДНОЙ επ. ενωτικός, συνδετικός. · ПОДВОДНЫЙ1επ. υποβρύχιος, -χιακός* υποθα- υποθαλάσσιος, υποπελάγιος· ύφυδρος· - камень ύ- ύφαλος, ξέρα· σκόπελος· -ая часть (Судна) τα ύφαλα, η καρίνα* -ое плавание υποβρύχιος πλους· -ая лодка το υποβρύχιο· -ая война υποβρυχιακος πόλεμος. II εκφρ. - камень ή камешек πρόσκομμα, εμπόδιο, κώλυμα, παλούκι. ПОДВОДНЫЙ*επ, της αλογάμαξας. II εκφρ. -ая ПОВИННОСТЬ (παλ.) επίταξη αλογαμαζών. ПОДВОДЧИК, ~а α. αμαξηλάτης, καραγωγέας, καροτσέρης. ПОДВОЗ, -а α. μεταφορά, κουβάλημα (με με- μεταφορικό μέσο). подвозить ρ.δ. βλ. подвезти A, 2 σημ.). II -СЯ μεταφέρομαι, κουβαλιέμαι. подвозка, -и θ. βλ. подвоз. ПОДВОЗНЫЙ επ. 1 (απλ.) βλ. ПРИВОЗНОЙ B σημ.). 2 μεταφορικός, για μεταφορά. ПОДВОЗЧИК, -а α. μεταφορέας· - цемента о μεταφορέας τσιμέντου. ПОДВОЙ επ. το εμβολιαζόμενο φυτό, το υπο- υποκείμενο, το υπόθεμα. подволакивать ρ.δ. βλ. подволочь. II -ся σέρνομαι, τραβιέμαι κοντά. ПОДВОЛОК, -а α. κ. ПОДВОЛОка, -И θ. (διαλκ.) βλ. чердак. ПОДВОЛОка, -И θ. (ναυτ.) οροφή καταστρώ- καταστρώματος. ПОДВОЛОЧИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. ПОДВОЛОЧЬ. ПОДВОЛОЧЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подволоченный, βρ: βρ: -чен, -а, -о и. под- подволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено σέρνω, σύ^ω, τραβώ, φέρω κοντά σέρνοντας. подворачиваться) ρ.δ. βλ. подворотйть(ся). ПОДВОрНЫЙ επ. (παλ.) κατά νοικοκυριό* -ЭЯ Перепись καταγραφή κατά νοικοκυριό*-ЭЯ ΠΟ- дать δόσιμο (φόρος) κατά νοικοκυριό. подворотить р.σ. (απλ.) βλ. подвернуть A, 2, 5 σημ.). И -ся βλ. подвернуться. ПОДВОРОТНИК, -а α. υποπεριλαίμιο γιακά. подворотничок, -чка α. βλ. подворотник. ПОДВорОТНЯ, -И θ. 1 το κατώφλι της πύλης. II χαραμάδα μεταξύ πύλης και γης. 2 διάκενο· πέρασμα. ПОДбОрье, -Я ουδ. 1 (παλ.) πανδοχείο, χά- χάνι. 2 εκκλησία μοναστηριού μέσα στην πόλη. 3 (διαλκ.) αγροικία, αγρόκτημα· έπαυλη. ПОДВОХ, -а α. κατεργαριά, πανουργία, βρω- βρωμιά, βρωμοδουλειά" τέχνασμα. ПОДВОЩИТЬ, -ЩУ, -ЩИШЬ р.σ.μ. κηρώνω λίγο1 - дратву κηρώνω λίγο το σπάγγο. ПОДВЫВать ρ.δ. 1 ουρλιάζω στον ήχο άλλων
под 105 под собака ~ет скрипке το σκυλί ουρλιάζει στο παίξιμο του βιολιού. 2 (λίγο) ουρλιάζω, μου- γκρΙζω. ПОДВЫПИТЬ р.σ. (για οινοπν. ποτά)· πίνω λίγο. II (απλ.) μεθώ λίγο. ПОДВЫСЬ επίρ. (στρατ.) χαιρετισμός με α- ανύψωση του σπαθιού. ПОДВЯЗОТЬ ρ. σ. μ. 1 δένω απ ο κάτω. II επι- δένω· - руку επιδένω το χέρι. II περιδένω.II δένω, φορώ' - фартук δένω την ποδιά. II -СЯ ντύνω, φορώ, δένω* - платком δένω το μαντή- μαντήλι· - кушаком φορώ το ζωνάρι. подвязка, -и θ. 1 δέσιμο· ~ винограда το δέσιμο του κλήματος. 2 καλτσοδέτα. ПОДВЯЗНОЙ επ. δεμένος· - КОЛОКОЛЬЧИК δε- δεμένο (κρεμασμένο) κουδουνάκι. ПОДВЯЗОЧНЫЙ επ. της καλτσοδέτας, για καλ- καλτσοδέτα· - ластик λάστιχο για καλτσοδέτες. ПОДВЯЗЫВание, -Я ουδ. δέση, δέσιμο. подвязывать(ся) ρ.δ. βλ. подвязать(ся). подвяливать(оя) р.δ. βλ. подвялить(ся). ПОДВЯЛИТЬ(СЯ) р.σ. (λίγο, ελαφρά) βλ. ВЯ- ЛИТЬ(СЯ). Подгадать р.σ. (απλ.) φτιάχνω έγκαιρα. Подгадить р.σ. (απλ.) 1 ντροπιάζω. 2 βλά- βλάπτω, χαλνώ* ασχημίζω. подгадывать р.δ. βλ. подгадать. подгаживать р.δ. βλ. подгадать. подгивать(ся) р.δ. βλ. подогнуть(ся). ПОДГИбНОЙ επ. καμπτός, εύκαμπτος, λυγη- ρός· αναδιπλωνόμενος. ПОДГЛадиТЬ р.σ.μ. σιδερώνω ακόμα λίγο. подгладывать р.δ. βλ. подгладить. подглаживать р.δ. βλ. подгладить. II -ся σι,δερώνομαι ακόμα λίγο. подглазница, -ы θ. βλ. подглазье. подглазничный επ. βλ. подглазный. ПОДГЛазНЫЙ επ. υποφθάλμιος. ПОДГлазье, -Я ουδ. υποφθάλμια κοιλότητα. ПОДГЛОДаТЬ ρ.σ.μ. υποπεριτρώγω. подглядеть р.σ. 1 βλ. подглядывать.2 βλέ- βλέπω, παίρνει το μάτι μου, παρατηρώ. ПОДГЛЯДЫВаНие, -Я ουδ. κρυφοκοίταγμα. Подглядывать р.δ. υποβλέπω, κρυφοβλέπω, κρυφοκοιτάζω. подгнивать р.δ. βλ. подгнить. подгнить, -гниёт, παρλθ. χρ. подгнил,~ла, -ло р.σ. 1 σαπίζω απο κάτω· -ЙЛ столб о στύ- στύλος σάπισε απο κάτω (που είναι μέσα στο χώ- χώμα)· -ЙЛ корень дуба σάπισε η ρίζα της βα- βαλανιδιάς. 2 σαπίζω, σήπομαι λίγο. ПОДГНОИТЬ р.σ.μ. σαπίζω, κάνω να σαπίσει. подговаривание, -я ουδ. βλ. подговор. подговаривать(ся) р.δ. βλ. подговорйть- (ся). ПОДГОВОр, ~а α. (απλ.) προτροπή, παρακί- παρακίνηση, παρόρμηση, παρότρυνση, υποκίνηση. ПОДГОВОРИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подговорённый, βρ: -рён, -рена, -рено προ- προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω. II -СЯ ζητώ με τρόπο να μου δοθεί, να αποκτήσω. ПОДГОВОрЩИК, ~а α., -ца, -Ы θ. παρακινη- παρακινητής, -ήτρια, υποκινητής, -ήτρια, συμβουλά- τορας. ПОДГОЛОВНИК, ~а α. 1 υποστήριγμα του κε- φαλαριού, του κεφαλόκλινου. 2 κεφαλοστήριγ- μα πολυθρόνας (ιατρικής, κουρευτικής). подголовье, -я ουδ. βλ. изголовье. ПОДГОЛОСОК, -Ска α. η δεύτερη φωνή,το σε- γκόντο. II (κυρλξ. κ. μτφ.) σεγκονταριστής, υποβοηθάς. ПОДГОН, ~а α. 1 οδήγηση, σαλάγισμα*- СКО- та К ВОДОПОЮ σαλάγισμα των ζώων για πότι- πότισμα. 2 κανόνισμα, (συν)ταίριασμα* λέπτυνση, φάγωμα ελαφρό. 3 γρήγορη βλάστηση, ανάπτυ- ανάπτυξη ή ανάδοση. 4 όψιμο αδέλφωμα των δημητρι- δημητριακών . ПОДГОНКа, -И θ. βλ. ПОДГОН B σημ.). ПОДГОНОЧНЫЙ επ. αναδοτικός, της ανάδυ- ανάδυσης, της βλάστησης. ПОДГОНЩИК, -а α. οδηγός, ρυθμιστής. II κυ- ναγωγός. ПОДГОНЯТЬ ρ.δ. βλ. ПОДОГНаТЬ. II -СЯ οδη- οδηγούμαι κατευθύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. подогнать. * подгорать р.δ. βλ. подгореть. подгорелый επ. καμένος, τσικνιασμένος. ПОДГореТЬ, -ЙТ ρ.σ. 1 καίγομαι, τσικν ιά- ζω" жаркое ~ло το γιαχνί τσίκνιασε· ПЩЮГ -ёл η πίτα κάηκε. 2 καίγομαι στη βάση, απο κάτω. ПОДГОрНЫЙ επ. της υπώρειας· -аЯ дереРНЯ χωριό στους πρόποδες του βουνού. ПОДГорОДНЫЙ επ, ο παρά την πόλη· -ые сёла τα περίχωρα· τα προάστια. ПОДГОрье, -Я ουδ. οι πρόποδες του βουνού, οι υπώρειες. подготавливание, -я ουδ. βλ. подготовка. подготавливать(ся) р.δ. βλ. подготовить- подготовиться). Подготовительный επ. της προετοιμασίας, προπαρασκευαστικός, προκαταρτικός· -ые кур- курсы το φροντιστήριο. ПОДГОТОВИТЬ р.σ.μ. 1 προετοιμάζω, προπα- προπαρασκευάζω, προκαταρτίζω· προγυμνάζω' - ма- териал для работы προετοιμάζω το υλικό για τη δουλειά" - лёкЦИГО προετοιμάζω διάλεξη· - наступление προετοιμάζω επίθεση· - к эк- экзаменам προετοιμάζω για τις εξετάσεις. 2 προδιαθέτω· - родных к горестному известию προετοιμάζω τους συγγενείς για θλιβερή είδηση. II -СЯ προετοιμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
под 106 под подготовка, -И θ. προετοιμασία, προπαρα- προπαρασκευή· προκατάρτιση· - уроков προετοιμασία των μαθημάτων" - к экзаменам προετοιμασία για τις εξετάσεις· слабая - αδύνατη προε- προετοιμασία· без -И απροετοίμαστα" απ' ευθεί- ευθείας. II εκφρ. артиллерийская - προετοιμασία πυροβολικού. подготовление, -я ουδ. βλ. подготовка. подготовленность, -и θ. βλ. подготовка. ПОДГОТОВЛЯЛ^ СЯ) р.δ. βλ. ПОДГОТОВИТ^ СЯ). подгребание, -я ουδ. βλ. подгрёбка. ПОДГребаТЬ р.δ. βλ. ПОДГреСТЙ. II -СЯ συσ- συσσωρεύομαι . подгрёбка, ~и θ. συσσώρευση· - сёна συσ- συσσώρευση του χόρτου. ПОДГрёбКИ, -ОВ πλθ. ('απο)λιχν ίσματα, α- απορρίμματα. ПОДГребНОЙ επ. συσσωρευμένος· δικρανισμέ- νος. ПОДГрестЙ ρ.σ. 1 μ. συσσωρεύω, δικρανίζω· μεταφέρω, μετακινώ προς* πλησιάζω· - сёно К сараю μεταφέρω το χόρτο με το δικράνιστον αχυρώνα. II μαζεύω κάτω απο. 2 πλησιάζω κω- κωπηλατώντας. ПОДГримироваТЬ(СЯ) р.σ. (λίγο, ελαφρά) βλ. гримировать(ся). подгримировываться) р.δ. подгримировать- подгримироваться). подгрйф, -а κ. подгрифок, -фка α. βλ. стру- струнодержатель. ПОДГРУДОК, ~ДКа α. λαγώνιο (μερικών ζώων). II το πτέρωμα κάτω απο το λαιμό. подгружать р.δ. βλ. подгрузить. II -ся φορτώνομαι παραπάνω. ПОДГруЗДЬ, -Я α. είδος μανιταριού. ПОДГРУЗИТЬ р.σ.μ. φορτώνω παραπάνω. ПОДГрузка, -И θ. η επί πλέον φόρτωση. ПОДГруППа, ~И θ. υποδιαίρεση (τμήμα) της ομάδας. подгрызать р.δ. βλ. подгрызть. подгрызть ρ.σ.μ. υποτρωγαλίζω, γριτσανί- ζω, ροκανίζω απο κάτω. ПОДГрузник, -а α. σπάργανο του πισινού. ПОДГУЛЯТЬ р.σ. 1 κουτσοπίνω, τα κοπανάω λίγο. 2 (απλ.) βγαίνω σκάρτος. поддавала, -Ы α.κ.θ. (απλ.) 1 πασαδόρος. 2 ο δάρτης (αυτός που δίνει τα χτυπήματα ή που χτυπά, που δέρνει). 3 ο χτυπούμενοςστο παιγν ίδι. ПОДДаваНие, -Я ουδ. δόσιμο προς τα πάνω, ανάδοση, ανάρριψη, πέταγμα προς τα πάνω. поддавать р.δ.μ. βλ. поддать. II ~ся 1 βλ. Поддаться. 2 υπόκειμαι, είμαι επιδεκτικός· материал -ётся обработке το υλικό είναι ευ- κολοδούλευτο. II εκφρ. не - никакому сравнё- НИГО είμαι ασύγκριτος, δε συγκρίνομαι με κα- κανέναν. поддакивание, -Я ουδ. η συχνή επανάλειψη του „ναι" κατά την ομιλία (ένδειξη συμφωνί- συμφωνίας)· σεγκοντάρισμα, το ίσο. поддакивать р.δ.'λέγω, επαναλαβαίνω συ- συχνά „ναι" (συμφωνώ πλήρως). II μτφ. ακομπαν ιά- ρω, σεγκοντάρω, κρατώ (το) ίσο. поддакнуть р.σ. βλ. поддакивать. поддалбливать р.δ. βλ. поддолбить. подданная, -ой θ. βλ. подданный. подданный, -ОГО α. 1 υπήκοος. 2 (παλ.) υ- υποτελής, υπεξούσιος· υποχείριος, εξαρτημένος. подданство, -а ουδ. υπηκοότητα· ПРИНЯТЬ ~ παίρνω την υπηκοότητα· переменить - αλ- αλλάζω την υπηκοότητα. поддать ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал, ~ла, ~ло,, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -ДЭН.-а, ~Ο. 1 αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. II ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω* ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος). 2 χτυπώ α- απο τα κάτω" κλωτσώ, λακτίζω. 3 αυξάνω, ενι- ενισχύω, δυναμώνω. 4 (σε παιγνίδια) δίνω σκό- σκόπιμα. II εκφρ. - жару ή пару (απλ.) παρακι- παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ· ανάβω, δΐ/- εγείρω. II -СЯ ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υ- πείκω· παραδίνομαι. II υποπίπτω, - ВЛИЯНИЮ друзей επηρεάζομαι απο τους φίλους* не чему-л. επιμένω σε κάτι· είμαι ανένδοτος· δεν υποκύπτω· его болезнь не -ётся лечению η αρρωσρεια του είναι αθεράπευτη· не - НИКа- КИМ угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν - на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια. ПОДДача, -И θ. 1 ανάρριψη, δόσιμο, πέταγ- πέταγμα. II ανατίναξη· πέταγμα προς τα πάνω. 2 αύςηση, δυνάμωμα. 3 δόσιμο σκόπιμα (στο παιγνίδι). 4 πάσα, πασάρισμα. поддевание'1, -Я ουδ. .1 ανύψωση. II πιάσι- πιάσιμο απο κάτω. 2 υφαρπαγή, γάντζωμα (απο λό- λόγο, λέξη, λάθος). 3 εξαπάτηση, ξεγέλασμα. 4 απόκτηση, κτήση, πρόσκτηση. поддевание? -Я ουδ. επένδυση, φοδράρισμα. поддевать1 ρ. δ. βλ. поддеть1. поддевать2 ρ. δ. βλ. Поддеть2. II ~СЯ υπ ενδύ- ενδύομαι, φοδράρομαι. ПОДДёВка, -И θ. είδος κοντού πανωφοριού- - На меху το κοντογούνι. ПОДДёВОЧНЫЙ επ. του κοντού πανωφοριού. ПОДДеДШИТЬ р.σ.μ. (απλ.) 1 ιδιοποιούμαι κρυφά, υποκλέπτω, βουτώ. 2 γελοιοποιώ, μα- μασκαρεύω* φέρω σε δύσκολη θέση, δυσχεραίνω. Подделать ρ.σ. 1 παραποιώ* κιβδηλεύω· ПОДПИСЬ πλαστογραφώ υπογραφή· - монету πα- παραχαράσσω νόμισμα" - КЛЮЧ φτιάχνω αντικλεί- αντικλείδι" - печать παραποιώ σφραγίδα. II νοθεύω" - Вина νοθεύω το κρασί. 2 στερεώνω απο κάτω. II -СЯ 1 απομιμούμαι* - ПОД древнегрё-
под 107 под ческих скульпторов απομιμούμαι τους αρχαί- αρχαίους Ελληνες γλύπτες. II προσαρμόζομαι. 2 κα- καλοπιάνω. Подделка, -И θ. παραποίηση· καλπουζανιά* πλαστογραφία' ~ монет παραχάραξη νομισμάτων* - Документов πλαστογράφηση εγγράφων. II α- απομίμηση· - древнегреческого искусства α- απομίμηση της αρχαιοελληνικής Τέχνης· - ПОД СЛОНОВую КОСТЬ απομίμηση ελεφαντοστού. подделывание, -я ουδ. βλ. подделка. подделыватель, -Я α. παραποιητής, καλπου- ζιάνος" παραχαράκτης, κιβδηλοποιός· πλαστο- πλαστογράφος" νοθευτής. поддёлывать(ся) ρ.δ. βλ. поддёлать(ся). поддельность, -и θ. βλ. подделка. Поддельный επ. παραποιημένος, πλαστός* κί- βδηλος, κάλπικος· νόθος, ψεύτικος· παραχα- παραχαραγμένος· πλαστογραφημένος· υποβολιμαίος. II τεχνητός, αφύσικος, πλασματικός, φτιαστός. поддёргивать р.δ. βλ. поддёрнуть. II -ся 1 τραβιέμαι προς τα πάνω, ανασύρομαι. 2 καλύ- καλύπτομαι, σκεπάζομαι. поддержание, -я ουδ. βλ. поддержка. поддержать р.σ.μ. 1 υποβαστάζω, υποστηρί- υποστηρίζω. 2 υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, ε- επικουρώ, συμπαραστέκομαι. И ενισχύω· - на- наступление артиллерийским огнём υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού. II διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)· травы И фрукты -ли парти- занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες. II εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω. 3 είμαι με το.μέρος κάποιου" - предложение υποστηρίζω την πρόταση· - кан- ДИДатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα* - МНе- НИе υποστηρίζω τη γνώμη. 4 διατηρώ, έχω· переписку έχω αλληλογραφία" - знакомство έ- έχω γνωριμία* - разговор έχω κουβέντα* - ОГОНЬ κρατώ άσβηστη τη φωτιά· ~ здоровье προσέχω την υγεία. II τηρώ, κρατώ" - порядок τηρώ την τάξη. поддерживание, -я ουδ. βλ. поддержка. поддерживать р.δ. βλ. поддержать. II -ся υποβαστάζομαι, υποστηρίζομαι κλπ. ρ, ενεργ. φ. Поддержка, -И θ. 1 υποστήριξη, -Ίγμα. 2 βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή* συμπα- συμπαράσταση. II συνηγορία· - предложения, мнения υποστήριξη της πρότασης, της γνώμης. II ενί- ενίσχυση" προστασία· - наступающих артиллерий- артиллерийским огнём υποστήριξη των επιτιθέμενων με πυρά πυροβολικού. поддёрнуть р.σ. μ. τραβώ προς τα πάνω" α- ανασύρω. П ανασηκώνω. ПОДДёть1 р.σ.μ. 1 ανυψώνω αγκιστρώνοντας. II παίρνω, πιάνω απο κάτω. 2 υφαρπάζω, πιάνο- πιάνομαι, γαντζώνομαι, δράττομαι, επωφελούμαι(α- επωφελούμαι(απο λέξη, λόγο, λάθος κάποιου). 3 μτφ. απα- απατώ, εξαπατώ, ξεγελώ. 4 μτφ.(απλ,)· αποκτώ, βρίσκω* где ты эту красавицу -ёл? που τη βρήκες αυτήν την πεντάμορφη; ПОДДеТЬ р.σ.μ. υπενδύω, ντύνω απο κάτω" φοδράρω. ПОДДИр, -а α. είδος σφήνας (για ορυκτά). ПОДДОЛбИТЬ ρ.σ.μ. (λίγο, ακόμα) βλ. Προ- ДОЛбЙТЬ. ПОДДОН, -а α. υποπυθμένας, υποστάτης, υπό- υπόθεμα. поддонник, -а α. βλ. поддон. поддразнивание, ~Я ουδ. ελαφρός ερεθισμός, ή παρόξυνση· κέντρισμα. ПОДДразНИВаТЬ р.σ.μ. 1 (λίγο, ελαφρά) βλ. дразнить. 2 σπρώχνω, ωθώ" κινώ. ПОДДубОВИК, -а α. είδος μανιταριού. ПОДДуВало, -а ουδ. εσχάρα (θερμάστρας ή φούρνου κλπ.). поддувальный επ. της εσχάρας. поддувать р.δ. βλ. поддуть. II (απρόσ.) φυ- φυσώ ελαφρά" ОТ окна -ает απο το παραθύρι φυ- φυσά λίγο. ПОДДУЖНЫЙ επ. ο κάτω απο το θόλο, το τό- τόξο ή την αψίδα. II βοηθητικός" εφεδρικός, για ώρα ανάγκης. II ουσ. έφιππος συνοδός. II μτφ. βοηθός. ПОДДУТЬ, -Дую, -дуешь р.σ. φυσώ (απο κάτω ή απο τα πλευρά)· -дуй сильней, а то погас- погаснет φύσα δυνατότερα, διαφορετικά θα σβήσει* - ртг"Л φυσώ με το στόμα. ПОДДебОШирить р.σ. (για λίγο χρόνο)" βλ. дебоширить. подевать(ся) ρ. σ. βλ. девать(ся), деть(ся). подежурить р.σ. (για λίγο χρόνο) βλ. де- дежурить. подействовать ρ.σ. 1 επιδρώ, επενεργώ" ЭТО Лекарство ~ЛО ХОрошб αυτό το φάρμακο μου έκανε καλό· эта угроза -ла на него αυτή η φοβέρα είχε την επίδραση της σ* αυτόν. 2 (για ένα χρον. διάστημα)" δρω, ενεργώ. Подекадной επ. ο κατά δεκαήμερο (γινόμε- (γινόμενος)" -ые заседания οι κατά δεκαήμερο συνε- συνεδριάσεις. ПОДёлаТЬ р.σ.μ. 1 (λίγο)" ασχολούμαι, κά- κάνω1 - Гимнастику κάνω λίγο γυμναστική" ОПЫТЫ ασχολούμαι λίγο με τα πειράματα. 2 α- ανεγείρω, χτίζω. II εκφρ. что (же) - (-ешь) τι να κάνω, τι να κάνεις (για αδυναμία μπροστά στά σε δύσκολη κατάσταση)" ничего не - τί- τίποτε δε μπορώ να κάνω (επίσης για δύσκολη κατάσταση). II -СЯ 1 (απλ.) γίνομαι, καθί- σταμαι (για όλους, πολλούς). 2 συμβαίνω. 3 (απλ.) σχηματίζομαι" εμφανίζομαι. поделить(ся) р.σ. βλ. делить(ся). Поделка, -И θ. 1 κατασκευή, φτιάξιμο' πα- παραγωγή· - скамеек, СТОЛОВ κατασκευή καθ ι-
под 108 под σμάτων, τραπεζιών. 2 (συνήθως πλθ. -и) μι- κροδουλειές. 3 πλθ. -и μικροπράγματα, μι- κροκατασκευάσματα. поделом επίρ. δίκαια, δικαιολογημένα, εύ- εύλογα. II (απρόσ., ως κατηηγ.) όπως αξίζει, έ- έτσι και πρέπει· ~ ему за это όπως του αξί- αξίζει γι' αυτό. ПОДёлоЧВЫЙ επ. για κατασκευή* της κατα- κατασκευής, του φτιαξίματος" - материал υλικό κατασκευής. ПОДДёлываТЬ р.δ. ασχολούμαι* κάνω. ПОДёнка'! -И θ. το εφήμερο (έντομο). подёнка? -и θ. (απλ.) βλ. подёнщина. ПОДённо επ'ιρ. με τη μέρα, με το μεροκάμα- μεροκάματο* платить - πληρώνω με το μεροκάματο. ПОДёННЫЙ επ. 1 ημερήσιος, καθημερινός*-ые ЗаПИСИ καθημερινές εγγραφές ή σημειώσεις. II με τη μέρα* -ая плата ημερομίσθιο* -ая ра- работа, - труд μεροκάματο, ημερομίσθια εργα- εργασία. Η ουσ. θ. -ая μεροδοΰλι, μεροκάματο. 2 ουσ. α. μεροκαματιάρης, ημερομίσθιος εργά- εργάτης. ПОДёНЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. μεροκαματιά- μεροκαματιάρης, -α, ημερομίσθιος εργάτης. ПОДёНЩИНа, -Ы θ. μεροδούλι, μεροκάματο,η- μεροκάματο,ημερομίσθιο. подёргать р.σ. 1 τραβώ* - за уши τραβώ α- πο τα αυτιά* - за рукав τραβώ απο το μανί- μανίκι. 2 κινώ απότομα, σπασμωδικά· τινάζω. 3 βγά- βγάζω (για πολλά, όλα)· - все ГВОЗДЫ βγάζω ό- όλα τα καρφιά· - все морковки βγάζω (ξερι- (ξεριζώνω) όλα τα καρότα. II -СЯ βλ. Дёргаться A σημ.). ПОДёрГЯВаНИе, -Я ουδ. τράβηγμα ελαφρό. ПОДёрГИВаТЬ1 ρ.δ. (ελαφρά ή πότε-πότε) βλ. Подёргать. II (απρόσ.) κινούμαι σπασμωδικά. II -ся βλ. подёргаться. подёргивать11 ρ.δ. βλ. подёрнуть. И -оя βλ. подёрнуться. подержание, -я ουδ: на - προσωρινά, για προσωρινή χρήση, για λίγο* дай мне на - пальто δόσε μου για λίγο το πανωφόρι. подержанный επ. απο μτχ. μεταχειρισμέ- μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος* ~ЭЯ КНЙГа μεταχειρι- μεταχειρισμένο βιβλίο. подержать р.σ.μ. (λίγο χρόνο) βλ. держать A, 3, 5, 6, 7 σημ.). II -ся βλ. держаться. подёрнуть1 р.σ.μ. (απλ.) βλ. дёрнуть (με σημ. λίγο, ελαφρά). II (απλ.) πληγώνω, κατα- καταθλίβω, καταλυπώ. подёрнуть*ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, θολώ- θολώνω, σκοτίζω* слёзы -ЛИ ВЗОр τα δάκρυα θόλω- θόλωσαν τα μάτια (την όραση)" реку -ЛО ЛЬДОМ (απρόσ.) το ποτάμι σκεπάστηκε απο τον πάγο· Подёрнут МГЛОЙ, ДЫМОМ, туманом καλυμμένος απο σκοτάδι, καπνό, ομίχλη. II -СЯ καλύπτο- καλύπτομαι, σκεπάζομαι* θολώνω, σκοτεινιάζω. подешеветь, -еет р.σ. φτηναίνω, γίνομαι φτηνότερος. подеяться, -ёется ρ.σ. (απλ^ βλ. деяться. поджаривание, -я ουδ. βλ. поджарка. поджаривать(ся) βλ. поджарить(ся). поджаристый επ. βρ: -рист, -а, ~αΐ(λίγο, ελαφρά) καβουρδισμένος, τσιγαρισμένος, κοκ- κοκκινισμένος, ψημένος. 2 βλ. поджарый. ПОДЖаритЬ(СЯ) ρ.σ. (λίγο, -ελαφρά) βλ. жа- рить(ся). ПОДЖарка, -И θ. 1 (λίγο, ελαφρό) τηγάνι- τηγάνισμα, καβούρδισμα, κοκκίνισμα, τσιγάρισμα. 2 το κοκκινιστό (φαγητό). Поджарость, -И θ. λιποσαρκία, ισχνότητα, αδυναμία. поджарый επ., βρ: -жар, -а, -О λιπόσαρ- λιπόσαρκος, ισχνός, αδύνατος, αχαμνός, ξερακιανός* - КОНЬ αχαμνό άλογο, ψωράλογο. ПОДЖатие, -Я ουδ. σφίξιμο, σφύξη. II πίε- πίεση, θλίψη. поджать, подожму, -мёшь ρ.σ.μ. 1 βάζω κά- κάτω απο* μαζεύω* собака -ла хвост το σκυλί έβαλε την ουρά στα σκέλη* сидеть ~ав ноги κάθομαι με μαζεμένα τα πόδια. II σφίγγω* - Губы σφίγγω τα χείλη. 2 πιέζω, θλίβω, πα- πατώ, ζουπώ, ζουλώ. II -СЯ 1 μπαίνω κάτω απο, μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 κουλουριάζο- μαι, κουβαριάζομαι. «> поджелудочный επ: -ая железа το πάγκρεας* - сок το παγκρεατικό υγρό. поджечь, подожгу, подожжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. ПОДЖёГ, ПОДОЖГЛа, ПОДОЖГЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подожжённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено р.σ.μ. 1 πυρπολώ, βάζω φωτιά, καίω. 2 ανάβω* - дрова ανάβω τα καυσόξυλα" - ка- СТЙр ανάβω φωτιά. II παρακαίω, παρατηγανί- ζω, παρατσιγαρίζω* - ПирОТ παρακαίω την πί- πίτα. 3 μτφ. (παλ.) εζάπτω (για αισθήματα, πά- πάθη κ.τ.τ.). ПОДЖИВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подживлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. (απλ.) ενδυναμώνω, ενισχύω, ισχυροποιώ* αναζωπυρώνω. ПОДЖИВЛЯТЬ ρ.δ. βλ. ПОДЖИВИТЬ. II -СЯ δυ- δυναμώνω, ενισχύομαι, ισχυροποιούμαι. Поджигание, -Я ουδ. κάψιμο, πυρπόληση, ε- εμπρησμός. II άναμμα, φλογισμός. ПОДЖИГаТеЛЬ, -Я α., -ница, -Ы θ. εμπρη- εμπρηστής, πυρπολητής* μπουρλοτιέρης. !Ι μτφ. υ- υποκινητής, συνδαυλιστής, (παθών, αισθημάτων κ.τ,τ.)" -ЛИ ВОЙНЫ εμπρηστές του πολέμου. ПОДЖИГатеЛЬСКИЙ επ. εμπρηστικός" -ие речи εμπρηστικοί λόγοι. поджигательство, -а ουδ. βλ. поджигание. поддигать р.δ. βλ. поджечь.
под 109 поджидать, -аю, -аешь р.ό.μ. βλ. ждать, ожидать. ПОДЖИЛКИ, -лок πλθ. οι, τένοντες των γονά- γονάτων' ~ тресутоя τρέμουν τα γόνατα (απο φόβο). поджим, ~а α. βλ. поджатие. поджимание, -я ουδ. βλ. поджатие. поджимать(ся) р.δ. βλ. поджать(ся). поджить, -живёт, παρλθ. χρ. поджил, -ла, ПОДЖИЛО р.σ. θρέφω, επουλώνω· рана -ла η πληγή έθρεψε λίγο. поджог,-а α. εμπρησμός· ~ Рейхстага о ε- πρησμός του Ράιχσταγ. подзаборник, -а α. 1 (παλ.) βλ. подки- подкидыш. 2 (απλ.) αλήτης, σουρτούκης· κάθαρμα ή απόβρασμα της κοινωνίας. подзабывать р.δ. βλ., подзабыть. ПОДЗабЫТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) ξεχνώ λίγο, δε θυμάμαι καλά. подзавить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. завить (με σημ. λίγο). подзаголовок, ~вка α. υπότιτλος. ПОДЗаГОЛОВОЧНЫЙ επ. του υπότιτλου. Подзагореть р.σ. (απλ.) καίγομαι λίγο* на СОЛНЦе καίγομαι λίγο στον ήλιο. подзадоривать р.6. βλ. подзадорить. подзадорить ρ.σ.μ. διεγείρω, ερεθίζω, κε- κεντρίζω, παρακινώ. ПОДЗакусЙТЬ ρ.σ. (απλ.) κολατσίζω, τσι- τσιμπώ λίγο. Подзанять р.σ. (απλ.) δανείζομαι λίγα χρή- χρήματα. II -СЯ ασχολούμαι λίγο. подзаправиться р.σ. (απλ.) βλ. заправить- заправиться (με σημ. λίγο). подзапустить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. запустить2 με σημ. λίγο. подзаработать ρ.σ.μ. (απλ.) εργάζομαι πα- παραπάνω (για να πάρω περισσότερα χρήματα)· денег на велосипед εργάζομαι παραπάνω για να αγοράσω ποδήλατο. подзатихнуть р.σ. (απλ.) βλ. затихнуть με σημ. λίγο. ПОДЗаТЫЛЬНИК, -а α. 1 καταυχένισμα, για- γιακάς, σβερκιά, φάπα. 2 γιακάς ή καπέλο που καλύπτει το ινίο. Подзащитный α., -ЭЯ θ. πελάτης, -ισσα δι- δικηγόρου. II ο προστατευόμενος. ПОДЗём, ~а α. (διαλκ.) το υπέδαφος. подземелье, -Я ουδ. υπόγειο· σπηλιά, ά- άντρο. Подземельный επ. 1 υπόγειος· - СВОД υπό- υπόγειος θόλος. 2 βλ. подземный. подземка, -И θ. υπόγειος σιδηρόδρομος. подзёмка, -и θ. (διαλκ.) βλ. подзёмок. подзёмок, -мка α. (διαλκ.) 1 βλ. подзём- подзёмка. 2 μικρή υπόγεια θερμάστρα. подземный επ. υπόγειος· -ое озеро υπό- под γεια λίμνη· -ые работы υπόγειες εργασίες· ~ое царство ο Αδης, τα Τάρταρα, ο Κάτω κό- κόσμος,· το βασίλειο του Πλούτωνα· - ход υπό- υπόγεια διάβαση. подзеркальник, -а α. το υποκαθρέφτιο. подзеркальный επ. υποκαθρέφτιος· - столик υποκαθρέφτιο τραπεζάκι. ПОДЗЙМНЫЙ επ. προχειμωνιάτικος, -μερινός, -μώνιος* - сев η φθινοπωρινή σπορά. ПОДЗОЛ, -а α. 1 άγονο έδαφος, στείρα γη. 2 μείγμα στάχτης και ασβέστης (για αποτρίχω- αποτρίχωση δερμάτων). ПОДЗОр, -а α. 1 γιρλάντα διακοσμημένη. 2 διακόσμηση σκαλιστή. 3 (ναυτ.) το ςξέχον μέ- μέρος της πρύμνης. ПОДЗОРНЫЙ επ. της παρατήρησης· του παρα- τηρίου. Ι! εκφρ. -ая труба διόπτρα επιμήκης, βίστα, κανοκιάλι. подзубривать р.δ. βλ. подзубрить. II -ся αποστηθίζομαι. подзубрить ρ.σ.μ. (απλ.) αποστηθίζω, απο- απομνημονεύω ακόμα λίγο. подзудить, -зужу, -зудишь ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. подстрекнуть. подзуживать р.δ. βλ. подзудить. ПОДЗЫВ, ~а α. κλήση, πρόσκληση, κάλεσμα, φώνασμα. подзывание, -я ουδ. βλ. подзыв. подзывать р.δ. βλ. Подозвать. ПОДИ (απλ.) 1 (προστκ. αντί του ПОЙДИ)'πή- ПОЙДИ)'πήγαινε· - Сюда έλα εδώ* -те прочь πηγαίνετε έξω" -те наверх πηγαίνετε (ανεβήτε) επάνω. 2 (παρνθ. λ.) πιθανόν, μπορεί, Ίσως, όπως φαίνεται. II δοκίμασε, προσπάθησε. 3 (επιφ. θαυμαστικό)· πωπώ! βρε! τι λες( εκεί) ! 4 επιφ. %προειδοποιητικό* (παλ.) φυλάξου! πρόσεχε! το νου σου! II εκφρ. (да И) на-ПОДЙ βλ. на? подивйть(ся) р.σ. βλ. удивйть(ся). подий βλ. подиум. подиктовать ρ.σ.μ. υπαγορεύω λίγο. подина, -ы θ. βλ. под? ПОДИрать, -ает р.δ. ερεθίζω, προκαλώ α- απέχθεια. II (απρόσ.) με τρώει· горло -ает о λαιμός με τρώει. *ПОДИум, -а κ. ПОДИЙ-Я α. πόδιο ή ποδείο. подкаливать ρ.δ. βλ. подкалить. ПОДКаЛИТЬ р.σ.μ. πυρακτώνω λίγο ή ακόμα. подкалывание, -я ουδ. βλ. подколка. подкалывать1 ρ.δ. βλ. подколоть1. II -ся καρφιτσώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. подкалывать2ρ.δ. βλ. подколоть2 Подкаменщик, -а α. πετρόψαρο. подкандальники, -ов (ενκ. -ник, -а α.) υ- ποχειροπέδια. подкапать ρ.σ.μ. στάζω ακόμα, επί πλέον. подкапливать ρ.δ. βλ. подкопить.· II -ся
под 110 под αποθηκεύομαι· αποταμιεύομαι. подкапчивать р.δ. βλ. подкоптить. II ~оя καπνίζομαι, γίνομαι καπνιστός. подкапывание, -я ουό. βλ. подкоп. подкапывать1 ρ.6. βλ. подкапать. подкапывать* ρ.6. βλ. подкопать. I! -оя βλ. подкопаться. ПОДКарауЛИВаНИе, -я ουδ. παραφύλαξη, πα- ραμόνευμα. подкарауливать ρ.δ. βλ. подкараулить. II -СЯ παραφυλάγω, παραμονεύω. подкараулить р.σ.μ. βλ. подстеречь. подкармливание, -я ουδ. βλ. подкорм. подкаршшвать( ся) р.δ. βλ. подкормить(ся). ПОДкат, -а α. κύλιση προς ή κάτω απο. подкатать ρ.σ.μ. (απλ·.) βλ. подкатить A σημ.). ПОДКатитЬ, -качу, -каТИШЬ, παα μτχ. παρλθ. χρ. подкаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. 1 μ. κυλώ προς ή κάτω απο* - бочку К углу κυλώ το βαρέλι προς τη γωνία. II οδηγώ, φέρω (για οχήματα). 2 (για μεταφορικά μέσα) τρέχω, πλη- πλησιάζω, φτάνω γρήγορα. 3 εμφανίζομαι, παρου- παρουσιάζομαι ξαφνικά· тошнота -ла к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό· у меня -ЛО В Сердце μου ήρθε άσχημα στην καρδιά. II εχφρ. - глаза πε- περιφέρω τους βολβούς των ματιών. II -СЯ κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. МЯЧИК -лея ПОД Диван το τόπι κύλισε κάτω απο το ντιβάνι· КО мне -ЛСЯ мальчик σέ μένα ήρθε γρήγορα ένα παιδάκι' ТОШНОТа -лась к горлу μου. ήρθε να κάνω ε- εμετό. ПОДКатка, -И θ. κύληση. ПОДКатчиК, -а α. κυλιστής. подкатывание, -я ουδ. βλ. подкалка. подкатывать(ся) р.δ. βλ. подкатйть(ся). подкачать ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОД- качаННЫЙ, βρ: -Чан, -а, -О. 1 μ. αντλώ ακό- ακόμα. 2 (παλ.) διαψεύδω τις ελπίδες'ντρο- ελπίδες'ντροπιάζω. II βλάπτω' χαλνώ, подкачивание, -я ουδ. βλ. подкачка. подкачивать ρ.δ. βλ. подкачать. II -ся α- αντλούμαι επί πλέον. ПОДКачка, -И θ. άντληση επιπρόσθετη. подкашивание, -Я ουδ. κόσισμα ή επί πλέον κόσισμα. подкашивать ρ.δ. βλ. подкосить. Ι! -ся βλ. подкоситься. II εκφρ. ноги -готся от усталос- усталости μου κόβονται τα πόδια απο την κούραση. ПОДКашшВаНИе, -Я ουδ. βήξιμο ελαφρό. подкашливать р.δ. βήχω ελαφρά (για να τρα- τραβήξω την προσοχή κάποιου). подкашлянуть ρ.σ. βλ. подкашливать. подкидка, -и θ. (απλ.) βλ. подброска. ПОДКИДНОЙ επ.1 της ρίψης, για ρίψη. 2 ρι- χνόμενος κρυφά* -ые ПИСЬМа γράμματα ριχνό- μενα κρυφά. II αναρριχνόμενος. 3 ουσ. είδος χαρτοπαίγνιου. II εκφρ. - дурак ή -ые Дура- КИ είδος χαρτοπαίγνιου. ПОДКИДЫШ, ~а α. το έκθετο βρέφος. подкинуть р.σ.μ. .βλ. подбросить. ПОДКИПЯТИТЬ р.σ.μ. βράζω (λίγο ή επί πλέ- πλέον) . ПОДКИСЛЯТЬ ρ.σ.μ. ξυνίζω λίγο. ПОДКИСЛЯТЬ ρ.δ. βλ. ПОСКИСЛИТЬ.. подкладка, -И θ. 1 φόδρα, υπένδυση· υπόρ- ραμμα, αστάρι, σωπάν ι. Ι) η ανάποδη υφάσμα- υφάσματος κ.τ.τ. 2 μτφ. βάση, βάθρο. 3 υποστήριγ- υποστήριγμα. ПОДКЛаДНОЙ επ. υποθετόμενος, τιθέμενος α- ποκάτω· - СУДНО ουροδοχείο κλινήρη ασθενή, πάπια, παπίτσα. ПОДКЛаДОЧНЫЙ επ. της φόδρας, για φόδρα* - материал ύφασμα για φόδρα. подкладывание, -Я ουδ. τοποθέτηση αποκάτω. подкладывать р.δ. βλ. подложить. II -оя υ- υποβάλλομαι, τοποθετούμαι αποκάτω. ПОДКЛаСС, ~а α. υπόταξη* υποείδος. ПОДКЛевать р.σ.μ. ραμφίζω όλο ή πολύ. подклёвывать р.δ. βλ. подклевать подклеивание, -я ουδ. βλ. подклейка. подклеивать р.δ. βλ. подклеить. II -ся κολ- κολλιέμαι αποκάτω. Подклеить ρ.σ.μ. 1 υποκολλώ, κολλώ αποκά- αποκάτω· - надпись под картйнбй κολλώ επιγραφή κάτω απο την εικόνα. 2 κολλώ (κάτι σχισμέ- σχισμένο, σπασμένο κ.τ.τ.). 3 κολλώ ακόμα λίγο ή επι πλέον. ПОДКлёЙка, -И θ. 1 υποκόλληση. 2 το υπο- κό λλη μα. ПОДКЛеПОТЬ ρ.σ.μ. 1 γυρώνω, πριτσινάρω, τζαβετάρω αποκάτω. 2 επικολλώ, κολλώ επι- επιπρόσθετα. ПОДКЛёПКа, -И θ. γύρωση, πριτσίνωμα, τζα— βετάρισμα αποκάτω. подклёпывание, -я ουδ. βλ. подклёпка. подклёпывать р.δ. βλ. подклепать. II -ся γυρώνομαι, πριτσινάρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. подклет, -а α. βλ. подклеть. ПОДКЛеТЬ, -и θ. (αρχτ.) κατώγιο. ПОДКЛИК, -а α. (κυνηγ. κ. απλ.) κλήση, φώ- ναγμα. подкликать ρ.δ. βλ. подкликнуть. ПОДКЛИКНуть ρ.σ. (απλ.) φωνάζω, καλώ. подключать(ся) ρ.δ. βλ. подключить(ся). подключение, -Я ουδ. ένωση, σύνδεση (συ- (συσκευών, καλωδίων κ.τ.τ.). ПОДКЛЮЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подключённый, βρ: -чён, -чеяа, -чено; ρ.σ.μ. ενώνω, συνδέω· - свет ανάβω το φως· - газ συνδέω το φωταέριο. II -СЯ 1 ενώνομαι, συνδέομαι (για συσκευές κ.τ.τ.). 2 μπαίνω,
под 111 под συμμετέχω" συμπεριλαβαίνομαι. ПОДКЛЮЧИЧНЫЙ επ. (ανατ.) υποκλείδιος. ПОДКОВа, -Ы θ. 1 πέταλο (ζώων). 2 σιδε- ράκι (για ντακούνια, μύτες παπουτσιών). ПОДКОВАТЬ, -куй, -куёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 πεταλώνω, καλιγώνω" - лошадь πεταλώνω το ά- άλογο. II καρφώνω, στερεώνω απο κάτω μεταλλι- μεταλλικό έλασμα. 2 μτφ. εφοδιάζω, καταρτίζω, προ- προετοιμάζω καλά. 3 μτφ. (απλ.) εξαπατώ, κο- κοροϊδεύω, γελώ. II -СЯ εφοδιάζομαι, καταρτί- καταρτίζομαι, προετοιμάζομαι καλά (για γνώσεις κλπ.) ПОДКОВка1, -И θ. 1 πετάλωμα, καλίγωμα. 2 βλ. ПОДКОВа.B σημ.). . ПОДКОВка? -И θ. 1 πεταλάκι. 2 σιδερά*ι υποδήματος. ПОДКОВНЫЙ επ. του πέταλου, για πέταλα· ГВОЗДЬ πεταλοκάρφι. ПОДКОВОНОС, -а α. είδος νυχτερίδας. ПОДКОВООбраЗНЫЙ επ. πεταλοειδής* - маГНЙТ πεταλοειδής μαγνήτης. подковывать(ся) ρ.δ. βλ. подковать(ся). ПОДКОВЫЛЯТЬ р.σ. πλησιάζω κουτσαίνοντας. подковыр, -а α. (απλ.) βλ. подковырка B σημ.). подковыривание, -я ουδ. βλ. подковырка. подковыривать р.δ. βλ. подковырнуть. II-ся ανασκαλίζομαι· ανασηκώνομαι. ПОДКОВЫрка, -И θ. 1 ανασκάλιση· ανασήκω- ση. 2 μτφ. κακή διάθεση. 3 διπλορραφή της σό- σόλας τσαρουχιών. ПОДКОВНрнуТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подковырнутый, βρ: -нут, -а, -Ο. 1 ανασκα- λίζω· ανασηκώνω. 2 μτφ. (απλ.) μιλώ δηκτι- δηκτικά, πληγώνω. ПОДКОЖНЫЙ επ. 1 υποδόριος, υποδερμικός* - СЛОЙ жира υποδόριο στρώμα λίπους· -ое впры- впрыскивание υποδόρια ένεση. подколачивать р.δ. βλ. подколотить. II -ся καρφώνομαι απο κάτω. ПОДКОЛΘΗΚΗ, -ΗΟΚ πλθ. οι ιγνύες, οι ιγνυ- ακοί βόθροι. ПОДКОЛёнНИК, -а α. (απλ.) η γονατιά, χτύ- ημα με το γόνα. ПОДКОЛёнНЫЙ επ. ιγνυακός' -ая яма ιγνυα- κός βόθρος. ПОДКОЛка, -И θ. 1 καρφίτσωμα. 2 επισύνα- επισύναψη. 3 νύξη, κέντρισμα. 4 μτφ. θίξη, πείραγ- πείραγμα, πλήγωμα. ПОДКОЛОДНЫЙ επ: -ая змея φίδι κολοβό (ε- (επικίνδυνος, ύπουλος). ПОДКОЛОТИТЬ р.σ.μ. καρφώνω απο κάτω. ПОДКОЛОТЬ ρ.σ.μ. 1 καρφώνω" καρφιτσώνω* - КОСу καρφιτσώνω την πλεξούδα. 2 (επι)συνά- πτω· - характеристику К делу επισυνάπτω έκ^ θέση για την υπόθεση. 3 κεντρίζω, νύσσω. 4 μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. ПОДКОЛОТЬ2ρ.σ.μ. σχίζω ακόμα λίγο ή παρα- παραπάνω" - дров σχίζω ακόμα λίγα καυσόξυλα. подколопнуть ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. подковыр- подковырнуть A σημ.). ПОДКОМИССИЯ, -И θ. υποεπιτροπή. подкомитет, -а α. υποεπιτροπή. ПОДКОНВОЙНЫЙ, -ОГО α. ο συνοδευόμενος, о υπο συνοδεία. ПОДКОНТРОЛЬНЫЙ επ. ελεγχόμενος, ο υπο έ- έλεγχο · -ые министерству органы τα υπο τον έ- έλεγχο του υπουργείου όργανα. ПОДКОП, -а α. 1 υποσκαφή, υπόσκαψη» 2 υπό- υπόνομος. 3 πλθ. -Ы μτφ. δολοπλοκίες, μηχανορ- μηχανορραφίες, ραδιουργίες· σκευωρίες. подкопать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкопанный, βρ: -пан, -а, -о. 1 υποσκάβω. II ανασκάβω, κατασκάβω. 2 σκάβω τμήμα απο κάθε πατατοφωλιά. II -СЯ υπεισέρχομαι, υπεισ- δύω, μπαίνω μέσα κάτω απο σκαμμένο μέρος. II ανοίγω, φτιάχνω υπόνομο. II μτφ. δολοπλοκώ, μηχανορραφώ, ραδιουργώ* σκευωρώ. ПОДКОПИТЬ р.σ.μ. βλ. СКОПИТЬ (ακόμα λίγο, επι πλέον).' подкопка, -и θ. βλ. подкоп. ПОДКОПНЫЙ επ. σκαμμένος, σκαφτός· υποσκα- πτικός* υπονομευτικός. ПОДКОПТИТЬ р.σ.μ. (λίγο, ακόμα λίγο) βλ. закоптить. ' подкорачивать р.δ. βλ. подкоротить.. II -ся βλ. укоротиться. подкоренной επ. υπόρριζος (για φυτά). II (μαθ.) υπόρριζος. Подкорка, -И θ. (ανατ.) υπόδερμα, υποδερ- μίδα. ПОДКОРКОВЫЙ επ. ο αποκάτω του φλοιού' - слой древесины το κάτω του φλοιού ξυλώδες στρώμα· -ые центры τα κέντρα κάτω απο το φλοιό ( του εγκέφαλου). ПОДКОРМ, -а α. 1 θρέψιμο, τροφή, τάισμα. II πρόσθετη τροφή.2 φούσκισμα (με φυσικά ή χη- χημικά λιπάσματα). ПОДКОРМИТЬ ρ.σ.μ. 1 βλ. покормить. || τα- ταίζω περισσότερο. 2 φουσκίζω, λιπαίνω.II -СЯ τρέφομαι καλά. подкормка, -и θ βλ. подкорм. ПОДКОРМОЧНЫЙ επ. της τροφής, του ταΐσμα- ταΐσματος" για τροφή" για θρέψιμο. подкоротить р.σ.μ. (απλ.) βλ. укоротить (λίγο). ПОДКОС, -а α. κόσισμα, θέρισμα, χορτοκοπή. ПОДКОСИТЬ ρ.σ.μ. 1 θερίζω, κοσίζω, χορτο- κοπώ. 2 μτφ. ρίχνω κάτω. II κάμπτω, λυγίζω (τα γόνατα, τα πόδια). 3 θερίζω, κοσίζω (α- (ακόμα λίγο, επί πλέον). II -СЯ στην έκφραση: НОГИ -ЛИОЬ μου κόπηκαν τα πόδια (απο αδυ-
под 112 под ναμία, φόβο κ.τ.τ.). подкрадываться р.δ. βλ. подкрасться. подкраивать р.6. βλ. ПОДКРОИТЬ. II -ОЯ πε- περικόπτομαι. Подкрасить р.σ.μ. 1 βάφω· χρωματίζω, μπο- γιατίζω (λίγο, ελαφρά). 2 βάφω ακόμα λίγο. II -СЯ φτιασιδώνομαι, βάφομαι λίγο, ελαφρά. ПОДКраска, -и θ. 1 βάψιμο· χρωμάτισμα (ε- (ελαφρά ή συμπληρωματικά). 2 βαφή" χρώμα, μπο- μπογιά. подкрасться, -крадусь, -крадёшься, παρλθ. χρ. подкрался, ~лась, -лось р.σ. πλησιάζω κρυφά, κρυφοζυγώνω" КОШка -лась К ВОробыЬ η γάτα κρυφοπλησίασε το σπουργίτη· - на ЦЫПО- чках· κρυφοπλησιάζω στα νύχια. II μτφ. φτάνω, έρχομαι απαρατήρητος, ανεπαίσθητος· Зима -лась μας ήρθε ο χειμώνας χωρίς να τον κα- ταλάβομε. подкрахмаливать р.δ. βλ. подкрахмалить. II -0Я κολλαρίζομαι ελαφρά. ПОДКраХМалиТЬ р.σ.μ. κολλαρίζω ελαφρά. подкрашивание, -я ουδ. βλ. подкраска. подкрашивать(ся) ρ.δ. βλ. подкрасить( ся). подкрепить р.σ.μ. 1 υποστηρίζω, στερεώνω, κρατώ, βαστώ με υποστήριγμα· - стену ПОД- поркой στεργιώνω τον τοίχο με υποστήριγμα. 2 (εν)δυναμώνω, ενισχύω. II τονώνω. II βασί- βασίζω. Ι) -СЯ ενισχύομαι, δυναμώνω.II τονώνομαι. подкрепление, -Я ουδ. 1 υποστήριξη, -μα. 2 δυνάμωμα, ενίσχυση. II τόνωση. И το δυνα- δυναμωτικό. 3 (στρατ. ) ενίσχυση* отправить -Я на фронт στέλλω ενισχύσεις στο μέτωπο. подкреплять(ся) ρ.δ. βλ. подкрепить(ся). Подкрикивание, -Я ουδ. συνόδευση με φω- φωνές, κραυγές. подкрикивать р.δ. συνοδεύω με φωνές, κραυ- κραυγές. ПОДкроЙТЬ р.σ.μ. κόβω, περικόβω, φέρνω στο μέτρο* - воротник (περικόβοντας) το γιακά τον φέρω να στέκεται καλά. подкруглить р.σ.μ. (απλ.) στρογγυλεύω. ПОДКРУГЛЯТЬ ρ.δ.μ. (απλ.) στρογγυλεύω. II -СЯ στρογγυλεύομαι. ПОДКРУТИТЬ р.σ.μ. στρέφω, στρίβω λίγο ή παραπάνω. II -СЯ στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Подкрутка, -И θ. στρίψιμο ελαφρό. подкручивание, -я ουδ. βλ. подкрутка. подкручивать( ся) ρ.δ. βλ. подкрутйть(ся). ПОДКрыЛЬе, -Я ουδ. η κάτω πλευρά της πτέ- πτέρυγας αεροπλάνου. ПОДКРЫЛЬНЫЙ επ. υποπτερύγιος. подкузьмить р.σ. (απλ.) φέρω σε δύσκολη θ έση, κατ άστ αση. Подкулачник, -а α. λακές, τσιράκι των κου- κουλά κων. ПОДКулачныЙ επ. του κουλάκικου λακέ. подкуп, -а α. εξαγορά· прибегнуть к -у καταφεύγω στην εξαγορά· - свидетелей εξαγο- εξαγορά μαρτύρων. . " подкупать р.δ. βλ. подкупить. II -СЯ εξα- εξαγοράζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Подкупающий επ. απο μτχ. θελκτικός, γοη- γοητευτικός, ελκυστικός' συμπαθητικός. ПОДКУПИТЬ р.σ.μ. 1 εξαγοράζω· - СВИДвте- лей εξαγοράζω μάρτυρες· - ИХ совесть εξα- εξαγοράζω τη συνείδηση τους· - деньгами εξαγο- εξαγοράζω με χρήματα· - подарками εξαγοράζω με δώρα, δωροδοκώ. II μτφ. αιχμαλωτίζω, θέλγω, γοητεύω, μαγεύω' - своею добротой μαγεύω με την καλοσύνη· его мягкий ГОЛОС -ИЛ всех η ήπια φωνή του γοήτευσε όλους. 2 αγοράζω ακόμα λίγο, συμπληρωματικά' ~ сахару αγορά- αγοράζω ακόμα λίγο ζάχαρη. ПОДКУПНОСТЬ, -И θ. εξαγορά. подкупный κ. ПОДКУПНОЙ επ, εξαγοραζόμενος. подкуривать ρ.δ. βλ. подкурить. II -оя κα- • πν ίζομαι. подкурить р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкуренный, βρ: -рен, -а, -О. 1 καίω λίγη αρωματική ουσία. 2 καπνίζω λίγο' - пчёл κα- καπνίζω λίγο τις μέλισσες. подкусить, -кушу, -кусишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. подкушенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 δαγκώνω λίγο ή απο κάτω. 2 κόβω αποκάτω(με τανάλια, πένσα κ.τ.τ.), «г ПОДКУТИТЬ р.σ.μ. (απλ.) μεθώ ελαφρά· τσα- κιρώνομαι. подлавливать р.δ. βλ. подловить. II -ся πιάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. подладить, -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подлаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 κουρδίζω, εναρμονίζω' - Скрипку ПОД РОЯЛЬ κουρδίζω το βιολί σύμφωνα με το πιάνο. 2 προσαρμόζω, ταιριάζω. 3 κανονίζω, ρυθμίζω-' - ОСЬ к телеге κανονίζω τον άξονα του αμα- αμαξιού. II -СЯ 1 κουρδίζομαι, εναρμονίζομαι. 2 προσαρμόζομαι. 3 (διαλκ.) τακτοποιούμαι, βο- βολεύομαι . подлаживание, -Я ουδ. 1 κούρδισμα, εναρ- εναρμόνιση. 2 προσαρμογή,'ταίριασμα. 3 κανόνι- κανόνισμα, ρύθμιση. подлаживать(ся) р.δ. βλ. подладить(ся). подлакировать р.σ.μ. 1 βερνικώνω συμπλη- συμπληρωματικά. 2 μτφ. ωραιοποιώ, εξωραΐζω. подлакировывать р.δ. βλ. подлакиро- подлакировать. И -СЯ 1 βερνικώνομαι. 2 μτφ. ωραιο- ωραιοποιούμαι, εξωραΐζομαι. подламывание, -я ουδ. βλ. подлом. подламывать(ся) р.δ. βλ. подломить(ся). подластиться, -лащусь, -ластишься р. σ. (παλ.) καλοπιάνω, κολακεύω. подлатать ρ.σ.μ. (απλ.) συρράπτω,-επιρρά-
под 113 под πτω, μπαλώνω. подлатывать р.δ. βλ. подлатать. II ~ся ε- πιρράπτομαι, συρράπτομαι, μπαλώνομαι. подле επί, р. и. προ θ. 1 επίρ. πλησίον, εγ- εγγύς, κοντά, σιμά· παραπλεύρως, όίπλα, πλάι. 2 πρόθ. πέριξ, γύρω, περίγυρα. Подледник, ~а α. δίχτυ αλιευτικό κάτω απο τον πάγο. ПОДЛёдвый επ. ο κάτω απο τον πάγο. подлежать р.δ. 1 (παλ.) υπόκειμαι.2 υπο- υποτάσσομαι, εξουσιάζομαι. II εκφρ. не ~йт со- сомнению δε χωράει αμφιβολία· не -ИТ ОГЛашё- НИГО είναι απόρρητο. подлежащее, -его ουδ. (γραμμ.) το υπο- υποκείμενο. подлезать р.δ. βλ. подлезть. подлезть, -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. под- подлез, ~ла, -Ло, προστκ. подлезь р.σ. χώνο- χώνομαι κάτω απο· υπεισέρχομαι* - ПОД дивятт χώ- χώνομαι κάτω απο το ντιβάνι. Подлекарь, -Я α. (παλ.) βοηθός φαρμοκο- ποιού, φαρμακοτρίφτης. Подлепить р.σ.μ. (απο κάτω ή πρόσθετα) βλ. лепить. подлеплять ρ.δ. βλ. подлепить. II -ся βλ. лепиться με σημ. απο κάτω ή παραπάνω. ПОДлёсок, -Ска α. χαμόδεντρο· χαμόδεντρα. подлеститься, -лещусь, -лестйщься р. σ. (απλ.) βλ. подольститься. подлесье, -я ουδ. βλ. подлесок. ПОДЛёт, -а α. πτήση κάτω απο ή συχνή. подлетать ρ.δ. βλ. подлететь. подлететь р.σ. πλησιάζω πετώντας· голубь -ёл к окну το περιστέρι πέταξε κοντά στο πα- παραθύρι. II μτφ. τρέχω γρήγορα, πετάγομαι. II αναπηδώ* МЯЧ -ёл до потолка το τόπι πετά- πετάχτηκε ως την οροφή. подлеток, -тка α. (διαλκ.) βλ. подросток. Подлец, -а α. παλιάνθρωπος, κάθαρμα, πρό- πρόστυχος, παλιοτόμαρο. подлечивать(ся) р.δ. βλ. подлечйть(ся). Подлечить ρ.σ.μ. θεραπεύω, γιατρεύω (με- (μερικώς). II -СЯ θεραπεύομαι (μερικώς). подлещик, -а α. είδος ποτάμιου κυπρίνου. подлив, -а α. βλ. подливка. подлива, ~ы θ. βλ. подливка B σημ.). подливание, -я ουδ. βλ. подливка. подливать(ся) р.δ. βλ. подлить(ся). ПОДЛИВка, -И θ. 1 επίχυση. 2 σάλτσα φαγη- φαγητού. 3 ασβεστοκονίαμα. ПОДЛИВНОЙ επ. της επίχυσης· ~ое колесо τροχός πτερυγοφόρος. II του ασβεστοκονιάμα- τος· με ασβεστοκονίαμα· -ая кладка χτίσιμο με ασβεστοκονίαμα. ПОДЛИЗа, ~ы α. κ. θ. γλείφτης, τσανακο- γλειφτης, πινακογλείφτης, κόλακας, γαλίφης. подлизать, -лигу, -лижешь, παθ. μτχ. παρλθ. подлизанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. γλεί- γλείφω. II -СЯ μτφ. γλείφομαι, καλοπιάνω, κολα- κολακεύω, γαλιφεύω. подлизывать(ся) ρ.δ. βλ. подлизать(ся). ПОДЛИННИК, -а α. 1 πρωτόγραφο, το αρχέτυ- αρχέτυπο· το πρωτότυπο· представить документы в ~ах, а не В КОПИЯХ παρουσιάζω τα πρωτότυπα έγγραφα κι όχι τα αντίγραφα" - контракта το πρωτότυπο της σύμβασης. 2 πηγή· читать КЛЭС- СИКОВ В -е διαβάζω τους κλασσικούς απο τις πηγές (όχι απο μεταφράσεις). 3 ανθιβόλι(ο), ανθί βόλο. ПОДЛИННО επίρ. πραγματικά, αληθινά, ПОДЛИННОСТЬ, ~и θ. γνησιότητα, το γνήσιο· αυθεντικότητα. подлинный επ., βρ: -линен, -линна, -линна I πρωτότυπος, αρχέτυπος, πρωτόγραφος. 2 α- αληθινός, πραγματικός· γνήσιος· αυθεντικός. II εκφρ. С -ЫМ верно ακριβές αντίγραφο. ПОДЛИНЬ, -Я а. к. -И θ. (κυνηγ.) πτηνό κα- κατά την πτερόρροια (που δεν μπορεί να πετά- πετάξει). ПОДЛИПала, -Ы α. κ. θ. (απλ.) καταφερτζής, καπάτσος, επιτήδειος (που κολλάει ώσπου να πετύχει το σκοπό του) · κόλακας, φαυλοκόλα- κας. подлипать р.δ. βλ. подлипнуть. II μτφ. (απλ.) κολλώ, γίνομαι ενοχλητικός σε κάποιον ώσπου να πετύχω το επιδιωκόμενο. подлипнуть р.σ.μ. κολλώ απο κάτω. ПОДЛИСОК, -ска α. αλεπουδάκι. II διασταύ- διασταύρωση αλεπούς και σκύλου. подлить, подолью, подольёшь, παρλθ. χρ. подлил, ~ла, -лило κ. подлил, подлило, προστκ.. подлей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОДЛИТЫЙ к. "подлитый, βρ: подлит κ. подлит, -а, подлито κ. ПОДЛИТО р.σ.μ. χύνω επιπρόσθετα, ακόμα λίγο'- СОус ρίχνω ακόμα λίγο σάλτσα· - вина В стакан ρίχνω λίγο ακόμα κρασί στο ποτήρι. II χύνω, ρίχνω απο τα κάτω· - ВОДУ ПОД коле- СО ρίχνω νερό κάτω απο τον τροχό. II εκφρ. - масло В ОГОНЬ ρίχνω λάδι στη φωτιά (επι- (επιδεινώνω (παροξύνω) τ-ην κατάσταση. II -СЯ χύ- χύνομαι, ρίχνομαι απο κάτω. ПОДЛИЧаНЬе, -Я ουδ. συμπεριφορά άσχημη,αι- άσχημη,αισχρή, πρόστυχη. ПОДЛИЧать р.δ. φέρνομαι παλιάνθρωπα, πρό- πρόστυχα1 γίνομαι παλιάνθρωπος, μασκαράς· κάνω βρωμοδουλιές. ПОДЛОВИТЬ р.σ.μ. 1 συλλαμβάνω, πιάνω, αρ- αρπάζω. II μτφ. καταλαβαίνω, εννοώ αμέσως. 2 μτφ. πιάνομαι, δράττομαι (απο λέξη, λόγο, λάθος κ.τ.τ.). ПОДЛОВЧИТЬСЯ ρ.σ. (απλ.) βλ. ИЗЛОВЧИТЬСЯ. подлог, -а α. βλ. подделка.
под 114 под ПОДЛОДКа, -И θ. υποβρύχιο. ПОДЛОЖИТЬ, -ЛОЖУ, -ЛОЖШПЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подложенный, βρ: -жен, -а,-о ρ.σ.μ.1 υ- υποθέτω, βάζω αποκάτω· - камень под колесо βάζω πέτρα κάτω απο τον τροχό. II φοδράρω" - ШёЛК ПОД пальто βάζω μεταξωτή φόδρα στο πανωφόρι,. 2 βάζω συμπληρωματικά, ακόμα λί- λίγο· προσθέτω· - дров В пёчку βάζω κι άλλα ξύλα στη θερμάστρα· -ЖИ. ещё картошки βάλε ακό μα πατάτ ες. подложность, -и θ. βλ. подделка. подложный επ., βρ: -жен, -жна, -жно βλ. поддельный. ПОДЛОКОТНИК, ~а α. ακουμπηστήρι (αγκώνα, χεριού, βραχίονας καθίσματος, μπρατσόλι). ПОДЛОМ, -а α. (απλ.) σπάσιμο αποκάτω. П το σπασμένο μέρος. ПОДЛОМАТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОД- ломанный, βρ: -ман, -а, -о βλ. подломить. ПОДЛОМИТЬ, -ЛОМЛЮ, -ЛОМИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подломленный, βρ: -лен, ~а, -ο ρ· σ.μ. σπάζω, θραύω απο το κάτω μέρος. II -СЯ 1 σπάζω, θραύομαι απο το κάτω μέρος. 2 κό- κόβομαι, εξαντλούμαι· у старика -лись НОГИ του γέρου του κόπηκαν τα πόδια. ПОДЛОПаточный επ. ο κάτω της ωμοπλάτης. ПОДЛОСТЬ, -И θ. προστυχιά, ατιμία, αισχρό- αισχρότητα· εξαχρείωση, βρωμιά. подлунный επ. (παλ.) ο κάτω απο τη σελήνη,, επίγειος. II ουσ. θ. -ЭЯ η γη, η υφήλιος" ПО Всей -ОЙ σ' όλη την υφήλιο. ПОДЛЫЙ επ. 1 πρόστυχος, ποταπός· αισχρός, αχρείος, άτιμος. 2 (παλ.) μη σοϊλίδικος. подлюга, -и α. κ. θ. βλ. подлец. подмазать, -мажу, -мажешь р.σ.μ. 1 (λίγο· πρόσθετα.) βλ. мазать. II βάφω (χείλη, πρό- πρόσωπο). 2 μτφ. δωροδοκώ, λαδώνω, II εκφρ. КОЛеса λαδώνω, δωροδοκώ. II -СЯ 1 βάφομαι, φτιασιδώνομαι. 2 μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω. ПОДмазка, -И θ. Ι άλειμμα ελαφρό. 2 μτφ. λάδωμα, δωροδοκία. подмазывание, -я ουδ. βλ. подмазка. подмазывать(ся) р.δ. βλ. подмазать(ся). подмалевать, -люю, -лгоешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подмалёванный, βρ·: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 (απλ.) βλ. подкрасить. 2 (ζωγρ.) χρωματί- χρωματίζω την επιφάνεια του πίνακα (ξύλου, υφά- υφάσματος κ.τ.τ.). Подмалёвка, -И θ. βάψιμο· χρωμάτισμα. подмалёвок, -вка α. βλ. подмалёвка. подмалёвывание, -я ουδ. βλ. подмалёвка. подмалёвывать, р.δ. βλ. подмалевать.II -СЯ βάφομαι· χρωματίζομαι. подмалывать р.δ. βλ. подмолоть. подмандатный επ. ο υπό εντολή· -ая тер- ритория έδαφος υπο εντολή. подманивать р.δ. βλ. подманить. II -ся κά- κάνω νεύμα, γνέφω. подманить, -маню, -манишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подманенный, βρ: -нен, -а, -о κ. подма- подманённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. γνέ- γνέφω, νεύω, κάνω νεύμα ή νόημα. подмаргивание, -я ουδ. βλ. подмигивание. йодмаргивать ρ.δ. βλ. подморгнуть. подмаренник, -а α. είδος γάλιου (φυτό). подмасливать р.δ. βλ. подмаслить. II -ся λαδώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОДМаСЛИТЬ р.σ.μ. 1 λαδώνω λίγο ή πρόσθε- πρόσθετα. 2 μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω. II δωροδοκώ. Подмастерье, -Я, γεν. πλθ. -ьев α. κάλ- κάλφας, παραγιός· μαθητευόμενος, μαθητούδι, κο- κοπέλι, τσιράκι. подматывание, -я ουδ. βλ. подмотка. ПОДМаТЫВаТЬ ρ.δ. βλ. ПОДМОТаТЬ. II -СЯ τυ- τυλίγομαι, μαζεύομαι. подмахивать р.δ. βλ. подмахнуть. II -ся υ- υπογράφω στα γρήγορα. подмахнуть р.σ.μ. 1 υπογράφω στα. γρήγορα ή και χωρίς να διαβάσω. 2 (απλ.) σκουπίζω στα γρήγορα. подмачивать(ся) ρ.δ. βλ. подмочить(ся). подмащивать(ся) р.δ. βλ. подмостйть(ся). подмелить р.σ.μ. (λίγο ή επιπρόσθετα) βλ. намелить. ПОДМОН, -а α. κ. Подмена, -Ы θ. 1 αντικα- αντικατάσταση , υποκατάσταση, αναπλήρωση. 2 αλλαγή. подменивание, -я ουδ. βλ. подмен. подмёнивать(ся) ρ.δ. βλ. подменить(ся). Подменить, -меню, -мёнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подменённый, βρ: -нён,.-нена, -нено р. σ.μ. Ι αντιχατασταίνω, υποκατασταίνω, ανα- αναπληρώνω. 2 αλλάζω. II -СЯ αντ ικατασταίνομαι, αναπληρώνομαι απαρατήρητα. II (απλ.) αντικα- τασταίνομαι, βρίσκω αντικαταστάτη (στην υ- υπηρεσία κλπ.). подменный επ. αντικαταστάτης· ~ машинист αντικαταστάτης μηχανοδηγός. подменять(ся) ρ.δ. βλ. подменйть(ся). подмерзать р.δ. βλ. подмёрзнуть. Подмёрзнуть р.σ. παγώνω, ψύχομαι ελαφρά. ПОДМёрЗЛЫЙ επ. μισοπαγωμένος, ημιψυγής, η- μ'ιψυκτος. подмесить р.σ.μ. ανακατεύω προσθέτοντας·- муки В тёсто ανακατεύω προσθέτοντας αλεύρι στο ζυμάρι. ПОДМеска, -и θ. ανακάτωμα και ταυτόχρονη ανάμειξη. II το υλικό για ανάμειξη. подмести р.σ. σκουπίζω, σαρώνω· - комнату σκουπίζω το δωμάτιο1 - В комнате σκουπίζω στο δωμάτιο· - на ДВОрё σκουπίζω στην αυλή. 11 καθαρίζω, μαζεύω, πετώ τα σκουπίδια. подмесь, ~и θ. βλ. подмеска.
под 115 под подметала, -ы α. κ. θ. (απλ.) βλ. подме- подметальщик. подметальный επ. του σαρώματος. подметальщик, -а α., -ца, -не, καθαρι- καθαριστής, - ίστρια, οδοκαθαριστής, σκουπιδιά- ρης, -ιάρα. подметание, -Я ουδ. σάρωμα, σκούπισμα. подметать1 ρ.δ. βλ. подмести. II -оя σαρώ- σαρώνομαι, σκουπίζομαι. подметать2ρ.σ.μ. τρυπώνω αποκάτω· - ПОД- кладку К пальто τρυπώνω τη φόδρα στο πανω- πανωφόρι . подметить р.σ.μ. παρατηρώ, βλέπω· σημειώ- σημειώνω* αντιλαμβάνομαι. подмётка, -И θ. 1 τρύπωμα αποκάτω. 2 σό- σόλα ραφτή. II εκφρ. в -и йе годится ή не ста- станет δεν: πιάνει φράγκο, δεν αξίζει τίποτε. подметнуть р.σ.μ. ρίχνω κρυφά· - ПИСЬМО ρίχνω κρυφά γράμμα. подмёточный επ. για σόλες· ~ая кожа δέρ- δέρμα για σόλες. подмётывать1 ρ.δ. βλ. подметать. II -ся τρυ- πώνομαι. подмётывать2ρ.δ. βλ. подметнуть. И~ся ρί- ρίχνομαι κρυφά. Подмечать ρ.δ. βλ. ПОДМеТИТЬ. II ~СЯ πα- παρατηρούμαι, γίνομαι αντιληπτός*σημειώνομαι. подмешать р.σ.μ. ανακατώνω, αναμειγνύω. Подмешивание, -Я ουδ. ανακάτωμα,ανάμειξη. ПОДМёшиваТЬСЯ р. δ. ανακατώνομαι, αναμειγ- αναμειγνύομαι. подмигивание, -Я ουδ. κλείσιμο του ματιού (συγκατανευτικά, εμπαικτικά, προειδοποιητι- προειδοποιητικά) . подмигивать р.δ. βλ. подмигнуть. Подмигнуть ρ.σ. κλείνω το μάτι, γνεύω, γνέφω, κάνω νόημα με το μάτι, κάνω ματιά. ПОДМИНатЬ р.δ. βλ. ПОДМЯТЬ. Μ СЯ πιέζο- πιέζομαι, θλίβομαι, ζουπίζομαι, πατιέμαι. ПОДМОГа, -И θ. (παλ. κ. απλ.) βλ. ПОМОЩЬ. подмогать р.δ. βλ. подмочь. подмокать, -ает р.б. βλ. подмокнуть. ПОДМОКЛЫЙ επ. μουσκεμένος λ'ιγο απο κάτω· -Ое сёно χόρτο λίγο μουσκεμένο απο κάτω. подмолаживать(ся) ρ.δ. βλ. подаолодить(ся). ПОДМОЛОДИТЬ, -ЛОЖУ, -ЛОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подмоложённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. ξενιοτεύω, ξανανιώνω. II -СЯ ξενιοτεύω, ξανανιώνω. подмолоть, -мели, -мелешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. подмолотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ. α- αλέθω επί πλέον, επιπρόσθετα. подмораживать р.δ. βλ. подморозить. II -оя ψύχομαι, παγώνω λίγο. подморгнуть ρ.σ. βλ. подмигнуть. Подморозить р.σ. μ. ψύχω, παγώνω λίγο. ι ПОДМОСКОВНЫЙ επ. ο πλησίον της Μόσχας, κο- κοντινός· ~ая деревня κοντινό χωριό της Μόσ- Μόσχας' -ые вечера τα (ωραία) βραδάκια κοντά στη Μόσχα. II ουσ. θ. -ая (παλ.) αρχοντικό σπίτι κοντά στη Μόσχα. ПОДМОСТИ, -ей πλθ. (ενκ. ПОДМОСТЬ, -И θ.) 1 βλ. МОСТКИ B, 3 σημ.). 2 σαν ιδότυπο. ПОДМОСТИТЬ ρ.σ.μ. υποθέτω, βάζω αποκάτω. II -СЯ υψώνομαι με υπόθετο. II τακτοποιούμαι, τοποθετούμαι, πιάνω θέση. ПОДМОСТКИ, -ΟΒ πλθ. 1 εξέδρα. 2 (θεατρ.) σκηνή, παλκοσένικο1 πήγμα- выступить, на -ах βγαίνω στη σκηνή. ПОДМОТать ρ.σ.μ. 1 τυλίγω αποκάτω. 2 μα- μαζεύω, περιτυλίγω* - ШТОК на шпульку μασου- ρίζω τις κλωστές. II μαζεύω παραπάνω. ПОДМОТКа, -И θ. μάζεμα αποκάτω. II περιτύ-, λιξη* μάζεμα παραπάνω. ПОДМОчешшЙ επ; απο μτχ. λίγο αμαυρωμέ- αμαυρωμένος (για όνομα, κύρος, φήμη κ.τ.τ.). • ПОДМОЧИТЬ ρ.σ.μ. μουσκεύω λίγο. II -СЯ μου-· σκεΰω, γίνομαι υγρός. ПОДМОЧЬ ρ.σ. (διαλκ.) βλ. ПОМОЧЬ. ПОДМЫВ, -а α. πλύση απο τα κάτω. подмывание, -Я ουδ. πλύση, πλύσιμο. подмывать р.δ.μ. 1 βλ. ПОДМЫТЬ. 2 συνήθως απρόσ.) επιθυμώ πολύ (να κάνω κάτι), ορέγο- ορέγομαι, μερακλώνομαι. II -ОЯ βλ. ПОДМЫТЬСЯ. подмыливать р.δ. βλ* подмылить. II -оя σα- πουνίζομαι λίγο. ПОДМЫЛИТЬ ρ.σ.μ. σαπουνίζω λίγο. ПОДМЫТЬ ρ.σ.μ. 1 πλύνω (κυρίως για μέλη του σώματος). 2 πλύνω στα γρήγορα* - ПОЛ πλύνω στα γρήγορα το πάτωμα. 3 πλύνω απο τα κάτω. II τρώγω, φθείρω, διαβιβρώσκω. II -СЯ πλύνομαι. подмышечный επ. υπομασχάλιος. ПОДМЫШКа, -И θ. μασχάλη* НвСТЙ -ОЙ φέρω' κάτω απο τη μασχάλη· -ЗМИ στις μασχάλες. ПОДМЫШНИК, ~а α. το υπομασχάλιο (τσόντα). подмякать р.δ. βλ. подмякнуть. ПОДМЯКНУТЬ ρ.σ. μαλακώνω, υγραίνομαι* су- харй -кли οι φρυγανιές μαλάκωσαν. подмять, подомну,- подомнёшь ρ.σ.μ. (συν)- θλίβω, (συμ)πιέζω, ζουπίζω, πατώ. Поднадзорный επ. ο υπο επίβλεψη, παρακο- παρακολούθηση. Поднадуть ρ.σ.μ. (παλ.) ξεγελώ, сталш. поднажать р.σ. (απλ.) 1 μ. πιέζω δυνατό- δυνατότερα. 2 μτφ. (εξ)ασκώ πίεση. 3 μτφ. καταγί- καταγίνομαι με ζήλο. поднажимать р.δ. βλ. поднажать. ПОДНакоПИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) μαζεύω, αποτα- αποταμιεύω λίγο-λίγο. II -СЯ μαζεύομαι, αποταμι- αποταμιεύομαι λίγο-λίγο. поднатореть р.σ. (απλ.) βλ. натореть (λίγο).
под 116 под поднатуживать(ся) р.δ. βλ. поднатужить(ся\ ■ ■ поднатужить р.σ.μ. τεντώνω ακόμα λίγο. Ι! -СЯ τεντώνομαι ακόμα λίγο. ПОДНачальныЙ επ. (παλ.) υφιστάμενος. подначивать р.6. βλ. подначить. Подначить, -чу, -ЧИШЬ р.σ. (απλ.) διεγεί- διεγείρω, ερθίζω, κεντρίζω, παρακινώ. П0Дн4чка, -И θ. (απλ.) ερέθιση, κέντριση, παρακίνηση, παρότρυνση. Поднебесный επ. 1 ουράνιος. 2 ουσ. θ. ~ая (παλ.) η υφήλιος, η γη. Поднебесье, -я ουδ. ο ουράνιος θόλος, το στερέωμα, τα επουράνια, οι αιθέρες, τα ΰψη. подневольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 εξαρτημένος, υπεξούσιος, υποτελής. 2 ανα- αναγκαστικός, υποχρεωτικός, επιβλητικός. ПОДНесёние, -Я ουδ. 1 κέρασμα, φίλεμα, τρα- τάρισμα. 2 (παλ.) προσφορά, δωρεά. 3 (παλ.) δώρο, δώρημα. ПОДНести р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОД- несённый, βρ: -сён, -сени, -сено. 1 φέρνω κοντά' - ложку ко рту φέρνω το κουτάλι στο στόμα· - ребёнка к окну φέρνω το παϊδάκι κοντά στο παράθυρο. II μεταφέρω· - гранаты В ОКОПЫ μεταφέρω χειροβομβίδες στα χαρακώμα- χαρακώματα. II (απρόσ.) έλκω, τραβώ, (παρα)σύρω. 2 κερνώ, τρατάρω, φιλεύω. 3 προσφέρω δώρο. Поднестись р.σ. τρέχω όρομέως, ακάθεκτα. ПОДНесь επίρ. (παλ.) μέχρι σήμερα, ως τώ- τώρα. ПОДНИЗать р.σ.μ. αρμαθιάζω ακόμα λίγο, ε- επιπρόσθετα. поднизывать ρ.δ. βλ. поднизать. II -ся αρ- μαθιάζομαι ακόμα λίγο. поднимание, -я ουδ. βλ. поднятие. поднимать, -аго, -аешь κ. (παλ.) подъёмлго, -леШЬ р.δ.μ. 1 βλ. ПОДНЯТЬ. 2 χωρώ (για βα- βαγόνια, σκάφη κ.τ.τ.). II -СЯ 1 βλ. ПОДНЯТЬ- ПОДНЯТЬСЯ. 2 ανέρχομαι, ανεβαίνω. 3 υψώνομαι πάνω από· δεσπόζω. подновйть(оя) р.σ. βλ. обновйть(ся). подновление, -я ουδ. βλ. обновление. лодновлять(ся) р.δ. βλ. подновиться). ПОДНОГОТНая, -ОЙ θ. αλήθεια (που στον πα- παλαιό καιρό αποσπώνταν με καρφιά τα οποία έ- έβαζαν στα νύχια). ПОДНОЖИе, -Я ουδ. 1 οι πρόποδες του βου- βουνού, τα ριζά, το ριζοβούνι, η υπώρεια. 2 βάθρο, βάση· ρίζα. ПОДНОЖка, -И θ. 1 σκαλοπάτι οχημάτων, το μαρσεπιέ. 2 η τρικλοποδιά· дать -у βάζω τρι- τρικλοποδιά. 3 (παλ.) τάπητας (που στέκονται οι νεόνυμφοι κατά το στεφάνωμα). ПОДНОЖНЫЙ επ. της υπώρειας, των ριζών του βουνού' - лес το δάσος στους πρόποδες. II ο ν«τω απο τα πόδια· -ая скамейка το υποπό- υποπόδιο' - коврик βλ.· подножка Cσημ.). Π εκφρ.1 - корм α) χλωρή νομή, χλωρό χορτάρι, χλω- ρωσιά' βοσκή, β) τροφή σελέμικη (τζάμπα). ПОДНОС, ~а α. 1 μεταφορά, κουβάλημα..2 βλ. поднесение. 3 δίσκος κεράσματος. подносить р.δ. βλ. поднести. подноситься1 р.δ. βλ. поднестись. ПОДНОСИТЬСЯ2р.σ. (απλ.) φθείρομαι λίγο α- τη συχνή χρήση, φόρεμα. ПОДНОСКа, -И θ. μεταφορά, κουβάλημα. ЛОДНОСНЫЙ επ. 1 μεταφορικός, για μεταφο- μεταφορά. 2 (παλ.) για προσφορά, για δώρο. ПОДНОСЧИК, ~а α., ~ца, -Ы Θ.1 μεταφορέας, κουβαλητής' προμηθευτής· - боеприпасов προ- προμηθευτής πυρομαχικών. 2 σερβιτόρος. ПОДНОШёние, -Я ουδ. 1 προσφορά, χάρισμα, δωρεά. 2 κέρασμα, τρατάρισμα, φίλεμα. подныривать р.δ. βλ. поднырнуть. поднырнуть ρ.σ. βουτώ κάτω απο· - ПОД ЛО- дку βουτώ κάτω απο τη βάρκα. поднятие, -Я ουδ. 1 ανέβασμα. 2 άρση, έ- έπαρση, έγερση, (αν)ύψωση, σήκωμα. II ανασκά- λισμα, ερεύνηση, ψάξιμο. 3 διέγερση. II εξέ- εξέγερση, ξεσήκωμα. 4 μτφ. ανακίνηση. II μτφ. εξύψωση. 5 μεγάλωμα, αύξηση. 6 όργωση χέρ- χέρσας γης. II κλπ. παράγωγα ουσ. του р. ПОД- ПОДНЯТЬСЯ) . поднять, -ниму, -нймешь κ. подыму, поды- подымешь, παρλθ. χρ. ПОДНЯЛ*, -ла, -ЛО, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -О р.σ. μ. 1 σηκώνω, παίρνω απο κάτω, αίρω· - ребё- ребёнок С полу σηκώνω το παιδάκι απο το πάτω- πάτωμα' - упаВШИЙ платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε* ОПЯТЬ - ξανασηκώνω. 2 μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω· Я не могу - ЭТОТ труд δεν ση- κ^ίίνω αυτή τη δουλειά. II μτφ. ανασκαλίζω, ε- ερευνώ, ψάχνω' - архив ανασκαλίζω το αρχείο. 3 ανεβάζω' - ящик на чердак ανεβάζω το \и- βώτιο στη σοφίτα. II υψώνω' - руку σηκώνω το χέρι· - ГОЛОВУ σηκώνω το κεφάλι. II ανυψώ- ανυψώνω" - занавес σηκώνω την αυλαία. 4 γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω. 5 εξεγείρω, ξεσηκώνω· народ ξεσηκώνω το λαό. II ξυπνώ, σηκώνω απο · τον ύπνο, απο το κρεβάτι. II (κυνηγ.) διώχνω απο την κρύπτη, το λόζιο' СОбака -ла зайца И погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε. II κάνω να ανεβεί, να υψωθεί· - ПЫЛЬ σηκώνω σκόνη. II μτφ. διεγείρω, ερε- ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.). 6 ξεσηκώνω" - восстание ξεσηκώνω επανάσταση·- шум ξεσηκώνω θόρυβο' - ВОЗНЮ ξεσηκώνω τα- ταραχή' - крик βγάζω κραυγή" - ХОХОТ ανακαγ- χάζω. II ανακινώ· - дело против КОГО-Л. α- ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου. 7 υψώνω, ανεβά- ανεβάζω" - насыппь υψώνω το ανάχωμα. II μτφ. εξυ- εξυψώνω' - в глазах общества εξυψώνω στα μάτια
под 117. под της κοινωνίας (του κοινού). 8 (μουσ.) υψώ- υψώνω" - ГОЛОС αναβάζω τη φωνή· - скрипку ση- σηκώνω ,α ο £ιολ'ι ξ κουρδίζω ψηλότερα)· - стру- Ну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή. 9 μεγαλώνω, αυξαίνω· - давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού" - Цены υψώνω τις τιμές. II μτφ. ανεβάζω" - ДУХ ξεσηκώνω το ηθικό. 10 ανορ- ανορθώνω' καλυτερεύω" - ХОЗЯЙСТВО ανορθώνω το νοικοκυριό. 11 οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω. 12 ξεχωρίζω, κάνω «άτι να διακρίνεται καθα- καθαρότερα' - карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώ- χρώμα) . II εκφρ. - глаза, взор σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα" - голову σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)· - ГОЛОС υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)" - ГОЛОС протеста υψώνω φωνή διαμαρτυρίας' ~ меч ή Оружие αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη· άρχο- άρχομαι χειρών αδίκων -пары σηκώνω ατμούς* перчатку σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρό- πρόκληση για μονομαχία)" - петли πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)' - шерст ορ- ορθώνω τις τρίχες" - на воздух τινάζω στον α- αέρα* ~ на смех КОГО γελοιοποιώ κάποιον. II -ОТ 1 ανεβαίνω, ανέρχομαι* υψώνομαι, σηκώ- σηκώνομαι* - на крышу ανεβαίνω στη στέγη* - На ГОру ανεβαίνω στο βουνό* флаг -ЛСЯ η ση- σημαία υψώθηκε* рука -лась το χέρι υψώθηκε. Η αναπλέω. 2 ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω* -лея МОСЯЦ βγήκε το φεγγάρι. 3 ανορθώνομαι, ση- σηκώνομαι ορθός. II (για άρρωστο) ' θεραπεύο- θεραπεύομαι, σηκώνομαι. II μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνο- γίνομαι ενήλικος. II μτφ. ξανασηκώνομαι;, ανορθώ- ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οι- (οικονομικά κ.τ.τ.). 4 εγείρομαι* - С места ση- σηκώνομαι απο τη θέση. II φεύγω, αναχωρώ, πη- πηγαίνω* - В Сибирь φεύγω για τη Σιβηρία. II ξυπνώ' σηκώνομαι (απο τον ύπνο, το κρεβάτι). II πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. II ξεσηκώνο- ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι· народ -лея против тирании о λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας· - На защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας. 5 μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι· -лея во- вопрос προέκυψε ζήτημα. 6 φουσκώνω (για ζυμά- ζυμάρι κ.τ.τ.). 7 (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω. 8 ανεβαίνω, ανέρχομαι' температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε· цены на ТОВа- ры -ЛИСЬ οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν. II μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι' Настроение -ЛОСЬ η διάθεση επανήλθε. II τα- ταχτοποιούμαι κλπ. ρ. ενεργ, φ. ПОДО (πρόθεση)· χρησιμοποιείται αντί του ПОД; α) στους συνδυασμούς: подо мной, ПО- ПОДО что, подо всём, подо всей, подо всеми.β) μπροστά απο τις λέξεις που αρχίζουν απο δύο ή περισσότερα σύμφωνα: ПОДО ЛЬДОМ, ПОДО мхомт подо рвом. ПОДО... (πρόθεμα)· χρησιμοποιείται αντί του ПОД... α) μπροστά απο το й: ПОДОЙТИ, β) μπροστά απο όυό ή περισσότερα σύμφωνα: по- подобрать, подогнуть, подорвать, подослать.γ) μπροστά απο σύμφωνο κατόπιν του οποίου ακο- ακολουθεί ь: подобью, подолью. ПОДОбаХЬ, ~ает, μτχ. ενστ. подобающий (συ- (συνήθως απρόσ.) ταιριάζει, πρέπει, αρμόζει. ПОДОбавдиЙ επ. απο μτχ. πρεπούμένος· ται- ταιριαστός, αρμόζων ορθός, εύλογος, σωστός, ενδεικνυόμενος, -γμένος. подобие, -я ουδ. 1 ομοίωση* религия про- провозглашает, что человек создан по образцу И ПО ~Ю 60ЖИГО η θρησκεία διακηρύττει ότι ο άνθρωπος έγινε κατ' εικόνα και ομοίωση του θεού. 2 (μαθ.) ομοιότητα. ПОДОблачЯНЙ επ. ευρισκόμενος πολύ ψηλά, κάτω απο τα σύννεφα. ПОДОбВО (επίρ. κ. πρόθεση)· όμοια, το ίδιο" καθώς, όπως, ως, σαν* - тому как το ίδιο ό- όπως. подобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно όμοι- όμοιος* παρόμοιος, συναφής, τέτοιος, όπως ο... II (μαθ.) όμοιος. II εκφρ. ничего -ГО τίποτε το (παρ)όμοιο, κάθε άλλο (παρά)* И тому -ое (И Т.П.) και τα τοιαύτα (κ.τ.τ·). подобострастие, -Я ουδ. δουλικότητα, δου- δουλοπρέπεια, δουλοφροσ·υνη. ПОДОбОСТраСТННЧаТЬ р.δ. φέρνομαι δουλο- πρεπώς. ПОДОбООТрастно επίρ. δουλικώς, δουλοπρε- πώς, με δουλικότητα, με δουλοφροσύνη. подобоотрастность, -и θ. βλ. подобостра- подобострастие. подобоотраотный επ., βρ: -тен, -тна, -о δουλοπρεπής,. δουλικός. ПОДОбраНВОСТЬ, -И θ. ευταξία, καλοσυγύρι- σμα' κοσμιότητα. подобранный επ. απο μτχ. καλοπεριποιημέ- νος, καλοσυγυρισμένος, εύτακτος, εύθετος. ПОДОбрО.ТЬ, ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подобранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -О. 1 πε- περισυλλέγω, περιμαζεύω, συμμαζεύω' παίρνω" σηκώνω· - раненых С поля сражения περισυλλέ- περισυλλέγω τους τραυματίες απο το πεδίο της μάχης. II παίρνω μαζί μου (κάτι παρατημένο, πεταμένο). II παίρνω μαζί μου καθ' οδόν (οδοιπόρο κ.τ,τ.). 2 παίρνω* κρύβω' συμμαζεύω' - НОГИ συμμα- συμμαζεύω τα πόδια. II τραβώ, σφίγγω προς τα μέ- μέσα* - Губы σουφρώνω τα χείλη. II τεντώνω" - ВОЖЖИ σφίγγω (τραβώ) τα χαλινά. 3 αναδιπλώ- αναδιπλώνω, ανασηκώνω, μαζεύω. 4 διαλέγω* επιλέγω*- КОСТЮМ διαλέγω κοστούμι* - КЛЮЧ К замку διαλέγω κλειδί (που να ταιριάζει) για την κλείδων ιά. II συγκεντρώνω (το απαιτούμενο)* -
пол 118 под все материалы συγκεντρώνω όλα τα υλικά. II ~0Я 1 διαλέγομαι, επιλέγομαι: γίνομαι, σχη- σχηματίζομαι· коллекция -лась постепенно η συλ- συλλογή έγινε βαθμηδόν. 2 κρυφοπλησιάζω. 3 χώ- χώνομαι, μπαίνω, εισέρχομαι. 4 σοβαροποιού- μαι, κορδώνομαι. 5 συστέλλομαι, μαζεύομαι, κουβαριάζομαι. 6 (απλ.) τελειώνω· мука У ХОЗЯЙКИ уж ВСЯ -лась όλο το αλεύρι της νοι- νοικοκυράς τέλειωσε πια. Подобреть ρ.σ. καλυτερεύω, γίνομαι καλός ή καλύτερος, αγαθός ή αγαθότερος. ПОДОбру επίρ. (απλ.) με το καλό, με καλό τρόπο. II εκφρ. —поздорову уходи ή убирайся με το καλό φεύγα (πριν χρησιμοποιήσω βία). ПОДОВЫЙ κ. СОДОВОЙ επ. 1 υποκείμενος, ο αποκάτω, ο κάτωθεν· -ое отверстие η αποκάτω οπή. II με σταχτοδόχη, που έχει σταχτοδόχη* -ЗЯ печь θερμάστρα με σταχτοδόχη. 2 ψημένος στη σχάρα της θερμάστρας. ПОДОГ, -а α. (διαλκ.) παλούκι, μαγκούρα. ПОДОГНать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Π0- догнанный , βρ: -нан, ~а, -о. 1 φέρω, οδη- οδηγώ, κατευθύνω πλησίον ή κάτω απο· ~ СКОТ К воротам οδηγώ τα ζώα κοντά στην αυλόπορτα* - ЛОДку ПОД МОСТ κατευθύνω τη βάρκα κάτω απο το γεφύρι. 2 επισπεύδω, επιταχύνω, ανα- αναγκάζω να τρέζει ή να πράξει ταχύτερα· - Л0- шадёй αναγκάζω (μαστιγώνω) τα άλογα να τρέ- τρέξουν γρηγορότερα· - ленивца αναγκάζω τον τε- τεμπέλη να δουλεύει γρηγορότερα. II ξεπερνώ την καθυστέρηση. 3 φέρνω στα μέτρα, συνταιριά- συνταιριάζω* συναρμόζω, κάνω να συμπέσει· λεπτύνω, τρώγω. II (για χρόνο)· κανονίζω, καθορίζω να συμπέσει (με κάτι άλλο)" - свадьбу К праз- ДНИКу κανονίζω να συμπέσει ο γάμος με τη γιορτή. . ПОДОГНУТЬ ρ.σ.μ. 1 (ανα)διπλώνω" ~ край листа διπλώνω την άκρη του φύλλου. 2 λυγί- λυγίζω, κάμπτω ελαφρά· βάζω αποκάτω, μαζεύω' - НОГИ μαζεύω τα πόδια· прыгун ~ул колени о άλτης λύγισε λίγο τα γόνατα. Ι! -СЯ 1 (,α,να)- διπλώνομαι, 2 κάμπτομαι, λυγίζω ελαφρά. ПОДОГрёв, -а α. θέρμανση, ζέσταμα. подогревание, -я ουδ. βλ. подогрев-. "Подогреватель. -Я α. θερμαντήρας (συσκευή). подогревательный επ. θερμαντικός* - аппа- аппарат θερμαντική συσκευή. подогревать(ся) р.δ. βλ. подогрёть(ся). подогровный επ. βλ. подогревательный. Подогреть ρ.σ.μ. 1 θερμαίνω, ζεσταίνω ε- ελαφρά ή ακόμα λίγο· - ВОДУ ζεσταίνω λίγο το νερό. 2 μτφ. διεγείρω, υποθάλπω, τονώνω" его -ЛО ВИНО τον ζέστανε το κρασί. Ι] -СЯ θερ- θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (λίγο)· ЧЭЙНИК -ЛСЯ το τσαερό ζεστάθηκα λίγο. пододвигать(ся) ρ.δ. βλ. пододвйнуть( ся). ПОДВИНУТЬ ρ.σ.μ. μετακινώ κάτι λίγο, φέρ- φέρνω κοντά, πλησιάζω* - стул К столу μετακινώ λίγο το κάθισμα προς το τραπέζι. II -СЯ με- μετακινούμαι, έρχομαι, πηγαίνω κοντά, πλησιά- πλησιάζω" - К окну πηγαίνω κοντά στο παραθύρι. пододеяльник, -а α. παπλωματοσέντονο. подождать ρ.σ. 1 μ. περιμένω, αναμένω· на- надо ~ его ответа πρέπει να περιμένω την α- απάντηση του. 2 αμ. -жди, я завтра узнаю и скажу -περίμενε, αύριο θα μάθω και θα σου πω. подозвать, подзову, подзовёшь, παρλθ. χρ. подозвал, -Ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подозванный, βρ: -зван, -а. κ. -а, -о р.σ. μ. φωνάζω, καλώ να έρθει. подозревать р.δ.μ. 1 υποπτεύομαι, υποψιά- υποψιάζομαι, έχω υπόνοια· - друг друга υποψιαζό- υποψιαζόμαστε ο ένας τον άλλον, αλληλοϋποψιαζόμαστε. II -СЯ είμαι ύποπτος* ОН -ется В измене αυ- αυτός είναι ύποπτος προδοσίας. подозрение, -Я ουδ. -υποψία, υπόνοια· не- ОСНОВатеЛЬНОе - αβάσιμη (αδικαιολόγητη) υ- υποψία" -Я не оправдались οι υποψίες δεν ε- επαληθεύτηκαν ПО -Ю καθ' υποψία* быть ПОД -ем ή на -ИИ είμαι ύποπτος. подозрительно επίρ. ύποπτα. подозрительность, -И θ. υποψία, υπόνοια. II δυσπιστία. подозрительный επ., βρ: -лен, -льна, -о. 1 ύποπτος* -ая личность ύποπτο πρόσωπο* -ые СИМПТОМЫ ύποπτα συμπτώματα' ЧТО-ТО тут -ое κάτι το ύποπτο υπάρχει εδώ. 2 δύσπιστος, φι- λύποπτος* καχύποπτος* - человек καχύποπτος άνθρωπος" - характер δύσπιστος χαρακτήρας. подоить ρ.σ. βλ. доить. подойник, -а α. βλ. дойник. подойти, -иду, -идёшь, παρλθ. χρ. подо- ШёЙ, -шла, -ШЛО, μτχ. παρλθ. χρ^ΠΟΛΟωέΛΟΙΗΰ, επιρ. μτχ. ПОДОЙДЯ р.σ. 1 πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω· - К печке πλησιάζω στη θερμάστρα* -Йте КО мне ελάτε κοντά, πλησιάστε· -шёл поезд πλησίασε το τρένο' - ОПЯТЬ ξαναπλη- ξαναπλησιάζω. 2 κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντο- ζυγώνω' Дорога -шла К садам о δρόμος έφτα- έφτασε ως τους δεντρόκηπους* катер -Шёл К ОСТ- рову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί· - к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα· моей сестре -Шёл двадцатый ГОД η αδερφή μου κο- κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια). 3 μτφ. φέρ- φέρνομαι με τρόπο· επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω· - объективно к оценке ра- работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας· критически - к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα· всем он помогает, умей толь- только - к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς. 4 ται-
под 119 под ριάζω, πηγαίνω" ЭТОТ >~лт не ~дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά- этот цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει. 5 φουσκώνω· тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε. 6 χωρώ" корзина не ~дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω απο το ντιβάνι. II συμφέρω" такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει. II εξαντλούμαι, φτάνω στο τέ- τέλος, στο αμήν: запасы совсем ~ШЛИ τα απο- αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς. II εκφρ. ~ к концу φτάνω στο τέλος. ПОДОКОННИК, -а α. κατώφλι παράθυρου. ПОДОЛ, -а α. ο γύρος του ενδύματος, γυρο- πόδι, ποδόγυρος. II η άκρη κάθε αντικειμένου. ПОДОЛбИТЬ ρ.σ. (για λίγο χρόνο) βλ. ДОЛ- бйть. ПОДОЛГУ επ'ιρ. χρονικό· για πολύ, επί πο- πολύ, επί μακρόν. подольститься, -льщусь, -льстишься ρ. σ. καλοπιάνω, κολακεύω· αποκτώ την εύνοια. подольщаться р.δ. βλ. подольститься. ПОДОНКИ, -ΟΒ πλθ« 1 κατακάθια, αποκαθ'ιδια, υποστάθμη· - вина κρασόλασπη, οινολάσπη, η τρυγιά· - масла μούργα, αμόργη· - жира η ζούρα* - кофе ντελβές. 2 μτφ. ο υπόκοσμος, αποβράσματα, απορρίμματα· - Общества κατα- κατακάθια της κοινωνίας. подопечный επ. κηδεμονευόμενος, με κηδε- κηδεμονία, υπό κηδεμονία* ~ые территории εδάφη με κηδεμονία. II ουσ. ο κηδεμονευόμενος. ПОДОПЛёка, -И θ. 1 (διαλκ.) φόδρα πουκά- πουκάμισου. 2 μτφ. κρυφή, βαθύτερη αιτία· εζύ- φανση, δολοπλοκία, μηχανορραφία. подопревать р.δ. βλ. подопреть. ПОДОПрёлыЙ επ. λίγο σάπιος. подопреть ρ.σ. βλ. сопреть. ПОДОПЫТНЫЙ επ. πειραματικός, για πείραμα· -ые животные πειραματόζωα· -ое поле πειρα- πειραματικό χωράφι. подорвать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟ- дорванный, βρ: -ван, -а, -о. 1 ανατινάζω· партизаны -ЛИ МОСТ οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα. 2 μτφ. υποσκάπτω, υπονομεύω* κλο- κλονίζω" - авторитет υποσκάπτω το,κύρος· - ДО- вёрие κλονίζω την εμπιστοσύνη· - здоровье κλονίζω την υγεία· - ХОЗЯЙСТВО σπαραλιάζω το νοικοκυριό· - ОСНОВЫ υποσκάπτω τα θεμέ- θεμέλια. И -СЯ ανατινάζομαι. II μτφ. υποσκάπτο- υποσκάπτομαι, υπονομεύομαι· κλονίζομαι. подорожать, -ает р.σ. ακριβαίνω· хлеб -ал το ψωμί ακρίβηνε. ПОДОроаная, -ОЙ θ. (παλ.) φύλλο πορείας. подорожник, -а α. 1 (βοτ.) αρνόγλωσσο, πε- ντανευρο, κυνόγλωσσο (επιστ.), σκυλόγλωσσο (λκ·). 2 είδος σπίνου. 3 τροφή οδοιπορική. 4 ληστής στους δρόμους. ПОДОрОЖНЫЙ επ. πλησίον της οδού, παρόδιος· - столб παρόδιος στύλος. II (παλ.) οδικός. II (διαλκ.) οδοιπορικός· - мешок οδοιπορικός σάκκος. подосадовать р.σ. (λίγο) βλ. досадовать. ПОДОСИНОВИК, ~а α. μανιτάρι κόκκινο ή κα- καφετί. подослать, подошлю, подошлёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подосланный, βρ: -лан, -а, -о р. σ.μ. 1 στέλλω κρυφά, μυστικά. 2 στέλλω συ- συμπληρωματικά. ПОДОСНОВа, -Ы θ. 1 υπόβαση, υπόβαθρο. 2 μτφ. βασική, κύρια αιτία· вскрыть -у собы- событий αποκαλύπτω την κύρια (πραγματική) αι- αιτία των γεγονότων. подоспевать р.δ. βλ. подоспеть. ПОДОСПёть р.σ. 1 φτάνω· πλησιάζω πολύ" εγ- εγγίζω" подкрепления -ли во время οι ενισχύ- ενισχύσεις έφτασαν έγκαιρα· ~ла пора сева πλησία- πλησίασε (έφτασε) ο καιρός της σποράς. II (απλ.) ωριμάζω. подостлать, -стелю, - стелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подостланный, βρ: -лан, -а, -о; ρ.σ.μ. υποστρώνω. Подострить р.σ.μ. (λίγο, ακόμα λίγο) βλ. заострить. ПОДОТКНУТЬ, -Ну, -НёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подоткнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 βουλώνω, ταπώνω αποκάτω" χώνω αποκάτω. 2 (ανα)διπλώνω, μαζεύω. 3 ωθώ, σπρώχνω, με- μετακινώ. II -СЯ αναδιπλώνομαι, μαζεύομαι. ПОДОТряд, -а α. υπόταξη (κατηγορία' ζώων). Подотчёт, ~а α. λογαριασμός (για απόδοση): Подотчётный επ. 1 με απόδοση λογαριασμού" -ые деньги χρήματα με απόδοση λογαριασμού. 2 υπόλογος, υπεύθυνος. * ПОДОХНУТЬ ρ.σ. 1 (για ζώα) ψοφώ" . ОВЦЫ -ХЛИ τα πρόβατα ψόφησαν. 2 (χυδλ.)· (για αν- ανθρώπους) αντί του ρ. πεθαίνω. ПОДОХОДНЫЙ επ: - налог φόρος εισοδήματος. ПОДОШВа, -Ы θ. 1 σόλα. II πέλμα. 2 βάση · - Горы πρόποδες του βουνού, η υπώρεια. ПОДОШВеннЫЙ επ. της σόλας, για σόλα" -ая резина λάστιχο για.σόλες. подпадать р.δ. βλ. подпасть. подпаивать1 р.δ. βλ. подпаять. подпаивать2 ρ.δ. βλ. подпоить. II -оя πο- ποτίζομαι· με μεθούν. подпакостить р.σ. (λίγο) βλ. пакостить. подпал, ~а α. βλ. подпалина B σημ.). подпаливать ρ.δ. βλ. подпалить. II -СЯ καί- καίγομαι λίγο, ελαφρά. ПОДПалина, -Ы θ. 1 υποκαμένο μέρος.2ξαν- θοκίτρινη μάλλινη κηλίδα. подпалить р.σ.μ. 1 βλ. поджечь (ι,2σημ.). 2 καίω λίγο, ελαφρά.
под 120 под подпарывать(ся) ρ.δ. βλ. подпороть(ся). ПОДПасок, -ска α. τσομπανόπουλο, βοσκό- βοσκόπουλο. подпасть р.σ. υποπίπτω, πέφτω κάτω απο· - ПОД власть πέφτω κάτω απο την εξουσία. ПОД влияние πέφτω κάτω απο την επίδραση. подпахать р.σ.μ. οργώνω ακόμα λίγο. подпахивать1 ρ.δ. βλ. подпахать. И -ся ορ- οργώνομαι ακόμα λίγο. подпахивать ρ.δ. μυρίζω λίγο άσχημα, βρω- μώ λίγο· рыба уже -ает το ψάρι βρωμάει λίγο. подпахотный επ. κάτω απο το όργωμα' - СЛОЙ το στρώμα κάτω απο το όργωμα. Подпаять р.σ. (για μέταλλα) (συγ)κολλώ, ε- επιδιορθώνω. ПОДПевала, -Ы α. κ. &. 1 σεκονταδόρος. 2 μτφ. εγκωμιαστής, λιβανιστής, κόλακας. подпевать р.δ. 1 σεκοντάρω. 2 μτφ. εγκω- εγκωμιάζω, λιβανίζω, θυμιατίζω, κολακεύω. подпекать(ся) ρ.δ. βλ. подпёчь(ся). подпереть, подопру, подопрёшь, παρλθ. χρ. ПОДПёр, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОД- пёртый, βρ: -пёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. ПОД- перёв κ. подперши р.σ. 1 μ. υποστηρίζω, βά- βάζω υποστήριγμα· - стену βάζω υποστήριγμα στον τοίχο. II στηρίζω, ακουμπώ. 2 (απλ.) απρόσ. με πιάνει, μού 'ρχεται (για πόνο,βή- πόνο,βήχα κ.τ.τ.). II -СЯ στηρίζομαι, ακουμπώ (για μέλη του σώματος). подпеть р.σ. σεκοντάρω. подпечатать р.σ.μ. τυπώνω συμπληρωματικά. подпечатывать р.δ. βλ. подпечатать. II -ся τυπώνομαι συμπληρωματικά. подпечек, -чка α. (διαλκ.) στενός χώρος κάτω απο τη θερμάστρα. ПОДПёчь р.σ.μ. 1 ψήνω (λίγο, ελαφρά). 2 (απλ.) καίω, ψήνω στον ήλιο. II -СЯ ψήνομαι (λίγο, ελαφρά). подпил, -а α. βλ. подпилка. подпиливание, -я ουδ. βλ. подпилка. подпиливать ρ.δ. βλ; подпилить. II -ся πρι- ον ίζομαι. ПОДПИЛИТЬ ρ.σ.μ. 1 πριονίζω, κόβω αποκάτω ή μερικώς. 2 κοντεύω πριονίζοντας· — НОЖКИ стола κοντεύω τα πόδια του τραπεζιού με το πριόνι. 3 λιμάρω, ρινίζω. ПОДПИЛка, -И θ. 1 πριόνιση. 2 κόντεμα με πριόνιση απο τα κάτω. 3 λιμάρισμα, ρίνιση. ПОДПИЛОК, -Лка α. λίμα, ρινί. подпирать(ся) р.δ. βλ. подперёть(ся). ПОДПИС, -а α. (παλ.) υπογραφή. подписание, -Я ουδ. υπογραφή. подписать р.σ.μ. 1 υπογράφω· - приказ υ- υπογράφω διαταγή· - документ υπογράφω έγγρα- έγγραφο· - вместе с другим προσυπογράφω· - до- договор υπογράφω συνθήκη (συμφωνία). 2 γράφω στο τέλος· он -ал ещё несколько строчек αυ- αυτός έγραψε στο τέλος ακόμα μερικές σειρές. 3 (εγ)γράφω συνδρομητή (σε εφημερίδα, περι- περιοδικό κ.τ.τ.). II -ОЯ 1 υπογράφω· Я ГОТОВ - ПОД ЭТИМ Обеими-руками είμαι έτοιμος να υπογράψω αυτό με τα δυό τα χέρια (ολόψυχα). 2 εγγράφομαι· - на журнал εγγράφομαι (συν- (συνδρομητής) στο περιοδικό· - на заем εγγράφο- εγγράφομαι στο δάνειο. подписка, -и θ. 1 εγγραφή* произвести -у κάνω (διεξάγω) εγγραφή, εγγράφω. 2 εγγραφή' (συνδρομητών, εισφοράς κ.τ.τ.). II γραπτή υ- υποχρέωση, υπόσχεση κ.τ.τ. дать -у υπογράφω (για εκπλήρωση κ.τ.τ.). ПОДПИСНОЙ επ. της εγγραφής συνδρομητών· -Ое издание έκδοση με εγγραφή συνδρομητών. II εκφρ. - ЛИСТ κατάλογος εισφορών με υπο- υπογραφές. ПОДПИСЧИК, -а α., -ца, -Ы θ. συνδρομητής (εντύπου)· ПОСТОЯННЫЙ - μόνιμος συνδρομητής. ПОДПИСЫВаНИе, -Я ουδ. υπογραφή. подписыватьоя) ρ.δ. βλ. подписать(ся). подпись, -и θ. 1 υπογραφή· бумаги пошли на - τα χαρτιά πήγαν για υπογραφή· давать (Дать) на - δίνω για υπογραφή· ОН Поставил СВОЮ - αυτός έβαλε την υπογραφή του· приказ за ПОДПИСЬЮ директора διαταγή με υπογραφή του διευθυντή· - неразборчива η υπογραφή είναι δυσανάγνωστη· фальшивая - πλαστή υπο- υπογραφή. 2 επιγραφή κάτω από (κείμενο, εικόνα κ.τ.τ.). ПОДПИТИе, -Я ουδ. μέθη· Лёгкое - ελαφρά μέθη· сильное - γερό μεθύσι, κραιπάλη. подпить, подопью, подопьешь, παρλθ. χρ. подпил, -ла, -ло, προστκ. подпей р.σ. πίνω, μεθώ. •подпихать ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. подпихнуть. II -СЯ σπρώχνομαι κάτω απο. подпихнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подпихнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. ω- ωθώ, σπρώχνω, χώνω κάτω απο· - корзину ПОД СТОЛ σπρώχνω το καλάθι κάτω απο το τραπέζι. ПОДПЛести р.σ.μ. (συμπληρωματικά) βλ. пле- плести. подплетать(ся) р.δ. (συμπληρωματικά) βλ. плестй(сь). ПОДПЛётина, -Ы θ. σύνδεση, ένωση της κλω- κλωστής, κόμπος. подплывать р.δ. βλ. подплыть. ПОДПЛЫТЬ р.σ. 1 πλησιάζω κολυμπώντας, πλέοντας. 2 πλέω κάτω απο· - ПОД МОСТ πλέω κάτω απο τη γέφυρα. подплясывать р.δ. βλ. приплясывать. ПОДПОИТЬ, -ПОЮ, -ПОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ· χρ. подпоенный, βρ: -поен, -а, -о ρ.σ.μ. (σκόπιμα) ποτίζω, μεθώ.
под 121 под ПОДПОКрОВНЫЙ επ. σπαρμένος κάτω απο άλλα αναπτυγμένα φυτά. подползать р.δ. βλ. подползти. ПОДПОЛЗТИ ρ.σ.μ. 1 πλησιάζω έρποντας* ра- неный -ПОЛЗ К кусту о τραυματίας έρποντας πλησίασε στο θάμνο. 2 γλιστρώ, χώνομαι, μπαίνω κάτω απο. II πλησιάζω αργά (για τρένο, πλοίο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.). ПОДПОЛКОВНИК, ~а α. αντισυνταγματάρχης. ПОДПОЛьё, -Я, γεν. πλθ. -ьев ουδ. 1 υπό- υπόγειο· спуститься В - κατεβαίνω στο υπόγειο. 2 παρανομία-работать В - δουλεύω στην παρα- παρανομία· партия находится В - το κόμμα είναι στην παρανομία· глубокое - βαθιά παρανομία· уЙТЙ В - περνώ στην παρανομία. II (αθρσ.) οι παράνομοι. ПОДПОЛЬНЫЙ επ. παράνομος· ~ кружок" παρά- παράνομος όμιλος* ~ая работа παράνομη δουλειά· -ая типография παράνομο τυπογραφείο. ПОДПОЛЬЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. παράνομος, ~η· полиция поймала двух ~ов η αστυνομία έ- έπιασε δυό παράνομους. ПОДПОрка, -И θ. (υπο)στήριγμα· рогатая - διχαλωτό υποστήριγμα. ПОДПОРНЫЙ επ. του υποστηρίγματος* ~ая ДО- ска σανίδα υποστηρίγματος. ПОДПорОХЬ р.σ.μ. ξηλώνω λίγο ή αποκάτω· - ПОДКЛаДку ξηλώνω λίγο τη φόδρα. II -СЯ ξηλώ- ξηλώνομαι λίγο ή αποκάτω. ПОДПОрТНТЬ р.σ.μ. χαλνώ λίγο. II -СЯ χαλνώ λίγο. ПОДПОРУЧИК, -а α. (παλ.) υπολοχαγός. ПОДПОЧВа, -Ы θ. 1 υπέδαφος. 2 μτφ. αιτία κρυφή ή βασική· το κύριο, το βασικό, το πρω- πρωταρχικό. Подпочвенный επ. του υπεδάφους" υπόγει- υπόγειος· ~Ыв ВОДЫ υπόγεια νερά· - СЛОЙ το στρώ- στρώμα του υπεδάφους. ПОДПОЯСать, -Ашу, -яшешь ρ.σ. ζώνω, δένω ζώνη. II -СЯ ζώνομαι. ПОДПОЯСКа, -И θ. (διαλκ.) ζώνη, ζωνάρι. подпоясывать(ся) р.δ. βλ. подпоясать(ся). ПОДПраВИТЬ р.σ.μ. 1 διορθώνω, τακτοποιώ (λίγο, σε μερικά μέρη). 2 γερεϋω,' δυναμώνω (λίγο). Ι! -СЯ γερεύω, δυναμώνω (λίγο). ПОДПравКа, -И Θ.1 διόρθωση, τακτοποίηση. 2 γέρεμα, δυνάμωμα. подправлять(ся) ρ.δ. βλ. подправить(ся). подпрапорщик, -а α. ανθυπασπιστής. подпревать, -ает р.δ. βλ. подопреть. ПОДПруга, -И θ. έποχο, καταζώστης. ПОДПРЫГ, -а α. πήδημα ελαφρό. подпрыгивание, -Я ουδ. πήδημα ελαφρό. подпрыгивать р.δ. βλ. подпрыгнуть. ПОДПрыГНуТЬ р.σ. (ανα)πηδώ λίγο, ελαφρά" - ОТ радости πηδώ (πετώ) απο τη χαρά. подпрягать(ся) р.δ. βλ. подпрячь(ся). ПОДПрячь ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. за- прячь) ζεύ(γ)ω συμπληρωματικά, ακόμα. II -СЯ βοηθώ στο τράβηγμα (τα ζευνμένα ζώα). подпудривать(ся) ρ.δ. βλ. подпудрйть(ся). подпудрить р.σ.μ. πουδράρω λίγο, ελαφρά. II -СЯ πουδράρομαι λίγο, ελαφρά. ПОДПуск, -а α. είδος αλιευτικού διχτιού. ПОДПуСКаТЬ ρ.δ. βλ. ПОДПУСТИТЬ. II -СЯ α- αφήνομαι, αφίεμαι, μου επιτρέπεται. ПОДПУСТИТЬ р.σ.μ. 1 αφήνω, επιτρέπω να πλησιάσει· его не пущу и к двору δε θα του επιτρέψω ούτε στην αυλή μου να πατήσει* телёнка К корове αφήνω το μοσχαράκι να πάει (να βυζάξει) στην αγελάδα (στη μάνα του). 2 ρίχνω, προσθέτω, συμπληρώνω· - белил В кра- Ску ρίχνω άσπρο χρώμα στη μπογιά· - масла В воск ρίχνω λάδι στο κερί. 3 λέγω, πετώ* - шутку λέγω ένα αστείο· - иронию λέγω μια ειρωνία. ПОДПутаТЬ ρ.δ. μπερδεύω λίγο· - В вычи- вычислении τα μπερδεύω λίγο στο λογαριασμό. подпутывать р.δ. βλ. подпутать. подпухать р.δ. βλ. подпухнуть. подпухлость, ~и θ. βλ. припухлость. подпухлый επ. βλ. припухлый. ПОДПУШИТЬ р.σ.μ. (απλ.) υπορράπτω, ράβω γούνα αποκάτω. II σκεπάζω καλύπτω ελαφρά (για πάχνη, χιόνι). + ПОДПушка, -И θ. 1 υπορραφή, ράψιμο γούνας αποκάτω. 2 γούνα ραμμένη αποκάτω. 3 (κυνηγ.) τούφα, θύσανος αποκάτω. подпушь, ~и θ. βλ. подпушка C σημ.). подрабатывание, -я ουδ. βλ. подработка. подрабатывать(ся) р.δ. βλ. подработаться). подработать р.σ.μ. 1 επεξεργάζομαι, δου- δουλεύω ακόμα* ετοιμάζω" - резолюцию ετοιμάζω την απόφαση. 2 εργαζόμενος παραπάνω κερδίζω περισσότερα· - деньги δουλεύω παραπάνω για να βγάλω περισσότερα χρήματα. II -СЯ φθεί- φθείρομαι απο τη χρήση, απο την τριβή. ПОДрабОТКа, -И θ. επεξεργασία, δούλεμα"ε- δούλεμα"ετοιμασία· - проекта решения επεξεργασία σχε- σχεδίου απόφασης. подравнивать(ся) ρ.δ. βλ. подровнять(ся). ПОДраГИВаТЬ ρ.δ. 1 τρέμω λίγο ή πότε-πότε· губы -ЮТ τα χείλη τρέμουν λίγο· его ГОЛОС -ет η φωνή του τρέμουλιάζει λίγο. II δονού- δονούμαι, ταλαντεύομαι λίγο ή κάποτε. II αναπηδώ, κουνιέμαι ρυθμικά ή λίγο. II (για φως, φω- φωτιά)" τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, μαρμαίρω. 2 κάνω να τρέμει, κουνώ τρέμοντας" - НОГОЙ κουνώ τρεμουλιαστά το πόδι. Подражание, -Я ουδ. μίμηση* απομίμηση*дё- ТИ бЫВають СКЛОНЫ К -ИГО τα παιδιά αρέσκο- αρέσκονται να μιμούνται* - мрамору απομίμηση μάρ-
под 122 под μαρου (σαν μάρμαρο). Подражатель, -Я α., -НИЦа', ~Ы θ. μιμητής, -τρία· μίμος, αντιγραφέας. подражательность, -И θ. μιμητικότητα подражательный επ., βρ: -лен, -льна,-льно μιμητικός· ~ые способности μιμητικές ικανό- ικανότητες· -ая ЖИВОПИСЬ ζωγραφιά κατ' απομίμη- απομίμηση. подражательство, ~а ουό. μίμηση· απομίμη- απομίμηση. Подражать (με δοτ.) ρ.δ. (απο)μιμούμαι· - чьему ГОЛОС μιμούμαι τη φωνή κάποιου; παίρ- παίρνω παράδειγμα, ακολουθώ το παράδειγμα· мно- многие ПОЭТЫ -ли Байрону πολλοί ποιητές μι- μούντα,ν τον Βύρωνα" СЫН -ет отцу το παιδί μιμείται τον πατέρα. подраздел, -а α. υποδιαίρεση, τμήμα, μέ- μέρος (κειμένου, κεφαλαίου κ.τ.τ.). подразделение, -я ουδ. 1 υποδιαίρεση, υ- πομερισμός, χωρισμός σε μέρη. 2 βλ. подраз- дёл. 3 τμήμα στρατιωτικό. подразделить ρ.σ.μ. υποδιαιρώ· - главу на параграфы υποδιαιρώ το κεφάλαιο σε παρα- παραγράφους. подразделять ρ.δ. βλ. подразделить. II -ся υποδιαιρούμαι. подразнивать р.δ. πειράζω, ερεθίζω, εκνευ- εκνευρίζω λίγο. подразнить р.σ. βλ. подразнивать. подразумевать р.δ.μ. υπονοώ, εννοώ, έχω στο νου μου· что вы -ете под этим словом?τι εννοείτε μ' αυτή τη λέξη; II -СЯ εννοού- μαι, εξυπακούομαι" ЭТО -ется Само собой αυ- αυτό εννοείται αφ' εαυτού (οίκοθεν), εξυπα- εξυπακούεται . подрамник, -а α. πλαίσιο ζωγραφικής. подрамок, -мка α. βλ. подрамник. подраненный επ. (κυνηγ.) τραυματισμένος, πληγωμένος, λαβωμένος ελαφρά. подранивать ρ.δ. βλ. подранить. II -ся (κυνηγ.) τραυματίζομαι, πληγώνομαι, λαβώνο- λαβώνομαι ελαφρά. ПОДраНИТЬ ρ.σ.μ. (κυνηγ.) τραυματίζω, λα- λαβώνω, πληγώνω ελαφρά. подранок, -нка α. θήραμα πληγωμένο. Подрастание, -Я ουδ. μεγάλωμα, ανάπτυξη, αύξηση. подрастать р.δ. βλ. подрасти. подрасти р.σ. αναπτύσσομαι, μεγαλώνω λίγο· деревья за лето -СЛЙ τα δέντρα για ένα κα- καλοκαίρι μεγάλωσαν λίγο· подрастёт - узнает θα μεγαλώσει - θα μάθει. ПОДраСТИТЬ ρ.σ.μ. μεγαλώνω, τρέφω· ~ ЦЫ- ЦЫПЛЯТ для продажи τρέφω πουλερικά για πού- πούλημα· - деревья μεγαλώνω δέντρα. ПОДраТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟ- дранный, βρ: -ран, -а, -о. 1 ξεσχίζω· ~ всю бумагу ξεσχίζω όλα τα χαρτιά. 2 φθείρω, κα- καταστρέφω, χαλνώ* - за лето ВСЮ 0<ЗуВЬ χαλνώ για ένα καλοκαίρι όλα τα παπούτσια. 2 'τρα- 'τραβώ· τιμωρώ· - за вихор τραβώ απο την τούφα μαλλιών' - за уши τραβώ απο τα αυτιά· - ρ03- ГЭМИ βιτσίζω. 3 το σκάζω, φεύγω τρεχάλα. 4 μτφ. κατασπαράζω (για ζώα). II -СЯ βλ. драть- СЯ. подращивать р.δ. βλ. подрастить. II -ся μεγαλώνω1 τρέφομαι. подребежать, -жит р.σ. τρίζω λίγο. подрёберный επ. υποπλεύριος· -ые мыщи υ- ποπλεύριοι μυώνες· -ая ШГева υμένας πλευρι- πλευρικός ορώδης, υπεζωκώς. подреберье, -Я ουδ. (ανατ.) υποπλεύριος χώρος. подрегулировать ρ.σ.μ. διορθώνω, κανονί- κανονίζω, ρυθμίζω, φέρνω στη ακριβή θέση. подрез, -а α. 1 βλ. ПОЛОЗ. 2 το κοφτερό μέρος του χιονοπέδιλου. 3 λίγο κόψιμο (όχι ως το τέλος). ПОДрёз, -а α. κόψιμο, κόντεμα, ' βράχυνση. II κλάδευμα. II κοπή, κοψιά. подрезание, -Я ουδ. 1 κόντεμα, βράχυνση. II κλάδευμα. 2 περικοπή. 3 κόψιμο συμπληρω- ματ ι κό. подрезать ρ.σ.μ. 1 κόβω λίγο, κοντεύω, βραχύνω" - ПОДОЛ у платья* κοντεύω το γύρο του φορέματος· - ВОЛОСЫ κοντεύω τα μαλλιά· - бороду κοντεύω τα γένια. II κλαδεύω, ψα- ψαλιδίζω. II μτφ. λιγοστεύω, περιορίζω, κόβω, κρουτσουλεύω. 2 περικόπτω, -όβω. 3 μτφ. ε- εξασθενώ, αδυνατίζω, τρώγω, κόβω, καταβάλλω. 4 κόβω ακόμα, συμπληρωματικά· - хлеба, сы- сыра κόβω ακόμα ψωμί, κασέρι. подрезать р.δ. βλ. подрезать. II -ся κόβο- κόβομαι, κοντεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. подрезка, -и θ. βλ. подрезание подрезной επ. 1 κοπτικός, για κόψιμο. 2 που έχει εγκοπή. подрезывание, -я ουδ. βλ. подрезание. подрезывать(ся) р.δ. βλ. подрезать(ся). подрезь, -и θ. βλ. подрез. подремать р.σ. νυστάζω λίγο· λαγοκοιμού- μαι, τον κλέβω λίγο. подремонтировать ρ.σ.μ. κάνω μικρή (μερι- (μερική) επισκευή. подрёмывать р.δ. βλ. подремать. ПОДрешётина, -Ы θ. καδρόνι στέγης. Подрешетить ρ.σ.μ. καλύπτω τη στέγη με κα- δρόνια. Подрешетник, -а α. το στρώμα κάδρον ιών της στέγης. подрешечивать ρ.δ. βλ. подрешетить. Подрисовать ρ.σ.μ. σχεδιάζω, ιχνογραφώ,
под 123 под ζωγραφίζω συμπληρωματικά· διορθώνω σχέδιο, εικόνα κ.τ.τ. II φτιασιδώνω* βάφω. ПОДриСОВКа, -И θ. σχεδίαση, ιχνογράφιση, ζωγράφιση συμπληρωματικά' διόρθωση (σχεδί- (σχεδίου, εικόνας κ.τ.τ.). II φτιασίδωμα· βάψιμο. подрисовывание, -я ουδ. βλ. подрисовка. подрисовывать ρ.δ. βλ. подрисовать. II -ся σχεδιάζομαι, ζωγραφίζομαι συμπληρωματικά. подробно επίρ. λεπτομερώς, -ρειακά, κατα- λεπτώς' Очень - λεπτομερέστατα. подробность, -И θ. λεπτομέρεια· -И λεπτο- λεπτομέρειες, τα καθέκαστα· ВХОДИТЬ В -И μπαίνω σε λεπτομέρειες* ВО всех -ЯХ με όλες τις λε- λεπτομέρειες, λεπτομερέστατα. подробный επ., βρ: -бен, -бна, -бно λε- λεπτομερής, -ρειακός· ~ые сведения λεπτομε- λεπτομερείς πληροφορίες* ~ая карта λεπτομερής χάρ- χάρτης* ~ отчёт λεπτομερής λογαριασμός. ПОДРОВНЯТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подровненный, βρ: -нен, -а, ~ο ισιώνω, ι- σιάζω, ομαλύνω* ισοπεδώνω. И -СЯ ομαλύνομαι, εξομαλύνομαι* ισοπεδώνομαι, ισιάζω. ПОдрогнуть ρ.σ. ριγώ, τρέμω λίγο χρόνο α- από το κρύο. подрожать, -жу, -ЖИШЬ ρ.σ. ριγώ, τρέμω για ένα χρον. διάστημα. ПОДРОСТ, -а α. βλαστός, -τάρι, φυντάνΐ. ПОДРОСТКОВЫЙ επ. εφηβικός, νεανικός, νεο- νεολαιίστικος (για ενδύματα, υποδήματα). ПОДРОСТОК, -Тка α. έφηβος, νεανίας, νεο- νεολαίος, νεαρός: νεανίδα, νεαρή, νεολαία. подрубание1, -я ουδ. βλ. подрубка1. подрубание? ~я ουδ. βλ. подрубка? подрубать1 ρ.δ. βλ. подрубить1. II -ся υπο- τέμνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Подрубать2 ρ.δ. βλ. подрубить2. И -СЯ δι- διπλώνομαι στις άκρες* ράβομαι. Подрубить1 ρ.σ.μ. 1 υποτέμνω, κόβω αποκά- τω· - дерево у корней κόβω το δέντρο απο τη ρίζα.. 2 αποκόπτω, κοντεύω, βραχύνω* НОЖКИ СТОЛа κοντεύω τα ποδαρικά του τραπε- τραπεζιού. 3 κόβω συμπληρωματικά, ακόμα λίγο* дрова κόβω ακόμα λίγα καυσόξυλα. 4 (ορυκτλ.) εγκόπτω, χαράζω, κάνω χαραματιά. ПОДрубЙТЬ2ρ.σ.μ. διπλώνω, γυρίζω, ράβω τις άκρες* - на машинке ράβω τις άκρ^ς στη ρα- ραπτομηχανή. ПОДРубка1, -И θ. 1 υποτομή, κοππ, κόψιμο αποκάτω. 2 αποκοπή, κόντεμα, βτ'.χυνση. 3 κο- κοπή, κόψιμο συμπληρωματικά. 4 εγκοπή, χαρα- χαραματιά. подрубка? -И θ. δίπλωμα στις άκρες γύρι- γύρισμα, ράψιμο. ПОДруГа, -И θ. φίλη, φιλενάδα1 школьная - σχολική φιλενάδα* детская - παιδική φιλενά- φιλενάδα. II η σύζυγος ή ερωμένη. подружейный επ. κυνηγετικός (με όπλο)* -ая СОбака κυνηγετικό σκυλί. Подруженька, -И θ. (χαϊδ.) φιλενάδα. ПОДРУЖИТЬ, -жу, -ЖИШЬ ρ.σ. 1 μ. συνδέω με φιλία. 2 βλ. -СЯ. II -СЯ γίνομαι φίλος, συν- συνδέομαι, σχετίζομαι με φιλία. Подружка, -И θ. (χαΐδ.) φιλενάδα. подруливать р.δ. βλ. подрулить. подрулить р.σ. οδηγώ με το τιμόνι. II ωθώ, σπρώχνω να κυλήσει. подрумянивать (ся) ρ. δ. βλ. подрумянить (ся). ПОДРУМЯНИТЬ ρ.σ.μ. 1 κοκκινίζω λίγο. 2 ερυ- θροβάφω, βάφω κόκκινο1 - Щёки βάφω τα μά- μάγουλα κόκκινα. 3 καλοψήνω, κοκκινίζω* - бу- ЛКИ κοκκινίζω τις φραντζόλες. II -СЯ γίνο- γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω, ερυθριώ. ПОДРУЧНИК, -а α. (παλ.) 1 το υποχεί- υποχείριο, υποτελής, υπεξούσιος, υπόδουλος, πει- πειθήνιο όργανο. 2 (τεχ.) υποστήριγμα. ПОДРУЧНЫЙ επ. 1 υποχείριος, ευρισκόμενος στα χέρια, υπάρχων -ые средства τα υπάρ- υπάρχοντα μέσα (για διάθεση). II βοηθητικός* -ая работа βοηθητική εργασία. 2 ουσ. βοηθός. 3 δεξιός του αμαξά ή του αλόγου (ευρ ισκομενος). ПОДРЫВ, -а α. 1 ανατίναξη. 2 υπονόμευση, υπόσκαψη* - трудовой ДИСЦИПЛИНЫ υπονόμευση της εργατικής πειθαρχίας. подрывание1, -я ουδ. βλ. подрыв. подрывание? -я ουδ. ίλ. подрывка. подрывать(сяI ρ.δ. βλ. подорвать(ся). подрывать(ся)г ρ.δ. βλ. подрыть(ся)· подрывка, -И θ. υπόσκαψη. ПОДРЫВНИК, -а α. υπονομευτής, μιναδόρος, μπουρλοτιέρης. подрывной επ. 1 υπονομευτικός· -ые работы υπονομευτικές εργασίες. II εκρηκτικός· - ма- материал εκρηκτική ύλη· -ые МИНЫ εκρηκτικές νάρκες. 2 μτφ. δόλιος, κρυφός· -ая ДеЯ- тельность υπονομευτική δράση. подрыть ρ.σ.μ. 1 υποσκάπτω* ανασκάπτω. Η σκάβω συμπληρωματικά, ακόμα λίγο. II -СЯ ει- εισχωρώ υποσκάπτοντας. подрыхлить р.σ.μ. βλ. разрыхлить (με σημ. ακόμα λίγο ή συμπληρωματικά). подрыхлять ρ.δ. βλ. подрыхлить. ПОДРЯД1 -а α. εργολαβία, εργοληψία, εργο- εργολαβική εργασία. Π0ΛρΑΛΖεπίρ. στη σειρά, κατά σειρά· συνε- συνεχώς, συνέχεια* στην αράδα, αραδαριά1 γραμ- γραμμή, κορδόνι, αλληλοδιαδόχως. II αδιακρίτως, ανεξαίρετα· приглашать всех - προσκαλώ ό- όλους ανεξαίρετα. ПОДРЯДИТЬ ρ.σ.μ. παίρνω, μισθώνω, εργολα- βώ· - ПЛОТНИКОВ И каменщиков μισθώνω μαρα- μαραγκούς και χτίστες. II -СЯ επιχειρώ, αναλα- βαίνω, παίρνω εργολαβία* - на ПОстройку ЗДЭ-
под 124 под НИЯ αναλαβαίνω εργολαβικά το χτίσιμο της οικοδομής. И -СЯ υποχρεώνομαι· ОНИ -ЛИСЬ ВОЗИТЬ дрова αυτοί υποχρεώθηκαν να μεταφέ- μεταφέρουν καυσόξυλα. ПОДРЯДНЫЙ επ. εργολαβικός· - способ рабо- работы εργολαβικός τρόπος εργασίας· -ые работы εργολαβικές εργασίες. II υποχρεωτικός. Подрядческий επ. εργολαβικός, του εργολά- εργολάβου. ПОДРЯДЧИК, -а α. εργολάβος, εργολήπτης. подряжать(ся) р.δ. βλ. подрядить(ся). ПОДРЯСНИК, ~а α. το αντερί, ποδήρης κάτω απο το ράσο. подряхлеть р.σ. απογεράζω, παραγεράζω, γί- γίνομαι υπέργηρος. ПОДСаД, -а α. 1 φύτευμα συμπληρωματικό. 2 φυτά κάτω απο φυτά άλλου είδους. ПОДСаДИТЬ р.σ.μ. 1 καθίζω, βάζω, βοηθώ να καθίσει. 2 βάζω να καθίσει μαζί με κάποιον. II παίρνω στο αμάξι. 3 φυτεύω συμπληρωματικά. ПОДСадка, -И θ. 1 κάθιση, τοποθέτηση. II πάρσιμο, εισδοχή στο αμάξι. 2 φύτευμα συ- συμπληρωματικό. Подсадный επ. (κυνηγ.) βαλτός, τοποθετη- τοποθετημένος σκόπιμα· -ые утки πάπιες τοποθετημέ- τοποθετημένες σκόπιμα (για προσέλκυση άλλων). подсаживание, ~я ουδ. βλ. подсадка. подсаживать р.δ. βλ. подсадить. Π -ся 1 κάθομαι δίπλα σε κάποιον. 2 φυτεύομαι συ- μπλη ρωματικά. подсак, -а α. βλ. сак? подсаливание^ -Я ουδ. πρόσθεση λίπους· ά- άλειμμα με λίπος. подсаливание? -Я ουδ. αλάτισμα συμπληρω- συμπληρωματικά ή λίγο. . подсаливать1 ρ.δ· βλ. подсалить. II -ся γί- γίνομαι λιπαρούτσικος* αλείφομαι με λίπος. ПОДСаЛИВаТЬ2 ρ.δ. βλ. ПОДСОЛИТЬ. II -СЯ α- αλατίζομαι ακόμα λίγο, συμπληρωματικά. ПОДСОЛИТЬ р.σ.μ. προσθέτω λίπος· αλείφω με λίπος. ПОДСаНКИ, -НОК πλθ. βοηθητικό έλκηθρο. подсасывать(ся) р.δ. βλ. подсосать(ся). подсахаривать р.δ. βλ. подсахарить". II -ся ζαχαρώνομαι, γλυκαίνω. ПОДСахариТЬ р.σ.μ. προσθέτω ακόμα λίγη ζά- ζάχαρη. ПОДСачиВаНИе1, -Я ουδ. ψάρεμα με απόχη. подсачивание; -я ουδ. βλ. подсочка. подсачивать1 ρ.δ. βλ. подсачить. II -ся α- λιεύομαι με την απόχη. ПОДСаЧИВаТЬ2 ρ. δ. βλ. ПОДСОЧИТЬ. II -СЯ σχί- σχίζομαι (για φλοιό δέντρου). ПОДСачиТЬ р.σ.μ. αλιεύω, πιάνω με την α- απόχη. подсваха, -И θ. (παλ.) η βοηθός προξενή- τρας (κατά την τελετή του γάμου). ПОДСВёт, -а α. ελαφρό φως απο τα κάτω. подсветить ρ.σ.μ. φέγγω ελαφρά απο' τα κά- κάτω. подсвечивать р.δ. βλ.' подсветить. подсвечник, -а α. καντηλέρι, κηροπήγιο. ПОДСВИНОК, -нка α. γουρουνάκι, -νόπουλο, χοιρίδιο (απο 4-10 μήνες). ПОДСВИСТ, ~а α. υποσφύριγμα, σιγανό σφύ- σφύριγμα, συνόδευση μελωδίας με σιγανό σφύριγ- σφύριγμα. подсвистёть р. σ. βλ. подсвистывать A ση μ.). подсвистнуть р.σ. βλ. подсвистывать. подсвистывание, -я ουδ. βλ. подсвист. подсвистывать р.δ. 1 σφυρίζω τραγούδι· συ- συνοδεύω τραγούδι με σφύριγμα. 2 σιγοσφυρίζω. 3 (κυνηγ.) σφυρίζω (καλώ* παροτρύνω). подсев, -а σπορά συμπληρωματική ή μεταξύ δημητριακών. подсевание, -я ουδ, βλ. подсев. подсевать р.δ. βλ. подсеять. II -ся σπέρνω συμπληρωματικά ή μεταξύ δημητριακών. подсевной επ. σπαρμένος· ~ая швеница σπαρ- σπαρμένο σιτάρι. ПОДСёд, -а α. 1 σειρά φυτών κάτω απο άλλα φυτά. 2 ξανθή κηλίδα τριχώματος ή πτερώμα- τος. 3 υπολείμματα τριχών στο δέρμα μετά την αποτρίχωση. ПОДСедёльНИК, -а α. έηρχο, καταζώστης. ПОДСедёлышй επ. σαμαρωμένος, σελωμένος (συνηθισμένος στο σαμάρωμα, στο σέλωμα.. II του υποσάγματος· - ВОЙЛОК υπόσαγμα, σάγισμα. II κάτω απο το σάγμα. ПОДСедлать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.ΠΟΛ- сёдланный, βρ: -лан, -а, -о ρ.σ.μ. σελώνω, σαμαρώνω, σαγίζω. "подсёдлывать ρ.δ. βλ. подседлать. II -ся σελώνομαι, σαμαρώνομαι. подсеивание, -я ουδ. βλ. подсев. подсеивать р.δ. βλ. подсеять. II -ся σπέρ- σπέρνομαι συμπληρωματικά ή μεταξύ δημητριακών. ПОДСёка, -И θ. εκχερσωμένο μέρος δάσους για καλλιέργεια· ξελόγγιασμα. Подсекание, -Я ουδ.·1 εκχέρσωση μέρους δά- δάσους για καλλιέργεια, ξελόγγιασμα. 2 κοπή, κόψιμο απο τα κάτω. 3 τράβηγμα του αγκι- στριού. подсекать(ся) р.δ. βλ. подсечь(ся). подсекция, -И θ. υποτομέας. Подселить ρ.σ.μ. εγκατασταίνω, βάζω να κα- καθίσει με κάποιον άλλον. подселять р.δ. βλ. подселить. ПОДСемёйСТВО, -а ουδ. υπόγενος, υποείδος, υποομοιογένεια. ПОДсереСрЙТЬ ρ.σ.μ. επαργυρώνω, ασημώνω λίγο, ακόμα, συμπληρωματικά.
под 125 под ПОДСёсХЬ р.σ.μ. κάθομαι κοντά, σιμά ή δί- πλα· племянница -ла к тётке η ανεψιά κάθισε κοντά στη θεια· - к ОГНИ κάθομαι κοντά στη φωτιά. ПОДСёчка, -И θ. 1 κοπή, κόψιμο απο τα κά- κάτω. 2 βλ. ПОДСёка. 3 τράβηγμα του άγκιστρου. ПОДСечНЫЙ επ. ξελογγιασμένος (για καλλι- καλλιέργεια) . подсечь р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под- подсечённый, βρ: -чён, -чена, -чено. 1 υποκό- πτω, κόβω απο κάτω, απο τη ρίζα. II μτφ. δι- διακόπτω, σταματώ απότομα. 2 ξελογγιάζω, ξε- χερσώνω μέρος δάσους για καλλιέργεια. 3 τρα- τραβώ το αγκίστρι, αγκιστρώνω. II -СЯ: ноги -КЛНСЬ μου κόπηκαν τα πόδια (απο αδυναμία, φό βο κ. τ. τ.) . ПОДСеять р.σ.μ. σπέρνω συμπληρωματικά, α- ακόμα λίγο. II σπέρνω ανάμεσα στα δημητριακά. ПОДСИДёть, -сижу, -СИДИШЬ παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подсиженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 (κυνηγ.) παραφυλάγω, ενεδρεύω, πιάνω καρτέ- καρτέρι. 2 μτφ. (απλ.) στήνω μηχανή, κάνω βρωμο- δουλειά, κατεργαριά. ПОДСИДка, -и θ. (απλ.) βρωμοδουλειά, κα- κατεργαριά. подсиживание, -я ουδ. βλ. подсидка. подсиживать(ся) р.δ. βλ. подсидеть. подсинивание, -я ουδ. βλ. подсинька. подсйнивать(ся) р.δ. βλ. подсинить(ся). ПОДСИНИТЬ р. σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подсинённый, βρ: -нён, -нена, -нено γαλα- ζιώνω, κυανίζω. II λουλακιάζω. ПОДСЙНЬка, -И θ. γαλάζιωμα. II λουλάκια- σμα. подскабливать р.δ. βλ. подскоблить. II -ся αποξέομαι, ξύνομαι λίγο. Подсказать р.σ.μ. 1 λέγω κρυφά, φυσώ,σφυ- φυσώ,σφυρίζω" μηνύω· его друг -ал ему ответ о φίλος -του του σφύριξε την απάντηση. 2 μτφ. υπα- υπαγορεύω, υποδείχνω. Подсказка, -И θ. 1 κρυφή υπόμνηση, σφύ- σφύριγμα, φύσημα· μύνημα. 2 μτφ. υπαγόρευση· ОН действует по -е своего друга αυτός, ενεργεί, όπως του πει ο φίλος του. ПОДСкаэЧЕК, -а α., -Ца, -Ы θ. υποβολέας. подсказывание, -я ουδ. βλ. подсказка. подсказывать р.δ. βλ. подсказать. II -ся λέγομαι κρυφά, σφυρίζομαι. II υπαγορεύομαι. Подскакать р.σ. πλησιάζω καλπάζοντας. подскакивать р.δ. βλ. подскакать. ПОДСКОбЛИТЬ ρ.σ.μ. αποξέω, ζϋνω λίγο. ПОДСКОК, ~а α. ελαφρό αναπήδημα. ПОДСКОЧИТЬ, -ОЧу, -ОЧИШЬ р.σ. 1 αναπηδώ, ανατινάζομαι, πετάγομαι επάνω. II μτφ. ανέρ- ανέρχομαι, ανεβαίνω απότομα· температура боль- больного -ла о πυρετός του άρρωστου ανέβηκε α- απότομα. 2 βλ. подскакать. подскребать р.δ. βλ. подскрести. II -ся α- ποξέομαι, ξύνομαι· καθαρίζομαι απο τα σκου- σκουπίδια, τα αποξέσματα. подскрести р.σ.μ. αποξέω, ξύνω· καθαρίζω τα αποξέσματα. ПОДСЛасТИТЬ р.σ.μ. γλυκαίνω λίγο, κάνω γλυκύτερο ή υπόγλυκο. подслащивать ρ.δ. βλ. подсластить. II -ся γίνομαι λίγο γλυκός ή γλυκύτερος. подследственность, -И θ. αρμοδιότητα ανά- ανάκρισης. подследственный)-ЭЯ, ~ое επ. ανακρινόμενος· ανακριτικός· -ое отделение τμήμα ανάκρισης. подслеповатость, -И θ. αμβλυωπία. подслеповатый επ. βρ: -ват, -а, -ο αμβλυ- ωπός· κοντόφθαλμος, μύωπας. II μτφ. θαμπός· ~ое ОКНО θαμπό παράθυρο. подслепый επ., βρ: -слеп, -а, -О (παλ.) βλ.подслеповатый подслуживаться р.δ. βλ. подслужиться. ПОДСЛУЖИТЬСЯ р.σ. καλοπιάνω, υπηρετώ δου- λοπρεπώς. Подслушать ρ.σ.μ. κρυφακούω, κρυφαγροικώ, αφουγκράζομαι, ωτακουστώ* - у ДВерОЙ разГС— ВОр κρυφακούω στην πόρτα τη συνομιλία. подслушивание, -я ουδ. κρυφάκουσμα, κρυ- φαγρο'ικημα, ωτακουστία. подслушивать р.δ. βλ*, подслушать. II -ся κρυφακούω, κρυφαγροικώ, αφουγκράζομαι. подсмаливать р.δ. βλ. подсмолить. Подсматривать р.δ. κρυφοκοιτάζω, κρυφο- βλέπω, κατοπτεύω· κατασκοπεύω. подсмеиваться р.δ. (περι)γελώ, κοροϊδεύω. подсмеяться, -егось, -еёшься р.σ. βλ. под- ^смёиваться. подсмолить р.σ.μ. πισσώνω λίγο. подсмотреть р.σ. βλ. подсматривать. II πα- παρατηρώ, βλέπω τυχαία, ανέλπιστα. Подснежник, -а α. λευκόϊο, γάλανθος. подснежный επ. ευρισκόμενος κάτω απο το χιόνι* - лёд πάγος κάτω απο το χιόνι. ПОДСОба, ~ΗΘ· (παλ. κ. απλ.) βοήθεια, ε- επικουρία. ПОДСОбЙТЬ, -блю, -бишь р.σ. (με δοτ.) βο- βοηθώ, έρχομαι αρωγός, επικουρώ. подсоблять ρ.δ. βλ. подсобйть. ПОДСОбНИК, -а α., -ца, ~Ы θ. βοηθός, βοη- βοηθητικός εργάτης, -τρία. Подсобный επ. βοηθητικός. II δευτερεύων* συμπληρωματικός* ~ая роль δευτερεύων ρό- ρόλος· - Заработок συμπληρωματικό μεροκάματο. ПОДСОбрать р.σ.μ. (απλ.) συγκεντρώνω απο λ'ιγο-λίγο, βαθμιαία. II -СЯ συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι βαθμιαία. подсовать(ся) р.σ. (απλ.) βλ. подсунуть(ся).
под 126 под подсовывать(ся) р.6. βλ. подсунуть(ся). подсоединить р.σ.μ", συνδέω, ενώνω συνδέω τον ραδιοδέκτη στο ηλεκτρικό δίχτυ. подсоединять р.δ. βλ. подсоединить. II -ся συνδέομαι, ενώνομαι,. ПОДСОЗНание, ~Я ουδ. το υποσυνείδητο. ПОДСОЗНатеЛЬНОСТЬ, -И θ. το υποσυνείδητο. подсознательный επ., βρ: -лен, -льна, -о; υποσυνείδητος· ενστικτώδης. подсократить р.σ.μ. (απλ.) περιορίζω, λι- λιγοστεύω· κοντεύω, βραχύνω. подсол, -а α. βλ. подсолка. ПОДСОЛИТЬ р.σ.μ. 1 αλατίζω λίγο ή ακόμα λίγο. 2 αλατίζω συμπληρωματικά. II -СЯ αλα- αλατίζομαι λίγο ή ακόμα λίγο, συμπληρωματικά. ПОДСОЛка, -И θ. αλάτισμα λιγοστό ή συμπλη- συμπληρωματικά. ПОДСОЛНечник, ~а α. ηλίανθος, ήλιος, ηλι- ηλιοτρόπιο. подсолнечный1επ. του ηλίανθου, του ήλιου" -ое масло ηλιόλαδο, ηλιέλαιο· -ые ЖМЫХИ οι λιόπιτες. подсолнечный2επ. 1 επίγειος, κάτω απο τον ήλιο. 2 ουσ. θ. ~ая η υφήλιος,η οικουμένη. подсолнух, -а α. βλ. подсолнечник. II πλθ. -нухи, -ОВ οι ηλιόσποροι. ПОДСОртировать р.σ.μ. ταξινομώ κατά... товар ПО цветам ταξινομώ το εμπόρευμα κατά χρώματα. Подсортировка, -И θ. ταξινόμηση κατά (χρώμα, είδος κ.τ.τ.). подсортировывание, -я ουδ. βλ. подсорти- подсортировка. подсортировывать р.δ. βλ. подсортировать. II -СЯ ταξινομούμαι κατά (χρώματα, είδος κλπ.). ПОДСОСать, -СОСёТ р.σ.μ. ρουφώ, τραβώ α- ποκάτω. II -СЯ ρουφιέμαι, τραβ ιέμαι αποκάτω. ПОДСОСНЫЙ επ. θηλάζων ακόμα'· ~ые СВИНОМат- КИ οι βυζάνουσες γουρούνες. II βυζανιάρικος, βυζαχτάρικος· - телёнок βυζαχτάρικο μοσχα- μοσχαράκι . подсохнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. подсох, ~ла, ~ЛО ξηραίνομαι, στεγνώνω ελαφρά, λίγοΓ. ПОДСОЧИТЬ р.σ.μ. σχίζω τη φλούδα δέντρου (για συγκέντρωση χυμού, ρητίνης). ПОДСОЧКа, -И θ. σχισμή της φλούδας δέντρου (για συγκέντρωση χυμού ή ρητίνης). ПОДСОЧНЫЙ επ. της σχισμής, της εγκοπής. ПОДСПОрье, -Я ουδ. υποστήριξη, βοήθεια. ПОДСПУДНЫЙ επ. κρυ,φός, μυστικός· -ые МЫС- МЫСЛИ κρυφές σκέψεις. ПОДСТава, ~Ы θ. (παλ.) αλλαγή αλόγων καθ' οδόν. ПОДСТавиТЬ р.σ.μ. 1 υποβάλλω, υποθέτω, βά- βάζω αποκάτω. II βάζω υποστήριγμα. 2 φέρω κο- κοντά, πλησιάζω· βάζω' - ухо у двери ЩШСЛу- ШИВаться βάζω το αυτί κοντά στην πόρτα για να κρυφακούσω'. II τοποθετώ, θέτω· - пешку ПОД удар βάζω (δίνω) πιόνι για .να το χτυ- χτυπήσει. 3 αντικατασταίνω, αλλάζω. II εχφρ. - НОгу (ножку) βάζω τρικλοποδιά (μηχανορραφώ). Подставка, -И θ. υποστάτης, υποστήριγμα, υπέρεισμα, υπόβαθρο. подставлять р.δ.μ. βλ. подставить. II -ся τοποθετούμαι αποκάτω, χρησιμοποιούμαι σαν υποστήριγμα. ПОДСТаВНОЙ επ. τοποθετούμενος αποκάτω"-ая скамейка καθισματάκι που μπαίνει (χωρεί)·κά- τω απο (τραπέζι κ.τ.τ.). II ψεύτικος, βαλ- βαλτός· εικονικός· - свидетель ψευδομάρτυρας· -Ое ЛИЦО εικονικό πρόσωπο. II (όοτλ.) για αντικατάσταση (για άλογα). подставочный επ. για υποστήριγμα, υποστά- υποστάτη, υπέρεισμα. ПОДСТакаННИК, -а α. ποτηροφορέας. подстановка, -И θ. αντικατάσταση, αλλαγή. • Подстанция, -И θ. υποσταθμός. II ενδιάμε- ενδιάμεσος τηλεφωνικός σταθμός. ПОДСТегаТЬ ρ.σ.μ. υπορράπτω, ράβω αραιά αποκάτω. подстёгивать1 ρ.δ. βλ. подстегать. II -ся υπορράπτομαι. подстёгивать2р.δ. βλ. подстегнуть1. II -ся κουμπώνομαι αποκάτω. подстёгивать3ρ.δ. βλ. подстегнуть? II -ся μαστιγώνομαι. подстегнуть ρ.σ.μ. ,2, κουμπώνω αποκάτω. подстегнуть'ρ .σ. μ. μαστιγώνω. II βιάζω, αναγκάζω· δραστηροποιώ. подстелить р.σ.μ. (απλ.) βλ. подослать. подстерегать р.δ. βλ. подстеречь. II -ся παβαφυλάγω, παραμονεύω κλπ. ρ. ενεργ. φ. подстеречь, -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. -рёг, -регла, -регло, παθ. μτχ. παρλθ-. χρ. подстережённый, βρ: -жён, -жена, -жено; р.σ.μ. παραφυλάγω, παραμονεύω, ενεδρεύω, κά- κάνω καρτέρι· καιροφυλαχτώ. II κρυφό βλέπω, κρυ- κρυφοκοιτάζω· κρυφοπαρατηρώ. подстилать р.δ. βλ. подостлать. II -ся υ- ποστρώνομαι. ПОДСТЙЛка, -И θ. 1 υπόστρωση. 2 υπόστρω- υπόστρωμα· στρώμα (αχϋρων, φύλλων κ.τ.τ.). ПОДСТИЛОЧНЫЙ επ. της υπόστρωσης, για υπό- υπόστρωση . ПОДСТОЛЬе, -Я ουδ. το μέρος του τραπεζιού κάτω απο το επίπεδο κάλυμμα. .. подстораживать р.δ. 3λ. подсторожить. II -ся βλ. подстеречь. подсторожить р.σ. βλ. (παλ.) подстеречь. подстрагивать р.δ. βλ. подстрогать. II -ся πλαν ίζομαι. подстраивание, -я ουδ. βλ. подстройка.
под 127 под подстраивать(ся) р.δ. βλ. подстроить(ся). подстрачивать р.δ. βλ. подстрочить. II -ся υπογαζώνομαι, ράβομαι, αποκάτω. подстрекатель,-я α·, -НИЦа, -ы θ. υποκινη- υποκινητής, -ήτρια, παρακινητής· передать суду -ей παραδίνω (παραπέμπω) στο δικαστήριο τους υ- υποκινητές· -И ВОЙНЫ υποκινητές του πολέμου. подстрекательство, ~а ουδ. 1 παρακίνηση, παρότρυνση, παρόρμηση, υποκίνηση, προτροπή. 2 εξώθηση, παρώθηση. подстрекать ρ.δ. βλ.„подстрекнуть. II -ся παρακινούμαι, υποκινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Подстрекнуть р.σ.μ. 1 υποκινώ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρορμώ. 2 εξωθώ, πα- παρωθώ, σπρώχνω. подстреливать р.δ. βλ. подстрелить. II -ся τραυματίζομαι, πληγώνομαι, λαβώνομαι. ПОДСТрелЙТЬ р.σ.μ. τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω· - зайца τραυματίζω το λαγό. подстригание, -я ουδ. βλ. подстрижка. подстригать(ся) р.δ. βλ. подстрйчь(ся). подстрижка, -и θ. κούρεμα (πάρσιμο) λίγο. ПОДСТРИЧЬ ρ.σ.μ. κουρεύω, παίρνω λίγο· κό- κόβω, κοντεύω* - ВОЛОСЫ κουρεύω λίγο τα μαλ- μαλλιά* - НОГТИ κοντεύω τα νύχια. II κλαδεύω, ψαλιδίζω. II -СЯ κουρεύομαι λίγο. подстрогать ρ.σ.μ. πλανίζω λίγο, ελαφρά. подстроить ρ.σ.μ. 1 βλ. пристроить. 2 (στρατ.) στοιχίζω, ζυγίζω, συντάσσω.3 κουρ- κουρδίζω* - скрипку под пианино κουρδίζω το βιο- βιολί με βάση το πιάνο. II μτφ. προδιαθέτω, εμ- εμφυσώ. 4 μηχανεύομαι, μαγειρεύω, εξυφαίνω, χαλκεύω* σκαρώνω. II -СЯ 1 βλ. пристроиться. 2 (στρατ.) στο ιχίζομ.αι, ζυγίζομαι, συντάσ- συντάσσομαι. 3 ενώνομαι, προσχωρώ. подстройка, -и θ. 1 βλ. пристройка. 2 (στρατ.) στοίχιση, ζύγιση, σύνταξη. 3(μουσ.) κούρδισμα. ПОДСТРОПИЛЬНЫЙ επ. κάτω απο τα ψαλίδια (δοκούς). ПОДСТРОЧИТЬ ρ.σ.μ. γαζώνω αποκάτω* υπορ- ράπτω. ПОДСТрОЧНИК, -а α. μετάφραση κειμένου κα- κατά λέξη κάτω απο κάθε σειρά. II μετάφραση κατά λέξη. Подстругать ρ.σ.μ. πλανίζω. . подстругивать ρ.δ. μ. πλανίζω. II -СЯ πλα- πλανίζομαι λίγο, ελαφρά. ПОДСТуП, -а α. 1 πλησίαση, προσέγγιση, σί- μωμα, ζύγωμα* προσχώρηση. II είσδυση, εισχώ- εισχώρηση* φτάσιμο* εμφάνιση. 2 πρόσβαση· скры- тые -Ы к крепости κρυφές προσβάσεις προς το φρούριο* -Ы К Городу προσβάσεις προς την πόλη. II εχφρ. -а нет к кому δεν μπορείς να δεις κάποιον (είναι απρόσιτος). поступать(ся) р.6. βλ. поступить(ся). поступить, -ушло, -упишь р.σ. 1 πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω* враг -Йл к стенам города о εχθρός πλησίασε τα τείχη της πόλης* ~ла Осень πλησίασε το Φθι- Φθινόπωρο. 2 εμφανίζομαι, φτάνω, έρχομαι* ει- εισχωρώ* слёзы -ли к её глазам δάκρυα της ήρθαν στα μάτια* боль ~ла под самое сердце о πόνος έφτασε ως την καρδιά. II -СЯ πλησιά- πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω. подсудимая, -ОЙ θ. η κατηγορούμενη, η υ- πόδικη. ПОДСУДИМЫЙ -ОГО α. ο κατηγορούμενος, ο υ- πόδικος. ПОДСУДНОСТЬ, -И θ. αρμοδιότητα δικαστική* оспаривать - дела αμφισβητώ την αρμοδιότη- αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την υπόθεση. подсудный επ., βρ: -ден, -дна, -дно (με δοτ.)* υποκείμενος στη δικαιοδοσία ή αρμο- αρμοδιότητα* дело -дно народному суду η υπόθε- υπόθεση είναι αρμοδιότητας του λαϊκού δικαστηρί- δικαστηρίου* -ое дело η υπόθεση είναι για δικαστήριο· подсумок, -мка α. φυσιγγιοθήκη, παλάσκα. подсунуть ρ.σ.μ. 1 χώνω, βάζω αποκάτω· - сундук под кровать βάζω το σεντούκι κάτω απο το κρεβάτι. II χώνω, βάζω απαρατήρητα, κρυφά. II απατώ, ξεγελώ, πασάρω* ОН -ул мне фальшивую монету αυτός μου πάσαρε ένα κάλ- κάλπικο νόμισμα. II -СЯ (απλ.) πλησιάζω* χώνο- χώνομαι. II μτφ. επεμβαίνω* - С советами επεμ- επεμβαίνω με συμβουλές. ПОДСурЬМЙТЬ, -МЛЮ, -МИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подсурьмлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. (παλ} βάφω· - брОВИ βάφω τα φρύδια. II -СЯ βάφω τα φρύδια μου. подсучивать р.6. βλ. подсучить. II -ся α- 4ναδιπλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОДСУЧИТЬ ρ.σ.μ. 1 στρίβω* ενώνω συμπλη- συμπληρωματικά. 2 αναδιπλώνω, μαζεύω. подсушивание, -я ουδ. βλ. подсушка. подсушивать(ся) р.δ. βλ. подсушйть(ся). ПОДСУШИТЬ ρ.σ.μ. στεγνώνω, ξηραίνω λίγο, ελαφρά. II -СЯ στεγνώνω, ξηραίνομαι λίγο. подсушка, -И θ. στέγνωμα, ξήρανση ελαφρά. подсчёт, -а α.(κατά) μέτρηση, μέτρημα* ГОЛОСОВ καταμέτρηση των ψήφων. II λογαρια- λογαριασμός* Проверить -Ы ελέγχω το λογαριασμό.' Подсчитать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ· χρ. подсчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ. λογα- λογαριάζω* - расходы λογαριάζω τα έξοδα. II κα- καταμετρώ* - ГОЛОСОВ καταμετρώ τους ψήφους. подсчитывание, -я ουδ. βλ. подсчёт. подсчитывать ρ.δ. βλ. подсчитать. II ~ся λογαριάζομαι. Н καταμετριέμαι. ПОДСЫЛ, -а α. (παλ. κ. απλ.) βλ.ПОДСЫЛка. подсылание, -я ουδ. βλ. подсылка. подсылать р.δ. βλ. подослать. II -ся στέλ-
под 128 под λομαι, αποστέλλομαι. ПОДСЫЛКа, -И θ. αποστολή (απλώς ή κρυφά). ПОДСЫЛЬНЫЙ επ. (παλ.) αποστελλόμενος κρυφά.. подсыпание, ~я ουδ. βλ. подсыпка1A σημ.). ПОДСЫПать р.σ.μ. 1 ρίχνω κάτι. κοκκώδες' - сахар В КОМПОТ ρίχνω ζάχαρη στην κομπόστα. II ρίχνω συμπληρωματικά· επιρρίπτω" σηκώνω, υψώνω, ανεβάζω (επίπεδο, επιφάνεια κ.τ.τ.). И -СЯ 1 ρίχνομαι αποκάτω. 2 μτφ. απευθύνο- απευθύνομαι με παρακλήσεις, παρακαλώ επίμονα. подсыпка1, -и θ. ρίψη, ~ιμο, ρίξιμο· - пе- песку ρίξιμο άμμου. ПОДСЫПКа? -И α. (απλ.) ριχτής (εργάτης), τροφοδότης. подсыреть, -реет р.σ. υγραίνομαι λίγο. подсыхание, ~Я ουδ. στέγνωση, ξήρανση με- μερική, λιγοστή. подсыхать р.δ. βλ. подсохнуть. подтаивать р.δ. βλ. подтаять. ПОДТалина, -Ы θ. (διαλκ. κ. απλ.) λιωμένο (ξεπαγωμένο) μέρος. ПОДТаЛКИВаНИе, -Я ουδ. ώθηση, σπρώξιμο ε- ελαφρό. подталкивать р.δ. βλ. подтолкнуть. II ~ся ωθούμαι, σπρώχνομαι λίγο. ПОДТанЦОВЫВать р.δ. βλ. χορεύω, κάνω πως χορεύω. подтапливание, -я ουδ. βλ. подтопка. подтапливать р.δ. βλ. подтопить. II -ся α- ανάβω, καίω, θερμαίνομαι. подтапливать2ρ.δ. βλ. подтопить. II -ся τήκομαι, λιώνω λίγο. ПОДТаскаТЬ ρ.σ.μ. κουβαλώ· κουβαλώ συμπλη- συμπληρωματικά. подтаскивать р.δ. βλ. подтаскать. II -ся κουβαλιέμαι' μεταφέρομαι. Подтасовать р.σ.μ. (χαρτπ.) ανακατώνω* карты ανακατώνω τα χαρτιά (για εξαπάτηση). II μτφ. διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραμορφώνω ( σκόπ ι μα) .. ПОДТасОВКа, -И θ. (χαρτπ.) ανακάτωμα. И μτφ. διαστρέβλωση, διαστροφή, παραμόρφωση. подтасовывание, -я ουδ. βλ. подтасрвка. подтасовывать р.δ. βλ. подтасовать.II-ся (χαρτπ.) ανακατώνομαι. Ι! διαστρεβλώνομαι. подтачать р.σ.μ. υπορράπτω, γαζώνω αποκάτω. подтачивать1 ρ.δ. βλ. постачать. II -ся υ- πορράπτομαι, γαζώνομαι αποκάτω. подтачивать2ρ.δ. βλ. подточить. Ι! -ся α- ακονίζομαι λίγο, τροχίζομαι ελαφρά. ПОДТашИТЬ ρ.σ.μ. σύρω, κουβαλώ, μεταφέρω σιμά, κοντά· -кровать больного к окну σέρ- σέρνω το κρεβάτι του άρρωστου κοντά στο παρά- παράθυρο. И -СЯ σέρνομαι* πλησιάζω με δυσκολία. подтаять, -тает ρ.σ. τήκομαι, λιώνω λίγο. подтвердительный επ. επιβεβαιωτικός, επι- επικυρωτικός. подтвердить ρ.σ.μ. επιβεβαιώνω, επικυρώ- επικυρώνω* ОПЫТ ~ЙЛ эту истину η πείρα (πράξη) ε- επιβεβαίωσε αυτή την αλήθεια* - приказ επι- επικυρώνω διαταγή* - присягой επιβεβαιώνω με όρκο* - получение (εμπορ.) γνωστοποιώ την παραλαβή. II -СЯ επιβεβαιώνομαι· все наши предположения -лись όλες οι εικασίες μας ε- επιβεβαιώθηκαν* показания -лись οι μαρτυρίες επιβεβαιώθηκαν. подтверздать(ся) р.δ. βλ. подтвердйть(ся). Подтвердиёние, -Я ουδ. επιβεβαίωση, επι- επικύρωση* В - моих слов, σε επιβεβαίωση των ό- όσων είπα* новость эта требует - αυτή η εί- είδηση απαιτεί επιβεβαίωση ή πρέπει να επιβε- επιβεβαιωθεί . подтёк, ~а α. 1 τρέξιμο, συρμή, σημείο ρο- ροής. 2 μώλωπας, μελάνιασμα, εκχύμωση (δέρμα.- τος απο χτύπημα). Подтекание, -Я ουδ. 1 υπορροή. 2 ροή τρέ- τρέξιμο λιγοστό. подтекать ρ.δ. ι βλ. подтечь (ίσημ.). 2 ρέω, τρέχω λίγο* бочка -ает το βαρέλι τρέ- τρέχει λίγο. ПОДТИССТ, -а α. σκέψη ενδόμυχη (κρυφή). подтекстовка, -И θ. κείμενο, στίχοι για μουσική σύνθεση. подтёлок, -лка α. (διαλκ.) μοσχαράκι χρο- νιάρίκο. * подтереть, подотру, подотрёшь, παρλθ. χρ. подтёр, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОД- тёртый, βρ*. -тёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. под- подтерев κ. подтёрши ρ.σ.μ. σφουγγίζω, καθαρί- καθαρίζω* τρίβω (να καθαριστεί). Подтесать ρ.σ.μ. πελεκώ λίγο ή ακόμα λί- λίγο,, ή συμπληρωματικά. ПОДТёска, -И θ. λίγο πελέκημα ή συμπληρω- ματικό. подтёсывание, -я ουδ. βλ. подтёска. подтёсывать р.δ. βλ. подтесать. II ~ся πε- πελέκι έμαι λίγο ή συμπληρωματικά. подтечь, -течёт, -текут, παρλθ. χρ. под- подтёк, -текла, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. подтекший ρ.σ. 1 υπορρέω. 2 εκχυμούμαι. 3 βλ. подте- подтекать B σημ.). ПОДТИбрЙТЬ р.σ.μ. (απλ.) κλέβω, βουτώ, υ- ποκλέπτω. подтирание, -я ουδ. βλ. подтирка. подтирать р.δ. βλ. подтереть. II -ся τρί- τρίβομαι ελαφρά, σφουγγίζομαι, καθαρίζομαι. ПОДТИрка, -И θ. ελαφρό τρίψιμο, σφούγγι- σμα, καθάρισμα. подтискивать(ся) ρ.δ. βλ. подтйснуть(ся). ПОДТИСНУТЬ р.σ.μ. (απλ.) χώνω, βάζω απο- αποκάτω. II -СЯ χώνομαι, μπαίνω αποκάτω. подтоварник, ~а α. 1 δοκάρι υπόστυλο. 2
под 129 под ξυλεία οικοδομική. ПОДТОК, -а α. ροή, τρέξιμο* - воды τρέξι- τρέξιμο νερού. подтолкать р.σ.μ. (απλ.) σπρώχνω, μετα- μετακινώ σπρώχνοντας. ПОДТОЛКНУТЬ, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подтолкнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. σπρώχνω, ωθώ, σκουντώ λίγο· - логтем соседа σκουντώ με τον αγκώνω τον πλησίον μου* меня -ли к двери απο λίγο-λίγο με έσπρωξαν στην πόρτα. II μτφ. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέ- προτρέπω, υποκινώ. ПОДТОЛОЧЬ ρ.σ.μ. τρίβω, θρυμματίζω, κο- κοπανίζω συμπληρωματικά ή ακόμα λίγο. ПОДТОПИТЬ1 р.σ.μ. ανάβω, καίω λίγο ή ακό- ακόμα λίγο. ПОДТОПИТЬ2 ρ.σ.μ. λιώνω, τήκω συμπληρωμα- συμπληρωματικά ή ακόμα λίγο. ПОДТОПИТЬ ρ.σ.μ. πλημμυρίζω, χύνω συχνά νερό. ПОДТОПКа, -И θ. 1 άναμμα, κάψιμο λίγο. 2 προσάναμμα. 3 (διαλκ.) θερμάστρα μικρή. ПОДТОПЛЯТЬ р.6. βλ. ПОДТОПИТЬ3. II ~СЯ πλημ- πλημμυρίζω. ПОДТОПОК, -пка α. (διαλκ.) θερμάστρα μι- μικρή. подторачивать р.δ. βλ. подторочить. II ~ся προσδένομαι. подторговать р.σ. βλ. подторговывать A σημ.). Подторговывать р.δ. 1 (απλ.) κερδίζω συ- μπληρωμαρικά με το εμπόριο. 2 εμπορεύομαι, ασχολούμαι λίγο με το εμπόριο. ПОДТОржье, -Я ουδ. (παλ.) παραμονή εμπο- εμποροπανήγυρης, παζαριού. подтормаживать р.δ. βλ. подтормозить. ПОДТОРМОЗИТЬ р.σ. φρενάρω λίγο. ПОДТОРОЧИТЬ р.σ.μ. προσδένω, σφίγγω. ПОДТОЧИТЬ р.σ.μ. τροχίζω, ακονίζω ακόμα, πιο πολύ. II βλάπτω, φθείρω, τρώγω, διαβιβρώ- σκω· вода реки -ла скалистый берег το νε- νερό του ποταμίου έφαγε τη βραχώδη όχθη· 60- лезнь -ла его τον έφαγε η αρρώστει,α· упало яблоко подточенное червем έπεσετο μήλο σκου- ληκοφαγωμένο. ПОДТраВИТЬ ρ.σ.μ. 1 διαβιβρώσκω, τρώγω(με οξέα). 2 δηλητηριάζω λίγο. 3 θυμώνω, ερεθί- ερεθίζω, πειράζω. подтравливать р.δ. βλ. подтравить. II -ся διαβιβρώσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. .подтропики, -об πλθ. βλ. субтропики. подтропический επ. βλ. субтропический. Подтрунивание, -Я ουδ. περιγέλασμα, κοροϊ- κοροϊδία, εμπαιγμός περιορισμένου χαρακτήρα· α- στεϊσμός. подтрунивать р.δ. βλ. подтрунить. Подтрунить ρ.σ. (περι)γελώ, εμπαίζω, κο- κοροϊδεύω λίγο· αστειεύομαο λίγο, χωρατεύω. ПОДТушевать р.σ.μ. σχεδιάζω, χρωματίζω με σινική μελάνη. ПОДТушёВка, -И θ. σχεδίαση, χρωμάτισμα με σινική μελάνη. подтушёвывание, -я ουδ. βλ. подтушёвка. подтушёвывать ρ.δ. βλ. подтушевать. II -ся σχεδιάζομαι, χρωματίζομαι με σινική μελάνη. Подтыкать р.σ.μ. (απλ.) αναδιπλώνω, μα- μαζεύω· χώνω. II -СЯ αναδιπλώνομαι, μαζεύομαι· χώνομαι. подтыкать (ся) ρ.δ. βλ. подтыкать(ся). подтягивание, -я ουδ. βλ. подтяжка. подтягивать(ся) р.δ. βλ. подтянуть(ся). ПОДТЯЖка, -И Θ. 1 σφίξη, σφίξιμο· τέντω- μα. 2 πλθ. -ЖКИ, -жек τιράντες παντελοιού. ПОДТЯНУТОСТЬ, -И θ. ταχτοποίηση, διευθέ- διευθέτηση* περιποίηση. ПОДТЯНУТЫЙ επ. απο μτχ. 1 μαζεμένος, συ- συμπτυγμένος, συνεσταλμένος. 2 Ρ-τφ. ανώτερος, ανεβασμένος· ταχτοποιημένος, διευθετημένος, περιποιημένος. подтянуть ρ.σ.μ. 1 τεντώνω, σφίγγω πιο γε- γερά, ακόμα. II βιδώνω πιο σφιχτά. II σηκώνω, ανεβάζω, ανυψώνω. 2 σύρω, σέρνω, τραβώ, φέ- φέρω κοντά· - ЛОдку К берегу τραβώ τη βάρκα κοντά στην ακτή. 3 σύρω, τραβώ αποκάτω· сани под навес σύρω το έλκυθρο στο υπόστε- υπόστεγο. 4 (στρατ.) συγκεντρώνω, συναθροίζω· полк к переправе συγκεντρώνω το σύνταγμα κο- κοντά στο πορθμείο. 5 μτφ. προωθώ, βοηθώ· α- ανεβάζω, καλυτερεύω· - отсталых βοηθώ τους καθυστερημένους* - дисциплину ανεβάζω (κα- (καλυτερεύω) την πειθαρχία. 6 βλ. подпеть. 7 .(απρόσ.) αδυνατίζω, ισχναίνω. II μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, συστέλλομαι (για κοιλιά, πλευ- πλευρά κ.τ.τ.). II -СЯ 1 σφίγγομαι πιο γερά. 2 τεντώνομαι. 3 (στρατ.) συγκεντρώνομαι, συ- συναθροίζομαι πλησίον. II (για σκάφος) πλησι- πλησιάζω. 4 μτφ. ανεβαίνω, καλυτερεύω. II εξισώ- εξισώνομαι, φτάνω τους πρωτοπόρους. П μτφ. υπε- υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι, επαίρομαι. подувать р.δ. φυσώ, πνέω λίγο ή κάποτε. подудеть, -ДЙШЬ р.σ. παίζω για λίγο τη φλογέρα ή άλλο πνευστό όργανο. подуздоватый επ. με μικρότερη την κάτω σιαγόνα (για σκυλιά). подуздый επ., βρ: -узд, -а, -о βλ. под- подуздоватый . Подумать р.σ. 1 βλ. дуглать. 2 σκέφτομαι (για ένα χρον. διάστημα). 3 B°ενικό πρό- πρόσωπο προστακτικής подумай) αμ πως! α! ω! α -(χ)ά! μωρέ τι λες! τι! χαρά στο πράμα! II εκφρ. И не - ούτε καν να το σκεφτείς, ούτε κατά διάνοια. II -СЯ (απρόσ.)' σκέπτομαι,
под 130 под μου έρχεται, στη σκέψη, στο νου, στο μυαλό, υποθέτω· а мне -лось, что ты уже не придёшь κι εγώ υπέθεσα ότι εσύ πια δε θα έρθεις. подумывать р.6. σκέφτομαι, .■ συλλογιέμαι, στοχάζομαι πότε-πότε. II προτ'ιθεμαι, έχω κα- κατά νου* мы уже -ем об отъезде от сйда εμείς σκεπτόμαστε να φύγομε απ' εδώ. ПО-дурацКИ επίρ. βλακωδώς, -δικά, ανόητα, κουτά. Подурачить р.σ.μ. εμπαίζω, κοροϊδεύω, περ- περνώ για βλάκα. II -СЯ κάνω τρέλλες, ανοησίες (για ένα χρον. διάστημα). подурить р.σ. (για λίγο χρόνο) βλ. дурить. Подурнеть р.σ. ασχημίζω, γίνομαι άσχημος. Подусадебный επ. της έπαυλης· - участок о χώρος γύρω απο την έπαυ'λη. подусники, -об πλθ. (ενκ. -ник, -а α.)· τα επεκταμένα μουστάκια. подуськать р.σ.μ. (απλ.) βλ. науськать. подуськивать(ся) ρ.δ. βλ. науськиваться). ПОДуТЬ р.σ. 1 αρχίζω να πνέω, να φυσώ. 2 μτφ. κατασκευάζω με φύσημα (γυαλιού κ.τ.τ.). 3 πνέω, φυσώ (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ θυμώνω, πεισμώνω (για ένα χρ. δ ιάστημα). подотшкивать ρ.δ. βλ. подутюжить. II ~ся σο- δερώνομαι λίγο. ПОДуТЙЖИТЬ р.σ.μ. σιδερώνω λίγο. подучаться) р.δ. (απλ.) βλ. подучить( ся). подучивать(ся) ρ.δ. βλ. подучйть(ся). Подучить р.σ.μ. 1 διδάσκω λίγο. II μαθαί- μαθαίνω, αφομοιώνω· - урок μαθαίνω το μάθημα. 2 δασκαλεύω, συμβουλεύω. II -СЯ μαθαίνω λίγο. подушечка, -И θ. 1 προσκεφαλάκι. II κάθε μαλακό αντικείμενο· - ДЛЯ булавок καρφιτσο- θήκη, βελονοθήκη. 2 καραμέλλα προσκεφαλοει- δής. ПОДУШИТЬ1 ρ.σ.μ. πνίγω,στραγγαλίζω (όλους, πολλούς). ПОДУШИТЬ2 ρ.σ.μ. ραντίζω λίγο με άρωμα. II -СЯ ραντίζομαι λίγο με άρωμα. подушка, -И θ. 1 προσκέφαλο, μαξιλάρι. 2 (τεχ.) προσκέφαλο. ПОДУШНЫЙ επ. (παλ.) 1 ατομικός (κατ/ άτο- άτομο εισπραττόμενος)· - налог φόρος κατ' άτο- άτομο. 2 ουσ. ουδ. -ое (απλ.) φόρος κατ' άτομο. ПОДХалиМ, ~а α., ~ка, -И θ. κόλακας, γα- λίφης, -ιο"σα, μαλαγάνας, -α. подхалимаж, -а α. βλ. подхалимство. подхалимистый επ., βρ: -мист, -а -о κο- λακευτικός. Подхалимничать р.δ. φέρνομαι σαν κόλακας· κολακεύω. Подхалимский επ. κολακευτικός, γαλίφικος· - поступок κολακευτική συμπεριφορά. ПОДХалимСТВО, ~а ουδ. κολακεία, γαλιφιά, μαλαγανιά. ПОДХВаТ, -α α. 1 άρπασμα, πιάσιμο, σήκωμα απο τα κάτω. 2 πιάσιμο στον αέρα. 3 άρπα- άρπασμα, πιάσιμο, πάρσιμο. подхватить ρ.σ.μ. 1 πιάνω, αρπάζω, παίρνω, σηκώνω απο τα κάτω.· II ανασηκώνω, αναδιπλώ- αναδιπλώνω, μαζεύω. 2 πιάνω στον αέρα. 3 αρπάζω, παίρνω. II παίρνω μαζί μου. II παρασύρω, συ- συμπαρασύρω. 4 κολλώ (ασθένεια). 5 (ϊΐ>* άλο- άλογα) τρέχω ορμητικά, πηλαλώ. 6 (για τραγού- τραγούδι) παίρνω αμέσως (αφομοιώνω). II -СЯ αναπη- αναπηδώ, πετάγομαι επάνω· ρίχνομαι, ορμώ. подхватывать(ся) р.δ. βλ. подхватить(ся). ПОДХИХИКИВаТЬ р.δ. (απλ.) κρυφογελώ. Подхлестнуть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подхлёстнутый, βρ: -нут, -а, -о μαστιγώνω. II μτφ. παρακινώ, αναγκάζω, ωθώ, σπρώχνω, πι- πιέζω" - остающих πιέζω τους καθυστερούντες. подхлёстывать р.δ. βλ. подхлестнуть. II -СЯ μαστιγών ο μαι. ПОДХОД, -а α. 1 πλησίαση, ζύγωμα, σίμωμα, 'προσέγγιση. 2 πρόσβαση. 3 μτφ. τρόπος (ενέρ- (ενέργειας, συμπεριφοράς κ.τ.τ.)· αντιμετώπιση· εξέταση· χειρισμός· правильный - К делу σωστός χειρισμός της υπόθεσης* индивидуаль- индивидуальный - К ученикам ατομικός τρόπος συμπερι- συμπεριφοράς προς τους μαθητές (παίρνοντας υπόψη το χαρακτήρα του καθενός). II πλθ. -Ы λοβι- λοβιτούρες, πονηριές, απάτες. II εκφρ. С ~а αμέ- αμέσως μετά (άλλης ενέργειας*). ПОДХОдец, -ДЦа α. λοβιτούρα, πονηριά, α- απάτη. ПОДХОДИТЬ ρ.δ. βλ. ПОДОЙТИ. ПОДХОДНЫЙ επ. οδηγών, φέρων προς. ПОДХОДЯЩИЙ επ. απο μτχ. κατάλληλος· επί- επίκαιρος· наступил - момент έφτασε η κατάλ- κατάλληλη στιγμή. ПОДХОМУТНИК, -а α. το μαλακό στρώμα λαι- μαριάς. Подхорунжий, -его α. ανθυπασπιστής των Κο- Κοζάκων . ПОДХрапывание, -Я ουδ. ροχαλητό σιγανό. ПОДХрапыватЬ ρ.δ. ροχαλίζω, ρεγχάζω ε- ελαφρά. подцветить, -цвечу, -цветишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подцвеченный, βρ: -чен, -а, -о; 1 χρωματίζω, βάφω ελαφρά ή πιο ζωηρά. 2 δ ι- αποικ'ιλλω, πλουμίζω. ПОДЦВётка, -И θ. χρωμάτισμα ελαφρό ή πιο ζωηρό. подцвечивать ρ.δ. βλ. подцветить. II -ся χρωματίζομαι, βάφομαι ελαφρά ή πιο ζωηρά. подцензурный επ., 3ρ: -рен, -рна, -рно λο- γοκρινόμενος· -ая Печать λογοκρινόμενος τύ- τύπος. подцепить -цеплю, -ценишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подцепленный, βρ: -лен, -а, -о 'ρ.σ.μ.1
под 131 под αγκιστρώνω, γαντζώνω, σκαλώνω συμπληρωματι- συμπληρωματικά ή αποκάτω ή απο πίσω. 2 καρφιτσώνω. II πιάνω, αρπάζω. 3 μτφ. παίρνω, κολλώ· ~ про- простуду αρπάζω κρυολόγημα. II κλέβω, βουτώ, υ- ποκλεπτω. 11 -СЯ αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι, σκαλώνω απο κάτω ήαπο πίσω. ПОДЦёпка, -И θ. αγκίστρωση, γάντζωμα, σκά- λωμα, πιάσιμο. подцешгять( ся) р.δ. βλ. подцепишься). подчаливать(ся) р.δ. βλ. подчалить(ся). подчалить р.σ. (για σκάφος) προσεγγίζω, πλησιάζω, προσορμίζομαι. II -СЯ προσεγγίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОДЧаЛОК, -Лка α. βάρκα προσδεμένη πίσω σε σκάφος. Подчас επίρ. πότε-πότε, κάποτε-κάποτε,που και που, καμιά φορά, ενίοτε. ПОДЧасок, -ска α. (ΰτρατ.) βοηθός σκοπού. ПОДЧелюС1НОЙ επ. υποσιαγόνιος. Подчёркивание, -я ουδ. έμφαση, έξαρση, υ- υπογράμμιση. подчёркивать р.δ. βλ. подчеркнуть. II -ся υπογραμμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. подчёркнутость, -и θ. βλ. подчёркивание. подчёркнутый επ. απο μτχ. έντονος, εκδη- εκδηλωτικός, χαρακτηριστικός, εξαιρετικός, εμφα- εμφαντικός. подчеркнуть, -Ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подчёркнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 υπογραμμίζω* - красным карандашом υπογραμ- υπογραμμίζω με κόκκινο μολύβι. 2 μτφ. τονίζω ιδι- ιδιαίτερα. II χρωματίζω, προσδίδω έκφραση, χρώμα. подчернить р.σ.μ. μαυρίζω, βάφω μαύρο· брови И ресниц βάφω μαύρα τα φρύδια και τα τσίνουρα. II -СЯ βάφω μαύρα (για μαλλιά, φρύ- φρύδια κ.τ.τ.). подчертить ρ.σ.μ. σχεδιάζω συμπληρωματικά, προσθέτω στο σχέδιο. подчерчивать р.δ. βλ. подчертить. II -ся σχεδιάζομαι συμπληρωματικά. подчинение, -Я ουδ. 1 υποταγή· держать в -И κρατώ σε υποταγή· - закону υποταγή στο νόμο· - меньшинства большинству ' υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία. 2 (γραμμ.) υπόταξη· связь предложений по способу сочи- сочинения и -Я σύνδεση των προτάσεων κατά πα- παράταξη και καθ' υπόταξη. ПОДЧИНёННОСТЬ, -И θ. υποταγή, εξάρτηση. Подчинённый επ. απο μτχ. 1 υποταγής, υ- υποταγμένος, υποτελής. 2 ουσ. -, ~ая υφιστά- υφιστάμενος, -η. ПОДЧИНИТелЬНЫЙ επ. (γραμμ.) υποτακτικός· -ые союзы υποτακτικοί σύνδεσμοι. ПОДЧИНИТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПСД- чинённый, βρ: -нён, -нена, -но. 1 υποτάσσω, κατακτώ· - совсем καθυποτάσσω. 2 θέτω, βά- βάζω, υπάγω κάτω απο την εξουσία μου· εξαρτώ· - свой действия голосу рассудка υποτάσσω τις ενέργειες μου στη φωνή του λογικού" закону υποτάσσω στο νόμο· ~ своему влиянию ΚΟΓΟ-Η. επηρεάζω κάποιον. 3 ΙγραμμΟ εξαρ- εξαρτώ· одному главному предложению могут быть подчинены несколько придаточных σε μια κύ- κύρια πρόταση μπορεί να υποταχτούν κάμποσες δευτερεύουσες. II -СЯ υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ, φ. ПОДЧИНЯТЬ( СЯ) ρ .δ . βλ. ПОДЧИНЙТЬ( СЯ) .. ПОДЧИСТИТЬ р.σ.μ. 1 καθαρίζω συμπληρωμα- συμπληρωματικά ή πιο πολύ. 2 καθαρίζω, ξύνω, σβήνω* - помарку σβήνω τη διόρθωση (στο κείμενο). 3 τρώγω όλο τελείως, κάνω γυαλί το πιάτο, πα- στρεύω το πιάτο. II -СЯ καθαρίζομαι, καθαρί- καθαρίζω τα ενδύματα μου. Подчистка, -и θ. καθαρισμένο (σβησμένο) μέρος (σε κείμενο). II εκκαθάριση, ξεκαθάρι- ση, πάστρεμα. ПОДЧИСТУЮ επίρ. (απλ.) τελείως, εντελώς, παστρικά, χωρίς ν' αφήσω τίποτε. ПОДЧИТать р.σ.μ. 1 διαβάζω λίγο, συμπλη- συμπληρωματικά. 2 διαβάζω φωναχτά (για διόρθωση στο κείμενο). ПОДЧИТКа, -И θ. διάβασμα κειμένου φωναχτά (για έλεγχο). ПОДЧИТЧИК, -а α. αναγνώστης. ПОДЧИТЫВаТЬ ρ.δ. βλ. ПОДЧИТаТЬ. II -СЯ δια- διαβάζομαι. подчищать(ся) ρ.δ. βλ. подчистить(ся). подшаркивать р.δ. βλ. подшаркнуть. ПОДШаркнуТЬ р.σ. σέρνω ελαφρά τα πόδια ή τα παπούτσια. подшепнуть ρ.σ.μ. ψιθυρίζω, λέγω κρυφά. * подшёптывать р.δ. βλ. подшепнуть. ПОДШёрсТОК, -тка α. χνούδι μαλλιού ζώου. подшефник, ~а α. κηδεμονευόμενος, προστα- προστατευόμενος. подшефный επ. κ. ουσ. βλ. подшефник. подшибать р.δ. βλ. подшибить. II -ся χτυ- χτυπώ, χτυπιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. подшибить, ~бу, -бёшь, παρλθ. χρ. подшиб, -ла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подшибленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) 1 χτυπώ λί- λίγο* мальчик -ЙЛ глаз το παιδάκι χτύπησε λίγο στο μάτι. 2 χτυπώ απο κάτω. II τραυμα- τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω· - зайца τραυματίζω το λαγό. подшивание, -я ουδ. βλ. подшивка. ПОДШИВаТЬ р.δ. βλ. ПОДШИТЬ. II -СЯ υπορρά- πτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОДШИВка, -И θ. 1 υπόρραμμα, υπένδυση. 2 ραμένη δέσμη εφημερίδων ή εγγράφων. II κρα- σπέδωση. II φόδρα. ПОДШИВНОЙ επ. του υπορράμματος, της υπέν-
под 132 под δύσης' για υπένδυση. ПОДШИВОЧНЫЙ επ. για υπένδυση. ■ ПОДШИПНИК, -а α. τριβέας, ρουλεμάν ρό- ЛИКОВЫЙ ή шариковый ~ τριβέας ένσφαιρος. ПОДШИПНИКОВЫЙ επ. του τριβέα,του ρουλεμάν. подшить, подошью, подошьёшь, προστκ. ПОД- шёй р.σ.μ. 1 υπορράπτω, ράβω αποκάτω, υπεν- δύω· ~ подкладку к пальто ράβω φόδρα στο πανωφόρι. 11 ράβω απο την ανάποδη. И ράβω σόλα. 2 ράβω (αναδιπλώνοντας) τις άκρες. 3 καρφιτσώνω, επισυνάπτω, πιάνω με τις καρφί- καρφίτσες. 4 καρφώνω απο τα κάτω. ПОДШКИПер, ~а α. υποπλοίαρχος εμπορικού σκάφους. ПОДШКИПерскИЙ επ. του υποπλοίαρχου. подшлемник, -а α. καπ"έλο κάτω απο το κρά- κράνος. *ПОДШОфё επ. άκλ. ως κατηγ. (παλ.) λίγο πιο- μένος, σε ευθυμία, κεφάτος. подшпиливать ρ.δ. βλ. подшпилить. II -ся καρφιτσώνομαι αποκάτω. ПОДШПИЛИТЬ ρ.σ.μ. καρφιτσώνω αποκάτω. подштанники, -ОВ πλθ. (απλ.) το σώβρακο. подштопать- р.σ.μ. μπαλώνω λίγο ή στα γρή- γρήγορα. подштопывать р.δ. βλ. подштопать. 11 -ся μπαλώνομαι λίγο ή στα γρήγορα. подштукатуривать р.δ. βλ. подштукатурить. II -СЯ σοβατίζομαι μερικώς. подштукатурить ρ.σ.μ. σοβατίζω μερικά μέ- μέρη· ισιώνω. ПОДШТурман, ~а α. βοηθός τιμονιέρη. ПОДШУТИТЬ ρ.σ. (με δοτ.) κάνω αστεία σε κάποιον εμπαίζω, περιγελώ. подшучивать р.δ. βλ. подшутить. подщёлкивать р.δ. χτυπώ, κροτώ με τα δά- δάχτυλα. подщелкнуть κ. подщёлкнуть р.σ. βλ. βλ. подщёлкивать. подщепать р.σ.μ. σχίζω επιπρόσθετα ή ακό- ακόμα λίγο. подъедать ρ.δ.μ. βλ. подъесть. II -ся υπο- τρώγομαι, υποτρωγαλίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОДЬезд, ~а α. 1 άφιξη, φτάσιμο (με μετα- μεταφορικό μέσο). 2 αμαξόδρομος (που οδηγεί σε πρόσβαση)· - к МОСТУ о αμαξόδρομος που οδη- οδηγεί στη γέφυρα. 3 (ε)ξώστεγο, είσοδος. ПОДЪёздиТЬ р.σ.μ. συνηθίζω στην ιππασία, στη ζεύξη, στο σαμάρωμα. ПОДЪёэдка, -И θ. συνήθιση στην ιππασία, ζεύξη, σαμάρωμα, σέλωμα. подъездной επ. του αααξόδρομου πρόσβασης· -ые Пути αμαξόδρομοι προσβάσεων. ПОДЬездныЙ επ. του εξώστεγου, της εισόδου· -ЭЯ дверь η πόρτα της εισόδου. подъездчик, ~а α. ο συνηθίζων τα άλογα σε ιππασία, ζεύζη, σέλωση подъезжать р.δ. βλ. подъехать. подъём, -а α. ι βλ. поднятие. 2 άνοδος, αύξηση· ανάπτυξη· промышленный - βιομηχανι- βιομηχανική άνοδος· - материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού· ~ про- производства товаров αύξηση της παραγωγής ε- εμπορευμάτων. 3 έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία. 4 ανή- ανήφορος* крутой - απότομος ανήφορος· спуск И - κατήφορος και ανήφορος. 5 ο ταρσός του ποδιού. II το ύψωμα του υποδήματος στον ταρ- ταρσό. 6 εγερτήριο. 7 ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά· - реки φουσκωποταμιά. II лёгок (лёгкий) на - καλόβουλος, καταδεχτι- κότατος· αβάρετος· πεταχτός* ТЯЖёл (тяжёлый) на - βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι* деньги на - τα οδοιπορικά (έξοδα). подъёмистый επ. 1 φουσκωτός, αφράτος. 2 με ψηλό ταρσό. подъёмка, -и θ. βλ. поднятие A σημ.). подъёмник, -а α. αναβατήρας* ανυψωτήρας ή ανελκυστήρας' γερανός, βαρούλκο,βΊντσι. подъёмный επ. ανυψωτικός, της άρσης, του σηκώματος, της χωρητικότητας* -ая сила суд- на η χωρητικότητα του σκάφους. II ανυψωνώ- νόμενος, δυνάμενος να ανυψωθεί. II ουσ. πλθ. ~Ые οδοιπορικά έξοδα· κίνητρα. подъёмщик, ~а α. εργάτης*-ανυψωτής. ПОДЪесаул, -а α. κοζάκος λοχαγός. Подъесть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подъеденный, βρ: -ден, -а, -о. 1 τρώγω,τρω- γαλίζω, γρατσανίζω αποκάτω. 2 τρώγω ως το τέλος, όλο, παστρεύω. 3 βλ. ПОДКОРМИТЬСЯ. подъехать, -еду, -едешь р.σ. πλησιάζω, έρ- έρχομαι κοντά, φτάνω, προσεγγίζω (με μεταφο- μεταφορικό μέσο). II φτάνω, έρχομαι, αφικνούμαι· ε πισκέπτομαι. II μτφ. (απλ.) έρχομαι με σκοπ-ό (κυρίως πονηρό). ПОДЪЯЗОК, -зка α. είδος κυπρίνου. ПОДЪЯЗЫЧНЫЙ επ. υπογλώσσιος. ПОДЪЯрёмнЫЙ επ. (γραπ. λόγος)* (κατανα- (καταναγκαστικός, υποχρεωτικός. подъятие, -я ουδ. (παλ.) βλ. поднятие. подъять, подыму, подымешь р.σ. (απλ.) βλ. поднять. II -ся βλ. подняться. Подыграть ρ.σ. (με δοτ.). βοηθώ, σεγκοντά- ρω (στο τραγούδι, χαρτοπαίγνιο κ.τ.τ.). II -ся βλ. подыгрываться. ПОДЫГрЫВаТЬ р.δ. βλ. ПОДЫГраТЬ. II -СЯ βο- βοηθιέμαι, σεγκοντάρομαι. ПОДЫЗбИНа, -Ы θ. υπόγειο ίζμπας. подымание, -я ουδ. βλ. поднятие. подымать, -аго, -аешь κ. (παλ.) подъем- лга, -ёмлешь р.δ. βλ. подъять, поднять. II εκφρ. подымай выше! βάλε (λογάριασε·) παρά-
под 133 по* πάνω! II ~ся βλ. подъяться, подняться. ПОДЫМИТЬ р.σ. καπνίζω, βγάζω καπνό. ПОДЫМНЫЙ επ·. (παλ.) κατά σπίτι· ~ая по- подать δόσιμο (φόρος) κατά σπίτι. подыскание, ~Я ουό. ερεύνηση, αναζήτηση, ψάξιμο. ПОДЫСКать р.σ.μ., παθ.μτχ.παρλθ. χρ. ПОДЫ- скашшй; ερευνώ, αναζητώ" ψάχνω, γυρεύω να βρώ. подыскивание, -я ουδ. βλ. подыскание. подыскивать р.δ. βλ. подыскать. II -ся ε- ρευνιέμαι, αναζητούμαι. подытоживать ρ.δ. βλ. подытожить. II -ся ανακεφαλαιώνομαι, συνοψίζομαι. ПОДЫТОЖИТЬ р.σ.μ. αθροίζω. II ανακεφαλαι- ανακεφαλαιώνω, συνοψίζω. подыхать р.δ. βλ. подохнуть. подышать р.σ. αναπνέω, ανασαίνω λίγο· - ЧИСТЫМ воздухом αναπνέω λίγο καθαρό αέ- αέρα. II κοντανασαίνω, μου πιάνεται η αναπνοή. ПОДЪЯчесКЕЙ επ. του υποδιάκονου· του υφι- υφιστάμενου . подьячество, -а ουδ. υπобιακоνία^ II (παλ.) οι μικροϋπάλληλοι. ПОДЬЯЧИЙ, -его α. (παλ.) υποδιάκονος, υ- υφιστάμενος. II μικροϋπάλληλος. поегозить р.σ. (για λίγο χρόνο) βλ. его- ЗЙТЬ. Поедание, -Я ουδ. φάγωμα, βρώση. поедать ρ.σ.μ. 1 βλ. поесть. 2 τρώγω. II -СЯ τρώγομαι. поединок, ~нка α. μονομαχία· вызвать на - καλώ σε μονομαχία. II μτφ. αγώνας, πάλη· - двух ораторов πάλη μεταξύ δυο ρητόρων. ПОедОМ επ: - есть α) δαγκώνω, τσιμπώ α- ακατάπαυστα (για έντομα), β) μτφ. βασανίζω, παιδεύω, τρώγω. поёживаться ρ.δ. βλ. поёжиться. поёжиться р.σ. (λίγο) βλ. ёжиться. Поезд, -а α., πλθ. -ά σιδηρόδρομος, τρέ- τρένο· αμαξοστοιχία, συρμός. II εκφρ. свадебный - (παλ.) πομπή (ακολουθία) με τα προικιά της νύφης. Поездить р.σ. ταξιδεύω, πηγαίνω (με μετα- μεταφορικό μέσο) . поездка, -И θ. ταξίδι, τουρνέ· εκδρομή· вернуться ИЗ -И γυρίζω απο το ταξίδι· уве- селительная - ταξίδι αναψυχής· совершить -у κάνω ταξίδι, ταξιδεύω. Поездной επ. σιδηροδρομικός, του σιδηρό- σιδηρόδρομου, του τρένου. ПОезжай(Те) (προστκ. του μή χρησιμοποιού- χρησιμοποιούμενου ρ. поезжать). Χρησιμοποιείται σαν προ- προστακτική поехать κ. ехать, βλ. ρ. поезжанин, -а, πλθ. -жане, -жан α., -ка, -И θ. (παλ.) ο, η μεταφορέας των προικιών της νύφης (στην τελετή του γάμου). поелику σύνδ. (παλ.) επειδή, αφού· για- γιατί, διότι. поелозить ρ.σ. (απλ.) σέρνομαι, έρπω για λίγο. поём, пойма α. (διαλκ.) βλ. пойма. ПОёмисТЫЙ επ. (διαλκ.) πλημμυρΊζων (εκ- (εκτάσεις) . ПоёМНЫЙ £π. πλημμυριζομενος. Поёше, -Я ουδ. πότιση, -μα. поёрзать р.σ. στριφογυρίζω λίγο. поерошить р.σ.μ. (λίγο) βλ. ерошить. ПОершиТЬСЯ ρ,σ. (απλ.) θυμώνω, φουρκίζο- φουρκίζομαι, χολώνω· δυστροπώ. поесть ρ .σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Πθέ- денный, βρ. -ден, -а, -о. 1 τρώγω λίγο·на- λίγο·надо - что-нибудь πρέπει να φάω κάτι. II τρώ- τρώγω. 2 τρώγω ως το τέλος, όλο- кощка всё МЯ- МЯСО -ла η γάτα έφαγε όλο το κρέας. 3 κατα- κατατρώγω, περιτρώγω, γριτσανίζω. ПОёхаТЬ, -ёду, -едешь р.σ. 1 πηγαίνω, φεύ- φεύγω- - на курорт πηγαίνω στη λουτρόπολη· на пароход πηγαίνω ατμοπλοϊκά, με το πλοίο. II κατ ευθύνομαι, κόβω, τραβώ· ПОВОЗка -ла на- направо το αμάξι έκοψε δεξιά. 2 μτφ. αρχίζω να φλυαρώ ενοχλητικά, πιάνω τη λίμα, αρχίζω την πάρλα· вот болтун·, как -ал, не остано- остановишь να φλύαρος: σαν αρχίσει την πάρλα δεν τον σταματάς. г поехидничать р.σ. ειρωνεύομαι δηκτικά για λίγο ή ελαφρά. пожадничать р.σ. (λίγο) βλ. жадничать. пожалеть р.σ. βλ. жалеть. пожалиться р.σ. (διαλκ) βλ. пожаловаться. пожалование, -Я ουδ. βράβευση· αμοιβή, χά- χάρισμα. пожаловать р.σ. 1 βλ. жаловать (ι σημ.). 2 μ., προστκ. пожалуй(те)· (παλ.) δόσε, δόστε· ~д?е деньги δόστε τα χρήματα. 3 (παλ.) έρ- έρχομαι, επισκέπτομαι· прошу - ко мне на обед σας παρακαλώ, ελάτε να γευματίσομε μαζί. II προστκ. -луйте ωρίστε, περάστε· ελάτε. II -СЯ βλ.жаловаться. Пожалуй παρνθ. λ; κ. μόριο. 1 παρνθ. λ. μπορεί, πιθανόν, δυνατόν, ίσως. 2 μόριο· (για αμφιβολία, αοριστία)· καλά, σύμφωνος· είθε, μακάρι· ПО мне - εγώ συμφωνώ· ВЫ δτο- ΓΟ хотите? - αυτό θέλετε; είθε, μακάρι (να γίνει). Пожалуйста μόριο (ευγενικής έκφρασης)· σας παρακαλώ, αν ευαρεστήστε, αν έχετε την καλοσύνη· Дайте, -, ВОДЫ δόστε μου, σας πα- παρακαλώ, νερό· возьмите, -, ещё кусочек πάρ- πάρτε, σας παρακαλώ, ακόμα ένα κομματάκι· са- садитесь, - καθήστε, σας παρακαλώ. II (για ευγενικό τρόπο συγκατάθεσης, συμφωνίας)· ω-
пож 134 пож ρίστε, με ευαρέστηση, παρακαλώ· может, да- дите мне ваш карандаш? —! μήπως, θα μου δό- σετε το μολύβι σας; - ωρίστε! II εκφρ. ска- скажите - (παρνθ. λ.) πέστε σας παρακαλώ (για θαυμασμό, αγανάκτηση). пожар, -а α. πυρκαγιά, φωτιά· тушить - σβήνω την πυρκαγιά· - ВОЙНЫ φωτιά του πολέ- πολέμου- - революции φωτιά της επανάστασης. II εκφρ. как на - (бежать, спешить) ταχύτατα, ολοταχώς (σα να πρόκειται για σβήσιμο της πυρκαγιάς)· не на - (απλ.) δεν υπάρχει λό- λόγος να βιαστώ (όεν είναι πυρκαγιά για να βιαστώ). пожарить ρ.σ. ψήνω λίγο· ~ немного мясо ψήνω Λίγο το κρέας. II ψήνω όλο ή πολύ-- все ШфОЖКЙ τηγανίζω όλα τα'πιροσκί . II -СЯ ψή- ψήνομαι λίγο. Пожарище, -а ουδ. καμένο μέρος· τόποζ πυρ- πυρκαγιάς. II τα αποκαΐδια. II μεγάλη πυρκαγιά. пожарник, -а α. πυροσβέστης. пожарный επ. πυροσβεστικός· της πυρκαγιάς· -ая команда πυροσβεστικός λόχος· - шланг о πυροσβεστικός υδροσωλήνας (μάνικα)· - насос πυροσβεστική αντλία· -ое депо πυροσβεστικός σταθμός· - ДЫМ о καπνός της πυρκαγιάς. II ουσ. πυροσβέστης. II εκφρ. В -ОМ порядке βε- βεβιασμένα, εσπευσμένα· на всякий - случай για κάθε ενδεχόμενο, για ώρα ανάγκης, για καλό και για κακό. пожатие, -я ουδ. σφίζιμο· - руки σφίξιμο του χεριού. пожать1, -жму, -жмёшь ρ.σ.μ. 1 σφίγγω· руку σφίγγω το χέρι (χαιρετίζοντας) . 2 θλί- θλίβω, πιέζω, πατώ, ζουπίζω· ~ виноград πατώ τα σταφύλια. 3 θλίβω, πιέζω, πατώ (για ένα χρον. διάστημα). II εκφρ. - плечами σηκώνω ή μαζεύω τους ώμους (σε ένδειξη άγνοιας, αμ- αμφιβολίας κ.τ.τ.). II -СЯ (συμ)μαζεύομαι, συ- συστέλλομαι . пожать3, -жну, -жнёшь ρ.σ.μ. 1 θερίζω- рожь θερίζω τη βρίζα. 2 μτφ. δρέπω, απολα- βαίνω, αποκομίζω· - ПЛОДЫ СВОИХ трудов δρέ- δρέπω τους καρπούς των κόπων μου· ~ лавры δρέ- δρέπω δάφνες· - славу δρέπω δόξα· что посе- посеешь, ТО И -ЖНёШЬ. (παρμ.) ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, όπως στρώσεις, έτσι και θα κοιμη- κοιμηθείς. ПОЖДаТЬ р.σ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ (για ένα χρον. διάστημα). II εκφρ. ждать— περιμένω πολύ χρόνο. ПОже επίρ. αργότερα· μετά· ПО - παραΰστε- ρα, λίγο αργότερα. Пожевать ρ. σ.μ. 1 μασώ για λίγο χρόνο. 2 (απλ.) τρώγω λίγο. пожёвывать р.δ. μασώ πότε-πότεή απο λίγο. пожелание, -Я ουδ. ευχή· - успеха ευχή ε- επιτυχίας· - счастья ευχή ευτυχίας· примите МОЙ наилучшие ~Я δεχτήτε τις καλύτερες μου ευχές. пожелать р.σ. βλ. желать. Пожелтелый επ. κίτρινος, -νιασμένος. пожелтеть ρ.σ. κιτρινίζω, γίνομαι κίτρι- κίτρινος· листья -ли τα φύλλα κιτρίνισαν. ПОЖелТЙТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пожелчённый, βρ: -чён, -чена, -чено κιτρι- κιτρινίζω, κάνω κάτι κίτρινο. пожеманиться р.σ. (λίγο) βλ. жеманиться. поженйть(ся) ρ.σ. βλ. женйть(ся). пожертвование, -я ουδ. 1 θυσία· - жизнью θυσία ζωής. 2 δωρεά· εισφορά· крупное - με- μεγάλη δωρεά· Сбор -ИЙ συγκέντρωση εισφορών. пожертвовать р.σ. βλ. жертвовать. ПОЖёчь ρ.σ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОЖ- жённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено. 1 βλ. жечь. 2 καίω λίγο. ПОЖЁВа, -Ы θ. κέρδος, όφελος. ПОЖИВаТЬ р. δ. ζω, περνώ· έχω, είμαι· как -ете? πως (τα) περνάτε; каково -ете? πως είστε; πως έχετε; II εκφρ. ЖИТЬ— ζω, δια- διαβιώ. ПОЖИВИТЬСЯ, -влгась, -вйшься р.σ. ζω, κερ- κερδίζω σε βάρος (άλλου)· - за счёт другого ζω σε βάρος άλλου· здесь нечем - εδώ δεν έχει ψωμί, εδώ υπάρχει φτώχεια· ОН -лея ОТ ЭТОГО дела αυτός κέρδισε πολλί απ' αυτή την υπό- υπόθεση . ПОЖИВШИЙ επ. απο μτχ. που έχει πικρή πεί- πείρα απο τη ζωή· πολυβασανισμένος- πολύπειρος. пожигать р. δ. βλ. пожечь. II -оя βλ. жечь- жечься. Пожизненность, -И θ. ισοβιότητα· Β ~ (παλ.) εφ£ όρου ζωής, ισόβια. пожизненный επ. ισόβιος· -ое заключение ισόβια δεσμά. ПОЖИЛОе, -ОГО ουδ. χρηματικός φόρος του αγρότη προς τον δουλοκτήτη, όταν έφευγε απ' αυτόν και πήγαινε σ' άλλον A5 - 17 αι.). ПОЖИЛОЙ επ. ηλικιωμένος, μεσιάρης, μεσο- καιρίτης, μεσόκοπος, μεσήλικας· - άνθρωπος μεσόκοπος κλπ. επ. - возраст μέση ηλικία. пожимание, -я ουδ. σφίξιμο· - рук σφίξι- σφίξιμο των χεριών . пожимать ρ.δ. βλ. пожать^ (ίσημ.). II ~ся μαζεύομαι, συστέλλομαι· - ОТ холода μαζεύο- μαζεύομαι απο το κρύο. пожинать р.δ. βλ. пожать2 B σημ.).И εκφρ. - лавры δρέπω δάφνες. ПОЖИраНИе, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κατα- καταβρόχθιση. II μτφ. κατάκαυση, καταστροφή. ПОЖИратель, -Я α. καταναλωτής, φαγάς, κα- ταπότης, καταχωνιαστής, καταβόθρα. пожирать ρ.δ.μ. 1 κατατρώγω, καταβιβρώ-
пож 135 σκω· καταβροχθίζω. II μτφ. καταστρέφω, εξο- εξολοθρεύω" саранча -ает посевы η ακρίδα κα- καταστρέφει τα σπαρτά· огонь -ает леса η φω- φωτιά καταστρέφει τα δάση. II εκφρ. - книги κα- καταβροχθίζω βιβλία (διαβάζω αχόρταγα)· -гла- -глазами κοιτάζω αχόρταγα. II -СЯ καταβροχθίζο- καταβροχθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОЖИТКИ, -ΟΒ πλθ. τα μικροπράγματα· до- машние ~ τα σπιτικά (οικιακά) μικροπράγμα- μικροπράγματα (είδη). II αποσκευές ταξιδιού. пожить, -живу, -живёшь, παρλθ. χρ. пожил, -ла, -Л0, μτχ. παρλθ. χρ. поживший р. σ. 1 ζω· - мне хочется θέλω να ζήσω. II κατοικώ, διαμένω· я -ил два года на юге έζησα δυό χρόνια στο νότο (νότιες περιοχές). II διαι- τώμαι, σιτίζομαι· - на чужой счёт ζω σε βά- βάρος άλλου· -Вём-увйдим (αν) θα ζήσομε, θα ιδούμε. 2 καλοζώ, καλοπερνώ, ευζωώ, ευδαι- μονώ. ПОЖНИВНЫЙ επ. (γεωπ.) θερισμένος· μετά το θέρισμα, ПОЖНИВО, ~а ουδ. (διαλκ.) βλ. жнивьё A σημ.) . ПОЖНЯ, -и θ. (διαλκ.). 1 λιβάδι. 2 βλ.по- βλ.пожниво. ПОЖОГ, -а α. 1 (παλ.) βλ. ПОДЖОГ. 2 (διαλκ.) καμένο μέρος δάσους. ПОЖОЛКЛЫЙ επ. (παλ.) κιτρινισμένος, μα- μαραμένος . пожолкнуть, -нет р.σ. (παλ.) κιτρινίζω, μαραίνομαι. пожрать р.σ. 1 βλ. пожирать. 2 (απλ.) μα- μασώ (τρώγω). Пожужжать ρ. σ. βομβώ, βουΐζω, ζουζουνίζω (για λίγο χρόνο). Пожуировать р.σ. (παλ.) απολαβαίνω (για λίγο χρόνο). ПОЖУРИТЬ р.σ.μ. παρατηρώ, επικρίνω, επι- επιτιμώ. ПОЖУХЛЫЙ επ. ξεθωριασμένος, ξέθωρος, απο- αποχρωματισμένος. II ξηρός, ξηραμένος, μαραμέ- μαραμένος· -ая листва μαραμένη φυλλωσιά. пожухнуть, -нет р.σ. βλ. жухнуть. *ПОза, -ы θ. 1 πόζα· σοβαροφάνεια. 2 επι- επιτήδευση, προσποίηση. II εκφρ. встать (стать) в -у ή принять -у ποζάρω. ПО-за πρόθ. με αιτ. κ. οργ. (διαλκ.) πίσω απο. позабавить(ся) р.σ. βλ. забавить(ся). ПОЗабираТЬ р.σ. μ. βαθμιαία παίρνω (όλο, πολύ, όλους, πολλούς). позаботиться р.σ. βλ. заботиться. Позабрать р.σ. μ. παίρνω (όλο, πολύ, όλους, πολλούς). позабывать р.δ. βλ. позабыть. Позабыть р. σ. ξεχνώ, λησμονώ τελείως. II Π03 -ся βλ. забыться. позавидовать р.σ. βλ. завидовать. позавтракать р.σ. βλ. завтракать. позавчера επίρ. προχτές. позавчерашний επ. προχτεσινός. позагорать р. σ. βλ. загорать, загореть. позади επίρ. κ. πρόθ. πίσω· он шёл - всех αυτός πήγαινε πίσω απ' όλους (ουραγός)· он сидел ~ меня αυτός καθόταν πίσω μου. II στο παρελθόν все трудности и лишения остались позади όλες οι δυσκολίες και στερήσεις α- ανήκουν στο παρελθόν. ПОЗадь επίρ. κ. πρόθ. (παλ.) βλ. позади. позаимствовать р.σ.μ. 1 βλ. заимствовать. 2 δανείζομαι χρήματα. ПОЗаказный επ. παραγγελμένος, με παραγ- παραγγελία. позамаслить ρ. σ. μ. βλ. замаслить. позамёрзнуть р.σ. 1 πεθαίνω, χάνομαι, κα- καταστρέφομαι απο το κρύο (μαζικά) . 2 βλ. за- замерзать, замёрзнуть. позамешкаться р.σ. (απλ.) βλ. замёшкать- (με σημ. λίγο, κάπως). позамяться р.σ. (απλ.) βλ. замяться (εν μέρει) . позанести, -несёт р.σ.μ. βλ. занести E σημ.) . позаниматься р. σ. βλ. заниматься (με σημ. λίγο) . * позаняться ρ.σ. βλ. заняться (με σημ.λί- σημ.λίγο) . позапрошлый επ. προπερασμένος, προπαρελ- θών· - ГОД προπέρυσι, πρόπερσι. позарастать, -ает р.σ. βλ. зарастать, за- зарасти (με σημ. βαθμιαία). позарез επίρ. (απλ.) άκρως, στο έπα- έπακρο, πάρα πολύ, σε αφάνταστο βαθμό. Позариться р.σ. (απλ.) θέλω, επιθυμώ φο- φοβερά, αποθυμώ, λαχταρώ. позванивание, -Я ουδ. κουδούνισμα. позванивать р.δ. βλ. ЗЕенёть (κάποτε ή ε- ελαφρά) . ПОЗВаТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ . πό- званный, βρ: -зван,' -а, -о φωνάζω, καλώ. II προσκαλώ. позвенеть р.σ. βλ. звенеть (λίγο). позволение, -Я ουδ. 1 άδεια, έγκριση· уехать без -я φεύγω χωρίς άδεια· просить -Я ζητώ άδεια· дать - δίνω άδεια· επιτρέπω· πο- лучить - παίρνω άδεια. II βχφρ. с -Я ска- сказать (παρνθ. λ.) με την άδεια σας να πω, ε- επιτρέψτε μου να πω. позволительный επ., βρ: -лен, -льна, -о επιτρεπτός· δεκτός· ЭТО -о αυτό είναι επι- επιτρεπτό (επιτρέπεται). ПОЗВОЛИТЬ, -лю, -лишь ρ. σ. 1 επιτρέπω, δι-
поз 136 ПОЗ νω άδεια· я -ил ему уехать του επέτρεψα να φύγει* никому не -лю δε θα επιτρέψω σε κα- κανένα. 2 A°κ.2ϋ πρόσ. δεν έχει) δίνω τη δυνατότητα· здоровье не -ла мне приехать η υγεία δε μου επέτρεψε να έρθω. 3 προστκ. ΠΟ- ЗВОЛЬ(те) мне (για αντίρρηση, διαφωνίακ.τ.τ.) επιτρέψτε μου. II εχφρ. - себе α) επιτρέπω στον εαυτό μου (για συμπεριφορά) . β) είμαι σε θέση (να πράξω κάτι) . ПОЗВОЛЯТЬ р. δ. βλ. ПОЗВОЛИТЬ. II -СЯ επι- επιτρέπομαι* ему всё -ется делать σ' αυτόν όλα επιτρέπεται να τα κάνει. ПОЗВОНИТЬ(СЯ) ρ. σ. βλ. ЗВОНИТЬ(СЯ). позвонок1, -нка α. σπόνδυλος· шейные -нкй αυχεν^οί (τραχηλικοί) σπόνδυλοι. позвонок? -нка α. (διάλκ.) βλ. бубенец. ПОЗВОНОЧНИК, -а α. σπονδυλική στήλη, ρα- χοκοκκαλιά. ПОЗВОНОЧНЫЙ επ. σπονδυλικός, του σπόνδυ- σπόνδυλου. Π σπονδυλωτός· -ые животные σπονδυλωτά ζώα. II ουσ. -ые τα σπονδυλωτά (ζώα). II εκφρ. - столб η σπονδυλική στήλη. позвякивание, -я ουδ. βλ. звяканье. позвякивать р. δ. βλ. звякать (κάποτε, ε- ελαφρά) . ШЗДНеЙПШЙ επ. τελευταίος, πρόσφατος· -ие достижения οι τελευταίες επιτεύξεις. позднеспелость, -и θ. η όψιμη ωρίμανση. Позднеспелый επ. όψιμος κατά την ωρίμανση· -ые сорта пшеницы όψιμες ποικλίες σιτα- σιταριού. ПОЗДНИЙ, -яя, -ее επ. 1 προχωρημένος, πε- περασμένος* - час περασμένη ώρα· они засиде- засиделись ДО -ей НОЧИ αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα* -яя осень τέλος του Φθινοπώρου .II τε- τελευταίος· - эллинизм η τελευταία ελληνι- ελληνιστική περίοδος* - романтизм η τελευταία πε- περίοδος του ρωμαντισμοϋ. 2 καθυστερημένος, αργοπορημένος. И όψιμος· -ие цветы όψιμα άν- άνθη . II απομακρυσμένος, μακρινός· -ие потомки μακρινοί απόγονοι. II εκφρ. самое -ее το αρ- αργότερο . ПОЗДНО 1 επίρ. αργά· - вечером αργά το βράδυ· - НОЧЬЮ αργά τη νύχτα. 2 ως κατηγ. είναι αργά· уж - είναι πια αργά. поздороваться р.σ. βλ. здороваться. поздороветь р.σ. γερεύω, δυναμώνω. поздоровиться, -ится р.σ. απρόσ: не -ится кому άσχημα την έχει, κακά ξεμπερδέματα θα έχει, θα βρει το μπελιά του. поздравитель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. επι- επισκέπτης, -τρία (σε ονομαστική γιορτή, γενέ- γενέθλια κ.τ.τ.) . поздравительный επ. συγχαρητήριος1-ая те- телеграмма συγχαρητήριο ή ευχετήριο τηλεγρά- τηλεγράφημα. поздравить, -влю, -вишь р.σ. συγχαίρω,δί- συγχαίρω,δίνω συγχαρητήρια· εύχομαι χρόνια πολλά* ή άλλες, ευχές; ~ С наградой συγχαίρω για- το βραβείο· - С днём рождения (εύχομαι) χρόνια πολλά για τα γενέθλια· - С праздником χρό- χρόνια πολλά για τη γιορτή. поздравление, -Я ουδ. έκφραση συγχαρητη- συγχαρητηρίων ευχή. II συγχαρητήρια· принимать -Я δ έ- χομαι συγχαρητήρια. поздравлять р.δ. βλ. поздравить. позевать ρ.σ. 1 βλ. зевать (μερικές φο- ρές). 2 χαζεύω, χάσκω. позевота, -ы θ. βλ. зевота. позёвывание, -я ουδ. βλ. позевота. позеленелый επ. πρασινισμένος. позеленеть ρ. σ. πρασινίζω, γίνομαι πράσι- πράσινος ή πρασινωπός. II καλύπτομαι με πρασινάδα. позём, -а α. (διαλκ.) κόπρος (λίπασμα). Поземельный επ. έγγειος, της γης· - налог έγγειος φόρος· -ая собственность έγγεια ι- ιδιοκτησία. позёмка, -и θ. к. (διαλκ.) позёмок, -мка α. ανεμοσυρμή, ανεμόσυρμα, ανεμοστρόβιλος· χιονοστρόβιλος· χιονοστιβάδα. *поэёр, -а α. -ка, -и θ. που κρατάει πόζα. позёрство, -а ουδ. πόζα, ποζάρισμα. позже επίρ. συγκρ. βαθμού του επιρ. ПОЗ- ПОЗДНО αργότερα, παραΰστερα. ♦позировать р.δ. 1 ποζάρί). 2 επιτηδεύομαι για να κάνω εντύπωση. *ПОЗИТИВ, -а α. αντίτυπο θετικό, εικόνα* η φωτογραφία. * ПОЗИТИВИЗМ, -а α. θετικισμός, ποζιτιβισμός. ПОЗИТИВИСТ, -а α. θετικιστής, ποζιτιβι- στής. ПОЗИТИВИСТСКИЙ επ. θετικιστικός, ποζιτι- βιστικός. ПОЗИТИВНОСТЬ, -И θ. βλ. ПОЗИТИВИЗМ. ПОЗИТИВНЫЙ1επ. (φωτογρ.) θετικός· - ОТпе- чаток θετική φωτογραφία. ПОЗИТИВНЫЙ*επ. θετικός· -ые науки θετικές επιστήμες. II (γραπ. λόγος)· θετικός (αντώ- νυμο του αρνητικός)· ~ое суждение θετική κρίση. II εκφρ. -ая философия β λ., позитивизм. *П03ИТрОН, ~а α. ποζιτρόνιο. ♦позитура, ~ы θ. βλ. поза. ПОЗИЦИОННЫЙ επ. της θέσης· -ая Война πό- πόλεμος θέσεων· -ая Оборона άμυνα θέσεων. ♦позиция, -и θ. ι θέση· ~ с которой видишь хорошо θέση απο την οποία βλέπεις καλά* ног В танце η θέση των ποδιών στο χορό· - пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ- δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας. II η πόζα. 2 δι- διάταξη · артиллерийская - η θέση του πυροβο- πυροβολικού· передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέ- θέσεις, η πρώτη γραμμή. 3 άποψη· στάση' те-
поз 137 пои оретические -и θεωρητικές θέσεις· политика С -И силы πολιτική απο θέση ισχύος· какую -Ю ОН ВЗЯЛ? τι θέση πήρε αυτός; позлатить, -лащу, -латйшь, παθ.μτχ.παρλθ; χρ. позлащенный, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. 1 (παλ.) βλ. позолотить. 2 (γραπ. λό- λόγος) · φωτίζω με χρυσαφί χρώμα. позлащать ρ.6. βλ. позлатить. II ~СЯ επι- επιχρυσώνομαι. II φωτίζομαι με χρυσαφί χρώμα. ПОЗЛИТЬ(СЯ) р.σ. (για λίγο χρόνο)· βλ. ЗЛИТЬ(СЯ). позлорадствовать р.σ. βλ. злорадствовать. позлословить, ~влго, -вишь р. σ. κακολογώ, κακογλωσσεύω. ПОЗНайЛИВание, -Я ουό. ελαφρά ψύξη, κρύ- κρύωμα· ρίγος. познабливать ρ. σ. βλ. ЗНОбИТЬ (ελαφρά, ε- ενίοτε) . Познаваемость, -и θ. η δυνατότητα της γνώ- γνώσης· - мира η δυνατότητα της γνώσης του κό- μου , ПОЗНаваешй επ., βρ: -ваем, -а, -Ο δυνά- δυνάμενος να γνωστεί, επιστητός, γνώσιμος· мир - -ваем о κόσμος είναι επιστητός. II ουσ. ουδ , -ое το επιστητό. познавание, -я ουδ. βλ. познание. Познавательный επ. γνωστικός, της γνώ- γνώσης· ~ая способность ικανότητα γνώσης. познавать р.δ. βλ. познать. II ~ся γνωρί- γνωρίζομαι, φαίνομαι, δοκιμάζομαι· друзья -ЮТСЯ В беде οι φίλοι φαίνονται στις δυσκολίες. познакомить(ся) р. σ. βλ. знакомить(ся). ПОЗНанив, -Я ουδ. 1 γνώση· - мира η γνώ- γνώση του κόσμου· - законов природы η γνώση των νόμων της φύσης· теория -Я θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία). 2 πλθ. -ИЯ, -ИЙ οι γνώσεις· ~ия истории ιστορικές γνώσεις. ПОЗНать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПО- ЗНаННЫЙ, βρ. -нан, -а, -О γνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι· εισδύω διανοητικά· ~ суш- НОСТЬ явлений γνωρίζω την ουσία των φαινο- φαινομένων · - законы развития природа и общества γνωρίζω τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας. II δοκιμάζω· - друга В не- счастье γνωρίζω το φίλο στη δυστυχία. II υ- υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, υφίσταμαι. ПОЗОЛОта, ~Ы θ. επιχρύσωμα, μαλαματοκά- πνισμα. ПОЗОЛОТИТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. позолоченный, βρ: -чен, -а, -о. 1 επιχρυσώ- επιχρυσώνω, μαλαματώνω, μαλαματοκαπνίζω. 2 χρυσώνω, χρυσίζω, προσδίνω χρώμα χρυσαφένιο. ПОЗОЛОТНЫЙ επ. επιχρυσωτικός, για επιχρύ- επιχρύσωση . ПОЗОЛОТЧИК, ~а α. επιχρυσωτής. П030Л0ЧНЫЙ επ. απο μτχ. επιχρυσωμένος· - портсигар επιχρυσωμένη ταμπακέρα. позондировать р.σ. βλ. зондировать. ПОЗОр, -а α. ντροπή, αίσχος, καταισχύνη- какой -! τι ντροπή! уйти с -ОМ φεύγω ντρο- ντροπιασμένος· покрыть -ом καταντροπιάζω, ρεζι- ρεζιλεύω· покрывать себя -ом καταντροπιάζομαι. II εκφρ. на - για ρεζίλεμα. ПОЗОРИТЬ ρ.δ.μ. ντροπιάζω, ρεζιλεύω· - ДО- брое ИМЯ ντροπιάζω το καλό όνομα (φήμη)· ОН -ИЛ своего отца αυτός ντρόπιασε τον πατέ- πατέρα του. Π -СЯ ντροπιάζομαι. ПОЗОрИЩе, -а ουδ. 1 (παλ.) θέαμα. 2 γεγο- γεγονός (πράξη) αισχρό. II εκφρ. на - για ντρό- πιασμα, για ρεζίλεμα. позорно επίρ. κατά τρόπο ντροπιαστικό. позорный επ., βρ: ~рен, -рна, -рно αι- αισχρός, επονείδιστος· ντροπιαστικός* -ое по- поведение αισχρή διαγωγή· - поступок αισχρή πράξη· ~ое отступление ντροπιαστική υποχώ- υποχώρηση. II εχφρ. пригвоздить к позорному стол- столбу στιγματίζω, στηλιτεύω, επιτιμώ δημόσια (παλαιά τιμωρούσαν τον εγκληματία δένοντας τον σε στύλο της πλατείας). позубоскалить ρ.σ. (απλ.) αστειεύομαι, αστεΐζομαι, χωρατεύω. ♦позумент, ~а α. σειρήτι, γαλόνι (επιχρυ- (επιχρυσωμένο ή επαργυρωμένο). ПОЗумеНТНЫЙ επ. του σειρητιού, του γαλο- νιού ή απο σειρήτι. * ПОЗЫВ, ~а α. 1 τάση, διάθεση, ροπή· - ко сну νυστάζω· - на рвоту τάση για εμετό. 2 (παλ.) βλ. призыв. ПОЗЫВать, -ает р.δ. (απρόσ.) με τραβά, έ- έχω τάση,διάθεση (για κάτι). ПОЗЫВНОЙ επ. 1 διακριτικός· - сигнал το ^διακριτικό σημείο. 2 ουσ. πλθ. -ые τα δια- διακριτικά (ραδιοσταθμού, σκάφους). позябнуть, -нет р.σ. παγώνω, καταστρέφο- καταστρέφομαι απο το ψύχος. поиграть ρ.σ. παίζω λίγο· - с детьми παί- παίζω λίγο με τα παιδιά. ПОИГрнвать р.δ. παίζω πότε-πότε. поиздеваться р.σ. βλ. издеваться (λίγο). поиздержать р.σ.μ. ξοδεύω, δαπανώ, κατα- καταναλώνω. И -СЯ καταξοδεύομαι. поизмываться .ρ.σ. βλ. поиздеваться. ПОИЗНОСИТЬСЯ, -НОСИТСЯ ρ. σ. βλ. ИЗНОСИТЬ- ИЗНОСИТЬСЯ. поикать р.σ. βλ. икать (με σημ. λίγο). поилец, -льца α., -лица, -ы θ. (απλ. κ. παλ.): - И кормилец о συντηρών την οικογέ- οικογένεια, ο φαμελίτης. ПОИЛка, -И θ. η ποτίστρα (δοχείο). поимённо επίρ. ονομαστικά· вызвать - φω- φωνάζω ονομαστικά. поимённый επ. οναμαστικός· - СПИСОК ονο-
пои 138 пок μαστικός κατάλογος. поименовать р.σ.μ. κατονομάζω· - свидёте- лей κατονομάζω τους μάρτυρες. поиметь ρ.σ.μ. (απλ.) έχω· -ете совесть έχετε λίγο συνείδηση. II βπφρ. - В ВИДУ α) σκέπτομαι,βάζω στο νου. β) έχω υπόψη. ПОЙМка, -и θ. πιάσιμο, σύλληψη- - воров πιάσιμο των κλεφτών. поимущественный επ. περιουσιακός· - налог περιουσιακός φόρος. поинтересоваться р.σ. ενδιαφέρομαι· я -лея узнать, что там произошло ενδιαφέρθηκα να μάθω τι έγινε εκεί. поинтриговать ρ.σ.μ. βλ. интриговать (με σημ. λίγο χρον. διάστημα). - ПОИСК, -а α. 1 πλθ. -Ή έρευνα, ψάξιμο· α- αναζήτηση · бесполезные ~и άκαρπη αναζήτη- αναζήτηση· В -ах счастья σε αναζήτηση ευτυχίας. 11 (στρατ.) ανίχνευση. II ανερεύνηση, διερεύ- νεση· λεπτομερής έρευνα. ПОИСкать ρ.σ.μ. ερευνώ, ψάχνω, αναζητώ κα- καθώς και με σημ. λίγο χρόνο. ПОИСКОВЫЙ επ. ερευνητικός, διερευνητικός* εξερευνητικός. ПОИСПОРТИТЬ ρ.σ.μ. βλ. ИСПОРТИТЬ με σημ. λίγο. II -СЯ βλ. испортиться με σημ. λίγο.. Поистине επίρ. αληθινά, πραγματικά. поистратить(ся) р.σ. βλ. истратить(ся). ПОИТЬ, ПОЮ, ПОИШЬ ρ.σ.μ. ποτίζω, δίνω να πιει· на свадьде -ли гостей вином στο γάμο τους καλεσμένους τους πότισαν κρασί· - СКОТ ποτίζω τα ζώα. II προσφέρω· - чаем προσφέρω τσάι. II βυζαίνω· - телят βυζαίνω τα μοσχα- μοσχαράκια. II αρδεύω· ДОЖДЬ -Йт землю η βροχή ποτίζει τη γη. II εχφρ. — (и) кормить συ- συντηρώ, διατρέφω. ПОИЛО, -а ουδ. κτηνάλευρο, πιτυρόνερο ως τροφή των ζώων. II (απλ.) πιοτό αηδιαστικό. ПОЙма, -Ы θ. μέρος πλημμυρισμένο. поймать р.σ:., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПОЙ- макный, βρ: -ман, -а, -о βλ. ловить. ПОЙМеНННЙ επ. πλημμυρ'ιζων -ые луга λι- λιβάδια που πλημμυρίζουν. *ПОЙНТер, ~а α. πόιντερ (ράτσα σκύλου). ПОЙТИ ρ.σ. 1 βλ. ИДТИ. 2 στον παρλθ. χρ. пошёл, пошла (με τόνο προσταγής)· φύγε· - ОТ сюда φύγε απ' εδώ, πήγαινε έξω. II ε- εμπρός, τράβα, ξεκινά. 3 αρχίζω, επιλαμβά- επιλαμβάνομαι καθώς και ως απρόσωπο. II εκφρ. он по- пошёл В ОТЦа αυτός έμοιασε τον πατέρα(στη μορ- μορφή) . пока επίρ. κ. πρόθ. 1 για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα· προσωρινά, προς το παρόν· побудь ~ здесь μείνε εδώ προς το παρόν Я - ПОДОЖДУ για την ώρα θα περιμένω- ПОЛОЖИ это - В карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέ- τσέπη· - Всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο. II στο μεταξύ· вы посидите, а Я - СХОЖУ за ВОДОЙ εσείς καθήστε, στο μεταξύ.εγώ θα πάω για νερό. II τώρα, αυτή τη στιγμή· через ΗΘ- ΗΘΗ елго вам отправлю ещё письмо, - пишу на- наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλ- άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά. II μέ- μέχρι τώρα· сведений ~ нет ως τώρα πληροφο- πληροφορίες δεν έχομε· ~ ещё ЖДём ως τώρα ακόμα περιμένομε. 2 ενώ, όταν, τον καιρό που* - Я собирался, поезд ушёл όταν εγώ ετοιμα- ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε. II εφόσον, καθόσον, όσο- - Я спал, шёл ДОЖДЬ όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε- куй железо, - горячо (παρμ.) δού- δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό· - Я ЗДО- ров, буду работать όσο είμαι γερός θα ερ- εργάζομαι . II μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου· сиди здесь, - я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω. II εκφρ. (ну) -(ДО СВИ- ДаНИЯ)! (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)! ЧТО τώρα, για την ώρα, προς το παρόν* Я, - ЧТО, здоров για την ώρα, είμαι υγιής, покадить ρ.σ. 0λ. кадить (με σημ. λίγο), показ, -а α. δείξιμο· εμφάνιση, φανέρωση. II παρουσίαση. II παράσταση, απεικόνιση. II προβολή· - кинофильма προβολή κινηματο- κινηματογραφικής ταινίας. Показание, -Я ουδ. 1 ένδειξη· τεκμήριο. 2 μαρτυρία, κατάθεση· -я'свидётелей κατα- καταθέσεις των μαρτύρων. 3 (για όργανα μέτρη- μέτρησης) ένδειξη· δείκτης· ~ термометра, ба- барометра ένδειξη του θερμόμετρου, του βα- βαρόμετρου . показатель, -Я α. 1 δείχτης· -ЛИ куль- культурного роста δείχτες της ανόδου του πολι- πολιτισμού. 2 (μαθ.) ο εκθέτης. показательный επ., βρ: -лен, -льна,-о. 1 (εν)δεΐκτικός· έκδηλος, -λωτικός, εμφαντι- εμφαντικός· это весьма -но αυτό είναι αρκετά εν- ενδεικτικό. 2 υποδειγματικός, παραδειγματι- παραδειγματικός. 3 επιδεικτικός- - ВЫХОД επιδεικτική έ- έξοδος. показать, -кажу, -кажешь^ае. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ. 1 δείχνω* ОН -ал СВОЙ паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του- - рукой δείχνω με το δά- δάχτυλο· -ЖИ мне Дорогу δείξ.ε μου το δρόμο· - учащимся химический ОПЫТ δείχνω στους μα- μαθητές το πείραμα της χημείας. II παρουσιά- παρουσιάζω· - пьесу афинианам παρουσιάζω το θεα- θεατρικό έργο στους Αθηναίους. II προβάλλω· НОВЫЙ кинофильм προβάλλω νέα κινηματογρα- κινηματογραφική ταινία. 2 παρασταίνω, απεικονίζω. 3 εξηγώ· διδάσκω, μαθαίνω· - как ПОЛЬЗОВать- ся компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας..4 εμφανίζω, φανερώνω· - храбрость, мужества
ποκ 139 ποκ δείχνω γενναιότητα, ανδρεία. Ι] παίρνω· κα- καταλαβαίνω· έρχομαι,· - лучший результат вбё- ге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο; II αναπτύσσω (ταχύ- (ταχύτητα κ.τ.τ.)· 5 αποδείχνω, καταδείχνω. 6 καταθέτω (ως μάρτυρας) . 11 δείχνω (ως απει- απειλή) · Я тебе ~жу θα σου δείξω εγώ. II εκφρ. - Вид προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι· - НОС куда ή где εμφανίζομαι,για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. ~ пример δείχνω το πα- παράδειγμα* - СПИНУ γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου* αποστρέ- αποστρέφομαι)· - ЯЗЫК ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζο- (βγάζοντας τη γλώσσα) . II -ся 1 βλ. казаться. 2 φαίνομαι, εμφανίζομαι· διακρίνομαι. II πα- παρουσιάζομαι. 3 αρέσκομαι, μου αρέσει. ПОКазНОЙ επ. 1 υποδειγματικός, παραδειγ- παραδειγματικός. 2 εμφαντικός, για εμφάνιση, φαινο- φαινομενικός· -ая роскошь φαινομενική πολυτέλεια. показывание, ~я ουδ. βλ. показание. показывать р. δ. βλ. показать. II εκφρ. глаз ή носу не - δεν εμφανίζομαι. 6εν ζεμ,-οτίζω.II -ся βλ. показаться. покалёчить(ся) р.σ. βλ. калёчить(ся). ПОкалИТЬ р. σ.μ. βλ. калить (με σημ. λίγο χρόνο ή ελαφρά). покалывание, -Я ουδ. σουβλερός πόνος, σφα- γιό. Покалывать р. δ.μ. κεντρίζω, κεντώ, νύσσω. II απρόσ. με σουβλά ο πόνος· -ет В боку περ- περνά σουβλερός πόνος στο πλευρό . покалякать ρ. σ. (απλ.) βλ. калякать. покамест επίρ. κ. σύνδ. (παλ. κ. απλ.)βλ. пока. Покапать р.σ. ρίχνω (μερικές) σταγόνες. II πέφτω κατά σταγόνες (σταλαματιές). покапризничать р.σ. βλ. капризничать (με σημ. λίγο) . покапывать р. δ. σταλαματίζω, πέφτω κατά σταλαματιές· ДОЖДЬ ~ает πέφτουν σταλαματιές βροχής. покарабкаться р.σ. βλ,, карабкаться με σημ. αρχίζω να. покарать р.σ. βλ. карать. покараулить р.σ. βλ. караулить (για ένα χρον. διάστημα). покаркать р. σ. βλ. каркать (για λίγο). Покат, -а α. (απλ.) η πλαγιά. покатать(ся) βλ. катать(ся). покатить р.σ., покаченный, βρ: -чен, ~а, -О. 1 κυλώ (κάτι στρογγυλό). 2 ξεκινώ, κα- κατευθύνομαι γρήγορα (με μεταφ. μέσο). II -СЯ 1 κατευθύνομαι· κινούμαι. II αρχίζω να κυ- κυλιέμαι. II τρέχω, πηγαίνω· φεύγω. II κατευθύ- κατευθύνομαι ορμητικά (για πλήθος). II μτφ.(γιαήχο) διαδίδομαι, ξαπλώνομαι. 2 (για δάκρυα, ι- ιδρώτα) κυλώ, τρέχω, πηγαίνω. II εκφρ. - со смеху σπαρταρώ απο τα γέλια. ПОкаТОСТЬ, ~И θ. 1 κλίση ομαλή, το ομαλό επικλινές. 2 ομαλή επικλινής επιφάνεια. покатывать(ся) ρ.δ. βλ. покатать(ся). покатый επ. επικλινής· ομαλός· ~ спуск ομαλός κατήφορος. покачать(ся) р.σ. βλ. качать(ся) με σημ. λίγο. Покачивание, -Я ουδ. αιώρηση, κούνημα, λί- κνιση· ταλάντευση. покачивать(ся) ρ.δ. βλ. качать(ся) μεαημ. λίγο, ενίοτε. гокачнуть(ся) р.σ. βλ. качнуть(ся) με σημ. ελαφρά. Покашливание, -Я ουδ. -βήξιμο ελαφρό. покашливать р. δ. βλ. кашлять με σημ. ελα- ελαφρά, ενίοτε. покашлять р.σ. βλ. кашлять με σημ. λίγο. покаяние, -Я ουδ. μετάνοια, μεταμέλεια. II εξομολόγηση στον πνευματικό. покаянный επ. μετανοητικός, της μετάνοι- μετάνοιας, μεταμελημένος, μετανοιωμένος, -νοημένος. покаяться р.σ. βλ. каяться. Поквартальный επ. τρίμηνος· ~ отчёт τρί- τρίμηνος απολογισμός· - ШИН τρίμηνο σχέδιο. поквитаться р. σ. εξοφλώ το χρέος ολοκλη- ολοκληρωτικά. II μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι. покейфовать р.σ. (παλ.) βλ. кейфовать. *ПОкер, -а α. πόκερ (είδος χαρτοπαίγνιου). ПОКИВаТЬ р.σ. βλ. кивать (με σημ. μερικές φορές) . покидать1 ρ.σ. βλ. побросать. покидать2 ρ. δ. βλ. покинуть. ПОКИНуТЬ ρ.σ.μ, εγκαταλείπω, αφήνω, παρα- παραστώ- φεύγω· ОН -ул свою жену αυτός παράτησε τη γυναίκα του· - Город αφήνω την πόλη· - службу φεύγω απο την υπηρεσία· СИЛЫ -ЛИ меня οι δυνάμεις με εγκατέλειψαν. покипеть ρ.σ. βράζω λίγο. ПОКИПЯТИТЬ р.σ.μ. βράζω (για λίγο). II -СЯ 1 βράζω. 2 μτφ. βράζω απο το θυμό· εξά- πτομαι, οργίζομαι. ПОКЛадаЯ: не - рук ακατάπαυστα, ασταμά- ασταμάτητα (χωρίς ξεκούραση των χεριών). покладистость, -И θ. ενδοτικότητα, υποχω- υποχωρητικότητα· διαλλακτικότητα. покладистый επ., βρ: -даст, -а, -Ο ενδο- τικός, υποχωρητικός, διαλλακτικός, βολικός. Поклажа, -И θ. φορτίο· αποσκευές, τα πράγ- πράγματα . покланяться р.σ. βλ. кланяться με σημ.λί- σημ.λίγο χρόνο . ПОКЛасть р.σ.μ. (απλ.) τοποθετώ, βάζω με τη σειρά. поклевать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПО-
ποκ 140 ποκ клёванный, βρ: -ван, -а, -о. 1 ραμφίζω όλο, όλα. 2 ραμφίζω λίγο ή για λίγο χρόνο... ПОКЛёВка, -И θ. ράμφισμα, τσίμπημα. ПОКЛёВЫВаХЬ р. δ. ραμφίζω λίγο ή ενίοτε. ПОКЛёП, -а α. συκοφαντία, διαβολή, αβανιά, ρετσινιά. Поклепать р.σ.μ. συκοφαντώ, διαβάλλω, κολ- κολλώ ρετσινιά, αδικοβγάνω. покликать р.σ. βλ. позвать. ПОКЛОН, ~а α. υπόκλιση, (ως χαιρετισμός.)· низкий - βαθιά (εδαφιαία) υπόκλιση· сделать - при встрече υποκλίνομαι· κατά τη συνά- συνάντηση · передайте ему МОЙ - μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου. II εκφρ. ИДТИ (ехать κ.τ.τ.) на - ή с ~ОМ α) υποκλίνομαι τα- ταπεινά, β) καθικετεύω, εκλιπαρώ. ПОКЛОНение, -Я ουδ.προσκύνηση, λατρεία· - Идолам ειδωλολατρεία. II στοργή. поклониться р.σ. βλ. кланяться. ПОКЛОННИК, -а α., ~ца, ~ы θ. λάτρης, -ισσα, θαυμαστής, θιασιώτης. * поклонный επ. βλ. покорный. ПОКЛОНЯТЬСЯ р. δ. (με δοτ.) προσκυνώ, λα- λατρεύω· - идолам λατρεύω τα είδωλα. Π θαυμά- θαυμάζω" - красоте θαυμάζω την ωραιότητα. поклянчить р.σ. (απλ.) βλ. клянчить με σημ. λίγο χρόνο. поклясться р.σ. βλ. клясться. покняжить р.σ. βλ. княжить με σημ. λίγο. поковеркать р.σ.μ. βλ. коверкать. ПОКОВка, -И θ. 1 βλ. КОВка. 2 κάθε σφυρη- σφυρηλατημένο αντικείμενο. ПОКОВОЧНЫЙ επ. 1 της σφυρηλάτησης. 2 βλ. КОВОЧНЫЙ. поковылять р.σ. βλ. ковылять. поковыривать р.δ. βλ. поковырять. поковырять(ся) р.σ. βλ. ковырять(ся) με σημ. λίγο. покоить р.δ.μ. (παλ.) βλ. лелеять. ПОКОИТЬСЯ, -КОГОСЬ, -КОИШЬСЯ р. δ. 1 ανα- αναπαύομαι· ησυχάζω. II κείτομαι, είμαι κατά- κατάκοιτος. II κείμαι, είμαι θαμμένος. II διατη- διατηρούμαι, φυλάγομαι, βρίσκομαι. 2 (κυρλξ. κ. μτφ. βασίζομαι, στηρίζομαι, εδράζομαι.' ПОКОЙ] -Я α. 1 ησυχία, ηρεμία, γαλήνη·κάλ- μα· ВСЯ природа В ~е όλη η φύση ησυχάζει· душевный - ψυχική ηρεμία· жить В -е ζω ή- ήσυχα* жить на -е ζω στην ησυχία μου (χωρίς φροντίδες)· нарушать - διαταράσσω την ησυ- ησυχία· оставьте меня В -е αφήστε με ήσυχο· от мух -Я нет δε'βρίσκω ησυχία απο τις μύγες· больному необходим полный - ο άρρωστος έχει ανάγκη απο απόλυτη ησυχία. 2 (παλ.) θάλα- θάλαμος, δωμάτιο. II εκφρ. вечный - αιώνια ησυ- ησυχία (για θάνατο)· жить (быть) на -е (παλ.) δ.εν υπηρετώ, παρατήθηκα απο την υπηρεσία. удалиться (уйти) на - αποσύρομαι απο την ερ- εργασία ή την υπηρεσία (λόγω γήρατος). ПОКОЙ? -Я α. 1 παλαιά ονομασία του γράμ- τος Π. 2 ως επίρ. -ем (παλ.) σχήματος Π (για οικοδομή κ.τ.τ.) . " ПОКОЙНИК, -а α., -Ца, ~Ы θ. μακαρίτης, -ισσα. покойницкая, -ОЙ θ. νεκρικός θάλαμος νο- νοσοκομείου . ПОКОЙНИЦКИЙ επ. νεκρικός, νεκροειδής* ВИД у бОЛЬНОГО νεκρική όψη του άρρωστου. ПОКОЙНО 1 επίρ. ήσυχα κλπ. επ. . 2 ως κατηγ. α) είναι ήσυχα, β) είναι κανονικά, βολικά, αναπαυτικά. покойный επ., βρ: -коен, -койна, -койно. 1 ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, -νεμένος· ~Οβ море γαληνεμένη θάλασσα. 2 ήσυχος· - ребё- ребёнок ήσυχο παιδάκι· -ая жизнь ήσυχη ζωή. 3 (παλ.) βολικός, άνετος, αναπαυτικός (για πράγματα). 4 πεθαμένος, μακαρίτης* - отец ο μακαρίτης πατέρας· -ая мать η μακαρίτισσα μητέρα. II ουσ. μακαρίτης· ПОЧТИТЬ Память ПО- ПОКОЙНОГО τιμώ τη μνήμη του μακαρίτη. II εκφρ. будьте -Ы μείνετε ήσυχοι, μην ανησυχείτε. пококетничать р. σ. βλ. кокетничать με σημ. λίγο . поколачивать р. δ. βλ. колотить με σημ. λίγο. поколе κ. ПОКОЛЬ σύνδ. (#:αλ.) όσο, εφόσον, ώσπου, ίσαμε που. поколебать(ся) р.σ. βλ. колебать(ся). поколение, -Я ουδ. γενεά, γενιά· новое - νέα γενιά· нынешнее - η παρούσα γενιά* бу- будущее - η μελλοντική γενιά· подрастающее - η επερχόμενη γενιά" третье - τρίτη γενιά· целые -Я ολόκληρες γενιές. II βκφρ. ИЗ -Я В ~ α)*απο γενιά σε γενιά, β) απο παράδοση, α- απο τους παλαιούς στους νέους. поколесить р.σ-βλ. колесить με σημ. λίγο. поколеть р.σ. ψοφώ. ПОКОЛОТИТЬ(СЯ) ρ. σ. βλ. КОЛОТИТЬ(СЯ). поколоть(сяI р.σ. βλ. колоть(сяI. поколоть(сяJ р.σ. βλ. колоть(ся)г. поколыхать(ся) р.σ. βλ·. колыхать(ся) με σημ. λίγο. поколыхивать(ся) р.δ. βλ. колыхать(ся) με σημ. ενίοτε, ελαφρά. поколь βλ. поколе. покомандовать р.σ. βλ. командовать για λίγο . покомкать р.σ.μ. βλ. комкать. покончать, ~ает, -4ем, -аете р.σ.μ.(απλ.) τελειώνω (για όλους, πολλούς) . ПОКОНЧИТЬ ρ.σ. 1 (παλ. κ. απλ.). (απο)- τελειώνω, (απο)περατώνω· ξεμπλέκω. 2 στα- σταματώ, παύω, τελειώνω οριστικά. II σκοτώνω,
ποκ 141 ποκ φονεύω, τελειώνω, ξεμπλέκω, ξεκάνω. II εκφρ. - раз на всегда τελειώνω μια για πάντα· - с собой ή с жизнью· - жизнь самоубийством αυτοκτονώ. покопать(ся) р.σ. βλ. копать(ся) με σημ. λίγο χρόνο. покоптить р.σ. βλ. коптить με σημ. λίγο χρόνο. покор, -а α. (παλ.) βλ. укор. покорёжить ρ.σ. μ. (απλ.) στραβώνω, στρε- στρεβλώνω· σκεβρώνω· παραμορφώνω. II -СЯ στρΛχ- βώνω, σκεβρώνω' παραμορφώνομαι. ПОКОрёнив, -Я ουδ. κατάκτηση. II υποταγή· υ- υποδούλωση. II δάμαση · τιθάσευση. 'Покоритель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. καταχτη- τήζ» -ήτρια. II εκφρ. -ища сердец καταχτή- τρια καρδιών. ПОКОРИТЬ1, ~рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. покорённый, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ. μ. 1 καταχτώ· υποτάσσω, υποδουλώνω· - стра- страну υποτάσσω τη χώρα. II (κυρλξ. κ. μτφ.) δαμά- δαμάζω· - зверя δαμάζω το θηρίο· - силы приро- природы δαμάζω τις δυνάμεις (στοιχεία) της φύ- φύσεις. 2 μτφ. αιχμαλωτίζω, γοητεύω, θέλγω, μαγεύω. II εκφρ. - сердце καταχτώ την καρ- καρδιά. И -СЯ καταχτιέμαι, υποτάσσομαι κλπ. ρ. εν εργ. φ. ПОКОРИТЬ2, -рЮ, -рЙШЬ р. σ.μ. βλ. КОрЙТЬ με σημ. λίγο, ενίοτε. покорливость, -и θ. βλ. (απλ.) покорность. ПОКОрлиВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О (απλ.) βλ. покорный. покормйть(ся) р.σ. βλ. кормйть(ся). Покорнейше επίρ. (παλ.) ταπεινά· ~ благо- благодарю σας υπερευχαριστώ· ~ прошу вас ταπεινά σας παρακαλώ. Покорно επίρ. υπάκουα, ταπεινά, ευπειθώς* πειθήνια· - благодарю (παλ.) σας υπερευχα- υπερευχαριστώ. ПОКОРНОСТЬ, -И θ. υπακοή, υποταγή, ευπεί- θεια· σεβασμός. ПОКОРНЫЙ επ., βρ: -рен, -рна, -рно υπά- υπάκουος, υποτακτικός, ευπειθής. П εκφρ. слуга - (παλ.) ταπεινός σας δούλος. Покоробить р.σ. 1 σκεβρώνω, στραβώνω. 2 μτφ. προξενώ άσχημη εντύπωση ή αντιπάθεια. II -СЯ σκεβρώνω, στραβώνω. ПОКОрПбЬ р.σ. (απλ.) κοπιάζω, μοχθώ (ένα χρονικό διάστημα. ПОКОрсТВОВаТЬ ρ.δ. με δοτ. (παλ.) βλ. ΠΟ- коряться. ПОКОрысТОВаТЬСЯ р.σ. (παλ.) 1 επωφελού- επωφελούμαι· κερδίζω. 2 θέλω, επιθυμώ πολύ, επιζη- επιζητώ να πάρω, να ιδιοποιηθώ. покорять(ся) р.δ.βλ. покорить(ся). ПОКОС, -а α. 1 βλ. косьба. II ο θέρος, ε- εποχή θερισμού· κόσισμα. 2 μέρος, έκταση για κόσισμα. покосить1 ρ.σ.μ. βλ. косить1. ПОКОСИТЬ2 ρ.σ.μ. στραβώνω, σκεβρώνω. Ι! λο- ξοβλέπω, λοξοκοιτάζω. ПОКОСНИК, -а α. (διαλκ.) κοσιστής. ПОКОСНЫЙ επ. κοσιστικός, του κοσίσματος. покочевать р.σ. βλ. кочевать για ένα χρο- χρονικό διάστημα. ПОКОЧеврЯШТЬСЯ ρ.σ. (απλ.) πεισμώνω·πει- σματώνω· καπριτσώνω. Покража, -И θ. 1 κλοπή, κλεψιά, κλέψιμο. 2 κλεμμένο πράγμα. покрапать р.σ. βλ. крапать με σημ. για ένα χρον. διάστημα. покрапывать, -ает р.σ. βλ. крапать με σημ. ενίοτε, αραιά. покрасить ρ.σ.μ. 1 βλ. красить. 2 χρωμα- χρωματίζω, βάφω λίγο χρόνο. ПОКраска, ~И θ. βάψιμο, χρωμάτισμα. Покраснение, -Я ουδ. κοκκίνισμα, ερυθρί- покраснёть р.σ. βλ. краснеть. покрасоваться р.σ. βλ.красоваться για ένα χρον. διάστημα. Покрасочный επ. χρωματιστικός, για χρω- χρωμάτισμα. Покрасть ρ.σ.μ. κλέβω (όλο, πολύ, όλους, πολλούς). покрахмалить р. σ. μ. βλ.крахмалить καθώς και με σημ. μερικό χρόνο. покрепиться р.σ. βλ.крепиться μερικό χρό- χρόνο . покрепчать р.σ. δυναμώνω, γίνομαι πιο ι- ισχυρός· ветер -ал о άνεμος δυνάμωσε. * Покрестить ρ.σ.μ. 1 σταυρώνω, κάνω το ση- σημείο του σταυρού σε κάποιον. 2 βαφτίζω. II СЯ 1 κάνω το σταυρό μου. 2 βαφτίζομαι. покривить ρ.σ. 1 βλ»кривить. 2 (παλ.) δι- διαστρεβλώνω σκόπιμα. II -СЯ βλ. кривиться. покривляться р.σ. βλ. кривляться. покрик, ~а α. 1 κραυγή ζώου. 2 (απλ.) ξε- ξεφωνητό . Покрикивание, -Я ουδ. κραυγή, ξεφωνητό. покрикивать р. δ. βλ. кричать ενίοτε.II φω- φωνάζω, μαλώνω σαν διοικητής. ПОКриТИКОВаТЬ ρ.σ.μ. κριτικάρω καθώς και με σημ. για λίγο χρόνο. Покричать р. σ. 1 βλ. кричать για ένα χρο- χρονικό διάστημα. 2 καλώ φωνάζοντας. ПОКрОВ, -а α. 1 κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη· περίβλημα- -растительности βλάστη- βλάστηση· χλωρίδα· снежный - στρώμα χιονιού· ВО- ВОЛОСЯНОЙ - τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα· КОЖ- КОЖНЫЙ - δερμάτινο κάλυμμα· ~ тумана στρώμα ομίχλης. 2 (παλ.) καλύπτρα, νυφικό πέπλο. И
ποκ 142 ποκ (παλ.) το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. II -Κ πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.3 (παλ.) προστασία, σκέπη. II εκφρ. ПОД- -ОМ темноты, НОЧИ καλυπτόμενος απο το σκοτάδι, τη νύχτα· набросить - ρίχνω στάχτη στα μα- ματ ια (αποπλανώ).- снять (сорвать) - ξεσκεπά- ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσω- προσωπείο- - НОЧИ о πέπλος της νύχτας. покровитель, -я α., -ница, -ы θ. προστά- προστάτης, -ιδα, υπερασπιστής, -ίστρια· - города προστάτης της πόλης, ο πολιούχος- - малолё- ТНего κηδεμόνας ανήλικου- - Наук И ИСКУССТВ προστάτης των Γραμμάτων και των Τεχνών(Μαι- Τεχνών(Μαικήνας) . Покровительственный επ. προστατευτικός, κηδεμονικός. II εκφρ. -ЙЯ окраска (βιολ.) ο προστατευτικός χρωματισμός, μιμιτισμός · ~ая система βλ. протекционизм. Покровительство, -а ουδ. προστασία, υπε- υπεράσπιση (αδύνατου)· κηδεμονία (ανήλικου)· оказывать - προστατεύω- находить - βρίσκω προστασία- ПОД ~ОМ κάτω απο την προστασία, υπο την αιγίδα, υπο την σκέπην ~ своим род- родственникам βλ. непотизм. покровительствовать, -ствую, -ствуешь р. σ. (με δοτ.) προστατεύω, υπερασπίζω, προκα- λύπτω, προφυλάσσω. ПОкрОВНЫЙ επ. καλυπτήριος, επικαλυπτικός, επενδυτικός- -ая ткань ύφασμα επένδυσης· ~ СЛОЙ στρώμα επικάλυψης. покроить р.σ.μ. βλ.кроить. покрой, -я α. κόψιμο · пальто модного -я πανωφόρι κοψίματος νέας μόδας. II εκφρ. на ОДИН - ή ОДНОГО -Я ένα κόψιμο, μια κοψιά (πανομοιότητα, ταυτότητα)· -Я какого τι χα- χαρακτήρα, τι ιδιοσυγκρασίας, τίνος τύπου. Покромка, -И θ. (διαλκ.) λωρίδα, ταινία υφάσματος. покромсать р.σ.μ. (απλ.) βλ. кромсать με σημ. όλο, πολύ ή για ένα χρΐ>ν. διάστημα. покропить р.σ.μ. βλ. окропить. ПОКРОШИТЬ ρ.σ. βλ. крошить με σημ. λίγο. покружить(ся) ρ. σ. βλ. кружйть(ся) -με σημ. λίγο. покрупнеть р.σ. βλ. крупнеть με σημ. πιο πολύ . ПОКРУТИТЬ(СЯ) р.σ. βλ. крутЙТЬ(СЯ) με σημ. λίγο . покручивание, -я ουδ. βλ. кручение. Покручивать ρ.δ.μ. βλ. крутить με σημ. ε- ελαφρά, ενίοτε. покручиниться р.σ. βλ. кручиниться με σημ. λίγο. покрывало, -а ουδ. 1 σκέπασμα,- κουβέρτα.2 μαντήλα. II κλινοσκέπασμα, στρωσίδι. покрывание, -я ουδ. βλ. покрытие (ίσημ.). покрывать(ся) р. δ. βλ. покрыть(ся). покрывной επ. βλ. покровный. покрытие, -Я ουδ. 1 επικάλυψη-, σκέπασμα. 2 κάλυμμα, επίστρωμα- Дороги С твёрдым -ем δρόμοι με σκληρό επίστρωμα- асфальтное - α- ασφαλτόστρωση . покрытосемянные, ~ых κ. покрытосеменные, -ώχπλθ. (βοτ.) τα αγγειόσπερμα. покрыть, -крою, -кроешь р.σ.μ. 1 καλύπτω, σκεπάζω- επενδύω, ντύνω· επιστρώνω, επικα- επικαλύπτω- - стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι με το τραπεζομάντηλο · - ДОМ черепйч.ей σκε- σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια- -сундук желе- железом ντύνω το σεντούκι με πάφιλα· - СОЛОМОМ αχυροσκεπάζω- - голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι. 2 αλείφω- - картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)· ~ кра- СКОЙ σκεπάζω με χρώμα. И εμποδίζω την όρα- όραση, όψη, τη θέα· тучи -ли нёбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό- - мглой καλύπτω με σκο- σκοτάδι- мрак ~ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη- ~ голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου. 3 αντισταθμίζω, ισοφαρίζω- - расходы καλύπτω τα έζοδα- - дефицит καλύ- καλύπτω το έλλειμμα. 4 κρύβω, αποκρύπτω, συγκα- συγκαλύπτω- - преступников κρύβω τους εγκλημα- εγκληματίες- - сообщников κρύβω τους συνεργούς. 5 διανύω απόσταση. 6 (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ. 7 μαλώνω. 8 (για ζώα) οχεύω, βα— τεύω. II εκφρ. - аплодисментами καταχειρο- καταχειροκροτώ· ~ позором (презрением, стыдом) κατα- ντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω· - славой καλύπτω με δόξα· -ЫТО Тайной καλύπτεται με μυστήριο. II -СЯ καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. - одеялом σκεπάζομαι με το πάιίλωμα· нёбо -лось тучами о ουρανός συν- συννέφιασε· - морщинами .γεμίζω ρυτίδες· - пе- пеной σκεπάζομαι με αφρό· ГОЛОС -лея шумом 'η φωνή σκεπάστηκε απο το θόρυβο· дефицит ~ет- СЯ το έλλειμμα θα καλυφθεί. покрышечный επ. επικαλυπτικός, επικαλυ- επικαλυπτήριος· επενδυτικός. покрышка, -и θ. 1 (απλ.) κάλυψη, σκέπα- σκέπασμα. 2 κάλυμα- καπάκι. II επένδυση, ντύσιμο. 3 αμβελόπα. II το εξωτερικό της ποδόσφαιρας. покрякать р.σ. βλ. крякать με σημ. λίγο. покрякивание, ~я ουδ. βλ. кряканье. покрякивать р. σ. βλ. крякать ελαφρά, ενί- ενίοτε . покряхтеть р.σ. кряхтеть με σημ.λίγο. покряхтывание, -я ουδ. βλ. кряхтение. покряхтывать р.δ. βλ. кряхтеть με σημ. ε- ελαφρά, ενίοτε. покувыркаться ρ.σ. 3λ. кувыркаться λίγο. покуда επίρ. κ. σύνδ. βλ. пока. покудахтать р.σ. βλ. кудахтать λίγο.
ποκ 143 пол ПОКУДОВа επίρ. κ. σύνδ. (απλ.) βλ. пока. покуковать, -кует р.σ. βλ. куковать λίγο. покумекать р.σ. (απλ.) σκέφτομαι- ты -аи как' нам это лучше устроить εσύ σκέψου πως είναι καλύτερα να το φτιάξομε. покумиться р.σ. βλ. кумиться. покупатель, -я α., -ница, ~ы θ.αγοραστής, πελάτης. покупательные επ. αγοραστικός· -ая спосо- способность населения αγοραστική δυνατότητα του πληθυσμού. покупательский επ. покупательный. Покупать1 р. 6. μ. αγοράζω, ψωνίζω. II -СЯ αγοράζομαι. покупать2ρ.σ.μ. ; βλ. выкупать. II ~ся λού- λούζομαι, κάνω λίγο μπάνιο. II βλ. выкупаться. покупка, ~И θ. 1 αγορά, αγόρασμα, ψώνισμα. 2 ψώνι· дешёвая - φτηνό ψώνι· пойти за -ЭМИ πηγαίνω να ψωνίσω. ■ покупной επ. 1 αγοραστικός· -ая стоимость αγοραστική αξία. 2 αγορασμένος· ~ые вещи α- αγορασμένα πράγματα. покупщик, -а α., -ца, -ы θ. (παλ.) βλ. по- покупатель . покуражиться р. σ. βλ. куражиться με σημ. λίγο. . Покуривать р.σ. καπνίζω πότε-πότε, λίγο. покурить р.σ. καπνίζω (ένα χρον. διάστημα). покуролесить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. куролесить ένα χρον. διάστημα. ПОкусаТЬ р.σ.μ. δαγκώνω σε πολλά μέρη ή πολλές φορές. покуситься, -кушушь, -куешься ρ.σ. απο- πειρώμαι, κάνω απόπειρα· δοκιμάζω. покусывать р. σ.μ. δαγκώνω κάποτε ή ελαφρά. ПОКУТИТЬ ρ.σ. βλ. КУТИТЬ ένα χρον. διά- διάστημα. покучивать ρ. δ. βλ. покутить. покушать ρ.σ.μ. βλ. поесть. покушаться р.δ. βλ. покуситься. покушение, -Я ουδ. απόπειρα· - на ЖИЗНЬ απόπειρα κατά της ζωής· ~ на убийство από- απόπειρα φόνου. пол? -а (-у), προθτ. о -е, на -у, в -у, πλθ. -ы α. πάτωμα, δάπεδο· деревянный - ξύ- ξύλινο πάτωμα· паркетный - παρκέ πάτωμα· зем- земляной - χωμάτινο πάτωμα. ПОЛ?,-а, πλθ. ПОЛЫ, -ОВ α. το φύλο· муж- мужской - το ανδρικό φύλο· женский - το γυ- γυναικείο φύλο· лица обоего -а πρόσωπα των δύο φύλλων· СИЛЬНЫЙ - το ανδρικό φύλο· сла- бЫЙ - το αδύνατο φύλο (οι γυναίκες)· неж- НЫЙ - το τρυφερό φύλο (οι γυναίκες)· пре- красшй - το ωραίο φύλλο (γυναικείο) . ПОЛ...'1 κ. ПОЛ-... πρώτο συνθετικό των λέξεων με σημ. μισό..., ημι... ПОЛ...2 πρώτο συνθετικό λέξεων με σημ. ε- εξουσιοδοτημένος, πληρεξούσιος. ПОЛа, -Ы, πλθ. ПОЛЫ θ. το μπροστινό φύλλο του σακκακιού ή πανωφοριού. II φύλλο υφάσμα- υφάσματος κρεμασμένο. Ι! εκφρ. ИЗ-ПОД -Ы κάτω απο το σακκάκι, πανωφόρι (κρυφά)· (για πούλημα πραγμάτων)· ИЗ ~Ы В -у απο χέρ ι σε χέρ ι. полавировать ρ.σ.βλ. лавировать με σημ. λίγο . полагать р. δ. 1 (παλ.) καταβάλλω, διαθέ- διαθέτω, βάζω. 2 (παλ.) βλ. класть F σημ.). 3 υποθέτω, νομίζω, εικάζω, φαντάζομαι· МЫ -ЛИ, что ОН уехал εμείς υποθέσαμε ότι αυτός έφυ- έφυγε. II προϋποθέτω, σκοπεύω, προτίθεμαι. полагаться1 ρ. δ. βλ. положиться. полагаться? -ается р.δ. καθιερώνομαι,προ- καθιερώνομαι,προβλέπομαι· επιτρέπομαι- за вход -ается плата η είσοδος είναι με πληρωμή- здесь курить не -ается εδώ δεν επιτρέπεται το κάπνισμα-как -ется όπως πρέπει- όπως συνηθίζεται- так -ается έτσι πρέπει, έτσι συνηθίζεται. ПОЛаДИТЬ р.σ. τα φτιάχνω, τα ταιριάζω, α- αποκτώ καλές σχέσεις· συμφωνώ- συμφιλιώνο- συμφιλιώνομαι- они не -ли между собой αυτοί δεν τά 'φτιαξαν μεταξύ τους. полазать р.σ. βλ. лазать, лезть (λίγο). Полаивать р.δ. βλ,лаять με σημ. πότε-πότε ή αδύνατα. полакать ρ.σ.μ. βλ. Лакать. полакомиться ρ. σ. βλ. лакомить(ся). поламывать1 р.σ.μ. βλ. ломать ι,δσημ.) ενίοτε. поламывать2 ρ. σ.μ. βλ.ломить C σημ.) κά- κάποτε ή ελαφρά. поласкать ρ.σ.μ. χαϊδεύω ένα χρον. διάστη- διάστηκα. И -СЯ χαϊδεύομαι ένα χρον.διάστημα. поластиться р.σ. βλ. ластиться ένα χρον. δ ιάστη μα. ПОЛОТИ, -ей πλθ. 1 ξύλινο κρεβάτι, ζυλο- κρέβατο. 2 κλαδόστρωμα στο δέντρο για παρα- τήριο των κυνηγών. ПОЛаять р.σ. γαυγίζω ένα χρον. διάστημα. Полаяться р.σ. (απλ.) μαλώνω, φωνάζω, βρί- βρίζω· καβγαδίζω. ПОЛба, -Ы θ. ποικιλία σιταριού. ПОЛбеды θ. ως κατηγ. είναι λίγο το κακό. ПОЛбеННЫЙ επ. της πόλμπας ή απο πόλμπα (ποικιλίας σιταριού). ПОЛбуТЫЛКа, -и θ. (παλ.) μισό μποκάλι υ- υγρού F00 γραμμαρίων). Полбутылки θ. μισό μποκάλι (για περ ιεχόμε- νο)· - ВОДКИ μισό μποκάλι βότκα. ПОЛГОДа επίρ. μισό χρόνο- через - μετά α- από μισό χρόνο. полголоса βλ. вполголоса. ПОЛГОря ουδ. ως κατηγ. βλ. полбеды.
пол 144 пол ПОЛДёла ουδ. με σημ. χατηγ. είναι το μι- μισό· ещё И - ТЫ не сделал ούτε τη μισή δου- δουλειά δεν έκανες ακόμα. Полдень, ПОЛУДНЯ κ. ПОЛДНЯ α. 1. μεσημέ- μεσημέρι, μεσημβρία, γιόμα· после полудня μετά το μεσημέρι, απομεσήμερα" Β - το μεσημέρι, με- μεσημεριάτικα. 2 (παλ.) ο νότος. II εκφρ. за - μετά το μεσημέρι, απομεσήμερα. ПОЛДнёвныЙ επ.. μεσημερινός, μεσημεριάτικος, μεσημβρινός. II (παλ.) νότιος. ПОЛДНИК, -а α. πρόδειπνο, δειλινό. полдничать ρ.δ. δειλινιάζω, ~'ιζω, τρώγω το δειλινό. полдороги θ. μισός δρόμος· уже ~ проеха- проехали περάσαμε (διανύσαμε) πια το μισό δρόμο.II εκφρ. на - остановить(ся) κ.τ .τ. σταματώ στη μέση του δρόμου (αφήνω μισοτελειωμένο το έρ- γο). ПОЛДЮЖИНЫ θ. μισή δωδεκάδα (ντουζίνα). поле, -Я, πλθ. -Я ουδ. 1 πεδιάδα άδεντρη, ακάλυπτη. II χωράφι, αγρός· пахать - οργώνω το χωράφι* удобрение -лей λίπανση των α- αγρών . 2 γήπεδο · футбольное ~ γήπεδο ποδο- ποδοσφαίρου. II πεδίο - обстрела πεδίο βολής· - учений πεδίο ασκήσεων· - зрения πεδίο όρα- όρασης ή οπτικό πεδίο· минное ~ ναρκοπέδιο"ма- ναρκοπέδιο"магнитное - μαγνητικό πεδίο· широкое - дея- деятельности πλατύ πεδίο (σφαίρα) δράσης" Мар- сово - πεδίο του Αρεως· элисёйские -Α Ηλί- σια πεδία. И о φόντος. 3 περιθώριο* тетрадь С ПОЛЯМИ τετράδιο με περιθώριο* замётки на -ЯХ παρατηρήσεις στο περιθώριο. 4 πλθ. -Я ο γύρος (μπορ) καπέλου. 5 κυνηγετική εποχή. II εκφρ. - боя, битвы, сражения, брани πεδίο της μάχης* ~ смерти (παλ.) πεδίο της μάχης. ПОЛебвЗИХЬ р. σ. καλοπιάνω, γαλιφίζω λίγο. полевать, -лгога, -лгоешь р.δ. (παλ.) κυνηγώ (άγρια ζώα). ПОЛевёние, -Я ουδ. τράβηγμα, στροφή προς τα αριστερά (για πολιτικές ιδέες) . ПОЛевётЬ р.σ. γίνομαι πιο αριστερός, τρα- τραβώ, πηγαίνω πιο αριστερά (για πολιτικές ιδέ- ιδέες) . ПОЛеВИЦа, -Ы θ. άγρωστη (επιστ.), αγριάδα (λκ.)· ПОЛёВка, -И θ. είδος μικρού αρουραίου. ПОЛеВОД, ~а α. γεωπόνος. ПОЛеВОДСТВО, -а ουδ. γεωπονία· γεωργία, α- αγροκαλλιέργεια. Полеводческий επ. αγροτοκαλλιεργητικός, α- αγροτικός . полевой επ. αγροτικός· -ая дорога αγροτι- αγροτικός δρόμος. II (στρατ.) πεδινός, της εκστρα- εκστρατείας· -аЯ пушка πεδινό πυροβόλο* -ая ар- артиллерия πεδινό πυροβολικό* - госпиталь ο- ορεινό χειρουργείο- -ая почта ταχυδρομείο εκ- εκστρατείας· -ая кухня μαγειρείο εκστρατεί- εκστρατείας. 3 φυσικός* εξοχικός. 4 κυνηγετικός. 5 αγροτικός, αυτοφυής, άγριος* -ая мята άγρια μίνθη (επιστ.), αγριόδυοσμος (λκ.) · полевая' мышь ο αρουραίος. Ι! εκφρ. - шпат είδος ά- στρί,ου (ορυκτό) . полегаемость, -и θ. βλ. полегание. ПОЛвгание, -Я ουδ. κάμψη των στελεχών των φυτών. полегать, -ает, -аем, -аете р.δ. βλ. по- полечь C σημ.) . полёглый επ. λυγισμένος, γερμένος προς. τη γη (για στελέχη φυτών) . полегоньку επίρ. βαθμιαία* απο λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, αβίαστα.II ελαφρά, προσεχτικά. Полегчать ρ.σ. (απρόσ.) ξαλαφρώνω, γίνο- γίνομαι καλύτερα* больному С утра -Л0 о άρρω- άρρωστος απο το πρωί είναι καλύτερα. Полежалое, -ОГО ουδ. πληρωμή (για φύλαξη αποσκευών πέρα απο τον καθορισμένο χρόνο). полежать р.σ. ξαπλώνω λίγο. полёживать р.δ. περνώ τον καιρό μου ξα- ξαπλώνοντας, το πιάνω ξάπλα. ПОЛвзаЙ(Те) (απλ.) σκαρφάλωσε, -ώστε, έ- έμπα, -άτε, χώσου, -θήτε. Полезащитный επ. αγροτοπροστατευτ ικός, φυ- τοπροστατευτικός· -ые лесосаждёния προστα- προστατευτικές δασικές ζώνες (απο τους ανέμους). Полезно επίρ. ωφέλιμα 5ιλπ. επ. Полезность, -И θ. ωφελιμότητα, χρησιμότη- χρησιμότητα. полезный επ., βρ: -зен, ~зна, -ЗНО ωφέλι- ωφέλιμος, χρήσιμος· επωφελής· καλός* ЭТО -О ДЛЯ здоровья αυτό είναι καλό για την υγεία* человек ωφέλιμος άνθρωπος* соединять приЯТ- ΗΟ,β с -НЫМ συνδυάζω το τερπνό με το ωφέλι- ωφέλιμο* коэффициент -ОГО действия (τεχ.) συντε- συντελεστής απόδοσης . II εκφρ. чем Я могу быть -зен? σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος; полезть ρ. σ. βλ. лезть με σημ. αρχίζω. полемизировать, -руго, -руешь р.δ. κάνω πολεμική. *Полемика, -и θ. πολεμική (επίκριση). ПОЛемЙСТ, -а, α., -ка, -И θ. πολέμιος, ε- επικριτής . Полемический επ. πολέμιος, της πολεμικής, επικριτικός* -ая статья άρθρο πολεμικής. полемичность, -и θ. πολεμική, επίκρισ*η. полемичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. полемический. ПОЛёнИВаТЬСЯ р. σ. βλ. лениться με σημ.λί- σημ.λίγο, ενίοτε. поленйца, -ы α. κ. θ. βλ. богатырь. Поленница, ~Ы θ. ξυλοθημωνιά, θημωνιά απο κούτσουρα. полено, -а, πλθ. поленья, -ьев ουδ. κού-
пол 145 пол τσουρο, χοντρό καυσόξυλο. ПОЛвНЦе, -а ουδ. κουτσουράκι. полепетать р. σ. βλ. лепетать με σημ. λίγο. ПОЛеПИТЬ ρ. σ. βλ. Лепить με σημ. λίγο. ПОЛёсник, ~а α. (διαλκ.) κυνηγός. ПОЛесОВЩИК, -а α. (διαλκ.) δασοφύλακας. ПОЛёсье, -Я ουδ. δασόφυτη ελώδης περιοχή. ПОЛёТ, -а α. 1 πτήση, πέταγμα· - самолёта πτήση του αεροπλάνου. II εκτόξευση, εκσφε- ντόνιση· ~ снаряда, πτήση του βλήματος-уток бЬЮТ на - τις πάπιες τις πυροβολούν στο αέ- αέρα, στο φτερό, κατά την πτήση. 2 μτφ. απο- απομάκρυνση, μακρινό (στα ύψη) πέταγμα· - фан- фантазии το πέταγμα της φαντασίας· - мысли το πέταγμα της σκέψης. II εκφρ · птица ВЫСОКОГО ή высшего -а άνθρωπος με μεγάλη επιρροή ή κύρος· с высоты птичьего -а αφυψηλού. Полетать р. σ. πετώ (για ένα χρον. διάστη- διάστημα) . полететь ρ.σ. 1 πετώ· аист ~ёл о πελαρ- πελαργός πέταξε· самолёт ~ёл το αεροπλάνο πέτα- πέταξε . II ρίχνομαι, πετάγομαι, εκσφεντονίζομαι· камень -~ёл В окно πέτρα πετάχτηκε στο πα- παράθυρο. 2 πέφτω. II τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ). 3 μτφ. καταφτάνω. II διαδίδομαι" весть ~ла ПО всей стране η είδηση πέταξε σ' όλη τη χώρα. 4 περνώ, διαβαίνω, φεύγω· ДНИ -ли быстро οι μέρες πέρασαν γρήγορα. ПОЛёТНЫЙ επ. της πτήσης· - день μέρα πτή- πτήσης . полечить(ся) р.σ. βλ. лечйть(ся) με σημ. λίγο ή για ένα χρον. διάστημα. полечь, -ляжет, -ляжем, -ляжете, -лягут, παρλθ. χρ. полёг, -легла, -ЛО, μτχ. παρλο. полёгший р.σ. 1 ξαπλώνω (για όλους,πολλούς). 2 φονεύομαι, σκοτώνομαι, πέφτω (στο πεδίο της μάχης). 3 κάμπτομαι, λυγίζω, γέρνω, κλί- κλίνω· πέφτω (για φυτά). Полешко, -а ουδ. κουτσουράκι. ПОЛЭаНИе, -Я ουδ. έρψη, σύρσιμο. ПОЛЗаТЬ р.δ. 1 βλ. ПОЛЗТИ με τη διαφορά ότι η κίνηση επαναλαβαίνεται, εκτελείτε σε διάφορο χρόνο ή προς διάφορες κατευθύνσεις. 2 μτφ. ταπεινώνομαι, εξευτελίζομαι· - перед СИЛЬНЫМИ έρπω μπροστά στους ισχυρούς . II βκφρ. - В НОГах у КОГО α) πέφτω, σέρνομαι στα πόδια κάποιου, β) έρπω μπροστά στους ι- ισχυρούς . ПОЛЗКОМ επίρ. έρποντας, σερνόμενος με την κοιλιά· μπουσουλιστά. ползти, ползу, ползёшь, παρλθ. χρ. полз, -ла, -ЛО р.δ. 1 έρπω, ερπύζω, σέρνομαι με την κοιλιά· червь ползёт ПО земле το σκου- σκουλήκι σέρνεται στη γη· - вверх ανέρπω· - во- вокруг περί έρπω. 2 μτφ. αργοκινούμαι, βραδυ- κινούμαι . II μεταόίνοΙΓαι αργά (για ήχους). Ι! ρέω, χύνομαι αργά. 3 αναρριχιέμαι, σκαρφα- σκαρφαλώνω· περιελίσσομαι. 4 ελίσσομαι, βαίνω ο- φιοειδώς (για δρόμο κ.τ.τ.) . 5 (γι·α χρόνο)· περνώ, διαβαίνω αργά. 6 ξεφλουδίζομαι, απο- απολεπίζομαι, βγαίνω, πέφτω. II πέφτω, ξεκόβο- ξεκόβομαι βαθμιαία- κατολισθαίνω· берег -зёт η όχθη (ακτή) ξεκόβεται απο λίγο-λίγο; 7 ξε- ξεφτίζομαι. Β χύνομαι απο το φούσκωμα· тёсто -зёт из квашни το ζυμάρι χύνεται απο το δο- δοχείο. II (για βρέφη) μπουσουλώ, -Ίζω. ползун, -а α., ~ЬЯ, -и θ. 1 μπουσουλιάρι- κο (παιδάκι). 2 εξάρτημα ολίσθησης. ПОЛЗУНКОВЫЙ επ. ερπυστικός, που έχει ερ- ερπύστρια. ползунок, -нка α. 1 βλ. ползун. 2 ένδυμα για μπουσουλιάρικο παιδάκι. 3 εξάρημα ολί- ολίσθησης . ПОЛЗУЧИЙ επ. 1 έρπων. 2 αναρριχητικός(για φυτά). 3 που χαμηλώνει προς τη γη, σερνόμε- σερνόμενος. П κινούμενος κατά όγκους, κατά μάζες (για πάγους) . ♦полиандрия, -И θ. (γραπ.λόγος) πολυανδρία (δικαίωμα της γυναίκας να έχει ταυτόχρονα πολλούς νόμιμους άντρες). ♦полиартрит, -а α. πολυαρθρίτιδα (νόσος). полив, -а α. βλ. поливка. полива, -ы θ. βλ. глазурь (ίσημ.). поливание, -я ουδ. βλ. поливка. поливать(ся) р. δ. β^. полйть(ся). ПОЛИВенныЙ επ. εφυαλωμένος. поливка, -И 0. 1 πότισμα, άρδευση. 2 κα- τάβρεγμα- - улиц κατάβρεγμα των δρόμων. ПОЛИВНОЙ επ. ποτιστικός, αρδευτικός* -се- -сезон εποχή άρδευσης. II ποτιστικός, που έχει ανάγκη ποτίσματος· -ая пшеница ποτιστικό σι- σιτάρι· -ое земледелие ποτιστική καλλιέργεια. II για πότισμα" -ая бочка βαρέλι για πότισμα. поливный επ. βλ. поливенный. ПОЛИВОЧНЫЙ επ.,καταβρεχτ ικός, της κατάβρε- κατάβρεξης· -ая машина о καταβρεχτήρας. полигамический επ. πολυγαμικός. *ПОЛИГамиЯ, -И θ. πολυγαμία. полигамный επ. πολυγαμικός. *ПОЛИГЙНИЯ, -И θ .'(γραπ .λόγος) πολυγυνία. ♦ПОЛИГЛОТ, -а α. πολύγλωσσος, γλωσσομαθής. ♦ПОЛИГОН, -а α. πολύγωνο (πεδίο βολής κυρί- κυρίως πυροβολικού). ПОЛИГОННЫЙ επ. πολυγωνικός, του πολύγωνου. Полиграфист, -а α. χειριστής πολύγραφου. Полиграфический επ. πολυγραφικός, της πο- λυγραφίας. ♦полиграфия, -и О. πολυγραφία (όλα τα τε- τεχνικά μέσα εκτύπωσης) . ПОЛИЗаТЬ р.σ.μ. 3λ. лизать με σημ. λίγο. ♦ПОЛИКЛИНИКа, -И θ. πολυκλινική. поликовать р.σ. βλ. ликовать με σημ. λίγο.
пол 146 пол *полимеризация, -и θ. (χημ.) πολυμερισμός. *ПОЛИМврЙН, -и θ. πολυμέρεια. ПОЛИМврныЙ επ. πολυμερικός. *ПОЛЯМёры, ~ОВ πλθ. (χημ.) τα πολύμερα. *Полиметаллический επ. (για ορυκτό)· που περιέχει πολλά είδη μετάλλων. *ПОЛИМорфЙЗМ, -а α. (βιολ., χημ.) πολυμορ- πολυμορφισμός. Полиморфический επ. πολυμορφικός, πολύ- πολύμορφος, полиморфный επ. βλ. полиморфический. * полиневрит, -а α. πολύν ευρίτι,δα (νόσος). полинезиец, -зййца, -α. -зййка, -и θ. Πο- λυνήσιος, -α. ПОЛИИезЙЙСКИЙ επ. πολυνησιακός, της Πολυ- Πολυνησίας, ♦полином, -а α. (μαθ.) βλ. многочлен. ПОЛИНЯЛЫЙ επ. ξεθωριασμένος, ξέθωρος, ξε— βαμμένος, αποχρωματισμένος, εξίτηλος. ПОЛИНЯТЬ, -яет р.σ. ξεθωριάζω, ξεβάφω, α- αποχρωματίζομαι.. ♦полиомиелит, -а α. πολιομυελίτιδα (νόσος). ♦ПОЛИОЭНЦефалих, -а α. πολιοεγκεφαλίτιδα (νόσος). ♦ПОЛИП, -а α. 1 πολύποδας (διβράγχιο κεφα- λόποδο). 2 πολύποδας (καλοήθης όγκος). ПОЛИПНЫЙ επ. του πολύποδα. ♦ПОЛИРИТМИЯ, -И θ. (μουσ.) πολυρυθμία. полировальный επ. βλ. полировочный. полирование, -я ουδ. βλ. полировка. полированный επ. απο μτχ. 1 γυαλιστερός, -σμένος, λείος. 2 μτφ. εξευγενισμένος, πο- πολιτισμένος, εξελιγμένος. полировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. полированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. λειαίνω, γυαλίζω. II СЯ λειαίνομαι. ПОЛИрОВка, -И θ. λείανση, γυάλισμα. ПОЛИРОВОЧНЫЙ επ. λειαντικός. ПОЛИРОВЩИК, -а α., -Ца, -Ы θ. λειαντής. ♦ПОЛИС, -а α. έγγραφο, συμβόλαιο ασφάλισης (ζωής, περιουσίας κ.τ.τ.). ♦полисемия, ~И θ. η ύπαρξη πολλών σημασιών σε μιά λέξη. полисинтетический επ. πολυσυνθετικός'· ~ие ЯЗЫКИ πολυσυνθετικές γλώσσες. ♦полисмен, -а α. αστυφύλακας, πολισμάνος. ♦полиспаст, -а α. το πολύσπαστο. ПОЛИСТаТЬ р.σ.μ. ξεφυλλίζω λίγο. ПОЛИСТНЫЙ επ. ο κατά φύλλο(λογαριασμός). ПОЛИТОЕрО ουδ. άκλ. το πολιτικό γραφείο. ♦политеизм, -а α. πολυθεϊσμός, πολυθεΐα. ПОЛИТеЙСТ, -а α. πολυθε'ΐστής. политеистический επ. πολυθεϊστικός. Политехнизация, -И θ. πολυτεχνισμός, πο- πολυτεχνική μόρφωση. политехнизировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. μ. εισάγω την πολυτεχνική μόρφωση. II "-СЯ αποκτώ πολυτεχνισμό. ♦политехнизм, -а α. πολυτεχνισμός, πολυτε- πολυτεχνική εκπαίδευση (στα εκπαιδ. ιδρύματα). ПОЛИТвХНИК, -а α. φοιτητής πολυτεχνείου. политехникум, ~а α. μέση πολυτεχνική σχο- σχολή. политехнический επ. πολυτεχνικός· - инсти- институт πολυτεχνικό ινστιτούτο, πολυτεχνείο?~ое Образование πολυτεχνική μόρφωση. политзаключённый, -ого α. πολιτικός δεσμώ- • της (φυλακισμένος). Политзанятия, -ИЙ πλθ. πολιτικές μελέτες ή πολιτικά μαθήματα. политик, -а α. 1 ο πολιτικός-дальновидный - οξυδερκής πολιτικός· разумный - σώφρονας πολιτικός* большой - μεγάλος πολιτικός. 2 βλ. политзаключённый. ♦политика, -и θ. ι η πολιτική· мирная ειρηνόφιλη πολιτική· агрессивная - επιθετι- επιθετική πολιτική· внутренняя и внешняя - εσωτερι- εσωτερική και εξωτερική πολιτική· Текущая ~ η τω- τωρινή (τρέχουσα) πολιτική· он не интересует- ся ~0Й αυτός δεν ενδιαφέρεται για τα πολι- πολιτικά. 2 τρόπος συμπεριφοράς, ενέργειας, χει- χειρισμού κ.τ.τ. 3 επαναστατική δουλειά, συμ- συμμετοχή στο επαναστατικό κίνημα. ПОЛИТИКан, ~а α. (περιφρ.) πολιτικάντης. II άνθρωπος ικανός, καπάτσος,. Политиканство, -а ουδ. πολικαντισμός, μα- κιαβελισμός. политиканствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. ενεργώ σαν πολιτικάντης, είμαι πολιτικάντης. ♦политипах, ~а α. 1 (παλ.) εικόνα σε βι- βιβλίου, ξύλο κτ.τ. 2 καλούπι τυπωτικό, φόρμα. политический επ. πολιτικός· - режим πολι- πολιτικό καθεστώς· - строй, -ая система πολιτι- πολιτικό σύστημα· - деятель πολιτικός παράγοντας·' -ая борьба πολιτικός αγώνας, πολιτική δια- διαμάχη· -ие. события πολιτικά γεγονότα· -ие партии πολιτικά κόμματα· - преступник πο- πολιτικός εγκληματίας· -ие права πολιτικά δι- δικαιώματα· -ая экономия πολιτική οικονομία (επιστήμη). ПОЛИТИЧНОСТЬ, -и θ. πολιτική (τρόπος ενέρ- ενέργειας, χειρισμού κ.τ.τ.). ПОЛИТИЧНЫЙ επ. πολιτικός, λεπτού τρόπου· -ое обращение συμπεριφορά με λεπτό τρόπο, με τακτ. политкаторжанин, -а, πλθ. -жане, -жан α. -ка, -И θ. πολιτικός κατάδικος. ПОЛИТКРУЖОК, -Жка α. όμιλος πολιτικός. ПОЛИТПроСВёт, -а α. πολιτική διαφώτηση. политработа, -Ы θ. πολιτικοδιαφωτιστική δουλειά. Политработник, -а α.πολιτικός διαφωτιστής.
пол 147 пол ПОЛИТрук, -а α. πολιτικός επίτροπος (στρα- (στρατιωτικού τμήματος)· - роты πολιτικός επί- επίτροπος λόχου. политсостав, ~а α. το σώμα των πολιτικών επιτρόπων στο στρατό. ♦политура, ~ы θ. βερνίκι. Политучёба, -Ы θ. πολιτική σπουδή ή μελέτη. ПОЛИТЬ ρ.σ. 1 μ. επιχύνω, χύνω επάνω. II ποτίζω· - деревья ποτίζω τα δέντρα. 2 αρχί- αρχίζω να βρέχω· ~ЙЛ ДОЖДЬ άρχισε να βρέχει· вне- запНО набежали тучи И ~ЛО ξαφνικά μαζεύτη- μαζεύτηκαν σύννεφα και άρχισε να βρέχει. II -СЯ πε- ριβρέχομαι. II ρέω, τρέχω. ПОЛИТЭКОНОМ, ~а α. ειδικός στην πολιτι- πολιτική .οικονομία. ПОЛИТЭКОНОМИЯ, -И θ. πολιτική οικονομία. политэмигрант, -а α. πολιτικός πρόσφυγας. Полифонический επ. (μουσ.) πολυφωνικός. *П0ЛИф0НИЯ, ~И Θ. (μουσ.) πολυφωνία. полифонный επ. βλ. полифонический. полихроматический επ. βλ. полихромный. ♦ПОЛИХРОМИЯ, ~И θ. πολυχρωμία. ПОЛИХрОМНЫЙ επ. πολύχρωμος. полицеймейстер β λ.полицмейстер. полицеймёйстерский επ. βλ. полицмейстер- полицмейстерский. полицейский επ. 1 αστυνομικός· - Надзор α- αστυνομική παρακολούθηση· -ое управление α- αστυνομική διεύθυνση· - террор αστυνομική τρομοκρατία· -ие методы αστυνομικές μέθο- μέθοδες· - участок αστυνομικό τμήμα. ♦ПОЛИЦИЯ, -И θ. 1 αστυνομία (κρατική υπη- υπηρεσία). II το αστυνομικό κατάστημα. 2 οι α- αστυνομικοί . полицмейстер, -а α. διοικητής αστυνομίας. ПОЛИЦМёЙрскиЙ επ. αστυνομικός, του αστυ- αστυνόμου· - мундир η στολή του αστυνόμου. Поличное, -ОГО ουδ: С -ЫМ επ' αυτοφώρω· поймать С -ЫМ πιάνω επ' αυτοφώρω. ♦полишинель, -Я α. μίμος, γελωτοποιός, φα- φασουλής. II εκφρ. секрет -я κοινό μυστικό. ♦ПОЛИЭДР, -а α. (μαθ.) το πολύεδρο. ПОЛК, -а, προθτ. о -е, В -у α. И το σύ- σύνταγμα* пехотный - σύνταγμα πεζικού· кава- кавалерийский - σύνταγμα ιππικού· командир -а διοικητής συντάγματος. II πλθ. ПОЛКЙ, ~ΟΒ(υ- ψηλό ύφος) ο στρατός, το στράτευμα. 2 μτφ. πλήθος, πληθώρα. II εχφρ. нашего -у прЙбЫЛО; В нашем -у прибыло γινήκαμε πολλοί, μας ήρ- ήρθαν κι άλλοι πολλοί, πληθύναμε. ПОЛКа1, ~И θ. το ράφι· Верхняя - το πάνω ράφι· НИЖНЯЯ - το κάτω ράφι. II ράφι των α- αποσκευών στα βαγόνια. ПОЛКа; -и θ. βοτάνισμα, ξερίζωμα* - СОр- НЯКОВ ξερίζωμα των ζιζανίων. ПОЛКа, -и θ. το μισό επιθωρακίου ενδύμα- ματος. ПОЛКОВНИК, -а α. 1 συνταγματάρχης. 2 (παλ.) διοικητής συντάγματος. ПОЛКОВНИЦа, ~Ы θ. συνταγματαρχίνα (σύζυ- (σύζυγος του συνταγματάρχη). ПОЛКОВНИЦКИЙ επ. συνταγματαρχικός,του συ- συνταγματάρχη· ~ мундир η στολή του συνταγμα- συνταγματάρχη . полковничий, -ья, ~ье επ. βλ. полковниц- полковницкий; -чьи ПОГОНЫ οι επωμίδες του συνταγμα- συνταγματάρχη . полководец, -ДДа α. στρατηλάτης· Александр Македонский - крупнейший - древнего мира о Αλέξανδρος ο Μακεδόνας είναι ο πιο μεγάλος στρατηλάτης της αρχαιότητας. ПОЛКОВОДческиЙ επ. του στρατηλάτη, ιδιά- ιδιάζων σε στρατηλάτη. ПОЛКОВОЙ επ. του συντάγματος· ~0е знамя η σημαία του συντάγματος. II εκφρ. -ая дама (παλ.) η σύζυγος του αξιωματικού συντάγμα- συντάγματος . ♦ПОЛЛЮЦИЯ, -И θ. η ρεύση (των αντρών στον ύπνο). ПОЛНёть р.δ. χοντραίνω, γεμίζω, κρεατώνο- μαι. ПОЛНИТЬ, -НИТ ρ.δ.μ. (παλ.) πληρώ, γεμίζω. II -СЯ πληρούμαι, γεμίζω. ПОЛНИТЬ, -НЙТ ρ.δ.μ. παρουσιάζω, φέρνω ή κάνω να φαίνεται πιο γίμάτος· это платье её -НЙТ αυτό το φόρεμα τη φέρνει πιο γεμάτη. ПОЛНО ως κατηγ. φτάνει, αρκετά, είναι αρ- αρκετό· πάψε, σταμάτα, κόφτο. II τι λες! τι λέτε! II εκφρ. да И - πέρα για πέρα· και τί- τίποτε περισσότερο ή παραπάνω. ПОЛНО επίρ. πλήρως, γεμάτα, κάργα. » полновесность, -и θ. το κανονικό βάρος. ПОЛНОВёснЫЙ επ., βρ: -сен, -сна, -СНО κα- κανονικού βάρους· γνήσιος· -ая монета γνήσιο νόμισμα. II μεγάλος, βαρύς· -ые брёвна βα- βαριά κούτσουρα. Ι! μτφ. δυνατός, ισχυρός, γε- γερός· -ая пощёчина γερός μπάτσος. II σημαντι- σημαντικός, σοβαρός· -ые ДОВОДЫ σοβαρά επιχειρήμα- επιχειρήματα. Π μτφ. πραγματικός· πλήρης· -ое счастье πλήρης ευτυχία· ευδαιμονία. полновластие, ~Я ουδ. πλήρης (απόλυτη) ε- εξουσία. полновластный επ., βρ·. ~тен, -тна, -тно; απόλυτος εξουσιαστής· κυρίαρχος, άρχοντας. ПОЛНОВОДНЫЙ επ. γεμάτος νερό (για λίμνη, ποτάμι). ПОЛНОВОДЬе, -Я ουδ. υψηλή στάθμη νερού, πλημμυρίδα, μπασιά, φουσκωνεριά. ПОЛНОГЛасие, -Я ουδ. ύπαρξη όλων των φω- νήεντων στη λέξη· συγκρίνετε: город - град, молодой - младой κλπ. ПОЛНОГЛасНЫЙ επ. που έχει όλα τα φωνήεντα.
пол 148 пол ПОЛНОГруДНЫЙ επ. στηθάτος, στηθωτός. ПОЛНОЗВУЧНО επίρ. με όλη την ηχηρότητα. ПОЛНОЗВУЧНОСТЬ, -И θ. πλήρης ηχηρότητα. полнозвучный επ., βρ·. -чен, -чна, -чно; ηχηρός, πλήρους ηχηρότητας. полнокровие, -Я ουδ. πλήρης ύπαρξη αίμα- αίματος στα αγγεία. полнокровность, -и θ. βλ. полнокровие. полнокровный επ., βρ: -вен, -вна, -вно αι- ματόης, πλήρης αίματος. II κατάγερος, πλήρης υγείας. II μτφ. πλήρης, γεμάτος (εντυπώσεις, γεγονότα κ.τ.τ.). полнолуние, ~я ουδ. η πανσέληνος. Полнометражный επ: - фильм κινηματογραφι- κινηματογραφική ταινία κανονικού μήκους. полномочие, ~я ουδ. πληρεξουσιότητα· не- неограниченные ~я απεριόριστη πληρεξουσιό- πληρεξουσιότητα, εντολή εν λευκώ. полномочный επ., βρ: -чен, -чна, -о εξου- εξουσιοδοτημένος πλήρως· - представитель εξου- εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος. Полноправие, -Я ουδ. πλήρη δικαιώματα. полноправность, -и θ. βλ. полноправие. полноправный επ., βρ: -вен, ~вна, -о που έχει πλήρη δικαιώματα· - градцанЙН πολίτης με πλήρη δικαιώματα. ПОЛНОСТЬЮ επίρ. πλήρως, εντελώς, τελείως, ολότελα, ολωσδιόλου, ολοκληρωτικά. II εκφρ. Целиком и - παντελώς, πλήρως και ακεραίως. ПОЛНОТа, -Ы θ. 1 πληρότητα· γέμισμα· ДО -Ы не доливай μην το παραγεμίζεις. 2 το πλή- πλήρες· εντέλεια· αρτιότητα. 3 κορεσμός. 4 χό— ντραιμα, πάχυνση, πάχος· γέρεμα· - рук χό- ντραιμα των χεριών нездоровая - αρρωστιά- ρικα πάχη. II εχφρ. ОТ ~Ы Души, сердца μ' ό- όλη μου την ψυχή (ολόψυχα), μ' όλη μου την καρδιά. ПОЛНОТе με σημ. κατηγ. βλ. ПОЛНО (προκει- (προκειμένου για πολλούς). ПОЛНОТеЛЫЙ επ. γεμάτος, γιοματόσωμος, ευ- ευτραφής, μεστωμένος, κορμάτος, σωματωμένος. ПОЛНОЦёнНОСТЬ, -И 9. έννομη αξία χρυσού ή αργύρου· γνησιότητα· - монеты η γνησιότητα του νομίσματος. полноценный επ., βρ: -ценен, -ценна, -о. 1 γνήσιος· ~ая монета γνήσιο νόμισμα. 2 άρτι- άρτιος, τέλειος, ακέραιος, ολοκληρωμένος· -ое произведение άρτιο έργο· - продукт προ'ίόν πρώτης τάξης. ПОЛНОЧНЫЙ, ПОЛУНОЧНЫЙ επ. 1 μεσονύχτιος. 2 (παλ.) βόρειος, βορινός. ПОЛНОЧЬ, полночи κ. полуночи κ. (παλ.) по- полуночь, -И θ. 1 μεσονύκτιο, τα μεσάνυχτα. 2 (παλ.) ο βοριάς. II εχφρ. за - μετά τα με- μεσάνυχτα. ПОЛНОШНЫЙ επ. (παλ.) βλ.полночный. полный επ., βρ: полон κ.(παλ.)' полн, пол- полна, ПОЛНО. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμά- γεμάτος, μεστός· - стакан ВОДЫ γεμάτο ποτήρι νε- νερό · стакан, - водой ποτήρι, γεμάτο με νερό· все уличы -ы народом όλοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό· - карман деньги ή деньгами γε- γεμάτη τσέπη χρήματα· глаза, ~ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα· взгляд, - ненависти ματιά γε- γεμάτη μίσος· ОН - мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα· человек - надежд άνθρωπος όλο ελ- ελπίδες· -ая победа ολοκληρωτική νίκη· ~ое разоружение πλήρης αφοπλισμός· развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα. 2 συ- συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος. 3 απεριόριστος, απόλυτος· ~ая власть πλήρης εξουσία· -ая свобода πλήρης ελευθερία. 4 ο- ολόκληρος· - рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα· - метр ολόκληρο μέτρο- ему ~ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)· -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν. ■ II αρκετά μεγάλος, πολύς· были уже -Ые су- сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά. II όλος, ολικός· петь -ым голосом τραγουδώ με όλή τη δύναμη της φωνής· -ое затмение ЛуНЫ ολική έκλειψη της σελήνης. 5 χοντρός, γεμά- γεμάτος , μεστός· παχύς■ -ая женщина γεμάτη γυ- γυναίκα. П εκφρ. -ая вода το υψηλότερο σημείο τ^ς στάθμης της θάλασσας· - генерал αντι- αντιστράτηγος· - адмирал ναύαρχος· -ые прила- прилагательные πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)· -ая чаша σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)· -ым голосом (сказать, заявить κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)· ПОЛНЫМ-ПОЛОМ υπερπλήρης, κατάκορος, κατα- γεμάτος. *ПОЛО ουδ.άκλ. πόλο (αθλοπαιδιά)' ВОДНОе - υδατόσφαίρα, ουώτερπολ. полова, -ы θ. βλ. мякина. ПОЛОВИК, -а α. είόος χοντροειδοϋς και στε- στενόμακρου τάπητα για διαδρόμους. половина, -Ы θ. 1 то μισό, το ήμισυ· - СО- стояния η μισή περιουσία· первая ~ игры το πρώτο ημίχρονο του παιγνιδιού. 2 η μέση, το μέσο· ДОШЛИ ДО ~Ы дороги φτάσαμε ως τα μισά του δρόμου. 3 βλ. половинка. 4 (παλ.) ξεχω- ξεχωριστό διαμέρισμα σπιτιού. II εκφρ. МОЯ - το έτερο μου ήμισυ (ο, ~ σύζυγος μου). ПОЛОВЙНка, -И θ. 1 то μισαδάκι. 2 το ένα απο τα δυό· правая - лзёри το δεξιό θυρό- φυλλο· - окна το παραθυρόφυλλο. ПОЛОВИННЫЙ επ. μισό;· -ая доля το μισό μερίδιο· -ая цена η '-ΐ:σή τιμή. половинчатость, -и '-. επαμφοτερισμός, το μεσοβέζικο· - решения μεσοβέζικη απόφαση. ПОЛОВИНчаТЫЙ επ., Зр: -чат, -а, -О. 1 δι- διμερής, αποτελούμενος χπο δυο μέρη.1 2 νόθος·
пол 149 пол μεσοβέζικος· -ое решение μεσοβέζικη λύση ή απόφαση. ПОЛОВИНЩИК, -в α. κάτοχος του μισού (πε- (περιουσίας κ.τ.τ.). ПОЛОВИТЬ ρ.σ.μ. βλ. ЛОВИТЬ με σημ. λίγο. ПОЛОВЙЦа, -Ы 6. το πατωσάνιδο. ПОЛОВНИК, -а α. κουτάλα φαγητού. ПОЛОВОДНЫЙ επ. της πλημμυρίδας. половодье, -я ουδ. βλ. полноводье. ПОЛОВОЗрёлыЙ επ. έφηβος, ώριμος για ανα- αναπαραγωγή . ПОЛОВОЙ1 επ. του δαπέδου, του πατώματος· -ая доска το πατωσάνιδο· -ая тряпка σφουγ- γαρόπανο. ПОЛОВОЙгот. ηβικός, της ήβης· ~ая зрё- ЛОСТЬ η ήβη, ωριμότητα για αναπαραγωγή. ПОЛОВЩИК, -а α. πατωματζής. ПОЛОГ, ~а α. κρεβατόγυρος. II κουρτίνα. II κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα. ПОЛОГИЙ επ., συγκρ. β. ПОЛОже,· ομαλός (ως προς την κλίση)· - берег ομαλή ακτή ή όχθη· - спуск ομαλή κατωφέρεια. . ПОЛОГО επίρ. ομαλά. ПОЛОГОСТЬ, -И θ. ομαλότητα· - спуска ομα- ομαλότητα της κατωφέρειας. ПОЛОже συγκρ. β. του επιρ. ПОЛОГО και του επ. пологий. положение, -я ουδ. 1 θέση· географическое - η γεωγραφική θέση· - луны при затемнении СОЛНЦа η θέση του φεγγαριού κατά την έκλει- έκλειψη του ήλιου. II διάταζη· ~ пальцев при игре В гитаре η θέση των δάχτυλων στο παι'ξΐ-Μ-ο της κιθάρας. II στάση· заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός-- корпуса при метании КОПЬЯ η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου. II κατάταξη· его социальное - не- неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη. II πόζα. 2 κατάσταση· περίσταση· Дел η κατάσταση πραγμάτων находиться В за- Груднительном -И βρίσκομαι σε δυσχερή θέ- θέση· перейти на нелегальное - περνώ σε κατά- κατάσταση παρανομίας· безнадёжное - больного α- απελπιστική κατάσταση του άρρωστου· сложное - вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων се- мёйное - οικογενειακή κατάσταση· междуна- международное - η διεθνής κατάσταση· осадное - η κατάσταση πολιορκίας· чрезвычайное - в стра- стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα· безвыходное - το αδιέξοδο. 3 κανονισμός· κώδικας· - Ο выборах о κώδικας εκλογών. 4- άποψη αποκρυ- αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη· -Я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού. II εχφρ. ХОЗЯИН ή ГОСПОДИН -Я κυρίαρχος· Β интересном -и σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα) . Положенный επ. απο μτχ. τοποθετη- τοποθετημένος, βαλμένος. 2 καθορισμένος, κα- καθιερωμένος·- срок прошёл η καθορισμένη προ- προθεσμία πέρασε. положительно επίρ. θετικά κλπ. επ. ПОЛОЖИТелЬНОСТЬ, -и θ. θετικότητα. положительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. I θετικός· - ответ θετική απάντηση· -ые ре- результаты θετικά αποτελέσματα. 2 οριστικός, τελειωτικός· - отказ οριστική άρνηση. II πλή- πλήρης, ακέραιος· ~ое невежество πλήρης αμά- αμάθεια, αμορφωσιά· - дурак πέρα για πέρα βλά- βλάκας. 3 (μαθ.) θετικός· -ое число θετικός α- αριθμός. II (ως αντών. του επ. αρνητικός)· заряд θετικός ηλεκτρισμός· ~ ПОЛИС (φυσ.) ο θετικός πόλος- -ая температура θερμοκρασία άνω του μηδενός. II εκφρ. -ая степень срав- сравнения θετικός βαθμός (των επιθέτων)· -ая философия о θετικισμός. положить, -ложу, -ложишь, προστκ. положи, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. положенный, βρ: -жен, -а, -о. 1 βλ. класть, 2 (παλ.) αποφασίζω· καθιερώνω. 3 (απρόσ.) -жено πρέπει, έπρε- έπρεπε, επιβάλλεται, επιβάλλονταν. 4 положим (παρνθ. λ.) ας υποθέσομε, ας πούμε, ας πα- παραδεχτούμε· положим,-что это так ας πούμε πως αυτό είναι έτσι· ПОЛОЖИМ, ЧТО ВЫ правы ας παραδεχτούμε ότι εσείς έχετε δίκαιο. II εκφρ. положа руку на сердце (сказать)· βά- βάζοντας το χέρι στην καρδιά (λέγω ειλικρινά). II -СЯ βασίζομαι, στηρίζομαι- εμπΰστεύομαι· - на него нельзя δεν πρέπει να βασιστείς σ* αυτόν. ПОЛОЗ1, -а, πλθ. полозья, ~ьев α. το σίδε- σίδερο ολίσθησης του έλκυθρου, ολισθητήρας, πα- πατίνι. II ολισθητήρας μηχανισμού. ПОЛОЗ? -а α. είδος φιδιού μη δηλητηριώδες. ПОЛОК, -лка α. 1 σανιδοκρέβατο μπάνιου. 2 (ορυκτ.) ταράτσα αναρτημένη. 3 μεγάλο φορ- φορτηγό αμάξι. ПОЛОЛЬНИК, -а α. σκαλιστήρι. ПОПОЛЬНЫЙ επ. σκαλιστικός· -ые грабли η τσουγκράνα, το χτένι. ПОПОЛЫЦИК, -а α., -ца, ~Ы θ. βοτανιστής, -τρία, εκριζωτής ζιζάνιων. ПОЛОМ, -а α. σπάσιμο, θραύση· - инструме- инструмента σπάσιμο του εργαλείου. поломать(ся) ρ.σ. βλ. ломать(ся)· поломка, -и θ. βλ. полом. ПОЛОМОечныЙ επ. δαπεδοπλυντικός. ПОЛОМОЙка, -И θ. πλύτρια δαπέδων, σφουγ- σφουγγαρίστρα, καθαρίστρια. ПОЛОН, -а α. (παλ.) 1 αιχμαλωσία. 2 (αθρσ.) οι αιχμάλωτοι. полонез, ~а α. πολωνέζα (χορός καθώς και η μουσική του). полонизация, -И θ. εκπολώνιση, -σμός.
пол 150 пол полонизировать, -рую, -руешь р. б. κ.σ. εκ- πολωνίζω. II -СЯ εκπολωνίζομαι. ПОЛОНИЗМ, ~.а α. πόλωνισμός, χρησιμοποίηση πολωνικών λέξεων ή φράσεων. ПОЛОНИЙ, -Я α. το πολώνιο (χημ. στοιχείο). ПОЛОНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ.· παρλθ. χρ. полонённый, βρ·. -нён, -нена, -нено р.δ.κ.σ. μ. (παλ.) αιχμαλωτίζω. полоняник κ. полонянин, -а, πλθ. -няне, -нян α. (παλ.) αιχμάλωτος. ПОЛОНЯНКа, ~И θ. (παλ.) αιχμάλωτη. полопать ρ.σ. (απλ.) τρώγω, μασώ. полопаться р.σ. βλ. лопнуть (για πολλά, όλα). полорогий επ. 1 κοιλόκερος. 2 ουσ. πλθ. -ие τα κοιλόκερα (ζώα)'. полорошй επ. (απλ.) ανοιχτόστομος. полоса, -ы, αιτ. полосу, πλθ. полосы, ~ж>с, -ам θ. 1 λωρίδα· ταινία· κορδέλα· ιμάντας· - материи λωρίδα υφάσματος· - железа η λά- λάμα· ~Ы спектра οι ταινίες του φάσματος. 2 γραμμές φαρδιές· красные и жёлтые ~ы на пла- платке κόκκινες και κίτρινες φαρδιές γραμμές στο" μαντήλι. 3 ζώνη· лесная - δασική ζώνη· пограничная - η παραμεθόρια ζώνη· - Обороны αμυντική ζώνη (γραμμή)· - ОГНЯ ζώνη πυρός. II χρονικό διάστημα, διάρκεια, περίοδος. 4 σε- σελίδα τυπογραφική. полосатик, ~а α. είδος φάλαινας με επι- επιμήκεις πτυχές στη κοιλιά. ПОЛОСатыЙ επ. ριγωτός, ριγέ (για ύφασμα). ПОЛОСКа, -И θ. λωριδίτσα κλπ. υποκορ. βλ. Полоса. П εχφρ. В -у ριγωτός, ριγέ (για ύ- ύφασμα) . ПОЛОСкание, -Я ουδ. 1 ξέπλυμα, ξέβγαλμα ρούχων. 2 γαργάρα καθώς και το φάρμακο. полоскательница, -ы θ. λεκανίτσα για πλύ- πλύσιμο των φλιτζανιών τσαγιού. ПОЛОСКательныЙ επ. του ξεπλύματος· - ЧЭН καδί ξεπλύματος· ~ая чашка βλ. полоскатель- полоскательница. полоскать, -лощу, -лощешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. полосканный, βρ·. -кан, -а, -о р.σ.μ. 1 ξεπλύνω, ξεβγάζω· ~ бельё ξεβγάζω τα ρούχα. 2 κάνω γαργάρα· - рот ξεπλύνω το στόμα· горло κάνω γαργάρα. 3 ταλαντεύω, λικνίζω, κουνώ (για άνεμο). II -СЯ 1 βλ. плескаться Cσημ.). 2 ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, κουνιέ- κουνιέμαι (απο τον άνεμο). ПОЛОСНОЙ επ. βλ. полосовой. полоснуть р.σ. (απλ.) βλ. полосовать A σημ.). ПОЛОСНЫЙ επ. ζωνοειδής. ПОЛОСОВаТЬ, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. полосованный, βρ·. -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 μαστιγώνω, χτυπώ αφήνοντας στο κορμί μά- στιγωσιές. 2 κόβω κατά λωρίδες. полосовой επ. (τεχ.) επιμήκης· ~ое железо σίδερο σε ράβδους πλατυσμένους.· полосонька, -и θ. λωριδίτσα χωραφιού; γης. ПОЛОСТНОЙ επ. της κοιλότητας· ~0е ранение τραύμα στην κοιλότητα. ПОЛОСТЬ'1, -и, γεν. πλθ. ~ёй θ. κοιλότητα· κοίλωμα· - рта, носа η κοιλότητα του στόμα- στόματος, της μύτης· - В стебле камыша η κοιλό- κοιλότητα στο στέλεχος του καλαμιού. ПОЛОСТЬ* κ. (παλ.) ПОЛСТЬ, -и, γεν. πλθ. -ей θ. κάλυμμα ποδιών. II στρώμα ή σκέπασμα. ПОЛОСушка, -И θ. (παλ. κ. διαλκ.) ύφασμα ριγωτό. II τάπητας απο τέτοιο ύφασμα. полотенечный επ. της πετσέτας του προσώ- προσώπου, του προσόψιου· -ая ткань ύφασμα για πετσέτες του προσώπου. полотенце, ~а ουδ. πετσέτα του προσώπου, προσόψιο. ПОЛОТёр, -а α. εργάτης τρίφτης σανιδώμα- τος· στιλβωτής. ПОЛОТёртыЙ επ. της τριβής· ~ые работы ερ- εργασίες τριβής δαπέδου. II για τριβή· -ая щё- тка πατωματοβουρτσα. ПОЛОТНИЩе, -а ουδ. 1 φύλλο υφάσματος. II κομμάτι υφάσματος κρεμασμένο. 2 το φύλλο πόρτας, παραθυριού κ. τ. τ. 3 Ή λάμα· - пилы η λάμα του πριονιού. полотно, -а, πλθ. полотна, -тен, -тнам, ουδ. 1 ύφασμα, πανί, οθόνη· суровое - χο- ντροειδές ύφασμα· шёлковое - μεταξωτό ύφα- ύφασμα· белое - άσπρο πανί. 2 εικόνα (ζωγραφι- (ζωγραφισμένη σε πανί). II μτφ. (φιλγ.) έκταση πλα- πλατιά. 3 (τεχ.) λωρίδα, ταινία, κορδέλα. 4 ε- επίστρωση δρόμων. 5 βλ. ПОЛОТНИЩе B,3 σημ.). ПОЛОТНЯНЫЙ επ. του υφάσματος· -ая фабрика φάμπρικα υφασμάτων.II απο ύφασμα. ПОЛОТОК, -Тка α. (παλ.) μισ6 ζώο ή πουλί καπνιστό ή αλατισμένο. ПОЛОТЬ, ПОЛЮ, полешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. полотый, βρ·. полот, -а, -Ο ρ.σ.μ. βοτανίζω, ξεριζώνω τα ζιζάνια. И -СЯ βοτανίζομαι. ПОЛОумие, -Я ουδ. φρενοβλάβεια, φρενοπά- φρενοπάθεια, ημιπαραφροσύνη, παλαβομάρα. полоумный επ., βρ·. -мен, -мна, -мно φρε- φρενοβλαβής, φρενοπαθής, μισότρελος, παλαβός. ПОЛОХНуТЬ, -ну, -Нёль ρ-.σ. (απλ.) χτυπώ (κυρίως δυνατά). ПОЛОЧКа,* -И θ. το ραφάκι. ПОЛОЧНЫЙ επ. του ραειού- για ράφι· -ая ДОСка σανίδα για ραφάκι. ПОЛОШИТЬ р.δ.μ. (απλ.) ταράσσω, συγχύζω, ανησυχώ, φοβίζω, τρομάζω. II -СЯ ανησυχώ, φο- φοβούμαι, ταράσσομαι, τρομάζω. ПОЛПИВНая, -ОЙ θ. (παλ.) μπιραρία· ποτο- ποτοπωλείο.
пол 151 пол ПОЛПИВО, -а ουδ. (παλ.) μπίρα ελαφρά. ПОЛПрвД, -а α. (σύνθετη λ.) πληρεξούσιος αντιπρόσωπος. полпредство, -а ουδ. πληρεξουσιότητα α- αντιπροσώπου. ПОЛПути α. μισός δρόμος· вернуться с -γυ- -γυρίζω απο τα μισά του δρόμου. 11 εχφρ. на - (брОСИТЬ, остановить) αφήνω ημιτελές, δεν αποτελειώνω. полсапожки, -жек πλθ. (παλ.) βλ. полуса- полусапожки. полслова, полуслова ουδ. μισή λέξη· напи- написал - И остановился αυτός έγραψε μισή λέξη και σταμάτησε. II εχφρ. на - σύντομη ομιλία· ПОДИ свда на - έλα εδώ να σου πω μια κουβέ- κουβέντα (ένα λόγο)· на -е ή на полуслове (обор- (оборвать, закончить речь), κόβω στη μέση το λό- λόγο (δεν τον αποτελειώνω)· с - ή С полуслова (ПОНЯТЬ, узнать) απο την αρχή, απο την πρώ- πρώτη λέξη (καταλαβαίνω, γνωρίζω). ПОЛСТОЛЬка ουδ. το μισό της ποσότητας. ПОЛСТЬ βλ. ПОЛОСТЬ2. полтина, -ы θ. (απλ.) βλ. полтинник. II εχφρ. С ~ОЙ και μισό· восемь С -ой οχτώ και μισό. ПОЛТИННИК, -а α. μισό ρούβλι E0καπίκια). полтора, полутора α. κ. ουδ., полторы, полутора θ. ενάμισυ· - ведра ενάμισυ κου- κουβά· полторы страницы μιάμιση σελίδα· в по- полутора метрах ενάμισυ μέτρο. Ι! εχφρ. - че- человека ελάχιστοι άνθρωποι, ασήμαντος αριθ- αριθμός. полтораста, полутораста (αριθμητικό) εκα- εκατόν πενήντα. Полуавтомат, ~а α. ημιαυτόματος μηχανι- μηχανισμός. полуавтоматический επ. ημιαυτόματος. полубарка, -И θ. είδος φορτηγού ποταμό- ποταμόπλοιου. полубаркас, -а α. είδος μεγάλης βάρκας. полубархат, -а α. ημιβελούδο. ПОЛубОГ, ~а α. ημίθεος. ПОЛубОЛЬНОЙ επ. μισοάρρωστος· Λδιάθετος, ανήμπορος. ПОлубОТИНКИ, -НОК πλθ. τα σκαρπίνια. ПОЛубрёд, -а, προθτ. В ПОЛОбреду α. μι- μικρό παραλήρημα. полубутылка, -и θ. βλ. полбутылка. ПОЛуваГОН, -а α. φορτηγό ανοιχτό βαγόνι. полувал, -а α. σολόδερμα. полувальный επ. του σολοδέρματος· απο σο- σολόδερμα· -ая подошва σόλα δερμάτινη. полувековой επ. μισού αιώνα, πεντηκονταε- τής· -ая ЖИЗНЬ πεντηκονταετής ζωή (ύπαρξη). ПОЛуглаСНЫЙ επ. ημίφωνος· - Й το ημι- φωνήεν Й. полуглухой επ. βαρύκοος." полугодие, -Я ουδ. το εξάμηνο. ПОЛУГОДИЧНЫЙ επ. εξάμηνος· ~ое тюремное заключение εξάμηνη φυλάκιση (κάθειρξη). ПОЛугОДОВальныЙ επ. εξαμηνιαίος, εξάμη- εξάμηνος· - ребёнок εξάμηνο παιδάκι. ПОЛУГОДОВОЙ επ. εξάμηνος, εξαμηνιαίος· отчёт εξάμην-ος απολογισμός. ПОЛУГОДОК, -Дка α. ζώο εξιμηνών. ПОЛУГОЛОДНЫЙ επ. μισοπεινασμένος, υποσι- τούμενος, φυτοζωών ~ое состояние κατάστα- κατάσταση φυτοζωίας ή πείνας. полуграмотный επ. ημιμαθής, ολιγομαθής, μισογραμματισμένος, λιγογράμματος, κουτσο- γραμματισμένος. полуда, ~Ы θ. 1 βλ. лужение. 2 στρώμα κασ- κασσίτερου· ВСЯ ~ сошла όλο το καλάϊ βγήκε. Полуденный επ. 1 μεσημβρινός, μεσημερια- μεσημεριανός, μεσημεριάτικος. 2 (παλ.) νότιος, με- μεσημβρινός. ПОЛудётскИЙ επ.παιδιακίστικος. полудикий επ., βρ·.--дик, -дика, -дико η- μιάγριος, μισοάγριος· απολίτιστος. полудить ρ.σ.μ. κασσιτερώνω. Ι) κασσιτερώ- νω (για ένα χρον. διάστημα). полудремота, ~Ы θ. μισονύσταγμα. полудурье, -Я, γεν. πλθ. -ьев α.κ.θ. (απλ.) άνθρωπος κουτούτσικος, μωρός, ευήθης. полуживой επ. μισοζί>ντανος, μισοπεθαμένος. Полужирный επ. (τυπογρ.) μεσόχοντρος(για στοιχεία). полузабытый επ., βρ; -ОЫТ, -а, -О μισο- μισοξεχασμένος, μισολησμονημένος. полузабытьё, -Я, προθτ. 3 -ТЬЙ ουδ. μισο- ξέχασμα, μισολησμονιά. полузакрыть ρ.σ. μισοκλείνω. II -СЯ μισο- κλείνομαι ПОЛузащИТа,-Ы θ. τα χαφ (άμυνα ποδοσφαίρου). полузащитник, -а α. χαφ-ποδοσφαιριστής. полузнайка, ~И α. κ. θ. ημιμαθής, ολιγο- ολιγομαθής . ПОЛузнаЙСТВО, -а ουδ. ημιμάθεια, ολιγο- μάθεια. полуимпериал, ~а α. νόμισμα μισής αξίας του империал? ПОЛуимЯ, -имени ουδ. (παλ.) όνομα υποκο- υποκοριστικό . полукафтан, -а α. κ. полукафтанье, -я ουδ. κοντό καφτάνι. полуколониальный επ. μισοαποικιακός, ημι- αποικιακός· -ая страна μισοαποικιακή χώρα. ПОЛУКОЛОНИЯ, -И θ. μισοαποικία, ημιαποι- κία. ПОЛУКОЛЬЦО, -а ουδ. ημιδακτύλιο. ПОЛукОЧёвНИК, -а α. άνθρωπος ημινομαδικός ПОЛукОЧеВНЫЙ επ. ημινομαδικός.
пол 152 пол полукровка, -и θ. μιγάδα (για ζώα). ПОЛукрбвшЙ επ. μιγάς, μιξογενής. ЙО.лукруг, -а α. το ημικύκλιο. ПОЛУКРУГЛЫЙ επ. ημικύκλιος, -ικός. полукружие, -я ουδ. βλ.полукруг. полукружный επ. βλ.полукруглый. Полукустарник, -а α. θάμνος δεντροειδής. полулегальный επ. μ ισοπαρ άν ο μο ς. Полулёжа επίρ. μισοξαπλωμένος. Полулежать р.δ. μισοξαπλώνω, μισοπλαγιάζω. полулечь р.σ. βλ.полулежать. ПОЛушска, -И θ. ημιπροσωπείο. Полумасса, -Ы θ. μισοεπεξεργασμένη μάζα· πολτός. полумгла, -Ы θ. ημίφως· σκιόφως· μισοσκο- τε'ινιασμα, μισοσουρούπωμα, σϋθαμπό. ПОЛумёра, -Ы θ. το ημίμετρο. полумёртвый επ., βρ; -мёртв, -мертва, -во μισοπεθαμένος, ημιθανής· μισοζώντανος. ПОЛумвСЯЦ, ~а α. μισοφέγγαρο, ημισέληνος. полумесячный επ. δεκαπενθήμερος· ~ая про- программа δεκαπενθήμερο πρόγραμμα. полумрак, -а α. μισοσκόταδο, σκοτεινότητα. ПОЛУМЯГКИЙ επ. σκληρούτσικος, υπόσκληρος· - диван σκληρούτσικο ντιβάνι. полунагой επ., βρ: -наг, -нага, -наго μι- σόγυμνος, ημίγυμνος. *палундра επιφ. φυλάξου! πρόσεχε! ПОЛУНОЧНИК, -а α. -Ца, -Ы θ. νυχτοπάτης, -ισσα, νυχτοπλάνος, νυχτοκόπος. полуночничать ρ.δ. ξενυχτώ, κάνω νυχτέρι. полуночный βλ. полночный. полуночь βλ. полночь. полуобезьяна, -Ы θ. ημιπίθηκος. полуобнажённый επ., βρ: -жён, -жена, -но μισόγυμνος, μισοξεγυμνωμένος, ημίγυμνος. Полуоборот, -а α.η μισή στροφή· - колеса μισή στροφή του τροχού. Полуодетый επ., βρ: -дет, ~а, -Ο μισοντυ- μένος , ημίγυμνος. ПОЛУОКРУЖНОСТЬ, -И θ. ημιπεριφέρεια, γρ-αμ- μή ημιπεριφερειακή. полуосвещённый επ., βρ·. -щён, -щена, -но μισοφωτισμένος. полуостров, -а α., ~λθ. -а α. χερσόνησος· балканский - βαλκανική χερσόνησος. ПОЛУОСТРОВНОЙ επ. της χερσονήσου. полуотворенный επ., βρ: -рен, -а, -ο μ ί- ίσο αν о ιχτός. ПОЛУОТКРЫТЫЙ επ., Зр: -крыт, -а, -Ο μι- σο αν о ιχτός. полупальто ουδ. άκλ. ημίπαλτο. ПОЛУПИТЬСЯ, -ЛУПИТСЯ р.σ. ξεφλουδίζομαι λίγο. полуподвал, ~а α. ημιυπόγειο. ПОЛуПОДВаЛЬНЫЙ επ. του ημιυπόγειου. полупоклон, ~а α. υπόκλιση ελαφρά. Полуприседание, -Я ουδ. ημικάθιση. полуприцеп, ~а α. ρυμούλκα με δυο τροχούς. полупроводник, ~а α. ημιαγωγός (ηλεκτρι- (ηλεκτρικού ρεύματος). ПОЛУПРОВОДНИКОВЫЙ επ. ημιαγωγός, -ικός. Полупрозрачный επ. ημιδιαφανής. полупролетарий, -Я α. μισοπρολετάριος. Полупустой επ. μισοάδειος, ημ'ικενος. ПОЛУПУСТЫННЫЙ επ. μισοέρημος, ημιέρημος. ПОЛУПУСТЫНЯ, -И θ. ημιέρημος, μισοέρημος. полупьяный επ., βρ: -пьян, -пьяна, -пьяно μισομεθυσμένος. полураздетый επ., βρ:-дет, -а, -о μισό- γδυτος, -υμένος. полуразрушенный επ., 3ρ·. - шен, -а, -о μι- σοκαταστραμμένος· μισογκρεμισμένος· μισοχα- λασμένος. полураскрытый επ., βρ: -крыт, -а, -ο μι- σοανοιχτός. Полурота, -Ы θ. μισός λόχος. ПОЛУРОТНЫЙ επ. του μισού λόχου. полусапожки, -жек πλθ. (ενκ. полусапожек, -жка α.) μπότες κοντές. II (παλ.) βλ. ботинки. ПОЛусвет] -а α. ημίφως, σκιόφως, μούχρω— μα, σύθαμπο· утренний - το λυκαυγές· вечёр- НЫЙ - το λυκόφως. полусвет? ~а α. ο ημίκοσμος, ντεμί μοντ. полусидеть ρ.δ. μισοκάθ«μαι, μισοστηρίζο- μαι· ακουμπώ. полуслепой επ. μισότνφλος. ПОЛУСЛОВО, -а ουδ. μ:σή λέξη (που δεν ει- ειπώθηκε ή δε γράφηκε ολόκληρη). II πλθ. ПОЛу- СЛОВа αοριστίες, αοριστολογίες, γενικότη- γενικότητες. П εκφρ. на -е прервать, остановить δι- διακόπτω την ομιλία κάποιου (για να πω κάτι)· αντικόβω, υφαρπάζω· на -е замолчать, оста- остановиться δεν απολέγω τη λέξη και σταματώ, βουβαίνομαι· С -а ПОНЯТЬ αμέσως απο την αρ- αρχή, απο την πρώτη λέξη καταλαβαίνω (τι θέ- θέλει να πει). полусмерть, -и О: ДС -и μέχρι μισοπεθαμέ- μισοπεθαμένο· избить до -и χτν~ώ για θάνατο· испу- испугать ДО -И καταφοβίζω -ΐ'έχρι λιποθυμίας. ПОЛусОН,-сна α. ύπνος ελαφρός, κλεφτοΰπνι· В -сне όντας μισοκοι-'.σμένος. ПОЛУСОННЫЙ επ. μισοκοιμισμένος· υπναλέος, νυσταγμένος. ПОЛУСОТНЯ, -И е. εκατοντάδα ήεκατοσταριά. полустанок, -нка α.--ΐ.κρή σιδηροδρομ.στάση. ПОЛуСТЙПШе, -Я ουδ. (φιλγ.) το ημίστιχο. полусумрак, ~а α. σούρουπο, μισοσκοτεί- νιασμα, σύθαμπο. полусфера, -Ы Ο. ημισφαίριο. полутёмный επ., βρ: -тёмен, -темна, -но μισοσκότεινος, σκοτε·.νούτσικος, αμαυρός .
пол 153 пол полутон, ~а, πλθ. ~оны ч. -она а. 1 (μουσ.) ημιτόνιο. 2 χρώμα ανοιχτό, προς το σκούρο. II μτφ. ομαλό πέρασμα. Полуторка, -И θ. αυτοκίνητο φορτηγό ενά- μισυ τόνο. полуторный επ. ενάμισης, -ЭЯ μιάμιση, -ое ενάμισι· Β ~ΟΜ размере μιάμιση φορά. полутьма, ~ы θ. βλ. полумрак. полуустав, ~а α. (παλ.) ημιταχυγραφία. полуфабрикат^ ~а α. προϊόν ημικατεργασμέ- νο, μισοφτιασμένο. Полуфинал, ~а α. (αθλτ.) ημιτελικός· ВЫЙ- ВЫЙТИ В - προκρίνομαι για τους ημιτελικούς. ПОЛуфинаЛЬНЫЙ επ. ημιτελικός· -ая встреча команд ημιτελική συνάντηση των ομάδων. полуциркульный επ. (αρχτ.) ημικυκλικός. ПОЛучас, -а α. μισάωρο, ημίωρο. получасовой επ. μισάωρος, ημίωρος· -ЭЯ беседа μισάωρη κουβέντα, ημίωρη συνομιλία. получатель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. παραλή- παραλήπτης, -τρία. получать(ся) ρ.δ. βλ. получйть(ся). получение, -я ουδ. βλ. получка; расписка В ~и υπογραφή παραλαβής· - денег λήψη χρη- χρημάτων . получить, -лучу, -лучишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω· - ПИСЬМО λαβαίνω γράμμα· - подарок παίρνω δώρο· — зарплату πληρώνομαι το μισθό· - повышение παίρνω αύ- αύξηση· - заказ παίρνω παραγγελία· ~ награду παίρνω βραβείο. 2 εξάγω, βγάζω· - каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο· - интересные вы- выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα. 3 αρ- αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω· она ~ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαζε συ- νάχι. 4 οε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελ- ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας αποτοουσ: - выговор τιμωρούμαι· - ранение τραυματίζο- τραυματίζομαι· - пользу ωφελούμαι· - распространение διαδίδομαι· - применение εφαρμόζομαι. И α- αποκτώ· - хорошее Воспитание παίρνω καλή δι- διαπαιδαγώγηση. II γίνομαι, καθίσταμομ· - ИЗ- вёстность γίνομαι γνωστός. II -СЯ 1 παίρνο- παίρνομαι, λαμβάνομαι· -лея ответ ελήφθη απάντη- απάντηση· -лось известие ήρθε η είδηση. 2 βγαί- βγαίνω, προκύπτω· γίνομαι- снимок -лея хороший η φωτογραφία βγήκε καλή· ничего Не -ЛОСЬ δεν έγινε τίποτε. 3 συμβαίνω, λαβαίνω χώρα· ЧТО -ЛОСЬ? τι συνέβηκε; получка, -И θ. λήψη, παραλα3τ-. II αποδο- αποδοχές, μισθός. II πληρωμή· завтра Судет - αύ- αύριο θα έχει πληρωμή (θα μας πληρώσουν). полушалок, -лка α. μικρό σάλι. полушарие, -я ουδ. ημισφαίριο- карта зем- земных -Й χάρτης των γήινων ημισφαίριων запад- ΗΟΘ - δυτικό ημισφαίριο· южное - νότιο ημι- ημισφαίριο- созвездия северного полушария οι αστερισμοί του βόρειου ημισφαίριου- небёс- ное· — ουράνιο ημισφαίριο- -Я головного Μ03- га τα ημισφαίρια του εγκέφαλου. полушёлковый επ. μισ,ομέταξος, ημιμέταξος. Полушерстяной επ. μισομάλλινος, ημιμάλλι- νος- -ая ткань μισομάλλινο ύφασμα. полушка, -И θ. παλαιό χάλκινο νόμισμα α- αξίας Χ του καπικιού. II εκφρ. ни -И ούτε μι- μισό λεφτό (παντελώς αχρήματος, αδέκαρος). полуштоф κ. ПОЛШТОф, -а α. (παλ.) μποκάλι περιεκτικότητας 1,54 του λίτρου. Полушубок, -бка α. κοντή γούνα, κοντογούνι. ПОЛУШУТЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О λίγο αστείος. Полушутя επίρ. αστειευόμενος λίγο. Полуэскадрон, -а α. ημικλιμάκιο, μικρό κλιμάκιο. полуют, ~а α. βλ. гот. полуявь, -и θ. βλ. полусон. ПОЛЦеНЫ θ. (συνήθως με την πρόθεση за)· за - μισοτιμής. ПОЛЧаса, -часа α. μισή ώρα, μισάωρο, ημί- ημίωρο· через - μετά απο μισή ώρα· Β - добежал ДО дому σε μισή ώρα έφτασα τρέχοντας στο σπίτι· около - περίπου μισή ώρα· - уже про- пробило μισή ώρα πιά σήμανε (χτύπησε). полчище, -а ουδ. μεγάλο στράτευμα, πολύς στρατός (συνήθως για εχθρικό). II (συνήθως στον πλθ. ПОЛЧИЩа, -ЧИЩ) μτφ. στίφη, κοπά- κοπάδια, αγέλες). полштоф, -а α. βλ. полуштоф. ПОЛЫЙ επ. 1 άδειος, αδειανός, κενός, κού- κούφιος, κοίλος- - стебель κούφιο στέλεχος φυ- »τών· -ые рога κούφια κέρατα. 2 ξεχειλισμέ- ξεχειλισμένος, πλημμυρισμένος· της πλημμύρας· -ая во- вода ξεχειλισμένο νερό. ПОЛЫМЯ (ονομ. κ. αιτ.), οργν. полымем (οι άλλες πτώσεις δε χρησιμοποιούνται)· βλ. пла- пламя. ПОЛЫННЫЙ επ. αψινθικός, του αψέντι· -ые кусты αψινθικοί θάμνοι· - ликёр λικέρ απο αψ ίνθιο. ПОЛЫНОВКа, -И θ. ποτό απο αψίνθιο. ПОЛЫНОК, -Нка α. (διαλκ.) είδος αψινθίου. ПОЛЫНЬ, -И θ. αψίνθιο, αψέντι, αψίνθια. ПОЛЫНЬЯ, -Й θ. άνοιγμα στον πάγο. ПОЛЫсёть ρ.σ. φαλακραίνω, γίνομαι φαλακρός. полыхать, -ает р.δ., βλ. пылать A, 2 σημ.). полыхнуть р.σ. 1 βλ. полыхать. 2 μ.(απλ.) χτυπώ δυνατά. Польза, -Ы 0. 1 ωφέλεια, όφελος· - спорта ωφέλεια απο τον αθλητισμό. 2 κέρδος· беп ВСЯКОЙ -Ы ДЛЯ себя χωρίς κανένα όφελος για τον εαυτό μου· Общая - κοινή ωφέλεια· част-
пол 154 пом ная ~ ατομικό όφελος· В ~у (Зёдных προς όφε- όφελος των φτωχών общественная ~ κοινωνικό ό- όφελος. И εχφρ. В -у α) προς όφελος, β) υπέρ· есть свидетельства в -у и против этой сис- системы υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά αυτού του συστήματος· С -ОЙ ωφέλιμα, χρήσιμα· ИДТИ на пользу πηγαίνω προς όφελος (επιδρώ θετικά). пользительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно (παλ.) βλ. полезный. пользование, -Я ουδ. 1 χρήση, χρησιμοποί- ση· μεταχείριση· право ~Я δικαίωμα χρήσης ή επικαρπίας· безвозмездное ~ χρήση χωρίς α- αποζημίωση· места Общего -Я χώροι κοινόχρη- κοινόχρηστοι. 2 (παλ.) θεραπεία. пользователь, -Я α. ο χρήστης, ο χρησιμο- ποιών. ПОЛЬ30Ват.Ь, ~зую, -зуешь ρ.δ.μ. (παλ.) θε- θεραπεύω, γιατρεύω. Пользоваться, -зуюсь, -зуешься ρ.δ.1 χρη- χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση· - на- учным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέ- μέθοδο· - инструментом χρησιμοποιώ το εργα- εργαλείο· - атомной энергией в мирных целях χρη- χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνι- ειρηνικούς σκοπούς. 2 επωφελούμαι· - всяким удоб- НЫМ случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευ- ευκαιρίας. 3 απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω· - авторитетом έχω κύρος· - свободой έχω ε- ελευθερία· ~ хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης· ~ правами χαίρω δικαιωμάτων - ΠΟ- пулярностыо είμαι δημοφιλής. 4 (παλ.) θε- θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. полька1βλ. поляки. ПОЛЬка? -и θ. πόλκα, χορός και η μουσική του. ПОЛЬка, -И θ. είδος κουρεύματος μαλλιών. ПОЛЬСКИЙ επ. πολωνικός, πολωνέζικος. II ως ουσ. βλ. .полонез. ПОЛЬСТЙТЬ(СЯ) ρ.σ. βλ. ЛЬСТЙТЬ(СЯ) 1σημ. польщённый επ., βρ-.-щён, -щена, -щено κο- κολακευμένος· ευχαριστημένος. полюбезничать р.σ. βλ.любезничать με σημ. λίγο. ПОЛЮбЙТЬ ρ.σ.μ.κ.αμ. αγαπώ· она другого -ла αυτή άλλον αγάπησε. II αρέσκομαι' ОН ~ЙЛ читать αυτός αγάπησε το διάβασμα. Η -СЯ α- αρέσω, αρέσκομαι, μου είναι αρεστό· ему -лось жить в деревне του άρεσε να ζει στο χωριό· нам -ЛИСЬ его слова μας άρεσαν ταλόγιατου. полюбоваться ρ.σ. βλ. любоваться με σημ. λίγο. полюбовник, ~а α., ~ца, ты θ. βλ. любов- любовник, -ца. ПОЛЮбОВНЫЙ επ. φιλικός, σε αμοιβαία βάση· -ЭЯ сделка φιλική συμφωνία· - раздел φιλι- φιλικό μοίρασμα. полюбопытствовать р.σ. βλ. любопытство- любопытствовать. полюдье, -я ουδ. (παλ.)' φόρος πριγκιπικός απο τους υποτελείς *полюс, -а α. πόλος· северный, южный ~ о βόρειος και ο νότιος πόλος· положительный и отрицательный - (φυσ.) θετικός και αρνητι- αρνητικός πόλος· магнитный - μαγνητικός πόλος· те- теория двух -ΟΒ (μτφ.) η θεωρία των δυο πόλων. ПОЛОСНЫЙ επ. (φυσ.) πολικός, του πόλου. ПОЛЮШКО, ~а α. χωραφάκι. ПОЛЯК βλ. ПОЛЯКИ. поляки, ~ов πλθ. (ενκ. поляк, ~а α., поль- полька, -и κ. полячка, -и θ.) Πολωνοί. ПОЛЯНа, -Ы θ. ξέφωτο, ξέφαντο (κυρίωςγια δάσος). ПОЛЯНКа, -И θ. μικρό ξέφωτο. поляризатор, -а α. πολωτής. поляризационный επ. πολωτικός. *поляризация, -и θ. (φυσ.) πόλωση. поляризовать, ~зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поляризованный, βρ·. -ван, -а, -о р.δ.κ. σ.μ. πολώνω, επιφέρω πόλωση. II -СЯ πολώνο- πολώνομαι, παθαίνω πόλωση. *поляриметр, ~а α. πολωσίμετρο. ♦полярископ, -а α. πολωσι(ο)σκόπιο, πολω- σκόπιο. полярник, -а α. πολικός, μέλος της πολι- πολικής αποστολής. * ПОЛЯРНОСТЬ, -и θ. πολικότητα. полярный επ., βρ: -рен, -рна, -рно πολι- πολικός· ~ые льды πολικοί πάγοι· ~ые острова πολικά νησιά. II (φυσ.) πολικός, της πόλω- πόλωσης· ~ые группы атомов πολικές ομάδες ατό- ατόμων. II μτφ. άκρος αντίθετος, διαμετρικά α- αντίθετος· αντιφρονών. *ПОЛЯрОИД, -а α. είδος πολωτή. ПОЛЯЧКа, -И θ. Πόλωνίδα, -νέζα. помавание, -я ουδ. βλ. кивание. помавать р.δ. (παλ.) βλ.кивать; покачи- покачивать, махать. *ПОМада, ~Ы θ. πομάδα, μυραλοιφή· губная - το κραγιόν. ПОМаДИТЬ, -ажу, -адипь р.σ.μ. αλείφω, μυ- ραλείφω. II -СЯ αλείφομαι, μυραλείφομαι. ПОМДДка, -И θ. είδος μυρουδάτου ζαχαρωτού. Помадный επ. της πομάδας·. Π του ζαχαρωτού. Помазание, -Я ουδ. (εκκλ.) χρίση, άλλειμ- μα, μύρωση. ПОМазник, -а α., -Ца, -Ы θ. μυρωμένος, λα- λαδωμένος, χρισμένος. ПОМазаТЬ ρ.σ.μ. 1 αλείφω, απαλείφω, χρίω· - хлеб С маслом αλείφω το ψωμί με βούτυρο. Π μτφ. κατεξαντλώ, ξε^ατώνω. 2 (εκκλ.) μυ- μυρώνω, χρίω, χειροτονώ· - на царство χρίω βασιλιά. И -СЯ 1 αλείφομαι, χρίομαι. 2 χει-
пом 155 пом ροτονουμαι. помазок, -зка α. πινελάκι (για επάλειψη). ПОМазываТЬ ρ.δ.μ. 1 αλείφω, χρίω (λίγο ή ενίοτε). 2 βλ. помазать B σημ.). II -СЯ βλ. помазаться. помакать р.σ.μ. βλ.макать με σημ. λίγο. помакнуть р.σ.μ. βλ. обмакнуть. ПОМалеваТЬ р.σ. βλ. малевать με σημ.λίγο. помаленьку επίρ. λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, αρ- αργά, όχι. βιαστικά. II λιτά, απλά, φτωχικά" σε- σεμνά, ταπεινά: ήσυχα. помалкивать р.δ. βλ. молчать. помалу επίρ. (απλ.) βλ. понемногу. помалчивать ρ.δ. (παλ. κ. απλ.) βλ. МОЛ- чать. поманёжить( ся) р.σ. βλ. манёжить(ся) με σημ. λίγο,B σημ.). поманивать ρ.δ.μ. βλ. манить με σημ. ενί- ενίοτε. помарать(ся) р.σ. βλ. марать(ся) με σημ. λίγο, ελαφρά. помаргивать ρ.δ. βλ. моргать με σημ. ενί- ενίοτε. Помарка, -И θ. διόρθωση σε γραπτό, σβήσι- σβήσιμο, διαγραφή. помаршировать р.σ. βλ. маршировать με σημ. λίγο. помаслить р.σ.μ. λαδώνω λίγο. помассировать р.σ. βλ. массировать1 με σημ. λίγο. поматывать(ся) р.δ. βλ. мотать(ся) με σημ. ελαφρά, λίγο. помахать р.σ. βλ. махать με σημ. λίγο. помахивание, -я ουδ. βλ. махание. помахивать р.δ. βλ. махать με σημ. ενίο- ενίοτε, ελαφρά. ПОМаять(СЯ) р.σ. βλ. маять(ся) με σημ..λί- σημ..λίγο. ПОМаячиТЬ р.σ. βλ. маячить με σημ. λίγο. помедлить р.σ. καθυστερώ, αργώ, βραδύνω (να πράξω κάτι). ПОМеяёть р.σ. γίνομαι ρηχός, άβαθος. ПОМелЙТЬ р.σ. βλ. мелить" με σημ,. λίγο, ε- ελαφρά. помело, -а, πλθ. (σπάνια) помелья, -ьев ουδ. σκούπα σε σκουπόξυλο. помельчать ρ.σ. 1 λεπτύνομαι. 2 βλ. мель- мельчать B, 3 σημ.). поменять(ся) ρ.σ. βλ. обменять(ся). ПОМеранеЦ, ~НЦа α. 1 νεραντζιά, 2 νεράντζι. ПОМераНЦеВЫЙ επ. νεράντζινος, της νερα- νεραντζιάς ή του νεραντζιού· -ая ветка κλαδί νεραντζιάς* -ая корка νεραντζόφλουδα. II ουσ. πλθ. -ые τα εσπεριδοειδή. помереть р.σ. βλ. умереть. померещиться р.σ. βλ. мерещиться A σημ.). Помёрзлый επ. παγωμένος, καταστραμμένος απο τον πάγο. Помёрзнуть р.σ. 1 παγώνω, καταστρέφομαια- καταστρέφομαιαπο τον πάγο. 2 κρυώνω πολύ· помёрз в ожида- ожидании автобуса κρύωσα πολύ περιμένοντας το λε- λεωφορείο. померить р.σ. 1 βλ. примерить. 2 βλ. ме- мерить με σημ. λίγο. II -СЯ βλ. мериться A σημ.); померкнуть, -нет, παρλθ. χρ. померк κ. (παλ.) помёркнул, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. померкший κ. помёркнувший ρ.σ. 1 σβήνω, σι- γοσβήνω, χάνω τη φωτεινότητα, τη λάμψη. 2 μτφ. χάνω τη δύναμη, τη σημασία. Помертвелый επ. κάτωχρος, κατάχλωμος, νε- νεκρικού χρώματος. помертветь р.σ. βλ. мертветь. померцать, -ает р.σ. βλ. мерцать με σημ. λίγο. ПОМесЙТЬ р.σ. βλ. месить με σημ. λίγο. ПОмесНЫЙ επ. απο διασταύρωση· -ые ОВЦЫ προβατίνες απο διασταύρωση. помести ρ.σ. βλ. мести με σημ. λίγο. поместительность, -и α βλ. вместительность· поместительный επ., βρ·. -лен, -льна, -но βλ. вместительный. поместить, -мешу, -местйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помещённый, βρ·. -щён, -щена, -но р.σ.μ. 1 τοποθετώ, θέτω, βάζω σε θέση, εγκα- εγκαθιστώ, παρέχω θέση· -'туристов в гостинице εγκαθιστώ τους τουρίστες στο ξενοδοχείο· все КНИГИ МОЖНО - В шкафу όλα τα βιβλία μπορεί να χωρέσουν στη βιβλιοθήκη· - ребёнка в дет- детдом βάζω το παιδάκι στο παιδικό άσυλο· деньги В Сберкассу βάζω τα χρήματα στο τα- ταμιευτήριο. 2 καταχωρώ· συμπερι λαβαίνω· »статью В журнале βάζω το άρθρο στο περιοδι- περιοδικό· - Объявление В газете δημοσιεύω ανακοί- ανακοίνωση στην εφημερίδα. II -СЯ 1 χωρώ· (συμπε- (συμπεριλαμβάνομαι. 2 εγκατασταίνομαι (σε σπίτι), II κάθομαι, πιάνω θέση. ПОМёстНЫЙ επ. κτηματικός, τσιφλικάδικος, φεουδαρχικός, τιμαριακός. II ουσ. κτηματίας, τσιφλικάς, φεουδάρχης, τιμαριούχος. Поместье, -Я ουδ. κτήμα, τσιφλίκι, φέου- φέουδο, τιμάριο. II κτήμα επίκτητο (σε αντίθεση προς το κληρονομικό). поместьице, -а ουδ. μικρό τσιφλίκι, κτήμα. ПОмесь, -И θ. 1 (για ζώα κ.φυτά) διασταύ- διασταύρωση. II μιγάς· μιξογενής, κρεολός. 2 μτφ. μίγμα, ανάμιγμα· κράμα, σύγκραμα. Помесячно επίρ. μηνιαία, -ως, κατά μήνα, με το μήνα, κάθε μήνα. Помесячный επ. μηνιαίος, μηνιάτικος· -ая плата μηνιαία πληρωμή· - ДОХОД μηνιαίο έ- έσοδο. ПОМёТ, -а θ. κόπρος ζώων, η κοπριά· КО-
пом 156 пом рОВИЙ - γελαδοκοπριά, βόλιτο· - ПТИЦ κου- τσουλιά· ~ лошадей αλογοκοπριά, καβαλίνα· - коз γιδοκοπριά, βερβελιά· - мышей κάβαλο, ποντικοκάβαλο, ποντικοκούραδο, ποντικοκό- τσουλο. II (κυνηγ.) μιας γέννας· оба щенка — ОДНОГО ~а και τα δυο κουτάβια είναι μιας γέννας· зайчата ОДНОГО ~а λαγουδάκια μιας γέννας. помёта, ~ы θ. σημείωση· книга с -ами на ПОЛЯХ βιβλίο με σημειώσεις στα περιθώρια. II грамматическая - γραμματικό σημάδι (ένδειξη)' стилистическая ~ στυλιστικό σημάδι (ένδειξη)· пометать1 ρ.σ. 1 βλ. метать1 με σημ. λίγο. 2 ρίχνω, πετώ (όλο, πολύ) . II -СЯ βλ. метать- метаться1 με σημ. λίγο χρόνο. пометать2ρ σ.μ. βλ. метать2. пометить, -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помеченный, βρ: ~чен, -а, -о р.σ.μ. ση- σημειώνω· επισημαίνω, σημαδεύω· μαρκάρω. пометка, -и θ. βλ. помета Помеха, -И θ. 1 εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομ- πρόσκομμα. 2 πλθ. -И παράσιτα (παρέμβλητοι κρότοι στο ραδιόφωνο,, ασύρματο κ.τ.,τ.). помечать р.δ. βλ. пометить. II -СЯ σημει- σημειώνομαι, σημαδεύομαι, μαρκάρομαι. помечтать р.σ. ονειροπολώ για λίγο. помешанный επ. βρ: ~шан, -а, -О φρενοβλα- φρενοβλαβής, ψυχοπαθής, παράφρονας, τρελός. II μτφ. μανιώδης· λοξίας· τρελάκιας. Помешательство, -а ουδ. παραφροσύνη, φρε- νοβλάβεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια· λόξα· τρέλα. помешать1 р.σ. βλ. мешать1. помешать р.σ.μ. ανακατώνω λίγο, ελαφρά. помешаться ρ.σ. 1 παραφρονώ, τρελαίνομαι. 2 μτφ. ποθώ υπέρμετρα, τρελαίνομαι. помешивать2 ρ. δ. μ. βλ. помешать2. помешкать ρ.σ. καθυστερώ, βραδύνω, αργώ· τρενάρω. помещать р.δ. βλ. поместить. II -ся 1 βρί- βρίσκομαι, είμαι, κείμαι. 2 τοποθετούμαι. Помещение, ~Я ουδ. 1 τοποθέτηση- εγκατά- εγκατάσταση. 2 καταχώρηση, δημοσίευση (σε εφημε- εφημερίδα, περιοδικό). 3 κατάθεση χρημάτων. 4 χώρος κλειστός, αίθουσα κ.τ.τ. жилое - κα- κατοικία· караульное - σκοπιά· φυλάκιο. помещик, -а α., -Да, -Ы θ. ο, η τσιφλι- κούχος, φεουδάρχης, -ισσα, τιμαριούχος- кру- крупный - μεγαλογαιωκτήμονας, μεγαλοτσιφλικάς. помещичий, ~ЬЯ, ~ье επ. τσιφλικάδικος, φε- φεουδαρχικός, τιμαριωτικός. ПОМИГать р.σ. βλ. мигать με σημ. λίγο. ПОМИГИВаТЬ ρ.δ. βλ. мигать με σημ. ενίοτε ή ελαφρά. *ПОМИДОр, -а α. η ντομάτα (φυτό4). II η ντο- ντομάτα (καρπός). ПОМИДОРНЫЙ επ. της ντομάτας. Помилование, -Я ουδ. άφεση, συγχώρεση. II χάρη, απονομή χάρης· απόνιψη αμαρτιών, σύ- χώριο. помиловать, -лукг, -луешь р.σ.μ. 1 συγχω- συγχωρώ· ελεώ, ευσπλαχνίζομαι. 2 χαρίζω την ποι- ποινή, δίνω, απονέμω χάρη. 3 προστκ. ~луй^1а αντίρρηση, αντιγνωμία, αντίθεση)· (βρε) τι λες, πως είναι δυνατόν, ακούς εκεί, τι εί- είναι αυτά που λες. помилосердовать, -дуго, -дуешь р.σ. βλ. по- помилосердствовать. помилосердствовать, -ствуго, -ствуешь р.σ. (παλ.) βλ. милосердствовать. ПОМИМО πρόθεση με γεν. εκτός, πλην, ε- εξαιρουμένου, με εξαίρεση, εξόν, έξω, ξέχω- ξέχωρα, χώρια· - ТОГО εκτός απ' αυτό. ПОМИН, -а α. (παλ. κ. απλ.) ανάμνηση· η μνεία. II εκφρ. и -а (~у) нет α) ούτε λόγος (κουβέντα, μνεία) δεν έγινε, β) ούτε λόγος να γίνεται- И В -е нет ούτε σημάδι (δείγμα) (που να θυμίζει κάτι). Поминальный επ. (παλ. εκκλσ.) του μνημό- μνημόσυνου· - день μέρα μνημόσυνου. II αναμνηστι- αναμνηστικός. ПОМИНание, -Я ουδ. 1 ανάμνηση, (εν)θύμη- (εν)θύμηση, μνημόνευση. 2 (παλ. εκκλσ.) μνημόνειο, κατάλογος ονομάτων για μνημόνευση. ПОМИНаТЬ р.δ. 1 μνημονεύδ, κάνω μνεία, α- αναφέρω, λέγω το όνομα· МЫ ТОЛЬКО ЧТО О вас -ли εμείς μόλις τώρα λέγαμε για σας. 2 (εκκλσ.) μνημονεύω, δέομαι για την υγεία κάποιου ή για την ψυχή των πεθαμένων. 3 κάνω μνημόσυ- μνημόσυνο· μετέχω στο μνημόσυνο. Π εκφρ. - добром ή добрым СЛОВОМ θυμάμαι το καλό ή την καλή κουβέντα (λόγο)· -най как звали άμα με δεις να με χαιρετήσεις (δε με ξαναβλέπεις). II -СЯ μνημονεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. поминка, -и θ. βλ. поминок. ПОМИНКИ, -НОК, -нкам πλθ. (εκκλσ.) μνημό- μνημόσυνο· справлять - κάνω μνημόσυνο. II κόλλυβα. поминовение, -Я ουδ. (εκκλσ.)· μνημόνευση για την υγεία κάποιου ή για νεκρό. поминок, -нка α. κ. поминка, -и θ. (παλ.) αναμνηστικό δώώο, ενθύμιο, θυμητάρι. ПОМИНУТНО επίρ. κάθε λεπτό (της ώρας). ПОМИНУТНЫЙ επ. 1 με το λεπτό, για κάθε λε- λεπτό· ~ая плата πληρωμή με το λεπτό. 2 συ- συχνός, ασταμάτητος, κάθε λεπτό επαναλαβαινό- μενος. помирать ρ.δ. βλ. посереть. Π εκφρ. - со смеху πεθαίνω (ψοφώ, σκάζω) απο τα γέλια. ПОМИрЙТЬ р.σ.μ. συμφιλιώνω. Π -СЯ 1 συμ- συμφιλιώνομαι. 2 συνηθίζω, προσαρμόζομαι. 3 ικανοποιούμαι, ησυχάζω. ПОМНИТЬ, ПОМНЮ, ПОМНИПЬ ρ.δ.μ. (εν)θυμού-
пом 157 пом μαι, θυμάμαι· ~ О друзьях θυμούμαι τους φί- φίλους· ВСЮ ЖИЗНЬ буду - ЭТО αυτό θα το θυμά- θυμάμαι όλη τη ζωή. II εκφρ. - себя καταλαβαίνω (νιώθω) τον εαυτό μου· не -'себя δε θυμά- θυμάμαι τον εαυτό μου (απο μεγάλη ταραχή, φό- φόβο, φρίκη κλπ.)· И ~СЯ 1 θυμούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 στο 32 πρόσ. ενκ. -ится (παρνθ. λ.)· θυμούμαι, μου έρχεται στο νου, στο μυαλό. ПОМНОГУ επίρ. πολύ, απο πολύ, σε μεγάλη ποσότητα. помножать ρ.δ. βλ. ПОМНОЖИТЬ. II -СЯ πολ- πολλαπλασιάζομαι . ПОМНОЖИТЬ р.σ.μ. 1 πολλαπλασιάζω. 2 μτφ. αυ,ξα'ινω, μεγαλώνω, αναπτύσσω. ПОМОГа, -И θ. (παλ. и', απλ..) βοήθεια, συν- συνδρομή· υποστήριξη. помогать р.δ. βλ. помочь. ПО-МОему επίρ. κατ' εμένα, κατά τη γνώμη μου· ~ ОН - прав κατά τη γνώμη μου αυτός έχει δίκιο. II κατά το εγώ μου, όπως εγώ θέ- θέλω ή γουστάρω. ПОМОИ, ~ев πλθ. αποπλύματα. ПОМОЙка, ~и θ. βόθρος, λάκκος αποχέτευσης. .ПОМОЙНЫЙ επ. των αποπλυμάτων, για αποπλύ- αποπλύματα· ~ое Ведро κουβάς αποπλυμάτων. -ая- яма βλ. помойка. ПОМОКНУТЬ р.σ. βλ. МОКНУТЬ με σημ. λίγο. ПОМОЛ, -а α. άλεση, άλεσμα (ενέργεια). Π άλεσμα (αλεσμένο είδος). ПОМОЛВИТЬ ρ.σ. (παλ.) μνηστεύω, αρραβω- νιάζω. ПОМОЛВка, ~И 0. (παλ.) μνήστευση, αρραβώ- αρραβώνιασμα, αρραβώνα. помолец, -льда α. (όιαλκ.) 3λ. помольщик. ПОМОЛИТЬСЯ ρ.σ. βλ. молиться καθώς και με σημ. λίγο. ПОМОЛОГИЧескиЙ επ. της δεντροκομικής θεω- θεωρίας. *ПОМОЛОГИЯ, -И θ. θεωρία δεντροκομίας. помолодеть р.σ. βλ. молодеть. помолотить р.σ. βλ. молотить. ПОМОЛОТЬ р.σ. βλ. МОЛОТЬ. ПОМОЛчаТЬ р.σ. 3λ. молчать αε σημ. λίγο. ПОМОЛЬНЫЙ επ. αλεστικός. ПОМОЛЬЩИК, -а α. αλεστής (ο -ροσερχόμενος για να αλέσει). помор α., ~ка о. βλ. покоры. поморгать р.σ. 3λ. моргать иг σημ. ενίοτε, μερικές φορές. ПОМОрЙТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. ::αρλϋ. χΡ. ΠΟ- морённк::, ?ρ·- -рэн, -река, ~ре:--о 3λ. морить. ПОМОрнИК, -а α. είδος γλάρον. поморозить р.σ.μ. βλ. морозить. поморосить, ~йт р.σ. βλ. морозить με σημ. λίγο . ПОМОрскиЙ επ. παράλιος, παραθαλάσσιος· ~ие селения παραθαλάσσια κατοικημένα μέρη. поморщить( ся) ρ. σ. βλ. морщить( ся). ПОМОрЫ, -ΟΒ πλθ. (ενκ. ПОМОр, -а α., ~ка, ~И θ.) Πομόροι (ιθαγενείς Ρώσοι των παραθα- παραθαλασσίων της Λευκής θάλασσας και του Παγωμέ- μένου ωκεανού). Поморье, ~Я ουδ. τα παράλια· παραθαλάσσιο μέρος. поморяне, -рян πλθ. (ενκ. ~янин, -а, -ян- ка, ~и θ.) οι παραθαλάσσιοι κάτοικοι. поморянин α., -ка θ. βλ. поморяне. ПОМОСТ, -а α. εξέδρα. II (παλ.) ικρίωμα. II επισανίδωση (γέφυρας κ.τ.τ.). помотать ρ.σ. κουβαριάζω, περιτυλίγω. II ! κουνώ. II -СЯ βλ. мотаться A σημ.). помотать2ρ.σ. βλ. мотать' ПОМОЧИ, -ей πλθ. 1 ιμάντες, λουριά. 2 βλ. подтяжка B σημ.). II εκφρ. быть (ходить) на -ах υποτάσσομαι, ρυμουλκούμαι, εξαρτιέμαι· ВОДИТЬ на -ах έχω, κρατώ κάτω απο τη συνεχή καθοδήγηση μου. ПОМОЧИТЬ р.σ.μ. 1 βρέχω. 2 μουσκεύω.II -СЯ I βρέχομαι. 2 μουσκεύω. ПОМОЧЬ, -и θ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. ПОМОЩЬ. II εκφρ. бОГ - (παλ.) με τη βοήθεια του θε- θεού, ο θεός βοηθός. помочь, -могу, -можешь, -могут, παρλθ. χρ. ПОМОГ, -ла, -ЛО р.σ. (Ληθώ, συνδράμω, έρχο- έρχομαι αρωγός· -гите остающим βοηθείστε τους υστερούντες· она -ла ей встать αυτή τη βοή- βοήθησε να σηκωθεί- - Деньгами βοηθώ χρηματι- χρηματικά· - нужцащим βοηθώ τους αναγκεμένους. II επιδρώ· лекарство -ЛО το φάρμακο βοήθησε.II εκφρ. - горю (беде) βοηθώ στη δυστυχία. ПОМОЩНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. 1 βοηθός- - Β работе βοηθός στη δουλειά. 2 αντικαταστά- αντικαταστάτης· αναπληρωτής· - директора υποδιευθυ- υποδιευθυντής· - начальника υποδιοικητής. ПОМОЩЬ, -и θ. βοήθεια- αρωγή· συνδρομή· υ- υποστήριξη· συμπαράσταση· без посторонней -и χωρίς ξένη βοήθεια· оказать - βοηθώ, έρχο- έρχομαι αρωγός- Взаимная - αλληλοβοήθεια· звать На - καλώ σε βοήθεια- медицинская - ιατρική 3οήθεια· скорая медицинская - η πρώτη ια- ιατρική βοήθεια· С -ЬЮ ή при -И με τη βοήθεια. *ПОМПа1, -Ы θ. (γραπ. λόγος) πομπή. *помпа* -ы ο. αντλία· - яиткостей υδρα- ντλία. *ПОМПадур, -а α. σατράπης, δυνάστης, κατα- πιεστής (γ'-α διοικητικά πρόσωπα). Помпадурский επ. σατραπικός, δεσποτικός, αυταρχικός. помпадурство, -а ουδ. 1 αυταρχικότητα, σα- τραπισμός, δεσποτισμός. 2 τα κτήματα του δυνάστη.
пом 158 нон помпадурша, ~И θ. η σύζυγος ή η ευνοούμενη του δυνάστη. ПОМПёзносХЬ, -И θ. (γραπ. λόγος)· επίδει- επίδειξη πομπώδης. ♦помпезный επ., βρ: ~зен, -зна, -зно πο- πομπώδης . *ПОМПОН, ~а α. κροσσός,' θύσανος, φούντα. помрачать(ся) ρ.δ. βλ. помрачйть(ся). помрачение, -Я ουδ. συσκότιση, ~σμός· сознания συσκότιση της συνείδησης. II εκφρ. .ума ή уму помраченье εξίσταμαι, χάνω το νου μου, το μυαλό μου· μένω έκθαμβος. ПОМрачЙТЬ, -ЧЙТ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟ- мрачённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.σ.μ.1 σκοτεινιάζω· επισκοτίζω* συσκοτίζω. II μτφ. θλίβω, λυπώ, στενοχωρώ/ 2 μτφ. επισκιάζω, υ- υπερέχω, ξεπερνώ. II εκφρ. - ум ή рассудок σκοτίζω το μυαλό, το λογικό. II -СЯ 1 σκο- σκοτεινιάζω, συσκοτίζομαι, βυθίζομαι στο σκο- σκοτάδι. II αδυνατίζω, εξασθενίζω, θαμπώνω (για την όραση). 2 θλίβομαι, λυπούμαι, στενοχω- στενοχωρούμαι. Ι! £χφρ. ум ή рассудок -лея το μυα- μυαλό μου, το λογικό μου σκοτίστηκε. помрачнеть р.σ. βλ. мрачнеть. ПОМудрЙТЬ р.σ. βλ. мудрить με σημ. λίγο. помузицировать р.σ. βλ. музицировать με σημ. λίγο. помурлыкать р.σ. βλ. мурлыкать με σημ· λίγο. ПОМУСЛИТЬ ρ.σ. (απλ.) βλ. муслить με σημ. λίγο. помусолить р.σ.μ. (απλ.) βλ. помуслить. помутить ρ.σ.μ. 1 βλ. мутить Aσημ.). 2 μτφ. συσκοτίζω, συγχίζω, θολώνω. II -СЯ 1 βλ. мутЙТЬСЯ A, 2 σημ.). 2 θαμπώνω, σκο- σκοτεινιάζω· глаза -лись τα μάτια θάμπωσαν. II εκφρ. в глазах ή в голове -лось μου ήρθε σκοτοδίνη. Помутнение, ~Я ουδ. θόλωση, -μα. помутнеть, -еет р.σ. θολώνω· вода -ёет το νερό θολώνει. помучать(ся) р.σ. (απλ.) βλ. помучить(ся). помучивать р.δ. βλ. мучить με σημ, λίγο. помучить(ся) ρ.σ. βλ. мучить(ся). ПОМуШТрОВаТЬ р.σ.μ. βλ. Муштровать με σημ. λίγο. помчать(ся) ρ.σ. βλ. мчать(ся). ПОМЫкаТЬ р.6. φέρνομαι αυταρχικά, σατρα- πικά, αγριοπαίρνω. II -СЯ (απλ.) βλ. МЫ- катъся με σημ. λίγο. ПОМЫЛИТЬ(СЯ) ρ.σ. βλ. МЫЛИТЬ(СЯ) με σημ. λίγο. помысел κ. (παλ.) помысл, -ела α. (γραπ. λόγος), σκέψη, ιδέα" σκοπός, πρόθεση, βλέ- βλέψη, επιδίωξη. ПОМЫСЛИТЬ ρ.σ. βλ. ПОМЫШЛЯТЬ. помытарить(ся) ρ.σ. βλ. мытарить(ся). помыть(ся) ρ.σ. βλ. мыть(ся). ПОМУчать р.σ. βλ. мычать με σημ. λίγο. ПОМЫШЛёние, -Я ουδ. σκέψη, διαλογισμός, διανόηση, στοχασμός·. ПОМЫШЛЯТЬ ρ.δ. (παλ.) σκέπτομαι, συλλογί- μαι, διανοούμαι. II διαλογίζομαι, βάζω με το νου μου, στοχάζομαι. ПОМЯНУТЫЙ επ. απο μτχ. αναφερμένος, ειπω- μένος, (προ)μνημονευμένος, (προ)ειρημένος. помянуть ρ.σ. βλ, поминать. II ен«рр.~ймой слова ' θυμήσου τα λόγια μου* не тем будь -нут δυστυχώς (μετά λύπης μου) θα θυμίσω, ή θα αναφέρω, θα πω. ПОМЯТЫЙ επ. απο μτχ. τσαλακωμένος.II μτφ. βαρύθυμος, δύσθυμος, κατσουφιασμένος· μαχ- μουρλής. ПОМЯТЬ(СЯ) ρ.σ. βλ. МЯТЬ(СЯ). понаблвдать р. σ. βλ. наблюдать με ση μ. λίγο. понабрать(ся) р.σ. βλ. набрать(ся). ПОНабросаТЬ р.σ.μ. ρίχνω, πετώ απο λίγο - λίγο, βαθμιαία. понаведаться р.σ. βλ. наведаться. понавезти ρ.σ.μ. βλ. навезти (ΐσημ.)λίγο. понавешать ρ.σ.μ. βλ. навешать1 με σημ. βαθμιαία. понавидаться ρ.σ. βλ. навидаться με σημ· βαθμιαία. понаглеть р.σ. βλ. наглеть. понаглядеться р.σ. βλ. понасмотреться. понагнать ρ.σ. βλ. нагнать Cσημ.). ПО-наД πρόθ. με οργν. επί, επάνω, πάνω απο. понаделать ρ.σ.μ. βλ. наделать A,3 σημ.). ПОНадеЯТЬСЯ р.σ. ελπίζω, στηρίζω τις ελ- ελπίδες. II βασίζομαι, εμπιστεύομαι. понадобиться, -бЛГОСЬ,-бИШЬСЯ р.σ. χρειά- χρειάζομαι* έχω ανάγκη* если -ИТСЯ αν θα χρεια- χρειαστεί, σε περίπτωση ανάγκης" -лись деньги χρειάστηκαν χρήματα. понаехать ρ.σ. βλ. наехать B σημ.). понанести р.σ.μ. βλ. нанести (ι,2,8 σημ.) · понапрасну επίρ. μάταια, άσκοπα, άδικα, στά χαμένα. понаслышке επίρ. ακουστά, εξ ακοής. понасмотреться р.σ. βλ. насмотреться με σημ. βαθμιαία. понаставить р.σ.μ. βλ. наставить1 με σημ. βαθμιαία. понастроить ρ.σ.μ. βλ. настроить (ίσημ.)· με σημ. βαθμιαία. понатаскать р.σ.μ. βλ. натаскать' A,2, 3 σημ.) . понатереться, -трусь, -трёшься, παρλθ. χρ. -тёрся, -лась, -лось р.σ. (απλ.) τρίβομαι, αποκτώ πείρα. понатореть ρ.σ. (απλ.) βλ. натореть με
пон 159 ПОН σημ. βαθμιαία. понатужиться р.σ. βλ. натужиться με σημ. ακόμα λίγο. поначалу επίρ. βλ. сначала. ПО-НашемУ επίρ. κατ' εμάς, κατά τη γνώμη μας· κατά τη συνήθεια μας, κατά το έθιμο μας. ПОНашиТЬ ρ.σ.μ. βλ. нашить με σημ. βαθ- βαθμιαία. ПОНёВа, -Ы θ. (διαλκ.) φούστα. Поневоле επ'ιρ. άθελα, αθέλητα, παρά τη θέ- θέληση" μου, ακούσια. Понедельник, ~а α. Δευτέρα· ПО -ам κάθε Δευτέρα* ЧИСТЫЙ ~ η Καθαρή Δευτέρα' страст- НЫЙ ~ (εκκλσ.) η Μεγάλη Δευτέρα (των παθών). Понедельно επίρ. κάθε εβδομάδα, εβδομαδι- εβδομαδιαία, βδομαδιάτικα. Понедельный επ. εβδομαδιαίος, βδομαδιάτι- βδομαδιάτικος· επταήμερος. ПОНёже σύνδ. (παλ.) επειδή, γιατί, διότι. ПОНвЖИТЬ(СЯ) ρ.σ. βλ. нёжить(ся) με σημ. λίγο. понежничать р.σ. βλ. нежничать με σημ. λίγο. понемногу επίρ. 1 απο λίγο· он ест -, но часто αυτός τρώγει απο λίγο, όμως συχνά. 2 βαθμιαία, βαθμηδόν και κατ' ολίγον, μικρόν κατά μικρόν, ολίγον κατ' ολίγον. 3 έτσι κι έτσι (σε απάντηση: πως είστε απο υγεία). понемножку επίρ. βλ. понемногу. понервничать ρ.σ. βλ. нервничать με σημ. λίγο. понести ρ.σ. 1 μ. βλ. нести (ίσημ.). 2 μεταφέρω, μετακινώ ταχύτατα, ολοταχώς. 3 φεύγω με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζω. 4 σηκώ- σηκώνω· φέρω· παρασύρω. II τραβώ, σύρω, σέρνω. 5 φυσώ, μπαίνω (για άνεμο, ψύχος). 6 υποφέρω, δοκιμάζομαι, υποβάλλομαι σε· - наказание τι- τιμωρούμαι· - поражение νικιέμαι, ηττώμαι* ОНИ -СЛИ большие потери αυτοί είχαν μεγά- μεγάλες απώλειες. 7 αρχίζω να λέγω (ανοησίες, κουταμάρες κ.τ.τ.). 8 κουβαλώ. 9 (παλ.) βλ. забеременеть. II ~сь 1 βλ. нестись A σημ.). 2 αναδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για μυ- μυρουδιά) . *ΠΟΗΗ άκλ. α. πόνεΰ, μικρόσωμο άλογο. понижать(ся) ρ.δ. βλ. понйзить(ся). Понижение, ~Я ουδ. ελάττωση, μείωση, λιγό- στεμα· κατέβασμα· πτώση· - цен μείωση των τιμών ~ ГОЛОСЭ χαμήλωμα της φωνής· - тем- пературы πτώση της θερμοκρασίας. II υποβί- υποβίβαση· - ДОЛЖНОСТИ υποβίβαση του αξιώματος. 2 χαμηλό μέρος. * Пониженный επ. απο μτχ. χαμηλός, μειωμέ- μειωμένος, ελαττωμένος, κάτω του κανονικού· -8Я температура υποθερμία· -ое настроение αθυ- μία, δυσθυμία, ανορεξία, ακεφιά, βαριοθυμιά. ПОНИЗИТельнЫЙ επ. της μείωσης, του υποβι- υποβιβασμού· -ая подстанция υποσταθμός υποβιβα- υποβιβασμού της τάσης. ПОНИЗИТЬ, -НЙжу, -НЙЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пониженный, βρ: -жен, -а, ~о р.σ.μ. 1 χαμηλώνω· - забор χαμηλώνω τον περίβολο. 2 μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω* κατεβάζω· давление ελαττώνω την πίεση· - цену μειώνω την τιμή· ~ температуру κατεβάζω τη θερμο- θερμοκρασία. 3 υποβιβάζω (βαθμό, αξίωμα). II μουσ. χαμηλώνω· - ТОН струны χαμηλώνω τον τόνο της χορδής· - ГОЛОС χαμηλώνω τη φωνή. II -СЯ 1 χαμηλώνω, γίνομαι πιο χαμηλός. 2 μειώνο- μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω· κατεβαίνω. ПОНИЗОВЫЙ επ. (παλ.) του κάτω ρου. ПОНИЗОВЬе, -Я ουδ. (παλ.) περιοχή του κά- κάτω ρου (του ποταμού). ПОНИЗУ επίρ. χαμηλά, κάτω. поникать р.δ. βλ. поникнуть. ПОНИКЛЫЙ επ. γερμένος, γυρτός, κυρτός, σκυ- σκυφτός· κατεβασμένος· С -ОЙ ГОЛОВОЙ με σκυμ- σκυμμένο το κεφάλι" - Взор χαμηλωμένο βλέμμα.· поникнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поник, -ла, -Л0, μτχ. παρλθ. χρ. поникший κ. по- поникнувший ρ.σ. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω, ρέπω, λυγίζω* χαμηλώνω, σκύβω· КОЛОСЬЯ пше- НЙЦЫ -КЛИ ОТ бури τα στάχια του σιταριού έπεσαν απο τη θύελλα· - голову σκύβω το κε- κεφάλι. II μτφ. δυσθυμώ, β&ρυοθυμώ, σκυθρωπά- ζω, γίνομαι κατηφής. II εχφρ. - духом μελαγ- μελαγχολώ· απελπίζομαι, χάνω το ηθικό. понимание, -Я ουδ. 1 κατανόηση· трудная ДЛЯ -я тема δυσκολοκατανόητο θέμα*доступный -Ю κατανοητός, εύληπτος· взаимное - αλληλο- αλληλοκατανόηση. 2 αντίληψη· ερμηνεία, εξήγηση* материалистическое - истории υλιστική α- αντίληψη της ιστορίας. Понимать р.δ. 1 βλ. ПОНЯТЬ. 2 εννοώ, κα- καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα, αντιλαμβάνομαι· Я не -аю ПО-немецки δεν καταλαβαίνω γερμα- γερμανικά" ВЫ меня -ете? με καταλαβαίνετε; Я вас хорошо -аго σας καταλαβαίνω καλά· ОН ничего не -ает αυτός τίποτε δεν καταλαβαίνει. II εχφρ. -аешь, -аете ή -аешь ли, -аете ли (ως παρνθ. λ.) καταλαβαίνεις, ~ετε· я, -аешь ли, опоздал καταλαβαίνεις, άργησα" ВОТ ЭТО Я и понимаю αυτό μάλιστα το καταλαβαίνω (είναι καλό, όπως πρέπει). И ~СЯ εννοούμαι, γίνο- γίνομαι αντιληπτός κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОНОВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поновлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р, σ.μ. (παλ.) βλ. подновить. ПОНОВЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ПОДНОВЙТЬ(СЯ). ПО-НОВОМу επίρ. με το νέο, με το καινού- καινούριο- - календарю με το νέο ημερολόγιο. II με το νέο τρόπο.
пон 160 поо ПОНОЖИ, -ей πλθ. μέρος πανοπλίας των κάτω ПОНОЖОВЩИНа, -Ы θ. μαχαιροκαβγάς. ПОНОМарСКИЙ επ. του ιεροφύλακα* του σκευο- φύλακα. *ПОНОМарь, -Я α. ιεροφύλακας· σκευοφύλακας. ПОНОС, -а α. διάρροια, ευκοιλιότητα. ПОНОСЙГЬ(СЯI ρ.σ. βλ. НОСИТЬ(СЯ). ПОНОСИТЬ2ρ.δ.μ. μαλώνω· βρίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. ПОНОСка, -И θ. τσ αντικείμενο που μεταφέ- μεταφέρει ο σκύλος με τα δόντια. II εξάσκηση του σκύλου στη μεταφορά πραγμάτων. ПОНОСНЫЙ επ. υβριστικός· προσβλητικός. ПОНОшёние, -Я ουδ. μάλωμα" βρ'ισιμο, εξύ- εξύβριση. II προσβολή. II προσβλητικά λόγια, βα- βαριά λόγια. ПОНОшенНЫЙ επ. απο μτχ. φορεμένος, τριμ- τριμμένος, μεταχειρισμένος. понравиться р. σ. βλ. нравиться. ПОНТёр, ~а α. (χαρτπ.) πονταριστής. ♦понтировать, -руга, -руешь ρ.δ.(χαρτπ.) πο- ποντάρω. *ΠΟΗΤΟΗ, ~а α. 1 πλοιάριο (για στήριξη γέ- γέφυρας). II πλωτή γέφυρα (με πλοιάρια). 2 κε- κενό σώμα. 3 παλαιό πλοίο χρησιμοποιούμενο ως κάτεργο. ПОНТОНёр, -а α. γεφυροποιός πλωτών γεφυ- γεφυρών . ПОНТОННЫЙ επ. του γεφυροποιού, ~ών ~ая рота λόχος γεφυροποιών. II εκφρ. ~ мост πλω- πλωτή γέφυρα. Понудительный επ. παρακινητικός, παροτρυ- παροτρυντικός, προτρεπτικός, παρορμητικός. ПОНУДИТЬ, -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. понуждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω*παρορμώ. понуждать р.δ. βλ. понудить. ПОНуЖДёНИе, -Я ουδ. παρακίνηση, παρότρυν- παρότρυνση, προτροπή· παρόρ μτρτη, παρώθηση. ПОНукаНИе, -Я ουδ, προτροπή, παρόρμηση(με τις λέξεις Ну, НО ντε, έλα, άιντε). ПОНукаТЬ р.δ.μ. προτρέπω, παρορμώ φωνάζο- φωνάζοντας ну, НО έλα, άιντε, ντε. II μτφ. φωνάζω εμπρός, γρήγορα. понуривать(ся) р.δ. βλ. понурить(ся). ПОНУРИТЬ р.σ.μ. (με τη λ. ГОЛОВа)· χαμη- χαμηλώνω, σκύβω, κατεβάζω· κλίνω, γέρνω. II -СЯ χαμηλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ., θλίβομαι. ПОНУРОСТЬ, -И В. θλιμμένο σκύψιμο του κε- κεφαλιού . ПОНурыЙ επ., βρ: ~нур, ~а, -О σκυφτός, με σκυμμένο το κεφάλι, κατηφής. II λυπημένος, θλιμμένος. *ПОНЧИК, -а α. (παλ.) λουκουμάς. ПОНЫНе επίρ. (παλ.) ως (μέχρι) τώρα, μέ- μέχρι του νυν (προέρχεται απο ελληνικό νυν). понырять ρ.σ. βλ. нырять (.1,3 στηι·) · понюх, -а α., (παλ.) βλ. понюшка. II εκφρ. ни за ~ табаку (пропасть, погибнуть κ.·τ.τ.) βλ. ίδια έκφρ. στη· λ. ПОНЮШка. понюхать ρ.σ. βλ. нюхать. II εκφρ. ни - не дать δε δίνω καθόλου, ούτε μια στάλα, ούτε τόσο δα. понюхивать ρ.δ. βλ. нюхать με σημ. ενίοτε. понюшка, -и θ. 1 βλ. нюханье. 2 λιγάκι, ελάχιστο, μια στάλα, μια πρέζα. II εκφρ. НИ за -у табаку (пропасть, погибнуть κ.τ.τ.) ε- εντελώς στα χαμένα, άδικα των αδίκων, για το τίποτε, εντελώς τζάμπα. ПОНЯНЧИТЬ(СЯ) ρ.σ. βλ. НЯНЧИТЬ(СЯ) με σημ. λίγο. ПОНЯТие, -Я ουδ. 1 έννοια· νόημα* СОДер- жание -Я το περιεχόμενο του νοήματος ή της έννοιας· ~ прибавочной стоимости η έννοια της υπεραξίας. 2 ιδέα, γνώση* когда ОН при- ■ едет?— -Я не имею πότε αυτός θα έρθει; — ιδέα δεν έχω, καθόλου δεν ξέρω. II αντίληψη· -я и предрассудки αντιλήψεις και προλή- προλήψεις· применяться к ~ям слушателей παίρνω υπόψη το επίπεδο αντίληψης του ακροατηρίου. II γνώμη. II διάνοια, νους, ικανότητα διανοη- διανοητική. II εκφρ. дать - δίνω να καταλάβει. ПОНЯТЛИВОСТЬ, -И θ. νοημοσύνη. ПОНЯТЛИВЫЙ επ., βρ; ЛИВ, -а, -О νοήμονας, ευφυής, έξυπνος. ПОНЯТНО 1 επίρ. κατανοητά, αντιληπτά, κα- καταληπτά. 2 ως κατηγ. είναι κατανοητός, αντι- αντιληπτός · εννοείται, εξυπακούεται. ПОНЯТНОСТЬ, -И θ. κατανόηση, αντιληπτικό- αντιληπτικότητα. ПОНЯТНЫЙ επ., βρ: -тен, -ТНа, ~ТНО. 1 ευ- ευνόητος, καταληπτός, ευκατάληπτος, εύληπτος, ευκατανόητος· мало - λίγο καταληπτοί· трудно ~ое слово δυσκολονόητη λέξη. II νοη- νοητός, καταληπτός. 2 (παλ.) βλ. ПОНЯТЛИВЫЙ. II εκφρ. -ое дело ή -ая вещь βλ. понятно B ση μ). ПОНЯТОЙ, -ОГО α. επίστμος μάρτυρας σε α- ασκούμενη έρευνα κ.τ.τ. понять, пойму, поймешь, παρλθ. χρ. понял, ~ла, -ло р.σ.μ. βλ. понимать. II εκφρ. дать - δίνω να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό). ПООбВЫКНуТЬ ρ.σ. (απλ.)■συνηθίζω λίγο-λί- γο, βαθμιαία. пообедать ρ.σ. τρώγω, γευματίζω. ПООбещать ρ.σ. υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση. II -СЯ υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση. пообжиться, -живусь, -живёщься, παρλθ. χρ. пообжился, -лась, -лось ρ.σ. (απλ.) βλ. об- обжиться με σημ. λίγο, βαθμιαία. пообноситься ρ.σ. (απλ.) βλ. обноситься1 με σημ. βαθμιαία, ελαφρά.
поо 161 ПООбОДЦаТЬ ρ.σ. (απλ.) περιμένω λίγο. ПООборваТЬСЯ ρ.σ. (απλ.)- (ξε)σχίζομαΐ, κουρελιάζομαι βαθμιαία. ПООбСОХНуТЬ ρ.σ. βλ. Обсохнуть με σημ. ε- ελαφρά, βαθμιαία. пообтереться ρ.σ. (απλ.) βλ. обтереться με σημ. ελαφρά, βαθμιαία. пообтрепаться ρ.σ. βλ. обтрепаться με σημ. λίγο, βαθμιαία. Поодаль επίρ. λίγο πιο πέρα, παραπέρα, λί- λίγο πιο μακριά, παρέκει. Поодиночке επίρ. ένας-ένας, κατ' άτομο, α- ανά-ένας. поозорничать ρ.σ. βλ. озорничать με σημ. λίγο. пооригинальничать р..σ. βλ. оригинальни- оригинальничать για λίγο χρόνο. поосмотреться ρ.σ. βλ. осмотреться με σημ. λίγο, βαθμιαία. поостеречься ρ.σ. βλ. остеречься με σημ. ως ένα βαθμό. ПООСТРИТЬ ρ.σ. βλ. острить2με σημ. λίγο. ПООСТЫТЬ ρ.σ. βλ. ОСТЫТЬ με σημ. λίγο, βαθ- βαθμιαία. ПООТВЫКНУТЬ ρ.σ. βλ. отвыкнуть με σημ. λί- λίγο, βαθμιαία. ПООТДОХНуть ρ.σ. βλ. отдохнуть με σημ. λίγο. · ПООТСТатЬ ρ.σ. βλ. отстать με σημ. λίγο. ПООхать ρ.σ. βλ. Охать με σημ. λίγο. ПООХОТИТЬСЯ ρ.σ. κυνηγώ λίγο, πηγαίνω λί- λίγο κυνήγι. Поочерёдно επίρ. με τη σειρά, με την αρά- αράδα, αράδα-αράδα* αραδιαστά. ПООЧерёДНЫЙ επ. αραδιαστός, διαδοχικός. поощрение, ~Я ουδ. ενθάρρυνση* εμψύχωση. поощрительный επ. ενθαρρυντικός* εμψυχω- τικός* -ая улыбка ενθαρρυντικό χαμόγελο. поощрить ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟ- ощрённый, βρ·. ~рён, -рена, -рено βλ. поощ- поощрять. ПООЩРЯТЬ р.δ.μ. ενθαρρύνω* εμψυχώνω. II -СЯ ενθαρρύνομαι" εμψυχώνομαι. ПОП, -а α. παπάς, ιερέας. II εκφρ". на -а κάθετα. Попадание, -Я ουδ. πτώση· - В цель πτώση στο στόχο. попадать ρ.σ. πέφτω (για όλα, πολλά). попадать(ся) р.δ. βλ. попасть(ся). *ПОПаДЬЯ, -Й, γεν. πλθ. ~ДеЙ, δοτ. -ДЬЯМ θ. η παπαδιά. ПОПаЛЙТЬ1 р.σ.μ. βλ. палить1 με σημ. λίγο. попалить2 ρ.σ. βλ. палить2^г σημ. λίγο. ПОПариТЬ ρ.σ. βλ. парить με σημ. λίγο. ПОПарЙТЬ ρ.σ. βλ. парить με σημ. λίγο. попариться ρ.σ. βλ. париться (з σημ.). поп Попарно επίρ. ζευγαρωτά, κατά ζεύγη, δυο- δυο, ανά δυό, κατά δυάδες. ПОПаСТИ(СЬ) ρ.σ. βλ. пастЙ(СЬ) με σημ. λίγο. попасть, -паду, -падёшь, παρλ. χρ. попал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ. 1 πέφτω* πετυχαίνω* βρίσκω* χτυπώ* камень -ал В ОКНО η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο* Пуля -ла ему В плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο. 2 βρίσκομαι (κυρίως απροσδόκητα)* ОН -ал ПОД суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο· - ПОД ДОВДЬ με πιάνει η βροχή* ОН -ал В МИЛИ- МИЛИЦИЮ αυτόν τον έπιασε η αστυνομία* - В заса- засаду πέφτω σε ενέδρα: мальчик -ал под маши- машину το παιδάκι το πάτησε το αυτοκίνητο. II εισ- εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι* как ТЫ сюда -ал? πως έπεσες εδώ; II βρίσκω τυ- τυχαία, συναντώ* ~ на след πέφτω σε ίχνος. 3 πέφτω άθελα, σκοντάφτω* ~ В лужу πέφτω στη λούτσα. 4 ИЕ ρΐ-χνει, -ουν, κρίνομαι, προσδι- προσδιορίζομαι* ОН -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό. II εισάγομαι, μπαίνω* ОН -ал В ин- институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο. 5 βλ. попасться B σημ.). 6 (απρόσ.)· (για τιμω- τιμωρία)* θα τις φας ή τις έφαγες* θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ. 7 παρλθ. χρ. ουδ. -ЛО; где -ЛО όπως (όπου) τύχει (λά- (λάχει)· кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λά- (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι. II εχφρ. - на гла- за με πήρε το μάτι (το,υ)* чем (НИ) -ЛО με ό,τι βρέθηκε μπροστά. II -СЯ 1 πέφτω, πιάνο- πιάνομαι, συλλαμβάνομαι* - В плен πιάνομαι αιχ- αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)* ОН -ЛСЯ В капкан αυτός έπεσε στην παγίδα* ОН -ЛСЯ αυτός συ- νελήφτηκε. 2 συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. II βρίσκομαι τυχαία, μου πέ- πέφτει (στα χέρια). II εχφρ. - В глаза πέφτω \υχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία* первый по- попавшийся α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδή- οποιοσδήποτε, ο τυχών. ПОПахать ρ.σ. οργώνω λίγο. попахивать, -ает ρ.δ. αμ. καθώς к. απρόσ. μυρίζω. Попевать ρ.δ.μ.κ.αμ. τραγουδώ ενίοτε. попенять ρ.σ. βλ. пенять. Попервоначалу επίρ. (απλ.) απο την αρχή. поперёк επίρ. κ. πρόθ. εγκάρσια"κατά πλά- πλάτος, κατά φάρδος. Π βλ. наперекор. Попеременно επίρ. εναλλάζ, εκ περιτροπής. попереть, -пру, -прёшь, παρλθ. χρ. попёр, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. попёртый, 0р: -пёрт, -а, ~О ρ.σ. (απλ.) 1 κινούμαι προς, κατευθύνομαι. 2 διώχνω, εκδιώκω. 3 μεταφέ- μεταφέρω, κουβαλώ. II -СЯ κινούμαι προς, κατευθύ- κατευθύνομαι . ПОПерёчина, -Ы θ. δοκός εγκάρσια, διαδο- κίδα, τραβέρσα.
поп 162 поп поперечить, -чу, -ЧИШЬ р.σ. με δοτ. αντι- αντιλέγω, αντιτείνω, φέρω αντιρρήσεις, πηγαίνω αντίθετα, κόντρα. ♦ Поперечник, ~а α. 1 πλάτος κυκλικού σώμα- σώματος, έκτασης. 2 (παλ.) αντιρρησίας, πνεύμα αντί λογίας. Поперечный επ.1 εγκάρσιος· κάθετος. 2 ενά- ενάντιος, αντίθετος, αντιλέγων, αντιφρονών. II εκφρ. ~ая пила πριόνι εγκάρσιας τομής. поперхнуться, -нусь, -нёшься р.σ. πνίγο- πνίγομαι στο λαιμό, μου σκαλώνει κάτι στο λαιμό. II κομπιάζω, μου-κόβεται η φωνή. ПОпёрчиТЬ ρ.σ.μ. πιπερώνω ελαφρά, λίγο. ПОПёть р.σ. τραγουδώ λίγο. ПОЦвчение, -Я ουδ. κηδεμονία, προστασία* μέριμνα, φροντίδα. попечитель, -Я α., -НИЦа, -не.1 κηδεμό- κηδεμόνας, προστάτης. 2 (παλ.) επιτηρητής· έφορας. попечительный επ. βλ. заботливый. попечительский επ. κηδεμονικός, του κηδε- κηδεμόνα. попечительство, -а ουδ. 1 κηδεμονία, προ- προστασία" φροντίδα, μέριμνα. 2 ίδρυμα φιλαν- φιλανθρωπικό. 3 το αξίωμα του έφορα. попечительствовать, -ствуго, -ствуешь р. δ. κηδεμονεύω. II εφορεύω, επιβλέπω. ШПёчь(СЯ) ρ.σ. βλ. печь(СЯ) με σημ. λίγο. ПОПИВаТЬ р.δ. 1 πίνω απο λίγο. 2 πίνω(με- πίνω(μεθώ) πότε-πότε. ПОПИЛИТЬ ρ.σ.μ. βλ. пилить με σημ. λίγο. попирать р.δ.μ. 1 πατώ, ποδοπατώ, τσαλα- τσαλαπατώ. 2 μτφ. παραβιάζω κατάφωρα· - права τσαλαπατώ τα δικαιώματα" - закон τσαλαπατώ το νόμο. И -СЯ 1 ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέ- τσαλαπατιέμαι. 2 μτφ. παραβιάζομαι κατάφωρα. попировать р.σ. βλ. пировать με σημ. λίγο. ПОПИСать р.σ. βλ. писать με σημ. λίγο. II εκφρ. ничего не -шешь δε μπορείς να κάνεις (κι) αλλιώς ή διαφορετικά. Попискивание, -Я ουδ. πίπισμα, τιτίβι- τιτίβισμα, τερέτισμα. ШШИСКИВаТЬ р.δ. βλ. ПИЩаТЬ με σημ. ενί- ενίοτε, σιγά. ПОПЙСЫВаТЬ р.δ. βλ. писать με σημ. ενίοτε. ПОПИТЬ р.σ. βλ. ПИТЬ καθώς και με σημ.λίγο. попка? -и θ. βλ. попугай. попка? -И θ. (για παιδάκι) ο κωλάκος. поплавать р.σ. βλ. плавать με σημ. λίγο. ПОПЛаВКОВЫЙ επ. με πλωτήρα. ПОВЛаВОК, -вка α. 1 ο φελός της πετονιάς. II αντικείμενο επιπλέον. 2 κατασκεύασμα πά- πάνω απο την επιφάνεια του νερού. 3 συσκευή πλωτή· МОСТ на -ах πλωρή γέφυρα. 4 πλωτήρας υδροπλάνου. поплакать(ся) р.σ. βλ. плакать(ся) με σημ. λίγο. поплатиться, -ачусь, -атишься р.σ. πληρώ- πληρώνω* - ЖИЗНЬЮ πληρώνω με τη ζωή" ~ дорого (την) πληρώνω ακριβά· ОН -ЛСЯ здоровьем за эту неосторожность την πλήρωσε με την υγεία αυτή του την απροστεξία* - за СВОЮ ОЩЙбку πληρώνω το λάθος μου' ОН за ЭТО -ЙТСЯ θα (μου) το πληρώσει αυτό (θα τον εκδικηθώ). поплевать р.σ. φτύνω μερικές φορές. поплёвывать р.δ. βλ. поплевать. поплескать(ся) ρ.σ. βλ. плескать(ся) με σημ. μερικές φορές. поплёскивать р.δ. βλ. плескать με σημ. ε- εν ίοτε. поплести р.σ. βλ. плести με σημ. λίγο. поплестись р.σ. βλ. плестись. ♦ПОПЛИН, ~а α. ποπλίνα. ПОПЛИНОВЫЙ επ. της ποπλίνας· απο ποπλίνα· поплотнеть ρ.σ. βλ. плотнеть. поплутать ρ.σ. βλ. плутать με σημ. λίγο. ПОПЛЫТЬ ρ.σ. αρχίζω να πλέω ή να κολυμπώ. поплясать ρ.σ. βλ. плясать με σημ. λίγο. II εκφρ. ты у меня -шешь θα σε χορέψω στο τα- ταψί Fα μου το πληρώσεις). ПОПЛЯСЫВать р.δ. βλ. плясать με σημ. λί- λίγο, ενίοτε. ПОПОВИЧ,-а α. παπαδοπαίδι, παπαδόπουλο. ПОПОВНа, ~ы θ. παπαδοπούλα. ПОПОВНИК, -а α. είδος μαργαρίτας. ПОПОВСКИЙ επ. παπαδίστΛιος, ιερατικός. ПОГОВЩИНа, -Ы θ. (περίφρ.) προλήψεις θρη- θρησκευτικές (κληρικές). попозировать р.σ. βλ. позировать με σημ. λίγο. ПОПОИТЬ ρ.σ. βλ. ПОИТЬ. ПОПОЙка, ~и θ. πιοτ'ι, γλέντι. ПОПОЛам επίρ. στη μέση, στα δυο, εζ ημι- ημισείας· делить - μοιράζω στη μέση. II μισό και μισό, ανακατωμένα· вода - С ВИНОМ μισό νε- νερό μισό κρασί (κρασόνερο). пополдничать р.σ. βλ. полдничать. поползать р.σ. βλ. ползать με σημ. λίγο. Поползновение, -Я ουδ. διάθεση, πρόθεση. II τάση, ροπή. ПОПОЛЗТИ р.σ. βλ. ПОЛЗТИ με σημ. αρχίζω. пополнение? -Я ουδ. συμπλήρωση, κάλυψη υ- υπάρχοντος κενού· - флотта новыми единицами συμπλήρωση του στόλου με ν·έες μονάδες (σκά- (σκάφη) . II ενίσχυση· прибытие на фронт -ий ά- άφιξη ενισχύσεων στο μέτωπο. Пополнение? -Я ουδ. χόντρεμα, γέρεμα, πά- πάχυνση. пополнеть ρ,σ. βλ. полнеть. ПОПОЛНИТЬ ρ.σ.μ. συμπληρώνω, αυξαίνω1 запасы ПРОДОВОЛЬСТВИЯ συμπληρώνω τις προ- προμήθειες. || _ся συμπληρώνομαι, αυξάνομαι,
поп 163 поп ενισχύομαι" отряд -лея το τμήμα συμπληρώθη- συμπληρώθηκε (ενισχύθηκε). ПОПОЛНЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. ПОПОЛНИТЬ(СЯ). пополоскать(ся) ρ.σ. β\. полоекать(ся). με σημ. λίγο. ПОПОЛОТЬ ρ.σ. βλ. полоть με σημ. λίγο. ПОПОЛУДНИ επίρ. μετά το μεσημέρι, το απο- απομεσήμερο, το μεταμεσήμερο. ПОПОЛУНОЧИ επίρ. μετά τα μεσάνυχτα. ПОПОЛЬЗОВаТЬ, -ЗУЮ, -зуешь р.σ.μ. (παλ.) θεραπεύω, γιατρεύω. попользоваться, -зуюсь, -зуешься ρ.σ. ι βλ. воспользоваться. 2 (παλ.) θεραπεύομαι. ПОПОМНИТЬ ρ.σ. θυμούμαι, το κρατώ στη μνή- μνήμη, δεν ξεχνώ (για εκδίκηση κ.τ.τ.). II εκφρ. ПОМНИ моё слово ή меня θυμήσου τα λόγια μου ή εμένα (θα συμβεί, όπιος σου λέγω). ПОПОНа, -Ы 6. κάλυμμα των ζώων, το παρα- πλευρίδιο, ПОПОрОТЬ1ρ.σ.μ. βλ. ПОрОТЬ1 με σημ. λίγο. ПОПОрОТЬ2ρ.σ.μ. βλ. пороть2 με σημ. λίγο. попорти1Ь(ся) ρ.σ. βλ. испортить(ся) με σημ. λίγο. ПОПОТётЬ ρ.σ. βλ. потеть με σημ. λίγο. попотчевать ρ.σ. βλ. потчевать. поправение, -Я ουό. κλίση, τράβηγμα πιο δεξιά (για πεποιθήσεις κ.τ.τ.). поправеть, -Еёю, -веешь ρ.σ. γίνομαι πιο δεξιός, πηγαίνω πιο δεξιά (για πεποιθήσεις ιδεολογία κ.τ.τ.). Поправимый επ., βρ·. -ВЙМ, -а, -Ο διορθώ- σιμος, επανορΟώσιμος. Поправить1 -ВЛЮ, -вишь ρ.σ.μ. 1 (επι)δι- ορΡωνω, επισκευάζω· - телегу επισκευάζω το αμάξι. 2 εξαλείφω· ~ ошибку διορθώνω το λά- λάθος· - рисунок διορθώνω το ιχνογράφημα. II υποδείχνω το λάθος· - собеседника διορθώνω το συνομιλητή. 3 τακτοποιώ. 4 αποκατασταί- νω, αποκαθιστώ· καλυτερεύω· ~ здоровье κα- καλυτερεύω την υγεία. II -СЯ 1 διορθώνω το λά- λάθος μου. 2 τακτοποιούμαι, φτιάχνομαι, παίρ- παίρνω την πρέπουσα θέση, πόζα. 3 διορθώνομαι, καλυτερεύω" αναλαμβάνω. II δυναμώνω, γερεύω. Поправить2 ρ. σ. βλ. править με σημ. για λί- λίγο χρόνο. поправка, -И θ. 1 διόρθωση, επιδιόρθωση· επανόρθωση· επισκευή. 2 αποκατάσταση· καλυ- καλυτέρευση. 3 τακτοποίησα. II δυνάμωμα, γέρεμα. поправление, -я ουδ. βλ. поправка. поправлять(ся) р.δ. βλ. поправить(ся). попраздновать ρ.σ. βλ. праздновать. попрактиковать ся) ρ. σ. βλ. практаковать(ск) με σημ. λίγο χρόνο. попрание, -Я ουδ. παραβίαση, καταπάτησα, ποδοπάτηση, τσαλαπάτημα (για νόμους, δικαι- δικαιώματα κ.τ.τ.) попрать, παρλθ. χρ. пограл, ~ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. попранный, βρ: -ран, ~э, ~о ρ.σ. βλ. попирать. попрашивать р.δ. ζητώ πότε-πότε. ПО-прёжнему επίρ. όπως πρώτα, όπως πριν ή προηγούμενα ή πρωτύτερα. попрёк, -а α. βλ. упрёк, укор. попрекать р.δ. βλ. попрекнуть. попрекнуть р.σ.μ. μέμφομαι, κακίζω, ψέγω. попреть ρ.σ. βλ. сопреть, сгнить. ПОПРИВЫКНУТЬ ρ.σ. βλ. ПРИВЫКНУТЬ με σημ. βαθμιαία. попридержать ρ.σ. βλ. придерзать με σημ. λίγο. II (απλ.) κρατώ, διατηρώ, δεν ξοδεύω. ПОПрЙТЧИТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.σ. (παλ.) αναπολώ· αναθυμούμαι, αναμιμνήσκομαι. II (διαλκ.) συμ- συμβαίνω. поприще, -Э. ουδ. 1 (παλ.) πεδίο. γήπεδο (αθλητικό). II (γραπ. λόγος) μέρος, τόπος· - военных дёЙСТВКЙ θέατρο πολεμικών επι- επιχειρήσεων. 2 σφαίρα (τομέας) δράσης. 3 (γραπ. λόγος)· σταδιοδρομία, καριέρα. по-приятельский επίρ. φιλικά, σαν φίλος. попробовать ρ.σ. βλ. пробовать. II προστκ. попробуй δοκίμασε (ως απειλή). попросйть(ся) ρ.σ. βλ. просйть(ся). ПОПРОСОХНУТЬ ρ.σ. βλ. ПРОСОХНУТЬ με σημ. λίγο, βαθμιαία. попросту επίρ. 1 ατίλά, απλοϊκά. 2 απλού- απλούστατα. попрочнеть, -ёет ρ.σ. στερεώνομαι πιο πο- πολύ, σταθεροποιούμαι περισσότερο. попрошайка, -И α. κ. θ. 1 (παλ.) επαίτης, ζητιάνος, ζήτουλας. 2 άνθρωπος ενοχλητικός. попрошайничать р.δ. 1 (παλ.) επαιτώ, ζη- ζητιανεύω. 2 ενοχλώ, γίνομαι φορτικός. попрошайничество, -а ουδ. ι (παλ.) επαι- επαιτεία, ζητιανιά. 2 ενοχλητικότητα. φορτικό- τητα. попрощаться ρ.σ. αποχαιρετίζομαι· - С рОД- ДНЫМИ αποχαιρετίζομαι με τους συγγενείς. попрыгать ρ.σ. βλ. прыгать με σημ. λίγο. II πηόώ (για πολλούς). попрыгивать ρ.δ.' βλ. прыгать με σημ. ενί- ενίοτε. ПОПригун α. (έχει μόνο ονομ. στον ενκ.)· -ГУНЬЯ, ~И 0. πηδητής, -τρία. άστατος, αει- αεικίνητος, ασίγαστος. попрыскать ρ.σ. βλ. прыскать με σΓμ,.λίγο. II -СЯ βλ. прыскаться με σημ. λίγο. ПОПрЫСКИВаТЬ р.δ. βλ. прыскать με σημ. ε- ενίοτε, λίγο. попрятать(ся) ρ.σ. 3λ. прятать(ся) попугай, -Я α. παπαγάλος, ψιτταχός. II μτφ. ο αποστη βίζων μηχανικά. Попугайничать ρ. δ. παπαγαλίζ·..., |ηττακίζι.ι.
поп 164 пор попутать ρ.σ.μ. φοβίζω λίγο. попудрить(ся) р.σ. βλ. пудрить(ся)) με σημ. λίγο. ελαφρά. популяризатор, -а α. εκλαϊκευτής. Популяризация, -И е. εκλαΐκευση. популяризировать, ~рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. εκλαϊκεύω. II -ОЯ εκλαϊκεύομαι. популяризовать(ся) ρ.ό.κ.σ·. βλ. популяри- популяризировать ся). ПОЩГЛЯрнИЧать р.δ. (παλ.) θέλω να φαίνο- φαίνομαι λαϊκός, δημοφιλής. популярно επ ί ρ. λαϊ κά. ПОПУЛЯРНОСТЬ, -И θ. λαϊκότητα, δημοτικό- δημοτικότητα· δημοφιλ'ια. ♦популярный επ., βρ: -рен, -рна, -рно λαϊ- λαϊκός· λαοφιλής, δημοφιλής, κοσμαγάπητος. *ГОПурри ουδ. άκλ. (μουσ.) ποτ πουρί. попускать р.δ. βλ. попустить. попуститель, ~Я α. ο ανεκτικός, ο ανεχό- μενος· не участник, а - όχι συμμέτοχος, αλ- αλλά ανεχόμενος. ПОПуСТЛТеЛЬСТВО, -а ουδ. ανοχή (αδικιών, σφαλμάτων κ.τ.τ.). попустительствовать, -ствуго, -ствуешь р. δ. (γραπ. λόγος) ανέχομαι, στέργω. ПОПустЙТЬ р.σ. (παλ.) αφήνω, επιτρέπω, δεν αποτρέπω. ПО-ПОСТОМУ επίρ. βλ. попусту. попусту επίρ. κούφια, στα χαμένα, άσκοπα, άδικα, μάταια, τζάμπα. попутать р.σ. (με τις λ. грех, чёрт, бес κλπ.)· παραπλανώ, βάζω· παρασύρω· бес меня -ал о διάβολος με έβαλε (σε πειρασμό). ПОПУТНО επίρ. συνάμα, ταυτόχρονα, σύγχρο- σύγχρονα, εν παρόδω. ПОПУТНЫЙ επ.1 κινούμενος προς την ίδια κα- κατεύθυνση· - ветер ευνοϊκός άνεμος· -ая ма- машина περαστικό αυτοκίνητο. II ουσ. συνοδοι- συνοδοιπόρος, συνοδίτης, 2 ενδιάμεσος· -ая станция ενδιάμεσος σταθμός. 3 ταυτόχρονος, σύγχρο- σύγχρονος· παράλληλος. ПОПУТЧИК, -а α.1 συνοδοιπόρος, συνοδίτης. 2 μτφ. προσκείμενος· -И революции συνοδοι- συνοδοιπόροι της επανάστασης. попущение, -я ουδ. 1 βλ. попустительство. 2 θεομηνία, δυστυχία, συμφορά. ПОПЫТать р.σ.μ. 1 (απλ.) μαθαίνω, γνωρί- γνωρίζω. 2 δοκιμάζω· - силу МОЮ δοκιμάζω τη δύ- δύναμη μου. 3 βασανίζω. || εκφρ. ~ счастья δοκιμάζω την ςυτυχία (επιχειρώ κάτι για να ευτυχήσω). Ι! -СЯ βλ. пытаться. ПОПЫТка, -И θ. απόπειρα· δοκιμή, προσπά- προσπάθεια· смелая - τολμηρή προσπάθεια (τόλμη- (τόλμημα)· сделать -у δοκιμάζω, προσπαθώ, αποπει- ρώμαι· тщетная - μάταια προσπάθεια· пред- предпринимать ~ επιχειρώ απόπειρα, αποπειρώμαι · неудачная - αποτυχημένη απόπειρα· ~ не ПЫТ- ка (παρμ.) δοκίμασε, δεν έχεις να χάσεις τί- τίποτε. ПОПЫХИВать р.δ. καπνίζω, αχνίζω, βγάζω α- ατμό, καπνό ή και με ταυτόχρονο ήχο. попыхтеть р.σ. пыхтеть. попятиться р.σ. βλ. пятиться. ПОПЯТНЫЙ επ. (παλ.) παλίνδρομος, οπισθο- βατικός. II εκφρ. идти на - ή на -ую ή на - двор τα γυρίζω, ανακαλώ, αναιρώ, αθετώ, παίρνω το λόγο πίσω. пора βλ. поры. пора, -Ы , αιτ. пору θ. 1 καιρός· С той -Ы απο εκείνο τον καιρό· минувшая - το σύντομο παρελθόν - ЛЮбВЙ ηλικία της αγάπης· В ЗИМ- ную ~у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμω- χειμωνιάτικα· пришла - ήρθε ο καιρός· ночною -Ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νΰκτωρ* В дневную -у (κατά) την ημέρα. Η εποχή· осенняя - ο φθι- φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή· пора сева εποχή της σποράς· - жатвы εποχή του θέρου. 2 ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)" - ДО- ДОМОЙ είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)· спать είναι ώρα για ύπνο. II εκφρ. В (са- (самую) -у ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα· Β ту ~у εκείνο τον καιρό, τότε· В эту -у αυ- αυτόν τον καιρό, τώρα· В(самой)поре στον και- καιρό (του), στην ακμή (του)· ДО каких ή до которых пор ως πότε· до сих пор ή до сих пор ως τώρα, ως αυτήν την ώρα· ως εδώ, ως αυτό το μέρος· ДО тех пор οσότου, ώσπου· на первых -ах αρχικά, στην αρχή* на ту -у ε- εκείνο τον καιρό· О его -у (παλ.) ως τώρα· Об эту -у (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα· С давних пор απ* τον παλαιό καιρό· С той ~ы ή с тех пор απο εκείνο τον καιρό, απο τότε· С ЭТИХ пор απο τώρα, απ* αυτή τη στιγμή· с некоторых пор απο κάποιον καιρό, απο κάπο- κάποτε, ποιος ξέρει απο πότε. Поработать р.σ. εργάζομαι, δουλεύω. ПОрабОТИТеЛЬ, -Я α. καταχτητής. поработить, -бощу, -ботишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порабощенный, βρι -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ. υποδουλώνω, σκλαβώνω, υποτάσ- υποτάσσω· κατακτώ, κυριεύω· εξανδραποδίζω. Порабощать ρ.δ. βλ. поработить. II -ся υ- υποδουλώνομαι, σκλαβώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Порабощение, -Я ουδ. υποδούλωση, σκλάβω- μα, υπόταξη, κατάκτηση, κυρίευση· εξανδρα- ποδιση. поравнять ρ.σ.μ. εξισώνω· εξομο ιάζω. II -СЯ εξισώνομαι· εξομοιάζομαι порадеть р.σ. (παλ.) βλ. радеть. порадовать(ся) ρ.σ. 3 λ. радовать(ся). поражать(ся) р.δ. βλ. поразйть(ся). поражена!, -нца α. ηττοπαθής.
пор 165 пор поражение, ~Я ουδ. 1 χτύπημα, εύρεση, ε- επιτυχία1 - цели η εύρεση του στόχου. 2 ήτ- ήττα* нанести -· противнику κατανικώ τον α- αντίπαλο· потерпеть - В бою νικιέμαι στη μά- μάχη. II αποτυχία. 3 χτύπημα (με μαχαίρι ή άλ- άλλο μέσο). 4 προσβολή, βλάβη· ~ зрительного нерва προσβολή του οπτικού νεύρου. II εκφρ. - прав ή В правах στέρηση των πολιτικών δι- δικαιωμάτων . пораженческий επ. ηττοπαθής· -ие взгляды ηττοπαθείς απόψεις. ПораЖеНЧеСТВО, -а ουδ. ηττοπάθεια. поразбежаться ρ.σ. (για πολλούς) σκορπώ, φεύγω, προς διάφορες κατευθύνσεις. .поразведать р.σ. βλ. разведать. поразвеселить(ся) ρ.σ\ βλ. развеселить- (ся). поразвлёчь(ся) р.σ. βλ. развлёчь(ся). поразговаривать р.δ. βλ. разговорив. поразговориться р.σ. βλ. разговориться. поразгонять ρ.σ.μ. βλ. разогнать^1а πολ- πολλούς, όλους). пораздумать р.σ. βλ. подумать. II ~ся βλ. раздуматься. поразительно επίρ. καταπληκτικά κλπ. επ. ПОразЙТельнОсть, -И θ. εκπληκτικότητα, έκ- έκπληξη, κατάπληξη· ДО ~И μέχρι έκπληξης. поразительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно καταπληκτικός" εκπληκτικός* απίστευτος, α- αφάνταστος* -ое СХОДСТВО καταπληκτική ομοι- ομοιότητα. II θαυμάσιος, υπέροχος, θεσπέσιος·-ая красота θαύμα-ομορφιά. поразить, -ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поражённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ. μ. 1 (παλ.) χτυπώ, πλήττω (με φονικό όπλο). II βρίσκω, πέφτω, πετυχαίνω· - цель χτυπώ το στόχο. 2 κατανικώ, συντρίβω· - неприятеля συντρίβω τον εχθρό. 3 προσβάλλω, θίγω, βλά- βλάπτω· туберкулёз -йл правое лёгкое η φυματί- ωσε προσέβαλε το δεξιό πνευμόνι. 4 κατα- πλήττω, εκπλήττω, ξαφνιάζω* προκαλώ το θαυ- θαυμασμό. II αποσβωλώνω, κατακεραυνώνω. II -СЯ εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι* μένω , έκθαμβος, εκστατικός κλπ. ρ. ενεργ. φ. поразмыслить р.σ. βλ. размыслить. поразмять, -зомну, ~зомёшь р.σ.μ. βλ. раз- разлить. П ~ся βλ. размяться. поразогнать р.σ.μ. βλ. разогнать (όλους, πολλούς). поразузнать р.σ.μ. βλ. разузнать με σημ. βαθμιαία, λεπτομερώς. ПС-раЙОНО επί ρ. κατά περιοχές, . κατά επαρ- επαρχίες. Порайонный επ. κατά επαρχίες, κατά περιο- περιοχές* επαρχιακός. поранение, ~я ουδ. τραυματισμός, πλήγωμα, λάβωμα. II τραύμα, πληγή, λαβωματιά. поранить ρ.σ.μ. βλ. ранить (ίσημ.). II -ся τραυματίζομαι, πληγώνομαι, λαβώνομαι. пораскидать р.σ. βλ. раскидать. пораскинуть р.σ.μ: - умом σκέπτομαι, δι- διαλογίζομαι. II -ся βλ. раскинуться. порасправить р.σ. βλ. расправить με σημ. λίγο, ελαφρά. порассказать р.σ.μ. διηγούμαι για πολλά. порасспросить р.σ. βλ. расспросить με σημ. πολλούς, όλους, όλα κ.τ.τ. порассудить ρ.σ. σκέπτομαι, συλλογίζομαι. порастать р.δ. βλ. порасти B σημ.). порасти р.σ. 1 αυξαίνω, μεγαλώνω, ανα- αναπτύσσομαι. 2 καλύπτομαι, σκεπάζομαι, γεμί- γεμίζω· дорожки поросли травой τα δρομάκια γέ- γέμισαν χορτάρι. порастить р.σ. βλ. растить. порвать ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟρ- ванный, βρ: -ван, -а, ~ο. 1 ξεσχίζω. 2 κό- κόβω, διακόπτω· παραλύω* ~ связь противника С тылом κόβω τη σύνδεση του εχθρού με τα μετόπισθεν. 3 μτφ. σταματώ, παύω να έχω* отношения κόβω σχέσεις. 4 σχίζω (για όλα, πολλά). 5 αποκόπτω* ~ цветов κόβω λουλού- λουλούδια. II -СЯ 1 (ξε)σχίζομαι* рубашка -лась το πουκάμισο σχίστηκε. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) κό- κόβομαι* НЙтка -лась η κλωστή κόπηκε· его го- голос -ЛСЯ η φωνή τον κόπηκε. 3 μτφ. δια- διακόπτομαι· отношения -лись οι σχέσεις δια- διακόπηκαν . пореветь ρ.σ. βλ. реветь με σημ. λίγο. поревновать ρ.σ. 1 βλ. ревновать με σημ. λίγο. 2 (παλ.) φροντίζω, μεριμνώ. 3 (παλ.) δείχνω ζήλο. поредёние, -я ουδ. αραίωση, -μα. поредеть, -ёет р.σ. αραιώνω. II γίνομαι ο- ολιγάριθμος, λιγοστεύω. порез, -а α. κόψιμο, κοπή, τομή* κοψιά. порезать р.σ.μ. 1 κόβω (·με κοφτερό εργα- εργαλείο)" - палец κόβω το δάχτυλο. 2 θανατώνω· волк -ал пять овец о λύκος έκοψε πέντε προβατίνες. 3 τεμαχίζω, κόβω τεμάχια, φέ- φέτες1 - хлеб и колбасы κόβω ψωμί και σαλά- σαλάμι. 4 κόβω λίγο. II -СЯ κόβομαι (με κοφτε- κοφτερό εργαλείο). порезвиться р.σ, βλ. резвиться με σημ. λίγο. ♦порей, -Я α. το πράσο. порекомендовать р.σ. βλ. рекомендовать. пореформенный επ. ο μετά τη μεταρρύθμιση. поречье, -Я ουδ. (διαλκ.) μέρος παραπο- παραποτάμιο. порешить ρ.σ.μ. 1 αποφασίζω, παίρνω από- απόφαση. 2 (απλ.) αποτελειώνω, θανατώνω. 3κα- 3καταστρέφω1 καταργώ" διαλύω. II -СЯ αποφασίζω.
пор 166 пор поржаветь, -еет р.σ. σκουριάζω, οξιδώνομα,ι. поржать, -ржёт р.σ. χρεμετίζω λίγο. • порисовать р.σ. βλ. рисовать με σημ. λίγο. II ~ся βλ. рисоваться. ПОРИСТОСТЬ, ~И θ. το πορώδες, ύπαρξη πό- πόρων" - ПОЧВЫ το πορώδες του εδάφους. пористый επ., βρ: -рист, -а, -о πορώδης" -ая поверхность πορώδης επιφάνεια' - чугун πορώδης χυτοσϊδερος. порицание, -Я ουδ. επίκριση, κακολογία, κακισμός, μομφή, ψόγος" заслужить - είμαι α- ζιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, κατακριτέος, ε- πίμομφος, επίψογος. порицательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно επικριτικός, κατακριτικός" αποδοκιμαστικός. • порицать ρ.δ.μ. επικρίνω, κατακρίνω, κα- κίζω, μέμφομαι, ψέγω' αποδοκιμάζω. II -СЯ επικρίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОрка1, -И θ. ξήλωμα* - платья ξήλωμα του φορέματος< ПОрка? -И θ. ξυλοκόπημα, χτύπημα, δάρσιμο. Порнографический επ. πορνογραφικός. ♦порнография, -И θ. πορνογραφία. поровну επίρ. εξίσου, σε ίσα μερίδια, ό- όμοια, το ίδιο· разделить - μοιράζω εξίσου. ПОРОВНЯТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) ισώνω, ισιάζω, ο- μαλϋνω. ПОРОГ, ~а α. 1 το κατώφλι τις πόρτας (το δοκάρι). 2 ξέρα ποταμού. 3 μτφ. τα πρόθυ- πρόθυρα (εγγύτατο σημείο)· κατώτατο όριο" ~ слы- слышимости το κατώτατο όριο ακουστικότητας. II εκφρ. за - απο μέσα απο το σπίτι (απο το κα- κατώφλι)" за ~ом έξω απο το σπίτι1 на - не пускать кого ούτε στο κατώφλι δεν επιτρέπω σε κάποιον να πατήσει" у ~а α) στο κατώφλι, β) στα πρόθυρα, εγγύτατα· οσονούπω. порода, -Ы θ. 1 γένος" ποικιλία, ράτσα. 2 (παλ.) σόι. 3 πέτρωμα' вулканическая - υ- φαιστειογενές πέτρωμα' горная - το πέτρωμα. ПОРОДИСТОСЬ, -И θ. καλό γένος' καλή ποι- ποικιλία, ράτσα. ПОРОДИСТЫЙ επ., βρ: -ДИСТ, -а, -0.1 καλού γένους" καλής ποικιλίας, ράτσας. 2 σοϊλής. ПОРОДИТЬ р.σ.μ. 1 (παλ.) γεννώ,τεκνοποιώ, τίκτω. 2 μτφ. παράγω, δημιουργώ. породнить(ся) ρ.σ. βλ. роднить(ся). породность, ~и θ. βλ. порода (ίσημ.). ПОРОДНЫЙ επ. βλ. ПОРОДИСТЫЙ Aσημ.). порождать ρ.δ. βλ. ПОРОДИТЬ. II -СЯ 1 γεν- γεννιέμαι. 2 παράγομαι, δημιουργούααι. порождение, -Я ουδ. γέννηση, -μα, δημι- δημιούργημα, αποκύημα, προϊόν. порожек, -жка α. μικρό κατώφλι. II (διαλκ.) σκαλοπατάκι. ПОРОЖИСТОСТЬ, -И θ. ύπαρξη υφάλων, σκοπέ- σκοπέλων (ξερών). порожистый επ., βρ: -жист, -а, -о που έχει ξέρες. порожнем επίρ. βλ. (απλ.) порожняком. порожний, -яя, -ее επ. άδειος, κενός' ящик άδειο κουτί" -ее место κενή θέση. II εκφρ. переливать ή пересыпать из пустого в -ее χύνω απο το άδειο στο κενό (γεμίζω τον πίθον των Δαναίδων (ματαιοπονώ). ПОРОЖНЯК, -а α. βαγόνια άδεια. ПОРОЖНЯКОМ επίρ. άδειος, κενός, αφόρτωτος. ПОрозну επίρ. (παλ.) διαφορετικά, χωρι- χωριστά, ιδιαίτερα. порознь επίρ. χώρια, χωριστά. II ασύγχρο- ασύγχρονα, σε διαφορετικό χρόνο. порозоветь р.σ. ροδίζω· нёбо -ло о ουρα- ουρανός ρόδισε. порой κ. порою επίρ. ενίοτε, κάποτε, πό- τε-πότε, κάπου-κάπου, καμιά φορά. порок, -а α. ελάττωμα, μειονέκτημα' κακό" безработица - один из -ов капитализма η α- νεργία είναι μια πληγή του καπιταλισμού· праздность всех -ов наших мать (παρμ.) αρ- αργία μήτηρ πάσης κακίας- он избавился от всех СВОИХ -ОВ αυτός απέβαλε όλα τα ελαττώματα του. II βλάψιμο" у него - сердца αυτός έχει βλάψιμο στην καρδιά. ПОРОНЯТЬ ρ.σ.μ. βλ. уронить με σημ. όλα, πολλά. пороптать р.σ. βλ. роптать με σημ. λίγο. поросёнок, -нка, πλθ. -сята, -сят α. γου- γουρουνάκι, -νόπουλο, χοιρίδιο. II μτφ. μουτζού- ρικο παιδάκι1 ах ты -! Где перепачкался?Αχ, γουρουνόπουλο, που καταλερώθηκες; ПОРОСИТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.δ. γεννώ γουρουνόπου- γουρουνόπουλα. □ОрослеВЫЙ επ. του βλαστού' βλασταρίσιος. ПОросль, -И θ. 1 βλαστός, -άρι, παραφυάδα. II μτφ. νέος, νέα γενεά. 2 δάσος νεαρό. II θά- θάμνοι. II τριχωτή κάλυψη του ανθρώπινου σώ- σώματος . поросятина, ~ы θ. κρέας γουρουνοπουλίσιο. ПОРОСЯТНИК, ~а α. κλειστό μέρος για γου- γουρουνόπουλα, χοιριδιοστάσιο. поросячий, -ья, -ье επ. του γουρουνόπου- γουρουνόπουλου, γουρουνοπουλίσιος. ПорОТНО επίρ. κατά λόχο, κατά λόχους. ПОрОТЬ1, порю, порешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поротый, βρ: -рот, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 ξη- ξηλώνω' - Юбку ξηλώνω τη φούστα. 2 (απλ.) σουβλίζω, κατατρυπώ, πληγώνω. II ~СЯ ξηλώνο- ξηλώνομαι . пороть2, порю порешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поротый, βρ: порот, -а, -о μαστιγώνω, ξυλοδέρνω, ξυλοκοπώ. пороть3, порю, порешь р.δ.μ: - чепуху ή чущь, ДИЧЬ, вздор λέγω ανοησίες, κουταμάρες.
пор 167 пор Порох, -а (-у) πλθ. -аа.1 μπαρούτη, πυρί- πυρίτιδα· бездымный - άκαπνη μπαρούτη" запах -а η μυρουδιά της μπαρούτης. 2 μτφ. άνθρω- άνθρωπος ευέξαπτος, ευερέθιστος. II εκφρ. держать -а сухим κρατώ τη μπαρούτη στεγνή (είμαιπα- νέτοιμος για άμυνα, υπεράσπιση)" тратить (терять, изводить) - даром (напрасно, по-пу- по-пустому) λέγω, πράττω κάτι στα χαμένα, άδι- άδικα, μάταια" -у не НЙхал είναι άκαπνος (δεν πολέμησε)" не Хватает -у δεν έχει δραστηρι- δραστηριότητα ή δυνάμεις για κάτι ή δε βαστούν τα κότσια του" (ни) синь -а нет ή не останется δε θα μείνει τίποτε απολύτως. ПороХОВНВЦа, ~Ы θ. μπαρουτοσακκούλα, μπα- ροντοκούτι. II εκφρ. есть ещё порох в -ах υπάρχουν ακόμη δυνάμεις, δραστηριότητα. пороховой επ. της μπαρούτης" - запах μυ- μυρουδιά μπαρούτης" - завод μπαρουτάδικο, πυ- ριτιδοποιείο" - склад μπαρουταποθήκη, πυρι- πυριτιδαποθήκη. ПОРОЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.δ.μ. δυσφημώ, -ίζω, κακολογώ, αμαυρώνω, διασύρω (τη φήμη, την υπόληψη, τιμή, το όνομα). II επικρίνω, κατα- κατακρίνω, καταδικάζω" αποδοκιμάζω. II -СЯ δυ- δυσφημίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ПОРОЧНОСТЬ, -И θ. ελάττωμα· ατέλεια, πλημ- πλημμέλεια· φαυλότητα, διαφθορά. Порочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 κα- κακοήθης, διεφθαρμέμος, ακόλαστος, ανήθικος, φαύλος. 2 λαθεμένος" ελαττωματικός" πλημμε- πλημμελής. II εκφρ. - круг φαύλος κύκλος. Пороша, -И θ. χιόνι αφράτο (που μόλις έ- έπεσε) . порошинка, -И θ. ένας κόκκος μπαρούτης. ПорОШИТЬ, -ШИТ р.δ. πέφτει (ρίχνει) ψιλό χιόνι (κοκκορόχιονο). II καλύπτω, σκεπάζω (για χιόνι). II γεμίζω, βουλώνω με ψιχία, με κόκκους. ПОРОШКОВЫЙ επ. της σκόνης, απο σκόνη, κο- κονιοποιημένος" -ое МОЛОКО γαλακτόσκονη. Порошкообразный επ. σαν σκόνη,εν είδη σκό- σκόνης* -ое вещество ουσία σαν σκόνη. ПОРОШОК, -шка α. σκόνη, πούδρα* τ^χλκτ. зуб- НОЙ - οδοντόσκονη. II σκονάκι (φάρμακο). II εκφρ. стереть (растереть, истереть) в - «ά- «άνω σκόνη, κονιορτοποιώ, καταστρέφω, διαλύω. порошочный επ. βλ. порошковый. порою βλ. порой. Порсканье, -Я ουδ. παρόρμηση σκύλο-υ με φω- φωνές . порскать р.6. βλ. порскнуть. Порскать р.δ. παρορμώ σκύλο με φωνές. порскнуть ρ.σ. (διαλκ.). 1 ξεσπώ σε γέ- γέλια. 2 φεύγω τροχάδην, το σκάζω. порскнуть ρ.σ. βλ. порскать. ♦порт? -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. порты, ~ΟΒ α. λιμάνι, λιμένας, πόρτο. II πόλη παρά- παράλια. II εχφρ. воздушный ~ αερολιμένας* ес- естественный - φυσικό λιμάνι· торговый - ε- εμπορικό λιμάνι· морской - θαλάσσιο λιμάνι* речной - ποταμολιμένας· военный ~ ναύσταθ- ναύσταθμος πολεμικός. *порт? ~а α. θυρίδα πυροβόλου πολεμικού σκάφους ή για φόρτωση και εκφόρτωση. ♦портал, -а α. πυλώνας. II (τεχ.) σχήμα Π. портальный επ. του πυλώνα. II του σχήμα- σχήματος Π. ПОртаТИВНОСТЬ, -И θ. φορητή δυνατότητα, ♦портативный επ., βρ: -вен, -вна, -вно φο- φορητός " -ая пишущая машинка φορητή γραφομη- γραφομηχανή. портачить р.δ. (απλ.) κακοφτιάχνω, φτιά- φτιάχνω αδέξια, τσαπατσούλικα. портбукет, ~а α. (παλ.) μικρό ανθοδοχείο, ♦портвейн, ~а α. πορτβέιν, είδος κρασιού, ♦портер, -а α. είδος δυνατής μαύρης μπύρας, портерный επ. της μαύρης μπύρας. II ως ουσ. θ. -ая, -ОЙ (παλ.) μπυραρία, ζυθοπωλείο. • ♦портик, -а α. (αρχτ.) στοά" περίστυλο, πυ- πυλώνας . портить, порчу, портишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 χαλνώ" φθείρω" καταστρέφω" βλάπτω" - меха- механизм χαλώ το μηχανισμό" СЫРОСТЬ -ИТ Обуви η υγρασία χαλνά τα πατ&ύτσια" - зрение βλά- βλάπτω την όραση" - здоровье βλάπτω την υγεία" - отношения (μτφ.) χαλνώ τις σχέσεις. 2 δι- διαφθείρω" ~ характера χαλνώ το χαρακτήρα" - нравы διαφθείρω τα ήθη. 3 (παλ.) μαγεύω, κάνω μάγια (για να αρρωστήσει). II -СЯ χαλ- χαλνώ, φθείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. * портки, ~ов κ. -ток, -ткам πλθ. (απλ.) βλ. штаны. ♦портмоне ουδ. άκλ. (παλ.) πορτοφόλι. портниха, -И θ. ράφτρα, ράπτρια, μοδίστρα. ПОРТНОВСКИЙ επ. ραπτικός, του ράπτη' -ин- -инструмент ραπτικό εργαλείο" -ая мастерская ραφείο, ραφτάδικο" μοδιστράτικο. ПОРТНОЙ1 -ОГО α. ράφτης, ράπτης· мужской - ράφτης ανδρικών (ενδυμάτων)· дамский ράφτης γυναικείων (ενδυμάτων). ПОРТНОЙ2επ. (παλ.) βλ. портновский. портняжий, ~ья, -ье (παλ.) βλ. портняжный. портняжить р.δ. (απλ.) βλ. портняжничать. Портяжка, -и, γεν. πλθ. -жек α. (απλ.) ρά- ράφτης. Портняжничать р.δ. επαγγέλλομαι το ράφτη, εργάζομαι ράφτης, κάνω το ράφτη. Портняжничество, -а ουδ. η ραπτική. портняжный επ. ραπτικός" -ая мастерская ραφείο, ραφτάδικο. ♦πόρτο ουδ. άκλ. τέλη (έξοδα) ταχυδρομι-
пор 168 пор κά-τηλεγραφικά. ПОРТОВИК, -а α. λιμενεργάτης. ПортОВЫЙ επ. λιμενικός· - рабочий λιμε- λιμενεργάτης1 -ые склады λιμενικές αποθήκες· - город παράλια πόλη. *Порто-франко ουδ. άκλ. λιμάνι ελεύθερο (α- πο τελωνειακούς δασμούς). *Портплед, ~а α. οδοιπορικός σάκκος. *ПОртрет, -а α. προσωπογραφία· - маслом προσωπογραφία με ελαιόχρωμα" писать - προ- προσωπογραφία, κάνω προσωπογραφία· СНЯТЬ С себя - κάνω αυτοπροσωπογραφία. II (φιλγ.) μορφή' описание -а героя περιγραφή της μορφής του ήρωα. портретировать, -руго, -руешь ρ.δ.μ. προ- σωπογραφώ. портретист, -а α. προσωπογράφος, πορτρε- τίστας. Портретный επ. 1 προσοιπογραφικός, του πορ- πορτρέτου. 2 ουσ. θ. -ая, -ой (παλ.) αίθουσα προσωπογραφιών. *портсигар, -а α. ταμπακέρα τσιγαροθήκη. португалец, -льца α., -лка, -и θ. Πορτο- γάλλος, -ίδα. португальский επ. πορτογαλλικός. * Портулак, -а α. (βοτ.) πορτουλάκη, ανδρά- χνη (επιστ.), αντράκλα, γλυστρίδα (λκ.). Портулаковый επ. της πορτουλάκης. ПОртупёЙНИЙ επ. του ζιφιστήρα, του σπαθι- στήρα. Портупей-прапорщик, -а α. (παλ.) κατώτε- κατώτερος αξιωματικός. ПОртупёЙ-шкер, -а α. (παλ.)· αριστούχος εύελπης.(του τσαρικού στρατού). *портупёя, -И θ. ζιφιστήρας, σπαθιστήρας(ι- σπαθιστήρας(ιμάντας εξάρτησης). ♦портфвЖЬ, -Я α. 1 χαρτοφύλακας, -κιο" τσά- τσάντα" кожаный - δερμάτινος χαρτοφύλακας. 2 χαροφυλάκιο, υπουργείο· распределение -ей καταμερισμός των υπουργικών χαρτοφυλακίων ή υπουργείων министр без -Я υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. II εκφρ. министерский - ή министра το υπουργείο· редакционный ~ ή - редакции τα χειρόγραφα της σύνταξης ή της έκδοσης. ПОртфвЛННЙ επ. του χαρτοφύλακα" - замок η κλειδωνίτσα του χαρτοφύλακα. *ПОрТШвЗ, ~а α. φορητό κάθισμα. порты, ~ОВ πλθ. (απλ.) βλ. портки. ♦портье άκλ. α. θυρωρός, πορτιέρης. Портьера, ~Ы θ. παραπέτασμα πόρτας, κουρ- κουρτίνα. Портьерный επ. της κουρτίνας της πόρτας. портянка, -И θ. ποδόπανο (περιτυλιγμένο στο πόδι μέσα στο παπούτσι). ПОРТЯНОЧНЫЙ επ. του ποδόπανου, για ποδόπανο. порубать р.σ.μ. (διαλκ.) κατασφάζω. ПОрубёжБЫЙ επ. (παλ.) παραμεθόριος· - ΓΟ- род παραμεθόρια πόλη. порубить ρ.σ.μ.1 κόβω, κόπτω· - деревья κόβω δέντρα. 2 κατακόβω, κατατεμαχίζω, κα- κατατέμνω" - мяса κατατεμαχίζω το κρέας. 3 (απλ.) τραυματίζω, κόβω (με σπαθί, τσεκού- τσεκούρι κ.τ.τ.). 4 αμ. κόβω (για ένα χρον. διά- διάστημα). II -СЯ μάχομαι, χτυπιέμαι με ψυχρά όπλα. ПОрубка, -И θ. 1 όεντροτομία, υλοτομία. II λαθροϋλοτομία. 2 υλοτόμιο. ПОрубЩИК, -а α. 1 δεντροτόμος, δεντροκό- πος, υλοτόμος. 2 λαθροϋλοτόμος. ПОрубЬ, -И θ. (διαλκ.) το υλοτόμιο. поругание, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) βρίσιμο, εξύβριση* προσβολή. II επιτίμηση, επίπληξη, μάλωμα. поруганный επ. απο μτχ. προσβλημένος" ~ая честь προσβλημένη τιμή. поругать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. по- поруганный, βρ: -ган, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. ругать (ίσημ.). 2 επιτιμώ, επιπλήττω, μαλώ- μαλώνω. II -СЯ μαλώνω (με κάποιον). II μαλώνω (για ένα χρον. διάστημα). поругивать(ся) р.δ. βλ. поругать(ся). ПОрука, -И θ. εγγύηση. II εκφρ. на -И με ευθύνη, υπ' ευθύνη, με εγγύηση. ПОРУКОВОДИТЬ р.σ. βλ. руководить με σημ. λίγο χρον. διάστημα. порумянить(ся) р.σ. βλ. румянить(ся). ПО-русски επί ρ. ρωσικά" говорить - μιλώ ρωσικά. Поруха, -И 6. (παλ.). 1 φθορά βλάβη, χά- χάλασμα· καταστροφή. 2 ατυχία, δυστυχία, κα- κακό,* συμφορά. поручать(ся) р.δ. βλ. поручить(ся). порученец, -НЦа α. υπάλληλος υπηρεσίας, ε- εκτελεστής εντολών. поручение, -Я ουδ. ανάθεση, εντολή· πα- παραγγελία" καθήκο· партийное - κομματικό κα- θήκο" исполнить - εκτελώ εντολή· особое ειδική εντολή ή παραγγελία" ПО ~ИЮ με εντο- εντολή, κατ' εντολή· дать - δίνω παραγγελία, παραγγέλλω. поручень, -ЧНЯ α. χειρολισθητήρας των κά- κάγκελων . поручик, ~а α. (παλ.) υπολοχαγός του τσα- τσαρικού στρατού. поручитель ~Я α., -ница, ~Ы θ. εγγυητής, -τρία. поручительный επ. εγγυητικός. Поручительство, -а ουδ. εγγύηση· без ~а χωρίς εγγύηση· за -ОМ με εγγύηση1 ПОД - με εγγύηση. поручить, -ручу, -ручить, παθ. μτχ. παρλθ.
пор 169 пор χρ. порученный, βρ: -чен, -а, ~о р.σ.μ. (με δοτ.). 1 αναθέτω" επιφορτίζω. 2 εμπιστεύο- εμπιστεύομαι. II -ся βλ. ручаться. Поручичий, -ЬЯ, -ье επ. του υπολοχαγού' -ЬИ ПОГОНЫ οι επωμ'ιδες του υπολοχαγού. поручный επ. (παλ.) βλ. поручительный. порушить(ея) р.σ. 1 (διαλκ.) βλ. разру- разрушиться). 2 (παλ.) βλ. нарушить(ся). *порфир, -а α. πορφυρίτης (υφαιστειογ. πέ- πέτρωμα) . ♦порфира, -Ы θ. πορφύρα. Порфирный επ. 1 πορφυρίτινος, του πορφυ- ρίτη. 2 πορφυρού χρώματος, πορφυρένιος. порфировый επ. βλ. порфирный (ίσημ.)· ■порфироносец, -сца α. (παλ.) πορφυροφόρος (βασιλιάς, μονάρχης). порфироносный επ. πορφυροφόρος, πορφυρο- ντυμένος, βασιλικός. порхание, ~Я ουδ. φτερούγισμα. порхать р.δ. φτερουγίζω. II μτφ. στριφογυ- στριφογυρίζω, κινούμαι σβέλτα, πετώ. II μτφ. γυρίζω, περιφέρομαι τεμπέλης' παρασιτώ. порхнуть ρ.σ. βλ. порхать, ♦порцион, -а α. (παλ.) βλ. порция. ПОРЦИОННЫЙ επ. (παλ.) της μερίδας φαγη- φαγητού. II (για φαγητό)· της ώρας, της στιγμής (παρασκευασμένο). *ПОрция, -И θ. μερίδα, μερίδιο, μερτικό. 11 μερίδα φαγητού. ПОрча, -И θ. 1 βλάβη, χάλασμα" φθορά" механизма βλάβη του μηχανισμού"' - зрения βλάβη της όρασης. 2 μάγεμα (αρρώστια απο μάγια). порченный παθ. μτχ. παρλθ.χρ.του ρ. πόρ- тить. порченый επ. 1 βλαμμένος, φθαρμένος, χα- χαλασμένος" -ое МЯСО χαλασμένο κρέας..2 (διαλκ.) μαγεμένος (άρρωστος απο μάγια). поршень, -ШНЯ α. έμβολο, πιστόνι. поршневой επ. του εμβόλου, του πιστονιού. II εμβολοφόρος. пороши, -ей πλθ. (διαλκ.) είδος τσαρου- τσαρουχιών . *ПОры, пор πλθ. (ενκ. пора, -Ы θ.). 1 πόροι του δέρματος. 2 διάκενα (μεταξύ μορίων). Порыбачить р.σ. ψαρεύω, αλιεύω. Порыв 1 ~а α. 1 ριπή άνεμου, ριπάδα, ρε- φούλι, ανεμόσυρμα, ~μή. 2 μτφ. ορμή, παρά- παράφορα, μένος, έζαφη" ξέσπασμα. Порыв? -а α. 1 επιδίωξη, προσπάθεια" από- απόπειρα. 2 μέρος κομμένο. Порывание? ~Я ουδ. διακοπή (σχέσεων, δε- δεσμών κ. τ. τ.). порывание? -я ουδ. βλ. порыв: (ίσημ.). порывать(ся) р.δ. βλ. порвать(ся) Cσημ.). порывать, -ает р.δ. απρόσ. (παλ.) διε- διεγείρω, εξεγείρω" φλέγω, ανάβω. II -СЯ 1 ση- σηκώνομαι απότομα, ανίσταμαι, ανορθώνομαι, πε- πετάγομαι όρθιος. 2 επιδιώκω' δοκιμάζω, προ- προσπαθώ" αποπειρώμαι. ПОРЫВИСТОСТЬ, -И θ. ορμητικότητα άνεμου, το ριπαίο. порывистый επ., βρ: -вист, -а, -о. 1 ορμητικός, κομματιαστός, ριπαίος" - ветер ριπαίος άνεμος. 2 απότομος, ξαφνικός, αιφ- αιφνίδιος· -ые движения απότομες κινήσεις" взлёт куропатки το ξαφνικό πέταγμα (σήκω- (σήκωμα) της πέρδικας. 3 μτφ. παράφορος, φουριό- ζος" ευέξαπτος, οξύθυμος, αψίθυμος, ευόργη- τος. порыжелый επ. ξέθωρος, -ριασμένος, ξεβαμ- μένος, ξανθόχρωμος" μουντός. порыжеть р.σ. γίνομαι ξανθός, ξεθωριάζω, αποκτώ μουντό χρώμα. порыскать р.σ. βλ. рыскать (λίγο). порыть(ся) р.σ. βλ. рыть(ся). II εχφρ. - в памяти προσπαθώ να φέρω στη μνήμη (να θυ- μη θώ). порычать р.σ. βλ. рычать με σημ. λίγο. порядить(ся) ρ.σ. βλ. рядйть(ся). порядковый επ. τακτικός, της σειράς·- но- номер αύξοντας αριθμός* -ое числительное (γραμμ.) τακτικό αριθμητικό. порядком επίρ. 1 αρκετά, επαρκώς* πολύ* γερά* κανονικά* - Я устал αρκετά κουράστη- κουράστηκα* его ПОКОЛОТИЛИ - τον ξυλοκόπησαν γερά. 2 όπως χρειάζεται (πρέπει, αρμόζει), δεόντως. порядный επ. -ая запись ή грамота (παλ.) συμφωνία για δάνειο ανάμεσα στον αγρότη και τσιφλικά. порядовка, -И θ. το ράμμα του χτίστη (για ►οριζόντια ευθυγράμμιση ). ПОРЯДОК, -ДКа α. 1 τάξη, διευθέτηση, τα- τακτοποίηση* διάταξη* привести В - КНИГИ τα- τακτοποιώ τα βιβλία* востановйть - αποκαθι- αποκαθιστώ την τάξη· ПОЛНЫЙ - ВО всём πλήρης τά- τάξη σε όλα. II καθιερωμένη (καταστημένη) σει- σειρά, μονοτονία. II ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως .χρειάζεται. 2 το καθε- καθεστώς, τάξη πραγμάτων" существующий - η υ- υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθε- καθεστώς. II συνήθεια, έθιμο" у нас такой - ε- εμείς έχομε τέτοια συνήθεια. 3 σειρά, συνέ- συνέχεια* алфавитный - αλφαβητική σειρά" Β -θ Очереди όπως είναι η σειρά* по -у με τη σειρά" - рассуждения σειρά (αλληλουχία) του συλλογισμού. 4 τρόπος, μέθοδος, κανόνες* голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας. 5 ιδιότητα· ποιότητα, χαρακτήρας* явления ОД- ОДНОГО -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα. 6 (στρατ.) διάταξη* - 60Я διάταξη μάχης.. 7 (διαλκ.) σειρά σπιτιών. 8 (βιολ.) τάξη. II
пор 170 пос σφαίρα, τομέας. II εχφρ. Β -е α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό" В -е Вещей κανονικά, όπως συνήθως" В .административном ~е με'τη διοι- διοικητική οόό, διοικητικά1 судебным -ом με τη δικαστική οδό, δικαστικά" законным -ОМ με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου. Β шпёшном -е εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγο- γρήγορα· ДЛЯ -дка α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά" своим -ом με τη σειρά του"ό- του"όπως πρέπει" призвать к -у ανακαλώ στην τάξη. ПОРЯДОЧНО επίρ. 1 ευγενικά, πολιτισμένα, τίμια' вести себя - φέρνομαι πολιτισμένα. II όπως αρμόζει, όπως πρέπει. 2 (παλ.) καλά, ικανοποιητικά, όχι και άσχημα. 3 αρκετά δυ- δυνατά, ,γερά" σημαντικά. ПОРЯДОЧНОСТЬ, -и θ. αξιοπρέπεια, εντιμό- εντιμότητα, χρηστότητα. порядочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 έντιμος, τίμιος, χρηστός' αξιοπρεπής.. II (παλ.) ευγενής, ευγενικός. 2 ικανοποιητικός, αρκε- αρκετά καλός. 3 αρκετά μεγάλος' σημαντικός" -ое состояние αρκετά μεγάλη περιουσία, II πολύ μεγάλος" - бездельник τεμπέλαρος, -λχανάς. ПОСаД, -а α. (παλ.). 1 αγορά έξω απο την πόλη. 2 συνοικισμός' προάστειο. посадить ρ.σ.μ. 1 φυτεύω" - Яблоню φυτεύω μηλιά' - цветы φυτεύω λουλούδια. 2 καθίζω, βάζω (βοηθώ) να καθίσει. 3 αναγκάζω, υπο- υποχρεώνω" - ребёнка на уроки βάζω το παιδάκι να κάνει τα μαθήματα. II επιβιβάζω, μπαρκά- μπαρκάρω" παρέχω θέση. II διορίζω, τοποθετώ. II κα- καθορίζω" - больного на диету καθορίζω δίαι- δίαιτα για τον άρρωστο. 4 θέτω' - под арест βάζω υπο κράτηση' - В тюрьму φυλακίζω" - СО- баку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα. 5 προσγειώνω. II (για σκάφος)" προσκρούω, καθίζω. II φορώ, ντύνω. 7 επιθέτω' - заплату βάζω μπάλωμα, μπαλώνω. 8 εγκατασταίνω" - на землю εγκατασταίνω σε μόνιμη διαμονή (μη νομαδική). посадка, -И θ. 1 φύτευση, -μα. 2 φυτεία, τόπος φυτευμένος" τα φυτευμένα δέντρα. 3 ε- επιβίβαση. 4 προσγείωση" вынужденная -, ανα- αναγκαστική προσγείωση" совершить -у κάνω (ε- (εκτελώ) προσγείωση, προσγειώνομαι. 5 η κάθι- ση του έφιππου (η θέση ή ο τρόπος). II τοπο- τοποθέτηση. ПОСадНИК, -а α. (παλ.) εγκάθετος τοποτη- τοποτηρητής " πολιτάρχης" посадница, ~Ы θ. η σύζυγος του πολιταρχη. ПОСадннчестВО, ~а το αξίωμα του πολιταρχη. ПОсаДНИЧИЙ, -ЬЯ, -ье επ. του πολιταρχη. посадочный επ.1 φυτευτικός" -ые работы φυ- τευτικές εργασίες. II για φύτευμα" - карто- картофель πατάτες για φύτευμα" ~ая машина μηχα- μηχανή φύτευσης. 2 της επιβίβασης. 3 της προ- προσγείωσης ~ая площадка πεδίο προσγείωσης· - знак σημείο προσγείωσης. Посадский επ. (παλ.). 1 αγοραίος" ~ие лю- люди αγοραίοι άνθρωποι. 2 κάτοικος προαστείου. посажать ρ.σ.μ. 1 καθίζω, βάζω να καθίσει" - всех гостей βάζω να καθίσουν όλοι οι φι- φιλοξενούμενοι. II βάζω, θέτω" - все пироги в печь βάζω όλες τις πίτες στο φούρνο. 2 φυ- φυτεύω (για ένα χρον. διάστημα). ПОСажёшшЙ επ. κατά σάζινα (βλ. сажень). посажёный επ: - отец о νουνός του γά- γάμου (στα στέφανα)" -ая мать η νουνά. посалить р.σ.μ. αλείφω ελαφρά με λίπος. ПОСаПЫВание, -Я ουδ. ρουθοϋνισμα, ξεφύση- μα. посапывать р.δ.μ. βλ. сопеть με σημ. ε- ελαφρά, λίγο. посасывать ρ.δ.μ. βλ. сосать με σημ. απο λίγο. посбавить р.σ.μ. βλ. Сбавить B σημ.) λίγο. ПОСбИВать р.σ.μ. βλ. Сбить με σημ. βαθμι- βαθμιαία όλο, πολύ. посбирать ρ.σ.μ. βλ. собрать με σημ. λίγο. ПОСбЙТЬ р.σ.μ. βλ. СбИТЬ. ПОСбрОСать р.σ.μ. βλ. СбрОСИТЬ με σημ. ό- όλο, πολύ. посватать(ся) ρ.σ. βλ. сватать(ся). посвежеть р.σ. 1 γίνομαι δροσερός, κρυού- τσικος, λίγο ψυχρός. 2 γίνομαι πιο καθαρός, διαυγής, φρέσκος. II γίνομαι πιο σφριγηλός, γερός, ακμαίος. посверкать р.σ. βλ. сверкать με σημ. λίγο. посверкивать р.δ. βλ. сверкать με σημ. ε- ενίοτε, ελαφρά. ПОСВетиТЬ р.σ. φωτίζω για ένα χρονικό διά- διάστηκα. посветлеть р.σ. γίνομαι πιο ανοιχτόχρωμος. ПОСВИСТ, -а α. σφύριγμα χαρακτηριστικό. посвистать р.σ. 1 βλ. посвистеть. 2 σφυ- σφυρίζω, καλώ με το σφύριγμα. ПОСВИСТёть р.σ. σφυρίζω λίγο, μερικές φο- φορές. ПОСВЙСТЫВание, -Я ουδ. σφύριγμα. посвистывать ρ.δ. σιγοσφυρίζω πότε-πότε. ПО-СВОему επίρ. κατ· εμένα, κατά τη γνώ- γνώμη μου. II κατά το δικό μου τρόπο. ПО-СВОЙСКИ επίρ. 1 (παλ.) όπως θέλω, όπως μου καπνίσει, ν.ατά την κρίση μου" κατά το δικό μου τρόπο. 2 κατ' εμάς, κατά τα δικά μας (ως συγγενείς, φίλοι κ.τ.τ.). ПОСВЯТИТЬ, -вящу, -ВЯТЙШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. посвященный, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. 1 μυώ, πληροφορώ κρυφά. 2 αφιερώνω" - ВСЮ ЖИЗНЬ искусству αφιερώνω όλη τη ζωή στην τέχνη· - стихотворение погибшим за свободу Греции αφιερώνω το ποίημα στους πε-
по с 171 по с σόντες για τη λευτεριά της Ελλάδας. 3 χειροτονώ" - В архимандриты, В эпископы χει- χειροτονώ σε αρχιμανδρίτη, σε επίσκοπο. II -СЯ χειροτονούμαι· ~ из дьякона В священника χειροτονούμαι απο διάκος σε παπά. посвящать(ся) р.δ. βλ. посвятйть(ся). ПОСВЯЩвНИв, -Я ουδ. 1 μύηση. 2 χειροτό- χειροτόνηση. 3 αφιέρωση" - В стихах έμμετρη αφι- αφιέρωση. посев, -а α. 1 σπορά, σπάρσιμο1 рядовой - γραμμική σπορά* время -а о καιρός της σπο- σποράς . 2 το σπαρτό. посевной επ. 1 της σποράς· -ая кампания γενική κινητοποίηση για τη σπορά. 2 ουσ. θ. -ая σπορά. посевщик, -а α. ο σπο-ρέας. поседелый επ. γκρίζος, γκριζομάλλης. ПОСедёние, -Я ουδ. γκρίζωμα των μαλλιών. поседеть р.σ. γίνομαι γκρίζος· ВОЛОСЫ -ли τα μαλλιά έγιναν γκρίζα. посёдки, -док πλθ. (διαλκ.) βλ. посиделки. Поседлать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.ΠΟ- сёдланный, βρ: -лан, -а, -о σελώνω (όλα ή πολλά άλογα). ПОСезОННЫИ επ. της εποχής, εκτελούμενος κατά ορισμένο χρόνο, εποχιακός" -ые работы εποχιακές εργασίες. посейчас επίρ. ως τώρα, ως αυτή την ώρα. посекретничать р.σ. μιλώ, λέγω,κουβεντιά- λέγω,κουβεντιάζω μυστικά. Поселенец, -НЦЭ α., -ка, -и θ. εγκάτοι,κος· άπο ι κος . поселение, -Я ουδ. 1 εγκατοίκηση. 2 κα- κατοικημένο μέρος, συνοικισμός. 3 εκτόπιση, ε- εξορία (στην τσαρική Ρωσία). II εκφρ. (παλ.) военные -Я στρατιωτικοποιημένα κατοικημένα σημεία ή χωριά. поселенный επ. 1 (παλ.) κατά χωριό" ~ые списки крестьян κατάλογοι των αγροτών κατά χωριό. 2 των στρατι ωτ ικοποιημένων χωριών. поселить, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поселённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. 1 εγκατοικίζω" σπιτώνω. 2 μτφ. εμφυσώ, εμβάλ- εμβάλλω, εμφυτεύω. II -СЯ 1 εγκατασταίνομαι ■ В комнате εγκατασταίνομαι σε δωμάτιο" - Β деревне εγκατασταίνομαι στο χωριό. 2 μτφ.ρι- μτφ.ριζώνω, θεμελιώνομαι. поселковый επ. συνοικιακός" - совет συ- συνοικιακό συμβούλιο" -ая больница συνοικιακό νοσοκομείο. ПОСёЛОК, -лка а. ακραία συνοικία πόλης" рабочий - εργατική συνοικία" рыбачий ~ ψα- ψαράδικη συνοικία. посёлье, -я ουδ. (παλ.) βλ. поселение B σημ.). посёлыцик, -а а. (παλ.) βλ. поселенец. поселянин, ~а, πλθ. -ляне, -лян α. (παλ.) αγρότης, χωρικός. поселять(ся) р.δ. βλ. поселить(ся). ПО-семё&НОМу επίρ. οικογενειακά. ПОСемёЙНЫЙ επ. οικογενειακός, κατά οικο- οικογένεια" - СПИСОК κατάλογος κατά οικογένειες. ПОСему επίρ. (παλ.) γι· αυτό. посердить(ся) р.σ. βλ. сердить(ся) με σημ. λίγο χρόνο. посеребрйть(ся) р.σ. βλ. серебрить(ся). посереди επίρ. (απλ.) βλ. посередине. посередине επίρ. κ. πρόθ. στο μέσο, στη μέση· στο κέντρο. посередйнке επίρ. βλ. посередине. посерёдке επίρ. (απλ.) βλ. посередине. посередь πρόθ. με γεν. (απλ.). βλ. посереди- посередине. посереть р.σ. βλ. сереть. посерьёзнеть р.σ. σοβαρεύομαι. посессионный επ. (παλ.) του εργοστασίου (με εργατική δύναμη κρατικών αγροτών). ♦посессия, -И θ. (παλ.) ενοικιασμένα αγρο- αγροκτήματα. ПОСёссор, -а α. εργοστασιάρχης (με εργα- εργατική δύναμη κρατικών αγροτών επι τσάρου). ПОсёсть р.σ. (απλ.) βλ. сесть (για πολ- πολλούς). посетитель, -я α., -ница, -Ы θ. επισκέ- επισκέπτης, -τρία" ~ музея επισκέπτης μουσείου" всегдашний (ή постоянный, частный) - ο θα- θαμώνας· надоедливый- βαρετός (ενοχλητικός) ε- επισκέπτης· - магазина τακτικός πελάτης. посетительский επ. του επισκέπτη· -ая кни- книга βιβλίο επισκεπτών. посетить, -сещу, -ТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. 4ςρ. посещённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. 1 επισκέπτομαι, πηγαίνω επίσκεψη· - зна- знакомых επισκέπτομαι τους γνωστούς" - дрёв- НОСТИ Греции επισκέπτομαι τις αρχαιότητες της Ελλάδας. 2 μτφ. έρχομαι, επέρχομαι* ΓΟ- ре -ло меня στενοχώρια με βρήκε" меня -йл СОН μου ήρθε ύπνος. посетовать р.σ. βλ. сетовать. ПОСёчь1 р.σ.μ. 1 (παλ.) κόβω, χτυπώ, τραυ- τραυματίζω* - саблей κόβω με το σπαθί. 2 βλ. сечь (ίσημ.). ποοβ4^ρ.σ.μ. βλ. высечь1: посечься ρ.σ. βλ. сечься B, з σημ.). посещаемость, -и θ. αριθμός επισκέψεων* - музея растёт о αριθμός των επισκέψεων του μουσείου αυξαίνει. II παρακολούθηση (μαθημά- (μαθημάτων, διαλέξεων κ.τ.τ.)" συμμετοχή. посещать р.δ. βλ. посетить. II -СЯ με επι- επισκέπτεται, -ονται. Посещение, -Я ουδ. επίσκεψη. посеять ρ.σ. βλ. сеять.
по с 172 ПОС посибариствовать р.σ. βλ. сибарйствовать. ПОСИГНаЛИТЬ р.σ. δίνω μερικά σήματα, ση- σηματοδοτώ μερικές φορές. ПОСИДёлКИ, -ЛОК πλθ. (διαλκ.) βεγγέρα της αγροτικής νεολαίας. ПОСВДвНКИ, -НОК πλθ. (διαλκ.) βλ. ПОСИ- дёлки. посидеть р.σ. βλ. сидеть. ПОСЙЖИВаТЬ р.δ. κάθομαι, περνώ την ώρα κα- καθήμενος . посизеть ρ.σ. βλ. сизеть. ПОСИЛЬНЫЙ επ. δυνατός, δυνάμενος, μπορε- τός, ανάλογος με τις δυνάμεις· -ая ПОМОЩЬ δυ- δυνατή βοήθεια· ~ труд μπορετή δουλειά. посинелый επ. κυανός, γαλανός, γαλάζιος. посинеть р.σ. βλ. синеть. поскакать р.σ. βλ. скакать. поскальзываться р.δ. βλ. поскользнуться. Поскандалить р.σ. (απλ.) δημιουργώ σκά- νταλο. ПОСКачка, ~И θ. το τρέξιμο της λαγονίκας. ПОСКИДаТЬ р.σ.μ. (απλ.) βγάζω, ρίχνω, πε- πετώ (τα ρούχα)· ζεντϋνομαι. поскитаться р.σ. βλ. скитаться με σημ. λί- λίγο. ПОСКОбЛИТЬ р.σ. βλ. СКОбЛЙТЬ με σημ. λίγο. ПОСКОК, -3 α. 1 πήδημα, άλμα. 2 καλπασμός. ПОСКОЛЬЗНУТЬСЯ р.σ. γλιστρώ, ολισθαίνω'он -лея на льду И упал αυτός γλίστρισε στον πάγο «ι έπεσε. ПОСКОЛЬКУ σύνδ. αφού, εφόσον, επειδή, μια και· - ты согласен, я не возражаю αφού εσύ συμφωνείς, εγώ δεν έχω καμιά αντίρρηση. 2 απ' όσο, καθόσο, στο μέτρο που" - я могу су- ДИТЬ Об ЭТОМ καθόσο εγώ μπορώ να κρίνω γι' αυτό. ПОСКОНИНа, -Ы θ. (διαλκ.) 3λ. ПОСКОНЬ B σημ.). ПОСКОННЫЙ επ. κανναβίσιος. ПОСВОТИНа, -Ы θ. (διαλκ.) λιβάδι περί- περίκλειστο. ПОСКрёбКИ, -ΟΒ πλθ. (ενκ. -бок, -бка α.) βλ. оскрёбки. поскрести(сь) р.σ. βλ. скрестй(сь) με σημ. λίγο, ελαφρά. поскрипеть р.σ. βλ. скрипеть με σημ. λίγο. ПОСКрЙПЫВаНИе, -Я ουδ. τρίξιμο, τριγμός. поскрипывать р.δ. βλ. скрипеть με σημ. ενίοτε, ελαφρά. ПОСКУЛИТЬ р.σ. βλ. СКУЛИТЬ με σημ. λίγο, ελαφρά. ПОСКУПИТЬСЯ р.σ. βλ. СКУПИТЬСЯ με σημ. λί- λίγο, ελαφρά. поскучать р.σ. βλ. скучать με σημ. λίγο. поскучнеть р.σ. βλ. скучнеть. послабеть р.σ. βλ. ослабеть цг σημ. λίγο. послабление, -я ουδ. επιείκεια* оказывать - δείχνω επιείκεια.· посланец, ~нца α. απεσταλμένος* πρέσβης, πρεσβευτής. послание, -Я ουδ. 1 μήνυμα· διάγγελμα. 2 (φιλγ.) επιστολή. посланник, -а α., -ца, -и θ. βλ,ποαιώΗβκ. ПОСЛаННИЧескиЙ επ. του απεσταλμένου, του πρέσβη, -βευτή. посланный, -ого ουσ. α. посланец. послать, пошлю, пошлёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посланный, βρ: -лан, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 στέλλω, στέλνω" ~ ПИСЬМО στέλλω γράμμα· за доктором στέλλω για το γιατρό· - рукой поцелуй στέλλω φιλί με το χέρι' - мяч В сетку στέλλω τη μπάλα στα δίχτιά, βάζω γκολ. II ρίχνω* - ВЗГЛЯД ρίχνω ματιά. Π κινώ, φέ- φέρω' - тело вперёд φέρω το σώμα μπροστά. II προωθώ. II εκφρ. чем бог -ал με ό,τι μας έ- δοσε ο θεός, με ό,τι έχομε ή υπάρχει (για κέρασμα κ.τ.τ.). II -СЯ (παλ.) αναφέρομαι σε κάποιον" φέρω ως μάρτυρα. после επίρ. κ. πρόθ. μετά, έπειτα απο, ύ- ύστερα απο, κατόπιν· - уж будет ПОЗДНО μετά πια θα είναι αργά' поговорим - θα μιλήσομε μετά· - Обеда μετά το φαγητό· - смерти μετά θάνατο. II εχφρ. - того как... (σύνδεσμος υ- υποτακτικός) αφού, άμα, όταν πια, σαν. послевоенный επ. μεταπολεμικός* -Ые ГОДЫ τα μεταπολεμικά χρόνια. послед, -а α. βλ. плацента. последействие, -Я ουδ. η μετέπειτα επί- επίδραση. последить, р.σ. βλ. следить με σημ. λίγο. ПОСЛёдки, -ΟΒ πλθ. (απλ.) τα απομεινάρια, τ<4 υπολείμματα. последний, -яя, -ее επ. 1 τελευταίος, τε- τελικός· (υ)στερνός* - ДОМ на улице το τελευ- τελευταίο σπίτι της οδού" - параграф τελευταία παράγραφος· самый - ο πιο τελευταίος,' ακρο- τελευταίος, ο έσχατος. II επιθανάτιος· - час η τελευταία ώρα ή στιγμή· -ЯЯ ВОЛЯ η επιθα- επιθανάτια επιθυμία· - ВЗДОХ ξεψύχισμα. II ουσ. ουδ. -ее το τελευταίο" отдать и -ее δίνω .και το τελευταίο. 2 νεότατος" -ЯЯ мода τε- τελευταία μόδα· -ее слово техники η τελευταία λέξη της τεχνικής. 2 τελειωτικός. 4 κατώτα- κατώτατος, έσχατος· χείριστος, ο χειρότερος. II α- απρεπέστατος· υβριστικός. II εκφρ. -ие време- времена άσχημοι (δύσκολοι) καιροί· ДО -его ως εκεί που δεν παίρνει άλλο. последователь, -я α., -ница, -ы θ. οπα- οπαδός, θιασώτης. Последовательно επίρ, διαδοχικά, αλληλο- διαδόχως κλπ. επ. последовательность, ~и θ. αλληλουχία, σει-
по с 173 по с ρά, (συν)ειρμός, συνοχή· συνέπεια· ακολου- ακολουθία, διαδοχή· бороться О -Ы0 αγωνίζομαι με συνέπεια· - событий διαδοχή των γεγονότων. последовательный επ., βρ: -лен, -льна, -о 1 διαδοχικός· αλλεπάλληλος* В -ОМ порядке με διαδοχική σειρά' -ое включение ή соеди- соединение тока σύνδεση του ρεύματος σε σειρά. 2 επαγωγικός· - вывод επαγωγικό συμπέρασμα. II συνεπής· απαρέγκλιτος (για πεποιθήσεις, ι- ιδεολογία κ.τ.τ.). Последовать р.σ. ακολουθώ, έπομαι' πηγαί- πηγαίνω κοντά· он за ним -ал αυτός πήγε κοντά απ· αυτόν показался огонь и -ал взрыв φά- φάνηκε φωτιά (λάμψη) και ακολούθησε έκρηξη" ОН, -ал его примеру αυτός ακολούθησε το πα- παράδειγμα του· сын -ал совету отца о γιος τήρησε τη συμβουλή του πατέρα. последствие, -Я ουδ. συνέπεια, επακόλου- επακόλουθο· τράβηγμα. II εχφρ. ОСТАВИТЬ без -ИЙ αφή- αφήνω χωρίς συνέπειες, επακόλουθα· остаться без -ИЙ μένω χωρίς συνέπειες. последующий επ. επόμενος, ακόλουθος, κα- κατοπινός, ο μετέπειτα, παρακατιανός. Последыш, -а α. 1 (απλ.) απογέννημα, απο- σπόρι, στερνοπαίδι, διγόνι, υστερότοκο τέ- τέκνο. II τελευταίος απόγονος (γένους, οίκου).. 2 μτφ. υπόλειμμα" - идеализма υπόλειμμα του ιδεαλισμού. послезавтра επίρ. μεθαύριο. Послезавтрашний επ. μεθαύριος, -ριανός* - день μεθαυριανή μέρα. ПОСЛеслОГ, -а α. (γραμμ.) το επίθεμα. послеобеденный επ. απογευματινός, μεταμε- μεταμεσημβρινός. Послеоктябрьский επ. μετοκτωβριανός. послереволюционный επ. μετεπαναστατικός. Послеродовой επ. ο μετά τον τοκετό" επι- λόχειος· - период η περίοδος μετά τον τοκε- τοκετό· -ая горячка επιλόχειος πυρετός. послесловие, -Я ουδ. επίλογος. ПОСЛеубОрочНЫЙ επ. ο μετά τη συγκομιδή. ПОСЛОВИЦа, -Ы θ. παροιμία. ПОСЛОВИЧНЫЙ επ. παροιμιακός, παροιμιώδης. пословный επ. με τη λέξη· -ая оплата те- телеграмм πληρωμή των τηλεγραφημάτων με τις λέξεις. ПОСЛОЙНЫЙ επ. ο κατά στρώματα (γινόμενος). ПОСЛОНЯТЬСЯ ρ.σ. βλ. СЛОНЯТЬСЯ. послуга, -и θ. (παλ.) βλ. услуга. ПОСЛУЖИТЬ р.σ. 1 εξυπηρετώ. 2 χρησιμεύω. 3 υπηρετώ. ПОСЛУЖНОЙ επ: - СПИСОК φύλλο ποιότητας. ПОСЛух, -а α. (παλ.) μάρτυρας σε δικα- δικαστήριο. послушание, -Я ουδ. υπακοή" υποταγή, ευ- πείθεια. II μοναστική υπηρεσία ή υποχρέωση (για εξιλασμό αμαρτίας κ.τ.τ.). ШСЛушаТЬ р.σ. 1 ακούω, ακροώμαι (ασθενή κ.τ.τ.). 2 συμμορφώνομαι. II προσέχω. 3 υπα- υπακούω, υποτάσσομαι, ευπειθώ. 4 (προστκ.). -аи άκουσε" -аи мой друг άκουσε φίλε μου.И -СЯ βλ. слушаться A, 2 σημ.). ПОСЛушИВаТЬ р.δ. ακούω πότε-πότε. ПОСлушиВОСТЬ, -И θ. (παλ.) υπακοή, ευπεί- θεια" υποταγή. послушливый επ., βρ: -лив, -а, -о (παλ.) βλ. послушный. послушник, -а α., -ца, -ы θ. δόκιμος μο- μοναχός, δόκιμη μοναχή· νεόφυτος, -η.' Послушничать р.δ. υπηρετώ, χρηματίζω δό- δόκιμος μοναχός. послушно επίρ. υπάκουα κλπ. επ. послушный επ., βρ: -шен, -шна, -ШНО υπά- υπάκουος, ευπειθής· υποταγής, υποτακτικός· ребёнок υπάκουο παιδάκι· - ученик ευπειθής μαθητής. II βλ. податливый A σημ.). Послышать р.σ.μ. (παλ.)* ακούω. И -СЯ ακούομαι· -лея ТОПОТ ακούστηκαν πατήματα. ПОСЛЮНИТЬ ρ.σ.μ. σαλιώνω. ПОСЛЮНЯВИТЬ, -ВЛЮ, -вишь р.σ.μ. σαλιώνω. посмаковать р.σ.μ. βλ. смаковать με σημ. λίγο. посматривать р.δ. смотреть με σημ. πότε- πότε. посмеиваться р.δ. βλ.* смеяться με σημ. λί- λίγο. II αστειεύομαι λιγάκι. посменно επίρ. κατά βάρδιες. посменный επ. κατά βάρδιες εκτελούμενος· -ая работа εργασία με βάρδιες. посмертный επ. μεταθανάτιος· -ое издание η μετά θάνατο έκδοση· -ая слава μεταθανάτια «δόξα. посметь р.σ. βλ. сметь. посмешить р.σ.μ. βλ. смешить με σημ.λίγο. ПОСмешиЩв, ~а ουδ. αντικείμενο γέλοου, πε- ρίγελιου, χλεύης. II κοροϊδία, εμπαιγμός. Посмеяние, -Я· ουδ. (παλ.) κοροϊδία, ε- εμπαιγμός . посмеяться р.σ. 1,βλ. смеяться με σημ.λί- σημ.λίγο. 2 περιγελώ, εμπαίζω. посмотреть р.σ. 1 βλ. смотреть. 2 (με το αρνητ. μόριο не) δε λογαριάζω, δεν κοιτά- κοιτάζω, δε λαβαίνω υπ' όψη. 3. "^πρόσ. ενκ. κ. πλθ. α) θα ιδώ (θα σκεφτώ), β) -ИМ θα ιδού- ιδούμε" -ИМ КТО КОГО Обгонит θα ιδούμε ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον. II -СЯ κοιτάζομαι. посмуглеть р.σ. βλ. смуглеть. ПОСнёдаТЬ р.σ. (διαλκ.) τρώγω. ПОСНИМаТЬ р.σ.μ. βγάζω, αφαιρώ (για πολ- πολλούς, όλους). посновать р.σ. βλ. сновать με σημ. λίγο. пособие, -Я ουδ. 1 (παλ.) βοήθεια" при -ИИ
ДОС 174 брата με τη βοήθεια του αδερφού. 2 βοήθημα, επίδομα, επιχορήγημα. 3 εγχειρίδιο(βιβλίο). Η μέσο· наглядное - εποπτικό μέσο. пособить, -блю, -бишь ρ.σ. (απλ.) βοηθώ. ПОСОбЛЯТЬ р.δ. βοηθώ. ПОСОбНИК, -а α., -ца, ~ы θ. συνεργός, συ- συνένοχος, συμμέτοχος· -и поджигателей войны συνεργάτες των εμπρηστών του πολέμου. ПОСОбНИ?есхВО, ~а ουδ. συνεργία, συνενο- συνενοχή, συμμετοχή. посовать р.σ. βλ. совать. посовеститься, -вещусь, -вестишься р.σ. συστέλλομαι, ντρέπομαι. посоветовать ρ.σ. βλ. советовать. I! ~ся συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι. посовещаться р.σ. βλ. совещаться. посодействовать р.σ. βλ. содействовать. посол1, -ела α. πρεσβευτής· - Греции в Мо- Москве о πρεσβευτής της Ελλάδας στη Μόσχα. II βλ. посланец. посол? ~а α. βλ. посолка. ПОСОЛИТЬ, -СОЛЮ, -СОЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посоленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. βλ. солить. ПОСОЛка, ~И θ. αλάτισμα· - МЯСа αλάτισμα κρέατος· - огурцов αλάτισμα αγγουριών. ПОСОЛОВёлыЙ επ. χαύνος, -νωμένος (απο κού- κούραση, μεθύσι κ.τ.τ.). посоловеть р.σ. βλ. соловеть. ПОСОЛОНЬ επίρ. (παλ.) απο ανατολή προς δύση (κατά τον ήλιο). ПОСОЛОЧНЫЙ επ. του αλατίσματος, για αλά- αλάτισμα. ПОСОЛЬСКИЙ επ. του πρεσβευτή. II εκφρ. приказ (παλ.) υπουργείο εξωτερικών. ПОСОЛЬСТВО, ~а ουδ. 1 η πρεσβεία (το κτί- κτίριο ή το προσωπικό). 2 απεσταλμένοι, αντι- αντιπροσωπεία. II παραγγελία, ανάθεση εντολής. ПОСОПёть ρ.σ. βλ. сопеть με σημ. λίγο. ПОСОСатЬ р.σ. βλ. сосать με σημ. λίγο. ПО-соседски επίρ. σαν γείτονες. ПОСОХ, -а α. ράβδος, βακτηρία, μπαστούνι. II ράβδος ποιμαντορική, ιερατική· πατερίτσα. ПОСОХНУТЬ р.σ. 1 μαραίνομαι* ξηραίνομαι1 цветы -ли τα λουλούδια μαράθηκαν деревья -ли τα δέντρα ζηράθηκαν. 2 στεγνώνω· бельё -ло τα ρούχα στέγνωσαν. посочувствовать р.σ. βλ. сочувствовать. ПОСОШОК, -шка α. 1 ραβδάκι, μπαστουνάκι. 2 το τελευταίο ποτηράκι πιοτού πριν την α- αναχώρηση. ПОСПасТЬ р.σ. μειώνομαι, ελαττώνομαι" α- αδυνατίζω, εξασθενίζω. ПОСПаТЬ ρ.σ. κοιμάμαι λίγο, τον κλέφτω λί- λίγο . Поспевание, ~Я ουδ. ωρίμαση, μέστωμα. ПОС поспевать1 ρ.δ. βλ. поспеть1. поспевать2ρ.δ. βλ. поспеть2.. ПОСПОТЬ1, -ёет ρ.σ. ωριμάζω, γίνομαι· 'με- 'μεστώνω. Μ ψήνομαι, βράζω, γίνομαι έτοιμος για φαγητό. II είμαι έτοιμος (για κάτι). ПОСПёть2ρ.σ. προφταίνω, προλαβαίνω. поспешать р.δ. βλ. поспешить. поспешить р.σ. βλ. спешить: -шишь , людей насмешишь (παρμ.) όποιος βιάζεται, σκοντά- σκοντάφτει, поспешно επίρ. βιαστικά, εσπευσμένα. Поспешность, ~И θ. βιασύνη, βία, σπουδή. поспешный επ., βρ: -шен, -шна, -шно βια- βιαστικός· εσπευσμένος. посплетничать р.σ. βλ. сплетничать με σημ. λίγο. поспорить р.σ. βλ. спорить. поспособствовать р.σ. βλ. способствовать. поспрашивать р.δ. βλ. поспросить. ПОСПРОСИТЬ р.σ. ρωτώ να μάθω να πληροφο- πληροφορηθώ καλά. посрамить ρ.σ. 1 βλ. осрамить. II κατηγο-. ρώ, ξεσκεπάζω. 2 ντροπιάζω. И -СЯ ντροπιά- ντροπιάζομαι. Посрамление, -Я ουδ. 1 ντρόπιασμα* ατίμω- ατίμωση. 2 ντροπή, αισχύνη. посрамлять(ся) р.δ. βλ. посрамить(ся). Посреди επίρ. κ. πρόθ. ς(τη μέση, στο κέ- κέντρο. посредине επίρ. κ. πρόθ. βλ. посередине. посредник, -а α., -ца, -ы θ. 1 μεσίτης· торговый - εμπορομεσίτης. 2 μεσολαβητής, με- μεσάζων ' выступить -ом μεσολαβώ, μεσιτεύω. 3 διαιτητής. посредничать р.δ. βλ. μεσολαβώ, μεσιτεύω. посреднический επ. μεσολαβητικός· μεσιτι- μεσιτικός ■ ενδιάμεσος. Посредничество, -а ουδ. μεσολάβηση, μεσι- μεσιτεία. II παρέμβαση, ανάμιξη. посредственно επίρ. μέτρια· он играет · - αυτός παίζει μέτρια. II σχεδόν καλά (βαθμός επίδοσης). Посредственность, -И' θ. 1 μετριότητα. 2 άνθρωπος μέτριων ικανοτήτων. посредственный επ., βρ: -вен, -венна, -о. 1 μέτριος, μέσος, κοινός, συνηθισμένος· σχε- σχεδόν καλός· -ые знания μέτριες γνώσεις· - от- ответ ученика σχεδόν καλή απάντηση του μαθη- μαθητή" - талант μέτριο ταλέντο. 2 έμμεσος, με μεσολάβηση. ПОСреДСТВО, -а ουδ: при -е με τη μεσολά- μεσολάβηση. Посредством πρόθ. με γεν. με τη μεσολά- μεσολάβηση. посредствующий επ. ενδιάμεσος* -ее звено ενδιάμεσος κρίκος.
поо 175 пос ПОСрвДЬ πρόθ. με γεν. (απλ.) βλ. Посреди. поссорить(ся) р.σ. βλ. ссорить(ся). *ПОСТ} -а, προθτ. о -е, на -у а. 1 φυλά- φυλάκιο· σταθμός· σκοπιά, παρατηρητήριο. 2 φρου- φρουρός, -ροί· φρουρά. 3 πόστο, θέση, αξίωμα. II εκφρ. на -у στο πόστο, στη θέση (στο καθή- καθήκον)· СТОЯТЬ (быть) на -у στέκομαι στο πό- πόστο (εκτελώ το καθήκον). ПОСТ,2 -а, προ θ. о ~е, на -у α. (εκκλσ.) η νηστεία' соблюдать - κρατώ νηστεία· по слу- случаю ~а λόγω νηστείας· строгий - αυστηρή νηστεία. II αποχή απο κάτι. постав, ~а, πλθ. -а α.1 πόζα· гордый - го- головы περήφανη πόζα του κεφαλιού. 2 ζευγάρι μυλόπετρων. 3 (διαλκ.)_αργαλειός χειροκίνη- χειροκίνητος. 4 τόπι υφάσματος. ПОСТавеЦ, -вца α. 1 (παλ.) σκευοθήκη. 2 τραπέζι βοηθητικό. 3 (παλ.) κιβώτιο οδοι- οδοιπορικό (με προμήθειες). 4 (διαλκ.)η κανάτα. 5 υποστάτης, υποστήριγμα. поставить1 ρ.σ.μ. 1 βλ. ставить1. 2 μόνο ως παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поставленный βαλμένος, τοποθετημένος. поставить2ρ.σ.μ. εφοδιάζω, προμηθεύω, πα- παρέχω, χορηγώ (για εμπορεύματα). поставка, -и θ. εφοδιασμός, προμήθευση, η χορήγηση, παροχή (εμπορευμάτων). ПОСТаВЛЯТЬ ρ.δ. βλ. ПОСТаВИТЬ2. II -СЯ χο- χορηγούμαι, παρέχομαι. поставщик, -а α., -ца, -Ы θ. προμηθευτής, -εύτρια, εφοδιαστής, τροφοδότης. постаивать ρ.δ. στ έκο μαι. ♦постамент, -а α. βάθρο· υπόβαθρο· βάση· - колонны κιονόβαθρο (στυλοβάτης)■ - статуи βάθρο του αγάλματος· гранитный - γρανίτινο βάθρο. II υποστάτης, υποστήριγμα. постанавливать ρ.δ. βλ. постановить. постанов, ~а α. (απλ.) βλ. постанов (ι σημ.). постановить р.σ. αποφασίζω· - единогласно αποφασίζω ομόφωνα· - большинством ГОЛОСОВ αποφασίζω με πλειοψηφία. Постановка, -И ·θ. 1 τοποθέτηση· σύγκριση. 2 οικοδόμηση, χτί.σιμο. з ανέβασμα έργου στη σκηνή-σκηνοθεσία. ■ Ι] θέαμα, παράσταση. 4 ε- εγκατάσταση, τοποθέτηση, βάλσιμο' - памят- памятника τοποθέτηση μνημείου. 5 βλ. ПОСТЭВ. 6 οργάνωση· правильная - σωστή οργάνωση. Постановление, -Я ουδ. 1 απόφαση ( κολλεχτι- βίστικη)· - Общего собрания απόφαση γενι- γενικής συνέλευσης· вынести - βγάζω απόφαση. 2 διάταξη, διαταγή· - совета министров απόφα- απόφαση του υπουργικού συμβουλίου. постановлять р.δ. βλ. постановить. II -ся αποφασίζομαι. постановочный επ. της σκηνοθεσίας· της παράστασης. II ανεβάσιμος (για τη σκηνή). Постановщик, -а α. <τκηνοθέτης· παραγωγός κινηματογραφικού έργου. ПОСТаНЫВать р.δ. βλ. СТОНаТЬ με σημ. ενί- ενίοτε, ελαφρά. постараться р.σ. βλ. стараться. постарение, -Я ουδ. γέρασμα, γηρασμός. постареть р.σ. βλ. стареть. постегать1 р.σ.μ. βλ. стегать1. постегать2 ρ.σ.μ. βλ. стегать2 постёгивать р.δ.μ. βλ. стегать1 με σημ. ενίοτε, ελαφρά. постелить(ся) ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. постлать- (ся). ПОСТёль, ~И θ. η κλινοστρωμνή. II κρεβάτι, κλίνη· лежать в ~и ξαπλώνω στο κρεβάτι· цри- КОванный к -И καρφωμένος στο κρεβάτι, βαριά άρρωστος, ασήκωτος· слечь В - πέφτω άρρω- άρρωστος στο κρεβάτι· ВСКОЧИТЬ С -И αναπηδώ απο το κρεβάτι· убрать - συγυρίζω το κρεβάτι. постелька, ~и θ. κλινοστρωμνή. II κρεβατά- κρεβατάκι . Постельник, -а α. (απλ.) αχυρόστρωμα. II (παλ.) βλ. постельничий. постельничий, -его α. (παλ.) αυλικός υπη- υπηρέτης. Постельный επ. κλινικός, του κρεβατιού· -ые принадлежности η κλινοστρωμνή· -ое бельё τα κρεβατοσέντονα. постёля, -и θ. (παλ.) βλ. постель. Постепенно επίρ. βαθμιαία, βαθμηδόν, λί- γο-λίγο, σιγά-σιγά· προοδευτικά. постепенность, -И θ. το βαθμιαίον, ο βαθ- βαθμιαίος χαρακτήρας" - развития о βαθμιαίος χαρακτήρας της ανάπτυξης. , постепенный επ., βρ: -пенен, -пенна, -о βαθμιαίος· προοδευτικός· -ое охлаждение η βαθμιαία ψύξη. постепенен,, -нца α. (παλ.) μετριόφρονας, μετριοπαθής, οπαδός της βαθμιαίας ανάπτυξης. постепеновщина, ~Ы θ. (παλ.) μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη. постеречь р.σ. βλ. стеречь με σημ. λίγο. постесниться р.σ. (παλ.). 1 βλ. постес- постесняться. 2 στριμώχνομαι, συνωθούμαι. Постесняться р.σ. συστέλλομαι, ντρέπομαι. постигание, -я ουδ. βλ. постижение. постигать р.δ. βλ. постигнуть, постичь. II -СЯ συλλαμβάνομαι, κατανοούμαι, αντιλαμβά- αντιλαμβάνομαι . постигнуть κ. постичь, -стйгну, -стйг- нешь, παρλθ. χρ. постиг κ. (παλ.) постйгнул, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ПОСТИГШИЙ κ. ΠΟ- стйгнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. постйгну- тый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ. 1 συλλαμβάνω, εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι· μπαίνω,
пос пос υπεισέρχομαι.· - тайны природы μπαίνωατα μυ- μυστικά της φύσης· - дух μπαίνω στο πνεύμα1 ОН -ул ваши намерения αυτός κατάλαβε τις δια- διαθέσεις σου. 2 συμβαίνω4 με βρίσκει· его -ЛО несчастье τον βρήκε δυστύχημα' его -ла 60- лёзнь τον βρήκε αρρώστεια. ПОСТИЖеНие,-Я ουδ. σύλληψη διανοητική, κα- κατανόηση, αντίληψη. ПОСТИЖИМЫЙ επ. απο μτχ. εύληπτος, κατανο- κατανοητός, καταληπτός, αντιληπτός. посгилать(ся) р.δ. βλ. постлать(ся). ПОСТЙЛКа, -И θ. 1 στρώση, -σιμό. 2 βλ. подстилка B σημ.). ПОСТИЛОЧНЫЙ επ. του στρώματος, για στρώ- στρώμα· -ая СОЛОма άχυρο για στρώμα. ПООТирать р.σ. πλύνω. II πλύνω λίγο. II -СЯ (απλ.) πλύνω τα ρούχα μου. ПОСТИруШка, -И θ. πλύσιμο λίγων ρούχων. ПОСТИТЬСЯ, пощусь, постишься р.σ»νηστεύω, κρατώ νηστεία. II μτφ. απέχω απο κάτι. постичь βλ. постигнуть. постлать, -стели, -стелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. постланный, βρ: -лан, -а, -о р. σ. στρώνω· - чистую скатерть на стол στρώ- στρώνω καθαρό τραπεζομάντηλο στο τραπέζι" - ΠΟ- стёль στρώνω το κρεβάτι· он -ал и спал αυ- αυτός έστρωσε και κοιμήθηκε. II -СЯ στρώνομαι. ПОСТНИК, -а α., -ца, -Ы θ. ο νηστεύων, η νηστεύουσα. ПОСТНИЧать р.δ. νηστεύω, σαρακοστεύω, κά- κάνω (κρατώ) νηστεία. ПОСТНИЧескИЙ επ. του νηστεύοντα ή της νη- νηστείας· νηστήσιμος, σαρακοστιανός. ПОСТНИЧесТВО, -а ουδ. η νηστεία. постный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 νη- νηστήσιμος, σαρακοστιανός· -день νηστήσιμη μέ- μέρα· - Обед σαρακοστιανό γεύμα. 2 άπαχος· -ая баранина άπαχο πρόβειο κρέας. 3 μτφ. άκεφος, κατηφής, θλιμμένος. 4 ψευδευλαβής, ιησουίτης, φαρισαίος, φραγκοπαναγιά. II εκφρ. - сахар είδος καραμέλας" -ое масло φυτικό λίπος, λάδι. ПОСТОВОЙ επ. 1 του φυλακίου, της σκοπιάς. 2 του πόστου· - милиционер αστυνομικός του πόστου (του). II ουσ. σκοπός" φύλακας· τρο- τροχονόμος. ПОСТОЙ, -Я α. 1 διανυκτέρευση. 2 επισταθ- μία, κατάλυμα· поставить на ~ βάζω σε κατά- κατάλυμα. ПОСТОЙНЫЙ επ. της διανυχτέρευσης. II της επισταθμίας, του καταλύματος. постолы, -тол πλθ. (ενκ. постола, -к θ.)· (διαλκ.) είδος τσαρουχιού πλεκτό ή απο δέρ- δέρμα. ПОСТОЛЬКУ σύνδ. υποτακτικός: - ПОСКОЛЬКУ καθόσον, εφόσον, στο μέτρο που. посторожить р.σ. βλ. сторожить, стеречь. посторониться р.σ. βλ. сторонитьсяA σημ.). посторонний επ. ξένος· αλλότριος· - че- человек ζένος άνθρωπος· ~ шум άλλος θόρυβος, απ' αλλού προερχόμενος. II ουσ. ξένος· -ИМ вход запретен απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία. II άλλου, τρίτου- обой- обойтись без -ей ПОМОЩИ τα βολεύω χωρίς ξένη βοήθεια. постоялец, -льда α., -лица, -ы θ. (παλ.) ενοικιαστής, -άστρια· ξενιζόμενος, -η. κα- καταλύτης ξενοδοχείου. постоялка, -и θ. βλ. постоялец. ПОСТОЯЛЫЙ επ: - двор (παλ.) πανδοχείο. ПОСТОЯННО επίρ. μόνιμα, διαρκώς κλπ. επ. постоянный επ., βρ: -янен, -янна, -янно; 1 μόνιμος, διαρκής, συνεχής, διηνεκής, πα- παντοτινός· πάγιος· - представитель в ООН μό- μόνιμος αντπρόσωπος στον ΟΗΕ.- клиент о θαμώ- θαμώνας· -ая работа μόνιμη εργασία· - житель μόνιμος κάτοικος· -ое место μόνιμη θέση. 2 σταθερός· верная и -ая женщина πιστή και σταθερή γυναίκα· - характер σταθερός χαρα- χαρακτήρας. II εκφρ. -ая армия о μόνιμος στρα- στρατός · -ая величина η σταθερή ποσότητα* - ка- капитал (πολιτ. οικν.) το σταθερό κεφάλαιο· - ΤΟΚ (ηλεκτρ.) το συνεχές ρεύμα. ПОСТОЯНСТВО, -а ουδ. μονιμότητα, το μόνι- μον. II σταθερότητα. * ПОСТОЯТЬ р.σ. 1 βλ. СТОЯТЬ με σημ. λίγο.2 προστκ. -ОЙ στάσου. 3 αντιστέκομαι, κρατώ, βαστώ, αμύνομαι· υπερασπίζω, προασπίζω. 4 (με το αρνητ. μόριο не) δε φείδομαι,, δεν τσι- τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι. ♦постпакет, -а α. δέμα* τόπι" ταχυδρομικός σά^ικος. П0СП03ИЦИОННЫЙ επ. (γραμμ.) του επιθέμα- επιθέματος, του προσφύματος, επιθεματικός· -ая ча- СТЙца επι θεματικό μόριο. ♦ПОСТПОЗИЦИЯ, -И θ. (γραμμ.) θέση μετά άλ- άλλης λέξης ή μέλους της πρότασης· - опреде- определения η θέση του προσδιορισμού μετά το προσδιοριζόμενο. Пострадавший επ. ουσ. απο μτχ. ο παθών το θύμα· -ие от землетрясения οι σεισμοπαθείς* -ие от наводнения οι πλημμυροπαθείς· -ие от пожара οι πυροπαθείς· отвезли -шего в больницу μετέφεραν τον παθόντα στο νοσοκο- νοσοκομείο . пострадать р.σ. βλ. страдать. Постраничный επ. κατά σελίδες γινόμενος. постранствовать р.σ. βλ. странствовать. ПОСТрашаТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) φοβίζω,εκφοβίζω. ПОСТрёл, ~а α. διαβολόπαιδο, διαβολάκος, άτακτο παιδί. пострелёнок, -нка, πλθ. -лята, -лят α.δια-
пос 177 поо βολάκι. постреливать р.δ. 1 βλ. стрелять με σημ. αραΐά, ενίοτε. 2-μου περνά πόνος· ~ В ухе μου περνά πόνος στ' αυτί. пострелять р.σ. 1 βλ. стрелять με σημ. λίγο. 2 σκοτώνω, φονεύω (όλους, πολλούς). достриг, -а α. (εκκλσ.) απόκαρση (κούρε- (κούρεμα) των μοναχών. постригать(ся) р.δ. βλ. пострйчь(ся). пострижение, -я ουδ. βλ. постриг. постричь р.σ.μ. 1 κουρεύω. 2 (απο)κείρω (μοναχό). II -СЯ 1 κουρεύομαι. 2 (για μονα- μοναχούς) κείρομαι. построгать ρ.σ. βλ. строгать με σημ. λίγο. Построение, ~Я ουδ. χτίσιμο, οικοδόμηση· δημιουργία, φτιάξιμο·'- социализма В СССР το χτίσιμο του σοσιαλισμού στην ΕΕΣΔ. 2 κατασκευή· συνάρτηση, σύσταση, σύνθεση. 3 σύνταξη γραμματική. II σύνταξη στρατιωτικού τμήματος. ПОСТрОечНЫЙ επ. οικοδομητικός, της οικο- οικοδόμησης· - участок οικόπεδο" γήπεδο. построить(ся) ρ.σ. βλ. строить(ся). ПОСТрОЙка, -И θ. 1 χτίσιμο, δομή, δόμηση· οικοδόμηση. 2 οικόπεδο" γήπεδο. 3 χτίρю, οί- οίκημα, οικοδομή, οικοδόμημα. постромки, -МОК (ενκ. -ка, -и θ.). 1 τα συνδετικά λουριά του ρυμού της άμαξας με το περιαυχένιο του ζώου. 2 (διαλκ.) τα λουριά ανάρτησης σάκκου απο τους ώμους. ПОСТрОМОЧНЫЙ επ. των λουριών σαγής. II με λουριά. ПОСТРОЧНЫЙ επ. με τη σειρά, με το στίχο· -ая оплата πληρωμή με τη σειρά. постругать р.σ. βλ. построгать. постряпать р.σ. βλ. стряпать με σημ. λίγο. *ПОСТСКрЙПТум, -а α. (γραπ. λόγος) το υ- υστερόγραφο (ΥΓ) · постукать р.σ. βλ. стукать. Постукивание, -Я ουδ. χτύπος, κρότος επα- επαναληπτικός: - маятника о χτύπος του εκκρε- εκκρεμούς. постукивать р.δ. χτυπώ, κροτώ (εγίοτε, ε- ελαφρά) . ♦постулат, -а α. αξίωμα· -ы эвклидовой ге- геометрии τα αξιώματα της ευκλείδιου γεωμε- γεωμετρίας. постулировать, -руга, ~руешь р.δ.κ.σ. λέ- λέγω κάτι σαν αξίωμα. поступательный επ. προχωρητικός, προοδευ- προοδευτικός· ανοδικός* βαθμιαίος. поступать(ся) ρ.δ. βλ. поступить(ся). ПОСТУПИТЬ, -ступлю, -ступишь р.σ. 1 ενερ- ενεργώ· φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι· - правильно ενεργώ σωστά" - осторожно ενεργώ προσεχτι- προσεχτικά (επιφυλαχτικά)· ОН -ЙЛ дурно В ЭТОМ деле αυτός φέρθηκε σαν βλάκας σ' αυτήν την υπό- υπόθεση' - хорошо С кем-Н. φέρνομαι καλά σε κά- κάποιον - великодушно φέρνομαι-μεγαλόψυχα. 2 πιάνω δουλειά, μπαίνω, εισέρχομαι· - на фа- фабрику πιάνω δουλειά στη φάμπρικα· - В уни- университет εισάγομαι στο πανεπιστήμιο" - Β школу πρωτοπηγαίνω στο σχολείο·. ~ на служ- службу μπαίνω στην υπηρεσία. 3 φτάνω, έρχομαι· раненые -ли в госпитал οι τραυματίες έφτα- έφτασαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο* -ли жалобы ήρθαν παράπονα· II περιέρχομαι, περνώ· на- СДедство -ЛО В казну η κληρονομιά_ περιήλθε στο δημόσιο ταμείο. II πηγαίνω" сырьё -ло В Обработку οι πρώτες ύλες πήγαν για επεξερ- επεξεργασία. II -СЯ παραιτούμαι απο κάτι, απαρνού- απαρνούμαι" αποποιούμαι· υποχωρώ, ενδίδω,παραχωρώ. поступление, -я ουδ. 1 είσοδος·, μπάσιμο· πιάσιμο εργασίας, υπηρεσίας. 2 φτάσιμο άφι- άφιξη, ερχομός, έλευση. 3 το αφιχθέν ποσό. поступок, -пка α. πράξη, ενέργεια· само- самоотверженный - ριψοκίνδυνη πράξη· благорОД- НЫЙ - ευγενική πράξη' ПОДЛЫЙ - πρόστυχη πρά- πράξη. II διαγωγή, συμπεριφορά поступь, -и θ. τρόπος βαδίσματος. постучать р.σ. χτυπώ λίγο ή μερικές φο- φορές. II κρούω1 - В дверь χτυπώ την πόρτα· - В окно χτυπώ στο παραθύρι. II -СЯ κρούω, χτυ- χτυπώ· - В окно χτυπώ στο παράθυρο. ♦постфактум επίρ. κα-ίόπιν εορτής, μετά το γεγονός. постыдйть(ся) ρ.σ. βλ. стыдить(ся). ПОСТЫДНО επίρ. επαίσχυντα, αισχρά κλπ.επ. ПОСТЫДНЫЙ επ., βρ: -ден, -дна., -дно επαί- επαίσχυντος, αισχρός· ακατονόμαστος, αχαρακτή- αχαρακτήριστος· - поступок επαίσχυντη πράξη. „ ПОСТЫЛЫЙ επ., βρ: -ТЫЛ, -а, -О (απλ.) α- απεχθής, αποκρουστικός· μισητός. II ως ουσ. πρόσωπο μισητό, αντικείμενο μίσους. ПОСуда, -Ы θ. 1 (αθρσ.) τα σκεύη, τα αγ- αγγεία· столовая - τραπεζοσκευή, επιτραπέζια σκεύη, σερβίτσιο1 кухонная - τα μαγειρικά σκεύη* чайная - σερβίτσιο του τσαγιού.2 αγ- αγγείο, δοχείο. 3 (διαλκ.) μικρό σκάφος, ι- ιστιοφόρο. II εχφρ. битая - два века живёт (παρμ.) ο κάλπικος παράς δε χάνεται (για α- ανάξιο άνθρωπο). посудачить р.σ. βλ. судачить με σημ. λίγο. ПОСуДИНа, -Ы θ. αγγείο, δοχείο. II (απλ.) παλιόβαρκα, παλιοσκάφος, παλιοκάραβο. посудить р.σ. 1 (παλ.) κρίνω. 2 (προστκ.) -ДИ κρίνε, σκέψου. 3 συζητώ κριτικά. II -СЯ βλ. судиться. Посудник, ~а α. (διαλκ.) σκευοθήκη, πια- πιατοθήκη. Ι! λαντζέρης. ПОСуДНИЦа, -Ы θ. (διαλκ.) σκευοθήκη, πια- πιατοθήκη. II λαντζέρισσα.
пос 178 ПОТ ПОСУДНЫЙ επ. του σκεύους, του αγγείου" -ое ПРОИЗВОДСТВО η σκευοπαραγωγή· - шкаф σκευο- φυλάκιο, σκ,ευοθήκη. посуетиться, -ечусь, -етишься р.σ. βλ.су- βλ.суетиться με σημ. λίγο. ПОСул, -а α. 1 (απλ.) υπόσχεση, τάμα,τά- τάμα,τάξιμο· 2 (παλ.) δωροληψία" όωροδόκημα. ПОСУЛИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) υπόσχομαι, τάζω. Ι) -СЯ υπόσχομαι, τάζω. посумерничать ρ.σ. βλ. сумерничать με σημ. λίγο. ПОСунутьСЯ р.σ. (απλ.) κινούμαι προς, χώ- χώνομαι ' προχωρώ" посуроветь р.σ. βλ. суроветь. ПОСУТОЧНЫЙ επ. εικοσιτετράωρος" κατά ει- εικοσιτετράωρο γινόμενος. ПОсуху επίρ. σε στεγνό, ξηρό μέρος" рыба - не ХОДИТ (παρμ.) στη στεριά δε ζει το ψά- ψάρι. ПОСУШИТЬ р.σ.μ. 1 ζηραίνω, στεγνώνω· ψή- ψήνω" - промокшее пальто στεγνώνω το βρεγμένο πανωφόρι· - сухарей ψήνω φρυγανιές. 2 ζη- ζηραίνω, στεγνώνω· ψήνω λίγο (για όλα, πολλά). II -СЯ ξηραίνομαι, στεγνώνω· ψήνομαι λίγο ή για όλα, πολλά. ПОСХОДИТЬ ρ.σ. βλ. СОЙТЙ1 A, 2, 3 σημ. ) βαθμιαία ή για όλους, πολλούς. ПОСЧасТЛИВИТЬСЯ ρ.σ. στέκομαι τυχερός, έ- έχω τύχη καλή, με ευνοεί η τύχη. ПОСЧИТать р.σ. 1 μετρώ, λογαριάζω, αριθ- αριθμώ" - деньги μετρώ τα χρήματα. 2 θεωρώ, νο- νομίζω, φρονώ. II εκλαμβάνω, περνώ (νομίζω) για. 3 εκτιμώ, διατιμώ, βάζω τιμή. II -СЯ λογα- λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον.2 μτφ. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον,λύ- κάποιον,λύνω τις διαφορές. 3 λαβαίνω, παίρνω υπόψη. ПОСШШЗать р.σ.μ. (απλ.) ρίχνω κάτω, ανα- ανατρέπω (όλους, πολλούς). ПОСОЛ, ~а α. 1 (παλ.) αποστολή. 2 στάλσι- μο· - мяча В сетку στάλσιμο της μπάλας στα δίχτια. поимать(ся) ρ.δ. βλ. послать(ся). ПОСШка, -И θ. 1 αποστολή. II στάλσιμο. II προώθηση. 2 δέμα, πακέτο" почтовая - ταχυ- ταχυδρομικό δέμα. 3 (φιλοσ.) το λήμμα, πρόταση συλλογισμού" большая, малая - η μεγάλη, η μικρή πρόταση. II εχφρ. быть (находиться) на -ах κάνω τα θελήματα (μικροπαραγγελιες). ПОСЫЛОЧНЫЙ επ. για αποστολή. II των δεμά- δεμάτων, για δέματα. ПОСЫЛЬНЫЙ επ. 1 αποστολικός, της αποστο- αποστολής. 2 ουσ. απεσταλμένος" αγγελιοφόρος. посыпать р.σ. βλ. сыпать με σημ. λίγο. 3 γλωσσοκοπώ, -πανώ, λογοκοπώ, πιπιλιζω με λέ- λέξεις. 4 (ϊΐ-α πλήθος) τρέχω, ξεχύνομαι.. II -СЯ πέφτω, ρίχνομαι" вопросы -ЛИСЬ οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή (απανωτές). посыпать(ся) р.δ. βλ. посыпать(ся). посягатель, -Я α. ο επίβουλος. посягательство, -а ουδ. επιβουλή·- на го- государственную собственность επιβουλή κατά της περιουσίας του δημοσίου. посягать р.δ. βλ. посягнуть. ПОСЯГНуТЬ р.σ. επιβουλεύω, -ομαι1 αγγίζω, θίγω, πειράζω, διανοούμαι να βλάψω. ΠΟΤ, ~а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. поты α. 1 ο ιδρώτας. II ίδρωση, -μα. 2 στρώμα λεπτών υδροσταγώνων· - ОКОН о ιδρώτας των παραθύ- παραθύρων (των τζαμιών). II εκφρ. в -е лица με τον ιδρώτα του προσώπου (κοπιάζοντας, μοχθώ- μοχθώντας) ■ до седьмого ή десятого -а (-у) тру- трудиться, работать ζεπατώνομαι, ξεθεώνομαι στη δουλειά, λιώνω στη δουλειά" Цыганский ~ κρυώνω σαν το γύφτο" -ом И кровью добывать ιδροκοπώ ή φτύνω αίμα για να βγάλω" семь ~ΟΒ СОЩЛО С него του βγήκε ο θεός ανάποδα, είδε κι έπαθε για να· вогнать В - ξεπατώνω, λιώνω στη δουλειά. потаённый επ. απο μτχ. κρυφός, απόκρυ- απόκρυφος" μυστικός. потаить, -таю, -таишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. потаённый, βρ: -таён, -таена, р.σ.μ. (απλ.) αποκρύβω. потайной επ. κρυφός, μαστικός" - карман κρυφή τσέπη" -Ое окошко κρυφό παραθυράκι. Потакание, -Я ουδ. επιεικής συμπεριφορά ή ένδοση. потакатель, -я α. βλ. потатчик. потакать ρ.δ. φέρνομαι επιεικά, μαλακά, χαλαρά" ενδίδω. потаковщик, -а α. βλ. потатчик. •поталкивать р.δ.μ. βλ. толкать με σημ. λί- λίγο, ελαφρά, ενίοτε. потанцевать р.σ. βλ. танцевать με σημ. λίγο. потапливать ρ.δ. βλ. топить1 με σημ. απο λίγο, ενίοτε. потасканный επ. απο μτχ. φορεμένος, μετα- μεταχειρισμένος. II συντριμμένος, τσακισμένος, καταβλημένος (απο έκλυτη ζωή). Потаскать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟ- тасканный, βρ: -кан, -а, -о. 1 βλ. таскать με σημ. λίγο. 2 μεταφέρω, κουβαλώ (όλα, πολ- πολλά) . II -СЯ βλ. таскаться με σημ. λίγο. потаскивать р.δ. κλέβω πότε-πότε. ПОТаскуН, -а α., -ЬЯ, -Κ θ. έκλυτος, -η, έκφυλος, -η, ανήθικος, -η, διεφθαρμένος, -η. ПОТаскуха, -И θ. (απλ.) γυναίκα έκφυλη. потаскушка, -и θ. (περιφρ.) βλ. потаскуха. потасовать р.σ. βλ. тасовать. ПОТаСОВка, -И θ. τσακωμός, καβγάς. II χτύ- χτύπημα, δάρσιμο, ξυλοκόπημα.
ποτ 179 ποτ потатчик, ~а α., ~ца -ы θ. επιεικής, ή- ήπιος (στην κρίση ή συμπεριφορά). ПОТЭТка, ~и θ. επιείκεια, ηπιότητα. ♦поташ, ~а α. ποτάσα. ПОТаШНИВать ρ.δ. βλ. ТОШНИТЬ με σημ. ενί- ενίοτε, ελαφρά. поташный επ. της ποτάσας. потащить ρ.σ. βλ. тащить με σημ. λίγο. II -СЯ σέρνομαι, τραβιέμαι, βαδίζω αργά, με δυ- δυσκολία. ι потаять ρ.σ. βλ. таять (για όλο, πολύ). потвердеть, ~ёет р.σ. σκληραίνω, σκληρύ- σκληρύνομαι . ΠΟ-ТВОвМУ επίρ. κατ' εσένα, κατά τη γνώ- γνώμη σου. потворство, -а ουδ. επιείκεια, συγκατάβα- συγκατάβαση· ανοχή" συνενοχή. ПОТВОрСТВОВаТЬ, -СТВуЮ -СТВуешЬ р. δ. φέρ- φέρνομαι επιεικά, ανέχομαι· γίνομαι συνένοχος. ПОТВОРЩИК, ~а α., -Ца, -ы θ. επιεικής, ο ανεχόμενος, ~η· συνένοχος, ~η. ПОТёк, -а α. σταγονόρροια, στάξη. потёмки, -мок πλθ. 1 τα σκότη, τα σκοτά- σκοτάδια. 2 μτφ. το άγνωστο, το μυστήριο. II εκφρ. в -ах (быть, находиться) έχω σκοτάδι, μεσά- μεσάνυχτα (τελείως άγνοια). ПОТеМНёлыЙ επ. σκοτεινός, σκοτεινιασμένος. потемнение, -Я ουδ. σκοτείνιασμα. потемнеть ρ.σ. κ. ως απρόσ. σκοτεινιάζω, γίνομαι σκοτεινός· глаза его -ли τα μάτια του σκοτείνιασαν В лесу -ло στο δάσος σκο- σκοτείνιασε. потение, -Я ουδ. ίδρωση, -μα, αφίδρωση,ε- ξίδρωση· - НОГ ίδρωμα των ποδιών. II κάλυψη επιφάνειας με υδροσταγονίδια· - стёкол ί- ίδρωμα των τζαμιών. ♦потентат, -а α. (παλ.) κυρίαρχος, ηγεμό- ηγεμόνας" δυνάστης. ♦потенциал, -а α. το δυναμικό· το ηλεκτρο- ηλεκτροδυναμικό" разность ~ов διαφορά τάσης1 нор- нормальный - το κανονικό δυναμικό. επ. δυναμικός, εμπεριέχων δύναμη, ισχύ. II πιθανός, δυνατός,'ενδεχόμε- δυνατός,'ενδεχόμενος· - враг ενδεχόμενος εχθρός. *ПОТёнЦИЯ, -и θ. ισχύς, δυναμικότητα, δυ- δυνατότητα ενυπάρχουσα" δύναμη, ισχύς. Потепление, -Я ουδ. άνοδος της θερμοκρα- θερμοκρασίας" ζέστη, θάλπος" наступило - άρχισε η θαλπορή. потеплеть, -еет р.σ. κ. απρόσ. γίνομαι ζε- ζεστός, ζεσταίνω. потеребить ρ.σ.μ. βλ. теребить με σημ. λί- ϊο. потерёть(ся) р.σ. βλ. тереть(ся). *ПОТёрна, ~ы θ. κρυφή θυρίδα οχυρωμάτων. Потерпевший επ. κ. ουσ. απο μτχ. υποστάς, παθών. потерпеть р.σ., μτχ. παρλθ. χρ. потерпев- потерпевший.'! υπομένω, κάνω υπομονή, ανέχομαι^, βα- βαστώ, κρατώ" я не -шло таких беспорядков δε θα ανεχτώ τέτοια ακαταστασία1 его уговари- уговаривали ~ τον συμβούλευαν να κάνει υπομονή. 2 δοκιμάζω, υφίσταμαι, παθαίνω1 - Неудачу υ- υφίσταμαι αποτυχία (αποτυχαίνω)· - корабле- кораблекрушение παθαίνω ναυάγιο (ναυαγώ), καραβο- τσακίζομαι. II (παλ.) διώκομαι, καταδιώκο- καταδιώκομαι" υποφέρω" ~ за правду καταδιώκομαι για την αλήθεια. ПОТёртоСТЬ, -И θ. φθορά απο την τριβή" το λιώσιμο. II τριμμένο μέρος. ПОТёрТЫЙ επ. απο μτχ. τριμμένος, φθαρμέ- φθαρμένος" ~ ковёр τριμμένο χαλί. II μτφ. μαραμέ- μαραμένος, μαραζωμένος· καχεκτικός" αθαλής. потеря, ~И θ. 1 απώλεια, χάσιμο· - зрения απώλεια της όρασης· - крови απώλεια αίματος· - времени απώλεια χρόνου· - сознания λιπο- λιποθυμία· - памяти απώλεια μνήμης· безвозврат- безвозвратная - ανεπανόρθωτη απώλεια" нести ~И νφί- σταμαι απώλειες. 2 πράγμα χαμένο. II (στρατ.) πλθ. -И οι απώλειες· большие -И убЙТЫМИ μεγάλες απώλειες σε νεκρούς. ПОТёрянНОСТЬ, ~И θ. 1 σύγχυση, ταραχή. 2 παρ αζάλη· αμη χαν ί α. потерянный επ. απο^τχ. 1 έκπληκτος· παρα- ζαλισμένος" αμήχανος. 2 συγχυσμένος, ταραγ- ταραγμένος. 4 χαμένος, άμοιρος, κακότυχος, κακο- ρίζικος. потерять(ся) р.σ. βλ. терять(ся). потесать ρ.σ. βλ. тесать με σημ. λίγο. потеснить(ся) р.σ. βλ. теснйть(ся). ПОТесь, -И θ. πρυμναίο κουπί, γουργούρα, ουράδιο, πρυμνιό-κουπί. ПОТёть р.δ. 1 ιδρώνω· - от жары ιδρώνω α- από τον καύσωνα. II μτφ. μοχθώ, ιδροκοπώ. · 2 (απαντά στο 3- πρόσωπο)·. υγραίνομαι· стекло ~ЛО το τζάμι ίδρωσε. ПОТёха, ~И θ. 1 τέρψη, διασκέδαση, ψυχα- ψυχαγωγία, αναψυχή. II το ευτράπελο. 2 ως κατηγ. είναι αστείο, έχει· πλάκα. II εχφρ. пошла - είχε πλάκα, σπάσαμε πλάκα. потечь ρ.σ. αρχίζω να ρέω, να τρέχω· -клй ручьи άρχισαν να τρέχουν τα ρυάκια. потешать(ся) р.δ. βλ. тешить(ся). потёшить(ся) ρ.σ. βλ. тешить(ся) ПОТёшНИК ~а α. (παλ.) γελωτοποιός· κωμι- κωμικός . потешный επ., βρ: -шен, -шна, -шно. 1 δι- διασκεδαστικός, γελοίος, κωμικός. 2 (παλ.) ψυχαγωγικός, φαιδρός, τερπνός· αστείος. 3 (παλ.) των στρατιωτικών αθλοπαιδιών. II ουσ. α. (παλ.)· συμπαίκτης στρατιωτικών παιγνιδιών (επι Πέτρου Ι).
тот 180 пот потирать р.σ.μ. βλ. тереть με σημ. ελαφρά. ПОТИХОНЬКУ επίρ. 1 σιγά, ήσυχα, αθόρυβα. 2 κρυφά, απαρατήρητα, κλέφτικα. 3 αργά, βρα- βραδέως. II βαθμιαία, λίγο-λίγο, απο λίγο. ПОХКаТЬ р.σ. βλ. ткать με σημ. λίγο. ПОТЛИВОСТЬ -И θ. ίδρωση, -μα. ПОТЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -о ιδρωμένος· που ιδρώνει πολύ. ПОТЦИК -4 α. υπόσαγμα, σάγισμα. ПОТНЫЙ επ., βρ: -тен -тна -ТНО. 1 ιδρω- ιδρωμένος· -ое лицо ιδρωμένο πρόσωπο· очень - καταϊδρωμένος, κάθιδρος. 2 καλυμμένος απο λεπτές υδροοταγόνες· -ые стёкла ιδρωμένα τζάμια. 3 (παλ.) υγρός· νοτερός. ПОТОВОЙ επ. του ιδρώτα· -ое выделение έκ- έκκριση ιδρώτα. ПОТОГОННЫЙ επ. ιδρωτοποιός, εφιδρωτικός ή εξιδρωτικός· -ое лекарство ή средство εκφο- εκφορητικό φάρμακο. II ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εκ- εκφορητικό. II μτφ. επαχθής, εξαντλητικός1 труд δουλειά που πάει ο ιδρώτας ποτάμι. ПОТОК, -а α.1 ρεύμα (ποταμού, ρυακιού). II κυρλξ. κ. μτφ. χείμαρος· ποτάμι· -И слёз πο- τάμια-δάκρυα· - СЛОВ χείμαρος λέξεων- ру- гательств κατακλυσμός ύβρεων, τα εξ αμά- αμάξης· απανωτές βρισιές. 2 πλήθος· μάζα·- лю- людей χείμαρος λαϊκής μάζας. 3 τμήμα μαθητών, σπουδαστών. II εχφρ. на - и разграбление (от- (отдать) παραδίνω στη λεηλασία (δήωση, ρεμούλα). ПОТОЛкать р.σ.μ. βλ. толкать με σημ. με- μερικές φορές. II -СЯ βλ. толкаться με σημ. λίγο. II σπρώχνω, ωθώ. ПОТОЛКОВаТЬ р.σ. συνομιλώ, κουβεντιάζω. ПОТОЛОК, -лка α. 1 οροφή, νταβάνι· СВОД- чатый - θολωτή οροφή. 2 (διαλκ.) η άνω ο- οροφή (προς τη σοφίτα). 3 το ανώτερο ϋψος πτήσης. II μτφ. το ανώτερο όριο. Κεκφρ. с -лка (ВЗЯТЬ, сказать κλπ.) όπως μου έρθει (μου κατεβάσει) εκείνη τη στιγμή, στα κουτουρού. ПОТОЛОЧИНа ~ы θ. δοκός ή σανίδα οροφής. ПОТОЛОЧНЫЙ επ. της οροφής. ПОТОЛОЧЬ р.σ.μ. βλ. ТОЛОЧЬ (για λίγο ή ό- όλα, πολλά). II -ся (απλ.). 1 βλ. потоптать- СЯ. 2 βλ. ТОЛОЧЬСЯ B σημ.). потолстеть р.σ. βλ. толстеть. ПОТОМ επίρ. 1 μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπι. 2 εκτός αυτού, ακόμα, επίσης. ПОТОМИТЬ(СЯ) ρ.σ. βλ. ТОМИТЬ(ся). με σημ. ένα χρον. διάστημα. ПОТОМОК, -мка α. 1 απόγονος, επίγονος. 2 πλθ. -И οι απόγονοι, οι μέλλουσες γενεές. ПОТОМСТВеННЫЙ επ. κληρονομικός1 -ое име- ние κληρονομικό κτήμα. II καταγόμενος, κα- καταγωγής , έλκων το γένος. ПОТОМСТВО, -а ουδ. η νέα γενεά. II βλ. ПО- ПОТОМОК B σημ.). ПОТОМУ επίρ; γι' αυτό, ένεκα τούτου. II σύνδ. υποτακτικός· - что κ. - как γιατί, επειδή· не ем, - что не хочу δεν τρώγω, για- γιατί δε θέλω. потонуть р.σ. βλ. утонуть. ПОТОП, ~а α. 1 βιβλικός κατακλυσμός, все- всемирный - ο κτακλυσμός του Νώε. 2 πλημμύρα μεγάλη. II εκφρ. до -а πριν τον κατακλυσμό του Νώε (απο αμνημονεύτους χρόνους). потопать р.σ. 1 βλ. топать με σημ. λίγο. 2 πηγαίνω, αναχωρώ1 βαδίζω. потопать ρ,δ. (παλ. κ. απλ.) βλ. потонуть. ПОТОПИТЬ1 ρ.σ.μ. βλ. ТОПИТЬ1 με σημ. λίγο. ПОТОПИТЬ2 р.σ.μ. 1 πνίγω, βυθίζω, βου- βουλιάζω, φουντάρω, καταποντίζω. 2 κατακλύζω, πλημμυρίζω. ПОТОПЛение, -Я ουδ. (κατά)βύθιση, καταπό- καταπόντιση, βούλιαγμα, φουντάρισμα. ПОТОПЛЯТЬ ρ.δ. βλ. потопить2. II -СЯ (κατά)- βυθίζομαι, (κατα)ποντίζομαι, βουλιάζω. потопнуть р.σ. βλ. утонуть потоптать р.σ. βλ. топтать με σημ. (πολ- (πολλούς, όλους καθώς και με σημ. λίγο). II -СЯ βλ. топтаться με σημ. λίγο. ПОТОПЫВать ρ.δ. βλ. потопать με σημ. ενί- ενίοτε, ελαφρά. поторапливать( ся) р.δ. βλ. поторопить (ся). поторговать(ся) р.σ. βλ^, торговать(ся) με σημ. λίγο. поторговывать р.δ. βλ. торговать με σημ. λίγο. ПОТОРМОШИТЬ р.σ. βλ. ТОРМОШИТЬ με σημ. λί- λίγο, ελαφρά. поторопить(ся) р.σ. βλ. торопить(ся). поторчать р.σ. βλ. торчать με σημ. λίγο. потосковать р.σ. βλ. тосковать με σημ. λίγο. ПОТОЧИТЬ р.σ. βλ. ТОЧИТЬ με σημ. λίγο, ε- ελαφρά. II εκφρ. τροχίζω τη γλώσσα (μιλώ, φλυ- φλυαρώ) . ПОТОЧНОСТЬ, -и θ. συνέχεια, κανονικότητα, ρέγουλα (σαν η συνεχής ροή). ПОТОЧНЫЙ επ. συνεχής,· αδιάλειπτος, ακατά- ακατάπαυστος, αδιάκοπος, ασταμάτητος (σαν τη ροή). потощать р.σ. βλ. тощать. ПОТрава, ~Ы θ. πάτημα της χλόης, σπαρτών απο τα ζώα. потравить р.σ.μ. βλ. отравить (για όλους, πολλούς). II (για χλόη, σπαρτά)' πατώ (λέγε- (λέγεται για ζώα). II βλ. травЙТЬ G, 8 σημ.)· потрагивать ρ.δ. βλ. трогать με σημ. ελα- ελαφρά, ενίοτε. потратить( ся) ρ.σ. βλ. тратить(ся). Потрафить ρ.σ. (απλ.). 1 ευχαριστώ, κάνω το γούστο κάποιου, ικανοποιώ. 2 κάνω όπως πρέπει, όπως αρέσει.
ποτ 181 ποτ потрафлять р.δ. βλ. потрафить. ПОТрёба, -Ы θ. (παλ.) χρεία, ανάγκη (προ- (προϊόντων) . потребитель, -Я α. καταναλωτής (προϊόντων, ηλεκτρ. ρεύματος κλπ.). II αγοραστής. потребительный επ. (παλ.) καταναλωτικός. II εκφρ. ~ая стоимость ή ценность товара αξία χρήσης εμπορεύματος. Потребительский επ. 1 καταναλωτικός (του καταναλωτή ή της κατανάλωσης). 2 συμφεροντο- συμφεροντολογικός, ιόιωφελής. II εκφρ. -ая кооперация καταναλωτικός συνεταιρισμός. потребить, -бЛГО, -бИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. потреблённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ., 1 καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ. 2 χρησιμο- χρησιμοποιώ (για τροφή). II -СЯ καταναλώνομαι, ξο- ξοδεύω, δαπανώμαι. Потребление, -Я ουδ. κατανάλωση, χρήση· предметы широкого -я είδη πλατιάς κατανά- κατανάλωσης· предметы ЛИЧНОГО -я αντικείμενα α- ατομικής χρήσης (τα χρειώδη)· - топлива κα- ταν άλωση καυ σ ί μων. ПОТребЛЯТЬ(СЯ) ρ. δ. βλ. ανωτ. ρ. πο- требйть(ся). потребляющий επ. απο μτχ. καταναλωτής. потребность -И θ. ανάγκη, χρεία" απαίτη- απαίτηση· материальные и культурные -и υλικές και πολιτιστικές απαιτήσεις· насущная - επιτα- χτική ανάγκη. потребный επ., βρ: -бен -бна, -бно ανα- αναγκαίος· απαραίτητος· -ое количество ανα- αναγκαία ποσότητα. потребоваться) р.σ. βλ. требовать(ся). потревожить р.σ. βλ. тревожить A , 2 σημ.). II -ся βλ. тревожиться. потренироваться р.σ. βλ. тренироваться με σημ. λίγο. Потрёпанный επ. απο μτχ. 1 κουρελιασμένος, -λιάρικος, ρακώδης■ φθαρμένος, τριμμένος; 2 μτφ. καταβλημένος, εξασθενιμένος, εξαντλη- εξαντλημένος· κατατσακισμένος. потрепать(ся) р.σ. βλ. истрепать(ся). потрескаться р.σ. βλ. трескаться; руки -ЛИСЬ от холода τα χέρια έσκασαναποτο κρύο. потрескивать р.δ. βλ. трещать με σημ. λίγο, ελαφρά. потрещать р.σ. βλ. трещать με σημ. λίγο. ПОТрОГаТЬ ρ.σ.μ. βλ. трогать με σημ. με- μερικές φορές. . потроха, ~οβ πλθ. (ενκ. σπάνια потрох, -а α.)· εντόσθια, σπλάχνα· куриные - τα εντό- εντόσθια της κότας. II εκφρ. выпустить -а ξεκοι- ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)· СО СВОИМИ -агли με όλα τα υπάρχοντα μου, με ό,τι έχω και δεν έχω. ПОТРОШИТЬ, -щу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. потрощённый р.δ.μ. ξεκοιλιάζω. II μτφ. βγάζω το περιεχόμενο. II -СЯ ξεκοιλιά- ξεκοιλιάζομαι, καθαρίζομαι απο τα εντόσθια. ПОТРУДИТЬСЯ р.σ. 1 βλ. трудиться με σημ. λίγο. 2 κάνω τον κόπο· - тесь передать это ПИСЬМО вашему брату κάνετε τον κόπο να με- ταδόσετε αυτό το γράμμα στο αδερφό σας. потрусить, -ушу, -усйшь ρ.σ. 1 (απλ.) βλ. потрясти. 2 τρέχω (πηγαίνω) τροκ. потрясать(ся) ρ.δ. βλ. потрястй(сь). потрясающий επ. απο μτχ. συγκλονιστικός, συνταρακτικός· -ее зрелище συγκλονιστικό θέ- θέαμα. И καταπληκτικός. потрясение, -Я ουδ. 1 κλονισμός, μεγάλη ταραχή· нравственное - ηθικός κλονισμός·нер- κλονισμός·нервное - νευρική ταραχή. 2 τράνταγμα, ισχυρή δόνηση, ταρακοϋνημα* - ОСНОВ государства о κλονισμός των θεμελίων του κράτους. потрясённый επ. απο μτχ. συγκλονισμένος, συνταραγμένος, καταταραγμένος. ПОТРЯСТИ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПС— трясённый, βρ: -сён, -сена, -сено.1 βλ. тря- трясти με σημ. λίγο, μερικές φορές· - мешок τι- τινάζω το τσουβάλι" - ЯбЛОНЮ τινάζω τη μηλιά. 2 τραντάζω, σείω" Взрыв -Яс почву η έκρηξη έσεισε το έδαφος. 3 μτφ. συγκλονίζω, (συν)- ταράσσω· смерть его -ла всех о θάνατος του συγκλόνισε όλους. II εκπλήσσω, καταπλήσσω· συγκινώ. II -ЙСЬ 1 βλ. трястись με σημ. λί- λίγο. 2 (παλ.) τραντάζο|*αι, σείομαι. 3 συ- συγκλονίζομαι, συνταράσσομαι· εκπλήσσομαι, κα- καταπλήσσομαι· συγκινούμαι. потряхивать(ся) ρ.δ. βλ. потрясти(сь). потуги, -туг πλθ. (ενκ. потуга, -и θ.) τα τεντώματα, τα σφιξίματα· рвотные - τα σφι- σφιξίματα του εμετού* родовые - τα σφιξίματα του τοκετού. II μτφ. εντατική προσπάθεια, ζό- ρισμα, σφίξιμο. потужить р.σ. (παλ.) βλ. погоревать. ПОТУПИТЬ, -ШЛО -ПИШЬ ρ.σ.μ. χαμηλώνω, σκύβω· - голову σκύβω το κεφάλι· - глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, ίο βλέμμα. II -СЯ σκύβω, χαμηλώνω (το κεφάλι, τα μάτια). потуплять(ся) р.δ. βλ. готушть(ся). ПОТурЙТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω' - ИЗ ДВора διώχνω απο την αυλή. потускнелый επ. θαμπός, μουντός, θολός. Потускнение, -Я ουδ. θάμβωση, -μα, θόλω- θόλωμα. потускнеть, -еет р.σ. βλ. тускнеть. потускнуть, -нет, παρλθ. χρ. потуск κ. потускнул, потускла, потускло р.σ. (παλ.) 3λ. тускнеть. потусторонний, -ЯЯ, -ее επ. μετακόσμιος ή του άλλου κόσμου* - мир о άλλος κόσμος, ο κάτω κόσμος, ο υπερπέραν κόσμος. II αδιάφορος. потухание, -я ουδ. σβήσιμο, σβέση.
ποτ 182 поу потухать р.δ. βλ. потухнуть. потухнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. потух, -ла, ~ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. потухший н. ПО- тухнувший ρ.σ. 1 σβήνω, ~ομαι· костёр -ух η φωτιά έσβησε· лампа -ла η λάμπα έσβησε. II άτονος, άψυχος, χωρίς ζωηράδα (για μάτια). 2 μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι* МЫСЛЬ О нём не -ла η σκέψη γι' αυτόν δεν έσβησε. ПОТуХШИЙ επ. απο μτχ. (για βλέμμα, μά- μάτια)" άτονος, άψυχος, απλανής. потучнеть р.σ. βλ. тучнеть. потушевать р.σ. βλ. тушевать με σημ. λίγο. потушить1 ρ.σ.μ. βλ. тушить1. потушить2р.σ.μ. βλ. тушить2. потчевать р.δ.μ. (απλ.) προσφέρω, κερνώ, τρατάρω· - вином κερνώ με κρασί" - чаем προσφέρω τσάι. потщиться, -тщусь, -тщишься р.σ. (παλ.) προσπαθώ. ПОТЫКать ρ.σ. σπρώχνω, ωθώ, χώνω, βάζω με- Ι σα" - пальцем σπρώχνω με το δάχτυλο. потылица, -ы θ. (διαλκ.) βλ. затылок. потявкать, -ает р.σ. βλ. тявкать με σημ. λίγο, μερικές φορές. ПОТЯГ, -а α. 1 (διαλκ.) τράβηγμα, τέντω- μα. 2 το καπίστρι. 3 λωρί ζευγμένου σκύλου. 4 το λωρί του υποδηματοποιού (με το οποίο κρατούν το επεξεργαζόμενο υπόδημα). потягаться р.σ. βλ. тягаться A σημ.). ПОТЯГИВание, -Я ουδ. τράβηγμα, τέντωμα. ПОТЯГИВаТЬ р.δ. βλ. ТЯНУТЬ με σημ. λίγο, ενίοτε. II (απρόσ.) απορροφώ (υγρασία κ.τ.τ.). II -СЯ βλ. потянуться; - В постели τεντώνο- τεντώνομαι στο κρεβάτι. ПОТЯГОТа, -Ы θ. (παλ.) τράβηγμα, τάση. потяжелеть р.σ. βλ. тяжелеть. потянуть(ся) ρ.σ. βλ. тянуть(ся). поубавить( ся) р.σ. βλ. убавить(ся) με σημ. λίγο. Поубивать р.δ. σκοτώνω, φονεύω (όλους, πολ- πολλούς) . поубить р.σ. βλ. поубивать. ПОубЫТЬ р.σ. βλ. убЫТЬ με σημ. λίγο,. ПОУГОМОНИТЬСЯ р.σ. βλ. УГОМОНИТЬСЯ με σημ. λίγο, βαθμιαία. ПОУДИТЬ р.σ. βλ. УДИТЬ με σημ. λίγο. поужинать р.σ. βλ. ужинать. поулечься р.σ. 1 βλ. улечься (για όλους, πολλούς). 2 μτφ. καθησυχάζω, καλμάρω, κατα- καταπραΰνω, μαλακώνω. поумнеть р.σ. βλ. умнеть. поумничать р.σ. βλ. умничать με σημ. λίγο. поупорствовать р.σ. βλ. упорствовать με σημ. λίγο. поуправиться р.σ. βλ. управиться με σημ. λίγο. поуправлять р.σ. βλ. управлять (για ένα χρον. διάστημα). поупражняться ρ.σ. βλ. упражняться με σημ. λίγο. поупрямиться р.σ. βλ. упрямиться (για λί- λίγο χρόνο). ПоурОЧНО επίρ. με το μάθημα, με τις ώρες διδασκαλίας. ПОурОЧНЫЙ επ. με το μάθημα, με τις ώρες διδασκαλίας" -ЭЯ оплата πληρωμή με τις ώ- ώρες διδασκαλίας. поусердствовать р.σ. βλ. усердствовать με σημ. λίγο. поусомниться р.σ. βλ. усомниться με σημ. ως ένα βαθμό. поуспокоиться р.σ. βλ. успокоиться. поутихнуть р.σ. βλ. утихнуть. поутомиться р.σ. βλ. утомиться με σημ. κά- κάμποσο . поутру κ. (παλ.) поутру επίρ. το πρωί,την αυγή, πουρνό. поутюжить р.σ.μ. βλ. утюжить με σημ. λί- λίγο, ελαφρά. поухаживать р.σ. βλ. ухаживать με σημ.λί- σημ.λίγο, ελαφρά. ПОУХОДИТЬ р.σ. βλ. уйти (βαθμιαία)г για όλους πολλούς. поучать р.σ.μ. διδάσκω, μαθαίνω. II συμ- συμβουλεύω, νουθετώ* κατηχώ.'II διδάσκομαι, μα- μαθαίνω. поучение, ~Я ουδ. διδαχή* διδασκαλία, πα- παραίνεση, νουθεσία* κατήχηση. II συμβουλή, η- ηθικό παράγγελμα, υποθήκη. ПОучительНОСТЬ, -И θ. συμβουλή* διδαχή. поучительный επ. διδακτικός· της διδαχής. II παραινετικός, συμβουλευτικός, συστατικός. ПОУЧИТЬ(СЯ) р.σ. βλ. учЙТЬ(СЯ) με σημ. λίγο. пофантазировать ρ.σ. βλ. фантазировать με σημ. λίγο. пофартить ρ.σ. βλ. фартить. пофилософствовать ρ.σ. βλ. философство- философствовать (ένα χρον. διάστημα). пофланировать р.σ. βλ. фланировать (λίγο). пофлиртовать р.σ. βλ. флиртовать με σημ. λίγο, ελαφρά. ПОфорсЙТЬ ρ.σ. βλ. форсить (λίγο, ελαφρά). Пофрантить р.σ. βλ. франтить λίγο χρόνο, ελαφρά. пофыркать ρ.σ. βλ. фыркать με σημ. λίγο, μερικές φορές. ПОфыркИВаТЬ р. δ. βλ. фыркать με σημ.«ελα- σημ.«ελαφρά, ενίοτε. ПОХабНИК, -а α., -ца, -Ы θ. χυδαιολόγος, βωμολόχος, αισχρολόγος. похабничать ρ.σ. (απλ.) χυδαιολογώ, βωμό-
,ποχ 183 пох λοχώ, κοπρολογώ, αισχρολογία, αχρειολογώ. ПОХабНОСТЬ, -И θ. (απλ.) χυδαιολογία, βω- βωμολοχία, κοπρολογία, αισχρολογία, αχρειολο- γία. ПОхабНЫЙ επ., βρ: -бен, -бна, ~ο(απλ}χυ- δαιολόγος, βωμολόχος, κοπρολόγος, αισχρολό- γος, αχρειολόγος, κοπρόστομος. ПОХабСТВО, -а ουδ. αδιαντροπιά, (απλ.) α- ναγωγία, κακοήθεια. ПОХабЩИна -Ы θ. (απλ.) χυδαιολογίες βω- βωμολοχίες κ.τ.τ. βλ. похабность. похаживать р.δ. 1 σουλατσάρω, κάνω (κόβω) βόλτες. 2 επισκέπτομαι. похандрить р.σ. βλ. хандрить με σημ.λίγο. похаять р.σ.μ. (απλ.) βλ. хаять. похвала, ~ы θ. έπαινος· εγκώμιο· отзы- отзываться -ой επαινώ, εγκωμιάζω· рассыпаться В -ах коэду-Н. πλέκω εγκώμια σε κάποιον, εκ- εκθειάζω, εξυμνώ, υπερυμνώ. похваливать ρ.δ.μ. βλ. хвалить (ενίοτε). похвалить(СЯ) ρ.σ. βλ. хвалить(ся). II εκφρ. не могу -СЯ δεν μπορώ να επαινέσω ή να εκ- εκφραστώ θετικά. ПОХВаЛЬба, -Ы θ. αυτοέπαινος, αυτεγκώμιο, περιαυτολογία, ιδιολογία. похвальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 επαινετικός, εγκωμιαστικός. 2 αξιέπαινος. похваляться р.δ. (απλ.) βλ. хвастаться, хвалиться. похварывать р.δ. βλ. хворать με σημ. ενί- ενίοτε. похвастать(ся) ρ.σ. βλ. хвастать(ся) II εκφρ. не могу -СЯ δε μπορώ να επαινέσω ή να εκφραστώ θετικά. похватать р.σ.μ. 1 πιάνω, συλλαμβάνω, αρ- αρπάζω μερικές φορές· πιάνομαι απο κάτι μερι- μερικές φορές. II τσιμπώ κάτι στα γρήγορα. 2 πιά- πιάνω, συλλαμβάνω (όλους, πολλούς). похворать р.σ. βλ. хворать με σημ. λίγο. ПОХврить ρ.σ.μ. (παλ.) βλ. херить. ПОХИЛЙТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.σ. (διαλκ.) στραβώνω, γέρνω, κλίνω. Похититель, -Я α. άρπαγας, -η, αρπάχτης.. II απαγωγέας (ανθρώπου). ПОХИТИТЬ, -ищу -ЙТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. похищенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. αρ- αρπάζω, κλέβω· απάγω1 Парис -ил красавичу Ε- лену о Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη: ~ картину κλέβω πίνακα (εικόνα). похитрить р.σ. βλ. хитрить. похихикать р.σ. хихикать με σημ. λίγο. похихикивать р.δ. βλ. хихикать με σημ. πότε-πότε. ПОХИЩаТЬ р. δ. βλ. ПОХИТИТЬ. II -СЯ κλέβο- κλέβομαι, απάγομαι. Похищение, -Я ουδ. αρπαγή· κλέψιμο" απα- απαγωγή· - документов κλοπή εγγράφων - краса- красавицы Елены η απαγωγή της ωραίας Ελένης. Похлебать р.σ.μ. (απλ.). 1 τρώγω λίγο (κυ- (κυρίως υδαρό φαγητό). 2 βλ. ХЛебаТЬ με' σημ. λίγο. 3 τρώγω (όλσ, πολύ)" - ВСЮ уху τρώγω όλη την ψαρόσουπα. похлёбка, -И θ. αλευρόσουπα· πατατόσουπα, σούπα με πληγούρι. похлёбывать р.δ. (απλ.) βλ. хлебать με σημ. ενίοτε, λίγο ή αργά. похлестать р.σ.μ. βλ. хлестать. похлёстывать р.δ. βλ. хлестать με σημ. ε- ενίοτε, ελαφρά. похлопать ρ.σ.μ. βλ. хлопать με σημ. λίγο, ενίοτε, μερικές φορές. похлопотать р.σ. βλ. хлопотать B,3 σημ.). похлопывать р.δ.μ. βλ. хлопать με σημ. ενίοτε, ελαφρά. похмелиться ρ.σ. (απλ.) βλ. охмелйться. ПОХМёлка, -И θ. ελαφρό πιοτί για αναζωο- αναζωογόνηση. похмелье, -я ουδ. 1 αδιαθεσία απο το πιο- πιοτί. 2 βλ. похмелка. II ех<рр. в чужом пиру - άλλος τα σπάει, άλλος τα πληρώνει. похмеляться р.б. βλ. похмелиться. похныкать р.σ. βλ. хныкать με σημ. λίγο. ПОХОД1, -а α. 1 εκδρομή· туристский - του- τουριστική εκδρομή. II πορεία· войска В -е τα στρατεύματα σε πορεία.*И επίσκεψη· коллех- тивный - учеников в кино ομαδική επίσκεψη των μαθητών στον κινηματόγραφο. 2 εκστρα- εκστρατεία· персидский - Александра Великого η εκ- εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου κατά των Περσών выступить С -ОМ εκστρατεύω: кре- крестовый - η σταυροφορία. • ПОХОД? -а α. το πλεόνασμα, το παραπάνω, το επι πλέον С -ом με το παραπάνω. походатайствовать р.σ. βλ. ходатайствовать. ПОХОДеЦ, -ДЦа α. το πλεονασματάκι. походить1, -хожу, -ходишь р.σ. βλ. ходить. походить* -хожу, -ходишь р.δ. ομοιάζω· - на мать μοιάζω τη μάνα. ПОХОДКа, -И θ. βάδισμα, περπάτημα (τρό- (τρόπος)· ленивая - νωθρό βάδισμα. ПОХОДНЫЙ επ. εκστρατευτικός, της εκστρα- εκστρατείας· ~ая палатка σκηνή εκστρατείας· ~ая кровать κρεβάτι εκστρατείας. II της πορεί- πορείας· - марш βάδισμα πορείας· -ая колонна φά- φάλαγγα πορείας· - порядок σχηματισμός πορεί- πορείας. ПОХОДЯ επίρ. βαδίζοντας, στο βάδισμα, κα- κατά το βάδισμα, καθ' οδόν. II στο μεταξύ, με- μεταξύ άλλων με την ευκαιρία. ПОХОЖДеНИе, -Я ουδ. 1 (παλ.) ταξίδι, πε- περιήγηση. 2 περιπλάνηση1 περιπέτεια. похожий επ., βρ: -холе, -а, -е. 1 όμοιος,
пох 184 поч ίδιος με· - На мать ребёнок παιδάκι ίδιο με τη μάνα του. 2 -же (παρνθ. λ.) φαίνεται, σαν, ως να. II εχφρ. -же (на то), что... ό- όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα, σαν να.... на что (это) -же? σε ποιόν (τίνος) χρειάζε- χρειάζεται αυτό; άραγε είναι δυνατόν; ни на ЧТО Не -же αυτό ξεπερνά τα όρια, μη (θεέ μου) χειρότερα* не -же δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει. похозяйничать р.σ. βλ. хозяйничать με σημ. ένα χρον. διάστημα. похолодание -Я ουδ. ψύχος, κρύο, ψύχρα. похолодать, -ает р.σ. (απρόσ.) γίνομαι πιο ψυχρός, κρύος (για καιρό). похолодеть р.σ. ψύχομαι. II γίνομαι ψύχραι- ψύχραιμος. похоронить р.σ. βλ. хоронить1. ПОХррОННЫЙ επ. της κηδείας, επικήδειος" νε- νεκρικός" -ая процессия η κηδεία (πομπή)· Обряд η νεκρώσιμη ακολουθία. И πένθιμος· - марш πένθιμο εμβατήριο. II νεκρικός, του νε- νεκρού· ~ые дроги η νεκροφόρα" - ВИД (μτφ.) η νεκρική όψη. II (στρατ.) ειδοποιητήριο για το θάνατο. ПОХОРОНЫ, -рОН, -ронам πλθ. κηδεία, επι- επικήδεια πομπή. II ενταφιασμός, ταφή, θάψιμο. ПО-ХорОШвму επίρ. με καλό τρόπο, με το καλό. похорошеть р.σ. βλ. хорошеть. похотливость, -и θ. βλ. похоть. похотливый επ., βρ: -лив, -а, -о λάγνος, ασελγής. ПОХОТЬ, -И θ. γενετήσια ορμή, σεξουαλική διέγερση, (για ζώα) γαύριασμα. ПОХОХаТЫВать р.δ. βλ. хохотать με σημ. ε- ενίοτε, ελαφρά. похохотать р.σ. βλ. хохотать με σημ. λίγο. похрабриться р.σ. βλ. храбриться. похрамывать р.δ. βλ. хромать με σημ. λίγο. похрапеть ρ.σ. βλ. храпеть με σημ. λίγο. похрапывание, -я ουδ. βλ. храпение. похрапывать ρ.δ. βλ. храпеть με σημ. ενί- ενίοτε, ελαφρά. похристосоваться ρ.σ. ?λ. христосоваться. похромать ρ.σ. 1 κουτσαίνω, χωλαίνω λίγο. 2 πηγαίνω κουτσαίνοντας. похрустывать р.δ. βλ. хрустеть με σημ. ενίοτε, ελαφρά. похудать ρ.σ. (διαλκ.) βλ. похудеть. похудеть р.σ. βλ. худеть. ПОХужёть ρ.σ. (απλ.) βλ. хужеть. похул, -а α. (παλ.) βλ. хула. ПОхулЙТЬ ρ.σ. (παλ.) βλ. хулить. поцарапать,(ся) ρ.σ. βλ. царапать(ся) κα- καθώς και με σημ. λίγο, μερικές φορές. ПС-царски επίρ. βασιλικά, -ώς. поцарствовать ρ.σ. βλ. царствовать για έ- ένα χρον. διάστημα. поцедить ρ.σ. βλ. цедить με σημ. λίγο. поцеловать(ся) ρ.σ. βλ. целовать(ся). поцелуй, -я α. φιλί, φίλημα материнский - μητρικό φιλί" дружеский - φιλικό φιλί. II εχφρ. - Иуда το φίλημα του Ιούδα. ПОЦелуЙНЫЙ επ. του φιλιού, του φιλήματος. поцеремониться ρ.σ. βλ. церемониться. почавкать ρ.σ. βλ. чавкать με σημ. λίγο. почаевать ρ.σ. (απλ.) βλ. чаевать. почаёвничать ρ.σ. βλ. чаёвничать. почасовой επ. με την ώρα" ~4я оплата πλη- πληρωμή με την ώρα. почасту επϊρ. (διαλκ.) συχνά. початок1, ~тка α. 1 (παλ.) βλ. начало. 2 (απλ.) κομμάτι, τεμάχιο· - хлеба κομμάτι ψωμιού. 3 αδράχτια. початок? -тка α. στάχυ λουλουδιού, άμισχο λουλούδι. II στάχυ σιτηρών, αραβοσίτου· ο καρ- καρπός. почать, -чну -чнёшь, παρλθ. χρ. почал, -ла, почало, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. початый, βρ: почат, почата, почато ρ.σ. 1 (παλ.) βλ. начать Aσημ.). 2 (απλ.) πρωταρχίζω. почахнуть, -нет, παρλθ. χρ. почах, -ла, -ло ρ.σ. βλ. чахнуть . ПОЧВа, -Ы θ. 1 έδαφος, γη· τόπος· χώμα· плодородная - εύφορο έδαφος · болотная - ε- λώδες έδαφος· Образцы ~Ы δείγματα χώματος. II μτφ. το περιβάλλον. 2 βάση, στήριγμα" ΠΟ- ставить на научную -у στηρίζω σε επιστημο- επιστημονική βάση1 обвинение не имеет под собой по- почву η κατηγορία δεν έχει καμιά βάση (είναι ανεδαφική). 3 τομέας, σφαίρα. II άποψη· II εκφρ. нащупать -у βολιδοσκοπώ, σφυγμο- σφυγμομετρώ, εξιχνιάζω· терять -у ПОД Ногами φεύ- φεύγει το έδαφος κάτω απο τα πόδια· становиться на -у чего είμαι με το μέρος, την άποψη. почваниться ρ.σ. βλ. чваниться (λίγο). почвенный επ. εδαφικός· -ые зоны εδαφι- εδαφικές ζώνες. ПОЧВОВёд, -а α. εδαφολόγος. ПОЧВОВедение, -Я ουδ. εδαφολογία. ПОЧВОВедчесКИЙ επ. εδαφολογικός. ПОЧВОзащЙТНЫЙ επ. εδαφοπροστατευτικός· -ые насаждения εδαφοπροστατευτικές φυτείες. ПОЧВООбрабатываПЦИЙ επ. καλλιεργητικός· -ие машины καλλιεργητικές μηχανές. ПОЧВОуТОМЛение, -Я ουδ. εξάντληση, εξα- εξασθένηση του εδάφους. ПОЧём επίρ. ερωτημ. πόσο; (κοστίζει, έ- έχει, κάνει)·τι τιμή; ποια η τιμή; - ПОМИ- ДОры? πόσο έχουν οι ντομάτες; - МОЛОКО? τι τιμή έχει το γάλα; II εκφρ. - знать (απλ.) απο που ξέρω (εγώ), που να ξέρω, ξέρω κι ε- εγώ, αγνοώ πως και που.
поч 185 поч επίρ. κ. υποτακτ. σύνδ. γιατί, για ποιο λόγο, για ποια αιτία· ~ ОН не Прихо- ДИТ? γιατί αυτός όεν έρχεται; ВОТ - это Я сделал να γιατί το έκανα αυτό. II γι' αυτόν το λόγο, γι' αυτήν την αιτία· ОН забыл ад- адрес, - и не писал αυτός ξέχασε τη διεύθυν- διεύθυνση, γι' αυτό και δεν έγραφε. II εκφρ. ~ ВЫ знаете? απο που ξέρετε; πως ξέρετε; почему-либо επίρ. απο κάποια αιτία, για κάποια αιτία, για κάποιο λόγο. почему-нибудь επίρ. βλ. почему-либо. почему-то επίρ. απο κάτι τι, ποιος ξέρει γιατί· - не приехал ВО Время κάτι του συνέ- συνέβηκε και δεν ήρθε έγκαιρα. , Почерк, -а α. γραφικός χαρακτήρας, γρά- γράψιμο, ιδιάζουσα γραφή" Детский - παιδικός γραφικός χαρακτήρας· чёткий ~ καθαρός γρα- γραφικός χαρακτήρας· неразборчивый - δυσανά- δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας. II εκφρ.(Одним) -ом пера βλ. έκφραση στη λ. росчерк. почеркать κ. почёркать р.σ.μ. βλ. черкать με σημ. λίγο. почернелый επ. μαυρισμένος, μαύρος. Почернеть р.σ. μαυρίζω, γίνομαι μαύρος· με- μελανιάζω. ПОчернЙТЬ р.σ.μ. μαυρίζω, μελανιάζω. почерпать р.σ.μ. αντλώ, βγάζω (λίγο)· ВОДЫ βγάζω λίγο νερό. почерпать р.δ. βλ. почерпнуть B σημ.). II -СЯ παίρνομαι, λαμβάνομαι, αποκτιέμαι. Почерпнуть ρ.σ.μ. 1 αντλώ, βγάζω" ~ ВОДЫ βγάζω νερό. 2 μτφ. παίρνω, αποκτώ" - знания из книг αντλώ γνώσεις απο τα βιβλία. почерстветь р.σ. βλ. черстветь. почертить р.σ. βλ. чертить με σημ. λίγο. почесать р.σ.μ. 1 βλ. чесать. 2 ξύνω για ένα χρον. διάστημα. II -СЯ ξύνομαι. почести, -ей πλθ. (ενκ. почесть, -иθ.) τι- τιμές· военные ~и στρατιωτικές τιμές" лавры Побед и -И δάφνες νικών και τιμής. II (παλ.) βλ. почёт. почесть1, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ. почёл, -чла, -ЧЛО р.σ. (παλ.) θεωρώ, νομ,ίζω, εκ- εκλαμβάνω" λογιάζω. почесть2επίρ. (διαλκ.) βλ. почти. ПОЧвсуха, -И θ. φαγούρα, κνησμός. почёсывать(ся) ρ.δ. βλ. чесать(ся). Почёт, -а α. τιμή" σεβασμός" εκτίμηση· υ- υπόληψη" пользоваться -ом ή быть в -е εκτι- •μιέμαι, χαίρω εκτίμησης" не В -е δεν έχω ε- εκτίμηση" Встречать С -ОМ υποδέχομαι με τι- τιμή" оказывать - τιμώ· - и уважение! (απλ.) τιμή και σέβας! (ως χαιρετισμός). ПОЧёТНОСТЬ, ~И θ. τιμή. II εντιμότητα. почётный επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО. 1 α- αξιότιμος, αξιοσέβαστος, σεπτός, ερίτιμος. 2 τιμητικός· -ая грамота γράμμα τιμής· ~ ка- караул τιμητική φρουρά" -ое место τιμητική θέ- θέση" ~ое звание τιμητικός τίτλος. II επίτι- επίτιμος" ~ член επίτιμο μέλος" - президиум·επί- президиум·επίτιμο προεδρείο. 3 έντιμος" - мир έντιμη ει- ειρήνη. II εχφρ. - легион λεγεώνα της τιμής. ПОЧечНЫЙ1επ. του οφθαλμού (του φυτού). ПОЧеЧНЫЙ2 επ. νεφριτικός, των νεφρών -ая болезнь αρρώστια των νεφρών, -ые камни οι νεφρόλιθοι. ПОЧечуЙ, -Я α. (παλ.) αιμορροΐδα. почивать, ~аю, -аешь κ. (παλ.) почию, по- почиешь ρ.δ. (παλ.). 1 κοιμούμαι. 2 (για πε- πεθαμένο)" αναπαύομαι, κείμαΐ" здесь ~йет εδώ αναπαύεται, ενθάδε κείται. ПОЧИВШИЙ ουσ. απο μτχ. ο πεθαμένος, ο α- αποθανών, ο θανών, ο μεταστάς, ο μακαρίτης. ПОЧИН -а α. 1 πρωτοβουλία* личный - προ- προσωπική πρωτοβουλία· ПО собственному -У με δική μου (του, της κ.τ.τ.) πρωτοβουλία"сме- πρωτοβουλία"смелый - θαρραλέα πρωτοβουλία. 2 η καλή αρ- αρχή , ο σεφτές· - дорояе всего η καλή αρχή είναι το παν продать дёшево для -у πουλώ φτηνά για καλή αρχή· сделать - κάνω καλή αρ- αρχή (σεφτέ). ПОЧИНаТЬ р.δ. αρχίζω. II -СЯ αρχίζω, άρ- άρχομαι. ПОЧИНИТЬ р.σ. 1 επιδιορθώνω, επισκευάζω. 2 μτφ. (απλ.) βλάπτω,''χαλνώ, κάνω ζημιά. починка, -И θ. 1 επιδιόρθωση, επισκευή· вещь нуждается В -е το πράγμα χρειάζεται επισκευή. 2 πράγμα επιδιορθωμένο. ПОЧИННЫЙ επ. της καλής αρχής, του σεφτέ· - покупатель о πρώτος αγοραστής (που κάνει την καλή αρχή). ПОЧИНОК, -НКЭ α. 1 (διαλκ.) εκχερσωμένο μέρος δάσους. 2 μικρός.ή νέος συνοικισμός. ПОЧИНОЧНЫЙ επ. επιδιορθωτικός, της επι- κευής· για επισκευή. ПОЧИНЩИК, -а α. επιδιορθωτής, επισκευα- επισκευαστής. ПОЧИНЯТЬ ρ.δ. βλ. ПОЧИНИТЬ. II -СЯ επιδι- επιδιορθώνομαι, επισκευάζομαι. почистить(ся) ρ.σ. βλ. чйстить(ся). ПОЧИТаЙ (απλ.). 1 επίρ. σχεδόν. 2 (παρνθ. λ.) ίσως, πιθανόν почитание, -я ουδ. βλ. почёт. почитатель, -Я α., -ница, ~ы θ. θαυμαστής, -άστρια, λάτρης, -ιδα. ПОЧИТаТЬ1 ρ.σ.μ. διαβάζω. II διαβάζω λίγο. И -СЯ διαβάζω. почитать2 р.δ. βλ. почесть1. II -ся (παλ.) θεωρούμαι, εκλαμβάνομαι, λογίζομαι. ПОЧИТЫВать р.δ.μ. διαβάζω (λίγο, ενίοτε). ПОЧИТЬ, -ЧЙЮ, -ЧЙешь, μτχ. παρλθ. χρ. по- почивший ρ.σ. (παλ.). 1 αποκοιμούμαι. 2 πε-
поч 186 пот βαίνω, αποθνήσκω, τελευτώ. II εκφρ. - на ла- лаврах επαναπαύομαι στις δάφνες (μένω ικανό- . ποιημένοςαπο το επιτευγμένο, σταματώ την παραπέρα δραστηριότητα). ПОЧИХаТЬ р.σ. βλ. чихать με σημ. λίγο, με- μερικές φορές. Почище επϊρ. καθαρότερα, πιο καθαρά. ПОЧКа'1, -И θ. μπουμπούκι1 μάτι, οφθαλμός* .ПУСТИТЬ -И βγάζω μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω. почка2 -ι β. ι νεφρό· правая, левая ~ δε- δεξιό, αριστερό νεφρ^ό" воспаление полек η νε- νεφρίτιδα· КЁМНИ В -ЭХ πέτρες, στα νεφρά. 2 -И πλθ. τα νεφρά (φαγητό). почкование -Я ουδ. βλαστογονία, βλαστο- γένεσην. ПОЧКОВаТЬСЯ, -куется р.δ. πολλαπλασιάζομαι με βλαστογονία. почковидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно о- φθαλμοειδής, σαν μπουμπούκι. почмокать(ся) ρ.σ. βλ. чмокать(ся). почмокивать р.δ. βλ. чмокать με σημ. ενί- ενίοτε. *ПОЧТа, -Ы θ. ταχυδρομείο (υπηρεσία, ίδρυ- ίδρυμα, μεταφορικό μέσο· επιστολές, δέματα, χρή- χρήματα) · работники -Ы οι ταχυδρομικοί υπάλλη- υπάλληλοι, (οι τριατατικοί)" отправить посылку -ОЙ στέλλω δέμα ταχυδρομικώς· ПО -е ταχυδρομι- ταχυδρομικώς· разНОСЙТЬ -у ПО адресам διανέμω το τα- ταχυδρομείο (γράμματα κ.τ.τ.). II εκφρ. разно- СЙТЬ ~у (παλ.) κουτσομπολεύω απο σπίτι σε σπίτι (περιερχόμενος). *ПОЧТальОН, -а α. ταχυδρόμος, ταχυδρομι- ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής. почтальонский επ. ταχυδρομικός, του ταχυ- ταχυδρόμου' -ЭЯ сумка η ταχυδρομική τσάντα. *Почтамт, -а α. κεντρικό ταχυδρομείο (ίδρυ- (ίδρυμα) . ПОЧТамТСКВЙ επ. του κεντρικού ταχυδρομεί- ταχυδρομείου1 - служащий υπάλληλος κεντρικού ταχυδρο- ταχυδρομείου. почтарь, -я α. (απλ.) βλ. почтальон. ПОЧТвНИв, -Я ουδ. σέβας, σεβασμός· υπόλη- υπόληψη· С -ем με υπόληψη ή με εκτίμηση. II. εκφρ. моё - τα σέβη μου (κατά τον αποχαιρετισμό)" моё - (ως κατηγ.) υποκλίνομαι (θαυμάζω, α- αναγνωρίζω, παραδέχομαι)· с совершённым (глу- (глубоким, нижайшим) -ем (παλ.) υποβάλλω τα σέ- σέβη μου, προσκυνώ, χαιρετώ ευσεβάστως, υπο- υποκλίνομαι βαθιά (στο τέλος των επιστολών). почтенность, -и θ. βλ. почётность. почтенный επ., βρ: -чтёнен, -чтённа, -о. 1 επ. κ. ουσ. βλ. почётный. 2 μτφ. σημαντι- σημαντικός, σεβαστός (για μέγεθος κ.τ.τ.). ПОЧТИ επίρ. σχεδόν περίπου, πάνω-κάτω. почтительно επίρ. σεβάσμια, -ίως, σεπτώς. почтительность, -И θ. σεβασμιότητα, σεβα- σεβασμός* σεπτότητα, ευλάβεια. почтительный επ.., βρ: -лен, -льна, -льно. σεβάσμιος, σεβαστός" σεπτός. II μτφ. σημα- σημαντικός· -ое количество σεβαστό ποσό. ПОЧТИТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΠΟ- чтённый, βρ: -чтён, -чтена, -чтено τιμώ· - память вставанием τιμώ τη μνήμη με ανόρ- ανόρθωση· ~ СВОИМ присуствием τιμώ με την πα- παρουσία μου1 - память умершего τιμώ τη μνήμη του θανόντα. *ПОЧТМёЙСТвр, ~а α. (παλ.) διευθυντής τα- ταχυδρομείου. ПОЧТМёЙСТерша, -И θ. (παλ.) η σύζυγος του διευθυντή ταχυδρομείου. ПОЧТО κ. ПОШТО επίρ. (παλ.) γιατί, για ποιο λόγο ή αιτία. ПОЧТОВИК, -а α. (απλ.) ταχυδρομικός υπάλ- υπάλληλος. ПОЧТОВЫЙ επ. ταχυδρομικός* -ое отделение ταχυδρομικός τομέας ή τμήμα" -ые марки τα γραμματόσημα" - служащий ταχυδρομικός υπάλ- υπάλληλος" - ЯЩИК γραμματοκιβώτιο" -ая карета ταχυδρομικό αμάξι" -ая карточка ταχυδρομικό δελτάριο1 -ая бумага επιστολικός χάρτης (ε- (επιστολόχαρτο) ■ -ая КОНТОра το ταχυδρομείο (τα γραφεία). II ουσ. -ые κ. -ые (παλ.) τα ταχυδρομικά άλογα. почувствоваться ρ.σ. βλ. чувствовать(ся). почудить ρ.σ. βλ. чудите με σημ. λίγο. почудиться р.σ. βλ. чудиться. почуять(ся) ρ.σ. βλ. чуять(ся). пошабашить р.σ. βλ. шабашить. ПОШагаТЬ р.σ. 1 βλ. шагать με σημ.ένα χρο- χρονικό διάστημα. 2 βαδίζω, πηγαίνω βαδίζο- βαδίζοντας . Пошаливать ρ.σ. βλ. шалить με σημ. ενίο- ενίοτε, λίγο). пошалить р.σ. βλ. шалить με σημ. λίγο. пошамкать ρ.σ. βλ. шамкать με σημ. λίγο. пошарить р.σ. βλ. шарить με σημ, λίγο. пошаркать р.σ. βλ. шаркать με σημ. λίγο. пошатать(ся) р.σ. βλ. шатать(ся). пошатнуть ρ.σ.μ. 1 κουνώ, σείω, δονώ, τι- τινάζω· κραδαίνω. 2 μτφ. κλονίζω" - доверие κλονίζω την εμπιστοσύνη· - убеждения κλο- κλονίζω τις πεποιθήσεις· - авторитет κλονίζω το κύρος. II -СЯ σείομαι, δονούμαι κλονίζο- κλονίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. пошатывать(ся) р.δ. βλ. шатать(ся) με σημ. ενίοτε, ελαφρά. ПОШВЫрИВать р.δ. βλ. ШВЫРЯТЬ με σημ. ενί- ενίοτε, απο λίγο. пошвырять(ся) р.σ. βλ. швырять(ся). пошевёливать(ся) р.σ. βλ. шевелйть(ся). пошевелить(ся) р.σ. βλ. шевелигь(ся). пошевельнуть(ся) ε.σ. βλ. шев ельнуть(ся).
пота 187 поэ пошевни, -ей πλθ. έλκηθρο πλατύ. пошелушить р.σ. βλ. шелушить με σημ. λίγο. пошепт, ~а α. (παλ.) βλ. шёпот. пошептать( ся) ρ. σ. βλ. шептать(ся). пошепту επίρ. (παλ.) βλ. шёпотом. пошёптывать р.6. βλ. шептать. ПОШИб, ~а а. 1 τεχνοτροπία· ιδιομορφία· икона греческого -а εικόνα ελληνικής τεχνο- τεχνοτροπίας. 2 στυλ. ύφος· τρόπος. ПОШИВ, ~а α. (απλ.) ράψιμο. ПОШИВка, ~И θ. (απλ.) ράψιμο. пошивочный επ. (απλ.) ραπτικός· -ая мас- мастерская ραφείο, ραφτάδικο· - мастер ράφτης. ПОШИПёть ρ.σ. βλ. шипеть με σημ.. λίγο. ПОШИрёть р.σ. (απλ.) πλαταίνω, φαρδαίνω, ευρϋνομαι. ПОШИТЬ р.σ.μ. 1 ράβω'(για ένα χρον. διά- διάστημα). 2 (απλ.) ράβω. пошлёпать р.σ. βλ. шлёпать με σημ. λίγο, μερικές φορές. ПОШЛёпываТЬ р.δ. βλ. шлёпать με σημ. ενί- ενίοτε, ελαφρά. ПОШлёть р.δ. γίνομαι πρόστυχος, χυδαίος, ελεεινός κλπ. επ. βλ. пошлый. пошлец, -а α. βλ. пошляк. пошлина, ~ы θ. δασμός· φόρος· таможенная - τελωνειακός δασμός· импортная - φόρος ει- εισαγωγής · экспортная - φόρος εξαγωγής· покро- покровительственные ~Ы προστατευτικοί δασμοί· наложить ή обложить -ы δασμολογώ. ПОШЛИННЫЙ επ. του δασμού, του φόρου" δα- δασμολογικός, φορολογικός. ■ ПОШЛОСТЬ, -И θ. προστυχιά, ευτέλεια, ελε- εινότητα, ποταπότητα. ПОШЛЫЙ επ., βρ: ПОШЛ, пошла, пошло.1 πρό- πρόστυχος, ελεεινός, ποταπός, τιποτένιος, ευ- ευτελής· - человек πρόστυχος άνθρωπος· ~ая среда ελεεινό (άθλιο) περιβάλλον. 2 βλ. ба- банальный. ПОШЛЯК, -а α. προστυχάντζας, προστυχάν- θρωπος. пошлятина, -ы θ. (απλ.) βλ. пошлость. ПОШЛЯТЬСЯ р.σ. (απλ.) βλ. ШЛЯТЬСЯ με σημ. για ένα χρον. διάστημα. пошмыгать ρ.σ. βλ. шмыгать με σημ. λίγο. ПОШМЫГИВаТЬ р.δ. βλ. шмыгать με σημ. ενί- ενίοτε, ελαφρά. ПОШПЫНЯТЬ р.σ.μ. (απλ.) βλ. шпынять για ένα χρον. διάστημα. ПОШТО ?λ. ПОЧТО. ПОШТОПать р. σ. μ. μπαλώνω. II μπαλώνω όλα ή πολλά. поштучно επίρ. με το κομμάτι.. ПОШТУЧНЫЙ επ. εκτελούμενος με το κομμάτι· -ая оплата πληρωμή με το κομμάτι" -ая Προ- Дажа πώληση με το κομμάτι. пошуметь, р.σ. βλ. шуметь με σημ. λίγο. ПОШуМЛИВать р.δ. (απλ.) βλ.шуметь με σημ. ενίοτε, ελαφρά. пошуршать р.σ. βλ. шуршать με σημ. λίγο. ПОШУТИТЬ р.σ. βλ. шутить και· με σημ. λίγο. пошучивать ρ.δ. βλ. шутить με σημ. 'ενίο- 'ενίοτε, ελαφρά. ПОШДЦа ~Ы θ. έλεος, οίκτος, λύπη, λύπη- λύπηση · просить -Ы ζητώ έλεος· без -Ы αλύπη- αλύπητα· никакой -Ы врагам καμιά λύπηση στους εχθρούς. пощадить р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поща- пощажённый, βρ: -жён, -жена, -жено βλ. щадить. пощебетать р.σ. βλ. щебетать (λίγο). пощеголять р.σ. βλ. щеголять (λίγο). пощекотать р.σ.μ. βλ. щекотать1 με σημ. λίγο, ελαφρά. пощёлкать р.σ.μ. βλ. щёлкать (λίγο). пощёлкивание, -я ουδ. βλ. щёлканье. пощёлкивать р.δ. βλ. щёлкать (ενίοτε, ε- ελαφρά) . пощёчина, -Ы θ. μπάτσος, χαστούκι, σκαμπί- σκαμπίλι, σφαλιάρα, ράπισμα, κόλαφος. II μτφ. βα- βαριά προσβολή. пощипать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. по- пощипанный, βρ: -пан, -а, -о βλ. щипать (λί- (λίγο). II μτφ. (απλ.) βλάπτω λίγο. 3 μτφ. (απλ.) θίγω, τσούζω· πληγώνω1 εγγίζω εκείπου πονά. пощипывание, -я ουδ. βλ. щипание. ПОЩИТТНВать ρ.δ. μ. βλ* щипать με σημ. ενί- ενίοτε, ελαφρά. пощупать р.σ. βλ. щупать. пощупывать р.δ.μ. βλ. щупать με σημ. ενί- ενίοτε. пощурить(ся) ρ.σ. βλ. щурить(ся). *ПОЭЗИЯ, -и θ. η ποίηση (λογοτεχνική και κυρίως σε στίχους)· δημιουργικό έργο, δημι- δημιουργία. II μτφ. ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος" - природы η ομορφιά της φύσης" - ЖИЗНИ η ο- ομορφιά της ζωής. -II λυρισμός, εγκαρδιότητα. поэкзаменовать р.σ. βλ. экзаменовать. *ПОЭма, -ив. 1 ποίημα· лирическая - λυρι- λυρικό ποίημα" эпическая - επικό ποίημα. II έργο πεζό (με μεγάλο κύκλο γεγονότων). 2 μτφ. ο- ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος. 3 μουσικό έργο (κυρίως λυρικό). поэскадронно επίρ. (στρατ.) κατά ίλες. *поэт, ~а α., -тесса, -ы θ. ποιητής, ~τρια· наш национальный - Д. Соломос о εθνικός μας ποιητής Λ. Σολωμός.· II (παλ.) συγγραφέας. ПОЭТИЗация, -И θ. ωραιοποίηση, εξιδανί- εξιδανίκευση . поэтизирование, -я ουδ. βλ. поэтизация. ПОЭТИЗИроваТЬ,.. -руто, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ω- ωραιοποιώ, εξιδανικεύω. II -СЯ ωραιοποιούμαι, εξιδανικεύομαι. ♦поэтика, -и θ. η ποιητική· поэтика Арис- Аристотеля η ποιητική του Αριστοτέλη.
поэ 188 пра поэтический επ. 1 ποιητικός· -ое произве- произведение ποιητικό έργο· законы -ой речи κανό- κανόνες στιχουργικοί· - талант ποιητικό ταλέ- ταλέντο* -ое ВДОХНОВлёние ποιητική έμπνευση. 2 ωραίος, όμορφος. ПОЭТИЧНОСТЬ, -И θ. ποιητικότητα. поэтичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. поэтический. ПОЭТОМУ επίρ. γι' αυτό" να γιατί· не раз нарушал он своё слово, - я более не верю Обещаниям πολλές φορές αυτός δεν κράτησε το λόγο του, γι' αυτό πια δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του. II (παλ.) συνεπώς, κατά συ- συνέπεια. ПОЯВИТЬСЯ, -явлюсь, -явишься р.σ. εμφανί- εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι· φανερώνομαι· В городе -лась холера στην πόλη εμφανίστηκε χολέρα· -лея незнакомец εμφανίστηκε ένας άγνωστος» II βγαίνω, δημοσιεύομαι. 2 προβάλλω, ξεπροβάλ- ξεπροβάλλω, αναφαίνομαι. Появление, -Я ουδ. εμφάνιση, παρουσίαση, φανέρωση. II δημοσίευση. ПОЯркОВЫЙ επ. απο αρνίσιο μαλλί. ПОЯРОК, -рка α. αρνίσιο μαλλί· λεπτό πί- πίλημα. ПОЯС, -а, πλθ. -а α. ζώνη, ζώνα, -νάρι, ζωστήρας" КОЖЭНЫЙ - δερμάτινη ζώνη. II λωρί- λωρίδα, ταινία· λάμα. 2 η οσφή, η μέση. II. ζώνη γης· тропический (жаркий) - διακεκαυμένη ζώνη,* умеренный - εύκρατη ζώνη· ХОЛОДНЫЙ - πολική ζώνη. II ек<рр. растительный - φυτική ζώνη· спасательный - το σωσίβιο· в - кла- кланяться ή раскланиваться κάνω βαθιά υπόκλιση. пояснение -я ουδ. διευκρίνιση, διασάφι- ση· διαλεύκανση. пояснительный επ. διευκρινιστικός, διασα- φηνιστικός· (επ)εζηγηματικός. ПОЯСНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пояснённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. διασαφώ, -φηνίζω, διευκρινίζω· επεξηγώ· ξε- ξεδιαλύνω" διαλευκαίνω' - свои слова διευκρι- διευκρινίζω τα λόγια μου (το τι θέλω να πω). ПОЯОНЙЦа, -Ы θ. η οσφή, η μέση· бОЛЬ В -е πόνος στη μέση, οσφυαλγία. ПОЯСНИЧНЫЙ επ. οσφυϊκός, της οσφής. ПОЯСНОЙ επ. 1 της ζώνης· - ремень (στρατ.) ο ζωστήρας· -8Я фляжка (στρατ.) υδροδοχείο (παγούρι). 2 μέχρι τη μέση" - портрет πορ- πορτρέτο ως τη μέση. II εκφρ. - ПОКЛОН βαθιά υπόκλιση (μέχρι τη μέση). ПОЯСНЯТЬ р.δ. βλ. ПОЯСНИТЬ. II -СЯ διασα- διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι1 δι- διαλευκαίνομαι . ПОЯСОК, -Ска α. ζωνίτσα. Пра..., πρόθεμα. Χρησιμοποείται α) για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών και ση- σημαίνει το αρχέγονο, το πολύ παλαιό, προΰπαρ- προΰπαρξη: прародина, β) ανιόντα ή κατιόντα κλάδο συγγένειας: прадед, прабабушка, прапрадед, правнук, праправнук προπάππος, προπροπάπ- πος, δισέγγονος, τρισέγγονος, прабабка, -и θ. βλ. прабабушка. прабабушка, -И θ. η προμάμμη. правда, -ы θ. 1 αλήθεια· он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια· сущая - πραγματική αλήθεια" - глаза колет (παρμ.) η αλήθεια είναι πικρή. II η σωστότητα (από- (απόψεων, κ.τ.τ.). II πραγματικότητα. II βλ. пра- правота. 2 δίκαιο, δικαιοσύνη· искать -у ανα- αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια. 3 (παλ.) κώδι- κώδικας, θεσμολόγιο. 4 ως κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο. 5 παρνθ. λ. πραγματικά, α- αλήθεια. II ερωτηματικό" αλήθεια; είναι δυ- δυνατόν; не - ЛИ? δεν είναι αλήθεια; II εκφρ. всеми -ами и неправдами με όλα τα μέσα (θε- (θεμιτά και αθέμιτα)· ПО ~е говоря ή -у говоря ή сказать (παρενθετικό) για να είμαι αληθής· ПО -е τίμια, σωστά· —матка αλήθεια πραγ- πραγματική· —матку резать (απλ.) ανοιχτά, κα- καθαρά, σταράτα" ειλικρινά" смотреть (глядеть) ~е В глаза ή В лицо αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια· ЧТО -, ΤΟ - η αλήθεια να λέγεται. Правдиво επίρ. αληθινά, πραγματικά. праВДИВОСТЬ, -И θ. αλήβεια, πραγματικότη- πραγματικότητα, το αληθές. правдивый επ., βρ: -ДЙВ, -а, -Ο. 1 φιλα- φιλαλήθης· - человек φιλαλήθης άνθρωπος. 2 α- αληθινός, πραγματικός.1 -рассказ αληθινό δι- διήγημα. ПраВДЙСТ, -а α. συνεργάτης της εφημερίδας Πράβδα. правдЙСТСКИЙ επ. της Πράβδας ή του συ- συνεργάτη της· -ая редакция η σύνταξη της Πρά- Πράβδας. ПраВДОЛГб, -а α. φιλαλήθης. ПраВДОЛЮбИВЫЙ επ. φιλαλήθης. правдоподобие, -Я ουδ. αληθοφάνεια. ПраВДОПОДОбНО επ ί ρ. αλη θο φαν ώς. ПраВДОПОДОбНОСТЬ, -И θ. αληθοφάνεια. правдоподобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; αληθοφανής. праведник, -а α., -ца, -ы θ. 1 ευλαβής, θρήσκος, θεοφοβούμενος. 2 μτφ. δίκαιος, φι- λοδίκαιος. праведность, -И θ. ευλάβεια, χρηστότητα, θεοσέβεια. праведный επ., βρ: -ден, -дна, ~дно.1 ευ- ευλαβής, θεοσεβής, θεοφοβούμενος, θρήσκος" -ая жизнь θρησκευτική ζωή (κατά τους θρη- θρησκευτικούς κανόνες). 2 δίκαιος, σωστός, α- αληθινός, ειλικρινής" - судья δίκαιος δικά-
пра 189 пра στης. правёж, -вежа α. (παλ.) βίαιη είσπραξη φό- φόρων (με δημόσιο δαρμό). праветь р.δ. γίνομαι πιό δεξιός (πολιτικά). правило, ~а ουδ. 1 κανόνας· грамматические -а γραμματικοί κανόνες. 2 κανονισμός· -а внутреннего распорядка κανονισμός εσωτερι- εσωτερικής τάξης· -а уличного движения κανονισμός οδικής κυκλοφορίας1 соблюдать ~а τηρώ τους κανόνες· нарушать ~а παραβιάζω τους κανό- κανόνες* нет -а без исключений δεν υπάρχει κα- κανόνας χωρίς εξαιρέσεις' ~а религии θρησκευ- θρησκευτικοί κανόνες' -а поведения κανόνες συμπε- συμπεριφοράς. II γενική αρχή' челоЕек строгих -ил άνθρωπος αυστηρών αρχών Я принял за - το έβαλα σαν αρχή. II εκφρ'. как - ως συνήθως· ПО всем -ам α) με όλους τους κανόνες (επι- (επιμελέστατα), β) όπως πρέπει ή συνηθίζεται. праВЙЛО, -а ουδ. (παλ.) όργανο ομάλυνσης. II (παλ.) κουπί μακρϋ. II (κυνηγ.) η ουρά σκύλου ή αλεπούς. правильно επίρ. 1 σωστά, ορθά κλπ. επ. 2 ως κατηγ, είναι σωστό, ορθό. правильность, -и θ. σωστότητα, το σωστό, η ορθότητα, το ορθό1 - возрёний ορθότητα των απόψ εων. правильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 σωστός, ορθός· -ое произношение σωστή προ- προφορά· - ответ σωστή απάντηση. II κανονικός, αρμονικός· -ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη. II ομαλός" - глагол ομαλό ρήμα· -ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος. 2 πραγματικός, αληθινός. II καλός, δίκαιος, ό- όπως πρέπει. 3 ρυθμικός· -ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς. 4 συμμετρι- συμμετρικός· - НОС κανονική μύτη. II εκφρ. - МНОГО- МНОГОУГОЛЬНИК (μαθ.) κανονικό πολύγωνο. правильный επ. ομαλυντικός* λειαντικός. правильщик, -а α. λειαντής. правитель, -я α., -ница, -не. ι κυβερνή- κυβερνήτης, -ήτρα. 2 (παλ.) ιθύνων, διοικητής, δι- διευθυντής. правительственный επ. κυβερνητικός· -ЭЯ делегация κυβερνητική αντιπροσωπία· - кри- кризис κυβερνητική κρίση. правительство, -а ουδ. κυβέρνηση· народ- народное - λαϊκή κυβέρνηση" член ~а μέλος της κυ- κυβέρνησης" социалистическое - σοσιαλιστική κυβέρνηση. Правительствующий επ. εξουσιαστής, κυ- κυβερνών, διοικητικός, ιθύνων. править1, -влю, -вишь, μτχ. ενεστ. правя- ЩИЙ ρ.δ. 1 κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω" δια- διαφεντεύω" κουμαντάρω. 2 οδηγώ" χειρίζομαι" - рулём πηδαλιουχώ· - лошадьми οδηγώ τα άλογα· - машиной οδηγώ το αυτοκίνητο· вожжами κρατώ τα χαλινά, χαλιναγωγώ. II (παλ.) κάνω, εκτελώ. править*-влю,-вишь р.δ. 1 διορθώνω· - ру- рукопись διορθώνω το χειρόγραφο· - ошибки δι- διορθώνω τα λάθη' --гранки διορθώνω τα δοκί- δοκίμια. 2 ισάζω, ισώνω, ομαλύνω" λειαίνω. II ακονίζω, τροχίζω. II -СЯ 1 διορθώνομαι. 2 ομαλύνομαι, γίνομαι ίσος' λειαίνομαι. правка, -и θ. 1 διόρθωση· ~ текста διόρ- διόρθωση του κειμένου. 2 ομάλυνση· ίσωση* λεί- λείανση. II ακόνισμα, τρόχισμα. правленец, -нца α. μέλος της διεύθυνσης ή της διοίκησης. правление, -Я ουδ. 1 διεύθυνση, διοίκηση· Образ -Я μορφή (τρόπος) διοίκησης· член -Я μέλος της διοίκησης. 2 το διοικητήριο. Правленский επ. διοικητικός, της διοίκη- διοίκησης1 - писарь γραφέας της διοίκησης· - СТО- рож φύλακας της διοίκησης. правленческий επ. διοικητικός· - аппарат ' διοικητικός μηχανισμός. правленый επ. διορθωμένος· - Текст διορ- διορθωμένο κείμενο. правнук, -а α. 1 δισέγγονος. 2 πλθ. -И οι απόγονοι. правнука, -и θ. (παλ.) βλ. правнучка. правнучата, -чат πλθ. δισεγγονάκια. правнучатный κ. правнучатый επ. του δι- δισέγγονου. правнучка -И θ. δισέγγονα. право} -а, πλθ. -а ουδ. 1 δικαίωμα· из- избирательное - εκλογικό δικαίωμα" граждан- ские -а τα πολιτικά δικαιώματα· - на ОТДЫХ δικαίωμα ανάπαυσης· право на труд δικαίωμα εργασίας· - нации на самоотределение δικαί- *ωμα του έθνους για αυτοδιάθεση· -а И ОбЪЯ- занности δικαιώματα και υποχρεώσεις· ЛИ- ЛИШИТЬ прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων какое ВЫ имеете-- τι δικαίωμα έχετε" не имеете - δεν έχετε δικαίωμα. 2 δί- δίκαιο" буржуазное - αστικό δίκαιο· междуна- международное - διεθνές δίκαιο" уголовное - ποι- ποινικό δίκαιο. 3 άδεια" водительские ~а ά- άδεια οδηγού αυτοκινήτου" - На ОХОту άδεια κυνηγίου. II εχφρ. В ~е (сделать) έχω το δι- δικαίωμα, δικαιούμαι" на -ах με την ιδιότητα· ПО -у νόμιμα, δικαιωματικά^ на равных пра- вах με ίσα δικαιώματα. право (παρνθ. λ.). 1 πραγματικά, αλήθεια. 2 λόγω τιμής, μα την αλήθεια" - СЛОВО λόγω τιμής. правобережный της δεξιάς όχθης ποταμού. правобережье, -Я ουδ. η δεξιά όχθη (ποτα- (ποταμού) . правовед, -а α. (παλ.). 1 νομικός, νομομα- νομομαθής, νομολόγος. 2 φοιτητής νομικής.
пра 190 правоведение, -я ουδ. (παλ.) βλ. юрисп- юриспруденция. правоверность, -и θ', πίστη, ορθοδοξία. правоверный επ., βρ: ~рен, ~рна, -рно. 1 πιστός, ορθόδοθος, ακραιφνής" απαρέγκλιτος. 2 μουσουλμανικός. II ουσ. μουσουλμάνος. ПраВОВИК, ~а α. νομικός. Правовой επ. νομικός, του δικαίου· ~ ИН- СТИТут ινστιτούτο νομικής (νομική σχολή). Правомерность, -И θ. νομιμότητα. правомерный επ. , βρ: -рен, ~рна, -рно νό- νόμιμος· έννομος. правомочие, -я ουδ. βλ. правомочность. правомочность, ~И θ. εξουσιοδότηση· πλη- πληρεξουσιότητα· αρμοδιότητα. правомочный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно ε- εξουσιοδοτημένος· πληρεξούσιος· αρμόδιος. правонарушение, ~Я ουδ. παράβαση νόμου. правонарушитель, -я α., -ница, -ы θ. πα- παραβάτης, ~ιδα νόμου. праВООППуртоНИСТЙческИЙ επ. δεξιός-οππορ- τουνιστικός· - уклон δεξιά-οππορτουνιστική παρέκκλιση. ПраВОПИСШИе, ~Я ουδ. ορθογραφία. Правопорядок, -ДКа α. έννομη τάξη. Православие, -Я ουδ. ορθοδοξία (πίστη ή θρησκεία). православный επ. ι ορθόδοξος· -ые празд- праздники γιορτές της ορθόδοξης εκκλησίας· -2Я церковь ορθόδοξη εκκλησία· -ая теология ορ- ορθόδοξη θεολογία· - христианин ορθόδοξος χρι- χριστιανός. 2 ουσ. ο ορθόδοξος. правосознание, -Я ουδ. συνείδηση δικαίου. правоспособность, -И θ. η ύπαρξη δικαι- δικαιωμάτων με υποχρεώσεις правоспособный επ. ικανός να έχει δικαιώ- δικαιώματα και υποχρεώσεις. Правосудие, -Я ουδ. 1 δικαιοσύνη· Фемида - бОГИНЯ -Я η θέμιδα ήταν θεά της δικαιοσύ- δικαιοσύνης. II τα δικαστήρια. 2 δίκαιη δικαστική απόίραση. правосудный επ., βρ: ~ден, -дна, "-ДНО έν- έννομος, δίκαιος. правота, ~ы θ. το δίκαιο, το δίκιο· вера В -у πίστη στο δίκιο' доказать СВОЮ -у α- αποδείχνω ότι έχω δίκιο. Щ)аВО$лаНГОВЫЙ επ. (στρατ.) του δεξιού κέρατος, της δεξιάς πτέρυγας. II ευρισκόμενος στο δεξιό κέρας ή στον πρώτο στίχο ή ζυγό. правщик, ~а α., ~ца, -ы θ. ρ λ. правитель. правый1επ. 1 δεξιός· - глаз το δεξιό μάτι· ~ая рука το δεξιό χέρι- - берег η δεξιά ό- όχθη. 2 μτφ. συντηρητικών πολιτικών αρχών - человек δεξιός άνθρωπος· -ая партия δεξιό κόμμα· - уклон δεξιά παρέκκλιση. II ουσ. πλθ. -ые οι δεξιοί. II εχφρ. -ая рука το δεξί χέρι (ο άμεσος βοηθός). Правый2 επ., βρ: прав, -а, -Ο επ. κ. ουσ. 1 δίκαιος. 2 αθώος. II σωστός, ορθός. Правящий επ. απο μτχ. ιθύνων, άρχων, δι- οικών -ие круги οι ιθύνοντες κύκλοι1 -ая партия το κυβερνάν κόμμα· -ие классы οι άρ- άρχουσες τάξεις. праг, ~а α. (παλ.) βλ. порог. *прагматизм, ~а α. πραγματισμός. прагматик, -а α. πραγματιστής. Прагматист, -а α. πραγματιστής. Прагматический επ. πραγματιστικός1 -ая философия πραγματιστική φιλοσοφία. прагматичность, -и θ. πραγματισμός. прагматичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. прагматический. прадед, -а а. 1 προπάππος. 2 πλθ. -ы προ- πάτορες. прадедовский επ. του προπάππου, του προ- σπάππου· - сад κήπος του προσπάππου. II προ- προπατορικός· -ие времена προπατορικά χρόνια. прадедушка, -и α. προπάππος. . празднество, -а ουδ. γιορτασμός, φέστα,πα- φέστα,πανηγυρισμός. праздник, -а α. γιορτή, εορτή· религиоз- религиозный - θρησκευτική γιορτή· переходящие Ине- первходящие -и κινητές και ακίνητες γιορ- γιορτές· национальный ~ εθνι«ή γιορτή· всена- всенародный - παλλαϊκή γιορτή. II μέρα γιορτής ή σκόλης, εξαιρετέα. II χαρά, αγαλλίαση. II εχφρ. будет и на нашей улице - θά 'ρθει και για μας μια μέρα ή θα φέξει και για μας. праздничать р.δ. (απλ.) βλ. праздновать. Праздничек, -чка α. γιορτούλα, γιορτίτσα. ^гразДНИЧНОСТЬ, -И θ. γιορτασμός, πανηγυ- πανηγυρισμός, γιορταστικός χαρακτήρας. праздничный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 γιορταστικός, εορταστικός" γιορτινός, γιορ- τιάτικος· - вид γιορταστική όψη· - день γιορτινή μέρα· - ужин γιορτινό δείπνο· наряд γιορτινή στολή. 2 χαρμόσυνος. ПразДНО επίρ. αργόσχολα, τεμπέλικα. Празднование, -Я ουδ. γιορτασμός, εορτα- εορτασμός· πανηγυρισμός. Праздновать, -ную, -нуешь р.δ.μ. γιορτά- γιορτάζω, εορτάζω1 πανηγυρίζω· - победу γιορτάζω τη νίκη· - день рождения γιορτάζω τα γενέ- γενέθλια. II -СЯ γιορτάζομαι, εορτάζομαι. празднолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о (παλ.) αφιλόπονος, φυγόπονος, οκνός, ακαμάτης, τε- τεμπέλης . Празднолюбие, -Я ουδ. (παλ.) οκνηρία, ρα- ραθυμία, φυγοπονία· τεμπελιά. празднослов, -а α. βλ. пустослов. Празднословие, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) βλ. Пустословие.
пра празднословить, -влю, -вишь р.6. βλ. пус- пустословить. .празднословный επ. αερολόγος, αεροκοπανι- στής, φλύαρος. ПразДНОСТЬ, -И θ. οκνηρία, φυγοπονία, α- καματιά, τεμπελιά1 ραθυμία. II μη ύπαρξη πε- περιεχομένου· - ЖИЗНИ ζωή χωρίς περιεχόμενο· - разговора κουβέντα χωρίς περιεχόμενο. праздношатание, -Я ουδ. χαζογύρισμα, χά- χάζεμα στους δρόμους, σε διάφορα σημεία. праздношатающийся επ. απο μτχ. τεμπελοπε- ριφερόμενος, χασομέρης. праздный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 (παλ.) κενός, άδειος" занимать ~0в место πιάνω κε- κενή θέση. 2 αργόσχολος, χασομέρης· τεμπέλι- τεμπέλικος, φυγόπονος, οκνός," οκνηρός· -ая жизнь τεμπέλικη ζωή. 3 μτφ. χωρίς περιεχόμενο· разговор τεμπελοκουβέντα, αερολογία, κού- κούφια λόγια. празелень, -И θ. χρώμα κυανοπράσινο. *празем, ~а α. χαλαζίας ανοιχτοπράσινος. практик, -а α. πρακτικός· έμπειρος, πεπει- πεπειραμένος· учёный-практик πρακτικός επιστή- επιστήμονας· ОН теоретик И - αυτός είναι θεωρητι- θεωρητικός και πρακτικός. *Практика, -И θ. 1 (φιλοσ.) η πρακτική, η πραγματικότητα· η ζωή· η ύπαρξη. 2 εφαρμο- εφαρμογή στην πράξη, πρακτική, πράξη. 3 εξάσκηση· частная - ατομική πρακτική εξάσκηση* педа- педагогическая - παιδαγωγικές πρακτικές ασκή- ασκήσεις· заниматься медицинской практикой ερ- εργάζομαι γιατρός· сочетать теорию с -ОЙ συν- συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη. II πελατεία· πείρα· врач С большой -ОЙ γιατρός με μεγά- μεγάλη πελατεία· врач С многолетней -ой γιατρός με πολυετή πείρα. практикант, -а α., -ка, -И θ. δόκιμος,-η, ο ασκούμενος πρακτικά. Практикантский επ. του δόκιμου, του α- ασκούμενου* -ая группа ομάδα πρακτικής εξά- εξάσκησης . практиковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. практикованный, βρ: -ван, -а,--о р.δ. 1 εφαρμόζω στην πράξη. 2 (παλ.) επαγγέλλο- επαγγέλλομαι, ασκώ το επάγγελμα. II -СЯ 1 εφαρμόζομαι, χρησιμοποιούμαι, γίνομαι" συνηθίζομαΐ" ЭТО средство -ется ДО СИХ ПОР αυτό το μέσο χρη- χρησιμοποιείται ως τώρα· ЭТО часто -ется αυτό συνηθίζεται, γίνεται συχνά. 2 (εξ)ασκούμαι. *практикум, -а α. πρακτικισμός, πρακτική μελέτη διδακτικού αντικειμένου. практицизм, ~& α. (γραπ. λόγος). 1 πρακτι- πρακτικισμός (προτίμηση της πρακτικής, χωρίς υπο- υποτίμηση της θεωρίας). 2 πραγματισμός* фанта- фантазия и - φαντασία και πραγματισμός. практически επίρ. πρακτικά. 191 пра практический επ. πρακτικός· ~ое примене- применение знаний πρακτική εφαρμογή των γνώσεων ~ое значение πρακτική σημασία* -ая школа πρακτική σχολή* - ум πρακτικό μυαλό. . практичность, -И. θ. πρακτικότητα. практичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. практический. праматерь, -и θ. (παλ.) βλ. прародитель- прародительница. праотец, -та α. (παλ.) βλ. прародитель. Ι! εχφρ. отправить ή отослать к -щам στέλλω στον άλλο κόσμο (σκοτώνω)· отправиться К -тцам μεταναστεύω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω). праотцовский επ. προπατορικός,προγονικός. прапорщик, -а α. (παλ.) ανθυπασπιστής. прапорщица, -Ы θ. η σύζυγος του ανθυπολο- ανθυπολοχαγού . прапорЩИЦКИЙ επ. του ανθυπολοχαγού. пралорЩИЧИЙ, -ЬЯ, ~ье επ. του ανθυπολοχα- ανθυπολοχαγού. прапрабабка, -и θ. βλ. прапрабабушка. прапрабабушка, -И θ. προπρομάμμη, προπρο- γιαγιά. праправнук, -а α., -чка, -и θ. τρισέγγο- τρισέγγονος, -η. прапрадед, ~а α. προπροπάππος. II ουσ. πλθ. -Ы μακρινοί πρόγονοι. прапрадедовский επ. του προπροσπάππου. прародина, -Ы θ. η αρχική πατρίδα (απο την εμφάνιση ενός λαού). прародитель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. γενάρ- γενάρχης, -ισσα. прародительский επ. προγονικός· ~ие обы- обычаи προγονικές συνήθειες. прасол, -а α. (παλ.) χονδρέμπορας ζώων. прасольский επ. (παλ.) του χονδρέμπορα ζώων. прасольство, -а ουδ. (παλ.) χονδρεμπορία ζώων. прах, -а α. 1 (παλ.) σκόνη· κονιορτός. 2 στάχτη, τέφρα. II τιποτένιο πράγμα. 3 λείψα- λείψανο, το σκήνος, η σορός. II η σποδός. II εκφρ. на кой -? (απλ.) τι χρειάζεται; ~ меня зна- знает, заберёт кто что κ.τ.τ. άγνωστο, ποιος ξέρει τι και ποιο· - тебя (его κ.τ.τ.) по- побери (ВОЗЬМИ) να πάει στο διάβολο (για α- αγανάκτηση) * - с тобой (с ней, с ним κλπ.) α) καλά,ας είναι, ας γίνει έτσι (με ενδοτι- κή σημ.)· β) μου είναι αδιάφορο, δε με νοιά- νοιάζει· повергнуть ή разбить, превратить κ.τ.τ. 3 - τα κάνω σκόνη ή στάχτη (καταστρέφω ο- ολοσχερώς)· пойти ή рассыпаться, разлететься -ОМ γίνομαι στάχτη ή σκόνη (καταστρέφομαι, χάνομαι). прачечная, -ОЙ θ. πλυσταριά, πλυντήριο. Прачечный επ. του πλυντηρίου (μηχανής)"
пра 192 · пре завод εργοστάσιο κατασκευής πλυντηρίων. прачка, -И θ. πλύστρα, πλύντρια. ПрачкИН επ. της πλύστρας* - халат η μπλού- μπλούζα της πλύστρας. пращ βλ. праща. праща, -Й, γεν. πλθ. -ей θ., пращ, -а α. σφενδόνη, -ντόνα. Пращур, -а α. μακρινός πρόγονος, γενάρχης. ЦращуровскиЙ επ. προγονικός. праязык, -а α. αρχαϊκή γλώσσα. Праязыковой επ. της αρχαϊκής γλώσσας. Пре... (πρόθεμα). Ι. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: α) αλ- αλλαγή κατάστασης: превратить, преобразовать, β) υπερτατική ενέργεια: превозносить, пре- преисполнить, γ) βλ. пере... A , 6 σημ.). II. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ποιοτικών επιθέτων και επιρρημάτων στον ανώτατο βαθμό: предобрый, премилый, препротивно. *преам<3ула, -Ы θ. (γραπ. λόγος)· εισαγωγή, προοίμιο. пребывание, -Я ουδ. 1 παραμονή· - у вла- СТИ παραμονή στην εξουσία. 2 (παλ.) διαμο- διαμονή· место ПОСТОЯННОГО -Я τόπος μόνιμης δια- διαμονής· во время -я моего в городе κατά τη διαμονή μου στην πόλη. пребывать р.δ. 1 βλ. пребыть, г (παλ.) μέ- μένω, στέκομαι ακίνητος, στο ίδιο μέρος. 3 εί- είμαι, βρίσκομαι· διαμένω, κατοικώ. 4 παραμέ- παραμένω· - у власти παραμένω στην εξουσία· - Β невидёнии μένω στην αφάνεια· - В унынии κα- κατέχομαι απο μελαγχολία, μελαγχολώ,βαρυαλγώ. пребыть ρ.σ. (παλ.) παραμένω αμετάβλητος, σταθερός, μόνιμος. ♦превалировать, -рую -руешь р.δ. (γραπ. λόγος)· υπερτερώ, υπερέχω, προέχω, εξέχω, ε- πικτατώ· είμαι σε ανώτερη μοίρα. *превентивный επ. (γραπ. λόγος)· προληπτι- προληπτικός· αποτρεπτικός1 -ая прививка προληπτι- προληπτικό εμβόλιο- мероприятия -ого характера μέ- μέτρα προληπτικού χαρακτήρα· ~ое наступление προληπτική επίθεση· -ая война προληπτικός πόλεμος. превзойти, -ойду, -ойдёшь, παρλθ. χρ. пре- превзошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. превзо- шёдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превзойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. превзой- превзойдя ρ.σ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι- ανώτερος· - всех силою, мужеством ξεπερνώ όλους στη δύναμη, στην ανδρεία' ДОХОДЫ -шли расходы τα έσοδα ξεπέρασαν τα έξοδα1 ЭТО -ШЛО все мой ожидания αυτό ξεπέρασε όλες μου τις προσδοκίες. II εκφρ. - (самого) себя κάνω παραπάνω απ' ό,τι περίμενα, ξεπερνώ τις προσδοκίες μου. превозвысить, -вшу -высишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превозвышенный, βρ; -шен, -а, -о ρ.σ.μ. (παλ.) βλ. превознести. 11 -СЯ (παλ.) 1 δοξάζομαι. 2 βλ. превознестись. превозвышать( ся) р.δ. βλ. превозвысить(ся). превозвышение, -я ουδ. (παλ.) βλ. превоз- превозношение. превозмогать р.δ. βλ. превозмочь. ПреВОЗМОЧЬ р.σ.μ. υπερνικώ, υπερισχύω, ξε- ξεπερνώ· κρατώ, βαστώ, συγκρατώ' - боль βα- βαστώ τον πόνο" - смех συγκρατώ το γέλιο· страх υπερνικώ το φόβο. II εκφρ. - себя αυ- τοσυγκρατιέμαι. превознести ρ.σ.μ. εξαίρω, εξυψώνω, εκ- εκθειάζω, υπερυψώνω" υπέρ εγκωμιάζω, εξυμνώ,υ- περυμνώ. II ~СЬ (παλ.) γίνομαι υπερήφανος, υ- ψηλόφρονας, μεγαλόφρονας. превозносйть(ся) р.δ. βλ. превознести(сь). Превозношение, -Я ουδ. εγκωμίαση, -σμός, εκθειασμός, εξύμνηση, εξύψωση. превосходительный επ. έχων τίτλον εξοχό- τητας. Превосходительство, -а ουδ. 1 (παλ.) εξο- χότητα (τίτλος). 2 (διπλωματική προσφώνηση) ваше -! η εξοχότητά σας! превосходить р.δ. βλ. превзойти. превосходно επίρ. υπέροχα, έξοχα, θαυμά- θαυμάσια κλπ. επ. превосходный επ., βρ: -^ден, -дна, -дно. 1 (παλ.) υπέρτερος. 2 υπέροχος, έξοχος, εξαί- εξαίσιος, θαυμάσιος, λαμπρός, εξαιρετικός, υ- υπέρτατος. II εκφρ. -ая степень прилагатель- прилагательных И наречий υπερθετικός βαθμός των επι- επιθέτων και επιρρημάτων. превосходство, -а ουδ. υπεροχή, ανωτερό- ανωτερότητα" показать своё - δείχνω την ανωτερότη- τά*μου. превратить, -ащу, -атйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превращенный, βρ: -щён, -щена, -щено.р. σ. μετατρέπω, μεταβάλλω· μεταποιώ, μετασχη- μετασχηματίζω' μεταμορφώνω* - кристаллы В порошок κάνω τα κρύσταλλα σκόνη· - лёд В ВОДУ μετα- μεταβάλλω τον πάγο σε νερό· - дело В шутку γυ- γυρίζω την υπόθεση στ' αστείο. II -СЯ μετατρέ- μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, γίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. гранит -лея В песок о γρανίτης μετατρά- μετατράπηκε σε άμμο· червяк -ЛСЯ В бабочку η ' κά- κάμπια μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα. II εντείνω στο έπακρο (ακοή, όραση, προσοχή). Превратно επίρ. στραβά, εσφαλμένα, αντί- αντίστροφα, ανάποδα. ПревраТНОСТЬ, -И θ. ανακρίβεια, σφαλερό- τητα" διαστρέβλωση· παρουσίαση απο την ανά- 6η. II απότομη μεταβολή, μεταστροφή (στη ζωή)" αναποδιά, αντίξοες περιστάσεις. превратный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. ч (παλ.) ευμετάβλητος, ασταθής, άστατος,'ρευ-
пре 193 пре ατός, αβέβαιος, αμφίβολος. 2 ανακριβής, ε- εσφαλμένος· διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος. превращаться) р.δ. βλ. превратить(ся). превращение, -Я ουδ. μετατροπή, μεταβολή, μεταλλαγή· μεταποίηση, μετασχηματισμός· με- μεταμόρφωση. превысить, -ышу, -ЫСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превышенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. 1 ξεπερνώ, υπερβαίνω1 - план ξεπερνώ το πλά- πλάνο" - всякую меру ξεπερνώ κάθε μέτρο (όριο)· - рекор καταρρίπτω ρεχόρ. Ι) χαταχρώμαι' МИ- НЙетр -ил свою власть о υπουργός έκαμε κατά- κατάχρηση της εξουσίας του. превышать р.δ. βλ. превысить. II -ся ξε- ξεπερνιέμαι . превыше επίρ. παραπάνω, πολύ πιο πάνω· Облаков παραπάνω απο τα σύννεφα. II εκφρ. ~ всего πριν απ' όλα, παραπάνω, περισσότε- περισσότερο απ' όλα, στην πρώτη γραμμή. превышение, -Я ουδ. 1 ξεπέρασμα, υπέρβα- υπέρβαση, υπερτέρηση: 2 κατάχρηση" ~ Власти κατά- κατάχρηση εξουσίας. преграда, -ы θ. εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομ- πρόσκομμα, φράγμα. II μτφ. φραγμός, δυσχέρεια' пре- ОДОЛеть все ~Ы ξεπερνώ όλα τα εμπόδια. преградить, -азу, -адйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преграждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. εμποδίζω, φράζω, κωλύω* κόβω1 - ВЫХОД, проход φράζω την έξοδο, το πέρασμα1 - ДВИ- жение εμποδίζω την κίνηση. преграждать ρ.δ. βλ. преградить. II -ся φράζομαι, εμποδίζομαι. Преградцёние, -Я ουδ. 1 φράξιμο, εμπόδι- εμπόδιση. 2 (παλ.) βλ. преграда. прегрешать р.δ. βλ. прегрешить. прегрешение, -Я ουδ. (παλ.). 1 παραβίαση, παράβαση1 αθέτηση. 2 σφάλμα, λάθος, αμάρ- αμάρτημα. прегрешить р.σ. (παλ.) παραβαίνω· παραβι- παραβιάζω, αθετώ' - против закона παραβαίνω το νό- νόμο. πρβΛΛκ. предо (πρόθεση με οργν.I (γραπ. λόγος) βλ. перед. пред* -а α. (απλ.) πρόεδρος (αντί ολόκλη- ολόκληρης της λ. председатель). Пред...1 κ. предъ (πρόθεμα). 1 Χρησιμο- Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων αντιστοι- αντιστοιχεί με το δικό μας - προ... предвидеть προ- προβλέπω, предсказать προλέγω. 2 το ίδιο και για το σχηματισμό ουσ. κ. επ: предбанник, преддверие- предвоенный, предпраздничный. пред...2 πρώτο συνθετικό των λέξεων απο τη λ. председатель - πρόεδρος: предколхоза, пр едгори сполкома. ...пред δεύτερο συνθετικό των λέξεων απο τη λ. представитель: военпред, торгпред. предавать(ся) р.δ. βλ. предать(ся). Предание1, -Я ουδ. παράδοση, παραπομπή· суду παραπομπή στο δικαστήριο( предание* -я ουδ. παράδοση· древние -я αρ- αρχαίες παραδόσεις·-семейное - οικογενειακή παράδοση" ПО -Ю κατά την παράδοση. Преданность, -И θ. αφοσίωση· προσήλωση, προσκόλληση. преданный επ. απο μτχ. αφοσιωμένος, προ- προσηλωμένος, προσκολλημένος. II πιστός· - друг πιστός φίλος' - слуга πιστός υπηρέτης. предатель, -я α., -ница, -ы θ. προδότης, ~τρια· - родины προδότης της πατρίδας. предательский επ. προδοτικός. II μτφ. ύ- που λος, καταχθόν ιος. предательство, ~а ουδ. προδοσία*-совершить κάνω προδοσία, προδίνω. предать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -да- -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. предал, -ла, -ло; προστκ. предай, μτχ. παρλθ. χρ. предавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преданный, βρ: -дан, -а, к. -а, -о р.σ.μ. Ι προδίνω* καταδίνω· он -ал своего друга αυτός πρόδοσε το φίλο του· ОНИ -ли интересы народа αυτοί προ*δοσαν τα συμφέροντα του λαού. 2 παραδίνω· - ОГНЮ παραδίνω στη φωτιά* - суду παραδίνω στο δι- δικαστήριο' - на жертву προσφέρω θυσία, θυ- θυσιάζω· - казни στέλλω για εκτέλεση· ~ про- проклятию καταριέμαι· - смерти θανατώνω· дух παραδίνω το πνεύμα (πεθαίνω)· - земле ενταφιάζω, θάβω· - ОГНЮ И мечу καταστρέφω με τη φωτιά και το σίδερο. II -СЯ 1 (παλ.) παραδίνομαι1 - врагу παραδίνομαι στον εχ- εχθρό. 2 αποδίνομαι, το ρίχνω σε· - УДОВОЛЬС- УДОВОЛЬСТВИЯМ το ρίχνω στις απολαύσεις· - музыке •αφοσιώνομαι στη μουσική* - мышлениям βυθί- βυθίζομαι σε σκέψεις. предбанник, -а α. προθάλαμος του μπάνιου. Предбоевой επ. πριν τη μάχη. предбудущий επ. βλ. (παλ.) будущий. предварение, -Я ουδ. (παλ.). 1 πρόληψη, παρεμπόδιση, αποσόβηση. 2 προειδοποίηση. предварилка, -И θ. (παλ.) το κρατητήριο. предварительно επίρ. προκαταρκτικά, προη- προηγούμενα, πρωτύτερα. Предварительность, -И θ. το προκαταρκτι- κόν, προκαταρκτικού χαρακτήρα* - заключения προφυλάκιση. предварительный επ. 1 προκαταρκτικός* ~ые переговоры προκαταρκτικές συνομιλίες· ~ое следствие προανάκριση* -ое заключения προ- προφυλάκιση· -ое условие προκαταρκτικός όρος· -ые меры προκαταρκτικά μέτρα* ~ая команда προειδοποιητικό παράγγελμα. 2 προκαταβολι- προκαταβολικός, πρότερος. Предварить, -рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ.
пре 134 пре χρ. предварённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. а. 1 (γραπ. λόγος)· προλαβαίνω· αποτρέπω, α- αποσοβώ' - события προλαβαίνω τα γεγονότα. II (παλ.) προλογίζω. 2 (παλ.) προειδοποιώ, ε- ενημερώνω νωρίτερα. предварить ρ.δ. βλ. предварить. Ι! ~СЯ α- αποτρέπομαι, προλαβαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. предвесенний, ~яя, -ее επ. προανοιξιάτι- κος. Предвестие, -Я ουδ. προμήνυμα, προαγγελία, προοίμιο" σημείο, σημάδι. предвестник, ~а α., -ца, -ы θ. προάγ- προάγγελος· - весны προάγγελος της Ανοιξης· бури προάγγελος θύελλας. предвечерний επ. προεσπερινός· ~ая тишина προεσπερινή ησυχία. предвещание, ~я ουδ. (παλ.) 1 βλ. пред ска- сказание B σημ.). 2 βλ. предвестие. предвещать р.δ.μ. 1 βλ. предсказать. 2 προμηνύω, προαναγγέλλω1 υπόσχομαι· λέω· ЭТО не -ает ничего αυτό δε λέει τίποτε το καλό. II -СЯ προλέγομαι, προμηνύομαι, προαναγγέλ- προαναγγέλλομαι . ПреДВЯТОСТЬ, -И θ. προκατάληψη- - сужде- НИЯ προκατάληψη της κρίσης· без -и χωρίς προκατάληψη., ПреДВЗЯТЫЙ επ., βρ: -ВЗЯТ, -а, -о προκα- προκατειλημμένος' - ВЗГЛЯД προκατειλημμένη άπο- άποψη· -ая МЫСЛЬ προκατειλημμένη σκέψη* -ое суждение προκατειλημμένη κρίση· ~ая точка зрения προκατειλημμένη άποψη. предвидение, -я ουδ. πρόβλεψη, πρόγνωση, πρόνοια1 πρόοψη· научное - επιστημονική πρό- πρόβλεψη. предвидеть ρ.δ.μ. προβλέπω, προγιγνώσκω, προνοώ, προορώ· - неудачу προβλέπω την α- αποτυχία· - будущее προβλέπω το μέλλον. II -СЯ προβλέπομαι· αναμένομαι· -ится жаркий день προβλέπεται ζεστή μέρα. предвкусить р.σ. βλ. предвкушать. преДВКущаТЬ ρ.δ.μ. γεύομαι, απολαβαίνω, δοκιμάζω εκ των προτέρων. И ~СЯ γεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. предводитель, -я α., -ница, -Ы θ. ηγέτης, ηγήτορας, αρχηγός, οδηγητής· - племени φύ- λαρχος1 - ВОЙСКОМ στρατιωτικός ηγέτης· Отрядом αρχηγός τμήματος. II εχφρ. - ДВО- рянства (παλ.) επαρχιακός αρχηγός ευγενών. ПреДВОДИТеЛЬСКИЙ επ. ηγετικός, του ηγέτη, του αρχηγού. ПреДВОДЙТеЛЬСТВО, -а ουδ. ηγεσία, αρχηγία1 - ВОЙСК αρχηγία στρατευμάτων под -ом κάτω απο την αρχηγία. предводительствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. οδηγώ, είμαι ηγέτης, αρχηγός. ПреДВОДЙТеЛЬша, -И θ. (παλ.) η σύζυγος του αρχηγού, του ηγέτη. предводить ρ.δ. (παλ.) βλ. предводитель- предводительствовать. предвоенный επ. προπολεμικός· -ая между- международная Обстановка προπολεμική διεθνής κα- κατάσταση1 - экономический уровень προπολεμι- προπολεμικό οικονομικό επίπεδο. предвозвестить ρ.σ.μ. (παλ.) προλέγω,προ- φητεύω. предвозвестник, -а α., -ница -ы θ.(παλ.) βλ. предвестник. предвозвещать р.δ. βλ. предвозвестить. II -СЯ προλέγομαι, προφητεύομαι. предвозхитить, -хйщу, -хитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предвосхищенный, βρ: ~щен, -а, -Ο ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)· προλαβαίνω, προ- προνοώ· - события προνοώ τα γεγονότα· - МЫСЛЬ σκέπτομαι νωρίτερα (απο κάποιον). предвосхищать р.δ. βλ. предвосхитить. II -СЯ προλαβαίνομαι, προνοούμαι. предвосхищение, -Я ουδ. (γραπ. λόγος)· πρόβλεψη, προνόηση· πρόγνωση. предвыборный επ. προεκλογικός" -ая речь προεκλογικός λόγος· -ое собрание προεκλογι- προεκλογική συγκέντρωση. предгорный επ. μπροστά απο τα βουνά1 -ая равнина η μπροστά απο τα βουνά πεδιάδα. предгорье, -я, γεν. πλθ. -рий, δοτ. -рьям ουδ. περιοχή μπροστά απο τα βουνά. предгрозовой της προ θύελλας. предгрозье, -Я ουδ. ο καιρός πριν τη θύ- θύελλα. предверие, -Я ουδ. 1 (γραπ. λόγος) το πρό- πρόθυρο, ο χώρος μπροστά απο την πόρτα. 2 (ανατ.) προθάλαμος· - в ушном лабиринте προθάλαμος (αίβουσα) του λαβύρινθου του αυτιού. 3 μτφ. τα πρόθυρα (οι παραμονές). цреддиПЛОМНЫЙ επ. πριν το δίπλωμα* -ая практика η πριν το δίπλωμα πρακτική. преддождевой επ. πριν τη βροχή· -ая духо- духота η κουφόβραση πριν τη βροχή. предел, ~а α. 1 όριο, σύνορο, γραμμή· обо- обозначить на карте -ы Области σημειώνω στο χάρτη τα όρια της περιοχής. II μτφ. το άκρο" выйти из -ов благопристойности ή приличия βγαίνω απο τα όρια της ευπρέπειας· перейти -Ы дозволенного ξεπερνώ τα όρια του επιτρε- επιτρεπτού· В -ах ВОЗМОЖНОГО στα όρια του δυνα- δυνατού1 доходить (дойти) до ~а φτάνω στα άκρα1 вне -ОВ έξω απο τα όρια1 за -ами πέρα απο τα,όρια. 2 πλθ. -Ы, ~ΟΒ τα σύνορα1 расши- расширить -ы государства μεγαλώνω τα όρια του κράτους. II (παλ.) περιοχή. 3 το ανώτερο ό- όριο, το έπακρο, το άκρον άωτον1 - упругости το ανώτατο όριο ελαστιχότητας. II τέλος, τέρ- τέρμα" всякому терпению есть -η υπομονή έχει ό-
пре 195 пре ρια. ПОЛОНИТЬ ~ βάζω τέρμα. предельность, -и θ. το όριο. предельный επ. οριακός" -ая линия οριακή γραμμή. Π άκρος, ύψιστος, ανώτατος· - ΒΟ3- раст το ανώτερο όριο ηλικίας· - срок τε- τελευταία προθεσμία· ~ЭЯ скорость η μεγαλύτε- μεγαλύτερη ταχύτητα· -ые усилия προσπάθειες στο έ- έπακρο . предеЛЫЦИК, ~а α. υποστηρικτής της ορια- οριακής παραγωγικότητας (πέραν της οποίας είναι αδύνατη η αύξηση της). предержащий επ: -ие власти τα όργανα ε- εξουσίας* ~ая влась η ανώτερη κρατική εξου- εξουσία. Предзакатный επ. πριν το ηλιοβασίλεμα· час η ώρα πριν το ηλιοβασίλεμα. предзимний, -ЯЯ, -ее επ. προχειμωνιάτΐΗος, προχειμερινός. предзнаменование, -Я ουδ. σημάδι του και- καιρού' προμήνυμα, προοιώνιση, προαγγεία. предзнаменовать р.δ.μ. (παλ.) προμηνύω, προμηνώ, προαγγέλλω, προσημαϊνω. ♦предикат, -а α. 1 (γραμμ.) κατηγόρημα. 2 (λογ.) έννοια κατηγορήματος. предикативность, -и θ. βλ. сказуемость. предикативный επ. (γραμμ.) του κατηγορού- κατηγορούμενου. Предисловие, -Я ουδ. πρόλογος, προλεγόμε- προλεγόμενα" προοίμιο· - к второму изданию πρόλογος στη δεύτερη έκδοση. II εισαγωγή· просим без -ИЙ - ближе к делу παρακαλούμε χωρίς εισα- εισαγωγές (περιστροφές), πιο κοντά στην ουσία. предлагать р.δ. βλ. предложить. II -ся προτείνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ЦреДЛОГ? -а α. πρόφαση, πρόσχημα· благе— ВИДНЫЙ - ευλογοφανής πρόφαση· ПОД ~ОМ με την πρόφαση. предлог? -а α. (γραμμ.) πρόθεση. Предложение} -я ουδ. 1 προσφορά, παροχή" - ПОМОЩИ παροχή βοήθειας. 2 πρόταση" Внести конкретные -Я βάζω συγκεκριμένη πρόταση" сделать - κάνω πρόταση, προτείνω· - принято η πρόταση έγινε δεκτή· мирные -я ειρηνικές προτάσεις. 3 πρόταση γάμου. 4 (οικν.) προ- προσφορά" спрос И - ζήτηση και προσφορά. II εχφρ. делать ~ κάνω πρόταση γάμου. предложение? -Я ουδ. (γραμμ.) πρόταση" простое - απλή πρόταση" сложное - σύνθετη πρόταση· главное - κύρια πρόταση1 придаточ- придаточное - δευτερεύουσα πρόταση· неполное - ελ- λειπής πρόταση. II (λογ.) βλ. суздёние. предложить, -ЛОжу, -ЛОЖИШЬ παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 προσφέρω, παρέχω, δίνω" - другу СВОЙ КНИГИ δίνω στο φίλο τα βιβλία μου. 2 προτείνω" новый план προτείνω νέο σχέδιο (πλάνο)" кандидата в депутаты προτείνω υποψήφιο για βουλευτή. 3 επιφορτίζω" δίνω (παραγγελίες για εκτέλεση). II βάζω, θέτω" -задачу βάζω πρόβλημα (για λύση). II εχφρ. - руку (π,αλ.) ζητώ το χέρι της (·ζητώ σε γάμο, κάνω πρότα- πρόταση γάμου)' - ТОСТ εγείρω πρόποση, προσφωνώ. предложный επ. (γραμμ.)" προθετικός, με πρόθεση· - падёж προθετική πτώση. предмаЙСКИЙ επ. πριν την Πρωτομαγιά" -Οβ социалистическое соревнование η πριν την Πρωτομαγιά σοσιαλιστική άμιλλα. предместник, -а α., -ца, -Ы θ. (παλ.) προ- προκάτοχος, -η. предместье, -я ουδ. προάστιο. предмет, -а α. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.)" αντι- αντικείμενο" это стекло увеличивает -ы αυτός ο φακός μεγενθύνει τα αντικείμενα" быть -ОМ насмешек είμαι αντικείμενο γέλωτα· - науч- научного исследования αντικείμενο επιστημονι- επιστημονικής έρευνας. 2 είδος* πράγμα· -Ы домашнего Обихода είδη οικιακής χρήσης· ~Ы роскоши είδη πολυτέλειας* -ы широкого потребления είδη πλατιάς κατανάλωσης· ~ы первой необхо- необходимости είδη πρώτης ανάγκης. 3 θέμα" пред- предмет лекции θέμα διάλεξης. 4 (παλ.) άνθρω- άνθρωπος αγαπητός. II ερωμένος, -η. 5 μάθημα физики μάθημα φυσικής. II εχφρ. на ЭТОТ,ТОЙ κ.τ.τ. - σ' αυτή την ιβερίπτωση* на какой -? γιατί; προς τι; για ποιο λόγο; быть В ~е* иметь в ~е (απλ.) έχω στο νου, βάζω με το νου μου" σκέπτομαι. предметно επίρ. πραγματικά κλπ. επ. предметность, -И θ. αντικειμενικότητα, ύ- ύπαρξη, πραγματικότητα. предметный επ. 1 αντικειμενικός· - указа- * · * тель πίνακας περιεχομένων· - смысл αντικει- αντικειμενική έννοια (νόημα). 2 υλικός, φυσικός. II εποπτικός· συγκεκριμένος. предмОСТННЙ επ. μπροστά απο τη γέφυρα*-ое укрепление οχυρό μπροστά απο τη γέφυρα. предмостье, -я, γεν. πλθ. -тий, δοτ. гтьям ουδ. ο προ της γέφυρας χώρος. предназначать р.δ: βλ. предназначить. II -СЯ προορίζομαι. предназначение, -я ουδ. 1 προορισμός* ис- исполнить своё - εκπληρώνω τον προορισμό μου. 2 (παλ.) το πεπρωμένο, το μοιραίο, της μοί- μοίρας το γραφτό. предназначить р.σ.μ. προορίζω. преднамеренно επίρ. προμελετημένα, εσκεμ- εσκεμμένα, σκόπιμα. Преднамеренность, -И θ. σκοπιμότητα, προ- προμελέτη, προσχεδίαση. преднамеренный επ., βρ: -рен, -ренна, -о προμελετημένος, εσκεμμένος, προσχεδιασμένος· -ое преступление προμελετημένο έγκλημα.
пре 196 пре Предначертание, -я ουδ. οδηγία, εντολή·υ- εντολή·υποθήκη1 следовать -ям ακολουθώ τις εντολές (κάπΌιου). предначертать ρ.σ'.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предначертанный, βρ: ~тан, -а, -о προαπο- προαποφασίζω, προορίζω, προδιαγράφω το πεπρωμένο. ПредНОЧНОЙ επ. πριν τη νύχτα' - ветерок το πριν να νυχτώσει αεράκι. Предо (πρόθεση)· Χρησιμοποιείται αντί του пред1 (βλ. λ.) σε συνδυασμό με την αντωνυ- αντωνυμία МНОЙ και με μερικές άλλες λέξεις, που αρχίζουν απο δυο ή και περισσότερα σύμφωνα. Предобеденный επ. προμεσημβρινός, προ του γεύματος. предок, -дка α. πρόγονος, προπάτορας· Наши предки οι πρόγονοι μας. предоктябрьский επ. προοκτωβριανός· - ре- ВОЛЩИОННЫЙ период προοκτωβριανή επαναστα- επαναστατική περίοδος. предоперационный επ. προχειρουργικός, πριν την εγχείριση' - период προχειρουργική πε- περίοδος. II ουσ. θ. ~ая προθάλαμος χειρουρ- χειρουργείου. предопределение, -Я ουδ. 1 προκαθορισμός, προσδιορισμός. 2 (παλ.) βλ. предназначение B σημ.). предопределённость, -и θ. βλ. предопреде- предопределение. предопределить р.σ.μ. προκαθορίζω· успех -ЙЛ его дальнейшую судьбу η επιτυχία προ- προκαθόρισε το μέλλον του. II -СЯ προκαθορίζο- προκαθορίζομαι, προαποφασίζομαι. предопределяться) ρ.δ. βλ. предопреде- предопределиться) . .предосенний, -яя, ~ее επ. προφθ ι ν ιπωρ ι νός. предоставить р.σ.μ. 1 παρέχω, χορηγώ, πα- παραχωρώ· δίνω' προσφέρω· - ВОЗМОЖНОСТЬ παρέ- παρέχω τη δυνατότητα" ~ место παραχωρώ τη θέ- θέση. 2 αφήνω, επιτρέπω· ОН -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το κα- καλύτερο. II εγκαταλείπω· - на золю судьбы α- αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης. II αναθέ- αναθέτω. II екфр. - самому (самим) себе αφήνω μό- μόνον του να πράξει (όπως θέλει)· - слово δί- δίνω το λόγο (να μιλήσει)· - себе право επι- επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα. Предоставление, ~Я ουδ. παροχή, χορήγηση, δόσιμο· παραχώρηση, εχχώρηση* - кредита πα- παροχή πίστωσης1 - жилой площади χορήγηση οι- οικόπεδου1 - работы παροχή εργασίας· С -ем себе право επιφυλάσσοντας στον εαυτό μου το δικαίωμα· - права παραχώρηση δικαιώματος. предоставлять ρ.δ. βλ. предоставить. II -ся παρέχομαι, χορηγούμαι κλπ. ε. ενεργ. φ. предостерегательный επ. (ναυτ.) προφυλα- προφυλακτικός· προειδοποιητικός. предостерегаться) ρ.δ. βλ. предостеречь- (ся). предостерегащий επ. απο μτχ. προφυλακτι- προφυλακτικός· προειδοποιητικός. Предостережение, -Я ουδ. προφύλαξη· προ- προειδοποίηση. предостеречь, -регу, -режешь,-регут παρλθ. χρ. предостерёг, -гла, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. предострёгший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предо- предостережённый, βρ: -жён -жена -жено р.σ.μ. προφυλάγω" προειδοποιώ. предосторсниость, ~и θ. προφύλαξη· принять меры -и παίρνω προφυλακτικά μέτρα. II μέτρο προφυλακτικό. Предосудительность, -и θ. το αξιόμεμπτον, το αξιοκατάκριτον. το επιλήψιμον. предосудительный επ., βρ: -лен, -льна, -о αξιόμεμπτος, επίμεπτος, επίμομφος, επίψογος , αξιοκατάκριτος· επιλήψιμος* - поступок αξι- οκατάκριτη πράξη· я не сделаю ничего предо- предосудительного δε θα πράξω τίποτε το επιλή- επιλήψιμο. предотвратить, -ащу, -атйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предотвращённый, -щён, -щена, -ό ρ.σ.μ. αποτρέπω, αποσοβώ· προλαβαίνω· - опа- опасность αποτρέπω τον κίνδυνο· - наводнение προλαβαίνω την πλημμύρα· - ПОЖар προλαβαίνω την πυρκαγιά· - Войну αποτρέπω τον πόλεμο. предотвращать р.δ. βλ. предотвратить. II -СЯ αποτρέπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Предотвращение, -Я ουδ. αποτροπή, αποσό- αποσόβηση1 πρόληψη1 - НОВОЙ ВОЙНЫ αποτροπή νέου πολέμου. Предотъездный επ. πριν την αναχώρηση" -ые ДНИ οι πριν την αναχώρηση μέρες. Предохранение, -Я ουδ. προφύλαξη, διαφύ- διαφύλαξη· προστασία· - дерева от гноения προφύ- προφύλαξη του δέντρου απο το σάπισμα. Предохранитель, -я α. (τεχ.) ασφάλεια· ру- ружейный - η ασφάλεια του όπλου" сгорел элек- электрический - κάηκε η ηλεκτρική ασφάλεια. Предохранительный επ. ασφαλιστικός· προ- προφυλακτικός" προστατευτικός" - клапан ασφα- ασφαλιστική δικλίδα1 -ые прививки προληπτικός εμβολιασμός· -ые меры προφυλακτικά μέτρα. Предохранить р.σ. προφυλάσσω, διαφυλάσσω· προστατεύω· - от заболевания προφυλάσσω α- από την αρρώστεια· - семена от порчи προφυ- προφυλάσσω το σπόρο απο το χάλασμα· - себя от холода προφυλάσσομαι απο το κρύο. II -СЯ προφυλάσσομαι· - от ожогов προφυλάσσομαι α- απο τα ε-γκα,νιχατα. предохранять(оя) ρ·δ. βλ. предохраниться). предощутить, -ощущу, -ощутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предощущённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ. (παλ.) προαισθάνομαι.
цре 197 пре предощущать р.δ. βλ. предощутить. II -ся προαισθάνομαι. Предощущение, -Я ουδ. (παλ.) προαίσθηση. предпарламент, ~а α. προκοινοβούλιο. Предписание, -Я ουδ. 1 εντολή, παραγγε- παραγγελία* μήνυμα. 2 (παλ.) διάταξη· - закона δι- διάταξη του νόμου. 3 υπόδειξη· <- врача υπό- υπόδειξη του γιατρού. предписать ρ.σ.μ. ορίζω, δίνω εντολή" δι- διατάζω" παραγγέλλω. предписывать ρ.δ. βλ. предписать. II ~ся ορίζομαι, διατάσσομαι. Предплечевой επ. του αντιβραχίονα, του α- αντιβραχίου. Предплечье, ~Я ουδ. αντιβραχίονας, αντι- αντιβράχιο (πήχη του χεριού). Предплужник, -а α. προΰνιο. предплюсна, ~Ы θ. (ανατ.) μετατάρσιο. предплюсневой επ. μετατάρσιος. предполагаемый επ. απο μτχ. υποτιθέμενος. предполагать р.δ. 1 βλ. предположить, 2 σκοπεύω, προτίθεμαι· ~ быть инженером σκο- πεύω να γίνω μηχανικός. 3 προϋποθέτω* эта работа -ет большой ОПЫТ αυτή η εργασία προ- προϋποθέτει μεγάλη πείρα. II -СЯ προτίθεμαι. II (απρόσ.) υποτίθεμαι. предположение, -Я ουδ. 1 υπόθεση,εικασία" στοχασμός· строить -Я κάνω εικασίες. 2 σκο- σκοπός, πρόθεση, πλάνο, σχέδιο. предположительность, -И θ. υπόθεση, εικα- εικασία· προκαταρκτικός χαρακτήρας. предположительный επ., βρ: -лен, -льна,-о υποθετικός, εικαστικός· προκαταρκτικός. предположить р.σ. υποθέτω, εικάζω, θεωρώ" νομίζω" παραδέχομαι" -ЖИМ, ЧТО ты прав ας. υποθέσομε (παραδεχτούμε) ότι έχεις δίκιο. предполье, -Я ουδ. οχυρά προ της κύριας αμυντικής γραμμής. предполярный επ. προπολικός, ο προτού πο- πολικού κύκλου. предпосевной επ. πριν τη σπορά· ~ая обра- обработка ПОЧВЫ η πριν τη σπορά καλλιέργεια ε- εδάφους. предпослать р.σ.μ. (γραπ. λόγος)· προλο- προλογίζω· προμνημονεύω1 προλέγω. предпоследний -ЯЯ, -ее επ. προτελευταίος· -яя глава романа το προτελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος· - СЛОГ η παραλήγουσα α (συλλαβή) . предпосылать ρ.δ. βλ. предпослать. II -ся προλογίζομαι. предпосылка, -и θ. 1 προϋπόθεση· -и успе- успеха προϋποθέσεις επιτυχίας. 2 (φιλοσ.) αφε- αφετηρία· όρος· λήμμα. предпочесть, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ. пред- предпочёл, -чла, -чло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пред- почтённый, βρ: -тён, -тена, -тено, επιρ. μτχ. предпочтя р.σ.μ; προτιμώ, αποδίδω με- μεγαλύτερη σημασία* προκρίνω. II εκτιμώ περισ- περισσότερο· θεωρώ ανώτερον. II θεωρώ καλύτερον. предпочитать р.δ. βλ. предпочесть. II ~оя προτιμιέμαι. предпочтение, -я ουδ. προτίμηση· оказать - δείχνω προτίμηση· отдать - προτιμώ, предпочтительно επίρ. κατά προτίμηση, κα- κατά προαίρεση. предпочтительность, -И θ. προτίμηση, προ- προαίρεση. предпочтительный επ., βρ: -лен, -льна, -о προτιμητέος, ~μήσιμος* προτιμότερος. предпраздничный επ. προγιορτινός, προεόρ- τιος" ~ые дни τα προεόρτια. Предприимчивость, -И θ. επιχειρηματικότη- επιχειρηματικότητα. предприимчивый επ., βρ: -ЧИВ, -а, -О επι- επιχειρηματικός· - человек επιχειρηματίας, άν- άνθρωπος με επιχειρηματική δραστηριότητα. предприниматель, -Я α. επιχειρηματίας· кру- крупный - μεγαλοεπιχειρηματίας· Маленький -μι- -μικροεπιχειρηματίας. II νταραβερτζής. предпринимательский επ. επιχειρηματικός* ~ капитал επιχειρηματικό κεφάλαιο. предпринимательство, -а ουδ. επιχειρημα- επιχειρηματικότητα, επιχειρηματική δραστηριότητα. II κομπίνα. «· предпринимать ρ.δ. βλ. предпринять. II -ся επιχειρούμαι. предпринять р.σ.μ. επιχειρώ· κάνω, πράτ- πράττω" πραγματοποιώ" επιλαμβάνομαι'" δοκιμάζω· - попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι· - из- издание КНИГИ επιλαμβάνομαι την έκδοση βι- βιβλίου" - путешествие επιχειρώ ταξίδι· - ме- меры παίρνω δοκιμαστικά μέτρα. предприятие, -Я ουδ. 1 επιχείρηση, από- απόπειρα" его ~ увенчалось успехом ц επιχείρη- επιχείρηση του πέτυχε ολοκληρωτικά. 2 (οικον.) επι- επιχείρηση" частное - ιδιωτική επιχείρηση· го- государственное - κρατική επιχείρηση. предпусковой επ. προ εναρκτήριος, πριν τε- τεθεί σε λειτουργεία.' предраковый επ. προκαρκινικός· -ое состо- состояние προκκρκινική κατάσταση. предраспологать р.δ. βλ. предрасположить. Предрасположение, -Я ουδ. προδιάθεση. II τάση, κλίση, ροπή, επιρρέπεια. предрасположенность, -и θ. προδιάθεση. предрасположенный επ. απο μτχ. προδιατε- θημένος, ενορμητικός. предрассветный επ. πριν το πρωινό φέξιμο, προορθρινός. предрассудок, -Дка α. πρόληψη, δεισιδαι- δεισιδαιμονία.
пре 198 пре предрассуждение, -я ουδ. (παλ.) βλ. пред- предрассудок. . . . предревОЛИДИОННЫЙ επ. προεπαναστατικός'-ые события προεπαναστατικά γεγονότα. предрекать ρ.δ. βλ. предречь. II -ся βλ. предсказываться. предречь, -реку, -речёшь, -рекут, παρλθ. χρ. предрёк, -рекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предречённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. σ. (γραπ. λόγος)· βλ. предсказать. предрешать р.δ. βλ. предрешить. II'-ся προ- προαποφασίζομαι. προκαθορίζομαι. предрешить р.σ.μ. λύνω απο νωρίτερα· προ- προαποφασίζω' - вопрос λύνω το ζήτημα απο πριν1 всё 'было -НО όλα προαποφασίστηκαν. II προ- προκαθορίζω" προδικάζω· - ИСХОД борьбы προκαθο- προκαθορίζω την έκβαση του αγώνα. предродовой επ. πριν τον τοκετό· - период η περίοδος πριν τον τοκετό. председатель, -Я α. πρόεδρος· προϊστάμε- προϊστάμενος· - колхоза πρόεδρος του κολχόζ· - СО- вёта министров πρόεδρος του υπουργικού συμ- συμβουλίου· - презйдиутла Верховного совета СССР πρόεδρος του προεδρείου Ανώτατου συμβουλίου της ΕΣΣΔ;. - собрания προϊστάμενος της συ- συνέλευσης . председательница, ~ы θ. η πρόεδρος, προ- εόρίνα. председательский επ. προεδρικός- -ое ме- место προεδρική θέση. председательство, ~а ουδ. προεδρικό αξίω- αξίωμα· τφοεδρία· ПОД -Ом υπο την προεδρία. председательствовать р.δ. προεδρεύω. председательствующий ουσ. α. ο προεδρεύων. предсердие, -Я ουδ. ο κόλπος της καρδιάς. предсказание, -Я ουδ. 1 πρόγνωση· - ПОГО- ПОГОДЫ πρόγνωση καιρού. 2 πρόρρηση" προφητεία. .предсказатель, -я α., -ница -ы θ. προ- γνώστης, προφήτης· χρησμοόότης. предсказать р.σ. προλέγω, προεικάζω,προ- γιγνώσκω· - будущее προλέγυ το μέλλον судьбу προλέγω την τύχη: - ПОГОДУ προλέ- προλέγω τον καιρό' предсказывание, -я ουδ. βλ. предсказание. предсказывать ρ.δ. βλ. предсказать. II -ся προλέγομαι. предсмертный επ. επιθανάτιος· -ая агония επιθανάτια αγωνία· - Вздох επιθανάτιος ρόγ- ρόγχος" - час η ώρα του θάνατον. II πριν το θά- θάνατο· -ое завещание η πριν то θάνατο διαθή- διαθήκη (παραγγελία). представать, -стаю, -стаель, προστκ. пред- представай, επιρ. μτχ. представая р.δ. βλ. пред- предстать . представитель, -я α., ~н:~а, ~ы θ. αντι- αντιπρόσωπος ■ εκπρόσωπος· - от г.'.'.шистёрства εκ- εκπρόσωπος του υπουργείου1 дипломатический - διπλωματικός αντιπρόσωπος. II δείγμα· υπό- υπόδειγμα· ~и тропической растительности δείγ- δείγματα χλωρίδας των θερμών χωρών. представительность, -и θ. το παρουσιαστι- παρουσιαστικό, η εξωτερική εμφάνιση. представительный επ., βρ: -лен, -льна, -о αντιπροσωπευτικός· -ое собрание αντιπροσω- αντιπροσωπευτική συνέλευση" -ые учреждения αντιπρο- αντιπροσωπευτικά ιδρύματα. II εντυπωσιακός" ОН име- имеет ~уго внешность αυτός έχει εντυπωσιακή ε- εξωτερική εμφάνιση. представительство, -а ουδ. 1 αντιπροσω- αντιπροσωπεία· αντιπροσώπευση. 2 (παλ.) παρουσιαστι- παρουσιαστικό, εμφάνιση. представительствовать, -ствую, -ствуешьр. δ. (γραπ. λόγος) αντιπροσωπεύω, είμαι αντι- αντιπρόσωπος . представить, -влю, ~вишь ρ.σ.μ. 1 παρου- παρουσιάζω, εμφανίζω1 επιδείχνω- προσάγω' - сви- свидетелей К допросу παρουσιάζω (φέρω) μάρτυ- μάρτυρες για εξέταση (ανάκριση)" - справку φέρω (προσκομίζω) βεβαίωση. 2 συσταίνω, γνωρίζω" 3 απεικονίζω, αναπαρασταίνω. II παρασταίνω στη σκηνή. 4 φαντάζομαι· -авь себе (για) φα- φαντάσου- -авьте моё удивление φανταστήτε την έκπληξη μου (θαυμασμό μου). 5 προϋποθέτω" это -ит большие трудности αυτό θα παρουσιά- παρουσιάσει μεγάλες δυσκολίες. И -СЯ 1 παρουσιάζο- παρουσιάζομαι- имею честь ~ έχω την τιμή να παρουσι- στώ. 2 φαίνομαι. 3 αναφαίνομαι. 4 φαντάζο- φαντάζομαι, παρασταίνω με τη φαντασία. 5 ονειρεύο- ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο. 6 προσποιούμαι1 больным κάνω τον άρρωστο. представка, -И θ. (παλ.) πρόθεμα (λέξεων). * представление, -Я ουδ. 1 παρουσίαση, εμ- εμφάνιση· προσαγωγή· - суду доказательств πα- παρουσίαση στο δικαστήριο αποδεικτικών справки παρουσίαση βεβαίωσης. II σύσταση, γνωριμία. 2 έκθεση, αναφορά (σε προϊστάμε- προϊστάμενο, αρχή)· ~ к наградам πρόταση για βρά- βράβευση. 3 θεατρική παράσταση· θέαμα. 4 ανα- αναπαραγωγή, αναπαράσταση· зрительное - οπτική αναπαράσταση· слуховое - ακουστική αναπα- αναπαραγωγή. 5 νόηση, αντίληψη, γνώση' ιδέα" не имею никакого -Я δεν έχω ιδέα, δε γνωρίζω τίποτε. II εκφρ. дать - δίνω μια ιδέα, εικό- εικόνα, κατατοπίζω κάπως1 В моём -и κατ' εμένα, κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ φαντάζομαι. представлять р.σ.μ. 1 βλ. представить. 2 είμαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι. 3 αντιπρο- αντιπροσωπεύομαι . предстатель, -я α., -ница, ~ы θ. (παλ.) προστάτης, -ιδα, πρόμαχος, προασπιστής, υ- υπερασπιστής, -τρία. предстательный επ: -ая железа (ανατ.) ο
пре 199 пре προστάτης. предстательствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. (παλ.) προστατεύω, προασπίζω. предстать, -стану, -станешь, προστκ. пред- предстань р.σ. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι μπρο- μπροστά· - перед судом παρουσιάζομαι μπροστά στο δικαστήριο· - перед зрителями εμφανί- εμφανίζομαι μπροστά στους θεατές. предстоять р.δ. 1 (παλ.) στέκομαι μπρο- μπροστά. 2 περιμένω" βρίσκομαι μπροστά σε· επα- πειλοϋμαι· πρόκειται να επιτελέσω1 вам -ЙТ большой ПОДВИГ πρόκειται να επιτελέσετε με- μεγάλο κατόρθωμα· вам ~йт отвечать σύντομα θα δόσετε λόγο· ему ~ит опасность τον απειλεί ο κΊνδυνος· нам -ЙТ трудная работа μας περι- περιμένει δύσκολη δουλειά.. Предстоящий επ. απο μτχ. 1 επικείμενος, επερχόμενος, προσεχής. 2 ουσ. ουδ. -ее το άμεσο μέλλον. предсъездовский επ.προσυνεδριακός* -ая ди- дискуссия προσυνεδριακή συζήτηση. предтеча, -И α. κ. θ. (παλ.) πρόδρομος. II προάγγελος1 - револщии προάγγελος της επα- επανάστασης. Предубедить, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предубеждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р.σ. μ. (παλ.) προκαταλαβαίνω, προδιαθέτω. предубеждать р.δ.μ. βλ. предубедить. предубеждение, -я ουδ. προκατάληψη· επι- ρεασμός· из -Я απο προκατάληψη· С -ем με προκατάληψη, προκατειλημμένα. предубеждённость, -и θ. βλ. предубеждение. Предубеждённый επ. απο μτχ. προκατειλημ- προκατειλημμένος· он -дён против меня αυτός είναι προ- προκατειλημμένος εναντίον μου. предуборочный επ. πριν τη συγκομιδή· -ая Пора о χρόνος πριν τη συγκομιδή. Предуведомить р.σ.μ. (παλ.) πληροφορώ νω- νωρίτερα, προειδοποιώ· ενημερώνω, κατατοπίζω. Предуведомление, -Я ουδ. (παλ.). 1 προει- προειδοποίηση, έγκαιρη πληροφόρηση" ενημέρωση. 2 πρόλογος, εισαγωγή. предуведомлять ρ.δ. βλ. предуведомить. П -СЯ προειδοποιούμαι, πληροφορούμαι νωρίτε- νωρίτερα· ενημερώνομαι. предугадать р.σ.μ. 1 προμαντεύω· προβλέ- προβλέπω· - развитие событий προμαντεύω την εξέ- εξέλιξη των γεγονότων. предугадывать ρ.δ. βλ. предугадать. II -ся προμαντεύομαι· προβλέπομαι. предуготовить р.σ.μ. (παλ.) προετοιμάζω. предуГОТОВЛение, -Я ουδ. (παλ.) προετοι- σία. предуготовлять ρ.δ.μ. (παλ.) βλ. предуго- предуготовить. II -СЯ προετοιμάζομαι. предударный επ. προτονιζόμενος· - СЛОГ η προτονιζόμενη συλλαβή. предузнавать р.δ. βλ. предузнать. II -ся προγιγνώσκομαι, προμαντεύομαι, προβλέπομαι. предузнать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предузнанный, βρ: -нан, -а, -о προγιγνώσκω, προγινώσκω" προμαντεύω· προβλέπω. предуказание, -я ουδ. (παλ.) βλ. наста- наставление A σημ.). предумышленно επίρ. προμελετημένα, προ- προσχεδιασμένα. предумышленность, -и θ. προμελέτη· - пре- преступления η προμελέτη του εγκλήματος. предумышленный επ., βρ: -лен, -льна,~льно προμελετημένος, προσχεδιασμένος· - поступок προμελετημένη πράξη· - ое убийство προμελε- προμελετημένος φόνος. предупредительно επίρ. φιλοφρονητικά. предупредительность, -И θ. περιποίηση, ε- ξυπηρετικότητα, φιλοφρόνηση. предупредительный επ., βρ: -лен, -льна,-о I προφυλακτικός, προληπτικός· -ые меры προ- προληπτικά μέτρα. II προειδοποιητικός (για κίν- κίνδυνο). 2 περιποιητικός, εξυπηρετικός, φιλό- φρονας, -νητικός" - человек φιλόφρονας άν- άνθρωπος . предупредить, -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предупреждённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ. 1 προειδοποιώ' ОН вас -Йл αυτός σας προειδοποίησε. 2 προλαβαίνω, αποτρέπω, απο- αποσοβώ· - болезнь προλαβαίνω την ασθένεια· преступление αποτρέπω έγκλημα. 3 ξεπερνώ,υ- ξεπερνώ,υπερβάλλω. Ι! προμαντεύω, προνοώ. предупреждать р.δ.μ. βλ. предупредить. II -СЯ προειδοποιούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. предупреждение, -Я ουδ. 1 προειδοποίηση, προαγγελία· он получил - αυτός πήρε προει- προειδοποίηση· строгий ВЫГОВОР С -ем αυστηρή τι- τιμωρία με προειδοποίηση· без всяких -ИЙ χω- χωρίς καμιά προειδοποίηση (απροσδόκητα, ξαφ- ξαφνικά). 2 πρόληψη, αποτροπή, αποσόβηση· болезни πρόληψη ασθένειας. предусматривать р.δ.μ. βλ. предусмотреть. II -СЯ προβλέπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. предусмотреть ρ.σ.μ. προβλέπω· προνοώ" все ВОЗМОЖНОСТИ προβλέπω όλες τις δυνατότη- δυνατότητες (ή ενδεχόμενα)· - неприятные последс- последствия προβλέπω τις δυσάρεστες συνέπειες. предусмотрительно επίρ. προβλεπτικά, προ- προνοητικά. предусмотрительность, -И θ. προβλεπτικό- προβλεπτικότητα, προνοητικότητα. предусмотрительный επ., βρ: -лен, -льна,-о προβλεπτικός, προνοητικός. предустановленный επ., βρ: -лен, -а, -о; προκαθορισμένος. предутренний, -яя, -ее επ. πριν το πρωί·
пре 200 пре -ЯЯ тишина η πριν το πρωί ησυχία. предчувствие, -я ουδ. προαίσθηση· - радо- СТИ, горя προαίσθηση χαράς, στενοχώριας. предтуВСТВОВать ρ.δ.μ. προαισθάνομαι. II -СЯ προαισθάνομαι. предшественник, -а α., -ца, -ы θ. πρόδρο- πρόδρομος· προγενέστερος· προκάτοχος. II το προη- προηγούμενο φυτό της αμειψισποράς. предшествовать р.δ. 1 (παλ.) προηγούμαι, προπορεύομαι. 2 γίνομαι, συμβαίνω προηγού- προηγούμενα· ЭТОМУ -ЛИ ряд событий προηγήθηκαν αυ- αυτού μια σειρά γεγονότα, предшёствущий επ. απο μτχ. βλ. предыду- предыдущий. предъ... (πρόθεμα) βλ. пред. Χρησιμοποιεί- Χρησιμοποιείται μπροστά απο τα φωνήεντα е,го, Я: предъя- предъявить. предъявитель, -Я α., -ница, -к θ. ο πα- παρουσιάζων, о επιδείχνων κομιστής· прошу вы- выдать деньги -ГО этого письма παρακαλώ να δό- σετε χρήματα στον κομιστή αυτής της επιστο- επιστολής. предъявить, -ЯВЛЮ, -ЯВИШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. предъявленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 παρουσιάζω, εμφανίζω, (επι)δείχνω' - би- лёт δείχνω το εισιτήριο. II προσκομίζω, φέ- φέρω, προσάγω1 - доказательства φέρω αποδεί- αποδείξεις· - справку φέρω βεβαίωση. 2 προβάλλω· - претензию προβάλλω αξίωση· - требование προβάλλω απαίτηση ή διεκδίκηση· - обвинение κατηγορώ, καταγγέλλω. предъявление, -Я ουδ. 1 παρουσίαση, εμφά- εμφάνιση, επίδειξη· προσαγωγή· - паспорта επί- επίδειξη της ταυτότητας. 2 προβολή1 - требова- требований προβολή απαιτήσεων ή διεκδικήσεων иска αγωγή (δικαστική). предъявлять ρ.δ. βλ. предъявить. II -ся επιδείχνομαι, παρουσιάζομαι· προσκομίζομαι. предыдущий επ. προηγούμενος, προγενέστε- προγενέστερος, πρότερος· προκάτοχος. предыстория, -и θ. προϊστορία· - челове- человечества προϊστορία της ανθρωπότητας. преемник, -а α., -ца, -ы θ. κληρονόμος. Ι! συνεχιστής. 2 διάδοχος· быть -ом είμαι διά- διάδοχος, διαδέχομαι. преемственно επίρ. κληρονομικά. II διαδο- διαδοχικά. преемственность, -И θ. διαδοχή, διαδοχι- κότητα· - власти διαδοχικότητα της εξουσί- εξουσίας. . преемственный ετ.., βρ: -вен, -венна, -о 1 κληρονομικός· - порядок наследования κλη- κληρονομική σειρά ή τάξη. 2 διαδοχικός. преемство, -а ουδ. διαδοχή· историческое ιστορική διαδοχή" - власти διαδοχή ε- εξουσίας. цреаде 1 επίρ. προηγούμενα, προγενέστε- προγενέστερα· πρώτα· πρωτύτερα· как И - όπως και προ- προηγούμενα. 2 πρόθ. πριν, προ· ~ окончания года πριν το τέλος του χρόνου* - всего πριν απ' όλα· я повидаюсь с ним - чем он уедет θα τον συναντήσω πριν να φύγει· Я пришёл - вас εγώ ήρθα πριν απο σας. преждевременно επίρ. πρόωρα κλπ. επ. преждевременность, -и θ. το πρόωρο, αν ε- επικαιρότητα" ανωριμότητα· - восстания το πρόωρο της εξέγερσης. преждевременный επ., βρ. -менен, -менна, -менно πρόωρος, άκαιρος, παράκαιρος, ανε- ανεπίκαιρος· νωρίτερος· ~ые роды πρόωρος τοκε- τοκετός · -ая смерть πρόωρος θάνατος· ~ая ста- старость τα πρόωρα γεράματα. прежний, -ЯЯ, -ее πρότερος, προηγούμενος, προγενέστερος· παλαιότερος, αλλοτινός. II πρωτύτερος, ο πρώην. II ουσ. ουδ. -ее το πα- παρελθόν, τα περασμένα. ♦презент, -а α. (παλ.) δώρο* сделать - κά- κάνω δώρο. презентабельно επίρ. ευπρεπώς κλπ. επ. презентабельность, -и θ. εμφάνιση καλή, ευ- παρουσίαση, ευπρέπεια, ευκοσμία, ευσχημοσϋνη. ♦презентабельный επ., βρ: -лен, -льна, -о εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, ευπρεπής, εϋ- κοσμος, εύσχημος. презентовать, -тую, -туёшь, παθ. μτχ. παρλθ.. презентованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. μ. (παλ.) δωρίζω. ♦презерватив, ~а α. 1 (παλ.) προφυλακτικό (μέσο). 2 καπότα, περικαυλίδα. презервы βλ. пресервы. ♦президент, -а α. πρόεδρος· - республики о πρβεδρος της δημοκρατίας· - академии наук πρόεδρος της ακαδημίας επιστημών. президёнский επ. προεδρικός· ~ие выборы προεδρικές εκλογές. президёнство, -а ουδ. η προεδρία. президёнствовать, -ствуго, -ству.ешь р.δ. προεδρεύω, είμαι πρόεδρος. президиум, -а α. το προεδρείο· избрание -а εκλογή προεδρείου· - Верховного Совета το προεδρείο του Ανώτατου Σοβιέτ. презирать р.δ.μ. 1 περιφρονώ· - трусов πε- περιφρονώ τους δειλούς. 2 αψηφώ, δε λογαριά- λογαριάζω· - опасность, смерть περιφρονώ τον κίν- κίνδυνο, το θάνατο. II -СЯ περιφρονώ. презрение, -Я ουδ. 1 περιφρόνηση· отзы- отзываться С -ем εκφράζομαι με περιφρόνηση (πε- ριφρονητικά). 2 υποτίμηση, απαξίωση, αδια- αδιαφορία· - К смерти περιφρόνηση προς το θά- θάνατο. презрённый επ. απο μτχ., βρ: -рен,~рённа, -ренно αξιοκαταφρόνητος, ευκαταφρόνητος, κα-
пре 201 пре ταφρονητέος, ελεεινός, συχαμερός· -ое су- существо συχαμερό υποκείμενο. презреть, -зрю, -зрЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. презрённый, βρ: -рен, -а, -ό ρ. σ. μ. (γραπ. λόγος) βλ. презирать. презрительно επίρ. περιφρονητικά. Презрительность, -И θ. περιφρόνηση. презрительный επ. περιφρονητικός· -ая улы- бка περιφρονητικό χαμόγελο*-ая гримаса περι^- φρονητικός μορφασμός. II βλ. презренный B σημ.). ♦презумпция -и θ. προϋπόθεση· εικασία, δο- δοξασία, κρίση κατά τα δοκούντα, τα φαινόμενα. преизбыток, -тка α. (παλ.) πλεόνασμα,-μός. . преизбыточный επ. πλεοναστικός, -νάζων. преимущественно επίρ. κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατ' εξοχή, ιδιαίτερα, πρώτιστα. преимущественный επ. κύριος, επικρατέστε- επικρατέστερος, υπέρτερος· μεγαλύτερος· σοβαρότερος· -ое значение μεγαλύτερη (βαρύτερη) σημασία. II (νομ.) κύριος, βασικός· -Οθ право προνό- προνόμιο, γέρας. преимущество, ~а ουδ. 1 πλεονέκτημα, προ- προτέρημα· υπεροχή· иметь - έχω υπεροχή (υπε- (υπερέχω)· - внезапного нападения το πλεονέκτη- πλεονέκτημα της αιφνιδιαστικής επίθεσης. 2 προνόμιο, γέρας· права И -а δικαιώματα και προνόμια. II ενφρ. по -у βλ. проимущественно. преисподний, -яя, -ее επ. (παλ.) καταχθό- καταχθόνιος, πλουτώνιος, ταρτάριος. II ουσ. θ. -ЯЯ, -ОЙ о Αδης, το βασίλειο .του Πλούτωνα, τα Τάρταρα. преисполненый επ., βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος)· υπερπλήρης, πληρέστατος, παραγεμά- τος· έμπλεος· - радости ή радостью γεμάτος χαρά· - гневом γεμάτος θυμό,παροργισμενος. преисполнить, -НЮ, -НИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преисполненный, βρ: -нен, -а, -о р.σ. μ. (γραπ. λόγος)· υπερπληρώ, παραγεμίζω·ο- παραγεμίζω·ολοκληρώνω. ΙΙδιεγείρω· κορώνω" - гневом ή гнева παροργίζω, παραθυμώνω1 - расдражёни- ем υπερερεθίζω. II -СЯ είμαι πλήρης, γεμά- γεμάτος· - решимости είμαι όλος αποφασιστικότη- αποφασιστικότητα· - радости ή радостью είμαι όλος χαρά. переисполнять(ся) ρ.δ. βλ. переисполнить- (ся). *прейскурант, -а α. τιμοκατάλογος, -λόγιο. прейти, прейду, прейдёшь, παρλθ. χρ. пре- прешёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. прешедший ρ.σ. (παλ.) περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι. II φεύγω· -шли те времена πέρασαν εκείνοι οι καιροί. преклонение, -Я ουδ. 1 (παλ.) χαμήλωμα· υποστολή· - главы χαμήλωμα του κεφαλιού" знамён υποστολή των σημαιών. 2 υπόκλιση, σεβασμός· θαυμασμός. преклонить, -НЮ, -НИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преклонённый, βρ: -нён -нена, -нено. р. σ.μ. 1 κλίνω, σκύβω, χαμηλώνω· υποστέλλω· - голову σκύβω το κεφάλι· - знамёна υποστέλλω τις σημαίες. 2 μτφ. κάνω να αλλάξει γνώμη, ή διαλλακτικόν, μεταπείθω, φέρνω στα νερά μου. 3 μτφ. υποτάσσω, κάμπτω, καταβάλλω, δα- δαμάζω, τιθασεύω. II -СЯ 1 κάμπτομαι, λυγίζω, σκύβω, χαμηλώνω. 2 μτφ. κάμπτομαι, υποτάσ- υποτάσσομαι, λυγίζω, τα διπλώνω. 3 μτφ. υποκλίνο- υποκλίνομαι, θαυμάζω. преклОННОСТЬ, -И θ. προχωρημένη (πολιά)η- (πολιά)ηλικία. преклонный επ. περασμένης ηλικίας· - Β03- раст βλ. преклонность. преклонять(ся) р.δ. βλ. преклонйть(ся). прекословие, -Я ουδ. (παλ.) αντίρρηση, α- ντ ι λογία. II εκφρ. без (всякого) -я χωρίς (καμιά) αντίρρηση. прекословить, -влю, -вишь р.δ. (παλ.) α- τιλέγω, αντιμιλώ, αντιτείνω,.αντικρένω, προ- προβάλλω αντιρρήσεις. прекрасно 1 επίρ. ωραιότατα, θαυμάσια, ε- εξαίσια, υπέροχα, λαμπρά. 2 ως κατηγ. είναι θαυμάσια, υπέροχα κλπ. επιρρήματα. 3 (μόριο επιβεβαιωτικό)· καλά" άριστα* θαύμα. прекраснодушие, -Я ουδ.(παλ.) ευδιαθεσία, χαρμόσυνη, κέφι* ενθουσιασμός. прекраснодушный επ.* βρ: -шен, ~шна, -о (παλ.) εύχαρης, πρόσχαρος, χαρωπός, ολόχα- ρος. прекрасный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος, πεντάμορ- πεντάμορφος, πάγκαλος. 2 θαυμάσιος, εξαίσιος, έξο- έξοχος, υπέροχος, λαμπρός. 3 ουσ. ουδ. -ое το , ωραίο, το ιδανικό. II εκφρ. в один - вечер, НОЧЬ, утро ένα καλό βραδάκι, μια καλή νύ- νύχτα, ένα καλό πρωί" В один - день μια καλή μέρα ή κάποια μέρα· ради -ЫХ глаз για τα μά- μάτια, χάριν του ωραίου (τζάμπα, χάρισμα). прекратить, -ащу, -атЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прекращённый, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. διακόπτω, σταματώ, παύω, κόβω, τερμα- τερματίζω· - военные действия τερματίζω τις πο- πολεμικές επιχειρήσεις (τις εχθροπραξίες)· разговор κόβω την κουβέντα· - сношения κό- κόβω σχέσεις· - беспорядки σταματώ τις αταξί- αταξίες1 -йте работу! σταματήστε τη δουλειά! II -СЯ σταματώ, παύω· τερματίζομαι· ДОЖДЬ -ЙЛСЯ η βροχή σταμάτησε" боль -лась о πόνος στα- σταμάτησε. прекращай^ся) ρ.δ. βλ. прекратйть(ся). Прекращение, -Я ουδ. διακοπή, σταμάτημα, παύση, κατάπαυση· τερματισμός· - военных действий σταμάτημα των εχθροπραξιών - ра- работы σταμάτημα της εργασίας.
пре 202 пре *Щ)елат, ~а α. αρχιερέας, ιεράρχης (της κα- καθολικής εκκλησίας). прелестник, -а α., ~ца, ~ы θ. πλάνος, ξε- ξελογιαστής, -ιάστρα, γόης, γόησσα, γητευτής, -εϋτρα. прелестно επίρ. θαυμάσια, λαμπρά, έξοχα, εξαίσια, υπέροχα. прелестный επ., βρ: -тен, -тна, -тно συ- συναρπαστικός, θελκτικός, γοητευτικός" θαυ- θαυμάσιος, εξαίσιος, έξοχος, λαμπρός. прелесть, -Ε 9. Ι γοητεία, θέλγητρον σα- σαγήνη, συναρπαγή. 2 έλξη, τράβηγμα, ατραξι- ατραξιόν. 3 πλθ. -И τα γυναικεία κάλη , το όμορφο γυνακείο κορμί. 4 πλθ. -И (παλ.) χάρες, ο- ομορφιές. 5 (χα'ΐ-'δ.) με τη λ. МОЯ καλή μου. II ως κατηγ. (είναι) θαύμα· это просто-! αυ- αυτό είναι απλώς θαύμα! что за - женщина! τι θαύμα γυναίκα ειν' αυτή! * прелиминарии, -ев πλθ. (διπλμ.) συμφωνία ή απόφαση προκαταρκτική. прелиминарный επ. προκαταρκτικός"- мирный ДОГОВОР προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης. преломить, млю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преломлённый, βρ: -лён, -лена, -лено. 1 (παλ.) θραύω, σπάζω, τσακίζω. 2 (φυσ.) δια- διαθλώ. 3 μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω. II πα- παρανοώ. II ~ся 1 θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι. 2 (φυσ.) διαθλώμαι. 3 μτφ. αδυνατίζω,εξαντλού- αδυνατίζω,εξαντλούμαι, τσακίζομαι, κόβομαι, καταβάλλομαι. 4 μτφ. (παλ.) αλλάζω απότομα, κάνω απότομη στροφή· σπάζω" зима -лась ο χειμώνας έσπασε· 5 μτφ. παίρνω, αποκτώ άλλη έννοια, νόημα. преломление, -я ουό. 1 (παλ.) θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα. 2 (φυσ.) διάθλαση1 - све- Та διάθλαση του φωτός. 3 μτφ. αλλαγή του νο- νοήματος, της έννοιας· παρερμηνεία. переломлять(ся) ρ.δ. βλ. переломить(ся). прелость, -И θ. σαπίλα, σαπρία, -ιότητα.ΙΙ μούχλα, ευρωτϊαση. прелый επ. σάπιος, σαπισμένος, σαπρός. II μουχλιασμένος. Прель, -И θ. 1 βλ. прелость. 2 μέρος (ση- (σημείο) σάπιο. 3 (αθρσ.) τα σάπια, σαπΧλα. прельститель, ~я α.,.-ница, -ы θ. (παλ.) γόης, -σσα, γοητευτής, -εύτρα, σαγηνευτής, -εύτρα· πλάνος. прельстительный επ., βρ: -лен, -льна, -о (παλ.) θελκτικός, μαγευτικός, σαγηνευτικός. ПреЛЬСТЙТЬ, -ЛЬЩУ, -ЛЬСТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прельщённый, βρ: -цен, -щена, -ό ρ.σ.μ. 1 γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω. 2 αποπλανώ, δελεάζω· ξελογιάζω, ξεμυαλίζω.II -СЯ 1 ερωτεύομαι, αιχμαλωτίζομαι. 2 ξελο- ξελογιάζομαι, ξεμυαλίζομαι· δελεάζομαι, αποπλα- αποπλανιέμαι . прелыцать(ся) ρ.δ. βλ. прельстить(ся). Прельщение,. -Я ουδ. (παλ.) γοήτευση, θέλ- ξη, σαγήνευση. II αποπλάνηση· δελέαοη1 ξελό- γιάσμα, ξεμυάλισμα. Прелюбодей, -Я α., -ка, -И θ. (παλ.) μοι- μοιχός, μοιχάς, μοιχαλίδα, μοιχεύτρα. прелюбодейный επ. (παλ.) μοιχικός. прелюбодействовать, -ствуго -ствуешь р.δ. (παλ.) μοιχεύω. Прелюбодеяние, -Я ουδ. (παλ.) μοιχεία. прелюд, -а α. βλ. прелюдия B σημ.). ♦прелюдия, -И θ. 1 προανάκρουσμα, πρελού- πρελούντιο. II μτφ. εισαγωγή, αρχή, προαγγελία, προμήνυμα. 2 είδος μουσικού έργου ανεξάρτη- ανεξάρτητου και μη καθιερωμένου τύπου. премиальный επ. πριμοδοτικός. Π ουσ. πλθ. ~ые τα χρήματα πριμοδότησης. преминуть р.σ. (μόνο με το αρνητικό μόριο Не) δεν αργώ, δε βραδύνω, δεν αφήνω περί- περίπτωση ή δυνατότητα να μου ξεφύγει. Премирование, -Я ουδ. πριμ, πριμοδότηση. премировать, -рую, -руешь.яай μτχ. παρλθ. χρ. премированный, βρ: -ван, ~а, -о р.δ.κ. σ.μ. πριμοδοτώ. Ι! -СЯ πριμοδοτούμαι. премировочный επ. πριμοδοτικός. ♦премия, -И θ. 1 βραβείο" αριστείο. 2 το πριμ (χρηματική αμοιβή)· - за Выполнение плана πριμ για την εκπλήρωση του πλάνου. 3 (οικον.) το ασφάλιστρο (χρηματικό ποσό). 4 δωρεάν παράρτημα περιοδικού ή εφημερίδας. премного επίρ. (παλ.) πάρα πολύ. Премудрость, -И θ. 1 (παλ.) πανσοφία, πο- πολυμάθεια, ευρυμάθεια, παντογνωσία. 2 το όϋσ- ληπτο> το δυσκολονόητο, στριφνότητα. премудрый επ., βρ: -мудр, -а, -О. 1 πάνσο- φος, πολυμαθής, ευρυμαθής. 2 δύσληπτος, δυ- σκβλονόηρος, στριφνός. ♦премьер, ~а α. ^ βλ. премьер-министр. 2 (θεατρ.) πρωταγωνιστής. премьера, -Ы θ. η πρώτη παράσταση έργου> πρεμιέρα. премьер-министр, ~а α. πρωθυπουργός. премьерша, ~И θ. (θεατρ.) πρωταγωνίστρια. пренебрегать р.δ. βλ. пренебречь. II -ся αψηφώ, δε λογαριάζω" αδιαφορώ. пренебрежение, -Я ουδ. 1 περιφρόνηση" α- απαξίωση. 2 αδιαφορία, παραμέληση. пренебрежительно επίρ. περιφρονητικά. пренебрежительность, -и θ. βλ. пренебре- пренебрежение. пренебрежительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО περιφρονητικός" - ТОН περιφρονητικός τόνος" -ое отношение περιφρονητική σχέση ή συμπεριφορά. пренебречь, -брегу, -брежёшь, παρλθ. χρ. пренебрёг, -брегла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пренебреженный, βρ: -жён, -жена, -жено;
пре 203 пре р.σ. 1 περιφρονώ, υποτιμώ" απαξιώ* - чёрной работой περιφρονώ τη βρώμικη δουλειά. 2 α- αψηφώ, δε λογοριάζω, αδιαφορώ, δε δίνω σημα- σημασία· ~ опасность αψηφώ τον κίνδυνο. прение1, -Я ουδ. σάπισμα, σήψη" μούχλιασμα. II μούσκευμα. прение* βλ. прения. прения, ~ий πλθ. (ενκ. прение, -я ουδ.) συ- συζήτηση· открыть - ПО докладу αρχίζω τη συ- συζήτηση πάνω στην εισήγηση* выступить В -ях παίρνω μέρος στη συζήτηση· прекращение ~ий σταμάτημα (κλείσιμο) της συζήτησης. II λογο- λογομαχία. II εκφρ. - сторон οι ομιλίες των ε- εκατέρωθεν συνηγόρων. Преобладание, -Я ουδ. υπεροχή, υπερτέρη- ση, υπερίσχυση· επικράτηση. преобладать, -ает, μτχ. ενεστ. преоблада- преобладающий ρ.δ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω, ε- επικρατώ, προέχω* δεσπόζω. Преобладающий επ. απο μτχ. επικρατέστερος, κυρίαρχων, δεσπόζων, πρωτεύων* -ее мнение η κυριαρχούσα γνώμη (ιδέα). преобраяать(ся) ρ.δ. βλ. преобразйть(ся). Преображение, ~Я ουδ. μεταμόρφωση* μετα- μετασχηματισμός. II μετατροπή, μεταβολή, αλλαγή. преобразить, -аду -азйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преображённый, βρ: -жён, -жена, -жено; ρ.σ.μ. μεταμορφώνω* μετασχηματίζω*μεταποιώ. II μετατρέπω, μεταβάλλω* αλλάζω. II -СЯ μετα- μεταμορφώνομαι* μετασχηματίζομαι* μεταποιούμαι. II μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι* αλλάζω. преобразование, -Я ουδ. μεταμόρφωση* με- μετασχηματισμός* μεταποίηση* τροποποίηση. II μετατροπή, μεταβολή* μεταλλαγή. преобразователь, -я α., -ница, -ы θ. ·/ με- μεταμορφωτής* αναμορφωτής* μεταρρυθμιστής. 2 μετασχηματιστής* - тока μετασχηματιστής (η- (ηλεκτρικού) ρεύματος. Преобразовательный επ. μεταμορφωτικός. II μετασχηματιστικός. преобразовать, -зуго, -зуешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преобразованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. μεταμορφώνω* μετασχηματίζω* μετα- μεταποιώ* τροποποιώ, μεταρρυθμίζω* διαφοροποιώ. II μεταβάλλω, μετατρέπω* - переменный ток в ПОСТОЯННЫЙ μετατρέπω το εναλλασσόμενο ρεύ- ρεύμα σε συνεχές. II -СЯ μεταμορφώνομαι· μετα- μετασχηματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. преобразовываться) р.δ. βλ. преобразо- преобразовать СЯ) . ПреобратЙТЬ р.σ.μ. (παλ.) μετατρέπω, με- μεταβάλλω* - В прах μετατρέπω (κάνω) στάχτη· κονιορτοποιώ. преобращать ρ.δ. βλ. преобратить. преодолевание, -я ουδ. βλ. преодоление. преодолевать р.δ. βλ. преодолеть. II -ся υπερνικιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. преодолеть ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прёодолённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 (παλ.) υπερνικώ* καταβάλλω* - врагов, κα- κατανικώ τους εχθρούς. 2 ξεπερνώ, υπερβαί- υπερβαίνω* - препятствия, трудности υπερνικώ τα εμπόδια, τις δυσκολίες. II κατανικώ· υπερνι- υπερνικώ (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.). преодолимый επ., βρ: -лим, -а, -о υπερβα- τός. преосвященный, -ОГО α. παν ιερότατος, πα- νοσιότατος, σεβασμιότατος (για επίσκοπους). преосвященство, -а ουδ. (με τις αντων. ва- ваше, его κ.τ.τ.) πανιερότητα, πανοσιότητα, σεβασμιότητα (προσηγορία επισκόπων). ♦препарат, -а α. 1 (ανατ.)· παρασκεύασμα (για έρευνα). 2 σκευασία, παρασκευή (φαρμα- (φαρμακευτική, χημική). препаратор, -а α. παρασκευαστής. препараторский επ. παρασκευαστικός, του παρασκευαστή* -ая работа η εργασία του πα- παρασκευαστή.- II ουσ. θ. -ая παρασκευαστήριο. препарирование, -Я ουδ. παρασκευή. препарировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.1 πα- παρασκευάζω (για έρευνα). 2 μτφ. επεξεργάζο- επεξεργάζομαι* - текст ДЛЯ издания επεξεργάζομαι κεί- κείμενο για έκδοση. II -СЯ παρασκευάζομαι, ε- ετοιμάζομαι, 2 μτφ. επεξεργάζομαι. препарировка, -И θ. παρασκευή, προετοιμα- προετοιμασία. препарировочный επ. παρασκευαστικός. препаровальный επ. παρασκευαστικός. препаровка, -и θ. βλ. препарировка. препаровочный επ. παρασκευαστικός. И ουσ. θ. -ая παρασκευαστήριο. препинание, -Я ουδ: знаки -я (γραμμ.) τα σημεία στίξης. препирание, -я ουδ. (παλ.) βλ. препира- препирательство. препирательство, -а ουδ. αντέγκλιση, λο- λογομαχία. Препираться р.δ. φιλονικώ, ερίζω, λογομα- λογομαχώ, λογοφέρνω. преподавание, -Я-ουδ. διδασκαλία, παράδο- παράδοση μαθήματος· - В школе η διδασκαλία στο σχολείο. преподаватель, -я α., -ница, -ы θ. καθη- καθηγητής, -ήτρια· - фЙЗИКИ καθηγητής της φυσι- φυσικής. Преподавательский επ. καθηγητικός· - ОПЫТ καθηγητική πείρα* - состав οι καθηγητές, το καθηγητικό διδακτικό προσωπικό* - коллектив ο καθηγητικός σύλλογος εκπαιδ. ιδρύματος. преподавательство, -а ουδ. η καθηγησία, το επάγγελμα του καθηγητή. преподавать, -даго, -даёшь, προστκ. препо-
пре 204 пре давай, επιρ. μτχ. преподавая р.δ. 1 διδά- διδάσκω· -студентам теоретическую механику δι- διδάσκω στους φοιτητές θεωρητική μηχανική" В институте διδάσκω στο Ινστιτούτο. 2 βλ. преподать. II ~ся διδάσκομαι. преподать р.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμπνέω, εμ- εμφυσώ, παραινώ· διδάσκω. преподнесение, -Я ουδ. προσφορά, δόσιμο" - подарка προσφορά δώρου. преподнести р.σ.μ. 1 προσφέρω, δίνω· подарок προσφέρω δώρο. 2 παρουσιάζω κάτι το απροσδόκητο' - сюрприз κάνω κατάπληξη. 3 παρασταίνω· - факты в искажённом виде πα- παρουσιάζω τα γεγονότα διαστρεβλωμένα. преподносить ρ.δ. βλ. преподнести. II ~ся 1 προσφέρομαι, δίνομαι. 2 παρουσιάζομαι, παρασταίνομαι. Преподношение, ~Я ουδ. 1 προσφορά, δόσιμο. 2 δώρο. преподобие, ~Я ουδ. (προσωνυμία ιερομόνα- ιερομόναχων)· αιδεσιμότητα, πανοσιότητα. преподобный επ. αιδέσιμος, σεβάσμιος. препожаловать, р.σ. (παλ.) καταφτάνω, αφι- κνοϋμαι. препозИТИВНКЙ επ. (γραμμ.) προθετικός, προτιθέμενος. *препозиция, -И θ. πρόθεση, προτοποθέτηση. препона, ~Ы θ. (παλ.) εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα· ЧИНИТЬ -Ы παρεμβάλλω εμπόδια. препоручать ρ.δ. βλ. препоручить. II -ся εμπιστεύομαι, ανατίθεμαι· εντέλλομαι. препоручение, ~Я ουδ. ανάθεση" εντολή. препоручить р.σ.μ. (παλ.) αναθέτω" εμπι- εμπιστεύομαι· - власть αναθέτω την εξουσία. препоясать, -яшу, -яшешь р.σ.μ. (παλ.) πε- ριζώνω, περιδένω. II εκφρ. - свой чресла ε- ετοιμάζομαι για ταξίδι, είμαι υπ' ατμόν. II -СЯ ζώνομαι, βάζω τη ζώνη. II εκφρ. - на брань είμαι έτοιμος για αγώνα. препоясавать(ся) р.δ. βλ. препоясать(ся). препроводительный επ. συνοδευτικός, συνα- ποστελλόμενος· -ая записка συναποστελλόμενο σημείωμα. препроводить ρ.σ.μ. 1 στέλλω με συνοδεία· - арестантов στέλλω με συνοδεία τους συλ- συλληφθέντες. II συναποστέλλω, συνοδεύω. II συμ- συμβαδίζω, πηγαίνω μαζί, συνοδεύω. 2 (παλ.) περ- περνώ" - время περνώ τον καιρό. препровождать р.δ.μ. βλ. препроводить. II -СЯ συνοδεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Препровождение, -Я ουδ. συνόδευση, συνο- συνοδεία. II το πέρασμα· для -Я времени για να περνάει ο καιρός. препятствие, -Я ουδ. 1 εμπόδιο,πρόσκομμα, κώλυμα· он преодолел все -Я αυτός ξεπέρασε όλα τα εμπόδια· бег С -ЯМИ δρόμος με εμπό- εμπόδια· ЧИНИТЬ -Я. παρεμβάλλω εμπόδια. 2 μτφ. δυσκολία, δυσχέρεια. преШТСТВОВать, -СТВую, -СТВуешь р.δ. ε- εμποδίζω, παρεμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω, βά- βάζω εμπόδια. II δυσκολεύω, δυσχεραίνω, παρεμ- παρεμβάλω εμπόδια. прерафаэлит, -а α. προραφαηλίτης, οπαδός της προ του Ραφαήλ Τέχνης. прервать, -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. пре- прервал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пре- рванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. διακόπτω, κόβω· σταματώ· λύνω· учитель вдруг заболел Ι И -ал урок о δάσκαλος ξαφνικά αρρώστησε και διέκοψε το μάθημα· ОНИ С нами -ЛИ все СВЯЗИ αυτοί με μας έκοψαν κάθε δεσμό (σχέση)· - разговор κόβω την κουβέντα· - молчание λύνω τη σιωπή. II -СЯ διακόπτομαι, σταματώ" λύνο- λύνομαι' разговор -лея η συνομιλία διακόπηκε· молчание -лась η σιωπή λύθηκε. пререкание, -Я ουδ. αντίρρηση, αντιλογία, λογομαχία, αντιμίλημα. пререкаться р.δ. φέρω προβάλλω αντιρρή- αντιρρήσεις, αντιλέγω, αντιμιλώ, αντιτείνω, αντι- κρένω, αντιλογιέμαι. ♦прерии, -ий πλθ. (ενκ. прерия, -и θ.) α- απέραντες πεδιάδες της Β. Αμερικής. ♦прерогатива, -ы θ. προνόμιο· - власти προ- προνόμιο εξουσίας. прерывание, -Я ουδ. διακοπή, σταμάτημα. прерыватель, -Я α. διακόπτης, αποζευκτή- ρας· электрический - ηλεκτρικός διακόπτης. прврывать(ся) р.δ. βλ. прерватцся). прерывающийся επ. απο μτχ. (για φωνή) δι- διακοπτόμενος . прерывисто επίρ. διακεκομμένα, με διακο- διακοπές»" ГОВОРИТЬ - μιλώ διακοφτά· дышать - α- ασθμαίνω. прерывистость, -И θ. διακοπή, ύπαρξη δια- διακοπών - дыхания διακοπή της αναπνοής· - ЛИ- ЛИНИИ διακοπές στη γραμμή. прериВИСТЫЙ επ., βρ:-ΒΗΟΤ, -а, ~Ο διακε- διακεκομμένος, διακοφτός· -ая линия διακοφτή γραμμή" -Ыв звуки διακοφτοί ήχοι. прерыВНОСТЬ, -И θ. διάλειψη. прерывный επ., βρ: -вен -вна -вно (παλ.) βλ. прерывистый. ♦пресвитер, -а α. πρεσβύτερος, ιερέας. пресвитериане, -риан (ενκ. -рианец, -нца κ. -рианин, -а α., -раанка, -и θ.) Πρεσβυ- τεριανοί. пресвитерианский επ. πρεσβυτεριανός· -ая Церковь η εκκλησία των Πρεσβυτεριανών. пресвитерианство -а ουδ. η πρεσβυτεριανή θρησκεία. пресекать(ся) р.δ. βλ. пресёчь(ся). ♦пресёрВЫ, -ОВ πλθ. τρόφιμα συντηρημένα.
пре 205 пре Пресечение, -Я ουδ. σταμάτημα, κόψιμο, φραγμός· αναχαίτηση· - агрёсии αναχαίτηση της επίθεσης. пресечь, -секу, -сечёшь, -секут, παρλθ. χρ. пресёк, -секла, -секло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресечённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. σ.μ. 1 σταματώ οριστικά, βάζω τέρμα ή τε- τελεία και παύλα· βάζω φραγμό· войска -кли беспорядки τα στρατεύματα έβαλαν τέρμα στις ταραχές. II διακόπτω, κόβω· председательст- председательствующий пресёк его речь о προεδερύων διέκο- διέκοψε τον ομιλητή. 2 (παλ.) εμποδίζω·ОН пре- сёк ему дорогу αυτός του έκοψε το δρόμο· - сообщения С городом κόβω επικοινωνία με την πόλη. II -СЯ σταματώ, παύω, κόβομαι· разговор пресёкся η συνομιλία κόπηκε· голоса -КЛИСЬ ο ι φων ες έπαψαν . преследование, -Я ουδ. καταδίωξη, κυνήγη- μα· - врага καταδίωξη του εχθρού" - зверя κυνήγημα του θηρίου. II μτφ. δίωξη, κατα- τρεγμός· -Я коммунистов διώξεις κομμουνι- κομμουνιστών. II εχφρ. уголовное - ποινική δίωξη· су- судебное - δικαστική δίωξη· мания -Я μανία καταδίωξης. преследователь, -я α., -ница -ы θ. διώ- διώκτης, διώκτρια. преследовать, -дую, -дуешь ρ.δ.μ. 1 κατα- καταδιώκω, κυνηγώ* - зверя κυνηγώ το θηρίο· врага καταδιώκω τον εχθρό. II καταδιώκω απο κοντά, παίρνω καταπόδι, απο το κοντό. 2 ε- ενοχλώ, δεν αφήνω ήσυχο· меня не перестаёт - МЫСЛЬ О болезни δεν με αφήνει ήσυχο η σκέ- σκέψη για την αρρώστεια. 3 διώκω, κατατρέχω" - демократов διώκω τους δημοκράτες. 4 διώκω (νομικώς)· - по суду διώκω δικαστικώς" - Су- дебным порядком διώκω με τη δικαστική οδό. 5 επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω, βάζω για σκο- σκοπό· - СВОЙ интересы βάζω για σκοπό τα συμ- συμφέροντα μου. II -СЯ καταδιώκομαι, κυνηγιέ- κυνηγιέμαι. II διώκομαι, κατατρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. пресловутый επ. 1 (παλ.) διάσημος, περί- περίφημος, φημισμένος, ξακουστός. 2 (ειρν.) δι- διαβόητος, περιβόητος, σκανδαλώδης, καταχθόνιος. пресмыкательство, -а ουδ. δουλική κολα- κολακεία· χαμέρπεια. пресмыкаться ρ.δ. 1 (παλ.) έρπω·змеи -гот- СЯ τα φίδια έρπουν. 2 μτφ. (παλ.) ζω ελε- ελεεινά, φυτοζωώ, ζω στη μιζέρια. 3 μτφ. κολα- κολακεύω εξευτελιστικά· - перед сильными έρπω μπροστά, στους ισχυρούς. пресмыкающийся ουσ. απο μτχ., πλθ. -ие τα ερπετά. пресноводный επ. του γλυκού νερού" ~ЭЯ рыба ψάρι του γλυκού νερού" ~ое озеро λί- λίμνη του γλυκού νερού. прёсноСТЬ, -ив. το ανάλατο, η μη ύπαρξη αλατιού" - ВОДЫ η μη περιεκτικότητα αλα- αλατιού στο νερό. II μτφ. λειψότητα περιεχομέ- περιεχομένου" - анекдота ανάλατο (άνοστο) ανέκδοτο. пресный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. г άνο- άνοστος, ανούσιος· ~ая пища άνοστη τροφή· ~ое бЛВДО άνοστο φαγητό. 2 μτφ. ανάλατος, άνο- άνοστος, γλυκανάλατος, άχαρος· -ые остроты ά- άχαρες εξυπνάδες, άνοστα έξυπνα. 3 του γλυ- γλυκού νερού* -ое Озеро λίμνη του γλυκού νερού" -ая вода το γλυκό νερό (ως αντώνυμο του αρ- αρμυρού, θαλασινού). II άζυμος· - хлеб άζυμο ψωμί. ♦пресс, -а α. (τεχ.) πιεστήριο. 2 χαρτο- στάτης. 3 μτφ. το βάρος· налоговой - το βά- βάρος των φόρων. И εκφρ. брюшной - κοιλιακοί μυώνες· положить ПОД ~ βάζω στο πιεστήριο (σε συνθήκες δύσκολες). ♦пресса, -Н8. о τύπος (εφημερίδες, περι- περιοδικά)· греческая - ο ελληνικός τύπος. II (αθρσ.) οι δημοσιογράφοι· места для -ы θέ- θέσεις για του δημοσιογράφους. пресс-атташе α. άκλ. ο ακόλουθος τύπου(α- τύπου(αποστολής, πρεσβείας κ.τ.τ.). ♦преСС-бЦЭО ουδ. άκλ. γραφείο τύπου. *ПреСС-КОНферёнЦИЯ, -И θ. διάσκεψη τύπου, πρες-κονφεράνς. Прессовальный επ. πιεστηριακός. прессование, -я ουδ. βλ. прессовка. прессованный επ. απο μτχ. (πε)πιεσμένος· - картон πιεσμένο χαρτόνι. прессовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прессованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. πιέζω, θλίβω, συμπιέζω, πατώ. II -СЯ πιέζο- πιέζομαι, συμπιέζομαι. прессовка, -и θ. (συμ)πίεση. » прессовочный επ. πιεστήριος. пресовпщк, -а κ. -а α., -овщица, ~ы θ. ερ- εργάτης, -τρία πιεστηρίου. првССОВЫЙ επ. του πιεστηρίου. ♦првСС-Папьё ουδ. άκλ. το ταμπόν, στουπω- τήρ ι. II χαρτοστάτής. *цресс-фОрма, -Ы θ. τύπος, καλούπι πίεσης. ♦прессшпан, -а α. σκληρό πιεσμένο χαρτόνι. преставиться, -влюсь, -вишься р.σ. (παλ.) πεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώνω, τελευτώ. преставление, -Я ουδ. (παλ.) αποβίωση, θα- θανή, θάνατος, τελευτή. II εκφρ. света - βλ. светопреставление. Престарелость, -И θ. βαθιά γερατειά. Престарелый επ. υπέργηρος, γηραλέος. ♦престидижитатор, -а α. (παλ.) ταχυδακτυ- ταχυδακτυλουργός. ♦престиж, -а α. (γραπ. λόγος) γόητρο, κύ- κύρος· αίγλη. ♦прёсто επίρ. (μουσ.) πολύ γρήγορα. II πρέ- στο, μουσικό έργο σε πολύ γρήγορο ρυθμό.
пре 206 пре престол, ~а α. ι θρόνος· войти (вступить) На - ανεβαίνω στο θρόνο· сидеть на -е κάθο- κάθομαι στο θρόνο (βασιλεύω)· возвести на ~ α- ανεβάζω στο θρόνο· свергнуть с -а εκθρονίζω" отречься (отказаться) от -а παραιτούμαι απο το θρόνο· наследник ~а διάδοχος του θρόνου. 2 η Αγία Τράπεζα. престолонаследие, -Я ουδ. διαδοχή του θρό- θρόνου. престолонаследник, -а α. διάδοχος του θρόνου. цресТОЛЬНЫЙ επ. 1 του θρόνου. 2 νης Αγίας Τράπεζας. II εκφρ. - город (παλ.) πόλη του θρόνου (πρωτεύουσα του τσαρ, κράτους)·- цра- ЗДНИк' η γιορτή της εκκλησίας (του αγίου της). преступать ρ.δ.μ. βλ. преступить. II ~ся παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. ш. преступишь, -ушло, -упишь р.σ.μ. (παλ.). 1 περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι. 2 μτφ. παραβαί- παραβαίνω, αθετώ καταπατώ· - клятву παραβαίνω τον όρκο. преступление, ~Я ουδ. έγκλημα, κακούργη- κακούργημα· государственное - έγκλημα εσχάτης προ- προδοσίας· уголовное ~ έγκλημα, κακούργημα· ПО ДОЛЖНОСТИ παρανομία· κατάχρηση δικαιώμα- δικαιώματος υπαλλήλου. II παράβαση· - закона παρά- παράβαση νόμου (παρανομία). преступник, -а α., -ца, -Ы θ. εγκληματίας· военный - εγκληματίας πολέμου" уголовный - κοινός εγκληματίας. преступно επίρ. εγκληματικά. преступность, -И θ. εγκληματικότητα. преступный επ., βρ: -пен, -пна, -ШО. ε- εγκληματικός" - человек εγκληματίας· - план εγκληματικό σχέ'διο· -ая МЫСЛЬ εγκληματική σκέψη. пресуществиться, -влюсь, -вйшься р. σ. (εκκλσ.) μετουσιώνομαι. пресуществление, ~я ουδ. (εκκλσ.) μετου- σίαση. пресуществляться р.δ. βλ. пресуществиться. пресытить, -ыщу, -ЫТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресыщенный, βρ: -щен, -а, -о р.о·.μ. 1 παραταΐζω. 2 απολαβαίνω πλήρως. II -СЯ 1 πα- ραταΐζομαι. 2 απολαβαίνω πλήρως. пресыщать(ся) ρ.δ. βλ. пресытить(ся). пресыщение, -Я ουδ. παρατάισμα· κόρος. II πλήρης απολαβή· ДО -Я μέχρι κόρου. пресыщенность, -и θ. βλ. пресыщение. пресыщенный επ. απο μτχ. παραταϊσμένος, πα- ραχορτάτος· κορεσμένος. Претворение, -Я ουδ. 1 μετατροπή, μεταβο- μεταβολή. 2 πραγματοποίηση, εφαρμογή. претворить, -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. претворённый, βρ: -рён, -рена, р.σ.μ. 1 μετατρέπω, μεταβάλλω. 2 πραγματοποιώ, εφαρ- εφαρμόζω" - В ЖИЗНЬ πραγματοποιώ στη ζωή" МЫСЛЬ В дело κάνω τη σκέψη πράξη. II-СЯ με- "τατρέπομαι, μεταβάλλομαι. II πραγματοποιού- πραγματοποιούμαι, εφαρμόζομαι. претворяться) ρ.δ. βλ. претворйть(ся). ♦претендент, ~а α., ~ка, ~и θ. διεκδικη- διεκδικητής, о διεκδικών, ο αντιποιούμενος. претендовать, -дую, -дуешь ρ.δ. 1 αντι- αντιποιούμαι, διεκδικώ" απαιτώ· αξιώνω. 2 υπερε- υπερεκτιμώ τις ικανότητες μου" θεωρώ τον εαυτό μου ικανόν για κάτι· - на учённость κάνω τον επιστήμονα· - на остроумие κάνω τον έξυπνο. 3 (παλ.) δυσαρεστώ· προσβάλλω. претензионный επ. απαιτητικός, διεκδικη- διεκδικητικός, αντιποιητικός. ♦претензия, -И θ. αξίωση, απαίτηση, διεκ- διεκδίκηση' αντιποίηση· предъявить -ю προβάλλω (εγείρω) αξίωση1 человек С -ями άνθρωπος με αξιώσεις. II εχφρ. быть в -и на кого είμαι δυσαρεστημένος απο κάποιον. претенциозность, ~И θ. επιτήδευση, προ- προσποίηση" φαινομενικότητα. ♦претенциозный επ., βρ: -зен, -зна, -зно επιτηδευμένος, προσποιητός· φαινομενικός· ε- εξεζητημένος. претерпевать ρ.δ. βλ. претерпеть. II -ся υποφέρρω, υπομένω. претерпёь, -терплю, -терпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. (παλ.) претерпенный, βρ: -пен, -а, ~ό κ. претерпенный, βρ: -пен, -а, -о. 1 υποφέρω, υπομένω, εγκαρτερώ. 2 υποβάλλομαι, υπόκειμαι· περνώ· - существенные изменения υπόκειμαι σε ουσιαστικές αλλαγές. претить, ~ЙТ ρ.δ. 1 (παλ.) απαγορεύω. 2 προκαλώ αντιπάθεια, απέχθεια, αηδία. Преткновение, -я ουδ: камень -я πέτρα του σκαντάλου. ♦претор, -а α. πραίτορας. преторианский επ. πραιτοριανός· -ая гвар- ДИЯ πραιτοριανή φρουρά. ♦преторианцы, -ев πλθ. (ενκ. -анец, -нцаа.) οι πραιτοριανοί. преть, прею преешь ρ.δ. 1 σαπίζω, σήπο- μαι■ μουχλιάζω. 2 μουσκεύω απο την υγρασία, βλάπτομαι, αρρωσταίνω. 3 μουσκεύω απο τον ιδρώτα, ιδρώνω. 4 σιγοβράζω. преувеличение, -Я ουδ. υπερβολή, μεγαλο- ποίηση· παραφούσκωμα· - опасности μεγαλο- ποίηση του κινδύνου. преувеличенность, ~;ΐ 5. βλ. преувеличение. преувеличенный επ. -χ-ο μτχ. μεγαλοποιη- μένος, υπερβολικός, υπέρμετρος, υπέρογκος, παραφουσκωμένος. преувеличивание, -я ουδ. βλ. преувеличе- преувеличение. преувеличивать ρ.δ. 3λ. преувеличить. II
пре 207 при ~СЯ μεγαλοποιούμαι, υπερβάλλομαι, εξογκώνο- μαι. преувеличить, -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. цреувелйченный, βρ. ~чен, ~а, -о р.σ. μ. μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, εξογκώνω, παραλέ- γω, παραφουσκώνω. преуменьшать ρ.6. βλ. преуменьшить. II ~ся μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω πάρα πολύ. Преуменьшение, -Я ουδ. μείωση, ελάττωση μεγάλη. преуменьшить ρ.σ.μ. μειώνω, ελαττώνω, λι- λιγοστεύω πάρα πολύ. переуспевание, -я ουδ. επιτυχία· πρόοδος, ευημερία, ευδαιμονία· άνθιση. преуспевать ρ.δ. 1 βλ. преуспеть. 2 (ειρν.) ευημερώ, ευδαιμονώ, ευζωώ* ανθίζω. преуспеть р.σ. έχω επιτυχίες, προοδεύω. преуспеяние, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) βλ. преуспевание. ♦префект, ~а α. (στην αρχαία ρώμη) διοικη- διοικητής· διευθυντής. II διευθυντής αστυνομίας σε μερικές καΐϊΐταλ. χώρες. префектура, -Ы θ. 1 διοικητική περιοχή (στην αρχαία Ρώμη)· νομός. 2 διοίκηση περι- περιοχής· νομαρχείο. 3 νομαρχία (ίδρυμα). *црефераНС, -а α. η πρέφα (χαρτοπαίγνιο), ♦преференциальный επ. (οικον.) ευνοϊκός, επωφελής. ♦преференция, -И θ. (οικον.) προτίμηση, πρόκριση. ♦префикс, ~а α. (γραμμ.)το πρόθεμα. Префиксальный επ. (γραμμ.) προ θεματικός. префиксация, ~И θ. προθεματικός σχηματι- σχηματισμός των λέξεων. преходимОСТЬ, ~И θ. παροδικότητα, το πα- ροδικόν, το εφήμερο, το πρόσκαιρο. преходить р.δ. βλ. перейти. преХОДЯЩИЙ επ. απο μτχ. παροδικός, προσω- προσωρινός, εφήμερος, πρόσκαιρος, διαβατικός,πε- διαβατικός,περαστικός . ♦прецедент, -а α. 1 (γραπ. λόγος). 1 το προηγούμενο· не имекщий - που δεν έχει προ- προηγούμενο" судебный - δικαστικό προηγούμενο. ♦прецизионный επ. ακριβής, ακριβείας· электроизмерительный прибор ακριβής ηλεκτρο- μετρική συσκευή. ♦преципитат, -а α. (χημ.) βλ. осадок. при (πρόθεση). 1 (για τόπο)" πλησίον,κο- πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά· - входе СТО- СТОИТ часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκο- σκοπός· город - реке παραποτάμια πόλη· ЖИТЬ - станции ζω κοντά στο σταθμό· - совете ми- министров παρά το υπουργικό συμβούλιο1 сра- сражение - Фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες· - институте κοντά στο Ινστιτούτο· ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστά- εργοστάσιο" поставить - себе τοποθετώ κοντά μου. 2 μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία" - СНОХе НИ грворй такие вещи μπροστά στη νύφη μη μι- μιλάς τέτοια πράματα· - мне он ничего не·ска- не·сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε. 3 (για χρόνο)" κατά* ~ отъезде κατά την ανα- αναχώρηση* - входе κατά την είσοδο" ~ Обыске κατά την έρευνα. II σε· κατά" темно, - каж- ДОМ шорохе она вздрягивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε. II (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε" ~ резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερ- θερμοκρασίας. 4 (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγ- πραγμάτων κ.τ.τ.) με· он всегда был - деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήμα- χρήματα. 5 με, χάρη σε· - содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων - ПОМОЩИ сестры με τη βοήθεια της αδερφής. 6 μαζί, μετά1 надо иметь - себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση απο τον τόπο ερ- εργασίας" прилагая ~ сём βάζοντας (υποβάλλο- (υποβάλλοντας) συνημμένα. 7 επί, τον καιρό" - царе επί τσάρου. 8 παρά, ενάντια" - всём его же- желании παρ' όλη του τη θέληση. ПРИ... (πρόθεμα). Ι. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: 1 κίνη- κίνηση ως το σκοπό" περάτωση, τέρμα: прийти, прибежать, прилететь. 2 ενέργεια ως ένα κα- καθορισμένο αποτέλεσμα: приготовить, прикон- чить, приучить. 3 πλησίαση, άγγιγμα, επαφή: приставить, притронуться. 4 στερέωση, σύν- σύνδεση: привязать, приклеить, пришить. 5 σφί- ζιμο, θλίψη" ομαλοποίηση: ПридавЙТЬ, ЩЩ- лСать, примять. 6 ενέργεια που επιστρέφει στον ίδιον, προς ίδιον συμφέρον: приписать, врикупить, присчитать.8 ατελή ενέργεια· при- приоткрыть, прикрыть, привянуть. 9 (απλ.) ε- επέκταση της ενέργειας σε όλα τα αντικείμενα και ως εκ τούτου ολοκλήρωση της ενέργειας: приесть (весь хлеб), прирезать (весь скот). 10 ενέργεια που συνοδεύει μια άλλη ενέργεια: припевать,'приплясывать, п. Σχηματίζει επ. κ. ουσ. με σημασία: πλησίον, κοντά, σιμά, γύρω: прибрежье, прибрежный, приволжский. приарендовать ρ.σ.μ. ενοικιάζω παραπάνω, συμπληρωματικά. приаредовывать ρ.δ. βλ. приарендовать. прибавить, -влго -ВИШЬ ρ.σ.μ. 1 βάζω επι- επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και 7.λλο, ακόμα λίγο" - сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη" - ВИНа В СТЭКаН ρίχνω ακόμα λίγο ■-Φασί στο ποτήρι. 2 αυξαίνω, ανεβάζω" ~ зар- зарплату αυξαίνω τις αποδοχές· - ОГНЯ в лампе ανεβ,άζω το φως της λάμπας. 3 βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος· на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κά-
при 208 при μποσα κιλά. 4 «μ. προσθέτω, λέγω" не за- будьте; -ЙЛ ОН, ЧТО Я скоро ухожу μην ξε- ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω. 5 υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παρα- παραφουσκώνω. 6 κάνω αριθμητική πρόσθεση· - три К семи προσθέτω τρία και εφτά. II -СЯ προ- στίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαϊνομαι, μεγαλώ- μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. День -ЛСЯ η μέρα μεγά- μεγάλωσε · он -лея на пять килограммов αυτός έ- έβαλε (αΰζησε το βάρος του) πέντε κιλά" вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε· к бедно- сти -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέ- προστέθηκε και η άρρωστεια. прибавка, ~И θ. αύξηση, επαύξηση, άνοδος, ανέβασμα. II πρόσθεση. II το πρόσθετο. II γέ- ρεμα (αύξηση του σωματικού βάρους). || πρόσθε- πρόσθεση (αριθμητική). II εκφρ. ~ семейства αύξη- αύξηση της οικογένειας (απο τη γέννηση). прибавлять( ся) ρ.б. βλ. прибавить(ся). прибавочный επ. (επι)πρόσθετος· συμπληρω- συμπληρωματικός· ~ая плата επιπρόσθετη πληρωμή· труд πρόσθετη εργασία. II εκφρ. ~ая стои- стоимость (οικον.) υπεραξία. ПрибаЛТЫВаНие, -Я ουδ. ανακάτωμα. прибалтывать р.δ. βλ. приболтать. II -ся ανακατώνομαι. прибаутка, -И θ. χαριεντισμός, χωρατό, χα- ριτολογία, ~γημα, φαιδρολογία· καλαμπούρι. ПрибауТОЧНИК, -а α. χωρατατζής, ευθυμολό- γος, χαριεντολόγος, φαιδρολόγος. ГфИбаККИВаТЬ р.δ. νανουρίζω, βαυκαλίζω. прибегать1 ρ.δ. βλ. прибежать. прибегать2 ρ.δ. βλ. прибегнуть. прибегнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. прибе- прибегнул κ. прибег, -ла, -ло, - μτχ. παρλθ. χρ. χρ. прибегнувший к. прибегший р.σ. προστρέ- προστρέχω, πηγαίνω· καταφεύγω· - К советам друзей πηγαίνω στους φίλους για συμβουλές·- К вра- врачу προστρέχω στο γιατρό" - К оружию κατα- καταφεύγω στα όπλα. прибёдниваться ρ.δ. (απλ.) β λ.прибеднять- λ.прибедняться. прибедниться р.σ. βλ. прибедняться. прибедняться ρ.δ. προσποιούμαι, παρασταί- νω, κάνω το φτωχό. II είμαι μετριοπαθής. Прибежать р.σ. φτάνω, τερματίζω τρέχο- τρέχοντας· - первым φτάνω πρώτος· ОН -ал, запы- запыхавшись αυτός έφτασε λαχανιασμένος. Прибежище, -а ουδ. καταφύγιο, λιμέρι" ά- άσυλο. II μτφ. προσφυγή. приберегать р.δ. 3λ. приберечь. II ~ся οι- οικονομώ, φυλάγω, διατηρώ. прибережный επ. βλ. прибрежный. прибережье, -я ουδ. βλ. прибрежье. Приберечь р.σ.μ. φυλάγω, κρατώ, οικονομώ" - Деньги на покупку οικονομώ χρήματα για να αγοράσω κάτι. прибивание, -я ουδ. βλ. прибивка. прибивать(ся) ρ.δ. 3λ. прибйть(ся). прибивка, -И θ. κάρφωμα. ПрибИВНОЙ επ. καρφωτικός. прибирание, ~я ουδ. βλ. приборка. прибирагь(ся) ρ.а. βλ. прибрать(ся). прибЙТЬ р.σ.μ. 1 καρφώνω" ~ ДОЩёчкуК двё- ри καρφώνω σανιδίτσα στην πόρτα' - полови- половицу καρφώνω πατωσάνιδο. 2 ρίχνω κάτω, λυγί- λυγίζω, κάμπτω' град -ЙЛ рожь К земле το χαλά- χαλάζι έρριξε καταγής τη βρίζα" ДОЖЦём ПЫЛЬ -ЛО η βροχή παρέσυρε τη σκόνη. 3 (απλ.) χτυπώ, ξυλοφοτώνω. Ι! -СЯ 1 καρφώνομαι. 2 κάμπτο- κάμπτομαι, λυγίζω, πέφτω, ρίχνομαι χάμω, καταγής. II παρασέρνομαι. 3 μτφ. (απλ.) ενώνομαι. II ταχτοποιούμαι προσωρινά. приближать(ся) ρ.δ. βλ. приблйзить(ся). приближение, ~Я ουδ. πλησίαση, προσέγγι- προσέγγιση, ζύγωμα, σ'ιμωμα" - весны ζύγωμα της Α- Ανοιξης· - поезда πλησίαση του τρένου. приближённость1, -И θ. το κατά προσέγγιση. Приближённость3, -И θ. οικειότητα, σχετι- σμός, φιλικός κύκλος" οι προσκείμενοι. приближённый1επ. κατά προσέγγιση· ~ое ре- шёние уравнений η κατά προσέγγιση λύση των εξισώσεων. πρΗΛΐΐΜΒΗΗΙίή2επ. ο πλησίον, προσκείμενος, οικείος. приблизительно επίρ. κατά προσέγγιση, πε- περίπου, ως έγγιστα, πάνω-κάτω, γύρω, σχεδόν. приблизительность, -И θ. το κατά προσέγ- προσέγγιση" - подсчётов το κατά προσέγγιση των λο- γαριασμών. приблизительный επ. βρ·. -лен, -льна, ~о ο*κατά προσέγγιση κλπ. επιρ. - подсчёт о κατά προσέγγιση λογαριασμός- иметь-ое пред- представление О его ЖИЗНИ έχω περίπου μια ιδέα (εικόνα) της ζωής του. прибЛИЗИТЬ, -ЙЖУ, -ЙЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приближенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω" - книгу К гла- зам πλησιάζω το βιβλίο στα μάτια. 2(για χρ. διάστημα) συντομεύω. 3 παίρνω κοντά μου, προσλαμβάνω" προσδέχοααι. II (παλ.) συγκατα- ταλέγω στους προσκείμενους, πλησιάζω. II -СЯ 1 έρχομαι πλησίον, πλησιάζω, προσεγγίζω, σι- σιμώνω, ζυγώνω· время -ЛОСЬ σίμωσε ο καιρός· -лась зима ζύγωσε ο χειμώνας" дело -ЛОСЬ К КОНЦУ η υπόθεση παίρνει τέλος. Π κοντεύω, εγγίζω τα όρια. Приблудный1επ. χαμένος, απολωλός· -ЕЯ ΟΒ- ца το απολωλό (χαμένο) πρόβατο приблудный2επ. (παλ.) νόθος, νοθογενής, ε- εξώγαμος , κλεψίγάμος. прибОДрЙТЬСЯ р.σ. (χπλ.) θαρρεύω πολύ, πα-
при 209 при παίρνω πολύ θάρρος, παραθαρρευω. прибодряться р.6. βλ. прибодрйться. прибой, -Я α. 1 κυματόθραύση. 2 φυσικός κυματοθραύστης. 3 λιθοσωρός (απο λιθόθραύ- λιθόθραύση) . ПрибОЙНЫЙ επ. της κυματόθραυσης· της ορ- ορμής των κυμάτων" -шум о θόρυβος της κυμα- κυματόθραυσης· ~ое волнение η ορμή των κυμάτων. приболеть р.σ. αρρωσταίνω λίγο ή για λίγο χρόνο. приболотный επ. πλησίον του βάλτου· -ые растения βαλτόχορτα, βαλτόνερα. приболтать р.σ.μ. (απλ.) βλ. болтать1. прибОЛТка, -и θ. 1 ανακάτωμα. 2 υλικό α- ανακατωμένο . прибор, ~а α. 1 συσκευή, όργανο, μηχανι- μηχανισμός· измерительный - όργανο εκμέτρησης· электрический συσκευή ηλεκτρική. 2 πλήρης συλλογή αντικειμένων, το κομπλέ· τα εξαρτή- εξαρτήματα, τα είδη· το σερβίτσιο· письменный τα γραφικά είδη· бритвенный - τα ξυριστικά είδη· чайный ~ το σερβίτσιο του τσαγιού. приборка, -И θ. διευθέτηση, συγύρισμα, τα- τακτοποίηση. приборный επ. της συσκευής. Приборостроение, -Я ουδ. η κατασκευή συ- συσκευών, οργάνων, μηχανισμών. приборостроительный επ. της κατασκευής συ- συσκευών. прибрасывать р.δ. βλ. прибросить. прибрать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прй- бранный, βρ: -ран, -а к. -а, -о. 1 συγυρί- συγυρίζω, διευθετώ, ταχτοποιώ. 2 (απο)κρύβω, χώ- χώνω, τρυπώνω, καπακώνω. 3 παίρνω, ιδιοποιού- ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι. 4 (παλ.) εκλέγω, διαλέγω κάτι που να ταιριάζει. II εκφρ. бог -ал απο- αποδήμησε στον Κύριο (πέθανε). II -СЯ συγυρίζω, διευθετώ, τακτοποιώ· она -лась в комнате αυ- αυτή συγύρισε το δωμάτιο. прибредать р.δ. βλ. прибрести. прибрежный επ. παράλιος, παραθαλάσσιος, ακροθαλάσσιος" παράκτιος· παρόχθιος. прибрежье, -я, γεν. πλθ. -жий, δοτ. -жьям ουδ. παραλία, ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά' πα- παράκτιο ή παρόχθιο μέρος. Прибрести р.σ. σέρνομαι ως, φτάνω με δυ- δυσκολία. ПрибрОСаТЬ р.σ.μ. ρίχνω πλησίον. ПрибрОСИТЬ р.σ.μ. επιρρίχνω, ρι'χνω συμπλη- συμπληρωματικά. Прибуксировать ρ.σ.μ. ρυμουλκώ, φέρω στο ρυμουλκό ή με τη βοήθεια του ρυμουλκού. Прибывание, -Я ουδ. αύξηση· μεγάλωμα' ά- άνοδος . прибывать р.δ. βλ. прибыть. прибЫЛОЙ επ. 1 (παλ.) νεοαφιχθείς, νεο- νεοφερμένος, νιόφερτος. 2 (διαλκ.) λιωμένος, τηκτός. 3 (για ζώα)· γεννητάρι ενός χρόνου. прибыль, -И θ. 1 κέρδος1 получить - παίρ- παίρνω (βγάζω) κέρδος, κερδίζω· крупная -μεγά- -μεγάλο κέρδος· ПОГОНЯ за -ЯМИ κυνήγημα κερδών чистая - καθαρό κέρδος· торговая - εμπορι- εμπορικό κέρδος· извлекать - βγάζω κέρδος· прино- приносить - (απο)φέρω κέρδος. 2 όφελος, ωφέλεια, απολαβή· какая мне В ЭТОМ -? τι όφελος έχω απ' αυτό; 3 αύξηση, ανέβασμα, άνοδος· - на- населения αύξηση του πληθυσμού1 вода идёт на - το νερό (η στάθμη του νερού) ανεβαίνει. II εκφρ. пойти на - μεγαλώνω, αυξαίνω· день ΠΟ- шёл на - η μέρα άρχισε να μεγαλώνει. прибыльность, -и θ. κέρδος, όφελος. прибыльный επ. επικερδής, ωφέλιμος, κερ- κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής. II του κέρ- κέρδους, απο κέρδος· -ые деньги χρήματα απο κέρδος. Прибытие, -Я ουδ. άφιξη, φτάσιμο, ερχο- ερχομός· έλευση1 - поезда άφιξη του τρένου· парохода κατάπλους του ατμόπλοιου' - деле- делегации άφιξη αντιπροσωπείας· перед -ем πριν την άφιξη" после -Я μετά την άφιξη· ПО -ГО κατά την άφιξη. прибыток, -тка (-тку)· (παλ.) βλ. прибыль. Прибыточный επ. (παλ.) βλ. прибыльный. прибЫТЬ р.σ. 1 φτάνω, καταφτάνω, έρχομαι, α- φικνούμαι1 поезд -был το τρένο ήρθε· паро- ХОД -был το ατμόπλοιο κατέπλευσε· на празд- НИК -были много делегаций στη γιορτή ήρθαν πολλές αντιπροσωπείες· -были грузы ήρθαν φορτία. 2 αυξαίνω, μεγαλώνω, ανεβαίνω, α- ανέρχομαι" - в весе αυξαίνω στο βάρος· вода -была το νερό (η στάθμη του νερού) ανέβηκε. • привада, ~Ы θ. (κυνηγ. κ. αλιευ.I δόλωμα. привадить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приваженный, βρ: -жен -а -о р.σ.'μ. 1 (κυνηγ. κ. αλιευ.) δολώνω, βάζω δόλωμα, προσελκύω, τραβώ. 2 (απλ.) συνηθίζω να μη φοβάται· προσελκύω, τραβώ με το μέρος μου. приваживать1ρ.δ. βλ. привадить. приваживать2ρ.δ. βλ. приводить (ίσημ.). привал, -а α. 1 στάθμευση, στάση (για α- ανάπαυση).II μέρος στάθμευσης. 2 προσόρμιση, α- γκυροβόληση, άραξη. приваливание, -я ουδ. βλ. привал. приваливать(ся) ρ.δ. βλ. привалйть(ся). привалить, -алю -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приваленный, βρ: -лен ~а -о р.σ. ι μ. σπρώχνω, ωθώ· - камень КО входу σπρώχνω πέτρα στην είσοδο. II ακουμπώ, στηρίζω. 2 (ναυτ.) αράζω, ορμίζω πλοίο. 3 έρχομαι, φτά- ■>ω. II καταφτάνω" συγκεντρώνομαι. II μτφ. ε- επέρχομαι, ενσκήπτω. II -СЯ 1 ακουμπώ, στηρί- στηρίζομαι. 2 αράζω, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ.
при 210 при 3 έρχομαι, φτάνω. приваЛЫШЙ επ. κατάλληλος για αγκυροβό- ληση. Приваривание, -Я ουό. βράσιμο συμπληρωμα- συμπληρωματικό. приваривать(ся) р.δ. βλ. приварйть(ся). ПриварЙТЬ р.σ.μ. βράζω ακόμα, συμπληρωμα- συμπληρωματικά. II (για μέταλλαI (συγ)κολλώ, βράζω. II -ся (συγ)κολλώ· отломанная часть де- детали -лась хорошо το σπασμένο μέρος του ε- εξαρτήματος κόλλησε καλά. приварка, -И θ. (για μέταλλα)· κόλληση, βράσιμο. II το κολλημένο αντικείμενο. Приварок, -рка α. ζεστή τροφή. II τα τρό- τρόφιμα. приварОЧНЫЙ επ. του ζεστού φαγητού" των τροφίμων για βράσιμο. II κολλητός. ♦приваТЬ-ДОЦёнТ, -а α. (παλ.) καθηγητής ι- ιδιωτικός. приваТЬ-ДОЦентура, -Ы θ. 1 ονομασία ή το επάγγελμα του ιδιωτικού καθηγητή. 2 (αθρσ.) οι ιδιωτικοί καθηγητές. ♦приватный επ. (παλ.) ανεπίσημος· -ая бе- беседа ανεπίσημη συνομιλία" -ое ЛИЦО ανεπίση- ανεπίσημο πρόσωπο. II (παλ.) ιδιωτικός (μη κοινός). II (παλ.) πάρεργος" συμπληρωματικός. Приведение, -Я ουδ. Ιβάλσιμο (σε κίνηση, ε- ενέργεια, λειτουργία κ.τ.τ.)· ~ В порядок τακτοποίηση, διευθέτηση· - В движение βάλ- σιμο σε κίνηση. 2 οδήγηση,φορά" ~ К гибели οδήγηση στο χαμό (την καταστροφή)· - к ΠΟ- ражению οδήγηση στην ήττα. 3 παρουσίαση, προσαγωγή1 παράθεση. II (μαθ.) τροπή· - к Общему знаменателю τροπή (ετερώνυμων κλα- κλασμάτων) σε ομώνυμα. привезти, -везу, -везёшь, παρλθ. χρ. при- привёз, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. привёзший παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привезённый, βρ: -зён, ~зе- На, -зено р.σ.μ. 1 μεταφέρω, μετακομίζω (με μεταφ. μέσο). 2φέρω μαζί μου, κομίζω. привереда, ~ы θ. 1 α. κ. θ. βλ. приверед- привередник, -ница. 2 πλθ. -реды, -ред (παλ.) ιδιο- ιδιοτροπίες, καπρίτσια. приверёдЛИВОСТЬ, -И θ. ιδιοτροπία, παρα- παραξενιά, καπρίτσιο, δυστροπία" λόξα. привередливый επ., βρ: -лив, -а, -о ιδιό- ιδιότροπος, ανάποδος, δύστροπος. ПрИВерёДНИК, -а α., -НИЦа, -Ы θ. αναπο- διάρης, καπριτσόζος, ιδιότροπος, δύστροπος. • приверёдничание, -я ουό. βλ. привередли- привередливость. привередничать ρ.δ. δυστροπώ, αναποδιάζω, παπριτσώνω, παραξενιάζω. привередничество, -а ουδ. βλ. привередли- привередливость. приверженец, ~нца α. οπαδός, θιασιώτης, υ- υπερασπιστής" - классицизма οπαδός του κλασ- σικισμού. приверженность, -и θ. αφοσίωση, προσήλω- προσήλωση, πίστη. Π κλίση, ροπή, τάση" διάθεση" έλ- έλξη" πάθος. приверженный επ., βρ: -жен, -а, -о. 1 α- αφοσιωμένος, προσηλωμένος· πιστός. 2 καλοδι- ατεθημένος, ευεπίφορος. привернуть р.σ.μ. 1 βλ. завернуть E σημ.). 2 στερεώνω στρίβοντας. 3 μειώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, λιγοστεύω στρίβοντας. 4 παίρνω την καμπή, τη στροφή, στρέφω, γυρίζω.Π περ- περνώ, μπαίνω διερχόμενος. II -СЯ 1 στρίβω, γυ- γυρίζω" σφίγγω1 гайка легко -лась το παξιμάδι εύκολα βίδωσε. 2 μειώνομαι, ελαττώνομαι, λι- λιγοστεύω, χαμηλώνω. привертеть р.σ.μ. 1 3λ. привернутьA σημ.). 2 περιτυλίγω σφιχτά, στερεώνω. привёртка -и θ. (απλ.). 1 στρίψιμο, βί- δωμα. 2 στερέωση. 3 ελάττωση, μείωση, λιγό- στεμα" χαμήλωση με στρίψιμο (στρόφιγγας, βί- δας η.τ.τ.). привёртывание, -я ουδ. βλ. привёртка. привёртывать(ся) р.δ. βλ. привернуть(ся). привес, -а α. (για ζώα) αύξηση του βάρους. привесить р.σ.μ. 1 κρεμώ, αναρτώ, εξαρ- εξαρτώ" - гирю на верёвке δένω βαρίδι στην τρι- τριχιά. 2 επιθέτω βάρος. II -СЯ κρεμιέμαι, α- ναρτιέμαι, εξαρτιέμαι. привеска, -И θ. 1 ανάρτηση, εξάρτηση, κρέ- μασμα. 2 επιπρόσθεστ 3άρους. II κρεμαστάρι. 3 βλ. привесок B σημ.). привесной επ. κρεμαστός· - замок κρεμαστή κλειδαριά, το λουκέτο. привесок, -ска α.1 3λ. довесок. 2 μτφ. συμπλήρωμα, προσθήκη. привести, -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. при- привёл, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведённый, βρ: -дё'н, -дена, -дено, επιρ. μτχ. приведя ρ.σ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.)· οδηγώ, φέρω' πηγαίνω" ребёнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι" ПОбежи, -ДЙ врача τρέξε, φέρε το γιατρό" обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ" - К МЫСЛИ οδηγώ στη σκέψη" - к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συ- συμπέρασμα" - в затруднение φέρω σε δυσκολία" - в отчаяние φέρω σε απελπισία" - в заме- замешательство φέρω σε σύγχυση. 2 βάζω, θέτω· - в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση. 3 (με την "ρόθεση Β σε συνδυασμό με μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα απο τη σημ. του ονσ.)' - В ГОТОВНОСТЬ ετοιμάζω" - В исполнение εκτελώ" - В поря- ДОК τακτοποιώ" - В негодность αχρηστεύω. II (μα.Ο.) τρέπω' - К Об'Дему знаменателю τρέπω
при 211 при ετερώνυμα (κλάσματα) σε ομώνυμα. 4 (με την πρόθ. Κ)" οδηγώ προς* - К гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)" ~ К ПОраЖвНШО οδηγώ στην ήττα. 5 παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω" - при- пример φέρω παράδειγμα" ~ аргументы φέρω επι- επιχειρήματα' он -ёл слова.известного ученного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστή- επιστήμονα. Π εκφρ. - В себя α) συνεφέρνω (επανα- (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρό- πρότερη κατάσταση" - К порядку КОГО επαναφέρω στην τάξη κάποιον" не -ДЙ бог (ГОСПОДИ, ГО- ГОСПОДЬ) να μη δόσει ο θεός, ο Κύριος' ~дёт бог (господь); -дёт судьба (случай) θα το φέρει ο θεός, ο Κύριος" θα το φέρει η τύχη, η περίσταση" не -дёт к добру δε θα οδηγήσει σε καλό" ни -дёт ни к чему хорошему δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό. II -СЬ απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα" τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη. привет, ~а α. 1 χαιρετισμός. 2 βλ. при- ветлиБОСТЬ. II εκφρ. -! χαίρε! χαίρετε! С -ОМ με χαιρετισμό, -μούς" С дружеским -ОМ με φιλικό χαιρετισμό" С товарищеским -ОМ με συντροφικό χαιρετισμό" сердечный - εγκάρδι- εγκάρδιος χαιρετισμός. приветить, -вечу, ~вётттъ,%ав. μτχ. παρλθ. χρ. привеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. (παλ. и.. απλ.).1 φέρνομαι φιλόφρονα, πρόσχαρα. 2 χαιρετώ. приветливость, -и θ. φιλοφροσύνη, προσή- νεια, αβρότητα, αβροφροσύνη, περιποιητικό- τητα. приветливый επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О φιλο- φιλοφρονητικός, πρόσχαρος, προσηνής" περιποιη- περιποιητικός. II αβρός, ευσυμπερίφορος. приветный επ., βρ: -тен, -тна, -тно (παλ.) χαιρετιστήριος. приветственный επ. χαιρετιστήριος' -ая речь προσφώνηση, προσαγόρευση' -ое письмо χαιρετιστήριο γράμμα' -ые крЙКИ (ВОЗГЛасы) επευφημίες. приветствие, -Я ουδ. χαιρέτισμα,-μός, -τη- μα" Обменяться -ЯМИ ανταλλάσσω 'χαιρετι- 'χαιρετισμούς, χαιρετιέμαι" ответить на - ανταποδί- νω χαιρετισμό, αντιχαιρετώ. II χαιρετιστήριο γράμμα" послать - съезду партии στέλλω χαι- χαιρετιστήριο γράμμα στο συνέδριο του κόμματος. приветствовать, -ствую, -ствуешь р.δ.μ. 1 (στον παρλθ. χρ. είναι δ.κ.σ.) χαιρετώ, -τ'ιζω" απευθύνω χαιρετισμό. II προσφωνώ. II επευφημώ. 2 μτφ. εγκρίνω, επιδοκιμάζω" инициативу товарища χαιρετίζω την πρωτοβου- πρωτοβουλία του συντρόφου" - решения съезда χαιρε- χαιρετίζω τις αποφάσεις του συνεδρίου привечать р.δ. βλ. приветить. привешивание, -я ουδ. βλ. привес. привешивать(ся) р.δ. βλ. привесить(ся). прививание] -Я ουδ. εμβολιασμός. прививание? -Я ουδ. εμπλοκή, πλέξιμο εσω- εσωτερικά. прививать1 р. δ. ρ λ. привить1. прививать2ρ.δ. βλ. привить? прививаться1р.δ. βλ. привиться. прививаться2р.δ. εμπλέκομαι, πλέκομαι μέ- μέσα, εσωτερικά, συμπλέκομαι. прививка, -и θ. 1 εμβολιασμός· - растений εμβολιασμός φυτών· - против бршнОГО ТЙфа εμβολιασμός κατά του κοιλιακού τύφου* Προ- тиводифтерййная - αντιδιφθεριτικός εμβολια- εμβολιασμός. 2 το αναπτυγμένο εμβόλιο φυτού, μπόλι. прививной επ. εμβολιασμένος· -ое растение εμβολιασμένο φυτό. прививок, -вка α. βλ. привой. ПРИВИВОЧНЫЙ επ. 1 (ιατρ.) του εμβολιασμού' - материал υλικό εμβολιασμού. 2 του ενο- ενοφθαλμισμού, του εμβολιασμού φυτών. привидение, -я ουδ. οπτασία, -ασμός, ονει- ονειροφαντασία, υπνοφαντασία, ενυπνίαση. привидеться, -вижусь, -дидишься р.σ. ονει- ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο, οπτασιάζομαι· ему -ЛСЯ ПОКОЙНИК αυτός είδε στον ύπνο του το μακαρίτη· мне -ЛОСЬ εγώ ονειρεύτηκα. Привилегированность, -И θ. ύπαρξη προνο- προνομίων. < привилегированный επ. προνομιούχος· -ое сословие προνομιούχο κοινωνικό στρώμα. II προνομιακός" -ое положение προνομιακή θέση. ♦привилегия, -и θ. προνόμιο· сословные -и προνόμια κοινωνικών στρωμάτων. II πλεονέκτη- πλεονέκτημα* προτέρημα" προσόν. ПРИВИНТИТЬ р.σ.μ. βιδώνω, στερεώνω με βί- &ες. II -СЯ βιδώνομαι, στρεώνομαι με βίδες. привинчиваться ρ.δ. βλ. привинтйть(ся). привирать р.δ. βλ. приврать. привитие, -Я ουδ. εμφύτευση, εμφύσηση. ПРИВИТЬ1 ρ.σ.μ. 1 εμβολιάζω, ενοφθαλμίζω, κεντρώνω" - ЯбЛОНГО εμβολιάζω τη μηλιά. 2 (ιατρ.) εμβολιάζω, βατσινάρω· - Оспу δαμα- λίζω" - скарлатину εμβολιάζω κατά της οστρα- οστρακιάς (σκαρλατίνας). 3 μτφ. εμφυτεύω, εμφυ- εμφυσώ' εμπνέω' - ЛГОбОВЬ К труду εμφυσώ την α- αγάπη για τη δουλειά. II -СЯ 1 εμβολιάζομαι, ενοφθαλμίζομαι, κεντρώνομάι. 2 (ιατρ.) εμ- 3ολιάζομαΐ" Оспа -лась о δαμαλισμός έγινε. 3 εγκλιματίζομαι, συνηθίζω (για φυτά). 4 ρι- ζώνω, στεργιώνομαι" συνηθίζομαι. привкус, -а α. γεύση πρόσθετη, επίκτητη" масло С горьким -ОМ λάδι με πικρή γεύση· стихи с -ом романтизма στίχοι με χροιά ρω- ααντισμού. привлекательно επίρ. ελκυστικά, θελκτικά, κλπ. επ.
при 212 при ПрИВЛекателЬНОСТЬ, -И θ. ελκυστικότητα, θελκτικότητα, γοητεία. привлекательный επ., βρ: -лен, -льна, -о ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτ ικός·· αρεστός, II συναρπαστικός. Привлекать ρ.δ. βλ. привлечь. II ~СЯ προ- προσελκύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. привлечение, -Я ουδ. 1 προσέλκυση, τράβη- τράβηγμα. 2 αγωγή, δίωξη δικαστική. 3 χρησιμο- χρησιμοποίηση, πάρσιμο. привлечь, -леку, -лечёшь, -лекут, παρλθ. χρ. привлёк, -лекла, -лекло, μτχ. παρλθ. χρ. привлёкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привлечён- привлечённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 τραβώ, έλκω προς εαυτόν. 2 προσελκύω1 εντυπωσιάζω" крики ~лй нас на площадь οι φωνές μας τρά- τράβηξαν στην πλατεία· его речь -ла внимание слушателей о λόγος του τράβηξε την προσοχή των ακροατών - на СВОЮ сторону τραβώ (παίρ- (παίρνω) με το μέρος μου. 2 εγκαλώ, ενάγω* τρα- τραβώ στο δικαστήριο· - к ответственности за нарушение ТИШИНЫ διώκω (δικαστικώς) σαν υ- υπεύθυνο της διατάραξης της κοινής ησυχίας. 3 αντλώ, βγάζω, χρησιμοποιώ· - Цитаты ДЛЯ иллюстрации χρησιμοποιώ τσιτάτα για καλύτερη επεξήγηση. II θέλγω, γοητεύω· προκαλώ τη συ- συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ. привнесение, -Я ουδ. εισαγωγή, μπάσιμο. привнести р.σ.μ. (γραπ. 'λόγος) εισάγω ε- επιπρόσθετα, συμπληρωματικά ή ξένο. ПРИВНОСИТЬ ρ.δ. βλ. привнести. II -СЯ ει- εισάγομαι επιπρόσθετα, συμπληρωματικά. привод? -а α. 1 προσαγωγή· - подсудимых προσαγωγή των κατηγορούμενων. 2 δικαστικό ένταλμα βιαίας προσαγωγής. II σύλληψη· κλεί- κλείσιμο στο κρατητήριο. ПРИВОД? ~а α. (τεχ.) μηχανισμός εκκίνησης" электрический - ηλεκτρικός μηχανισμός εκ- εκκίνησης· ручной - χειροκίνητη συσκευή εκκί- εκκίνησης" ремённый - κίνηση με λωρί' зубчатый - οδοντωτική κίνηση· цепной - αλυσιδωτή κί- κίνηση (με αλυσίδα)" КОННЫЙ - το μάγγανο. приводить ρ.δ. βλ. привести. II ~ся 1 βλ. привестись. 2 φέρομαι, είμαι (για συγγένεια). приводка, ~И θ. αντιστοιχία στίχων στη σε- σελιδοποίηση. ПрИВОДНОЙ επ. κινητήριος, που βάζει σε κί- κίνηση. Π με μηχανισμό εκκίνησης. привоз, -а α. 1 άφιξη· - товаров из-за границы άφιξη εμπορευμάτων απο το εξωτερι- εξωτερικό. 2 το φορτίο που ήρθε. 3 χώρος εμπορεύ- τος (για πώληση). ПрИВОЗИТЬ ρ. δ. βλ. Привезти. II -СЯ μετα- μεταφέρομαι· μετακομίζομαι. привозка, -и θ. βλ. привоз. ПРИВОЗНОЙ κ. ПРИВОЗНЫЙ επ. 1 της άφιξης ή της μεταφοράς'- день μέρα άφιξης ή μεταφο- μεταφοράς. 2 εισαγωγής, εξωτερικός, απο το εξω- εξωτερικό· -ые товары εμπορεύματα εισαγωγής. привой, -Я α. (για φυτά) εμβόλιο, ένθεμα, μπόλι. II το μέρος του φυτού απο το μπόλι. привокзальный επ. κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. приволакивать р.δ. 1 βλ. приволочить. 2 σέρνω ελαφρά. II -СЯ 1 βλ. ПРИВОЛОЧИТЬСЯ. 2 приволокнуться. ПРИВОЛОКНУТЬСЯ р.σ. τραβιέμαι με γυναίκα, τά 'χω φτιαγμένη. ПРИВОЛОЧИТЬ, -ЛОЧу, -ЛОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приволоченный, βρ: -чен, -а, -о κ. приволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. σ.μ. (απλ.) βλ. приволочь. II -ся βλ. приво- приволочься. приволочь, -локу, -лочёшь, -локут, παρλθ. χρ. приволок, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено κ. приволоченный, βρ: -чен, -а, -о, επιρ. μτχ. приволоча р.σ.μ. μετακινώ, μεταφέρω σέρνο- σέρνοντας1 - мешки из сарая σέρνω έξω τα τσου- τσουβάλια απο την αποθήκη. II παίρνω, φέρω" - С Собой παίρνω μαζί μου. II οδηγώ βίαια" его -КЛЙ К комендатуру τον τράβηξαν στο φρου- φρουραρχείο. II σέρνομαι, ποδοσέρνομαι, βαδίζω με δυσκολία. * приволье, -Я ουδ. 1 μέρος εκτεταμένο, ευ- χωρία, απλοχωριά. 2 μτφ. ελευθερία. привольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 εκτεταμένος· ευρύχωρος, απλόχωρος. 2 ε- ελεύθερος. привораживать ρ.δ. βλ. приворожить. II -ся μαγεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. приворачивать ρ.δ. βλ. приворотить. II ~ся μετακινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. приворожить, -жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приворожённый, βρ: -жён, -жена, -жено; ρ.σ.μ. μαγεύω, κάνω ίιάγια. II μτφ. θέλγω, γο- γοητεύω. приворот, ~а α. (παλ.) τα μάγια. ПРИВОРОТИТЬ, -рочу,' -рОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 μετακινώ, μετατοπίζω κυλίοντας. 2 κάμπτω, λυγίζω, γέρνω. II στρέφω, στρίβω, γυ- γυρίζω. 3 επισκέπτομαι περαστικός, περνώ,δια- περνώ,διαβαίνω. II πλησιάζω πλέοντας ■ πλέω προς. 4 με- μεταφέρω. 5 προσθέτω, λέγω παραπάνω" - СЛОВО προσθέτω μια λέξη. 6 3λ. приворожить. приворотный επ. κοντά στην αυλόπορτα.· приворОТНЫЙ2επ. (παλ.) μαγικός· - корень μαγική ρίζα. привратник, -а α., -Ца, -Ы θ. πυλωρός" θυ- θυρωρός. II (ανατ.) πυλωρός. приврать ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. при-
при 213 при вранный, βρ: -вран, -а κ. -а, -о р.σ. ψευ- δολογώ,' λέγω και. δικά μου, βάζω και σάλτσα. привскакивать р.δ. βλ. привскочить. привскакнуть р.σ βλ. привскочить. привскочить р.σ. βλ. подскочить. привставать р.δ. βλ. привстать. Привстать р.σ. ανασηκώνομαι, σηκώνομαι λί- λίγο απο τη θέση μου. привходить, -ходит, μτχ. ενστ. -дящий ρ.δ. συμπληρώνω" προστίθεμοα, συνενώνομαι. ПРИВХОДЯЩИЙ επ. απο μτχ. πρόσθετος, συμπτω- συμπτωματικός· ξένος. привыкание, -Я ουδ. συνήθεια. привыкать р.δ. βλ. привыкнуть. II εκφρ. не - ή стать δεν είναι πρώτη φορά (που συνα- συναντούμε τέτοια κατάσταση, φαινόμενο κ.τ.τ.). привыкнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. при- привык, ~ла, -ло р.σ. συνηθίζω· - курить συνη- συνηθίζω το κάπνισμα (να καπνίζω)· Я привык ΓΟ- ВОрЙТЬ правду συνήθισα να λέγω την αλήθεια. II προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι (για κατά- κατάσταση, περιβάλλον κ.τ.τ.). привычка, -и, γεν. πλθ. -чек θ. συνήθεια, έξη· Хорошая - καλή συνήθεια· ПЛОХЭЯ - κακή συνήθεια* отучить ОТ -И ξεσυνηθίζω· усво- ИТЬ дурную -у αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυ- νηθ'ιζω4 ЭТО ВХОДИТ В его -И αυτός τό 'χει (πάρει) συνήθεια" - - вторая натура η έξη είναι δεύτερη φύση· выработать В себе -у το κάνω συνήθεια" иметь -у τό 'χω (έχω) συνή- συνήθεια" укоренившая - ριζωμένη συνήθεια. ПриВЙЧНОСТЬ, -И θ. συνήθεια, έξη. привычный επ., βρ: -чен, -чна, -чно συνή- συνήθης, συνηθισμένος· εξοικειωμένος· μαθημέ- μαθημένος. II γνώριμος, γνωστός (απο τη συχνή αντί- κριση). привядать р.δ. βλ. привянуть. привязанность, -и θ. 1 αφοσίωση· питать - К кому είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον. 2 προ- προσήλωση· семейная - οικογενειακή προσήλωση. привязать, -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, Зр: -зан, -а, -о р.σ.μ. 1 δένω, προσδένω· - леску К удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι· - собаку К забору δέ- δένω το σκυλί στον περίβολο. 2 μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο· болезнь -ла его к постели η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι. 3 εμπνέω αφοσίωση. 4 συσχετίζω, βάζω σε αντιστοι- αντιστοιχία" αντισταθμίζω. II -СЯ 1 δένομαι, προσδέ- προσδένομαι. 2 μτφ. αφοσιώνομαι. 3 κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βόέλλα) . II κολ- κολλώ, επιδιώκω καβγά. II παρακολουθώ καταπόδι. II συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια. 4 συσχε- συσχετίζομαι, παραθέτομαι· αντισταθμίζομαι. привязка, -и θ. 1 δέσιμο, πρόσδεση· σύν- σύνδεση. 2 βλ. придирка привязной επ. δεμένος, προσδεμένος, δέ- δέσμιος1 - аэростат δέσμιο αερόστατο. ПРИВЯЗЧИВОСТЬ, -И θ. αφοσίωση" προσκόλλη- _ση. ПРИВЯЗЧИВЫЙ επ.,.βρ: -ЧИВ, -а, -Ο αφοσιω- νόμενος εύκολα. II ενοχλητικός, οχληρός. привязывание, -я ουδ. βλ. привязанность. II συσχέτηση· αντιστάθμιση. привязывать(ся) ρ.δ. βλ. привязать(ся). привязь, -И θ. δεσμός, αντικείμενο πρόσ- πρόσδεσης· посадить собак на - δένω τα σκυλιά· держать собаку на -и έχω το σκυλί δεμένο. приВЯЛИВаТЬ.ρ.δ. στεγνώνω, ξηραίνω λίγο (στον ήλιο). привялить ρ.σ. βλ. привяливать. привянуть р.σ. μαραίνομαι λίγο. ПригадаТЬ р.σ.μ. διανοούμαι, μηχανεύομαι, σοφίζομαι. пригар, -а α. 1 καμένο μέρος (ψωμιού, φα- φαγητού κ.τ.τ.). 2 απόβρασμα* σκουριά" κα- πνιά" στάχτη. пригарина, ~ы θ. βλ. пригар. пригарь, ~и θ. (απλ.) τσίκνα· молоко с -го γάλα τσικνωμένο. пригвождать ρ.δ. βλ. пригвоздить. II -ся (κυρλξ". κ. μτφ.) καρφώνομαι, καθηλώνομαι. ПРИГВОЗЙТЬ, -зжу, -ЗДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пригвождённый, βρ: -дён, -дена, -дено; 1 (παλ.) καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω. 2 μτφ. καταδικάζω σε ακινησία' его -ЙЛ ВЗГЛЯ- ВЗГЛЯДОМ τον καθήλωσε με τη ματιά. II βρίσκομαι ή απασχολούμαι αναπόσπαστα με κάτι. пригибание, -Я ουδ. κάμψη, λύγισμα. пригибать(ся) р.δ. βλ. пригнуть(ся). пригибной επ. λυγιστός, λυγισμένος, κε- Λαμμένος· - шаг βήμα, βηματισμός με λυγι- λυγισμένο το γόνα. приглагольный επ. (γραμμ.) ρηματικός· ■- -ая частица ρηματικό μόριο· -ое управление ρηματικός πτωτικός καθορισμός· -'дательный падеж δοτική πτώση καθοριζόμενη απο το ρή- ρήμα. Пригладить р.σ.μ. . ομαλύνω, ισιάζω1 δι- διευθετώ, τακτοποιώ, φτιάχνω, στρώνω. II -СЯ ομαλύνομαι, γίνομαι ίσιος. II φτιάχνω, διευ- διευθετώ την κόμη. приглаженность, ~И θ. ομαλότητα1 λειότητα. приглаженный επ. απο μτχ. ομαλός, ίσιος· λε ίος. приглаживать(ся) ρ.δ. βλ. пригладиь(ся). Пригласительный επ. προσκλητήριος· -ое ПИСЬМО προσκλητήριο γράμμα· - билет προ- προσκλητήρια κάρτα, το κάλεσμα. пригласить, -глашу, -гласишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглашённый, βρ: -шён, -шена, -шено ρ.σ.μ. 1 προσκαλώ· - гостей προ-
при 214 при σκαλώ φιλοξενούμενους (επισκέπτες). II καλώ, φωνάζω· ~ К больному врача φωνάζω το για- γιατρό για τον άρρωστο. 2 προτείνω, καλώ" ~ на вальс προτείνω για (να χορέψομε) βαλς. II παίρνω, προσλαμβάνω* - учителя προσλαμβάνω δάσκαλο. приглашать р.δ. βλ. птигласйть. II ~ся (προ)σκαλούμαι. Приглашение, -Я ουδ. 1 πρόσκληση, κάλε- κάλεσμα. 2 παράκληση. II προσκλητήριο, κάλε- κάλεσμα (έγγραφη πρόσκληση). приглашённый, -ого ουσ. α., ~ая -ой ουσ. θ. ο προσκαλεσμένος, η -η. ПрИГЛубОСТЬ, -И θ. βάθος αρκετό. приглубЫЙ, επ., βρ: -глуб, -а, -О αρκετά βαθύς. II εκφρ. - берег ακτή που έχει βαθιά νερά. приглушать ρ.δ. βλ. приглушить. II -СЯ α- αδυνατίζω, εξασθενίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. приглушённый επ. απο μτχ. αδύνατος, εξα- εξασθενημένος, πιασμένος, συγκρατημένος (για ή- ήχο , φωνή κ.τ.τ.) . ПРИГЛУШИТЬ, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглушённый, βρ: -шён, -шена, -шено; ρ.σ.μ. (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) αδυνατίζω, ε- εξασθενίζω, πιάνω, συγκρατώ, σβήνω. II καλύ- καλύπτω, σκεπάζω άλλον ήχο, φωνή. 2 μτφ. μειώ- μειώνω, ελαττώνω" μετριάζω· καταπραΰνω· - тоску μετριάζω τη θλίψη· - бОЛЬ лекарством κατα- καταπραΰνω τον πόνο με το φάρμακο. 3 μτφ. πνίγω, συγκρατώ. 4 σβήνω λίγο, μισοσβήνω" - угли μισοσβήνω τα κάρβουνα. пригляд, -а α. (απλ.) βλ. присмотр. приглядеть ρ.σ. 1 επιβλέπω, επιτηρώ, επο- εποπτεύω. 2 μ. ερευνώ, ψάχνω να βρω· *■ себе ра- работу Ψάχνω να βρω δουλειά αρεστή. II -СЯ 1 παρατηρώ προσεχτικά. II εξετάζω, μελετώ προ- προσεχτικά. 2 συνηθίζω, εξοικειούμαι■ προσαρ- προσαρμόζομαι . приглядный επ., βρ: -ден -дна -о (απλ.) ωραίος, όμορφος· очень - αγγελόμορφος. приглядавать(ся) ρ.δ. βλ. приглядеть(ся). приглянуть р.σ. (απλ.) βλ. приглядеть. II -СЯ μου αρέσει, μου γουστάρει. ПрИГНаТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ . прй- гнанний, βρ: -нан, -а, -о р.σ.μ. 1 οδηγώ, φέρο). II (απλ.) μεταφέρω, στέλλω. II μτφ. ο- οδηγώ, φέρω κάπου αναγκαστικά. 2 καταφτάνω δρομέως, καλπάζοντας. 3 συνταυτίζω, συνται- συνταιριάζω, εφαρμόζω. ■ пригнести, -ету, -етёшь, παρλθ. χρ. при- пригнёл, -ела, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. пригнёт- пригнётший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пригнетённый, βρ: -тён, -тена, -тено р.σ.μ. 1 (διαλκ.) πιέζω, σφίγγω. 2 μτφ. (παλ.) καταπιέζω1 τυραννώ. пригнетать р.δ. βλ. пригнести. II -ся βλ. прижаться. пригнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пригнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. -нут, -а, -о р.σ.μ. κάμπτω, λυγίζω· - ветку ВИШНИ λυγίζω το κλαδί της βυσσινιάς. II -СЯ κάμπτομαι, λυ- λυγίζω. приговаривать р.δ.μ. 1 βλ. приговорить. 2 ψιθυρίζω, σιγομιλώ, μουρμουρίζω. II -СЯ κα- καταδικάζομαι . приговор, ~а α. 1 απόφαση· обвинительный - καταδικαστική απόφαση· оправдательный αθωοτική απόφαση· смертный - καταδίκη σε θάνατο (θανατική καταδίκη)· - суда присяж- присяжных απόφαση των ενόρκων отменить - ακυρώνω την δικαστική απόφαση. вынести - βγάζω δικαστική απόφαση· привести в исполнение -а εκτελώ δικαστική απόοαση. II επίκριση, κα- δίκη. 2 -вор ψίθυρος, σιγομίλημα, μουρμου- μουρμουρητό. II ρητό, απόφθεγμα, γνωμικό, παροιμία. приговорённый, -ого α. ουσ., -ая -ой θ. ουσ. καταδικασμένος. ПРИГОВОРИТЬ, -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приговорённый, βρ: -рён, -рена, -ό. 1 ρ.σ.μ. καταδικάζω· - к тюремному заключению καταδικάζω σε φυλάκιση· - К растрелу κατα- καταδικάζω σε τουφεκισμό- его -ли к смертной казни τον καταδίκασαν στην ποινή του θανά- θανάτου. 2 (παλ.) αποφασίζω, παίρνω απόφαση. II εκφρ. - К смерти α) καταδικάζω σε θάνατο, β) (για άρρωστο)' καταδικάζω σε θάνατο. приговорка, -и θ. 3λ. приговор B σημ.). ПРИГОДИТЬСЯ, -ОЗКУСЬ, -ОДЙЩЬСЯ р.σ. χρειά- χρειάζομαι, χρησιμεύω· ЭТО может тебе -αυτό μπο- μπορεί να σου χρειαστεί. ПРИГОДНОСТЬ, -И θ. χρησιμότητα, ωφελιμό- ωφελιμότατα' καταλληλότητα. ПРИГОДНЫЙ επ., βρ: -ден, -ДНа, -ДНО κα- κατάλληλος, πρόσφορος· χρήσιμος, ωφέλιμος· зе- земля -ая ДЛЯ Обработки κατάλληλη γη για καλλιέργεια. пригожество, -а ουδ. (διαλκ.) ωραιότητα, ομορφιά. пригожесть, ~и θ. (διαλκ.) βλ. пригожес- ΤΒΟ. пригожий επ., βρ: -гож, -а, -е. 1(διαλκ.) ωραίος, όμορφος ευειδής. 2 (για καιρό)' ω- ωραίος· - день ωραία ιιέρα. 3 ως κατηγ. είναι χρήσιμος· ταιριάζει. ПриГОЛубИТЬ, -бЛГО, -бИШЬ р.σ.μ. χαϊδεύω. приголубливать ρ . δ . и.. χαϊδεύω. ПРИГОН, -а α. σάλαγος, οδήγηση ζώων - СКО- та на ВОДОПОЙ οδήγηστ των ζώων για πότισμα. II το μαντρί, στάνη, ~οιμν ιοστάσιο. пригонка, -И θ. συνταίριασμα' εφαρμογή. ПРИГОННЫЙ επ. απο άλλο μέρος φερμένος, αλ- λοφερμένος· - лес ζυ/.εία ξένη (μη ντόπια).
при 215 при пригонять р.δ. βλ. пригнать A, з σημ.)· И -СЯ 1 οδηγούμαι. 2 συνταιριάζομαι1 εφαρμό- εφαρμόζομαι. пригораживание, -Я ουδ. 1 περίφραξη. 2 χτίσιμο παραρτήματος. пригораживать ρ.δ. βλ., пригородить. Ι] -ся 1 περκλείνομαι, περφράζομαι. 2 χτίζομαι κο- κοντά σε άλλο οίκημα. пригорание, -Я ουδ. 1 κάψιμο λίγο. 2 τσ'ι- κνωμα. пригорать р.δ. βλ. пригореть. пригорелый επ. λίγο καμένος· - пирог πίτα λίγο καμένη. II τσικνωμένος· -ое МОЛОКО τσι- κνωμένο γάλα. пригореть, -ЙТ ρ.σ. 1 καίγομαι λίγο, αρ- αρπάζω' корка хлеба -ла ή κόρα του ψωμιού άρ- άρπαζε. 2 τσικνώνω· каша -ла В кастрюле το κουρκούτι τσίκνωσε στην κατσαρόλα. 3 ξηραί- ξηραίνομαι· трава -ла το χορτάρι ξηράθηκε. пригород, -а α. προάστιο. 4 (παλ.) πόλη υποτελής. пригородить, -рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пригороженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. περικλείνω, περιφράζω, συμπεριλαβα'ινω παίρνω μέσα· - К дому участок земли περι- κλείνω οικόπεδο στο σπίτι. II χτίζω κοντά σε άλλη οικοδομή. ПрИГОрОДКа, -И θ. περίφραξη, κλείσιμο μέ- μέσα. II παράρτημα οικοδομής. • ПРИГОРОДНЫЙ επ. του προαστίου* -ые жители κάτοικοι των προαστίων.- II πλησίον της πό- πόλης· -ое огородное хозяйство το παρά την πό- πόλη κηπευτικό νοικοκυριό. II (για μέσα μετα- μεταφοράς)· του προαστίου* - автобус λεωφορείο προαστίων. ПрИГОроК, -рка α. βουναλάκι. пригоршня, -и, γεν. πλθ. -щней κ. -шен θ. 1 φούχτα, χούφτα. 2 δράκα, χουφτιά. II εκφρ. ПОЛНЫМИ -ЯМИ με τή χούφτα (κατά μεγάλες πο- ποσότητες) . пригорюниваться р.δ. βλ. пригорюниться. пригорюниться р.σ. θλίβομαι, στενοχωρούμαι, μελαγχολώ, χολοσκάω, приготавливание, -я ουδ. βλ. приготовление. приготавливать(ся) р.6. βλ. приготовить- (ся). приготовительный επ. της προετοιμασίας- προπαρασκευαστικός· προκαταρκτικός. II εκφρ. - класс προκαταρκτική τάξη (κατώτερη του δη- ιαοτικού) . приготовить ρ.σ. 1 προετοιμάζω, προπαρα- προπαρασκευάζω· ετοιμάζω. II καταρτίζω· - К посту- поступлению В институт προετοιμάζω για εισαγωγή στο Ινστιτούτο. 2 προδιαθέτω, προϊδεάζω. 3 φτιάχνω, παρασκευάζω" - лекарство παρα- παρασκευάζω φάρμακο. II μαγειρεύω' - Обед ετοι- ετοιμάζω το γεύμα. II εξασφαλίζω, εφοδιάζομαι" - дрова к зиме ετοιμάζω καυσόξυλα για το χειμώνα. II κάνω1 - уроки ετοιμάζω τα μαθή- μαθήματα. II -СЯ (προ)ετοιμάζομαι, (προπαρα- (προπαρασκευάζομαι· (προ)καταρτίζομαι. приГОТОВЙШКа, -И α. κ. θ. (παλ.) μαθη- μαθητής, -ήτρια προκαταρκτικής τάξης. приготовление, -Я ουδ. 1 (προ)ετοιμασία,πα- (προ)ετοιμασία,παρασκευή, προπαρασκευή" (προ)κατάρτιση. 2 προδιάθεση. 3 μαγείρευμα. II εξασφάλιση. II εκφρ. без -Я απροετοίμαστα. приготовлять(ся) ρ.δ. βλ. приготовитьСся). приграничный επ. παραμεθόριος· - район παραμεθόρια περιοχή. пригребать(ся) ρ.δ. βλ. пригрестй(сь). пригрев, -а а. 1 ζέστη· ζεστασιά" θέρμη, (διαλκ.) προσήλιο, ευήλιο, προσηλιακό μέρος. пригревание, -Я ουό. ζέσταμα, θέρμανση. пригревать(ся) р.δ. βλ. пригреть(ся). пригрезиться, -ежусь, -езишься р.σ. 1 ο- ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ. 2 ονειρεύομαι,βλέ- ονειρεύομαι,βλέπω στο όνειρο. пригрести р.σ. 1 μ. συσσωρεύω, μαζεύω (με το δικράνι, φτυάρι). 2 κωπηλατώ, τραβώ κου- κουπί, λάμνω πλησιάζοντας. пригреть ρ.σ.μ. 1 ζεσταίνω, θερμαίνω. 2 μτφ. φροντίζω, μεριμνώ" περιμαζεύω* προστα- προστατεύω, παρέχω άσυλο. II -СЯ 1 ζεσταίνομαι, θερ- θερμαίνομαι. 2 βρίσκω άσυ^ο, καταφύγιο, απο- κούμπι, ζεστή φωλίτσα, προστασία. пригрозить р.σ. 1 προειδοποιώ απειλώντας, φοβερίζω. 2 κάνω απειλητική χειρονομία" пальцем κάνω απειλητική χειρονομία με το δάχτυλο. Пригубить р.σ. φέρω, βάζω, εγγίζω στα χεί- &η· - рюмку εγγίζω το ποτηράκι στα χείλη (πίνω ελάχιστο). пригубливать р.δ. βλ. пригубить. II -ся εγ- εγγίζω στα χείλη (πίνω ελάχιστο). пригуливать р.δ. βλ. пригулять. пригульный επ. περιπλανώμενος, αδέσποτος. II (απλ.) εξώγαμος, κλεψίγαμος, νόθος. пригулять р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ГфИ- гулянный, βρ: -лян, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) συ- συζώ παράνομα" παλακεύω. предавать р.δ. βλ. придать. И -ся δίνομαι επιπρόσθετα II προσθέτομαι', αυξάνομαι. придавить ρ.σ.μ. 1 πιέζω, πατώ, θλίβω. II σφίγγω, συνθλίβω. 2 μτφ. (απλ.) καταπιέζω. ПрИДаВЛеННОСТЬ, -И θ. (για ήχο, φωνή)" συ- συγκράτηση, πιάσιμο, εξασθένηση, αδυνάτισμα. придавленный επ. απο μτχ. καταπιεσμένος, καταδυναστευμένος, τυραγν ισμένος . II βλ. при- глушённый. придавливать р.δ. βλ. придавить. II -ся πιέζομαι, θλίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
■при 216 придание, -Я ουδ. 1 δόσιμο, χορήγηση επι- επιπρόσθετα. 2 πρόσδοση, μεγάλωμα, επαύξηση, ε- ενίσχυση, δυνάμωμα. Приданое, -ОГО ουδ. 1 η προίκα" τα προι- προικιά. 2 τα φωτίκια. приданий επ. (παλ.) προικιάτικος, προι- προικώος . Придаток, -ТКа α. 1 προσθήκη" συμπλήρωμα" προσάρτημα, προσαϋζημα. 2 εξόγκωμα, φΰμα. придаТОЧНЫЙ επ. πρόσθετος, συμπληρωματι- συμπληρωματικός· -ое образование η επιμόρφωση. II εκφρ. -Οβ предложение (γραμμ.) δευτερεύουσα πρό- πρόταση . придать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прй- данный, βρ: -дан, -а, -о. 1 προσδίνω, δίνω επιπρόσθετα1 - отряду артиллерию δίνω επί πλέον στο τμήμα πυροβολικό. 2 προσθέτω, αυ- ξαίνω, μεγαλώνω, δυναμώνω, ενισχύω" - вкусу чему-Н. προσδίνω γούστο σε κάτι1 любовь ~ла ей бодрости И СИЛЫ η αγάπη της έδοσε σφρί- σφρίγος και δύναμη· - УСТОЙЧИВОСТИ προσδίνω στα- σταθερότητα' - блеск προσδίνω λάμψη. придача, -И θ. 1 δόσιμο, χορήγηση επιπρό- επιπρόσθετα. 2 επίδομα" επιπροσθήκη. II εκφρ. В -у κ. На ~у επιπρόσθετα, συμπληρωματικά, πα- παραπάνω, επί πλέον. придвигать(ся) ρ.δ. βλ. првдвйнуть(ся). приДВШШОЙ επ. κινητός" κινούμενος1 - стол κινητό τραπέζι. ПРИДВИНУТЬ р.σ.μ. κινώ, φέρω κοντά, πλη- πλησιάζω" - стол к стене πλησιάζω το τραπέζι στον τοίχο· - срок συντομεύω την προθεσμία. II -СЯ μετακινούμαι πλησίον, πλησιάζω· προ- προωθούμαι· ВОЙСка -ЛИСЬ К границам τα στρα- στρατεύματα προωθήθηκαν κοντά στα σύνορα" срок -ЛСЯ η προθεσμία συντόμευσε (πλησίασε). придворный επ. 1 αυλικός, παλατιανός. 2 ουσ. α. ο αυλικός. Придел, -а α. 1 (παλ.) παράρτημα σπιτιού. 2 πρόσθετο ιερό εκκλησίας. приделать ρ.σ.μ. 1 (προσ)θέτω, βάζω" замки К дверям βάζω κλειδαριές στις πόρ- πόρτες. 2 κάνω, φτιάχνω, δημιουργώ. II -СЯ το- τοποθετούμαι, μπαίνω. приделка, -И θ. φτιάξιμο· επισκευή, επι- επιδιόρθωση. II προσθήκη. придёлывание, -Я ουδ. τοποθέτηση, βάλσι- μο" φτιάξιμο, επισκευή, επιδιόρθωση. придёлывать(ся) ρ.δ. βλ. приделать(ся). Придержать р.σ.μ. 1 συγκρατώ, κρατώ λίγο, ελαφρά. 2 διατηρώ" συντηρώ" κρατώ, φυλάγω. Придерживание, -Я ουδ. 1 συγκράτηση, κρά- κράτηση λίγο, ελαφρά. 2 διατήρηση" συντήρηση" φύλαγμα. придерживать ρ.δ. 3λ. придержать. II -ся 1 συγκρατιέμαι, κρατιέμαι λίγο, ελαφρά" за перила κρατιέμαι λίγο απο τα κάγκελα. 2 ακολουθώ, βαδίζω σύμφωνα με· κρατώ" - твёр- твёрдых принципов ακολουθώ σταθερές αρχές. II έ- έχω συνήθεια, κλίση, πάθος" μου αρέσει, αγα- αγαπώ· ОН -ается рюмочки αυτός αγαπάει λίγο το πιοτί. придира, -Ы α. κ. θ. ο αναζητών προφάσεις, ψέκτης, φιλοκατήγορος, αδικοβγάλτης· στρε- στρεψόδικος" αδικιάρης. придираться р.δ. βλ. придраться. придирка, -И θ. πρόφαση (εν αμαρτία), α- δικ'όβγαλμα, ψόγος, κατηγόρια* στρεψοδικία. придирчивость, -и е. βλ. придирка. придирчивый επ. στρεψόδικος κλπ. ουσ. βλ. придирка. придомовый επ. πλησίον του σπιτιού" - уча- участок οικόπεδο κοντά στο σπίτι. ПРИДОННЫЙ επ. πάνω στον πυθμένα, πυθμενι- κός, πύθμιος. придорОЖНЫЙ επ. παρόδιος, κοντά στο δρόμο. придрать р.σ. (απλ.) έρχομαι, καταφτάνω εσπευσμένα. придраться р.σ. αναζητώ προφάσεις,ξύνω τα νύχια για αφορμή" στρεψοδικώ" δυστροπώ σκό- σκόπιμα" αδικοβγάνω. придремать ρ.σ. (απλ.) βλ. придремнуть. придремнуТЬ р.σ. (απλ.) νυστάζω πολύ, με παίρνει λίγο ο ύπνος. придрёмывать ρ.δ. βλ. аридремнуть. придувать р.δ. βλ. придуть. II -ся συσσω- συσσωρεύομαι, παρασέρνομαι (απο τον άνεμο). придуманность, -И 6. επινοητικότητα. придуманный επ. απο μτχ. επινοημένος. II αφύσικος, μη πραγματικός. придумать р.σ.μ. 1 επινοώ, εφευρίσκω, μη- μηχανεύομαι, σοφίζομαι, τεχνάζομαι. 2 καταλα- καταλαβαίνω, εννοώ. II -СЯ διαλογίζομαι, σκέπτο- σκέπτομαι μού 'ρχεται στο νού, μου κατεβαίνει, μου περνά, (ιδέα, σκέψη κ.τ.τ.). придумка, -и θ. βλ. выдумка. придумщик, ~а α., -ца, ~ы θ. βλ. выдум- выдумщик. придумывание, -я ουδ. βλ. придумка. придумывать(ся) р.δ.' βλ. придумать(ся). приДУРИВаТЬ р.δ. (χζλ.) βλ. ,Ε^φΗΤΒμεσημ. ενίοτε. II -СЯ κάνω τον κουτό. придурковатость, -ι: 9. ελαφρόνοια, κουφό- νοια, λειψάδα. придурковатый επ., зр: -ват, -а, -ο κου- τούτσικος, χαζούτσικος, φυρόμυαλος, λειψός. придурь, ~и θ: с -ь~ βλ. придурковатый. придуть, -Дует ρ.σ._. (για άνεμο)" φυσώ, παρασύρω, συσσωρεύω. придушенный επ. απο _ιτχ. (για ήχο, φωνή) · πιασμένος, συγκρατημένος, πνιγμένος. придушить ρ.σ.μ. πνίγω- убийца -йл свою
при 217 при жертву о φονιάς έπνιξε το θύμα του. придыхание, -Я ουδ. 1 εισπνοή, αναπνευ- αναπνευστική κίνηση. 2 δασύτητα (προφοράς)' произ- произносить С -ем προφέρω δασέως. II εκφρ. густое - η δασεία (♦)· тонкое - η ψιλή(') придыхательный επ. δασύς· - звук δασύς ή- ήχος. придышаться, -дышушь, -дышишься р.σ. συ- συνηθίζω στη μυρουδιά (κυρίως σε άσχημη). приедать(ся) ρ.δ. βλ. приесть(ся). приезд, -а α. άφιξη, ερχομός· έλευση. II διαμονή. приезжать, μτχ. ενστ. приезжающий ρ.δ.βλ. приехать. приезжающий, -его α. ουσ., ~ая, -ей θ.ουσ. ο αφικνοΰμενος, -η, ο ερχόμενος, -η. приезжий επ. κ. ουσ. αφιχθείς, ξένος, ξε- νοφερμένος, ξενόφερτος, ξωμερίτης· αλλοδα- αλλοδαπός. приём, -а α. 1 παραλαβή· - заявлений πα- παραλαβή αιτήσεων. II λήψη· - лекарств λήψη φαρμάκων - ПИЩИ λήψη τροφής. II πρόσληψη, εισδοχή· ~ В партию · πρόσληψη στο κόμμα. 2 υποδοχή" - гостей υποδοχή φιλοξενούμενων ДНИ -а μέρες δεξίωσης· ХОЛОДНЫЙ - ψυχρή υ- υποδοχή' устроить - οργανώνω υποδοχή· серде- сердечный - εγκάρδια υποδοχή. II ακρόαση, επίσκε- επίσκεψη στο γιατρό. II δόση· лекарство в малень- маленьких -ах φάρμακο σε μικρές δόσεις. 3 φορά" ВЫПИТЬ В ОДИН - πίνω μια φορά, μονοκοπανιά. 4 κίνηση, άσκηση· ружейные -ы ασκήσεις ό- όπλου, οπλασκία· гимнастические -Ы γυμναστι- γυμναστικές ασκήσεις. II τρόπος, μέθοδος· разные -Ы лечения διάφοροι τρόποι θεραπείας. 5 πλθ. (παλ.) τρόποι συμπεριφοράς. II (αθλτ.) τρό- τρόπος· λαβή (στην πάλη). приёмка, -и θ. λήψη, παραλαβή· - товара παραλαβή εμπορεύματος· - НОВОГО здания πα- παραλαβή καινούριου κτιρίου· - заказа παραλα- παραλαβή παραγγελίας. приёмленносТЬ, -И θ. το (παρα)δεκτόν, το αποδεκτόν. приемленный επ. δεκτός, αποδεκτός, παρα- παραδεκτός· -ое предложение αποδεκτή πρόταση. приёмная βλ. приёмный (з σημ.). ПриёМНИК, -а α. 1 δέκτης (χώρος εισδοχής, χωρητικότητας κ.τ.τ.). 2 δέκτης ραδιοφωνί- ραδιοφωνίας· ραδιόφωνο, ράδιο. приёмный επ. της λήψης· -ая антена κεραία λήψης. II της υποδοχής · της. ακρόασης ή της επίσκεψης (ασθενών στο γιατρό)" -ая комната δωμάτιο αναμονής· часы -а ώρες ακρόασης. II εισαγωγικός, της εισαγωγής· -ая КОМИССИЯ η επιτροπή εισαγωγικών εξετάσεων. 3 ουσ. θ. -ая, -ОЙ δωμάτιο αναμονής. II εκφρ. - отец θετός πατέρας, ψυχοπατέρας· -ая МЙТЬ θετή μητέρα, ψυχομανα· ~ СЫН θετός γιος, ψυχο- ψυχογιός· -ЭЯ ДОЧЬ θετή θυγατέρα, παρακόρη, ψυ- χοκόρη. Приёмочный επ. της λήψης, της παραλαβής· - акт πράξη παραλαβής· -ая КОМИССИЯ επι- επιτροπή παραλαβής. приёмщик, -а α., -ца, -Ы θ. παραλήπτης, -τρία. приёмыш, -а α. θετός γιος ή θετή θυγατέρα. приесть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ПрИ- ёдеННЫЙ, βρ: -ден, -а, -О κατατρώγω, τρώγω ως το τέλος, όλο. II гСЯ βαριέμαι να τρώγω συνέχεια το ίδιο φαγητό. II μτφ. μπουχτίζω. приехать ρ.σ. (κατα)φτάνω, έρχομαι, αφι- κνούμαι (με μεταφ. μέσο). прижатие, -Я ουδ. σφίξη, -ξιμο, θλίψη, πά- πάτημα. II στρίμωγμα. прижать р.σ.μ. 1 σφίγγω, πιέζω" πατώ" К своей груди σφίγγω στην αγκαλιά μου* - ла- ДОНЬЮ πατώ με την παλάμη. II στριμώχνω, κολ- κολλώ· - к стене (κυρλ,ξ. к. μτφ.) κολλώ στον τοίχο. 2 μτφ. καταπιέζω, τυραννώ. II -СЯ πι- πιέζομαι, σφίγγομαι· πατιέμαι. прижечь, р.σ.μ. 1 καίω λίγο· - палец утю- утюгом καίω λίγο το δάχτυλο με το σίδερο σι- σιδερώματος. 2 παραψήνω, καίω λίγο" - хлеб В печй καίω λίγο το ψωμί στο φούρνο. 3 καυ- καυτηριάζω· - рану ЙОДОМ καίω την πληγή με το ιώδιο. * приживаемость, -и θ. εγκλιματισμός· προ- προσαρμογή στις νέες συνθήκες (για φυτά). приживал, -а α., (παλ.) -ка, -и θ. βλ. приживальщк. приживальщик, -а α. 1 (παλ.) ξεπεσμένος έμπορας ή ευγενής. 2 παράσιτος, κηφήνας, χα- χαραμοφάης. приживать(ся) ρ.δ. βλ. прижйть(ся). приживить, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приживлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. συμφύω. II -СЯ συμφύομαι. приживление, -Я ουδ. σϋμφυση. приживлять(ся) р.δ. βλ. приживйть(ся). прижигание, -я ουδ. καυτηρίαση· - раны καυτηρίαση της πληγής. прижигать р.δ. βλ. прижечь. II -ся καίο- καίομαι. II καυτηριάζομαι. прижигающий επ. απο μτχ. καυστικός· -ее средство το καυτήριο (χημική ουσία). прижизненный επ. στη ζωή, όντας ζωντανός, όταν ζούσε (ακόμα). ПРИЖИМ, -а α. 1 σφίξη, σφίξιμο" πίεση. 2 ατφ. καταπίεση, τυραννία. 3 (τεχ) συσφιγγτή- ρας. прижимание, -я ουδ. βλ. прижим (ίσημ.). прижимать(ся) ρ.δ. βλ. прижать(ся). ПРИЖИМИСТОСТЬ, -И θ. φειδωλία, τσιγγουνιά.
при 218 при прижимистый επ., βρ: -мкст, -а, -о φειδω- φειδωλός, τσιγγούνης. - ' прижимка, -И θ. (απλ.) καταπίεση, τυραν- τυραννία. прижимный επ. συσφιγκτικός. приЖИТЬ ρ.σ.μ. γεννώ νόθο· μοιχεύω. ПрИЖИТЬСЯ р.σ. συνηθίζω, εξοικειώνομαι με το περιβάλλον, προσαρμόζομαι· εγκλιματίζο- εγκλιματίζομαι. II πιάνω, ριζώνω, φυτρώνω. прижмурить(ся) р.σ. βλ. жмурить(ся). *приз1, -а α. βραβείο αθλητικό, έπαθλο. *Щ)ИЗ? -а α. (ναυτ.) σκάφος που πιάστηκε νόμιμα1 νόμιμη λεία. Призадуматься р.σ. σκέφτομαι λίγο. призадумываться р.δ. σκέφτομαι λίγο. призанимать р.δ. βλ. призанять. Призанять ρ.σ.μ. δανείζομαι μικρό ποσόήγια λίγο χρόνο. призвание, ~Я ουδ. 1 (παλ.) κάλεσμα, πρό- πρόσκληση, επίκληση (για βοήθεια). 2 κλίση, τά- τάση · - К музыке κλίση προς τη μουσική. Призванный επ. απο μτχ. βρ: ~ван, ~а, -О προορισμένος. призвать ρ.σ.μ. 1 καλώ, φωνάζω' επικαλού- επικαλούμαι' ~ На ПОМОЩЬ καλώ σε βοήθεια. 2 καλώ1 - на военную службу καλώ να υπηρετήσει τή στρατιωτική θητεία" - К оружию καλώ στα ό- όπλα" - к защите родины καλώ για υπεράσπιση της πατρίδας· - К бдительности καλώ σε ε- επαγρύπνηση. 3 (παλ.) εύχομαι. призвук, -а α. δευτερεύων, συμπληρωματικός ήχος. приземистость, -и θ. ευστάλεια μικρού σώ- σώματος. Приземистый επ., βρ: -мист, -а, ~о κοντό- κοντόχοντρος· γεροδεμένος. II χαμηλός· -ЭЯ изба χαμόσπιτο. Приземление, -Я ουδ. προσγείωση· - само- самолёта προσγείωση αεροπλάνου" - парашютистов προσεδάφιση αλεξιπτωτιστών. приземлить, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приземлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. προσγειώνω. II -СЯ προσγειώνομαι. II (απλ.) πέφτω. приземлять(ся) р.δ. βλ. приземлйть(ся). Приземный επ. πλησίον της γης· - СЛОЙ ΒΟ3- духа στρώμα αέρα κοντά στη γη. призёр, -а α., -ерша, -И θ. νικητής, βρα- βραβευμένος· - ОЛИМПИЙСКИХ игр ολυμπιονίκης. Призирать р. δ. βλ. призреть. II -СЯ κηδε- κηδεμονεύομαι, προστατεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. *прйзма, ~ы θ. το πρίσμα· трёхгранная - το τριγωνικό πρίσμα. II εκφρ. СКВОЗЬ -у СМО- треТЬ, наблюдать κοιτάζω, παρατηρώ με το πρίσμα (όχι αντικειμενικά, έμμεσα). призматический επ. πρισματικός· - крис- тал πρισματικό κρύσταλλο· - спектр πρισμα- πρισματικό φάσμα" - бинокль πρισματική διόπτρα. признавать, ~наю, -знаешь, προστκ. при- признавай, επιρ. μτχ. признавая р.δ.μ. 1 βλ. признать. 2 αναγνωρίζω, παραδέχομαι. II -СЯ I βλ. признаться. 2 παραδέχομαι. признак, -а α. σημάδι, σημείο· ένδειξη, γνώρισμα* по всем -ам καθ' όλα τα σημάδια" ОСНОВНОЙ - το κύριο γνώρισμα. II σύμπτωμα" - -И болезни συμπτώματα άρρωστειας. II ίχνος, αχνάρι· ОН не подаёт -ов ЖИЗНИ αυτός δε δεί- δείχνει σημεία ζωής. признание, -Я ουδ. 1 αναγνώριση, παραδο- παραδοχή" ομολογία· - де-факто, де-юре αναγνώρι- αναγνώριση ντε φάκτο, ντε γιούρε' пользоваться все- всеобщим -ем απολαβαίνω γενικής αναγνώρισης(α- αναγνώρισης(αναγνωρίζομαι απ' όλους γενικά)· ПО общему -Ю κατά τη γενική ομολογία" ПО собственному -Ю καθ' ομολογίαν του. Π εκδήλωση, φανέρω- φανέρωση, εξομολόγηση" - В ЛГОбВЙ εξομολόγηση αγά- αγάπης. 2 απόφανση, κρίση· καθορισμός. признанный επ. απο μτχ. αναγνωρισμένος· - Талант αναγνωρισμένο ταλέντο. II γνωστός" негодяй γνωστός παλιάνθρωπος. признательно επίρ. ευγνωμόνως, με ευγνω- ευγνωμοσύνη· признательность, -И θ. ευγνωμοσύνη· ευα- ευαρέσκεια· выразить - εκφράζω την ευγνωμοσύνη. признательный επ., Зр: -«Лен, -льна, -льно ευγνώμονας· Я вам очень -лен σας ευγνω- ευγνωμονώ πάρα πολύ· - ВЗГЛЯД βλέμμα (μα- (ματιά) ευγνωμοσύνης. признать, знаю, -знаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. признанный, βρ: -нан, -а, -о р.σ.μ. 1 (ανα)γνωρίζω· в этом наряде тебя не -аешь με τέτοια ενδυμασία είναι δύσκολο να σε γνωρίσει κανένας. 2 παραδέχομαι, αναγνωρίζω· - новое государство αναγνωρίζω το νέο κρά- κράτος· 3 ομολογώ, παραδέχομαι· - СВОЮ ошибку αναγνωρίζω το λάθος μου. II αποφαίνομαι, κα- καθορίζω, βγάζω το συμπέρασμα, θεωρώ, λογίζω. II -СЯ 1 αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ομολογώ" - В преступлении παραδέχομαι το έγκλημα μου■ - В Воровстве παραδέχομαι ότι είμαι κλέφτης' -ЮСЬ το παραδέχομαι' СН Не -ЛСЯ αυτός δεν το παραδέχτηκε. 2 - ή -ЗЮСЬ (παρνθ. λ.) για να είμαι ειλικρινής. II εκφρ. - Сказать για να μιλήσω ειλικρινά" - 5 ЛЮбВЙ εξομολογούμαι την αγάπη. ПРИЗОВОЙ1επ. (αθλτ.) του βραβείου ή της βρά3ευσης, του έπαθλο-., του αριστείου. призовой2 επ. συλλτ-.ίείς (νόμιμα)· ~0е судно το συλληφΟέν σπάςος. призор, -а (-у) α. Επίβληψη, επιτήρηση, εποπτεία, παρακολούθηση· без -а χωρίς επί- επίβλεψη .
при 219 при Призрак, -а а. 1 όραμα· φάντασμα· φάσμα· ночные -И νυχτερινά φαντάσματα. Ι! βλ. πρκ- видение. 2 οπτασία, όνειρο, ευσεβής πόθος· - воображения πλάσμα φαντασίας, χίμαιρα. Призрачность, -И θ. ασάφεια, αμυδρότητα. θολότητα. призрачный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 του οράματος. 2 φανταστικός· πλασματικός. 3 ασαφής, αμυδρός, θολός. Призревать р.δ. βλ. призреть. II -СЯ προ- προστατεύομαι, περιθάλπομαι. призрение, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) προστα- προστασία, μέριμνα, φροντίδα, επίβλεψη,περίθαλψη. Призреть, Призрю, ПрЙзрЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. призренный, βρ: -рен, -а, -о ε- επιβλέπω, φροντίζω, μεριμνώ, περιθάλπω. ПРИЗЫВ, -а α. 1 κλήση" πρόσκληση· κάλεσμα· - на помощь κάλεσμα σε βοήθεια· - на воен- военную Службу η κλήση στο στρο:τό · - К порядку ανάκληση στην τάξη· - К восстанию κάλεσμα σε εεέγερση. II στρατιωτική κλάση· - про- прошлого ГОДЭ η περσινή κλάση. 2 σύνθημα' пер- первомайские -Ы τα πρωτομαγιάτικα συνθήματα. II εκφρ. ленинский - στρατολογία μελών στο κόμμα προς τιμήν του Λένιν. призывать р.δ. βλ. призвать. II -СЯ καλού- καλούμαι, προσκαλούμαι. призывник, -а α. στρατεύσιμος· κληρωτός· νεοσύλλεκτος. призывной επ. στρατολογικός, της στρατο- στρατολογίας1 - ПУНКТ κέντρο προσέλευσης νεοσύλ- νεοσύλλεκτων -ая КОМИССИЯ επιτροπή στρατολογίας. II ως ουσ. βλ. призывник. ПРИЗЫВНЫЙ επ. της κλήσης, του καλέσματος· προσκλητήριος, προσκαλών· - крик προσκλητή- προσκλητήρια κραυγή (για βοήθεια). прииск, -а α. εργαστήριο πολύτιμων μετάλ- μετάλλων . приискание, -Я ουδ. εύρεση, εξεύρεση. приискатель, ~Я α. εργάτης επεξεργασίας πολύτμων μετάλλων. приискать, -ищу, -ищешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приисканный, βρ: -кан, -а, -с р.σ.μ. βρίσκω, εξευρίσκω· ψάχνω να βρω· -ал Себе Хорошую квартиру βρήκα για τον εαυτό μον καλό διαμέρισμα. II -СЯ βρίσκομαι, εξευρί- εξευρίσκομαι . приискивание, -я ουδ. βλ. приискание. приискивать(ся) ρ.δ. βλ. приискать(ся). ПРИИСКОВЫЙ επ. των πολύτιμων μετάλλων. прийти, приду, придёшь, παρλθ. χρ. пришёл. -шла, -шло, μτχ. παρλθ, χρ. пришедший, επιρ. μτχ. приДЯ р.σ. 1 έρχομαι· φτάνω' αφικνού- μαι· отец -шёл домой с работы о πατέρας ήρ- ήρθε στο σπίτι απο τη δουλειά.· почта -шла бе; опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυ- καθυστέρηση ■ поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα' ЗИМа -шла о χειμώνας ήρ- ήρθε . II επιστρέφω, γυρίζω. 2 εμφανίζομαι, α- αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. II φτάνω, καταλή- καταλήγω· - К соглашению- καταλήγω σε συμφωνία· - к заключению φτάνω στο συμπέρασμα. 3 (*ε ττ1ν πρόθεση Β και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδί- αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. απο το ουσιαστικό: - В ужас φρικιάζω· - В бешенство λυσσώ, λυσσιάζω ' - В восторг ενθουσιάζομαι· - в негодование αγανακτώ· - В отчаяние α- απελπίζομαι" - в недоумение αμηχανώ· - в Негодность αχρηστεύομαι1 - К упаДОК ξεπέ- ξεπέφτω, παρακμάζω. II εκφρ. - В ГОЛОВУ κ. (παλ.) В МЫСЛЬ έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη· - Β движение κινούμαι, μπαίνω1σε κίνηση· - в се- себя συνέρχομαι· - в чувство ή В сознание α- ανακτώ τις αισθήσεις· - на помощь έρχομαι σε βοήθεια. II -СЬ 1 έρχομαι, πέφτω" седьмое ЧИСЛО -ЛОСЬ В ПЯТНИЦУ η εφτά του μήνα έπε- έπεσε μέρα Παρασκευή. 2 συμπίπτω, ταιριάζω,πη- ταιριάζω,πηγαίνω" - ПО росту ταιριάζω στο ανάστημα· по ноге ταιριάζω στο πόδι· этот ключ -ётся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει. 3 (απρόσ.)' θα χρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θα επιβληθεί- мне -дётся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ. II (απρόσ.) λα- χαίνω, τυχαίνω" ЧТО -^ётся ό,τι τύχει· как -ётся όπως λάχει· когда -ётся όταν τύχει. 4 (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό. 5 (απλ.) κο- κοστίζω, στοιχίζω· αξίζω. Π εκφρ. ~ ПО Вкусу (по сердцу, по нраву, по дугае) μου αρέσει, μου γουστάρει· - К СТатк έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή. приказ, ~а α. ι διαταγή· - директора δια- 14 ταγή του διευθυντή· - командующего армией διαταγή του διοικητή της στρατιάς" - О на- ступлёнии διαταγή επίθεσης· - ПО полку δι- διαταγή του συντάγματος· - по заводу διαταγή του εργοστασίου· исполнить - εκτελώ διατα- διαταγή· отдать ~ δίνω (βγάζω) διαταγή. II δια- διαταγή (το χαρτί). 2 (παλ.) ειδικό ίδρυμα έκ- έκδοσης διαταγών. II εκφρ. ~ы общественного призрения (παλ.) φιλανθρωπικά ιδρύματα. приказание, -я ουδ. διαταγή" εντολή· от- отдать - δίνω διαταγή· ПО -ИЮ полковника πατά διαταγή του συνταγματάρχη·. ИСПОЛНИТЬ -Я εκτελώ διαταγές· впредь ДО -Я μέχρι νεώτε- νεώτερης διαταγής.- приказать, -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ. 1 διατάσσω" προστάζω1 δίνω εντολή· он -ал взять его мёртвым или живого αυτός διέταξε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό. 2 μτφ. (παλ.) αναθέτω" αναθέτω εντολή· - имение Жене ανα- αναθέτω την περιουσία στη σύζυγο. II εκφρ. что
при 220 при -жеШЬ (-жете)? τι έχεις (~ετε) να πεις-, να πείτε·, (στον συνομιλητή, όταν η απάντηση εί- είναι σαφής)· как -жете (παλ.) όπως σας αρέ- αρέσει, όπως πείτε· что -жете? (παλ.) τι θέ- θέλετε; τι επιθυμείτε; τι σας αρέσει; ПрИКазНЫЙ επ. της διαταγής" διατακτικός, προστακτικός. II επ. κ. ουσ. (παλ.) υπάλλη- υπάλληλος. II (παλ.) διοικητικός. II ουσ. υπαλληλί- υπαλληλίσκος. II εκφρ. ~ая строка; - крючок (παλ.) προϊστάμενος, κεφάλι, ταγός, κάπος. приказчик, -а α. 1 (παλ.) εμποροϋπάλληλος· επιστάτης εμπορικού καταστήματος. II διαχει- διαχειριστής τσιφλικά. приказчица, -ы θ. (παλ.) βλ. приказчик. II η σϋζυ,γος του εμποροϋπάλληλου ή του διαχει- διαχειριστή. приказчицкий επ. (παλ. κ. απλ.) приказчи- приказчичий.. приказчичий,~ья, ~ье επ. (παλ.) εμποροϋ- παλληλικός. II διαχειριστικός. приказывать р.δ. βλ. приказать. прикалывание, -я ουδ. βλ. приколка. прикалывать(ся) ρ.δ. βλ. приколоть(ся). приканчивать(ся) р.δ. βλ. прикончить(ся). прикапливать р.δ. βλ. прикопить. II -ся βλ. копиться. прикапывание -я ουδ. βλ. прикопка. прикапывать р.δ. βλ. прикопать. прикарманивать р.δ. βλ. прикарманить. II -СЯ τσεπώνω, ιδιοποιούμαι. прикарманить р.σ.μ. (απλ.) τσεπώνω· ιδιο- ιδιοποιούμαι . прикармливание, -я ουδ. βλ. прикорм. прикармливать р.δ. 1 βλ. прикормить. 2 τρέφω" ταΐζω συμπληρωματικά. II -СЯ 1 βλ. прикормиться. 2 τρέφομαι· ταΐζομαι συμπλη- συμπληρωματικά. прикасание, -я ουδ. βλ. прикосновение. прикасаться р.δ. βλ. прикоснуться. прикатать р.σ.μ. πατώ με κυλιστήρα το χώ- χώμα. прикатить р.σ. 1 μ. πλησιάζω κυλώντας · - бочку κυλώ το βαρέλι. 2 έρχομαι, φτάνω, α- φικνούμαι (με όχημα). II -СЯ πλησιάζω, κυ- κυλιόμενος, κυλιέμαι, κυλώ1 монета -лась к стенке το κέρμα κύλισε κοντά στον τοίχο. прикатывание, -Я ουδ. πάτημα με κυλιστήρα. прикатывать1 ρ.δ. βλ. прикатать. II -ся πα- πατιέμαι με κυλιστήρα. прикатывать2ρ.δ. βλ. прикатить. И -ся βλ. прикатиться. Прикачать р.σ.μ. αντλώ συμπληρωματικά. прикачивать р.δ. βλ. прикачать. II -ся α- αντλούμαι συμπληρωματικά. прикачнуть ρ.σ.μ. πλησιάζω κουνώντας.ΙΙ-СЯ πλησιάζω κινούμενος. прикидать р.σ.μ. βλ. прибросать. прикидка, -И θ. ρίψιμο περίπου, κατά προ- προσέγγιση. прикидывание, -я ουδ. βλ. прикидка. прикйдывать(ся) ρ.δ. βλ. прикйнуть(ся). прикинуть р.σ.μ. 1 ρίχνω επί πλέον, συ- συμπληρωματικά, ακόμα" - дров В печку ρίχνω κι άλλα ξύλα στη θερμάστρα. II ρίχνω επάνω (στο σώμα) ένδυμα. II προσθέτω, αυζαίνω. 2 (για βάρος, μάκρος κ.τ.τ.) υπολογίζω, καθο- καθορίζω περίπου" - товар на руке υπολογίζω το βάρος του εμπορεύματος με το χέρι· —На глаз υπολογίζω (εκτιμώ) με το μάτι" - В уме υπο- υπολογίζω με το νου. II -СЯ 1 προσποιούμαι· больным κάνω τον άρρωστο. 2 (για ασθένεια)· παρουσιάζομαι ξαφνικά, απρόσμενα. прикипать, -ает р.δ. βλ. прикипеть. прикипеть, -ПИТ р.σ. τσικνώνω, καίγομαι, αρπάζω. црикЛЯД, ~а α. 1 υποκόπανος τουφεκιού" ΟΤ- бЙТЬ удар -ОМ χτυπώ με τον υποκόπανο. 2 τα υλικά ραψίματος ενδυμάτων ή υποδημάτων. 3 συμπλήρωμα, προσθήκη, προσαύξηση. прикладистый επ., βρ: -диет, -а, -о βολι- βολικός στη σκοποβολή (στη στήριξη στον ώμο). прикладной επ. εφαρμοσμένος, πρακτικός* -ые науки πρακτικές επιστήμες· -ые знания πρακτικές γνώσεις. II екерр. -ое искусство οι εφαρμοσμένες τέχνες. * прикладывание, -я ου6. βλ. приложение A σημ.). прикладывать р.δ. βλ. приложить (ίσημ.). II -ся βλ. приложиться. приклеивание, -я ουδ. βλ. приклейка. приклеивать(ся) р.δ. βλ. приклеить(ся). приклеить р.σ.μ. επικολλώ, προσκολλώ. II επικολλιέμαι, προσκολλιέμαι. приклейка, -И θ. επικόλληση, προσκόλληση. II επ ι κόλλημα. приклепать(ся) ρ.δ. 3λ. клепать(ся). приклёпка, -и θ. βλ. клёпка. приклёпывание, -я ουδ. βλ. клёпка. приклёпывать(ся) ρ.δ. βλ. клепать(ся). ПРИКЛОНИТЬ, -ОНГО, -ΟΗΗΠΠ>,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. λυγίζω, κάμπτω, λυγίζοντας πλησιάζω" - ветки дерева к земле λυγίζω τα κλαδιά του δέντρου προς τη γη. II κλίνω, γέρνω" - ГОЛО- ву К плечу γέρνω το κεφάλι στον ώμο.II βχφρ. ГОЛОВУ (главу) - έχω που την κεφαλήν κλίναί" негде (некуда) голову (главу) - δεν έχω που την κεφαλήν κλίναι (δεν έχω αποκούμπι, στή- στήριγμα)" - слух (УХО) τ'έ'ντώνω το αυτί να α- ακούσω καλά, εντείνω την ακοή (ακούω προσε- προσεχτικά). II -СЯ λυγίζω, κάμπτομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. - КНЙзу κάμπτομαι προς τα κάτω.
при 221 при приклонять(ся) р.δ. βλ. приклонйть(ся). приключать(оя) ρ,δ. βλ. приклгочйтъ(ся). приключение, -Я ουδ. περιπέτεια· περιπλά- περιπλάνηση· таинственные -Я μυστικές περιπέτειες· роман с -ями μυθιστόρημα περιπετειώδες. приключенческий επ. περιπετειώδης· - ро- ман περιπετειώδες μυθιστόρημα. приключить р.σ.μ. 1 ενώνω, συνδέω· - про— ВОД К сети συνδέω το καλώδιο στο(ηλεκτρικό) δίχτυ. 2 (διαλκ.) προξενώ" δημιουργώ. II -СЯ συμβαίνω· ВОТ ЧТО -ЛОСЬ... να τι συνέβηκε... приковать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.πρπ- кованный, βρ: -ван, -а, -о 1 (κυρλξ. κ.μτφ.) καρφώνω, καθηλώνω· Прометей был -ван к ска- скале о Προμηθέας καρφώθηκε στο βράχο· болезнь -ла его К постели η άρρωστεια τον καθήλωσε στο κρεβάτι. II αλυσοδένω· στερεώνω. 2 μτφ. τραβώ, προσελκύω· - к себе всеобщее внима- внимание τραβώ τη γενική προσοχή. II βκφρ. при- КОванныЙ Прометей о Προμηθέας δεσμώτης. II -СЯ καρφώνομαι, καθηλώνομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. приксдаывать(ся) ρ.δ. βλ. приковать(ся). ирИКОВЫЛЯТЬ р.σ. έρχομαι, φτάνω κουτσαί- κουτσαίνοντας ή ταλαντευόμενος. прикокнуть р.σ.μ. (απλ.) ξεμπερδεύω, ξε- κάνω, σκοτώνω. прикол, -а α. πάσσαλος μεγάλος (για πρόσ- σδεση). II εκφρ. на -е δεμένος, προσδεμένος· СТОЯТЬ на -е α) είμαι αραγμένος, στη δέστρα. β) ακινητώ, αδρανώ, μένω αργός, απρακτώ. приколачивать(ся) ρ.δ.βλ. приколотйть(ся). ПрИКОЛКа, -И θ. 1 καρφίτσωμα. 2 καρφίτσα* τσιμπιδάκι μαλλιών, φουρκέτα. ПРИКОЛОТИТЬ, -ЛОЧУ, -ЛОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приколоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καρφώνω. 2 ξυλοκοπώ. II -СЯ καρφώ- καρφώνομαι . ПРИКОЛОТЬ, -КОЛЮ, -КОлеШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приколотый, βρ: -лот, -а, -о. 1 καρφι- τσώνω· - бант καρφιτσώνω το φιόγκο. 2 μπή- μπήγω μαχαιριές, μαχαιρώνω, θανατώνω, σκοτώνω. II -СЯ καρφιτσώνομαι. прикольный επ. του πάσσαλου. прикомандирование, -я ουδ. πρόσληψη, προ- προσωρινή (στο στρατό ή σε ίδρυμα). прикомандировать ρ.σ.μ. προσλαμβάνω προ- προσωρινά (στο στρατό ή σε Ίδρυμα). ПРИКОНЧИТЬ р.σ.μ. 1 τελειώνω, παύω, στα- σταματώ" κόβω· - спор σταματώ τη συζήτηση. II εξαντλώ, τελειώνω, (απο)σώνω, νετάρω. 2 α- αποτελειώνω, αποσκοτώνω. II -СЯ τελειώνω, στα- σταματώ, παύω· κόβω. прикопать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. прикопанный, βρ: -пан, -а, -О. 1 φυτεύω αβαθώς. 2 σκεπά- σκεπάζω με χώμα τα φυτά (απο το ψύχος). Прикопить ρ.σ.μ. βλ. копить. Прикопка, -И θ. σκάψιμο αβαθές για φύτευ- μα. II σκέπασμα φυτών με χώμα (απο το ψύχος). Прикопление, -Я ουδ. αποταμίευση· - денег αποταμίευση χρημάτων. прикорм, -а α. 1 βλ. кормление. 2 βλ. корм. ПРИКОРМИТЬ р.σ.μ. 1 βλ. КСрмиТЬ. 2 μτφ. λαδώνω, δωροδοκώ. прикормка, -и θ. 1 βλ. кормёжка (ίσημ.). 2 βλ. корм. прикорневой επ. σιμά στη ρίζα· ριζογενής. прикорнуть р.σ. ακουμπώ· ~ К СПЙНКе ДИВа- на ακουμπώ στη ράχη του ντιβανιού. прикосновение, -Я ουδ. 1 επϊψαυση, επιψη- λάφιση· άγγισμα, ψαύση, επαφή. 2 συμμετοχή, ανάμειξη· к этому делу не имею никакого -я σ' αυτή την υπόθεση δεν έχω καμιά ανάμειξη, δεν είμαι καθόλου αναμειγμένος. прикосновенность, -и θ. βλ. прикосновение B σημ.). прикосновенный επ., βρ: ~вён к. -венен, -венна, -венно (γραπ. λόγος) συμμέτοχος, α- αναμειγμένος, ανακατεμένος, μπερδεμένος, μπλεγ- μπλεγμένος . ПРИКОСНУТЬСЯ ρ.σ. επιψαϋω, επιψηλαφώ, εγ- εγγίζω, θίγω· άπτομαι ελαφρά. II δοκιμάζω λίγο φαγώσιμο· γεύομαι. II μτφ. συμμετέχω, ανα- αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι, μπερδεύομαι, μπλέ- μπλέκομαι. прикочевать ρ.σ. φτάνω πλανώμενος, κινού- κινούμενος κατά νομάδες. прикраивание, -я ουδ. βλ. прикройка. прикраивать р.δ. βλ. прикроить. II -ся κό- κόβω συμπληρωματικά (για ύφασμα). Прикрасить, -ашу, -аСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.прикрашенный, βρ; -шен, -а, -о; р.σ.μ. .(για λογοτεχνικό έργο)" παρουσιάζω πιο ό- όμορφο, ωαιοποιώ, ωραιοστολίζω. прикрасы, -крас πλθ. (ενκ. прикраса, -ы θ.) 1 στολίδια" παραγεμίσματα· ωραιοποίηση, ω- ραιοστόλιση. 2 βλ. украшение B σημ.). ПрикрашИВаНИе, -Я ουδ. ωραιοποΐηση" ωραι- οστόλιση· - действительности ωραιοποίηση της πραγματικότητας.. прикрашивать ρ.δ. βλ. прикрасить. II -ся ωραιοποιούμαι, ωραιοστολίζομαι. прикрепительный επ. της εγγραφής, της συ- γκαταρίθμισης, της συμπεριλαβής. Прикрепить ρ.σ.μ. 1 στερεώνω· συνδέω γε- γερά. 2 εγγράφω, συγκαταρ ιθμώ, συγκαταλέγω. II -СЯ 1 στερεώνομαι. 2 εγγράφομαι,, συγκαταρ ι θ- μοϋμαι, συγκαταλέγομαι. Прикрепление, -Я ουδ. 1 στερέωμα. 2 εγ- εγγραφή, συγκαταρίθμιση. прикреплять(ся) р.δ. βλ. прикрепйть(ся). прикрикивать р.δ. βλ. прикрикнуть. Прикрикнуть р.σ. φωνάζω για εκφοβισμό, ε-
при 222 при πικρίνω, μαλώνω με φωνές, κατσαδιάζω. прикроив ρ.σ.μ. κόβω συμπληρωματικά· - ру- ■ кав К пальто κόβω μανίκι για το πανωφόρι. прикройка, -И θ. κοπή, κόψιμο συμπληρωμα- συμπληρωματικό (υφάσματος). прикрутить ρ.σ.μ. 1 (περι)δένω συστρέφο- ντας. 2 ελαττώνω, λιγοστεύω στρίβοντας. II -СЯ ελαττώνομαι, λιγοστεύω στριβόμενος. прикручивать( ся) ρ.δ. βλ. прикрутйть(ся). прикрывание, -я ουδ. βλ. прикрытие. прикрывать(ся) р.δ. βλ. прикрыть(ся). прикрытие, ~Я ουδ. 1 κάλυψη, σκέπασμα. II μτφ. συγκάλυψη, απόκρυψη1 ПОД -ем ГрОМКИХ фраз με την κάλυψη ωραίων φράσεων. 2 προ- προστασία, προφύλαξη· под -ем με την προστα- προστασία" - отступления κάλυψη της υποχώρησης. 3 κάλυμμα, σκέπασρο, αμπρί. прикрыть ρ.σ.μ. 1 καλύπτω, σκεπάζω . II κου- πώνω1 - кастрюлю крышкой κουπώνω την κατσα- κατσαρόλα με το καπάκι. 2 (στρατ.) προφυλάσσω, προστατεύω· - фланг καλύπτω το πλευρό· - от- отступление καλύπτω την υποχώρηση. 3 αποκρύ- αποκρύπτω, σκόπιμα αποσιωπώ" συγκαλύπτω. II φράζω, εμποδίζω. 4 κλείνω λίγο, μισοκλείνω"- дверь μισοκλείνω την πόρτα. 5 κλείνω, διαλύω· магазин κλείνω το μαγαζί. II -СЯ 1 καλύπτο- καλύπτομαι, σκεπάζομαι" - одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα. 2 μτφ. κρύβομαι, συγκαλύπτομαι1 ОН хотел ~ хвастйвыми словами αυτός ήθελε να καλυφτεί με καυχησιολογίες. 3 μισοκλείνο- μαι. 4 κλείνω, διαλύομαι, παύω να λειτουρ- λειτουργώ" магазин -лея το μαγαζί έκλεισε. Прикрякивать р.δ. φωνάζω, συνοδεύω με φω- φωνές. прикрякнуть р.σ. βλ. прикрякивать. ПрЙкуП, ~а α. 1 αγορά> αγόρασμα συμπληρω- συμπληρωματικό. 2 (χαρτπ.) αγόρασμα χαρτιού, κάρτας. прикупать ρ.δ.μ. βλ. Прикупить. II -СЯ α- αγοράζομαι συμπληρωματικά. ■ прикупить р.σ.μ. 1 αγοράζω συμπληρωματι- συμπληρωματικά, ακόμα1 - Полметра на платье αγοράζω μι- μισό μέτρο ακόμα για το φόρεμα. 2 (χαρτπ.) α- αγοράζω· - десятку и даму αγοράζω δεκάρι και ντάμα. прикупка, -и θ. βλ. прикуп. прикуривать ρ.δ. βλ. прикурить. прикурить р.σ.μ. ανάβω το τσιγάρο ή ανάβω το τσιγάρο απο άλλο τσιγάρο· позвольте ~! επιτρέψτε μου ν' ανάψω το τσιγάρο! - ОТ па- ПирОСЫ ανάβω το τσιγάρο απο άλλο τσιγάρο. прикус -а α. το -.'.άΟισμα των δοντιών των μεν επί των δε. прикусить, -ушу, -усиль, παθ. μτχ. παρλΟ. χρ. прикушенный, βρ: -кен, -а, -о р.σ.μ. 1 δαγκώνω λίγο (τη γλώσσα, τα χείλη ή το εσω- εσωτερικό της παρειάς). II δαγκώνω, σφίγγω με τα δόντια· - сигару δαγκώνω το πούρο.2 τρώ- τρώγω λίγο, τσιμπώ. II εκφρ. - ЯЗЫК δαγκώνω τη γλώσσα (σιωπώ, βουβαίνομαι). прикусывать р.δ. βλ. прикусить. II κόβω κομματάκια με τα δόντια. II -СЯ δαγκώνομαι λίγο. II κόβομαι κομματάκια με τα δόντια. прикушать р.σ. (παλ. κ. απλ.) δοκιμάζω κάτι φαγώσιμο. прилавок, -вка α. μπάγκος μαγαζιού. прилагательный επ: имя -ое όνομα επίθετο. Ι! ουσ. ουδ. -ое το επίθετο. прилагать ρ.δ. καταβάλλω· ~ все усилия καταβάλλω όλες τις δυνάμεις. II -СЯ καταβάλ- καταβάλλομαι. приладить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прилаженный, βρ: -жен, -а, -о διευθε- διευθετώ, τακτοποιώ" προσαρμόζω. II -СЯ διευθετού- διευθετούμαι, τακτοποιούμαι" προσαρμόζομαι. приладка, -И θ. προετοιμασία (πολύγραφου). прилаживать(ся) ρ.δ. βλ. приладить(ся). приласкать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.ур. при- ласканный, βρ: -кан, -а, -О χαϊδεύω, θω- πεύω. II -СЯ χαϊδεύω. приластиться, -лащусь, -ластишься р.σ. (απλ.) βλ. приласкаться. прилгать р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. При- лганный, βρ: -ган, -а, -о βλ. приврать. прилгнуть р.σ. βλ. прилгать. прилегать, -ает р.δ. 1 *Ρλ. прилечь. 2πρό- σκειμαι, είμαι πλησίον сад ~ает к реке о δεντρόκηπος είναι κοντά στο ποτάμι. Прилежание, -Я ουδ. επιμέλεια* ενδελέχεια" φιλοπονία" αφοσίωση. прилежать, -жу, -жкпь, μτχ. ενστ. приле- прилежащий ρ.δ. (παλ.) 1 νοιάζομαι· κόβομαι, εν- ενδιαφέρομαι, πονοκεφαλιάζω' σκοτίζομαι. 2 βλ. прилегать B σημ.). прилежащий επ. απο ^ιτχ. (μαθ.) συναφής, συνεχόμενος· προσκείμενος. прилежность, -и θ. 3λ. прилежание. прилежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно επι- επιμελής, φιλόπονος" αφοσιωμένος. прилезать р.δ. βλ. прилезть. прилезть, -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. при- прилез, -ла, -ло, προστκ. прилезь р.σ. 1 πλη- πλησιάζω έρποντας ή αναρρ ιχώμενος. 2 (απλ.) ει- εισέρχομαι, μπαίνω (για ανεπιθύμητον). прилепить ρ.σ.μ. κολλώ, επικολλώ" - плас- пластырь κολλώ έμπλαστρο- - марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελο· - ВОСКОМ κολ- κολλώ με κερί. II τοποθετώ πολύ σιμά, κολλητά. II επιθέτω, βάζω" ράβω · εφαρμόζω. II -СЯ (επι- (επικολλώ· пластырь -ЛСЯ το έμπλαστρο κόλλησε. II τοποθετούμαι, κείμαι ~ολύ σιμά, κολλητά. II προσκολλιέμαι, αφοσιώνομαι. прилепливать(ся) р.δ. βλ. прилепйть(ся).
при 223 при прилеплять(ся) р. δ. βλ. прилепйть(ся). прилёт, ~а α. (για πτηνά)· επιστροφή, γύ- γύρισμα, ερχομός. прилетать р.δ. βλ. прилететь. прилететь р.σ. (για ιπτάμενα) έρχομαι· ε- επιστρέφω· самолёт -ел ήρθε το αεροπλάνο· -ли ласточки ήρθαν τα χελιδόνια. Ι! καταφτάνω ολοταχώς. II πετάγομαι. прилётный επ. επιστρέφων -ая ПТЙца αποδη- αποδημητικό πτηνό (που επιστρέφει). прилечь ρ.σ. 1 πλαγιάζω, ξαπλώνω" - ΟΤ- ДОХНуть ξαπλώνω να ξεκουραστώ. II ξαπλώνω, στρώνομαι καταγής για να μή φαίνομαι, κρύ- κρύβομαι. II ακουμπώ, εφάπτω, κολλώ· ~ ухом к чему-л. ακουμπώ το αυτί, σε κάτι (για να α- ακούσω)· ребёнок прилёг на плечо матери το παιδάκι ακούμπησε στον ώμο της μάνας.2 κλί- κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι. II (επι)κάθο- μαι1 пыль -ГЛа η σκόνη επικάθησε. 3 στηρί- στηρίζομαι γερά, σταθερά. прилив, -а α.1 παλίρροια· πλημμυρίδα· φου- σκονεριά· - И ОТЛИВ παλίρροια και άμπωτη. 2 εισροή· συρροή· - денег εισροή χρημάτων народу συρροή πλήθους (λαού)· ~ крови συρ- συρροή αίματος (υπεραιμία). 3 μτφ. άνοδος, α- ανύψωση. 4 (τεχ.) εξόγκωμα σε εξάρτημα (κατά το χύσιμο του μετάλλου). ПриЛИВаТЬ р. δ. βλ. ПРИЛИТЬ. II -СЯ χύνομαι συμπληρωματικά. прилЙВНЫЙ επ. της παλίρροιας· της πλημμυ- πλημμυρίδας . приЛИЗаННОСТЬ, -И θ. λειότητα, ομαλότητα. Прилизанный επ. απο μτχ. (για κόμη) λεί- λείος. II ευπρεπής, κόσμιος. II μτφ. ομαλός,ίσος. прилизать ρ.σ.μ. 1 γλύφω, ισιώνω γλύφο- γλύφοντας· кошка -ла шерсть η γάτα ίσιωσε το τρί- τρίχωμα γλύφοντας το. 2 καλοχτεν'ιζω, ευτρεπίζω την κόμη. II -СЯ καλοχτεν Ίζομαι, περιποιού- περιποιούμαι την κόμη. прилизывать(ся) р.δ. βλ. прилизать(ся). ПриЛИКа, -И θ. к. ПРИЛИК, -У α. (παλ. κ. διαλκ.): ДЛЯ -и ή ДЛЯ -у χάρη ευπρέπειας. прилипать р.δ. βλ. прилипнуть. прилипнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. при- прилип, -ла, ~ло р.σ. 1 κολλώ· древесная смола -ла к руке το ρετσίνι κόλλησε στο χέρι· к коленам -ла грязь στα γόνατα κόλλησε λά- λάσπη. II μτφ. ακουμπώ πολύ, σταθερά.· ОН -ИП К стене αυτός κόλλησε στον τοίχο. II επίμονα παρακολουθώ, προσέχω· ОН -ЙП глазами К ча- часам αυτός κόλλησε τα μάτια στο ρολόι. 2 ε- ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητικός, φόρτωμα· -ЙП ΟΚ ко мне, никак не отвязаться μου κόλλησε αυ- αυτός και με κανένα τρόπο δε μπορώ να τον ξε- ξεφορτωθώ. ПРИЛИПЧИВОСТЬ, -И θ. κολλητικότητα. прилипчивый επ., βρ: -чив, -а, -О.1 κολ- κολλώδης, κολλητικός, ιξώδης. 2 μτφ. μεταδοτι- μεταδοτικός, μολυσματικός. 3 μτφ. ενοχλητικός,. φορ- φορτικός . ПРИЛИСТНИК, ~а α. κάρφος, φυλλάριο φυτού. ПРИЛИТЬ р.σ. 1 μ. χύνω συμπληρωματικά. 2 συρρέω1 εισρέω. 3 μτφ. διαχέομαι απότομα, ξεσπώ· εκδηλώνομαι βίαια (για αισθήματα). приличествовать, -вует ρ.δ. (γραπ. λόγος) αρμόζω, ταιριάζω, πρέπω, προσήκω· ему не -вует быть таким δεν αρμόζει σ' αυτόν να είναι τέτοιος. приличие, -Я ουδ. ευπρέπεια ήθους, κοσμι- κοσμιότητα, ευσχημοσύνη· соблюдать -Я τηρώ τους κανόνες ευπρέπειας· ДЛЯ -Я χάρη ευπρέπειας. II πλθ. -Я οι κανόνες ευπρέπειας ή καλής συ- μπεριφοράς. прилично επίρ. ευπρεπώς, κοσμίως κλπ. επ. приличный επ., βρ: - чен, -чна, -чно. 1 ευπρεπής το ήθος, κόσμιος, ευσχήμονας, ευ- συμπερ'ιφορος · κομιλφό. 2 (παλ.) αρμόζων, προσήκων. 3 εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος. приловчиться р.σ. βλ. изловчиться. приложение, -я ουδ. 1 βάλσιμο, επίθεση· - печати- βάλσιμο της σφραγίδας, σφράγισμα. 2 επισύναψη· - документов к заявлению επισύ- επισύναψη εγγράφων στην αίτηση. 3 εφαρμογή· - на практике теоретических знаний εφαρμογή στην πράξη των θεωρητικών Γνώσεων. 4 παράρτημα, προσάρτημα, προσθήκη. 5 (γραμμ.) παράθεση (ουσιαστικός προσδιορισμός). ПРИЛОЖИТЬ, -ожу, -ОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 επιθέτω, βάζω· - пластырь βάζω έμπλαστρο· - руку К сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά· %печать βάζω σφραγίδα. 2 επισυνάπτω· - к заявлению справку с места жительства επισυ- επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμο- διαμονής. II επιπροσθέτω, επαυξάνω. 3 καταβάλ- λω· - все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά. II εφαρμόζω· - теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη. II -СЯ 1 ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ· ОН -йлся ухом к двери и прислушался αυτός σί- σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε. 2 φι- φιλώ, ασπάζομαι" она -Йлась к иконе αυτή φί- φίλησε την εικόνα· - к руке φιλώ το χέρι. 3 κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κα- τα τη σκοποβολή). 4 (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα. II ея<рр. остальное (ή всё прочее) - τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν. прилунение, -Я ουδ. προσελήνωση. прилуниться, -нюсь, -нйшься ρ.σ. προσε- ληνώνομαι. прилучать(ся) р.δ. βλ. прилучйть(ся).
при 224 при прилучить, -лучу, -лучишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прилучённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. σ.μ. (διαλκ.)· προσελκύω, τραβώ,, θέλγω, γο- γοητεύω. II -СЯ 1 συμβαίνω, γίνομαι, 2 εμφα- εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι τυχαία. прильнуть р.σ. 1 πιέζομαι, σφίγγομαι" πα- πατιέμαι. 2 κολλώ (αμ.). 3 μτφ. εισόύω, ει- εισχωρώ приляпать ρ.σ.μ. (απλ.) κακοφτιάχνω. приляпывать р.δ. βλ. приляпать. И -ся κα- κοφτιάχνομαι. *прйма, -Ы θ. (μουσ.). 1 τονικός (ίδιος των τόνων). 2 πρίμο, πρώτη φωνή ή πρώτο βιολί). ♦прима-балерина, примы-балерины θ. πρωτα- πρωταγωνίστρια μπαλέτου. ♦примаДОНа, -Ы θ. πρίμα, πρι μαντόνα. примазать ρ.σ.μ. ϊ αλείφω την κόμη. 2 στε- στερεώνω με κολλώδη ουσία· στοκάρω. II -СЯ (απλ) 1 αλείφω τα μαλλιά μου. 2 μτφ. (απλ.) ει- εισχωρώ, (παρ)εισδύω, (παρ)εισέρχομαι, μπαίνω, χώνομαι. 3 (για τυχερά παιγνίδια)· βάζω απ' έξω στοίχημα (με έναν απο τους παίχτες). примазка, -И θ. 1 αλοιφή. 2 κόλληση* .στο- .στοκάρισμα. 3 (για τυχερά παιγνίδια)· στοιχη- μάτισμα (με το μέρος ενός απο τους παίχτες). примазывание, -я ουδ. βλ. примазка. примазывать(ся) ρ.δ. βλ. примазать(ся). примак, -а α. (διαλκ.) εσώγαμπρος. Приманивать р.δ. βλ. Приманить. II -СЯ δε- δελεάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. приманить, -маню, -манишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приманенный, βρ: -нен, -а, -о κ. прима- приманённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. δελε- δελεάζω, απατώ με δόλο, ξεγελώ1 προσελκύω. II (γ)νεύω, γνέφω, κάνω νεύμα, νόημα." II μτφ. προσελκύω, τραβώ, θέλγω, σαγηνεύω, μαγεύω. приманка, -И θ. δόλωμα, δέλεαρ. II μτφ. μέ- μέσο θελκτικό, θέλγητρο. пршанный επ. βλ. приманочный. ПримаНОЧНЫЙ επ. (κυνηγ.) για δόλωμα· δε- δελεαστικός. приманчивый επ., βρ: -чив, -а, -о (παλ. κ. διαλκ.)· γοητευτικός, σαγηνευτικός, δε- δελεαστικός . *примас, -а α. καθολικός πρωθιερέας, αρχι- αρχιερέας" πριμάτος. примасливать ρ.δ. βλ. примаслить. II -ся αλείφω τα μαλλιά με λάδι. примаСЛИТЬ р.σ.μ. αλείφω τα μαλλιά με λάδι. ♦примат, -а α. (γραπ. λόγος)· υπεροχή, υ- περτέρηση· - материй над духом κυριαρχία της ύλης πάνω στο πνεύμα. *примаТЫ, -0В πλθ. πρωτοταγή ζώα" η τάξη των πρωτευόντων (πίθηκοι, πιθηκάνθρωποι, άν- άνθρωποι) . приматывать р.δ. βλ. примотать. II ~СЯ πε- περιτυλίγομαι συμπληρωματικά. Примачивать р.δ. βλ. примочить. И -СЯ υ- υγραίνομαι, μουσκεύω, βρέχομαι. примащивать(ся) р.δ. βλ. примостйть(ся). примежевать, -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примежёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. παίρνω μέρος κατά τη χάραξη των συνόρων. примежёвывать ρ.δ. βλ. примежевать. II -ся παίρνομαι, ιδιοποιούμαι. примелькаться р.σ. συνηθίζω, εξοικειώνο- εξοικειώνομαι, είμαι γνωστός, γνώριμος. применение, -Я ουδ. 1 εφαρμογή, χρησιμοποί- χρησιμοποίηση" χρήση" - В практике εφαρμογή στην πρά- πράξη· - закона εφαρμογή του νόμου" - СИЛЫ η χρήση βίας· - химических удобрений χρησιμο- χρησιμοποίηση χημικών λιπασμάτων. 2 προσαρμογή, ε- εξοικείωση. применимость, -И θ. δυνατότητα εφαρμογής. применимый επ., βρ: -ним, -а, -С εφαρμό- εφαρμόσιμος, πραγματοποιήσιμος. применительно επίρ. σύμφωνα με, προς, κα- κατά" σχετικά" ως προς· - К данному случаю ваше решение правильно σχετικά με τη δο- δοσμένη περίπτωση η απόφαση σας είναι σωστή. применить, -еню, -енишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. применённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 εφαρμόζω" χρησιμοποιώ, μεταχειρίζο- μεταχειρίζομαι· μετέρχομαι· - закон εφαρμόζω το νόμο· - самые строгие меры εφαρμόζω τα πιο αυ- αυστηρά μέτρα· - на практике εφαρμόζω στην πράξη· - силу χρησιαοποιώ βία. 2 προσαρμό- προσαρμόζω. 3 (διαλκ.) συγκρίνω, παραβάλλω. II -СЯ προσαρμόζομαι' συμμορφώνομαι· - К ОбСТОЯ- тельствам προσαρμόζομαι στις περιστάσεις· - К чьему-л. характеру συμμορφώνομαι με το χα- χαρακτήρα κάποιου. применяемость, -и 6. εφαρμογή, χρησιμο- χρησιμοποίηση. применять(ся) р.δ. βλ. применйть(ся). пример, -а α. 1 παράδειγμα" υπόδειγμα· мужества παράδειγμα ανδρείας· ПОЯСНИТЬ МЫСЛЬ примером διασαφηνίζω τη σκέψη με πα- παράδειγμα" следовать чьему-л. - ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου· ПО -у прошлых лет όπως γινόταν και στο παρελθόν привести - φέρω πα- παράδειγμα1 - великодушия παράδειγμα· μεγαλο- μεγαλοψυχίας. 2 (μαθ.) γύιινασμα. II εκφρ. ДЛЯ -а για παραδειγματισμό· К -у ή К -у сказать (ή говоря) παραδείγματος χάρη· не В - α) α- αντίθετα, β) ασύγκριτα· брать (взять) - с КОГО παίρνω παράδειγμα απο κάποιον, μιμού- μιμούμαι κάποιον. примереть, -мрёт, -мрём,-мрёте, παρλθ. χρ. пример, ~ла, -Л0 р.г. (απλ.) πεθαίνω (για όλους, πολλούς). примерещиться, -щусь -щишься р.σ. 1 μου
при 22 э φαίνεται, φαντάζομαι" ονειρεύομαι. примерзать р.б. βλ. примёрзнуть. примёрзнуть-ρ..σ. κολλώ απο τον πάγο· дос- доска -ла К земле η σανίδα κόλλησε στο χώμα α- απο τον πάγο. прмёривание, -я ουδ. примерка. примеривать(ся) р.δ. βλ. примерить(ся). Примерить р.σ.μ. προβάρω, κάνω πρόβα' платье «άνω πρόβα το ψάρεμα. II -СЯ δοκιμά- δοκιμάζω· μετρώ, εκτιμώ, υπολογίζω· -лея И прыг- прыгнул через канаву εκτίμησε τις δυνάμεις του και πήδησε τον αύλακα. примерка, ~и θ. πρόβα· δοκιμή· делать -у κάνω πρόβα, προβάρω. примеркать, -ает р.σ. απρόσ. (διαλκ.) βλ. смеркаться. Примерно επίρ. 1 υποδειγματικά· παραδειγ- ματιά. 2 προκαταρτικά. κατά προσέγγιση,πε- προσέγγιση,περίπου, πάνω-κάτω, γύρω. 3 (παρνθ. λ.) παρα- παραδείγματος χάρη. примерность, -и θ. 1 το πρότυπο, υποδειγ- ματικότητα· - поведения πρότυπο διαγωγής. 2 το κατά προσέγγιση· ~ расчётов το κατά προ- προσέγγιση των λογαριασμών. примерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 υ- υποδειγματικός· παραδειγματικός· πρότυπος· - ученик υποδειγματικός μαθητής (για υπόδειγ- υπόδειγμα)· -ая хозяйка υποδειγματική νοικοκυρά. 2 προκαταρκτικός, περίπου, κατά προσέγγιση· - подсчёт доходов и расходов о κατά προσέγγι- προσέγγιση υπολογισμός εσόδων και .εξόδων. примерочный επ. της πρόβας· της δοκιμής· -ая кабина καμαράκι πρόβας. II ουσ. θ. -ая καμαράκι πρόβας. примерять(ся) р.δ. βλ. примерить(ся). примеСЙТЬ р.σ.μ. προσθέτω ανακατώνοντας· - В тесто муки ανακατώνοντας το ζυμάρι προ- προσθέτω αλεύρι. примести р.σ.μ. σαρώνω προς· - мусор к порогу σαρώνω τα σκουπίδια προς το κατώφλι . ПршеСЬ, -И θ. μείγμα· κράμα· без -И χω- χωρίς μείγμα, καθαρός, αγνός· посторонние -и ξένα μείγματα, άλλες ουσίες. 11 μτφ. προσθή- προσθήκη, ανάμειξη. Примета, -Ы θ. 1 σημείο, σημάδι, ένδειξη, διακριτικό γνώρισμα· особые -Ы ιδιαίτερα διακριτικά· по всем ~ам καθ' όλες τις εν- ενδείξεις* описание -мет περιγραφή χαρακτηρι- χαρακτηριστικών. 2 οιωνός, σημάδι' хорошая - καλός οιωνός· Дурная - κακός οιωνός.Л καιρικό ση- σημάδι" σύμπτωση. II εκφρ. иметь на -е αποσκο- αποσκοπώ, αποβλέπω' βάζω στο μάτι" СЫТЬ на ~е εί- είμαι σεσημασμένος, σημαδιασμένος, σημαδιακός. приметать1 ρ.δ. βλ. примести. Приметать7ρ.σ.μ. τρυπώνω (ράβω αραιά). приметить, -мечу, -метишь,παθ. μτχ. παρλο. при χρ. примеченный, βρ: ~чен, -а, -о ρ.σ. πα- παρατηρώ, βλέπω' διακρίνω· αναγνωρίζω. примётка, -И θ. τρύπωμα, αραιό ράψιμο. - Приметливость, -И θ. παρατηρητικότητα. приметливый επ., βρ: -лив, -а, -о (απλ.) παρατηρητικός. Приметно επίρ. ορατά, θεατά· ευδιάκριτα. приметный επ. βρ: ~тен, -тна, -тно. 1 δι- διακριτός, -ινόμενος, ορατός, θεατός. II σημα- σημαδεμένος, σημαδιακός. II ξεχωρ'ιζων. примётывание, -я ουδ. βλ. примётка. примётывать1 ρ.δ. σαρώνω, σκουπίζω. II -ся σαρώνομαι, σκουπίζομαι. Примётывать р.δ. τρυπώνω, ράβω αραιά. II -СЯ τρυπώνομαι. Примечание, -Я ουδ. παρατήρηση, επεξήγη- επεξήγηση* σημείωση· подстрочное - σημείωση κά- κάτω απο τη σειρά· -Я на полях книги παρατη- παρατηρήσεις στο περιθώριο του βιβλίου. II κρίση, κριτική, σχόλιο (λογοτεχνικού ή άλλου έρ- έργου)· -я к риторике Аристотеля σχόλιο για τη ρητορική του Αριστοτέλη. Примечательность, -И θ. το αξιοσημείωτο, το αξιοπαρατήρητο, το αξιοπρόσεχτο. примечательный επ.. βρ: -лен, -льна, -но αξιοσημείωτος, αξιοπαρατήρητος, αξιοπρόσε- αξιοπρόσεχτος· ~ое событие αξιοσημείωτο γεγονός· -ые места αξιοθέατα μέρη. примечать ρ.δ. 1 βλ* приметить. 2 (απλ.) παρατηρώ, παρακολουθώ' ТЫ за НИМ ~ай, а ТО нашалит εσύ παρακολούθα τον,γιατί αλλιώς θα κάνει αταξίες. Примешать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Примешанный, βρ: -шан, -а, -О ανακατώνω, α- αναμειγνύω, προσμειγνύω. II μτφ. βλ. замешать *Aσημ.). II μτφ. ενώνω, συνδέω, προσθέτω. II -СЯ προσθέτομαι, ενώνομαι. Примешивать1 ρ.δ. βλ. Примесить. II -СЯ α- αναμειγνύομαι, ανακατώνομαι" προσθέτομαι. примешивать2 р.δ. βλ. примешать. II -ся βλ. примешаться. . приминать( ся) р.δ. βλ. примять(ся). Примиренец, -НЦа α. ειρηνιστής, πασιφι- πασιφιστής. примирение, -Я ουδ. ειρήνευση, ειρηνοποί- ηση' συμφιλίωση. примирённость, -и θ. βλ. примирение. Примирённый επ. απο μτχ. ειρηνικός, ειρη- ειρηνόφιλος1 φιλήσυχος. Примиренческий επ. ειρηνιστικός, πασιφι- στίκός· συνδιαλλακτικός, συμφιλιωτικός. Примиренчество, ~а ουδ. ειρηνισμός, πασι- φισμός' συνδιαλλαγή, συμφιλίωση. Примиритель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. ειρηνευ- ειρηνευτής, ειρηνοποιός· συμφιλιωτής, συμβιβαστής. ПриМИрЙТеЛЬНОСТЬ, -И θ. ειρηνιστική διά-
при 226 при θέση, φιλειρηνικότητα. примирительный επ., βρ: -лен, ~льна,-льно ειρηνιστικός, ειρηνικός, φιλειρηνικός,, ει- ειρηνόφιλος . примирить, ~рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примирённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ.μ. ειρηνεύω· ειρηνοποιό), συμβιβάζω, συν- διαλλάσσω, συμφιλιώνω. II -СЯ συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι, συνδιαλλάσσομαι, τα φτιάνω· συνθηκολογώ. примирять(ся) р.δ. βλ. примирйть(ся). ♦ПРИМИТИВ, ~а α. το αρχικό, το αρχέγονο, το το πρωτόγονο. II (Τέχνη) αρχαϊκός, παλαιικός · -Ы (διεθνής όρος) αρχικοί, πριμιτίβοι. ПРИМИТИВИЗМ, -а α. 1 αρχέγονος, πρωτόγο- πρωτόγονος τρόπος. 2 (Τέχνη) αρχαϊκή απομίμηση, το απλό, πριμιτιβισμός. ПРИМИТИВНОСТЬ, -И в, το πρωτόγονο, το αρ- αρχαϊκό, το απαρχαιομένο, το αρχέγονο, πρωτο- γονισμός. ♦примитивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 αρχικός, αρχέγονος, αρχέτυπος, πρωτόγονος. 2 απλός· απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, υπανάπτυ- χτος, καθυστερημένος. II επιφανειακός, άβα- άβαθος, επιπόλαιος, ρηχός, απλός. 3 απολίτι- απολίτιστος, καθυστερημένος, ασυγχρόνιστος, ανα- χρονιστικός. ПРИМКНУТЬ, -Ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прймкнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ. 1 πλησιάζω, ζυγώνω· προσεγγίζω· - ДОСКИ προ- προσεγγίζω τις σανίδες· правый фланг армии -ул К лесу η δεξιά πτέρυγα του στρατού πλησίασε στο δάσος. 2 προσχωρώ, περνώ με το μέρος· ОН -ул к моим противникам αυτός προσχώρησε στους αντιπάλους μου. II εκφρ. - ШТЫК βάζω εφ' όπλου λόγχη. ПРИМОЛВИТЬ ρ.σ. (παλ.) επιλέγω, λέγω κο- κοντά στ' άλλα ή μετά απο κάτι. примолкнуть ρ.σ., μτχ. παρλθ. χρ. примолк- примолкший κ. примолкнувший; σιγώ για λίγο· παύω, σταματώ προσωρινά (τραγούδι, ομιλία κ.τ.τ.), примораживать р.δ. βλ. приморозить. приморозить ρ.σ. 1 μ. παγώνω. 2 (απρόσ.)· παγώνω, κολλώ· ДОСКу -ЛО К земле η σανίδα κόλλησε στο χώμα απο τον πάγο. приморский επ. 1 παράλιος, παραθαλάσσιος· - город παράλια πόλη. 2 θαλάσσιος, θαλασσι- θαλασσινός· ~ воздух θαλασσινός αέρας. приморье, -Я ουδ. παραθαλάσσια περιοχή, τα παραθαλάσσια μέρη· παραλία, παραθαλάσσιος χώρος. ПРИМОСТИТЬ р.σ.μ. βάζω στριμωχτά, στριμώ- στριμώχνω, χώνω. II -СЯ στριμώχνομαι, χώνομαι. примотать ρ.σ.μ. 1 περιτυλίγω· - лесу к удилищу περιτυλίγω την πετονιά στο καλάμι. 2 περιτυλίγω συμπληρωματικά. примочить ρ.σ.μ. μουσκεύω, βρέχω. примочка, -и θ. 1 κομπρέσα· делать,класть ~И κάνω, βάζω κομπρέσες· глазная - το κολ- κολλύριο. 2 το διάλυμα για κομπρέσες· СВИНЦО- вая - το μολυβδόνερο. *прймула, -Ы θ. το ηράνθεμο, το ηρανθές, η πριμούλη, η πασχαλίδα. *прймус, -а α. είδος γκαζιέρας πετρελαίου. примчать р.σ. 1 μ. φέρω καλπάζοντας· вса- дник. ~ал донесение о καβαλάρης καλπάζοντας έφερε την αναφορά. 2 καταφτάνω καλπάζο- τας . II -СЯ καταφτάνω καλπάζοντας . примывать ρ.δ. βλ. примытъ. примыкание, -Я ουδ.1 πλησίαση, προσέγγιση. 2 κλίση· προσχώρηση. 3 γειτόνευση, γειτνί- γειτνίαση· συνόρευση. Примыкать р.δ. 1 βλ. примкнуть. 2 γειτο- γειτονεύω, γειτνιάζω· συνορεύω. ПРИМЫСЛИТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примышленный, βρ: -лен, -а, -о (γραπ. λόγος) επινοώ· - конец рассказа επινοώ το τέλος του διηγήματος. ПРИМЫШЛЯТЬ ρ.δ. βλ. примыслить. II -СЯ ε- επινοούμαι . примять ρ.σ.μ. επιθλίβω, πατώ· τσαλαπατώ· τσαλακώνω. II -СЯ επιθλίβομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. принагнуть(ся) р.σ. 3λ. нагнуть(ся) με σημ. λίγο. Принадлежать, ~жу, -ЖЙШЬ р. δ. 1 ανήκω1 книга -ЙТ библиотеке το βιβλίο ε ίνα της βι- βιβλιοθήκης- ДОМ -ЙТ брату το σπίτι είναι του αδερφού. 2 έχω· спорту -йт большое будущее о αθλητισμός έχει μεγάλο μέλλον. Принадлежность, -И Э. 1 είδος, εξάρτημα.· ОХОТНИЧЬИ -И κυνηγετικά είδη· письменные ή канцелярские -и γραςικά είδη- постельные ή спальные -И η κλινοστρωμνή, κρεβατόστρωση· -И машЙНЫ εξαρτήματα της μηχανής" СПОртЙВ- НЫе -И αθλητικά είδτ·· необходимые -И τα α- απαραίτητα, τα χρειώδτ. 2 ιδιότητα, γνώρι- γνώρισμα, χαρακτηριστικό. Ι! εκφρ. ПО -И ОТПра- ВИТЬ, посылать στέλλω στον δικαιούχο. принакопить р.σ.μ. αποταμιεύω βαθμιαία. Приналечь р.σ. 1 σττρίζω, πατώ. II στρώνο- στρώνομαι, επιδίδομαι με ζτλο' ~ на работу στρώ- στρώνομαι στη δουλειά· - на учёбу στρώνομαι στο διάβασμα. принанимать р.δ. 3λ. принанять. принанять р.σ.μ. ιιι-θώνω συμπληρωματικά. принарядить р.σ.и. καλοντύνω, ντύνω γιορ- γιορτινά· στολίζω. II καλαντύνομαι ■ στολίζομαι. принаряжать(ся) р.с. βλ. принарядйть(ся). принахмурить(ся) р. г. βλ. нахмурить( ся) με σημ. λίγο. приневоливать р.δ. 2λ. приневолить. II -ся εξαναγκάζομαι, υποχρεώνομαι.
при 227 при Приневолить р.σ.μ. εξαναγκάζω, υποχρεώνω. Принесение,'-Я ουδ. απόδοση, δόσιμο, πα- παροχή. принести ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. при- несённый, βρ: -сён, -сена, -сено. 1 φέρω, προσκομίζω· ОН -нёс записку αυτός έφερε ση- σημείωμα1 - ДРОВ φέρω καυσόξυλα. II μτφ. ανα- κοιώνω, αγγέλλω1 она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση. II φέρω· - сча- счастье φέρω ευτυχία· - страдания φέρω βάσανα. II παρασύρω- ветерок -нёс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά· северный ветер -нёс нам холод о βοριάς μας έφερε το κρύο. 2 (για ζώα)· γεννώ· кошка ~ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια. II δίνω, παράγω, καρποφορώ· деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν. 3 αποδίδω· пред- предприятие -ЛО ДОХОД η επιχείρηση έφερε κέρδος 4 μ·αζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ. με σημ. απο το ουσ: - благодарность ευγνωμονώ· КЛЯТВУ ορκίζομαι· - В дар δωρίζω' - ЖЭЛО- бу παραπονούμαι· - мольву θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω. II -СЬ έρχομαι γρήγορα, εσπευ- εσπευσμένα.· καταφτάνω" ну, зачем ТЫ сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα; II δια- διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φω- φωνή κ.τ.τ.). принижать( ся) р.δ. βλ. принйзить(ся). принижение, -Я ουδ. 1 ταπείνωση· εξαθλίω- εξαθλίωση. 2 μείωση· μίκρεμα, σμίκρυνση. приниженность, -и θ. κατωτερότητα· ταπεί- ταπείνωση . приниженный επ. απο μτχ. 1 ταπεινός, τα- ταπεινωμένος. 2 ταπεινωτικός. ПРИНИЗИТЬ, -НИЖУ, -НИЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приниженный, επ. -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 ταπεινώνω, εξευτελίζω. 2 μειώνω· - значе- значение, роль μειώνω τη σημασία, το ρόλο. II -СЯ I γίνομαι μικρότερος, σμικρύνομαι. 2 αυτο- ταπεινώνομαι, δείχνω κατωτερότητα. приникать(ся) р.δ βλ. приникнуть. приникнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. при- приник, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. ПРИНИКШИЙ κ. приникнувший р.σ. 1 γέρνω σε κάτι· σκύβω. II συμμαζεύομαι, σφίγγομαι, κολλώ· - ухом α- αφουγκράζομαι, πλησιάζω πολύ κοντά το αυτί για ν' ακούσω' κρυφακούω1 ребёнок -ЙК К ма- тери το παιδάκι σφίχτικε στη μάνα. 2 λουφά- λουφάζω, ακινητοποιούμαι, μουλώνω" κρύβομαι. принимать, -аю, -аешь κ. (παλ.) приемлю, -лешь р.δ. βλ. принять κ. приять. II ся βλ. приняться. приноравливать( ся) р.δ. βλ. приноровить- приноровиться). приноровить, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приноровленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. προσαρμόζω, συνταιριάζω" κανονίζω" - СВОЙ характер К обстоятельствам προσαρμόζω το χα- χαρακτήρα μου προς τις περιστάσεις· - СВОЙ отъезд К КОНЦУ месяца κανονίζω (προγραμμα- (προγραμματίζω) την αναχώρηση μου στο τέλος του μήνα. II -ся προσαρμόζομαι· - к чьему-н. характе- характеру προσαρμόζομαι προς το χαρακτήρα κάποιου. приноровлять(ся) ρ.δ. βλ. приноровйть(ся). ПРИНОС, -а α. 1 φέρσιμο, κουβάλημα" - ВО- ВОДЫ ИЗ КОЛОДДа φέρσιμο νερού απο το πηγάδι. 2 (παλ.) βλ. приношение. приносйть(ся) р.δ. βλ. принестй(сь). приносный επ. 1 μεταφερμένος, κουβαλημέ- κουβαλημένος. 2 παρασυρμένος, φερμένος (απο ρεύμα, ά- άνεμο) . приношение, -я ουδ. προσφορά, δώρο, -ρεά. принудиловка, -И θ. (απλ.) καταναγκαστική δουλειά. Принудительность, -и θ. εξαναγκασμός, κα- καταναγκασμός . принудительный επ., βρ: -лен, -льна, -но αναγκαστικός, καταναγκαστικός, εξαναγκαστι- εξαναγκαστικός, στανικός, με το στανιό· - труд αναγκα- αναγκαστική δουλειά· -ое лечение αναγκαστική θε- θεραπεία· В -ОМ порядке αναγκαστικά, υποχρε- υποχρεωτικά, με το στανιό. II ίκφρ. ~ые работы κα- καταναγκαστικά έργα. ПРИНУДИТЬ, -нужу, -нудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принуждённый, Зр:*~дён, -дена, -дено р. σ.μ. υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, επι- επιβάλλω με το ζόρι, με το στανιό· меня -ЛИ ЭТО сделать με εξανάγκασαν να το κάνω αυ- αυτό" - силой υποχρεώνω με τη βία1 его -ли К молчанию τον υποχρέωσαν να το βουλώσει, να βουβαθεί (να σιγήσει). μ принуждать ρ.δ. βλ. принудить. II -СЯ υπο- υποχρεώνομαι, αναγκάζομαι, εξαναγκάζομαι. принуждение, -Я ουδ. 1 εξαναγκασμός, κα- καταναγκασμός· επιβολή; меры -Я μέτρα εξανα- εξαναγκασμού. 2 (παλ.) βλ. принуждённость. принуждённость,' -и θ. προσποίηση, επιτή- επιτήδευση . Принуждённый επ. απο μτχ. προσποιητός, ε- επιτηδευμένος, βεβιασμένος, αφύσικος· ~ые ма- манеры προσποιητοί τρόποι· - смех προσποιητό γέλιο· - ВИД προσποιητό ύφος (όψη). *принц, -а α., -есса, -и- θ. πρίγκιπας, πρι- πριγκίπισσα. ♦прЙНЦИП, -а α. αρχή· κανόνας1 νόμος· 00- новные -Ы механики οι βασικές αρχές της μη- μηχανικής· ~ убеждения η αρχή της πειθούς· -Ы ПОЭЗИИ Аристотеля οι αρχές της ποιητικής του Αριστοτέλη· пять -ΟΒ мирного сосущест- сосуществования πέντε αρχές ειρηνικής συνύπαρξης. II εκφρ. Β -θ κυρίως, γενικά· из ~а ξεκινώ- ξεκινώντας απο την αρχή.
при 228 при ♦принципал, -а α. (παλ.) αρχηγός, πάτρονας. ♦прИНЦИПат, ~а α.'(παλ.) προϊστάμενος, κύ- κύριος, αφεντικό, αφέντης. принципиально επίρ. απο αρχές. Принципиальность, -И θ. προσήλωση στις αρ- αρχές* Строгая - αυστηρή αρχή. принципиальный επ., βρ: -лен, -льна,~льно της αρχής, των αρχών ~ вопрос ζήτημα αρχής· ~ые противоречия αντιθέσεις αρχών -ая по- политика πολιτική αρχών - человек άνθρωπος με αρχές. ПрИНЮХаТЬСЯ р.σ. 1 συνηθίζω στη μυρουδιά. 2 μυρίζω, οσφραίνομαι, ξεχωρίζω τη μυρουδιά. Принятие, -Я ουδ. 1 πάρσιμο* παραλαβή"λή- παραλαβή"λήψη · *· назначения λήψη διορισμού· - резолю- резолюции λήψη απόφασης· - товара παραλαβή εμπο- εμπορεύματος. 2 πρόσληψη. II δεξίωση, υποδοχή. прЙНЯШЙ επ. απο μτχ. καθιερωμένος-- Π0- РЯДОК καθιερωμένη τάξη· - способ καθιερωμέ- καθιερωμένος τρόπος. принять, приму, примешь, παρλθ. χρ. при- принял, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прЙНЯ- ТЫЙ, βρ: -НЯТ, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.)· παίρνω, λαβαίνω· - ПИСЬМО, ПОСЫЛОК, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο· - Титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα. II πιάνω, συλλαμβάνω·' бросай мешочек, а Я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω. 2 παραλαβαίνω, περι- λαβαίνω· - товар παραλαβαίνω εμπόρευμα. II αναλαβαίνω· περιλαβαίνω· - ДИВИЗИЮ αναλα- βαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)· - крепость περιλαβαίνω το φρούριο. II δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι" - ПОСТ директора απο- αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή· - назначе- назначение αποδέχομαι το διορισμό1 - предложение δέχομαι την πρόταση. 3 προσλαμβάνω· - на работу παίρνω στη δουλειά· - В партию παίρ- παίρνω στο κόμμα. 4 υποδέχομαι, δεξιώνομαι' Ди- Директор принял посетителя о διευθυντής δέ- δέχτηκε τον επισκέπτη" - делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία" - посла δέχομαι τον πρε- πρεσβευτή. II περιλαβαίνω· врач -ял семь боль- больных о γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς. 5 ακούω" βλέπω* φτάνει ως τ'αυτιά μου , τα μάτια μου* - радио ακούω ράδιο· выстрел ακούω πυροβολισμό. 6 με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ.. απο το ουσ. - ре- шение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)" - Смерть πεθαίνω" - участие παίρνω μέρος(συμμετέχω). 7 (για θρησκεία)" ασπάζομαι· - христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό. 8 αποκτώ· лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη. 9 καταπίνω" - таблетки παίρνω χαπάκια" - лекарство παίρνω φάρμακο. 10 κά- κάνω' - ванну παίρνω το λουτρό' ~ Душ κάνω ντους· - грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο. 11 εκλαμβάνω, θεωρώ· - В шутку его слова παίρ- για αστείο τα λόγια του" - за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα· - всерьёз παίρνω στα σοβαρά. 12 αναμερίζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.). 13 απά- απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω· прими от- отсюда сунтук πάρε απ' εδώ το σεντούκι. 14 α- αποδέχομαι, συγκατατ'ιθεμαι' - просьбу Об от- отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης· прими МОЙ совет δέξου τη συμβουλή μου. II εκφρ. - бой ή сражение δεν αποφεύγω (δέχο- (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση· - В ШТЫКЙ α) υ- υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά· - ВО внимание παίρνω (λαβαίνω) υπ' όψη· - К СВОЙ Счёт παίρνω επ' ονόματι μου, υπεύθυνα" - присягу ορκίζομαι" - ЧЬГО-Л. сто- сторону παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)· - меры παίρνω μέτρα· - за правило παίρνω για κανόνα· так принято έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο. И -СЯ 1 καταπιάνομαι, ε- επιδίδομαι" - за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά. II αρχίζω" - читать αρχίζω το διά- διάβασμα. 2 ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω" ВНОВЬ ΠΟ- саженные деревья -лйсь τα ξαναφυτευμένα δέ- δέντρα έπιασαν. II (για εμβολιασμό) πιάνω" при- вйвка -лась το εμβόλιο (βατσίνα) έπιασε. приободрйть(ся) р.σ. βλ. ободрйть(ся) με σημ. λίγο. приободрять(ся) р.6. βλ. приободрйть(ся). приобрести р.σ.μ. αποκτώ, κτώμαι· κερ- κερδίζω" - состояние αποκτώ περιουσία' - дру- зёй αποκτώ (πιάνω) с'^оиС' ~ ОПЫТ αποκτώ πείρα' - довёрке αποκτώ την εμπιστοσύνη· уважение, дружбу честных людей κερδίζω την εκτίμηση, τη φιλία των τίμιων ανθρώπων знания αποκτώ γνώσεις- - плохую репутацию παίρνω κακή φήμη (όνομα)· - ВНОВЬ επανακτώ. приобретатель, -я α. 1 (παλ.) αγοραστής. 2 κάτοχος, κύριος, κτήτορας. приобретать ρ.δ. βλ. приобрести. II -СЯ α- αποκτιέμαι . Приобретение, -Я ουδ.. απόκτηση· - знаний απόκτηση γνώσεων· - Опыта απόκτηση πείρας· - Навыка απόκτηση συνήθειας. II απόκτημα, το αποκτημένο" εύρημα" ценное - πολύτιμο εύ- εύρημα. приобщать(ся) ρ.δ. 3λ. приобщйть(ся). приобщение, -Я ουδ. γνώρισμα, κατατόπιση, ενημέρωση· μύηση, κατήχηση. приобщить, -ЩУ, -СЛНЬ, παθ. μτχ. παρλθ. приобщённый, βρ: -цен, -щена, -щено р.σ.μ. 1 ενημερώνω, κατατοπίζω· μπάζω" μυώ, κατηχώ" γνωρίζω" - В тайну αυώ σε μυστικό" - детей К общественной ЖИЗНИ γνωρίζω τα παιδιά με - την κοινωνική ζωή. 2 επισυνάπτω' - ДОКуМвН-
при 229 при ТЫ К делу επισυνάπτω (υποβάλλω) τα έγγραφα της υπόθεσης. 3 (εκκλσ.) βλ. причастить B σημ.). II -СЯ γνωρίζομαι, κατατοπίζομαι, ε- ενημερώνομαι" μυώμαι, κατή χώμα ι. II βλ. при- частйться B σημ.). приобыкать р.δ. βλ. приобыкнуть. ПрИОбЫКНуТЬ, -Ну, -НеШЬ, παρλθ. χρ. При-' обык, -ла, -ло р.σ. (παλ. κ. απλ.) συνηθί- συνηθίζω, προσαρμόζομαι· - К делу συνηθίζω στη δουλειά. приовражный επ. κοντά στη χαράδρα. приовражье, -Я ουδ. τοποθεσία κοντά στη χαράδρα. Приодеть р.σ.μ. ντύνω, εφοδιάζω με ενδύ- ενδύματα. II καλοντϋνω, ντύνω γιορτινά. II -СЯ ντύνομαι κλπ. ρ. ενεργ." φ. Приозёрный επ. παραλίμνιος, παράλιμνος. ПриозОрье, ~Я ουδ. μέρος παραλίμνιο. *приср, ~а α. ηγούμενος (καθολικού μονα- μοναστηριού) . *приоритёт, -а α. τα πρωτεία, τα σκήπτρα" υπεροχή, υπερτέρηση■ προβάδισμα" προτεραιό- προτεραιότητα. приосаниваться ρ. δ. βλ. приосаниться. Приосаниться р. σ. καμώνομαι, προσποιούμαι (το σοβαρό, το σφριγηλό, το νέο). приостанавливание, ~я ουδ. βλ. приостано- приостановление . приостанавливать(ся) р.δ. βλ. приостано- приостановит^ ся). приостановить р.σ.μ. σταματώ προσωρινά, συγκρατώ, καθυστερώ για λίγο" ανακόπτω, α- αναστέλλω" αναχαιτίζω" - работу σταματώ προ- προσωρινά την εργασία· - наступление противни- противника αναχαιτίζω την επίθεση του αντίπαλου" кровотечение σταματώ την αιμορραγία. И -СЯ σταματώ προσωρινά, ανακόπτομαι, αναστέλλομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Приостановка, -И θ. σταμάτημα προσωρινό, ανακοπή, αναστολή· αναχαίτιση· - работ προ- προσωρινό σταμάτημα των εργασιών - военных Действий σταμάτημα προσωρινό των πολεμικών επιχειρήσεων - кровотечения πρόχειρο στα- σταμάτημα της αιμορραγίας. приостановление, -я ουδ. βλ. приостанов- приостановка· - платежей αναστολή των πληρωμών. приотворйть(ся) р.σ. βλ. приоткрыть(ся). приотворять(ся) р.δ. βλ. приоткрыть(ся). приоткрывать(ся)' ρ.δ. βλ. приоткрыть(ся). Приоткрыть р.σ.п. μισοανοίγω* - ОКНО μι- σοανοίγω το παράθυρο. Ι! -СЯ μισοανοίγομαι. приотставать ρ.δ. βλ. приотстать. Приотстать ρ.σ. μένω λίγο πίσω,(καθ)υστε- ρώ λίγο. ПРИОХОТИТЬ, -Очу -ОТИШЬ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приохоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. κάνω να αγαπήσει, παρακινώ, μαθαίνω, συνη- συνηθίζω. II -СЯ αγαπώ, καταπιάνομαι με ζήλο, κα- καταγίνομαι. приохочивать(ся) ρ.δ. βλ. приохотить(ся). припадать р.σ. ί βλ. припасть . 2 κουτσαί- κουτσαίνω, χωλαίνω λίγο. 3 (παλ.) αδιαθετώ, αρρω- αρρωσταίνω λίγο. II εκφρ. - здоровьем (παλ.) βλ. 3 σημ. ~ к ногам ή к стопам πέφτω στα πό- πόδια κάποιου (απο δουλοπρέπεια). припадок, -дка α. παροξυσμός, κρίση· ис- истерический - υστερική κρίση· - нервный νευρική κρίση. II έξαψη· ~ гнева έξαψη οργής. Припадочный επ. του παροξυσμού, της κρί- κρίσης· -ое состояние κατάσταση παροξυσμού. II παρ ο ξυ σματ ι κός. припаивать(ся) ρ.δ. βλ. припаять(ся). припай, -Я α. παράκτιος θαλάσσιος πάγος. припайка, -И θ. συγκόλληση (μετάλλων). припалзывать ρ.δ. βλ. приползти. припаливать ρ.δ. βλ. припалить. II -ся καίομαι λίγο, ελαφρά" καψαλίζομαι. Подпалить ρ.σ.μ. καίω λίγο, αλαφρά* καψα- καψαλίζω. припаривать ρ.δ. βλ. припарить. ПРШЩРЯТЬ р.σ.μ. (απλ.) βάζω στον ατμό, κά- κάνω ατμοθεραπεία· - больную ногу βάζω το πο- πονεμένο πόδι στον ατμό. Припарка, -И θ. 1 ατμοθεραπεία. 2 επίδε- επίδεσμος ατμοθεραπείας. II ίκφρ. как мёртвому - (поможет) δεν ωφελεί σε τίποτε (όσο βοηθάει η ατμοθεραπεία στον πεθαμένο). припархивать ρ.δ. βλ. припорхнуть. припас βλ. припасы. припасать ρ.δ. βλ. припасти. II -СЯ αποτα- αποταμιεύομαι για ώρα ανάγκης, για κάθε ενδεχό- ενδεχόμενο. припасовать, -суго, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. припасованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (τεχ.) συνταιριάζω, κάνω να συμπέσει. припасовывать ρ.δ. βλ. припасовать. II -ся συνταιριάζομαι, συμπίπτω. Припасти ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. при- пасённый, βρ: -сён, -сена, -сено αποταμιεύω για ώρα ανάγκης, για κάθε ενδεχόμενο. припасть р.σ. 1 σφίγγομαι, κολλώ· Собака -ла К земле το σκυλί ράφτηκε στο χώμα.II χα- χαμηλώνω· γέρνω· κάθομαι· πέφτω· - на колено κάθομαι (στηρίζομαι) στο γόνα. 2 (παλ.) εμ- εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι με ένταση. припасы, -ΟΒ πλθ. (ενκ. припас, -а α.). 1 προμήθειες, εφόδια· съестные ~Ы προμήθειες τροφίμων боевые -Ы τα πολεμοφόδια. 2 ε- εξαρτήματα· σύνεργα" ОХОТНИЧЬИ -Ы κυνηγετικά εξαρτήματα" рыболовные -Ы αλιευτικά σύνεργα. припахать р.σ.μ. οργώνω παραπάνω. припахивать1 ρ.δ. μυρίζω λίγο· хлеб ~ет
при 230 при дымом το ψωμί μυρίζει καπνό- рыба уже ~ет το ψάρι άρχισε κιόλας να βρωμάει. пршаЯТЬ р.σ.μ. 1 συγκολλώ (για μέταλλα). II δίνω, καθορίζω (κυρίως για τιμωρία). II ~ся συγκολλιέμαι. припев, -а α. επωδός, ρεφρέν. II (παλ.) ά- άσμα, τραγούδι. припевать ρ.δ. τραγουδώ· συνοδεύω με τρα- τραγούδι. припеваючи επίρ: ЖИТЬ ~ περνώ ζωή χαρι- χαρισάμενη. припевки, -вон πλθ.(ενκ. припевка, -и θ.)· (διαλκ.). 1 τραγούδια μικρά λυρικοερωτικά. 2 βλ. частушки. Припёк1, -а α. 1 καύσωνας, κάψα, ηλιόκαυ- μα, λιοπύρι. 2 ηλιοκαής τόπος, πο\ύ ζεστό μέρος. ПрИПёк* -а (-у) α. το πρόσθετο βάρος ψω- ψωμιού απο την περιεχόμενη υγρασία. припёка, ~И θ: С боку - περισσός, μη απα- απαραίτητος . припекать р.δ. βλ. припечь. II ~ся ψήνομαι. припереть ρ.σ.μ. 1 (απλ.) στερεώνω, επι- στηρίζω· - ДОСку К стене στερεώνω τη σανί- σανίδα στον τοίχο. 2 κλείνω σφιχτά, γερά, σφα- σφαλίζω· - дверь σφαλίζω την πόρτα. 3 πιέζω, θλίβω, σφίγγω. 4 (απλ.) μισοκλείνω. 5 (απλ.) φέρω, κουβαλώ· -ЛИ на себе три мешка έφεραν για τον εαυτό τους τρία τσουβάλια. 6 αμ.έρ- αμ.έρχομαι· -Пёр К нам И СИДИТ αυτός μας ήρθε και κάθεται. II εκφρ. - К стене κολλώ στον τοί- τοίχο (αποστομώνω, εξουδετερώνω). II -СЯ (απλ.) έρχομαι· ТЫ зачем сюда -ёрся? γιατί μας ήρ- ήρθες εδώ; приперчивать р.δ. βλ. приперчить. приперчить р.σ.μ. πιπέριζω λίγο. Припечатать ρ.σ.μ. 1 τυπώνω συμπληρωματι- συμπληρωματικά (στο ίδιο έντυπο). 2 (παλ.) τυπώνω. 3 σφραγίζω, κλείνω, βουλώνω. 4 (απλ.) σφραγί- σφραγίζω, βάζω σφραγίδα. припечатка, -И θ. 1 τύπωση συμπληρωματι- συμπληρωματική. 2 (απλ.) σφράγισμα, επίθεση σφραγίδας. припечатывать р.δ.μ. βλ. припечатать. II -СЯ τυπώνομαι συμπληρωματικά κλπ.ρ.ενεργ. φ. припёчек, -чка α. (διαλκ.) βλ. шесток. припечь ρ.σ.μ. 1 παραψήνω, καίω λίγο· хлеб В печке καίω λίγο το ψωμί στο φούρνο. 2 αμ. (για τον ήλιο) καίω δυνατά, ψήνω. припивать р.δ.μ. (απλ.). 1 βλ. прилить. 2 πίνω με (ψωμί, φρυγανιές κ.τ.τ.). припиливать ρ.δ.μ. 3λ. припилить. ПрИПИЛИТЬ ρ.σ.μ. πριονίζω, ισιάζω, λειαί- νω. ПрИПИЛОВКа, -И О. πριόνιση, λείανση. припирать(ся) р.δ. βλ. припереть(ся). приписать р.σ. 1 γράφω συμπληρωματικά, ε- επίσημε ιωνω" γραφώ υστερόγραφο. II γραφώ επι- επιπρόσθετα. 2 εγγράφω., καταχωρώ1 συμπεριλα- βαίνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω. 3 αποδί- αποδίδω, ανάγω, επιρρίπτω1 τα φορτώνω, τα ρίχνω (τα βάρη). II - СЯ εγγράφομαι, συμπεριλαβαί- νομαι, συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι. приписка, -И θ.1 συμπληρωματική εγγραφή, επίσημε ίωση· υστερόγραφο. 2 εγγραφή, κατα- καταχώρηση, συνυπολόγιση. II επιπρόσθετη εγγραφή. ПРИПИСНОЙ επ. γραμμένος, συνυπολογισμένος. II енфр. -ые крестьяне (παλ.) κρατικοί αγρό- αγρότες (εργαζόμενοι σε κρατική γη). приписывание, -я ου δ. βλ. приписка. II α- απόδοση· επίρριψη. приписываться) р.δ. βλ. приписаться). припЙТЬ р.σ.μ. (απλ.) πίνω όλο, ως το τέ- τέλος . приплата, -Ы θ. πρόσθετη (συμπληρωματική) πληρωμή. приплатить р.σ. μ. πληρώνω επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά. приплачивать ρ.δ. μ. βλ. приплатить. II-ся πληρώνομαι επιπρόσθετα, συμπληρωματικά. приплёскивать, -ает р.δ. 1 παφλάζω, φλοι- σβίζω. 2 (για κύμα, ρεύμα) παρασύρω. приплеснуть р.σ. 3λ. приплёскивать. приплести ρ.σ.μ. 1 εμπλέκω· - ленту Вве- ΗΟΚ εμπλέκω ταινία στο στεφάνι. 2 μτφ. (απλ.) προσθέτω, βάζω δικά αού" επινοώ, σκαρφίζο- σκαρφίζομαι. II ~СЬ (απλ.) σέρνομαι, ποδοσέρνομαι. приплетать ся) р.е. βλ. приплестй(сь). ПРИПЛОД, -а α. (γ1, α κατοικίδια ζώα) νεο- νεογνά, γεννοβόλι. припливать р.δ. βλ. приплыть. ПРИПЛЫТЬ р.σ. προσορμίζομαι, αράζω' φτάνω κολυμπώντας" корабль -ЫЛ το καράβι άραζε" Я -ЫЛ На СПИНе έφτασα με υπτία κολύμβηση. приплюснутый επ. ггио μτχ. πλακουτσός,πε- πλατισμένος" - НОС "λακουτσή μύτη. приплюснуть р.σ. πλατύνω, κάνω τι πλακε- ρό, πλακέ, πιττακώνυ, πλακουτσώνω. приплюсовать, -сую, -суешь,παθ.μτχ. παρλθ. χρ. приплюсованный, зр: -ван, -а, -о р.σ.μ. επιπροσθέτω (στο λογαριασμό). приплюсовывать ρ. с. βλ. приплюсовать. II -СЯ επιπροσθέτομαι· επαυξάνομαι. приплющивать ρ.δ. 3λ. приплюснуть. II -ся πλατύνομαι, γίνομαι "λακερός, πλακουτσός. ПРИПЛЯС, -а α: С -СМ εν είδη χορού' σαν να χορεύει. приплясывание, -Я з-ϋδ. σαν χορός. приплясывать р. δ. .-.άνω πως χορεύω, βαδίζω σαν να χορεύω, κουτσοχορεύω. приподниматься) ρ.δ. βλ. приподняться). ПРИПОДНЯТОСТЬ, -и С-. έξαρση, ευδιαθεσία, ;ιέφ ι.
при 231 при ПРИПОДНЯТЫЙ επ. απο μτχ. ζωηρός, ευδιάθε- ευδιάθετος, εύθυμος, κεφάτος· ιλαρός· φαιδρός· -ое Настроение ιλαρότητα· φαιδρότητα, κέφι. II εμφαντικός, στομφώδης· - СТИЛЬ στομφώδες ύφος, στυλ. приподнять ρ.σ.μ. 1 ανασηκώνω" ~ больного На Постели ανασηκώνω τον άρρωστο στο κρε- κρεβάτι" - ГОЛОВУ ανασηκώνω το κεφάλι. 2 μτφ. ζωηρεΰω, ζωντανεύω, διεγείρΊο. II ανυψώνω, ε- εξυψώνω, ανεβάζω. II -СЯ ανασηκώνομαι· ~ на колени ανασηκώνομαι στα γόνατα. приподамать(ся) р.δ. βλ. приподнять(ся). припожаловать р.σ. (απλ.) έρχομαι, φτάνω. припоздать р.σ. (απλ.) αργώ, βραδύνω,κα- βραδύνω,καθυστερώ λίγο. ПРИПОЗДНИТЬСЯ р.σ. (απλ.) αργώ, καθυστε- καθυστερώ λίγο. припой, -Я α. (τεχ.) μεταλλόκραμα συγκόλ- συγκόλλησης, το συγκολλητικό (μετάλλων). приползать р.δ. βλ. приползти. ПРИПОЛЗТИ р.σ. έρπω, πηγαίνω, φτάνω έρπο- έρποντας" σύρ.ομαι, σέρνομαι. приполюсный επ. πλησίον του πόλου. приполярный επ. πλησίον του πολικού κύ- κύκλου . Припомадить р.σ.μ. μυραλείφω (κόμη). II -СЯ μυραλείφομαι. Припоминание, -Я ουδ. θύμηση, ανάμνηση. припоминать(ся) р.δ. βλ. припомнить(ся). ПРИПОМНИТЬ р.σ.μ. 1 (εν)θυμούμαι, ανα- αναθυμούμαι" еле я -ил своего сослуживца μό- μόλις κατόρθωσα να θυμηθώ το συνάδελφο μου" - СВОЮ МОЛОДОСТЬ θυμούμαι τα νιάτα μου. _ 2 (εν)θυμίζω" ЭТО тебе -НЮ θα σου το θυμίσω εγώ" - ΚΟΝ^ что θυμίζω σε κάποιον κάτι. II ~СЯ (εν)θυμούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. припорох, ~а α. 1 βλ. трафарет. 2 αποτύ- αποτύπωση. припорошить, ~шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. припорошённый, βρ: -шён, -шена, -шено; ρ.σ.μ. επιπάσσω, πασπαλίζω. Η αποτυπώνω με καλούπι. припоршка, -И θ. αποτύπωση. припортовый επ. πλησίον του λιμανιού' ~ая улица οδός κοντά στο λιμάνι. припорхнуть р.σ. 1 πέφτω επάνω φτερουγί- φτερουγίζοντας. 2 πετώ επάνω. приправа, ~Ы θ. 1 καρύκευμα' άρτυμα" μπα- μπαχαρικό. II σάλτσα. 2 μτφ. γαρνιτούρα, διάν- θισμα, στόλισμα του λόγου. Приправить р.σ.μ. 1 καρυκεύω, βάζω άρτυ- άρτυμα. II μτφ. βάζω σάλτσα, διανθίζω, κοσμώ το λόγο. 2 (τυπγρ.) ρεγουλάρω. Приправка, -И θ. (τυπγρ.) ρεγουλάρισμα. приправлять р.δ. βλ. приправить. II -ся καρυκεύομαι. приправочный επ. καρυκευτικός. II (τυπγρ.) του ρεγουλάρίσματος. припрыгать ρ.σ. πλησιάζω πηδώντας. Припрыгивать р.δ. 1 πλησιάζω πηδώντας, 2 πηδώ, κάνω πηδηματάκια. припрыгнуть р.σ. πλησιάζω πηδώντας. Припрыжа, -И θ. πηδηματάκι. припрягать ρ.δ. βλ. припрячь. II -ся ζεύο- ζεύομαι συμπληρωματικά, επι πλέον. припрялка, -И θ. ζεύξη συμπληρωματική. II σαγή ζευκτήρια. II το πρόσθετο άλογο ζεύξης. припряжной επ. της συμπληρωματικής ζεΰξης. Припрясть р.σ.μ. γνέθω συμπληρωματικά, α- ακόμα λίγο. припрятать ρ.σ.μ. κρύβω,κρύπτω. И διαφυ- διαφυλάσσω, αποταμιεύω. припрятывать р.δ. βλ. припрятать. II -ся κρύβομαι. II διαφυλάσσομαι, αποταμιεύομαι. припрячь р.σ.μ. ζεύγω συμπληρωματικά. припугивать р.δ. βλ. припугнуть. припугнуть ρ.σ. (εκ)φοβίζω, φοβερίζω. припудривать(ся) ρ.δ. βλ. припудрить( ся). припудрить ρ.σ.μ. πουδράρω λίγο, ελαφρά. II -СЯ πουόράρομαι λίγο, ελαφρά. припуск, -а α. 1 άφεση, απόλυση. 2 κατέ- κατέβασμα," μάκρυμα· άνοιγμα, φάρδυμα. 3 (τεχ.) εξόγκωμα εξαρτήματος, εξοχή. припускать(ся) р.δ. βλ. припустйть(ся). припустить ρ.σ.μ. 1 αφήνω να πάει ή να βυ- βυζάξει" - жеребца к кобыле αφήνω το πουλαρά- κι να βυζάξει στη φοράδα. 2· αφήνω να τρέξει ταχύτερα" - КОНЯ αφήνω τα χαλινά του αλόγου να τρέξει ταχύτερα. 3 επιταχύνω το βάδισμα. II δυναμώνω" ДОЖДЬ -ЙЛ η βροχή δυνάμωσε. 4 κατεβάζω, μακρύνω" ξανοίγω, φαρδύνω1 - ШВЫ «ανοίγω λίγο τις ραφές· - платье μακρύνω λί- λίγο το φόρεμα. II -СЯ επιταχύνω το βάδισμα. припутать ρ.σ.μ. βάζω, (εμ)πλέκω, (παρ)- εισάγω. II μπερδεύω, τυλίγω, μπλέκω (σε έ- έγκλημα, κλοπή к.τ.τ.). II -СЯ μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι. припутывать(ся) ρ.δ. βλ. пр илутать(ся). припухать р.δ. βλ. опухать. припухлость, -И θ. εξοίδημα, εξόγκωμα μι- μικρό. припухлый επ. εξογκωμένος, πρησμένος. прирабатывание, -я ουδ. βλ. приработка. прирабатывать р.δ. βλ. приработать. II -ся αποκτιέμαι με παραπανήσια εργασία. приработать ρ.σ.μ. κερδίζω, βγάζω με πα- ραπανήσια εργασία, με υπερωρίες. приработка, -И 6. 1 βγάλσιμο, κέρδισμα χρημάτων με παραπανήσια εργασία, με υπερω- υπερωρίες. 2 (τεχ.) το αρχικό δούλευμα καινού- καινούριας μηχανής. приработок, ~тка α. 3λ. приработка A ση μ.).
при 232 при приравнивать1 р.б. βλ. приравнять. II -ся βλ. приравняться. •приравнивать" р.δ. βλ. прировнять. -ся ομαλύνομαι, γίνομαι, ίσιος. приравнять р.σ. εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα· συγκρίνω·-его знания к моим βάζω τις γνώσεις του ίσες με τις δικές μου. II -СЯ ε- εξισώνομαι, μπαίνω στην ίδια μοίρα,συγκρίνο- μοίρα,συγκρίνομαι . ПрираСТаНИе, -Я ουδ. 1 σύμφυση. 2 αύξηση, μεγάλωμα, αβγάτισμα. прирастать ρ.δ. βλ. прирасти. прирасти ρ.σ. 1 συμφΰομαι· πιάνω· чере- нок -рос к дереву το εμβόλιο έπιασε στο δέντρο. II μτφ. συνδέομαι αδιάρρηκτα. II μτφ. ακινητώ, κολλώ, γίνομαι ένα σώμα. 2 αυξαί- νω, μεγαλώνω,' αβγατίζω· стадо -ЛО το κοπάδι μεγάλωσε. прирастить ρ.σ. συμφυώ. II ενώνω, συνδέω, αυξαίνω, αβγατίζω. приращать ρ.δ. (παλ.) βλ. прирастить. приращение, -я ουδ. 1 σϋμφυση· - черенка σύμφυση του εμβολίου στο δέντρο). 2 αύξηση, επαύξηση, μεγάλωμα. приращивание, -я ουδ. βλ. приращение. приращивать(ся) ρ.δ. βλ. прирастать. приревновать р.σ. βλ. ревновать. прирез, ~а α. κομμάτι εδάφους παρμένο (κο- (κοντά στο σύνορο). прирезать р.σ.μ. 1 σφάζω, σφαγιάζω. 2 (για πολλά)· κατασφάζω" - ЗСГО ПТЙ1Г/ κατασφάζω ό- όλα τα πουλερικά. 3 αποκόπτω, παίρνω ξένο μέ- μέρος εδάφους (στο σύνορο). прирезать ρ.δ. βλ. прирезать. II ~ся σφά- σφάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Прирезка, -И θ. κόψιμο, πάρσιμο μέρους ε- εδάφους (κοντά στα σύνορα). Прирезной επ. κομμένος, παρμένος (ιδιοποι- (ιδιοποιημένος) · ~ая земля αυθαίρετα ιδιοποιημένη γη. Прирезок, -зка α. παρμένο κομμάτι γης αυ- αυθαίρετα (στο σύνορο). прирёзывать(ся) ρ.δ. βλ. прирезать(ся). прирёлЬСОВЫЙ επ. κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή. прирёчНЫЙ επ. παραποτάμιος. пририсовать р.σ.μ. 3λ. рисовать με σημ. συμπληρωματικά. пририсовывать ρ.δ. 3λ. пририсовать. ПРИРОВНЯТЬ р.σ.μ. ισιώνω, ομαλύνω" ισοπε- ισοπεδώνω, επιπεδώνω. Природа, -Ы θ. 1 η ·;ϋση· любить -у αγαπώ τη φύση" на лоне -Ы στους κόλπους της φύ- φύσης· мёртвая - νεκρή -;νστ\· изучать -у μελε- μελετώ τη φύση" законы ~Ы νόμοι της φύσης. 2 υπόσταση, ουσία* человеческая - η ανθρώπινη φύση· - общественных отношений η φύση των κοινωνικών σχέσεων. II χαρακτήρας, ιδιοσυ- ιδιοσυγκρασία, το φυσικό· привычка - вторая - η έξη είναι δεύτερη φύση. 3 (απλ.) ράτσα" σόι· καταγωγή" ОН Хорошей -ы αυτός είναι καλής καταγωγής, σο'ι'λής. II εκφρ. ОТ -Ы απ ο τη φύ- φύση, εκ γενετής, γενητάτος· в ~е вещей στη φύση των Ίδιων των πραγμάτων ПО -е απο φύ- φύση, απο χαρακτήρα. природный επ. 1 φυσικός· ~ые богатства Греции о φυσικός πλούτος της Ελλάδας· - газ φυσικό αέριο. 2 έμφυτος, σύμφυτος, απο τη φύση· -ые способности έμφυτες ικανότητες. 3 γνήσιος, καθαρός, πραγματικός· - дворянин γνήσιος ευγενής. природовед, -а α. (παλ.) φυσιολόγος1 φυ- φυσιοδίφης . природоведение, -Я ουδ. φυσιογνωσία" φυ- φυσιολογία. прирожденный επ., Зр: -Дён, -дена, -дено; έμφυτος· σύμφυτος" εκ γενετής, γενητάτος, γενημενος" - художник γενημενος καλλιτέχνης. Прирост, ~а α. αύξηση· προσαύξηση" - Ιΐρο- дукции αύξηση της παραγωγής· - населения η αύξηση του πληθυσμού. ПрирОСТОК, -тка α. βλασταράκι, φυντάνι. прируб, -а α. (διαλκ.) ξύλινο παράρτημα σπιτιού. прирубать ρ.δ. βλ. прирубить. II -СЯ κατα- κατασκευάζομαι με ξύλα. прирубежный επ. παραμεθόριος· -ые земли παραμεθόριο έδαφος. прирубить р.σ.μ. κατασκευάζω παράρτημα σπιτιού με κορμούς δέντρων. II πελεκώ, ισιώ- ισιώνω· - бревно πελεκώ κορμό δέντρου. прирубка, -И θ. κατασκευή ξύλινου παραρ- παραρτήματος σπιτιού. прируливать ρ.δ. 2λ. прирулить. II -ся πη- δαλιοχούμαι. прирулЙТЬ, -ЛЮ, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прирулённый, βρ: -лён, -лена, -лено πη- δαλιουχώ. II οδηγώ, χειρίζομαι το τιμόνι. прирусловый επ. πλησίον της κοίτης του πο- ποταμού . II βκφρ. - вал πρόσχωση κατά μήκος του ποταμού (απο πλτναμύρισμα) . приручать(ся) ρ.δ. βλ. приручить(ся). Приручение, -Я ουδ. εξημέρωση" - ЖИВОТНЫХ εξημέρωση ζώων. ПриручёННОСТЬ, -И е. εξημέρωση. приручённый επ. στζο ατχ. εξημερωμένος. ПРИРУЧИТЬ, -чу, -ЧЦПЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приручённый, 0р: -чён, -чена, -чено р. σ.μ. 1 εξημερώνω, δκιιάζω, τιθασεύω. 2 μτφ. υποτάσσω. Ι! -СЯ 1 εξημερώνομαι" δαμάζομαι, τιθασεύομαι. 2 υποτάσσομαι, γίνομαι υπο- υποχείριο, присадистый επ., Зр: -ист, -а, -о (διαλκ.)
при 233 при βλ. приземистый. ПриоаДИТЬ р.σ.μ. 1 φυτεύω συμπληρωματι- συμπληρωματικά. 2 στερεώνω· φτιάχνω· επιθέτω1 - пугови- ЩГ βάζω (ράβω) κουμπί· - бант καρφιτσώνω το φιόγκο. 3 ρίχνω συμπληρωματικά υλικό (στο φούρνο χυτηρίου). присадка,-И θ. 1 φύτευση συμπληρωματική. 2 ρίψη:υλικού στο φούρνο χυτηρίου. 3 στερέω- στερέωση· φτιάξιμο* βάλσιμο. присаживать ρ.δ. βλ. присадить. II -ся 1 φυτεύομαι συμπληρωματικά κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 κάθομαι. II βκφρ. -айтесь! καθήστε! καθή- στε κοντά μας! ή μαζί μας! Присаливать ρ.δ. βλ. ПРИСОЛИТЬ. II -СЯ α- αλατίζομαι λίγο ή συμπληρωματικά. присасывание, -Я ουδ·. ρόφηση, ρούφηγμα. присасывать(ся) ρ.δ. βλ. присосать(ся). присахаривать р.δ. βλ. присахарить. II -ся επιπάσσομαι με ζάχαρη. присваивание, -Я ουδ. αφομίωση. присваивать р.δ. βλ. присвоить. II -ся α- φομιώνομαι. присватать(ся) ρ.σ. βλ. сватать(ся). присватывать(ся) р.δ. βλ. сватать( ся). ПРИСВИСТ, -а α. 1 σφύριγμα1 τραγούδι σφυ- σφυριχτό. 2 ήχος, φωνή συριστικός, -ή. присвистнуть р.σ. βλ. присвистывать. Присвистывать р.δ. 1 σιγοσφυρίζω. 2 μι- μιλώ συριστικά. присвоение, -Я ουδ. ιδιοποίηση, οικειο- οικειοποίηση, σφετερισμός, νοσφισμός, αλλοτριοφα- γία· - чужой собственности ιδιοποίηση ξέ- ξένης περιουσίας· - имущества σφετερισμός πε- περιουσίας. II απονομή· - звания лейтенанта α- απονομή βαθμού υπολοχαγού. ПРИСВОИТЬ, -ОГО -ОИШЬ р.σ.μ. 1 ιδιοποιού- ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι· αντιποι- αντιποιούμαι· - чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα (ή περιουσία)" ~ чужую МЫСЛЬ ιδιοποι- ιδιοποιούμαι τη γνώμη άλλου" - себе власть αντι- αντιποιούμαι της αρχής· ~ находку σφετερίζομαι εύρημα. 2 απονέμω, ονομάζω· παρέχω* - зва- ние майора ονομάζω ταγματάρχη ή απρνέμω το βαθμό του ταγματάρχη' закон -ИЛ бОЛЬШЙе преимущества этой должности о νόμος έδοσε (παρέσχε) πολλά προνόμια σ' αυτό το αξίωμα. присвоить р.δ. (παλ.) βλ. присвоить. II -СЯ ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι* σφετερί- σφετερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Присев, -а α. σπορά συμπληρωματική. присевать ρ.δ. βλ. присеять. II -ся σπεί- ρομαι, σπέρνομαι συμπληρωματικά. приседание, -Я ουδ. 1 κάθιση, -σμα, -σιό. 2 υπόκλιση, ρεβεράντζα. приседать р.δ. 1 βλ. присесть. 2 λυγίζω, κάμπτω κατά το βάδισμα. присест, ~а α. (παλ.) κάθισμα (ενέργγεια). ΙΙεκφρ. в один - ή за один - σε μια καθι- σιά,για μια καθισιά. присесть ρ.σ. κάθομαι· ~ на корточки κά- κάθομαι σταυροπόδι (.οκλαδόν), διπλοκαθίζω· - Немножко κάθομαι λίγο. II υποκλίνομαι. присеЯТЬ р.σ.μ. σπέρνω συμπληρωματικά. присказка, -и θ. προεισαγωγή μύθου ή επί- επίλογος . прискакать р.σ. 1 έρχομαι, φτάνω καλπάζο- καλπάζοντας ή πηδηχτά. II (για άλογο) τρέχω καλπά- χοντας, καλπάζω. 2 καταφτάνω έφιππος ή πε- πεζός. прискакивать р.δ. 1 βλ. прискакать. 2 α- αναπηδώ· τραντάζομαι" телега -ла το κάρο τράνταζε. прискорбие, -я ουδ. (παλ.) θλίψη, λύπη, άλγος· душевное - θλίψη της ψυχής, ψυχικό άλγος· К ~ГО моему για δική μου θλίψη· С -ем με θλίψη, με λύπη. Прискорбно επίρ. θλιμμένα, λυπημένα. II ως κατηγ. είναι θλιβερό, λυπηρό. прискорбный επ.., βρ: - бен, -бна, -бно; θλιμμένος, λυπηρός· θλιβερός, λυπημένος, λυ- λυπητερός· - вид θλιμένη όψη· - факт, случай λυπηρδ γεγονός, συμβάν. прискочить р.σ. βλ. прискакивать прискочка, -и θ. βλ. припрыжка. прискукивать р.δ. βλ. прискучить. прискучить, -чу, -чишь р.σ. ανιώ, πλήττω, κατέχομαι απο. ανία" γίνομαι, ανιαρός, πλη- πληκτικός, βαρετός. прислать, пришлю, пришлёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присланный, βρ: -лан, -а,-о р. σ.μ. στέλλω, αποστέλλω· брат -ал мне посыл- *су о αδερφός μου έστειλε δέμα* сестре -ЛИ подарок στην αδερφή έστειλαν δώρο. Присловье, -я ουδ. ρητό· γνωμικό, απόφθεΤ" μα, λόγιο. ПРИСЛОНИТЬ, -ОНГО -ОНЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прислонённый,- βρ. -нён, -нена, -нено; στηρίζω, ακουμπώ* κολλώ· στριμώχνω· - лёст- ницу К стене στηρίζω τη σκάλα στον τοίχο· - стол к стене κολλώ το τραπέζι στον τοίχο. II -СЯ στηρίζομαι, ακουμπώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. прислонять(ся) р.δ. βλ. прислонйть(ся). прислуга, -и θ. (παλ.). 1 υπηρέτρια. 2 (αθρσ.)· (παλ.)· οι υπηρέτες. 3 (αθρσ.) το υπηρετικό προσωπικό όπλου (γεμιστής, προμη- προμηθευτές). 4 (παλ.) βλ. прислуживание. прислуживание, -Я ουδ. 1 εξυπηρέτηση. 2 περιποίηση. прислуживать р.δ. 1 εξυπηρετώ. 2 περι- περιποιούμαι. II -СЯ καλοπιάνω, κολακεύω. прислужить(оя) ρ.σ. βλ. прислуживать(ся). прислужник, -а α., -ца, -ы θ. 1 (παλ.)· θ ε-
при 234 при ράπων, ~1δα· υπηρέτης. 2 λακές· τσιράκι. Прислужнический επ. υπηρετικός, του υπη- υπηρέτη. Прислужничество, -а ουδ. 1 (παλ.) το ε- επάγγελμα του υπηρέτη, το υπηρετηλϊκι. 2 δου- δουλικότητα" δουλοπρέπεια. прислушаться р.σ. 1 αφουγκράζομαι, αυτιά- ζομαι, τεντώνω τ' αυτί ή τ' αυτιά. 2 μτφ. παίρνω (λαβαίνω) υπ' όψη· - К советам друга ακούω τις συμβουλές του φίλου. 3 συνηθίζω (για ήχο κ.τ.τ.)' - к шуму улицы συνηθίζω στο θόρυβο του δρόμου. прислушиваться ρ.δ. βλ. прислушаться. присматривать(ся) р.δ. βλ. присмотреть(ся). Присмиреть р.σ. καθησυχάζω, ηρεμώ, γαλη- γαληνεύω, καταλαγιάζω, καλμάρω· σιγώ, κάθομαι φρόνιμα· МОре'-ЛО η θάλασσα γαλήνευσε· ша- лун -ел после наказания το άταχτο παιδί η- ηρέμησε μετά την τιμωρία. присмотр, ~а α. επίβλεψη, επιτήρηση, πα- παρακολούθηση, επόπτευση, -εία. присмотреть р.σ. 1 επιβλέπω, επιτηρώ, πα- παρακολουθώ, εποπτεύω· προσέχω, φυλάγω· ~ за детьми επιβλέπω τα παιδιά. II φροντίζω, με- μεριμνώ. 2 κοιτάζω να βρω, γυρεύω, αναζητώ,ε- αναζητώ,ερευνώ. II -СЯ 1 κοιτάζω, παρατηρώ προσε- προσεχτικά. II προσέχοντας κατανοώ. 2 συνηθίζω, προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι·- К работе συ- συνηθίζω στη δουλειά· - 3 темноте συνηθίζω στο σκοτάδι. приснастйться, -ащусь, -астйшься р.σ.(απλ.) 1 βολεύομαι' εξοικονομούμαι. 2 ενώνομαι, προσκολλιέμαι. приснащиваться р.δ. 3λ. приластиться. ПРИСНИТЬСЯ, -СНЮСЬ, -СНИШЬСЯ р.σ. ονει- ονειρεύομαι, βλέπω όνειρο ή στο όνειρο. црЙСНО επ'ιρ. (παλ.) αεί, πάντα, πάντοτε· ныне И - νυν και αεί, τώρα και πάντοτε. приснопамятный επ. (παλ.) αείμνηστος, α- αξέχαστος , αλησμόνητος. ПрЙСНЫЙ επ. 1 (παλ.) παντοτινός, αιώνιος, εσαεί. 2 ουσ. πλθ. ~ые, -ых ομοϊδεάτες· οι προσκείμενοι (ο ένας στον άλλον). присобачивать р.δ. 3λ. присобачить присобачить, -чу, -чишь р.σ.μ. (απλ.) ε- εφαρμόζω, στερεώνω1 προσαρμόζω. присоветовать р.σ. (παλ. κ. απλ.) συμβου- συμβουλεύω, ορμηνεύω. ПРИСОВОКУПИТЬ, ШШ, -ПЙШЬ,иав. μτχ.παρλθ. χρ..присовокуплённый, 2р: -лён, -лена,-лено ρ.σ.μ.' (γραπ. λόγος)· επισυνάπτω. II επιλέ- επιλέγω, λέγω επιπρόσθετα. присовокупление, -Я ουδ. επισύναψη. Ι) ο- ομιλία συμπληρωματική. присовокуплять ρ.δ. 3λ. присовокупить. II -СЯ επισυνάπτομαι. присоединение, -я ουδ. 1 (συν)ένωση, σύν- σύνδεση· - проводов σύνδεση καλωδίων. II συμπε- συμπερίληψη, συνυπολόγιση, συγκατάταξη. 2 ενσω- ενσωμάτωση, προσάρτηση. II προσχώρηση· προσεται- προσεταιρισμός· συνάφεια. присоединительный επ. 1 συνδετικός, ενω- ενωτικός. 2 (γραμμ.) συμπληρωματικός* ~ые СЛО- Ва συμπληρωματικές λέζεις. II (γραμμ.) συ- συμπλεκτικός· - союз συμπλεκτικός σύνδεσμος. присоединить ρ.σ.μ. 1 (συν)ενώνω, συνδέω· - провод к электрической сети συνδέω το καλώδιο στο ηλεκτρικό δίχτυ. 2 συμπεριλα- βαίνω· συγκαταλέγω· συγκατατάσσω. II ενσωμα- ενσωματώνω· προσαρτώ. II προσχωρώ, προσεταιρίζομαι, αποκτώ συνάφεια. присоединять(ся) р.δ. βλ. присоединйть(ся). приСОЛЙТЬ р.σ.μ. αλατίζω λίγο ή συμπληρω- συμπληρωματικά. присос, -а α. απορρόφηση· άντληση. II α- αντλία. II βλ. присоска. присосать, -осу, -осёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присосанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. ροφώ' αντλώ· - ВОДУ насосом βγάζω νερό με την υδραντλία. II -СЯ κολλώ, επικάθομαι σφι- σφιχτά· пиявка -ла η βδέλλα κόλλησε (για να ρουφήξει αίμα). II χώνομαι, παρεισδύω· ει- εισχωρώ επιτήδεια* υπεισέρχομαι· παρεισφρέω. присоседиться, -севусь, -седишься ρ.σ. κάθομαι σιμά, πλησίον - А* ней κάθομαι σιμά σ' αυτήν. присоска, -и θ. κ. присосок, -ска α. σι- κύα (εκμυζητικό όργανο μερικών ζώων και φυ- φυτών) . присохнуть, -нет, παρλθ. χρ. присох -ла, -ЛО ρ.σ. στεγνώνω, ξηραίνομαι· повязка -ла К ране о επίδεσμος ζηράθηκε στην πληγή. ПРИСОЧИНИТЬ ρ.σ.μ. 1 συνθέτω συμπληρωμα- συμπληρωματικά. 2 προσθέτω παραπανήσια (κατά τη διή- διήγηση) . приспевать р.δ. βλ. приспеть. приспеть р.σ. 1 (απλ.) έρχομαι, φτάνω' ПО- ПОМОЩЬ -еет θα έρθει η 3οήθεια. 2 πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω, φτάνω" НО ПОГОДИ: приспеют ГОДЫ όμως περίμενε: 6ά 'ρθουν τα χρόνια'-ЛО время έφτασε ο καιρός. приспешник, -а α., ~ца, -Ы θ. συνεπίκου- ρος, συντρέχτης· συνεργός· ακόλουθος, οπα- οπαδός · τσιράκι. ПРИСПИЧИТЬ, -чит р.σ. (απρόσ.)· (παλ.) ο- ορέγομαι, βουρλίζομαι· -ЛО ему уехать του ο- ορέχτηκε (κατέβηκε) να φύγει' ЧТО вам -ЛО? -γιατί βιαστήκατε έτσι; приспосабливать (ся) р.δ. βλ. ириспособить- (ся). ПриСПОСОбИТЬ, -бЛЮ, -бИШЬ р.σ.μ. προσαρ- προσαρμόζω, (συν)ταιριάζω' εφαρμόζω. И -СЯ προ-
при 235 при σαρμόζομαι, εξοικειώνομαι1 συμμορφώνομαι· - К обстоятельствам προσαρμόζομαι στις περι- περιστάσεις· организм постепенно -лея о οργανι- οργανισμός βαθμιαία εγκλιματίστηκε· - к ЖИЗНИ προ- προσαρμόζομαι στη ζωή. приспособленец, -НЦа α. καιροσκόπος, χα- χαμαιλέοντας. приспособление, -Я ουδ. 1 προσαρμογή, ε- εξοικείωση· συμμόρφωση. 2 (τεχ.) συσκευή προ- προσαρμογής . Приспособленность, -И θ. προσαρμογή, ε- εξοικείωση· - организма к окружакщей среде προσαρμογή του οργανισμού προς το περιβάλλον. приспособленческий επ. καιροσκοπικός. приспособленчество, -а ουό. καιροσκοπι- καιροσκοπισμός, -ία. приспособляемость, -И θ. ικανότητα προ- προσαρμογής* προσαρμοστικότητα. приспособляй^ ся) ρ.δ. βλ. приспособить- (СЯ). припускать(ся) р.δ. βλ. припустить(ся). Припустить р.σ.μ. χαμηλώνω, υποβιβάζω, κατεβάζω λίγο· υποστέλλω* - ШТОры κατεβάζω λίγο τις κουρτίνες· - флаг υποστέλλω τη ση- σημαία. II ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω* - 0ΓΟ- нёк лампы λιγοστεύω το φως της λάμπας. II -СЯ χαμηλώνω, υποστέλλομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. пристав, -а, πλθ. -а κ. (παλ.) -ы α. 1. ο αστυνόμος· участковый ή частный - διοι- διοικητής αστυνομικού τμήματος1 Становой - δι- διοικητής χωροφυλακής. 2 επιστάτης, επιτηρη- επιτηρητής, τοποτηρητής, επόπτης· επιτετραμμένος. приставала, -Ы α. κ. θ. άνθρωπος ενοχλη- ενοχλητικός, φορτικός, βαρετός. приставание, -Я ουδ. 1 κόλληση. 2 μετάδο- μετάδοση. 3 ενόχληση. 4 προσχώρηση. 5 προσόρμηση. 6 κατάλυση, ξένιση. 7 κούραση. приставать р.δ. βλ. пристать. ПрИОТаВИТЬ, -ВЛГО, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 τοποθε- τοποθετώ, βάζω,κινώ, μετακινώ· - СТОЛ К окну κινώ το τραπέζι στο παράθυρο. II ακουμπώ, στηρί- στηρίζω, στριμώχνω, κολλώ. 2 αβγατίζω, προσθέ- προσθέτω· επιρράπτω. II παροικοδομώ. 3 αναθέτω την επίβλεψη, επιτήρηση. приставка, -И θ. 1 αβγάτισμα. II προσθή- προσθήκη, τσόντα. 2 εξάρτημα. 3 (γραμμ.) πρόθεμα. приставление, -Я ουδ. 1 τοποθέτηση πλησί- πλησίον, πλησίαση. 2 επιτήρηση, επίβλεψη. приставлять р.δ. βλ. приставить. II ~ся τοποθετούμαι πλησίον κλπ. ρ. ενεργ. φ. приставник, -а α. (παλ.) επόπτης, επιστά- επιστάτης, επιτηρητής· έφορος. приставной επ. πρόσθετος, συμπληρωματι- συμπληρωματικός · προσαρτημένος■ - стул в зрительном за- зале кинотеатра πρόσθετο κάθισμα στην αίθουσα του κινηματοθεάτρου. II στηριχτός. приставочный επ. 1 αβγατισμένος. 2 προθε- ματικός· ~ые глаголы ρήματα προ θεματικά (τα οποία έχουν μπροστά συμφυή πρόθεση): переде- переделать - μεταποιώ). пристально επίρ. επίμονα· εντατικά' με προσηλωμένη την προσοχή ή το βλέμμα. пристальность, -и θ. ένταση, προσήλωση. пристальный, επ. βρ: -лен, -льна, -льно; προσηλωμένος, επίμονος, εντατικός, τεταμέ- τεταμένος* - ВЗГЛЯД προσηλωμένο (καρφωμένο) βλέμ- βλέμμα* -ое внимание τεταμένη (αδιάπτωτη) προ- προσοχή. пристанище, -а ουδ. άσυλο, καταφύγιο* κα- κατάλυμα, λιμάνι. прйстанный επ. λιμενικός· - сторож λιμε- λιμενοφύλακας . пристанский επ. λιμενικός. пристанционный επ. πλησίον του σιδηροδρο- σιδηροδρομικού σταθμού. Пристань, -и, γεν. πλθ. -ей Θ.1 αποβάθρα· προκυμαία· σκάλα. 2 (παλ.) βλ. пристанище. 3 μτφ. γαλήνη, ησυχία, ηρεμία, λιμάνι. пристать р.σ. 1 (επι)κολλώ· грязь -ла к одежде η λάσπη κόλλησε στα ρούχα. 2 μολύνο- μολύνομαι· αρπάζω· к нему -ла малярия αυτός κόλ- κόλλησε ελονοσία. 3 ενοχλώ, σκοτίζω. II γίνο- γίνομαι φόρτωμα, φορτικός, κολλώ. 4 συνδέομαι, προσχωρώ, συνασπίζομαι. 5 προσορμίζομαι, α- αγκυροβολώ, αράζω. 6 καταλύω, ξενίζομαι. 7 (απρόσ.) αξίζω, αρμόζω, ταιριάζω, πρέπω· те- тебе не -ло заниматься такими разговорами δεν αρμόζει σε σένα να ασχολήσαι με τέτοιες κου- κουβέντες. II με πάει, μου πηγαίνει, με φέρνει καλά, μου ταιριάζει. 8 κουράζομαι, αποσταίνω· пристегать р.σ.μ. τρυπώνω (ράβω αραιά). • пристёгивать1 р.δ. βλ. пристегать. II -оя τρυπώνομαι (ράβομαι αραιά). пристёгивать2 р.δ. βλ. пристегнуть. II -ся βλ. пристегнуться. пристегнуть р.σ.μ. 1 κουμπώνω. 2 ζεύω συ- συμπληρωματικά ή παραπάνω. 3 μτφ. (απλ.) προ- προσθέτω· - к рассказу ненужные подробности προσθέτω (βάζω) στο, διήγημα άχρηστες λεπτο- λεπτομέρειες. II -СЯ 1 κουμπώνομαι κλπ. ρ.μ. 2 ε- ενώνομαι· προστίθεμαι. пристежной επ. κουμπωτός. пристигнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. при- пристиг, -ла, -ло р.σ.μ. (παλ.) βρίσκω, πετυ- πετυχαίνω, λαχαίνω, συμπτωματικά συναντώ. пристойно επίρ. κόσμια, ευπρεπώς, προση- προσηκόντως, όπως πρέπει, αρμόζει, ταιριάζει. ПРИСТОЙНОСТЬ, -И θ. κοσμιότητα, ευκοσμία, ευπρέπεια. пристойный επ., βρ: -стоен, -стойна, -о ευπρεπής, εύκοσμος· πρεπούμενος, πορ αρμό- αρμόζει, που ταιριάζει.II (παλ.) βολικός, κατάλληλος .
при 236 при пристрагивать р.б. βλ. пристрогать. II -ся πλανίζομαι, εφαρμόζομαι, συνταιριάζομαι. пристраивание, -я ουδ. βλ. пристройка A σημ.). пристраивать(ся) р.δ. βλ. пристроить(ся). пристрастие, -Я ουδ. 1 πάθος· θεριακλίκι· μανία· αρρώστια· - к музыке πάθος προς τη μουσική* - К азартным Играм μανία στα τυ- τυχερά παιγνίδια. 2 μεροληψία, προκατάληψη, ε- εμπάθεια· - В суждениях μεροληψία στις κρί- κρίσεις. II βκφρ. С ~ем με πάθος, ολόψυχα (ά- (άκρα επιμέλεια)· допрос С -ем α) (παλ.) α- ανάκριση με βασανιστήρια, β) εξονυχιστικές ερωτήσεις, ξεψάχνισμα· ψάρεμα. пристрастись, -ащу, -астйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пристращённый, βρ: -щён, -щена, -Щ6НО ρ.σ.μ. εμπνέω (ανάβω) πάθος, μανία, α- αγάπη, έρωτα" δίνω ζωηρή κλίση. II -СЯ, μερα- κλώνομαι, με πιάνει πάθος, μανία, μεράκι. пристрастность, -и θ. βλ. пристрастие B σημ.). пристрастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно θ>- ασιώτης· θεριακλής, επιθυμιάρης. II μερολη- μεροληπτικός, προκατειλημμένος· εμπαθής· -ое МНе- ние προκατειλημμένη γνώμη. пристрачивать ρ.δ. 3λ. пристрочить. II -СЯ ράβομαι. пристращать1 ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) βλ. напугать. пристращать2 р.δ. (παλ.) βλ. пристрастить. И -ся βλ, пристраститься. пристращивать(ся) р.δ. βλ. налугать(ся). пристрел, -а α. πυροβολισμός, ντουφέκια. пристреливать1 ρ.δ. βλ. пристрелить. II -ся πυροβολούμαι, ντουφεκίζομαι, φονεύομαι. пристреливать2ρ.δ. βλ. пристрелять. II -ся βλ. пристреляться. пристрелить, -елго, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пристреленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. πυροβολώ, ντουφεκίζω, σκοτώνω, φονεύω. пристрелка, -И θ. 1 ρύθμιση βολής με βλή- βλήματα. 2 δοκιμή πυροβόλου όπλου. ПриСТреЛОЧНЫЙ επ. της δοκιμαστικής ,βολής. пристрельный επ. βλ. пристрелочный. пристрелять ρ.σ.μ. 1 κανονίζω, ρυθμίζω τη βολή (με δοκιμαστικά 3λήματα). 2 ελέγχω, δο- δοκιμάζω πυροβόλο όπλο. Ι! -СЯ ρυθμίζομαι, κα- κανονίζομαι (για βολή πυροβόλου όπλου). Пристрогать ρ.σ.μ. ~λαν'ιζω· εφαρμόζω, συ- συνταιριάζω. Пристроить, р.σ.μ. 1 παροικοδομώ. 2 διευ- διευθετώ, τακτοποιώ, βολεν,ο1. 3 βάζω (τακτοποιώ) σε δουλειά. II προσκολλώ. 4 συντάσσω πλησίον - второй ВЗВОД К третьму συντάσσω τη δεύτε- δεύτερη διμοιρία κοντά στην τρίτη. II -СЯ 1 το- τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι, βολεύομαι. 2 πιά- πιάνω δουλειά, τακτοποιούμαι σε εργασία.II προ- σκολλιέμαι, 3 εισχωρώ· προσχωρώ. пристройка, -И θ. 1 παροικοδόμηση. 2 πα- ροικοδόμημα" παράρτημα οικοδομής. ПРИСТРОЧИТЬ р.σ.μ. γαζώνω, ράβω στη μη- μηχανή . пристругать р.σ.μ. βλ. пристрогать. пристругивать ρ.δ. βλ. пристрогать. II -ся πλανίζομαι· εφαρμόζομαι, συνταιριάζομαι. приструнивать р.δ. βλ. приструнить. приструнить р.σ.μ. συμμαζεύω, περιορίζω, σφίγγω τα λουριά" χαλιναγωγώ, συμμορφώνω. пристукнуть р.σ. 1 χτυπώ, κροτώ. 2 μτφ. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω. приступ, -а α. 1 (παλ.) αρχή, έναρξη 2 (παλ.) εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.). 3 παροξυσμός, κρίση· - лихорадки παροξυσμός πυρετού· - кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας· сердечный - καρδιακή κρίση. 4 πλη- πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση. 5 (στρατ.) έφοδος· ВЗЯТЬ -ом παίρνω με έφοδο. II εκφρ. -у нет είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις). приступать ся) ρ.δ. βλ. приступитеся). приступить, -уплго, -упишь р.σ. 1 αρχίζω, κάνω αρχή, έναρξη· - К Делу, К работе αρχί- αρχίζω το έργο, την εργασία. 2 (παλ.) βλ. ПОД- СтупЙТЬ Aσημ.). 3 (παλ.) επιμένω, ενοχλώ, κολλώ. II -ся βλ. подступиться. II βκφρ. не -ишься ή нельзя - к ксму-чему είναι απρόσι- απρόσιτος (αδύνατο να επικοινωνήσεις) ή είναι α- απρόσιτο (πανάκριβο). приступка, -и θ. βλ. приступок. приступок, -пка α. σκαλοπάτι, σκαλί, βαθ- βαθμίδα κλίμακας. пристывать р.δ. βλ. пристыть. ПРИСТЫДИТЬ, -ЫЖу, -ЫДЙШЬ,пав. μτχ. παρλθ. χρ. пристыжённый, βρ: -жён, -жена, -жено; ντροπιάζω· при всех -йл его за ложь μπροστά σε όλους τον ντρόπιασε γιατί είπε ψέματα. пристыжать р.δ. βλ. пристыдить. пристыть κ. пристынуть, -ыну, -ынешь р.σ. (απλ.) παγώνω, κολλώ στ.ον πάγο" бревно -ЛО ко льду το κούτσουρο κόλλησε στον πάγο. ПриСТЯЖКа, -И θ. 1 ζεύξη βοηθητική (πλευ- (πλευρική). 2 βοηθητικό ζευγμένο άλογο. 3 σαγή βοηθητικής ζεύξης. пристяжной επ. βοηθητικός της σαγής. II θ. ουσ. βοηθητικό ζευγμένο άλογο. присудить, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присуждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. 1 (κατα)δικάζω, επιβάλλω ποινή. 2 α- απονέμω, δίνω· βραβεύω1 на выставке ему -ли медаль στην έκθεση τον έδοσαν μετάλλιο· жу- жури -ло ему первую премию οι αγωνοδίκες του έδοσαν το πρώτο βραβείο.
при 237 при Присуждать р.δ. βλ. присудить. II -СЯ απο- απονέμομαι . присуждение, -Я ουδ. απονομή' βράβευση· - наград απονομή βραβείων. присутственный επ. (παλ.) της παρουσίας, της υπηρεσίας1 - день μέρα υπηρεσίας, εργά- εργάσιμη μέρα· -ые часы ώρες εργασίας· ~ое вре- время χρόνος (ώρα) εργασίας. II εκφρ. -ое мес- место κρατικό ίδρυμα. присутствие, -я ουδ. η παρουσία· он чес- честил его своим -ем αυτός τον τίμησε με την παρουσία του· В -и με παρουσία" В моём -и με παρουσία μου, μπροστά σε μένα. II ύπαρξη. 2 (παλ.) υπηρεσία, εκτέλεση υπηρεσιακών κα- καθηκόντων σε ιδρύματα· - началось ещё с утра η υπηρεσία άρχισε ακόμα απο το πρωί" Сего- дня В канцелярии ~Я нет σήμερα τα γραφεία δεν εργάζονται (αργούν). 3 (παλ.) κρατικό ίδρυμα. II εκφρ. - духа ψυχραιμία, αυτοκυ- αυτοκυριαρχία, αυτοεπιβολή, αυτοκράτεια. присутствовать, -ствую, -ствуешь, μτχ. ενστ. присутствующий ρ.δ. 1 είμαι παρών,πα- ρίσταμαι, παρευρίσκομαι" - на собрании εί- είμαι παρών στη συνέλευση· ОН не -ал при на- нашем разговоре αυτός δεν παρευρίσκονταν στη συνομιλία μας. II υπάρχω. 2 (παλ.) υπηρετώ, εκτελώ υπηρεσιακά καθήκοντα. присутствующий ουσ. απο μτχ. ~ие πλθ. οι παρόντες· список - их κατάλογος παρόντων. присуха, -И θ. (λκ. ποίηση). 1 μάγια με βοτάνι αγάπης. 2 αγαπητό πρόσωπο. присучать ρ.δ. βλ. присучить. Η -ся στρί- στρίβομαι, συνδέομαι με στρίψιμο. присучивание, -я ουδ. βλ. присучка. присучивать р.δ. βλ. присучить. II -ся στρίβομαι, συνδέομαι με στρίψιμο. Присучить ρ.σ.μ. στρίβω, συστρίβω, συνδέω στρίβοντας. присучка, -И θ. στρίψιμο, σύνδεση με στρί- στρίψιμο. присушивать р.δ. βλ. присушить. II -ся ζη- ραίνομαι λίγο. присушить р.σ.μ. 1 ξηραίνω λίγοι στεγνώνω λίγο. 2 (διαλκ.) μαγεύω, κάνω μάγια. II μτφ. μαραίνω απο αγάπη присущий επ., βρ: -сущ, -а, -е έμφυτος, ενυπάρχων ίδιος, ιδιάζων· χαρακτηριστικός" С -ей ему иронией με την ιδιάζουσα σ' αυ- αυτόν ειρωνία. присчёт, -а α. (απλ.) προσυπολογιση, προ- συπομέτρηση. Присчитать ρ.σ.μ. προσυπολογίζω, προσυπο- μετρώ. присчитывать р.δ. βλ. присчитать. II -ся προσυπολογίζομαι. присылать ρ.δ. βλ. прислать. II -ся (απο)- στέλλομαι. Присылка, -И θ. αποστολή· - денег αποστο- αποστολή χρημάτων. II δέμα σταλμένο, αποδοσίδι, α- μανάτι. присыпание, -я ουδ. βλ. присыпка. присыпать, -плю, -плешь, προστκ. присыпь р.σ.μ. 1 (προσ)επιπάσσω, πασπαλίζω. 2 επι- πάσσω ελαφρά. 3 ρίχνω· - землю к забору ρί- ρίχνω χώμα στο περί φράγμα. присыпать, -аго, -аешь р.δ. βλ. присыпать. II -СЯ επιπάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. присыпка, -И θ. (προσ)επίπαση, πασπάλι- σμα συμπληρωματικό· - свежей рыбы СОЛЬЮ ε- πίπαση του φρέσκου ψαριού με αλάτι. II επί- πασμα (υλικό). присыхать р.δ. βλ. присохнуть. присюспсивать р.δ. βλ. сюсюкать. Присяга, -И θ. όρκος· ορκωμοσία· ορκοδο- σία# военная - στρατιωτικός όρκος· нарушить -У αθετώ τον όρκο, επιορκώ* принять -у ορ- ορκίζομαι1 ложная - ψευδορκία· приводить к ~е ορκίζω, βάζω να ορκιστεί· говорить под -ОЙ ορκίζομαι σ' ό,τι ομιλώ" ПОД -ОЙ με όρκο. присягать р.δ. ορκίζομαι, δίνω όρκο, ομό- νω, ομνύω1 - на верность ορκίζομαι πίστη. присягнуть р.σ. βλ. присягать. присядка, ~И θ. ρωσικός ημικαθιστός χορός. присяжный επ. 1 (παλ.) ορκισμένος. 2 μό- μόνιμος, παντοτινός. 3 ουσ. ο ένορκος (μέλος ορκωτού δικαστηρίου). II βκφρ. - заседатель βλ. з σημ. - поверенный συνήγορος- суд -ых δικαστήριο ενόρκων. притаить ρ.σ.μ. κρύβω· συγκρατώ· - дыха- ние κρατώ την αναπνοή (για να μη γίνω α- αντιληπτός). II -СЯ κρύβομαι" ОН -ЛСЯ В углу •αυτός κρύφτηκε στη γωνία. приталкивать р.δ. βλ. притолкать. II -ся σπρώχνομαι, ωθούμαι, κινούμαι·με σπρώξιμο. притаНЦОВЫВаТЬ р.δ. βαδίζω σα να χορεύω. притаптнвать(ся) р.δ. βλ. притоптать(ся). притаскивать(сяу р.δ. βλ. притащйть(ся). притачать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притачанный, βρ: -чан, -а, -о συρράπτω. притачивание1, -я ουδ. βλ. притачка. Притачивание? -Я ουδ. τρόχισμα, ακόνισμα. притачивать1 ρ.δ. βλ. притачать. II -ся συρ- ράπτομαι. притачивать2 ρ.δ . βλ. ПРИТОЧИТЬ. II -СЯ τρο- τροχίζομαι, ακονίζομαι. Притачка, -И θ. συρραφή· - рукавов συρρα- συρραφή μανικιών. притащЙТЬ ρ.σ.μ. φέρω σέρνοντας· - бревно φέρω το κούτσουρο σέρνοντας το. II φέρω, κο- κομίζω· - С СОбОЙ КОрОбку КОНфеТ φέρω μαζί μου ένα κουτάκι καραμέλες. II παρουσιάζω· Я -ЙЛ К вам своего приятеля σας έφερα το φίλο μου.
при 238 при II -СЯ έρχομαι, φτάνω με δυσκολία, αργοβαδί- ζοντας· -лея инвалид на хромой ноге ήρθε με δυσκολία ο ανάπηρος, κουτσαίνοντας απο το ένα πόδι. притвор, ~а α. 1 το ~αρά τον πυλώνα μέρος της εκκλησίας. 2 θυρόφυλλο, παραθυρόφυλλο-3 ραφή, χαραμάδα (σημείο σύμπτυξης) θυρόφυλλων ή παραθυρόφυλλων. притвора, ~ы α. κ. θ. βλ. притворщик, ~ца. притворить, -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притворенный, βρ: -рен, ~а, -о р.σ.μ. κλείνω ελαφρά· - за собой дверь κλείνω πίσω μου ελαφρά την πόρτα. Η -СЯ κλείνομαι ελα- ελαφρά. Притвориться, -ргось, -рйшься р.σ. προσποι- προσποιούμαι, παρασταίνω, κάνω πως είμαι" υποκρί- υποκρίνομαι" υποδύομαι" - больным κάνω τον άρ- άρρωστο" ~ ГЛУХИМ κάνω τον κουφό" - МёрТВЫМ κάνω τον πεθαμένο· - незнающего κάνω τον ανήξερο. притворно επίρ. προσποιητά, υποκριτικά. Притворность, -И θ. προσποίηση,υποκρισία. притворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно προ- προσποιητός· πλαστός· υποκριτικός. Притворство, -а α. προσποίηση, πλαστότη- τα, υποκρισία. притворствовать, -стзую -ствуешь р. δ. (παλ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι. ПриТВОрщИК, ~а α., -Ца, ~Ы θ. υποκριτής, -ίτρια, ηθοποιός. притворять(ся) р.δ. βλ. притворйть(ся). притворяться р.δ. βλ. притвориться. притекать р.δ. βλ. притечь. ПритемНИТЬ ρ.σ.μ. σκοτεινιάζω λίγο· - КО- МНату κάνω το δωμάτιο λίγο σκοτεινό. притемнять ρ.δ. βλ. притемнить. II -ся γί- γίνομαι λίγο σκοτεινός. ПрИХенЙТЬ ρ.σ.μ. σκιάζω, επισκιάζω, κάνω σκιά" βάζω στη σκιά. Притенять р.δ. βλ. притенить. II -СЯ σκιά- σκιάζομαι, επισκιάζομαι" μπαίνω στη σκιά. притереть ρ.σ.μ. ωθώ, σπρώχνω γερά" - Πρό- бку В бутылку βουλώνω (ταπώνω) γερά-το μπου- μπουκάλι. II -СЯ 1 πλησιάζω πολύ, κολλώ" διπλα- ρώνω. 2 μτφ. προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι, συνηθίζω. притерпеться, -терплюсь, -терпишься р.σ. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, βαστώ, κρατώ" К боли βαστώ τον πόνο. притёртый επ. απο μτχ. εφαρμοστός· - кла- клапан εφαρμοστή βαλβίδα" флакон С ~ОЙ пробкой φυαλίδιο με εφαρμοστό βούλωμα. притесать р.σ. πελεκώ (για συνταίριασμα)* - брёвна πελεκώ κορμούς για συνταίριασμα. притеснение, -Я ουδ. 1 καταπίεση, καταδυ- καταδυνάστευση. 2 πίεση, σφίξιμο" στρίμωγμα. притеСНЙТель, ~я α., ~ница, -Ы θ. καταπι- καταπιεστής , δυνάστης, τύραννος. притеснительный επ., βρ: -лен, -льна, -о (παλ.) καταπιεστικός, τυραννικός· ~ые меры καταπιεστικά μέτρα. притеснить, -ню, -ншь, παθ. μτχ. παρ.λθ· χρ. притеснённый, βρ: -нён, -нена, -но р.σ. μ. 1 καταπιέζω, καταδυναστεύω, τυραννώ. 2 πιέζω, σφίγγω· στριμώχνω" неприятель ~ли К реке τον εχθρό τον στρίμωξαν στο ποτάμι. Притеснять ρ.δ. βλ. притеснить. II -СЯ κα- καταπιέζομαι, καταδυναστεύομαι· τυραννιέμαι. притёсывать р.δ. βλ. притесать. II -ся πε- πελέκι έμα ι. притечь ρ.σ., μτχ. παρλθ. χρ. притёкший κ. притёкший ρέω, εισρέω- вода -кла к дому το νερό έρευσε προς το σπίτι· дождевая вода -КЛа В ЛОЖбЙну το νερό της βροχής εισέρευ- σε στο λάκκο. II μτφ. έρχομαι, καταφτάνω. притирание, -Я ουδ. 1 τριβή, τρίψιμο* μά- μάλαξη· - лица τρίψιμο του προσώπου. 2 κα- λυντικό μάλαξης. притирать р.δ.μ. 1 βλ. притереть. 2 τρί- τρίβω, μαλάσσω με καλυντικό. II -СЯ τρίβομαι" - кремом τρίβομαι με κρέμα. притирка, -И θ. 1 εφαρμογή, προσαρμογή. 2 τριβή, τρίψιμο. 3 (απλ.) τρίψιμο, εντριβή· μάλαξη. притирочный επ. εκτριπτικός, εντριπτικός, της τριβής, του τριψίματος. притйскивать(ся) р.δ. βλ. притиснуть(ся). притиснуть р.σ.μ. σφίγγω, πιέζω δυνατά σε κάτι· μαγγώνω· συνθλίβω· κολλώ· ВЫ меня -ЛИ К стене εσείς με κολλήσατε στον τοίχο· Палец μαγγώνω το δάχτυλο. II -СЯ σφίγγομαι, πιίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Я -ЛСЯ К забору и дцал, пока давка прекратиться εγώ κόλλησα στον περίβολο και περίμενα, ώσπου να πάψει ο συνωστισμός. притихать р.δ. βλ. притихнуть притихнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ.притих, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. притихший κ. при- притихнувший ρ . σ . 1 καθησυχάζω· σιγώ· σταματώ" (για θόρυβο, φωνές κ.τ.τ.)· дети -ли ταπαι- διά καθησύχασαν. 2 κοπάζω, καλμάρω, καταλα- καταλαγιάζω" ветер -их о άνεμος κόπασε. приткнуть ρ.σ.μ. (απλ.) 1 καρφιτσώνω" бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παρα- παραμάνα. 2 χώνω, βολεύω1 ταχτοποιώ" διευθετώ" -Й вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γω- γωνία. 3 μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά" χώ- χώνω. II -СЯ 1 βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενό- στενόχωρα" στριμώχνομαι. II καταλύω, βρίσκω κατά- κατάλυμα, χώνομαι κάπου. 2 μτφ. (απλ.) ταχτο- ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά" χώνομαι. приток, -а α. 1 εισροή· - денег εισροή
при 239 при χρημάτων" - свежего воздуха μπάσιμο καθα- καθαρού αέρα. 2 μτφ. αύξηση, άνοδος- φορά1 при- чувствовать - СИЛ αισθάνομαι, άνοδο των δυ- δυνάμεων . 3 παραπόταμος. пригожа, -и θ. βλ. притолока. Притолкать р.σ.μ. (απλ.) σπρώχνω, κινώ με σπρωξίματα. притолкнуть р.σ. (απλ.) σπρώχνω, κινώ με σπρωξιά. приТОЛОКа, -И θ. το ανώφλιο της πόρτας ή ο παραστάτης, η παραστάδα. притом σΰνδ. (συνήθως με τις λέξεις: И, а, да) επί πλέον, κοντά σ' αυτό, ακόμα, προσέ- τι, μαζ ί με τ' άλλα. притомить р.σ.μ. (απλ.) κουράζω, κοπιάζω· - лошадей быстрой ездой κουράζω τα άλογα με το γρήγορο τρέξιμο. II -СЯ κουράζομαι, κοπι- κοπιάζω. притомлять(ся) р.δ. βλ. притомить( ся). ПРИТОН, -а α. κρύπτη, κρυψώνας, κρησφύγε- κρησφύγετο" καταγώγιο (κακοποιών)" άντρο. Притопнуть ρ.σ. ποδοκροτώ. притоптать ρ.σ.μ. ποδοπατώ, τσαλαπατώ. 11 -СЯ ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι" трава В саду -лась το χορτάρι στον κήπο τσαλαπατή- τσαλαπατήθηκε. притоптывать р.δ. βλ. притопнуть. приторачивать р.δ.μ. βλ. приторочить. II -СЯ προσδένομαι στο σάγμα.. приторговать р.σ.μ. παζαρεύω. II -СЯ ρωτώ να μάθω την τιμή. приторговывать р.δ. 1 βλ. приторговать. 2 εμπορεύομαι συμπληρωματικά (εκτός της κύρι- κύριας ασχολίας). II -СЯ 1 παζαρεύομαι. 2 εμπο- εμπορεύομαι συμπληρωματικά. притормаживать р.δ.μ.я. αμ. βλ. притормо- притормозить. притормозить р.δ.κ.σ.μ.κ. αμ. φρενάρω λί- λίγο, κόβω λίγο την ταχύτητα. Приторность, -и θ. λιγούρα, λιγούριασμα. приторный επ., βρ: -рен, -рна, ~рно.1 λι- γουδιαστικός" -ое блюдо λιγουδιαστικό φαγη- φαγητό" -ая конфета λιγουδιαστική καραμέλα. 2 μτφ. παρατραβηγμένος, αηδιαστικός, άχαρος· -ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο" -Ые ΚΟ- ПЛИМентЫ παρατραβηγμένα κοπλιμέντα. Приторочить ρ. σ. μ. προσδένω στο σάγμα. II δένω, στερεώνω. приточить ρ.σ.μ. τροχίζω λίγο" - стёкла к Очкам τροχίζω λίγο τα γυαλιά (για να μπουν στο σκελετό των ματογυάλιων)· приточка, -И θ. τρόχισμα ελαφρό. ПРИТОЧНЫЙ επ. τρεχούμενος, ρέων -ые ВОДЫ τα τρεχούμενα νερά.· - воздух о εισερχόμε- εισερχόμενος αέρας. притрава, -Ы θ. (για ζώο, πτηνό)" εξάσκη- εξάσκηση για κυνήγι. притравить, -травлю, -травишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притравленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (κυνηγ.) συνηθίζω ζώο για κυνήγι. притравливать р.δ. βλ. притравить. притрагиваться р.δ. βλ. притронуться. притрепать, -еплю, -ёплешь р.σ.μ. (απλ.) κουρελιάζω, λιώνω, φθείρω, αχρηστεύω. II -СЯ κουρελιάζομαι, γίνομαι ράκος, φθείρομαι, α- αχρηστεύομαι . притронуться ρ.σ. επιψαϋω, επιψηλαφίζω, θίγω, εγγίζω, άπτομαι ελαφρά. II δοκιμαζ'ο, εγγίζω· он не -лея к супу αυτός ούτε τη δο- δοκίμασε τη σούπα. Притрусить, -ушу, -усЙШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. притрушенный, βρ: член, -а, -о (απλ.) επιπάσσω" στρώνω με κοκκώδες υλικό. притрусить2, -ушу, -усишь р.σ. (απλ.) έρ- έρχομαι, φτάνω με τροκ. Притулить р.σ.μ. (απλ.) ακουμπώ, στηρίζω, στριμώχνω· κολλώ· - СТОЛ К стене κολλώ το τραπέζι στον τοίχο. Π -СЯ ακουμπώ, στηρίζο- στηρίζομαι, στριμώχνομαι. II βολεύομαι, τακτοποι- τακτοποιούμαι. ПрИТупёть р.σ. (παλ.). 1 στομώνω. 2 μτφ. αμβλύνομαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω. Притупить, -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притуплённый, βρ: -лен, -а, -о κ. при- притуплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 στομώνω· - ТОПОр στομώνω το τσεκούρι. 2 μτφ. αμβλύνω, εξασθενίζω, αδυνατίζω" - память εξασθενίζω τη μνήμη. II -СЯ 1 στομώνω, αμ- αμβλύνομαι" НОЖ -ЛСЯ το μαχαίρι στόμωσε. 2 ε- εξασθενίζω, αδυνατίζω. притупление, -Я ουδ. 1 στόμωση, άμβλυν- «η. 2 μτφ. εξασθένιση, αδυνάτισμα. притупленность и. притуплённость, -и θ. αμβλύτητα, εξασθένιση, αδυνάτισμα. притуплённый κ. Притуплённый επ. απο μτχ. αμβλύς, άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος· -ое воображение αμβλεία φαντασία. притуплять(ся) р.δ. βλ. притупйть(ся). притухать ρ.δ. βλ..притухнуть. притухнуть, -нет, παρλθ. χρ. притух, -ла, ~ло р.σ. αδυνατίζω, εξασθενίζω, λιγοστεύω, κοντεύω να σβήσω (για φως, φωτιά κ.τ.τ.). притушить ρ.σ.μ. (απλ.) σβήνω· - ли пожар έσβησαν την πυρκαγιά. II λιγοστεύω, χαμηλώ- χαμηλώνω" - лампу χαμηλώνω το φως της λάμπας. притча, -Ы θ. 1 (γραπ. λόγος)" παραβολή, αλληγορικό ηθικοπλαστικό διήγημα. II αλληγο- αλληγορία, αλληγορική έκφραση· ГОВОРИТЬ -ами μιλώ αλληγορικά. 2 (σε ερωτηματικές και επιφωνη- ματικές προτάσεις)· ακατανόητο, ανεξήγητο πράγμα" ЧТО за ~? τι (πράγμα) είν' αυτό; Π εκφρ. - на языцех κοινολόγηση, σούσουρο.
при 240 при притыкать р.δ. βλ. приткнуть. Притягательность, -И θ. ελκυστικότητα. притягательный επ., βρ: -лен, -льна,-льно ελκυστικός, ελκτικός· в её взгляде было что- то ~ое στο βλέμμα της υπήρχε κάτι το ελκυ- ελκυστικό. притягивать р.δ. 1 βλ. притянуть. 2 μτφ. προσελκύω, τραβώ" προξενώ (για συμπάθεια, α- αγάπη κ.τ.τ.). II -ся βλ. притянуться. Притяжательный επ. (γραμμ.) κτητικός"-Οθ местоимение κτητική αντωνυμία. притяжение, -я ουδ. έλξη· - магнита έλξη του μαγνήτη· ЗЭКОН 3ΘΜΗΟΓΟ -Я о νόμος της έλξης της γης. притязание, ~Я ουδ. αξίωση, απαίτηση, δι- διεκδίκηση- αντιποίηση. II επιδίωξη, βλέψη. притязательный επ., βρ: -лен, -льна,-льно απαιτητικός, διεκδικητικός· - ТОН απαιτητι- απαιτητικός τόνος. притязать р.δ. (παλ.) αξιώνω, απαιτώ, δι- διεκδικώ" αντιποιούμαι" - на наследство εγεί- εγείρω αξιώσεις για την κληρονομιά- - на власть αντιποιούμαι της αρχής (εξουσίας). II επιδι- επιδιώκω, αποβλέπω, αποσκοπώ, έχω βλέψεις. притянуть ρ.σ.μ. 1 τραβώ, έλκω, σύρω, σέρ- σέρνω1 - ЛОДКУ К берегу' τραβώ τη βάρκα στην α- ακτή" - за ВОЛОСЫ τραβώ απο τα μαλλιά" - ма- ГНЙТОМ τραβώ με το μαγνήτη. 2 καλώ, κλη- τεύω" ~ К ответу καλώ να απολογηθεί, να δό- σει λόγο" - К суду σέρνω στο δικαστήριο. II II εκφρ. - за ВОЛОСЫ ή за уши το παρατραβώ, το παρακάνω' προβάλλω ασύστατες δι- δικαιολογίες, κρίσεις. II -СЯ τραβιέμαι, έλ- έλκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Приубрать р.σ.μ. τακτοποιώ, διευθετώ, συ- συγυρίζω. И -СЯ τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρί- συγυρίζω. Ι! (απλ.) καλοντύνομαι" ~ К празднику φο- φορώ τα γιορτινά. приуготовительный επ. προκαταρκτικός, προ- προπαρασκευαστικός . ПРИУГОТОВИТЬ р.σ.д. (παλ.) προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, προκαταρτίζω. приуготовлять р.6. βλ. приуготовшь. II -ся προετοιμάζομαι, προπαρασκευάζομαι, προκα- προκαταρτίζομαι . приударить р.σ. 1 μ. χτυπώ (πάνω σε κάτι). 2 (απλ.) πηγαίνω ολοταχώς, πετάγομαι. 3 κορτάρω, φλερτάρω, ερωτοτροπώ. приудержать р.σ. .ι. συγκρατώ, περιορίζω λί- λίγο· - лошадь χαλιναγωγώ λίγο το άλογο. II μτφ. αδυνατίζω, μετριάζω. приудерживать р. ι. βλ. приудержать. II -ся συγκρατιέμαι, περιορίζομαι. приукрасить ρ.σ.-ι. 1 στολίζω· - комнату στολίζω το δωμάτιο. 2 μτφ. ωραιοποιώ, εξω- εξωραΐζω, εμφανίζω ωραιότερο απο την πραγματι- πραγματικότητα. II -СЯ στολίζομαι, κοσμούμαι" город -ЛСЯ К празднику η πόλη στολίστηκε για τη γιορτή. II ομορφαίνω, γίνομαι πιο όμορφος. приукрашать(ся) р.δ. βλ. приукрасйть(ся). приукрашивать(ся) ρ.δ. βλ. приукраситься). приулечься, -лягусь, -ляжепгься, -лягутся, παρλθ. χρ. приулёгся, -леглась, -лось р.σ. καθησυχάζω, κοπάζω, καλμάρω, καταλαγιάζω, η- ηρεμώ" ветер -лёгся о άνεμος εκόπασε. преуменьшать р.δ. βλ. приуменьшить. II -ся μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω. приуменьшение, ~Я ουδ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα· περιορισμός. Приуменьшить, -еньшу, -ёньшЙШЬ р.σ.μ. ε- ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω' περιορίζω- расходы περιορίζω τα έξοδα. приумножать(ся) ρ.δ. βλ. приумножить(ся). Приумножение, -Я ουδ. αύξηση, πλήθυνση , πολλαπλασιασμός· αβγάτισμα. приумножить р.σ.μ. αυξαίνω, πληθύνω, πολ- πολλαπλασιάζω· - СВОЙ ДОХОДЫ αυξαίνω τα έσο- έσοδα μου. II -СЯ αυξαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. приумолкать ρ.δ. βλ. приумолкнуть. приумолкнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. при- приумолк, -ла, -ЛО р.σ. σιγώ· σιωπώ: παύω,στα- παύω,σταματώ (ξαφνικά ή για λίγο). приумыть ρ.σ.μ. πλύνω καλά. II -СЯ πλύνο- μαι καλά. приуныть, -НОЮ, -Ηόεωίρ.σ. θλίβομαι" α- αποθαρρύνομαι . приурочивать ρ.δ. βλ. приурочить. И -ся κανονίζομαι έτσι, ώστε να συμπέσει. приурочить р.σ.μ. κανονίζω έτσι, ώστε να συμπέσει" - отъезд К получению денег κανο- κανονίζω την αναχώρηση μου ανάλογα με τη λήψη χρημάτων. приусадебный επ. κοντά στην αγροικία" сад δεντρόκηπος κοντά στην αγροικία. приустать, -ану, -анеШЬ р.σ. κουράζομαι, αποσταίνω. приутихать р.δ. βλ. приутихнуть. приутихнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. при- приутих, -ла, -ЛО р.σ. ησυχάζω, κοπάζω, ηρεμώ, καταλαγιάζω" ветер -ИХ о άνεμος κόπασε. приупоживать р.δ. βλ. приутюжить. приутюжить р.σ.μ. σιδερώνω (ρούχα). приучать(ся) р.δ. βλ. приучйть(ся). приучение, -Я ουδ. συνήθιση, μάθημα, εξοι- εξοικείωση. ПриучЙТЬ, -учу -УЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. συ- συνηθίζω, μαθαίνω' εξοικειώνω" - Себя К ХОЛО- ХОЛОДУ συνηθίζω τον εαυτό μου στο κρύο" - Κ ΠΟ- РЯДКУ συνηθίζω στην τάξη- - Себя рано ВСТа- ваТЬ συνηθίζω τον εαυτό μου να σηκώνομαι νωρίς. II -СЯ συνηείζω, μαθαίνω" εξοικειώνο-
при 241 при μαι· Я ~ЛСЯ рано вставать συνήθισα να σηκώ- σηκώνομαι νωρίς. црифасОНИХЬСЯ р.σ. (απλ.) κομψεύομαι, γί- γίνομαι φανταχτερός. ♦прификс, -а α. (παλ.) πρι φιξ, καθορισμέ- καθορισμένη τιμή. ПрифраНТЙШЬСЯ, -НЧуСЬ, -НТЙШЬСЯ р.σ. ντύ- ντύνομαι κομψά, λαμπροφορώ, ντύνομαι άψογα. прифронтовой επ. κοντά στο μέτωπο" - ГОС- ПИТаль στρατιωτικό νοσοκομείο κοντά στο μέ- μέτωπο. прихваливать ρ.σ.μ. επαινώ (μαζί με άλλη ενέργεια)· вСТ да -ает τρώει και επαινεί. прихварывать р.δ. είμαι λίγο άρρωστος· α- όιαθετώ. Прихвастнуть р.σ. παινεύομαι, καυχιέμαι λί- λίγο. Ι) μ. μτφ. υπερβάλλω, παραγεμίζω, βάζω καρυκεύματα (κατά τη όιήγηση). прихвастывать р.δ. βλ. прихвастнуть. прихватить ρ.σ.μ.1 πιάνω, συλλαμβάνω δυνα- δυνατά, σφιχτά. II συγκρατώ, δένω προσωρινά. 2 παίρνω μαζί μου· - зонт на случай дождя παίρνω μαζί μου την ομπρέλα σε περίπτωση βρο- βροχής. II παίρνω· надо бы денег - в долг πρέ- πρέπει να πάρω δανεικά χρήματα. II παίρνω παρα- παραπάνω. 3 παγώνω λίγο, βλάπτω, χαλνώ· мороз -ЙЛ цветы о πάγος έβλαψε τα λουλούδια· Цве- ТЫ -ЛО утренником (απρόσ.) τα λουλούδια τα πείραζε ο πάγος κατά το πρωί. 4 αρρωσταίνω ξαφνικά" με χτυπά· паралЙЦОМ его -ЛО τον χτύπησε παράλυση, έπαθε παράλυση. Прихватка, ~И θ. 1 πιάσιμο, σύλληψη. 2 πάρσιμο. 3 (τεχ.) ελαφρά συγκόλληση μετάλ- μετάλλων , π ιάσιμο. прихватывание, -я ουδ. βλ. прихватка. прихватывать ρ.δ. βλ. прихватить. Π -ся πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. прихворнуть р.σ. βλ. прихварывать. Прихвостень, -ТНЯ α. κωλοούζος· κωλογλεί- φτης (υβριστικά). прихлебала, -ы α.κ. θ. прихлебатель. прихлебатель, -я α., -ница, -ы о. τσανα- κογλείφτης· χαραμοφάης, παράσιτος, αμακαδό- ρος, -κατζής. прихлебательский επ. παρασιτικός. прихлебательство, -а ουδ. παρασιτισμός. прихлебнуть р.σ. βλ. прихлёбывать. Прихлёбывать р.δ.μ. ροφώ, καταπίνω ροφώ- ροφώντας . прихлестнуть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прихлёстнутый, βρ: -Нут, -а, ~0. 1 χτυπώ, σπρώχνω· ВОЛНОЙ -ЛО лодку К берегу το κύμα έρριζε τη βάρκα στην ακτή. 2 δένω (με λωρί). ПрИХЛёСТЫВаТЬ р.δ.μ. μαστιγώνω' - ЛОШаДЬ χτυπώ με το μαστίγιο το άλογο. прихлопнуть ρ.σ.μ. 1 χτυπώ· - рукой ПО столу χτυπώ το χέρι πάνω στο τραπέζι. II φο- φονεύω, σκοτώνω. 2 καταφέρω χτύπημα· ~ кну- ШОМ μαστιγώνω. 3 κλείνω με κρότο" - дверь κλείνω με κρότο την πόρτα. 4 πιάνω, μαγγώ- νω· - палец дверью πιάνω το δάχτυλο με την πόρτα. 5 απαγορεύω, κλείνω" цензура -ла га- газету η λογοκρισία έκλεισε την εφημερίδα. прихлопывать р.δ. ι βλ. прихлопнуть. 2 χειροκροτώ. прихлынуть, -нет р.σ. ρέω ή χτυπώ ορμητι- ορμητικά" ВОЛНЫ -ЛИ на берег τα κύματα χτύπησαν ορμητικά στην ακτή· кровь -ла К голове το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι. II ξεχύνομαι, ορμώ" толпа -ла к дому το πλήθος όρμησε κατά το σπίτι. II μτφ. κυριεύω, καταλαβαίνω· πληρώ, γεμίζω. прихмурить(ся) ρ.σ. βλ. нахмурить(ся) με σημ. λίγο. Приход, -а α. 1 άφιξη, ερχομός, έλευση· - весны о ερχομός της Ανοιξης· - ВОЙСК άφιξη στρατευμάτων· - поезда άφιξη του τρένου" - К власти η άνοδος (ερχομός) στην εξουσία.Π (λογστ.) έσοδο, έμβασμα. 3 ενορία, τοπική περιφέρεια ναού. 4 (παλ.) βλ. казначейство. приходить(ся) р.δ. βλ. прийтй(сь). приходный επ. των εσόδων -ая книга βι- βιβλίο εσόδων. приходовать, -ДУЮ, -дуешь р.δ.μ. καταχωρώ (έσοδα, ποσά)· - поступающие суммы καταχωρώ τα εισερχόμενα ποσά. приХОДО-расхОДНЫЙ επ. των εσόδων και ε- εξόδων -ая книга βιβλίο εσόδων και εξόδων. прихОДСКИЙ επ. ενοριακός. II εκψρ. -ая ШКО- ла βλ. церковноприходская (школа). ПРИХОДЯЩИЙ επ. απο μτχ. εξωτερικός" учй- £ИЩе ДЛЯ -ИХ учеников σχολή εξωτερικών μα- μαθητών - ученик εξωτερικός μαθητής· -ая НЯНЯ παραμάνα εξωτερική· -ая домработница παραδουλεύτρα. прихожанин, -а α., πλθ. -лане, -лан α.-ка -И θ. (εκκλσ.) ενορίτης, -ισσα. Прихожая, -ей θ. προθάλαμος, χωλ. прихорашивать р.δ.μ. ομορφαίνω, καλύνω, ωραιοποιώ. II -СЯ ομορφαίνω, γίνομαι όμορ- όμορφος, ωραίος. ПРИХОТЛИВОСТЬ, -И θ. ιδιοτροπία· δυστρο- δυστροπία· καπρίτσιο. прихотливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 ιδι- ιδιότροπος, δύστροπος, καπριτσόζος, -ικος" характер καπριτσόζικος χαρακτήρας· - ребё- ребёнок καπριτσόζικο παιδάκι. II παράξενος, αλ- αλλόκοτος, παράδοξος. прЙХОТЬ, ~и θ. ιδιοτροπία, καπρίτσιο, πα- παραξενιά· πείσμα. Прихрамывание, -Я ουδ. ελαφρό κούτσαιμα, χωλότητα.
при 242 при Прихрамывать р.δ. κουτσαίνω, χωλαίνω λίγο. Прицел, -а α. 1 σκόπευση. 2 κλισιοσκόπιο1 оптический ~ διόπτρα όπλου. II βκφρ. брать (ВЗЯТЬ) на ~ α) σκοπεύω, παίρνω τη σκοπευ- σκοπευτική γραμμή, β) μτφ. συγκεντρώνω την προσο- προσοχή μου. приДВЛИВание, -я ουδ. σκόπευση. првдёливать(ся) р.δ. βλ. прицёлйть(ся). прицелить р.σ.μ. (απλ.) σκοπεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή' - винтовку σκοπεύω το ντουφέκι. II -0Я σκοπεύω, σημαδεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή. II μτφ. βάζω στο μάτι, επιδιώκω να αποκτήσω. II ен<рр. ~ глазом ή ВЗГЛЯДОМ ρίχνω το μάτι, τη ματιά. прицельный επ. σκοπευτικός· -ая рамка το σκοπευτικό πλαίσιο· -ая ЛИНИЯ η σκοπευτική γραμμή. прицениваться р.δ. βλ. прицениться. прицениться ρ.σ. πληροφορούμαι (μαθαίνω) την τιμή (του πουλούμενου αντικειμένου). прщОП, -а α. 1 αγκίστρωση, γάντζωμα, πιά- πιάσιμο. 2 ρυμολκούμενο όχημα" πλατφόρμα. прицепить, -цеплго, -цепишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прицепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 αγκιστρώνω, γαντζώνω, σκαλώνω* πιά- πιάνω. II ·καρφιτσώνω· - бант καρφιτσώνω το φιό- φιόγκο. II -СЯ αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι. II μτφ. προσχωρώ ενώνομαι. 2 μτφ. κολλώ, επι- κάθομαι. II μτφ. μεταδίνομαι, μολύνομαι, κολ- κολλώ· -лась К нему скарлатина τον κόλλησε ο- οστρακιά. II γίνομαι ενοχλητικός, κουνούπι, κολλώ σαν το τσιμπούρι. II μτφ. πιάνομαι, αρ- αρπάζομαι" - К Слову αγκιστρώνομαι απο μια λέξη" - К случаю πιάνομαι απο μια περί- περίπτωση. прицепка, -и θ. 1 βλ. прицеп. 2 άγκιστρο, γάντζος, αρπάγη. 3 μτφ. βλ. придирка. прицеплять(ся) ρ.δ. βλ. прицепйть(ся). прицепной επ. ρυμουλκούμενος· - вагон ρυ- ρυμουλκούμενο βαγόνι. Прицепщик, -а α., -ца, -Ы θ. αγκιστρωτής, γαντζωτής (εργάτης). приЦЫКНуТЬ р.σ. (απλ.) φωνάζω, κραυγάζω" φωνάζω μη, δεν κάνει (απαγορεύεται). причал, ~а α. 1 προσόρμιση, ελλιμένιση, ά- άραγμα. 2 είσπλους, κατάπλους· προσέγγιση. 3 προκυμαία· μώλος. 4 παλαμάρια· αρματωσιά, άρμενα" ξάρτια. причаливание, -я ουδ. βλ. причал (ίσημ.). ПрИЧаЛИВаТЪ ρ.δ. 3λ. Причалить.Η ~СЯ προ- προσορμίζομαι, ελλιμενίζομαι· αράζω. Причалить р.σ. 1 \ι. προσορμίζω, ελλιμενί- ελλιμενίζω; αράζω. 2 αμ. εισπλέω, καταπλέω" προσεγ- προσεγγίζω. причальный επ. ττς προσόρμισης. II του εί- σπλου, του κατάπλου" της προσέγγισης. причаровать, -рую, -руешь, παθ.μτχ.παρλθ. χρ. причарованный, βρ: -ван, ~а, ~о р.σ.μ. βλ. прельстить. причаровывать ρ'.δ. βλ. причаровать. причастие1, -Я ουδ. (γραμμ.) μετοχή· - на- настоящего времени μετοχή ενεστώτα (χρόνου). Причастие? -Я ουδ. 1 (παλ.) συμμετοχή. 2 (εκκλσ.) μετάληψη, κοινωνία. причастить, -чащу, -частишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. причащённый, βρ: -щён, -щена, -ό ρ.σ.μ. 1 (παλ.) κάνω συμμέτοχο. 2 (εκκλσ.)· μεταλαβαίνω, κοινωνώ" ПОП ~ЙЛ бОЛЬНСТО пё- ред смертью о παπάς κοινώνησε τον άρρωστο πριν πεθάνει. II -СЯ 1 συμμετέχω, γίνομαι συμμέτοχος. 2 μεταλαβαίνω, κοινωνώ. причастник, -а α. -ца, ~ы θ. 1 συμμέτοχος. 2 (εκκλσ.) ο μεταλα3αίνων, -ούσα, ο κοινω- κοινωνών, -ούσα. причастность, -И θ. συμμετοχή. причастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 (γραμμ.) μετοχικός, της μετοχής· -ая форма μετοχικός τύπος. 2 (γραμμ.) εμπεριέχων με- μετοχή" - Оборот έκφραση με μετοχή. причащать(ся) р.δ. βλ. причастйть(ся). причащение, -Я ουδ. (εκκλσ.) μετάληψη, η κοινωνία" - СВЯТЫХ ТЭИН η μετάληψη των θεί- θείων (αχράντων) μυστηρίων. Причём 1 σύνδεσμος" επί πλέον, μαζί μ' αυτό, κοντά σ' αυτό. 2 επίρ. γιατί, για ποιο λόγο ή σκοπό" - ОН тут? γιατί αυτός είναι ε- εδώ; Я здесь не - εδώ εγώ δεν χρειάζομαι ή δεν έχω καμιά δουλειά εδώ. Причёсанный επ. απο μτχ. χτενισμένος. причесать ρ.σ.μ. χτενίζω" - ВОЛОСЫ χτενί- χτενίζω τα μαλλιά. II φτιάχνω χτένισμα. II -СЯ *τεν ίζομαι. Причёска, -И θ. 1 χτένισμα, κόμμωση· -ВО- -ВОЛОС χτένισμα των μαλλιών. 2 είδος κόμμωσης· модная - μοντέρνο χτένισμα. причесть, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ. при- причёл, -чла, -ЧЛО, μτχ. παρλθ. χρ. причеТШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. причтённый, βρ: -тён, -тена, -Тено р.σ.μ. 1 (παλ.) συγκαταλέγω, συμπερι λαβαίνω, συγκαταριθμώ. 2 προσυπολο- γίζω, συνυπολογίζω, προσθέτω στο λογαριασμό. причёсывание, -Я ουδ. χτένισμα, κόμμωση. причёсывать(ся) р.δ. βλ. причесать(ся). прйчет1к. причет, -а α. (διαλκ.) βλ. при- причитание . причет2 βλ. причт. причетник, -а α. (εκκλσ.) υποδιάκονος· ι- εροφύλακας, σκευοςύλακας. причетнический επ. του υποδιάκονου· του σκευοφύλακα. причина, -Ы θ. 1 αιτία· αίτιο· λόγος· το γιατί· простуда Сила, -ой его болезни το
при 243 при κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του" ~ войны αιτία πολέμου· расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της πυρκαγιάς· Смеяться без ~Ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος· ~ всех ~йн η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχι- αρχικό αίτιο· по какой ~е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό· ПО ТОЙ -е, что... για το λόγο ότι... скажи мне по какой ~е πες μου το γιατί· неосновательная ~ αβάσιμη αιτία· ПО ТОЙ ИЛИ ИНОЙ ~е για τον άλφα ή βήτα λόγο· уважительная - σοβαρός λόγος· без -Ы αναίτια· ПО -Θ (παλ.) ένεκα τούτου. причиндалы, -ОВ πλθ. (απλ.) εξαρτήματα, μαραφέτια. причинение, -я ουδ. προξένηση· - вреда η προξένηση βλάβης. ПрИЧИНИТЬ р.σ.μ. προξενώ· - боль προξενώ πόνο" - вред προξενώ βλάβη. ПРИЧИННОСТЬ, -И θ. (φιλοσ.) αιτιότητα, αι- αιτιοκρατία1 закон ~И νόμος της αιτιότητας. причинный επ., βρ: -чинен, -чинна, -чинно. 1 αιτιώδης, αιτιατός· -ая СВЯЗЬ явлений η αιτιώδης σχέση των φαινομένων ή αιτιοκρατία των φαινομένων. 2 (γραμμ.) αιτιολογικός·-ые придаточные предложения δευτερεύουσες αι- αιτιολογικές προτάσεις· - СОЮЗ αιτιολογικός σύνδεσμος. 3 ένοχος· συμμέτοχος· Я (к) это- этому делу не -нен σ' αυτή την υπόθεση είμαι αμέτοχος. причинять р.δ. βλ. причинить. II -ся προ- ξενοΰμαι. причисление, -Я ουδ. συγκαταρίθμηση, προ- συπολόγιση, συνυπολόγιση■ причислить р.σ.μ. συγκαταριθμώ* συνυπολο- συνυπολογίζω, προσυπολογίζω. II συγκαταλέγω, συμπε- ριλαβαίνω, συνκατατάσσω. ПРИЧИСЛЯТЬ ρ.δ. βλ. причислить. II -СЯ συ- συνυπολογίζομαι, συγκαταριθμοϋμαι κλπ. ρ. ε- νεργ. φ. причиталЫЦИНа, -Ы θ. μοιρολογήτρα. причитание, -Я ουδ. θρήνος, κλάμα, κλάψι- μο, κλαυθμός (συνοδευόμενος με λόγια)' μοι- μοιρολόγι, θρηνωδία. причитать р.δ. θρηνώ, κλαίω (προφέροντας λέξεις). II μοιρολογώ, θρηνωδώ· ~ ПО ПОКОЙ- НИКе, ПО-мёртвому μοιρολογώ το μακαρίτη,το νεκρό. Причитаться, -етСЯ р.δ. υπόκειμαι σε πλη- πληρωμή" πρέπει ή υπολείπεται να πληρώσω·С вас -етСЯ ПЯТЬ рублей υπολείπεται να πληρώσετε πέντε ρούβλια. причитывать р.δ. βλ. причитать. причмокивание, -я ουδ. βλ. чмоканье. причмокивать р.δ. βλ. чмокать. причмокнуть р.σ. βλ. чмокать. причт и. причет -а α. (εκκλσ.) οι κληρι- κληρικοί μιας ενορίας. прЙЧТОВЫЙ επ. ενοριακός, της ενορίας· ДОХОД ενοριακό έσοδο. Причуда, -Ы θ. παραξενιά, αλλοκοτιά" πα- παράξενο καπρίτσιο. ПРИЧУДИТЬСЯ, -ИТСЯ р.σ. μου φαίνεται, φα- φαντάζομαι. причудЛИВОСТЬ, ~И θ. το πολυσύνθετο, το πολύπλοκο" το παρατραβηγμένο, το παράξενο, το αλλόκοτο κλπ. επ. причудливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1, πο- πολύπλοκος, περίπλοκος, δυσνόητος· στριφνός. 2 παράξενος, αλλόκοτος" καπριτσόζος, -ικος* α- αλαμπουρνέζικος . причудник, ~а α., ~ца, -ы θ. καπριτσόζος, -α, πεισματάρης, -α. причудничать р.δ. καπριτσώνω, κάνω παρα- παραξενιές, αλλοκοτιές. причуивать, -ает р.δ. βλ. причуять. причуять, -ует р.σ.μ. (για σκυλί) οσφραί- νομαι, μυρίζομαι. пришабривать(ся) ρ.δ. βλ. шабрить(ся). пришабрить р.σ. βλ. шабрить. пришагать р.σ. βαδίζω, πηγαίνω πεζός1 -ал ИЗ Деревни В ГОРОД βάδισα απο το χωριό στην πόλη. пришаркивать р.δ. βλ. шаркать. пришаркнуть р.σ. βλ< шаркнуть. пришвартовать, -туго -туешь р.σ.μ. αράζω, προσορμίζω, ελλιμενίζω. II -СЯ αράζω, προ- προσορμίζομαι, ελλιμενίζομαι. пришвартовывать(ся) р.δ. βλ. пришварто- пришвартовать ся). пришелец, -льца α. ξένος, αλλοδαπός, ξε- νομερίτης βλ. κ. επ. пришлый. пришепётывать р.δ. βλ. шепелявить με σημ. λίγο, ελαφρά. пришёптывать ρ.δ. ψιθυρίζω, συνοδεύω με ψιθύρισμα. пришествие, -Я ουδ. (γραπ. λόγος)· άφιξη, ερχομός, προσέλευση· παρουσία. II ίκφρ. вто- второе - (κυρλξ. κ. μτφ.) η δεύτερη παρουσία. пришибать ρ.δ. βλ. пришибить (ίσημ.). пришибить, ~бу, -бёшь, παρλθ. χρ. пришиб, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пришибленный, βρ: -лен, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 (απλ.) χτυπώ, συν- συνθλίβω. II μωλωπ'ιζω. ΙΓ σκοτώνω, φονεύω. 2 μτφ. καταθλίβω, πλήττω, σπαράζω, συντρίβω" τσακίζω" πληγώνω. пришибленность, -и θ. άχθος, πόνος κρυ- κρυφός, καημός" μαράζΐ" σαράκι. Пришибленный επ. απο μτχ. καταθλιμμένος, περίλυπος, καταλυπημένος, συντριμμένος· πε- περί αλγή ς. пришивание, -я ουδ. βλ. пришивка. пришивать ρ.δ. 3λ. пришить. II -ся συρρά-
при 244 πτομαι κλπ, ρ. ενεργ, φ. пришивка, -И θ. 1 συρραφή. 2 κάρφωμα" ДОСОК κάρφωμα σανίδων. ПРИШИВНОЙ επ. συρραμμένος, ραμμένος, ρα- φτός· ~ ВОРОТНИК ραφτός γιακάς ( μη κουμπω- τός) . пршпЙТЬ ρ.σ.μ. 1 συρράπτω, ράβω· - круже- ва К Юбке ράβω δαντέλα στη φούστα. 2 στε- στερεώνω, συνδέω, ενώνω· - ГВОЗДЯМИ καρφώνω. 3 μτφ. αδικοβγάζω, συκοφαντώ, κολλώ ρετσι- ρετσινιά. 4 (απλ.) σκοτώνω, φονεύω, κόβω το λα- λαρύγγι. Пришкольный επ. κοντά στο σχολείο, σχολι- σχολικός· - участок σχολικός κήπος. Пришлёпать р.σ. (απλ.) έρχομαι, φτάνω μέ- μέσα απο λάσπες. пришлёпнуть р.σ. συνθλίβω, χτυπώ, σκοτώ- σκοτώνω· ξεκοιλιάζω· ~ комара рукой σκοτώνω το κουνούπι με το χέρι. 2 χτυπώ ελαφρά. 3 (απλ.) θέτω, βάζω' πατώ" - печать πατώ σφραγίδα. пришлёпывать р.δ. Βλ. пришлёпнуть. II -ся συνθλίβομαι., πατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. пришлифовать р.σ.μ. βλ. шлифовать. пришлифовывать(ся) ρ.δ. βλ. шлифовать(ся). пришлый επ. ξένος, αλλοδαπός, ξωμερίτικος, ξενόφερτος, -ρμένος. ПришоссёЙШЙ επ. κοντά στον αυτοκινητόδρο- αυτοκινητόδρομο. пришпандоривать ρ.δ. βλ. пришпандорить. II ~СЯ 1 στερεώνομαι με λωρ'ι· χτυπιέμαι. 2 (απλ.) μαστιγώνομαι. пришпиливать р.δ. 3λ.· пришпилить. II ~ся καρφιτσώνομαι. ПришПИЛИХЬ ρ.σ. καρφιτσώνω. пришпоривать ρ.δ. 3λ. пришпорить. II -ся σπιρουνίζομαι. ПришПОриТЬ р.σ.μ. σπιρουνίζω. II μτφ. κε- κεντώ, διεγείρω. приштуковать р.σ.μ. βλ. штуковать. приштуковывать(ся) ρ.δ. βλ. штуковать(ся). Прищёлкивание, -Я ουδ. 1 πιάσιμο, μάγγω— μα, σύνθλιψη. 2 χτύπος, κρότος· πλατάγισμα. прищёлкивать р.δ. 2λ. прищёлкнуть г Прищёлкнуть р.σ.μ. 1 χτυπώ, κροτώ" πλατα- πλαταγίζω. 2 μτφ. συνθλί2·_), πιέζω, πιάνω, μαγγώ- νω- - Палец дверью πιάνω το δάχτυλο με την πόρτα. ПрищвЫИТЬ, -МЛГО, -МШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прищемлённый, βρ: -лён, ~лена, -лено р. σ.μ. συνθλίβω, σφίγγ·.:, μαγγώνω· πιάνω. прищемлять р.δ. 3>·. прищемить. II -ся συν- συνθλίβομαι, σφίγγομαι, ιιαγγώνομαι' πιάνομαι. Прищеп, -а α. 1 ε^2ολίαση, τοποθέτηση του εμβολίου στο φυτό. 2 χαραγή στο δέντρο (για εμβολιασμό). 3 εμβολιασμένο φυτό. ПрищеПЙТЬ, -ПЛЮ, -ПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. при прищеплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. εμβολιάζω, βάζω το εμβόλιο στη χαραγή (του φυτού). Прищепка, -И θ. τσιμπιδάκι (συγκράτησης ρούχων). Прищеплять ρ.δ.μ. βλ. прищепЙТЬ. II -СЯ εμ- εμβολιάζομαι (για φυτά). ПрищеПОК, -а α. 1 (για φυτά) εμβόλιο, το ένθεμα. 2 βλ. прищепка. прищипка, -и θ. κορφολόγημα· - винограда κορφολόγημα του κλήματος. прищипнуть ρ.σ.μ. κορφολογώ. Прищипывание, -Я ουδ. κορφολόγημα. прищипывать ρ.δ. βλ. прищипнуть. II -ся κορφολογούμαι. прищур, ~а α. μισοκλείσιμο των ματιών, σύ- σύμπτυξη ελαφρά των βλεφάρων. II εκφρ. глаза С -ОМ μάτια μισόκλειστα. прищуривание, ~я ουδ. βλ. прищур. прищуривать ρ.δ. βλ. прщурить(ся). прищурить р.σ.μ. μισοκλείνω τα μάτια. II -СЯ (για μάτια) μισοκλείνομαι. прищурка, -и θ. βλ. прищур. приют, -а α. 1 άσυλο· στέγη· καταφύγιο,α- ποκούμπι, λιμάνι, αραξοβόλι. 2 ίδρυμα φι- φιλανθρωπικό. II εκφρ. РОДИЛЬНЫЙ - (παλ.) μαι- μαιευτήριο· СирОТНЫЙ - το ορφανοτροφείο. ПРИЮТИТЬ, -ЮЧу, -ЮТИШЬ, ρ.σ.μ. παρέχω άσυ- άσυλο· φιλοξενώ στο άσυλο. II -СЯ βρίσκω άσυλο, στέγη" λιμάνι. ПРИЮТНО επίρ. (παλ.) άνετα· αναπαυτικά. ПРИЮТНЫЙ επ. (παλ.) άνετος· αναπαυτικός, βολικός· ~ое помещение βολικός χώρος. ПРИЮТСКИЙ επ. (παλ.) του φιλανθρωπικού ιδρύματος. II οικότροφος φιλανθρωπικού ιδρυ- ιδρυτές" ~ие дети οικότροφα παιδιά. приязненный επ., βρ: -знен, -зненна, -о (γραπ. λόγος)· φιλικός· -ые чувства φιλικά αισθήματα. ПРИЯЗНЬ, -И 0. (γραπ. λόγος)· φιλία" εύ- εύνοια, καλοσύνη. ПРЯМОК, -МКа α. λάκκος, λακκούβα. приятель, -я α., -нища, -ы θ. φίλος, -η.II (κλήση) φίλε1 ПОСТОРОНИСЬ, ~1 αναμέρησε, φί- φίλε ! приятельский επ. φιλικός· ~ие отношения φιλικές σχέσεις· ПО—СКИ (επίρ.) φιλικά. приЯТеЛЬСТВО, -а ουδ. φιλία· ПО -у απο φι- φιλία, για λόγους φιλίας. ПриЯТИе, -Я ουδ. λήψη, πάρσιμ,ο' δέζη, υ- υποδοχή . приятно επίρ. η. ως κατηγ. ευχάρ ιστα, ευά- ρεστα, τερπνά, ωραία· ~ пахнет μυρίζει ω- ωραία· ЭТО - αυτό είναι ευχάριστο· - видеть είναι ευχάριστο να 3λέπεις· - С НИМ ГОВО- ГОВОРИТЬ χαίρεσαι να κουβεντιάζεις μ' αυτόν.
при 245 про ПРИЯТНОСТЬ, -И θ. ευχαρίστηση,ευαρέσκεια. приятный επ., βρ: ~тен, -тна, -тно. 1 ευ- ευχάριστος, ευάρεστος ·. ~ая погода ευχάριστος (ωραίος) καιρός· ~ вкус ευχάριστη γεύση· - запах ευοσμία, ευωδιά· -ые вести ευχάριστες ειδήσεις. 2 ελκυστικός, θελκτικός· συμπαθη- συμπαθητικός· -ое ЛИЦО συμπαθητικό πρόσωπο· ~ че- человек συμπαθητικός άνθρωπος. ПриЯТЬ, παρλθ. χρ. приял, -ла, -ЛО ρ.σ.μ. (παλ.) παίρνω, λαβαίνω, δέχομαι. Προ1 πρόθ. με αιτ. περί, για· - вас го- говорят дурно για σας μιλάν άσχημα, σας κακο- κακολογούν про него сочинили целую историю γι' αυτόν έφτυχσαν ολόκληρη ιστορία* читай ~ се- себя διάβασε με το νου σου (όχι φωναχτά)· Я слышал - это άκουσα γι' αυτό· - случай σε περίπτωση· - ВСЯКИЙ случай για κάθε ενδεχό- ενδεχόμενο. Προ2στην έκφρ. ~ И контра υπέρ και κατά. Προ!.. Ι. ρηματικό πρόθεμα" δια· με σημ: 1 ενέργεια δια μέσου: просеять, протечь. 2 διάνοιξη (οπής, σχισμής κ.τ.τ.): прорубить, прорезать. 3 κίνηση πλησίον απο κάτι· про- проехать, пробежать. 4 ολοκλήρωση της ενέργει- ενέργειας: пропеть. 5 τέλος της ενέργειας σε ένα χρονικό διάστημα: проработал семь часов ερ- εργάστηκα ένα εφτάωρο· просидел у соседа всю НОЧЬ κάθησα στο γείτονα όλη τη νύχτα" Προ- спал ДО вечера κοιμήθηκα ώσπου βράδιασε. 6 πλήρη ενέργεια (εντελώς): проварить, про- прогреть. 7 πλήρη ικανοποίηση ανάγκης ή εξά- εξάλειψη αιτιών: прокашляться, проспаться. "8 ενέργεια που επέφερε βλάβη: прозевать, про- просчитаться. 9 φανέρωση, αποκάλυψη: пробОЛ- тать. II. Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ. μερικής εμφάνισης ή ύ- ύπαρξης: прозелень. Προ?.. Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ου- ουσιαστικών με σημ: οπαδός, υποστηριχτής· δια- διαποτισμένος με, βαμμένος· профашист βαμμέ- βαμμένος φασίστας. Проанализировать р.σ.μ. αναλύω λεπτομερώς. Проба, ~Ы θ. 1 δοκιμή, πρόβα" -; МЭШИНЫ η δοκιμή της μηχανής- - ГОЛОСОВ πρόβα των φω- φωνών на -у για δοκιμή. 2 δείγμα (για εξέταση κ.τ.τ.). 3 σημαντήρας, σφραγίδα σε αργυρώ- ματα, χρυσώματα (σε ένδειξη γνησιότητας). II τίτλος περιεκτικότητας σε αριθμούς(για ευ- ευγενή μέταλλα)· золото 958-' —Ы χρυσός 'αε τίτλο 958. II εκφρ. - пера δοκιμή της πένας (ικανότητας συγγραφικής)· πρωτόλειο έργ·:" высшей (ВЫСОКОЙ) ~ы ανώτατης ποιότητας Cα£— μού)■ έξτρα" НИЗКОЙ ~Ы κατώτερης ποιότητας- на ~у για πρόβα, για δοκιμή. ПробаВЛЯТЬСЯ р.δ. 1 αρκούμαι, περιορίζο- περιορίζομαι, ικανοποιούμαι στα υπάρχοντα, μου φτά- φτάνουν. II ασχολούμαι, περνώ τον καιρό μου. 2 τα βολεύω, τα εξοικονομώ (τα προς του ζειν). пробалагурить ρ.σ. αστεΐζομαΐ" καλαμπου- ρϊζω. . пробалтывать( сяI ρ.δ. βλ. проболтать(ся). пробалтывать(сяJ ρ.δ. βλ. проболтать(ся). пробарабанить р.σ. τυμπανίζω, κροτώ σαν σε τύμπανο. II μ. παίζω (σε πιάνο) άτεχνα. II τυμπανίζω (για ένα χρον. διάστημα)" ОН -ИЛ Целый час αυτός τυμπάνισε μια ολόκληρη ώρα. пробасить, -башу, -басишь р.σ. μιλώ ή τρα- τραγουδώ βαθύφωνα. пробастовать р.σ. (με χρον. σημασία); α- απεργώ· рабочие -ли целый месяц οι εργάτες απήργησαν ολόκληρο μήνα. побатрачить р.σ. βλ. батрачить (για ένα χρον. διάστημα). пробег, -а α. 1 τρέξιμο· πέρασμα· διάβα- διάβαση. II διαδρομή, διάνυση. II διάδοση. 2 (αθλτ.) δρόμος, τρέξιμο· КОННЫЙ- ιπποδρομία1 авто- МОбЙЛЬНЫЙ - αυτοκινητοδρομία· ЛЫЖНЫЙ - πα- γοδρομία (με σκι). Пробегать р.σ. τρέχω, έχω τρεχάματα. II χά- χάνω (λόγω τρεξιμάτων)· - уроки χάνω τα μαθή- μαθήματα απο τα πολλά τρεχάματα· - обед χάνω το γεύμα (μένω νηστικός) απο τα τρεχάματα. пробегать(ся) р.δ. βλ. пробежать(ся). пробегаться р.δ. βλ. пробежать A, 3, 4σημ.). пробежать р.σ. 1 τρέχω, · περνώ, δια- διαβαίνω. II διανύω, διατρέχω. 2 διαδίδομαι, α- απλώνομαι. II ρέω" слезинка -ла по щеке ένα δακράκι έτρεξε στο μάγουλο. 3 μτφ. επαναφέ- επαναφέρω νοερά. 4 μτφ. διαβάζω στα γρήγορα, στα πεταχτά. II -СЯ 1 τρέχω λίγο" περνώ, δια- διαβαίνω γρήγορα. 2 διατρέχω, διανύω γρήγορα. пробежка, -и θ. βλ. пробег A,2 σημ.). II διατρέχω, διανύω γρήγορα. побездельничать ρ,σ. βλ. бездельничать με σημ. για ένα χρον. διάστημα. пробел, -а α. 1 κενό (κειμένου). II (τυπγρ.) διάστημα. 2 κενό, χάσμα· - в образовании κενό στη μόρφωση· ПОПОЛНИТЬ -Ы συμπληρώνω τα κενά. пробёливание, -я ουδ. βλ. пробелка. пробеливать(ся) ρ.δ. βλ. пробелйть(ся). пробеЛИТЬ ρ.σ.μ. 1 ασπρίζω, ασβεστώνω· стены ασβεστώνω τους τοίχους. Ι! λευκαίνω· - ПОЛОТНО λευκαίνω το ύψασμ.α. 2 ασπρίζω, ασβεστώνω (για ένα χρον. διάστημα)· - Целый день ПОТОЛОК ασβεστώνω όλη τη μέρα την ορο- οροφή. II -СЯ λευκαίνομαι, ασπρίζω, -ομαι. пробелка, -И θ. άσπρισμα, ασβέστωμα" λεύ- κανση. пробель, -И 0. χρώμα υπόλευκο. пробельный1 επ. λευκαντικός. пробельный' επ. του κενού, για κενό.
про 246 про пробеседовать р.σ. συνομιλώ, κουβεντιάζω. пробивание, -я ουδ. 3λ. пробивка. пробивать р.δ. βλ. пробить A, 2,3 σημ.). II -СЯ βλ. ПробЙТЬСЯ A,2,5 σημ.). пробивка, -и θ. 1 άνοιγμα οπής, διατρύπηση, διάτρηση, τρύπημα. 2 διάνοιξη (οδού, διόδου и.τ.τ.). 3 βλ", конопатка. 4 πίσσα ή στουπί για πάκτωση. пробивной επ. διατρητικός· -ая сила сна- снаряда διατρητική δύναμη του βλήματος. пробЙВОЧНЫЙ επ. διατρητικός, για διάτρη- διάτρηση·'- инструмент διατρητικό εργαλείο. пробирать(ся) ρ.δ. 3λ. пробрать(ся). ♦пробирер, -а α. λυδία λίθος· βασανίτης. пробирка, -И θ.γυάλινος δοκιμ. σωλήνας. пробирный επ. δοκιμαστικός. Π εκφρ. - ка- камень ιβλ. пробирер. пробирование, ~Я ουδ. καθορισμός περιεκτι- περιεκτικότητας (μετάλλου) με βασανίτη (λυδία λίθο). *Щ)ОбЙровать, -рую, -руешь ρ.δ.μ.1 καθορί- καθορίζω με δοκιμή την περιεκτικότητα μετάλλου. 2 σημαδεύω, βάζω σημαντήρα (γνησιότητας με- μετάλλου). II -СЯ καθορίζομαι ως προς την πε- περιεκτικότητα. II σημαδεύομαι, σφραγίζομαι. пробирщик, -а α. (παλ.) βλ. пробирер. пробить, -бью, -бьёсь, παρλθ. χρ. пробил, -ла, -ЛО, προστκ. пробей р.σ. 1 διατρυπώ με χτυπήματα" διαπερνώ" - стену τρυπώ τον τοί- τοίχο" - отверстие ανοίγω τρύπα" - брешь κάνω ρήγμα. II σπάζω, θραύω" река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα. II διαπερνώ, διέρχο- διέρχομαι" лучи солнца тучу -ЛИ οι ακτίνες του ή- ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο. 2 διανοίγω (ο- (οδό, δίοδο κ.τ.τ.). 3 3λ. проконопатить. 4 (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς· βάζω (γκολ κ.τ.τ.). 5 χτυπώ, παράγω ήχους" κρούω· - КО- КОЛОКОЛ χτυπώ την καμπάνα" - барабан τυμπα- νίζω" - тревогу σημαίνω συναγερμό· часы -ЛИ ПЯТЬ раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα" Β городе -ЛО ПОЛНОЧЬ στην πόλη χτύπησε μεσά- μεσάνυχτα. 6 (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω" мне -ЛО 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια. II εκφρ. - себе Дорогу (Путь) σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες· час -ил! σήμανε η ώρα! ήρ- ήρθε ο καιρός! (για κάτι). II -СЯ 1 διέρχομαι, περνώ ανάμεσα απο" διεισδύω. 2 (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. II μτφ. (για αισθήματα)· εκ- εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι. 3 μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.). 4 μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ. 5 τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία" мы -ЛИСЬ кое-как ДО весны τα βολέψαμε όπως-ό- πως ως την Ανοιξη. II εχφρ. - В ЛЮДИ αναδεί- αναδείχνομαι στην κοινωνία. пробка, ~И Θ.1 φελλός, υλικό απο φελλοφόρο δέντρο. 2 πώμα, βούλωαα, τάπα" резиновая, стеклянная -λαστιχένιο, γυάλινο βούλωμα. 3 μτφ. φραγμός, εμπόδιο. 4 ασφάλεια ηλεκτρι- ηλεκτρική πωματοειδής. II εκφρ. глуп как - κουτοΰ- λιακας. пробковый επ. του φελλού, φελλώδης, φέλ- λινος. II εκφρ. - Дуб φελλόδεντρο, η φελλό- δρυς ή ισπανική δρυς. ♦проблема, -ы θ. το πρόβλημα· разрешить -у λύνω το πρόβλημα" - происхождения земли το πρόβλημα της καταγωγής της γης. проблематика, -И θ. τα προβλήματα, το σύ- σύνολο των προβλημάτων - научной работы τα προβλήματα της επιστημονικής εργασίας. проблематЙЦеСКИЙ επ. προβληματώδης· αμφί- αμφίβολος" - ВЫВОД προβληματώδες συμπέρασμα. проблематичность, -и θ. προβληματικός χα- χαρακτήρας . проблематичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. проблематический. проблемный επ. προβληματικός. проблеск, -а α. 1 διάλαμψη, λάμψη προσω- προσωρινή, φευγαλέα. 2 μτφ. αχτίδα" -И радости αχτίδες χαράς· -И Надевды αχτίδες ελπίδας. проблёскивать κ. проблёскивать р.σ. βλ. проблеснуть. проблесковый επ. της έκλαμψης. Проблеснуть, -Нет р.σ. 1 διαλάμπω. 2 μτφ. λάμπω αμυδρά, υποφώσκω· βρίσκομαι στα πρώτα βήματα. проблеять, -еет κ. проблеять, -еёт р.σ. βελάζω. II βελάζω για ένα χρον. διάστημα* ба- баран -ЯЛ ВСЮ НОЧЬ το πρόβατο βέλαζε όλη τη νύχτα. Проблистать р.σ. ακτινοβολώ" λαμπυρίζω. II λάμπω (για ένα χρον. διάστημα)" вдруг на небе^-ла МОЛНИЯ ξαφνικά στον ουρανό έλαμψε αστραπή. проблуждать ρ.σ. βλ. блуждать (γ ι α ένα χρο- νικό διάστημα). пробник, -а α. 1 όργανο ελέγχου ηλεκτρ. κυκλώματος. 2 пробоотборник. пробный επ. δοκιμαστικός· -ая работа δο- δοκιμαστική εργασία· - экземляр КНИГИ δοκίμιο βιβλίου" - полёт δοκιμαστική πτήση. II εκφρ. δοκιμαστική πέτρα (λυδία λίθος). пробование, -Я ουδ. δοκιμή, πρόβα" - ку- шаний δοκιμή φαγητών. пробовать, -бую, -буешь р.δ. 1 δοκιμάζω" ~ СВОЙ СИЛЫ δοκιμάζω τις δυνάμεις μου. II γεύο- γεύομαι" - ВИНО, кушанье δοκιμάζω το κρασί, το φαγητό. 2 αποπειρώμαι, επιχειρώ" - писать СТИХИ δοκιμάζω να γράψω ποιήματα. II -СЯ δο- δοκιμάζω. прободать1, -ает, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. про- прободанный, Зр: -тан, -а, -О р.σ.μ. χτυπώ, τρυ- τρυπώ με τα κέρατα.
про 247 про прободать2 р.6.μ. (παλ.) διατρυπώ, δια- διαπερνώ. II -СЯ διατρυπιέμαι, διαπερνιέμαι. прободение, -Я ουδ. διατρύπηση- διάτρηση, τρύπημα (οργάνων του σώματος). прободной επ. διαμπερής· ~ая язва διαμπε- διαμπερής πληγή. пробоина, -Ы θ. οπή διαμπερής· ρήγμα. пробой, -Я α. 1 διατρύπηση· διαπέρασμα. 2 καρφί στερέωσης λουκέτου. пробойка, -и θ. βλ. пробивка. пробОЙНИК, -а α. τρυπάνι χειροκίνητο. ПробОЙНЫЙ επ. 1 δοκιμασμένος, ελεγμένος· σημαδεμένος. 2 επιδέξιος, επιτήδειος, σβέλ- σβέλτος. проболеть1 ρ.σ. αρρωσταίνω (για ένα χρον. διάστημα). проболеть р.σ. (για μέλη του σώματος) πο- πονώ (για ένα χρον. διάστημα). проболтать1 ρ.σ. 1 ανακατώνω (για ένα χρον. διάστημα). 2 αιωρώ. κουνώ, ταλαντεύω. II -СЯ χασομερώ· ~ весь день χασομερώ όλη τη μέρα. ПроболгаЖЬ2 ρ .σ. 1 φλυαρώ (γι.α ενα χρ.ομ . διάστημα). 2 φλυαρώντας αποκαλύπτω μυστικό. II -СЯ φλυαρώ· ПробОМбЙТЬ, -бИШЬ р.σ. βομβαρδίζω. пробоотборник, -а α. συσκευή δειγματολη- δειγματοληψίας. пробор, ~а α. χωρίστρα· прямой, КОСОЙ ίσια, λοξή χωρίστρα· причёска без -а κόμ- . μωση χωρίς χωρίστρα. проборанивать р.δ. βλ. проборонить. И -ся βωλοκοπούμαι, σβαρίζομαι. проборка, -И θ. 1 βοτάνισμα, ξεχόρτιασμα. 2 επίπληξη, μάλωμα, κατσάδα. пробормотать ρ.σ. βλ. бормотать. пробороздить р.σ.μ. βλ. бороздить. Проборонить ρ.σ.μ. 1 βωλοκοπώ, σβαρί- ζω. 2 βωλοκοπώ, σβαρίζω (για ένα χρον. δι- διάστημα)· - весь день σβαρίζω όλη τη μέρα. пробороновать р.σ.μ. βλ. проборонить. пробОЧНИК, ~а α. εκπωματιστήρας. пробОЧНЫЙ επ. του φελλού, των φελλών. II φελλώδης· φέλλινος. пробрасывать(ся) р.δ. βλ. побросать(ся) к. пробросить(ся). пробрать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Πρό- бранный, βρ: -бран, -а, -о. 1 (για ψύχος)· δυναμώνω, σφίγγα, τιάνω γερά. II μτφ. κυρι- κυριεύομαι, με πιάνει· его -ал страх τον έπιασε φόβος· её -ла дрожь την έπιασε τρεμούλα. 2 μαλώνω, κατσαδιάζω' επιτιμώ. 3 βοτανίζω, ζεχορταριάζω. 4 φτιάχνω χωρίστρα (στην κόμη). Π -СЯ 1 προχωρώ με δυσκολία (ανά- (ανάμεσα απο εμπόδια), διασχίζω με δυσκολία" δι- διεισδύω- - СКВОЗЬ толпу διασχίζω το πλήθος. 2 εισδύω, εισχωρώ ;ιρυφά· воры -ЛИСЬ В ДОМ οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι. Пробредить р.σ. παραμιλώ (για ένα χρον. διάστημα)· она -ла ВСЮ НОЧЬ αυτή παραμιλού- παραμιλούσε όλη τη νύχτα. пробренчать р.σ. βλ. бренчать. пробрвСТЙ ρ.σ. περνώ αργά, με δυσκολία. пробривать(ся) р.δ. βλ. пробрйть(ся). пробрЙТЬ р.σ.μ. 1 ξυρίζω ενδιάμεσα. 2 ξυ- ξυρίζω (ένα χρον. διάστημα). II -СЯ ξυρίζομαι (σε ένα χρον. διάστημα)· полчаса Я -лея μι- μισή ώρα ξυραφ'ιστηκα. пробродить1 ρ.σ. περιπλανιέμαι (για μερικό χρόνο). Пробродить2 -ОДИТ р.σ. παύω να ζυμούμαι.ΙΙ ζυμούμαι (για ένα χρον. διάστημα). пробросать р.σ.μ. 1 ρίχνω· - все камни в ВОДУ ρίχνω όλες τις πέτρες στο νερό. II εξα- εξαντλώ· - все карты В ходе игры ρίχνω όλα τα χαρτιά (ατού) στο παιγνίδι. 2 ρίχνω (για έ- ένα χρον. διάστημα)· - целый день снег с кры- крыши πετώ όλη τη μέρα το χιόνι απο τη στέγη. II -СЯ 1 ρίχνω' αΚληλορίχνω. 2 μτφ. αφήνω, πα- παρατώ, εγκαταλείπω. Пробросить ρ.σ.μ. 1 κοσκινίζω. 2 λογαριά- λογαριάζω στο αριθμητήριο. 3 λαθεύω στο αριθμητή- ριο· - шесть рублей κάνω λάθος έξι ρούβλια. 4. αστοχώ (στη βολή). II (χαρτπ.) πέφτω έξω, κάνω λάθος στο χαρτί. II -0Я 1 λαθεύω. 2 α- αστοχώ. II κάνω λάθος στο 5ιαιγν ιόχαρτο. Пробрюзжать, -злу, -ЗЖШПЬ р.σ. μουρμου- μουρμουρίζω· ОН -ЙЛ весь вечер αυτός μουρμούρισε όλη το βράδυ. *пробСТ, -а α. πρωθιεράρχης λουθηριανός. пробубнить р.σ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω. Пробудить, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χο,. пробуждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. 1 ξυπνώ, αφυπνίζω· шум меня -ЙЛ ο θό- θόρυβος με ξύπνησε. II μτφ. διεγείρω, ανάβω"·~ страсти ξυπνώ τα πάθη. II μτφ. ωθώ, παρακι- παρακινώ· - к деятельности δίνω ώθηση για δράση. 2 μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω. II -СЯ ξυπνώ, αφυπνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. пробуждать(ся) р.δ. βλ. пробудйть(ся). Пробуждение, -Я ουδ. 1 ξύπνημα, αφύπνιση. II μτφ. διέγερση1 ξαναζωντάνεμα" - сознания αφύπνιση της συνείδησης. II μτφ. ώθηση, παρα- παρακίνηση. 2 επανεμφάνιση· весеннее - природы το ανοιξιάτικο ξύπνημα της φύσης. пробуравить р.σ. βλ. буравить. пробуравливать(ся) ρ.δ. βλ. буравить(ся). Пробуривать р.δ. βλ. пробурить. II -СЯ δι- διατρυπιέμαι (για έδαφος, ορυκτά). Пробурить ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Προ- бурённый, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ.μ. δι- διατρυπώ, κάνω διάτρηση. II διατρυπώ (για ένα χρον . διάστημα).
про 248 про пробурчать р.σ. μουρμουρίζω- старик -ал весь вечер о γέρος μουρμούρισε όλο το βρά- βράδυ. II γουργουλίζω· В животе -ЛО η κοιλιά γουργοΰρισε. пробыть, -буду, -будешь, παρλθ. χρ. про- пробыл, ~ла, -ЛО, προστκ. пробудь р.σ. διαμέ- διαμένω, ζω (για ένα χρον. διάστημα)" ОН пробыл У Тёти две недели αυτός έμεινε στη θεία δυο βδομάδες. II παραμένω, μένω, κάθομαι" ОН Πρό- бЫЛ ОДИН месяц без работы αυτός έμεινε ένα μήνα χωρίς δουλειά. проваживать р.δ. μ. (για άλογο)" οδηγώ, φέρω μπροστά-πίσω . провал, ~а α. 1 γκρέμισμα, κατακρήμνηση· πέσιμο" κατολίσθηση. 2 λάκκος, βούλιαγμα, βουλιαγμένο μέρος. 3 μτφ. πλήρης αποτυχία, χα- χαλάστρα" σπαράλιασμα' ναυάγιο. 4 μτφ. διάλει- διάλειψη ■ στη συνείδηση (απο ασθένεια, μέθη). проваландаться р.σ. (απλ.) βλ. валандаться (για ένα χρον. διάστημα). проваливать(ся) р.δ. βλ. провалйть(ся)· προστκ. ενεργ. φ. проваливай(те) απλ. φύγε, φύγετε. провалить, -валю, -валишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 γκρεμίζω" - ПОТОЛОК γκρεμίζω την οροφή" на ПОЛОВЙну μισογκρεμίζω. 2 μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ" - всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.II σπαρσλιάζω, εξουδετερώνω (για πα- παράνομη οργάνωση, παράνομους). II απορρίπτω, δε δέχομαι" αποποιούμαι" - предложение α- απορρίπτω πρόταση. Ι! απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις). 3 (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)· тучи -ЛИ на ВОСТОК τα σύννεφα κινήθηκαν κα- κατά την ανατολή. II -СЯ 1 πέφτω" - В яму πέ- πέφτω στο λάκκο. 2 γκρεμίζομαι" καταρρέω. II σπάζω απο το βάρος. II χαλνώ, στραβώνω. II βα- θουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μά- μάγουλα). 3 μτφ. αποτυχα'ινω πλήρως, ναυαγώ" планы -ЛИСЬ τα σχέδια ναυάγησαν. II εξουδε- εξουδετερώνομαι" σπαραλιάζω (για παράνομες οργα- οργανώσεις, παράνομους). II απορρίπτομαι (στις εξετάσεις). 4 εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνο- γίνομαι άφαντος" εξατμίζοααι. 4 προστκ. απλ.-ЙСЬ -ЛЙтесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου , -στήτε. II εκφρ. как (точно) сквозь землю -лея σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη)· -лксь я!; - на этом (самом) месте! (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να ~άω στο σπίτι! (όρκος). провалять ρ.σ.μ. з?.. валять. II ~ся 1 βλ. валЯТЬСЯ. 2 κείτομαι, μένω αχρησιμοποίητος. ♦провансаль, -Я α. είδος προβηγκιανού φα- φαγητού. прованский επ. προ3ηγκιανός■ -ое масло το προβηγκιανό ελαιόλαδο. провар, -а α. βλ. проварка. проваривание, -я ουδ. βλ. проварка. проваривать(ся) р.δ. βλ. проварйть(ся). проварить, -арю, -аришь, παθ. μτ'χ. παρλθ. χρ. проваренный, βρ: ~рен, -а, -о р.σ.μ. 1 βράζω καλά, εντελώς. 2 (για μέταλλα) βράζω, συγκολλώ καλά. 3 βράζω (για ένα χρον. διά- διάστημα). II -СЯ βράζω καλά, εντελώς. II βράζω (για ένα χρον. διάστημα). проварка, -и θ. βράσιμο πλήρες. проващивать р.δ. βλ. провощить. II -ся κε- ρώνομαι. провевать(ся) ρ.δ. βλ., провеять(ся). проведать р.σ.μ. 1 επισκέπτομαι, κάνω ε- επίσκεψη. 2 μαθαίνω, πληροφορούμαι. проведение ~Я ουδ. 1 οδήγηση. 2 χάραξη, τράβηγμα (γραμμής κ.τ.τ.). 3 φτιάσιμο, κα- κατασκευή. 4 πρόταση, προβολή, 5 καταχώρηση. 6 διεξαγωγή. проведывать ρ.δ. βλ. проведать. II -ся μα- μαθαίνω, πληροφορούμαι. провезти, -везу, -везёшь, παρλθ. χρ. про- провёз, -везла, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. провёзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провезённый, βρ: -зён, -зена, -зено р.σ.μ. 1 μεταφέρω (με μεταφ. μέσο). 2 μεταφέρω επάνω μου" - фрукты Β ΚΟ- рзине μεταφέρω φρούτα στο καλάθι. провёивать(ся) р.δ. βλ. провеять(ся). провентилировать, -рую,^-руешь р.σ.μ. αε- αερίζω· - комнату αερίζω το δωμάτιο. проверенный επ. απο μτχ. ελεγμένος, εξα- εξακριβωμένος . проверить, ~рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проверенный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 ελέγχω, εξακριβώνω· εξετάζω" - счёт ελέγχω το λογαριασμό· - жалобу εξετάζω το παράπο- παράπονο·*- знания ελέγχω τις γνώσεις· - билеты ελέγχω τα εισιτήρια.· - работу механизма ε- ελέγχω τη λειτουργία του μηχανισμού. II -СЯ εξετάζομαι, κοιτάζομαι· - у врача, εξετάζο- εξετάζομαι στο γιατρό. II εξετάζω, ελέγχω αν συμπε- ριλαβαίνομαι· - В списке избирателей ελέγ- ελέγχω την εγγραφή μου στον εκλογικό κατάλογο. проверка, -И θ. έλεγχος, εξακρίβωση· εξέ- εξέταση· - документов έλεγχος των εγγράφων" - знаний учащихся έλεγχος των γνώσεων των μα- μαθητών · - мотора έλεγχος του κινητήρα. провернуть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провёрнутый, βρ: -нут, -а, -О. 1 διατρυπώ (με περιστρεφόμενο όργανο). 2 κόβω (περι- (περιστρέφοντας)· - МЯСО κόβω το κρέας (στη μη- μηχανή). 3 περιστρέφω, βάζω σε περιστροφική κίνηση. 4 (απλ.)· πραγματοποιώ γρήγορα, προωθώ- - дело προωθώ την υπόθεση. II -СЯ βλ. проворачиваться. проверочный επ. (εξελεγκτικός · -ая КО-
про 249 про МИССИЯ επιτροπή ελέγχου. провертеть р.σ.μ. βλ. провернуть. II -ся 1 περιστρέφομαι. 2 μτφ. στριφογυρίζω. провёртывать(ся) р.δ. βλ. провернуть(ся). ПровёрЩИК, -а α., -Ца, -Ы θ. ο, η ελε- ελεγκτής . проверять(ся) р.δ. βλ. провериться). провес? -а ос. λειψό ζύγισμα. Провес? -а α. κάμψη, λύγισμα απο το βάρος. провесить1р.σ.μ. ζυγίζω λειψά· τρώγω στο ζύγι, ζυγοκλοπώ. Π -СЯ κάνω λάθος στο ζύγι. Провесить р.σ.μ. 1 αναρτώ, κρεμώ (για ξή- ξήρανση). 2 σταθμίζω, αλφαδιάζω. И -СЯ 1 κρε- κρεμιέμαι για ξήρανση· ξηραίνομαι. 2 κάμπτο- κάμπτομαι, λυγίζω (απο το βάρος). провесной κ. провесный επ. ξηραμένος, η- λιοξηραμένος. Провести р.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ΙφΟ- ведённый, βρ: -дён, -дена, -дено. 1 μ. περ- περνώ, οδηγώ* - ребёнка через улицу περνώ το παιδάκι απο το δρόμο. 2 φέρω (πάνω στην ε- επιφάνεια)· - ладОНЬ ПО Лбу περνώ την παλάμη στο μέτωπο.· 3 μ· χαράσσω, τραβώ· - ЛИНИИ τραβώ (περνώ) γραμμή. 4 εγκατασταίνω· - те- телефон περνώ τηλέφωνο. II κατασκευάζω, φτιά- φτιάχνω" ~ канал φτιάχνω διώρυγα. 5 μ. προβάλ- προβάλλω, προτείνω· - интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο. II κα- κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση" предложение περνώ την πρόταση. 6 καταχωρώ, εγγράφω. 7 μ. διεξάγω· πραγματοποιώ" κάνω" - уборку урожая κάνω συγκομιδή· - репетй- ЦИГО κάνω πρόβα. 8 μ. περνώ, διαμένω, ζω· - лето В деревне περνώ το καλοκαίρι στο χω- χωριό. II περνώ· весело ~ праздники εύθυμα περνώ τις γιορτές. 9 μ. απατώ, ξεγελώ. Π διοχετεύω. II εκφρ. - В ЖИЗНЬ πραγματοποιώ στη ζωή· - за НОС απατώ μπροστά στα μάτια. проветривание, -я ουδ. αερισμός· - комна- комнаты αερισμός του δωματίου. проветривать(ся) ρ.δ. βλ. проветрить(ся). проветрить р.σ.μ. 1 αερίζω· - зал αερίζω την αίθουσα. 2 μτφ. διασκεδάζω· ^μεταβαίνω χάρη αναψυχής" ξεσκάω. II -СЯ 1 αερίζομαι" комната -лась το δωμάτιο αερίστηκε. 2 δια- διασκεδάζω, ξεσκάω. провешивать(сяI ρ.δ. βλ. провесить(сяI. провёшивать(ся)гр.б. βλ. провесить(сяJ. провешивать3ρ.δ. βλ. провешить. II -ся χα- χαράζομαι . Провешить, ~шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провешённый, Зр: -шён, -шена, -шено р. σ.μ. βάζω σύνορα* χαράσσω, κάνω χάραξη. Провещать р.σ. 1 λέγω, μιλώ. 2 προλέγω, προφητεύω" μαντεύω. провеять, -его, -еешь р.σ.μ. κοσκινίζω. II -СЯ κοσκινίζομαι. ♦провиант, -а α. (παλ.) τρόφιμα (για το στρατό)· снабжать -ОМ εφοδιάζω με τρόφιμα. ПроВИаНТСКИЙ επ. των τροφίμων -ие запасы προμήθειες τροφίμων* ~ая база βάση τροφίμων. провидение, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) πρόβλε- πρόβλεψη, προνόηση. провидение, -Я ουδ. (θρησκ.) πρόνοια. II θεία Πρόνοια. провиденциализм, -а α. το πεπρωμένο* μοι- ρολατρεία" ειμαρμένη. ♦провиденциальный επ., βρ: -лен, -льна, -о (γραπ, λόγος) πεπρωμένος, ειμαρμένος, μοι- μοιραίος. провидеть р.σ.μ. (γραπ. λόγος) προβλέπω, προνοώ" - будущее προβλέπω το μέλλον. провидец, -дца α., -ДИЦа, -Ы θ. προβλε- προβλεπτής, προνοητής, προόπτης■ προμηθέας. провизжать р.σ. βλ. визжать. *ПроВЙЗИЯ, -И θ. τα τρόφιμα. *Пр0ВИ30р, -а α. φαρμακοποιός, φαρμακοπα- ρασκευαστής. Провизорный επ. προκαταρκτικός" προσωρι- προσωρινός· αρχικός· -ое решение προκαταρκτική α- απόφαση· -ые меры προσωρινά μέτρα. ПроЁИНИТЬСЯ р.σ. φταίω, σφάλλω. ПРОВИННОСТЬ, -И θ. φταίξιμο, σφάλμα. ПРОВИНТИТЬ! -НЧу, ~ΗΤΐωπ>,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провинченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. βι- βιδώνω, περνώ τη βίδα πέρα-πέρα. II -СЯ βιδώ- βιδώνομαι . ПРОВИНТИТЬ2, -НЧУ, -НТЙШЬр.О. (χαρτπ.) παίζω βιδωτό. провинциал, -а α., ~ка, -И θ. επαρχιώτης, -ισσα. » Провинциализм, -а α. 1 επαρχιωτισμός. 2 ιδιωματισμός. провинциальность, -И θ. επαρχιωτισμός· - ВЗГЛЯДОВ επαρχιωτισμός αντιλήψεων - манер επαρχιωτισμός στους τρόπους. провинциальный επ., βρ: -лен, -льна, ~о. 1 επαρχιώτικος. 2 μτφ. περιορισμένος, καθυ- καθυστερημένος. ♦ПРОВИНЦИЯ, -И θ. 1 (παλ.) επαρχία (διοι- (διοικητική περιφέρεια). 2 απομακρυσμένο μέρος απο την πόλη (πολιτιστικό κέντρο). провйнчивать(ся) ρ.δ. βλ. провинтйть(ся). провираться ρ.δ. βλ. провраться. провисание, -Я ουδ. κάμψη, λύγισμα. провисать ρ.δ. βλ. провиснуть. ПроВИСеТЬ, -ВИШУ, -ВИСИШЬ р.σ. κρέμομαι (για ένα χρον. διάστημα)· бельё целые сутки -ЛО На дворе τα ρούχα κρέμονταν ολόκληρα εικοσιτετράωρα στην αυλή. провиснуть, -нет р.σ. κάμπτομαι, λυγίζω, κυρτώνω (απο το βάρος)· балки у ПОТОЛка -ЛИ
про 250 про οι δοκοί της οροφής λύγισαν (στράβωσαν). Провитамин, ~а α. προβι,ταμίνα. ЩЮВ0Д? -а α.,, πλθ.- -а καλώδιο. II τηλεφω- τηλεφωνική ή τηλεγραφική γραμμή. провод, -а α. διέλευση, διάβαση, πέρασμα" - судов через ЛЬДЫ πέρασμα των σκαφών ανά- ανάμεσα απο τους πάγους. ПРОВОДИМОСТЬ, -И θ. αγωγιμότητα (ηλεκτρι- (ηλεκτρικού ρεύματος, θερμοκρασίας κ.κ.τ.). ПРОВОДИНЫ, ~ЙН πλθ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. проводы. проводить1, -волу, -водишь р.δ. 1 βλ. про- провести. 2 μ. είμαι αγωγός (ηλεκτρ. ρεύματος, ήχου κλπ. II -СЯ οδηγούμαι κλπ. ρ, ενεργ. φ. проводить* -вожу, водишь р.σ.μ. 1 συνο- συνοδεύω, (ζε)προβοδίζω, ξεβγάζω, κατευοδώνω, προπέμπω, καλοστρατίζω· - ДО станции συνο- συνοδεύω ως το σταθμό· - слезами ξεπροβοδίζω με δάκρυα· - аплодисментами προπέμπω με χειρο- κροχροτήματα. II (απλ.) γιορτάζω (περάτωση έρ- έργου κ.τ.τ.). II εκφρ. - глазами (взглядом, взором) συνοδεύω με το βλέμμα (απομακρυνό- μενο, αναχωρούντα). проводка, ~И θ. 1 πέρασμα, διέλευση, διά- διάβαση· οδήγηση. 2 εγκατάσταση, κατασκευή. 3 καταχώρηση, εγγραφή" πέρασμα (στα λογιστικά βιβλία). 4 δίχτυ ηλεκτρικό" πέρασμα καλωδί- καλωδίων , καλωδ'ιαση. ПРОВОДНИК1, -а α. 1 αγωγός (ηλεκτρ. ρεύμα- ρεύματος, ήχου κ.τ.τ.). 2 μτφ. μεταδότης, φορέ- φορέας, διοχετευτής. ПРОВОДНИК^ -а α.1 οδηγός" ξεναγός. 2 συνο- συνοδός- - детского вагона συνοδός παιδικού βα- βαγόνι ού. ПРОВОДНИКОВЫЙ επ. ηλεκτραγωγός, ευηλε- κτραγωγός· -ые материалы ηλεκτραγωγά υλικά. проводница, -ы θ. βλ. проводник2. ПРОВОДНОЙ επ. με καλώδιο" -ая СВЯЗЬ επι- επικοινωνία (σύνδεση τηλεφωνική, τηλεγραφική) με καλώδια. ПРОВОДЫ, ~ОВ πλθ. (ξε)προβόδισμα, κατευό- δωση, ξέβγαλμα, προπομπή, καλοστράτισμα. провоевать ρ.σ. πολεμώ (για ένα χρον. δι- διάστημα) . провожатый επ. οδηγός, ακόλουθος· ξενα- ξεναγός' συνοδός. II προπομπός. провожать р.δ. βλ. проводить^ провождать р.δ.μ. (παλ.) βλ. проводить1. Провождение, -Я ουδ. 1 οδήγηση, διάβαση, διέλευση· πέρασμα. 2 διαμονή· το πέρασμα1- времени το πέρασμα τον χρόνου. провоз, -а α. μεταφορά (με μεταφ. μέσο). провозвестить, -ещу, -естйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провозвещённый, βρ: -цен, -щена, -Щено ρ.σ.μ. (υψηλό ύφος). 1 προφητεύω,προ- προφητεύω,προλέγω. 2 διακηρύττω, διαγορεύω* προκηρύσσω. провозвестник, -а α., -ница, ~ы 6. 1 (υ- (υψηλό ύφος). 1 προγνώστης, προάγγελος· προ- προφήτης. 2 άγγελος, κήρυκας. провозвещать р.δ. βλ. провозвестить.II -ся 1 προφητεύομαι, προλέγομαι. 2 διακηρύττο- διακηρύττομαι, διαγορεύομαι. провозгласить, -ашу, -асйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провозглашённый, βρ: -шён, -шена, -шено ρ.σ.μ. 1 ανακηρύσσω· αναγορεύω· ~ ре- республику ανακηρύσσω δημοκρατία. 2 (αν)αγ- γέλλω, ανακοινώνω, διακηρύσσω" - лозунг δι- διακηρύσσω σύνθημα· ~ тост εγείρω πρόποση. провозглашать р.δ. βλ. провозгласить. II -СЯ ανακηρύσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. провозглашение, -Я ουδ. ανακήρυξη, αναγό- αναγόρευση. II αναγγελία, ανακοίνωση· διακήρυξη. II έγερση πρόποσης. ПРОВОЗИТЬ1 ρ . δ. βλ. провезти. II -СЯ τρέχω, γυρίζω, έχω τρεχάματα, σκοτούρες. провозить р.σ.μ. βεταφέρω (για ένα χρον. διάστημα. II -СЯ μεταφέρομαι. ПРОВОЗНОЙ επ. της μεταφοράς· -ая плата за багаж πληρωμή για τη μεταφορά αποσκευών· ♦провокатор, -а α. προβοκάτορας. II .υποκι- .υποκινητής· ~Ы ВОЙНЫ οι υποκινητές του πολέμου. провокаторский επ. προβοκατορικός, -τόρι- κος■ προκλητικός. провокационный επ. βλ. провокаторский, ♦провокация, ~и θ. 1 προβοκάτσια· открытая - ВОЙНЫ ανοιχτή προβοκάτσια πολέμου.II πρό- πρόκληση· - приступа малярии πρόκληση παροξυ- παροξυσμού ελονοσίας. проволакивать(ся) р.δ. βλ. проволочйть- (ся). проволока, ~и 0. σύρμα· стальная - ατσα- λόσυρμα· колючая - αγκαθωτό σύρμα. про*ВОЛОЧЙТЬ, -очу, -ОЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проволоченный, βρ: -чен, -а, -о κ. про- проволочённый, βρ: ~чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 σύρω, σέρνω. 2 διελκύω, φτιάχνω" ~ прово- проволоку διελκύω σύρμα. 3 παρατείνω, παρελκύω το χρόνο, παρατραβώ" χρονοτριβώ. II -СЯ1 σύ- σύρομαι, σέρνομαι, τραβιέμαι. 2 (παλ.) ερω- τοτροπώ, τραβιέμαι άσκοπα. прОВОЛОЧКа, -И 6. συρματάκι. проволочка, -И θ. παρατράβηγμα (υπόθεσης), χρονοτριβή" καθυστέρηση. проволочник, -а α. συρματοδιελκυστής, συρ- ματοκατασκευαστής. ПРОВОЛОЧНЫЙ επ. του σύρματος" -ое ПРОИЗ- ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή σύρματος. II ■ συρμάτινος· -ое заграждение συρματόφραγμα· ~ая сеть συρμάτινο δίχτυ1 -ая ИЗГОРОДЬ συρματοφρά- ПРОВОЛОЧЬ, -очу, -ОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проволоченный, βρ: ~чен, -чена, -чено
про 251 про κ. проволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. σ.μ. βλ. проволочить (ίσημ.)· II -ся ι βλ. ПРОВОЛОЧИТЬСЯ Aσημ.). 2 περνώ, διαβαίνω αρ- αργά· σέρνομαι. провон&ЛЫЙ επ. δυσώδης, δύσοσμος. Провонять ρ.σ. (απλ.) βρωμώ, βγάζω, εκ- εκπέμπω δυσωδία, ζέχνω· ПрОВОПИТЬ, -ПЛЮ, -ПЙШЬ ρ.σ. κραυγάζω, φω- φωνάζω, κράζω. проворачивать ρ.δ. βλ. проворотить. II ~ся I περιστρέφομαι, βιδώνομαι ώσπου δεν παίρ- παίρνει άλλο. 2 προωθούμαι, κινούμαι δύσκολα.II πραγματοποιούμαι· γίνομαι γρήγορα. ПрОВОриТЬ р.δ. (απλ.) εργάζομαι σβέλτα. II ετοιμάζω γρήγορα. Проворковать, -кую, -куешь ρ.σ. γρυλλίζω, γρύζω, γρούζω, γουρλίζω (για περιστέρια). проворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно σβέλ- σβέλτος, γοργός, ευκίνητος" επιδέξιος. провороваться ρ.σ. κλέβω. ПрОВОрОВЫВаТЬСЯ ρ.δ. Ηλέβω. ПРОВОРОЖИТЬ ρ.σ. βλ. ВОРОЖИТЬ (για ένα χρον. διάστημα). проворонивать ρ.δ. βλ. проворонить. проворонить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. прозевать. ПРОВОРОТИТЬ, -рочу, -рОТИПГЪ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ..провороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ. (απλ.). 1 βάζω, τοποθετώ, σπρώχνω. 2 βλ. провернуть D σημ.). проворочать(ся) ρ.σ. βλ. ворочать(ся) με σημ. ένα χρον. διάστημα. ■ проворство, -а ουδ. σβελτάδα, ευκινησία, γρηγοράδα· επιδεξιότητα. проворчать, -чу, -чйшь ρ.σ. βλ. ворчать. провоцировать, -рута, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. κά- νω προβοκάτσια· - войну κάνω προβοκάτσια για πόλεμο. II προκαλώ1 - приступ малярии κάνω παροξυσμό ελονοσίας.11 -СЯ προκαλούμαι. проВОЩЙТЬ, ~щу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провощённый, βρ: ~щён, -щена, -щено р. σ.μ. βλ. вощить. провраться, -врусь, -врёшься, παρλθ. χρ. -алея, -лась, -лось к. -лось ρ.σ. _(απλ.)· ψεύδομαι, ψευδολογώ. провыть ρ.σ. 1 βλ. ВЫТЬ. 2 κραυγάζω, φω- φωνάζω. провязать ρ.σ. πλέκω (ένα χρον. διάστημα)· - целый вечер πλέκω όλο το βράδυ Провяливание, -Я ουδ. στέγνωμα, ξήρανση στον ήλιο, αέρα (για συντήρηση κρεάτων ψα- ρ ιών) . провяливать(ся) р.δ. βλ. провялить(ся). провялить(ся) ρ.σ. βλ. вялить(ся). провянуть, -нет, παρλθ. χρ. провял, -ла, -ЛО ρ.σ. (διαλκ.) βλ. вянуть Прогадать ρ.σ. πέφτω έξω στο ιιάντεμα, πρό- πρόβλεψη, πρόγνωση. Π μαντεύω (για ένα χρονικό διάστημα). прогал, ~а α. (απλ.) βλ. прогалина. Прогалина, ~Ы θ. 1 αιθρία δάσους, ξέφωτο, ζέφαντο. 2 το ενδιάμεσο, το διάκενο. прогалок, -лка α. (διαλκ.) βλ. погалина. прогалопировать ρ.σ. βλ. галопировать. прогар, -а α. καμένο μέρος, καψιματιά· В котле καψιματιά στο λέβητα. прогарина, ~ы θ. βλ. прогар. прогарцевать ρ.σ. βλ. гарцевать. прогиб, -а α. λύγισμα, κάμψη (απο το βάρος). прогибание, -я ουδ. βλ. прогиб. прогибать(ся) р.δ. βλ. прогнуть(ся). *Щ)ОГИМНаЗИЯ, -и θ. προγυμνάσιο ή σχολαρ- χείο. Прогладить ρ.σ. καλοσιδερώνω. II σιδερώνω (για ένα χρον. διάστημα)· весь день - бельё όλη τη μέρα σιδερώνω ρούχα. II -СЯ σιδερώνο- μαι* платье ПЛОХО -лось το φόρεμα δε σιδε- ρώθηκε καλά. проглаживать(ся) ρ.δ. βλ. прогладить(ся). проглатывание, -Я ουδ. κατάπιμα, κατάποση. проглатывать ρ.δ. βλ. проглотить. И -ся καταπίνομαι. проглотить, -лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. I καταπίνω· - лекарство καταπίνω το φάρμα- φάρμακο. 2 μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτι αδιαμαρτύρητα: - оскорбление ανέχομαι την προσβολή. II μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, κα- καταπνίγω· - волнение δε φανερώνω την ταραχή. 3 μτφ. δεν εκφέρω· - СЛОВО καταπίνω τη λέ- λέξη. 4 μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα' Я -ЙЛ за вечер КНИГУ για ένα βράδυ διάβασα ε^/α βιβλίο. Π εκφρ. - язык καταπίνω ή δα- δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)· ЯЗЫК -ТИШЬ να γλείφεις και τα δά- δάχτυλα (απο τη νοστιμάδα). . Проглядеть ρ.σ. 1 μ. παραβλέπω, παρορώ· - ошибку в вычислениях παραβλέπω λάθος στο λογαριασμό. 2 μ. διαβάζω στα γρήγορα,ρί- γρήγορα,ρίχνω μια ματιά, ξεφυλλίζω. 3 αμ. βλέπω, κοι- κοιτάζω, θωρώ" παρατηρώ. II εκφρ. - глаза βλάπτω τα μάτια απο το πολύ κοίταγμα. проглядывать р.δ. βλ. проглядеть B σημ.). II βλ. проглянуть B σήμ.).· II -ся βλ. про- проглядеть Aσημ.). проглянуть, -Яну, -янешь ρ.σ. 1 (παλ.) ο- ορώ, κοιτάζω, βλέπω· παρατηρώ. 2 φαίνομαι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω· на небе -ла луна στον ουρανό φάνηκε το φεγγάρι· 30 Взоре его ~ла ЗЛОба στο βλέμμα φάνηκε η как ία. *Щ)ОГНаТИЗМ, προγναθία, -ισμός. прогнатический επ. πρόγναθος, πιγουνάτος. Прогнать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. про-
про гнанный, βρ: -нан, -а, ~о. 1 οδηγώ, κατευ- κατευθύνω' σαλαγώ' - карав в пале βγάζω τις <χγε- λάδες στη. βοσκή. 2 διώχνω, εκδιώκω"· - соба- собаку на двор διώχνω το σκυλί στην αυλή· - де- тёй ИЗ комнаты διώχνω τα παιδιά απο το δω- δωμάτιο. II απολύω· - со службы διάχνω απο την υπηρεσία. II μτφ. αποβάλλω, απομακρύνω*~ Не- приятные воспоминания διώχνω τις κακές α- αναμνήσεις· - скуку διώχνω την ανία. 3 δια- διατρέχω, διανύω, διασχίζω· - на лошади два километра в десять минут διατρέχω με το ά- άλογο δυο χιλιόμετρα σε δέκα λεπτά. 4 χώνω, μπήγω· - ГВОЗДЬ СКВОЗЬ Стену μπήγω το καρ- καρφί στον τοίχο. II βκφρ. ~ СКВОЗЬ строй δια- διαπόμπευση στρατιώτη στον τσαρικό στρατό (ο στρατιώτης περνούσε ανάμεσα απο δυο ζυγούς, χτυπούμενος απο τους συνταγμένους στρατιώ- στρατιώτες) . II -ся βλ. гнаться . прогневать ρ.σ.μ. (απλ.) θυμώνω, παροργί- παροργίζω, παροξύνω. II -СЯ θυμώνω, παροργίζομαι. II βκφρ. Не -ЗЙСЯ α) παλ. με συγχωρείτε(μη θυ- θυμώνετε, β) ειρν. μη θυμώνεις (εσύ ο ίδιος φταις)· не послушался меня, теперь уже не -айся δε με άκουσες, τώρα πια μη θυμώνεις. прогневить р.σ.μ. (παλ.) βλ. прогневать.II II -ся βλ. прогневаться. прогнивать р.δ. βλ. прогнить. прогнить, -ниёт, παρλθ. χρ. прогнил, -ла, ~ЛО р.σ. σαπίζω τελείως, κατασαπίζω. ♦прогноз, -а α. πρόγνωση, πρόβλεψη· - ПО- ПОГОДЫ πρόγνωση του καιρού* - политического положения πρόγνωση της πολιτικής κατάστα- κατάστασης. прОГНОИТЬ, -НОЮ, -НОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогноённый, βρ: -ноён, -ноена, -ноено; ρ.σ.μ. σαπίζω* - ПОЛ σαπίζω το πάτωμα. прогнусавить р.σ. μιλώ με τη μύτη,ένρινα. прогнусить, -нушу, -нусйшь р.σ. βλ. про- прогнусавить . ЩЮГНуТЬ, -гну, -ГНёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. λυ- λυγίζω, κάμπτω· κυρτώνω (με το βάρος). II -СЯ λυγίζω, κάμπτομαι, κυρτώνομαι (απο το βάρος). проговаривать(ся) ρ.δ. βλ. проговорйть- (ся). ПроГОВОрЙТЬ, -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проговорённый, βρ: -рён, -рена, -рено; р.σ. 1 μ. προφέρω, λέγω. 2 συνομιλώ, κουβε- κουβεντιάζω (για ένα χρον. διάστημα)* ОНИ -ЛИ ДО утра αυτοί κουβέντιασαν ως το πρωί. И -СЯ μου ξεφεύγει κουβέντα, λέξη, λόγος, ακριτο- μυθώ, ακριτολογώ* - о своих намерениях προ- προδίνω τους σκοπούς μου. проголодать р.σ. πεινώ. II -СЯ πεινώ. проголосить ρ.σ. (παλ.) κλαίω (συνήθωςκα- τα την τελετουργεία). 252 про проголосный επ: -ая песня (διαλκ.) ανιαρό проголосовать р.σ. βλ. голосовать. ПРОГОН? -а α. 1 οδήγηση. 2 (διαλκ.) δρό- δρόμος αγροτικός (κυρίως για ζώα). 3 (διαλκ.)· τμήμα αγρού, λιβαδιού επίμηκες· έργος, όργος. прогон? -а α. 1 κορυφαία δοκός, κολοφώ- νας, καβαλάρης, κορφιάς. 2 κλιμακοστάσιο. прогон? ~а α. βλ. прогоны. Прогонка1, -И θ. (απλ.) οδήγηση. прогонка? -и θ. βλ. лёрка. прогонный επ. οδοιπορικός* ~ые деньги ο- οδοιπορικά χρήματα (έξοδα). II ουσ. πλθ. -ые, -ЫХ βλ. прогоны. прогоны, -ов πλθ. (ενκ. прогон, -а α.). 1 πληρωμή κατά βέρστιο A8 - 19 αι.). 2 οδοι- οδοιπορικά έξοδα (αξιωματικών και δημόσιων υ- υπαλλήλων στην τσαρική Ρωσία). прогонять(сяI ρ.δ. βλ. прогнать(ся). прогонять(сяJ ρ.σ. βλ. гонять(ся). прогорать р.δ. βλ. прогореть. прогоревать р.σ. λυπούμαι, θλίβομαι (για ένα χρον. διάστημα). прогорелый επ. καμένος* τρυπημένος απο τη φωτιά. прогореть р.σ. 1 καίω, καίομαι* дрова В пёчке -ли τα ξύλα στη θερμάστρα κάηκαν. II καίομαι, τρυπιέμαι απο το πολύ κάψιμο* ско- сковорода -ла το τηγάνι τρύπησ*> απο το πολύ κά- ψιμο. 2 μετατρέπομαι σε κάρβουνο, διακαίο- διακαίομαι. 3 μτφ. χρεοκοπώ, ξεπέφτω, σβήνω. II α- ποτυχα'ινω· моё путешествие -ло το ταξίδι μου ναυάγισε (δεν πραγματοποιήθηκε). 4 καίω (για ένα χρον. διάστημα)· лампа -Ла ВСЮ НОЧЬ η λάμπα έκαψε όλη τη νύχτα. прогорклость, -И θ. τάγκισμα. прогорклый επ. ταγκός· ~ое масло ταγκό λάδι. прогоркнуть, -нет, παρλθ. χρ. прогорк, -ла, -ЛО ρ.σ. ταγκιάζω. прогорланить ρ.σ. (απλ.) ξεφωνίζω, ξελα- ρυγγίζομαι* λαλώ δυνατά καθώς και με σημ.ε- σημ.ενός χρον. διαστήματος* ОН -ИЛ весь вечер αυ- αυτός ξελαρυγγίστηκε φωνάζοντας όλο το βράδυ. ПРОГОСТИТЬ р.σ. φιλοξενούμαι (για ένα χρον. διάστημα)* - Целую неделю φιλοξενού- φιλοξενούμαι ολόκληρη βδομάδα. ♦программа, -ы θ. πρόγραμμα-- и устав пар- партии πρόγραμμα και καταστατικό του κόμμα- κόμματος* театральная - του πρόγραμμα του θεά- θεάτρου* учебная - το αναλυτικό πρόγραμμα. II πλάνο, σχέδιο* - работы съезда το πλάνο е,г - γασιών του συνεδρίου. программный επ. προγραμματικός, του προ- προγράμματος* -ая речь προγραμματικός λόγος* -ая статья προγραμματικό άρθρο.
про 253 про прогребать р.δ. βλ. прогрести (ίσημ.)· Ι! -СЯ καθαρίζομαι. прогрев, -а α. θέρμανση, ζέσταμα. прогреваемость, -И θ. θερμαντική ιδιότητα ή ικανότητα (ενός σώματος) ή ο βαθμός θέρ- θέρμανσης . прогревание, -я ουδ. βλ. прогрев. прогревать(ся) р.δ. βλ. прогрёть(ся). прогреметь- р.σ. 1 μπουμπουνί,ζω. 2 μπου- μπουν'ιζω (ένα χρον. διάστημα)· гром -ел ВСЮ НОЧЬ μπουμπούνισε όλη τη νύχτα. ♦прогресс -а α. πρόοδος, ανάπτυξη· техни- технический - τεχνική πρόοδος· огромный - τερά- τεράστια ανάπτυξη. прогрессивка, -И θ. πρόσθετη πληρωμή (για υπερεκπλήρωση του πλάνβυ εργασίας με καθιε- καθιερωμένη διαβάθμιση). прогрессивность, -И θ. προοδευτικότητα* - ВЗГЛЯДОВ η προοδευτικότητα των απόψεων. прогрессивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1 προοδευτικός; βαθμιαία αυξανόμενος ή εξε- εξελισσόμενος· ~ое обложение προοδευτική φορο- φορολογία* -ое развитие болезни βαθμιαία ε- εξέλιξη της ασθένειας. 2 φιλοπρόοδος* -ые убеадёния προοδευτικές αντιλήψεις· - поли- политический деятель προοδευτικός πολιτικός πα- παράγοντας· - рост безработицы βαθμιαία άνο- άνοδος της ανεργίας. прогрессировать, -рую, -руешь ρ.δ. 1 αυ- ξαίνω, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω. 2 προοδεύω· εξελίσσομαι· наука -рует η επι- επιστήμη προοδεύει. прогрессист, -а α., -ка, -И θ. προοδευτι- προοδευτικός, -ή· φιλοπρόοδος, -η. ♦прогрессия, -и θ. (μαθ.) πρόοδος* арифме- арифметическая ή расностная - αριθμητική πρόοδος· геометрическая ή кратная ~ γεωμετρική πρόο- πρόοδος. прогрести ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогребённый, βρ: -бён, -бена, -бено καθα- καθαρίζω· πετώ· - снег на дорожке εκχιονίζω το δρομάκι. II βλ. грести (για ένα χρονικό διά- διάστημα) . Прогреть ρ.σ.μ. θερμαίνω, ζεσταίνω αρκε- αρκετά* καίω· - комнату θερμαίνω το δωμάτιο' - печь καίω το φούρνο. II -СЯ θερμαίνομαι ζε- ζεσταίνομαι αρκετά. щюгроиихать р.σ. βλ. громыхать. II βρο- βροντώ· μπουμπουν'ιζω (ένα χρον. διάστημα)* ору- ДИЯ -ЛИ ВСЮ НОЧЬ τα πυροβόλα βρόντησαν όλη την νύχτα. прогрохать р.σ. (απλ.) 1 βλ. грохнуть. 2 κροτώ, βροντώ (για ένα χρον. διάστημα). прогрохотать р.σ. βλ. грохотать καθώς και με σημ. για ένα χρον. διάστημα. прогрохотить ρ.σ. κοσκιν'ιζω. прогрузить р.σ. φορτώνω (για ένα χρον. δι- διάστημα) * - УГОЛЬ целый день φορτώνω κάρβου- κάρβουνο όλη τη μέρα. прогрустЙХЬ ρ.σ. θλίβομαι (για ένα .χρον. διάστημα)* - весь вечер θλίβομαι όλο το βρά- βράδυ. прогрызать(ся) ρ.δ. βλ. прогрызть(ся). прогрызть р. σ. 1 τρωγαλίζω, κατατρώγω, τρυπώ* МЫШИ -ли ПОЛ τα ποντίκια τρύπησαν το πάτωμα. 2 βλ. грызть (για ένα χρον. διάστη- διάστημα. II -СЯ τρωγαλίζοντας τρυπώ (για να ει- εισχωρήσω)· мышь -лась в кладовую το ποντίκι τρύπησε την αποθήκη και μπήκε μέσα.' прогудеть р.σ. 1 βλ. гудеть. 2 ηχώ, σφυ- σφυρίζω (για ένα χρον. διάστημα)· гудок -ел минуту η σειρήνα σφύριξε ένα λεπτό. прогул, -а α. αδικαιολόγητη απουσία απο τη δουλειά· σκάσιμο* χασομέρι. прогуливать ρ.δ. 1 βλ. прогулять. 2 μ. κά- κάνω κάποιον περίπατο. II -СЯ βλ. прогуляться. прогулка, -И θ. περίπατος* - В лес περί- περίπατος στο δάσος* загородная - εξοχικός πε- περίπατος* - на лодке βαρκάδα* - на лыжах περίπατος με τα σκι. прогулочный επ. περιπατητικός* - шаг πε- περιπατητικό βήμα. прогульный επ. σκαστός απο τη δουλειά, α- δικαολόγητα απών. прогульщик, -а α., -Па, -Ы θ. αδικαιολό- αδικαιολόγητος απών απο τη δουλειά* σκαστός, -ή. прогулять ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. про- прогулянный, βρ: -ЛЯН, -а, -о. 1 περιπατώ, κά- κάνω περίπατο. 2 χάνω (λόγω του περίπατου)· - урок κάνοντας περίπατο, έχασα το μάθημα. 3 απουσιάζω (το σκάζω) απο τη δουλειά. 4 ασω- τ^εύω, ξοδεύω στα γλέντια. 5 διασκεδάζω πί- πίνοντας, μεθώ. II -СЯ περιπατώ, κάνω περίπα- περίπατο κλπ. ρ. ενεργ. φ. - по парку κάνω περί- περίπατο στο πάρκο. продавать(ся) р.δ. βλ. продать(ся). продавец, -вца α. πωλητής* ~ цветов ανθο- ανθοπώλης* - книг βιβλιοπώλης· - фруктов οπωρο- πώλης* - овощей λαχανοπώλης* - рыб ιχθυο- πώλης* ~ мяса βλ. мясник* - вина κρασοπώ- λης* - старых вещей παλαιοπώλης. продавить ρ.σ.μ. σπάζω* - локтем стекло σπάζω με τον αγκώνα το τζάμι. II συνθλίβω* Я -ЙЛ целую ночь клопов έσπασα όλη τη νύχτα κοριούς. II -СЯ σπάζω με το βάρος. продавливать(ся) ρ.δ. βλ. продав йгь(ся). Продавщик, -а α., -Ца, -Ы θ. (παλ.) πωλη- πωλητής, -ήτρια. продажа, -И θ. πώληση* оптовая - χοντρική πώληση* розничная - λιανική πώληση* акт ку- пли-продажи πράξη αγοραπωλησίας. II εμπόριο* в -у поступило много товаров στο ' εμπόριο
про 254 про ήρθαν πολλά εμπορεύματα· пустить В ~у βγάζω στο εμπόριο. проДОХНОСТЬ, -И θ. μισθαρνία. продажный επ., βρ: -жен, -ЖНа, -ЖНО.1 πω- πωλούμενος, για πούλημα· - ДОМ σπίτι που που- πουλιέται· ЭТОТ товар не - αυτό το εμπόρευμα δεν πουλιέται. II της'πώλησης· -ая цена τιμή πώλησης. II μτφ. πουλημένος· -ая женщина που- πουλημένη γυναίκα. 2 μίσθαρνος, ζαγορασμένος, αργυρώνητος· - человек πουλημένος άνθρωπος· -ая душа πουλημένη ψυχή* -ЭЯ шкура πουλημέ- πουλημένο τομάρι* -ая пресса πουλημένος τύπος· убийца πουλημένος φονιάς. продалбллвать ρ.δ. βλ. продолбить. II -ся σκάβομαι, σκαλίζομαι, κοιλαίνομαι. продать, -дам, -дашь, -даст, -дадим, -да- -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. продал, ~ла, -ло к. продал, -ЛО, προστκ. продай, παθ. μτχ. проданный, βρ: -дан, -а к. -а, -о р.σ.μ. 1 πουλώ, πωλώ· - дом πουλώ το σπίτι· - лошадь πουλώ το άλογο* - оптом πουλώ χοντρικά· В розницу πουλώ λιανικά. 2 προδίνω* ОН -ал своего товарища αυτός πρόδοσε το σύντροφο του. II -СЯ πουλιέμαι· ОН -лея врагам αυτός πουλήθηκε στους εχθρούς. Продвигать ρ.σ. μετακινώ, μεταθέτω (για ένα χρον. διάστημα)· целый день -ал мебель όλη τη μέρα μετακίνησα τα έπιπλα. II -СЯ με- κινούμαι προς τα μπρος, προωθούμαι. проднигать(ся) ρ.δ. βλ. продвйнуть(ся). Продвижение, -Я ουδ.1 προώθηση, σπρώξιμο, μετακίνηση II πέρασμα 2 προαγωγή, προβίβαση. продвинуть ρ.σ. 1 προωθώ, μετακινώ. II περ- περνώ* продвинуть стол через дверь περνώ το τρα- τραπέζι απο την πόρτα. 2 μτφ. προωθώ* - дело προωθώ την υπόθεση. II προάγω, προβιβάζω* по службе προάγω στην υπηρεσία. II -СЯ 1 κι- κινούμαι προς τα μπρος, προωθούμαι* враг -ЛСЯ на 10 километров о εχθρός προωθήθηκε κατά 10 χιλιόμετρα. II περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, πηγαίνω· εισδύω· с ТРУДОМ ОН -ЛСЯ В ОКНО με δυσκολία αυτός πήγε στο παράθυρο. 2 μτφ. προωθούμαι· Дело -ЛОСЬ η υπόθεση προωθήθη- προωθήθηκε. II προάγομαι, προβιβάζομαι. продевание, -Я ουδ. πέρασμα μέσα απο* . НИТИ В дырочки бус το πέρασμα της κλωστής μέσα απο τις τρυπίτσες των χαντρών. продевать(ся) р.δ. βλ. продёть(ся). Продежурить р.σ. εφημερεύω (για ένα χρον. διάστημα). продезинфицировать, -руга, -руешь р.σ.μ. . απολυμαίνω. Продекламировать, -рую, -руешь р.σ.μ. α- απαγγέλλω. Η ομιλώ υψηλόφρονα, μεγαλαυχώς. продел, -а α. χόνδροι, πληγοϋρι(σιταριού, ριζιού κ.τ.τ.). Проделать ρ.σ.μ. 1 (δι)ανοίγω, φτιάχνω* - дверь в .стене φτιάχνω πόρτα στον τοίχο* ХОД В заборе"ανοίγω δίοδο (πέρασμα) στον περίβολο* - подземный ХОД ανοίγω υπόγεια δί- δίοδο (λαγούμι). 2 εκτελώ, εκπληρώ, κάνω, διε- ζάγω* ОН -ал огромную работу αυτός έκαμε τε- τεράστια δουλειά. 3 κάνω, φτιάχνω (για ένα χρον. διάστημα)· целый час -ал упражнения ολόκληρη ώρα έκανα ασκήσεις. Проделка, -И θ. (δι)άνοιξη, άνοιγμα· φτιά- φτιάξιμο* - ОКОН В стене φτιάξιμο παράθυρων στον τοίχο. II πράξη αξιόμεμπτη* παλιοδουλιά,βρω- μοδουλιά. II επινόημα* πείραγμα, δούλεμα, κούρτισμα. Проделывать ρ.δ. βλ. проделать. (Ι -СЯ δι- διανοίγομαι, ανοίγομαι, φτιάχνομαι, γίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. продельный επ. χόνδρινος, απο χόνδρους. продемонстрировать, -рую, -руешь р.σ.μ. βλ. демонстрировать. продёргать ρ.σ.μ. βοτανίζω, ξεχορταριά- ζω· ξεριζώνω. продёргивание, -Я ουδ. βοτάνισμα, ξεχορ- τάριασμα* ξερίζωμα. II διαπέραση, πέρασμα. прод8ргивать(ся) ρ.δ. βλ. продёрнуть(ся). продержать р.σ.μ. 1 κρατώ (για ένα χρον. διάστημα)· полчаса он -ал ребёнка на руках μισή ώρα αυτός κράτησε το παιδάκι στα χέ- ρια* его -ли два месяца в больнице τον κρά- κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο. 2 διατηρώ· она -ла ПИСЬМО три месяца αυτή κράτησε το γράμμα τρεις μήνες. II -СЯ 1 κρατιέμαι* не- несколько минут он -лея на одной руке μερικά λεπτά αυτός κρατήθηκε με το ένα χέρι· рота -лась до приОытия подкрепления о λόχος κρά- τησβ ώσπου να έρθει ενίσχυση. II διατηρού- διατηρούμαι· краска -лась ещё долго το χρώμα.κρά- χρώμα.κράτησε ακόμα πολύ (χρόνο). 11 παραμένω· ко- корабль -ЛСЯ На Воде ТОЛЬКО Час το καράβι πα- παρέμεινε στην επιφάνεια μόνο μια ώρα. продёржка, -и θ. πέρασμα· - нити в игол- иголку πέρασμα της κλωστής στο βελόνι (την οπή). II βελόνι με κλωστή (βελονιασμένο). продерзоСТЬ, -И θ. (παλ.) θρασύτητα, αυ- θάδεια· προπέτεια. продёрнуть ρ.σ.μ. 1 βλ. продеть. 2 μτφ. (απλ.) κριτικάρω· γελοιοποιώ. продеть ρ.σ.μ. περνώ* - нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι* - голову В Χ0- мут περνώ (βάζω) τη λαιμαριά. II -СЯ περ,νιέ- μα,ι, διέρχομαι* НЙТка -ЛЭЗЬ В иголку η κλω- κλωστή πέρασε στο βελόνι. продефилировать ρ.σ. παρελαύνω. Продешевить р.σ. πουλώ φτηνά. продешевлять р.δ. βλ. продешевить. продиктовать р.σ.μ. βλ. диктовать.
про 255 про продирать(ся) ρ.δ. βλ. продрать( еж). продирижировать р.σ. βλ. дирижировать. продлевать ρ.δ. βλ. продлить. продление, -я ουδ. παράταση· ~ срока πα- παράταση της προθεσμίας. продлить, -ДЛЮ -ДЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. продлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ. μ. παρατείνω" - отпуск παρατείνω την άδεια· - занятия παρατείνω τα μαθήματα· - срок πα- παρατείνω την προθεσμία. II -СЯ παρατείνομαι* διαρκώ. продмаг, -а α. (продовольственный мага- магазин) εδωδιμοπωλείο, μαγαζί τροφίμων· продовольственный επ. των τροφίμων магазин βλ. продмаг; - кризис έλλειψη τρο- τροφίμων. ПрОДОВОЛЬСТВИе, -Я ουδ. 1 τα τρόφιμα· гру- ЗЙТЬ - φορτώνω τρόφιμα. 2 (παλ.) εφοδιασμός με τρόφιμα· - ВОЙСК εφοδιασμός των στρατευ- στρατευμάτων με τρόφιμα. проДОВОЛЬСТВОВаНИе, -Я ουδ. (παλ.) εφοδι- εφοδιασμός σε τρόφιμα. продовольствовать, -ствуго, -ствуешь. р.δ. μ. (παλ.) εφοδιάζω, προμηθεύω με τρόφιμα. Η -СЯ εφοδιάζομαι με τρόφιμα, προμηθεύομαι τρόφιμα. продолбить ρ.σ.μ. 1 βλ. ДОЛбЙТЬ. 2 μτφ. επιμένοντας πετυχαίνω το σκοπό. продолговатость, -И θ. το επίμηκες. продолговатый επ., βρ: -ват, -а, -О επι- επιμήκης, μακρουλός· προμήκης· -ое ЛИЦО μα- μακρουλό πρόσωπο· - зал επιμήκης αίθουσα* МОЗГ προμήκης μυελός. продолжатель, -Я α., -ница, -ы θ. συνε- συνεχιστής . продолжать ρ.δ. 1 συνεχίζω· εξακολουθώ· - - работу συνεχίζω την εργασία· - борьбу συ- συνεχίζω τον αγώνα. 2 βλ. ПРОДОЛЖИТЬ Aσημ.). II -СЯ συνεχίζομαι, εξακολουθώ· бОИ ещё -ЮТСЯ οι μάχες ακόμα συνεχίζονται. II παρα- παρατείνομαι . продолжение, -Я ουδ. 1 συνέχιση, εξακο- εξακολούθηση* - работы συνέχιση της εργασίας. II συνέχεια· - В следующем номере η συνέχεια στο επόμενο νούμερο (φύλλο)* - следует ακο- ακολουθεί (έπεται) συνέχεια. 2 επέκταση, επι- επιμήκυνση* προέκταση* деревянный забор - каменной стены о ξύλινος περίβολος είναι προέκταση του πέτρινου τοίχου. II παράταση*- перемирия παράταση της ανακωχής* - Отпуска παράταση της άδειας. II εκφρ. Β - чего κατά τη διάρκεια, στη διάρκεια, διαρκοϋντος, δι- διαρκούσης* Β - Обеда κατά το γεύμα* Β - бу- ри διαρκούσης της θύελλας. продолжительность, -и θ. διάρκεια* - ра- рабочего ДНЯ η διάρκεια της εργάσιμης μέρας. продолжительный επ., βρ·. -лен, -льна, -о συνεχής, διαρκής, μακρός, μακρόχρονος* πα- παρατεταμένος, εξακολουθητικός* -ая разлука μακρόχρονος αποχωρισμός * -ая зима μακρύς χειμώνας*- СТОН συνεχής στεναγμός. продолжить, -жу, -жишь р.σ. 1 μ. παρα- παρατείνω* συνεχίζω. II επιμηκύνω, επεκτείνω. 2 βλ. продолжать (ίσημ.). И -ся βλ. продол- продолжаться. ПРОДОЛЬНЫЙ επ. επιμήκης, κατά μήκος, κα- κατά μάκρος· чертёж -го разреза машины σχέ- σχέδιο κατά μήκος τομής της μηχανής* -ая рас- пшювка брёвен κατά μήκος πριόνιση των κορμών δέντρων. продотряд, -а α. ένοπλο τμήμα συγκέντρω- συγκέντρωσης τροφίμων στην περίοδο του πολεμικού κομμουν ισμού. продохнуть, -ну, -нежь ρ.σ. αναπνέω βα- βαθιά, ελεύθερα. II εκφρ. - нельзя; не -, не -нёшь δεν μπορείς ν' ανασάνεις (απο αγκοϋ- • σα, άσχημη μυρουδιά κλπ.). ПРОДПУНКТ, -а α. κέντρο διανομής τροφί- τροφίμων σε αξιωματικούς. продрать, -деру, -дерёшь, παρλθ.χρ. про- продрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρό- драннйй, βρ: -дран, -а, -о р.σ. 1 μ. φθεί- φθείρω, τρίβω* τρυπώ (για ρούχα). 2 μ. (απλ.) .μαλώνω αυστηρά, κατσαδιάζω. 3 (απλ.) δια- διατρέχω, περνώ, διαβαίνω γρήγορα. II ίκφρ. глаза (απλ.) αποκοιμούμαι, με παίρνει ο ύ- ύπνος. II -СЯ 1 φθείρομαι, τρίβομαι* τρυπώ. 2 διασχίζω, διέρχομαι με δυσκολία. продребезжать р.σ. βλ. дребезжать. продрейфовать р.σ. βλ. дрейфовать. продремать р.σ. βλ. дремать. „ продрогнуть р.σ. βλ. дрогнуть1. продрожать р.σ. βλ. дрожать. придубйть р.σ. βλ. дубить. продувание, -Я ουδ. το φύσημα· - трубки φύσημα του σωληνίσκου. продувать р.δ. 1 βλ. продуть. 2 φυσώ απο παντού. II -СЯ βλ. продуться. продувка, -И θ. καθάρισμα με πιεσμένο α- αέρα. продувной1επ. πονηρός, πανούργος* -ая бестия μεγάλος απατεώνας, θεομπαίχτης. продувной2 επ. βλ. продувочный. продувочный επ. διαφυσητικός, φυσητήριος. ♦продукт, ~а α. 1 προϊόν ~ы сельского хо- хозяйства αγροτικά προϊόντα* -Ы ЖИВОТНОВОДС- ТВа κτηνοτροφικά προϊόντα. II μτφ. αποτέλε- αποτέλεσμα, αποκύημα, γέννημα* - мышления προϊόν της σκέψης. 2 πλθ. -Ы τα τρόφιμα* купить -Ы αγοράζω τρόφιμα· -Ы питания τα τρόφι- τρόφιμα, είδη διατροφής. 3 υλικό (κατασκευής)· - ДЛЯ изготовления бумаги υλικό για κατά-
про 256 про σκευή χαρτιού. II το κατάλοιπο· -Ы сгорания τα κατάλοιπα της καύσης.. Продуктивность, -и θ. παραγωγικότητα, α- αποδοτικότητα* γονιμότητα. ♦продуктивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 παραγωγικός, αποδοτικός* γόνιμος* - Труд η παραγωγική εργασία. 2 (γλωσ.) παραγωγικός* - суффикс παραγωγικό επίθεμα. ПРОДУКТОВЫЙ επ. των τροφίμων - магазин κατάστημα τροφίμων, εδωδιμοπωλείο* - склад αποθήκη τροφίμων. продуктообмен, -а α. ανταλλαγή προϊόντων, ♦продукция, -И θ. η παραγωγή, τα προϊόντα· валовая - συνολική παραγωγή* годовая - фа- фабрики η ετήσια παραγωγή της φάμπρικας* про- промышленная - βιομηχανική παραγωγή. II προϊόν πνευματικής εργασίας· писательская - συγ- συγγραφική παραγωγή. продуманность, -И θ. προμελέτη, περίσκε- περίσκεψη, εμβρίθεια. продуманный επ. απο μτχ. καλομελετημένος, ολόπλευρα εξετασμένος* εμπεριστατωμένος. продумать ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. προ- думанный, βρ: -ман, -а, -ο ρ.σ. 1 μ. καλο- σκέπτομαι, καλομελετώ, καλοεξετάζω. 2 σκέ- σκέπτομαι . продумывать р.δ. βλ. продумать. И -ся κα- λοσκέφτομαι, καλομελετιέμαι, καλοεξετάζομαι. продуть ρ.σ. 1 φυσώ (να καθαρίσει)· - тру- трубку φυσώ το σωληνάκι. 2 κρυολογώ (απο ρεύ- ρεύμα αέρα)· не СИДИ у окна, тебя -уеш μη κά- κάθεσαι στο παράθυρο, θα κρυολογήσεις. 3 φυ- φυσώ, πνέω. 4 (απλ.) χάνω (στο παιγνίδι, χαρ- χαρτοπαίγνιο). II -СЯ 1 (απλ.) χάνω (στο παι- παιγνίδι). 2 κρυολογώ απο ρεύμα αέρα. продух, -а α. θυρίδα αερισμού. II άνοιγμα σε τοίχο, διάκενο. продушина, -Ы θ. 1 θυρίδα αερισμού. 2 ο- οπή στον πάγο. Продушить, -Душу, ~ДУШИШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. продушенный, βρ: -шен, -а, -о к. проду- продушенный, -шён, -шена, -шено р.σ.μ. μυρίζω· вся комната -шена духами όλο το δωμάτιο μύ- μύρισε απο αρώματα. II -СЯ μυρίζω" весь -ЙЛСЯ табаком μύρισε όλος απο τσιγάρο* - йодом μυρίζω ιώδιο. ПроДЫМЙТЬ, -МЛГО, -МШПЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. продымлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. καπνίζω, γεμίζω καπνό* μυρίζω καπνό. II -СЯ καπνίζομαι* μυρίζω απο παπνίλα. продырявить, -Влю, -вишь ρ.σ.μ. διατρυπώ, ανοίγω τρύπα. II φθείρω* он -ил на локтях пиджак αυτός τρύπησε το σακάκκι στους αγκώ- αγκώνες. II -СЯ τρυπώ, τρυπιέμαι· туфли .-лись τα παπούτσια τρύπησαν. продарявливать( ся) ρ. δ. βλ. продырявить (ся). продышать ρ.σ; αναπνέω, ανασαίνω. II -СЯ αναπνέω, ανασαίνω. проедать р.δ. βλ. проесть A, 2σημ.). II -СЯ 1 βλ. проесться. 2 (απλ.) ξοδεύω, δα- δαπανώ, τρώγω. проезд, ~а α. 1 διαδρομή, μετάβαση (με με- μεταφορικό μέσο)· платить за - πληρώνω για τη διαδρομή* Деньги на - τα ναύλα. 2 δίοδος* πέρασμα* УЗСКИЙ - στενό πέρασμα. II πάροδος, σοκάκι. проездить, -езду, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проезженный, βρ: -жен, ~а, -о ρ.σ.1 τα- ταξιδεύω. 2 ξοδεύω στο ταξίδι. 3 μαθαίνω ιπ- ιππασία. II -СЯ 1 (παλ.) ταξιδεύω. 2 καταξο— δεύομαι στο ταξίδι ή στα ταξίδια. Проездка, -и θ. ιππασία. проездной επ. της διαδρομής, του ταξιδιού* - билет εισιτήριο διαδρομής. проездом επίρ. περνώντας, διαβαίνοντας, στο διάβα* посетил друзей - με την ευκαιρία που περνούσα απ' εκεί επισκέφτηκα τους φί- φίλους* быть -ом είμαι περαστικός. проезжать(ся) р.δ. βλ. проёхать(ся). проезжаПЦИЙ επ. απο μτχ. διερχόμενος (με μεταφ. μέσο). проезживать(ся) р.δ. βλ. проездить(ся). проезжий 1 επ. κ. ουσ. διερχόμενος (με μεταφ. μέσο). 2 επ. διαβατός (για οχήματα)* ~ая дорога διαβατός δρόμο*. ♦проект, -а α. ι σχέδιο* - жилого дома το σχέδιο κατοικίας* - дворца σχέδιο μεγάρου* - закона νομοσχέδιο* - резолюции σχέδιο α- απόφασης. 2 σκοπός* πλάνο* - поездки πλάνο ταξιδιού. проектант, -а α. σχεδιαστής, σχεδιογραφος. проективный επ. προβλητικός, της προβολής* -ая геометрия προβλητική γεωμετρία. проектирование1, -я ου δ. βλ. проектировка. проектирование? -я ουδ. σχεδίαση προβο- προβολής. проектировать1, -руго, -руешь ρ.δ.μ. ι σχε- σχεδιάζω, κάνω σχέδιο· - машиностроительный за- завод κάνω σχέδιο εργοστασίου μηχανοκατα- σκευής. 2 σκοπεύω, προτίθεμαι. II -СЯ 1 σχε- σχεδιάζομαι. 2 σκοπεύω, προτίθεμαι. Проектировать^ -РУЮ, -руешь ρ.δ.μ.1 σχε- σχεδιάζω προβολή. 2 βλ. процейровать. II -ся προβάλλομαι. проектировка, -и θ. σχεδίαση- - гидроста- НЦИИ σχεδίαση υδροηλεκτρικού σταθμού. Проектировочный επ. σχεδιαστικός, της σχεδίασης* -ая экспедиция αποστολή σχεδία- σχεδίασης. проектировщик, ~а α., -ца, -ы θ. σχεδια- σχεδιαστής, -άστρια, -άστρα. проектный επ. του σχεδίου ή της σχεδία-
про 257 про σης· -ое бюро γραφείο σχεδίασης* -ая груп- группа ομάδα σχεδίασης. II προβλεπόμενος απο το σχέδιο* -ая МОЩНОСТЬ η ισχύς που προβλέπε- προβλέπεται απο το σχέδιο. ♦проектор, -а α. προβολέας κινηματογραφι- κινηματογραφικής μηχανής. ♦проекция, -И θ. 1 (μαθ.) προβολή. 2 με- μεγέθυνση φωτιστική (φωτογραφική η.τ.τ.). проём, -а α. άνοιγμα στον τοίχο (για πόρ- πόρτα, παράθυρο κ.τ.τ.). проёмный επ. διαμπερής* - ГВОЗДЬ διαμπε- διαμπερές καρφί. проесть ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. προέ- денный, βρ: -ден, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 τρωγαλίζω, ροκανίζω, τρώγω* τρυπώ* МЫЩИ -ЛИ ПОЛ τα πο- ποντίκια τρύπησαν το πάτωμα. II διαβιβρώσκω* ржавчина -ла железо η σκουριά έφαγε το σί- σίδερο. 2 δαπανώ, ξοδεύω* σπαταλώ* ОН -ёл все деньги αυτός έφαγε όλα τα χρήματα. 3 τρώγω* ОН -ёл целый час αυτός έφαγε ολόκληρη ώρα. Ι] εκφρ. зубы - βλ. στη λ. съесть. II -СЯ ξο- ξοδεύω στο φαγητό* τρώγω όλα τα χρήματα. проехать, -ёду, -едешь р.σ. 1 περνώ, δια- διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με- ταφ. μέσο)· по асфальтной дороге -ал грузо- грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο* он -ал последний дом на улице И свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά. II διατρέ- διατρέχω, διανύω. II πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)* με- μεταβαίνω· надо К брату - πρέπει να πάω στον αδερφό. 2 περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω. II -СЯ κάνω περίπατο (σε άλο- άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.). II βκφρ. - На Чей счёт ή по адресу кого βλ. στη λ. пройтись. проецирование, -я ουδ. προβολή (στην ο- θώνη). проецировать, ~рую, -руешь р.δ.μ. προβάλ- προβάλλω (στην οθώνη). Π -СЯ προβάλλομαι. прожаривание, -я ουδ. βλ. прожарка. прожаривать(ся) ρ.δ. βλ. птожарить(ся). прожарить ρ.σ.μ. 1 καλοψήνω, καλοτηγανί- ζω, καλοκαβουρδίζω. 2 καλοθερμαίνω, καλο- ζεσταίνω. 3 ζεματίζω, καίω (για απολύμαν- απολύμανση. II -СЯ καλοψήνομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. прожарка, -И θ. 1 καλοτηγάνισμα, καλοψή- σιμο, καλοκαβούρδισμα. 2 ζεμάτισμα, κάψιμο (για απολύμανση). прожать1, -жму, -жмёшь ρ.σ.μ. θλίβω, σπάζω πιέζοντας. II· πατώ, βγάζω το χυμό, ξεζουμί- ξεζουμίζω. II θλίβω, πιέζω (για ένα χρον. διάστημα). прожать*; -жну, -жнёшь р.σ.μ. θερίζω. прождать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.πρό- жданный, βρ: -ждан, -а, -о κ. -а, -о περι- περιμένω, αναμένω, καρτερώ (για ένα χρον. διά- διάστημα) . прожевать, -жую, -жуёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ, прожёванный, βρ: -ван, -а, -О μασώ κα- καλά, εντελώς. II -СЯ μασιέμαι καλά. прожёвывать(ся) ρ.δ. βλ. прожевать(сн). ♦прожект, -а α. (παλ.) σχέδιο, πλάνο* προ- προβολή. II το βίωμα. прожектёр, -а α. ο αρεσκόμενος σε πλάνα (κυρ ίως απραγματοπο ίητα). прожектерский επ. φανταστικός, αβάσιμος, απραγματοποίητος* - план σχέδιο απραγματο- απραγματοποίητο. прожектёрство, -а ουδ. (ειρν.) σχέδια α- αβάσιμα, απραγματοποίητα. прожектёрствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. (ειρν.) αρέσκομαι σε πλάνα (κυρίως απραγμα- απραγματοποίητα) . ♦прожектор, -а α., πλθ. -ёкторы к. -ектора προβολέας, καταγαυστήρας. Прожекторист, -а α. ειδικός στους προβο- προβολείς. прожекторный επ. του προβολέα* για προβο- προβολέα* - луч αχτίδα προβολέα* -ая лампа λάμπα προβολέα. прожелть, -И θ. κιτρινωπό χρώμα. прожечь, -жгу, -жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. прожёг", -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прожжённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено ρ.σ.μ. 1 καίω, τρυπώ με την καύση* - платье уг- лём, утюгом καίω το φόικμα με το κάρβουνο, το σίδερο. 2 μτφ. διαπερνώ,-φλογίζω (για αι- αισθήματα) . 3 καθαρίζω με καύση. 4 ξοδεύω α- συλόγιστα, σπαταλώ. II καίω (για ένα χρονικό διάστημα)* - лампу ВСЮ НОЧЬ καίω τη λάμπα όλη τη νύχτα. II -СЯ καίγομαι. II τρυπιέμαι απο κάψιμο* на рукаве -глась дыра το μανί- μανίκι τρύπησε απο το κάψιμο. прожжённый επ. απο μτχ. διαβόητος, περι- περιβόητος* - плут διαβόητος απατεώνας. проживание, -Я ουδ. δαπάνη, ξόδευση, ξό- δεμα για διαβίωση. Проживать р.δ. βλ. ПрОЖИТЬ C σημ.). II δι- διαμένω, ζω. II -ся βλ. прожиться. прожигание, -Я ουδ. 1 κάθαρση με καύση. 2 σπατάλη* - денег σπατάλη χρημάτων. прожигатель, -я α., -ница, -ы θ..σπάταλος, -η, σκορποχέρης, -α, ξοδιαστής, -ιάστρα. Прожигательный επ. άναπτ<.κός, αναφλεκτι- κός. прожигать(ся) ρ.δ. βλ. прожёчь(ся). прожилка, -И θ. διαχωριστική γραμμή, φλε- βίτσα (σε πέτρες, μεταλεύματα). Π νηματοει- νηματοειδής γραμμή στο δέρμα* φλεβίτσα. прожимать р.δ. βλ. прожать1. II -ся θλίβο- θλίβομαι, πατιέμαι* σπάζω. II πατιέμαι ξεζουμίζο- ξεζουμίζομαι. прожинать ρ.δ. βλ. прожать2. II -ся θερίζο-
προ 258 про μα ι. прожиривагь(ся) р.δ. βλ. прожйрить(ся). прожирить р.σ. αλείφω με λίπος* - КОЖУ α- αλείφω το δέρμα με λίπος. И -СЯ αλείφομαι με λίπος. прожитие, -Я ουδ: на - για διαβίωση, για πόρεψη. прожиток, -тка α. (παλ.)· на - βλ. прожи- прожитие. ПРОЖИТОЧНЫЙ επ. της διαβίωσης· -ые сред- средства τα μέσα διαβίωσης, τα προς του ζειν. прОЖЙТЫЙ ουσ. ουδ. απο μτχ. ~ΟΘ τα περα- περασμένα, η περασμένη ζωή* το παρελθόν. прожить ρ.σ., παρλθ. χρ. прожил, -ла, -ло к. ЩЮЯЕИЛ, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ЩЮЖИ- тый, βρ: -жит, -а, -о κ. прожитый, βρ:-жиг, -а, -о р.σ. 1 ζω* отец его -ил сто лет о πα- πατέρας του έζησε εκατό χρόνια. 2 διαμένω* ОН лётом -ЙЛ В деревне αυτός το καλοκαίρι το πέρασε στο χωριό. 3 ξοδεύω, δαπανώ, τρώγω* ОН -ЙЛ все деньги αυτός τα 'φάγε όλα τα λε- λεφτά. И -СЯ ξοδεύω, τρώγω τα χρήματα, μένω άφραγκος. ЩЮЖОрлиВОСТЬ, -И θ. λαιμαργία, αδηφαγία. Прожорливый επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О λαίμαρ- λαίμαργος, αδηφάγος, αχόρταγος, φαγάς. прожужжать ρ. σ. 'βλ. жужжать. *ПрОза, ~Ы θ. 1 πεζογραφία, πρόζα. 2 μτφ. το καθημερινό, το συνηθισμένο* - ЖИЗНИ ή Житейская - η συνηθισμένη (ρηχή) ζωή. прозаизм, -а α. πεζή έκφραση σε ποιη- ποιητικό έργο. Прозаик, -а α. πεζογράφος. Прозаический επ. 1 πεζογραφικός, του πεζο- πεζογράφου ή της πεζογραφίας. 2 απλός, άχαρος, άνοστος, ανούσιος. II καθημερινός, συνηθι- συνηθισμένος, κοινός. 3 πρακτικός, δραστήριος. прозаичность, -И θ. απλότητα. II το συνη- συνηθισμένο, το κοινό. прозаичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. прозаический B σημ.). прозакладывать ρ.δ.κ.σ.μ. εγγυώμαι, στοι- στοιχηματίζω, βάζω στοίχημα* Я ГОЛОВУ СВвГО ~аю, если ЭТО неправда κόβω το κεφάλι μου, αν αυτό δεν είναι αλήθεια, прозаниматься р.σ. ασχολούμαι (για ένα χρον. διάστημα). прозаседать р.σ. συνεδριάζω (για ένα χρον. διάστημα)* - целый день συνεδριάζω ολόκληρη μέρα. прозвание, -я ουδ. 1 βλ. прозвище. 2 (παλ.. я. διαλκ.) ονοματεπώνυμο. прозвать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρό- званный, βρ: -ван, -а, -о παρονομάζω, βγά- βγάζω, κολλώ παρατσούκλι, προσωνυμία. II -СЯ παρονομάζομαι, μου βγαίνει παρατσούκλι. прозвенеть, -нот р.σ. βλ. звенеть. прозвище, -а ουδ. προσωνυμία, παρατσου'κλι, παρεπώνυμο. прозвонить р.σ. βλ. звонить. прозвучать, -чйт р.σ. βλ. звучать. прозевать р.σ. 1 μ. χάνω, αφήνω να μου διαφύγει* - удобный момент, случай αφήνω να μου διαφύγει η κατάλληλη στιγμή, περίπτωση* - поезд χάνω το τρένο. II παραβλέπω, παρο- ρώ, αφήνω απαρατήρητο, μου διαφεύγει την προσοχή. 2 μασώ (για ένα χρον. διάστημα), она -ла весь вечер αυτή μάσησε όλο το βράδυ. прозёвывать ρ.δ. βλ. прозевать (ίσημ.). *прозёктор, -а α. (προ)ανατόμος. прозекторский επ. ανατομικός* - НОЖ ανα- ανατομικό μαχαίρι, το νυστέρι. II ουσ. θ. -ЭЯ ανατόμείο. прозеленеть, -ёет р.σ. πρασινίζω. прозелень, -И θ. το πρασινωπό, πρασινωπά- δα, το υποπράσινο, πράσινη απόχρωση. *прозелйт, -а α·, -ка, ~И θ. προσήλυτος,-η. II νεοφώτιστος, ένθερμος οπαδός. прозелитизм, -а α. (γραπ. λόγος)* προση- προσηλυτισμός. прозелитский επ. προσηλυτιστικός. прозимовать р.σ. βλ. зимовать. прознавать, -знаю, -знаешь, προστκ. -вай, επιρ. μτχ. -вая р.δ. βλ. прознать. прознать, -знаю, -знаешь р.σ. (απλ.) μα- μαθαίνω, πληροφορούμαι. прозодежда, ~Ы θ. φόρμα εργατική. прозорливец, -вца, -вица, ~ы θ. διορατι- διορατικός, -ή, οξυδερκής. прозорливость, -И θ. διορατικότητα, οξυ- οξυδέρκεια* αντιληπτικότητα, прозорливый Й, επ., βρ: -лив, -а, -Ο (γραπ. λόγος)* διορατικός, οξυδερκής, νοήμονας* ум διορατικό μυαλό· - человек διορατικός άνθρωπος. прозрачность, -И θ. διαύγεια, καθαρότητα, διαφάνεια. прозрачный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 διαυγής, καθαρός, καθάριος, διαφανής. 2 μτφ. λεπτός, τρυφερός· -ая кожа λεπτή επιδερμί- επιδερμίδα. 3 μτφ. ανοιχτός, φανερός, απροκάλυπτος* - намёк φανερός υπαινιγμός* -ая МЫСЛЬ καθά- καθάρια σκέψη. ' прозревать р.δ. βλ. прозреть. прозрение, -Я ουδ. ανάκτηση της όρασης. II διορατικότητα· νοητική διεισδυτικότητα. прозреть, -зрю, -зришь κ. -зрею, -зреешь; ρ.σ. 1 ανακτώ την όραση, επαναβλέπω, ξανα- ξαναβλέπω. 2 μτφ. (παλ.) εννοώ, καταλαβαίνω. II (παλ.) εισδύω, εισχωρώ με το νου, τη σκέψη. II μτφ. διαβλέπω. прозубривать1 ρ.δ. βλ. прозубрить1.
про 259 прозубривать2 р.δ. βλ. прозубрить* Прозубрить1, -зубрю, -зубрЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прозубренный, βρ: -рен, -а, -о; р.σ.μ. βλ. зубрить1. прозубрить2(γραμμ. στοιχεία βλ. прозу- брЙТЬ1); αποστηθίζω, παπαγαλίζω. прозывать р.δ. βλ. прозвать. II -ся φέρω, έχω παρατσούκλι, προσονομάζομαι. ' прозябание, -Я ουδ. 1 βλάστηση, φΰτρωμα. 2 ζωή άχαρη, υποτυπώδης. прозябать р.δ. 1 (παλ.) φύομαι, φυτρώνω, βλασταίνω. 2 περνώ ζωή άχαρη, υποτυπώδη*μα- υποτυπώδη*μαραζώνω. прозябнуть -нет, παρλθ. χρ. прозяб, ~ла, ~ЛО р.σ. (παλ.) φύομαι, φυτρώνω, βλασταίνω. прозябнуть2, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. про- прозяб, -ла, -ЛО р.σ. ξεπαγιάζω, μαργώνω. проиграть, -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проигранный, βρ: -гран, -а, -о р.σ. 1 χάνω, νικιέμαι, ηττώμαι* - дело χάνω την υ- υπόθεση* - пари χάνω το στοίχημα* - сраже- сражение χάνω τη μάχη * - судебный процесс χάνω τη δίκη* - партию В шахматы χάνω την παρ- παρτίδα στο σκάκι. II ξεπέφτω* - в мнении това- товарищей ξεπέφτω στη συνείδηση των συντρόφων. 2 χάνω στο παιγνίδι (χαρτιά,- λοταρία κ.τ. τ.). 3 εκτελώ, παίζω· - мазурку на рояле παίζω μαζούρκα στο πιάνο* - пластинку παίζω δίσκο γραμμοφώνου. 4 παίζω* дети весь день -ЛИ На ДВорё τα παιδιά όλη τη μέρα έπαιξαν στην αυλή. II χάνω (λόγω παιγνιδιού) · дети -ли обед τα παιδιά έχασαν το γεύμα, γιατί έπαιζαν. II -СЯ χάνω στα τυχερά παιγνίδια. проигрывание, -я ουδ. (μουσ.) εκτέλεση, πα ί ξιμο. Проигрыватель, -Я α. ηλεκτροκίνητο γραμ- γραμμόφωνο. пройгрывать(ся) ρ.δ. βλ. проиграть(ся). проигрыш, ~а α. χάσιμο απώλεια, ήττα* - матча χάσιμο της συνάντησης (του ματς)· судебного процесса το χάσιμο της δίκης· - сражения χάσιμο της μάχης* - времени χάσιμο χρόνου· большой - χασούρα (στο χαρτοπαίγνιο)- бЫТЬ В -е χάνω, έχω χασούρα· остаться В -е χάνω το παιγνίδι, νικιέμαι. проигрышный επ. του χασίματος, της απώ- απώλειας· -ое положение κατάσταση απώλειας. произведение, -Я ουδ. 1 φτιάξιμο, εκτέλε- εκτέλεση, εκπλήρωση· διεξαγωγή, δημιουργία. 2 έρ- έργο· δημιούργημα· - искусства έργο Τέχνης· ли- литературное - λογοτεχνικό έργο* образцовое - αριστούργημα· Избранные -Я εκλεκτά έργα. 3 (μαθ.) το γινόμενο. произвести, -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. произвёл, -вела, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произведённый, βρ: -дён, -дена, -дено μτχ. про παρλθ. χρ. произведший р.σ.μ. 1 κάνω, εκ- εκτελώ, φτιάχνω* εκπληρώ, διεξάγω* - ремонт κάνω επισκευή* - ОПЫТ κάνω πείραμα* - ВЫ- стрел πυροβολώ· - вычисление κάνω λογαρια- λογαριασμό (λογαριάζω)* ·* следствие κάνω ανάκριση (ανακρίνω)· - атомное подземное испытание κάνω ατομική υπόγεια δοκιμή* - раскопки δι- διεξάγω ανασκαφές* - Обыск κάνω έρευνα* аресты κάνω συλλήψεις. 2 παράγω, βγάζω* товары массого употребления παράγω εμπορεύ- εμπορεύματα πλατιάς κατανάλωσης. 3 προκαλώ, προξε- προξενώ* - впечатление, сенсацию κάνω εντύπωση, αίσθηση* - шум κάνω θόρυβο κ.,μτφ. κρότο. II γεννώ, τίκτω* - на свет ребёнка φέρω στον κόσμο παιδάκι. 4 προβιβάζω, προάγω* - В ге- генералы προάγω σε στρατηγό. производитель, -я α. 1 παραγωγός* мелькни - μικροπαραγωγός. 2 (για αρσενικό ζώο)* ε- πιβήτορας, οχευτής, βατευτής* жеребец— ο κήλονας. II εκφρ. - работ о εργοδηγός. производительность, -И θ. παραγωγικότητα* αποδοτικότητα* γονιμότητα* - завода η παρα- παραγωγικότητα του εργοστασίου* - ПОЧВЫ η γονι- γονιμότητα του εδάφους. производительный επ., βρ: -лен, -льна, -о παραγωγικός* αποδοτικός* γόνιμος* - труд η παραγωγική εργασία. II εκφρ. -ые СИЛЫ οι πα- παραγωγικές δυνάμεις. производить р.δ.μ. ΐ*βλ. произвести. 2 ανάγω, αποδίδω την καταγωγή. II ερμηνεύω ε- ετυμολογικά. II εκφρ. свет не -ил πρωτοε'ιδω- τος, πρωτοφανής* πρωτάκουστος (απο αρνητι- αρνητικής πλευράς). II -СЯ παράγομαι, γίνομαι, κα- κατάγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. производный επ. παράγωγος* -ая величина ,το παράγωγο ποσό* -ое СЛОВО παράγωγη λέξη. производственник, -а α., -ца, -ы θ. ο,η παραγωγός. производственный επ. παραγωγικός, της πα- παραγωγής* - план το παραγωγικό πλάνο* -ое совещание παραγωγική σύσκεψη* - стаж τα χρό- χρόνια υπηρεσίας ή εργασίας. II βκφρ. -ые отно- отношения οι παραγωγικές σχέσεις. ПРОИЗВОДСТВО, -а ουδ. 1 διεξαγωγή* - ВЫ- боров διεξαγωγή εκλογών - предварительно- предварительного следствия διεξαγωγή προανάκρισης* - опы- опыта διεξαγωγή πειράματος. · 2 παραγωγή· сред- средства -а τά μέσα παραγωγής* - стали παραγω- παραγωγή ατσαλιού* - бумаги παραγωγή χαρτιού*тек- χαρτιού*текстильное - παραγωγή υφασμάτων* промышлен- промышленное - βιομηχανική παραγωγή* - зерна παραγω- παραγωγή δημητριακών. 3 προβίβαση, προαγωγή* - Β майор προαγωγή σε ταγματάρχη. производящий επ. απο μτχ. που παράγει* - район η παράγουσα περιοχή. ПРОИЗВОЛ, -а α. 1 προαίρεση, το αυτεξοϋ-
про .260 про σιο της βούλησης, αυτοβουλία. 'I ετσιθελι- ετσιθελισμός, αυθαιρεσία, δεσποτισμός* - ПОЛИЦИИ η αυθαιρεσία της αστυνομίας* кровавый - αιμα- αιματηρή αυθαιρεσία* - ЧИНОВНИКОВ η αυθαιρεσία των αξιωματούχων. II εκφρ. оставить (покй- вухь, брОСИ1Ь) на - судьСЙ αφήνω, εγκατα- εγκαταλείπω, παρατώ στην τύχη* αφήνω έρμαιο της τύχης. произволение, -Я ουδ. (παλ.) βούληση, θέ- θέληση, βουλή (ανακτά, θεού, υψηλοτήτων). ПРОИЗВОЛЬНО επίρ. αυτοπροαίρετα, αυτόβου- αυτόβουλα. II αυθαίρετα, αυταρχικά. произвольность, -и θ. 1 ελευθερία* - дви- движений ελευθερία κινήσεων. 2 το αυθαίρετο* ~ вывода το αυθαίρετο του συμπεράσματος. произвольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 ελεύθερος* κατ' ιδία βούληση» με δική του θέληση* -ые движения ελεύθερες κινήσεις. 2 αυθαίρετος* αυταρχικός* -ое распоряжение αυθαίρετη διαταγή. II αβάσιμος, αστήριχτος·- ВЫВОД αυθαίρετο συμπέρασμα. произнесение, -я ουδ. 1 βλ. произношение. 2 ανακοίνωση* διάβασμα με επισημότητα, με στόμφο* - приговора ανακοίνωση της δικα- δικαστικής απόφασης. произнести, -несу, -несёшь, παρλθ. χρ. произнёс, -несла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ· произнесённый, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ. μ. 1 προφέρω* - гласный звук „а" προφέρω το φωνήεν „α". 2 εκφέρω, λέγω* в гостях он не -ёс НИ слова όταν ήμασταν καλεσμένοι, αυ- αυτός δε μίλησε καθόλου, δεν έβγαλε ούτε λέ- λέξη* - ТОСТ προσφωνώ κατά την πρόποση. 3 α- ανακοινώνω, διαβάζω φωναχτά, με έμφαση·- ВЫ- ΓΟΒορ διαβάζω τη δικαστική απόφαση. произносительный επ. προφορικός, της προ- προφοράς * -ые, особенности русского языка о ι ι- διομορφίες της ρωσικής προφοράς. произносить, -ношу, -носишь ρ.δ. βλ. про- ИЗНСТЙ. II -СЯ προφέρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. произношение, -я ουδ. 1 προφορά* местное - τοπική προφορά* Хорошее - καλή προφορά· - гласных προφορά φωνηέντων* русское - ρωσι- ρωσική προφορά* греческое - ελληνική προφορά. произойти, -зойдёт, παρλθ. χρ. произошёл, -шла, -ШЛО, μτχ. παρλθ· χρ..происшедший, ε- πιρ. μτχ. происшёдши κ. произойдя р.σ. 1 συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα' -шло зе- млятрясение έγινε σεισμός· никто не знает, ЧТО -ШЛО κανένας δεν ξέρει τι συνέβηκε. 2 προέρχομαι, προκύπτω* пожар -шёл от неосто- неосторожности С огнём η πυρκαγιά προήλθε απο α- απροσεξία με τη φωτιά. 3 συντελόύμαι, επέρ- επέρχομαι' в нём -шла большая перемена σ1 αυτόν επήλθε μεγάλη αλλαγή. произрастание, -Я ουδ. εκβλάστηση, έκφυ- ση, φυτρωμα, -ωση. произрастать, -ает р.δ. 1 βλ. произрасти. 2 φύομαι, φυτρώνω,βλασταίνω, γίνομαι. произрасти ρ.σ. αναπτύσσομαι, μεγαλώνω. проиллюстрировать ρ.σ.μ. βλ. иллюстриро- иллюстрировать. проинструктировать р.σ.μ. βλ. инструкти- инструктировать. проинтервьюировать р.σ.μ. βλ. интервьюи- интервьюировать. проинформировать р.σ.μ. βλ. информировать. проискать р.σ.μ. ερευνώ, ψάχνω ( για ένα χρον. διάστημα). прОИСКИ, -ОВ πλθ. μηχανορραφίες, ραδιουρ- ραδιουργίες* - врагов μηχανορραφίες των εχθρών. проистекать р.δ. βλ. проистечь. проистечь р.σ. 1 εκχύνομαι, εκρέω, τρέχω. 2 μτφ. πηγάζω, βγαίνω, προκύπτω, απορρέω. ПРОИСХОДИВШИЙ ουσ. ουδ. -ее το συμβάν, το γεγονός. происходить р.δ. 1 βλ. произойтиA,2 σημ.). 2 κατάγομαι, προέρχομαι, έλκω την καταγωγή. ПРОИСХОДЯЩИЙ ουσ. ουδ. -ее το συμβαίνον. происхождение, -Я ουδ. 1 καταγωγή* προέ- προέλευση* γένος* грек по -ΙΟ Ελληνας την κα- καταγωγή* пролетарское - εργατική προέλευση* крестьянское - αγροτική προέλευση* - слова προέλευση (ετυμολογία) της λέξης. 2 εμφά- εμφάνιση* - ЖИЗНИ На земле η'εμφάνιση της ζωής στη γη (στον πλανήτη μας). происшедшее ουδ. απο μτχ. το συμβάν, το λαβόν χώρα. происшествие, -я ουδ. συμβάν, γεγονός,πε- γεγονός,περιστατικό* несчастное - δυστύχημα* без -ИЙ χωρίς συμβάντα* отдел -ИЙ στήλη των συμβά- συμβάντων (στην εφημερίδα)* Никаких -ИЙ Не СЛу- ЧЙЛОСЬ τίποτε δε συνέβηκε* странное г πα- παράξενο γεγονός. пройда, -ы α. κ. θ. (απλ.) βλ. пройдоха. пройденное, -ОГО ουδ. απο μτχ. ο δρόμος που διανύθηκε. Ι] το περασμένο, το προηγού- προηγούμενο* повторение -ого επανάλειψη του ΐΐ(>οτ\- μενου (του διδαχθέντος). пройдоха, -И α. κ. θ. καταφερτζής, καπά- καπάτσος. пройма, -Ы θ. μασχάλη ενδύματος. пройти, пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. про- прошёл, -шла, -ШЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прс-Й- денный, βρ: -ден, -а, -о к. пройденный, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. пройдя р.σ. 1 περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι" ВОЙСКа -ШЛИ через город τα στρατεύματα πέρασαν απο την πόλη* - вперёд περνώ μπροστά. II διανύω, δι- διασχίζω, διατρέχω* ~ большой путь περνώ (δι- (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση). II μεταβαίνω, πηγαίνω* περνώ· оратор -шёл к трибуне о ρή-
про 261 про τορας πέρασε για το βήμα. II διαδίδομαι, ξα- ξαπλώνομαι* περνώ* -шла весть о победе διαδό- διαδόθηκε είδηση για τη νίκη* -шёл слух διαδόθη- διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε). II μτφ. περνώ γρήγο- γρήγορα και χάνομαι* по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο. 2 αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. II προσπερ- προσπερνώ, αφήνω πίσω μου* ОНИ -ШЛИ деревню αυτοί πέρασαν το χωριό. 3 πέφτω, ρίχνω--шёл град έπεσε χαλάζι* -шёл дождь έβρεξε· -шёл снег χιόνισε. II διαπερνώ, διαποτίζω'чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτΊ.., II διεξάγο- διεξάγομαι, γίνομαι* собрание -шло хорошо η συνέ-^ λευση διεξήχτηκε καλά. II προχωρώ, προβαίνω* - В горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα. II δουλεύω, φτιάχνω· - грядку φτιάχνω βραγιά. 4 διέρχομαι, γίνομαι* здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμ- γραμμή. 5 γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψη- ψηφοφορία κ.τ.τ.)· - В партию περνώ στο κόμ- κόμμα. 6 αλείφω* - ПОТОЛОК мелом περνώ την ο- οροφή με κιμωλία* - раму лаком περνώτο πλαί- πλαίσιο με βερνίκι. 7 υποφέρω, υπομένω, αντέχω* они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα. 8 (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ* -шли те вре- времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια. II τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι* παίζομαι* Опера -шла С большим успехом το μελόδραμα παί- παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία. 9 εκπληρώνω" Военную Службу περνώ τη στρατιωτική θη- θητεία* ~ практику περνώ την πρακτική· -курс лечения κάνω θεραπεία. II τελειώνω* - шко- школу περνώ το σχολείο. 10 μαθαίνω, διδάσκο-> μα ι* - букварь περνώ το αλφαβητάριο* - ИС- торуга древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. 11 σταματώ, παύω· дождь бы- быстро -шёл η βροχή γρήγορα πέρασε. II δεν υ- υποφέρω· зубная боль -шла о πονόδοντος πέ- πέρασε. II εκφρ. - В ЖИЗНЬ πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη* - МОЛчаНИ- ем αποσιωπώ, παρασιωπώ* это не -дёт αυτό δε θα περάσει. II -СЬ 1 βαδίζω λίγο* περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι. 2 χορεύω* - русскую χο- χορεύω ρωσικό χορό* - В кадрили χορεύω καντρί- λια. 3 περνώ πάνω σε κάτι. II εκφρ. - по чей счёт; - по чьему адресу θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές). Прок, -а (-у) α. όφελος, κέρδος, απολαβή* προκοπή* от этого -у не будет απ' αυτό κα- κανένα όφελος δε θα βγει, δε θα υπάρξει* что в этом -у? .τι όφελος έχει αυτό; σε τι θα χρησιμεύσει; ИДТИ Β - ωφελούμαι, κερδίζω,α- πολαβαίνω. прокажвнная, -ой θ. η λεπρή. прокажённый, -ого α. ο λεπρός* больница ДЛЯ -ЫХ λεπροκομείο. проказа1, -ы θ. αταξία, παρεκτροπή, απει- απειθαρχία* детская - παιδική αταξία. II πείραγ- πείραγμα* ανρησία, τρέλα, -λαμάρα. проказа* -ы θ. λέπρα. проказить, -калу, -казнить р.δ. βλ. прока- проказничать. Щ>0КазлиВ0С1Ь, -И θ. αταξία, απειθαρχία* ζωηρότητα. проказливый επ., βρ: -ЛИВ, -а, -Ο.άτακτος, απείθαρχος* ζωηρός" σκανταλιάρης, -ικος. проказник, -а α., -Ца, -Ы θ. άτακτος, -η, απείθαρχος*ζωηρός* ταραχοποιός" σκανταλιά- σκανταλιάρης. Проказничать р.δ. ατακτώ, παρεκτρέπομαι, απειθαρχώ. прокаливание, -Я ουό. πυράκτωση. прокаливать(ся) ρ.δ. βλ. прокалйть(ся). прокалить, ~лю -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прокалённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. πυρακτώνω. II υπερθερμαίνω.ΙΙ -СЯ υπερ- θερμαίνομαι, παραζεσταίνομαι. II πυρακτώνο- νομαι. прокалывание, -я ουδ. βλ. прокол. прокалывать(ся) р.δ. βλ. проколоть(ся). прокалякать р.σ. (οπλ.) βλ. калякать.(για ένα χρον. διάστημα). проканителить ρ.σ. (απλ.) βλ. канителить. II -ся βλ. канителиться. прокапчивать(ся) р.δ. βλ. прокоптйь(ся). прокапывание, -я ουδ. βλ. прокопка. прокапывать(ся) р.δ. βλ. прокопать(ся). прокараулить р.σ. βλ. караулить καθώς και με σημ. ενός χρον. διαστήματος* - ВСЮ НОЧЬ φυλάγω καραούλι όλη τη νύχτα. прокаркать р.σ. βλ. каркать καθώς και με σημ. ενός χρον. διαστήματος* ворона -ла Весь день το κοράκι έκραξε όλη τη μέρα. прокармливать(ся) ρ.δ. βλ. прокормить(ся). прокат^ -а α. 1 έλαση, ελασματοποΊησή. 2 το έλασμα. прокат? -а α. έκδοση προσωρινή* εκμίσθω- εκμίσθωση, ενοικίαση (κινητού)* срок -а ОДИН месяц προθεσμία εκμίσθωσης ένα μήνα* плата за - η πληρωμή εκμίσθωσης. прокатать ρ.σ-μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прокатанный, βρ: -тан, -а,· -о. 1 κυλώ, κυ- λινδώ/2 ελασματοποιώ. 3 βλ. кататьB σημ.). II -СЯ κυλιέμαι, κυλινδώνομαι. II κάνω κούρ- κούρσα, βόλτα. прокатить, -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прокаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 κυλώ* - бочку κυλώ το βαρέλι. 2 μ. κάνω πε- περίπατο· ~ ребёнка на саночках κάνω περίπα- περίπατο το παιδάκι στο ελκυθράκι. 3 διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ με ταχύτητα. 4 μτφ. κατά-
про 262 ψηφίζω, μαυρίζω. 5 μτφ. κριτικάρω αυστηρά1 - В газете κριτικάρω στην εφημερίδα. Π -СЯ 1 κυλιέμαι. II μτφ. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι.· 2 κάνω κούρσα, πηγαίνω περίπατο. прокатка, -и θ. έλαση, ελασματοποίηση. прокатный1 επ. της ελασματοποίησης, της έ- έλασης · - стан μηχανή έλασης. II ελασματο- ποιημένος· -ые металлйчские изделия ελα- σματοποιημένα μεταλλικά αντικείμενα. прокатный2 επ. εκμισθωτικός, νοικιασμένος, με μίσθωση, με ενοίκιο (για κινητά). прокатчик, -а α. εργάτης ελασματουργός. прокатывание, -я ουδ. βλ. прокатка. прокапгоать(сяI ρ.δ. βλ. прокатать(ся). прокатывать(сяJ р.δ. βλ. прокатить(ся). прокачать(ся) р.σ. βλ. качать(ся) με σημ. ένα χρον. διάστημα. прокашивать р.δ. βλ. прокосить. II -ся θε- θερίζομαι* κοσίζομαι. прокашливать(ся) ρ.δ. βλ. прокашлять( ся). прокашлянуть ρ.σ. βήχω συνθηματικά. прокашлять р.σ. 1 βήχω. 2 αποχρέμπτομαι. 3 βήχω για ένα χρον. διάστημα. II ζω βήχοντας, με χρόνιο βήχα. II -СЯ αποχρέμπτομαι. проквасить ρ.σ.μ. αφήνω να ξυνίσει. II -СЯ ξυνίζω, γίνομαι ξυνός. проКИДвТЬ р.σ.μ. 1 ρίχνω, πετώ όλα. 2 ρί- ρίχνω (για ένα χρον. διάστημα). прокидывать р.δ. βλ. прокидать, прокинуть. прокинуть р.σ.μ. 1 βλ. прокидать. 2 αστο- αστοχώ κατά τη ρίψη. II (χαρτπ.) λαθεύω στο χαρ- χαρτί, ρίχνω άλλο αντ' άλλου. II αφήνω, περνώ απαρατήρητα· - несколько страниц προσπερνώ μερικές σελίδες. прокипать, -ает р.δ. βλ. прокипетьA σημ.). прокипеть, -пит ρ.σ. 1 βράζω· суп -ел η σούπα έβρασε. 2 βράζω (για ένα χρον. διά- διάστημα)· - Полчаса βράζω μισή ώρα. прокипятить ρ.σ.μ. ι βράζω· - молоко βρά- βράζω το γάλα· - хирургические инструменты βρά- βράζω τα χειρουργικά εργαλεία1 - бельё βράζω (ζεματίζω) τα ρούχα. прокисание, -я ουδ. ξύνισμα· - молока ζύ- νισμα του γάλατος. прокисать, -ает р.δ. βλ. прокиснуть. прокислый επ. ξυνός, ξυνισμένος. прокиснуть, -нет, παρλθ. χρ. прокис, -ла, -ло ρ.σ. ζυνίζω· молоко -ло το γάλα ξύνισε. Прокладка, -И в. 1 βάλσιμο, τοποθέτηση, πέρασμα· - водопроводных труд τοποθέτηση υδροσωλήνων - кабеля υπόγειο πέρασμα χο- χοντρού καλωδίου. 2 γόμωση, παρέμβασμα1 ре- ЗЙНОВая - λαστιχένιο παρέμβασμα" картонная - χαρτόνινο παρέμβασμα. Прокладной επ. της γόμωσης, του εμβάσμα- εμβάσματος· ~ая Вата βαμπάκι για έμβασμα. про прокладывание, -я ουδ. βλ. прокладка A σημ.). прокладывать р.δ. βλ. ПРОЛОЖИТЬ. II -СЯ α- ανοίγομαι, γίνομαι (για δρόμο, μονοπάτι κλπ.) βλ. κ. ρ. ενεργ. φ. прокламационный επ. της έντυπης προκήρυ- προκήρυξης. ♦прокламация, -и θ. 1 προκήρυξη* διακήρυ- διακήρυξη. 2 έντυπη προκήρυξη. Прокламирование, -Я ουδ. ανακήρυξη, δια- διακήρυξη, διαγόρευση. прокламировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. (γραπ. λόγος)· προκηρύσσω, διακηρύσσω, δια- γορεΰω. проклевать р.σ.μ. βλ. клевать. проклёвывать(ся) р.δ. βλ. клевать(ся). проклёйвание, -я ουδ. βλ. проклейка. проклеивать р.δ. βλ. проклеить. II -ся α- αλείφομαι με κόλλα. проклеить р.σ. 1 κολλώ, αλείφω με κόλλα. 2 κολλώ (για ένα χρον. διάστημα)· весь день Я -ИЛ конверты όλη τη μέρα κόλλησα φάκελα. проклейка, -И θ. 1 άλειμμα με κόλλα. 2 η κόλλα. 3 αντικείμενο αλειμμένο. проклейщик, -а α., -ца, ~ы θ. κολλητής, -ήτρια χαρτιού. проклинать р.σ. βλ. ПРОКЛЯСТЬ. II -СЯ κα- καταριέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. проклюнуть, -нет р.α ΐβλ*проклевать, кле- клевать Aσημ·). 2 (απλ.) βλ. проклюнуться. II -СЯ 1 σπάζω το τσόφλι του αυγού, βγαίνω απο το αυγό1 цыплята -ЛИСЬ τα πουλάκια βγή- βγήκαν απο τα αυγά. 2 μτφ. εκφύομαι, αναφύο- αναφύομαι, εκβλασταίνω, ξεφυτρώνω· σκάζω. проклясть, -яну, -янёшь, παρλθ. χρ. про- проклял, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ЩЮ- КЛЯТЫЙ, βρ: -ЛЯТ, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 καταριέ- καταριέμαι· - изменника καταριέμαι τον προδότη. 2 αναθεματίζω, βλαστημώ· - всё На свете ανα- αναθεματίζω το παν στον κόσμο. II εκφρ. будь ТЫ ~ят! -а! καταραμένος, -η νά 'σαι! проклятие, -я ουδ. 1 κατάρα· предавать в - καταριέμαι (κάποιον)· - вам! κατάρα σε σας! 2 ανάθεμα, βλαστημίά. проклятущий επ. (απλ.) βλ. проклятый. ПРОКЛЯТЫЙ επ. καταραμένος, επάρατος, κα- τάρατος. II αναθεματισμένος. II εκφρ. - во- вопрос καταραμένο ζήτημα, διαβολεμένο (δύσκο- (δύσκολο) ζήτημα. проковать, -кую, -куёшь, .παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прокованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 σφυρηλατώ* - железо σφυρηλατώ το σίδερο-. 2 σφυρηλατώ (για ένα χρον. διάστημα). -Целый день σφυρηλατώ όλη τη μέρα. проковка, -и θ. βλ. ковка. проковывать р.δ. βλ. проковать. II -Ο
про 263 про ρηλατοϋμαι.. проковылять р.σ. βλ. ковылять. проковыриваться) ρ.δ. βλ. проковырять- (ся). проковырнуть р.σ. βλ. проковырять. проковырять р.σ.μ. 1 (ανα)σκαλίζω· ανα- ανασκαλεύω· ανοίγω οπή. 2 ανασκαλεύω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ ανασκαλεύω. прокол, -а α. 1 τρύπημα, σούβλισμα· παρα- παρακέντηση. 2 οπή, τρύπα. , проколачивать ρ.δ. βλ. проколотить. II -ся τρυπιέμαι. проколесить р.σ. βλ. колесить. проколотить, -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. проколоченный, βρ: -чен, -а, ~о р.σ.μ. χτυ- χτυπώ', τρυπώ χτυπώντας. проколоть1 ρ.σ.μ. 1 βλ. колоть1. 2 πληγώνω, τρυπώ· - ШТЫКОМ λογχϊζω· - НОЖОМ μαχαιρώνω. II -СЯ τρυπιέμαι. проколоть2 р.σ. βλ. колоть2. проколупать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проколупанный, βρ: -пан, -а, ~о (απλ.) ξύ- ξύνω, εκσκαλεύω, ξεσκαλίζω· τρυπώ. проколупывать р.δ. βλ. проколупать. II -ся ξύνομαι, ξεσκαλίζομαι· τρυπιέμαι. прокомандовать р.σ. διοικώ (για ένα χρον. διάστημα). прокомментировать р.σ.μ. σχολιάζω. прокомпостировать ρ.σ.μ. βλ. компостиро- компостировать. проконопатить р.σ. βλ. конопатить. II -ся βλ. конопатиться. проконопачиваться) р.δ. βλ. конопатить- (ся). проконспектировать ρ.σ.μ. βλ. конспекти- конспектировать. *Щ>ОКОНсул, -а α. ανθύπατος (στους Ρωμαί- Ρωμαίους). проконсультироваться) р.σ. βλ. консуль- консультироваться). ■■· проконтролировать ρ,σ.μ. βλ. контролиро- контролировать. прокоп, -а α. βλ. прокопка. прокопать р.σ.μ. 1 σκάβω· άνοιγα»· - канал ανοίγω διώρυγα. 2 διατρυπώ σκάβοντας· гору διατρυπώ το βουνό. 3 σκάβω (για ένα χρον. διάστημα)" - Целый день σκάβω όλη τη μέρα. II -СЯ σκάβω· - до воды σκάβω ώσπου να βρω νερό. II σκάβω (για ένα χρον. διάστη- διάστημα). прокопка, -и θ. σκάψιμο. прокоптелый επ. καπνισμένος, καλυμμένος οαιο καπνιά. прокоптеть1 ρ.σ. βλ. коптеть1. прокоптеть2 ρ. σ. βλ. коптеть2. прокоптйть(ся) р.σ. βλ. коптйть(ся). прокорм, -а (~у) а. 1 βλ. кормление. 2 τροφή, ζωοτροφή. прокормить р.σ.μ. 1 βλ. кормить B<τημ.). 2 ξοδεύω, τελειώνω την τροφή. 3 θηλάζω, βυ- βυζαίνω, γαλουχώ (για ένα χρον*. διάστημα)· ребёнка целый час θηλάζω το βρέφος μια ολό- ολόκληρη' ώρα. II -СЯ συντηρούμαι, τρέφομαι, σι- σιτίζομαι. Прокормление, -Я ουδ. συντήρηση, διατρο- διατροφή, σίτιση. прокорпеть, -шло, -пйшь р.σ. (απλ.) βλ. корпеть. прокорректировать р.σ. βλ. корректировать. прокос, ~а α. κοσιά, στενή λωρίδα κοσι- σμένου χόρτου. Прокосить ρ.σ. 1 βλ. КОСИТЬ1 A σημ.). 2 κο- σίζω (για ένα χρον. διάστημα). прокрадываться р.δ. βλ. прокрасться1 прокрадываться ρ.δ. βλ. прокрасться? прокрасить ρ.σ.μ. βλ. красить ся). прокраска, -И θ. βάψιμο, χρωμάτισμα. прокрасться1 р.σ. εισχωρώ κρυφά. II μτφ. φτάνω ως τα μύχια (για αισθήματα, σκέψεις). прокрасться р.σ. καταφεύγω στην κλοπή, το ρίχνω στο κλέψιμο. прокрахмаливаться) р.δ. βλ. прокрахма- прокрахмалить ся). Прокрахмалить р.σ.μ. καλοκολλαρΐζω. II -СЯ καλοκολλαρ ϊζομαι. Прокрашивание, -Я ουδ. βάψιμο, χρωμάτισμα. прокрашивать ся) ρ. δ. βλ. прокрасить ся). прокричать р.σ. 1 βλ. кричать (ισημ.). 2 διαδίδω, φωνάζω. 3 φωνάζω, ξεφωνίζω (για ένα χρον. διάστημα). прокроить р.σ. βλ. кроить (για ένα χρον. διάστημα). • Прокружить р.σ. 1 περιίπταμαι, φτερουγί- φτερουγίζω. 2 βλ. кружить (για ένα χρον. διάστημα). Η -СЯ περιστρέφομαι (για ένα χρον. διάστη- διάστημα). прокрустов, -а, -о επ. του Προκρούστη· -ο ложе το κρεβάτι του Προκρούστη. прокрывать р.δ. βλ. прокрыть. прокрыть ρ.σ. 1 καλύπτω, σκεπάζω καλά. 2 περνώ το πρώτο χέρι (χρώματος, αλοιφής). прокряхтеть р.σ. βλ. кряхтеть καθώς και για ένα χρον. διάστημα. Прокурат, -а α. (παλ.) ταραξίας, ταραχο- ταραχοποιός· άτακτος. Π απατεώνας, κατεργάρης. прокуратура, ~Ы θ. εισαγγελία. прокуриваться) ρ.δ. βλ. прокуриться). прокурить, -курю, -куришь,παθ. μτχ. παρλθ. прокуренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 κα- καπνίζω· ОН -ЙЛ ВСЮ квартиру αυτός κάπνισε ό- όλο το διαμέρισμα. 2 ξοδεύω στο κάπνισμα·-ЙЛ Я много денег μού 'φυγαν πολλά λεφτά στο
про 264 про κάπνισμα. 3 καπνίζω (για ένα χρον. διάστη- διάστημα)· - ДО поздней ночи καπνίζω ως αργά τη νύχτα. II -СЯ καπνίζομαι, γεμίζω καπνό. II υ- ποκαίω, -ομαι, υποθάλπω. ♦прокурор, -а α. 1 εισαγγελέας. 2 δημόσι- δημόσιος κατήγορος* επίτροπος. прокурорский επ. εισαγγελικός. прокурорство, -а ουδ. το αξίωμα του ει- εισαγγελέα. проку0, -а α. δαγκωματιά, δαγκωσιά. прокусать р.σ.μ. 1 καταδαγκώνω. 2 δαγκώ- δαγκώνω (για ένα χρον. διάστημα). прокусить, -кушу, -куешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. прокушенный, βρ: -шен, ~а, -Ο ρ.σ.μ.δα- ρ.σ.μ.δαγκώνω. П τρωγαλίζω, ροκανίζω, τρυπώ. прокусывать ρ.δ. δαγκώνω' καταδαγκώνω. II -СЯ (κατά)δαγκώνομαι. Прокутить, -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прокученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.1 μ. ξοδεύω, σπαταλώ στα γλέντια. 2 γλεντοκοπώ. II -СЯ καταξοδεύομαι στα γλέντια. прокучивать(ся) р.δ. βλ. прокутйть(ся). прилагать ρ.δ. βλ. проложить B σημ.). II -СЯ ανοίγομαι, γίνομαι (για δρόμο κ.τ.τ.). пролаз, -а α. 1 οπή· δίοδος.2 βλ. пролаза. Пролаза, ~Ы α. κ. θ. καπάτσος, καταφερτζής. пролазать р.σ. βλ. пролазить. Пролазить ρ.σ. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι (για ένα χρον. διάστημα). пролазничество, -а ουδ. καπατσοσύνη· κα- κατεργαριά. Проламывание, -Я ουδ. θραύση, σπάσιμο. проламывать р.δ. βλ. проломать A σημ.) к. проломить. II -СЯ θραύομαι, σπάζω. Пролаять р.σ. 1 γαυγίζω. 2 γαυγίζω (για ένα χρον. διάστημα). Пролегать, -ает р.δ. διέρχομαι, περνώ· до- дорога -ла через лес о δρόμος περνούσε απο το δάσος. Пролежать ~жу, -ЖИШЬ ρ.σ.1 ξαπλώνω, πλα- πλαγιάζω· - до обеда в постели ξαπλώνω ως το μεσημέρι στο κρεβάτι. 2 παραπετιέμαι· μένω παρατημένος, αχρησιμοποίητος. II κουράζομαι απο το πολύ ξάπλα. II τρίβω, φθείρω απο' την πολλή ξάπλα. пролехеНЬ, -ЖНЯ α. μούδιασμα απο το πολύ ξάπλωμα. пролёживать ρ.δ. βλ пролежать. II -ся κου- κουράζομαι απο το πολύ ξάπλωμα· μουδιάζω. пролезать р.δ. βλ. пролезть. пролезть, -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. про- пролез, -ла, -ло,· προστκ. пролезь р.σ. Ι βλ. лезть B σημ.). 2 μτφ. περνώ, εισχωρώ* τα καταφέρω να μπω, να περάσω. пролепетать, -лечу, -печешь р.σ. βλ. ле- лепетать. пролёт1, -а α'. 1 πτήση, πέταγμα' πέρασμα' - самолёта πτήση του αεροπλάνου. 2 το πέρα- πέρασμα των πτηνών. пролёт? ~а α. 1 διάκενο' το άνοιγμα, το ενδιάμεσο διάστημα. 2 το μεσόσκαλο. 3 αψί- αψίδα (καμάρα) γέφυρας. II άνοιγμα κουφώματος. 4 βλ. перегон B σημ.). пролетариат, -а α. η εργατική τάξη, προ- προλεταριάτο* диктатура -а δικτατορία του προ- προλεταριάτου. пролетаризация, -И θ. εργατοποίηση, προ- λεταροποίηση. пролетаризировать, -руго, -руешь ρ.δ.к.σ.μ. εργατοποιώ, προλεταριοποιώ. II -СЯ εργατο- ποιούμαι, προλεταριοποιούμαι. ♦пролетарий, -я α., -ка, -и θ. προλετάρι- προλετάριος, -ρια, εργάτης, -τρία. пролетарский επ. εργατικός, προλεταριακός* - интернационализм προλεταριακός διεθνι- διεθνισμός* -ая солидарность εργατική αλληλεγγύη. пролетать1 ρ.δ. βλ. пролететь. пролетать2 ρ.σ. πετώ (για ένα χρον. διά- διάστημα) * - на самолёте целый день πετώ με το αεροπλάνο όλη τη μέρα. пролететь, -лечу, -летишь р.σ. 1 πετώ*са- πετώ*самолёт -ел Урал το αεροπλάνο πέταξε πάνω απο τα Ουράλια* -ёл самолёт над головой πέταξε το αεροπλάνο πάνω απο το κεφάλι. II διατρέχω (διανύω) με μεγάλη ταχύτητα (σα να πετώ). 2 πετάγομαι, εκσφενδονίζομαι* камень -ёлвок- -ёлвокно πέτρα πετάχτηκε στο παράθυρο. 3 περνώ, διαβαίνω γρήγορα (για χρόνο)· -ли ГОДЫ πέ- πέρασαν γρήγορα τα χρόνια* месяц -ёл как ОДИН день о μήνας πέρασε σαν μια μέρα. пролётка, -И θ. είδος φαέθονα (αμάξι). пролёТНЫЙ''επ. (για πτηνά)· διαβατάρικος, διαβ&τικός. пролёТНЫЙ2επ. διάκενος. Ι! αψιδωτός, με καμάρα, -ες* - МОСТ γέφυρα με καμάρες. пролёчивать(ся) ρ.δ. βλ. пролечйть(ся). пролечить, -лечу, -лечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пролеченный, βρ: -чен, -а, -о р. σ.μ. 1 θεραπεύω (για ένα χρον, διάστημα)' - - больного целый месяц θεραπεύω τον άρρω- άρρωστο ολόκληρο μήνα. 2 ξοδεύω για θεραπεία. II -СЯ θεραπεύομαι (για ένα χρον. διάστημα). пролечь, -ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. про- пролёг, -легла, -ЛО р.σ. περνώ, διέρχομαι, ε- εκτείνομαι (για οδό, μονοπάτι κ.τ.τ.). пролив, -а α. πορθμός* στενό· бёрингов - βερίγγειος πορθμός* - Дарданеллы το στενό των Δαρδανελλίων. проливать(ся) ρ.δ. βλ. пролить(ся). ПрОЛИВеНЬ, -ВНЯ α. (διαλκ.) καταρρακτώ- καταρρακτώδης βροχή, νεροποντή, έμπος. ' проливной επ: - ДОЖДЬ καταρρακτώδης βρο-
про 265 про χή, ραγδαία βροχή· идёт - ДОЖДЬ βρέχει ρα- ραγδαία, ρίχνει, βρέχει με το τσουβάλι, με την τρόμπα, με το ασκί. ПрОЛИТИе, -Я ουδ. χύση, χύσιμο, έκχυση* - крови αιματοχυσία. пролить, -лью, -льёшь, παρλθ. χρ. пролил, пролила, пролило, προστκ. пролей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пролитый, βρ: пролит, пролита, пролито ρ.σ. 1 μ. χύνω, εκχϋνω· - ВИНО на скатерть χύνω το κρασί στο τραπεζομάντηλο. 2 περνώ, σταματώ (για βροχή)· -йл ДОВДЬ πέ- πέρασε η βροχή. II εκφρ. - кровь ЧЬЮ χύνω το αίμα κάποιου (τραυματίζω, σκοτώνω κάποιον)· - свет на ЧТО ρίχνω φως σε κάτι (φανερώνω κάτι που ως τώρα ήταν κρυφό, μυστικό). II -СЯ χύνομαι, εκχύνομαι. II 'ρίχνω· -ЛСЯ ЛИВНОЙ ДОЖДЬ έβρεξε ραγδαία, κρουνηδόν, ποταμηδόν, με το τσουβάλι, καταρρακτωδώς. II (παλ.) ρί- ρίχνω βροχή (για σύννεφο). ♦пролог, -а α. πρόλογος, проложить, -ложу, -ЛОЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 τοποθετώ, βάζω κατά μήκος· εκτείνω· απλώνω" - ПОЛОВИКИ ПО коридорам απλώνω τα χαλιά στους διαδρόμους. 2 ανοίγω, διανοίγω, φτιά- φτιάχνω· - дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος. 3 σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη). 4 παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα· - стеклянную посуду СОЛОМОЙ βάζω ανάμεσα στα γυαλικά ά- άχυρο. II εκφρ. ~ дорогу (путь) ανοίγω το δρό- δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)· - себе дорогу σταδιοδρομώ μόνος μου. пролом, -а α. θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα. Проломать р. σ. σπάζω, ρίχνω, γκρεμί- γκρεμίζω, κατεδαφίζω καθώς και για ένα χρον. διά- διάστημα· целый день он -ал стену αυτός όλη τη μέρα γκρέμιζε τον τοίχο. II -СЯ βλ. про- проломиться. ПрОЛОМИТЬ, -ЛОМЛЮ, -ЛОМИШЬ,παθ. μτχ.παρλθ. χρ. проломленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. διατρυπώ, σπάζω· - Лёд σπάζω τον πάγο· - череп σπάζω το κρανίο· - дыру В крышу ανοί- ανοίγω τρύπα στη στέγη. II -СЯ θραύομαι, σπάζω· МОСТ -ЛСЯ η γέφυρα έσπασε (απο το Βάρος). пролонгация, -и θ. παράταση· - договора η παράταση της συμφωνίας. пролонгировать, -рую, -руешь р. б.κ.σ.μ. παρατείνω, δίνω παράταση· - векселя δίνω πα- παράταση του γραμματίου· - Договор παρατείνω τη συμφωνία. II -СЯ παρατείνομαι. пролысина, -Ы θ. 1 φαλάκρα' φαλακρότητα. 2 μαδάρα, τόπος άδεντρος* γυμνότοπος. 3 ά- άσπρο σημάδι στο μέτωπο των ζώων. пролгбЙТЬ р.σ. βλ. ЛГОбЙТЬ (για ένα χρον. διάστημα). Промазать ρ.σ.1 αλείφω καλά, παντού. 2 κλείνω αλείφοντας· - Окна замазкой στοκάρω τα παράθυρα. 3 αστοχώ, δε βρίσκω το στόχο. промазка, -И θ. άλειμμα· - ОКОН στοκάρι- στοκάρισμα των παράθυρων. промазывание, -я ουδ. βλ. промазка. Промазывать р.δ. βλ. Промазать. II -СЯ α- αλείφομαι. промалывать ρ.δ. αλέθω. II -СЯ αλέθομαι. проманежить, -жу, -жишь р.σ.μ. 1 βλ. про- проездить C σημ.). 2 (απλ.) κουράζω με το να περιμένει. II -СЯ χασομερώ περιμένοντας. промариновать р.σ.μ. 1 βλ. мариновать. 2 μτφ. καθυστερώ, χρονοτριβώ. II -СЯ βλ. ма- риноваться. промаршировать р.σ. βηματίζω* βηματίζω έ- ένα χρον. διάστημα· -ал два часа βημάτισα δυο ώρες. промасленный επ. απο μτχ. λαδωμένος. II λι- γδωμένος, λερωμένος. промасливать(ся) р.δ. βλ. промаслить(ся). промаслить ρ.σ.μ. λαδώνω, αλείφω με λίπος, λιπαίνω. II -СЯ λαδώνομαι, λιπαίνομαι. проматывать(ся) ρ.δ. βλ. промотать(ся)*. промах, -а α; 1 αστοχία (στη βολή). 2 μτφ. λάθος, σφάλμα. II αποτυχία* сделать αποτυχαίνω, αστοχώ* дать - αποτυχαίνω, την παθαίνω. II εκφρ. малый не - μικρός, αλλά θαυμαστός. промахать, -машу, -машешь κ. ~аю, -аешь. 1 κινώ, κουνώ (για ένα χρον. διάστημα)· платком несколько минут κουνώ το μαντήλι κάμποσα λεπτά. 2 (-аю, -аешь) απλ. διανύω, διατρέχω* - тридцать километров διατρέχω τριάντα χιλιόμετρα. промахиваться р.δ. βλ. промахнуться. промахнуть, -ну, -нёшь р.σ. (απλ.) περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω με μεγάλη ταχύτητα. II -СЯ 1 αστοχώ, δε βρίσκω το στόχο (στη βο- βολή) . 2 μτφ. λαθεύω, πέφτω έξω, την πατώ. промачивать(ся) ρ.δ. βλ. промочить(ся). промашка, -и θ. (απλ.) λάθος, σφάλμα. промаять(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. маять(ся). промаячить(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. маячить- (ся). промедление, -Я ουδ. επιβράδυνση, αργοπό- ρηση. II καθυστέρηση, χρονοτριβή. промедлить, -Ж), -лишь ρ-.σ. βραδύνω, αρ- αργοπορώ. II καθυστερώ, χρονοτριβώ. промеж πρόθ. με γεν. κ. (σπάνια) με οργν. (παλ. κ. απλ.) βλ. между. промежду πρόθ. (παλ. κ. απλ.) βλ. промеж. промежность, -И θ. το ενδιάμεσο (μεταξύ του πρωκτού και των γεννητικών οργάνων). . промежуток, -тка α. 1 διάστημα* απόσταση· το ενδιάμεσο· - между домами το διάστημα α- ανάμεσα στα σπίτια· - В ПЯТЬ лет χρονικό δι-
про 266 про промежуточный επ. ενδιάμεσος, ανάμεσος· - СЛОЙ ενδιάμεσο στρώμα· -ое расстояние ενδι- ενδιάμεση απόσταση· -ое пространство ενδιάμεση έκταση ή χώρος. II (βιολ.) ενδιάμεσης θέσης· -ые виды ενδιάμεσα είδη· -ые формы расте- растений ενδιάμεσες μορφές φυτών. промелькнуть ρ. σ. 1 βλ. мелькнуть.2 μτφ. διαφαίνομαι, διακρίνομαι αμυδρά. промён, -а α. (παλ.) ανταλλαγή, ♦променад, -а α. 1 περίπατος. 2 τόπος για περίπατο. променивать р.δ. βλ. променять. И -СЯ α- ανταλλάσσομαι . променять р.σ.μ. 1 ανταλλάσσω. 2 προτιμώ, εκτιμώ περισσότερο* ни на кого ϊ-ебя не ~яю δε σε αλλάζω με κανένα. промер, -а α. 1 μέτρηση· καταμέτρηση* ГЛубИНЫ βυθομέτρηση. 2 λάθος στη μέτρηση. промерзание, -Я ουδ. πάγωμα, ψύξη* предо- хранйть почву от -я προφυλάσσω το έδαφος απο την ψύξη. промерзать р.δ. βλ. промёрзнуть B σημ.). Промёрзлый επ. παγωμένος· -ЭЯ земля πα- παγωμένη γη. промёрзнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. про- промёрз, -ла, -ло р.σ. 1 παγώνω· земля ~ла η γή πάγωσε. 2 ξεπαγιάζω, μαργώνω. промёривание, -я ουδ. βλ. промер. Промеривать р.δ. βλ. Промерить. II ~СЯ με- μετριέμαι . Промерить ρ.σ. 1 μετρώ* καταμετρώ" - глу- бину βυθομετρώ. 2 μετρώ (για ένα χρον. διά- διάστημα). 3 λαθεύω, κάνω λάθος στο μέτρημα. промерный επ. μετρητικός, της μέτρησης. промерять(ся) ρ.δ. βλ. промеривать(ся). промесить р.σ.μ. 1 ανακατώνω, αναμειγνύω. 2 ανακατώνω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ ανακατώνομαι, αναμειγνύομαι. Промести р.σ.μ. σκουπίζω παστρικά. II σκου- σκουπίζω (για ένα χρον. διάστημα). прометать1 ρ.σ. ρίχνω, πετώ (για ένα χρον. διάστημα). прометать2ρ.σ.μ. τρυπώνω, ράβω κατ' αραιά διαστήματα. II περιρράβω. Прометать3 ρ.δ. σκουπίζω, σαρώνω. Прометаться р.σ. γυρίζω απ' εδώ και απ'ε- απ'εκεί, στριφογυρίζω. прометнуть ρ.σ. (απλ.) ρίχνω άστοχα, δεν βρίσκω το στόχο. промётывать1 ρ.δ. βλ. прометнуть. промётывать2 ρ.δ. βλ. прометать* Ι! ~οπτρυ- πώνομαι, ράβομαι κατά αραιά διαστήματα. промечтать р.σ. ονειροπολώ (για ένα χρον. διάστημα)· она -ла ВСЮ НОЧЬ αυτή όλη τη νύ- νύχτα ονειροπολούσε. промешать ρ.σ.μ. 1 ανακατώνω πλήρως., 2 α- ανακατώνω (για ένα χρον. διάστημα). промешивать ρ.δ. βλ. промешать. II -СЯ α- ανακατώνομαι πλήρως. промешкать ρ.σ. βραδύνω, καθυστερώ* χρο- χρονοτριβώ· στριφογυρίζω. Промигать р.σ. 1 σκαρίαμύσσω, -κτώ, βλε- φαρίζω («ορισμένο χρόνο). 2 μτφ. (απλ.) βλ. проморгать B σημ.). проминать(ся) ρ.δ. βλ. промять(ся). Проминка, -И θ. ξέβγαλμα αλόγου (για ξε- μοϋδισμα). ПрОМОЗГЛОСТЬ, -И θ. υγρότητα, σαπίλα. ПрОМОЗГЛЫЙ επ. υγρός* σάπιος· δυσώδης. II (για καιρό) υγρός. промоина, -Ы θ. 1 νεροφάγωμα, νεροσυρμή. 2 απάγωτο μέρος (ποταμού, λίμνης κλπ.). Промокание, -Я ουδ. μού.σκευμα, διάβρεξη. промокательный: -ая бумага το στυπόχαρτο. промокать1 ρ.δ. βλ. промокнуть. 2 απορροφώ υγρασία. промокать2ρ.δ. βλ. промокнуть. Промокашка, -И θ. το στυπόχαρτο. промокнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. промок, -ла, -ЛО р.σ. μουσκεύω, διαβρέχομαι, εμπο- εμποτίζομαι* пальто -ло το πανωφόρι μούσκεψε* Я -МОК ДО костей μούσκεψα ως το κόκκαλο. Промокнуть, -ну, -НёШЬ ρ.σ.μ. απορροφώτην υγρασία, στεγνώνω· στυπώνω. промолачивать р.δ. βλ. промолотитьA σημ.). II -СЯ αλέθομαι. промолвить, -ВЛЮ, -вишь ρ.σ.μ. (παλ.) προ- προφέρω, λέγω, εκστομίζω* НИ слова ОН не -ИЛ αυτός δεν είπε ούτε μια λέζη. ПрОМОЛОТИТЬ ρ.σ.μ. κοπανίζω, στουμπίζω. ПрОМОЛОТЬ ρ.σ.μ. αλέθω* τρίβω· - пшеницу αλέθω σιτάρι* молоть кофе τρίβω καφέ. II α- αλέθω* τρίβω (για ένα χρον. διάστημα). промолчать р.σ. 1 βλ. молчать. 2 σιωπώ (για ένα χρον. διάστημα). промораживание, -Я ουδ. πάγωμα, ψύξη. промораживать р.б. βλ. проморозить. II -ся παγώνω, ψύχομαι. Проморить р.σ.μ. 1 αφήνω νηστικό (για ένα χρον. διάστημα)* -ли нас три часа μας άφη- άφησαν νηστικούς τρεις ώρες. 2 ταλαιπωρώ, βα- βασανίζω* λιώνω, κατεζαντλώ. проморозить ρ.σ.μ.1 καταψύχω, παγώνω τε- τελείως. 2 παγώνω, ξεπαγιάζω* - людей на ули- улице ξεπαγιάζω τους ανθρώπους (κρατώντας τους) στο δρόμο. промотать(сяI ρ.σ. βλ. мотать(ся)\ промотать(ся)г р.σ. βλ. мотать(ся)г. ПрОМОТЫЖИТЬ, -ЖУ, -ЖИШЬ ρ.σ.μ. σκαλίζω" ~ поле σκαλίζω το χωράφι* - картофель σκαλίζω την πατάτα. ПРОМОЧИТЬ ρ.σ.μ. μουσκεύω, διαβρέχω, δια-
про 267 про ποτίζω' υγραίνω, νοτίζω· ДОЗДЬ хорошо -ЙЛ землю η βροχή καλά πότισε τη γη· - сапоги μουσκεύω τις μπότες. промтоварный επ. εμπορικός" ~ магазин ε- εμπορικό κατάστημα. промтовары, -ОВ πλθ. βιομηχανικά προϊόντα. промурлыкать р.σ. 1 νιαουρίζω. 2 νιαουρί- νιαουρίζω ένα χρον. διάστημα. 3 σιγοτραγουδώ· σι- γομιλώ. промучить(ся) р.σ. βλ. мучить(ся) για ω- ρισμένο χρον. διάστημα. промфинплан, -а α. βιομηχανικό οικονομικό πλάνο. промчать ρ.σ.1 μεταφέρω με μεγάλη ταχύτη- ταχύτητα. 2 περνώ με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζο- καλπάζοντας. II -СЯ περνώ με μεγάλη ταχύτητα, καλ- καλπάζω. II διανύω, τρέχω γρήγορα. II (για χρόνο)· περνώ γρήγορα. промывание, -я ουδ. βλ. промывка. промывательный επ. πλυντικός, του πλυσί- πλυσίματος · του ξεπλύματος. промывать(ся) ρ.δ. βλ. промыть(ся). промывка, -и θ. πλύση, -ιμο· ξέπλυμα, ξέ- βγαλμα* καθάρισμα. ПроиШНОЙ επ. 1 πλυντικός· για ξέπλυμα. 2 ουσ. -ая θ. πλυντήριο, πλυσταριό. промывочный επ. πλυντικός, για ξέπλυμα. промысел? -ела α. 1 επάγγελμα, επιτήδευ- επιτήδευμα· τέχνη1 гончарный ~ η αγγειοπλαστική· ку- СТарнЫЙ - βιοτεχνία· χειροτεχνία' кузнечный - σιδηρουργία· ОТХОЖИЙ - .εποχιακή εργασία' рыболовный ~ αλιεία· охотничий - το κυνήγι (ως επάγγελμα). 2 (συνήθως πλθ. -СЛЫ, ~ΟΒ)· επιχειρήσεις· соляные ~Ы τα αλατορυχεία* нефтяные ~ы επιχειρήσεις πετρελαίου* желе- железорудные -Ы μεταλλευτικές επιχειρήσεις. II δευτερεύον (βοηθητικό) επάγγελμα. промысел8 βλ. промысл. промысл, -а κ. промысел, -ела α. βλ. про- провидение. промыслить р.σ.μ. (παλ.) εξευρίσκω' επι- επινοώ, διανοούμαι1 σοφίζομαι. ПРОМЫСЛОВИК, -а α. 1 επαγγελματίας (κυνηγός ή ψαράς). 2 εργάτης βιομηχανικών επιχειρή- επιχειρήσεων . ПРОМЫСЛОВЫЙ επ. επαγγελματικός· βιομη- χνικός· -ая кооперация βιοτεχνική συνερ- συνεργατική. II κυνηγετικός' αλιευτικός· - зверь το θήραμα" -ое судно αλιευτικό σκάφος. промыть ρ.σ.μ. 1 ξεπλύνω· καθαρίζω· - ра- рану ξεπλύνω την πληγή· - глаз ξεπλύνω το μά- τι· - желудок ξεπλύνω το στομάχι· - ЗОЛОТОЙ песок ξεπλύνω τον χρυσοφόρο άμμο. 2 πλύνω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ 1 πλύνομαι* καθαρίζομαι. 2 πλύνομαι (για ένα χρον. διά- διάστημα. промычать р.σ. βλ. мычать, промышленник, -а α. βιομήχανος. II βλ.προ- МЫСЛОВЙК Aσημ.). промышленность, -и θ. βιομηχανία· добыва- щая ~ βιομηχανία εξόρυξης· обрабатывающая - βιομηχανία επεξεργασίας" тяжёлая - βαριά βιομηχανία" лёгкая - ελαφρά βιομηχανία· тек- СТЙЛЬНая - υφαντουργική βιομηχανία' ХИМИЧе- ская - χημική βιομηχανία' Пищевая - βιομη- βιομηχανία τροφίμων военная - πολεμική βιομηχα- βιομηχανία" машиностроительная - βιομηχανία μηχα- νοκατασκευών. промышленный επ. βιομηχανικός· -ое пред- предприятие βιομηχανική επιχείρηση· - центр βι- βιομηχανικό κέντρο·-ая страна βιομηχανική χώ- χώρα* - район βιομηχανική περιοχή. промышлять ρ.δ. 1 βλ. промыслить. 2 επαγ- επαγγέλλομαι, εξασκώ το επάγγελμα. 3 φροντίζω, μεριμνώ" σκέπτομαι. II -СЯ εξευρίσκω, επι- επινοώ, διανοούμαι. промямлить р.σ. βλ. мямлить. промять р.σ.μ. 1 καθιζάνω, βουλιάζω·- ДИ- ван καθιζάνω το ντιβάνι. 2 ξεβγάζω (για κίνηση)· - ЛОШЭДЬ ξεβγάζω το άλογο. II ξε- ξεμουδιάζω μέλος του σώματος. 3 πατώ, ζουπώ (για έ"να χρον. διάστημα). II -СЯ ξεβγαίνω, βγαίνω να ξεσκάσω (για κίνηση, φρέσκο αέρα). промяукать ρ.σ. 1 νιαουρίζω, μιαουρίζω. 2 μιαουρίζω (για ένα χρο\Λ διάστημα)" КОТ -ал ВСЮ НОЧЬ о γάτος μιαούριζε όλη τη νύχτα. пронашивать р.δ. βλ. проносить2 B σημ.). Π -ся βλ. проноситься2 B σημ.). пронести р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. про- пронесённый, βρ: -сён, -сена, -сено. 1 μεταφέ- μεταφέρω, μετακομίζω- κουβαλώ' - груз на Себе ВСЮ Дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο. 2 περνώ· мимо наших окон -ли ране- раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία. II μετακινώ, μεταφέρω·- рояль че- через дверь περνώ το πιάνο απο την πόρτα. II περνώ κρυφά. II μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέ- (μέσα στην καρδιά, ψυχή)· - В сердце мою люби- любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα. 3 μεταφέρω ταχύτατα, καλπάζοντας. II παρασύρω, διώχνω, απομακρύ- απομακρύνω, παίρνω· тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος. II μτφ. περνώ' αποφεύγομαι' ~ло! πέρασε! αποφεύχτηκε! 4 (παλ.) διαδί- διαδίδω, φημολογώ. 5 απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια' ребёнка -ло ОТ ЯГОД το παιδάκι τό 'πιάσε ευκοίλια απο τους καρπούς.- пронестись р.σ. 1 περνώ, διαβαίνω ταχύτα- ταχύτατα, καλπάζοντας. II μτφ. περνώ· -елась МЫСЛЬ πέρασε η σκέψη. 2 μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύ- φεύγω· день -ССЯ быстро η μέρα πέρασε γρήγορα, детство -ЛОСЬ τα παιδικά χρόνια πέρασαν. 3
про διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ'-ССЯ Слух διαδόθηκε η φήμη· -ССЯ крик ακούστηκε κραυ- κραυγή· -ласъ весть δν.αΛόθ·Λνιε т\ εΐ.&"<\στ\. пронзать ρ.δ. βλ. пронзить. II -СЯ τρυπιέ- τρυπιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. пронзительно επίρ. διαπεραστικά. пронзительный επ., βρ: -лен, -льна, -о. 1 διαπεραστικός· - голос διαπεραστική φωνή· - взор διαπεραστικό βλέμμα· - ХОЛОД διαπερα- διαπεραστικό κρύο. пронзЙТЬ, -нжу, -НЗЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронзённый, βρ: -зён, -зена, -зено р.σ. μ. 1 διατρυπώ, διαπερνώ* - насквозь διατρυ- διατρυπώ πέρα-πέρα" - ШТЫКОМ λογχ'ιζω διαμπερώς. 2 μτφ. θλίβω, βασανίζω, προξενώ άλγος, πληγώ- πληγώνω· - болью сердце πληγώνω την καρδιά· - душу πληγώνω την ψυχή. Пронизать, -ияу, -Идешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронизанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. 1 αρμαθιάζω. 2 αρμαθιάζω (για ένα χρον. διά- διάστημα) · она -ла бусы целый день αυτή αρμά- θιασε χάντρες όλη τη μέρα. 3 διατρυπώ, δια- περώ· пуля -ла его шею насквозь η σφαίρα τον τραυμάτισε διαμπερώς στο λαιμό. 4 μτφ. (για ψύχος) περονιάζω, διαπερώ. II μτφ. διέ- διέπω, διαποτίζω* κυριαρχώ. пронизывать р.δ.μ. βλ. пронизать. II -ся άρμαβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. пронизывающий επ. απο μτχ. διαπεραστικός* - ХОЛОД διαπεραστικό κρύο* - ВЗГЛЯД διαπε- διαπεραστική ματιά. пронизь, -И θ. (παλ.) υλικό για αρμάθια- σμα (χάντρες κ.τ.τ.). проникание, -я ουδ. Βλ. проникновение. проникать(ся) ρ.δ. βλ. пронйкнуть(ся). проникновение, -Я ουδ. 1 διείσδυση, ει- σχώρτιση. 2 διαπεραστική ικανότητα. проникновенность, -и θ. βλ. проникновение. проникновенный επ., βρ: -венен, -венна, -вённо. 1 (παλ.) πλήρης, γεμάτος· κατεχό- κατεχόμενος, διαποτισμένος. 2 διαπεραστικός· - го- голос διαπεραστική φωνή· - взгляд διαπερα- διαπεραστική ματιά. проникнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. про- проник, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. проникший к. проникнувший р.σ. 1 διεισδύω, εισχωρώ, ει- εισέρχομαι, μπαίνω· в щель -йк свет απο τη χαραμάδα μπήκε φως· - В глубину пустыни ει- εισχωρώ βαθιά μέσα στην έρημο· - туда Очень трудно να διεισδύσεις εκεί είναι πολύ δύ- δύσκολο. Π μτφ. γίνομαι κτήμα· идеи -ЛИ В массы οι ιδέες εισχώρησαν στις μάζες. 2 εισδύω, μπαίνω κρυφά* τρυπώνω. II -СЯ πι- πιστεύω, είμαι πεπεισμένος· είμαι διαποτισμέ- διαποτισμένος· κατέχομαι. пронимать р.δ. βλ. пронять. 268. про проницаемость, -и θ. βλ. проницательность, проницаемый επ. απο μτχ. βλ. проницатель- проницательность, -И θ. το ευδιαχώρητο* το ευδιαπέραστο· διεισδυτικότητα. проницательный επ., βρ: -лен, -льна, -о οξυδερκής, διορατικός· διεισδυτικός. Π έξυ- έξυπνος, ευφυής. проницать ρ.σ., παθ. μτχ. ενστ. пронща- емый, βρ: -цаем, -а, -о (παλ.) βλ. прони- проникать. ♦ПРОНОНС, -а α. προφορά. II απόχρωση λεκτι- λεκτική. пронос, -а ал μεταφορά μαζί (μεθ* εαυτού)· - Сумок В музей запрещён η μεταφορά μαζί σας τσαντών στο μουσείο απαγορεύεται. проносить''ρ.δ. βλ. пронести. И -ся βλ. пронестись. ПРОНОСИТЬ8 р.σ.μ. 1 βλ. НОСИТВ. 2 φθείρω, τρίβω (απο τη συχνή χρήση)· - ПИДЖак ДО Дыр φορώ το σακκάκι ώσπου να τρυπήσει; II -СЯ 1 περιφέρομαι εδώ και κει. 2 φθείρομαι τρί- τρίβομαι (για ενδύματα, υποδήματα). 3 αντέχω, βαστώ, κρατώ (για ενδύματα, υποδήματα). пронумеровать р.σ. βλ. нумеровать. пронумеровывать(ся) ρ.δ. βλ. нумеровать- (ся). проныра, -Ы α. κ. θ. καταφερτζής, -τζού, καπάτσος, -α. проныривать р.δ. βλ. пронырнуть. пронырливость, -и θ. καπατσοσύνη, επιτή- δειότητα. пронырливый επ., βρ: -лив, -а, -О καπά- καπάτσος, καταφερτζής. пронырнуть р.σ. 1 βλ. нырять. 2 εισχωρώ, εισίύω, χώνομαι* - СКВОЗЬ толпу χώνομαι στο πλήθος. пронырство, -а ουδ. 1 βλ. пронырливость. 2 απάτη, κατεργαριά. пронюхать р.σ. μαθαίνω, πληροφορούμαι, μυ- μυρίζομαι, οσφραίνομαι. пронюхивать р.δ. βλ. пронюхать. пронянчить р.σ. περιποιούμαι, μεριμνώ (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ περιποιούμαι φροντίζω (για ένα χρον. διάστημα). пронять, пройму, проймёшь, παρλθ. χρ.про- χρ.пронял, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проня- ТЫЙ, βρ: -НЯТ, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 διαπερνώ, δι- διαποτίζω, μουσκεύω· (για κρύο) περονιάζω. 2 επιδρώ πολύ* это горе -ло его до слёз αυτή η στενοχώρια τον έκανε να κλάψει. ■ прообраз, -а α. πρότυπο, υπόδειγμα, μο- μοντέλο, πρόπλασμα. проорать р.σ. (απλ.). 1 κραυγάζω, κράζω, ξεφωνίζω. 2 κραυγάζω για ένα χρον. διάστη- μα> ~ целый день κραυγάζω όλη τη μέρα.
про 269 про проохать ρ.σ. 1 φωνάζω ωχ, αχ. 2 φωνάζω ωχ (για ένα χρον. διάστημα). ПРООХОТИТЬСЯ р.σ. κυνηγώ, θηρεύω (για ένα χρον. διάστημα), ♦пропаганда, -Ы θ. προπαγάνδα. пропагандировать, -рую., ~руешьр.б^. προ- προπαγανδίζω. II -СЯ προπαγανδίζομαι. Пропагандист, -а .α., -ка, -и θ. προπαγαν- προπαγανδιστής, -ίστρια. II διαφωτιστής (μαρξιστι- (μαρξιστικού κόμματος). Пропагандистский επ. προπαγανδιστικός. пропадать ρ.σ. πέφτω· ρίχνω* снег -ал всё утро χιόνι έρριζε όλο το πρωί. пропадать р.δ. βλ. цропасть. II εκφρ. где наше не -ло! ή του ύψους ή του βάθους! ή ταν ή επι τας! ή τιμάρι ή τομάρι! όπου το βγά- βγάλει η άκρη! Пропадом: пропади -! χάσου! εξαφανίσου! γίνε κομμάτια! пропажа, -И θ. 1 χάσιμο, απώλεια* εξαφά- εξαφάνιση. 2 αντικείμενο χαμένο* найти ~у βρίσκω το χαμένο. пропаивать1 ρ.δ· βλ. пропаять (ίσημ.). II -СЯ συγκολλιέμαι (για μέταλλα). пропаивать2 ρ.δ. βλ. пропоить. II -ся 1 ξοδεύω στο κρασί.(στο πιοτί). 2 βυζαίνω. пропалзывать р.δ. βλ. проползти. II -ся έρπω. Пропаливать р.δ. βλ. пропалить1. II -ся καί- καίγομαι* τρυπιέμαι απο το κάψιμο. Пропалить1 ρ.σ.μ. (απλ.)-καίω* τρυπώ με το κάψιμο* - передник καίω την ποδιά. II καίω (για ένα χρον. διάστημα). пропалить2 ρ.σ. (παλ.). 1 πυροβολώ. 2 πυ- πυροβολώ (για ένα χρον. διάστημα). пропалывание, -Я ουδ. βοτάνισμα, ξεχορτά- ριάσμα. пропалывать р.δ. βλ. прополоть (ίσημ.). II -СЯ βοτανίζομαι. пропаривание, -я ουδ. βλ. пропарка. пропаривать(ся) р.δ. βλ. пропарить(ся). пропарить ρ.σ.μ. 1 ζεματίζω* κλιβανίζω. 2 καθαρίζω με ατμό. 3 ζεματίζω· καθαρίζω(για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ ζεματίζομαι*κλι- βανίζομαι (καθώς και για ένα χρον. διάστημα). пропарка, -И θ. ζεμάτισμα με νερόήατμό. пропарочный επ. του ζεματίσματος, για ζε- ζεμάτισμα. пропархивать р.δ. βλ. пропорхнуть. Пропарывать ρ.δ. βλ. ПРОПОРОТЬ. II -СЯ ξη- ξηλώνομαι. пропасти ρ.σ. βοσκώ (για ένα χρον. διά- διάστημα. II -СЬ βοσκώ (για ένα χρον. διάστημα). пропасть, -И θ. 1 βάραθρο* άβυσσος* χά- χάσμα* бездонная - απύθμενο χάσμα' άβυσσος. II γκρεμός, κρημνός* быть на краю -И είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού. 2 μτφ. αγε- αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, δια- διαφορών κ.τ.τ.). 3 πλήθος μεγάλο· μελίσσι, ε- εσμός · τεράστια ποσότητα· σωρός· - народа μεγάλη πολυκοσμία, · κοσμοπλημμύρα, ανθρωπο- ανθρωποθάλασσα* у него - врагов αυτός έχει ένα σω- σωρό εχθρούς* В комнате была - муссору στο δω- δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια. 4 επιφ. να παρ1 η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί. II εκφρ. - и нет δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις απο το γκρεμό. пропасть, -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. про- пропал, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший р. σ. 1 χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω* -ЛО ПИСЬМО χάθηκε το γράμμα* у ме- НЯ -ла собака έχασα το σκυλί * всё -ЛО όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε. 2 κρύβομαι* δε φαί- φαίνομαι ή δεν ακούομαι· -ЛИ горы χάθηκαν τα βουνά* голоса -ЛИ вдали οι φωνές χάθηκαν (έ- (έσβησαν) μακριά. II αργώ να επιστρέψω* ОН ушёл И -ал на Неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα* где ты -ал? που χάθηκες; τι έ- έγινες; που ήσουν; 3 καταστρέφομαι*цветы -ЛИ ОТ мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν απο τον πάγο. II φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι' СЫН его -ал В войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο. 4 παραμένω ανώφελος, άκαρπος * -дут МОЙ труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου). II εκφρ* - даром (попусту) χάνομαι άδικα* ПИШИ -ЛО πες πως χάθηκε. пропахать, -пашу, -пашешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пропаханный, βρ: -хан, -а, -о р.σ.μ. 1 οργώνω, αροτριώ1 φτιάχνω με το αλέτρι* гряды φτιάχνω βραγιές με το αλέτρι* - 60- розды ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι. 2 οργώ- οργώσω (για ένα χρον. διάστημα)* ОН -ал ДО Обё- да αυτός όργωσε ως το μεσημέρι. Пропахивание, -Я ουδ. όργωμα, αροτρίαση.' пропахивать ρ.δ. βλ. пропахать. II -ся ορ- οργώνομαι. пропахнуть, -ну, -нежь, παρλθ. χρ.προπάχ, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. пропахший κ. про- пропахнувший ρ.σ. 1 μυρίζω, αναδίδω μυρουδιά, οσμή. 2 μυρίζω άσχημα* βρωμώ· МЯСО ~ЛО το κρέας μύρισε* рыба -ла το ψάρι χάλασε. пропашка, -И θ. όργωμα, αροτρίαση. пропашной επ. του οργώματος, της αροτρία- αροτρίασης* - трактор το μηχανάροτρο. пропащий επ. χαμένος* -ее дело χαμένη υ- υπόθεση* - человек χαμένος άνθρωπος (κουτός). пропаять ρ.σ.μ. (για μέταλλα). 1 συγκολλώ καλά, γερά. 2 συγκολλώ (για ένα χρον. διά- διάστημα) . *пропедевтика, -и θ. (γραπ. λόγος) προπαι- προπαιδευτική, προπαίδεια. пропедевтический επ. προπαιδευτικός.
про 270 про пропекать(ся) р.δ. βλ. пропечь(ся). *пропеллер, ~а α. έλικας, προπέλα. пропеллерный επ. του έλικα, της προπέλλας. пропереть, -пру, -прёшь, παρλθ. χρ. про- пропёр, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пропёр- тый, βρ: -пёрт, -а,·-о, επιρ. μτχ. пропе- проперев ρ.σ.μ. (απλ.) μετακινώ· τραβώ με δυσκο- δυσκολία (για κάτι βαρύ, ογκώδες). II περνώ, δια- διανύω, διατρέχω. И -ся (απλ.) διεισδύω, ει- εισχωρώ με δυσκολία. II διανύω, διατρέχω από- απόσταση. пропёрчивать(ся) ρ.δ. βλ. проперчить (ся). проперчить, -чу, -чишь р.σ.μ. πιπερώνω. II -СЯ πιπερώνομαι. пропесочить, -чу, -чишь р.σ.μ. (απλ.) κα- τσαδιάζω, βάζω πόστα, δίνω την παπάρα' απο- παίρνω. пропеть ρ.σ.μ.1 τραγουδώ, άδω1 ψέλνω. II λαλώ· петухи -ли второй раз τα κοκόρια λά- λισαν δεύτερη φορά. II κελαηδώ· ВСЮ весну -ёл СОЛОВёЙ όλη την Ανοιξη κελάηδησε το αη- αηδόνι. II σαλπίζω, σημαίνω· кавалерийская труба -ла Сбор η σάλπιγγα του ιππικού σή- σήμανε συγκέντρωση (προσκλητήριο). II σφυρίζω· пуля -ла над головой η σφαίρα σφύριζε πά- νω,απο το κεφάλι. 2 χάνω τη φωνή απο το πο- πολύ τραγοϋδισμα. 3 τραγουδώ, κελαηδώ κλπ. ρ. (για ένα χρον. διάστημα). пропечатать р.σ.μ. 1 (απλ.) δημοσιεύω. 2 τυπώνω. 3 δακτυλογραφώ· τυπώνω (για ένα χρον. διάστημα). пропечатывать р.δ. βλ. пропечатать A, 2 σημ.). пропечь ρ.σ.μ. 1 καλοψήνω· - хлеб καλοψή- νω το ψωμί. 2 καίω υπερβολικά, ψήνω· - СПЙ- Нку на солнце καίω τη ράχη στον ήλιο. 3 ψή- ψήνω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ 1 ψήνομαι καλά. 2 καίγομαι, θερμαίνομαι υπερβολικά, ψήνομαι· - на солнце καίγομαι στον ήλιο. пропивание, -Я ουδ. ζόδεμα· σπατάλη στο πιοτί. пропивать(ся) ρ.δ. βλ. пропйть(ся). проПЙЛ, -а α. 1 πριόνιση. 2 πριόνισμα (το πριονισμένο μέρος). *пропилеи, -ев πλθ. 1 τα προπύλαια. 2 (φιλγ.) ανθολογία. пропиливание, -я ουδ. βλ. пропилка. пропиливать р.δ.μ. βλ. пропилить. II -ся πριονίζομαι. пропиликать ρ.σ. παίζω σε βιολί ή σε φυ- φυσαρμόνικα καθώς και για ένα χρον. διάστημα. пропилить ρ.σ.μ. 1 πριονίζω· - доску ДО Середины πριονίζω τη σανίδα ως τη μέση. II ανοίγω οπή πριονίζοντας. 2 πριονίζω (για ένα χρον. διάστημα). пропилка, -и θ. πριόνιση. пропирать(ся) ρ.δ. βλ. проперёть(ся). прописать р.σ.μ. 1 επιτρέπω τη διαμονή, δίνω άδεια διαμονής' εγγράφω στο δημοτολό- δημοτολόγιο. 2 ορίζω, καθορίζω, δίνω (φάρμακο για θεραπεία)' - хину δίνω κινίνο. 3 γράφω (για ένα χρον. διάστημα)· Я -ал ДО света έ- έγραψα ώσπου έφεξε (ως το πρωί). 4 σκιτσάρω, σκιαγραφώ. 5 (απλ.) γράφω στην επιστολή. 6 (απλ.) τυπώνω. 7 τιμωρώ, δέρνω, τις βρέχω· смотри Тебе за это ~ут πρόσεξε, γι' αυτό θα τις φας απ' αυτούς. II -СЯ εγγράφομαι στο δημοτολόγιο, παίρνω άδεια διαμονής (σε ένα μέρος) . прописка, -И θ. 1 άδεια διαμονής' εγγραφή στο δημοτολόγιο. 2 σκιαγραφία, σκιτσάρισμα. ПРОПИСНОЙ επ. 1 της εγγραφής. 2 κοινός, κοινότοπος, -τηκός, τετριμμένος, ρουτινιέ- ρικος. !Ι εκφρ. -ые буквы κεφαλαία γράμματα. ПРОПИСОЧНЫЙ επ. της εγγραφής. прописывание, -Я ουδ. καθορισμός, δόσιμο* - врачом лекарства καθορισμός των φαρμάκων απο το γιατρό. пропйсывать(ся) ρ.δ. βλ. прописать(ся). прОПИСЬ, -И θ. 1 καλλιγραφικό υπόδειγμα. II χειρόγραφο μέσα σε έντυπο κείμενο. 2 μτφ. κοινοτοπία, πεζότητα· ρουτίνα (για σκέψη). 3 σκιαγραφία, σκίτσο. 4 ως επίρ. -ЬГО ολο- ολογράφως· Писать ЧИСЛО -ЬЮ γράφω τον αριθμό ολογράφως. * пропитание, -Я ουδ. 1 διατροφή, συντήρη- συντήρηση· найти Себе - εξοικονομώ τα προς του ζειν работать на - κερδίζω (βγάζω) τα προς του ζειν. 2 τροφή. Пропитать1 ρ.σ.μ. (δια)τρέφω· - семью συ- συντηρώ την οικογένεια. II -СЯ τρέφομαι, συ- ντηρρύμαι· σιτίζομαι. пропитать2 р.σ.μ. διαβρέχω, διαποτίζω, μουσκεύω. Π πληρώ, γεμίζω στον υπέρτατο βα- βαθμό. II διέπω, διαποτίζω, κυριαρχώ. II -ся διαβρέχομαι, διαποτίζομαι, μουσκεύω. II μτφ. διέπομαι απο' είμαι βαμμένος, φανατικός. пропитие, -я ουδ. ξοδεύω στο πιοτί. пропитка,~и θ. μούσκευμα, διαπότιση, ε- εμπότιση. пропитой επ. μεθυστικός, αλκοολικός, χα- οακτηριστικός του μέθυσου' -ые глаза μάτια μεθύστακα' - ГОЛОС φωνή μεθύστακα. пропиточный επ. για μούσκευμα, για δια- διαπότιση ή εμπότιση· - раствор διάλυμα εμπό- εμπότισης . пропитывание, -я ουδ. βλ. пропитка. пропитывать(ся) ρ.δ. βλ. пропитать(ся). пропить, -пью, -пьёшь, παρλθ. χρ. пропил, пропила, пропило, προστκ. пропей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пропитый, βρ: -пит, -а, -о к. пропитый, βρ: -пит, -а, -О р.σ.μ. 1 δαπανώ,
про 271 про ξοδεύω, χαλνώ, σπαταλώ στο πιοτί· πίνω· ОН -ЙЛ своё платье αυτός έπιε και τα ρούχα του ακόμα. 2 βλάπτω απο το πιοτί,· - ГОЛОС χαλ- χαλνώ τη φωνή απο το πιοτί" ~ талант καταστρέ- καταστρέφω το ταλέντο με το πιοτί. 3 πίνω οινοπνευ- οινοπνευματώδη ποτά (για ένα χρον. διάστημα)· - ВСЮ НОЧЬ πίνω όλη τη νύχτα. 4 (παλ.) πίνω για τα αρραβωνίσια ή στην υγεία της αρραβωνια- αρραβωνιασμένης. И -СЯ ξοδεύω κλπ. ρ. ενεργ. φωνής. нрошпсать(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. пихать(ся). пропихивать(ся) р.δ. βλ. пихать(ся). пропшшуть(ся) ρ.σ. βλ. пихать(ся). пропищать, ~щу, -щйшь ρ.σ. βλ. пищать. проплав, -а α. βλ. проплавка. проплавать ρ.σ. πλέω; κολυμπώ (για ορι- ορισμένο χρον. διάστημα). проплавить ρ.σ. τήκω, λιώνω. 11 τήκω, λιώ- λιώνω (για ένα χρον. διάστημα). проплавка, -И θ. λιώσιμο, τήξη (μεταλλευ- (μεταλλευμάτων ). проплавливаете, -я ουδ. βλ. проплавка. проплавливать р.δ. βλ. проплавить. II -ся τήκομαι, λιώνω. проплавлять(ся) р.δ. βλ. проплавить(ся). проплакать ρ.σ. κλαίω (για ένα χρον. διά- διάστημα). II εκφρ. - (все) глаза κλαίω πολύ. II -СЯ κλαίω πολύ. проплевать, -люта, -ЛЮёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проплёванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) φτύνω πολύ. II φτύνω (για ένα χρον. διάστημα). проплесневеть, -еет ρ.σ. μουχλιάζω τελεί- τελείως· καταμουχλιάζω. проплести ρ.σ.μ. 1 εμπλέκω- - косу лен- лентами πλέκω στην πλεξούδα κορδέλες. 2 πλέ- πλέκω (για ένα χρον. διάστημα)· - кружева цё- ЛЫЙ День πλέκω δαντέλες όλη τη μέρα. проплестись ρ.σ. τρικλίζω, παραπαίω. проплетать р.δ.μ. εμπλέκω. И -СЯ εμπλέκο- εμπλέκομαι. пропутать ρ.σ. περιπλανιέμαι (για ένα χρ. διάστημα). II -СЯ περιπλανιέμαι. проплыв, -а α. κολύμβηση, απόσταση κολύμ- κολύμβησης. проплывать р.δ. βλ. проплыть. ПроПЛЫТЬ ρ.σ. 1 κολυμπώ, διανύω απόστα- απόσταση κολυμπώντας· - ДО середины реки κολυμπώ ως τη μέση του ποταμού· - ПЯТЬСОТ метров κο- κολυμπώ πεντακόσια μέτρα. 2 περνώ, διαβαίνω κολυμπώντας· - маяк κολυμπώντας περνώ το φά- φάρο. 3 πετώ (ίπταμαι) ομαλά, ήρεμα. II περνώ ομαλά. 4 μτφ. περνώ αλληλοδιαδόχως. 5 πλέω (για ένα χρον. διάστημα). проплясать р.σ.μ. 1 χορεύω (λαϊκό χορό). 2 χορεύω (για ένα χρον. διάστημα)· ОН -ал час И ушёл αυτός χόρεψε μια ώρα και έφυγε. проплясывать р.δ. χορεύω (λαϊκό χορό), проповедать р.δ.κ.σ. (παλ.) βλ. пропове- проповедовать. Проповедник, -а α., -Ца, -Ы θ. 1 κήρυκας· - христианства κήρυκας του χριστιανισμού· - ислама κήρυκας του ισλαμισμού. II ιεροκή- ιεροκήρυκας. 2 ένθερμος οπαδός (ιδεών, διδσκαλί- ας). проповеднический επ. κηρυκικός· -ая мане- манера ο κυρηκικός τρόπος ομιλίας. проповедничество, ~а ουδ. το κήρυγμα. проповедование, -я ουδ. η κήρυξη; проповедовать, -дую, -дуешь κ. (παλ.) про- повёдывать, -аго, -аешь ρ.δ.μ. 1 κηρύσσω· - христианство κηρύσσω το χριστιανισμό· - ма- материализм κηρύσσω τον υλισμό. II κηρύσσω το θείο λόγο, ιδέες, διαδσκαλία κ.τ.τ. проповедь, -и θ. 1 κηρύξη· - евангелия η κήρυξη του Ευαγγελίου. 2 κήρυγμα· ВОСкрес- . ная - κυριακάτικο κήρυγμα. II προπαγάνδιση. пропоец, -пойца α. (απλ.) βλ. пропойца. Пропоить р.σ.μ. 1 (απλ.) ξοδεύω για κρασί (για κάποιον)· Я -ЙЛ его десять рублей εγώ τον πότισα δέκα ρούβλια.. 2 βυζαίνω, αφή- αφήνω να -πιει· - телёнка молоком три месяца α- αφήνω το μοσχαράκι να πιει γάλα τρεις μήνες. пропой, -я α. 1 πιοτί· все деньги идут на - όλα τα λεφτά πάνε στο πιοτί. 2 (παλ.) το πιοτί (αμέσως μετά ?ην τελετή της αρρα- αρραβώνας του κοριτσιού). II εκφρ. на - души στο πιοτί, στο γλέντι. пропойный επ. του πιοτού, για πιοτί· -ые деньги τα χρήματα για πιοτί. II του πιοτή, του μεθύστακα· ГОЛОС -ОГО η φωνή του μεθύ- μεθύστακα. » пропойца, -Ы α. (απλ.) πιοτής, μεθύστακας. прополаскивать р.δ. βλ. прополоскать. -II -СЯ ξεπλύνομαι. Проползать ρ.σ. έρπω (για ένα χρον. διά- διάστημα) . проползать р.δ. βλ. проползти. И-ся έρπω. проползти ρ.σ. έρπω* ερπύζω· - мимо сто- сторожевого поста περνώ έρποντας κοντά στη σκο- σκοπιά. II διανύω έρποντας· - двадцать метров διανύω έρποντας είκοσι μέτρα. II εισέρχομαι έρποντας· в подвал -зла змея στο υπόγειο μπήκε φίδι. ♦прополис, -а α. η πρόπολη (των μελισσών). прополка, -И θ. βοτάνισμα, ξεχορτάριασμα. прополоскать ρ.σ.μ. 1 ξεπλύνω, ξεβγάζω· - бельё ξεπλύνω τα ρούχα· - рот, горло ξε- ξεπλύνω το στόμα, το λάρυγγα. 2 ξεπλύνω (για ένα χρον. διάστημα). прополоть ρ.σ.μ. βοτανίζω, ξεχορταριάζω. II βοτανίζω (για ένα χρον. διάστημα). ■ прополочный επ. βοτανιστικός· -ые работы
про 272 про βοτανιστικές δουλειές, το βοτάνισμα. пропороть ρ.σ.μ. 1 ξεσχίζω· διατρυπώ· - кожу ξεσχίζω το δέρμα· - гвоздём брюки ξε- ξεσχίζω το παντελόνι στο καρφί. 2 ξηλώνω (για ένα χρον. διάστημα)* - весь день ξηλώνω ό- όλη τη μέρα. пропорхнуть р.σ (για πτηνά, έντομα)· πε- πετώ, μπαίνω μέσα φτερουγίζοντας. пропорционально επ'ιρ. ανάλογα, συμμετρι- συμμετρικά κλπ. επ. пропорциональность, -и θ. αναλογία, -ικό- τητα, συμμετρία* αντιστοιχία* - частей συμ- συμμετρία των μερών* - телосложения συμμετρία της σωματικής διάπλασης. ♦пропорциональный επ., βρ: -лен, -льна, -о. 1 ανάλογος, σύμμετρος, συμμετρικός, συζυ- συζυγής* αντίστοιχος* -ое телосложение συμμε- συμμετρική σωματική διάπλαση· ~ые величины ανά- ανάλογα ποσά. 2 αναλογικός* -ое представитель- представительство αναλογική αντιπροσώπευση* -ая избира- избирательная система αναλογικό εκλογικό σύστη- σύστημα- -ые выборы εκλογές με αναλογικό σύστημα. ♦пропорция, -И θ. 1 αναλογία, συμμετρία, α- αντιστοιχία. 2 (μαθ.) αναλογία* арифметйчес- кая - αριθμητική αναλογία· геометрическая - γεωμετρική αναλογία. пропотелый επ. καταϊδρωμένος, κάθιδρος. пропотеть р.σ. 1 καταΐδρώνω, ιδροκοπώ. 2 μουσκεύω απο τον ιδρώτα. 3 εργάζομαι εντα- εντατικά, ιδρώνω δουλεύοντας (για ένα χρον. δι- διάστημα) . пропревать р.δ. βλ. пропреть (ι, ζ σημ.). пропреть р.σ. 1 καλοβράζω, καλοψήνομαι. 2 (απλ.) βλ. пропотеть. 3 βλ. преть. пропрясть ρ.σ. πλέκω (για ένα χρον. διά- διάστημα· - весь вечер γνέθω όλο το βράδυ. пропуск, -а α. 1 άδεια'εισόδου, διέλευσης, διόδου. Η παράλειψη· - слова В тексте παρά- παράλειψη λέξης στο κείμενο. 2 άδεια έγγραφη* покажите ваш - δείξτε την άδεια σας. 3 βλ. пароль. 4 απουσία· посещать занятия без ~а παρακολουθώ τα μαθήματα χωρίς απουσίες. пропускание, -я ουδ. βλ. пропуск (ιν4 σημ.). пропускать р.δ. 1 βλ. пропустить. 2 αφή- αφήνω να διαφύγει (υγρό, αέριο, μυρουδιά κλπ.). И -СЯ επιτρέπομαι· αφήνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. пропускник, -а α. βλ. санпропускник. пропускной επ. της διέλευσης, της διόδου· - билет εισιτήριο ελεύθερης εισόδου· - ВИД διαβατήριο ατελές. II απορροφητικός· του στυ- πώματος· διαποτιζόμενος· -ая бумага το στυ- πόχαρτο. пропустить ρ.σ.μ. 1 αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει· επι- επιτρέπω. 2 εξυπηρετώ* столовая -ла за день ты- тысячу людей το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα. II περνώ· ~ НЙГку через уш- Κο ИГОЛКИ περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού. II διατρυπώ· διαπερνώ* - ГВОЗДЬ че- через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί. II διοχετεύω· - воду через фильтр φιλτράρω το νερό. II κόβω· - мясо через мясорубку περ- περνώ το κρέας απο την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή. II εξετάζω, ελέγχω· περνώ· υποβάλλω· - проект через комиссию περνώ το σχέδιο απο την επιτροπή (για έλεγ- έλεγχο). 3 αναμερώ (για να περάσει κάποιος)· Женщину С ребёнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι. II επιτρέπω την εί- είσοδο· - В парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρ- πάρκο. II (αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ· вратарь ~ЙЛ мяч В ворота о τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ. 4 περνώ, δια- διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. II ξεχνώ κάτι περ- περνώντας απο κοντά. II αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία. 5 αφήνω κενό. II παρέρχομαι* παρα- παραλείπω* - несколько страниц αφήνω μερικές σε- σελίδες. II απουσιάζω· - урок απουσιάζω απο το μάθημα. 6 (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. II τρώγω κάτι, τσιμπώ. II βκφρ. НИКОГО не ~ δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία. пропутешествовать р.σ. ταξιδεύω, περιο- περιοδεύω (για ένα χρον. διάστημα). пропылить р.σ. 1 μ. σκονίζω. 2 σηκώνω σκόνη στο πέρασμα. II -СЯ'σκονίζομαι. Пропыхтеть р.σ. ασθμαίνω, λαχανιάζω, α- αγκομαχώ, πνευστιώ. II περνώ ασθμαίνοντας. пропьянствовать ρ.σ. μεθοκοπώ (για ωρισμέ- νο χρον. διάστημα). прораб, -а α. εργοδηγός. прорабагывание, -я ουδ. βλ. проработка. Прорабатывать ρ.δ. βλ. проработать B, з σημ.). II -СЯ 1 μελετιέμαι. 2 κριτικάρομαι. проработать ρ.σ. 1 εργάζομαι, δουλεύω (για ένα χρον. διάστημα)· я -ал на заводе три го- года εργάστηκα στο εργοστάσιο τρία χρόνια. 2 μελετώ, ερευνώ επισταμένα. 3 κριτικάρω αυ- αυστηρά ή κακοπροαίρετα. Проработка, -И θ. 1 μελέτη, σπουδή με εμ- εμβρίθεια. 2 κριτική, κριτικάρισμα. прорастание, -Я ουδ. 1 εκβλάστηση. 2 φύ- τρωμα, ξεφύτρωμα· - семян φύτρωμα των σπόρων. прорастать, -ает р.δ. βλ. прорасти (ι, 2 σημ.). прорасти р.σ. 1 εκβλασταίνω. 2 (ξε)φυτρώ- (ξε)φυτρώνω, (ανα)φύομαι, εκφύομαι. 3 βλασταίνω (για ένα χρο,ν. διάστημα). прорастить ρ.σ.μ. κάνω να βγάλει φύτρες*- горох перед посадкой μουσκεύω τα μπιζέλια να βγάλουν φύτρες πριν τη σπορά. Проращение, -Я ουδ. (ξε)φύτρωμα, το σκά- σκάσιμο της φύτρας.
про 273 про проращивание, -я ουδ. βλ. проращение. проращивать р.δ. βλ. прорастить. II -ся φυτρώνω, ξεφυτρώνω. прорва, -Ы Θ. 1 (διαλκ.) μέρος που βου- βουλιάζει στα πατήματα· βαλτότοπος. II μτφ. α- σωτεία· ανεμοσκόρπισμα, .εξανέμισμα χρημάτων. 2 μτφ. καταβόθρα, φαγάνα. 3 (απλ.) μεγάλη ποσότητα, πλήθος, σωρός, σωρεία. прорвать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ^πρό- рванный, βρ: -ван, -а, -о. 1 σχίζω, ξεσχί- ξεσχίζω· - чулок ξεσχίζω την κάλτσα. 2 διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. II σπάζω, κάνω ρήγ- ρήγμα· - линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού* - блокаду σπά- σπάζω τον κλοιό. 3 αναζωογονούμαι, αναζωπυρού- μαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα. II -СЯ 1 σχί- σχίζομαι, ξεσχίζομαι. 2 σπάζω, παθαίνω διάρυ- ξη· плотина -лась το φράγμα έσπασε. II α- ανοίγω· -лея нарыв έσπασε το απόστημα. 3 ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. II προχωρώ σπάζοντας. 5 εμφανίζομαι ξαφνικά. Прореветь р.σ. 1 βρυχώμαι. II φωνάζω με χοντρή φωνή. 2 (απλ.) ορϋομαι, φωνάζω, φω- φωνασκώ. проредактировать ρ.σ. βλ. редактировать. проредить, -режу, -редйшь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. прорежённый, βρ: ~жён, -жена, -жено р. σ.μ. αραιώνω· - ЧвСНОКЙ αραιώνω τα σκόρδα. Прореживание, -Я ουδ. αραίωση. прореживать ρ. δ. βλ. прореДЙТЬ. II -СЯ α- αραιώνομαι. прорез, -а α. 1 κοπή, κόψιμο. 2 κοψιά,ε- γκοπή. II οπή, τρύπα (με πριόνιση ή κόψιμο). прорезание, -я ουδ. βλ. прорез. прорезать, -режу, -режешь р.σ.μ. ι κόβω· κόβω κουμπότρυπες. 11 τρυπώ κόβοντας* - ска- терть κόβω το τραπεζομάντηλο. 2 διασχίζω· молния -ла нёбо η αστραπή διέσχισε τον ου- ουρανό* железная дорога -ла лес ·η σιδηροδρο- σιδηροδρομική γραμμή διέσχισε το δάσος (πέρασε μέσα απο το δάσος). II αυλακώνω (για ρυτίδες ου- ουλές). 3 κόβω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ 1 φύομαι, βγαίνω, σκάζω (για δςντια). 2 διεισδύω, διασχίζω* - сквозь толпу διασχί- διασχίζω το πλήθος. 3 αυλακώνω (για ρυτίδες). прорезать р.δ. βλ. прорезать A, 2 σημ.). И -ся βλ. прорезаться (ι, г σημ.). прорезиненный επ. απο μτχ. λαστιχοποιημέ- λαστιχοποιημένος, λαστιχοκαμωμένος* -ая лента λαστιχοκα- μωμένη ταινία. прорезинивание, -я ουδ. βλ. прорезинка. прорезйнивать(ся) ρ.δ. βλ. прорезйнить- (ся). прорезЙНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорезиненный, βρ: -нен, -а, -о р.σ.μ. λαστιχοποιώ, διαποτίζω με λαστιχένια οναϊα. II -СЯ λαστιχοποιούμαι. Прорезинка, -И θ. λαστιχοποίηση. прорезка, -и θ. βλ. прорез A σημ.). прорезной επ. κοφτός* - карман κοφτή· τσέ- τσέπη. И με εγκοπή, έχων εγκοπή. прорезывание, -я ουδ. κοπή, κόψιμο. прорёзывать(ся) ρ.δ. βλ. прорёзать(ся). прорезь, -И θ. 1 σχισμή, χαραμάδα· ρωγμή. II βλ. желобок. 2 ειδικό ποταμόπλοιο για τη μεταφορά ζωντανών ψαριών. прорекать ρ.δ. βλ. проречь. *прорёктор, -а α. αντιπρύτανης. проректорский επ. του αντιπρύτανη. прорепетировать р.σ.μ. βλ. репетировать. прореха, -И θ. 1 σχισμή (σε ένδυμα)· ξή- ξήλωμα. II οπή, τρύπα, άνοιγμα. II μτφ. έλλει- έλλειψη, κενό· ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια. 2 το μπροστινό άνοιγμα του παντελονιού. прорецензировать ρ.σ.μ. βλ.рецензировать. проречь, -реку, -речёшь, -рекут, παθ. μτχ. ' παρλθ. χρ. проречённый, βρ: -чён, -чена, -ό ρ.σ.μ. (παλ.) προλέγω· - будущее προλέγω το μέλλον. прорешка, -И θ. μικρή σχισμή κλπ. υποκορ. βλ. прореха. проржаветь, -еет р.σ. οξειδώνομαι τελεί- τελείως, κατασκουριάζω. проржать, -ржёшь р.σ. 1 χλιμιντρίζω, χρε- μετϊζω. 2 χλιμιντρίζω (^ια ένα χρον. διά- διάστημα) . прорисовать р.σ.μ. ιχνογραφίζω* ζωγραφί- ζωγραφίζω με ζωηρές γραμμές· επίσης και για ένα ο- ορισμένο χρόνο. II -СЯ ιχνογραφίζομαι· ζωγρα- ζωγραφίζομαι ζωηρά. прорисовка, -И θ. ιχνογράφιση, ζωγράφιση, σ,χεδίαση με ζωηρές γραμμές. прорисовывание, -я ουδ. βλ. прорисовка. прорисовывагь(ся) ρ.δ. βλ. прорисовать- (ся). прорицание, ~я ουδ. (γραπ. λόγος) βλ. пред- предсказание B σημ.). прорицатель, -я α., -ница, -ы θ. βλ. пред- предсказатель. прорицать р.δ. (γραπ. λόγος) βλ. предска- предсказать. Пророк, ~а α. προφήτης. пророкотать р.σ. βλ. рокотать. проронить, -роню, -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пророненный, βρ: -нен, -а, -о κ. проро- пророненный, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 λέ- λέγω, προφέρω, εκφέρω, εκστομίζω· за весь ве- вечер он не ~йл ни слова όλο το βράδυ δεν έ- έβγαλε μιλιά (ούτε μια λέξη). 2 παρακούω, α- αφήνω να μου διαφύγει (την ακοή). II (διαλκ.) χάνω. II εκφρ. не - слёзы; не - (ни) слезин- слезинки δε χύνω δάκρυα· δε χύνω (ούτε) ένα δακράκι.
про 274 прорость, -И θ. ενδιάμεσο στρώμα (κρέατος στο λίπος ή και αντίθετα). 4 πρόσφυμα (καρ- (καρπών, φυτών). пророчески επίρ. προφητικά. пророческий επ. προφητικός· ~ое одеяние προφητικό ένδυμα· ~ие слова προφητικά λόγια: - Совет προφητική συμβουλή. про -а р.δ. пророчествовать, -ствуго, -ствуешь προφητεύω· χρησμοδοτώ. Пророчить, -чу, -ЧИШЬ р.δ.μ. προφητεύω, προλέγω· προμαντεύω. пророчица, -Ы 6. προφήτισσα. прорубание, -я ουδ. βλ. прорубка. прорубать(ся) ρ.δ. βλ. прорубйть(ся). прорубить р.σ.μ. 1 διατρυπώ με κοφτερό εργαλείο· - стену ανοίγω τρύπα στον τοίχο· - окно ανοίγω παράθυρο* - проруб ανοίγω τρύ- τρύπα στον πάγο, τρυπώ τον πάγο. 2 ανοίγω πέ- πέρασμα, δίοδο· - просеку ανοίγω πέρασμα. 3 κό"βω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ 1 α- ανοίγω δρόμο, δίοδο, πέρασμα. 2 μάχομαι, δι- αζιφίζομαι (για ένα χρον. διάστημα)· - С врагом целый день πελεκιέμαι με τον εχθρό όλη τη μέρα. прорубка, -И θ. 1 διατρύπηση. 2 δίοδος, πέρασμα, άνοιγμα δρόμου. проруб, -а α. τρύπα στον πάγο. проруха, -и. θ. λάθος, απροσεξία. прорыв, -а α. 1 σπάσιμο· ρήγμα· ~ фронта ρήγμα του μετώπου· ~ ПЛОТИНЫ ρήγμα φράγμα- φράγματος. 2 μτφ. διάλειψη· κενό· καθυστέρηση· В работе προσωρινό σταμάτημα της δουλειάς. прорнвать(сяI ρ.δ. βλ. прорвать(ся). прорывать(сяJ ρ.δ. βλ. прорыть(ся). прорывка, -И Θ. 1 σκάψιμο, εκσκαφή· άνοιγ- άνοιγμα. 2 κλάδεμα- κορφολόγημα, κόψιμο των κο- κορυφών των φυτών. —■ прорыСЙТЬ, -СЙШЬ ρ.σ. περνώ με τροκ. прорыскать, -рыщу, -рыщешь к. -аю, -аешь р.σ. ψάχνω, ερευνώ (για ένα χρον. διάστημα). прорытие, -Я ουδ. σκάψιμο, άνοιγμα με εκ- εκσκαφή . прорыть р.σ. μ. 1 σκάβω, (εκ)σκάπτω. II σκάβω διαμπερώς· κάνω σήραγγα. 2 σκάβω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ 1 προχωρώ ανοί- ανοίγοντας δρόμο. 2 ψάχνω, ανασκαλίζω, -εύω· В бумагах Целый час ανασκαλεύω τα χαρτιά ο- ολόκληρη ώρα. прорычать ρ.σ. μουγκρίζω, βρυχιέμαι. II προφέρω μουγκριστά. II μουγκρίζω (για ένα χρον. διάστημα). ПросаДЙТЬ, -салу, -СаДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. (απλ.) 1 σπάζω πέρα-πέρα, διατρυπώ··- стену ЛОМОМ σπάζω τον τοίχο με το λοστό. 2 ξο- ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω· - все патроны κα- καταναλώνω όλα τα φυσίγγια. II χάνω (στα τυχε- τυχερά παιγνίδια). просадка, -и θ. βλ. проседание. просажать р.σ.μ. φυτεύω (για ένα χρον. δι- διάστημα) · целый день ~ деревья όλη τη μέρα φυτεύω δέντρα. яросёоиа&тъ р.ь. ?>х. ирооадукь. \\ -ся 6ν- ανοίγομαι, σπάζω πέρα-πέρα. просаливать(сяI ρ.δ. βλ. просалить(ся). просаливать(сяJр.б. βλ. просолйть(ся). просалить р.σ.μ. αλείφω με λίπος· γρασάρω· - патроны αλείφω με λίπος τα φυσίγγια. II -СЯ λιπαίνομαι, αλείφομαι με λίπος. Просасывание, -Я ουδ. διάβρωση, τρύπημα απο τη διάβρωση. просасывать(ся) ρ.δ. βλ. прососать(ся). просачивание, -Я ουδ. (για υγρά) βαθμι- βαθμιαία διείσδυση. просачиваться, -ается ρ.δ. βλ. просочить. просватать ρ.σ.μ. (παλ.) μνηστεύω, αρρα- βωνιάζω. ПросвеЖИТЬ, -Жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просвежённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. (απλ.) δροσίζω· αερίζω, παίρνω δροσερό αέρα. II -СЯ δροσίζομαι, αερίζομαι. просверкать, -ает ρ.σ. 1 λάμπω, εκλάμπω· МОЛНИЯ -ла αστραπή έλαμψε. 2 λάμπω (για ένα χρον. διάστημα). * просверливать ρ.δ. τρυπάνι ζω διαμπερώς. II -СЯ τρυπανίζομαι διαμπερώς. просверлить, -ли, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просверлённый, βρ.· -лён, -лена, -ленор. σ. μ. 1 τρυπανίζω διαμπερώς. II ανοίγω τρύπα με το τρυπάνι. 2 τρυπανίζω (για ένα χρον. διάστημα). Просвет, -а α. 1 φέγγρισμα, φάγγρισμα, α- αμυδρό φως. II μτφ. κάτι το ευχάριστο. 2 διά- διάστημα, απόσταση μεταξύ αντικειμένων. 3 το άνοιγμα (πλάτος) πόρτας ή παραθύρου. 4 το σειρήτι των επωμίδων. просветитель, -Я α., -ница, ~Ы θ. διαφω- διαφωτιστής, -Ίστρια. просветительный επ. διαφωτιστικός· -ые идеи διαφωτιστικές ιδέες. проСВеТЙТеЛЬСТВО, -а ουδ. διαφώτιση. II διαφωτισμός (ιδεολογικό ρεύμα). просветить1, -свечу, -светишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просвеченный, βρ: -чен, -а, -О; ρ.σ. 1 μ. διαφέγγω. II φωτίζω, κάνω κάτι ο- ορατό. 2 φωτίζω II -СЯ φωτίζομαι. просветить2, -свешу, -светишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просвещённый, βρ'.-щён, -щена, щено р.σ.μ. διαφωτίζω, κάνω διαφώτιση. II διευκρινίζω, διασαφηνίζω. II -СЯ διαφωτίζο- διαφωτίζομαι.
про 275 про Просветление, -Я ουό. 1 ξαστέρωμα· α ιθρί- ιθρίαση* - нёба ξαστέρωμα του ουρανού. 2 μτφ. φώτιση, λάμψη, διαϋγαση. просветлённость, -И θ. χαρά, αγαλλίαση, ευ- φροσϋνη. Просветлённый επ. απο μτχ. φωτεινός, χα- χαρούμενος, άσμενος, εύχαρης. Просветлеть, -ею, -ёешь р.σ. 1 ξαστερώνω, αιθριάζω· нёбо ~ЛО о ουρανός ξαστέρωσε. 2 μτφ. λάμπω, φωτίζομαι· нахмуренные ЛЙЦа -ЛИ τα σκυθρωπά πρόσωπα έλαμψαν у меня на душе -ЛО (απρόσ.) η ψυχή μου ησύχασε. II ζωηρεύω. 3 μτφ. ξεκαθαρίζω, γίνομαι διαυγής, σαφής· сознание -ло η συνείδηση ξεκαθάρισε. просветлить, -лю, -лишь, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. просветлённый, βρ: '-лён, -лена, -лено-, ρ.σ.μ. 1 κάνω κάτι αίθριο, φωτεινό, λαγαρό, διαυγές· - жйткость при помощи реактива λα- λαγαρίζω το υγρό με αντιδραστήριο. 2 μτφ. ξε- ξεκαθαρίζω, διαφωτίζω, ξεδιαλύνω. II χαροποιώ, αγαλιάζω, ευφραίνω· Душа -лена η ψυχή ευ- ευφράνθηκε. II -СЯ γίνομαι διαυγής, αίθριος, αιθριάζω, λαγαρίζω. II μτφ. (παλ.) φωτίζο- φωτίζομαι· ум -ЛСЯ το πνεύμα (ο νους) φωτίστηκε. просветлять(ся) ρ.δ. βλ. просветйть(ся). просвечивание, -я ουδ. ακτινοσκόπηση· лёгких, желудка ακτινοσκόπηση των πνευμό- πνευμόνων, του στομάχου. просвечивать ρ.δ. 1 βλ. просветить1. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.)· διαφαίνομαι, διακρίνομαι· ξεχωρίζω· солнце -ает сквозь тучи о ήλιος φαίνεται μέσα απο τα σύννεφα· СКВОЗЬ рубаш- ку -ает голое тело μέσα απο το πουκάμισο φαίνεται το γυμνό σώμα· СКВОЗЬ его слова -ает недоверие μέσα απο τα λόγια του δια- διαφαίνεται η δυσπιστία. II είμαι διαφανής. Ν -СЯ διαφέγγομαι· διαφωτίζομαι, γίνομαι δια- διαφανής κλπ. ρ. ενεργ. φ. просвещать(ся) ρ.δ. βλ, просветйть(ся)! просвещение, -Я ουδ. παιδεία· εκπαίδευση· μόρφωση· министерство -Я υπουργείο παιδείας· народное - λαϊκή παιδεία. II διαφώτιση· масс διαφώτιση των μαζών, II εκφρ. эпоха -Я η εποχή του διαφωτισμού A7 - 18 αι,). просвещённость, -И θ. μόρφωση, παιδεία. прсвещёННЫЙ επ. απο μτχ. μορφωμένος· человек μορφωμένος άνθρωπος. II πολιτισμέ- πολιτισμένος· -ая страна πολιτισμένη χώρα. просвира βλ. просфора. просвирник, ~а. α. βλ. мальва. просвирня, -И θ. γυναίκα που ψήνει προ- προσφορές. просвирняк, -а α. βλ. просвирник. просвистать р.σ. 1 βλ. просвистеть. 2 μ. (απλ.) σπαταλώ, ξοδεύω άσκοπα. просвистеть ρ.σ. 1 σφυρίζω· ~ три раза σφυρίζω τρεις φορές· пуля ~ла над головой η σφαίρα σφύριξε πάνω απο το κεφάλι. 2 τραγου- τραγουδώ σφυριχτά. 3 σφυρίζω· τραγουδώ· κελαηδώ (για ένα χρον. διάστημα); соловей -ёл · ВСЮ НОЧЬ το αηδόνι κελάηδησε όλη τη νύχτα. просвистывать ρ.δ. 1 σπαταλώ. 2 τραγουδώ σφυριχτά. И -СЯ 1 σπαταλιέμαι. 2'τραγουδιέ- μαι σφυριχτά. просев, -а α. 1 κοσκίνισμα, κρησάρισμα. 2 βλ. огрёх Aσημ.). просевание, -я ουδ. βλ. просевка. просевать(ся) р.δ. βλ. просеять(ся). просевка, ~и θ. βλ. просев A σημ.). проседание, -Я ουδ. καθίζηση, βούλιαγμα, κάθισμα· - пола το κάθισμα του πατώματος. проседать р.δ. βλ. просесть. проседь, -И θ. αραιό άσπρισμα μαλλιών. просеивание, -Я ουδ. κοσκίνισμα, κρησάρι- κρησάρισμα. просёивать(ся) ρ.δ. βλ. просёять(ся). просек, -а α. βλ. просека. просека, -и θ. καθαρισμένη ζώνη δάσους (δρόμος, διόδος, πέρασμα ή σύνορο). просекание, -я ουδ. βλ. просечка. просекать(ся) ρ.δ. βλ. просечь(ся). просВлок, -лка α. αγροτικός δρόμος (μετα- (μεταξύ χωριών). просёлочный επ. αγροτικός· ~ая дорога βλ. просёлок. * просеминарий, -Я α. προφροντιστήριο. просесть, -сядет, παρλθ. χρ. просел, -ла, ~ЛО р.σ. καθιζάνω, βουλιάζω, κάθομαι. просечка, -и θ. 1 κοπή, κοψιά. 2 βλ. про- просека. Просечь ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. προ- .речённый, βρ: -чён, -чена, -чено. 1 κόβω, τρυπώ χτυπώντας· извозчик-сёк ДО крови кну- том спину лошади о αμαξάς μαστίγωσε το ά- άλογο στη ράχη ώσπου πήγε αίμα. 2 ανοίγω, κό- κόβω· - просеку ανοίγω δρόμο (κόβονταςτα δέ- δέντρα). И -СЯ ξηλώνομαι, σχίζομαι. просеять р.σ.μ. κοσκινίζω, κρησαρ'ιζω. II κοσκινίζω (για ένα χρον, διάστημα). Ι) -СЯ κοσκινίζομαι. II πέφτω απο το κόσκινο. просигнализировать р.σ. 1 σηματοδοτώ, δίνω σήμα, σινιάλο. 2 μτφ. προειδοποιώ, κρούω τον κώδωνα (του κινδύνου). · просигналить р.σ. σηματοδοτώ, δίνω σήμα, σιν ιάλο. просидеть, -силу, -сидишь,παθ.μτχ. παρλθ. χρ. просиженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. 1 κάθομαι (για ένα χρον. διάστημα)· - ВСЮ ночь за работой δουλεύω όλη τη νύχτα· - ВСЮ НОЧЬ αγρυπνώ όλη τη νύχτα. 2 μένω, παραμέ- παραμένω· он у нас ~ёл два часа αυτός κάθησε σε μας δυο ώρες. II μένω στάσιμος, δεν προβιβά-
про 276 про ζομαι· он -ёл в третьем классе два года αυ- αυτός έμεινε στην ίδια τάξη δυο χρόνια. 3 φθείρω, χαλνώ απο το πολύ καθησιό· ОН -ел брюки αυτός χάλασε το παντελόνι απο το πολύ καθησιό. Просиживать ρ.δ. βλ. просидеть. II -СЯ τρί- τρίβομαι, φθείρομαι, χαλνώ απο το πολύ καθησιό. прОСИНЬ, -И θ. το γαλάζιο χρώμα. проситель, -Я α., -ница, -Ы θ. (παλ.) ι- ικέτης, -ιδα,. παρακαλεστής, -έστρα. просительный επ. παρακλητικός, παρακαλε- στικός, ικετευτικός, δεητικός· - ТОН ικε- ικετευτικός τόνος· -ое ПИСЬМО παρακαλεστικό γράμμα. просительский επ. παρακλητικός, παρακα- λεστικός, του παρακαλεστή. ПроСИТЬ, Прошу, ПрОСИШЬ, μτχ. ενστ. ЩЮ- СЯЩИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, ~Ο ρ.δ. 1 μ. ζητώ, αιτώ· ~ ПОМОЩИ ζητώ βοήθεια· - прощения ζητώ συγγνώμη. II προτείνω, παρακαλώ· ~шу садиться παρακαλώ καθήστε· здесь ~ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ· - соблюдать тишину παρα- παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία. 2 φροντίζω· ενδια- ενδιαφέρομαι. 3 (προσ)καλώ, φωνάζω. 4 μ. (ϊια ε- εμπορευματική τιμή)· ζητώ· ОН -ИТ дорого αυ- αυτός ζητά ακριβά. 5 ζητώ ελεημοσύνη. 6 (παλ.) μηνύω, κάνω μήνυση. II. ίκφρ. прошу (вас) ω- ρίστε, περάστε, κοπιάστε. II -СЯ 1 παρακαλώ· ζητώ· θέλω, επιθυμώ· - Отпуск ζητώ άδεια* - гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο. 2 αι- αιτούμαι, ζητώ· - на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία. 3 μτφ. ταιριάζω, αξίζω. II εκφρ. - наружу ή ИЗ ДУШИ (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω). ПРОСИЯТЬ р.σ. 1 λάμπω δια μέσου· διαυγά- ζω· διαφέγγω. II φωτίζομαι. 2 μτφ. λάμπω (α- (απο χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ.), αγάλλω, χαί- χαίρω, ευφραίνομαι. 3 λάμπω (ορισμένο χρόνο). проскабливать р.δ. βλ. проскоблить. II -ся τρυπιέμαι με το ξύσιμο. проскакать ρ.σ.1 περνώ καλπάζοντας. Π δι- διανύω απόσταση με καλπασμό. 2 τρέχω πηδηχτά. 3 καλπάζω (για ένα χρον. διάστημα). проскакивать р.δ. βλ. проскакать A,2σημ.). II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. проскальзывать р.δ. βλ. проскользнуть. проскандировать р.σ.μ. βλ. скандировать. проскачка, -И θ. διαδρομή με καλπασμό· ο καλπασμός. просквозить, -ЗЙТ ρ.σ. με φυσά το ρεύμα, κρυολογώ απο το ρεύμα. проскитаться р.σ. βλ. скитаться. ПРОСКЛОНЯТЬ р.σ. (γραμμ.) κλίνω. Проскоблить р.σ.μ. τρυπώ ξύνοντας· - бу- бумагу τρυπώ το χαρτί ξύνοντας το. II ξύνω (για ένα χρον. διάστημα). проскок, -а α. 1 καλπασμός. 2 πήδημα, α- ανόρθωση, ανύψωση (παραβίαση της ρυθμικής κί- κίνησης στροφάλου κ.τ.τ.). проскользнуть р.σ. 1 γλιστρώ, εισδύω, ει- εισχωρώ· μπαίνω· - незаметно μπαίνω απαρατή- απαρατήρητα. 2 περνώ, διαβαίνω γρήγορα, τρέχοντας. II μτφ. διαφαίνομαι στιγμιαία, φευγαλαία* Β его словах -ул намёк στα λόγια του διαφά- διαφάνηκε ένας γρήγορος υπαινιγμός. проскочить, -скочу, -скочишь ρ.σ. 1 περ- περνώ, διαβαίνω τρέχοντας. 2 (για χρόνο) πα- παρέρχομαι,' φεύγω γρήγορα. II εισέρχομαι, εισ- εισδύω γρήγορα· собака -ла в отверстие, кото- которое было В заборе το σκυλί μπήκε γρήγορα μέ- μέσα απο την τρύπα, που ήταν στο φράχτη. 3 μτφ. εμφανίζομαι, βγαίνω στα φανερά· διολι- διολισθαίνω, ξεφεύγω. II (απλ.) καταφέρνω να γί- γίνω· αναρριχιέμαι· ОН -ЙЛ В директора τα κα- κατάφερε να γίνει διευθυντής. проскребать(ся) р.δ. βλ. проскрестй(сь). проскрежетать р.σ. βλ. скрежетать. . .Проскрести р.σ.μ. τρωγαλίζω, ροκανίζω, τρυ- τρυπώ· МЫШИ -еблй пол τα ποντίκια τρύπησαν το πάτωμα. II -СЬ 1 εισδύω τρυπώντας. 2 ξύνω, σκαλίζω. проскрипеть, -плю, -пйшь р.σ. 1 τρίζω. II μτφ. ομιλώ, λέγω με τρεμουλιαστή φωνή. 2 τρίζω (για ένα χρον. διάό*τημα)· - ВСЮ НОЧЬ τρίζω όλη τη νύχτα. 3 ИТЧ>. ζω* - СОТНЮ лет ζω εκατό χρόνια. ПРОСКРИПЦИОННЫЙ επ. (παλ.) της προγραφής· ~ лист ή СПИСОК κατάλογος προγραφής ή προ- προγραμμένων. *проСкрЙЩИЯ, -И θ. (παλ.) προγραφή. ЦроскулЙТЬ ρ.σ. ουρλιάζω (για σκύλο). II ουρλιάζω (για ένα χρον. διάστημα). проскурняк, ~а α. βλ. просвирник. Проскучать ρ.σ. ανιώ., πλήττω (γιαέ»«χχρον. διάστημα)· весь вечер ока ~ла όλο το. βράδυ αυτή είχε βαριεστιμάρα (έπληττε). . прослабить, -бит р.σ.μ. βλ. слабить. прославить, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прославленный, -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 δοξάζω, δίνω δόξα. 2 επαινώ, (εξ)υμνώ,εγκω- (εξ)υμνώ,εγκωμιάζω ως ένδοξον. 3 βλ. ославить. II -СЯ δο- δοξάζομαι κλπ, ρ. ενεργ. φ. прославление, -Я ουδ. δόξασμα, -μός. прославленный επ. απο μτχ. δοξασμένος, έν- ένδοξος· περικλεής. прославлять(ся) ρ.δ. βλ. прославить(ся). прослаивание, -Я ουδ. τοποθέτηση, βάλσιμο κατά στρώματα. прослаивать(ся) р.δ. βλ. прослойть(ся). проследить, -лежу, -ледишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прослеженный, βρ: -жен, -а, -О;
про 277 про р.σ.μ. 1 παρακολουθώ· - преступника παρακο- παρακολουθώ τον εγκληματία. II ερευνώ, μελετώ* развитие явления παρακολουθώ τη εξέλιξη του φαινομένου. проследовать ρ.σ. (γραπ. λόγος)· μεταβαί- μεταβαίνω, πηγαίνω, βαδίζω, ακολουθώ τα Ίχνη· κα- κατευθύνομαι. прослеживать ρ.δ. βλ. проследить. II -ся παρακολουθούμαι. прослезиться, -еяусь, -езйшься р.σ. δα- δακρύζω, χύνω δάκρυα,- δακρυρροώ, ПРОСЛОИТЬ, -ЛОГО, -ЛОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλΟ. χρ. прослоённый, βρ: -лоён, -лоена, -лоено; ρ.σ.μ. βάζω κατά στρώματα* βάζω στρώμα με. II -СЯ μπαίνω κατά στρώμα, -τα. ПрОСЛОЙ, -Я α. (γεωλ.·) στρώμα. прослойка, -и θ. στρώμα· - пирога варень- вареньем στρώμα στην πίτα με γλυκό. II στρώμα κοι- κοινωνικό· интеллигенция не является классом, а -ОЙ η διανόηση (διανοούμενοι) δεν είναι τά- τάξη, αλλά κοινωνικό στρώμα. II βλ. прослой. ПРОСЛОНЯТЬСЯ р.σ. περιφέρομαι άσκοπα ή για ένα χρον. διάστημα· - по улицам περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους·- весь день περιφέρο- περιφέρομαι άσκοπα όλη τη μέρα. прослужить р.σ. 1 υπηρετώ (για ένα χρον. διάστημα). 2 αντέχω· κρατώ· сапоги -ЛИ мне два сезона οι μπότες μου κράτησαν δυο χρό- ν ια. прослушать ρ.σ.μ. 1 ακούω· - Оперу ακούω μελόδραμα. 2 ακροώμαι· - лёгкие, сердце α- ακούω τα πνευμόνια, την καρδιά· - механизм ακούω το μηχανισμό (τον χτύπο). 3 παρακο- παρακολουθώ· - курс высшей математики ακούω μαθή- μαθήματα ανώτερων μαθηματικών. 4 δεν ακούω κα- καλά· παρακούω· простите, я -ал, что вы ска- ЛИ; повторите, пожалуйста με συγχωρείτε, δεν άκουσα καλά τι είπατε· πείτε το πάλι, σας παρακαλώ. 5 ακούω (για ένα χρον. διά- διάστημα) . прослушивание, ~я ουδ. άκουσμα. II ακρόαση. прослушивать ρ.δ. βλ. прослушать.II ~ся α- ακούω. Η ακροώμαι. прослыть ρ.σ. (παλ.) βλ. слыть. Прослышать, -шу, -ШИШЬ р.σ. ακούω· μαθαί- μαθαίνω, πληροφορούμαι, просмаливать(ся) р.δ. βλ. просмолйть(ся). просматривание, -я ουδ. βλ. просмотр. просматривать р.б. βλ. просмотреть. II -ся ορώμαι, 'φαίνομαι, είμαι θεατός- ξεχωρίζω. просмеивать р.б. βλ. просмеять. просмеять р.σ.μ. (απλ.) βλ. осмеять. просмолить р.σ.μ. πισσαλείφω· ~ лодку α- αλείφω με πίσσα τη βάρκα. II -СЯ πισσαλείφο- μαι. Просмотр, -а α. κοίταγμα· παρατήρηση· πρό- πρόχειρη ανάγνωση· - Газеты πρόχειρο διάβασμα της εφημερίδας. II παράβλεψη, αβλεψία, παρό- ραμα. просмотреть р.σ. V βλέπω, κοιτάζω· διαβά- διαβάζω· - Газету κοιτάζω την εφημερίδα· - счёт βλέπω το λογαριασμό. II ελέγχω, εξετάζω. 2 παραβλέπω, παρορώ, διαφεύγει την προσοχήμου* - ошибку παραβλέπω το λάθος. 3 βλέπω, πα- παρατηρώ (για ένα χρον. διάστημα). II βκφρ. все глаза - περιμένω πολύ ώρα κοιτάζοντας. проСИОтроВЫЙ επ. για έλεγχο, για εξέταση (καλλιτεχνικών ή άλλων συγκροτημάτων)· - зал αίθουσα εξέτασης. проснуться, -снусь, -снёшься ρ.σ.1 κυρλξ. κ. μτφ. ξυπνώ, αφυπνίζομαι* ~ рано ξυπνώ νωρίς· -лась ненависть ξύπνησε το μίσος. 2 ζωηρεύω, ζωντανεύω, αναζωογονούμαι* город -ЛСЯ η πόλη ξύπνησε (άρχισε η κίνηση). просо, -а ουδ. το κεχρί. прособирать р.σ.μ. μαζεύω, συλλέγω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ ετοιμάζομαι (για ένα χρον. διάστημα). просовывать(ся) ρ.δ. βλ. просунуть(ся). просодический επ. προσωδιακός, της προσω- προσωδίας, ♦просодия, -И θ. 1 προσωδία. 2 στιχουργία. просол, -а α. αλάτισμα· βαθμός αλατίσμα- αλατίσματος. просолёть р.σ. (διαλκ.) αλατίζομαι. просолить р.σ.μ. 1 αλατίζω. 2 αλατίζω (γ ι. α ένα χρον. διάστημα). II -СЯ αλατίζομαι. просорушка, -И θ. μηχανή (μύλος) κοπής του κεχριού. просос, -а α. νεροσυρμή, νεροφάγωμα. прососать, -сосу, -сосёшь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прососанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 διαβιβρώσκω, τρώγω (για υγρά). 2 βυζαίνω, ρουφώ (για ένα χρον. διάστημα). Π -СЯ δια- βιβρώσκομαι, τρώγομαι. просохнуть р.σ. ξηραίνομαι· στεγνώνω. просочиться, -ЧЙТСЯ ρ.σ. μπαίνω, διεισδύω βαθμιαία· В лодку -лась вода στη βάρκα απο λίγο-λίγο μπήκε νερό. II εισδύω απαρατήρητα. II εισχωρώ, κυκλοφορώ· διαδίδομαι· -ЛИСЬ слу- ХИ κυκλοφόρησαν φήμες. проспать р.σ. 1 κοιμούμαι (για ένα χρον. διάστημα)· Я ~ал Семь часов κοιμήθηκα εφτά ώρες. 2 κοιμούμαι πολύ, παρακοιμούμαι. 3 αφήνω, προσπερνώ (λόγω ύπνου)· пассажир -ал станцию о επιβάτης πέρασε το σταθμό, γιατί κοιμήθηκε. II -СЯ συνέρχομαι απο τη μέθη (με τον ύπνο). ♦проспект, ~а α. λεωφόρος* - Мира λεωφόρος Ειρήνης. II (προ)σχέδιο (έκδοσης βιβλίου, πε- περιοδικού κλπ.). 3 αγγελία· διαφήμηση. проспиртовать р.σ. μουσκεύω με ο'ινόπνευ-
про 278 про μα. || -СЯ μουσκεύομαι με οινόπνευμα. проспиртовываться) ρ.δ. βλ. проспирто- проспиртовать ся). проспоривать р.δ. βλ. проспорить. II -ся χάνω το στοίχημα κλπ. ρ. ενεργ. φ. Проспорить р.σ. 1 μ. χάνω το στοίχημα· - ПЯТЬ рублей χάνω το στοίχημα πέντε ρουβλιών. 2 συζητώ (για ένα χρον. διάστημα). проспрягать р.σ. κλίνω (ρήμα). просрочивать р.δ. βλ. просрочить. Μ -ся είμαι εκπρόθεσμος. Просрочить, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. αφήνω να πε- περάσεί η προθεσμία· καθυστερώ· - отпуск πα- παραβιάζω την άδεια* - ПЯТЬ дней καθυστερώ για πέντε μέρες. просрочка, -И θ. καθυστέρηση· πέρασμα της προθεσμίας· - платежа καθυστέρηση της πλη- πληρωμής . проставить ρ.σ.μ. γράφω, βάζω· - дату и номер В справке βάζω ημερομηνία και αριθ- αριθμό στη βεβαίωση· - в журнале оценки учени- ученикам βάζω στον κατάλογο τους βαθμούς των μαθητών. проставлять ρ.δ. βλ. проставить. II -Зк γρά- γράφομαι, μπαίνω. простаивать р.δ. βλ. простоять. простак,-аα. 1 άνθρωπος απλός, απλοϊκός. II αφελής, φτωχός το πνεύμα, αγαθός. 2 απλοϊ- απλοϊκός ρόλος· ηθοποιός απλού ρόλου. *ЩЮСТата, -Ы θ. ο προστάτης (αδένας). Простатит, -а α. (ιατρ.) προστατίτιδα. простачок, -чка α. βλ. простак. Простегать ρ.σ.μ. ράβω με αραιές βελονιές* - одеяло ράβω πάπλωμα. простёгивание, -я ουδ. βλ. простёжка. простёгивать р.δ. βλ. простегать. II -ся ράβομαι με αραιές βελονιές. ПроСТёЖКа, -И θ. ράψιμο αραιό. простейший υπερθετικός β. του επ. простой. II ουσ. πλθ. ~Τ/ίβ ' τα πρωτόζωα. простелить р.σ. (απλ.) βλ. простлать. простенок, -нка α. το μεσόθυρο ή το διά- θυρο. Простеночный επ. του μεσόθυρου ή του διά- θυρου. простереть ρ.σ.μ. 1 τεντώνω· απλώνω· ОН -тёр руки К небу αυτός τέντωσε τα χέρια προς τον ουρανό. 2 μτφ. φτάνω ως* ОН -тёр СВОЮ дерзость до того, что ударил его η αυθάδειά του έφτασε ως εκεί, που τον χτύπησε ακόμα. II -СЯ εκτείνομαι· τεντώνομαι κλπ.ρ.ενεργ. φ. Простеречь р. σ. μ. 1 περιφρουρώ, φυλά- φυλάγω, φρουρώ (για ένα χρον. διάστημα)· всё лето Я -ёг Стадо όλο το καλοκαίρι εγώ φύ- φύλαξα το κοπάδι. 2 παραμελώ, αμελώ τη φύλα- φύλαξη· - Воров απο δικιά μου παραμέληση μπή- μπήκαν οι κλέφτες. Простёртый επ. απο μτχ. τεντωμένος, απλω- απλωμένος· С -ЫМИ руками με τεντωμένα τα χέρια.' простеть, -его, -ёешь ρ.δ. γίνομαι απλός. простец, -а α. άνθρωπος απλός, αμόρφωτος, απαίδευτος. простецкий επ. απλοϊκός, αφελής, άδολος, απονήρευτος. Простилать ρ.δ. βλ. простлать. II -СЯ στρώ- στρώνομαι. простирание, -Я ουδ. τέντωμα* άπλωμα. простирать1ρ.δ. βλ. простеречь. простирать р.δ.μ. 1 πλύνω. 2 πλύνω (για ένα χρον. διάστημα)· она -ла весь вечер αυ- αυτή έπλυνε όλο το βράδυ. II -СЯ πλύνομαι. Простирнуть р.σ.μ. (απλ.) πλύνω στα γρή- γρήγορα, στα πεταχτά. простйрывать(ся) р.δ. βλ. простираться). простительный επ. συγχωρητέος* -ая ошиб- ошибка συγχωρητέο λάθος. ♦проституировать, -рую -руешь р.δ. κ. σ. μ. (γραπ. λόγος): 1 προάγω σε πορνεία, προ- αγωγεύω, εκπορνεύω, μαστροπεύω. 2 μτφ. ξα- γοράζω* - прессу ξαγοράζω τον τύπο. II -СЯ (εκ)πορνεύομαι, πουλιέμαι. проститутка, -И θ. πόρνη, μοιχαλίδα, που- πουτάνα, κοινή γυναίκα. II μτφ. πουλημένος άν- άνθρωπος. ♦проституция, -И θ. πορνεία. II μτφ. πούλη- πούλημα1 политическая - πολιτική πορνεία. простить, прощу, простишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прощённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. 1 συγχωρώ· Я этого ему не -щу αυτό δε θα του το συγχωρέσω· -йте меня συγχωρέστε με. 2 μ. (παλ.) απαλλάσσω· - долг απαλλάσσω α- απο το χρέος. 3 (προστκ.) -Йте! χαίρετε! έ- έχετε γεια! αφήνω γεια! II βκφρ. последнее прости сказать ή послать (γραπ. λόγος) λέγω το τελευταίο αντίο, αφήνω για πάντα· прости -прощай βλ. з ^И. Ч ~оя αποχαιρετιέμαι με χειραψία. II αφήνω, εγκαταλείπω, χωρίζομαι. II συγχωριέμαι. простлать, -стелю, -стелешь, παθ. μτχ. простланный, βρ: -лан,- -а, -о р.σ.μ. (απλ.) στρώνω. ПРОСТО επίρ. απλά, απλώς· εύκολα· ОчеНЬ - απλούστατα· - запросто (παλ.) κ. —напро- СТО απλούστατα· - так απλώς έτσι· оде- ваться - ντύνομαι απλά. Простоватость, -И θ. απλότητα, αφέλεια, α- αγαθότητα. простоватый επ., βρ: -ват, -а, -о απλός, απονήρευτος· αφελής· αγαθός. ПРОСТОВОЛОСЫЙ επ., βρ: -ЛОС, -а, -о ασκε- ασκεπής, ξεσκούφωτος· αμαντήλωτος. простодушие, -Я ουδ. αγαθότητα, αφέλεια,
про 279 про απλότητα· детское - παιδική αφέλεια. простодушный επ., βρ: -шен, -шна, ~шно α- αφελής, απλός, αγαθός, απονήρευτος. 1фостой1επ., βρ: прост, проста, просто, συγκρ. βαθμός проще, υπέρθ. βαθμός простёй- ший. 1 απλός· εύκολος· -ое дело απλή υπόθε- υπόθεση· -ая задача απλό (εύκολο) πρόβλημα· -Ое предложение (γραμμ.> απλή πρόταση· химиче- химические -ые тела χημικά απλά σώματα· -Ое ЧИС- ЧИСЛО μονοψήφιος αριθμός. 2 συνήθης, -σμένος- 3 αφελής, αγαθός, απονήρευτος. 4 χοντροει- δής, ανεπεξέργαστος» 5 (παλ.) μη ευγενικής καταγωγής, των κατώτερων κοινωνικών στρωμά- στρωμάτων - народ о απλός λαός· -ые ЛЮДИ απλοί άνθρωποι. II εκφρ. ~ая бухгалтерия απλός λο- λογαριασμός· -Ое ПИСЬМО απλή επιστολή(μη συ- συστημένο κλπ.)· -ЫМ глазом με γυμνό μάτι(χω- ρίς οπτικό όργανο)· из -ЫХ απο απλούς (αν- (ανθρώπους), απο το λαό, λαϊκός. простой? -Я α. χασομέρι, σταμάτημα της ερ- εργασίας (όχι απο υπαιτιότητα του εργάτη)· Π0- лучаТЬ за - πληρώνομαι για το χασομέρι. ПРОСТОЙНЫЙ επ. του χασομεριού· -Ое время ο χρόνος του χασομεριού. простокваша, -И θ. ζυνό πυχτόγαλα, είδος γιαουρτιού. простолюдин, -а α., -ка, ~и θ. άνθρωπος απλός, κατώτερης κοινωνικής τάξης. простонародность, ~и θ. (παλ.) απλοϊκό- τητα, λαϊκότητα. простонародный επ. (απλ.) απλοϊκός, του απλού λαού. простонародье, -Я ουδ. αθρσ. (παλ.) ο α- απλός λαός, ο λαουτζίκος, ο κοσμάκης. простонать, -стону, -стонешь р.σ. 1 στε- στενάζω, βγάζω στεναγμό. II αναστενάζω. 2 (ανα)- στενάζω (για ένα χρον. διάστημα). простор, -а α. 1 χώρος (έκταση) μεγάλος· η απλοχωριά, απλοτοπιά· ευρυχωρία. 2 μτφ. πε- πεδίο ελεύθερο· ελευθερία δράσης. просторечие, -Я ουδ. απλολογιά της πόλης (ως αντώνυμο του γραπτού λόγου). просторечный επ. της απλολογιάς. просторный επ., βρ: -рен, -рна; -рно εκτε- εκτεταμένος, ευρύς· ευρύχωρος· άνετος. просторожить, ~жу, -ЖШЬ.яав. μτχ. παρλθ. χρ. просторожённый, βρ: -лён, -жена, -жено; ρ.σ. 1 φυλάγω (για ένα χρον. διάστημα)· Я -ЙЛ всё лето сад φύλαξα το δεντρόκηπο όλο το καλοκαίρι. 2 παραμελώ τη φύλαξη· ОН -ЙЛ вора απο παραμέληση δική του μπήκε ο κλέ- κλέφτης . простосердечие, -Я ουδ. ειλικρίνεια, ανυ- ποκρισία, απλότητα, αγαθή προαίρεση. простосердечный επ., βρ; -чен, -чна, -чно ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος, ανυπόκριτος, α- απονήρευτος, άδολος. простота, -ы θ.1 απλότητα· провинциальная - επαρχιακή απλότητα· - нравов απλότητα η- ηθών. 2 το μη πολύπλοκο, μη πολυσύνθετο· ' - управления машины απλότητα χειρισμού μηχα- μηχανής. 3 απλοϊκότητα, αφέλεια, απλός τρόπος. 4 ανυποκρισία, αθωότητα, αγαθότητα, έλλειψη πονηριάς. II εκφρ. святая - άνθρωπος αφελής, άγιος· по -е душевной (сердечный) ή в душе душевной απο μεγάλη ευπιστία ή αφέλεια. Простофиля, -И α. κ. θ. κουτός, ανόητος, ελαφρόμυαλος, φυρόμυαλος, λειψός. простоять, -стою, -стоишь р.σ. 1 στέκομαι ορθός· я -ял час в ожидании στάθηκα ορθός μια ώρα περιμένοντας. 2 παραμένω στη θέση· поезд -ЯЛ два часа το τρένο στάθηκε δυο ώ- ώρες. 3 αδρανώ, ακινητώ (για ένα χρον. διά- διάστημα) · две машины -ли по технической неис- неисправности όυο μηχανές δε δούλεψαν απο βλά- βλάβη. 4 παραμένω. II υπάρχω, ζω, διατηρούμαι: это дерево -йт ещё много лет αυτό το δέντρο θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα. 5 (απλ.) βλά- βλάπτω με την ορθοστασία- В зале -ли ПОЛ το πάτωμα της αίθουσας κάθισε απο τους ορ-.. θοστεκοϋμενους. прострагивать р.δ. βλ. прострогать. II -ся πλανίζομαι, ροκανίζομαι. Пространность, -И θ. 1 ευρύτητα, ευρυχω- ευρυχωρία, απλοχωριά. 2 μτφ. μακρηγορία, μακρολο- γία, πλατυρρημοσύνη. *■ пространный επ., βρ: -ранен, -ранна, -о 1 (γραπ. λόγος) ευρύς, πλατύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος, απλόχωρος· εκτεταμένος. 2 μτφ. εκτενής, λεπτομερής, -ιακός, μακροσκελής· -ое'ПИСЬМО μακροσκελής επιστολή. пространственный επ. του χώρου, του δια- διαστήματος, της έκτασης. пространство, -а ουδ. 1 χώρος, διάστημα·- и время - основные формы существования ма- материи о χώρος και ο χρόνος είναι οι δυο βα- βασικές μορφές της ύπαρξης της ύλης· ВОЗДуш- ное - εναέριος χώρος· безвоздушное - το κενόν αέρα· мировое - το Διάστημα. 2 μέρος εδάφους· έκταση· свободное - между дверью И ОКНОМ ελεύθερος χώρος μεταξύ πόρτας και παραθύρου. 3 (παλ.) διάστημα· - времени το χρονικό διάστημα. Ι) βκφρ. бОЯЗНЬ -а αγορα- αγοραφοβία· жизненное - ζωτικός χώρος. пространствовать р.σ. ταξιδεύω, περιπλα- περιπλανιέμαι (για ένα χρον. διάστημα). ♦прострация, -и θ. (γραπ. λόγος)· έκλυση, εξάντληση, καταπόνηση· χαύνωση· ατονία. "прострачивать ρ.δ. βλ. прострочить. Ι! -ся γαζώνομαι. Прострел? -а α. οσφυαλγία. прострел* -а α. (βοτ.) ανεμώνη.
про 280 про простреливать р.δ. βλ. прострелить. II βλ. прострелить A σημ.). Η πυροβολώ, βάλλω. II -СЯ διατρυπιέμαι με σφαίρα. II δοκιμάζομαι (για καινούριο όπλο). прострелить, -елю, -ёлишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. простреленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. διατρυπώ πυροβολώντας· τραυματίζω διαμπερώς. прострелить, -ЯЮ, -ЯвШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прострелянный, βρ:' -лян, -а, -о р.σ.μ. 1 πυροβολώ για δοκιμή, δοκιμάζω καινούριο όπλο. 2 πυροβολώ (για ένα χρον. διάστημα). Простригать р.δ. βλ. простричь. II -СЯ κου- κουρεύομαι. простричь ρ.σ.μ. 1 κουρεύω κατά λωρίδες. 2 κουρεύω (για ένα χρον. διάστημα). прострогать р.σ.μ. πλανίζω όλη την επιφά- επιφάνεια. II πλανίζοντας κάνω αυλακιά. II πλανί- πλανίζω (για ένα χρον. διάστημα). простроить р.σ.μ. 1 ξοδεύω για οικοδομή.2 χτίζω (για ένα χρον. διάστημα). Прострочить р.σ. 1 μ. γαζώνω. 2 σκοτώνω, γαζώνω με το αυτόματο (όπλο)· - ИЗ пулемёта γαζώνω με το πολυβόλο. 3 γαζώνω (για ένα χρον. διάστημα). простругать р.σ. βλ. прострогать. простругивать р.δ. βλ. прострогать. II -ся πλανίζομαι. Простуда, -Ы θ. κρυολόγημα· болезнь ВЫ- звана -ОЙ άρρωστεια που προήρθε απο κρυο- κρυολόγημα. простудить, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. простуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 κρυολογώ· - ГОрло κρυολογώ το λαιμό· детей κρυολογώ τα παιδιά. 2 ψύχω λίγο, α- αφήνω να κρυώσει λίγο, να ζεπέσει· -ДИ чай, а ПОТОМ И пей άφησε να ξεπέσει το τσάι και μετά πιες. II -СЯ κρυολογώ, αρρωσταίνω απο κρυολόγημα. ПрОСТудЛИВЫЙ επ., κρυολογών εύκολα. простудный επ. του κρυολογήματος· болезнь -ого характера ασθένεια απο κρυολόγημα· -ое заболевание το κρυολόγημα. простужагь(ся) ρ.δ. βλ. простудйть(ся). Простуженный επ. απο μτχ. κρυολογημένος. Простукать ρ.σ. 1 χτυπώ, κροτώ. 2 (ιατρ.) ακροώμαι με ελαφρά χτυπήματα. 3 κρούω, χτυ- χτυπώ (για ένα χρον. διάστημα). простукивать р.б. βλ. βλ. простукать A, г σημ.). II -СЯ χτυπώ, κρούω. проступать, -ает р.δ. βλ. проступить. проступить, -ступит р.σ. εξέρχομαι, βγαί- βγαίνω, εμφανίζομαι* -ЛИ две слезы βγήκαν δυο δάκρυα· на стене -ли пятна στον τοίχο εμφα- εμφανίστηκαν κηλίδες. проступок, -пка α. παρεκτροπή, άπρεπεια, ανάρμοστη συμπεριφορά· παράπτωμα. простучать, -чу,-чйшь р.σ. 1 βλ. просту- простукать. 2 χτυπώ, κροτώ (για ένα χρον. διάστη- διάστημα) · весь день - молотком όλη τη μέρα χτυ- χτυπώ με το σφυρί. простушка, -И θ. γυναίκα απλή, αφελής, α- πονήρευτη· ευκολόπιστη. простывать р.δ. βλ. простынуть. Простынка, -И θ. σεντονάκι. простынный επ. του σεντονιού, για σεντό- σεντόνι· -ое полотно ύφασμα για σεντόνι, σεντο- νόπανο. простынуть р.σ. βλ. простыть. простыня, -и α.κ.θ. (διαλκ.) βλ. простак. простыня, -и, πλθ. простыни, -тынь, -ням, θ. σεντόνι. простыть κ.(απλ.) простынуть, -ыну,-ынешь р.σ. ψύχομαι, κρυώνω λίγο, ξεπέφτω· чай -ЫЛ το τσάι ξέπεσε (δεν είναι καυτό)· суп -ЫЛ давно η σούπα απο ώρα κρύωσε. II μτφ. ησυ- ησυχάζω, ηρεμώ· κοπάζω· II (απλ.) κρυολογώ. простяк, -а α. (απλ.) βλ. простак A σημ.). просудить ρ.σ.μ. (παλ.). 1 ξοδεύω στο δικαστήριο. 2 δικάζω, είμαι δικαστής (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ καταξοδεύομαι στα δικαστήρια. просуживать(ся) ρ.δ. βλ. просудйть(ся). просунуть р.σ.μ. χώνω, βάζω μέσα· - голо- голову В окошко χώνω το κεφάλι στο παραθυράκι. II -СЯ χώνομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα. просушивание, -я ουδ. βλ. просушка. просушивать(ся) ρ.δ. βλ. просушить(ся). просушить р.σ.μ. 1 ξηραίνω, στεγνώνω. 2 ξηραίνω, στεγνώνω (για ένα χρον. διάστημα. II -СЯ ξηραίνομαι, στεγνώνω. просушка, -и θ. ξήρανση, στέγνωμα. Просуществовать р.σ. ζω, υπάρχω· διατη- διατηρούμαι στη ζωή· αποζώ. ♦просфора, -ы, πλθ. просфоры, -фор, ~ам κ. просвира, -ы, πλθ. просвиры, просвир, про- просвирам θ. (εκκλσ.) προσφορά, ♦просцениум, -а α. (θεατρ.) προσκήνιο. Просчёт, -а α. 1 μέτρηση, -μα, λογαριασμό. 2 λάθος στο μέτρημα, δόσιμο παραπάνω. 3 λά- λάθος στους υπολογισμούς {πέσιμο έξω). просчитать ρ.σ. 1 λογαριάζω, μετρώ· - ДО ста μετρώ ως τα εκατό- - деньги μετρώ τα χρήματα. 2 κάνω λάθος στο μέτρημα (δίνω πα- παραπάνω) · кассир -ал двадцать рублей о ταμί- ταμίας έκανε λάθος (σε βάρος του) είκοσι ρού- ρούβλια. 3 μετρώ (για ένα χρον. διάστημα). И -СЯ κάνω λάθος στο μέτρημα (δίνω παραπάνω). II διαπράττω λάθος, πέφτω έξω στους υπολογι- υπολογισμούς. просчитывать(ся) р.δ. βλ. просчитать(ся). прОСЫП, -а (-У) α: без -а (-у) α) χωρίς ξύπνημα, μονοκοπανιά, β) χωρίς ανάνηψη ή ξε-
про 281 μέθυσμα. просыпать, -плга, -плешь, προστκ. просыпь ρ.σ.μ. διασκορπίζω· χύνω· - СОЛЬ на СТОЛ χύ- χύνω το αλάτι στο τραπέζι. II -СЯ διασκορπίζο- διασκορπίζομαι· χύνομαι. просыпать1, -аго, -аешь р.δ. βλ. проспать. I) ~оя βλ. проснуться. просыпать* -ага, -аешь р.δ. βλ. просыпать. II -ся βλ. просыпаться. просыхание, -Я ουδ. ξήρανση, στέγνωμα. просыхать р.δ. βλ. просохнуть. просьба, -Ы θ. (προφέρεται πρόζμπα).1 πα- παράκληση- я к вам с -ой ή у меня к вам - έχω να σας κάνω μια παράκληση· обратиться С -ой απευθύνομαι με την παράκληση. II αίτηση· ΠΟ- дать -у δίνω (υποβάλλω) αίτηση. II εκφρ. по ~е α) κατά παράκληση, β) με αίτηση. просянка, -и θ. κάλανδρος (επιστ.), γα- γαλιάντρα (λκ.). просяной επ. του κεχριού, απο κεχρί, κε- χρινένιος. просящий επ. απο μτχ. ικετευτικός, παρα- παρακλητικός. протаивать, -ает р.δ. βλ. протаять. проталина, -ы θ, μέρος ξέχιονο (που έλιω- έλιωσε το χιόνι). проталкивать(ся) ρ.δ. βλ. протолкать(ся). Протанцевать р.σ.μ. 1 χορεύω· - вальс χο- χορεύω βαλς. 2 χορεύω (για ένα χρον. διάστημα. протапливать р. δ. ανάβω· - Печку ανάβω τη θερμάστρα. II -СЯ ανάβω. · протаптывать(ся)ρ.δ. βλ. протоптать(ся). протаранивать р.δ. βλ. протаранить. II -ся διατρυπιέμαι. Протаранить р.σ.μ. διατρυπώ. протараторить р.σ. 1 λογοκοπώ, φλυαρώ. 2 λογοκοπώ, φλυαρώ (για ένα χρον. διάστημα). протаскать ρ.σ.μ.1 μεταφέρω, κουβαλώ (για ένα χρον. διάστημα). 2 (απλ.) φορώ· - КОС- КОСТЮМ два ГОДЭ φορώ το κοστούμι δυο χρόνια.II -СЯ (απλ.) γυροβολώ, γυροφέρνω, περιφέρο- άσκοπα. II φοριέμαι (για ένα χρον. διάστημα). протаскивать(ся) ρ.δ. βλ. протащйть(ся). протачать р.σ. ράβω· - сапоги 'ράβω τις μπότες. II ράβω (για ένα χρον. διάστημα). протачивание, -Я ουδ. 1 διάβρωση, φάγωμα· τρύπημα. 2 ξέπλυμα με τρεχούμενο νερό. 3 Ή τόρνευση. протачивать1 ρ.δ. ράβω. II -СЯ ράβομαι. протачивать2ρ.δ. βλ. точить. II -ся βλ. точиться. протащить ρ.σ.μ. 1 τραβώ, σύρω· έλκω· раненого σύρω τον τραυματία· - мешок σύρω το τσουβάλι. 2 μτφ. παρεισάγω, παρεισφέρω.3 μτφ. κριτικάρω· γελοιοποιώ δημόσια. II -СЯ σύρομαι, βαδίζω, διαβαίνω αργά και με δυ- Προ σκόλια. протаять, -ает р.σ. λιώνω, τήκω· снег -ял ДО земли το χιόνι έλιωσε ως το χώμα. II λιώ- λιώνω (για ένα χρον. διάστημα)· снег -ЯЛ С мё- СЯЦ.то χιόνι έκανε να λιώσει ένα μήνα. ♦протеже α., θ. κ. ουδ. (γραπ. λόγος) ο προστατευόμενος. ♦протежировать, -рую, -руешь р.δ.μ. (παλ.) προστατεύω, έχω κάτω απο την προστασία μου. ♦протез, ~а α. πρόθεση (τεχνητό μέλος του σώματος)· зубной - τεχνητή οδοντοστοιχία. протезирование,-Я ουδ. (ενέργεια)· πρόθεση (μελών του σώματος). протезировать, -рут, -руешь р.δ.κ.α μ. βά- βάζω πρόθετο μέλος του σώματος. Протезист, -а α. τεχνίτης προθετικών με- μελών του σώματος. протезный επ. της πρόθεσης· προθετικός· -ая мастерская εργαστήριο τεχνητών μελών του σώματος. ♦протеиды, -ΟΒ πλθ. (ενκ. протеид, ~а α.)· πρωτεΐδες, πρωτεΐκές ουσίες. Протеиновый επ. των πρωτεϊνών. протеины, -об πλθ. (ενκ. протеин, -а α.)· πρωτεΐνες. протек, -а α. βλ. потёк. протекание, -Я ουδ. διαρροή. II τρέξιμο· - крыши τρέξιμο της στέγης. II εξέλιξη· - 60- лёзни η εξέλιξη της ασθένειας. протекать р.δ. βλ. протечь, ♦протектор, -а α. 1 προστάτης, πάτρωνας. 2 το προφυλακτικό (ελαστιχού τροχού). протекторат, -а α. το προτεκτοράτο. протекторный επ. προστατευτικός. протекционизм, -а α. 1 προστατευτισμός. 2 ευνοιοκρατία. протекционист, -а α. οπαδός του προστα- προστατευτισμού. протекционистский επ. προστατευτικός- -ая плотина προστατευτικό φράγμα, ♦протекция, -И θ. προστασία, υποστήριξη· εύνοια,. протелеграфировать р.σ. τηλεγραφώ. Протелефонировать р.σ. τηλεφωνώ. протереть р.σ.μ. 1 φθείρω με την τριβή, τρυπώ· ОН -ёр рукава на ЛОКТЯХ αυτός τρύ- τρύπησε τα μανίκια στους'αγκώνες. 2 τρίβω, κα- καθαρίζω- - окно тряпкой καθαρίζω το παράθυ- παράθυρο με το πανί. 3 μεταβάλλω σε μικρά τεμά- τεμάχια· - сыр СКВОЗЬ тёртку τρίβω το τυρί στον τρίφτη. Π εκφρ. - глаза α) τρίβω τα μά- μάτια, ξυπνώ, β) συνέρχομαι, αναθυμούμαι, γ) σπαταλώ· - С песком ή песочком кого κατσα- διάζω κάποιον, τρίβω την κασίδα. II -СЯ 1 φθείρομαι, τρυπιέμαι απο την τριβή. 2 (απλ.) στριμώχνομαι· - СКВОЗЬ толпу στριμώχνομαι
про 282 про στο πλήθος. Протерпеть р.σ. υπομένω (για ένα χρον· δι- διάστημα) . протёртый επ. απο μτχ. τριμμένος, τριφτός. протёс, -а α. βλ. протёска. протесать, -тешу, -тешешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. протёсанный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 πελεκώ, λαξεύω. 2 πελεκώ, λαξεύω (για ένα χρον. διάστημα). протёска, -И θ. πελέκημα, λάξευμα. протесниться ρ.σ. (απλ.) εισχωρώ, εισδύω, στριμώχνομαι, συνωθούμαι, ♦протест, -а α. διαμαρτυρία· выразить -εκ- -εκφράζω διαμαρτυρία· В ЗНЗК -а σε ένδειξη δι- διαμαρτυρίας· забастовка -а απεργία διαμαρτυ- διαμαρτυρίας. II (νομ.) έφεση, αίτηση αναίρεσες. II διαμαρτύρηση (συναλλαγματικής κ.τ.τ.), ♦протестант, ~а α., -ка, -и θ. διαμαρτυρό- διαμαρτυρόμενος, -η, προτεστάντης, -ισσα. протестантизм, -а α. προτεσταντισμός. протестантский επ. προτεσταντικός, των δι- αμαρτυμένων. протестантство, ~а ουδ. προτεσταντισμός. протестовать, -тую -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. протестованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ. 1 διαμαρτύρομαι· - против Насилия διαμαρτύρο- διαμαρτύρομαι κατά της βίας. 2 ρ.δ.κ.σ. (οικον.) δια- διαμαρτυρώ (συναλλαγματική κ.τ.τ.). II -СЯ δια- διαμαρτύρομαι (για συναλλαγματική κ.τ.τ.). протёсывание, -я ουδ. βλ. протёска. протёсывать р.δ. βλ. протесать. II -ся πε- λεκιέμαι, λαξεύομαι. протечь р.σ. 1 ρέω· κυλώ (για ποτάμι, ρυ- ρυάκι). 2 διαρρέω· вода -кла в трюм το νερό διέρρευσε στο κύτος (του σκάφους). 3 βάζω νερό· τρέχω· крыша -кла η στέγη έβαλε νερό. 4 (για χρόνο)· περνώ, διαβαίνω,. διαρρέω· день -кло η μέρα πέρασε· -кло уже три часа πέρασαν πια τρεις ώρες. II (για ασθένεια) πα- παρέρχομαι· болёзыь -кла без осложнений η α- ασθένεια πέρασε χωρίς επιπλοκές. против σΰνδ. απέναντι, έναντι, αντίκρυ· - дома стоит высокое дерево απέναντι απο το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο. 2 κατά, προς· СМО- трёть - солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο. II παρά, χωρίς· - воли отца παρά τη θέληση του πατέρα· - моего желания παρά την επιθυμία μου. II ενάντια, αντίθετα, κόντρα· ТЫ не ДО- лжен идти - родителей δεν πρέπει να πηγαί- πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς. 3 αντίθετα· ПЛЫТЬ - течения πλέω αντίθετα προς το ρεύ- ρεύμα· - ветра αντίθετα προς τον άνεμο. 4 κα- κατά, για· лекарство - кашля φάρμακο για το βήχα. II κατά, παρά· ошибка - языка, ~ грам- грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό. 5 κατά, εναντίον десять шансов - ОДНОГО δέκα πι- πιθανότητες κατά μιας. II εκφρ. Я не - δεν εί- είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση. противень, -ВНЯ α. το ταψί. противительный επ: - СОЮЗ (γραμμ.) αντι- αντιθετικός σύνδεσμος. ПРОТИВИТЬСЯ, -ВЛЮСЬ, -ВИШЬСЯ р.δ. εναντι- εναντιώνομαι, αντιδρώ, αντενεργώ· αντιπράττω· α- αντιστέκομαι, ανθίσταμαι. Противление, -Я ουδ. εναντίωση, αντίδρα- αντίδραση· αντίσταση. противник, -а α., -ца, ~Ы θ. 1 αντίπαλος. 2 εχθρός, πολέμιος, αντίμαχος. ПРОТИВНО1επίρ. παρά, κατ' αντίθεση· - при- вычке παρά τη συνήθεια. ПРОТИВНО2 επίρ. к. ως κατηγ. αντίθετα, παρά· поступать - трёбсваниям разума φέρο- φέρομαι (ενεργώ) αντίθετα απ' ό,τι υπαγορεύει η λογική. II ως κατηγ. είναι αντιπαθητικό, συ- χαμερό, αηδία· - смотреть είναι αηδιαστικό να βλέπεις· мне - μου προξενεί αηδία, απε- απεχθάνομαι. противность, -И θ. (παλ.) αντενέργεια, ε- εμπόδιο. II εκφρ. Β - (παλ.)· α) παρά και ε- ενάντια, β) βλ. в противоположность. противный1 επ. (γραπ. λόγος). 1 αντικρι- αντικρινός, ο απέναντι· дом стоял на -ом берегу το σπίτι ήταν στη απέναντι όχθη. II αντίθετος· -ое течение αντίθετο ρεύμα· - ветер αντί- αντίθετος άνεμος. П αντίπαλος., αντιμαχόμενος. 2 ενάντιος, αντιτιθέμενος· -ое мнение αντί- αντίθετη γνώμη· действие -ое закону πράξη πα- παράνομη. Π (μεδοτ.) αντιφατικός, αντινομικός· - совести αντίθετος προς τη συνείδηση. 3 ουσ. ουδ. -ое το ενάντιο, το αντίθετο· ут- утверждать -ое υποστηρίζω το αντίθετο. II εκφρ. В -ОМ случае σε ενάντια περίπτωση. противный2επ. βλ. отвратительный. противоатомный επ. αντιατομικός· -ая за- защита αντιατομική άμυνα. противоболевой' επ. αντιαλγικός, παυσίπο- παυσίπονος, παυσώδυνος, λυσίπονος. Противоборство, -а ουδ. διαπάλη, διαμάχη. противоборствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. (παλ.) αντιπαλεύω, αντιμάχομαι. противовес, -а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντί- αντίβαρο, αντιστάθμισμα· αντίρροπο (βάρος), α- ντιζϋγι. II εκφρ. Β ~ σε αντίβαρο, σε αντι- αντιστάθμισμα, σε αντίρροπο. противовоздушный επ. αντιαεροπορικός· -ая Оборона αντιαεροπορική άμυνα. противогаз, -а α. αντιασφυξιογόνα προσω- προσωπίδα. противогазовый επ. αντιασφυξιογόνος· -ые средства αντιασφυξιογόνα μέσα. противоглистный επ. ανθελμινθικός· -ые лекарства ανθελμινθικά φάρμακα.
про 283 προ ПРОТИВОГНИЛОСТНЫЙ επ. αντισηπτικός. ПРОТИВОГРИППОЗНЫЙ επ. κατά της γρίπης. Противодействие, -Я ουδ. αντίδραση, αντε- νέργεια· αντίσταση. противодействовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. (με δοτΐ) αντιδρώ, αντενεργώ· αντιστέκομαι. проТИВОДёЙСТВуИЦИЙ επ. απο μτχ. αντίρρο- αντίρροπος. проТИВОДИфтериЙНЫЙ επ. αντιδιφθειρικός. противоестественность, -и θ. αντιφυσικό- τητα. противоестественный επ., βρ: -вен, -вен- на, -венно αντιφυσικός. Противозаконность, -И θ. παρανομία, το πα- παράνομο. противозаконный επ.,'βρ: -конен, -конна, -конно παράνομος· -ые действия παράνομες πράξεις (ενέργειες). противозачаточный επ. ατόκιος· -ые сред- средства ατόκια φάρμακα. противолежащий επ. αντικείμενος, αντι- κρυνός, ο απέναντι· -ая сторона η απέναντι πλευρά. противомалярийный επ. ανθελονοσιακός. противообщественный επ. αντικοινωνικός. противопехотный επ. κατά του πεζικού· -ые заграждения φράγματα κατά του πεζικού. Противопожарный επ. κατά της πυρκαγιάς· -ые мероприятия μέτρα κατά της πυρκαγιάς. противопоказание, -Я ουδ. αντένδειξη. противопоказанный επ.,βρ: -зан, -а, -о (ιατρ.) αντενδεικνυόμενος. противополагать р.δ. βλ. противоположить, II -ся βλ. противопоставляться. противоположение, -я ουδ. βλ. противопо- противопоставление. противоположить р.σ. βλ. противопоставить. противоположность, -и θ. αντίθεση· - мнё- НИЙ αντίθεση γνωμών? - интересов αντίθεση συμφερόντων. II διαφορά· уничтожение -и меж- между умственным и физическим трудом εξάλειψη της διαφοράς μεταξύ πνευματικής και χειρο- χειρονακτικής εργασίας. II εκφρ. Β - σε αντίθεση. противоположный επ., βρ: -жен, -жна, -жно. 1 αντικρινός, ο απέναντι· αντιμέτωπος· α- αντικριστός· - берег η απέναντι ή αντι- αντικρινή όχθη· -ые ДВёри αντικριστές πόρτες. 2 αντίθετος· -Ые мнения αντίθετες γνώμες, α- ντιγνωμίες· -ые интересы αντίθετα συμφέρο- συμφέροντα. противопоставить ρ.σ.μ. (με δοτ.) Ι αντιπα- αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω· συγκρίνω. 2 αντιτάσ- αντιτάσσω, αντιθέτω· αντιπαρατάσσω. противопоставление, -Я ουδ. 1 αντιπαράθε- αντιπαράθεση, αντιπαραβολή· σύγκριση. 2 αντίταξη, α- αντίθεση· αντιπαράταξη. противопоставлять ρ.δ.μ. βλ. противопо- противопоставить. II -СЯ αντιπαρατίθεμαι, αντιπαρα- αντιπαραβάλλομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. противоправительственный επ. αντικυβερνη- αντικυβερνητικός. Противоречивость, -и θ. αντιφατικότητα· - показаний αντιφατικότητα των μαρτυριών. противоречивый επ., βρ: -ЧЙВ, -а, -О α- αντιφατικός· -ые сведения αντιφατικές πληρο- πληροφορίες. противоречие, -я ουδ. αντίφαση· впасть в - πέφτω σε αντίφαση. II αντίθεση, ασυμφω- ασυμφωνία, αταιριασιά. II (φιλοσ.) -Я (πλθ.) αντι- αντιθέσεις· внутренние ~я εσωτερικές αντιθέσεις. противоречить, -чу, -чишь р.δ. (με δοτ.) I αντιλέγω, αντιμιλώ· αντιτείνω· αντιλογιέ- μαι· προβάλλω αντιρρήσεις. 2 αντιτίθεμαι· α- αντιφάσκω· эти сведения -ат друг другу αυτές οι πληροφορίες αντιφάσκουν μεταξύ τους. противостолбнячный επ. αντιτετανικός· ~ая сыворотка αντιτετανικός ορός. противостояние, -Я ουδ. (αστρν.) αντίθε- αντίθεση. ... ПРОТИВОСТОЯТЬ ρ.δ. (με δοτ.) 1 (παλ.) στέκο- μαι αντίκρυ·- свету στέκομαι απέναντι στο φως. 2"αντιστέκομαι. II αντιδρώ, αντενεργώ· αντιτάσσομαι. 3 αντιτίθεμαι. противотанковый επ. αντιαρματικός· - ров αντιαρματική τάφρος· *-ое оружие αντιαρμα- αντιαρματικό όπλο· -ая Оборона αντιαρματική άμυνα· -ая артиллерия αντιαρματικό πυροβολικό. Противотифозный επ, αντιτυφικός. противотуберкулёзный επ. αντιφυματικός. противохимический επ. αντ ιχημικός, κατά του χημικού πολέμου· ~ие средства μέσα κα- κατά του χημικού πολέμου. противохолерный επ. αντιχολερικός. ПРОТИВОЦИНГОТНЫЙ επ. αντισκορβουτικός. противочумный επ. αντιπανωλικός. противоядие, -Я ουδ. φάρμακο κατά της δη- δηλητηρίασης. II μτφ. αντίδοτο, αντιφάρμακο. протйву πρόθ. με γεν. (παλ.) βλ. против. протирание, -я ουδ. βλ. протирка. протирать(ся) ρ.'δ'. βλ. протереть(ся). протирка, -и Θ. 1 τριβή, τρίψιμο· - стё- КОЛ τρίψιμο (καθάρισμα) των παραθυριών. 2 καθαρτήρας, καθαριστήρας (της κάνης όπλου). протирочный επ. του τριψίματος, της τρι- τριβής. протискать ρ.σ.μ. συσφίγγω, σφίγγω γερά· II σφίγγω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ βλ. протиснуться. протискивать р.δ. βλ. протискать (ι σημ.). II -ся βλ. протиснуться. протиснуть ρ.σ. χώνω, μπήγω· - палку в от- отверстие μπήγω τον πάσσαλο στην τρύπα. II -СЯ
про 284 про χώνομαι, μπήγομαι, εισδύω, εισχωρώ, μπαίνω. протистология, -и θ. βλ. протозоология. ПРОТИСТЫ, -ов πλθ. τα πρωτόζωα. проткать, тку, ткёшь, παρλθ. χρ. проткал, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. протканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. 1 υφαίνω σχέδια. 2 υφαίνω (για ένα χρον. διάστημα). проткнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проткнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. διατρυ- διατρυπώ· - руку НОЖОМ τρυπώ το χέρι πέρα-πέρα με το μαχαίρι. протлеть, -ёет р.σ. 1 σαπίζω, σήπομαι· α- ποσυντίθεμαι· товар ОТ сырости -ел το εμπό- εμπόρευμα απο την υγρασία σάπισε. 2 καίγομαι ε- εντελώς* дрова В печи -ли τα ξύλα στη θερ- θερμάστρα κάηκαν εντελώς. 3 βρίσκομαι σε κατά- κατάσταση σήψης. прото... πρώτο... прототип πρωτότυπο, αρχέτυπο· протодьякон πρωτοδιακονος, αρχι- διάκονος, протоиерей πρωθιερέας, αρχιερέας. протобестия, -И θ. (παλ.) μεγάλος (πρώτος) απατεώνας. ПРОТОДЬЯКОН, -а α. πρωτοδιακονος, αρχι- διάκονος. ♦ПРОТОЗООЛОГИЯ, -И θ. πρωτοζωολογία. протоиерей, -Я α.πρωθιερέας, πρωτόπαπας. протоисторический επ. προϊστορικός. *проистория, -и θ. προϊστορία проток, -а α. 1 διακλάδωση ποταμού, βραχί- βραχίονας. 2 αγωγός· πόρος· асёлчный - χολαγωγός· слёзный - δακρυαγωγός. протока, -и θ. βλ. проток A σημ.). ♦протокол, -а α. πρακτικό· - собрания, за- заседания πρακτικό συνέλευσης, συνεδρίασης. II πράξη· έγγραφο* πρωτόκολλο. ПРОТОКОЛИЗМ, -а α. ζηρό στυλ (σαν πρακτι- πρακτικό). протоколирование, -Я ουό. (γραπ. λόγος)· 1 γράψιμο (κράτημα) πρακτικών . 2 ξηρή πε- περιγραφή. протоколировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. 1 γράφω (κρατώ) πρακτικό, -ά, πράξη· γρά- γράφω, εγγράφω στα πρακτικά· - заседание κρα- κρατώ πρακτικά της συνεδρίασης. 2 περιγράφω α- ακριβώς και ξηρά (σαν σε πρακτικό). П -0Я περιγράφομαι πιστά και ξηρά (σαν σε πρα- πρακτικό, στερεότυπα). ПРОТОКОЛИСТ, -а α. πρακτικογράφος. ПРОТОКОЛЬНЫЙ επ. του πρακτικού* της πρά- πράξης* του πρωτοκόλλου. II μτφ. απότυπος, πι- πιστός, ακριβής, στερεότυπος· -ое изложение στερεότυπη έκθεση. протолкать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. протолканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. ωθώ, προωθώ, σπρώχνω, μπάζω, εισάγω. II -СЯ 1 περ- περνώ, βγαίνω σπρώχνοντας. 2 σπρώχνομαι, συ- συνωθούμαι, σπρώχνομαι (για ένα χρον. διάστη- διάστημα). протолкнуть р.σ.μ., παθ. μτχ.παρλθ. χρ. протолкнутый, βρ: -нут, -а, -о. 1 βλ. про- протолкать. 2 προωθώ· - дело προωθώ την υπόθε- υπόθεση. II -СЯ περνώ, βγαίνω σπρώχνοντας. протолковать р.σ. κουβεντιάζω, συνομιλώ. протомить р.σ.μ. 1 ταλαιπωρώ, καταπονώ. 2 σιγοβράζω* σιγοψήνω. II -СЯ 1 βλ. ТОМИТЬСЯ 2 σιγοβράζω* σιγοψήνομαι. *πρ0ΤΟΗ, -а α. πρωτόνιο. протопать р.σ. 1 περνώ, διαβαίνω ποδοκρο- τώντας. 2 ποδοκροτώ (για ένα χρον. διάστημα). ПРОТОПИТЬ1 ρ.σ.μ. 1 ανάβω· καίω· - пёчку ещё раз ανάβω τη θερμάστρα ακόμα μια φορά. 2 καίω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ 1 ζε- ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι κανονικά. 2 σβήνω, παύω να καίω, να θερμαίνω. протопить2 ρ.σ.μ. λιώνω, τήκω· - сало λιώ- λιώνω το λίπος. II λιώνω (για ένα χρον. διάστη- διάστημα). ♦протоплазма, -Ы θ. πρωτόπλασμα. протопоп, -а α. (παλ.) βλ. протоиерей, ♦протопресвитер, -а α. πρωτοπρεσβύτερος. протоптать р.σ.μ. 1 ανοίγω δρόμο περνώ- περνώντας, πατώντας. 2 φθείρω, τρίβω βαδίζοντας· - КОВёр φθείρω το χαλί με το βάδισμα. II κα- καταστρέφω, χαλνώ με το βάδισμα- - туфли χαλ- χαλνώ τα παπούτσια απο το π<5\ύ βάδισμα. II -СЯ 1 (για δρομάκι κ.τ.τ.)· ανοίγομαι, γίνομαι, σχηματίζομαι βαδίζοντας, πατώντας. 2 φθεί- φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ απο το πολύ βάδισμα. 3 βλ. топтаться (για ένα χρον. διάστημα). проторговать р.σ. 1 χάνω στο εμπόριο, ξε- ξεπέφτω· χρεοκοπώ. 2 εμπορεύομαι (για ένα χρο^. διάστημα). II -СЯ 1 βλ. ενεργ. φ. A σημ.). 2 παζαρεύω, κάνω παζάρια, διαπραγμα- διαπραγματεύομαι την τιμή. проторговнвать(ся) ρ.δ. βλ. проторговать- (ся). проторённый επ. απο μτχ. καθημαξευμένος, (πε)πατημένος. II μτφ. κοινός, κοινοτοπικός, συνηθισμένος, (τε)τριμμένος, ρουτινιέρικος. Пехфр. ПО -ОЙ дорожке ИДТИ πηγαίνω την πε- πεπατημένη οδό. протори, -ей πλθ. (παλ.) δαπάνες, έξοδα. ПРОТОРИТЬ, -ρΐ), -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. птоторённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ.μ. ανοίγω, κάνω δρομάκι, μονοπάτι με το συχνό πάτημα, βάδισμα. проторчать, -чу, -чйшь ρ.σ. (απλ.) περνώ, ζω· - ЗЙму περνώ το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω· - лето ξεκαλοκαιριάζω. ♦прототип, -а α. πρωτότυπο. II (φιλγ.) υπό- υπόδειγμα, πρότυπο. проточина, -Ы θ. 1 τρύπα, οπή (απο σκου-
про 285 про λήκια, έντομα κ.τ.τ. 2 νεροφάγωμα. 3 βλ. проток A σημ.). ПРОТОЧИТЬ,-точу, -ТОЧИШЬ,.παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проточенный, ~чен, -а, -о р.σ.μ. 1 τρυ- τρυπώ κατατρώγοντας (για σκουλήκια, έντομα). 2 (για νερό)· ανοίγω, κάνω αυλάκι ρέοντας. 3 ανοίγω αυλακιά, τρυπώ με τον τόρνο. 4 ακο- ακονίζω, τροχίζω (για ένα χρον. διάστημα). проточка, -И θ. άνοιγμα οπής, αυλακιάς με τον τόρνο. проточный επ. 1 ρέων, τρεχούμενος· ~ая вода τρεχούμενο νερό· -ое озеро λίμνη με ανανεωνόμενο (τρεχούμενο) νερό. 2 της εκρο- εκροής, για εκροή. .протрава, -Ы θ. χάραξη με οζϋ· έγκαυση. Π στύψη (ενέργεια). II απολύμανση (σπόρων πριν τη σπορά). II στύψη, στυπτηρία (ουσία).,II οξύ (χρησιμοποιούμενο στη χαρακτική). протравитель, -Я α. απλυμαντική ουσία για το σπόρο. протравить р.σ.μ. 1 χαράσσω, εγκαίω με ο- οξύ. 2 στύφω, βουτώ σε διάλυμα στύψης. 3 «~ πολυμαίνω· - семена απολυμαίνω το σπόρο. 4 (κυνηγ.) μου ξεφεύγει. 5 χαράσσω (για ένα χρον. διάστημα). протравка, -и θ. βλ. протрава. протравление, -Я ουδ. χάραξη με οξύ· έ- έγκαυση. II στύψη (ενέργεια). II απολύμανση σπόρων. протравливание, -я ουδ. βλ. протравление. протравливатель, -я α. βλ/ протравитель. протравливать р.δ. протравить. II -ся χα- χαράσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. протравлять(ся) р.δ. βλ. протравливаться). протравной επ. στυπτικός, της στύψης. протравщик, -а α. εργάτης-απολυμαντής των σπόρων. протраливать ρ.δ.βλ. протралить. протралить р.σ.μ. (ναυτ.) περισυλλογή των ναρκών (με τράτα). протранжирить ρ.σ.μ. ξοδεύω άσκοπα* σπα- σπαταλώ. протратить ρ.σ.μ. ξοδεύω, δαπανώ. II -СЯ ξοδεύομαι, δαπανώμαι. протрезветь ρ.σ. βλ. протрезвиться. протрезвить ρ.σ.μ. συνεφέρω- сон -йл пья- пьяного ο ύπνος συνέφερε τον μεθυσμένο. И -ОЯ συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου· ПЬЯНЫЙ -ЛСЯ ο μεθυσμένος συνήρθε. II μτφ. ανανήφω. Протрезвление, ~Я ουδ. ανάκτηση των αι- 'σθήσεων· ξεμέθυσμα. II μτφ. ανάνηψη. протрезвлять(ся) р.δ. βλ. протрезвйть(ся). протрещать, ~щу, -щйшь р.σ. 1 τρίζω. 2 μι- μιλώ, φωναχτά, δυνατά. 3 τσιρίζω, κραυγάζω (για ένα χρον. διάστημα). протрубить р.σ. βλ. трубить καθώς και με σημ. για ένα χρον. διάστημα. протрудиться ρ.σ. δουλεύω (για ένα χρον. διάστημα). протрусить1 р.σ.μ. (απλ.). 1 τινάζω,' ρί- ρίχνω τινάζοντας· - муку τινάζοντας ρίχνω α- αλεύρι. II διαπερνώ τινάζοντας, σείοντας. 2 τινάζω (για ένα χρον. διάστημα). II -ОЯ τι- τινάζομαι, πέφτω με το τίναγμα. протрусить* р.σ. τροχάζω, πηγαίνω τροχα- τροχασμό. протрясти р.σ.μ. 1 τινάζω, σείω, κουνώ. 2 τινάζω (για ένα χρον. διάστημα. 3 (απλ.)· δαπανώ, ξοδεύω, σκορπώ. Π -СЬ 1 τινάζομαι· τραντάζομαι· - В Телеге ВСЮ дорогу τραντά- τραντάζομαι στην αλογάμαξα όλο το δρόμο. 2 (απ^) πεινώ πορευομενος, καθ1 οδόν. 3,(απλ.) δαπα- δαπανώμαι, ξοδεύομαι. протряхивать р.δ. βλ. протряхнуть. протряхнуть ρ.σ.μ. τινάζω· - ковёр τινάζω το χαλί. • *протуберанец, -нца α. (αστρν.) προεξοχή του ήλιου. протурить р.σ.μ. (απλ.) διώχνω. II ανα- αναγκάζω, υποχρεώνω να πάει. протухать р.δ. βλ. протухнуть. протухлый επ. κλουβιασμένος· χαλασμένος, βρώμιος· -ые яйца κλουβιασμένα αυγά· -ое МЯСО χαλασμένο κρέας. протухнуть, -нет, ποφλθ. χρ. протух, -ла, ~ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. протухший р.σ. κλου- βιάζω· χαλώ· βρωμώ (για τρόφιμα). Протухший επ. απο μτχ. βλ. протухлый. протыкать р.σ.μ. (απλ.) τρυπώ· -всю бу- бумагу τρυπώ όλο το χαρτί· - дары в бумаге κάνω τρύπες στο χαρτί. л протыкать р.δ. βλ. проткнуть. II -СЯ τρυ- τρυπιέμαι. протявкать, -ает ρ.σ. 1 γαυγίζω διακοφτά'. 2 γαυγίζω (για ένα χρον. διάστημα). протягивание, -Я ουδ. 1 τέντωμα- άπλωμα. 2 τράβηγμα· έλξη· σύρσιμο. 3 παρατράβηγμα, πα- ρέλκυση (ήχου, φωνής κ.τ.τ.). 4 κριτικάρι- σμα. протягивать(ся) ρ.δ. βλ. протянуть(ся). протяжение, -Я ουδ. έκταση· - В ДЛИНУ έ- έκταση σε μήκος· - В ширину έκταση σε πλά- πλάτος· на всём -и σε όλη την-έκταση. II εκφρ. на -и στη διάρκεια· на -и много лет στη διάρκεια πολλών χρόνων. протяжённость, -и θ. βλ. протяжение. протяжка,' ~и θ. 1 βλ. протягивание.A σημ.). 2 επιμήκυνση μετάλλου (με πίεση,· σφυρηλάτηση} протяжной επ. της επιμήκυνσης, για επι- επιμήκυνση. протяжность, -и θ. βλ. протягивание (з σημ.). протяжный επ. τραβηχτός· παρατεταμένος· -
про 286 ГОЛОС τραβηχτή φωνή· - крик παρατεταμένη κραυγή. протянуть р.σ.μ. 1 τεντώνω, τείνω· απλώ- απλώνω· - руку τεντώνω το χέρι· ~ руку КОЩ δί- δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον - телефонную ЛИНИЮ απλώνω τηλεφωνική γραμμή. 2 τραβώ, έλκω, σύρω. 3 παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.). 4 καθυστερώ, τρενάρω· - дело τρενάρω την υπόθεση. 5 ζω· ОН ДОЛГО Не ~нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάει μακριά.6 (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά). 7 μτφ. κριτικάρω· - В газете κριτικάρω στην εφημε- εφημερίδα. Β (αιίλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω. II εκφρ. ~ НОГИ τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαί- πεθαίνω. II -СЯ 1 τεντώνομαι· απλώνομαι. 2 εκτεί- εκτείνομαι, επεκτείνομαι· τραβώ· дорога -лась на СОТНИ километров о δρόμος τράβηξε εκατο- εκατοντάδες χιλιόμετρα. 3 ξαπλώνω· - на ДИВан ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι. 4 διαρ- διαρκώ· συνεχίζομαι. II τρενάρω· это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει. проулок, -лка α. (απλ.) απόσταση ή διά- διάστημα μεταξύ σπιτιών. проурчать, -чу, -чшць р.σ. βλ. урчать. проутюжить, ~яу, -жишь ρ.σ.μ. σιδερώνω (ρούχα). II ισοπεδώνω (με τη γη). проучивать(ся) р.δ. βλ. проучить(ся). ПРОУЧИТЬ, -учу, -УЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 τιμωρώ, μαθαίνω, δείχνω, συμμορφώνω· Я его -чу θα του δείξω εγώ, θα τον μάθω εγώ, θα τον συμμορφώσω εγώ. 2 μαθαίνω(για ένα χρον. διάστημα)· ~ уроки весь вечер μελετώ τα μα- μαθήματα όλο το βράδυ. II -СЯ μαθαίνω, σπουδά- σπουδάζω (για ένα χρον. διάστημα)· ОН -ЙЛСЯВШКО- ле шесть лет αυτός πήγε στο σχολείο έξι χρό- χρόνια. Проушина, -Ы θ. οπή, τρύπα· άνοιγμα. II (τεχ.) υποδοχή. проф... πρώτο συνθετικό απο το επ. про- профессиональный: профболёзни, профобучёние. II απο το επ; профсоюзный: профдвижение, проф- профсобрание, профбилет. *профан, -а α. αμαθής, απαίδευτος, αδαής, ανίδεος. *профаНОЦИЯ, -И θ. βεβήλωση, μίανση- ανευ- λάβεια· ιεροσυλία. профанирование, -я ουδ. βλ. профанация. профанировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. βε- βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω· ασεβώ, ιεροσυλώ. II -СЯ βεβηλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. профашист, -а α. φιλοφασίστας, φασιστόφι- λος· διαποτισμένος με φασιστικές ιδέες. Профашистский επ. φιλοφασιστικός. профбюро ουδ. άκλ. γραφείο των συνδικάτων. профгрупорг, -а α. βλ. профорг. про профгруппа, ~ы θ. σωματείο (επιχείρησης, ιδρύματος κ.τ.τ.). профершПИЛИТЬСЯ р.σ. (παλ.) χάνω στα παι- παιγνίδια· σπαταλώ. профессионал, ~а α., -ка, -и θ. ο,η επαγ- επαγγελματίας. профессионализация, -И 6. Ι επαγγελματική ειδίκευση. 2 επαγγελματική ιδιότητα. профессионализм, -а α. επαγγελματισμός, ε- επαγγελματική ιδιότητα. И (φιλγ.) η χρησιμο- χρησιμοποίηση επαγγελματικών λέξεων. профессиональный επ. επαγγελματικός· - ИН- терёс επαγγελματικό συμφέρο· -ые болезни επαγγελαμτικές ασθένειες· - игрок επαγγελ- επαγγελματίας παίχτης. II εκφρ. ~ СОЮЗ το συνδικάτο, ♦профессия, -и θ. επάγγελμα, επιτήδευμα- выбор -И εκλογή επαγγέλματος, ♦профессор, -а α., πλθ. профессора α. κα- καθηγητής , προφέσορας. профессорский επ. καθηγητικός, του προ- φέσορα. II ουσ. ~ая θ. το γραφείο των καθη- καθηγητών . Профессорство, -а ουδ. το επάγγελμα ή ο τίτλος του προφέσορα. профессорствовать, -ствую, -ствуешь р.б. είμαι καθηγητής, προφέσορας· ~ В уНИВерси- тете είμαι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Профессорша, -И θ. 1 η σύζυγος του καθη- καθηγητή, του προφέσορα. 2 καθηγήτρια. профессура, ~Ы θ. 1 τίτλος (αξίωμα) του προφέσορα. 2 (αθρσ.) οι καθηγητές, οι προ- φέσορες. ♦профилактика, -и θ. η προφύλαξη. профилактический επ. προφυλακτικός· -ие средства προφυλακτικά μέσα. II προληπτικός· - ремонт προληπτική επισκευή· ~ая прививка προληπτικός εμβολιασμός. профилирование, -я ουδ. βλ. профилировка. Профилированный επ. απο μτχ. σχηματισμέ- σχηματισμένος. профилировать, ~рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. профилированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. σχηματίζω, δίνω μορφή, σχήμα (σε μέταλλα). II κατατομή. II -СЯ σχηματίζο- σχηματίζομαι, παίρνω τη μορφή, το σχήμα. профилировка, -и θ. πρόσδοση μορφής, σχή- σχήματος . профилировочный επ. της πρόσδοσης μορ- μορφής, σχήματος. ♦профиль, -Я α. το προφίλ, πλάγια όψη· кра- красивый - лица ωραίο προφίλ του προσώπου, смо- смотреть Β - κοιτάζω προφίλ, πλευρικά, πλάγια. 2 (κατά)τομή· ПРОДОЛЬНЫЙ - τομή κατά μή- μήκος· - Поперечный τομή κατά πλάτος ή δια- διατομή· ~ машины κατατομή ή εγκάρσια. τομή της μηχανής. 3 ειδικότητα, ειδική κατάρτι-
про 287 про ση· - инженера-металлурга ειδική κατάρτιση του μηχανιχού-μεταλλουργοϋ. Профильтровать ρ.σ.μ. 1 διηθώ, φιλτρά- φιλτράρω· διυλίζω. 2 μτφ. επιλέγω, ζεδιαλέγω, περ- περνώ απο το κόσκινο. 3 διηθώ, φιλτράρω· διυ- διυλίζω (για ένα χρον. διάστημα). И -СЯ φιλ- φιλτράρομαι· διυλίζομαι. профильтровываться) ρ.ο. βλ. профильтро- профильтровать ся). профинтить, -НЧ^, -НТЙШЬ р.σ.μ. (απλ.) ξο- ξοδεύω* - все деньги до копейки ξοδεύω όλα τα χρήματα ως το τελευταίο καπίκι. ♦ПрофЙТ, -а (-у) α. (παλ.) κέρδος· απολαβή. Профком, -а α. συνδικαλιστική επιτροπή. Профкомовский επ. της . συνδικαλιστής επιτροπής. Профорг, -а α. ο υπεύθυνος συνδικαλιστής. профорганизация, -и θ. συνδικαλιστική ορ- οργάνωση. проформа, -Ы θ. ο τύπος, οι εξωτερικοί τύ- τύποι* ДЛЯ ~Ы για τον τύπο, τυπικά, για τα μάτια. Профсоюз, -а α. συνδικαλιστική ένωση, συν- συνδικάτο* всемирная федерация -ов· παγκόσμια συνδικαλιστική ομοσπονδία. Профсоюзный επ. συνδικαλιστικός* -ое со- собрание συνδικαλιστική συνέλευση* ~ билет συνδικαλιστικό βιβλιάριο. Профтехшкола, ~Ы θ. επαγγελματική τεχνι- τεχνική σχολή. профукать р.σ.μ. (απλ.)-ξοδεύω άσκοπα, α- νεμοσκορπίζω* σπαταλώ. прохаживать1 ρ.δ, 1 βλ. проходйть2A σημ.). 2 ξεβγάζω το άλογο (για περίπατο). II -СЯ βλ. пройтись. Прохарчить, -чу, -ЧЙШЬ р.σ.μ. (απλ.) 1 ξο- ξοδεύω στο φαγητό. 2 διατρέφω, συντηρώ. II -СЯ ξοδεύομαι για το φαγητό, για διατροφή. Прохватить р.σ.μ. 1 περονιάζω, διαπερνώ (για ψύχος). II με φυσά ρεύμα* κρυολογώ, αρ- αρπάζω κρυολόγημα. II κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω* меня -ла дрожь με έπιασε τρεμούλα. 2 τραυματίζω, πληγώνω βαθιά. 3 μτψ· , (απλ.)· κριτικάρω αυσττ\ρά, τσούζω. прохватывать р.δ. βλ. прохватить. прохворать р.σ. αδιαθετώ* αρρωσταίνω (για ένα χρον. διάστημα). прохвост, -а α. (υβρ.) παλιάνθρωπος, πα- λιόσκυλο, πρόστυχος. Прохлада, -ы θ. δροσιά, δροσερός αέρας. прохладец, -дца α., -дца, -ы θ: 3е -ддем к. С -дцей (απλ.)· α) αβίαστα, αργά, με το πάσο. β) ψυχρά, αδιάφορα. прохладительный επ., βρ: -лен, -льна, -о αναψυκτικός* δροσιστικός· -ые напитки ανα- αναψυκτικά ποτά. II -ое ουσ. ουδ. το αναψυκτικό. прохладить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прохлаждённый, βρ: -дён, -дена, -дено; ρ.σ.μ. (παλ.) κρυώνω, ψύχω* - кушанье κρυ- κρυώνω το φαγητό. II -СЯ δροσίζομαι. прохладно επίρ. με-σημ. κατηγ. είναι δρο- δροσιά, λίγο ψύχρα* вчера было - χτες ήταν δρο- δροσιά* ей было - αυτή αισθανόταν λίγο ψύχρα. прохладный επ., βρ.· -ден, -дна, -дно. 1 δροσερός, λίγο κρύος, ψυχρός· - вечер δρο- δροσερό βραδάκι· -ое лето δροσερό καλοκαίρι. 2 μτφ. ψυχρός, αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος. прохлаждать р.δ. βλ. прохладить. II -ся 1 βλ. прохладиться. 2 οκνεύω, τεμπελιάζω. 3 καλοζώ, ζω άνετα, αμέριμνα, μη εργαζόμενος. прохлопать р.σ. 1 μ. (απλ.)· μου ξεφεύ- ξεφεύγει, αφήνω να μου ξεφύγει· - удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.2 βλ. Хлопать με σημ. (για ένα χρον. διάστη- διάστημα) . проход, -а α. πέρασμα, δίοδος, διάβαση, διέλευση· фермопильский горный - το στενό των Θερμοπυλών - войска διάβαση του στρα- στρατεύματος* он не даёт мне -а αυτός δε μου κάνει μέρος να περάσω· - воспрещён! απαγο- απαγορεύεται η διάβαση! II εκφρ. задний - ο πρω- πρωκτός· -а ή -γ нет (от кого-чего) ησυχία δε βρίσκεις ή να απαλλαγείς (απ' αυτόν, απο κά- κάτι)· -а ή -у не давать δεν αφήνω ήσυχο, ε- ενοχλώ πολύ. * проходимец, -мца α. καταφερτζής, καπάτσος. ПРОХОДИМОСТЬ, -И θ. διαπερατότητα, το ευ- διάβατο, ή βατότητα. II ικανότητα, δυνατό- δυνατότητα διάβασης· - трактора ικανότητα διάβα- διάβασης του τρακτέρ (σε ανώμαλο έδαφος). проходЙШЙ, βρ: -им, -а, -о επ. απο μτχ. βατός, διαβατός. проходить^оя) ρ.δ. βλ. |пройтйсь. проходить2 р.σ. 1 βαδίζω (για ένα χρον. διάστημα)· всё утро я -ил по лесу όλο το πρωί βάδισα στο δάσος. 2 δουλεύω, εργάζο- εργάζομαι· λειτουργώ' часы -ли один день το ρολόι δούλεψε μια μέρα. 3 (για ενδυμασία, υποδή- υποδήματα) περνώ (για ένα χρον. διάστημα). 4 (απλ.) υπηρετώ. проходка, ~Τί θ. 1 πέρασμα, δίοδος. 2 δι- διείσδυση, εισχώρηση. 3 ανόρυξη, εξόρυξη. проходной επ. 1 που'επικοινωνεί· -ая ком- комната δωμάτιο που επικοινωνεί με άλλο δωμάτιο." 2 ουσ. -ая θ. η πύλη (εργοστασίου, επιχεί- επιχείρησης «.τ.τ.). 3 περαστικός, διαβατικός(για ζώα, πτηνά). II εκφρ. -ая будка το θυρωρείο· - ДВор αυλή, проходом επίρ. (απλ.) βλ. мимоходом. проходчик, -а α. ανθρακωρύχος μιναδόρος. проходящий ουσ. απο μτχ. διαβάτης. прохождение, -Я ουδ. πέρασμα, διέλευση,δι-
про 288 про άβαση, δίοδος. Прохожий επ. διαβατικός, περαστικός· человек περαστικός άνθρωπος. II ουσ. διαβά- διαβάτης. прохолаживать р.δ. βλ. прохолодить. ПРОХОЛОДИТЬ, -ЛОЖу, -ЛОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прохоложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. κρυώνω, ψύχω ελαφρά (για σπόρους). прохрипеть, -плю, -шшь р.σ. 1 ρογχάζω* βραχνιάζω. 2 ρογχάζω (γιαένα χρον. διάστημα). прохудиться, -дится р.σ. (απλ.) τρυπώ, φθείρομαι, αχρηστεύομαι. поцарапать ρ.σ.μ. 1 γρατσουνίζω. 2 γρα- τσουνίζω για ένα χρον. διάστημα. 3 χαράσ- χαράσσω, σκαλίζω. поцарапывать р.δ. βλ. царапать A,3 σημ.). II -ОЯ 1 γρατσουνίζομαι. 2 χαράσσομαι, σκα- σκαλίζομαι. процвести ρ.σ. 1 (παλ4.) ανθίζω· роза ~ла η τριανταφυλλιά άνθισε. 2 μτφ. ακμάζω. 3 ανθίζω (ένα χρον. διάστημα). процветание, -Я ουδ. 1 άνθιση, λουλούδια- σμα. 2 μτφ. ακμή. процветать р.δ. ακμάζω. II ευπορώ. II έχω μεγάλη επιτυχία ή πέραση. процедить р.σ. βλ. цедить A, з σημ.). "■Процедура, ~Ы θ. 1 διαδικασία· - ГОЛОСО- вания διαδικασία ψηφοφορίας. 2 θεραπεία, σειρά θεραπευτικών μέτρων. Процедурный επ. της διαδικασίας· -ые пра- правила κανόνες διαδικασίας. II ουσ. -ая θ. θά- θάλαμος θεραπείας. процеживать ρ.δ. βλ. процедить. II -ся δι- ηθώμαι, στραγγίζομαι, σουρώνομαι. - ♦процент, -а α. 1 τα εκατό (ποσοστό)· ΒΟ- семь -ΟΒ οχτώ τα εκατό. 2 τόκος· давать деньги на - δίνω χρήματα με'τόκο· - на - το επιτόκιο· ГОДОВОЙ - το ετήσιο επιτόκιο·рОС- ТОВЩЙческие -Ы τοκογλυφικά επιτόκια· ПОД· большие -Ы με μεγάλους τόκους. II βκφρ. на СТО -ΟΒ πλήρως, εκατό τα εκατό· σίγουρα. процентный επ. τα εκατό· -ое содержание Железа В руде περιεκτικότητα τα εκατό του σιδήρου στο μετάλλευμα: В -ОМ отношении σε σχέση με τα εκατό ( % ) . II τοκοφόρος· έντο- έντοκος· -ые бумаги τα χρεόγραφα. процентщик, -а α., -ца, -Ы θ. τοκιστής. - под большие ~ы о τοκογλύφος. ♦процесс, -а а. 1 πορεία· εξέλιξη, προ- προτσές· - творчества η πορεία της δημιουργί- δημιουργίας· - работы η πορεία της εργασίας· - игры η εξέλιξη του παιγνιδιού· производственный - το προτσές της παραγωγής. II (ιατρ.) προ- προσβολή· воспалительный - η εξέλιξη της φλεγ- φλεγμονής· - В лёгких φυματίωση των πνευμόνων. 2 (νομ.) διαδικασία· εκδίκαση· δίκη· выиграть - κερδίζω τη δίκη· гражданский - πολιτική δίκη, πολιτικό δικαστήριο· уголовный - ποι- ποινικό δικαστήριο (δίκη)· возбудить - ξεκινώ δικαστήριο· вести - против кого-н. κάνω δι- δικαστήριο κατά κάποιου. ♦процессия, -И θ. πομπή· συνοδεία· ΠΟΧΟ- ронная - νεκρική πομπή· свадебная - γαμή- γαμήλια πομπή. процессуальный επ. δικονομικός· της δια- διαδικασίας· - кодекс δικονομικός κώδικας. процитировать р.σ.μ. βλ. цитировать. прочеканивать р.δ.μ. βλ. процеканить. II -СЯ κόβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. прочеканить р.σ.μ. 1 κόβω· χαράσσω (σφυ- (σφυρηλατώντας, σφυροκοπώντας). 2 κατασκευάζω, κά- κάνω, з κλαδεύω, κλαδοκαθαρίζω. 4 κόβω, χτυ- χτυπώ, τσοκανίζω (για ένα χρον. διάστημα). прочерк, -а α. 1 βλ. прочёркивание. 2 γραμμή, παύλα (σε ένδειξη έλλειψης στοιχεί- στοιχείων) . прочёркивание, -Я ουδ. πέρασμα γραμμής, παύλας. прочёркивать р.δ. βλ. прочеркнуть. II -ся διαγραμμίζομαι. прочеркнуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. прочёркнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. περ- περνώ, τραβώ γραμμή, παύλα· - графу В анкете τραβώ γραμμή στο ερωτηματολόγιο. прочертить р.σ.μ. 1 σχεδιάζω με γραμμές· - Дугу σχεδιάζω τόξο. II τραβώ γραμμή, ση- σημαδεύω, βάζω σημάδι. 2 σχεδιάζω (για ένα χρον. διάστημα). II -СЯ διαφαίνομαι, δια- διαγράφομαι. прочерчивать ρ.δ. βλ. прочертить. II -ся σχεδιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Прочёс, ~а α. 1 ξάνση, λανάρισμα. 2 μτφ. χτένισμα (εκκαθαριστικές στρατ. επιχειρήσεις). ' Прочесать р.σ.μ. 1 ξαίνω, λαναρίζω. 2 μτφ. χτενίζω (κάνω εκκαθαριστικές στρατ. επιχει- επιχειρήσεις. 3 ξαίνω, λαναρίζω (για ένα χρον. διάστημα). прочесть, -чту, -чтёшь, παρλθ. χρ. про- прочёл, -чла, -ЧЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Προ- чтённый, βρ: -чтён, -чтена, -чтено, επιρ. μτχ. прочтя р.σ. βλ. прочитать. прочёсывание, -я ουδ. βλ. прочёс. прочёсывать р.δ. βλ. прочесать. II -ся ξαί- νομαι, λαναρίζομαι. прочё'т] -а α. (απλ.) λάθος λογιστικό. Прочёт? -а α. (παλ.) ανάγνωση, διάβασμα. прочий επ. (στα ρωσικά· αόριστη αντων. κ. επ. στα ελληνικά)· άλλος· λοιπός· υπόλοι- υπόλοιπος' помимо всего -его εκτός απ' όλα τ' άλ- άλλα. II ουσ. -ее το άλλο, το υπόλοιπο, το λοιπόν. II ουσ. πλθ. -ие (για ανθρώπους) οι άλλοι. II εκφρ. и прочее ή пр. ή проч. к.
про 289 про (παλ.) и -ая και λοιπά (κλπ.)· проЧШИТЬ ρ.σ. 1 (επι)διορθώνω (για ένα ο- ορισμένο χρον. διάστημα)· - весь день платье διορθώνω όλη τη μέρα το φόρεμα. ПРОЧИСТИТЬ р.σ.μ. 1 καθαρίζω εσωτερικά- - дымовую трубку καθαρίζω το σωλήνα της κα- καπνοδόχου. 2 καθαρίζω αποκόπτοντας· ~ доро- 1У καθαρίζω το δρόμο (απο τα κλαδιά). II βο- τανίζω. 3 καθαρίζω (για ένα χρον. διάστημα)· я -ил всё утро одежду όλο το πρωί καθάρισα την ενδυμασία. прочистка, -И Θ.1 καθάρισμα (εσωτερικά)· - труб καθάρισμα σωλήνων. 2 βοτάνισμα. прочитать р.σ.μ. 1 βλ. читать. 2 διαβάζω (για ένα χρον. διάστημα)· ОН -ал ВСЮ НОЧЬ αυτός διάβασε όλη τη νύχτα. Прочитывать р.δ. διαβάζω. II - СЯ διαβάζο- διαβάζομαι. прочихаться р.σ. φταρνίζομαι, φτερνίζομαι, πταρνίζομαι. прочихнуть р.σ. βλ. прочихаться. прочищать р.δ. βλ. прочистить Ο , 2 σημ.).. II -СЯ 1 καθαρίζομαι. 2 βοτανίζομαι. прочищение, -я ουδ. βλ. прочистка. прочно επίρ. στέρεα, γερά, σταθερά. ПРОЧНОСТЬ, -И θ. στερεότητα, σταθερότητα, εδραιότητα· ανθεκτικότητα· - обуви στερεό- στερεότητα των υποδημάτων - знаний η μονιμότητα των γνώσεων. Прочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 στε- στερεός, γερός· ανθεκτικός- - материал γερό ύ- ύφασμα· - МОСТ στέρεο γεφύρι. 2 μτφ. σταθε- σταθερός, μόνιμος, πάγιος· - мир σταθερή ειρήνη. прочтение, -Я ουδ. διάβασμα, ανάγνωση. прочувственный επ. βλ. прочувствованный. прочувствованный επ. απο μτχ. συγκινητι- συγκινητικός· συναισθηματικός· -ые слова συγκινητι- συγκινητικά λόγια· -ая речь συγκινητικός λόγος. Прочувствовать ρ,σ.μ. 1 αισθάνομαι βαθιά, πλέρια* -Байрона αισθάνομαι (κατανοώ) πλέ- πλέρια το Βύρωνα. 2 δοκιμάζω. прочухаться ρ.σ. (απλ.) ξυπνώ, συνέρχο- συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου. прочь επίρ. στην άκρη, στην μπάντα, πέ- πέρα· - с Дороги αναμέρισε απο το δρόμο. II ως κατηγ. έξω, κάτω, μακριά· - отсюда! έξω απ' εδώ! - убийца! μακριά φονιά! подите - πηγαίνετε έξω· - ЭТИ бумаги πάρτε αυτά τα χαρτιά απ' εδώ· - печаль διώξε τη θλίψη· - С МОИХ глаз μακριά να μη σε βλέπω, να μη σε δουν τα- μάτια μου. II εκφρ. Я не - δεν είμαι αντίθετος ή δεν έχω αντίρρηση. Прошагать р.σ. 1 βηματίζω. 2 βηματίζω για ένα χρον. διάστημα. прошамкать р.σ. βλ. шамкать. прошаркать р.σ. βλ. шаркать. прошататься ρ.σ. (απλ.) περιφέρομαι, γυ- γυρίζω, πλανιέμαι. прошва, -Ы θ. περιρραφή ταινίας, κορδέ- λιασμα. . прошедший επ. από μτχ. περασμένος, παρελ- παρελθών - год о περασμένος χρόνος. II ουσ. -ее ουδ. τα περασμένα, το παρελθόν забыть -ее ξεχνώ το παρελθόν. II βκφρ. -ее время (γραμμ.) ο παρελθών χρόνος. прошелестеть, -тот р.σ. βλ. шелестеть. прошение, -Я ουδ. 1 ζήτηση, παράκληση· - МИЛОСТЫНИ ζήτηση ελεημοσύνης. 2 αί.τηση (έγ- (έγγραφη επίσημου χαρακτήρα). прошепелявить р.σ. βλ. шепелявить. прошептать ρ.σ. ψιθυρίζω. II ψιθυρίζω (για ένα χρον. διάστημα). И -ОЯ ψιθυρίζω (για ένα χρον. διάστημα). прошествие, -Я ουδ: по -И λήγοντας* μετά τη λήξη, στο τέλος, στη λήξη· εκπνέοντας· πα- παρελθόντος· ПО -И года τελειώνοντας ο χρό- χρόνος· ПО -И времени παρελθόντος του χρόνου· по -и долгого времени μετά απο πολύν καιρό' ПО -И срока με τη λήξη της προθεσμίας. прошествовать ρ.σ. (παλ.) περνώ, βαδίζω με- μεγαλόπρεπα. прошибать ρ.δ. βλ. прошибить. II -ся σπά- σπάζω, θραύομαι. прошибить ρ.σ.μ. 1 θραύω, σπάζω χτυπώντας. 2 (απλ.) διαπερώ, περονιάζω (για ψύχος). И επιδρώ πολύ· его ПОТ -Иб τον έκοψε ιδρώτας· слеза -ла πήγε (έτρεξε) δάκρυ. прошивание, -я ουδ. βλ. прошивка (ι,2σημ.). прошивать р.δ. βλ. прошить. II -ся ράβο- ράβομαι· γαζώνομαι. прошивка, -И θ. 1 ράψιμο· γάζωμα· - ПОДО- ПОДОШВЫ ράψιμο τής σόλας. 2 κορδέλα ραμμένη. * ПРОШИВНОЙ επ. ραφτός, ραμμένος· ~ые ПОДО- ПОДОШВЫ ραφτές σόλες. II συνερραμμένος. ПРОШИВОЧНЫЙ επ. του ραψίματος, για ράψι- ράψιμο, για κορδέλιασμα. прошипеть р.σ. σφυρίζω, συρίζω, σϊζω (για φίδι). П μιλώ με συριστική φωνή. прошить ρ.σ. 1 ράβω· - Подошву ράβω σόλα. II γαζώνω* συρράπτω, συρράβω· κορδελιάζω, ρε- λιάζω, φελιάζω. 2 (για μέταλλα) τρυπανίζω, τρυπώ. 3 μτφ. κατατρυπώ με σφαίρες, γαζώ- γαζώνω. 4 ράβω (για ένα χρον. διάστημα)· - ВСЮ НОЧЬ ράβω όλη τη νύχτα. прошлёпать ρ.σ. βλ. шлёпать (з σημ.). прошлогодний επ. περσινός· -ая мода περ- περσινή μόδα. ЩЮШЛЫЙ επ. 1 περασμένος, παρελθών προ- προηγούμενος · на -ой неделе την περασμένη βδο- βδομάδα· В -ОМ ГОДУ τον περασμένο χρόνο Οιέρσι). 2 ουσ. ~ое ουδ. το παρελθόν Далёкое -ое το μακρινό (απώτερο) παρελθόν. ΙΓ εχφρ. дело -ое
про 290 про παλαιά υπόθεση (χωρίς σημασία)· ОТОЙТИ В -ое ανήκω στο παρελθόν. ПРОШЛЯПИТЬ ρ.σ.μ. (απλ·) αφήνω να μου ξε- ξεφύγει ι κάνω λάθος* ξεχνώ· ему нельзя дове- РИТЬСЯ; ОН г ИГ μη βασίζεσαι, σ' αυτόν θα του διαφύγει. ПрО1ВЛЯ1ЬСЯ ρ.σ. (απλ.) περιφέρομαι, τρι- τριγυρίζω (για ένα χρον. διάστημα)· ОН -ЛСЯ ПО . городу ДО Обеда αυτός τριγύρισε στην πόλη ως το μεσημέρι. прошмыгивать р.δ. βλ. прошмыгнуть. прошмыгнуть ρ..σ. βλ. шмыгнуть. прошнуровать ρ.σ. ράβω με χοντρή κλωστή.II ράβω (για ένα χρον. διάστημα). прошнуровывать ρ.δ. βλ. прошнуровать. II -СЯ ράβομαι με χοντρή κλωστή. прошпаклевать ρ,σ. βλ. шпаклевать. прошпаклёвывать ρ.δ. βλ. прошпаклевать. П -СЯ στοκάρομαι. прошпиговать р.σ.μ. βλ. шпиговать. прошпиговывать(ся) ρ.δ. βλ. шпиговать(ся). проштемпелевать р.σ. βλ. штемпелевать, проштопать р.σ. μπαλώνω. II μπαλώνω (για ένα χρον. διάστημα). проштопывать ρ.δ. μπαλώνω. II -СЯ μπαλώ- μπαλώνομαι. проштрафиться, -флюсь, -фишься ρ.σ. φταίω, σφάλλω. Проштудировать р.σ.μ. μελετώ επισταμένα. II μελετώ (για ένα· χρον. διάστημα). Проштукатурить р.σ. σοβατίζω. II σοβατί- σοβατίζω (για ένα χρον. διάστημα). прошуметь ρ.σ. βλ.-шуметь. прошуршать р.σ. βλ. шуршать. Прощальный επ. αποχαιρετιστήριος* - при- вет αποχαιρετισμός· - обед αποχαιρετιστή- αποχαιρετιστήριο γεύμα* - подарок αποχαιρετιστήριο δώρο· - поцелуй αποχαιρετιστήριο φιλί. Прощание, -Я ουδ. αποχαιρετισμός: во вре- время ~Я все плакали την ώρα του αποχαιρετι- αποχαιρετισμού όλοι έκλαιγαν на - για αποχαιρέτισμα, αποχαιρετιζόμενος· сказать что-н. на - λέγω κάτι αποχαιρετιζόμενος. ПрОЩаТЬ ρ.δ. βλ. ПРОСТИТЬ A, 2 σημ.). 2 (προστκ.) прощай(те) χαίρε(τε), αποχαιρετι- αποχαιρετιστήρια φωνή: -айте, мы больше не увидимся χαίρετε (αντίο), άλλη φορά δε θα ξαναϊδο- θούμε· -ай любовь! αντίο αγάπη! II -СЯ 1 βλ. ПРОСТИТЬСЯ. 2 αποχαιρετίζομαι. Проще συγκρ. β. του επ. простой? прощебетать р.σ. βλ. щебетать. прощевай(те) (δίαλκ.)·βλ. прощать B σημ.). прощелина, -Ы θ. (διαλχ.) ρωγμή, σχισμα- τιά, χαραμάδα. Прощелыга, -И α. κ. θ. (απλ.) απατεώνας. прощение, -Я ουδ. συγχώρηση, συγγνώμη. II απαλλαγή απο χρέος· άφεση. Η εκφρ. прошу -Я ζητώ συγγνώμη* - грехов άφεση (συγχώρηση) αμαρτιών. прощённый μτχ. του р. простить. Прощёный επ. συγχωρεμένος. прощупать р.σ.μ. 1 ψηλαφώ* επιψαύω. 2 μτφ. εξετάζω, βολιδοσκοπώ· εξιχνιάζω. 3 ε~ πιψαύω, ψηλαφώ (για ένα χρον. διάστημα). Прощупывание, -Я ουδ. 1 ψηλάφηση, ψαύση. 2 μτφ. εξέταση, βολιδοσκόπηση· εξιχνίαση, прощупывать р.δ. βλ. прощупать (ι ,2 σημ.). II -СЯ 1 ψηλαφίζομαι, επιψαύομαι. 2 αντι- αντιλαμβάνομαι με την ψηλάφιση, με την αφή. проэкзаменоваться) р.σ. βλ. экзамено- экзаменовать ся). Проявитель, -Я α. εμφανιστής (φωτογραφι- (φωτογραφικής ταινίας ή χαρτιού). проявить, -ВЛЮ, -ЯВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проявленный, βρ· -лен, -а, ~о р.σ.μ. 1 (επι)δείχνω· εκδηλώνω, φανερώνω* - храб- РОСТЬ, мужество δείχνω γενναιότητα, αν- ανδρεία* - героизм δείχνω ηρωισμό* - желание εκδηλώνω επιθυμία. 2 (φωτογρ.) εμφανίζω. II εκφρ. - Себя δείχνω τον εαυτό μου, φανερώ- φανερώνομαι. II -СЯ 1 (επι)δε'ιχνομαι, εκδηλώνο- εκδηλώνομαι* φανερώνομαι. 2 ιφωτογρ.) εμφανίζομαι. 3 (παλ.) παρουσιάζομαι. проявлять(ся) р.δ. βλ. проявйть(ся). ПроЯВОЧНЫЙ επ. (φωτογρ. )* της εμφάνισης. Прояснение, -Я ουδ. 1 δυνάμωμα, ζωήρεμα (γραμμών κ.τ.τ.). 2 διασαφήνηση, διαλεύκαν- διαλεύκανση. 3 (δια)φώτιση· ξεδιάλυση. II αιθρίαση, ξαστέρωμα. прояснеть, -еет р.σ. αιθριάζω, ξαστερώνω, καλοσυνεϋω· небо -ло о ουρανός ξαστέρωσε* К Полудню -ЛО κατά το μεσημέρι ξαστέρωσε (απρόσ.) прояснеть, -ёет ρ.σ. διασαφηνίζομαι, γί- γίνομαι καθαρός, σαφής, ξεκαθαρίζω, λαγαρίζω* γίνομαι ήσυχος, χαρούμενος κλπ., συνέρχο- συνέρχομαι, αποκατασταίνομαι. прояснивание, -я ουδ. αιθρίαση, ξαστέρωμα. прояснивать р.δ. βλ. прояснеть. И -ся βλ. проясниться. прояснить, -ит р.σ. απρόσ. (απλ.) βλ. про- прояснеть. II -СЯ βλ. прояснеть. II γίνομαι διαυγής. ПРОЯСНИТЬ, -НТО, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прояснённый, βρ· -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 καθιστώ ευδιάκριτο, εμφανές* - ΚΟΗ- туры на рисунке κάνω ευδιάκριτες τις γραμ- γραμμές στο σχέδιο. 2 διασαφηνίζω, διευκρινί- διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω* - Обстановку διευκρινίζω την κατάσταση. II ησυχάζω, καθησυχάζω· κάνω ήπι- ον, χαρούμενο, πρόσχαρο. 3 διαφωτίζω, ξεκα- ξεκαθαρίζω (λογικό, συνείδηση κ.τ.τ.). II -СЯ 1 γίνομαι σαφής, καθαρός, ευδιάκριτος. 2 βλ.
про - 291 прояснеть. 3 διασαφηνίζομαι-, ξεκαθαρίζω, бь- αλευκαίνομαι· дело -ЛОСЬ η υπόθεση ξεκαθά- ξεκαθάρισε. 4 (δία)φωτίζομαι, ξεδιαλύνομαι. II φω- φωτίζομαι, λάμπω απο χαρά· лицо его -лось το πρόσωπο του φωτίστηκε (έλαμψε απο χαρά). прояснять(ся) ρ.δ. βλ..прояснйть(ся). ПРУД, -а, προθ. О ~е, В -у α. δεξαμενή τε- τεχνητή. II η προ του υδατοφράχτη λιμνούλα. прудить, пружу, прудишь р.σ.μ. κλείνω με υδατοφράχτη. II εκφρ. ХОТЬ пруд <-И πάρα πο- πολύ, πλήθος, σωρεία, με το τσουβάλι. II -СЯ κλείνομαι με υδατοφράχτη. прудовик, ~а μικροοργανισμός λιμνόβιος. ПРУДОВ02 επ. της δεξαμενής· -ая Вода νερό δεξαμενής· - ИЛ λάσπη δεξαμενής. пружина, -Ы θ.. 1 ελατήριο· σούστα· часо- часовая - ελατήριο του ωρολογίου· боевая - ε- ελατήριο του κινητού ουραίου ή κλείστρου (ό- π'λου) · ~Ы матраца σούστες του κρεβατιού. 2 μτφ. αιτία· κίνητρο· ορμητήριο· тайная κρυφό ελατήριο· пружины ссоры αιτίες της φιλονικίας. пружЁНИОЗНЙ επ. ελατήριος· ελατηριωτός. ПРУЖИНИТЬ, -ИГ р.δ. είμαι ή κινούμαι σαν ελατήριο. II -СЯ είμαι, κινούμαι σαν ελατήριο. ПружЙНКв, -И θ. ελατηριάκι. пружинный επ. 1 για ελατήριο· -ая прово- проволока σύρμα για ελατήριο. 2 ελατηριωτός·-ое сидение ελατηριωτό κάθισμα. прусак, -а α. σκαθάρι ξανθοκόκκινο. пруссак, -а α., -ачка, -и Θ.Πρώσος, -ίδα. Пруссачество, -а ουδ. πρωσισμός (αντίδρα- (αντίδραση, μιλιταρισμός, αστυνομοκρατία). прусский επ. πρωσικός. прут, -а κ. ~а, πλθ. прутья, ~ьев α. 1 βέργα, βίτσα· плести корзину из -ьев πλέκω καλάθι με βέργες· железный - σιδηρόβεργα. прутик, -а α. βεργίτσα, βιτσούλα. прутковый επ. βεργοειδής. пруток, -тка ά. βλ. спица. прутяной επ. βέργινος· -ая корзина βέρ- γινο καλάθι. ЩЯ1Г επιφ. με σημ. κατηγ. (χρησιμοποιεί- (χρησιμοποιείται αντί του р. прыгать - прыгнутн). прыгалка, -и θ. βλ. скакалка. Прыганье, -Я ουδ. πήδημα· σαλτάρισμα. II αναπήδηση. прыгать ρ.δ. 1 πηδώ· - с парашютом πηδώ με το αλεξίπτωτο· - на ОДНОЙ ноге πηδώ με το ένα πόδι. Π αναπηδώ· МЯЧ -ет το τόπι α- αναπηδά. 2 μτφ. ανασκιρτώ· -ЛО сердце ανα- σκιρτούσε η καρδιά· - ОТ радости ανασκιρτώ (πηδώ, χορεύω, πετώ) απο τη χαρά. II πάλλω, τρέμω, παίζω._ Прыгун, ~а α., -НЬЯ, -И θ. άλτης. прыхкОВЫЙ επ. αλτικός, του άλματος. пря ПРЫЖОК, -ЖКа α. άλμα, πήδημα· σάλτο· - Β высоту άλμα σε ύψος· - В ДЛИНУ άλμα σε μήκος· - через перекладину άλμα επι κοντώ· - сверху ВНИЗ πήδημα απο πάνω προς τα -κάτω· - С парашютом πήδημα με το αλεξίπτωτο, прыскать ρ.δ. βλ. прыснуть. II ~0Я ραντί- ραντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. прыснуть р.σ. 1 ραντίζω, ραίνω· ψεκάζω· - ЛИЦО одеколоном ραντίζω το πρόσωπο με κο- λώνία. 2 χύνομαι, εκρέω ορμητικά, απότομα· кровь -ла ИЗ раны αίμα πετάχτηκε απο την πληγή. 3 ορμώ, κινούμαι ορμητικά. 4, ξεσπώ· - со смеху ξεσπώ στα γέλια· так ОН и ~ул! έτσι και ξέσπασε στα γέλια. прыткий επ., βρ: -ток, -тка, -τκοι συγκρ. β. прытче ταχύς, γρήγορος, γοργός, σβέλ- σβέλτος, αλέστος. прыткость, -И θ.ταχϋτητα, γρηγοράδα, ευ- ευκινησία, σβελτάδα. прытче βλ. прыткий. ' прыть, -И θ. ταχύτητα, ορμή, ορμητικότητα. II βλ. прыткость. И εκφρ. ВО ВСЮ - ολοταχώς, με όλη την ταχύτητα. прыщ, -а α. εξάνθημα, σπυρί, σπιθούρι. прыщаветь, -ею, -еешь р.δ. βγάζω (γεμίζω) εξανθήματα: σπυριάζω. прыщаВОСТЬ, -И θ. ύπαρξη εξανθημάτων. Прыщавый επ., βρ: -щав, -а, -Ο εξανθημα- εξανθηματικός· σπυριασμένος. прыщик, -а α. εξανθηματακι, σπυράκι. Прюнелевый επ. της μουσελίνας, απο μου- μουσελίνα, ♦прюнель, ~И θ., μουσελίνα. пря, γεν. при θ. (παλ.) συζήτηση, λογο- λογομαχία. прядать ρ.δ. βλ. прянуть. II εχφρ. - ушами *(για ζώα) κουνώ τα αυτιά. прядение, -Я ουδ. γνέσιμο· - шерсти γνε- σιμο των μαλλιών. пряденый επ. γνεσμένος· -ая шерсть γνέ- σμένα μαλλιά. ПРЯДИЛЬНЫЙ επ. κλωστικός- ~ая машина η κλωστική μηχανή· -ая фабрика νηματουργείο, κλωστήριο. ПрядиЛЬНЯ, -И θ. νηματουργείο, κλωστήριο.. ПРЯДИЛЬЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. νηματουρ- γός, κλώστης, -τρα прядка, -И θ. τουφ'ιτσα, τουφούλα. ПрЯДЬ, -И θ. τούφα (μαλλιών). пряжа, -И θ. νήμα, κλωστή, γνέμα. пряжечный επ. της πόρπης, του κουμποτη- ριού. пряжка1, -И θ. πόρπη, θηλυκωτήρι· αγκράφα· κόπιτσα· (για υποδήματα) τοκάδα, φιούμπα. пряжка? -И θ. (διαλκ.) ζεύξη, ζέψιμο. прялка, -И θ. ρόκα, ηλακάτη.
пря 292 пое Прямизна, ~Ы θ. ευθύτητα, ισιάδα. ПрЯМИК, -а α. (διαλκ.) ευθύς δρόμος. Прямиком επίρ. ευθέως, ίσια, ολόισια. II μτφ. ανοιχτά, ξεκάθαρα, ασυγκάλυπτα. ЦРЯМИТЬ, -МЛЮ, -мйшь р.δ. 1 ευθειάζω, ευ- θυοποιώ, ισιάζω, ισιώνω. 2 (παλ.) μιλώ ή ενεργώ ευθέως, απερίφραστα· ανοιχτά, ξεκά- ξεκάθαρα, σταράτα. прямлёный επ. ευθειασμένος, ισιωμένος- - ГВОЗДЬ ισιωμένο καρφί. Прямо επίρ. ευθέως, κατ' ευθεία* ολόισια- идите -, Потом сверните налево πηγαίνετε κατ' ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά· Я еду - в Афины πηγαίνω κατ' ευθεία στην Αθήνα· ОН заглянул - В глаза αυτός κοίταξε κατά- κατάματα. II ορθά, ευθυτενώς· СТОЯТЬ - στέκομαι ορθά (όρθια). II ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα- отвечай - απάντα ξεκάθαρα. 3 (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια- ОН ~ герой είναι πραγ- πραγματικά ήρωας. II εντελώς, τελείως, ολωσδιό- ολωσδιόλου- - противоположный εντελώς αντίθετος. Ι) εκφρ. —гаки πραγματικά, αλήθεια- -! αμ πως! αμ πως δα! τι λες! прямодушие, -Я ουδ. ειλικρίνεια, ευθύτη-г τα, ανυποκρισία. прямодушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно ει- ειλικρινής, ακραιφνής, ευθύς, ανυπόκριτος. прямоезжий επ. ευθύς, ίσιος* -ая дорога ίσιος δρόμος. прямой επ., βρ: прям, пряма, прямо. 1 ευθύς, ίσιος- -ая линия ευθεία γραμμή- -ая дорога ίσιος δρόμος- - НОС ίσια μύτη- -ые волосы ίσια μαλλιά. 2 άμεσος- говорить по -МОМУ проводу μιλώ απ' ευθείας με το τηλέ- τηλέφωνο- -ые выборы άμεσες εκλογές- - налог άμεσος φόρος. 3 ειλικρινής, ακραιφνής, φι- φιλαλήθης. 4 φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος- - ВЫЗОВ φανερή πρόκληση- - обман ολοφάνερη απάτη. II πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. II καθαρός· -ая польза καθαρό όφελος· -ая вы- выгода καθαρό κέρδος- - убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα). 5 ουσ. -ая θ, (μαθ.) η ευθεία (γραμμή). II εχφρ. -ая пропорциональность (μαθ.) ευθεία αναλογία- - ворот ίσι-ος (ορ- (ορθός) γιακάς- - выстрел ευθυτενής βολή- -ое дополнение (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο- -ая дорога, - путь σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ,τ.)· -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο· -ая ЛИНИЯ родства οι κατιόντες συγγενείς' ~ое попадание ευθυβολία, ευστο- ευστοχία· -ая речь (γραμμ.) ο ευθύς λόγος· угол ορθή γωνία· в -ом смысле слова ■ στην κυριολεξία. прямокрылый επ. ορθόπτερος- -ое насекомое ορθόπτερο έντομο. Π ουσ. ~ые πλθ. τα ορ- θόπτερα. прямолинейность, ~й θ. 1 ευθυγραμμία, ευ- ευθύτητα. 2 μτφ. ειλικρίνεια, φιλαλήθεια. прямолинейный επ., βρ: -неен, -нейна, -о I ευθύγραμμος, ευθύς· Ίσιος· -ое направле- направление ευθεία κατεύθυνση· -ые улицы ίσιοι δρό- δρόμοι. 2 μτφ. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλή- φιλαλήθης· ντόμπρος. прямота, ~ы θ. ευθύτητα, ισιάδα· - хара- характера ευθύτητα χαρακτήρα. прямоугольник, -а α. το ορθογώνιο. прямоугольный επ. ορθογώνιος· - треу- треугольник ορθογώνιο τρίγωνο. Пряник, ~а α. άρτυμα γλυκερό· МедОВЫЙ το αρτόμελι. пряничный επ. του αρτύματος. пряность, -И θ. το εύγεστον. II άρτυμα· μπαχαρικό. прянуть ρ.σ. (παλ.) αναπηδώ, ξεπετάγομαι, ανατινάζομαι. пряный επ., βρ: прян, -а, -О. 1 εύγευ- στος· αρωματικός· του αρτύματος. 2 μτφ. ο- οξύς, δριμύς· - запах δριμεία οσμή. прясло, -а ουδ. (διαλκ.) πάσσαλος φράχτη. прясть1, пряду, прядёшь, παρλθ. χρ. прял, пряла, пряло р.σ. γνέθω, κλώθω· - на прялке γνέθω στη ρόκα. прясть*, прядёт, παρλθ. χρ. прял, -ла, -ло р.δ. - ушами (για ζώα) κουνώ τα αυτιά. Прятанье, -Я ουδ. κρύψψιο, απόκρυψη. прятать, прячу, Прячешь р.δ.μ. κρύβω,κρύ- κρύβω,κρύπτω, αποκρύπτω· неизвестно где (куда) он прячет деньги κανένας δεν ξέρει που κρύβει αυτός τα χρήματα. 2 μτφ. κρατώ μυστικό- не прячь СВОИХ мыслей μη κρύβεις τις σκέψεις σου. II φυλάγω- - МОЛОКО В подвале διατηρώ το γάλα στο υπόγειο. II εκφρ. - глаза (ВЗГЛЯД) κρύ- κρύβω *το πρόσωπο (φοβούμαι να αντικρύσω). II -СЯ κρύβομαι· - ОТ кого κρύβομαι απο κάποιον- солнце -лось за хребет о ήλιος βασίλεψε πί- πίσω απο τη βουνοκορφή (κορυφογραμμή). II μτφ. καλύπτομαι, καμουφλαρίζομαι· - за словами καμουφλαρίζομαι με λόγια. ПРЯТКИ, -ТОК πλθ. τα κρυφτάκια (παιδικό παιγνίδι). II εκφρ. играть В - παίζω τα κρυ- κρυφτάκια (ενεργώ κρυφά, με κρυψ'ινοια). пряха, -И θ. κλώστρια, νηματουργός, γνέ- στρα. ♦псалом, -лма α. ψαλμός- читать -ов Давида διαβάζω τους ψαλμούς του Δαυίδ. ПсадОМЩИК, -а α. υποδιάκονος. ♦псалтырь, -И θ. κ. -я α, το ψαλτήρι. ПСарНЫЙ επ. του κυνοστασίου. ПСарНЯ, -И, γεν. πλθ. -рен θ. κυνοστάσιο. псарь, -Я α. κυναγωγός. ♦псевДО... (πρώτο συνθετικό)· ψευτο... ή ψευδό..." псевдоним ψευδώνυμο.
псе 293 пуб ♦псевдоним, -а α. ψευδώνυμο. ПСИНа, ~Ы θ. κρέας σκυλίσιο. Ι! σκυλϊσια μυρουδιά. 11 (απλ.) σκύλος, σκυλί. ПСИНЫЙ επ. σκυλήσιος- - запах σκυλήσια μυ- μυρουδιά. ПСИХ, -а α. (απλ.) ψυχασθενής· ζουρλοπα- ντιέρα* παλαβός. психастеник, -а α. ψυχασθενής. психастенический επ. ψυχασθενής, -νικός. "'психастения, -и θ. ψυχασθένεια, ψυχοπά- θεια. психиатр, -а α. ψυχίατρος. психиатрический επ. ψυχιατρικός. *ПСИХИатрЙЯ, -И θ. ψυχιατρική. ""психика, -И θ. ψυχισμός* ο ψυχικός κόσμος. психический επ. ψυχικός- ~ие особенности ψυχικές ιδιομορφίες. II (παλ.) ψυχολογικός. 11 ουσ. -, -ая, -ое (απλ.) ο, η ψυχοπαθής, το ψυχοπαθές. II εκφρ. -ая атака ψυχολογική πίεση· -ие болезни ψυχασθένειες. Психоанализ, -а α. ψυχανάλυση. Психоаналитический επ. ψυχαναλυτικός. психовать, -хую, -хуешь р.δ. (απλ.) νευ- νευριάζω, εκνευρίζομαι. ""ПСИХОЗ, -а α. ψύχωση- ψυχοπάθεια ПСИХОЛОГ, -а α. ψυχολόγος. ПСИХОЛОГИЗМ, -а α. ψυχολογισμός. психологический επ. ψυχολογικός* - роман ψυχολογικό μυθιστόρημα* согласно -ИМ зако- законам κατά τους ψυχολογικούς νόμους. ♦психология, -и θ. ψυχολογία* детская - η παιδική ψυχολογία* педагогическая - παιδα- παιδαγωγική ψυχολογία* патологическая - παθολο- παθολογική ψυχολογία* отрасли -И κλάδοι της ψυ- ψυχολογίας. И о εσωτερικός κόσμος, το είναι* Женская - η ψυχολογία της γυναίκας. Психопат, -а α., -ка, -И θ.ο,η ψυχοπαθής. Психопатический επ. ψυχοπαθητικός. *ПСИХОПатия, -и θ. ψυχοπάθεια. психопатолог, -а α. ψυχοπαθολόγος. Психопатологический επ. ψυχοπαθολογικός. *ПСИХ0ПаТ0ЛОГИЯ, -И Θ. ψυχοπαθολογία. Психотерапевт, ~а α. ψυχοθεραπευτής. Психотерапевтический επ. ψυχοθεραπευτικός. Психотерапия, -И θ. ψυχοθεραπεία. Психотехника, -И θ. ψυχοτεχνική. Психотехнический επ. ψυχοτεχνικός. ПСИХО$ИЗИКа, -И θ. ψυχοφυσική. психофизиологический επ. ψυχοφυσιολογικός. психофизиология, -и θ. ψυχοφυσιολογία. Психрометр, -а α. ψυχρόμετρο. ПСЙЦа, -Ы θ. (κυνηγ.) σκύλα. Псоветь, -еет р.δ. (για κουτάβι) μεγαλώ- μεγαλώνει, γίνεται σκύλος. ПСОВИНа, -Ы θ. μακρύ μαλλί των σκύλων. ПСОВЫЙ επ. του σκύλου* με σκύλο·-ая охо- охота κυνήγι με σκυλί. птаха, -И θ. (απλ.) πουλί, πτηνό· Пташка, -И θ. (απλ.) πουλάκι. птенец, -нца α. νεοσσός. II μτφ. αναθρε- φτός. 11 εκφρ. желторотый - άπειρος νέος, α- ξέβγαλτος (όπως οι νεοσσοί που έχουν κίτρι- κίτρινη τσιμπίδα)· μόλις βγήκε απο το τσόφλι. птенчик, -а α. νιόσκαστο πουλάκι. "ΉΤΗφ/ρ, ~а α. μικρά και ελαφρά γλυκίσματα. птица, -ы θ. 1 πτηνό, πουλί* домашние -ы οικόσιτα πτηνά* ХИШНЫе -Ы αρπαχτικά πτηνά* морская - θαλασσοπούλι. 2 (ειρν.) κοινωνι- κοινωνικός παράγοντας. II εκφρ. обстрелянная (стре- (стрелянная) - έμπειρος, πεπειραμένος, ψημένος* μπαρουτοκαπνισμένος* жить как небесная - ζω σαν το πουλί του ουρανού (αμέριμνα, όσα παν κι όσα έρθουν). ПТИЦевОД, -а α. πτηνοτρόφος. ПТИЦевОДСТВО, -а ουδ. πτηνοτροφία. птицеферма, -ы θ. πτηνοτροφείο. птичий, -ья, -ье επ. 1 του πτηνού, του ■ πουλιού* -ье гнездо φωλιά του πουλιού* -ье мясо κρέας πουλιού* -ья клетка κλουβί που- πουλιού* - корм πτηνοτροφή. 2 σαν του πουλιού* -ьи глаза μάτια σαν του πουλιού (μικρά). II εκφρ. "- глаз είδος σφένδαμνου* - двор βλ. ПТИЧНИК A σημ.)· на -ЬИХ правах η μη στα- σταθερή εξασφάλιση ή κατοχύρωση· σήμερα έχω, αύριο δεν έχω· -ье МОЛОКО του πουλιού το γά- γάλα (αφθονία αγαθών). Птичка, -И θ. 1 πουλάκι. 2 το ελεγκτικό σημάδι „γ". ПТИЧНИК, -а α. 1 ορνίθωνας, κοτέτσι. 2 ,πτηνοτρόφος. ПТЙЧНИЦа, ~Ы θ. η πτηνοτρόφος. ♦♦птомаины, -ОВ πλθ. πτωμαΐνη. ♦пуансон, -а α. βλ. пунсон, ♦пуантилизм, -а α. ζωγραφική απεικόνισης με στίγματα. ♦пуанты, -ΟΒ πλθ: на -ах (στο μπαλέτο)· στα δάχτυλα (χορεύω, στέκομαι κ.τ.τ.). ♦публика, -И θ. (αθρσ.). 1 το κοινό, ο λα- λαός, ο κόσμος, το πλή-θος* θεατές, επισκέπτες κ.τ.τ. 2 βλ. Общество C σημ.). ♦публикация, -И θ. 1 δημοσίευση* έκδοση* - исторических документов δημοσίευση ιστορι- ιστορικών εγγράφων (γραπτών). 2-δημοσίευμα. II α- ανακοίνωση- αγγελία (με τον τύπο). публиковать, -кую, -куешь р.δ.μ. δημοσι- δημοσιεύω* - В газетах δημοσιεύω στις εφημερίδες· - статью δημοσιεύω άρθρο. || -СЯ δημοσιεύο- δημοσιεύομαι. пубЛИЦИСТ, -а α. συγγραφέας πολιτικοκοι- νωνιολόγος* επιφυλλιδιογράφος* δημοσιολόγος. .II δημοσιογράφος. *публицйстика, -и θ. πολιτικοκοινωνική ε-
пуб 294 пул πιφυλλιδιογραφία· δημοσιολογική επιφυλλιδι- ο^ραφία. II (αθρσ.) κοινωνικοπολιτικές επι- επιφυλλίδες (ως έργο). пубЛИСТИЧескиЙ επ. δημοσιολογικός- δημο- δημοσιογραφικός. публично επ'ιρ. δημόσια· оскорбить - προ- προσβάλλω δημόσια. ПубЛИЧНОСТЬ, -И θ. δημοσιότητα. "■публичный επ. δημόσιος· ~ая лекция διά- διάλεξη για το κοινό· ~ая библиотека δημόσια βιβλιοθήκη· -ые здания δημόσια κτίρια. II· βκφρ. - ДОМ πορνείο, οίκος ανοχής, χαμαιτυ- πείο· ~ая аёнщина γυναίκα κοινή, δημόσια· πόρνη·· -ое право δημόσιο δίκαιο· -ые торги δημοπρασία, πλειστηριασμός. Пугало, -а ουδ. 1 φόβητρο, σκιάχτρο, μορ- μολύκειο. 2 μτφ. μπαμπούλας. пуганый επ. φοβισμένος, τρομαγμένος. пугать р.δ.μ. φοβίζω, φοβερίζω, σκιάζω, τρομάζω· πτοώ· - детей наказанием φοβερίζω τα παιδιά με την τιμωρία. II -СЯ φοβούμαι· πτοούμαι·· ОН всего -ется αυτός όλα τα φοβά- φοβάται. пугач1, -а α. πιστόλι εικονικό (παιγνίδι). пугач? -а α. (διαλκ.) βλ. филин. ПУГЛИВОСТЬ, -И θ. ατολμία, φοβία, δειλία, μικροψυχία, λιποψυχία. пугливый επ. βρ: -лив, -а, -о φοβιτσά- ρης, -ρικος· δειλός, λιπόψυχος· άτολμος,ψο- άτολμος,ψοφοδεής. пугнуть р.σ. βλ. пугать. пуговица, -ы θ. το κουμπί· костяная - κοκ- κάλινο κουμπί· застегнуь все -Ы κουμπώνω ό- όλα τα κουμπιά. ПугоВИЧНЫК επ. του κουμπιού, των κουμπιών -ое производство η παραγωγή κουμπιών. пуговка, ~И θ. κουμπάκι. II εκφρ. НОС -ОЙ μυτίτσα· ανασηκωμένη μύτη. Пуд, -а, πλθ. -Ы α. το πούτι (παλαιό ρω- ρωσικό μέτρο βάρους ίσο με 16,3 κιλά). "Пудель, -Я α. ράτσα σκυλιών δωματίου. *пуделять р.δ. (κυνηγ.) αστοχώ στον^ πυρο- πυροβολισμό. *ПУДИНГ, -а α. πουτίγκα, είδος γλυκίσματος. Пудлингование, -Я ουδ. μάλαξη (επεξεργα- (επεξεργασία, μείξη) μετάλλου. ♦пудлинговать, -гую, -гуешь, παβ. μτχ.παρλθ. χρ. пудлингованный, βρ; -ван, -а, -ο ρ.δ.к. σ.μ. μαλάσσω (επεξεργάζομαι, μειγνύω) μέ- μέταλλο. II -СЯ μαλάσσομαι. Пудлинговый επ. μαλακτικός, -γμένος· ε- επεξεργασμένος. ПУДОВИК, -а α. (παλ.). 1 σάκκος ενός που- τιού βλ. Пуд. 2 σταθμό ενός πουτιού. Пудовка, -И θ. μέτρο ενός πουτιού. ПУДОВОЙ к.ПУДОВЫЙ επ. βάρος ενός παπιού· -ая гиря σταθμό ενός πουτιού. *пудра, ~ы θ. πούδρα, σκόνη. II εκφρ. сахар- сахарная - ζάχαρη-σκόνη ή άχν.ι. Пудреница, ~ы θ. ποδριέρα, πουδροθήκη. пудреный επ. πουδραρισμένος· -ое лицо πουδραρισμένο πρόσωπο. пудрить, ~рю, -ришь р.δ.μ. πουδράρω· - ЛИ- ЛИЦО πουδράρω το πρόσωπο. II -СЯ πουδράρομαι. пузан, -а α. (απλ.) ο κοιλαράς κλπ. επ. пузастый επ., βρ: -заст, -а, -о (απλ.) βλ. пузатый. пузатый επ., βρ: -зат, -а, -о. 1 (παλ.) κοιλαράς, πρησκοκοίλης, μπακανιάρης, προγά- στορος. 2 μτφ. εξογκωμένος, διογκωμένος, φου- φουσκωτός (για αντικείμενα). пузо, -а ουδ. (απλ.) κοιλιά, μπάκα. Пузырёк, -рька α. 1 φυσαλίδα, φουσκαλί- τσα. 2 φιαλίδιο. пузырик, ~а α. βλ. пузырёк (ι σημ.). пузыристый επ., βρ: -рист, -а, -о βλ. пу- пузырчатый. пузырить, -рит р.δ.μ. φυσώ· φουσκώνω· ве- ветер -ИЛ занавеску о άνεμος φούσκωνε την κουρ- τίνα. II -СЯ 1 καλύπτομαι (είμαι γεμάτος): απο φυσαλίδες. II φουσκώνω, διογκώνομαι απο το φύσημα. 2 μτφ. θυμώνω, φουσκώνω απο το θυμό. Пузырчатка, -И θ. 1 εντ^μοφάγο φυτό. 2 η πέφιγγα (δερματική πάθηση)· φυσαλίδα του δέρματος. Пузырчатый επ., βρ: -чат, -а, -О γεμάτος φυσαλίδες, φυσαλιδώδης. Пузырь, -я α. 1 φυσαλίδα, φουσκαλίδα,φού- φουσκαλίδα,φούσκα, μπουρμπουλήθρα, πομφόλυγα· МЫЛЬНЫЙ σαηρυνόφουσκα. И πέμφιγγα, φουσκάλα,~ίδα, φλύκταινα (δερματική πάθηση). 2 (ανατ.) κύ- κύστη· жёлчный - χοληδόχα κύστη, мочевой - ουροδόχα κύστη· плавательный - у рыб η νη- κτική κύστη των ψαριών. 3 η θερμοφόρα. 4 (χαϊδ.) μπόμπιρας. 5 λαμπογυάλι (της λά- λάμπας πετρελαίου, διογκωμένο στο κάτω μέ- μέρος). пук, -а,πλθ. -йа. δέμα, δεμάτι· δέσμη, μά- μάτσο· χερόβολο· αγκαλιά· - цветов μάτσο λου- λουλούδια· - бумаг δέσμη χαρτιών- СОЛОМЫ χε- χερόβολο αχύρου (αγκαλιά άχυρο)· СВЯЗЫВаТЬ В -Й δεματιάζω. пукли, -ей πλθ. (παλ.) μπούκλες. *пул, ~а α. εταιρεία- τραστ· καρτέλ. пулевой επ. της σφαίρας· -ая рана τραύμα απο σφαίρα. .пулемёт, -а α. πολυβόλο· ручной - οπλοπο- οπλοπολυβόλο· станковый - βαρύ πολυβόλο· зенитный - αντιαεροπορικό πολυβόλο. пулемётчик, -а α., -ца, -ы θ. πολυβολη- πολυβολητής» -ήτρια.
пул 295 пур "пуловер, -а α. το πουλόβερ. "'пульверизатор, -& α. ψεκαστήρας, ραντι- στήρι. ♦пульверизация, -И θ. ψεκασμός, ράντισμα. пульверизировать, -руго, -руешь ρ.δ.Η.σ.μ. ψεκάζω, ραντίζω. Пулька1, -И θ. σφαιρίτσα. "пулька* -И θ. παρτίδα (στο χαρτοπαίγνιο). "пульман, -а α. το πούλμαν (λεωφορείο)· με- μεγάλο βαγόν ι. . пульмановский επ. του πούλμαν - Вагон βαγόνι-πούλμαν. пульнуть р.σ. βλ. пулять. "пульпа, -Ы θ. 1 ο πολφός του δοντιού. 2 (τεχ.) μίγμα. пульпит, -а α. πολφίτιδα. пулыгатр, -а α.' (παλ.) βλ. шопитер. *пульс, -а α. 1 σφυγμός· слабый ~ αδύνατος σφυγμός· нормальный - κανονικός σφυγμός· по- пощупать - πιάνω το σφυγμό. 2 μτφ. ρυθμός· - Общественной ЖИЗНИ о ρυθμός της κοινωνικής ζωής. Пульсация, -и θ. παλμός, χτύπος· - сердца ο παλμός της καρδιάς. Пульсировать, -рует ρ.δ. 1 (για σφυγμό)· χτυπώ, πάλλω. 2 κινούμαι, κυκλοφορώ ρυθμικά. пульсовый επ. του σφυγμού, του παλμού· -ые удары οι σφυγμοί, τα χτυπήματα του σφυγ- σφυγμού. "Пульт, -а α. 1 αναλόγιο· дирижёрский το αναλόγιο του μαέστρου.· 2 (τεχ.) τραπέζι, πίνακας (διεύθυνσης της κίνησης). Пуля, -И θ. σφαίρα (όπλου), βολίδα, βόλι· поражённый -ей χτυπημένος με σφαίρα·- сме- ЛОГО не боится (παρμ.) η σφαίρα τον παλικα- παλικαρά δεν τον φοβάται, μη κάνεις τον παλικαρά στη σφαίρα. II εκφρ. отливать (лить) -И (απλ.) καυχιέμαι, καυχησιολογώ, αραδιάζω ψέματα. "Пулярка, -И θ. κότα καλοθρεμμένη, παχιά. пулять, -ЯГО, -яешь р.δ. (απλ.) πυροβολώ, ντουφεκίζω· - В воздух πυροβολώ στον αέρα. II ρίχνω, πετώ· - камнями πετροβολώ, λιθοβολώ, "пума, -ы θ. βλ. кугуар. "пункт, -а α. 1 σημείο- стратегический στρατηγικό σημείο· наблюдательный - το πα- παρατηρητήριο· Сборный - σημείο συγκέντρωσης· поворотный ~ καμπή, στροφή. 2 σταθμός· ко- командный - σταθμός διοίκησης· медицинский - σταθμός πρώτων βοηθειών. Η τόπος, μέρος· χώ- ' ρος·. населённый - κατοικημένο μέρος. 3 ση- σημείο, μέρος (κειμένου, λόγου κ.τ.τ.). II ση- σημείο ανάπτυξης· кульминационный - το ύψιστο σημείο, το κορύφωμα, ο κολοφώνας. 4 (τυπγρ.) η στιγμή. II εκφρ. ПО -ам ή - За -ОМ κατ' άρθρο· ένα-ένα, με τη σειρά. ПУНКТИК,-а α. 1 μικρό σημείο. 2 μτφ. πα- παραξενιά, παράξενο πράγμα (ελκυστικό), "пунктир, -а α. στικτή γραμμή. пунктирный επ. στικτός· -ЕЯ ЛИНИЯ στικτή γραμμή.' пунктуальность, -И θ. ακρίβεια, ορθότητα, ακριβής σύμπτωση (αντικειμένων). пунктуальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ακριβής, που συμπίπτει ακριβώς, ή εκτελών με ακρίβεια. Пунктуационный επ. (γραμμ.) της στίξης· -ые правила κανόνες στίξης. "пунктуация, -И θ. (γραμμ.) διάστιξη, στί- στίξη. II (παλ.) τα σημεία στίξης. "ПуНКЦИЯ, -и θ. (ιατρ.) παρακέντηση. Пуночка, -и θ. είδος σπουργίτη του άκρου βοριά. "Пунцовый επ. κατακόκκινος, ροδοκόκκινος, -"пунш, -а α. το ποντς (οινοπν. ποτό). Пуншевый επ. του ποντς, με ποντς. Пуня, -И θ. (διαλκ.) αχυρώνας· αποθήκη. пуп, -а α. βλ. пупок. II εκφρ. - земли (απλ.) ο ιθύνων, ο παντοκράτορας, ο τα πά- πάντα διέπων, ο εγκέφαλος. Пупавка, -И θ. ανθεμίδα. пупавник, -а α. βλ. пупавка. пуповина, -ы θ. ομφάλιος λώρος, ομφαλίδα. Пупок, -ПКа.а. ομφαλός, αφαλός, αφάλι. Π η κοιλιά των πτηνών. ПуПОЧНЫЙ επ. τον αφαλού* -ая грыжа ομφα- ομφαλό κήλη. пупыристый επ., βρ: -рист, -а,.-о βλ. пу- пупырчатый. пупырчатый επ., βρ: -чат, ~а, -о γεμάτος εξανθήματα· σπυριασμένος. Пупырышек, -ШКа α. εξάνθημα* σπυρί. пупырь, -Я α. (απλ.) βλ. пупырышек. пурга, -Й θ. μεγάλη χιονοθύελλα, μεγάλος χιονοστρόβιλος. "пурген, -а α. είδος καθαρτικού. пуржить, -жит ρ.δ. απρόσ. (διαλκ.) χιονο- στροβιλίζω. "пуризм, -а α. υπερκαθαρολογία, ακριβολο- ακριβολογία, επιτήδευση ορθολογίας. II καθαρότητα, γνησιότητα του καθαρού λόγου. пурист, -а α. υπερκαθαρολόγος, πολύ ακρι- ακριβολόγος. II καθάριος. пуристический επ. βλ. пуристский. пуристка, -и θ. βλ. пурист. пуристский επ. της υπερκαθαρολογίας; του υπερκαθαροϋ λόγου. пуританин, -а, πλθ. -тане, -тан α., -ка -И θ. πουριτανός, -ή. пуританский επ. πουριτανικός. пуританство, -а ουδ. πουριτανισμός, "пурпур, -а α. 1 το πορφυρό χρώμα· πορφυρή βαφή. 2 (παλ.) η πορφύρα (ένδυμα).
пур 296 пус пурпурный επ. πορφυρένιος* ~ая мантия о πορφυρένιος μανδύας, η πορφύρα. пурпуровый επ. βλ. пурпурный. Пуск, -а α. 1 έναρξη λειτουργίας* ξεκίνη- ξεκίνημα, εκκίνηση, βάλσιμο σε κίνηση (μπροστά). 2 άφεση, απόλυση. 3 ρίψΉ» πέταγμα· κιλύση. Пускай (μόριο κ. σύνδεσμος)· βλ. пусть. пускатель, -я α. εκκινητήρας. пускать(ся) ρ.δ. βλ. пустйть(ся). пусковой επ. εναρκτήριος· της έναρξης* της εκκίνησης. пустельга, -и θ. κίρκος ο πελειοφάγος (επιστ.), κιρκινέζι (λκ.).ΊΙ α.κ·θ.(παλ.) άνθρωπος ελαφρόμυαλος, φλύαρος. пуспеть, -ёет р.δ. αδειάζω, εκκενώνομαι. II μτφ. ερημώνομαι (απο κατοίκους)· улицы НО- НОЧЬЮ -еют οι δρόμοι τη νύχτα ερημώνουν. ПусТИТЬ, Пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. 1 α- αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ· - на ВОЛЮ αφή- ελεύθερο· он схватил его и не хотел - αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε. 2 επιτρέπω· Я бОЯЛСЯ, ЧТО отец Не -ИГ меня φοβήθηκα, μή- μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας· - пассажиров В вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόν ι. II βγάζω στη βοσκή · - коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή. II (παλ.) στέλλω επιστολή. 3 θέτω, βάζω σε κίνηση, λει- λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)· - новый за- завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστά- εργοστάσιο· - мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή. II αφήνω να διαρεϋσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.). II με την· πρόθ. Β υπο- υποβάλλω· βγάζω· θέτω· - В переработку επεξερ- γάζω· - В продажу βγάζω για πούλημα· - Β Обращение θέτω σε κυκλοφορία· - в ХОД χρη- χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια. II με την πρόθ. ПОД αφήνω· παραδίνω· - Поле ПОД рожь, ПОД пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανά- αγρανάπαυση· все деревья - под топор όλα τα δέ- δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω). 4 ρίχνω, πετώ· κινώ, κυλώ· κατευθύνω· - шар ПО СТОЛу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι· . - КО дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)· - ка- мень В окно ρίχβω πέτρα στο παράθυρο. 5 διαδίδω, κυκλοφορώ· διασπείρω- - слух δια- διαδίδω φήμη· - сплетню κουτσομπολεύω. II λέ- λέγω, προφέρω. II αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.). 6 βγάζω, (ανα)φϋω· - ростки βγάζω βλαστάρι* (βλασταίνω)· - корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ). 7 προσδίδω χρώμα, απόχρωση. II εκφρ. - кровь кому ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον - В Оборот βάζω σε χρήση. II -СЯ 1 ξεκινώ, εκκινώ· - В дорогу ξεκινώ για δρόμο* - В ПОГОНЮ το βάζω στο κυνηγητό· бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια. 2 αρχίζω κάτι. II επιδίδομαι, ασχολούμαι· - Β литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία. 3 αποτολμώ, αποκοτώ· ρίχνομαι. пусто επίρ. αδειανά. II ως κατηγ. δεν υ- υπάρχει (δεν είναι, δεν έχει) τίποτε, είναι άδειο* В копилке - ο κουμπαράς είναι άδειος* В комнате было - το δωμάτιο ήταν άδειο. II εκφρ. то густо, то -; разом густо, разом - πότε πολύ, πότε τίποτε, πότε γεμάτο, πότε ά- άδειο* чтоб тебе (ему, вам, им) - было - που να σε πάρει ο διάβολος. пустобрёх, -а α. (απλ^ βλ. пустолайка. II μτφ. ψέμα, ψεύτικη διάδοση. пустовать, -тует ρ.δ. είμαι, παραμένω ά- άδειος, κενός* помещение -тует о χώρος είναι άδειος. пустоголовый επ., βρ: -лов, -а, -ο κου- φιοκέφαλος, κουφόμυαλος, φυρόμυαλος, κουφό- νους. ПУСТОДОМ, -а α. (παλ.) ανοικοκύρευτος, α- ανεπρόκοπος. пустозвон, -а α. αερολόγος, κενολόγος, λο- γοκόπος, αεροκοπανιστής· μεγαλορρήμονας. пустозвонить р.δ. αερολογώ, κενολογώ, αε- αεροκοπαν ίζω, λέγω μπούρδες, παπαρδέλες· με- γαλορρημονώ. пустозвонный επ. κούφιος, άδειος, κενός (περιεχομένου)· ~ые разговоры χαμένες κου- κουβέντες, αεροκουβέντες, αερολογίες, αρλούμπες. пустозвонство, -а ουδ. αερολογήματα, αε- αεροκουβέντες, μπούρδες, παπαρδέλες, σαπουνό- φουσκες* μεγαλορρημοσυνη. пустой επ., βρ: пуст, -а, -о. 1 άδειος, κενός* κούφιος* ~ая бочка άδειο βαρέλι· -ая коробка άδειο κουτάκι* - чемодан άδεια βα- βαλίτσα. II ακατοίκητος· - дом ακατοίκητο σπί- σπίτι. II ελεύθερος· у нас был - урок ένα μάθη- μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα. II ακαρύκευτος, ανάρτυτος· -ые щи ανάρτυτη λα- χανόσουπα (μόνο λάχανο). 2 μτφ. κούφιος, ε- λαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λει- νου,λειψός. 3 Ρ·τφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος·-ые стра- страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι. II α- ανώφελος, άκαρπος· χωρίς περιεχόμενο. 3 ασή- ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός. 4 ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα. II εκφρ. -Ое место τ ΐ/- ποτένιος (κούφιος) άνθρωπος* С ~ыми руками прийти έρχομαι με αδεινά τα χέρια*уйти -ы- ми руками φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρα- (άπρακτος)· -ые фразы· κούφια λόγια, φράσεις χω- χωρίς περιεχόμενο. Пустолайка, -И θ. σκυλί που γαυγίζει χω- χωρίς λόγο, αναίτια, στα χαμένα. пустомеля, -и, γεν. πλθ. -ей α.κ.θ. αερο- αερολόγος, κενολόγος, αεροκοπανιστής, φλύαρος, φαφλατάς.
пуо 297 пут Пустопорожний επ. κενός, άχτιστος- -ое место άχτιστο μέρος (χώρος). 11 μτφ. κενός περιεχομένου, χωρίς περιεχόμενο· -ая фраза κούφια φράση. пустослов, -а α. αερολόγος, κενολόγος, α- εροκοπανιστής, φλύαρος, παπαρδέλας. пустословить, -влю, -вишь р.δ. αερολογώ, αεροκοπανίζω, κενολογώ, λέγω μπούρδες, πα- παρδέλες. пустота, -Ы θ. 1 το κενό, κενότητα, ανυ- ανυπαρξία. 2 το ουράνιο διάστημα. 3 1*τ9· έλ- έλλειψη, ανυπαρξία. 4 (τεχ.) το κενό· -ТЫ В чугунном ЛИТЬё τα κενά στο χυτοσ'ιδερο. пустотелый επ. κοίλος, κούφιος, άδειος, κενός. пустотный επ. βλ. пуетотелый. пустоцвет, -а α. αγονιμοποίητο άνθος. II μτφ. άνθρωπος στείρος (χωρίζ δημιουργικότη- δημιουργικότητα). пустошить, ~шу, -пзйшь ρ.δ.μ. (παλ.) βλ. опустошить. ПУСТОШНЫЙ*επ. άδειος, κενός· ακατοίκητος· ακαλλιέργητος. пустотный κ. (παλ.) Пустотный2 επ. 1 (απλ.) τιποτένιος, μηδαμηνός, ασήμαντος. 2 (παλ.) ανόητος, κουτός. Пустошь, -И θ. μέρος, τόπος ανοικοδόμη- τος ή ακαλλιέργητος. ПУСТЫННИК, ~а α., -Ца, -Ы θ. ερημίτης, ε- ρημίτισσα, ασκητής, -ήτρια. пустынческий επ. ερημιτ,ικός, ασκητικός. пустыножитель, -я α. βλ. пустынник. пусшножительство, ~а ουδ. ερημική, ασκη- ασκητική ζωή. ПУСТЫННОСТЬ, -И θ. ερημιά (ανυπαρξία αν- ανθρώπων) . пустынный επ., βρ: -тынен, -тынна, -тын- НО. 1 της ερήμου. 2 ερημικός, έρμος, ακα- ακατοίκητος· - Остров ερημονήσι. ПУСТЫНЬ, κ. (διαλκ.) ПуСТЫНЯ, -И θ. (παλ.) 1 ασκητήριο, ασκηταριό. 2 μοναστήρι. пустыня, -И, γεν. πλθ. -тынь θ. έρημος. И ερημιά, ακατοίκητο ή ασύχναστο μέρος. Пустырь, -Я α. ανοικοδόμητο, παρατημένο μέρος. пустышка, -И θ. 1 πράγμα κούφιο, άδειο. 2 μτφ. άνθρωπος κούφιος, ελαφρόμυαλος, κουφό- μυαλος, κουφόνους. пусть μόριο κ. σύνδ. 1 «ς· - так и бу- будет ας γίνει έτσι, ας είναι έτσι· - гово- говорят, что ХОТЯТ ας λένε, ό,τι θέλουν - ОН говорит άς τον να λέει, ας λέει· - придёт, если он хочет ας έρθει, άμα θέλει· - бы είθε. 2 ας παραδεχτούμε, ας πούμε, ας υπο- θέσομε· - я ошибся, но эту ошибку я давно исправил ας πούμε ότι έκανα λάθος, όμως ε- εγώ απο καιρό το διόρθωσα. 3 έστω, ας είναι και, αν και. II εκφρ. - так ας είναι έτσι, σύμφωνος, δεν έχω αντίρρηση. пуСТЯК, -а α. 1 πράγμα τιποτένιο, μηδα- μηνό· μικροπράγμα· заниматься -ами ασχολού- ασχολούμαι με μικροπράγματα- поспорили из-за -ами συζήτησαν (φιλονίκησαν) για το τίποτε. II πράγμα φτηνότατο, μηδαμηνής αξίας, ευτελές.. II ποσό μηδαμηνό, ασήμαντο. 2 (συνήθως πλθ} пустяки, ~ΟΒ ανοησίες, κουταμίόφες. II ως κατηγ. (δεν είναι) τίποτε. пустяковина, ~ы θ. (απλ.) βλ. пустяк (ι σημ.). пустяковый επ. τιποτένιος, μηδαμηνός·-ая вещь τιποτένιο πράγμα· -ое дело τιποτένια υπόθεση, χαμένη δουλειά. II ευκολότατος, ευ- ευχερέστατος· -ая задача ευκολότατο πρόβλημα. пустячный επ. βλ. пустяковый. пустячок, -чка α. πραγματάκι τιποτένιο. путаник, -а α. μπερδεψιάρης, ανακατωσιά- ρης. путаница, -Ы θ. σύγχυση, μπέρδεμα, -ψιά, ανακάτωμα, -ωσιά, -ωσούρα· - В рассуждениях μπέρδεμα στους συλλογισμούς. путаность, -и θ. βλ. запутанность. путанный επ. βλ. запутанный. путать ρ.δ.μ. 1 μπερδεύω, ανακατεύω* - ВОЛОСЫ μπερδεύω τα μαλλιά* - НЙТКИ μπερ- μπερδεύω τις κλωστές. Π συγ*χύζω, κάνω σύγχυση· - Счёт μπερδεύω το λογαριασμό· Я всегда ИХ -аю - они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους* Я -аю ИХ имена μπερδεύω τα ονόματα τους. 2 μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω· не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε •σ' αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά). II πεδικλώνω. II εκφρ. - следы μπερδεύω τα ί- ίχνη (για εξαπάτηση). II -СЯ 1 περιπλέκομαι,- μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. II συγχύζομαι. 2 επεμβαίνω. 3 εμποδίζω (με την παρουσία μου). 4 περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κα- κατεύθυνση) . Путёвка, -И θ. 1 φύλλο πορείας· παροχή άδειας, δικαιώματος· έγκριση· εισιτήριο (σε σανατόριο , σπίτι ανάπαυσης х.т.т.)· 2 φύλ- φύλλο διαδρομής (για οδηγούς οχημάτων).Π εκφρ. - В ЖИЗНЬ φύλλο πορείας γι.α τη ζωή (γνώ- (γνώσεις, εφόδια). путеводитель, -Я α. 1 (παλ.) οδηγός, ξε- ξεναγός. 2 οδηγός ταξιδιώτη (βιβλιαράκι). путеводительный επ. (παλ.) βλ. путевод- путеводный. путеводный επ. οδηγητικός, κατευθυντήρι- κατευθυντήριος. II εκφρ. -ая звезда το οδηγό αστέρι* -ая НИТЬ το νήμα (ο μίτος) της Αριάδνης. Путевой επ. 1 της σιδηροδρομικής ' γραμ-
пут 298 пух μής· - Обходчик κινητός φύλακας σιδηροδρο- σιδηροδρομικής γραμμής. 2 οδοιπορικός, ταξιδιωτικός· -ые записи, впечатления ταξιδιωτικές σημει- σημειώσεις, εντυπώσεις· -ые расходы (издержки) οδοιπορικά έζοδα. путёвый επ. (απλ.) βλ. путный. путеец, -тёйца α. 1 \κνχαΝν.*ός ч<х.х«.а*.ечп<; σιδηροδρομικών γραμμών. 2 υπάλληλος οδικός. путейский επ. οδικός· -ие рабочие οδικοί εργάτες. Путём1 επίρ. όπως πρέπει (χρειάζεται)· - ничего не знает όπως χρειάζεται τίποτε δεν ξέρει. путём1 πρόθ. με, δια, μέσο, δια μέσου,δια της οδού, με τη βοήθεια· создать НОВЫЙ сорт ПшеНЙЦЫ - скрещивания φτιάχνω νέα ποικι- ποικιλία σιταριού με διασταύρωση. путеобходчик, -а α. κινητός φύλακας σιδη- σιδηροδρομικής γραμμής. Путепровод, -а α. γέφυρα άνω και κάτω δι- διάβασης . путеукладка, -И θ. η κατασκευή σιδηροδρο- σιδηροδρομικής γραμμής. путешественник, -а α., -ца, -ы θ. ο,η οδοι- οδοιπόρος- ταξιδιώτης, -ισσα, περιηγητής, -τρία. путешествие, -Я ουδ. οδοιπορία· ταξίδι· περιήγηση· περιοδεία· - вокруг света ή кру- кругосветное ο γύρος του κόσμου- описание -ий περιγραφή ταξιδιών, το οδοιπορικό. путешествовать ρ.δ. 1 οδοιπορώ· ταξιδεύω· περιηγούμαι· περιοδεύω. 2 περιφέρομαι, κι- κινούμαι . путина, -Ы θ. 1 ορισμένη εποχή αλιείας· ЗИМНЯЯ - χειμερινή αλιεία. 2 (παλ.) οδός, δρόμος. ПуТЛЯТЬ р.δ. (κυνηγ.)· περιφέρομαι, τρι- τριγυρίζω· πλανιέμαι. ПуТНИК, -а α., ~Ца, -Ы θ. οδοιπόρος, τα- ταξιδιώτης· δρομοκόπος, στρατοκόπος· διαβάτης. Путный επ. 1 δουλευτάρης, εργατικός. 2 ωφέλιμος· προκομμένος· - совет ωφέλιμη συμ- συμβουλή- он .ничего ~го не сделал αυτός τίπο- τίποτε της προκοπής δεν έκανε· - человек' προ- προκομμένος άνθρωπος. путовой επ. της ποδοπέδης, του κεδουκλιού. II της κνήμης του ζώου. ♦путч, -а α. εξέγερση, στάση· πραξικόπημα, κίνημα. ПУТЧИСТ, -а α. πραξικοπηματίας, κινηματί- κινηματίας, στασιαστής. ПУТЧИСТСКИЙ επ. πραξικοπηματικός, στασι- αστικός, του κινήματος. ПуТЫ, Пут πλθ. (ενκ. ДУТО, -а ουδ.) 1 πο- δοπέδη, πεδοϋκλι. 2 τα δεσμά, οι κλάπες. II μτφ. φραγμός, εμπόδιο· φρένο. путь, ~й α. 1 δρόμος, οδός· прямой - ί- ίσιος δρόμος· широкий - πλατύς (φαρδύς) δρό- δρόμος· санный - ελκηθόδρομος· запасной - πλά- πλάγια σιδηροδρομική γραμμή· ВОЗДУШНЫЙ - αερο- αεροπορική γραμμή. 2 μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέρ- ενέργειας, επίδρασης· каким -ём? με τι τρόπο; любым -ём με κάθε τρόπο. 3 πλθ. (ανατ.) τα άρ4α.ν«.· ЯЫХатекьн&е ~& χα α» «я» вдет \,ча όρ- όργανα. 4 ταξίδι- направляться в далёкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι. 5 δρομολόγιο· СбЙТЬСЯ С ~Й ξεφεύγω (παρεκκλίνω) απο το δρόμο, χάνω το δρόμο· держать - τηρώ την κατεύθυνση. II μέσον - К Достижению δρόμος για την επίτευξη. 6 όφελος, κέρδος· КОЛИ будет - αν θα υπάρξει όφελος. II ех«рр. жиз- жизненный - η πορεία της ζωής· ОКОЛЬНЫМ (ОбХО- дным) -ём πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο· последний ~ о δρόμος προς την τελευταία κα- κατοικία, η. κηδεία: счастливый-!, СчастлЙ- ΒΟΓΟ -Й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι Ι ώρα καλή! -й сообщения η συγκοινωνία· без -и (απλ.) μάταια, άσκοπα· на -Й к чему ή ПО -й чего βαδίζοντας προς· ПО -Й α) καθ' οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα· не ПО -Й С кем διαφορετικό δρό- δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)· за- забыть - куда ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)· быть на -й к чему πλησιάζω προς κάτι· вывести на - βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοι- κοινωνία· стать (стоять) поперёк -й кому; сто- стоять (стать) на ~Й чьем στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον стоять на хорошем (пра- (правильном) -И στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά· СТОЯТЬ (на- (находиться) на ложном -й; идти по ложному -и δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλ- εσφαλμένη οδό. *пуф? ~а α. σκίμπους, σκαμνί χαμηλό και πλα- πλατύ. *пуф? -а α. ψευδής αγγελία, επινόηση,ψέμα. пух, -а, προθτ. о пухе, в пуху, на пуху, πλθ. δεν έχει- α. το πούπουλο. II το χνούδι. II εκφρ. В ~(и прах) τελείως, ολοκληρωτικά- разбить неприятеля В - συντρίβω τον εχθρό· разодёТЬСЯ В - И прах ντύνομαι, άψογα και πλούσια· НИ -а НИ пера (ευχή) καλή επιτυ- επιτυχία· рыльце В -у έχει και αυτός την ουρί- ουρίτσα του μέσα (είναι ανακατεμένος σε κακή πράξη). ПУХЛОСТЬ, -и θ. παχουλότητα. Пухлощёкий επ. πρησκομάγουλος, φουσκομά- γουλος. Пухлый επ^ βρ: пухл, пухла, пухло αφρά- αφράτος, παχουλός, φουσκωτός· -ые щёки αφράτα μάγουλα· -ые губы αφράτα χείλη· - снег α-
пух 299 шиё φράτο χιόνι. И παχουλός· γεμάτος· - человек παχουλός άνθρωπος. пухлявый επ. βλ. пухлый. пухнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пухнул κ. пух, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. пухнувший к. пухший р.6. φουσκώνω, πρήζομαι· у меня ру- рука -нет το χέρι μου πρήζεται. II εκφρ. го- голова -нет ζαλίζεται το κεφάλι (απο εντατι- εντατική πνευματική εργασία, πλήθος εντυπώσεων κ. τ.τ.). пуховик, -а α. βλ. перина. пуховка, -И θ. τούφα χνουδωτή. пуховый επ. 1 πουπουλιένιος· χνουδωτός. 2 που έχει, φέρει πούπουλα, χνούδι. Пухоед, -а α. έντομο πτιλοφάγο. Пучеглазие, -Я ουδ. ε"ζοφθαλμία. пучеглазый επ., βρ: -глаз, -а, -о εξόφθαλ- εξόφθαλμος , γουρλομάτης. Пучение, -Я ουδ. φούσκωμα· πρήξιμο· διό- διόγκωση· - ЖИВОта φούσκωμα της κοιλιάς. Пучина, -Ы θ. 1 άβυσσος θαλάσσια. 2 βαλ- τόλακκος. 3 λακκούβα. ПуЧИННЫЙ επ. αβυσσαλέος. Пучить,-чу, -ЧИШЬ р.δ.μ. 1 φουσκώνω, πρή- πρήζομαι* διογκώνομαι· ЖИВОТ -ИТη κοιλιά φου- φουσκώνει. 2 (απλ.) γουρλώνω· - глаза γουρλώ- γουρλώνω τα μάτια. II -СЯ φουσκώνω, πρήζομαι· διο- διογκώνομαι· тесто -ЛОСЬ το ζυμάρι φούσκωσε. II γουρλώνω (αμ.)· глаза у него -ЛИСЬ τα μάτια του γούρλωσαν. Пучок, -чка α. 1 δεσμίδα, δεματάκι, μα- ματσάκι. 2 δέσμη· - света δέσμη φωτός (ακτι- (ακτινών) . пушечный επ. του πυροβόλου, του κανονιού· -ые ядра βλήματα πυροβολικού· - Выстрел κα- κανονιά· -ая стрельба κανονιοβολισμός, κανο-_ νίδι. пушинка, -И θ. χνουδάκι. пушистый επ. χνουδωτός· πουπουλένιος,πτι- λωτός. пушить, -шу, -ШЙШЬ р.δ.μ. 1 κάνω κάτι μα- μαλακό, αφράτο. 2 μαλώνω· επιτιμώ, επιπλήττω. II -СЯ γίνομαι αφράτος, μαλακός.' пушица, -ы θ. (βοτ.) είδος κύπειρου εριο- φόράς, χνουδωτής. пушка, -и, γεν. πλθ. -шек θ. πυροβόλο, κα- κανόνι· дальнебойная - το τηλεβόλο· противо- противотанковая - αντιαρματικό πυροβόλο. II εκφρ. ВЗЯТЬ на -у παίρνω τζάμπα, απλέρωτα ή με απάτη· как ИЗ -И ακριβώς, στην ώρα, στο λε- λεπτό, ταυτόχρονα, σύγκαιρα: -ОЙ (ИЗ -И) не прошибёшь (не пробьёшь) α) αδιαπέραστο πλή- πλήθος λαού. β) δεν του γυρίζεις το κεφάλι, έ- έχει αγύριγο κεφάλι* из -И ПО воробьям δια- διαθέτω κακώς, σπαταλώ τα έσοδα μου. пушкарский επ. του πυροβολητή. Κ εκφρ. - приказ (παλ.) διεύθυνση παραγωγής μπαρού- μπαρούτης, πυροβόλων κλπ. Пушкарь, -Я α. (παλ.). 1 πυροβολητής. 2 πυροβολοκατασκευαστης. пушнина, -Ы θ. (αθρσ.) δέρματα για γού- γούνες. Пушной επ. 1 γουναρ ικός, της γούνας* - то- товар εμπόρευμα γουνών (γουναρικών). 2 (για θηράματα) για γούνα. ПушОК, -шка α. χνουδάκι. пушёнка, -И θ. ασβέστη σβησμένη. Пуща, -И θ. δάσος, λόγκος δυσδιάβατος. Η απαγορευμένο μεγάλο μέρος δάσους. пущай (διαλκ.) βλ. пускай, пусть. пущать р.δ.μ. (διαλκ.) βλ. пускать. Пуще επίρ. (απλ.) περισσότερο, παραπάνω, πιο πολύ* ещё - ακόμα περισσότερο. II εκφρ. беречь - глаза φυλάγω πιο πολύ τα μάτια. пущий, επ. (παλ.) υπέρθ., β. ο"μεγαλύτερος, ο μέγιστος, ο υπεράνω όλων. II εκφρ. ДЛЯ -ей ■важности για πρόσδοση μεγαλύτερης σπουδαι- σπουδαιότητας . ♦пфенниг, -а α. το πφένιχ. пхать, пхаю пхаешь р.δ. βλ. пхнуть. пхнуть, пхну, пхнёшь р.σ.μ. (απλ.) σπρώ- σπρώχνω, ωθώ. пчела, -ы, πλθ. пчёлы θ. μέλισσα· рабо- рабочая - η εργάτιδα μέλισσα. пчелиный επ. μελισσινός, μελίσσιος, της μέλισσας· - мёд μέλι μελισσών* - улей κυψέ- κυψέλη μελισσών -ая матка η βασίλισσα των με- μελισσών. II ουσ. πλθ. -ые τα μελισσοειδή. пчёлка, -И θ. μελισσούλα. пчеловод, -а α. μελισσοκόμος, μελισσουρ- μελισσουργός, μελισσοτρόφος. * пчеловодный επ. μελισσοκομικός* -ая шко- школа μελισσοκομική σχολή. Пчеловодство, ~а ουδ. μελισσοκομία, με- λισσοτροφία, μελισσοκομική, μελισσουργία. II пасека. пчеловодческий επ. μελισσοκομικός, της μελισσοκομίας. пчелоед, -а α. μέροπας (επιστ.), μελισσο- μελισσοφάγος (λκ.). пчельник, -а α. βλ. пасека. пчеляк, -а α. (διαλκ.) βλ. пчеловод. пшеница -ы θ. σιτάρι, σίτος: озимая σιτάρι 'φθινοπωρινής σποράς· яровая - σιτάρι ανοιξιάτικης σποράς (διμήνια, τριμηνία). пшеничка, -и θ. 1 σιταράκι. 2 (διαλκ.) το στάχυ καλαμποκιού. пшеничный επ. σιτάρ ίσιος, -ρένιος* - хлеб σιτάρ ίσιο ψωμί· -ая мука σιτάλευρο. Пшёнка, -И θ. (απλ.) κουρκούτι κέχρινο. пшённик, а α. φαγητό με κύριο συστατικό' το κεχρί.
тле 300 пых ПШёВВНЙ επ. χέχρινος, απο κεχρί: -ая ка- каша κουρκοΰτι απο κεχρί. тлено, -а ουδ. τριμμένο κεχρί, πληγούρι κέχρινο. ШЮПС, -а α. το τίποτε, αέρας κοπανιστός. шлют, -а α. (παλ.) βλ. хлыщ, фат. ПЫЖ, -а α. 1 (κυνηγ.) οτουπί (γεμίσματος φυσιγγίων), τάπα. .(Ι βύσμα πυροβόλων. 2 (διαλκ.) το ακρόνηο, το κοράκι της πρώρης. ПЫЖИК, ~а α. 1 μικρή τάρανδος. 2 κοντός, χοντρός άνθρωπος. II γούνα απο τάρανδο. ПЫЖИКОВЫЙ επ. απο γούνα ταράνδον -ая шапка σκούφια απο γούνα ταράνδου. ПЫЖИТЬСЯ, -Жусь, -ЖИШЬСЯ р.б.1 καταβάλλω όλες τις προσπάθειες, βάζω όλα ' τα δυνατά, σφίγγομαι, κόβομαι. 2 βλ. кичиться. ПЫЖОВЫЙ επ. στουπίσιος, της τάπας. Пыл, -а (~У), προθτ. о -е, в -у α. 1 (παλ.) 1 φωτιά, φλόγα· ПИрОЖКИ С -у πιροσκί καυ- καυτά (μόλις βγήκαν απο τη φωτιά). 2 μτφ. θέρ- θέρμη, ζέση, φλόγα, πάθος, θεριακλίκι. Η εκφρ. В -у στη φωτιά, στο άναμμα* в -у сражения (бИТВЫ) στο άναμμα (στο κορύφωμα) της μάχης. ШЛатЬ ρ.δ. 1 φλέγομαι, καίγομαι· дрова -ЮТ τα καυσόξυλα καίγονται (φλογίζουν)· го- город -ет η πόλη καίγεται. II φωτίζω καιόμε- νος. 3 μτ9· κοκκινίζω· -ЮТ щёки κοκκινί- κοκκινίζουν τα μάγουλα· -ет ЛИЦО κοκκινίζει το πρόσωπο. 4 μτφ· κυριεύομαι απο αίσθημα* ОН -ет гневом αυτός φλέγεται (βράζει) απο το θυμό* -ет ЛЮбОВЬЮ φλέγεται απο αγάπη· ОН -ет страстью αυτόν τον καίει ο πόθος (καη- (καημός). пылевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно σαν τη σκόνη· κονιορτώδης* - песок άμμος σαν τη σκόνη. ПЫЛвВОЙ επ. κονιορτώδης. пылесос, -а α. σκούπα ηλεκτρική,μηχανική. ПЫЛИНКа, -И θ. 1 μόριο σκόνης. 2 (βοτ.) ο κόκκος της γύρης ПЫЛИТЬ, -ЛЮ, -лишь р.δ. σκονίζω, σηκώνω σκόνη, κονιορτό. II -СЯ σκονίζομαι. II σηκώ- σηκώνω σκόνη, κονιορτό. ПЫЛИЦа, -Ы θ. μεγάλο στρώμα σκόνης. ПИЛКИЙ επ., βρ: -ЛОК, -лка, -лко. 1 εύ- εύφλεκτος, ευφλόγιστος,, που καίγεται εύκο- εύκολα, γρήγορα* -ие дрова καυσόξυλα που καί- καίγονται εύκολα. II μεγάλος* - ОГОНЬ μεγάλη φωτιά. 2 μτφ. διακαής, θερμός, διάπυρος, έν- ένθερμος, φλογερός: ζωηρός· - юноша φλογερός νέος* -ое воображение ζωηρή (εξημμένη) φα- φαντασία. ПЫЛКООТЬ, -И θ. φλόγα, φλογερότητα, θέρ- θέρμη, πάθος. пыль, -и, προθτ. о -и,, в ~й е.1_ σκόνη* тонкий СЛОЙ -и λεπτό στρώμα σκόνης* облако -И σύννεφο σκόνης* ОН весь В ~И αυτός ει- κατασκονισμένος· сметать - ξεσκονίζω· 2 βλ. пыльца. ПЫЛЬНИК? ~а α. ο ανθήρας. ПЫЛЬНИК? -а α. κάλυμμα (ένδυμα) αδιαπέ- αδιαπέραστο απο τη σκόνη. ПЫЛЬНО ως κατηγ. είναι, υπάρχει σκόνη* Β комнате очень ~ στο δωμάτιο υπάρχει πολύ σκόνη. ПЫЛЬНЫЙ επ., βρ: -лен, -льна, -льно σκο- σκονισμένος* - ковёр σκονισμένο χαλί. ПЫЛЬЦа, -Ы θ. η γύρη (των λουλουδιών). пыльцевой επ. της γύρης· - мешочек о αν- ανθήρας* -Ое зерно о κόκκος της γύρης. пырей, -я α. (βοτ.) το αγρόπυρο (επιστ.), αγριάδα (λκ.)· Ползучий - αγρωστ'ιδα η έρ- έρπουσα. пырнуть, -ну, -НёШЬ ρ.σ.μ. (απλ.) χτυπώ* - НОЖОМ χτυπώ με το μαχαίρι (μαχαιρώνω)* корова его -ла рогами τον χτύπησε η αγελά- αγελάδα με τα κέρατα. пырять ρ.δ. βλ. пырнуть. Пытать, -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пытанный, βρ: -тан, -α, -ο ρ.δ.μ. 1 βασα- βασανίζω, υποβάλλω σε βασανιστήρια. II ταλαιπω- ταλαιπωρώ, καταπονώ. 2 (απλ.) δοκιμάζω, αποπειρώ- μαι να πράξω. 3 (διαλκ.) ρωτώ να πληροφο- πληροφορηθώ. 4 αποπειρώμαι, επιχειρώ. II -СЯ δοκι- δοκιμάζω, αποπειρώμαι, επιχειρώ. Пытка, -И θ. βασάνισμα, -μός* орудия -И όργανα (μέσα) βασανισμού. II πλθ. -И βασανι- βασανιστήρια, δεινά, μαρτύρια, τα πάθη* μαρτυρο- λόγιο. II μτφ. βάσανο, μαρτύριο, ψυχική τα- ταλαιπωρία. ПЫТЛИВОСТЬ, -И θ. ερευνητικότητα, φιλομά- θειο*>ι φιλοπραγμοσύνη. ПЫТЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -Ο φιλόσπου- δος, φιλομαθής, φιλεπιστήμονας* φιλοπράγμο- νας* ερευνητικός* - человек φιλοπράγμονας άνθρωπος* - ВЗГЛЯД ερευνητική ματιά* - ум ερευνητικό μυαλό. ПЫТОЧНЫЙ επ. του βασανισμού, βασανιστι- βασανιστικός* -Ые орудия όργανα βασανισμού. ПЫХ1, -а α. (παλ.). 1 κάψιμο. 2 φώτιση, λάμψη. 3 ρυθμικός ήχος μηχανής. || εκφρ. ОДНИМ -ОМ (απλ.) αμέσως στη στιγμή. ПЫХг επιφ. (ονοματοποιητικό) · παφ-^παφ, πουφ-πουφ, πιχ-πιχ. пыхать, пышу, пышешь к. пыхаю, пыхаешь, μτχ. ενεστ. пышущий р.δ. 1 (^к.2» ΐφόσ. δεν έχει)· καίω, θερμαίνω* печь -шет жаром о φούρνος καίει πολύ, ψήνει. II φωτίζω, λάμπω. 2 βλ. ПЫХТёть B σημ.). 3 μτφ. βράζω* α- αφρίζω*-- злобой αφρίζω απο το κακό μου. II ακτινοβολώ, λάμπω, χαίρω* весь ОН -ШбТ ЗДО- ровьем αυτός χαίρει άχρας υγείας.
пых 301 пят пыхнуть р.σ. βλ. пыхать.(ι, 2 σημ.). ПЫХТёние, -Я ουδ. 1 λαχάνιασμα, κοντανά- σεμα. 2 ρυθμικός ήχος μηχανής. ПЫХТеТЬ, -Хчу, -ХТЙШЬ р.δ. 1 λαχανιάζω, ασθμαίνω, κοντανασαίνω, πνευστιώ. II μτφ. κο- κοπιάζω, καταπονούμαι· - над решением, задачи καταπονούμαι να λύσω το πρόβλημα. 2 (για μη- μηχανή) · χτυπώ ρυθμικά. II βγάζω καπνό απο το στόμα. ПЫШКа, -И θ. 1 είδος μπογάτσιας. 2 (για παιδί ή γυναίκα)· παχουλό, -ή. ПЫШНО επίρ. πολυτελώς* πλουσιοπάροχα. ПЫШНОВОЛОСЫЙ επ. μαλλιαρός. ПЫШНОСТЬ, -И θ. 1 απαλότητα· το αφράτο. 2 πολυτέλεια, μεγαλοπρέπεια. 3 στόμφος, το πομπώδες. Пышный επ., βρ: ~шен, -шна, -шно. 1 αφρά- αφράτος· απαλός· - снег αφράτο χιόνι· -ЗЯ булка αφράτη φραντζόλα· -ЭЯ женщина (μτφ.) αφράτη γυναίκα. II πυκνός, δασύς· -ые ВОЛОСЫ πυκνά μαλλιά. 2 πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος· - убор πολυτελές στόλισμα* - наряд πολυτελής ενδυμασία. 3 ^τφ. πομπώ-~ δης, στομφώδης· -ые фразы πομπώδεις ' φρά-, σεις. 4 φαρδύς και ελαφρός: διογκωμένος, φουσκωμένος, φουσκωτός· ~ое платье φουσκωτό φόρεμα. «пьедестал, -а α. βάθρο, υπόβαθρο. Π το κύρος. "пьезоэлектричество, -а ουδ. πιεζοηλεκτρι- σμός. "пьексы, пьекс πλθ. παπούτσια για σκι. "пьеро α. άκλιτο· το προσωπικό του γαλλι- γαλλικού λαϊκού θεάτρου. "пьеса, -Ы θ. 1 θεατρικό έργο. 2 μουσικό κομμάτι. 3 (παλ.) μικρό λογοτεχνικό έργο. •ПЬЮЩИЙ επ. κ. ουσ. πιοτής* πότης. пьянеть, -его, -еешь р.δ. μεθώ* он пьёт, а Не -ёет αυτός πίνει, όμως δε .μεθά. II μτφ. κατέχομαι απο πάθος* она -ёет ОТ ЛЮбВЙ αυ- αυτή μεθά απο αγάπη* - ОТ МУЗЫКИ μεθώ απο τη μουσική* - ОТ радости μεθώ απο χαρά. ПЬЯНИТЬ, -НЙТ ρ.δ.μ. 1 μεθώ κάποιον* ВИНО его быстро -НЙТ το κρασί τον μεθά γρήγορα. 2 αγάλλω· его -ЯТ успехи τον μεθάν οι ε- επιτυχίες. ПЬЯНИЦа, -Ы α.·, κ.· θ. μεθύστακας, μέθυσος, μεθοκόπος, μπεκρής. ПЬЯНКа, -И θ. μεθοκόπημα, μεθύσι. ПЬЯНСТВО, -а ουδ. μεθοκόπημα, μεθύσι. пьянствовать, -ствуго,' -ствуешь ρ.δ. μεθώ, μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω. ПЬЯЫчуга, -И α. κ. θ. (απλ.) μεθύστακας, μπεκρούλιακας. ПЬЯНЫЙ επ. 1 μεθυσμένος, πιομένος, σουρω- σουρωμένος, τραβηγμένος. Π ουσ. μέθυσος, , μεθύ- μεθύστακας. 2 μεθυστικός, του μεθυσμένου* -ые крики οι φωνές (κραυγές) του μεθυσμένου. II που επιφέρει μέθη* -ое ВИНО μεθυστικό κρα- κρασί. 3 Ι*τφ. κατεχόμενος απο πάθος* ОН . был ПЬЯН любовью ήταν μεθυσμένος απο αγάπη*она пьяна ОТ радости αυτή είναι μεθυσμένη απο χαρά. II εκφρ. С -ЫХ глаз; ПОД -ую руку* По -ОЙ лавочке; по -ому делу στη μέθη, όντας μεθυσμένος. ПЭ ουδ. άκλ. ονομασία του γράμματος Π. *Пэр, ~а α. ομότιμος, ευπατρίδης* πατρίκι- πατρίκιος. Пэрство, -а ουδ.(παλ.) πατρικιότητα, ομο- τιμία· αζίωμα, τίτλος πατρικίου. "Пюпитр, -а α. αναλόγιο. "пюре ουδ. άκλ. ο πουρές· картофельное πατατοπουρές. "ПЮООВЫЙ επ. (παλ.) καστανέρυθρος. пяденица, -Ы θ. είδος κάμπιας. пядень, -и θ. (παλ.) βλ. пядь. ПЯДЬ, -и, γεν. πλθ. -ей θ. (σ)πιθαμή. II εκφρ. НИ -И земли ούτε μια σπιθαμή γης (ε- (εδάφους)* семи -ей во лбу τετραπέρατος, με- μεγαλοφυής, πάνσοφος. ' : ™ ПЯЛИТЬ ρ.δ.μ. (απλ.). 1 τεντώνω, καργάρω, τεζάρω. 2 φορώ, ντύνω με δυσκολία. II εκφρ. - глаза на кого, что (απλ.) καθηλώνω, καρ- καρφώνω τα μάτια σε κάποιον, σε κάτι. II -СЯ 1 κοιτάζω επίμονα* ЧТО'-ИШЬСЯ на меня τι με κοιτάζεις έτσι (επίμονα). 2 (διαλκ.) ντύνο- ντύνομαι κομψά, στην τρίχα. Пялка, ~И θ. εντατήρας, τανυτήρας, όργα- όργανο τεντώματος. пяло, -а ουδ. βλ. пялка. пяльцы, -лец, -льцам πλθ. τελάρο κεντήμα- κεντήματος. ПЯСТНЫЙ επ. μετακαρπιακός. ПЯСТЬ, -И θ. το μετακάρπιο. пята, -ы, πλθ. пяты, пят, пятам θ. βλ. пя- пятка A σημ.). II πόδι. II (τεχ.) στήριγμα. II εκφρ. ДО ПЯТ ως τη φτέρνα (πολύ μακρύς)· ПО -ам κατά πόδας, στο κοντό· ПОД -ОЙ κάτω α- απο το πέλμα (του καταχτητή κ.τ.τ.)· υποδου- υποδουλωμένος* С (от) головы до пят απο το κεφάλι ως τα πόδια, απο πάνω ως κάτω. пятак, -а α. η πεντάρα, κέρμα πέντε καπι- κιών. Пятаковый επ. (απλ.) πενταρίσιος, αξίας πέντε καπικιών. пятачковый επ. βλ. пятаковый. пятачок, -чка α. 1 βλ. пятак. 2 ρύγχος, μουσούδα. 3 τόπος, γήπεδο ομαλό. Пятерик, -а α. (παλ.I απο πέντε μονάδες· верёвка - τριχιά απο πέντε σχοινιά* куль - τσουβάλι πέντε πουτιών* гиря - σταθμό πέντε κιλών. 2 (διαλκ.) υποζύγιο με πέντε άλογα.
пят 302 ПЯТ пятёрка, -И Θ. 1 о αριθμός 5. II αριθμός τραμ, λεωφορείου κ.τ.τ. II πεντάδα· лучшая - ПЛОВЦОВ η καλύτερη πεντάδα κολυμβητών. 2 το πεντάρι (ο άριστος σχολικός βαθμός). 3 πεντάρι στο παιγνιόχαρτο κ.τ.τ. 4 τάληρο, νόμισμα πέντε ρουβλιών. пятерной επ. 1 πενταπλούς. 2 πενταπλάσιος. пятерня, -Й, γεν, πλθ. ~ёй θ. η παλάμη, τα πέντε δάχτυλα· η φούχτα. Пятеро αριθμητικό αθρσ. πέντε· - человек πέντε άνθρωποι· - саней πέντε έλκηθρα· ИХ было - αυτοί ήταν πέντε. пятёрочник, -а α., -ца, -Ы θ. άριστος μα- μαθητής, άριστη μαθήτρια. ПЯТиалтНННЫЙ -ОГО ос. νόμισμα δεκαπέντε καπικιών. пятиборье, -я ουδ. το πένταθλο. ПЯТВВёрстка, -И θ. γεωγραφικός χάρτης πέ- πέντε βερστιών. ПЯТИВёрСТНЫЙ επ. πέντε βερστιών. СЯТНГЛавыЙ επ. 1 πεντακέφαλος· - дракон πεντακέφαλος δράκος. 2 με πέντε θόλους* ~ая церковь εκκλησία με πέντε τρούλους. пятигранник, -а α. (γεωμ.) το πεντάεδρο. пятигранный επ. πεντάεδρος* - обелискπε- ντάεδρος οβελίσκος. Пятидесятилетие, -Я ουδ. πεντηκονταετία. II πεντηκονταετηρίδα, τα πενηντάχρονα. Пятидесятилетний επ. πεντηκονταετής, πε- νηντάχρονος· -ЯЯ война πενηντάχρονος πόλε- πόλεμος· ~ человек πενηντάχρονος (πενηντάρης) άνθρακος. ПЯТИДесАтНИК, -а α. 1 (παλ.) διοικητής στρατ. τμήματος πενήντα ανδρών. 2 προοδευ- προοδευτικός κοινωνικός παράγοντας A850-1860). пятидесятница1, -ы θ. βλ. пятидесятник (г σημ.). ПЯТИДесЯТНИЦа' -Ы θ. η Πεντηκοστή (χριστ. γιορτή). пятидесятый αριθμ. τακτικό· πεντηκοστός ή της πέμπτης δεκαετίας· - номер πεντηκοστός αριθμός: -не ГОДЫ η έκτη δεκαετία. ПЯТИДНёвка, -И θ. το πενθήμερο. ПЯТИДНёвНЫЙ επ. πενθήμερος· - срок πενθή- πενθήμερη προθεσμία. ПЯТИКЛаССНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. μαθητής, -ήτρια της πέμπτης σχολικής τάξης. ПЯТИКЛАССНЫЙ επ. των πέντε τάξεων -ая школа πεντατάξιο σχολείο· ~ое образование μόρφωση πέντε σχολικών τάξεων. Пятиконечный επ. των πέντε άκρων πεντά- πεντάκτινος· σχήματος πεντάλφα· -ая звезда πε- πεντάκτινο αστέρι ή σχήματος πεντάλφα. пятикопеечный επ. των πέντε καπικιών -ая монета νόμισμα πέντε καπικιών -ая марка ένσημο πέντε καπικιών. пятикратный επ. πενταπλάσιος· В -ОМ раз-, мере στο πβνταπλάσιο, πενταπλάσια. - · пятилетие, -я ουδ. 1 πενταετία, πεντάχρο- πεντάχρονο· последнее - η τελευταία πενταετία. 2 η επετηρίδα (επέτειος). Пятилетка, -и θ. 1 πενταετία, πεντάχρονο. 2 πλάνο πεντάχρονο. 3 πενταετής, πεντάχρο- πεντάχρονος· Девочка— κορίτσι πεντάχρονο. пятилетний επ. πενταετής, πεντάχρονος· срок πεντάχρονη προθεσμία* «-ее дерево "πε- "πεντάχρονο δέντρο* - Юбилей πενταετηρίδα. ПЯТИМеСЯЧНЫЙ επ. πεντάμηνος* - ребёнок πεντάμηνο παιδάκι. пятиминутка, -и θ. συνέλευση, συγκέντρωση πρόχειρη, σύντομη (πέντε λεπτών). ., . пятиминутный επ. πεντάλεπτος* - разговор πεντάλεπτη συνομιλία. пятина, -Ы θ. (παλ.) μία των πέντε περιο- περιοχών του Νόβγκοροντ. пятирублёвка, -и θ. νόμισμα πέντε ρουβλιών. ПЯТИРублёВЫЙ επ. αξίας πέντε ρουβλιών. пятисложный επ. πεντασϋλλαβος· -ое слово πεντασύλλαβη λέξη. ПЯТИСОТенныЙ επ. αξίας πεντακοσίων ρου- ρουβλιών . ПЯТИСОТка, -И θ. απόσταση 500 μέτρων. Пятисотлетие, -Я ουδ. πεντακοσαετία. ΙΙπε- ντακοσαετηρ ίδα. пятисотлетний επ. της πΛτακοσαετίας. II της πεντακοσαετηρίδας. ПЯТИСОТЫЙ (αριθμητικό τακτικό)· πεντακο- σιοστός. - пятистенка, -й θ. ίζμΐϊα μ,ε ένα μεσοχώρι,- σμα, πεντάτοιχη. ПЯТИСТенныЙ επ. με πέντε τοίχους. ПЯТИСТИШие, -Я ουδ. πεντάστιχο. ПЯТИСТОПНЫЙ επ. (φιλγ.) πεντάμετρος, απο- αποτελούμενος απο πέντε μετρικά πόδια. ПЯТИТОНКа, -и θ. μηχανή ανύψωσης βάρους πέντε τόνων. ПЯТИТОННЫЙ επ. πέντε τόνων - груз φορ- φορτίο πέντε τόνων. ПЯТИТЫСЯЧНЫЙ (αριθμητικό τακτικό) πεντε- χιλιοστός. II πέντε χιλιάδων -ая толпа πλή- πλήθος πέντε χιλιάδων. II αξίας πέντε χιλιάδων - дом σπίτι αξίας πέντε χιλιάδων. пятить, пячу, пятишь ρ.δ.μ. σπρώχνω προς τα πίσω. II -СЯ οπισθοχωρώ, υποχωρώ. II μτφ. αρνούμαι, δεν εκπληρώνω, δεν τηρώ· - от обе- обещаний δεν εκπληρώνω τις υποσχέσεις. ПЯТИУГОЛЬНИК, ~а α', (γεωμ.) πεντάγωνο. ПЯТИУГОЛЬНЫЙ επ. πεντάγωνος. пятишница, ~ы θ. (απλ.) βλ. пятирублёвка. пятиэтажный επ. πενταώροφος. Пятка, -и θ. φτέρνα, πτέρνα* ходить на -ах βαδίζω στις φτέρνες* -И чулок οι φτέρνες των
пят 303 раб καλτσών. 2 (τεχ.) στήριγμα. II εκφρ. пока- . зать -и το βάζω στα πόδια· наступать на ~и φτάνω πολύ κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω· С (ОТ) ГО- ГОЛОВЫ (макушки) до пяток βλ. στη λέξη пята. пятнадцатый αριθμ. τακτικό* δέκατος πέ- πέμπτος· ~ раз δέκατη πέμπτη φορά. пятнадцать, -и о αριθμός 15.11 το ποσό 15. ПЯТНаТЬ р.δ.μ. 1 κυρλξ. κ. μτφ. κηλιδώνω, αφήνω κηλίδες, λεκιάζω· μουτζουρώνω. 2 χτυ- χτυπώ με το τόπι ή εγγίζω με το χέρι. II ..-ОЯ κηλιδώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. пятнашки, ~шек πλθ. κυνηγητό (παιγνίδι). ПЯТНИСТЫЙ επ. στικτός, που φέρει στίγματα, παρδαλός· - щенок παρδαλό κουτάβι. пятнйть(ся) р.σ. βλ. пятнать(ся).ι σημ. ПЯТНИПа, -Ы θ. Παρασκευή (μέρα της εβδο- εβδομάδας)· семь -иц на неделе у кого αλλάζει γνώμη όπως τα εσώρουχα. пятно, -а, πλθ. пятна, ~тен, -тнам ουδ. 1 στίγμα· σημάδι· лицо в красных ~ах πρόσωπο με κόκκινα στίγματα. II κηλίδα, λεκές· - На скатерти ОТ ВИНа λεκές στο τραπεζομάντηλο απο το κρασί· чернильное - λεκές απο με- μελάνη, μελανιά· жировое ~ η λίγδα, λιγδιά· ВЫВОДИТЬ -а βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω. раб, -а α. 1 δούλος· -ы и рабовладельцы δούλοι και δουλοκτήτες· восстание -ОВ εξέ- γερση των δούλων. II υπήκοος, υπόδουλος, σκλά- σκλάβος, ραγιάς. 2 μτφ. υποχείριο, ανδράποδο, δουλοπρεπής. 3 μτφ. ο κυριαρχούμενος, ο πα- παρασυρόμενος · - своих страстей δούλος των πα- παθών του. II εκφρ. - божий (παλ.) δούλος του θεού. раба, -ы θ., πλθ. рабыни η δούλη, -α. *рабатха, -И θ. ανθοστοιχία рабий, -ья, -ье επ. 1 (παλ.) δουλικός, του δούλου· ~ье послушание δουλική υπακοή·, -ьи привычки συνήθειες δούλου. рабкор, -а α. εργατικός ανταποκριτής. рабовладелец, -льца α., -лица, ~ы θ. δου- λοκτήτης, -τρία. рабовладельческий επ. δουλοκτητικός· строй το δουλοκτητικό κοινωνικό καθεστώς. рабовладение, -я ουδ. δουλεία· эпоха -я εποχή της δουλείας. раболепие, ~Я ουδ. δουλοπρέπεια,δουλοφρο- σύνη· ραγιαδισμός· τυφλή υπακοή. раболепный επ., βρ: -пен, -пна, -пно δου- δουλοπρεπής, δουλόφρονας, δουλικός. 2 μτφ. ηθικό ρύπος, καταισχύνη, στίγμα· ЭТОТ поступок будет ему вечным -ом αυτή η πράξη θα του μείνει κηλίδα σ' όλη του τη ζωή || солнечные -а οι ηλιακές κηλίδες. ПЯТНЫШКО, ~а ουδ. κηλιδίτσα· στιγματάκι. пяток, -тка α. η πεντάδα· ~ ЯЙЦ πεντάδα αυγών. II (παλ.) Παρασκευή (μέρα εβδομάδας). пяточный επ. της φτέρνας· -ая кость το κόκκαλο της φτέρνας. ПЯТЫЙ (αριθμ. τακτικό). 1 πέμπτος· - этаж πέμπτος όροφος. 2 ουσ. ~ая θ. το πέμπτο· -ая населения το ένα πέμπτο του πληθυσμού. · II εκφρ. нужен как собаке гая нога χρειάζε- χρειάζεται όσο ο πέμπτος τροχός του αμαξιού. ПЯТЬ, -и, οργν. пятью (αριθμ. ποσοτικό). 1 ο αριθμός 5. дважды пять - десять δύο επί πέντε - δέκα. II ποσό· - метров πέντε μέτρα. 2 ο σχολικός βαθμός 5 (πεντάρι), άριστα, пятьдесят, пятидесяти, οργν. пятьюдесятью (αριθμ. ποσοτικό). 1 ο αριθμός 50.II ποσό 50. пятьсот, пятисот, пятистам, пятьюстами, о пятистах (αριθμ. ποσοτικό)· ο αριθμός 500. И ποσό 500. пятьсот метров πεντακόσια μέτρα. ПЯТЫ) επίρ. επί· - пять - двадцать пять πέντε επί πέντε - είκοσι πέντε. Ρ раболепство, ~а ουδ. βλ. раболепие. раболепствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. δουλοφρονώ, φέρνομαι δουλοπρεπώς, δουλικά. работа, ~ы θ. 1 εργασία, δουλειά· физиче- физическая*- χειρονακτική (σωματική) εργασία· ум- ственная - πνευματική εργασία· научная επιστημονική εργασία· тяжёлая - βαριά δου- δουλειά· Лёгкая - ελαφριά δουλειά· Чёрная χοντροδουλειά· женская - γυναικεία δουλειά. 2 πλθ. -Ы εργασ'ι'ες, δουλειές, έργα* поле- вые -ы αγροτικές δουλειές· принудительные -Ы καταναγκαστικά έργα·· фортификационные ~Ы οχυρωματικά έργα* мелиоративные -Ы εγ- γειοβελτικά έργα· Каторжные -Ы τα κάτεργα. II υπηρεσία, εργασία, δουλειά· поступить на -у πιάνω δουλειά· СНЯТЬ С -Ы απολύω απο τη δουλειά· сельскохозяйственные -ы γεωργι- γεωργικές εργασίες· раздать вс.ем -у δίνω σ' όλους δουλειά· быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος· искать ~у ψάχνω (να βρω δου- δουλειά). 3 έργο· печатные -Ы δημοσιευμένα έρ- έργα· дипломная ~ πτυχιακή εργασία (μελέτη)· выставка работ художника έκθεση έργων ζω- ζωγράφου· прочная - στέρεα (γερή) δουλειά. II
уча 304 рав εκφρ. брать (взять) на -у α) · προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό. работать ρ.6. 1 εργάζομαι, δουλεύω· ~ Β ПОле εργάζομαι στο χωράφι.4 - на заводе ερ- εργάζομαι στο εργοστάσιο- - сверхурочно εργά- εργάζομαι υπερωρία- - В колхозе εργάζομαι στο κολχόζ· - ДНём И НОЧЬЮ εργάζομαι μέρα και νύχτα· ~ лопатой, МОЛОТКОМ δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί. 2 εκτελώ μια ειδική ερ- εργασία- - бухгалтером εργάζομαι λογιστής- - электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος- я рабо- работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος. 3 λειτουργώ- часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά- МОТОр ПЛОХО -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά· моё сердце хорошо -ет η καρ- καρδιά μου καλά δουλεύει. II είμαι ανοιχτός- би- блиотёка -ет до девяти часов вечера η βι- βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ. 4 φτιάχνω- - сапоги φτιάχνω μπότες. II εκφρ. - над собой τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι. II -СЯ 1 δουλεύω κανονικά, ρέγουλα. 2 φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευά- κατασκευάζομαι. работёнка, -И θ. (απλ.) δουλειά. работник, ~а α., -ца, -Ы θ. εργάτης, ερ- εργάτρια, δουλευτής, -εύτρα- υπάλληλος· εργα- τοτεχνίτης· στέλεχος. II (παλ.) μισθωτός ερ- εργάτης. II (παλ.) εργάτης. II εκφρ. домашняя -ца υπηρέτρια- εσωτερική. работный επ. (παλ.) βλ. рабочий; -ые дни εργάσιμες μέρες. работодатель, -Я α. εργοδότης. работорговец, -вца α. δουλέμπορος. работорговля, -и θ. δουλεμπόριο, -ία. работоспособность, -и θ. ικανότητα για ερ- εργασία. работоспособный επ., βρ: -бен, -бна, -о; ικανός για εργασία. II αποδοτικός. работяга, -И α. к. θ. δουλευτάρης, ~α, λευταράς, -ρού. работящий επ., βρ: -ТЯЩ, ~а, -е εργατικός, φιλόπονος, φίλεργος. рабоче-крестьянский επ. εργατοαγροτικός- -ое правительство εργατοαγροτική κυβέρνηση. рабочий? -его α. εργάτης- индустриальный εργάτης βιομηχανία»· фабричный - εργάτης φάμπρικας· железнодорожные -ие οι σιδηρο- σιδηροδρομικοί εργάτες. рабочий2 ~ая, -ее επ. 1 εργατικός· - класс εργατική τάξη· -ее движение εργατικό κίνημα· - ПОСёЛОК εργατική συνοικία. 2 ερ- εργαζόμενος· -ая молодёжь η εργαζόμενη νεολαία· -ые пчёлы εργάτριδες μέλισσες· ~ скот τα ζώα της δουλειάς (φορτηγά, αροτριόντα). 3 κινητός, κινούμενος· κινητήριος· -ие части машины τα κινητά μέρη της μηχανής· -ее ΚΟ- лесо о κινητήριος τροχός· - ход κίνηση της μηχανής. 4 εργάσιμος· -ее время ώρα εργασί- εργασίας· - день εργάσιμη μέρα. II της δουλειάς· - - костюм; -ая одежда τα ρούχα της δουλειάς. II εκφρ. -ая сила α) εργατική δύναμη· β) ερ- εργατικό δυναμικό, οι εργάτες. рабселькор, -а α. ανταποκτ'ιτής εργατοα- εργατοαγροτικός. рабский επ; 1 του δούλου, δουλικός. 2 ε- επαχθής, βαρύς, σκληρός (σαν του δούλου)" ТРУД ~ η σκληρή δουλειά· -ое положение κατάσταση δούλου. 3 δουλικός, δουλοπρεπής- ~ая покорность δουλική υποταγή- -ое послу- послушание δουλική υπακοή. рабство, -а ουδ. 1 δουλεία (ως κοινωνικό σύστημα). 2 σκλαβιά- турецкое - τούρκικη σκλαβιά. 3 μτφ. υτιοταγή. рабствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. (απλ.). φέρνομαι δουλικώς, δουλοπρεπώς· δουλοφρονώ. рабфак, ~а α. επιμόρφωση των εργατών, ερ- εργατική σχολή επιμόρφωσης. рабыня, βλ. раба. ♦равВЙН, ~а α. ραβίνος. раввинский επ. του ραβίνου. *равелЙН, -а α. ημικυκλικό οχύρωμα· равенство, -а ουδ. 1 ισότητα- - ГОЛОСОВ ισοψηφία- свобода, равенство и братство ε- ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα (σύνθημα της γαλ. επανάστασης)· - СИЛ ισοδυναμία- το " ι- ισοδύναμο. 2 (μαθ.) το ίσον знак -а το ση- σημείο ίσον (=). равнение, -Я ουδ. στοίχιση ή ζύγιση. равнина, -Ы θ. πεδιάδα, κάμπος. равниный επ. πεδινός, της πεδιάδας, κα- μπίσιος, του κάμπου. равно 1 (γραπ. λόγος)· επίρ. όμοια, Ίσα, εξ ίσου, το ίδιο, στον ίδιο βαθμό· Я люблю - всех МОИХ детей αγαπώ το ίδιο όλα μου τα παιδιά· ДЛЯ меня всё - για μένα είναι το ί- ίδιο)· мне всё - για μένα το ίδιο είναι. 2 ως κατηγ. ισούται· четыре плюс два - шести τέσ- τέσσερα και (συν) δύο κάνουν (γίνονται) έξι· восемь минус три - ПЯТИ οχτώ πλην τρία =πέ- ντε. 3 (γραπ. λόγος) επίσης, ομοίως. равно... (πρώτο συνθετικό)· ισο... равнобёдерный επ. (μαθ.) ισοσκελής- треугольный ισοσκελές τρίγωνο. равновеликий επ. ισομεγέθης. равновесие, -я ουσ. 1 ισορροπία- устойче- вое - σταθερή ισορροπία- привести й - ισορ- ισορροπώ κάτι- вывести ИЗ -Я διαταράσσω (χαλ- (χαλνώ) την ισορροπία· терять - χάνω την ισορ- ισορροπία. 2 μτφ. ηρεμία· душевное - ψυχική η- ηρεμία. равнодёйствущий επ. Ίσης επίδρασης, επιρ-
рав 305 рад ροής· -ая сила (τεχ.) η συνισταμένη των δυ- δυνάμεων. равноденственный επ. ισημερινός, της ιση- ισημερίας. равноденствие, -я ουδ. ισημερία· весеннее - η ισημερία της 21 Μάρτη· осеннее - η ι- ,σημερ'ια της 23 Σεπτέμβρη. равнодушие, -Я ουδ. αδιαφορία, απάθεια· проявлять - δείχνω αδιαφορία· бюрократиче- бюрократическое - γραφειοκρατική αδιαφορία· ОТНОСИТЬСЯ С -ем αδιαφορώ. равнодушно επίρ. αδιάφορα, απαθώς. равнодушный επ., βρ: -шен, ~шна, -шно α- αδιάφορος, ψυχρός, απρόθυμος· απαθής, αναί- αναίσθητος· - человек αδιάφορος άνθρωπος-~ вид αδιάφορη όψη. II χωρίς τάση, κλίση, έλξη· ОН -шен к шахматам δεν τον τραβάει το σκάκι. равнозначащий επ. (γραπ. λόγος)· βλ. равно- равнозначный. равнозначный επ., βρ: -чен, -чна, -чно·, ισότιμος· ομότιμος· ισοδύναμος· ισάξιος: ί- ίδιας (ίσης) σημασίας. равномерно επίρ. ισομετρικά, ισόμερα· εξ Ίσου* распределить обязанности ~ καταμερίζω εξ ίσου τις υποχρεώσεις· - развивается ισο- ισομετρικά αναπτύσσεται. II ομοιόμορφα, ομοιό- ομοιότροπα. равномерность, -И θ. ισομετρία, κανονι- κανονικότητα, αναλογικότητα. равномерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно ι- ισόμετρος, -ικός· ισομερής· συμμετρικός· κα- κανονικός· -ое развитие ισόμερη ανάπτυξη· ~ое Движение ομοιόμορφη κίνηση. II ομαλός. равноправие, -я ουδ. ισοπολιτεία, ισοτέ- λεια, πολιτική ισότητα, ισοτιμία· ισότητα δικαιωμάτων. равноправность, -и θ. βλ. равноправие. равноправный επ., -вен, -вна, ~вно ίσων δικαιωμάτων, ισότιμος, ισόνομος· быть -ЫМ είμαι ισότιμος πολίτης. равносильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ισοδύναμος· -ые армии ισοδύναμοι στρατοί.Η ισάξιος· ταυτόσημος· αντίστοιχος· όμοιος. равносторонний, -ЯЯ, -ее επ. (μαθ.) ισό- ισόπλευρος· ~ треугольник ισόπλευρο τρίγωνο. равноугольный επ. ισογώνιος· - многоуголь- многоугольный ισογώνιο πολύγωνο. равноценный επ., βρ: -ценен, -ценна, -о (κυρλξ. κ. μτφ.) ισότιμος, ισάξιος· ~ые то- товары ισότιμα εμπορεύματα· -ые работники ι- ισάξιοι εργάτες (ίδιας ικανότητας). равный επ., βρ: -вен, -вна, -вно ίσος, όμοιος· -ые СИЛЫ ίσες δυνάμεις· -ОЙ ДЛИНЫ, Ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πά- πάχους· быть - кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι· ισούμαι· ему нет рав- равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος· -ЫМ Об- Образом εξ ίσου, όμοια· на -ЫХ основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον относиться как к -ому, обращаться с кем как с ~ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον у НИХ ~ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότη- ικανότητες. равнять ρ.δ.μ. 1 εξισώνω· смерть -ет всех людей о θάνατος εξισώνει όλους τους ανθρώ- ανθρώπους. 2 συγκρίνω, παραβάλλω· - С собой συ- συγκρίνω με τον εαυτό μου. 3 ισοπεδώνω, ομα- λύνω· - землю, дорогу ισοπεδώνω το γήπεδο, το δρόμο. II ευθυγραμμίζω,.ζυγίζω· - шеренгу ευθυγραμμίζω το ζυγό (ζυγίζω). II -СЯ 1 ι- ισούμαι· ДОХОД -ется С расходу τα έσοχα ι- ισούνται με τα έξοδα. 2 ευθυγραμμίζομαι. II (προστκ.) -Йтесь! ζυγείτε! ζυγηθείτε! (πα- (παράγγελμα). 3 προσπαθώ να φτάσω, να ευθυ- ευθυγραμμιστώ, να εξομοιωθώ με κάποιον. 4 (μαθ.) εξισούμαι, ισούμαι, ισοδυναμώ, κάνω· четыре И три -ется семи τέσσερα και τρία «άνουν (ίσον) εφτά. II μτφ. αντιστοιχώ. *рагу ουδ. άκλ. το ραγ(κ)ού, είδος φαγητού. рад, ~а, -Ο ως κατηγ. 1 χαίρω, -ομαι· εί- είμαι ευτυχής· я весьма (очень) -, что вас визу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντη- συνάντησα)· Я ~ случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε* мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευ- ευτυχής» που το παιδί γύίισε στο σπίτι· ему везде -Ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος). 2 είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος· Я - умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα. II εχφρ. И не -; (И) сам не - λυπούμαι(γι' αυτό που συνέβη- συνέβηκε)· - (или) не -; хоть - хоть не - θέλο- θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων. рада, -Ы θ. 1 (παλ.). λαϊκή συνέλευση στην Ουκρανία. 2 συμβούλιο (υπουργών κ.τ.τ.). 3 αντεπαναστατική οργάνωση A7-18 αι.). ♦радар, ~а α. ραντάρ. радарный επ. του ραντάρ. радение, -Я ουδ. (παλ. κ. απλ.).1 ένθερμος ζήλος· μέριμνα, φροντίδα μεγάλη. 2 τελε- τελετουργία (αιρετικών). радетель, -Я α. (παλ.) -НИЦа, -Ы θ. ζηλωτής. радетельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно (παλ.) πολύζηλος, ολοπρόθυμος, προθυμότα- προθυμότατος· φροντίζων, μερίμνων. радеть, ~ёю, -ёешь р.δ. 1 (παλ. κ. απλ.) επιδίδομαι με ζήλο· φροντίζω, μεριμνώ πολύ. 2 κάνω τελετή, τελετουργώ (για αιρετικούς). радёхонек к. радёшенек, -нька, -нько πε- περίχαρος, περιχαρής, κατευχαριστημένος, από- απόλυτα ικανοποιημένος. II εκφρ. рад-радёхонек κ. рад-радёшенек βλ. радёхонек.
рад 306 рад раджа, -И α. ρατζάς, τίτλος Ινδού ηγεμόνα. ради πρόθ. με γεν. 1 χάρις, χάριν, για, δια, προς· не для себя, а - общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος· се- ΓΟ -, ТОГО - χάριν αυτού, εκείνου· χάριν του ενός, χάριν του άλλου· - дела χάριν της υπόθεσης· - него για χατήρι του. 2 για όνο- όνομα, εν ονόματι, στο όνομα· просить Христа - ζητώ στο όνομα του Χριστού· - дружбы στο ό- όνομα (χάριν) της φιλίας. 3 λόγω, ένεκα- развлечения για διασκέδαση· шутки ~ χάριν αστειότητας· - смеха για γέλιο. 4 γιατί, για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι· чего - ТЫ пошёл гуда? γιατί πήγες εκεί; его простили - молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος. раДВаЛЬВЫЙ επ. ακτινωτός. ♦радиатор, ~а α. ψυγείο μηχανής. II θερμο- πομπός, ραντιατέρ, σώμα καλοριφέρ. •радиация, -и θ. ραδιενέργεια, ακτινοβολία, ακτινενέργεια. радиевый επ. ραδιούχος· -ая руда ραδιούχο ορυκτό. ♦радий, -Я α. ράδιο (χημικό στοιχείο). ♦радикал? -а α. 1 ριζοσπάστης. 2 οπαδός του ριζοσπαστισμού. ♦радикал? ~а α. (μαθ. к.χημ.) ρίζα. радикализм, ~а α. ριζοσπαστισμός. радикально επίρ. ριζικά, βασικά. радикальность, -И θ. ριζοσπαστικότητα. радикальный επ.1 ριζικός, βασικός, ουσιώ- ουσιώδης· -ые изменения ριζικές αλλαγές· -ые ме- меры ριζικά μέτρα. II δραστικός· -ые средства (лекарства) δραστικά φάρμακα. 2 ριζοσπα- ριζοσπαστικός· -ая партия ριζοσπαστικό κόμμα. ♦радикулит, -а α. οσφυαλγία. ♦радио ουδ. άκλ. ράδιο, ραδιόφωνο· СЛу- шать - ακούω ράδιο· работать по - διορθώνω ράδια: ВКЛЮЧИТЬ - βάζω το ράδιο* ВЫКЛЮЧИТЬ - σβήνω το ράδιο. радиоактивность, -И θ. ραδιενέργεια- урана ραδιενέργεια του ουρανίου. радиоактивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно ραδιενεργός· -ые вещества ραδιενεργά^σώματα (ουσίες). радиоаппаратура, ~Ы θ. ραδιοσυσκευή. радиобиология, -И θ. ραδιοβιολογία. радиовещание, -Я ουδ. ραδιοφωνική εκπομπή. радиовещательный επ. ραδιοφωνικός* -ая станция ραδιοφωνικός σταθμός. радиоволна, -Ы θ. ραδιοκύμα. радиограмма, -Ы θ. ραδιογράφημα, ραδιστη- λεγράφημα. радиография, -И θ. ραδιογραφία. радиозОНТ, -а α. ραδιοβολίδα, ραδιομετεω- ρογράφος. радиокомбайн, -а α. ραδιοσυγκρότημα. радиокомментатор, ~а α. ραδιοσχολιαστής. радиола, ~Ы θ. ραδιογραμμόφωνο. радиолог, -а α. ραδιολόγος. ♦радиология, -и θ. ραδιολογία. радиолокатор, ~а α. ραντάρ. радиолокационный επ. του ραντάρ* -ая ан- антенна κεραία του ραντάρ. ♦радиолокация, -и θ. ραδιοεντοπισμός, το σύστημα ραντάρ. радиолюбитель, -Я α. ραδιοερασιτέχνης. радиолюбительский επ. ραδιοερασιτεχνικός. радиолюбительство, -а ουδ. ραδιοερασιτε- χνία. радиомаяк, -Ε α. ραδιοφάρος. радионавигация, -И θ. ραδιοναυτιλία. радиопередатчик, ~а α. ραδιοπομπός. радиопередача, -И θ. ραδιομετάδοση. радиоперекличка, -и θ. ραδιοεπικοινωνία. радиопостановка, -И θ. ραδιομετάδοση θεα- θεατρικού έργου ή σκηνής. радиоприёмник, -а α. δέκτης ασυρμάτου, ρα- ραδιόφωνο. радиоприёмный επ. του ασυρμάτου, ραδιοφω- ραδιοφωνικός. радиорепортаж, ~а α. ραδιορεπορτάζ, ζω- ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση. радиорупор, ~а α. μεγάλο ραδιοδυναμικό με- μεγάφωνο. радиосвязь, -И θ. ραδιοτηλεφωνία, ασύρμα- ασύρματη επικοινωνία. радиосеть, -И, πλθ. -ей ραδιοφωνικό δίχτυ. радиослушатель, -я α., -ница, ~ы θ. ραδι- οακροατής, -άτρια. радиостанция, -и θ. ραδιοσταθμός, ραδιο- ραδιοφωνικός σταθμός. радиостудия, -и θ. στούντιο ραδιοφωνίας. радиотелеграмма, ~ы θ. βλ. радиограмма. радиотелеграф, -а α. 1 ραδιοτηλέγραφος. 2 ίδρυμα ραδιοτηλεγραφικό. радиотелеграфия, -И θ. ραδιοτηλεγραφία. радиотелефон, ~а α. ραδιοτηλέφωνο. радиотелефония, -И θ. ραδιοτηλεφωνία. радиотелефонный επ. ραδιοτηλεφωνικός. радиотерапия, -и θ. ράδιοθεραπεία. радиотехник, -а α. ραδιοτεχνίτης. радиотехника, -И θ. ραδιοτεχνία, ραδιοη- λεκτροτεχνία. радиоточка, ~И θ. σημείο λήψης ραδιοκυ- ραδιοκυμάτων . радиотрансляционный επ. ραδιοαναμεταδοτι- κός. радиотрансляция, -И ραδιοαναμετάδοση. радиузел, -зла α. ραδιοφωνικός κόμβος(κέ- ντρο). радиофизика, -И θ. ραδιοφυσική.
рад 307 радиофикация, -И θ. ανάπτυξη ή εγκατάστα- εγκατάσταση ραδιοφωνικού δικτύου. радиофицировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. μ. αναπτύσσω ή επεκτείνω ραδιοφωνικό δίχχυ. II -СЯ καλύπτομαι απο ραδιοφωνικό δίχτυ, ♦радиофония, -И θ. ραδιοφωνία, радиохимия, -И θ. ραδιοχημεία. радиоцентр, -а α. ραδιοκέντρο. радиоэлектроника, -И θ. ραδιοηλεκτρονική. радировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μεταδί- μεταδίδω με το ράδιο. радист, -а α., -ка, -И θ. ασυρματιστής, ♦радиус, -а α. 1 (μαθ.) ακτίνα. 2 μτφ. το- τομέας, σφαίρα, έκταση· - действия ακτίνα δρά- δράσης. радовать, -ДУЮ, -дуешь р.δ*, μ. χαροποιώ. II -СЯ χαίρομαι, αγαλλιάζω· ευφραίνομαι· очень - χαίρομαι πολύ· душа -ется ευφραίνεται η ψυχή. радон, -а α. ραδόνιο. радонношй επ. ραδονιακός, του ραδονίου. раДОСТВО επίρ. κ. ως κατήγ. με χαρά, χα- χαρούμενα* χαρωπά. радостность, -И θ. χαρμόσυνη, χαρά. радостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 χαρούμενος, εύχαρος· χαρωπός· της χαράς* крик χαρούμενη φωνή· -ое ЧУВСТВО αίσθημα χα- χαράς· - день μέρα χαράς· Очень - πολύ χα- χαρούμενος, ολόχαρος. 2 χαρμόσυνος, χαροποι- χαροποιός· -ое известие χαρμόσυνη είδηση. радость, -И θ. χαρά· χαρμόσυνη· ευφροσύνη* большая радость μεγάλη χαρά· αγαλλίαση· ОН вне себя от радости είναι έξαλλος απο χαρά· прыгать от -и πηδώ απο χαρά· какая ~! τι χαρά! ты - МОЯ - είσαι η χαρά μου. II εκφρ. на ~ЯХ στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)· С какой ~И? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία; не В - είμαι άχαρος· ЖИЗНЬ была не В - η ζωή ήταν άχαρη. радуга, ~И θ. ουράνιο τόξο, ίριδα. радужина, ~Ы θ. η ίριδα του ματιού. радужка, -и θ. (απλ.) βλ. радужина. радужный επ. 1 ιριώδης. 2 μτφ. φωτεινός, λα- λαμπρός· εύθυμος· -ое будущее φωτεινό μέλλον* -ое настроение φαιδρότητα, ευθυμία· ~ая надежда φωτεινή ελπίδα. II εκφρ. -ая оболо- оболочка ίριδα του ματιού: видеть(представлять) В -ем свете παρουσιάζω (όλα) ρόδινα. радуница, -Ы θ. επιμνημόσυνη επιτάφια συ- συνήθεια την πρώτη μεταπασχαλινή εβδομάδα. радушие, -Я ουδ. εγκαρδιότητα, φιλοφροσύ- νη· ОТНОСИТЬСЯ С Необыкновенным -ем φέρνο- φέρνομαι με ασυνήθιστη (εξαιρετική)εγκαρδιότητα. радушно επίρ. εγκάρδια κλπ. επ.его встре- встретили - τον υποδέχτηκαν εγκάρδια. радушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно εγκάρ- раз διος, φιλόφρονος, θερμός, πρόσχαρος, καλό- δεχτος, καλοδεχούμενος· - приём εγκάρδια υ- υποδοχή· - ХОЗЯИН καλόδεχτος νοικοκύρης. раёк, райка α. 1 (παλ.) συσκευή διοπτρι- κή (για κοίταγμα εικόνων). 2 (φιλγ.) ρυθ- ρυθμικός σατιρικός μονόλογος. 3 υπερώον θεά- θεάτρου, η γαλαρία. ♦раж, ~а α. μανία, λύσσα, φρενίτιδα· ВОЙТЙ (прийти) В - μανιάζω, λυσσάζω,φρενιάζω, φρε- νιτιώ, με πιάνει το μπουρίνι. ражий επ. (απλ.) κατάγερος· σφιχτοδεμένος, γεροδεμένος· στ ιβαρός. раз1, -а, πλθ. разы, раз α. 1 φορά· один - μια φορά· два -а δυό φορές· пять раз (πλθ.) πέντε φορές· много раз πολλές φορές· вся- всякий - κάθε φορά· не - όχι μια φορά (επανει- (επανειλημμένα)· ИНОЙ (ДРУГОЙ) - άλλη φορά· - НЭ" всегда μια για πάντα· НИ -у ούτε μια φορά· в последний - (για) τελευταία φορά· в тот - εκείνη τη φορά· другой μερικές φο- φορές· - за ~ом αλλεπάλληλα· ~ на - не при- ХОДИТСЯ το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς· ещё - ακόμα μια φορά· - ОТ.-у απο περίπτωση σε περίπτωση. 2 (αριθμητικό)· έ- ένας, μία, ένα· раз, два, три ... ένα, δύο, τρία... II εκφρ. раз-два И ГОТОВО ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι· Β самый - α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώ- ώρα, πάνω στην ώρα, αποΐντο* НИ -у не... ού- ούτε μια φορά δεν... дать -а (απλ.) χτυπώ. раз* ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ. раз3 επίρ. μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα· - ОН приходит КО мне И говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει* £Ш1 со МНОЙ такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση. раз4 σύνδ. υποθετικός· αν, εάν, άμα, μια και· - не знаешь, НИ говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς. II εκφρ. - ЧТО... (παλ.) βλ. раз4. раз... (разо..., разъ..., рас...)· πρόθε- πρόθεμα. Ι. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρη- ρημάτων και σημαίνει: 1 κομμάτιασμα, χώρισμα σε μέρη: разбить, разломать, разрубить. 2 αποσύνδεση· ξεχώρισμα: развязать, раздви- раздвинуть, з καταμερισμό: раздать, разложить. 4 εξάπλωση της ενέργειας προς διάφορες κατευ- κατευθύνσεις: разбросать, разбрызгать. 5 (με το μόριο -СЯ) κίνηση απο ένα σημείο προς διά- διάφορες κατευθύνσεις: разбежаться, разлететь- разлететься. 6 επέκταση της ενέργειας σε όλη την ε- επιφάνεια: разлиновать, разрисовать. 7 επί- επίτευξη ως αποτέλεσμα δράσης: разбогатеть. 8 αντενέργεια* ανάκληση* αναθεώρηση προηγού- προηγούμενης θέσης, σκέψης, αποτελέσματος: раздумать,-
раз 308 раз разлюбить, размагнитить. 9 ένταση της ε- ενέργειας: разобитешь, разукрасить, ю (με το μόριο ~СЯ) βαθμιαία αύξηση του αρχινημέ- αρχινημένου και φτάσιμο σε ανώτατο βαθμό: разбало- разбаловаться, разыграться. П. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επ. κ. ουσ. με σημ. ανώτατου βαθμού, ποιότητας, ιδιότητας κ.τ.τ. разве- сёлый, разудальний. разагитировать, ~рую, -руешь р.σ.μ. 1 πεί- πείθω με τη διαφώτιση. 2 μεταπείθω με τη δια- διαφώτιση. разалеться ρ.σ. κατακοκκινίζω. разахаться р.σ. επαναλαβαίνω συχνά αχ! разбавитель, -Я α. αραιωτής (χρωμάτων, βερνικιών). разбавить, -влга, -ВИШЬ ρ.σ.μ. 1 αραιώνω· νερώνω· - краску αραιώνω το χρώμα· - ВИНО, МОЛОКО νερώνω το κρασί, το γάλα. 2 μτφ. ε- ελαττώνω, μειώνω την αξία. II -СЯ αραιώνομαι (για υγρά). разбавка, -И θ. αραίωση* νέρωμα. разбавление, -я ουδ. βλ. разбавка. разбавлять(ся) ρ.δ. βλ. разбавить(ся). разбазаривание, -я ουδ. σπατάλη. разбазаривать р.δ. βλ. разбазарить. II -ся σπαταλιέμαι. разбазарить р.σ.μ. ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ. II μτφ. χάνω άδικα, μάταια* - время χάνω ά- άδικα το χρόνο. ■ разбаливаться1ρ.δ. βλ. разболеться? разбаливаться2ρ.δ. βλ. разболеться? разбаловать ρ.σ.μ. παραχαϊδεύω, χαλνώ, δι- διαπαιδαγωγώ άσχημα. II -СЯ 1 γίνομαι άτακτος. 2 ατακτώ. 3 απειθαρχώ* δεν υπακούω. ра8балтывать( сяI ρ. δ. βλ. разболтать( сяI. разбалтывать(ся)* ρ. δ. βλ. разболтать( ся)? разбег, -а α. φόρα, ορμή* прыгать с -а (-у) πηδώ με φόρα. разбегаться р.σ. τρέχω εδώ και κει, προς διάφορες κατευθύνσεις. разбегаться р.δ. βλ. разбежаться. разбежаться р.σ. 1 (για μερικούς ή πολ- πολλούς) τρέχω προς διάφορες κατευθύνσεις· σκορ- σκορπίζω, ~ομαι. II μτφ. διαδίδομαι. 2 .παίρνω φόρα. II βκφρ. глаза -лись θάμπωσαν τα μά- μάτια μου (ζαλίστηκα) λόγω πληθώρας αντκει- μένων. разбёяка, -и θ. βλ. разбег. разбереДЙТЬ р.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.)· εγγί- εγγίζω, θίγω* ερεθίζω* -рану ερεθίζω την πλη- πληγή* - старые раны ανασκαλιζω τα περασμένα. II -СЯ ερεθίζομαι. II μτφ. ανασκαλίζομαι. разбивание, -я ουδ. βλ. разбивка. разбивать(ся) ρ.δ. βλ. разбйть(ся). разбивка, -И θ. 1 θραύση, σπάσιμο, τσάκι- τσάκισμα, θλάση. 2 χώρισμα, διαμελισμός, κατά- κατάτμηση, κομμάτιασμα. 3 χάλασμα, σπαράλιασμα. 4 χάραξη* σχεδίασμα* οροθέτηση. 5 στήσιμο, εγκατάσταση (αντίσκηνου, κατασκήνωσης). 6 χτύπημα, πλάτυνση, σφυρηλάτηση, σφυροκόπη- ση, -μα. разбинтовать ρ.σ.μ. λύνω (βγάζω) τον επί- επίδεσμο. II -ся 1 βγάζω τον επίδεσμο μου. 2 α- πελευτερώνομαι απο τον επίδεσμο* рука -лаСЬ βγήκε πια ο επίδεσμος απο το χέρι. 3 (γΐ·<* επίδεσμο)· ξετυλίγομαι· περιτυλίγομαι. разбинтовывать(ся) р.δ. βλ. разбинтовать- разбинтоваться). · разбирательство, -а ουδ. εξέταση· έρευνα* - вопроса εξέταση του ζητήματος· подробное - λεπτομερής εξέταση. II (νομ.) διαδικασία, разбирать р.δ. 1 βλ. разобрать. 2 μ.εκλέ- μ.εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ* брать не ~ая παίρνω χωρίς διάκριση* ГОЛОДНЫЙ не -ет о πεινασμέ- πεινασμένος δε διαλέγει (φαγητά). II -СЯ 1 βλ. ра- ЗОбраТЬСЯ. 2 λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεμο- ντάρομαι. 3 παίρνομαι, αρπάζομαι. разбитие, -я ουδ. βλ. разбивка (εκτός της 6ηςσημ.). II κατανίκηση, συντριβή: - непри- неприятеля συντριβή του εχθρού. разбитной επ. ζωηρός, πεταχτός· σβέλτος. разбЙТОСТЬ, -И θ. υπερκόποση, εξάντληση, τσάκισμα· ξεθέωμα. разбитый επ. απο μτχ. 1 σπασμένος, θραυ- σμένος, τσακισμένος· τεθλασμένος· -ое сте- стекло σπασμένο γυαλί. 2 φθαρμένος, χαλασμέ- χαλασμένος* -ая Дорога χαλασμένος δρόμος. II τρέ- τρέμων, τρεμουλιαστός· συντριμμένος (για ήχο, φωνή к.τ.τ.). 3 καταχτυπημένος· ~ое ЛИЦО καταχτυπημένο πρόσωπο. II συντριμμένος* враг συντριμμένος εχθρός* -ая ЖИЗНЬ συ- συντριμμένη ζωή (μτφ.). 4 εξαντλημένος, εξα- σθβνημένος, τσακισμένος. разбить, разобью, разобьёшь, προστκ. раз- разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ. -6ЙТ, ~а, -Ο ρ.σ.μ. 1 σπάζω, θραύω, ταακίζω· -ка- -камень σπάζω πέτρα· - тарелку σπάζω πιάτο* В дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.II μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος* - сердце, душу συντρί- συντρίβω την καρδιά, την ψυχή. II μτφ. χαλνώ, χα- χαντακώνω, καταστρέφω. 2 χτυπώ δυνατά· - ΓΟ- ЛОВу σπάζω το κεφάλι· ~ НОС В кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα. 3 χαλνώ, αχρη- αχρηστεύω. II κουνώ, τραντάζω. 4 νικώ κατά κρά- κράτος, κατανικώ, συντρίβω. II καταπολεμώ, α- ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.). 5 χωρίζω, διαμελίζω· κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματιάζω. II κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω· διανέμω· нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα. II αλλά- αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα· χαλνώ· -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δέκα ρούβλια.
раз 309 раз Ι! χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.). 6 χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, ση- σημάδια (για δρόμο, φύτευση η.τ.τ.). 7 στή- στήνω, εγκατασταίνω· μπήγω (για αντίσκηνα, κα- κατασκήνωση κ.τ.τ.)· 8 χωρίζω με διαστήματα.9 χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ. 10 (ιατρ.) προσβάλλω· отец был разбит парали- ЦОМ о πατέρας έπαθε παράλυση. II -СЯ 1 θραύο- θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι· θλώμαι· стакан упал И разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε· - Β дребезга καταθρυμματ'ιζομαι, γίνομαι θρύψα- θρύψαλα, συντρίβομαι. 2 μτφ, καταστρέφομαι· ЖИЗНЬ -лась η ζωή έγινα συντρίμμια. 3 χτυπώ δυνα- δυνατά, καταχτυπιέμαι· упал С лошади И -лея έ- έπεσε απο το άλογο και καταχτυπήθηκε. 4 χαλ- χαλνώ; αχρηστεύομαι, ξεχαρβαλιάζω (απο τα τρα- τραντάγματα)· телега в дороге -лась το αμάξι ξεχαρβάλιασε στο δρόμο. 5 χωρίζομαι, δια- διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. II χωρίζω, διαζευγνύομαι· παίρνω διαζύγιο. разблаговестить, -вешу, -вестишь р.σ. δι- διαλαλώ, διαθρυλώ, διατυμπανίζω. разбогатеть р.σ. πλουτίζω· θησαυρίζω. разбой, -Я α. ληστεία, ληστρική επίθεση·- на большой дороге ληστεία καταμεσής στο δρόμο (ολοφάνερη, απροκάλυπτη). II μτφ. κα- καταδυνάστευση, βασάνισμα, τυράγνισμα. разбойник, -а α., -ца, -Ы Θ.1 ληστής· мор- морской - πειρατής, κουρσάρος. 2 μτφ. καταπιε- καταπιεστής, βασανιστής, τύραννος. II βλ. сорванец.II εκφρ. - пера πουλημένοι καλαμαράδες (για δημοσιογράφους, συγγραφείς). разбойничать р.δ. 1 ληστεύω, κάνω λη- ληστείες· πειρατεύω, κουρσεύω. 2 καταπιέζω, καταδυναστεύω· τυραννώ. разбойнический, επ. βλ. разбойничий. разбойничество, -а ουδ. ληστεία. разбойничий, -ЬЯ, -ье επ. ληστρικός· πει- πειρατικός, κουρσάρικος- -ая война ληστρικός πόλεμος· -ья шайка ληστοσυμμορία· -ье на- нападение ληστρική επίθεση. разбойный επ. (παλ.) ληστρικός, της λη- ληστείας· -ое дело υπόθεση ληστείας. II βλ. разбойничий. II εκφρ. - приказ (ποίλ.) ίδρυ- ίδρυμα για την καταπολέμηση της ληστείας. разболеться·1 ρ.σ. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ· Я совсем -лея αρρώστησα βαριά. разбОЛвТЬОЯ? -Йтся р.σ. πονά (για μέλος του σώματος)· от слез голова -лась απο τα δάκρυα μου πόνεσε το κεφάλι· у брата -ЛИСЬ зубы τον αδερφό μου τον πόνεσαν τα δόντια. разболтанность, -И θ. αταξία· απειθαρχία. разболтанный επ. απο μτχ. άτακτος· απεί- απείθαρχος. разболтать1 р.σ.μ. 1 ανακατώνω, αναταράσ- αναταράσσω, κουνώ· αναμιγνύω. 2 ξεσφίγγω, χαλαρώ- χαλαρώνω, (ξε)λασκάρω· - гайку χαλαρώνω το πα- παξιμάδι (περικόχλιο). II -СЯ 1 ανακατώνομαι, α- αναμιγνύομαι· αναταράσσομαι, κουνιέμαι.2 ξε- σφίγγομαι, χαλαρώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ; разболтать2 ρ.σ. φλυαρώ, αποκαλύπτω μυ- μυστικό φλυαρώντας. II -СЯ φλυαρώ. разбомбить, -бЛЮ, -бИШЬ р.σ.μ. βομβαρδί- βομβαρδίζω, καταστρέφω με βομβαρδισμό. разбор, -а α. 1 αρπαγή, άρπασμα· πάρσιμο. 2 τακτοποίηση· διευθέτηση· ταξινόμηση.3 λύ- λύση· διάλυση, αποσύνδεση, ξεμοντάρισμα· ξή- ξήλωμα. 4 εξέταση, διερεύνηση· - вопроса εξέ- εξέταση ζητήματος. 5 εξάρθρωση, διαμελισμός·ξε- χαρβάλωμα. 6 ανάλυση· - предложения по час- частям речи γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία)· -картины ανάλυση εικόνας. 7 ξεχώρισμα, βγάλσιμο, ανάγνωση· - почерка α- ανάγνωση γραφικού χαρακτήρα. 8 (απλ.)· άρ- άρθρο κριτικό. 9 εκλογή· εξαίρεση· διάκριση* без -а χωρίς εκλογή, ανεξαίρετα, αδιάκρι- αδιάκριτα. Ю ποιότητα· мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας. 11 κατηγορία, είδος! γέ- γένος. разборка, -и θ. βλ. разбор A, 2, 3 σημ.). разборный επ. αρμολογητός, διαλυτός, λυό- λυόμενος, διαρθρωτικός. разборочннй επ. της λύσης, της εξάρμοσης, του ξεμονταρίσματος. разборчивость, -и θ. ,,προσεχτικότητα· В выборе знакомых προσεχτικότητα στην ε- εκλογή των γνωριμιών. II το ευανάγνωστο. . разборчивый επ., βρ·. -чив, -а, -о. 1 προ- προσεκτικός (στην εκλογή). 2 ευανάγνωστος· почерк ευανάγνωστη γραφή (γράψιμο, χαρακτή- χαρακτήρας). разбраковать р.σ.μ. ταξινομώ τα προϊόντα κ"ατά κατηγορία (ποιότητα). разбраковка, -И θ. ταξινόμηση προϊόντων κατά ποιότητα. разбраковывать ρ.δ. βλ. разбраковать. II -СЯ ταξινομούμαι κατά ποιότητα. разбраНЙТЬ ρ.σ.μ. μαλώνω γερά, επιπλήττω δριμύτατα, κατσαδιάζω, βάζω πόστα. II -СЯ αρχίζω να μαλώνω, να επιπλήττω γερά κλπ. ρ. ενεργ. φ., ψάλλω τον αναβαλλόμενο, τον εξά- εξάψαλμο. разбрасывание, -я ουδ. βλ. разброс. разбрасывать(ся) р.δ. βλ. разбросать(ся). разбредаться, -ается р.б. βλ. разбрес- разбрестись. разбрестись, -редётся, -редёмся, -редё- тесь, παρλθ. χρ. -рёлся, -релась, -релось, μτχ. παρλθ. χρ. разбредшийся р.σ. 1 αναχω- αναχωρώ, φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις (λέ- (λέγεται για πολλούς)· они -ЛИСЬ по домам αυ- αυτοί έφυγαν για τα σπίτια τους· стадо -ЛОСЬ
раз 310 раз το κοπάδι, σκόρπισε. 2 μτφ. αποκεντρώνομαι, σκορπίζω, -ομαι· МЫСЛИ у него -ЛИСЬ οι σκέ- σκέψεις του σκόρπισαν (διασπάρθηκαν). разброд, -а α. 1 αναχώρηση προς διάφορες κατευθύνσεις, άλλος εδώ, άλλος εκεί· σκόρπι- σμα, σκορποχώρι. 2 μτφ. (για σκέψεις) δια- διασπορά, ακαταστασία· σύγχυση. 3 μτφ. διαφω- διαφωνία, διχογνωμία· идейный - διαφορά απόψεων. разбронировать р.σ.μ. αποσπώ. разброс, -а α. βλ. разброска. разбросанность, -и θ. βλ. разброска. разбросанный επ. απο μτχ. 1 (δια)σκορπι- (δια)σκορπισμένος, σκόρπιος, -ιστός.· σποραδικός. 2 (για σκέψεις)· σκόρπιος, άτακτος, χαώδης.3 μτφ. πολυάσχολος· πολυπράγμονας· πολυτεχνίτης. разбросать, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбро- санный, βρ: -сан, -а, -о р.σ.μ. 1 διασκορ- διασκορπίζω, πετώ άτακτα· διασπείρω· - навоз δια- διασκορπίζω την κόπρο· - сено σκορπίζω το χορτάρι· - семена διασκορπίζω τους σπόρους* - бумаги σκορπίζω τα χαρτιά. 2 απλώνω, α- οίγω(τα χέρια, τα πόδια); 3 ξοδεύω, Ьжла.- νώ άσκοπα· σπαταλώ, σκορπώ· - все деньги σκορπώ όλα τα χρήματα· - на ветер εξανεμί- εξανεμίζω· - по всему свету σκορπίζω στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. II -СЯ 1 αγαπώ να ρί- ρίχνω· με τραβά η ρίψη. 2 απλώνομαι, τεντώνο- τεντώνομαι. II σκορπίζομαι. 3 εκτείνομαι, είμαι διασκορπισμένος, διεσπαρμένος· город -ЛСЯ на далёкое расстояние η πόλη εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση. 4 ασχολούμαι, καταπιάνο- καταπιάνομαι με πολλές δουλειές- αποσπώμαι. разбрОСИТЬ ρ.σ.μ. βλ. разбросать A σημ.). разброска, -И θ. διασκόρπιση, σκόρπισμα- διασπορά· - семян το σκόρπισμα των σπόρων - навоза σκόρπισμα της κόπρου. разбросной επ. σκορπιστός- - сев ελεύθερη οπορά ή στα πεταχτά. разбрызгать ρ.σ.μ. 1 περιρραντίζω, περιρ- ραίνω- ψεκάζω- πιτσιλίζω. 2 καταναλώνω ψε- ψεκάζοντας. II -СЯ περιρραντίζομαι κλπ. ρ. μ. разбрызгивание, -я ουδ. περιρράντιση, ε- πιψεκασμός· πιτσίλισμα. разбрызгиватель, -Я α. ραντιστήρι, ψεκα- ψεκαστήρας . разбрызгивать(ся) ρ.δ. βλ. разбрызгать(ся). разбрызгнуть р.σ. разбрызгивать. разбрюзжаться р. σ. αρχίζω να μουρμουρί- μουρμουρίζω (απο δυσαρέσκεια, αγανάκτηση). разбудить, -ужу, -УДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 ξυπνώ, αφυπνίζω. 2 μτφ. αναζωογονώ λήθαργο αίσθημα, πάθος. разбуравить р.σ.μ. τρυπανίζω πιο πλατιά. разбуравливать ρ.δ. βλ. разбуравить. II -ся διευρύνομαι τρυπανιζόμενος. разбуривать р.δ. βλ. разбурить. II -ся διατρυπιέμαι. разбурЙТЬ, ~рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбурённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ.μ. βλ. бурить. разбухание, -Я ουδ. 1 φούσκωμα, διόγκωση, εξόγκωση. 2 πρήξιμο. II πάχυνση. 3 αύξηση υ- υπερβολική. разбухать р.δ. βλ. разбухнуть. разбухнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. раз- разбух, -ла, -ЛО р.σ. 1 φουσκώνω, διογκώνομαι, εξογκώνομαι (απο υγρασία). II πρήζομαι. II παχαίνω· χοντραίνω. 2 μεγαλώνω, αυξαινω υ- υπεραρκετά. разбушеваться р.σ. 1 μαίνομαι, λυσσομα- λυσσομανώ· ветер -ЛСЯ о άνεμος λυσσομάνησε. 2 μτφ, παραφέρνομαι, εξοργίζομαι, αφηνιάζω. разбуЯНИТЬСЯ р.σ. κάνω μεγάλη ταραχή, φα- φασαρία, αναστάτωση· παραφέρνομαι, εξοργίζο- εξοργίζομαι . разважничаться р.σ. σοβαρεύομαι, σοβαρο- ποιούμαι πολύ. развал, -а α. 1 κατακρήμνηση, κατάρευση, γκρέμισμα· κατάρριψη· - стены γκρέμισμα του τοίχου. 2 μτφ. αποσύνθεση, διάλυση, εξάρ- εξάρθρωση· ξεχαρβάλωμα· σπαράλιασμα· - дела σπα- ράλιασμα της υπόθεσης. 3 αταξία, ακαταστα- ακαταστασία. 4 εδαφιαίος χώρος αγοράς (παζαριού). 5 το μισό κατά μήκος πριονισμένου κορμού δέ- δέντρου. 6 η φούρια της αγοράς (παζαριού). развалец -льца α., развальца, -ы θ: с -льцем, с -льцей α) τρικλίζοντας, ποδοσέρ- νοντας, παραπαίοντας, β) αργά, βραδέως τε- τεμπέλικα. разваливание? -я ουδ. βλ. развал (ι σημ.). .разваливание2, -я ουδ. βλ. развалка? разваливать(сяI ρ.δ. βλ. равалить(ся). разваливать(сяJр.б. βλ. развалять(ся). развалина, -ы, πλθ. -лины, -лин θ. ερεί- ερείπιο· συντρίμμι- χάλασμα· груда -ЛИН σωρός ερειπίων. II μτφ. σαράβαλο, εσχατόγηρος, γε- ροκούσιαλο развалистый επ., βρ: -ЛИСТ, -а, -О. 1 α- απλόχωρος, πλατύχωρος, ευρύχωρος, φαρδύς·-ое кресло απλόχωρη πολυθρόνα. 2 (απλ.) ταλα- ντευόμενος, τρικλίζων, παραπαίων. развалить, -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 καταρρίπτω· σωριάζω. И γκρεμίζω, κατεδαφί- κατεδαφίζω. 2 μτφ. αποσυνθέτω, διαλύω, εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω· - налаженную работу σπαραλιάζω τη ρεγουλαρισμένη δουλειά- - ХО- ХОЗЯЙСТВО σπαραλιάζω το νοικοκυριό. II -СЯ 1 πέφτω, σωριάζομαι. II καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατεδαφίζομαι. II χαλνώ, φθείρομαι, καταστρέ- καταστρέφομαι (για ενδύματα, υποδήματα). 2 μτφ. α-
раз 311 раз ποσυντίθεμαι, διαλύομαι, εξαρθρώνομαι, χαρ- βαλιάζω. 3 ξαπλώνω φαρδύς-μακρύς, το πιά- πιάνω ξαπλωταριά. развалка1, -и θ. 1 βλ. развал (ι σημ.). 2 βάδισμα ταλαντευόμενο. развалка^ -И θ. 1 σκόρπισμα. 2 πλάσιμο ζυμαριού. развальца βλ. развалец. развалять ρ.σ.μ. 1 σκορπώ, -Ίζω· - навоз ИЗ куч на поле σκορπίζω την κόπρο απο τους σωρούς στο χωράφι. 2 πλάθω το ζυμάρι. II -СЯ ξαπλώνω, το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω. разваривать(ся) р.δ. βλ. разварйть(ся). разварить, -варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. βράζω καλά, καλοβράζω· - МЯСО βράζω καλά το κρέας. II -СЯ βράζω καλά· мясо -лось το κρέ- κρέας έβρασε καλά. разварной επ. (παλ.) καλοβρασμένος. разве μόριο κ. σύνδ. 1 (με σημ. αμφιβο- αμφιβολίας)· άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγα- ρις· - он приехал? άραγε αυτός ήρθε; - мо- можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπε- επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου; - ЭТО справедйвость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύ- δικαιοσύνη; 2 ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέ- επιτρέπεται· πρέπει· (με τις λ. можно, возможно)· - МОЖНО ему верить? άραγε μπορείς να τον πι- πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ' αυτόν; 3 σύνδ. (με τις λ. только, ЧТО)· μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο· я ничего не.знаю, - толь- только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, ε- εκτός аспо το ότι είναι σκοτωμένος. II με σημ, αν δεν..., αν μόνο δεν... я непременно к вам приду - дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο). развевание, -Я ουδ. (ορυκτ.) αποφύσηση. развевать ρ.δ.μ. ανεμίζω· ветер ~ет знамя ο αέρας ανεμίζει τη σημαία. II -СЯ ανεμίζο- ανεμίζομαι· флаг -ЛСЯ η σημαία ανέμιζε (-ζονταν). разведать р.σ.μ. 1 πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες, μαθαίνω. 2 ανιχνεύω, εξιχνιά- εξιχνιάζω· κάνω αναγνώριση· εξερευνώ· - залежи по- полезных ископаемых εξερευνώ κοιτάσματα ορυ- ορυκτών ~ расположение огневых точек врага ε- εξακριβώνω (προσδιορίζω ακριβώς) τη διάταξη των πυρών του εχθρού. разведаться ρ.σ. (παλ.) εκδικούμαι, αντι- πληρώνω, βγάζω το άχτι, το γινάτι. разведение, -Я ουδ. 1 οδήγηση, μεταφορά σε διάφορα μέρη. 2 διάλυση γάμου. 3 διάλυση σώματος, 4 καλλιέργεια, ανάπτυξη, πολλα- πολλαπλασιασμός· πλήθυνση. 5 άναμμα. разведённый επ. απο μτχ. χωρισμένος, δια- διαζευγμένος (για συζύγους). разведка, -И θ. 1 ανίχνευση, εξερεύνηση· αναγνώριση· - местности ανίχνευση τοποθε- τοποθεσίας· - месторождений полезных ископаемых εξερεύνηση κοιτασμάτων ορυκτών Воздушная -' αεροπορική αναγνώριση· пешая ~ ανίχνευση πε- πεζικού· конная - ανίχνευση ιππικού· - про- противника боем δοκιμαστική κρούση του εχθρού. 2 κατασκοπεία· υπηρεσία κατασκοπείας. разведочный επ. 1 ανιχνευτικός· εξερευ- εξερευνητικός· ~ое бурение ανιχνευτική διάτρηση· - отряд ανιχνευτικό τμήμα (απόσπασμα). разведривать(ся) р.δ. βλ. развёдрить(ся). разведрить, -рит ρ.σ. απρόσ. (παλ.κ. απλ)· αιθριάζω, γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω. II -СЯ αιθριάζω, ξαστερώνω· ПОГОда -лаСЬ о καιρός έγινε αίθριος. разведчик, -а α., -ца, -Ы θ. 1 (στρατ.) α- ανιχνευτής. 2 κατάσκοπος. 3 εξερευνητής υπε- υπεδάφους. 4 αεροπλάνο ανιχνευτικό. разведывание, -Я ουδ. ανίχνευση. II εξε- εξερεύνηση· - цветных металлов εξερεύνηση εγ- εγχρώμων μετάλλων. разведывательный επ. 1 ανιχνευτικός·- ΟΤ- РЯД ανιχνευτικό τμήμα· -ое судно ανιχνευ- ανιχνευτικό σκάφος· - полёт ανιχνευτική πτήση. 2 κατασκοπευτικός· -ая служба ανιχνευτική ή κατασκοπευτική υπηρεσία. разведывать р.δ. βλ. разведать. разведываться1ρ.δ. ανιχνεύομαι· εξερευ- εξερευνούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разведываться2 р.δ. βλ. разведаться. развезти р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раз- развезённый, βρ: -зён, -зена, -зено. 1 μεταφέ- μεταφέρω (σε διάφορα μέρη) με μεταφορικό μέσο· посылки по адресатам μεταφέρω δέματα στους παραλήπτες. 2 απρόσ. κλείνω, φράζω το δρό- μμο, τη διάβαση στα μεταφορικά μέσα. развёивать(ся) р.δ. βλ. развеять(ся). развенчанный επ. απο μτχ. ακλεής, άδοξος, ξεπεσμένος, που έχασε την αίγλη* -ая ЛИЧ- ЛИЧНОСТЬ άδοξη προσωπικότητα. развенчать ρ.σ.1 μειώνω, αμαυρώνω την αί- αίγλη, τη δόξα. 2 διαλύω το θρησκευτικό γά- γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο II εκθρονίζω, α- αφαιρώ το στέμμα. развенчивание, -Я ουδ. 1 αμαύρωση, μείωση της αίγλης, της δόξας· αφαίρεση του φωτο- φωτοστέφανου. 2 διάλυση θρησκευτικού γάμου. развенчивать ρ.δ. βλ. развенчать. II -ся χάνω την αίγλη, τη δόξα, το φωτοστέφανο. II χωρίζω, διαλύω το γάμο μου, παίρνω διαζύγιο. развередить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. разбередить. разверзать(ся) ρ.δ. βλ. разверзнуть(ся). разверзнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. раз- разверз к. разверзнул, ~ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. разверзнувший κ. разверзший, παθ. μτχ. παρλθ.
раз ъгг раз χρ. разверстый, βρ: -верст, -а, ~о р.σ.μ. (γραπ. λόγος)· ανοίγω πλατιά, δημιουργώ χά- χάσμα. 11 -СЯ ανοίγομαι πλατιά· .Небеса -лись άνοιξαν οι καραρράκτες (κρουνοί) του ουρα- ουρανού- бездна -лась под его ногами άβυσσος ά- άνοιξε κάτω απο τα πόδια τον· как будто зем- земля -лась под ним и его поглотила σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. развёрнутый επ. απο μτχ. (στρατ.) αναπτυγ- αναπτυγμένος· - строй αναπτυγμένη παράταξη. развернуть, -ну, -НёШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развёрнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 ξετυλίγω· ξεδιπλώνω· αναπτύσσω· απλώνω· - бумагу, ковёр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί· - змамя ξεδιπλώνω τη σημαία· деревья -ли ПОЧКИ τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπου- μποΰκιασαν). Η ανοίγω· - книгу ανοίγω το βι- βιβλίο· ~ салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πε- τσετάκι· - Паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία). 2 ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ· - ПЛечи ισώνω τους ώμους. 3 (στρατ.) αναπτύσσω· παίρνω δι- διατάξεις μάχης· - колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης. 4 (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω· - брига- бригаду в ДИВИЗИЮ μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία. 5 δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα. 6 μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω· - все СВОЙ СИЛЫ α- αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου· он блестяще -ул СВОЙ талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του· - социалистическое соревнова- соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλ- άμιλλα. 7 μτφ. εκθέτω λεπτομερώς· - план ανα- αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο. II -СЯ 1 ξετυ- ξετυλίγομαι· ξεδιπλώνομαι. II ανοίγομαι (στον α- αέρα). II ανοίγομαι, χωρίζω· книга -лась В ИН- терёсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδια- ενδιαφέρον μέρος (σελίδα); покупки -лись τα ψώ- ψώνια ανοίχτηκαν. 2 (,ατρα,τ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι· ПОЛК -лея В бригаду το σύνταγ- σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία. 3 εκτεί- εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι· αναπτύσσομαι. 4 μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυ- εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.). II φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλο- συστέλλομαι. 5 αναπτύσσομαι πολύ. 6 στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω. 7 (απλ.) βλ. разма- хнуться. разверстать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развёрстанный, βρ: -тан, -а, -О. 1 κατανέ- κατανέμω, διανέμω, διαμοιράζω. 2 σελιδοποιώ* κάνω διάταξη της ύλης. развёрстка, -И θ. κατανομή, διανομή, μοί- μοίρασμα. развёрсточный επ. της κατανομής, της δια- διανομής, του μοιράσματος. развёрстывать ρ.δ. βλ. разверстать. II ~ся διανέμομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι. разверстый επ. απο μτχ. ανοιχτός· -ая пасть зверя το ανοιχτό στόμα του θηρίου- -ые объятия ανοιχτές αγκαλιές. развертеть ρ.σ.μ. 1 διανοίγω, μεγαλώνω οπή περιστρέφοντας. 2 περιστρέφω, βάζω σε περιστροφική κίνηση. И -СЯ διανοίγομαι, με- μεγαλώνω με περιστροφή. II περιστρέφομαι με τα- ταχύτητα· колесо -ЛОСЬ о τροχός περιστράφηκε με ταχύτητα. развёртка1, -и θ. 1 ξετύλιγμα, ξεδίπλωμα- άνοιγμα. 2 μτφ. ανάπτυξη, εξέλιξη, πορεία. развёртка^ -И θ. διάνοιξη, μεγάλωμα οπής με περιστροφή. II κοπίδι (εργαλείο). развёртывание, -я ουδ. βλ. развёртка1. развёртывать(ся) ρ.δ. βλ. развернуть(ся). разверчивание, -я ουδ. βλ. развёртка? развёрчивать(ся) р.δ. βλ. развертёть(ся). развес, -а α. βλ. развеска. развеселить р.σ.μ. φαιδρύνω, ιλαρύνω, δί- δίνω κέφι, ευθυμία, χαρά. II -СЯ φαιδρύνομαι, ευθυμώ, έχω κέφι. развесёлый επ. εύθυμος, κεφάτος* φαιδρός, χαρούμενος. - развеселять р.δ. βλ. развеселить. развесистый επ. βρ: -СИСТ, -а, -О με γερ- γερμένα τα κλωνάρια. развесить1 ρ.σ.μ. ζυγίζω (σε πολλά μέρη)· - сахар, муку ζυγίζω ζάχαρη, αλεύρι. развесить2 р.σ.μ. κρεμώ·; αναρτώ (σε πολλά μέρη). II κρεμώ, γέρνω· - ветви κρεμώ τα κλω- κλωνάρια. II εκφρ. - уши (ειρν.) στήνω το αυτί, ακούω προσεχτικά. II -СЯ κρέμομαι, γέρνω. развеска! -И θ. ζύγισμα σε πολλά μέρη· чая ζύγισμα τσαγιού. развеска*; -и θ. κρέμασμα, ανάρτηση σε πολ- πολλά μέρη· - Картин κρέμασμα εικόνων. развесочный επ. της ζύγισης· ~ое отделе- отделение τμήμα ζύγισης (ζυγοστάσιο). II ουσ. -ая θ. το ζυγοστάσιο. развести ρ.σ.μ. 1 οδηγώ· συνοδεύω· πηγαί- πηγαίνω σε διάφορα μέρη· - пассажиров по кага- ТЗМ οδηγώ τους επιβάτες στις καμπίνες· - СОЛдать ПО квартирам πηγαίνω τους στρατιώ- στρατιώτες· στα καταλύματα. II (στρατ.) εγκατασταίνω, τοποθετώ· - часовых εγκατασταίνω (βάζω) σκο- σκοπούς. 2 ξεχωρίζω, αποσπώ. II ανοίγω· αποσυν- αποσυνδέω, αποχωρίζω. 3 διαλύω γάμο, χωρίζω. 4 (απρόσ.) ραγίζω, σκάζω (για πάγο). 5 προκα- προκαλώ, προξενώ· επιφέρω- σηκώνω· ветер ~ёл ВО- ВОЛНЫ ο άνεμος σήκωσε κύματα. 6 διαλύω, αραι- αραιώνω· - Порошок ВОДОЮ ή В воде διαλύω το σκο- σκονάκι με νερό, στο νερό· - тёсто αραιώνω(μα- λακώνω) το ζυμάρι. II νερώνω, αδυνατίζω- ВОДКУ ВОДОЙ νερώνω τη βότκα. 7 πολλαπλασι- πολλαπλασιάζω· θρέφω (ζώα). II καλλιεργώ, περιποιούμαι
раз 313 раз (φυτά). 8 προξενώ, κάνω, δημιουργώ (κάτι, δυσάρεστο)· ~ канитель δημιουργώ ιστορία· - чепуху κάνω ανοησία, κουταμάρα. 9 ανάβω· - ОГОНЬ ανάβω φωτιά. II -СЬ 1 διαλύω το γά- γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο· году не прожи- прожили И уже -ЛЙСЬ ένα χρόνο δεν έζησαν πα- παντρεμένοι και χώρισαν πια. 2 πολλαπλασιά- πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι· -ЛОСЬ МНОГО мышей πλήθυ- πλήθυναν πολύ τα ποντίκια. разветвить, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разветвлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. διακλαδίζω- - железнодорожный путь διακλαδίζω τη σιδηροδρομική οδό. II -СЯ δια- διακλαδίζομαι. разветвление, -я ουδ. διακλάδωση- - кор- корней дерева διακλάδωση των ριζών του δέ- δέντρου. II το σημείο της διακλάδωσης. II μτφ. χώρισμα σε διάφορες κατευθύνσεις. разветвлённый επ. απο μτχ. διακλαδισμένος. разветвлять(ся) р.δ. βλ. разветвйть(ся). развешать р.σ.μ. κρεμώ, αναρτώ (σε διάφο- διάφορα μέρη). развешивание1, -я ουδ. ζύγισμα· - продук- продуктов ζύγισμα τροφίμων. развешивание? -Я ουδ. κρέμασμα, ανάρτηση. развешивать1 ρ.δ. βλ. развесить1. II -ся ζυ- ζυγίζομαι. развешивать2р.δ. βλ. развесить2. И-ся κρε- κρεμιέμαι, αναρτιέμαι (σε διάφορα μέρη). развеять, -вею, -веешь ρ.σ.μ. (για άνεμο, φύσημα). 1 παρασύρω, (δια)σκορπίζω- ανεμο- σκορπίζω- ветром -ло пыль о αέρας παρέσυρε τη σκόνη· ветер -ЯЛ облака о άνεμος σκόρπι- σκόρπισε τα σύννεφα. II μτφ. καταστρέφω, εξαφανί- εξαφανίζω· - В прах κάνω στάχτη (καταστρέφω ολο- ολοσχερώς). 2 ανεμίζω· ветер -ял флаги, воло- волосы о αέρας ανέμισε τις σημαίες, τα μαλλιά. II -СЯ 1 παρασύρομαι, (δια)σκορπίζομαι (απο τον άνεμο). 2 μτφ. καταστρέφομαι, χάνομαι, εξα- εξαφανίζομαι· εξανεμίζομαι- σβήνω. 3 ανεμίζω· ВОЛОСЫ -ЛИСЬ τα μαλλιά ανέμισαν. развивать р.δ. βλ. развить. II -ся 1 βλ. развиться. 2 εξελίσσομαι· действие романа -ется медленно η υπόθεση του μυθιστορήμα- μυθιστορήματος εξελίσσεται αργά. 3 αναπτύσσομαι. развиднеть, -ёет ρ.σ. απρόσ. (διαλκ.)· χα- χαράζω, αρχίζω να φέγγω. Ι! -СЯ χαράζω, αρχίζω να φέγγω. развиднять(ся) ρ.δ. βλ. развиднёть(ся). развизжаться р.σ. αρχίζω να τσιρίζω δυνα- νατά. развилина, -Ы θ. διχάλα δέντρου. II δια- διακλάδωση (οδού κ.τ.τ.). развилистый επ., βρ: -лист, ~а, -ο διχα- λωτός· δισκελής· -ое дерево διχαλωτό δέντρο. развилка, -и θ. к. развилок, -лка α. βλ. развилина. развинтить, -нчу, -НТЙШЬ, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. развинченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. ξεβιδώνω, αποκοχλιώνω. II -СЯ 1 ξεβιδώνομαι, αποκοχλιώνομαι. 2 μτφ. χαλαρώνομαι, σαραβα- σαραβαλιάζω, (ξε)χαρβαλιάζομαι. развинченность, -И θ. σπάσιμο, (ξε)χαρβά- λιασμα'- нервов σπάσιμο των νεύρων. развинченный επ. απο μτχ. 1 (ξε)χαρβα- λιασμένος· ερείπιο. 2 ασταθής, ταλαντευό- μενος· ОН Шёл -ОЙ ПОХОДКОЙ αυτός πήγαινε τρικλίζοντας (σαν ξεχαρβαλιασμενος). развинчивать(ся) р.δ. βλ. развинтйть(ся). развитие, -Я ουδ. 1 ανάπτυξη, αύξηση, με- μεγάλωμα· - промышленности ανάπτυξη της βιο- βιομηχανίας· - мускулатуры ανάπτυξη του μυϊ- μυϊκού συστήματος· - памяти ανάπτυξη της μνή- μνήμης. 2 εξέλιξη· ωριμότητα· - событий η εξέ- εξέλιξη των γεγονότων политическое - πολιτική ωριμότητα. развитой επ., βρ: развит, -а, -О. 1 ανα- αναπτυγμένος σωματικά, ώριμος. 2 υψηλού επι- επιπέδου· ~ая промышленность αναπτυγμένη βιο- βιομηχανία. 3 μορφωμένος, πολιτισμένος· εξε- εξελιγμένος· политически - человек πολιτικά α- αναπτυγμένος άνθρωπος. развить, разовью, разовьёшь, παρλθ. χρ. развил, -ла, -ло, προστκ. развей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развитый, βρ: -ВИТ, -а, -0 κ. развит, -а, -О р.σ.μ. 1 ξετυλίγω, εκτυλίσ- εκτυλίσσω, ξεστρίβω, ξεκλώθω· ξεπλέκω· - верёвку ξεπλέκω (ξεκλώθω) την τριχιά. 2 αναπτύσσω, προάγω, καλλιεργώ· - ГОЛОС καλλιεργώ τη φω- φωνή· - память αναπτύσσω τη μνήμη· - интерес к музыке αναπτύσσω το ενδιαφέρο για τη μου- μουσική. 3 αυξαίνω, μεγαλώνω· - машиностроения •αναπτύσσω τη μηχάνοκατασκευή· - творческую деятельность αναπτύσσω τη δημιουργική δρα- δραστηριότητα· - скорость αναπτύσσω ταχύτητα. 4 μορφώνω, ανεβάζω το πνευματικό, πολιτι- πολιτιστικό επίπεδο· εκσυγχρονίζω. 5 προάγω, βα- βαθαίνω, πλαταίνω, δίνω βάθος (στο περιεχόμε- περιεχόμενο). II -СЯ 1 ξετυλίγομαι, ξεστρίβομαι, ξε- κλώθομαι- ξεπλέκομαι,. 2 αναπτύσσομαι- με- μεγαλώνω, αυξα'ινομαι, μεγενθύνομαι · ωριμάζω· 3 μορφώνομαι, εξελίσσομαι, εκπολιτίζομαι" εκ - συγχρον ίζομαι. развлекательный επ. διασκεδαστικός, ψυχα- ψυχαγωγικός, τερπνός. развлекать(ся) р.δ. βλ. развлёчь(ся). развлечение, -Я ουδ. διασκέδαση, ψυχαγω- ψυχαγωγία, αναψυχή, τέρψη, ξέσκασμα· ДЛЯ -Я για διασκέδαση. развлечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. развлёк, -лекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развлечённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ.
раз 314 раз 1 διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ· — ребёнка играми ψυχαγωγώ το иолбач!. \ιε παιγνίδια. \\ (παλ.) εμποδίζω, αποσπώ την προσοχή. 2 φαι- δρύνω, κάνω κέφι, φέρω ευθυμία. II -СЯ δια- διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι. развод, -а α. 1 βλ. разводка. 2 οδήγηση, συνόδευση· μεταφορά. 3 τοποθέτηση· ~ ча- СОВЫХ· - εγκατάσταση σκοπών. II άνοιγμα, α- απόσπαση , χώρισμα (ενός απο το άλλο). 4 πολ- πολλαπλασιασμός, πλήθυνση· на ~ για αναπαραγω- αναπαραγωγή. 5 (στρατ.) επιθεώρηση- - караулов επι- επιθεώρηση των φρουρών (πριν την αναχώρηση). 6 διαζύγιο. разводать( ся) р.δ. βλ. развестй(сь). разводка, -И θ. άνοιγμα (στα δύο)· - МОС- МОСТа το άνοιγμα της γέφυρας . разводной επ. αρθρωτός, αρμολογητός, που ανοιγοκλείνει. разводный επ. του διαζυγίου· -ое свиде- свидетельство πιστοποιητικό διαζυγίου. разводы, ~ΟΒ πλθ. 1 κλαδογραφήματα, ανθο- γραφήματα· Скатерть с -ами τραπεζομαντηλο με κλαδογραφήματα. 2 σταγονόρροιες. разводье, -Я, γεν. πλθ. -ьев ουδ. 1 υδά- υδάτινο χώρισμα μεταξύ των πάγων. 2 (διαλκ.)· πλημμύρα ανοιξιάτικη. разВОДЯЩИЙ ουσ. απο μτχ. αρχιφύλακας(που τοποθετεί τους σκοπούς). развоеваться, -вогаюсь, -воюешься р.σ. ε- εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι, δαιμονίζομαι· πα- ραπαίρνομαι στη στιγμή. развоз, ~а α. μεταφορά (σε διάφορα μέρη)· - товаров μεταφορά εμπορευμάτων. развозить р.δ. βλ. развезти. развозиться1 р.δ. μεταφέρομαι κλπ. ρ. μ. развозиться2 ρ.σ. περιφέρομαι πολύ, στρι- στριφογυρίζω πολύ. развозка, -И θ. 1 βλ. развоз. 2 όχημα, με- μεταφορικό μέσο. развозной επ. μεταφορικός, για μεταφορά, μεταφερόμενος· ~ товар μεταφερόμενο εμπό- εμπόρευμα (για πούλημα). развОЗЧИК, -а α., ~ца, ~Ы θ. μεταφορέας. разволакивать р.δ. βλ. разволочь. П -ся σύρομαι, κουβαλιέμαι (σε διάφορες κατευθύν- κατευθύνσεις) . разволновать ρ.δ.μ. , ανησυχώ πολύ, τα- ταράσσω πολύ· эта весть -ла его η είδηση αυ- αυτή τον ανησύχησε πολύ. II -СЯ ανησυχώ πο- πολύ, ταράσσομαι πολύ. разВОЛОЧЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разволоченный, βρ: -чен, -а, -о κ. разволо- разволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено (απλ.). 1 σύρω, σέρνω, τραβώ, κουβαλώ (σε διάφορες κα- κατευθύνσεις) . 2 απρόσ. (απλ.) διώχνω, σκορπώ· тучи ветром -кло о άνεμος σκόρπισε τα σύν- σύννεφα. развопиться ρ.σ. (απλ.') αργ,Ίζω να κραυγά- κραυγάζω, βάζω τις φωνές. разворачивать ρ.δ. βλ. разворотить. II -ся βλ. развернуться A σημ.). разворашивать ρ.δ. βλ. разворошить. Η -ся ρίχνομαι, πετάγομαι, λιχνίζομαι. разворковаться, -куется р.σ. αρχίζω να γρυλλίζω, να γρύζω, να γουρλίζω δυνατά. разворовать ρ.σ.μ. κατακλέβω· διαρπάζω· дрова -ЛИ κατάκλεψαν τα καυσόξυλα. разворовывать ρ.δ. βλ. разворовать. II ~ся κατακλέβομαι. разворот, ~а α. 1 (απλ.) γκρέμισμα, χάλα- μα. 2 βλ. развёртка? 3 ανάπτυξη, εξέλιξη. 4 μετασχηματισμός. 5 στροφή· - танка η στρο- στροφή του τανκς. 6 αναστροφή, η εσωτερική όψη (διπλωμένου φύλλου). разворотить, -рочу, -рОТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 ανασκάβω· αναποδογυρίζω, ανατρέπω, αναγυρίζω, αναστρέφω· - дорогу ανασκάβω το δρόμο· - кучу камней αναγυρίζω σωρό απο πέ- πέτρες· всё В комнате было -О όλα στο δωμά- δωμάτιο ήταν αναποδογυρισμένα. 2 γκρεμίζω, χαλ- χαλνώ, κάνω συντρίμμια. 3 (απλ.) σπάζω, τσακί- τσακίζω, θραύω. разворочать р.σ.μ. (απλ.) βλ. разворо- разворотить A, 2 σημ.). II -СЯ ανασκάβομαι· ανα- αναποδογυρίζομαι, αναστρέφομαι. разворошить, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разворошенный, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ.μ. πετώ αναστρέφοντας· - СОЛОму αναστρέ- αναστρέφοντας πετώ το άχυρο, λιχνϊζω το άχυρο. разворчаться р.σ. βλ. ворчать με σημ. πολύ. разврат, -а α. 1 διαφθορά, εκφυλισμός, έ- έκλυση ηθών· предался -у έγινε έκφυλος· ΠΟ- грязнуть В ~е κυλιέμαι στο βούρκο του εκ- εκφυλισμού. II ακολασία. 2 παραχαιδεμα· εκτρο- εκτροπή . развратитель, -Я α. (γραπ. λόγος) διαφθο- ρέας· προαγωγός, εκμαυλιστής. развратить, -вращу, -вратйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развращённый, βρ: - щён, -щена, -щено р.σ.μ. 1 διαφθείρω. II διακορεύω. 2 εκφυλίζω. 3 παραχαϊδεύω, χαλνώ με την ήπια συμπεριφορά' εκτρέπω. II -СЯ 1 διαφθείρο- διαφθείρομαι. 2 εκφυλίζομαι, εξοκέλλω, παρεκτρέπο- παρεκτρέπομαι σε ανηθικότητες. 3 είμαι παραχαϊδεμέ- παραχαϊδεμένος, κακοαναθρεμμένος. развратник, -а α., -ца, ~ы θ. έκφυλος, -η, ανήθικος, -η, έκδοτος, έκλυτος· ακόλαστος, развратничать р.δ.' ακολαστα'ινω, οργιάζω, развратность, -и θ. εκφυλισμός, διαφθορά· ακολασία, όργιο.
раз 315 развратный επ; ~тен, -тна, -ТКО έκφυλος, έκλυτος, έκδοτος, ανήθικος· ακόλαστος· -ая ЖИЗНЬ έκλυτη ζωή· - человек έκφυλος άνθρω- άνθρωπος. развращать(ся) ρ.δ. βλ. развратйть(ся). развращение, -я ουδ. βλ. разврат. развращённость, -и θ. βλ. развратность. развращённый επ. απο μτχ. βλ. развратный. развыться, -воюсь, -воешься р.σ. 1 μου- μουγκρίζω, ουρλιάζω, ωρΰομαι δυνατά. 2 (απλ.) ολολύζω, θρηνώ, οδύρομαι, развьючивать(ся) р.δ. βλ. развьючить(ся). разВЬШИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ. ξεφορτώνω· - осла ξεφορτώνω το γάιδαρο. II -СЯ ξεφορτώ- ξεφορτώνομαι. развязать, -вяжу, -вяжешь,' παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развязанный, βρ: -зан, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 λύνω, αποσυνδέω, ξεδένω· - узел λύνω τον κό- κόμπο. 2 μτφ. απαλλάσσω, ελευθερώνω, λυτρώ- λυτρώνω. II μτφ. αποδεσμεύω, απελευτερώνω. II εκφρ. - войну εξαπολύω (ανάβω) τον πόλεμο· - ру- руки λύνω τα χέρια (είμαι ελεύθερος να πράξω όπως θέλω)· - ЯЗЫК α) λύνω το γλωσσοδέτη, β) λύνω τη σιωπή. II -СЯ 1 λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεδένομαι· у вас -лея галстук σας λύθηκε η γραβάτα· мешок -лея το τσουβάλι λύθηκε. 2 μτφ. απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι· λυτρώ- λυτρώνομαι. 3 ИТФ- ξεθαρεύω, αναθαρεύω, παίρνω θάρρος. II εκφρ. ЯЗЫК -ЛСЯ λύθηκε ο γλωσσο- γλωσσοδέτης· λύθηκε η σιωπή. развязка, -И θ. 1 λύση, λύσιμο, αποσύνδε- αποσύνδεση· - мешков λύσιμο των τσουβαλιών. 2 έκ- έκβαση, τέλος· трагическая ~ τραγικό τέλος· неожиданная ~ απροσδόκητη έκβαση. II (φιλγ.) λύση· - романа η λύση του μυθιστορήματος.3 ξεθάρρεμα, αναθάρρηση. разВЯЗНОСТЬ, -И θ. ελευθεριότητα, ελευ- θεροπρέπεια. развязный ετι., βρ: ελεύθερος, ελευθέριος, οικείος- ευθαρσής, έκτροπος. II ξέθαρρος, α- νάθαρρος, αναθαρρεμένος, ξεθαρρεμένος. развязывание, -Я ουδ. λύση, λύσιμο, απο- αποσύνδεση . развязывать(ся) ρ.δ. βλ. развязать(ся). разгадать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раз- гаданный, βρ: -дан, -а, -О. 1 μαντεύω, ει- εικάζω, απεικάζω, βρίσκω- λύνω· - загадку λύ- λύνω το αίνιγμα. 2 καταλαβαίνω, εννοώ· αντι- αντιλαμβάνομαι, αγροικώ. разгадка, -И θ. λύση αινίγματος. II κατα- κατανόηση- εμβάθυνση, σύλληψη νοήματος. разгадчик, -а α., -ца, -Ы θ. αινιγματολύ- της, -τρία. разгадывание, -Я ουδ. λύση αινίγματος. разгадывать ρ.δ. 1 βλ.разгадать. 2 (διαλκ.) σκέπτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι. II -СЯ раз μαντεύομαι. разгар, -а α. αποκορύφωμα, φούρια, ζενίθ, το φόρτε· Жатва в -е о θέρος είναι στη φού- φούρια· в самом ~е ή в самый - στο αποκορύ- αποκορύφωμα, στο ζενίθ. II φθορά απο την καύση (ε- (εσωτερικού κάνης όπλου, σωλήνα). разгиб, ~а α. 1 ίσιασμα, ευθείαση, ευθειο- ποίηση. 2 το μέρος της κάμψης. разгибание, -я ουδ. βλ. разгиб A σημ.). разгибать(ся) ρ.δ. βλ. разогнуть(ся). разгильдяй, -Я α., -Йка, -И θ. ακατάστα- ακατάστατος, άτσαλος, ατάσθαλος· ανοικοκύρευτος· τσα- πατσούλης, -α. разгильдяйничать ρ. δ. είμαι τσαπατσούλης, άτσαλος κλπ. ουσ. разГИЛЬДЯЙСТВО, -а ουδ. τσαπατσουλιά, α- ατσαλιά, ακαταστασία, ατασθαλία. разглагольствование, -Я ουδ. φλυαρία, α- δολεσχία, πολυλογία, αερολογία. разглагольствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. φλυαρώ, λογοκοπώ, αερολογώ, αεροκοπανώ. разгладить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разглаженный, βρ: -жен, -а, ~о р.σ.μ. 1 ισιάζω, στρώνω, ομαλύνω· - моршЙНЫ ισιάζω τις ρυτίδες· - ВОЛОСЫ στρώνω τα μαλλιά· усы и бороду ισιάζω (στρώνω) τα μουστάκια και τα γένια. 2 σιδερώνω· - платье утюгом σιδερώνω το φόρεμα. II -СЯ 1 ομαλύνομαι, ι- ισιάζω, στρώνω. 2 σιδερώνομαι· платье -лось хорошо το φόρεμα σιδερώθηκε καλά. разглаживать(ся) р.δ. β. разгладить(ся). разгласить, -ашу, -аейшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разглашённый, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ. κοινολογώ, διαλαλώ, διαθρυλώ· αποκαλύπτω (μυστικό). II (παλ.) διατυμπανίζω, διασαλπί- ζω, διαβοώ, βροντοφωνώ. II -СЯ κοινολογού- κοινολογούμαι, διαλαλούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разглашать(ся) ρ.δ. βλ. разгласйть(ся). разглашение, -Я ουδ. κοινολόγηση, διαλά- διαλάληση, διατυμπάνιση, διασάλπιση. разглядеть ρ.σ.μ. 1 κοιτάζω, βλέπω, πα- παρατηρώ· ενορώ, διορώ. 2 μτφ. διαγινώσκω, δι- διαβλέπω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι. разглядывание, -я ουδ. κοίταγμα· - картин κοίταγμα τ?ον εικόνων. разглядывать р.δ.μ. κοιτάζω, βλέπω προσε- προσεχτικά. II -СЯ κοιτάζω, βλ. προσεχτικά. разгневанный επ. απο μτχ. παραθυμωμένος, εξοργισμένος, αγριεμένος. разгневать ρ.σ.μ., εξοργίζω, εξερεθίζω· θυμώνω, χολώνω, πικάρω- παροργίζω. II -СЯ θυμώνω, χολώνω· παροργίζομαι. разговаривать ρ. δ. 1 συνομιλώ, κουβε- κουβεντιάζω- μιλώ· - По-русски μιλώ ρωσικά- СО- сёди -ли до поздней ночи οι γείτονες κου- κουβέντιαζαν ως αργά τη νύχτα· работай, неког-
раз 316 да ~ δούλευε, δεν είναι καιρός για κουβέ- κουβέντα- С ним никто не ~ет μ' αυτόν κανένας δε μιλά· мы..-ем о музыке, о литературе, об ИССКустве μιλούμε για τη μουσική, τα Γράμ- Γράμματα, την Τέχνη· - С самим Собою μονολογώ, μιλώ με τον εαυτό μου· не СТОИТ и - δεν α- αξίζει να γίνεται κουβέντα- не ~ете С таким ТОНОМ μη μιλάτε με τέτοιο τόνο· ДОВОЛЬНО -! φτάνει το κουβεντολόι! 2 βλ. разговорить. разговеться, -ёюсь, -ёешься р.σ. τρώγω νη- νηστίσιμο φαγητό. II μτφ. (παλ.) καλοσκαιρίζω, δοκιμάζω τον πρώτο ώριμο καρπό. разговлятьоя р.δ. βλ. разговеться. разговор, -а α. 1 συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη- διάλογος- συζήτηση- длинный μακρά συνομιλία· короткий - βραχεία (σύντο- (σύντομη) συνομιλία· прервать - κόβω (σταματώ) την κουβέντα- переменить ~ αλλάζω την κου- κουβέντα- γυρίζω (στρέφω) αλλού την κουβέντα ή τη συζήτηση- вести - συνομιλώ, κουβεντιά- κουβεντιάζω- вступить В - παίρνω μέρος στη συνομιλία- - между адвокатом и доктором διάλογος με- μεταξύ δικηγόρου και γιατρού· возобновить επαναλαβαίνω τη συνομιλία- телефонный - τη- τηλεφωνική συνδιάλεξη. 2 πλθ. -ры (παλ.) βλ. разговорник. II εκφρ. без -ОВ χωρίς κουβέ- κουβέντες (να μη χάνομε καιρό)· И -а (~у) Нет ή не может быть α) ούτε συζήτηση (κουβέντα) δε γίνεται ή δε χωράει καμιά συζήτηση. β) συμφωνώ απόλυτα. разговорить ρ.σ.μ. (απλ.) προκαλώ (σιωπη- λόν) να μιλήσει, ν' ανοίξει το στοματάκι. II διασκεδάζω κάποιον με ενδιαφέρουσα κουβέ- κουβέντα, τον κάνω να ξεσκάσει. II -0Я ανοίγω κου- κουβέντα, πιάνω κουβέντα, μιλώ. И γίνομαι ο- μιλη'τικός, εϋλαλος, λάλος, στωμύλος. разговорник, -а α. εγχειρίδιο συνομιλίας (σε ξένη γλώσσα). разГОВОрНЫЙ επ. 1 ομιλούμενος- - ЯЗЫК η ομιλούμενη γλώσσα· -ая. речь о απλός λόγος. 2 της συνδιάλεξης- -ая будка καμπίνα τηλε- τηλεφωνικής συνδιάλεξης. 3 προφορικός· -урок μάθημα προφορικής εξάσκησης. разгОВОрЧВВОСТЬ, -И θ. ομιλητικότητα, ευ- προσηγορ'ια, στωμυλία. разговорчивый επ., βρ: -ЧИВ, -а, -О ομι- ομιλητικός, εύλάλος, στωμύλος. разговорчик, -а α. αερολογία, ανεμολογία, αργολογία, κούφιος λόγος. разгон, -а α. 1 διασκόρπιση, σκόρπισμα- εκδίωξη, διώξιμο· πρόγκισμα. II στάλσιμο, α- αποστολή. 2 διάλυση· ~ демонстрации διά- διάλυση της διαδήλωσης· - государственной думы (παλ.) διάλυση της Δούμας (Βουλής). 3 ανά- ανάπτυξης όλης της ταχύτητας. 4 αύξηση, μεγά- μεγάλωμα, μάκραιμα, επιμήκυνση· τράβηγμα. Π δι- раз άστημα ή απόσταση· - между Столбами απόστα- απόσταση μεταξύ στύλων. II εκφρ. В -е (ως κατηγ.)· απεσταλμένος, σταλμένος- С -а ή С -у με με- μεγάλη ταχύτητα. разгонистый επ., βρ; -нист, -а, -ο (για γράμματα)· αραιός· - почерк αραιά γραφή. разгонка, -и θ. 1 βλ. разгон. 2 πλάτυνση, πλάταιμα, φάρδαιμα. 3 (ХПЙ·) απόσταξη επα- επαναληπτική. разгонный επ. (παλ.) καθημερινής χρήσης (για άλογο). разгонять(ся) ρ.δ. βλ. разогнать(ся). разграживать(ся) р.δ. βλ. разгородйть(ся). разгораться р.δ. βλ. разгореться. разгореться, -рюсь, -рйшься р.σ. 1 ανάβω, καίω καλά· КОСТёр -ЛСЯ η φωτιά άναψε καλά· сырые дрова насилу -ЛИСЬ τα χλωρά (υγρά) ξύ- ξύλα με δυσκολία άναψαν. 2 μτφ. κοκκινίζω·ВО- κοκκινίζω·ВОСТОК -ЛСЯ η ανατολή κοκκίνισε· Щёки ОТ бе- ГОТНЫ -ЛИСЬ τα μάγουλα απο το τρέξιμο κοκ- κοκκίνισαν. 3 βτψ· φλέγομαι, φλογίζομαι, ερε- ερεθίζομαι, ανάβω· сердце -ЛОСЬ η καρδιά φλο- φλογίστηκε· кровь -лась το αίμα άναψε. 4 φου- φουντώνω, δυναμώνω, γίνομαι σφοδρός, φορτσάρω· бЙТВа -лась η μάχη άναψε· СТраСТИ -ЛИСЬ τα πάθη άναψαν. II εκφρ. глаза (И зубы) -ЛИСЬ έτρεξαν τα σάλια (απο μεγάλη επιθυμία). разгородить, -рожу, -родишь, παθ. ,χτχ. παρλθ. χρ. разгороженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (δια)χωρίζω, διχάζω- - комнату χωρί- χωρίζω το δωμάτιο. II -СЯ (δια)χωρίζομαι. разгорячить, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгорячённый, βρ: ~чён, -чена, -чено р. σ. μ. ανάβω, φλογίζω, καίω· θερμαίνω. II μτφ. εξάπτω, ερεθίζω, αψώνω. II -СЯ εξάπτομαι, α- ανάβω, ερεθίζομαι· αψώνω. рЬЗГрабИТЬ, διαρπάζω, λεηλατώ, δηώνω, δι- αγουμίζω, κουρσεύω. разграбление, -Я ουδ. διαρπαγή, λεηλάτη- ση* δήωση, διαγούμισμα, κούρσεμα. разграничение, -Я ουδ. οροθέτηση, οροσή- μανση· διαχάραξη ορίων. разграничивание, -я ουδ. βλ.разграничение. разграничиваться) р.δ. βλ. разграничить- разграничиться). разграничительный επ. οροθετικός· -ая ли- линия οροθετική γραμμή. разграничить ρ.σ.μ. 1 οροθετώ, οροσημαί- νω , βάζω όρια, σύνορα· χωρίζω· - имение βά- βάζω σύνορα στο κτήμα. 2 μτφ. διαχωρίζω, ξε- ξεχωρίζω· - ПОНЯТИЯ βάζω όρια στις έννοιες· - Обязанности διαχωρίζω τις υποχρεώσεις. II -СЯ οροθετούμαι, οροσημαίνομαι. разграфить, -флю, -фйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разграфлённый, βρ: -лён, -лена, -ленор. σ.μ. ριγώνω, χαρακώνω, διαγραμμίζω· - бума-
раз 317 раз гу ριγώνω το χαρτί. ■ разграфлять р.6. βλ. разграфить.II -ся ρι- γώνομαι, χαρακώνομαι, διαγραμμίζομαι. разгребание, -Я ουδ. γραβάλισμα,τσουγκρά- νισμα· ζεστόίβαγμα. разгребать ρ.δ. βλ. разгрести. II -ся γρα- βαλίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разгрести ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раз- гребённый, βρ: -бён, -бена, -бено р.σ.μ. γραβαλίζω, τσουγκρανίζω, ξεστοιβάζω· ανα- σκαλίζω. разгримировать ρ,σ.μ. βγάζω το μακιγιάζ, ξεμακιγιάζω. II -СЯ βγάζω το μακιγιάζ μου. разгром, -а α. 1 συντριβή, συντριπτική ήτ- ήττα, καταστροφή, πανωλεθρία, νίλα' - врага συντριβή του εχθρού. 2 ερείπωση· ερήμωση· - города ερείπωση της πόλης· - страны ερήμω- ερήμωση της χώρας. II πλήρης αταζία, χάος. разгромить, -МЛГО, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгромленный, βρ: -лен, -а, -о κ. раз- разгромлённый, βρ:-лён, -лена, -лено р.σ.μ. ι (κατα)συντρίβω, τσακίζω, νικώ κατά κράτος- πατάσσω. 2 καταστρέφω· ερειπώνω· ερημώνω·- город καταστρέφω την πόλη· - Страну ερημώ- ερημώνω τη χώρα. разгружать(ся) р.δ. βλ. разгрузйть(ся). разгрузить, -ужу, -узЙШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгруженный, βρ: -жен, -а, -о к. раз- разгружённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. 1 ξεφορτώνω, εκφορτώνω· - Пароход ξεφορτώνω το ατμόπλοιο. 2 μτφ. ξαλαφρώνω,·ανακουφίζω· απαλλάσσω (απο το καταθλιπτικό βάρος). II -СЯ 1 ξεφορτώνομαι, εκφορτώνομαι. 2 μτφ. ανα- ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω- απαλλάσσομαι. разгрузка, -И θ. ξεφόρτωμα, -ση, εκφόρτω- εκφόρτωση· - вагонов ξεφόρτωμα των βαγονιών. разгрузочный επ. εκφορτωτικός· -ые работы εκφορτωτικές εργασίες. • разгруппировать р.σ.μ. χωρίζω, κατανέμω σε ομάδες (γκρουπ). II -СЯ χωρίζομαι, κατα- κατανέμομαι σε ομάδες. разгрызать(ся) р.δ. βλ. разгрызть(ся). разгрызть, -ызу, -ызёшь, παρλθ. χρ. раз- разгрыз, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раз- грызенный, βρ: -зен, -а, -О р.σ.μ. κατατρω- γαλίζω, καταγριτσανίζω, καταροκανίζω, κατα- κατατρώγω. II -СЯ σπάζω, θραύομαι- орех -ася το καρύδι έσπασε (με τα δόντια). разгул, -а α. 1 αποχαλίνωση, εκτραχηλι- σμός· παραφροσύνη, φρενίτιδα- ντελίριο. 2 κραιπάλη, ακράτεια· παραλυσία· όργιο. разгуливать1 ρ.δ. περιπατώ, κάνω περίπατο. разгуливать2ρ.δ. βλ. разгулять. || -ся βλ. разгуляться. разгулье, -я ουδ. βλ. разгул B σημ.). II διασκέδαση, γλέντι, ευωχία. разгульный επ. 1 έκλυτος, έκδοτος, ακόλα- ακόλαστος· κραιπαλώδης, οργιαστικός. 2 (παλ.) θρασύς, παράτολμος. разгулять р.σ.μ. 1 διασκεδάζω, ψυχαγωγώ. 2 ξαγρυπνώ λέγοντας αστεία. II -СЯ 1 αρχίζω τις διασκεδάσεις, τα γλέντια. 2 ξανοίγομαι, ελευθεριάζω. II αφηνιάζω, αποχαλινώνομαι, κά- κάνω στραπάτσα. 3 ξαγρυπνώ διασκεδαζόμενος, ψυχαγωγούμενος. 4 αιθριάζω, ξεκαθαρίζω, ξα- ξαστερώνω, καλοσυνεύω (για καιρό). раздабривать(ся) р.δ. βλ. раздобрйть(ся). раздавать(ся) р.δ. βλ. раздать(ся). раздавить р.σ.μ. α.1 συνθλίβω, καταθλίβω, καταπιέζω, καταπατώ. 2 μτφ. συντρίβω· - ар- армию противника συντρίβω τον εχθρικό στρα- στρατό. 3 στενοχωρώ, προξενώ θλίψη, λυπώ, πι- πικραίνω. 4 πίνω, τραβώ, τσούζω. раздавливать р.δ. βλ. раздавить. II -ся συνθλίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ, раздаивание, -я ουδ. βλ. раздой. раздаивать(ся) ρ.δ. βλ. раздойть(ся). раздалбливать р.δ. βλ. раздолбить. II -ся φαρδύνω εκκοιλαίνοντας. раздаривать р.δ. βλ. раздарить. II -ся δω- δωρίζομαι, διανέμομαι δωρεάν. раздарить р.σ.μ. δωρίζω, μοιράζω, δίνω δώρα χάρισμα (σε πολλούς)· - игрушки δωρίζω παιγνίδια. раздаТОЧНЫЙ επ. διανομητικός, της διανο- διανομής, (επι)μεριστικός: - пункт κέντρο διανο- διανομής. II -ая θ, κέντρο διανομής. раздаТЧИК, -а α., -ца, -Ы θ. ο, η διανο- διανομέας, διαμοιραστής, κατανεμητής, διανεμητής. раздать1 ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. роздал к. раз- раздал, раздала, роздало κ. раздало, μτχ. παρλθ. χρ. радавший, προστκ. раздай, παθ. μτχ. 'παρλθ. χρ. розданный, βρ: роздан, -а, роз- роздано βλ. για την κλίση к. ДЭТЬ. 1 διανέμω, (δια)μοιράζω· - детям подарки μοιράζω δώρα στα παιδιά- - деньги μοιράζω χρήματα. раздать2 (γραμμ. στοιχεία βλ. раздать1)· α- ανοίγω, τεντώνω- - сапоги на колодке ανοίγω τις μπότες στο καλαπόδι. раздаться? -дастся, -дадутся, παρλθ. χρ. раздался, -лась, -лось к. -лось προστκ.раз- προστκ.раздайся, μτχ. παρλθ. χρ. раздавшийся р.σ. η- ηχώ, αντηχώ· ακούομαι· далеко -лея выстрел μακριά έπεσε ντουφέκια. раздаться2 р.σ. 1 αναμερώ, -ίζω, αποτρα- αποτραβιέμαι, κάνω στην άκρη- αναμερώ (απο το δρό- δρόμο)· толпа -лась το πλήθος αναμέρισε. II (παλ.) θραύομαι, σπάζω. 2 μτφ. ξανοίγω, φαρ- φαρδύνω, πλαταίνω, γίνομαι φαρδύς, πλατύς. 3 παχαίνω, χοντραίνω. раздача, -И θ. διανομή, μοίρασμα· - ПОДа- ροκ μοίρασμα δώρων.
раз οίο раз раздваивание, -я ουδ. βλ, раздвоение. раздваивать(оя) ρ.δ. βλ. раздвойть(ся). раздвигание, -Я ουδ. 1 άνοιγμα, χώρισμα (στα δυό). II μετακίνηση. 2 αναμέρισμα. 3 δι- διάνο ιγμα. раздвигать(ся) ρ.δ. βλ. раздвйнуть(ся). раздвока, -И 6. άνοιγμα, χώρισμα (σε δυό). раздшижной επ. κινητός, κινούμενος. раздвинуть ρ.σ.μ. 1 ανοίγω, χωρίζω· - по- побеги ανοίγω τους βλαστούς, διακλαδίζω·- за- занавески ανοίγω τις κουρτίνες· - НОГИ ανοί- ανοίγω τα πόδια. II μετακινώ· - стулья μετακινώ λίγο τα καθίσματα. 2 αναμερώ, ανοίγω δίοδο, κάνω δρόμο· ~ толпу ανοίγω δρόμο στο πλή- πλήθος. 3 (δια)νοίγω· ~ СТОЛ ανοίγω το (πτυσ- (πτυσσόμενο) τραπέζι. II -СЯ 1 ανοίγω, -ομαι, α- αποχωρίζομαι, II μετακινούμαι λίγο. 2 αναμε- αναμερώ· αποτραβιέμαι. 3 Μ·τΦ· πλατα'ινω, ευρύνο- μαι· -ется кругозор πλαταίνει ο ορίζοντας. раздвоение, -Я ουδ. διχασμός, δυασμός· διατομή, διχοτόμηση. раздвоенность, -и θ. βλ. раздвоение. раздвоенный к. раздвоённый επ. απο μτχ. 1 διχασμένος, διχαλωτός· δισχιδής· δίχηλος·~οβ КОПЫТО δίχηλη οπλή. 3 μτφ. διχασμένος· ~ая МЫСЛЬ διχασμένη σκέψη. разДВОЙТЬ, -ВОЮ, -ВОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздвоенный, βρ: -воен, -а, -о к. раз- раздвоённый, βρ: -воён, -воена, -воено р.σ.μ. διχάζω, δυάζω, διχοτομώ, χωρίζω στα δυό. II -СЯ διχάζομαι, διχοτομούμαι, χωρ ίζομαιστα δυο. раздевалка, -И θ. ιματιοθήκη, ιματιοφυλά- κιο· αποδυτήριο. раздевальный επ. της ιματιο,βήκης , του ι- ματιοφυλακίου■ του αποδυτηρίου. II ~ая ουσ. θ. βλ. раздевалка. раздевальня, -и, γεν. πλθ. -лен θ. βε- βεστιάριο, ιματιοθήκη. раздевание, -Я ουδ. γδύσιμο, ξέντυμα. раздевать(ся) р.δ. βλ. раздёть(ся). раздел, ~а α. 1 μοίρασμα, διανομή· - ПОЛЯ μοίρασμα του χωραφιού· - наследства μοίρα- μοίρασμα της κληρονομιάς. II В -е χώρια· ЖИТЬ В -е ζω χώρια. 2 τμήμα. 3 σύνορο, χώρισμα. разделать р.σ.μ. 1 επεξεργάζω, -ομαι, ε- ετοιμάζω, δουλεύω. 2 μτφ. κανονίζω, διορθώ- διορθώνω, συνετίζω. 3 διανοίγω, φαρδύνω οπή. II -ся 1 απαλλάσσομαι, γλυτώνω· ξεφορτώνομαι· απε- απελευθερώνομαι· ξεμπλέκω. 2 λογαριάζομαι, λύ- λύνω τις διαφορές· εκδικούμαι. разделение, -Я ουδ. 1 μοίρασμα, διανομή· διαχωρισμός, χώρισμα. 2 δίχαση, -σμός, δι- διχοτόμηση, χώρισμα στα δυό. II εκφρ. - цер- церквей ο χωρισμός των εκκλησιών ПО -ЯМ χω- χωριστά (όχι σε συνέχεια). разделительный επ. διαχωριστικός· -ая че- черта διαχωριστική γραμμή- - 3ΗΕΚ διαχωρι- διαχωριστικό σημάδι. II εκφρ. - СОЮЗ (γραμμ.) δια- διαζευκτικός σύνδεσμος. разделить, -елю, -ёлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разделённый, βρ; -лён,-лена -лено р.σ. μ. 1 (δια)μοιράζω, διανέμω· (δια)χωρίζω· - Яблоко на ПЯТЬ частей χωρίζω το μήλο σε πέ- πέντε μέρη· - книгу на главы χωρίζω το βι- βιβλίο σε κεφάλαια· - наследство μοιράζω την κληρονομιά. 2 διχάζω, διχοτομώ. II απομονώ- απομονώνω, ξεκόβω. 3 συμμετέχω, παίρνω μέρος. 4 συμμερίζομαι, συμπονώ, συμπάσχω· - участь ЧЫ0-Н. συμμερίζομαι τον πόνο (κακή τύχη) κά- κάποιου- - радость συμμετέχω στη χαρά.II συμ- συμφωνώ, συμμερίζομαι (για γνώμη, άποψη κ.τ.τ.). 5 (μαθ.) διαιρώ· - десять на два διαιρώ το δέκα με το δύο. II -СЯ 1 (δια)χωρίζομαι, δι- διχάζομαι· река в этом месте -лась на два ру- рукава το ποτάμι σ' αυτό το μέρος χώρισε σε δυό βραχίονες· отряд -лея на три партии το τμήμα σε τρεις ομάδες. 2 μτφ. μοιράζομαι· мнения -ЛИСЬ οι γνώμες διχάστηκαν, 3 χωρί- χωρίζω· дети после смерти отца -лись τα παιδιά μετά το θάνατο του πατέρα χώρισαν. 4 (μαθ.) διαιρούμαι. разделка, -И θ. 1 καλοδούλεμα- λεπτή ε- επεξεργασία. 2 ειδικό χτίσιμο θερμάστρας κατά της πυρκαγιάς. 3 επιμελημένη εργασία επίπλων- καλαισθησία. 4 (παλ.) τέλος, πέ- πέρας- λύση οριστική. «► разделочный επ. 1 επεξεργαστικός- της επεξεργασίας. 2 καλοδουλεμένος, καλαι- καλαισθητικός. разделывание, -Я ουδ. λεπτή επεξεργασία, καλοδούλεμα, επιμελημένη εργασία. разделывать р.δ. 1 βλ. разделать. 2 εκτε- εκτελώ, κάνω- - чудеса κάνω θαύματα. II -СЯ βλ. разделаться. раздельнолепестные, -ых πλθ. τα χωριστο- πέταλα (άνθη). раздельно επίρ. χωριστά, ξέχωρα. раздельность, -И θ. χωρισμός, χωριστή ύ- ύπαρξη. раздельный επ. (ξε)χωριστός, ξέχωρος, χω- χωρισμένος- ιδιαίτερος- -ое обучение χωριστή εκπαίδευση (μαθητών και μαθητριών)· -ая ЖИЗНЬ χωρισμένη ζωή. II διαχωριστικός, της διαμοίρασης. 2 διακοφτός, διακεκομμένος- -ая речь διακοφτή ομιλία. 3 ευκρινής· -ое про- произношение ευκρινής προφορά. разделять р.δ. разделить. II -ся 1 βλ.раз- βλ.разделиться. 2 χωρίζομαι, κατατέμνομαι (σε τμή- τμήματα, ομάδες κλπ.), раздёргать ρ.σ.μ. σχίζω τραβώντας. раздёргивать р.δ. βλ. раздёргать. II -ся σχίζομαι με τράβηγμα.
раз 319 раз раздёрнуть р.σ.μ. ξεχωρίζω, (δι)ανοίγω τραβώντας. II ~СЯ ξεχωρίζω, -ομαι, ανοίγο- ανοίγομαι με τράβηγμα· Занавес -лея η κουρτίνα ά- άνοιξε (με τράβηγμα). раздетый επ. απο μτχ. γδυτός· совсем γυμνός. II ημίγυμνος, μισοντυμένος, κακο- ντυμένος. раздеть, -ену, -ёнешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздетый, βρ: -дет, -а, -о. 1 γδύνω,ξε- ντΰνω. 2 ληστεύω. II -СЯ γδύνομαι, ξεντύνο- μαι. раздирательный επ., βρ,- -лен, -льна; -о; βλ. раздирающий. раздирать ρ.δ.μ. 1 βλ, разодрать. 2 κατα- κατασπαράζω, ξεσχίζω. 3 Ι-ΐτφ. βασανίζω, ταλαιπω- ταλαιπωρώ·' προξενώ (επιφέρω) δεινά· κατατρύχω- ВОЙ- ВОЙНЫ -ЛИ Европу οι πόλεμοι κατασπάραζαν την Ευρώπη· тоска -ег сердце η θλίψη σπαράζει την καρδιά· печаль -ет душу η λύπη κατα- κατατρύχει την ψυχή. II -СЯ 1 βλ. разодраться. 2 σπαράζομαι, ξεσχίζομαι. 3 βασανίζομαι, τα- ταλαιπωρούμαι· κατατρύχομαι. раздирающий επ. απο μτχ. σπαρακτικός, σπα- σπαραξικάρδιος· γοερός· -ая драма σπαραξικάρ- σπαραξικάρδιο δράμα· - крик γοερή κραυγή. раздобреть, -его, -ёешь р.σ. χοντραίνω, γε- ρεύω, γεμίζω, μεστώνω. раздобрить, -рго, -ришь р.σ. προδιαθέτω κα- καλά, ευμενώς, επιεικά, κάνω καλοπροαίρετο. II -СЯ κάνω τον καλό, το γενναιόδωρο, τον κου- κουβαρντά. раздобывать(ся) р.δ. βλ. раздобыть(ся). раздобыть, -буду, -будешь, παρλθ. χρ. раз- раздобыл, -ла, -ло, раздобудь р.σ.μ. εξοικονο- εξοικονομώ, εξευρίσκω· προμηθεύομαι. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. раздоЙТЬ, -ДОЮ, -ДОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздоенный, βρ: -ДОен, -а, -Ο ρ. σ. μ. αρ- αρμέγω περισσότερο, αυξα'ινω την απόδοδση γά- γάλατος. II -СЯ αρχίζω να αποδίδω περισσότερο γάλα. раздой, -Я α. αυξημένη απόδοση γάλατος. раздолбЙТЬ, -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздолблённый, βρ: -лён, -ленаг -лено; ρ.σ.μ. φαρδύ ν ω την εκκοίλανση, εκκοιλα'ινω περισσότερο. II -СЯ χαλνώ εκκοιλαίνοντας. раздолье, -я ουδ. 1 βλ. простор (ι σημ.). 2 μτφ. πλήρης ελευθερία. раздольный επ., β р.- -лен, -льна, -льно; 1 εκτεταμένος, εκτενής· -ая степь εκτεταμέ- εκτεταμένη πεδιάδα. 2 μτφ. ελεύθερος, απεριόριστος. раздор, -а α. φιλονικία, έριδα, διένεξη, προστριβή· διαμάχη· μάλωμα, τσακωμός. раздорожье, -Я ουδ. (διαλκ.) σημείο δια- διακλάδωσης οδού. раздосадовать ρ.σ.μ. πεισματώνω, αψώνω, πικάρω, φουρκίζω. II -СЯ πεισματώνω, φουρ- φουρκίζομαι, αψώνω. раздражать(ся) ρ.δ. βλ. раздражить(ся). раздражающе επίρ. ερεθιστικά. раздражающий επ. απο μτχ. ερεθιστικός· -ИМ Образом με ερεθιστικό τρόπο, ερεθιστικά. раздражение, -я ουδ. 1 ερεθισμός· - кожи ερεθισμός του δέρματος· - нерва ερεθισμός του νεύρου· Острое - οξύς ερεθισμός, εξε- ρεθισμός. 2 θύμωμα, έξαψη, εξόργιση- αγρίε- μα· νευρίασμα, εκνευρισμός· сказать С -ем λέγω θυμωμένα· прийти В - θυμώνω, εξοργίζο- εξοργίζομαι- В -И στο θυμό, στην οργή. раздражённость, -и θ. ερεθιστικότητα,νευ- ερεθιστικότητα,νευρικότητα. раздражённый επ. απο μτχ. ερεθισμένος, ε- ξημμένος, θυμωμένος, οργισμένος, νευριασμέ- νευριασμένος. II εκνευρισμένος· - голос εκνευρισμένη φωνή· - ВИД εκνευρισμένη όψη. раздражимость, -и θ. ερεθιστικότητα· διε- γερτικότητα· - нерва ερεθιστικότητα του νεύρου. раздражимый επ. βρ: -жйм, -а, -о ερεθιζό- μενος· ευερέθιστος· ερεθιστός. раздражитель, -Я α. ο ερεθίζων διεγέρτης. раздражительность, -И θ. ερεθιστικότητα, διεγερτικότητα. раздражительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; 1 ευερέθιστος, ευέξαπτος, ευόργητος. II νευ- νευρικός· εκνευρισμένος- - тон νευρικός τόνος. 2 ερεθιστικός- διεγερτικός, раздражить, ~жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздражённый, βρ: -жён, -жена, ~ό ρ.σ. 1. θυμώνω, εξάπτω, παροργίζω- αγριεύω, 2 ερε- ερεθίζω- - нерв ερεθίζω το νεύρο· - рану ερε- ερεθίζω την πληγή· - глаз ερεθίζω το μάτι. Э «εντώ, διεγείρω- - аппетит διεγείρω την ό- όρεξη. II -СЯ 1 θυμώνω, εξάπτομαι, παροργί- ζομαι. 2 ερεθίζομαι- кожа -лась το δέρμα ε- ερεθίστηκε- нерв -лея το νεύρο ερεθίστηκε. раздразнить, -азнго -азнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздразнённый, βρ: -нён, -нена, -нено ρ.σ.μ. ερεθίζω, αψώνω, φουρκίζω, τσι- γκλώ, πικάρω· αγριεύω. II κεντώ· διεγείρω· - аппетит κινώ την όρεξη. раздраконивать ρ.δ. βλ. раздраконить. раздраконить р.σ.μ. (απλ.) κατσαδιάζω γε- γερά, τσούζω, λούζω (πατόκορφα). раздробить, -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздроблённый, βρ: -лён, -лена, -лено κ. раздробленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα, (δια)θρύπτω· - Стакан κάνω θρύψαλα το ποτήρι. II θραύω, σπάζω· пуля -ла ему кость правой ноги η σφαίρα του έκανε θρύψαλα το κόκκαλο του δε- δεξιού ποδιού. II διασπώ, διαμελίζω, κατακομ-
раз 320 раз ματιάζω. 3 (μαθ.) μετατρέπω- - метры Всан- тимётры μετατρέπω τα μέτρα σε εκατοστά (πό- (πόντους). II -СЯ 1 σπάζω, θραύομαι-, τεμαχίζο- τεμαχίζομαι,, κομματιάζομαι. II θρυμματίζομαι, γίνο- γίνομαι θρύψαλα. 2 διαμελίζομαι, χωρίζομαι, κα- κατατέμνομαι (σε τμήματα, ομάδες). раздробление, -Я ουδ. 1 θραύση, σπάσιμο· θρυμμάτισμα· - костей осколком σπάσιμο των κοκκάλων απο θραύσμα βλήματος. 2 κατάτμηση, κατατεμαχισμός· διαμελισμός· χωρισμός(σε ο- ομάδες κ. τ. τ. ) . раздробленность и. раздроблённость, -и θ. κατατεμαχισμός, διαμελισμός, κομμάτιασμα. раздробленный к. раздроблённый επ. απο μτχ. 1 κατατμημένος, κατακομματιασμένος, κα- κατατεμαχισμένος · χωρισμένος· διαιρεμένος. II θραυσμένος, σπασμένος· θρυμματισμένος. 2 διαμελισμένος. раздроблять(ся) ρ.δ. βλ. раздробйть(ся). раздружить р.σ.μ. κάνω να φιλονικήσουν οι φίλοι· χωρίζω φίλους, χαλνώ τη φιλία· - СТа- рых приятелей βάζω τους παλαιούς φίλους να μαλώσουν - СО старым другом κόβω τη φιλία με τον παλαιό φίλο. II -СЯ τα χαλώ με το φί- φίλο, κόβω σχέσεις. II μτφ. ξεκόβω, χάνω κάθε δεσμό. раздувание, -Я ουδ. 1 φύσημα. 2 φούσκωμα. 3 διόγκωση· πρήξιμο. 4 μεγαλοποίηση, παρα- φούσκωμα· υπερβολή. раздувать р.δ.μ. 1 βλ. раздуть. 2 ανεμί- ανεμίζω· ветер ~ет флаги о αέρας ανεμίζει τις σημαίες. II -СЯ 1 βλ. раздуться. 2 ανεμίζο- ανεμίζομαι . раздумать р.σ. μετανοιώνω, μεταμελώ, με- ταγνωμίζω, μεταβουλεύομαι. II -СЯ σκέπτομαι, συλλογίζομαι. раздумчиво επίρ. σκεπτικά. раздумчивый επ., βρ: ~чив, -а, -о σκε- σκεφτικός, συλλογισμένος· περίσκεπτος. раздумывать р.δ. διανοούμαι, λογιάζω, δι- διαβουλεύομαι, στοχάζομαι. раздумье, ~Я ουδ. σκέψη, διαλογισμός, δι- νόηση, στοχασμός, συλλογή. раздутие, -Я ουδ. διόγκωση, φούσκωμα-πρή- φούσκωμα-πρήξιμο. раздутость, -И θ. παραφούσκωμα, υπεραύξη- ση· - сметы παραφούσκωμα του υπολογισμού. раздутый επ. απο μτχ. 1 φουσκωμένος· ~ое ЛИЦО φουσκωμένο πρόσωπο· - ЖИВОТ φουσκωμέ- φουσκωμένη κοιλιά· -ые паруса φουσκωμένα πανιά. 3 μτφ. υπερβολικός, μεγαλοποιημένος, υπεραυ- ξημένος, παραφουσκωμένος. раздуть, -ДУЮ, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздутый, βρ: -дут, -а, ~о ρ.σ.μ.1 φυ- φυσώ, παρασύρω φυσώντας· - пёпель φυσώ τη στάχτη. II σκορπώ, διώχνω· ветер -ул тучи о άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα. 2 φυσώ για να ανάψει· - ОГОНЬ φυσώ τη φωτιά. 3 φουσκώνω- γεμίζω με αέρα· - пузырь κάνω φούσκα· Βέ- тер -ул паруса о άνεμος φούσκωσε τα πανιά. 4 (απρόσ.) πρήζομαι· ЖИВОТ -ЛО η κοιλιά φούσκωσε. 5 μτφ. εξογκώνω, μεγαλοποιώ, υ- υπερβάλλω, υπεραυξαίνω, παραφουσκώνω· τα πα- ραλέγω. II -СЯ 1 φουσκώνω, -ομαι, γεμίζομαι με αέρα. 2 μτφ. εξογκώνομαι, πρήζομαι. раздушить(ся) ρ.σ. βλ. душйть(ся). разевать р.δ. βλ. разнуть. разхалобИТЬ, -блю, -бИШЬ ρ.σ.μ. παραπο- παραπονούμαι, κλαίγομαι, κάνω τον κακομοίρη (για να με λυπηθεί)· συγκινώ. II -СЯ λυπούμαι, ευ- σπλαχνίζομαι, συμπονώ. разжалование, -Я ουδ. (παλ.) καθαίρεση-υ- καθαίρεση-υποβίβαση· παύση. разжалованный, -ОГО ουσ. καθαιρεμένος- υ- υποβιβασμένος- παυμένος. разжаловать, -луго, -луешь,пав. μτχ. παρλθ. χρ. разжалованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. (παλ.) καθαιρώ· υποβιβάζω· παύω- - офицера В солдаты καθαιρώ απο αξιωματικό σε στρα- τιώτη. разжать, разожму, разожмёшь ρ.σ.μ. ξε- σφίγγω, ανοίγω- - кулак ξεσφίγγω τη γροθιά- - губы ξεσφίγγω τα χείλη. II χαλαρώνω, ξε- λασκάρω- - пружину ξελασκάρω το ελατήριο. II СЯ ξεσφίγγομαι, ανοίγω^ -ομαι. разжевать, -жую, -жуёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разжёванный, βζ: -вал, -а, -о ρ.σ.μ. 1 μασώ- - ПЙщу μασώ την τροφή. 2 μτφ. εξηγώ, διασαφηνίζω, κάνω λιανά, ψιλά. II -СЯ μασιέ- μασιέμαι. разжёвывать(ся) р.δ. βλ. разжевать(ся). разженить, -женю, -женишь ρ.σ.μ. (απλ.)· χίίρίζω αντρόγυνο. II -СЯ (απλ.) χωρίζω, δι- διαλύω το γάμο. разжечь, разожгу, разожжёшь, разожгут, о παρλθ. χρ. разжёг, разожгла, разожгло, παθ. μτχ. παρλθ. 'χρ. раЗОЖЖёННЫЙ, : βρ: -ЖЖёН, -жжена, -жжено ρ.σ.μ. 1 ανάβω- - огонь ανά- ανάβω φωτιά· - дрова ανάβω τα ξύλα. II (απρόσ.) καίω θερμαίνω πολύ· песок жаром разожгло о άμμος έκαψε πολύ- железо разожгло το σίδε- σίδερο έκαψε (για σφυρηλάτηση). 2 μτφ. υποδαυ- υποδαυλίζω· ~ ненависть ανάβω το μίσος. II -СЯ α- ανάβω, παίρνω φωτιά. разжива, ~Ы θ. (απλ.) 1 πλούτισμα, θησαύ- θησαύρισμα. 2 κέρδος, όφελος._ ' разживаться р.δ. βλ. разжиться. разЖИГ, -а α. άναμμα, άναψη, έναυση. разжигание, -я ουδ. 1 βλ. разжиг. 2 μτφ. υποδαύλιση, υποκίνηση. разжигать(ся) ρ.δ. βλ. разжечь(ся). разжидить, -жижу, -ЖИДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ
раз 321 раз χρ. разжиженный, βρ: -жён, жена, -жено р.σ. μ. νερουλιάζω· αραιώνω· κάνω υδαρέστερο· - суп αραιώνω τη σούπα. II -СЯ νερουλιάζω· α- αραιώνομαι, γίνομαι υδαρέστερος. разжижать( ся) р. δ. βλ. ражидить( ся). разжижение,-Я ουδ. νερούλιασμα, αραίωση. разжимать(ся) ρ.δ. βλ. разжать(ся). разжимный επ. 1 διαχωριζόμενος, αποσπώ- αποσπώμενος. 2 του ξεσφίγματος, για ξέσφιγμα. разжиреть ρ.σ. παχαίνω, χοντραίνω. разжиться., -живусь, -живёшься, παρλθ. χρ. разжился, -лась, -лось р.σ. 1 πλουταίνω, θησαυρίζω. 2 αρχίζω να καλοζώ να ευπο- ρώ, να ευεκτώ. 3 (απλ.) εξοικονομώ, εξευ- εξευρίσκω· где бы мне - деньги που να βρω χρή- χρήματα·. разжужжаться, -жжится ρ.σ. αρχίζω να βου- βουίζω, να βομβώ πολύ· пчёлы -лись οι μέλισσες άρχισαν να βουίζουν πολύ. раззадоривать(ся) ρ.δ. βλ. раззадориться). раззадорить, -рго -ришь р.σ.μ. ερεθίζω, α- ψώνω, διεγείρω· προκαλώ· γινατώνω. II -СЯ α- ψώνω, το βάζωπείσμα, γινάτι, πεισματώνω. раззванивать р.δ. βλ. раззвонить. раззвонить ρ.σ. (απλ.) διακωδωνίζω» διατυ- διατυμπανίζω, διαλαλώ, διασαλπίζω. раззеваться р.σ. 1 αρχίζω να μασώ. 2 χα- χαζεύω, κάνω χάζι· χάσκω. раззнакомить р.σ.μ. χαλώ (κόβω) τις σχέ- σχέσεις, χωρίζω· - друзей сплетнями χαλώ τις σχέσεις των φίλων με τα κουτσομπολιά. Ι| -СЯ παύω να έχω γνωριμία, κόβω σχέσεις· ОН С ним совсем -лея αυτός έκοψε εντελώς σχέ- σχέσεις μ' αυτόν. раззнакомливать ся) ρ. δ. βλ., раззнакомить- (ся). раззолачивать р.δ. βλ. раззолотить. И -ся επιχρυσώνομαι. раззолотить, -лочу, -лотйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раззолоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. επιχρυσώνω· - капители επιχρυσώνω τα κιονόκρανα. раззолоченный επ. απο μτχ. επιχρυσωμένος, επίχρυσος. раззудеться, -датся ρ.σ. (απλ.). 1 αρχί- αρχίζω να κνίζω, να με πιάνει δυνατή φαγούρα. 2 μτφ. μερακλώνομαι, θέλω πολύ, ποθώ. раззудить, -ужу, -удишь ρ. σ. μ. (απλ,) κν'ι- θω, τρώγω, προξενώ φαγούρα, κνησμό. 2 μτφ. προκαλώ, κεντώ· μερακλώνω. раззява, ~ы α. к. θ. (απλ.) βλ. разиня. разинуть р.σ.μ. απλ. (για στόμα) ανοίγω. II εκφρ. - рот α) ανοίγω το στόμα (λέγω κάτι), β) χαζεύω· χάσκω, γ) θαυμάζω, μένω με ανοιχτό το στόμα (έκθαμβος). разиня, -и α. к. θ. αφηρεμένος, αποξεχα- σμενος· χαζός. разительность, -И θ. καταπληκτικότητα. разительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταπληκτικός, εκπληκτικός· χτυπητός· -ое СХОДСТВО καταπληκτική ομοιότητα· - пример καταπληκτικό παράδειγμα·-эффект ζωηρή εντύ- εντύπωση (αίσθηση)' -ая быстрота καταπληκτική ταχύτητα. разить1, ражу, разишь ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)· χτυπώ, πλήττω· - прикладом χτυπώ με το κο- κοντάκι (όπλου)· - врага χτυπώ τον εχθρό. разЙТЬ, -ЙТ ρ.δ. (απλ.) μυρίζω, βρωμω, ζέχνω· от него -ло ВИНО αυτός μύριζε κρα- κρασί ή κρασίλας. разлагать(оя) ρ.δ. βλ. разложить(ся). разлагапций επ. απο μτχ. αποσυνθετ ικός, δι- διαλυτικός· -ая работа διαλυτική δουλειά. разлад, -а α. διαφωνία, αντιγνωμία, ετε- ροστασία, ετεροφροσύνη. II διάσταση, γκρί- γκρίνια· έριδα, φιλονικία· у него ~ С женой αυ- αυτός δεν τα πάει καλά (γκρινιάζει) με τη γυ- γυναίκα του· семейный - οικογενειακές γκρί- γκρίνιες. II χαλάρωση· - В работе χαλάρωση της δουλειάς· дело ПОШЛО на - πάει, (ξέφτισε) η υπόθεση. разладить, -ажу, -аДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 χαλνώ (τη ρυθμική λειτουργία)· - часы χαλ- χαλνώ το ωρολόγι· - машину χαλνώ τη μηχανή· совсем σπαραλιάζω. 2 μτ^ρ. διαλύω, εμποδίζω την πραγματοποίηση· - дело χαλνώ την υπόθε- υπόθεση· - свадьбу χαλνώ το γάμο. 3 (παλ.) χαλνώ κάτι που υπάρχει (σχέσεις, φιλία κ.τ.τ.). II -СЯ 1 χαλνώ, δε λειτουργώ κανονικά· СТЕНОК -ЛСЯ η εργατομηχανή δε δουλεύει καλά. 2 χα- χαλαρώνω· отношения -лись οι σχέσεις δεν εί- кц1 τόσο καλές· дело -лось η υπόθεση χάλασε. 3 ξεχορδίζομαι, ξεκουρντίζομαι. разладица, ~ы θ. (παλ. κ. απλ.) βλ. раз- разлад. разлаженность, "-И θ. χάλασμα (μη λειτουρ- λειτουργία). разлаженный επ. απο μτχ. χαλασμένος·~ме- хаНИЗМ χαλασμένος μηχανισμός. разлаживать(ся) р.δ. βλ. разладить(ся). разлакомить, -млю, -мишь ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) γλυκαίνω* κάνω να θέλει πιο πολύ.- II -СЯ γλυκαίνομαι· παρασύρομαι απο τη γλύκα, την ηδονή. разламывание, -я ουδ. βλ. разлом. разламывать р.δ. βλ. разломить. II -оя 1 βλ. разломаться, разломиться. 2 κεφαλοπονώ, πονοκεφαλώ, κεφαλγώ. разлапистый επ. διακλαδωτικός, με διακλα- διακλαδώσεις (για κλώνους, ρίζες, φύλλα κλπ.). разлапый επ. (απλ.) βλ. разлапистый.
раз 322 раз разлатый επ. (παλ. κ. απλ.), 1 επικλινής, κατωφερής, -ρικός. 2 πλατύκορφος. разлаяться, -лаюсь, -лаешься р.σ. 1 γαυ- γίζω δυνατά και συνεχώς. 2 μτφ. (απλ.) μα- μαλώνω, επιπλήττω, φωνάζω, παραπαίρνω μέ φω- φωνές. разлежаться, -лежусь, -лежишься р.σ. πα- ραξαπλώνω, разлёживаться р.δ. παραξαπλώνω. разлезаться, -ается р.δ. βλ. разлезться. разлезться, -лёзется, παρλθ. χρ. разлезся, -лась, -ЛОСЬ р.σ. (απλ.). 1 σχίζομαι- ξηλώ- ξηλώνω, -ομαι· ξεφτώ, -ιέμαι· платье -ЛОСЬ το φόρεμα φθάρθηκε τελείως. разлениваться р.δ. βλ. разлениться. разлениться, -ленюсь, -ленишься р.σ. πα- ρατεμπελιάζω. разлепить, -леплю, -лепишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлепленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. ξεκολλώ, αποκολλώ. II -СЯ ξεκολλιέμαι, ξε- ξεκολλώ, αποκολλιέμαι· конверт -ЛСЯ το φάκελ- λο ξεκόλλησε. разлеплять(ся) р.δ. βλ. разлепйть(ся). разлёт, -а α. 1 πτήση (σε διάφορες κατευ- κατευθύνσεις)· - ПТИЦ το πέταγμα των πουλιών. 2 φορά, ταχύτητα πτήσης. разлетайка, -И θ. επενδύτης ριχτός. разлетаться1 ρ·.δ. βλ. разлететься. II ανε- ανεμίζομαι· ВОЛОСЫ -ЮТСЯ τα μαλλιά ανεμίζονται. II αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώ- θε (για το κάτω μέρος του φουστανιού). разлетаться2ρ.σ. αρέσκομαι να πετώ. разлететься р.σ. 1 πετώ (σε διάφορες κα- κατευθύνσεις)· ПТИЦЫ -ли τα πουλιά πέταξαν. II σκορπίζω, -ομαι· ЛИСТЬЯ -ЛИСЬ τα φύλλα σκόρ- σκόρπισαν. 2 φεύγω, αναχωρώ προς διάφορες κα- κατευθύνσεις). II μτφ. διαδίδομαι γρήγορα весть -лась η είδηση διαδόθηκε γρήγορα. 3 συντρί- συντρίβομαι, θρυμματίζομαι, γίνομαι θρύψαλα πέ- πέφτοντας. II μτφ. σκορπίζω, διαλύομαι, χάνο- χάνομαι· - как дым διαλύομαι σαν καπνός· наде- ВДЫ -ЛИСЬ οι ελπίδες εξανεμίστηκαν (διαλύ- (διαλύθηκαν, φυλλορρόησαν). 4 παίρνω φόρα, επαυ- ξαίνω την ταχύτητα. 5 (απλ.) τρέχω, πλησιά- πλησιάζω γρήγορα, πετάγομαι. разлечься, -лягусь, -ляжешься, -лягутся, προστκ. разлягся, παρλθ. χρ. разлёгся, ~ле- глась, -ЛОСЬ р.σ. 1 ξαπλώνω ελεύθερα, φαρ- διά-πλατιά. 2 εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, α- απλώνομαι (σε διαστάσεις). разлив, ~а α. 1 χύση, χύσιμο, ρίξιμο- металла χύσιμο του μέταλλου· - вина в ста- стаканы ρίξιμο κρασιού στα ποτήρια. 2 πλημμύ- ρισμα· - реки πλημμύρισμα του ποταμού. 3 μτφ. διάδοση, διάχυση, εξάπλωση. 4 πλημμυ- πλημμυρίδα, μαρέα, μπασιά, φουσκονεριά. разливание, -Я ουδ. χύσιμο· ρίξιμο. разливанный επ: -ое море αφθονία οινο- οινοπνευματωδών ποτών. разливательный επ. για χύσιμο· της διανο- διανομής· ~ая ложка κουτάλα διανομής. разливать р.δ. βλ. разлить. II -ся 1 βλ.раз- βλ.разлиться). 2 τραγουδώ, κελαηδώ διάχυτα. 3 πο- πολυλογώ ή μιλώ με ευφράδεια. 4 θρηνώ, κλαίω, οδύρομαι· ξεσπώ σε δάκρυα. II εκφρ. - рекой χύνω ποτάμια, δάκρυα. разЛИВКа, -И θ. χύσιμο· μετάγγιση- - Μ0- ЛОКЭ μετάγγιση γάλατος. разливной επ. βλ. разливательный. II απο το βυτίο (όχι σε μποκάλια). разЛИВОЧНЫЙ επ. του χυσίματος· της εκκέ- εκκένωσης· της μετάγγισης. разлимонивать(ся) ρ.δ. βλ.разлимонить(ся). разЛИМОНИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.) αδυνατίζω, εξα- εξασθενώ: ατονώ (γι<α οινοπνευματώδη ποτά). Π -СЯ κόβομαι, εξασθενώ· παραλύω. Н συγκινούμαι. разлиновать ρ.σ.μ. ριγώνω, χαρακώνω, τρα- τραβώ γραμμές, γραμμώνω. разЛИНОВКа, -И θ. ρίγωμα, χαράκωση. разлиновывать ρ.δ. βλ. разлиновать. II -оя ριγώνομαι, χαρακώνομαι. разлипаться ρ.δ. βλ. разлйпнуться. разлшнуться р.σ., παρλθ. χρ. -пся, -лась, -ЛОСЬ р.σ. (απλ.) αποκολλιέμαι, ξεκολλιέμαι. разлитие, -я ουδ. βλ. разлив A σημ.). разлить, разолью, разольёшь, παρλθ. χρ. -лил, ~ла, -ло, προστκ. разлей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлитый, βρ: -ЛИТ, -а, -О р.σ. μ. 1 χύνω· - ВИНО на скатерть χύνω κρασί στο τραπεζομάντηλο· - МОЛОКО χύνω το γάλα. 2 (εκ)κενώνω, ρίχνω, βάζω" ОН -ИЛ всем Суп αυτός έβαλε σε όλους σούπα· - ВИНО В стака- НЫ^ ρίχνω κρασί στα ποτήρια. 3 μτφ. διαχέω, ξαπλώνω, σκορπώ' солнце -ло свой лучи о ή- ήλιος σκόρπισε τις ακτίνες του· цветы -ли благоухание τα λουλούδια σκόρπισαν ευωδιά. II -СЯ 1 χύνομαι· МОЛОКО -ЛОСЬ το γάλα χύθη- χύθηκε. 2 ρίχνομαι, εκκενώνομαι, αδειάζω. 3 πλημμυρίζω· ξεχειλίζω· речки -ЛИСЬ τα ποτα- ποταμάκια πλημμύρισαν. 4 μτφ. διαχέομαι, ξαπλώ- ξαπλώνομαι, διαδίδομαι· σκορπίζομαι. разлихой επ. βλ. ЛИХОЙ2B σημ.) με επίταση. различать ρ.δ. βλ. различить. II -ся ξεχω- ξεχωρίζω, διακρίνομαι- διαφέρω. различение, -Я ουδ. ξεχώρισμα, διάκριση. разлйчеотвовать р.δ. (παλ.) βλ. разли- различаться. различие, -Я ουδ. διαφορά· άνομοιότητα·-Я между ними очень существенные ανάμεσα τους υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. II διάκριση ξε- χωρισμός· 6Θ3 -Я χωρίς διάκριση, αδιάκριτα. различительный επ. διακριτικός- - признак
раз 323 раз διακριτικό σημάόι. различить, -чу, -чйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. различённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. σ.μ. διακρίνω, ξεχωρίζω· ОН -йл её В темно- те αυτός τη διέκρινε στο σκοτάδι· - цвет ξεχωρίζω το χρώμα. различно επ'ιρ. διαφορετικά, με διάφορο τρόπο, με διάφορους τρόπους. различный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 διαφορετικός, διάφορος· у нас -ые мнения έ- έχομε διαφορετικές γνώμες. 2 διαφόρων ειδών, κάθε.είδους, λογής-λογής, παντοειδής, ποι- ποικίλος- -ыми предлогами με διάφορες προ- προφάσεις· -ЫМ Образом με διαφορετικούς τρό- τρόπους· -ые цвета ποικίλα χρώματα. разложение, -я ουδ. 1 διάλυση, αποσύνθε- αποσύνθεση· - химических соединений διάλυση χημικών ενώσεων. 2 (μαθ.) ανάπτυξη. 3 μτφ. αποδιορ- αποδιοργάνωση· В армии врага полное - στο στρατό του εχθρού υπάρχει πλήρης αποσύνθεση. 4 σή- σήψη· - трупа αποσύνθεση του πτώματος. разложить, -ложу, -ЛОЖИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. разложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 τοποθετώ, βάζω χωριστά· - вещи τοποθετώ τα πράγματα. 2 διαλύω· αποσυνθέτω· - ВОДУ на кислород и водород διαλύω το νερό σε οξυγό- οξυγόνο και υδρογόνο. 3 (μαθ.) αναπτύσσω. 4 μτφ. παραλύω, αποδιοργανώνω, αποσυνθέτω. II -СЯ 1 τοποθετούμαι, μπαίνω. II καταλαβαίνω, παίρ- παίρνω θέση. 2 χωρίζομαι· διαλύομαι, αποσυνθέ- τομαι. 3 σαπίζω, σήπομαι. 4 μτφ. παραλύω, αποδιοργανώνομαι· σπαραλιάζω. разлом, -а α. 1 σπάσιμο, τσάκισμα, θραύ- θραύση· - льда σπάσιμο του πάγου. 2 ράγισμα, σκάσιμο· ЛИНИЯ разлома γραμμή ραγίσματος. разломать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разломанный, βρ: -ман, -а, -Ο κατασπάζω, κατατσακίζω, καταθραύω. II γκρεμίζω, κατεδα- κατεδαφίζω. Η -СЯ καταθραϋομαι, κατατσακίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разломить, -ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. ■παρλθ. χρ. разломленный, βρ: -лен, -а, -О; ρ.σ.μ.1 κόβω, κομματιάζω, τεμαχίζω· - хлеб κόβω το ψωμί. 2 (απρόσ.) με κόβει-, με σφά- σφάζει, με θερίζει· ВСЮ ПОЯСНЙцу -ЛО όλη η μέ- μέση με έσφαξε (με πόνεσε φριχτά). Η -СЯ κό- κόβομαι, κομματιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разломка, -И θ. 1 βλ. разлом. 2 κοπή, κό- κόψιμο, τεμάχισμα, κομμάτιασμα. разлохматить, -мачу, -матишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлохмаченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. βλ. лохматить(ся). разлука, -И θ. 1 χωρισμός (μακριά ο ένας απο τον άλλον)· жить В -е ζω χώρια απο αγα- αγαπημένο πρόσωπο. 2 αποχωρισμός· час, день -И ώρα, μέρα αποχωρισμού. разлучагь(ся) ρ.δ. βλ. разлучйть(ся). разлучение, -я ουδ. βλ. разлука. разлучить, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлучённый, βρ: -чён, -чена, -чено р. · σ.μ. χωρίζω, αποχωρίζω· обстоятельства -ли ИХ οι περιστάσεις τους χώρισαν. II -0Я χω- χωρίζω, χωρίζομαι· αποχωρίζομαι· ОН -ЛСЯ С Него навсегда αυτός αποχωρίστηκε μ' αυτήν για πάντα. разлучник, -а α., -ца, -Ы θ. χωριστής,που χωρίζει αγαπητά πρόσωπα. разлюбезный επ. (παλ.)· αγαπητός,-μένος. разлюбить р.σ. παύω να αγαπώ. разЛВДЙ: - малина (απλ.) πολύ καλά, έξο- έξοχα, θαύμα, φίνα, μια χαρά. разлютоваться, -туюсь, -туешься р.σ.(απλ) βλ. лютоваться. размагнитить, -нйчу, -нйтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размагниченный Ρ·σ.μ. απομαγνη- τίζω. II -СЯ απομαγνητίζομαι. размагнЙчеНННв επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) απο- μαγνητισμένος. размагнйчивать(ся) р.δ. βλ. размагнитить- (ся). размазать р.σ.μ. 1 βλ. мазать. 2 μτφ. πάσσαλείφω. II -ся βλ. мазаться. размазня, -Й, γεν. πλθ. -ей θ. 1 κουρκού- τι νερουλό· χυλός. 2 α. κ. θ. άνθρωπος νω- νωθρός, λαπάς, σκεμπές, χαλβάς. 3 μτφ. διφο- διφορούμενο, ασαφές, αξεκαθάριστο, ακαθόριστο. размазывать(ся) р.δ. βλ. размазать(ся). размаивать(ся) р.δ. βλ. размаять(ся). размалевать р.δ. βλ. малевать. размалёвка, -и θ. βλ. малеванье. размалёвывать(ся) р.δ. βλ. малевать(ся). размалывание, -Я ουδ. άλεσμα, τρίψιμο· *КОфе το τρίψιμο (κόψιμο) του καφέ. размалывать(ся) р.δ. βλ. размолоть(ся). разманивать р.δ. βλ. разманить. разманить, -манго, -манишь р.σ. (απλ.) βλ. манить B σημ.). размаривать(ся) р.δ. βλ. разморйть(ся). разматывать1 р.δ. βλ. размотать1. II -ся βλ. размотаться1. разматывать2 р. δ. βλ. размотать* размах, -а а. 1 κίνηση· κούνημα· ύψωση, σήκωμα. || η αρχική, κινητήρια στροφή του τροχού. 2 άνοιγμα, απόσταση μεταξύ δύο ά- άκρων έκταση. 3 μέγεθος της αιώρησης· - ма- маятника το μέγεθος της αιώρησης του εκκρε- εκκρεμούς. 4 φόρα, ορμή. 5 μτφ. έκταση, εύρος, πλάτος. II βκφρ. С -а, с -у к. со всего -а με φόρα, με όλη τη φόρα. размахать р.δ.μ. (απλ.) σείω, κουνώ στον αέρα. II -СЯ αρχίζω πολύ να κουνώ στον αέρα. размахивать р.δ. 1 βλ. размахать. 2 κουνώ
раз 324 раз πλευρικά, πέρα-δώθε.ΙΙ -ся βλ. размахнуться. размахнуть, -ну, -Нёшь ρ.σ. 1 υψώνω, ση- σηκώνω· - кнутом σηκώνω το μαστίγιο (για να χτυπήσω). 2 ανοίγω, εκτείνω, απλώνω (χέρια, φτερούγες κ.τ.τ.). 3 ανοίγω εντελώς· - дверь ανοίγω διάπλατα την πόρτα. II -ОЯ 1 υψώνω, σηκώνω· - И ударить σηκώνω (το χέρι) και χτυπώ. 2 μτφ. φημίζομαι, ακούομαι· διαπρέ- διαπρέπω· παίρνω όνομα καλό, μεγάλο. размачивание, -Я ουδ. μούσκευμα. размачивать(оя) р.δ. βλ. размочйшь(ся). размашиОТОСТЬ, ~И θ. το εκτεταμένο, η έ- έκταση· αραιότητα. раЗМаШИОТЫЙ επ., βρ: -ШИСТ, ~а, -О. 1 ε- εκτεταμένος, ανοιχτός, πλατύς· μεγάλος· α- αραιός· - жест μεγάλη χειρονομία· - почерк αραιός γραφικός χαρακτήρας. 2 απεριόριστος, ελεύθερος. размаять, -аго, -аешь ρ.σ.μ. (απλ.) ξαγρυ- ξαγρυπνώ- - ребёнка ξαγρυπνώ το παιδάκι. II -СЯ ξαγρυπνώ, ξενυστάζω. размежевание, -я ουδ. βλ. размежёвка. размежевать, -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размежёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. I οροθετώ, οροσημα'ινω, βάζω όρια, σύνορα· - землю οροθετώ τη γη. 2 ξεχωρίζω, καθορίζω, προσδιορίζω· - сферу влияния (μτφ.) προσδι- προσδιορίζω τη σφαίρα επιρροής. II -СЯ 1 οροθετού- οροθετούμαι, οροσημαίνομαι· χωρίζομαι με σύνορα. 2 μτφ. προσδιορίζομαι, -καθορίζομαι. II ξεχωρί- ξεχωρίζω, -ομαι. размежёвка, -И θ. χώρισμα με σύνορα· ορο- οροθέτηση, οροσήμανση· - полей οροθέτηση των χωραφιών. II χώρισμα, ξεχώρισμα· καθορισμός, προσδιορισμός. размежёвывание, -я ουδ. βλ. размежёвка. размежёвывать(ся) р.δ. βλ. размежевать- (ся). размельчать(ся) р.δ. βλ. размельчйть(ся). размельчить, -чу, -чйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размельчённый, βρ: -чён, -чена, -чено; р.σ. μ. τρίβω, θρύπτω, λιανίζω, λεπτοτομώ. II -0Я τρίβομαι, θρύπτομαι, λιανίζομαι, λεπτο- τομούμαι. размен, -а α. (για χρήματα)· χάλασμα, α- ταλλαγή χρημάτων με άλλα μικρότερα. размёнивать(оя) ρ.δ. βλ. разменять(ся). разменный επ. της ανταλλαγής· ανταλλάξι- ανταλλάξιμος. разменять ρ.σ. μ., παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. раз- мёнянный, βρ: -НЯН, -а, -О (για χρήματα) α- νταλάσσω, αλλάζω, χαλνώ, κάνω λιανά, ψιλά. II -ОЯ 1 (αντ)αλλάσσω· - пешками αλλάζομε πιόνια. 2 μτφ. ξοδεύω για μικροπράγματα (δυ- (δυνάμεις, ικανότητες κ.τ.τ.). 3 μτφ. ανταπο- ανταποδίδω (τα ίδια). размер, -а α. 1 μέγεθος· μέτρο· картина большого -а πίνακας μεγάλου μεγέθους· КОС- КОСТЮМ большого -а κοστούμι μεγάλου μεγέθους· - туфлей μέτρο (νούμερο) παπουτσιών. II δι- διάσταση· комната большого -а δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (μεγάλου εμβαδού). 2 ανάπτυξη· национально-освободительное движение приня- приняло широкие -Ы το εθνικοαπελευθερωτικό κίνη- κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις (έκταση). II κλί- κλίμακα· ОПЫТЫ В малом -е πειράματα σε μικρή κλίμακα. 3 (φιλγ.) μέτρο· - СТИХОВ το μέ- μέτρο των στίχων ямбический - ιαμβικό μέ- μέτρο. II (μουσ.) μέτρο· вальсы и мазурки пй- шутся -ом В три четверти τα βαλς και οι μα- ζούρκες γράφονται σε μέτρο τρία τέταρτα 0^4). размеренность, -И θ. ρυθμικότητα, κανονι- κανονικότητα, μέτρο. размеренный επ. απο μτχ. ρυθμικός, κανο- κανονικός, με μέτρο· -ые движения ρυθμικές κι- κινήσεις· -ая походка κανονικό βάδισμα. размерить р.σ. 1 καταμετρώ· κάνω χάραξη· - место для постройки κάνω χάραξη του μέ- μέρους για οικοδομή. 2 μτφ. (ανα)μετρώ· δοκι- δοκιμάζω· - СВОЙ СИЛЫ δοκιμάζω τις δυνάμεις μου. размерный επ. 1 βλ. размеренный B σημ.). 2 μετρικός, για μέτρηση, για μέτρημα. размерять р.δ. βλ. размерить. II -ся με- μετριέμαι κλπ, ρ. ενεργ. φ. размесить р.σ.μ. ανακατώνω,αναμειγνύω· ζυ- ζυμώνω. II -СЯ ανακατώνομαι* αναμειγνύομαι· ζυμώνομαι. размести р.σ.μ. σαρώνω, σκουπίζω· καθαρί- καθαρίζω· - дорожку σαρώνω το δρομάκι· - снег πετώ το χιόνι, καθαρίζω απο το χιόνι. разместить, -мешу, -местйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размещённый, βρ: -щён, -щена -ό ρ.σνμ. 1 θέτω, βάζω, τοποθετώ· τακτοποιώ· - мебель в комнате τακτοποιώ τα έπιπλα στο δωμάτιο· раненых -ЛИ В домах τους τραυματί- τραυματίες τους τακτοποίησαν στα σπίτια. 2 κατανέ- κατανέμω· διανέμω. II -СЯ τοποθετούμαι, τακτοποιού- τακτοποιούμαι· κλπ. ρ. ενεργ. φ. разметать1 ρ.δ.μ. βλ. размести. II -ся σα- σαρώνομαι, σκουπίζομαι· καθαρίζομαι. разметать2, -мечу, -мечешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. размётанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ,μ. 1 βλ. разбросать, раскидать. II γκρεμίζω, χαλ- χαλνώ· κατεδαφίζω. 2 ανοίγω, απλώνω, τεντώνω (χέρια, πόδια). II ρίχνω, αφήνω να πέσει ά- άτακτα. 3 μτφ. διώχνω, ξεκουμπίζω, στέλνω στο διάβολο. II -СЯ 1 ανοίγομαι, απλώνομαι, τεντώνομαι. 2 τοποθετούμαι· έγκειμαι· εκ- εκτείνομαι, απλώνομαι. разметить, -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. σημαδεύω, σημειώνω· επισημαίνω· μαρκάρω.
раз 325 разметка, -К θ. 1 σημάδεμα, σημείωση, ε- επισήμανση· μαρκάρισμα. 2 σημάδι, σημείο, σήμα· μάρκα. Примёточный επ. σημειωτικός, του σημαδεύ- ματος, της σημάδευσης. разметчик, -а α., -ца, ~Ы θ. σημειωτής , σημαδευτής. размётывать(ся) р.δ. βλ. разметать(сяJ. размечать ρ.δ. βλ. разметить. Ι! -оя σημα- σημαδεύομαι, σημειώνομαι· επισημαίνομαι. размечивание, -я ουδ. βλ. разметка. размёчивать(оя) р.δ. βλ. размечать(ся). размечтаться р.σ. ονειροπολώ, ονειρεύομαι. размешать р.σ.μ., παθ. μτχ.παρλθ. χρ. раз- мешанный, βρ: -Шан, -а, -Ο διαλύω ανακατώ- ανακατώνοντας· - сахар В чае ανακατώνω τη ζάχαρη στο τσάι. Η -СЯ ανακατώνομαι, διαλύομαι. размёшивать(сяI ρ.δ. βλ. размесйть(ся). размёшивать(сяJ ρ.δ. βλ. размешать(ся). размещать р.δ. βλ. размести. размещаться р.σ. 1 βλ. разместиться. 2 σαρώνομαι, σκουπίζομαι· καθαρίζομαι. размещение, ~Я ουδ. 1 τοποθέτηση, βάλσι- μο· τακτοποίηση. II στρατών ισμός, τακτοποίη- τακτοποίηση σε καταλύματα. 2 διάταζη. κατανομή· κα- καθορισμός. 3 τοποθέτηση·_- капитала τοποθέ- τοποθέτηση κεφαλαίου. разминать(ся) р.р. βλ. размять(ся). разминирование, -Я ουδ. αποναρκοθέτηση· η ναρκαλιεία. разминировать р.δ.κ.σ.μ. ναρκαλιεύω, α- αφαιρώ, βγάζω, περισυλλέγω τις νάρκες. разминка, -И θ. ξεμούδιασμα, ζετίναγμα. разминуться, -нусь, -нёшься р.σ. 1 6ε συ-' ναντιέμαι· χωρίζομαι με κάποιον, χάνομαι· старайся выйти во-врёмя, чтобы нам с тобой не - προσπάθησε να βγεις έγκαιρα, για να μη χαθούμε (να μη χάσομε ο ένας τον άλλον)· ДО- рожка узекька, - нельзя о δρομάκος είναι στε- στενός, να χωρίσομε (να χαθούμε) δε μπορεί. 2 περνώ, διαβαίνω κοντά, πλησίον ευθυγραμμί- ευθυγραμμίζομαι. II σνναντιέμαι, εγγίζω. размножать( ся) р.δ. βλ. размножить(ся). размножение, -я ουδ. 1 πολλαπλασιασμός, πλήθυνση. 2 αναπαραγωγή· половое - εγ- εγγενής αναπαραγωγή· бесполовое - αγαμογένε- ση, αγαμογονία, παρθενογένεση, παρθενογονία· - делением διαιρετογένεια· - почкованием πολλαπλασιασμός (αναπαραγωγή) με εκβλάστη- ση · органы -Я γενετικά όργανα ή αναπαραγω- αναπαραγωγής. размножить, ~жу, -ЖИШЬ ρ.σ.μ. 1 πολλαπλα- πολλαπλασιάζω, πληθαίνω, αυζαίνω· - рукопись В ста экземпляров βγάζω εκατό αντίγραφα του χει- χειρογράφου. 2 αναπαράγω, πολλαπλασιάζω. II -СЯ πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι, πληθαίνω. II α- раз ναπαράγομαι. , размозжить, ~жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размозжённый, βρ: -жён, -жена, -жено·, ρ.σ.μ. κατασπάζω, καταθραύω, τσακίζω. II -СЯ κατασφάζομαι,, καταθραύομαι, τσακίζομαι,. размоина, -И θ. νεροφάγωμα. размокать ρ.δ. βλ. размокнуть. размокнуть, -нет, παρλθ.χρ. размок, -ла, -ЛО р.σ. μουσκεύω. размокропог0дить(СЯ) р. σ. (απλ.) γίνομαι βροχερός (για καιρό). размол, -а α. άλεση, άλεσμα: - зерна на мельнице άλεσμα του σιταριού στο μύλο· му- мука крупного ~а αλεύρι χοντροκομμένο ή χο- ντραλεσμένο· мука мелкого (МЯГКОГО) -а α- αλεύρι ψιλαλεσμένο. . размолачивать(ся) р.δ. βλ. размолотйть(ся). размолвка, -и θ. λογοτριβή, αντεγκλίσεις, έριδα, φιλονικία, λογομαχία. разМОЛОТЙТЬ ρ.σ.μ. κοπανώ, τρίβω, στου- μπίζω. II -СЯ κοπανίζομαι. размораживать р. δ. αλέθω. II τρίβω, κόβω. II -СЯ αλέθομαι. II τρίβομαι, κόβομαι. размораживать р.δ. βλ. разморозить. разморить, -рйт, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раз- разморённый, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ.μ. ε- εξασθενίζω, αδυνατίζω, καταβάλλω· καταπονώ (για ζέστη, κούραση κτ.τ.). II -СЯ καταβάλ- καταβάλλομαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω· αποκάμω. разморозить ρ.σ.μ. ξεπαγώνω· - МЯСО ξε- παγώνω το κρέας. размотать1 ρ.σ. μ. , παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раз- мотанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 ξετυλίγω· клубок ξετυλίγω το κουβάρι. 2 μτφ. ξεμπλέ- ξεμπλέκω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω. II -СЯ ξετυλίγομαι. * размотать2 ρ.σ.μ. ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ. размотка, -И θ. ξετύλιγμα, εκτύλιξη. размочаливать(ся) ρ.δ. &к.-разж>чалшть(ся.), раЗМОЧаЛИТЬ ρ,σ. μ. ξεφτίζω. II -СЯ ξεφτί- ξεφτίζω, -ομαι. размочить ρ.σ.μ. μουσκεύω καλά, πολύ. II -СЯ μουσκεύομαι καλά, πολύ. размочка, -И θ. μούσκευμα πολύ. размусоливать р.δ. βλ. размусолить. II -ся σαλιώνομαι πολύ. размусолить ρ.σ.μ. (απλ.) σαλιώνω. И μτφ. σαλιαρίζω, λέγω πολλά και άχρηστα. размыв, ~а α. 1 ξέπλυμα, φθορά (διάβρωση) απο το νερό. 2 νεροφάγωμα. размывание, -я ουδ. βλ. размыв (ι σημ.). размывать(ся) р.δ. βλ. размыть(ся). размыкание, -Я ουδ. αποσύνδεση, (απο)χώ- (απο)χώρισμα, ξεχώρισμα. размыкатель, -Я α. συσκευή ηλεκτρ. απο- αποσύνδεσης.
раз 326 раз размыкать р.σ.μ. αποβάλλω, διώχνω* παύω να σκέπτομαι· ξεχνώ· - горе διώχνω τη στε- στενοχώρια. II -ОЯ αποβάλλομαι, διώχνομαι, ξε- ξεχνιέμαι· -лась горе έφυγε η στενοχώρια. размыкать( ся) р.δ. βλ. разомкнуть(ся). размыкивать( ся) р.δ. βλ. размыкать(ся). разШСЛИТЬ р.σ. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, λογιά- ζω· - О деле σκέφτομαι για την υπόθεση. размыть, -моет ρ.σ.μ. (για νερό)· τρώγω, διαβιβρώσκω, φθείρω, καταστρέφω. И -СЯ τρώ- τρώγομαι, φαγώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. размышление, -Я ουδ. 1 σκέψη,'συλλογή, συλ- συλλογισμός, διαλογισμός, στόχαση, -σμός· да- вать время на - δίνω χρόνο για να σκεφτεί· он Погружён В -ЯХ αυτός βυθίστηκε σε σκέψεις· ПО зрелом -И ύστερα απο ώριμη σκέψη. 2 (παλ)· κρίση. размышлять р.δ. βλ. размыслить. размягчать(ся) ρ.δ. βλ. размягчйть(ся). размягчение, ~Я ουδ. 1 μαλάκωμα, -κυνση, απάλυνση· μάλαξη. 2 μτφ. καταπράυνση, κα- κατευνασμός. размягчить, -чу, -чйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размягчённый, βρ: -чён -чена, -чено р. σ.μ. 1 μαλακώνω, απαλύνω, μαλθακώνω· μαλάσ- μαλάσσω. 2 μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω.II -СЯ 1 μα- μαλακώνω, μαλακϋνομαι, απαλύνομαι. 2 μτφ. κα- καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι; γίνομαι ήπιος, ε- επιεικής. размякать р.δ. βλ. размякнуть. размякнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. раз- размяк, ~ла, -ло р.σ. 1 μαλακώνω. 2 μτφ. εξα- εξασθενώ, ατονώ· κόβομαι. II μαλακώνω, γίνομαι ήπιος, επιεικής. размять, разомну, разомнёшь ρ.σ.μ. μαλα- μαλακώνω, πατώ (να μαλακώσει)· ζυμώνω· ~ ГЛЙну πατώ τη λάσπη. II μτφ. ξεμουδιάζω, ξετινάζω, κουνώ. II -СЯ μαλακώνω, πατιέμαι, ζυμώνομαι. II ■ μτφ. ξεμουδιάζω, ξετινάζομαι, κινιέμαι, разнарядка, -и θ. βλ. наряд? разнапшвать(ся) р.δ. βλ. разносйть(сяI. разнёживать(оя) р.δ. βλ. разнёжить(ся). разнежить, ~жу, -ЖИШЬ р.σ.μ. Ι καλσμαθαί- νω, καλοσυνηθίζω, μαλθακώνω. 2 συγκινώ, χα- χαροποιώ πολύ. II -СЯ 1 καλομαθαίνω, καλοσυνη- καλοσυνηθίζω, γίνομαι μαλθακός. 2 συγκινούμαι. разнежничаться р.σ. γίνομαι πολύ φιλόφρο- νας, αβρός, τρυφερός. разнемочься р.σ. (απλ.) αρρωσταίνω, είμαι ανήμπορος· αδυνατίζω, εξαντλιέμαι. разнёрвничать(СЯ) ρ.σ. εκνευρίζομαι, νευ- νευριάζω· εξοργίζομαι, разнеотй ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.раз- χρ.разнесённый, βρ: -сён, -сена, -сено. 1 φέρω, κομίζω· διανέμω· - письма И газеты ПО квар- ТЙрам διανέμω γράμματα και εφημερίδες στα διαμερίσματα. Ц δίνω, προσφέρω, κερνώ. 2 καταχωρώ, καταγράφω. 3 παρασύρω, σκορπίζω· ветер -ёс облака о άνεμος σκόρπισε τα σύν- σύννεφα. II (δια)χωρίζω. 4 μτφ. μεταδίνω· - ЗЭ- разу μεταδίνω μόλυνση, μολύνω. 5 μτφ. δια- δίνω, διασπείρω* κοινολογώ. 6 κατασχίζω· κα- κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, διαμελίζω, σπά- σπάζω. 7 μτφ. μαλώνω, κατσαδιάζω· βρίζω, εξυ- εξυβρίζω. 8 απρόσ. παχύνω, χοντραίνω, φου- φουσκώνω. II ~СЬ 1 διαδίδομαι· πετώ (για φήμη, είδηση κ.τ.τ.). 2 (για ήχο) ακούομαι, ηχώ. 3 παίρνω μεγάλη φόρα. разнимать(ся) ρ.δ. βλ. разнять(ся). разниться, -НЮСЬ, -НИШЬСЯ ρ.δ. διαφέρω, έ- έχω διαφορά. разница, -К в, 1 διαφορά, ανομοιότητα· наших ВЗГЛЯДОВ διαφορά των απόψεων μας · обещать и дать - большая - η υπόσχεση απο το δόσιμο έχει μεγάλη διαφορά ή υπόσχεση δε χα- χαλάει, το δόσιμο χαλάει (βλάπτει). 2 έλλειψη ισότητας· - в цене διαφορά στην τιμή. II εκφρ. какая -.? τι διαφορά υπάρχει; δεν εί- είναι το ίδιο; сукно сукну - (παρμ.) υπάρχει τσόχα και τσόχα, έτερον εκάτερον, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας· большая - τελείως διαφορετικό πράγμα. разно επίρ. διαφορετικά, κατ' άλλον τρόπο, αλλιώς, αλλιώτικα. разно... πρώτο συνθετικό με σημ. разный βλ. λέξη. разнобой, -Я α. διαφωνία, διχογνωμία, α- ντιγνωμία, διχοστασία. разновес, -а α. (αθρσ.) μικρά σταθμά. разновидность, -И θ. 1 παραλλαγή· ποικιλ- λία· - ПШеНИЦЫ ποικιλία σιταριού. 2 μτφ. ιδιομορφία. разновидный επ. βλ. разнообразный. разновременный επ. ασύγχρονος· -ые явле- явлении ασύγχρονα φαινόμενα· -ые события ασύγ- ασύγχρονα γεγονότα. разногласие, -Я ουδ. διαφωνία, ασυμφωνία, ετεροφροσύνη, αντιγνωμία· διαφορά· - Во взглядах διαφορά απόψεων. Η αντίφαση· - Β показаниях αντίφαση στις μαρτυρίες. разноголосица, -Ы θ. 1 παραφωνία, φάλτσο. 2 αντίφαση. разноголосый επ., βρ: -лос, -а, -о. 1 δι- διαφόρων φωνών -ое пение τραγούδι διαφόρων φωνών. 2 παράφωνος· -ое пение παράφωνο τρα- τραγούδι. разножка, -И θ. κάθισμα με πόδια επικλινή. разнозначный επ., βρ: -чен, -ЧНа, -ЧНО δι- διαφορετικής σημασίας. разноимённый επ. ετερώνυμος· -ые виды эле- электричества притягиваются τα ετερώνυμα είδη
раз 327 раз του ηλεκτρισμού έλκονται. разнокалиберный επ. 1 διάφορου διαμετρήμα- διαμετρήματος· ~ое оружие όπλο διάφορου διαμετρήμα- διαμετρήματος. 2 διάφορου μεγέθους, μορφής, είδους ~ая посуда διάφορα αγγεία. разноликий επ., βρ: -лик, -а, -о (γραπ. λόγος)· ανομοιόμορφος· άνομοιοειδής· ανο- ανομοιογενής. раЗНОЛИСТНЫЙ к. разНОЛИОХЫЙ επ. (βοτ.) δι- διάφορου είδους φύλλων. разномастный επ. 1 (για ζώα, παιγνιόχαρ- παιγνιόχαρτα) διάφορου χρώματος. 2 μτφ. βλ. разнооб- разнообразный. разномыслие, -Я ουδ. διαφορά σκέψεων, α- απόψεων αντιγνωμία, ετεροφροσύνη. разнообразие, -Я ουδ. ποικιλομορφία, ποι- ποικιλία- - впечатлений ποικιλία εντυπώσεων. II εκφρ. ДЛЯ -Я για ποικιλία, χάρη ποικιλίας. разнообразить, -аяу, -азишь р.δ.μ. ποικί- ποικίλω. II -СЯ είμαι ποικίλος, ποικίλω. разнообразность, -И θ. ποικιλία, ποικιλο- ποικιλομορφία, το ποικιλόμορφο. разнообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно ποικίλος, διάφορος, διαφόρων ειδών, παντός είδους, παντοειδής, κάθε λογής, ποικιλόμορ- ποικιλόμορφος· очень - πολυποίκιλος. разноплемённый επ. (γραπ. λόγος)· διαφόρων φυλών. II διάφορης ράτσας. разнорабочий, -его α.ανειδίκευτος εργάτης. разноречивый επ. βρ: -чйв, -а, -о βλ. про- противоречивый. разноречие, -Я ουδ. (παλ.) διαφωνία, α- αντιγνωμία, αντίρρηση, αντιλογία· αντίφαση. разноречить, -чу, -чишь р.δ. (παλ.)· αντι- αντιλέγω, αντιτείνω, αντιλογώ· αντιφάσκω. разнородный επ. ετερογενής, ανομοιογενής, ανομοιοειδής, ετεροειδής. разнос, -а α. 1 μεταφορά σε διάφορα μέρη· διανομή· - писем διανομή επιστολών. 2 κα- καταχώρηση, εγγραφή. 3 μετάδοση, μόλυνση. 4 ζέσχισμα, διαμελισμός, κατατεμαχισμός, κομ- μάτιασμα. 5 μάλωμα, κατσάδιασμα· βρύσιμο. 6 λάκκος πλατύς και αβαθής. разносить1 ρ. δ. μ. τεντώνω, ανοίγω-(για υ- υποδήματα). II -СЯ ανοίγω, -ομαι, τεντώνομαι^ разносить2ρ.δ. βλ. разнести. II -ся βλ. разнестись. разноска, -и θ. βλ. разнос A, ζ σημ.). разносклоняемый επ. (γραμμ.) ετερόκλιτος· -ые существительные ετερόκλιτα ουσιαστικά. разнОСНЫЙ επ. της μεταφοράς· της διανομής· -ая книга βιβλίο διανομής (εγγράφων, επι- επιστολών). II μεταφορικός στο σπίτι (για εμπο- εμπορεύματα). II επικριτικός, κατακρ ιτικός· απο- δοκι μαστικός· δυσμενής. разносолы, -ΟΒ (ενκ. -ОЛ α.)· (παλ.) δια- διατηρημένοι καρποί ή λαχανικά (αλατισμένα ή μαρινάτα). разносословный επ. διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων ~ая толпа πλήθος διαφόρων κοινω- κοινωνικών στρ ωμάτων. разноспрягаемый επ. (γραμμ.)· ετερόκλιτος (για ρήματα). разносторонний επ., βρ: -решен, -роння, -ронне. 1 πολύπλευρος, πολύμαθος, πολυκά- τεχος· εγκυκλοπαιδικός. 2 (μαθ.) αν ισόπλευ- ισόπλευρος· - треугольник αν ισόπλευρο τρίγωνο. разносторонность, -И θ. πολυμάθεια, ευρυ- ευρυμάθεια, πολυγνωσία· εγκυκλοπαιδικότητα. II (μαθ.) ανισότητα πλευρών - треугольника η ανισότητα των πλευρών του τρίγωνου. разность, -И θ. 1 διαφορά (ανομοιότητα). 2 το υπόλοιπο (εξαγόμενο) της αφαίρεσης. II εκφρ. разные -И τα πιο διαφορετικά πράγ- πράγματα. разносчик, -а α., -ца, -Ы θ. 1 κομιστής, διανομέας· -писем γραμματοκομιστής· ταχυ- ταχυδρόμος· - ПОСЫЛОК διανομέας δεμάτων. 2 πω- πωλητής πλανόδιος· - газет πλανόδιος εφημερι- εφημεριδοπώλης. разнотипность, -И θ. διαφορά τύπου, κατα- κατασκευής. разнотипный επ., βρ: -пен, -ПНа, -ПНО δι- διαφορετικού τύπου, κατασκευής. разнотонный επ. ποικιλότονος. разнотравье, -Я ουδ. ποικιλόχορτο, ανα- μειγμένα μαζί χόρτα. ' разнохарактерный επ. διαφορετικού χαρα- χαρακτήρα. разноцветный επ. ποικιλόχρωμος, ποικιλο- βαφής, παρδαλός. разночинец, -НЦа α. μη ευγενούς καταγω- Τ»ής, μη σο'ϊλής, ποπολάρος. разночинный επ. (παλ.) αγενής, μη ευγενής (την καταγωγή), μη σοϊλίδικος. разночтение, -Я ουδ. παραλλαγή· διασκευή (λογοτεχνικού κειμένου, έργου). разношёрстный κ. разношёрстый επ.1 ποικι- ποικιλόχρωμος (το τρίχωμα). 2. μτφ. διαφορε- διαφορετικός, ποικίλος. разноязыкий επ. (παλ.) βλ. разноязычный. разноязычие, -я ουδ. πολυγλωσσία. разноязычный επ. πολύγλωσσος (ιιου μιλά σε πολλές γλώσσες). разнузданность, -И θ. εκτραχηλισμός, απο- αποχαλίνωση, ασυγκρατησιά· αλλοφροσύνη, παρα- παραφροσύνη. разнузданный επ. απο μτχ. αποχαλινωμένος, αχαλίνωτος, ξεχαλίνωτος. II μτφ. ασυγκράτη- ασυγκράτητος, ξέφρενος, έξαλλος, φρενήρης. разнуздать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разнузданный, βρ: -дан, -а, -О 1 αποχαλινώ-
раз 328 раз νω, αφαιρώ τα χαλινά. 11 μτφ. αφήνω ασύδοτο. II -СЯ αποχαλινώνομαι. II μτφ. εκτραχηλίζομαι, παραφέρνομαι· είμαι ασύδοτος. разнуздывать(ся) р.б. βλ. разнуздать(ся). разный επ. 1 διάφορος, διαφορετικός· ~ые мнения, вкусы διάφορες γνώμες, διαφορετικά γούστα· ЭТО Две вещи ~ые αυτό είναι δυο δι- διαφορετικά πράγματα· -ые способы διάφοροι τρόποι. 2 ποικίλος, πολύμορφος, πολυειδής. 3 άλλος, ξεχωριστός· они разошлись В ~ые стороны αυτοί χώρισαν προς διάφορες κατευ- κατευθύνσεις. II παντοειδής, κάέε λογής, παντοδα- πός· ποικίλος. II ουσ. ουδ. ~ое διάφορα πράγ- πράγματα· ОНИ ГОВОРИЛИ О -ОМ αυτοί μιλούσαν για διάφορα πράγματα. разнюхать р.σ.μ. 1 μυρίζω, οσφραίνομαι. 2 μτφ. μαθαίνω, πληροφορούμαι, παίρνω μυρου- μυρουδιά· Я ЭТО дело ~аю εγώ θα τη μάθω αυτή την υπόθεση. разнюхивать р.δ. βλ. разнюхать. разнять, -ниму, -нймешь, παρλθ. χρ. раз- разнял, -Ла, -ЛО κ. рОЗНЯЛ, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разнятый, βρ: разнят, -а, -о κ. (παλ.) рОЗНЯТ, -О р.σ.μ. 1 (ζε)χωρίζω, απο- αποχωρίζω* ανοίγω· αποσπώ· - сжатые руки ξε- σφίγγω τα χέρια. 2 χωρίζω (τους- καβγατζή- δες). 3 λύνω, διαλύω, ζεμοντέρω, διαμελίζω, εζαρμόζω, αποσυνδέω· ξηλώνω· - станок ДЛЯ ремонта λύνω την εργατομηχανή για επισκευή. 4 (παλ.) ετοιμάζω για έρευνα (επιστημονική). Η -СЯ (ξε)χωρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разо... πρόθεμα (βλ. раз...). Χρησιμοποι- Χρησιμοποιείται αντί του раз... 1 μπροστά απο το Й: разойтись. 2 μπροστά απο δυό ή και περισσό- περισσότερα σύμφωνα: разобрать, разогнуть, разом- разомкнуть, разорвать, разослать, разожгу. з μπροστά απο σύμφωνο, που ακολουθεί Ь: разо- разобью, разолью, разопью. разобидеть р.σ,μ. προσβάλλω πολύ. II -СЯ προσβάλλομαι πολύ. разобщать р.δ. βλ. разобидеть. разоблачать(ся) р.δ. βλ. разоблачйть(ся). разоблачение, -Я ουδ. 1 βγάλσιμο των αμ- αμφίων. 2 ξεντύσιμο, γδύσιμο, απέκδυση.3 μτφ. αποκάλυψη, ξεσκέπασμα, φανέρωση. разоблачитель, -Я α. (γραπ. λόγος)· αυτός που φανερώνει, αποκαλύπτει, ξεσκεπάζει. разоблачительный επ. (γραπ. λόγος)· απο- αποκαλυπτικός, φανερωτικός. разоблачить, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разоблачённый, βρ: -чён, -чена, -ченор. σ. μ. 1 (εκκλσ.). αφαιρώ, βγάζω τα άμφια απο κάποιον. Ι) ξεντύνω, γδύνω. 2 μτφ. φανερώ- φανερώνω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω. II -СЯ 1 βγάζω τα άμφια μου. II ξεντύνομαι, γδύνομαι. 2 φα- φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, αποκαλύπτομαι. разобрать, разберу, разберёшь, παρλθ. χρ. разобрал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -фан, -а, -о р.σ.μ. 1 πιάνω, παίρνω, αδράζω· αρπάζω· -ЛИ цепы И начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχι- άρχισαν να στουμπίζουν. II αναρπάζω, αγοράζω βια- βιαστικά. 2 τακτοποιώ, διευθετώ. II ξεχωρίζω, ταξινομώ. 3 διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω· -де- -дело εξετάζω την υπόθεση· - вопрос εξετάζω το ζήτημα. 4 λύνω, διαλύω, διαμελίζω· - Пуле- мёт λύνω το πολυβόλο. II χαλνώ, ρίχνω κά- κάτω- γκρεμίζω· - крышу χαλνώ τη στέγη· печку χαλνώ τη θερμάστρα. 5 αναλύω, κάνω ανάλυση· - картину κάνω ανάλυση της εικό- εικόνας· - предложение ПО частям речи κάνω γραμ- γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία). 6 ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω· καταλα- καταλαβαίνω· - почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα· - В темноте διακρίνω στο σκοτάδι' - вкуса ξεχωρίζω τη γεύση. 7 κυριεύω, πιάνω, κατέ- κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.). II -СЯ I τακτοποιούμαι, διευθετούμαι. 2 καταλαβαί- καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα. 3 (στρατ.) συντάσσομαι. ■ разобщать(ся) р.δ. βλ. разобщйть(ся). разобщение, -Я ουδ. χώρισμα, έλλειψη σύν- σύνδεσης επικοινωνίας, επαφής. II απομόνωση. разобщённость, -И θ. απομόνωση ακοι- νωνησία. разобщённый επ. απο μτ$. απομονωμένος, ξε- ξεκομμένος, ακοινώνητος. разобщить, -щу, -ЩЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобщённый, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. 1 χωρίζω, κόβω την επικοινωνία,τη σύν- σύνδεση, την επαφή· απομονώνω· - неприятельс- неприятельские силы κόβω την επαφή των εχθρικών δυνά- δυνάμεων. 2 μτφ. βλ. разлучить. II -СЯ χωρίζο- χωρίζομαι* χάνω την επικοινωνία,'απομονώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разовый επ. μιας φοράς· - билет εισιτήριο για μκχ φορά. разогнать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ. ра- разогнанный, βρ: -нан, -а, -О. 1 διασκορπίζω, διώχνω, προγκίζω· - ПТИЦ προγκ'ιζω τα πτηνά. II διαλύω (για σύννεφα, ομίχλη κ.τ.τ.). II στέλλω προς διάφορες κατευθύνσεις. II αποπέ- αποπέμπω, απολύω· - всех бюрократов διώχνω όλους τους γραφειοκράτες. 2 διαλύω· Царь -ал ду- му о τσάρος διέλυσε τη Βουλή· - демонстран- демонстрантов διαλύω τους διαδηλωτές. 3 μτφ. αποβάλ- αποβάλλω· - тоску διώχνω τη μελαγχολία. 4 ανα- αναπτύσσω όλη την ταχύτητα. 5 μεγαλώνω, επι- επιμηκύνω, μακραίνω· - письмо на несколько страниц κάνω το γράμμα μακροσκελές. II εκφρ. - кровь . τονώνωΙ την κυκλοφορία του αίματος. II-СЯ τρέχω με όλη την ταχύτητα.
раз 32У раз разогнуть, ~ку, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разогнутый, βρ: -кут, -а, -о р.σ.μ. ευ- θειάζω, ισιάζω, ισιώνω. II ανοίγω. II -ся γίνομαι ευθύς, Ίσιος, ισιώνω. разогорчать р.б. βλ. разогорчить. разогорчить, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разогорчённый, βρ: -чек, -чена -чено; ρ.σ.μ. λυπώ πολύ, καταστενοχωρώ, πικραίνω. II -СЯ καταθλίβομαι, καταλυποϋμαι, καταστενο- καταστενοχωριέμαι, πικραίνομαι, φαρμακώνομαι. разогрев, -а α. 1 θέρμανση, ζέσταμα. II α- αναθέρμανση, ξαναζέσταμα. 2 ενθάρρυνση, ε- γκαρδίωση. разогревание, -я ουδ. βλ. разогрев. разогревать(ся) р.δ. βλ. разогрёть(ся). разогреть, -его, -еешъ р.σ.μ. 1 ζεσταίνω, θερμαίνω, θάλπω· солнце -ЛО. землю о ήλιος ζέστανε τη γη· - железо ζεσταίνω το σίδερο. 2 αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω, αναθάλπω. II μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. II -СЯ 1 θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι. 2 αναθερμαίνομαι, ξαναθερμαί- νομαι. 3 μτφ. ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι. разодетый επ. απο μτχ. καλοντυμένος, λου- σαρισμένος, στολισμένος, λαμπροφορεμένος , λαμπροντυμένος. разодеть ρ.σ.μ. καλοντύνω, στολίζω, λα- μπροφορώ. II -СЯ καλοντύνομαι, στολίζομαι, λαμπροφορώ· φορώ τα γιορτινά. разодолжать р.δ. βλ. разодолжить. разоДОЛЖЙТЬ, -жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разодолжённый, βρ: -жён, -жена, -жене-·, ρ.σ.μ. (παλ.) καταϋποχρεώνω, οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη. II καταπλήσσω, ξαφνιάζω, αιφνι- αιφνιδιάζω. разодранный επ. απο μτχ. καταξεσχισμένος· κατασπαραγμένος. разодрать, -деру, -дерёшь, παρλθ. χρ. ра- разодрал, -Ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ра- ЗОдранныЙ, βρ: -дран, -а, -О р.σ.μ. κατα- σχίζω· κατασπαράζω· ВОЛК -ал ОВЦу о λύκος κατασπάραξε το πρόβατο. 2 χαλνώ, φθείρω· - сапоги σχίζω τις μπότες· - платье σχίζω το φόρεμα. II -СЯ 1 ξεσχίζομαι· платье -ЛОСЬ το φόρεμα ξεσχίστηκε. 2 καβγαδίζω, τσακώ- τσακώνομαι στα γερά· они -лись в кровь τσακώθη- ώσπου ματώθηκαν. разоЗЛИТЬ, -ЗЛЮ, -ЗЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разозлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. εξερεθίζω, εξαγριώνω, εξοργίζω. И -СЯ εξερεθίζομαι, εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι. разойтись, разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошёлся, -шлась, -шлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся, επιρ. μτχ. разойдясь κ. (παλ.) разошедшись р.σ. 1 φεύγω (προς δι- διάφορες κατευθύνσεις)· ГОСТИ -ЛЙСЬ οι φιλο- φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προο- προορισμό του). 2 σκορπίζω, -ομαι· διαλύομαι· тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε. II ρευστοποιούμαι, λιώνω· Сахар -ёЛСЯ В чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι. II χάνομαι, εξαφανίζομαι· морщЙНЫ -ЛИСЬ οι ρυτίδες χάθηκαν. 3 (απο) χωρίζομαι. II α- ναμερώ, κάνω μέρος να περάσει. 4 χωρίζω· ОН -елся со своим ОТЦОМ αυτός χώρισε απο τον πατέρα του· она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της. II διαφωνώ, ετερο- γνωμώ, ετεροφρονώ, διΐσταμαι. 5 χωρίζομαι· дорога -лась о δρόμος διχάστηκε. II αποκλί- αποκλίνω· мнения -ЛЙСЬ οι γνώμες διχάστηκαν. 6 αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρου- παρουσιάζω κενά, χάσματα. 7 γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. II (για χρήματα) ξοδεύο- ξοδεύομαι, δαπανώμαι. 8 διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.). 9 αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. II δυναμώνω· ДОЖДЬ -ёЛСЯ η βροχή δυνάμωσε. 10 μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, μεπιά- νουν τα μπουρίνια. разок, -зка α, μια φορίτσα. разом επίρ. 1 αμέσως, αυτοστιγμεί. 2 μια φορά, μονοκοπανιά, μια και καλή· ВЬЩИТЬ ста- кан вина - πίνω ένα ποτήρι κρασί μονοκοπανιά. разомкнутый επ. απο μτχ. (στρατ.) αραι- αραιός· -ая шеренга αραιός ζυγός. разомкнуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разомкнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. α- αποσυνδέω, ξεσυνδέω· α«οσυνάπτω· - электри- электрический ТОК αποσυνδέω το ηλεκτρικό ρεύμα. II ανοίγω· - веки ανοίγω τα βλέφαρα· - ворота ШЛЮЗа ανοίγω την υδατοφρακτική θύρα. И α- αραιώνω τα διαστήματα* - строй αραιώνω τη σύνταξη. II -СЯ αποσυνδέομαι, ξεσυνδέο- μαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разомлеть, -его, -еешь р.σ. εξασθενώ, αδυ- αδυνατίζω, ατονώ· εξαντλούμαι, αποκάμω. · разонравиться, -влгось, -виться р.σ. δε μου αρέσει πιά, παύει να μου αρέσει. разопревать р.δ. βλ. разопреть. разопреть, -его, -еешь р.σ. 1 φουσκώνω απο το βράσιμο· „каша -ла о χυλός (το κουρκούτι) φούσκωσε. 2 (απλ.) ιδροκοπώ. разор, ~а α. 1 καταστροφή, ερήμωση. II α- αναστάτωση, μεγάλη αταξία. 2 βλ. разорение. разораться, -орусь, -орёшься р.σ. (απλ.) 1 κραυγάζω δυνατά, ξελαρυγγίζομαι φωνάζο- φωνάζοντας. 2 μαλώνω, φωνάζω, παραπαίρνω· απο- παίρνω με φωνές. разорванный επ. απο μτχ. (ξε)σχισμένος, καταξεσχισμένος· -ое платье ξεσχισμένο φό- φόρεμα. 3 κομμένος, ασύνδετος, ασυνάρτητος· -ые фразы ασύνδετες φράσεις. разорвать, -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. разо- разорвал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разо-
раз 330 раз рванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 ξεσχίζω, κατασχ'ιζω, καταξεσχίζω· - бумагу καταξεσχί- ζω το χαρτί· -ПИСЬМО καταξεσχίζω το γράμ- γράμμα. II μτφ. σπάζω· κόβω· - цепи σπάζω τις αλυσίδες· - оковы σπάζω τα δεσμά. II διατα- διαταράσσω· лай -ал тишину το γαΰγισμα διατάραξε την ησυχία. II κατασπαράσσω- волк -ал овцу о λύκος κατασπάραξε την προβατίνα. 2 ανατινά- ανατινάζω· - МОСТ ανατινάζω τη γέφυρα. 3 μτφ. δια- διακόπτω, κόβω· - дипломатические отношения δι- διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις* - СВЯЗЬ κό- κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό. II μτφ. ακυρώνω· - договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία. 4 κατακομματιάζω. II εκφρ. чтоб тебя -Л0 ή розорвало να σκάσεις· να πάθεις κακό· απο το θεό να το βρεις. II -СЯ 1 ξεσχίζομαι, κατα- σχίζομαι. 2 σκάζω, εκρήγνομαι· Снаряд -ЛСЯ ОКОЛО него το βλήμα έσκασε κοντά του. 3 μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δε- δεσμό κ.τ.τ.). 4 μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βά- βάζω όλα τα δυνατά. 5 κατακομματιάζομαι. Η εκφρ. ХОТЬ -Йсь! ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλη- απασχόλησης). разорение, -Я ουδ. 1 καταστροφή, ερήμωση, ρήμαγμα. 2 οικονομική καταστροφή, κατάρρευ- κατάρρευση της οικονομίας. разоритель, -Я α., -ница, -Ы θ. καταστρο- καταστροφέας, ερημωτής· αφανιστής. разорительность, -И θ. καταστρεπτικότητα, ερήμωση· αφανισμός. разорительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно καταστρεπτικός, -ροφικός, ερημωτικός, αφα- νιστικός, ολέθριος. II δαπανηρός, πολυδάπα- πολυδάπανος, πολυέξοδος* επιζήμιος. разорить, -рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорённый, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ. μ. 1 καταστρέφω, ερημώνω, ρημάζω, αφανίζω· война -ла ВОЮЮЩИХ стран о πόλεμος κατέ- κατέστρεψε τις εμπόλεμες χώρες· В конец - κατα- καταστρέφω τελείως.' 2 εξαθλιώνω, καταστρέφω οι- οικονομικά. II -СЯ καταστρέφομαι, ερημώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. разоружать ся) р.δ. βλ. разоружить(ся). разоружение, -Я ουδ. αφοπλισμός· ξαρμάτω- μα· всеобщее - γενικός αφοπλισμός· частич- частичное - μερικός αφοπλισμός. разоружить, ~жу, -жить, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разоружённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. 1 αφοπλίζω· ξαρματώνω· - противника α- αφοπλίζω τον εχθρό· - отряд αφοπλίζω τμήμα (στρατιωτικό)· - судно ξαρματώνω σκάφος. 2 μτφ. αφαιρώ κάθε επιχείρημα· - идейно αφο- αφοπλίζω ιδεολογικά. II -СЯ (κυρλξ. κ. μτφ.) α- αφοπλίζομαι· ξαρματώνομαι. разорять р.δ. μ. βλ. разорить || -ся 1 βλ. разориться. 2 (απλ.) εκτρέπομαι, μα- μαλώνω, φέρνομαι άσχημα, αλητοφέρνομαι. разослать, разошлю, разошлёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разосланный, βρ: -лан, -а, -о р. σ.μ. 1 (απο)στέλλω (σε διάφορα μέρη). 2 στέλλω όλους (χωρίς εξαίρεση). разоспаться, -силюсь, -спйшься, παρλθ. χρ. разоспался, -лась, -лось р.σ. κοιμούμαι πο- πολύ και βαθύν ύπνο· παρακοιμούμαι. разостлать, расстелю, расстелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разостланный, βρ: -лан, -а, -о р. σ.μ. στρώνω· απλώνω· - скатерть στρώνω το τραπεζομάντηλο· - лён απλώνω το λινάρι. II μτφ. διαχέω, ρίχνω· - тень ρίχνω σκιά. II -СЯ στρώνομαι, απλώνομαι. разоткать, -тку, -ткёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разотканный ρ.σ.μ. πλουμίζω. разоткровенничаться р.σ. ξανοίγομαι πολύ, εκμυστηρεύομαι. разохаться р.σ. αρχίζω να βογγώ πολύ, να φωνάζω ωχ, αχ. разохотить, -охочу, -охотишь р.σ.μ. ανοί- ανοίγω πολύ την όρεξη· μερακλώνω. II -СЯ ορέγο- ορέγομαι πιο πολύ· μερακλώνομαι. разочарование, -я ουδ. απογοήτευση, απο- καρδίωοτ. · αποθάρρυνση. разочарованность, -и θ. βλ. разочарова- разочарование. разочарованный επ. απο μτχ. απογοητευμέ- απογοητευμένος, αποκαρδιωμένος· αποθα(*ρυμένος. разочаровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. πάρλα χρ. разочарованный, βρ: -ван, -а, -с р.σ.μ. απογοητεύω, αποκαρδιώνω· αποθαρρύνω· απελ- απελπίζω. II -СЯ απογοητεύομαι, αποκαρδιώνομαι· αποθαρρύνομαι· απελπίζομαι. разочаровывать(ся) р.δ. βλ. разочаровать- разочароваться) ; разрабатывание, -я ουδ. βλ. разработка. разрабатывать р.δ. 1 βλ. разработать. 2 εξορύσσω. II -СЯ 1 επεξεργάζομαι κλπ. ρ.μ. 2 εξορύσσομαι. разработанность, -и θ. επεξεργασία·- пла- плана εκπόνηση του πλάνου. разработать ρ.σ.μ. 1 επεξεργάζομαι, δου- δουλεύω· - гранит на колонны, на плиты επεξερ- επεξεργάζομαι γρανίτη για κολόνες, για πλάκες. II καλλιεργώ τη γη (για σπορά). II μτφ. εξασκώ, προάγω, τελειοποιώ· δουλεύω· ГОЛОС певицы был мало разработан η φωνή της τραγουδίστρι- τραγουδίστριας λίγο καλλιεργήθηκε. 2 επεξεργάζομαι, δου- δουλεύω, εκπονώ. II τελειοποιώ. 3 εξορύσσω ολο- ολοκληρωτικά· εξαντλώ· рудник полностью разра- разработан το ορυχείο εξαντλήθηκε πλήρως. разработка, -И θ. 1 επεξεργασία, δούλεμα· εκπόνηση. 2 καλλιέργεια. 3 εξόρυξη. 4 ορυ- ορυχείο.
раз 331 раз разравнивать ρ.δ. ισοπεδώνω, ισιάζω, ισιώ- ισιώνω, ομαλύνω. II -СЯ ισοπεδώνομαι, ομαλύνομαι, γίνομαι Ίσιος, ισιώνω. разражаться р.δ, βλ. разразиться. разразить, -ражу, -ражишь р.σ.μ. (απλ.)· συντρίβω, καταστρέφω. II εκφρ. ~Й гром (бог) ή пусть (пускай, да) ~йт бог (господ) кого (παλ. κ. απλ.)·κακιά αστραπή ή ο θεόςνατον κάψει· να τον κάψει ο θεός (ο Κύριος)· απο το θεό να το βρει· κακό ψόφο νά 'χει. Ι) -СЯ ξεσπώ- σκάζω· εκρήγνομαι· война -лась πόλε- πόλεμος ξέσπασε· -лась гроза ξέσπασε θύελλα. Η μτφ. εκδηλώνομαι απότομα· - рыданиями ξεσπώ σε λυγμούς· - смехом ξεσπώ σε γέλια· - ап- аплодисментами ξεσπώ σε χειροκροτήματα. разрастание, -Я ουδ. μεγάλωμα, ανάπτυξη· αύ ξηση. разрастаться р.δ. βλ. разрастись. разразтйсь, -стётся, παρλθ. χρ. разросся, -лась, -ЛОСЬ р.σ. 1 αυξαίνομαι, μεγαλώνω,α- μεγαλώνω,αναπτύσσομαι· πυκνώνω, φουντώνω (για φυτά). 2 πληθύνομαι· город разросся η πόλη μεγάλω- μεγάλωσε . II δυναμώνω. разращение, -я ουδ. (γραπ. λόγος) βλ. раз- разрастание. разреветься, -вусь, -вёшься р.σ. 1 αρχίζω να μουγκρίζω δυνατά. 2 ξεσπώ σε κλάματα. разредить, -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрежённый, β р.· -жён, -жена, -жено р. σ.μ. αραιώνω· - посадку деревьев αραιώνω το φυτώριο των δέντρων. II -СЯ αραιώνω, -ομαι. · разрежать(ся) р.δ. βλ. разредоть(ся). разрежение, -Я ουδ. αραίωση, -μα. разрежённость, -И θ. αραίωση. разрежённый επ. απο μτχ. αραιός, -ωμένος. разрез, -а α. 1 κοπή, κόψιμο· - шкурок κό- κόψιμο των δερμάτων. 2 η κοψιά· глубокий - βαθιά κοψιά. 3 (για σχέδια)· τομή· ПОПереЧ- НЫЙ - εγκάρσια τομή· - здания κατατομή οι- οικοδομής. II εκφρ. В -е απο άποψη· - глаз το σχήμα των ματιών (το άνοιγμα μεταξύ του άνω και κάτω βλεφάρου). разрезальный επ, κοπτικός, τμητικός. разрезание, -Я ουδ. κοπή, κόψιμο, τμήση. разрезать, -режу, -режешь р.σ.μ. 1 κόβω, τέμνω· τεμαχίζω· - хлеб На куски κόβω το ψωμί κομματάκια· - ДЫНЮ κόβω (τεμαχίζω) το »πεπόνι· - ножницами сукно κόβω με το ψαλί- ψαλίδι την τσόχα. 2 ανοίγω, σχίζω- - Опухоль α- ανοίγω τον όγκο (πρήξιμο) με το νυστέρι* ЖИВОТ σχίζω την κοιλιά (με το νυστέρι). II μτφ. σχίζω τα νερά (για σκάφος). II διαχωρί- διαχωρίζω κόβοντας· - страницы книги κόβω τις σε- σελίδες του βιβλίου. 3 μτφ. κάνω ρήγμα· απο- αποκόπτω· - неприятельский отряд αποκόπτω ε- εχθρικό τμήμα. разрезать(ся) р.δ. βλ. разрёзать(ся). разрезаться, -режется р.σ. διατέμνομαι. разрезка, -И θ. κοπή, κόψιμο. разрезной επ. κοπτικός, για κόψιμο. II που έχει κοψιά. разрёзнвание, -я ουδ. κοπή, κόψιμο. разрёзывать(ся) р.δ. βλ. разрёзать(ся). разрекламировать р.σ.μ. διαφημίζω πλατιά, ρεκλαμάρω πολύ. разрешать р.δ. βλ. разрешить. II -ся 1 βλ. разрешиться. 2 (απρόσ.) επιτρέπομαι· курить -ется το κάπνισμα επιτρέπεται. разрешение, -я ουδ. 1 άδεια* έγκριση· по- покажите ваше - δείξτε την άδεια σας· - на охотничье оружие άδεια κατοχής κυνηγετικού όπλου· давать - δίνω (χορηγώ) άδεια. 2 λύ- λύση, -ιμο· верное - проблемы σωστή λύση του προβλήματος. II διακανονισμός, επίλυση* противоречий επίλυση των αντιθέσεων. 3 (παλ.)· απαλλαγή· ελευθέρωση. разрешить, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешённый, βρ: -шён, -пгена, -ό. 1 ρ. σ', μ. επιτρέπω, δίνω άδεια· αφήνω· - беспре- беспрепятственный вход И ВЫХОД επιτρέπω ελεύθερα την είσοδο και έξοδο· - ПИТЬ ВИНО επιτρέπω να πιει κρασί. 2 λύνω, δίνω λύση· - вопрос λύνω το ζήτημα· - СПор λύνω τη διαφορά. II διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω· - противо- противоречия επιλύω τις αντιθέσεις. II απαλλάσσω* αποδεσμεύω· απελευθερώνω· - κοΓΟ-н. от обя- обязательства απαλλάσσω κάποιον απο τις υπο- υποχρεώσεις. 3 (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επι- επιτρέψτε· -йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστε με) να περάσω. 4 (παλ.) θεραπεύω, επαναφέ- επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). II μτφ. λύνω·- ΜΟ- лчание λύω τη σιωπή. II -СЯ 1 λύνομαι· ΒΟ- «ПрОС -ИЛСЯ το ζήτημα λύθηκε. II διαλύομαι· сомнения -ЛИСЬ οι αμφιβολίες διαλύθηκαν. 2 περατώνομαι, τελειώνω· дело -ЛОСЬ η υπόθεση τέλειωσε, II τερματίζομαι, καταλήγω* 6ο- лезнь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση. 4 γεννώ, λευτερώνομαι-ока -лась ОТ бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε απο το κοιλιακό βάρος). .II δημιουργώ, φτιάχνω (μετά απο μακρές'προσπάθειες). разрисовать р.σ.μ. 1 γεμίζω με ζωγραφιές, σχέδια. 2 μτφ. γελοιογραφώ. И -СЯ καλύπτο- καλύπτομαι με ζωγραφιές, σχέδια. разрисовка, -И θ. κάλυψη με ζωγραφιές. разрисовывать(ся) р.δ. βλ. разрисовать- (ся). разрисовывание, -я ουδ. βλ. разрисовка. разровнять р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разровненный, βρ: -нен, -а, -о ισοπεδώνω, ισιάζω, ισιώνω, ομαλύνω. разродиться, -рожусь, -родишься р.σ. 1
раз 332 раз γεννώ, τίκτω (συνήθως βασανιστικά). 2(οοΐλ.)· πολλαπλασιάζομαι. разрозненность, ~и θ. 1 το ασυμπλήρωτο- το ξέχωρο, το μεμονωμένο. 2 σποραδικότητα. разрозненный επ. απο μτχ. 1 ασυμπλήρωτος· ελλειπής, λειψός· παράταιρος. 2 σποραδι- σποραδικός, σκόρπιος. И μεμονωμένος. разрознивать(оя) ρ.δ. βλ. разрознить(ся). разрОЗНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрозненный, βρ: -нен, -а, -о р.σ.μ. 1 καθιστώ έλλειπες, παραβιάζω την ολότητα. 2 (παλ.) αποχωρίζω, απομονώνω, ξεκόβω. II -СЯ γίνομαι, καθίσταμαι, ελλειπής. разронять ρ.σ.μ. μου πέφτουν· ОН -ЯЛ все тарелки του έπεσαν όλα τα πιάτα. разруб, -а α. 1 βλ. разрубка. 2 κομμένο μέρος. разрубание, -я ουδ. βλ. разрубка. разрубать ρ.δ. βλ. разрубить. II -ся κατα- κόβομαι, κατατέμνομαι· κατατεμαχίζομαι. разрубить ρ.σ.μ. (κατά)κόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω· - полено κό- κόβω κομμάτια το κούτσουρο. II εκφρ. Александр македонский, -ил гордиев узел своим мечом о Αλέξανδρος ο μακεδόνας έκοψε το γόρδιο δε- δεσμό με το ξίφος του. разрубка, -И θ. κόψιμο, κατακομμάτιασμα, κατατεμάχισμα. разругать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разруганный, βρ: -ган, -а, -о μαλώνω γερά, επιπλήττω δριμύτατα, κατσαδιάζω, βάζω πό- πόστα. И -СЯ μαλώνω, ερίζω, φιλονικώ, έρχομαι σε διένεξη, σε προστριβές· τα τσουγκρίζω. разрумянивать(ся) ρ.δ. βλ. разрумянить- (ся). разрумянить р.σ. μ. (για μάγουλα, πρόσωπο)· κατακοκκινίζω- мороз -ИЛ щёки детей η παγω- παγωνιά κατακοκκίνισε τα μάγουλα των παιδιών. II -СЯ κατακοκκινίζω, γίνομαι κατακόκκινος· лицо девочки от волнения -лось το πρόσωπο του κοριτσιού απο- την ταραχή κατακοκκίνησε. II βάφομαι, βάζω κοκκινάδι. разруха, -И θ. καταστροφή· ερείπωση· ερή- ερήμωση, ρημαγδιό. разрушать(ся) р.δ. βλ. разрушйть(ся). разрушение, -Я ουδ. 1 καταστροφή, γκρέμι- γκρέμισμα· χάλασμα, κατεδάφιση. 2 κατερείπωση, ε- ερήμωση, ρήμαγμα. 3 μτφ. εξάρθρωση, ξεχαρβά- λωμα, -λιασμα. II μτφ. χάλασμα, σπαράλιασμα, ανατροπή (για σχέδια κ.τ.τ.). II βλάβη, φθο- φθορά- - здоровья σοβαρή βλάβη της υγείας. .разрушитель, -Я α., -ница, -Ы θ. καταστρο- καταστροφέας · - семейного счастья καταστροφέας της οικογενειακής ευτυχίας. разрушительный επ., βρ: -лен, -льна, -о καταστρεπτικός, καταστροφικός- -ая война καταστρεπτικός πόλεμος. разрушить, -шу, -шкшь р.σ.μ. 1 καταστρέ- καταστρέφω· κατερειπώνω· ερημώνω, ρημάζω· землетря- землетрясение -ло город о σεισμός κατέστρεψε την πό- πόλη. 2 μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβα- ξεχαρβαλώνω· διαλύω, αποσυνθέτω· - ХОЗЯЙСТВО κατα- καταστρέφω το νοικοκυριό· - государственный ап- аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό. 3 α- ανατρέπω, χαλνώ· - его планы χαλνώ τα σχέ- σχέδια του. II βλάπτω, φθείρω· - здоровье κατα- καταστρέφω την υγεία. II -СЯ 1 καταστρέφομαι, κα- κατεδαφίζομαι· γκρεμίζομαι· χαλνιέμαι. II ερη- ερημώνομαι· ερειπώνομαι. 2 εξαρθρώνομαι, ξε- χαρβαλιάζομαι. 3 μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέ- χαλνιέμαι· планы -ЛИСЬ та σχέδια χάλασαν. .II βλά- βλάπτομαι, φθείρομαι· здоровье -ЛОСЬ η υγεία καταστράφηκε. разрыв, -а α. 1 διακοπή, κόψιμο· - ДИ- пломатйческих отношений διακοπή διπλωματι- διπλωματικών σχέσεων. 2 κοπή, κόψιμο. II ρήγμα, ρή- ρήξη· διάσπαση, σπάσιμο· ρήγμα· - ЛИНИИ $ρο- НТа σπάσιμο της γραμμής του μετώπου. 3 έ- έκρηξη, σκάσιμο. 4 μτφ. διάσταση, αντίθεση. И εκφρ. —трава μαγικό χορτάρι που μπορεί (δή- (δήθεν) να ανοίξει οποιαδήποτε κλειδωνιά. разрывание, -я ουδ. ξέσχισμα, σχίσιμο. разрывание, -я ουδ. βλ. разрыв. разрывать1 ρ.δ. βλ. разорвать. II -ся βλ. разорваться. разрывать2 р. δ. βλ. раЗрЫТЬ. II -СЯ κατα- κατασκάβομαι. разрывной επ. εκρηκτικός· - снаряд εκρη- εκρηκτικό βλήμα· -ая пуля εκρηκτική σφαίρα. разрыдаться р.σ. κλαίω με λυγμούς· ξεσπώ σε λυγμούς. разрыть ρ.σ. μ. βλ. изрыть. II ανασκαλίζω. ВазрЫХЛеНИе, -Я ουδ. βωλοκόπημα, τρίψιμο του χώματος. разрыхлеть, -еет р.σ. τρίβομαι, γίνομαι αφράτος, μαλακός (για χώμα). разрыхлитель, -Я α. μηχανή βωλοκόπησης. разрыхлительный επ. της βωλοκόπησης. разрыхлить, ~ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрыхлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. τρίβω, κάνω αφράτο· - землю κάνω το χώ- χώμα αφράτο. II -СЯ τρίβομαι, γίνομαι αφράτος. разрыхлять(ся) р.δ. βλ. разрыхлить(ся). разрюмиться, -млюсь, -мишься ρ.σ. (απλ.) κλαίω, ξεσπώ σε κλάματα. разряд? -а α. 1 είδος· γένος· κατηγορία· τάξη· разделение растений на -ы χώρισμα φυ- φυτών σε κατηγορίες- ВЫСШИЙ - ανώτατη κατηγο- κατηγορία· НИЗШИЙ - κατώτατη κατηγορία. 2 βαθμός ειδίκευσης· заработная плата по третьему -у πληρωμή με τρίτη κατηγορία (ειδίκευσης). 3 (παλ.) κρατικό διοικητικό ίδρυμα. 4 πλθ. -Ы
раз 333 раз στρατιωτικό βιβλίο διαταγών και διατάξεων. разряд? -а α. εκκένωση, άδειασμα· απογέ- μιση· ~ батареи εκκένωση συσσωρευτή· - ру- ЖЬЯ απογέμιση τον; όπλου. разрядить, -ЯЖу, -ЯДИШЬ, παθ. μτ·χ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. καλοντϋνω, στολίζω, λουσάρω. II -СЯ καλοντΰ- νομαι, λαμπροφοριέμαι, στολίζομαι. разрЯДИТЬ2, -ЯЖу, -ЯДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряжённый, βρ: -жён, -жена, -жено к. разряженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 «πο- γεμ'ιζω· - ружё αΛογεμίζω το όπλο. II αδειά- αδειάζω, ρίχνω· - ружьё В мишень αδειάζω το όπλο στο στόχο. 2 εκφορτ'ιζω, εκκενώνω- - акку- аккумулятор εκκενώνω το συσσωρευτή. 3 μτφ. χα- χαλαρώνω, μειώνω την ένταση· εκτονώνω· - на- пряжённость международной обстановки δημι- δημιουργώ ύφεση στη διεθνή κατάσταση. 4 αραιώνω τα γράμματα στις λέζεις. II -СЯ 1 απογεμί- μαι, εκκενώνομαι (για όπλο). 2 (ηλεκτρ.) εκ- φορτίζομαι, εκκενώνομαι. 3 μτφ. εκτονώνομαι. разрядка, -И θ. 1 βλ. разряд? 2 μτφ\ εκτό- εκτόνωση, ύφεση- - напряжённости международной Обстановки ύφεση της έντασης της διεθνούς κατάστασης. 3 αραίωση των γραμμάτων των λέ- λέξεων. разрядник1, -а α. (ηλεκτρ.) εκφορτιστής. разрядник^ -а α. αθλητής κατηγορίας. разрядный επ. 1 της κατηγορίας, με κατη- κατηγορία· -ые группы ομάδες κατηγορίας. 2 (απλ.) της διάταξης· -ые книги'βλ. разряд'' D σημ.). разряжать(сяIр.б. βλ. разрядйть(сяI. разряжать(сяJ ρ.δ. βλ. разрядйть(сяJ. разряжение, -я ουδ. βλ. разряд? разряженный επ. απο μτχ. καλοντυμένος,λα- μπροφορεμένος, στολισμένος, λουσάτος. разубедить, -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. μεταπείθω, αναπείθω, αλλάζω τη γνώμη κά- κάποιον никак не -дашь её με κανένα τρόπο δεν την μεταπείθεις. II -СЯ μεταπείθομαι. разубеждать(ся) ρ.δ. βλ. разубедить(ся). разубрать ρ.σ.μ. (παλ, κ. απλ.) ωραιοστο- λίζω. И -ОЯ ωραιοστολίζομαι. разуважить р.σ.μ. (απλ.) σέβομαι πολύ. разувать(ся) ρ.δ. βλ. разуть(ся). разуверение, -Я ουδ. αλλαγή γνώμης. II αλ- αλλαξοπιστία. разуверить ρ.σ.μ. μεταπείθω. II αλλαξοπι- στώ κάποιον. 11 -СЯ μεταπείθομαι. 11 αλλα- ξοπιστώ, αλλάζω πίστη. разуверять(ся) ρ.δ. βλ. разуверить(ся). разудалый επ. πολύ τολμηρός- παράτολμος. II επιδέξιος, ευκίνητος. II ζωηρός, σφριγηλός. разузнавать ρ.δ. βλ. разузнать. разузнать ρ.σ., παθ. μτχ. разузнанный, βρ: -НЭН, -а, -О μαθαίνω, πληροφορούμαι λεπτο- λεπτομερώς. разукрасить ρ.σ.μ. καταστολίζω, κατακο— κοσμώ, εξωραΐζω· καταπλουμίζω. II -СЯ κατα- στολίζοιιαι; εξωραΐζομαι. разукрашивать(ся) ρ.δ. βλ. разукраситься). разукрупнение, -Я ουδ. υποδιαίρεση, χώρι- χώρισμα σε μικρότερα μέρη? κατάτμηση. разукрупнить р.σ.μ. υποδιαιρώ, χωρίζω σε μικρότερα μέρη- κατατέμνω. II -СЯ υποδιαι- υποδιαιρούμαι, χωρίζομαι σε μικρότερα μέρη· κατα- κατατέμνομαι. ρ азукрупнять( ся) ρ.δ. β λ. ρ азукрупнйть(ся). разум, -а α. 1 το λογικό· человек наделен -ОМ о άνθρωπος προικίστηκε με λογικό· жи- животные лишены -а τα ζώα στερήθηκαν του λο- λογικού. 2 συνείδηση- απόψεις· действовать со- согласно -а δρω κατά τη συνείδηση. II νους, νόηση- μυαλό. 3 (παλ.) το πνεύμα, το νόημα- - закона το πνεύμα του νόμου. разумение, -Я ουδ. 1 (παλ.)· έννοια, α- αντίληψη, νόημα· νόηση. 2 (γραπ. λόγος)· γνώ- γνώμη, άποψη- ПО моему ~Ю κατά τη γνώμη μου. разуметь р.σ. 1 (παλ.) καταλαβαίνω, εννοώ· - СМЫСЛ слова καταλαβαίνω το νόημα της λέ- λέξης· - дело καταλαβαίνω την υπόθεση. II γνω- γνωρίζω, ξέρω· - ПО-русСКИ γνωρίζω ρωσικά. 2 υπονοώ, εννοώ, έχω υπόψη· υποσημαίνω· ЧТО вы -ете под этим выражением? τι εννοείτε με αυτή την έκφραση? II -СЯ 1 υπονοούμαι, εν- νοούμαι· υποσημα'ινομαι. 2. 3°ενκ. πρόσ. ενστ. разумеется εννοείται· само собою ёется είναι αυτονόητο, αυθυπακούετε, εννοείται* δε θέλει ρώτημα, разумник, -а α., -ца, -Ы θ. έξυπνος, -η. II συνετός, -ή, σώφρονας, -η, λογικός, -ή. * разумно επίρ. σώφρονα, συνετά, λογικά. разумность, -И θ. νοημοσύνη. И σύνεση, φρόνηση, σωφροσύνη- λογικότητα. разумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно. 1 νο- ήμονας- человек существо -Ое о άνθρωπος εί- είναι νοήμονο ον. 2 συνετός, σώφρονας, λογι- λογικός· μυαλομένος- φρόνιμος· -ые слова μυαλο- μένα λόγια- - поступок συνετή πράξη ή συ- συμπεριφορά· -ые развлечения φρόνιμες διασκε- διασκεδάσεις· -ое основание λογική βάση. разутешить, -шу, -шишь р.σ.μ. χαροποιώ, καλοκαρδίζω, ευφραίνω- φαιδρύνω. разутый επ. απο μτχ. ανυπόδητος, απα- πούτσωτος· ξυπόλυτος. разуть, ~ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разутый, βρ: разут, -а, -о р.σ.μ. βγάζω τα υποδήματα, τα παπούτσια. И -СЯ βγάζω τα υ- υποδήματα μου. разутсживать(ся) ρ.δ. βλ. разутгажить(ся). разутюжить, -жу, -ЖИШЬ р.σ. καλοσιδερώνω.
раз 334 раз II ~СЯ καλοσιδερώνομαι (για ρούχα). разухабистый επ., βρ: -бист, ~а, -ο(απλ.) ελεύθερος, ξεθαρρεμένος· έκτροπος. разучивать(ся) р.δ. βλ. разучйть(ся). разучить р.σ.μ. μαθαίνω ασκούμενος-- роль μαθαίνω το ρόλο. II -СЯ ξεμαθαίνω. раЗЪ... πρόθεμα αντί του раз... Χρησιμο- ποείται μπροστά απο τα: е, Ю, Я; βλ. παρα- παραδείγματα- λήμματα αμέσως κατωτέρω. разъедать р.δ.μ. 1 βλ. разъесть, 2 μτφ. κατατρύχω, βασανίζω. II -СЯ 1 βλ. разъесться. 2 μτφ. κατατρύχομαι,, με τρώει το σαράκι. разъединение, -я ουδ. αποσύνδεση, ξεσύν- δεση, ξεχώρισμα· αποσύναψη· διακοπή· - тока αποσύνδεση του ρεύματος. разъединитель, -Я α.(ηλεκτρ.) αποζεύκτης. разъединить р.σ.μ. 1 αποσυνδέω, ξεσυνδέω· χωρίζω· αποσυνάπτω· κόβω· - провода αποσυν- αποσυνδέω τα καλώδια. 2 βλ. разлучить. II -СЯ απο- αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι· χωρίζομαι· αποσυνά- πτομαι· κόβομαι. II βλ. разлучиться. разъединят^ся) р.δ. βλ. разъединит^ ся). разъезд, -а а. 1 (για πολλούς)· αναχώρη- αναχώρηση (προς. διάφορες κατευθύνσεις). 2 περιο- περιοδεία· συχνή μετακίνηση. II πλθ. -^Ы ταξίδια, περιηγήσεις. 3 (στρατ.) έφιππη περίπολος ή ανιχνευτικό τμήμα. 4 σημείο διακλάδωσης σι- σιδηροδρομικής γραμμής. разъездить, -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разъезженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 ανοίγω δρόμο (με συχνή διάβαση οχημάτων). 2 χαλώ το δρόμο με τη συχνή διάβαση (καθαμα- ξεύω) . II -СЯ ταξιδεύω πολύ ή συχνά. раЗЪЗДНОЙ επ. 1 περιβδεύων - агитатор πε- περιοδεύων διαφωτιστής. 2 ουσ. α. ο περιο- περιοδεύων. 3 μεταφορικός· -ая ПОДВОДа μεταφορι- μεταφορική αλογάμαξα· ~ые деньги χρήματα ταξιδιω- ταξιδιωτικά. 4 της διακλάδωσης (σιδηρ.γραμμής). разъезжать ρ.δ. ταξιδεύω· - ПО стране τα- ταξιδεύω στη χώρα. II ~ся βλ. разъехаться. разъезженный επ. απο μτχ. καθημαξευμένος, πολύ πατημένος (δρόμος). разъёзживать(ся) ρ.δ. βλ. разъёздить(ся). разъём, -а α. (ζε)χώρισμα, διαχώρισμα, δι- διάζευξη. разъёмный επ, (δια)χωριστικός, διαζευκτι- διαζευκτικός. разъесть р.σ.μ. 1 διαβιβρώσκω, κατατρώγω, φθείρω (για ουσίες). 2 καταδαγκώνω. II -СЯ χοντραίνω, παχαίνω. разъехаться, -ёдусь, -ёдешься р.σ. 1 (για πολλούς)· φεύγω· αναχωρώ (προς διάφορες κα- κατευθύνσεις). II χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύ- κατεύθυνση. 2 φεύγω, αναχωρώ· она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της. 3 δε συναντιέ- συναντιέμαι (καθ1 οδό)· - С товарищем δε συναντιέ- συναντιέμαι στο δρόμο με το σύντροφο. 4 διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά· дорога такая узкая, ЧТО трудно - о δρόμος είναι τόσο στε- στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις. 5 διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλ- άλλη κατεύθυνση· ЛЫЖИ -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο. II πέφτω, σκορπώ. II κ©υ- ρελιάζω, ξεφτίζω· σχίζομαι· рубашка -ЛЭСЬ το πουκάμισο έγινε κουρέλια. 6 εκτείνομαι, πιάνω μέρος,, καταλαβαίνω χώρο. разъярённый επ. απο μτχ. εξαγριεμένος, α- ποθηριωμένος· έξαλλος, ξέφρενος, πυρ και μα- μανία. II μτφ. ορμητικός, ακάθεκτος. разъярить, -рю,-рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разъярённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ. μ. εξαγριώνω, αποθηριώνω, δαιμονίζω, φρε- φρενιάζω, βουρλίζω. II -СЯ εξαγριώνομαι, απο- θηριώνομαι, δαιμονίζομαι, με πιάνουν τα μπου- ρίν ια. разъярять(ся) ρ.δ. βλ. разъярйть(ся). разъяснение, -Я ουδ. διασάφηση, -φήνιση, διευκρίνιση, διαλεύκανση, ξεδιάλυμα, ξεκα- ξεκαθάρισμα· εξήγηση: официальное - επίσημη δι- διευκρίνιση· комиссия занимается -ем этого дела η επιτροπή ασχολείται με τη διαλεύ- διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης. разъясниваться, -ется ρ.δ. βλ. разъяснить- разъясниться. разъяснительный επ. (επ)εξηγηματι«ός, δι- διευκρινιστικός, διασαφηνιστικός. разъяснить, -НИТ р. απρόσ. (απλ.) αιθριά- ζω, ξαστερώνω· к вечеру -ло κατά το βράδυ ξαστέρωσε. разъяснить, -НЮ -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разъяснённый, βρ: -нён, -нена, ~нено р. σ.μ. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαλευκαίνω, ΕεδΊαλύνω, ξεκαθαρίζω· επεξηγώ. II -СЯ δια- διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. разъяснять(ся) ρ.δ. βλ. разъснйть(ся). разъять, разыму, разымешь р.σ.μ. (παλ.)· βλ. разнять. II -ся βλ. разняться. разыграть р.σ.μ. 1 παίζω (μουσικό ή θεα- θεατρικό έργο). 2 παίζω, κάνω συνδυασμούς· - хорошо МЯЧ παίζω καλά.μπάλλα ή το τόπι· ΧΟ- рошо - партию В шахматы παίζω καλά την παρ- παρτίδα στο σκάκι· - В лотарёю παίζω στη λοτα- ρία, στο λαχείο· - В жребию παίζω στα ζά- ζάρια. 3 παρασταίνω, προσποιούμαι τον... 4 διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω. 5 βλ. одурачить. II - Дурака την παθαίνω σα βλάκας. II -СЯ 1 παίζω· дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν. II προεξα- σκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι· προπα- προπαρασκευάζομαι. 2 υπερεκτείνομαι· σφοδρύνομαι· γιγαντώνομαι. 3 ξεσπώ· διεξάγομαι, γίνομαι· -лея скандал ξέσπασε καβγάς· - бой έγινε
раз 335 рак μάχη· буря -лаСЬ θύελλα ξέσπασε. разыгрывание, -Я ουδ. παίξιμο, παιγνίδι. разыгрывать(ся) р.δ. βλ. разыграть( ся). разымать(ся) р.6. βλ. разъять(ся). разымчивый επ., βρ: -чив, -а, -о (παλ.)· αψύς* δριμύς· τσουχτερός· δυνατός (για οινο- οινοπνευματώδη ποτά). II μτφ. ερεθιστικός. разыскание, -Я ουδ. έρευνα, ψάξιμο· διε- διερεύνηση· ανασκάλισμα. разыскать, разыщу, разыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разысканный, βρ: -кан, -а, -о р. σ.μ. ερευνώ, ψάχνω παντού· διερευνώ, ανε- ρευνώ, ανασκαλεύω, -ίζω. II -СЯ βρίσκομαι ύστερα απο έρευνα· пропавшая вещь -лась το χαμένο πράγμα βρέθηκε. разыскивать(ся) р.δ. βλ. разыскать(ся). раина, -Ы θ. (διαλκ.) λεύκα κωνική. раЙЯОВЫЙ επ. (διαλκ.) της κωνικής λεύκας. рай, рая, προθτ. о рае, в раю α. (θρησκ.) Παράδεισος. II μτφ. τόπος με ιδανικές συνθή- συνθήκες ζωής. II εκφρ. земной рай ή рай земной επίγειος παράδεισος. рай... πρώτο συνθετικό με σημ. έπ. район- районный της περιοχής: райсовет. райковый επ. του υπερώου βλ. раёк. райком, -а α. (районный комитет) αχτιδική επιτροπή. ♦район, -а а. 1 περιοχή· промышленный -βι- -βιομηχανική περιοχή· земледельческий - αγρο- αγροτική περιοχή· южные -ы страны οι νότιες πε- περιοχές της χώρας· хлебный - σι.τοπαραγωγική περιοχή· степной - πεδινή περιοχή· УГОЛЬНЫЙ - ανθρακοφόρα περιοχή· ~ы военных действий περιοχές πολεμικών επιχειρήσεων. 2 επαρχία (ως διοικητική μονάδα). II τμήμα, συνοικία- αχτίδα. 3 περιφέρεια. районирование, -Я ουδ. διαίρεση, χωρισμός σε επαρχίες- - Областей χωρισμός των νο- νομών σε επαρχίες. районировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. δι- διαιρώ, χωρίζω σε επαρχίες. II καθορίζω, προσ- προσδιορίζω, κατανέμω κατά επαρχίες ή κατά πε- περιοχές. II -СЯ 1 διαιρούμαι, χωρίζομαι κατά επαρχίες. 2 κατανέμομαι κατά περιρχές. районный επ. επαρχιακός· περιφερειακός ή της περιοχής. раЙОНО α. άκλ. (συντομογραφία): районный отдел народного образования επαρχιακό τμή- τμήμα λαϊκής παιδείας ή (για τις πόλεις) αχτι- δικό τμήμα λα'ϊκής παιδείας. райский επ. παραδεισιένιος, παραδεισια- παραδεισιακός, παραδείσιος- ~ая жизнь παραδεισιένια ζωή. II θαυμάσιος· сегодня ~ день σήμερα εί- είναι θαυμάσια μέρα. райсовет, -а α. (συντομογραφία): районный Совет επαρχιακό συμβούλιο ή αχτιδικό. (της πόλης). рак"! -а α. αστακός· речной - αστακός ο ποτάμιος (καραβίδα). II εκφρ. знать где -И зимуют πρέπει να ξέρεις όλες τις τρύπες (να . είσαι κάλτσα του διαβόλου)· показать, где ~И зимуют (απειλή)· θα σου δείξω εγώ πόσ' απίδια παίρνει ο σάκκος· СТОЯТЬ (ползти) -ом στέκομαι (έρπω) στα τέσσερα· когда свистнет - όταν λαλήσει η σαρδέλλα ή όταν ασπρίσει ο κόρακας (ποτέ)· красный как - κόκκινοςοαν την παπαρούνα. рак? -а α. καρκίνος (ασθένεια). рак^ -а α. καρκίνος (αστερισμός). рака, -И θ. (εκκλσ.) λειψανοθήκη αγίου, ♦ракалия, -И θ. (παλ.) παλιάνθρωπος, κά- κάθαρμα, σκύβαλο, παλιοτόμαρο. ♦ракета} -Ы θ. 1 βολίδα πύραυλος. 2 πύραυ- πύραυλος, ρουκέτα. II осветительная - φωτοβολίδα· космическая - κοσμικός πύραυλος· межконти- межконтинентальная - διηπειρωτικός πύραυλος· за- запуск -Ы εκτόξευση πυραύλου· —носитель πυ- ραυλοφορέας. ♦ракета? -ы θ. βλ. ракетка. ракетка, -и θ. σφαιρόπληκτρο, ρακέτα. ракетница, ~Κ θ. πιστόλι πυροτεχνημάτων ή φωτοβολίδων. ракетный1επ. πυραυλικός· -ая техника πυ- πυραυλική τεχνική· -ое оружие πυραυλικό σπλο· -ая установка πυραυλική εγκατάσταση· -ые войска πυραυλικά στρατεύματα· -ое вооруже- вооружение πυραυλικός εξοπλισμός· - сигнал σύνθη- σύνθημα με φωτοβολίδα. ракетный2επ. του σφαιρόπληκτρου· -ое ПРО- ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή σφαιροπλήκτρων. ♦ракетодром, -а α. πυραυλοδρόμιο. ракетчик, -а α., -ца, -ы θ. έκτοξευτής φω- φωτοβολίδων (συνθηματικών). ракита, -Ы θ. είδος ιτιάς. ракитник, -а α. ιτεώνας. ракитовый επ. ιτέινος. раковина, -Ы θ. 1 όστρακο, κογχύλιο (επιστ.), στρείδι (λκ.)· -улитки όστρακο του κοχλία· жемчужная - μαργαριτοφόρο όστρεο. 2 (ονομα- (ονομασία αντικειμένων σχήματος οστρέου)· κοιλό- κοιλότητα· λεκάνη. II ράβδωση (κάνης όπλου). раковистый επ. οστρειοειδής, οστρειώδης. раковый1επ. του όστρεου, του όστρακου· α- απο όστρακο, απο στρείδι· -ая скорлупа το οστρέινο κέλυφος· - суп σούπα απο στρείδια· -ая шейка η ουρά της καραβίδας. раковый2 επ, του καρκίνου· καρκινώδης ή καρκινοειδής· - Опухоль καρκινώδης όγκος. ракообразные, -ЫХ πλθ. τα οστρακόδερμα. ♦ракурс, -а α. μικρογραφία ζωγραφική. ракушечник, -а α. η κρητίδα, ασβεστόλι- ασβεστόλιθος απο κελύφη ζώων.
рак 336 рап ракушечный επ. βλ. раковый? ракушка, ~и θ. βλ. раковина (ι σημ.). рало, -а ουδ. (παλ.) αλέτρι, άροτρο. рама, -Ы θ. πλαίσιο, κούφωμα· κορνίζα, κά- бро· оконная ~ πλαίσιο παραθύρου· дверная - πλαίσιο πόρτας· - картины κορνίζα εικόνας. II σασί· ~ автомашины πλαίσιο αυτοκινήτου. *рамазан, -а α. ραμαζάνι. рамена, -мён, -менам πλθ. (παλ.) οι ώμοι. рамень, -и θ. κ. раменье, -я ουδ.(διαλκ.) δάσος κωνοφόρων δέντρων (κυρίως ελάτων). рамка, -И θ. μικρό πλαίσιο,.τελάρο· κορ- νιζίτσα, καδράκι. II πλαίσιο γραφικό· траур- траурная - πένθιμο πλαίσιο. Η πλθ. -и όρια· Β -ах закона στα πλαίσια του νόμου. рамный επ. βλ. рамочный. *раМ0ЛИ άκλ. κ. рамолик, -а α. (παλ.) ρα- μολί, ραμολιμέντο, ξεκουτιάρης. рамочный επ. του πλαισίου· - мастер τε- τεχνίτης πλαισίων -ое производство παραγωγή πλαισίων. II πλαισιωτός. *рампа, -Ы θ. η ράμπα. рамштекс, ~а α. βλ. ромштекс, рана, -Κ θ. 1 πληγή, τραύμα, λαβωματιά· сквозная ~ διαμπερές τραύμα· смертельная - θανάσιμο (θανατηφόρο) τραύμα· глубокая βαθιά πληγή· огнестрельная ~ τραύμα απο πυ- πυροβόλο όπλο· - зажила η πληγή έθρεψε· пе- ревязать -у δένω την πληγή· резаная - η κοψιά· колотая - μαχαιριά, σουβλησιά, νύ- νύξη. 2 μτφ. άλγος, πόνος, οδύνη· - В Душе η ψυχική οδύνη. *раНГ, ~а α. βαθμός· αξίωμα· ВЫСШИЙ - υψη- υψηλό αξίωμα- капитан 17 2Г," Зт° ~& πλοίαρχος, αντιπλοίαρχος, πλωτάρχης. II κατηγορία, τάξη. *раНГОуТ, -а α. (ναυτ.) τα*(ε)ξάρτια. рангоутный επ. των (ε)ξαρτιών. *рандеву ουδ. άκλ. (παλ.) ραντεβού, συνά- συνάντηση, συνέντευξη (κυρίως ερωτική). II τόπος συνέντευξης. ране επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. раньше. раневой επ. τραυματικός, του τραύματος, της πληγής, της λαβωματιάς. ранее επίρ. συγκρ. β. του επιρ, раньше. . ранение, -Я ουδ. τραυμάτισμα, -μός, πλή- πλήγωμα, λάβωμα. II πληγή, τραύμα, λαβωματιά. раненый επ. τραυματισμένος, πληγωμένος, λαβωμένος. II ουσ. τραυματίας. ♦ранет κ. ренет, -а α. μήλο ερυθρόστικτο. *ранец, -нца α. 1 (στρατ.) γυλιός. 2 τσά- τσάντα σχολική (φερόμενη σαν γυλιός). *раНЖЙр, -а α. (παλ.). 1 σύνταξη κατ' ανά- ανάστημα. 2 μτφ. τάξη, διευθέτηση· διάταξη. II εκφρ. ПО -у α) κατ' ανάστημα, β) σε τάξη, σε διάταξη· ПОД ОДИН - подвести βάζω σε μια κατηγορία ανεξαιρέτως. ранЙМОСТЬ, -И θ. ευαισθησία (ψυχής, καρ- καρδιάς)· θλίψη, λύπη. ранЙМЫЙ επ., βρ: ~НЙМ, -а, -Ο μτφ. θλι- βόμενος εύκολα· ευαίσθητος- ~ЭЯ душа ευαί- ευαίσθητη ψυχή. ранить, ~нга, -НИШЬ р.δ.κ.σ.μ. 1 τραυματί- τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω· его -ЛИ на войне τον τραυμάτισαν στον πόλεμο. 2 μτφ. θίγω, προ- προσβάλλω· его слова -ли её душу' τα λόγια του πλήγωσαν την ψυχή της. ранка, -И θ. μικρό τραύμα· πληγίτσα. ранний, ~яя,~ее επ. 1 πρώιμος· -яя весна πρώιμη άνοιξη· - сев πρώιμη σπορά- - ПЛОД πρώιμος καρπός. II πρόωρος· -ЯЯ смерть πρό- πρόωρος θάνατος· -ее развитие ребёнка πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού. 2 (σε συνδυασμό με ουσ. αποκτά επιρρηματική σημ.)· (ε)νωρίς· Я встал -ИМ утром εγώ σηκώθηκα νωρίς το πρωί· Β - час πολύ πρωί. И πρώτος, αρχικός· -ие произведения писателя τα πρώτα έργα του συγ- συγγραφέα (πρωτόλεια)· с -его детства απο πο- πολύ μικρή ηλικία, απο τα μικράτα· εξ απαλών ονύχων. II μτφ. νηπιακός, νηπιώδης· -ее сре- ДНевекОВЬе о νηπιώδης μεσαίωνας. рано επίρ. και ως κατηγ. (ε)νωρίς· πρόω- πρόωρα· - вечером νωρίς το βράδυ· ещё - είναι ακόμα νωρίς· Я всегда встаю - εγώ πάντοτε σηκώνομαι νωρίς (το πρωί)· ОН - умер αυτός πέθανε πρόωρα. II εκφρ. - ИЛИ ПОЗДНО (απλ.) αργά ή γρήγορα (κάποτε)·* раным— πολύ-πολύ νωρίς (το πρωί). *рант, -а, προθτ. о -е, в -у α. рантовой к. рантовый επ. ραφτός· -ые са- -ПОГЙ ραφτές μπότες. ♦рантье άκλ. α. τοκιστής (αποζών απο τόκους)- εισοδηματίας. ранцевый επ. του γυλιού· -ые ремни τα λω- ριά του γυλιού. рань, -и θ. το πολύ πρωί· такая (этакая) ~ τι τόσο πρωί· куда ты такую - собрался? για που τόσο πολύ πρωί ετοιμάστηκες; этакая -, солнце ещё не взошло τόσο πολύ πρωί, ο ή- ήλιος ακόμα δε βγήκε. раньше επίρ. 1 (συγκριτικός βαθμός του επιρ. рано)· νωρίτερα, πιο νωρίς· πρωτύτε- πρωτύτερα· он встал рано, а я ещё - αυτός σηκώθηκε νωρίς, αλλά εγώ ακόμα νωρίτερα· - всех про- проснулась мать πρωτύτερα απ' όλους ξύπνησε η μάνα. 2 πριν, μπροστά· не - двух часов όχι πριν τις δυό η ώρα, 3 πρώτον, πρώτα, πρότε- ρον - выслушайте, а потом браните πρώτα α- ακούστε (με) και μετά μαλώστε (με)· - МЫ бы- были друзьями πρώτα (πριν) τ\μασταν φίλοι. рапа, -Ы θ. αλατούχο νερό λίμνης (ως θε- θεραπευτικό), λιμνόνερο. ♦рапира, -Ы θ. ξίφος μακρύ τετράεδρο.
рал 337 рапный επ. του αλατοϋχου λιμνόνερου. "рапорт, -а α. αναφορά, έκθεση· отдавать - (στρατ.) δίνω αναφορά, αναφέρω· подавать - υποβάλλω αναφορά. рапортичка, -И θ. εκθεσούλα· δελτίο πλη- πληροφοριών, κίνησης κ.τ.τ. рапортовать, -тую -туешь р.δ.κ.σ. αναφέ- αναφέρω, δίνω (στρατιωτική) αναφορά· υποβάλλω α- αναφορά. II -СЯ αναφέρω, δίνω αναφορά. *рапс, -Β. α. κράμβη η ελαιοφόρα. рОПООВЫЙ επ. της ελαιοφόρου κράμβης· ~ые сеыека σπόροι ελαιοφόρου κράμβης? -ое мас- масло κραμβέλαιο, ρασκέλαιο ή έλαιο Κολζά. *рапсод, -а α. ραψωδός. *рапсОДИЯ, -И θ. ραψωδία. *р-8ритёт, -а α. πράγμα σπάνΊο και πολύτιμο. рас... πρόθεμα (βλ. раз...).Χρησιμοποιεί- раз...).Χρησιμοποιείται αντί του раз... μπροστά απο άηχα σύμφω- σύμφωνα: расколоть, расправить, расшить. *раса, -К θ. φυλή, ράτσα- белая - λευκή, ά- άσπρη ή καυκάσια φυλή· Жёлтая - κίτρινη φυ- φυλή· чёрная - μαύρη φυλή. расизм, -а α. φυλετισμός, ρασισμός. раойст, -а α. ρασιστής. расистский επ. φυλετικός, ρασιστικός. раскабалить ρ.σ.μ. ζεσκλαβώνω, αποδουλώ- νω· απελευθερώνω απο τη δουλεία, II ~СЯ ξε- σκλαβώνομαι, απελευθερώνομαι απο τη δουλεία. раскабалять(ся) ρ.δ. βλ. раскабалить(ся). разкаиваться р.δ. βλ. раскаяться. раскалённый επ. απο μτχ. πυρακτωμένος, δι- άπυρος· ~ докрасна ερυθροπυρωμένος, κόκκι- κόκκινος απο τη φωτιά (απο το κάψιμο)· -ая Печь πυρακτωμένος φούρνος· ~ое железо πυρακτωμέ- πυρακτωμένο σίδερο. раскалить ρ.σ.μ. πυρακτώνω, (δια)πυρώνω. II -СЯ πυρακτώνομαι, (δια)πυρώνομαι. раскалывание, -я ουδ. βλ. раскол (ι σημ.). раскалывать(ся) р.6. βλ. расколоть(ся). раскалять(ся) р.δ. βλ. раскалить(ся). раскапрЙЗНИЧаТЬОЯ р.α· αρχίζω να καπρι- τσώνω. раскапывание, -Я ουδ. ανασκαφή. раскапывать р.δ.μ. βλ. раскопать. II -ся ανασκάβομαι. раскармливать р.δ. βλ. раскормить. II -ся καλοταΐζομαι. ♦раскассировать, -рую, -руешь р.σ.μ. ανα- ανασχηματίζω· - ПОЛК ανασχηματίζω το σύνταγμα· - комиссию ανασχηματίζω την επιτροπή. раскат, -а α. 1 κύλιση· εκτύλιξη, ξετύ- λιγμα· ~ ковра ξετύλιγμα του χαλιού. II κύ- κύλιση· - брёвен κύλιση κορμών δέντρων. 2 ανάπτυξη ταχύτητας. 3 επικλινές μέρος κύλι- κύλισης, д ξέσπασμα· έκρηξη· - смеха ξέσπασμα γέλιου. II βροντή, μπουμπουνητό. Η διάδοση, рас διάχυση (ήχου, φωνής, κελαηδήματος κ.τ.τ.). раскатать ρ.σ.μ. 1 ξετυλίγω, εκτυλίσσω, α- απλώνω κυλώντας· - ковёр ξετυλίγω το χαλί. 2 κυλώ· - брёвна κυλώ κορμούς δέντρων. 3' ισιώνω, ομαλύνω, κυλινδώ, κυλινδρώ* - бе- бельё κυλινδρώ τα ρούχα. II γλιστραίνω, κάνω γλιστερό. 4 πλάθω· λεπτύνω· - Тесто πλάθω το ζυμάρι. 5 συντρίβω. II μαλώνω· κατακρίνω. II -СЯ 1 ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι· απλώνο- απλώνομαι. 2 πλάθομαι· λεπτϋνομαι. II κάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο. раскатистый επ., βρ: -ТИСТ, -а, -О εκρη- εκρηκτικός· επισκηπτικός· ~ удар το μπουμπου- μπουμπουνητό· - смех εκρηκτικό γέλιο. раскатить, -ачу, -атйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. κινώ, κυλώ με φόρα. II -СЯ 1 ξεκινώ με φόρα. 2 κυλιέμαι (προς διάφορες κατευθύνσεις). 3 βροντώ· μπουμπουνίζοτ διαδίδομαι, διαχέομαι. раскатка, -И θ. 1 ξετΰλιγμα, εκτύλιξη. 2 κύλιση. 3 κυλίνδηση. 4 πλάσιμο· λέπτυνση. 5 βρόντημα, μπουμπούνισμα· διάδοση βροντερού ήχου. раскатывание, -я ουδ. βλ. раскатка. раскатывать(ся) р.δ. βλ. раскатать(ся). раскачать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас- раскачанный, -чан, ~а, -О. 1 κουνώ, κινώ, τα- ταλαντεύω· λικνίζω· - маятник κουνώ το εκ- εκκρεμές. 2 κουνώ στον αέρα. 3 σείω, δονώ , κλονίζω, 4 μτφ. ζωηρεύ», διεγείρω, κεντώ. II -СЯ 1 κουνιέμαι, ταλαντεύομαι. 2 σείομαι, δονούμαι, κλονίζομαι. 3 μτφ. ζωηρεύω, γίνο- γίνομαι ζωηρός. раскачивание, -я ουδ. βλ. раскачка. раскачивать ρ.δ.μ. 1 βλ. раскачать. 2 τα- ταλαντεύω. II -0Я 1 βλ. раскачаться. 2 ταλα- ταλαντεύομαι, τρικλίζω. раскачка, ~И θ, 1 κούνημα, ταλάντευση· λί- κνιση. 2 κούνημα στον αέρα. 3 σε ίση, σείσι- μο, δόνηση, κλόνιση, -μός. 4 τρίκλισμα. II μτφ. ζωήρευμα, ζωντάνια. раскашивать1 ρ.δ. βλ. раскосить1. II -ся α- ντιστηρίζομαι, στερεώνομαι με λοξά αντιστη- ρίγματα. раскашивать2ρ.δ. βλ. раскосить2. II -ся αλ- λοιθωρίζω, είμαι αλλοίθωρος. раскашляться р.σ. αρχίζω'να βήχω πολύ, раскаяние, -Я ουδ. μετανόηση, μετάνοια, μεταμέλεια, μετάνιωμα. раскаяться, -каюсь, -каешься р.σ. μετα- μετανοώ, μετανιώνω, μεταμελούμαι. расквартирование, -я ουδ. τακτοποίηση σε καταλύματα. расквартировать ρ.σ.μ. βάζω, τακτοποιώ σε καταλύματα. II -СЯ τακτοποιούμαι σε καταλύ- καταλύματα.
рас 338 рас расквартировывать ся) р.ό. βλ. раскварти- расквартировать ся). расквасить р.σ.μ. (απλ.). 1 χτυπώ, ματώνω (κυρίως για μύτη, πρόσωπο). 2 μαλακώνω, λα- λασπώνω (για έδαφος, δρόμο κ.τ.τ.). расквашивать р.δ. βλ. расквасить. II -ся 1 χτυπιέμαι, ματώνομαι. 2 μαλακώνω, λασπώνω, λασπώνομαι. расквитаться р.σ. 1 εξοφλώ, ξεπληρώνω. 2 μτφ. εκδικούμαι. раскидать(ся) р.σ. βλ. расбросать(ся). раскидистый επ. βρ: -ДИСТ, -а, -О εκτετα- εκτεταμένος, απλωτός, -μένος· -ое дерево δέντρο με απλωτά τα κλαδιά, τους κλώνους. раскидной επ, εκπτυσσόμενος, ανοιγόμενος* - СТОЛ αναπτυσσόμενο τραπέζι. раскйдавать(ся) ρ.δ. βλ. раскидать(ся). раскинуть ρ.σ.μ.1 βλ.разбросать B σημ.). 2 απλώνω, στρώνω· - ковёр απλώνω το χαλί. 3 (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτείνω, εξαπλώνω. 4 α~ νο'ιγω· - палатку ανοίγω τη σκηνή (αντίσκη- (αντίσκηνο). II εκφρ. - кар ТЫ ρίχνω τα χαρτιά (για μάντεμα)* - умом (мозгами) σκέφτομαι, συλ- συλλογίζομαι, καλομελετώ. II -СЯ 1 βλ. разбро- саться B σημ.). 2 εκτείνομαι, . απλώνομαι* впереди нас -лея город μπροστά μας εκτεί- εκτείνονταν η πόλη. раскипаться р.δ. βλ. раскипеться. раскипеться, -шгось, -пйшься р.σ. 1 βρά- βράζω, κοχλάζω. 2 βλ. раскиПЯТЙТЬСЯ. раскипятиться ρ.σ. ταράσσομαι· βράζω απο το θυμό· -ЛОСЬ сердце έβρασε η καρδιά. раскисать р.δ. βλ. раскиснуть. раскиснуть р.σ., παρλθ. χρ. раскис, -ла, -ЛО. 1 φουσκώνω (για ζυμάρι). 2 διογκώνομαι, φουσκώνω (απο υγρασία). II λασπώνω· ОТ дождя дороги -СЛИ απο τη βροχή οι δρόμοι λάσπω- λάσπωσαν. 3 μτφ. σβήνω, ξεθυμαίνω, χαλαρώνω, γί- γίνομαι αδιάφορος. II αποκάμνω, καταπονούμαι, απαυδώ· совсем Я -ЙС от жары απηύδησα ε- εντελώς απ1 αυτή τη ζέστη. II συγκινούμαι. раскладка, -И θ. 1 κατανομή, καταμερισμός· καθορισμός· τοποθέτηση σε φιάφορα μέρη· дё- лать -у κατανέμω, καταμερίζω. 2 απλώνω, α- ανοίγω. раскладной επ. πτυσσόμενος, πτυκτός· СТОЛ πτυσσόμενο τραπέζι· -ая кровать πτυσ- πτυσσόμενο κρεβάτι. раскладочный επ. (επι)μεριστικός, διανε- διανεμητικός. раскладушка, *-И θ. κρεβάτι πτυσσόμενο ή εκστρατείας. раскладывание, -я ουδ. βλ. раскладка. раскладывать(ся) р.δ. βλ. разложйть(ся). раскланиваться р.δ. βλ. раскланяться. раскланяться, -яюсь, -яешься р.σ. 1 υπο- υποκλίνομαι κατά το χαιρετισμό. 2 (ειρν.) απο- αποχωρίζομαι, φεύγω, ξεκόβω. расклевать ρ.σ.μ. καταραμφίζω. расклёвывать р.δ. καταραμφίζω. II -СЯ κα- ταραμφίζομαι. расклеивание, -я ουδ. βλ. расклейка. расклеивать(ся) р.δ. βλ. расклеить(ся). расклеить ρ.σ.μ. 1 ξεκολλώ, αποκολλώ. II ανοίγω (για βλέφαρα, χείλη). 2 κολλώ παντού· - афиши κολλώ παντού αφίσες. II -СЯ 1 ξε- ξεκολλιέμαι. 2 μτφ. χαλώ, δεν πηγαίνω καλά , ναυαγώ. 3 μτφ. αδιαθετώ· είμαι λίγο άρρω- άρρωστος. расклейка, -И θ. κόλληση, επικόλληση. расклепать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расклёпанный, βρ: -пан, -а, -о. 1 ξεπριτσι- νώνω, ξετζαβετάρω· αποσυνδέω. 2 πλατύνω με σφυρηλάτηση. II -СЯ ξεπρ ιτσινώνομαι, απο- αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι. расклёпка, -И θ. ξεπριτσίνωση, -μα, ξε- τζαβετάρισμα, αποσύνδεση, ξεσύνδεση. расклёпывание, -я ουδ. βλ. расклёпка. расклёпывать(ся) ρ.δ. βλ. расклепать(ся). раСКЛИНИТЬ ρ.σ.μ.1 ζεσφηνώνω, αποσφηνώνω, βγάζω τή σφήνα. 2 σχίζω με σφήνα. II -СЯ σχί- σχίζομαι με σφήνα. расковать ρ.σ.μ. 1 ξεπεταλώνω, ξεκαλιγώ- νω. 2 αποδεσμεύω, απελευθερώνω. 3 πλατύνω με σφυρηλάτηση. II -СЯ 1 ξεπεταλώνομαι, ξε- καλιγώνομαι. 2 αποδεσμεύομαι, λευτερώνομαι απο τα δεσμά. расковка, -И θ. ξεπετάλωμα, ξεκαλίγωμα. расковывание, -я ουδ. βλ. расковка. расковывать(ся) р.δ. βλ. расковать(ся). расковыривать р. δ. β λ. расковырять. II -ся 1 (για οπή) ανοίγομαι, μεγαλώνω με σκάλισμα. 2 χρατσουνίζομαι, ξεσκαλίζομαι. раСКОВЫрЯТЬ ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расковырянный, βρ: -рян, -а, -о (για οπή)· ανοίγω, μεγαλώνω σκαλίζοντας. II γρατσουνί- ζω· ξεσκαλίζω. раскокать ρ.σ.μ. (απλ.)· σπάζω· - стекло σπάζω το γυαλί. раскол, ~а α. 1 σπάσιμο, θραύση· τσάκι- τσάκισμα· - камня σπάσιμο της πέτρας. 2 μτφ.δι- μτφ.διάσπαση- в партии произошёл - στο κόμμα έγι- έγινε διάσπαση. 3 (θρησκ.) σχίσμα (στα μέσα του 17°-ναι. στη Ρωσία). 4 βλ. старообрячество. расколачивать(ся) р.δ. βλ. расколотйть- (СЯ). расколдовать ρ.σ.μ. λύνω τα μάγια. расколка, -и θ. βλ. раскол A σημ.). расколотить, -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколоченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. 1 σπάζω, θραύω, τσακίζω· - ящик σπά- σπάζω το κιβώτιο· - камень σπάζω την πέτρα· -
рас 339 рас тарелку σπάζω το πιάτο. II πλατύνω με σφυ- σφυρηλάτηση. 2 χτυπώ δυνατά· он -ИЛ лоб αυτός χτύπησε δυνατά στο μέτωπο. 3 μτφ. (απλ.) συ- συντρίβω, τσακίζω· - неприятеля τσακίζω τον εχθρό. II -ОЯ 1 σπάζω, θραύομαι· τσακίζομαι. 2 απλώνω, τεντώνω, ευρύνομαι· сапоги -ЛИСЬ οι μπότες άνοιξαν. раОКОЛОТЬ, -КОЛЮ, -колешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколотый, βρ: -лот, -а, -о р.σ.μ. 1 σχίζω με χτύπημα· - дрова σχίζω καυσόξυλα. II σπάζω, θραύω· - орехи σπάζω καρύδια. 2 μτφ. διασπώ· - единстве διασπώ την ενότη- ενότητα. II -СЯ 1 σχίζομαι (με χτύπημα)· ПоЛёно -ЛОСЬ το κούτσουρο σχίστηκε. II θραύομαι, σπά- σπάζω· орёх -ЛСЯ το καρύδι έσπασε. 2 μτφ. δι- ασπώμαι. расколошматить, -ачу, -атишь ρ.σ.μ.(απλ.) κατανικώ, συντρίβω. расколупать ρ.σ.μ. (απλ.) βλ.расковырять. расколупывать р.δ. βλ. расколупать. расколыхать, -лышу, -лышешь к. (σπάνια) -аго, -аешь ρ.σ.μ. 1 βλ. колыхать. 2 μτφ. ταράσσω, διεγείρω, κινώ. II -СЯ 1 ταράσσο- ταράσσομαι, κινούμαι· σαλεύω· φουρτουνιάζω· море -шется η θάλασσα αρχίζει να φουρτουνιάζει. 2 αναταράσσομαι· ανακατεύομαι· κινούμαι κυ- ματοειδώς· Массы -ЛИСЬ οι μάζες αναταράχτη- αναταράχτηκαν. раскольник, -а α., -ца, -Ы θ. 1 διασπα- διασπαστής· - рабочего движения διασπαστής του εργατικού κινήματος. 2 βλ. старообрядец. раскольнический επ. 1 σχισματικός (βλ. раскол з али.). 2 διασπαστικός· ~ие дейст- действия διασπαστικές ενέργειες. раскольничий, -ья, -ье επ. βλ. раскольни- раскольнический A σημ.). расконопатить ρ.σ.μ. ξεστουπώνω, αφαιρώ το στουπί. расконопачивать р.δ. βλ. расконопатить. II -СЯ ξεστουπώνομαι. расконсервировать ρ.σ.μ. επαναλαβαίνω (ερ- (εργασίες, οικοδόμηση κ.τ.τ.). раскопать ρ.σ.μ. 1 ανασκάπτω. 2 μτφ. ε- ερευνώ· βρίσκω. 3 κάνω ανασκαφές. ' раскопка, -И θ. 1 ανασκαφή. 2 μτφ. έρευ- έρευνα· εύρεση. 3 πλθ. -И ανασκαφές (αρχαιολο- (αρχαιολογικές). раскормить ρ.σ.μ. καλοταΐζω· παχύνω. раскормленный επ.απο μτχ. καλοτα'ϊσμένος· παχύς. раскорчевать ρ.σ.μ. ξεριζώνω, εκριζώνω· καθαρίζω ξεριζώνοντας. раскорчёвка, -Ив. ξερίζωμα, εκρίζωση-κα- εκρίζωση-καθάρισμα, κάθαρση. раскорчёвывание, -я ουδ. βλ. раскорчёвка. раскорчёвывать р.δ. βλ. раскорчевать. II -СЯ ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι* καθαρίζομαι. раскоряка, ~и α. κ. θ. στραβοπόδαρος, -η. раскорячивать( ся) ρ.δ. βλ. раскорячить- (ся). раскорячить ρ.σ.μ, (απλ.) ανοίγω τα πόδια. II -СЯ ανοίγω τα πόδια μου. раскос, ~а α. αντιστήριγμα λοξό. раскосить1, -ошу, -ОСИЛЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскошенный, βρ: -шен, -а, -о στερεώνω με λοξά αντιστηρίγματα. раскосить* -ошу, -осиль, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. αλλοιθωρίζω, στραβώνω τα μάτια. раскосматить ρ.σ.μ. (απλ.) αναμαλλιάζω. II -СЯ αναμαλλιάζομαι. раскосмачивать(оя) р.δ. βλ. раскосматить- (ся). раскосость, -и θ. στραβισμός, άλλο ι θωριά. раСКОСЫЙ επ. 1 λοξόφθαλμος, αλλοίθωρος, λοξομάτης. 2 λοξός, πλάγιος. раскошеливаться р.δ. βλ. раскошелиться. раскошелиться р.σ. ανοίγω το πουγκί, παύω να τσιγκουνεύομαι, раскрадывать р.δ. βλ. раскрасть. И -ся με κλέβουν. раскраивание, -я ουδ. (κοπτική)· κοπή, κό- κόψιμο. раскраивать р.δ. βλ. раскроить. II -ся κό- κόπτομαι. раскрасавец, -вца α.* -вица, -ы θ. πανέ- πανέμορφος, πανώριος, πεντάμορφος, αστέρι ομορ- ομορφιάς. раскрасить ρ.σ,μ. χρωματίζω, βάφω ποικί- λως. II -СЯ χρωματίζομαι, βάφομαι ποικιλό- ποικιλόμορφα. раскраска, -И θ. χρωμάτισμα, βάψιμο· ПёС- драя - παρδαλός (ποικίλος) χρωματισμός. II διάκοσμος έγχρωμος. раскраснеться р.σ. κατακοκκινίζω (απο κί- κίνηση, ντροπή κ.τ.τ.). раскрасть ρ.σ.μ. κατακλέβω. раскрашенный επ. απο μτχ. χρωματιστός, έγ- ρωμος, χρωματισμένος, βαμμένος· ποικιλόχρω- ποικιλόχρωμος· πλουμιστός. раскрашивание1, -Я ουδ. χρωμάτισμα, βάψιμο. раскрашивание? -Я ουδ. τρίψιμο, μετατροπή σε τρίμματα, ψίχουλα. раскрашиватьСся^р.б. βλ. раскрасить(ся). раскрашивать( ся)г р. δ. βλ. раскрошить( ся). раскрепить ρ.σ.μ. ξεσυνδέω, αποσυνδέω, ξε- στεριώνω· βγάζω τους συνδετήρες. II -СЯ ξε- συνδέομαι, αποσυνδέομαι, ξεστεριώνομαι. раскреплять(ся) ρ.δ. βλ. раскрепйть(ся). раскрепостить, -пощу, -постйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскрепощённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ. 1 (παλ.) απελευθερώνω δούλο. 2
рас рас μτφ. απελευθερώνω (απο κοινωνική ανισότητα, καταπίεση κ.τ.τ.)· χειραφετώ: - женщину χει^ ραφετώ τη γυναίκα. II -СЯ 1 απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος. 2 απελευθερώνομαι (απο καταπίεση, ανισότητα κ.τ.τ.)· χειραφετούμαι. раскрепощать(ся) ρ.δ. ЭХ.раскрепостить(ся). раскрепощение, -Я ουδ. 1 απελευθέρωση δού- δούλου. 2 χειραφέτηση (κοινωνική). раскритиковать р.σ.μ. κριτικάρω ολόπλευρα ή αυστηρά. раскритиковывать р.δ.μ. βλ. раскритико- раскритиковать. раскричаться, -чусь, -чйшься р.σ. 1 κραυ- κραυγάζω. 2 μαλώνω, αποπαίρνω με φωνές. раскровенить ρ.σ.μ. ματώνω· γρατσουνίζω, χτυπώ μέχρι αίματος. раСКрОЙТЬ р.σ.μ. 1 κόβω (ύφασμα, δέρμα, φύλλα μετάλλου κ.τ.τ.). 2 τραυματίζω, πλη- πληγώνω. раскрой, -Я α. 1 κοπή, κόψιμο (για ύφασμα, δέρμα κ.τ.τ.). 2 τα τεμάχια της κοπής. раскройка, -и θ. βλ. раскрой (ι σημ.). раскройный επ. της κοπτικής· - цех τμή- τμήμα κοπτικής. раскромсать р.σ. κακοτεμαχίζω, κακοκόβω, κόβω όπως-όπως. раскрошить ρ.σ.μ. θρυμματίζω, τρίβω, κάνω ψίχουλα· - хлеб κάνω το ψωμί ψίχουλα. II-СЯ θρυμματίζομαι, τρίβομαι, γίνομαι ψίχουλα. раскрутить р.σ.μ. 1 ζεστρίβω, ξεκλώθω· ξε- ξετυλίγω· - нитку ζεστρίβω την κλωστή· - ве- верёвку ξεκλώθω την τριχιά. 2 περιστρέφω, δί- δίνω περ ιστροφική κίνηση. II -СЯ 1 ξεστρίβο- μαι, ξεκλώθομαι· ξετυλίγομαι. 2 περιστρέφο- περιστρέφομαι. раскручивать(ся) р.δ. βλ. раскрутйть(ся). раскрывание, -я ουδ. βλ. раскрытие. раскрывать( ся) р.δ. βλ. раскрыть(ся). раскрытие, -Я ουδ. 1 άνοιγμα· - окна ά- άνοιγμα του παραθύρου· - парашюта άνοιγμα του αλεξίπτωτου. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) αποκά- αποκάλυψη, ξεσκέπασμα· φανέρωση· ~ преступления αποκάλυψη του εγκλήματος. раскрыть, -крою, -кроешь ρ.σ.μ. 1 ανοίγω· - ЯЩИК ανοίγω το κιβώτιο· - дверь ανοίγω την πόρτα· - ЗОНТИК ανοίγω την ομπρέλα· - НОЖ ανοίγω το σουγιά· - книгу ανοίγω το βιβλίο· - глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.)· αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω· φα- φανερώνω· халат распахнулся и ~ыл нижнее бельё η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα· тайну αποκαλύπτω μυστικό· ~ замысли вра- врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του ε- εχθρού· - загОЕОр ξεσκεπάζω τη συνομωσία. II μτφ. εκμυστηρεύομαι· он ~ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα. II εκφρ. - глаза ανοίγω τα μάτια (διαφωτί- (διαφωτίζω)· - чью игру ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου. II -СЯ 1 ανοίγω, -ομαι· ОК- ОКНО -ЛОСЬ το παραθύρι άνοιξε· дверь -лась η πόρτα άνοιξε· все ящики -лись όλα τα κιβώ- κιβώτια ανοίχτηκαν. II ανθίζω· рОЗЫ -ЛИСЬ τα τρ ι- αντάφυλλα άνοιξαν. 2 φαίνομαι* перед НИМИ -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα. 3 μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνο- φανερώνομαι· Преступление -ЛОСЬ το έγκλημα αποκαλύ- αποκαλύφτηκε. 4 δημιουργούμαι (για συνθήκες, προϋ- θέσεις, δυνατότητες)· -лись перспективы ά- άνοιξαν προοπτικές. 5 .(για μέλη του σώματος)· αποκαλύπτομαι, φαίνομαι. 6 (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά. ' раскудахтаться, -хчусь, -хчешься р.σ.1 αρ- αρχίζω να κακαρίζω· куры -лись οι κότες άρχισαν να κακαρίζουν. 2 (απλ.) μουρμουρίζω. раскулачивание, -Я ουδ. αποκουλακοποίηση. раскулачивать ρ.δ. βλ. раскулачить. Π -ся αποκουλακοποιούμαι. раскулачить, -чу, -чишь ρ.σ.μ. αποκουλα- αποκουλακοπο ιώ. раскумекать р.σ.μ. (απλ.) καταλαβαίνω, α- αντιλαμβάνομαι, νογώ· μαντεύω. раскупать ρ.δ. βλ. раскупить. II -СЯ αγο- αγοράζομαι ολοκληρωτικά (απο ένα-ένα,βαθμιαία). раскупить, -улит, -упим, -улите, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскупленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ. μ. αγοράζω βαθμιαία*όλο το ποσό. раскупоривание, -я ουδ. βλ. раскупорка. раскупоривать(оя) ρ.δ. βλ. раскупорить- (ся). раскупорить, -рю, -ришь р.σ.μ. εκπωματί- ζω, ξεβουλώνω· ξεταπώνω. II -СЯ εκπωματίζο- μαι, ξεβουλώνω· ξεταπώνομαι. раскупорка, -И θ. εκπωμάτιση, ξεβούλωμα· ξετάπωμα. раскуражиться, -жусь, -житься р.σ. (απλ.) αρχίζω να αναθαρρεύω, να κοκορεύομαι, να κά- κάνω τον παλικαρά. раскуривание, -я ουδ. βλ. раскурка A σημ.). раскуривать(ся) р.δ. βλ. раскурйть(ся). раскурить р.σ.μ. 1 ανάβω· - трубку ανάβω το τσιμπούκι. 2 καπνίζω, φουμάρω. II -СЯ 1 α- ανάβω· трубка -лась το τσιμπούκι άναψε. 2 αρχίζω να καπνίζω πολύ. раскурка, -И θ. 1 άναμμα. 2 χαρτί για στριφτό τσιγάρο· употребить газету на -у χρησιμοποιώ εφημερίδα για στριφτό τσιγάρο. раскусить р.σ.μ. 1 δαγκώνω, σπάζω με τα δόντια. 2 μτφ. γνωρίζω, μαθαίνω καλά· Я Не -ил его сразу δεν τον μυρίστηκα αμέσως, δεν τον πήρα αμέσως μυρουδιά, τ ι καπνό φουμάρει. раскусывать ρ.δ. βλ. раскусить. II -СЯ τε- τεμαχίζομαι, κομματιάζομαι δαγκωνόμενος.
рас 341 рас раскупать, р. σ. μ. ξετυλίγι:· αποσπαργα- νώνω· ξεφασκιώνω· ξεκουκουλώνω. II -0Я ξετυ- ξετυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. раскутываться) ρ.δ. βλ. раскутаться). расовый εΐί. φυλετικός· -ЗЯ теория φυλετι- φυλετική θεωρία· ~Ы6 ОТЛИЧИЯ φυλετικά γνωρίσματα. распад, ~а α. 1 πτώση με θρυμματισμό. II χώρισμα, διάσπαση· αποσύνθεση (στα μέρη του). 2 μοίρασμα, διανομή. II μτφ. διάλυση, κατάρ- κατάρρευση· πτώση, πέσιμο. распадаться р.δ. βλ. распасться. распадение, -я ουδ. βλ. распад. распадок, ~дка α. (διαλκ.) κοιλαδίτσα· λάκκα. распаивание, -я ουδ.. βλ. распайка. распаиваться) р.δ. βλ. распаяться), распайка, -И θ. (για μέταλλα) ξεκόλληση. распаковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распакованный, βρ: -ван, -а, ~о р.σ.μ. ξεπακετάρω· ζεμπαλάρω· ανοίγω το πακέτο. II -СЯ 1 ανοίγω το πακέτο μου, βγάζω, λύνω τα πράγματα μου. 2 απαλλάσσομαι της συσκευα- συσκευασίας. распаковка, -И θ. λύση, άνοιγμα φορτίου, δέματος, φακέλλου· ξεμπαλάρισμα. распаковывание, -я ουδ. βλ. распаковка. распаковывать( ся) ρ. δ. βλ. распаковать(ся). распалить, -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распалённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. 1 (απλ.)· ανάβω· - КОСТёр ανάβω φωτιά. 2 πυρακτώνω, διαπυρώνοι. 3 μτφ.. (για αίσθη- αίσθημα, επιθυμία, πάθος)· εξάπτω, παροξύνω, πα- ροργίζω. II -СЯ 1 πυρακτώνομαι. 2 μτφ. εξά- πτομαι, παροργ'ιζομαι· εξοργίζομαι. распалубить, -бЛГО, -бИШЬ р.σ. αφαιρώ το ξύλινο καλούπι (του μπετόν)· ξεκαλουπώνω. распалубка, -И θ. ξεκαλούπωμα. распаляться) р.6. βλ. распалйть(ся). распаривание, -я ουδ. βλ. распарка. распариваться) р.δ. βλ. распарить(ся). распарить р.σ.μ. 1 μαλακώνω στον ατμό ή στο ζεστό νερό. 2 ζεσταίνω, θερμαίνω σε ζε- ζεστό νερό, στη μπανιέρα. 3 ζεσταίνω, θερμαί- θερμαίνω μέχρι ιδρώτα. II -СЯ 1 μαλακώνω (σέ ατμό ή σε ζεστό νερό). 2 ζεσταίνομαι μέχρι ιδρώτα. распарка, -И θ. μαλάκωμα (σε ατμό ή σε ζε- ζεστό νερό). распарывать ся) р.δ. βλ. распороть(ся). распасовка1, -И θ. το πάσο (στο χαρτοπαίγ- χαρτοπαίγνιο) . распасовка? -и θ. (αθλτ.) ανταλλαγή πασών. распасться, -падётся, παρλθ. χρ. распал- распался, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. распав- ШИЙСЯ р.σ. 1 πέφτω θρυμματιζόμενος. II χωρί- χωρίζομαι, διασπώμαι, αποσυντίθεμαι· молекула -лась на атомы το μόριο χωρίστηκε σε άτομα. 2 μοιράζομαι, διανέμομαι· имение -ЛОСЬ мея- ДУ СЫНОВЬЯМИ η περιουσία μοιράστηκε μετα- μεταξύ των γιων. II μτφ. διαλύομαι· καταρρέω· ИХ Дружба -лась η φιλία τους χάλασε· коалиция· -Лась о συνασπισμός διαλύθηκε. распатронивать р.δ. βλ. распатронить. распатронить ρ.σ.μ. (απλ.) 1 κριτικάρω αυ- αυστηρά· μαλώνω. 2 χωρίζω στα μέρη του. распахать, -пашу, -пашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распаханный, βρ: -хан, -а, -о р.σ.μ.ορ- р.σ.μ.οργώνω, αροτριώ· - целину οργώνω παρθένο έ- έδαφος. распахивать1 р.δ. βλ. распахать. И -ся ορ- οργώνομαι. распахивать2 ρ.δ. βλ. распахнуть. II -ся βλ. распахнуться. распахнуть р.σ.μ. ανοίγω διάπλατα· - во- ворота, дверь ανοίγω διάπλατα την πύλη, την πόρτα. II ξεκουμπώνω, ανοίγω (ένδυμα). II -СЯ ανοίγομαι διάπλατα. II ξεκουμπώνομαι, ανοί- ανοίγομαι. распашка, -и θ. όργωση, αροτρίαση. распашной1 επ. οργώσιμος, για όργωμα. распашной2 επ. ανοιχτός, χωρίς κουμπιά. Η ανοιγόμενος στα δύο· δίφυλλος, διπλόφυλλος* -ые ворота δίφυλλη πύλη. распашонка, -и θ. ευκρλοάνοιχτο πουκαμι- σάκι βρέφους. распаять ρ.σ.μ. ξεκολλώ (για μέταλλα). II -СЯ ξεκολλώ, ξεκολλιέμαι. распев, -а α. 1 (παλ.) ψαλμός, ψαλμωδία. 2 ανάγ.νωση ή προφορά σαν ψαλτήρι. распеватьоя) ρ.δ. βλ. распеть(ся). распекание, -Я ουδ. επίπληξη, μάλωμα. распекать р.δ. βλ. распечь. распеленать ρ.σ.μ. ξεσπαργανώνω, αποσπαρ- γανώνω. II -СЯ ξεσπαργανώνομαι, αποσπαργανώ- νομαι. распелёнываться) р.δ. βλ. распеленать- (ся). распереть, разопру, разопрёшь, παρλθ. χρ. распёр, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас- распёртый, βρ: -Пёрт, -а, -О р.σ.μ. διευρύνω, διαρρηγνύω, σπάζω (με'την πίεση)· ЛЬДОМ -ло бочку το βαρέλι έσπασε απο τον πάγο (τη δι- διαστολή). II (απλ.) φουσκώνω, διογκώνομαι. распетушиться р.σ. βλ. петушиться. распеть р.σ.μ. 1 τραγουδώ, μαθαίνω τρα- τραγούδι. 2 τραγουδώ (για εξάσκηση της φωνής). -СЯ 1 τραγουδώ με ζήλο, με τραβά το τραγού- τραγούδι. 2 (για πτηνά)· κελαηδώ· τσιρίζω. 3 τρα- τραγουδώ, καλλιεργώ τη φωνή. распечатать ρ.σ.μ. 1 αποσφραγίζω, ξεσφρα- γίζω, αφαιρώ τη σφραγίδα. II ανοίγω, .ξεκολ- .ξεκολλώ (επιστολή, πακέτο κ.τ.τ.). 2 διαδίδω,γνω- διαδίδω,γνωστοποιώ με τον τύπο. II μτφ, κυκλοφορώ ψ'ευ-
рас 342 рас δεις διαδόσεις, δυσφημώ, αδικοβγάζω· διασύ- διασύρω· σπιλώνω. II -СЯ ανοίγομαι, ξεκολλώ, α- αποσφραγίζομαι. распечатываться) ρ.δ. βλ. распечатать^. распечь р.σ.μ. επιτιμώ, επιπλήττω αυστη- αυστηρά· μαλώνω γερά· κατσαδιάζω. · распивание, -я ουδ. πόση, πιοτί απο λίγο- λίγο. распивать ρ.δ.μ. 1 βλ. распить, г πίνω ε- επί μακρόν και απο λίγο-λίγο. II -СЯ πίνω με παρέα ή απο λίγο-λϊγο. распивочный επ. 1 (παλ.).πόση επί τόπου· -ая продажа вина πώληση και πόση κρασιού επι τόπου. II ουσ. -ая (παλ.) ποτοπωλείο. распил, -а α. πριόνιση. II πριονισμένο μέ- μέρος. распиливание, -я ουδ. βλ. распилка. распиливать ся) р.δ. βλ. распилйть(ся). распилить р.σ.μ. πριονίζω. II -СЯ πριονί- πριονίζομαι. раСПИЛКа, -И θ. πριόνιση, -μα. распиловка, -и θ. βλ. распилка. распилОВОЧННА επ. πριονιστικός, της πρι- πριόνισης· - станок πριονιστική μηχανή. распиловщик, -а α. πριονιστής. распинать р.δ. βλ. распять. распинать2 р.δ. πετώ, σκορπώ- κλοτσώ. раСПИНаТЬСЯ ρ.δ. κόβομαι, γίνομαι θυσία- καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες. распирать ρ*£.μ. 1 βλ. распиреть. 2 μτφ. (συνήθως με τη λ. грудь)· φουσκώνω (απο α- αγανάκτηση, οργή, χαρά κ.τ.τ.). расписание, -Я ουδ. 1 δρομολόγιο (μεταφο- (μεταφορικού μέσου). 2 πρόγραμμα- - уроков ωρολό- ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων- - занятий πρόγραμ- πρόγραμμα μαθημάτων - лекций πρόγραμμα διαλέξεων. расписать р.σ.μ. 1 γράφω, αντιγράφω·- ро- роли пьеса αντιγράφω τους ρόλους του θεατρι- θεατρικού έργου. 2 καταγράφω, καταχωρώ. II κατανέ- κατανέμω, γράφω, καθορίζω με τη σειρά. 3 διακοσμώ (με σχήματα, χρώματα). 4 ^τφ· περιγράφω λε- λεπτομερώς· ωραιοποιώ. II -СЯ 1 υπογράφω·Προ- ЧТЙте И -тесь διαβάστε και υπογράψτε· - на Ведомости υπογράφω στον κατάλογο. II' μτφ. παραδέχομαι, ομολογώ, αναγνωρίζω· - В С06- ственном невежестве παραδέχομαι την αμά- αμάθεια μου. 2 δηλώνω το γάμο στο ληξιαρχείο. 3 με τραβά το γράψιμο, ξεχνιέμαι γράφοντας. расписка, -И θ. 1 αντιγραφή· γράψιμο. Π καταχώρηση, καταγραφή. II κατανομή. 2 διακό- διακόσμηση (σχηματική, έγχρωμη). II περιγραφή, δι- διήγηση· ωραιοποίηση. 3 ενυπόγραφο αποδεικτι- αποδεικτικό έγγραφο· Долговая - υπογραφή χρεωστικής απόδειξης. расписной επ. διακοσμημένος, - εξωραϊσμέ- εξωραϊσμένος* ποικιλόχρωμος. расписывание, -Я ουδ. 1 αντιγραφή, γράψι- γράψιμο. 2 διακόσμηση, εξωραϊσμός. распйсывать(ся) р.δ. βλ. расписаться). распитие, -Я ουδ. (για πολλούς)· πόση,πιο- πόση,πιοτί (οινοπνευματωδών ποτών). распить, разопью, разопьёшь, παρλθ. χρ. распил, ~ла, -ло κ. роспил, -ло, προστκ . распей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распитый, βρ: -пит, -а, -о к.роспит, -о р.σ.μ. (για πολ- πολλούς)· πίνω ως το τέλος. распихать ρ.σ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас- распиханный, βρ: -хан, -а, -о р.σ.μ. σπρώχνω, ωθώ. II μετατοπίζω σπρώχνοντας. распихивать ρ.δ.μ. βλ. распихать. II -ся σπρώχνομαι, ωθούμαι. Π μετακινούμαι, μετα- μετατοπίζομαι με σπρώξιμο. распихнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ανοίγω δρόμο σπρώχνοντας. расплавить ρ.σ.μ. τήκω, λιώνω, ρευστοποιώ. II -СЯ τήκομαι, λιώνω, ρευστοποιούμαι. расплавка, -И θ. τήξη, λιώσιμο, ρευστο- πο ίηση. расплавляться) ρ.δ. βλ. расплавиться). расплакаться р.σ. αρχίζω να κλαίω. распланировать р.σ.μ. 1 σχεδιάζω· καταμε- καταμερίζω· καθορίζω. 2 ισοπεδώνω, ομαλύνω. распланировка, -и θ. 1 σχεδίαση- καθόριση. 2 ισοπέδωση, ομάλυνση. распланировываться) р.δ. βλ. распланиро- распланировать ся). распластать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распластанный, βρ: -тан, -а, -с. 1 κόβω, χω- χωρίζω, βγάζω κατά στρώματα, κατά φέτες. 2 ε- λασματοποιώ, πλατύνω (με πίεση). 3 επιθέτω, απιθώνω- ακουμπώ γερά· κολλώ. II μτφ. απλώ- απλώνω, ανοίγω (τις φτερούγες). И -СЯ ακουμπώ, στρώνομαι, ράβομαι, εφάπτομαι· раздался взрыв снаряда и солдаты мигом -лись на зем- земле έγινε έκρηξη του βλήματος και οι στρα- στρατιώτες ξάπλωσαν (ράφτηκαν) μονομιάς στη γη. распластовать р.σ.μ. βλ. распластать. распластывать(ся) р.δ. βλ. распластать- (ся). расплата, -Ы Θ. 1 ξεπλέρωμα, εξόφληση. 2 μτφ. τιμωρία, ποινή· αντίποινα· εκδίκηση. расплатиться р.σ. 1 ξεπλερώνω, εξοφλώ· С долгами εξοφλώ τα χρέη. II μτφ. ανταπο- ανταποδίδω, εκδικούμαι. 2 μτφ. τιμωρούμαι. расплачиваться р.δ. βλ. расплатиться. расплеваться р.σ. (απλ.) 1 αρχίζω να φτύ- φτύνω. 2 μτφ. κόβω σχέσεις, δε θέλω να ξέρω ή ν' ακούσω. расплескать р.σ.μ. χύνω, ραντίζω, πιτσι- πιτσιλίζω. II -СЯ 1 χύνομαι, ραντίζομαι, πιτσι- πιτσιλίζομαι. 2 αρχίζω να παφλάζω, να φλοισβί- ζω όλο και πιο δυνατά.
рас 343 рас расплёскиваться) р.δ. βλ. расплескаться, расплеснуть(ся) р.σ. βλ. расплескать( ся). расплести р.σ.μ. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, ξε- πλέκω· ζεκλώθω. II -0Я ξετυλίγομαι, εκτυ- εκτυλίσσομαι, ξεπλέκομαι, ξεκλώθομαι-.КОСЫ -ЛЙСЬ οι κοτσίδες ξεπλέχτηκαν. расплетахь(ся) р.б. βλ. расплестй(сь). расплод, -а α. γόνος, -ΐδι, νεογνό· - скота τα νεογένητα των ζώων - пчёл το σμάρι. расплодить, -пложу, -плодишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распложённый, βρ: -жён, -жена,-ό ρ.σ.μ. 1 πολλαπλασιάζω, πληθύνω. 2 δημιουρ- δημιουργώ, φτιάχνω, κάνω· παράγω· ОН -ЙЛ большое Семейство αυτός δημιούργησε μεγάλη (πολυ- (πολυμελή) οικογένεια. II -СЯ 1 πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι. 2 παράγομαι, δημιουργούμαι. расплываться р.δ. βλ. расплыться. расплывчатость, -И θ. διαχυτικότητα (ή- (ήχων, φθόγγων κ.τ.τ.). II μτφ. αμυδρότητα, α- ασάφεια. расплывчатый επ., βρ: -чат, -а, -о διάχυ- διάχυτος (για ήχους, φθόγγους κ.τ.τ.). II μτφ. α- αμυδρός, ασαφής- αξεκάθαρος. раСПЛЫВШИЙСЯ επ. απο μτχ. χοντρός, παχύς. II βλ. расплывчатый. расплыться, -ывусь, -ывёшъся, παρλθ. χρ. расплылся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. ур. рас- расплывшийся р.σ. 1 χύνομαι, ρέω· απλώνω· чер- НЙла -ЛИСЬ ПО бумаге η μελάνη χύθηκε πάνω στο χαρτί. II επεκτείνομαι, ξαπλώνω (για κα- καπνό, σύννεφα κ.τ.τ.). II ξεπλύνομαι, σβήνω, χάνομαι· след дождём -лея το ίχνος με τη βροχή ξεπλύθηκε. 2 μτφ. χοντραίνω, παχαί- παχαίνω. 3 μτφ. γίνομαι διάχυτος, αμυδρός (για γραμμές κ.τ.τ.). II διευρύνομαι. И εμφανίζο- εμφανίζομαι (για χαμόγελο). 4 αποπλέω (προς διάφο- διάφορες κατευθύνσεις). расплюснуть(ся) р.σ. βλ. расплющить(ся). расплющивать( ся) р.δ. βλ. расшгощить(ся). расплющить, -щу, -щишь р.σ.μ. 1 πλατύνω με πίεση ή χτυπήματα· πλακουτσώνω· - ГОЛОВ- ку заклёпки πλατύνω το κεφάλι του πριτσι- νιού. 2 συνθλίβω, σπάζω· - орех σπάζω το καρύδι. II συμπιέζω, πατικώνω. II -СЯ πλατύ- νομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. расплясаться, -яшусь, -яшешься р.σ. χο- χορεύω, με τραβάει ο χορός. распогодиться, -ится р.σ. απρόσ. (απλ.) κα- καλυτερεύω, καλοσυνεύω, βελτιώνομαι (για καιρό). расподобление, -я ουδ. (γλωσ.) βλ. дисси- диссимиляция. расподобляться, -яется ρ.δ. (γλωσ.) ανο- μοιώνω, διαφοροποιώ* ποικίλλω. распознаваемый επ., βρ: -ваем, ~а, -о α- αναγνωρίσιμος· αναγνωριστικός, διακριτικός. распознавание, -я ουδ. αναγνώριση· - сле- следов αναγνώριση των ιχνών. II διάγνωση. распознавать р.δ. βλ. распознать. II -ся αναγνωρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. распознать ρ.σ. μ. 1 (ανα)γνωρ'ιζω· Я его не -ал εγω δεν τον ανεγνώρισα. 2 διαγιγνώσκω· - чужие намерения διαγιγνώσκω τις προθέ- προθέσεις του άλλου. II διακρίνω, ξεχωρίζω. 3 μα- μαθαίνω, πληροφορούμαι καλά. II κάνω διάγνωση ( ιατρική). располагать1 ρ.δ. βλ. расположить. II ~ся βλ. расположиться. располагать р.δ. 1 διαθέτω, έχω στη διά- διάθεση μου· - большими средствами διαθέτω με- μεγάλα μέσα. II διαθέτω, ρυθμίζω, κανονίζω· - своим временем по собственному усмотрению διαθέτω το χρόνο μου όπως εγώ θέλω· ~Йте МНОЮ είμαι στη διάθεση σας. 2 (παλ.) προ- τίθεμαι, σκοπεύω. располагающий επ. απο μτχ. συμπαθητικός, ελκυστικός, ευχάριστος, αρεστός. II ευνοϊκός. расползаться р.σ. βλ. расползтись. расползаться р.δ. αρχίζω να έρπω πολύ. расползтись, -зусь, -зёшься, παρλθ. χρ. расползся, -лась, -лось р.σ. 1 έρπω, φεύγω έρποντας (προς διάφορες κατευθύνσεις)· раки -ЛЙсь τα καβούρια έφυγαν (σκόρπισαν). И α- αποσύρομαι, τραβιέμαι στην άκρη. 2 μτφ. α- απέρχομαι, φεύγω, χωρίζομαι. 3 μτφ. χοντραί- χοντραίνω, παχύνω. 4 (για υποδήματα, ενδυμασία κ. •τ,τ.) ξεσχίζομαι, κουρελιάζομαι· ξεφτώ, πέ- πέφτω. 5 μτφ. εξαρθρώνομαι, χαρβαλιάζω, σπα- ραλιάζω· хозяйство без надзора -ется το νοικοκυριό χωρίς επίβλεψη σπαραλιάζει. располнеть ρ.σ. παχύνομαι, χοντρα'ινω. 'расположение, -Я ουδ. 1 διευθέτηση, τα- τακτοποίηση· διαρύθμιση· διάταξη. II σειρά, τά- *ξη· παράταξη· - СЛОВ В предложении η κανο- κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση. 2 εγκα- εγκατάσταση, τοποθέτηση· - лагерем στρατοπέ- στρατοπέδευση· καταυλισμός. И (στρατ.) διάταξη· ВОЙСК διάταξη των στρατευμάτων. 3 διάθεση· доброе - καλή (ευνοϊκή) διάθεση. II κλίση, όρεξη· επιθυμία· у него никакого -Я К МвДИ- ЦЙне αυτός δεν έχει.καμιά διάθεση (κλίση) για γιατρός · у меня нет -я ехать завтра δεν εί- είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο. II εύ- εύνοια, συμπάθεια. II προδιάθεση· - К болёз- ням προδιάθεση για ασθένειες. расположенный επ. απο μτχ. διατιθέμενος, διακείμενος ευνοϊκά· он никогда не был -жен ко мне αυτός ποτέ δεν ήταν καλοδιατεθημέ- καλοδιατεθημένος προς εμένα. II διατεθημένος· Я не -жен сегодня уехать δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω σήμερα. расположить, -ложу, -ложишь, παθ. μτ,χ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -о,·
рас 344 рас р.σ.μ. 1 τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμίζω, κανονίζω· - мебель τακτοποιώ τα έπιπλα· ПО другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)· слова ПО алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλ- αλφαβητική σειρά. II διατάσσω, κάνω διάταξη· τοποθετώ· - отряд ПО ПОЗИЦИЯМ κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις· - ПОЛК На ОТДЫХ В городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη. II διαθέτω, προγραμματίζω. 2 διαθέτω ευνοϊκά· προδιαθέτω· κατευθύνω, προσελκύω, чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου; - ΚΟΓΟ-Η. В СВОЮ пользу προσελ- προσελκύω κάποιον με το μέρος μου. II -СЯ 1 εγκα- τασταίνομαι· τοποθετούμαι· - лагерем στρα- στρατοπεδεύω, στρατών ίζομαι · καταυλίζομαι. II τακτοποιούμαι, βολεύομαι. II κάθομαι, πιάνω θέση. II εκτείνομαι· город -лея на склоне 10- ры η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού. 2 προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω. располосовать ρ.σ.μ.1 κόβω, σχίζω, βγάζω λωρίδες (ύφασμα, δέρμα κ.τ.τ.). 2 τραυματί- τραυματίζω, αφήνω επιμήκη αποτυπώματα δαρμού, λωρι- διάζω. распоп, -а α. ξέπαπας, απόπαπας. распор, -а α. (τεχ.) ώθηση, ώση. распорка, -И θ. 1 διάρρηξη, σπάσιμο. 2 δοκός αμφιέρειστη. распороть ρ. σ. μ. 1 ξηλώνω· - пла- тье ξηλώνω το φόρεμα. 2 ξεσχίζω, κατασπα- κατασπαράζω· ВОЛК -ОЛ брюхо овце ο λύκος ξέσχισε την κοιλιά της προβατίνας. II κόβω. 3 μτφ. διακόπτω, (δια)ταράσσω· διαλύω· Выстрел -ол тишину о πυροβολισμός διατάραξε την ησυχία· прожектор -ол мрак о προβολέας διέλυσε το σκοτάδι. II -СЯ ξηλώνομαι. распорочный επ. της διάσπασης, του σπασί- σπασίματος, διασπαστικός, διαρρηκτικός. распорядитель, -Я α., -ница, -Ы θ. δια- διαχειριστής, μάνατζερ· οικονόμος (ιδρύματος)· επιστάτης· υπεύθυνος· διατάκτης. распорядительность, -И θ. ικανότητα δια- διαχειριστική ή διοικητική. распорядительный επ., βρ: -лен, -льна, -о ικανός σε διαχειριστικά ζητήματα· δραστή- δραστήριος· - человек άνθρωπος ικανός για κουμά- κουμάντο. распорядиться, -яжусь, -ядишься р.σ. 1 διατάζω, ορίζω, προστάζω· δίνω εντολή, ε- εντέλλομαι· κελεύω. 2 κουμαντάρω, κάνω κου- κουμάντο· διευθύνω. II διαθέτω, χρησιμοποιώ· δι- διαχειρίζομαι. 3 συμπεριφέρνομαι, φέρνομαι· Я знаю, как С ним - ξέρω, πως να του συ- συμπεριφερθώ. распорядок, -дка α. διάταξη- καθεστώς· τά- τάξη, σειρά· правила внутреннего -дка εσωτε- εσωτερικός κανονισμός ή το εσωτερικό καθεστώς· - ДНЯ το πρόγραμμα της μέρας. распоряжаться р.δ. 1 βλ. распорядиться. 2 διευθύνω, διοικώ, κουμαντάρω· διατάζω· ОН больше всего любит -, а не работать αυτός πιο πολύ αγαπάει να κουμαντάρει, παρά να ερ- εργάζεται. распоряжение, -Я ουδ. 1 διαταγή· διάταξη· εντολή· правительственное - κυβερνητική ε- εντολή· отдать - δίνω διαταγή· Получить παίρνω διαταγή· ~ о выдаче денег εντολή κα- καταβολής χρημάτων ПО -Ю Директора κατά δια- διαταγή του διευθυντή. 2 διαχείριση, κουμάντο· - имуществом διαχείριση της περιουσίας· пе- передать вопрос В - директора παραπέμπω το ζή- ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή. II εκφρ. Β - КОГО-чего στη διάθε- διάθεση· инженер послан в - начальника строи- строительства о μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών иметь В -И έχω στη διάθεση· находиться В -И είμαι στη διάθεση ή υποταγή. распотешить, -шу, -шишь р.σ.μ, (παλ.) δι- διασκεδάζω, τέρπω, φαιδρύνω. II -СЯ τέρπομαι, διασκεδάζομαι, φαιδρύνομαι. распоясать, -яшу, -яшешь р.σ.μ. ξεζώνω· - мальчика βγάζω τη ζώνη του παιδιού. II -СЯ ξεζώνομαι. II μτφ. αποχαλινώνομαι, εκτραχη- λίζομαι, αφηνιάζω. распоясывать(ся) р.δ. βλ. распоясать(ся). расправа, -Ы θ. 1 εξοντωτικά μέτρα, ξρ*»^ μα, εξόντωση· θανάτωση· ξεμπέρδεμα· крова- вая - σφαγή, μακελειό· ДЙкая - άγρια εξό- εξόντωση, θηριωδία; учинять -у εξοντώνω, ξε- ξεκάνω, θανατώνω. 2 εκτέλεση θανατικής κατα- καταδίκης. 3 (παλ.) δικαστικά όργανα (για τους κρατικούς αγρότες). II εκφρ. - короткая συ- νοπτπκή διαδικασία και καταδίκη. расправить, -влго, -вишь ρ.σ.μ. 1 ισιάζω, ομαλύνω· τεντώνω· - проволоку ισιάζω το σύρ- σύρμα· - бумагу ισιάζω το χαρτί. 2 διευθετώ, τακτοποιώ· διορθώνω. II ~СЯ ευθειάζομαι, γίνομαι ίσιος· ομαλύνομαι. II εξαλείφομαι, χάνομαι, σβήνομαι (για δίπλες, ρυτίδες κλπΟ. расправиться, -влюсь,.-виться р.σ. 1 ξο- ξοφλώ, διακανονίζω τους λογαριασμούς, ξεμπερ- ξεμπερδεύω, ξεκάνω, εξοντώνω· θανατώνω. 2 μτφ . τρώγω εντελώς, το καταφέρω (για πολύ φαγητό). расправлять(ся) ρ.δ. βλ. расправить(ся). расправляться р.δ. βλ. расправиться. распределение, -Я ουδ. κατανομή, καταμε- καταμερισμός· διανομή, μοίρασμα· - ПРОДУКТОВ ПИ- тания καταμερισμός των τροφίμων - работы καταμερισμός εργασίας. II προγραμμάτιση (χρό- (χρόνου, ωρών к.τ.τ.). II (τεχ.) συσκευή κατανο- κατανομής (ατμού, αερίου κ.τ.τ.). распределитель, -Я α. διανομέας, διανεμη-
рас 345 рас της, κατανεμητής· μοιραστής. распределительный επ. της κατανομής, του καταμερισμού. распределить, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распределённый, βρ: -лён, -лена, ~ό ρ. σ.μ. 1 κατανέμω, καταμερίζω· διαμοιράζω, δι- διανέμω· καθορίζω· - продукт питания μοιρά- μοιράζω τα τρόφιμα· - работу κάνω καταμερισμό της εργασίας. II τοποθετώ, βάζω· - людей ПО работам βάζω τον καθένα στη δουλειά του. II διαθέτω, κανονίζω· προγραμματίζω (για χρόνο). 2 ταξινομώ, κατατάσσω· - собранный материал ταξινομώ το συγκεντρωμένο υλικό. II -СЯ κα- κατανέμομαι, διανέμομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. распределят^ся) р.δ. βλ.распределиться), распрекрасный επ., βρ.· -сен, -сна, -сноо; (απλ.) βλ. прекрасный. распробовать р.σ.μ. δοκιμάζω* γεύομαι. распродавать р.δ. βλ. распродать. II -ся ξεπουλιέμαι. распродажа, -и θ. ξεπούλημα· - имущества ξεπούλημα της περιουσίας: дешёвая - товаров ξεπούλημα εμπορευμάτων, βγάλσιμο στο σφυρί. распродать р.σ.μ. ξεπουλώ· мы всё -ли пе- перед отъездом όλα τα ξεπουλήσαμε πριν φύ- φύγουμε· касса -ла все билеты то ταμείο πού- πούλησε όλα τα εισιτήρια· книга -дана το βι- βιβλίο εξαντλήθηκε. распроклятый επ. τρισκατάρατος, -μένος, τρισαναθεματισμένος. распропагандировать ρ.σ.μ. πείθω με την προπαγάνδα, με τη διαφώτιση. распростереть, (σπάνια) -стру, -стрёшь, παρλθ. χρ. распростёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распростёртый, βρ: -тёрт, -а,-о; επιρ. μτχ. распростерев к. распростёрши р. σ.μ. (γραπ. λόγος) ανοίγω διάπλατα· απλώνω· - руки ανοίγω διάπλατα τα χέρια· - крылья απλώνω τις φτερούγες· - объятия ανοίγω διά- διάπλατα την αγκαλιά. II (επ)εκτείνω, ξαπλώ- ξαπλώνω· - своё влияние επεκτείνω την επίδραση (επιρροή) μου. II -СЯ 1 κατακλίνομαι, ξαπλώ- ξαπλώνω με ανοιχτά τα χέρια· εκτείνομαι, ξαπλώ- ξαπλώνομαι. 2 επεκτείνομαι. распростёртый επ. απο μτχ. τελείως ανοι- ανοιχτός· ξαπλωμένος· С -ыми руками με ανοι- ανοιχτά τα χέρια· под забором лежало -ое тело убЙТОГО κάτω απο τη μάντρα κείτονταν ξάπλα το πτώμα του σκοτωμένου. II απλωμένος· -ЫМИ крыльями με απλωμένες τις φτερούγες. распростирать(ся) ρ.δ. βλ. распростереть- (ся). распроститься, -прощусь, -простишься р. σ. к. απρόσ. αποχαιρετώ, -ίζω, αποχαιρετιέ- μαι, -ίζομαι. II μτφ. φεύγω, ξεκόβω, αφήνω, εγκαταλείπω· -навсегда εγκαταλείπω για πάντα. распространение, -Я ουδ. 1 επέκταση· αύ- αύξηση· - власти επέκταση της εξουσίας· - дей- действия закона επέκταση της ισχύος του νόμου.. 2 διάδοση, εξάπλωση· - новой теории διάδοση της νέας θεωρίας· - слуха διάδοση φήμης· холода εξάπλωση του ψύχους· получить - δι- διαδίδομαι, ξαπλώνομαι. распространённость, -И θ. επέκταση. II δι- διάδοση. распространённый επ. απο μτχ. διαδομένος· -ое мнение διαδομένη γνώμη· -ая книга δια- διαδομένο βιβλίο· широко -ые идеи πλατιά δια- διαδομένες ιδέες. ■ II εκφρ. -ое предложение (γραμμ.) αναπτυγμένη πρόταση. распространитель, -Я α. διαδότης, προπα- προπαγανδιστής· - материализма προπαγανδιστής του υλισμού. II διαδοσίας· - ЛОЖНЫХ слухов δια- διαδοσίας ψευδών φημών. распространительный επ. εκτεταμένος, μα- μακρύς, ευρύς· μακροσκελής. распространить, -ню, -нишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ. 1 επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω· - СВОЙ владения επεκτείνω τις κτήσεις μου· - - своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επί- επίδραση· - власть επεκτείνω την εξουσία* - действие закона επεκτείνω την ισχύ του νό- νόμου. 2 διαδίδω· διασπείρω· - опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινο- καινοτόμων της παραγωγής· - слух διαδίδω φήμη· - известие διαδίδω είδηση* - новость διαδί- δβ το νέο. 3 διαχέω, γεμίζω* букет сразу -йл в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά. 4 επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές. 5 κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω· - проклама- прокламацию μοιράζω διακήρυξη· - книгу В деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό. II -СЯ 1 επε- επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω* - владения ε- επεκτείνω τις κτήσεις· - сад επεκτείνω το δε- ντρόκηπο. 2 διαδίδομαι, ξαπλώνομαι· δια- διασπείρομαι· болезнь -лась быстро η ασθένεια διαδόθηκε γρήγορα· учение -ЛОСЬ ПО всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ' όλον τον κόσμο· слухи -лись ПО городу φήμες κυκλο- κυκλοφόρησαν στην πόλη. II διαχέομαι· приятный запах -лея по всей квартире η ευχάριση μυ- μυρουδιά διαδόθηκε σ* όλο το διαμέρισμα. 3 μακρηγορώ, μακρολογώ. распространят^ ся) р.δ. βλ. распростра- распространит^ ся). распрощаться р.σ. βλ. распроститься. распрыгаться р.σ. αρχίζω να πηδώ, με ζήλο. распрыскать ρ.σ.μ. ραντίζω, ξοδεύω στο ρά- ντισμα· - все духи ξοδεύω στο ράντισμα ό- όλα τα αρώματα.
рас 346 рас распрыскивать р.δ. βλ. распрыскать. распря, -и, γεν. πλθ. -ей θ. διχόνοια, δι- διχοστασία· γκρίνια· προστριβή, διένεξη, δια- διαμάχη, φαγωμάρα. распрягагь(ся) ρ.δ. βλ. распрячь(ся). распряжка, -И θ. απόζευξη, ξέζεψη. распрямить, -мшЬ, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распрямлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; ρ.σ.μ. ευθειάζω, ευθειοποιώ, ισιώνω· ορθώ- ορθώνω (το σώμα). И -СЯ ευθειάζομαι, γίνομαι ίσιος· ορθώνομαι, γίνομαι ευθυτενής. распрямление, -я ουδ. ευθείαση, ευθειοποί- ηση, ίσιωμα· τέντωμα, όρθωση. распрямлять(ся) р.δ. βλ. распрямить( ся). распрячь, -ягу -яжёшь, -ягут, παρλθ. χρ. распряг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас- распряжённый, βρ: -жён, -жена, -женор. σ. μ. ξε- ζεύω· - лошадей ξεζεύω τα άλογα. II -СЯ ξε- ζεύομαι· Лошадь -лась το άλογο ξεζεϋτηκε. 2 αποσυνδέομαι· λύνομαι. распубликовать р.σ.μ. δημοσιεύω πλατιά, δίνω μεγάλη δημοσιότητα. распубликовывать р.δ. βλ. распубликовать. II δημοσιεύομαι πλατιά. / распугать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распуганный, βρ: -ган, -а, -о ; εκφοβίζω· τρομάζω· προγκίζω. распугивать р.δ. βλ. распугать. II -ся εκ- φοβίζομαι· τρομάζω· προγκίζομαι. распугнуть р.σ. βλ. распугивать. распуколка, -И θ. (παλ.) μισοανοιγμένο άν- άνθος. распускание, -Я ουδ. 1 ζέσφιγμα, χαλάρω- χαλάρωση, ζελασκάρισμα, μποσκάρισμα. 2 διάδοση, διασπορά · κυκλοφορία (φημών, κουτσομπο - λ ιών κ.τ.τ.). 3 διάλυση·· - СИНЬКИ В ВОДе δι- διάλυση του λουλακιού στο νερό. 4 άνοιγμα μπουμπουκιών. распускать(ся) р.δ. βλ. распустйть(ся). распустёха, .-И θ. (απλ.) γυναίκα κακοντυ- μένη, ρέμπελη, ατημέλητη, απεριποίητη. распустить ρ.σ.μ. 1 απολύω, αφήνω ελεύθε- ελεύθερους (να φύγουν). II διαλύω· - КОМИССИЮ δια- λΰω επιτροπή'. 2 ξεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε)λα- σκάρω, μποσκάρω. II ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδι- ξεδιπλώνω· - паруса ανοίγω τα πανιά. II ξεπλέκω· ξηλώνω· - косы ξεπλέκω τις κοτσίδες· - чу- чулок ξηλώνω την κάλτσα. 3 χαλαρώνω (την πείτ? θαρχία, επίβλεψη)" καλομαθαίνω· χαλνώ. 4 δι- διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.)'. 5 δια- διαλύω· - синьку В воде διαλύω λουλάκι στο νε- νερό. II εκφρ. - горло (глотку)· (απλ.) κραυ- κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω· - язык γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ· κόβει και ράβει η γλώσσα. II -ся 1 ανοίγω (για μπουμπούκια)· ανθίζω· роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε. II (για δέντρα) κα- καλύπτομαι με φύλλωμα. 2 ξεσφίγγομαι, χαλαρώ- χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. II ξεπλέκομαι· ξηλώνομαι. II ξετυλίγομαι. 3 ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξα- εξασθενώ. II μτφ. παρακμάζω. 4 γίνομαι ανυπά- ανυπάκουος· απειθαρχώ. 5 (για οδό) λασπώνω. 6 διαλύομαι· СОЛЬ -лась В воде το αλάτι δια- διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό. распутать р.σ.μ. 1 ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω· ξεπλέκω" ξετυλίγω. 2 μτφ. ξεδιαλύνω, ξεκαθα- ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω· - СЛОЖНЫЙ вопрос ξεδια- ξεδιαλύνω πολύπλοκο ζήτημα. 3 ξεπεδουκλώνω· - лошадь ξεπεδουκλώνω το άλογο. II -СЯ 1 ξε- ξεμπλέκομαι· ξεμπερδεύομαι· ξεπλέκομαι· ξετυ- ξετυλίγομαι. 2 μτφ. ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι, διασαφηνίζομαι. 3 απαλλάσσομαι· - С долгами ξεμπερδεύω (ξεκάνω) με τα χρέη. 4 ξεπεδου- κλώνομαι· лошадь -лась το άλογο ξεπεδουκλώ- θηχε. распутица, -ы θ. (για οδούς) λάσπες· ве- весенняя - οι ανοιξιάτικες λάσπες· осенняя - οι φθινωπωριάτικες λάσπες. распутник, -а α., -ца, -ы θ. βλ. разврат- развратник. распутничать р.δ. βλ. развратничать. распутный επ. βλ. развратный. распутство, -а ουδ. βλ. разврат. распутствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. βλ. развратничать. распутывать (ся) р.δ. βλ. распутать( ся). распутье, -я, γεν. πλθ* -тий, δοτ. -тьям, ουδ. 1 διασταύρωση (οδών), σταυροδρόμι. 2 .(διαλκ.) βλ. распутица. II εκφρ. на - (быть, СТОЯТЬ κλπ.) είμαι (βρίσκομαι) μπροστά στο δίλημμα. распухание, -Я ουδ. φούσκωμα, πρήξιμο. распухать р.δ. βλ. распухнуть. ρ*опухлый επ. (απλ.) φουσκωμένος, πρησμέ- πρησμένος· διογκωμένος. распухнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. рас- распух, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. распухший κ. распухнувший р.σ. φουσκώνω, πρήζομαι, διο- διογκώνομαι. II μτφ. χοντραίνω· παχαίνω. распучивать р.δ. βλ. распучить. распучить, -чит ρ.σ. απρόσ. φουσκώνω, δι- διογκώνομαι· живот его -ло от каши η κοιλιά του φούσκωσε απο το κουρκούτ ι · бревно -ло ОТ сырости το κούτσουρο φούσκωσε απο την υγρασία. распушить, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распушённый, βρ: -шён, -шена, -шено. 1 κάνω τι αφράτο, φουσκωτό, πτιλωτό, σαν το πούπουλο. 'II ανορθώνω, σηκώνω τα φτερά. II (για μπουμπούκια)· ανοίγω. 2 μαλώνω, επι- πλήττω, επιτιμώ· κατσαδιάζω. II -СЯ γίνομαι αφράτος, φουσκωτός. II (για φτερά) ανορθώ- ανορθώνομαι, σηκώνομαι. II πρασινίζω· χλοΐζω.
рас 347 рас распущенность, -И Θ. 1 απείθεια, απειθαρ- απειθαρχία· ανυπακοή. 2 ξεπεσμός (ηθικός), κατρα- κατρακύλα, ολίσθημα ηθικό· βίος έκλυτος, έκδο- τος· παραλυσία. распущенный επ. απο μτχ. 1 απείθαρχος, α- πειθής· ανυπάκουος· - ые дети ανυπάκουα παιδιά. 2 έκφυλος, εκφυλισμένος, ανήθικος, έκλυτος, έκδοτος. распылаться ρ.σ. 1 καίω δυνατά· ανάβω καλά· КОСТёр -ЛСЯ η φωτιά άναψε καλά, 2 μτφ. κοκκινίζω, ερυθριώ· щёки -лись τα μά- μάγουλα κοκκίνισαν - гневом κοκκινίζω απο το θυμό· вечернее нёбо -лось о ουρανός μετά το ηλιοβασίλεμα κοκκίνισε. распыление, -Я ουδ. 1 κονιοποίηση· μετα- μετατροπή σε λεπτά σταγονίδια. 2 διασκόρπιση, διασπορά'· κατατεμαχισμός, διάσπαση· - сил διάσπαση των δυνάμεων. распылённость, -и θ. διασκόρπιση, δια- διασπορά. распылённый επ. απο μτχ. διάσπαρτος, δια- διασκορπισμένος, κατατεμαχισμένος- σκόρπιος--ые крестьянские хозяйства σκόρπια αγροτικά νοικοκυριά. распылитель, -Я α. ψεκαστήρας. распылить, -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распылённый, βρ: -лён, -лена, -леко р. σ.μ. 1 κονιοποιώ· κονιορτοποιώ, κάνω σκόνη. 2 μετατρέπω σε λεπτότατα σταγονίδια (κονι- ορτώδη). 3 διασπώ· διασκορπίζω, σκορπώ· κα- κατατεμαχίζω. II -СЯ 1 κονιοποιούμαι· κονιορ- κονιορτοποιούμαι. 2 μετατρέπομαι σε κονιορτώδη σταγονίδια. 3 διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διασπώμαι· κατατεμαχίζομαι. распнлять(ся) ρ.δ. βλ. распылйть(ся). раСПЯЛИВать р. δ. раСПЯЛИТЬ. II -СЯ τεντώ- τεντώνομαι, ισιάζω. раСПЯЛИТЬ р.σ.μ. 1 τεντώνω γερά. 2 ανοί- ανοίγω πολύ* - рот ανοίγω πολύ το στόμα. распялка, -и θ. κρεμάστρα (για τεντωμένα δέρματα κ.τ.τ.). распятие, -Я ουδ.1 το σταύρωμα. 2 (εικό- (εικόνα) η σταύρωση (του Χριστού)· ОН перекрес- тйлся на - αυτός έκανε το σταυρό'του στη σταύρωση. распятый επ. σταυρωμένος. распять, -пну, -пнёшь ρ.σ.μ. σταυρώνω,θα- σταυρώνω,θανατώνω με κάρφωμα στο σταυρό. рассада, -Ы θ. φυτώριο. рассадить, -сажу, -саДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассаженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 καθίζω, βάζω να καθίσει σε θέση· - гостей βάζω τους προσκαλεσμένους στις θέσεις. 2 χω- χωρίζω, βάζω να καθίσουν χωριστά· - поссорив- поссорившихся детей βάζω να καθίσουν χωριστά τα παιδιά που μάλωσαν. 3 φυτεύω σχηματικά. II αραιώνω, βγάζω για μεταφύτευση. 4 σπάζω (με χτύπημα)· σχίζω· - тарелку σπάζω το πιάτο. II τραυματίζω· χτυπώ δυνατά· - голову χτυπώ δυνατά το κεφάλι. рассадка, -И θ. φύτευση σχηματική. II με- μεταφύτευση. рассадник, -а α. 1 φυτώριο (φυτά ή τόπος)· семенной - το σπορείο* - цветов φυτώριο λουλουδιών. 2 μτφ. φωλιά, εστία· - заразы εστία μόλυνσης. расаживание, -я ουδ. τοποθέτηση, βάλσιμο σε θέση, θέσεις. II τοποθέτηση χώρια, χωρι- ριστά (σε απόσταση). рассаживать ρ.δ. βλ. рассадить (ι, г σημ.). II -СЯ рассеяться A,2 σημ.). II φυτεύομαι. II τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. рассасывание, -Я ουδ. απορρόφηση· απομύ- απομύζηση. рассасывать(ся) р.δ. βλ. рассосать(ся). рассвёрливать(ся) р.δ. βλ. рассверлйть- (ся). рассверлить, -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассверлённый, β р.· -лён, -лена, -лено* р.σ.μ. τρυπάνιζω* μεγαλώνω την οπή με τρυ- ΐίάνιση. II -СЯ τρυπανίζομαι. рассвести, -светёт, παρλθ. χρ. рассвело,· ρ.σ. απρόσ. φέγγω, ξημερώνω (για χρόνο πριν την ανατολή του ήλιου). рассвет, -а α. φέξψο, ξημέρωμα. II ροδο- χάραγμα* γλυκοχάραγμα· розовая ПОЛОСа -а το ροδοχάραγμα, η ροδοδάκτυλη αυγή. 2 μτφ. αρχικό στάδιο, το ξεκίνημα, η αρχή. рассветный επ. του ξημερώματος, του φεξί- ματος· της χαραυγής· Β - час την ώρα της χαραυγής. рассвирепеть р.σ. αγριεύω, εξοργίζομαι. 1 рассвистеться, -ищусь, -йшься р.σ. σφυ- σφυρίζω δυνατά. рассев, ~а α. (δια)σπορά, (δια)σκόρπισμα. расоевать(ся) р.δ. βλ. рассёять(ся). расседаться, -ается р.δ. βλ. рассесться 3 σημ.). расседлать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расёдланныйй, βρ: --лан, -а, -о ξεσελώνω* ξεσαμαρώνω. II -СЯ ξεσελώνομαι· ξεσαμαρώ- νομαι. расс6длывать(ся) ρ.δ. βλ. рас.седлать(ся). рассеивание, -Я ουδ. 1 σπορά, σπάρσιμο· διασπορά. 2 σκόρπισμα, διάχυση. II διάλυση, διασκόρπισμα. 3 αποβολή, διώξιμο (στενοχώ- (στενοχώριας, θλίψης κ.τ.τ.). рассёивать(ся) р.δ. βλ. рассеять(ся). рассекать(ся) р.δ. βλ. рассёчь(ся). рассекретить, -ёчу, -ётишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассекреченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. αποκαλύπτω μυστικό οικειοθελώς· παύω
рас 348 рас να κρατώ μυστικό. II παύω να έχω εμπιστοσύ- εμπιστοσύνη σε κάποιον. рассекречивать р.δ. βλ. рассекретить. Π -СЯ δεν είμαι απο τους έμπιστους, δεν ε- εμπνέω πια επιστοσύνη. II αποκαλύπτομαι (για μυστικό). расселение, -Я ουδ. 1 εποίκηση- στέγαση. 2 εγκατάσταση χωριστά. рассеянна, -Ы θ. ρωγμή βαθιά στο έδαφος. расселить, -ЛЮ, -ЛИШЬ παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расселённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. 1 εποικίζω, σπιτώνω,. στεγάζω. 2 εποι- εποικίζω, στεγάζω χώρια, χωριστά. II -СЯ εποι- εποικίζομαι, σπιτώνομαι, στεγάζομαι. 11 στεγάζο- στεγάζομαι χώρια. расселять( ся) р.δ. βλ. расселйть(ся). рассердить, -ержу, -ёрдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассерженный, βρ: -жен, -а, -о,· р.σ.μ. 1 ερεθίζω, αψώνω, ανάβω, εξεγείρω* - СИЛЬНО εζερεθίζω· εξοργίζω. И -СЯ ερεθίζο- ερεθίζομαι, αψώνω, θυμώνω. рассерчать р.σ. (απλ.) βλ. рассердиться. рассесться, -сядусь, -сддешься, παρλθ. χρ. расселся, -лась, -лось ρ.σ.^ (για πολτ λοΰς)· κάθομαι· дети -лись по партам τα παιδιά κάθησαν στα θρανία· стая ПТИЦ -ЛИСЬ по деревьям κοπάδι πουλιών κάθησαν στα δέ- δέντρα. 2 κάθομαι ελεύθερα· στρογγυλοκάθομαι. 3 σκάζω, παθαίνω ρωγμή· стена -лась о τοί- τοίχος έσκασε. рассечение, -Я ουδ. 1 κοπή, κόψιμο· κατά- κατάτμηση, κατατεμαχισμός· διαμελισμός, λιάνι- σμα. 2 σχίσιμο· - трупа σχίσιμο του πτώμα- πτώματος. 3 (στρατ.) διάσπαση, ρήγμα. рассечка, -и θ. βλ. рассечение. рассечь, -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. рассёк, -ла, -ЛО-κ. (παλ.) -ла, ~ЛО; μτχ. παρλθ. χρ. рассекший, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. рассечённый, -чён, -чена, -чено κ. (παλ.) рассеченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 κό- κόβω· κατακόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω· δια- διαμελίζω, λιανίζω. 2 σχίζω· ανοίγω· - труп σχίζω το πτώμα. 3 διασχίζω· пароход -ёк ВО- ВОЛНЫ το ατμόπλοιο διέσχισε τα κύματα· СДМО- лёт -ек воздух το αεροπλάνο διέσχισε τον αέρα. II (δια)χωρίζω· шоссе -ло лес на две части о αυτοκινητόδρομος έκοψε το δάσος οτα δυό. 4 (στρατ.) διασπώ, κάνω ρήγμα. II -СЯ (δια)χωρίζομαι· НЙТка -лаСЬ η κλωστή χώρισε (στα δυό ή σε περισσότερες κλωστίτσες). рассеяние, -Я ουδ. 1 διάχυση· διασκόρπι- διασκόρπιση· διασπορά* - пучки света διάχυση δέσμης φωτός* - облаков διασκόρπιση των σύννεφων. 2 διάλυση, εξάλειψη· - сомнений διάλυση των αμφιβολιών. 3 βλ. рассеянность. 4 ευχα- ευχαρίστηση, ευαρέστηση· ευχάριστο πέρασμα του καιρού. рассеянность, -И θ. 1 απροσεξία· αφηραμά- δα· ξεχασμάρα. 2 (παλ.) αμεριμνησία, αφρο- ντισιά* ξέσκασμα, διασκέδαση, γλέντι. 3 δι- διασπορά, σκόρπισμα* - поселений διασπορά των εποικισμών. рассеянный επ. απο μτχ. 1 σκόρπιος, δια- διασκορπισμένος· διασπαρμένος. 2 διάχυτος. 3 απρόσεχτος* αφηρεμένος· ξεχασμένος. 4 αμέ- αμέριμνος* -ξέγνοιαστος* τεμπέλικος* πλήρης δι- διασκεδάσεων . рассеять, -его, -ёешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеянный, βρ: -ёян, -а, -о ρ.σ.μ. 1 σπείρω, σπέρνω* - семена σπέρνω σπόρους. 2 διασπείρω, κατανέμω σε διάφορα σημεία· школы по всей стране φτιάχνω σ' όλη τη χώρα σχολεία. 3 διαχέω* εκπέμπω· - Свет δι- διαχέω το φώς. 4 διασκορπίζω· διαλύω* ветер -ял тучи о άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα* неприятельскую каваллёрию διασκορπίζω το εχθρικό ιππικό. II μτφ. διαλύω, εξαλείφω* διώχνω* - подозрения διαλύω τις υποψίες* - Скуку διώχνω την πλήξη· - опасения διαλύω τους φόβους. И -СЯ 1 εποικίζομαι, στεγάζο- στεγάζομαι χωριστά, 2 διαχέομαι. 3 διασκορπίζομαι· неприятель -лея под нашим огнём о εχθρός διασκορπίστηκε απο τα πυρά μας· тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν (διαλύθηκαν). II περνώ, παρέρχομαι· гнев -лея о θυμός πέρασε. 4 μτφ. ξεσκάζω, ανακουφίζομαι. рассидеться ρ.σ. (απλ.) κάθομαι, παραμέ- παραμένω πολύ, παρακάθομαι· στρογγυλοκάθομαι, рассиживаться р.δ. βλ. рассидеться. рассказ, ~а α. 1 διήγηση· αφήγηση· ιστό- ιστόρηση· Подробный - λεπτομερής διήγηση (εξι- (εξιστόρηση). 2 (φιλγ.) το διήγημα· -ы Чехова διηγήματα του Τσέχοφ· Сборник -ОВ συλλογή διηγημάτων, рассказать р.σ. διηγούμαι· αφηγούμαι· α- ανιστορώ· Подробно - διηγούμαι λεπτομερώς, εξιστορώ· ~ Очень подробно διηγούμαι λεπτο- λεπτομερέστατα, με το νι και με το σίγμα. рассказец, -зца α. διηγηματάκι. рассказик, -а α. μικρή .διήγηση. рассказчик, ~а α., -ца, -Ы θ, 1 αφηγητής, -γήτρια. 2 εκφραστικός αναγνώστης διηγημά- διηγημάτων. рассказывать р.δ. βλ. рассказать. II -ся διηγούμαι, έχω ως περιεχόμενο. расскакаться, -скачусь, -скачешься р.σ. 1 καλπάζω, πηλαλώ. 2 μου αρέσει να καλπάζω.- 3 φεύγω καλπάζοντας (προς διάφορες κατευ- κατευθύνσεις). расслабевать р.δ. βλ. расслабнуть. расслабеть р.σ. βλ. расслабнуть. расслабить, -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ.
рас 349 рас расслабленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. α- αδυνατίζω, εξασθενίζω· εξαντλώ* болезнь меня Совсем -ла η αρρώστια με εξάντλησε τελείως. расслабление, -Я ουδ. αδυνάτισμα, εξασθέ- εξασθένιση· εξάντληση. расслабленность, -и θ. βλ. расслабление. расслабленный επ. απο μτχ. 1 αδύνατος, ε- εξασθενημένος· εξαντλημένος· ξεζωισμένος. II ξεπεσμένος· χαϋνος. 2 (παλ.) ουσ. εξαντλη- εξαντλημένος (απο αρρώστια). расслаблять ρ.δ. βλ. расслабить. II -СЯ ε- εξαντλούμαι· αδυνατίζω, εξασθενώ. расслабнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. рас- расслаб, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. расслабший κ. расслабнувший р.σ. αδυνατίζω, εξασθενί- εξασθενίζω· εξαντλούμαι. II μτφ.· ξεπέφτω, γίνομαι χαύνος, πλαδαρός. II χάνω την ελατηριότητα. расславить р.σ.μ. διαφημίζω, επαινώ, λέγω καλά λόγια. расславлять р.δ. βλ. расславить. расслаивание, -я ουδ. βλ. расслоение. расслаивать(ся) р.δ. βλ. расслойть(ся). расследование, -Я ουδ. 1 εξέταση, έρευνα. 2 ανάκριση· - происшествия ανάκριση για το συμβάν. расследовать, -дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ.μ. 1 εξετάζω· ερευνώι - вопрос εξετάζω το ζήτη- ζήτημα. 2 ανακρίνω, κάνω (διενεργώ) ανάκριση· - преступление κάνω ανάκριση για το έγκλημα. расслоение, -Я ουδ. 1 χώρισμα κατά στρώ- στρώματα ή κατά φύλλα. 2 μτφ. τα κοινωνικά στρώ- στρώματα. расслоить, -ЛОГО, -ЛОЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расслоённый, βρ: -лоён, -лоена, -лоено,- ρ.σ.μ. 1 χωρίζω ή κάνω κατά στρώματα· - те- СТО φτιάχνω το ζυμάρι φύλλα· - ПОЧВу σχη- σχηματίζω πετρώματα στο έδαφος. 2 μτφ. χωρίζω σε κοινωνικά στρώματα. II -СЯ 1 χωρίζομαι σε στρώματα ή φύλλα. 2 μτφ. χωρίζομαι (απο διακριτικά σημάδια). расслушать р.σ.μ. βλ. расслышать. расслышать, -шу, -ШИШЬ р.σ.μ. ακούω καλά, καθαρά. рассматривать р.δ.μ. 1 βλ. рассмотреть. 2 θεωρώ· - как... θεωρώ σαν... II -СЯ κοιτάζο- κοιτάζομαι, βλέπω τον εαυτό μου. II θεωρούμαι. II πε- περιεργάζομαι. рассмешить, -шу, -шйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассмешённый, βρ: -шён, -шена, -шено; ρ.σ.μ. προκαλώ το γέλιο· κάνω κάποιον να γε- λάσει. рассмеяться р.σ. γελώ· αρχίζω να γελώ. рассмотрение, -я ουδ. εξέταση· при внима- внимательном -и με προσεχτική εξέταση. рассмотреть р.σ.μ. 1 παρατηρώ, κοιτάζω, βλέπω προσεχτικά· θωρώ· - В бинокли κοιτάζω με τις διόπτρες (διοπτρεύω). 2 εξετάζω· предмет В микроскоп εξετάζω το αντικείμενο στο μικροσκόπιο· - вопрос, дело εξετάζω το ζήτημα, την υπόθεση. II περιεργάζομαι. расснастить, -ащу, -астйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расснащённый, βρ: -щён, -щена,-о ρ.σ.μ. (για πλοίο)· αποσκευάζω, αφοπλίζω, ξαρματώνω· βγάζω τα ξάρτια· παροπλίζω. расснастка, -И θ. (για ποίο)· αποσκεύαση, αφοπλισμός, παροπλισμός, ξαρμάτωμα. расснащивать р.δ. βλ. расснастить. II -ся (για πλοίο)· παροπλίζομαι, αφοπλίζομαι, ξαρ- ματώνομαι. рассовать р.σ.μ. χώνω, βάζω σε διάφορα μέ- μέρη· - по карманам вещи βάζω πράγματα στις τσέπες. рассовывать р.δ. βλ. рассовать. II -ся χώ- χώνομαι, μπαίνω. рассол, -а α. αρμύρα, σαλαμούρα, άλμη· рыб ιχθυάλμη, γάρος· - С КИСЛОТОЙ οξάλμη. рассольник, -а α. σούπα με αλατισμένα αγ- γουράκια. рассорить р.σ.μ. προκαλώ μάλωμα, τσακωμό, καβγά· - друзей βάζω τους φίλους να μαλώ- μαλώσουν. II -СЯ μαλώνω, φιλονικώ· καβγαδίζω. рассорить ρ.σ.μ. σκορπώ απο απροσεξία·χύ- απροσεξία·χύνω· - зерно по двору σκορπώ το σιτάρι στην αυλή. И μτφ. δαπανώ, ξοδεύω άσκοπα (στον α- αέρα), σπαταλώ τα χρήματα. II -СЯ πέφτοντας σκορπίζομαι. * рассортировать ρ.σ.μ. χωρίζω κατά ποιό- ποιότητες· ταξινομώ· διαλέγω, κάνω διαλογή. рассортировка, -И θ. ταξινόμηση, διαλογή. рассортировывание, -я ουδ. βλ. рассорти- рассортировка. рассортировывать р.δ. βλ. рассортировать. ,|Ι -СЯ διαλέγομαι· ταξινομούμαι. рассосать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассосанный, βρ: -сан, -а, -о. 1 απορροφώ. 2 (απλ.) μυζώ, πιπιλίζω· - кусочек сахара πιπιλίζω κομματάκι ζάχαρης. II -СЯ 1 απορ- ροφούμαι· εξαλείφομαι, χάνομαι (για οίδημα, όγκο к.τ.τ.).·2 μτφ. εξαντλούμαι· запасы -ЛИСЬ οι εφεδρείες εξαντλήθηκαν. рассохнуться, -нется, παρλθ. χρ. рассох- рассохся, ~лась, -ЛОСЬ ρ.σ. παράξηραίνομαι· σκά- σκάζω, κάνω ρωγμές απο την ξηρασία. расспрашивание, -Я ουδ. ερώτηση, εξέταση λεπτομερής, εξονυχιστική. расспрашивать ρ.δ. βλ. расспросить. II -ся ρωτιέμαι, εξετάζομαι λεπτομερώς. расспросить ρ.σ.μ. ρωτώ, εξετάζω λεπτομε- λεπτομερώς, διερωτώ, ψιλορωτώ. расспросы, -ΟΒ πλθ. δ ιερώτηση, ερωτήσεις λεπτολόγες· ερωτήσεις απανωτές· посыпались - έπεσαν βροχή οι ερωτήσεις· υπήρξε· κατάι-
рао 350 рас γισμος ερωτήσεων. рассредоточение,-Я ουδ. αποκέντρωση· κα- κατάτμηση· αραίωση. раооредоточивать(оя) р.6. βλ. рассредото- рассредоточиться). рассредоточить, -чу, -чишь р.σ.μ. αποκε- αποκεντρώνω· κατατέμνω, αραιώνω. II -СЯ αποκεντρώνομαι., κατατέμνομαι., αραιώνομαι. рассрочивать ρ.6. βλ. рассрочить. II -оя ρυθμίζομαι, κανονίζομαι κατά δόσεις με προ- .θεσμία. рассрочить, -чу, -чишь ρ.σ.μ. κανονίζω, ρυθμίζω (πληρωμή κατά δόσεις)· - уплату ДО- ЛГа κανονίζω την πληρωμή του χρέους κατά δόσεις. рассрочка, -и θ. η δόση· он купил дачу с -ОЙ платежа на два года αυτός αγόρασε έπαυ- έπαυλη με δόσεις σε δυό χρόνια· В -у με δόσεις. расставание, -Я ουδ. χωρισμός, αποχωρι- αποχωρισμός (προσφιλών προσώπων). расставаться, -стаюсь, -стаёшься, προστκ. расставайся, επιρ. μτχ. расставаясь,· р.δ. βλ. расстаться. ) расставить, -ВЛЮ, -вишь р.σ.μ. 1 τακτο- τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ· - КНИГИ В шка- шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. II τοποθετώ· εγκατασταίνω· - часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα. И βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.). И τποθετώ, κα- καταμερίζω, διαθέτω· - кадры διαθέτω τα στε- στελέχη. 2 ανοίγω· διχάζω· - ноги ανοίγω τα πόδια· - пальцы ανοίγω τα δάχτυλα· - НОЖКИ Циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη. 3 α- ανοίγω (τις ραφές ενδύματος)· φαρδύνω. И -СЯ 1 τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι· μπαίνω στη θέση μου· наконец вся мебель -лась επι τέ- τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους. 2 ανοίγω, -ομαι· пальцы -ЛИСЬ τα δάχτυλα ά- άνοιξαν. 3 (για ένδυμα) φαρδύνομαι. раеотавлять(ся) р.δ. βλ. расставить(ся). расотанавливать(ся) р.δ. βλ. расстано- вйть(ся). расстановйть(ся) р.σ. βλ. расставить(ся) A σημ.). раОСТаНОВКа, -И Θ. 1 τακτοποίηση, διευθέ- διευθέτηση, διαρρύθμιση. 2 βάλσιμο, τοποθέτηση·- СЛОВ В предложении τοποθέτηση των λέξεων στην πρόταση· - знаков препинания βάλσιμο σημείων στίξης. 3 διακοπή, σταμάτημα, μικρή παύση· ανάπαυλα. расстараться ρ.σ. (απλ.) προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά. расстаться, -анусь, -анешься, προστκ.рас- προστκ.расстанься ρ.σ. 1 αποχωρίζομαι, χωρίζω· απο- χαιρετιέμαι· εγκαταλείπω· - С роДНЫМ селом εγκαταλείπω το χωριό που γεννήθηκα (τη γε- γενέτειρα)·- С другом αποχωρίζομαι με το φί- φίλο· - навсегда αποχωρίζομαι για πάντα. 2 μτφ. παρατώ, απαρνούμαι· я никогда Не -усь С МОИМИ убеждениями ποτέ δε θα αποκηρύξω τις πεποιθήσεις μου· - С мечтой σβήνει το όνειρο μου (εγκαταλείπω το όνειρο). расстегай, -Я α. είδος τηγανίτας με πα- ραγέμισμα. II παλαιό είδος σαραφανιού. расстегать ρ.σ.μ. ράβω με κεντίδια· одеяло ράβω πάπλωμα με κεντίδια. расстёгивать1 р.δ. βλ. расстегнуть. И -оя ράβομαι με κεντίδια. расстёгивать2 βλ. расстегнуть. II -ся βλ. растегнуться. расстегнуть ρ.σ.μ. ξεκουμπώνω, ξεθηλυ- ξεθηλυκώνω· εκπορπώ. II ξερράβω το κουμπί. II -СЯ ξεκουμπώνομαι· у тебя -лась рубашка σου ξεκουμπώθηκε το πουκάμισο. II αποσυνδέομαι. расстелить р.σ.μ. (απλ.) βλ. разостлать. II -ся βλ. разостлаться расстил, -а α. βλ. расстилка. расстилание, -я ουδ. βλ. расстилка. расстилать р.δ. βλ. разостлать. И -ся 1 βλ. разостлаться. 2 εκτείνομαι ι απλώ- απλώνομαι:· перед глазами -готся необозримые по- поля μπροστά μας εκτείνονταν απέραντες καλ- καλλιεργημένες εκτάσεις. 3 στρώνομαι επικά- θομαι· туман -ется по земле ομίχλη επικά- θεται στη γη. 4 μτφ. βλ. пресмыкаться C σημ.). расстилка, -и θ. άπλωμα· στρώσιμο· ~ льна άπλωμα του λιναριού. расстояние, -я ουδ. 1 απόσταση· διάστη- διάστημα· έκταση· близкое - κοντινή απόσταση· да- далёкое - μακρινή απόσταση· на -И выстрела σε απόσταση βολής· на некотором -И σε μερική απόσπαση· на -И восьми километров σε από- απόσταση οχτώ χιλιομέτρων. II διάστημα χρονικό· всё произошло на -и трёх часов όλα έγιναν μέσα σε τρεις ώρες 2 μτφ. διαφορά (λόγω α- απόστασης). || εκφρ. держать кого на извест- известном (почтительном) -И κρατώ κάποιον σε α- απόσταση. раоотраивать(ся) р.δ. βλ. расстроить(ся), расстрел, -а а. 1 τουφεκισμός· πυροβολι- πυροβολισμός. 2 εκτέλεση (θανάτωση) με τουφεκισμό. 3 διεύρυνση της κάννης όπλου απο τη συχνή βο- λή. расстреливать р.δ. βλ. расстрелять. II -ся τουφεκίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. расстреляние,' -я ουδ. βλ. расстрел (з σημ.). расстрелять р.σ.μ. 1 τουφεκίζω, εκτελώ (θανατώνω) με τουφεκισμό. 2 πυροβολώ, προ- προξενώ ζημιά με πυροβολισμό. 3 καταναλώνω, ξο- ξοδεύω πυροβολώντας· - все патроны ξοδεύω όλα τα φυσίγγια. 4 φθείρω το εσωτερικό της κά-
рас 351 рас νης όπλου (απο τη συχνή βολή). расстрига, -И α. απόπαπας, ξέπαπας (κου- (κουρεμένος, ξυρισμένος). расстригать(ся) р.6. βλ. расстрйчь(ся). расстричь р.σ.μ. (εκκλσ.) ξεκαλογερεύω· κάνω απόπαπα, ξέπαπα (κουρεύοντας, ξυρίζο- ξυρίζοντας). II -СЯ ξεκαλογερεύομαι, γίνομαι από- παπας, ξέπαπας (κουρευόμενος, ξυριζόμενος). расстроенный επ. απο μτχ. 1 εξαρθρωμέ- εξαρθρωμένος, αποδιοργανωμένος· χαλασμένος- χαρβαλω- μένος. 2 ξεκουρντισμένος· -ая скрипка ξε- κουρντισμένο βιολί. 3 θλιμμένος, πικραμέ- πικραμένος, στενοχωρημένος. расстроить р.σ.μ. 1 εξαρθρώνω, αποδιοργα- αποδιοργανώνω· σπαραλιάζω· ξεχαρβαλώνω· φέρνω σύγχυ- σύγχυση, ταραχή· - ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού· война -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία· - планы (Замыслы) χαλνώ τα σχέδια· - здоровье βλά- βλάπτω την υγεία· - желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού. 2 ταράσσω· σπάζω· последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τοϋ 'σπασαν τα νεύρα. 3 ξεκουρντίζω· ~ Скрй- пку ξεκουρντίζω το βιολί. II ταράσσω την ψυχική ηρεμία· αναστατώνω. II πικραίνω, στε- στενοχωρώ· δυσαρεστώ· κακοκαρδίζω. II -СЯ 1 ε- εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (ι σημ.)· ряда противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν ХОЗЯЙСТВО -лось το νοι- νοικοκυριό σπαράλιασε· желудок -лея το στομάχι έπαθε διαταραχή. 2 ξεκουρντίζομαι· гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε. 3 ταράσσε- ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, α- αναστατώνομαι. II θλίβομαι, πικραίνομαι, στε- στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι· κακοκαρδίζομαι· ОН -лея ОТ неудачи αυτός πικράθηκε απο την αποτυχία, расстройка, -И θ. (παλ.)· 1 εξάρθρωση, ξε- χαρβάλιασμα, σπαράλιασμα. 2 ταραχή. 3 βλά- βλάβη. II διαταραχή. расстройство, -а ουδ. 1 εξάρθρωση, ξεχαρ- βάλιασμα, σπαράλιασμα* αποδιοργάνωση.2 δια- διαταραχή· - желудка διαταραχή του στομαχιού· - - пищеварения διαταραχή του πεπτικού συ- συστήματος· нервное - νευρική ταραχή. 3 ψυ- ψυχική ταραχή· σύγχυση· ОН сегодня В -е αυτός σήμερα έχει ψυχική ταραχή,είναι ταραγμένος.. расступаться р.δ. βλ. расступиться. расступиться,-уплюсь, -упишься р.σ. 1 πα- ραμερώ, αναμερώ, κάνω δρόμο να περάσει· то- толпа -лась το πλήθος αναμέρησε. 2 ανοίγω, δι- ασπώμαι, σκάζω, παθαίνω ρωγμή* скала -лась ο βράχος άνοιξε στα δυό· под ним -лась зе- земля κάτω του άνοιξε η γη. 3 κάνω τον γεν- νεόδωρο, τον κουβαρντά. рассудительно επίρ. λογικά, εύλογα κλπ.επ. рассудительность, -и θ. ευθυκρισία, ορθο- φροσύνη· λογικότητα· περίσκεψη· σωφροσύνη. рассудительный επ., -лен, -льна, -льно; λογικός, συνετός, σώφρονας, γνωστικός, στο- στοχαστικός* - человек γνωστικός άνθρωπος. рассудить, -сужу, -судишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. 1 μ. κρίνω, αποφαίνομαι, εκφέρω γνώμη· -Йте Нас κρίνετε μας, πέστε τη γνώμη σας. 2 σκέπτο- σκέπτομαι λογικά· κρίνω, αποφασίζω με περίσκεψη. рассудок, -дка α. 1 το λογικό· деятель- деятельность рассудка η λειτουργία του λογικού·, потерять - χάνω το λογικό· здравый - σωφρο- σωφροσύνη, σύνεση· ορθή λογική· вопреки -у παρά τη λογική, παράλογα* быть в полном ~е έχω πλήρως το λογικό μου, εχεφρονώ πλήρως, εί- είμαι στα συγκαλά μου: ЛИШИТЬСЯ -дка στερού- στερούμαι του λογικού. рассудочность, -и θ. βλ. рассудительность. рассудочный επ. βρ: -чен, ~чна, -чно. .1 διανοητικός, με την νόηση. 2 κριτικός, με την κρίση. II λογικός (μη συναισθηματικός). рассуждать ρ.δ. σκέφτομαι* κρίνω·0Η пра- правильно -ает αυτός σωστά σκέφτεται* он мно- много -ает, да мало делает αυτός πολλά σκέφτε- σκέφτεται και λίγα κάνει. II συζητώ, ανταλλάσσω σκέψεις. Ι) αντιλέγω, αντιτείνω, προβάλλω α- αντιρρήσεις, συζητώ· επικρίνω· прошу не -! παρακαλώ να πάψουν οι συζητήσεις (κρίσεις και επικρίσεις). рассуждение, -Я ουδ. 1 σκέψη, κρίση· συλ- συλλογισμός· правильное - σωστή σκέψη· вздор- вздорное - ανόητη σκέψη. II πλθ. -Я διατυπώσεις, κρίσεις· κουβέντες. II αντίρρηση, αντιλογία· συζήτηση· без -ИЙ χωρίς αντιρρήσεις, ανα- αναντίρρητα, ασυζητητί. 2 (παλ.) έργο, εργα- »ία πνευματική. II εκφρ. в - кого-чего ό- όσον αφορά, σχετικά προς· В -И сего (παλ.) ένεκα τούτου, εξ αιτίας αυτού, γι1 αυτό. рассуживать ρ.δ.·βλ. рассудить A σημ.). рассупонивать( ся) ρ. δ. βλ. рассупонить(ся). рассупонить ρ.σ.μ. λύνω το λωρί της λαι- λαιμαργίας. II λύνομαι (για το λωρί της λαι- λαιμαργίας). • рассусоливать ρ.δ. (απλ.) συζητώ πολύ· μα- κρολογώ, απεραντολογώ· κουβεντιάζω πολύ. рассучивать(ся) р.δ. βλ. рассучйть(ся). рассучить, -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. ξε- κλώθω· ξεπλέκω· ~ верёвку ξεπλέκω την τρι- τριχιά. II κατεβάζω, χαμηλώνω· - рукава κατεβά- κατεβάζω τα μανίκια. II -СЯ ξεκλώβομαι* ξεπλέκο- μαι·. верёвка -лась η τριχιά ξεπλέχτηκε. рассчитанность, -и θ. υπολογισμός. рассчитанный επ. απο μτχ. υπολογισμένος, προμελετημένος* εσκεμμένος, σκόπιμος.
рас рас рассчитать, -ага, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ. 1 υ- υπολογίζω, λογαριάζω· ~ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, ИКто πέφτει στον καθένα· - СТОИМОСТЬ товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος· всё было -Ο όλα υπολογίστηκαν. II προορίζω- книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά. 2 εξοφλώ (τον απολυόμενο)· - рабочего εξοφλώ τον εργάτη. 3 αριθμώ κα- κατά τη (γυμναστική) σύνταξη. II -СЯ 1 ξεπλερώ- νω, εξοφλώ· - С долгами ξοφλώ με τα χρέη. 2 απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδό- εργοδότη. 3 μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθα- ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς. 4 αριθμώ, μετρώ(κα- μετρώ(κατά τη σύνταξη)· - по порядку номеров μετρώ κατ' αύξοντα αριθμό. рассчитывать р.δ. 1 βλ. рассчитать. 2 σκο- σκοπεύω, έχω στο νου, προτίθεμαι· λογιάζω. II βασίζομαι, στηρίζομαι· - на СВОИХ друзей υ- υπολογίζω στους φίλους μου. 3 υποθέτω. II -ОЯ 1 βλ. рассчитаться. 2 λογοδοτώ, δίνω λογα- λογαριασμό· απολογούμαι· - за СВОЙ поступки λο- λογοδοτώ για τις πράξεις μου. рассылание, -Я ουδ. αποστολή, στάλσιμο. рассылать р.δ. βλ. разослать. II -ся στέλ- στέλλομαι, αποστέλλομαι σε διάφορα μέρη. рассылка! -И θ. αποστολή, στάλσιμο (σεδι- (σεδιάφορα μέρη): διανομή (επιστολών, πακέτων κλπ.). рассылка^ -И α. (παλ.) διανομέας, κουριέ- ρης· κλητήρας· σύνδεσμος. рассылочный επ. της αποστολής· -ое отде- отделение почтамта τμήμα αποστολής ταχυδρομικών δεμάτων. расСЫЛЬНЫЙ επ. 1 αποστολικός, της αποστο- αποστολής. 2 ουσ. βλ. рассылка? рассыпание, -Я ουδ. (δια)σκόρπισμα, δια- διασπορά· χύσιμο. II ρίξιμο. рассыпать, -плго, -длешь, προστκ. рассыпь; ρ.σ.μ. 1 (δια)σκορπίζω, διασπείρω· χύνω· - ПО Скатерти СОЛЬ χύνω το αλάτι στο τραπε- ζομάντηλο· всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα· - уголь σκορπίζω το κάρβουνο' ~ сёно σκορπίζω το χόρ- χόρτο. 2 ρίχνω· - муку ПО мешкам ■ ρίχνω αλεύρι στα τσουβάλια. 3 (για μαλλιά) αφήνω να πέ- πέσουν, να κρέμονται. 4 αραιώνω· - роту δίνω αραιά διάταξη στο λόχο. II -СЯ 1 (διασκορ- (διασκορπίζομαι, διασπείρομαι. 2 πέφτω, γίνομαι κομ- κομμάτια, κομματιάζομαι. 3 (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι· её волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους. 4 (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις· σκορπίζω, -ομαι· χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι· ОХОТНИКИ -ЛИСЬ ПО лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος. 5 δια- διαχέομαι· αναλύομαι· - в коплимёнтах κάνω πολλά κοπλιμέντα· - ВПОХВалаХ εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια, 6 ηχώ (διακοφτά, τρε- τρεμουλιαστά). II διαδίδομαι, ακούομαι (για γέ- γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.). рассыпать р.δ. βλ. рассыпать. И -ся βλ. рассыпаться. рассыпка, -и θ. βλ. рассыпание. II φύρα. рассыпной επ. λιανός, ψιλός, τριμμένος. II χωριστός, ασυσκεύαστος, χύμα· ~ые сигарётты τσιγάρα χύμα. II εκφρ. - строй (στρατ.)· α- κροβολισμός. рассыпчатый επ., βρ; -чат, -а, -о εύθρυ- πτος, σπυρωτός, λεπτόκοκκος. II γεμάτος, με- μεστός, -ωμένος· παχουλός. рассыхаться р.δ. βλ. рассохнуться. растаивать р.δ. βλ. растаять. расталкивать р.δ. βλ. растолкнуть. II -ся σπρώχνομαι, ωθούμαι. растапливание1, -я ουδ. βλ. растопкаA σημ,χ растапливание? -я ουδ. λιώσιμο, τήξη. растапливать( сяI ρ. δ. βλ. растопйть( сяI. растапливать(сяJ ρ.δ. βλ. растопйть(сяJ. растаптывать(ся) ρ.δ. βλ. растоптать(ся). растаскать ρ.σ.μ. βλ. растащить (ι σημ.). растаскивать ρ.δ. βλ. растащить. II -ся σκορπίζομαι, διαλύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. растасовать р.σ. βλ. перетасовать. растасовывать(ся) ρ.δ. βλ.πβρβτβοόΒΗΒβτΐ.- (ся). растачивание, -я ουδ. διεύρυνση, βάθυνση (με εργαλεία). растачивать(ся) ρ.δ. βλ. расточйть(ся). растащить р.δ.μ. 1 σκορπίζω, διαλύω·-ко- διαλύω·-костёр σκορπίζω τη φωτιά (αποτραβώντας τα ξύ- ξύλα). II κουβαλώ, διαρπάζω, κλέβω. 2 (ξε)χω- ρίζω· - Дерущихся χωρίζω τους καβγατζήδες.II χωρίζω· судьба -ла Нас η τύχη μας χώρισε. растаять, -аю, -аешь р.σ. 1 λιώνω, τήκω· снег -ЯЛ το χιόνι έλιωσε· ВОСК -ЯЛ το κη- ρί έλιωσε. 2 σβήνω, χάνομαι· туман осёл И понемногу -ЯЛ η ομίχλη κάθισε και λίγο-λίγο χάθηκε· звук -ял о ήχος έσβησε. II σκορπίζω, διαλύομαι· толпа -ла το πλήθος διαλύθηκε. Π ξοδεύομαι, δαπανώμαι, αναλίσκομαι. 3 μτφ- κατασυγκινούμαι· φθίνω. 4 μ. ρευστοποιώ· - Лёд, ВОСК λιώνω τον πάγο, το κηρί. раствор1, -а α. 1 άνοιγμα· - циркуля, нож- ножниц το άνοιγμα του διαβήτη, του ψαλιδιού. 2 οπή· широкий - окна πλατύ άνοιγμα του πα- παράθυρου. раствор? -а α. διάλυμα· - марганца διάλυ- διάλυμα μαγγανίου· расыщенный - κορεσμένο διάλυ- διάλυμα. II κονίαμα· цементный - τσιμεντοκονίαμα· известковый - ασβεστοκονίαμα. II λάσπη δομι- δομική. растворение, -я ουδ. διάλυση· - солей " в
рас зьз рас воде διάλυση των αλάτων στο νερό. раССТВОримоСТЬ, -И θ. διαλυτότητα· ~ СО- Лей διαλυτότητα των αλάτων. растворимый, επ., βρ: ~рйм, -а, -о διαλύ- σιμος, διαλυτός, ευδιάλυτος. растворитель, -Я α. διαλύτης (υγρό). растворить1, -орю, -Оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растворенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ. ανοίγω διάπλατα· - ворота ανοίγω την πύλη· - Циркуль ανοίγω το διαβήτη· - НОЖНИЦЫ α- ανοίγω το ψαλίδι. II -СЯ ανοίγομαι. растворить2, -орю, -орйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растворённый, βρ: -рён, -рена, р.σ.μ. 1 - известь в воде διαλύω ασβέστη στο νερό. 2 ζυμώνω, φτιάχνω ζυμάρι. II -СЯ 1 διαλύομαι· сахар -ЛСЯ В воде η ζάχαρη έλιωσε στο νερό. II ζυμώνομαι· πολτοποιούμαι. 2 μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι· εκλείπω· σβήνω· всё -лось В темноте όλα χάθηκαν στο σκοτάδι· горе -ЛОСЬ В общей радости η στενοχώρια πέρασε μέσα στη γενική χαρά. растворяемость, -и θ. βλ. растворимость. растворять( сяI ρ. δ. βλ. растворйть( сяI. растворять(сяJ ρ.δ. βλ. растворйть(сяJ. растекаться 1 βλ. растечься. 2 εκθέτω, διηγούμαι πολύ εκτεταμένα, με περίσσιες λε- λεπτομέρειες· περιττολογώ. растеливаться р.δ. βλ. растелиться. растелиться,-ёлится р.σ. (διαλκ.)· (για αγελάδα) γεννώ· растение, -Я ουδ. το φυτό· το- βοτάνι· ОД- нолетнее - μονοετές φυτό· многолетнее - πο- πολυετές φυτό· ВОДНЯНЫе -Я φυτά ένυδρα, υδρο- υδροχαρή ή υδρόφυτα· вьющиеся -Я αναρριχητικά φυτά· лекарственные -Я φαρμακευτικά φυτά·~Я огородные κηπευτικά φυτά· ДИКИе -Я αυτοφυή φυτά· паразитные -Я παρασιτικά φυτά. растениевод, -а α. φυτοκόμος· φυτολόγος, βοτανολόγος. раСТвНИеВОДСТВО, -а ουδ. φυτοκομία· φυτο- φυτολογία, βοτανική. растениеводческий επ. της φυτοκομίας· φυ- τολογικός, της βοτανικής. растеребить р.σ.μ. τινάζω τραβώντας ή α- ανακατώνοντας· - СНОП τινάζω το δεμάτι. растереть, разотру, разотрёшь, παρλθ. χρ. растёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас- растёртый, βρ: -Тёрт, -а, -О) επιρ. μτχ. рас- терёв к. растёрши р.σ.μ. 1 τρίβω· - грязь τρίβω τις λάσπες· - сухие краски τρίβω τι,ς ξερές μπογιές. II αλείφω, επαλείφω. 2 εντρί- βω, κάνω εντριβή· Я -Тёр его спиртом τον έ- έτριψα με οινόπνευμα. II εκφρ. ПЛЮНуть да - (απλ.) μουντζώνω, δίνω μούντζες, φασκελώνω. II -ОЯ 1 τρίβομαι· κονιοποιούμαι. 2 εντρίβο- μαι, κάνω εντριβή· - докрасна τρίβομαι ώ- ώσπου να κοκκινίσει. растерзанный επ. απο μτχ. 1 καταξεσχι- σμένος. 2 μτφ. κατασυντριμμένος, ταλαιπω- ταλαιπωρημένος ψυχικά. растерзать р.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растерзанный, βρ: -зан, -а, -о. 1 κατασπα- κατασπαράζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω· волки -ли ОВ- цу οι λύκοι κατασπάραξαν την προβατίνα. II κουρελιάζω· - рубашку Ηατασχίζω το πουκά- πουκάμισο. 2 μτφ. κατασυντρίβω, ταλαιπωρώ, βασα- βασανίζω (ψυχικά, ηθικά)· горе -ло мне сердце η στενοχώρια μου κατασυντριψε την καρδιά. • растерзывать ρ.δ.μ. βλ. растерзать. || -ся καταξεσχίζομαι, κατασπαράζομαι. II μτφ. κα- κατατρύχομαι, με τρώει, βασανίζομαι. растеривать(ся) ρ.δ. βλ. растерять(ся). растеря, -и, γεν. πλθ. -тёрь κ. -ей α.к. θ. βλ. растеряха. растерянность, -И θ. σύγχυση· ταραχή· σά- στιση. II αμηχανία, μη αποφαστικότητα. растерянный επ. απο μτχ. 1 συγχυσμένος, ταραγμένος· σαστισμένος· ОН какОЙ-ТО - αυ- αυτός είναι κάπως συγχυσμένος· - ВИД ταραγμέ- ταραγμένη όψη. II αμήχανος, αναποφάσιστος. растерять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растерянный, βρ; -рян, -а, -О χάνω (διαδο- (διαδοχικά)· - деньги χάνω τα χρήματα· В дороге -ЯЛ все вещи στο δρόμο έχασα όλα τα πράγ- πράγματα· за годы разлуки она -ла всех родных στα χρόνια του χωρισμού «"αυτή έχασε όλους τους συγγενείς. Ι| -СЯ 1 χάνομαι· все вещи -ЛИСЬ В пути όλα τα πράγματα χάθηκαν στο δρόμο. 2 τα χάνω, ταράσσομαι, συγχύζομαι· Я -лея перед лицом опасности τά 'χασα μπρο- μπροστά στον κίνδυνο. растеряха, -и α.κ.θ. (απλ.) απρόσεχτος, ξε- χασιάρης· που συνεχώς χάνει. растесать р.σ.μ. πελεκώ, διανοίγω οπή στο ξύλο. II -СЯ πελεκιέμαι (για οπή). растёска, -И θ. πελέκημα, διάνοιξη οπής στο ξύλο. растёсывание, -я ουδ. βλ. растёска. растёсывать(ся) р.δ. βλ. растесать(ся). растечься, -течётся, -текутся, παρλθ. χρ. растёкся, -теклась, -лось р.σ. ρέω, τρέχω· κυλώ, χύνομαι (προς διάφορες κατευθύνσεις). II (για ρευστά) απλώνω, -ομαι, -διαχύνομαι, διαχέομαι. II μτφ. διαρρέω, απέρχομαι, χωρί- χωρίζω (προς διάφορες κατευθύνσεις), σκορπίζω, -ομαι. Η μτφ. διαχέομαι, διαδίδομαι, ξαπλώ- ξαπλώνομαι· бледность -лась ПО лицу η ωχρότητα ξαπλώθηκε στο πρόσωπο· улыбка -лась по лицу το χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο. расти, расту, растёшь, παρλθ. χρ. рос, -ла, -ЛО р.δ. 1 αυξαίνω, αναπτύσσομαι, με- μεγαλώνω· дуб растёт медленно η δρυς μεγαλώ-
νει οργά· дети быстро -ут τα παιδιά γρήγορα μεγαλώνουν· Я рос В деревне εγώ μεγάλωσα στο χωριό· ДОХОДЫ -ут τα έσοδα αυξαίνουν. Η δυ- δυναμώνω· шум то рос, то ослабел о θόρυβος μια δυνάμωνε, μια αδυνάτιζε (λιγόστευε). 2 εξε- εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι, προοδεύω· наука ~ёт η επιστήμη αναπτύσσεται. 3 φύομαι, γίνο- γίνομαι· пальмы -ут в жарких странах οι φοίνι- φοίνικες γίνονται στις θερμές χώρες. II φυτρώνω, βλαστού νω. растирание, -я ουδ. βλ. растирка. растирать(ся) р.δ. βλ. растерёть(ся). растирка, -И Θ. 1 τριβή, τρίψιμο. 2 εντρι- εντριβή. растирочный επ. της τριβής, του τριψίμα- τριψίματος. II της εντριβής. растискать ρ.σ.μ. (απλ.) χώνω, βάζω, το- τοποθετώ σε διάφορα μέρη. растаскивать1, р.δ. βλ. растискать. II -ся τοποθετούμαι σε διάφορα μέρη. растискивать2 ρ.δ. растиснуь. II -ся ξε- σφίγγομαι. растиснуть р.σ. ξεσφΐγγω. растительность, -Ив. 1 βλάστηση, χλωρί- χλωρίδα. 2 το τρίχωμα· человек с очень боль- большой -ЬГО άνθρωπος'με πολύ πυκνό τρίχωμα (δασύτριχος)· ЛИЦО без ВСЯКОЙ -И πρόσωπο τελείως σπανό. растительный επ. 1 φυτικός· - мир το φυ- φυτικό βασίλειο, ο φυτικός κόσμος· -ая пища φυτική τροφή· -ое масло φυτικό λίπος, λάδι· - клей φυτική κόλλα· -ые паразиты φυτο- παράσιτα· -ая ТЛЯ φυτόψειρα. 2 αναπτυξια- αναπτυξιακός, της ανάπτυξης· ανοδικός. II εκφρ. -ая ЖИЗНЬ φυτοζωία (υποτυπώδης ζωή, χωρίς εν- ενδιαφέροντα)· - орнамент διακόσμηση απεικο- νίζούσα φυτά. растить, ращу, растишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ращённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.δ.μ. αναθρέφω, μεγαλώνω· трудно было ВДОВё СВОИХ детей δύσκολα ήταν στη χήρα να μεγα- μεγαλώσει τα παιδιά της. II καλλιεργώ, παράγω· ОН растит чветы на продажу αυτός καλλιεργεί λουλούδια για πούλημα. II αναπτύσσω, , δημι- δημιουργώ, φτιάχνω· - кадры αναπτύσσω στελέχη. растлевать(ся) р.δ. βλ. растлйть(ся). растление, -Я ουδ. 1 διακόρευση, αποπαρ- θένευση, διαπαρθένευση, εκπαρθένευση, παρ- θενοφθορία, ζεπαρθένεμα. 2 μτφ. διαφθορά, ξεπεσμός, έκλυση, κατρακύλα· - нравов δια- διαφθορά ηθών. растлитель, -Я α. διακορευτής, εκπαρθε- νευτής, ξεπαρθενευτής. раСТЛЙТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растлённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ σ.μ. 1 διακορεύω, διαπαρθενώνω, διαφθείρω. 2 μτφ. διαφθείρω ηθικά (τα χρηστά ήθη), εκφυλίζω. II -СЯ διαφθείρομαι, εκφυλίζομαι. растолкать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растолканный, βρ: -кан, -а, -о. 1 (για πολ- πολλούς)· σπρώχνω (προς διάφορες κατευθύν- κατευθύνσεις). 2 κουνώ, σκουντώ (για να ξυπνήσει). растолковать р.σ.μ. εξηγώ λεπτομερώς, κά- κάνω λιανά, διασαφηνίζω, διευκρινίζω. II -СЯ κουβεντιάζω, συνομιλώ. растолковывать(ся) р.δ. βλ. растолковать- (ся). растолочь р.σ.μ. κοπανίζω, στουμπίζω. растолстеть р.σ. παραχοντραίνω, παραπα- χαίνω. растоМИТЬ ρ.σ.μ. (απλ.)· κατακουράζω, κα- τεξαντλώ, κατεξασθενίζω. растопить1 ρ.σ.μ. ανάβω· - печь ανάβω τη θερμάστρα ή το φούρνο. II -СЯ ανάβω· пёчка -лась η θερμάστρα άναψε. растопить2ρ.σ.μ. λιώνω, τήκω θερμαίνοντας· - ВОСК λιώνω το κηρί'. II -СЯ λιώνω, τήκομαι· воск -лея το κηρί έλιωσε. растопка, -И θ. Ι άναμμα· - ПвЧКИ то ά- άναμμα της θερμάστρας. 2 (αθρσ.)· τα προσα- νάμματα. растоплять(ся) р.δ. βλ. растопйть(сяI растопочный επ. για άναμμα, προσάναμμα. растоптать ρ.σ.μ. 1 καταπατώ, καταποδοπα- τώ' τσαλαπατώ. 2 ανοίγω, φαρδύνομαι* сапо- гй -лись οι μπότες άνοιξαν με το βάδισμα. растопыривать(ся) ρ.δ. βλ. растопырить- (ся). растопырить, -рю, -ришь р.σ.μ. ανοίγω· ~ пальцы ανοίγω τα δάχτυλα· - ноги ανοίγω τα πόδια· - крылья ανοίγω τις φτερούγες. II -СЯ ανοίγω· -ЛИСЬ Пальцы άνοιξαν τα δάχτυλα. ВДСТоргаТЬ р. δ. μ. β λ. расторгнуть. II -СЯ α- ακυρώνομαι· καταργούμαι· ξεσχίζομαι, δεν παίρνομαι καθόλου υπ' όψη. расторгнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. рас- расторг к. расторгнул, ~ла, ~ло, μτχ. παρλθ. расторгший к. расторгнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расторгнутый, βρ; -нут, -а, ~о к. рас- торженный, βρ: -жен, -а, -О ακυρώνω, κα- καταργώ· ξεσχίζω· διαλύω· - соглашение ακυρώ- ακυρώνω τη συμφωνία· - Договор ξεσχίζω (κουρε- (κουρελιάζω) τη συνθήκη· - брак διαλύω το γάμο. расторговать, -гуго, -гуешь παθ. μτχ.πάρλα расторгованный, βρ: -ван, -а, -о ρ,σ.μ. (απλ.) βλ. распродать. II -СЯ 1 πουλώ όλο το εμπόρευμα μου. 2 πλουτίζω απο το εμπόριο. расторговывать(ся) р.δ.расторговаться. расторжение, -Я ουδ. ακύρωση, κατάργηση·· ξέσχισμα- διάλυση· - договора ξέσχισμα της συνθήκης· - соглашения ακύρωση της συμφωνίας· - брака διάλυση του γάμου.
растормошить, ~шу, -шйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растормошённый, βρ: -шён, -шена, -шено; р.σ.μ. 1 χαλνώ την τάξη, ανακατώνω, κάνω ά- νω-κάτω. 2 κουνώ, σκουντώ για να ξυπνήσει. 3 μτφ. κινώ, δραστηριοποιώ· κινητοποιώ. расторопность, -И θ. σβελτάδα, γρηγορά- γρηγοράδα, γοργότητα. расторопный επ., βρ: -пен, -пна, -пно γορ- γοργός, γρήγορος, σβέλτος, ταχυνεργός. растосковаться ρ.σ. θλίβομαι, λυπούμαι· μελαγχολώ* βαριοθυμώ. расточать ρ.δ.μ. 1 βλ. расточить2 (ισημ.). 2 πσρέχω άφθονα, επισωρεύω· μοιράζω αφει- αφειδώς, αβέρτα· σκορπώ· - улыбки μοιράζω σε όλους χαμόγελα· - Похвалы δίνω αβέρτα ε- επαίνους. II -СЯ 1 σπαταλώμαι .* 2 είμαι γαλα- ντόμος, γενναιόδωρος· κουβαρντάς. расточение, -Я ουδ. (παλ.) σπατάλη, ασω- ασωτία· - имущества σπατάλη περιουσίας. II γα- λαντομία, γενναιοδωρία· κουβαρνταλίκι. расточитель, -я α. -ница, -ы θ. σπάταλος, -η, ξοδιαστής, σκορποχέρης· γενναιόδωρος. расточительность, -И θ. κατασπατάληση,κα- τασώτευση, ασωτία· σκόρπισμα, διασπάθηση. расточительный επ., βρ: -лен, -льна, -о; σπάταλος, ξοδιαστής, άσωτος, αφανιστής· δι- ασπαθιστής. расточительство, -а ουδ. βλ. расточитель- расточительность. расточить1 ρ.σ. τορνεύω εσωτερικά, διευ- διευρύνω· - отверстие διευρύνω την οπή. II -СЯ τορνεύομαι εσωτερικά, διευρύνομαι. расточить*ρ.σ.μ. 1 (γραπ. λόγος)· κατα- κατασπαταλώ, διασκορπίζω, εξανεμίζω, διασπαθί- διασπαθίζω· αφανίζω· - имущество, наследство, день- деньги κατασπαταλώ την περιουσία, την κληρονο- κληρονομιά, τα χρήματα. 2 βλ. расточать B σημ.). расточка, -И θ. τόρνευση εσωτερική, διεύ- διεύρυνση· - отверстий τόρνευση οπών. растОЧНИК, -а α. τορνευτής. расточный επ. τορνευτικός, της τόρνευσης. *растр, -а α. το ράστερ, στιγμοπέδιο, εί- είδος κλισέ. растравить ρ.σ.μ. 1 ερεθίζω· - рану ερε- ερεθίζω την πληγή. 2 μτφ. εγγίζω την πληγή, με- μεγαλώνω το κακό· - горе μεγαλώνω τη στενοχώ- στενοχώρια. 3 παροργίζω, παροξύνω· - собак ερεθίζω τα σκυλιά. II -СЯ 1 ερεθίζομαι· рана -лась η πληγή ερεθίστηκε. 2 διαβιβρώσκομαι (απο τα οξέα)· χαράσσομαι. растравливать(ся) р.б. βλ. растравлять- (ся). растравлять(ся) р.δ. βλ. растравить(ся). растранжйривать(ся) р.δ. βλ. растранжи- рить(ся). растранжирить(ся) р.σ. βλ. транжирить(ся). растрата, -Ы Θ. 1 δαπάνη, ξόδεμα· - Денег ξόδεμα χρημάτων - времени ξόδεμα χρόνου·- СИЛ ξόδεμα δυνάμεων. 2 κατάχρηση· - казён- НЫХ денег κατάχρηση χρημάτων δημοσίου. растратить ρ.σ.μ. 1 δαπανώ, ξοδεύω· - все деньги ξοδεύω όλα τα χρήμαται 2 καταχρώ- μαι· τρώγω· ОН -ИЛ чужие деньги αυτός κατα- χράστηκε ξένα χρήματα. 3 μτφ. χρησιμοποιώ άσκοπα, δεν αξιοποιώ. . растратчик, -а α., -ца, ~ы θ. ξοδευτής, -εύτρα, ξοδιαστής, -ιάστρα. « растрачивание, -я ουδ. βλ. растрата. растрачивать р.δ. βλ. растратить. II -ся ξοδεύομαι, δαπανώμαι. растревоживахь(ся) ρ.δ. βλ. растревожить- (ся). растревожить р.σ.μ. 1 φοβίζω, πτοώ, σκιά- σκιάζω· εμβάλλω φόβο, ανησυχία, ανησυχώ. 2 τα- ταράσσω, θορυβώ. 3 εγγίζω, ερεθίζω· - рану ε- ερεθίζω την πληγή. II μτφ. ανακινώ, σκαλίζω παλαιές πληγές (δυσάρεστες αναμνήσεις). II-СЯ καταφοβούμαι, πτοούμαι, τρομάζω. растрезвонить ρ.σ.μ. (απλ.)· διακωδωνίζω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω, διαλαλώ, διαθρυλώ.. растрёпа, -ы α. к. θ. (απλ.) 1 απεριποίη- τος στην εμφάνιση· ρυπαρός, λέτσος. 2 βλ. разиня. растрёпанный επ. απο μτχ. 1 κουρελιάρικος, κουρελιασμένος· -ая книга κουρελιασμένο βι- βιβλίο. 2 ανακατεμένος· ακαλαίσθητος· -ые ВОЛОСЫ ανακατεμένα μαλλιά. II εκφρ. бЫТЬ в -ЫХ чувствах είμαι αναστατωμένος. растрепать, -еплго, -ёплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растрёпанный, βρ: -пан, -а, -о; р.σ.μ. 1 συμφύρω, συνονθυλεύω, ανακατώνω, κάνω άνω-κάτω, φύρδην- μίγδην. 2 κουρελιά- κουρελιάζω, καταρρακώνω* - платье κουρελιάζω το φό- φόρεμα· - КНЙгу κουρελιάζω το βιβλίο. Η -СЯ ανακατώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. растрёпывать(ся) р.δ. βλ. растрёпать(ся). растрескаться р.σ. ραγίζω, σκάζω σε πολλά μέρη. растровый επ. του ράστερ, του στιγμοπέ- διου. растроганный επ. απο μτχ. συγκινημένος· очень - κατασυγκινημένος. растрогать ρ.σ.μ. συγκινώ· Очень - κα- κατασυγκινώ· речь его -ла меня до слёз о λό- λόγος του με συγκίνησε μέχρι δάκρυα. II -ОЯ συγκινούμαι· старушка -лась и заплакалась η γριούλα συγκινήθηκε και άρχισε να κλαίει. раструб, -а α. αναστόμωση, χωνοειδής πλά- τυνση. раструбить, -блю, -бишь р.σ. διασαλπίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζω, διακωδωνίζω. раструбный επ. χωνοειδής.
рас 356 рас раструсить, -ушу, -усйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раструшенный, βρ: ~шен, -а, -о р.σ.μ. 1 χύνω, μου πέφτει άθελα (κατά τη μεταφορά)· - зерно χύνω το σιτάρι. 2 ρίχνω, στρώνω, α- απλώνω (χόρτο, άχυρο κ.τ.τ.). II -СЯ πέφτω, χύνομαι απο το τίναγμα, το τράνταγμα· овёс -ЛСЯ η βρώμη χύθηκε απο το τίναγμα. раструска, -И θ. 1 πτώση, πέσιμο, χύσιμο. 2 φύρα (κατά τη μεταφορά). раструшивать(ся) р.δ. βλ. раструсйть(ся). растрясать р.δ. βλ. растрясти. растрясти, -ясу, -ясёшь,. παρλθ. χρ, рас- растряс, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас- трясённый, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ.μ. 1 διασκορπίζω με ταυτόχρονο τίναγμα· - сено δι- διασκορπίζω το χόρτο. II μτφ. ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ* - деньги ξετινάζω (χαλνώ) τα χρή- χρήματα. 2 απρόσ. τραντάζομαι· В дороге меня -ло στο δρόμο υπόφερα απο το τράνταγμα. 3 κουνώ, σκουντώ, τινάζω κάποιον να ξυπνή- ξυπνήσει. . растряхать ρ.δ.μ. (απλ.) βλ. растрясать, растряхнуть. растряхивать р.'δ. βλ. растряхнуть. растряхнуть р.σ.μ. (απλ.)· τινάζω· - ме- мешок τινάζω το τσουβάλι· - шубу τινάζω τη γούνα. растужиться, -ужусь, -ужиться р.σ. (απλ.) αρχίζω να θλίβομαι, να λυπούμαι πιο πολύ. растушевать, -шую, -шуешь р.σ.μ. χρωματί- χρωματίζω με επιχρώστη (σφομίλι). растушёвка, -И θ. 1 πέρασμα με σφομίλι. 2 επιχρώστης, σφομίλι. растушёвывание, -я ουδ. βλ. растушёвка A σημ.). растушёвывать р.δ. βλ. растушевать. II -ся σφομιλώνομαι, περνιέμαι με σφομίλι. растыкать, -аго, -аешь κ. -тычу, -тычешь·, р.σ.μ. (απλ.). 1 μπήγω, χώνω σε διάφορα μέ- μέρη· - вешки μπήγω σημαδάκια (όρια)· - КО- КОЛЫШКИ μπήγω πασσαλίσκους. 2 τοποθετώ, βάζω άτακτα· χώνω· - вещи ПО углам χώνω τα πράγ- πράγματα στις γωνίες. ρ.δ. βλ. растыкать. II ~оя μπή- τοποθετούμαι άτακτα. раотыкивать(ся) р.δ. βλ. растыкать(ся). растюковать р.σ.μ. λύνω, ανοίγω το δέμα. растюковывать ρ.δ. βλ. растюковать. II -ся (για δέμα) λύνομαι, ανοίγομαι. растягивание, -я ουδ. 1 βλ. растяжение. 2 (για ήχο, φωνή κλπ.) παρέλκυση, παρατράβηγ- μα. растягивать(ся) р.δ. βλ. растянуть(ся). растяжение, -я ουδ. 1 βλ. растяжка.2 χα- χαλάρωση ελαστικότητας, βλάβη απο υπερένταση, ατόνιση· εξάρθρωση. 3 καθυστέρηση, τρενάρι- растыкать γομαι, χώνομαι. σμα. 4 τέντωμα, έκταση, μήκυνση, II βλ. рас— тягивание B σημ.). || στραμπούλισμα. растяжимость, -И θ. το ελατόν, το εκτα- τόν - пружины το άνοιγμα του ελατήριου· ПОНЯТИЯ το εκτατόν της έννοιας. растяжимый επ., βρ: -жим, -а, -о (κυρλξ. κ. μτφ.)· ελατός· έκτατος· επιδεκτικός έκτα- έκτασης, δυνάμενος να τεντωθεί. растяжка, -И θ. τέντωμα, τάνυση. растяжной επ. δυνάμενος να τεντωθεί. растянутость, -И θ. έκταση- - линии Обо- Обороны έκταση της αμυντικής γραμμής. растянутый επ. απο μτχ. 1 εκτεταμένος, μα- μακρύς. 2 τεντωμένος (απο τη χρήση), φαρδύς, ευρύς. 3 μτφ. παρατραβηγμένος, υπερβολικά μεγάλος. растянуть, -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ. 1 τεντώνω· - сырую кожу τεντώνω το υγρό (μου- (μουσκεμένο) δέρμα- - перчатки τεντώνω τα γά- γάντια· - обувь τεντώνω τα παπούτσια. II ανοί- ανοίγω· - рот ανοίγω πολύ το στόμα. II χαλαρώνω την ελαστικότητα· - ПОДВЯЗКИ χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών). И υπε- ρεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση·- СВЯЗКИ στραμπουλίζω, στραγγουλίζω· - сухожилия βλά- βλάπτω (στραγγουλίζω) τους τένοντες. 2 απλώνω- - ковёр ПО комнате απλώνω το χαλί στο δωμά- δωμάτιο· - полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα. 3 τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω· εκτείνω. 4 καθυστερώ, παρατρα- παρατραβώ, τρενάρω· - сроки сева καθυστερώ τη σπο- σπορά· - доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομι- (ομιλία). II (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, πα- παρατείνω, παρατραβώ. II -СЯ 1 τεντώνομαι, ε- εντείνομαι. II χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). II υίίερεντείνομαι' βλάπτομαι απο την υπερέ- υπερένταση· στραμπουλίζομαι· εξαρθρώνομαι. 2 το- τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, ε- εκτείνομαι. 3 ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιά- πιάνω ξαπλωταριά· - На постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ. 4 διαρκώ, συ- συνεχίζομαι· свадьба -лась на пять дней о γά- γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα). раСТЯПа, -Ы α. κ. θ. κουτεντες, χαλβάς, μά- μάπας- μπουνταλάς. расфасовать р.σ.μ. συσκευάζω, πακετάρω,α- μπαλάρω. расфасовка, -И θ. συσκευή, πακετάρισμα,α- πακετάρισμα,αμπαλάρισμα. расфасовщик, -а α., ~ца, ~Ы θ. συσκευα- συσκευαστής, -άστρια. расфасовывать ρ.δ.μ. βλ.расфасовать.II -ся συσκευάζομαι, πακετάρομαι, αμπαλάρσμαι. расформирование, -Я ουδ. διάλυση σχηματι- σχηματισμού· - армии διάλυση του στρατιωτικού σχη-
рас 357 рас ματισμου. расформировать р.σ.μ. διαλύω το σχηματι- σχηματισμό, το σχήμα, τη μορφή· - ДИВИЗИЮ όιαλύω το σχηματισμό της μεραρχίας. расформировывать р.δ. βλ. расформировать. -СЯ διαλύομαι (για σχηματισμό, σχήμα). расфрантиться, -нчусь, -тйшься р.σ. καλο- ντύνομαι, λαμπροφορώ, στολίζομαι, ντύνομαι άψογα, στην τρίχα. расфранчённый επ. καλοντυμένος, λαμπροφο- ρεμένος, κομψοντυμένος· στολισμένος. расфуфыренный επ., βρ: -рен, -а, -ο (απλ.)· λαμπροστόλιστός, κομψοντυμένος, ντυμένος φανταχτερά. расфуфыриться, -ргось, -ришься ρ.σ.(απλ,) 1 θυμώνω, φουσκώνω, γινατεϋω. 2 ντύνομαι κομψότατα, φανταχτερά. расхаживать ρ.δ. βολτάρω, σουλατσάρω. расхаивать р.δ. βλ. расхаять. расхаять ρ.σ.μ. (απλ.)· μαλώνω, κατσαδιά- ζω, δίνω την παπάρα, расхваливать(ся) ρ.δ. βλ. расхвалйть(ся). расхвалить р.σ.μ. υπερεπαινώ, εκθειάζω, εγκωμιάζω, εξυμνώ. Π -СЯ καυχιέμαι, μεγα- λαυχώ, παραπαινεύομαι, κομπάζω. расхварываться р.δ. βλ. расхвораться. расхвастаться р.σ. καυχιέμαι, παινεύομαι, μεγαλαυχώ, καυχησιολογώ. расхватать р.σ.μ. αρπάζω* παίρνω βιαστι- βιαστικά· αγοράζω όλο, ως το τέλος. расхватывать р.δ. βλ. расхватать. II -ся γίνομαι ανάρπαστος. расхвораться р.σ. αρρωσταίνω σοβαρά. расхититель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. άρπαγας, ~η· κλέφτης, -τρα· σφετεριστής. расхитить, -Ищу, -ЙТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расхищенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. διαρπάζω· κλέβω. расхищать ρ.δ. βλ. расхитить. И -ся διαρ- πάζομαι· κλέβομαι. расхищение, -Я ουδ. διαρπαγή- κλοπή, κλέ- κλέψιμο· - чужого имущества διαρπαγή ξένης περιουσίας. расхлебать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρ-λθ. χρ. расхлёбанный, βρ: -бан, -а, -о (απλ.). 1 τρώγω όλο, ως το τέλος· - ЩИ τρώγω όλη τη λαχανόσουπα. 2 μτφ. ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω · διορθώνω, επανατακτοποιώ. расхлёбывать ρ.δ. βλ. расхлебать. II -ся τρώγομαι, φαγώνομαι. расхлестать р.σ.μ. (απλ.) ξεφτίζω (απο το χτύπημα ή μαστίγωμα)· - кнут ξεφτίζω το μα- μαστίγιο· - прут ξεφλουδίζω τη βέργα (απο το πολύ χτύπημα). II -СЯ ξεφτίζομαι· кнут -ЛСЯ το μαστίγιο ξέφτισε. расхлестнуть ρ.σ.μ. αφαιρώ τα ξεφτίδια. расхлёстывать(ся) ρ.δ. расхлестать(ся). расхлопотаться, -почусь, -почешься р.σ. φροντίζω, μεριμνώ πολύ· νοιάζομαι. расхлябанность, -и θ. ταλάντευση· - по-. ХОДКИ ταλάντευση βαδίσματος. расхлябанный επ. απο μτχ. 1 ξεσφιγμένος, ξελασκαρισμένος (απο το τράνταγμα). 2 ταλα- ντευόμενος· -ая ПОХОДКа ταλαντευόμενο βάδι- βάδισμα. 3 μτφ. ασταθής, ευμετάβολος, ανερμάτι- ανερμάτιστος. расхлябать р.σ.μ. 1 κουνώ, κλυδωνίζω- ξε σφίγγω, ξελασκάρω με το κούνημα· - бОЛТ ξε- λασκάρω το μπουλόνι με το κούνημα. 2 μτφ. ξεχαρβαλώνω, αποδιοργανώνω, εξαρθρώνω. II -СЯ 1 κουνιέμαι, κλυδωνίζομαι· ξεσφίγγω, -ομαι, ξελασκάρω απο το κούνημα. 2 μτφ. ξεχαρβα— λιάζομαι, εξαρθρώνομαι, αποδιοργανώνομαι· πα- παρακμάζω. расхлябывать(ся) р.δ. βλ. расхлябать(ся). расхныкаться, -нычусь, -нычешься р.σ. αρ- αρχίζω να κλαυθμυρίζω (κλαψουρίζω) πολύ. расход, -а α. 1 δαπάνη, ξόδεμα· κατανάλω- κατανάλωση· - денег ξόδεμα χρημάτων - материалов ξόδεμα υλικών - боеприпасов κατανάλωση πυ- πυρομαχικών - ВОДЫ κατανάλωση νερού· - ΤΟ- плива κατανάλωση καύσιμης ύλης· - электри- электрической энергии κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύ- ρεύματος. 2 έξοδο, δαπάνη· военные ~ы στρατι- στρατιωτικές δαπάνες -Ы производства έξοδα πα- παραγωγής· непредвиденные -Ы απρόβλεπτα έξο- έξοδα- накладные -ы γενικά έξοδα· мелкие -ы τα μικροέξοδα· канцелярские ~ы γραφικά έξοδα- текущие -Ы τα καθημερινά έξοδα· Деньги На карманные ~ы το χαρτζιλίκι- лишние -ы πε- περιττά έξοδα- внести В - καταχωρώ (συμπερι- λαβαίνω) στα έξοδα- сократить -Ы περιορίζω «α έξοδα- покрыть -ы καλύπτω τα έξοδα- за- записать в -Ы εγγράφω στα έξοδα. II εκφρ. вне- внести в - επιφέρω έλλειμμα- вывести (пустить) В - КОГО (απλ.) εκτελώ, τουφεκίζω. расходиться? -хожусь, -ходишься р.σ. 1 βλ. расхаживать. 2 βαδίζω λίγο- συνηθίζω στην πορεία. 3 βλ. разойтись A0 σημ.). расходиться? -хожусь, -ходишься р.δ. βλ. разойтись. расходный επ. των εξόδων, των δαπανών· ~ые деньги χρήματα εξόδων -ая К.НЙга βιβλίο εξόδων. расходование, -Я ουδ. δαπάνη, ξόδεμα· κα- κατανάλωση. расходовать, -дуто -дуешь р.δ.μ. ξοδεύω, δαπανώ· καταναλώνω· - много денег ξοδεύω πολλά χρήματα- мотор -ует много горючего η μηχανή καίει πολλή καύσιμη ύλη. II -СЯ ξο- ξοδεύομαι, κάνω πολλά έξοδα. расхождение, -я ουδ. 1 διάσταση (απο κοι-
рас 358 рас νό σημείο, κέντρο), διάσχιση (απ* αλλήλων γραμμών, ακτινών). 2 διαφορά (μη σύμπτωση γνωμών, απόψεων κ.τ.τ.). расхожий, -ая, -ее επ. 1 κοινής χρήσης, καθημερινός· -ая посуда αγγεία καθημερινής χρήσης· -ая ОДеВДа καθημερινή ενδυμασία. 2 των εξόδων, των δαπανών ~ие деньги χρήματα για έξοδα. Ιΐ (παλ.) συνηθισμένος, απλός· -ие ЛЮДИ απλοί άνθρωποι. II καταναλώσιμος·- то- товар καταναλώσιμο εμπόρευμα. расхолаживать ρ.δ. βλ. расхолодишь. II ~ся αποθαρρύνομαι, ψυχραίνομαι, κρυώνω. расхолодить, -ложу, -лодйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расхоложённый,. βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. αποθαρρύνω, ψυχραίνω, κρυώνω. расхорохориться, -рюсь, -ришься ρ.σ. γί- γίνομαι πολύ προκλητικός, κάνω πολύ τον παλι- παλικαρά. -— расхотеть р.σ. δε θέλω, δεν επιθυμώ, μου κόβεται η όρεξη, η διάθεση· - Спать μού 'φύ- 'φύγε ο ύπνος· - ПИТЬ μου πέρασε η δίψα,δε θέ- θέλω τώρα να πιώ. II -СЯ δε θέλω, δεν επιθυμώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. расхохотаться, -хохочусь, -хохочешься р. σ. αρχίζω να χαχανίζω. расхрабриться, -рюсь, -ришься р.σ. παίρ- παίρνω θάρρος, κουράγιο, ζεθαρρεύω, ενθαρρύνο- ενθαρρύνομαι. расхристанный επ. (απλ.) κακόντυτος, -μέ- -μένος· κουρελής, -λιάρης, ρακένδυτος. расцарапать р.σ.μ. καταγρατσουνίζω. II -СЯ καταγρατσουνίζομαι. II αλληλογρατσουνιζομαι· -ЛИСЬ В кровь γρατσουνίστηκαν μέχρι αίμα. расцарапывать(ся) р.δ. βλ. расцарапать- (ся). расцвести, -езу, -етёшь, παρλθ. χρ. рас- расцвёл, -цвела, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. расцвёт- ший р.σ. ανθίζω, λουλουδίζω· миндаль -цвёл η μυγδαλιά άνθισε· сирень в саду -цвела η πασχαλιά στον κήπο άνθισε. II μτφ. ομορφαίνω, γίνομαι σαν το λουλούδι. II χαίρω, γίνομαι χαρούμενος· лицо -цвело улыбкой το πρόσωπο έλαμψε απο το χαμόγελο. II μτφ. ακμάζω' -Ла культура άνθισε ο πολιτισμός. расцвет, -а α. 1 άνθιση, λουλούδισμα· ЯбЛОНЬ άνθιση των μηλιών. 2 μτφ. ακμή, κο- κορύφωμα· - ДрОВНИХ АфЙН η ακμή της αρχαίας Αθήνας· - промышленности η άνθιση της βιο- βιομηχανίας· в -е жизни (или лет) στο άνθος της ηλικίας· В -е СИЛ στην ακμή των δυνάμεων. расцветание, -Я ουδ. άνθιση, ~μα, λουλού- λουλούδισμα. расцветать р.δ. βλ. расцвести. расцветить, -цвечу, -цветишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расцвеченный, -чен, ~а, -о р.σ. μ. στολίζω, ομορφαίνω· - красками στολίζω με χρώματα. II -СЯ στολίζομαι- корабли -ЛИСЬ флагами τα καράβια σημαιοστολίστηκαν. расцветка, -И θ. 1 στόλιση, -σμός. 2 χρω- ματισμός, συνδυασμός χρωμάτων· Пёстрая ποικίλος (παρδαλός) χρωματισμός. расцвечивание, -я ουδ. στόλιση, -σμός. II εκφρ. флаги -Я (ναυτ.) σήμαιοστολισμός πλοί- πλοίων. расцвёчивать(ся) ρ.δ. βλ. расцветить(ся). расцеловать р.σ.μ. καταφιλώ, γεμίζω με φιλιά. И -СЯ καταφιλιέμαι· ОНИ -ЛИСЬ при встрече αυτοί, φιλήθηκαν, όταν ανταμώθηκαν. расценивать р.б. βλ. расценить. II -ся ε- κτιμιέμαι* διατιμιέμαι. расценить, -еню, -ёнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расценённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 εκτιμώ· διατιμώ· καθορίζω την τιμή - товар εκτιμώ το εμπόρευμα· - мебель ε- εκτιμώ το έπιπλο. 2 μτφ. εκλαμβάνω, νομίζω, παίρνω, περνώ, θεωρώ· χαρακτηρίζω. расценка, -И θ. 1 εκτίμηση, καθορισμός τιμής, αξίας, κόστους. 2 τιμή καθορισμένη, διατίμηση· - работы τιμή εργασίας· - ТОВЭ- ра διατίμηση εμπορεύματος (ταρίφα). расценочный επ. διατιμητικός, εκτιμητικός. расценщик, -а, α. εκτιμητής εργασίας με το το κομμάτι. расцепить, -еплго, -ёпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расцепленный, βρ.· -лен, -а, -о р.σ.μ. απαγκιστρώνω, ξαγκιστρώνω, ξεγαντζώνω, ξε- σκαλώνω. II -СЯ απαγκιστρώνομαι κλπ. ρ. μ. расцеплять(ся) ρ.δ. βλ. расцепйть(ся). расчеканивать (ся) р.δ. βλ. чеканить(ся). раочеканить р.σ.μ. βλ. чеканить A, з °"ημ}. расчеканка, -и θ. βλ. чеканка A, з σημ.). расчёркиваться р.δ. βλ. расчеркнуться. расчеркнуться р.σ. υπογράφω με τζίφρα. расчертить р.σ. σχεδιάζω, τραβώ γραμμές· χαράσσω. расчерчивать ρ.δ.μ. βλ. расчертить. II -ся σχεδιάζομαι.· χαράσσομαι. расчесать ρ.σ.μ. 1 χτενίζω· - волосы χτε- χτενίζω τα μαλλιά. II ξαίνω, λαναρίζω· - шерсть ξαίνω τα μαλλιά. 2 ξύνω, γρατσουνίζω. 3 μτφ. (παλ.) συντρίβω, νικώ. Η ξυλοκοπώ. II -СЯ 1 χτενίζομαι. 2 γρατσουνίζομαι. расчёска, -И в. 1 χτένισμα· - ВОЛОС χτέ- χτένισμα των μαλλιών. 2 χτένα. расчесть, разочту, разочтёшь, παρλθ. χρ. расчёл, разочла, -чло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разочтённый, βρ: -тён, -тена, -тено, επιρ. μτχ. разочтя р.σ. μ. βλ. рассчитать (ι, 2 σημ.). II -ся βλ. рассчитаться (ι, 3σημ.). расчесывание, -Я ουδ. χτένισμα. расчёсывать(ся) р.δ. βλ. расчесать(ся). расчёт, -а α. 1 υπολογισμός, λογαριασμός·
рас правильный - σωστός λογαριασμός- ошибка В -е λάθος στο λογαριασμό ή λογιστικό λάθος- произвести - κάνω υπολογισμό. 2 απόλυση απο την εργασία (με τις δουλεμένες αποδοχές). 3 μτφ. λογοδοσία. 4 σκοπός, πρόθεση· ошибся В своих -ах λάθεψα στους υπολογισμοΰς· ска- сказал ему С -ОМ του είπα σκόπιμα- обмануть- обмануться В -е πέφτω έξω στους υπολογισμούς· сде- сделал ЭТО без ВСЯКОГО -а το έπραξα χωρίς κα- κανένα απώτερο σκοπό. 5 όφελος, κέρδος· συμ- συμφέρον мне нет -а ехать туда δεν έχω κανέ- κανένα όφελος να πάω εκεί. 6 βλ. расчётливость. 7 (στρατ.) το στοιχείο (οι πυροβολητές). II εκφρ. 1Γ ~е πάτα ι (ξόφλισα, πάτσισα)· ИЗ -а παίρνοντας υπ' όψη, υπολογίζοντας· принять (ВЗЯТЬ) В - λαβαίνω (παίρνω·) υπ' όψη. расчётливость, -И θ. οικονομία, φειδωλία, φειδώ. расчётливый επ., βρ: -лив, ~а, -ο οικο- οικονόμος, -μικός, φειδωλός· μετρημένος. II προ- προσεκτικός- συνετός- μελετημένος- υπολογισμέ- υπολογισμένος. расчётный επ. λογιστικός, του λογαρια- λογαριασμού, για λογαριασμό· -ая книжка βιβλίο λο- λογαριασμού- -ая ведомость κατάλογος πληρω- πληρωμών -ая касса ταμείο πληρωμής. расчехлить, -лга, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расчехлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. αφαιρώ, βγάζω τη θήκη, το κάλυμμα- орудия βγάζω τα καλύμματα των πυροβόλων. раСЧИСЛИТЬ р.σ.μ. υπολογίζω, . καταμερίζω, κατανέμω. расчислять ρ.δ. βλ. расчислить. II -ся υ- υπολογίζομαι, καταμερίζομαι, κατανέμομαι. раСЧЙСТИТЬ ρ.σ.μ. ξεκαθαρίζω- αποσκορακί- ζω· - Дорогу καθαρίζω το δρόμο" - поле κα- καθαρίζω το χωράφι. II αχρηστεύω, εξοντώνω- - путь ОТ врагов ξεκαθαρίζω το δρόμο απο τους1 εχθρούς. II -СЯ (ξε)καθαρίζομαι κλπ. ρ.μ. ' раСЧЙСТКа, -И θ. (εκ)καθάριση, (ξεκαθά- (ξεκαθάρισμα, (εκ)κάθαρση· αποσκοράκιση. расчихаться ρ.σ. αρχίζω να φτερνίζομαι πο- πολύ. расчихвостить, -ощу, -остишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расчихвощенный, βρ,- -щен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) κατασυντρίβω- πατάσσω- κονι- κονιορτοποιώ, σαρώνω. II κριτικάρω αυστηρά. расчищать(ся) р.δ. βλ. расчйстить(ся). расчленение, -Я ουδ. διαμελισμός- διαίρε- διαίρεση, χώρισμα, κομμάτιασμα, τεμάχισμα. расчленить ρ.σ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расчленённый, βρ: -нён, -нена, -нено διαμε- διαμελίζω· χωρίζω, διαχωρίζω, διαιρώ,κομματιάζω. расчленять ρ.δ. βλ. расчленить. II -ся δι- διαμελίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. расчувствоваться р.σ. συγκινούμαι- она 359 рас -лась И заплакала αυτή συγκινήθηκε και άρ- άρχισε να κλαίει. расчудесный επ. βλ. чудесный. расчухать ρ.σ.μ. (απλ.). 1 οσφραίνομαι, μυρίζω· γεύομαι. 2 μτφ, καταλαβαίνω, αντι- αντιλαμβάνομαι- παίρνω μυρουδιά-, расшалиться ρ.σ. αρχίζω να ατακτώ πολύ,να κάνω-τρέλλες. расшаркаться р.σ. 1 υποκλίνομαι, χαιρετώ με υπόκλιση. 2 μτφ. δουλοφρονώ· - перед на-" чальством έρπω προ των ανωτέρων (προϊστα- (προϊσταμένων) . расшатанный επ. απο μτχ. 1 κλονισμένος, διασαλευμένος. 2 μτφ. αδυνατισμένος, εξα- εξασθενημένος - χαλαρωμένος· -ые нервы κλονι- σμένα νεύρα- ~ое ХОЗЯЙСТВО χαλαρωμένο νοι- νοικοκυριό, χαλαρωμένη οικονομία· -ое здоровье κλονισμένη υγεία. расшатать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшатанный, βρ: -тан, -а, -о. 1 κλονίζω, διασείω, διασαλεύω· κουνώ· - столб κουνώ το στύλο· - зуб κουνώ το δόντι. 2 μτφ. α- αδυνατίζω, εξασθενίζω· χαλαρώνω· - устои го- государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους· - Дисциплину κλονίζω την πειθαρχία· - здоро- здоровье κλονίζω την υγεία. II -СЯ 1 κλονίζομαι, κουνιέμαι, διασείομαι, διασαλεύομαι· зуб -лея το δόντι κουνήθηκε. 2 μτφ. χαλαρώνω, εκπίπτω· αδυνατίζω,εξασθενίζομαι· ХОЗЯЙСТВО -лось η οικονομία ξέπεσε· дисциплина-лась η πειθαρχία χαλάρωσε· здоровье -ЛОСЬ η υ- υγεία κλονίστηκε· нервы -ЛИСЬ τα νεύρα κλο- κλονίστηκαν совсем - ξεχαρβαλιάζομαι. расшатывать(ся) р.δ. βλ. расшатать(ся). расшвыривать р.δ. βλ. расшвырять. II -ся ρίχνομαι, πετιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. » расшвырять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшвырянный, βρ: -рян, -а, -О. 1 ρίχνω, πε- πετώ (προς διάφορες κατευθύνσεις), σκορπίζω· εκτοξεύω, εκσφενδονίζω· - дрова ρίχνω τα καυσόξυλα. 2 διασκορπίζω, σπαταλώ, ανεμο- σκορπίζω, εξανεμίζω- ~ деньги ανεμοσκορπίζω τα χρήματα. растевеливать(ся) р.δ. βλ. расшевелйть(ся). расшевелить, -велю, -вели ь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшевелённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. 1 ανακινώ- ανασκαλεύω- - углы В пёчке ανασκαλεύω τα κάρβουνα στη θερμά- θερμάστρα. II βάζω (θέτω) σε κίνηση· διεγείρω, ξυ- ξυπνώ. 2 μτφ. δραστηριοποιώ, παρακινώ, προ- προτρέπω. II -СЯ 1 κουνιέμαι, σαλεύω. 2 ζωη- ρεύω, δραστηριοποιούμαι. расшибать(ся) ρ.δ. βλ. расшибйть(ся). расшибить, ~бу, -бёшь, παρλθ. χρ. расшиб, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшйблен- НЫЙ, βρ: -лен, -а, -О ρ.σ.μ. 1 μωλωπίζω,
χτυπώ· -голову об Дверь χτυπώ το κεφάλι στην πόρτα· - руку χτυπώ το χέρι. 2 (απλ.) σπά- σπάζω, θραύω- σχίζω· ~ тарелку σπάζω το πιάτο·- - полено σχίζω το κούτσουρο. II -СЯ 1 μωλω- πίζομαι, χτυπώ. 2 (απλ.) σπάζω, θραύομαι. расшива, -Ы θ. είδος ιστιοφόρου. расшивание, -я ουδ. βλ. расшивка. расшивать(ся) р.δ. βλ. расшйть(ся). раСШИВКа, -И θ. 1 ομάλυνση, ευθυγράμμιση ραφών. 2 ξήλωμα. 3 κέντι,σμα, πλούμισμα, δια- διακόσμηση . расшивной επ. κεντητός, -σμένος, πλουμι- πλουμιστός, διακοσμημένος. расширение, -Я ουδ.1 (δι)εύρυνση, πλάτεμα, φάρδεμα· ~ дороги φάρδεμα του δρόμου· кругозора πλάτεμα του (πνευματικού) ορίζο- ορίζοντα. 2 αύξηση, μεγάλωμα, μεγάθυνση· επέ- επέκταση· - забастовочного движения μεγάλωμα του απεργιακού κινήματος. II διαστολή, διό- διόγκωση. II πλάτυσμα, το πλατύ μέρος· труба С -ем σωλήνας με πλάτυσμα. расширенный επ. απο μτχ. 1 πλατύς, ευ- ευρύς· -ое заседание πλατιά συνεδρίαση (με περισσότερα μέλη)· - пленум πλατιά ολομέ- ολομέλεια· -ЭЯ программа πλατύ (μεγάλο) πρό- πρόγραμμα. 3 μτ<ρ. ελαστικός· ~ое толкование за- закона πλατιά ερμηνεία του νόμου. расширитель, -Я α. συσκευή διαπλάτυνσης. расширительный επ., βρ: -лен, -льна, ~ο·, 1 βλ. расширенный C σημ.). 2 διευρυντικός. расширить, —рго, ~ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расширенный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 ευρύνω, φαρδύνω, πλατύνω· διευρύνω· - улицу διευρύνω την οδό· - проход φαρδύνω τη δι- διάβαση· - отверстие διευρύνω την οπή· - пла- тье В талии φαρδύνω το φόρεμα στη μέση. 2 αυξαίνω, μεγαλώνω, μεγενθύνω· επεκτείνω- Торговлю αυξαίνω το εμπόριο- - завод επε- επεκτείνω το εργοστάσιο· - границы государст- государства μεγαλώνω τα σύνορα του κράτους· - сфе- сферу ВЛИЯНИЯ επεκτείνω τη σφαίρα επιρροής. II - Кругозор ευρύνω τον ορίζοντα (τις γνώ- γνώσεις). II -СЯ 1 (δι)ευρύνομαι· πλατύνομαι, φαρδύνομαι· Дорога -лась о δρόμος πλάτυνε· Платье -ЛОСЬ το φόρεμα φάρδυνε. 2 αυξαίνω, αυξάνομαι, μεγενθύνομαι, επεκτείνομαι, με- μεγαλώνω· курорт значительно -лея η λουτρόπο- λη μεγάλωσε (επεκτάθηκε) σημαντικά. расшираеМОСТЬ, -и θ. διασταλτότητα (των σωμάτων). расширять(ся) ρ.δ. βλ. расшйрить(ся). раСШИТЫЙ επ. απο μτχ. βλ. расшивной. расшить, разошью, разошьёшь, προστκ. рас- расшей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшитый, βρ: -ШИТ, -а, -Ο ρ.σ.μ.1 ξηλώνω· ξεδένω· - ТГОК ξηλώνω το δέμα- - книгу ξεδένω το βιβλίο. 2 κεντώ, πλουμίζω, στολίζω, διακοσμώ. 3 ευθύ- νω, ομαλύνω τις ραφές (συνδέσεις). II εκφρ. - узкие места ανοίγω (καθαρίζω) τον τόπο α- απο τ' αγκάθια (υπερνικώ τις δυσκολίες, τα ε- εμπόδια). II -СЯ ξηλώνομαι- ξεδένομαι, λύνο- λύνομαι. расшифровать ρ.σ.μ. αποκρυπτογραφώ. И ε- εξηγώ, ερμηνεύω- как ~ его слова? πως να ερ- ερμηνεύσω τα λόγια του; расшифровка, -И θ. αποκρυπτογράφηση. II ε- εξήγηση, ερμηνεία. расшифрОВЩИК, ~а α. ο αποκρυπτογραφών. расшифровка, -И θ. αποκρυπτογράφηση. расшифровывание, ~Я ουδ. αποκρυπτογράφηση. расшифровывать р.δ. βλ. расшифровать. II -СЯ αποκρυπτογραφούμαι. расшлихтовать р.σ.μ. αφαιρώ την υφαντουρ- υφαντουργική κόλλα. расшнуровать ρ.σ.μ. λύνω- ξεσφίγγω (κορ- (κορδόνια, ζώνη κ.τ.τ.). II -СЯ λύνομαι, ξεσφίγ- γομαι. расшнуровывать(ся) р.δ. βλ. расшнуровать- расшнуроваться). расшугать р.σ.μ. (απλ.) εκφοβίζω, τρομά- τρομάζω· διώχνω· προγκίζω. расшуметься, -млюсь, -мишься ρ.σ.1 αρχίζω να θορυβώ πολύ. 2 αρχίζω να φωνάζω, να μα- μαλώνω. расшутиться р.σ. αρχίζω να αστειεύομαι. расщебенивать р.δ. βλ* расщебенить. расщебенить, -ню, -нйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщебенённый, βρ: -нён, -нена, -нено; σπάζω- - камень σπάζω πέτρα. II στρώνω με σκύρα, κάνω σκυρόστρωση. расщебёнка, -И θ. 1 σκυρόστρωση. 2 λεπτά σκύρα. расщедриваться р.δ. βλ. расщедриться. расщедриться р.σ. είμαι πολύ γενναιόδω- γενναιόδωρος, φιλότιμος. расщелина, -Ы θ. 1 χαράδρα στενή. 2 ρωγ- ρωγμή, σχισμή- χαραμάδα. расщелиться, -лктся ρ.σ. (διαλκ.) ραγίζω, -ομαι, σκάζω. расщёлкать ρ.σ.μ. 1 σπάζω, θραύω- - орехи σπάζω καρύδια. 2 μτφ. κριτικάρω αυστηρά, α- αλύπητα. II -СЯ κελαηδώ, τετερίζω. расщёлкивать(ся) ρ.δ. βλ. расщёлкать(ся). расщёлкнуть ρ.σ. βλ. расщёлкать. расщемить, -млго, -мйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщемлённый, βρ: -лён, -лена, -лено; р.σ.μ. (απλ.)· ανοίγω- ξεσφίγγω· - клещи α- ανοίγω την τανάλια (ή τσιμπίδα). расщемлять ρ.δ. βλ. расщемить. II -ся α- ανοίγω, -ομαι· ξεσφίγγομαι. расщеп, -а α. σχισμή κατά μήκος· Перо С -ОМ γραφίδα (πενάκι) με σχισμή.
рас 361 рац расщепать, -еплю, -еплешь и. -ага, -аешь σχίζω, πελεκώ, βγάζω σχίζες. расщепить, -ПЛГО, -ПЙшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщиплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. 1 βλ. расщепать. 2 σχίζω, βγάζω κατά ίνες. 3 (χημ.) διαλύω. II διασπώ· - атом δι- διασπώ το άτομο. II -СЯ 1 σχίζομαι. 2 (χημ.)· διαλύομαι. 3 διασπώμαι (για άτομο ύλης). расщепление, -Я ουδ. 1 σχίσιμο. 2 (χημ.)· διάλυση. 3 διάσπαση· - атома урана διάσπα- διάσπαση του ατόμου του ουρανίου. расщеплять(ся) р.δ. βλ. расщепйть(ся). расщипать, -щиплю, -щиплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщипанный, βρ: -пан, -а, -о р. σ.μ. τραβώ, σχίζω· ξεφτώ, ξαίνω. расщипывать ρ.δ. βλ. расщипать. II -ся σχί- σχίζομαι- ξεφτιέμαι, ξα'ινομαι. ратай, -Я α. (παλ.) γεωργός, οργωτής. ♦раТИН, -а α. η ρατίνα (ύφασμα). ратификационный επ. επικυρωτικός* επιβε- επιβεβαιωτικός· -ая граммота επικυρωτικό έγγρα- έγγραφο. ♦ратификация, ~и θ. επικύρωση- - пакта о ненападении επικύρωση του συμφώνου μη επί- επίθεσης. ратифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. ε- επικυρώνω· εγκρίνω- ψηφίζω- парламент -ал Соглашение η Βουλή ψήφισε τη συμφωνία, ♦ратман, -а α. (παλ.) σύμβουλος δημαρχια- δημαρχιακός. раТНИК, -а α. (παλ.). 1 πολεμιστής, μαχη- μαχητής. 2 στρατιώτης. раТНЫЙ επ. μαχητικός- πολεμικός- - ДОС- спех πολεμική πανοπλία- ~ые ПОДВИГИ πολε- πολεμικά κατορθώματα- -ая слава πολεμική δόξα- -Ыв ЛЮДИ μαχητικοί άνθρωποι. ратоборец, -рца α. (παλ.) πολεμιστής, μα- μαχητής . раТОбОрСТВО, -а ουδ. (παλ.) μάχη. ратоборствовать, -ствуга, -ствуешь р. δ. (παλ.)· μάχομαι, πολεμώ· αγωνίζομαι. ратовать, -тута, -туешь, προστκ. ратуй р. δ. 1 (παλ.)· μάχομαι, πολεμώ. 2 (γραπ. λόγος)' αγωνίζομαι, παλεύω- προσπαθώ πολύ·, - за просвещение προσπαθώ για τη διαφώτιση- за правду παλεύω για την αλήθεια- - за или против αγωνίζομαι υπέρ ή κατά. ♦ратуша, -И θ. 1 (παλ.)· το δημαρχείο. 2 (σε δυτ. χώρες)· το κτίριο αυτοδιοίκησης. раТЬ, -И θ. 1 (παλ^) μάχη· πόλεμος- κρο- ВОПролЙТНая - αιματηρή μάχη. 2 (παλ.)· το στράτευμα. 3 μτφ. (παλ.) πλήθος, πληθώρα αντιπάλων. ♦раунд, ~а α. (αθλτ.) ο γύρος, το ράουν. ♦раут, -а α. (παλ.) εσπερίδα επίσημη· δε- δεξίωση. , -а α. ραφιναδα. рафинадный επ. της ραφινάδας· ραφινάτος. рафинирование, -я ουδ. ραφινάρισμα, διύ- λισμα, καθάρισμα. рафинированный επ. απο μτχ. 1 καθαρισμέ- καθαρισμένος, διυλισμένος, ραφιναρισμένος. '2 εκλε- πτισμένος, λεπτός στους τρόπους. II διάση- διάσημος, ξακουστός· - негодяй μεγάλο κάθαρμα, ξακουστός παλιάνθρωπος. рафинировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. рафинированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.к. σ.μ. καθαρίζω, διυλίζω, ραφινάρω ♦рафия, -и θ. 1 είδος φοίνικα. 2 ίνες απο φοίνικα. ♦рахат-лукум, -а α. ραχάτ λουκούμι. ♦раХИТ, -а α. ραχίτιδα. раХИТЙЗМ, ~а α. ραχιτισμός. раХИТИК, -а α. παιδί ραχιτικό. раХИТИЧеСКИЙ επ. ραχιτικός. II μτφ. μαρα- σμώδης, αθαλής. рахитичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ρα- ραχιτικός· - мальчик ραχιτικό παιδί, ♦рацея, -и θ. (παλ.)·' διδαχή· μακρηγορία, μακροσκελής συλλογισμός. ♦рацион, -а α. μερίδα τροφής· σιτηρέσιο-ДВа -а διπλή μερίδα. II η νομή. рационализатор, -а α. τελειοποιητής, βελ- τιωτής εργασίας. рационализаторский επ. βελτιωτικός· -ое предложение βελτιωτική πρόταση. рационализаторство, -а ουδ. βλ. рациона- рационализация. ♦рационализация, -И θ. τελειοποίηση- βελ- βελτίωση (σε ορθολογιστική βάση)· - произ- производства ορθολογική βελτίωση της παραγωγής. рационализировать, -рута, -руешь р.δ.κ.σ. ^ι. τελειοποιώ- βελτιώνω (σε ορθολογιστική βάση). II -СЯ τελειοποιούμαι, βελτιώνομαι σε ορθολογιστική βάση. ♦рационализм, ~а α. 1 ορθολογισμός (φιλο- (φιλοσοφική γνωσιολογική σχολή). 2 δόγμα φιλο- φιλοσοφικό (που θεωρεί τη νόηση σαν κύρια πηγή της επιστημονικής γνώσης). 3 βλ. рассудй- тельность. рационализовать(ся) р.δ.κ.σ.μ. βλ. раци- рационализировать ся). · . рационалист, -а α., ~ка, -и θ. 1 ορθολο- γιστής (οπαδός του ορθολογιςμού). 2 άνθρω- άνθρωπος λογικός, συνετός, σώφρονας, γνωστικός. рационалистический επ. 1 ορθολογιστικός. 2 λογικός, γνωστικός, συνετός, σώφρονας. рационалистичный επ., βρ: -чен, -чна, -о βλ. рационалистический. рациональность, -И θ. λογικότητα, ορθολο- ορθολογισμός- - мероприятия η λογικότητα της λή- λήψης μέτρου: - ПОСТУПКОВ η λογικότητα των
реа πράξεων. II (μαθ.) το υπερβατόν. рациональный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 ορθολογιστικός. 2 ορθολογικός- -ое ис- использование рабочей СИЛЫ ορθολογική χρησι- χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης· -ая органи- организация торговли ορθολογική οργάνωση του ε- εμπορίου. 3 (μαθ.) -ое число αλγεβρικός α- αριθμός. рационизирование, -я ουδ. ρύθμιση (δια)- τροφής. II σύστημα διατροφής. рационизировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ρυθμίζω τη διατροφή. *раЦИЯ, -И θ. ασύρματος· φορητός ραδιο- ραδιοσταθμός. рачение, -Я ουδ. (παλ.) προσπάθεια, φρο- φροντίδα, μέριμνα, ενδιαφέρον. рачий, ~ЬЯ, ~ье επ. του αστακού· -ья клё- ШНЯ η ψαλίδα (τσιμπίδα) του αστακού. II εκφρ. -ЬИ глаза γουρλωτά μάτια. рачитель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. (παλ.) φρο- φροντιστής· επιμελητής. рачитеЛЬНОСТЬ, -И θ. φροντίδα, μέριμνα- ενδιαφέρον. рачительный επ., βρ; -лен, -льна, -льно; (παλ.)· προσεχτικός, ενδιαφερόμενος,που φρο- φροντίζει, μεριμνά. рачок, -чка α. μικρός αστακός. *рашпиль, -Я α. ράσπα, ξυλοφάγος, αδρά ρίνη. ращение, ~Я ουδ. μεγάλωμα, αύξηση. рвануть, -ну, -Нёшь ρ.σ. 1 τραβώ δυνατά απότομα· ОН ~ул меня за рукав αυτός με τρά- τράβηξε απότομα απο το μανίκι. 2 ξεκινώ απότο- απότομα, ορμητικά, ορμώ, χυμώ. II (για άνεμο, ρεύ- ρεύμα) · φυσώ δυνατά, ορμητικά. II σκάζω, κάνω έκρηξη. 3 (απλ.)· αναχωρώ, φεύγω· πηγαίνω- завтра мы -ём в Москву αύριο πάμε για τη Μόσχα. 4 (απλ.) παίρνω, βουτώ· παίρνω παρά- παράνομα· - изрядный куш βουτώ μεγάλο ποσό χρη- χρημάτων. II -СЯ ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορ- ορμώ, ρίχνομαι, χυμώ. рваный επ. 1 κομμένος, κομματιασμένος. 2 (ξε)σχισμένος, κουρελιασμένος· -ые брюки ξεσχισμένο παντελόνι. рвань, -и θ. 1 κουρέλι, ράκος· ему нель- нельзя было такую - надевать αυτός δεν έπρεπε τέτοιο ράκος να ντύσει. 2 φτωχολογιά, κου- ρελαρία. 3 (αθρσ.) τα ξεφτίσματα, απομει- νάδια, κουρελόπανα. рваньё, -Я ουδ. 1 τράβηγμα δυνατό, από- απότομο. 2 κουρέλι, ράκος. рвать, рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал, -ла, рвало р.δ.μ. τραβώ δυνατά, απότομα· не рви ИЗ рук μη τραβάς απο τα χέρια. II βγάζω, πα- παρασύρω· αποσπώ- буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα·.- ГВОЗДИ βγά- βγάζω τα καρφιά. II κόβω- μαζεύω· - Цветы κόβω λουλούδια· ~ ветки κόβω κλαδιά. 2 (ξε)σχί- ζω, κάνω κομμάτια· ~ ПИСЬМО ξεσχίζω το γράμ- γράμμα· собаки его -ЛИ τα σκυλιά τον ξέσχιζαν. 3 μτφ. διακόπτω· - отношения κόβω σχέσεις. 4 ανατινάζω· σπάζω· здесь в прошлом году -ЛИ камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρ- νέλα. 5 πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(ο πόνος). 6 (απλ.) βλ. рвануть D σημ.). II εκφρ. - ГОрЛО ή ГЛОТку (απλ.) ξελαρυγγίζο- μαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)·- зу- бы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)· - И метать είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργι- μένος. II -СЯ 1 με τραβά απότομα. 2 ξε- ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια. 3 κόβομαι· Те- лефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν. 4 μτφ· διακόπτο- διακόπτομαι ·отношения -ЛИСЬ οι σχέσεις διακόπτονταν. 5 σκάζω· рядом -ЛИСЬ снаряды δίπλα έσκα- έσκαζαν οβίδες. 6 επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώ· προσπαθώ πολύ, κόβομαι· - в бой θέλω πολύ να ριχτώ στη μάχη· ребёнок -ЛСЯ К матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα. II μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι. рвать2, ρΒ6Τ"Γ~παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.(απρόσ,) κάνω εμετό, (εξ)εμώ. рвач, -а α. πλεονέχτης, εκμυζητής, φιλάρ- παγας. рваческий επ. πλεονεκτικός,αρπακτικός· -Ие наклонности αρπακτικές διαθέσεις. рвачество, ~а ουδ. πλεονεξία- αρπακτικό- τητα. рвение, -Я ουδ. ένθερμος ζήλος· πάθος. рвота, -Ы θ. εμετός· кашель СО -ОЙ βήχας με εμετό. II το ξερατό. РВОТНЫЙ επ. εμετικός- -ое явление εμετικό σύμπτωμα· -ое средство εμετικό φάρμακο. II εκφρ. - корень ιπεκακουάνα, ρίζες της ιπε- κακουάνας (ως εμετικό φάρμακο). рдеТЬ, рдеет ρ.δ. κοκκινίζω, φαίνομαι κόκ- κόκκινος- ПЛОДЫ -ГОТ на солнце οι καρποί κοκκι- κοκκινίζουν στον ήλιο· -ГОТ знамёна κοκκινίζουν οι σημαίες. II -СЯ κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκι- κόκκινος- - ЛИСЬ КИСТИ винограда κοκκίνιζαν τα τσα- τσαμπιά των σταφυλιών. РДЯНЫЙ επ., βρ: РДЯН, -а, -О κόκκινος, ε- ερυθρός, άλικος. *ре ουδ. άκλ. ρε (μουσικός φθόγγος). ре... πρόθεμα με στ\\ιασία; 1 ανανέωση ή ε- πανάλειψη της ενέργειας: ремилитаризация, ревакцинация, ретрансляция. 2 αντίθετη ε- ενέργεια ή αντίδραση,- реэвакуация, реэкспорт, ♦реабилитация, -И θ. αποκατάσταση (τιμής, φήμης ή δικαιωμάτων). II επανόρθωση αδικίας. реабилитировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. 1 αποκατασταίνω (τιμή, φήμη)· επανορθώνω(α- δικία), 2 αποκατασταίνω (στα δικαιώματα). II
реа 363 реб -СЯ αποκατασταίνομαι κλπ. ρ, ενεργ. φ. реагирование, ~я ουδ. 1 αντίδραση, αντε- νέργεια. 2 αντιμετώπιση, φέρσιμο· ενέργεια, δράση. ♦реагировать, -руга, -руешь р.δ. 1 αντιδρώ, αντενεργώ. 2 αντιμετωπίζω, φέρνομαι· δρω, ε- ενεργώ. II (χημ.) αντιδρώ. *реактЙВ, -а α. (χημ.) αντιδραστήριο. реактивность, -и θ. ικανότητα αντιδραστι- αντιδραστική, αντενεργητική. реактивный επ. 1 (χημ.) αντιδραστικός, α- ντενεργητικός- -ые вещества αντιδραστικές ουσίες. 2 (φυσιολ.)· αντιδραστικός- -ое дви- движение αντιδραστική κίνηση, πρόωση. II πυ- πυραυλοκίνητος* αεριοπροωθούμενος- - Самолёт αεριοπροωθοΰμενο αεροπλάνο· -ые снаряды πυ- πυραυλικά (πυραυλοκίνητα) βλήματα. ♦реактор, -а α. αντιδραστήρας· атомный ατομικός αντιδραστήρας. реакционер, -а α., ~ка, -и θ. αντιδραστι- αντιδραστικός , -ή. реакционность, -И θ. αντιδραστικόνητα, ο αντιδραστικός χαρακτήρας· ~ ВЗГЛЯДОВ η αντι- δραστικότητα των απόψεων. реакционный επ., βρ: -ционен, -ционна, -о αντιδραστικός· -ые силы αντιδραστικές δυ- δυνάμεις· -ая среда (окружающее) αντιδραστικό περιβάλλον ~ая печать αντιδραστικός τύπος, ♦реакция? -и θ. αντίδραση- - организма на холод αντίδραση του οργανισμού στο ψύχος· химическая - χημική αντίδραση· цепная - η αλυσωτή αντίδραση. II απότομη αλλαγή· πτώση, εξασθένηση (μετά απο υπερένταση). реакция? -И θ. αντίδραση (οι αντιδραστι- αντιδραστικοί). II εναντίωση κατά της προόδου. *реалп, -а α. (τυπογρ.) στο^ειοθήκη, κάσα. *реал? -а α. ρεάλιο (παλαιό ι σπα ν. νόμισμα). ♦реализация, -И θ. 1 πραγματοποίηση· - ПЛа- на πραγματοποίηση του πλάνου. 2 πούληση, με- μετατροπή σε χρήμα· - Продукции μετατροπή των προϊόντων σε χρήμα. ♦реализм, -а α. 1 πραγματισμός, ρεαλισμός· - В планировании хозяйства ρεαλισμός στησχε- διοποίηση της οικονομίας. 2 (φιλγ.^ Τέχνη)· αληθινή απεικόνιση της πραγματικότητας· Л. ТОЛСТОГО о ρεαλισμός του Λ. Τολστόι. 3 (φιλοσ.)· πραγματοκρατία. II εκφρ крити- критический - κριτικός ρεαλισμός- социалисти- социалистический - σοσιαλιστικός ρεαλισμός. реализовать, -зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. реализованный, βρ: -ван, -а, ~о р.δ. κ. σ.μ. 1 πραγματοποιώ· - Своё желание πραγμα- πραγματοποιώ τον πόθο μου. 2 πουλώ· μετατρέπω σε χρήμα· - товары на рынке πουλώ σε χρήμα το εμπόρευμα στην αγορά. II -СЯ 1 πραγματοποι- πραγματοποιούμαι. 2 πουλιέμαι, μετατρέπομαι σε χρήμα. реалист, ~а α., -ка, -и θ. ρεαλιστής, ρε- αλίστρια. реалистический επ. ρεαλιστικός· - писатель ρεαλιστικός συγγραφέας· - роман ρεαλιστικό μυθιστόρημα- -ое отношение к ЖИЗНИ ρεαλι- ρεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής. реалистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. реалистический. реальность, -И θ. αντικειμενικότητα· ИС- ИСХОДИТЬ ИЗ -И ξεκινώ απο την πραγματικότητα· ЭТО не мечта, а - αυτό δεν είναι όνειρο, αλ- αλλά πραγματικότητα· объективная - αντικειμε- αντικειμενική πραγματικότητα. реальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 πραγματικός, αληθινός, αντικειμενικός· -ая ЖИЗНЬ η πραγματική ζωή· -ая основа πραγμα- τική βάση- -ая политика αντικειμενική πολι- πολιτική. 2 (παλ.) βλ. реалистический. II εκφρ. -ая заработная плата о πραγματικός μισθός (η αγοραστική ικανότητα του μισθού)- -ые науки (παλ.) οι πραγματικές (φυσικές) επι- επιστήμες- -ое училище (παλ.) μέση σχολή πραγ- πραγματικών επιστημών. ребёнок, -нка, πλθ. ребята, ~6ήτα.(στον πλθ. χρησιμοποιείται και αντί του Дети)* παι- παιδί, παιδάκι, παιδάριο- маленькие -ята игра- играли во дворе τα μικρά παιδιά (παιδάκια) έ- έπαιζαν στην αυλή. II βρέφος, μωρό, νήπιο- грудной - γαλαθηνό τέ*νο (βυζαν ιάρ ικο). 2 τέκνο, παιδί· у нас РОДИЛСЯ второй ~ κάναμε (αποχτήσαμε) και δεύτερο παιδί. 3 μτφ. ά- άπειρος, πρωτόβγαλτος- ОН настоящий - αυτός είναι τελείως άπειρος (σαν το παιδί). . ребёночек, -чка α. μωρουδάκι, μωρουδέλι. рёберный επ. πλευρικός- ~ые кости πλευ- πλευρικά οστά (τα πλευρά). ♦реборда, -Ы θ. γύρος, χείλος, άκρη (κυρί- (κυρίως τροχών). ребрастый επ., βρ: -раст, -а, ~о (απλ.) βλ. ребристый. ребрЙОТЫЙ επ., βρ: -рЙСТ, ~а, ~О. 1 με ε- εξέχοντα πλευρικά οστά, κοκκαλιάρικος- - бок κοκκαλιάρικο πλευρό. 2 με εξοχές- -ые следы ίχνη (αποτυπώματα) εξέχοντα. ребро, -а, πλθ. рёбра, рёбер, рёбрам α. 1 πλευρό, παίδι- так похудел, что рёбра ви- видно αυτός αδυνάτισε τόσο, που φαίνονται τα πλευρά. 2 άκρη, η πλευρά- - ДОСКЙ η πλευρά της σανίδας- - монеты η στεφάνη (γύρος) του κέρματος. 3 ακμή· - ДвухграННОГО угла η ακ- ακμή της δίεδρης γωνίας· - пирамиды η ακμή της πυραμίδας. II εκφρ. поставить вопрос ~ΟΜ βάζω το ζήτημα απερίφραστα, ορθά-κοφτά. рёбрышко, -а ουδ. πλευραδάκι. ♦ребус, -а α. γρίφος. II μτφ. το δύσληπτο.ν, το δυσκολονόητον.
рео 364 рев рёбусНЫЙ επ. γριφώδης. ребята, -бяг πλθ. του ουσ. ребёнок. Ι) οι νεαροί, τα παλικάρια- παιδιά· -, вперёд! παιδιά, ϋποοστά! девушки и - κορίτσια και παιδιά (αγόρια). ребятёнок, -нка α. (απλ.) βλ. ребёнок. ребЯТЙШКИ, ~шек πλθ. παιδάκια, παιδαρέλια. ребятки, -ток πλθ. βλ. ребятишки. ребЯТНЯ, ~Й θ. αθρστ. (απλ.) τα παιδιά, το παιδολόι, παιδοβόλι, η μαρίδα. ребятушки, -шек πΧΘ. (απλ.)· χα'ίδ. та πα·,- δάκια. ребяческий επ. 1 παιδικός· - крик παιδική κραυγή. 2 παιδαριώδης, παιδιακίστικος, παι- διάτικος (χαμηλής κρίσης)· -ие ДОВОДЫ παι- διακίατικα επιχειρήματα· -ое суждение παι- διακίστικη κρίση (συλλογισμός). ребячество, -а ουδ. 1 (παλ.) η παιδική η- ηλικία. 2 παιδιαρίσματα, παιδικοί τρόποι, η παιδική συμπεριφορά. ребячий, ~ья, -ье επ. βλ. ребяческий. ребячиться, -чусь, -чишься р.δ. (για ενή- ενήλικους) παιδιαρ'ιζω. ребячливость, -и θ. βλ. ребячество (ι σημ.). ребячливый επ., βρ: -лив, -а, -о βλ. ре- ребяческий B σημ.). рёв, -а α. μούγκρισμα, -ητό, βρυχηθμός, μυκηθμός· ούρλιασμα- звери ПОДНЯЛИ ~ τα Θη- Θηρία άρχισαν να μουγκρίζουν - бури το μου- μουγκρητό της θύελλας. II κραυγές, ξεφωνητό. 2 κραυγή θρηνώδης, θρήνος γοερός. рёва, -Ы α.κ.θ. κλαψιάρικο αγοράκι ή κο- κοριτσάκι. ревакцинация, -И θ. αναδαμαλισμός. *реваНШ, -а α. ανταπόδοση· αντεκδίκηση, ρε- ρεβάνς· ГОТОВИТЬСЯ К -у ετοιμάζομαι για την ανταπόδοση- дать - ανταποδίνω. реваншизм, -а α. ρεβανσισμός, ανταπόδοση. реваншировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. αντα- ανταποδίνω, δίνω ρεβάνς. реваншист, -а α. ρεθανσίστας. реваншистский επ. ρεβανσιστικός, ανταπο- ανταποδοτικός, αντεκδικητικός. реваншный επ. βλ. реваншистский. ревенный επ. ρήινος, του ρήου, απο ρήο, του ρεβενιού, απο ρεβένι. *ревёнь, -Я α. (βοτ.) το ρήο (επιστ.) ρε- ρεβένι, ραβένι (λκ.). *ревераНС, ~а α. ρεβερέντζα. ♦реверберация, -И θ. αντήχηση. *реверс, -а «. 1 η άλλη (πισινή) όψη του νομίσματος ή μεταλλίου. 2 οπισθογράφηση. 3 (παλ.) χρηματική καταβολή (απο νεόπαντρους αξιωματικούς). 4 μηχανισμός αντίστροφης κί- κίνησης μηχανής. реверсивый επ. αντιστρεπτικός, -ροφικός. реверсирование, -Я ουδ. αντιστροφή. ♦реверсия, -и θ. 1 βλ. атавизм. 2 βλ. ре- реверсирование. 3 (νομ.) επιστροφή περιουσί- περιουσίας στον προκάτοχο. реветь, -ву, -вёшь ρ.δ. 1 μουγκρίζω, μυ- κώμαι, βρυχώμαι· -ёт зверь μουγκρίζει то θη- θηρίο. II τραγουδώ άγαρμπα, βγάζω αγριοφωναρες, γκαρίζω. 2 κλαίω γοερά. ревизионизм, -а α. αναθεωρητισμός, ρεβι- ζιονισμός. Ι| αναθεώρηση. ревизионист, -а α. αναθεωρητής, ρεβιζιο- νιστής. ревизиоНИСТСКИЙ επ. αναθεωρητικός· -И6 ВЗГЛЯДЫ αναθεωρητικές απόψεις· -ая критика αναθεωρητική κριτική. ревизионный επ. (εξ)ελγκτικός, του ελέ- ελέγχου- -ая комиссия ελεγκτική επιτροπή. ♦ревизия, -и θ. 1 έλεγχος- επιθεώρηση. 2 αναθεώρηση· - марксизма αναθεώρηση του μαρ- μαρξισμού. 3 (παλ.) απογραφή πληθυσμού (αγρο- (αγροτών και πολιτών). ревизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. ревизованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. μ. 1 ελέγχω* επιθεωρώ. 2 αναθεωρώ. ревизовка, -и θ. (παλ.) βλ.ревизия (ι σημ.). ревизор, -а α. ελεγκτής· επιθεωρητής. ревизорский επ. ελεγκτικός, του ελεγκτή- του επιθεωρητή. ревизский επ. της απογραφής, της καταγρα- καταγραφής (τον 18 αι,). II εκφρ. ~ая сказка (παλ.) φορολογικός κοτάλογος- -ЭЯ душа άτομο γραμ- γραμμένο στους φορολογικούς καταλόγους. ревком, -а α. επαναστατική επιτροπή, ♦ревматизм, ~а α. ρευματισμός. ревматик, -а α. ρευματικός, ρευματοπαθής· санатория ДЛЯ -ов σανατόριο για τους ρευ- ματιΛούς. ревматический επ. ρευματικός- ~ие боли οι ρευματικοί πόνοι. ревмя к. (διαλκ.) рёвма επίρ- - реветь βλ. реветь B σημ.). ревнивец, -ВЦа α., -ВИЦа, -Ы θ. ζηλιάρης, -α- Очень - πολύ ζηλιάρης, ζηλιαρόγατος. ревнЙВОСТЬ, -и θ. ζήλια, ζηλοτυπία. ревнивый επ., βρ: -нив, ~а, -о ζηλιάρης, ζηλότυπος. ревнитель, -Я α. (παλ.) ζηλωτής, επιθυμη- επιθυμητής, πολύζηλος. ревновать, -нуга, -уешь р.δ. 1 ζηλεύω, ζη- λοτυπώ. 2 έχω ζήλο. 11 φροντίζω, μεριμνώ. 3 ζηλοφθονώ. ревностный επ., βρ: -тен, -тна, -тно γε- γεμάτος ζήλο, ζηλωτής, πολύζηλος· ένθερμος· - работник φίλεργος (φιλόπονος) εργάτης. ревность, -и θ. 1 ζήλια, ζηλοτυπία. 2 ζή- ζήλος, ζέση, θέρμη (μεγάλη ψυχική διάθεση). 3
рев 365 рег φθόνος, ζηλοφθονία. ♦ревокация, -И θ. ανάκληση. ♦револьвер, -а α. ρεβόλβερ(περίστροφο)· ше- шестизарядный - εξάσφαιρο ρεβόλβερ. револьверный επ. του ρεβόλβερ· -ая кобу- кобура η θήκη του ρεβόλβερ. II εκφρ. - СТЭНОК περιστροφικός τόρνος. революционер, -а α., ~ка, -И θ. επαναστά- επαναστάτης, -τρία. революционизировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ. σ.μ. επαναστατικοποιώ* -массы επαναστατι- κοποιώ τις μάζες. II επιφέρω ριζικές αλλα- αλλαγές. II -СЯ επαναστατικοποιούμαι. революционность, -и θ. επαναστατικότητα· - ВОЙСК η επαναστατικότητα των στρατευμάτων. революционный επ., βρ; -онен, -онна, -онно. 1 επαναστατικός* -ое движение επαναστατικό κίνημα* -ые войска επαναστατικά στρατεύμα- στρατεύματα· - подъём επαναστατική έξαρση" ~ закон о επαναστατικός νόμος. ♦революция, -и θ. επανάσταση· французская - η γαλλική επανάσταση· Великая Октябрьская Социалистическая - η ΙΕεγάλη Οκτωβριανή σο- σοσιαλιστική επανάσταση· пролетарская - προ- προλεταριακή επανάσταση. II μτφ. ριζική αλλαγή* - В науке επανάσταση στην επιστήμη· - в про- производстве επανάσταση στην παραγωγή" куль- культурная - πολιτιστική επανάσταση. ретрибунал, -а α. επαναστατικό δικαστήριο A917 - 1922). ревун, -а α., ~ья, -и θ. 1 κλαψάρης, -α. 2 σειρήνα πλοίου. 3 είδος πιθήκου. *ρβΒΪ) ουδ. άκλ. (θεατρ.) η επιθεώρηση. ♦регалия, -И θ. (συνήθως πλθ. -ИИ γεν. -ИЙ). (παλ.). 1 παράσημο βασιλικό. 2 πλθ. μετάλλια, διακριτικά. 3 ρηγάλο, προνόμιο. ♦регата, -Ы θ. αγώνες κωπηλασίας ή ιστιο- ιστιοπλοίας, λεμβοδρομία, ρεγκάτα. ♦регби ουδ. άκλ, το ράγκμπι. регбЙСТ, -а α. παίκτης του ράγκμπι, ♦регенерат, -а α. αναζωογονημένο (αποκατα- (αποκαταστημένο) υλικό. регенеративный επ. αναζωογονητικός·- ЦИКЛ αναζωογονητικός κύκλος. регенератор, -а α. (τεχ.) αναζωογονητήρας. ♦регенерация, -И θ. (τεχ.) αναζωογόνηση* - масел αναζωογόνηση λαδιών. ♦регент, -а α. 1 αντιβάσιλιάς. 2 χοράρχης (κυρίως εκκλησιαστικός). регентский επ. 1 του αντιβασιλιά. 2 του χοράρχη* - камертон η διαπασών του χοράρχη. регенство, -а ουδ. αντιβασιλεία. регентша, -И θ. 1 αντίβασίλισσα. 2 η σύ- σύζυγος του αντιβασιλιά. региональный επ. του χώρου ομάδας κρατών περιφερειακός· - пакт ή -ое соглашение περιφερειακό σύμφωνο. ♦регистр, ~а α. 1 κατάλογος, κατάσταση, πί- πίνακας" κατάστιχο. 2 (μουσ.) τόνος, φθόγγος· βάση* κλειδί, ρεγκίστρο. 3 ρυθμιστής. регистратор, -а α., -ша, -И θ. 1 καταχω- ρητής, πρωτοκολλητής· καταγραφέας. 2 είδος χαρτοφύλακα. регистраторский επ. του καταχωρητή, του καταγραφέα. регистратура, -Ы θ. γραφείο καταχώρησης, εγγραφής· πρωτοκόλλησης. регистрационный επ. της καταχώρησης, της εγγραφής· της πρωτοκόλλησης· - ЛИСТ φύλλο καταχώρησης. регистрация, -И θ. καταχώρηση· εγγραφή* καταγραφή * - депутатов η καταγραφή των βου- βουλευτών (αντιπροσώπων)· - брака εγγραφή του γάμου (στο ληξιαρχείο). регистрирование, -я ουδ.βλ. регистрация. регистрировать, -рую, -руешь р.δ.μ. 1 εγ- εγγράφω, καταγράφω* καταχωρώ' πρωτοκολλώ' делегатов съезда καταγράφω τους αντιπροσώ- αντιπροσώπους του συνεδρίου. 2 σημειώνω. II -СЯ 1 εγ- εγγράφομαι. 2 γράφομαι στο μητρώο. II καταχω- καταχωρούμαι* πρωτοκολλούμαι. II σημαδεύομαι. регистровый επ. του κατάλογου κλπ. ουσ. βλ. регистр. ♦регламент, -а α. (παλ.) κανονισμός. II κα- καθιερωμένη τάξη πραγμάτων. II οι κανόνες. регламентация, -и θ. καθορισμός ακριβής· καθιέρωση. II ρύθμιση· κανόνισμα" υπόταξη στους κανόνες. ♦регламентировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. регламентированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. καθορίζω ακριβώς' καθιερώνω αυστηρά. II ρυθμίζω, κανονίζω' υποτάσσω στους •οανόνες. II -СЯ καθορίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. регламентный επ. του κανονισμού, των κα- κανόνων - порядок κανονισμένη (καθιερωμένη) τάξη (σειρά). ♦реглан, -а α. το ρεγκλάν пальто - πανω- πανωφόρι ρεγκλάν платье - φόρεμα ρεγκλάν. реготать, -гочу, -гочешь р.δ. (απλ.)· χα- σκογελώ, χαχανίζω, ,χασκαρίζω. ♦регресс, -а α. πισωδρόμιση, οπισθοδρόμη- οπισθοδρόμηση· - В развитии πισωδρόμηση στην ανάπτυξη. регрессивность, -и θ. βλ. регресс. регрессивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно πίτ- σωδρομικός, οπισθοδρομικός* οπισθοβατικός, οπισθοχωρητικός. II αντιπροοδευτικός, αντιδρα- αντιδραστικός. регрессировать, -руго, -руешь р.δ. οπισθο- οπισθοδρομώ, πισωδρομώ, οπισθοβατώ' παρακμάζω. регулирование, -Я ουδ. ρύθμιση, κανόνισμα* τακτοποίηση* ρεγουλάρισμα* - уличного дви- движения ρύθμιση της οδικής (τροχαίας) κίνη-
σης· - МОТОра ρεγουλάρισμα του κινητήρα. регулировать, -рую, -руешь р.δ.μ. 1 ρυθ- ρυθμίζω, κανονίζω, ρεγουλάρω· τακτοποιώ- - пе- перевозки грузов ρυθμίζω τις μεταφορές φορ- φορτίων - МОТОр ρεγουλάρω τον κινητήρα. II -СЯ ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι· τα- τακτοποιούμαι. регулировка, -И θ. ρύθμιση, κανόνισμα, ρε- γουλάρισμα· τακτοποίηση·- движения поездов ρύθμιση τη", κίνησης των τρένων - станка το ρεγουλάρισμα της εργατομηχανής. регулировочный επ. ρυθμιστικός· - винт ρυθμιστικός κοχλίας. регулировщик, ~а α., -ца, ~Ы θ.ρυθμιστής, -Ίστρια. ♦регулы, -гул πλθ. βλ. менструация. регулярно επίρ. ρυθμικά, κανονικά, ταχτι- ταχτικά. регулярность, ~И θ. κανονικότητα, ταχτι- κότητα- ρυθμικότητα· ρέγουλα· ~ Поездов η κανονικότητα της κίνησης των τρένων. регулярный επ., βρ: -рен, -рна, -рно κα- κανονικός, ταχτικός· ρυθμικός. II εκφρ. ~ая армия τακτικός στρατός. регулятивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно·, κανονιστικός, ρυθμιστικός. регулятор, -а α. ρυθμιστής· - УЛИЧНОГО движения τροχονόμος. II ρυθμιστήρας· -пара, ТОка ρυθμιστήρας ατμού ρεύματος. ред..., πρώτο συνθετικό με σημ. редакци- редакционный βλ. λέξη. .. .ред δεύτερο συνθετικό με σημ. редак- ΤΟρ βλ. λέξη. редактирование, -я ουδ. σύνταξη· - статьи σύνταξη του άρθρου. редактировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 συντάσσω· - рукопись συντάσσω το χειρόγραφο· - статью συντάσσω το άρθρο· - газету κάνω τη σύνταξη της εφημερίδας· - резолюцию συ- ντάσω την απόφαση. 2 διατυπώνω· -руйтеина- че эту фразу διατυπώστε αλλιώς αυτή τη φρά- φράση. II -СЯ 1 συντάσσομαι. 2 διατυπώνομαι. редактор, -а α. συντάκτης· - газеты συ- συντάκτης εφημερίδας· главный - ο αρχισυ,ντά- κτης· ответственный - υπεύθυνος της σύντα- σύνταξης. редакторский επ. συντακτικός, του συντά- συντάκτη· -ие объязанности οι υποχρεώσεις του συντάκτη. редакторство, ~а ουδ. το επάγγελμα ή το έργο του συντάκτη. редакторствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. επαγγέλλομαι το συντάκτη. редактура, -ы θ. σύνταξη· рукопись прошла первую -у το χειρόγραφο πέρασε την πρώτη σύνταξη. редакционный επ. συντακτικός, της σύντα- σύνταξης· ~ые поправки διορθώσεις της σύνταξης· -Ые указания υποδείξεις της σύνταξης- ~ая работа η συντακτική εργασία· -ая коллегия η συντακτική επιτροπή· ~ая статья κύριο άρ- άρθρο. ♦редакция, ~и θ. 1 βλ. редактирование. 2 επιμέλεια (έκδοσης βιβλίου κλπ.). 3 διατύ- διατύπωση. 4 παραλλαγή, βαριασιόν. 5 (αθρσ.) οι συντάκτες· новая - журнала η νέα σύνταξη του περιοδικού. 6 τα γραφεία της σύνταξης. ♦редемаркация, -И θ. ανανέωση των μεθορια- μεθοριακών κρατικών συνόρων (σημαδιών). редеть, -ёет р.δ. αραιώνω, γίνομαι αραι- αραιός· -ЮТ ВОЛОСЫ На голове αραιώνουν τα μαλ- μαλλιά στο κεφάλι. редечный επ. ρεπάνινος, του ρεπανιού· вкус γεύση ρεπανιού. редизна, ~Ы θ. (απλ.) αραιότητα· - леса η αραιότητα του δάσους. редина, -Ы θ. (διαλκ.) ύφασμα αραιό. ♦рвДИКОТ, -а α. (παλ.) ρεδικότα. рединный επ. (διαλκ.) απο ύφασμα αραιό, ♦редис, -а α. ραφανίδα (επιστ.), ραπάνι, ρεπάνι (λκ.). редиска, -и θ. βλ. редис; продолговатая - ραφανίδα ατρακτοειδής (μακρουλή). редкий επ., βρ: -ДОК, ~дка, -ДКО; συγκρ. β. реже, υπερθ. β. редчайший. 1 αραιός- -ие зубы αραιά δόντια· -ие ВОЛОСЫ αραιά μαλλιά- ~ая ткань αραιό ύφασμα. 2 σπάνιος- -ое явле- явление σπάνιο φαινόμενο- ~ случай σπάνια πε- περίπτωση. 3 δυσεύρητος· -ая книга σπάνιο βιβλίο- крайне - σπανιότατος. 4 εξαιρετι- εξαιρετικός- женщина -ой красоты γυναίκα εξαιρετι- εξαιρετικής (σπάνιας) ομορφιάς. редко επίρ. σπάνια· его - бывает дома αυ- αυτός σπάνια βρίσκεται στο σπίτι. редковолосый επ., βρ: -лос, -а, -о αραι- ■ομάλλης· αραιότριχος. редкозубый, επ., βρ: -зуб, -а, ~о αραιο- δόντης. редколесье, -Я ουδ. δάσος αραιό· τόπος α- ραιόδεντρος. редколлегия, -И θ. συντακτική επιτροπή. редкослойный επ. που έχει αραιά στρώματα. редкостный επ., βρ: -тен,~тна, -тно βλ. редкий (З, 4 σημ.) редкость, -И θ. 1 αραιότητα· - Ткани α- αραιότητα του υφάσματος· - Населения αραιό- αραιότητα του πληθυσμού. 2 σπανιότητα. II το α- ασύνηθες, το παράξενο.№ εκφρ. на - σπανιότα- σπανιότατα, εξαιρετικά. ♦редуктор, -а ас. αναγωγέας, υποπολλαπλασι- αστής. II μειωτήρας. редукционный επ. αναγωγικός, απλοποιητι-
ред 367 рез κός. 2 μειωτικός, υφετικός. ♦редукция, -И θ. 1 αναγωγή· απλοποίηση. 2 μείωση, ύφεση, ελάττωση· σμίκρυνση. 3 (χημ.) αναγωγή· αποζείόωση. 4 (γλωσ.) εξασθένιση προφοράς· - безударных гласных в русском языке η εξασθένιση των άτονων φωνηέντων στη ρωσική γλώσσα. ♦редупликация, -И θ. (γλωσ.) αναδιπλασια- σιασμός: чуть-чуть λίγο-λίγο. ♦редут, -а α. (παλ.) προπύργιο, περίφραχτο οχύρωμα. редуцированный επ. απο μτχ. (γλωσ.) εξα- εξασθενημένος, αδύνατος. редуцировать, -рую, -руешь.яав. μτχ. παρλθ. χρ. редуцированный, βρ: ~ван, -а, -о р.δ.и. σ.μ. 1 μειώνω, ελαττώνω. II απλοποιώ· σμι- σμικρύνω. 2 (χημ.) ανάγω· αναστοιχειώνω, απο- ξυγονώ· αποξειδώνω. II -СЯ μειώνομαι, ελατ- ελαττώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. редчайший υπέρθ. β. του επ. редкий. 1 α- αραιότατος. 2 σπανιότατος· εξαιρετικότατος. редька, -И θ. είδος μεγάλου ρεπανιού. II εκφρ. хуже горькой -и (надоесть) κατενοχλώ. ♦реДСИТ, -а α. (παλ.) καταφύγιο, κρησφύγε- κρησφύγετο μέσα στο φρούριο. ♦реёстер, -а α. κατάλογος, κατάστιχο.И βι- βιβλίο εγγραφής, καταχώρησης. реестровый επ. γραμμένος, καταχωρημένος. реечный επ. της σανιδίτσας, απο σανιδίτσα. рёхе υπέρ θ. β. του επ. редкий. ♦режим, -а α. 1 καθεστώς· царский - τσαρι- τσαρικό καθεστώς· монархический - μοναρχικό κα- καθεστώς· полицейский - αστυνομικό καθεστώς. II εσωτερικός κανονισμός· καθιερωμένη σειρά, τά- τάξη · - ДНЯ το καθεστώς της μέρας· школьный - σχολικός κανονισμός. 2 σύστημα κανόνων,μέ- κανόνων,μέτρων κλπ.)· ~ питания κανονισμός διατροφής· δίαιτα· - безопасности καθεστώς (μέτρα) α- ασφάλειας. II εκφρ. ~ ЭКОНОМИКИ σύστημα οικο- οικονομίας· - резания (τεχ.) σύστημα κοπής σε τόρνο. ♦реЖИССёр, -а α. σκηνοθέτης. режиссёрский επ. σκηνοθετικός, του σκηνο- σκηνοθέτη· ~ая работа σκηνοθετική εργασία. режиссёрство, -а ουδ. 1 σκηνοθεσία,το έρ- έργο του σκηνοθέτη. 2 βλ. режиссура. режиссёрствовать, -ствуго, -ствуешь .р.δ. επαγγέλλομαι τον σκηνοθέτη. реЖИССЙровать, -РУК), -руеШЬ р.δ. μ. σκηνο- σκηνοθετώ· - Драму σκηνοθετώ δράμα. режиссура, -ы θ. 1 βλ. режиссёрство. 2 η σκηνοθεσία (τέχνη). 3 (αθρσ.) οι σκηνοθέτες. режущий, -ая, -ее επ. απο μτχ. 1 κοπτι- κοπτικός· κοφτερός· ~ие инструменты κοπτικά όρ- όργανα (εργαλεία). 2 οξύς· -ая боль οξύς πό- πόνος, σφάχτης, σφαγιό. 3 χτυπητός· δυνα- δυνατός · - Свет χτυπητό φως. резак, -а α. 1 μάχαιρα, μεγάλο μαχαίρι. 2 γλύφανο, γλυφίδα, σμίλη. 3 κοπτήρας, μαχαί- μαχαίρι (το κοφτερό μέρος εργαλείου)· - плуга η' σπάθη ή το μαχαίρι υνίου. 4 χασάπης, σφά- σφάχτης. 5 καυστήρας, μπεκ. резальный επ. κοπτικός, της κοπής· - цех τμήμα (εργοστασίου) κοπής· -ая машина μηχα- μηχανή κοπής ή ψαλίδα. резальщик, ~а α., -ца, -ы θ. κόπτης, -ρια (διαφόρων αντικειμένων). резание, -Я ουδ. 1 κοπή, κόψιμο· τομή . ή τμήση. 2 σχίσιμο, άνοιγμα, εγχείριση.3 σφα- σφαγή, σφάξιμο. 4 λάξευση. 5 βλ.гравирование. резануть ρ.σ. (απλ.) βλ. резать. резаный επ. 1 κομμένος· - хлеб κομμένο ψωμί· - картон κομμένο χαρτόνι· -ая рана πληγή απο κόψιμο. резательный επ. της κοπής, για κόψιμο· стол τραπέζι κοπής. резать, режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -Ο ρ.δ.μ. 1 κόβω, τέμνω· - хлеб κόβω ψωμί· - мясо κόβω κρέας· ~ металл κόβω μέταλλο. II διαχωρίζω· дорога рёжет поле о δρόμος κό- κόβει το χωράφι. II αυλακώνω· лодка рёжет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό. 2 σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω- его сегодня рёжут в больнице σή- σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο· нарыв σχίζω το απόστημα. 3 αμ. κόβω· НОЖ не рёжет το μαχαίρι δεν κόβει. 4 σφάζω· - кур σφάζω τις κότες. II κατασχίζω, κατασπαράζω· волк рёжет скотину о λύκος κατασπαράζει τα ζώα. 5 βλ. вырезать B σημ.). 6 βλ. грави- гравировать. 7 προξενώ οξύ πόνο· ветер рёжет ли- лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)· верёвка рёжет руку η τριχιά κόβει το χέρι· В желу- дке мне рёжет με σφάζει στο στομάχι. II μτφ. κατατρύχω, βασανίζω· - В сердце βασα- βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα· - сознание τύπτω τη συνείδηση. 8 απορρίπτω· - на ЭК- заменах κόβω στις εξετάσεις. 9 λέγω ορθά- κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα. 10 Χρησιμο- Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ. επιτα- επιτακτική· так и рёжет, так и рёжет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του! рёжу в сере- середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)· пулемёт рёжет το πολυβόλο θερίζει· свет рёжет в глаза το φως χτυπά κατάματα. 11 μτφ. δυ- δυσχεραίνω άκρως, πνίγω. 12 (αθλτ.) χτυπώ ξυ- ξυστά. II εκφρ. - глаза ή глаз χτυπώ στα μά- μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση. II -СЯ 1 κό- κόβομαι. 2 βλ. прорезаться B σημ.). 3 αλλη- λομαχαιρώνομαι. 4 χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά. 5 βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10,11 σημ.). резвиться, -звлюсь, -вйшься р.δ. παίζω,
χαριεντίζομαι, σκιρτώ, (χορο)πηδώ, χαίρο- χαίρομαι· Дети -ЯТСЯ после уроков τα παιδιά χαί- χαίροντα μετά τα μαθήματα. рёЗБООТЬ, -И θ. 1 ζωηρότητα, σβελτάδα, ευ- ευκινησία. 2 γρηγοράδα, ταχύτητα. резвунья, -И, γεν. πλθ. -ИЙ, δοτ. -ньям θ. κορίτσι ζωηρό, πεταχτό, αταχτούτσικο. резвушка, -и θ. βλ. резвунья. резвый επ., βρ: резв, резва, резво. 1 ζω- ζωηρός, σβέλτος· αταχτούτσικος. 2 γρήγορος, γοργοπόδαρος. ♦резеда, -Ы θ. οινάνθη (επιστ.), σγαρά- ντζι, ρεζεδά, -ντά (λκ.). резедовый επ. της ρεζεντάς. II απο ρεζε- ντά· -ое масло λάδι απο ρεζεντά, οινανθέ- λαιο. ♦резекция, -И θ. (ιατρ.) εκτομή, αποκοπή μέλους του σώματος. ♦резерв, -а α. 1 εφεδρεία· ввести в бой последние -Ы ρίχνω στη μάχη τις τελευταίες εφεδρείες· батальон отошёл В - το τάγμα α- αποσύρθηκε σε εφεδρεία. 2 (συνήθως πλθ,)' ~Η αποθέματα· государственные материальные и продовольственные -Ы τα κρατικά αποθέματα σε υλικά και τρόφιμα. 3 (στρατ.) οι έφε- έφεδροι. 4 (συνήθως πλθ.) -ВЫ, -ВОВ τα ρείθρα (δεξιά και αριστερά της σιδηροδρ. οδού). II εκφρ. трудовые -ы εργατικές εφεδρείες (οι μαθητές των επαγγελματικών σχολών). ♦резерват, ~а α. 1 βλ. заповедник. 2 βλ. резервация. ♦резервация, -И в. 1 εφεδρεία. II επιφύλα- επιφύλαξη δικαιώματος. 2 τόπος εκδίωξης των ιθαγε- ιθαγενών - индейцев в США εκδίωξη των ερυθρό- δερμων σε άγονα μέρη στις ΗΠΑ.. резервирование, -Я ουδ. φύλαξη, διατήρηση (για ώρα ανάγκης). резервировать, ~рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. δι- διατηρώ, φυλάσσω (για ώρα ανάγκης). II -СЯ δι- διατηρούμαι, φυλάσσομαι (για ώρα ανάγκης). резервист, ~а α. (στρατ.) ο έφεδρος. резервный επ. 1 αποθεματικός· - капитал αποθεματικό κεφάλαιο. 2 (στρατ.) εφεδρικός· ~ые войска εφεδρικά στρατεύματα. ♦резервуар, -а α. 1 δεξαμενή· - ДЛЯ ВОДЫ υ- δροδεξαμενή. 2 μτφ. πηγή, εστία· - заразы εστία μόλυνσης. резец, -зца α. 1 (τεχ.) κοπίδι. II σμίλη. 2 μτφ. τέχνη, μαστοριά γλύπτη. 3 (για δό- δόντια)· κοπτήρας. ♦резидент, -а α. 1 αρμοστής προτεκτοράτου. 2 (διπλωμ.) πρόσεδρος-υπουργός. 3 αλλοδα- αλλοδαπός· μέτοικος. 4 κατάσκοπος—προϊστάμενος, αρχικατάσκοπος. ♦резиденция, -И θ. διαμονή (προέδρου δημο- δημοκρατίας, πρωθυπουργού, προσωπικοτήτων). ♦резина, -ы θ. το λάστιχο. резинка, -и θ. 1 η γομολάστιχα, η σβηστή- ρα, το σβηστήρι· чернильная - γομολάστιχα για μελάνες· - ДЛЯ карандаша γομολάστιχα για μολύβια. 2 λάστιχο (κλωστή ή σχοινί ε- λαστιχό). резинковый επ. (παλ.) βλ. резиновый (ι σημ.). резинный επ. βλ. резиновый A σημ.). резиновый επ. 1 ελαστιχός· λαστιχένιος-του καουτσούκ· ~ое производство παραγωγή ελα- στιχών ή καουτσούκ· ~ые калоши οι γαλότσες· -ая обувь λαστιχένια παπούτσια. 2 μτφ. (για έννοιες)· εκτατικός. ♦резиньяция, ~и θ. (γραπ. λόγος)· υπόκυψη, υποταγή στην τύχη. резка, -и θ. 1 βλ. резание A σημ.). 2 ά- άχυρο κομμένο (για ζωοτροφή). резкий επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче. 1 οξύς, δριμύς· διαπεραστικός, σφοδρός· δυ- δυνατός, ισχυρός· ~ холод δριμύ ψύχος, τσου- τσουχτερό κρύο· - ветер σφοδρός άνεμος· -ая боль δυνατός πόνος· ~ свет δυνατό (χτυπητό) φως· - запах δριμεία οσμή· - голос διαπεραστι- διαπεραστική φωνή. 2 αδρός, ζωηρός· χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος· -ие черты лица αδρά χαρακτη- χαρακτηριστικά του προσώπου. 3 αιφνίδιος· απότομος -ое изменение ПОГОДЫ απότομη αλλαγή του κα ι- ρού· -ое повышение температуры απότομη άνο- άνοδος της θερμοκρασίας· -ο€ повышение цен α- απότομη άνοδος των τιμών -ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χει- χειρονομίες). 4 μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρι- μύς· -ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγω- μαστίγωμα, καυτηρίαση. II αυθάδης, θρασύς· - ответ απότομη, θρασεία απάντηση· -ие слова βωμο- βωμολοχίες, αισχρόλογα. реЗКО επίρ. απότομα, ξαφνικά κλπ. επ. реЗКОСТЬ, -И θ. 1 αδρότητα, ζωηρότητα· красок αδρότητα χρωμάτων. 2 το απότομο, η τραχύτητα· αυθάδεια, θρασύτητα. II βαριές λέ- λέξεις, βαριά λόγια· βωμολοχία, αισχρόλογο. резной επ. γλυπτός, σκαλιστός· -ая работа σκαλιστό έργο. резнуть ρ.σ. βλ. резать A,2, з»7»12 σημ.). резня, ~Й θ. 1 σφαγή, ανθρωποσφαγή, μακε- μακελειό· - Греков и Армян Турками η σφαγή των Ελλήνων και Αρμενίων απο τους Τούρκους. II μαχαιρ.οπόλεμος, μαχαιροκαβγάς. 2 αγώνας,πά- αγώνας,πάλη , ανταγωνισμός. резолютивный επ. που περιέχει στοιχεία α- απόφασης. ♦резолюция, -и θ. 1 απόφαση· - пленума це- центрального комитете партии απόφαση της κε- κεντρικής επιτροπής του κόμματος· предложить -ГО προτείνω απόφαση· вынести -Ю βγάζω α-
πόφαση· принять -Ю παίρνω απόφαση· Обсу- ДИТЬ -ГО συζητώ την απόφαση. 2 απόφανση· γνω- γνωμάτευση· передать заявление на -ю директора παραδίδω την αίτηση για γνωμάτευση στο δι- διευθυντή. ♦резон, -а α. λόγος, αιτία· нет никакого ~а так сделать δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει έτσι· нет -а говорить так δεν υπάρ- υπάρχει λόγος να μιλάς έτσι. II πλθ. -Ы επιχει- επιχειρήματα, συλλογισμοί. ♦резонанс, ~а α. 1 αντήχηση, απήχηση· αντι- αντιφώνηση. 2 μτφ. εντύπωση, απήχηση. резонансный επ. αντηχητικός, απηχητικός. ♦резонатор, -а α. το ηχείο, ♦резонёр, ~а α. συλλογιστής, διδάχος, δά- δάσκαλος· κατηχητής. И (παλ.) πρόσωπα λογοτε- λογοτεχνικού έργου ή ηθοποιός τέτοιου χαρακτήρα. резонёрский επ. διδαχτικός, δ ιδασκαλίστι- ιδασκαλίστικος , κατηχητικός- ηθικοπλαστικός. резонёрство, ~а α. διδαχή, δασκάλεμα, κα- κατήχηση. резонёрствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. δι- διδάσκω, δασκαλεύω, κατηχώ. резонировать, -тует р.δ. αντηχώ, απηχώ· α- ντιβουώ. резонный επ., βρ: -зонен, -зонна, -зонно-, λογικός, ορθός, σωστός· -ая мысль η λογική σκέψη· - ответ λογική απάντηση· -ое замеча- замечание σωστή παρατήρηση. реЗОЧНЫЙ επ. κοπτικός, της κοπής. ♦результат, ~а α. αποτέλεσμα· -ы экзаменов αποτελέσματα των εξετάσεων- положительный - θετικό αποτέλεσμα. II (αθλτ.) δείκτης, επί- επίδοση. II εκφρ. В -е α) τελικά, στο τέλος, εν τέλει, β) απο αιτία, εζ αιτίας, ένεκα, λόγω. результативный επ. αποτελεσματικός, τε- τελεσφόρος· -ая игра αποτελεσματικό παιγνίδι· - игрок αποτελεσματικός παίχτης, результатный επ., βρ: -тен, -ТНа, -ТНО τε- τελειωτικός, τελικός· - счёт τελικός λογα- λογαριασμός. резче συγκρ. β. του επιρ. резко και του επ. резкий βλ. λέξεις. реЗЧИК, -а α., -ца, -Ы θ. 1 κόπτης, -ρια, κόφτης, κόφτρα. 2 γλύπτης, σκαλιστής, σμι- σμιλευτής· - ПО мрамору μαρμαρογλύπτης, -ύφος· - ПО дереву ξυλόγλυπτης. резчицкий επ. 1 κοπτικός, του κόπτη..2 γλυ- γλυπτικός, του γλύπτη, του σκαλιστή· - инстру- струмент το γλύφανο. резь, -и θ. οξύς πόνος, σφάχτης, σφαγιό·- Β животе σφαγιό στην κοιλιά. резьба, -Ы θ. 1 γλυφή, λάξευμα, σκάλισμα· γλυπτική- - по дереву ξυλογλυπτική· по ка- камню λιθογλυπτική, λιθογλυφία· - ПО мрамору μαρμαρογλυπτική. 2 έργο γλυπτικής. 3 (τεχ.) εγκοπή ελικοειδής· η έλικα, η βόλτα, σπεί- σπείρωμα· шаг -Ы το βήμα της έλικας ή του σπει- σπειρώματος. II σπειροειδής εντομή. резьбовой επ. 1 γλυπτός, σκαλιστός. 2 ε- ελικοειδούς εγκοπής· σπειροειδούς εντομής. резьбомётр, -а α. (τεχ.) βηματόμετρο. ♦резюме ουδ. άκλ. το ρεζουμέ, σύνοψη· κα- καταστάλαγμα, συμπέρασμα. резюмировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. συ- συνοψίζω, συγκεφαλαιώνω· ανακεφαλαιώνω. -II -СЯ συνοψίζομαι, συγκεφαλαιώνομαι· ανακεφαλαιώ- ανακεφαλαιώνομαι. ♦реинфёкЦИЯ, -И θ. επαναμόλυνση, ξαναμόλυν- ση. ♦рей, рёя α. к. рёя, -и θ. (ναυτ.) κεραία, ιστοκεραία, αντένα. ♦рейд? -а α. (ναυτ.) όρμος, καραβοστάσι, α- ραξοβόλι, αγκυροβόλι, ναυλόχιο. ♦рейд? -а α. 1 (στρατ.) διείσδυση (στα με- μετόπισθεν του εχθρού). 2 έλεγχος, επιθεώρηση αιφνίδιος. рейдировать, -рую, -руешь р.δ.к.σ. εισδύω (στα μετόπισθεν του εχθρού). рёЙДОВЫЙ1 επ. για αγκυροβόληση, για αρα- ξοβόλι, ναύλοχος. реЙДОВЫЙ2 επ. (στρατ.) διεισδυτικός, της διείσδυσης (στα μετόπισθεν του εχθρού). рейка, -И θ. 1 σανιδάκι, σανιδίτσα. 2 χω- ροβάτης (όργανο γεωδαιτικό), ♦рейнвейн, -а (-У) α.*κρασί Ρηνανίας. рейнский επ. ρηνανικός, της Ρηνανίας· -ая Газета εφημερίδα της Ρηνανίας. II ουσ. ουδ. -Οβ κρασί Ρηνανίας ♦рейс1, -а α. διαδρομή, δρομολόγιο· совер- совершить - εκτελώ δρομολόγιο· автобус делает пять -ов в день το λεωφορείο κάνε ι πέντε δι- ο^δρομές τη μέρα. ♦рейс? -а α. (παλ.) το ρέι, νόμισμα της Πορτογαλλίας και Βραζιλίας. ♦рейсмас к. рейсмус, -а α. χαράκτης απο- αποστάσεων (όργανο τεχνιτών). рёЙСОВЫЙ επ. δρομολογιακός της διαδρομής, ♦рейсфедер, -а α. γραμμοσύρτης, γραμμογρά- φος. ♦рейсшина, -Ы θ. κανόνας σχήματος Τ (ταυ), ♦рейтар, -а α. (παλ.)· ιππέας (στρατιώτης ιππικού). рейтарский επ. (παλ.) του ιππικού- - ПОЛК σύνταγμα ιππικού. ♦рейтузы, -туз πλθ. 1 περισκελίδα (κιλότα) ιππέα. 2 βρακί παιδικό ή γυναικείο. ♦рейхсвер, -а α. ράιχσβερ (ο γερμανικός στρατός μέχρι το 1935). ♦рейсканцлер, ~а α. αρχικαγκελάριος. ♦рейхстаг, -а α. το ράιχσταγ. река, ~й, αιτ. реку, πλθ. реки, δοτ.рекам,
370 рек οργν. реками , προθ. в реках Θ. 1 ποταμός, ποτάμι- берег -И η όχθη του ποταμού· реки текут в море τα ποτάμια χύνονται στη θάλασ- θάλασσα· - стала το ποτάμι πάγωσε· ~ вскрылась το ποτάμι ξεπάγωσε· вниз ПО ~έ κατά τον ρουν του ποταμού· вверх ПО -έ αντίθετα προς τον ρουν του ποταμού· вскрытие -И παγετολυσία ή ξεπάγωμα του ποταμού· сплавная ή судоходная - πλωτός (πλευστός) ποταμός. П μτφ. μεγάλη ποσότητα· реки крови ποτάμια αίμα· она про- ливала реки слёз αυτή έχυνε ποτάμια δάκρυα. Н μτφ. κύλημα, διαρροή, πέρασμα· - ЖИЗНИ το κύλημα της ζωής. II μτφ. πλήθος, πληθώρα· -И народа μεγάλη κοσμοσυρροή. 2 ως επίρ. -ОЙ άφθονα· она Льёт СЛёзы -ОЙ αυτή χύνει ποτά- ποτάμια τα δάκρυα. II εκφρ. - забвения το ποτάμι Λήθη, τα νερά της λήθης (της λησμονιάς). ♦реквием, -а, α. 1 ευχή νεκρώσιμη, ρέκβιεμ. 2 εμβατήριο πένθιμο· - Моцарта το πένθιμο εμ- εμβατήριο του Μόζαρτ. реквизировать, -руга, -чуешь р.δ.κ.σ.μ. ε- επιτάσσω, κάνω επίταξη. II -СЯ επιτάσσομαι. ♦реквизит, -а α. 1 (θεατρ.) τα πάρεργα τε- τεχνουργήματα· σκηνικά. 2 (νομ.) αίτηση, αξί- αξίωση. реквизитор, -а α. (θεατρ.) ο υπεύθυνος τε- τεχνουργημάτων, σκηνικών. реквизиционный επ. της επίταξης· -ая рас- расписка απόδειξη επίταξης· - отряд τμήμα ε- επίταξης. ♦реквизиция, -И θ. επίταξη (στρατιωτική). •реклама, -Ы θ. διαφήμηση, ρεκλάμα. ♦рекламация, -И θ. διεκδίκηση, αξίωση· α- απαίτηση πράγματος. рекламирование, -Я ουδ. διαφήμηση,ρεκλάμα. рекламировать1, -рую, -руешь р.6.κ.σ.μ. δι- διαφημίζω, ρεκλαμάρω. II -СЯ διαφημίζομαι, ρε- κλαμάρομαι. рекламировать1, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. α- απαιτώ, ζητώ, εξαιτούμαι· αξιώνω σαν δι- δικό μου. 11 -СЯ απαιτούμαι! ζητούμαι. рекламист, -а α. ρεκλαματζής (που φτιάχνει ρεκλάμες). 11 ρεκλαμαδόρος (ο επιδεικνυόμενος). рекламный επ. διαφημιστικός. ♦рекогносцировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. 1 (στρατ.) ανιχνεύω, κάνω αναγνώριση. 2 (γεωδ.) ερευνώ προκαταρκτικά. II -СЯ 1 ανι- ανιχνεύομαι. 2 (γεωδ.) ερευνιέμαι προκαταρτικά. рекогносцировка, -И θ. 1 (στρατ.) ανίχνευ- ανίχνευση, αναγνώριση. 2 (γεωδ.)· έρευνα προκαταρ- κτ ική. рекогносцировочный επ. 1 ανιχνευτικός, α- αναγνωριστικός. 2 (γεωδ.) εξερευνητικός. 3 (γεωπ.)· πειραματικός· δοκιμαστικός. рекомендательный επ. συστηματικός· -ая за- записка συστατικό σημείωμα· -ое ПИСЬМО συστα- συστατικό γράμμα. ♦рекомендация, -и θ. σύσταση· получать хо- хорошую -го παίρνω καλή σύσταση· снабдить хо- хорошими -ЯМИ εφοδιάζω με καλές συστάσεις· -Ю КОМИССИИ ОН ВЫПОЛНИЛ αυτός συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της επιτροπής. ♦рекомендовать, -дую, -дуешь р.δ.κ.σ.μ. 1 συσταίνω, συνιστώ· - служащего δίνω συστά- συστάσεις για τον υπάλληλο,. 2 συμβουλεύω, παραι- παραινώ, συσταίνω, συνιστώ· -дую вам быть осто- осторожнее σας συνιστώ να είστε προσεχτικότεροι? доктор -ал это лекарство о γιατρός τό 'δο- σε αυτό το φάρμακο. 3 γνωρίζω κάποιον με άλλον он -ал его своим другом τον σύστησε για παλαιό του φίλο. 1) -СЯ 1 συσταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 αυτοσυσταίνομαι· по- позвольте мне - επιτρέψτε μου να αυτοσυσταθώ. реконструирование, -я ουδ. βλ. реконсарук- ЦИЯ. ♦реконструировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 ανασυγκροτώ· επανιδρύω. 2 αναστηλώνω. 11 -СЯ 1 ανασυγκροτούμαι· επανιδρύομαι. 2 ανα- αναστηλώνομαι . реконструкция, -И θ.1 ανασυγκρότηση· επα- επανίδρυση. 2 αναστήλωση. ♦рекорд, ~а α. το ρεκόρ· мировой - παγκό- παγκόσμιο ρεκόρ· Побить - καταρρίπτω ρεκόρ· ΠΟ- СТавить ή установить - καθιερώνω (εγκαινιά- (εγκαινιάζω) ρεκόρ. рекордизм, ~а α. βλ. рекордсменство. рекордист, -а α., ~ка, -и θ. 1 βλ. рекор- рекордсмен. 2 κυνηγός του ρεκόρ. рекордистский επ. του κυνηγού του ρεκόρ. рекордный επ. πρώτιστος, ύψιστος. рекордсмен, -а, -ка, -И θ.1 εγκαινιαστής, κάτοχος ρεκόρ. 2 ο εξέχων πρωτοπόρος στην παραγωγή. рекордсменство, -а ουδ. επιδίωξη, κυνηγη- κυνηγητό για ρεκόρ. рекреационный επ. (παλ.) του διαλείμματος ή για διάλλειμμα· -ые часы ώρες διαλείμμα- διαλείμματος· - зал αίθουσα διαλειμμάτων, ♦рекреация, -И θ. (παλ.) διάλειμμα σχολικό, ♦рекрут, ~а, γεν. πλθ. рекрутов к. (παλ.) рекрут α. κληρωτός, νεοσύλλεκτος. рекрутировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. (παλ.)· στρατολογώ, νεοσύλλεκτα), καλώ (μαζεύω) την κλάση. 2 προσλαμβάνω, δέχομαι, παίρνω- - новых членов общество στρατολο- στρατολογώ νέα μέλη στο σύλλογο. 11 -СЯ στρατολογού- στρατολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. рекрутский επ. στρατολογικός· - набор η στρατολογία νεοσύλλεκτων. рекрутство, -а ουδ. (παλ.) στρατολογία, κλήση στο στρατό. рекрутчина, -и θ. βλ. рекрутство.
рек ректификат, -а α. οινόπνευμα διυλυσμένο. ректификационный επ. της διύλύσης· - ап- аппарат συσκευή διύλυσης. II εκφρ. -ая колон- колонна συσκευή διύλυσης, διυλυστήριο. ""ректификация, -и θ. διύλυση- - спирта δι- ΰλυση οινοπνεύματος. ректификовать(ся) ρ.δ.κ.σ. βλ. ректифицй- ровать(ся). ректифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. διυλίζω, διηθώ. II -ОЯ διυλίζομαι, διηθώμαι. "ректор, -а α. πρύτανης· - университета о πρύτανης του πανεπιστημίου. ректорат, -а α. πρυτανείο, -νεία. ректорский επ. πρυτανικός, του πρύτανη· - кабинет το γραφείο του πρύτανη. ректорство, -а ουδ. πρυτανεία (το αξίωμα του πρύτανη). "'рекуперация, -и θ. 1 επανάκτηση. 2 συγκέ- συγκέντρωση και χρησιμοποίηση καταλείπων. *релё ουδ. άκλ. ρωστήρας. релейный επ. ρωστιρικός, του ρωστήρα. религиозность, -И θ. θρησκευτικότητα. религиозный επ., βρ: -зен, -зна, -ο θρη- θρησκευτικός· -ые обряды θρησκευτικές τελετές· - человек θρησκευτικός άνθρωπος· -ые войны θρησκευτικοί πόλεμοι· - культ θρησκευτική λατρεία. ♦религия, -И θ. θρησκεία, θρήσκευμα, ♦реликвия, -И θ. 1 άγιο λείψανο. 2 ενθύ- ενθύμιο, θυμητάρι· αναμνηστήριο (θαυματουργό). ♦реликт, -а α. λείψανο, κατάλοιπο, απομει- νάρ ι. рёлка, -И θ. (διαλκ.) γήλοφος επιμήκης. рельеф, ~а α. 1 το ανάγλυφο. 2 ανάγλυφη μορφολογία εδάφους. рельефно επίρ.1 ανάγλυφα. 2 μτφ. παραστα- παραστατικά κλπ. επ. рельефность, -И θ. παραστατικότητα, ζω- ζωντανή απεικόνιση. рельефный επ., βρ: -фен, -фна, -фно. 1 α- ανάγλυφος· -ая карта ανάγλυφος χάρτης. 2 μτφ. ζωντανός, ολοζώντανος, γραφικός, παραστατι- παραστατικός, απεικονιστικός. ♦рельс, -а, γεν. πλθ. ~ов α. σιδηροτροχιά, ράγα· СХОДИТЬ С -ΟΒ εκτροχιάζομαι· желез- нодорожные -ы οι σιδηροδρομικές ράγες. II εκφρ. на -ы (стать, перевести к.τ.τ.) βάζω στο δρόμο (δράσης, δραστηριότητας), δίνω ο- ορισμένη κατεύθυνση· на -ы поставить (что)· βάζω κάτι σε κίνηση* ρεγουλάρω. рельсовый επ. της σιδηροτροχιάς· - стык η σύμπτωση (ένωση) των άκρων της σιδηροτρο- σιδηροτροχιάς. II για σιδηροτροχιά· -ая сталь ατσάλι για σιδηροτροχιές. II σιδηροδρομικός· - путь σιδηροδρομική γραμμή ή σιδηροδρομική οδός. ♦релятивизм, -а α. (φιλοσ.) σχετικοκρατία, 371 рем ρελατιβισμός. релЯТИВИСТ, -а α. σχετι,κοκράτης, οπαδός της σχετικοκρατ ίας. релЯТИВИСТСКИЙ επ. σχετικοκρατικός· -ие ВЗГЛЯДЫ σχετικοκρατικές ιδέες (απόψεις). релятивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно σχε- σχετικός. ♦релЯЦИЯ, -И θ. (παλ.)· αναφορά, έκθεση πολεμικών επιχειρήσεων.. ♦ремарка, -И θ. παρατήρηση, σημείωση. II ε- επεξήγηση κειμένου. ремез, ~а α. είδος αιγίθαλου (μελισσοφά- (μελισσοφάγου). ремённый επ. λωριδένιος, απο λωρί, ιμά- ντινος. ременчатый επ. βλ. ремённый. ремень, -МНЯ α. λωρίδα, ιμάντας· - ДЛЯ кну- кнута λωρίδα για μαστίγιο II λωρί· бритвен- бритвенный - το λωρί για το ξυράφι· - у чемондана το λωρί της βαλίτσας. II ζώνη. ремесленник, -а α., -ца, -ы θ. 1 βιοτέ- βιοτέχνης. 2 μτφ. ρουτινιέρης. 3 μαθητής, -τρία επαγγελματικής σχολής. ремесленничать р.δ. 1 ασχολούμαι με βιο- βιοτεχνικό επάγγελμα ή εργασία. 2 μτφ. εργάζο- εργάζομαι ρουτινιέρικα (χωρίς δημιουργική πρωτο- πρωτοβουλία) . ремесленнический επ. ρουτινιέρικος. ремесленничество, -β<ουδ. 1 βιοτεχνία. 2 μτφ. ρουτίνα. ремесленный επ. 1 βιοτεχνικός· -ое произ- производство βιοτεχνική παραγωγή· - труд βιοτε- βιοτεχνική εργασία. 2 άτεχνος, κακότεχνος· ά- άγαρμπος, ακαλαίσθητος. 3 μτφ. ρουτινιέρι- ρουτινιέρικος. II εκφρ. -ое училище επαγγελματική σχο- σχολή. * ремесло, -а, πλθ. ремёсла, -сел, -слам , ουδ. 1 τέχνη· сапожное - υποδηματοποιία,η τσαγγαρική· столярное - ξυλουργική τέχνη, η ξυλουργία· слесарное - η κλειθροποιΐα· η τέχνη του εφαρμοστή· скорняжное - βυρσοδε- ψική τέχνη· переплётное - βιβλιοδετική τέ- τέχνη. 2 επάγγελμα. ремешковый επ. της' λωριδίτσας. ремешок, -шка α. λωριδάκι, -δίτσα. ремилитаризация, -И θ. επαναστρατικοποί- ηση· επανεξοπλισμός. ремилитаризировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. μ. επαναστρατιωτικοποιώ· επανεξοπλίζω. II -СЯ επαναστρατιωτικοποιούμαι· επανεξοπλίζο- μαι. ремилитаризоваться) ρ.δ. κ.σ. βλ. реми- литаризйровать(ся). ♦ремингтон, ~а α. δακτυλογραφική μηχανή μάρκας „ρέμικτον". ♦реминисценция, -и θ. (γραπ. λόγος). 1'α-
рем 372 реп νάμνηση ωχρή, αμυδρή. 2 επίδραση (σε έργο λογοτεχνικό, μουσικό κ. άλλα). ♦ремиссия, -и θ. υποχώρηση, ύφεση νόσου. *ремонт1 -а α. επισκευή, επιδιόρθωση·- ма- машины επισκευή μηχανής· - здания επισκευή κτιρίου· - одежда επιδιόρθωση ενδυμάτων - Обуви επιδιόρθωση υποδημάτων капитальный - γενική επισκευή· текущий - οι μικροεπισκευές. ♦ремонт? -а α. 1 (στρατ.) επίταξη αλόγων (για συμπλήρωση των κενών). 2 αύζηση του κο- κοπαδιού ζώων (με αναπαραγωγή). ремонтёр, -а α. αξιωματικός επίταξης αλό- αλόγων. ремонтирование'} -Я ουδ. επισκευή, επιδι- επιδιόρθωση. ремонтирование? -я ουδ. βλ. ремонт? ремонтировать1, -рую, -руешь р.δ. κ. (παλ.) σ. επισκευάζω, επιδιορθώνω· - школу επι- επισκευάζω το σχολείο· - часы επισκευάζω το ρο- ρολόι. II -СЯ επισκευάζομαι, επιδιορθώνομαι. ремонтировать2, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. ε- επιτάσσω άλογα για το στρατό. II -СЯ επιτάσ- σομαι. ремонтировка, -И θ. επισκευή, επιδιόρθωση· ремонтник, -а α. επισκευαστής, επιδιορθω- τής. ремонтный1επ. της επισκευής, επιδιορθω- τικός. ρβΜΟΗΤΗΗΕ2επ. 1 της επίταξης ζώων ~ая КОМИССИЯ επιτροπή επίταξης ζώων. 2 αναπα- αναπαραγωγικός, για αναπαραγωγή ζώων. ренатурализация, -И θ. επανάκτηση πολιτι- πολιτικών δικαιωμάτων. ренатурализовать, -зуто, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ренатурализованный, βρ: -ван,-а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. (νομ.) επανακτώ τα πολιτικά δικαιώματα. II -СЯ επανακτώμαι (για πολιτι- πολιτικά δικαιώματα). ♦ренегат, -а α., -ка, -и θ. αποστάτης, α- ποστάτρια, -ισσα, εξωμότης, -τρία, -ισσα· ο αρνησίθρήσκος, -η. ренегатский επ. αποστατικός, εξωμοτικός. αρνησίθρήσκος. ренегатство, -а ουδ. αποστασία, εξωμο- σία· αρνησιθρησκεία. ♦РенесаНС, -а α. η Αναγέννηση. ренет βλ. ранет. ♦ренклод, -а α. ποικιλία μεγάλων δαμάσκη- δαμάσκηνων . ♦реноме ουδ. άκλ. φήμη, όνομα· υπόληψη. ♦ρβΗΟΗΟ, -а α. (χαρτπ.) μη ύπαρξη ορισμέ- ορισμένου χρώματος (άρνηση). ♦рента, -ы θ. 1 πρόσοδος, έσοδο· земель- земельная - κτηματική ή έγγεια πρόσοδος. 2 εισό- εισόδημα απο χρεόγραφα· ρέντα: обсолютная - το απόλυτο εισόδημα ή πρόσοδος. рентабельность, -и θ. το προσοδοφόρον, η οικονομική αποδοτικότητα· εισοδηματικότητα. рентабельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно προσοδοφόρος, επικερδής, αποδοτικός· εισο- εισοδηματικός· επωφελής. рентген, -а α. 1 ακτίνες ρέντγκεν. И α- κτινοσκόπηση. 2 συσκευή ρέντγκεν. ♦рентгенов επ: -вы лучи ακτίνες ρέντγκεν. рентгеновский επ. ακτινογραφικός, της ακτι- ακτινογραφίας· -кабинет θάλαμος ακτινογραφί- ακτινογραφίας· - СНИМОК η πλάκα ακτινογραφίας, ♦рентгенограмма, -Ы θ. ακτινογραφία. рентгенографический επ. ακτινογραφικός. ♦рентгенография, -И θ. ακτινογραφία. рентгенодиагностика, -И θ. ακτινοδιαγνω- ακτινοδιαγνωστική. . рентгенолог, -а α. ακτινολόγος· ακτινοθε- ραπευτής. рентгенологический επ. ακτινολογικός· α- κτινοθεραπευτικός. ♦рентгенология, -И θ. ακτινολογία. рентгеноскопический επ. ακτινοσκοπικός. ♦рентгеноскопия, ~И θ. ακτινοσκόπηση, -Ία. рентгенотерапия, -И θ. ακτινοθεραπεία. рентный επ. της ρέντας. ♦реОМЮр, ~а α. θερμόμετρο του Ρεωμύρου. реорганизационный επ. αναδιοργανωτικός. реорганизация, -И θ. αναδιοργάνωση, ανα- ανασυγκρότηση· коренная - ριζική αναδιοργάνωση. реорганизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. реорганизованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ. II -СЯ αναδιοργανώνομαι, ανασυγκροτούμαι. реорганизовываться) р.δ. βλ. реорганизо- реорганизовать ся). ♦реостат, -а α. ρεοστάτης. репа, -Ы θ. ράπα, ρέβα, βράσκη, η ράπη, το γογγύλιο. репарации, ~ий πλθ. (ενκ. репарация,-и θ.) επανορθώσεις (πολεμικές). репарационный επ. των επανορθώσεων ~ые платежи πληρωμές επανορθώσεων. репатриант, ~а α., -ка, -и θ. επαναπατρι- επαναπατρισμένος, -η. ♦репатриация, -И θ. επαναπατρισμός. репатриировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. μ. επαναπατρ'ιζω. II -СЯ επαναπατρίζομαι. репей, -пья, πλθ. репья, -ьёв α. βλ. ре- репейник. репёЙНИК, -а α. 1 τα ροδωδή· αγριμόνιο, η αγριμαία, φονόχορτο. 2 η ταξιανθία ή οι καρ- καρποί αυτού. репейный επ. του αγριμονίου· -ое масло το αγριμονέλαιο. ♦репер, ~а α. 1 σήμα καταμέτρησης ή ευθυ- ευθυγράμμισης. 2 (στρατ.) σημείο σε τοποθεσία.
♦репертуар, -а α. δραματολόγιο, ρεπερτόριο. II μτφ. εφεδρεία, ύπαρξη. репертуарный επ. του δραματολογίου· - план το πλάνο του δραματολογίου. ♦репетир, -а α. κρουσ'ιωρος μηχανισμός ωρο- ωρολογίου. ♦репетировать, -рую, -руешь ρ.δ. 1 (θεατρ.) κάνω πρόβα. 2 προετοιμάζω, προγυμνάζω.II -СЯ 1 κάνω πρόβα. 2 προετοιμάζομαι, προγυμνάζο- μαι. ♦репетитор, -а α., -ша, -и θ. προγυμναστής, -άστρια. репертиторвКИЙ επ. προγυμναστικός,του προ- γυμναστή. репетиторОТВО, -а ουδ. το επάγγελμα του προγυμναστή. репетиторствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. επαγγέλλομαι τον προγυμναστή. репеТИЦИОННЫЙ επ. της πρόβας· - зал η αί- αίθουσα πρόβας. ♦репетиция, ~и θ. 1 πρόβα· - пьесы πρόβα θεατρικού έργου. 2 το κρουσίωρο ωρολογίου. реПеТИЧНЫЙ επ. (ναυτ.)· της επανάλειψης των σινιάλων. репетование, -Я ουδ. (ναυτ.) επανάλειψη των σινιάλων. репетовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. репетованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. μ. (ναυτ.) επαναλαβαίνω τα σημεία (σινιάλα). Η -СЯ επαναλαβαίνομαι. репица, -Ы θ. η τούφα της ουράς των ζώων ή άκρη της ουράς. ♦реплика, ~И θ. 1 ανταπάντηση, ανταπόκριση,' λογομαχία, αντεγκλήσεις. 2 τελευταία λέξη ηθοποιού (πριν λάβει το λόγο ο άλλος). 3 (μουσ.) επανάλειψη, αντίφωνο(ν). репный επ. της γογγύλης, του γουλιού, της ρέβας. реПНЯК, -а α. το φύλλωμα του γουλιού. реповый επ. απο γογγύλη, απο γούλι. ♦репозиция, -И θ. επανάθεση, επαναφορά στη θέση (για κάταγμα κ.τ.τ.). реполов, -а α. βλ. коноплянка. ♦репортаж, ~а α. ρεπορτάζ, συλλοχή ειδη- ειδησεογραφίας. II μετάδοση, ανακοίνωση. ♦репортёр, -а α., -ша, -и θ. ρεπόρτερ, ει- δησεοσυλλέκτης. репортёрский επ. του ρεπόρτερ. репортёрство, -а ουδ. η εργασία του ρε- ρεπόρτερ. репортёрствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ.ε- р.δ.επαγγέλλομαι τον ρεπόρτερ. ♦репрезентант, -а α. (γραπ. λόγος) αντι- αντιπρόσωπος. ♦репрезентация, -И θ. αντιπροσώπευση. ♦репрессалии, -ий πλθ. (ενκ. ~ия, -и θ.)· αντεκδίκηση, αντίποινα. II (παλ.) καταπιε- καταπιεστικά μέτρα. репрессивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно κα- καταπιεστικός· κατασταλτικός· ~ые меры κατα- καταπιεστικά μέτρα. репрессировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. καταπιέζω, καταδυναστεύω. II -СЯ καταπιέζο- καταπιέζομαι, καταδυναστεύομαι. ♦репрессия, -и θ. καταπίεση, καταδυνάστευ- καταδυνάστευση- прибегать к -ЯМ καταφεύγω στα καταπιε- καταπιεστικά μέτρα· подвергнуть -ЯМ υποβάλλω σε καταπιέσεις (καταπιέζω), ♦реприз, -а α. κ. реприза, -ы θ. 1 (μουσ.) επανάλειψη τραγουδιού ή μέρους . II σημείο ε- επανάλειψης. 2 αστείο νούμερο (γελωτοποιού ή άλλου καλλιτέχνη), ♦реприманд, -а. α. (παλ.) επίπληξη, επιτίμηση. репродуктивный επ. αναπαραγωγικός, της ε- επαναφοράς (στη μνήμη)· ♦репродуктор, -а α. το μεγάφωνο. репродукционный επ. αναπαραγωγικός, της αναπαράστασης. ♦репродукция, -и θ. αναπαραγωγή· αναπαρά- αναπαράσταση· ανατύπωση. Π επαναφορά (στη μνήμη). репродуцирование, -я ουδ. βλ. репродукция. репродуцировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 ανατυπώνω (στον πολύγραφο ή σε φωτογραφι- φωτογραφικό χαρτί). 2 επαναφέρω (στη μνήμη). II -0Я I ανατυπώνομαι. 2 επανέρχομαι στη μνήμη. ♦репс, -а α. το ύφασμα" ρεψ. репсовый επ. του ρεψ ή απο ρεψ. ♦рептилия, -И θ. 1 ερπετό. 2 μτφ. χαμερπής, ευτελής, ποταπός. рептильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; μτφ. χαμερπής, ευτελής, ξεφτιλισμένος· που- πουλημένος· -ая газета ξεφτιλισμένη εφημερί- εφημερίδα· -ая критика ευτελής κριτική, ♦репутация, -И θ. φήμη, όνομα· υπόληψη· Не- запятная - ακηλίδωτη φήμη. репчатый επ. ραφανοειδής, ρεπανοειδής· лук ρεπανοειδές κρεμμύδι. ♦рескрипт, -а α. 1 απάντηση (ρωμαίου αυτο- αυτοκράτορα σε ζήτημα για λύση). 2 ανακοίνωση μονάρχη (για βράβευση κλπ.). реснитчатый επ. βλεφαροειδής. ресницы, -НИЦ πλθ. (ενκ. -ца, -Ы θ.) βλε- βλεφαρίδες, τσίνουρα, ματόκλαδα, ματοτσίνουρα. ресничный επ. 1 των βλεφαρίδων. 2 βλ. рес- нйчатый. респект κ. решпект, -а α. (παλ.) σεβασμός. II εκφρ. держать в решпёкте υποχρεώνω να με σέβεται, να με φοβάται. респектабельность, -и θ. σεβασμός· αιδε- σιμότητα. ♦респектабельный επ., βρ: -лен, -льна, г-о σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σεβαστός.
рее 374 рет "респиратор, ~а α. αναπνευστήρας, μάσκα. респираторный επ. του αναπνευστήρα· ~ая трубка о σωλήνας του αναπνευστήρα, ♦республика, -κ θ. δημοκρατία- греческая - ελληνική δημοκρατία· Народная - λαϊκή δημο- δημοκρατία· буржуазная - αστική δημοκρατία· ЭВ- ТОНОМНая - αυτόνομη δημοκρατία- советская социалистическая - σοβιετική, σοσιαλιστική δημοκρατία. республиканец, -нца α., -ка, -и θ. δημο- δημοκρατικός, -ή (οπαδός του δημοκρατικού κα- καθεστώτος ή του ρεσπουμπλικάνικου κόμματος, ρεσπουμπλικάνος). республиканский επ. ρεσπουμπλικάνικος, δη- δημοκρατικός- της δημοκρατίας· -ая партия ρε- ρεπουμπλικανικό κόμμα· -ие министерства τα υ- υπουργεία των Δημοκρατιών -ие учреждения τα ιδρύματα της Δημοκρατίας, -ιών. *рессОра, ~Ы θ. ελατήριο, σούστα· спираль- спиральная - ελατήριο ελικοειδές· карета на -ах α- αμάξι με σούστες. рессорный επ. του ελατήριου· για ελατήριο· -Οβ ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή ελατήριων· -ЗЯ сталь ατσάλι για ελατήρια. реставратор, -а α. 1 αναστηλωτής, θερα- θεραπευτής έργων Τέχνης· επανορθωτής, ανακαινι- ανακαινιστής. 2 οπαδός της παλινόρθωσης. реставраторский επ. της παλινόρθωσης- ~ие намерения προθέσεις παλινόρθωσης. реставраторство, -а ουδ. βλ. реставрация A σημ.). реставрационный επ. της αναστήλωσης, της επανόρθωσης- της ανακαίνισης- -ая мастер- мастерская εργαστήριο ανακαίνισης. ♦реставрация, -И θ. 1 αναστήλωση, επανόρ- επανόρθωση- ανακαίνιση- - дворца αναστήλωση του παλατιού- - картины ανακαίνιση του πίνακα, 2 παλινόρθωση- - монархии παλινόρθωση της μοναρχίας, αναθρόνιση. реставрировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. 1 αναστηλώνω, επανορθώνω- ανακαινίζω- - кар- ТЙну ανακαινίζω τον πίνακα- - дворец ανα- αναστηλώνω το παλάτι (μέγαρο). 2 παλινορθώνω· - монархий παλινορθώνω τη μοναρχία. II -СЯ 1 αναστηλώνομαι, επανορθώνομαι- ανακαινίζο- ανακαινίζομαι. 2 παλινορθώνομαι. ♦реституция, -и θ. 1 (νομ.)· αποκατάσταση δικαιωμάτων. II απόδοση, επιστροφή ξένου α- αντικειμένου (πράγματος). 2 (βιολ.) αποκατά- αποκατάσταση, ανανέωση, θρέψιμο, επούλωση. ♦ресторан, -а α. εστιατόριο πρώτης κατη- κατηγορίας, ресторанный επ. του" εστιατορίου- - Обед φαγητό εστιατορίου. ♦ресторанщик, -а α. (παλ.) βλ. ресторатор. ♦ресторатор, -а α. εστιάτορας. ♦ресторация, -и θ. (παλ.) βλ. ресторан. ♦ресурс, -а α. 1 μέσο, διέξοδος- ЛОЖЬ бЫ- ла последним -ом обвиняемого το ψέμα ή- ήταν το τελευταίο μέσο του κατηγορούμενου. 2 πλθ. -Ы πηγές· εφεδρείες· неисчерпаемые -ы ανεξάντλητες πηγές· природные -Ы φυσικές πηγές- производственные -Ы παραγωγικές ε- εφεδρείες. II τα χρήματα- τα προς του ζειν- -Ы ИСТОЩИЛИСЬ τα μέσα συντήρησης εξαντλή- εξαντλήθηκαν. ♦ретардация, -и θ. (φιλγ.) επιβράδυνση (ως τρόπος πλοκής έργου), ретивой επ. βλ. ретивый. реТИВО επίρ. με ζήλο, με καρδιά με πάθος. реТИВОСТЬ, -И θ. ζήλος, προθυμία.ΙΙ πόθος. ■ ретивый κ. (παλ.) ретивой επ., βρ: -тйв, -а, -О. 1 ζηλωτής, πρόθυμος. 2 θερμός, έν- ένθερμος. II ουσ. ουδ. -ое (παλ.) η καρδιά. ♦ретина, ~ы θ. βλ.сетчатка. ретинит, ~а α. αμφιβληστροειδίτιδα(νόσος). ♦ретирад, ~а α. к. ретирада, ~ы θ. (παλ.). 1 υποχώρηση, οπισθοχώρηση (στρατού). 2 οχυ- οχυρό (για κάλυψη υποχώρησης). 3 (παλ.)· απο- χωρητήριο. ретирадный επ. (παλ.) υποχωρητικός· - ма- нёвр υποχωρητικός ελιγμός. ретироваться, -ругась, -руешься ρ.δ.к.σ.υ- ρ.δ.к.σ.υποχωρώ, οπισθοχωρώ. II απομακρύνομαι, φεύγω μακριά· αποχωρώ. ♦реторсия, -И θ. περιοριστικά μέτρα (μετα- (μεταξύ κρατών). ♦реторта, -Ы θ. αγγείο κυρτόλαιμο, χωνοει- δούς σχήματος. ретранслировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. μ. αναμεταδίδω (με το ράδιο). II -СЯ αναμετα- αναμεταδίδομαι. ретрансляционный επ. αναμεταδοτικός· -ая радиостанция αναμεταδοτικός ραδιοσταθμός. ретрансляция, -И θ. αναμετάδοση (ραδιοεκ- πομπών). ♦ретраншемент, -а α. (παλ.)· χαράκωμα (πί- (πίσω απο την κύρια γραμμή άμυνας). ретроград, -а α., -ка, -и θ. (γραπ. λόγος)· πισωδρομικός, οπισθοδρομικός· καθυστερημέ- καθυστερημένος, -η. ретроградный επ. πισωδρομικός, οπισθοδρο- οπισθοδρομικός· καθυστερημένος. ретроградство, -а ουδ. (γραπ. λόγος)· πι- σωδρόμηση, οπισθοδρόμηση· καθυστέρηση. ♦ретроспективный επ., βρ: -вен, ~вна, -вно (γραπ, λόγος)· αναδρομικός, που κοιτάζει πί- πίσω, στο παρελθόν παλαιολάτρης ретроспекция, -И θ. (γραπ. λόγος)· ανα- αναδρομή στο παρελθόν, ανασκόπηση. ретушёвка, ~и θ. βλ. ретушь. ♦ретушёр, ~а α. διορθωτής, ρετουσέρ.
рет 375 рец ретуширование, -Я ουδ. διόρθωση, ρετουσά- ρισμα. ♦ретушировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. δι- διορθώνω, ρετουσάρω. ретушь, -И θ. διόρθωση, ρετουσάρι,σμα, ρε- τοΰς. ♦рефакция, -И θ. υποτίμηση, έκπτωση (φθαρ- (φθαρμένου εμπορεύματος). ♦реферат, -а α. σύντομη έκθεση (σε ένα θέ- θέμα επιστημονικό, λογοτεχνικό ή άλλο), ♦референдум, -а α. δημοψήφισμα. ♦референт, -а α. εισηγητής θέματος (επι- (επιστημονικού, λογοτεχνικού ή άλλου). ♦референция, -и θ. βεβαίωση, πιστοποιητικό για προηγούμενη υπηρεσία ή φερεγγυότητα. ♦рефери α. άκλ. (αθλτ.) διαιτητής. реферировать1, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. κά- κάνω σύντομη εισήγηση σε ένα θέμα. реферировать^ -рую, -руешь ρ.δ. είμαι δι- διαιτητής (αθλητισμού). ♦рефлекс, ~а α. 1 το ανακλαστικό. II κίνηση ανακλαστική. 2 αντανάκλαση· религиозный мир - - реального мира о θρησκευτικός κόσμος είναι αντανάκλαση του αντικειμενικού (υπαρ- (υπαρκτού) κόσμου. 3 ανταυγαστήρας· цветовые ~Ы έγχρωμες αντανακλάσεις. 4 βλ. рефлёкция. II εκφρ. безусловные ~Ы απλό ή μη εξαρτημένο ανακλαστικό· условный - εξαρτημένο ανακλα- ανακλαστικό. рефлекцйвный επ., βρ: -вен, -вна, -вно α- ανακλαστικός- αντανακλαστικός· -ые движения ανακλαστικές κινήσεις. ♦рефлёкция, -и θ. σκέψη, διαλογισμός· συλ- λογισμός, στοχασμός. рефлексный επ. (για φως)· αντανακλαστικός: ανακλαστικός, рефлективный επ., βρ: -вен, -ВНа, -ВНО α- ασυνείδητος, μηχανικός· -ое движение ανακλα- ανακλαστική κίνηση. рефлектировать, -рута, -руешь р.δ. 1 αντι- αντιδρώ, αντενεργώ σε εξωτερικό ερεθισμό.2 σκέ- σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι. ♦рефлектометр, -а α. ανακλαστόμετρο. ♦рефлектор, -а α. ανακλαστήρας. рефлекторный επ. ανακλαστήριος· -ое зер- зеркало ανακλαστήριος καθρέφτης. рефлекторный επ. αντανακλαστικός· ανακλα- ανακλαστικός· -ое движение ανακλαστική κίνηση. ♦реформа, -Ы θ. μεταρρύθμιση· денежная νομισματική μεταρρύθμιση· аграрная (крес- ТЬЯНСкая) - αγροτική μεταρρύθμιση· ПРОИЗВО- ПРОИЗВОДИТЬ (произвести) -у κάνω μεταρρύθμιση. ♦реформатор, -а α. μεταρρυθμιστής (κοινω- (κοινωνικός, θρησκευτικός κλπ.). реформаторский επ. μεταρρυθμιστικός· ~ие Попытки μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. реформатский επ. 1 της Μεταρρύθμισης- -ие ВОЙНЫ οι πόλεμοι της. Μεταρρύθμισης. 2 δια- διαμαρτυρόμενος· -ая церковь η διαμαρτυρόμενη . εκκλησία. ♦реформация, -И θ. (θρησκ.) Μεταρρύθμιση. реформизм, -а α. μεταρρύθμιση,ρεφορμισμός. реформирование, -Я ουδ. μεταρρύθμιση. реформировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. με- μεταρρυθμίζω, κάνω μεταρρύθμιση. II -СЯ μεταρ- μεταρρυθμίζομαι. реформист, -а α., -ка, -и θ. μεταρρυθμι- μεταρρυθμιστής, -ίστρια. реформистский επ. μεταρρυθμιστικός· -ие партии μεταρρυθμιστικά κόμματα. ♦рефрактометр, -а α. διαθλασίμετρο. рефрактор, -а α. 1 τηλεσκόπιο διαθλαστι- διαθλαστικό. 2 (παλ.) φακός μεγεθυντικός. рефракционный επ. διαθλαστικός, ♦рефракция, -и θ. διάθλαση. II (αστρν.) δι- διάθλαση αστρονομική. ♦рефрен, -а α. 1 (φιλγ.) επανάλειψη στίχου ή στίχων. 2 (μουσ.) επανάλειψη, ρεφρέν. ♦рефрижератор, -а α. ψυκτήρας, ψυγείο. II σκάφος, βαγόνι αυτοκίνητο κλπ. ως ψυγείο. рефрижераторный επ. του ψυγείου· -аяуста- -аяустановка εγκατάσταση ψυγείου. II με ψυγείο- автомобиль αυτοκίνητο-ψυγείο· -ое судно σκάφος-ψυγείο. рехнуться, -нусь, -нёшься р.σ. (απλ.) πα- παλαβώνω, τρελλαίνομαι. рецензент, -а α. κριτικός, γνωμοδότης· те- театральный - κριτικός του'θεάτρου. II επαγ- επαγγελματίας κριτικογράφος, рецензентский επ. κριτικός, γνωμοδοτικός-, του κριτικού· ~ая деятельность κριτική δρα- δραστηριότητα. * рецензирование, -Я ουδ. κρίση, κριτική; α- απόφανση, γνωμοδότηση· εκτίμηση. рецензировать, -руга, -руешь ρ.δ.μ. γράφω κριτική (έργου)· αποφαίνομαι· εκτιμώ. II -СЯ κριτικάρομαι, εκτιμιέμαι. ♦рецензия, -И θ. κρίση, κριτική: εκτίμηση, απόφανση· - произведения κριτική έργου· - спектакля κρ ιτ ική θ,εάματος · - на книгу κρι- τική βιβλίου (βιβλιοκρισία), ♦рецепт, -а α. συνταγή (γιατρού). II οδη- οδηγία μαγειρεύματος. II μτφ. τρόπος ενέργει- ενέργειας- έτοιμη συμβουλή για κάθε τι. рецептар, ~а α. βοηθός φαρμακοποιού, φαρ- φαρμακοτρίφτης. рецептный επ. της συνταγής, -γών-ая кни- книга βιβλίο συνταγών (συνταγολόγιο). ♦рецептор, -а α. ο δέκτης (τα λεπτότατα αι- αισθητικά νευρικά άκρα). рецептура, -Ы θ. φαρμακευτικός κώδικας-ο- κώδικας-οδηγίες παρασκευής φαρμάκων.
рец 376 реш рецептурный επ. της συνταγής (παρασκευής φαρμάκων)· - справочник οδηγός παρασκευής φαρ μάκων. ♦рецепция, -И θ. λήψη, παραλαβή· δανεισμός· - права δανεισμός δικαίου (απο άλλη χώρα), ♦рецидив, -а α. 1 μετάπτωση, πέσιμο (στο ίδιο λάθος, αμάρτημα, έγκλημα). 2 (ιατρ.) υ- υποτροπή (ασθένειας). рецидивист, -а α., -ка, -и θ. ο εξ υπο- υποτροπής εγκληματίας. ♦реципиент, ~а α. 1 (χημ.) δοχείο γυάλινο, στενοστόμιο. 2 ο δεχόμενος μετάγγιση αίμα- ματος ή μεταμόσχευση. речевой επ. του λόγου, της ομιλίας· γλωσ- γλωσσικός· προφορικός, της προφοράς· ~ аппарат τα όργανα του λόγου· ~0е богатство γλωσσι- γλωσσικός πλούτος. речение, -Я ουδ. έκφραση· φράση· ρήση. реченька, -И θ. ποταμάκι. речОВОСТЬ, -И θ. (παλ.)· ομιλητικότητα, στωμυλία, ευλαλία. речивый επ., βρ.· -ЧЙВ, -а, -0 (παλ.) ο- ομιλητικός, στωμϋλος, εΰλαλος. речистость, -И θ. ευγλωττία, ευφράδεια, στωμυλία. речистый επ., βρ: -чист, -а, -О εύγλωτ- εύγλωττος, ευφράδης, εύστομος, στωμύλος, μελιστά- λακτος. И πολϋλογος, πολύλαλος, λάλος, ♦речитатив, -а α. (μουσ.) ρετσιτατίβο (έμ- μουση απαγγελία)· έρρυθμη απαγγελία (συνο- (συνοδευόμενη απο μουσικό όργανο). II εκφρ. гово- говорить, читать -ОМ μιλώ, διαβάζω μελωδικά. речитативный επ. του ρετσιτατ'ιβου. речка, -И θ. ποταμάκι. речник, ~а α. εργάτης ποταμομεταφορών. речной επ. 1 ποτάμιος, ποταμίσιος· - пе- песок ποταμίσιος άμμος: ~ая вода ποταμίσιο νερό· -ая рыба ποταμίσιο ψάρι· - берег η όχθη του ποταμού. речонка, -И θ. ποταμάκι. речушка, -И θ. ποταμάκι. речь, -и, πλθ. речи, -ей θ. 1 λόγος, ομι- ομιλία· Органы -И τα όργανα του λόγου· разви- развитие -И ανάπτυξη του λόγου (ομιλίας)·, уст- ная - προφορικός λόγος· письменная - γρα- γραπτός λόγος. 2 προφορά, γλώσσα· изысканная - περίτεχνη γλώσσα· отчётливая - καθαρή ο- ομιλία ή προφορά. 3 ύφος, στυλ· СТИХОТВОр- НЭЯ - ο ποιητικός λόγος. 4 κουβέντα· - идёт γίνεται λόγος· ~ шла γίνονταν λόγος· Об ЭТОМ И -и нет γι' αυτό καμιά κουβέντα, ούτε λό- λόγος (δε γίνεται)· ОПЯТЬ ОН завёл - о ней πάλι αυτός άρχισε την κουβέντα γι' αυτήν. 5 αγόρευση· - прокурора η αγόρευση του ει- εισαγγελέα· защитительная - η αγόρευση της υπεράσπισης. решать(ся) р.δ. βλ. решйть(ся). решапций επ. απο μτχ. αποφασιστικός, κύ- κύριος, βασικός· - фактор αποφασιστικός πα- παράγοντας· ему пренадлежйть -ее слово τελικά θα γίνει όπως το θέλει αυτός· - момент απο- αποφασιστική στιγμή. II εκφρ. С -ИМ ГОЛОСОМ με δικαίωμα ψήφου. решение, ~я ουδ. 1 απόφαση· ~ общего со- собрания απόφαση της γενικής συνέλευσης· - суда απόφαση του δικαστηρίου· заочное - ε- ερήμην απόφαση· ~ ПРИСЯЖНЫХ απόφαση των ε- -νόρκων -Я съезда αποφάσεις του συνεδρίου· - КОМИССИИ απόφαση της επιτροπής. 2 λύση· - задачи λύση του προβλήματος· - кроссворда η λύση του σταυρόλεξου. решённый επ. απο μτχ. λυμένος· Дело -ое υπόθεση λυμένη· вопрос ~ ζήτημα λυμένο. решетина, -ы θ. κιγκλίδα, ράβδος, βέργα. решетить, -шёчу, -шётйшь ρ.δ.μ. κιγκλιδώ- νω σταυρωτά. II κατατρυπώ, κάνω κόσκινο. решётка, -И θ. 1 κιγκλίδωμα σταυρωτό ή χι- χιαστί. 2 φράχτης με ράβδους, βέργες. 3 σχά- σχάρα. 4 διακόσμιση με τετράγωνίδια ή ρόμβους. 5 (για νόμισμα)· τα γράμματα (η μια όψη)· орёл или ~? κορώνα (αετός) ή γράμματα! И εκφρ. за -у ПОСЭДЙТЬ βάζω στη φυλακή (πίσω απο το σιδερένιο κιγκλίδωμα)· за -у сидеть, оказаться κάθομαι, βρίσκομαι στη φυλακή. решетник1, -а α. (αθρσ.) οι ράβδοι, οι βέρ- βέργες (για κιγκλίδωμα). * решетник* -а α. κιγκλιδοκατασκευαστής. решётный επ. του κόσκινου· - Обод о κό- θρος του κόσκινου. II εφοδιασμένος με κόσκι- κόσκινο· - станок μηχανή με κόσκινο· 2 κοσκι- νιστός, -σμένος· -ая мука κοσκινισμένο α- αλεύρι· - хлеб ψωμί απο κοσκινισμένο αλεύρι. решето, -а, πλθ. решёта ουδ. 1 κόσκινο· пропускать (просеивать) через .(сквозь) κοσκινίζω. II εκφρ. голова как - διαλείψεις μνήμης· чудеса В ~е παραξενιά, τερατωδία, τραγέλαφος· черпать воду -ом αντλώ νερό με το κόσκινο ή το καλάθι. решётчатый κ. решётчатый επ. 1 δικτυωτός. 2 κιγκλιδωτός, καγκελωτός. решимость, -И θ. αποφασιστικότητα· проя- проявлять - δείχνω αποφασιστικότητα. решитель, -Я α. (παλ.)· λύτης. решительно επίρ. 1 αποφασιστικά. 2 ανε- ξαίρετα. 3 (παρνθ. λ.) εννοείται, αναμφί- αναμφίβολα. Η απόλυτα. решительность, -И θ. αποφασιστικότητα. решительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 αποφασιστικός· τολμηρός· - человек αποφασι- αποφασιστικός άνθρωπος· ~ характер αποφασιστικός χαρακτήρας· прибегать к -ым мерам καταφεύγω σε αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα. 2 κρίσιμος·-
реш 377 рик бой αποφασιστική μάχη· - момент настал ήρ- ήρθε (έφτασε) η αποφασιστική στιγμή· - пово- поворот αποφασιστική καμπή. 3 κατηγορηματικός, ρητός· επιτακτικός· - ТОН επιτακτικός τό- τόνος. 4 αναμφίβολος· γνωστός, ξακουστός.· это - - негодяй αυτός είναι ξακουστός πα- λιάνθρωπος. решить1, ~шу, -ШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решённый, βρ: -шён, -шена, -шено р.σ. 1 α- αποφασίζω- он ~йл остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη. 2 (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση· Суд -ЙЛ дело В мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού. 3 λύνω· - кроссворд λύνω το σταυρόλεξο· - задачу (μαθ.) λύνω το πρό- πρόβλημα· - уравнение λύνω την εξίσωση· - за- загадку λύνω το αίνιγμα· - вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα. 4 (παλ.) δια- διαλύω, απομακρύνω, διώχνω. 5 τελειώνω, περα- περατώνω. 6 (απο)στερώ. II σκοτώνω, φονεύω. II εκφρ. - ЖИЗНИ (απλ.) σκοτώνω· - судьбу ή участь αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύ- τύχη· -шено И Подписано αποφασίστηκε και υπο- υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα). 11 -СЯ 1 αποφασίζω, παίρνω απόφαση. II τολμώ, αποκοτώ. 2 αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρί- κρίνομαι· участь его -лась η τύχη του αποφα- αποφασίστηκε. 3 (απλ.) αχρηστεύομαι. II πεθαίνω. 4 (απλ.) στερούμαι, χάνω· - ЖИЗНИ πεθαίνω. решка, -и θ. βλ. решётка E σημ.). решпект βλ. респект. реэвакуационный επ. της επιστροφής στα εκ- κενωθέντα εδάφη. реэвакуация, -и θ. επιστροφή στα εκκενω- θέντα εδάφη. реэвакуировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ.ε- р.δ.κ.σ.μ.επιστρέφω στα εκκενωμένα εδάφη. реэкспорт, ~а α. επανεξαγωγή (εμπορευμά- (εμπορευμάτων) . реэмигрант, -а α., -ка, -и θ. πρόσφυγας επαναπατρισμένος. реэмиграция, -И θ. επαναπατρισμός προσφύ- προσφύγων. рея βλ. рей. рёяние, -Я ουδ. 1 ομαλή και σιγανή πτήση. II μετεώρηση πτηνών. II κυμάτισμα. 2 πέρασμα ορμητικό, σχίσιμο του αέρα. реять, реет р.δ. 1 κινούμαι ομαλά και σι- σιγά· по морю реют корабли στη θάλασσα αργο- πλέουν καράβια. II βλ. парить. II κυματίζω· -ЛИ ЗДамёна κυμάτιζαν οι σημαίες. 2 περνώ, σχίζω τον αέρα· СВИСТЯТ И рёгот пули σφυρί- σφυρίζουν και σχίζουν τον αέρα οι σφαίρες- мол- молнии над нами -ли αστραπές απο πάνω μας έ- έσχιζαν τον αέρα. ржа, ~й θ. (παλ.) βλ. ржавчина. ржаветь, -еет р.δ. οξειδώνομαι, σκουριάζω. ржавить р.σ.μ. οξειδώνω, σκουριάζω. ржавление, -Я ουδ. οξείδωση, σκούριασμα,. σκωρίαση. ржавость, -и θ. βλ. ржавление. ржавчина, -Ы θ. 1 σκουριά, σκωρίαση, οξεί- οξείδωση· ИЗЪёданныЙ -ОЙ διαβρωμένος (φαγωμένος) απο τη σκουριά. 2 ερυσίβωση, στάχτη, κα- πνιά (αρρώστεια των φυτών). ржавчинник, -а α. μανιτάρι παρασιτικό των φυτών. ржавчинные, -ЫХ πλθ. (βοτ.)· παρασιτικά μανιτάρια (στα φυτά). ржавый επ. σκουριασμένος, οξειδωμένος. II ερυσιβώδης. II χρώματος σκουριάς. ржание, -Я ουδ. 1 χλιμίτρισμα, χρεμέτισμα. 2 (απλ) χαχάνισμα, κακάνισμα, καγχασμός. ржанще, -а ουδ. (διαλκ.) θερισμένο χωρά- χωράφι βρίζας. ржаной επ. βρίζινος, της βρίζας, απο βρί- βρίζα- -ая мука βριζάλευρο- - хлеб βρίζινο ψω- ψωμί- ~ое поле βριζοχώραφο. ржать, ржу, ржёшь р.δ. 1 χλιμιτρίζω, χρε- μετίζω. 2 (απλ.) χαχανίζω, κακανίζω, καγχάζω, ♦риал, -а α. το ριάλ, περσικό νόμισμα. рига, -И θ. αλώνι για ξήρανση των δεμα- δεματιών και για αλώνισμα. ♦ригель, -Я α. (τεχ.). 1 μικρή δοκός εγκάρ- εγκάρσια. 2 ο σύρτης της κλειδαριάς. ♦ригоризм, -а α. (γραπ. λόγος) αυστηρότητα μεγάλη (κυρίως ηθική). РИГОРИСТ, ~а α., -ка, -И θ. αυστηρογνώμο- νας, -η, αυστηρός, -ή, ο, η αυστηρών ηθών. ригористический επ. αυστηρός. ригористичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ; αυστηρός. • ♦ридикхшь, -Я α. (παλ.) είδος γυναικείας τσάντας. рйза, -Ы θ. 1 άμφια (κληρικών). II (παλ.) ενδυμασία, ένδυμα. 2 μεταλλικός διάκοσμος κεφαλιού εικόνας. Π εκφρ. разодрать на себе -Ы σχίζω τα ρούχα μου (απο το κακό μου) ή διαρρηγνύω τα ιμάτια μου- ДО положения риз (напиться, напоить)., α) μέχρι αναισθησίας (πίνω, ποτίζω), β) παλ. εντελώς, τελείως, ο- ολοσχερώς, ολοκληρωτικά. рЙЗНИЦа, -Ы θ.(εκκλα) ιματιοφυλάκιο· ιε- ροφυλάκιο- σκευοφυλάκιο. ризничий, -его α. (εκκλσ.) σκευοφύλακας. ♦ризОИДЫ, -0Β πλθ. (ενκ. ризоид, -а α.) τα ριζοειδή. *рикошёт, -а α. 1 εποστρακισμός. 2 επίρ. -ΟΜ εποστρακιστά, με εποστρακισμό. II μτφ. πλάγια, έμμεσα, απο σπόντα. рикошетировать, -рует ρ.δ.κ.σ. εποστρακΊ- ζω· αναπηδώ.
рик 37В рит рикошетить, -тит р.δ. βλ. рикошетировать. рикошетный επ. εποστρακισμένος· με επο- στρακισμό· -ая пуля εποστρακισμένη σφαίρα· - удар χτύπημα με αποστρακισμό. ♦рйкша, -И α. δίτροχο αμάξι (που σύρεται απο ζευγμένο άνθρωπο στην ανατολική Ασία και Νοτιοαφρικανική Ενωση). римляне, -лян πλθ. (ενκ. римлянин, -а α., -ка, -И θ.) οι Ρωμαίοι. II οι κάτοικοι της Ρώμης (οι ιθαγενείς). римлянин βλ. римляне. римлянка βλ. римляне. РИМСКИЙ επ. ρωμαϊκός· ~ театр ρωμαϊκό θέ- θέατρο· -ое Общество η ρωμαϊκή κοινωνία. II εκφρ. - папа ο πάπας της Ρώμης· - НОС γρυ- γρυπή μύτη· -ая Церковь ρωμαιοκαθολική εκκλη- εκκλησία· -ие Цифры λατινικοί αριθμοί. римСКО-каТОЛЙчеСКИЙ επ. ρωμαιοκαθολικός ή καθολικός. *РИНГ, ~а α. (αθλτ.) στίβος (αγωνισμάτων), ρίγκ. ♦ринология, -и θ. ρινολογία. ♦риноскоп, -а α. ρινοσκόπιο. рйнуть, -ну, -нешь р.σ. μ. (παλ.) ρίχνω με δύναμη, ορμητικά, σφόδρα. II -СЯ ορμώ, επιπί- επιπίπτω, ρίχνομαι ακάθεκτα· - В бой ορμώ στη μάχη. ♦рис, -а (-у) α. ρύζι, το φυτό καθώς και οι καρποί του· плантации -а φυτείες ρυζιού, ο- ρυζώνας. ♦риск, -а α. 1 κίνδυνος· С -ОМ με κίνδυ- κίνδυνο, κινδυνεύοντας· С -ом ДЛЯ жизни με κίν- κίνδυνο της ζωής· без -а χωρίς κίνδυνο, ακίν- ακίνδυνα· С -ОМ потери места με κίνδυνο να χάσω τη θέση. 2 διακύβευση, διακινδύνευση, ρι- σκάρισμα· подвергаться -у εκτίθεμαι σε κίν- κίνδυνο· ИДТИ на - ριψοκινδυνεύω. риска, -И θ. (τεχ.) γραμμή, σημάδι, χά- χάραξη, σε μέταλλο. рискнуть, -ну, -нёшь р.σ. 1 βλ. рисковать. 2 δοκιμάζω, αποπειρώμαι, κάνω απόπειρα. рискованность, ~И θ. ριψοκινδύνευση, δια- διακινδύνευση, διακύβευση, ρισκάρισμα. рискованный επ., βρ: -ван, -а, -о. 1 ,ρι- ,ριψοκίνδυνος, επικίνδυνος, παράτολμος· παρα- παρακινδυνευμένος· - шаг επικίνδυνο βήμα (προ- (προσπάθεια, κρούση). 2 μτφ. που ενέχει παρανο- παρανοήσεις, παρεξηγήσεις· -ые слова παρακινδυ- παρακινδυνευμένες λέξεις (λόγια). рисковать, -кую, -куешь р.δ. 1 ριψοκινδυ- ριψοκινδυνεύω, παρακινδυνεύω· τα παίζω όλα για όλα. 2 διακινδυνεύω, διακυβεύω· - ЖИЗНЬЮ διακιν- διακινδυνεύω τη ζωή. 3 κινδυνεύω, υπάρχει κίνδυ- κίνδυνος ή περίπτωση· ВЫ -уете опоздать κινδυ- κινδυνεύετε να αργήσετε. рисковый επ. (απλ.). 1 βλ. рискованный A σημ.). ♦рислинг, г-а (~у) α. ποικιλία σταφυλιού κα- καθώς και το κρασί απ' αυτό. рисовальный επ. ιχνογραφικός, του σχεδί- σχεδίου, για σχέδιο· -ые принадлежности ιχνογρα- φικά είδη. рисовальщик, -а α., -ца, ~ы θ. σχεδιαστής, -άστρια, ιχνογράφος. II (παλ.) καλλιτέχνης. рисование, -Я ουδ. ιχνογράφιση, σχεδίαση. рисовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рисованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. 1 ιχνογραφώ, σχεδιάζω, ζωγραφίζω· - С натуры ζωγραφίζω απο το φυσικό· - портрет προσω- πογραφώ· - карандашом ιχνογραφώ με μολύβι. 2 μτφ. περ ιγράφω παραστατικά. II -СЯ 1 φαί- φαίνομαι, διαγράφομαι, διακρίνομαι· ξεχωρίζω· на горизонте -угатся зубцы гор στον ορίζοντα διακρίνονται οι οδοντωτές βουνοκορφές. 2 μου φαίνεται, φαντάζομαι, αναπαρα- σταίνω . 3 επιδείχνομαι, φιγουράρω, κάνω τη φιγούρα μου. 4 ιχνογραφίζομαι, σχεδιάζο- σχεδιάζομαι, ζωγραφίζομαι. рисовка, -и θ. 1 (παλ.) βλ. рисование. 2 επίδειξη, φιγούρα. РИСОВОД, -а α. ρυζοκαλλιεργητής· ειδικός στη ρυζοκαλλιέργεια. рисоводческий επ. ρυζοκαλλιεργητικός· -ие районы ρυζοκαλλιεργητικές περιοχές. рисовый επ. του ρυζιού· -ое поле ρυζοχώ- ραφο· -ая СОЛОма ρυζάχυρο.* II απο ρύζι, με ρύζι· - отвар ζωμός ρυζιού* - суп ρυζόσου- πα· -ые котлеты ρυζοκεφτέδες. II εκφρ. -ая бумага χαρτί απο ρυζάχυρα. ристалище, ~а ουδ. (παλ.) το γυμναστήριο· КОННОе - το ιπποδρόμιο. ристание, -Я ουδ. (παλ.) αγώνισμα δρόμου, ιπποδρομίας κ.τ.τ. рисунок, -нка α. ιχνογράφημα, σχεδιογρά- φημα, σχέδιο· σκίτσο· карандашный - ή - ка- карандашом ιχνογράφημα με μολύβι· - углем η ανθρακογραφία. II σχήμα, μορφή, περίγραμμα,η σιλουέτα. II διακόσμηση, -μα (με κέντισμα, στολίδια κλπ.). рисуночный επ. ιχνογραφικός, του σχεδίου. рисунчатый επ. με σχέδια, με κεντίδια· - материал ύφασμα με σχέδια. ♦ретардандо ουδ. άκλ. (μουσ.) βραδύτερο. ♦ритенуто ουδ. άκλ. (μουσ.) λίγο βραδύτερο. ♦ритм, -а α. ρυθμός· - танца ρυθμός χο- χορού· - движений ρυθμός κινήσεων - работы ρυθμός εργασίας. ритмизация, -И θ. ρυθμικότητα. ритмизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ρυθμοποιώ, προσδίδω ρυθμικότητα. рутмизованный επ., βρ: -ван, -а, -о ρυθ- μοποιημένος, ρυθμικός.
рих 379 ров ритмика, -И θ. η ρυθμική. ритмический επ. ρυθμικός- -ие движения οι ρυθμικές κινήσεις. РИТМИЧНОСТЬ, -И θ. ρυθμικότητα. ритмичный επ., βρ: -чен, -чна, ~чно βλ. ритмический. ♦ритмопластика, -И θ. η ρυθμοπλαστική. ритмопластический επ. ρυθμοπλαστικός. *рйтор, -а α. (παλ.) ρήτορας. II (παλ.) μα- μαθητής ρητορικής σχολής. риторизм, -а α. ρητορικότητα. ♦риторика, -И θ. η ρητορική. II μτφ. περιτ- τολογία. риторический επ. ρητορικός- -ие украшения речи ρητορικά στολίδια λόγου- ~ие фразы οι ρητορικές φράσεις. II εκφρ. - вопрос ρητορι- ρητορικό ερώτημα (σχήμα λόγου). РИТОРИЧНОСТЬ, -И θ. ρητορικότητα. риторичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. риторический. риторский επ. ρητορικός, του ρήτορα. риторство, -а ουδ. ρητορικότητα, ευγλωτ- τ'ια, ευφράδεια. риторствовать, -ствуго, -ствуешь ρ.δ.(παλ.) ρητορεΰω, μιλώ με συφράδεια- αγορεύω δημό- δημόσια. ♦ритуал, ~а α. ιεροτελεστία- τελετουργία. II εθιμοτυπία, τσιριμόνιες. ритуальный επ. ιεροτελεστικός- τελετουρ- τελετουργικός. II εθιμοτυπικός. ♦ритурнель, -Я α. (μουσ.)· προανάκρουσμα, προαύλισμα ή επαΰλισμα. *риф! -а α. ύφαλος ή σκόπελος- ξέρα. *риф? -а α. (ναυτ.) σειρές, μούδες (μέρος του ιστίου). II εκφρ. брать (ВЗЯТЬ) -Ы μου- δάρω. рифить, -флю, -фишь р.δ.μ. (ναυτ.) μου- δάρω. рифление, -Я ουδ. χάραξη, αυλάκωση. рифлёный"^, (τεχ.) χαραγμένος, χαρακωμέ- νος· αυλακωμένος. рвфлёНЫЙ2 επ. (ναυτ.) με ελαττωμένη επι- επιφάνεια (για ιστία). *рйфли, -ей πλθ. (τεχ.) χαραγές,, αυλακιές. ♦рифма, -Ы θ. ομοιοκαταληξία, ρυθμός,ρίμα. II εκφρ. дактилическая - δακτυλική ομοιοκα- ομοιοκαταληξία (με τόνο στην προπαραλήγουσα). рифмач, ~а α. στιχορράφος, ριμαδόρος, πο- ετάστρος. рифмачество, -а ουδ. στιχούργημα (αδέξιο ποίημα, της κακής ώρας). рифмованный επ. απο μτχ. ομοιοκατάληκτος, που έχει ομοιοκαταληξία. рифмовать, -муго, -муешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рифмованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ. 1 ι(παλ.) ομοιοκαταληκτώ, έχω ομοιοκαταληξία. 2 μ. στιχουργώ, στιχοποιώ- ριμάρω. II -СЯ στι- χοργούμαι, αποκτώ ομοιοκαταληξία. рифмовка, -И θ. σύστημα ομοιοκαταληξίας, ρυθμού, ρίμας. рифмоплёт, -а α. ρυθμοπλόκος βλ. κ. рифмач. рифмоПЛёчеСТВО, -а ουδ. ρυθμοπλοκή- στι- στιχούργημα (άτεχνο ποίημα). рихтовальный επ. της ίσωσης, της εύθυνσης. рихтовать, -тую, -туешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. рихтованный, βρ: -ван, -а, -о ευθϋνω, ισάζω, ισώνω, ευθειάζω, ευθειοποιώ. II -СЯ ισώνομαι, ευθειάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. . рихтовка, -И θ, εύθυνση, ίσωση, ευθείαση, ευθειοποίηση. ришелье ουδ. άκλ. είδος διάτρητου υφάσμα- υφάσματος. ♦роба, ~Ы θ. 1 (παλ.) ένδυμα, φόρεμα.2 ερ- εργατική φόρμα- εργατικό κοστούμι. робеть, -ёю, -еешь р.δ. φοβούμαι, δειλιά- δειλιάζω- διστάζω- не -ёйте друзья! μη δειλιάζε- δειλιάζετε, φίλοι! робкий επ., βρ: -бок, -бка, -бко; робче; διστακτικός, άτολμος, ευπτόητος- φοβητσά- ρης, -ρικος, δειλός. робко επίρ. διστακτικά, φιβητσάρικα,δειλά. рОбОСТЬ, -И θ. διστακτικότητα, ατολμία, ενδοιασμός- δειλία. ♦робот, -а α. το ρομπότ. ♦роброн, -а α. (παλ.) είδος γυναικείου φο- φορέματος. ров, рва, προθτ. о рве, во рву α. σκάμμα- χάντακας, τάφρος- противотанковый - αντιαρ- αντιαρματική τάφρος- крепостной - τάφρος (τάπια) φρουρίου. ровесник, -а α., -Ца, ~Ы θ. συνομήλικος,-η- МЫ С НИМ -И εμείς οι δυό είμαστε συνομήλικοι. « ровик, -а α. 1 χαντάκι, μικρή τάφρος. 2 σκάμμα (κάλυψης πυροβόλου). ровнёхонько κ. ровнёшенько βλ. ровно A, 4, 5 σημ.). РОВНО επίρ. 1 ομαλά. 2 ευθέως, ίσα. 3 κα- κανονικά, χωρίς διακυμάνσεις. 4 ακριβώς, α- κρίβειβ- - ПЯТЬ дней ακριβώς πέντε μέρες* - два часа ακριβώς δυό ώρες- - десять ру- рублей ακριβώς δέκα ρούβλια. 5 εντελώς, τε- τελείως- απόλυτα- он - ничего не понял αυτός τίποτε απολύτως δεν κατάλαβε. 6' όμοια, σαν, ωσάν, σάμπως. 7 (διαλκ.)· παρνθ. λ. φαίνε- φαίνεται, κατ' εμένα. РОВНОСТЬ, -И θ. 1 ομαλότητα, ισάδα. 2 ευ- ευθύτητα. 3 ακρίβεια. 4 κανονικότητα. ровный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 ίσος, ομαλός, ισόπεδος· -ое место ίσο μέρος. 2 ευ- ευθύς, ευθύγραμμος- -ая ЛИНИЯ ευθεία γραμμή. II ακύμαντος, χωρίς διακυμάνσεις ή σκαμπα- σκαμπανεβάσματα- κανονικός. 3 μτφ. ήρεμος ήσυ-
ров 380 род χος· -ая жизнь ήρεμη ζωή· - характер ήσυχος χαρακτήρας. II εκφρ. - Вес ζύγισμα ακριβεί- ακριβείας· ~ счёт ακριβής λογαριασμός· -ЫМ счётом ничего απολύτως τίποτε· не ровен (не ровён) час (απλ.)· έξαφνα, ξαφνικά, ανεπάντεχα. рОВНЯ, ~И κ. -Й α. κ. θ. όμοιος, -α, ί- ίσος, -η, τέτοιος, ~α· ταιριαστός, ~ή· ОН ей не - αυτός μ' αυτή δεν ταιριάζουν В школе ОН не имел -и ПО силе στο σχολείο δεν ήταν άλλος δυνατότερος απ' αυτόν МЫ -И ПО годам εμείς έχομε τα ίδια χρόνια (είμαστε συνομή- συνομήλικοι) . РОВНЯТЬ р.δ.μ. ισώνω, ισάζω, ομαλϋνω, ι- ισοπεδώνω, επιπεδώνω· ευθειοποιώ· ευθυγραμ- ευθυγραμμίζω. II -СЯ 1 ομαλύνομαι, ισοπεδώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 ζυγίζομαι, στοιχίζομαι, ευ- ευθυγραμμίζομαι (κατά τη σύνταξη τμήματος). 3 μτφ. εξισώνομαι, ευθυγραμμίζομαι με κάποιον. рог, -а, πλθ. рога, ~ов α. κέρατο, κέρας· оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού· бараний - κέρατο κριαριού. Π μτφ. καρούμπαλο στο μέ- μέτωπο (απο χτύπημα). 2 κόρνο, κέρας, κερά- κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο απο κέρατο ή κερατοειδές. 3 μτφ. βραχίονας, μπράτσο· -а якоря οι βραχίονες της άγκυρας. 4 (παλ.) ακρωτήρι· βραχίονας ποταμού ή θάλασσας. 5 πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου απο τη σύζυγο)· он давно носит -а απο και- καιρό η γυναίκα-του του έβαλε κέρατα ή τον κε- κερατώνει. II εκφρ. наставлять ~а кому - α) βά- βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον απατώ), β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του) · ΟόΐίοΜέτ^κλπ, συ- συνώνυμα) -а кому τιθασσεύω, δαμάζω, συνετί- συνετίζω, σωφρονίζω· сломить (стереть) рог кому (παλ.) σπάζω την αντίσταση κάποιου, υπο- υποτάσσω· как из -а изобилия σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα). рогалик., ~а α. φραντζολίτσα κερατοειδούς σχήματος. рогаль, -Я α. (διαλκ.). 1 βλ. рогач. 2 χειρολαβή αρότρου, χερολάβα, χερουλάτης. рогаСТЫЙ επ., βρ: -гаст, -а, -О με μεγά- μεγάλα κέρατα· ~ бык βόδι με μεγάλα κέρατα, рогатина, -Ы θ. (παλ.) δόρυ αιχμηρό. II μα- μακρύ κυνηγετικό δόρυ με δίκοπο μαχαίρι στην άκρη. рогатка, -И θ. 1 φράγμα, φραγμός. Π κυρί- κυρίως πλθ. -И εμπόδια, προσκόμματα. 2 είδος με- μεγάλης λαιμαριάς. II (παλ.) είδος λαιμαριάς με εσωτερικές αιχμές (για τιμωρία ανθρώπων). 3 φούρκα, λάστιχο (παιδικό θηρευτικο όργανο). рогатый επ., βρ: -гат, -а, -о. 1 κερατο- φόρος, κερασφόρος· - СКОТ κερασφόρα ζώα. Ι) κερατώδης, κερατοειδής. 2 διχαλωτός. 3 κε- κερατωμένος, κερατάς (απατημένος σύζυγος). рогач, -а α. 1 το αρσενικό κερασφόρο ζώο· олень— το.αρσενικό ελάφι. 2 (διαλκ.) λαβί- λαβίδα, τσιμπίδα. роговица, -Ы θ. ο κερατοειδής χιτώνας του ματιού. РОГОВОЙ επ. κεράτινος· του κέρατου. II του κόρνου, της κεράτινης τρουμπέτας. Η εκφρ. -ая обманка о αμφιβολίτης (μέταλλο)· ~ая оболочка о κερατοειδής χιτώνας (του ματιού). рогожа, -И θ. ψαθί, φορμός. рогоженный επ. (παλ.) βλ. рогожный. рогОЖИНа, -Ы θ. (απλ.) κομμάτι ψαθιού. рогожка, -И θ. 1 ψαθάκι. 2 είδος χοντρο- ειδούς υφάσματος. рогожный επ. ψάθινος. II καλυμμένος με ψα- θιά. рогоносец, -сца α. κερατάς, κερασφόρος σύ- σύζυγος, κερατωμένος (σύζυγος απατημένος απο τη γυναίκα του). рогулька, -и θ. 1 βλ. рогуля. 2 βλ. рога- рогатка C σημ.). рогуля, -и θ. κάθε διπλό κερατοειδές α- αντικείμενο (διχάλα, φούρκα κλπ.). род, -а, προθτ. о роде, в роде, в роду,на роду, πλθ. роды а. 1 γένος· φυλή· член -а μέλος του γένους· патриархальный - πατριαρ- πατριαρχικό γένος· старейшина -а αρχηγός του γέ- γένους, της φυλής. 2 γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι· знатный - επιφανές γένος ή μεγάλο σόι. II γενεά, γενιά· ИЗ -а В - απο γενεά σε γενεά. 11 ως επίρ. ~ΟΜ την καταγω- καταγωγή, το γένος, την προέλευση. 3 (στην ταξι- ταξινόμηση ζώων, φυτών)· γένος. II είδος· τύπος· ВСЯКОГО -а λογής-λογής, παντοειδής. 4 λο- λογοτεχνικό γένος· ύφος, στυλ. 5 τρόπος, μορ- μορφή, χαρακτήρας· избрать новый - деятель- деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης. 6 (γραμμ.)το γένος· мужской, женский, средний - αρσενι- αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος. II εκφρ. - люд- людской (человеческий) το ανθρώπινο γένος· жен- женский - το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)· муж- мужской - το αντρικό φύλλο (οι άντρες)· - ору- жия (войск) είδος όπλου (πεζικού, πυροβολι- πυροβολικού κ.τ.τ.)· в некотором -е ως ένα βαθμό· Β своём -е στο είδος του· В ЭТОМ (таком) -е περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω· έτσι· ОТ -у απο τη γέννηση, απο τότε που γεννήθηκα· своего -а ως ένα βαθμό ή σημείο· такого -а τέτοιου είδους- без -у и племени ή без -у, без пле- племени αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης· ни -у НИ племени ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος· σαν την καλαμιά στον κάμπο. рОДИевиЙ επ. του ρόδιου βλ. родий. РОДИЙ, -Я α. το ρόδιο (ευγενές μέταλλο). родильница, -Ы θ. λεχώνα. РОДИЛЬНЫЙ επ. της γέννησης, για γέννηση,
род 381 род του τοκετού· - ДОМ μαιευτήριο· ~ая горячка επιλόχιος πυρετός. родимчик, ~а α. (απλ.) σπασμός (έγκυας, λεχώνας ή μικρού παιδιού). РОДИМЫЙ επ. 1 (απλ.) προσφιλής, φίλτατος, υπεραγαπητός. 2 ουσ. (κλήση, προσφώνηση)· πατέρα· -ая μητέρα. II πλθ. -Ые οι γονείς. Ι) εκφρ. -ое пятно α) στίγμα, κηλίδα στο δέρμα εκ γενετής, β) έμφυτο φαινόμενο· επι- επιβίωση· -мне пятна капитализма καπιταλιστι- καπιταλιστικές επιβιώσεις.(αγιάτρευτες πληγές αυτού). родина, -ы θ. 1 πατρίδα· защита -ы υπερά- υπεράσπιση της πατρίδας- тоска по -е νοσταλγία· Греция демократии η Ελλάδα είναι η πα- πατρίδα της δημοκρατίας· всё ДЛЯ -Ы όλα για την πατρίδα. 2 γενέτειρα, ιδιαίτερη πατρίδα. рОДИНКа, -И θ. η κρεατοελιά· ελιά, ελί- τσα· на щечке - ελιά στο μαγουλάκι. родины, -ЙН πλθ. (παλ.) 1 τα γενέθλια. 2 τοκετός, γέννα. родители, -ей πλθ. οι γονείς, οι γονιοί. родитель, -я α., -ница, -ы θ. πατέρας, μη- μητέρα. родительный επ. (γραμμ.): - падёж η γε- γενική πτώση. родительский επ. των γονέων -ое собрание συνέλευση των γονέων - комитет η επιτροπή γονέων. II πατρικός· - дом πατρικό σπίτι. II εκφρ. -ая суббота το ψυχοσάββατο. родить, ролу, родишь, παρλθ. χρ. родила н. δ. родила, РОДИЛО, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ. μ. 1 γεννώ, τίκτω· κάνω· она ~ла сына αυτή έκανε γιό· она никогда не родила (αμ.) αυτή ποτέ δε γέννησε. II φέρω στη ζωή* ОН -ЙЛ ΒΟ- сеМЬ сыновей αυτός έκανε οχτώ γιούς.2 μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω· беда беду -йт το ένα κακό φέρει το άλλο. 3 αμ. παράγω, απο- αποδίδω, καρποφορώ· каменистая земля мало -йт το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει. Π -СЯ 1 γεννιέμαι· каждый год у неё -лись дети κάθε χρόν© αυ-τή^ γεννούσε κι απο ένα παιδί· Я -ЛСЯ Β 1916 ГОДУ γεννήθηκα το 1916. 2 μου έρχε- έρχεται, μου κατεβαίνει· В ТОТ час у него -лась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα. 3 γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω· Пшеница -лась хорошо το σιτάρι πρόκοψε. II εκφρ.. -ЛСЯ (-лась) в рубашке (в сорочке) γεννήθηκε θε- όφτωχος (όμως ευδοκίμησε). родич, -а α. 1 (παλ.) μέλος γένους (φυ- (φυλής). 2 (απλ.) συγγενής. РОДНИК, -а α. 1 πηγή, βρύση, κρήνη.2 μτφ. αφετηρία, αρχή, ξεκίνημα. РОДНИКОВЫЙ επ. πηγαίος, απο την πηγή· -ЭЯ ВОДа πηγαίο νερό. роднить, -НЮ, -нйшь р.δ.μ. συγγενεύω· κά- κάνω συγγενείς, αποκτώ συγγένεια. 2 ενώνω, συ- συσχετίζω. II προσεγγίζω, πλησιάζω. II -СЯ 1 συγγενεύομαι, γίνομαι συγγενής. 2 συσχετί- συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά. II προσεγγίζομαι· ε- εξομοιώνομαι. РОДНИЧОК, -ЧКа α. υμενώδες διάστημα του κρανίου βρέφους, βρέγμα· βόθριο. родной επ. 1 γνήσιος, καθαρός· πραγματι- πραγματικός· - отец πραγματικός πατέρας (όχιπατρι- (όχιπατριός)· -ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)· - брат γνήσιος (καθ' εαυτού) αδερφός. II συγγενής. 2 ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς: у него нет ~ых αυτός δεν έχει συγγενείς· Дальние -ые μακρινοί συγγενείς. 3 της γέν- γέννησης· -край,-ая сторона η ιδιαίτερη πα- πατρίδα, η γενέτειρα· - город η γενέτειρα πό- πόλη· -Ое Село το χωριό που γεννήθηκα, χω- ριό-γενέτειρα. 4 αγαπητός, ακριβός, προσφι- προσφιλής· εγκάρδιος· επιστήθιος. II (κλήση, προ- προσφώνηση)· αγαπητέ, καλέ, φίλτατε. II εκφρ. - ЯЗЫК μητρική γλώσσα. родня, -й θ. 1 (αθρσ.) οι συγγενείς, το συγγενολόι, το σόι· близкая - οι κοντινοί ή στενοί συγγενείς· Дальняя - οι μακρινοί συγγενείς. РОДОВИТОСТЬ, -И θ. ευγένεια, η αρχοντιά, το αρχοντιλίκι, το σόι· αρχοντική καταγωγή. родовитый επ., βρ: -вит, -а, -о ευγενής, αρχοντικός, σοϊλίδικος* родовйч, -а α. (παλ.) βλ. родич A σημ.). РОДОВОЙ1επ. 1 του γένους, των γενών -Ое Общество η κοινωνία των γενών. II του εί- είδους. 2 κληρονομικός· -Ое имение κληρονομι- κληρονομικό (προγονικό) κτήμα. II ευγενούς καταγωγής, σοϊλήδικος· -ая знать η αριστοκρατία. 3 συγγενικός, της συγγένειας. 4 (ΥΡαμμ.) του *γένους· -ые окончания οι καταλήξεις του γέ- γένους (αρσενικού, θηλυκού, ουδέτερου). родовой2 επ. του τοκετού· -ые муки οι πό- πόνοι (ωδίνες) του τοκετού. родовспомагателышй επ. βοηθός του τοκε- τοκετού· -ые учреждения τα μαιευτήρια. родовспоможение, —я ουδ. ιατρική βοήθεια σε έγκυες ή λεχώνες.' ^рододендрон, -а α. ροδόδεντρο. родоначальник, ~а α., -ца, -не. ι γενάρ- γενάρχης. 2 μτφ. πατέρας· -ОМ истории считается Геродот πατέρας της ιστορίας θεωρείται ο Ηρόδοτος. *РОДОНЙТ, ~а α. ροδονίτης (μέταλλο). родословие, -Я ουδ. γενεαλογία. родословный επ. γενεαλογικός· -ая табли- таблица, -ое Дерево (древо) γενεαλογικό δέντρο. II ουσ. θ. -ая γενεαλογία. родственник, -а, -ца, ~ы θ. ο συγγενής, ~ισσα· - ПО матери συγγενής απο τη μητέρα·
род 382 роз близкий - κοντινός (στενός) συγγενής· даль- дальний - μακρινός συγγενής· ОН мне - αυτός εί- είναι συγγενής μου. рОДСГВеННОСТЬ, -и θ. συγγένεια, ομοιότη- ομοιότητα· - идей συγγένεια ιδεών - языков συγ- συγγένεια γλωσσών. родственный επ., βρ : -вен, -венна, -вен- но. 1 συγγενικός· -ые связи συγγεν ικοίδε- ικοίδεσμό Ί· -ые отношения συγγενικές σχέσεις. 2 συναδελφικός· -ые отношения по искусству οι συναδελφικές σχέσεις Τέχνης. 3 συναφής, πα- παραπλήσιος· -ые языки συγγενείς γλώσσες· -ые науки συγγενείς επιστήμες. родство, -а ουδ. 1 συγγένεια· ближнее στενή συγγένεια· дальнее - μακρινή συγγέ- συγγένεια· кровное - συγγένεια εξ αίματος· быть Β -ά συγγενεύω. 2 συγγενείς, συγγενολόι· у него богатое - αυτός έχει πολλούς συγγε- συγγενείς. 3 ομοιότητα· ~ идей συγγένεια ιδεών - языков συγγένεια γλωσσών. II εκφρ. не πό- МЯЩИЙ ~а (για αλήτη) α) δε θυμάται (δεν ξέ- ξέρει) την καταγωγή του. β) αυτός που ξέχασε το περιβάλλον που ανατράφηκε. рОДЫ, -ОВ πλθ. τοκετός, γέννα· Первые - ο πρώτος τοκετός, πρωτοτοκία, πρωτογέννα· лё- гкие - εύκολος τοκετός· трудные - δύσκολος τοκετός· преждневрёменные - πρόωρος τοκετός. роёвня, -и θ. καλάθι (προσωρινής συγκέ- συγκέντρωσης εσμού, μελισσιού). роёние, -Я ουδ. αφεσμός, το ρίξιμο του με- μελισσιού. рожа1, -И θ. 1 (απλ.) πρόσωπο. II άσχημο πρόσωπο. 2 ασχημομούρης.3 (απλ.) παλιόμου- τρο (βρισιά). II εκφρ. -ей не вышел (απλ.) άσχημος· корчить (делать строить) -у, -и μορφάζω άσχημα· -у кривить μορφάζω περιφρο- νητικά, συχαμερά. рожа^ -И θ. ερυσίπελας, ανεμοπύρωμα. рожать р.δ. βλ. родить A, з σημ.). рождаемость, -И θ. γεννητικότητα. рождать р.δ. βλ. родить (ι, а σημ.).II -оя βλ. родиться. рождение, -я ουδ. γέννηση· - ребёнка γέν- γέννηση βρέφους· ГОД -Я χρόνος γέννησης» мёс- ΤΟ -Я τόπος γέννησης· день -Я τα γενέθλια· День -Я Ленина τα γενέσια του Λένιν. II εκφρ. ПО -Ю καταγωγής, (κατά) την καταγωγή· γεν- γεννημένος· ОТ -Я εκ γενητής, γενητάτος· глу- ХОЙ ОТ -Я γενητάτος κουφός. рождённик, -а α., -ца, -ы θ. ο γιορτάζων, η γιορτάζουσα τα γενέθλια. рождественский επ. χρ ιστουγεννιάτικος'-ая ёлка χριστουγεννιάτικο δέντρο. рождество, -а ουδ. τα Χριστούγεννα· праз- ДНИК -а христова η γιορτή των Χριστουγένων. Η (παλ.) γέννηση. роженица, -ы θ. λεχώνα, λεχούσα. рожёнственский επ. χριστουγεννιάτικος. рожество βλ. рождество. рожечник, ~а α. κορνετίστας. РОЖИСТЫЙ επ. του προσώπου. рожица, -Ы θ. προσωπάκι. рожок, -жка, πλθ. рожки, -жек, -жками κ. РОЖКИ ~ОВ α. 1 πλθ. рожки κερατάκια. 2 πλθ. μουσικά όργανα κερατοειδή. 3 · διάφορα είδη κερατώδη. II (παλ.) χάρτινο χωνί, χαρ- τοσακκούλα χωνοειδής. 4 θήλαστρο, ρωγοβύ- ζι· κέρας. 5 υποδετήριο, κόκκαλο, κέρας. 6 πλθ. -Й καρποί κερατοειδείς (ξυλοκέρατα κ. τ.τ.). 7 είδος ζυμαρικών κυρτών μικρού σχή- σχήματος, κερατάκια. II εκφρ. остались ~Й да НОЖКИ έμειναν τρίμματα, ψιχία (μηδαμινή πο- ποσότητα) . РОЖОН, -жна α. (παλ.) κοντάρι· δόρυ. II εκφρ. лезть (переть) на - ή против рожна пе- переть ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, ρισκάρω· ка- кого -жна γιατί· какого рожна надо ή не хватает (απλ.) τι θέλεις ακόμα. рожь, ржи, οργν. рожью α. σίκαλη, βρίζα· засеять поле рОЖЬГО σπέρνω το χωράφι βρίζα. РОЗ... κ. рос πρόθεμα· βλ. раз... στις περιπτώσεις που ο τόνος πέφτει στο πρόθεμα. *роза, -Ы θ. τριανταφυλλιά, ροδωνιά. II τρι- τριαντάφυλλο· чайная - κίτρινο τρ ιαντάφυλλο· бе- белая - άσπρο τριαντάφυλλο· центифольная κόκκινο (μα'ίσιο) τριαντάφυλλο. II εκφρ. нет рОЗЫ без ШИПОВ δεν υπάρχει ρόδο χωρίς αγκά- αγκάθια (ουδέν καλόν αμιγές κακού). розан, -а α. βλ. роза, ♦розарий -я κ. розариум, -а α. ροδοφυτεία. розвальни, -ей πλθ. είδος ελκύθρου χωρίς κάθισμα. рвЗВЯЗЬ, -И θ. 1 (αθρσ.) διαλκ. κάθε τι άδετο, λυτό· возить хлеб С поля ~ью μεταφέ- μεταφέρω το σιτάρι απο το χωράφι λυτό (όχι σε δε- δεμάτια). 2 (κυνηγ.) ευκινησία, σβελτάδα, ε- λευθερϊα κινήσεων. розга, -И θ. 1 βέργα, βίτσα. 2 χτύπημα με τη βέργα· ВЫСечь ~ами χτυπώ με τη βίτσα· давать (дать) -ок δίνω,βιτσές, βιτσίζω. рОЗГОВенье, -Я ουδ. η πρώτη μέρα κρεατο- φαγίας μετά τη λήξη της νηστείας. РОЗДЫХ, -а (-у) α. (απλ.) μικρό διάλειμμα στην εργασία ή μικρή ανάπαυση (στάση) στην πορεία. ♦розеола, -Ы θ. (ιατρ.) εξάνθημα. ♦розетка, -И θ. 1 κροσσός ρόδινος. 2 ροζέ- τα, ταινία παράσημου. 3 πιατάκι γλυκού. 4 κηροδόχη, λαμπαδοδόχη (σχήματος ρόδου). 5 είδος αμπαζούρ πλατύστομο. 6 ρευματοδότης, ακροσύνδεσμος, ρευματολήπτης, πρίζα. 7 κυ- κλοτερές φύλλωμα. 8 στολίδι ανάγλυφο με ρό-
роз 383 рол δα ή άλλα άν θη. ♦розетта, -к θ. βλ. розетка (8 σημ.). розжиг, -а α. βλ. разжиг. розлив, -а α. βλ. разлив (ι σημ.). *розмарЙН, -а α. δεντρολίβανο, ροσμαρίνι.ΙΙ είδος μήλου χειμωνιάτικου. розмарйнный επ. βλ. розмариновый. розмариновый επ. του δεντρολίβανου, απο δεντρολίβανο· - куст θάμνος δεντρολίβανου· -ое масло δεντρολιβανέλαιο. РОЗНИТЬ ρ.δ. (παλ. κ. απλ.)· (δια)χωρίζω· судьба Нас -ИТ η τύχη μας χωρίζει. II ξεχω- ξεχωρίζω (σε μέρη, τεμάχια). 2 διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ποικίλλω. II -СЯ διαφέρω, είμαι διαφορετικός. розница, -Ы θ. λιανική πώληση ή αγορά· με το κομμάτι· в -у продавать, покупать πουλώ, αγοράζω λιανικά ή με το κομμάτι. РОЗНИЧНЫЙ επ. λιανικός· -ые цены τιμές λιανικής πώλησης· -ая продажа λιανική πώ- πώληση· -ые товары εμπορεύματα λιανικής πώ- πώλησης. рОЗНО επίρ. (παλ.) ξεχωριστά, χώρια. рОЗНЫЙ επ. (παλ.) διάφορος, διαφορετικός. РОЗНЬ, -И θ. 1 έχθρα· αμάχη, διχόνοια, δι- διένεξη, διαμάχη. 2 ως κατηγ. διαφέρω· работ- работник работнику - εργάτης απο εργάτη διαφέρει. розоватый επ., βρ: -ват, -а, -О λίγο ρό- ρόδινος, λίγο ροδόχρωμος. розоветь, -ею, -ёешь р.δ. 1 ροδίζω· нёбо -еет перед восходом солнца о ουρανός ροδίζει πριν την ανατολή του ήλιου. 2 κοκκινίζω (α- (απο ντροπή κ.τ.τ.). РОЗОВОЛИЦЫЙ επ., βρ; -ЛИЦ, -а, -Ο ροδο- πρόσωπος. розовощёкий, βρ: -щёк, -а, -о ροδομάγου- λος. розовый επ., βρ: -зов, -а, -о. 1 ρόδινος· - букет ανθοδέσμη απο ρόδα (τριαντάφυλλα)· -ая вода ροδόνερο, ροδόσταγμα, τριανταφυλ- λόνερο· -ое варенье γλυκό απο τριαντάφυλ- τριαντάφυλλο· -ое масло ροδέλαιο. 2 (για χρώμα)· ρο- ροδόχρωμος, τριανταφυλλής, -ένιος· ~ые щёки ροδομάγουλα· -ые НОГТИ ρόδινα νΰχία- -ое Платье φόρεμα τριανταφυλλί (ροζ). 3 μτφ· ωραίος, ευοίωνος, ιδανικός- видеть всё В -ом цвете (свете) ή смотреть на всё сквозь -ые очки τα βλέπω όλα ρόδινα. 4 πλθ. -ые ουσ. βλ. розоцветные. розоцветные, -ЫХ πλθ. ουσ. τα ροδοειδή. розыгрыш, -а α. 1 κλήρωση· - облигаций займа κλήρωση των ομολογιών εσωτερικού δα- δανείου· - лотарейных билетов κλήρωση των λα- λαχείων. 2 διεξαγωγή αγώνων - первенства α- αγώνας πρωταθλήματος. 3 ισοπαλία (αγώνα). розыгрышный επ. της κλήρωσης. РОЗЫСК, ~а α. 1 αναζήτηση, ανερεύνηση,έ- ανερεύνηση,έρευνα, ψάξιμο. 2 (παλ.) ανάκριση με βασα- βασανισμό. II εκφρ. УГОЛОВНЫЙ - ανερεύνηση ε- εγκληματία. РОЗЫСКНОЙ επ. της αναζήτησης, της ανερεΰ- νησης. роЙТЬ, рою, роишь р.δ.μ. μαζεύω, συγκε- τρώνω· - пчёл μαζεύω το μελίσσι. Ι! -0Я μα- μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι. II πετώ κατά σμή- σμήνη· тучами -ЛИСЬ комары σαν σύννεφα κινού- κινούταν τα κουνούπια. II περιστρέφομαι, στριφο- στριφογυρίζω στον αέρα (για νιφάδες χιονιού, σκό- σκόνη κ.τ.τ.). II μτφ. συρρέω, έρχομαι, εμφανί- εμφανίζομαι αθρόα (για σκέψεις, σχέδια κ.τ.τ.). рой, роя πλθ. рой , роёв α. 1 σμήνος, ε- εσμός, σμάρι· - диких пчёл σμήνος άγριων με- μελισσών над головой вьётся - комаров и мух πάνω απο το κεφάλι στριφογυρίζει σύννεφο α- απο κουνούπια και μύγες. 2 μτφ. πλήθος συρ- συρροή, χείμαρος· σωρεία· - мыслей πλήθος σκέ- σκέψεων - воспоминаний σωρεία αναμνήσεων. рок, -а α. (υψηλό ύφος) τύχη, μοίρα, ει- ειμαρμένη. ♦рокада, -Ы θ. (στρατ.) οδός παράλληλη με τη γραμμή τον μετώπου. рокадный επ. παράλληλος του μετώπου· -ые пути δρόμοι παράλληλοι προς τη γραμμή του μετώπου. ♦рокайль θ. άκλ. (αρχτ.) στόλισμα απο κογ- κογχύλια και πέτρες μαζί. рокировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рокированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. μ. (στο σκάκι) κάνω ροκέ. II -СЯ κάνω ροκέ. *Р0КИрОВКа, -И θ. το ροκέ. роковой επ. μοιραίος, ειμαρμένος· πεπρω- πεπρωμένος· -ая ОЩЙбка μοιραίο λάθος· - МИГ μοι- *ραία στιγμή· -ая случайность μοιραία σύμπτω- σύμπτωση· -ЫМ Образом (επίρ.) μοιραία. ♦ροκοκό ουδ. άκλ. ροκοκό (ρυθμός αρχτ-κός). рокот, -а α. ήχος ευχάριστος· - струн ή- ήχος χορδών - СОЛОВеЙНЫЙ го κελάδημα του αηδονιού. II βαθιά ή χαμηλή φωνή. II βρυχηθ- μός, μούγκρισμα· ούρλιασμα. II μεγάλος θόρυ- θόρυβος· ορυμαγδός, πάταγος. рокотание, -я ουδ. βλ. рокот. рокотать, -кочу, -кочешь, μτχ. ενεστ. ро- рокочущий ρ.δ. ηχώ ευχάριστα· βομβώ. II κρο- τώ.. II βροντώ, μπουμπουνίζω. рокочущий επ. απο μτχ. βαρύηχος. Η πατα- παταγώδης· βουερός· ξεκουφαντικός. II βροντώδης, -τερός. *рокфОр, -а α. ροκφόρ, είδος τυριού. ♦рол, -а α. 1 περιστροφικός κύλινδρος, ά- άξονας. 2 ρόλος (χαρτιού). 3 μηχανή κατερ- κατεργασίας χαρτιού. ролевой επ. του ρόλου· κυλινδρικός. II· σε
ρόλο· ~ая бумага χαρτί σε ρόλο. РОЛИК, -а α. 1 μικρός ρόλος ή κύλινδρος. 2 ροόίτσα. И μπίλια, σφαιρίδιο. 3 μικροί μο- μονωτήρες (για στήριξη ηλεκτρ. καλωδίων). роликовый επ. του ρόλου κλπ. ουο". II (εφο- (εφοδιασμένος) με ροδίτσες. ♦роллер, -а α. βλ. самокат B σημ.). *РОЛЬ1, -И, γεν. πλθ. -ей θ. κυρλξ. κ. μτφ. ο ρόλος· исполнить - Гамлета παίζω το ρόλο του Αμλέτου· главная - κύριος (βασικός)ρό- (βασικός)ρόλος· второстепенная - δευτερεύων ρόλος· иг- играть - παίζω ρόλο· трудная.~ δύσκολος ρόλος· раздать -и κατανέμω (μοιράζω) τους ρόλους· ~ ЛИЧНОСТИ В истории о ρόλος της προσωπι- προσωπικότητας στην ιστορία· он играет первую αυτός είναι πρωταγωνιστής του έργου.ΙΙ εκφρ. В -и στο ρόλο· σαν, εν είδη· играть - έχω σημασία· ВОЙТИ В - αφομοιώνω το ρόλο· ВЫЙТИ ИЗ -И εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι· это не иг- играет Никакой -И αυτό δεν παίζει κανένα ρό- ρόλο (δεν επιδρά καθόλου). РОЛЬ2, -И θ. βλ. рол B σημ.). ♦рольганг, -а α. μεταφορέας με κυλινδρί- σκους. рольный επ. του ρόλου, σαν ρόλος· κυλιν- κυλινδρικός. рОЛЯ, -И θ. (παλ.) βλ. роль1. *ром, -а (-у) α. το ρούμι (ποτό). *роман, -а α. μυθιστόρημα, ρωμάντζο.ΙΙ ερω- ερωτικές σχέσεις (άντρα με γυναίκα). ♦романея, -и θ. (παλ.) είδος κρασιού εισα- εισαγωγής . романизация, -И θ. εκλατίνιση (στον πολι- πολιτισμό και γλώσσα). романизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. εκλατινίζω (στον πολιτισμό και γλώσσα). II -СЯ εκλατινίζομαι. романизм, -а α. λατινισμός (λέξη ή φράση λατινική). романизовать(оя) ρ.δ. βλ. романизировать- (ся). романист! -а α., -ка, -И θ. ο, η μυθιστο- μυθιστοριογράφος. II νομομαθής του ρωμαϊκού δικαίου. романист, -а α., -ка, -И θ. λατινιστής, ρωμαϊστής. романистика, -И θ. ο ρωμαϊκός πολιτισμός. романический επ. (παλ.). 1 μυθιστορηματικός. 2 ρωμαντικός, ερωτικών σχέσεων. 3 πλήρης ρω- μαντισμού. ♦романс, -а α.1 (μουσ.) η ρωμάντζα. 2 μι- ..κρό λυρικό ποίημα. романский επ. ρωμαϊκός, λατινικός· -ая культура ρωμαϊκός πολιτισμός. ромаНСНЫЙ επ. ρωμαντικός· -ая лирика ρω- μαντική λυρική. романтизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. ωραιοποιώ, (εξ) ιδαν ικεύω. II -СЯ ωραιοποιού- ωραιοποιούμαι, (εξ)ιδανικεύομαι. ♦романтизм, -а α. ρωμαντισμός. романтик, -а α. 1 ρωμαντικός (οπαδός της ρωμαντικής σχολής στην Τέχνη και στα Γράμ- Γράμματα). 2 ονειροπόλος. романтика, -и θ. βλ. романтизм. романтический επ. ρωμαντικός· ~ая ПОЭЗИЯ ρωμαντική ποίηση. романтичность, -И θ. ρωμαντικότητα. романтичный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно ρω- ρωμαντικός, πλήρης ρώμαντισμού. ромашка, -И θ, ανθεμίδα (επιστ.), μαργα- μαργαρίτα (λκ.)· ανθεμίδα η ευγενής (επιστ.), χα- μόμηλο (λκ.). ромашковый επ. της ανθεμίδσς, της μαργα- μαργαρίτας· του χαμόμηλου· ПИТЬ - ОТВар πίνω χα- χαμομήλι. ♦ромб, -а α. ρόμβος. ромбический επ. του ρόμβου. Н ρομβοειδής, ρομβωτός. ромбовидный επ. βρ: -ден, -дна, -дно ρομ- ρομβοειδής. ромбовый επ. βλ. ромбический, ♦ромбоид, -а α. το παραλληλόγραμμο. ромбоидальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно (μαθ.) παραλληλόγραμμος, -ικός. ромбоидный επ. βρ: -Ден, -дна, -ДНО πα- παραλληλόγραμμος . ♦ромбоэдр, ~а α. το ρομβόεδρο. РОМОВЫЙ επ. του ρουμιού· απο ρούμι. ♦рОНДО ουδ. άκλ. (μουσ.) το ροντό. ♦рондо1ουδ. άκλ. εγκύκλιο ποίημα. ♦ρθΗΛΟεουδ. άκλ. στρογγυλή γραφή. II γραφί- γραφίδα στρογγυλής γραφής. ронЙТЬ, роню, ронишь ρ.δ.μ. (διαλκ.) ρί- χνω*κάτω· κόβω· ~ Дерево κόβω το δέντρο. II εκφρ. - Слёзы χύνω δάκρυα· ~ СЛОВО ρίχνω, πετώ λέξη, λόγο· λέγω, προφέρω· ОН СЛОВО не -ИТ αυτός δε βγάζει μιλιά, λέξη. РОНЯТЬ, -ЯЮ, -яешь р.δ.μ. 1 χάνω, μου πέ- πέφτει χα¥>ίς να αντιληφθώ- нести, не ~яй πή- πήγαινε το, πρόσεχε μη σου πέσει και το χά- χάσεις. II ρίχνω κάτω απο απροσεξία. 2 χαμηλώ- χαμηλώνω, κατεβάζω, γέρνω· - голову на ПОДУШКО γέρνω το κεφάλι στο προσκέφαλο. 3 μαδιέμαι, φυλλορροώ. 4 προφέρω, μιλώ τραχιά. 5 ρί- ρίχνω, μειώνω· - своё ДОСТОИНСТВО ρίχνω την αξιοπρέπεια μου. II εκφρ. - слёзы χύνω δά- δάκρυα. ропак, -а. α. εξέχων ογκόπαγος. рОПОТ, -а α. 1 μουρμούρισμα, -ρητό· μεμ- μεμψιμοιρία· γόγγυσμα, ~μός· ПО толпе пробежал - το πλήθος άρχισε να μουρμουρίζει 2 μτφ. φλοίσβος· θρόισμα. роптание, -я ουδ. βλ. ропот.
ροπ 385 рос роптать, ропщу, ропщешь, μτχ. ενεστ. ро- ропщущий р. δ. 1 μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ· γογγύζω. 2 (παλ.) μτφ. φλοισβίζω· θροΐζω. рос... (πρόθεμα) βλ. роз... Χρησιμοποιεί- Χρησιμοποιείται αντί του роз... μπροστά απο άηχα σύμφω- σύμφωνα: роспуск, россказни, росчерк. роса, -ы θ., πλθ. росы δροσιά· утренняя - πρωινή δροσιά, τα δάκρυα της αυγής· - ЛО- жилась на цветы δροσιά επικάθησε στα άνθη. II εκφρ. ПО ~έ με τη δροσιά, όταν υπάρχει η δροσιά· στη δροσιά· не ходи босиком по ~ё μη βαδίζεις ξυπόλητος στη δροσιά· ДО -Ы πο- πολύ νωρίς το πρωί, πριν να πέσει δροσιά· по- покрытый -ой δροσοσκεπασμένος. росинка, -И θ. δροσοσταλίδα, δροσοσταγο- νίδιο. II σταγονίτσα. II εκφρ. маковой -и ή Не -И ВО рту не было ούτε μπουκιά (δεν έ- έφαγα), ούτε γουλιά (δεν ήπια). росистый επ., βρ: -сйст, -а, -о δροσι- σμένος, δροσοσκεπασμένος. II δροσόλουστος. II δροσοβόλος. РОСИТЬСЯ, -йтся р.δ. δροσοσκεπάζομαι. роскошество, -а ουδ. 1 πλούτος, όλβος. 2 βλ. роскошь. роскошествовать, -ствую, -ствуешь р.δ. ζω πλούσια, πλουσιοπάροχα, πλέω στον πλούτο, στην πολυτέλεια· στη χλιδή. роскошничать ρ.δ. βλ. роскошествовать. роскошно επίρ, πολυτελώς· πλούσια, πλου- πλουσιοπάροχα. роскошный επ., βρ: член, -шна, -шно. 1 πολυτελής· πλούσιος, πλουσιοπάροχος· λουσά- τος· ~ ОбеД πλούσιο γεύμα· -ое платье πο- πολυτελές (λουσάτο) φόρεμα· - ОСОбНЯК πολυ- πολυτελής έπαυλη· ~ая ЖИЗНЬ πολυτελής ζωή· χλι- χλιδή· -ое издание πολυτελής έκδοση· - край η πλούσια περιοχή (τόπος). 2 θαυμάσιος, έξο- έξοχος, θεσπέσιος· -ая природа θαυμάσια φύση· ~ая погода θαυμάσιος καιρός. РОСКОШЬ, -И θ. 1 πολυτέλεια· λούσο· αί- αίγλη· χλιδή· дама одетая с -ьго κυρία ντυμέ- ντυμένη στα λούσια- вырасти В -И μεγαλώνω στην πολυτέλεια. 2 βλάστηση πλούσια. 3 θαύμα, πο- πολύ εξαιρετικό· это ВИНО - -! αυτό το* κρασί είναι θαύμα. II εκφρ. Предметы -И είδη πο- πολυτέλειας· позволить себе - επιτρέπω στον ε- εαυτό μου περιττότητες· ЭТО уж - αυτό πια εί- είναι πολυτέλεια (περίσσιο). РОСЛОСТЬ, -И θ. ανάστημα μεγάλο, υψηλό. рослый επ. υψηλόσωμος, μεγάλου αναστήμα- αναστήματος, μεγαλοσώματος, σωματώδης. II (για φυτά) υψηλός, μεγάλος· ~ые деревья ψηλά δέντρα. росный'1 επ: - ладан βλ. στη λ. ладан. рОСНЫЙ2 επ. (διαλκ.) βλ. росистый. росомаха, -И θ. είδος ικτίδας (κουναβιού). росомаший, -ья, -ье επ. της ικτίδας· απο ικτίδα· -ЬЯ шкура δέρμα ικτίδας· - мех γούνα απο ικτίδα. роспись, -и θ. 1 διακόσμηση· начать - по- потолка И стен αρχίζω τη διακόσμηση της ορο- οροφής και των τοίχων. II (αθρσ.) τοιχογραφίες. 2 κατάλογος, κατάσταση. рОСШШВЬ, -И θ. (αθρσ.) ασύνδετοι κορμοί δέντρων μεταφερόμενοι με το ρεύμα του ποτα- ποταμού. 2 επίρ. -ЬГО ασύνδετα. роспуск, -а α. 1 απόλυση, άφεση (απο τα μαθήματα). 2 διάλυση· - парламента διάλυση της Βουλής. 3 βλ. рОСПЛЫВЬ. роспуски, -ов πλθ. (διαλκ.) κάρο ή έλκυ- θρο ανοιχτό (ακάλυπτο) για μεταφορά κορμών δέντρων ή σανιδιών. РОСС, -а α. (παλ.) Ρώσος. российский επ. ρωσικός, ρούσικος- - про- пролетариат το ρωσικό προλεταριάτο. россиянин, ~а, πλθ. -яне, -ка, -и θ. Ρώ- Ρώσος, -ίδα. россказни, -ей πλθ. παραμύθια, μυθεύμα- μυθεύματα, παραμυθολόγιο. росстань, -И θ. (διαλκ.) διασταύρωση οδών. РОССЫПНЫЙ επ. κοκκώδης· σκόρπιος· αμμοει- ειδής. россыпь, -И θ. 1 σκόρπισμα, διασπορά, χύ- σιμο, ρίξιμο. Η το διασκορπισμένο κοκκώδες υλικό. 2 σωρός αντικειμένων. 3 βλ. рос- ПЛЫВЬ. 4 (εμπορ.) η φύ^α. 5 (γεωλ.) εδάφη ή στρώματα αμμώδη· золотые -И χρυσοφόρα ε- εδάφη. 6 σωρός πετρών. II μτφ. αφθονία, πλή- πλήθος. 7 ως επίρ. -ьго χύμα (ασυσκεύαστα). РОСТ, -а α. 1 αύξ,ηση, ανάπτυξη· μεγάλωμα· άνοδος· - населения αύξηση του πληθυσμού·- растений το μεγάλωμα των φυτών· творческий - артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού.· - производства αύξηση της παραγωγής· - благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού· остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι. 2 ανάστημα· мужчина ВЫСОКОГО -а άντρας υψηλού αναστήματος· -ΟΜ с тебя στο δικό σου ανάστημα· какого он ~а? τι ανάστημα έχει αυτός; не ПО -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα· встать ПО -у συ- συντάσσομαι κατ' ανάστημα. 3 τόκος· επιτόκιο· давать деньги в - δίνω χρήματα με τόκο. II εκφρ. во весь - α) ολόρθος· стоять во весь - στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρου αναστήματος,- На - (шить, Покупать) με εσω7 τερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)· ПОЙТИ (τρό- нуться) В - φυτρώνω, φύομαι. ♦ростбиф, -а α. ροσμπ'ιφ (είδος φαγητού). ростепель κ. ростопель, -я α.(διαλκ.) βλ. оттепель. ростепельный επ. (διαλκ.) βλ. оттепель.. РОСТКОВЫЙ επ. του βλαστού· του φυντανιού.
рос 386 РУб РОСТОВОЙ επ. αναπτυξιακός, της ανάπτυξης, της αύξησης. II τοκογλυφικός· -ая прибыль το τοκογλυφικό κέρόος. РОСТОВЩИК, -а α., ~ца, -Ы θ. τοκιστής, το- τοκογλύφος. ростовщический επ τοκογλυφικός· -ие про- проценты τοκογλυφικά επιτόκια· - капитал τοκο- τοκογλυφικό κεφάλαιο. ростовщивество, ~а ουδ. τοκογλυφία· зани- занимать ся -ом ασχολούμαι με την τοκογλυφία. РОСТОК, -тка α. 1 βλαστός, -άρι,φυντάνι. 2 μτφ. νιόβγαλτος· первые -и революции τα πρώτα φύτρα της επανάστασης. *ростр, -а α, (παλ.) έμβολο πολεμικού σκά- σκάφους (ρωμαϊκής εποχής). ♦ростра, -Ы θ. 1 (παλ.) αιχμαλωτισμένα σκά- σκάφη (στολισμένα με έμβολα στη ρωμαϊκή εποχή). 2 (αρχτ.) διακόσμηση στήλης με έμβολα σκα- σκαφών). ростральный επ. εμβολικός, εμβολοειδής· -ая КОЛЛОна εμβολοκόσμητη στήλη. росчерк, -а α. τζίφρα, στολίδια υπογρα- υπογραφής· κλωθογυρίσματα. II εχφρ. (ОДНИМ) -ОМ Пера με μια μονοκοντυλιά (χωρίς εξέταση ή εμβάθυνση). РОСЧИСТЬ, -И θ. (διαλκ.) κομμένο ή καμέ- καμένο μέρος δάσους (για καλλιέργεια). росянка, -И θ. η δροσερά (φυτό εντομοκτό- εντομοκτόνο) . росяной κ. росяный επ. της δροσιάς· -ая капля σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα. рот, рта, προθ. о рте, во рту α. 1 στόμα- большой - μεγάλο στόμα· маленький - στομα- τάκι· открывать - ανοίγω το στόμα· закры- закрывать - κλείνω το στόμα· во рту у меня горь- горько το στόμα μου είναι πικρό· прополоскать - ξεπλένω το στόμα· дышать ртом αναπνέω με το στόμα. 2 μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικο- οικογένειας· мне надо восемь ртов прокормить ε- εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα. II εκφρ. за- жать (замазать, заткнуть к.τ.τ.) - кому βου- βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)· открыть (раскрыть) - α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) 'θαυμά- 'θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα-СМО- трёть (глядеть)в - кому α)κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι «по το στόμα ή τα χείλη κάποιου· Β - не брать δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)· Β - не ВОЗЬМёШЬ δεν το βάζεις στο στόμα(ως άνοστο)· Β - нейдёт δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),· δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)· ВО весь με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών Не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) δεν τολμώ ν' ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)· МИ- МИМО рта прошло πέρασε πολύ σιμά, όμως απ' έξω (ανεπιτυχώς)· разжевать И В - ПОЛОЖИТЬ δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέ- λεπτομερέστατα)· ХЛОПОТ полон ~ φροντίδες πάρα πολ- πολλές, με то παραπάνω. рота, -ы θ. λόχος· стрелковая - λόχος πε- πεζικού· пулемётная - λόχος πολυβόλων· сапёр- сапёрная - λόχος μηχανικού· - моторизованной пе- ХОТЫ λόχος μηχανοκίνητου πεζικού. II εκφρ. арестантские -Ы (παλ.) εργατικοί λόχοι φυ- φυλακισμένων, ♦ротатор, -а α. πολύγραφος. ротаторный επ. του πολύγραφου· -ая бумага χαρτί πολύγραφου. *ротацйзм, -а α. ρωτακισμός. ротационный επ: -ая машина περιστρεφόμε- περιστρεφόμενο πιεστήριο. ♦ротация, -и θ. 1 περιστρεφόμενη μηχανή. 2 (γεωπ.) αμειψισπορά. ротик, -а α. στοματάκι. ♦ротмистр, -а α. ίλαρχος. РОТНЫЙ επ. 1 του λόχου· - командир διοι- διοικητής λόχου. 2 ουσ. ο λοχαγός. РОТОВОЙ επ. στοματικός, του στόματος. ротозей, -я α. ~ка, -и θ. 1 βλ. зевака. 2 χαζός, χάχας αποξεχασμένος. ротозейничать р.δ. χαζεύω, χάσκω. ротозёЙСТВО, -а ουδ. αφηρεμάδα, αποξέχά- αποξέχάσμα. роток, -тка α. στοματάκ^. ♦ротонда, -Ы θ. 1 (αρχτ.) ροτόντα. 2 γυ- γυναικείος επενδύτης A9 αι.). ♦ротор, -а α. στρόφαλος ηλεκτροκινητήρα. роторный επ. του στρόφαλου. рОХЛЯ, -И α. κ. θ. νωθρός, -ή, χαλβάς, μάπας· μπουνταλάς. роща, -И θ. άλσος, δασύλλιο, δασάκι. ♦рЪялЙЗМ, -а α. βασιλισμός, φιλοβασιλεία. РОЯЛИСТ, -а α., -ка, -И θ. βασιλικός, -ή, φιλοβασιλικός, -ή, βασιλόφρονας, -η. ♦рояль, -Я α. κλειδοκύμβαλο, πιάνο (με ο- οριζόντια διάταξη των χορδών), με ουρά. РОЯЛЬНЫЙ επ. του κλειδοκύμβαλου (πιάνου). ртутный επ. του υδραργύρου, υδραργυρικός· ~ые капли σταγόνες υδραργύρου. II υδραργυ- ρούχος· -ая руда υδραργυρούχο ορυκτό- - термометр υδραργυρικό θερμόμετρο. ртуть, -и θ. ο υδράργυρος. рубака, -и α. επιδέξιος χειριστής του μα- μαχαιριού· γενναίος, ατρόμητος. рубанок, -нка α. πλάνη (εργαλείο),ροκάνι. рубануть, -ну, -нёшь р.σ. βλ. рубить. рубать р.δ.μ. (απλ.) βλ. рубЙТЬ A σημ.). рубаха, -и θ. βλ. рубашка. II εκφρ. —па- —парень άνθρωπος ειλικρινής, απλός, ντόμπρος. рубашечка, -И θ. πουκαμισάκι. рубашечный επ. του πουκάμισου·-ые пугови-
руб 387 РУД ЦЫ κουμπιά πουκαμίσιου. рубашка, -И Θ.1 πουκάμισο. Π το νυχτικό, η νυχτικιά (γυναικεία ή παιδική). 2 το πίσω μέρος των παιγνιόχαρτων. 3 χρώμα τριχώμα- ματος. 4 η εμβρυακή μεμβράνα. 5 περίβλημα, περικάλυμμα. II εκφρ. оставить В ОДНОЙ ~е α- απογυμνώνω, αποψιλώνω (αποστερώ του παντός)· остаться В ОДНОЙ ~е μένω χωρίς τίποτε, επί ξύλου κρεμάμενος. рубашонка, -И θ. πουκαμισάκι. рубеж, -а α. 1 όριο, σύνορο· η συνοριακή γραμμή· в -ё соседних, владений το σύνορο των γειτονικών κτημάτων. II μτφ. μεταίχμιο· на -έ Двух ЭПОХ στο μεταίχμιο δύο εποχών. 2 σύνορα κρατικά· реки являются естествен- естественными -ами τα ποτάμια είναι φυσικά σύνορα· наши пограничники зорко охраняют наши -α οι ακρίτες μας άγρυπνα φρουρούν τα σύνορα μας. 3 (στρατ.) η γραμμή· оборонительный - η αμυντι- αμυντική γραμμή. II εκφρ. за -ОМ στο εξωτερικό (πέ- (πέρα απο τα σύνορα μας). *РУберОИД, ~а α. το κομμιοειδές. рубероидный επ. βλ. рубероидовый. рубероидовый επ. του κομμιοειδούς* απο κομμιοειδές. рубёц, -бца α. 1 η κοψιά. 2 γρατσουνιά· ο μώλωπας (ίχνη δαρσίματος, αποτυπώματα). 3 ραφή εξέχουσα. 4 προστόμαχος, πρόλοβος. 5 ο πατσάς (φαγητό). рубидий, -Я α. ρουβίδιο (χημ. στοιχείο). *рубик0н, -а α: перейти - περνώ τον Ρου- βίκονα (ποταμό· απο τον Γ. Καίσαρ). рубило, -а ουδ. κοπέας, κοπίδι (πρωτόγονο εργαλείο). рубЙЛЬНИК, -а α. διακόπτης μαχαιρωτός (η- (ηλεκτρικού ρεύματος). *рубЙН, -а α. ρουβίνιο, ρουμπίνι. рубЙНОВЫЙ επ. ρουμπίνινος· απο ρουμπί- ρουμπίνι· -ые серьги ρουμπίνινα σκουλαρίκια. II χρώματος ρουμπινιού, ρουμπινόχρωμος. рубить, рублю, рубишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рубленный, βρ: -лен, -а, -О р.δ.μ.1 κό- κόβω, τέμνω· - ветви κόβω κλαδιά· - МЯСО κόβω κρέας· - дрова κόβω καυσόξυλα·- голову απο- αποκεφαλίζω· - лес υλοτομώ. 2 μτφ. μιλώ απε- απερίφραστα, ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα. 3 φτιάχνω (με κομμένη ξυλεία)· - ИЗбу φτιάχνω Ί ζ μπα. II -СЯ 1 κόβομαι. 2 μιλώ απερίφραστα. 3 οι- οικοδομούμαι με ξυλεία. 4 λογχομαχώ, διασπα- διασπαθίζομαι, χτυπιέμαι με κοφτερά όργανα. рубище, -а ουδ. φθαρμένο ένδυμα, ράκος. рубка1, -и θ. 1 κοπή, κόψιμο- - дерева το κόψιμο δέντρου· - мяса κόψιμο κρέατος. 2 φτιάξιμο με ξυλεία· - ИЗбЫ φτιάξιμο Ίζμπας. 3 λογχομαχία, διασπάθιση, μαχαιροχτυπήματα. *РУбка? -И θ. 1 μεσόστεγο των πλοίων, τα- μπούκι· боевая - ξύλινος πύργος, προπύργιο· рулевая - πηδαλιουχείο, οιακιστήριο. II πη- πηδαλιούχε ίο αερόστατου. 2 κάθε ειδικός χώ- χώρος· κιόσκι. рублёвик, -а α. (παλ.) βλ. рублёвка. рублёвка, -И θ. ρούβλι ασημένιο ή χαρτο- χαρτονόμισμα. рублёвый επ. ενός ρουβλιοΰ (αξίας)· - би- билет В театр εισιτήριο ενός ρουβλιού στο θέ- θέατρο. рубленый επ. κομμένος, κοφτός· ~ое мясо κομμένο κρέας. И φτιαγμένος με ξυλεία .(για ίζμπα). рубль, -Я α. το ρούβλι· || εκφρ. бить -ём προστιμάρω για παραμέληση εργασίας· контроль -ём έλεγχος οικονομικός απο πάνω. рубнуть р.σ. (απλ.) βλ. рубЙТЬ A σημ.). ♦рубрика, -И θ. επικεφαλίδα, ρουμπρίκα. II τμήμα, υποδιαίρεση· παράγραφος. рубрикация, -И θ. καθορισμός επικεφαλίδων. рубцевание, -Я ουδ. σχηματισμός ουλής. рубцеватый επ. που έχει ουλές. рубцеваться, -дуется р.δ. αφήνω ουλές (με- (μετά την επούλωση). рубчатый επ. 1 που φέρει χαραγιές. II που έχει εξοχές· ριγωτός. 2 γεμάτος ουλές. рубЧИК, ~а α. 1 μικρή κοψιά, γρατσουνιά.2 μικρή ουλή. 3 εξέχουσα ραφή. 4 μικρή εξέ- εξέχουσα ρίγα στα υφάσματα. ругань, ~и θ. βρισιές, υβρεολόγιο, βρισίδι. II βαριές κατηγόριες. ругатель, -я α., -ница, -ы θ. υβριστής, βρισιάρης, -α. ругательный επ. υβριστικός· -ые слова υ- υβριστικά λόγια. II επικριτικός. ругательски επίρ. υβριστικά. II εκφρ. -ру- -ругать (ругаться) κατσαδιάζω, δίνω γερή κα- κατσάδα. ругательский επ. βλ. ругательный. ругательство, -а ουδ. βρισίδι, βρισιές. ругать ρ.δ.μ. (υ)βρίζω, εξυβρίζω· - СИЛЬ- СИЛЬНО καθυβρίζω, περιυβρίζω. II κατσαδιάζω, ε- πιπλήττω δριμύτατα. II -СЯ 1 βρίζω, εξυβρί- εξυβρίζω. 2 αλληλοβρίζομαί. рутнуть(ся) ρ.σ. βλ. ругнуть(ся). ругня, -и θ. (απλ.) βλ. ругань. руготня, ~й θ. (απλ.) βλ. руТань. руда1, -Ы, πλθ. РУДЫ θ. ορυκτό· μετάλλευμα· железная - σιδηρομετάλλευμα· медная - με- μετάλλευμα χαλκού. руда^ -ы θ. (παλ.) το αίμα. *рудимёнт, -а α. 1 υπανάπτυκτο μέλος του σώματος. 2 μτφ. υπόλειμμα (ίχνος) εξαφανι- σθέντος φαινομένου. рудиментарный επ. υπανάπτυχτος, υποτυπώ- υποτυπώδης. Π εκφρ. - орган βλ. рудимент A σημ.).
РУД 388 рук РУДНИК, -а α. ορυχείο, μεταλλείο· меДНЫЙ - ορυχείο χαλκού· железный - σιδηρωρυχείο. РУДНИКОВЫЙ επ. του ορυχείου, του μεταλ- μεταλλείου· ~ые рабочие οι μεταλλωρύχοι. рудничный επ. του ορυχείου, του μεταλλεί- μεταλλείου· ~ая ПЫЛЬ η σκόνη των ορυχείων. рудный επ. ορυκτός, μεταλλευτικός· ~ые месторождения μεταλλευτικά κοιτάσματα· -ые ископаемые ορυκτά, μεταλλεύματα. рудо-жёлтый επ. (παλ.) κιτρινοκόκκινος, πορτοκαλής. рудовнатец, -ща α. (παλ.) ορυκτολόγος. рудой κ. РУДЫЙ επ. (διαλκ.) κόκκινος. РУДОКОП, -а α. (παλ.) μεταλλωρύχος. рудокопный επ. της εξόρυξης· -ая шахта το ορυχείο. РУДОНОСНЫЙ επ. μεταλλοφόρος· - СЛОЙ με- ταλλοφόρο στρώμα. рудоподъёмный επ. ανυψωτικός ορυκτών -ая машина ανυψωτήρας ορυκτών. рудопромывочный επ. πλυντικός των ορυκτών. рудоспуск, -а α. αυτοπτώση των ορυκτών(σε επικλινές μέρος). рудоуправление, -Я ουδ. η διεύθυνση του ορυχείου, μεταλλείου. ружейник, -а α. οπλοποιός· εργάτης οπλο- ποιΐας. ружеЙНЫЙ επ. του όπλου, του τουφεκιοΰ· - выстрел πυροβολισμός τουφεκιοΰ, τουφεκιά·- патрон κάλυκας τουφεκιοΰ (όπλου)· ~ое мас- ЛО λάδι όπλου. Π με όπλο· -ая ОХОта κυνή- κυνήγι με όπλο. ружьё, -я, πλθ. ружья, -жей, -жьям ουδ. όπλο, τουφέκι· охотничье - κυνηγετικό όπλο· двухствольное - δίκανο (όπλο)· стрелять из РУЖЬЯ πυροβολώ, τουφεκίζω· зарядить - ο- οπλίζω το όπλο. II εκφρ. Β -! στα όπλα!(πα- ράγγελμα)· Β - стать συντάσσομαι με το ό- όπλο (ένοπλος)· быть (находиться) под -ьём α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό; поставить ПОД - (παλ.) είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλι- οπλισμό και εξάρτηση· призвать ПОД - καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)· стоять ПОД - σίέκο- μαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση(εί- εξάρτηση(είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό). *руша, -Ы θ. 1 ερείπιο· χάλασμα· ~Ы ОСТ- рова Делоса τα ερείπια του νησιού Δήλος. 2 μτφ. ερείπιο του χρόνου· εξασθενισμένος γέ- γέρος, εσχατόγηρος. рука, -ά,αιτ. руку, πλθ. руки, рук, ру- рукам θ. 1 το χέρι· правая, левая - δεξιό, α- αριστερό χέρι· ПОДНЯТЬ -и σηκώνω τα χέρια· ОПуСТИТЬ -И κατεβάζω τα χέρια· брать В -у παίρνω στο χέρι· взять ребёнка на руки παίρ- παίρνω στα χέρια το παιδάκι· скрестить -И σταυ- σταυρώνω τα χέρια· вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγά- εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι· протянуть -у τε- τεντώνω το χέρι· подать -у δίνω το χέρι· уме- умелые -И προκομμένα χέρια. II η άκρη του χε- χεριού (παλάμη, δάχτυλα)· снимать С -И КОЛЬ- КОЛЬЦО βγάζω απο το δάχτυλο το δαχτυλίδι. 2 γραφικός χαρακτήρας· ЭТО Ваша ~? αυτό είναι δικό σας γράψιμο; ЭТО ме моя - αυτό δεν εί- είναι δικό μου γράψιμο. Π υπογραφή (ιδιόχει- (ιδιόχειρη)· Подделать ЧЬЮ-Н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου. 3 πλθ. -И εργάτες· не хватают рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια. II άνθρωποι, άτομα· я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό απο μερικούς ανθρώπους. II μτφ. ισχυρός, δυνατός· властная (тяжёлая) - στιβαρό χέρι. II βοηθός, προστάτης. 4 (παλ.) συμφωνία γάμου· отдать КОМу-Н. -у δίνω το χέρι σε κάποιον он просит -у её дочери αυ- αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευ- παντρευτεί την κόρη της). 5 θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)· первая, вторая, третья - πρώ- πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης· на ОДНОЙ -ё все четыре туза σ' ένα χέρι (παίχτη)και οι τέσσερις άσσοι. 6 κατηγορία, τάξη· мука пер- первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας· большой -Й негодяй μεγάλος (μεγάλης ολκής) παλιάν- θρωπος (ή με πατέντα). 7 (με αιτ. και πρό- πρόθεση ПОД) σημαίνει κατάσταση, διάθεση· ПОД весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας· ПОД ПЬЯ- ную -у σε κατάσταση μέθης. II εκφρ. В -ах чьих ή у кого (быть находиться)' α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι απο κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου· на -у (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το ό- όπλο! προτείνατε! на -у кому προς όφελος κά- κάποιου* на -ах чьих ή у кого (быть, нахо- находиться)· είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)· на -ах у кого (быть, имеется) υπάρχει σε κάποιον на -ах у меня НИ копейки нет στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι· не - кому δεν ταιριά- ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον по ~е кому α) ται- ταιριάζω, πηγαίνω· перчаткане по ~ё το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού· по ~ам! στα χέρια! (α- (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)· ПОД -у ХОДИТЬ α- γκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω· ПОД -у με εμπο- εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори ПОД -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι· ПОД -ОЙ ή ПОД -ами μπροστά στα χέρια, πολύ σιμά· ПОД -ОГО (παλ.) κρυφά, μυστικά, κρυ- φομιλώντας· С -Й ταιριάζει, πηγαίνει· -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολό- ολόκληρα, ολότελα, πλήρως· - В -у (παλ.) αγκα-
рук 389 рук ζέ, αλαμπράτσα· - Об руку χέρι με χέρι μα- μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα·- С -ОЙ (παλ.) α- γκαζέ, αλαμπράτσα· - вверх! απάνω τα χέ- χέρια! (παραδόσου)· -И прочь от... κάτω τα χέ- χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)· -И не ДОХОДЯТ δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω· - не дрогнет το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τί- τίποτε)· -И ОПУСТИЛИСЬ (ОТНЯЛИСЬ) κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)· - не поднимается у кого δε σηκώνει το χέρι (είναι4) αναποφάσιστος, διστακτικός· -И чё- шутся у КОГО α) πάει φιρί-φιρί για καυγά.β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά), -ой не достать (не достанешь) εί- είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)· -ОЙ подать πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες· -ами И ногами отбиваться με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθενα- (σθεναρά, λυσσαλέα)· дать -у на отсечение κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)· иметь -у έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)· ма- рать (пачкать) -И λερώνω τα χέρια(αναμειγ- χέρια(αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)· обломать -и о кого δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ί- ίδια μου τα χέρια)· опустить -И κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)· ΠΟ- дать (протянуть) -у (ПОМОЩИ) δίνω χείρα βο- βοηθείας (βοηθώ)· ПОДНЯТЬ -у на КОГО, ЧТО ση- σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)· приложить -у к чему ή под чем βά- βάζω την υπογραφή "\άτω απο· -И ή -у К чему βά- βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)· умыть -И νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)· как > без рук КОГО-чегО σαν να μην έχω χέρια, κα- νένα(ν), τελείως ανίκανος· брать (ВЗЯТЬ)се- (ВЗЯТЬ)себя в -И συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπι- βάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι· ВЗЯТЬ В -И КОГО παίρνω στα χέρια μου κάποιον (πειθαρχώ, υ- υποτάσσω, τιθασεύω· играть В четыре -И παίζω κατρμέν (δυό παίχτες στο πιάνο)· ПОП"асть(СЯ) В -И α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια:ПИСЬ- χέρια:ПИСЬМО попало в -и начальника полиции а) то γράμ- γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυ- αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου,' βασα- βασανιστή κ.τ.τ.)· иметь (держать) в (своих)-ах έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)· смотреть (глядеть) из чьих рук αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου· прибрать К -ЭМ παίρνω, ιδιοποιού- ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι· пройти между рук (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, α- απο λίγα-λίγα· выдать на -И δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο· отдать на -И αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον ПОЛу- чйть на -И παίρνω στα χέρια μου· бить, уда- ударить по ~ам χειραψία αμέσως μετά το κλεί- κλείσιμο της συμφωνίας· дать ПО ~ам χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)· вести ПОД -И οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας απο τα χέρια μαζί με άλ- άλλον? попасть(ся), повернуться под -у кому τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον В ОДНИ -и (продать, отпустить) κατ' άτομο, απο έ- ναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα· В на- наших -ах στα χέρια μας, στην κατοχή μας, ε- εξουσία μας· в одних -ах быть στα χέρια в- νός ανθρώπου είναι (υπάρχει)· ИЗ рук В -И ή С рук на -и απο τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον ИЗ рук ВОН (ПЛОХО) μακριά απ' εδώ- κακά, ψυχρά κι ανάποδα* На -ах чьих умереть πεθαίνω στα χέρια κάποιου· ОТ ~Й писать γράφω με το χέρι (όχι με γρα- γραφομηχανή)· по -ам ХОДИТЬ περιέρχομαι απο χέ- χέρι σε χέρι· С рук продавать πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια· С рук Сбить (пустить) απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι* С рук СОЙТИ ξεφεύγω απο τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα· дело рук ЧЬИХ είναι έργο κάποιου, απο σφάλμα κάποιου· обе- обеими -ами подписаться συμφωνώ απόλυτα, υπο- υπογράφω με τα δυο χέρια· обеими -ами ухва- ухватиться επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαι- ευκαιρίας. рукав, -а, πλθ. ~а α. 1 μανίκι, περιχει- ρίδα. 2 βραχίονας ποταμού. 3 σωλήνας δια- διακλάδωσης. ,, рукавицы, -виц πλθ. (ενκ. -вица, -ы θ.)· γάντια εργατικά, της δουλειάς. " рукавички, -чек πλθ. (ενκ. -чка, -и θ.)· γαντάκια της δουλειάς. рукаВНЫЙ επ. του μανικιού- -Ые ШВЫ ραφές μανικιοϋ. рукаВЧИК, -а α. 1 μανικάκι. 2 (παλ.) τα *μανικέτια. рукастый επ., βρ: -каст, -а, -О με χερού- χερούκλες, με μεγάλα χέρια. рукобитье, -Я ουδ. (παλ.) χειραψία ζωηρή (αμέσως μετά τη συμφωνία). рукоблудие, -я ουδ. βλ. онанизм. руковод, -а α. (απλ.) βλ. руководитель. руководитель, -я α., -ница, -ы θ. καθοδη- καθοδηγητής, -ήτρια. II ηγέτης, αρχηγός· διευθυ- τής· προϊστάμενος. руководительский επ. καθοδηγητικός. руководительство, -а ουδ. (παλ.) βλ. ру- руководство A σημ.). РУКОВОДИТЬ, -ВОЖУ, -ВОДИШЬ, μτχ. ενστ. ру- КОВОДЯЩИЙ ρ.δ.(με οργν.) καθοδηγώ· οδηγώ, διευθύνω* διοικώ* - организацией καθοδηγώ την οργάνωση· - работами διευθύνω τις εργα- εργασίες· им -дйт честолюбие τον οδηγεί η φιλο- φιλοδοξία· - учреждением διευθύνω το ίδρυμα. II -СЯ καθοδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
рук 390 рун РУКОВОДСТВО, -а ουδ. 1 καθοδήγηση· διεύ- διεύθυνση· διοίκηση· оперативное - συγκεκριμένη (πρακτική) καθοδήγηση· ПОД -ОМ με (υπο)την καθοδήγηση- - борьбы καθοδήγηση του αγώνα, της πάλης· - К действию καθοδήγηση για δρά- δράση. 2 εγχειρίδιο, βοήθημα, οδηγία· - К гео- мётрии εγχειρίδιο γεωμετρίας: это сообщает- сообщается вам ДЛЯ -а αυτό σας ανακοινώνεται σαν οδηγία. 3 (αθρσ.) οι καθοδηγητές. руководствоватьоя) р.δ. (παλ.) βλ. руко- руководит^ СЯ) . РУКОВОДЯЩИЙ επ. απο μτχ. καθοδηγητικός· η- ηγετικός· ~ие кадры καθοδηγητικά στελέχη·-ая роль καθοδηγητικός ρόλος· -ие Органы καθο- καθοδηγητικά όργανα· - центр καθοδηγητικό κέ- κέντρο· -Ив указания καθοδηγητικές υποδείξεις- -ЗЯ статья κύριο (καθοδηγητικό) άρθρο. рукоделие, -Я ουδ. 1 χειροποίητη εργασία (κυρίως γυναικεία: ράψιμο, πλέξιμο κλπ.). 2 εργόχειρο· выставка -ИЙ έκθεση εργόχειρων. рукодельница, -Ы θ. χειροτέχνιδα. рукодельничать р.δ. χειροτεχνώ, ασχολού- ασχολούμαι με τη χειροτεχνία. рукомесло, -а, πλθ. -мёсла, -мёсел, -слам ουδ. (απλ.) βλ. ремесло. рукопашный επ; - бой μάχη σώμα με σώμα, εκ του συστάδην -ая схватка μάχη με άρπαγμα στα χέρια. II ουσ. - α., -ая θ. μάχη σώμα με σώμα. \\ τσακωμός, καβγάς. рукоПИОаНие, -Я ουδ. (παλ.) χειρόγραφο. РУКОПИСНЫЙ επ. 1 του χειρόγραφου, -ων· отдел библиотеки τμήμα χειρόγραφων της βι- βιβλιοθήκης. 2 χειρόγραφος· - текст χειρόγρα- χειρόγραφο κείμενο. РУКОПИСЬ, -И θ. το χειρόγραφο· древнегрё- ческие -И αρχαία ελληνικά χειρόγραφα. II το πρωτότυπο. рукоплескание, -Я ουδ. χειροκρότημα. II τα χειροκροτήματα· τα παλαμάκια. рукоплескать, -плещу, -плещешь р.δ. χει- χειροκροτώ· χτυπώ τα παλαμάκια. рукопожатие, -Я ουδ. χειραψία, χαιρετι- χαιρετισμός με σφίξιμο του χεριού· обменяться -ями χαιρετιζόμαστε με χειραψία. рукоприкладство, -а ουδ. 1 (παλ.) προσυ- προσυπογραφή. 2 χτυπήματα, ραπίσματα, γροθοκο- πήματα. рукоятка, -И θ. λαβή, χειρολαβή· λαβή ερ- εργαλείου ή σκεύους- - кинжала η λαβή του μα- μαχαιριού· - плуга αλετρόχερο, αλετροχέρα, ο χερουλάτης. рукоять, -и θ. βλ. рукоятка. ♦рулада, -Ы θ. (μουσ.) λαρυγγισμός· τροχα- λοφων'ια· ελικοφωνία. рулевой επ. 1 του πηδαλίου, του τιμονιού· ~0е колесо οιακοστρόφιο του πηδαλίου. 2 ως ουσ. τιμονιέρης, πηδαλιούχος, οιακιστής· ο πλοηγός. руление, -Я ουδ. πηδαλιουχία, οιάκιση,τι- μονιάρισμα· πλοήγηση (σκάφους). *рулет, ~а α. κρέας ψαχνό κυκλοτερές. Ι) φαγητό κυκλοτεροΰ σχήματος. II γλύκισμα κυ- κλοτερού σχήματος. рулетка, -И θ. μετροταινία, κορδέλα. II κυ- λίστρα, ρουλέτα, ρολίνα. *РУЛЙТЬ, -ЛГО, -ЛИШЬ р. δ. 1 τιμονιάρω, πη- δαλιουχώ, οιακοστροφώ· πλοηγώ. *рулОН, -а α. ο ρόλος· - ТОЛЯ ρόλος πισ- πισσόχαρτου· - бумаги ρόλος χαρτιού. рулонный επ. του ρόλου. II σε ρόλο·-ая бу- бумага χαρτί σε ρόλο. руль, -Я α. 1 πηδάλιο, τιμόνι- οίακας, το διάκι- - велосипеда τιμόνι του ποδηλάτου- - трактора τιμόνι του τραχτέρ· - ВЫСОТЫ πη- πηδάλιο ύψους (στο αεροπλάνο)· - глубины πη- πηδάλιο βάθους. II βκφρ. без -я и без ветрил χωρίς τιμόνι και χωρίς πανιά (έρμαιο, χωρίς ξεκαθαρισμένο σκοπό και κατεύθυνση). румб, -а α. (ναυτ.) ρόμβος, η κάθε μιά α- απο τις 32 διαιρέσεις του ανεμολογίου. *румба, -Ы θ. ρούμπα (χορός). румбовый επ. (ναυτ.) του ρόμβου. ♦румпель, -Я α. (ναυτ.) ο'ιακας, διάκι. румын, -а, πλθ. -МЫНЫ, -мын, -ка, -и θ. Ρουμάνος, -α, -Ίδα. РУМЫНСКИЙ επ. ρουμάνικος. румяна, -мян πλθ. κοκκινάδι-. (φτιασίδι). румянец, -нца α. 1 го ροδοκόκκινο χρώμα του προσώπου. 2 μτφ. το ροδαυγές χρώμα. РУМЯНИТЬ,-НТО, -НИШЬ р.δ.μ. 1 κοκκινίζω· мороз -ИТ щёки η παγωνιά κοκκινίζει τα μά- μάγουλα. 2 βάζω κοκκινάδι, βάφω· - Себе щёки βάφοί τα μαγουλά μου· заря -ИТ нёбо η αυγή ροδίζει τον ουρανό. II -СЯ 1 κοκκινίζω- ЛИ- ЛИЦО -лось το πρόσωπο κοκκίνισε· - от застен- застенчивости κοκκινίζω απο ντροπή. 2 βάφομαι, βάζω κοκκινάδι. 3 ροδίζω- нёбо -ится о ου- ουρανός ροδίζει. 4 (για φαγητό) κοκκινίζω (μ,α- λοψήνομαι. румяный επ., βρ: -МЯН -а, -О. 1 κόκκι- κόκκινος, ροδοκόκκινος. 2 κόκκινος (καλοψημένος). рундук, -а α. 1 μεγάλο μπαούλο, κασέλα.2 (διαλκ.) μεγάλο εξώστεγο. рундучный επ. του μπαούλου. руно1, ~а, πλθ. руна ουδ. μαλλί προβάτου- тонкое - λεπτό μαλλί· отличное - εξαιρετικό μαλλί. II εκφρ. ЗОЛОТОе - χρυσόμαλλο δέρμα. руно* -а, πλθ. руна ουδ. κοπάδι (κυρίως για ψάρια). руны, рун πλθ. (ενκ. руна, -Ы θ.) καρελο- φιλανδικά επικά τραγούδια. II ρούνοι, ση- σημεία γραφής σκανδιναβικά.
*рупия, -И θ. η ρούπια (νόμισμα Ινδιών και Πακιστάν). *рупор, -а α. 1 τηλεβόας, μεγάφωνο, χωνί. 2 μτφ. φερέφωνο. II εχφρ. СЛОЖИТЬ ладони (ру- КИ) -ом βάζω τις παλάμες στο στόμα σαν η- ηχείο. рупорный επ. που φέρει χοάνη. русак! ~а α. λαγός γκρίζος. русак* ~а α. Ρώσος. русалии, -ИЙ, γεν. πλθ. -лок αρχαία σλα- σλαβικά μνημόσυνα. русалка, -и θ. νεράιδα. русаЛОЧНЫЙ επ. της νεράιδας· -ые ПЛЯСКИ χοροί νεράιδων. II όμορφος, ελκυστικός· τρυ- τρυφερός· -взгляд ματιά νεράιδας. русачий, -ья, ~ье επ. του γκρίζου λαγού. русёхь1 ρ.δ. ρωσίζω (κατά τη γλώσσα και τα έθιμα). русеть2ρ.δ. γίνομαι ρούσος (ξανθός). русизм, ~а α. ρωσισμός (ρωσική λέξη ή έκ- έκφραση) . русист, ~а α. ειδικός στη ρωσική γλώσσα ча\, Τϊολιτ ισμό. русистика, -И θ. οι επιστήμες που ασχο- ασχολούνται με τη ρωσική γλώσσα και το ρωσικό πολιτισμό. русификация, -И θ. εκρωσισμός. русифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. εκρωσίζω. II -СЯ εκρωσίζομαι. русло, -а ουδ. 1 κοίτη- - реки κοίτη του ποταμού. 2 μτφ. κατεύθυνση, πορεία, ρους" ρυθμός· δρόμος· κανάλι· ЖИЗНЬ В нормальное - η ζωή μπήκε στον κανονικό δρόμο. РУСЛОВЫЙ к. РУСЛОВОЙ επ. της κοίτης. руслоочистительный επ. της κάθαρσης της κοίτης· -ая машина μηχανή κάθαρσης της κοί- κοίτης του ποταμού. русоволосый επ., βρ : -лос, -а, -о ρού- ρούσος, ξαν θο μάλλη ς. русоголовый επ., βρ: -лов, -а, ~о βλ. ру- русоволосый; -ая девочка ξανθόμαλλο κορίτσι. русофил, -а α. ο ρωσόφιλος. русофильство, -а ουδ. ρωσοφιλία. русофОбСТВО, -а ουδ. ρωσοφοβία,, русская? -ой θ. Ρωσίδα. русская? -ОЙ θ. χορός ρωσικός καθώς και η μουσική του. русский? -ОГО α. ο Ρώσος: -ие οι Ρώσοι. русскийггп. ρωσικός, ρούσικος· - народ о ρωσικός λαός· - язык η ρωσική γλώσσα· -ая литература ρωσική λογοτεχνία. И εκφρ. -ое масло βούτυρο μαγειρικής. руст, -а α. πέτρα χοντροπελεκημενη. рустика, -И θ. χτίσιμο με χοντροπελεκημε- χοντροπελεκημενη πέτρα. рустовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рустованный, βρ: -ван, -а -о р.δ.μ. χτί- χτίζω με χοντροπελεκημενη πέτρα. рустовка, -И θ. χτίσιμο με χοντροπελεκη- χοντροπελεκημενη πέτρα. русый επ., βρ: рус, -а, -о ξανθός, ρούσος· -ые ВОЛОСЫ ξανθά μαλλιά. Η ξανθόμαλλος·--ая женщина ξανθόμαλλη γυναίκα. *рута, -Ы θ. η ρυτή (επιστ.), απήγανος, πή- γανο (λκ.). рутениевый επ. του ρουθην ίου· απο ρουθή- νιο. *РУТеНИЙ επ. ρουθήνιο (χημικό στοιχείο). *рутина, -Ы θ. ρουτίνα, κοινοτυπία. рутинёр, ~а α., -ка, -и θ. ρουτινιέρης, -ισσα. рутинёрский επ. ρουτινιέρικος, κοινοτο- πικός, τετριμμένος· καθημαξευμένος. рутинёрство, -а ουδ. ρουτίνα, κοινοτυπία. РУТИННОСТЬ, -И θ. ρουτινιέρικη ιδιότητα, ρουτίνα. рутинный επ. βλ. рутинёрский. РУТОВЫЙ επ. 1 της ρυτής, απο ρυτή. 2 πλθ. -Ые τα ρυτοειδή (φυτά). рухлядь, -и θ. (αθρσ.) παλιοπράγματα οι- οικιακής χρήσης· παλιόρουχα. рухнуть, -ну, -нешь ρ.σ. γκρεμίζομαι, πέ- πέφτω καταρρέω· σωριάζομαι· мост -ул η γέφυ- γέφυρα έπεσε· ДОМ -ул το σπίτι κατέρρευσε. 2 μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι, διαλύομαι· ШШ- НЫ -ЛИ τα σχέδια πήγαν χαμένα· Надежды -ЛИ οι ελπίδες φυλλορρόησαν. II -СЯ πέφτω, σω- σωριάζομαι (για άνθρωπο). ручательство, -а ουδ. εγγύηση· с -ом на успех εγγυώμαι για την επιτυχία. ручаться, -агось, -аешься р.δ. εγγυώμαι· - вместе С другим συνεγγυώμαι. * ручеёк, -чейка α. ρυακάκι. ручей, -чья α. 1 ρυάκι. II ως επίρ. -ьём, -ьями ποτάμι, βρύση· кровь лилась -ьём το αίμα πήγαινε (έτρεχε) ποτάμι· слёзы текли -ЬЯМИ τα δάκρυα πήγαιναν (έρρεαν) βρύση. 2 (τεχ.) αυλακιά, αυλάκωση. ручка, -И θ. 1 χεράκι. 2 λαβή, χερούλι· - чемодана η λαβή της βαλίτσας. 3 βλ. ПОДЛО- ПОДЛОКОТНИК. 4 κονδυλοφόρος. II βκφρ. автоматиче- ская - βλ. авторучка; до -и (απλ.) σε αδι- αδιέξοδο (φέρω, οδηγώ)· ПОД -у αγκαζέ, αλα- μπράτσα· подойти к -е (παλ.) πλησιάζω να φι- φιλήσω το χέρι· пожалуйте -у (παλ.) επιτρέψ- επιτρέψτε μου να φιλήσω το χέρι σας. ручнеть, -еет р.δ. (απλ.) ημερεύω, εξη- εξημερώνω. РУЧНИК1, -а α. είδος σφυριού. ручник2 βλ. рушник. ручной επ. 1 του χεριού· -ые часы ωρολργι του χεριού· -ые пальцы τα δάχτυλα του χε-
ρ ιού· ~ые кандалы οι χειροπέδες· -ые мышцы μυώνες των χεριών. 2 χειροκίνητος· ~ая те- лёга χειράμαξα· -ЭЯ швейная машина ραφτο- μηχανή του χεριού- - тормоз το χειρόφρενο· ~ая мельница о χερόμυλος. 3 χειροποίητος· -ая работа χειροποίητη εργασία, δουλειά του χεριού- -ЭЯ ВЫШИВка κέντημα του χεριού. 4 υποχείριος, εξημερωμένος (για ζώα). II εκφρ. -ЭЯ продажа α) πώληση φαρμάκων χωρίς συ- συνταγή, β) πώληση πραγμάτων στο χέρι. ручонка, -И θ. χεράκι. ручьевой επ. του ρυακιού· -ая вода νερό ρυακιού. РУШИТЬ, -шу, -ШИШЬ р.δ.μ. 1 κατεδαφίζω, γκρεμίζω, χαλνώ· - ДОМ κατεδαφίζω το σπίτι· - СТОНЫ γκρεμίζω τους τοίχους. II μτφ. ε- εξαρθρώνω, σπαραλιάζω. 2 μτφ. παραβιάζω, πα- παραβαίνω, αθετώ· - обычаи παραβαίνω τα έθι- έθιμα. 3 ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω. Η -СЯ κατεδα- κατεδαφίζομαι, καταρρέω, πέφτω· здание -ЛОСЬ το κτίριο κατέρρευσε. 2 μτφ. βλ, рухнуть B σημί- рушник, -а α. (διαλκ.) πετσέτα των χεριών. рыба, -Ы θ. 1 ψάρι, ιχθύς· морская - θα- θαλασσινό ψάρι· маленькая - ψαράκι· крупная - μεγάλο ψάρ ι · жареная - τηγανητό ψάρι■ ло- ловить -у πιάνω ψάρια, ψαρεύω, αλιεύω. II (ως αθρσ.) τα ψάρια· малеькая - τα μικρά ψάρια· крупная - τα μεγάλα ψάρια. 2 άνθρωπος νω- νωθρός, οκνός· αδιάφορος, ψυχρός. II εκφρ. как - В воде σαν το ψάρι στο νερό (ελεύθερα, ε- επιδέξια)· НИ - ни мясо τίποτε το ξεχωρι- ξεχωριστό, το ιδιαίτερο, ένα και το αυτό. рыбак, -а α. ψαράς, αλιεύς· рыбак рыбака ВИДИТ издалека о ψαράς τον ψαρά τον γνωρί- γνωρίζει απο μακριά (οι συντεχνίτες γνωρίζονται απο μακριά). рыбалить р.δ. (διαλκ.) ψαρεύω, αλιεύω. рыбалка, ~И θ. 1 ψάρεμα, αλιεία. 2 α.κ.θ. (διαλκ.) ψαράς. 3 (διαλκ.) ψαρότοπος. 4 (διαλκ.) ο γλάρος. рыбарь, -Я α. (παλ.) ψαράς, αλιεύς. рыбацкий επ. ψαράδικος, αλιευτικός· -ая ЛОДКа ψαρόβαρκα, ψαροπούλα. рыбачество, -а ουδ. ψάρεμα, αλιεία. || το επάγγελμα του ψαρά. рыбачий, ья, -ье επ. βλ. рыбацкий. рыбачить, -чу, -чишь р.δ. ψαρεύω, αλιεύω. рыбачка, -И θ. 1 γυναίκα-ψαράς, ψαρού. 2 η σύζυγος του ψαρά. рыбец, -бца α. είδος κυπρίνου. рыбёшка, -И θ. ψαράκι, И (αθρσ.) ψαράκια. рыбий, -ЬЯ, -ье επ. του ψαριού· -ья чешуя τα λέπια του ψαριού. II απο ψάρι· - жир ψα- ρόλαδο, ιχθυέλαιο· μουρουνέλαιο· - клей ψα- ρόκολλα, ιχθυόκολλα. II μτφ. ψύχραιμος, άφο- άφοβος. 11 βκφρ. - зуб κυνόδους (σκυλόδοντο), χαυλιόδοντας του τριχοφόρου. рыбина, -Ы θ. ένα ψάρι (κυρίως μεγάλο). II σανιδόστρωμα της ψαρόβαρκας. рыбица, -Ы θ. (χαϊδ.) ψαράκι. рыбка, -И θ. (υποκορ.) ψαράκι. рыбник, -а α. 1 ψαράς καλά ειδικευμένος. 2 (διαλκ.) ψαρόπιτα. рыбница, -Ы θ. 1 ειδικό μέρος εναπόθεσης αλιευμένων ψαριών. 2 σκάφος αλιευτικό. II σκάφος μεταφοράς ζωντανών ψαριών. рыбный επ. του ψαριού· απο ψάρι· -ая кость ψαροκόκκαλο- ~ запах μυρουδιά ψαριού- - -ры- ΗΟΚ ιχθυαγορά, ψαροπάζαρο, τα ψαράδικα- - магазин ψαράδικο, ιχθυοπωλείο- -ая промыш- промышленность ιχθυοβιομηχανία· - СаДОК ιχθυο- ιχθυοτροφείο- -ые котлеты ψαροκεφτέδες· - пирог ψαρόπιτα. И ουσ. ~ое ουδ. φαγητό με ψάρι. II ιχθυώδης, γεμάτος ψάρια. II ψαρολερωμένος· -ые руки ψαρολερωμένα χέρια. рыбОВОД, -а α. ιχθυοκόμος, ιχθυοτρόφος. рЫбОВОДНЫЙ επ. ιχθυοτροφικός. рЫбОВОДСТВО, -а ουδ. ιχθυοτροφ'ια, ιχθυο- κομία. рыбоводческий επ. ιχθυοτροφικός. рыбозавод, ~а α. εργοστάσιο επεξεργασίας ψαριών (κονσερβοποίησης, αλατίσματος κλπ.)· плавучий - πλωτό εργοστάσιο ιχθυοεπεξεργα- σίας. рыболов, -а α. ψαράς, αλιέας. рыболовецкий επ. αλιευτικός- - артель α- αλιευτικός συνεταιρισμός· -ое судно αλιευτι- αλιευτικό σκάφος. рыболовный επ. αλιευτικός· - сезон αλιευ- αλιευτική εποχή· -ые сети αλιευτικά δίχτια· -ые принадлежности αλιευτικά σύνεργα. рыбОЛОВСТВО, ~а ουδ. αλιεία, ψάρεμα. рыбопромышленник, -а α. ιχθυοβιομήχάνος. рыбопромышленность, -И θ. ιχθυοβιομηχανία. рыбопромышленный επ. ιχθυοβιομηχανικός. рыботорговец, -ВЦа α. ιχθυέμπορας. рыботорговля, -И θ. ιχθυεμπόριο. рыбОЯДНЫЙ επ, ψαροφάγος, ιχθυοφάγος· ~ые животные ψαροφάγα ζώα. рыбхоз, -а α. κολχόζ ιχθυοτροφικό. рыбы, рыб πλθ. οι Ιχθύες (αστερισμός). РЫВОК, -вка α. 1 ορμή, φόρα, φόρτσα. 2 τράβηγμα απότομο· τίναγμα. рыганье, -Я ουδ. ρέψιμο, ερυγή, ερευγμός. рыгать р.δ. ρεύ(γ)ομαι. рыгнуть р.σ. ρεύ(γ)ομαι. рыдание, ~Я ουδ. λυγμός, αναφυλλητό. рыдать, μτχ. ενστ. ридающий р.δ. κλαίω με λυγμούς, με αναφυλλητά. рыдающий επ. απο μτχ. σαν λυγμός (για ή- ήχο, φωνή). рыдван, ~а α. (παλ.) μεγάλη άμαξα.
рыж 393 рыц рыжебородый επ. βρ: -род, -а, -о κοκκι- νογένης, ερυθροπώγων - мужчина κοκκινο- γένης άντρας. рыжеволосый επ. βρ: -ЛОС, -а, -О κοκκι- κοκκινομάλλης, κοκκινοτρίχης, πυρρότριχος·- муж- ЧЙНа κοκκινομάλλης άντρας. рыжёть р.δ. ζανθοκοκκινιζω, γίνομαι ξαν- θοκόκκινος. рыжеусый επ., βρ: -ус, -а, -о κοκκινο- μούστακος' ξανθομούστακος. рыжий επ. , βρ: рыж, рыжа, рыжо.1 ξανθοκόκ- κινος· πυρρότριχος· κοκκινοτρίχης· αλιτζές. II βλ. рыжеволосый. II ξεθωρισμένος, ξέθωρος. 2 ουσ. γελωτοποιός τσίρκου, κλόουν. рыжик, -а α. μανιτάρι ξανθοκόκκινο. РЫК, -а α. βρυχηθμός, μούγκρισμα (κυρίως λιονταριού). рыкание, -я ουδ. βλ. рык. рыкать, -ает р.δ. βρυχώμαι, μουγκρίζω. рыкнуть, -нет р.с. βλ. рыкать. РЫЛО, -а ουδ. 1 го ρύγχος, μουσοϋδι· СВИ- НОе - το ρύγχος τον χοίρου. 2 (χλευ.) μού- μούρη (για ασχημοπρόσαοιο). Π εκφρ. -ом не ВЫ- шел δεν είναι για τη μούρη του· не уха не -а (не СМЫСЛИТЬ) απλ. δεν καταλαβαίνει γρΰ, δε σκαμπάζει τίποτε, είναι σκράπας. рыльце, -а, γεν. πλθ. -лец ουδ. 1 ρυγ- χίο. 2 (βοτ.) ρυγχΐ.ο (του ύπερου). 3 (διαλκ.) στόμιο (αγγείων). 4 στόμιο κάνης όπλου. *рым, -а α. (ναυτ.) κρίκος σιδερένιος. рында1, -Ы θ. α. ^παλ.) τίτλος σωματοφύλα- σωματοφύλακα του τσάρου. ♦рында? -Ы θ. ^;λ.) το μεσημβρινό κουδού- κουδούνισμα στον ιστιοφόρο στόλο ή καμπάνα σκάφους· РЫНОК, -НКа α. Ι αγορά, παζάρι· λαϊκή α- αγορά· СХОДИТЬ на - πηγαίνω στην αγορά. 2 σφαίρα οικονομική· Внешний - η αγορά του ε- εξωτερικού· внутренний - η εσωτερική αγορά· мировой - η παγκόσμια αγορά· борьба капита- капиталистов за -И αγώνας των καπιταλιστών για αγορές. РЫНОЧНЫЙ επ. της αγοράς· -ая цена τιμή α- αγοράς· -ая площадь πλατεία αγοράς. рыпаТЬСЯ р.δ. (απλ.) προσπαθώ,' δοκιμάζω, επιχειρώ. рысак, -а α. άλογο ιππασίας, κέλητας. рысёнок, -нка, πλθ. -сята, -сят α. λυγκά- κι, μικρός λύγκας. рысий, -ья, -ье επ. του λύγκα, του ρήσου· απο λύγκα, απο ρήσο· - мех γούνα απο λύ- λύγκα. II αστραφτερός (για μάτια), λυγκοειδής. РЫСИСТЫЙ επ., βρ: -СЙСТ, -а, -О με τρο- τροχασμό, με τροκ· του τροχασμού· -ая ЛОшаДЬ άλογο τροχασμού, τροκ. РЫСДТЬ, -СЙШЬ р.δ. τρέχω με τροχασμό. РЫСК, -а α. 1 (κυνηγ.) αναζήτηση, ψάξιμο. 2 (ναυτ.) παρέκκλιση, περιπλάνηση. рыскание, -Я ουδ. τρέξιμο για αναζήτηση. II ψάξιμο, ανερεύνηση. II (ναυτ.) απόκλιση, πε- ρ ιπλάνηση. рыскать, рыщу, рыщешь κ. -аго, -аешь р.δ. I τρέχω προς αναζήτηση· ВОЛК -ает о λύκος τρέχει για αναζήτηση λείας· собаки ршщут τα σκυλιά ψάχνουν θηράματα. II ερευνώ. II πε- περιφέρομαι άσκοπα. 2 (ναυτ.) παρεκκλίνω,ξε- παρεκκλίνω,ξεφεύγω, περιπλανιέμαι. РЫСКЛИВОСТЬ, -И θ. (ναυτ.) παρέκκλιση,πε- παρέκκλιση,περιπλάνηση. рыскливый επ. βρ: -лив, -а, -о αποκλιτι- κός κατά τον πλουν. рыскнуть, -нет р.σ. βλ. рыскать B σημ.). РИСКОВОЙ επ: - якорь ισχάδα (ελαφρά ά- άγκυρα) . рысца, -Ы θ. ελαφρός τροχασμός. РЫСЦОЙ επίρ. 1 με ελαφρό τροχασμό. 2 τρο- τροχάδην, με μικρά βήματα. рысь1, -и θ. προθτ. о рыси, на рыси θ. 1 τροχασμός, τροκ. 2 μτφ. ζωηρότητα, ζωηράδα. II βκφρ. на -ах βλ. рысью (ι σημ.). рысь* -и θ. λύγκας, ρήσος. РЫСЬЮ επίρ. 1 (με) τροχασμό, τροκ. 2 τρο- τροχάδην . рытвина, -Ы θ. λακκούβα (στο δρόμο).· αυ- αυλακιά (απο τους τροχούς). РЫТЫЙ επ. απο μτχ. ^παλ.) με εσοχές και ε- εξοχές· ανάγλυφος (για βελούδο). РЫТЬ, рою, роешь, παθ. μτχ. παρλθ. рытый, рр: рыт, -а, -0 ρ.δ.μ. 1 σκάβω, ανασκάβω,ο- ρύσσω· - яму σκάβω λάκκο· - ОКОПЫ σκάβω χα- χαρακώματα- - колодец σκάβω πηγάδι· - канал ανοίγω (κάνω) διώρυγα. II ανασκαλίζω. II εξο- εξορύσσω. 2 ρίχνω, πετώ άτακτα. Ι! εκφρ. зёмЛГО " роет α) αδημονεί, δεν τον χωράει ο τόπος, β) θαύματα (άθλους) κάνει, αναποδογύριζε ι το σύμπαν. II -СЯ σκάβομαι, ορύσσομαι. II ψάχνω, ερευνώ· σκαλίζω. рытьё, -Я ουδ. σκάψιμο, σκαφή· όρυξη· канавы σκάψαμο χάντακα. рыхление, -Я ουδ. βωλοκόπηση. рыхлеть р.δ. βωλοκοπούμαι, τρίβομαι, γί- γίνομαι αφράτος. II γίνομαι σαθρός, σαράβαλο. РЫХЛИТЬ р.δ.μ. βωλοκοπώ, τρίβω το χώμα, το κάνω αφράτο· - гряды τρίβω το χώμα βραγών. рыхлый επ. βρ: рыхл, рыхла, рыхло. 1 α- αφράτος, μαλακός· ~ снег αφράτο χιόνι. II σα- σαθρός, σάπιος· εύθραυστος· - камень σαθρή πέ- πέτρα. 2 μαραζωμένος, ζαρωμένος, στεγνωμένος· ~ое тело ζαρωμένο σώμα. 3 μτφ. νωθρός, ο- κνός, νωχελής, χαύνος. рыцарский επ. ιπποτικός· -ая честь ιπποτι- ιπποτική τιμή· ПО -СКИ επίρ. ιπποτικά. II εκφρ. ■- роман ιπποτικό μυθιστόρημα (του μεσαίωνα).
рыц 394 ряд рыцарственный επ. βλ. рыцарский. рыцарство, -а ουδ. ιπποτισμός. ♦рыцарь, -я α. ιππότης, II εκφρ. - печаль- печального Образа ιππότης αξιολύπητος (Δον-Κιχώτης). рычаг, -а α. 1 μοχλός· λοστός· плечо -а о μοχλοβραχίονας. II χειριστήρας, λεβιέ· - ско- скоростей λεβιέ ταχυτήτων. 2 μτφ. υποκινητής, ουσιώδης παράγοντας, μέσο. рычажный επ. του μοχλού. рычаяюк, -яка α. μοχλίσκος. рычание, -Я ουδ. βρυχηθμός, μούγκρισμα. рычать, -чу, -чйшь ρ.δ.βρυχώμαι, μουγκρίζω. рьяно επίρ. ένθερμα, με ζήλο. РЬЯНОСТЬ, -И θ. ζήλος, θέρμη. рьяный επ.,βρ: -рьян, -а, -о πολύ ζήλος, έν- ένθερμος. Ι! θυμοειδής· βίαιος, ορμητικός. *ракет, ~а α. εκβιασμός γκαγκστερικός. *ракетир, ~а α. μεγάλος εκβιαστής. ♦рюкзак, -а α. γυλιός. *рюмка, -И θ. ποτηράκι, ρακοπότηρο. рюмочка, -и θ. ποτηράκι· любить -у κρασο- πίνω, κρασώνομαι· пропустить -у πίνω, κατε- κατεβάζω κρασί. II εκφρ. талия -ОЙ ή В -у μέση (σαν) δαχτυλίδι. РЮМОЧНЫЙ επ. του ποτηρακιού. рюхи, рюх πλθ. (ενκ. рюха, -и θ.) βλ. го- городки. *рюш, -а α. πτυχωτή ταινία φορέματος· ροΰσι. рябеть р.δ. γίνομαι βλογιάρης, ευλογιο- κομμένος.. II καλύπτομαι απο στίγματα ευλογιάς. рябизна, -Ы θ. χρωματισμός στικτός. рябина1, -Ы θ. η όα (επιστ.), σουρβιά (λκ.). II (αθρσ.) τα σούρβα. рябина? -Ы θ. 1 στίγμα, ουλή. 2 κηλίδα, μπάλωμα. рябинка1, -И θ. μικρή σουρβιά. рябинка2, -И θ. στιγματάκι. Π κηλιδίτσα, μπαλωματάκι. рябинник1, -а α. σουρβιώνας, σουρβιότοπος. рябинник? -а α. είδος κόσυφα. рябинный επ. της σουρβιάς· ~ая ветка κλα- κλαδί σουρβιάς· -ые ЯГОДЫ τα σούρβα. рЯбЙНОВка, -И θ. πιοτό απο σούρβα. рябиновый επ. 1 της σουρβιάς, απο σουρβιά· -ая кора η φλούδα της σουρβιάς. 2 κοκκινω- κοκκινωπός, χρώματος σοΰρβων. II ουσ. -ая θ. βλ. ря- бйновка. рЯбИТЬ, ~6ЙТ р.δ, 1 μ. ρυτιδώνω, ζαρώνω· ρικνώνω· ветерок -ЙТ рёчку το αεράκι ρυτι- ρυτιδώνει το ποταμάκι. 2 θαμπώνω τα μάτια, συ- συσκοτίζω, θολώνω. рябой επ., ряб, ряба, рябо. 1 βλογιάρης, ευλογιοκομμένος. 2 παρδαλός, μπαλωματιά- ρης· -ая лошадь μπαλωματιάρικο άλογο. рябчик, -а α. αγριόκοτα περδικοειδής. рябь, -И θ. 1 ρυτίδωση, ρϋσωση νερού. 2 θάμπωση, θόλωμα των ματιών. ряканье, ~Я ουδ. μούγκρισμα· ούρλιασμα. II κραύγασμα, κράξιμο· φώναγμα. рявкать р.δ. βλ. рявкнуть. рявкнуть, -ну, -нешь р.σ. (απλ.) μουγκρί- μουγκρίζω· ουρλιάζω (για ζώα)· κραυγάζω, κράζω, φω- φωνάζω. ряд, -а, προθτ. в -е, в -у, πλθ. ряды α. 1 σειρά, αράδα· τάξη· στίχος· στοίχος, ζυ- ζυγός· Два -а домов δυο σειρές σπιτιών Кресел σειρά πολυθρόνων верхний - зубов η άνω σειρά των δοντιών солдаты стояли дву- двумя -ами οι στρατιώτες έστεκαν σε δυο στοί- στοίχους· МЫ ПОСТРОИЛИСЬ В -Ы εμείς συνταχτήκαμε· сомкнуть -Ы πυκνώνω τους στοίχους ή τις γραμμές· СПЛОТИТЬ -Ы συσφίγγω τις γραμμές. 2 διαδοχή· - поколений σειρά γενεών - ве- веков σειρά αιώνων - дней σειρά ημερών. 3 πλθ. -Ы (στρατ.) τάξεις, γραμμές· служить В -ах освободительной армии υπηρετώ στις τά- τάξεις του απελευθερωτικού στρατού. 4 *ράδα, κομπολόι· МОЛОЧНЫЙ - η σειρά των γαλατάδι- γαλατάδικων (αγοράς, παζαριού)· рыбный τα ψαράδι- ψαράδικα (της αγοράς)· овощные -Ы τα λαχανάδικα. 4 η χωρίστρα των μαλλιών. 5 γραμμή· трава В -ЯХ χόρτο κατά γραμμές. II αλληλουχία, ακο- ακολουθία. II εκφρ. В первых -ах μπροστά απ' όλους, πρώτος· из -а вон (выходящий) απαρά- απαράμιλλος, απαράβαλτος, ασύγκριτος· В -у ανά- ανάμεσα, μεταξύ, μέσα στον αριθμό. ряда, -Ы θ. (διαλκ.) συμφωνία· όρος. рядить1, ряжу, рядишь κ. (παλ.) рядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ряженный, βρ: -жен, -а, -О·, ρ.δ.μ. 1 (παλ. κ. απλ.). ντύνω, στολίζω. 2 (απλ.) ντύνω άλλο ένδυμα (ασυνήθιστο). II -СЯ ντύνομαι, στολίζομαι, φορώ τα γιορτινά. РЯДИТЬ* ряжу, ряДИШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. ряженный, βρ: -жен, -а, -о р.δ.μ. (παλ.) μι- μισθώνω, παζαρεύω την τιμή πρόσληψης σε εργα- εργασία. И -СЯ 1 μισθώνομαι. 2 αναλαβαίνω την εκπλήρωση της εργασίας. рядком επίρ. βλ. рядом. рядно, -а πλθ. рядна, -ден ουδ. (διαλκ.) ύφασμα χοντρό λινό ή κανναβόπανο. ; РЯДНЫЙ επ. (παλ.) της συμφωνίας· τω$ ό- όρων -ая запись το συμφωνητικό. II οφ. -ая θ. συμφωνία, συμφωνητικό ' рядовой επ. 1 απλός· - коммунист απλός κομμουνιστής (όχι στέλεχος)· - КОЛХОЗНИК α- απλός κολχόζνικος· - боец απλός μαχητής· состав υπαξιωματικοί και στρατιώτες. II συ- συνηθισμένος· - случай συνηθισμένη περίπτω- περίπτωση· -Ое происшествие συνηθισμένο γεγονός (συμβάν). 2 ουσ. στρατιώτης. 3 (γεωπ.) γραμ- γραμμικός· - посев γραμμική σπορά. РЯДОМ επίρ. δίπλα, πλάι, παραπλεύρως. II
ряд 395 πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς. рядской к. РЯДСКИЙ επ, (παλ.) της σειράς (των περίπτερων της αγοράς). II ιδιάζων στους εμπόρους. РЯДЧИК, -а α. (παλ.) μισθωτής εργατών. рядышком επίρ. βλ. рядом. ряж, -а α. ξύλα και πέτρες μαζί για υδα- τοφράχτη. ряженный παθ. μτχ. παρλθ. χρ. του р. ря- ДЙТЬ? ряженый1επ. (δημ. ποίηση)· μνηστήρας, αρ- ραβωνιαστικός. ряженый2 επ. (παλ.) μεταμφιεσμένος, μα- μασκαρεμένος. II ουσ. ο μεταμφιεσμένος. ряженье, -Я ουδ. ντύσιμο, στόλισμα. ряпушка, -И θ. είδος μικρού ψαριού του γλυκού νερού. ряса, -Ы θ. (εκκλσ.) το ράσο. ряска, -И θ. λιμνάνθεμο. ряск, ~а α. (φυτό) βλ. хохлатка. ряшка, -И θ. (διαλκ.) λωποδύτης. II (απλ.) τα μούτρα (πρόσωπο). С С к. СО (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.). Ι. Με γεν. 1 (για αντικείμενο, πρόσωπο)· με σημ. απομάκρυνσης απο επιφάνεια ή σημείο· α- από, εκ, εζ· сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο απο τους ώμους· вставать со стула σηκώνομαι απο το κάθισμα· сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο απο το κλαδί· УВОЛИТЬ С работы απολύω (διώχνω) απο τη δουλειά· СОЙ- СОЙТИ С ума τρελλαίνομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) απο τα λογικά· свергнуть С престола εκθρονίζω. 2 (με τοπική σημ.)· αφετηρία κίνησης ή ενέρ- ενέργειας· απο, εκ· обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή απο το καράβι· С ВЫСОТЫ горы απο την κορυφή του βουνού· говорить речь С трибуны βγάζω λόγο απο το βήμα. II επίσης με ουσ. τοπικά· вернуться С фронта ε- επιστρέφω απο το μέτωπο· ИДУ домой С работы πηγαίνω στο σπίτι απο τη δουλειά· вертеться С боку на бок στριφογυρίζω απο το ένα πλευ- πλευρό στο άλλο· вход со двора είσοδος απο την αυλή· окружить СО всех сторон κυκλώνω απ' όλα τα μέρη (απο παντού), II με σημ. ένδει- ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. ДЯ- ДЯДЯ со стороны матери θείος απο τη μάνα. 3 σημαίνει τόπο, προέλευση· цветы С'ГОга λου- λουλούδια απο το νότο· хлеб с Украины σιτάρι απο την Ουκρανία КОПИЯ С Документа αντί- αντίγραφο εγγράφου (απο έγγραφο). 4 Ι*ε σημ. λή- λήψης· απο εκ· собрать налоги С населения συ- συγκεντρώνω φόρους απο τον πληθυσμό· взимать пошлину С товара παίρνω φόρο απο το εμπό- εμπόρευμα. 5 σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα· рыба ГНИёт С ГОЛОВЫ το ψάρι βρωμάει απο το κε- κεφάλι· с рождения до смерти απο τη γέννηση ως το θάνατο. II σε συνδυασμό με την πρόθεση на σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω· С минуты на минуту απο λεφτό σε λεφτό· со дня на День απο μέρα σε цкрос. 6 σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ вскрикнуть С испуга φω- φωνάζω απο φόβο· устать С дороги κουράζομαι απο το δρόμο (πορεία)· умереть с голоду πε- πεθαίνω απο την πείνα· Покатиться СО смеху σπαρταρώ απο τα γέλια. 7 σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με· С согласия автора με την έ- έγκριση του συγγραφέα· с позволения ро- родителей με την άδεια των γονέων С благо- словёния властей με την ευλογία (επιόοκι- μασιά) των αρχών. 8 σημαίνει το όργανο ε- ενέργειας· με· кормить ребёнка с ложечки τα'ίζω το παιδάκι με το κουταλάκι. II με λέ- λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ· опьянеть С двух РЮМОК μεθώ με δυό ποτηρά- ποτηράκια· убить С первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά· узнать С первого ВЗГЛЯ- да γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη μα- ματιά. II σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον,στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать С аукциона που- πουλώ στο δημοπρατήριο· ВЗЯТЬ С бои παίρνω στη μάχη· торговать С рук πουλώ στα χέρια. II σημαίνει τρόπο· με· прйгать С разбега πηδώ με φόρα. II. Με αιτ. 1 περίπου, σχεδόν, πά- νω-κάτω, κάπου, καμι.ά, κοντά· ОТДОХНУТЬ С Полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα· С месяца ένα περίπου μήνα· отъехать с кило- километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο. 2 σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε· мальчик С пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δα- δαχτυλάκι)· мужичок С НОГОТОК ανθρωπάκι, -ό- -όριο, -άκος· νάνος· (ίσαμε το νυχάκι). II με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο· С моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.III. Με οργν, 1 μαζί, ομού, με· και· хочу ПОВИДать ОТЦа С Матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα·
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω πο- ποτάμι με τους παραπόταμους· ДОЖДЬ СО снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο· МЫ С тобой εγώ και σύ (οι δυό μας)· ВЫ С братом εσύ και ο α- αδερφός· наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)· наша С Τ0- бой находка το εύρημα μας (των δυό μας). 2 με (έχοντας)· стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο· остаться С Двумя рублями μένω με δυό ρούβλια· дёво- чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες·ме- πλεξουδίτσες·мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι· задача с Двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνω- άγνωστους· проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο· обратиться С просьбой απευθύνο- απευθύνομαι με παράκληση· сделать с намерением κάνω σκόπιμα· читать С выражением διαβάζω με έκ- έκφραση. Π (για χρόνο)· με· κοντά, κατά· вые- хать С рассветом αναχωρώ με το φέζιμο (πο- (πολύ πρωί)· встать С зарёй σηκώνομαι(με) την αυγή. 3 με ή του· авария с самолётом βλάβη του αεροπλάνου· у ребёнка нехорошо со здо- здоровьем το παιδί δεν. πάει καλά με την υ- υγεία· С больным обморок о άρρωστος λιποθύ- λιποθύμησε. 4 με, κατά, εναντίον· бороться С за- засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας· спра- справиться С работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέ- καταφέρω) με τη δουλειά. II εκφρ. ЧТО С вами? τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε; С целью με σκοπό, σκόπιμα. -С, μόριο στο τέλος της λέξης σε ένδειξη τρυφερότητας, αβρότητας, σεβασμού, δουλο- δουλοπρέπειας και σπάνια ειρωνικά, αστεία-(παλ.)' προέρχεται απο το αρχικό γράμμα της λέξης сударь στην κλητική πτώση και σημαίνει: κύ- κύριε· нет-с, это вам не пройдёт-с όχι,κύριε, αυτό δε θα σας περάσει. Ο... καθώς και СО... και СЪ... (πρόθεμα)· Ι. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημά- ρημάτων και σημαίνει: 1 απομάκρυνση απο ένα ση- σημείο ή απο επιφάνεια: сбежать (из дома).ола- хнуть (пыль), срезать, срубить. 2 κίνηση με επιστροφή, сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο·'Сбегать (за хлебом) τρέχω για ψω- ψωμί (να αγοράσω). 3 ένωση, α) προσέγγιση·στε- προσέγγιση·στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (КНИГИ), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -СЯ) σημαίνει κί- κίνηση απο διάφορα μέρη σε ένα σημείο: Сбе- Сбежаться, съехаться, стечься. 4 κοινότητα, ε- ενότητα· συμμετοχή· συνόδευση: сосущество- сосуществовать, собеседовать, сопровождать. 5 (με την κατάληξη -СЯ) σημαίνει αμοιβαιότητα: СГОВО- СГОВОРИТЬСЯ, сыграться. 6 αντιπαράθεση, α) συ- σχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить. 7 αποτέλεσμα, α) εμφά- ν,ιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгла- сгладить, СузЙТЬ, СМЯГЧИТЬ· επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: СПИТЬСЯ, стоско- стосковаться, Сбаловаться, β) κατασκευή αντικει- αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)· спечь (ПирОГ). 8 σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρή- ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.II. Χρη- Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων απο πλάγιες πτώσεις ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча. *СавДак, -а α. (παλ.) θήκη τόξου. II τόξο και φαρέτα στη θήκη. *сабайон, -а α. αυγοζαχαρόκρασο. * сабан, -а α. αλέτρι. Сабельник, ~а α. το κρίνο, η ίριδα (φυτό ή λουλούδι). Сабельный επ. του σπαθιού· - удар χτύπημα με το σπαθί. II σπαθοφόρος, σπαθάτος *сабза, ~ы θ. είδος σταφίδας άσπερμης. Саблевидный επ. σπαθοειδής, σπαθώδης. саблеобразный επ. βλ. саблевидный. сабля, -и θ. σπαθί, σπάθη, -α. II (στρατ.) ιππέας· отряд В СТО Сабель τμήμα εκατό ιπ- ιππέων . ♦сабо ουδ. άκλ. πλθ. ξυλ^πέδιλα, τσόκαρα, κρούπεζα, σαμπό. Саботаж, ~а α. δολιοφθορά, σαμποτάζ· υπο- υπονόμευση. саботажник, ~а α., -ца, -ы θ. δολιοφθορέ- ας, σαμποταριστής, σαμποτέρ. саботажничать р.δ. βλ. саботировать. саботажнический επ. σαμποταριστικός. Саботажничество, -а ουδ. δολιοφθορά, σα- σαμποτάζ, -άρισμα. Саботирование, -Я ουδ. σαμποτάρισμα. саботировать, -рую, -руешь р.σ. κ. (παλ.) δ. 1 μ. κάνω σαμποτάζ, δολιοφθορά, σαμποτά- σαμποτάρω. 2 ασχολούμαι με το σαμποτάζ. И -СЯ α- ασχολούμαι με το σαμποτάζ. *сабур, -а α. αλόη (χυμός ως καθαρτικό). ♦саван, -а α. το σάβανο. II μτφ. κάλυμμα, σκέπασμα· снежный - χιονόλευκο σκέπασμα, ♦саванны, -анн, πλθ. (ενκ. саванна, -ы θ.) οι σαβάνες. Саврас, ~а α. άλογο ξανθότριχο (αλιτζές), με μαύρη ουρά και χαίτη. II εκφρ. - без узды (παλ.) εκτραχηλισμένος νέος. СаврасныЙ επ. (για άλογο)· ξανθότριχος. ♦сага, -И θ. σάγκίι (διήγημα, παράδοση ιρ- λανδοσκανδναυικό). сагиб, -а α. βλ. саиб. сагитировать р.σ. βλ. агитировать Bσημ.).
*саго ουό. άκλ. σάγουτο και σαγκού. сад, ~а, προθτ. о саде, в саду, πλθ. сады α. κήπος, δεντρόκηπος, περιβόλι· вишнёвый βυσσινόκηπος. II εκφρ. ботанический - βο- βοτανικός κήπος· зоологический - ζωολογικός κήπος. садануть ρ.σ. (απλ.) μπήγω, χώνω· ~ нож μπήγω το μαχαίρι. II μτφ. καταφέρω χτύπημα. II πυροβολώ. II (απρόσ.)· θα πέσει, θα κάνει, θα έχομε· завтра -Нет мороз αύριο θα κάνει πα- παγωνιά. *садизм, ~а α. σαδισμός. С8ДИК, -а α. κηπάκι· κηπούλης. садист, -а α., ~ка, -и θ. σαδιστής, ~Ί- στρια. садистский επ. σαδιστικός*. садить, сажу, садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. саженный, βρ: -жен, -а, -о р.δ. 1 μ. (απλ.) βλ. Сажать (εκτός της 5 κ. 10 σημ.). 2 χτυπώ δυνατά· - кулаком χτυπώ με τη γρο- γροθιά. Π πυροβολώ ισχυρά, βάλλω με πολλά πυ- πυρά. II μυρίζω πολύ άσχημα, βρωμώ. 3 Σρησι- μοποιείται αντί άλλου ρήματος, που εύκολα εννοείται και με επίταση: - ■ папиросу за -ОЙ καπνίζω (βάζω) το ένα κοντά το άλλο τα τσιγάρα. II -СЯ φυτεύομαι κλκ. ρ. μ. A,2 σημ.). садиться р.δ. βλ. сесть. салический επ. (γραπ. λόγος)· βλ. садист- садистский. Садка1, -И θ. τοποθέτηση, βάλσιμο. II η φουρνιά. садка? -И θ. καθίζηση, κατακάθισμα (για ουσίες). II μάζεμα, συστολή· κόντεμα. СвДКа3 -И θ. ζωντανό -θήραμα (για εξάσκη- εξάσκηση σκύλων). Π ρίξιμο στο φτερό (για εξάσκη- εξάσκηση, σε αφιέμενα πουλιά). садкий1επ. απότομος· ισχυρός, δυνατός. ΟβΛΚΗήΖεπ. καθιζητικός, που εύκολα καθι- καθιζάνει. саДКОВЫЙ επ. ιχθυοτροφικός· του ιχθυοτρο- ιχθυοτροφείου. саднеть, -еет р.δ. βλ. саднить B σημ.). СаДНИТЬ, -НИТ р. δ. 1 μ. γρατσουν'ιζω, α- μϋσσω, 2 απρόσ. (για πόνο)· με τρώει, έχω φαγούρα· με καίει, έχω καΐλα· В горле .-НИТ με καίει στο λαιμό. II μτφ. με θλίβει, με στενοχωρεί, με κατατρύχει. Садовладелец, -ЛЬЦа α. ιδιοκτήτης κήπου. садовник, -а α., -ца, -Ы θ. κηπουρός, κη- ποκόμος, περιβολάρης. СаДОВНИчать р.δ. 1 εργάζομαι κηπουρός. 2 κηπεύω, ασχολούμαι με την κηπουρική. садовнический επ. κηπουρικός. садовничество, -а ουδ. βλ. садоводство. садОВНИЧИЙ, -ЬЯ, -ье κηπουρικός, του κη- κηπουρού· -чьи ножницы το ψαλίδι του κηπουρού. το κλαδευτήρι. садовод, -а α. κηπουρός, κηποκόμος, περι- περιβολάρης. СаДОВОДСТВО, -а ουδ. κηποκομία, κηπουρι- κηπουρική, κηπευτική. Садоводческий επ, κηπουρικός, κηπευτικός, της κηποκομίας. садовый επ. του κήπου· ~ые дорожки δρο- δρομάκια του κήπου· ~ая калитка η κηπόπορ- τα. II κηπευτικός· -ая малина κηπευτικό σμέουρο· садовое дерево κηπευτικό δέντρο. 11 δεντροκομικός· -ая опытная станция δεντρο- κομικός πειραματικός σταθμός. II εκφρ.голова -ая άνθρωπος αφηρημένος, αποξεχασμένος, ε- πιλήσμονας, χαζός. СаДОЗащитнЫЙ επ. κηποπροφυλακτικός. СаДОК, -Дка α. 1 ιχθυοτροφείο τεχνητό. Η χώρος διατήρησης αλιευμένων ζωντανών ψα- ψαριών βιβάρι. 2 χώρος διατήρησης και πολ- πολλαπλασιασμός ζώων βιβάρι· кроличий - κο- νικλοτροφείο. 3 (κυνηγ.)· παγίδα· ВОЛЧИЙ - λυκοπαγίδα. садоразведёние, -Я ουδ. ανάπτυξη ή δημι- δημιουργία κήπων. садоСТроительСТВО, -а ουδ. δημιουργία με- μεγάλων κήπε Ίων. садочный1επ. της τοποθέτησης, του βαλσί- ματος. СаДОЧНЫЙ*επ. της καθίζησης, με την καθί- καθίζηση . садочный επ. κυνηγετικός. II της βολής. Саёк, сайка α. κέρατο μικρού ελαφιού. Π ελάφι νεαρό με κέρατα. саечный επ. της σάικας· απο σάικα βλ. сай- сайка. Сажа, -И θ. καπνιά, αιθάλη. II εχφρ. Дела как - бела πως πάνε τα παιδιά σου κόρακα; - όσο πάνε και μαυρίζουν (κακά, ψυχρά και ανάποδα· προς το χειρότερο). сажалка, -и·θ. βλ. садок B σημ.). Сажалка, -И θ. πατατοσπαρτική μηχανή. Сажальный επ. φυτεύτικός. сажальник, ~а α. φυτευτής. сажание, -Я ουδ. κάθιση. II τοποθέτηση. Ιΐ φύτευση, -μα. сажать р.δ.μ. 1 καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση· βολεύω; Η προσγει- προσγειώνω (αεροπλάνο). 2 διορίζω σε θέση. 4 βάζω, κλείνω· - В Тюрьму βάζω στη φυλακή· - Β гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατη- κρατητήριο· - ПОД арест βάζω υπο κράτηση· - на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω· - В клетку βάζω στο κλουβί. Η βάζω (υπό καθεστώς)· на диёту βάζω σε δίαιτα. 5 φυτεύω· картофель φυτεύω πατάτα· - табак φυτεύω καπνό. 6 βάζω· - кирпичи В печь βάζω τού-
саж 398 сап βλα στο φούρνο· - снопы В ОВИН βάζω τα δε- δεμάτια στο στεγνωτήριο. 7 επιφέρω, προξενώ· - ПЯТНа βάζω λεκέδες· - СИНЯКИ μωλωπιζω, μελανιάζω. II ράβω· ~ пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι. 8 επιθέτω, εξαρ- εξαρτώ· - наживку на крючок βάζω δόλωμα στο α- αγκίστρι. II μπήγω· καρφώνω. 9 βρίσκω το στό- χω, σκοπεύω εύστοχα. 10 απορρίπτω (στις ε- εξετάσεις). II εκφρ. - на яйца βάζω κλώσσα· - на Царство βάζω (κάνω) βασιλιά. II -ОЯ κάθομαι· μπαίνω· τοποθετούμαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών. саженец, -НЦа α. 1 φυντάνι. 2 νεαρό μετα- μεταφυτευμένο φυτό. саженка κ. сажёнка, -И θ. σαζεν'ιτσα. II ως επ'ιρ. -ами με οργυές· плыть ~ами κολυμπώ με οργυές. Саженцевый επ. του φυντανιού.Ι) φυτευτός. сажённый κ. сажённый επ. της σάζενας. II πολύ μεγάλος, - πλατύς, ~ βαθύς. сажень, -и γεν. πλθ. -ей к. сажень, -и, η γεν. πλθ. ~ёй κ. сажен θ. 1 η σάζενα (πα- (παλαιό ρωσικό μέτρο μήκους Ίσο με 2,134 (Ο. 2 επιφάνεια μιας σάζενας· ~ земли μια σάζενα γης. 3 μέτρο μήκους μιας σάζενας. саживать р.б. βλ. садить, сажать. саживаться р.δ. βλ. садиться. II βλ. са- сажаться. сазан, -а α. κυπρίνος, σαζάνι. сазаний επ. του κυπρίνου. *сайб, -а α. κύριος. * сайга, -Й θ. είδος αντιλόπης. сайгак, -а α. αντιλόπη (το αρσενικό). сайдак, ~а α. βλ. саадак. сайка, -И θ. μικρή φραντζόλα απο σιτάλευ- σιτάλευρο. *сак1, -а α. (παλ.). 1 σάκκος οδοιπορικός. 2 είδος γυναικείου ευρύχωρου πανωφοριού. Сакг, -а α. αλιευτικό δίχτυ σακκοειδές. саква, -Ы θ. σάκκος (σακκούλι) νομής. ♦оакВОЯЖ, -а α. οδοιπορικός σάκκοςή τσάντα. саккомпанировать р.σ. βλ. аккомпанировать сакля, -И θ. σπίτι των ορεινών Καυκάσιων. ♦сакральный επ. βλ. ритуальный. сакраментальный επ. 1 βλ. ритуальный. 2 τιμητικός, σεβαστός, σεβάσμιος· ιερός, ♦саксаул, -а α. σαξαούλο (δεντρύλιο). саксауловый επ. του σαξαούλου; απο σαξα- σαξαούλο. саксаульник, -а α. δάσος απο σαξαούλα. саксаульный επ, βλ. саксауловый. саксонский επ. σαξωνικός· - фарфор σαξω- ν ική πορσελάνη. ♦саксофон, -а α. το σαξόφωνο. саксы, -об πλθ. (ενκ. сакс, ~а α.) οι Σά- ξονες. Салазки, -ЗОК πλθ. έλκηθρο μικρό. II (τεχ.) ολισθητήρας. СалазковыЙ επ. με ολισθητήρα. салазочный επ. του ελκήθρου. II του ολι- ολισθητήρα. салака, -И θ. είδος μικρής ρέγγας. салакушка, -и θ. βλ. салака. *саламандра, -Ы θ. 1 η σαλαμάντρα. 2 πνεύ- πνεύμα φωτιάς (δεισιδαιμονία του μεσαίωνα). Саламандровый επ. της σαλαμάντρας. II ουσ. πλθ. ~ые τα μηκόδοντα. саламата, -Ы θ. είδος κισελιού. салат, -а α. θρίδακας (επιστ*) μαρούλι (λκ.). II η σαλάτα μαρούλι. салатник, -а α. σαλατιέρα. салатица, -ы θ. βλ. салатник. салатный επ. 1 του μαρουλιού. 2 για σαλά- σαλάτα· -ая капуста κραμβολάχανο για σαλάτα. 3 μουντό πράσινο χρώμα. салачНЫЙ επ. της ρέγγας. СОЛИТЬ р.δ.μ. λιπαίνω, αλείφω με λίπος. II λερώνω με λίπος. II χτυπώ, κλοτσώ παίζοντας. II -СЯ λιπαίνομαι, αλείφομαι με λίπος. Η λερώνομαι με λίπος, λιγδώνομαι. салициловый επ: -ая кислота σαλικυλικό ή ιτεϊλικό οξύ. салки, -лок πλθ. βλ. пятнашки. сало, -а ουδ. 1 ζωικό λίπος, ξύγκι, στέαρ. 2 λίπος μηχανών, γράσο. 3 «λεπτά κομμάτια πά- πάγου στη επιφάνεια του νερού. ♦салон, -а α. σάλα· σαλόνι, αίθουσα· (υπο- (υποδοχής· συνέντευξης· έκθεσης, καταστήματος κ.τ.τ.) . Салонный επ. 1 της αίθουσας, του σαλονιού. II ελαφρός, επιφανειακός, κενός, κούφιος· разговор κουβέντες του σαλονιού (αερολογι- ες) *" ~ые стихи ασήμαντοι στίχοι (χωρίς βά- βάθος, νόημα). ♦салоп, ~а α. (παλ.) φαρδύς και μακρύς γυ- γυναικείος επενδύτης. салопница, -Ы θ. ζητιάνα σε πλουσιόσπιτα. II γυναίκα μικροαστικών αντιλήψεων. салотоп, -а α. εργάτης τήξης των λιπών. Салотопенный επ. της τήξης των λιπών. Салотопление, -Я ουδ. λιώσιμο, τήξη των λ ιπών. салоТОПИЯ, -И θ. επιχείρηση τήξης λιπών. ♦салтык, ~а α: на СВОЙ - κατά το δικό του τρόπο. ♦салфетка, -И θ. πετσέτα φαγητού· бумаж- бумажные -и χαρτοπετσέτες. II σαλιάρα, σαλιαρί- στρα. II μικρό τραπεζομάντηλο (για τραπεζάκι) . салфеточка, ~И θ. πετσετίτσα. ♦сальдо ουδ. άκλ. το υπόλοιπο ή διαφορά λο- γαρισμοΰ. сальник, -а α. 1 το περιτόναιο. 2 (τεχ.)
сал 399 сам στυπιοθλίπτης. сальниковый επ. στυπιοθλιπτικός· -ое ко- колесо στυπιοθλιπτιός δακτύλιος. сальность, -и θ. 1 λιπαρότατα, ύπαρξη λί- λίπους. 2 αισχρολογία, βωμολοχία,αχρειολογ ία. СОЛЬНЫЙ επ. 1 του λίπους. 2 στεατικός· -ая свеча στεατοκήριο, σπερματσέτο. 3 λιγδωμέ- νος, λαόιασμένος· - рукав λιγδωμένο μανίκι. 4 απρεπής, άσεμνος· αισχρός, μιαρός.II εκφρ. -ые железы στεατογόνοι αδένες. *Сальто ουδ. άκλ. πήδημα, άλμα, σάλτο. *салыо-МОртале ουδ. άκλ. πήδημα θανάτου. *СаЛВТ, -а α. χαιρετιστήρια ομοβροντία· произвести - двадцатью артиллерийскими зал- залпами χαιρετίζω με είκοσι ομοβροντίες πυρο- πυροβολικού. II πιονέρικος χαιρετισμός. салютовать, -тую, -туешь ρ.δ.κ.σ. (μεδοτ.)· χαιρετίζω με ομοβροντ'ιες. ♦салями θ. άκλ. σαλάμι. Сам, сама, само (οριστική αντωνυμία), 1 ο ίδιος, μόνος (μου)· εγώ· Я - это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα· вы -и знаете εσείς οι ί- ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε· - ВО всём виноват εγώ φταίω για όλα; других учит, а - ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ί- ίδιος δεν ξέρει τίποτε· -а ест, другим Не даёт μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει. 2 μόνος, εξ ιδίων слёзы так -И ЛЬЮТСЯ τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν). 3 (επιτακτικό)· (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος· - чёрт не разберёт καιο διάβολος α- ακόμα δε μπορεί να ξέρει. 4 ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός· приехал о τρανός ήρθε. 5 μαζί με ουσ. ση- σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα· προσωποποίηση ή ενσάρκωση· ОН -а доброта о ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης). II εκφρ. -, -а, -о собой άθελα, ακούσια· гла- глаза закрываются ~И τα μάτια κλείνονται μόνα τους· ~Ο собой разумеется εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυ- πακούεται, μιλά μόνο του· -, -а, -О ПО себе α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς.β) αυ- αυτός καθ* εαυτός, αυτή καθ' εαυτή, *αυτό καθ' εαυτό· αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το Ίδιο, το ιδιαίτερο· - себе голова (ХОЗЯИН, ГОСПОДИН к.τ.τ.) είμαι αυ- αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυ- ρίαρχος, κύριος εαυτού· -, -а, -О за Себя говорит μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο. сам..: (παλ. κ. απλ.)· μαζί με τακτικά α- αριθμητικά δείχνει: α) πόσες φορές περισσό- περισσότερο σπάρθηκε απο πριν: —Друг δυό φορές· —третей τρεις φορές· —четвёрт τέσερις φο- φορές· —пят πέντε φορές· —шест έξι φορές·~ сём εφτά φορές· —осьмой οχτώ φορές· девят εννιά φορές· —десят δέκα φορές. β) τόσοι, όσοι δείχνει το αριθμητικό, συμπε- συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος: —Друг οι. δυό μας· —третей οι τρεις μας κ.τ.τ. ' *саман, -а α., πλιθάρι, ωμόπλινθος; саманка, -И θ. κτίριο πλιθόκτιστο. саманный επ. πλίνθινος, του πλίνθου. II α- απο πλιθάρι, με πλιθάρι· ~ые Дома πλινθόκτι- πλινθόκτιστα σπίτια· ~ые стены πλινθόκτιστοι τοίχοι. самбук, ~έ α. 1 πουρές απο φρούτα, ζάχαρη και ασπράδι αυγού. 2 (βοτ.) ακταϊα(επιστ.), κουφοξυλιά, σαμβούκος (λκ.). самец, -мца α. το αρσενικό (φύλο),ο άρρην. самка, -И θ. το θηλυκό (φύλο), η θηλύκια. Само1... πρόθεμα που αντιστοιχεί με το δι- δικό μας: αυτό... самоанализ, самоуправление, самоход κλπ. само?., πρόθεμα που σχηματίζει υπερθετικό β. επιθέτων αντστοχεί με το δικό μας υπέρ..., ο πιο... самоважнейший, самомалейший. •самоанализ, -а α. αυτοανάλυση, αυτοέλεγ- αυτοέλεγχος. самобичевание, -Я ουδ. 1 αυτομαστίγωση. 2 μτφ. αυστηρή αυτοκριτική. самобичующий επ. αυτομαστιγωτικός. самобранка, -и θ: скатерть— μαγικό τρα- πεζομάντηλο (στα παραμύθια, όπου τα φαγητά εμφανίζονται μόνα τους). самобранный επ: -ая скатерть βλ. самобран- ка. самобытность, -И θ. αυθυπαρξία, το αυθύ- αυθύπαρκτο· το ίδιον, το ιδιότυπο, ιδιοτυπία,το έμφυτο. Самобытный επ., βρ: -ген, -тна, -ТНО αυ- αυθύπαρκτος πρωτότυπος, ιδιότυπος· αυτοφυής. 2 (παλ.) ξεχωριστός, ιδιαίτερος, αυτοτελής. • самовар, -а α. το σαμοβάρι· ставить βάζω (ανάβω) το σαμοβάρι. II τεϊοποσία· звать КОГО на - καλώ κάποιον να πιούμε τσάι. Самоварный επ. του σαμοβαριού· - кран η κάνουλα του σαμοβαριού. самовластие, -Я ουδ. αυταρχία, δεσποτεία. Π σατραπισμός, δεσποτισμός. II αρχομανία, φι- λαρχία. самовластитель, -я α. (παλ.) βλ. самодер- самодержец. самовластительный επ. βρ: -лен, -льна, -с βλ. самодержавный. самовластность, -И θ. αυταρχικότητα, σα- σατραπισμός, απολυταρχία. самовластный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 αυταρχικός, δεσποτικός, απολυταρχικός, σα- τραπικός. 2 αρχομανής, φίλαρχος. самовлюблённость, -И θ. αυταρέσκεια, φι- φιλαυτία. самовлюблённый επ. αυτάρεσκος, φίλαυτος.
сам 400 сам Самовнушение, ~Я ουδ. αυθυποβολή. самовозбуждение, -я ουδ. (φυσ., τεχ.) αυ- τοδι,έγερση. самовозвеличение, -я ουδ. αυθυπερβολή. СаМОВОЗГОраеМОСТЬ, -И θ. αυτανάφλεξη. Самовозгорание, -Я ουδ. αυτανάφλεξη. Самовозгораться, -ется р.δ. 1 αυταναφλέ- γομαι. 2 είμαι, εύφλεκτος. самовозгореться, -рЙТСЯ р.σ. αυταναφλέγο- μαι. Самоволие, ~Я ουδ. 1 (παλ.)· αυθαιρεσία, ετσιθελισμός· ζορμπαλίκι. - - саМОВОЛЬНИК, -а α., -НИЦа, -Ы θ. ο αυθαίρε- αυθαίρετων, ετσιθελιστής· σατράπης· ζορμπάς. самовольничание, -Я ουδ. αυθαιρεσία· σα- τραπισμός. Самовольничать ρ.δ. αυθαιρετώ- φέρνομαι σαν σατράπης. самовольно επίρ. αυθαίρετα. самовольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αυθαίρετος, αυταρχικός· απείθαρχος, άτακτος· - уход αυθαίρετη φυγή· -ая отлучка αυθαί- αυθαίρετη απουσία* ~ые дети απείθαρχα παιδιά. самовольство, -а ουδ. βλ. самоволие. Самовоспитание, -Я ουδ. αυτοδιαπαιδαγώγη- ση, αυτοαγωγή κ. αυτοαγωγή. самовоспламенение, -Я ουδ. αυτανάφλεξη. самовоспламениться, -НЙТСЯ р.σ. αυτανα- αυταναφλέγομαι. самовоспламеняться, -яется ρ.δ. ι αυτανα- φλέγομαι. 2 είμαι εύφλεκτος. Самовосхваление, -Я ουδ. καυχησιολογία. С8М0ВЯЗ, -а α. γραβάτα ή ζώνη αυτοκουμπω- νόμενη. самогипноз, ~а α. βλ. самовнушение. Самогон, -а α. τσίπουρο, στεμφυλόπνευμα, σπιτίσιο ούζο (ρακί). самогонка, -и θ. βλ. самогон. Самогонный επ. αποστακτήριος· - аппарат απλός αποστακτήριος, αποστάκτης, λαμπίκος. Самогоноварение, -Я ουδ. λαθραία απόστα- απόσταξη οινοπνεύματος. Самогонщик, -а α., -ца, -Ы θ. αυτός που εκτελεί λαθραία απόσταξη. Самодвижение, -Я ουδ. αυτοκίνηση. Самодвижущийся επ. αυτοκίνητος, -ούμενος- - экскаватор αυτοκίνητος εκσκφέας. 11 εκφρ. -ая мша η τορπίλα. СамодёЙОТВупЦИЙ επ. αυτενεργός. самоделка, -и θ. εργόχειρο· έργο χειρο- χειροποίητο, χειρόπλαστο, σπιτίσιο. самоделковый επ. (απλ.) βλ. самодельный. самодельный επ. χειροποίητος, χειρόπλα- στος, χειροκάμωτος· - абажур χειροποίητο α- αμπαζούρ· -ые папиросы στριφτά τσιγάρα· ~ радиоприёмник ερασιτεχνικός ραδιοδέκτης. самодёльница, ~ы θ. βλ. самоделка. самодержавие, ~Я ουδ. απολυταρχία· δεσπο- δεσποτισμός· царское ~ τσαρική απολυταρχία. самодержавный επ., βρ: -вен, -вна, -вно α- απολυταρχικός· δεσποτικός· - строй απολυταρ- απολυταρχικό καθεστώς· -ая власть απολυταρχική ε- εξουσία. Самодержец, -ЖЦа α. μονάρχης, αυτοκράτο- αυτοκράτορας· ηγεμόνας. Самодеятельность, -И θ. 1 αυτενέργεια· πρωτοβουλία. 2 συγκρότημα ερασιτεχνικό-καλ- λιτεχνικό. самодеятельный επ. αυτεξούσιος, αυτοτελής, ανεξάρτητος. II ερασιτεχνικός. СамоДИСЦИПЛЙна, ~Ы θ. αυτοπειθαρχία. самодовлеющий επ. (γραπ. λόγος)· αυτάρ- αυτάρκης, επαρκής, αρκετός. II που ενέχει αί,'ια.· αυτοτελής. самодовольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αυτοϊκανοποιημένος, αυτάρεσκος. самодовольствие, -я ουδ. βλ. самодоволь- самодовольство. СамоДОВОЛЬСТВО, ~а ουδ. αυτο'ΐκανοποίηση ή αυταρέσκεια. самодур, -а α., -ка, -и θ. σατράπης, ζορ- ζορμπάς. самодурничать р.δ. βλ. самодурствовать. самодурство, -а ουδ. αυθαιρεσία, σατραπι- σμός · δεσποτισμός· ζορμπαΐτίκι. самодурствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ. φέρνομαι, ενεργώ αυθαίρετα, σαν σατράπης, τυραννικά. самозабвение, -Я ουδ. 1 αφοσίωση, απορρό- απορρόφηση. II λησμονιά, -σύνη, 2 αφιλαυτία, αυτα- αυταπάρνηση, αυτοθυσία· παραφροσύνη· работать С -ем εργάζομαι με αυταπάρνηση· любить ДО -Я αγαπώ παράφορα, μέχρι τρέλλας. самозабвённость, -и θ. βλ. самозабвение B σημ.). Самозабвенный επ. με αυταπάρνηση. II παρά- παράφορος. самозаготовка, -И θ. αυτοπροετοιμασία (ε- (ετοιμασία πρώτων υλών, καυσίμων κλπ. αποτους ίδιους τους καταναλωτές). Самозакаливание, -Я ουδ. αυτοχαλύβδωση. самозакаливаться, -ается ρ.δ. αυτοχαλυ- βδώνομαι. Самозакалка, -И θ. αυτοχαλύβδωση. Самозаписывающий επ. απο μτχ. αυτογραφι- κός· -ие приборы αυτογραφικές συσκευές. самозарождение, -Я ουδ. αυτογονία, αυτο- γένεια, αυτογένεση. Самозарядный επ. αυτόματης όπλισης· -ая винтовка τουφέκι αυτόματης όπλισης. самозащита, -Ы θ. αυτοάμυνα, αυτοϋπεράσπι- ση, αυτοπροστασία.
самозванец, ~нца, α., -ка, -и θ. αυτοτι- τλοφοροϋμενος, αυτοαποκαλούμενος, αυτονομα- ζόμενος· αυτοχειροτονημενος. Самозванный επ. αυτονομαζόμενος, αυτοκα- λούμενος. самозванство, ~а ουδ. αυτοτιτλοφόρηση, αυ- τοχειροτόνηση. самоиндукция, -И θ. (ηλεκτρ.) αυτεπαγωγή. саМОИСПЫТание, -Я ουδ. αυτοδοκιμασία·(δυ- νάμεων, ικανοτήτων κ.τ.τ.). самоистребление, -Я ουδ. αυτοκαταστροφή. самоистязание, -Я ουδ. αυτοβασάνισμα, αυ- τοπαιδεμός, αυτοταλαιπώρηση. самокал, -а α. κ. самокалка, -и θ. αυτο- χαλύβδωση. Самокат, -а α. (στρατ. παλ.) ποδήλατο. II πατίνι, τροχοπέδιλο. Самокатный1επ. (στρατ. παλ.) ποδηλατικός- -ая рота λόχος ποδηλατιστών. самокатный2επ. κατακυλιστικός, κατρακυλι- στικός. Самокатом επιρ. με κατακΰληση, με κατρα- κϋλιση. самокатчик, -а α. (στρατ. παλ.) στρατιώ- της-ποδηλατιστής. самоконтроль, -Я α. αυτοέλεγχος. Самокритика, -И θ. αυτοκριτική. самокритический επ. της αυτοκριτικής· με αυτοκριτική- -ое выступление ομιλία με αυ- τοκριτ ική. самокритичность, -И θ. αυτοκριτική. самокритичный επ., βρ: -чен, -чна, ~чно βλ. самокритический. Самокрутка1, -И θ. τσιγάρο στριφτό. Самокрутка* -И θ. (παλ.)· γάμος με άγνοια ή παρά τη θέληση των γονέων. самолёт, -а α. αεροπλάνο· реактивный - α- αεριωθούμενο αεροπλάνο· разведывательный αναγνωριστικό αεροπλάνο- учебный ~ εκπαι- εκπαιδευτικό αεροπλάνο- пассажирский ~ επιβατι- επιβατικό αεροπλάνο- военный - στρατιωτικό αερο- αεροπλάνο- транспортный - μεταγωγικό αεροπλάνο- двухмоторный - δικινητήριο αεροπλάνο. самолётный επ. του αεροπλάνου- ~Ο£ шасси άτρακτος (σκελετός) αεροπλάνου. II αεροπορι- αεροπορικός· -ая разведка αεροπορική αναγνώριση. самолётовождение, -Я ουδ. αεροπλοΐα. Самолёто-вылет, -а α. αεροπορική πτήση ή εξόρμηση. самолётостроение, -Я ουδ. κατασκευή αερο- αεροπλάνων . самолётостроительный επ. της κατασκευής αεροπλάνων -ое предприятие επιχείρηση κα- κατασκευής αεροπλάνων. самолично επίρ. (απλ.) αυτοπροσώπως. самоличный επ. (απλ.) αυτοπρόσωπος· -ое присуствие αυτοπρόσωπη παρουσία. самолов, ~а α. παγίδα θηρίων, πτηνών δί- δίχτυ αλιευτικό. Самоловный επ. της παγίδας· αλιευτικός. самолучший επ. (απλ.) ο πιο καλύτερος. самолюб, -а α. βλ. самолюбец. Самолюбец, -бца α. φίλαυτος, εγωιστής. самолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о φιλότι- τιμος, αξιοπρεπής. Π εγωιστικός. Самолюбие, -Я ουδ. φιλότιμο· εγωισμός· 60- лёзненное - αρρωστιάρικος εγωισμός· ложное - ψευτοφιλότιμο· щаДИТЬ Чьё-Л. - προσέχω μη θίξω το φιλότιμο κάποιου· оскорбить ЧЬё-Л. - προσβάλλω το φιλότιμο κάποιου. II αξιο- αξιοπρέπεια· ευθυξία. самолюбование, -Я ουδ. αυτοϊκανοποίηση, η αυταρέσκεια, αυτοθαυμασμός. самомалейший επ. (απλ.) ο πιο μικρότερος. Самомнение, -Я ουδ. έπαρση, υπερφροσύνη, ξιπασιά, γαυρίαμα, οίηση. Самонаблюдение, -Я ουδ. αυτοπαρατήρηση. самонаведение, -Я ουδ. αυτοσκόπευση, αυ- αυτόματη σκόπευση. самонаводящий επ. της αυτοσκόπευσης. самонадеянность, -и θ. έπαρση· υπερεκτί- υπερεκτίμηση (δυνάμεων, ικανοτήτων κ.τ.τ.)· ξιπασιά. самонадеянный επ., βρ: -дёян, -деянна, -о οιηματίας, φαντασμένος, ξιπασμένος, επαρ- μένος. самоназвание, -я ουδ. αυτονομασία. самоновейший επ.ο.πιο νέος, καινούριος. самонравный επ., βρ: -вен, -вна, -вно βλ. своенравный. самонужнейший επ. ο πιο αναγκαίος. Самообвинение, -Я ουδ. αυτοκατηγορία. самообладание, -Я ουδ. αυτοκυριαρχία- αυ- τβσυγκράτηση, αυτοκράτεια. самообман, -а α. αυταπάτη. самообогащение, -я ουδ. πλουτισμός του ί- ίδιου, αυτοπλουτισμός. самообожание, -Я ουδ. αυτοθαυμασμός· θεο- θεοποίηση του εαυτού. самообольщаться р. δ. αυτό βαυκαλίζομαι.. самообольщение, -Я .ουδ. αυτοβαυκαλισμός. самооборона, -ы θ. βλ. самозащита. Самообразование, -Я ουδ. αυτόμόρφωση, αυ- τομάθεια. Самообразовательный επ. αυτομορφωτικός. Самообслуживание, -Я ουδ. αυτοεξυπηρέτηση. самообучение, -Я ουδ. αυτομάθησηη, αυτοδι- δαχή. самоограничение, -я ουδ. αυτοπεριορισμός. самоокапывание, -я ουδ. (στρατ.) σκάψιμο (ατομικού ορύγματος ή χαρακωμάτων) απο τους ίδιους τους μαχητές. Самоокупаемость, -И θ. κάλυψη των εξόδων
(μιας επιχείρισης) με τα δικά της έσοδα. СамооПЛОТВорёние, -Я ουδ. αυτογονιμοποίη- ση. Самооправдание, -Я ουδ. δικαιολογία εαυ- εαυτού. самоопределение, -я ουδ. αυτοδιάθεση· пра- право Наций на - δικαίωμα των εθνών για αυτοδι- αυτοδιάθεση. самоопределиться, -лйсь, -лйшься р.σ. κα- καθορίζω μόνος μου (τό μέλλον μου, τη ζωή μου, την ύπαρ ξή μου κ.τ.τ.). самоопределиться ρ.δ. βλ. самоопределить- самоопределиться. самоопрокидывающийся επ. αυτοανατρεπόμε- νος, αυτοαναστρεφόμενος. самоопыление, -Я ουδ. αυτογαμία, αυτογο- νιμοποίηση. СаМООПЫЛИТель, -Я α. φυτό αυτογονιμοποι- οΰμενο. самоопыляться, -яется ρ.δ. (βοτ.) αυτογο- νιμοποιοϋμαι. СаМООСОДКа, -И θ. φυσική καθίζηση. Самоосвобождение, -Я ουδ. απελευθέρωση με ίδιες δυνάμεις. самоустаНОВ, -а α. συσκευή αυτόματου στα- σταματήματος μηχανής. Самоосуждение, -Я ουδ. αυτοκατάκριση. Самоотвержение, -Я ουδ. αυταπάρνηση. самоотверженно -επίρ. με αυταπάρνηση. самоотверженность, -И θ. αυταπάρνηση. самоотверженный επ., βρ: -жен, -женна, -о 1 αφίλαυτος, φίλαλλος, αλτρουιστικός. 2 με αυταπάρνηση, ριψοκίνδυνος. самоотвод, ~а α. οικειοθελής απόσυρση, α- αποχώρηση . самоотравление, -Я ουδ. αυτοδηλητηρίαση (απο τοξίνες του ίδιου του οργανισμού). Самоотречение, -Я ουδ. οικειοθελής απάρ- νηση· παραίτηση. СамоогрещёННОСТЬ, -И θ. απάρνηση των ε- εγκόσμιων ασκητισμός. Самоотчёт, -а α. απολογισμός, λογοδοσία απο τον εκτελεστή (εργασίας, ασχολίας κλπ.). самооценка, -И θ. αυτοεκτίμηση. самоочевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, αυτόδηλος. Самоочищаться ρ.δ. αυτοκαθαρίζομαι. самоочищение, -Я ουδ. αυτοκάθαρση. самоощущение, -Я ουδ. αυτοσυναίσθηση. II αυτεπίγνωση, αυτογνωσία. самопал, -а α. παλαιό εμπροσθογεμές όπλο. самописец, -сца α. όργανο (συσκευή) αυτο- γραφικό. самописка, -И θ. στυλογράφος, το στυλό. самописуЩИЙ επ. αυτογραφικός· - прибор αυ- τογραφική συσκευή· - ДОЖДОМОтр αυτόματο βροχόμετρο. II εκφρ. -ая ручка βλ. самопйсжа. самоплавкий επ. εύτηκτος. самоплавом επίρ. 1 με την φορά του ρεύμα- ματος (για πλουν). 2 με δικό μου πλουν. самодаватель, -Я α. αυτόματος μεταδότης. Самоподготовка, -И θ. η προετοιμασία μα- μαθημάτων απο τον ίδιον. самопожертвование, -Я ουδ. αυτοθυσία. Самопознание, -Я ουδ. αυτοσυνείδηση, αυ- αυτεπίγνωση, αυτογνωσία. Самопомощь, -И θ. αυτοβοήθεια. Самопроверка, -И θ. αυτοέλεγχος. Самопроизвольно επίρ. αυθόρμητα, αυτόμα- αυτόματα, ενστικτώδικα. Самопроизвольность, -И θ. το αυθόρμητο,το ενστικτώδες. самопроизвольный επ., βρ: -лен, -льна, -о 1 ακούσιος, απροαίρετος, άθελος· αυθαίρετος, αυθόρμητος, αυτόματος· ενστικτώδης· -ые ДВИ- жёния αυτόματες κινήσεις. 2 (παλ.) εκούσι- εκούσιος, οικειοθελής, αυτοθέλητος, αυτόθελος,αυ- τοπροαίρετος. II βκφρ. -ое зарождение βλ. самозарождение. самопрялка, -и θ. ροδάνι, σβίγκα. Самопуск, -а α. συσκευή αυτόματης κίνη- κίνησης. II βλ. стартёр. саморазвивающийся επ. αυτοαναπτυσσόμενος. Саморазвитие, -Я ουδ. αυτοανάπτυζη. Саморазгружающийся επ,. αυτοεκφορτωνόμενος. саморазгрузчик, -а α. μηχανισμός αυτοεκ- φόρτωσης. самореклама, -Ы θ. αυτοδιαφήμηση. самородный επ., βρ: 1 αυτοφυής, φυσικός· γνήσιος, καθαρός, αμιγής. 2 έμφυτος· - га- ЛВНТ έμφυτο ταλέντο. Самородок, -Дка α. 1 βώλος χρυσού αυτοφυ- ήξ. 2 μτφ. ιδιοφυΐα, ταλέντο. Самосад, -а α. καπνός αυτοφύτευΐος (για ι- ιδία χρήση). самосадка! -и θ. βλ. самосад. Самосадка, -И θ. κατακαθισμένο αλάτι των αρμυρών λιμνών. Самосвал, -а α. αυτοκίνητο αυτοεκφορτωτι- κό· τροχοφόρο ανατρεπόμενο. самосев, -а α. 1 αυτοσπορά, φυσική σπορά. 2 φυτό αυτοφυές. самосёй, -я α. κ. самосейка, -и θ. φυτό αυτοφυές. самосильно επίρ. (απλ.) αυτοδύναμα, με ί- ίδιες (δικές) δυνάμεις. II αυθόρμητα, εξ ιδίων. СамоСЙЛЬНЫЙ επ. (απλ.) αυτοτελής, ανεξάρ- ανεξάρτητος, αυτοδύναμος. самоскидка, -и θ. βλ. самосброска. Самосмазочный επ. αυτόματης λίπανσης του τριβέα (ρουλεμάν). самосмазывающийся επ: - подшипник, τριβέ-
сам 403 сам ας αυτόματης λίπανσης. самоснабжаемость, -не, βλ. самоснабжение. самоснабжение, -Я ουδ. αυτοεφοδιασμός, αυ- τοπρομήθεια (εφοδιασμός με Ίδιες δυνάμεις). Самосовершенствование, -Я ουδ. αυτοτελει- οποιηση. Самосогревание, -Я ουδ. αυτοθέρμανση. Самосожжение, -Я ουδ. αυτόκαύση. самосозерцание, -я ουδ. αυτοσκοπία, αυτο- παρατήρηση. самосохранение, -Я ουδ. αυτοσυντήρηση· ИН- ИНСТИНКТ -Я το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Самосплав, ~а α. ο πλους ξυλείας (με το ρεύμα του ποταμού). СамоСТИЙНООТЬ, -И θ. αυτοτέλεια· ανεξαρ- ανεξαρτησία· αυτοδιοικησία. СамоСХИЙНЫЙ επ. αυτοτελής· ανεξάρτητος-αι>- τοδιο'ικητος. Самостоятельно επίρ. αυτοτελώς, ανεξάρτη- ανεξάρτητα, μόνος. самостоятельность, ~И θ. αυτοτέλεια, ανε- ανεξαρτησία. самостоятельный επ., βρ: -лен, -льна, -о-, αυτοτελής, ανεξάρτητος· αυτεξούσιος· ~ое го- государство ανεξάρτητο κράτος· - вопрос Ίδιο (ιδιαίτερο) ζήτημα· -ое исследование ανε- ανεξάρτητη έρευνα· -ая ЖИЗНЬ ανεξάρτητη ζωή. II δικός μου, ίδιος- -ое сочинение δικό μου έρ- έργο· ~ые суждения δικές μου κρίσεις· -ая ра- работа δική μου εργασία (χωρίς βοήθεια άλ- άλλου). II αυθύπαρκτος. II εκφρ. -ое предложе- предложение (γραμμ.) κύρια ή ανεξάρτητη πρόταση. самострел? -а α. 1 βαλλίστρα, -ρίδα, αρ- κεβούζιο. 2 (κυνηγ.) είδος παγίδας σχήμα- σχήματος βαλλίστρας. СвМОСТрёл? -а α. 1 αυτοτραυματίας.2 τραύ- τραύμα αυτοτραυματισμού. Самострельный επ. 1 της βαλλίστρας. 2 αυ- αυτόματος· -ая ВИНТОВка αυτόματο τουφέκι. самосуд, -а α. αυτοδικία· αυθαιρεσία. самосуДНЫЙ επ. της αυτοδικίας· αυθαίρετος, παράνομος. ОамотёК, -а α. 1 φυσική ροή, αυτορροή 2 μτφ. πορεία, εξέλιξη αυθόρμητη- αυτυεξέλιξη. - Дело В - αφήνω την υπόθεση να πάρει το δρό- δρόμο της· Теория -а θεωρία της αυτοεξέλιξης, του αυθόρμητου. Самотёком επίρ. 1 φυσικά, κατά φυσικό τρό- τρόπο. 2 μτφ. αυθόρμητα, ανοργάνωτα, αυτοεξε- λικτικά (χωρίς κατεύθυνση). самотёчный επ. της φυσικής ροής· -ое оро- орошение φυσική άρδευση. самотканный επ. βλ. домотканный. самоточка, -И θ. τόρνος αυτόματος. СамоубИЙСТВеННЫЙ επ. της αυτοκτονίας- -ая тактика τακτική αυτοκτονίας. самоубийство, -а ουδ. αυτοκτονία, αυτο- αυτοχειρία· покушение на - απόπειρα αυτοκτονί- αυτοκτονίας· окончить (покончить) жизнь -ом τερματί- τερματίζω τη ζωή αυτοκτονώντας. самоубийца, -Ы θ. α.κ.θ. αυτοκτόνος, αυ- τόχειρας, ο αυτοκτονήσας. самоуважение, -Я ουδ. αυτοσεβασμός. самоуверенно επίρ. με αυτοπεποίθηση. самоуверенность, -И θ. αυτοπεποίθηση. самоуверенный επ., βρ: -рен, -ренна, ~ο·, πεπεισμένος, με πεποίθηση στον εαυτό· σί- σίγουρος· -ое спокойствие ηρεμία απο πεποίθη- πεποίθηση, σιγουριά- -ая улыбка χαμόγελο πεποίθη- πεποίθησης. самоуглубление, -я ουδ. εμβάθυνση στον ί- ίδιο τον εαυτό (στον εσωτερικό κόσμο). самоуглублённость, -и θ. βλ. самоуглубление. самоуглублённый επ. που εισχωρεί βαθιά στον εσωτερικό κόσμο. самоудовлетворение, -Я ουδ. αυτοϊκανοποί- ηση. Самоудовлетворённый επ. αυτοϊκανοποιημέ- νος. самоумаление, -Я ουδ. αυτοϋποτίμηση. самоунижение, -Я ουδ. αυτοταπείνωση. самоуничижение, -Я ουδ. αυτοεξευτελισμός. самоуничтожение, -Я ουδ. αυτοκαταστροφή. самоуплотнение, -Я ουδ. αυτοσυσπείρωση, αυτοσυμπϋκνωση (θεληματικός περιορισμός του χώρου). самоуплотниться р.σ. αυτοσυμπυκνώνομαι,αυ- αυτοσυμπυκνώνομαι,αυτοπεριορίζομαι κατά το χώρο. самоуправец, -вца α. άνθρωπος αυθαίρετος, αυταρχικός· σατράπης. самоуправление, -я ουδ. αυτοδιοίκηση-мес- αυτοδιοίκηση-местное - τοπική αυτοδιοίκηση- - ГОРОДОВ η •Αυτοδιοίκηση των πόλεων Органы -Я όργανα αυτοδιοίκησης. самоуправляться, -яется р.δ. αυτοδιοικού- αυτοδιοικούμαι, έχω αυτοδιοίκηση. самоуправничать ρ.δ. βλ. самоуправство- самоуправствовать. самоуправно επίρ. αυθαίρετα, αυταρχικά. самоуправный, επ. βρ: -вен, -вна, -о αυ- αυθαίρετος, αυταρχικός, δεσποτικός. самоуправство, -а α. αυθαιρεσία, αυταρ- χία· δεσποτισμός, σατραπισμός. · самоуправствовать, -ствуго, -ствуешь р.σ. διοικώ αυταρχικά. самоуслаждение, -Я ουδ. αυταρέσκεια, αυ- τοϊκανοποίηση. самоусовершенствование, -я ουδ. βλ. само- самосовершенствование. самоуспокаиваться р.δ. βλ. самоуспокоить- самоуспокоиться. Самоуспокоение, -Я ουδ. αυτοκαθησύχαση.
сам 404 сан Самоуспокоенность, -И θ. επανάπαυση, ξέ- ξένο ίαση. Самоуспокоиться, -КОГОСЬ, -КОИШЬСЯ р.σ. ε- επαναπαύομαι, μένω ξέγνοιαστος, εφησυχάζω. Самоустранение, ~Я ουδ. αυτοαπομάκρυνση. Самоустраниться ρ.σ. αυτοαπομακρύνομαι. Самоустраняться ρ.δ. αυτοαπομακρύνομαι. самоутверадёние, -Я ουδ. αυτοεπιβεβαίωση, επιβεβαίωση του εαυτού μου (του αντικειμενι- αντικειμενικά ανύπαρκτου). Самоучитель, -Я α. εγχειρίδιο αυτοδιδα- σκαλιάς, αυτομάθησης· μέθοδος χωρίς δάσκαλο· οδηγός. Самоучка, -И α.κ.θ. αυτομαθής, αυτοδίδα- αυτοδίδακτος, -η. Ι| επίρ. -ой αυτοδίδαχτα, χωρίς δάσκαλο. самохвал, -а α. βλ. хвастун. самохвальство, -а ουδ. βλ. хвастовство. Самоход, -а α. 1 (τεχ.) αυτοκίνητος μηχα- μηχανισμός. 2 πυροβόλο μηχανοκίνητο. Самоходный επ. αυτοκίνητος, -νούμενος--8Я артиллерия μηχανοκίνητο πυροβολικό· -ая пу- шка μηχανοκίνητο πυροβόλο· - ПОЛК μηχανοκί- μηχανοκίνητο σύνταγμα. СамоХОДОМ επίρ. 1 μηχανικά. 2 με αυτοκί- νηση. Самоцвет, -а α. πολύτιμο πετράδι φυσικό ή τεχνητό. Самоцветный επ. 1 λαμπερός- ωραιόχρωμος.ΙΙ απο πολύτιμο πετράδι. 2 έγχρωμος, πολύχρω- πολύχρωμος. самоцель, ~и θ. αυτοσκοπός. Самочинно επίρ. αυθαίρετα. СамочЙННОСТЬ, ~И θ. αυθαιρεσία. самочинный επ. αυθαίρετος. самочинство, -а ουδ. βλ. самоуправство. самочинствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ.βλ. самоуправ ствовать. Самочка, -И θ. το θηλυκό (για μικρά ζώα ή πουλιά). СамочуВОТВИе, -Я ουδ. συναίσθηση της κα- κατάστασης της υγείας· как ваше -? πως έχει η υγεία σας-; плохое - больного о άρρωστος αι- αισθάνεται άσχημα. ♦самун, -а α. ο σιμοΰν (άνεμος ερήμων Ασί- Ασίας, Αφρικής). * самурай, -Я α. σαμουράι. * самшит, -а α. το φυτό ο πύξος (επιστ.),τσι- μισίρι, πυξάρι, πυξαριά (λκ.). Самшитовый επ. πύξινος, του πυξαριού. Самый αντων. οριστική. 1 ο ίδιος (εντε- (εντελώς, ακριβώς)· С -ОГО начала εντελώς απο την αρχή, ευθύς εξ αρχής, απαρχής, αποξαρχής· ТОТ же - εκείνος ο ίδιος ακριβώς· это то же -ое αυτό είναι ακριβώς το ίδιο, ένα και το αυτό· у -ОГО моря στην άκρη (ακτή) της θά- θάλασσας· -ая середина ακριβώς η μέση. Ι\ (παλ.) εκείνος ακριβώς· Β - час απάνω στην ώρα· Β ~ю минуту απάνω στο λεφτό. 2 αυτός καθ' ε- εαυτός· - этот факт меня не ралует αυτή καθ' εαυτή η πράξη δε με χαροποιεί. 3 σχηματίζει τον υπέρ θ. β. των επ. ο πιο· - красивый о πιο όμορφος· - быстрый о πιο γρήγορος ή τα- ταχύς. II εχφρ. В -ОМ деле α) στην πραγματι- πραγματικότητα, β) πραγματικά, αλήθεια, αληθινά· на -ОМ деле στην πραγματικότητα. Сан, -а α. αξίωμα· βαθμός· λειτούργημα· το πόστο· οφίκιο. 2 βαθμός ιεροσύνης· дьякон- дьяконский - ο βαθμός του διάκου· принять мона- монашеский - χειροτονούμαι μοναχός, ♦санаторий, -я α. κ. (παλ.) санатория, -и θ. σανατόριο. санаторный επ. του σανατόριου· - врач о γιατρός του σανατόριου. Санаторский επ. του σανατορίου· -ая кухня μαγειρείο σανατορίου. *СанЁЦИЯ, -И θ. 1 εξυγίανση της κοιλότητας του στόματος. 2 οικονομική εξυγίανση. Санбат, ~а α. υγειονομικό τμήμα, ♦сангвин, ~а α. к. Сангвина, -Ы θ. κοκκι- κοκκινωπό μολύβι. II σχέδιο, ζωγραφιά με κοκκινω- κοκκινωπό μολύβι. сангвиник, -а α., -нйчка, -И θ. ευερέθι- ευερέθιστος, -η, ευέξαπτος, ~η· αιματώδους κράσης, ♦сангвинический επ. ζωηρός, γεμάτος ζωντά- ζωντάνια- δραστήριος. ♦сандал к. сантал, -а α. σάνταλο(δέντρο). II χρώμα απο το φυτό σάνταλο. сандалеты, -лёт πλθ. (ενκ. сандалета, -ы θ.) σανταλάκια, πέδιλα. ♦сандалии, -ИЙ πλθ. (ενκ. -ЛИЯ, -И θ.) τα σαντάλια. оанДЕЛИТЬ ρ.δ.μ. βάφω με σάνταλο. Ι! μτφ. (απλ.)· τρίβω· αλείφω. II -СЯ βάφομαι με σάνταλο. сандаловый κ. санталовый επ. 1 σανταλι- κός, του σάνταλου, απο σάνταλο. 2 πλθ. ~ые -ЫХ τα σανταλοειδή (φυτά). Сандальный1επ. του σάνταλου· -ое дерево το σάνταλο. Сандальный2επ. του σάνδαλου, του σαντα- λιού· σανδαλοειδής· Обувь -ого типа παπού- παπούτσια τύπου σανταλιών. Сандарак, -а α. η σανδαράχη (ρετσίνι). сандарачный επ. σανδαραχικός. ♦сандвич, -а α. σάντουις. Сандружина, -Ы θ. υγειονομική ομάδα. сандружинник, -а α., -ца, -Ы θ. μέλος υ- υγειονομικής ομάδας. сани, -ей πλθ. χιονολισθητήρας· έλκηθρο· ехать на ή В -ЯХ πηγαίνω με το έλκηθρο. II εκφρ. не В свой ~ сесть πιάνω θέση (στηνυ-
сан 405 сап πηρεσία, κοινωνία) που δεν αξίζω. санинструктор, ~а α. νοσοκόμος· - взвода νοσοκόμος διμοιρίας. Санирование, -Я ουδ. εξυγίανση. санировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. εξυγι- εξυγιαίνω. II -СЯ εξυγιαίνομαι. Санитар, -а α., -ка, -И θ. νοσοκόμος, -α, νοσηλευτής, -εϋτρα. Η (στρατ.) τραυματιοφορέας, ♦санитария, -И θ. η υγιεινή. санитарка, -и θ. 1 βλ. санитар. 2 αυτοκί- αυτοκίνητο υγειονομικό. санитарный επ. υγειονομικός· -ое состоя- состояние города υγειονομική κατάσταση της πόλης· -ая инспекция υγειονομική επιθεώρηση· -ая машина υγειονομικό αυτοκίνητο. Ι) εκφρ. - инструктор βλ.- санинструктор"; ~ая сумка υ- υγειονομικός σάκκος· -ое просвещение υγειο- υγειονομική διαφώτιση· -ая техника τα υγειονομι- υγειονομικά τεχνικά μέσα (όργανα)· - врач о υγειονό- μος· -ая часть (στρατ.) υγειονομικό τμήμα. Санки, -НОК πλθ. 1 βλ. сани. 2 μικρός χιο- νολισθητήρας· μικρό έλκηθρο. санкционирование, -я ουδ. βλ. санкция. Санкционировать р.δ.κ.σ.μ. (νομ.) επικυ- επικυρώνω. II εγκρίνω, επιδοκιμάζω· αποδέχομαι. II -СЯ επικυρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ♦санкция, -И θ. 1 (νομ.) επικύρωση. 2 κύ- κύρωση, μέτρα τιμωρίας. 3 έγκριση· αποδοχή. *СанкюлОТ,-а α. κουρελής, ξεβράκωτος. Санный επ. του έλκηθρου, ολισθητήρ ιος. II κατάλληλος για ελκηθροδρομία· -Путь ελκη- θρόδρομος. сановитость, -И θ. μεγαλοπρέπεια, σοβαρό- σοβαρότητα, θωριά. сановитый επ., βρ: -вит, ~а, -о. 1 βλ. сановный A σημ.). 2 μεγλοπρεπής, μεγαλό- μεγαλόπρεπος, μεγαλειώδης, σοβαρός, σπουδαίος,ση- σπουδαίος,σημαίνων. СанОВНИК, -а α. αξιωματούχος κλπ. επ. СанОВНИЦа, -Ы θ. η σύζυγος του αξιωματού- αξιωματούχου. сановность, -и θ. βλ. сановитость. сановный επ. αξιωματούχος· βαθμούχος· ο- φικιούχος. II ουσ. βλ. сановник. саночник, -а α. (παλ.) βλ. откатчик. саночный επ. του έλκηθρου. Санпропускник, ~а α. υγειονομικό προφυλα- προφυλακτικό ίδρυμα. Санпросвет, -а α. υγειονομική διαφώτιση. Санскрит, -а α. η σανσκριτική γλώσσα. Санскритолог, -а α. σανσκριτολόγος. санскритология, -и θ. η σανσκριτολογία. санскритский επ. σανσκριτικός. сантал βλ. сандал. . санталовый βλ. сандаловый. сантехника, -И θ. υγειονομική τεχνική. сантехнический επ. της υγ-ειονομικής τε- τεχνικής. ♦сантиграмм, -а α. εκατοστόγραμμο. ♦сантим, ~а α. το εκατοστό του γαλ. φρά- φράγκου. сантиментальничать κλπ. παράγωγα βλ. сен- сентиментальничать. ♦сантименты к. сентименты, -ов πλθ. αισθή- αισθήματα. ♦сантиметр, ~а α. 1 εκατοστόμετρο, υφεκα- τοστρόμετρο, πόντος. 2 μετρική ταινία, με- ζούρα. Сантиметровый επ. μήκους εκατοστομέτρου. II εκφρ. -ая лента βλ. сантиметр B σημ.). ♦сантонин, ~а α. σαντονίνη (φάρμακο ото σα- ντονίνη). сантонинный επ. βλ. сантониновый. сантониновый επ. της σαντον'ινης. Санчасть -И θ. υγειονομικό τμήμα ή υπη- υπηρεσία. Сап1, -а α. μάλιδα (επιστ.), σαρατζάς (λκ.). άρρωστεια των μώνυχων. сап? -а α. βλ. сопение. Сапа, ~Ы θ. (στρατ.) όρυγμα, υπόνομος, λα- λαγούμι. II εκφρ. ТИХОЙ -ой ύπουλα, υποχθό- ν ια. ♦сапёр, -а α. σκαπανέας, στρατιώτης μηχα- μηχανικού. Сапёрный επ. (στρατ.) του σκαπανέα ή του μηχανικού- - батальон τάγμα μηχανικού- ~ые лопатки φτυάρια σκαπανέων. сапка, -и θ. βλ. цапка. сапной κ. сапный επ. άρρωστος απο μάλιδα, σαρατζασμένος, -ρικος. сапоги, -йог, ~ам πλθ. (ενκ. сапог, -а α.) 1 μπότες- кожаные -Й δερμάτινες μπότες. 2 амк. сапог (απλ.) άνθρωπος απολίτιστος, α- αμόρφωτος, αγροίκος· ανόητος. II εκφρ. валяные сапоги βλ. валенки; в сапогах ходит αξίζει (κοστίζει) ακριβά· ПОД -ом κάτω απο τη μπό- μπότα (υπο την εξουσία, υπο τον ζυγόν, κάτω α- πο τη σκλαβιά). сапоговаляльный επ. των τσόχινων μποτών -ое ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή τσόχινων μποτών. сапожки, -жек κ. сапожки, -ов πλθ. (ενκ. сапожок, -жка α.) μποτίτσες. II ен<рр. В -ах ходит αξίζει (κοστίζει) ακριβά. Сапожник, -а α. 1 παπουτσής, τσαγκάρης· ε- πιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής. 2 (απλ.) ατζαμής, αδαής. II εχφρ. как ~ (делать что) .ατζαμίδικα (κάνω κάτι). сапожничать р.δ. επαγγέλλομαι (κάνω) τον τσαγκάρη, εργάζομαι τσαγκάρης. СаПОЖНИЧество, -а ουδ. η τσαγκαρική, το επάγγελμα του τσαγκάρη. Сапожный επ. τσαγκαράδικος· -ая мастер-
сап 406 сат екая το τσαγκαράδικο. II των παπουτσιών ~ая Щётка βούρτσα υποδημάτων - крем κρέμα πα- παπουτσιών ~ая вакса μαύρο βερνίκι παπου- παπουτσιών - ГВОЗДЬ ξυλόπρογκα, ξυλοκάρφι. II των μποτών - товар εμπόρευμα μποτών. сапожок βλ. сапожки. *сапонины, ~ов πλθ. (ενκ. сапонин, -а α.)· τα σαπωνόφυτα, τα σαπουνόχορτα. Сапропелевый επ. του σαπρόπηλου, απο σα- πρόπηλο, σαπροπηλιτικός. * Сапропель, -Я α. ο σαπροπηλός. сапрофитный επ. σαπροφυτικός· -ые бакте- бактерии σαπροφυτικά βακτηρίδια· -ое растение το σαπρόφυτο. "сапрофит, ~ов πλθ. (ενκ. сапрофит, -а α.) τα σαπρόφυτα. сапсан, -а α. είδος γερακιού. * сапфир, -а α. σάπφειρος (επιστ.), ζαφείρι (λκ.). сапфирный επ. 1 σαπφείρινος, ζαφειρένιος. 2 κυανός, χρώματος σαπφείρου. сапфировый επ. βλ. сапфирный. *Сарабанда, -Ы θ. είδος ισπανικού χορού ως και η μουσική του. * Сарай, -Я α. υπόστεγο· παράπηγμα· αποθή- αποθήκη· дровяной - ζυλαποθήκη· - ДЛЯ сёна αχυ- αχυρώνας. II μτφ. παλιόσπιτο· παλιοδωμάτιο. СараЙНЫЙ επ. του υπόστεγου· του παραπήγ- παραπήγματος· της αποθήκης. СараЙЧИК, -а α. μικρό υπόστεγο ή παράπηγ- παράπηγμα· αποθηκούλα. Саранча, -Й θ. η ακρίδα. саранчовый επ. 1 της ακρίδας. 2 -ые, -ЫХ πλθ. τα ακριδοειδή. Саранчук, -а α. άπτερη νύμφη της ακρίδας. Сарафан, -а α. 1 το σαραφάνι (ρωσικό εθνι- εθνικό γυναικείο ένδυμα). 2 καλοκαιρινό φόρεμα χωρίς μανίκια. Сарафанный επ. του σαραφανιού, για σαρα- σαραφάνι· - СЙтеЦ τσιτάκι για σαραφάνι. сарацинский к. сарачйнский επ. σαρακηνός. II εκφρ. ~ое пшено το ρύζι. ♦сарацины к. сарачйны, -йн πλθ. (ενκ. са- сарацин к. сарачЙН, -а α.) Εαρακηνοί. сардар βλ. сердар. Сарделька1, -И θ. λουκάνικο κοντόχοντρο. ♦сарделька, -И θ. μικρή σαρδέλα. ♦сардина, -Ы θ. σαρδίνη, σαρδέλα. сардинка, -и θ. βλ. сардина. СардЙНОВЫЙ επ. της σαρδίνης, της σαρδέλας, сардиночный επ. βλ. сардиновый. ♦сардоникс, -а α. σαρδόνυχας, σαρδόνυξ (η- (ημιπολύτιμος λίθος). ♦сардонический επ. (γραπ. λόγος)· σαρδόνι- σαρδόνιος· - смех σαρδόνιο γέλιο· ~ая улыбка σαρ- σαρδόνιο χαμόγελο. ♦саржа, -И θ. σερζ (ύφασμα). саржевый επ. του σερζ· απο σερζ·-ое П'ро- изводство η παραγωγή σερζ· ~ая подкладка φόδρα απο σερζ. ♦сарказм, -а α. σαρκασμός. саркастический επ. σαρκαστικός, саркастичность, ~и θ. σαρκασμός. саркастичный επ., βρ: -чен, -чна, ~чно* σαρκαστικός. ♦саркома, -ы θ. σάρκωμα- - костей σάρκωμα των οστών. Саркоматозный επ. σαρκωματικός. ♦саркофаг, -а α. η σαρκοφάγος. сарпинка, -и θ. είδος λεπτού, βαμπακερού υφάσματος. ♦сарыч, -а α. είδος γερακιού. ♦сатана, -Ы. 1 α. ο Σατανάς, ο διάβολος. 2 μτφ. άνθρωπος κακός καταχθόνιος. сатанеть, -ею, -ёешь р.δ. δαιμονίζομαι, сатанинский επ. σατανικός, сатанический επ. σατανικός. *Сателлит, -а α. 1 δορυφόρος, σωματοφύλα- σωματοφύλακας. 2 (αστρν.) δορυφόρος. 3 (τεχ.) δορυ- δορυφόρος (διαφορικού κ.τ.τ.). II μτφ. κράτος πιστό σε μεγάλη Δύναμη, ♦сатин, -а α. σατέν (ύφασμα), ♦сатинет, -а α. λεπτό σατενέτ. сатинетовый επ. απο σατενέτ· ~ая блузка μπλουζίτσα απο σατινάκι. Сатиновый επ. του σατενέτ, απο σατενέτ. ♦сатир, -а α. 1 σάτυρος (συνοδός του θεού- Διόνυσου). II μτφ. άνθρωπος, ερωτοπαθής, Οηλυμανής· ασελγής. 2 είδος μεγάλης πετα- πεταλούδας. 3 είδος όρνιθας των Γνδιών. ♦сатира, -Ы θ. η σάτιρα· χλευασμός· едкая - «δηκτική σάτιρα· шутливая - αστεία σάτι- σάτιρα. II σατιρικό ποίημα ή πεζογράφημα. ♦сатириаз, -а α. σατυρίαση. сатирик, -а α. συγγραφέας σατιρικός, сатирический επ. σατιρικός· -ие произве- произведения σατιρικά έργα- - яурнал σατιρικό περιοδικό. II γελοίος· - ВИД γελοία όψη. сатиричноСТЬ, -И θ. .σατιρισμός. сатиричный επ., βρ: -чен, -чна, -чно σα- σατιρικός. ♦сатисфакция, -И θ. ικανοποίηση (για γι- γινομένη προσβολή). ♦сатрап, -а α. (κυρλζ. к. μτφ.) σατράπης. Сатрапия, -и θ. η σατραπεία, ♦сатуратор, -а α. κορεστής (συσκευή), сатураторный επ. του κορεστή· με κορεστή. сатураЦИОННЫЙ επ. του κορεσμού, ♦сатурация, -И θ. κορεσμός, ♦сатурналии, -ИЙ πλθ. τα σατουρνάλια. II γλεντοκόπημα· γλέντι τρικούβερτο, ♦сатурнизм, ~а α. (ιατρ.) μολυβδίαση.
саф 407 сбе *Сафлор, -а α. κρόκος, ζαφο(υ)ρά (βολβόρι- ζο φυτό). II κοκκινοκίτρινο χρώμα (απο αυτό). *сафьян, -а α. το μαροκινό (κατεργασμένο δέρμα γιδοπροβάτων). сафьЯШШЙ επ. του μαροκινού- απο μαροκινό. сафьяновый επ. βλ. сафьянный. сахар, -а (-у) α. ζάχαρη· кусковой - ςά- χαρη-καραμέλα· КОЛОТЫЙ - σπασμένη (θρυμμα- (θρυμματισμένη) ζάχαρη· - рафинад η ραφινάδα. II το το ζάχαρο· η γλυκόζη· виноградный - σταφυ- λοζάχαρο· МОЛОЧНЫЙ - γαλακτοζάχαρο. II εκφρ. —медович άνθρωπος υπερβολικά περιποιητι- περιποιητικός· не - КОМУ άχαρα, όχι ευχάριστα σε κά- κάποιον. Сахарец, -рца α. ζαχαρούλα. Сахариметр, -а α. ζαχαρόμετρο. сахариметрия, -И θ. ζαχαρομετρία. сахарин, ~а α. ζαχαρίνη. Сахариновый επ. της ζάχαρης· απο ζάχαρη·- порошок ζάχαρη-σκόνη ή άχνη. сахаристость, -И θ. περιεκτικότητα σε ζά- ζάχαρο. сахаристый επ., βρ: -рйст, -а, -о. 1 ζα- ζαρώδης, ζαχαρούχος. 2 ζαχαροειδής. сахарить, ~рю, -ришь р.δ.μ. ζαχαρώνω, ρί- ρίχνω ζάχαρη· γλυκαίνω. сахарща, -Ы θ. ζαχαριέρα. сахарный επ. της ζάχαρης· - завод εργο- εργοστάσιο ζάχαρης· ~ое производство παραγωγή ζάχαρης· ~ая ГОЛОВЭ μεγάλο κομμάτι ζάχαρης (σχήματος σφαιρικού ή κωνοειδές)· - песок ψιλή ζάχαρη· -ая пудра ζαχαρόσκονη ά- άχνη. II ζαχαρένιος. II μτφ. γλυκός, ηδονι- ηδονικός. II μτφ. ευχάριστος· ικανοποιητικός. Π εκφρ. -ая болезнь о ζαχαροδιαβήτης. Сахаровар, -а α. ζαχαροποιός. Сахароварение, -Я ουδ. ζαχαροποι'ία, -ηση. сахароваренный κ. сахароварный επ. της ζαχαροποίησης· - завод εργοστάσιο ζαχαρο- ποιΐας. сахароварня, -И θ. (παλ.) εργοστάσιο ζα- χαροπο ιΐας. Сахароза, -Ы θ. το ζάχαρο των φυτών. сахарок, рка α. ζαχαρούλα. сахарометр, -а α. βλ. сахариметр. Сахаронос, -а α. φυτό ζαχαροφόρο. сахароносный επ. ζαχαροφόρος- ~ые расте- растения ζαχαροφόρα φυτά. сачок, -чка α. απόχη (για ψάρια, πτηνά ή έντομα). *Саше ουδ. άκλ. 1 σακκουλίτσα με άρωμα. 2 σακκίδιο, τσάντα. Сбавить, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.σ.μ. 1 αφαιρώ,βγά- αφαιρώ,βγάζω· - триста граммов с общего веса αφαιρώ τριακόσια γραμμάρια απο το ολικό βάρος. 2 μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω. II χαμηλώνω, κα- κατεβάζω. II -СЯ μειώνομαι, ελαττώνομαι, λι- λιγοστεύω. Сбавка, -И θ. μείωση, ελάττωση, λιγόστε- μα· σμίκρυνση. II έκπτωση (τιμής). сбавлять(ся) ρ.δ. βλ. сбавить(ся). Сбагрить, -рю, -ришь р.σ.μ. (απλ.) διώ- διώχνω, αποβάλλω, πετώ· ξαλαφρώνω, απαλλάσσο- απαλλάσσομαι απο ένα μπελιά. сбалансировать р.σ. βλ.' балансировать. сбалтывать(ся) ρ.δ. βλ. взболтать(ся). сбалчивать ρ.δ. βλ., сболтить. И -ся συν- συνδέομαι, ενώνομαι με μπουλόνια. Сбег, -а α. 1 ροή, τρέξιμο· πτώση· - вода ροή νερού· - стружки С резца πτώση ροκανι- διού απο το μαχαίρι του τόρνου. 2 ελάττωση του πάχους του δέντρου (απο τη ρίζα προς τα πάνω). Сбёгание, -Я ουδ. τρέξιμο, γρήγορη μετά- μετάβαση με επιστροφή. Сбегать р.δ. 1 βλ. сбежать. 2 κατεβαίνω, κατηφορίζω, κατέρχομαι (για δρόμο, μονοπάτι κ.τ.τ.). И -ся 1 βλ. Сбежаться. 2 ενώνομαι, συνδέομαι, συναντιέμαι· συγκλίνω. сбежать, сбегу, сбежишь, сбегут р. σ. 1 κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω. 2 ρέω, τρέχω· κυλώ· слеза -ла ПО щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο. II φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι· -ал снег σηκώθηκε το χιόνι. II βγαίνω, φεύγω· ζεβάφω, αποχρωματίζομαι*· краска -Ла βγήκε η μπογιά. II χάνομαι, εξαφανίζομαι· улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο. 3 ξεχειλίζω, χύνο- χύνομαι (κατά το βράσιμο)· МОЛОКО -ЛО χύθηκε το γάλα (απο το σκεύος). 4 δραπετεύω· - из • тюрьмы δραπετεύω απο τη φυλακή. II φεύγω, το σκάζω· - С уроков το σκάζω απο τα μαθήματα. У -СЯ 1 συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συνα- συναθροίζομαι· συρρέω. 2 (παλ.) συναντιέμαι τρέ- τρέχοντας· συνωθούμαι τρέχοντας. Сберегательный επ. (απο)ταμιευτικός· тая касса το ταμιευτήριο· -ая книжка βιβλιάριο ταμιευτηρίου. II εκφρ. -ое лечение θεραπεία για διατήρηση μέλους του σώματος. сберегать(ся) ρ.δ. βλ. сберёчь(ся). Сбережение, -Я ουδ. 1 οικονομία· διατήρη- διατήρηση· φειδώ- - СИЛ οικονομία δυνάμεων -вре- -времени οικονομία χρόνου. II προφύλαξη (απο φθορά κ.τ.τ.). 2 πλθ. -жёниЯ, -ИЙ οι οικο- οικονομίες. сберечь, -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. Сберёг, -регла, -регло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбережённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. 1 φυλάγω, διαφυλάγω· διατηρώ· - Доку- Документы φυλάγω τα έγγραφα· - здоровье φυλά- φυλάγω την υγεία· - В памяти διατηρώ στη μνήμη. II προφυλάγω· - шубу ОТ МОЛИ προφυλάγω τη γούνα απο το σκώρο· - цитрусовые ОТ мороза
обе 408 сбл προφυλάγω τα εσπεριδοειδή απο τον παγετό. 2 αποταμιεύω, οικονομώ, κάνω οικονομίες. II -СЯ (δια)φυλάγομαι· διατηρούμαι. сберкасса, -ы θ. το ταμιευτήριο· хранить Деньги В -е βάζω τα χρήματα στο ταμιευτήριο. Сберкнижка, -И θ. βιβλιάριο ταμιευτηρίου. сбесить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. взбесить. II -ся 1 βλ. ВЗбеСЙТЬСЯ. 2 τα χάνω, σαστίζω· ξε- κουτιάζω· παλαβώνω. Сбивальный επ. του χτυπήματος ή του ανα- ανακατώματος. Сбивание, -Я ουδ. 1 σύνδεση, συνένωση, κάρ- κάρφωμα- - ДОСОК κάρφωμα σανιδιών. 2 εξαγωγή, βγάλσιμο· - масла εξαγωγή βουτύρου (με το χτύπημα του γάλατος). 4 χτύπημα, δάρσιμο (αυγών κ.τ.τ.). сбивательный επ. βλ. сбивальный. сбивать(ся) ρ.δ. βλ. сбйть(ся). СбЙВка, -И θ. 1 χτύπημα, κατάρριψη. 2 με- μετακίνηση, σπρώξιμο, ώθηση. 3 βλ. сбивание. Сбивной επ. βλ. сбивательный. II χτυπητός. Сбивчиво επιρ. 1 ασυνάρτητα, ασύνδετα. 2 διακομμένα, διακοφτά· ακανόνιστα κλπ. επ. СбЙВЧИВОСТЬ, -И θ. 1 ασυναρτησία, ανακο- ανακολουθία· ασάφεια. 2 αρρυθμία, διακοπή- ανω- ανωμαλία. Сбивчивый επ., βρ: -чив, -а, -О. 1 ασυ- ασυνάρτητος, ασαφής, χωρίς αλληλουχία, αντιφά- σκων. 2 διακομμένος, διακοφτός· άρρυθμος, α- ακανόνιστος· ανώμαλος. Обирание, -Я ουδ. συγκέντρωση, μάζεμα της σοδειάς· συγκομιδή· ~ винограда о τρύγος. сбирать(ся) ρ.δ. βλ. собрать(ся). СбЙТеНЩИК, -а α. παρασκευαστής σμπίτεν. СбЫТеНЬ, -ТНЯ α. σμπ'ιτεν (είδος ποτού). Сбитый επ. απο μτχ. 1 φθαρμένος (απο το χτύπημα)· ~ая ПОДКОВа φθαρμένο πέταλο· ~ые сапоги φθαρμένες μπότες. 2 πηχτός απο το δάρσιμο (για αυγά κ.τ.τ.). 3 στέρεος, γε- γερός. II εκφρ. ПЛОТНО (крепко) Сбит γεροκαμω- μένος. Сбить, собью, собьёшь, προστκ. Сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о. 1 καταρρίπτω χτυπώντας- - яблоки С ветки" ρί- ρίχνω κάτω τα μήλα απο το κλαδί- - человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βα- βαδίζοντα)· - самолёт καταρρίπτω αεροπλάνο. II αποσπώ· σπάζω· - замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας. II απωθώ, εκδιώκω, βγά- βγάζω· - ПОЛК С ПОЗИЦИИ βγάζω το σύνταγμα απο τις θέσεις (που κατέχει). 2 φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα· - каблук χαλνώ το τακούνι- - ПОДКОВЫ φθείρω τα πέταλα. II γρατσουνίζω, εκδέρω. 3 κινώ, κουνώ, μετακι- μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. II χαλνώ, ανατρέ- ανατρέπω· - прицель χαλνώ τη σκόπευση· - планы χαλνώ τα σχέδια. 4 (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέ- εκτρέπω- παρεκκλίνω· - С дороги εκτρέπω της ο- οδού. 5 (για σκέψη, συνομιλία)· στρέφω, γυ- γυρίζω αλλού. 6 μπερδεύω, συγχίζω· περιπλέκω- ~ на Допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση· на экзамене μπερδεύω στην εξέταση. 7 μειώ- μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω- χαμηλώνω, κατεβά- κατεβάζω- - температуру жаропонижащими средства- средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντιπυρετικά φάρ- φάρμακα. II χτυπώ, προκαλώ πτώση- - цену χτυπώ την τιμή. 8 συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κά- κάνω, σκαρώνω· - ПОЛЫ φτιάχνω πατώματα- - ЯЩИК ИЗ ДОСОК φτιάχνω κιβώτιο απο σανίδια. 9 μαζεύω, συγκεντρώνω- - всех В кучу συγκε- συγκεντρώνω όλους σωρό. Ι) δημιουργώ- οργανώνω, ιδρύω. II (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονο- οικονομώ. 10 χτυπώ, δέρνω- - желтки χτυπώ τους κρόκους. II (για μαλλιά)· ανακατώνω. 11 εξά- εξάγω, βγάζω· - масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα). II ετοιμάζω, φτιάχνω- ~ Шерсть ξέ- νω το μαλλί- - Печь φτιάχνω φούρνο. II εκφρ. - СПеСЬ (гонор, форс κ.τ.τ.) С КОГО κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)· - С пути βγάζω κάποιον απο το σωστό δρόμο. II -СЯ 1 μετακινούμαι, ξεφεύγω (απο τη θέση)· бинт -ЛСЯ ο επίδεσμος ξέφυγε· галстук -ЛСЯη γρα- γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)· шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια· пристрелка орудия -лась η σκόπευση ταυ πυροβόλου ξέφυ- ξέφυγε. II αποτυχαίνω- дело -ЛОСЬ η υπόθεση απέ- απέτυχε (χάθηκε). 2 χτυπιέμαι, βλάπτομαι· αχρη- αχρηστεύομαι. II φθείρομαι- στραβοπατιέμαι. 3 ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω απο το δρόμο, παρα- παραστρατώ· περιπλανιέμαι· - С дороги ξεστρα- τ'ιζομαι. II ξεφεύγω, παρεκκλίνω (απο το θέ- θέμα κ.τ.τ.). 4 περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι- μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι. 5 μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω· ОН -лея на экзаменах αυτός τά 'χασέ στις εξετάσεις. 6 στριμώχνο- στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. II ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι· οργανώνομαι. II (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι· αποταμιεύο- αποταμιεύομαι. 7 (για ρευστά) πηχτώνω απο το χτύπη- χτύπημα. II (για μαλλιά) ανακατεύομαι. II εκφρ. С НОГ μου κόβονται τα πόδια (απο την κούρα- κούραση)· - С НОГИ χάνω το βήμα (κατά το βηματι- βηματισμό)· - С пути ξεφεύγω απο τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο. сблевать р.σ. βλ. блевать. сближать(ся) р.δ. βλ. сблйзить(ся). Сближение, -Я ουδ. 1 πλησίαση, προσέγγι- προσέγγιση. 2 μτφ. προσομοίαση. Сближенность, -И θ. πλησίαση, προσέγγιση. сблизить, сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о р. σ.μ. 1 πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω·
сил 409 сбр παραθέτω· - ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου· ~ электрода πλησιάζω τα ηλε- ηλεκτρόδια· ~ ножки циркуля συγκλίνω τα σκέ- σκέλη του διαβήτη. II συνδέω· συνδυάζω· ~ науку И ПРОИЗВОДСТВО συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή· - теорию С практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη. II συνδέω, ενώνω· оди- одинаковые интересен -ли нас τα Ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν. 2 εξαλείφω μερικά τη διαφορά· μικραίνω τη διαφορά· ~ умствен- НЫЙ труд С физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργα- εργασίας· - город С деревней εξαλείφω τη μεγά- μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού. Η -СЯ I πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σι- σιμώνω, προσεγγίζω. 2 μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι· συνδέομαι, ενώνομαι. II αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω Сблокировать ρ.σ.μ. συνδέω, συνενώνω, συ- συναρμολογώ, μοντάρω. Сблокироваться1ρ.σ. συνδέομαι, συνενώνο- συνενώνομαι, συναρμολογούμαι. Сблокироваться2 р.σ. συνασπίζομαι· μπαί- μπαίνω σε μπλοκ. Сбой, Сбоя, πλθ. Сбой, Сбоев α. 1 φθορά απο το χτύπημα. 2 μετακίνηση με χτύπημα ή σπρώξιμο. 3 αρρυθμία· διάλειψη. 4 κεφάλι, πόδια και εντόσθια (σφαγμένου ζώου). Сбоку επίρ. πλευρικά, απο τα πλάγια. сболтать р.σ.μ. (απλ.) βλ. взболтать. СбОЛТЙТЬ, -лчу, -лтйшь, παθ; μτχ. παρλθ. χρ. сболченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. ε- ενώνω, συνδέω, στερεώνω, στερεώνω με μπουλό- ν ια. Сболтнуть р.σ.μ. φλυαρώντας μου ξεφεύγει άστοχη (άπρεπη, άκαιρη) λέξη. Сбор, -а (-у) α. 1 μάζεμα, συγκομιδή· хлопка μάζεμα του βαμπακιού· - винограда о τρύγος, το τρύγημα· - лекарстенных трав μά- μάζεμα φαρμακευτικών χόρτων (βοτάνων). 2 συ- συγκέντρωση· είσπραξη- - налогов είσπραξη φό- φόρων. II σύναξη, συγκέντρωση· συνάθροιση· на Демонстрацию συγκέντρωση για τη διαδή- διαδήλωση. II προσκλητήριο· трубачи играют ~ οι σαλπιγκτές σημαίνουν προσκλητήριο. 3 πλθ. -Ы (προ)ετοιμασίες (για αναχώρηση ταξίδι, δρόμο κ.τ.τ.). Η εκφρ. В -е συγκεντρωμένοι, παρόντες. сбора, -ы, -ы θ. βλ. сборка. Сбористый επ. με πτυχές, με δίπλες, πιέτες. СбОрИТЬ ρ.δ.μ.κάνω δίπλες, πτυχές,' πιέ- πιέτες στο ύφασμα. Сборище, ~а ουδ. 1 συνάθροιση, σύναξη, συ- συναγωγή- πλήθος· όχλος. 2 συγκέντρωση (για εργασία; διασκέδαση κ.τ.τ.). Сборка] -И θ. συναρμολόγηση· - СТЭНКа συ- συναρμολόγηση εργατομηχανής. Сборка* -И θ. πτυχή, δίπλα, πιέτα. Сборник, ~а α. 1 συλλογή· ~ стихов συλλο- συλλογή ποιημάτων. 2 δεξαμενή. Сборный επ 1 της συγκέντρωσης· я пошёл на -ое место πήγα στο μέρος της συγκέντρωσης. 2 μεικτός- σύνθετος- - отряд μεικτό τμήμα (απόσπασμα)· -ая футбольная команда города μεικτή ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. II ουσ. -ая θ. (αθλτ.) ομάδα μεικτή· -ая города μει- μεικτή ομάδα της πόλης· -ая Греции η εθνική ελ- ελληνική ομάδα. 3 διάφορος, διάφορου είδους. 4 συναρμολογούμενος·.- ДОМ το λυόμενο σπί- σπίτι. || εκφρ. -ая ИЗба (παλ.) ίζμπα συ- συγκέντρωσης των χωρικών. Сборня, -и θ. (διαλκ.) ίζμπα συγκέντρωσης χωρικών. СборОТЬ р.σ.μ. (απλ.) νικώ, καταβάλλω. Сборочка, -И θ. πτυχίτσα, πιετίτσα. Сборочный επ. 1 συναρμολογητικός, της συ- συναρμολόγησης. 2 βλ. Сборный A σημ.). Сборчатый επ., βρ: -чат, -а, -о πτυχωτός. Сборщик, -а α., -Да, -не. 1 συλλέκτης, -τρία. 2 συναρμολογητής. Сбочениться ρ.σ. (απλ.) κλίνω (γέρνω) στο πλευρό. СбОЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. (απλ.) κλίνω, γέρνω στο πλευρό. II -СЯ (απλ.) βλ. Сбоче- ниться. * сбочку επίρ. (απλ.) βλ. сбоку. Сбраживать р.δ. μ. προκαλώ ζύμωση. II -СЯ βρίσκομαι σε κατάσταση ζύμωσης, ζυμούμαι. Сбрасывание, ~Я ουδ. 1 κατάρριψη. 2 στρατ. απώθηση. 3 γκρέμισμα, αποτίναξη. 4 αφαίρε- αφαίρεση· βγάλσιμο. 5 αποβολή, διώξιμο. 6 χαμήλω- χαμήλωμα, κατέβασμα- λιγόστεμα, μείωση, ελάττωση. сбрасывать(ся) р.δ. βλ. сбросить(ся). сбредать(ся) р.δ. βλ. сбрестй(сь). Сбрендить, -дишь р.σ. (απλ.) δειλιάζω, λι- ποψυχώ, κιοτεύω. II λέγω ανοησίες, κουταμά- ρες· ψευδολογώ. II εκφρ. - сума (απλ.)τρελ- λαίνομαι. Сбрести ρ.σ. 1 (παλ. κ. διαλκ.) φεύγω α- απο κάπου· αναμερίζω. 2 (απλ.) πηγαίνω κάπου με δυσκολία, σέρνομαι. II εκφρ. - С ума (ραιλΟ τρελλαίνομαι. II -ЙСЬ σέρνομαι, πηγαίνω κά- κάπου με δυσκολία. Сбрехать р.σ. (απλ.) ψεύδομαι. Сбрехнуть р.σ. (απλ.) ψεύδομαι. Сбривать ρ.δ. βλ. сбрить. II -ся ξυρίζομαι. сбрить р.σ. ξυρίζω. Сброд, -а (-у) α. (αθρσ.) συρφετός, ό- όχλος, προστυχόκοσμος, η σάρα και η μάρα. II μτφ. συνονθύλευμα, σύμφυρμα. СбрОДНЫЙ επ. ανάμεικτος, ανάκατος, σύμ- φυρτος, λογής-λογής, παντοίος.
сбр 410 сва Сброс, -а а. 1 κατάρριψη. 2 μείωση, ελάτ- ελάττωση, κατέβασμα, λιγόστεμα. 3 διοχέτευση. Сбросать р.σ.μ. 1 ρίχνω αλληλοδιαδόχως. 2 ρίχνω άταχτα. СброСИТЬ р.σ.μ. 1 καταρρίπτω, ρίχνω κάτω· ~ КОГО С лестницы ρίχνω κάποιον κάτω απο τη σκάλα· - ношу С плеч ρίχνω κάτω το φορ- φορτίο απο τους ώμους. II απωθώ, αναγκάζω σε υ- υποχώρηση. II επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. II μτφ. γκρεμίζω- αποτινάζω- - Самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία- - колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.· 2 α- αφαιρώ, βγάζω, πετώ- -* туфлю С ноги βγάζω το παπούτσι απο το πόδι- - одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα. Π μτφ. αποβάλλω, διώχνω- ~ лень διώχνω την τεμπελιά- - апатию αποβάλλω την απάθεια. 3 κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ε- ελαττώνω- - давление κατεβάζω την πίεση- вес λιγοστεύω το βάρος. 4 ρ'ιχνω άτακτα. II διοχετεύω . 5 (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα πε- περίσσια χαρτιά. 6 ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά). II -СЯ ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο· ~ С МОСТа πηδώ κάτω απο το γεφύρι. Сброска, -И θ. κατάρριψη. СбрОСНЫЙ κ. Сбросной επ. διοχετευτικός. Сбросовый επ. βλ. сбросный. сброшюровать р.σ. βλ. брошюровать. Сбруйный επ. της ιπποσκευής. Сбруя, -И θ. ιπποσκευή, σαγή, χάμουρα. II πανοπλία. II όργανα, εργαλεία, εξαρτήματα, σύνεργα- сапожная - τα τσαγκαροσύνεργα·СТО- лярная - τα σύνεργα του μαραγκού. Сбрызг, -а α. ψεκαστήρας, ραντιστήρι. Обрызгивание, -Я ουδ. ψέκασμα, ράντισμα. СбрЫЗГИВаТЬ ρ.δ. βλ. Сбрызнуть. II -СЯ ρα- ραντίζομαι, ψεκάζομαι. Сбрызнуть р.σ.μ. ραντίζω, ψεκάζω. сбывать(ся) р.δ. βλ. сбыть(ся). Сбыт, -а α', κατανάλωση- рынки -а αγορές κατανάλωσης- заниматься -ОМ краденного που- πουλώ κλεμμένα (κλοπιμαία). II εκφρ. иметь, на- ХОДЙТЬ - έχω, βρίσκω καταναλωτές (αγορα- (αγοραστές). СбЫТОВОЙ επ. καταναλωτικός- -ая коопера- кооперация καταναλωτικός συνεταιρισμός. СОыТОЧНОСТЬ, -и θ. πραγματοποίηση- ~ ме- ЧТаНИЙ πραγματοποίηση των ονείρων. сбыточный επ., βρ: -чен, -чна, -4Ηο(παλ.) πραγματοποιήσιμος- -ые планы πραγματοποιή- πραγματοποιήσιμα πλάνα. Π εκφρ. -ое ли (это) дело? μπο- μπορεί αυτό να γίνει; сбыть, сбуду, сбудешь, παρλθ. χρ. сбыл, -ла, Сбыло, προστκ. Сбудь р.σ.μ. 1 κατανα- καταναλώνω, πουλώ- - товар καταναλώνω το εμπόρευ- εμπόρευμα. 2 τακτοποιώ, βάζω (σε δουλειά).. Й απαλ- απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι κάποιον. 3 ελαττώνο- ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω- πέφτω. II -СЯ 1 πραγματοποιούμαι· надежды -ЛИСЬ οι ελπίδες πραγματοποιήθηκαν. 2 (παλ.) συμβαίνω, γί- γίνομαι, λαβαίνω χώρα. сбычиться р.σ. βλ. бычиться. Свадебка, -И θ. χαϊδ. της λ. γάμος. свадебный επ. του γάμου- γαμήλιος--ая пё- СНЯ το γαμήλιο τραγούδι, ο υμέναιος· -ое Платье νυφιάτικο φόρεμα- -ое КОЛЬЦО о αρ- αρραβώνας, η βέρα, δαχτυλίδι της μνησρείας, η βεργέτα, το μνήστρο· -ые подарки γαμήλια δώρα. свадьба, ~ы, γεν. πλθ. -деб, δοτ. -дьбам θ. γάμος· пригласить на -у καλώ στο γάμο· день -ы μέρα του γάμου· Сыграть -у ιερολο- γώ γάμο· справлять -у κάνω γάμο, τελώ τους γάμους. II (αθρσ.) ο γάμος (οι παρευρεσκόμε- νοι στο γάμο). II εκφρ. ДО -Ы заживёт ώσπου να γίνει ο γάμος θα θρέψει (για γρατσούνι- σμα, κόψιμο κλπ. για καθησύχαση), αυτό δεν είναι τίποτε, γρήγορα θα θρέψει. свайка, -И θ. είδος ρωσικού λαϊκού παιγ- νιδιού. СВаЙНЫЙ επ. 1 του πάσσαλου· πασσαλοειδής. 2 πασσαλόπηκτος. II για πάσσαλους. СВал, -а α. 1 κατάρριψη. II γκρέμισμα. 2 κλίση, γέρσιμο. 3 (κυνηγ.) απόλυση, άφεση όλων μαζί των σκυλιών. 4 βλ. свалка B, 3 σημ.). ,. сваливание1, -я ουδ. 1 βλ. свал. 2 επίρρι- ψη (για ευθύνη, φταίξιμο κ.τ.τ.). II απόδο- απόδοση, απονομή. 3 ρ ίψη, ρίψιμο άτακτα. сваливание^ -Я ουδ. 1 έξοδος )κατά πλήθη, μάζες, κοπάδια). II μετακίνηση, μετατόπιση. 2 μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα· μετρίαση. своливать(сяI ρ.δ. βλ. свалйть(ся)\ сй&швать(ся)гр.б. βλ. свалйть(сяJ. свалить1, свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 καταρρίπτω· - снег С крыши ρίχνω κάτω το χιόνι απο τη στέγη- ветер -ЙЛ Дерево о άνε- άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο- болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρε- κρεβάτι. 2 μτφ. ανατρέπω·-γκρεμίζω. 3 ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω. 4 το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευ- ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). II αποδίδω, ανάγω. 5 ρίχνω άτακτα· ~ В кучу ρίχνω σωρό, σωριά- σωριάζω. 6 κλίνω, γέρνω. 7 (κυνηγ.) απολύω, α- αφήνω όλα μαζί· - ГОНЧИХ αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά. II -СЯ 1 πέφτω· - С крыши πέφτω απο τη στέγη· - С лошади πέφτω απο το άλο- άλογο. II καταρρέω, γκρεμίζομαι·· Старый ДОМ -ЛСЯ το παλαιό σπίτι έπεσε. II εμφανίζομαι α- απροσδόκητα. 2 πέφτω βαριά άρρωστος. И (για ζώα)· ψοφώ. 3 γέρνω, κλίνω προς τα κάτω, 4
ев а 411 све (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι (γιασκυ- λιά). II εκφρ. ~ С плеч (για ενδυμασία) κα- ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω. свалить2 ρ.σ.1 φεύγω, ξεχύνομαι (για πλή- πλήθος, μάζες κλπ.), II μετακινούμαι, μετατοπί- μετατοπίζομαι. 2 λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έ- έκταση)· (ξε)πέφτω· жара -ла о καύσονας ξέ- ξέπεσε. II -СЯ (απλ.) περνώ, φεύγω (για σύν- σύννεφο) . свалка, -И θ. 1 βλ. свал A, 2, 3 σημ.). 2 ρίψη, ρίψιμο άτακτα. 3 το σκουπιόαριό. 4 τσακωμός, καβγάς. СВОЛОЧНЫЕ επ. της ρίψης, της απόρριψης· ~ое место το σκουπιδαριό. свальный επ. 1 για ρίψη, απόρριψη, εκ- εκφόρτωση. 2 (παλ.) γενικός, καθολικός. свальцевать р.σ. βλ. вальцевать. свальщик, -а α. ριχτής· εκφορτωτής· - ГЛИ- ГЛИНЫ ριχτής πηλού· - брёвен εκφορτωτής κορ- κορμών δέντρων. свалять р.σ.μ. βλ. валять A, з σημ). II -СЯ 1 γναφεύομαι, πιλούμαι. 2 μπερδεύομαι, ανακατώνομαι, περιπλέκομαι (για μαλλιά). свара, -Ы θ. έριδα, φιλονικία· τσακωμός, καβγάς. сварганить р.σ. βλ. варганить. сварение, -я ουδ: - желудка ή - в желудке πέψη, χώνεψη. свариваемость, -И θ. η δυνατότητα συγκόλ- συγκόλλησης μετάλλων. сваривание, -Я ουδ. συγκόλληση μετάλλων. сваривать ρ.δ. συγκολλώ, μέταλλα. II -СЯ (για μέταλλα) συγκολλιέμαι. сварить р.σ.μ. 1 βλ. варить. 2 καίω, προ- προκαλώ έγκαυμα. 3 συγκολλώ μέταλλα. II εκφρ. каши ή пива не -ишь с кем δεν τα ταιριά- ταιριάζεις, δε μπορείς να συμφωνήσεις με κάποιον. II -СЯ 1 βλ. вариться. 2 (για μέταλλα)· συ- συγκολλιέμαι. Свариться ρ.δ. (απλ.) μαλώνω· ОНИ между Собой -ЛИСЬ αυτοί μεταξύ τους μάλωναν. Сварка, ~И θ. συγκόλληση μετάλλων газо- ВЭЯ ή автогенная - συγκόλληση αυτογενής· ДУГОВаЯ - συγκόλληση με ηλεκτρικό τόξο. СВарлЙВОСТЬ, -И θ. φιλονικία, έριδα, γκρί- γκρίνια, καυγάδισμα. сварливый επ., βρ: -лив, -а, -о φιλόνι- κος, εριστικός· γκρινιάρης, -ρικος. сварной επ, (για μέταλλα) συγκολλητικός ή της συγκόλλησης. Сварщик, -а α., -ца, -Ы θ. συγκολλητής, -τρία μετάλλων. * Свастика, -и θ. η σβάστικα, Ο αγκιλωτός σταυρός. Сват, -а α. 1 προξενητής. 2 συμπέθερος. И εκφρ. он мне ни брат НИ - δεν τον έχω τίπο- τίποτε, δεν εχω καμία συγγένεια η σχέση με αυ- αυτόν. Сватанье, -Я ουδ. προξένεμα, προξενιά. СВатаТЬ ρ.δ.μ. 1 προξενεύω, παντρολογώ. 2 ζητώ σε γάμο (ή την ίδια ή απο τους γονείς ТЛС). 3 μτφ. παζαρεύω, προσπαθώ, να αποκτή- αποκτήσω, να πάρω. II -СЯ ζητώ σε γάμο· στέλλω προ- ξενιά. сватовство, -а ουδ. προξενιά, προξένεμα. сватушка, ~и α. (χα"ΐδ.) βλ. сват. сватьюшка, -и θ. (χαϊδ.) βλ. сватья. сватья, -и, γεν. πλθ. -тий, δοτ. -тьям θ. η συμπεθέρα. Сваха, -И θ. προξενήτρα. Свая, -и θ, πάσσαλος, σταλίκι. свевать ρ.δ. βλ. свеять. II -СЯ φυσιέμαι, παρασύρομαι απο τον άνεμο. II λιχνίζομαι. Сведать р.σ. (παλ.) γνωρίζω, ξέρω, μα- μαθαίνω. II -СЯ γνωρίζομαι. Сведение, -Я ουδ. 1 πληροφορία, είδηση· ПО -ям печати κατά τις πληροφορίες του τύπου· получить важные - παίρνω σοβαρές πληροφορί- πληροφορίες· достоверные -я αξιόπιστες πληροφορίες· собирать -я συγκεντρώνω πληροφορίες. II στοι- στοιχείο· δεδομένο- статистические -Я στατιστι- στατιστικά στοιχεία. 2 πλθ. -Я γνώσεις· элементар- элементарные -Я ПО физике στοιχειώδεις γνώσεις φυσι- φυσικής. 3 κατατόπιση, ενημέρωση· К вашему -Ю για πληροφοριακό χαρακτήρα, για ενημέρωση· принять К-Ю παίρνω (λαβαίνω) υπόψη. Сведение, -Я ουδ. 1 κατέβασμα, κατάβαση. 2 μεταφορά με επιστροφή· οδήγηση· μεταφορά. II στροφή, καμπή, γύρισμα. 3 αναμέρισμα, απο- απομάκρυνση απο κάτι. 4 αφαίρεση, βγάλσιμο, εξάλειψη. 5 κοπή, κόψιμο. 6 συνάντηση, γνω- γνωριμία. 7 ένωση, σμίξη. II σύνδεση. 8 λογα- *ριασμός. 9 περιορισμός, περιστολή. Сведущий επ., -душ, -а, -е γνώστης, κάτο- κάτοχος· - древнегреческой истории γνώστης της της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. свежак, -а α. (ναυτ.). 1 δροσερός άνεμος. 2 φρέσκο (φρεσκοπιασμένο) ψάρι. свежатина, -Ы θ. (απλ.) φρέσκο κρέας (μη αλατιστό, μη καπνιστό). свежевание, -Я ουδ. εκδορά, γδάρσιμο· ξε- κοίλιασμα. свежевать, -жую, -жуешь, παθ; μτχ. παρλθ. χρ. свежёванный, βρ: -ван, -а, -о; р.δ.μ. εκδέρω, γδέρνω· ξεκοιλιάζω. II -СЯ εκδέρο- μαι κ. ξεκοιλιάζομαι. свежезамороженный επ. φρεσκοπαγωμένος. Свежеиспечённый επ. 1 φρεσκοψημένος. 2 μτφ. πρόσφατος, φρέκος, τελευταίος· -ая НОВОСТЬ φρέσκια είδηση. II μτφ. πρωτόβγαλτος, πρωτά- πρωτάρης. свежемороженый επ. βλ. свежезамороженный.
све 4'12 све свеженина, -ы θ. (διαλκ.) βλ. свежатина. СВежепросёЛЬНЫЙ επ. φρεσκαλατισμένος. свежесть, -и θ. 1 φρεσκάδα, δ'ροσερότητα, νωπότητα. 2 η δροσιά, ο καθαρός και δροσε- δροσερός αέρας. 3 υγιεινή όψη, φρεσκάδα. II εκφρ. не первой -и α) όχι τελείως φράσκος, λίγο μπαγιάτικος.-β) όχι εντελώς καθαρός, λ'ιγο ακάθαρτος. СВежёть, -ею, -ёешь р.δ. 1 γίνομαι δροσε- δροσερός. 2 (ναυτ.) δυναμώνω (για άνεμο). II (για καιρό)· γίνομαι ανεμώδης. 3 (για άνθρωπο)· γίνομαι φρεσκάτος. II γίνομαι σφριγηλός, α- αναγεννιέμαι, ζενιοτεϋω. свежий επ., βρ: свеж, -а, -ό. 1 φρέσκος, νωπός· -ее мясо φρέσκο κρέας· -ее масло το φρέσκο βούτυρο- -ие яйца φρέσκα αυγά· ~ая рыба φρέσκο ψάρι· ~ие огурцы φρέσκα αγγουρά— κια. II αχρησιμοποίητος· -ие ЩЮСТЫНИ φρε- σκοπλυμένα σεντόνια· запрягать -ИХ Лошадей ζεύω ξεκούραστα άλογα. II καθαρός· ВЫХОДИТЬ на - воздух βγαίνω στον καθαρό (φρέσκο) α- αέρα. II μτφ. αναζωογονεμένος, φρεσκάτος· Я проснулся совсем - ξύπνησα εντελώς φρεσκά- φρεσκάτος. 2 κρυαδερός, κρυούτσικος, ψυχρούτσι- κος · НОЧЬ была ~а η νύχτα ήταν κρυαδερή. II νεαρός, τρυφερός· -ая листва φρέσκο φύλλω- φύλλωμα. II μτφ. με ζωντάνια· ζωηρός. 3 γερός, με ευεξία. 4 πρόσφατος (όχι παλαιός)· СЛеД φρέσκο ίχνος· -ая МОГЙла φρέσκος τά- τάφος· - номер журнала τελευταίο νούμερο του περιοδικού· -ие новости οι τελευταίες ει- ειδήσεις. II καινούριος, νέος, άγνωστος, πρω- τοείδωτος, πρωτοφανέρωτος. свежина, ~ы θ. (διαλκ.) βλ. свежатина. Свежо επίρ. δροσερά, ψυχρά II ως κατηγ. εί- είναι δροσιά ή δροσερά, ψυχρά. свежьё, -я ουδ. (αθρστ.) φρέσκοπιασμένα ψάρια. Свезти ρ.σ.μ. 1 μεταφέρω· - багаж на стан- ЦИЮ μεταφέρω τις αποσκευές στο σταθμό. 2 βλ. СВОЗИТЬ A σημ.). 3 κατεβάζω. свеивать ρ.δ. βλ. свеять A, ζ σημ.). И -СЯ 1 παρασύρομαι απο τον άνεμο. 2 λιχνί- ζομαι. Свёкла, -Ы θ. το τεύτλο (επιστ.), κοκκι- νογούλι, παντζάρι. II εκφρ. сахарная - ζα- ζαρότευτλο· кормовая - το σικελικό ή φυλ- λότευτλο (επιστ.), σέσκουλο (λκ.). СВекЛОВИЦа, -Ы θ. το ζαχαρότευτλο. свекловичный επ. του τεύτλου· ~ые семена οι σπόροι των τεύτλων. II απο τεύτλα·- сахар η τευτλοζάχαρη. свекловод, ~а α. τευτλοπαραγωγός, τευτλο- καλλιεργητής. СВекЛОВОДСТВО, ~а ουδ. τευτλοπαραγωγή ή τευτλοκαλλιέργεια. свекловодческий επ. τευτλοπαραγωγικος, τευ- τλοκαλλιεργητικός. свеклосахарный επ. του τευτλοζάχαρου· ~ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή τευτλοζάχαρου. СВеклосёюшиЙ επ. τευτλοπαραγωγικος, τευ- τλοκαλλιεργητικός· -район τευτλοπαραγωγι- κή περιοχή. свеклосеяние, -Я ουδ. τευτλοσπορά· τευ- τευτλοκαλλιέργεια· районы -Я περιοχές τευτλο- καλλιεργητικές. свеклосовхоз, -а α. σοβχόζ τευτλοπαραγω- γικό. свеклоуборочный επ. τευτλοσυλλεκτικός·-ая машина τευτλοσυλλεκτική μηχανή. свековать р.σ. βλ. вековать. свекольник, -а α. 1 τευτλόφυλλα. 2 σούπα απο τευτλόφυλλα. СВекОЛЬНЫЙ επ. του τεύτλου· - ЛИСТ τευ- τλόφυλλο. II απο τεύτλα· - суп τευτλοφυλλό- σουπα. II τευτλόχρωμος. СВёкор, -кра α. ο πεθερός της νύφης δηλ. ο πατέρας του συζύγου. свекровка, -и θ. βλ. свекровь. Свекровь, -И θ. η πεθερά της νύφης δηλ. η μητέρα του συζύγου. свеликодушничать р.σ. βλ. великодушничать. свербёж, -бежа α. (απλ.) βλ. зуд. свербеть, -йт р.δ. (απλ.) βλ. зудеть. свергать р.δ. βλ. свергнуть. II -ся 1 βλ. свергнуться. 2 (για καταρράκτη, χείμαρο κ. τ.τ.) κατακρημνίζομαι. 3 καταπίπτω. II α- ανατρέπομαι, εκθρονίζομαι. свергнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сверг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свергнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) καταρρί- καταρρίπτω, ρίχνω κάτω· γκρεμίζω. 2 μτφ. ανατρέπω, εκθρονίζω- καταλύω· σπάζω τα δεσμά· русский народ -ул царское самодержавие о ρωσικός λαός κατέλυσε την τσαρική απολυταρχία·- ко- колониальный режим αποτινάζω το αποικιακό κα- καθεστώς· - короля εκθρονίζω το βασιλιά. II εκφρ. - бремя αποτινάζω το βάρος· - ИГО αποτινάζω το ζυγό (τη σκλαβιά)· - ОКОВЫ οπά- τα δεσμά. II -СЯ (παλ.) πέφτω, καταπίπτω, γκρεμίζομαι, κατακρημνίζομαι. свержение, -Я ουδ. 1 κατάρριψη· γκρέμισμα. 2 μτφ. ανατροπή· - правительства ανατροπή της κυβέρνησης· - С престола εκθρόνιση. сверзиться, -ржусь, -рзишься р.σ. (απλ.) πέφτω απο· - С лошади πέφτω απο το άλογο. Сверить р.σ.μ. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω· — КОПИЮ С ПОДЛИННИКОМ αντιπαραβάλλω το α- αντίγραφο με το πρωτότυπο. II -СЯ διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω. сверка, -И θ. 1 αντιπαραβολή, σύγκριση,έ- σύγκριση,έλεγχος, εξέλιγξη. 2 εξακρίβωση, διαπίστωση.
све 413 све сверкание, -Я ουδ. λαμπύρισμα, μαρμαρυγή· - звёзд λαμπύρισμα των αστεριών· ~ ШТЫКОВ λαμπύρισμα των λογχών. И λάμψη, έλαμψη· МОЛНИИ λάμψη της αστραπής. сверкать ρ.6. 1 λαμπυρίζω, μαρμαίρω· ЗВё- ЗДЫ -ЮТ τα αστέρια λαμπυρίζουν бриллианты -ГОТ τα μπριλάντια λαμπυρίζουν. II εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. II λάμπω, φεγγοβο- φεγγοβολώ. II μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω. 2 ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι. 3(για καθαριότητα)· λάμπω, αστράφτω. II τρεμοσβή- νω. 4 (γι·α μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες· его глаза -ЛИ ОТ гнева τα μάτια του άστραφταν απο το θυμό. 5 μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανί- εμφανίζομαι (για αισθήματα)· λάμπω. ΊΙ εκφρ. толь- только ПЯТКИ -ГОТ σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (απο τη μεγάλη ταχύτητα). сверкающий επ. απο μτχ. 1 λαμπερός, λα- λαμπρός, ακτινοβόλος. 2 αστραφτερός. Сверкнуть р.σ. 1 βλ. сверкать. 2 μτφ. εμ- εμφανίζομαι ξαφνικά, λάμπω (για σκέψη, ιδέα). II εκφρ. - глазами αστράφτουν τα μάτια (απο αγανάκτηση, θυμό). сверление, -я ουδ. τρυπάνιση. сверлильный επ. της τρυπάνισης· - станок μηχανοτρύπανο. СВерлЙЛЫЦИК,~а α. τρυπανιστής. СВерлЙТЬ, -ЛГО, -ЛИШЬ ρ.δ.μ. 1 τρυπανίζω· - железо τρυπανίζω σίδερο· - доску τρυπάνί- ζω σανίδα. II διατρυπώ. II κάνω διάτρηση ε- εδάφους, διατρύω. 2 (για ζώα, φυτά)· τρυπώ· τρώγω· гусеница -ЙТ древесину η κάμπια τρώ- τρώγει το ξύλο. 3 (συνήθως απρόσωπο)· πονώ, με τρυπά πόνος. II (για ήχο) μου τρυπά· ВИЗГЛИ- ВИЗГЛИВЫЙ ГОЛОС -ЙТ уши η στριγγιά φωνή μου τρυ- τρυπά τ' αυτιά. II με τρώει, με βασανίζει, με κατατρύχε ι· МЫСЛЬ меня -ЙТ η σκέψη με κατα- τρύχει. 4 κοιτάζω επίμονα, διαπεραστικά. II -СЯ 1 τρυπανίζομαι. 2 τρυπιέμαι. сверло, ~а ουδ. τρύπανο· американское - τρϋπανο αμερικάνικο (αυλακωτό σπειροειδές). сверловка, -и θ. τρυπάνιση. сверловочный επ. βλ. сверлильный. сверловщик, -а α. βλ. сверлильщик. СВрЛЯЩИЙ επ. απο μτχ. 1 οξύς, διαπεραστι- διαπεραστικός, σαν να τρυπάει· -ая боль σουβλερός πό- πόνος· - звук διαπεραστικός ήχος. свернуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свёрнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 περι- περιτυλίγω· - ковёр περιτυλίγω το χαλί. II συ- συστέλλω, μαζεύω. 2 στρίβω, συστρέφω· - папи- папиросу στρίβω τσιγάρο. 3 συμπτύσσω, περιστέλ- περιστέλλω, συμμαζεύω- μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος· - фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου. II καταργώ προσωρινά. 4 (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος. 5 στρίβω, στρέφω, κό- κόβω· - налево κόβω αριστερά. 6 μτφ. αλλάζω· - разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα. 7 στρέφω· - голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά. II εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλί- στραμπουλίζω· - НОГУ στραμπουλίζω το πόδι. 8 μετακι- μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. II στραβώνω χτυπώντας· ему -ли челюсть В драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά. 9 (απλ.) με πιάνει καλ- πάζουσα ασθένεια. II ξεστρίβω, βγάζω. II χαλ- χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω· - резьбу гайки χαλ- χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου· - ключ χαλνώ το κλειδί απο το συχνό στρίψιμο. II εκφρ. - голову ή шёго (για πτηνά, ζώα)· θα- θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαι- λαιμού. II -СЯ 1 περιτυλίγομαι. И κουβαριάζο- κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι· собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε. 2 συμπυκνώνομαι, πήζω· κόβω· кровь -лась το αίμα έπηξε· мо- молоко -лось το γάλα έκοψε. 3 μτφ. συμπτύσσο- συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι· σμικρύνομαι. 4 (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος. 5 καταργούμαι προ- προσωρινά. 6 περιστρέφομαι, γυρίζω·αλλάζω (για ομιλία κ,τ.τ.). 7 στραβώνω απο το χτύπημα. 8 (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι· ПЬЯНЫЙ -ЛСЯ ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής. 9 πεθαίνω (απο αρρώστεια). 10 φθείρομαι (απο το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο). сверстать ρ.σ.μ. (τυπογρ.) βάζω κατά σε- σελίδες, σελιδοποιώ. свёрстка, -и θ. βλ. вёрстка. сверстник, -а α., -ца, -ы θ βλ. ровесник. свёрстывать р.δ. σελιδοποιώ. II -СЯ σελι- σελιδοποιούμαι. свертеть р.σ.μ. βλ. свернуть. II -ся φθεί- ομαι απο τη συχνή περιστροφή. свёртка, -И θ. 1 περιτύλιξη, συστροφή, το •κουλούριασμα. II συστολή, μάζευμα. II στρίψι- στρίψιμο· περιέλιξη. свёрток, -тка α. 1 το ρόλο. 2 δεματάκι· πακέτο. 3 στροφή, στρίψιμο (απο το μεγάλο δρόμο). свёртываемость, -И θ. το πήξιμο (αίματος). свёртывание, -Я ουδ. 1 περιτύλιξη. Π συ- συστολή, μάζευμα. 2 στρίψιμο, συστροφή. 3 σύμ- σύμπτυξη, περιστολή· μείωση. 4 κατάργηση προ- προσωρινή. И στρίψιμο, κόψιμο (συντόμευση οδού). 5 στροφή, αλλαγή (της κουβέντας κ.τ.τ.). 6 στροφή· - ГОЛОВЫ στροφή του κεφαλιού. 7 ε- εξάρθρωση, στραμπούλισμα. 8 στράβωμα (απο χτύπημα). 9 φθορά, χάλασμα. II πήξη, πήξιμο. свёртывать(ся) βλ. свернуть(ся). сверх πρόθ. με γεν. επάνω, απο πάνω· платья она надела плащ πάνω απο το φόρεμα αυτή φόρεσε αδιάβροχο. Η υπεράνω· смотреть на Собеседника - очков κοιτάζω τον συνομι- συνομιλητή πάνω απο τα ματογυάλια. 2 επί πλέον, ε-
све све π (.πρόσθετα, περιπλέον, παραπανήσια. 3 υπέρ, υπεράνω, παραπάνω· πάνω απο· - СИЛ πάνω απο τις δυνάμεις· ~ меры υπέρμετρα, πάνω απο το μέτρο· - плана πάνω απο το πλάνο· - штата υπεράριθμος. 4 παρά* - Обыкновения παρά τη συνήθεια. Сверх... πρώτο συνθετικό των λέξεων με σημασία: α) υπεράνω, παραπάνω απο το όριο: сверплановый. β) σε μεγάλο (υψηλό) βαθμό: Сверхбыстрый, γ) υπέρ (άσχετος ή εκτός ορί- ορίων) :сверхклассовый, сверхопытный. сверхгигант,-а α. υπεργίγαντας (μηχανή ι- ισχυρότερη απο την ως τώρα υπάρχουσα). II α- αστέρι πελωρίων διαστάσεων. Сверхдальний επ. 1 μακρινότατος, απώτα- απώτατος, ο υπερπέραν. 2 βλ. свердальнебойный. СВерхдаЛЬНебОЙНЫЙ επ. πολύ μεγάλου βελινε- κούς· -ое орудие υπερτηλεβόλο. Сверхзвуковой επ. υπερηχητικός· - самолёт υπερηχητικό αεροπλάνο. сверхклассовый επ. υπερταζικός. сверхлимитный επ. υπέρμετρος, ο υπέρ ή πέ- πέραν των ορίων -ое потребление электроэнё- ГИИ υπέρμετρη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέρ- ενέργειας. СВерхОПЫТНЫЙ επ. υπερπεπειραμένος. сверхприбыль, ~И θ. το υπερκέρδος. сверхранний, -ЯЯ, -ее επ. πάρα πολύ πρώ-. ιμος. сверхсветовой επ. μεγαλύτερης ταχύτηταςα- ταχύτηταςαπο του φωτός· -ая скорость ταχύτητα μεγαλύ- ρη του φωτός. сверхскоростной επ. υπερταχύς. сверхсрочник, -а α. βλ. сверхсрочнослужа- сверхсрочнослужащий. сверхсрочнослужащий επ. (στρατ.) υπηρε- υπηρετών πέρα απο το καθορισμένο όριο υπηρεσίας. сверхсрочный επ. 1 πέρα απο το καθορισμέ- καθορισμένο χρονΊκό όριο. 2 υπερεπείγων- -ое дело υ- περεπε'ιγουσα υπόθεση. Сверху επίρ. 1 επάνω, απο πάνω, απο το επάνω μέρος (επιφανειακά), επάνωθεν масло испортилось только - το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω. 2 απο πάνω, εκ των άνω· ВОДгиПа- дает - το νερό τρέχει απο πάνω· ВИД - άποψη απο πάνω· смотреть - вниз κοιτάζω απο πά- πάνω προς τα κάτω. 3 πρόθ. (απλ.) ψηλότερος- - дерева ψηλότερος του δέντρου· - ДОма ψη- ψηλότερος απο το σπίτι. Π εκφρ. - вниз смо- смотреть βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)· - ДО- низу απο πάνω ως κάτω· провести линию ДОНИзу τραβώ (σύρω) γραμμή απο πάνω ως κά- κάτω· установить централизм - донизу καθιερώ- καθιερώνω το συγκεντρωτισμό απο πάνω ως κάτω (απο το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση). сверхурочный επ. 1 της υπερωρίας· -ая ра- работа υπερωρία. 2 ουσ. πλθ. ~ые τα χρήματα της υπερωρίας. сверхчеловек, -а, πλθ. -ёки α. υπεράνθρω- υπεράνθρωπος. сверхчеловеческий επ. υπεράνθρωπος· -ие усилия υπεράνθρωπες προσπάθειες. Сверхштатный επ. υπεράριθμος στην υπηρεσία. Сверхъестественность, -И θ. υπερφυσικότητα. сверхъестественный επ. 1 υπερφυσικός· ~ыв явления υπερφυσικά φαινόμενα. 2 πελώριος, τεράστιος· ασυνήθιστος, καταπληκτικός. сверчок, -чка α. γρϋλλος, τριζόνι. свершать(ся) р.δ. βλ. свершйть(ся). Свершение, -Я ουδ. εκτέλεση· επίτευξη· ~ преступления εκτέλεση εγκλήματος· - подвига επίτευξη ανδραγαθήματος. II πραγματοποίηση- επίτευγμα- великие -Я τα μεγάλα επιτεύγματα. свершйть(ся) ρ.σ. βλ. совершйть(ся). сверщик, ~а α., -ца, -Ы θ. ο αντιπαραβάλ- λων, -λούσα, συγκρίνων, -νουσα. сверять(ся) ρ.δ. βλ. свёрить(ся). Свес, -а α. 1 προεξοχή, γείσο· - кровли προστέγασμα, το γείσο της στέγης. 2(διαλκ.) το υπόστεγο. свесить1, свешу, свесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свешенный, βρ: -шен, -а, -Ο κρεμώ· - ковры С балкона κρεμώ τα χαλιά απο το μπαλ- μπαλκόνι- - НОГИ κρεμώ (αιωρώ) τα πόδια. II κλί- κλίνω, γέρνω, κάμπτω· λυγίζω- - голову κρεμώ το κεφάλι· ива -ла ветви η ίτιά κρέμασε τα κλαδιά. II -СЯ κρεμιέμαι, κρέμομαι. II κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι. свесить2 ρ.σ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. свё- СИТЬ1); ζυγίζω, σταθμίζω. II -СЯ (απλ.) ζυ- ζυγίζομαι. свести, сведу, сведёшь, παρλθ. свёл, све- свела, -ДО, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведённый, βρ: -дён, -дена, -но, επιρ. μτχ. сведя р.σ.μ. 1 κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει· - слепого С лестницы κατεβάζω τον τυφλό απο τη σκάλα. 2 βλ. отвести A σημ.). 3 βλ. СВОДИТЬ1. 4 αναμερίζω, απομακρύνω· лошадь С дороги παίρνω το άλογο απο το δρό- δρόμο. 5 αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω· - ПЯТНО βγά- βγάζω το λεκέ. 6 κόβω (το δάσος). 7 ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. II πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.), 8 προ- προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά· - ветки Де- рёвьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων· брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση. II συνδέω, ενώνω. II συγκεντρώνω, συνάζω, συνα- συναθροίζω. 9 τεντώνω, σφίγγω· μουδιάζω, ξυλιά- ξυλιάζω. 10 συνενώνω, συγχωνεύω. II λογαριάζω, συ- συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω. 11 περιορίζω, περι- περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω- - курение πε- περιορίζω το κάπνισμα· - расходы К МШИМОМУ
све 415 све περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο. II φέρω, πε<- ριάγω. 12 βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξε- ξεσηκώνω· - рисунок на папиросную бумагу βγά- βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.II εχφρ. - счёты ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κά- κάποιον - с престола εκθρονίζω· - с пьеде- пьедестала (ВЫСОТЫ) αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή, υ- υπόληψη). И -СЯ 1 μειώνομαι, ελαττώνομαι, λι- λιγοστεύω. 2 περιορίζομαι, περιστέλλομαι· рас- расходы -ЛЙСЬ к минимому τα έξοδα περιορίστη- περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Э αποτυπώνομαι, ξεσηκώνο- ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). II περιάγο- μαι, περιέρχομαι· καταντώ, καταλήγω: серьё- зный разговор -лея на болтовню η σοβαρή συ- συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία. свет? -а (-у), προθτ. в -ё, на -у а. 1 το φως· солнечный - ηλιακό φως, ηλιόφως·- луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο· Луч ~& αχτίδα φωτός· - И ТЬМЭ φως και σκοτάδι· дневной - το φως της μέρας· читать при -е лампы δια- διαβάζω με το φως της λάμπας· зажечь ~ ανάβω το φως· ВЫКЛЮЧИТЬ - σβήνω το φως· чуть χαράματα, χαραυγή. II φέξιμο πρωινό· ещё ДО -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει. 2 το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογρα- φωτογραφίας κ.τ.τ.). 3 σαφήνεια, καθαρότητα αντί- αντίληψης, νόησης· - ИСТИНЫ το φως της αλήθει- αλήθειας· - знания το φως της γνώσης. II (χαϊδ.) το είναι, η ύπαρξη· МОЙ -! το φως μου! II εκφρ. - очей; - ЖИЗНИ το φως των ματιών το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)· В два ~а (παλ.) με δυο σειρές παράθυρα· В -е στο φως (απο άποψη)· Показать В ВЫГОДНОМ -е δεί- δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί· представить в лож- ложном -е παρουσιάζω ακα.ττ\λά· видеть В розо- розовом -е τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)· НИ ~ НИ Заря βαθιά χαράματα, όρ- όρθρος βαθύς· чем - к. чуть - το λυκαυγές, η χαραυγή· Пролить ή бросить - χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω). СВет? -а α. 1 ο κόσμος, το σύμπαν, η πλά- πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος· путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου· час- части -а οι ήπειροι· страны -а όι χώρες του κόσμου. 2 η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλ- περιβάλλον всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέ- ξέρει. II ανώτερο κοινωνικό στρώμα· ВЫСШИЙ ο αριστοκρατικός κόσμος,, η αριστοκρατία· боль- большой свет η ανώτερη κοινωνία. II εκφρ. 60ЖИЙ - βλ. 1 σημ. не близкий (близок, блйзний) - (απλ.) είναι μακριά ακόμα· НОВЫЙ - ο νέος κόσμος (η Αμερική)· Старый - ο παλαι- παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)· ТОТ ~ о άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)· ЭТОТ - ο επί- επίγειος κόσμος· -а преставление βλ. светопре- светопреставление· на этом ~е σ* αυτόν τον κόσμο(τον επίγειο)· всё (никто, ничто) на -е το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)· ВЫЙТИ В - ή увидеть - βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέ- βλέπω το φως της δημοσιότητας· извлечь на F0- ЖИЙ) - βγάζω απο το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)· сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету θανατώνω· родиться ή поя- появиться на - α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κό- κόσμο, β) εμφανίζομαι· На чем - СТОИТ εμφα- εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα. светать, -ает р.δ. 1 (απρόσ.) φέγγω, ξη- μερώνω· начинает - αρχίζει να φέγγει. 2 γί- γίνομαι πιο φωτεινός· День -ает η μέρα γίνε- γίνεται πιο φωτεινή. светёлка, -и θ. (παλ. κ. απλ.) βλ. све- светлица. СВетёЦ, -ТЦа α. υποστάτης δαδιού. светик, -а α. κ. θ: мой - καλέ μου, χρυ- χρυσέ μου. светило, ~а ουδ. 1 άστρο, αστέρι· πλθ. -а τα αστέρια, τα ουράνια φώτα, οι φανοί του ου- ουρανού, του στερεώματος. 2 μτφ. φωστήρας· науки φωστήρας της επιστήμης. II εκφρ.-ДНЯ ή дневное ~ ο ήλιος· - ночи ή ночное - το φεγγάρι· -а ночи ή ночные -а τα αστέρια. светильник, -а α. 1 λυχνάρι, λύχνος, II κηροπήγιο, λυχνοστάτης. 2 λυχνία, λάμπα. СВеТЙЛЬНЫЙ επ.· - газ φωταέριο ή ανθρα- καέριο. светильня, -и θ. 1 βλ. светильник. 2 παλ. φιτίλι λυχναριού, ελύχνιο. 3 (διαλκ.) βλ. светец. СВеТЙМОСТЬ, -И θ. φωτιστικότητα. светить, свечу, светишь р.δ. 1 φέγγω, φω- τ4ζω, λάμπω· луна -ТИТ το φεγγάρι φωτίζει· звёзды -ЯТ τ' αστέρια λάμπουν СОЛНЦе -ИТ ДЛЯ всех о ήλιος φωτίζει για όλους. II ρίχνω φως· он -йл мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκά- σκάλα. II μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω· δίνω ευτυ- ευτυχία, αίγλη. 2 ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντι- αντιφέγγω. II ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω. 3 μτφ. λάμπω απο χαρά, ευχαρίστηση· глаза её -ЛИ τα μάτια της έλαμπαν. II -СЯ 1 φέγγω, φωτίζω· вдали ЧТО-ТО -ится μακριά στο βά- βάθος κάτι φέγγει. II φωτ ίζομαι. 2 βλ. ενεργ. φ. B σημ.). 3 μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. C σημ.). 4 διαφαίνομαι. II λάμπω απο χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ. светлейший επ. κ. ουσ. (παλ.) εκλαμπρότα- τος. светлеть р.δ. 1 γίνομαι φωτεινός, λαμπρός· -еет ВЗГЛЯД γίνεται φωτεινό το βλέμμα· ,ум -ёет ο νους γίνεται φωτεινός. 2 (απρόσ.) ξη-
све 416 све μερώνω, φέγγω· ~Л0 έφεξε, ξημέρωσε. II λά- λάμπω ото χαρά, αγαλλιάζω, ευφραίνομαι· у Не- Него на душе -ЛО αγαλλίασε (ευφράνθηκε) η ψυ- ψυχή του. 3 λάμπω, φωτίζω. II -СЯ βλ,ρ. ενεργ. φ. A, з σημ.). светлить, -ЛЮ, -лишь ρ.δ. 1 μ. στιλβώνω, γυαλίζω, λουστράρω. 2 (διαλκ.) αχνοφέγγω, θαμποφέγγω, υποφώσκω. светлица, ~Ы θ. (παλ.) φωτεινό δωμάτιο, φω- φωτεινή αίθουσα. светло 1 επίρ. φωτεινά κλπ. επ. βλ. свё- ТЛЫЙ. 2 ως κατηγ. είναι φωτεινά κλπ. επ. 3, ως κατηγ. είναι ευχάριστο. светлобородый επ. ξανθογένης. Светловолосый επ. ξανθόμαλλος, -μάλλης. светлоглазый επ. λίγο γαλανόφθαλμος, λίγο γαλανομάτης. светлоголовый επ., βρ: -лов, -а, -о ξαν- ξανθόμαλλος , -μάλλης. СВеТЛОГРУДНЙ επ. ξανθόστηθος (για πτηνά). светлокрылый επ. ξανθοπτέρυγος. Светлокудрый επ. (γραπ. λόγος) με ξανθές μπούκλες. светлоликий επ. βλ. светлолицый. светлолистый επ. ξανθόφυλλος· ~ая ветла η ξανθόφυλλη ιτιά. светлолицый επ., βρ: -лиц, -а, -о ασπρο- ασπροπρόσωπος. светлоокий επ., βρ: -όκ, -а, -о (γραπ. λόγος) βλ. светлоглазый. СВетлокрашенНЫЙ επ., βρ: -шен, -а, -О α- ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος. Светлость, -И θ. 1 φωτεινότητα. 2 διαύ- διαύγεια, καθαρότητα. 3 ξανθότητα. 4- λαμπρότη- λαμπρότητα. 5 καλοσύνη, αγαθοσύνη. II ευχαρίστηση, ευ- ευφροσύνη κλπ. επ. светлота, -ы θ. (απλ.) βλ. светлынь. светлый επ., βρ: -тел, -тла, -тло. 1 φω- φωτεινός, φωτερός, φαεινός· -ая Лампочка φω- φωτεινή λαμπίτσα· - зал φωτεινή αίθουσα· День φωτόλουστη μέρα. II λαμπερός, γυαλιστε- γυαλιστερός· -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά. 2 α- ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος· ~ое пальто ανοι- ανοιχτόχρωμο πανωφόρι. 3 διαυγής, πολύ καθαρός· -ое стекло πολύ καθαρό γυαλί? -ая вода δι- διαυγές νερό. II (για φωνή) καθαρός· υψηλός· μεταλλικός. 4 ευφρόσυνος, ευχάριστος, χα- χαρωπός· τερπνός· -ые воспоминания ευχάριστες αναμνήσεις. 6 μτφ. καλός, αγαθός, ωραίος· θε- θετικός- -ые и тёмные стороны жизни οι καλές και οι κακές πλευρές της ζωής ή οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές της ζωής. 7 μτφ. καθαρός, διαυγής· - ум φωτεινός νους ή φω- φωτεινό μυαλό. 8 πασχαλινός, λαμπριάτικος. светлынь, ~и θ. φέγγος, ακτινοβολία, φεγ- γοβολία. светляк, ~а α. πηγολαμπίδα (επιστ.), κω- λοφωτιά (λκ,). Светлячок, -чка α. μικρή πηγολαμπίδα, κω- λοφωτίτσα. СВетобОЯЗНЬ, -И θ. φωτοφοβία. световой εΐί. του φωτός· φωτεινός· - ПОТОК δέσμη φωτός· -ая реклама φωτεινή ρεκλάμα· - сигнал βλ. фотосигнал, -ая ванна το φω- τόλουτρο· - год έτος φωτός. СВетозарность, -И θ. (γραπ. λόγος) φωτει- φωτεινότητα. II φεγγοβολία, светозарный επ., βρ: -рен, ^-рна, -о (γραπ. λόγος) φωτεινός, φωτερός, λαμπερός. II φεγ- φεγγοβόλος, φωτοβόλος· φωτογόνος. II μτφ. λα- λαμπρός· -ая ЖИЗНЬ λαμπρή (χρυσή) ζωή. Светокопировальный επ. φωτοτυπικός. светокопирование, -Я ουδ. φωτοτύπωση. Светокопировка, -И θ. φωτοτυπία, -ωση. СВеТОКОПИЯ, -И θ. φωτοτυπία. Светолечебный επ. φωτοθεραπευτικός. светолечение, -Я ουδ. φωτοθεραπεία, светолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о που α- αγαπά το φως· -ые растения ηλιοχαρή φυτά. СВеТОЛЮбие, -Я ουδ. (βοτ.) ηλιοφιλία, η- λιοτροπισμός, -πια. светомаскировка, -И θ. παραλλαγή, απόκρυ- απόκρυψη, καμουφλάζ. Светомаскировочный επ. της παραλλαγής, του καμουφλάζ. светометрический επ. φωτομετρικός. светометрия, -И θ. φωτομετρία. светонепроницаемость, -И θ. αδιαφάνεια,το αδιαπέραστο απο το φως. светонепроницаемый επ., βρ: -цаем, -а, -о αδιαφανής, αδιαφεγγής. светоносный επ., βρ: -сен, -сна, -сно φω- τοφόρος. СВеТООТДача, -И θ. φωτογονία. светопреставление, -я ουδ. 1 (θρησκ.) το τέλος, η συντέλεια του κόσμου. 2 αναστάτω- αναστάτωση, αναταραχή, αναμπουμπούλα, φασαρία, κο- σμοχαλασιά. светопроницаемость, ~и θ. η διεισδυτικό- του φωτός. светопроницаемый επ. , βρ: -цаем, -а, ~ο·, διαπερατός απο το φως. Светосигнал, -а α. οπτικό ή φωτεινό σή- σήμα). светосигнализация, -И θ. οπτική σηματοδό- σηματοδότηση. Светосигнальный επ. οπτικοσηματοδοτικός. Светосила, -Ы θ. ένταση του φωτός. светосильный επ: - объектив φακός μεγάλης ισχύος. СвеТОСОСТав, ~а α. ουσία φωτοφόρα ή φωτο- γόνα.
све 417 сви светостойкий επ. αξεθώριαστός, ανθεκτικός στην επίδραση του φωτός· -ие краски αξεθώ- ριαστα χρώματα. светотень, -И θ. φωτοσκίαση. Светофильтр, -а α. φωτοδιηθητήρας, φωτο- φίλτρο, οπτικός ηθμός. Светофор, -а α. φωτεινή σηματοδότηση ή φα- φαν άρ ια. светофорный επ. της φωτεινής σηματοδότη- σηματοδότησης ή των φαναριών. СВеТОЧ, ~а α. 1 (παλ.) βλ. факел. 2 μτφ. φωστήρας· ~ науки φωστήρας της επιστήμης. светочувствительность, -И θ. φωτοπάθεια, φωτοευαισθησία. светочувствительный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО φωτοπαθής, φωτοευαίσθητος· -ая бума- бумага φωτοπαθές χαρτί· -ая плёнка φωτοπαθής ταινία. СвётСКИЙ επ. 1 της ανώτερης κοινωνίας· ~ое Общество η ανώτερη κοινωνία. 2 κοσμικός, ε- εγκόσμιος, κοινωνικός· λαϊκός· - человек κο- κοσμικός άνθρωπος· -ая власть η πολιτική ε- εξουσία (μη θρησκευτική)· ~ие песни κοσμικά τραγούδια· -ая ЖИЗНЬ κοσμική ζωή (μη θρη- σκευτ ική). СвётСКОСТЬ, -И θ. κοσμικότητα, κοινωνικό- κοινωνικότητα· λαϊκότητα. свеча, -и, πλθ. свечи, свеч к. свечей θ. 1 κερί, κηρί· λαμπάδα· стеариновая - στεατο- κήριο, σπερματσέτο· ВОСКОВая ~ κερί, λαμπά- λαμπάδα κέρινη. 2 (ιατρ.) το υπόθετο. 3 (τεχ.)· σπινθηριστής, μπουζί· запальная - σπινθήρων πώμα, μπουζί. 4 μονάδα μέτρησης· ЛЭМПа В сорок -ей λάμπα σαράντα κηριών. 5 κάθετη πτήση, πέταγμα (για τόπι, αεροπλάνο κ.τ.τ.). II ως επίρ. -ой κάθετα, ευθέως προς τα άνω. свечение, -Я ουδ. φώτιση, ~μός, λάμψη, το φέγγος· φωσφορισμός, λαμπύρισμα. свечка, -и θ. βλ. свеча A, з, 5 σημ.). свечной επ. του κεριού· κέρινος. II για κε- κερί· -ое сало λίπος (στέαρ) για κερί. свёшать(ся) ρ.σ. βλ. свёсить(сяI. свёшивать(ся) р.δ. βλ. свёсить(ся)г. СВеЯТЬ, свёю, свеешь р.σ.μ, 1 φυσώ, παρα- παρασύρω· ветер ~ял бумаги со стола о άνεμος πα- παρέσυρε τα χαρτιά απο το τραπέζι. 2 συγκε- συγκεντρώνω πνέοντας· ветер -ял снег в сугроб о άνεμος συσσώρευσε το χιόνι, έκανε χιονοστιβά- χιονοστιβάδα. 3 λιχνίζω. свивальник, -а α. η φασκιά. Свивание, -Я ουδ. 1 πλοκή, πλέξιμο, στρί- στρίψιμο· περιτύλιξη. 2 φάσκιωμα (βρέφους). СВИВаТЬ ρ.δ.μ. 1 βλ. СВИТЬ. 2 φασκιώνω. II -СЯ 1 βλ. СВИТЬСЯ. 2 φασκιώνομαι. свивка, -и θ. βλ. свивание. свидание, -Я ουδ. 1 συνάντηση, αντάμωμα. -ση, απάντηση, σμ'ιξιμο, έντευξη. II συνέ- συνέντευξη, ραντεβού. 2 επίσκεψη (σε φυλακισμέ- φυλακισμένο, άρρωστο, οικότροφο κ.τ.τ.). II εκφρ. до -Я καλή αντάμωση, στο επανιδείν ДО скорого· -Я γρήγορη αντάμωση (αποχαιρετισμός). свидетель, -Я α., -НИЦа, ~Ы θ. μάρτυρας· быть -ем чего-л. είμαι μάρτυρας για κάτι· брать кого В -И παίρνω κάποιον για μάρτυ- μάρτυρα· очевидный ~ αυτόπτης μάρτυρας·- СО сто- стороны Обвинения ή - Обвинения μάρτυρας κα- κατηγορίας· - в пользу обвиняемого ή - защи- защиты μάρτυρας υπεράσπισης· ОН ПРИВОДИТ В -ЛИ такого-ТО историка αυτός επικαλείται τη μαρτυρία (τα λεγόμενα) κάποιου ιστορικού· вскрыть завещание при -ях ανοίγω τη διαθή- διαθήκη μπροστά σε μάρτυρες· Призвать ή цригла- СЙТЬ В ~И καλώ για μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία. II μτφ. θεατής· эта равнина была -Цей МНОГИХ бИТВ αυτή η πεδιάδα ήταν μάρτυ- μάρτυρας πολλών μαχών. Свидетельский επ. μαρτυρικός, του μάρτυ- μάρτυρα· -ие показания οι μαρτυρικές καταθέσεις. свидетельство,-а ουδ. Ι μαρτυρία· απόδειξη.· - очевидцев μαρτυρία αυτόπτων факты служат лучшим -ОМ τα γεγονότα είναι η καλύτερη α- απόδειξη. II έκθεση, διαπίστωση (γιατρών, πραγ- ματογνωμώνων κλπ.). 2 αποδεικτικό, πιστο- πιστοποιητικό· βεβαίωση· - о поведении πιστοποιη- πιστοποιητικό διαγωγής· Докторские - βεβαίωση για- γιατρού· метрическое - πιστοπιητικό μητρώου· - Об окончании средней школы απολυτήριο με- μεσαίου σχολείου (μέσης εκπαίδευσης)· медицин- медицинское - ιατρική βεβαίωση, βεβαίωση γιατρού. II εκφρ. ПО -у соврмёнников κατά τη γνώμη των συγχρόνων (του, της κ.τ.τ.). свидетельствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. 1* μαρτυρώ· αποδείχνω· φανερώνω· καταθέτω· ПОДСУДИМЫЙ -ствует,ЧТО... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι... результаты -ствугот о пра- правильности метода исследования τα αποτελέ- σματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της με- μεθόδου έρευνας· -ствуго это перед всеми κατα- καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους. 2 πιστοποιώ, βεβαιώνω· - ПОДПИСЬ β'εβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής. 3 εξετάζω. II εκφρ. - кому почте- почтение (уважение), благодарность εκφράζω το σε- σεβασμό, την ευγνωμοσύνη. II -СЯ 1 (παλ.) επι- επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου· να είσαι μάρ- μάρτυρας. 2 πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι. свидеться, свижусь, свидишься р.σ. βλέπο- βλέπομαι, συναντιέμαι, ανταμώνομαι. II ξαναβλέπο- μαι, ξανασυναντιέμαι, ανταμώνομαι ξανά. свизировать р.σ.μ, βλ. визировать? свиливать р.δ. βλ, свильнуть. СВИЛЬ, -И θ. κυματοειδής σύνθεση του ξύ- ξύλου. II κυματοειδή μέρη στο γυαλίή κεραμικά.
сви 418 сви свильнуть р.σ. στρίβω απότομα, κάνω 'από- 'απότομη στροφή. СВИНарка, -И θ. η χοιροτρόφος. свинарник, -а α. χοιροστάσιο, χοιροτροφείο. свинарня, -и θ. βλ. свинарник. СВИНарь, -Я α. χοιροτρόφος. СВИНёнок, -нка α. (για παιδάκι) γουρουνά- γουρουνάκι (λερωμένο και βρώμικο). СВИНвЦ, -НЦа α. 1 μόλυβδος, μολύβι. 2 μτφ. σφαίρα, βολίδα, βόλι. II εκφρ. - на душе, на сердце βάρος (άχθος) στην ψυχή, στην καρ- καρδιά· лечь -цом на душу, на сердце κάθομαι βάρος στην ψυχή, στην καρδιά· голова как -ЦОМ налита το κεφάλι μου είναι βαρύ σαν μολύβι (πάσχει απο βαρυαλγία). СВИНИНа, ~Ы θ. κρέας χοιρινό. Свинка'1, -И θ. χοιρίδιο, γουρουνάκι, ~νό- πουλο. II εκφρ. морская - ινδόχοιρος, ινδι- ινδικό χοιρίδιο. СВЙНКа? -И θ. παρωτίτιδα, μαγουλάδα, μα- γουλήθρα, παραμαγούλα. свинобоец, -бойца к. свинобой, -я α. χοι- ροκτόνος, χοιροσφαγέας. СВИНОВОД, -а α. χοιροτρόφος. СВИНОВОДСТВО, -а ουδ. χοιροτροφία. СВИНОВОДЧеСКИЙ επ. χοιροτροφικός. свиной επ. χοίρινος· ~ое сало χοίρινο λί- λίπος· ~ая щетина χοίρινη τρίχα· ~ая кожа το χοίρινο δέρμα. II του χοίρου, για χοίρο· корм χοίρινη τροφή. свинокопчёности, -ей πλθ. καπνιστό χοίρι- χοίρινο κρέας. свиноматка, -И θ. γουρούνα (για αναπαρα- αναπαραγωγή). СВИНОМОЛ0ДНЯК, -а α. χοιρίδιο. СВИНООТКОРМ, ~а α. χοιροτροφία. СВИНООТКОРМОЧНЫЙ επ. χοιροτροφικός. свинопас, -а α. (παλ.) χοιροβοσκός. СВИНОСОВХОЗ, -а α. χοιροτροφικό σοβχόζ. СВИНОферма, -Ы θ. χοιροτροφείο. СВИНСКИЙ επ. 1 βρώμικος (σαν του γουρου- νιού· -ЭЯ ЖИЗНЬ βρώμικη ζωή· ЖИТЬ ПО-СВИН- ПО-СВИНСКИ (επίρ.). ζω σαν το γουρούνι 2 αισχρός, πρόστυχος· - поступок αισχρή πράξη. СВИНСТВО, -а ουδ. 1 βρωμιά, βούρκος. II αι- αισχρότητα, αχρειότητα. СВИНТИТЬ р.σ.μ. 1 βιδώνω. 2 ξεστρίβω, ξε- ξεβιδώνω. 3 φθείρω, χαλώ (με το συχνό βίδωμα και ζεβίδωμα). свинтус, -а α. βλ. свинья B σημ.). свинуха, -и к. свинушка, -и θ. είδος μα- ν ιταριού. свинушник к. свинюшник, -а α. βλ. свинарник. свинцевание, ~Я ουδ. (επι)μολύβδωση. свинцевать, -цуго, -цуешь.пав. μτχ. παρλθ. χρ. свинцованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. επιμολυβδώνω. II -СЯ επιμολυβδώνομαι. свинцовый επ., βρ: -цов, -а, -о. 1 μολύβδι- μολύβδινος, -δένιος. II μολυβδούχος. II μολυ,βδωτός. 2 μολυβής, μολυβδόχρωμος. 3μτφ. βαρύς. II καταθλιπτικός. II εκφρ. - блеск о γαληνίτης ή θειούχος μόλυβδος· -Ые руды μεταλλεύματα μολύβδου· ~ые белила λευκό μολύβδου, στου- πέτσι. свинчатка, -И θ. 1 ράβδος με εσώκλειστο μόλυβδο. 2 βαρίδι, βολίδα (αλιευτικού αγκί- αγκίστρου) . свйнчивать(ся) ρ.δ. βλ. свинтить(ся). свинья, -и, πλθ. свиньи, свиней, свиньям Θ. 1 χοίρος, γουρούνι. 2 μτφ. άνθρωπος βρω- βρωμερός· αισχρός, αχρείος· ευτελής, πρόστυχος. Π εκφρ. ПОДЛОЖИТЬ кому ~Ю σκαρώνω σε κάποιον σκευωρία, προστυχιά· как - в апельсинах по- понимает, разбирается αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε, ιδέα δεν έχει свинюшник βλ. свинушник. свинячий, -ья, ~ье επ. (απλ.) γουρουνίσιος· РЫЛО -ье (βρισιά) παλιόμουτρο (γουρουνομου- σίδι). СВИНЯЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ ρ.δ. (απλ.) λερώνω, βρωμίζω, μαγαρίζω. свирель, -и θ. αυλός φλογέρα, σουραύλι. свирельный επ. του αυλού, της φλογέρας. свирельщик, ~а α. αυλητής, σουραυλητής. свирепеть р.δ. αγριεύω,^εξαγριώνομαι. свирепость, -И θ. αγριότητα· - льва η α- αγριότητα του λιονταριού. II σφοδρότητα, λύσ- λύσσα, μανία· - бури η μανία της θύελλας. Ι) μτφ. θηριωδία, σκληρότητα, ωμότητα. Π πλθ. -И θηριωδίες. свирепство, -а ουδ. βλ. свирепость. свирепствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. 1 κάνω θηριωδίες. 2 μαίνομαι, μανιάζω, λυσ- λυσσομανώ· буря -СТВует η θύελλα λυσσομανά. свирепый επ., βρ: -реп, -а, -О. 1 άγριος, θηριώδης. II μτφ. θηριόψυχος, σκληρός, αμεί- αμείλικτος, απηνής, αδυσώπητος. Π αυστηρότατος· -ая Цензура αυστηρότατη λογοκρισία. 2 σφο- σφοδρός, άγριος, δριμύς· - ветер σφοδρός άνε- άνεμος· -ая зима βαρύς (δριμύς) χειμώνας, βα- βαρυχειμωνιά. II λυσσώδης, μανιώδης. свиристель, -Я α. είδος στρουθίου με λοφία СВИриСтёть, -рищу, -риСТИЩЬ р.δ. σφυρίζω δυνατά. свисать, -ает р.δ. 1 κρέμομαι· γέρνω προς τα κάτω· Ветви ИВЫ -ают τα κλαδιά της ι- ιτιάς κρέμονται· усы -ЭТОТ τα μουστάκια κρέ- κρέμονται· с потолка -ла керосиновая лампа απο την οροφή κρέμονταν η λάμπα πετρελαίου. 2 (για ενδύματα) κρεμάω· κρέμομαι(αν ισόμερα). СВИСЛЫЙ επ. (παλ.) κρεμαστός, κρεμάμενος· -ые усы κρεμαστά μουστάκια.
ев и 419 сво СВИСТ, ~а α. σφύριγμα, σύριγμα· пронзи- пронзительный - διαπεραστικό σφύριγμα· - ветра το σφύριγμα του ανέμου· однообразный ~ .μο- .μονότονο σφύριγμα· - пуль σφύριγμα των σφαι- σφαιρών Художественный ~ μελωδικό σφύριγμα. свистать, свищу, свищешь, προστκ. свищи ρ.δ. 1 βλ. СВИСТеть. 2 (για υγρά) εξέρχο- εξέρχομαι, βγαίνω με σφύριγμα (λόγω της πίεσης). II εκφρ. ИЩИ СВИЩИ (απλ.) ψάξε βελόνι ή ψύλλο στά 'χυρα ή πιάσε το Γιάννη τον άπιαστο ή πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλλα (μα- ταιοπονία)· - в кулак βλ. στη λ. свистеть. свиотелка, -и θ. (απλ.) βλ. свистулька. свистеть, свищу, свистишь, προστκ. свисти μτχ. ενεστ. свистящий р.δ. 1 σφυρίζω, συρί- ζω. 2 αποδοκιμάζω με σφυρίγματα. II εκφρ. В кулак (παλ.)· μένω τελείως άφραγκος. свистнуть ρ.σ. 1 βλ. свистать, свистеть. 2 (απλ.) ραπίζω, σκαμπιλίζω. 3 (απλ.) κλέβω. СВИСТОК, -тка α. 1 σφυρίχτρα. 2 σφύριγμα (σφυρίχτρας). СВИСТОПЛЯСКа, -И θ. αποχαλίνωση, εκτραχη- λισμός· παρεκτροπή, II μεγάλη αταξία. СВИСТуЛЬКа, -И θ. 1 βλ. Дудка. 2 παιδική σφυρίχτρα. СВИСТуН, -а α. σφυριχτής. СВИСТЯЩИЙ επ, απο μτχ. συριστικός· συρι- συριστός, σφυριχτός. II βκφρ. ~ие согласные τα συριστικά σύμφωνα. *СВЙта1, ~Ы θ. 1 ακολουθία, συνοδεία. 2 οι τσαρικοί αυλικοί αξιωματικοί. 3 (γεωλ.) τα στρώματα. СВИТа* -Ы θ. 1 (διαλκ.) ενδυμασία χωρικού. 2 είδος παλαιού ουκρανικού επενδύτη. *СВЙтер, -а α. πουλόβερ μάλλινο. свитка, -и θ. βλ. свита. СВИТОК, -тка α. ρόλος χαρτιού. СВИТСКИЙ επ. της ακολουθίας, της συνοδεί- συνοδείας· - генерал στρατηγός συνοδείας. СВИТЬ, совью, совьёшь, .παρλθ. χρ. свил, ~ла, СВИЛО, προστκ. свей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свитый, βρ: свит, -а, -о р.σ.μ. βλ. вить. II -ся βλ. виться. свихнуть р.σ. βλ. вывихнуть. II εκφρ. (себе) шёю α) στρίβω το λαιμό, β) μτφ. τρώ- τρώγω το κεφάλι μου (καταστρέφομαι, χάνομαι, πε- πεθαίνω)· ~ С ума (απλ.) παραφρονώ, μου στρί- στρίβει, σκαρτάρω. II -ся 1 παραφρονώ, μου στρί- στρίβει, σκαρτάρω. 2 ξεφεύγω, παραστρατώ, εξο- κέλλω· εκτρέπομαι. II εκφρ. - С ума βλ. 1 σημ. СВИЩ, ~а α. 1 κενό· κούφωμα· κούφιο μέ- μέρος· διάκενο (για στερεά σώματα). 2 (ιατρ.) φίστουλας, συρίγγιο. свищеватый επ., βρ: -ват, -а, -о κενός, άδειος, κούφιος· - орех κούφιο καρύδι. СВИЩеВОЙ επ. του κενού, του κουφώματος· -Ое отверстие η οπή του κενού. СВИЯЗЬ, -И θ. είδος άγριου παπιού. свобода, -Ы θ. 1 ελευθερία· λευτεριά· -, равенство И братство ελευθερία, ισότητα, α- αδελφότητα· завоевать -у καταχτώ τη λευτε- λευτεριά· борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς· полная - πλήρης ελευθερία· относительная - σχετική ελευθερία· ограниченная - περιορι- περιορισμένη ελευθερία· ЛГОбОВЬ К -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)· - собраний ελευθε- ελευθερία του συνέρχεσθαι· - печати ελευθερία τύ- τύπου· предоставить -у действий παρέχω ελευ- ελευθερία δράσης· - вероисповедения ανεξίθρη- ανεξίθρησκε ία· демократические -Ы δημοκρατικές ε- ελευθερίες· выпустить на -у αφήνω ελεύθερον лишить -у στερώ της ελευθερίας· - торговли ελευθερία εμπορίου· - передвижения ελευθε- ελευθερία μετακίνησης. Н απελευθέρωση. 2 ευκολία· отвечать с -ОЙ απαντώ ελεύθερα. 3 ευκαι- ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. II οικειότητα, θάρ- θάρρος. II εκφρ. - рук ελευθερία δράσης· на -е στον ελεύθερο χρόνο· дать -у βλ. στη λ, ВО- ВОЛЯ. свободно 1 επίρ. ελεύθερα κλπ. επ. 2 ως κατηγ. είναι ελεύθερα, ευρύχωρα, απλόχωρα ή άνετα. свободный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО. 1 ε- ελεύθερος· ~ые и крепостные крестьяне ελεύ- ελεύθεροι και δουλοπάροικοι αγρότες. II ουσ. απελεύθερος· - И раб απελεύθερος και δούλος. Ι! ελεύθερος· λεύτερος· - гражданин ελεύθε- ελεύθερος πολίτης· -ые люди ελεύθεροι άνθρωποι· - народ ελεύθερος λαός· -ая ЖИЗНЬ ελεύθερη ζωή· ~ выбор ελεύθερη εκλογή· ~ые Выборы ε- ελεύθερες εκλογές· -ая МЫСЛЬ ελεύθερη σκέψη. 2 ανεμπόδιστος· -ое дыхание ελεύθερη ανα- αναπνοή· - доступ ελεύθερη προσέλευση ή είσο- είσοδος. II άνετος, ευρύχωρος, απλόχωρος. II αβί- αβίαστος· - ГОЛОС певца ελεύθερη φωνή του τρα- τραγουδιστή, II ο υπέρ το δέον ελεύθερος· -ая женщина ελεύθερη γυναίκα. 3 περίσσιος, δια- διαθέσιμος·· -ое время ελεύθερος χρόνος- - стул ελεύθερο κάθισμα. 4 αστερέωτος, αστέργιω- τος· - конец верёвки ελεύθερη άκρη της τρι- τριχιάς. 5 (χημ.)* μη ενωμένος· - Кислород ε- ελεύθερο οξυγόνο. II εκφρ. -ая профессия ε- ελεύθερο επάγγελμα (δικηγόρου, γιατρού κλπ.)· - художник α) παλ. τίτλος ζωγράφου, β) τί- τίτλος μουσικού με ανώτερη μουσική κατάρτιση. СВОбОДОЛЮбец, -бца α. ο φιλελεύθερος. свободолюбивый επ., βρ: -6ЙВ, -а, -О φι- φιλελεύθερος· - народ φιλελεύθερος λαός. СВОбОДОЛЮбИВИе, -Я ουδ. φιλελευθερία, α- αγάπη για τη λευτεριά. СВОбОДОМЫСЛие, -Я ουδ. ελεύθερη σκέψη, ε- λευθεροφροσϋνη.
сво 420 сво свободомыслящий επ., βρ: -лящ, -а, -е ε- λευθερόφρονας, σκεπτόμενος ελεύθερα. СВОД, ~а α. 1 κατάβαση, κατέβασμα. 2 α- απομάκρυνση, αναμέρισμα, μετακίνηση. 3 κόψι- κόψιμο (δάσους). 4 πλησίασμα, προσέγγιση, συμμά- ζεμα, σμίζιμο. 5 συνένωση, συνχώνευση. 6 κώδικας· κανονισμός· συλλογή· - законов κώ- κώδικας νόμων, νομικός κώδικας. 7 θόλος, κα- καμάρα· - доменной пеЦИ о θόλος της υψικαμί- υψικαμίνου· -Ы МОСТОВ οι καμάρες των γεφυριών. И μτφ. ο ουρανός· небесный ~ ουράνιος θόλος. СВОДИТЬ1 р.σ. πηγαίνω κάτι και επιστρέφω, μεταφέρω κάπου και επαναφέρω· οδηγώ, πηγαί- πηγαίνω, βγάζω- - детей погулять πηγαίνω τα παι- παιδιά περίπατο· вчера нас -ли в театр χτες μας πήγαν στο θέατρο. СВОДЙТЬгр.6. βλ. свести (όλες οι σημ. ε- εκτός της 2 και 3). Ι' εκφρ. не ~ глаз с ко- кого, чего δεν ξεκολλώ το βλέμμα απο κάποιον, κάτι (παρακολουθώ επίμονα, άγρυπνα). II -СЯ 1 βλ. свестись. 2 ανάγομαι. 3 περ ικλείνομαι· συνίσταμαι. сводка, -и θ. 1 βλ. свод (з, 4>5 σημ.). 2 αποτύπωση, ξεσήκωμα, μεταφορά. 3 δελτίο· новостей δελτίο ειδήσεων - погоды δελτίο καιρού· составить -у συντάσσω δελτίο. сводник, -а α., -Ца, -ы θ. ο, η μαστρο- μαστροπός, προαγωγός, ρουφιάνος, -α. Сводничать ρ.δ. μαστροπεύω, κάνω το ρου- φιάνο, προαγωγεύω. своднический επ. προαγωγικός, της προα- προαγωγέ ίας, της μαστροπέίας. сводничество, -а ουδ. προαγωγέ Ία, μαστρο- μαστροπέ ία, ρουφιανιά. СВОДНОЙ επ. 1 συνενωτικός. 2 αποτυπωτικός· - рисунок αποτυπωτικό σχέδιο. СВОДНЫЙ επ.1 συνοπτικός, σύντομος· -ая а- фйша συνοπτική αφίσα· -ые данные πληροφο- πληροφοριακά στοιχεία. II συνυφής, συνυφασμένος· συ- συναρμοσμένος. II μεικτός, συμμιγής· - отряд μεικτό τμήμα. 2 ετεροθαλής· - брат ετεροθα- ετεροθαλής αδερφός, μηλαδ'έρφι· -ая сестра ετεροθα- ετεροθαλής αδερφή, μηλαδέρφι. СВОДНЯ, -и θ. η μαστροπός, προαγωγός. СВОДОВЫЙ επ. για θόλο· - кирпич τούβλο για θόλο. сводчатый επ., βρ: -чат, -а, ~ο θολοειδής, θολωτός· τρουλωτός. своеволие, -я ουδ. βλ. самоволие. своевольник, -а α., -ца, -ы θ. βλ. само- самовольник. своевольничать р.δ. βλ. самовольничать. своевольно επίρ. βλ. самовольно. своевольность, -и θ. своеволие. своевольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; βλ. самовольный. своевольство, -а ουδ. βλ. своеволие. своевременно επίρ. έγκαιρα, σύγκαιρα. Своевременность, -И θ. εγκαιρότητα, επι- επικαιρότητα. своевременный επ., βρ: -менен, -менна, -о έγκαιρος, επίκαιρος· ~ая помощь έγκαιρη βο- βοήθεια· -ое вмешательство έγκαιρη επέμβαση· ~ые меры έγκαιρα μέτρα. своекорыстие, -я ουδ. (γραπ. λόγος) ιδιο- ιδιοτέλεια, συμφεροντολογία. своекорыстность, -и θ. (γραπ. λόγος) βλ. своекорыстие. своекорйстный επ., βρ: -тен, -тна, -тно (γραπ. λόγος) ιδιοτελής, συμφεροντολόγος· - человек συμφεροντολόγος άνθρωπος· -ая цель ιδιοτελής σκοπός· -ые расчёты ιδιοτελείς υ- υπολογισμοί. СВоекОШТНЫЙ επ. (παλ.) αυτοσυντηρούμενος, συντηρούμενος με δικά του έξοδα (για μαθητή οικοτροφείου). Своенравие, -Я ουδ. ιδιοτροπία, παραξενιά, καπρίτσιο- - судьбы καπρίτσια της τύχης. своенравность, -и θ. βλ. своенравие. своенравный επ., βρ: -вен, -вна, -вно ι- ιδιότροπος, παράξενος, αλλόκοτος· καπριτσό- ζικος· - характер ιδιότροπος χαρακτήρας· человек ιδιότροπος άνθρωπος. СВоебразие, -Я ουδ. ιδιομορφία, ιδιοτυ- ιδιοτυπία· ιδιορρυθμία· - истоцической обстановки ιδιομορφία της ιστορικής κατάστασης. Своеобразно επίρ. ιδιόμορφα, ιδιότυπα, ι- ιδιόρρυθμα. своеобразность, -и θ. βλ. своеобразие. своеобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 ιδιόμορφος· ιδιότυπος· ιδιόρρυθμος· - хара- характер ιδιόμορφος χαρακτήρας· - СТИЛЬ ιδιό- ιδιόμορφο στυλ- -ая МЫСЛЬ ιδιόμορφη σκέψη. своеобычие, -я ουδ. βλ. своеобразие. своеобычность, -и θ. βλ. своеобразие. своеобычный επ. βρ: -чен, ~чна, -чно βλ. своенравный ч. своеобразный. своеручный επ. (παλ.) βλ. собственноруч- собственноручный. СВОЗ, ~а α. μεταφορά·, κουβάλημα (με μετα- μεταφορικό μέσο). II κατέβασμα, κατάβαση. II εκφρ. на - για μεταφορά. СВОЗИТЬ1, свожу, СВОЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Своженный, βρ: -жен, -а, -О р.σ.μ. 1 με- μεταφέρω κάτι κάπου και επιστρέφω. II μεταφέρω κάποιον. 2 μεταφέρω πολλούς. свозить2, свожу, свозишь р.δ. βλ. свезти. II ~СЯ μεταφέρομαι, κουβαλιέμαι. II κατεβάζο- κατεβάζομαι. свозка, -и θ. βλ. своз. свой, своего α., своя, своей θ., своё, Своего ουδ., πλθ. СВОЙ, СВОИХ. 1 κτητική α-
ОБО 421 СВЫ ντωνυμία· δικός μου, δική μου ι δικό μου-на- деть свое Пальто ντύνω το πανωφόρι μου· ЛЮ- бйть свою родину αγαπώ την πατρίδα μου· ОН продал СВОЮ лошадь αυτός πούλησε το άλογο του· встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου· Сделать СВОИМИ руками φτιάχνω με τα χέρια μου· Я не живу в своём Доме δε ζω στο σπίτι μου· я не говорю о вашем,а о сво- своём Деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου· Делайте своё дело κά- κάντε τη δουλειά σας· это МОЯ шляпа, пойщй СВОЮ αυτή είναι η δική μου 9επ°ύμπλικα, ψάξε τη δική σου. 2 συγγενής, οικείος· приехали СВОЙ ИЗ села ήρθαν οι δικοί μας απο το χω- χωριό· он свой человек в этом доме αυτός ε'ιναι απο τους οικείους· Я был у СВОИХ ήμουν στους δικούς· здесь все СВОЙ όλοι εδώ είμαστε δι- δικοί (όχι ξένοι). II έμπιστος· ~ человек δι- δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα). II εκφρ. по-СВОему α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κα- κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.)· γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ.)· сам не свой·, сама не своя δεν είμαι στα καλά μου- брать (ВЗЯТЬ) своё πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)· сказать своё СЛОВО μου περνάει ο λόγος μου· ИДТИ своей дорогой ή СВОИМ путём πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)· рассказать своими словами διηγούμαι με δικά μου λόγια· уме- рёть своей смертью πεθαίνω φυσιολογικά* ос- остаться В СВОИХ είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα στα τυχερά παιγνίδια)· своих не узнаешь (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά). СВОЙСКИЙ επ. 1 (παλ. к. απλ.) βλ. свой B σημ.). 2 (απλ.) δικός, οικείος, της παρέας, του σιναφιού. свойственник, -а α., -ца, -ы θ. συγγενής απο αγχιστεία. свойственный επ., Зр: ~вен, -венна, -о ί- ίδιος, ιδιάζων· χαρακτηριστικός· φυσικός· со -ым ему талантом με το ταλέντο που τον δια- διακρίνει. СВОЙСТВО, -а ουδ. ιδιότητα· χαρακτηριστι- χαρακτηριστικό γνώρισμα· химические -а χημικές ιδιότη- ιδιότητες· - металла ιδιότητα του μετάλλου. II χα- χαρακτήρας . СВОЙСТВО, -а ουδ. συγγένεια απο αγχι- αγχιστεία. СВОЛвКИВание, -Я ουδ.1 σύρσιμο, τράβηγ- τράβηγμα. 2 συσσώρευση (χόρτου, αχύρου). сволакивать ρ.δ. 1 βλ. сволочь. 2 συσσω- συσσωρεύω (χόρτο, άχυρο). II -СЯ 1 σύρομαι, τρα- τραβιέμαι. 2 συσσωρεύομαι. сволота, ~Ы θ. αθρσ. (απλ.) βλ. сволочь B σημ.); сволочить1 р.σ.μ. (απλ.) βλ. сволочь. СВОЛОЧИТЬ2 р.σ.μ. (απλ.) αποκαλώ κάποιον παλιάνθρωπο, παλιόσκυλο, παλιοτόμαρο. Ι) -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. СВОЛОЧНОЙ επ. πρόστυχος, ξευτελισμένος. СВОЛОЧЬ, -И, γεν. πλθ. ~ёй θ. 1 (αθρσ.)· (παλ.) άνθρωποι κατώτατης υποστάθμης ή κα- καταγωγής. 2 (αθρσ.) καθάρματα, κατακάθια, α- ποβράσματα της κοινωνίας. 3 πρόστυχος άν- άνθρωπος, αχρείος, ξευτελισμένος· τιποτένιος. сволочь, -локу, -лочёшь, -локут, παρλθ. χρ. сволок, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сволоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 σύ- σύρω, τραβώ. 2 μεταφέρω σύροντας. И (απλ.) με- μεταφέρω, κουβαλώ. 3 κλέβω. СВОра, ~Ы θ. (κυνηγ.) σχοινί, λωρί, ρυτή- ρας (για οδήγηση σκύλων). II τα κυνηγόσκυλα. 3 (αθρσ.) κοπάδι (σκυλιών, λύκων κ.τ.τ.). II μτφ. συμμορία. сворачивать ρ.δ. 1 βλ. своротить. 2 βλ. СВернуТЬ A,2,3, 4 Κ. 10 σημ.). II -СЯ βλ. свернуться A,2,3· Д и. ю σημ.). СВОрка, -И θ. (υποκορ.) βλ. СВОра. сворный επ. δεμένος, κρατημένος (για σκύ- σκύλο). · Своровать р.σ.μ. κλέβω. СВОрОТ, -а α. στροφή δρόμου. своротить р.σ.μ. 1 μετακινώ· ρίχνω κάτω· - мешки С Телеги ρίχνω κΊχτω τα τσουβάλια απο το κάρο. II μτφ. (απλ.) μεταπείθω. Π (απλ.) οικοδομώ, φτιάχνω. 2 αναποδογυρίζω με χτύ- χτύπημα. И βλάπτω, χαλνώ. II στραβώνω (για πρό- πρόσωπο ή μέλη αυτού). 3 (για σφάλματα, κακές πράξεις) τα ρίχνω, τα φορτώνω. 4 βλ. свер- нуть Eι 6, 7 σημ.). II εκφρ. ~ С ума βλ. έκφραση στη λ. ум (СОЙТИ С ума). II -СЯ βλ. свернуться F,7 σημ.). СВОЯК, ~а а. 1 σύγγαμπρος, μπατζανάκης ή κουνιάδος, γυναικάδελφος. 2 (διαλκ.)* βλ. свойственник. 3 δικός μου άνθρωπος (οικείος). СВОЯЧеНИЦа, ~Й θ. γυναικαδέλφη, κουνιάδα. свыкаться р.δ. βλ. свыкнуться. свыкнуться, -нусь, -нешься, παρλθ. χρ.свы- χρ.свыкся, -лась, -лось р.σ. συνηθίζω, προσαρμό- προσαρμόζομαι. СВЫСОКа εΐίίρ. 1 (παλ.) απο ψηλά, αφ1 υψη- υψηλού. 2 υπεροπτικά· свычай, -я α. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. обычай. свыше 1 επίρ. (παλ.)· απο πάνω, αποτον ουρανό ή το θεό. И απο πάνω (απο τις ανώτε- ανώτερες αρχές). 2 (πρόθεση με γεν.)· πάνω απο, παραπάνω απο, περισσότερο απο, υπέρ· это было - его сил αυτό ήταν παραπάνω απο τις δυνάμεις του· - меры υπέρ το μέτρο (υπέρ- (υπέρμετρα) · собралось ~ трёх ТЫСЯЧ человек συ- συγκεντρώθηκαν πάνω απο τρεις χιλιάδες άνθρωποι.
свя 422 свя Связанность, -И θ. δέσμευση, περιορισμός. связанный επ. απο μτχ. περιορισμένος, συ- συνεσταλμένος, δεσμευσμένος. II συγκρατημένος. СВЯЗаТЬ, Свяжу, Свяжешь', παθ. μτχ. παρλθ. χρ.связанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. 1 δέ- δένω· - кому руки верёвкой δένω κάποιου τα χέ- χέρια με τριχιά· - СВОЙ вещи δένω τα πράγμα- πράγματα μου· - В узел δένω κόμπο. 2 συνδέω, ενώ- ενώνω· - брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια. II μτφ. περιορίζω, περιστέλλω· συ- συγκρατώ· - инициативу масс περιορίζω την πρω- πρωτοβουλία των μαζών* ·* себя СЛОВОМ δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι απο λόγο· меня ~ла се- семейная ЖИЗНЬ με έδεσε (καθήλωσε) η οικογε- οικογενειακή ζωή. 3 μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά. 4 συσταίνω, γνωρίζω, σχετίζω. 5 συνδυάζω· - личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά. II συ- συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα· поездка связана с большими расходами το τα- ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα. 6 πλέκω· носки πλέκω αντρικές κάλτσες. 7 (χημ.) ε- ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων). II εκφρ. - ЯЗЫК кому κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)· - концы С концами συνταιριάζω, κάνω .να συμφωνήσουν - по рукам и ногам кого ή - руки кому δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)· не МОЧЬ - двух слов δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις. II -СЯ 1 δένομαι· акробат -лея хорошо о α- ακροβάτης δέθηκε καλά.. 2 επικοινωνώ, συνδέο- συνδέομαι· - ПО телефону επικοινωνώ με το τηλέ- τηλέφωνο. 3 συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζο- συσχετίζομαι· не -тесь С ними μη σχετίζεστε με αυ- αυτούς. 4 συνδυάζομαι. СВЯЗИСТ, -а, α., -ка, -И θ. εργάτης η υ- υπάλληλος τηλεπικοινωνιών. связка, -И θ. 1 δέση, δέσιμο· σύνδεση. 2 δέμα, δεμάτι· - КНИГ δέμα βιβλίων. II δέσμη; αρμάθα. 3 σύνδεσμος (μελών του σώματος με ί- ίνες, τένοντες). 4 το συνδετικό ρήμα (στο πε- περιφραστικό κατηγόρημα). СВЯЗНОЙ επ. 1 (στρατ.) της σύνδεσης* (με- (μεταξύ τμημάτων)· - офицер αξιωματικός- σύν- σύνδεσμος. 2 ουσ. στρατιώτης-σϋνδεσμος. 3 συν- συνδετικός· - болт συνδετικό μπουλόνι. СВЯЗНОСТЬ, -И θ. αλληλουχία, ειρμός, συ- συνοχή· - речи συνοχή του λόγου. связный επ., βρ: -зен, -зна, -зно με αλ- αλληλουχία, με ειρμό, με συνοχή· -ая речь λό- λόγος με συνοχή. СВЯЗОЧНЫЙ επ. συνδετικός, συνδετήριος. связующий επ. απο μτχ. συνδετικός· -ее вещество συνδετική ουσία. связывание, -Я ουδ. δέση, δέσιμο, И σύν- σύνδεση, ένωση. связывать(ся) р.δ. βλ. связать(ся). связь-, -и, προθτ. о связи, в связи к. в Связи Θ. 1 σύνδεση· δεσμός· σχέση· - науки и производства σύνδεση επιστήμης και παρα- παραγωγής· торговые связи εμπορικές σχέσεις· хо- хозяйственная - районов οικονομική σύνδεση των περιοχών родственные -И συγγενικοί δεσμοί,· Η αλληλοσύνδεση· установить - между явлени- явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων причинная - η αιτιότητα ή αιτι- αιτιώδης σχέση· взаимная - αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση· логическая - λογική σχέση. II αλληλουχία, συνοχή, ειρμός· его слова не имеют никакой -И τα λόγια του είναι τελεί- τελείως ασυνάρτητα. 2 σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία· γνωριμία· нравственная - ηθικός δεσμός· она С ним в -И αυτή μ' αυτόν έχουν σχέσεις (τά 'χουν φτιασμένα)· поддерживать - С кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)· дружеская - φιλικός δεσμός· пус- ТЙТЬ В ХОД СВОЙ -И βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού). 3 επικοινωνία· телефонная - τηλεφωνική επι- επικοινωνία- средства -И τα μέσα επικό ινώνΊας· - С народом σύνδεση με το λαό· - С городом επικοινωνία με την πόλη. 4 ένωση, κόλλημα, - камней и кирпича с помощью глины σύνδεση των πετρών με τα τούβλα με λάσπη. 5 τμήμα οικοδομής, παράρτημα σπιτιού. II εκ φρ. В -Й С ... σε σχέση, σχετικά, ανάλογα· ένεκα,λό- ένεκα,λόγω· В -Й με την ευκαιρία. СВЯСЛО, -а ουδ. σχοινί σπάρτινο, βουρλιά, σπαρτσίνο. святейшество, -а ουδ. η αγιοσύνη· ваше - η Λγιοσύνη σας. святейший επ. ιερός· - СИНОД η ιερή σύ- σύνοδος. СВЯТИЛИЩе, -а ουδ. 1 (παλ.) ναός. 2 μτφ. χώρος ιερός. СВЯТИТель, -Я α. 1 αρχιερέας, ιεράρχης. 2 βλ. святой B σημ.). Η εκφρ. ~и (угодники)! θεέ και Παναγιά! СВЯТИТЬ, СВЯЧу, СВЯТИШЬ р.δ.μ. αγιάζω· - куличи αγιάζω τα κολλίκια (πασχαλινά υψώ- υψώματα). II -СЯ 1 (παλ.) αγιάζω, -ομαι· Да -Йтся имя твоего να αγιάσει το όνομα σου. СВЯТКИ, -ток, -ткам πλθ. οι γιορτές των Χριστουγέννων. СВЯТО επίρ. άγια, -ίως, οσίως, ευλαβικά· - ЖИТЬ ζω άγια· - хранить тайну ευλαβικά φυλάγω το μυστικό. святой επ., βρ: свят, свята, свято. 1 ά- άγιος· - Дух το Αγιο Πνεύμα· -ая троица η Α- Αγία Τριάδα· -ые места οι άγιοι τόποι· ~ая
ВОДЕ άγιασμα, αγιονερο, ~έρι· -ая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο· -ая -ЫХ α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο). 2 ουσ. το ιερό· для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)· ЖИ- ЖИТИЯ -ЫХ οι βίοι των αγίων. II ουσ. ο άγιος· -, ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται· день всех -ЫХ η μέρα των Αγί- Αγίων Πάντων КЛЯСТЬСЯ всеми -ЫМИ ορκίζομαι στους Αγίους Πάντες. II ουσ. -ые (παλ.) οι εικόνες αγίων. 3 βλ. праведный. II αγαθός, α- αγνός. II μτφ. αναμάρτητος· ОН ЧИСТ И СВЯТ αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος. 4 αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος· -ая МОЯ рс~ дана φίλατατή μου πατρίδα. 5 ύψιστος·- ДОЛГ ιερό καθήκο. II εκφρ. - отец πάτερ· -ая -ЫХ α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ. как бог СВЯТ (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα· хоть -ЫХ (ВОН) Неси (ВЫНОСИ) παλ. μακριά απ' εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος). святорусский επ. ρώσος ορθόδοξος. СВЯТОСТЬ, -И θ. αγιότητα, οσιότητα, ιερό- ιερότητα. святотатец, -тца α. ιερόσυλος, ανοσιουρ- γός. святотатственный επ. ιερόσυλος, ανόσιος, ανίερος· βδελυρός. СВЯТОТаТСТВО,-а ουδ. ιεροσυλία. Π μτφ. α- νοσιοϋργημα. святотатствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. διαπράττω ιεροσυλία. II μτφ. ανοσιουργώ. СВЯТОЧНЫЙ επ. των χριστουγεννιάτικων γιορ- γιορτών. СВЯТОша, -И α. κ. θ. ψευτοευλαβής, ψευτο- θεοσεβής, υποκριτής, ταρτούφος. СВЯТЦЫ, -ев πλθ. εκκλησιαστικό ημερολόγιο, εορτολόγιο. святыня, -и θ. το ιερό, το θείο· поругание -И βλασφημία των αγίων (ή των θείων). свячёный επ. αγιασμένος· -ая вода αγια- αγιασμένο νερό, άγιασμα· - кулЙЧ αγιασμένο ύψω- ύψωμα (ψωμί). священник, -а α. ιερέας, παπάς, πρεσβύτε- πρεσβύτερος; Священнический επ. του ιερέα, του παπά· -ая ряса τα ιερά άμφια· - СЭН εκκλησιαστι- εκκλησιαστικός βαθμός. священничество, -а ουδ. ο εκκλησιαστικός βαθμός· ιερατεία. священнодейственный επ. τελετουργικός, ι- ερουργικός. священнодействие, -я ουδ. 1 ιεροτελεστία, τελετουργία, ιερουργία. 2 μτφ. επισημότητα, σοβαρότητα, μεγαλοπρέπεια. священнодействовать, -ствую, -ствуешь р. δ. 1 τελετουργώ, ιερουργώ. 2 μτφ. εκτελώ με επισημότητα, μεγαλοπρέπεια. Священнослужитель, -Я α.*1 ιεροτελεστής, ιερουργός, λειτουργός. 2 ονομασία διάκων, ιερέων, επίσκοπων. священный επ., βρ: -щён, -щённа, -щённо; ιερός· -ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία· -ая утварь ιερά σκεύη· -ая война α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υ- (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)· - ДОЛГ ιερό καθήκο· -ая обязанность ιερή υποχρέωση. II εκφρ. ^ая история ιερή ιστορία. священство, ~а ουδ. βλ. священничество. II το ιερατείο, οι ιερείς, οι παπάδες. священствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ. ιε- ρατεϋω. И φέρω το βαθμό του ιερέα. СГИб, -а α. 1 πτυχή, δίπλα. 2 βλ. СГИба- ние. СГИбаНИв, -Я ουδ. κάμψη, λύγισμα. сгибать(ся) ρ.δ. βλ. согнуть(ся). сгибнуть ρ.σ. βλ. (παλ. κ. απλ.) βλ. ΠΟ- ГИбнуть. СГИНУТЬ р.σ. εξαφανίζω, κάνω άφαντον, α- ρατίζω. II -СЯ εξαφανίζομαι, χάνομαι, αρα- τίζομαι. Ц (απλ.) πεθαίνω. сгладить р.σ.μ. 1 ομαλύνω, ισιάζω, ισιώ- ισιώνω. 2 εξαλείφω· - морщины εξαλείφω τις ρυ- ρυτίδες. 3 διευθετώ, τακτοποιώ· εξομαλύνω· Противоречия εξομαλύνω τις αντιθέσεις. II μετριάζω· - впечатление μετριάζω την εντύ- εντύπωση. II -СЯ 1 ομαλύνομαι. 2 εξαλείφομαι. 3 μτφ. διευθετούμαι, τακτοποιούμαι· εξομαλύ- εξομαλύνομαι. СГЛадываТЬ р. δ. βλ. СГЛОДать. II -СЯ κα- καταβροχθίζομαι, καταπίνω. к сглаживать(ся) ρ.δ. βλ. сгладить(ся). ОГЛаз, -а (-у) α. μάτιασμα, βάσκαμα. сглазить, сглажу, сглазишь р.σ. ματιάζω, βασκαίνω. сглодать, сгложу, сгложешь,παθ. μτχ.· παρλθ. χρ. сглоданный, βρ: -дан, -а, -о р.σ.μ. κα- καταπίνω· - кость καταπίνω κόκκαλο. сглотать р.δ.μ. (απλ.) τρώγω λαίμαργα, κα- κατεβάζω, καταβροχθίζω. СГЛупа επίρ. (απλ.) απο κουταμάρα, απο χαζεμάρα. Сглупить, -ПЛЮ, -ПЙШЬ р.σ. κάνω κουταμά- ρες, ανοησίες, φέρνομαι κουτά, ανόητα. сгнаивать ρ.δ. βλ. сгноить. II -ся σήπο- μαι, σαπίζω. сгнести, сгнету, сгнетёшь, παρλθ. χρ. сгнёл, сгнела, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сгнетённый, βρ: -тён, -тена, -тено р. σ. (παλ.)· πιέζω, θλίβω, ζουπώ, πατώ. сгнетать ρ.δ. βλ. сгнести. И -ся πιέζο-
сгн 424 сгу μαι, ζουπιέμαι, πατιέμαι. сгнивать р.6. βλ. сгнить. сгнить, сгнию, сгниёшь, παρλθ. χρ. сгнил, -ла, сгнило, προστκ. δεν έχει· ρ.σ. σήπω, σαπίζω. II μτφ. καταστρέφω· βλάπτω· ИХ -ли В тюрьме τους σάπισαν στη φυλακή. СГНОИТЬ, СГНОЮ, СГНОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сгоённый, сгноена, сгноено ρ.σ.μ. σήπω, σαπίζω- - сёно σαπίζω το χορτάρι. || μτφ. καταστρέφω, βλάπτω. оговариваться) р.δ. βλ. сговорйть(ся). оговор, -а а. 1 (παλ.) συμφωνία μνηστεί- ας, αρραβώνα, δόσιμο λόγου, λογόστεμα. II οι αρραβώνες , η μνηστεία (η τελετή). 2 συμφω- συμφωνία. II συνομωσία· преступный - εγκληματι- εγκληματική συνομωσία. СГОВОРИТЬ р.σ. 1 (παλ.) μνηστεύω, αρραβω- αρραβωνιάζω. 2 (απλ.) συμφωνώ. II -СЯ συμφωνώ. СГОВОРЧИВОСТЬ, -И θ. συμβιβαστικότητα, δι- διαλλακτικότητα. Сговорчивый επ., βρ: -ЧИВ, -а, -О συμβι- συμβιβαστικός, διαλλακτικός, ευσυμβίβαστος. сгодиться ρ.σ. (απλ.) βλ. пригодиться. СГОН, -а α. 1 διώζιμο, εκδίωζη. II πρόγκι- σμα. 2 πλους κατά τον ρουν. 3 σαλάγισμα. 4 πτώση της στάθμης του νερού. ОГОНКа, -И θ. βλ. СГОН A,2,3 σημ.). СГОННЫЙ επ. πλοϊκός· για πλουν. СГОНОШИТЬ ρ.σ. (απλ. κ. διαλκ.). 1 βλ. ГОНОШИТЬ B σημ.). 2 φτιάχνω· χτίζω. СГОНЩИК, -а α. πλοηγός ξυλείας (με το ρεύ- ρεύμα του ποταμού). СГОНЯТь'р.б. βλ. СОГНать. II -СЯ εκδιώκο- εκδιώκομαι κλπ. ρ.μ. СГОНЯТЬ2ρ.σ. 1 μ. πηγαίνω και φέρω πίσω·- лошадей на ВОДОПОЙ πηγαίνω να ποτίσω τα ά- άλογα. II περιέρχομαι, περιφέρομαι. 2 παίζω παιγνίδι. Сгораемость, -И θ. ευφλεκτικότητα. Сгораемый επ. εύφλεκτος, ευφλόγιστός. сгорание, ~я ουδ. καύση· двигатель вну- внутреннего -Я κινητήρας εσωτερικής καύσης- - ТОПЛИВа καύση (καύσιμης) ύλης. сгорать р.δ. βλ. сгореть. СГОрбИТЬ, -бЛГО, -бИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сгорбленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 καμπουριάζω, κυρτώνω. II -СЯ καμπουριάζω, κυρ- κυρτώνομαι . Сгорбленный επ. απο μτχ. καμπούρης, κα- καμπουριασμένος, κυρτός. Сгореть ρ.σ. 1 καίομαι· ДОМ сгорел το σπί- σπίτι κάηκε· Драва В печи -ЛИ τα ξύλα στη θερ- θερμάστρα κάηκαν. 2 χαλνώ, αποσυντίθεμαι, καί- καίομαι- хлеб -ел В закроме το σιτάρι άναψε στο αμπάρι. II καίομαι, ψήνομαι στον ήλιο. 3 ξηραίνομαι, στεγνώνομαι- трава -Ла το χορτάρι ζηράθηκε (στον ήλιο), 4 ртф. εξα- εξαντλούμαι πολύ, καταβάλλομαι- καταπονούμαι, υπερκοπιάζω. 5 πεθαίνω- ОН -ел ОТ ВОДКИ πέθανε απο τη βότκα (τον έκαψε η βότκα). 6 μτφ. κατέχομαι απο σφοδρό αίσθημα· - ОТ не- Терпёния με τρώει (κατατρύχει) η ανυπομο- ανυπομονησία. сгоряча επίρ. πάνω στο θυμό, στην οργή, στο σϋφλογο, στην έξαψη. СГОТОВИТЬ р.σ.μ. 1 ετοιμάζω, μαγειρεύω. 2 (απλ.) φτιάχνω, κάνω. сграбастать ρ.σ. βλ. грабастать. сграбить р.σ. βλ. грабить? сгребать ся) ρ.δ. βλ. сгрестй(сь). сгрести, сгребу, сгребёшь, παρλθ. χρ. сгрёб, сгребла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сгребённый, βρ: -бён, -бена, -бено р.σ.μ. 1 συσσωρεύω, σωριάζω, μαζεύω σωρό, στοιβάζω- - сено В СТОГ θημωνιάζω το χόρτο. 2 ρίχνω κάτω· - снег С крыши ρίχνω κάτω το χιόνι α- απο τη στέγη. 3 (απλ.) παίρνω· αρπάζω· КОГО В СВОЙ Объятия αρπάζω κάποιον στην α- αγκαλιά. II -СЯ 1 συσσωρεύομαι κλπ. ρ.μ. 2 κωπηλατώ ρυθμικά με άλλον, άλλους. сгримасничать р.σ. βλ. гримасничать. сгрубить р.σ. (απλ.)· βλ. грубить. СГРУДИТЬ, Сгружу, СГРУДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сгруженный, βρ: -жен, -а, -о р. σ. μ. συσσωρεύω, σωριάζω. II -СЯ συσσωρεύο- συσσωρεύομαι, σωριάζομαι. сгружать ся) ρ. δ. βλ. сгрузйть(ся). Сгрузить р.σ.μ. 1 ξεφορτώνω, εκφορτώνω. II -СЯ ξεφορτώνομαι, εκφορτώνομαι. Сгрузка, -И θ. ξεφόρτωμα, εκφόρτωση. сгруппироваться) р.δ. βλ. группировать- (ся). сгруппировываться) р.δ. βλ. группиро- группироваться) . сгрустнуть ся) р.σ. (απλ.) βλ. взгруст- взгрустнуться). Сгрызать р.δ. βλ. сгрызть. II -СЯ τρωγαλί- ζομαι, γριτσανίζομαι κλπ, ρ. ενεργ. φ. сгубить р.σ. βλ. погубить, губить. сгусйтель, -Я α. 1 συσκευή πήξης. 2 πη- κτική ουσία. СГУСТИТЬ р.σ.μ. 1 βλ. густить. 2 μτφ. συ- συγκεντρώνω, πυκνώνω. II εκφρ. - атмосферу ε- εντείνω την κατάσταση, δημιουργώ τεταμένη κα- κατάσταση· - краски υπερβάλλω, τα παραλέω. II -СЯ 1 βλ. густиться; сироп -лея го σιρόπι έδεσε (πήχτωσε). 2 συγκεντρώνομαι, συνα- συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συνάζομαι. II εκφρ. ОТМОСфёра -лась η ατμόσφαιρα (κατάσταση) έγινε τεταμένη. СГУСТОК, -тка α. πήγμα· θρόμβος· γρουμπού- λι. II μτφ. συγκέντωση, συνάθροιση, σύνολο.
сгу 425 еде С1ушаеМ0СТЬ, -И θ. πηκτότητα, δυνατότητα .πήξης. сгущать(ся) ρ. δ. βλ. сгустйть(ся). Сгущение, -Я ουδ. 1 πύκνωση, συμπύκνωση. 2 πήκτωμα, σύμπηγμα. Сдущёнка, -И θ. (απλ.) συμπυκνωμένο γάλα. С1ущённО0ТЬ, -И θ. πυκνότητα. сгущённый επ. απο μτχ. συμπυκνωμένος, πυ- κτός· ~ое МОЛОКО συμπυκνωμένο γάλα. СДабрИВаТЬ ρ.δ. βλ. СДОбрить. II -СЯ καρυ- κεύομαι. сдавать(сяI ρ.δ. βλ. сдать(ся). сдаваться? сдаётся ρ.δ. απρόσ. νομίζω, φαί- φαίνομαι· мне -ётСЯ, ЧТО... μου φαίνεται ότι. .. сдавить ρ.σ.μ. 1 πιέζω, θλίβω, ζουπώ, πα- πατώ. || μτφ. πιέζω ψυχικά, στενοχωρώ, λυπώ· тоска -ла сердце её η θλίψη βάρυνε την καρ- καρδιά της. 2 συμπιέζω. сдавленный επ. απο μτχ. συγκρατημένος· С -ЫМ ГОЛОСОМ με πνιγμένη τη φωνή. сдавливать ρ.δ. βλ. сдавить. II -ся (συν)- θλίβομαι, (συμ)πιέζομαι, ζουπιέμαι, πατιέ- πατιέμαι. сдаивать ρ.δ. βλ. СДОИТЬ. II -СЯ αρμέγομαι. СДаточНЫв επ. 1 της παράδοσης- - пункт το σημείο (κέντρο) παράδοσης· - акт πρακτικό παράδοσης· ~ая квитанция απόδειξη παράδο- παράδοσης. 2 (παλ.) στρατολογημένος, στρατευμένος. Сдатчик, -а α., -ца, -Ы θ. ο παραδότης, η παραδότρια. сдать р.σ.μ. 1 παραδίνω· - вещи на хране- хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη· станок в отличном состоянии παραδίνω την ερ- γατομηχανή σε άριστη κατάσταση- - дежурство παραδίνω την υπηρεσία. - ПОЗИЦИЮ παραδίνω τη θέση· - оружие παραδίνω το όπλο· - го- город παραδίνω την πόλη. II δίνω- - кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση· - экзамены δίνω εξετάσεις· - землю В аренту νοικιάζω τη γη. 2 επιστρέφω, γυρίζω· - КНИГИ В би- библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθή- βιβλιοθήκη· - сдачу δίνω τα ρέστα. 3 μοιράζω, δια- διανέμω (παιγνιόχαρτα). 4 μειώνω, ελαττώνω, λι- λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.). 5' αδυνατί- αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω· γεράζω. II (για μη- μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη. II -СЯ 1 παρα- παραδίνομαι· крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε· армия -ЛЁСЬ о στρατός παραδόθη- παραδόθηκε· - В Плен παραδίνομαι αιχμάλωτος. 2 εν- ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.). сдаться р.σ. μέλλοντα και προστκ. δεν έ- έχει· (απλ.) χρειάζομαι, είμαι χρήσιμος. СДача, -И θ. 1 παράδοση, δόσιμο· - дежур- ства παράδοση υπηρεσίας· - хлеба государ- государству παράδοση σιταριού στο κράτος- - горо- города παράδοση της πόλης. II (χαρτπ.) διανομή χαρτιών. 2 τα ρέστα-получить -у παίρνω τα ρέστα. сдваивать*£.δ. βλ. сдвоить. II -ся διπλα- διπλασιάζομαι. СДВИГ, ~а α. 1 μετατόπιση, μετάθεση, με- μετακίνηση κατά τι. 2 πλησίαση, προσέγγιση. 3 μτφ. πρόοδος, εξέλιξη· - науки πρόοδος της επιστήμης. II τάση, ροπή, κλίση. сдвигание, -я ουδ. βλ. сдвиг A σημ.). сдвигать(ся) ρ.δ. βλ. сдвйнуть(ся). сдвинуть р.σ.μ. μετατοπίζω, μετακινώ κατά τι· - С места μετακινώ απο τη θέση· - СТОЛ μετακινώ λίγο το τραπέζι. II πλησιάζω, προ- προσεγγίζω, σιμώνω· - брови συνοφρυωνομαι. II -СЯ μετατοπίζομαι, μετακινούμαι κατά τι. II πλησιάζω, προσεγγίζω, σιμώνω. сдвоенность, -И θ.' διπλασίαση, -μός. СДВОвННЫЙ επ. απο μτχ. διπλός- -ая нить διπλή κλωστή· -ые ряды διπλές σειρές. СДВОИТЬ, СДВОЮ, СДВОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сдвоенный, βρ: -сдвоен, -а, -о р.σ.μ. I διπλασιάζω· διπλώνω. II επαναλαβα'ινω δυό φορές. 2 εκτελώ δυό φορές- - пашню διβολ'ι- ζω. II -СЯ διπλασιάζομαι, διπλώνομαι- драт- ва -лась το ράμμα διπλώθηκε, έγινε στα δυό. II επαναλαβαίνομαι δυο φορές. II συνδέομαι· μπαίνω ανα δυό. сделать р.σ. βλ. делать. II εκφρ. дело сде- сделано η υπόθεση τέλειωσε οριστικά· сделано В СССР κατασκευάστηκε στην ΕΣΣ&. II -СЯ βλ. делаться. сделка, -И θ. συμφωνία, σύμβαση- торговая - εμπορική σύμβαση· заключить -у κλείνω συμφωνία. II διαπραγμέτευση, παζάρεμα. II σύ- σύσταση· συνομωσία (μυστική συμφωνία σε βά- βάρος τρίτου). II εκφρ. - с совестью πράξη *κατά παράβαση της συνείδησης. сделочный επ. της συμφωνίας, της σύμβασης. сдельно επίρ. με το κομμάτι- работать - εργάζομαι με το κομμάτι. сдельный επ. με το κομμάτι- -ая работа δουλειά με το κομμάτι· - заработок πληρωμή με το κομμάτι. сдельщик, -а α., .-ца, -Ы θ. εργάτης, -τρία (αμειβόμενος) με το κομμάτι. сдельщина, -Ы θ. δουλειά με το κομμάτι. II σύστημα πληρωμής με το κομμάτι. сдёргивать ρ.δ. βλ. сдёрнуть. II -СЯ τρα- τραβιέμαι· βγαίνω. сдержанность, -И θ. εγκράτεια· συγκράτηση. сдержанный επ. απο μτχ. εγκρατής· συγκρα- συγκρατημένος· - человек εγκρατής άνθρωπος. II ή- ήσυχος, γαλήνιος. II σφιχτοχέρης, φειδωλός, τσιγκούνης. Сдержать р.σ.μ. 1 κρατώ, αντέχω, βαστώ- этот канат может - пятьсот килограммов αυτή
еде 426 себ η χοντρή τριχία μπορεί να κρατήσει πεντα- πεντακόσια κιλά. || δεν αθετώ· сдержать слово κρατώ το λόγο. 2 συγκρατώ, αναχαιτίζω·- На- ТИСК противника συγκρατώ την πίεση του α- αντίπαλου· - Лошадей συγκρατώ τα άλογα·- на- ПОр ВОДЫ συγκρατώ την πίεση του νερού· II περιορίζω· - шаг συγκρατώ το βάδισμα· - смех συγκρατώ τα γέλια· - слёзы συγκρατώ τα δάκρυα. II -СЯ (συγ)κρατιέμαι· он хотел что-то сказать, НО -лея αυτός θέλησε κάτι να πει, όμως κρατήθηκε. сдерживать(ся) ρ.δ. βλ. сдержать(ся). сдёрнуть р.σ.μ. τραβώ, βγάζω· - перчатку С руки βγάζω (τραβώντας) το γάντι αποτο χέ- χέρι· - одеяло С кровати τραβώ το πάπλωμα α- πο το κρεβάτι. Сдирание, -Я ουδ. αφαίρεση του φλοιού, του δέρματος· - лыка ζεφλοϋδισμα, αποφλοίωση· - шкуры γδάρσιμο, εκδορά, сдирать(ся) ρ.δ. βλ. содрать(ся). сдирка, -и θ. βλ. сдирание. СДИРОЧНЫЙ επ. αποφλοιωτικός· της εκδοράς· - инструмент αποφλοιωτήρας· μαχαίρι εκδο- εκδοράς. СДОба, -Ы θ. 1 υλικό εμπλουτισμού του ζυ- μαριού (γάλα, βούτυρο, αυγά κλπ.). 2 φρα- ντζολάκι με εμπλουτισμένο ζυμάρι. СДОбИТЬ, -бЛЮ, -бИШЬ р.δ. μ. εμπλουτίζω ζυ- ζυμάρι (με γάλα, αυγά κλπ.). СД06НЫЙ επ., βρ: -бен, -бна, -бНО. 1 ε- εμπλουτισμένος (με γάλα, αυγά кλπ.)·-ая бул- ка φραντζολάκι εμπλουτισμένο, αφράτο, εκλε- τό. 2 μτφ. αφράτος, τρυφερός· -ая женщина αφράτη γυναίκα. СДОбриТЬ, -рю, -ришь ρ.σ.μ. καρυκεύω. СДОброватЬ: не - кому-чему δε γλυτώνεις, δε ξεφεύγεις (απο κακό, δυστυχία, αποτυχία, τιμωρία)· άσχημα θα ξεμπλέξεις. СДОИТЬ р.σ.μ. αρμέγω λίγο. СДОХНуть, -ну, -нешь р.σ. (για ζώα)· ψοφώ. сдрейфить ρ.σ. βλ. дрейфить. Сдрейфовать ρ.σ. (για σκάφος, πάγο) παρα- παρασύρομαι (απο τον άνεμο ή το ρεύμα). сдруяать(ся) ρ.δ. βλ. сдружйть(ся). - СДРУЖИТЬ р. σ. μ. βλ. ПОДРУЖИТЬ A σημ.). II -ся βλ. подружиться. сдувать р.6. βλ. сдуть. II -СЯ παρασύρομαι με το φύσημα. сдунуть ρ.σ. βλ. сдуть (ι σημ.). сдуреть ρ.σ. (απλ.) βλ. дуреть. СДУРИТЬ, -рю, -рйшь р.σ. (απλ.) πράττω, ενεργώ, φέρνομαι κουτά, ανόητα. сдуру επίρ. απο κουταμάρα- - он расска- рассказал Секрет απο κουταμάρα έβγαλε το μυστικό. сдуть р.σ.μ. 1 φυσώ, παρασύρω φυσώντας· - ПЫЛЬ С ПОЛКИ φυσώ τη σκόνη απο το ράφι. 2 συσσωρεύω φυσώντας. 3 αντιγράφω απο άλλον εργασία (παρουσιάζοντας την για δική μου). II εκφρ. точно (словно, как κ.τ.τ.) ветром -ло σαν να τον πήρε ο άνεμος (εξαφανίστηκε ξα- φνικά). сдыхать р.δ. βλ. сдохнуть. сдажать р.δ. βλ. сдюжить. СЛОЖИТЬ, ~Ж7> -ЖИШЬ р.σ. (απλ.) αντεπε- αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα. Се μόριο δεικτικό· (παλ.) να, δες. Сё, Сего αντωνυμία δεικτική· αυτό, τούτο. *сеаНС, -а α. καθορισμένα χρονικά όρια ε- επίδειξης ή ώρες επίδειξης· - показа моделей ώρες επίδειξης μοντέλων - одновременной игры В шахматы επίδειξη αγώνα σκακιού με πολλούς αντίπαλους. II προβολή κινηματογρα- κινηματογραφική· дневной - ημερήσια προβολή· ночной - εσπερινή (νυκτερινή) προβολή. II περιποίηση αρρώστου. II ποζάρισμα μπροστά στο ζωγράφο. Себе (μόριο άτονο)· χρησιμοποιείται με ρήμα ή αντωνυμία με σημ. ελεύθερα, όπως θέ- θέλω, όπως μου αρέσει, όπως γουστάρω. II εκφρ. ничего себе α) βλ. ничего A σημ.). β) ά- άσχημα (με σημ. αγανάκτησης). себестоимость, -И θ. το κόστος παραγωγής· снижение -И продукции μείωση του κόστους των προ'ίόντων ή της παραγωγής. себя, себе, собою κ. собой, о себё(аито- παθής αντων. για τα τρία γένη)· εαυτός· каждый от- отвечает за - ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του· каждый работает ДЛЯ - ο κα- καθένας εργάζεται για τον εαυτό του· НИКТО не хочет Обесчестить - κανένας δε θέλει να α- ατιμάσει τον εαυτό του· он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του· Я не Доволен собою δεν είμαι ευχαριστη- ευχαριστημένοι? απο τον εαυτό μου· судить других ПО себе κρίνω τους άλλους απο τον εαυτό μου· ТЫ вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις· ОН вне - ОТ радости είναι εκτός εαυτού απο τη χαρά. II (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порёзил себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του· брать (взять) кого с собой παίρνω κά- κάποιον μαζί μου· за - πίσω μου. II κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια- она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους· берите это на - επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση· присвоить -ё чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα· мне ЧТО-ТО не ПО Себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά, II εκφρ. κ себе σπίτι μου-я пригласил его к себе τον προσκάλεσα σπίτι μου· ОТ - απο μένα, απο μέρος μου, εξ ονόματος μου· ПО себе α) κατ' εμέ· κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαι- απαιτήσεις μου· найти работу ПО себе βρίσκω δου-
себ 427 сед λειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου· оста- оставить по себе добрую память αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση· Προ - α) άφωνα· μέσα μου· με σιγανή φωνή. β) брать, взять, принять на - παίρνω επάνω μου, υπ' ευθύνη μου, υπεύθυνα- не В себе εκτός εαυτού· не ПО себе α) αδι- αδιαθετώ, β) βλ. неудобно· быть самим собой ό- όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο· СОбОЙ ή (απλ.) ИЗ - κατά την εμφάνιση· се- себе на уме КТО είναι κρυφός, πονηρός· сам по Себе αυτός καθ' εαυτόν у - στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ. себялюб, -а α. βλ. себялюбец. Себялюбец, -бца α. φίλαυτος, εγωιστής, α- τομικιστής. себялюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о φίλαυ- φίλαυτος, εγωιστής, ιδιοτελής. себялюбие, -Я ουδ. φιλαυτία, εγωισμός, α- ατομικισμός, ιδιοτέλεια. сев, -а α. σπορά, σπάρσιμο· весенний - α- ανοιξιάτικη σπορά· осенний - φθινοπωριάτικη σπορά. север, -а α. ο βοριάς· стрелка компаса указывает На - о δείκτης της πυξίδας δεί- δείχνει στο βοριά· К -у Москвы βόρεια της Μό- Μόσχας· народы -а οι βόρειοι λαοί. II εκφρ. краЙНЫЙ Север о άκρος Βοριάς, η Αρκτική. Северный επ. βορινός, βόρειος· - ветер βόρειος άνεμος, ο βοριάς· - народ βόρειος λαός· - полюс βόρειος πόλος· -ое направле- направление βόρεια κατεύθυνση: -ая Греция η βόρεια Ελλάδα. II εχφρ. ~ая Пальмира (παλ.) η Πε- Πετρούπολη· - полюс магнита о θετικός πόλος του μαγνήτη. северо-ВОСТОК, -а α. βορειοανατολική κα- κατεύθυνση ή χώρος βορειοανατολικός· держать курс на - κατευθύνομαι βορειοανατολικά· - Франции η βορειοανατολική Γαλλία. северо-восточный επ.βορειοανατολικός· ветер βορειοανατολικός άνεμος· -ое напра- направление βορειοανατολική κατεύθυνση. северо-запад, -а α. (για κατεύθυνση ή χώ- χώρο)· βορειοδυτικός· направиться на - κατευ- κατευθύνομαι βορειοδυτικά· - Греции η 'βορειοδυ- 'βορειοδυτική Ελλάδα. северо-западный επ. βορειοδυτικός· - ве- ветер βορειοδυτικός άνεμος. северяне, -ян πλθ. (ενκ. северянин, -а α., -ка, -и θ.)· οι βόρειοι (κάτοικοι). северянин α., -ка θ. βλ. северяне. севец, -вца α. βλ. сеяльщик. Севооборот, -а α. αμειψισπορά. Севосмен, -а α. αμειψισπορά (μη σταθερή). севр, -а α. (αθρσ.) αγγεία περίφημα των Σεβρών. Севрский επ. των Σεβρών -ая ваза δοχείο (αγγείο) των Σεβρών - мирный договор η συνθήκη των Σεβρών (το 1920). севрюга, -и θ. ο οζύρυγχος, μερσίνη (ψάρι). Севрюжий, -ья, -ье επ. του οζύρυγχου· ЛОВ αλιεία του οζύρυγχου· - суп σούπα απο οξϋρυγχο. Севрюжина, -Ы θ. το κρέας του οζύρυγχου. севрюжка, -И θ. 1 μικρός οζύρυγχος. 2 βλ. севрюжина. * сегидилья, -и θ. λα'ΐκός ισπανικός χορός καθώς και η μουσική του. *СвГМент, -а α. 1 τμήμα κύκλου, τομέας.. 2 άρθρο (μέλος του σώματος). сегментарный επ. αποτελούμενος απο άρθρα. СегментаЦИОННЫЙ επ. διαμεριστικός, του δι- διαμερισμού. сегментация, -и θ. διαμερισμός, χωρισμός σε μέρη, τμήματα, μέλη. Сегментный επ. του τμήματος κύκλου ή σχή- σχήματος αυτού. СегОДНЯ (προφ. σεβόντνια) επίρ. 1 σήμερα· - у нас экзамены σήμερα έχομε εζετάσεις· - вечером σήμερα το βράδυ· - утром σήμερα το πρωί. 2 τώρα· προς το παρόν - у нас нет заводов, завтра будут τώρα δεν έχομε εργο- εργοστάσια, στο μέλλον θα έχομε. сегодняшний, -яя, -ее επ. σημερινός· день η σημερινή μέρα, η σήμερον -ЯЯ газета σημερινή εφημερίδα· ~$е происшествие σημε- σημερινό γεγονός (ή συμβάν). II εκφρ. жить -им Днём α) ζω την πραγματικότητα, την καθημε- καθημερινή ζωή. β) σκέφτομαι μόνο για το σήμερα. сеголетки, -ток κ. -тков πλθ. (ενκ. сего- сеголеток, -тка α., -ка, -и θ.)· μικρά, νεαρά, τρυφερά, χρονιάρικα, μονοετή ( για πτηνά, ζώα). сегрегационный επ. (χημ.) διαχωριστικός, "διακριτικός. ♦сегрегация, -и θ. διαχωρισμός, διάκριση· αποχωρισμός. Седалище, -а ουδ. (παλ.) η έδρα του αν- ανθρώπινου σώματος, η κάθιση, τα πισινά. II το κάθισμα, το έδρανο, το εδώλιο. седалищный επ. ισχιακός- - нерв ισχιακό νεύρο. седёлка, -И θ. σκελετός σάγματος, σέλας. седёлковый επ. της σέλας. седелочный επ. της σέλας. седельник, ~а α. σελοποιός. седельный επ. της σέλας· -ая сумка η θήκη της σέλας. седельце, -а ουδ. σελίτσα. седельчатый επ. σελοειδής. седельщик, ~а α. σελοποιός. седеть ρ.δ. ρ.δ. 1 ασπρίζω, ψαρα'ινω· мой ВОЛОСЫ -ЮТ τα μαλλιά μου ασπρίζουν. 2 φαί- φαίνομαι άσπρος.
Седина, ~Ы θ. γκρίζια μαλλιά. II γκρίζια τούφα τραχώματος στη γούνα. II γκρίζιο χρώμα. И εκφρ. ДОЖИТЬ до -ДЙН ζω ώσπου να γεράσω, να ασπρίσω. сединка, -И θ. άσπρη τρίχα. II γκρίζιατού- γκρίζιατούφα μαλλιών. II γκρίζιο χρώμα. Оедлание, -Я ουδ. σέλωμα· σαμάρωμα· ~ КО- КОНЯ σέλωμα του αλόγου· ~ осла σαμάρωμα του γα'ϊδάρου. СеДЛаТЬ р.δ.μ. 1 σελώνω· σαμαρώνω· - КО- КОНЯ σελώνω το άλογο- - осла σαμαρώνω το γάι- γάιδαρο. 2 μτφ. (στρατ.) κυριεύω, καβαλικεύω ύψωμα. II -СЯ σελώνομαι, σαμαρώνομαι. седлистый επ., βρ: -ЛИСТ, -а, -О για σέ- σέλωμα· -ая лошадь άλογο για σέλωμα. СеДЛО, -а ουδ. 1 σέλα, εφ'ιππιο· σαμάρι, σάγμα· сидеть В -ё κάθομαι στη σέλα· ка- валлерийское - σέλα ιππικού· дамское - γυ- γυναικεία σέλα. II σέλα ποδηλάτου. II (για ε- εξαρτήματα)· υποδοχή, κάθιση. 2 βλ. седовй- на. II εκφρ. идёт как корове - (για ένδυμα) πηγαίνει πολύ άσχημα (όπως η σέλα στη γελά- γελάδα)· ПОД ~ΟΜ υπο εφίππιο, είναι με σέλα ή σαμάρι· выбить (вышибить) ИЗ -а кого βλά- βλάπτω, προξενώ κακό σε κάποιον. седловатый επ., βρ: -ват, -а, ~о. 1 βλ. сеДЛЙСТЫЙ. 2 σαν σέλα, σχήματος σέλας. седловидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно σαν σέλα, σχήματος σέλας. Седловина, -Ы θ. καμπή της ράχης ζώων (ό- (όπου επ ι κάθετα ι η σέλα). II αυχένας, λαιμός ή διάσελο βουνού, σέλωμα. Седловка, -И θ. σέλωμα· σαμάρωμα. седлообразный επ., -зен, -зна, -зно βλ. седловидный. -Сёдлышко -а ουδ. σελίτσα· σαμαράκι. седобородый επ., βρ: -род, -а, -о ασπρο- γένης, ψαρογένης, πολιογένης. седобровый επ., βρ: -бров, -а, -о ασπρο- φρύδης, ψαροφρύδης. седовласый επ., βρ: -влас, -а, -о (γραπ. λόγος)· βλ. седоволосый. седоволосый επ., βρ: ~лос, ~а, -о ασπρο- ασπρομάλλης, ψαρομάλλης. седой επ., βρ: сед, седа, седо. 1 άσπρος· ψαρός· человек С седой бородой άνθρωπος ψα- ψαρογένης· -ая голова ασπρόμαλλο κεφάλι. 2 στικτόγκριζος (για γούνα). 3 γκρίζος, στα- σταχτής, τεφρός. II εκφρ. -ая старина η αρχαι- αρχαιότητα, τα πολύ παλαιά χρόνια. СеДОК, -а α. 1 ιππέας, καβαλάρης· αναβά- αναβάτης. 2 επιβάτης αλογάμαξας. седоусый επ., βρ: -ус, -а, -о ασπρομού- στακος, ψαρομούστακος. Седьмой επ. (αριθμ. τακτικό)· έβδομος· ο, η, το εφτά· ~ое ή -ОГО Ноября η εφτά του Νοέμβρη· глава -8Я κεφάλαιο έβδομο· - ΗΟ- мер о έβδομος αριθμός, το εφτά νούμερο· две -ЫХ τα δύο έβδομα· четверть -ОГО εξ και τέταρτο της ώρας. сёжа, ~ы θ. αλιευτικό δίχτυ σακκοειδές. ♦сезам? -а α. βλ. кунжут. сезам? -а α: - откройся ή отворись! ανοί- ανοίξατε πύλες! (ξόρκι με το οποίο δήθεν διεισ- διεισδύεις στους κρυμμένους θησαυρούς, στα μυ- μυστικά). сезамовый επ. σουσαμένιος, σησάμινος· -ое масло σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο· σησάμινο χρίσμα. *СезОН, ~а α. 1 εποχή· ЗИМНИЙ - η εποχή του χειμώνα. 2 σαιζόν, περίοδος· театральный - θεατρική σαιζόν - Яблок η εποχή των μή- μήλων - винограда εποχή των σταφυλιών. СеЗОННИК, ~а α. εργάτης εποχιακός. сезонный επ. εποχιακός, της εποχής· της περιόδου· -ые работы εποχιακές εργασίες· билет εισιτήριο ολόκληρης περιόδου ή διαρ- διαρκείας. *СеЙД, ~а α. σείχης. Сей, сего, οργν. СИМ, προθτ. О сём α., СИЯ, сей θ., сиё, сего, οργν. сим, προθτ. о сём ουδ., πλθ. СИЙ, СИХ αντωνυμία δειχτική· αυ- αυτός, -ή, ~ό· (ε)τούτος, -η, ~ο· перед сим πριν απ' αυτό, προηγούμενα· ДО сего времени ή до сих пор ως τώρα· при сём случае ή при сей оказии σ' αυτή την περίπτωση, περίστα- περίσταση· за сим μετά απ' αυτό· прилагаю при сём КОПИЮ его Письма επισυνάπτω μαζί και αντί- αντίγραφο της επιστολής του· прилагаемое при Сём ПИСЬМО η συνημμένη επιστολή· ПОД СИМ камнем лежит тело покойного κάτω απ' αυτήν την ταφόπετρα κείται το σώμα του μακαρίτη· ОТ СИХ ДО СИХ απ' εδώ ως εδώ (για ανάγνω- ανάγνωση ή αντιγραφή κειμένου)· быть ПО сему ας είναι έτσι· сию минуту, секунду αυτό το λε- λεπτό, το δευτερόλεπτο (πάραυτα, αμέσως). *СеЙМ, -а α. Δίαιτα, κοινοβούλιο (στο με- μεσαίωνα και σε μερικά σημερινά ευρωπ. κράτη). Сеймовый επ. της δίαιτας, της βουλής. ♦сейнер, -а α. είδος αλιευτικού σκάφους. ♦сейзмический επ. σεισμικός· ~ие колебания σεισμικές δονήσεις· -ие ВОЛНЫ σεισμικά κύ- κύματα· -ие области σεισμικές περιοχές. СеЙСЫЙЧНОСТЬ, ~И θ. σεισμικότητα. ♦сейсмограмма, -Ы θ. σεισμογράφημα και σει- σμόγραμμα. Сейсмограф, -а α. σεισμογράφος (συσκευή). сейсмографический επ. σεισμογραφικός· прибор σεισμογραφική συσκευή (σεισμογράφος). сейсмография, -и θ. βλ. сейсмология. СеЙСМОЛОГ, -а α. σεισμολόγος. сейсмологический επ. σεισμολογικός.
сей 429 сек *сеЙСМОЛОГИЯ, -И θ. σεισμολογία. *сейсмометр, ~а α. σεισμόμετρο. Сейсмометрический επ. σεισμομετρικός. Сейсмометрия, -И θ. σεισμομετρία. сейсмостойкий επ. σεισμοανθεκτικός. СеЙСМОСТОЙКОСТЬ, -И θ. σεισμοανθεκτικότητ τα. *СеЙф, -а α. χρηματοκιβώτιο. сейчас επίρ. αυτή την ώρα ή τη στιγμή· τώ- τώρα (αμέσως)· - приду τώρα θα 'ρθώ· ВЫ ~ говорили, ЧТО... εσείς τώρα λέγατε ότι... II αμέσως πάραυτα, παρευθύς· Я - возвращусь εγώ θα επιστρέψω αμέσως· - после того, как ОН приехал αμέσως μετά την άφιζή του. II απ' εδώ, τώρα· - начинаются поля απ' εδώ αρχίζουν τα χωράφια. II τώρα μόλις, πριν λί- λίγο, προ λίγου· его - арестовали τώρα μόλις τον έπιασαν. ♦секанс, -а α. (μαθ.) η τέμνουσα. ♦секатор, -& α. κλαδευτήρι, ψαλίδα. Секач1 -а α. τέμνον όργανο. секач? -а α. (δι,αλκ.) μεγάλο γουρούνι· II οταρίας. секвестр, -а α. 1 μεσεγγύηση. 2 νάρκωση, απομόνωση μέλους του σώματος. секвестрация, -И θ. επιβολή μεσεγγύησης. II βλ. секвестр B σημ.). секвеотрировать(ся) ρ.δ. βλ. секвестро- секвестровать ся). секвестрование, -я ουδ. βλ. секвестр. оеквесгровать, -струю, -струешь, παα μτχ. παρλθ. χρ. секвестрованный, βρ: -ван, -а, -О р.δ.κ.σ. μεσεγγυώμαι, βάζω μεσέγγυο. II -СЯ μεσεγγυώμαι. секвойя, -и θ. σεκουοΐα, ουελλιγκτωνία. секира, -Ы θ. (παλ. κ. διαλκ.) πέλεκυς, τσεκούρι (ως όπλο ή εργαλείο). ♦секрет} -а α. 1 μυστικό, κρυφό, απόρρη- απόρρητο· держать В ~е κρατώ μυστικό· выдать - προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό. II κρυφή αιτία· знать - приготовления γνωρίζω το μυ- μυστικό κατασκευής· - изобретения το μυστικό της εφεύρεσης· ларёц С -ОМ το κουτί της Πανδώρας· - успеха το μυστικό της-επιτυχί- της-επιτυχίας. 2 μηχανισμός μυστικής λειτουργίας· за- замок С -ОМ κλείδωνιά με μυστικό. 3 προχωρη- προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο. II εχψρ. ПО -у ή ПОД -ом μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια. Секрет? -а α. έκκριμα αδένων. ♦секретариат, -а α. η γραμματεία· - редак- редакции газеты η γραμματεία της σύνταξης της εφημερίδας. II οι πρακτικογράφοι (συνέλαυ- σης, σύσκεψης κ.τ.τ.). секретарский επ. του γραμματέα· -ая дол- должность η θέση του γραμματέα· -ие ОбЯЗШНОС- ти οι υποχρεώσεις του γραμματέα. секретарство, -а ουδ. γραμματεία, η θέση ή το αξίωμα του γραμματέα. секретаротвовать, -ствуго, -ствуешь р.δ, είμαι γραμματέας ή εκτελώ καθήκοντα γραμμα- γραμματέα. секретарь, -Я α., -рша, -И θ.1 ο, η γραμ- γραμματέας, γραμματικός· ЛИЧНЫЙ ~ о ιδιαίτερος γραμματέας. II πρακτ ικογράφος · - суда чсра- κτικογράφος του δικαστηρίου. 2 εκλεγμένος καθοδηγητής· - партийного бюро γραμματέας του κομματικού γραφείου. 3 ο επικεφαλής· редакции газеты о αρχισυντάκτης της εφημε- εφημερίδας. II βκφρ. государственный - υπουργός των εξωτερικών των ΗΠΑ. учёный - γραμματέας επιστημονικού ιδρύματος. ♦секретер, -а α. τραπέζι-γραφε'ιο. секретин, -а α. ουσία εκκριτική. Секретка, -и θ. είδος ταχυδρομικού χ«Ρ- τιού. Секретничать ρ.δ. 1 κρατώ (φυλάγω) μυστι- μυστικό. 2 μιλώ κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώ, κρυ- κρυφό κουβεντιάζω. секретно επίρ. μυστικά, κρυφά· СООбЩИТЬ - πληροφορώ μυστικά. секретность, -и θ. μυστικότητα. секретный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 μυστικός, κρυφός· απόρρητος· -ые переговоры μυστικές συνομιλίες; - договор μυστική συμ- συμφωνία· - документ μυστικό έγγραφο· - выход μυστική έξοδος· -ое поручение μυστική απο- αποστολή. 2 ουσ. -ая θ. απομονωτήριο φυλακής. секреторный επ. εκκριτικός, της έκκρισης, ♦секреция, -И θ. έκκριση (αδένων), ♦секста, ~Ы θ. (μουσ.) το εξάτονο. ♦секстант κ. секстан, ~а α. το εκτοκύκλιο (όργανο επιπεδομετρικό και αποστάσεων). * ♦секстет, ~а σ. (μουσ.) το σεξτέτο. сексуализм, ~а α. σεξουαλισμός. сексуальность, -и θ. σεξουαλισμός, ♦сексуальный επ. σεξουαλικός, γενετήσιος· -ые отношения σεξουαλικές σχέσεις. ♦секта, -Ы θ. 1 αίρεση. 2 μτφ. ομάδα σε- χταριστών-δογματιστών· σεχταριστική ομάδα. Сектант, -а α., -ка, -и θ. 1 αιρετικός, -ή. 2 μτφ. σεχταριστής. Сектантский επ. 1 αιρετικός. 2 μτφ. σε- σεχταριστικός. СеКТвНТСТВО, -а ουδ. 1 αίρεση· οι αιρετι- αιρετικοί. 2 βλ. секта B σημ.>. ♦сектор, -а, πλθ. секторы κ. сектора, α. ο τομέας· - круга τομέας κύκλου· сфериче- сферический - σφαιρικός τομέας· - Обороны τομέας της άμυνας· административный - διοικητικός τομέας. секторальный επ. τομεακός. секторный επ. τομεακός. II σχήματος τομέα.
сек 430 сел СекуляризациОННЫЙ επ. (για εκκλησ. ιδιο- ιδιοκτησία) της κρατικοποίησης, της κοινωνικο- ποίσης. II πολιτικού, ιδιωτικού χαρακτήρα, μη θρησκευτικός. * Секуляризация, -и θ. 1 κρατικοποίηση, κοι- κοινών ικοποίηση (εκκλησιαστ ικής-μοναστη ριακής ιδιοκτησίας). 2 αποχωρισμός απο την εκκλη- εκκλησία, λαΐκευση· - школьного преподавания λα- ίκευση της σχολικής διδασκαλίας. оекуляризйровать, ~рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. κρατικοποιώ, κοινωνικοποιώ (περιουσία εκ- εκκλησιαστ ική-μοναστηριακή). II αποχωρίζω απο την εκκλησία· λα'ίκεύω. секуляризовать(оя) р.σ.κ.δ. βλ. секуляри- секуляризировать СЯ) . ♦секунда, -И е, 1 δευτερόλεπτο της ώρας ή μοίρας. 2 (μουσ.) το διάστημα μεταξύ δυο φθόγγων. II (μουσ.) το σεγκόντο. II εκφρ. Β (одну) -у στο λεπτό, σ' ένα λεπτό· - В -у α) κατά δευτερόλεπτο, β) στο δευτερόλεπτο (αμέσως, πάραυτα)· одну -у (περίμενε) ένα δευτερόλεπτο. •оекундант, -а α. 1 μάρτυρας μονομαχίας. 2 (αθλτ.) βοηθός. Секундантский επ. του μάρτυρα μονομαχίας. II (αθλτ.) του βοηθού. Секунд-майор, -а α. (παλ.) βαθμός μεταξύ ταγματάρχη και λοχαγού. секундный επ. του δευτερόλεπτου· κατά δευ- δευτερόλεπτο· -ая стрелка о δείχτης δευτερόλε- δευτερόλεπτων -ая Пауза παύση δευτερόλεπτου·- рас- ХОД ВОДЫ η κατά δευτερόλεπτο κατανάλωση νε- νερού. Секундомер, ~а α. το χρονόμετρο. Секундометрист, -а α. ο χρονομέτρης. СекуНДОЧКа, ~И θ. δευτερολεπτάκι. секущий επ. απο μτχ. (μαθ.)· τέμνων. II ουσ. -ая θ. (μαθ.) η διατέμνουσα. секционный επ. τμηματικός, κατά τμήματα. II αποτελούμενος απο τμήματα. Секционный2 επ. της τομής· για τομή. "секция? -И θ. 1 τμήμα· τομέας· - ГОТОВОГО Платья В универмаге τμήμα ετοίμων ενδυμά- ενδυμάτων στο κατάστημα· работа совещания ПО -ЯМ εργασία της σύσκεψης κατά τμήματα. 2 διαμέ- διαμέρισμα· - ЖИЛОГО дома διαμέρισμα σπιτιού. •секция? -И θ. τομή χειρουργική, σχίσιμο· άνοιγμα· - трупа σχίσιμο του πτώματος· Вены σχίσιμο της φλέβας. *СелаДОН, -а α. γυναικάς, γυναικοθήρας. Селёдка, -И θ. αρίγγη (επιστ.), ρέγγα(λκ,I капчёная - καπνιστή ρέγγα. СелёДОЧНИЦа, -Ы θ. πιάτο επίμηκες (για σερβίρισμα ρεγγών). оелёДОЧНЫЙ επ. της ρέγγας· - запах η μυ- μυρουδιά της ρέγγας. селезений, -ья, -ье επ. παπίσιος· - пух παπίσιο πούπουλο. селезёнка, -и θ. η σπλήνα. селезёночный επ, της σπλήνας. Селезень, -ЗНЯ α. το αρσενικό παπί. сёлезневый επ. παπίσιος· -ое перо παπίσιο φτερό. селективность,.-И θ. επιλογή, ξεχώρισμα. селективный επ. επίλεκτος, διαλεχτός. *селектор, ~а α. επιλογέας. Селекторный επ. επιλογικός, της επιλογής· ~ аппарат επιλεκτική συσκευή. селекционер, ~а α. επιλογέας, ειδικός στην επιλογή. Селекционный επ. επιλογικός, της επιλογής· επίλεκτος· ~ая работа εργασία επιλογής· -ые сорта пшеницы εκλεκτές ποικιλίες σιταριού, ♦селекция, -и θ. επιλογή (φυτών, ζώων), •селён, ~а α. σελήνιο (χημ. στόχε ίο). селение, -Я ουδ. χωριό· κατοικημένο μέρος. селенистый επ. σεληνιούχος. *селенит} ~а α. η σεληνίτιδα ή σεληναία. Селенит? -а α., ~ка, -и θ. ο, η κάτοικος της σελήνης (στα μυθιστορήματα). селеновый επ. του σεληνίου. II σεληνιούχος. ΙΙαπο σελήνιο· -ая пластинка πλάκα απο σελή- σελήνιο. Селенографический επ. σεληνογραφικός. ♦селенография, -И θ. σελη-ίογραφία. Селитебный επ. του οικοπέδου· για οικόπε- οικόπεδο· -ые Земли χώρος οικοπέδων, •селитра, ~Ы θ. νίτρο Χιλής, νιτρικό νάτριο. Селитровый επ. νιτρικός. селитряный επ. νιτρικός, του νίτρου· -ые залежи κοιτάσματα νίτρου. II νιτρώδης, που περιέχει νίτρο. селить(ся) р.δ. βλ. поселйть(ся). селитьба, -Ы θ. 1 (παλ.) εγκατοίκιση, σπί- τωμα. 2 (παλ.) χωριό συνοικισμός. II κατοι- κατοικημένο μέρος. СеЛИЩе, -а ουδ. αρχαίο κατοικημένο μέρος. село, -а, πλθ. Сёла ουδ. 1 χωριό, κεφα- κεφαλοχώρι· города и сёла πόλεις και χωριά· тру- труженики Сёл И ΓΟροΐΌΒ οι εργαζόμενοι των χω- χωριών και των πόλεων. Сельдевый επ. της αρίγγης, της ρέγγας. II ουσ. -ые, -ЫХ τα κλυπε'ίδή. •сельдерей, -я α. το σέλινο. Сельдерейный επ. του σέλινου· - запах η μυρουδιά του σέλινου· - корень ρίζα σέλινου. Сельджуки, -ΟΒ πλθ. οι Σελτζουκίδες. Сельджукский επ. σελτζουκιδικός. Сельдь, -и, γεν. πλθ. -ей θ. αρί·γγη, ρέγ- ρέγγα· ρέγγα η σαρδική: капчёная - καπνιστή ρέγγα. II εκφρ. как -и в бочке σαν οι σαρδέ- σαρδέλες στο κουτί ή στο βαρέλι (πολύ μεγάλος συ-
сел 431 сем νωστισμός). сельдяной επ. της ρέγγας. II για ρέγγες- -ая бочка ψαροβάρελο. селькор, -а α. (сельский корреспондент) о ανταποκριτής της υπαίθρου. сельпо, ουδ. άκλ. (сельское потребитель- потребительное общество)· αγροτικός καταναλωτικός συ- συνεταιρισμός- μαγαζί αυτοϋ του συνεταιρισμού. сельский επ. 1 αγροτικός* χωρικός, του χω- χωριού· της υπαίθρου· -ая ЖИЗНЬ αγροτική ζωή, η ζωή του χωριού· -ая школа το σχολείο του χωριού· -ие работы αγροτικές δουλειές· учитель ο δάσκαλος του χωριού· - священник ο παπάς του χωριού· -ая молодёжь η αγροτική νεολαία· - совет βλ. сельсовет; - корреспо- корреспондент βλ. селькор; -ая местность η ύπαιθρος, η εξοχή- ~ое ХОЗЯЙСТВО αγροτικό νοικοκυριό. сельскохозяйственный επ. της αγροτικής οι- οικονομίας· αγροτικός, γεωργικός· γεωπονικός, της γεωργίας· -ые работы αγροτικές (γεωρ- (γεωργικές) δουλειές· -ая выставка έκθεση αγρο- αγροτικής οικονομίας· -ые товары αγροτικά ε- εμπορεύματα (προϊόντα)· -ая кооперация αγρο- τικός συνεταιρισμός· -ая страна αγροτική χώρα· -ая машина αγροτική μηχανή· - ИНСТИ- тут ινστιτούτο αγροτικής οικονομίας ή γε- γεωργίας. сельсовет, -а α. (сельский совет) το συμ- συμβούλιο του χωριού. *сельтерский επ: -ая вода νερό σελτς ή σέλτερς. II ουσ. -ая θ. το νερό σελτς. СеЛЬЦО, -а ουδ. χωριουδάκι. сельчанин, -а, πλθ. -чане, -чан α. 1 (παλ.) χωρικός, χωριάτης. 2 χωριανός, συχωριανός. селянин, -а, πλθ. ~ляне,~лян α., -ка, -и θ. (παλ. κ. διαλκ.) χωρικός, -ή, αγρότης, -ισσα. селянка1 βλ. (παλ.)· селянин, -янка. селянка2к. СОЛЯНка, -И θ. πηχτή ψαρόσου- πα ή κρεατ,όσουπα. II φαγητό γιαχνί με κραμ- βολάχανο. 06ЯЯНСКИЙ επ. (παλ. κ. διαλκ.) αγροτικός. Сем... πρώτο συνθετικό με σημ. семеной του σπόρου: семфонд απόθεμα σπόρου. сём κ. сём-ка; сем κ. сём-ка μόριο (παλ. к. διαλκ.) λοιπόν εμπρός, άι, δόσε. ♦семантика, -и θ. 1 η σημαντική, σημασία λεκτική. 2 βλ. семасиология. Семантический επ. σημαντικός, δηλωτικός σημασίας. СемаСИОЛОГ, -а α. σημασιολόγος. семасиологический επ. σημασιολογικός. *Сема0И0ЛОГИЯ, -и θ. σημασιολογία. ♦семафор, ~а α. 1 σημαφόρος. 2 (ναυτ.) ση- ματοφόρος. Семафорить ρ.δ. σηματοδοτώ, (δια)σημαίνω. Семафорный επ. του σηματοφόρου. семафорщик, ~а α. ο σηματοδότης. сёмга, -И θ. σολομός, αντακαίος ή αττα- καίος (ψάρι). Семейка, -И θ. 1 οικογενειοϋλα. 2 ομαδί- τσα. семеЙНЫЙ επ. οικογενειάρχης, άνθρωπος με οικογένεια- -ые ЛЮДИ άνθρωποι οικογενειάρ- οικογενειάρχες. II οικογενειακός· -ые обязанности οι- γενειακές υποχρεώσεις· ~ое счастье οικογε- οικογενειακή ευτυχία· по ~ым обстоятельствам για οικογενειακούς λόγους· -ые дела οικογενει- κές υποθέσεις· сцена ИЗ -ОЙ ЖИЗНИ σκηνή απο την οικογενειακή ζωή. семейственность, -И θ. 1 οι οικογενειακές αρχές, οικογενειακός τρόπος ζωής. 2 οικογε- νειακότητα, νεπωτισμός· ευνοιοκρατία· борь- борьба С -ЬГО αγώνας ενάντια στις οικογενειακό- τητες. Семейственный επ. 1 (παλ.) οικογενειακός. 2 με οικογενειακή.αγάπη, φροντίδα. 3 με οι- κογενειακότητα· - ПОДХОД К подбору 'кадров επιλογή στελεχών με την αρχή της οικογενει- ακότητας. семейство, ~а ουδ. 1 βλ. семья A σημ.). 2 οικογένεια, ομοιογένεια ζώων, φυτών). Семенистый επ., βρ: -НЙСТ, -а, -О γεμάτος σπόρους. семенить ρ.δ. βαδίζω «^γρήγορα και με μικρά βήματα. II -ОЯ παράγω, κάνω, δίνω πολλούς σπόρους. семенник, -а α. 1 σποροθήκη φυτών. 2 καρ- καρποί για σπόρους. 3 κήπος φυτών για παραγωγή σπόρων. 4 (ανατ.) όρχις. семенниковый επ. 1 της σπερματοθήκης. 2 του όρχεως. Семенной επ. 1 του σπόρου, του σπέρματος· -ые ВСХОДЫ οι φύτρες των σπόρων. II με σπό- σπόρο, με σπέρματα· ~0е размножение πολλαπλα- πολλαπλασιασμός με σπόρο· - фонд απόθεμα σπόρων -ая пшеница σιτάρι για σπόρο. 2 σπερματικός. семеновОДОТВО, -а ουδ. σποροκαλλιέργεια, καλλιέργεια σπορόφυτων. Семеноводческий επ. σποροκαλλιεργητικός. Семерик, -а α. παλαιό ρωσικό μέτρο εφτά μονάδων - хлеба εφτά πούτια σιτάρι· два -а СНОПОВ δυο εφτ"άρια δεμάτια A4 δεμάτια)·ве- δεμάτια)·верёвка— τριχιά με εφτά κλωνιά. семёрка, -И 6, 1 ο αριθμός 7 εφτάρι. II η εφτάδα· - ПЛОВЦОВ εφτάδα κολυμβητών. 2 το ε- εφτάρι (στο χαρτοπαίγνιο)· - ПИК το εφτά μπα- στούνι. семерной επ. εφταπλάσιος- в -ом размере στο εφταπλάσιο. - семеро, -ЫХ αθρσ. αριθ. οι εφτά· „семеро против Фив" „εφτά επι Θήβας". - Детей εφτά
сем 432 сем παιδιά (τέκνα)· семь женщин И - мужчин εφτά γυναίκες και εφτά άντρες. *Свмёотр, - а α. εξάμηνο διδακτικό. Семестровый επ. εξάμηνος, του εξάμηνου- -ые экзамены οι εξετάσεις του εξάμηνου. семечко, ~а, πλθ. -чки, -чек α. 1 μικρός σπόρος. 2 πλθ. -ЧКИ οι ηλιόσποροι. Семечковый επ. του ηλιόσπορου· απο ηλιό- ηλιόσπορο· -ая лузга οι φλούδες των ηλιόσπορων. II περιεκτικός σπόρων. семг... πρώτο συνθετικό· με σημ. επτά..., εφτά... семиструнный, семидневный . семигранник, ~а α. σώμα εφτάεδρο. семигранный επ. εφτάεδρος. Семидесятилетие, -Я ουδ. 1 εβδομηκονταε- τία. 2 εβδομηκονταετηρ'ιδα. СеМИДеСЯТИлёхниЙ επ. εβδομηκονταετής, ε- βδομηντάχρονος. СеМИДеОЯТИПЯТИлётниЙ επ. εβδομηκονταπε- νταετής, εβδομηκονταπεντάχρονος. Семидесятый αριθμ. τακτικό· εβδομηκοστός, ο, η, το εβδομήντα· — номер о εβδομηκοστός α- αριθμός, το εβδομήντα νούμερο· ~ые ГОДЫ η δεκαετία του εβδομήντα G0 - 79). Оемиднёвка, -И θ. το εφταήμερο. Семидневный επ. εφταήμερος. семижильный επ. (απλ.) πολύ γερός, ανθε- ανθεκτικός· σιδερένιος, ατσαλιένιος, χαλκέντε- χαλκέντερος. Семиклассник, -а α., -ца, -Ы θ. μαθητής, -τρία της έβδομης σχολικής τάξης. Семиклассный επ. εφτατάξιος· -ая школа ε- φτατάξιο σχολείο (εφτά τάξεων)· -ое образо- образование εφτατάξια μόρφωση. семикратный επ. εφταπλάσιος, εφταπλούς· ε- φτάδιπλος. Семилетие, -я ουδ. εφταετία, εφτάχρονο. Семилетка'] -и θ. 1 το εφτατάξιο σχολείο. 2 το εφτάχρονο πλάνο. семилетка1βλ. семилеток. Семилетний επ. εφτάχρονος, εφταετής; -ее Образование εφταετής μόρφωση· -ЯЯ Девочка εφτάχρονο κοριτσάκι· - план εφτάχρονο πλάνο. семилеток, -тка α., -ка, -и θ. εφτάχρονο παιδάκι, κοριτσάκι. Семимесячный επ. εφτάμηνος. ОемИМИЛЬНЫЙ επ. εφτά μιλίων. *Семинар, ~а α. σεμινάριο· φροντιστήριο. семинарий, -я α. βλ. семинар. Семинарист, -а α. 1 μαθητής φροντιστηρί- φροντιστηρίου (σεμιναρίου). 2 απόφοιτος ιερατικής σχο- σχολής (ιεροδιδασκαλείου). II ιεροσπουδαστής. ♦семинария, -и θ. 1 ιεροδιδασκαλείο. 2 ιε- ιερατική σχολή. Семинарский1επ. φροντιστηριακός, του σε- σεμιναρίου· -Ив занятия μαθήματα σεμιναρίου. Семинарский2 επ. ιεροδιδασκαλικός. || της ιερατικής σχολής. Семиполье, -Я ουδ. έκταση εφτά χωραφιών. Семипольный επ. εφτά χωραφιών - СвВООбО- ρότ αμειψισπορά κατά εφτά χωράφια. Семисотый επ. αριθμ. τακτικό- εφτακοσιο- στός· -номер εφτακοσιοστός αριθμός. семит βλ. семиты. Семитизм, -а α. σημιτισμός. семитический επ. σημιτικός· -ие языки οι σημιτικές γλώσσες. семитка1 βλ. семиты. семитка? -и θ. (παλ.) βλ. семишник. Семитолог, ~а α. σημιτολόγος. семитологический επ. σημιτολογικός, της σημιτολογίας. СемЙТСКИЙ επ. σημιτικός. семиты, -об πλθ. (ενκ. семит, -а α., -ка, -И θ.) οι Εημίτες. семитысячный επ. εφταχιλιοστός. II επτα- κισχίλιος, εφτά χιλιάδων- -ое войско στρά- στράτευμα εφτά χιλιάδων. семиугольник, -а α. το εφτάγωνο. Семиугольный επ. εφτάγωνος. семицветный επ. εφτάχρωμος. семичасовой επ. εφτάωρος- - рабочий день εφτάωρη εργάσιμη μέρα. Семишник, -а α. (παλ.) νόμισμα δυο καπι- κιών. ,, Семнадцатый αριθμ. τακτικό- δέκατος έ- έβδομος· ο, η, το δεκαεφτά· -ая глава το δέ- δέκατο έβδομο κεφάλαιο· -ое октября η δεκαε- δεκαεφτά του Οχτώβρη· - ГОД το δέκατο έβδομο έ- έτος. семнадцать, -И о αριθμός 17. II ποσό δε- δεκαεφτά· - рублей δεκαεφτά ρούβλια- - ме- трбв δεκαεφτά μέτρα- - учеников δεκαεφτά μαθητές. Сёмужий, -ЬЯ, -ье επ, του αντακαϊου· -ая ИК- ра τάριχος αντακαϊου, χαβιάρι. Семь, Семи, οργν. семью αριθμ. ο αριθμός 7. II ποσόν εφτά - учеников εφτά μαθη- μαθητές· - лет εφτά χρόνια· - рублей εφτά ρού- ρούβλια· - раз отмерь - один раз отрежь (παρμ.) μέτρα καλά κι ύστερα κόψε. семьдесят, семидесяти, οργν. семьюдесятью αριθμ. ο αριθμός 70. II ποσό εβδομήντα G0)· - дней εβδομήντα μέρες· - метров εβδομήντα μέτρα· - человек εβδομήντα άνθρωποι. семьсот, семисот, семистам, семьюстами, О семистах αριθμ. ο αριθμός 700. II ποσό εφτακόσια G00)· - рублей εφτακόσια ρού- ρούβλια- - метров εφτακόσια μέτρα. семью επίρ. (στον πολλαπλασιασμό)· εφτά φορές· -пять - тридцать пять εφτά φορές το πέντε = τριάντα πέντε- εφτά επι πέντε β τρι-
сем 433 сон άντα πέντε. семья, ~й, πλθ. семьи, семей, семьям θ. 1 οικογένεια, <ραμελιά, φαμίλια- член ~ЬИ μέ- μέλος της οικογένειας· известная - το τζάκι· бедная - φτωχή οικογένεια, φτωχοφαμελιά. II ομάδα στενά συνδεμένη· - ПОДПОЛЬЩИКОВ ομάδα παράνομων. 2 (για ζώα, φυτά)· ομοιογένεια·- кошачьих η οικογένεια των αιλουροειδών· кактусов οικογένεια των κακτοειδών. 3 ομο- γλωσσ'ια (συγγένεια γλωσσών). семьянин, ~а α. 1 (παλ.) οικογενειάρχης ή φαμελίτης. 2 καλός νοικοκύρης., семьянинка, -и θ. βλ. семьянин. семя, семени, πλθ. семена, семян, семенам ουδ. 1 σπόρος, σπυρί· растение дало -на το φυτό έδοσε σπόρους· сеять -на σπέρνω σπό- σπόρους· всхожесть семян φύτρωμα των σπόρων. 2 αρχή, αφετηρία, πρώτο ξεκίνημα· сеять -на раздора σπέρνω ζιζάνια, διχόνοια, γκρίνια. 3 (φυσιολ.) το σπέρμα. 4 γενεά, γενιά· - ЭВ- раамОВО η γενιά του Αβραάμ. семядольный επ. κοτυληδονικός. семядоля, -И θ. η κοτυληδόνα, σπερματό- φυλλο, σπορόφυλλο. семяизвержение, -я ουδ. βλ. семяизлияние. семяизлияние, -Я ουδ. ρεύση, χύσιμο(σπερ- μάτων), εκσπερματισμός, -τωση, αποσπερματι- σμός, -τωση. Семяпровод, -а α. 1 αγωγός σπόρου (σπαρ- τικής μηχανής). 2 (ανατ.) αγωγός σπερμάτων. *сенат, -а α. 1 η ρωμα'ίκή σύγκλητος. 2 α- ανώτατο δικαστικό όργανο (προεπαναστατικά). 3 η γερουσία. сенатор, -а α. γερουσιαστής. сенаторский επ. γερουσιαστικός, του γε- γερουσιαστή. Сенаторство, -а ουδ. το αζίωμα του γερου- γερουσιαστή. сенаторша, -И θ. η σύζυγος του γερουσια- γερουσιαστή . сенатский επ. 1 της γερουσίας· -ая комис- комиссия επιτροπή γερουσίας. 2 (παλ.) του ανώ- ανώτατου δικαστηρίου· ~ое здание το μέγαρο α- ανώτατου δικαστηρίου. *сенбернар, -а α. σκύλος του αγίου Βερ- Βερνάρδου (ράτσα). сени, -ей πλθ. κατώφλι· προθάλαμος, χωλ. ΟΘΗΗΗΚ, -а α. αχυρόστρωμα, χορταρόστρωμα. II (διαλκ.) βλ. сеновал. сённица, ~ы θ. (διαλκ.) βλ. сеновал. СеННОЙ1 επ. χορτάρινος· του χόρτου· - за- пах μυρουδιά χόρτου. II για χόρτο· - сарай ο αχυρώνας· - пресс χορτοπιεστική μηχανή. СеННОЙ2 επ. κ. (παλ.) сённый του κατωφλί- κατωφλίου, της εισόδου· του προθάλαμου. II εκφρ. -ая Девушка (παλ.) υπηρέτρια, δούλα. Сено, -а ουδ. χόρτο, χορτάρι, σανό· СТОГ -а θημωνιά χόρτου· КОСИТЬ - κοσίζω χόρτο· сушить - στεγνώνω το χόρτο. Сеновал, -а α. αχυρώνας. Сенокос, -а α. 1 χορτοκοπία. II εποχή χορ- τοκοπίας. 2 λειβάδι, λειμώνας. сенокосилка, -И θ. χορτοκοπτική μηχανή. сенокООНЫЙ επ. χορτοκοπτικός, της χορτο- κοπής ή της χορτοκοπίας· -ая пора εποχή της χορτοκοπίας· ~ые луга λειβάδια για χορτο- κοπή. Сенокошение, -Я ουδ. χόσισμα, χορτοκοπή. сеноуборка, -и θ. συγκομιδή του χόρτου (το κόσισμα, το στέγνωμα και το μάζεμα). сеноуборочный επ. της χορτοκοπίας· ~ые работы οι εργασίες της χορτοκοπίας: -ая машина χορτοσυλλεκτική μηχανή. Сенсационность, -И θ. αίσθηση· εντύπωση. сенсационный επ., βρ: -ционен, -ционна, -ЦИОННО αισθησιακός· εντυπωσιακός· -ые НО- НОВОСТИ εντυπωσιακά νέα· ~ое известие εντυπω- εντυπωσιακή είδηση. ♦сенсация, -и θ. αίσθηση· εντύπωση· вызвать -ю προκαλώ αίσθηση· производить (произве- (произвести) -Ю κάνω εντύπωση. *сенсибилизация, -и θ. 1 ευαισθητικότητα. 2 (φωτογρ.) ευαισθητικότητα στο φως. *сен-0ИМ0НИЗМ, -а α. σενσιμονισμός (ουτο- (ουτοπικός σοσιαλισμός του Σεν Σιμόν). ♦сенсуализм, -а α. αισθησιαρχία, αισθησιο- κρατία. Сенсуалист, -а α. αισθησιοκράτης. сенсуалистический επ. (φιλοσ.) αισθησιαρ- χικός, αισθησιοκρατικός. сенсуалистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. сенсуалистический. • сенсуальность, -И θ. αίσθηση· αισθητικό- αισθητικότητα. сенсуальный επ. αισθησιακός. Сентенциозность, -И θ. αποφθεγματικότητα. сентенциозный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; αποφθεγματικός, αφοριστικός. *Сентенция, -И θ. ρητό· απόφθεγμα, αφορι* σμός. *сентиментализм, -а α.1 συναισθηματισμός (λογοτεχνικό ρεύμα τον 18 - 19 αι.). 2 παλ. βλ. сентиментальность. сентименталист, -а α. οπαδός του συναι- συναισθηματισμού. оентиментальничать ρ.δ. είμαι συναισθημα- συναισθηματικός. сентиментальность, -И θ. συναισθηματικό- συναισθηματικότητα· ευαισθησία. *сентиментальный επ., βρ: -лен, -льна, -о 1 συναισθηματικός, του συναισθηματισμού·-ое направление В литературе συναισθηματική κα-
сен 434 сер τεϋθυνση στη λογοτεχνία. 2 ευαίσθητος· - че- человек συναισθηματικός άνθρωπος. сентиментальщина, -Ы θ. (περιφρ.) συναι- συναισθηματισμοί, συναισθηματικότητες. сентимёнты βλ. сантименты. ♦сентябрь, -Я α. Σεπτέμβρης (μήνας). II εκφρ. смотреть ~ём κοιτάζω σκυθρωπά, κα- τσουφιασμένα, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω, βα- ριοθυμώ, μελαγχολώ. сентябрьский επ. σεπτεμβριανός· ~ие СОбЫ- ТИЯ τα σεπτεμβριανά γεγονότα, сенцо, -а ουδ. το χορταράκι. сёнцы, -ев πλθ. μικρό κατώφλι, μικρός προ- προθάλαμος , χωλάκι. сень, -и, προθτ. о сени, в сени θ.(κυρλξ. κ. μτφ.)· παλ. σκέπη· ПОД -ЬЮ деревьев κά- κάτω απο τη σκέπη των δέντρων· ПОД ~Ы0 закона κάτω απο την προστασία του νόμου. *сеньор, -а α. κύριος, σενιόρ· αφέντης. ♦сеньорита, ~Ы θ. δεσποινίδα, σενιορίτα. *сеНЬОрЙЯ, -и θ. ιδιοκτησία μεγάλου γεωκτή- μονα. сепаративность, -И θ. ιδιότητα χωριστική, το χωριστόν - соглашения το χωριστόν της συμφωνίας (χωριστή συμφωνία). сепаративный επ., βρ: -вен, -вна, -вно, που περικλείνει χωρισμό, σχίσμα, σχισματι- σχισματικός· -ые выступления ομιλίες σχισματικές. ♦сепаратизм, -а α. χωρισμός, σχισματισμός· χωριστικό κίνημα.· сепаратист, -а α. οπαδός του σχισματι- σμού, του χωριστικού κινήματος. сепаратистский επ. χωριστικός, σχισματι- σχισματικός. сепаратность, -И θ. ενέργεια χωριστή, χω- ριστότητα. 'сепаратный επ. χωριστός, ξεχωριστός- - мир χωριστή ειρήνη. *сепаратор, -а α, (τεχ.) χωριστήρας· απο- χωριστήρας. сепараторный επ. διαχωριστικός. сепарация, -И θ. (δια)χωρισμός, αποχωρι- αποχωρισμός . сепарирование, -я ουδ. βλ. сепарация. ♦сепарировать, -руга, -руешь р.δ. (δια)χωρί- ζω, αποχωρίζω. II -СЯ (δια)χωρίζομαι, απο-. χωρίζομαι. ♦сепия, -и θ. 1 σηπία (επιστ.), σουπιά φ.κ) 2 σέπια (χρώμα). 3 φωτογραφία καφετί χρώ- χρώματος. ♦сепсис, -а α. σήψη, σάπισμα. ♦септет, -а α. σεπτέτο ή σετέτο. ♦септима, -Ы θ. (μουσ.) έβδομος φθόγγος ή διάστημα. ♦септический επ. σηπτικός. оёра, -Ы θ. 1 θείο, θειάφι. 2 η κυψελίδα του αυτιού. 3 (διαλκ.) ρητίνη, ρετσίνι. ♦сераль, -Я α. σεράγι, παλάτι, μέγαρο Οθω- Οθωμανών μεγιστάνων султанский - σεράγι του σουλτάνου. ♦серскир, -а α. σερασκέρης. ♦серафим, -а α. το σεραφείμ. серб, -а α., -ка, -и θ. Σέρβος, -βίδα. сербиянин, -а α., πλθ. -яне, -ян Σέρβος. сербиянка, -И θ. 1 Σερβίδα. 2 είδος σέρ- ρβικου χορού ι Сербохорватский επ. σερβοχορβατικός· ЯЗЫК σερβοχορβατική γλώσσα. сербский επ. σέρβικος. ♦сервант, -а α. η σερβάντα, σκευοθήκη, -ο- φυλάκιο. ♦сервиз, -а α. το σερβίτσιο· столовый σερβίτσιο του γεύματος· чайный - σερβίτσιο του τσαγιού. сервизный επ. του σερβίτσου· ~ая тарелка το πιάτο του σερβίτσου. СервиЛИЗМ, -а α. δουλικότητα, δουλοπρέ- δουλοπρέπεια, δουλοφροσύνη. ♦сервильный επ. δουλικός, δουλοπρεπής, δου- λόφρονας. ♦сервировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сервированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ.μ. σερβίρω (φαγητά, ποτά). II -СЯ σερβίρο- σερβίρομαι. сервировка, -и θ. σερβίρισμα. ♦сервис, -а α. (γραπ. λόγος)· εξυπηρέτηση κατ' οίκον. ♦сердар κ. сардар, -а α. σερδάρης. II ημι- πολιτελής λίθος γκρι χρώματος. сердечко, ~а ουδ. καρδούλα. II губы -ОМ χείλη καμπυλωτά. сердечник, -а α. 1 πυρήνας, το εσωτερικό· - пули το εσωτερικό της σφαίρας (βολίδας). 2 πυρήνας ηλεκτρομαγνητικός. сердечник^ ~а α. 1 καρδιοπαθής, καρδια- καρδιακός. 2 γιατρός καρδιολόγος. Сердёчница, ~Ы θ. γυναίκα καρδιοπαθής, κορ- διακιά. сердечность, -И θ. εγκαρδιότητα. II ειλι- ειλικρίνεια. сердечно επίρ. εγκάρδια. сердечный επ.1 καρδιακός, της καρδιάς· - припадок καρδιακή κρίση· -ые болезни καρδι- καρδιακά νοσήματα, καρδιακές παθήσεις: -ая мышца το μυοκάρδιο· - невроз καρδιοσκλήρωση. II της καρδιάς, για την καρδιά· -ые лекарства φάρμακα για την καρδιά..2 εγκάρδιος, θερ- θερμός, γκαρδιακός, επιστήθιος· καρδιοστάλαχτος· -ые поздравления εγκάρδια συγχαρητήρια· - друг φίλος γκαρδιακός ή επιστήθιος· - раз- разговор εγκάρδια συνομιλία. II ειλικρινής· -ая благодарность ειλικρινής ευγνωμοσύνη·
сер характер ειλικρινής χαρακτήρας· - человек ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. 3 ουσ. - к. сердё- шный α., -чная κ. -шная θ. δυστυχής, κακό- κακόμοιρος, -η καψαρός, -ή· φουκαράς, ~ιάρα. сердешный βλ. сердечный (з σημ.). СерДЙТО επ'ιρ. θυμωμένα, οργισμένα. СерДИТОСХЬ, -И θ. θυμός, οργή, νεύρα, κά- κια. Сердитый επ., βρ: -дйт, -а, -о. 1 ευέξα- ευέξαπτος, αψίθυμος, ευόργητος, οργίλος, θυμώδης. 2 θυμωμένος, οργισμένος. 3 δυνατός, γερός, δραστικός· -ая горчица καυστικό σινάπι· табак βαρύς καπνός· - мороз δυνατό (τσου- (τσουχτερό) κρύο (παγωνιά)· -ое вино δυνατό (α- (αψύ) κρασί· 4 (απλ.) ζηλωτής, πρόθυμος· ПОД -ую руку πάνω στο θυμό ή στην οργή, СерДИТЬ, серлу, сердишь р.δ.μ. οργίζω, ε- εξοργίζω, παροργίζω, θυμώνω, χολώνω, αψώνω. II -СЯ οργίζομαι, θυμώνω, κακιώνω κλπ.ρ.μ. сердоболие, -Я ουδ. (παλ.) ευσπλαχνία, οί- οίκτος, πόνος, συμπόνια, πονοψυχιά, ψυχοπόνια. Сердобольничать ρ.δ. (παλ.) ευσπλαχνίζο- μαι, συμπονώ, ψυχοπονώ. сердобольность, -и θ. βλ. сердоболие. сердобольный επ., βρ: -лен -льна, -льно- ευσπλαχνικός, εύσπλαχνος, πονόκαρδος, πονε- σιάρης, πονετ-ικός, πονόψυχος, ψυχόπονος. ♦сердолик, -а α. σάρδιο, σάρδιος. Сердоликовый επ. του σάρδιου· απο σάρδιο. сердце, ~а, πλθ. сердца, -дёц, -дцам ουδ. 1 η καρδιά· - бьётся η καρδιά χτυπά· порок -а ελλάττωμα της καρδιάς· болезни -а καρ- καρδιακές παθήσεις· биение -а о παλμός (χτύ- (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι. 2 έδρα συ- συναισθημάτων к. παθών· - радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)· я всё сказал, что бы- было На -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρ- καρδιά (μέσα μου). 3 θυμός, οργή, εξόργιση. 4 κέντρο· Афины - - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας. II εκφρ. В -ах στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος· ОТ всего -а μ' όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)· ПО -у ή ПО -у κατά το γούστο, όπως αρέσει· С открытым -ем ανοιχτόκαρδα,' ειλικρινέστα- ειλικρινέστατα- С ЧИСТЫМ -ем με καθαρή την καρδιά (ει- (ειλικρινέστατα)· всем -ем ολόκαρδα· - моё!(ε- моё!(επιφώνημα)· καρδούλα μου! - бОЛЙТ (ЩвМЙТ, НО— ет, сжалось) η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (απο φόβο, θλίψη)· - падает (оборвалось или Дрогнуло) у меня μου κόπηκε η καρδιά μου ή το α'ιμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)· держать ИЛИ иметь - на КОГО κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον разбить ~ чьё συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)· Сорвать ~ на КОМ ξε- ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου· брать (взять,хва- (взять,хватать) за - συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπω- 435 сер σιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ· принять (близко) К -у συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρδιά μου·- отле- ИЮ ОТ ~а ξαλάφρωσε η καρδιά (απο φόβο, α- ανησυχία, ταραχή). Сердцебиение, -Я ουδ. χτύπος της καρδιάς, παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι,-χτυποκάρδι. Сердцевед, -а α., -ка, -И θ. καρδιογ^ώ- στης, -τρία. сердцеведец, -дца α., -ка, -и θ. (παλ.)· βλ. сердцевед. сердцевидный επ., βρ: -ден, гдна, -дно: καρδιοειδής. Сердцевина, -Ы θ. εντεριώνη, καρδιά, ψίχα. II μτφ, κέντρο* το βασικό, το ουσιώδες το κύριο· η καρδιά. сердцевинный επ. της εντεριώνης. сердцеед, -а α.(αστεία) κατακτητής καρ- καρδιών, καρδιοκλέφτης. сердцеедка, -И θ. (αστεία) κατακτήτρια καρδιών, καρδιοκλέφτρα. Сердцещипательный επ. συγκινητικός, συναι- συναισθηματικός· - романс συγκινητικό μυθιστό- μυθιστόρημα. *Сердш, -а α. σωματοφύλακας αταμάνου. сердяга, -и α. κ. θ. (απλ.) βλ. сердечный C σημ.). серебрение, -Я ουδ. (επ)αργύρωση, ασήμω- ασήμωμα, ασημοκάπνισμα. < Серебреник1, -а α. (παλ.) ασημένιο νόμισμα. Серебреник2, -а α. επαργυρωτής, ασημωτής. Серебрённый παθ. μτχ. παρλθ. χρ. του ρ. серебрить. серебрёный επ. επαργυρωμένος, επάργυρος, ασημοκαπνισμένος, ασημωτός. СеребрЙСТООТЬ, -И θ. αργυρό (ασημένιο)χρω- μ*α, χροιά, το αργυροειδές. серебристый επ., βρ: -рйст, -а, -о. 1 α- ασημής, αργυρόχρωμος, αργυροειδής. 2 αργυρό- Серебрить, ~рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. серебрённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. δ.μ. (επ)αργυρώνω, ασημώνω, ασημοκαπνίζω. II -СЯ 1 (επ)αργυρώνομαι, ασημώνομαι, αση- μοκαπνίζομαι. 2 αργυρίζω, λάμπω σαν ασήμι. II γίνομαι αργυρόχρωμος, αργυροειδής, ασημής. серебро, ~а ουδ. 1 ασήμι, άργυρος. 2 ε- παργυρωμένες κλωστές· платье вышитое ~ОМ φόρεμα κεντημένο με ασημένιες κλωστές. 3 (αθρσ.) νομίσματα ασημένια (αργύρια). II πλθ. τα ασημικά (κοσμήματα, σκεύη). 4 το ασημί χρώμα. серебряник, -а α. (παλ.) βλ. серебреник? Серебряный επ. αργυρός, ασημένιος· - СЛИ- СЛИТОК αργυροί ράβδοι· -ая ложка ασημένιο κου- κουτάλι· - портсигар ασημένια ταμπακέρα. II α-
сер 436 сер σημοκεντησμένος, II αργυρούχος· -ая руда αργυρούχο μετάλλευμα. 2 βλ. серебристый. II εκφρ. ~ блеск ο θει'ϊκός άργυρος· -ая свадь- ба οι αργυροί γάμοι (η 25 επέτειος γάμου). середн к. середь ιχρόθ. με γεν. (παλ. χ. απλ.) βλ. среда. середина, -Ы θ. η μέση, το μέσον το κέ- κέντρο· η καρδιά· В -е пути στη μέση του δρό- δρόμου ή στα μισά του δρόμου· бросить Дело на -е παρατώ την υπόθεση στα μισά· - круга το κέντρο του κύκλου· В ~е ЗИМЫ στην καρδιά του χειμώνα· В -е века στα μέσα του αιώνα. II ενδιάμεση θέση, κέντρο, ουδετερότητα· дер- жаться -Ы κρατώ μεσαβέζικη θέση (στάση)· Β самой -е καταμεσής· в самой -е дня το κα- ταμεσήμερο· В -е στη μέση, στο μέσο, στο κέντρο. || εκφρ. - на половину βλ. ίδια έκ- φραση στη λ. серединка. Серединка, -И θ. η μέση, το μέσον το κέ- κέντρο. II εκφρ. - на половину (или на полови- половине, на половинке, на половинку)? α) το εν- ενδιάμεσο, β) μέτριο (ούτε καλό, ούτε κακό). оередЙННЫЙ επ. μέσος, μεσαίος, μεσιανός·~θβ ОКНО το μεσαίο παράθυρο. II μτφ. ενδιάμεσος- μεσαβέζικος· ερμαφρόδιτος· αμφιλεγόμενος -ое решение μεσαβέζικη λύση ή απόφαση. серёдка, -и θ. 1 βλ. середина. 2 (απλ.) το εσωτερικό· - в яблоке сгнила το εσωτερι- εσωτερικό του μήλου σάπισε. II εκφρ. - на половину βλ, ίδια έκφραση στη λ. серединка. серёдний, ~яя, -ее επ. (παλ.) βλ. средний. середняк, ~а α., -ячка, -И θ. μεσαίος α- αγρότης, μεσαία αγρότισσα (μεταζϋ πλουσίου к. φτωχού). середняцкий επ. του μεσαίου αγρότη. середнячество, ~а ουδ. (αθρσ.) οι μεσαίοι αγρότες. середь βλ. середа. серёжка, -И θ. σκουλαρήκι. II ανθήλη φυ- φυτού, ανθουλιά. ♦серенада, -ы θ. σερενάτα, -άδα. Сереть, -еет р.δ. γίνομαι ή φαίνομαι γκρί- γκρίζος, σταχτής, τεφρός. II -ОЯ φαίνομαι γκρί- γκρίζος, σταχτής. *сержант, -а α. ο λοχίας· старший - ο επι- επιλοχίας. сержантский επ. του λοχία- -ое звание о βαθμός του λοχία. серийность, -И θ. η σειρά, συνεχής αλλη- αλληλοδιαδοχή. серийный επ. της σειράς, της συνεχούς δι- διαδοχής: επεισοδιακός. *серия, -и θ. 1 σειρά· ακολουθία· ειρμός. 2 (κινημτγ.) επεισόδιο ή εποχή. сермяга, -И θ. σκουτί. II επενδύτης απο σκουτ ί. сермяжина, -Ы θ. το σκουτί. сермяжка, -И θ. επενδύτης απο σκουτί. сермЯЖНИК, -а α. υφαντής σκουτιού. сермяжный επ. 1 απο σκουτί. 2 μτφ. φτω- φτωχός, αναγκεμένος, φουκαράς. Серна, -Ы θ. είδος ορεινής γίδας. серник, -а α. σπίρτο (πύριο) θείου. оёрниСТЫЙ επ. θειούχος· - ИСТОЧНИК θει- θειούχα πηγή· -ые удобрения θειούχα λιπάσματα· -ая кислота .θειούχο οξύ. серный επ. 1 θειικός· - запах μυρουδιά απο θειάφι. II θειούχος· -ые залежи θειούχα κοιτάσματα· -ая спичка θειούχο σπίρτο (πύ- (πύριο)· -ая кислота θει'ίκό (θειούχο) οξύ. Серо επίρ. ως κατηγ. είναι γκρίζος, στα- σταχτής· συννεφιασμένος. II απρόσ. ως κατηγ. εί- είναι λυκαυγές Сероватый επ. γκριζωπός, υπόφαιος, υπότε- φρος. сероводород, -а α. υδρόθειο. сероводородный επ. υδροθει'ΐκός. Сероглазый επ. φα ιοφθαλμός, γκριζομάτης, τσακιρομάτης. Серзём, -а α. έδαφος αλατούχο (άγονο). серзёмный επ. αλατούχος· -ые ПОЧВЫ αλα- τούχα εδάφη. Серозный επ. εκκρινόμενος απο τον βλεννο- βλεννογόνο υμένα. II του βλεννογόνου υμένα. II εκφρ. -ая Оболочка βλεννογόνος^υμένας. сёрОСТЬ, -И θ. φαιότητα, σταχτάδα. Серотерапия, -и θ. οροθεραπεία. Сероуглерод, -а α. θειούχος ή διθειοΰχος άνθρακας. сероуглеродный επ. του θειούχου άνθρακα. серп, -а α. δρεπάνι· - и молот σφυρί και δρεπάνι (σφυροδρέπανο). II εκφρ. - луны ήмё- СЯЦ» ή лунный - ο μηνίσκος της σελήνης, το μισοφέγγαρο, η ημισέληνος. *серпантин, ~а α. σερπαντίνα. *СерпеНТЙН, ~а α. οφίτης, σερπανίτης (ορυ- (ορυκτό) . серпантинный επ. της σερπαντίνας. серпантЙНОВЫЙ επ. της σερπαντίνας· απο σερπαντίνα. Серповище, -а ουδ. η λαβή του δρεπανιού. *серсо ουδ. άκλ. στεφάνι που κυλούν τα παιδιά με ράβδο αγκιστροειδή. сертификат, ~а α. 1 εσωτερικό κρατικό δά- δάνειο. II λαχείο δανείου. 2 βεβαίωση εμπορεύ- τος. 3 πιστοποιητικό. серчать ρ.δ. (απλ.) βλ. сердиться. серый επ., βρ: сер, сера, серо. 1 φαιός, φαιόχρωμος, γκρίζος, σταχτής, τεφρός· -ые тучи γκρίζα σύννεφα· -ая погода συννεφώδης καιρός· -ые глаза γκρίζα μάτια· -ая лошадь ψαρύ άλογο. 2 μτφ. φτωχός, γλίσχρος, πενι-
сер 437 χρός· -ая КНИГЕ πενιχρό βιβλίο. 3 μτφ. απο- απολίτιστος αμόρφωτος. серьга, -и, πλθ. серьги, серёг, серьгам, θ. 1 σκουλαρήκι, ενώτιο. 2 (τεχ.) δαχτυλί- δαχτυλίδι, -ΰλιος. серьёз, -а α. (απλ.) βλ. серьёзность. II ен<рр. на полном ~е (απλ.) βλ. серьёзно B σημ.). Серьёзничать р.δ. σοβαρεύομαι. Серьёзно επίρ. 1 σοβαρά. 2 σοβαρά, εξόν τ' αστεία. 3 (παρνθ. λ.) αλήθεια, πραγματικά. серьёзность, -и θ. σοβαρότητα· - положе- положения η σοβαρότητα της κατάστασης. серьёзный επ., βρ: -зен, -зна, -зно.. 1 σο- σοβαρός· - человек σοβαρός άνθρωπος· с -ым ви- видом με σοβαρό ύφος. 2 αξιόλογος, σπουδαίος· - учёный σπουδαίος επιστήμονας. II σημαντι- σημαντικός, άξιος προσοχής ή μελέτης· ~ая болезнь σοβαρή ασθένεια· -ая ошибка σοβαρό λάθος· - противник σοβαρός αντίπαλος· ~ое дело σο- σοβαρή υπόθεση· ~ые улики σοβαρές μαρτυρίες. II μεγάλος· -ые трудности σοβαρές δυσκολί- δυσκολίες· -ая поддержка σοβαρή υποστήριξη. 3 βα- βαρύς, σκυθρωπός. сессионный επ. της συνεδρίασης· για συνε- συνεδρίαση· -ое время о χρόνος της συνεδρία- συνεδρίασης· - зал αίθουσα συνεδρίασης, -εων. *сессия, -и θ. 1 σύνοδος, συνεδρία· - Вер- Верховного Совета СССР σύνοδος του Ανωτάτου Συμβουλίου της ΕΣΣΔ. Решения -и αποφάσεις της συνόδου. 2 εξετάσεις ή περίοδος εξετά- εξετάσεων· зимняя - οι χειμερινές εξετάσεις B« τρίμηνου ή 1*1' εξάμηνου). сестра, -ы, πλθ. сестры, сестёр, сестрам; θ. 1 αδερφή· у меня есть три сестры, а у моего друга пять сестёр εγώ έχω τρεις αδερ- αδερφές, ο φίλος μου έχει πέντε (αδερφές). 2 νο- νοσοκόμα. 3 μοναχή, καλόγρια. II εκφρ. —хо- —хозяйка επιμελητής, διαχειριστής (παιδικού σταθμού, εστιατόριου κ.τ.τ.)· ваша - (για γυ- γυναίκες) εσείς και οι όμοιες σας· наша -(για γυναίκες) εγώ και οι όμοιες μου. Сестрёнка, -И θ. (χα'ΐδ.) αδερφούλα. II η μικρότερη αδερφή. сестрин, -а, -о της αδερφής· -о платье το φόρεμα της αδερφής. Сестринский επ. 1 της αδερφής. 2 της νο- νοσοκόμας . сестрица, - -Ы θ. αδερφούλα. II νοσοκόμα. сестричка, -и θ. βλ. сестрица. сесть, сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, ~ла, -ло, προστκ. сядь р.σ. 1 κάθομαι, καθίζω· - на Стул κάθομαι στο κάθισμα· - у окна κά- κάθομαι κοντά στο παράθυρο· все сели за сто- столом όλοι' κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι· - бо- боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)· - верхом сет κάθομαι καβάλα· - В автобус κάθομαι στο λεωφορείο· - В трамвай κάθομαι στο τραμ. 2 ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, ε- επιδίδομαι· ~ за КНИГОЙ πιάνω το βιβλίο (α- (ασχολούμαι με το διάβασμα)· - за рулём κάθο- κάθομαι στο τιμόνι. II πιάνω θέση (υπηρεσία). II περνώ σε καθιστική εργασία. 3 (με τις λέ- λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι· В тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος» - ПОД арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος. 4 προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι* самолёт сел το αεροπλάνο κάθισε. 5 βασιλεύω· солнце.-ло ο ήλιος κάθισε. 6 επικάθομαι· туман сел η ομίχλη κάθισε. 7 παθαίνω καθίζηση· фунда- фундамент сел το θεμέλιο κάθισε. 8 συστέλλομαι, μαζεύω· рубашка после стирки села то που- πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε. 9 μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω· αδυνατίζω· ВОДЕ сё- сёла το νερό λιγόστεψε. II χάνω την αντοχή, ι- ισχύ, εξασθενίζω· пружина сёла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε). II εκφρ. - на голову ко- кому κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υπο- υποχείριο μου κάποιον)· - на мель α) προσαρά- προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος.β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομι- οικονομική κατάσταση· - на царство ενθρονίζομαι, κά- κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς· - на яйца κάθομαι στ' αυγά (κλωσσώ). сетевой επ. του διχτΛΰ· -ое плетение το πλέξιμο του διχτιρύ. II δικτυωτός· -ые орудия τα δικτυωτά μέσα σύλληψης. II με δίχτυ· - ЛОВ πιάσιμο με δίχτυ (ψαριών, πουλιών, ζώων). Η του ηλεκτρικού δικτύου· - рубильник μαχαι- ρωτός διακόπτης ηλεκτρικού δικτύου. Сетевязальный επ. του πλεξίματος διχτύων· ■»ая машина διχτυοπλεκτική μηχανή. сетевязание, -я ουδ. πλέξιμο διχτιού. сетка, -И θ. 1 δίχτυ σύλληψης. 2 πλέγμα, πλεμάτι. 3 (διάφορα είδη διχτύων)· ВОЛеЙ- бОЛЬНая - το δίχτυ του βολε"ΐμπόλ· - ДЛЯ ВО- ВОЛОС το δίχτυ των μαλλιών· пружинная - κρο- вати η σούστα του κρεβατιού. 4 πουκάμισο απο αραιοπλεγμένο ύφασμα. 5 δίχτυ (ψώνιων). 6 χαρτί διχτυωτά ριγωμένο. 7 διχτυωτό παρα- παραστατικό σχήμα. 8 προστόμαχος· πρόλοβος. сетной κ. сетный επ. του διχτιού· με δί- δίχτυ· -Ое производство παραγωγή διχτύων - ЛОВ πιάσιμο με δίχτυ. сетование, -Я ουδ. 1 παράπονο, μεμψιμοι- μεμψιμοιρία, μουρμοΰρισμα, κλάψα. 2 θλίψη, λύπη,β α- ριοθυμιά. сетовать, -тую, -туешь р.δ. 1 παραπονού- παραπονούμαι, μεμψιμοιρώ, μουρμουρίζω, κλαίγομαι. 2 θλίβομαι, λυπούμαι, βαρυθυμώ. сеточка, -и θ. διχτάκι. Сеточный επ. του διχτιού· διχτυωτός.
сет 438 ежи *сёттер, -а α. σέτερ (κυνηγετικό σκυλί). ♦сеттльмент, ~а α. συνοικισμός (διαμονής ξένων). сетчатка, -И θ. ο αμφιβληστροειδής χιτώ- χιτώνας (του ματιού). Сетчатокрылые, -ЫХ πλθ. τα νευρόπτερα(έ- νευρόπτερα(έντομα). Сетчатый επ., βρ: -чат, -а, -Ο δικτυωτός· δικτυοειδής. II βχφρ. -ая оболочка βλ. сет- сетчатка. сеть, -и, προθτ. о сети, в сети, γεν.πλθ. сетей θ. δίχτυ, δίκτυ· вязать (плести) πλέκω δίχτυ· ЛОВИТЬ рыбу -ЯМИ πιάνω ψάρια με τα δίχτυα· ЛОВИТЬ ПТИЦЫ -ью πιάνω πουλιά με το δίχτυ. 2 μτφ. παγίδα· попасть в чьи -И πέφτω στα δίχτυα κάποιου. II κάθε τι δι- διχτυωτό· - паутЙНЫ о ιστός της αράχνης· железных дорог το σιδηροδρομικό δίχτυ· те- лефонная - το τηλεφωνικό δίχτυ· оросительная - αρδευτικό δίχτυ· агентурная - το δίχτυ των πρακτόρων. II εχφρ. поймать в свой -и (για αγάπη) πιάνω στα δίχτυα μου· раставлять -И στήνω παγίδες. сеча, -И θ. 1 (παλ.) μάχη. 2 (διαλκτ.) κομ- κομμένο μέρος δάσους. СечевЙК, ~а α. Καζάκος-Ζαπορόζος (του Σέ- τσι). Сечение, -Я ουδ. (δια)τομή· τμήση· κοπή} κόψιμο· κοψιά· поперечное - εγκάρσια τομή. II επιφάνεια τομής. СечеННЫЙ παθ. μτχ. παρλθ. χρ.τουρ. сечь1. Сеченый επ. κομμένος- κοφτός, τμητός. Сечка, -И θ. τομή, τμήση, κοπή, κόψιμο. 2 μαχαίρι. 3 πληγοϋρι. 4 άχυρο κομμένο, τριμ- τριμμένο (για ζωοτροφή). сечь1, секу, сечёшь, секут, παρλθ. χρ. сек, -ла, ~ло κ. секла, -ло, μτχ. ενεστ. секу- ЩИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Сеченный, βρ:-4βΗ, -а, -Ο ρ.δ.μ. 1 κόβω, κόπτω, τέμνω, τεμαχί- τεμαχίζω, κομματιάζω. II σχίζω χτυπώντας με κάτι. II χτυπώ με κοφτερό όργανο· μαχαιρώνω. 2 σκα- σκαλίζω· πελεκώ πέτρα. 3 μαστιγώνω· βιτσίζω. 4 πέφτω με δύναμη, δαρτός, χτυπώντας (για χιό- χιόνι, χαλάζι, βροχή). II -СЯ 1 μάχομαι.' 2 απο- αποχωρίζομαι, αποσπώμαι. 3 ξεφτίζω, -ομαι. 4 κόβομαι. 5 σκαλίζομαι, πελεκιέμαι. 6 μα- μαστιγώνομαι. Сечь2, -И θ. Σέτση, παλαιά αυτοδιοικούμενη κοζάκικη περιοχή. сеялка, -И θ. μηχανή σπαρτική. сёяЛОЧННЙ επ. της σπαρτικής μηχανής. сеяльщик, -а α., -ца, -Ы θ. 1 σπορέας, ο σποριάς. 2 κοσκινιστής, -ίτρια. сеянец, -нца α. φυτό σπορογενές. сеяние,- -Я ουδ. σπορά, σπάρσιμο. Сеянка, ~И θ. αλεύρι ψιλοκοσκινισμένο. Сеянный παθ. μτχ. παρλθ. χρ. τουρ. Сеять. сеяный επ. 1 σπαρτός, σπαρμένος. 2 κοσκι- νιστός, -μένος. Сеятель, -Я α. (κυρλξ. κ. μτφ.)· (παλ.)· σπορέας, σποριάς, ο σπείρων· - раздоров о σπείρων διχόνοιες. сеять, сею, сеешь р.δ.μ. 1 σπέρνω, σπεί- σπείρω· - рожь σπέρνω βρίζα· - овёс σπέρνω βρώ- βρώμη. II ρίχνω (κοκκορόχιονο, ψιλή βροχή). II εμβάλλω· διαδίδω· - вражду, раздор σπέρνω την έχθρα, τη διχόνοια. 2 βλ. -СЯ. 3 σπέρνω τη γη. 4 κοσκινίζω. II -СЯ 1 σπέρνομαι, σπεί- ρομαι. 2 κοσκινίζομαι. 3 ψιλοβρέχω, ψιλο- χιονίζω. II (για κόκκους) χύνομαι, πέφτω. сжалиться, -люсь, -литься р.σ. λυπούμαι, (ευ)σπλαχνίζομαι, συμπονώ, ψυχοπονώ. сжарить р.σ. μ. ψήνω, τηγανίζω. II -СЯ 1 ψή- ψήνομαι, τηγανίζομαι. 2 θερμαίνομαι (ζεσταί- (ζεσταίνομαι) πολύ· - на солнце ψήνομαι στον ήλιο. сжатие, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.)· πίεση, θλίψη. II σφίξιμο, ζούπισμα, πάτημα. сжатость, -и θ. βλ. сжатие. сжатый1 επ. απο μτχ. του р. сжать1. 1 πιε- πιεσμένος, θλιμμένος, 2 σφιγμένος, ζουπισμένος, πατημένος. сжатый2επ. απο μτχ. του ρ. сжать2. θερι- θερισμένος. сжать1, сожцу, сожмёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сжатый, βρ: сжат, -а^, -о р.σ. βλ. жать1. II -ся βλ. жаться. сжать2, сожну, сожнёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сжатый, βρ: сжат, -а, -о р.σ. βλ. жать2. сжевать р.σ. βλ. жевать. сжечь, сожгу, сожжёшь, сожгут, παρλθ. χρ. сжёг, сожгла, сожгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сожжённый, βρ: -жжён, -жжена, -жжено р.σ.μ. βλ*, жечь. II -ся βλ. жечься. сживать(оя) р.δ. βλ. сжить(ся). сжигание, -Я ουδ. 1 άναμμα, κάψιμο, πυρ- πυρπόληση. 2 ηλιόκαυμα, κάψιμο, ψήσιμο στον ή- ήλιο. 3 μτφ. επιφορά, άναμμα σφοδρού πάθους. сжигать(ся) ρ.δ. βλ. сжечь(ся). сжидить, сжижу, сжидишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сжиженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. υ- υγροποιώ, ρευστοποιώ. II -СЯ υγροποιούμαι, ρευστοποιούμαι. сжижать(ся) ρ.δ. βλ. сжидйть(ся). СЖИжёние, -Я ουδ. υγροποίηση, ρευστοποί- ρευστοποίηση. сжиженный επ. απο μτχ. υγρός, ρευστός, υ- υγροποιημένος. СЖИМ, -а α. σφιγκτήρας, συνδήκτορας, μέγ- μέγγενη, νταβίδι. сжимаемость, -и θ. το συμπιεστό(ν). сжимание, -я ουδ. βλ. сжатие. сжимать(ся) ρ.δ. βλ. сжать(ся).
ежи 439 сиг сжинать(ся) р.δ. βλ. яать(ся). СЖираТЬ р. δ. βλ. СОЖрать. II -СЯ τρώγομαι,. СЖИТЬ р.σ.μ. κάνω τη ζωή κάποιου ανυπόφο- ανυπόφορη, κάνω το βίο αβίωτο. СЖИТЬСЯ р.σ. συνηθίζω, εξοικειώνομαι, (σε συνθήκες, περιβάλλο). сжульничать р.σ. βλ. жульничать. озади επίρ. κ. πρόθ. 1 απο πίσω, απο τα νώτα· πισώπλατα· ударить КОГО ~ χτυπώ κά- κάποιον πισώπλατα. 2 πρόθ. πίσω· он сел старшего αυτός κάθησε πίσω απο τον μεγαλΰ- ρο (πρεσβύτερο). СЗЫВание, -Я ουδ. πρόσκληση, κάλεσμα. сзывать р.δ. βλ. созвать A σημ.). II -ся προσκαλοϋμαι. *СИ ουδ. άκλ. σι (μουσ. φθόγγος). сиамский επ. σιαμαίος· - император σια- σιαμαίος αυτοκράτορας. II εκφρ. ~ие близнецы τα σιαμαία αδέρφια. сиамцы, -ев πλθ. (сиамец, -мца α. -ка, -И θ.) οι σιαμαίοι. "сибарит, -а α., -ка, -И θ. συβαρίτης, τρυ- τρυφηλός, μαλθακός. сибаритничать р.δ. βλ. сибарйстовать. сибаритский επ. συβαριτικός, τρυφηλός, μαλ- μαλθακός . сибаритство, ~а ουδ. συβαριτισμός, μαλθα- κότητα. сибарйствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. ζω μαλθακά, απαλοζώ. Сибиреязвенный επ. του άνθρακα· -ая эпи- эпидемия επιδημία άνθρακα. II κατά του άνθρακα -ая прививка εμβόλιο κατά του άνθρακα. II ασθενής απο άνθρακα, ανθρακοπροσβλημένος· -ые Животные ανθρακοπροσβλημενα ζώα. СИбИрка, -И θ. 1 σιβηριανός. 2 φυλακή. 3 άνθρακας (αρρώστια). 4 χρώμα πράσινο. сибирский επ. σ ιβηρικός· σιβηριανός. II εκφρ. -ая язва о άνθρακας (νόσος). СИВер к. ОИВерко α. (διαλκ) βόρειος άνε- άνεμος, ο βοριάς. сивера, ~ы к. -ы θ. (διαλκ.) βλ. сивер. сиверка, -и θ. (διαλκ.) βλ. сивер. Сиверкий επ. (διαλκ.) ο βοριάς (άνεμος) ή κρύος καιρός. сиверко1βλ. сивер. сиверко2 ως κατηγ. (διαλκ.)· ψυχρός και- καιρός με βοριά. сиветь, -ею, -еешь ρ.δ. γίνομαι σίβος, ψα- ψαρός, γκρίζος. СЙВКа, -И θ. άλογο ψαρό. сивобородый επ., βρ: -род, -а, -о βλ. се- седобородый. СИВОГРИВЫЙ επ., βρ: -грив, -а, -О με ψα- ψαρή χαίτη. СИВОДушка, -И θ. αλεπού καστανόκγριζα. сиводушчатый επ. καστανόγκριζος (για αλε- αλεπού, γούνα). сиволапый επ. (παλ.) αμόρφωτος, απολίτι- απολίτιστος Ι άξεστος, αγροίκος. сиворонка, -и θ. βλ. сизоворонка. сивоусый επ. -ус, -а, -о βλ; седоусый. сивуха, -И θ. βότκα γκρίζα (ακάθαρτη). сивуч, -а α. φώκη γκριζοειδής. СИВУШНЫЙ επ. της γκρίζας βότκας (άσχημος)· - запах άσχημη μυρουδιά. ΟΗΒΗΰεπ., βρ: сив, -а, -о. 1 γκριζοειδής. 2 γκρίζος, σίβος, ψαρός (για ζώα). СИГ, -а α. είδος σολομού, сигануть р.σ. βλ. сигать. *сигара, -ы θ. το πούρο. сигарета, -Ы θ. σιγαρέτο, τσιγάρο. сигаретка, -и θ. τσιγαράκι. Сигаретный επ. του τσιγάρου· απο τσιγάρο· - ДЫМ καπνός απο τσιγάρα· - окурок γόπα(α- γόπα(αποτσίγαρο)· -ая бумага το τσιγαρόχαρτο. Сигарка, -И θ. (παλ.) το πούρο. сигарный επ. του τσιγάρου· - запах μυρου- μυρουδιά τσιγάρου· -ая коробка κουτάκι τσιγά- τσιγάρων. сигарообразный επ., -зен, -зна, -зно τσι- γαροειδής (επιμήκης). сигарочница, -ы θ. κουτί τσιγάρων ταμπα- κέρα· τσιγαροθήκη· καπνοθήκη. оигать р.δ. (απλ.) πηδώ. II πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. *Сигнал -а α. 1 σημείο, σήμα, σύνθημα, σινιάλο· - ВОЗДУШНОЙ тревоги σύνθημα αερο- αεροπορικού συναγερμού· световой - οπτικό (φω- (φωτεινό) σήμα· ДорОЖНЫе>,-Ы οδικά σήματα· зву- КОВОЙ - ακουστικό σήμα· - Сбора σύνθημα συ- συγκέντρωσης · По Первому -у με το πρώτο σύν- σύνθημα· давать (дать) - δίνω σήμα, σηματοδο- σηματοδοτώ. 2 μτφ. ένδειξη. II μτφ. προειδοποίηση, προμήνυμα, προοίμιο· - бедствия σήμα κιν- κινδύνου. Сигнализатор, -а α. σημαντήρας (συσκευή). Сигнализационный επ. σηματοδοτικός. Сигнализация, -И θ. 1 σηματοδότηση- - фла- хками (ναυτ.) το δίσημο, σινιάλο με δυο σημαιούλες. 2 σηματοδότης, σημαντής. сигнализировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. 1 σηματοδοτώ, δίνω σήμα. 2 μτφ. προειδοποιώ , προμηνώ, προσημαίνω, προαναγγέλλω. II -СЯ σηματοδοτούμαι. ОИГНалиСТ, ~а α. σηματοδότης. сигналить р.δ. βλ. сигнализировать. сигнальный επ. συνθηματικός· дорожные -ые знаки οδικά συνθηματικά σημάδια· -ые лаМПО- ЧКИ συνθηματικές λαμπίτσες. СИГНальшИК, -а α. σηματοδότης. *СИГНатура, -Ы θ. 1 οδηγία λήψης φαρμάκου·
сиг 440 сил η ετικέτα πάνω στο φάρμακο. 2 (πολυγρ.) το υποσέλιδο. сигнатурка, -и θ. βλ. сигнатура. сигнатурный επ. 1 της ετικέττας, της επιγραφής (στο φάρμακο)- - Ярлык η ετικέτα στο φάρμακο. 2 του υποσέλιδου. СИГОВЫЙ επ. του σολομού· απο σολομό· -ЕЯ икра αυγοτάραχο σολομού. СИДвЛвЦ, -льца α., (παλ.)' πωλητής. сиделка, -И θ. νοσοκόμα. СИДёние, -Я ουδ. 1 κάθιση. 2 διατέλεση. 3 κάθισμα (σκαμνί). 4 οι γλουτοί (η κάθιση). Сидень, -ДНЯ α. (παλ.) αργόσχολος, ακαμά- ακαμάτης, χασομέρης, τεμπέλης. II εκφρ. -днем СИ- дёть α) το πιάνω ξάπλα. β) δε κουνιέμαι κα- καθόλου απο το μέρος μου. сиденье βλ. сидение. ОИДёть, сижу, сидишь, επιρ. μτχ. сидя р. δ. 1 κάθομαι· ~ на стул κάθομαι στο κάθι- κάθισμα· - за СТОЛОМ κάθομαι γύρω στο τραπέζι· - В Седле κάθομαι στη σέλα· - снова ξανακά- θομαι· - боном κάθομαι στο πλευρό. И είμαι, υπάρχω· над правым глазом -ла рОДИНКа πάνω απο το δεξιό μάτι ήταν ελιά. 2 κάνω, εκτε- εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι· - за работой εργά- εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά· - за абедом κάθομαι να γευματίσω· - на вёслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)· - за чертежами ασχο- ασχολούμαι με τα σχέδια· я не могу - без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι. II βρίσκομαι, (παρά)μένω· я -ел месяц в дерев- деревне κάθισα ένα μήνα στο χωριό· Я -ёл весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι· - Β ГОСТЯХ, μένω φιλοξενούμενος. 3 είμαι, δια- διατελώ· - В тюрьме κάθομαι φυλακή· - ПОД арё- СТОМ κάθομαι κρατούμενος· - на диете κάνω δίαιτα. II καταλήγω· ~ без денег μένω χωρίς λεφτά· - без хлеба μένω χωρίς ψωνί. 4 τοπο- τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. II μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβα- εμβαπτίζομαι· βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη). 5 (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώ- σώμα· έρχομαι, πέφτω, κάθομαι. II εκφρ. , - на царстве ή на престоле βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο· - на яйцах κλωσσώ (τ' αυγά)· - СЙД- нем βλ. στη λ. сидень. II -СЯ θέλω ή μπορώ να κάθομαι· ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω. сидмя επίρ: - сидеть βλ. στη λ. сидень. *ОЙДр, -а α. μηλίτης οίνος. СИДровЫЙ επ. του μηλίτη οίνου. СИДЯЩИЙ επ. καθιστός, καθήμενος· стре- стрелять на -ую ПТЙцу πυροβολώ στο καθιστό που- πουλί· уснуть В -ем положении κοιμούμαι καθι- καθιστός· ~ие места καθιστές θέσεις. II καθιστι- καθιστικός· ~ая жизнь καθιστική ζωή. || εκφρ. -ие животные ακίνητα ζώα (σπόγγοι, κοράλλια}. сие βλ. сей. *СИена, -Ы θ. γη της Σιένας. *СИеЯИТ, -а α. συηνίτης λίθος. СиеНИТОВЫЙ επ. συηνιτικός ή συηνιτούχος. сиенский επ.· ~ая земля βλ. сиена. сиживать, сиживал, -ла, -ло р.δ. βλ. сидеть. сизарь, -Я α. περιστέρι τεφροκυανό, στα- χτογάλαζιο. ' сизёть, ρ.δ. γίνομαι βαθυκύανος, σταχτο- γάλαζιος. СИЗИНа, -Ы θ. χρώμα βαθυκύανο, σταχτογά- λαζιο. ♦ОИЗЙфов, -а α. του Σίσυφου· - труд ή -а работа σισϋφειος μόχθος, η πέτρα του Σί- συφου. СИЗО επίρ. ως κατηγ. είμαι βαθυκύανος, με- λανόφαιος, σταχτογάλαζιος. сизоворонка κ. сивоворонка, ~а α. κόρακας με στιλπνό μελανόφαιό πτέρωμα. сизокрылый επ. κυανοπτέρυγος, μελανοπτέ- ρυγος. СИЗЫЙ επ., βρ: СИЗ, -а, -Ο μελανόφαιος, βαθυκύανος· σταχτογάλαζιος. сизяк, -а α. βλ. сизарь. ♦сиккатив, -а α. ουσία ξηραντική των χρω- χρωμάτων. ♦СИКОМОр, ~а α.συκομορος,*συκομοριά. СИЛа, -Ы θ. 1 δύναμη, ρώμη (σωματική)· 06- ладать огромной СИЛОЙ έχω τεράστια δύναμη· богатырская - ηράκλεια δύναμη· напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις, II μτφ, δύ- δύναμη πνευματική· душевные -Ы ψυχικές δυνά- δυνάμεις· умственные -Ы πνευματικές δυνάμεις· - Хар4ктера δύναμη του χαρακτήρα. 2 βία-при- менять -у χρησιποιω (μετέρχομαι) βία. 3 (τεχ.) ισχύς· - машЙНЫ ισχύς μηχανής· падающей вода ισχύς υδατόπτωσης· Центробёж- Ная - φυγόκεντρη δύναμη * - тяжести η δύνα- δύναμη του βάρους. 4 (διάφορες επι μέρους σημα- σημασίες)· ~ государства ισχύς του κράτους· Коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας· ПОКу- пательная - рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού· - слова η δύναμη του λόγου· - КИС- КИСТИ художника η δύναμη του πινέλου του ζω- ζωγράφου· - ветра η δύναμη του ανέμου- ~ взры- ва η δύναμη της έκρηξης· неестественная - υπερφυσική δύναμη· производственные -Ы οι παραγωγικές δυνάμεις· рабочая - εργατική δύ- δύναμη (οι εργάτες)· движущие -Ы κινητήριες δυνάμεις· реакционные -Ы αντιδραστικές δυ- δυνάμεις· вооружённые -Ы οι ένοπλες δυνάμεις. 5 ως επίρ. -ами με τις δυνάμεις· делать ЧТО- ТО СВОИМИ -ами κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις. 6 (απλ.) πλήθος, σωρεία. II
СЕЛ 441 СИМ εκφρ. в -у δύσκολα, μετά βίας· в -у чего И -ОГО чего λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει· Β меру'сил и по мере сил στο μέτρο των δυνά- δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις· от -ы (απλ.) το πιο πολύ, то περισσότερο, το πο- πολύ· ему от ~ы 33 лет αυτός είναι το πιο πο- πολύ 33 χρόνια· по -е возможности κατά το δυ- δυνατό· ПОД -у Кому ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου· С -ОЙ με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά· через -у πάνω απο τις δυνά- δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων· -ого Β ή ДО, ΟΤ- ДО (στρατ.) δύναμη· отряд -ОЮ в 50 сабель τμήμα δύναμης 50 ιππέων· всеми -ами με όλες τις δυνάμεις· взять -у κ. ВОЙТИ В -у παίρ- παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ· пробовать -Ы δοκιμάζω τις δυνάμεις· (быть) в -е α) έ- έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ· быть В -ах ή в -е είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη· Выше чьих СИЛ παρα- παραπάνω απο τις δυνάμεις κάποιου· СИЛ нет как ή ДО чего (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πως ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)· ЧТО есть -Ы όσες δυνάμεις έχω· В -у закона βάσει ή δυνάμει του νόμου. силач, -а α. -ка, -И θ. πολύ δυνατός, -ή, πανίσχυρος, -η, ρωμαλαίος, -α. СИЛёНка, -И θ. μικρή δύναμη. СИЛИКаТ, -а α. πυριτικό αλάτι. II σίληκας, στουρναρόπετρα, πυρόλιθος. СИЛИТЬСЯ, -люсь, -литься ρ.δ; προσπαθώ πο- πολύ, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις, βάζω τα δυνατά, ♦силиций, -я α. βλ. кремний. СИЛКОВЫЙ επ. του βρόχου, του βροχιού· -ая ЛОВЛЯ ПТИЦ πιάσιμο πουλιών με βρόχι. II πια- πιασμένος με βρόχι. силком επίρ. (απλ.) βλ. силой. *силлабический επ. συλλαβικός, έμμετρος*-ие СТИХИ έμμετροι στίχοι. *СИЛЛабО-ТОНИЧеСКИЙ επ. εμμετροτονικός. *0ИЛЛ0ГИЗМ, -а α. συλλογισμός (συμπέρασμα απο δεδομένα). силлогистика, -И θ. συλλογιστική. силлогистический επ. συλλογιστικός. Силлогический επ. συλλογιστικός, βασισμέ- βασισμένος στο συλλογισμό. СИЛОВОЙ επ. 1 (ηλεκτρ.) μεγάλης ισχύος (ή υψηλής τάσης, έντασης). 2 δυναμικός. СИЛОЙ κ. СИЛОЮ επ'ιρ. βίαια, με τη βία, με το ζόρι ή το στανιό, στανικά. СИЛОК, -лка α. βρόχος, βρόχι. силой επ'ιρ. (διαλκ.) βλ. силой. СИЛОМёр, -а α. δυναμόμετρο. *0ИЛ001, -а α. σιλό (ζωοτροφή). ♦сЙЛОС? -а α. σιρός· βόθρος όπου φυλάσσε- φυλάσσεται το σιλό. СИЛОСНЫЙ επ. του σιλό ή του σιροΰ. Силосование, -Я ουδ. μετατροπή σε σιλό. силосовать, -сую, -суешь р.δ.κ.σ. κάνω σιλό, μετατρέπω σε σιλό. II -СЯ γίνομαι σι- σιλό, μετατρέπομαι σε σιλό. СИЛОЮ βλ. СИЛОЙ. ♦силур, -а α. σιλούρια διάπλαση. силурийский επ: - период·, -ая система βλ. силур. ОЙлушка, -И θ. μικρή δύναμη, ♦силуэт, -а α. 1 σκιαγράφημα, σιλουέτα; 2 οι γραμμές σώματος. силуэтка, -и θ. βλ. силуэт A σημ.). силуэтность, -и θ. βλ. силуэт. силуэтный επ. της σιλουέτας СИЛЬНО επίρ. ισχυρά, δυνατά, γερά κλπ.επ. - сказать ή выразиться τα παραλέω, υπερβάλ- υπερβάλλω. сильнодействующий επ. δραστικός- -ее ле- лекарство δραστικό φάρμακο. СИЛЬНОТОЧНЫЙ επ. ισχυρού ρεύματος. сильный επ., βρ: силен к. силён, сильна, СИЛЬНО, πλθ. СИЛЬНЫ. 1 δυνατός, ισχυρός, γε- γερός· - человек δυνατός άνθρωπος· -ая лошадь γερό άλογο· -ая рука δυνατό χέρι· -ая крё- ПОСТЬ ισχυρό φρούριο· -ое государство ισχυ- ισχυρό κράτος· - ученик γερός (καλός) μαθητής. 2 μεγάλος· σφοδρός· δριμύς· - Ветер σφοδρός άνεμος· -ое желание μεγάλη επιθυμία· -ое лекарство δραστικό φάρμακο· - запах βαριά (δριμεία) οσμή. II υγιής, γερός· ~ые лёгкие γερά πνευμόνια. 3 μτφ. σταθερός, ακλόνητος· человек -ОЙ воли άνθρωπος με ισχυρή θέλη- θέληση· у него - характер αυτός έχει γερό χαρα- χαρακτήρα. 4 καλός· - ученик δυνατός μαθητής· - пловец καλός κολυμβητής. II εχφρ. -ые слова ή выражения βαριά λόγια, βαριές φράσεις· за- занимать (иметь) -ые ПОЗИЦИИ έχω μεγάλα πό- πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)· иметь ~ую руку έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα. ♦сильф, -а α. σύλφη, μυθολογικό δαιμόνιο. ♦сильфида, -ы θ. βλ., сильф. ♦симбиоз,*-а α. (βιολ.) συμβίωση. ♦символ, -а α. σύμβολο· голубь — мира το περιστέρι είναι σύμβολο της ειρήνης. II εκφρ. - веры το σύμβολο της πίστης, το πιστεύω, символизация, -И θ. συμβολισμός. символизировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. συμβολίζω. II -СЯ συμβολίζομαι. символизм, ~а α. ι βλ. символика, ζ συμ- συμβολισμός (λογοτεχνικό ρεύμα). символика, -И θ. 1 η συμβολική (σημασία συμβολική)· - чисел η συμβολική των αριθμών. 2 (αθρσ.) τα σύμβολα. символист, -а α., -ка, -и θ. συμβολιστής,
СИМ 442 син οπαδός του συμβολισμού (λογοτεχ. ρεύματος). символистика, -и θ. (παλ.) βλ. символика. СИМВОЛИСТСКИЙ επ. συμβολικός, του συμβο- συμβολιστή. Символический επ. 1 συμβολικός- - знак το συμβολικό σημάδι. 2 του συμβολισμού ή του συμβολιστή. символичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. символический. II ενδεικτικός· σημαντικός. ♦симментал, -а α. ράτσα βοδιού, αγελάδας. СИММенталка, ~И θ. αγελάδα τέτοιας ράτσας. Симметрический επ. συμμετρικός,σύμμετρος. СИММетричНОСТЬ, -И θ. συμμετρικότατα. симметричный επ., βρ: -чен, ~чна, -чноβλ. симметрический. *симметрия, -И θ. συμμετρία. симпатизировать, -рую, -руешь р.δ. μεδοτ. συμπαθώ· Я ему не -рую αυτόν δεν τον συ- συμπαθώ· -рую прогрессивному деятелю συμπαθώ τον προοδευτικό παράγοντα. симпатический επ. 1 (παλ.) βλ. симпатич- симпатичный. 2 συμπαθητικός· -ие нервы τα συμπαθη- συμπαθητικά νεύρα. II με ή απο επίδραση. 3 ανακου- ανακουφιστικός· -ие Средства ανακουφιστικά φάρμα- φάρμακα. II ек<рр. -ие чернила συμπαθητική μελάνη. Симпатичность, -И θ. συμπαθητικότητα. симпатичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 συμπαθητικός, που προκαλεί συμπάθεια· - че- ловёк συμπαθητικός άνθρωπος. ♦симпатия, -и θ. 1 συμπάθεια· чувствовать -Ю αισθάνομαι συμπάθεια, συμπαθώ. 2 (παλ.)· ερωμένος, ~η· ОН встретил свою -го αυτός συ- συνάντησε την συμπάθεια του. ♦симпозиум, -а α. συμπόσιο (διεθνής σύσκε- σύσκεψη με επιστημονικό θέμα). импровизировать βλ. сымпровизировать. ♦СИМПТОМ, -а α. σύμπτωμα (για νόσο ή φαι- φαινόμενο) . симптоматика, -и θ. βλ. симптоматология. симптоматический επ. 1 συμπτωματικός, των συμπτωμάτων· -ое лечение θεραπεία των συ- συμπτωμάτων (όχι την αιτία). 2 βλ. СИМПТОМа- ТИЧНЫЙ. симптоматичный επ., βρ: -чен, -чна,'-чно. 1 βλ. симптоматический A σημ.) 2 ενδεικτι- ενδεικτικός, φαινομενικός, εξωτερικός. ♦СИМПТОМаТОЛОГИЯ, -И θ. συμπτωματολογία. симулирование, -я ουδ. βλ. симуляция. симулировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. παρα- σταίνω, προσποιούμαι· υποκρίνςμαι. II -СЯ προσποιούμαι, υποκρίνομαι, παρασταίνομαι. симулянт, -а α., ~ка, -и θ. υποκριτής,. ~ί- τριά. СИМУЛЯНТСКИЙ επ. υποκριτικός, του υποκρι- υποκριτή. ♦симуляция, -и θ. προσποίηση, υποκρισία. симфониётка κ. симфоньётка, -и θ. μικρή μουσική συμφωνία. СИМфонизаЦИЯ, -И θ. συμφωνοποίηση. СИМФОНИЗМ, -а α. ιδιάζουσα μουσική συμφω- συμφωνία· русский - ρωσική συμφωνία. Симфонист, -а α. (μουσ.) συνθέτης συμφω- ν ιών. симфонический επ. συμφωνικός· ~ая музыка συμφωνική μουσική* - концерт συμφωνική συ- συναυλία· - оркестр συμφωνική ορχήστρα, ♦симфония, -и θ. (μουσ.) συμφωνία· девятая - Бетховена η ένατη συμφωνία του Μπετόβεν. 2 μτφ. αρμονία. ♦синагога, -И θ.συναγωγή (εβρα'ΐκός ναός), синагогальный επ. συναγωγικός. СИНап, -а α. ποικιλία μήλων, ♦сингармонизм, -а α. συναρμονισμός. ♦синдетикон, -а α. είδος κόλλας. *СИНДИК, -а α. 1 σύνδικος (στους αρχαίους Ελληνες), συνήγορος, υπεράσπιση. 2 επίτρο- επίτροπος (ιδρύματος, εταιρίας, συνεργατικής), ♦синдикализм, -а α. συνδικαλισμός. синдикалист, -а, -ка, -и θ. συνδικαλιστής, -ίστρια. синдикалистский επ. συνδικαλιστικός· - ук- уклон В партии συνδικαλιστική παρέκκλιση στο κόμμα. Синдикальный επ. του συνδικάτου· - кон- конгресс συνέδριο συνδικάτων.,. ♦синдикат, ~а α. το συνδικάτο. СИНДИКатныЙ επ. του συνδικάτου* συνδικα- συνδικαλιστικός· -ые организации συνδικαλιστικές οργανώσεις. СИНДИЦирование, -Я ουδ. ένωση σε συνδικά- συνδικάτα. синдицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. ενώ- ενώνω ό*ε συνδικάτα. II -СЯ ενώνομαι σε συνδι- συνδικάτα. ♦синдром, -а α. (ιατρ.) σύνδρομο, συνδρομή. СИНева, -Ы θ. χρώμα κυανό, μπλε, γαλάζιο. II γαλανάδα, γλαυκότητα. синеглазый επ., βρ: -глаз, -а, -о γαλανο- γαλανομάτης . ♦синедрион, -а α. συνέδριο, συμβούλιο πρε- πρεσβύτερων (στους Ιουδαίους). II μτφ. συνέλευ- συνέλευση, συμβούλιο· δικαστήριο. ♦синекдоха, -и θ. συνεκδοχή. ♦синекура, ~Ы θ. (γραπ. λόγος) αργομισθία (θέση έμμισθη χωρίς εργασία). Синелевый επ. του σειρητιοΰ* απο σειρήτι βελούδινο. ♦синель, -и θ. σειρήτι βελούδινο, синелька, -и θ. βλ. синель, синельный επ. βλ. синелевый. ♦синематограф, -а α. (παλ.) κινηματογράφος, синематографический επ. (παλ.) κινηματο-
син 443 син γραφικός. Синение, -Я ουδ. κυανοβάψιμο, λουλάκισμα. синёный επ. λουλακισμένος· -ое бельё λου- λακισμένα ρούχα. Синенький επ. υποκύανος, γλαυκός, γαλανός. II ως ουσ. -ая θ. τσαρικό χαρτονόμισμα πέντε ρουβλιών. синеть, -его, -ёешь р.6. 1 κυανίζω, γίνο- γίνομαι κυανός. 2 φαίνομαι κυανός. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. · СИНец, ~нца α. είδος κυπρίνου. синий, -яя, -ее επ., βρ: синь, синя, си- сине и. (παλ.) синё κυανός, μπλε, γαλά- γαλάζιος. II εκφρ. ~ чулок γυναίκα επιστήμονας και κάτισχνη (απο την πολλή εργασία). СИНИЛЬНЫЙ1 επ: -ая кислота·οξύ υδροκυανι- κό ή πρωσικό ή υδροκυάνιο. синильный* επ. βλ. красильный. СИНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. синённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.δ.μ. 1 βάφω κυανό, μπλε, γαλάζιο. 2 λουλακίζω. СИНИЦа, -Ы θ. σπίζα η άγαμη· ο σπιζίτης· не сули журавля в нёбе, дай -у в ρ^Η(παρμ.) κάλιο πέντε και στο χέρι, πάρα δέκα και καρ- τέρει. СИНИЧИЙ επ. της σπίζας, του σπιζίτη * Синклиналь, -и θ. (γεωλ.) συγκ,λινίες, κλι- τύες· κατηφοριές. синклинальный επ. (γεωλ.) των συγκλινιών, των κλιτυών. * СИНКЛИТ, -а α. η σύγκλητος. II σύνοδος (των κληρικών). II μτφ. συνάθροιση, σύναξη, συνα- συναγωγή. *СИНКОпа, -Ы θ. (μουσ. к. φιλγ.) συγκοπή, синкопированный επ. (μουσ.) της συγκοπής. синкопический επ. βλ. синкопированный. ♦синкретизм, -а α. (γραπ. λόγος) συγκρητι- συγκρητισμός* συγχώνευση. ■ синкретический επ. του συγκρητισμού. синкретичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. синкретический. СИНОВИалЬННЙ επ. του αρθροσίαλου. * СИНОВИЯ, -И θ. το αρθροσ'ιαλο. *СИНОД, -а α. (εκκλσ.) σύνοδος· священный ιερή σύνοδος. синодальный επ. συνοδικός, της συνόδου. СИНОДИК, -а α. το συνοδικό (βιβλίο)· ψυ- χοχάρτι. *синодический επ. (αστρν.) συνοδικός, της συνόδου ή της συζυγίας. СИНОДСКИЙ επ. (θρησκ.) συνοδικός. * СИНОНИМ, -а α. (γραμμ.) το συνώνυμο. II μτφ. ταυτόσημη έννοια. синонимика, -И θ. τα συνώνυμα (μιας γλώσ- γλώσσας). \\ η συνωνυμική (τμήμα λεξικολογίας), синонимический επ. συνωνυμικός. СИНОНИМИЧНОСТЬ, -И θ. 1 βλ. СИНОНИМИЯ. 2 ύπαρξη συνωνυμίας, -ιών. сунонимичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βλ. синонимический. *СИНОНИМИЯ, -И θ. συνωνυμία· συνώνυμο. *СИНОПСИС, -а α. (παλ.) σύνοψη, επιτομή ή περίληψη. СИНОПТИК, -а α. μετεωρολόγος. Синоптика, -И θ. μετεωρολογία. * синоптический επ. 1 συνοπτικός, περιληπτι- περιληπτικός. 2 μετεωρολογικός· -ие условия μετεω- μετεωρολογικές συνθήκες. II εκφρ. -ая карта μετε- μετεωρολογικός χάρτης. ♦синтата, -Ы θ. συντακτική μονάδα (απο μία ή μερικές λέξεις). *синтаксис, ~а α. (γλωσ.) σύνταξη. Синтаксический κ. синтактический επ. συ- συντακτικός· - анализ предложения συντακτική ανάλυση της πρότασης. ♦синтез, -а α. 1 σύνθεση· - явлений (φιλοα) σύνθεση των φαινομένων (αντώνυμο της ανάλυ- ανάλυσης). II ένωση, γενίκευση. 2 (χημ.) ένωση· - органических веществ σύνθεση οργανικών ου- ουσιών. синтезирование, -я ουδ. σύνθεση. синтезировать, -руго, -руешь р.δ.к.σ.μ. 1 συνθέτω, κάνω σύνθεση ή ένωση ή γενίκευση, ενώνω, γενικεύω. 2 (χημ.) ενώνω. II -СЯ συ- ντίθεμαι. συγκροτούμαι* синтетический επ. 1 συνθετικός· - метод исследования συνθετική μέθοδος έρευνας. 2 (χημ.) ενωτικός· - каучук συνθετικό καου- καουτσούκ. 3 ενωμένος, συγκροτημένος. II τυπο- τυποποιημένος, γενικός, γενικευμένος. 4 (γλωσ.) κλιτός· -ие языки οι κλιτές γλώσσες. № *ОЙнуС, -а α. 1 (μαθ.) το ημίτονο, (βιολ.) κόλπος· κοιλότητα συριγγώδης. Синусоида, -Ы θ. (μαθ.) το ημιτονοειδές. синусоидальный επ. ημιτονοειδής. Синхронизатор, -а α. (τεχ.) συγχρονιστής. Синхронизационный επ. (τεχ.) συγχρονιστι- συγχρονιστικός. синхронизация, -И θ. συγχρονισμός. синхронизировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. (τεχ.) συγχρονίζω. II -СЯ συγχρονίζομαι, ♦синхронизм, -а α. συγχρονισμός. синхронистический επ. βλ, синхронический. синхронический επ. (γραπ. λόγος) συγχρο- νικός. СИНХРОНИЧНОСТЬ, -и θ. συγχρονισμός, συγ- χρονιστικότητα. синхрония, -И θ. συγχρονισμός. Синхронность, -И θ. συγχρονισμός. Синхронный επ. 1 σύγχρονος, ταυτόχρονος. 2 σύγχρονος· - двигатель σύγχρονος κινη- κινητήρας.
син 444 сит *синхротрон, -а а. το σύγχροτρο. *синхроциклотрон, -а а. συγχροκυκλοτρόνιο. СИНЬ, -и Θ. 1 3λ. синева. 2 χρώμα κυανό.II κυανός χρωματισμός, κυανή χροιά. синька, ~И θ, 1 λουλάκισμα. 2 λουλάκι το ινδικό. 3 χαρτί κυανό. *СИНЬОр, -а α., -ра, ~Ы θ. κύριος, ~Ία. ♦синьорина, -Ы ο. δεσποινίδα. синюха, -и θ. 1 (ιατρ.) κυάνωση. 2 μελάνιασμα (μελών του σώματος). СИНЮШНОСТЬ, -И 6. κυανόχροια· μελάνιασμα. СИНЮШНЫЙ επ. , βρ: ~шен, -шна, -шно (ιατρ.) κυανός, γαλάζιος· μελανός (για δέρμα, χε Ιλη). СИНЯК, ~а α. (ιατρ.) εκχύμωση· μώλο^ιας, με- λάνιάσμα. * СИОНИЗМ, σιωνισμός. СИОНИСТ, ~а α., ~ка, ~И е. σιωνιστής, -ί- στρια. СИОНИСТСКИЙ ε-π:. σ ι ων ι στ ι κό ς . сип"! ~а α. ο γυπαετός. СИП? ~а α. 1 βλ. сипение. 2 βλ. окплость. сипение, ~Я ουδ. σύριγμα· βράχνιασμα. сипеть, -ПЛГО, -ПЙШЬ р.δ. συρίζω, σφυρίζω, βγάζω συριστικούς ήχους. II μιλώ βραχνά, συ- ριστικά. СИПЛОСТЬ, ~И θ. συριγμός, σφύριγμα, βρα- χνότητα, βραχνάδα. СИПЛЫЙ επ., βρ: сипл, ~ла, ~ло συριστικός, σφυριχτός- βραχνός. сиповатость, ~И θ, ελαφρός συριγμός· 3ρα- χνάδα. сиповатый επ., βρ: -ват, -а, -о λίγο συριστικός· βραχνούτσικος· - ГОЛОС βραχνού- τσικη φωνή. сипота, ~Ы θ. βραχνότητα, βραχνάδα. '^сирена, ~Ы θ. 1 σειρήνα (μυθολογ. τέρας). II μτφ. γυναίκα γόησσα. 2 σε ιρήνα (σφυρ ίχτρα) πλοίων, σιδηροδρόμων, συναγερμού κ.τ.τ. сиреневый επ. 1 της πασχαλιάς. 2 μενεξεδένιος, λ·ιλός, ιώ>δης. *сирень, ~и 0. σύριγζ, σύριγγα, πασχαλιά. СЙфечь (σύνδ. επεξηγηματικός)· (παλ.)· δηλαδή· μ' άλλα λόγια. сириец, -рийца α., ~ка, -и о. Σύριος, ~ос κ. Σύρος, ~α, κάτοικος της Συρίας. сирийский επ. συριακός κ. σύριος. *СЁ1рин, ~а α. 1 Σειρήν βλ. сирена. 2 μικρό πτηνό απο τα γλαυκιδή. *СИрОККО α. άκλ. σιρόκος (άνεμος). *СИрОП, ~а α. το σιρόπι. С1фОПНЫЙ επ. του σιροπιού. сирота, -Ы, πλθ. ~ОТЫ α.κ.Ο. ορφανός, ~ή. II μόνος, μοναχός, έρημος. сиротеть, -ею, -ёешь р.δ. 1 ορφανεύω, μένω ορφανός. 2 μτφ, εκκενώνομαι, αδειάζω-уез- каГОТ дети - еет дом φεύγουν τα παιδιά, αδειάζει το σπίτι. II είμαι (μένω) μόνος, μοναχός, έρημος. сиротина, -Ы θ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. сирота. сиротинка, -и α.κ. θ. ορφανάκι, -νούλα. сиротинушка, -ы α.κ.е. βλ. сиротинка. С1фотка, -и α.κ.θ. βλ. сиротинка. С1фОТЛЙВОСТЬ, -и θ. ορφάνια, μοναζιά, μοναχική ζωή, μονήρης βίος. сиротливый επ., βρ: -лив, -а, -о ορφανεμένος, μόνος, μοναχικός, μονήρης. II θλιμμένος, λυπημένος. сиротский επ. του ορφανού· -ая печаль η θλίψη του ορφανού· - ДОМ ορφανοτροφείο. II εκφρ. ~ая ЗИМа μαλακός χειμώνας (κατάλληλος για τα ορφανά). сиротство, -а ουδ. 1 ορφάνια. 2 μτφ. έλλειψη προστασίας· μοναξιά. сирый επ., βρ: οκρ, -а, -ο (παλ.). 1 ορφανός, ορφανεμένος. II μόνος, μοναχός, μονήρης. 2 φτωχός, άμοιρος. ♦система, ~Ы θ. 1 σύστημα· τάξη· σειρά· расстановки книг в библиотеке το σύστημα τοποθέτησης των βιβλίων στη βιβλιοθήκη· нарушить -у παραβιάζω το σύστημα· ~ леченин το σύστημα θεραπείας· педагогическая - παιδαγωγικό σύστημα· филооофокая система Декарта φιλοσοφικό σύστημα του Καρτέσιου. 2 συγκρότηση, ενιαίο όλο· αλληλοσύνδεση· солнечная το ηλιακό σύστημα· нервная ~ το νευρικό σύστημα. II συγκρότημα τεχνικό· ~ отопления σύστημα θέρμανσης· оросительная - αρδευτικό σύστημα. 3 κοινωνική οργάνωση· феодальная, капиталистическая, социалистическая ~ φεουδαρχικό, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό σύστημα. II εκφρ. выборная - εκλογικό σύστημα, систематизатор, -а α. συστηματοποιητής. ♦систематизация, -и о. συστηματοποίηση. систематиз1арование, -я ουδ. βλ. систематизация. систематизировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. συστηματοποιώ. || ταξινομώ. систематик, -а α. βλ. систематизатор, систематика, -и о, 1 συστηματοποίηση, 2 (βοτ., ζωολ.) η συστηματική. систематически επίρ. συστηματικά, систематический επ. συστηματικός. систематичность, -и о. συστηματικότητα. систематичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βλ. систематический. *систерна, -ы е. βλ. цистерна. сиська, ~и, γεν, πλθ, -сек, δοτ. -сысам κ. СЙСЯ, -и Θ. (απλ.) η θηλή του στήθους,το ρωγοβύζι. II το γυναικείο στήθος. СЙТеЦ, -тца α. τσίτι, τσιτάκι (ύφασμα). ситечко, -а ουδ. σιτίτσα, κοσκινάκι.
сих 445 ска СИТНИК, -а α. ψωμί με κοσκινισμένο αλεύρι. СИТНЫЙ επ. κοσκ ι, ν ιστός, -σμένος· -ая мука κοσκινισμένο αλεύρι. II ως ουσ. βλ. ситник. СИТО, -а ουδ. η σίτα, λεπτό κόσκινο. СИТОВИДНЫЙ επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО δι- δικτυωτός, κοσκινοειδής. СИТОВЫЙ επ. με σίτα· κοσκινοειδής· -ая су- сушилка κοσκινοειδής στεγνωτήρας. ситочный επ. βλ. сотовый. Ситро ουδ. άκλ. λεμονάδα. '''ситуация, -и θ. κατάσταση· политическая - πολιτική κατάσταση· революционная - επανα- επαναστατική κατάσταση· выгодная - επωφελής κα- κατάσταση· благоприятная - ευνο'ΐκή κατάσταση. ситцевый επ. τσίτινος, του τσιτιοϋ· -ая ткань ύφασμα τσίτι· -ое платье φόρεμα απο τσ ίτ ι. *сифилис, -а α. η σύφιλη. сифилитик, -а α., -тйчка, -и θ. συφιλιδι- κός, -ή. сифилитический επ. συφίλιδικός. *сифон, -а α. 1 σίφονας (για μετάγγιση υ- υγρών). 2 συσκευή απορρόφησης. СифОННЫЙ επ. του σίφωνα: -ая трубка σωλή- σωλήνας του σ'ιφωνα. сия βλ. сей. СИЯНИе, -Я ουδ. λάμψη, ακτινοβολία, απαύ- απαύγασμα, λαμπηδόνα, το φέγγος· лунное - το φέγγος της σελήνης. II φωτοστέφανος. II μτφ. μεγαλείο, αίγλη· - славы η λάμψη της δό- δόξας. 2 μτφ. έκφραση χαράς· - глаз η λάμψη των ματιών· - Лица η λάμψη του προσώπου. II εκφρ. северное (полярное) - βόρειο σέλας. Сиятельный επ. (προεπανασ.) τιτλοφορεμέ- νος έξοχος, εκλαμπρότατος. сиятельство, -а ουδ. (τίτλος) εξοχότητα, εκλαμπρότητα. СИЯТЬ, -ЯЮ, -яешь р.δ. 1 ακτινοβολώ, λά- λάμπω, απαυγάζω· солнце -яет о ήλιος λάμπει· Месяц -яет το φεγγάρι λάμπει. 2 μτφ. εκφρά- εκφράζω χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ. его глаза -ЯГОТ τα μάτια του λάμπουν - ОТ радости λάμπω α- απο χαρά. Скабиоза, ~Ы θ. ψωρανθεμίδα (φυτό). скабрёзность, -и θ. σιχαμερότητα. II έκ- έκφραση ή λέξη σιχαμερή, απρεπής. скабрезный επ., βρ: -зен, -зна, -зно συ- χαμερός, απρεπής, σαχλός· - анекдот σαχλό ανέκδοτο. СкажёНННЙ επ. (διαλκ.) παράφρονας, τρελ- "λός, μουρλός, ζουρλός. Сказ, -а α. (φιλγ.) διήγημα προφορικό, ι- στόρημα, ιστορία· - о героях ιστορίες για τους ήρωες. II (παλ.) διήγημα. II (απλ.) συ- συνομιλία, κουβέντα· λόγος, λέξη. || εκφρ. вот (тебе) и весь - (απλ.) αυτό ήταν όλο και τέλος, ως εδώ και τέλειωσε. сказание, -Я ουδ. διήγημα, ιστορία, ιστο- ιστορικό διήγημα. сказануть р.σ. (απλ.) λέγω κάτι άστοχο,ά- άστοχο,άτοπο, άκαιρο. сказать, скалу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ. 1 βλ. говорить. 2 (παλ.) διηγούμαι. 3 ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή). 4 скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη. 5 προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτη- αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). II скажешь! είπες(και σύ)! (περιφρονητικα στον συνομιλητή). || εκφρ. как сказать (για) να πούμε· κατά κά- κάποιον τρόπο· лучше, вернее, проще, точнее ~ για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, α- ακριβέστερα· можно - (παρνθ. λ.) μπορώ να πω· нечего - δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)· ничего не -жешь είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό· -ите на милость ή пожа- пожалуйста βλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο). II -СЯ 1 βλ. говориться. 2 εκδηλώνομαι, φαί- φαίνομαι, φανερώνομαι. II επιδρώ, επιρεάζω. 3 λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ. 4 κάνω, προ- προσποιούμαι· - больным κάνω τον άρρωστο. сказитель, -я α., -ница, -ы θ.δημιουργός, αφηγητής ή τραγουδιστής δημοτικών τραγου- τραγουδιών, сказка, -и θ. 1 παραμύθι, μύθος* русские народные -и ρωσικά λα'ίκά παραμύθια. 2 επι- επινόηση, -μα, μύθευμα. 3 (παλ.) κατάλογος. 4 το λεγόμενο· ПО -ам κατά τα λεγόμενα.II εκφρ. -И про белого бычка διηγούμαι τα ίδια και και τα ίδια, ψάλλω το ίδιο τροπάρι, κοπανώ όλο τα ίδια; ни в -е сказать, ни пером опи- опирать δε λέγεται, δεν περιγράφεται· сделать- сделаться (стать) -ой γίνομαι το θέμα της μέρας. Сказовый επ. διηγηματικός. Сказочник, -а α., -ца, ~Ы θ. παραμυθάς, -θού, μυθολόγος. Сказочность, -И θ. παραμυθένια ωραιότητα. Сказочный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО. 1 πα- παραμυθένιος, του παραμυθιού· -ые Образы μορ- μορφές παραμυθένιες. 2 ιδεώδης, θαυμάσιος· -ая страна παραμυθένια χώρα· -ое богатство πα- παραμυθένιος πλούτος. Сказуемое, -ОГО ουδ. (γραμμ.) κατηγόρημα. Сказуемость, -И θ. (γραμμ.) κατήγορηματι- κότητα (η ύπαρξη σημασίας κατηγορήματος στη .λέξη). сказуемый επ: неудобь - βλ. неудобь. Сказывать р.δ. (παλ.) 1 λέγω, μιλώ. 2 δι- διηγούμαι, αφηγούμαι, ιστορώ. II -СЯ 1 βλ. сказаться. 2 (σε у πρόσωπο)· λέγεται. 3 ι- ιστορούμαι, λέγομαι.
ска 446 ска Скакалка, -И θ. το σχοινάκι (που μ' αυτό ατομικά πηδούν τα παιδάκια). Скакание, -Я ουδ. πήδημα· τρέξιμο πηδη- πηδηχτό· κάλπασμα. скакать, скачу, скачешь р.δ. 1 πηδώ· через верёвку πηδώ το σχοινάκι. II αντιπηδώ, ανακρούω, τινάζομαι αντίθετα προς την πρό- πρόσκρουση. II μτφ. ανεβοκατεβαίνω, διακυμαίνο- διακυμαίνομαι, έχω σκαμπανεβάσματα· температура -ет η θερμοκρασία (ή ο πυρετός) έχει σκαμπανε- σκαμπανεβάσματα. 2 κινούμαι πηδηχτά, με πηδηματάκια· дрозды -чут τα κοτσίφια πηδούν. II χορεύω πηδηχτά, χοροπηδώ. 3 καλπάζω. скакнуь р.σ. βλ. скакать (ι, ζ σημ.). скаковой επ. ιπποδρομικός, για καλπασμό* -ая лошадь άλογο ιπποδρομιών ή της κούρσας· -ые соревнования αγώνες ιπποδρομίας. скаку: на - κ. на всем (полном) - με πλή- πλήρη καλπασμό. скакун, ~а α. άλογο ιπποδρομιών ή της κούρσας. скала, -ы πλθ. скалы θ. βράχος· подвод- подводная - ο ύφαλος. скаламбурить р.σ. βλ. каламбурить. Скалистый επ., βρ: -ЛИСТ, -а, -О βραχώ- βραχώδης· - берег βραχώδης ακτή ή όχθη. СКалиТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ р.δ: - зубы α) δείχνω τα δόντια (φοβερίζω)· собака -ла зубы το σκυλί έδειχνε τα δόντια, β) γελώ· χαμογελώ. II -СЯ 1 φαίνομαι· у него ~ЛИСЬ зубы του φά- φάνηκαν τα δόντια. 2 βλ. скалить зубы. Скалка, -И θ. πλάστης (ράβδος) φύλλων ζυ- μαριού. II άξονας- άτρακτος, (α)δράχτι. Скалолаз, -а α. βραχοαναβάτης, βραχοσκαρ- φαλωτής. Скалолазание, -Я ουδ. βραχοανάβαση, βρα- χοσκαρφάλωση. скалывание, -Я ουδ. 1 σπάσιμο· απόσπαση·- льда С тротуара σπάσιμο* του πάγου στο πε- πεζοδρόμιο. 2 καρφίτσωμα. 3 τρύπημα. скалывать(ся) ρ.δ. βλ. сколоть(ся). скалькировать κ. скалькулировать р.σ. βλ. калькулировать. Скальный επ. του βράχου· βραχώδης, πετρώ- πετρώδης· -ые расщелины ρωγμές βράχου. ♦скальп, ~а α. δέρμα με μαλλιά κεφαλιού (κομμένο απο τον εχθρό ως λάφυρο σε μερικές άγριες φυλές). *Скальпель, -Я α. νυστέρι. скальпирование, -я ουδ. αφαίρεση δέρματος κεφαλιού (βλ. скальп). скамеечка, -И θ. σκαμνάκι, καθισματάκι· - для ног υποπόδιο. скамейка, -и θ. βλ. скамья. скамья, -и, πλθ. скамьи κ. скамьи, ска- скамей θ. κάθισμα, σκαμνί, εδώλιο, έδρανο· πα- παγκάκι. II εκφρ. - подсудимых το εδώλιο του κατηγορούμενου- сесть на -Ю ПОДСУДИМЫХ κά- κάθομαι στο σκαμνί του κατηγορούμενου· СИ- Деть ца школьной ~е κάθομαι στο θρανίο (μα- (μαθαίνω) · СО ШКОЛЬНОЙ -Й αμέσως μετά το σχο- σχολείο. *скандал, -а α. σκάνταλο· καβγάς, φασαρία, επεισόδιο- - В семье οικογενειακό σκάντα- σκάνταλο ·политический - πολιτικό σκάνταλο· устра- устраивать - δημιουργώ σκάνταλο. скандалёзный επ. (παλ.) βλ. скандальный. ♦скандализировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εκτρέπομαι, ασχημονώ· επιτί- μαι προσβλητικά· δημιουργώ σκάνταλο. II -СЯ εκτρέπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. скандализовать(ся) ρ.δ.κ.σ. βλ. скандали- скандализировать ся). скандалист, ~а α., -ка, -и θ. σκανταλο- ποιός. || ταραχοποιός, ταραξίας, φασαρίας. скандалить, -ЛЮ, -лишь р.δ. 1 κάνω (δημι- (δημιουργώ) σκάνταλα. 2 κάνω φασαρίες, καυγάδες, επεισόδια, σκηνές. 3 μ. ντροπιάζω,ρεζιλεύω· προσβάλλω. II -СЯ περιπίπτω, βρίσκομαι σε δύσκολη (δυσχερή)θέση. скандальничать ρ.δ. βλ. скандалить (ι σημΟ. Скандальность, -И θ. η ύπαρξη σκαντάλου·- происшествия το σκανταλώδες του συμβάντος. скандальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 σκανταλώδης· ~ое происшествие σκανταλώδες συμβάν. 2 (παλ.) άσεμνος, Λπρεπής, επαίσχυ- επαίσχυντος, αισχρός· -ая хроника αισχρό χρο- χρονικό. 3 καβγατζής. || ταραχοποιός. скандинав, -а α., -ка, -и θ. Εκανδιναβός, -ή. Скандинавский επ. σκανδιναβικός. скандирование, -я ουδ. τονικός συλλαβι- σμός^ II φώναγμα ρυθμικά και συλλαβιστά (ε- πευφυμίες). *скандировать, -руи, -руешь р.δ. προφέρω τονικά και κατά συλλαβές. II φωνάζω ρυθμικά και κατά συλλαβές· επευφημώ. II -0Я προφέρο- προφέρομαι τονικά και συλλαβιστά. II φωνάζομαι ρυθ- ρυθμικά και συλλαβιστά. скантировка, -и θ. βλ. скандирование. скань, -и θ. (παλ.) βλ. филигрань. скапливать(ся) р.δ. βλ. скопйть(ся). скапотировать, -рует р.σ. (για αεροπλάνο) ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω (απο το μπροστι- μπροστινό μέρος κατά την προσγείωση ή απογείωση). скапуститься κ. скапутиться р.σ. (απλ.) πεθαίνω, ξεψυχώ. скапывать ρ.δ. βλ. скопать. II -ся ομαλύ- νομαι, ισιώνομαι. ♦скарабей, -я α. σ**ραβαίος. ♦скарб, -а α. (αθρσ.) βλ. пожитки. скаред, -а α. κ. скареда, ~ы α.κ.θ. φι-
ска 447 шкв λάργυρος, τσιγκούνης, σπαγκοραμμένος. Скаредничать р.δ. τσιγκουνεύομαι. Скаредность, -И θ. φιλαργυρία, τσιγκουνιά. скаредный επ., βρ: -ден, -дна, -дно φι- φιλάργυρος, τσιγκούνης. Скарификатор, -а α. κατασχαστής,χαράκτης. επ. χαρακτικός. ДИЯ, -И θ. κατάσχαση, χάραξη. скарифицировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. κα- τασχάζω, χαράσσω. II -СЯ κατασχάζομαι, χα- χαράσσομαι. * Скарлатина, -Ы θ. οστρακιά, σκαρλατίνα. Скарлатинный επ. της οστρακιάς, της σκαρ- λατ'ινας· -ая эпидемия επιδημία οστρακιάς. Скарлатинозный επ. της οστρακιάς· -ая СЫПЬ εξανθήματα οστρακιάς· -ая палата θάλα- θάλαμος ασθενών απο οστρακιά. II προσβλημέ- νος απο οστρακιά, οστρακιάρικος. скармливать р. δ. βλ. СКОРМИТЬ. II -СЯ ξο- ξοδεύομαι για ζωοτροφή. СКат? -а α. 1 κύλιση προς τα κάτω. 2 κλί- κλίση, κατωφέρεια, κλιτύς· πλαγιά. *СКаТ? -а α. τροχός αυτοκινήτου (με όλα τα εξαρτήματα). *СКат? ~а α. (ψάρι)· τορπίλη ή νάρκη (ε- πιστ.), σελάχι ή σαλάχι, μουδιάστρα (λκ.). скатать р.σ.μ. 1 περιτυλίγω, μαζεύω ρολό* - ковры περιτυλίγω τα χαλιά. 2 περικυλώ, κουλουριάζω· - снежок κουλουριάζω το χιόνι, 3 (για μαλλιά) περιπλέκω, ανακατεύω. 4 Υνα- φεύω υφάσματα, (συμ)πιλώ. 5 πηγαινοέρχομαι. 6 (απλ.) αντιγράφω απο άλλον (μαθήματα). II -СЯ περιτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. скатёрка к. скатёртка, -и θ.βλ. скатерть. скатертный επ. του τραπεζομάντηλου· -ая бахрома τα κρόσσια του τραπεζομάντηλου· ~ое ПОЛОТНО ύφασμα για τραπεζομάντηλο. скатерть, -И θ. τραπεζομάντηλο. II εκφρ. ~Ы0 дорога о δρόμος είναι ανοιχτός (δε σε κρατά κανένας, δε μας είσαι απαραίτητος). скатить1, скачу,, скатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. κυ- κυλώ προς τα κάτω· κατρακυλώ· - бочку В ПОД- Вал κυλώ το βαρέλι στο υπόγειο. II ~'СЯ 1 κυ- κυλιέμαι προς τα κάτω· κατρακυλώ. II κατεβαί- κατεβαίνω, κατέρχομαι απο· πέφτω απο. 2 μτφ. με- ταπίπτω· - К идеализму κατρακυλώ στον ιδε- ιδεαλισμό· - В болото оппортунизма κατρακυλώ στο βούρκο του οππορτουνισμού. скатить2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. ска- скатить1)· περιβρέχω, περιχύνω· ξεπλύνω. II -СЯ περιβρέχομαι■ ξεπλύνομαι. скатка1, -И θ. 1 περιτύλιξη, κουλούριασμα. 2 γνάφεψη, (συμ)πίληση. 3 περιτύλιγμα (περι- (περιτυλιγμένο ΐίράγμα). 4 (στρατ.) χλαίνη περι- περιτυλιγμένη. Скатка? -И θ. κύληση· κατρακύληση. скатный1επ. της κύλησης· ολισθητικός· ~ая доска σανίδα κύλησης. Скатный2επ. στρόγγυλος, κυκλοτερός. скатывание1 -я ουδ. βλ. скатка1 скатывание? -Я ουδ. περίχυση, βρέξιμο· ξέ- ξέπλυμα. скатывать(сяIр.б. βλ. скатйть(сяI. скатывать(сяJр.б. βλ. скатить( сяJ. ♦скафандр, ~а α. το σκάφαντρο. скачать р.σ.μ. αντλώ, βγάζω, εκχύνω. скачивать( сяI ρ. δ. βλ. скатить( сяJ. . скачивать2р.δ. βλ. скачать. II -ся αντλού- αντλούμαι. скачка, -и е, 1 καλπασμός. 2 αγώνες ιππο- ιπποδρομίας. Скачкообразность, -И θ. αλματώδης εξέλιξη. скачкообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; αλματώδης· - переход от одного состояния к другому СОСТОЯНИЮ αλματώδες πέρασμα απο μια κατάσταση στην άλλη. Скачок, -чка α. 1 άλμα, πήδημα· ОДНИМ ~ОМ достиг он своё место με ένα πήδημα αυτός βρέθηκε στη θέση του. 2 απότομη αλλαγή· με- μετάπτωση 3 (φιλοσ.) πέρασμα, μεταπήδηση (α- (απο μια κατάσταση στην άλλη), άλμα. Скашивание'! -Я ουδ. κόσισμα, χορτοκοπή. скашивание2, -Я ουδ. στράβωμα, στρέβλωμα. скашивать1 ρ.δ.μ. #λ. скосить! II -ся ко- σίζομαι· θερίζομαι. скашивать2 р.δ. βλ. скосить2. II -ся βλ. скоситься. Скащивать ρ.δ. βλ. СКОСТИТЬ. II ελαττώνο- ελαττώνομαι, μειώνομαι, εκπίπτω (για τιμή, αξία). Скважина, -ы θ. οπή, τρύπα· σχισμή, χαρα- χαραμάδα (σε αντικείμενο ή στο έδαφος)· - Β крыше τρύπα στη στέγη· -Ы двери οι χαραμά- χαραμάδες της πόρτας· замочная - η κλειδαρότρυπα· буровая - πηγή εξόρυξης· πηγάδι, φρέαρ· не- нефтяная - πετρελαιοπηγή, πηγάδι πετρελαίου. СКВаЖИСТЫЙ επ. της διάνοιξης οπής ή της διάτρησης, СКВажноСТЬ κ. СКВажиСТОТЬ, -И θ. η ύπαρξη οπών, σχισμών, χαραμαδιών· διατρήσεων. скважный επ. βλ. скважистый. *ОКВаЙр, -а α. 1 βλ. эсквайр. 2 τίτλος δι- δικαστών ή τοπικών διοικητών στην'Αγγλία. сквалыга,~и α.κ.θ. (απλ.) βλ. сквалыжник. сквалыжник, -а α., -ца, -ы θ. βλ. скупой. сквалыжничать р.δ. τσιγκουνεύομαι. сквалыжнический επ. τσιγΗούνικος. сквалыжничество, -а ουδ. τσιγκουνιά, φι- φιλαργυρία. сквасить, -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сквашенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. α- αφήνω να ξυνίσει· - МОЛОКО αφήνω το γάλα να
ξυνίσει. II -СЯ ξυνίζω, γίνομαι ξυνός· МО- МОЛОКО -лось το γάλα ζΰνισε. * скваттер, ~а α. 1 (παλ.) αποικιστής. 2 κτηνοτρόφος ενοικιαστής (χέρσων εδαφών). сквашивать(ся) ρ.δ. βλ. сквасить(ся). *СКВер, -а α. πλατεία δεντρόφυτη. скверна, -Ы θ. (παλ.)· αθρσ. βρωμιές, α- χρειότητες, αίσχη, αισχρότητες. сквернавец, -вца α., -ка, -и θ. (παλ.) βΛ. мерзавец. сквернить р.δ.μ. (παλ.) βλ. осквернить. Скверно επίρ. άσχημα, κακώς, αισχρά, ελε- ελεεινά, αχρείως. Сквернослов, -а α. αισχρόλογος, χυδαιολό- γος, βωμολόχος, αχρειολόγος, κοπρολόγος. сквернословие, -Я ουδ. αισχρολογία, χυδαι- ολογία, βωμολοχία, αχρειολογία, κοπρολογία. сквернословить, -влю, -вишь ρ.δ. αισχρο- λογώ, χυδαιολογώ, βωμολοχώ, αχρειολογώ, κο- προλογώ. Скверность, -И θ. αχρειότητα, αισχρότητα, χυδαιότητα. скверный επ^ αχρείος, αισχρός· χυδαίος· - человек αχρείος άνθρωπος. II άσχημος, κα- κακός, αποκρουστικός, δυσάρεστος· - запах ά- άσχημη μυρουδιά. II (για λόγια) άσεμνος, α- απρεπής. 2 κακός, άσχημης κατάστασης· -8Я дорога κακόδρομος, παλιόδρομος· -ая погода παλιόκαιρος. СКВИТать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сквитанный, βρ: -тан, -а, -о (παλ.)· εξοφλώ, ξεπληρώνω· - ДОЛГ ξεπληρώνω το χρέος. II μτφ. εκδικούμαι. II εκφρ. - МЯЧ ИЛИ ГОЛ α- ανταποδίδω το γκολ· - счёт ισοφαρίζω (στο παιγνίδι). II -СЯ εξοφλώ (χραιματ. λογαρια- λογαριασμούς). II μτφ. εκδικούμαι. СКВОЗИСТЫЙ επ., βρ: -ЗЙСТ, -а, -О διαφα- διαφανής, διάφανος, φεγγριστός. СКВОЗИТЬ, -ЙТ р.б. 1 φυσώ, κάνω ρεύμα· за- закройте дверь, -ЙТ κλείστε την πόρτα, κάνει ρεύμα- -ЙТ через щели φυσάει απο τις χαρα- χαραμάδες. 2 (για φως)· περνώ, διεισδύω· φεγ- φεγγρ ίζω· через щели двери -йл свет απο τις χαραμάδες της πόρτας φέγγριζε. 3 (δια)φέγ- (δια)φέγγω, είμαι διαφανής· материя -ЙТ το ύφασμα είναι διαφανές. 4 (κυρλξ. κ. μτφ.) διαφαί- διαφαίνομαι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. C, 4 σημ.). сквозной επ. 1 διαμπερής· -ое отверстие διαμπερής οπή· -ая рана διαμπερές τραύμα. 2 διαπεραστικός· - ветер διαπεραστικός ά- άνεμος. 3 χωρίς στάσεις, εξπρές· - поезд το εξπρές τρένο. 4 γενικός, για όλους· -ая за- закалка изделий χαλύβδωση όλων των μεταλλι- μεταλλικών ειδών. 5 αραιός, διαφανής-. II εκφρ. -ая бригада βλ. στη λ. комплексный. СКВОЗНЯК, ~а α. ρεύμα αέρα· берегись ОТ -а φυλάξου απο το ρεύμα. СКВОЗЬ 1 πρόθ. απο (μέσα) ή μεσ' απο· сё- ЯТЬ - СЙТО περνώ απο το κόσκινο (τη σίτα), κοσκινίζω· пробираться ~ толпу περνώ μέσ' απο το πλήθος· смотреть ~ дверную щель κοι- κοιτάζω απο τη χαραμάδα της πόρτας· - рыданья мать произнесла два слова μεσ' απο τους λυγ- λυγμούς η μάνα πρόφερε δυο λόγια. 2 επίρ. βλ. насквозь. скворец, -рца α. ο ψαρ (επιστ.), ψαρόνι, μαυροπούλι (λκ.). скворечник, -а α. κλουβιά, καφάσια για τα ψαρόνια. скворечница, ~ы θ. βλ. скворечник. скворечня, -и θ. βλ. скворечник. СКВОрушка, -И θ. ψαρονάκι. СКВОРЦОВЫЙ επ. του ψαρονιού. СКВОРЧИННЙ επ. του ψαρονιού. скворчонок, -нка, πλθ. -чата, -чат α. ψαρονάκι. *скелёт, ~а α. 1 σκελετός, σκέλεθρο· - че- человека σκελετός του ανθρώπου· ~ ПТЙЦЫ σκε- σκελετός πουλιού. 2 βλ. каркас. 3 μτφ. κάτι- κάτισχνος. II εκφρ. - ПОЧВЫ (γεωλ.) η σύσταση του εδάφους. скелетный επ. σκελετικός, του σκελετού. 2 βασικός, κύριος. ♦скепсис, -а α. βλ. скептицизм B σημ.). *скептик, -а α. σκεπτιίός, δύσπιστος, φι- λύποπτος, πλήρης αμφιβολιών. скептицизм, -а α. 1 σκεπτικισμός (φιλοσ. ιδεαλιστικό ρεύμα). 2 αμφιβολία, δυσπιστία. Скептический επ, σκεπτικιστικός, του σκε- σκεπτικισμού. II δύσπιστος, της δυσπιστίας· -ая улыбка χαμόγελο δυσπιστίας. „скептичность, -и θ. βλ. скептицйзмB σημ.} скептичный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно βλ. скептический. скерциозный επ. του σκέρτσου. *скёрцо ουδ. άκλ. (μουσ.) το σκέρτσο. *скетч, -а α. το σκετς. СКИДать1 ρ.σ.μ. , παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скй- данный, βρ: -дан, -а, -о βλ. скинуть. СКИДаТь2р.б.μ. (παλ. κ. απλ.) βγάζω, α- αφαιρώ (ένδυμα). СКИДКа, -И θ. 1 ρίξιμο, πέταγμα· - Снега С крыши ρίξιμο κάτω του χιονιού απο τη στέ- στέγη. 2 έκπτωση, σκόντο. 3 υποχώρηση, ένδοση, επιείκεια. скидывание, -я ουδ. βλ. скидка A, 2 σημ.). СКЙДЫВаТЬ р.δ.μ. βλ. СКЙнуТЬ. II -СЯ ρί- ρίχνομαι κάτω, πετιέμαι. *СКИНИЯ, -и θ. (παλ.)· σκηνή, αντίσκηνο, το τσαντήρι. II μτφ. ιερός τόπος· ναός. Скинуть ρ.σ.μ. 1 ρίχνω κάτω, πετώ· - ме-
ски 449 скл ШОК С плеч ρίχνω κάτω το τσουβάλι απο τους ώμους· ~ снег С крыши πετώ κάτω το χιόνι απο τη στέγη. II μτφ. γκρεμίζω, ανατρέπω, εκ θρονίζω· -ли царя τον γκρέμισαν τον τσάρο. 2 (για ένδυμα) βγάζω, αφαιρώ. II φυλλορροώ· αλλάζω το τρίχωμα ή το πτέρωμα. II μτφ. απο- αποβάλλω, διώχνω· - С себя лень διώχνω απο πά- πάνω μου την τεμπελιά. 3 μειώνω, ελαττώνω, λι- λιγοστεύω. II κάνω έκπτωση, σκόντο. 4 βγάζω, αφαιρώ (απο το λογαριασμό). 5 γεννώ· кобы- лйца -ла жеребёнка η φοραδίτσα έκανε που- λαράκι. *СКИП, -а α. σκιπ, κιβώτιο. скипаться, -ается р.δ. βλ. скипеться. *СКЙпетр, -а α, το σκήπτρο. II εκφρ. ПОД -ОМ κάτω απο την εξουσία (του...). Скипеться, -ПИТСЯ ρ.σ. συμπυκνώνομαι, μα- μαζί κόπο ιού μα ι, μετατρέπομαι σε βώλους(απο τη θέρμανση ή την πολυκαιρία). скипидар, -а α. τερεβινθέλαιο (επιστ.), νέ- φτι (λκ·). скипидарный επ. τερεβινθέλαιος, του τερε- τερεβινθελαίου· απο τερεβινθέλαιο. СКИПОВЫЙ к. СКИПОВОв επ. του σκιπ. скирд, -а, πλθ. скирда α. к. скирда, ~ы, πλθ. СКИРДЫ, СКИРД θ. θημωνιά χόρτου, αχύρου. скирдовальный επ. θημωνιαστικός. скирдовальщик, -а α., -да, -Ы θ. θημανια- θημανιαστής, -στρια. Скирдование, -Я ουδ. θημώνιαση, -μα. скирдовать, -дую, -дуешь, παθ^ μτχ. παρλθ. χρ. скирдованный, βρ: -ван, -а, -ο ρ.δ.μ. θημων ιάζω. II -СЯ θημωνιάζομαι. скирдовка, -и θ. βλ. скирдование. скирдоправ, ~а α. θημωνιαστής. скисать(ся) ρ.δ. βλ. скйснуть(ся). СКИСНУТЬ р.σ. βλ. киснуть. II μτφ. χαλα- χαλαρώνω, χάνω τη ζωηρότητα, γίνομαι νωχελής, μελαγχολικός. II -СЯ ζυν'ιζω. *СКИТ, -а, προθ. О ~е, В -у α. 1 η σκήτη, ερημητήριο μοναχού. 2 μονή, μοναστήρι. скиталец, -льца α., -лица, ~ы θ. πλάνης, περιπλανόμενος, πλανόβιος· ταξιδιώτης. скитальческий επ. πλανητικός, περιπλανό- περιπλανόμενος· -ая ЖИЗНЬ περιπλανόμενη ζωή. СКИТаЛЬЧеСТВО, -а ουδ. περιπλανόμενη ζωή. СКИТаНИе, -Я ουδ. περιπλάνηση. СКИТаТЬСЯ р.δ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. СКИТНИК, -а α., -ца, -Ы θ. ασκητής. СЙЙТНИЧескиЙ επ. ασκητικός. СКИТСКИЙ επ. ασκητικός· μοναχικός. *СКИф? -а α. ο Σκύθης. ♦скиф? -а α. βάρκα στενόμακρη. скифский επ. σκυθικός. склад1 -а α. αποθήκη· - оружия οπλαποθή- κη· торговый - εμπορική αποθήκη· Вещевой - αποθήκη πραγμάτων Дровяной - ξυλαποθήκη· Продовольственный - αποθήκη τροφίμων, боеприпасов αποθήκη πυρομαχικών. склад? -а (~у) α. 1 κράση· ιδιοσυγκρασία, πάστα· χαρακτήρας· душевный - ψυχοσύνθεση· нравственный - ηθικός χαρακτήρας; II διάπλα- διάπλαση· физический - σωματική διάπλαση. II μορ- μορφή» σχήμα, φιγούρα, κορμοστασιά· - фигуры το κόψιμο, το σουλούπι. 2 τρόπος, είδος* - ЖИЗНИ τρόπος ζωής. II δομή, φτιάξιμο, σύν- σύνθεση· трехголосый - песни τρίφωνη σύνθεση του τραγουδιού. II κομψότητα, χάρη. II σειρά, νόημα. окладалышй επ. τοποθετικός, της τοποθέ- τοποθέτησης. Складень, -ДНЯ α. (παλ. κ. διαλκ.) πτυσ- πτυσσόμενος· НОЖ— ο σουγιάς· стул— κάθισμα πτυσσόμενο. Складирование, -Я ουδ. εναπόθεση, εναπο- εναποθήκευση. Складировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. ενα- εναποθέτω, εναποθηκεύω. II -СЯ εναποθηκεύομαι. складка1, -И θ. 1 πτυχή, δίπλα, πιέτα· Юб- Юбка В -у φούστα πτυχωτή (πλισέ). II ζαρωμα- τιά, ζάρα. II ρυτίδα. 2 ανωμαλία εδάφους. складка? -и θ. βλ. склад? складно επίρ. αρμονικά, ταιριαστά· ομαλά. II ευφραδώς. складной επ. πτυσσόμενος· - метр πτυσσό- πτυσσόμενο μέτρο· - НОЖ о σουγιάς. СКЛаДНОСТЬ, -И θ. αρμονικότητα. складный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 κα- λοκαμωμένος, εύσωμος, ευσώματος. 2 (για λό- λόγο) ομαλός, στρωτός· ρυθμικός, II (μουσ.) αρ- αρμονικός. 3 καλός, ευνοϊκός. II άνετος, βο- βολικός. складочка, -И θ. πτυχίτσα, διπλίτσα, πιε- τίτσα. складочный1 επ.εναποθευτικός, της εναπο- εναποθήκευσης. складочный2 επ. της συνεισφοράς, του έρα- νου. складской επ. αποθηκευτικός· ~ое помеще- помещение αποθηκευτικός χώρος. Складчатость, -И θ. σχήμα κυματοειδές. складчатый επ. πτυχωτός, πλισέ· -ая юбка πτυχωτή φούστα. II (γεωλ.) κυματοειδής. складчина, -Ы θ. συνεισφορά, έρανος. склады, ~ов πλθ. οι συλλαβές· по -ам чи- читать διαβάζω συλλαβιστά. складывание, -я ουδ. 1 βλ. сложение.2 σύ- σύσταση, σχηματισμός· δημιουργία, ίδρυση. складывать(ся) ρ.δ. βλ. сложить(ся). склевать р.σ. βλ. клевать. склёвывать ρ.δ. βλ. Склевать. II -СЯ ραμ- ραμφίζομαι.
скл .450 ско склеивание, -я ουδ. βλ. склейка. склеить р.σ.μ. 1 βλ. клеить. 2 μτφ. απο- κατασταίνω,' επανορθώνω. II ~СЯ 1 βλ. клеить- СЯ. 2 αποκατασταίνομαι, επανορθώνομαι. Склейка,-И θ. κόλληση, -μα· συγκόλληση. Склеп, -а α. τάφος· τύμβος· древний - αρ- αρχαίος τάφος· фамильный ~ οικογενειακός τά- τάφος. склепать(ся) ρ.σ. βλ. клепать(ся). склёпка, -и θ. βλ. клёпка. СКЛвПНЫЙ επ. του τάφου* του τύμβου. склёпывание, -я ουδ. βλ. склёпка. склёпывать(ся) р.δ. βλ. склепать(ся). *СКЛёра, -Ы θ. σκληρίτιδα (πάθηση του μα- ματιού) . * склероз, -а α. σκλήρωση (ιστού οργάνου). СКЛерОЗНЫЙ επ. σκληρωτικός. ♦склерометр, ~а α. σκληρόμετρο (για μέταλ- μέταλλα, ορυκτά). СклерОТИК, -а α. άρρωστος απο σκλήρωση. Склеротический επ. σκληρωτικός. склизкий επ., βρ: -зок, ~зка, -зко.1 απλ. γλοιώδης. 2 (διαλκ.) γλιστερός, ολισθηρός. СКЛИЗОК, ~зка α. δέρμα εμβρυακού ή θνησι- θνησιγενούς μοσχαριού (κατάλληλο για λουστρίνι). скликать р.σ.μ.μαζεύω φωνάζοντας. II (απλ.)· II καλώ κραυγάζοντας. II -СЯ βλ. перекликаться. скликать р.δ. βλ. скликать. II ~ся βλ. пе- перекликаться. СКЛОка, -И θ. φιλονικία, έριδα, μάλωμα, γκρίνια, φαγωμάρα· семейная - οικογενειακή φαγωμάρα. СКЛОН, -а α. πλαγιά, κλιτύς· крутые -Ы α- απότομες πλαγιές. II εκφρ. на -е лет (дней, ЖИЗНИ) στο γέρμα της ζωής, στα γεράματα. Склонение, -Я ουδ. 1 κλίση, κάμψη, γέρμα· σκύψιμο. II μτφ. στροφή· πέρασμα, γύρισμα(με το μέρος άλλου). 2 (γραμμ.) κλίση- - су- ществйтелных и прилагательных κλίση ουσια- ουσιαστικών και επιθέτων существительные второ- второго склонения ουσιαστικά δεύτερης κλίσης. 3 απόκλιση· магнитное - μαγνητική απόκλιση· - светила απόκλιση αστεριού. СКЛОНИТЬ, СКЛОНЮ, СКЛОНИШЬ, παθ. ' μτχ. παρλθ. χρ. склонённый, βρ: -нён, -нена, -о ρ.σ.μ. 1 κλίνω, γέρνω, σκύβω· - голову γέρ- γέρνω το κεφάλι. 2 μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου· προσελκύω. 3 προδιαθέτω, παρο- παροτρύνω· πείθω· - КОГО К бегству πείθω κάποιοι» ν' αποδράσει. II εκφρ. - взор (взгляд) α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνο'ΐκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι· ~ голову σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)· - колени пе- перед кем πέφτω στα γόνατα κάποιου· - слух α- ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κά- κάποιου. II -СЯ 1 κλίνω, γέρνω, σκύβω. II μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω. 2 κατευθύνομαι, πο- πορεύομαι· τραβώ, πηγαίνω· солнце -лось к за- закату о ήλιος άρχισε να γέρνει. II στρέφο- στρέφομαι, γυρίζω· разговор -лея на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα. II συμμερίζομαι· - К какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη. 3 πείθομαι· συμφωνώ. склонность, -и θ. 1 κλίση· - к музыке κλί- κλίση προς τη μουσική. 2 ροπή τάση, επιρρέπεια. II συμπάθεια, αγάπη. склонный επ., βρ: склонен, склонна, склон- склонно με δοτ. επιρρεπής, με κλίση, τάση. II δι- ατεθημένος, προτιθέμενος. Склоняемость, -И θ. κλιτότητα· - имён Су- ществительных η κλιτότητα των ουσιαστικών. склоняемый επ. απο μτχ. κλιτός· -ые части речи τα κλιτά μέρη του λόγου. СКЛОНЯТЬ р.δ.μ., παθ. μτχ. ενστ. СКЛОНЯ- емый, βρ: -яем, -а, -о. 1 βλ. склонить. 2 (γραμμ.)· κλίνω (κατά πτώσεις)· - сущеСТВИ- тельные κλίνω ουσιαστικά. 3 επαναλαβαίνω συχνά μια λέξη ή μιλώ πολύ για кати II εκφρ. - во всех падежах ή на все лады βλ. з σημ. II -СЯ 1 βλ. СКЛОНИТЬСЯ. 2 (γραμμ.) κλίνομαι. склочить, -чу, -чишь р.σ.μ. (απλ.) περι- περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω. СКЛОЧНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. φιλόνικος, ε- ριστής. СКЛОЧНИЧаТЬ р.δ. φιλονι»ώ, ερίζω. склочнический επ, εριστικός, φιλόνικος. склочность, -и θ. βλ. склока. склочный επ., βρ: ~чен, -чна, -чно βλ. склочнический. СКЛЯНКа1, -И θ. 1 φιάλη γυάλινη. 2 παλαιό μέτρο κρασιού 527 γραμμαρίων καθώς καιμπο- κάλι αυτής της χωρητικότητας. Склянка? -И θ. 1 ημίωρο, μισάωρο· κουδού- κουδούνισμα· бить -И χτυπώ (σημαίνω) ημίωρο· ДО ПОЛУДНЯ осталось - ως το μεσημέρι έμεινε ένα μισάωρο. 2 (παλ.) πλθ. -И αμμόμετρο, αμ- μορολόγι. скоба, -Ы, πλθ. скобы, δοτ. -ам θ. 1 συν- συνδετήρας, συνοχέας, αμφιδέτης, σιδηρόδεσμος. 2 σιδεράκι (στο ντακούνι ή στη μύτη των υ- υποδημάτων). 3 παχύμετρο πεταλοειδές. СКОбель, -Я α. αποφλοιωτήρας. скобельный επ. του αποφλοιωτήρα· -ые руч- ручки οι λαβές του αποφλοιωτήρα. Скобка, -И θ. 1 βλ. СКОба. 2 η μία παρέν- παρένθεση )'· открыть -и ανοίγω παρένθεση· закрыть - κλείνω την παρένθεση· заключить В -и κλείνω σε παρένθεση. Скобление, -я ουδ. απόξεση· ~ коры απο- αποφλοίωση, ξεφλούδισμα.· скоблёный επ. ξυστός, ξεστός, ξυσμένος, скоблильный επ. αποξεστικός.
ско 451 ско СКОбЛИТЬ, СКОбЛГО, СКООЛШПЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скобленный, βρ: -лен, -а, -о р.δ.μ. ξύ- ξύνω, αποξΰνω* - бревно скобелем ξεφλουδίζω τον κορμό δέντρου με τον αποφλοιωτήρα: СТОЛ НОЖОМ ξύνω το τραπέζι με το μαχαίρι. II ξυρίζω. II -СЯ ξεφλουδίζομαι, ξύνομαι. ОКОООЧКа, -И θ. (υποκορ.) μικρός συνδετή- συνδετήρας κλπ. ουσ. βλ. скоба, скобка. скобочный επ. του συνδετήρα κλπ. ουσ. βλ. скоба, скобка. СКОбЯНОЙ επ. των σιδερικών - товар εμπό- εμπόρευμα σιδερικών (κιγκαλερίας). Скованность, -и θ. περιορισμός, στέρηση (ελευθερίας, δράσης κ.τ.τ.). Скованный επ. απο μτχ. περιορισμένος, στε- στερημένος (ελευθερίας, κίνησης, δράσης κ.τ.τ.). сковать ρ.σ.μ. 1 βλ. ковать (ι σημ.). II συνδέω με σφυρηλάτηση. 2 συνδέω στενά, συ- συσφίγγω. 3 δεσμεύω, βάζω δεσμά- αλυσοδένω· - ПО рукам и ногам δεσμεύω χειροπόδαρα. Α μτφ. καρφώνω, καθηλώνω, κρατώ. II περιορίζω, στερώ (ελευθερίας, δράσης κ.τ.τ.). 5 παγώ- παγώνω· холодный ветер -ал реку, грязь о ψυ- ψυχρός άνεμος πάγωσε το ποτάμι, τη λάσπη. II -СЯ 1 συνδέομαι με σφυρηλάτηση. 2 παγώνω. сковорода, -ы, πλθ. сковороды, -род, -ро- -родам θ. τηγάνι. СКОВОрОДКа, -И θ. τηγάνι· τηγανάκι. СКОВОРОДНИК, -а α. ξέχωρη λαβή τηγανιού. сковывать(ся) ρ.δ. βλ. сковать(ся). сковнривать(ся) ρ.δ. βλ. сковырнуть(ся). СКОВЫрнуть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сковырнутый, βρ: -нут, -а, -о. 1 βλ. ковы- ковырять, 2 ρίχνω κάτω, γκρεμίζω, ανατρέπω. II -СЯ πέφτω κάτω, γκρεμίζομαι, ανατρέπομαι. сковырять ρ.σ.μ. βλ. ковырять. СКОК1, -а α. καλπασμός* πηλάλα* κρότος καλ- καλπασμού. II ως επίρ. -ΟΜ καλπάζοντας, πηλα- πηλαλώντας. II ВО весь - με το μεγαλύτερο καλπα- καλπασμό. 0ΚΟΚ2ως κατηγ. είναι ένα πήδημα (όχι μα- μακριά· κοντά). скол, -а α. 1 σπάσιμο, θραύση·,- льда с Тротуара σπάσιμο του πάγου στο πεζοδρόμιο. 2 βλ. СКОЛОК. 3 (αθρσ.) κομμάτια σπα- σπασμένα· θραύσματα. сколачивать(ся) ρ.δ. βλ. околотйть(ся). сколка, -и θ. βλ. скол (ι, г σημ.). СКОЛОК, -лка α. 1 θραύσμα, κομμάτι. 2 δια- διακόσμηση πυροτεχνική. 3 το πανομοιότυπο. *сколопендра, ~ы θ. σκολόπεντρα (επιστ.), σαρανταποδαρούσα (λκ.). СКОЛОТИТЬ ρ.σ.μ. 1 συνδέω· καρφώνω· - ΠΟ- ловйцы καρφώνω τα πατωσάνιδα. II φτιάχνω, σκαρώνω·- из ДОСОК ЯЩИК φτιάνω κιβώτιο με σανίδια. 2 μτφ. δημιουργώ· ιδρύω. II (απλ.) αποταμιεύω, οικονομώ, μαζεύω, συγκεντρώνω· - себе капиталец μαζεύω ένα μικρό κεφάλαιο. 3 βγάζω χτυπώντας, αποσπώ, ξεκαρφώνω, II -ОЯ I συνδέομαι γερά· καρφώνομαι. 2 μτφ. δημι-. ουργούμαι, γίνομαι, φτιάχνομαι· σκαρώνομαι. II αποταμιεύομαι, οικονομούμαι, συγκεντρώνο- συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι. 3 αποσπώμαι με χτυπήματα· ξεκαρφώνομαι, сколоть, -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сколоченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. α- αποσπώ, σπάζω χτυπώντας· - лёд с тротуара - σπάζω τον πάγο στο πεζοδρόμιο. 2 αποτυπώνω, βγάζω (σε χαρτί, ύφασμα σχέδιο) με χτυπήμα- χτυπήματα. 3 καρφιτσώνω. II -СЯ 1 αποσπώμαι με χτυ- χτυπήματα· σπάζω. 2 αποτυπώνομαι με χτυπήματα. 3 (αντικείμενο) συνδέομαι κατά τις ανοιγ- ανοιγμένες οπές. сколупать к. сколупнуть р.σ.βλ. колупать. сколупывать р.δ. βλ. колупать. II -ся ξύ- ξύνομαι, εκσκαλεύομαι, ξεσκαλίζομαι. сколь επίρ. 1 βλ. насколько. 2 (διαλκ.) βλ. сколько. II βκφρ. - НИ (γραπ. λόγος) ό- όσο και να μή. СКОЛЬЖвНИв, -Я ουδ. γλίστριμα, ολίσθηση. скользить, скольжу, -скользишь, μτχ. ενστ. СКОЛЬЗЯЩИЙ ρ.δ. 1 γλιστρώ, ολισθαίνω· - ПО льду γλιστρώ στον πάγο. 2 μτφ. πλέω γρήγο- γρήγορα· по водам -ят гондолы τα νερά διασχί- διασχίζουν ταχύπλοες γόνδολες". И μτφ. εμφανίζο- εμφανίζομαι διαβατικά· περνώ (για βλέμμα, χαμόγελο κ.τ.τ.). скользкий επ., βρ: -зок, -зка, -зко. 1 γλιστερός, ολισθηρός, -θητικός· -ие ступени γλιστερά σκαλοπάτια· - паркет γλιστερό παρ- κέτο. II μτφ. επισφαλής, ακροσφαλής, επίφο- επίφοβος· вступить на - путь μπαίνω σε ολισθηρό δρόμο. 2 μτφ. επικίνδυνος, που εγκυμονεί κίνδυνο, ύποπτος· -ая тема ολισθηρό θέμα* -ое положение ολισθηρή κατάσταση. СКОЛЬЗКО επίρ. ως κατηγόρημα είναι ολι- ολισθηρός, γλιστερός· на улице ~ о δρόμος εί- είναι ολισθηρός. скользнуть ρ.σ. 1 βλ. скользить. II (για σφαίρα, θραύσμα βλήματος κ.τ.τ.)· τραυματί- τραυματίζω ελαφρά, ξυστά. 2 γλιστρώ, τρυπώνω, περ- περνώ γρήγορα· κρύβομαι επιτήδεια. СКОЛЬЗЯЩИЙ επ. απο μτχ.· 1 γλιστερός, ολι- σθερός. 2 μτφ. ομαλός, στρωτός· -ая ПОХОД- ка στρωτό βάδισμα. 4 μεταβαλλόμενος, εναλ- εναλλασσόμενος, ευμετάβλητος· ασταθής. сколько, до сколька, по скольку, γεν. πλθ. скольких αντων. κ. επίρ. СКОЛЬКО. 1 αντων. κ. επίρ. ερωτημ. πόσο, πόσα·· - тебе лет?ио- σα χρόνια είσαι; в -их томах роман? πόσους τόμους είναι το μυθιστόρημα; ПО -у Денет пришлось на каждого? απο πόσα χρήματα· έπε-
ско 452 ско σαν στον καθένα; 2 επίρ. κ. αντων. πόσο· πόσος, -η, -ο· - горьких слёз пролила моя мать! πόσα πικρά δάκρυα έχυσε η μάνα μου! - её люблю! πόσο την αγαπώ! - женщин было там πόσες γυναίκες ήταν εκεί· ДО - ως πόσο (επίρ.)· ως πόσος, -η, -ο (αντων.)* ДО - градусов температура? πόσοι βαθμοί θερ- θερμοκρασία (είναι); 3 επίρ. βλ. насколько. II εκ^ρ. ~ НИ όσο και να μή· не СТОЛЬКО..., ~... (σΰνδ.) όχι τόσο..., όσο... - В душе УГОДНО ή - угодно ή влезет όσο θέλει η ψυχή σου ή όσο θέλεις ή όσο χωράει (άφθονα)· лет, - зим! χρόνια και ζαμάνια ή χρόνια και χρόνια (έχομε να συναντηθούμε, να ιδωθούμε)· столько..., - И... τόσο..., όσο και... СКОЛЬКО-НИбуДЬ 1 (αντων. κ. επίρ.) όσο· όσος, -η, -ο ή όσοι, όσες, όσα· μια ποσότη- ποσότητα, όσο να είναι. II όσο, ως ένα βαθμό· λί- γο-πολύ. СКОЛЬКО-ТО επίρ. κ. αντων.αόρ. τόσο* ένα ποσό, μια ποσότητα. СКОЛЬ-НИОуДЬ επίρ. (παλ. κ. απλ.)· βλ. сколько-н. скомандовать р.σ.μ. βλ. командовать. скомбинировать ρ.σ. βλ. комбинировать. СКОЫКанвиЙ επ. απο μτχ. τσαλακωμένος· κου- λουριασμένος, σβωλιασμένος. СКОМКать ρ.σ.μ. τσαλακώνω* σβωλιάζω, κου- λουριάζω. II -СЯ τσαλακώνομαι* σβωλιάζω, κουλουριάζομαι. скомкивать(ся) р.δ. βλ. скомкать(ся). СКОМОрОХ, -а α. -(παλ.) σκομορόχος, πλανό- πλανόδιος καλλιτέχνης (τραγουδιστής, χορευτής, ακροβάτης κ.τ.τ.). II αστειολόγος, χαριτολό- γος, χιούμοριστής. СКОМОрОшеСКИЙ επ. του σκομορόχου. СКОМОрОШвСТВО, -а ουδ. το επάγγελμα ή ι- ιδιότητα του σκομορόχου. II αστειολογία, ευ- θυμολογία, φαιδρολογία, καλαμπουρλίκι. скоморошествовать, -ствую, -ствуешь р.δ. επαγγέλλομαι τον σκομορόχο. скомороший, -ЬЯ, -ье επ. του σκομορόχου. скоморошничать р.δ. βλ.скоморошествовать. скоморошничество, -а ουδ. βλ. скомсгрошео- тво. скомпенсироваться) р.σ. βλ. компенсиро- компенсирован^ ся). скомпилировать р.σ.μ. βλ. компилировать. скомплектовать р.σ. βλ. комплектовать. скомпоновать р.σ.μ. βλ. компоновать. скомпрометировать оя),р.σ. βλ. компроме- компрометировать ся). оконденсировать(ся) р.σ. βλ. конденсиро- конденсировать ся). сконструировать р.δ.μ.βλ. конструировать. конфуженность, -и θ. βλ. конфуз. сконфуженный επ. απο μτχ. συγχυσμένος, τα- ταγμένος. сконфузить ся) р.σ. βλ. конфузить ся). сконцентрироваться) р.σ. βλ. концентри- концентрироваться) 1 σημ. скончание, -Я ουδ. 1 τέλος. 2 θάνατος, τελευτή. скончать р.σ.μ. (παλ.) τελειώνω. II -СЯ πεθαίνω, αποθνήσκω, τελευτώ. скооперировать оя) р.σ. βλ. кооперировать- кооперироваться). скоординировать р.с.μ. βλ.координировать. СКОП, -а α. 1 (παλ. κ. απλ.) συσσώρευση· συγκέντρωση. 2 απόθεμα. II εκφρ. всем -ом α- απο κοινού, όλοι μαζί. СКОПа, -Ы θ. πανδίονας (αρπακτικό πτηνό γε- ρακοειδές). скопать р.σ.μ. ισιώνω, ισοπεδώνω σκάβο- σκάβοντας* - бугор ισοπεδώνω ένα γήλοφο. Скопец, -пца α. 1 άνθρωπος ευνούχος, -μέ- -μένος. 2 (παλ.) μέλος _θρησκευτικής αίρεσης СКОПИДОМ, -а α., -ка, -и θ. φιλάργυρος, -η, τσιγκούνης, -α. скопидомничать ρ.δ. τσιγκουνεύομαι. СКОПИДОМСТВО, -Β. ουδ. φιλαργυρία, τσιγκου- νιά. скопидомствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. βλ. скопидомничать. скопировать р.σ. βλ. копировать. СКОПИТЬ1, СКОПЛЮ, СКОПИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скопленный, -лен, -а, -О р.σ.μ. αποτα- αποταμιεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω* - Денег На ПО- купку мотоцикла μαζεύω χρήματα για αγορά μοτοσικλέτας. II -СЯ μαζεύομαι, συγκεντρώνο-. μαι· МНОГО -ЛОСЬ работы μαζεύτηκε πολύ δου- δουλειά. скопить2, -плю, -пйшь р.σ. μ. ευνουχίζω. II -СЯ ευνουχίζομαι. Скопище, -а ουδ. συγκέντρωση ανθρώπων. скопление, -Я ουδ. 1 αποταμίευση· συγκέ- συγκέντρωση, μάζεμα (χρημάτων, περιουσίας). 2 συ- συγκέντρωση, συνάθροιση, σύναξη. СКОПЛЯТЬ ОЯ) ρ. δ. βλ. СКОПИТЬ СЯI. скопнить р.σ.μ. βλ. копнить. СКОПОМ επ'ιρ. απο κοινού, όλοι μαζί. скопческий επ. του ευνούχου. II της ευ- νουχικής θρησκευτικής αίρεσης. СКОПЧеОТВО, -а ουδ. 1 ευνουχία, -ισμός. 2 η διδασκαλία της ευνουχικής αίρεσης. скопытиться, -пычусь, -штишься р. σ. (απλ.) πεθαίνω· αποκάνω (απο κούραση, ασθένεια). скорбеть, -блга, -бишь ρ.δ. (γραπ. λόγος)· θλίβομαι, λυπούμαι, πικραίνομαι· - за по- погибшими λυπούμαι τους πεσόντες· - за сирот λυπούμαι τα ορφανά. СКОрбНООТЬ, -И θ. θλίψη, λύπη, πίκρα.
ско 453 ско скорбный επ., βρ: -бен, -бна, -бно. 1 λυ- λυπημένος, θλιμμένος· -ая мать λυπημένη μάνα· -ое лицо θλιμμένο πρόσωπο. || λυπηρός, λυπη- λυπητερός· θλιβερός· - ГОЛОС θλιβερή φωνή· СТОН θλιβερός στεναγμός. 2 άρρωστος, ανή- ανήμπορος. II βκφρ. - лист (παλ.) ιστορία άρρω- άρρωστου, ♦скорбут, -а α. το σκορβούτο. скорбь, -И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 θλίψη, λύ- λύπη βαριά· οδύνη· душевная - ψυχική οδύνη, ψυχικό άλγος, ψυχικός πόνος, αλγηδόνα. 2 α- ασθένεια, άρρωστεια, ανημπόρια. Скорее 1 συγκρ. β. του επ. скорый και του επιρ. скоро ταχύτερος· ταχύτερα· γρηγορό- γρηγορότερος, γρηγορότερα. 2 μάλλον, περισσότερο· πιθανότερο· он - напоминал мать, чем отца αυτός περισσότερο θύμιζε (έμοιαζε) τη μάνα, παρά τον πατέρα. II καλύτερο, -α, προτιμότε- προτιμότερο,, -α, κάλλιο·— умрём, чем сдадимся εί- είναι προτιμότερο να πεθάνομε,παρά να παραδο- παραδοθούμε. || εκφρ. - всего πιθανότατα, το πιο πιθανό· μάλλον. скорёжить(ся) ρ.σ. βλ. корёжить(ся). скорлупа, -Ы, πλθ. -лупы θ. 1 το κέλυφος· το όστρακο, το καύκαλο, καυκί, καβούκι. II τσόφλι (αυγού, καρπού)· яичная - τσόφλι αυ- αυγού (αυγότσοφλιο)· - ореха τσόφλι καρυδιοΰ (καρυδότσοφλιο)· очищать ОТ -ы βγάζωτο τσό- τσόφλι (ξετσοφλίζω). 2 μτφ. απομόνωση· замы- каться (прятаться) В СВОЮ -у κλείνομαι στο καβούκι (απομονώνομαι). скорлупка, -И θ. (υποκορ.) μικρό κέλυφος, τσοφλάκι κλπ. ουσ. βλ. скорлупа. скорлупчатый επ. οστρακοειδής. скорм, ~а α. δαπάνη για ζωοτροφή. СКОРМИТЬ р.σ.μ. ξοδεύω για ζωοτροφή. скорняжить, -жу, -жшпь р.δ. επεξεργάζομαι δέρματα για γούνες. II βλ. скорняжничать. скорняжничать р.δ. επαγγέλλομαι το γουνα- ρά, είμαι γουναράς. СКОрняЖНИчеСТВО, ~а ουδ. η γουναρική (τέ- (τέχνη) ή το επάγγελμα του γουναρά. СКОРНЯЖНЫЙ επ. γουναρικός, των γουναρικών ή της γουναρικής· -ая фабрика φάμπρικα γου- γουναρικών -ые работы εργασίες γουναρικής. скорняк, -а α. γουναράς. СКОро επίρ, 1 γρήγορα, γοργά, ταχιά.2 σύ- σύντομα, σε λίγο· - НОЧЬ σε λίγο θα νυχτώσει. скоробить ρ.σ.μ. 1 βλ. коробить (ι, 2 σημ.). 2 κάνω ανάπηρο, σακατεύω. Ц -ся βλ. κορό- биться. скороварка, -И θ. χύτρα ταχύτητας. скороговорка, -И θ. 1 γρήγορη ομιλία, ευ- γλωττία, ομιλητικότητα· ГОВОРИТЬ -ОЙ μιλώ γρήγορα, τρέχει η γλώσσα μου. 2 λογοπαίγνιο, αστέ ιολογία. СКОРОДИТЬ, -рожу, -рОДИШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. скороженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. μ. κ. αμ. (διαλκ.) βωλοκοπώ", σβαρνίζω.' скороДЬба, -Ы θ, (διαλκ.) βωλοκόπημα, το σβάρνισμα. скоромиться, -млюсь, -мшпься ρ.δ. αρταί- νομαι, δεν κρατώ νηστεία. скоромник, -а α., -да, -ы θ. ανήστευτος, ~η, που δεν κρατά νηστεία. скоромничать ρ.δ. βλ. скоромиться. скоромный επ., βρ: -мен, -мна, -мно. 1 αρ- τυμένος, μη νηστήσιμος· -ое масло το ζωικό λίπος· -ая пища αρτυμένη τροφή. II ως ουσ. -ое αρτύσιμο. 2 μτφ. άπρεπος, ανάξιος. II εκφρ. - день μη νηστήσιμη μέρα. СКОроморозилка, -И θ. ταχυψϋκτης (συσκευή). скороморозильный επ. ταχυψυκτικός. скоропалительность, -И θ. μεγάλη βιασύνη, επίσπευση. скоропалительный επ., βρ: -лен, -льна, -о πολύ βιαστικός, εσπευσμένος. скорописный επ. ταχυγραφικός· ταχυγραμμέ- νος. СКОРОПИСЬ, -И θ. ταχυγραφ'ια. СКОроплОДНОСТЬ, -И θ. ταχυκαρπία, ταχυ- καρποφορία. СКОРОПЛОДНЫЙ επ. ταχΰκαρπος, ταχυκαρποφο- ρικός. скороподъёмность, -И*θ. ταχεία ανύψωση α- αεροσκάφους. скоропортящийся, -аяся, -ееся επ. εΰθαρτος. СКОРОПОСТИЖНОСТЬ, -И θ. ξαφνικότητα, το αιφνίδιο, το απροσδόκητο, το αδόκητο. скоропостижный επ., βρ: -жен, -жна, -жно αιφνίδιος, ξαφνικός, αδόκητος,.απροσδόκητος, ^ινεπάντεχος· -ая смерть αδόκητος θάνατος. Скоропреходящий επ. πρόσκαιρος, παροδι- παροδικός, εφήμερος, διαβατικός: ~ая радость πρό- πρόσκαιρη χαρά· -ая ЖИЗНЬ πρόσκαιρη ζωή. Скороспелка, -И θ. φυτό που καρπίζει πρώι- πρώιμα· ЯбЛОНЯ— μηλιά που καρπίζει πρώιμα. скороспелый επ., βρ: -спел, -а, -αϊ πρώ- πρώιμος· -ые груши πρώιμα αχλάδια. II (για ζώα) · γρήγορης ανάπτυξης· -Ые породы ЖИВОТНЫХ ράτσες ζώων γρήγορης ανάπτυξης. 2 μτφ. άπει- άπειρος, ανώριμος, μη φυσιολογικά αναπτυγμένος·- поэт άπειρος ακόμα ποιητής-, 3 β.ιαστικός, ε- εσπευσμένος· -ое решение βεβιασμένη απόφαση. СКОроСТемётр, -а α. ταχύμετρο, ταχύμετρο. СКОРОСТНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. δρομέας (α- (αθλητής). СКОРОСТНОЙ επ. 1 της ταχύτητας· -ая еДИ- НЙца μονάδα ταχύτητας· - регулятор ρυθμι- ρυθμιστής ταχύτητας. 2 μεγάλης ταχύτητας· - ΠΟ- езд η ταχεία αμαξοστοιχία. II ταχύς, γρήγορος. Скорострелка, ~И θ. ταχυβόλο όπλο.
ско 454 скр (ЖОрООТрвЛЬНОСТЬ, -И θ. ταχυβολία. СКОроСТрвЛКВЫЙ επ. ταχυβόλος· -ая Пушка ταχυβόλο πυροβόλο. СКОРОСТЬ, -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 ταχύτη- ταχύτητα· - полёта ταχύτητα πτήσης· - света, зву- звука χαχϋττ\τα φωτός, ήχου· большая - μεγάλη ταχύτητα· переключение -ей αλλαγή ταχυτή- ταχυτήτων (μηχανής). Скоросшиватель, -Я α. χαρτοφύλακας. скоротать р.σ. βλ. коротать. СКОрОТвЧНООТЬ, -И θ. παροδικότητα, το ε- εφήμερο, το πρόσκαιρο. скоротечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно πα- παροδικός, διαβατικός, πρόσκαιρος, εφήμερος· -ое счастье πρόσκαιρη ευτυχία. II εκφρ. -ая чахотка καλπάζουσα φυματίωση. СКОРОХОД, ~а α. ταχύπους, ταχυδρόμος, γορ- γοπόδης, ~δαρος. II (παλ.) υπηρέτης (που συ- συνόδευε πεζός το αμάξι του κυρίου του)· ιπ- ποκόμος. СКОРОХОДНЫЙ επ. 1 ταχυδρόμος, ταχύπορος, γοργοπόδης, γοργοπόδαρος. 2 ταχύπλοος, γορ- γοτάζιδος· -ое судно ταχύπλοο σκάφος. * скорпион, ~а α. ο σκορπιός· ядовитое жало -а το δηλητηριώδες κεντρί του σκορπιού. СКорпИОННЫЙ επ. του σκορπιού· - ЯД το δη- δηλητήριο του σκορπιού. скорректировать р.σ. βλ. корректировать. СКОРЧИТЬ р.σ.μ. 1 βλ. корчить. 2 μαζεύω, καμπουριάζω (το σώμα). II παραμορφώνω, δια- διαστρεβλώνω, συσπώ (το πρόσωπο). II -СЯ 1 βλ. корчиться. 2 μαζεύομαι, καμπουριάζω. Скорый επ., βρ: скор, -а, -о. 1 ταχύς, γοργός, γρήγορος· - шаг γοργό βήμα· -ое Движение γρήγορη κίνηση· - поезд ταχεία α- αμαξοστοιχία· ОН Скор на работе αυτός είναι γρήγορος στη δουλειά (δουλεύει γρήγορα). II ανυπόμονος, βιαστικός. 2 προσεχής,-σύντομος· В -ОМ времени σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο: ДО ~ГО свидания γρήγορα ν' ανταμώσουμε. II εκφρ. -ая ПОМОЩЬ α) πρώ- πρώτη ιατρική βοήθεια, β) το αυτοκίνητο της υ- υγιεινής περίθαλψης ή των πρώτων βοηθειών; - κ. Скор на НО1у ελαφροπόδαρος, γοργοπόδαρος: - к. скор на руку απλ. α) σβέλτος στη δου- δουλειά, β) καβγατζής· на -уго руку στα πρόχει- πρόχειρα, στα γρήγορα, στα πεταχτά. скос1, -а α. βλ. сношение. СКОС? -а α. 1 στράβωμα, στρέβλωμα. 2 κλί- κλίση, πλαγιά· κατωφέρεια. ОКОСИТЬ1 Ρ . σ. βλ. КОСИТЬ. СКОСИТЬ* ρ.σ. βλ. КОСИТЬ2. || -0Я βλ. КО- КОСИТЬСЯ. скособочить(ся) ρ.σ. βλ. кренить(ся). скосоротнться р.σ. βλ. косоротиться. СКОСТИТЬ, скощу, скостишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скощённый, βρ: ~щён, -щена, -щено р.σ. μ. (απλ.) αφαιρώ απο το λογαριασμό, ελαττώ- ελαττώνω, κάνω σκόντο. СКОТ, -а α. 1 (αθρσ.) τα ζώα, τα κτήνη· крупный рогатый - τα μεγάλα κερασφόρα ζώα· мелкий рогатый - τα μικρά κερασφόρα ζώα·МО- ζώα·МОЛОЧНЫЙ - τα γαλακτοφόρα ζώα· рабочий - τα φορτηγά ή αροτριόντα ζώα. 2 μτφ. ζώο, κτή- κτήνος, κτηνάνθρωπος, ανθρωπόμορφο κτήνος. СКОТИЙ επ. (παλ. κ. διαλκ.)βλ. СКОТСКИЙA σημ.). Скотина, -Ы θ. 1 (αθρσ.) ζώα, κτήνη, τε- τετράποδα. 2 μτφ. βλ. СКОТ B σημ.). СКОТЙНИЙ επ. του ζώου· - рёв μούγκρισμα ζώου. СКОТИНка, ~и θ. (υποκορ.) ζώδιο, ζωάριο. СКОТНИК, ~а α., -Ца, ~Ы θ. ζωοτρόφος, κτη- κτηνοτρόφος (που περιποείται τα ζώα). II σταύ- λος, κτηνοστάσιο. СКОТНЫЙ επ. του ζώου, των ζώων. СКОТОООеЦ,-бойца α. (κυριολεκτικά) φονιάς ζώων με χτύπημα· σφαγέας, σφάχτης, σφαγια- σφαγιαστής , χασάπης. СКОТОбОЙНЫЙ επ. του σκοτώματος ή της σφα- σφαγής των ζώων: -ая площадка το σφαγείο. Скотобойня, -и, γεν. πλθ. -боен, δοτ. -бОЙНЯМ θ. σφαγείο (εγκατάσταση). СКОТОВОД, -а α. κτηνοτρόφος, ζωοτρόφος. СКОТОВОДСТВО, -а ουδ. κτηνοτροφία. Скотоводческий επ. κτηνοτροφικός. СКОТОЛОЖСТВО, -а ουδ. κτηνοβασία. СКОТОПОДОбие, -Я ουδ. κτηνωδία. скотоподобный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; κτηνώδης. СКОТОПригОДНЫЙ επ. κατάλληλος για κτήνη. Скотоприёмный επ. της παραλαβής ζώων· пункт κέντρο παραλαβής ζώων. СКОТОПромпшеННИК, ~а α. ζωέμπορας· κτη- κτηνοτρόφος (για πώληση ζώων). скотопромышленность, -и θ. ζωεμπορία. Скотопромышленный επ. ζωεμπορικός. СКОТОСЫрьв, -Я ουδ. τα σφαχτά, τα σφάγια. Скототорговец, -ВЦа α. ζωέμπορας-αγοραπω- λητής. СКОТОубОЙНЫЙ επ. των σφαγείων. СКОТСКИЙ επ. 1 του ζώου, των ζώων, του κτή- κτήνους, των κτηνών - Падёж επιζωοτία· - вагон βαγόνι για τα ζώα. 2 μτφ. κτηνώδης, ζωώδης. СКОТСТВО, -а α. 1 κτηνώδης κατάσταση. 2 μτφ. κτηνωδία. Скошёвка, -и θ. έποχο, καταζώστης, κολάν ι. Скрадывать, -ает ρ.δ.μ. κάνω απαρατήρητο, ανεπαίσθητο. || -СЯ γίνομαι απαρατήρητος. *Скрап, -а α. αποξέσματα, απορρίμματα με- μετάλλου . скрасить(ся) ρ.σ. βλ. красить(ся).
скр 455 скр скрасть1 р.σ.μ. βλ. скрадывать. скрасть2р.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) βλ. красть. скрашивать р.6.μ. ωραιοποιώ· εξωρα"ϊζω· ЖИЗНЬ ωραιοποιώ τη ζωή. II -СЯ ωραιοποιού- ωραιοποιούμαι· εξωραΐζομαι. скрашиваться р.δ. βλ. скрошиться. скребень, -бНЯ α. ακανθοκέφαλος (σκουλήκι παράσιτο των εντέρων). скрёбка, -и θ. 1 βλ. скребок. 2 βλ. скре- скребница. СкребКОВЫЁ επ. που φέρει μηχανικό φτυάρι. скребло, -а, πλθ. скрёбла, -бел, ~блам α. εργαλείο του πρωτόγονου ανθρώπου απο στουρ- στουρνάρι. скребница, -Ы θ. ζυστρί, στλεγγλίδα· ЧИ- ЧИСТИТЬ коня -ей ξυστρί,ζω το άλογο. скребок, -бка α. 1 ξυστήρι, ξυστής, ξύ- ξύστρα, απόξεστρο. 2 μηχανικό φτυάρι εκσκαφέα. Скрежет, -а α. τριγμός, τρίξιμο· - колёс τρίξιμο τροχών - зубов τρίξιμο δοντιών. скрежетание, -я ουδ. βλ. скрежет. скрежетать, -жещу, -жещешь, επιρ. μτχ. скрежеща р..δ. τρίζω: -ли колёса έτριζαν οι τροχοί· - зубы τρίζω τα δόντια. скрепа, -Ы .θ. 1 στερέωση. 2 σημείο στε- στερέωσης. 3 συνδετήρας. 4 (παλ.) υπογραφή (βε- (βεβαίωσης, θεώρησης, επικύρωσης). ♦скрепер, -а α. εκσκαπτήρας-μεταφορέας. Скреперист, -а α. χειριστής εκσκαπτήρα. скреперный επ. του εκσκαπτήρα. скрепить, -плзЬ, -пйшь, παθ. μτχ. πάρλα χρ. скреплённый, βρ: -плен, -лена, -лено р.σ.μ. 1 βλ. крепить A σημ.). || μτφ. συνδέω, ενώ- ενώνω στενά· - узы дружбы στερεώνω τους δε- δεσμούς φιλίας. 2 βεβαιώνω, θεωρώ, επικυρώνω* - копию печатью βάζω σφραγίδα στο αντίγραφο (ως ένδειξη εγκυρότητας). 3 - себя βλ. -СЯ B σημ.). II -СЯ 1 στερεώνομαι· συνδέομαι, ενώνομαι στενά. 2 συγκρατούμαι. скрепка, -и θ. 1 βλ. скрепа A, з σημ.). 2 συνδετήρας. скрепление, -я ουδ. 1 βλ. скрепа A, 2 σημ.). 2 συνδετήρας. 3 πλθ. -Я τα συνδεμέ- συνδεμένα μέρη. скреплять(ся) ρ.δ. βλ. скрепйть(ся). скрепочный επ. στερεωτικός· συνδετικός. скрести, скребу, скребёшь, παρλθ. χρ. скрёб, скребла, -ЛО р.δ. 1 ξύνω, αποξέω· ρο- ροκανίζω, γριτσανίζω. 2 μτφ. βασανίζω, κατα- κατατρύχω· τύπτω· τρώγω. II εκφρ. на душе ή на сердце кошки -бут; -бет на душе ή на сер- сердце με τρώει το σαράκι στην καρδιά (με κα- κατατρύχει). II -СЬ ξύνω· γριτσανίζω· ροκανί- ροκανίζω· собака за дверью -бётся το σκυλί στην πόρτα γριτσανίζει· в углу мышь -бётся στη γωνία ποντίκι γριτσανίζει. скрестить, -ещу, -естйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрещенный, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. 1. σταυρώνω, βάζω σταυρωτά· - руки на груди σταυρώνω τα .χέρια στο στήθος. 2 διασταυρώ^ νω, κάνω διασταύρωση (ζώων ή φυτών). II εκφρ. - ВЗГЛЯДЫ (взоры) διασταυρώνω τις ματιές, τα βλέμματα- - шпаги (мечи) διασταυρώνω τα ξί- φΉ (αρχίζω τη μονομαχία). II -СЯ 1 διασταυρώ- διασταυρώνομαι· дороги -ЛИСЬ οι δρόμοι διασταυρώθη- διασταυρώθηκαν лучи -ЛИСЬ οι ακτίνες διασταυρώθηκαν. 2 (για ζώα κ. φυτά) διασταυρώνομαι. 3 (γλωσ.) ανάμειξη, ανακάτωμα. Скрещение, -Я ουδ. 1 σταύρωση, -μα-- рук на груди σταύρωμα των χεριών στο στήθος. 2 διασταύρωση (φυτών, ζώων). 3 ανάμειξη, ανα- ανακάτωμα γλωσσών. скрёщивать(ся) ρ.δ. βλ. скрестить(ся). скривить(ся) р.σ. βλ. кривйть(ся). скрижаль, -и θ. (γραπ. λόγος) πλάκα γραμ- γραμμένη· -И пророка Моисея οι πλάκες(του δεκά- δεκάλογου) του προφήτη Μωϋσή. II συνήθως πλθ. -И μουσείο (διαφόρων τομέων της ανθρώπινης δρά- δράσης). скрип, -а α. τριγμός, τρίξιμο· - колёс το τρίξιμο των τροχών. скрипач, ~а α., -ка, -И θ. βιολιστής, -ρια, скрипение, -я ουδ. βλ. скрип. скрипеть, -плю, -пйшь р.δ. 1 τρίζω· пол -ЙТ το πάτωμα τρίζει· ·* зубами τρίζω τα δό- δόντια· - легко υποτρίζω, σιγοτρίζω. II μιλώ ηχηρά. 2 μτφ. ψοφοζώ, χακοζώ, Ίσια-ίσια που κρατιέμαι στη ζωή. скрипица, -Ы θ. (παλ. κ. απλ.) το βιολί. скрипичный επ. του βιολιού· -ые струны οι χορδές του βιολιού. II εκφρ. - КЛЮЧ κλειδί του βιολιού (γνώμονας του σολ). скрипнуть ρ.σ. βλ. скрипеть A σημ.). скрипучий επ., βρ: -пуч, -а, -е που τρί- τρίζει· - снег χιόνι που τρίζει (με το πάτημα)· - ПОЛ πάτωμα που τρίζει. II με κραδασμούς· - ГОЛОС κραδαίνουσα φωνή. скристаллизоваться, -зуется р.σ. βλ. кри- кристаллизоваться. СКроЙТЬ р.σ.μ. 1 βλ. кроЙТЬ. 2 δημιουρ- δημιουργώ, φτιάχνω. 3 μορφάζω, κάνω γκριμάτσες. скромник, ~а α. άνθρωπος σεμνός. ОкрОМНИЦа, -Ы θ. 1 γυναίκα σεμνή. 2 α. άντρας σεμνός. Скромничать р. δ. φέρνομαι σεμνά, μετρ (.ά- (.άφρονα, ταπεινά. скромно επίρ. σεμνά, μετριόφρονα κλπ. επ. СКРОМНОСТЬ, -И θ. σεμνότητα, ευπρέπεια, κο- κοσμιότητα. II μετριοφροσύνη, ταπεινότητα, τα- ταπεινοφροσύνη. скромный επ., βρ: -мен, -мна, -мно. 1 σε- σεμνός, κόσμιος, ευπρεπής, σεμνοπρεπής. II με-
скр 456 ску τριόφρονας, ταπεινός, ταπεινόφρονας. 2 λι- λιτός· πενιχρός. 1) απλός, συνηθισμένος. скропать р.σ. βλ. кропать. СКрОшенноСТЬ, ~И θ. πτώση ή τριβή (μορίων μετάλλου). СКРОШИТЬСЯ, скрошится р.σ. τρίβομαι, πέ- πέφτω κατά λεπτά τεμάχια (για μέταλλα). скруглить( ся) ρ.σ. βλ. круглить(.ся). скруглять( оя) р.δ. βλ. круглить(ся). •скрупул, ~а α. το ^ του γραμμαρίου (στην Αγγλία, Αμερική). Скрупулёзность, -И θ. μέγιστη ακρίβεια •скрупулёзный επ., βρ: -зен, -зна, -зно α- ακριβέστατος· λεπτομερέστατος· πολύ επιμελη- επιμελημένος. СКРУТИТЬ р.σ.μ. 1 βλ. КРУТИТЬ B σημ.). 2 (περι,)τυλίγω. 3 δένω· - руки вора δένω τα χέρια του κλέφτη. 4 μτφ. υποτάσσω, δαμάζω, κάνω υποχείριο. II καταβάλλω· οδηγώ στο θά- θάνατο· болезнь его -ла α) η αρρώστια τον έ- έριξε κάτω. β) η αρρώστια του έφερε το τέ- τέλος. II εκτελώ στα γρήγορα, βιαστικά· - СВадь- бу κάνω το γάμο στα γρήγορα (κουκουλώνω). II -СЯ στρίβομαι, κλώθομαι. Скрутка, -И θ. 1 στρίψιμο, συστροφή, κλώ- σιμο. 2 τσιγάρο στριφτό. окручивание, -я ουδ. 1 βλ. скруткаA σημ.). 2 (περι)τύλιξη. скрывать(ся) ρ.δ. βλ. скрыть(ся). II εκφρ. -СЯ ПОД ЧЬИМ именем κρύβομαι με το όνομα κά- κάποιου ή με ψευδώνυμο. скрыня, -И θ. (διαλκ.) κασετίνα, κουτί. СКрыТИв, -Я ουδ. κάλυψη, κρϋψιμο- απόκρυ- απόκρυψη· - преступления κάλυψη του εγκλήματος. скрытничать ρ.δ. κρύβομαι· полно тебе -, .рассказывай всё φτάνει να κρύβεσαι, διηγή- σου τα όλα. СКРЫТНОСТЬ, -И θ. 1 απόκρυψη, το κρυπτό. II κρυψιβουλία, κρυψίνοια. 2 μυστικότητα· ε- εχεμύθεια. СКРЫТНЫЙ επ., βρ: -тен, -ТНа, -ТНО.1 κρυ- κρυφός, κρυψίνους, κρυψίβουλος. 2 μυστικός· ε- εχέμυθος. СКРЫТЫЙ επ. απο μτχ. 1 κρυφός, μύστακος. 2 καλυμμένος, λαν Θάνων. СКРЫТЬ, СкрОГО, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -Ο ρ.σ.μ.1 κρύ- κρύβω· καλύπτω, σκεπάζω· тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο· - своё волнение κρύβω την ταραχή μου· ~ СВОЮ радость κρύβω τη χαρά μου. 2 κρατώ μυστικό (απο κάποιον). 3 εμπερ ιέχω· ενυπάρχω. II -0Я κρύβομαι,, σκεπά- ζομοα, καλύπτομαι· - в кустах κρύβομαι στους θά- θάμνους· преступник смог - ο εγκληματίας μπό- μπόρεσε και κρύφτηκε. II εξαφανίζομαι, δραπε- δραπετεύω· Наполеон -лея с острова Эльбы о Ναπο- Ναπολέων δραπέτευσε απο το νησί Ελβα. II μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος. скрвчивать(ся) р.δ. βλ. скрючить(ся). скрючить(ся) р.σ. βλ. скорчить(ся) 2οημ. скряга, -И α.κ.θ. σπαγκοραμμένος, εξήντα - βελόνης, τσιφούτης, τσιγκούναρος. Скряжничать р.δ. τσιγκουνεύομαι πολύ. Скряжничество, -а ουδ. μεγάλη τσιγκουνιά. скувернуться κ. скуверкнуться, р.α (απλ.)· πέφτω αναστρεφόμενος. скудельный επ. (παλ.)- πήλινος. II εκφρ. со- сосуд - (παλ.) θνητό πλάσμα. СКудёть η. СКуднёть р.δ. γίνομαι πενιχρός, φτωχός, γλίσχρος. Скудно επίρ. πενιχρά, φτωχά, γλίσχρα. СКУДНОСТЬ, -И θ. γλισχρότητα, πενιχρότη- τα, φτώχεια, μιζέρια. скудный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО. 1 ασή- ασήμαντος, πενιχρός· αδύνατος· ~ые запасы πε- πενιχρά εφόδια· - свет αδύνατο φως. 2 φτωχός, λιτός· -ое ХОЗЯЙСТВО φτωχό νοικοκυριό· - Обед λιτό γεύμα· -ая ПОЧВа φτωχό έδαφος. *скудо ουδ. άκλ. το σκούδο. скудомыслие, -я ου δ. βλ. скудоумие. СКУДОСТЬ, -И θ.γλισχρότητα, πενιχρότητα, φτώχεια. скудоумие, -Я ουδ. φτώχεια πνευματική, δι- διανοητική· λειψάδα. скудоумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно (παλ.) φτωχός το πνεύμα (διανοητικά)· αγαθός, λει- λειψός. скука, -И θ. ανία, πλήξη, βαριεστιμάρα. II θλίψη, λύπη, στενοχώρια. скукситься р.σ. βλ. кукситься. скула, -Ы, πλθ. скулы θ. 1 το μήλο του μά- μάγουλου· το ζυγοματικό οστό. 2 παρειά (μά- γοιΛο, μάσκα) σκάφους. СКулаСТОСТЬ, -И θ. φουσκομαγουλιά. скуластый επ. βρ: -ласт, -а, -о φουσκομά- γουλος. скулёж, -лежа α. (απλ.). βλ. скулёние. скулёние, -Я ουδ. (για σκύλο)· μινύρισμα, κλαυθμΰρισμα. скулить р.δ. 1 (για σκύλο)· κλαυθμΰρίζω, μινυρίζω. 2 μτφ. κλαίγομαι, παραπονούμαι, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ. скуловой επ. των μήλων των μάγουλων· -ая кость το ζυγοματικό οστό. II (για σκάφος) της παρειάς. "■скульптор, -а α., -ша, -И θ. ο γλύπτης, -τρία, αγαλματοποιός. Скульпторский επ. γλυπτικός, του γλύπτη, του αγαλματοποιοϋτ - талант το ταλέντο του γλύπτη. ♦скульптура, -Ы θ. 1 η γλυπτική. 2 έργο γλυπτικής.
ску 457 ела скульптурность, -и θ. η ιδιότητα του γλυ- γλυπτικού έργου· καλλιτεχνικότητα. скульптурный επ., βρ: -рен, -рна, -о γλυ- γλυπτικός. скумбриевый επ. σκόμβριος, του σκουμπριού. *СКумбрия, -И θ. σκόμβρος, σκουμπρί·.τσίρος. скумекать р.σ. (απλ.) νογώ, σκαμπάζω, κα- καταλαβαίνω. *СКунс, -а α. 1 βλ. вонючка. 2 γούνα απο ικτίδα της βρώμικης. СКУНСОВЫЙ επ. της βρώμικης ικτίδας- απο βρώμικη ικτίδα. скупать р.δ. βλ. скупить. || αγοράζω για μεταπούληση. II -СЯ αγοράζομαι. скупердяй, -я α., -ка, -и θ. (απλ.) φιλάρ- φιλάργυρος, ~η· τσιγκούνης, -α. скупец, -пца α. φιλάργυρος, τσιγκούνης. СКУПИТЬ р.σ.μ. αγοράζω. II -СЯ φείδομαι, φειδολεύομαι, τσιγκουνεύομαι, λυπάμαι, αψυ- χώ· ТЫ не -ЙШЬСЯ на хлеб μην αψυχάς το ψω- ψωμί· - на деньги τσιγκουνεύομαι στα χρήματα· -йшься на время φείδου χρόνου· он не -йтся обещания αυτός δεν τσιγκουνεύεται για υπο- υποσχέσεις. скупка, -и θ. αγορά· - леса αγορά ξυλεί- ξυλείας · - краденного преследуется законом η α- αγορά κλοπιμαίων διώκεται απο το νόμο. скупной επ. βλ. скупочный. скупой επ., βρ: скуп, -а, -о. 1 επ. κ.ουσ. τσιγκούνης, φιλάργυρος, τσιφούτης. 2 επ. μτφ. γλίσχρος, πενιχρός, φτωχός· - подарок πενιχρό δώρο г ~ая почва φτωχό (άγονο) έδα- έδαφος. II αδύνατος, ισχνός· - свет αδύνατο φως. II σύντομος, λιγόλογος· -Ое письмо λιγόλογο γράμμα. 3 μτφ. φειδωλός, εγκρατής, μετριο- μετριοπαθής· - на похвалы φειδωλός σε επαίνους. СКУПОСТЬ, -И θ. φιλαργυρία, τσιγκουνιά, φειδωλία. скупочный επ. αγοραστικός, της αγοράς. скупщик, -а α., -ца, -Ы θ. αγοραστής, -ά- -άστρια (για μεταπούληση). •скупщина, -Ы θ. η σκούψίνα. окуривать р.δ.μ. βλ. скурить. II -0Я κα- καπνίζομαι, φουμάρομαι. СКУРИТЬ ρ.σ.μ. καπνίζω, φουμάρω. скусить р.σ.μ. βλ. откусить. скусывать р.δ. βλ. скусить. II -ся отку- откусываться. *скутер, -а α. ταχύπλοο αθλητικό σκάφος. скуфейка, -И θ. σκουφάκι, ♦скуфья, -Й, γεν. πλθ. -фёй, δοτ. -фьям θ. 1 σκούφος μοναχικός. 2 (παλ.) σκούφια. скучать р.δ. 1 ανιώ, πλήττω. 2 θλίβομαι, λυπούμαι· στενοχωρούμαι. 3 (παλ.) επιθυμώ διακαώς, νοσταλγώ. скучающий επ. απο μτχ. θλιφτός, θλιμμέ- θλιμμένος, λυπημένος· - ВИД θλιμμένη όψη. скученность, -и θ. συσσώρευση, συνεπισ- σώρευση· πήχτρα· συνωστισμός. Скученный επ. απο μτχ. συσσωρευμένος, πυ- πυκνός, συνωστισμένος· στριμωχτός. скучивать(ся) ρ.δ. βλ. скучить(ся). Скучить, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 (συσ)- σωρεύω, σωριάζω· - сено συσσωρεύω το χόρ- χόρτο. 2 πυκνώνω· στριμώχνω· συνωθώ, συνωστί- ζω. II -СЯ συσσωρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. скучища, -И θ. μεγάλη πλήξη, ανία· θλίψη, λύπη, στενοχώρια. скучливый επ., βρ: -лив, -а, -о βλ. ску- скучный. скучнеть р.δ. ανιώ, πλήττω· μελαγχολώ. Скучно επίρ. ως κατηγ. ε'ίναι ανιαρά, πλη- πληκτικά· нам - здесь εδώ μας είναι πληκτικά. . скучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 άθυ- μος, βαρύ θυμός, δύσθυμος· άκεφος, κακόκε- κακόκεφος. 2 ανιαρός, πληκτικός, βαρετός. Скушать р.σ.μ. τρώγω. Слабеть ρ.δ. αδυνατίζω· глаза -ЮТ τα μά- μάτια αδυνατίζουν (η όραση αδυνατίζει)· ветер -ет о άνεμος καλμάρει. слабина, ~ы, πλθ. -Оины θ. 1 αδυνάτισμα, χαλάρωση της έντασης. 2 σημείο αδύνατο. II εκφρ. выбрать -у τεντώσω γερά, τεζάρω (ι- στιόπανο, συρματόσχοινο κ.τ.τ.). слабинка, -и θ. βλ. слабина. слабительный επ. καθαρτικός. II ουσ. ουδ. -ое το καθαρτικό, καθάρσο. слабить, -ит р.δ. έχω διάρροια, ευκοιλι- ότητα. II προκαλώ διάρροια. слабнуть ρ.σ. (απλ.)· βλ. слабеть. Слабо ως κατηγ. (απλ.) δεν έχω τη δύναμη, το θάρρος. Слабоволие, -Я ουδ. αδύνατη βούληση. слабовольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αδύνατης βούλησης, λίγο άβουλος. слабоголовый επ., βρ:.-лов, -а, -о ελα- φρόνους, δύσνους, φυρόμυαλος· λειψός. слабогрудый επ., βρ: -груд, -а, -о (παλ.) με αδύνατα πνευμόνια. Слабодушие, -Я ουδ. λιγοψυχία, λιποψυχία, μικροψυχιά· ατολμία. слабодушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно λι- λιγόψυχος, λιπόψυχος, μικρόψυχος· ευπτόητος. Слабонервный επ. με αδύνατα νεύρα. слабосилие, -Я ουδ. αδυναμία. слабосильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно αδύνατος, αδύναμος, λιγοδύναμος· ασθενής. II (για μηχανές) μικρής ισχύος. СЛабОСТЬ, -И θ. 1 αδυναμία· - зрения αδυ-
ела 458 ела ναμί,α όρασης· ~ МЭМЯТИ αδυναμία μνήμης· Об- Общая - организма γενική εξασθένιση του οργα- οργανισμού. 2 ισχυρό πάθος· μεράκι. II έλξη, τρά- τράβηγμα, ελκυστικότητα, συμπάθεια. II άσχημη, κακή συνήθεια ή κλίση. СЛабОТОЧНИК, -а α. ειδικός στο ρεύμα χα- χαμηλής τάσης. СЛабОТОЧНЫЙ επ. του ρεύματος χαμηλής τά- τάσης. слабоумие, -Я ουδ. ελαφρόνοια, ολιγόνοια, μικρόνοια, κουφόνοια, ελαφρομυαλιά· λειψάδα. слабоумный επ., βρ: -умен, -умна, -умно; βλ. слабоголовый. Слабохарактерность, -И θ. το αδύνατο του χαρακτήρα, αδύνατη φύση του χαρακτήρα. слабохарактерный επ., βρ: -рен, -рна -о αδύνατου χαρακτήρα· - мужчина άντρας αδύ- αδύνατου χαρακτήρα. слабый επ., βρ: слаб, -а, -о. 1 αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής· - удар αδύνατο χτύπημα· - ГОЛОС αδύνατη φωνή· -ая Память αδύνατη μνήμη; - ветер ασθενής άνεμος· ~ое государ- государство ανίσχυρο κράτος. 2 ασθενικός· -ые лё- лёгкие αδύνατα πνευμόνια· - ребёнок αδύνατο παιδάκι. II αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλη- εξαντλημένος· άτονος. 3 Ι*Π ισχυρός· -ая ВОЛЯ αδύ- αδύνατη βούληση. II ελαφρός· - табак ελαφρός κα- καπνός· -ое ВИНО ελαφρό κρασί. 4 μικρός, α- ασήμαντος· ανεπαρκής· -ые способности μικρές ικανότητες· -ая надежда μικρή ελπίδα· -ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία· -ые доказа- доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις· - писатель αδύνατος συγγραφέας. 5 που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι· μερακλής· ОН слаб на ВИНО αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: ОН слаб ДО баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυ- γυναίκες. 6 μικρής ισχύος, μικρός* - мотор μικρό μοτέρ· -ые ТОКИ ηλεκτρικά ρεύματα χα- χαμηλής τάσης. II εκφρ. -ая сторона η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο· -ая струна η α- αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)· - на ЯЗЫК αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος. слава, -ы θ. 1 δόξα· желать -ы διψώ για δόξα· приобрести -у αποκτώ δόξα· честь - ему И слава τιμή και δόξα σ' αυτόν. 2 φήμη, εύ- κλεια· добрая - καλή φήμη. II (απλ.) άσχημη φήμη ή γνώμη, 3 διαδόσεις, φήμες. 4 τραγού- τραγούδι εγκωμιαστικό. II εκφρ. ВО -у για (σε) δό- δόξα· на -у πολύ καλά, υπέροχα, θαυμάσια, ε- εξαιρετικά· петь -у кому-чему βλ. воспевать· ТОЛЬКО (одна) -, ЧТО... το όνομα (,φήμη) μό- μόνο έμεινε (στην πραγματικότητα τίποτε το κα- καλό). славёнский επ. (παλ.) βλ. славянский. славильный επ. εγκωμιαστικός (για άσμα). славировать ρ.σ. βλ. лавировать. славист, -а α. φιλόλογος-σλαβολόγος. славистика, -и θ. βλ. славяноведение. славистский επ. σλαβολογικός, σλαβοφιλο- λογικός· της σλαβολογίας. славить, -влго, -вишь р.δ.μ. 1 βλ. хвалить. 2 δοξάζω. 3 ψάλλω τα κάλαντα ή άλλα θρη- θρησκευτικά άσματα. 4 διαδίδω φήμες. II -СЯ 1 δοξάζομαι. II φημίζομαι. 2 εγκωμιάζομαι. Славка, -И θ. η συλβία (ωδικό πτηνό). СЛавление, -Я ουδ. εξύμνηση, υμνολογία. славно 1 επίρ. ένδοξα. 2 ως κατηγ. είναι καλά (ικανοποιητικά). славный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 έν- ένδοξος· - ПОДВИГ ένδοξο κατόρθωμα· -ое ИМЯ ένδοξο όνομα. II διάσημος, φημισμένος, ονο- ονομαστός, πολύφημος, ξακουστός, -μένος. 2 κα- καλός, εξαιρετικός· -ая девушка εξαιρετικό κο- κορίτσι (δεσποινίδα)· -ая книга εξαιρετικό βιβλίο. || επφρ. -Ы бубны за горами το άγνω- άγνωστο πάντοτε μας φαίνεται καλύτερο. славолюбивый επ., -бив, -а,-о φιλόδοξος. славолюбивые, -я φιλοδοξία. славословие, -Я ουδ. (γραπ. λόγος)· εξύ- εξύμνηση, εκθείαση, -μός. славословить, -влго, -вишь р.δ. εκθειάζω, εξυμνώ, υμνολογώ, υπεραίρω, υπερυψώνω, πλέ- πλέκω εγκώμια. славянин, -а, πλθ. -яне, -ян, -ка, -и θ. Σλάβος, -α. славянизировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. εκσλαβινίζω. II -СЯ εκσλαβινίζομαι. СЛавЯНИЗМ, -а α. (φιλγ., γλωσ.) σλαβιανι- σμός. славяновед, ~а α. σλαβολόγος. славяноведение, -я ουδ. σλαβολογία. славянофил, -а α., -лка, -и θ. σλαβόφι- λος, *-η. славянофильский επ. σλαβόφιλος· - журнал σλαβοφιλο περιοδικό. СЛавянофиЛЬСТВО, -а ουδ. σλαβοφιλία. славянофильствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. είμαι σλαβόφιλος. славянофоб, -а α. σλαβόφοβος· σλαβόμισος. славянофобский επ. σλαβόφοβος. славянофобство, -а ουδ. σλαβοφοβία. славянский επ. σλαβικός- ~ие народы οι σλαβικοί λαοί· - язык σλαβική γλώσσα. славянство, ~а ουδ. (αθρσ.) οι Σλάβοι. славянщина, -Ы θ. (παλ.). 1 παλαιές θρη- θρησκευτικές σλαβικές εκφράσεις σε σημερινή χρήση. 2 σλαβική γη> χώρα. слагаемое, -ого ουδ. (μαθ.) ο προσθετέος. II το συνθετικό μέρος. слагатель, -я α., -ница, -ы θ. 1 (παλ.) συνθέτης τραγουδιών ή στίχων. 2 τραγουδι- τραγουδιστής.
ела 459 еле слагать р.δ. βλ. сложить. II ~ся 1 βλ. сло- сложиться. 2 συντίθεμαι· αποτελούμαι. слад, -а (-у) а: ~у нет с кем-чем δεν τα ταιριάζομε με κάποιον ή με κάτι. сладить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слаженный, βρ: -жен, -а, -о. 1 μ. (απλ.) φτιάχνω, μαστορεύω. II (παλ.) συνταιριάζω· ~ свадьбу συνταιριάζω συνοικέσιο (γάμο). 2 συνθέτω, συνδέω αρμονικά, κομψά.3 βλ.. Пола- ДИТЬ. 4 υπερτερώ, τα βγάζω πέρα. II -СЯ 1 (παλ.) τακτοποιούμαι, διευθετούμαι. 2 συ- συνταυτίζομαι, εναρμονίζομαι (για κινήσεις, ε- ενέργειες). 3 συμφωνώ στην εμπορική τιμή. сладкий επ., βρ: -док, -дка, -дко; слаще! сладчайший. 1 γλυκός· - чай γλυκό τσάι· ПЛОД γλυκός καρπός· -ое вино γλυκό κρασί. 2 ουσ. ουδ. ~ое το γλύκισμα· обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα. 3 μτφ. καλός, ευχάρι- ευχάριστος· απολαυστικός· -ая жизнь απολαυστική ζωή· -ие грёзы όνειρα γλυκά- - сон γλυκός ύπνος· - звук γλυκός ήχος. 4 μτφ. παρατρα— βηγμένος, υπέρ το δέον -ие СЛОВа γλυκόλο- γλυκόλογα. 5 γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.ΐ. τ.)· - сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)г - πέ- рец πιπέρι μη καυτερό· -ое масло βούτυρο ανάλατο. Сладко 1 επίρ. γλυκά. 2 ως κατηγ. είναι γλυκός· ВО рту - στο στόμα αισθάνομαι γλύκα. II είναι ευχάριστα, απόλαυση· сердцу было - αγαλλίασε η καρδιά. сладкогласие, -Я ουδ. γλυκολαλιά, γλυκσ- μιλιά, ηδυφωνία. сладкогласный επ., βρ: -сен, -сна, -оно. 1 γλυκόφωνος, ηδύφωνος· γλυκόλαλος. 2 γλυκο- γλυκομίλητος, μελίρρυτος, μελιστάλακτος, μελι- σταγής· ηδύγλωσσος. сладкоежка, -И α.κ.θ. φιλόγλυκος. сладкозвучие, -Я ουδ. (γραπ. λόγος)· γλυ- γλυκιά ήχηση· γλυκός ήχος. сладкозвучность, -и θ. βλ. сладкозвучие. сладкозвучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1 γλυκόηχος. 2 βλ. сладкогласный B σημ.). сладкоречивый επ., βρ: -чйв, -а, -о(γραπ. λόγος)· βλ. сладкогласный B σημ.).' сладостный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 γλυκός, ευχάριστος· -ая дремота γλυκιά νύ- νύστα· -ые мечты γλυκά όνειρα. II (για ήχο, φωνή)· γοητευτικός. 2 φιλόφρονας, αβρός με το παραπάνω. сладострастие, -Я ουδ. ηδυπάθεια, τρυφη- λότητα, φιληδονία. II μτφ. απόλαυση, ευφρο- ευφροσύνη· αγαλλίαση. сладострастник, -а α., -ца, -ы θ. ηδονι- ηδονιστής, -τρία, φιλήδονος, -η, ηδυπαθής. сладострастность, -и θ. βλ. сладострастие. сладострастный επ., βρ: -тен, -тна, -тно φιλήδονος, ηδυπαθής, ηδονιστής. СЛаДОСТЬ, -И θ. 1 γλυκύτητα, γλύκα, γλυ- κάδα. 2 πλθ. -И τα γλυκύσματα, τα γλυκά. 3 μτφ. ευφροσύνη, αγαλλίαση. сладчайший βλ. сладкий. слаженность, -И θ. συμφωνία, αρμονία (κι- (κινήσεων, ενεργειών κ.τ.τ.). II ταχτοποίηση, διευθέτηση· κανόνισμα, ρύθμιση, ρεγουλάρι- σμα. Слаженный επ. απο μτχ. ταχτοποιημένος, δι- διευθετημένος· ρυθμισμένος, ρεγουλαρισμένος. слаживать(ся) ρ.δ. βλ. сладить(ся). слазать р.σ. βλ. слазить1. слазить1, слажу, слазишь ρ.σ. 1 σκαρφαλώ- σκαρφαλώνω· κατεβαίνω, κατέρχομαι· - на чердак σκαρ- σκαρφαλώνω στη σοφίτα· - В погреб κατεβαίνω στο υπόγειο. 2 βάζω, χώνω· - В сумку βάζω το χέρι στην τσάντα. слазить2, слажу, слазишь ρ.σ. (διαλκ, κ. απλ.)· βλ. слезать. *слалом, ~а α. (αθλτ.) σλάλομ. (ταχεία κά- κάθοδος με σκι). оламывать( ся) ρ. δ. сломить( ся). сланец, -нца α. σχιστόλιθος· горючий σχιστόλιθος ασφαλτούχος. сланцеватый επ. βλ. сланцевый. сланцевый επ. σχιστολιθικός. СЛань, -И θ. 1 σανιδόστρωμα στο κοίτοςτου πλοίου. 2 επίστρωμα με«κορμούς δέντρων για πέρασμα σε βαλτότοπο. сластёна, -ы α.κ.θ. βλ. сладкоежка. сластить, слащу сластишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слащённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.δ. 1 γλυκαίνω· - Тесто γλυκαίνω το ζυμάρι. 2 έχω γλυκάδα. II -СЯ γλυκαίνομαι, γίνομαι γλυκός. сластолюбец, -бца α. βλ. сладострастник. * сластолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о βλ. сладострастный. сластолюбие, -я ουδ. сладострастие. сласть, -и, γεν. -ей θ. 1 πλθ. -и βλ. сла- сладости B σημ.). 2 (απλ.) γλυκύτητα. II μτφ. φιληδονία, ηδυπάθεια. слать, шлю, шлёшь, «αρλθ. χρ. слал, -ла, -ло р.δ.μ. στέλλω. II' —СЯ στέλλομαι. слащавость, -и θ. γλυκύτητα, γλύκα, -άδα. шлащавнй επ., βρ: -шав, -а,.-о βλ. сла- сладостный B σημ.). ■ · слаще βλ. сладкий. слева επίρ. απο τα αριστερά. слега, -и , πλθ. слеги, δοτ. -ам θ. βλ. жердь. слегка επίρ. ελαφρά. II (παλ.) στα γρήγορα, στα πεταχτά, παρεμπιπτόντως· παροδικά. след, следа (-у), δοτ. следу, προθ.о сле- следе, на следу, πλθ. следы а. 1 ίχνος, αχνά- ρι· ντορός· πατησιά· человеческие -ы ανθρώ-
еле 460 еле πίνα ίχνη· конские ~Ы ίχνη αλόγου· ~Ы зайца ντορός λαγού· -а нет δεν υπάρχει ίχνος· ши- широкие -Ы πλατιές πατησιές. 2 σημείο, σημά- σημάδι· υπόλειμμα· ουλή· ~ы ОСЛЫ на лице σημά- σημάδια ευλογιάς στο πρόσωπο· неизгладимый - α- ανεξίτηλο ίχνος· исчез без -а εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη. II εκφρ. - (~ΟΜ) Β-; В один - καταποδιαστά, κατά πόδας· обнару- обнаружить -Ы ανακαλύπτω τα ίχνη· ИДТИ ПО чьим ~ам α) πηγαίνω στα ίχνη κάποιου. β) ακο- ακολουθώ το παράδειγμα ή τη διδασκαλία κάποιου.* (И) - ПРОСТЫЛ (пропал) εξαλείφτηκε (χάθηκε) κάθε ίχνος. ОЛвД2: не - (απλ.) δεν πρέπει· - ή как - (παλ.) όπως πρέπει. следить, слежу., следишь ρ.δ. 1 παρακολου- παρακολουθώ, παρατηρώ· - за полётом самолёта παρακο- παρακολουθώ την πτήση του αεροπλάνου· зорко - ά- άγρυπνα παρακολουθώ. II προσεχτικά παρακολου- παρακολουθώ· - за успехами науки παρακολουθώ τις ε- επιτεύξεις της επιστήμης· - за МОДОЙ παρακο- θώ τη μόδα· - за ПОЛИТИКОЙ παρακολουθώ την πολιτική. II υποπτεύομαι· - за подозритель- подозрительном субъектом παρακολουθώ ύποπτο πρόσωπο· муж -ЙТ за женой о άντρας παρακολουθεί τη γυναίκα του. 2 προσέχω, φροντίζω, μεριμνώ· - за детьми προσέχω τα παιδιά· - за здоро- здоровьем προσέχω την υγεία. 3 ιχνηλατώ, παίρ- παίρνω, ανευρίσκω τον ντορό. 4 λερώνω, αφήνω πα- πατήματα· - мокрыми сапогами на полу λερώνω το πάτωμα με τις βρεγμένες μπότες. II εχφρ. - за собой φροντίζω (περιποιούμαι) τον ε- εαυτό μου. следование, -я ουδ. ακολούθηση· - новой МОДе ακολούθηση της νέας μόδας. II δρομολό- δρομολόγιο, διαδρομή· во время -я поезда κατά τη διαδρομή τοντρένου. II παρακολούθηση. следователь, -я α. ανακριτής· судебный - δικαστικός ανακριτής. Следовательно επίρ. ακολούθως, επομένως, συνεπώς, κατά συνέπεια. Следовательский επ. ανακριτικός, του άνα- κριτή. следовать, -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. - слё- дукщий р.δ. 1 με οργ. ακολουθώ, έπομαι· за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά. II μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο· не -ете за НИМИ μην πάτε κοντά απο αυτούς.- II μτφ. συμ- συμμορφώνομαι· - советам врача ακούω τις συμ- συμβουλές του γιατρού· - правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό. II πηγαίνω σύμφωνα με· - МОДе ακολουθώ τη μόδα. 2 διαδέχομαι· одно событие ~ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο. II πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο-, - без остановок πηγαίνω χωρίς σταθ- σταθμεύσεις. 3 είμαι οπαδός· ~ учению Дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου. 4 προ- προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι· отсюда -ЮТ важные выводы απ1 εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα. 5 απρόσ. πρέπει, χρειάζεται· ОН поступил как ~ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει· не -ло этого Делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό. 6 οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω· сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δου- δουλειά σας; сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω; следом επίρ. βήμα προς βήμα, κατά βήμα, κατάπόδι, πάνω στα 'χνάρια. следопыт, -а α. ιχνηλάτης. следственно επίρ. (παλ.) βλ. следовательно. следственный επ. ανακριτικός, της ανάκρι- ανάκρισης· -ые документы ανακριτικά έγγραφα. следствие1, -Я ουδ. αποτέλεσμα, επακόλου- επακόλουθο, απόρροια· εξαγόμενο· πόρισμα. следствие? -я ουδ. ανάκριση· предваритель- предварительное - η προανάκριση· бЫТЬ ПОД -ем είμαι υ- πο ανάκριση (ανακρινόμενος). следуемый επ. οφειλόμενος. II ως ουσ. ουδ. -ое το οφειλόμενο (ποσό). следующий επ. απο μτχ. επόμενος, ακόλου- ακόλουθος, κατοπινός, άλλος· на - день την άλλη μέρα· -ая страница η επόμενη σελίδα· Β - раз την άλλη φορά. II ο εξής· нужно поступать -им Образом πρέπει να φέρνεσαι κατά τον εξής τρόπο. слежаться, -ЙТСЯ ρ.σ. συμπιέζομαι, συ- συμπυκνώνομαι· сено -лось, значит не сухо бы- было το χόρτο κάθισε, δηλαδή δεν ήταν στεγνό (ήταν χλωρό). слёживаться р.δ. βλ. слежаться. СЛвжка, -И θ. παρακολούθηση· ПОЛИЦИЯуста- новЁла -у за революционером η αστυνομία έ- έβαλε υπο παρακολούθηση τον επαναστάτη. слеза, -ы, πλθ. слёзы, δοτ. слезам θ. 1 το δάκρυ· слёзы текут δάκρυα τρέχουν лить слёзы χύνω δάκρυα· заливаться -ами αναλύο- αναλύομαι σε δάκρυα· удержать слёзы συγκρατώ τα δάκρυα· СМеЯТЬСЯ ДО слёз γελώ μέχρι δάκρυα· говорить СКВОЗЬ слёз μιλώ μέσα απο τα δά- δάκρυα· разразиться -ами ξεσπώ σε δάκρυα. 2 μτφ. σταγόνα, σταγονίδιο. II εκφρ. пролить ή пустить -у αρχίζω να κλαίω. Слезать р.δ. 1 βλ. слезть. 2 (για ένδυμα, υπόδημα)· βγαίνω· ботинок не -ет С НОГИ το παπούτσι δε βγαίνει απο το πόδι. слезинка, -И θ. δακράκι. II σταγονίτσα. слезиться, -ЙТСЯ р.δ. 1 δακρύζω· δακρυρ- ροώ· глаза -ЯТСЯ ОТ дыма τα μάτια δακρύζουν απο τον καπνό. 2 μτφ. φαίνομαι σαν δάκρυ (για σταγόνες). II καλύπτομαι απο σταγονίδια· ОТ холода стёкла -ятся απο το ψύχος τα τζάμια
еле 461 ели δακρύζουν. СЛёзка, -И Θ. 1 δακράκι. 2 μτφ. δακρυοει- δές αντικείμενο (διαυγές). слезливость, -и θ. 1 δακρύρροια. 2 ευαι- ευαισθησία, συναισθηματικότητα. слезливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 δακρυ- ώδης· δακρύρροος. 2 μτφ. ευαίσθητος· συναι- συναισθηματικός. 3 παραπονεμένος, θλιμμένος, κλαυθμηρός, κλαψάρικος (για φωνή, τόνο). слёзный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 δα- κρυ'ΐκός, δακρυγόνος· -ые.железы δακρυ'ΐκοί ή δακρυγόνοι αδένες· - мешок δακρυ'ϊχός ασκός ή δακρυ'ίκή κύστη· - канал δακρυαγωγόςή δα- κρυ'ϊκός πόρος. 2 δακρυσμένος, δακρύβρεχτος, περιδάκρυτος. Слезоотделение, -Я ουδ. δακρυόρροια, δα- δακρύρροια (έκκριση). слезоотделительный επ. βλ. слёзный (ι σημ.). слезотечение, -Я ουδ. δακρυόρροια, δα- δακρύρροια (πάθηση). слезоточивость, -И θ. δακρυόρροια, δα- δακρύρροια. слезоточивый επ., βρ: ~чйв, -а -о. 1 δα- δακρύρροος· - глаз δακρύρροο μάτι. 2 δακρυ- δακρυγόνος, που προκαλεί δάκρυα* -ые газы δακρυ- δακρυγόνα αέρια. слезоточить, -чу, -чйшь р.δ. δακρύζω, δα- κρυρροώ· глаза ~ат τα μάτια δακρύζουν. слезть, слезу, слезешь, παρλθ. χρ. слез, -ла, -ло, προστκ. слезь р.σ. 1 κατεβαίνω, κατέρχομαι· - С Дерева κατεβαίνω απο το δέ- δέντρο· - С лошади ξεπεζεύω απο το άλογο. 2 βγαίνω· - С автобуса κατεβαίνω απο το λεω- λεωφορείο. 3 αποσπώμαι, πέφτω· НОГОТЬ слез το νύχι βγήκε· краска -Ла η μπογιά βγήκε. слепень, -ПНЯ α. αλογόμυγα, οίστρος. СЛепеЦ, ~ПЦа α. ΐ τυφλός, αόμματος. II μτφ. αμβλύς το νουν, λειψός· κοιμισμένος. 2 βλ. слепыш. СЛеПЙТЬ1, -ШЛО, ~ПЙШЬ р. δ. μ. 1 (παλ.) τυ- τυφλώνω. 2 θαμπώνω· СОЛНЦе -ЙТ глаза о ήλιος θαμπώνει τα μάτια. II -СЯ τυφλώνομαι. слепить2, слеплю, слепишь, παθ. μτχ. παρλθ. слепленный, βρ: -лен, -а, -ο ρ.σ.μ: βλ. ле- лепить. II -СЯ κολλώ. слёшшвать(ся) р.δ. βλ. сплепйть(ся). слепять(ся) р.δ. βλ. слепйть(сяJ слепнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. слеп κ. слепнул, слепла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. слеп- слепнувший κ. СЛеШПИЙ р.δ. τυφλώνομαι. слепо επίρ. τυφλά. слепой επ., βρ: слеп,-а, -О. 1 τυφλός, αόμ- αόμματος· - старик τυφλός γέρος· совсем - τε- τελείως τυφλός. 2 μτφ. άκριτος, παράλογος, -ее повиновение τυφλή υποταγή· ~ое подра- подражание δουλική απομίμηση. II ουσ. ο τυφλός..3 κουτούτσικος, λειψός· (απο)κοιμισμένος. 4 τυχαίος· - случай τυχαία σύμπτωση. 5 δυσ- δυσδιάκριτος, ασαφής· δυσανάγνωστος· -ые бук- буквы δυσανάγνωστα γράμματα· -ая печать δυσ- δυσδιάκριτη σφραγίδα. 6 που δεν έχει έξοδο· -ЭЯ пещера τυφλή σπηλιά. II χωρίς παράθυρα· - этаж όροφος χωρίς παράθυρα. II εκφρ. ДОЖДЬ ήλιος και βροχή· -ая КИШКа το τυφλό έντερο. СЛеПОК, -та α. το εκμαγείο, πρόπλασμα,.το μοντέλο. слепорождённый επ. τυφλογενής. СЛеПОТа, ~Ы θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) τυφλότητα. СЛепун, -а α. τύφλοπας (φίδι). СЛеПЫШ, -а α. είδος μικρού τυφλοπόντικα. слесарить р.δ. (απλ.) βλ. слесарничать. слесарничать р.δ. εργάζομαι μηχανοτεχνί- της. Слесарный επ. της μηχανοτεχνικής. II ουσ. θ. -ая συνεργείο, εργαστήριο. Слесарня, -И θ. συνεργείο, εργαστήριο. Слесарский επ. μηχανοτεχνικός, του μηχα- νοτεχνίτη. Слесарство, -а ουδ. το επάγγελμα του μη- χανοτεχνίτη. слесарь, -я, πλθ. слесаря к. слесари α. 1 μηχανοτεχνίτης· εργατοτεχνίΐης· μηχανουρ- μηχανουργός. 2 εφαρμοστής· τεχνίτης· μάστορης. слёт} -а α. 1 πτήση βμαδική. 2 συγκέντρω- συγκέντρωση, συνάθροιση, σύναζη. слёт? -а α. 1 πτήση, πέταγμα· убить пти- птицу на -е σκοτώνω το πουλί στο πέταγμα. 2 βγάλσιμο, εξαγωγή, ξεπέταγμα· - НИТИ СО шпули ξεπέταγμα της κλωστής απο το μασούρι. Слётанность, -И θ. συνδυασμένη ομαδική πτήση. слетать1 ρ.σ. 1 πετώ κάπου με επιστροφή. 2 πηγαίνω κάπου γρήγορα με επιστροφή, πετάγο- πετάγομαι. II -СЯ αποκτώ πείρα ομαδικής πτήσης. слетать2 ρ.δ. βλ. слететь. II -оя βλ. сле- слететься. слететь, слечу, слетишь р.σ. 1 κατέρχομαι πετώντας· κάθομαι· птица -ла на ветку το πουλάκι κάθισε στο κλαδί. II επέρχομαι, επι- επιπίπτω. 2 (ανα)πετώ. II μτφ. εξαφανίζομαι, χά- χάνομαι. 3 κατεβαίνω· τρέχω· πηδώ γρήγορα. 4 πέφτω· ξεκόβομαι· παρασύρομαι. II μτφ. διώ- διώχνομαι, απολύομαι. 5 εκστομίζο'μαι. II -СЯ συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι. слёток, -тка α', (κυνηγ.) πουλάκι που πρω- τοπέταξε απο τη φωλιά του. слечь р.σ. 1 αρρωσταίνω, πέφτω άρρωστος στο κρεβάτι. 2 (για δημητριακά, χόρτα) πέ- πέφτω καταγής. слив, -а α. βλ. слитие. слива, -Ы θ. 1 δαμασκηνιά. 2 δαμάσκηνο.
ОЛИ 462 ело сливание, -я ουδ. βλ. слитие... сливать(ся) р.6. βλ. слйть(ся). сливка, -и θ. βλ. слитие. СЛИВКИ, -вок πλθ. 1 ανθόγαλα, αφρόγαλα, α- φρόκρεμα, αφρός, κα'ΐμάκι* СНЯТЬ С МОЛОКа - βγάζω (παίρνω) την αφρόκρεμα απο το γάλα· КОфе СО гЗМИ καφές με κα'ΐμάκι. 2 μτφ. το εκλεκτότερο μέρος. II εκφρ. снять - παίρνω την αφρόκρεμα (το εκλεκτότερο)· - общества η αφρόκρεμα της κοινωνίας. СЛИВНОЙ επ. ανάμικτος, ανακατωμένος, σύμ- μικτος. II συγκεντρωτικός. II χυτός. СЛИВОВЫЙ επ. της δαμασκηνιάς ή του δαμά- δαμάσκηνου· - ЛИСТ δαμασκηνόφυλλο· -ЗЯ КОСТОЧКа κουκούτσι δαμάσκηνου. II απο δαμάσκηνο·- κο- МПОТ коμπάστα απο δαμάσκηνο. СЛИВОЧНИК, -а α. λαγήνι για την κρέμα. СЛИВОЧНЫЙ επ. απο αφρόκρεμα, απο κρέμα* ~ое масло βούτυρο φρέσκο ή της φέτας· -ое мороженое παγωτό κρέμας. СЛИВЧИК, -& α. χύτης (εργάτης). СЛИЗОХЬ, СЛИЯу, СЛИЖеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слизанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.1 βλ. лизать. 2 μτφ. καταστρέφω (για φωτιά, νερό): II ек«рр. будто корова ЯЗЫКОМ -ла βλ. Ίδια έκ- έκφραση στη λ. слизнуть. ОЛИЗеВОЙ επ. γλοιώδης, βλεννώδης. слизень, ~зня α. βλ. слизняк. слизистый επ. βλ. слизевой; -ое вещество γλοιώδης ουσία. II εκφρ. -ая оболочка γλοιώ- γλοιώδης μεμβράνα, βλεννογόνος υμένας. СЛИЗНУТЬ, -Ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слизнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. βλ. сли- слизать. II βκφρ. будто корова языком -ла (ή как ЯЗЫКОМ -ЛО) γίνομαι άφαντος, εξαφανίζο- εξαφανίζομαι· αρατίζομαι. СЛИЗНЯК, -а α. 1 λείμακας (επιστ.), γυ- μνοσάλιαγκας (λκ.). 2 άνθρωπος χαμερπής,τι- ποτένιος· σέρπετο. Слизывать р.δ. βλ. лизать. II -СЯ γλείφο- γλείφομαι. СЛИЗЬ, -И θ. γλοιός, βλέννα. СЛИМОНИТЬ р.σ.μ. (απλ.) κλέβω. слинялый επ. βλ. линялый. слинять р.σ. βλ. линять. *СЛИП, -а α. 1 εσχάρα ανέλκυσης πλοίων. 2 νελκυστήρας (για σκοτωμένες φάλαινες). СЛИПаТЬ, -ает ρ.δ.μ. (για μάτια) κολλώ* κλείνω. II -СЯ κολλώ. II μου κλείνονται τα μάτια, νυστάζω πολύ. слипнуться ρ.σ. .κολλώ. слитие, -Я ουδ. 1 χύσιμο διαφόρων ουσι- ουσιών μαζί· ανάμειξη, ανακάτωμα. 2 σύντηξη, συχνώνευση. 3 εκροή, έκχυση. СЛИТКОВЫЙ επ. χυτός (για μέταλλα). СЛИТНО επίρ. μαζί, ενωμένα, αδιαχώριστα, κολλητά· пишите - γράφετε κολλητά (ενωμένα τα γράμματα της ίδιας λέξης). СЛИТНОСТЬ, -И θ. ένωση· συνταύτιση. слитный επ., βρ: -тен, -тна, -тно (συν)- ενωμένος· αχώριστος· κολλητός· -ое написа- написание συνενωμένη γραφή. II συγχωνεμένος* - 1ул ТОЛПЫ η βουή του πλήθους, οχλοβοή. СЛИТОК, -тка α. τεμάχιο χυτού μετάλλου. II κομμάτι χρυσού ή αργύρου ελεύθερο.στη φύση. Слиточный επ. χυτός· -ая медь χυτός χαλ- χαλκός. СЛИТЬ, солью, сольёшь, παρλθ. χρ. слил, -ла, -ЛО, προστκ. слей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СЛИТЫЙ, βρ: СЛИТ, ~а, -Ο ρ.σ.μ. 1 χύνω μαζί, ανακατώνω, αναμειγνύω· αδειάζω, εκκε- εκκενώνω· - молоко из двух битонов в один α- αδειάζω γάλα απο δυο δοχεία σε ένα. 2 συ- γκερνώ. II συντήκω (για μέταλλα). 3 μτφ. συ- συνενώνω, συγχωνεύω· ενοποιώ. 4 εκχύνω, ξεχύ- ξεχύνω. 5 αμ. (παλ.) εκρέω, χύνομαι, τρέχω. II -СЯ 1 (συν)ενώνομαι. 2 μτφ. συγχωνεύομαι. II συνδέομαι στενά. 3 βλ. ενεργ. φ. E σημ.). Сличать ρ.δ. βλ. СЛИЧИТЬ. II -СЯ συγκρί- συγκρίνομαι, αντιπαραβάλλομαι. сличение, -Я ουδ. σύγκριση, αντιπαραβολή. СЛИЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сличённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ. μ. συγκρίνω, (αντι)παραβάλλω. СЛИШКОМ επίρ. πάρα πολύ, λίαν. II (με αριθ- αριθμητικό)· (παρα)πάνω· он болел - три месяча αυτός ήταν άρρωστος πάνω απο τρεις μήνες. II εκφρ. ЭТО (уж) - αυτό πια είναι πάρα πολύ· τα παράκανε, το παραξήλωσε, ξεπερνά τα όρια. слияние, -я ουδ. (για ποτάμια, ρυάκια)· η συμβολή· ένωση. II μτφ. συγχώνευση, ενοποί- ενοποίηση· - романтизма и реализма συγχώνευση ρο- ρομαντισμού και ρεαλισμού. слобода, -ы, πλθ. слободы, слобод -ам θ. 1 (παλ.) συνοικισμός προνομιούχος. 2 εμπο- εμπορική συνοικία ή χωριό. || συνοικία· μαχαλάς. 3 (παλ.) προάστιο. слободка, -и θ. (παλ.) προάστιο. СЛОбОДОКОЙ επ. συνοικιακός, οικιακός. II του προαστίου. слободчанин,~а α., -ка, -и θ. βλ. слобожанин. слобожанин, -а α. о κάτοικος προαστίου. словак, -а α., -чка, -и θ. Σλοβάκος, -α. словарик, -а α. μικρό λεξικό· карманыи - λεξικό της τσέπης. Словарник, -а α. λεξικογράφος, λεξικοσυν- θέτης. словарный επ. λεξικός· λεξικολογικός* -ая работа λεξική εργασία ή ερμηνεία λέξεων* состав языка о θησαυρός λέξεων μιας γλώσσας. словарь, -я α. 1 λεξικό· энциклопедический - εγκυκλοπαιδικό λεξικό· ТОЛКОВЫЙ - έρμη-
ело 463 ело νευτικό λεξικό· русско-греческий - ρωσοελ- ληνικό λεξικό. 2 το λεξιλόγιο (το σύνολο των λέξεων που χρησιμοποιείται απο κάποιον). словацкий επ. σλοβάκικος. словенец, -нца α., -ка, -и θ. (παλ.)· ο Σλοβένος, -α. словенцы, -ев и. (σπάνια) словёны, -вен πλθ., βλ. словенец. словенский1επ. (παλ.) του Σλοβένου. словёнский3гл. σλοβένικος, των Σλοβένων. словесник, -а α. (παλ.) φιλόλογος. ΙΙ(παλ,) φοιτητής ή καθηγητής της φιλολογίας. словесница, -и е. βλ. словесник. словесность, -И θ. 1 (παλ.) τα γράμματα ή φιλολογία, λογοτεχνία· история -и ιστορία των γραμμάτων* народная - η λαογραφία. II (παλ.) μάθημα διδακτικό (ιστορίας, χημείας, φυσικής κλπ.). 2 ακαδημαϊκή συζήτηση, φιλο- φιλολογία, κούφια λόγια, βερμπαλισμός. 3 μαθή- μαθήματα στρατιωτικών κανονισμών. СЛОВёсныЙ επ., 1 λεξικός· λεκτικός· της λέξης, των λέξεων; -ое сочетание λεξικός συνδυασμός. 2 προφορικός·, -ое народное тво- творчество η δημοτική (λαϊκή) ποίηση. СЛОВечко, -а ουδ. 1 λεξούλα. 2 μικρή φρά- φράση· ομιλία* κουβεντούλα. словить р.σ. βλ. ловить. СЛОВНИК, ~а α. λεξιλόγιο, γλωσσάριο. СЛОВНО σΰνδ. μόριο* όπως (ακριβώς), σαν, ως, σα(ν) να, λες και... - ничего не было σα να μη συνέβηκε τίποτε* - чудом ως εκ θαύ- θαύματος· он бросился на него - хищная птица αυτός ρίχτηκε απάνω του σαν το γεράκι* он - маленький αυτός κάνει σαν μικρό παιδί. олово1, -а, πλθ. слова, слов, -ам к. (παλ.) словеса, словес, -ам ουδ. 1 λέξη· значение ~а η σημασία της λέξης· иностранные -а ξέ- ξένες λέξεις. 2 ομιλία, γλώσσα. 3 φράση· λό- λόγος. II φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λό- λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη. 4 υπόσχεση, λό- λόγος· Держать своё - κρατώ το λόγο* связать себя -ОМ δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι απο λόγο. 5 αγόρευση* просить - ζητώ το λόγο (να μιλήσω)· предоставить - для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση· приветственное - χαιρετιστήρια ομιλία· вступительное - εισα- εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνε- συνεδρίασης κ.τ.τ.)· заключительное - ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.I дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας). 6 (παλ.) έργο λόγου, πνευματικό έργο· πόνημα, σύγ- σύγγραμμα· βιβλίο. 7 πλθ. -а στίχοι (μελοποι- (μελοποιημένοι). II εκφρ. новое - καινούρια επίτευ- επίτευξη (επιστήμης κλπ.)· первое - α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα, β) το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες· последнее - η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)· ОД- ОДНИМ -ом κ. (απλ.) ОДНО - βλ. СЛОВОМ. - Β - расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το ν ι και με το σίγμα· - за - α- απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομι- συνομιλίας, λόγου)· на -ах α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)· по -ам чьим α) κα- κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει) ο_.. Β двух (в кратких коротких) -ах με δυο λό- λόγια, σύντομα, κοντολογής· В ОДНО - (για φρά- φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)· .ταυ- .ταυτόχρονα κι εγώ* К -у (прийтись) θυμούμαι ε- επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμί- θυμίζει η λέξη* ОТ -а ДО -а ή ДО -а όλα χαι λεπτομερέστατα* ОТ -а К -у απο κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας* С пер- первого -а απο την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)· С чужих СЛОВ απο τα λεγόμενα των άλλων* СЛОВ ή слова Нет καμιά αντίρρηση ή συζήτηση* βέβαια, πραγματικά* нет СЛОВ как., δεν μπορώ να εκφραστώ πως... К -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω* брать (взять) свой -а обратно παίρνω το λό- λόγο μου πίσω· знать(такое) - ξέρω μαγική λέξη (επιτυχίας)· тратить -а понапрасну(по- понапрасну(попусту, зря) χάνω τα λόγια μου μάταια, άδι- άδικα* быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у εκτελώ την ^υπόσχεση μου· не на- ХОДЙТь слов δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστή- ευχαριστήσω κ.τ.τ.)· СЛОВ не хватает βλ. προηγούμε- προηγούμενη έκφραση. СЛОВО2, -а ουδ. παλαιά ονομασία του γράμ- γράμματος с. II εκφρ. —ер; —ёрик; —ер-С; —ерик-С (παλ.) ονομασία του φθόγγου С που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των *λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνο- συνομιλητή: с - СЛОВО και του Ъ - ер, ёрик. словоблудие, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) φλυα- φλυαρία* αερολογία, κενολογία, κούφια λόγια. словоизвержение, -я ουδ. λογοδιάρροια. словоизлияние, -Я ουδ. μεγαλοστομία, ευ- ευφράδεια, ευγλωττία, ευστομία. Словоизменение, -Я ουδ. (γραμμ.) αλλαγή των λέξεων. СЛОВОЛЙТель, -Я α. στοιχειοχύτης. СЛОВОДЙтелышЙ επ. στοιχειοχυτικός. СЛОВОЛИТНЯ, -И θ. (παλ.) στοιχειοχυτήριο. словолитчик, ~а α. βλ. словолйтель. СЛОВОМ (παρνθ. λ.) κοντολογής, με λίγα λό- λόγια, για να μη τα πολυλογούμε. словообразование, -я ουδ. σχηματισμός λέ- λέξης, λέξεων. словообразовательный επ. του σχηματισμού των λέξεων. словоохотливость, -и θ. βλ. разговорчи-
ело 464 ело вость. словоохотливый επ., βρ: -лив, -а, -о βλ. разговорчивый. словоохотный επ., βρ: -тен, -тна, -о (παλ.) βλ. разговорчивый. словопрение, -я ουδ. βλ, препирательство. СЛ0В0Щ>0И8ВОДНЫЙ επ. παραγωγικός λέξεων - суффикс επίθεμα παραγωγικό λέξεων. II εκφρ. - словарь λεξικό συγγενικών λέξεων. СЛОВОПРОИЗВОДСТВО, -а ουδ. παραγωγή λέξε- λέξεων. II (παλ.) ετυμολογία. СЛОВОСочетание, -Я ουδ. συνδυασμός λέξεων. Словоупотребление, -Я ουδ. χρησιμοποίηση λέξης, -ων. СЛОВЦО, -а ουδ. βλ. СЛОВО1 A» 2 σημ.). СЛОВЧИТЬ(СЯ) ρ.σ. (απλ.) βλ. ЛОВЧИТЬ(СЯ). слог? -а, πλθ. слоги, -ов α. συλλαβή· де- деление слова На -И χώρισμα της λέξης σε συλ- συλλαβές. СЛОГ? -а α. (παλ.) βλ. СТИЛЬ B σημ.). II δεξιοτεχνία λόγου. СЛОГОВОЙ επ. 1 συλλαβικός, της συλλαβής. 2 βλ. слогообразущий. II εκφρ. -ое . письмо συλλαβογραφ'ια. ОЛОГООбразущиЙ επ. που σχηματίζει συλλαβή. Слогораздел, ~а α. χώρισμα σε συλλαβές. Слоевище, -а ουδ. (βοτ.) το σώμα των μα- λακοειδών φυτών. Слоевищный επ. μαλακοειδής· -ые растения τα μαλακοειδή φυτά. Слоевой επ. του στρώματος. слоевцовый επ. βλ. слоевищный. слоение, -Я ουδ. στρώσιμο, τοποθέτηση κα- κατά στρώματα. Слоёный επ. φτιαγμένος κατά στρώματα·-Ое теСТО ζυμάρι κατά στρώματα. сложение, -я ουδ. 1 πρόσθεση· - чисел η πρόσθεση των αριθμών. 2 σύνθεση· φτιάξιμο·- песни σύνθεση τραγουδιού· - СТИХОВ στι- στιχουργία. 3 παραίτηση· παράδοση, κατάθεση(υ- πηρεσιακών καθηκόντων κ.τ.τ.). 4 πρόσθεση (η αριθμητική πράξη). 5 βλ. телосложение. сложённый επ., βρ: -жён, -жена, -жено κα- καμωμένος, φτιαγμένος (για σώμα). сложить, сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 βάζω, τποποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τα- τακτοποιώ· - Дрова В поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα· - вещи В чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα. 2 προσθέτω· - три С шестью προσθέτω το τρία με το έξι· - два И ОДИН προσθέτω δύο και ένα. 3 συνθέτω, ε- ενώνω· φτιάχνω (απο τεμάχια)· - домик ИЗ ку- бИКОВ φτιάχνω σπιτάκι απο κύβους. 4 χτίζω· - печку χτίζω θερμάστρα. 5 συνθέτω· - песню συνθέτω τραγούδι· - СТИХ φτάχνω ποίημα (στι- χουργώ). 6 διπλώνω· - салфёзку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού. II συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω· - НОЖ κλείνω το σουγιά. Ι! συμπτύσ- συμπτύσσω· σταυρώνω· - руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος· - НОГИ κάθομαι σταυροπόδΐ" - губы σουφρώνω τα χείλη. 7 κατεβάζω, απο- αποθέτω· ~ ношу С плеч κατεβάζω το φορτίο απο τους ώμους. II (παλ.) ακυρώνω, καταργώ, χα- χαρίζω (ποινή, φταίξιμο). 8 καταθέτω την ε- εντολή· παραδίνω τα καθήκοντα· παραιτούμαι* απαλλάσσομαι απο κάτι. II εκφρ. - вёсла αφή- αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)* - голову ή КОСТИ κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)· - оружие καταθέτω το ό- όπλο (παραδίνομαι)· - руки σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)· сложа руки сидеть κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε). II -СЯ I φτιάχνομαι," γίνομαι. II συγκροτούμαι, οργα- οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.). 2 συντίθεμαι. 3 καθιερώνομαι, ριζώνομαι· у меня -лась при- ВЫЧКа μου έγινε συνήθεια· -ЛИСЬ цены καθι- καθιερώθηκαν οι τιμές. II παίρνω τροπή, φάση, στροφή· обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοϊκή τροπή. 4 ωρι- ωριμάζω, αντρώνομαι. II μτφ. διαμορφώνομαι, δι- διαπλάθομαι· характер у него ещё не -лея о χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε. II α- αποκτιέμαι. 5 συμπτύσσομαι, μαζεύομαι· δι- διπλώνομαι. 6 συνεισφέρω χρήματα (για κοινή υπόθεση. 7 μαζεύω τα πράγματα μου (για α- αναχώρηση). сложноподчинённый επ. (γραμμ.) συνθετο- υποτακτικός· -ое предложение σύνθετη υπο- υποτακτική πρόταση. СЛОЖНОСОКращёШШЙ επ. συντετμημένος· -Ые слова συντετμημένες λέξεις ή συντομογραφί- συντομογραφίες* СЛОЖНОСОЧИНёННЫЙ επ. (γραμμ.) σύνθετος· -ое предложение σύνθετη παρατακτική πρόταση. СЛОЖНОСТЬ, -И θ. το σύνθετο, το πολύπλο- πολύπλοκο, το περίπλοκο· δυσκολία, δυσχέρεια. сложноцветный επ. της ανθοταξίας, της τα- ξιανθίας. II ουσ. πλθ. -ые τα ταξιανθή. СЛОЖНЫЙ επ., βρ: ~жен, -жна, -жно. 1 σύν- σύνθετος· πολυμερής· -ые вещества σύνθετες ου- ουσίες· -ое слово σύνθετη λέξη· -ое предложе- предложение (γραμμ.) σύνθετη πρόταση· -ое ЧИСЛО о συμμιγής αριθμός. 2 πολύπλοκος, πολυσχιδής, πολυσύνθετος· ■-' вопрос πολύπλοκο ζήτημα. II δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης. 3 δύσκολος, δυ- δυσχερής, δυσκολοκατόρθωτος· -ая операция δύ- κολη εγχείριση· -ая задача δύσκολο πρόβλημα. СЛОИСТОСТЬ, -И θ. διάταξη κατά στρώματα·- горных Пород η κατά στρώματα διάταξη των πετρωμάτων. СЛОИСТЫЙ επ., βρ: -ист, ~а, -О κατά στρώ-
ело 465 слу ματα· -ые минералы κοιτάσματα ορυκτών κατά στρώματα· -ые Облака τα θυσανοστρωματα (νέ- (νέφη). СЛОИТЬ, СЛОЮ, СЛОИШЬ р.δ.μ. βάζω, τοποθε- τοποθετώ κατά στρώματα. II -СЯ διαμορφώνομαι κατά στρώματα· μπαίνω, τοποθετούμαι κατά στρώμα- στρώματα. слой, слоя, προθτ. в слое к. в слою, πλθ. СЛОЙ, СЛОёВ α. 1 στρώμα, διάστρωμα· -и ат- мосфёры τα στρώματα της ατμόσφαιρας· - льда στρώμα πάγου· - жира στρώμα λίπους· сланцы расположены -ЯМИ οι σχιστόλιθοι κείτονται κατά στρώματα. II μτφ. σειρά· ταινία· - впе- впечатлений σειρά εντυπώσεων. 2 μτφ. κοινωνι- κοινωνικό στρώμα· широкие ~й населения πλατιά στρώ- στρώματα του πληθυσμού· интеллигентные ~й об- общества το κοινωνικό στρώμα των διανοουμέ- διανοουμένων высшие -Й общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. СЛОЙка, -И θ. 1 στρώσιμο. 2 φραντζολάκι με στρώματα (πλακέ). слойчатый επ., βρ: -чат, -а, -о βλ. сло- слоистый. СЛОМ, -а а. 1 σπάσιμο, θραύση, τσάκισμα. 2 μτφ. εξάρθρωση, διάλυση· - государственной Машины σπάσιμο του κρατικού μηχανισμού. 3 το σπασμένο μέρος. Сломать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СЛО- манный, βρ: -ман, -а, -о. 1 βλ. ломать. 2 συντρίβω, σπάζω· - сопротивление противника σπάζω την αντίσταση του εχθρού. II εχφρ. голову σπάζω το κεφάλι (σκέφτομαι πολύ)· - зубы τα βρίσκω μπαστούνια ή σκούρα· - ряды χαλνώ τη στοίχιση, ζύγιση ή τη σύνταξη (τμή- (τμήματος): - себе шёю ή голову σπάζω τα μού- μούτρα μου, σακατεύομαι, καταστρέφομαι· απότυ- απότυχα ίνω παταγωδώς· чёрт ногу ~ет βλ. ίδια έκ- έκφραση στη λ. сломить.· язык -ешь είναι πάρα πολύ δυσκολοπρόφερτη (λέξη, φράση). II -СЯ 1 βλ. ломаться. 2 σπάζω, καταβάλλομαι σωμα- τ ικά ή ηθικά. СЛОМИТЬ, СЛОМЛЮ, СЛОМИШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сломленный, -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 σπά- σπάζω, θραύω, τσακίζω· - ветку σπάζω το κλαδί. 2 βλ. Сломать B σημ.). 3 καταβάλλω σωμα- σωματικά ή ηθικά. II εκφρ. -я голову (бежать, мчаться κ.τ.τ.) τρέχω με ιλιγγιώδη (αστρα- (αστραπιαία) ταχύτητα· - себе шею ή ГОЛОВУ βλ.έκ- βλ.έκφραση στη λΙ сломать· чёрт ногу ~ИТ κυκεώ- κυκεώνας, πανδαμόνιο, ανάστα. II -СЯ σπάζω, τσα- τσακίζομαι, θραύομαι. II μτφ. υποτάσσομαι, υπο- υποκύπτω· κάμπτομαι. II βλ. сломаться B σημ.). сломка, -И θ. σπάσιμο, θραύση, τσάκισμα. СЛОН, -а α. 1 ελέφαντας. 2 μτφ. άνθρωπος μαμούθ, χοντρομπαλάς. 3 (στο σκάκι)· ο αξι- αξιωματικός. II εκφρ. -а не приметить (ειρν.) δε βλέπω το πιο σοβαρό, τοπίο σημαντικό. слонёнок, -нка, πλθ. -нята, -нят α. ελε- φαντάκι. СЛОНИК, -а α. 1 ελεφαντάκι. 2 παιδικό παιγνίδι. 3 είδος κάνθαρου με προβοσκίδα. СЛОНЙХа, -И θ. η ελεφαντίνα. СЛОНОВИЙ βλ. СЛОНОВЫЙ. СЛОНОВНИК, -а α. σταύλος ελεφάντων. СЛОНОВОСТЬ, -И θ. ελεφαντίαση (ασθένεια). СЛОНОВЫЙ к. СЛОНОВИЙ επ. ελεφάντινος. II εκφρ. -ая болезнь βλ. слоновость. -ая КОСТЬ ελεφαντοστό, ελεφαντοκόκκαλο, φίλ-. ντισι. слоны: ~ слонять βλ. слонять. СЛОНЯТЬ ρ.δ: СЛОНЫ ~ (απλ.) περιφέρομαι ά- άσκοπα, χασομέρης, αργόσχολος· χαζεύω. II -СЯ βλ. слонять. слопать р.σ. βλ. лопать. слуга, ~й, πλθ. слуги α. 1 α. κ. (παλ.) θ. υπηρέτης, υπάλληλος, δούλος. II (παλ.) υπη- υπηρέτρια, δούλα. II λακές· καμαριέρης· θαλαμη- θαλαμηπόλος. II μτφ. υπηρέτης· - отечества υπηρέ- υπηρέτης της πατρίδας. II λακές· - реакции λακές της αντίδρασης. Служака, -И α. παλιοκαραβανάς (πεπειραμέ- (πεπειραμένος στρατιωτικός) Служанка, -И θ. υπηρέτρια, δούλα. служащий επ. απ ο μτχ. που υπηρετεί. II ουσ. δημόσιος υπάλληλος. , Служба, -Ы θ. 1 υπηρεσία· - в армии υπη- υπηρεσία στο στρατό· дейевйтельная - πραγματι- πραγματική υπηρεσία· - СВЯЗИ υπηρεσία διαβιβάσεων· разведывательная - κατασκοπευτική υπηρεσία· поступить на -у μπαίνω στην υπηρεσία, γί- γίνομαι υπάλληλος· переменить -у αλλάζω υπη- υπηρεσία· повышение ПО ~е προαγωγή στην υπηρε- υπηρεσία. 2 τμήμα, γραφείο· - ПОГОДЫ μετεωρολο- μετεωρολογική υπηρεσία. 3 (εκκλσ.) λειτουργία· отсто- отстоять -у στέκομαι ορθός σ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. 4 πλθ. -Ы (παλ.) παραρ- παραρτήματα σπιτιού ή νοικοκυριού (σταύλοι, αχυ- αχυρώνες κ.τ.τ.). II εκφρ. поставить что В -у чему βάζω κάτι στην υπηρεσία κάποιου. Службист, -а α. άνθρωπος αυστηρά υπηρεσι- υπηρεσιακός. СЛужёбНИК, -а α. (εκκλσ.) το λειτουργικό (βιβλίο). Служебный επ. 1 υπηρεσιακός· -ые дела υ- υπηρεσιακές υποθέσεις· -ая тайна υπηρεσιακό μυστικό· -ая записка υπηρεσιακό σημείωμα. 2 δευτερεύων, βοηθητικός, επικουρ ικός. II εκφρ. ~ые слова βοηθητικές λέξεις (σύνδεσμοι, μό- μόρια, προθέσεις). Служение, -Я ουδ. 1 (παλ.) υπηρέτηση. 2 (εκκλσ.) λειτουργία. 3 εξυπηρέτηση. служивый επ. (παλ.) υπηρεσιακός, της υπη-
слу 466 СЛ7 ρεσίας. II αυτός που υπηρετεί ή εκτελεί, υπηρεσία. СЛугоШЫШЙ επ. (παλ.) 1 στρατεύσιμος· ~ое сословие στρατεύσιμο στρώμα της κοινωνίας. 2 προαγμένος για υπηρεσία (όχι σαν προνομιούχος). служитель, -я α., -ница, ~ы е. 1 (παλ.) θεράπων, ~ίδα, υπηρέτης, -τρία· λακές. 2 κατώτερος υπάλληλος. II εκφρ. канцелярский - (παλ.) κατώτερος υπάλληλος χωρίς βαθμό. служительский επ. υπηρετικός. служить, слулу, служишь, μτχ. ενστ. служащий ρ,δ. 1 υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία). 2 (παλ.) είμαι υπηρέτης, δούλος. 3 (παλ.) δουλεύω σαν υποταγής. II προσφέρω εκδούλευση* εξυπηρετώ. 3 προσφέρω τις υπηρεσίες μου· ~ родине υπηρετώ την πατρίδα· ~ народу υπηρετώ το λαό. II αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι· ~ бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)· Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο). || 4 εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.). 5 χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι· шинель эта --ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα· ~примером χρησιμεύω για παράδειγμα. 6 ιερα- τεύω· λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία. 7 (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια. || ~СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.). Слулка, ~И а. υπηρέτης μοναστηριού ή αρχιερέα. II υπηρέτης συναγωγής, слукавить ρ.σ. βλ. лукавить. слупить ρ.σ. βλ. лупить (1,2 σημ.). || ~СЯ ξεφλουδίζομαι· πέφτω. слушшвать(СЯ) ρ.δ. βλ. слупить(ся). слух, -а α. 1 ακοή· αυτί· ухо - Орган -а το αυτί είναι όργανο της ακοής· Острый ~ οξεία ακοή· это противно -у αυτό χτυπά άσχημα στο αυτί. || μουσική αίσθηση, αυτί· играть, петь по -у παίζω, τραγουδώ με το αυτί (χωρίς νότες)· музыкальный ~ μουσικό αυτί· хороший ~ καλό (μουσικό) αυτί. 2 μτφ. είδηση, αγγελία, φήμη· ЦиркуЛЁфОВали разные ~И κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες· Ο НИХ не было ~а γι αυτούς δεν υπήρχε καμιά είδηση. II εκφρ. на ~ με το αυτί, εξ ακοής, αφουγκρα- ζόμενος· ПО ~ам ακουστά· Я его знаго только по -ам τον έχω μόνο ακουστά· Обратиться ή превратиться в ~ εντείνω την ακοή, τεντώνω τ' αυτί, είμαι όλος αυτιά· ХОДИТ ~ κυκλοφορεί η φήμη, φημολογείται. слухач, ~а α. ωτακουστής ραδιοεπικοινωνίας. слуховой επ. ακουστικός· ~ нерв το ακουστικό νεύρο· ~ аппарат α) ανατ. το όργανο της ακοής, β) τεχ. ακουστική συσκευή (για βαρύκοους. случаем επίρ. (απλ.) βλ. случайно. случай, -я α. 1 περίπτωση, περιστατικό, συμβάν непредвиденный - απρόβλεπτη περίπτωση· особенный ~ ιδιαίτερη περίπτωση· Β подобном -θ σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση· Β противном ~е σε αντίθετη περίπτωση· как Β настоящем ~е όπως τώρα σ' αυτή εδώ την περίπτωση· НИ Β кОем ~е σε καμιά περίπτωση· если представится ~ αν παρουσιαστεί περίπτωση· на ~ смерти σε περίπτωση θανάτου· ~и из моей жизни περιστατικά απο τη ζωή μου· редкий ~ σπάνια περίπτωση. II κρούσμα· "Заболевания κρούσμα ασθένειας· -и нарущения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας. 2 περίσταση· ευκαιρία· Β данном ~е στη δοσμένη περίσταση· Β удобном ~е στη κατάλληλη ευκαιρία· по ~Ю чего με την ευκαιρία του.... 3 βλ. случайность. Η εκφρ. в ~е чего σε περίπτωση που· на ~е α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία· ОТ ~я к ~ГО πότε-πότε, απο καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου· купить по ~Ю αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας· πο -Ю чего λόγω, συνεπεία, ένεκα· при ~е α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε· Β таком (ЭТОМ) ~е σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση· Β ~е если σε περίπτωση αν..., на Первый ~ για πρώτη φορά· бЫТЬ Β ~е; ПОПаСТЬ В ~е είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνο'ϊκή κατάσταση. случайно επίρ. τυχαία, κατά τύχη, κατά σύμπτωση, συμπτωματικά· ~ встретиться С кем Η. τυχαία συναντιέμαι με κάποιον. II (παρνθ. λ.) μη τυχόν, μήπως κατά τύχη· у вас ~ неТ ЛИ папиросов? μήπως τυχόν σας βρίσκονται τσιγάρα; случайность, ~и θ. ι σύμπτωση, το τυχαίο, ο τυχαίος χαρακτήρας (συμβάντος, φαινομένου κ.τ.τ.)· ~ ВСТречи το τυχαίο της συνάντησης· ~ и необходимость (φιλοσ.) το τυχαίο και η αναγκαιότητα· ПО несчастной ~И κατά κακή (διαβολεμένη) σύμπτωση· ΠΟ ~И βλ. случайно. 2 το απρόοπτο, το απρόβλεπτο· Целый ряд ~ей ολόκληρη σειρά απρόοπτων. случайный επ., βρ: -чаен, -чайна, -чайно 1 τυχαίος, συμπτωματικός· ~ая встреча τυχαία συνάντηση· ~ое совпадение τυχαία σύμπτωση. II περιπτωσιακός· ~ заработок τα τυχερά της δουλειάς. 2 απρόβλεπτος, απρόοιττος. случать ρ.δ. βλ. случить. II ~ся 1 βλ. случиться. 2 υπάρχουν περιπτώσεις· συμβαίνω, τυχαίνω, συμπίπτω· έρχομαι, φτάνω κατά τύχη· -лось вам когда-н? σας συνέβαινε καμιά φορά; случаться ρ.δ. βλ. случиться? случившийся 1 μτχ. παρλθ. χρ. του ρ. случиться. 2 ουσ. ουδ, ~ееся το συμβάν, το πε-
слу 467 слю ριστατικο. случить, ~чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. случённый, ~чён, -чена, -чено ρ.σ.μ. (για -ζώα)· φέρω (πλησιάζω) για βάτευμα. случишься^ -ЧЙТСЯ, μτχ. παρλθ. χρ. случившийся ρ. σ. 1 συμβαίνω· γίνομαι, λαμβάνω χώραν -ЛСЯ пожар έγινε πυρκαγιά· ~лась беда συνέβηκε δυστύχημα (κακό)· ΚβΚ буДТО Ничего не ~ЛОСЬ σα να μη συνέβηκε τίποτε. II απρόσ, τυχαίνω· ему не -ЛОСЬ побывать там δεν του έτυχε να πάει εκεί. II βρίσκομαι τυχαία· СО мной денег не -лось κατά τύχη δεν είχα επάνω μου χρήματα. случиться? ~ЧЙО?СЯ ρ.σ. (για ζώα) οχεύο- μαι, βατεύομαι. ОЛучка, -И θ. (για ζώα) οχεία,επίβαση,βάτευμα. случной επ. της οχείας, του βατεύματος· - период περίοδος βατεύματος. слушание, -я ουδ. άκουσμα, ακρόαση· - концерта άκουσμα συναυλίας· - врача ακρόαση γιατρού. слушатель, -я α., -НИЦа, ~Ы 6. ακροατής, -άτρια, ακουστής· ~ раДИО ακροατής ραδιόφωνου. II φοιτητής, σπουδαστής. слушательский επ. του ακροατή ή της ακρόασης . слушать ρ.δ.μ. 1 ακούω· - радио ακούω ραδιόφωνο· - лекцию ακούω διάλεξη· - Сказки ακούω παραμύθια. 2 ακροώμαι· ДОКТОр -ал его грудь и сердце о γιατρός ΐον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά. 3 εισακούω, δέχομαι· -айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού. 4 υπακούω, υποτάσσομαι· - отца ακούω τον πατέρα· ОН НИКОГО не ~ет αυτός δεν ακούει κανέναν. II (για μηχανή ή μηχανισμούς)· υποτάσσομαι· руль не ~ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί. 5 слушаго! στις διαταγές σας! II -СЯ 1 υπακούω, υποτάσσομαι· не - родителей δεν υπακούω στους γονείς· не - приказа δεν υπακούω στη διαταγή. 2 βλ. ενεργ. φ. 3 σημ. 3 слушаюсь! βλ. ενεργ. φ· 5 σημ. 5 ακροώμαι, ακούω. слушок, -шка α. ήχος ή μικρός ήχος. СЛЫТЬ, слыву, слывёшь, παρλθ. χρ. слыл, ~ла, -ЛО р.δ. φημίζομαι, ακούομαι· - красавицей φημίζομαι για την ομορφιά· - умным φημίζομαι για την εξυπνάδα. II είμαι γνωστός με το όνομα ή το παρανόμι. слыхать ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слыханный, βρ: -хан, -а, -ο. 1 βλ. слышать. 2 βλ. слышно (2, 3 σημ.). 3 (παρνθ. λ.) όπως ακούεται ή λέγεται· ТЫ, ~, за новую работу принялся εσύ, όπως ακούω, έπιασες καινούρια δουλειά. II εκφρ. слыханное (слыхано) ли дело (απλ.) ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα (απίθανο) · где это слыхано που ακούστηκε αυτό. слыхивать ρ.δ. βλ. слышать (ι, з σημ.). слыхом επίρ: - не слыхать (не слыхивать не слыхано) απλ. α) ποτέ δεν ακούστηκε τέτοιο πράγμα, β) ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, ούτε φανιά, ούτε λαλιά (καμιά είδηση). слышать, -шу, -шишь р.δ. 1 ακούω· - стук ακούω το χτύπο· - крик ακούω την κραυγή· я ПЛОХО -шу δεν ακούω καλά, 2 πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω. 3 αισθάνομαι· καταλαβαίνω· - залах αισθάνομαι τη μυρουδιά. II οσφραίνο- μαι, μυρίζω· СОбака -ШИТ ДИЧЬ το σκυλί ■ ο- σφραίνεται το θήραμα. II εκφρ. ΗΟΓ (Или земли) ПОД собой не-(απλ.)· α) πηλαλώ, τρέχω με αστροπτιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια· не СЛЫШа ног (бежать) τρέχω με μεγάλη ταχύτητα· (И) не -ШИТ не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά). II -СЯ 1 ακούομαι· -ИТСЯ шум ακούεται θόρυβος. 2 αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι· -ИТСЯ запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι. слышимость, -И θ. ακουστικότητα. слышно επίρ. ακουστικά· ακουστά· жадно И - глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό. 2 ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός· отсюда хорошо - всех ораторов απ' εδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες- мне вас не - δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)· НИКОГО не - δεν ακούεται κανένας· ~ вам, что говорят? ακούτε τι λένε; 3 υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις· Ο Нём давно ничего не - καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι' αυτόν ЧТО ~ НОВОГО? τι νέα ακούσατε; ЧТО у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε; 4 (ως παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται· -, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο- δε ιά. ШЛЫШНЫЙ επ., βρ: -шен, -шна, -шно. 1 ακουστός, αισθητός· едва ~ голос μόλις ακούεται η φωνή. 2 ως κατηγ. ακούεται, ηχεί. 3 (συνήθως για μυρουδιά) είναι αισθητός, μυρίζει. II εκφρ. ЧТО -но τι ακούεται, τι νέα έχομε. СЛЫШЬ (παρνθ. λ.)· απλ. ακούς, άκουσε. II βλέπεις, ξέρεις. слюбиться, слгоблйсь, слюбишься ρ.σ.1 απλ. αγαπιέμαι, αλληλοαγαπιέμαι. II πιάνω ερωτικές σχέσεις. 2 (παλ.) μου αρέσει, μου γουστάρει . слюбляться ρ.δ. βλ. слюбиться (1 σημ.), слюда, -Ы, πλθ. слюды, слюд θ. μαρμαρυγίας ο λεπιδοειδής ή λεπιδόφυλλος. слюдистый, επ.βρ:-дисτ, -а, -о μαρμαρυγι- ούχος.
СЛЮ 468 сма СЛЮДЯНОЙ επ. 1 μαρμαρυγιακός. II μαρμαρυ- γιούχος. 2 μαρμαρυγιοειδής. слюна, -Ы θ. το σάλιο. СЛЮНИ, -ей πλθ. τα σάλια. II εκφρ.. распу- распустишь ~ (απλ.)· α) αρχίζω να κλαίω, β) δείχνω απροθυμία, γ) ορέγομαι, μου κινάν τα σάλια. СЛЮНИТЬ, -НТО, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слюнённый, βρ: -нён, -нена, -нено ρ.δ.μ.σα- λιώνω. || -СЯ σαλιώνομαι. СЛЮНКИ, -НОК πλθ. σαλιάκια· - текут τρέ- τρέχουν τα σάλια (ορέγομαι πολύ). СЛЮННЫЙ επ. του σάλιου. II σιαλογόνος. слюноотделение, -Я ουδ. έκκριση σάλιου. СЛЮНООТДвЛИТельныЙ επ. εκκριτικός σάλιου. слюнотечение, -я ουδ. σαλιόρροια, σιαλι- σμός. СЛЮНТЯЙ, -Я α., ~ка, -И θ. άβουλος, τιπο- τένιος, ελεεινός, ποταπός, ευτελής, ξευ- τίλας, -λισμένος. СЛЮНТЯЙСКИЙ επ. ελεεινός, τποτένιος, πο- ποταπός, ευτελής.· άβουλος. СЛЮНТЯЙСТВО, ~а ουδ. κακοήθεια,ποταπότητα. слюнявить ρ.δ.μ. βλ. слюнить. II ~ся σα- ■λιώνομαι. II λερώνομαι με σάλια. СЛЮНЯВЧИК, -а α. σαλιάρα, σαλίστρα. СЛЮНЯВЫЙ επ. βρ: -НЯВ, -а, -Ο μυξιάρης. ♦сляб, ~а α. πλάκα χαλύβδινη. СЛЯКОТНО απρόσ. ως κατηγ. είναι παλιόκαι- παλιόκαιρος, όλο βροχές και λάσπες. слякотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно λα- σπώδης· ~ая улица λασπώδης δρόμος. II υγρός· - день υγρή μέρα, όλο υγρασία. СЛЯКОТЬ, -И θ. 1 λάσπη· ХОДИТЬ ПО -И βα- βαδίζω στη λάσπη. II παλιόκαιρος. 2 άνθρωπος ελεεινός, λασπιάς. слямзить р.σ. βλ. лямзить СМазаТЬ р.σ.μ. 1 αλείφω λιπαίνω. 2εξαλεί- φω, απαλείφω (μπογιά, μελάνη). II (για φωτο- φωτογραφία) βγάζω μουντή. 3 μτφ. χαλνώ, βλά- βλάπτω, μουντζουρώνω. 4 (παλ.) μπατσίζω, χα- στουκίζω, ραπίζω, κολαφίζω. II -СЯ 1 αλεί- αλείφομαι· - вазелином αλείφομαι με βαζελίνη. 2 εξαλείφομαι, αποχρωματίζομαι. 3 μτφ. γίνο- γίνομαι μουντός, θαμπός, ασαφής· χαλνώ. СЫазка, -И θ. 1 άλειμμα· λίπανση. 2 αλοι- αλοιφή, χρίσμα· λάδι, λίπος. СМазЛИВОСТЬ, -И θ. θελκτικότητα, νοστιμά- δα, χάρη. смазливый επ., βρ: -лив, ~а, -Ο χαριτωμέ- χαριτωμένος· νόστιμος* -ое ЛИЦО χαριτωμένο πρόσωπο. смазной επ. αλειφόμενος (για δέρμα.). СМазочНЫЙ επ. για άλειμμα· για λίπανση· ~ материал υλικό για άλλειμα· -ое отверстие οπή λίπανσης. II ουσ. ουδ. -ое βλ. смазка B σημ.). смазчик, ~а α., ~ца, -ы θ. αλείπτης· λι- παντής. II χρωματιστής, μπογιατζής, смазывание, -я ουδ. βλ. смазка A σημ.). смазывать(ся) ρ.δ. βλ. смазать(ся). смаивать(ся) ρ.δ. βλ. смаять(ся). ♦смак, -а (~у) α. ευχαρίστηση απο νόστιμο φαγητό. II μτφ. ικανοποίηση. Смакование, -Я ουδ. φαγοπότι, ευωχία. смаковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смакованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. 1 φαγοποτώ, ευωχοΰμαι. 2 μτφ. λέγω, προφέ- προφέρω, διαβάζω με αγαλλίαση, ικανοποίηση.II -СЯ αγαλλιάζω· ευωχούμαι κλπ ρ. ενεργ. φ. смалец, -льца α. λιωμένο εσωτερικό λίπος (κυρίως χοίρινο). смалодушествовать ρ.σ. βλ. малодушество-, вать. смалодушничать р.σ. βλ. малодушничать. смалу επίρ, απο μικρός, απο τα παιδικά χρό- ν ια. смалыватьBя) ρ.δ. βλ. смолоть(ся). ♦смальта, ~Ы θ. το σμάλτο. сманеврировать р.σ. βλ. маневрировать. сманивать ρ.δ. βλ. сманить. II -ся ελκύο- ελκύομαι, προσελκύομαι, τραβιέμαι κλπ.ρ.ενεργ. φ. сманить, сманю, сманишь κ. (παλ) сманишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сманенный, βρ: -нен, -а, -о κ. сманённый, βρ: -нён, -нена, -нено ρ.σ.μ. ελκύω, έλκω, προσελκύω, τραβώ, ξεγε- ξεγελώ. 2 αποπλανώ, ξελογιάζω, «-ξεμυαλίζω. II βλ. обольстить. ♦смарагд, -а α. 1 σμαράγδι, ζουμπρούτι. 2 βλ. изумруд. Смарагдовый επ. σμαράγδινος. смаривать(ся) р.δ. βλ. сморйть(ся). смастерить р.σ. βλ. мастерить. сматривать р.δ. βλ. смотреть. сматывание, -Я ουδ. (περι)τύλιξη, κουβά- κουβάρι άσμα. сматывать(ся) р.δ. βλ. смотать(ся). Смахать р.σ, (απλ.) πηγαίνω και επιστρέ- επιστρέφω γρήγορα· πετάγομαι, πετιέμαι. смахивать1 р.δ. βλ. смахнуть. И -ся τινά- τινάζομαι, πέφτω, εκπίπτω κλπ. ρ. ενεργ. φ. Смахивать2 р.δ. ομοιάζω· μου θυμίζει. смахнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смахнутый, βρ: -нут, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 τινάζω· - ПЫЛЬ τινάζω τη σκόνη· - крошки τι- τινάζω τα ψίχουλα· ~ ПЫЛЬ щёткой βουρτσίζω, ξε- ξεσκονίζω με τη βούρτσα. II διώχνω· - мухста- рёлки διώχνω τις μύγες απο το πιάτο. 2 κά- κάνω, εκτελώ, τακτοποιώ στα γρήγορα. Смачиваемость, -И θ. μούσκευμα, βρέξιμο, ύγρανση. смачивать(ся) ρ.δ. βλ. смочйть(ся). смачно επίρ. εύγεστα, νόστιμα κλπ. επ. смачный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 εύ-
сма 469 сме γεστος, νόστιμος. II λιπασμένος, λαδωμένος. || μτφ. ωραίος, εντυπωσιακός, εξωραϊσμένος· -ая фраза ωραία φράση. 2 εκτελούμενος με ευχα- ευχαρίστηση, με ικανοποίηση. смаять(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. маять(ся). смежать(ся) ρ.δ. βλ. смежить(ся). СМеХИТЬ, ~жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смежённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ. μ. (για μάτια, βλέφαρα)· κλείνω, συρρικνώνω. II -СЯ κλείνομαι, συρρικνώνομαι. СМ&ЖНИК, -а α. συνεξαρτημένη επιχείρηση. смежность, -И θ. γειτνίαση, γειτονικότη- τα. II μτφ. συγγένεια, συνάφεια. смежный επ., βρ: -жен, -жна, -жно γειτο- γειτονικός, διπλανός· -ая комната διπλανό δωμά- δωμάτιο· ~ое Село διπλανό χωριό'. II μτφ. συνα- συναφής, συγγενής, παραπλήσιος· -ые понятия συ- συναφείς έννοιες. II όμορος, μεθόριος. смекалистый επ., βρ: -лист, -а, -о ευφυ- ευφυής, έξυπνος, σπιρτσόζος, εύστροφος· ετοιμό- ετοιμόλογος. Смекалка, -И θ. ευφυΐα, εξυπνάδα, αγχί- νοια, οξϋνοια· σπιρτάδα· ετοιμολογία. смекать р.δ. (ακλ.). 1 εννοώ, καταλαβαίνω α- αμέσως. 2 σκέπτομαι, βάζω με το νου μου, δι- διαλογίζομαι. смекнуть р.σ. βλ. смекать, (ι σημ.). СМелёть р.δ. γίνομαι θαρραλέος, τολμηρός. смело επίρ. θαρραλέα, τολμηρά. II ασύστο- ασύστολα, θαρρετά. II -ей! περισσότερο θάρρος! πιο θαρρετά! πιο θάρρος! СМеЛОСТЬ, -И θ. 1 τολμηρότητα. 2 γενναιό- γενναιότητα, αντρεία. II εκφρ. брать (взять) на се- себя - παίρνω θάρρος, γίνομαι τολμηρός. смелый επ., βρ: смел, -ла, ~ло. 1 θαρρα- θαρραλέος, τολμηρός· θαρρετός. 2 αποφασιστικός· γενναίος. Смельчак, -а α. τολμητής, τολμηρός, ριψο- ριψοκίνδυνος. СМена, -Ы θ. 1 αλλαγή· εναλλαγή· αντικα- αντικατάσταση· - караула αλλαγή φρουράς· - каби- кабинета αλλαγή κυβέρνησης· - ДНЯ И НОЧИ εναλ- εναλλαγή μέρας και νύχτας. 2 η βάρδια· первая - η πρώτη βάρδια· вторая - η δεύτερη βάρ- βάρδια· работать В две -Ы δουλεύω δυο βάρδιες. II αποστολή. 3 μτφ. η νέα γενιά. 4 αλλαξιά (ρούχων)· возьмите с собою одну -у белья πάρτε μαζί σας μια αλλαξιά ρούχα. II εκφρ. на -у σε αντικατάσταση. сменить, сменю, сменишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сменённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. 1 αλλάζω· - бельё αλλάζω τα εσώρουχα· фамилию αλλάζω το επώνυμο. II αντικατασταί- νω· - часового αντικατασταίνω το σκοπό. 2 διαδέχομαι. II -СЯ 1 αλλάζω, αντ ικατασταίνο- μαι. 2 διαδέχομαι· ИСПуг В ней -ЛСЯ НвГОДО- ванием το φόβο της τον διαδέχτηκε η οργή· ЗНОЙ -ЛСЯ прохладом τον καύσονα τον διαδέ- διαδέχτηκε η δροσιά. сменность, -И θ. δουλειά κατά βάρδιες. Сменный επ. 1 της βάρδιας, κατά βάρδιες· - рабочий 'εργάτης κατά βάρδιες· -ая работа δουλειά κατά βάρδιες· - мастер μάστορης(αρ- μάστορης(αρχιτεχνίτης) της βάρδιας. 2 ανταλλακτικός· -ое колесо ανταλλακτικός τροχός. сменщик, -а α., -Ца, -Ы θ. αντικαταστάτης, -ρια, αναπληρωτής, -ώτρια. сменяемость, -и θ. αλλαγή, αντικατάσταση. Сменять1 ρ.σ.μ. , παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Смё- НЯННЫЙ, βρ: -нян, ~а, -Ο ρ.σ.μ. 1 αλλάζω, ανταλλάζω. II -СЯ ανταλλάζομαι, -σσομαι. сменять* р.δ. βλ. сменить. II -ся βλ. сме- смениться. смерд, -а α. 1 (παλ.) δουλοπάροικος. 2 (παλ.) άνθρωπος κατωτέρων κοινωνικών στρω- στρωμάτων , ποπολάρος (περιφρονητικά). смердеть, -ржу, -рдишь ρ.δ. δυσωδώ, βρωμώ. смерзание, -я ουδ. πάγωμα. смерзать(ся) р.δ. βλ. смёрзнуть(ся). смёрзнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. смёрз, -ла,-ло (απλ. κ. διαλκ.). 1 ξεπαγιάζω. 2 ψύχομαι, παγώνω. II -СЯ 1 παγώνω, κολλώ απο τον πάγο. 2 ψύχομαι, παγώνω, смерить к. (απλ.) смёрять ρ.σ.μ. μετρώ· -ли его рост του μέτρ·*σαν το ύψος. II κοι- κοιτάζω απο πάνω ως κάτω, απο το κεφάλι ως τα πόδια. II -СЯ μετριέμαι με κάποιον (στο ύ- ύψος, δύναμη)· παραβάλλομαι. смеркать(ся) ρ.δ. βλ. смёркнуть(ся). смеркнуть, -нет, παρλθ. χρ. смерк κ. смер- смеркнул, -ла, -ЛО р.σ. νυχτώνω, βραδιάζω, σκο- σκοτεινιάζω. II -СЯ νυχτώνω, βραδιάζω, σκοτει- σκοτεινιάζω.· рано -лось (απρόσ.) νωρίς νύχτωσε. смертельно επίρ. θανάσιμα, θανατηφόρα· он - ранен αυτός τραυματίστηκε θανάσιμα· ненавидеть θανάσιμα μισώ. II φοβερά, σφό- σφόδρα· - Я устал πεθαίνω απο την κούραση. смертельность, -И θ. θανάσιμος χαρακτήρας· - раны θανάσιμος χαρακτήρας του τραύματος. смертельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 θανάσιμος, θανατηφόρος· -ая рана θανατηφό- θανατηφόρο τραύμα· - ЯД θανατηφόρο δηλητήριο. II μτφ. ισχυρότατος· ~ая борьба С врагом θανάσιμος αγώνας με τον εχθρό· -ая ненависть θανάσιμο μίσος· -ая опасность θανάσιμος κίνδυνος. 2 επιθανάτιος· -ая агония επιθανάτια άγων Ία. II εκφρ. - враг θανάσιμος εχθρός· -ая вражда θανάσιμη έχθρα. смертник, ~а α. ο μελλοθάνατος ή ο ετοι- ετοιμοθάνατος. смертность, -И θ. 1 θνητότητα. 2 θνησιμό- θνησιμότητα· - населения страны η θνησιμότητα του
сие 470 сме πληθυσμού της χωράς. смертный επ., βρ: -тен, -тна, -о. 1 επιθα- επιθανάτιος· νεκρικός· ~ час η ώρα του θανάτου·- одр νεκρική κλίνη· - саван νεκροσέντονο,,το σάβανο. 2 επ. κ. ουσ. θνητός. 3 θανατικός·- приговор θανατική καταδίκη· ~ая казнь θανα- θανατική εκτέλεση. II φονικός· - бой φονική μά- μάχη. 4 σφοδρός, μεγάλης έντασης, φοβερός· α- αφόρητος· ανυπόφορος· ~ая скука φοβερή με- μελαγχολία· -8Я тоска θανάσιμη θλίψη· - враг θανάσιμος εχθρός· II εκφρ. - грех θανάσιμο αμάρτημα· -ая клятва όρκος θανάτου. СМерТНОНОСНООТЬ, -И θ. θανατηφόρος χαρα- χαρακτήρας· - удара θανατηφόρος χαρακτήρας του χτυπήματος. смертоносный επ., βρ: -сен, -сна, -оно* θανατηφόρος, θανάσιμος· φονικός· ~ яд θανα- θανατηφόρο δηλητήριο· -ое оружие φονικό όπλο· ~ удар θανάσιμο πλήγμα. смертоубийство, -а ουδ. (παλ. κ. απλΟ βλ. убийство. смерть, -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 физиологи- физиологическая ή естественная - φυσιολογικός θάνα- θάνατος.· осудить на - καταδικάζω σε θάνατο· ранняя - πρόωρος θάνατος. II μτφ. καταστρο- καταστροφή, χαμός. 2 ως κατηγ. είναι άσχημο, κακό ή δυστυχία. 3 ως επίρ. πάρα πολύ, σφόδρα· Как хочется ПИТЬ πεθαίνω (σκάζω) απο τη δί- δίψα. II εκφρ. ДО -И μέχρι θανάτου, μέχρι χα- χαμό· пасть -ЬГО храбрых πεθαίνω (πέφτω) ηρω- ηρωικά· смотреть (глядеть) -и в глаза βλέπω το χάρο με τα μάτια μου· как - бледный ωχρός (χλωμός) σα νεκρός· как - побледнеть χλω- μιάζω σα νεκρός· просто - κ. - да и только (απλ.) βλ. 2 σημ. за -ЬГО посылать кого πη- πηγαίνει σαν αργοκίνητο καράβι (αργητός στην εκτέλεση εντολής). смерч, -а α. στρόβιλος, δίνη· снежный χιονοστρόβιλος· ПЫЛЬНЫЙ - ανεμοστρόβιλος. II στήλη· - ВОДЫ στήλη νερού (υψώθηκε)· пес- чаННЫЙ - στήλη άμμου (υψώθηκε). смерчевой επ. στροβιλοειδής. смёрять(ся) βλ. смерить(ся). смесильный επ. βλ. смесительный. ОМеСИТеЛЬ, -Я α. ανάμεικτης (μηχανή). СМеОЙТ«ЛЬНЫЙ επ. της ανάμειξης, για ανά- ανάμειξη. ОМесЁТЬ р. σ. μ. αναμιγνύω, ανακατώνω. II -СЯ αναμιγνύομαι, ανακατώνομαι. смёска, -И θ. ανάμειξη υφαντουργικών πρώ- πρώτων υλών. смести Ъ.σ.μ. 1 σκουπίζω· σαρώνω* παίρνω· καθαρίζω· - пыль ξεσκονίζω· - крошки со СТОЛа καθαρίζω το τραπέζι απο τα ψίχουλα·- сор σαρώνω, μαζεύω τα σκουπίδια. 2 μτφ. κα- καταστρέφω, εξαφανίζω· - С лица земли εξαφα- εξαφανίζω απο το πρόσωπο της γης· - всё на своём пути σαρώνω το παν στο πέρασμα μου. 3 συσ- συσσωρεύω, σωριάζω. сместить, смещу, сместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смещённый, βρ: ~щён, -щена, -щено ρ.σ. μ. 1 μετακινώ, μεταθέτω, μετατοπίζω· αλλά- αλλάζω θέση. 2 μτφ. αλλάζω· ~ значение слова αλλάζω τη σημασία της λέξης. 3 αντικατα- σταίνω· - заведующего αντικατασταίνω το δι- διευθυντή (διαχειριστή). II -СЯ 1 μετακινούμαι, μετατίθεμαι, μετατοπίζομαι. 2 μτφ. αλλάζω, -ομαι. смесь, -и θ. 1 μίγμα, ανακάτευμα* κράμα, μεταλλόκραμα· σύντηγμα· - ВСЯКОЙ ВСЯЧИНЫ κυκεώνας, σύμφυρμα· горючая - μίγμα καυσί- καυσίμου. 2 τα διάφορα (στήλη στα περιοδικά του 19» αι.). Смета, -ы θ. προϋπολογισμός· - расходов προϋπολογισμός εξόδων - приходов προϋπολο- προϋπολογισμός εσόδων· составить -у φτιάχνω προϋ- προϋπολογισμό. II εκφρ. ~ы нет άφθονα, χωρίς λο- λογαριασμό, απεριόριστα, ανυπολόγιστα. сметана, ~ы θ. κρέμα γάλατος. Сметание, -Я ουδ. σκούπισμα, σάρωμα. сметанный επ. της κρέμας* με κρέμα· απο κρέμα. сметать1 ρ.δ. βλ. смести. II -ся σκουπίζο- σκουπίζομαι, σαρώνομαι. сметать2ρ.σ.μ. βλ. метать* II εκφρ. - на живую нитку α) ράβω πρόχειρα, β) μτφ. κά- κάνω, φτιάχνω, οργανώνω κάτι πρόχειρα. сметать3, смечу, смечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смётанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. 1 θημωνιάζω. 2 (απλ.) ρίχνω, πετώ. смётить, смечу, смётишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смёченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.). 1 σημειώνω, σημαδεύω. 2 βλ. Сме- кать A σημ.). Смётка1, -И θ. ταχεία αντίληψη, οξύνοια. смётка2, -И θ. τρύπωμα (αραιό ράψιμο) κα- καθώς και η κλωστή. Смётка3 -И θ. σάρωμα, σκούπισμα. смётка* -И θ. μεγάλο πήδημα άγριου ζώου (για χάσιμο του ντορούτου). Смётки, -ТОК πλθ. τα υπολείμματα, τα απο- απομεινάρια. сметливость, -и θ. βλ. сметка1 сметливый επ., βρ: -лив, -а, -О ευφυής,έ- ευφυής,έξυπνος, γρήγορης αντιληπτικότητας, σπιρτσό- ζος. сметный επ. του προϋπολογισμού* προβλεπό- προβλεπόμενος απο τον προϋπολογισμό. смёточный επ. του τρυπώματος (αραιού ρα- ραψίματος). смётывание^ -Я ουδ. τρύπωμα (ριραιό ράψιμο). Смётывание' -Я ουδ. το θημώνιασμα.
смё 471 СМИ смётывать1 р.δ. βλ. сметать2. II -ся τρυπώ- νομαι (ράβομαι αραιά). смётывать2 ρ.δ. βλ. сметать3. II -ся θημω- νιάζομαι. сметь, смею, смеешь р.δ. 1 τολμώ, κοτώ-он не смел войти в кабинет директора αυτός δεν τόλμησε να μπει στο γραφείο του διευθυντή. 2 με το αρνητ. μόριο не: δεν έχω το δικαίωμα· никто не смеет меня ругать κανένας δεν έ- έχει το δικαίωμα να με μαλώνει. II εκφρ. не смей (делать) μην τολμάς να κάνεις. смех, -а (-у) α. 1 το γέλιο, ο γέλωτας· не удержаться от -а δε μπορώ να κρατήσω τα γέ- γέλια· взрыв -а ξέσπασμα γέλιου· разражаться -ом ξεσπώ σε γέλια· неудержимый - ακράτητο γέλιο· раскатистый - καμπαν'ιστό γέλιο, καγ- καγχασμός· подавить себе - πνίγω (συγκρατώ) το γέλιο· меня разбирает - με πιάνουν τα γέλια. II θυμηδ'ια, ιλαρότητα, ευθυμία. 2 ως κατηγ. είναι γελοίο· είναι για γέλια. II εκφρ. -ΟΜ (απλ.) αστεία (όχι σοβαρά)· без ~у εξόν (εκτός) τ1 αστεία (σοβαρά)· не ДО -а (~У) кому δεν έχει διάθεση ή καιρό για γέλια· -у подобно είναι για γέλια (λόγω ασχήμιας)· -а ради για γέλια, για να γελάσομε· (И) - И горе; (И) - И грех είναι για γέλιο και για κλάμα· (как) на (на) - ακριβώς για γέ- γέλια· курам на - δε γελάτε κότες· просто κ. - да И ТОЛЬКО βλ. ? σημ. смехота, ~ы θ.βλ. смех B σημ.). II εκφρ. - да И ТОЛЬКО είναι γελοίο, είναι για γέλίΛ. смехотворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 (παλ.) γελοίος, που προξενεί το γέλωτα. 2 αξιογέλαστος, για γέλια. смешанность, -И θ. μείξη· διασταύρωση. смешанный επ. απο μτχ. απο διασταύρωση. II μικτός· -ая КОМИССИЯ μικτή επιτροπή. II α- ανάμεικτος, ανακατωμένος, ανάκατος. II εκφρ. - лес μικτό δάσος (απο κωνοφόρα και φυλλο- φόρα δέντρα)· -ое ЧИСЛО συμμιγής αριθμός. смешать ρ.σ. βλ. мешать2. II εκφρ. - чьи карты ή планы χαλνώ τα σχέδια κάποιου. II -ся βλ. мешаться2 смешение, -Я ουδ. 1 ανάμειξη, ανακάτωμα. 2 σϋμμειξη· σμίξιμο. 3 μπέρδεμα, σύγχυση· ЯЗЫКОВ σύγχυση γλωσσών. 4 μείγμα, συνδυα- συνδυασμός. смешивание, -я ουδ. βλ. смешение. смёпшвать(ся) ρ.δ. βλ. смешать(ся). Смешинка, -И θ. αχτίδα φαιδρότητας (στα μάτια). II εκφρ. - В рот попала кому τον έ- έπιασαν τα γέλια κάποιον. смешить, -шу, -ШЙШЬ р.δ.μ. προκαλώ το γέ- γέλωτα, κάνω κάποιον να γελάσει. СМешЛИВОСТЬ, -И θ. προκλητικότητα γέλωτα, το γελοίο, γελοιότητα. смешливый επ., βρ: -лив, -а, -О γελοίος, γελαστικός, γελασιάρικος. II φιλόγελος, γε- λωτομανής. СМеШНО επίρ. γελοία. 2 ως κατηγ. θέλω να γελάσω· είναι γελοίο. смешной επ., βρ: ~пюн, -шна, -шно. 1 γε- γελοίος, αστείος, κωμικός. 2 που προξενεί το γέλωτα· попасть в -ое положение γίνομαι γε- γελοίος. II ДО -ОГО εγγίζει τα όρια του γε- γελοίου (είναι απίθανο). смешок, -шка α. 1 μικρό ή ήσυχο γέλιο· μι- μικρής διαρκείας. 2 πλθ. -Й γέλια, τα φαιδρά. смещать(ся) ρ.δ. βλ. сместить(ся). Смещение, -Я ουδ. 1 μετακίνηση, μετάθεση, μετατόπιση. II αλλαγή. 2 αντικατάσταση. смеяться, смеюсь, смеёшься р.6. 1 γελώ· - громко γελώ δυνατά, καγχάζω, χαχανίζω· - ДО упаду σπαρταρώ απο τα γέλια· - ДО слёз δακρύζω απο τα γέλια· - ИЗПОДТИШКа κρυφο- γελώ, γελώ κάτω απο τα μουστάκια. 2 περιγε- περιγελώ, κοροϊδεύω, εμπαίζω· тут нечему - δεν υ- υπάρχει τίποε το γελοίο. 3 αστειεύομαι, γε- γελώ, μιλώ όχι σοβαρά. смигивать р.δ. βλ. смигнуть. смигнуть, -ну, -нёшь р.σ. 1 βλ. мигнуть. 2 ανοιγοκλείνω το μάτι (για να απαλλαγεί απο κάτι ενοχλητικό). II εκφρ. не -ув (сказать, ответить) αδίστακτα, χωρίς να κομπιάσει, με ετοιμότητα. , смиловаться, -луюсь, -луешься р.σ. συμπο- συμπονώ, ευσπλαχνίζομαι, ελεώ. смилостивиться, -влюсь, -вишься р.σ. βλ. смиловаться. сминать(ся) р.δ. βλ. смять(ся). смирение, -Я ουδ. 1 υποταγή· υπακοή. 2 συμφιλίωση· συμβιβασμός. 3 ταπείνωση. 4 μα- Λακότητα, ηπιότητα, πραότητα. смиренник, -а α., -ница, ~ы θ. (παλ.) άν- άνθρωπος ήπιος, πράος, μαλακός. смиренничать р.δ. είμαι ήπιος, πράος·—η- γαίνω με το σταυρό. Смиренномудрие, -Я ουδ. ταπεινοφροσύνη, μετριοπάθεια. смиренномудрый επ.,- βρ: -мудр, -а, -о τα- πεινόφρονας, μεριόφρονας. СМИрёнНОСТЬ, -И θ. ταπεινότητα, ταπεινο- ταπεινοφροσύνη. смирённый επ., βρ: -рен, -рённа, -ренно. 1 ταπεινός, μετριόφρονας· ταπεινόφρονας. II μτφ. λιτός, πενιχρός, φτωχός· - ужин λιτό δείπνο. 2 ήπιος, πράος· βολικός. 3 (απλ.) ήσυχος, άκακος. смиренство, ~а ουδ. βλ. смирение. смиритель, -Я α. (γραπ. λόγος) σωφρονι- σωφρονιστής. смирительный επ. σωφρονιστικός· - ДОМ σω-
φρονιστήριο· -ые меры σωφρονιστικά μέτρα. II εκφρ. ~ая рубашка о τρελλομανδύας. СМИРИТЬ, ~рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смирённый, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ.μ. I (παλ. κ. απλ.) υποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω. II ταπεινώνω. 2 συγκρατώ, πνίγω· - волнение συγκρατώ την ταραχή· ~ гнев συγκρατώ το θυ- θυμό. II -СЯ 1 υποτάσσομαι, ενδίδω, υπείκω. II ταπεινώνομαι. 2 καθησυχάζω, ηρεμώ, καταπρα- καταπραΰνομαι. 3 συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι. 4 συνηθίζω, εξοικειώνομαι. *СМирна, -Ы θ. η σμϋρνη (ρητίνη). смирнеть р.δ. γίνομαι ήσυχος, ήπιος, πρά- πράος, φρόνιμος. смирно 1 επίρ. ήσυχα, ειρηνικά κλπ. επ. 2 (κλήση) πάψε, ~τε, σταμάτα, ~άτε. 3 (στρατ. παράγγελμα) προσοχή! II σε στάση προσοχής. смирный επ., βρ: -рен κ. -рён, -рна, -рно ήσυχος, ήπιος, ειρηνικός, φρόνιμος. смирять(ся) ρ.δ. βλ. смирить(ся). Смоделировать, ~рук>, -руешь р.σ. μ. φτιάχνω μοντέλο. смокать р.δ. βλ. смокнуть. смоква, ~ы θ. συκιά ή σύκο. *СМОКИНГ, -а α. το σμόκιν. смокнуть р.σ. (παλ.) βλ. мокнуть A σημ.). II -СЯ μουσκεύω, διαβρέχομαι. СМОКОВИЦа, -Ы θ. 1 βλ. СМОКВа. 2 συκομο- ριά, συκόμορος, φίκος. смола, -Ы θ. 1 ρητίνη, ρετσίνι. II πίσσα, κατράμι. 2 άνθρωπος ενοχλητικός, τσιμπού- τσιμπούρι, κουνούπι, κολλιτσίδα. 3 κομμεορητίνη. II εκφρ. горная - η άσφαλτος. Смолачивать р.δ. αλωνίζω, στουμπίζω, κο- κοπανίζω. II -ОЯ αλωνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. СМОЛеватыЙ επ., βρ: -ват, -а, -О ρητινού- ρητινούχος, ρητινώδης. СМОЛёВКа, -И θ. 1 είδος γαρουφαλιάς. 2 είδος κανθάρου των κωνοφόρων δέντρων. смолевой к. смолёвый επ. 1 βλ. смолистый A,2 σημ.). 2 βλ. смолёный. смоление, -Я ουδ. πίσσωση. Смолёный επ. πισσωμένος· πισσαλειμμενος. СМОЛИСТОСТЬ, -И θ. η περιεκτικότητα ЦР ρη- ρητίνη. смолистый επ., βρ: -лист, -а, -о. 1 ρη- ρητινούχος. 2 ρητινώδης (για οσμή). 3 στιλ- πνόμαυρος, εβένινος· -ые ВОЛОСЫ εβένινη κό- κόμη. СМОЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смолённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ.πιΰ- σώνω, πισσαλείφω. II -СЯ πισσώνομαι, πισσα- λείφομαι. смолка'1, -и θ. βλ. смоление. СМОЛКа? -И θ. 1 ρητίνη, ρετσίνι». 2 αρωμα- αρωματισμένη ρητίνη (για κάπνισμα στο δωμάτιο). 3 είδος συνθετικής ρητίνης. 4 βλ. смолёвка A σημ.). смолкать р.δ. βλ. смолкнуть. смолкнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. смолки. (παλ.) смолкул, смолкла, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. СМОЛКШИЙ к. смолкнувший р.σ. σιγώ· παύω να ηχώ, σταματώ· διακόπτω· песня смолкла το τραγούδι έπαψε· шум смолк о θόρυβος σταμά- σταμάτησε· птицы смолкли τα πουλιά σταμάτησαν το κελάηδημα· рассказчик СМОЛКЛ ο αφηγητής δι- διέκοψε τη διήγηση του· пушка СМОЛКЛа το πυ- πυροβόλο σίγασε. смоловар, -а α. βλ. молокур. смоловарня, -и θ. βλ. смолокурня. смологон, -а α. βλ. смолокур. СМОЛОГОННЫЙ επ. της παρασκευής πίσσας· завод πισσουργείο. Смолоду επίρ. απο τα νεανικά χρόνια. смолокур, -а α. πισσωτής, κατραμωτής. смолокурение, -Я ουδ^εξαγωγή ρητίνης (απο τα κωνοφόρα). смолокуренный επ. της εξαγωγής ρητίνης. смолокурня, -и θ. πισσουργείο. смолотить ρ.σ. βλ. молотить. смолоть(ся) ρ.σ. βλ. молоть(ся). смолчать р.σ. βλ. молчать. СМОЛЬ, -И θ: чёрный как - μαύρος σαν την πίσσα, κατάμαυρος. смольё, -я ουδ. (αθρσ.) τα δαδιά· καυσό- ξυλα-δαδιά. * смольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно βλ. смолистый. смолянистый επ., βρ: -нйст, -а, -о ρητι- νοφόρος· ρητινώδης. СМОЛЯНОЙ επ. 1 πίσσινος, της πίσσας· запах μυρουδιά πίσσας. 2 ρητινούχος· ρητι- ρητινώδης. 3 πισσωμένος, πισσαλειμμενος. 4 (γι·α μαλλιά) εβένινος, στιλπνόμαυρος. смонтировать р.σ. βλ. монтировать. сморгнуть ρ.σ. 1 βλ. смигнуть B σημ.). 2 βλ. моргнуть, мигать. II εκφρ. не -нув (гла- (глазом) βλ. στη λ. смигнуть. СМОРИТЬ р.σ.μ. 1 βλ. МОрЙТЬ B σημ.). 2 με πιάνει (με παίρνει) ο ύπνος. II -СЯ εξα- εξαντλούμαι, λιώνω, κατακουράζομαι. Сморкание, -Я ουδ. απόμυξη, ξεμύξιασμα. сморкать ρ.δ.μ. φυσώ· - НОС φυσώ τη μύτη, απομύσσω. II -СЯ απομύσσομαι. сморкнуть(ся) р.σ. βλ. сморкать(ся). сморода, -ы θ. (απλ.) βλ. смородина. СМОрОДИНа, -Ы θ. ριβήσιο, φραγκοσταφυλιά· λαγοκερασιά. II ριβήσιο, φραγκοστάφυλο· λα- γοκέρασο. СМОрОДИНКа, -И θ. 1 μικρό ριβήσιο, φρα- γκοσταφυλίτσα, λαγοκερασίτσα. II φραγκοστα- φυλάκι, λαγοκερασάκι. 2 ρόγα ριβήσιου.
СМО 473 СМОРОДИННИК, ~а α. ριβησιώνας. смородинный επ. του ριβησίου· απο ριβήσιο· -ое варёье γλυκό απο φραγκοστάφυλο. сморозить,-ролу, -розишь р.σ. (απλ.) λέγω κάτι ανόητο, κουταμάρα. сморчок, -чка α. είδος μανιταριού. сморщенный επ. απο μτχ. γεμάτος ρυτίδες, ρυτιδωμένος, ζαρωμένος· ~ое ЛИЦО ρυτιδωμέ- ρυτιδωμένο πρόσωπο* ~Ы6 руки ζαρωμένα χέρια. II τσα- τσαλακωμένος. сморщивать(ся) ρ.δ. βλ. сморшить(ся). СМОРШИТЬ, ~щу, -ЩИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сморщенный βρ: -щен, -а, -о р.σ. βλ. мор- морщить. II -ся βλ. морщиться. Смотать р.σ.μ. 1 βλ. мотать1 A σημ.). 2 ξετυλίγω, ζεκουβαριάζω. II εκφρ. - удочки το κόβω πέρα ή λάσπη, το σκάζω. II -СЯ 1 βλ. мотаться A σημ.). 2 (απλ.) φεύγω. 3 πηγαί- πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι. СМОТКа, -И θ. περιτύλιξη, μάζευμα, κου- βάριασμα· αναπήνιση. смотр, -а α. 1 (προθτ. на смотру, πλθ. смо- смотры) · επιθεώρηση· - войскам επιθεώρηση των στρατευμάτων - атлетов επιθεώρηση αθλητών. 2(προθτ.)Η3 -ре, πλθ. смотры· επίδειξη· - детской художественной самодеятельнисти ε- πίδειξη (παρουσίαση) παιδικής καλλιτεχνικής δραστηριότητας. смотрение, -Я ουδ. (παλ. κ. γραπ. λόγος)· 1 κοίταγμα· παρατήρηση· θώρημα. 2 επίβλεψη, παρακολούθηση· φροντίδα, μέριμνα, έγνοια. смотреть, смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о р. δ. 1 βλέπω, κοιτάζω, θωρώ· παρατηρώ· - В даль κοιτάζω μακριά στο βάθος· - На часы κοιτάζω το ωρολόγι· - В зеркало κοιτάζω στον καθρέ- καθρέφτη· - В бИНОкл παρατηρώ με τη διόπτρα· новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία. II μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι· - Β будущее κοιτάζω στο μέλλον. II μτφ. δίνω προσοχή· ВЫ на ЭТО Не -ИТе εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή). 2 μτφ. εν- ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. II μτφ. θεω- θεωρώ, λογίζω. II υπολογίζω, υποθέτω.  επι- επιβλέπω, παρακολουθώ· - за детьми κοιτάζω τα παιδιά. II εξετάζω· доктор -ел больного о γιατρός κοίταξε τον άρρωστο. II (παλ.) επι- επιθεωρώ· генерал -ел полк о στρατηγός επιθεώ- επιθεώρησε το σύνταγμα. 4 είμαι εστραμμένος· Окна -ЯТ В сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κή- κήπο· пулемёты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρι- εχθρικών θέσεων. 5 διαφαίνομαι, διακρίνομαι. 6 με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω· θυμίζω· - зверем κοιτάζω σαν θηρίο· - сентябрём μοιάζω με τον Σεπτέμβρη· - СЫЧОМ μοιάζω με το μπούφο. 7 θέλω να γίνω· она В Невесты -ИТ αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευ- παντρευτεί). 8 προστκ. -Й, -те κοίτα, -άτε: α) φυ- λάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό· για' (ι)δές. 9 προστκ. -Й κ. 2° πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις· στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα. 10 -Ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, ~ομε· τι να δω, -δούμε. II εκφρ. - В гроб (В МОГЙлу) είμαι προς το τέ- τέλος, είμαι του θανατά· - В Оба глаза τα μά- μάτια σου τέσσερα· - за собой φροντίζω (περι- (περιποιούμαι) τον εαυτό μου· - не на ЧТО δεν. α- αξίζει να κοιτάξεις· - (С надеждой) на кого- ЧТО στηρίζω τις ελπίδες στον, στο· - смерти βλ. στη λ. смерть· -я как; -я где; -я когда к.τ.τ. εξαρτάται απο το πως, που, πότε· -Я ПО чему κρίνοντας απο το ότι· что (чего) ~ит? куда ~ит! τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει). II -СЯ 1 κοιτάζομαι, βλέπομαι· - В зеркало κοιτά- κοιτάζομαι στον καθρέφτη. 2 απρόσ. φαίνομαι· δι- διακρίνομαι· фильм хорошо -ИТСЯ το φιλμ καλά φαίνεται. смотритель, -я α., -ница, -ы θ. επόπτης, -τρία, επιτηρητής, επιστάτης, -τρία. смотрительский επ. εποπτικός, επιτηρητι- κός· -ые должности καθήκοντα επιτηρητή. смотровой к. СМОтровЫЙ επ. 1 οπτικός· διο- πτήριος, διοπτικός· καϊοπτικός. 2 της επι- επιθεώρησης· ~ая КОМИССИЯ επιτροπή επιθεώρησης. смочить ρ.σ. βλ. мочить. II -ся βλ. мо- мочиться A σημ.). смочь р.σ. βλ. мочь1. смошенничать р.σ. βλ. мошенничать. смрад, -а α. δυσωδία, δυσοσμία, κακοσμία, βρώμα. Смрадно 1 επίρ. δυσωδώς. 2 ως κατηγ. εί- είναι δυσωδία, βρώμα. смрадный επ., βρ: -ден, -дна, -дно δυσώ- δης, δύσοσμος, κάκοσμος, βρώμικος. смуглеть р. δ. γίνομαι μελαχρινός, μελα- μελαψός, μαυριδερός. смуглолицый επ"., βρ: -лиц, -а, ~е μελα- χρινοπρόσωπος, μελαχρινός. СМУГЛОСТЬ, -И θ. μελαχρινάδα. СмугЛОТеЛЫЙ επ. μελαχρινόσωμος. смуглый επ., βρ: смугл, -гла, -ГЛ0 μελα- μελαχρινός, μελαψός, μαυριδερός. СМугЛЯК, ~а α., -ЯНКа, -И θ. μελαχρινός, -ή. Смудрить ρ.σ. την παθαίνω, κάνοντας τον πολύ έξυπνο· πέφτω έξω· αστοχώ. Смута, -Ы θ. 1 (παλ.) στάση, στασίαση, α- ανταρσία. II διχόνοιες· έριδες· γκρίνιες· В семье διχόνοιες στην οικογένεια. 2 μτφ. ταραχή· - В душе ψυχική ταραχή. II εκφρ.
ОМУ 474 смя сеять -у σπέρνω διχόνοιες. смутить, смущу, смутишь к. (παλ.) смучу, смутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смущённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ.μ. 1 (παλ.) θολώνω· ~ пруд θολώνω τη δεξαμενή. 2 προκαλώ ταρα- ταραχές, αναστατώνω. II βάζω σε γκρίνιες· σπέρνω διχόνοιες. 3 διαταράσσω· - ПОКОЙ διαταράσσω την ησυχία· - душу διαταράσσω την ψυχική γα- γαλήνη. 4 βλ. прельстить. 5 προκαλώ σύγχυση, αναστάτωση, αναστατώνω. II συγχύζομαι, εκλαμ- εκλαμβάνω άλλο αντ' άλλου. II -СЯ 1 θολώνομαι. 2 ξεσηκώνομαι, ξεσπώ (για ταραχές). 3 ταράσ- ταράσσομαι· συγχύζομαι· αναστατώνομαι. II αμφι- ταλαντεύομαι* αμφιβάλλω. СМУТНО 1 επίρ. συγκεχυμένα, ασαφώς. 2 ως κατηγ. είναι ταραγμένα· έμφοβα· В душе её ~ ψυχικά αυτή είναι ταραγμένη. СМУТНОСТЬ, ~И θ. σύγχυση, ασάφεια, αμυ- δρότητα· αοριστία. смутный επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО. 1 συ- συγκεχυμένος, ανάστατος, -τωμένος, χαώδης. 2 ταραγμένος, φοβισμένος, έμφοβος· ανήσυχος. 3 ασαφής, αξεκαθάριστός, ακαθόριστος, αόρι- αόριστος· αμυδρός· χαώδης. смутьян, -а α., ~ка, -И θ. υποκινητής τα- ταραχών ή διχονοιών, СМУТЬЯНИТЬ р. δ. (απλ.) υποκινώ ταραχές. II σπέρνω διχόνοιες. смутьяничать р.δ. (απλ.) βλ. смутьянить. окучивать ρ.δ. βλ. смучить. смучить р.σ.μ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. изму- измучить. II -ся βλ. измучиться. смушка, -и θ. κ. смушек, -шка α. δέρμα α- πο νεογέννητο αρνί ή γούνα· αρνιακό, -ίδα. Смушковый επ. απο αρνιακό. смущать(ся) ρ.δ. βλ. смутйть(ся). смущение, -Я ουδ. 1 σύγχυση, ταραχή, ανα- αναστάτωση. 2 φόβος, ανησυχία· αμηχανία.3 παλ. υποκίνηση , ταραχών. смущённость, -и θ. βλ. смущение. смущённый επ. απο μτχ. ταραγμένος, ανήσυ- ανήσυχος, συγχυσμένος· έμφοβος. СМЫВ, -а α. ξέπλυμα, απόπλυση, ξέβγαλμα. смывальный επ. βλ. смывной. смывание, -я ουδ. βλ. смыв. смывать(ся) р.δ. βλ. смыть(ся). СМЫВКа, -И θ. 1 βλ. СМЫВ. 2 διάλυμα- ξε- ξεπλύματος. СМЫВНОЙ επ.του ξεπλύματος· για ξέπλυμα· - чан καδί ξεπλύματος. смывочный επ. βλ. смывной. СМЫК, -а α. 1 ένωση, σύνδεση· κλείσιμο. 2 το σημείο της ένωσης ή σύνδεσης. смыкание, -я ουδ. βλ. смык. смыкать(ся) р.δ. βλ. сомкнуть(ся). смыливать(оя) р.δ. βλ. смылить(ся). СМЫЛИТЬ р.σ,μ. ξοδεύω για σαπόυνισμα· ~ кусок мыла ξοδεύω ένα κομμάτι σαπούνι. II -СЯ καταναλώνομαι για σαπούνισμα. СМЫСЛ, -а (-у) α. 1 (παλ.) ο νους· το λο- λογικό. 2 έννοια, νόημα· σημασία· - СЛОВа η έννοια της λέξης· - событий το νοημάτων γε- γεγονότων прямой - слова η κυριολεξία της λέ- λέξης· переносный ~ слова η μεταφορική σημα- σημασία της λέξης· придать - προσδίδω έννοια, ή νόημα ή σημασία· В широком -е СЛОВа με την πλατιά σημασία της λέξης· в буквальном ~е слова με την κυριολεξία της λέξης. 2 λογι- λογική βάση, περιεχόμενο· σκοπός· В чём ~ ЭТОЙ затеи? ποιος ο σκοπός αυτής της πρόθεσης; II ωφέλεια, όφελος. II εκφρ. здравый - ο κοι- κοινός νους· В -е чего ή В каком -е σχετικά, ό- όσον αφορά· В ~е КОГО-чеГО με τη σημασία, υπονοώντας· В ПОЛНОМ -е Слова με όλη τη ση- σημασία της λέξης. СМЫСЛИТЬ ρ.δ. εννοώ, καταλαβαίνω· σκαμπά- ζω· он не -ит этого дела ή ничего не -ит в етом деле αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε απο αυτή την υπόθεση· ОН не -ИТ В музыке αυτός δεν έχει ιδέα μουσικής. СМЫСЛОВОЙ επ. νοητικός, διανοητικός, της νόησης· εννοιολογικός, σημαντικός έννοιας. II του νοήματος· ~ая сторона картины το νό- νόημα του πίνακα (εικόνας). СМЫТЬ р.σ.μ. 1 ξεπλύνω, αποπλύνω· ξεβγά- ξεβγάζω· - грязь ξεπλύνω τη λάσπη. II μτφ. απο- αποβάλλω· - С себя позор αποπλύνω τη ντροπή. 2 παρασύρω· водой -ло много земли с берегов реки το νερό παρέσυρε πολλά χώματα απο τις όχθες του ποταμού. II εκφρ. как (ВОДОЙ) .-ло εξαφανίστηκε ξαφνικά, έγινε άφαντος. II -СЯ 1 ξεπλύνομαι, αποπλύνομαι· βγαίνω· краска хорэшо -лась η μπογιά καλά βγήκε (καθάρι- (καθάρισε). 2 αποβάλλω, διώχνω. 3 μτφ. εξαφανίζο- εξαφανίζομαι, αρατίζομαι. Смычка, -И θ. 1 σύνδεση, ένωση. 2 το ση- σημείο ένωσης, σύνδεσης. 3 μτφ. επαφή, συ- συνταύτιση. 4 κρίκος αλυσίδας. СМЫЧКОВЫЙ επ. του δοξαριού' με δοξάρι. смычный επ. βλ. взрывной B σημ.). СМЫЧОК1, -чка α. 1 τόξο βιολιού, δοξάρι. 2 ξηραντήρι βαμπακιού. СМЫЧОК? -чка α. (κυνηγ.) ζευγάρι κυνηγε- κυνηγετικών σκύλων. II σχοινί πρόσδεσης των δυο σκύλων. СМЫШЛёнНОСТЬ, -И θ. νοημοσύνη, εξυπνάδα, αντιληπτικότητα. смышлённый επ., βρ: -лён, -а, -ο νοήμο- νας, έξυπνος, ευφυής. смягчать(ся) р.δ. βλ. смягчйть(ся). СМЯГЧаЩИЙ επ. απο μτχ. μαλακτικός, κατα- καταπραϋντικός, κατευναστικός, μετριαστικός.
смя 475 сна смягчение, -Я ουδ. 1 μαλάκωμα, μαλάκυνση, απάλυνση. 2 μτφ. καταπρά'ΰνση, κατευνασμός. 3 μείωση, ελάττωση· μετρίαση. II εξασθένιση, αδυνάτισμα. II μτφ. ύφεση· - международной напряжённости ύφεση της διεθνούς έντασης. 4 μαλάκυνση της προφοράς των συμφώνων. СМЯГЧённость, -И θ. μαλακότητα, κατευνα- κατευνασμός , καταπράϋνση. смягчённый επ. απ ο μτχ. μαλακός, ήπιος. II (για σύμφωνα) που έγινε μαλακός (στην προ- προφορά) . СМЯГЧИТель, -Я α. μαλακωτής (χημ. ουσία). СМЯГЧИТеДЬНЫЙ επ. της μαλάκωσης· για μα- μαλάκωμα. СМЯГЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смягчённый, βρ: -чён, -чена, ~чено р.σ. μ. 1 μαλακώνω, -κύνω, απαλύνω· - кожу μαλα- μαλακώνω το δέρμα. 2 μτφ. καταπραΰνω, κατευνά- κατευνάνω· μετριάζω· - боль μαλακώνω τον πόνο. II μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω· - приговор με- μετριάζω την ποινή. II αδυνατίζω, νοθεύω· - ВИНО αδυνατίζω (νερώνω) το κρασί. II μτφ. κάνω ήπιο· - климат μαλακώνω το κλίμα. 3 (γλωσ.) μαλακώνω (την προφορά των συμφώ- συμφώνων). II -СЯ 1 μαλακώνω, απαλύνομαι· кожа -лась το δέρμα μαλάκωσε, 2 μτφ. (καταπραΰ- (καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, γίνομαι ήπιος: καλμά- καλμάρω. II αδυνατίζω, εξασθενίζω. II μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω· μετριάζομαι. смякать ρ.δ. βλ. смякнуть. смякнуть ρ.σ., παρλθ. χρ. смяк, -ла, ~ло (απλ.). 1 μαλακώνω. 2 αδυνατίζω· χαλαρώνω. II μτφ. γίνομαι ήπιος. смятение, -Я ουδ. 1 σύγχυση, (ανα)ταραχή· душевное - ψυχική ταραχή· - овладело ИМ τον κυρίευσε ταραχή. II αναστάτωση, αναμπουμπού- λα· ανακατωσούρα. 2 πανικός. 3 στάση, στα- στασίαση. смятенность, -и θ. βλ. смятение A σημ.). смятенный επ., βρ: -тён, -тёна, -о συγχυ- συγχυσμένος, ταραγμένος, ανάστατος, -τωμένος. смятие, -Я ουδ. σύνθλιψη, πίεση. СМЯТЫЙ επ. απο μτχ. 1 τσαλακωμένος. 2 τσαλαπατημένος· ποδοπατημένος. 3 εξασθενη- εξασθενημένος, εξαντλημένος· άτονος. смять, -сомну, сомнёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смятый, βρ: смят, -а, -о р.σ.μ. 1 βλ. мять. 2 (στρατ.) ανατρέπω, τσαλαπατώ, σπα- ραλιάζω. II καταβάλλω (ψυχικά, ηθικά). II μτφ. ταπεινώνω, εξευτελίζω. 3 μαλακώνω πιέζο- πιέζοντας. || πιέζω, πατώ (για κάθαρση)· - лён πατώ το λινάρι. II -СЯ τσαλακώνομαι. II ποδο- ποδοπατούμαι. СНабДИТЬ, -бжу, -бДЙШЬ, παθ. μτχΙ παρλθ. χρ. снабжённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ. μ. (με οργν.). 1 προμηθεύω, εφοδιάζω· - фа- фабрику сырьём προμηθεύω τη φάμπρικα με πρώ- πρώτες ύλες· - фронт боеприпасами εφοδιάζω το μέτωπο με πυρομαχικά. II εξασφαλίζω· - всём Необходимым εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα.' II επισυνάπτω. II -СЯ προμηθεύομαι, εφοδιάζο- εφοδιάζομαι. снабжать(ся) ρ.δ. βλ. снабдить(ся). СНабжаГЩИЙ επ. απο μτχ. προμηθεύων, εφο- διάζων. СНабжёнвЦ, -Ца α. προμηθευτής,εφοδιαστής. снабжение, -Я ουδ. προμήθεια, εφοδιασμός· - армии εφοδιασμός του στρατού· - промыш- промышленности εφοδιασμός της βιομηχανίας·- ШКО- ШКОЛЫ учебниками и пособиями προμήθεια του σχολείου με εγχειρίδια και βοηθήματα· воён- ное - στρατιωτικός εφοδιασμός. Снабженческий επ. προμηθευτικός, του εφο- εφοδιασμού· -8Я КОНТОра γραφεία εφοδιασμού. снадобье, -я, γεν. πλθ. -бии, δοτ. -бьям ουδ. φάρμακο κομπογιαννίτικο. II (παλ.) μυ- μυρουδιές (ουσίες)· благовонные -ЬЯ οι μυρου- μυρουδιές, τα μυρουδικά. II πλθ. ~ья εξαρτήματα, αντικείμενα απαραίτητα. *онайпер, -а α. επίλεκτος σκοπευτής. снайперский επ. του σνάιπερ* με σνάιπερ* -ая стрельба βολή σνάιπερ· ~ая винтовка ό- όπλο σνάιπερ. Снайперство, -а ουδ. τέχνη ακριβούς βολής. снаружи επίρ. εξωτερ^ά, απέξω· запереть ДОМ - κλειδώνω το σπίτι απέξω· - здания α- απο το έξω μέρος του κτιρίου· чем ~ кажется απ' ό,τι εξωτερικά φαίνεται. снаряд, -а α. 1 αθρσ. (παλ. κ. απλ.) τα εξαρτήματα, τα χρειώδη, τα είδη, τα σύνεργα· ОХОТНИЧИЙ - τα κυνηγετικά είδη· СТОЛЯРНЫЙ - τα σύνεργα του επιπλοποιού· сапожный - τα σύνεργα του τσαγκάρη· дорожный - τα χρειώδη για το δρόμο (πορεία). II (παλ.) πανοπλία· οπλισμός. 2 εργαλείο, σύνεργο. 3 συσκευή· μηχανιασμός· μηχάνημα. 4 όργανο αθλητικό. 5 βλήμα, οβίδα, μύδρος. II (στρατ.) σφαίρα. снарядить, -яжу, -ядишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снаряжённый, βρ: -жён, -жена, -жено. 1 εφοδιάζω, προμηθεύω· εξοπλίζω· - экспедицию На Север εφοδιάζω με τα απαραίτητα την απο- αποστολή για το βοριά· - судно εξοπλίζω σκά- σκάφος. 2 ετοιμάζω· нас -ли в путь'(на дорогу) μας εφοδίασαν με τα απαραίτητα για το δρόμο. 3 οπλίζω, εφοδιάζω με οπλισμό. 4 γεμίζω (με εκρηκτική ύλη)· - бомбы γεμίζω βόμβες. II -СЯ ετοιμάζομαι για δρόμο (εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα). снарядный επ. του βλήματος, της οβίδας· - ящик κιβώτιο βλημάτων -ая гильза κάλυκας οβίδας. II των γυμναστικών οργάνων· -ая гим- гимнастика ενόργανη γυμναστική.
она 476 сни снаряжать( ся) р.δ. βλ. снарядить(ся). Снаряжение, -Я ουδ. 1 εφοδιασμός, προμή- προμήθεια· εξοπλισμός. 2 (αθρσ.) βλ. снаряд A σημ.). 3 П εξάρτηση στρατιώτη. снастить, снащу, снастишь ρ.δ.μ. βάζω τα καραβόσχοινα ή εφοδιάζω σκάφος με καραβό- σχοινα. снасть, -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 (αθρσ.) ε- εξαρτήματα, σύνεργα, εργαλεία· μαραφέτια· бон- дарная - τα βαρελάδικα σύνεργα· плотницкая - τα μαραγκοσύνεργα. II αλιευτικά σύνεργα. 2 καραβόσχοινα, παλαμάρια. Сначала επίρ. 1 αρχικά , στην αρχή, κατ' αρχή» πρώτα-πρώτα. 2 πάλι, ξανά, απο την αρχή, εκ νέου. снашивание1, -Я ουδ. φθορά απο τη συχνή χρήση. снашивание? -Я ουδ. μεταφορά συσσώρευση. снашивать\ся) р.δ. βλ. сносить(сяI. снашивай?· р.δ. βλ. сносить2B σημ.). снег, -а (-у), προθ. о снеге, в снегу,πλθ. Снега α. το χιόνι· ХЛОПЬЯ -а νιφάδες (του- λούπες) χιονιού, χιονονιφάδες· мокрый ~ χιο- χιονόνερο, νερόχιονο, χιονόβροχο: Таяние ~ОВ λιώσιμο των χιονιών выпал - έπεσε χιόνι· - идёт χιονίζει· белый как - άσπρος σαν το χιόνι· вечный ~ αιώνια χιόνια· ОЧИСТИТЬ ОТ -а καθαρίζω απο το χιόνι· εκχιονίζω. II εκφρ. как прошлогодний - нужен δε μου χρειάζεται καθόλου, μου είναι τελείως άχρηστο· как - на голову упасть μου έρχεται τελείως απρό- απρόοπτα, ανεπάντεχα. снегирь, -Я α. πυραλίδα (πτηνό). снеговал, -а α. κλίση, γέρμα των δενδρυλ- λίων απο το βάρος του χιονιού. снегование, -Я ουδ. διατήρηση λαχανικών κάτω απο το χιόνι. снеговой επ. χιονώδης· -ые горы χιονοσκε- χιονοσκεπή βουνά· -ЭЯ ЛИНИЯ χιονογραμμή. снегозадержание, -Я ουδ. τεχνητή χιονο- διατήρηση. снегозадерживающий επ. χιονοδιατηρητικός. снегозащита, -Ы θ. χιονοπροστασ'ια οδική. снегозащитный επ. χιονοπροστατευτικός των οδών -ые насаждения χιονοπροστατευτικες φυ- φυτείες (των οδών). снеголом, -а α. 1 χιονοθλασία, χιονορρα- γία (σπάσιμο των κλώνων απο το βάρος του χιονιού). 2 χιονόσπαστα δέντρα. СНегомёр, -а α. χιονόμετρο. снегомерный επ. χιονομετρικός. СНегоОЧИСТИТеЛЬ, -Я α. μηχανή εκχιονιστι- εκχιονιστική. снегоочистительный επ. εκχιονιστικός. снегопад, -а α. χιονόπτωση, χιόνισμα. снегопах, -а α. χιονάλετρο. Снегопах, -а α. χιονοργωση, χιοναροτρίω- χιοναροτρίωση (για χιονοσκεπασμένο χωράφι). снеготаялка, -И θ. συσκευή τήξης χιονιών στους δρόμους. Снегоуборочный επ. εκχιονιστικός· ~ая ма- машина εκχιονιστικό μηχάνημα. Снегоход, ~а α. χιονοαυτοκίνητο (που κι- κινείται εύκολα στα χιόνια). снегурка, -и к. снегурочка, -и θ. χιονο- κόρη· η χιονάτη (καμωμένη απο χιόνι). II πλθ. -И είδος παγοπέδιλων. Снедать р.δ.μ. 1 (παλ.) εσθίω, τρώγω. 2 μτφ. (γραπ. λόγος) κατατρύχω, βασανίζω· Τ0- СКЭ её -ет την τρώει η θλίψη. II -СЯ τρώ- τρώγομαι. СНедь, -И θ. 1 (παλ.) έδεσμα, φαγητό, τρο- τροφή. 2 (αθρσ.) εδέσματα, φαγητά снежинка, ~И θ. νιφάδα, τολύπη, τουλούπα, χιονονιφάδα. снежить, -жйт р.δ. απρόσ. χιονίζει. снежница, -Ы θ. νερολακκούβα στον πάγο. снежно επίρ. χιονοδώς. II ως κατηγ. είναι πολύ ή βαθύ χιόνι. Снежный επ. χιονώδης· χιόνινος· - покров χιονόστρωμα· - сугроб χιονοστιβάδα· ~ая по- погода ο χιονιάς· -ые ХЛОПЬЯ χιονονιφάδες· -ая баба χιονάνθρωπος· -ая дорога δρόμος πά- πάνω στον πάγο. II χιονοσκεπής· χιονοστεφής. II χιονάτος, χιονόλευκος· χιονοειδής? -ая ЧИ- СТОТа απαστράπτουσα καθαριότητα, λαμποκοπή· -ая белизна ασπράδα χιονιού. II βκφρ.-плуг βλ. снегопах· -ая слепота εκτυφλωτικό φως του χιονιού (απο την αντανάκλαση). СНеЖОК, -жка α. 1 χιονάκι. 2 χιονόσφαιρα. 3 πλθ. -и χιονοπόλεμος (παιγνίδι). СНежура, -Ы θ. μαλακή μάζα χιονιού. СН&СТИ ρ.σ.μ. 1 κατεβάζω· - мешок В под- подвал κατεβάζω το τσουβάλι στο υπόγειο. 2 κομίζω, φέρω, πηγαίνω· - ПИСЬМО на почту πηγαίνω το γράμμα στο ταχυδρομείο. 3 μετα- μεταφέρω, κουβαλώ. 4 (γκ* νερό, άνεμο)· παρασύ- παρασύρω. II (απο)κόβω. 5 καταστρέφω, χαλνώ, κα- κατεδαφίζω, γκρεμίζω. 6 μεταφέρω, γράφω παρα- παρακάτω· υποσημαίνω. 7 (χαρτπ.) πετώ το χαρτί (πουδε χρειάζεται). 8 υπομένω, υποφέρω, α- αντέχω, βαστώ, κρατώ. СНеСТИСЬ1 ρ.σ. σχετίζομαι, συνδέομαι. снестись2ρ.σ. βλ. нестись (з σημ.). снижать(ся) р.δ. βλ. снйзить(ся). Снижение, -Я ουδ. ελάττωση, μείωση· υπο- υποτίμηση· έκπτωση· - цен έκπτωση τιμών - се- себестоимости μείωση του κόστους παραγωγής. II υποβίβαση, -μός (στην υπηρεσία). снизать(ся) р.σ. βλ. низать(ся). снизить, снижу, снизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сниженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1
сни 477 сно μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω· κατεβάζω, χα- χαμηλώνω· - давление λιγοστεύω την πίεση· цен κατεβάζω τις τιμές, κάνω εκπτώσεις· скорость ελαττώνω την ταχύτητα· - интерес μειώνω το ενδιαφέρο· - ГОЛОС χαμηλώνω τη φωνή. II -СЯ κατεβαίνω, κατέρχομαι· χαμηλώ- χαμηλώνω. 2 μτφ. μειώνομαι, ελαττώνομαι· πέφτω· цены -лись οι τιμές έπεσαν температура -лась η θερμοκρασία έπεσε. снйзка, -и θ. βλ. низание. снизойти, снизойду-, снизойдёшь, παρλθ. χρ. снизошёл κ. (παλ.) снисшёл, снизошла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. снизошедший κ. (παλ.) СНИС- шёдший р.σ. 1 (παλ.) κατεβαίνω, κατέρχομαι. II αγκαλιάζω, περιβάλλω. 2 διατίθεμαι (διά- (διάκε ιμαι) ευνο"ίκά· γίνομαι συγκαταβατικός, δεί- δείχνω επιείκεια· καταδέχομαι· φέρνομαι μεγα- μεγαλόψυχα· - на Просьбу εισακούω την παράκλη- παράκληση· - ДО разговора καταδέχομαι να συνομι- συνομιλήσω* - К нуждам κατανοώ τις ανάγκες (συ- (συμπονώ)· ~ к человеческим слабостям είμαι συγκαταβατικός προς τις ανθρώπινες αδυναμίες. СНИЗУ επίρ. απο κάτω, εκ των κάτω· - ду- дует απο κάτω φυσά. II κάτω απο, υπό· - дере- дерева κάτω απο το δέντρο. II εκφρ - вверх СМО- трёть на кого σέβομαι κάποιον - доверху απο τα κάτω ως τα πάνω (απο τα απλά μέλη ως τα ανώτατα· σ' όλη την ιεραρχία ή κλίμακα). снизывание, -я ουδ. βλ. низание. снизывать(ся) р.δ. βλ. снизить(ся). сникать р.δ. βλ. сникнуть. сникнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сник, ~ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. СНИКШИЙ κ. СНИКНУВШИЙ р.σ. 1 (για φυτά) γέρνω, κλίνω. 2 μτφ. θλί- θλίβομαι, λυπούμαι· στενοχωρούμαι. 3 μτφ. εξα- εξασθενίζω, σβήνω, χάνομαι. снимание, -я ουδ. βλ. снятие. снимать(ся) ρ.δ. βλ. снять(ся). СНИМОК, -мка α. 1 αφαίρεση, βγάλσιμο. 2 φωτογραφία· любительский - ερασιτεχνική φω- φωτογραφία. 3 (παλ.) αποτύπωση· - монеты απο- αποτύπωση νομίσματος. снискать, снищу, снищешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снисканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ. (παλ. κ. γραπ. λόγος)· βρίσκω, εξευρίσκω· αποκτώ· - средства К ЖИЗНИ βρίσκω τα μέσα για να ζήσω· - протекцию βρίσκω προστασία· - сла- славу αποκτώ δόξα· - расположение αποκτώ τη συμπάθεια, την εύνοια. II αξίζω· κερδίζω· - уважение αποκτώ την εκτίμηση· - ПОПуляр- НОСТЬ γίνομαι δημοφιλής. II δίνω, παρέχω. снискивать ρ.δ. βλ. снискать. II -СЯ βρί- βρίσκομαι, εξευρίσκομαι* αποκτιέμαι. снисходительно επίρ. επιεικά κλπ. επ. снисходительность, -и θ. βλ. снисхождение. снисходительный επ., βρ: -лен, -льна, -на I επιεικής, συγκαταβατικός· καλόβολος. 2 ευ- ευμενής. 3 υπεροπτικός. СНИСХОДИТЬ р.δ. βλ. СНИЗОЙТИ. . снисхождение, -Я ουδ. 1 επιείκεια, συγκα- ταβατικότητα· μεγαλοψυχία· виновен, но за- заслуживает -Я είναι ένοχος, όμως αξίζει ε- επιείκειας· проявлять - δείχνω επιείκεια. 2 ευμένεια· εύνοια. 3 υπεροπτικότητα. СНИТЬСЯ, СНЮСЬ, СНИШЬСЯ р.δ. (με δοτ.)· ο- ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο, στον ύπνο. II εκφρ. и (во сне) не -лось ούτε στο όνειρο δεν το είδα (τελείως απρόοπτο, απίθανο). *СНОб, -а α. σνομπ. снобизм, -а α. σνομπισμός. Снова επίρ. εκ νέου, ξανά, πάλι, άλλη μια φορά. II εκφρ. —здорово πάλι τα ίδια ( γ ια π ικρ ία). Сновальный επ. του στημονιάσματος. СНОВОНИе, -Я ουδ. στημόνιασμα. сновать, сную, снуешь р.δ. μ. 1 υφαίνω ι- ιστό, στημονιάζω. II (για σαΐτα) κινώ μπροστά -πίσω (παλινδρομικά). 2 μτφ, κινούμαι πέρα- δώθε, προς διάφορες κατευθύνσεις. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. B σημ.). СНОВЙДвНИв, -Я ουδ. όνειρο. сновка, ~и θ. βλ. снование. сногсшибательный επ., βρ: -лен, -льна, -о ισχυρότατος (που μπορεί να ρίξει κάτω απο τά πόδια)· - удар ισχυρότατο χτύπημα. II καταπληκτικός, συγκλονιστικός. СНОП, -а α. δεμάτι (σταχιών)· вязать (свя- (связывать) ~Ы δένω δεμάτια, δεματιάζω. II α- αγκαλιά, μάτσο μεγάλο, χερόβολο· - цветов μια αγκαλιά λουλούδια. II μτφ. δέσμη· - лучей η δέσμη ακτινών - искр δέσμη σπινθήρων. II ε^κφρ. как - повалиться (упасть) σωριάζομαι, σωροβαλιάζομαι. СНОПОВЫЙ επ. κατά δεμάτια γινόμενος. СНОПОВЯЗаЛКа, -И θ. μηχανή θεριστικοδεμα- τική. СНОВЯЗаЛЬНЫЙ επ. της δεμάτωσης, για δεμά- τωση, -τιασμα· - шпагат σχοινί δεμάτωσης. сноровистый επ., βρ: -вист, -а, -о επιτή- επιτήδειος, επιδέξιος, σβέλτος. сноровить, -влю, -вишь р.σ. (απλ.)· ενερ- ενεργώ επιτήδεια, επιδέξια· δράττομαι απο κάτι. II (διαλκ.) επιπίπτω, πέφτω. сноровка, -И θ. επιτηδειότητα, επιδεξιό- τα· σβελτάδα· πείρα εξάσκηση. снос1, -а (~у) α: -у (-а) нет чему ή -у (-а) не знает είναι πολύ γερός, άφθαρτος (για ενδύματα, υποδύματα). СНОС1; -а α. 1 παρασύρσιμο (απο άνεμο, νε- νερό). 2 χάλασμα,.καταστροφή· γκρέμισμα, κατε- κατεδάφιση. 3 (χαρτπ.) βγάλσιμο, πέταγμα, σκαρ- τάρισμα των χαρτιών. II εκφρ. на -ЯХ (απλ.)·
сно 478 οοΰ εγκυα γυναίκα στο μήνα της. сносйть(СЯI ρ.σ. βλ. износить(ся). СНОСИТЬ2р.σ.μ. 1 επαναφέρω. 2 μεταφέρω, κουβαλώ. II -СЯ βλ. снестись1. сносить3 ρ.σ. βλ. снести. II -оя βλ. нес- нестись C σημ.). сноска, -И θ. 1 κατέβασμα, κάθοόος. 2 χά- χάλασμα, καταστροφή· γκρέμισμα, κατεδάφιση. 3 υποσημείωση· παραπομπή στο τέλος. II συ- συμπληρωματικό κείμενο στο τέλος. СНОСНО επίρ. υποφερτά. СНОСНЫЙ επ., βρ: -сен, -сна, -сно υπο- υποφερτός· ανεκτός· -ая ЖИЗНЬ υποφερτή ζωή· ~ые условия υποφερτές συνθήκες. II καλός, μέ- μέτριος· ικανοποιητικός. II για χάλασμα, για γκρέμισμα· κατεδαφιστέος· - ДОМ κατεδαφι- στέο σπίτι. Снотворный επ. υπνωτικός, ναρκωτικός· -ое средство υπνωτικό φάρμακο. II ως ουσ. ουδ. ~ое υπνωτικό φάρμακο. СНОХа, -И, πλθ. СНОХИ θ. νύφη (η γυναίκα του γιου ως προς τον πεθερό). СН0ХЗЧ, -а α. πεθερός που έχει σεξουαλι- σεξουαλικές σχέσεις με τη νύφη. снохачество, -а α. σεξουαλικές σχέσεις του πεθερού με τη νύφη. ОНОШвНве, -Я ουδ. σχέση· δούναι-λαβείν · торговые -я εμπορικές σχέσεις· иметь -я с кем-Н, έχω σχέσεις με κάποιον; II συνουσιαση. Снулый επ. άψυχος, μη ζωντανός· ψόφιος. снутри επίρ. απο μέσα* запереть дом - κλει- κλειδώνω το σπίτι απο μέσα. II εσωτερικά. ОНГХаться р.σ. 1 (για σκύλους) αλληλομυ- ρίζομαι. 2 μτφ. συσχετίζομαι, γνωρίζομαι. снюхиваться р. δ. βλ. снюхаться. ОНЯТИв, ~Я ουδ. 1 άρση, παύση, σταμάτημα: λύση· - блокады άρση του αποκλεισμού· <-ОСа- ДЫ λύση της πολιορκίας. 2 συγκέντρωση, μά- ζευμα· συγκομιδή· - урожая μαζευμα της σο- σοδειάς. 3 βγάλσιμο, αφαίρεση· πάρσιμο. 4 α- απόλυση, παύση. 5 απόσυρση. 6 τράβηγμα, φω- φωτογράφηση. II διαγραφή· - С учёта διαγραφή. ОНЯТОЙ επ: -ое молоко αποβουτυρομενο γάλα. снять, сниму, снимешь, παρλθ. χρ. .снял, ~ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ, χρ. СНЯТЫЙ βρ: СНЯТ, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 παίρνω, φτάνω· - КНЙ- гу С полки παίρνω το βιβλίο απο το ράφι· пальто С вёщалки παίρνω го πανωφόρι αποτην κρεμάστρα. II βγάζω, αφαιρώ· - Паутину СО СТен παίρνω την αράχνη (ιστό) απο τον τοί- τοίχο· - чайник С ОГНЯ βγάζω το τσαγιερό απο τη φωτιά· - ПЭЛЫО βγάζω το πανωφόρι· - пе- ну παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω· - туфли βγάζω τα παπούτσια· - грим βγάζω το μακιγιάζ· шкуру γδέρνω. 2 αίρω· λύνω· παύω, σταμα- σταματώ· - блокаду αίρω τον αποκλεισμό· - осаду λύνω την πολιορκία· - арест С имущества ρω την κατάσχεση της περιουσίας· - запре- запрещение (запрёт) αίρω την απαγόρευση; II α- απαλλάσσω· απελευθερώνω, λυτρώνω· - выговор απαλλάσσω απο την ποινή. 3 μαζεύω, συγκε- συγκεντρώνω· συγκομίζω· - урожай μαζεύω τη σο- σοδειά· - Яблоки В Саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο. 4 (στρατ.) ανακαλώ· απομακρύνω απο το πόστο ή την τοποθεσία. II εξουδετερώνω, φο-· νεύω· παίρνω· - его очередью τον παίρνω με τη ριπή. 5 διώχνω, κατεβάζω· - безбилётно- ΓΟ пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη. 6 απολύω, παύω· απομακρύνω· --С работы απολύω απο τη δουλειά. 7 αποσύρω· - своё предложе- предложение αποσύρω την πρόταση μου. 8 μεταφέρω, βγάζω ακριβώς· - КОПИЮ βγάζω αντίγραφο· фасон С журнала βγάζω σχέδιο απο το περι- περιοδικό. 9 τραβώ, φωτογραφίζω· - кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία· - детей В φθ- ТОГрафии φωτογραφίζω τα παιδιά· - ВО Весь РОСТ φωτογραφίζω ολόκληρον. 10 μισθώνω,(ε>- νοικιάζω· - Дачу νοικιάζω έπαυλη. 11 (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα). II εκφρ. голову α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση· - допрос (ή по- показания) ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις· - мёр- ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)· - подряд на что βλ. подрядиться· - швы βγά- βγάζω τις κλωστές (απο τη ραμμένη πληγή)· - С учёта διαγράφω, ξεγράφω· σβήνω απο τα χαρτιά' как рукой -ло πέρασε μονομιάς (γιαπόνο,κού- (γιαπόνο,κούραση κ.τ.τ.)· - с себя ответственность α- απαλλάσσομαι της ευθύνης. II -СЯ 1 βγαίνω, ε- εξέρχομαι, αποσπώμαι· топор -лея с топорища το τσεκούρι βγήκε απο το στειλιάρι. 2 εξαφα- εξαφανίζομαι, χάνομαι· φεύγω. 3 αφαιρούμαι, απα- απαλείφομαι· грим легко -лея το μακιγιάζ εύ- εύκολα βγήκε. 4 αποδεσμεύομαι, απελευθερώνο- απελευθερώνομαι· απαγκιστρώνομαι. 5 απέρχομαι, αφήνω, ε- εγκαταλείπω. 6 πηγαίνω, κατευθύνομαι. 7 φω- φωτογραφίζομαι. II εκφρ. - С учёта διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι απο τα χαρτιά. 00 πρόθ. βλ. С ϊρησιμοποείται αντί αυ- αυτής α) όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει απο 2-3 σύμφωνα και κυρίως απο τα: Л, ρ, Η καθώς κ. μπροστά απο λέξεις που αρχίζουν απο: з, С,Щ, ш: со льдом, со слезами, со шторами, со ща- щавелем, со смехом, со слов, со зла, со вся- всяким, со многими, со мною, β) σε διαλεκτικές λέξεις ή στη λαϊκή ποίηση: СО белой руки. 00... πρόθεμα· βλ. С... Ι. Χρησιμοποιεί- Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων αντί του προ- προθέματος С... α) μπροστά απο: И, Й, ο, π.χ. соизволить, сойти, сообразить, β) μπροστά απο δυο ή περισσότερα σύμφωνα: собрать, С0- гнать, сорвать, составить, соткать, γ) μπρο-
соа 479 ооб στά απο σύμφωνο που το ακολουθεί Ь: СОВЬЮ, СОЛЬЮ, СОШЬЮ. 4 σε λέξεις κυρίως сотого γρα- γραπτό λόγο: содеять, сокрыть, ε) σε διαλεκτι- διαλεκτικές λέξεις: сожёчь, согрубйть, содвигать.ιι. Χρησιμεύει για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημασία: κοινής ενέργειας, συνοδοιπορίας ή αλληλοσΰνδεσης: соучастник, совместный, со- сострадательный. Соавтор, ~а α. συνεργάτης (έργου). 00авторский επ. του συνεργάτη. Соавторство, -а ουδ. συνεργασία (σε έργοΧ собака, -и θ. σκύλος, ~ί· σκύλα· охотничья - κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο· сторожевая - το μαντρόσκυλο· ездовые -и σκύλοι έλα- <της. II (υβρισ. λ.) σκυλί, σκυλιά, σκύλα (γ ι α σκληρούς ανθρώπους). II σπουδαίος εκτελεστής· ах, -, что Делает! (απλ.) αχ, το σκυλί, τι (σπουδαία) πράγματα κάνει! II εκφρ. как - σαν το σκυλί: измучился он как - τυραννί- στηκε αυτός σαν το σκυλί· -у съесть είμαι πολύπειρος, ξεσκολισμένος· τρώγω (έφαγα) τα μουστάκια μου· вот где ~ зарыта να που εί- είναι ο λάκκος της φάβας (η ουσία ή αιτία)· С -ами не сыщешь кого ούτε τα σκυλιά δε μπο- μπορούν να τον βρουν (αδύνατο να τον ανακαλύ- ανακαλύψεις). собаковедение, ~Я ουδ. σκυλακεία. собачата, -чат πλθ. κουταβάκια. собачий, -ья, ~ье επ. σκύλινος, σκυλίσιος· - лай γαύγισμα, υλακή· -ье мясо σκυλίσιο κρέας· - клещ τσιμπούρι σκυλιού, κυνορραί- στης. 2 όπως του σκύλου· -ья привязанность αφοσίωση όπως του σκύλου. II μτφ. βαρύς, τρα- τραχύς, σκληρός· -ья жизнь σκυλίσια ζωή. II μτφ. πρόστυχος, επονείδιστος. II (υβρ.) сын σκυλόπαιδο· -ья душа σκυλόψυχος. II ουσ. πλθ.. -ЧЬИ, -ИХ τα κυνιδή (ζώα). || εκφρ. собачья нога (ножа) απλ. βλ. козья ножа (στη λ. КОЗИЙ); - НЮХ σκυλίσια όσφρηση (ι- (ικανότητα προαίσθησης, διάγνωσης)· - ХОЛОД δριμύ ψύχος, κερατόκρυο, σκυλίσια κρύα. ООбачина, -Ы θ. 1 σκυλίσιο κρέας. 2 σκυ- σκυλίσιο δέρμα. 3 σκυλίσια μυρουδιά. ООбачить, -чу, -ЧИШЬ ρ.δ.μ. (απλ.*) σκυλο- βρίζω. II -0Я σκυλοβρίζομαι. ООбачка, -И θ. 1 σκυλάκι. 2 σχαστηρία· σκαντάλη. II δικλίδα. II καστανιά. СОбачник, -а α., -ца, -Ы θ. 1 αυτός που αγαπά τα σκυλιά. 2 αυτός που πιάνει τα σκυ- σκυλιά, ο μπόγιας. собачонка, -И θ. παλιοσκυλάκι. собезьянничать р.δ. βλ. обезьянничать. Собес, -а α. 1 κοινωνική ασφάλιση. 2 το ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων. Собеседник, -а α., -ца, ~ы θ. συνομιλη- συνομιλητής, -λήτρια. СОбеоедОВание, -Я ουδ. συνομιλία, συνδιά- συνδιάλεξη. собеоёдовать, -дую, -дуешь р.δ. (παλ.) συ- συνομιλώ, κουβεντιάζω, συνδιαλέγομαι. Собирание, -Я ουδ. συγκέντρωση, συλλογή, μάζεμα. собиратель, -я α., -нща, -ы θ. συλλέκτης, -τρία· - драгоценных камней συλλέκτης πολύ- πολύτιμων πετραδιών· - народных песень συλλέ- συλλέκτης- λαϊκών τραγουδιών. ООбирательноотЬ, -И θ. συγκέντρωση, συλ- συλλογή. || το δηλούν άθροισμα ή σύνολο. II ενό- ενότητα. собирательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 συγκεντρωτικός· -ые ЛИНЗЫ συγκεντρωτικοί φακοί. II συλλεκτικός· - аппарат пчелы το συλλεκτικό όργανο της μέλισσας. 2 αθροιστι- αθροιστικός· -ые существительные αθροιστικά ουσι- ουσιαστικά. II γενικός, γενικής σημασίας. Собирательство, -а ουδ. συγκέντρωση, συλ- συλλογή, μάζεμα. ообирать(оя) р.δ. βλ. собрать(ся). соблаговолить р.δ. (παλ.) έχω την καλο- καλοσύνη, κάνω τη χάρη. соблаговолять р.δ. βλ. соблаговолить. соблазн, -а α. 1 πειρασμός· ввести в βάζω σε πειρασμό* подальше ОТ -а μακριά απο τον πειρασμό (το διάβολο, το σατανά). 2 α- αμαρτία, αμάρτημα. « соблазнитель, -я α., -ница, -ы θ. πλάνος, αποπλανητής, -ήτρα, ξελογιαστής, -γιάστρα· διαφθορέας. соблазнительный επ., βρ: -лен, -льна,-α 1 αποπλανητικός, πλάνος, πλανερός· -ая женщи- женщина ξελογιάστρα. 2 δελεαστικός. II ερεθι- ερεθιστικός. II αναξιόπρεπος· άσεμνος. С0бла8НИТЬ, -НЮ, -НИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соблазнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 βάζω σε πειρασμό· δελεάζω· αποπλανώ, εξαπατώ· ξελογιάζω. II θέλγω, γοητεύω, σαγη- σαγηνεύω. 2 παροτρύνω, προτρέπω· προδιαθέτω* πεί- πείθω. 3 (παλ.) βάζω σε αμαρτία, κάνω να α- αμαρτήσει, κολάζω. 4 (παλ.) αποπλανώ· - нео- неопытную девушку αποπλανώ (ξεβγάζω) άπειρο κορίτσι. II -0Я μπαίνω (υποπίπτω, περιπίπτω) σε πειρασμό. II δελεάζομαι, κολάζομαι. ооблазнять(оя) ρ.δ. βλ. соблазнйть(ся). ООбЛЮДать ρ.δ.μ. 1 τηρώ* - порядок τηρώ την τάξη· - Диёту τηρώ τη δίαιτα· - Законы τηρώ τους νόμους· - приличия τηρώ τους κα- κανόνες καλής συμπεριφοράς (ευπρέπειας). 2 φυ- φυλάγω· προστατεύω· - достоинство κρατώ την αξιοπρέπεια· - интересы государства προ- προστατεύω τα συμφέροντα του κράτους. 3 (παλ.) επιβλέπω, επιτηρώ· προσέχω, φροντίζω, μερι- μεριμνώ. II -0Я 1 τηρούμαι. 2 φυλάγομαι. 3 επι-
со О 480 со б βλέπομαι, επιτηρούμαι. соблюдение, -я ουδ. 1 τήρηση· - порядка η τήρηση της τάξης· - законов τήρηση των νό- νόμων - приличий η τήρηση των κανόνων καλής συμπεριφοράς (ευπρέπειας). 2 (δια)φύλαξη, προστασία· - интересов государства προστα- προστασία των συμφερόντων του κράτους. оаблюсти, -люду, -людёшь, παρλθ. χρ. со- соблюл, ~ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. соблюдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соблюдённый, βρ: -Дён, -дена, -дено р.σ. βλ. соблюдать. . ООбОЛвВОД, -а α. ζεβελινοτρόφος. СОбОЛевОДСТВО, -а ουδ. ζεβελινοτροφία. соболеводческий επ. ζεβελινοτροφικός. соболевый επ. βλ. соболий, соболиный. соболезнование, -Я ουδ. συμπόνια, λύπη. II πλθ. -Я τα συλλυπητήρια· Выразить СВОЙ ~Я εκφράζω τα συλλυπητήρια μου (συλλυπούμαι). соболезновать, -ную, -нуешь р.δ. με δοτ. συμπονώ, συμμερίζομαι τη λύπη, τον πόνο. II -СЯ συλλυπούμαι, εκφράζω τα συλλυπητήρια. соболёнок, -нка, πλθ. -лята, -лят а. μι- μικρή ζεβελίνα, σαμουράκι. СОбОЛИЙ, ~ья, -ье επ. της ζεβελίνας, απο ζεβελίνα· -ЬЯ нора η κρύπτη της ζεβελ'ινας (σαμουριού)· -ЬЯ шуба γούνα απο ζεβελίνα. II (για φρύδια) ζεβελίνινος (όπως το τρίχωμα της ζεβελ'ινας). СОбОЛЬ, -Я, πλθ. соболи κ. соболя α. 1 ι- κτίδα η ζεβελίνα, σαμούρι. 2 πλθ. -Я ζεβε- λίνια γούνα. СОбОр, ~а α. 1 (προεπαν.) συνέλευση, σύ- σύνοδος (διοικητικών στελεχών). 2 (εκκλσ.) σύ- σύνοδος· вселенский - οικουμενική σύνοδος. 3 ναός μητροπολιτικός· кафедральный - καθε- καθεδρικός (μητροπολιτικός) ναός. соборность, -и θ. σύνοδος· православная - ορθόδοξη σύνοδος. СОбОрныЙ επ. 1 της συνέλευσης, της συνό- συνόδου. 2 (εκκλσ.) συνοδικός· ~ое постановле- постановление συνοδική απόφαση. 3 (παλ.) ομαδικός. 4 μητροπολιτικός· καθεδρικός· - протоиерей о πρωθιερέας (αρχιερέας) της μητρόπολης· КОЛОКОЛ η καμπάνα της μητρόπολης. Соборование, -Я ουδ. το ευχέλαιο. соборовать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. (εκκλσ.) κάνω ευχέλαιο. II -СЯ δέχομαι, μου γίνεται ευχέλαιο. собрание, -Я ουδ. 1 (παλ.) συγκέντρωση· - сведений συγκέντρωση πληροφοριών - истори- исторических материалов συγκέντρωση ιστορικού υ- υλικού. 2 συλλογή, μάζεμα· - древних монет συλλογή αρχαίων νομισμάτων - сочинений συλ- συλλογή έργων λογοτεχνικών. II συνάθροιση, σύ- σύναξη. 3 συνέλευση· общее - γενική συνέλευ- συνέλευση· провести - διεξάγω (κάνω) συνέλευση· партийное - κομματική συνέλευση· националь- национальное - εθνοσυνέλευση. 4 (παλ.) χώρος συγκέ- συγκέντρωσης. собранность, -И θ. το καλοκαμωμένο του σώματος· η ωραία κορμοστασιά. собранный επ. απο μτχ. συγκεντρωμένος(τη σκέψη, βούληση κ.τ.τ.). II εύσωμος, καλοκα- μωμένος. собрат, -а, πλθ. -тья, γεν. ~ий к. -ьев α. συνάδελφος (του αυτού επαγγέλματος, έργου, καθήκοντος κ.τ.τ.)· - По оружию συμπολεμι- συμπολεμιστής· - по профессию συνάδελφος το επάγγελ- επάγγελμα· - По ремеслу ομότεχνος, σύντεχνος, συ- ντεχνίτης· - ПО перу συνάδελφος συγγραφέας, II αδερφός, όμοιος. собрать, -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. со- собрал, -ла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. со- собранный, βρ: -ран, -а κ. ~а, -Ο ρ.σ.μ.1 συ- συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω· - лю- людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους· ~ стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι· - Β кучу συσσωρεύω· - грибы μαζεύω μανιτάρια· - сведения συγκεντρώνω πληροφορίες. 2 τα- τακτοποιώ· ετοιμάζω· - чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα· - в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτητα για το δρόμο. - Обед ετοιμάζω το γεύμα· СТОЛ στρώνω το τραπέζι (για φαγητό). 4 δι- διπλώνω, πτυχώνω· ρυτιδώνω. 5 συναρμολογώ, μο- ντάρω. 6 συλλέγω· - коллекдию марок συλλέγω γραμματόσημα. 7 συγκομίζω· - огурцы μαζεύω αγγουράκια· - Виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)· - урожай μαζεύω τη σοδειά. 8 ε- εντείνω· - все СВОЙ СИЛЫ συγκεντρώνω όλες μου τις δυνάμεις. II -СЯ 1 συγκεντρώνομαι, συ- συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι· συνέρχο- συνέρχομαι. II συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω. 2 συλλέγομαι. 3 διπλώνομαι· ρυτιδώνομαι. 4 ε- ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). II σκοπεύω, προτίθεμαι· мой брат -лея же- нйться о αδερφός μου σκοπεύει να παντρευ- παντρευτεί. 5 εξασφαλίζομαι* - С деньгами εξασφα- εξασφαλίζομαι απο χρήματα· - СО средствами εξα- εξασφαλίζομαι απο μέσα, 6 εντείνω (τις δυνά- δυνάμεις κ.τ.τ.). II εκφρ. - С духом α) παίρνω ανάσα, ξεκουράζομαι απο το τρέξιμο, β) ανα- αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος· συνέρχομαι· - С МЫ- МЫСЛЯМИ συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέ- σκέψη μου. собственник, -а α., ~ца, ~Ы θ. ιδιοκτή- ιδιοκτήτης, -τρία· мелкий - μικροϊδιοκτήτης· круп- крупный - μεγαλοϊδιοκτήτης. собственнический επ. 1 ιδιόκτητος· -ое ХОЗЯЙСТВО ιδιόκτητο νοικοκυριό. 2 ιδιοκτη- τικός· -ие взгляды ιδιοκτητικές αντιλήψεις. Собственно 1 (παρνθ. λ.) πραγματικά, αλή- αλήθεια, ουσιαστικά. 2 (μόριο) κυριολεκτικά.
соб 3 επίρ. ιδίως, ιδιαίτερα, μόνο, μονάχα. || •εκφρ. ~ говоря βλ. 1 σημ. собственнолично επίρ. (παλ.) αυτοπροσώπως. Собственноручно επίρ. ιδιοχείρως. собственноручный επ. ιδιόχειρος· ~ая рас- расписка ιδιόχειρη υπογραφή. собственность, -и θ. 1 ιδιοκτησία* περι- περιουσία· частная - ατομική ιδιοκτησία· соци- социалистическая - σοσιαλιστική ιδιοκτησία· го- государственная - δημόσια περιουσία· личная - προσωπική ιδιοκτησία· приобретение -И α- απόκτηση περιουσίας· присвоение чужой -и ι- ιδιοποίηση ξένης περιουσίας· конфискация -и δήμευση της περιουσίας· земельная - έγγεια ιδιοκτησία. 2 κυριότητα· право -И δικαίωμα κυριότητας· приобрести В -и αποκτώ κυριό- κυριότητα. собственный επ. 1 ιδιόκτητος· - ДОМ δικό μου (ιδιόκτητο) σπίτι: - автомобиль ιδιωτι- ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο (γιώτα-χι). 2 δικός μου, ίδιος· справиться ~ыми силами τα βγάζω πέρα (αντεπεξέρχομαι) με τις δικές μου δυ- δυνάμεις· видеть -ыми глазами βλέπω με τα ί- ίδια μου τα μάτια· ПО -ому желанию οικειο- οικειοθελώς, ιδιόθελα, αυτόθελα, θεληματικά, αυ- τοπροαίρετα· - вес το βάρος μου. 2 κυριολε- κυριολεκτικός· В -ОМ смысле στην κυριολεκτική ση- σημασία (ή έννοια), κυριολεκτικά. II εκφρ. -ое имя (γραμμ.) το κύριο όνομα· -ой персоной ή особой βλ. собственнолично· в ~ые руки βλ. собственноручно· жить на - счёт ζω με τα δικά μου χρήματα (ανεξάρτητα). Собутыльник, -а α. συμπότης. Событие, -Я ουδ. γεγονός· συμβάν между- международные -я διεθνή γεγονότα· декамбрьские -Я τα δεκεμβριανά γεγονότα· большое - με- μεγάλο γεγονός· - большого значения γεγονός μεγάλης σημασίας. СОВа, ~ы, πλθ. СОВЫ θ. κουκουβάγια, γλαύκα. СОВаТЬ, сую, суёшь, προστκ. суй ρ.δ.μ. 1 χώνω' βάζω μέσα· - руки В карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες· - вещи В чемодан βάζω τα πράγματα στη βαλίτσα. 2 δίνω (προσφέρω) κρυ- κρυφά· - ВЗЯТКУ δίνω κρυφά δωροδόκημα. Э ωθώ, σπρώχνω. 4 χτυπώ κρυφά· - В бок кулаком δί- δίνω κρυφά γροθιά στο πλευρό. II εκφρ. - голо- голову В Петлю βάζω το κεφάλι στο ντροβά (ρι- (ριψοκινδυνεύω)· - ПОД НОС кому χώνω στη μύτη κάποιου (προσφέρω αγροίκως). II -ОЯ 1 χώνο- χώνομαι· ОН -ЛСЯ В кусты αυτός χώθηκε (κρύφτη- (κρύφτηκε) στους θάμνους. 2 μτφ. αναμειγνύομαι· ОН во всё суётся αυτός παντού χώνεται. II ενο- ενοχλώ, γίνομαι κουνούπι, τσιμπούρι. 3 πηγαι- πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε, δώθε-κείθε. оовершать(ся) ρ.δ. βλ. совершйть(ся). Совершение, -Я ουδ. εκτέλεση· επιτέλεση, 481 СОВ διάπραξη· πραγματοποίηση· ~ брака η τέλεση του γάμου· - преступления διάπραξη εγκλήμα- εγκλήματος· - сделки συνομολόγηση συμφωνίας. совершенно επίρ. 1 τελείως, τέλεια, εντε- εντελώς, στην εντέλεια. 2 ακέραια,, πλήρως, από- απόλυτα, καθ' ολοκληρία, πέρα για πέρα, καθ' όλα, ο"λότελα· ОН - прав αυτός έχει πε'ρα για πέρα δίκαιο· - верно απόλυτα σωστά· ЭТО г ОД- ОДНО и тоже αυτό είναι ένα και το ίδιο. Совершеннолетие, ~Я ουδ. ενηλικίωση, ενη- ενηλικιότητα· достигнуть -Я φτάνω το όριο της ενηλικίωσης (ενηλικιώνομαι)· трудовое - ερ- εργατική ενηλικίωση. совершеннолетний επ. κ. ουσ. ενήλικος. совершенный1επ., βρ: -шёнен, -шённа, -о. 1 τέλειος, εντελής, άρτιος· υπέροχος· -8Я красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά. 2 πλήρης, απόλυτος· ~ое равнодушие πλήρης α- αδιαφορία· ~ое СХОДСТВО πλήρης (άκρα) ομοι- ομοιότητα. || πραγματικός, γνήσιος. 3 (παλ.) ε- ενήλικος. Совершённый2 επ: - ВИД (γραμμ.) στιγμι- στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ.σ.), μέλλοντος στιγ- στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο. совершенство, -а ουδ. 1 εντέλεια, τελειό- τελειότητα, το τέλειο· верх -а υπέρ το τέλειο,υ- περτελειότητα, άκρα τελειότητα· стремление К совершенству τάση προς την τελειότητα. 2 (πλθ.) ~а προτερήματα, «ροσόντα, αρετές, χαρίσματα, χάρες. II εκφρ. В ~е στην εντέ- εντέλεια. совершенствование, -я ουδ. τελειοποίηση· - техники τελειοποίηση της τεχνικής. совершенствовать, -ствую, -ствуешь р.δ.μ. τελειοποιώ· ολοκληρώνω· - новую машину τε- τελειοποιώ την καινούρια μηχανή· - СВОЙ ЗНа- Ηΐδΐ ολοκληρώνω τις γνώσεις μου. II -СЯ τε- τελειοποιούμαι· ολοκληρώνομαι. совершитель, -Я α. (γραπ. λόγος) ο εκτε- εκτελεστής, αυτός που επιτέλεσε (έκαμε)· - под- подвига αυτός που έκαμε το κατόρθωμα. II δρά- δράστης, αυτουργός· - преступления о δράστης του εγκλήματος. Совершить, ~шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совершённый, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ. μ. 1 (δια)πράττω, κάνω, εκτελώ, επιτελώ· πραγματοποιώ· - ПОДВИГ κάνω (επιτελώ) κα- κατόρθωμα· ~ ошибку κάνω λάθος· - путешествие κάνω ταξίδι (ταξιδεύω)· - преступление δια- διαπράττω έγκλημα (εγκληματώ)· - богослужение κάνω λειτουργία (λειτουργώ). 2 συνομολογώ, κλείνω· - сделку κλείνω συμφωνία. II -СЯ (δια)πράττομαι, εκτελούμαι, επιτελούμαι, γί- γίνομαι· πραγματοποιούμαι· -ЛОСЬ ЧТО-ТО не- ОЖЙданное έγινε κάτι το ανεπάντεχο· брако- ' сочетание -лось о γάμος έγινε (τελέστηκε)·
сов 482 сов пророчество -ЛОСЬ η προφητεία επαληθεύτηκε· ПОХОРОНЫ -ЛИСЬ вчера η κηδεία έγινε χτες. ООвеотить, -вещу, совестишь р.δ.μ. ντρο- ντροπιάζω. II -0Я ντρέπομαι. ООВвОТЛИВОСТЬ, -и θ. ευσυνειδησία· τιμι- τιμιότητα, εντιμότητα. ООвестливыЙ επ., βρ: -лив, -а, -о ευσυ- ευσυνείδητος, έντιμος, τίμιος. ΟΟΒβΟΤΗΟ απρόσ. ως κατηγ. (με δοτ.) ντρέ- ντρέπομαι* как вам не -! πως δεν ντρέπεστε! (πως δε σας τύπτει η συνείδηση)· мне за вас - ε- εγώ ντρέπομαι για σας· мне - раздеваться при вас ντρέπομαι να ξεντυθώ μπροστά σας. ООВвОТЬ, -И θ. συνείδηση· ГОЛОС совести η φωνή της συνείδησης* не иметь ни стыда ни совести δεν έχω ούτε ντροπή, ούτε συνείδη- συνείδηση* спокойная - ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδη- συνείδηση. II ехфр. свобода -И ελευθερία συνείδη- συνείδησης* на - делать что α) ευσυνείδητα κάνω κάτι. β) στη συνείδηση (επαφίεμαι)· не за страх, а за - делать что όχι απο φόβο, αλλά απο συνείδηση κάνω κάτι* ИДТИ против -И πη- πηγαίνω αντίθετα προς τη συνείδηση*надо иметь - πρέπει νε έχεις συνείδηση (να μη είσαι α- ασυνείδητος)· для очистки -и για να έχω κα- καθαρή τη συνείδηση· по -и сказать и по-иго- по-иговоря για να μιλήσω (μιλώντας) ειλικρινά· примириться СО своей -ЫО συμφιλιώνομαι με τη συνείδηση (ακούω τη φωνή της συνείδησης). СОВеТ, -а α. 1 συμβουλή, ορμήνεια· - вра- ча συμβουλή του γιατρού· дать - δίνω συμ- συμβουλή (συμβουλεύω)· последовать -у ακολουθώ τη συμβουλή· дружеский - φιλική συμβουλή. 2 συμβούλιο* семейный - οικογενειακό συμβού- συμβούλιο* военный - πολεμικό συμβούλιο. 3 συμ- μβούλιο (όργανο διοικητικό κλπ.)· - Безопа- Безопасности ООН Συμβούλιο Ασφαλείας του ОНЕ ад- административный - διοικητικό συμβούλιο··- ми- министров υπουργικό συμβούλιο. II πλθ. -Ы ο- οδηγίες. 4 (παλ. κ. απλ.) ομόνοια· ЖИТЬ В -е ζω μονιασμένα. 5 Συμβούλιο, Εοβιέτ·Вер- Εοβιέτ·Верховный - Ανώτατο Ιοβιέτ. II εκφρ. - да ЛЮ- бОВЬ (ευχή στους νεόνυμφους) ζωή ευτυχισμέ- ευτυχισμένη και αγαπημένη. ^ советизация, -и θ. σοβιετοποίηση. советизировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. σο- σοβιετοποιώ. II -0Я σοβιετοποιούμαι. советник, -а α.σύμβουλος, συμβουλάτορας· ВОеННЫЙ - στρατιωτικός σύμβουλος· тайный - μυστικοσΰμβουλος. советница, -ы θ. 1 βλ. советник. 2 η σύ- σύζυγος του σύμβουλου. советовать, -тую, -туешь р.δ. συμβουλεύω, ορμηνεύω. II -ОЯ 1 συμβουλεύομαι, ορμηνεύο- ορμηνεύομαι, παίρνω συμβουλή. 2 συσκέπτομαι, δια- διαβουλεύομαι. советский επ. σοβιετικός* - народ о σο- σοβιετικός λαός· -ая власть σοβιετική εξου- εξουσία· -ое государство σοβιετικό κράτος* строй σοβιετικό καθεστώς* ~ая конституция το σοβιετικό σύνταγμα· - патриотизм σοβιε- σοβιετικός πατριωτισμός· - Союз Εοβιετική Ενωση. Советчик, -а α., -Ца, -Ы θ. σύμβουλος, συμ- βουλάτορας. совёть, -его, -ёешь р.δ. νυστάζω (απο κού- κούραση, μέθη κλπ.). совещание, -я ουδ. σύσκεψη* состоялось - 'έγινε σύσκεψη· производственное - παραγωγι- παραγωγική σύσκεψη· - присяжных заседателей σύσκεψη των ενόρκων. совещательный επ. της σύσκεψης* -ая ком- комната αίθουσα συσκέψεων. II συμβουλευτικός* - голос συμβουλευτική ψήφος. совещаться р.δ. συσκέπτομαι, διαβουλεύο- διαβουλεύομαι. СОВИК, -а α. ελαφόδερμα* ελαφόγουνα. СОВИНформбвро ουδ. άκλ. σοβιετικό γραφείο πληροφοριών. СОВИНЫЙ επ. της κουκουβάγιας· -ое гнездо φωλιά κουκουβάγιας. СОВКЕ, -И θ. 1 είδος κουκουβάγιας. 2 πε- πεταλούδα νυχτερινή. совковый επ. σεσουλοειδής* -ая лопата πλατύ φτυάρι. совладать р.σ. (με οργν.) αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα* - С трудностями τα βγάζω πέ- πέρα με τις δυσκολίες. II εκφρ. - С собой κυ- κυριαρχώ στον εαυτό μου. совладелец, -льца α., -лица, -Ы θ. συνι- συνιδιοκτήτης, -τρία, συγκάτοχος, -η. совладение, -Я ουδ. συνιδιοκτησία, συγκυ- συγκυριότητα. «овладеть р.σ. βλ. совладать. Совлекать ρ.δ. βλ. СОВЛёчь. II ~СЯ αφαι- αφαιρούμαι, βγαίνω. II αποτραβιέμαι, απομακρύνο- απομακρύνομαι. Совлечение, -Я ουδ. 1 αφαίρεση, βγάλσιμο (ενδυμασίας, καλύμματος). 2 μτφ. απομάκρυν- απομάκρυνση, αποχώρηση, αποτράβηγμα. СОВЛечь ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος). 1 αφαιρώ, βγάζω (ενδυμασία,κάλυμμα)· - одежду βγάζω τα ενδύματα* - маску βγάζω την προσωπίδα. 2 μτφ. αποτραβώ, απομακρύνω, εκφρ. - С пути βγάζω κάποιον απο το σωστό δρόμο. совместимость, -И θ. δυνατότητα συνδυα- συνδυασμού, συσχέτησης* το συμβιβάσιμο. II εκφρ. - крови συγγένεια αίματος. совместимый επ., βρ-ί--ТИМ, -а, -О συμβι- συμβιβάσιμος, που συμπίπτει ή ταιριάζει, συνδνά- σιμος. совместитель, -я α., -ница, ~ы θ. ο εργα- εργαζόμενος ταυτόχρονα σε δυο ή και περισσότε
оов 483 сог ρες υπηρεσίας· πολυθεσίτης. совместительский επ. του πολυθεσίτη. Совместительство, -а ουδ. εργασία παράλλη- παράλληλη* . πολυθεσία· работать по -у εργάζομαι παράλληλα και σε άλλη εργασία. оовместЁтельсхвовахь, -ствую, -ствуешь р. δ. εργάζομαι παράλληλα (με την κύρια υπηρε- υπηρεσία και σε άλλη). совместить, -мещу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совмещённый, βρ: -щён, -щена, -ό ρ.σ. βλ. совмещать. II ~оя βλ. совмещаться. Совместно επ'ιρ. μαζί, ομού, απο κοινού,α- κοινού,αντάμα· - с другими μαζί με τους άλλους· мы действовали - εμείς δρούσαμε απο κοινού. Совместность, -И θ. συνδυασμός- η απο κοινού πραγματοποίηση* ~ действий οι απο κοινού ενέργειες, συνδυασμός ενεργειών. совместный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 ο απο κοινού εκτελούμενος, συνδυασμένος,κοι- συνδυασμένος,κοινός· ~ые действия απο κοινού ενέργειες· ~ые усилия κοινές προσπάθειες· -ое обучение η μικτή εκπαίδευση (αγοριών και κοριτσιών). 2 (παλ.) βλ. совместимый. совмещать р.δ.μ. 1 συνδυάζω, (συν)ταιριά- (συν)ταιριάζω· συσχετίζω· συμβιβάζω* ~ работу с учёбой συνδυάζω τη δουλειά με τη σπουδή· Я не могу - ЭТОГО С моими убеждениями δε μπορώ να συμ- βιβάζω αυτό με τις πεποιθήσεις μου. II -СЯ 1 συνδυάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 συμπίπτω. совмещение, -я ουδ. συνδυασμός, συνταί- ριάσμα· συνταύτιση· συσχέτιση· συμβίβαση. Совмещённый επ. απο μτχ. μικτός· συνδυα- συνδυασμένος. Совнарком, а α. συμβούλιο λαϊκών επιτρό- επιτρόπων. СОВНаркОМОВСХИЙ επ. του συμβουλίου των λα- λαϊκών επιτρόπων. Совнархоз, -а α. σοβιετικό λαϊκό νοικοκυ- νοικοκυριό. СОВОК, -вка α. 1 φτυράκι. 2 σέσουλα. СОВОКУПИТЬ, -ШЛО, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совокуплённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)· συνδέω, συνενώνω,συν- συνενώνω,συνδυάζω· - разнородные ПОНЯТИЯ συνδυάζω δια- διαφορετικές έννοιες. || -СЯ 1 συνδέομαι, συνε- συνενώνομαι, συνδυάζομαι. 2 συνουσιάζομαι. Совокупление, -Я ουδ. 1 σύνδεση, συνένω- συνένωση, συνδυασμός. 2 συνουσίαση. оовокуплять(ся) р.δ. βλ. совокупйть(ся). Совокупно επ'ιρ. (παλ. κ. γραπ. λόγος) βλ. совместно. СОВОКУПНОСТЬ, -и θ. το σύνολο, η ολότητα· - условий το σύνολο των συνθηκών ~ данных το σύνολο των δεδομένων (στοιχείων). совокупный επ. (παλ. κ. γραπ. λόγος) βλ. совместный. совпадать ρ.δ. βλ. совпасть. совпадение, -я ουδ. σύμπτωση· - обстоя- обстоятельств σύμπτωση περιστατικών (περιστάσεων)· - мнений σύμπτωση γνωμών. совпасть ρ.σ, συμπίπτω· это событие -ло с его приездом αυτό το γεγονός συνέπεσε με την άφιζή του· мнения ИХ -ли οι γνώμες τους συνέπεσαν показания свидетелей -ли οι κα- καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν многоу- многоугольники -ЛИ τα πολύγωνα συνέπεσαν. совратитель, -я α., -ница, -ы θ. αποπλα- νητής, -τρα, πλανευτής, -εύτρα, ξελογια- ξελογιαστής, -στρα· απατεώνας. Совратить, -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совращенный, βρ: -щён, -щена, -щено р. σ.μ. παρεκτρέπω, παρασύρω* εκτρέπω απο το σωστό δρόμο· ξεβγάζω (με κακή σημασία της λέξης). II αποπλανώ, ξελογιάζω, εξαπατώ, ξε- ξεγελώ. II εκφρ. - с пути истинного εκτρέπω απο το σωστό δρόμο. II -ОЯ παρεκτρέπομαι, παίρνω κακό δρόμο. II εκφρ. - с пути ИСТИН- ИСТИННОГО εκτρέπομαι απο την κανονική οδό. соврать р.σ. βλ. врать. оовращать(оя) ρ.δ. βλ. совратить(ся). совращение, -я ουδ. παρεκτροπή* αποπλάνη- αποπλάνηση, ξελόγιασμα, ξεμυάλισμα* - αποπλάνηση ανήλικων. современник, -а α., ~ца, -не, о σύγχρο- σύγχρονος, της αυτής εποχής.. Современность, -И θ. 1 συγχρονισμός· επι- επικαιρότητα· - техники συγχρονισμός της τε- τεχνικής· - произведения η επικαιρότητα του έργου. 2 σύγχρονη εποχή· СВЯЗЬ истории И ~И σύνδεση της ιστορίας με τη σύγχρονη εποχή. современный επ., βρ: -мёнен, -мённа, -о. 1 (με δοτ.) σύγχρονος του· ~ые К. Паламасу ПОЭТЫ οι σύγχρονοι ποιητές του Κ. Παλαμά· ~ая эпоха σύγχρονη εποχή· ~ая молодёжь η η νεολαία του καιρού μας* -ое вооружение о σύγχρονος εξοπλισμός· -ое положение η τωρι- τωρινή (σημερινή) κατάσταση. Совсем επίρ. εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ' ολοκληρία* πέρα για πέρα· темно εντελώς σκοτάδι* - забыл ξέχασα τε- τελείως· - НОВЫЙ κατακαίνουργος· не - здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)· -* близко πάρα πο- πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα· Я его - не знаю δεν τον ξέρω καθόλου· я - этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό· ОН уехал - αυτός έφυγε για πάντα. СОВХОЗ, -а α. σοβχόζ, σοβιετικό (κρατικό) νοικοκυριό. СОВХОЗНЫЙ επ. σοβχόζνικος, του σοβχόζ. согбенный επ., βρ: -бён, -бённа, -бённо- (γραπ. λόγος)· σκυμμένος, γερμένος απο το βάρος. II καμπούρικος, καμπουριάρικος. II μτ'φ.
сог 484 сог βεβαρημένος, καταβλημένος. согласие, -я ουδ. 1 συμφωνία, συγκατάθε- συγκατάθεση, συναίνεση· δέξιμο· στρέξιμο· ДЕТЬ ~ на -что.Η. δίνω συγκατάθεση για κάτι· молчание - знак —Я (παρμ.) η σιωπή είναι σημάδισυμ- φωνίας. 2 συνομολόγηση, συμφωνία. 3 ομοφω- ομοφωνία, ταυτότητα γνωνών. 4 ομόνοια, σύμπνοια. *> ομοιότητα, κοινότητα γνωρισμάτων, αντι- αντιστοιχία· σύμπτωση. 6 μτφ. αρμονία· ЖИТЬ В -И ζω αρμονικά. II βκφρ. В -И С чем (γραπ. λόγος) σύμφωνα με. согласительный επ. συμφιλιωτικός* ~ая ко- комиссия επιτροπή συμφιλίωσης. согласить, -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соглашённый, βρ: ~шён, -шена, -шено р. σ.μ. 1 (παλ. κ. γραπ. λόγος)· συνδυάζω, συ- συνταιριάζω· συμβιβάζω· - личные интересы с Общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέρο- συμφέροντα με τα κοινωνικά* - противоречия συμβι- συμβιβάζω (συγκερνώ) τις αντιθέσεις. 2 (παλ.) συμφιλιώνω. 3 (παλ. κ. απλ.) πείθω. II -СЯ 1 συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι· - на операцию συγκατατίθεμαι για εγχείρηση. 2 παραδέχομαι, αποδέχομαι· - С выводами КО- КОМИССИИ συμφωνώ με τα συμπεράσματα της επι- επιτροπής. 3 ομογνωμώ, ομοφωνώ. Согласно επίρ.. κ. πρόθ. 1 επίρ. ομοίως, ό- όμοια, το ίδιο. 2 μονοιασμένα, με ομόνοια, με σύμπνοια. 3 ομόφωνα, αρμονικά. 4 πρόθ. με δοτ. σύμφωνα* - закону σύμφωνα με το νόμο· - уставу σύμφωνα με το καταστατικό. Согласный1 επ. (γλωσ.) σύμφωνος, του συμ- συμφώνου* - звук о φθόγγος του συμφώνου. II ουσ. το σύμφωνο· звонкие -ые ηχηρά σύμφωνα. со гласный* επ., βρ·. -сен, -сна, -сно. 1 σύμφωνος* я -сен на все условия συμφωνώ με όλους τους όρους· я не -сен с вами δε συμ- συμφωνώ μαζί σας. 2 όμοιος, ίδιος* ακριβής*КО- ακριβής*КОПИЯ -сна С ПОДЛИННИКОМ το αντίγραφο είναι ακριβές. 3 μονοιασμένος, με ομόνοια* αρμο- αρμονικός. 4 (μουσ.) αρμονικός. согласование, -я ουδ. 1 συνδυασμός· συ- συντονισμός. 2 (γραμμ.) συμφωνία* - главных членов предложения συμφωνία των κύριων,όρων της πρότασης. согласованно επίρ. συνδυασμένα, συντονι- συντονισμένα* απο κοινού* действовать - ενεργώ συν- συνδυασμένα. согласованность, -и θ. βλ. согласование. Согласованный επ. απο μτχ. συνδυασμένος, συντονισμένος* ενιαίος* -ые действия συνδυ- συνδυασμένες ενέργειες. Согласовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согласованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 συνδυάζω, συντονίζω* - действия танков и артиллерии συντονίζω τη δράση των αρμάτων μάχης και πυροβολικού. 2 (γραμμ.) βάζω, κά- κάνω να συμφωνήσει* - прилагательное с сущес- существительным βάζω το επίθετο να συμφωνήσει με το ουσιαστικό (κατά γένος, αριθμό και πτώση). II -СЯ 1 (παλ.) συνδυάζομαι* συνδέομαι. 2 συμφωνώ* αντιστοιχώ* новое постановление не -ется С прежним η καινούρια απόφαση διαφέ- διαφέρει απο την προηγούμενη. 3 (γραμμ.) συμφω- συμφωνώ (στο γένος ή αριθμό ή πτώση ή πρόσωπο)· сказуемое -ется с подлежащим το κατηγόρημα συμφωνεί με το υποκείμενο* прилагательное -ется с существительным то επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό.. согласовывать ся) ρ. δ. βλ. согласовать ся). соглашатель, -Я α.,συμφιλιωτής, οπορτου- νιστής Соглашательский επ. συμφιλιωτικός, οπορ- τουνιστικός* -ая тактика συμφιλιωτική τακτική. соглашательство, -а ουδ. συμφιλιωτισμός, οπορτουνισμός. соглашать р.δ. βλ. согласить. II -ся 1 βλ. согласиться. 2 (παλ.). συμπίπτω, ταιριάζω. соглашение, -я ουδ. συμφωνία* привести стороны к -Ю .φέρω τις δυο πλευρές σε συμ- συμφωνία· - мнений συμφωνία γνωμών достигать -Я, прийти к -Ю καταλήγω σε συμφωνία. II το σύμφωνο* международные -Я διεθνείς συμφωνί- συμφωνίες· заключить - κλείνω σύμφωνο. II σύμβαση· Торговое - εμπορική συμφωνία. Соглядатай, -Я α. (παλ.) κατόπτης, κατά- κατάσκοπος, σπιούνος, χαφιές. СОГЛЯДатаЙСТВО, -а ουδ. κατόπτευση, κατα- κατασκόπευση, σπιουνιά. согнать, сгоню, сгонишь, παρλθ. χρ. со- согнанный, βρ: -гнан, -а, -О р.σ.μ. 1 διώ- διώχνω, εκδιώκω· - С квартиры διώχνω απο το διαμέρισμα* - СО двора διώχνω απο την αυλή* - С работы διώχνω απο τη δουλειά. II προ- γκίζω* - муху διώχνω τη μύγα. 2 εξαλείφω, απαλείφω* βγάζω* - веснушки εξαλείφω τις πα- πανάδες. II εξαφανίζω. 3 κατευθύνω, στέλλω με το ρεύμα του ποταμού. 4 συγκεντρώνω, σαλα- σαλαγώ* - стадо на опушку μαζεύω το κοπάδι στο ξέφωτο (δάσους). II εκφρ. - вес ελαττώνω το βάρος. СОГНУТЫЙ επ. απο μτχ. λυγισμένος, κυρτός, -ωμένος. 3 καμπουριασμένος. согнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согнутый, βρ: -нут, -а, -ο ρ.σ.μ.βλ. гнуть. 2 βλ. горбить. 3 μτφ. υποτάσσω, κάμπτω, λυ- λυγίζω. II εκφρ. - голову σκύβω το κεφάλι (υ- (υποτάσσομαι)' - В дугу ή в три дуги; - В три Погибели α) λυγίζω το κορμί σαν το φίδι. β) καθυποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (σώφρωνίζω). II -СЯ 1 βλ. гнуться. 2 βλ.горбиться. 3 υπο- υποτάσσομαι, λυγίζω, κάμπτομαι. II εκφρ. ~ В ду-
сог 485 сод гу ή в три дуги; - в три погибели α) λυγίζω το κορμί σαν το φίδι ή κάνω βαθιά υπόκλιση, β) μτφ. καθυποτάσσομαι, σωφρωνίζομαι, γίνο- γίνομαι αρνάκι. сограждане, -дан πλθ. (παλ. κ. γραπ. λό- λόγος)· συμπολίτες. Согревание, -Я ουδ. θέρμανση, ζέσταμα. Согревательный επ. 1 θερμαντικός* - при- прибор θερμαντική συσκευή, θερμαντήρας. 2 ουσ. το θερμαντικό (οινοπν. ποτό). оогревать(ся) ρ.δ. βλ., согрёть(ся). согревающий επ. απο μτχ. θερμαντικός* θερ- θερμογόνος* -ее напиток θερμαντικό ποτό. II ουσ. -ее ουδ. θερμαντικό (ποτό). II εκφρ. - ΚΟΜ- прёсс ζεστή κομπρέσα. согреть, -ею, -ёешь ρ.σ.μ. 1 θερμαίνω,ζε- θερμαίνω,ζεσταίνω* - ВОДУ ζεσταίνω νερό* - ОПЯТЬ (сно- (снова) ξαναζεσταίνω* - дыханием χουχουλίζω. 2 μτφ. ενθαρρύνω. II -СЯ θερμαίνομαι, ζεσταί- ζεσταίνομαι· вода -лась το νερό ζεστάθηκε* - ча- чаем ζεσταίνομαι με το τσάι. Согрешение, -Я ουδ. αμάρτημα, -ία. согрешить р.σ. βλ. грешить. *СОда, -Ы θ. η σόδα (ανθρακικό νάτριο)· Питьевая- σόδα φαγητού (διττανθρακική). содвинуть р.σ.μ. (παλ.) βλ. сдвинуть. Содействие, -Я ουδ. συνδρομή, βοήθεια, α- αρωγή* συμπαράσταση· просить -Я ζητώ βοή- βοήθεια* оказать - παρέχω βοήθεια* при -И με τη βοήθεια. содействовать, -ствую, -ствуешь р.δ.κ. σ. (με δοτ.)· βοηθώ* συμβάλλω, συντελώ* συμπα- συμπαραστέκομαι. содержание, -я ουδ. 1 συντήρηση· - семьи συντήρηση της οικογένειας. 2 διατήρηση, κα- κατοχή· - трактиры διατήρηση καπηλειού.. II δι- διαφύλαξη· надзор за -ем памятников επίβλεψη για τη διατήρηση των μνημείων. 3 μισθός, α- αποδοχές? годовое - οι ετήσιες αποδοχές· ΟΤ- Пуск без -Я άδεια χωρίς αποδοχές. IIχορήγη- IIχορήγηση χρημάτων ремонтное - χορήγηση χρημάτων για επισκευή. 4 (κυρλξ. κ. μτφ.) περιεχόμε- περιεχόμενο· - чемодана το περιεχόμενο της βαλίτσας· без никакого -Я χωρίς κανένα περιεχόμενο· - КНИГИ το περιεχόμενο του βιβλίου· - разго- разговора το περιεχόμενο της συνομιλίας.. II ύπαρ- ύπαρξη· - сахара в свекле ύπαρξη ζάχαρης στο τεύτλο. Содержанка, -И θ. γυναίκα σπιτωμένη, μαι- τρέσσα, παλλακίδα, μαντονέτα. содержатель, -я α., -ница, -ы θ. κάτοχος, νοικοκύρης, ιδιοκτήτης, ~τρια· - ГОСТИНИЦЫ ο ξενοδόχος· - ресторана о εστιάτορας· трактира ο κάπελας, ο ταβερνιάρης· - посто- постоялого ДВора ο πανδοχέας. II ο αγαπητικός της σπιτωμένης. содержательно επίρ. περιεκτικά. содержательность, -и θ. πλούσιο περιεχό- περιεχόμενο* - статьи το πλούσιο περιεχόμενο του άρθρου, содержательный επ., βρ: -лен, -льна, -о πολύ περιεκτικός, πλούσιος σε περιεχόμενο·- доклад περιεκτική εισήγηση* -ая книга πο- πολύ περιεκτικό βιβλίο. Содержать р.δ.μ. 1 συντηρώ, διατρέφω* семью συντηρώ την οικογένεια. II εξασφαλίζω με μέσα. 2 (παλ.) διατηρώ, έχω στην κατοχή μου· - трактир διατηρώ ταβέρνα. 3 (παλ.)· περιποιούμαι, εξυπηρετώ. 4 κρατώ, τρέφω·' - кроликов τρέφω κουνέλια. II διατηρώ σε μια ορισμένη κατάσταση. 5 περιορίζω την ελευθε- ελευθερία· - ПОД арестом έχω υπο κράτηση* - Β тюрьмах κρατώ στις φυλακές. 6 περιέχω*ОВО- περιέχω*ОВОЩИ -ат витамины τα λαχανικά περιέχουν βι- βιταμίνες. II -СЯ 1 συντηρούμαι, ζω. 2 κρατιέ- κρατιέμαι, τηρούμαι· всё дело -ится в секрете ή В тайне όλη η υπόθεση τηρείται μυστική. 3 εξασφαλίζομαι με τα απαραίτητα. 4 χωρώ· Β конюшне -атся до 30 лошадей στο σταύλο κρα- τιούναι περί τα 30 άλογα. 5 είμαι κρατού- κρατούμενος· - В тюрьме κρατούμαι στη φυλακή. 6 περιέχομαι, ενυπάρχω* В овощах -атся ВИТа- МЙНЫ τα λάχανα έχουν βιταμίνες. содержимое, -ого ουδ. το περιχυμένο* чемодана το περιεχόμβΝο της βαλίτσας* ВЫ- ВЫЛИТЬ всё - χύνω όλο το περιεχόμενο. содеять, -ею, -ёешь р.σ.μ. (παλ.) πράττω, διαπράττω, κάνω. II -СЯ γίνομαι, συμβαίνω. СОДОВЫЙ επ. της σόδας* - раствор διάλυμα σόδας. II ουσ. θ. -ая διάλυμα σόδας. II βκφρ. -ая вода διάλυμα σόδας. содоклад, ~а α. συνεισήγηση. ООДОКЛаДЧИК, -а α. συνεισηγητής. СОДОМ, ~а α. 1 μεγάλος θόρυβος, ταραχή, πάταγος* πλήρης αταξία· ПОДНЯТЬ - ξεσηκώνω μεγάλο θόρυβο. 2 (παλ.) μεγάλη διαφθορά, εκ- εκφυλισμός. II εκφρ. - И гоморра Σόδομα και Γόμορα βλ. 2 σημ. содрать, сдеру, сдерёшь, παρλθ. χρ. со- содрал, ~ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.. СОДран- НЫЙ, βρ: -дран, -а κ. -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 απο- αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω, γδέρνω* - кору с дере- дерева ξεφλουδίζω το δέντρο* ~. шкуру С медведя γδέρνω την αρκούδα. II γρατσουνίζω. 2 (ξε)- σχίζω. II αφαιρώ, βγάζω. 3 μτφ. (απλ.) αι- αισχροκερδώ, παίρνω ακριβά, γδέρνω. II παίρνω με εξαναγκασμό. II -СЯ 1 ξεφλουδίζομαι. 2 γδέρνομαι. содрогание, -я ουδ. τρόμος τρίξιμο, κρα- κραδασμός. || ανατρίχιασμα, -χίλα. Содрогать, гает р.δ.μ. τραντάζω, κάνω να τρίζει. || κάνω να ανατριχιάσει. II -СЯ τ-ρέ-
сод 486 соз μω, κραδαίνομαι, τρίζω, τραντάζω, σειέμαι. II ανατριχιάζω: φρίττω. II μτφ. ταράσσομαι. содрогнуться р.σ. βλ. содрогаться. Содружество, -а α. ουδ. 1 συνεργασία, σύ- σύμπραξη- κοινοπραξία. 2 κοινότητα· οργανι- οργανισμός* ένωση· - ХУДОЖНИКОВ ένωση των. καλλι- καλλιτεχνών. соевый επ. της σόγιας· ~ые бобы οι σπόροι της σόγιας· -ая мука αλεύρι σόγιας. Соединение, -Я ουδ. 1 ένωση, σύνδεση· — προ- ВОДОВ σύνδεση των καλωδίων. 2 συνδυασμός· - теории С Практикой συνδυασμός της θεωρίας με την πράξη. 3 *° σημείο της σύνδεσης (έ- (ένωσης). 4 (στρατ.) σχηματισμός· танковое - σχηματισμός αρμάτων μάχης. επ. απο μτχ. ενωμένος, ενιαί- ενιαίος· κοινός· -ые СИЛЫ ενωμένες δυνάμεις· -ШЛИ усилиями με κοινές προσπάθειες· - флог трёх держав ο ενωμένος στόλος τριών Δυνάμεων -ые Штаты Америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Соединитель, -Я α. συνδετήρας· - проводов συνδετήρας καλωδίων. соединительный επ. 1 συνδετικός, ενωτικός· -ая ткань (βιολ.) συνδετικός ιστός· -ые гла- гласные (γλωσ.) συνδετικά φωνήεντα (μεταξύ λέ- λέξεων). 2 (γραμμ.) συμπλεκτικός· - СОЮЗ συ- συμπλεκτικός σύνδεσμος. соединить р.σ.μ. 1 συνδέω, (συν)ενώνω· - провода συνδέω τα καλώδια· - МОСТОМ συνδέω με γέφυρα· - СИЛЫ συνενώνω τις δυνάμεις. II συναρμολογώ. II μτφ. συνάπτω· - браком συν- συνδέω με γάμο. 2 συνδυάζω· - теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη· - храб- храбрость С хладнокровием συνδυάζω τη γενναιό- γενναιότητα με την ψυχραιμία. 3 (χημ.) ενώνω·- ΒΟ- ДОрОД С кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο. II αναμειγνύω, ανακατώνω· - краски χάνω συνδυασμό χρωμάτων. II -СЯ 1 συνδέομαι, (συν)ενώνομαι· концы верёвки -лись οι ά- άκρες της τριχιάς ενώθηκαν - телефоном συν- συνδέομαι με τηλέφωνο· - браком συνδέομαι με γάμο. II συναρμολογούμαι. 2 συνδυάζομαι* Β нём -лись разнородные способности σ' αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες. 3 (χημ.) ενώνομαι. соединять(ся) ρ.δ. βλ. соединйть(ся). сожаление, -я ουδ. ι λύπη, θλίψη·- ο προ- шёдшем θλίψη για το παρελθόν: горькие -я πικρές θλίψεις. 2 συμπόνοια, λύπηση· ευσπλα- ευσπλαχνία· ψυχοπόνια· οίκτος· возбудить - κινώ (προξενώ) τον οίκτο· ощущать - αισθάνομαι οίκτο, συμπονώ· без' -Я χωρίς οίκτο, αλύπητα, достойный -я (είναι) αξιολύπητος· выражать своё - εκφράζω τη λύπη μου. II εχφρ. К -ГО δυστυχώς· К моему -Ю προς μεγάλη μου λύπη. Сожалеть, -ею, -ёеШЬ р.δ. 1 λυπούμαι· - Ο Напрасно потерянном времени λυπούμαι για τον αδικοχαμένο χρόνο· Очень -, ЧТО нам не уда- ЛОСЬ повидаться λυπούμαι πολύ, που δε μπο- μπορέσαμε να ιδωθούμε. 2 ευσπλαχνίζομαι, λυ- λυπούμαι, συμπονώ, ψυχοπονώ. СОЖжёние, -Я ουδ. κάψιμο, καύση, πυρπόλη- πυρπόληση, παράδοση στο πυρ· предавать -Ю παραδί- παραδίδω στο πυρ, καίω, πυρπολώ. Сожитель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. συγκάτοικος, ένοικος. II (παλ.) αυτός που ζει εξώγαμα. II ο σύζυγος, η σύζυγος. сожительство, -а ουδ. 1 η συγκατοίκηση. 2 συμβίωση (με γυναίκα) сожительствовать, -ствуга, -ствуешь р.σ. 1 συγκατοικώ, συνοικώ. 2 συζώ (με γυναίκα). сожрать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СО- жранный, βρ: -жран -а к. -а, -о βλ. жрать. созваниваться р.δ. βλ. созвониться. созвать, созову, созовёшь, παρλθ. χρ. со- созвал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СО- званный, βρ: -ван, -а κ. -а, -о р.σ.μ. 1 (προσ)καλώ· - гостей προσκαλώ φιλοξενούμε- φιλοξενούμενους· - друзей προσκαλώ τους φίλους. 2 συ- συγκαλώ· - парламент συγκαλώ τη Βουλή·- ΚΟΗ- сйлиум врачей συγκαλώ συμβούλιο γιατρών. Созвездие, -Я ουδ. 1 αστερισμός. 2 μτφ. ο- ομάδα εξεχουσών φυσιογνωμιών* τα αστέρια. СОЗВОНИТЬСЯ, -НЮСЬ, -НЙШЬСЯ р.σ. τηλεφω- τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο· -нйтйсь со мной по те- телефону πάρτε με τηλέφωνο. Созвучие, -Я ουδ. 1 (μουσ.) συνήχηση· συμ- συμφωνία. 2 (φιλγ.) συνήχηση στίχων, το ομοιο- τέλευτον. 3 εσωτερική ομοιότητα, συσχέτηση* σύμπτωση, ταυτότητα γνωρισμάτων, ιδιοτήτων. Созвучно επίρ. συνηχητικά, με συνήχηση. СОЗВУЧНОСТЬ, -И θ. συνήχηση. Созвучный επ., βρ: -чен, -чна, -чно συνη- χητικός. создавать(ся) ρ.δ. βλ. создать(ся). создание, -я ουδ. 1 κατασκευή· - атомного ледокола κατασκευή ατομικού παγοθραυστικού. II δημιουργία· ДЛЯ -Я впечатления για δημι- δημιουργία εντύπωσης. 2 το δημιούργημα. 3 το πλάσμα, το ον. создатель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. 1 δημιουρ- δημιουργός· πλάστης, πλαστουργός· ποιητής. 2 (θρησκ.) θεός (δημιουργός). создать, -дам, -дашь, -даст, -дадим-, -да- -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. создал, -ла, -ло·, προστκ. создай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. создан- созданный, βρ: -дан, -а к. -а, -о р.σ.μ. 1 δημι- δημιουργώ, φτιάχνω, κάνω* κατασκευάζω· - инду- индустрию φτιάχνω βιομηχανία· - новую машину κατασκευάζω καινούρια μηχανή· - ПОЙму φτιά- φτιάχνω ποίημα· - симфонию (μουσ.) φτιάχνω συμ- συμφωνία. 2 ιδρύω, συγκροτώ* - партию ιδρύω
соз 487 ООН κόμμα· - кружок ιδρύω όμιλο. II κάνω· ~ шум κάνω θόρυβο. 2 δημιουργώ· συνθέτω·καθορίζω· - условия для работы δημιουργώ συνθήκες για εργασία· - затруднения δημιουργώ-δυσκολίες. II εκφρ. быть созданным друг для друга εί- είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον (πο- (πολύ ταιριασμένο αντρόγυνο). |ί -СЯ δημιουρ- δημιουργούμαι, γίνομαι· εμφανίζομαι, προβάλλομαι. созерцание, -Я ουδ. 1 θέα, θεωρία, θώρη- μα, παρατήρηση· κοίταγμα· ενατένιση. II (φιλοσ) αρχική αντίληψη· γνώση ή αίσθηση (απο παρα- παρατήρηση) . Созерцатель, -Я α. 1 θεατής, παρατηρητής. 2 νοητής, διορατικός. Созерцательность, -и θ. 1 παρατήρηση· ε- ενατένιση· ιθέα, θώρημα. 2 θωρητικότητα· πα- παθητικότητα, παθητική θεώρηση της πραγματι- πραγματικότητας. созерцательный επ., βρ: -лен, -льна, -о. 1 παρατηρητικός· - ум παρατηρητικό μυαλό. 2 ονειροπόλος, φαντασιώδης. Созерцать ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος) θεωρώ, θω- θωρώ, κοιτάζω, βλέπω· παρατηρώ· (εν)ατενίζω.ΙΙ θεωρούμαι, παρατηρούμαι. Созидание, -Я ουδ. (γραπ. λόγος) δημιουρ- δημιουργία. Созидательный επ. δημιουργικός· ~ труд η δημιουργική δουλειά. СОЗИДатЬ(СЯ) р.δ. (γραπ. λόγος) βλ. С03- давать(ся). сознавать, -знаю, -знаешь, προστκ. созна- сознавай, επιρ. μτχ. сознавая р.δ.μ. 1 καταλα- καταλαβαίνω, κατανοώ· αναγνωρίζω, παραδέχομαι· СВОЮ вину παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου· - опасность έχω επίγνωση του κινδύνου. 2 αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, κα- καταλαβαίνω· больной ничего не -знает о άρ- άρρωστος τίποτε δεν καταλαβαίνει. II εκφρ. себя (παλ.) αισθάνομαι. II -СЯ αναγνωρίζω, παραδέχομαι· - В своей вине παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου· - В своём бес- СЙЛИИ παραδέχομαι την αδυναμία μου. сознание, -Я ουδ. 1 συνείδηση· συναίσθη- συναίσθηση· быть без -Я είμαι αναίσθητος· - долга συναίσθηση του καθήκοντος· классовое - τα- ταξική συνείδηση· рост политического -я άνο- άνοδος της πολιτικής συνείδησης. 2 (φιλοσ. κ. ψυχολ.) συνείδηση, το συνειδός· - есть фун- функция мозга η συνείδηση είναι λειτουργία του μυαλού· первичность материи и вторйчность -Я το πρωταρχικό είναι η ύλη και δευτερεύον η συνείδηση· бытиё определяет - η ζωή (οι κοινωνικές συνθήκες) καθορίζουν τη συνείδη- συνείδηση· общественное - κοινωνική συνείδηση· пе- пережитки капитализма в -и людей καπιταλιστι- καπιταλιστικά υπολείμματα στη συνείδηση των ανθρώπων. 3 (παλ.) παραδοχή, αναγνώριση. II το λογικό. 4 οι αισθήσεις· потерять - χάνω τις αισθή- αισθήσεις· к больному возвратилось - ο ασθενής ανέκτησε τις αισθήσεις. II βκφρ. ДО потери -Я μέχρι απώλειας των αισθήσεων ЖИТЬ в -И διατηρούμαι στη μνήμη, δεν ξεχνιέμαι. Сознательно επίρ. συνειδητά· σκόπιμα· με επίγνωση· ευσυνείδητα. сознательность, -и θ. συνείδηση· - дейст- действий συνείδηση των ενεργειών. II σκοπιμότητα. сознательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно$ συνειδητός· - поступок συνειδητή πράξη· -ая дисциплина συνειδητή πειθαρχία. II λογι- λογικός· человек - существо ~ое о άνθρωπος εί- είναι λογικό ον. II σκόπιμος, προμελετημένος. сознать(ся) ρ.σ. βλ. сознавать(ся). созорничать р.σ. βλ. озорничать. созоровать, -рую, -руешь р.σ. (απλ.) βλ. озорничать. созревание, -я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) ωρί- ωρίμανση· - ПЛОДОВ ωρίμανση των καρπών - МЫСЛИ ωρίμανση της σκέψης. II γίνωμα, τελική μορ- μορφή (επιδιωκόμενης κατάστασης)· - вина то γί- γίνωμα του κρασιού· - бетона το σφίξιμο του τσιμέντου. созревать р.δ. βλ. созреть. Созрелый επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) παλ. ώριμος. созреть, -ею, -ёешь р.σ. Τ (κυρλξ. к. μτφ.) ωριμάζω· ПЛОДЫ -ЛИ οι *αρποί ωρίμασαν та- лант его -ел το ταλέντο του ωρίμασε· идея ~ла η ιδέα ωρίμασε. 2 γίνομαι, φτάνω στο απαιτούμενο όριο· ВИНО -Л0 το κρασί έγινε. созыв, -а α. σύγκληση· - съезда партии η σύγκληση του συνεδρίου του κόμματος. Созывать ρ.δ. βλ. созвать. II -ся συγκα- συγκαλούμαι. соизволение, -я ουδ. (παλ.) βλ. позволение. СОИЗВОЛИТЬ ρ.σ. (παλ.) ευαρεστούμαι* α- αξιώνομαι. СОИЗВОЛЯТЬ ρ.δ. βλ. СОИЗВОЛИТЬ. СОИЗГНанник, -а α. συνεξόριστός. соизмеримость, -и θ. δυνατότητα σύγκρισης, παραβολής, συμμέτρησης. соизмеримый επ., $ρ: -рйм, -а, -о δυνάμε- δυνάμενος να συγκριθεί, παραβλητός, σύμμετρος. II μτφ. συγκρινόμενος· ~ые понятия συγκρινόμε- συγκρινόμενες έννοιες. соизмерить ρ.σ.μ. συγκρίνω, παραβάλλω , συμμετρώ. соизмерять р.δ.μ. βλ. соизмерить. II -ся συγκρίνομαι, παραβάλλομαι, συμμετριέμαι. соискание, -Я ουδ. διεκδίκηση· επιδίωξη· διαγωνισμός· - учёной степени διαγωνισμός για αναγνώριση ως επιστήμονα· выдвинуть Κ0- ΙΌ-Η. на ~ премии προτείνω (υποδείχνω) κά- κάποιον γιά το βραβείο.
сои 488 сок Соискатель, -Я а., -НИЦа, -Ы θ. υποψήφι- υποψήφιος, ανταγωνιστής, συναγωνιστής· διαγωνιζό- διαγωνιζόμενος· - премии υποψήφιος για το βραβείο. , соискательство, -а ουδ. βλ. соискание. ООЙка, -и θ. είδος σπίνου. сойти, сойду, сойдёшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -ШЛО, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. СОЙДЯ ρ.σ, 1 κατεβαίνω, κατέρχομαι· - С лестницы κατεβαίνω απο τη σκάλα* - С горы κατεβαίνω απο το βουνό* С лошади κατεβαίνω απο το άλογο, αφ ιππεύω, ζεκαβαλικεύω, ζεπεζεύω. 2 (για νύ.χτα, σκο- σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. II (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω. 3 βγαίνω, εξέρχομαι· - С авто- автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) απο το λεωφορείο. 4 μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ· - С тротуара на мостовую περνώ απο το πεζοδρόμιο στο λι^- θόστρωτο· - С дороги βγαίνω απο το δρόμο· поезд -шёл С рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε· шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε απο τον τροχό. 5 λιώνω· снег -Шёл С полей το χιόνι σηκώθηκε απο τα χωράφια; |[ πέφτω· краска -шла η μπογιά βγήκε· НОГОТЬ -шёл το νύχι βγήκε (έπεσε). II (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω. 6 διεξάγομαι, γίνομαι, εξε- εξελίσσομαι· πηγαίνω· всё -шло как нельзя луч- лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο. II περνώ, γίνομαι δεκτός* надо ещё поправить, ХОТЯ И так -Дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορ- διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει. II απρόσ. сойдёт πηγαίνει, είναι δεκτό, υπο- υποφερτό. 7 μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκ- εκλαμβάνω. II εκφρ. - С пути βγαίνω απο το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό). II -СЬ 1 συνα- συναντιέμαι, ανταμώνομαι. II ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω* συγκλίνω. 2 συνέρχομαι, συναθροί- συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι. 3 συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. II τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις. 4 ται- ταιριάζω· συμπίπτω· - ВО вкусах ταιριάζομε στα γούστα· не - характерами δε\> τανριάζομε στο χαρακτήρα· показания свидетелей -лйсь ' οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν наши мы- мысли -ЛЙСЬ οι σκέψεις μας συνέπεσαν. 5 συμ- συμφωνώ· - В цене συμφωνούμε στη τιμή. 6 πη- πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνο'ΐκά· дело -ЛОСЬ η υπόθεση πήγε καλά. сок, -а (-у), προθτ. о соке, в соку α. 1 χυμός· - дерева ο χυμός του δέντρου* Яб- ЛОЧНЫЙ - χυμός μήλου· апельсиновый - χυ- χυμός πορτοκαλιού. II το υγρό (έκκριμα)· же- желудочный - το γαστρικό υγρό. 2 μτφ. (παλ.) κάθε τι εκλε,κτό, η κρέμα. II μτφ. η ουσία,το ουσιώδες, το κύριο, το βασικό, το ζουμί. 3 δεψικό διάλυμα. II εκφρ. -И земли η υγρασία και οι θρεπτικές ουσίες της γης γιαταφυτά· В (СЭМОМ, ПОЛНОМ) -у στην'ακμή των σωματι- σωματικών δυνάμεων выжимать (жать, тянуть, со- сосать κ.τ.τ.) - ή -И ξεζουμίζω, ξεψαχνίζω,α- ξεψαχνίζω,αφαιμάσσω, εκμυζώ, απομυζώ (εξαντλώ). СОКОВЫЙ κ. СОКОВОЙ επ. 1 του χυμού· -ая пора о καιρός της μεγάλης κυκλοφορίας του χυμού των δέντρων* СОКОВЫЙ завод εργοστάσιο παρασκευής χυμών. II δεψικός, με δεψικό διά- διάλυμα (γινόμενος). СОКОДВИЖёние, -Я ουδ. κυκλοφορία των χυ- χυμών των δέντρων. ν СОКОЛ, ~а α. 1 γεράκι. II μτφ. αεροπόρος. II άντρας γενναίος, παλικάρι. II εκφρ. ГОЛ как сокол πάμφτωχος, θεόφτωχος* смотреть -ом κοιτάζω σαν το γεράκι. соколёнок, -нка, πλθ. -лята, -лят α. γε- ρακόπουλο, γερακάκι. СОКОЛИЙ, ~ЬЯ, -ье επ. 1 του γερακιού* -ье крыло φτερούγα γερακιού. II (παλ.) με τη βο- βοήθεια του γερακιού· -ЬЯ охота με κυνήγι με γεράκι. 2 γερακάτος, γερακοειδής. СОКОЛИК, -а α. 1 (χα'ΐδ.) γερακάκι. 2 πα- λικαράκι, τολμηρός νεανίας. СОКОЛИНЫЙ επ. 1 βλ. СОКОЛИЙ. 2 ουσ. πλθ. ~ые τα γερακοειδή. СОКОЛИХа, -И θ. η γερακίνα. СОКОЛИЦа, -Ы θ. (λαϊκή πβίηση) γερακίνα. СОКОЛОК, -лка α. το μπροστινό μέρος του στηθαίου οστού των ζώων. СОКОЛЬНИК, -а α. ο εξασκών γεράκια για κυνήγι πουλιών. СОКОЛЬНИЧИЙ, -его α. βογιάρος κυνηγός με γεράκια. СОКООТЖИМалка, -И θ. συσκευή εξαγωγής χυ- χυμού. СОКраТИМОСТЬ, -И θ. δυνατότητα απλοποίη- απλοποίησης, το απλοποιήσιμο. II συσταλκτικότητα. Сократимый επ., βρ: -тйм, -а, -О (μαθ.) α- πλοποιήσιμος, απλοποιούμενος· -ые числа οι απλοποιούμενοι αριθμοί. сократить, -ащу,-атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сокращённый, -щён, -щена, -щено р.σ.μ. I συντομεύω, βραχύνω, κονταίνω* περικόπτω, κόβω* - путь συντομεύω το δρόμο· - статью περικόπτω το άρθρο. || σχηματίζω αρκτικόλε- αρκτικόλεξα, ή συντετμημένα ή βραχυγραφίες λέξεων ή σύνθετες συντομογραφίες. 2 μειώνω, ελαττώ- ελαττώνω, λιγοστεύω* περιορίζω* - расходы περιο- περιορίζω τα έξοδα· - армию μειώνω την αριθμη- αριθμητική δύναμη του στρατού. 3 απολύω απο τη δουλειά (λόγω περιορισμού εργατικής δύναμης ή προσωπικού). 4 (απλ.) χαλιναγωγώ, περιο- περιορίζω, δεσμεύω, συγκρατώ. 5 (μαθ.) απλοποιώ. II -ОЯ 1 συντομεύομαι, βραχύνομαι, κονταίνω,
сок 489 СОЛ μικραίνω· расстояние -ЛОСЬ η απόσταση μί- μίκραινε· ДНИ -лись οι μέρες μίκραιναν. 2 μει- μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω. 3 συστέλ- ομαι, μαζεύω (για υφάσματα, όργανα του σώ- σώματος). 4 (μαθ.) απλοποιούμαι. сокращать(ся) ρ.δ. βλ. сократить(ся). Сокращение, -Я ουδ. 1 συντόμευση, βράχυν- βράχυνση, κόνταιμα· περικοπή, κόψιμο· - пути συ- συντόμευση του δρόμου. 2 μείωση, ελάττωση, λ ι- γόστεμα· περιορισμός· - вооружений ελάττω- ελάττωση των εξοπλισμών. 3 απόλυση απο την εργα- εργασία ή υπηρεσία (λόγω περιορισμού της εργα- εργατικής δύναμης ή του προσωπικού). 4 συστολή· - МЫШЦ συστολή των μυών. 5 (μαθ.) απλοποί- απλοποίηση· - дроби απλοποίηση κλάσματος. 6 περι- περικοπή, κόψιμο· перевод Статьи С -ЯМИ μετά- μετάφραση του άρθρου με περικοπές. 7 σύντμηση λέξης. сокращённо επίρ. σύντομα, συνοπτικά . Сокращённый επ. απο μτχ. σύντομος, συνο- συνοπτικός, βραχύς. II μειωμένος, ελαττωμένος. II συντετμημένος· ~ое СЛОВО συντετμημένη λέξη. сокровенный επ. -вён, -вённа, -вённо μύ- μύχιος, ενδόμυχος· κρυφός· μυστικός· -ые мыс- мысли κρυφές σκέψεις· -ое желание κρυφός καη- καημός· -ые чувства κρυφά αισθήματα. сокровище, -а ουδ. 1 πλθ. -а θησαυρός (χρήματα, πολύτιμα αντικείμενα). 2 πλούτος (γης, θάλασσας, δασών). 3 μτφ. πλούτος· -а мировой культуры οι θησαυροί του παγκόσμι- παγκόσμιου πολιτισμού· -а душевной красоты θησαυ- θησαυροί ψυχικής ομορφιάς. II εκφρ. НИ за какие ~а με κανένα τρόπο, ούτε με κανένα θησαυ- θησαυρό. · СОКрОВИЩНИЦа, -Ы θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) θη- θησαυροφυλάκιο. Сокрушать р.δ.μ. 1 γκρεμίζω, συντρίβω, κα- καταστρέφω· - вражеские укрепления καταστρέ- καταστρέφω τα εχθρικά οχυρά. II .μτφ. εξουθενώνω· ε- εξευτελίζω. 2 μτφ. γκρεμίζω· συντρίβω ψυχι- ψυχικά. II -СЯ 1 καταστρέφομαι. 2 μτφ. συντρίβο- συντρίβομαι ψυχικά· θλίβομαι· πικραίνομαι. сокрушение, -Я ουδ. 1 καταστροφή·, συντρι- συντριβή· - корабля συντριβή πλοίου· - врага συντριβή του εχθρού. II μτφ. εξουθένηση· ε- ξευτέλιση. 2 μτφ. συντριβή (ψυχής, καρδιάς), θλίψη, πίκρα. сокрушённый επ. απο μτχ. συντριμμένος,πι- συντριμμένος,πικραμένος, θλιμμένος. сокрушительность, -И θ. συντριπτικότητα. сокрушительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно 1 συντριπτικός, καταστροφικός, ολέθριος· удар συντριπτικό χτύπημα. 2 μτφ. συγκλονι- συγκλονιστικός, συνταρακτικός. сокрушить, -шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сокрушённый, βρ: -шён, -шена, -шено р. • σ. βλ. сокрушать. сокрытие, -я ουδ. (γραπ. λόγος) βλ,,скры- βλ,,скрытие. СОКРЫТЫЙ επ. απο μτχ, κρυφός, μυστικός. оокрыть(оя) ρ.σ. (παλ.) βλ. скрыть(ся). СОКурСНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. φοιτητής, -τρία τρυ αυτού έτους σπουδών. солгать р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СОЛ- ганный, βρ: -ган, -а, -о βλ. лгать. солдат, ~а α., γεν. πλθ. солдат α. στρα- στρατιώτης, φαντάρος· служить В -ах υπηρετώ στρατιώτης· брать (ВЗЯТЬ) В -Ы παίρνω στρα- στρατιώτη. солдатик, -а α. 1 στρατιωτάκι, φανταράκι. 2 επίρ. -ом όρθια, σε όρθια στάση. солдатка, -И θ. η σύζυγος του στρατιώτη. Солдатня, ~ά θ. (,αβρσ.) απλ. η φανταρία. солдатский επ. στρατιωτικός, φανταρϊστι- κος. || εχφρ. -ое сукно ύφασμα στρατιωτικής χλαίνης. солдатство, -а ουδ. 1 (παλ.) βλ. солдат- солдатчина. 2 (αθρσ.) η φανταρία, οι στρατιώτες. солдатчина, -Ы θ. (παλ. κ., απλ.) η στρα- στρατιωτική θητεία. солдафон, ~а α. καραβάνας· σακαράκας, χα- τζάρας. солдафонский επ. του καραβάνα, σακαράκι- κος· -ое поведение σακαράκικη συμπεριφορά. СОЛДафОНСТВО, -а ουδΓ διαγωγή, συμπεριφο- συμπεριφορά καραβάνα, σακαράκικη. Солевар, -а α. αλατουργός, αλατοποιός (με βράσιμο αρμυρού νερού). солеварение, -Я ουδ. αλατοποιΐα (με βρά- βράσιμο αρμυρού νερού). солеваренный к. солеварный επ. του αλα- ϊΐού (απο βρασμό). Солеварня, -И θ. αλατουργείο (με βρασμό αρμυρού νερού). СОЛвВОЙ επ. αλατώδης, αλατούχος. солевыносливый επ., βρ: -лив, -а, -О ευ- ευδόκιμων σε αλατώδη εδάφη (για φυτά). соледобывание, -Я ουδ. η εξαγωγή αλατιού. соледобывающий επ. 1 αλατοφόρος· - район αλατοφόρα περιοχή. 2 της εξαγωγής αλατιού. Солелюбивый επ., βρ: -бив, -а, -О (για φυ- φυτά) που αγαπά το αλάτι (ευδοκιμεί σε αλα- τούχα εδάφη). Солемер, -а α. αλατόμετρο. соление, -Я ουδ. 1 αλάτισμα. 2 πάστωμα. *СОЛенОИД, ~а α. (φυσ., τεχ.) σωληνίσκος με περιέλιξη συρματαγωγού. СОЛёнОСТЬ, -И θ. αρμυρότητα, αρμυράδα. солёный επ., βρ: солон, солона, солоно. 1 αρμυρός· -ые озёра αρμυρές λίμνες· - СТО αρ- αρμυρή σούπα· немного - υφάλμυρος· очень πολύ αρμυρός. II αλατώδης. 2 αλατισμένος· πα-
СОЛ 490 СОЛ ΰτωμένός, αλατιστός, αλίπαστος· -ые рыбы α- αλατισμένα ή παστωμένα ψάρια· -ые огурцы α- αλατισμένα (τουρσί) αγγουράκια. 3 εξυπνοα- πρεπής· - анекдот εζυπνοαπρεπές ανέκδοτο. 4 ως κατηγ. είναι δυσάρεστος, καταθλιπτι- καταθλιπτικός, βαρύς. оолёнье, -я ουδ. βλ. соление. солеразработки, -ток πλθ. αλατορυχείο ή αλατουργείο (αλατοποιείο). солестойкий επ. βλ. солевыносливый. *СОЛвА, -и θ. ο σολέας. .Солидаризация, -И θ. αλληλεγγύη. солидаризироваться, -руюсь, -руешься р.δ. к.σ. (γραπ. λόγος) τάσσομαι αλληλέγγυος. солидаризоваться, -зуюсь, -зуешься р.δ.к. σ. (γραπ. λόγος) βλ. солидаризироваться. ООЛИДарно επίρ. αλληλέγγυα, •солидарность, -И θ. αλληλεγγύη· Β знак -И σε' ένδε ιζη αλληλεγγύης· стачка -И απεργία» αλ- αλληλεγγύης· международная - διεθνής αλληλεγ- αλληλεγγύη. ]| (νομ.) κοινή ενοχή, το αλληλέγγυο. солидарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 αλληλέγγυος· ομόφωνος, σύμφωνος· -ое обяза- обязательство αλληλέγγυα υποχρέωση· я -рен с до- докладчиком είμαι σύμφωνος με τον εισηγητή.2 κοινός αμοιβαίος· -ая ответственность συνυ- συνυπευθυνότητα. ООЛИДНИчаТЬ ρ.δ. κρατώ σταθερή στάση. СОЛИДНО επίρ. στέρεα, σταθερά, ακλόνητα, ατράνταχτα. СОЛИДНОСТЬ, -И θ. στερεότητα, σταθερότη- σταθερότητα. II εμμονή. *ООЛИДНЫЙ επ., -ден, -дна, -дно. 1 στέρε- στέρεος, γερός, ακλόνητος* πάγιος· σταθερός. 2 σοβαρός, σπουδαίος· εμβριθής. II σημαντικός, σημαίνων. 3 εύρωστος, ρωμαλέος· στιβαρός. Д μεσήλικος, μεσόκοπος· человек -ого возраста μεσόκοπος άντρας· - возраст η μέση ηλι- ηλικία. 5 σημαντικός, υπολογίσιμος· σεβαστός· -ая сумма денег σεβαστό ποσό χρημάτων. СОЛИДОЛ, -а α. το γράσο. СОЛИЛЬНЫЙ επ. του αλατίσματος· για αλά- αλάτισμα. Солильщик, ~а α. αλατιστής. *СОЛИПСЙ8М, -а α. υποκειμενισμός, υποκει- υποκειμενικός ιδεαλισμός. СОЛИПСИСТ, ~а α. υποκειμενιστής. солипсический επ. υποκειμενικός* -ая фи- философия υποκειμενική φιλοσοφία. ООЯИровахь* -рую, -руещь р.6.к.σ. εκτελώ σόλο* είμαι σολίστας. *СОЛИСТ, -а α., -ка, -и θ. σολίστας. *ООЛИТер, -а α. διαμάντι μονόδετο, μονόπε- τρα δαμαντιού. *ООЛИТёр, -а α. ταινία (σκουλήκι) του εντέ- εντέρου. СОЛИТЬ, солю, солишь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. соленный, βρ: -лен, -а, -О р.δ. 1 μ. αλατί- αλατίζω, ρίχνω αλάτι' - Суп αλατίζω τη σούπα. 2 παστώνω* - рыбу παστώνω τα ψάρια. 3 μτφ. βάζω σε μπελιάδες, σκοτούρες, ανοίγω δου- λιές, προξενώ δυσάρεστα. II -СЯ 1 αλατίζο- αλατίζομαι. 2 παστώνομαι. солка, -и θ. βλ. соление. солнечно ως κατηγ. είναι (έχει) λιακάδα· сегодня - σήμερα είναι λιακάδα. солнечный επ. 1 ηλιακός· -ая ПОГОДД ηλι- ηλιοφάνεια· -ая система ηλιακό σύστημα·- свет ηλιακό φως· -ая энергия ηλιακή ενέργεια -ое затемнение έκλειψη του ήλιου* -ые ванны η- λιόλουτρο. 2 ευήλιος, ηλιόλουστος, ηλιοστά- λακτος, ηλιοφώτιστος· -ая комната ευήλιο δωμάτιο· - день ηλιόλουστη μέρα. 3 μτφ. εύ- χαρος, πρόσχαρος, ευφρόσυνος, άσμενος. II εκφρ - удар ηλίαση, ηλιοπληξία, σειρίαση· -ые часы το ηλιακό ωρολόγι· -ое сплетение το ηλιακό πλέγμα· -ая погода καιρός αίθρι- αίθριος, με ηλιοφάνεια. СОЛНОПёК, -а α. (παλ. κ. απλ.) βλ. СОЛН- цепёк. солнце, ~а α. 1 ο ήλιος· вращение Земли Вокруг Солнца περ ιστροφή της γης γύρω απο τον ήλιο· ВОСХОД солнца ανατολή του ήλιου· заход -а δύση του ήλιου* затмение -а έκλει- έκλειψη του ήλιου· сушить на - ζιίραίνω στον ή- ήλιο· греться на - ζεσταίνομαι στον ήλιο, λιά- λιάζομαι. || εκφρ. ДО ~а πριν την ανατολή του ήλιου,πριν να βγει (ανατείλει) ο ήλιος· ИДТИ По -у πηγαίνω (παροσανατολίζομαι) με τον ή- ήλιο. солнцеворот, -а α. (λκ.) βλ.солнцестояние солнцезащитный επ. προστατευτικός απο το δυνατό φως του ήλιου· -ые ОЧКИ ματογυάλια απο τον ήλιο. Солнцепёк, -а α. (η)λιόκαμα, λιοπύρι. Солнцестояние, -Я ουδ. ηλιοστάσιο, τροπή· зимнее - χειμερινό ηλιοστάσιο· летнее - θε- θερινό ηλιοστάσιο. СОЛНЫШКО, -а ουδ. ο ηλιακός. *СОЛО ουδ. άκλ. μονωδία, σόλο, II επίρ. μό- μόνος, ένας, μονάχος. соловей, -ВЬЯ α. (κυρλξ. κ. μτφ.) το αηδόνι. II εκιρρ. петь (заливаться, разливаться)-вьём μιλώ με τόνο και ευγλωττία, κελαηδώ. соловейко, -а, πλθ. -вейки, -вёек, -вёйкж α. αηδονάκι. СОЛОВеть р.δ. απλ. (για μάτια) γίνομαι άτονος, χαλαρός, αμυδρός, χωρίς ζωηράδα. II (για άνθρωπο) χαυνώνω. ООЛОвушка, -И θ. αηδονάκι. СОЛОВЫЙ1 επ. (για χρώμα αλόγου) ζανθότρι- χος, λευκοπυρότριχος· - КОНЬ λευκοπυρότρι-
СОЛ 491 сом χο άλογο (αλιτζές). СОЛОВЫЙ2 επ. (απλ.) άτονος, χαλαρός, αμυ- αμυδρός, ξεψυχισμένος (για μάτια). II (για άν- άνθρωπο)· χαΰνος, νωθρός, αποκοιμισμένος. СОЛОВЬИНЫЙ επ. του αηδονιοΰ· αηδονίσιος. ООЛОВЬВХа, -И θ. η αηδόνα. СОЛОД, -а (~у) α. η βύνη. СОЛ0Д&ШЙ επ. της βύνης. СОЛОДИТЬ, -ложу, -ЛОДИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соложённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.δ. μ. μουσκεύω για να βγάλει φύτρες. II -СЯ μουσκεύω. СОЛОДКа, -И θ. γλυκόρριζα, γιάμπολη. СОЛОДКОВЫЙ επ. της γιάμπολης· - корень βλ. солодка. СОЛОДОВЫЙ επ. της βύνης, απο βύνη. ООЛОЖение, -Я ουδ. μούσκεμα των σπόρων για να βγάλουν φύτρες. 'солома, -и θ. το άχυρο· ржаная - βρυζά- χυρα· рисовая - ρυζάχυρα. СОЛОМвННЫЙ επ. αχύρινος, αχυρένιος· ψάθι- ψάθινος· -ая крыша αχυροσκεπή· -ая пляпа ψάθι- ψάθινο καπέλο, το ψαθάκι. II αχυρόχρωμος. II εχφρ. -ая ВДОВа η ζωντοχήρα. ООЛОМИНа, -Ы θ. ένα άχυρο- μια καλαμιά. ООЛОМИНКа, -И θ. το αχυράκι. II εκφρ. хва- таться за -у πιάνομαι απο μια τρίχα (για να σωθώ). СОЛОМИСТЫЙ επ. καλαμώδης. II αχυρανάμικτος· ~ корм ζωοτροφή αχυρανάμικτη. СОЛОМИТ, ~а α. αχύρινο θερμομονωτικό υ- υλικό. ООЛОМКа, -И θ. αχυράκι. II το στέλεχος του λιναριού ή του κανναβιού. II το ξυλαράκι του σπίρτου. СОЛОМОрвЗКа, -И θ. μηχανή αχυροκοπτική. СОЛОМОТРЯС, -а α. το κόσκινο της αλωνι- αλωνιστικής μηχανής. СОЛОНвЦ, -НЦа α. 1 έδαφος αλατούχο.2 λί- λίμνη ή πηγή αρμυρή. СОЛОНИНа, -Ы θ. παστωμένο κρέας, παστουρ- παστουρμάς. СОЛОНИННЫЙ επ. του παστουρμά. солоница, -ы θ. (απλ.) βλ. солонка. СОЛОНКа, -И θ. αλατιέρα. СОЛОНО 1 επίρ. αρμυρά. 2 μτφ. έξυπνα. 3 μτφ. δυσάρεστα. 4 ωί κατηγ. είναι αρμυρό· - прийтись ή достаться την πληρώνω αρμυρά(α- αρμυρά(ακριβά). СОЛОНЦеваТООТЬ, -И θ. η περιεκτικότητα α- αλάτων στο έδαφος. солонцеватый επ., βρ: -ват, -а, -о αλα- τοϋχος· -Ые ПОЧВЫ αλατούχα εδάφη. солончак, -а α. έδαφος αλατούχο. ООЛОНЧакОВЫЙ επ. αλατοϋχος· αρμυρός· -ая почва αλατοΰχο έδαφος. II με αλατούχα εδά- εδάφη· -ая степь πεδιάδα με αλατούχα εδάφη. Ц που ευδοκιμεί σε αλατούχα εδάφη· -ые растё- НИЯ φυτά αλατούχων εδαφών. СОЛЬ1, -и, γεν. πλθ.-ёй θ. 1 αλάτι· сыпать' - ρίχνω αλάτι· крупная - χοντρό αλάτι· мел- кая - ψιλό αλάτι· столовая - τριμμένο (ψι- (ψιλό) αλάτι· кухонная - αλάτι μαγειρικό (χο- τρό)· суп без -И σούπα ανάλατη· - земли ο- ορυκτό αλάτι. 2 μτφ. εξυπνάδα, λεπτότητα λό- λόγου, πνεύματος. 3 μτφ. το κύριο (βασικό)νό- (βασικό)νόημα, η ουσία· η σημασία. II εκφρ. глауберо- глауберова - αλάτ ι Γκλάουμπερ (νάτριο θειϊκό)· МНО- МНОГО ή пуд, куль -и съели С НИМ φάγαμε ψωμί κι αλάτι μ' αυτόν (ζήσαμε πολύν καιρό μαζί μ' αυτόν). ♦соль2ои6. άκλ. (μουσ.) το σολ. ♦СОЛЬДО ουδ. άκλ. σόλδι (ιταλικό νόμισμα). сольный επ. μονωδιακός· -ое пение μονωδία, «сольфеджио κ. сольфеджо ουδ. άκλ. (μουσ} το σολφέζ. сольфеджировать, -рую, -руешь р.δ.(μουσ.) τραγουδώ μελωδία σολφέζ. II -СЯ εκτελούμαι σαν σολφέζ. ООЛЬЦа, -Ы θ. αλατάκι. СОЛЯНКа1, -И θ. φυτά αλατούχων εδαφών. солянка2 βλ. селянка2 СОЛЯНКОВЫЙ επ. του αλατούχου εδάφους· ~ые растения φυτά αλατοΰχου εδάφους. СОЛЯНОЙ επ. αλάτινος/II αλατούχος. II αλα- τοφόρος· - район αλατοφορα περιοχή. II του αλατιού· -ая мельница μύλος αλατιού· -8Я КОПЬ αλατωρυχείο. соляный επ: -ая кислота υδροχλωρικό οξύ. соляр, ~а α. κ. солярка, -и θ. ακάθαρτο πετρέλαιο. ♦соляризация, -И θ. ηλίαση, ηλιόλουτρο. *СОЛЯриЙ, -Я α. εγκατάσταση για ηλιόλουτρο. солярка βλ. соляр. ♦солярный επ. ηλιακός, του ήλιου· -ые куль- культы древний Сирии η λατρεία του ήλιου στην αρχαία Συρία. Соляровый επ: -ое масло ακάθαρτο πετρέ- πετρέλαιο. СОМ, -а α. σίλουρος, γλάνι, γουλιανός. ♦соматический επ. σωματικός· ~ие болезни σωματικές ασθένειες (μη ψυχικές), ♦соматология, -И θ. σωματολογία·. ♦сомбреро ουδ. άκλ. σκιάδα, ψάθα, ψάθινο καπέλο. сомкнутость,-и θ. πυκνότητα· - насаждений η πυκνότητα των φυτειών - строя η πυκνότη- πυκνότητα της σύνταξης (στίχων, ζυγών). сомкнутый επ. απο μτχ. πυκνός· -ые кроны πυκνά φυλλώματα· -Ые Насаждения πυκνές φυ- φυτείες· - строй πυκνή σύνταξη. Сомкнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ.
сом 492 сон сомкнушй., 9ρ·. -щт, -е., -о ρ.α.ν·. 1 νω, συγκλε'ινω· - Ножки циркуля κλείνω τα σκέλη του διαβήτη. II πυκνώνω· - РЯДЫ πυκνώ- πυκνώνω τις γραμμές ή τάζεις. II συνδυάζω· συν- συνδέω. 2 συνάπτω, ενώνω, κλείνω· - веки κλεί- κλείνω τα βλέφαρα· - рот κλείνω το στόμα. II εκφρ. не - глаза δεν κλείνω μάτι (αγρυπνώ). II -СЯ 1 κλείνομαι. 2 πυκνώνω κλπ. ρ,ενεργ.φ. II εκφρ. -ЙСЬ (στρατ. παράγγελμα) πυκνώστε ή πυκνωθείτε. сомлеть, -ею, -ёешь р.σ. (παλ. κ. απλ.). 1 αδυνατίζω, εξασθενίζω, αποκάμνω. 2 λιποθυ- λιποθυμώ, λιποψυ ώ, λιγσθυμώ. сомнамбул, -а α. κ. Сомнамбула, -Ы Θ.1 υ- υπνοβάτης, -ισσα, νυχτοβάτης, -ισσα.2 (παλ.) ο εύκολα υπνωτιζόμενος. ♦сомнамбулизм, -а α. υπνοβασία, νυκτοβασία. II (παλ.) υπνωτισμός (κατάσταση). Сомнамбулический επ. υπνοβατικός. ООМНвВаТЬОЯ, ρ. δ. αμφιβάλλω· - В успех αμφιβάλλω για την επιτυχία· - В её ИСТИННО- ИСТИННОСТИ αμφιβάλλω για την ειλκρίνειά της. II δι- διστάζω, έχω ενδοιασμούς. II εκφρ. не -вайся μην αμφιβάλλεις (μείνε ήσυχος). сомнение, -я ουδ. 1 αμφιβολία· вызывать -Я γεννώ αμφιβολίες· не оставлять ~ий δεν αφήνω αμφιβολίες· Нет никакого -Я δεν υπάρ- υπάρχει καμιά αμφιβολία. 2 δισταγμός, ενδοια- ενδοιασμός. II εκφρ. без -Я к. вне -Я χωρίς αμφι- αμφιβολία, αναμφίβολα? без всякого -я κ. вне ВСЯКОГО -Я χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, εκτός πάσης αμφιβολίας. сомнительно 1 επίρ. αμφίβολα· διστακτικά. 2 ως κατηγ. είναι αμφίβολο. СОМНИТеЛЬНОСТЬ, -И θ. αμφιβολία, το αμφί- αμφίβολο· - успеха το αμφίβολο της επιτυχίας. сомнительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. I αμφίβολος, μη πιστικός. 2 διφορούμενος, διπλός, διττός· -ые случаи правописания δι- διφορούμενες περιπτώσεις ορθογραφίας. 3 ύπο- ύποπτος· человек с ~ым прошлым άνθρωπος αμφί- αμφίβολου παρελθόντος· иметь -ые знакомства έχω ύποπτες γνωριμίες. СОМНОХИТель, -Я α. (μαθ.) ο παράγοντας. СОМОВИЙ επ. του σίλουρου, του γουλιανοΰ* - ЛОВ η αλιεία του γουλιανού· - крючок α- αγκίστρι για γουλιανούς. СОМОВИНа, -Ы θ. το κρέας του γουλιανού. СОМОВЫЙ επ. του σίλουρου, του γουλιανού. II για γουλιανό· - крючок αγκίστρι για γου- λιανοΰς. II απο γουλιανό· - суп σούπα απο γουλιανό. II ουσ. πλθ. -ые τα αιλουροειδή. сон, сна α. 1 ύπνος· пробудиться ото сна ξυπνώ απο τον ύπνο· СПОКОЙНЫЙ - ήσυχος (ή- (ήρεμος) ύπνος· неспокойный - το κακοΰπνι· меня КЛОНИТ ко сну μού 'ρχεται νύστα· кре- - ?>α,θ\>ς νκνος· я - ночерял μοΰ 'φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)· погрузиться В - βυθί- βυθίζομαι στον ύπνο· со сна ничего я не расслы- расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα· ВЙ- дить во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)· ОТОЙТИ ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ). II νάρκη. 2 όνειρο· страшный - τρομακτικό όνειρο· толковать сны εξηγώ το όνειρα· ве- верить в сны πιστεύω στα όνειρα. II ονειρο- ονειροφαντασία· всё ЭТО - όλ' αυτά είναι ονειρο- ονειροφαντασίες. II εκφρ. приятного сна (ευχή) κα- καλόν ύπνο· сквозь - (слышать, чувствовать σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συ- συγκεχυμένα· спать (заснуть, уснуть) вечным СНОМ κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο· спать СНОМ праведника (праведных)κοιμούμαι μακάρια·вос- μακάρια·восстать (воспрянуть) ото сна σηκώνομαι απο τον ύπνο· ни сном ни духом не виноват είμαι τελείως αθώος· ни сном ни духом не знать δε γνωρίζω, (δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι · сна ни В одном глазу нет δε νυστάζω καθόλου. Сонаниматель, -я α. συνενοικιαστής. сонаследник, -а α., ~ца, -ы θ. συγκληρο- συγκληρονόμος, -α. сонаследование, -Я ουδ. συγκληρονομία. сонаследовать, -дую, -дуешь р.δ.κ.σ. με δοτ. συγκληρονομώ. *соната, ~Ы θ. (μουσ.) η· σονάτα. *Сонатина, -Ы θ. μικρή σονάτα. сонатный επ. της σονάτας. *СОНет, -а α. σονέτο, δεκατετράστιχο ποί- ποίημα. '''СОНётка, -И θ. κουδουνάκι δωματίου (για κάλεσμα). сонетный επ. της σονέτας. ©Знливец, -вца α., -вица, -ы θ. νυσταλέ- νυσταλέος, -α. СОНЛИВОСТЬ, -И θ. νύστα, νύσταγμα, υπνη- υπνηλία, γλάρα, -ρωμα. СОНЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -о υπναλέος, νυσταλέος· -ое выражение лица υπναλέα έκ- έκφραση του προσώπου. СОНМ, -а α. (γραπ. λόγος) μεγάλη ομάδα ή παρέα· Целый ~ гостей μεγάλη παρέα φιλοξε- φιλοξενούμενων. II πλήθος, μάζα, σωρεία. II εκφρ. причислить К -у συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέ- συγκαταλέγω, συνυπολογίζω. СОНМИЩе, -а ουδ. (γραπ. λόγος) πλήθος, σω- σωρεία· ορμαθός· μάζα. СОННИК, ~а α. ονειροκρίτης (βιβλίο). СОННОСТЬ, -И θ. νύστα, υπνηλία. СОННЫЙ επ, 1 του ύπνου· В -ом состоянии σε κατάσταση ύπνου. II στον ύπνο· -ые грёзы όνειρα, ονειροπολήματα, ονειροφαντασίες· - бред παραμίλημα στον ύπνο. 2 αποκοιμισμένος.
ООН 493 соо II μτφ. νωθρός, νωχελής, οκνός, χαϋνος. 3 μαχμουρλής, -ιδικός, υπνώδης, αγουροξυπνη- αγουροξυπνημένος. || υπναλέος, νυσταλέος· - ВИД νυστα- νυσταλέα όψη. 4- υπνογόνος, υπνοφόρος· υπνωτι- υπνωτικός· -ые порошки σκονάκια υπνωτικά. II εκφρ. -ые артерии οι καρωτίδες αρτηρίες. *сонорный επ: -ые согласные (γλωσ.) σύμ- σύμφωνα ηχηρά - γλωσσικά (υγρά), ρινικά: λ,ρ, μ, ν. ООНуля, -И α.κ.θ. βλ. СОНЯ A σημ.). СОНЬ, ~И θ. (ποιητ.) ΰπνος· ησυχία, γαλή- γαλήνη, ηρεμία. СОНЯ, -И α.к.θ. 1 υπναράς, -ρού. 2 μυω- ξός, τρωκτικό θηλαστικό. ОООбражать р.δ. 1 μ. αντιλαμβάνομαι, εν- εννοώ, καταλαβαίνω, πιάνω με τη σκέψη. II απει- χάζω, μαντεύω. 2 μ. βάζω με το νου μου, σκέ- σκέπτομαι, διαλογίζομαι· κρίνω. 3 μ. (παλ.) α- αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω. II -СЯ (παλ.) παίρνω υπ' όψη· - с обстоятельства- обстоятельствами λαβαίνω υπ' όψη τις περιστάσεις. II α- αντιστοιχώ, ανταποκρίνομαι. Соображение, -Я ουδ. 1 αντίληψη, σύλληψη του νοήματος. 2 σκέψη, συλλογισμός· κρίση· поступать без -я ενεργώ (πράττω) απερίσκε- απερίσκεπτα. 3 υπολογισμός· по -ям тактики κατά τους υπολογισμούς της τακτικής ή έχοντας υπόψη την τακτική· ПО педагогическим -ЯМ κατά την παιδαγωγική, με βάση την παιδαγω- κή. 4 (παλ.) σύγκριση, αντιπαραβολή. II εκφρ. принять (взять) в - παίρνω υπόψη· из опре- определённых -ИЙ για λόγους σκοπιμότητας. Сообразительность, -И θ. αντίληψη, το α- ντιληπτικόν, ικανότητα ή δύναμη αντίληψης. сообразительный επ., βρ: -лен, -льна, -о αντιληπτικός, που αντιλαμβάνεται ευχερώς. сообразигь(ся) ρ.σ. βλ. соображать(ся). сообразно επ'ιρ. σύμφωνα· - духом закона σύμφωνα με το πμεύμα του νόμου. II κατά· Обстоятельствам κατά τις περιστάσεις. СООбразноСТЬ, -И θ. 1 συμφωνία, αναλογία, αντιστοιχία. 2 σκοπιμότητα. сообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно. 1 σύμφωνος, αντίστοιχος, ανάλογος· ·» С духом закона σύμφωνος με το πνεύμα του νόμου· - С статей σύμφωνος με το άρθρο. 2 (παλ.) σκό- σκόπιμος. II εκφρ. ни с чем не ~ είναι ακατα- ακατανόητος. сообразовать, -зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сообразованный, βρ: -ван, -а, -о φέρω σε αντιστοιχία, κανονίζω· - расходы С Доходами κανονίζω τα έξοδα με τα έσοδα. II -СЯ 1 αντιστοιχώ, συμφωνώ. 2 συμμορφώνο- συμμορφώνομαι· προσαρμόζομαι· - с местными условиями προσαρμόζομαι στις τοπικές συνθήκες. сообразовнвать(ся) ρ.δ. βλ. сообразовать- (ся). сообща επίρ. απο κοινού, μαζί* действо- действовать - δρω απο κοινού. сообщать ρ.δ. βλ. сообщить. II -ся 1 βλ. Сообщиться. 2 επικοινωνώ· συγκοινωνώ.3 συν- συνδέομαι, σχετίζομαι, συναναστρέφομαι· είμαι κοινωνικός. Сообщающийся επ. απο μτχ. συγκοινωνών * -иеся сосуды (φυσ.) τα οτυγκοινωμούντα αγ- αγγεία. Сообщение, -Я ουδ. 1 ανακοίνωση· - ТАСС ανακοίνωση του ΤΑΣΣ. - тайных сведений α- ανακοίνωση μυστικών πληροφοριών. 2 είδηση· Последние -я с фронта οι τελευταίες ειδή- ειδήσεις απο το μέτωπο. II έκθεση· εισήγηση. 3 επικοινωνία· телефонное ~ τηλεφωνική επικοι- επικοινωνία. II συγκοινωνία· пути -я συγκοινωνια- συγκοινωνιακές αρτηρίες· морское - θαλάσσια συγκοινω- συγκοινωνία· речное - ποτάμια συγκοινωνία· желез- железнодорожное - σιδηροδρομική συγκοινωνία. Сообщество, -а ουδ. 1 κοινότητα· ЖИТЬ Не В одиночку, а -ОМ ζω όχι μεμονωμένα, αλλά ο- ομαδικά (στην κολλεχτίβα). 2 ομάδα κακοποι- κακοποιών, σπείρα, συμμορία. 3 κοινοβιότητα, κοι- κοινωνία· - пчёл η κοινωνία των μελισσών· В -β απο κοινού, μαζί. Сообщительность, -И θ. (παλ.) κοινωνικό- κοινωνικότητα. сообщительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно (παλ.)· βλ. общительный*. сообщить, ~щу, -ЩИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сообщённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ.μ. 1 γνωστοποιώ, κοινοποιώ· πληροφορώ· ειδοποιώ, μεταδίνω· μεταλαμπαδεύω. 3 προσδίνω· - же- лёзу магнитные свойства προσδίνω στο σίδερο μαγνητικές ιδιότητες. II -ОЯ μεταδίνομαι· •болезнь матери -лась детям η ασθένεια της μάνας μεταδόθηκε στα παιδιά· железу -ЛИСЬ магнитные свойства στο σίδερο μεταδόθηκαν μαγνητικές ιδιότητες. сообщник, -а α., -ца, ~Ы θ. συνεργός, συμ- συμμέτοχος. Сообщнический επ. συνένοχος, συμμέτοχος, συναίτιος. СООбЩНИЧвОТВО, ~а ουδ. συνενοχή,συνεργία. СООРУДИТЬ, -ужу, -удЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сооружённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. οικοδομώ, χτίζω, ανεγείρω. II φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, μαστορεύω. II ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω. II οργανώνω. сооружать ρ.δ. βλ. СООРУДИТЬ. II -ОЯ οικο- οικοδομούμαι, χτίζομαι, ανεγείρομαι κλπ. ρ.μ. сооружение, ~Я ουδ. 1 οικοδόμηση, χτίσι- χτίσιμο, ανέγερση. 2 έργο· оборонительное - α- αμυντικά έργα· ирригационные -я αρδευτικά έρ- έργα. II κατασκεύασμα.
соо 494 ООП соответственно 1 επίρ. αντίστοιχα, ανά- ανάλογα· когда получу инструкцию, тогда ·.- и ПОСТушпЬ όταν θα πάρω οδηγίες, τότε θα πρά- πράξω ανάλογα. 2 πρόθ. κατά (σύμφωνα)· ПОСТУ- ПОСТУПИТЬ - СВОИМ убеждениям πράττω κατά τις πε- πεποιθήσεις μου. 3 επίσης, καθώς και· фрукто- вые деревья, - и прочие культурные расте- растения, требуют ухода τα οπωροφόρα δέντρα κα- καθώς και τ' άλλα καλλιεργήσιμα φυτά θέλουν περιποίηση. II εχφρ. - С ... σύμφωνα με... ооответс1ввннн4 επ., βο: -вен, -венна, -о 1 με δοτ. (γραπ. λόγος) αντίστοιχος· ανάλο- ανάλογος. II κατάλληλος, πρόσφορος* που αρμόζει, που ταιριάζει. ОООТВвТСТВие, -Я ουδ. αντιστοιχία- αναλο- αναλογία· συνταύτιση· - производительныйх отно- отношений характеру производительных сил αντι- αντιστοιχία των παραγωγικών σχέσεων με τις πα- παραγωγικές δυνάμεις. II σχέση· приводить В -и συσχετίζω, ταιριάζω. II βκφρ. в -И С... σύμ- σύμφωνα με... соответствовать, -ствуга, -ствуешь, μτχ. ενστ. соответствующий р.δ. με δοτ. αντι- αντιστοιχώ, ταιριάζω, συμπίπτω· ανταποκρίνομαι· одно не -ствует другому το ένα δεν ταιριά- ταιριάζει με το άλλο (δεν συνταιριάζουν)· - сво- своему назначению, своей цели ανταποκρίνομαι στον προορισμό μου, στο σκοπό μου· ОООТВетсТВупциЙ επ. ото μτχ. αντίστοιχος, ανάλογος· принять ~ие меры παίρνω τα ανά- ανάλογα μέτρα. ОООТВеТЧИК, ~а α., -ца, -Ы θ. συνυπεύθυ- συνυπεύθυνος, -П. СООхёчеоХВенНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. συμπα- συμπατριώτης, -ισσα. ΟΟΟΤΗβΟΤΖ ρ.σ.μ. "συσχετίζω· - два ПОНЯТИЯ συσχετίζω δυο έννοιες. II -СЯ συσχετίζομαι. ОООТНООВТельноОТЬ, -и θ. συσχέτιση· - ПО- ПОНЯТИЙ συσχέτιση εννοιών. соотносительный επ., -лен, -льна, -льно; συσχετικός· αλληλένδετος. ооотноойть(ся) ρ.δ. βλ. соотнести(сь). . соотношение, -я ουδ. συσχέτιση· - классо- классовых СИЛ συσχέτιση ταξικών δυνάμεων· - СПро- са И предложения συσχετισμός της ζήτησης και προσφοράς. ооотчиЕ, -а α. (παλ.) βλ. соотечественник. оопёлка, -и θ. βλ. сопель. ООПель, -и θ. βλ. είδος φλογέρας. ООПенае, -Я ουδ. ρουθοΰνι,σμα* φύσημα. сопереживание,/-Я ουδ*. δοκιμασία μαζί με άλλον, συνδοκιμασία. II συγκίνηση, συναίσθη- συναίσθηση. сопереживать ρ.δ. 1 συνυποφέρω, περνώ δο- δοκιμασίες μαζί με άλλον, άλλους. 2 υποφέρω соперник, ~а α., -ца, -Ы θ. 1 αντίπαλος, -η, ανταγωνιστής. II αντίζηλος· αντεραστής. 2 μτφ. ισάξιος, ισότιμος. Соперничать ρ.δ. αμιλλωμαι, ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, αντιπαλεύω. соперничество, ~а ουό. άμιλλα, ανταγωνι- ανταγωνισμός, συναγωνισμός. II αντιζηλία. сопеть, -плю, -пишь р.δ. 1 ρουθουνίζω, μουθουν'ιζω, φυσώ, σφυρίζω ελαφρά· - НОСОМ σφυρίζει η μύτη μου. 2 παίζω τη φλογέρα. сопка, -и θ. βουναλάκί χωνοειδέςκ. στρογ- στρογγυλό. II υφα'ιστειο μικρό. ооплемённик, -а α., -ца, -ы θ. ομόφυλος, ~η, της αυτής φυλής· ομοεθνής. ооплемённый επ. ομόφυλος. СОПЛИВЫЙ επ., βρ: -ЛИВ, -а, -О. 1 μιξιά- ρικος· μυξιάρης· - НОС μιξιάρικη μύτη·- ре- бёНОК μυξιάρικο παιδάκι. 2 μτφ. (απλ.) μι- μικρός, άπειρος, ατζαμής, αξέβγαλτος. СОПЛО ουδ. άκλ. (τεχ.) ακροφϋσιο φυσητή- ρα, σωλήνα, το μπεκ. СОПЛОВОЙ к. СОПЛОВЫЙ εΐ(. του ακροφύσι,ου. соплодие, -я ουδ. συγκαρπία. • СОПЛЯ, ~й, πλθ. СОПЛИ, -ей θ. 1 μύξα, ρι- ρινική βλέννα. II σταγόνα μύξας. 2 παιδαρέλι. 3 (χυδ.) άνθρωπος τιποτένιος, λέτσος, προ- στυχάντζα. II εκφρ. -ей перешибёшь άνθρωπος κάτισχνος, σκετσίρος, τσίχλα· τελείως εξα- εξασθενημένος· -и распускать α) αφήνω να τρέ- τρέχουν οι μύξες, β) δείχνω λιγοψυχιά· μυξσ- κλαίω, μεμψιμοιρώ. СОПЛЯК, -а α. (απλ.) 1 μυξιάρικο παιδάκι. 2 (περιφρ.) παιδαρέλι. Ц νεαρός, άπει,ρος,α- τζαμής. Соподчинение, -Я ουδ. 1 υποταγή, υπαγωγή πολλών σε έναν. 2 (γραμμ.) υπόταξη (πολλών προτάσεων σε ένα μέλος της κύριας πρότασης). соподчинённый επ. απο μτχ: ~ые предложе- предложения υποτακτικές προτάσεις (δυο και περισσό- τερς προτάσεις υποταγμένες στο ίδιο μέλος της κύριας πρότασης). соподчинительный επ. συνυποτακτικός. СОПОДЧИНИТЬ ρ.σ.μ. με δοτ. 1 (γραπ. λόγος) υποτάσσω, υπάγω (πολλούς, σε έναν). СОПОДЧИНЯТЬ ρ.δ. βλ. СОПОДЧИНИТЬ. || -СЯ (για πολλούς) υποτάσσομαι σε έναν. Сопоставимость, -И θ. δυνατόρητα αντιπα- αντιπαραβολής, αντιπαράθεσης, σύγκρισης, συσχέ- συσχέτισης. сопоставимый επ., βρ: -вим, -а, -о παρα- βλητός, δυνάμενος να συγκριθεί. СОПООТавихЬ, -ВЛЮ, -вшь р.σ.μ. αντιπαρα- αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, συσχετίζω. II -СЯ αντιπαραθέτομαι, αντιπαραβάλλομαι, συ- συγκρίνομαι, συσχετίζομαι. Сопоставление, -Я ουδ. αντιπαράθεση, αντί-
сод 495 παραβολή, συσχέτιση. оопоотавлять(оя) р.б. βλ. сопоставить(ся). соправитель, -я α. συνδιοικητής. СОГфаЫЫЫЙ επ. υψίφωνος* ~ая ария υψίφωνη άρ ια. * сопрано ουδ. άκλ. σοπράνο. II τραγουδί- τραγουδίστρια υψίφωνη. || (μουσ.) η πρώτη φωνή. сопранновый επ. βλ. сопранный. сопревать, -ает р.δ. βλ. сопреть. СопредельноОТЬ, -И θ. συνόρευση, γειτνία- γειτνίαση· το παραπλήσιο. " сопредельный επ., βρ: -лен, ~льна, -льно; (γραπ. λόγος) όμορος, συνοριακός, μεθορια- μεθοριακός* γειτονικός, παραπλήσιος. ООПрёлыЙ επ. σάπιος, σαπισμένος* σαπρός. сопреть, -ёет р.σ. σαπίζω, σήπομαι. Соприкасаться ρ.δ. εφάπτομαι, εγγίζω. II γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω. II μτφ. εγ- εγγίζω τα όρια* его героизм -ется с безумием 0 ηρωισμός του εγγίζει τα όρια της παραφρο- παραφροσύνης. 4 (·ΤΦ· συσχετίζομαι, συνδέομαι, έχω συνάφεια. 5 μτφ. επικοινωνώ, έρχομαι σε ε- επικοινωνία* συναντιέμαι* приходится - сраз- НЫМИ ЛЮДЬМИ συμβαίνει να επικοινωνώ με διά- διάφορους ανθρώπους. ООПрикоСВОВенив, -Я ουδ. 1 γειτνίαση* συ- συν όρευση. 2 (στρατ.) λήψη επαφής (με τον ε- εχθρό). 3 μτφ. < επαφή, επικοινωνία. II εκφρ. ТОЧКИ -Я σημεία επαφής. ооприкаонуться р.σ. βλ. соприкасаться. ООПричаОТНООТЬ, -И θ. (γραπ. λόγος) συμ-г μετοχή. сопричастный επ., βρ: -тен, -тна, ~тно* συμμέτοχος. сопроводитель, -я α., -ница, ~ы θ. ο, η συνοδός. Сопроводительный επ. συνοδευτικός* παρα- πομπός. II συναποστελλόμενος· ~ое ПИСЬМО συ- συνοδευτική επιστολή. II ουσ. -ая συνοδευτι- συνοδευτική επιστολή. сопроводить ρ.σ.μ. βλ. соптовождать. Сопровождать р.δ.μ. 1 συνοδεύω, συμπο- συμπορεύομαι, συνακολουθώ. || φρουρώ συνοδεύοντας. 2 ξεπροβοδίζω, ξεβγάζω, χατευοδώνω.' II μτφ. χρησιμοποιώ* ~ речь жестами χρησιμοποιώ στο λόγο χειρονομίες. II έχω σαν επακόλουθο* ЛИ- хорадка -еТСЯ бредом υψηλός πυρετός συνο- συνοδευόμενος με παραμίλημα* грипп -аЮТ осло- осложнения τη γρίπη συνοδεύουν επιπλοκές. II (μουσ.) ακομπανιάρω. II συνυποβάλλω* - за- ЯВЛение справкой υποβάλλω συνημμένα με την αίτηση και βεβαίωση (πιστοποιητικό). II -ОЯ 1 συνοδεύομαι* ДОЖДЬ -лея грозой η βροχή συνοδεύονταν με αστραπόβροντα. 2 έχω σαν επακόλουθο* грипп -ется осложнениями η γρί- γρίπη συνοδεύεται με επιπλοκές. II είμαι εφο- οορ διασμένος· книга -ется коментариями το βι- βιβλίο συνοδεύεται με σχόλια. 2 συνοδεύομαι, συνακολουθούμαι, ООПрОВОЖДаЩИЙ επ. απο μτχ. συνοδός. · Сопровождение, -я ουδ. συνοδεία, ακολου- ακολουθία (για ασφάλεια), παραπομπή, κονβόγιο. II εκφρ. в -И με συνοδεία* без -я χωρίς συνο- συνοδεία. сопромат, -а α. (сопротивление материа- материалов) αντοχή υλικών. сопротивление, -я ουδ. 1 αντίσταση'- про- противника η αντίσταση του αντίπαλου* - орга- организма ядам η αντίδραση του οργανισμού στα δηλητήρια* электрическое - ηλεκτρική αντί- αντίσταση* движение националышго -я το κίνημα εθνικής αντίστασης* оказывать - προβάλλω α- αντίσταση* встречать - συναντώ αντίσταση*без -я χωρίς αντίσταση* сломить - врага σπάζω την αντίσταση του εχθρού. 2 εναντίωση-αντί- εναντίωση-αντίδραση. СОПрОТИВЛЯеМОСТЬ, -И θ. ανθεκτικότητα, α- αντοχή. Сопротивляться ρ.δ. 1 αντιστέκομαι, ανθί- ανθίσταμαι* - натиску врага αντιστέκομαι στην ισχυρή πίεση του εχθρού. II αντιτίθεμαι, α- αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι* αντιπαλεύω. 2 (φυσ.) αντιδρώ. Оопрягать р.δ.μ. 1 (γραπ. λόγος) συνδέω, ενώνω, συνταιριάζω. 2 (τεχ.) συναρμολογώ.II -СЯ 1 συνδέομαι, ενώνομαι. 2 συναρμολογού- συναρμολογούμαι. Сопряжение, -Я ουδ. 1 σύνδεση, ένωση. 2 (τεχ.) συναρμολόγηση. оопряжённооть, -и θ. βλ. сопряжение. Сопряжённой επ. απο μτχ. συνδεμένος* έτο -ό с большими затруднениями αυτό συνεπάγε- συνεπάγεται μεγάλες δυσκολίες. II (μαθ., φυσ., τεχ.) συζυγής, ενωμένος. сопрячь ρ.σ. βλ. сопрягать A σημ.). сопутствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ. ι συνοδεύω. 2 μτφ. συμβαδίζω* ακολουθώ* ему во всём -ствует удача παντού τον ακολουθεί επιτυχία, σ' όλα έχει επιτυχία. . ООПуТОТвущиЙ επ. απο μτχ. συνοδευτικός, συνοδός, συνακόλου θος. Οορ, -а (ту) α. σκουπίδια, σκύβαλα* под- подмести - σαρώνω, σκουπίζω* .вымести - из ком- комнаты πετώ τα σκουπίδια απο το δωμάτιο. II μτφ. άχρηστα πράγματα. II не ВЫНОСИТЬ -а ИЗ избы τα εν οίκω μη εν δήμω. Соразмерить, р.σ. εξισώνω, ισοφαρίζω, ι- ισοζυγίζω,, ισοσκελίζω, συμψηφίζω, τα φέρνω ί- σια-ίσια* επιφέρω ισομέρεια. Соразмерно επίρ. ισομερώς* ανάλογα, ισο- ισομετρικά. Соразмерность, -И θ. ισομέρεια* αναλογία,
сор 496 сор αντιστοιχία, συσχέτιση. соразмерный επ., βρ: -рен, -рна, ~рно ι- ισομερής· ισομεγέθης· συμμετρικός* ανάλογος, соразмерять р..δ. βλ. соразмерить. Я —ся εξισώνομαι, ισοφαρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ΟΟρόΖΗΒΚ, -а α. συμπολεμιστής- συναγωνι- συναγωνιστής· συμμαχητής. II στενός συνεργάτης. СОрванвЦ, -нца α. μεγάλο ζιζάνιο, δαιμό- δαιμόνιο, διαβολόπαιδο, κακόπαιδο. ООрванный επ. απο μτχ. (για φωνή) βρα- βραχνός, βραχνιασμένος· χαλασμένος. сорвать ρ.σ.μ.. 1 κόβω, δρέπω· - цветы κό- κόβω λουλούδια· - Яблоки κόβω μήλα (απο τη μηλιά). 2 αποσπώ· βγάζω με απότομη κίνηση·- дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα-· · - шапку βγάζω απότομα τη σκούφια. II παίρνω, παρασύ- παρασύρω. II γρατσουνίζω· ξεγδέρνω. II χαλνώ, βλά- βλάπτω. II ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση· - урок χαλνώ το μάθημα· дело χαλνώ την υπόθεση· - планы поджигате- поджигателей ВОЁНЫ χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών του πολέμου. 4 μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επι- επιμονής· - почелуй αποσπώ φιλί. "II αρπάζω. 5 ξεσπώ· - ЗЛО на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά. II εκφρ. ~ банк (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)· ~ голову (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά· - ГОЛОС (ГОрЛО глотку) μου κόβεται η φωνή κα- κατά το τραγούδι· - аплодисменты αποσπώ τα χειροκροτήματα· - завесу ή Покров ξεσκεπά- πάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω. II -ОЯ 1 απο- σπώμαι· κόβομαι· пуговица -лась το κουμπί κόπηκε. II αποδεσμεύομαι, λύνομαι· собака -лась С цепи το σκυλί λύθηκε απο την αλυσί- αλυσίδα. 2 αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. II (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. II μτφ. αλλάζω. 3 δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή. 4 ξεπετιέμαι απο τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. Η (απλ.) φεύγω· το σκάζω· давай -емся отсюда εμπρός να φύγομε απ' εδώ. 5 αντηχώ, αντιλαλώ. II προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. II μου ξεφεύγει (λόγος, λέξη). 6 φθείρομαι, χαλνώ· резьба -лась η έλικα χάλασε. 7 ματαιώνο- ματαιώνομαι, σπαραλιάζω· ανατρέπομαι, θ αποτυχαίνω· дело *лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπα- περίπατο)· - на экзамене αποτυχαίνω στις εξετά- εξετάσεις. II εκφρ. ГОЛОС ~ЛСЯ η φωνή κόπηκε (έ- (έσπασε)· как (будто, словно) с цепи ή с при- привязи ~ЛСЯ σαν το σκυλί που έκοψε την αλυ- αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά). сорвиголова, ~ы, αιτ. -голову, πλθ. сор- сорвиголовы, -лов, ~ам α.κ.θ. παράτολμος, α- πόκοτος, αψηφισιάρης, πολύ ριψοκίνδυνος. соргани8овать(оя) ρ.σ. βλ. организовать- (ся). сорганжзовнвать(ся) р.δ. βλ. организовать- (ся). *сорго ουδ. άκλ. το σόργο. СОРГОВЫЙ επ. του σόργου. Соревнование, -Я ουδ. 1 άμιλλα· συναγωνι- συναγωνισμός· социалистическое - σοσιαλιστική άμιλ- άμιλλα· Вызвать на - καλώ σε άμιλλα. 2 πλθ. ' -Я (αθλτ.) οι αγώνες· -я по плаванию κολυμβυ- τικοί αγώνες. соревнователь, -я α: член - υποψήφιος για μόνιμος καθηγητής (μερικών ιδρυμάτων). ооревновать, -ную, -нуешь р.δ. (παλ.) ε- επιδίδομαι με ζήλο. II -0Я 1 αμιλλώμαι, συνα- συναγωνίζομαι. 2 (αθλτ.) αγωνίζομαι. соригинальничать р.σ. βλ. оригинальничать. сориентироваться ρ.σ. βλ*,ориентироваться. соринка, -и θ. σκουπιδάκι, ψίχαλο, τσάχα- λο· В глаз попала - στο μάτι πήγε τσάχαλο. Π μτφ. ελάχιστη, μια σταλιά, μια ψίχα. Сорить, сорю, соришь р.δ. 1 κάνω σκουπί- σκουπίδια· λερώνω. 2 μτφ. σπαταλώ· - Деньги σπα- σπαταλώ τα χρήματα. οόρΗΟ απρόσ. ως κατηγ. είναι σκουπίδια ή λερωμένο. СОРНОСТЬ, -И θ. ύπαρξη σκουπιδιών. сорный επ. 1 του σκουπιδιού, των σκουπι- σκουπιδιών -ая куча σωρός σκουπιδιών· - ящик το σκουπιδοκούτι, σκουπιδοτενεκές· ~ая яма о σκουπιδόλακκος, το σκουπιδαριό. II που περι- περιέχει ξένες ύλες (ακαθαρσίες). II γεμάτος ζι- ζιζάνια· -ое Поле χωράφι γεμάτο ζιζάνια. II εκφρ. -8Я трава τα ζιζάνια (χόρτα)· -ые растения φυτά-ζιζάνια. Сорняк, -а α. ζιζάνιο, αγριόχορτο. сородич, -а α. βλ. родственник. || ομο- ομογενής. || ομόφυλος· ομοεθνής. СОРОК, -а (αριθμητικό)· ο αριθμός 40. II σαράντα (ποσό)· - лет σαράντα χρόνια· - ру- рублей σαράντα ρούβλια. II εκφρ. - Сороков (παλ.) πάρα πολλοί, πολύ μεγάλος αριθμός. ΟΟρόΚλΊ ~И θ. 1 κίσσα η μακρόουρη, καρα- καρακάξα. 2 φλύαρος, ~η· κουτσομπόλης, -α. II εκφρ. - на хвосте принесла (για ειδήσεις ή πληροφορίες) άγνωστο απο που προήρθε, τρέ- χα-γύρευε ποιος την έφερε? заладила -Якова (ОДНО про ВСЯКОВО) κοπανώ τα ίδια και τα ί- ίδια· как (точно) ~ на колу вертеться (кру- (крутиться) στριφογυρίζω σαν την κωλοσούσα (εί- (είμαι ανησύχαστος, αεικίνητος, ασταμάτητος). сорока* -И θ. είδος παλαιού γυναικείου κα- καπέλου . Сорокалетие, -Я ουδ. τεσσαρακονταετία, σα- σαραντάχρονα. сорокалетний, -яя, -ее επ. σαραντάχρονος. II ουσ. ο σαραντάρης, η σαραντάρα. сороковины, -вин πλθ. (διαλκ.) βλ. соро- сорочины.
сор 497 000 сороковка, -И θ. (παλ.) μποκάλι περιεκτι- περιεκτικότητας 25 τ°υ γκ.ουβά. II* σανίδα πάχους 40 χιλιοστών. СОРОКОВОЙ (αριθ. τακτικό) τεσσαρακοστός* - номер τεσσαρακοστός αριθμός· -ая годов- годовщина τεσσαρακοστή επέτειος· - год το τεσ- τεσσαρακοστό έτος. сороконожка, -и θ. η σκολόπεντρα, σαρα- σαρανταποδαρούσα. Сорокопут, ~а α. κολλυρίονας (πτηνό). сорокоуст, -а α. (εκκλσ.) το σαρανταλεί- τουργο. сором, -а α. (παλ. κ. απλ.) βλ. срам. СорОМНЫЙ επ. ξεδιάντροπος, αναίσχυντος. Сорочечный επ. του πουκάμισου* για πουκά- πουκάμισο* ~ая ткань ύφασμα για πουκάμισο. сорочий, ~ья, -ье επ. της καρακάξας* ~ьи яйца αυγά καρακάξας* ~ье гнездо καρακαξο- φωλιά. СОРОЧИНЫ, -ЧШ πλθ. (παλ.) το μνημόσυνο στις σαράντα (μέρες). сорочка, ~И θ. πουκάμισο? ночная - γυναι- γυναικεία νυχτικιά. II βλ. рубашка B σημ.). II εκφρ. сердечная - το περικάρδιο. сорт, -а, πλθ. сорта α. 1 ποιότητα* мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας* чай Первого ~а τσάι πρώτης ποιότητας* ОДНОГО -а της αυτής (ίδιας) ποιότητας. II είδος*-а плательных тканей είδη υφασμάτων για γυ- γυναικεία ενδύματα* разные -а διάφορα είδη.2 ποικιλλία* - пшеницы ποικιλλία σιταριού* - винограда ποικιλλία σταφυλιού. 3 χαρακτή- χαρακτήρας* ПИСЬМО Такого -а γράμμα τέτοιου χαρα- χαρακτήρα (περιεχομένου). II εκφρ. первый - πρώ- πρώτη ποιότητα (εξαιρετικός, υπέροχος). *СортамвНТ, -а α. τύπος, τυποποιημένο υλι- υλικό (εμπόρευμα). II (αθρσ.) τα είδη. ♦сортимент, -а α. βλ. сортамент. *Сортир, ~а α. (απλ.) απόπατος. Сортировальный επ. της ταξινόμησης. Сортирование, -Я ουδ. ταξινόμηση ποιοτική. сортировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сортированный, βρ: -ван, -а, -о ταξινο- ταξινομώ κατά ποιότητα. II μτφ, χωρίζω κατά κατη- κατηγορίες* ~ лвдёй χωρίζω τους ανθρώπους σε κατηγορίες. II -СЯ ταξινομούμαι. оортировка, -и θ. 1 βλ. сортирование. 2 μηχανή ταξινόμησης. сортировочный επ. 1 της ταξινόμησης,.2 ουσ. -ая θ. α) χώρος ταξινόμησης, β) σταθμός τα- ταξινόμησης. II εχφρ. -ая станция σταθμός τα- ταξινόμησης. сортировщик, -а α., -ца, -ы θ. 1 ο ταξι- νόμος. 2 μηχανή ταξινόμησης. СОРТНОСТЬ, -И θ. ποιότητα. II ανώτερη ποι- ποιότητα. Сортный επ. ποιοτικός, της ποιότητας. II ανώτερης ποιότητας. Сортовой επ. ποιοτικός, καθορισμένης ποι- ποιότητας. II του είδους ή της ποικιλλίας'. II εκφρ. -ое ВИНО κρασί απο ορισμένη ποικιλ- ποικιλλία σταφυλιών. СортоиСПНТОНИе, -Я ουδ. έλεγχος ποικιλλι- ών σε πειραματικό κήπο. Оортосмена, ~Ы θ. εναλλαγή ποικιλλιών των φυτών. СОС επιφ. 303 (σήμα κινδύνου). Сосание, -я ουδ. βύζαγμα, θήλασμα. II εκ- μύζηση, απομύζηση. Сосательный επ. του βυζάγματος, του θη- θηλάσματος. сосать, сосу, сосёшь,ρ.δ.μ. 1 βυζαίνω* ре- ребёнок сосёт молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα. II γλείφω, πιπιλίζω* - конфету πιπιλίζω την καραμέλα. II μτφ. μυζώ, απομυζώ· ·- Палец βυζαίνω το δάχτυλο. II ρουφώ* - чай ρουφώ το τσάι. II πίνω* пиявка сосёт кровь η βδέλ- λα πίνει (ρουφά) το αίμα. 2 (για φυτά, ρί- ρίζες) εκμυζώ. II αποσπώ χρήματα επιτήδεια. 3 κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι απο την πεί- πείνα, εξάντληση. 4 (*τ9· βασανίζω ψυχικά, κα- κατατρύχω* тоска сосёт сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά. II -ОЯ 1 βυζαίνω, θηλάζω. 2 εκμυζούμαι* απομυζούμαι. сосватать ρ.σ. βλ. светать. сосед, -а, πλθ. -и, -ей, -ям к. (παλ) -ы, -ов, ~ам α. ο γείτονας. II о πλησίον. II συ- νορίτης. СООедИТЬ, -ДИШЬ р.δ. γειτονεύω, γειτνιά- γειτνιάζω, II συνορεύω. соседка, -и θ. βλ. сосед. соседний, ~яя, -ее επ. γειτονικός*-ββ се- село γειτονικό χωριό* - ДОМ γειτονικό σπίτι. Соседский επ. γειτονικός, του γείτονα* - огород о λαχανόκηπος του γείτονα. II γειτο- γειτονικός* ~ие бабы οι γειτόνισσες* -ие колхо- колхозы γειτονικά κολχόζ. оооёдственный επ. (παλ.) γειτονικός. , Соседство, -а ουδ. γειτόνεμα, γειτνίαση· В -е επίρ. γειτονικά- жить в ~е ζω γειτονιά με κάποιον, γειτονεύω. II συνόρευση. II (αθρσ^ η γειτονιά, οι γείτονες. соседствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. βλ. соседить. Соседушка, -И α. κ.θ.γειτον'όπούλο, -ούλα. СООеВКа, -И θ. πευκάκι. сосец, -сца α. βλ. сосок (ι σημ.). СОСИСКа, -И θ. σαλαμάκια βραστά. СОСИСОЧНЫЙ επ. των σαλαμακιιϊν, ατ,ο σαλαμάκια. СОСКа, ~И θ. θήλαστρο, ρωγοβΰζι τεχνητό, μπιμπερό, πιπίλκα. соскабливать(ся) ρ.δ. βλ. соскобл'йть(ся).
00 С 498 сое соскакивание, -я ουδ. βλ. соскок. соскакивать р.δ. βλ. соскочить. .соскальзывать р.δ. βλ. соскользнуть. СОСКОбЛИТЬ р.σ.μ. ξύνω, αποζέω* καθαρίζω. II -СЯ ξύνομαι, αποξέομαι, καθαρίζομαι. СОСКОВЫЙ επ. θηλαίος, της θηλής, του ρω- γοβυζιού. СОСКОК, -а α. πήδημα, αναπήδημα· πέταγμα. 00СКОЛЬ8Нуть, -ну, -нёшь ρ.σ. 1 (ξε)γλι- στρώ, (εξ)ολισθαίνω. 2 μτφ. (για αισθήματα, κατάσταση) χάνομαι, εξαφανίζομαι, περνώ, α- απαρατήρητα. 3 μτφ. μετέρχομαι, μεταπίπτω. СОСКОЧИТЬ,~очу, -очишь ρ.σ. 1 πηδώ· - С лошади πηδώ κάτω απ'ο το άλογο· - С трамвая πηδώ κάτω απο το τραμ. II αναπηδώ, πετάγομαι επάνω. 2 αποσπώμαι, βγαίνω, πέφτω. 3 μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι (για αισθήματα, κατά- κατάσταση). соскребать р.δ. βλ. соскрести. II -ся ξύ- ξύνομαι, καθαρίζομαι, βγαίνω, αποσπώμαι. ООСКрвОТИ р.σ, ξύνω, αποξέω, βγάζω, καθα- καθαρίζω· - грязь с тротуара ξύνω τις λάσπες α- απο το πεζοδρόμιο. соскучить, -чу, -чишь р.σ. (παλ.κ. απλ.)· ανιώ, πλήττω. II -СЯ 1 ανιώ, πλήττω. 2 νο- νοσταλγώ· αποθυμώ· έχω καημό· διψώ, μου πονεί για κάτι. сослагательный επ. (γραμμ.): -ое накло- наклонение υποτακτική έγκλιση. сосланный, -ого ουσ. α., -ая, -ой θ. ε- εξόριστος, -η. сослать, СОШЛЮ, сошлёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сосланный, βρ: сослан, -а, -о р.σ.μ. ε- εξορίζω, εκτοπίζω, εξοστρακίζω. II -СЯ αναφέ- αναφέρομαι, μνημονεύω, κάνω μνεία· - на ЧЬИ-Н. слова αναφέρομαι στα λόγια κάποιου. II προ- φασίζομαι, δικαιολογούμαι. СО следить, -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сослёженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (παλ.). ιχν'εύω, ιχνηλατώ, βρίσκω με τον ντο- ρό· - зайца βρίσκω το λαγό με τον ντορό. ОООЛепа κ. СООЛвпу επίρ. απο τυφλαμάρα, α- απο στραβομάρα. сословие, -Я ουδ. κοινωνικό στρώμα*, κά- κάστα· привилегированные -Я προνομιούχα κοι- κοινωνικά στρώματα (οι ευγενείς και ο κλήρος)· податные -Я τα φορολογούμενα κοινων. στρώ- στρώματα (αγρότες και μικροαστοί)· духовное - η κάστα του κλήρου, οι κληρικοί· торговое - το Ηοι,νωννπό στρώμα των εμπόρων, οι έμποροι™ II (παλ.), σώμα, σωματείο, συντεχνία. II βκφρ. женское (дамское, бабье) - οι γυναίκες, το γυναικολόι· третье - το τρίτο στρώμα (μη προνομιούχο στη φεουδαρχική Γαλλία). СОСЛОВНОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη κοινωνικών στρωμάτων. СОСЛОВНЫЙ επ. 1 του κοινωνικού στρώματος· -ые привилегии προνόμια κοινωνικού στρώμα- στρώματος· -ые различия διακρίσεις κοινωνικών στρωμάτων. II εκφρ. -ая монархия συνταγμα- συνταγματική μοναρχία στηριζόμενη στα ανώτερα στρώ- στρώματα και τους αστούς. сослуживец, -вца α., -вица, -ы θ. -συνά- -συνάδελφος . Сослужить ρ.σ.μ: - службу α) εξυπηρετώ, προσφέρω εξυπηρέτηση, εκδούλευση. β) εκτελώ το χρέος μου. СОСНа, -Ы θ. το πεύκο, ο πεύκος, η πεύκη. СОСНОВЫЙ επ. του πεύκου, πεύκινος. II -ые πλθ. ουσ. τα πιτυοειδή. соснуть, -сну, -снёшь р.σ. κοιμούμαι λίγο* - часок κοιμούμαι μια ωρούλα. СОСНЙК, -а α. 1 πευκώνας. 2 (αθρσ.) κορ- κορμοί ή σανίδες πεύκων. СОСОК, -ска α. 1 η θηλή, η ρώγα του μα- μαστού, ρωγοβύζι. 2 εξοχή εξαρτήματος. ООСОчек, -чка α. 1 ρωγίτσα μαστού. 2 μι- μικρή εξοχή. сосредоточение, -я ουδ. συγκέντρωση· внимания συγκέντρωση της προσοχής· - сил συγκέντρωση των δυνάμεων - ВОЙСК συγκέ- συγκέντρωση στρατευμάτων. сосредоточенно επίρ. 1 συγκεντρωμένα, προ- προσηλωμένα. 2 πολύ προσεχτικά. СОСреДОТОченНОСТЬ, -И θ. 1 συγκέντρωση· - войск συγκέντρωση στρατευμάτων. 2 προσήλω- προσήλωση, αφοσίωση, ένταση προσοχής. Сосредоточенный επ. απο μτχ. 1 συγκεντρω- συγκεντρωμένος. 2 εντατικός· προσηλωμένος, αφοσιωμέ- αφοσιωμένος. II μτφ. απορροφημένος. II εκφρ. άκρα σι- σιωπή (σιγή), νέκρα· - ОГОНЬ συγκεντρωμένα πυρά. сосредоточивание, -я ουδ. βλ. сосредото- сосредоточение. сосредоточиваться) ρ.δ. βλ. сосредото- чить(ся). сосредоточие, -я ουδ. (παλ.) βλ. сосредо- сосредоточение. сосредоточить, -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сосредоточенный, βρ: ~чен,~а·, -о р.σ.μ. 1 συγκεντρώνω· - войска συγκεντρώνω στρατεύματα· - власть В СВОЙ руки συγκε- συγκεντρώνω την εξουσία στα χέρια μου: - ОГОНЬ συγκεντρώνω τα πυρά. 2.προσηλώνω· εντείνω·- внимание συγκεντρώνω την προσοχή· - МЫСЛЬ συγκεντρώνω τη σκέψη. || -СЯ 1 συγκεντρώνο- συγκεντρώνομαι· резервы -лись οι εφεδρείες συγκεντρώ- συγκεντρώθηκαν. 2 προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι· шум мешал мне - ο θόρυβος με εμπόδιζε να συγκε- συγκεντρωθώ. состав, -а α. 1 το σύνολο·словарный ~ язы- языка το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, ο θησαυρός λέ-
сое 499 оос ζέων μιας γλώσσας. II (χημ.).η σύνθεση, τα συστατικά. II ενώσεις, μείγμα, διάλυμα. 2 το προσωπικό· το σώμα· преподавательский - το διδακτικό προσωπικό· офицерский - то σώμα αξιωματικών· командный - οι διοικητές· ру- руководящий -οι καθοδηγητές· лётный - οι αε- αεροπόροι. 3 αμαξοστοιχία, συρμός· пассажир- пассажирский - επιβατική αμαξοστοιχία. II σώμα αν- ανθρώπου. II εκφρ. в ~е σε σύνολο, σε αριθμό, σε ποσότητα· президиум в ~е семи человек προεδρείο απο εφτά άτομα·, в полном -е σε πλήρη απαρτία· - преступления το σώμα του εγκλήματος. Составитель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. συντά- συντάκτης, συνθέτης· - сборника пёсень συντάκτης συλλογής τραγουδιών. СОСТавОТвЛЬСКИЙ επ. συνθετικός, του συν- συνθέτη, του συντάκτη. Составить, -ВЛЮ, -ВИШЬ ρ. σ. μ. 1 παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί· - стулья В угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία. II συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω. 2 φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω· εκτελώ· συνθέτω· ενώνω, συντάσσω· - лестницу φτιάχνω σκάλα· - узор φτιάχνω διάκοσμο· ~ лекарство φτιάχνω φάρ- φάρμακο* - План φτιάχνω πλάνο, 4 (κυρλξ,κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ· δημιουργώ· αποκτώ· хор συγκροτώ χορωδία· - новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση· - карьеру κάνω κα- καριέρα· - себе имя δημιουργώ όνομα· - мнение σχηματίζω γνώμη· - себе Представление σχη- σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)· ученики -ли пред- предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις. 5 α- αποτελώ· это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο· это не -ит большого тру- труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο. 6 κα- κατεβάζω· ~ цветы с подоконника на пол κατε- κατεβάζω τα λουλούδια απο το κατώφλι του παρα- παραθυριού στο πάτωμα. II -СЯ 1 σχηματίζομαι, γί- γίνομαι, δημιουργούμαι. 2 συγκροτούμαι, ιδρύ- ιδρύομαι· οργανώνομαι. 3 αποτελούμαι κλπ. ρ.μ. Составление, -Я ουδ. 1 παράθεση, παράτα- παράταξη, τοποθέτηση δίπλα, μαζί. 2 κατασκευή, φτιάξιμο, σύνθεση· ένωση. 3 σχηματισμός, δη- δημιουργία. II συγκρότηση, ίδρυση· οργάνωση. II σύνταξη, σύνθεση. составлятьоя) р.δ. βλ. составить(ся). составной επ. σύνθετος, συνθετικός, συ- συστατικός, ενωμένος, συνδεμένος·· συναπτός-аЯ часть το συστατικό. II βκφρ. -ое сказуемое (γραμμ.) σύνθετο ή περιφραστικό κατηγόρημα. оостарёться βλ. состариться. СОСТарИТЬ р.σ.μ. γεράζω, γηράζω· ГОре ~Л0 его прежде времени η στενοχώρια τον γέρασε παράκαιρα. Состариться κ. (παλ.) СОСТарвТЬОЯ ρ.σ. γε- γεράζω. II παλιώνω, αχρηστεύομαι. состегать ρ.σ.μ. 1 συρράπτω, 2 συνενώνω, συνδέω. состёгивать ρ.δ. βλ. состегать. II -оя συρ- ράπτομαι. II συνενώνομαι, συνδέομαι. Состирать р.σ.μ. 1 πλύνω, βγάζω με το πλύ- πλύσιμο· - ПЯТНО СО скатерти βγάζω το λεκέ απο το τραπεζομάντηλο με το πλύσιμο. 2 βλάπτω· ~ ДО крови ματώνω τα χέρια απο το πολύ πλύ- πλύσιμο. II -ОЯ πλύνομαι, βγαίνω με τοπλϋσιμο.. состирнвать(ся) ρ.δ. βλ. сосгирагь( ся). состояние, -Я ουδ. 1 κατάσταση· - ЗДОро- ВЬЯ η κατάσταση της υγείας· экономическое - страны η οικονομική κατάσταση της χώρας· находиться в -и войны βρίσκομαι σε εμπόλε- εμπόλεμη κατάσταση· нетрезвое - κατάσταση μέθης· - опьянения κατάσταση μέθης· газовое - αε- ριώδης κατάσταση· Семейное - οικογενειακή κατάσταση. II (παλ.) ομάδα κοινωνική. 2 πε- περιουσία· не иметь -Я δεν έχω περιουσία. II εκφρ. быть В -И είμαι σε κατάσταση (θέση). Состоятельность, -и θ. 1 βαθμός ευπορίας ή ευημερίας. 2 αξιοπιστία, το φερέγγυο, βα- βασιμότητα. состоятельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно 1 ευκατάστατος, εύπορος· дети -ЫХ родителей παιδιά εύπορων γονέων. 2 βάσιμος, αξιόπι- αξιόπιστος· αυθεντικός. СОСТОЯТЬ р.δ. 1 συννσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι· квартира -ЙТ из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται απο δυο δωμάτια· семья -йт из пяти человек η οικογένεια αποτελείται απο πέντε άτομα ή μέλη· В чём -ят Обязанности? σε τι συνί- συνίστανται οι υποχρεώσεις; разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο... 2 είμαι μέλος· - В профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου. II είμαι, διατελώ, υπηρετώ· - на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ. II διατελώ σε μια κατάσταση· - В браке είμαι παντρεμένος, έγ- έγγαμος· - ПОД суд είμαι υπόδικος. II έχω· переписке έχω αλληλογραφία· - В дружбе έχω φιλία. II -СЯ γίνομαι, διεξάγομαι, πραγμα- πραγματοποιούμαι* лекция -йтся завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο. ооотрагивать(ся) ρ.δ. βλ. сострогать(ся). 00страдание, -я ουδ. συμπόνια· συμπάθεια, ευσπλαχνία· из чувства -Я απο αίσθημα συ- συμπόνιας. сострадательный επ., βρ: -лен, -льна, -о πονετικός, συμπαθητικός, πονεσιάρης* - че- человек πονεσιάρης άνθρωπος. сострадать ρ.δ. με δοτ. συμπονώ, συμπαθώ, συμπάσχω. сострачивать р.δ. βλ. сострочить. состригать ρ.δ. βλ. сострочить.
000 500 001 состричь р.σ.μ. βλ. стричь. СООТрогаТЬ р.σ.μ. πλανίζω ελαφρά. II -СЯ πλανίζομαι ελαφρά. 00СТрОИХЬ р.σ.μ. 1 (παλ. κ. απλ.) χτίζω, οικοδομώ. II ετοιμάζω, μαγειρεύω. 2 μορφάζω. сострочить р.σ. βλ. строчить. ооотругать(ся) ρ.σ. βλ. сострогать(ся). оостругивать(ся) р.δ. βλ. сострогать(ся). сострунивать р.δ. βλ. сострунить. ООСТруниТЬ р.σ.μ. (κυνηγ.) δένω τη μούρη του πιασμένου θηρίου με λωρί. состряпать ρ.σ. βλ. стряпать. СООТЯЗанИв, -Я ουδ. 1 άμιλλα, συναγωνι- συναγωνισμός · — В выдержке συναγων ισμό.ς αντοχής. II (αθλτ.) αγώνας· - в беге αγώνας δρόμου. II (παλ.) συζήτηση, λογομαχία, διαμάχη. состязатель, -я α. (παλ.) αμιλλώμενος,συ- αμιλλώμενος,συναγων ιζόμενος. ООСТЯзатбЛЬНЫИ επ. της άμιλλας* του αγώ- αγώνα· -ая стрельба αγώνας σκοποβολής.II εκφρ. - судебный процесс о δικαστικός αγώνας. Состязаться ρ, δ. αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι, παραβγαίνω. II κάνω δικαστικό αγώνα. оооуд, -а α. αγγείο, δοχείο· стеклянный - γυάλινο δοχείο· ГЛИНЯНЫЙ - πήλινο δοχείο. II αγγείο σώματος (ανθρώπου, ζώων)· лимфатиче- лимфатические -Ы λυμφατικά αγγεία· кровеносные -Ы αιμοφόρα αγγεία. СООУДИСТЫЙ επ. (ανατ., βοτ.) αγγειακός. ОООулька, -И θ., γεν. πλθ. -лек σταλακτί- σταλακτίτης· смоляные -И ρητινώδεις σταλακτίτες· восковая - κέρινος σταλακτίτης·--и на кры- крышах σταλακτίτες στις στέγες. Оооун, ~а α. το βυζανιάρικο. II (απλ.) ά- άπειρος. сосунок, -нка α. βλ. сосун. ОООуЩвОТВОВанив, -Я ουδ. συνύπαρξη· мир- ное - ειρηνική συνύπαρξη. οοсуществовать, -ствуга, -ствуешь р.δ. συ- συνυπάρχω. сосцевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно σαν ρωγοβύζι. сосчитать ρ.σ. βλ. считать A,3 σημ.). || -оя βλ. считаться (ι σημ.). сот βλ. соты. ООТВОрвНИе, ~Я ουδ. δημιουργία· ОТ -Я ми- мира απο τη δημιουργία του σύμπαντος. ООТВОрЙТЬ р.σ. βλ. ТВОРИТЬ1. II ~СЯ δημι- δημιουργούμαι. ООЗВОрчеОТВО, -а ουδ. συνεργασία, η συν- δημιοΐργία. ООТеЙНИК, -а α. τηγάνι με ψηλές πλευρές. ООТвНКа, -И θ. (ε)κατοσταράκι. ООтенныЙ επ. 1 εκατοστάρικος* - билет ή -ая бумажка το εκατοστάρικο (χαρτονόμισμα εκατό ρουβλιών). 2 αξίας εκαιό ρουβλιών. 3 της ίλης ιππικού· - атаман ίλαρχος αταμά- νος. II ουσ. ίλαρχος. II εκφρ. -ые весы η πλάστιγκα με σταθμά ένα προς εκατό. СОТерн, ~а α. ποικιλλια σταφυλιού. сотка, -и θ. 1 το ένα εκατοστό του μέτρου. 2 (παλ.) το .-1 του κουβά ή μποκάλι αυτής της ποσότητας). ООТКаТЬ р.σ.μ. 1 βλ. ткать. 2 μτφ. συνθέ- συνθέτω, απαρτίζω, συγκροτώ, συνυφαίνω. II -СЯ υ- υφαίνομαι. СОТНИК, -а α. 1 (παλ.) εκατόνταρχος. 2 ο βαθμός του εκατόνταρχου. 00ТНЯ, -и, γεν. πλθ. -тен, δοτ. -тням θ. 1 εκατοντάδα· - ЯЙЦ εκατοντάδα αυγών. II ε- εκατοντάδα ρουβλιών, εκατοστάρικο. 2 πλθ. -И οι εκατοντάδες του πολυψήφιου αριθμού (οι τρίτοι αριθμοί απο το τέλος πολυψήφιου). 3 εκατονταρχία (στρατ. τμήμα 100 μαχητών). 4 (παλ.) εκατοντάδα επαγγελαματιών, εμπόρων ή βιομηχάνων. С0ТНЯГ8, -И θ. (απλ.) εκατοστάρικο (νόμι- (νόμισμα) . СОТНЯЯСа, -И θ. (απλ.) εκατοσταράκι· εκα- εκατοστάρικο (νόμισμα). сотоварищ, -а α. συνάδελφος, σύντροφος,συ- ντεχνίτης. сотовидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно κη- ρηθροειδής. СОТОВЫЙ επ. της κηρήθρας, σε κηρήθρα· мёд μέλι σε κηρήθρες. II κηρηθροειδής· кирпич τρυπητό τούβλο. сотрапезник, -а α. (γραπ. λόγος) ομοτρά- ομοτράπεζος, σύνδειπνος, συνδαιτημόνας. СОТРУДНИК, ~а α. , -ца, ~Ы θ. συνεργάτης, ~ισσα· мой - ο συνεργάτης μου· - журнала συ- συνεργάτης περιοδικού· научный - επιστημονι- επιστημονικός συνεργάτης. II δημόσιος υπάλληλος. сотрудничать р.δ. 1 συνεργάζομαι· - С кем -Η. συνεργάζομαι με κάποιον. 2 είμαι συ- συνεργάτης· - В газете είμαι συνεργάτης στην εφημερίδα. сотрудничество, -а ουδ. συνεργασία· хо- хозяйственное - οικονομική συνεργασία· - С известным учёным συνεργασία με ξακουστό ε- επιστήμονα* дружественное - φιλική συνερ- συνεργασία. Сотрясательный επ. δονητικός, κλονιστι- κός, κραδαστικός· παλμικός, -μώδης. сотрясать ρ.σ.μ. σείω, τινάζω, κραδαίνω, δονώ. II -СЯ σείομαι, σειέμαι, τινάζομαι, δονούμαι, τραντάζομαι. Сотрясение, -Я ουδ. σείσιμο, τίναγμα, δό- δόνηση* κραδασμός* τράνταγμα. II εκφρ. - мозга διάσειση του εγκεφάλου. сотрясти(сь) ρ.σ. βλ. сотрясать^ся). СОТСКИЙ επ. 1 (παλ.) της εκατοντΛ*ς. 2
сот 501 соц (παλ.)· о βαθμός του χωροφύλακα. СОТЫ, ~ΟΒ πλθ. (ενκ. сот, ~а α.) οι κηρή- κηρήθρες. СОТЫЙ επ. αριθμ. εκατοστός· - километр ε- εκατοστό χιλιόμετρο· - раз εκατοστή φορά· -ая доля εκατοστημόριο- -ая годовщина εκατοστή επέτειος (εκατονταετηρίδα). соумышленник, -а α., ~ца, -ы θ. συναίτιος, συνένοχος (σε προμελετημένη εγκληματική πρά- πράξη). *СОус, -а α. σάλτσα· томатный - σάλτσα με ντομάτα· луковый - σάλτσα με κρεμμύδι. II εκφρ. НИ ПОД каким -ОМ με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση· под разными (всякими) -ами με διάφορους τρόπους, ποικιλλοτρόπως. соусник, ~а α. σαλτσιέρα. соусный επ. με σάλτσα. соучаствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ. συμ- συμμετέχω· - В краже συμμετέχω στην κλοπή. соучастие, -я ουδ. συμμετοχή· - в престу- преступлении συμμετοχή στο έγκλημα. Соучастник, -а α., -Ца, -Ы θ. συμμέτοχος, -η, συνεργός· - преступления ή в преступле- преступлении συμμέτοχος εγκλήματος. СОучеНИК, -а, -Ца, -Ы θ. συμμαθητής, -τρία. *СО$а, -Ы, πλθ. СОфы θ. ο σοφός, μεντέρι. *софизм, -а α. η σοφιστική. ♦софист, -а α. σοφιστής. СОфЙСТИКа, -И θ. η σοφιστική. софистический επ. σοφιστικός· απατηλός, ψεύτικος, ♦соффит, ~а α. φάτνωμα, στέγασμα οροφής. соха, -Й, πλθ. СОХИ θ. 1 άροτρο, αλέτρι. 2 (παλ.) μονάδα μέτρησης γης. 3 (διαλκ.) στύλος, υποστήριγμα (κυρίως διχαλωτό). СОХаТИНа, -Ы θ. κρέας ή δέρμα ελαφίσιο. Сохатый επ. διακλαδωτός· πολύκλαδος· - дуб πολύκλαδη βαλανιδιά. II (για κερασφόρα ζώα) πολύκλαδος· - олень πολύκλαδο ελάφι. II εί- είδος ελαφιού. сохач, -а α. (διαλκ.) πολύκλαδο ελάφι. сохнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сох κ. сохнул, сохла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сох- нувший κ. СОХШИЙ р.δ. 1 στεγνώνω,'ξηραίνο- στεγνώνω,'ξηραίνομαι· губы -ут ОТ Жара τα χείλη στεγνώνουν α- πο τον πυρετό· бельё -нет на верёвке τα ρού- στεγνώνουν στο σχοινί· краска -нет η μπο- μπογιά ξηραίνεται· булка -нет η φραντζόλα ξη- ξηραίνεται. II εξατμίζομαι· В роще Сохла роса στο δασύλλιο η δροσιά έφυγε (δεν υπάρχει). 2 μτφ. αδυνατίζω, ισχναίνω, λιώνω, μαραζώ- μαραζώνω· - ОТ ЛЮбВЙ φθίνω απο αγάπη· - ОТ ТОСКИ μαραζώνω απο θλίψη. сохран, -а α. κ. сохрана, -ы θ. (παλ. κ. διαλκ.) διαφύλαξη· давать деньги ПОД - δί- δίνω χρήματα' για διαφύλαξη. Сохранение, -Я ουδ. 1 διατήρηση, (δια)φύ- (δια)φύλαξη· Закон -Я энергии о νόμος της διατήρη- διατήρησης της ενέργειας· - МЙра διαφύλαξη της ει- ειρήνης· отдать деньги на - δίνω χρήματα για διαφύλαξη. II τήρηση. 2 συντήρηση. сохранить, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохранённый, -нён, -нена, -нено ρ.σ.μ.1 δι- διατηρώ? διαφυλάσσω, διαφυλάγω· - чужое иму- имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα· - ЧТ0-Н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύ- ενθύμιο. || τηρώ· - ПОРЯДОК τηρώ την τάξη. II κρα- κρατώ· - верность присяге κρατώ πίστη στον όρ- όρκο· - хладнокровие κρατώ ψυχραιμία. II προ- προστατεύω· - здоровье φυλάγω την υγεία. II διατηρώ, κρατώ· - равновесие κρατώ την ι- ισορροπία. 2 προφυλάσσω· - продукты от пле- плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα απο τη μούχλα· - одежду от МОЛИ φυλάγω τα ενδύματα απο το σκόρο. II σώζω, διαφυλάσσω (απο καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.). II εκφρ. - за собой право επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα. II -СЯ 1 διατηρούμαι, (διαφυ- (διαφυλάσσομαι. II μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι. 2 αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι. 3 κρα- κρατιέμαι, βαστιέμαι (απο άποψη υγείας κλπ.). Сохранно επίρ. ακέραια, άφθαρτα, αβλαβώς. Сохранность, -И θ. ασφάλεια· ακεραιότητα· быть В -и είμαι σε ασφάλεια, εξασφαλισμέ- εξασφαλισμένος· ваша посылка пришла в -и το δέμα σας ήρθε άθικτο. сохранный επ., βρ: -хранен, -хранна, -о, 1 (παλ.) διαφυλαγόμενος· -ое имущество δι- αφυλαγόμενα πράγματα. II διαφυλακτικός, της διαφύλαξης· ασφαλής· спрятать В -ОМ месте κρύβω σε ασφαλές μέρος. 2 ακέραιος, αβλα- αβλαβής· άθικτος. сохранять(ся) р.δ. βλ. сохранйть(ся). соцветие, -Я ουδ. ταξιανθία, ανθοταξία. соцдоговор, -а α. (социалистический дого- договор) συμφωνία σοσιαλιστικής άμιλλας. социал-демократ, -а α. σοσιαλδημοκράτης. социал-демократизм, -а α. σοσιαλδημοκρα- τισμός (τακτική της σοσιαλδημοκρατίας). * социал-демократия, -И θ. σοσιαλδημοκρατία. социализация, -И θ. σοσιαλιστικοποίηση· κο ινών ικοπο ίηση. социализировать, -рую, -руешь ρ.δ. κ.σ. σο- σιαλιστικοποιώ· κοινωνικοποιώ. II -СЯ σοσι- αλιστ ικοποιούμαι· κοινώνικοποιούμαι. *социализм, -а α. σοσιαλισμός, κοινοκτημο- κοινοκτημοσύνη. II κοινωνικό σύστημα· научный - επι- επιστημονικός σοσιαλισμός. социал-империализм, -а α. σοσιαλ-ιμπερια- σοσιαλ-ιμπεριαλισμός (παραλλαγή οπορτουνισμού). социал-империалист, ~а α. σοσιαλ-ιμπερια- λιστής.
сои 502 ооч социал-империалистический επ. σοσιαλι- σοσιαλιμπεριαλιστικός. Социалист, -а α., -ка, ~И θ. σοσιαλιστής, -ίστρια. Социалистический επ. σοσιαλιστικός· ~ые страны οι σοσιαλιστικές χώρες, -ое преобра- преобразование σοσιαλιστικός μετασχηματισμός· -ая революция σοσιαλιστική επανάσταση· - спо- способ производства σοσιαλιστικός τρόπος πα- παραγωγής· -ое общество σοσιαλιστική κοινω- κοινωνία· - строй σοσιαλιστικό καθεστώς· -ая партия σοσιαλιστικό κόμμα·.-ое воспитание σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση· -ое соревнова- соревнование σοσιαλιστική άμιλλα. социал-револгционёр, ~а α. σοσιαλεπανα- στάτης (εσέρος). социал-патриот, -а α. βλ. социал-шовинист. социал-патриотизм, -а α. социал-шовинизм. СОЦИаЛ-ПаЦИфЙЗМ, -а α. σοσιαλδημοκρατικός ειρηνισμός ή σοσιαλπασιφισμός. СОЦиаЛ-ПаЦифист, -а α. σοσιαλδημοκράτης- ειρηνιστής ή σοσιαλπασιφίστας. СОЦиал-паЦифиотскиЙ επ. σοσιαλπασιφιστι- κός, σοσιαλφιλειρηνιστικός. социал-шовинизм, -а α. σοσιαλσωβινισμός, σοσιαλπατριωτισμός. СОЦИал-ШОВШИСТ, -а α. σοσιαλσωβινιστής, σοσιαλπατριώτης. социал-шовинистический επ. σοσιαλσωβινι- στικός, σοσιαλπατριωτικός. социально επίρ. κοινωνικά· - опасный че- человек άνθρωπος επικίνδυνος για την κοινωνία. СОЦИаЛЬНО-бЫТОВОЙ επ. κοινώνικοβιοτικός· - сектор Профсоюза κοινώνικοβιοτικός τομέας του συνδικάτου· -ое явление ко ινώνικοβιοτι- κό φαινόμενο. ^Социальный επ. κοινωνικός· - прогресс κοι- κοινωνική πρόοδος· - состав населения κοινωνι- κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού· -ые противоречия κοινωνικές αντιθέσεις· -ое положение η κοι- κοινωνική θέση* -ые науки κοινωνικές επιστή- επιστήμες . || εκφρ. - дарвинизм κο ινών ικός δαρβ ι- νισμός (αντιδραστικό κοινωνιολογικό ρεύμα)· - мир κοινωνική ειρήνη (παραλλαγή τη§ ει- ειρήνης των τάξεων)· -ое обеспечение ή стра- страхование κοινωνική ασφάλιση. СОСИОЛОГ, -а α. κοινωνιολόγος. социологизм, -а α. κοινώνιολογισμός. социологический επ. κοινωνιολογικός. ♦СОЦИОЛОГИЯ, -И θ. κοινωνιολογία. СОЦОбЯЗаТельСХВО, -а ουδ. υποχρεώσεις της σοσιαλιστικής άμιλλας. соцсоревнование, -я ουδ. σοσιαλιστική ά- άμιλλα. соцстрах, -а α. (социальное страхование); κοινωνική ασφάλιση. Соцстраховский επ. κοινωνικοασφαλιστικός. сочельник, -а α. η παραμονή των ίριστου- γένων καθώς και ίων θεοφανείων; крещенский - παραμονή των θεοφανείων. сочень, -чня α. (όιαλκ.) βλ лепёжа. сочетаемость, -И θ. δυνατότητα συνδυασμού. сочетание, -я ουδ. συνδυασμός· - красок συνδυασμός χρωμάτων - теории С практикой о συνδυασμός της θεωρίας με την πράξη· - СЛОВ συνδυασμός λέξεων· различные -я διάφοροι συνδυασμοί. сочетать ρ.δ.κ.σ.μ. 1 συνδυάζω· - личные интересы с общественными συνδυάζω τα ατο- ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά· - краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων сочетать теорию С практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πρά- πράξη. 2 ενώνω, συνδέω· - браком συνδέω με γάμο. || -СЯ 1 συνδυάζομαι. 2 συνδέομαι, ε- ενώνομαι (κυρίως για γάμο). сочинение, -Я ουδ. 1 συγγραφή· φτιάξιμο· δημιουργία· - стихов στιχουργία· - планов φτιάξιμο (εκπόνιση) σχεδίων. II σύνθεση· песни σύνθεση τραγουδιού. 2 έργο· литера- литературное - λογοτεχνικό έργο· Избранные -Я δια- διαλεχτά έργα· собрание -ИЙ συλλογή έργων · полное собрание ~ий М. Горького τα άπαντα του Μ. Γκόρκι. II σύνθεση, έκθεση ιδεών. II (γραμμ.) παράταξη προτάσεων. сочинитель, -Я α., -ница^, ~Ы θ. δημιουρ- δημιουργός· συγγραφέας· συνθέτης. II επινοητής, -ρια. сочинительный επ. (γραμμ.) παρατακτικός· -ые СОЮЗЫ παρατακτικοί σύνδεσμοι. Сочинительский επ. δημιουργικός· συγγρα- συγγραφικός· συνθετικός. II επινοητικός. сочинительство, -а ουδ. 1 δημιουργία· ли- литературное - λογοτεχνική δημιουργία (συγ- (συγγραφή έργων). 2 επινόηση. II ψέμα, φεύδος. СОЧИНИТЬ, -НТО, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сочинённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 συγγράφω, γράφω, δημιουργώ, φτιάχνω· - пьё- су συγγράφω θεατρικό έργο· - СТИХИ γράφω στίχους (στιχουργώ). II συνθέτω· - Πесню συν- συνθέτω τραγούδι. II γράφω· - Доклад γράφω την εισήγηση. 2 επινοώ, σοφίζομαι. II ψεύδομαι. СОЧИНЯТЬ ρ. δ. βλ. СОЧИНИТЬ. II -СЯ συγγρά- συγγράφομαι· δημιουργούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. СОЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ р.δ.μ. βγάζω· χύνω κα- κατά σταγόνες· σταλάζω· - слёзы χύνω δάκρυα· рана -ЧЙТ кровь η πληγή ματώνει. II -СЯ στά- στάζω, σταλάζω· С лица -ЙТСЯ ΠΟΤ απο το πρόσω- πρόσωπο στάζει ιδρώτας· дерево -ЙТСЯ СМОЛОЙ το δέντρο βγάζει σταγόνες-σταγόνες ρετσίνι. сочлен, -а α. μέλος της αυτής οργάνωσης. сочленение, ~я ουδ. σύνδεση, συνένωση. сочленить, -НЮ, -нйшь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. сочленённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ.
соч 503 спа συνδέω, συνενώνω· στερεώνω με σύνδεση. || -СЯ συνδέομαι, συνενώνομαι. СОЧЛенОВЫЙ επ. συνδεμένος, συνενωμένος. сочленять(ся) р.δ. βλ. сочленйть(ся). СОЧНОСТЬ, -И θ. 1 ευχυμία, ζουμεράδα. 2 μτφ. ζωηρότητα, ζωηράδα, ζωντάνια. СОЧНЫЙ επ., -чен, -чна, -чно. 1 εύχυμος, ζουμερός· -ые Яблоки ζουμερά μήλα. 2 φρέ- φρέσκος· ζωηρόχρωμος. 2 μτφ. ωραίος, όμορφος, εκφραστικός, ζωντανός. 3 μτφ. ηχητικός, η- ηχηρός· - ГОЛОС ηχηρή φωνή. сочувственный επ., βρ: -вен, -венна, -о βλ. сострадательный. сочувствие, -я ουδ. сострадание. сочувствовать р.δ. με δοτ. 1 συμπονώ, συ- συμπαθώ, ψυχοπονώ, λυπούμαι, ευσπλαχνίζομαι. 2 ευνοώ. II αισθάνομαι ενδιαφέρον, περιβάλ- περιβάλλω με συμπάθεια. Сочувствующий ουσ. ο συμπαθών (που έχει ιδιαίτερη συμπάθεια ή προτίμηση). сошка, -и в. 1 αλετράκι· один с -ой, семе- ро С ЛОЖКОЙ (παρμ.) ένας δουλευτής - εφτά χαραμοφάηδες. 2 οκρίβαντας όπλου. II τρίπο- τρίποδας πολυβόλου. 3 οπλοστήριγμα (εναπόθεσης). СОШНИК, -а α. 1 το γυνί. 2 η πλάκα του κιλλίβαντα πυροβόλου. сощипать р.σ.μ. βλ. сощипать (з σημ.). сощипнуть р.σ. βλ. сощипать. СОЩШШВаТЬ ρ. δ. βλ. СОЩИПать. II -СЯ τρα- τραβιέμαι, τεντώνομαι· αποσπώμαι. сощуривать(ся) ρ.δ. сощурить(ся). сощурить(ся) р.σ. βλ. щурить(ся). союз, -а а. 1 ένωση· братский - народов η αδερφική ένωση των λαών Советский - Σοβιε- τική Ενωση. II συμμαχία· - рабочих И крес- крестьян συμμαχία εργατιάς και αγροτιάς· Свят щённый СОЮЗ Ιερή Συμμαχία· военный - στρα- στρατιωτική συμμαχία. II δεσμός· родственный - συγγενικός δεσμός. 2 (για οργανώσεις) ένω- ένωση· профессиональный - επαγγελματική ένωση· - писателей ένωση (σύλλογος) συγγραφέων. 3 (γραμμ.) ο σύνδεσμος. СОЮЗКа, -И θ το ψίδι (παπουτσιών). СОЮЗНИК, ~а α., -ца, -Ы θ. σύμμαχος, -η. союзнический επ. συμμαχικός· -ие обяза- обязательства συμμαχικές υποχρεώσεις. СОЮЗНЫЙ επ. συμμαχικός· -ая армия συμμα- συμμαχικός στρατός. II ενωσιακός· -ая республика ενωσιακή δημοκρατία. II (γραμμ.) του συνδέ- συνδέσμου· συνδετικός· -ые слова οι σύνδεσμοι· -ЭЯ Конструкция το συνδετικό σχήμα (των πα- ρατακτικών προτάσεων). *СОЯ, -И θ. η σόγια. Спад, -а α. πτώση, μείωση, ελάττωση, λι- γόστεμα· - давления πτώση της πίεσης. спадание, -Я ουδ. πτώση, πέσιμο· ελάττωση· - гусениц у трактора πέσιμο των ερπυστριών του τρακτέρ· - тока πτώση του ρεύματος. спадать, -ает р.6. 1 βλ. спасть. 2 (για ένδυμα, κόμη κ.τ.τ.) κρεμάω, κρέμομαι. || -СЯ' βλ. спасться. *СПазМ, ~а α. κ. спазма, -Ы θ. σπασμός, σύ- σύσπαση των μυών. спазматический επ. σπασμώδης, σπασμωδικός. спаивание1, -я ουδ. 1 πότισμα, ζ μτφ. μέ- θυσμα. спаивание? -Я ουδ. συγκόλληση (μετάλλων). спаивать1 р.δ. βλ. споить. II -ся 1 ποτί- ποτίζομαι. 2 μτφ. μεθώ. спаивать* ρ.δ. βλ. спаять. II -ся βλ,спа- βλ,спаяться. Шай, спая α. ϊ συγκόλληση μετάλλων. 2 το σημείο συγκόλλησης. 3 το μέρος συνένωσης γεωλογικών στρωμάτων. спайка, -и θ. 1 βλ. спай (ι, 2 σημ.)· 2 μτφ. στενός δεσμός. 3 (βιολ.) σύμφυση. спайнолепестные, ~ых πλθ. (βοτ.) τα συ- μπέταλλα (φυτά δικοτυλήδονα). СПаЙЩИК, -а α. (συγ)κολλητής μετάλλων. спалить, -лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спалённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. II καταναλώνω, ξοδεύω (για θέρμανση, φωτισμό). 2 ξηραίνω, καίω, καταστρέφω (για φυτά). II θερμαίνω υ- υπερβολικά, καίω, ψήνω.#|| ηλιοκαίω. Спальник, -а α. αυλικός (πριν τον Πέτρο Ι). спальный επ. του ύπνου· -ая комната υπνο- υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα, κοιτώνας. II -ая ουσ. θ. βλ. -ая комната. спаньё, -я ουδ. ύπνος. *Спардек, ~а α. (ναυτ.) το άνω κατάστρωμα μερικών πλοίων. спаренный επ. απο μτχ. ζευγαρωτός, -μένος. *спаржа, -И θ. ασπάραγος, σπαράγγι. спаржевый επ. του σπαραγγιοϋ· απο σπαράγ- σπαράγγια. спаривать( сяI ρ. δ. βλ. спарить( сяI. спаривать( сяJ р. δ. βλ. спарить( ся)*. спарить1 р.σ.μ. 1 ζευγαρώνω. 2 ζευγαρώνω ζώα (για βάτευμα) . II -СЯ ζευγαρώνω, -ομαι· βατεύομαι. спарить2 р.σ.μ. (απλ.) φθείρω με την υ- υγρασία και ζέστη, σαπίζω· - сёно σαπίζω το χορτάρι. II -СЯ ανάβω, σαπίζω, σήπομαι. спароватьСся) ρ.σ. (απλ.) βλ. спарить(сяI. спартакиада, -Ы θ. σπαρτακιάδα, μαζικοί αθλητικοί αγώνες. спартанец, -нца α., ~ка, -и θ. Σπαρτιά- της, -ισσα. II άνθρωπος σκληραγωγημένος. спартанский επ. σπαρτιάτικος· -ое воспи- воспитание σπαρτιάτικη αγωγή (διαπαιδαγώγηση).. спархивать р.δ. βλ. спорхнуть.
спа спарывать(ся) р.б. βλ. спороть(ся). спас1, -а (-у) α., στην έκφρ. -а (-у) нет (απλ.)· α) δεν υπάρχει σωτηρία, β) δεν υ- υπάρχει τάση ή διάθεση. СПас2, -а α., κλητική πτώση (παλ.)' σωτήρας ναυαγοσώστης, ναυαγοσωστικό σκάφος. II εκ- εκκλησία του Σωτήρα. Ц η γιορτή του Σωτήρα. II εχφρ. Спасе! (επιφ.) βεέ μου, Χριστέ μου! Σω- Σωτήρα μου! (για θαυμασμό, αγανάκτηση, χαρά κλπ.). Спасание, -Я ουδ. σωτηρία, γλϋτωμα. Спасатель, -Я α. 1 σωτήρας. 2 ναυαγοσω- ναυαγοσωστικό σκάφος. спасательный επ. σωστικός· - круг σωσί- σωσίβιο· -ая лодка ναυαγοσωστική βάρκα. спасать(ся) ρ.δ. βλ. спасти(сь). спасение, -Я ουδ, σωτηρία, γλΰτωμα. Спасибо 1 (έκφραση ευχαρίστησης) ευχαρι- ευχαριστώ· - вам σας ευχαριστώ· ~ за помощь ευχα- ευχαριστώ για τη βοήθεια. 2 ουσ. ουδ. большое ~ μεγάλο ευχαριστώ· ОН получил - αυτός πή- πήρε ευχαριστώ. II εκφρ. за ОДНО - (сделать что) κάνω κάτι για ένα ευχαριστώ (αφιλοκερ- (αφιλοκερδώς;. спаситель, -я α., -ница, -ы θ. 1 σωτήρας. 2 Σωτήρας (Χριστός). Спасительность, -и θ. σωτηρία. спасительный επ. σωτήριος· - совет σωτή- σωτήρια συμβουλή· -ое средство σωτήριο φάρμακο. спасовать р.σ. βλ. пасовать1. спасти, спасу, спасёшь, παρλθ. χρ. спас, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спасённый, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ.μ. 1 σώζω, γλυ- γλυτώνω, λυτρώνω· - ЖИЗНЬ σώζω τη ζωή· - честь σώζω την τιμή* - ОТ гибели σώζω αποτην κα- καταστροφή* - положение σώζω την κατάσταση. II απαλλάσσω· - ОТ комаров γλυτώνω απο τα κουνούπια. II -СЬ σώζομαι, λυτρώνομαι, γλι- γλιτώνω· - ОТ гибели σώζομαι απο την καταστρο- καταστροφή. II απαλλάσσομαι· - ОТ мух γλυτώνω απο τις μύγες. спастический επ. βλ. спазматический. спасть, спадёт, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. СПЕВШИЙ ρ.σ. 1 πέφτω, απο- σπώμαι· βγαίνω· колесо -ло С оси о τροχός βγήκε απο τον άξονα. 2 μειώνομαι, ελαττώ- ελαττώνομαι, ξεπέφτω· ветер спал о άνεμος ξέπε- ξέπεσε. II εκφρ. - С голоса (голосу) χάνω τη φω- φωνή· - с лица (С тела, В теле) ξεπέφτω (αδυ- (αδυνατίζω) στο πρόσωκο, στο σώμα). II -СЯ συ- συστέλλομαι, μαζεύομαι· ισχνάίνω· вены -лись οι φλέβες συστάλθηκαν. спать, сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -Ло, μτχ. ενστ. СПЯЩИЙ р.δ. 1 κοιμούμαι· глубоким СНОМ κοιμούμαι βαθιά· Я ВСЮ НОЧЬ не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα· мне - 504 спе хочется θέλω να κοιμηθώ, II (για νεκρούς)· αναπαύομαι. 2 μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω· а ты не СПИ, дейс- действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου). 3 (Υΐ-α συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί. II εκφρ. - И (ВО сне) видеть θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ. || -СЯ κοιμούμαι· ϋέλω να κοιμηθώ. Спаянность, -И θ. η συγκόλληση. 2 μτφ. έ- ένωση, σύνδεση στενή. спаянный επ. απο μτχ. στενά συνδεμένος. СПаЯТЬ, -ЯГО, -яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спаянный, βρ: спаян, -а, -о р.σ.μ. 1 συ- συγκολλώ· - трубы συγκολλώ σωλήνες. 2 μτφ. συνδέω, ενώνω στενά, αδιάρρηκτα. II -СЯ 1 συγκολλιέμαι. 2 μτφ. ενώνομαι, συνδέομαι α- αδιάρρηκτα, στενά. спеваться р.δ. βλ. спеться. спекание, -Я ουδ. κάψιμο, καμίνευση (μέ- (μέχρι συγκόλληση των τεμαχίων). СПекаТЬ р.δ.μ. καίω, καμινεΰω (μέχρι συ- συγκόλλησης των τεμαχίων). II -СЯ υπερθερμαί- νομαι (μέχρι συγκόλλησης). *спектакль, -Я α. θέαμα· παράσταση, *СПеКТр, -а α. (φυσ.) το φάσμα. спектральный επ. (φυσ.) φασματικός. II εκφρ. - анализ ανάλυση φάσματος. спектрограмма, ~Ы θ. φασματόγραμμα. спектрограф, ~а α. φασματογράφος (όργανο). спектрографический επ. φασματογραφικός. *СПектрОметр, -а α. φασματόμετρο. Спектрометрический επ. φασματομετρικός. спектрометрия, -И θ. φασματομέτρηση. *спектроскоп, -а α. φασμασκόπιο. спектроскопический επ. φασματοσκοπικός. спектроскопия, -И θ. φασματοσκοπία. Спекулировать, -рую, -руешь р.δ. κερδο- κερδοσκοπώ, σπεκουλάρω· εκμεταλλεύομαι, επικαρ- πώνομαι δόλια. спекулянт, ~а α., -ка, ~и θ. κερδοσκόπος, σπεκουλαδόρος· αισχροκερδής, μαυραγορίτης. спекулянтский επ. κερδοσκοπικός, σπεκου- λάντικος· αισχροκερδής, μαυραγορίτικος. спекулятивный1 επ. 1 βλ. спекулянтский. 2 ασχολούμενος με κερδοσκοπία. спекулятивный* επ. ιδιοτελούς σκοπού. II κερδοσκοπικής τάσης (κλίσης). *СПекуляция, -и θ. κερδοσκοπία, σπέκουλα, αισχροκέρδεια, μαυραγορά. *СПекуЛЯЦИЯ? -И θ. σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας· σοφιστεία (ιδιοτελούς χαρακτήρα). спеленать р.σ. βλ. пеленать. СПеЛОСТЬ, -И θ. ωριμότητα, ωρίμαση, γίνω- μα· - пшеницы ωρίμαση του σιταριού. спелый επ., βρ: спел, -ла, -ло ώριμος, γινωμένος, μεστωμένος.
спе 505 спе сперва επίρ. αρχικά, στην αρχή, πρώτα. спервоначала к. спервоначалу επίρ.(απλ.) απαρχής, απο την αρχή, αρχικά. спереди επίρ. κ. πρόθ. απο μπρος, απο μπροστά, έμπροσθεν. спереть, сопру, сопрёшь, παρλθ. χρ. опёр, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Спёртый, βρ: СПёрт, -а, -О р.σ.μ. 1 (απλ.) τραβώ, σέρνω, μετακινώ με δυσκολία· μεταφέρω. 2 (απλ,) κλέβω, βουτώ. 3 (παλ.) θλίβω, πιέζω, ζου- πώ. II (για αναπνοή)· απρόσ. μου πιάνεται. II εκφρ. дыхание (дух) сперло (παλ.κ. απλ.)· μου πιάστηκε η αναπνοή (απο το κρύο ή το τρέξι- τρέξιμο). II -СЯ 1 θλίβομαι, πιέζομαι, ζουπιεμαι. 2 συμπυκνώνομαι· γίνομαι αποπνικτικός. II εκφρ. дыхание сперлось μου πιάστηκε η ανα- αναπνοή. *сперма, -Ы θ. σπέρμα (αρσενικού). *сперматозоид, ~а α. σπερματοζωάριο. *спермацет, -а α. κητόσπερμα, σπερματσέτο. Спермацетовый επ. του κητοσπέρματος, του σπερματσέτου· απο κητόσπερμα. *СПермЙН, -а α. η σπερμ'ινη. СПёртОСТЬ, -И θ. αποπνικτικότητα. спёртый επ. απο μτχ. αποπνικτικός· - Β03- дух αποπνικτικός αέρας. спесивиться, -влгось, -виться р.δ. (παλ.) αλαζονεύομαι, μεγαλαυχώ. спесивость, -и θ. βλ. спесь. спесивый επ,, βρ: -СИВ, ~а, -О αλαζονι- αλαζονικός, μεγαλαυχής, υψηλόφρονας, ξιπασμένος. СПеСЬ, -И θ. έπαρση, αλαζονία, μεγαλαυχι'α, ζιπασιά. спеть1 р.σ. βλ. петь. || -СЯ 1 μαθαίνω τρα- τραγούδι με πολλές φωνές. 2 μτφ. τα. ταιριάζω, συμφωνώ. спеть, спеет р.δ. 1 ωριμάζω, γίνομαι, με- μεστώνω. 2 (παλ, κ. απλ.) κοντεύω να γίνω, να είμαι έτοιμος (για φαγητό). II πηγαίνω, βα- βαδίζω γρήγορα. спех, -а (-у) α. (απλ.) βία, βιασύνη, βιά- βιάση· К -у είναι (υπάρχει) βία· Не К -у δεν υπάρχει καμιά βία. спец, ~а α. 1 ειδικός. 2 γνώστης", ειδήμο- ειδήμονας, κατεχάρης. Специализация, -И θ. ειδίκευση. специализированный επ. απο μτχ. ειδικός, ειδικευμένος. специализировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. специализированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ.μ. ειδικεύω. II -СЯ 1 ειδικεύο- ειδικεύομαι, αποκτώ ειδικότητα. 2 καταμερίζομαι σε ειδικό τομέα. специалист, -а α., ~ка, -и θ. ειδικός,~ή· - по радио ειδικός για τα ράδια· - по дрёв- ним языкам ειδικός για τις αρχαίες γλώσ- γλώσσες· Обратиться за справкой -у απευθύνομαι για οδηγία (συμβουλή) στον ειδικό. 2 βλ. спец. специально επίρ. ειδικά. II σκόπιμα, επί-' τηδες. Специальность, -И θ. ειδικότητα· ειδίκευ- ειδίκευση: Инженеры раЗНЫХ -ей μηχανικοί διαφόρων ειδικοτήτων. ♦специальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 ειδικός· -ая одежда ειδική ενδυμασία· выпуск ειδική έκδοση· -ые учебные заведе- заведение ειδικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. 2 ιδιαί- ιδιαίτερος· - корреспондент ιδιαίτερος ανταπο- ανταποκριτής. Специфика, -И θ. ιδιομορφία, ιδιοτυπία. Спецификатор, -а α. ο ειδικός. спецификация, -И θ. 1 ταξινόμηση κατά εί- είδος. 2 κατάλογος ταξινόμησης. специфицировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. μ. ταξινομώ. II -СЯ ταξινομούμαι. ♦специфический επ. ειδικός. II ίδιος, ιδι- ιδιαίτερος, ιδιάζων, χαρακτηριστικός. Специфичность, -И θ. ιδιότητα, το ίδιον, ιδιάζων χαρακτήρας. специфичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. специфический. СПеЦИЯ, -И θ. 1 (παλ.) φάρμακο κομπο- γιαννίτικο. II ειδική ουσία. 2 άρτυμα· μπα- μπαχαρικό. ^ спецкор, -а α. (специальный корреспондент) ιδιαίτερος ανταποκριτής. Спецкурс, -а α. ειδικά μαθήματα (στα ανώ- ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα). спецовка, -И θ. ειδική ενδυμασία· φόρμα εργατική. спецодёада, -Ы θ. ειδική ενδυμασία. * СПечь(СЯI ρ.σ. (απλ. κ. διαλκ.) βλ. печь- (ся), испечь(ся). спечься2р.σ. βλ. запечься. II ψήνομαι. спешенный επ, απο μτχ. ξεπεζευμένος, спёшивать(ся) ρ.δ. βλ. спешить(ся). спешить, -шу, -ШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спешенный, βρ: ~шен, -а, -О р.σ.μ. κατεβά- κατεβάζω απο το άλογο· υποχρεώνω να ξεπεζέψει. II -СЯ αφιππεύω, ξεπεζεύω, ξεκαβαλικεύω. спешить, -шу, -ШЙШЬ р.δ. βιάζομαι, επεί- επείγομαι· я ~шу είμαι βιαστικός· куда ВЫ -Йте? για που βιάζεστε; 2 σπεύδω, πηγαίνω γρήγο- γρήγορα· - ДОМОЙ πηγαίνω γρήγορα για το σπίτι. 3 προπορεύομαι· πηγαίνω μπροστά· часы -ат το ρολόι πηγαίνει μπροστά. II εκφρ. не ~ша αβίαστα, αργά, χωρίς βιασύνη. спешка, -и θ. βία, βιασύνη, βιάση, σπουδή. спешно επίρ. βιαστικά, επειγόντως, εσπευ- εσπευσμένως, γρήγορα. спешность, -И θ. βιασύνη, οπουδή, το επείγον.
спе 506 спи спешный επ., βρ: ~шен, -шна, -мно. 1 ε- επείγων, εσπευσμένος· ~ая работа επείγουσα εργασία· ~ая почта επείγον ταχυδρομείο. 2 γρήγορος, ταχύς, γοργός· ~ые шаги γοργά βή- βήματα. спивать(ся) ρ.δ. βλ. спить(ся). *СПВДОметр, -а α. δρομόμετρο, ταχόμετρο. ♦спикер, -а α. 1 πρόεδρος της Βουλής (Αγ- (Αγγλία, Αμερική). 2 (αθλτ.) εκφωνητής (αποτε- (αποτελεσμάτων) . спикировать, -рую, -руешь р.σ. (αερπ.) ε- εφορμώ* - на Цель εφορμώ στ.ο στόχο. СПИЛ, -а α.. 1 πριόνισμα. 2 λιμάρισμα. 3 το πριονισμένο σημείο. опиливание, -я ουδ. βλ. спил (ι, 2 σημ.). СПИЛИВаТЬ р.δ. βλ. СПИЛИТЬ. II -СЯ πριο- πριονίζομαι. СПИЛИТЬ, СПИЛЮ, СПИЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спиленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 πριονίζω, κόβω με το πριόνι· - дерево κόβω το δέντρο με το πριόνι. 2 λιμάρω, ρινίζω. спилка, -и θ. βλ. спил. спина, ~ы, αιτ. спину, πλθ. спины θ. η ράχη του σώματος, τα νώτα, η πλάτη· согнуть -У λυγίζω τη ράχη· взвалить ношу В ~у ρί- ρίχνω το φορτίο στη ράχη. II εχφρ. за -ОЙ 00- Таться μένω πίσω (υστερώ)· за -ОЙ у КОГО делать κάνω κάτι πίσω απο τις πλάτες κά- κάποιου (κρυφά απο κάποιον)· не разгибая -Ы работать εργάζομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι· на собственной ~ё испытывать δοκιμάζω στην καμπούρα μου, στο τομάρι μου· повернуть ~у к кому-чему ή повернуться -ой к кому-чему γυρίζω τις πλάτες (τα νώτα) σε κάποιον, σε κάτι· δε δίνω προσοχή, στ\\ιασΊα.· прятаться за ЧЬЮ -у αποφεύγω προφασιζόμενος· ЖИТЬ (СИДеТЬ, бЫТЬ) за чьей -ОЙ έχω τη βοήθεια ή προστασία κάποιου· выезжать ή ездить на чьей -β χρησιμοποιώ κάποιον για επιτυχία του σκοπού μου· нож В -у кому πισόπλατο χτύπημα σε κάποιον. СПИЯка, -И θ. 1 ραχίτσα· - ребёнка η ρα- χίτσα του παιδιού. 2 ακουμπηστήρι, ερεισί- νωτο· - дивана η ράχη του ντιβανιού. 3 , το πισινό μέρος ενδύματος, η πισινή. II η ράχη μερικών αντικειμένων - брЙТВЫ η ράχη του ξυραφιού. ♦СПИННИНГ, ~а α. είδος αλιευτικού διχτιοΰ. СПИННОЙ επ. της ράχης· νωτιαίος, ραχιαί- ραχιαίος, ραχίτης· ~ые ПОЗВОНКИ νωτιαίο ι ή θωρα- θωρακικοί σπόνδυλοι. II εκφρ. - МОЗГ νωτιαίος ή ραχίτης μυαλός· -ая Струна βλ. хорда B σημ)· - Хребет σπονδυλική στήλη, ραχοκοκκαλιά. СШШ0М03Г0ВОЙ επ. του νωτιαίου μυελού. *СПИраль, -И θ. 1 έλικα, σπειροειδής γραμ- γραμμή. 2 σπείρα, σύστρεμμα. II εκφρ. по -И βλ. Ι спирально. спирально επίρ. ελικοειδώς, σπ^ιροειδώς. спиральный επ. ελικοειδής, σπειροειδής. спирать, -ает р.δ. βλ. спереть (з σημ.). II -ся βλ. спереться. спирит, -а α., ~ка, -И θ. πνευματιστής. *СПИРИТИЗМ, -а α. πνευματισμός, μέντιουμ. спиритический επ. πνευματιστικός,τουπνευ- ματισμού. спиритский επ. του πνευματιστή. *спиритуализм, -а α. πνευματοδοξία, πνευ- ματοφροσύνη, πνευματισμός, ιδεαλισμός. спиритуалист, -а α. οπαδός του πνευματι- πνευματισμού, του ιδεαλισμού· ιδεαλιστής. Спиритуалистический επ. πνευματιστικός, ι- ιδεαλιστικός. ♦спирометр, -а α. πνοήμετρο. ♦спирохета, -Ы θ. σπειροχαίτης· бледная - ωχρός σπειροχαίτης ή σπειρόνημα της σύφι- σύφιλης· - возвратного ТЙфа σπειροχαίτης του υπόστροφου τύφου. ♦спирт, -а (-у), προθτ. в спирте κ. в спи- спирту, πλθ. спирты α. οινόπνευμα, σπίρτο, αι- αιθυλική αλκοόλη ή αιθυλικό πνεύμα· αλκοόλ, ~η· денетурированный ~ μετουσιωμένο οινό- οινόπνευμα· древесный - μεθυλική αλκοόλη ή ζυ- λόπνευμα. спиртной επ. 1 οινοπνευματικός· οινοπνευ- ματούχος, οινοπνευματώδης. 2 ουσ. ~0е ποτό οινοπνευματώδες. Спиртование, -Я ουδ. προσθήκη οινοπνεύματος στο κρασί. Спиртовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спиртованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. ρίχνω, χύνω οινόπνευμα στο κρασί. Спиртовка, -И θ. λύχνος οινοπνεύματος ή καμινςτο. спиртовой επ. βλ. спиртной (ι σημ.). II εκφρ. ~ая лампа βλ. спиртока. Спиртомер, -а α. οινοπνευματόμετρο. спиртометр, ~а α. οινοπνευματόμετρο. спиртуозный επ. (παλ.) βλ. спиртной. списание, -Я ουδ. 1 διαγραφή, σβήσιμο, α- απάλειψη. 2 απόλυση απο το πλήρωμα πλοίου. СПИСОТЬ ρ.σ.μ. 1 αντιγράφω· - Текст руКО- ПИСИ αντιγράφω το κείμενο του χειρόγραφου·- сочинение у ОДНОКЛассика αντιγράφω έκθεση ιδεών απο το συμμαθητή. 2 (φιλγ.) δανείζο- δανείζομαι, παίρνω απο κάποιον. 3 διαγράφω, σβή- σβήνω, ζεγράφφω, απαλείφω· - СО счёта σβήνω α- απο το λογαριασμό. 4 (ναυτ.) απολύω απο το πλήρωμα του πλοίου. II -СЯ 1 αλληλογραφώ, αποκτώ σύνδεση με αλληλογραφία. 2 (ναυτ.) α- απολύομαι· διαγράφομαι απο το πλήρωμα του πλοίου. СПИСОК, -ска α. 1 αντίγραφο (απο το πρω-
спи 507 τότυπο, χειρόγραφο)· принять - за ПОДЛИННИК παίρνω (εκλαμβάνω) το αντίγραφο για πρωτό- πρωτότυπο. 2 κατάλογος, κατάσταση· избирательный ~ εκλογικός κατάλογος. Списывание, -Я ουδ. 1 αντιγραφή. 2 διαγρα- διαγραφή, απόσβεση, σβήσιμο, απάλειψη. списывать(ся) ρ.δ. βλ. списать(ся). СПИТОЙ επ. αδύνατος, ξαναβρασμένος, άνο- άνοστος, ξεζουμισμένος· - чай ξαναβρασμένο τσάι. спить, сопью, сопьёшь, παρλθ χρ. спил, ~ла, -ЛО, προστκ. спей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спи- спитый,'βρ: спит, -а, -Ο ρ.σ.μ. 1 νερώνω, α- αδυνατίζω. 2 (απλ.) παραπίνω. II -СЯ μεθώ. спихивать ρ.δ. βλ. щпихнуть. II -ся σπρώ- σπρώχνομαι· γκρεμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. СПИХНУТЬ, ~ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спихнутый, βρ: -нут, -а, -О р.σ.μ. 1 σπρώ- σπρώχνω, ρίχνω κάτω· γκρεμίζω. II μτφ. απολύω α- πο την υπηρεσία, διώχνω· αποπέμπω. II μτφ. απαλλάσσομαι απο κάτι οχληρό, ανεπιθύμητο. 2 βλ. столкнуть B σημ.). II εκφρ. - кому на руки (ή на шею плечи) απλ. τα φορτώνω στον άλλον (για να απαλλαχτώ ο ίδιος)· - С рук (ή С шёи, С плеч) απλ. απαλλάσσομαι απο κάποιον, ξεφορτώνομαι κάποιον. СПЙЦа, ~Ы θ. 1 ακτίνα τροχού· велосипед- ная - ακτίνα τροχού ποδηλάτου· - руля α- ακτίνα τιμονιού. II τα σιδερένια ελάσματα της ομπρέλας. 2 η βελόνη του πλεξίματος. II δια- διαφόρων ειδών κρατητήρες, πιάστρες. II ορθο- ορθοστάτης στέγης. II εκφρ. пятая ή последняя - В колеснице о πέμπτος τροχός της άμαξας (μηδαμηνός ρόλος). СПЙЦевЫЙ η. СПИЦ ев ОЙ επ. της ακτίνας. II με ακτίνες· -ые колёса τροχοί με ακτίνες. *СПИЧ, -а α. προσφώνηση κατά το γεύμα. спичечница, ~Ы θ. θήκη σπιρτοκουτιού. спичечный επ. του σπίρτου* -ая головка το κεφαλάκι του σπίρτου· -ая коробка σπιρτο- κούτ ι · -ая промышленность βιομηχανία σΐϊίρταν. спичка, -И θ. το σπίρτο· зажечь -у ανάβω το σπίρτο· коробка -чек σπιρτοκούτι. II μτφ. ισχνός (σαν το σπίρτο), τσίρος· ОН из- СОХ как - αδυνάτισε πολύ, έγινε πετσί και κόκκαλο. сплав1, ~а α. μείγμα, κράμα· - мёда С ЗО- ЗОЛОТОМ κράμα χαλκού και χρυσού. СПЛаВ2, -а α. μεταφορά ξυλείας με το ρεύ- ρεύμα του ποταμού. сплавать р.σ. πλέω προς και με επιστροφή. сплавить1 ρ.σ,μ. συντήκω, συγχωνεύω, συ- γκερνώ, φτιάχνω κράμα μετάλλων. II μτφ. ε- ενώνω, συνδέω στενά, αδιάρρηκτα. II -СЯ γίνο- γίνομαι κράμα, συντήκομαι. II μτφ. συνδέομαι α- αδιάρρηκτα, στενά. СПЛ СПЛаВИТЬ2ρ.σ.μ. μεταφέρω με το ρεύμα του ποταμού. II μεταθέτω κάποιον για να τον ξε- ξεφορτωθώ. сплавка"! -И θ. σύντηξη, συγχώνευση, ανά- ανάμειξη, συγκέρασμα (μετάλλων). сплавка* -и θ. βλ. сплав2. сплавление, -я ουδ. βλ. сплавка1. сплавлять(сяIр.б. βλ. сплавить(сяI. СПЛаВЛЯТЬ р. δ. βλ. СПЛаВИТЬ2. II -СЯ μετα- μεταφέρομαι με το ρεύμα του ποταμού (για ξυλεία). сплавной επ. πλωτός· - лес πλωτή ξυλεία(η μεταφερόμενη με το ρεύμα του ποταμού). сплавщик, -а α. εργάτης πλωτής ξυλείας. сплаивать р.δ. βλ. сплоить. спланировать1 р.σ. βλ. планировать1. спланировать8 р.σ. βλ. планировать2 сплачивание, -Я ουδ. 1 σύνδεση, δέσιμο της πλωτής ξυλείας. 2 μτφ. ένωση αδιάσπαστη. сплачивать(ся) р.δ. βλ. сшютить(ся). СПЛёВЫВаТЬ ρ. δ. βλ. СПЛЮНУТЬ. II -СЯ φτύνω. сплёскивать р.δ. βλ. сплеснуть. II -ся ραντίζομαι. сплеснуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплёснутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 ραντίζω· χύνω, ρίχνω· πλύνω. II αδειάζω υ- υγρό. II εκφρ. - руками χτυπώ τα χέρια απο έκπληξη. сплести ρ.σ.μ. 1 πλέκω· - кружево πλέκω δαντέλα· ~ венок πλέκω στεφάνι. 2 συμπλέκω· συνδέω· ~ концы верёвки συμπλέκω τις άκρες της τριχιάς. II περιπλέκω. II μτφ. συνυφαίνω. 3 συνθέτω· κατασκευάζω· επινοώ. II -СЬ πε- περιπλέκομαι. II συμπλέκομαι· τυλίγομαι. || μτφ. αλληλοσυνδέομαι, συγχωνεύομαι, ενώνομαι, ενοποιούμαι. сплетать(ся) р.δ. βλ. сплестй(сь). » сплетение, -Я ουδ. 1 ένωση· διασταύρωση· - путей διασταύρωση των οδών. 2 περιτύλι- περιτύλιξη, περιπλοκή. II μτφ. συνδυασμός. сплётка, -и θ. (απλ.) βλ. сплетня. сплетник, -а α., -ца, -ы θ. κουτσομπόλης, -λα, σουρλουλού. сплетничать р.δ. κουτσομπολεύω. сплетня,, -и, γεν. πλθ. -тен, δοτ. -тням θ. κουτσομπολιό. сплеча επίρ. ανορθώνοντας, υψώνοντας. II μτφ. αμελέτητα, απερίσκεπτα. *СПЛИН, ~а α. (παλ.) μελαγολία, θλίψη· δυ- δυσθυμία. СПЛОИТЬ, СПЛОЮ, СПЛОШЬ παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплоённый, βρ: -лоён, -лоена, -оено р. σ.μ. (παλ.) βλ. плоить. СПЛОТИТЬ, -очу, -отйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплочённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ. μ. 1 συμπιέζω, συσφίγγω. II συνδέω, δένω στε- στερεά (πλωτή ξυλεία). 2 μτφ. συσπειρώνω· · πυ-
спл 508 спо κνώνω· ~ ряда демонстрантов πυκνώνω τις γραμμές των διαδηλωτών. 3 μτφ. ενώνω συσ- συσσωματώνω· - народ ενώνω γερά το λαό. II -СЯ 1 πυκνώνω· -лись ряды демонстрантов πύκνω- πύκνωσαν οι γραμμές των διαδηλωτών. 2 ενώνομαι, συσσωματώνομαι. СПЛОТка, -и θ. σύνδεση, δέσιμο γερό (πλω- (πλωτής ξυλείας). II συνένωση, συνάρθρωση, συ- συναρμογή. СПЛОТОК, -тка α. ξυλεία συνδεμένη. СПЛОТОЧНЫЙ επ. της πλωτής ξυλείας. II της σύνδεσης ξυλείας. сплоховать, -хую, -хуешь ρ.σ. λαθεύω, κά- κάνω λάθος, ενεργώ άσχημα. СПЛОчёние, -Я ουδ. συσπείρωση, (συμπύ- (συμπύκνωση * ένωση, συσσωμάτωση. сплочённость, -И θ. ενότητα, συσπείρωση. сплочённый επ. απο μτχ. 1 πυκνός· -ые кро- кроны Деревьев πυκνά φυλλώματα δέντρων.. 2 μτφ. συσπειρωμένος, ενωμένος, μονιασμένος. сплошать ρ.σ. (απλ.) βλ. сплоховать. СПЛОШНОЙ επ. 1 συνεχής, συναπτός. II ολο- ολοκληρωτικός, γενικός, καθολικός· -ая элект- электрификация γενικός εξηλεκτρισμός. 2 αμιγής, μονάτος· ατόφιος· συμπαγής. II απόλυτος· ВЗДОР πέρα για πέρα ανοησίες· ~ дурак πέρα για πέρα βλάκας· - вымысел καθαρή επινόηση. СПЛОШНЯК, -а α. συμπαγής-ομογενής μάζα. СПЛОШЬ επίρ. εντελώς, τελείους, ολοκληρω- ολοκληρωτικά, παντελώς, ολότελα, πέρα για πέρα. II - и рядом; ~ да рядом συχνότατα, σχεδόν πά- πάντοτε, κάθε λίγο και λιγάκι. сплутовать ρ.σ. βλ. плутовать. сшшвать( ся) р. δ. βλ. сплыть( ся). СПЛЫТЬ р.σ. 1 πλέω (προς τον κάτω ρουν). 2 χύνομαι απο τις άκρες· весь навар СПЛЫЛ όλο το ζουμί (ή το λίπος) χύθηκε (απο το βράσι- βράσιμο). II εκφρ. был (была, было) да сплыл, (~ла, -ЛО) ήταν και πέρασε (χάθηκε), ανήκει στα περασμένα. II -СЯ 1 πλέω. 2 μτφ. συγχω- συγχωνεύομαι, αναμειγνύομαι, ανακατώνομαι, γίνο- γίνομαι δυσδιάκριτος· буквы -ЛИСЬ τα γράμματα έγιναν μουντά· краски -ЛИСЬ τα χρώματα ανα- ανακατεύτηκαν. сплюнуть р.σ. φτύνω, αποπτύω· - СЛТОНу φτύνω το σάλιο· - кровь φτύνω αίμα. сплюснутый επ. απο μτχ. βλ. сплющенный. сплюснуть(ся) р.σ. βλ. сплщить(ся). сплюшка, -и θ. βλ. совка (ι σημ.). сплющенный επ. απο μτχ. (πε)πλατυσμένος, πλακουτσός, πλακέ. сплпцивать(ся) р.δ. βλ. сплкщить(ся). СПЛЮЩИТЬ, -щу, -ЩИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплщенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ,πλα- τύνω, κάνω πλακέ. II -СЯ πλατύνομαι. сплясать р.σ. βλ. плясать. СПОДВИЖНИК, -а α., -ца, -Ы θ.(γραπ. λόγος)· συνεργάτης, -ισσα· -И Ленина οι συνεργάτες του Λένιν. СПОДОбИТЬ, ~блю, -бишь р.σ.μ. (παλ.) αξι- αξιώνω· бог меня ~ил тебя встретить о θεός με αξίωσε να σε συναντήσω. II -СЯ αξιώνομαι. сподоблять(ся) ρ.δ. βλ. сподобить(ся). СПОДРУЧНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. (παλ. κ. απλ.)· βοηθός, συμπαραστάτης, -ισσα СПОДРуЧНИЧаТЬ р.δ. (απλ.) βοηθώ. СПОДРУЧНО επίρ. βοηθητικά, επικουρικά. II ως κατηγ. είναι βολικά, είναι του χεριού. сподручный επ., βρ: -чен, -чна, -чно (απλ.) 1 βολικός, εύκολος, άνετος. 2 ουσ. βλ. под- подручник. спозаранку επίρ.απο νωρίς το πρωί· νωρίς το πρωί. II νωρίτερα του κανονικού, ή συνηθι- спозаранок επίρ. (απλ.) βλ. спозаранку. спознавать(ся) р.δ. βλ. спознать(ся). спознать р.σ. (παλ.) γνωρίζω.II-сяγνωρίζομαι. СПОИТЬ, СПОЮ, СПОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. споенный, βρ: споен, -а, -о р.σ.μ. 1 ποτίζω, δίνω να πιει· - корову ποτίζω την αγελάδα. 2 μεθώ· приятели его -ЛИ οι φίλοι τον πότισαν. 3 συνηθίζω κάποιον στο πιοτί. СПОКОЙ, -Я (-Ю) α. (απλ.) βλ. ПОКОЙ. II пока ή время ИДТИ на - είναι ώρα για ύπνο. СПОКОЙНО 1 επίρ. ήσυχα, ήρεμα, γαλήνια.2 κατηγ. είναι ήσυχα γαλήνια, ήρεμα. спокойный επ. βρ:-κόεΗ, -койна, -койно. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος· ατάραχος· -ое море γαληνεμένη θάλασσα· -ые движения ήρεμες κινήσεις· - тон ήρεμος τό- τόνος· -ая жизнь ήσυχη ζωή· - сон ήσυχος ύ- ύπνος· -ая старость ήσυχα γηρατιά· - харак- характер ήσυχος χαρακτήρας. 2 φρόνιμος· - ребё- ребёнок ή&υχο παιδάκι. II ήμερος, πράος· -ая ЛО- ШЭДЬ ήμερο άλογο. 3 ελεύθερος, ευρύχωρος· βολικός, άνετος· -ая обувь ευρύχωρα παπού- παπούτσια· -ое кресло άνετη πολυθρόνα. II εκφρ. -ая совесть ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση. спокойствие, -Я ουδ. 1 ησυχία, ηρεμία· ΒΟ- царЙЛОСЬ - βασίλευε ησυχία. 2 αταραξία, γα- γαλήνη, τάξη· нарушение общественного -я δια- διατάραξη της κοινής ησυχίας. II εκφρ. душевное - ψυχική γαλήνη. СПОКОН στην έκφρ: - веку (веков) απλ. απο αιώνες, απο αμνημονεύτων χρόνων, ανέκαθεν. споласкивать(ся) ρ.δ. βλ. сполоснуть(ся). сползать р.σ. πηγαίνω και επιστρέφω έρπο- έρποντας. СПОЛЗать ρ.δ. 1 βλ. СПОЛЗТИ. 2 κατολι- κατολισθαίνω βαθμιαία. II -СЯ βλ. СПОЛЗТИСЬ. СПОЛЗТИ р.σ. 1 έρπω προς τα κάτω. II ρέω σιγά-σιγά, κυλώ· слезинка ~ла по лицу ένα δακράκι κύλισε στο πρόσωπο. 2 πέφτω, μετά-
ото 509 спо αι. βαθμιαία, ξεφεύγω απο τη θέση μου· шапка ~ла η σκούφια έγειρε· одеяло -ЛО το πάπλωμα μου έφυγε. 3 περνώ, μεταπηδώ· ~ Κ идеализму γλιστρώ στον ιδεαλισμό. II -СЬ πλησιάζω έρποντας· συγκεντρώνομαι έρποντας, κατεβαίνω βαθμιαία. сполна επίρ. πλήρως, ολοκληρωτικά, ακέ- ακέραια, στο ακέραιο. СПОЛОВИНИТЬ р.σ.μ. (απλ.) λιγοστεύω (μει- (μειώνω, ελαττώνω) στο μισό. сполоснуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сполоснутый, βρ: -нут, -а, -ο ρ.σ.μ. νίβω λίγο (ελαφρά)· - ЛИЦО ВОДОЙ νίβω λίγο το πρόσωπο με νερό. II ξεπλύνω. II -СЯ νίβω λίγο, στα πεταχτά. II ξεπλύνομαι. СПОЛОХ^ -а α. κ. πλθ. СПОЛОХИ, -ΟΒ(διαλκ,) το βόρειο σέλας. II (ενκ.) λάμψη αστραπής. СПОЛОХ? -а (-у) α. (απλ. κ. όιαλκ.) συνα- συναγερμός. II σάλος, αναμπομπούλα, αναταραχή. спондеический επ. σπονδειακός. ♦спондей, -Я α. (φιλγ.) σπονδείος. *спонтанный επ. (γραπ. λόγος) εσωτερικός, απο εσωτερικές αιτίες. спонтировать р.σ. βλ. понтировать. СПОР, -а (-у) α. 1 συζήτηση· αντιλογία ή λογομαχία, διαμάχη, έριδα. 2 διαφορά, διεκ- διεκδίκηση· имущественные -Ы περιουσιακές δι- διαφορές. 3 μτφ. αγώνας, πάλη. II συναγωνισμός, άμιλλα. II εκφρ. вне -а χωρίς συζήτηση, δε χωράει συζήτηση· на - βάζω στοίχημα, στοι- στοιχηματίζω· -у нет αναμφισβήτητα, αναμφίβολα, ασυζητητί. спора βλ. споры. * спорадический επ. σποραδικός (μη μόνιμος). спорадичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. спорадический. '''спорангий, -Я α. (βοτ.) σποράγγειο и. σπο- ριάγγειο. СПОРИТЬ, -рю -ришь р.δ. 1 συζητώ· αντι- αντιλέγω, λογομαχώ· φιλονικώ, ερίζω. II στοιχη- στοιχηματίζω. II αμφισβητώ, διαφωνώ, αντιγνωμώ. II διεκδικώ (δικαστικώς). 2 μτφ. αγωνίζομαι, παλεύω· - С судьбой αγωνίζομαι με την τύ- τύχη (κατά της τύχης). II συναγωνίζομαι, αμιλ- λώμαι. II -СЯ βλ. ενεργ. φ. A σημ.)· СПОРИТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.δ. πηγαίνω καλά, διε- διεξάγομαι επιτυχώς. СПОРНОСТЬ, -И θ. αμφισβήτηση, το αμφισβη- αμφισβητήσιμο· - ВЫВОДОВ αμφισβήτηση των συμπερα- συμπερασμάτων. СПОРНЫЙ επ., βρ: -рен, -рна, -рно αμφι- αμφισβητήσιμος· αμφισβητούμενος· διαφιλονικου- μενος· συζητήσιμος· επίδικος. СПОРОВОЙ επ. (πολλαπλασιαζόμενος) με σπό- σπόρους· -ые растения φυτά πολλαπλασιαζόμενα με σπόρια. СПОРОСТЬ, -И θ. γρηγοράδα, βιασύνη, δρα- δραστηριότητα. СПОрОТЬ, спорю, спорешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. споротый, βρ: -рот, -а, -ο ρ.σ.μ. ξηλώ- ξηλώνω· - карманы у пальто ξηλώνω τις τσέπες απο το πανωφόρι. II -СЯ ξηλώνομαι. *СПОрт, -а α. αθλητισμός, σπορ, άθλημα· ЛЫЖНЫЙ - χιονοδρομία· велосипедный - ποδη- ποδηλατοδρομία· гребной - κωπηλασία· парусный - ιστιοδρομία· заниматься -ОМ ασχολούμαι με τον αθλητισμό· ВОДНЫЙ - ναυταθλισμός. спортивки, -ΒΟΚ (ενκ. спортйвка, -И θ.) α- αθλητικά παπούτσια. СПОРТИВНЫЙ επ. αθλητικός· -ая ХОДЬба α- αθλητικό βάδισμα· - КОСТЮМ αθλητική στολή. ♦спортсмен, ~а α., -ка, -И θ. αθλητής, ~ή- τρια. спортсменки, -нок πλθ. βλ. спортивки. СПОртсмёнСКИЙ επ. αθλητικός, του αθλητή. спорхнуть, -ну, -нёшь р.σ. πετώ, φτερου- φτερουγίζω (για πτηνά, πεταλούδες). СПОРЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. συζητητής. *споры, спор πλθ. (ενκ.спора, -Ы θ.) σπό- σπόρια (αναπαραγωγικά κύτταρα φυτών). II μονο- μονοκύτταρα σπέρματα ζωικά. СПОрыЙ επ., βρ: спор, -а, -Ο γρήγορος, βια- βιαστικός· δραστήριος. II βολικός, πρόσφορος, κα- κατάλληλος· ταιριαστός. II αποτελεσματικός, α- αποδοτικός. || (απλ.) ευι*ολοδιαβρεκτικός ή ευ- κολοκαλυπτικός (για βροχή, χιόνι). СПОРЫНЬЯ, -Й θ. ερυσίβη (επιστ.), στάχτη, καπνιά, συρίκι, συναπίδι (λκ.). способ, -а α. τρόπος· капиталистический - производства καπιταλιστικός τρόπος παραγω- παραγωγής· социалистический ~ производства σοσια- σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής· решение задачи различными -ами λύση του προβλήματος με διάφορους τρόπους· следующим -ом με τον ε- εξής τρόπο· каким -ОМ? με ποιο τρόπο; ОбЫЧ- ным -ом με το συνηθισμένο τρόπο· - выраже- выражения τρόπος έκφρασης· - действия τρόπος ε- ενέργειας· всеми -ами με όλους τους τρόπους. СПОСОбНОСТЬ, -И θ. 1 ικανότητα· - К раз- МНОЖению ικανότητα για αναπαραγωγή· умст- венные -И πνευματικές ικανότητες. II δυνατό- δυνατότητα· покупательная - αγοραστική δύναμη. 2 πλθ. -И έμφυτες ικανότητες, κλίση· - К му- зыке κλίση προς τη μουσική. способный επ., βρ: -бен, -бна, -бно. 1 ι- ικανός, άξιος· επιτήδειος· - К труду ικανός για δουλειά· ОН на ВСё -бен αυτός είναι ι- ικανός για όλα· он -бен к военной службе αυ- αυτός είναι ικανός για το στρατό· - мальчик παιδάκι με ικανότητες. 2 κατάλληλος, βολι- βολικός, πρόσφορος. способствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. με
спо 510 спр δοτ. συντ,ελώ, συμβάλλω, συντείνω· ~ успеху συντελώ στην επιτυχία. споспешествовать, -ствую, -ствуешь р.δ. με δοτ. (γραπ. λόγος) βλ. способствовать. СПОТКНУТЬСЯ, -нусь, -нёшься ρ.σ.1 σκοντά- σκοντάφτω, προσκόπτω, προσκρούω. 2 μτφ. συναντώ δυσκολία. 3 κάνω (διαπράττω) λάθος (στη ζωή). спотыкаться р.6. βλ. споткнуться. II βαδί- βαδίζω με δυσκολία, ποδοσέρνομαι. спотыкливый επ., βρ: -лив, -а, ~о (απλ.) αυτός που συχνά σκοντάφτει. спотыкнуться р.σ. βλ. споткнуться. спохватиться, -ачусь, -атишься р.σ. ανα- θυμάμαι ξαφνικά· παρατηρώ αμέσως (λάθος ή παράλειψη). спохватываться р.δ. βλ. спохватиться. справа1επίρ. (απο τα) δεξιά, απο τη δε- δεξιά πλευρά ή μέρος· - ОТ дороги απο το δε- δεξιό μέρος του δρόμου. Справа* ~Ы θ. (παλ. κ. διαλκ.) 1 ασχολία, δουλειά, υπόθεση. 2 πράγματα οικιακά·σκεύη· εξαρτήματα· σύνεργα. Справедливо επίρ, δίκαια, σωστά, ορθά. справедливость, ~и θ. το δίκαιο, το σωστό, η ορθότητα· το εύλογο· - решения το σωστό της απόφασης. II δικαιοσύνη· нет -и δεν υ- υπάρχει δικαιοσύνη· бороться за - αγωνίζομαι για δικαιοσύνη. справедливый επ., βρ: -лив, -а, -о δίκαι- δίκαιος· - судья δίκαιος δικαστής· -ое дело δί- δίκαιη υπόθεση. II σωστός, ορθός· -ое решение δίκαιη απόφαση. II δικαιολογημένος· - гнев δικαιολογημένος θυμός. II πραγματικός, αλη- αληθινός. II εκφρ. ~ые ВОЙНЫ δίκαιοι πόλεμοι (οι εθνικοαπελευθερωτικοί): справить ρ.σ.μ. 1 γιορτάζω· - День рожде- рождения γιορτάζω τα γενέθλια· - именины γιορ- γιορτάζω την ονομαστική γιορτή· - серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυ- χρυσούς γάμους. 2 ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω. 3 ετοιμάζω· εξασφαλίζω· παρέχω. 4 παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω ναβγά- λω, να πάρω. 5 διορθώνω, επισκευάζω. II -СЯ αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα· ~ С работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά· тебе С ним не — εσύ μ' αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα. 2 μα- μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι. 3 δια- διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω. II εκφρ. не -ЛСЯ С Деньгами δε μού 'φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν - - С собой συγκρατιέμαι. Справка, -И θ. 1 πληροφορία, οδηγία.2 βε- βεβαίωση· πιστοποιητικό· - смёста жительства βεβαίωση απο τον τόπο διαμονής. справлять(ся) ρ.δ. βλ. справить(ся). справный επ., βρ: -вен, -вна, -вно (απλ.) καλός (σε καλή κατάσταση)· ~ая лошадь καλό άλογο· -ая одежда καλή ενδυμασία. II ευκα- ευκατάστατος, εύπορος· - хозяин καλός νοικοκύ- νοικοκύρης. Справочник, ~а α. οδηγός (βιβλίο)· κατά- κατάλογος· βοήθημα· карманный - οδηγός της τσέ- τσέπης· телефонный - τηλεφωνικός κατάλογος· ПО математике βοήθημα για τα μαθηματικά· кулинарии οδηγός μαγειρικής· технический - τεχνικός οδηγός. справочный επ. πληροφοριακός. спрашивать ρ.δ. βλ. спросить. II -ся 1 βλ. спроситься. 2 τρίτο ενκ. πρόσωπο ενεστώτα -ается γεννάται το ερώτημα. спрессованный επ. απο μτχ. πιεστός, πιε- πιεσμένος, πατητός. спрессовать( ей) ρ.σ. βλ. прессовать(ся). спрессовывать(ся) ρ.δ. βλ.прессовать(ся). ♦спринт, ~а α. αγώνας μικρής απόστασης. спринцевание, -я ουδ. βλ. спринцовка. ♦спринцевать, -цую, -дуешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спринцованный, βρ: -ван, -а, -о πλύνω, ξεπλύνω με εκτόξευση υγρού. II -ΟΗπλύνομαι, ξεπλύνομαι. спринцовка, -И θ. πλύση, ξέπλυμα(με εκτό- εκτόξευση υγρού). спровадить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спроваженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. διώχνω, στέλλω κάπου κάποιον,για να τον ξε- ξεφορτωθώ, ν' απαλλαγώ. спроваживать р.δ. βλ. спровадить. || -ся ξεφορτώνομαι κάποιον, απαλλάσσομαι. СПРОВОРИТЬ р.σ.μ. (απλ.). 1 βλ. ПРОВОРИТЬ. 2 κλέβω, βουτώ. спровоцировать ρ.σ.μ. 1 βλ. провоцировать A, 2 σημ.). 2 (ιατρ.) προκαλώ· - приступ προκαλΑ) παροξυσμό. спроектировать1 ρ.σ. βλ. проектировать1. спроектировать2р.σ. βλ. проектировать. спроказить р.σ. βλ. проказить. спрос, -а α. 1 ζήτηση· - и предложение (εμπορ.) ζήτηση και προσφορά. 2 απαίτηση. 3 ερώτηση, ζήτηση, παράκληση. II εκφρ. без -а (-у) ανερώτητα (χωρίς άδεια). СПроСИТЬ, -ошу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрошенный, βρ: -шен, -а, ~о ρ.σ. ρωτώ, ζητώ να μάθω, να πληροφορηθώ· - фамилию ρω- ρωτώ ποιο είναι το επώνυμο· - О здоровье ρωτώ για την υγεία. II εξετάζω, σηκώνω μαθητή να πει το μάθημα. 2 ζητώ να μου δοθεί· - раз- разрешение ζητώ άδεια· - совет ζητώ συμβουλή. 3 απαιτώ· сколько за это -ΟθΗΠ№?πόσο θα ζη- ζητήσεις γι1 αυτό; II -СЯ 1 ζητώ (άδεια να κά- κάνω κάτι), ρωτώ· КОГО ТЫ -ЙЛСЯ? ποιόν ρώτη- ρώτησες; απο ποιόν πήρες άδεια;-йсь у начальни- начальника ρώτησε το διευθυντή (προ'ϊστάμενο). 2 ζη-
спр 511 спу τώ ευθύνες", λόγο, λογαριασμό· ты виновен, а -ОСИТСЯ у меня εσύ φταις, όμως απο μένα θα ζητήσουν ευθύνες. 3 βλ. ενεργ. φ. (ι, 2 σημ.). спросонков βλ. спросонок. спросонок κ, (απλ.) СПРОСОНКОВ επίρ, μι- σοξυπνισμένα, αγουροξυπνημένα· -ОН неразо- брал В чём дело όντας μισοξυπνημένος δεν κατάλαβε τι συμβαίνει. спросонья επίρ. (απλ.) βλ. спросонок. спроста επίρ. 1 απλώς, αφελώς, απο αφέ- αφέλεια. 2 χωρίς σκοπό ή πλάνο, λόγο· не - όχι απλώς. 3 εύκολα. спросту επίρ. (απλ.) βλ. спроста. спрофилировать р.σ. βλ. профилировать. спрут, -а α. οχταπόδι. спрыгивать р.6. βλ. спрыгнуть. спрыгнуть, -ну, -нешь р.σ. πηδώ απο· он -ул С лошади αυτός πήδησε κάτω απο το άλο- άλογο· - В канаву πηδώ στο αύλακα. спрыски, -ΟΒ πλθ. (απλ.) βρέξιμο, πιοτί, κέρασμα (για επιτυχία, ψώνισμα κ.τ.τ.) сцрыскивать(ся) ρ.δ. βλ. спрыснуть(ся). СПрЫСНуть р.σ.μ. 1 ραντίζω, ραίνω, ψεκά- ψεκάζω· μουσκεύω, (κατα)βρέχω. 2 μτφ. βρέχω, πί- πίνω· κερνώ (για επιτυχία, ψώνι κ.τ.τ.). II -СЯ ραντίζομαι, ραίνομαι· - духами ραντίζομαι με αρώματα. спрягать1 ρ. δ. (γραμμ.) κλίνω ρήμα. II -СЯ (για ρήμα) κλίνομαι. спрягать2 ρ. δ. βλ. спрячь. II -ся βλ. спрячь- (ся). спряжение, -Я ουδ. (γραμμ.) κλίση (για ρή- ρήματα) . СПРЯМИТЬ, -МЛЮ, -МИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрямлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. ισάζω, ισώνω, ευθύνω, ευθειοποιώ· ευ- ευθυγραμμίζω. спрямление, -Я ουδ. ίσωση, ίσωμα, ευθεία- ευθείαση· ευθειγράμμιση. II μέρος ισωμένο. спрямлять р.δ. βλ. спрямить. II -ся ισώ- νομαι, ευθειάζομαι· ευθυγραμμίζομαι. спрянуть ρ.σ. (παλ.) βλ. спрыгнуть. СПРЯСТЬ р.σ. κλώθω· γνέθω. спрятать(ся) р.σ. βλ. прятать(ся).- спрячь, -ягу, -яжёшь, -ягут, παρλθ. χρ. спряг, -ла, -ло, παθ. μτχ. спряжённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ.μ. ζεύω μαζί· - коней ζεύω μαζί τα άλογα. II -СЯ ζεύομαι μαζί. спугивать р.δ. βλ. спугнуть. II -ся εκφο- βίζομαι· πτοούμαι. спугнуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спугнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. φοβίζω, εκφοβίζω· προγκίζω. II πτοώ· ταράσσω. СПуД, -а α. (παλ.) κρύπτη, κρυψώνα. II εκφρ. из-под -а извлечь ή вынуть βγάζω απο την κρύπτη (θέτω σε χρήση)· ПОД - ПОЛОЖИТЬ ή класть βάζω στην κρύπτη (αφήνω αχρησιμοπο- ητο)· под -ом лежать, держать, оставаться κείμαι, κρατιέμαι, παραμένω αχρησιμοποίητος, λησμονημένος. *СПурт, ~а α. επιτάχυνση. спуск, -а, (~У) α. 1 κατέβασμα, κατάβαση, κάθοδος· κατηφόριση· - В шахту κατέβασμα στο ορυχείο· - флага κατέβασμα της σημαί- σημαίας. 2 πτώση, απελευθέρωση· - курка πτώση του επικρουστήρα (όπλου). 3 καθέλκυση· корабля В ВОДУ καθέλκυση του πλοίου στα νερά. 4 ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα· - ВОДЫ λιγόστεμα του νερού. 5 κλίση, επικλινές μέ- μέρος· πλαγιά· κατηφόρα. 6 η ουρά της σκαντά- λης. 7 σελιδοθέτηση. II εκφρ. не давать,дать -а (-у) δε χαρίζω, δε συγχωρώ, δε δείχνω ε- επιείκεια. спускание, -я ουδ. βλ. спуск. спускать р.δ. βλ. спустить. II εκφρ. не - с глаз (очей, взора) α) δεν ξεκολλώ (δεν παίρνω) τα μάτια μου απο, καρφώνω τα μάτια (το βλέμμα), β) παρακολουθώ άγρυπνα. II -СЯ 1 βλ. СПУСТИТЬСЯ. 2 γέρνω, κλίνω. 3 κρε- κρεμιέμαι· κρέμομαι. спускной επ. βλ. спусковой. Спусковой επ. της πτώσης· - механизм ру- ЖЬЯ о μηχανιασμός της σκαντάλης. спустить ρ.σ.μ. 1 κατεβάζω· αφήνω· ρίχνω· - рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο· - занавеску κατεβάζω την κουρτί- κουρτίνα· - ведро В колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι· - ребёнка С рук на пол αφήνω (απο- (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα· - флаг κατεβά- κατεβάζω τη σημαία. II σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρε- γκρεμίζω· - ΚΟΓΟ-Η. С лёстНИЦЫ γκρεμίζω κά- κάποιον απο τη σκάλα. II μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)· - директивы κατεβάζω τις ο- οδηγίες. 2 χαμηλώνω· - знамёна над гробом υ- ποστέλλω τις σημαίες πάνω απο το φέρετρο. II κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι· - чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες. 3 απελευθερώνω, τραβώ, πατώ· - курок πατώ τη σκαντάλη· собаку с цепи λύνω το σκυλί. 4 αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). II αδειάζω, εκ- εκκενώνω. II αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα. 5 ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω· - уровень ВОДЫ κατεβάζω τη στάθμη του νερού. II ξεπέ- ξεπέφτω, χάνω απο το βάρος, αδυνατίζω· - не- несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά. 6 φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικότη- τα, συγχωρώ. 7 καταναλώνω, πουλώ. II χάνω στα χαρτιά. II εκφρ. - жир διώχνω, αποβάλλω το πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)· - петлю α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές· - петли στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύο- (λιγοστεύοντας τις θηλιές)· - судно α) καθέλκω, -κύω
спу 512 ера σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό απο το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.)· - шкуру μαστιγώνω γερά·-ТЯ рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα). II -СЯ 1 κατέρχομαι, κατεβαίνω· - С лестницы κατεβαίνω απο τη σκάλα· ~ В овраг κατεβαίνω στη χαράδρα· шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν). II πλέω προς τα κάτω. 2 κατεβαί- κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)· προσγειώνομαι (για αεροπλάνο). II μτφ. επικάθομαι, πέφτω· Туман -лея на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο. II χαμηλώνω. II μτφ. ζεπέφτω (ηθικά), κατρακυ- κατρακυλώ. II απελευθερώνομαι, πέφτω· курок -лея о επικρουστήρας έπεσε. II ξεπέφτω, ξεφεύγω απο· τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι· Юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο. 3 υποβιβάζομαι. 4 ελατ- ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω· температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε. II εκφρ. - С Облаков κατεβαίνω απο τα σύννεφα (προσαρμό- (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι). спустя επίρ. μετά (απο), ύστερα, έπειτα· - три ДНЯ μετά απο τρεις μέρες. спутанность, -И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) μπέρ- δευμα, ανακάτωμα. СПуташШЙ επ. απο μτχ. (κυρλξ. κ. μτφ.)· μπερδευμένος, ανακατωμένος, περιπλεγμένος. СПутать ρ.σ.μ. 1 βλ. путать. 2 συνδέω, ε- ενώνω· συσχετίζω. II εκφρ. - расчёты, планы ανατρέπω όλους τους υπολογισμούς· χαλνώ, μα- ματαιώνω τα σχέδια· - по рукам и ногам δένω χειροπόδαρα (στερώ ελευθερίας δράσης). II -СЯ 1 βλ. путаться (Τ, 4 σημ.). 2 συνδέο- συνδέομαι, συσχετίζομαι. спутник, -а α., ~ца, ~ы θ. 1 συνοδοιπό- συνοδοιπόρος, συνοδίτης, συνταξιδιώτης, -ισσα.ΙΙσύμ- βιος, σύνευνος, σύντροφος στη ζωή. 2 (αστρν.) δορυφόρος· луна - - земли το φεγγάρι είναι δορυφόρος της γης. 3 μτφ. συνακόλουθος. II εχφρ. искусственный - τεχνητός δορυφόρος, σπούτνικ. спутывать( ся) р.δ. βλ. спутать(ся). СПЬЯНа к. СПЬЯНУ επίρ. στη μέθη, όντας με- μεθυσμένος. спятить, спячу, спятишь ρ.σ. (απλ.)· (με τις λέξεις С ума) μου στρίβει η βίδα,' το μ(;αλό, μου λείπουν, λαβώνομαι. СПЯЧКа, -И θ. 1 (ζωολ.) νάρκη· летняя θερινή νάρκη· ЗИМНЯЯ - χειμερινή νάρκη. 2 λήθαργος, βύθος. II μτφ. τελεία αδράνεια, ά- άκρα παθητικότητα. СПЯЩИЙ, -ая ουσ. κοιμώμενος, ~η· В КОМНа- те Похрипывали -ие στο δωμάτιο ροχάλιζαν οι κοιμώμενοι. срабатывание, -Я ουδ. αχρήστευση απο το δούλεμα· - ПОДШИПНИКОВ αχρήστευση των τρι- τριβέων (ρουλεμάν) απο την πολλή χρήση. срабатывать р.δ. βλ. сработать. срабатываться р.δ. βλ. сработаться. срабатываться р.δ. βλ. сработаться. сработанность, -И θ. ο βαθμός φθοράς απο το δούλεμα. сработанность, -И θ. συμφωνία, ταίριασμα στη δουλειά. сработанный επ. απο μτχ. άχρηστος, φθαρ- φθαρμένος απο μακροχρόνια λειτουργία. сработать р.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сра- сработанный, βρ: -тан, -а, -О. 1 επεξεργάζο- επεξεργάζομαι, δουλεύω, φτιάχνω. 2 ρυθμίζω, κανονίζω τη λειτουργία μηχανής, -νισμού. сработаться'] -аеТСЯ р.σ. φθείρομαι, αχρη- αχρηστεύομαι (απο την μακρόχρονη εργασία), τρώ- τρώγω το ψωμί μου· МОТОр -ЛСЯ το μοτέρ τό'φά- τό'φάγε το ψωμί του. сработаться' -аюсь, -аешься р.σ. συμφωνώ, τα ταιριάζω στη δουλειά· ТЫ С НИМ не -еШЬСЯ εσύ μ' αυτόν δε θα τα ταιριάξεις στη δου- δουλειά. сравнение, -я ουδ. σύγκριση, (αντι)παρα- βολή, (αντι)παράθεση, παραλληλισμός. II εκφρ. В -И С.., ПО -ГО С.. σε σύγκριση με... НИ идёт (ни) В (какое) - δε συγκρίνεται κα- καθόλου· не подаётся никакому -го; -я нет ή не не может быть δε μπορεί να γίνει καμιά σύ- σύγκριση. сравнивание, -я ουδ. βλ. сравнение. сравнивать сяI ρ. δ. βλ. рравнйть(ся). сравнивать сяJ р. δ. βλ. сравнять ся). сравнивать(сяK ρ. δ. βλ. сровняться). сравнимость, -И θ. συγκριτικότητα, δυνα- δυνατότητα σύγκρισης. сравнимый επ. απο μτχ. επιδεκτικός σύ- σύγκρισης, παραβλητός· συγκρινόμενος. сравнительно επίρ. 1 συγκριτικά. 2 σχε- σχετικά*. II εκφρ. - С... σε σύγκριση με... сравнительно-исторический επ. συγκριτικο- ιστορικός· -метод συγκριτικο'ϊστορική μέ- μέθοδος. сравнительный επ. 1 συγκριτικός· - метод συγκριτική μέθοδος· -ая таблица συγκριτικός πίνακας· -ая грамматика συγκριτική γραμμα- γραμματική. 2 ανάλογος, σχετικός. II εκφρ. -ая сте- степень (γραμμ.) συγκριτικός βαθμός. сравнить, ~нго, -нйшь, παθ. μτχ. εν στ. сра- сравнимый, βρ: -НИМ, -а, -О, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сравнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. 1 συγκρίνω, παραβάλλω, αντιπαραβάλλω, συ- μπαραβάλλω, αντιπαραθέτω· παραλληλίζω. II -СЯ 1 συγκρίνομαι, παραβάλλομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. сравнять, -ЯЮ,'-яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сравненный, βρ: -нен, -а, -о р.σ.μ. 1 εξι- εξισώνω. II -СЯ 1 συγκρίνομαι. 2 εξισώνομαι, γί- γίνομαι ίσος· все -ГОТСЯ смертью о θάνατος ό- όλους τους κάνει ίσους (εξισώνει).
ера 513 ере сражать(ся) р.6. βλ. сразйть(ся). сражение, -я ουδ. μάχη· поле -я πεδίο της μάχης· ВЫИГраТЬ - κερδίζω τη μάχη. || αγώ- ν ας, πάλη, δ ιαμάχη. сразить, -ажу, -азйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сражённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ. μ. 1 φονεύω, σκοτώνω, ρίχνω κάτω, κόβω,θε- κόβω,θερίζω· его -ла вражеская пуля τον θέρισε ε- εχθρική σφαίρα* болезнь его ~ла τον θέρισε η άρρωστεια. II μτφ. υπερνικώ. 2 μτφ. συ- γκλονώ, συνταράσσω. II -СЯ μάχομαι, πολεμώ· - за родину πολεμώ για την πατρίδα. II πα- παραβγαίνω στο παιγνίδι, αναμετριέμαι· - в преферанс, в бильярд παραβγαίνω στην πρέ- πρέφα, στο μπιλιάρδο. сразу επίρ. 1 αμέσως, στη στιγμή, πάραυ- πάραυτα, (παρ) ευθύς, με μιας, μονομιάς. 2 ταυτό- ταυτόχρονα, σύγκαιρα, σύνωρα. Срам, -а (-У) α. 1 ντροπή, αίσχος. 2 ως κατηγ. είναι ντροπή, αίσχος. Срамить, -МЛГО, -миль р.δ.μ. ντροπιάζω,ρε- ντροπιάζω,ρεζιλεύω, ζευτελίζω. II μαλώνω, επιπλήττω (για αισχρή πράξη). II -СЯ ντροπιάζομαι, ρεζιλεύο- ρεζιλεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Срамник, ~а α., -ца, -Ы θ. ξεδιάντροπος, -η, αναιδής, αναίσχυντος. Срамной επ. (απλ.) αναιδής, αισχρός. II ε- επαίσχυντος, επονείδιστός, ρεζιλεμένος. срамота, -Ы θ. (απλ.) αίσχος, ντροπή, ρε- ρεζίλι, -λίκι. Срастание, -Я ουδ. σύμφυση, συγκόλληση φυ- φυσική. срастаться р.δ. βλ. срастись. срастись, срастусь, срастёшься, παρλθ. χρ. сросся, -лась, .-лось р.σ. 1 συμφύομαι, συ- συγκολλιέμαι φυσικά. || συναρθρώνομαι, κολλώ, πιάνω· сломанная кость -лась το σπασμένο κόκκαλο κόλλησε. II (για πληγές) επουλώνο- επουλώνομαι· θρέφω. 2 μτφ. ενώνομαι, συνδέομαι αδι- αδιάρρηκτα, ενοποιούμαι, συγχωνεύομαι, γίνομαι ένα και το ίδιο. Срастить, сращу, срастишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сращённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. 1 συμφύω. 2 (τεχ.) συγκολλώ· συνδέω, συ- συνενώνω. 3 μτφ· ενώνω, συνδέω αδιάρρηκτα. сращение, -я ουδ. 1 βλ, срастание. 2 συ- συγκόλληση, σύνδεση, ένωση. II εκφρ. фразеоло- фразеологическое - παροιμιώδης ή αποφθεγματική φρά- φράση. . сращивание, -я ουδ. βλ. сращение. сращивать(ся) р.δ. βλ. срастить, -йсь. Сребреник, -а α. αργυρό νόμισμα, το αργύ- αργύριο. II εκφρ. за тридцать -ов продать ή пре- предать πουλώ (προδίνω) για τριάντα αργύρια. сребристый επ., βρ: -рйст, -а, -о (παλ.) βλ. серебристый. сребрить, -рйт р.δ.μ. (παλ.) βλ. сереб- серебрить. II -ся βλ. серебриться. сребро, -а ουδ. (παλ.) άργυρος, ασήμι, сребролюбец, ~бца α. (παλ.) φιλάργυρος. · сребролюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о φι- φιλάργυρος. сребролюбие, -Я ουδ. (παλ.) φιλαργυρία. сребронОСНОСТЬ, -И θ. ύπαρξη ή περιεκτι- περιεκτικότητα αργύρου. среброносный επ., βρ: -сен, -сна, -сно; αργυροφόρος. II αργυρούχος, αργυρώδης. сребротканый επ. (παλ.) αργυρούφαντος. среда1, -ы, αιτ. среду, πλθ. среда, θ! 1 ύλη, σώματα· σφαίρα· питательная - θρεπτι- θρεπτικές ύλες. 2 το περιβάλλον οι συνθήκες· ге- географическая - γεωγραφικό περιβάλλον. II κύ- κύκλος· литературная ~ λογοτεχνικός κύκλος· рабочая - εργατικό περιβάλλον в -ё уча- учащихся στο μαθητικό περιβάλλον. среда2, -ы, αιτ. среду, πλθ. среда, δοτ. -ЭМ θ. η Τετάρτη (μέρα της εβδομάδας). среди κ. средь πρόθ. με γεν. 1 στη μέση, στο μέσον στο κέντρο· СТОЯТЬ - комнаты στέκομαι στη μέση του δωματίου* - города στο κέντρο της πόλης· встать - ночи σηκώνο- σηκώνομαι τα μεσάνυχτα. 2 (ανα)μεταξύ, ανάμεσα*- нас нет подозрительного лица ανάμεσα μας δεν υπάρχει ύποπτο πρόσωπο. средиземноморский επ.^ μεσογειακός* -ие страны οι μεσογειακές χώρες. средина, -ы θ. βλ. середина. срединный επ. βλ. серединный. Средневековый επ. μεσαιωνικός* - ГОРОД η μεσαιωνική πόλη. средневековье, -Я ουδ. ο μεσαίωνας. средненёбный επ. (γλωσ.) του μέσου ουρα- νισκου. среднеязычный επ. (γλωσ.) μεσόγλωσσος. средний, -ЯЯ, -ее επ. μεσαίος, μέσος, με- σιανός· -ее окно μεσαίο παράθυρο· ~яя го- годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία. II κεντρικός- -ЯЯ АЗИЯ Μέση ή Κεντρική Ασία, II μετρ ιος · - ученик μετρ ιος μαθητής. II εκφρ. В -ем κατά μέσο όρο· высше -его παραπάνω απο το μέσο όριο ή το κανονικό· ниже -его κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού· не ЧТО -ее κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το με- μεταξύ· -ее Образование η μέση μόρφωση, ηδε- κατάξια (γυμνασιακή)· - палец το μεσαίο δά- δάχτυλο* -ее ухо το μεσαίο αυτί· -яя школа το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο· -ИХ лет' μέ- μέσης ηλικίας· - залог (γραμμ.) η μέση διάθε- διάθεση των ρημάτων. средник, -а α. η οριζόντια πλευρά πλαι- πλαισίου πόρτας ή παραθύρου. средостение, -Я ουδ. 1 (ανατ.) μεσαύλιο,
ере 514 еру μεσοπνευμονιο· μεσοφραγμα, μεσοθώρακας. 2 (γραπ. λόγος) εμπόδιο, κώλυμα. Средство, -а ουδ. 1 μέσο, τρόπος· μέτρο* радикальное - ριζικό μέτρο· придумать для успешного завершения дела σκέφτομαι τρό- τρόπο για πλήρη επιτυχία της υπόθεσης. 2 πλθ. -а τα μέσα· ~а производства τα μέσα πα- παραγωγής· транспортные ~а τα μεταφορικά μέ- μέσα. || φάρμακο· - ОТ ГОЛОВНОЙ (ЗОЛИ φάρμακο για τον πονοκέφαλο. 3 πλθ. ~а τα προς του ζειν (χρήματα, πόροι ζωής)· -а СуЩвСТВОВа- НИЯ τα μέσα για τη ζωή (ύπαρξη). II μτφ. οι δυνατότητες· τα δυνατά. II μτφ. (παλ.) οι ικανότητες. средь βλ. среди. срез, -а α. 1 η κοπή, το κόψιμο, το θέρι- σμα. 2 το σημείο κοπής. срезание, ~я ουδ. βλ. срез (ι σημ.). срезанный επ. απο μτχ. κομμένος. срезать ρ.σ.μ. 1 αποκόπτω, κόβω· - цветов κόβω λουλούδια· - провода κόβω τα καλώδια. II μειώνω, ελαττώνω· - ставку περικόπτω το μι- μισθό. 2 μτφ. σκοτώνω, φονεύω· θερίζω· сна- снаряд его -ал τον έκανε κομμάτια το βλήμα. II κατασυγκλονίζω, συνταράσσω· καταπτοώ· новое несчастье -ЛО её το καινούριο δυστύχημα την κατασυγκλόνησε. 3 Μ·τφ. διακόπτω (ομιλούντα) · συγχύζω. 4 (απλ.) απορρίπτω (κόβω) στις ε- εξετάσεις· его -ал преподаватель математики τον έκοψε ο καθηγητής των μαθηματικών. II -СЯ 1 (απλ.) απορρίπτομαι, κόβομαι (στις ε- εξετάσεις). 2 λογομαχώ, φιλονικώ. II παίζω πεισματώδικα, με μανία· - В карты παίζω με μανία χαρτιά. срезать(ся) ρ.δ. βλ. срёзать(ся). срезка, -и θ. βλ. срез (ι σημ.). срезной επ. κομμένος· κοπτόμενος·- -ая сто- сторона η κομμένη πλευρά. срёзОК, ~зка α. κομμάτι· - ДОСКЙ κομμάτι σαν ί δας. срезывание, -я ουδ. βλ. срез. срезывать(ся) ρ.δ. βλ. срезать(ся). срепетированность, -и θ. (θεατρ.) η πρόβα. срепетировать р.σ. βλ. репетировать.. срепетованность, -и θ. (παλ.) βλ. срепе- срепетированность. срепетовать ρ.σ.μ. (παλ.) βλ. срепетиро- срепетировать. срепетовка, -и θ. (παλ.) βλ. срепетиро- срепетированность. срисовать ρ.σ.μ. 1 αντιγράφω (σχέδιο κ.τ. τ.). 2 βλ. рисовать. срисовка, -И θ. 1 αντιγραφή (σχεδίου κ.τ. τ.). 2 βλ. рисовка A σημ.). срисовывание, -я ουδ. срисовка. срисовывать ρ.δ. βλ. срисовать. II -ся 1 αντιγράφομαι. 2 βλ. рисоваться. срифмовать ρ.σ.μ. βλ. рифмовать. сробеть р.σ. βλ. робеть. сровнять( ся) ρ. σ. βλ. ровнять( ся). СроДНЙ επίρ. με δοτ. ως κατηγ. με τα ρ: быть, доводиться, приходиться: συγγενεύω, έχω συγγένεια. сродник, ~а α., ~ца, -ы θ. (παλ. к. απλ.) βλ. родственник. СРОДНИТЬ, -НТО, -НЙШЬ, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. сроднённый, βρ: -нён, -нена, -нено ρ.σ.μ. ενώνω, συνδέω στενά· нас ~ло Общее Дело μας ένωσε στενά η κοινή υπόθεση. II -СЯ ενώνο- ενώνομαι, συνδέομαι στενά. сродный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 συγ- συγγενής, παραπλήσιος, παρόμοιος· -ые ПОНЯТИЯ συγγενείς έννοιες. 2 έμφυτος. II επιρρεπής. сродственник, -а α., -ца, -ы θ. (παλ. κ. απλ.)· βλ. родственник. сродственный επ., βρ: -вен, -венна, -о (παλ. κ. απλ.) βλ. родственный. сродство, ~а ουδ. (γραπ. λόγος) συγγένεια- - явлений συγγένεια των φαινομένων хими- химическое - χημική συγγένεια. Сроду επίρ. (απλ.) ποτέ (απο τότε που γεννήθηκα)· ποτέ στη ζωή μου. сройть(ся) р.σ. βλ. ройть(ся). срок, -а (-у) α. η προθεσμία, διορία· ό- όριο χρονικό· χρονικό διάστημα· месячный ~ μηνιαία προθεσμία· срок службы В армии η στρατιωτική θητε ία· продлить срок на три ме- месяца παρατείνω την προθεσμία για τρεις μήνες· Β -, К -у μέσα στην προθεσμία· Я вам даго три дня -у σας δίνω τρεις μέρες προ- προθεσμία (διορία)· короткий - σύντομο χρονι- χρονικό διάστημα· в кратчайший - στο συντομότατο χρονπκό διάστημα. II εκφρ. без -а χωρίς προ- προθεσμία, απρόθεσμα· на - με προθεσμία· дай, дайте - περίμενε, περιμένετε λιγάκι. СРОНИТЬ ρ.σ.μ. βλ. урОНЙТЬ. СрОСТОК, -тка α. σύμφυμα. срочно επίρ. επειγόντως· εσπευσμένα, βια- βιαστικά· προθεσμιακά. СРОЧНОСТЬ, -И θ. 1 το επείγον, επείγουσα ενέργεια. 2 βία, βιασύνη, βιάση, σπουδή. срочный επ., βρ: -чен, -чна, -чно επεί- επείγων άμεσος· ανυπέρθετός· -ое дело επείγου- επείγουσα υπόθεση· -ая телеграмма επείγον τηλεγρά- τηλεγράφημα· Очень - κατεπείγον В -ом порядке ε- επειγόντως. || βιαστικός, γρήγορος, εσπευσμέ- εσπευσμένος· -ое исполнение γρήγορη εκτέλεση. 2 προθεσμιακός· ~ая ссуда προθεσμιακό δάνειο. сруб, ~а α. 1 κοπή, κόψιμο· - леса κόψιμο του δάσους. 2 κοψιά (σημάδι κοπής δέντρου). 3 ξυλεία (κορμοί δέντρων) για ξυλόσπιτο. II ζυλόσπιτο.
еру срубание, -я ουδ. βλ. сруб A σημ.). срубать р.δ. βλ.- срубить A, 2 σημ.). || -СЯ αποκόπτομαι, κόβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. СрубИТЬ р.σ.μ. 1 αποκόπτω, κόβω· - дерево κόβω το δέντρο· ему -ли голову του έκοψαν το κεφάλι. 2 οικοδομώ, φτιάχνω σπίτι με δέ- ντρινους κορμούς. 3 σπάζω, κόβω· - Лёд σπά- σπάζω τον πάγο. срубка, -и θ. βλ. сруб (ι, г σημ.). Срубовый επ. καμωμένος απο κορμό δέντρου· - улей κυψέλη απο κορμό δέντρου. Срыв, -а α. 1 απόσπαση, βίαια αφαίρεση. 2 ανατροπή, ματαίωση, χάλασμα· ~ плана ανα- ανατροπή του σχεδίου. 3 φθορά, βλάβη αχρήστευ- αχρήστευση· - резьбы η φθορά της έλικας (του κο- κοχλία). 4 βλ. Обрыв. 5 αποτυχία (υπόθεσης). 6 πτώση, πέσιμο. 7 απόσπαση, αποκοπή.8 λύ- λύση, λύσιμο, αποδέσμευση, απελευθέρωση. срывание1, -я ουδ. βλ. срыв. Срывание? -Я ουδ. σκάψιμο· ισοπέδωση. II κατεδάφιση, γκρέμισμα. срывать1 ρ.δ. βλ. сорвать. II εκφρ. - цветы УДОВОЛЬСТВИЯ ευδαιμονώ, πλέω στα πελάγη της ευτυχίας (ειρν.). II -СЯ βλ. сорваться. срывать2 ρ.δ. βλ. срыть. II -СЯ σκάβομαι, ισοπεδώνομαι. II κατεδαφίζομαι, γκρεμίζομαι. СрЫВКО επίρ. απότομα· ορμητικά. срыву επίρ. βλ. срывка. срывщик, -а α., ~ца, -Ы θ. εμποδιστής, κω- λυσιεργός, σαμποταριστής. срыгивать р.δ. βλ. срыгнуть. II -ся βγάζω, κάνω εμετό (για βρέφος). срыгнуть р.σ. βγάζω, κάνω εμετό (για βρέ- βρέφος). СРЫТЬ р.σ. μ. σκάβω· ισοπεδώνω. II κατεδα- κατεδαφίζω, γκρεμίζω. срядиться р.σ. βλ. рядиться? сряду επίρ. βλ. подряд. СС! επιφ. σσ! (σιγά). ССаДИНа, -Ы θ. αμυχή, γρατσουνιά. ССадЙТЬ1 ρ.σ.μ. 1 βοηθώ (καθήμενο) να κα- κατέβει, κατεβάζω· ~ С лошади κατεβάζω απο το άλογο. II σκοτώνω, ρίχνω κάτω πυροβολώ- πυροβολώντας. 2 βγάζω έξω, κατεβάζω (απο μεταφ. μέ- μέσο) · - пьяного пассажира βγάζω έξω το με- μεθυσμένο επιβάτη. ссадить2 ρ.σ.μ. γρατσουνίζω, αμύσσω, εκδέ- ρω, ссаживать1 ρ.δ. βλ. ссадить1. II -ся 1 κατε- κατεβαίνω. 2 βγαίνω έξω, με κατεβάζουν. ссаживать2ρ.δ.μ. βλ. 'ссадить* II -ся γρα- τσουνίζομαι. ссасывать р.δ. βλ. ссосать. || -ся βλ. вы- высосать. сседаться, -ается р.δ. βλ. ссесться. ссекание, -я ουδ. κοπή, κόψιμο. 515 ссы ссекать р.δ. βλ. ссечь. II -ся κόβομαι. сселить(ся) ρ.σ. βλ. селйть(ся). сселять(ся) р.δ. βλ. селить(ся). ссесться, ссядется, παρλθ. χρ. сселся, -лась, -ЛОСЬ р.σ. μαζεύω, στενεύω, κάθομαι (για ύφασμα, δέρμα κ.τ.τ.). II πυκνώνω, γί- γίνομαι πυκνός. ссёчки, -чек, -чкам (ενκ. ссёчка, -и θ.) (διαλκ.) κομμένο μέρος δάσους, ξέφωτο. ссечь ρ.σ.μ. κόβω· - ветки дерева κόβω τα κλαδιά του δέντρου, κλαδεύω. ссовывать(ся) ρ.δ. βλ. ссунуть(ся). ссора, ~Ы θ. φιλονικία, έριδα. II διαπλη- διαπληκτισμός, διαμάχη, διένεξη, προστριβή· μάλω- μα, τσάκωμα, καβγάς. ссорить ρ.δ.μ. βάζω σε έριδα, προκαλώ φι- φιλονικία. || -СЯ ερίζω, φιλονικώ· διαπκηκτί- ζομαι, μαλώνω, τσακώνομαι, καβγαδίζω· НИ -рьтесь НИ С кем μη μαλώνετε με κανένα. ссосать ρ.σ.μ. βλ. высосать. соохнуться, -кусь, -нешься, παρλθ. χρ. ССОХСЯ, -лась, -ЛОСЬ р.σ. παραξηραινομαι, σκεβρώνω, στραβώνω· фанера СсохлаСЬ то κό- κόντρα πλακέ σκέβρωσε απο την ξηρασία. Η μτφ. αδυνατίζω, στεγνώνω, ισχναίνω. II στεγνώνω, ξηραίνομαι (για στόμα, χείλη). ссуда, -Ы θ. δάνειο· денежная - χρηματικό δάνειο· беспроцентная - άτοκο δάνειο· по- погашение -ы απόσβεση δανείου· долгосрочная - μακροπρόθεσμο δάνειο· - ПОД проценты το έντοκο δάνειο· брать (ВЗЯТЬ) -у παίρνω δά- δάνειο· выдавать (выдать) -у δίνω δάνειο, δα- δανειοδοτώ. ссудить, ссужу ссудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ссуженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. δίνω (παρέχω, χορηγώ) δάνειο, δανείζω. ссудный επ. δανειστικός· -ая ведомость о δανειστικός κατάλογος· - банк πιστωτική τρά- τράπεζα· - капитал δανειστικό κεφάλαιο. ссужать ρ.δ. βλ. ссудить. II -СЯ δανείζο- δανείζομαι, παίρνω δάνειο. ссунуть ρ.σ.μ. (απλ.) σπρώχνω, ωθώ· σκου- σκουντώ. II -СЯ σπρώχνομαι, ωθούμαι, σκουντιέμαι. ссутулить(ся) ρ.σ. βλ. сутулить(ся). ссучивать(ся) р.δ. βλ. ссучйть(ся). ссучить, ссучу, ссучишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ссученный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. στρί- στρίβω, συστρέφω, κλώθω. II -СЯ στρίβομαι, συ- στρέφομαι, κλώθομαι. ссылать ρ.δ. βλ. сослать. II -ся βλ. со- сослаться. ссылка1, -И θ. 1 εξορία, εκτόπιση· εξοστρα- εξοστρακισμός. 2 τόπος εξορίας. ссылка? -и θ. 1 αναφορά, παραπομπή (σε έρ- έργο, σελίδα κ.τ.τ. 2 τσιτάτο, περικοπή (απο κείμενο).
ссы 516 ста ССЫЛОЧНЫЙ επ. αναφορικός, παραπεμπτικός. Ссыльнокаторжный, ^-ОГО ос. άνθρωπος των κα- τέργων, σταλμένος στα κάτεργα. ссыльнопоселенец, -нца α. (παλ.) εξόρι- εξόριστος εγκατεστημένος. ССЫЛЬНЫЙ επ. κ. ουσ. εξόριστος, εκτοπισμέ- εκτοπισμένος, εξοστρακισμένος. ССЫПание, -Я ουδ. άδειασμα, ρίψιμο, χύσιμο (κοκκιωδών σωμάτων). ссыпать, -шло, -плешь, προστκ. ссыпь р.σ. μ. 1 αδειάζω, ρίχνω, χύνω (για κοκκιώδη σώ- σώματα); - зерно В мешок ρίχνω σιτάρι στο τσου- τσουβάλι. II (για κοκκιώδη σώματα) πέφτω. II -СЯ χύνομαι, πέφτω· песок -ЛСЯ В Яму о άμμος έ- έπεσε στο λάκκο. ссыпать(ся) ρ.δ. βλ. ссыпать(ся). ссыпка, -и θ. 1 βλ. ссыпание. 2 το μέρος όπου ρίχνεται κάτι, ССЫПНОЙ επ. της ρίψης, της εκκένωσης. ссыхаться р.δ. βλ. ссохнуться. -ста μόριο μετά τη λέξη. 1 προσδίνει ση- σημασία σεβασμού ή τρυφερότητας: σεβαστέ μ.ου, καλέ μου. 2 σε συνδυασμό με προσωπ. αντωνυ- αντωνυμία προσδίνει στα λόγια άλλου καυχησιάρικο τόνο· я-ста христианин! я-ста душу хочу спа- спасать εγώ είμαι χριστιανός! θέλω την ψυχή να σώσω (είπε καυχόμενος). *стабилизатор, ~а α. σταθερωτής. *Стабилизация, -И θ. σταθεροποίηση· - φρό- нта σταθεροποίηση του μετώπου· - экономики σταθεροποίηση της οικονομίας· - напряжения σταθεροποίηση της τάσης (ηλεκτρ. ρεύματος), II το αναλλοίωτο· η διατήρηση· ~ СЬфОВ το αναλ- αναλλοίωτο των τυριών, стабилизировать, -рую, -руешь ρ.δ. к.σ.μ. σταθεροποιώ· - <|ронт σταθεροποιώ το μέτωπο. II -СЯ σταθεροποιούμαι. стабилизовать(ся) р.δ.κ.σ. βλ. стабилизи- стабилизировать ся). стабильность, -И θ. σταθερότητα, ευστά- ευστάθεια· στερεότητα, εδραιότητα. стабильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; σταθερός, ευσταθής, στερεός, εδραίος· μόνι- μόνιμος· -ые цены σταθερές τιμές. став1, ~а α. (διαλκ.) βλ. запруда. став* -а α. 1 (διαλκ. κ. τεχ.) στήριγμα. 2 εγκατάσταση. СТаваТЬ, стаёт р. δ. (παλ. к. διαλκ.) 1 βά- βάζω συνδετικό ρήμα (στο περιφρ. κατηγόρημα). II γίνομαι, καθίσταμαι. 2 απρόσ. αρκεί, φτά- φτάνει . СТавенНЫЙ επ. του θυρόφυλλου ή του παρα- παραθυρόφυλλου. ставень, -вня, πλθ. -ей к. -вен α. к. ста- ставня, -И θ. θυρόφυλλο ή παραθυρόφυλλο, γρί- γρίλια, ξύλινο παντζούρι. ставец, -вца κ. -вца α. (παλ. к. διαλκΟ. 1 κύπελλο, τάσι, τσάσκα. 2 βλ. поставец. ставить1, ставлю, ставишь р.δ.μ. 1 στήνω ορθό· - на НОГИ στήνω στα πόδια. 2 βάζω, θέτω τοποθετώ· - посуду на СТОЛ βάζω τα σκεύη στο τραπέζι· - на ПОСТ τοποθετώ στο πόστο· - К станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά). II διορίζω· - НОВОГО завхоза διο- διορίζω νέο διαχειριστή. II εγκατασταίνω· - на квартиру εγκατασταίνω σε διαμέρισμα. II μτφ. φέρω, οδηγώ· - в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση. 3 στήνω· - телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους· - лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο· - КНИГИ В шкаф βάζω ορθά τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. II δίνω προσφέρω· ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουν πολυθρόνα (να καθίσει)· ИМ -ЬТе пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα; 4 μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω. 5 (χαρτπ.) ποντάρω. II μετακινώ· - часы βάζω το ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες). 6 βάζω· - паруса βάζω πανιά· - ПОДПИСЬ βάζω υπογρα- υπογραφή· - знаки препинания βάζω αποσιωπητικά. II επιθέτω· - компресс βάζω κομπρέσα· - гор- ЧЙЧНИКИ βάζω συναπισμό· - ПИЯВКИ βάζω βδέλ- λες· - печать βάζω σφραγίδα. 7 οικοδομώ, φτιάχνω· - избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)· - меЛЬНИЦу φτιάχνω μύλο. "Β κανονίζω, ρυθ- ρυθμίζω· οργανώνω. II διεξάγω, κάνω, πραγματο- πραγματοποιώ· - ОПЫТЫ κάνω πειράματα· - Оперу ανε- ανεβάζω μελόδραμα. 9 προτείνω· - вопрос на Обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση· резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία. 10 θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως· В ВИНУ θεωρώ ένοχο (φταίχτη)· - своей зада- чей βάζω ως καθήκον μου. II σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδε- αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -ПОД ΚΟΗ- трОЛЬ βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)· - В СВЯЗЬ συνδέω. II εκφρ. - диагноз κάνω διάγνωση (ασθένειας)· - крест на ком-чём οριστικά к. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα· - рекорд κατακτώ ρεκόρ· - самовар βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)· - термометр ή градусник βά- βάζω το θερμόμετρο· - тёсто βάζω το ζυμάρι να γίνει· - хлебы, пиропа βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες· - на своё место βάζω στη θέ- θέση (συμμορφώνω)· - себя на чьё место βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιού- (προσποιούμαι' τον. ..). ~ Вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά· - последнюю копейку ребром ξο- ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι· - знак равенства между кем-чем εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με. II -СЯ μπαί- μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
ста 517 сха ставить2, ставлю, ставишь р. δ.и. (παλ.) ε- εφοδιάζω, προμηθεύω. II -СЯ εφοδιάζομαι,προ- εφοδιάζομαι,προμηθεύομαι. ставка, -и θ. 1 (χαρτπ.) μίζα, πόστα. 2 μτφ. προσανατολισμός, υπολογισμός, προοπτι- προοπτική, ποντάρισμα· делать -у ποντάρω. 3 μι- μισθός μηνιάτΐΗος, το μηνιάτικο. 4 ο καθορι- καθορισμένος φόρος είσπραξης· η κανονισμένη χρη- χρηματική παραγωγική αμοιβή. Ставка^ -И θ. 1 η έδρα του αρχηγείου ή του στρατηγείου. 2 το αρχηγείο, το στρατηγείο. ставка^ -и θ. βλ. очный. ставленник, -а α., -ца, ~ы θ. εγκάθετος, -η, βαλτός, ~ή· τσιράκι. СТаВНИК, -а α. είδος αλιευτικού διχτιού. ставной επ. στερεωμένος, σταθερός (για α- αλιευτικά δίχτια). ставня βλ. ставень. СТаДИаЛЬНОСТЬ, -и θ. η κατά στάδια ανά- ανάπτυξη. стадиальный επ. (γραπ. λόγος) σταδιακός· -ое развитие σταδιακή ανάπτυξη. стадийность, -и θ. (γραπ. λόγος) βλ. ста- стадиальность. стадийный επ. (γραπ. λόγος) βλ. стадиаль- стадиальный. ♦стадион, -а α. (αθλτ.) στάδιο. СТаДИТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ.δ. κοπαδιάζω, γίνομαι κοπάδι. стадия, ~и θ. στάδιο, βαθμός· σταθμός· ту- туберкулёз В последней -И φυματίωση στο τε- τελευταίο στάδιο. стадность, -И θ. ποιμενικότητα, κοπαδια- κοπαδιαστή ζωή. СТаДНЫЙ επ. κοπαδιαστός, ποιμενικός. стадо, ~а, πλθ. стада, стад, -ам ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κοπάδι, αγέλη, ποίμνιο· - коров κοπάδι αγελάδων· - коз κοπάδι γι- γιδιών людское - πλήθος ανθρώπων (όχλος). II εκφρ. отбиться от своего -а ξεκόβω απο την παρέα μου. *СТаЖ, -а α. 1 χρόνος, χρονική άσκηση ε- επαγγέλματος υπηρεσίας· χρόνια εργασίας, υ- υπηρεσίας· трудовой - εργάσιμα ή υπηρεσιακά χρόνια. II ηλικία· партийный -κομματική ηλι- ηλικία· профсоюзный - συνδικαλιστική ηλικία. 2 χρόνος πρακτικής εξάσκησης· проходить ~ περ- περνώ πρακτική εξάσκηση. стажёр, -а α., -ка, -и θ. δόκιμος, -η. Стажировать, -рую, -руешь р.δ. δοκιμάζο- δοκιμάζομαι, εργάζομαι ως δόκιμος. II περνώ πρακτική εξάσκηση. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. стаяировка, -и θ. πρακτική εξάσκηση. II δο- δοκιμασία. стаивать р.δ. βλ. стаять, ♦стайер, ~а α. (αθλτ.) δρομεΰς μεγάλων α- αποστάσεων . Стайерский επ. του δρομέα, μεγάλων αποστά- αποστάσεων. стайка, -и θ. κοπαδάκι. СТаЙНЫЙ επ. κοπαδιαστός, που ζει κατά κο- κοπάδια· -ые ПТИЦЫ πτηνά που ζουν κοπαδιαστά. стакан, ~а α. 1 ποτήρι· принесите - вода φέρτε ένα ποτήρι νερό. 2 (τεχ.) εξαρτήματα σχήματος ποτηριού. 3 (στρατ.) κάλυκας βλή- βλήματος πυροβόλου. стаканный επ. του ποτηριού. стаканчик, -а α. ποτηράκι. ♦стаккато επίρ. (μουσ.) διακοφτά, στακάτο. ♦стаккер, -а α. (τεχ.) είδος ανυψωτήρα. стакнуться, -нусь, -нёшься р.σ. (απλ.) συ- νομοτώ, σκευωρώ. ♦стаксель, -Я α. (ναυτ.) λοξό τριγωνικό πα- πανί, ♦сталаишт, -а α. σταλαγμίτης. СТалатаЙТОВЫЙ επ. 1 σταλαγμιτικός, του σταλαγμίτη. 2 με σταλαγμίτες· -ая Пещера σπηλιά με σταλαγμίτες, ♦схалакхит, ~а α. σταλακτίτης. сталактитовый επ. 1 σταλακτιτικός, του σταλακτίτη· II με σταλακτίτες· ~ая пещера σπηλιά με σταλακτίτες. СХалевар, -а α. χύτης ατσαλιού. сталеварение, -я ουδ. τήξη, λιώσιμο του ατσαλιού. г сталелитейный επ. χαλυβδουργικός, της χα- λυβδουργίας· ~ Цех εργοστασιακό τμήμα χα- λυβδουργίας· ~ завод εργοστάσιο χαλυβδουρ- γίας, χαλυβδουργείο. сталелитейщик, -а α. χύτης ατσαλιού. Сталеплавильный επ. της τήξης του ατσαλιού· -ая печь η κάμινος του χαλυβδουργείου. Сталеплавильщик, -а α. ειδικευμένος εργά- εργάτης στην τήξη του ατσαλιού. сталепрокатный επ. της ελασματοπο'ιησης α- ατσαλιού. сталепрокатчик, ~а α. ελασματοποιός, ελα- σματουργός ατσαλιού. сталировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. επι- χαλυβδώνω. II -СЯ επιχαλυβδώνομαι. сталировка, -и θ. επιχαλύβδωση. сталкивание, -я ουδ. βλ. столкновение. сталкивать(ся) ρ.δ. βλ. столкнуть( ся). сталь, -И θ. ατσάλι, χάλυβας. стальной επ. 1 ατσάλινος, χαλύβδινος. 2 μτφ. γερός, σκληρός. II δυνατός, σταθερός, ά- άκαμπτος, ακλόνητος. стамеска, -И θ. σμίλη μαραγκού, σκαρπέλο. стамесочный επ. της σμίλης, τουσκαρπέλου. стамуха, -И θ. ογκόπαγος παρασυρμένος στην ακτή. стан} ~а α. 1 σώμα (κορμί) ανθρώπινο. 2
ста 518 ста κορμί του πουκάμισου (εκτός τα μανίκια). СТШ? ~а α. 1 σταθμός, κατάλυμα· κρυσφύ- γετο· разбойничий - κρυσφϋγετο ληστών бри- бригадный - ο σταθμός της μπριγάδας. II (παλ.) στρατόπεδο. 2 στράτευμα. II μτφ. ομάδα. 3 επαρχία (διοικητική-αστυνομική). СТан' -а α. 1 (υπο)στήριγμα ξύλινο. 2 μη- μηχανή· прокатный - μηχανή ελασματοποίησης. ♦стандарт, -а α. 1 το στάνταρτ, ο τύπος. 2 μτφ. στερεοτυπία, το στερεότυπο. стандартизация, -И θ. 1 τυποποίηση, στά- στάνταρτ ισμός. 2 μτφ. στερεοτυπία, ρουτίνα. стандартизировать -рую, -руешь р.6.κ.σ. μ. τυποποιώ, στανταρτοποιώ. II -СЯ τυποποι- τυποποιούμαι, στανταρτοποιοΰμαι. стандартизовать, -зую, -зуешь р.δ.κ. σ.μ. βλ. стандартизировать. II -ся βλ. стандар- стандартизироваться. стандартность, -И θ. τυποποίηση, στανταρ- στανταρτοπο ίηση. стандартный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 τυποποιημένος, στανταρτοποιημένος. 2 μτφ. στερεότυπος. станина, -Ηθ, 1 βάση, στήριγμα. 2 βλ. лафет. СТаншннЙ επ. 1 της βάσης, του στηρίγμα- στηρίγματος. 2 του κιλλίβαντα. *СТаНИОЛЬ, -Я α. λεπτό φύλλο μολύβδου, α- αλουμινίου, κασσίτερου. станица1, -Ы θ. κώμη, κεφαλοχώρι. отаница* -Ы θ. κοπάδι πτηνών. СТаНИЧНИК, -а α. κάτοικος της κώμης. СТаНИЧННЙ επ. της κώμης. СТаНКОВЙСТ, -а α. καλλιτέχνης εργαστηρια- εργαστηριακός. СТаНКОВЫЙ επ. 1 της εργατομηχανής. 2 της βάσης, του στηρίγματος· του κιλλίβαντα. 3 του εργαστηρίου καλλιτέχνη. станкостроение, -Я ουδ. κατασκευή εργατο- μηχανών. станкостроительный επ. της κατασκευής ερ- γατομηχανών. становйтьСся) ρ.σ. (παλ. κ. απλ.)βλ. ста- вить(ся). становиться, -влюсь, -новишься.р.б. 1 βλ. стать* B, 3 σημ.). 2 καθίσταμαι, γίνομαι, εξελίσσομαι. становище, -а ουδ. 1 στάση, προσωρινός σταθμός. 2 χωριό παραθαλάσσιο, σε όρμο. становление, ~Я ουδ. (γραπ. λόγος) σχημα- σχηματισμός, διαμόρφωση· - характера διαμόρφωση του χαρακτήρα. СТанОВОЙ επ. 1 της υποδιοίκησης χωροφυλα- χωροφυλακής· ~ое управление υποδιοίκηση χωροφυλα- χωροφυλακής. II ουσ. α. ο υποδιοικητής χωροφυλακής. 2 (παλ. κ. διαλκ. )· κύριος, βασικός, κεντρικός. .|| εκφρ. ~ пристав υποδιοικητής χωροφυλακής· ~ хребет κ. -ая жила (απλ. κ. διαλκ.)· <*) η σπονδυλική στήλη. β) το βασικό, το κύριο· - якорь μεγάλη άγκυρα σκάφους, становье, -я ουδ. (διαλκ.) βλ. становище A σημ.). СТанОК1, -нка α. 1 εργατομηχανή· фрезерный - φραίζα κατατομών ткацкий - ο αργαλειός· токарный - ο τόρνος· типографический ή пе- печатный - πιεστήριο τυπογραφείου· сверлйль- НЫЙ ~ διατρητικό μηχάνημα, τρίπανο μηχανο- μηχανοκίνητο. 2 βλ. стан? 3 κιλλίβαντας πυροβόλου ή πολυβόλου. II οκρίβαντας. 4 υποστήριγμα. 5 στήριγμα (γυμναστικής εξάσκησης). 6 συ- συσκευή προσαρμογής. II ξεχωριστό τμήμα σταύ- λου· - ДЛЯ телят τμήμα σταύλου για τα μο- μοσχαράκια. станок2 -нка α. 1 (παλ.) σταθμός οδικός. 2 χωριουδάκι (στη Σιβηρία). станочник1, ~а α., -ца, -Ы θ. εργάτης, -τρία εργατομηχανής. станочник2, ~а α. κάτοικος μικρού χωριού της Σιβηρίας. СТанОЧНЫЙ επ. της εργατομηχανής. 0ΤβΗ04ΗΗ#2επ. του μικρού σιβηριανού χω- χωριού· - житель βλ. станочник. *СТанс, -а α. 1 (φιλγ.) τετράστιχο. 2 πλθ. -Ы ποίημα σε τετράστιχα. станцевать р.σ. βλ. танцевать. станционный επ. του σταθμού· - смотритель επόπτης σταθμού. ♦станция, ~И θ. 1 (παλ.) οδικός σταθμός. II σταθμός, στάθμευση. II στάση, απόσταση μετα- μεταξύ δυο σταθμεύσεων. 2 το κτίριο του _ σταθ- σταθμού· телефонная - τηλεφωνικός σταθμός1^· .ле- теорологическая - μετεωρολογικός σταθμός. ♦втапель, -Я, πλθ. -И κ. -Я α. ναυπηγική κλίνη. стапельный επ. της ναυπηγικής κλίνης. стапливать(ся) ρ.δ. βλ. стопйть(ся). стаптывать(ся) р.δ. βλ. βλ. стоптать( ся). старание, -я ουδ. προσπάθεια· ζήλος· при- приложить -Я καταβάλλω προσπάθειες. II χρυσο- θηρία ή παλαιός τρόπος.εξαγωγής χρυσού. старатель, -Я α. ο καταβάλλων προσπάθει- προσπάθειες. II εργάτης χρυσορυχείου με απαρχαιωμέ- απαρχαιωμένες μέθοδες. старательно επίρ. με προσπάθεια, με επι- επιμέλεια, με ζήλο. старательность, -И θ. προσπάθεια· επιμέ- επιμέλεια·, ζήλος. старательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ο προσπαθών, ο καταβάλλων προσπάθειες. II ε- επιμελής, νοιασμένος· ζηλωτικός. старательский επ. ερευνητικός χρυσού. старательство, -а ουδ. χρυσόθηρία, έρευνα
ста 519 ста για χρυσό. стараться р.δ. προσιιαθώ· εργάζομαι με ζή- ζήλο· πολεμώ" πασχίζω' παλεύω. старее к. старе βλ. старый. старее н. старе (παλ.) βλ. старшеB σημ.). старейший1 βλ. старший. старейший2 βλ. старый. старейшина, -Ы α. (παλ.) φϋλαρχος, αρχη- αρχηγός φυλής. II εκφρ. совет -ШИН συμβούλιο πε- πεπειραμένων! έμπειρων. старение, -Я ουό. γέρααμα, γήρασμα. || πά- λιωμα, παλαίωση. стареть, -его, -ёешь и. (παλ.) стареть,-ею -ешь р.6. 1 γεράζω, γηράζω. 2 'παλιώνω, α- παρχαιώνομαι· МОДЫ всегда -ГОТ οι μόδες πά- πάντοτε παλιώνουν. 3 αλλάζω, αλλοιώνομαι. II -СЯ βλ. стареть A,2 σημ.). старец, -рца α. 1 βλ. старик. 2 γερασμέ- γερασμένος καλόγερος ή ασκητής. II μοναχός-ηγούμε- νος. старик, ~а, κλητ. (παλ.) старче α. γέρος, γέροντας. \Ι πλθ. -КЙ οι γέροντες, οι γρι- γριές, οι παλιοί. Старикан, ~а α. γέρος, γέροντας. старикашка, -И α. γεροντάκος, -άκι. стариковский επ. γεροντικός, γεροντίστι- κος· γέρικος· ~ая походка γεροντικό βάδι- βάδισμα· -ие привычки γεροντικές συνήθειες. старина, -ы θ. βλ. былина1. Старина, -Ы 1 θ. τα παλιά χρόνια, οι πα- παλιοί καιροί. 2 βλ. старик. II εκφρ. по ~έ με τα παλιά, κατά τα παλιά έθιμα· тряхнуть -ой να θυμηθοϋμαι τα παλιά, τα νιάτα μας. старинка, -и θ. βλ. старина A σημ.). II εκφρ. ПО ~е α) με τα παλιά, κατά τα παλιά έθιμα, β) με παλιούς τρόπους και μέθοδες. старинный επ. 1 παλιός· -ая песня παλιό τραγούδι· -ые книги παλιά βιβλία· -ое зна- знакомство παλιά γνωριμία. старйнушка, -и 1 θ. βλ. старина (ι σημ.).2 α. γεροντάκος, -άκι. старить, ~рю, -ришь р.δ.μ. γεράζω· не ле- лета (ГОДЫ) -ят, а горе δε γεράζουν τα χρό- χρόνια, αλλά οι στενοχώριες (τα φαρμάκια). II -СЯ γεράζω. Старица1, -Ы θ. γερασμένη καλόγρια. старица* -не, βλ. староречье. старичишка, -и α. βλ. старйнушка. старичок, -чка α. γεροντάκος, -άκι. старичонка, -И α. παλιόγερος, κακόγερος. Старичьё, -Я ουδ. (αθρσ.) γέροντες, πα- παλιοί άνθρωποι. * старка, -и θ. είδος βότκας. старновать(ся) βλ. сторновать. старобытный επ. (παλ.) αρχαίος, παλιός· πανάρχαιος, παμπάλαιος. старовер, -а α., ~ка, -и θ. (θρησκ.) ρα- σκόλνικος, σχισματικός. II μτφ. αρχαιότροπος, παλαιικός. староверец, -рца, -ка, -и θ. βλ. старовер. староверский επ. ρασκόλνικος, σχισματικός. староверство, ~а α. παλιά πίστη (σχίσμα που προκλήθηκε απο τις μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη της Μόσχας Νικονα). староверческий επ, της παλιάς πίστης. староверчество, -а ουδ. βλ. староверство. стародавний επ. βλ. старобытный. стародавность, -И θ. παλιά (αρχαία) επο- εποχή· ο παλιός καιρός, τα παλιά χρόνια. стародедовский επ. απο πρόσπάππους, απο παλιούς προγόνους, πολύ παλιός, παμπάλαιος. старожил, -а α.., -ка, -и θ. παλιός κάτοι- κάτοικος (με πολυετή διαμονή σ' ένα μέρος). старожильский επ. του παλιού κατοίκου. старожильческий επ. βλ. старожильский. старозаветность, -И 9. το παλαιό, η πα- παλαιότητα· - ВЗГЛЯДОВ παλαιότητα αντιλήψεων. старозаветный επ., βρ: -тен, -тна, -гно. 1 προσηλωμένος στις παλιές συνήθειες· - поме- помещик τσιφλικάς παλιών συνηθειών. 2 παλιός, του παλιού καιρού· -ые предания παλιές πα- παραδόσεις· -ые взгляды παλιές αντιλήψεις. старозалежный επ. χέρσος απο πολλά χρόνια. старомодность, -И θ. η παλιά μόδα. старомодный επ., βρ:«~ΛβΗ, -дна, -дно. 1 παλιάς μόδας· -ая мебель έπιπλο παλιάς μό- μόδας. 2 παλιού τρόπου· -ое воспитание παλιά διαπα ιδαγώγηση. Старообразность, -И θ. γεροντική μορφή. старообразный επ., βρ: -зен, -зна, ~зно» γέρικος, γεροντικός, γεροντικής μορφής· -ое лицо γέρικο πρόσωπο. * старообрядец, -дца α., -ка, -и θ.βλ. ста- старовер. старообрядский επ. βλ. староверский. старообрядство, -а ουδ. βλ. староверство.. старообрядческий επ. βλ. староверский. старообрядчество, ~а ουδ. βλ. староверс- староверство. старопахотный επ. οργωμένος, καλλιεργημέ- καλλιεργημένος απο παλιά. старопечатный επ. παλαιότυπος (τυπωμένος πριν τη μεταρρύθμιση του Πατριάρχη της Μό- Μόσχας Νικονα). СТароПИСНЫЙ κ. СТароПИСмеННЫЙ επ.(για χει- χειρόγραφα) παλιάς γραφής. старопрёжний επ. (παλ)· βλ. стародавний. старорежимность, -И θ. το παλιό, το καθυ- καθυστερημένο, καθυστέρηση. старожимный επ., βρ: -мен, -мна, -мно πά- πάλα ιοκαθεστωτικός. II παλιός, καθυστερημένος. староречье, -я, γεν. πλθ. -чий, δοτ. -чвям
ста 520 ста ουδ. η παλιά κοίτη ποταμού. старорусский επ. παλαιορωσικός, αρχαιορω- σικός. старосветский επ. (παλ. κ. γραπτ. λόγος) βλ. старозаветный. СТарославАнСКИЙ επ. αρχαιοσλαβικός· ~ ЯЗЫК αρχαιοσλαβική γλώσσα. старослужащий επ. πολυετούς στρατιωτικής υπηρεσίας. II ουσ. α. καραβάνας. староста, ~Ы α. 1 χωροδεσπότης· πρόκριτος. 2 ο υπεύθυνος σχολικής τάξης· επιμελητής. СТароСТИХа, -И θ. η σύζυγος του χωροδε- σπότη, του πρόκριτου. старость, -И θ. 1 τα γεράματα, τα γερατιά· В -И, на -И лет, ПОД -И στα γεράματα, στα γερατιά· ДО -и ως τα γεράματα· признаки -и σημάδια γερατιών до глубокой -И ως τα βα- βαθιά γεράματα. 2 πάλιωμα, παλαίωση. ♦старт, -а α. εκκίνηση- σημείο εκκίνησης. ♦стартер κ. стартёр, ~а α. 1 σηματοδότης εκκίνησης. 2 εκκινητήρας μηχανών, -νισμών. СТартерныЙ к. СТартёрныЙ επ. του εκκινη- τήρα. стартовать, -туго, -туешь ρ.δ.κ.σ. (αθλτ.) ξεκινώ, εκκινώ (απο αφετηρία)· бегуны -уют завтра В И часов οι δρομείς ξεκινούν αύριο στις 11 η ώρα. II (αερπ.) απογειώνομαι. стартовый επ. της εκκίνησης. II της απο- απογείωσης· -ая площадка διάδρομος απογείωσης. старуха, -и θ. η γριά· глубокая - η μπα- μπόγρια. СТарушёнЦИЯ, -И θ. (ειρν.) γριά. старушечий, ~ЬЯ, -ье επ. γριίστικος· ~ье платье γριίστικο φόρεμα. старушка, ~И θ. γριούλα. старушонка, -и θ. βλ. старушка. старческий επ. βλ. стариковский. старше 1 (παλ.) συγκρ. β. του επ. старый; γεροντότερος. 2 μεγαλύτερος την ηλικία,πρε- σβΰτερος. II αρχαιότερος. II μεγαλύτερος, α- ανώτερος κατά την (σχολική) τάξη. старшеклассник, -а α., -ца, -ы θ. μαθη- μαθητής, -τρία των ανώτερων τάξεων του ιοταξίου σχολείου. старшекурсник, ~а α., -ца, ~ы θ. φοιτη- φοιτητής, -τρία τριτοετής και πάνω. старший επ., υπέρ θ. β. старейший. 1 πρε- πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία·-брат με- μεγαλύτερος αδερφός· -ая сестра μεγαλύτερη α- αδερφή· - СЫН В семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια· -ая ДОЧЬ η μεγαλύτερη θυγατέρα. II παλιός, πρότερος, προγενέστερος. 2 ουσ. πλθ. ~ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι. 3 αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)· -ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα· мастер о αρχιμάστορας, πρωτομάστορας· офицер αρχαιότερος αξιωματικός. 4 προ'ΐστάμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος· - отделения о υπεύθυνος του τμήματος, ο τμη- τμηματάρχης. 5 ανώτερος, μεγαλύτερος· ~ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις. старшина, -Ы θ. (αθρσ.) οι προεστοί, οι προύχοντες· δημογέροντες.· казачкая - οι κο- κοζάκοι προεστοί. старшина, -Ы θ., πλθ. -ЙНЫ, -ЙН α. 1 επι- επιλοχίας. 2 κελευστής (πολεμικού ναυτικού). 3 (παλ.) αρχηγός, αρχηγέτης· επικεφαλής· υ- υπεύθυνος. II εκφρ. войсковой - αντισυνταγ- αντισυνταγματάρχης των Κοζάκων, старшинский επ. του επιλοχία κλπ. ουσ. βλ. старшина. СТаршинсТВО, -а ουδ. ο βαθμός του επιλο- επιλοχία ή του κελευστή. II ηγεσία, αρχηγία· αρ- χηγιλίκι. СТаршинсТВО, -а ουδ. αρχαιότητα (βαθμού ή υπηρεσίας)· τα πρωτεία, πρωτοκαθεδρία. старшой επ. κ. ουσ. (διαλκ.) βλ. старший A, 3, 4 σημ.). старый επ., βρ: стар, стара, старо; ста- старше, старее κ. (παλ.) старее, старе; ста- старейший. 1 γέρος, γηραλέος· - человек γέρος άνθρωπος. 2 βλ. стариковский. 3 παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία. 4 παλιός, αρ- αρχαίος· - университет παλιό πανεπιστήμιο· - долг παλιό χρέος· -ая привычка παλιά συνή- συνήθεια· - приём παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος. II έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος. 5 φθαρμένος* άχρηστος· -ое платье παλιό φόρεμα· ~ые КНИ- КНИГИ παλιά βιβλία· - дом παλιόσπιτο. II προη- προηγούμενος, προγενέστερος· - адрес παλιά δι- διεύθυνση· - картофель παλιά πατάτα· ~ые ГОДЫ τα παλιά χρόνια· ~ые производственные отно- отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις. 6 ουσ. -Ое ουδ. το παλιό, τα παλιά· забывать ~ое ξεχνώ τα παλιά· борьба нового со старым πά- πάλη του καινούργιου και του παλιού. II εκφρ. -ая вера βλ. староверство· -ое вино παλιό κρασί- - стиль παλιό ημερολόγιο· - И ма- малый; стар и мал; и стар и мал μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες).· человек -го зака- закала άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνη- θειών προγονολάτρης. старь, -и θ. (παλ.). 1 ο παλιός καιρός, τα παλιά χρόνια. 2 το παλιό, η αρχαιότητα. старьё, -Я ουδ. (αθρσ.) παλιοπράγματα. II οι γέροντες, οι παλιοί. II το απαρχαιωμένο, Το παλιό. старьёвщик, ~а α., -ца, -Ы θ. παλαιοπώ- λης, -ήτρια. стаскать р.σ. βλ. таскать. стаскивать(ся) р.δ. βλ. стаскать(ся). стасовать(ся) ρ.σ. βλ. тасовать(ся).
ста 521 ста Статейка, -И θ. αρθράκι, αρθρίδιο καθώς κ. με περιφρονητική σημασία. *статика, -И θ. η στατική. Статист, -а α., -ка, -И θ. κομπάρσος, βου- βουβός (στατός, ιστάμενος, στεκούμενος). Статистик, -а α. στατιστικός, ειδικός στη στατιστική. ♦статистика, -И θ. η στατιστική. статистический επ. στατιστικός. статистый επ., βρ: -ТИСТ, -а, -О (για ά- άλογα) καλόκορμος. статический επ. στατικός, της στατικής· - уровень ВОДЫ στατική στάθμη του νερού. II α- ακίνητος. СТаТИЧНОСТЬ, -И θ. στατικότητα· το ακί- νητον. статичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно στα- στατικός· ακίνητος. СТаТНОСТЬ, -И θ. ευμέλεια, πλαστικότητα. СТАТНЫЙ επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО ευσώμα- τος, εύσωμος, καλλίσωμος, ωραιόσωμος· ευμε- λής· ευσταλής. *СТаТОр, -а α. (τεχ.) ο στάτης ή στάτορας. СТОТОрнЫЙ επ. του στάτη ή στάτορα. статочно επ'ιρ. (παλ.) πιθανώς, πιθανόν, ί- ίσως, ενδεχομένως. статочный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно (παλ,) πιθανός, ενδεχόμενος· δυνατός. II εκφρ. -ое ЛИ Дело? είναι δυνατόν; πρέπει; αρμόζει; επιτρέπεται; ♦статс-дама, -Ы θ. κυρία της τιμής ή των τιμών (της τσαρικής αυλής). ♦статский επ. (παλ.) βλ. штатский. II εκφρ. действительный - советник πολιτικός βαθμός 41? τάξης (στην παλιά Ρωσία)· - советник πο- πολιτικός βαθμός 5ης τάξης, (στην παλιά Ρωσία). ♦статс-секретарь, -Я α. 1 ανώτερος αυλικός βαθμός. 2 υπουργός (σε μερικές δυτικές χώρες). СТатуарность, -И θ. σταθερότητα, μονιμό- μονιμότητα. статуарный επ. 1 αγαλμάτινος· -ое изобра- изображение αγαλμάτινη απεικόνιση. II για αγάλ- αγάλματα· - мрамор μάρμαρο για αγάλματα. 2 σταθερός, μόνιμος· ακίνητος. ♦статус, -а α. κατάσταση· καθεστώς. ♦статус-КВО α. άκλ. το υπάρχον καθεστώς, η δημιουργημένη κατάσταση· сохранить - διατη- διατηρώ το υπάρχον καθεστώς. ♦статут, -а α. 1 το καταστατικό· - ЛИГИ на- ЦИЙ το καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών. 2 (παλ..) νόμος· κυβερνητική απόφαση. ♦статуя, -И θ. άγαλμα, ανδριάντας. II εκφρ. как - σαν άγαλμα (ακίνητος, άψυχος). стать1, стану, станешь ρ.σ. 1 στέκομαι όρ- όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι· - у стены στέκομαι στον τοίχο· - у дверях στέκομαι στην πόρ- πόρτα· - В очередь στέκομαι στη σειρά·. - на ПОСТ στέκομαι στο πόστο. II σηκώνομαι, εγεί- εγείρομαι· - на НОГИ σηκώνομαι στα πόδια (όρ- (όρθιος)· - на колени στέκομαι στα γόνατα. 2 σταματώ, σταθμεύω· - лёгервм στρατοπεδεύω· - на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση. II καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη). 3 μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου. 4 ξε- ξεσηκώνομαι (για αγώνα)· - На защиту угнетён- НЫХ ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπι- καταπιεζομένων. II ανατέλλω· βγαίνω· ανεβαίνω, υ- υψώνομαι· мёсЯЦ стал ВЫСОКО το φεγγάρι ανέ- ανέβηκε ψηλά. || (παλ.) αρχίζω· σηκώνομαι· стал ветер σηκώθηκε άνεμος* стала буря σηκώθηκε θύελλα· -ЛИ ВОЛНЫ σηκώθηκαν κύματα. II (διαλ,κ.) επέρχομαι, γίνομαι· -ла НОЧЬ νύχτωσε· ско- скоро ХОЛОД станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο. 5 σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)· ПОЛК стал το σύνταγμα σταμάτησε. II παύω· часы -ли το ρολόγι σταμάτησε .(έπαψε να λειτουρ- λειτουργεί· мотор стал το μοτέρ σταμάτησε· ~ рабо- работу σταματώ τη δουλειά. II (για ποτάμι) πα- παγώνω. II (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαικα- τάλληλος (για χιονοδρομία). 6 (απλ.) στοι- στοιχίζω. II εκφρ. - ВО главе μπαίνω επικεφαλής· - между кем μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)· - На квартиру К КОМУ βλ. встать на квартиру; - на лёд αρχίζω να παγοδρομώ· - на ЛЫЖИ αρχίζω χιονοδρομία με σκι· - на путь βλ. встать на путь· - на учёт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνω- οργάνωσης)· - на якорь σταματώ, ρίχνω άγκυρα· - у власти παίρνω την εξουσία. стать2, стану, станешь р.σ. 1 (ως συνδετι- συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)· αρχίζω· γίνομαι· Я стал писать άρχισα να γράφω· ОН ►стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος. 2 η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλο- μέλλοντα διαρκή αντί του буду, будешь·, я не стану есть δε θα τρώγω· я не стану слушать δε θα υπακούω. 3 συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι· αποβαίνω. 4 απρόσ. υπάρχω. ΙΙ(με αρνητικό μό- μόριο) δε θα-υπάρχω, θα έχω πεθάνει· ТОГДа меня не -нет τότε .εγώ δε θα ζω. 5 (παλ.) αρκώ, φτάνω· табак у меня -нет о καπνός ε- εμένα θα μου φτάσει. || εκφρ. стало быть к. (απλ.)· стало (παρνθ. λ.) συνεπώς· δηλαδή· ~ло быть вам не хочется работать δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις· - нет С КОГО ή ОТ КОГО (απλ.) απ' αυτόν όλα να τα περιμένεις. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. C σημ.). стать3, -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 κορμοστασιά, παράστημα· σουλούπι, φιγούρα. 2 μτφ. χαρα- χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση. 3 (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. II χρησιμότητα, ανάγκη.II (με το αρνητικό μόριο не)· δεν ταιριάζει, 'δεν
ста 522 схе αρμόζει, δεν πρέπει.II εκφρ. ПОД ~ α) ομοιά- ομοιάζω με, όμοιος με· σαν. β) ανάλογα, αντί- αντίστοιχα· παράλληλα. статья, -й, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -тьям θ. 1 άρθρο, δημοσίευμα· газетная - άρθρο εφη- εφημερίδας· передовая - κύριο άρθρο· критиче- критическая ~ κριτικό άρθρο. 2 ειδική διάταξη νό- νόμου, συνθήκης· -ьй уголовного кодекса άρ- άρθρα του ποινικού κώδικα· - мирного договора άρθρα της συνθήκης ειρήνης· ~ закона άρθρο του νόμου. 3 ειδική υποδιαίρεση λογιστικής· -ЬЙ дохода άρθρα εσόδων. Α κατηγορία, εί- είδος· τομέας. 5 (παλ.) στρατ. βαθμίδα, βαθ- βαθμός· старшина первой -ьй επιλοχίας πρώτου βαθμού. 6 (απλ.) κορμοστασιά, κόψιμο.II εκφρ. по всем -ьям к. во всех -ьях καθ' όλα, κα- κατά πάντα· απο κάθε άποψη. *СТафиЛОКОКК, -а α. (ιατρ.) σταφυλόκοκκος. стафилококковый επ. σταφυλοκοκκικός. стахановец, -ВЦа α., ~ка θ. σταχανοφικός, -ή, πρωτοπόρος, ~α στην παραγωγή. стахановский επ. σταχανοφικός· ~ие методы работы σταχανοφικές μέθοδες εργασίας. Стационар, ~а α. 1 μόνιμο ίδρυμα· бОЛЬВЙ- Ца— μόνιμο νοσοκομείο (σε αντίθεση με το κινητό), 2 βάση, σκελετός· θεμέλιο· устано- Ка ДЙзеля на -е εγκατάσταση της μηχανής ντίζελ στο πλαίσιο (σασί). ♦стационарный επ. 1 σταθερός, μόνιμος· α- ακίνητος· -ЭЯ бОЛЬНЙЦа μόνιμο νοσοκομείο. 2 νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο (αντώνυμο του προσερχόμενου για θεραπεία). II μόνιμος· врач γιατρός του νοσοκομείου. *СТаЦИЯ, -и θ. χώρος, τόπος, μέρος (ζώων ή φυτών). II κλίμα ενός τόπου. стачать р.σ.μ. (συρ)ράπτω· ράβω. стачечник, -а α. απεργός. стачечный επ. απεργιακός· -ое движение απεργιακό κίνημα· ~8Я борьба απεργιακός α- αγώνας· - комитет απεργιακή επιτροπή. Стачивание1, -Я ουδ. συρραφή· ραφή. Стачивание' -Я ουδ. τρόχισμα, ακόνισμα. стачивать1 ρ.δ. (συρ)ράπτω· ράβω. II -СЯ (συρ)ράπτομαι· ράβομαι. стачивать2ρ.δ. βλ. сточить. II -ся βλ. сточиться. стачка1, -и θ. απεργία· στάση εργασίας· - докеров απεργία λιμενεργατών всеобщая γενική απεργία. 2 (απλ.) μυστική συμφωνία, συνωμοσία. стачка5, -и θ. (συρ)ραφή. СТачНОЙ επ. (συρ)ραμμένος. II της συρρα- συρραφής· για συρραφή. СТаЩИТЬ, -ЩУ, -ЩИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стащенный, βρ: -щен, -а, -о р.σ.μ. σέρνω, σύρω, μεταφέρω σέρνοντας· - мешок σέρνω το τσουβάλι. || παίρνω· - скатерть со стола παίρνω το τραπεζομάντηλο απο το τραπέζι. II βγάζω· - чулкй βγάζω τις κάλτσες· - СЗП0ГЙ βγάζω τις μπότες. 2 τραβώ· - лодку В ВОДУ τραβώ τη βάρκα στο νερό. II παρασύρω? его -ли В церковь τον πήραν στην εκκλησία. 3 κλέφτω, βουτώ. II -СЯ βγαίνω· αφαιρούμαι· με- μετακινούμαι με δυσκολία, стая, -и θ. κοπάδι, αγέλη· σμήνος· - вол- волков κοπάδι λύκων яуравлйная - σμήνος γε- γερανών. II μτφ. πλήθος, σωρός· ~ туч οι σωρεί- σωρείτες. II μτφ. τσούρμο, μαρίδα. стаять, стает р.σ. (για χιόνι, πάγο)· λιώ- λιώνω. СТВОЛ, -а α. 1 κορμός δέντρου, θάμνου· 2 (αρχτκ.) κορμός στύλου, κολώνας (αποτη βά- βάση ως το κιονόκρανο). 3 Ή κάνη του όπλου. 4 φρέαρ, πηγάδι ορυχείου (καθόδου-ανόδου εργα- εργατών). II εκφρ. пойти В - βγάζω, αναδίδω στέ- στέλεχος (ριζοκάλαμο). СТВОЛИНа, -Ы θ. μεγάλος κορμός δέντρου. СТВОЛИСТЫЙ επ., -лист, -а, ~Ο ΐίολύκορμος, που βγάζει απο τη ρίζα πολλούς κορμούς. II ριζόκλαδος, ριζοστέλεχος. СТВОЛИТЬСЯ, -ЙТСЯ ρ. δ. βγάζω στελέχη, φυ- ντάνια, αδελφώνω. СТВОЛОВОЙ κ. СТВОЛОВЫЙ επ. 1 του κορμού (του δέντρου). 2 του πηγαδιού του ορυχείου, 3 ουσ. εργάτης ανελκυστήρα ορυχείου. СТВОЛЬНЫЙ επ. της κάνης (όπλου). створ, ~а α. 1 βλ. створка. 2 (παλ.) το κλείσιμο. 3 ευθυγράμμιση· σύμπτωση. II εκφρ. финишный и концевые -ы дистанции (αθλτ.) το τέρμα, η γραμμή του τέρματος απόστασης. створаживать(ся) ρ.δ. βλ. створожйть(ся). СТВОрЙТЬ, -орю, -ОрЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. створенный, βρ: -рен, -а, -о к. ство- створённый, βρ: -рён, -рена, -рена. р. α. μ. 1 (παλ.) κλείνω (δίφυλλη πόρτα, δίφυλλο παρά- παράθυρο κ.τ.τ.). 2 ευθυγραμμίζω, κάνω να συ- συμπέσει. II -СЯ 1 κλείνομαι. 2 ευθυγραμμίζο- ευθυγραμμίζομαι. СТВОрка, -И θ. το ένα απο τα δυο φύλλα πα- παραθύρου, πόρτας κ.τ.τ,).. СТВОРНЫЙ επ. βλ. створчатый. II της ευθυ- ευθυγράμμισης, της σύμπτωσης. створожить( ся) ρ. σ. βλ. творожить (ся). створчатый επ., βρ: - чат, -а, -о δίφυλ- δίφυλλος· -ое окно δίφυλλο παράθυρο· -ая дверь δίφυλλη πόρτα. створять(ся) р.δ. βλ. створйть(ся). ♦стеарин, ~а α. στεαρίνη ή στεατίνη. стеаринный επ. στεάτινος, -τικός· -ые све- свечи στεατοκήρια, σπερματσέτα. Стебелёк, -лька α. μικρό στέλεχος φυτού. Стебель, -бля α. 1 στέλεχος φυτού· βλα-
сте 523 схе στός. 2 κορμός· άξονας· - пера о κονδυλοφό- ρος· ~ затвора винтовки το στέλεχος ή ο κορ- κορμός του κινητού ουραίου του τουφεκιού. 3 (παλ. κ. διαλκ.) η ουρά (λαβή) του κουταλιού. стебельковый επ. (φυτό) με στέλεχος. стебельный επ. του στελέχους. стебельчатый επ., βρ: -чат, -а, -о σαν βλαστοειδής. стеблевание, -Я ουδ. ανάδοση, βγάλσιμο στελεχών, βλαστών· αδέλφωμα, стеблёвый κ.· Стеблевой επ. του στελέχους. Стеблестой, -Я α. η πυκνότητα ή το ύψος των στελεχών. стеблистый επ., βρ: -лист, -а α. στελεχώ- δης, πλήρης στελεχών. стегальный επ. αραιού γαζώματος· -ая ма- машина ραπτομηχανή για χοντροδουλειές. СТегаЛЬЩИК, ~а α., -Ца, ~Ы θ. ράπτης, -ρ ια χοντρών ραφών ή αραιού γαζώματος. стегание? ~я ουδ. μαστίγωση. стегание* -Я ουδ. αραιό γάζωμα ή ράψιμο χοντρών ραφών. стёганка, -И θ. είδος επενδύτη με βαμπά- κι εσωτερικά. стегануть р.σ. (απλ.). 1 βλ. стегать1. 2 Χρησιμοποιείται αντί αλλού ρ. με επιτακτι- επιτακτική σημ. (απλ.)· нас -ли ИЗ винтовок μας έ- έβαλαν γερά (γάζωσαν) με τα τουφέκια· завтра утром -нём в соеёднуга деревню το πρωί то δί- δίνομαι (το σκάζομε) για το γειτονικό χωριό. СТёгаНЫЙ επ. ραμμένος (εσωτερικά με βαμπά- κι). СТегаТЬ1 ρ.δ. μαστιγώνω, μαστίζω· - кнутом χτυπώ με το μαστίγιο· - ремнём χτυπώ με το λωρί· - ПО лошадям χτυπώ τα άλογα με το μα- μαστίγιο. II -СЯ μαστιγώνομαι. СТегаТЬ2 ρ.σ. μ. ράβω με αραιό γαζί. II -СЯ γαζώνομαι αραιά. стегно, -а, πλθ. стёгна, -гон, -гнам ουδ. (παλ. κ. διαλκ.) μηρός, μπούτι. стегнуть р.σ. βλ. стегать1. ССёяка1, -И θ. 1 ράψιμο χοντρής ραφής ή με αραιό γαζί· - одеяла ράψιμο παπλώματος. 2 η ραφή· το ραμμένο μέρος. СТёзпса2, -И θ. (διαλκ.) δρομάκι, μονοπάτι. стеяок, -яка α. βελονιά· мелкие ~й μικρές βελονιές· крупные -И μεγάλες βελονιές. СТезЯ, -Й θ. 1 (παλ.) οδός, δρόμος. 2 μτφ. διάνυση του βίου, η πορεία της ζωής. *СТвК, -а α. μαστίγιο σκληρό.. *СТёка, -И θ. γλύφανο ξύλινο. отекание, -Я ουδ. ροή, τρέξιμο. стекать( ся) ρ. δ. βλ. стечь( ся). стекленеть, -ёет р.δ. υαλοποιούμαι. II γυα- γυαλίζω, λάμπω. стеклильщик, -а α. στιλβωτής δέρματος. СТеклЙТЬ, -лю, -лишь р.δ.μ. βάζω (περνώ) τζάμια. II στιλβώνω, γυαλίζω (δέρματα). II -СЯ υαλοθετούμαι. стекло, -а, πλθ. стёкла, -кол, -клам ουδ.. 1 γυαλί, ύαλος- производство ~КЛ^ η παραγω- παραγωγή γυαλιού· - лампы το γυαλί της λάμπας. 2 τζάμι, γυαλί, υαλοπίνακας· оконное - το τζά- τζάμι του παραθυριού. 3 (αθρσ.) τα γυαλικά, τα γυάλινα σκεύη. II εκφρ. зажигательное - συ- συγκλίνων ή συγκεντρωτικός φακός· увеличитель- увеличительное - μεγεθυντικός φακός. стекловар, -а α. υαλουργός. стекловарение, -Я το βράσιμο του γυαλιού. стекловаренный επ. υαλουργικός. стекловарный επ. βλ. стекловаренный. стекловарочный επ. βλ. стекловаренный. стекловатый επ., βρ: -ват, -а, -о. υαλώ- υαλώδης, σαν γυαλί. II γυάλινος. стекловать, -луга, -луешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стеклованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. μ. κάνω (μετατρέπω σε γυαλί)· - песок μετα- μετατρέπω τον άμμο σε γυαλί. II -СЯ μετατρέπομαι σε γυαλί, υαλοποιούμαι. стекловидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 σαν το γυαλί, υαλοειδής. 2 στιλπνός, γυαλι- γυαλιστερός. стекловыдувальщик, -а α. βλ. стеклодув. стекловыдувной επ. βλ. стеклодувный. стеклограф, -а α. υαλογράφος (όργανο). стеклографировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ. υαλογραφώ. II -СЯ υαλογραφούμαι. стеклографист, ~а α., ~ка, -и θ. υαλογρά- υαλογράφος (εργάτης, -τρία). стеклографический επ. υαλογραφικός. стеклография, -И θ. υαλογραφία. стеклодел, ~а α. υαλουργός, υαλοποιός. стеклоделательный επ. υαλουργικός· - завод εργοστάσιο υαλουργίας, υαλουργείο. Стеклоделие, -Я ουδ. υαλοποι'ία, -ποίηση. стеклодельный επ. υαλουργικός, της υαλουρ- υαλουργίας· -ая промышленность υαλουργική βιομη- βιομηχανία. Стеклодув, -а к. φυσητής γυαλιού. СТекЛОДуВНЫЙ επ. της υαλοφύσησης. стекломасса, -Ы θ. υαλομάζα. стеклоочиститель, -Я α. υαλοκαθαριστής αυ- αυτοκινήτου κλπ. (συσκευή). стеклоплав, ~а α. βλ. стекловар. стеклоплавильный επ. βλ. стекловаренный. стеклорезуЩИЙ επ. υαλοκοπτικός, ύαλοχαρα- ύαλοχαρακτικός- - инструмент υαλοχαρακτικό όργανο. стеклорез, -а α. 1 υαλοκόπτης. 2 υαλοχα- υαλοχαρακτικό όργανο. Стеклорезный επ. υαλοκοπτικός. стеклорезочный επ. υαλοκοπτικός. стеклуемость, -И θ. δυνατότητα υαλοποίησης.
схё 524 сте стёклышко, -а ουδ. Ι^γυαλάκι (γυάλινο α- αντικείμενο). 2 το μονόκλ, το μονύελο.II εκφρ. как - α) καθαρότατος, σαν το γυαλί, γυαλι- γυαλιστερός, β) νηφάλιος, αμέθυστος. СТеклянЙСШЙ επ. σαν το γυαλί, υαλοειδής ι υαλώδης. стеклянница, -Ы θ είδος πεταλούδας (βλα- (βλαβερής στα καρποφόρα δέντρα). ОТОСЛАННЫЙ επ. 1 γυάλινος, υάλινος· -ая масса υαλομάζα· -ая посуда τα γυαλικά, γυά- γυάλινα σκεύη· -ая трубка γυάλινος σωλήνας, II υαλουργικός· - завод εργοστάσιο υαλουργίας. 2 μτφ. υαλοειδής, υαλώδης, σαν γυαλί· блеск λάμψη γυαλιού. 3 μτφ. άτονος, άψυ- άψυχος, χαύνος (για μάτια, βλέμμα). II εκφρ.-ая бумага βλ. шкурка B σημ.)· -ая вата υαλο- βάμπακας ή υαλέριο. стеклярус, -а α. (αθρσ.) μικρές επιμήκεις γυάλινες χάνδρες. стекляшка, -и θ. γυαλάκι. II γυάλινο αντι- αντικείμενο. стеколышко, ~а ουδ. βλ. стёклышко. стекольный επ. υαλουργικός· ~ая промыш- промышленность βιομηχανία υαλουργίας·- завод ερ- εργοστάσιο υαλουργίας, υαλουργείο. Стекольчатый επ. (παλ.) υαλωτός, τζαμωτός. СТекОЛЫЦВК, -а α. υαλοθέτης, II υαλουργός. *ОТела, -Ы θ. στήλη (με επιγραφή ή απεικό- απεικόνιση) . СТелечНЫЙ επ. του επιστρώματος. стелйть(ся) ρ.δ. (απλ.) βλ. стлать(ся). *СТеЛЛаж, -а α. ράφι μεγάλο. II ορθοστάτης. СТеЛЛаЛНЫЙ επ. του ραφιού ή του ορθοστάτη. ♦стеллит, ~а α. στελλίτης (σκληρό μέταλλο). СТеЛЛИТОВЫЙ επ. του στελλίτη. стелька, -и θ. επίστρωμα εσωτερικό των υ- υποδημάτων. II επιγραφή, ετικέτα. II εκφρ. как ~ ή В -ах пьян ή напился μεθυσμένος στου- πί, σκνίπα, τύφλα. стельная, βρ: стельна θ. αγελάδα έγκυα. СТелЬНОСТЬ, -И θ. (για αγελάδα) εγκυμοσύ- εγκυμοσύνη. СТелщиЙСЯ επ. απο μτχ. ξαπλωτός (για φυ- φυτά αναπτυσσόμενα οριζόντια και πάνω στη -γη). СТемна επίρ. (απλ.) πουρνό-πουρνό, απο- ταχιά, σύνταχα. стемнеть, -еет ρ.σ. (απρόσ.). 1 (απλ.) σκοτεινιάζω, βραδιάζω, νυχτώνω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. *СГен, -а α. (φυσ.) σθένος, μονάδα μέτρη- μέτρησης ισχύος στη μηχανική. стена, ~ы, αιτ. стену, πλθ. стены, ~ам α. 1 τοίχος· каменная - πέτρινος τοίχος· -Ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου. 2 το τείχος· окружить -ОЙ περιβάλλω με τείχος (περιτει- (περιτειχίζω)· -Ы города τα τείχη της πόλης. II μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα· Непроницаемая ~ αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο). 3 πλευρά· κάθετη επιφάνεια· ~ рва η πλευράτης τάφρου. II εκφρ. - об -у α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)· - В -у βλ. προηγούμενη έκφραση· - на -у βλ. стенка на стенку· встать ή стать -ой ξεση- ξεσηκώνομαι σύσσωμος· в четыре -ах (сидеть,жить к.τ.τ.) κάθομαι· ζω στους τέσσερις τοίχους(ζω απομονωμένος)· как за каменной ~ой быть,на- быть,находиться σαν να προστατεύομαι απο πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος· άτρωτος)·как на каменную -у положиться ή надеяться βα- βασίζομαι πλήρως. стенание, -Я ουδ. στέναγμα, -μός, στόνος. II γογγυσμός, βογκητό. стенать , -аго, -аешь, μτχ. ενστ. стенящий κ. стенавдий, επιρ. μτχ. стеная κ. стеня р. δ. (γραπ. λόγος) στενάζω. II γογγύζω, βογκώ. СТенгазёта, -Ы θ. εφημερίδα τοίχου. стенгазетный επ. της εφημερίδας τοίχου· - Материал το υλικό της εφημερίδας τοίχου. *СТенд, ~а α. πλαίσιο, σκελετός που περι- περιβάλλει ή συγκρατεί. II εγκατάσταση (για μη- μηχανές) · испытательный - εγκατάσταση για δο- δοκιμή μηχανών. стендовый επ. της εγκατάστασης· ~ые испы- испытания машин δοκιμές μηχανών πάνω σε εγκα- εγκατάσταση· -ая стрельба σκοποβολή σε κινητούς στόχους. СТёнка, -И θ. 1 τοιχάκος, τοιχούλης· τοί- τοίχος. 2 τοίχωμα, παρειά· περίβλημα· -И кас- трши τα τοιχώματα της κατσαρόλας· -И сер- сердца τα τοιχώματα της καρδιάς. 3 (στρατ.) πυ- πυκνός ζυγός ή φάλαγγα, II εκφρ. - В -у И Об -у α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γει- γειτονικά (σπίτι, δωμάτιο)· гимнастическая κ. (παλ) шведская ~ (αθλτ.) το πολύζυγο· ставить К -е βάζω στα έξι μέτρα (εκτελώ, τουφεκίζω). стенной επ, του τοίχου* του τείχους· -ые часы ωρολόγι του τοίχου· -8Я газета εφημε- εφημερίδα του τοίχου· -8Я ЖИВОПИСЬ τοιχογραφία·- выступ εξοχή του τοίχου коврик χαλάκι του τοίχου· - шкаф ντουλάπι(στον τοίχο). СТенобЙТНЫЙ επ. της τοιχωρυχίας· -Ые ору- ДИЯ εργαλεία τοιχωρυχ'ιας. стенобойный επ. (παλ.)· βλ. стенобитный. Стеновой επ. του τοίχου, για τοίχο· -ые материалы υλικά τοιχοποιίας, ♦стенограмма, -Ы θ. στενογράφημα. стенограммный επ. στενογραφικός, стенограф, ~а α. βλ. стенографист. стенографирование, -я ουδ. στενογράφηση. стенографировать, -рута, -руешь р.δ. στε- νογραφώ. II -СЯ στενογραφοϋμαι.
сте 525 сте стенографист, -а а., ~ка, -И θ. στενογρά- στενογράφος. стенографически επίρ. στενογραφικά. стенографический επ. στενογραφικός· ~ая система στενογραφικό σύστημα. II στενογραφη- μένος· -ие материалы съезда στενογραφημένα υλικά του συνεδρίου. II μτφ. ακριβής. *СТеНОГрафия, -И θ. στενογραφία. *СТеНОЗ, -а α. (ιατρ.) στένωμα. СТеНОКарДИЯ, ~И θ. στενοκαρδία, στηθάγχη. стенолаз, -а α. τοιχοδρόμος (πτηνό). СТеНОПИСеЦ, -СЦа α. (παλ.) τοιχογράφος. Стенописный επ. τοίχογραφικός. *Стеньга, -И θ. (ναυτ.) το επιστήλιο. стеньговый επ. του επιστηλίου. СТенящиЙ επ. απο μτχ. στενακτικός. степенность, -и θ. σωφροσύνη, γνωστικότη- τα· σεμνοπρέπεια· σοβαρότητα. степенный επ. 1 σώφρονας, γνωστικός· σε- σεμνοπρεπής· σοβαρός. 2 (παλ.) βλ. немолодой. степенство, -а ουδ. 1 βλ. степенность. 2 (απλ. κ. παλ.) εντιμότητα· ваше - η εντι- εντιμότητα σας. степень, -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 βαθμός· - родства βαθμός συγγένειας· В высшей -и στον ανώτατο βαθμό·-В Слабой -И σε αδύνατο (χα- (χαμηλό) βαθμό· в равной -и σε ίσο βαθμό*в до- достаточной -и σε αρκετό βαθμό· в значитель- значительной -И σε σημαντικό βαθμό· ДО последней -И ως τον τελευταίο βαθμό· ДО (ή В) известной -и ως ένα βαθμό· ни в какой ή в малейшей -И καθόλου, ποσώς, ολωσδιόλου. 2 κατηγορία, τάξη· Орден второй -И παράσημο δεύτερης τά- τάξης. II στάδιο, βαθμός. 3 (παλ.) επίπεδο спу- спуститься на - хулигана κατέρχομαι στο επίπε- επίπεδο του χούλιγκανς. 4 βαθμός υπηρεσιακός. 5 τίτλος· учёная - επιστημονικός τίτλος· ДО- кторская ~ ο τίτλος του διδάκτορα. 6 (μαθ.) δύναμη· возвести восемь В пятую υψώνω το ο- οχτώ στην πέμπτη δύναμη. 7 (γραμμ.) ПОЛОЖИ- тельная - θετικός βαθμός· сравнительная συγκριτικός βαθμός· превосходная - υπερθε- υπερθετικός βαθμός· -И сравнения παραθετικά των επιθέτων. степной επ. στεπώδης, της στέπας· -ые рай- районы στεπώδεις περιοχές· ~ая дорога στεπώ- στεπώδης οδός· -ая куропатка πέρδικα η πεδινή ή του κάμπου. степняк, -а α., -чка, -И θ. 1 κάτοικος της στέπας. 2 ζώο ή πτηνό της στέπας. степь, ~и, προθ. о степи, в отепй, γεν. πλθ. ~ёй θ. στέπα. II (παλ.) έρημος. СТерва, ~Ы θ. 1 (παλ.) ψοφίμι. 2 (χυδ.)ο πρόστυχος, προστυχάντζα, παλιάνθρωπος. стервенеть ρ.δ. παραφέρνομαι, παραπαίρνο- μαι· μανιάζω, λυσσάζω. стервец, -а α. (χυδ.) βλ. стерва B σημ.). СТерВЯТИНа, ~Ы θ. κρέας ψοφιμιού. СТерВЯТНИК, -а α. είδος γύπα. Стереографический επ. στερεογραφικός. ♦стереография, ~И θ. στερεογραφία. стереозвук, -а α. στερεογραφικός ήχος. стереометрический επ. στερεομετρικός. ♦стереометрия, -И θ. στερεομετρία. ♦стереоскоп, -а α. στερεοσκόπιο. стереоскопический επ. στερεοσκοπικός. стереоскопичность, -и θ. στερεοσκοπία, -ό- τητα. стереоскопичный επ., βρ: ~чен, ~чна, -чно βλ. стереоскопический. ♦стереоскопия, -И θ. στερεοσκοπία, ♦стереотип, -а α. το στερεότυπο. стереотипёр, ~а α. εργάτης στερεοτυπίας. стереотипировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. στερεοτυπώνω. II -СЯ στερεοτυπώνομαι. ♦стереотипия, -и θ. στερεοτυπία. стереотипность, -И θ. στερεοτυπία,το στε- στερεότυπο· - фразы ответа το στερεότυπο της φράσης, της απάντησης. стереотипный επ., βρ: -пен, -пна, -пно. 1 στερεότυπος. 2 μτφ. ο μη μεταβαλλόμενος, ο ίδιος κάθε φορά. стереотипщик, -а α. βλ. стереотипёр, стеротруба, -а, πλθ. -рубы θ. διόπτρα πυ- πυροβολικού. * Стереофонический επ. στερεοφωνικός, ♦стереофония, -и θ. στερεοφωνία. ♦стереофотография, -И θ. στερεοφωτογραφία. Стереохимия, -И θ. στερεοχημεία. стереть, сотру, сотрёшь, παρλθ. χρ. стёр, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стёртый, βρ: ^стёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. стерев κ. стёрши; ρ.σ.μ. 1 σκουπίζω, σφουγγίζω· καθαρίζω· пыль С мебели παίρνω τη σκόνη απο το έπι- έπιπλο· - пудру с лица σκουπίζω το πρόσωπο α- απο την πούδρα. II σβήνω, εξαλείφω· - рисунок резиной σβήνω το ιχνογράφημα με τη γομολά- στιχα. II μτφ. εξαφανίζω. 2 ξύνω· φθείρω, χαλνώ με την τριβή. 3 τρίβω. II εκφρ. - С лица земли εξαφανίζω απο το πρόσωπο της γης. II -СЯ σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. стеречь, -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. стерёг, -регла, -ЛО επιρ, μτχ. δεν έχει· ρ.δ.μ. 1 φυλάγω, φρουρώ· - СО ВСвХ СТОРОН περιφρουρώ. 2 παρακολουθώ, επιτηρώ. 3 και- καιροφυλακτώ, παραμονεύω, παραφυλάγω, καραδο- καραδοκώ· ενεδρεύω. II -СЯ φυλάγομαι· προφυλάσσο- προφυλάσσομαι· φρουρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. стерженёк, -нька α. αξονίσκος. Стерженщик, ~а α. αξονοκατασκευαστής. стержень, -жня α. 1 άξονας· стальной - α-
сте ЗЭ6 сти τσάλινος άξονας. 2 (ανατ.) στέλεχος, κύριος κορμός των αγγείων. II μίσχος. II μτφ. κέντρο, βάση·.το-βασικό, το κύριο. Стержневой επ. 1 αξονικός, του άξονα. 2 στέλεχος (ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί). 3 μτφ. βασικός, κύριος· - корень кустарника η κύρια ρίζα του .θάμνου· ~ вопрос το κύριο ζή- ζήτημα. стерилизатор, -а α. αποστειρωτήρας. II α- ποστειρωτής. стершшзационный επ. αποστειρωτικός. ♦стерилизация, -И θ. αποστείρωση. стерлизованный επ. απο μτχ. αποστειρωμέ- αποστειρωμένος . стерилизовать, -зую, -зуешь р.6.κ.σ.μ. α- αποστειρώνω. II -СЯ αποστειρώνομαι. стерильность, -И θ. αποστείρωση. *стерильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 αποστειρωμένος·- бинт αποστειρωμένος επίδε- επίδεσμος. 2 στείρος, άγονος. *стерлинг, ~а α. η στερλίνα. стерлинговый επ. της στερλίνας. стерлядка, -И θ. μικρός ακιπήσιος. СТерЛЯДЬ, -И, γεν. πλθ. -ей θ. ακιπήσιος. СТерляхИЙ, -ья, ~ье επ. ακιπήσιος, του α- κιπήσιου· απο ακιπήσιο. стерляжина, -ы θ. κρέας ακιπήσιου. стерневой επ. θερισμένος· - участок θερι- θερισμένο μέρος. ОТерня, ~Й к. СТернь, -И θ. 1 χωράφι θε- θερισμένο. 2 καλαμιές (θερισμένου χωραφιού). стерпёть(ся) ρ.σ. βλ. терпёть(ся). СТёрТОСТЬ, -И θ. τριβή, φθορά. стёртый επ. απο μτχ. τριμμένος, φθαρμέ- φθαρμένος· σβησμένος· -ые каменные ступени φθαρ- φθαρμένα πέτρινα σκαλοπάτΤ,α· -ая наДПИСЬ σβη- σβησμένη επιγραφή. II μτφ. τετριμμένος, κοι- κοινότοπος, -πικός, καθημαξευμένος. стесать, стешу, стешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стёсанный, βρ: -сан, -а, -ο ρ.σ.μ. απο- ζέω, ξύνω. СТеснёние, -Я ουδ. 1 σφίξη, ~ιμο· πίεση· θλίψη· στρίμωγμα. 2 περιορισμός. 3 συνωστι- συνωστισμός· 4 δυσκολία, πιάσιμο της αναπνοής.' II σφίξιμο, βάρος στην καρδιά. 5 δισταγμός,εν- δισταγμός,ενδοιασμός. стеснённость, -и θ. περιορισμός· σφίξιμο. II δυσκολία αναπνοής. II δυσκολία, στενοχώρια οικονομική. стеснённый επ. απο μτχ. 1 διστακτικός, συ- συνεσταλμένος, ενδοιαστικός. 2 δύσκολος, δυ- δυσχερής· στενόχωρος· ~ое положение δυσχερής κατάσταση· -ые обстоятельства δύσκολες πε- περιστάσεις. 3 θλιμμένος, βαρύς· с -ым серд- сердцем με βαριά την καρδιά,βαριοκαρδισμένος. стеснительность, -И θ. 1 δυσκολία, στενο- στενοχώρια. 2 περιορισμός. 3 ντροπαλότητα,-σύνη, διστακτ ι,κότητα. стеснительный επ. βρ: -лен, -льна, -льно. I περιοριστικός. 2 δύσκολος, δυσχερής.3 συ- συνεσταλμένος, ντροπαλός. стеснить, -НЮ, -НЙШЬ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. стеснённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 σφίγγω, πιέζω, θλίβω· περιορίζω, στριμώχνω. II μτφ. περιστέλλω. 2 κάνω να διστάσει. 3 ω~ θώ, σπρώχνω· στριμώχνω. 4 σφίγγω (στο λαι- λαιμό, στο στήθος). II μτφ. βαρύνω, προξενώ πό- πόνο, θλίψη (στην καρδιά, ψυχή)· στενοχωρώ. II -СЯ 1 συνωθούμαι, συνωστίζομαι· στριμώχνο- στριμώχνομαι· - у входа театра στριμώχνομαι στην εί- είσοδο του θεάτρου. II μτφ. συσσωρεύομαι. 2 πε- περιορίζομαι, συμμαζεύομαι. II μτφ. (για ανα- αναπνοή) δυσκολεύομαι, πιάνομαι. II μτφ. (για καρδιά, στήθος) μου σφίγγει, μου βαρύνει. стеснять ρ.δ. βλ. стеснить. II ~ся 1 βλ. стесниться. 2 συστέλλομαι, διστάζω, συμμα- συμμαζεύομαι, ντρέπομαι. II μου λείπει το θάρ- θάρρος, είμαι αναποφάσιστος* φοβούμαι, δειλιάζω. стёсывать ρ.δ. βλ. стесать. II -ся αποξέο- μαι, ξύνομαι, ♦стетоскоп, ~а α. στηθοσκόπιο. стетоскопический επ. στηθοσκοπικός. стетоскопия, -и θ. στηθοσκόπια. стечение, -Я ουδ. 1 ροή, ρους, ρεύμα,τρέ- ρεύμα,τρέξιμο. 2 συνάθροιση, συρροή,«συγκέντρωση. 3 σύμπτωση, συντυχιά, συγκυρία. стечь, стечёт, стекут, παρλθ. χρ. стёк, стекла, -ло р.σ. ρέω, τρέχω, χύνομαι. II -СЯ 1 ενώνομαι, συρρέω (για ρυάκια, ρεύματα). 2 μτφ. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύο- μαζεύομαι· προστρέχω· массы народа -клйсь на пло- площадь μάζες λαού συγκεντρώθηκαν στην πλατεία, СТЙбрить р.σ.μ. (απλ.) κλέβω, βουτώ. *СТЙГМа, -Ы θ. κ. СТИГМат, ~а α. 1 στίγμα, σημάδι στο σώμα δούλου ή εγκληματία. 2 (στο μεσαίωνα)· πληγή. 3 (ιατρ.) στίγμα δερματικό. СТИГМаТИЗМ, -а α. στιγματισμός, δερματο- στιξία. СТИГМатик, ~а α. στιγματίας (με στίγματα στο σώμα). стилевой επ. στυλιστικός, του στυλ. *СТИЛёт, ~а α. το στιλέτο. стилизатор, ~а α. στυλίστας. стилизаторский επ. στυλιστικός, του στυ- στυλίστα ή του στυλιζαρίσματος. стилизаторство, -а ουδ. βλ. стилизация (ι σημ.). стилизация, -И θ. 1 στυλιζάρισμα (πρόσδο- ση σε έργο Τέχνης, λόγου ίδιο στυλ). 2 έργο κατ' απομίμηση στυλ άλλου. стилизованный επ. απο μτχ. στυλιζαρισμένος. СТИЛИЗОВаТЬ, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ.
сти 527 сти χρ. стилизованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. στυλιζάρω. II -СЯ στυλιζάρομαι. СТИЛИСТ, ~а α. στυλίστας, υφοτέχνης. стилистика, -и θ, η στυλιστική. стилистический επ. στυλιστ ικός. стилка, -И θ. στρώση, στρώσιμο. СТЙЛОЧНЫЙ επ. της στρώσης, του στρωσίματος. ♦СТИЛЬ, -Я α. 1 το στυλ (Τέχνης ή λόγου), ύ- ύφος λόγου· романтический ~ в литературе ρω- μαντικό στυλ στη λογοτεχνία· готический γοτθικό στυλ· древнегреческий - в архитек- архитектуре αρχαιοελληνικό στυλ αρχιτεκτονικής· Га- зётНЫЙ - το στυλ εφημερίδων лаконический λακωνικό στυλ· - фельетона στυλ επιφυλλί- επιφυλλίδας. 2 τρόπος συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυ- ενδυμασίας κλπ. - руководства στυλ καθοδήγησης* МОДНЫЙ ~ μοντέρνο στυλ· у каждого есть СВОЙ ~ о καθένας έχει το δικό του στυλ. 3 το σύ- σύστημα μέτρησης του χρόνου· старый - το πα- παλιό ημερολόγιο· НОВЫЙ ή грегорианский - το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο. *СТИЛЬб, -а α. η στίλβη, η φωτεινότητα. СТИЛЬНОСТЬ, -И θ. το στυλ. стильный επ., βρ: стилен, -льна, -льно. 1 με στυλ,που έχει στυλ. 2 ασυνήθιστα μοντέρ- μοντέρνος, εξεζητημένος· παρατραβηγμένης, παράξε- παράξενης μόδας, στυλ. СТИЛЯГа, -И α.κ.θ. εξεζητημένος μοντερνί- στας. *СТЙмул, -а α. το κίνητρο, ωθούν αίτιο· к повышению производительности труда κίνη- κίνητρο για την παραπάνω ανάπτυξη της παραγωγι- παραγωγικότητας της εργασίας. Стимулирование, -Я ουδ. ώθηση, προτροπή ή παρακίνηση. стищулировать, -руто, -руешь ρ. δ. κ. σ., μ. πα- ρακινώ, (παρ)ωθώ, προτρέπω, παροτρύνω. II -СЯ παρακινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. стипендиальный επ. του σπουδαστικού επι- επιδόματος. стипендиат, -а α., ~ка, -и θ. σπουδαστής, -άστρια που παίρνει επίδομα. *СТЙПЛЬ-чёз, -а α. (αθλτ.) δρόμος ή ιππο- ιπποδρομία με εμπόδια. ♦стиракс, ι-а α. στύρακας (επιστ.), αστύρα- κας, αγριοκυδωνιά (λκ.)· στύρακας βενζο"ϊκός. стиральный επ. πλυντικός· -ая машина πλυ- πλυντήριο. стирание1, -я ουδ. 1 σφούγγισμα, σκούπισμα, καθάρισμα- - ПЫЛИ το ζεσκόνισμα. 2 εξά- εξάλειψη, εξαφάνιση· σβήσιμο. стирание* -я ουδ. βλ. стирка. стираный επ. πλυμένος· -ое бельё πλυμένα ρούχα. стирать1 ρ.δ. βλ. стереть. II -ся σφουγγί- ζομαι, σκουπίζομαι. стирать2 ρ. δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стиранный, βρ: -ран, -а,.-о πλύνω· простыни πλύνω τα σεντόνια· мать вчера -ла η μάνα χτες έπλυνε. II -СЯ πλύνομαι· новое бельё хорошо -ется τα καινούρια ρούχα πλύ- νονται καλά. стирка, ~И θ. πλύση, πλύσιμο. стирол, ~а α. σαπωνίνη ή στρουθίνη. стискивать(ся) ρ".δ. βλ. стйснуть(ся). СТИСнуть ρ.σ. σφίγγω· - зубы ОТ боли σφίγ- σφίγγω τα δόντια απο τον πόνο· - болт σφίγγω το ■ μπουλόνι· - друга В обЪЯТИЯХ σφίγγω το φίλο στην αγκαλιά. II μτφ. βαρύνω (στην καρδιά ή στην ψυχή). II εκφρ. -ув зубы α) σφίγγοντας τα δόντια (με υπερένταση), β) συγκρατούμε- νος. II -СЯ σφίγγω, -ομαι· зубы -ЛИСЬ τα δό- δόντια έσφιξαν ή σφίχτηκαν. •СТИХ1, ~а α. στίχος (ποιητικός)· размер -В. μέτρο στίχου· белые -Й στίχοι ανομοιοκατά- ληκτοι. 2 πλθ. ποίημα· лирические -Й λυρικοί στίχοι- читать -Й απαγγέλλω στίχους ή ποίη- ποίημα· Сборник -ОБ συλλογή ποιημάτων. II εδάφιο, παράγραφος. II εκφρ. духовный - στίχοι (ποι- (ποιήματα) θρησκευτικού εκκλησιαστικού περιεχο- περιεχομένου. стих2 α. άκλ: - нашёл ή накатил α) τον κατέλαβε επιθυμία, διάθεση, οίστρος, β) τον κόλλησε παραξενιά, ιδιοτροπία. *СТИХарь, -Я α. (εκκλσ.) στιχάριο (άμφιο). стихать р.δ. βλ. стихнуть. СТИХИЙНО επ'ιρ. αυθόρμητα. стихийность, -и θ. 1 στοιχείο της φύσης. 2 το αυθόρμητο, αυθύπαρκτο- -экономических за- КОНОВ капитализма το αυθόρμητο των οικονο- οικονομικών νόμων του καπιταλισμού· - рабочего Движения το αυθόρμητο του εργατικού κινήμα- κινήματος. стихийный επ. βρ: -хйен, -хийна, -хийно. 1 του στοιχείου της φύσης· -ое бедствие θεο- θεομηνία. II έμφυτος, ενυπάρχων - закон φυσι- φυσικός νόμος (των φαινομένων). II ισχυρός, δυνα- δυνατός (όπως των στοχείων). 2 αυθόρμητος· характер экономических законов о αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων· -ое раз- развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος· - характер Крес- ТЬЯНСКИХ восстаний о αυθόρμητος χαρακτή- χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων. *стихира, гЫ θ. (εκκλσ.) τα στιχηρά, τρο- τροπάρια. СТИХИЯ, -И θ. 1 (στους αρχαίους Ελληνες φιλόσοφους) το στοιχείο (φωτιά, νερό, αέ- αέρας, γη). 2 μτφ. το βασικό συστατικό. 3 α~ κατανίκητο και καταστροφικό φαινόμενο. II κα- τασροφικό κοινώνικό-οικονομικό φαινόμενο· - инфляции το καταστροφικό φαινόμενο του ιίλη-
ста 528 сто θωρισμού. 4 περιβάλλον (συνηθισμένο), τρό- τρόπος ζωής. стихнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. -стих, -ла, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. стихший к. стих- стихнувший р.σ. 1 ησυχάζω, καλμάρω, σιγώ, παύω, σταματώ· песня ~ла το τραγούδι έπαψε· крики -ЛИ οι κραυγές σταμάτησαν ПТИЦЫ -ли τα πουλιά σίγασαν пулемёт стих το πολυβόλο σί- σίγασε· ветер стих о άνεμος καταλάγιασε· буря -ла η θύελλα κόπασε (κάλμαρε)· кашел СТИХ ο βήχας ησύχασε (μαλάκωσε). стиховедение, -Я ουδ. στιχουργία. стиховедческий επ. στιχουργικός. СТИХОВОЙ επ. ποιητικός· -ая речь έμμετρος λόγος (ποίηση). стихологический επ. βλ. стиховедческий. ♦стихология, -и θ. βλ. стиховедение. СТИХОМаНИЯ, -И θ. στίχομανία. СТИХОПЛёт, -а α. στιχοπλόκος, στιχουργός. СФИХОПЛёТСТВО, -а ουδ. στιχοπλοκή, στι- στιχουργία. СТИХОСЛОЖёние, -Я ουδ. στιχουργία,ποίηση. стихотворение, -я ουδ. ποίημα· читать - απαγγέλλω ποίημα. СТИХОТВОреЦ, -рца α. στιχουργός, ποιητής. СТИХОТВОРНЫЙ επ. ποιητικός· - размер ποι- ποιητικό μέτρο· -ые пародии ποιητικές παρωδίες. стихотворство, ~а ουδ. (παλ.) βλ. стихо- стихотворчество. стихотворческий επ. (γραπ. λόγος)· στι- στιχουργικός. стихотворчество, -а ουδ. (γραπ. λόγος)· στιχουργία, ποίηση. СТИШОК, -шка α. ποιηματάκι. стланец, -НЦа α. 1 λινάρι ή καννάβι στρω- στρωμένο (απλωμένο). 2 βλ. стланик. СТЛаНИК, -а α. φυτό επεκτεινόμενο στην ε- επιφάνεια της γης. стланцевый επ. εζαπλωτικός· -ые растения εζαπλωτικά φυτά. стлань, -и θ. (διαλκ.) στρώμα· на земле лежала - жёлтых листьев στη γη ήταν στρώμα κίτρινων φύλλων. II επίστρωμα. стланьё, -я ουδ. στρώσιμο του λιναρ'ιοϋ ή κανναβιοϋ στη γή (πρώτη επεξεργασία). стлать, стелю, стелешь р.δ.μ. 1 στρώνω· - ковёр на ПОЛ στρώνω το χαλί στο πάτωμα· постель στρώνω το κρεβάτι. 2 απλώνω· - лён απλώνω το λινάρι. 3 φτιάχνω· - ПОЛ φτιάχνω (στρώνω) το πάτωμα, σανιδώνω το πάτωμα· πα- τώνω. II -СЯ 1 στρώνομαι. II απλώνομαι, εκτεί- εκτείνομαι. 2 (απλ.) στρώνω το κρεβάτι μου· - на НОЧЬ ετοιμάζω το κρεβάτι μου. СТЛЙще, -а ουδ. μέρος απλώματος (λινα- (λιναριού, κανναβιού). СТО, ста (αριθμ. ποσοτικό). 1 ο αριθμός 100. II (ποσό) εκατό· - рублей εκατό ρού- ρούβλια· в ста шагах σε εκατό βήματα (απόστα- (απόσταση)· много сот лет тому назад πολλούς αιώνες πριν. стог, -а, προθτ. о стоге, в стогу, πλθ. стога α. θημωνιά· σωρός· метать сено в -а θημωνιάζω χόρτο. СТОГЛ8ВЫЙ επ. (γραπ. λόγος) εκατοντακέφα- λος. СТОГНа, -Ы θ. (παλ.) φαρδύς δρόμος, μεγά- μεγάλη πλατεία. стоговальщик, -а α. θημωνιαστής. СТОГОВание, -Я ουδ. θημώνιασμα. СТОГОВаТЬ, -гуЮ, -гуешь р.6.μ. θημωνιάζω· συσσωρεύω. II -СЯ θημωνιάζομαι, συσσωρεύομαι. СТОГОВОЙ επ. θημωνιασμένος· ~ое сёно θη- μωνιασμένο χόρτο. стогометание, -Я ουδ. θημώνιασμα. стоеросовый επ. (για δέντρο) που μεγαλώ- μεγαλώνει ευθυτενώς. II εκφρ. дубина ~ая; дурак ή болван - ξόανο, βλάκας. стоечный επ. του ορθοστάτη, του στηρίγμα- στηρίγματος. СТОЖар, -а α. στύλος θημωνιάς. II πλθ.ΟΤΟ- жары, -жар αστερισμοί (κυρίως η πούλια). СТОЖИЛЬНЫЙ επ. (απλ.) κατάγερος, ανθεκτι- ανθεκτικός. СТОЖИТЬ, -ЖУ, -ЖИШЬ р.δ.μ. (διαλκ.) βλ. стоговать. * СТОзвучный επ. (γραπ. λόγος) πολύηχος,πο- λύφωνος. ♦СТОИК, -а α. 1 στωικός (φιλόσοφος ή οπα- οπαδός). 2 μτφ. σταθερός, ατράνταχτος. СТОИМОСТНЫЙ επ. της αξίας· χρηματικός. СТОИМОСТЬ, ~И θ. αξία· κόστος· закон -И ο νόμος της αξίας· - производства η αξία πα- παραγωγής· ~ ТОННЫ сахара το κόστος ενός τό- τόνου ζάχαρης· - ЖИЗНИ о τιμάριθμος της ζωής. стоить, стою, стоишь, μτχ. ενεστ. стоящий ρ.δ. 1 κοστίζω, στοιχίζω, τιμώμαι· эта Вещь дорого СТОИТ αυτό το πράγμα κοστίζει ακρι- ακριβά. 2 αξίζω, έχω προσόντα ή ικανότητες. 3 απρόσ. έχει νόημα, πρέπει, χρειάζεται, εί- είναι χρήσιμο. II αρκεί, είναι αρκετό. II εκφρ. денег стоит αξίζει τα λεφτά· покупка денег СТОИТ α) το ψώνι αξίζει τα χρήματα, τα πιά- πιάνει τα λεφτά του. β) κοστίζει χρήματα (τζά- (τζάμπα δε δίνεται)· ничего не стоит δεν αξίζει τίποτε (ή τον κόπο)· СТОИТ ТОЛЬКО... φτάνει μόνο να..., αρκεί μόνο να..., δεν έχετε πα- παρά (μόνο) να... СТОИЦИЗМ, -а α. στωικισμός. стоически επίρ. στωικά. стоический επ. στωικός· -ая философия η στωική φιλοσοφία* -ЭЯ школа στωική σχολή. 2 μτφ. σταθερός, ακλόνητος, ατράνταχτος. II α-
сто 529 сто τάραχος, απαθής· ~ое спокойствие στωική α- αταραξία. СТОЙбИЩв, -а ουδ. 1 στάση, σταμάτημα (νο- (νομάδων). 2 εγκατάσταση μόνιμη νομάδων. 3 στάλος, σταλίστρα (ζώων). СТОЙбИШНЫЙ επ. της στάσης. II της εγκατά- εγκατάστασης. II του στάλου. стойка1, -и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам θ. 1 στάση προσοχής. 2 στήριξη, στήσιμο·- На руках στήριξη με τα χέρια στο έδαφος(κ. τα πόδια άνω). 3 στάση, σταμάτημα (των σκύ- σκύλων κοντά στο θήραμα). II εκφρ. - смирно βλ. 1 σημ. стойка* -и,γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам, θ. 1 ορθοστάτης. 2 τραπέζι στενόμακρο. II το τραπέζι (μπάγκος) μαγαζιού. 3 γιακάς όρθιος. стойкий επ., βρ: стоек, стойка, стойко; стойче. 1 γερός, αντοχής, ανθεκτικός·*- кир- ПЙч γερό τούβλο· -ая краска χρώμα αντο- αντοχής. II μτφ. σταθερός, έμμονος· -ая уверен- уверенность σταθερή πεποίθηση. 2 μτφ. ακλόνητος, ανένδοτος, ατράνταχτος· - человек σταθερός άνθρωπος. стойком επίρ. βλ. стоймя. СТОЙКОСТЬ, -И θ. 1 σταθερότητα, μονιμότη- μονιμότητα. 2 αντοχή· * организма αντοχή του οργα- οργανισμού. 3 καρτερικότητα. СТОЙЛО, -а ουδ. 1 διαμέρισμα σταύλου μο- μονομερές. 2 διαμέρισμα επισκευής σιδηροδρο- σιδηροδρομικής ατμομηχανής. СТОЙЛОВЫЙ επ. του διαμερίσματος. СТОЙМЯ επίρ. όρθια· στέκοντας. стойче βλ. стойкий. СТОК, -а α. 1 ροή, τρέξιμο. 2 αυλάκι, σω- σωλήνας ροής. 3 ποσότητα νερού. 4 (παλ.)· η ρέουσα ύλη, μάζα. *СТОКвр, -а α. τροφοδότης (μηχανισμός). СТОкерныЙ επ. τροφοδοτικός. СТОКЛеТОЧНЫЙ επ. διαιρεμένος σε εκατό τε- τραγωνίδια (για πλάκα παιγνιδιού). СТОКраТ επίρ. εκατό φορές, πολλές φορές. стократный επ. 1 εκατονταπλάσιος, "πλός. 2 επανειλημμένος, συχνός. СТОЛ1, -а α. 1 τραπέζι· круглый - στρογγυ- στρογγυλό τραπέζι· Обеденный - τραπέζι φαγητού· ЛО- мберный - πράσινο τραπέζι· письменный - το γραφείο· операционный - χειρουργικό τραπέ- τραπέζι. 2 φαγητό, τροφή· за ~ΟΜ στο φαγητό, την ώρα του φαγητού· встать ИЗ-за -а σηκώνομαι απο το τραπέζι (το φαγητό)· пригласить К -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)· общий - κοι- κοινό φαγητό· нанимать квартиру СО ~ΟΜ νοικιά- νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί· убирать СО -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι· απο- σκευάζω το τραπέζι· подать на - σερβίρω το φαγητό· Обед на ~ё το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)· 3 τμήμα ιδρύματος· ~ личного состава τμήμα προσωπικού- спра- справочный - γραφείο πληροφοριών. СТОЛ* -а α. θώκος· княжский - πριγκιπικός θώκος. СТОЛб, -а α. στύλος· Телеграфный - τηλε- τηλεγραφικός στύλος, τηλέγραφο ξύλο. II δείκτης, ορόσημο. II στήλη· - ПШШ, дыма στήλη κονι- ορτού, καπνού. СТОЛбенёть р.δ. κοκκαλώνω, μαρμαρώνω, κε- κεραυνοβολούμαι, αποσβολώνομαι, μένω άναυδος. столбец, -бца α. 1 στήλη· газетный лист В шесть -ЦОВ φύλλο εφημερίδας σε έξι στή- στήλες · -бЦЫ подписей στήλες υπογραφών. 2 στοί- στοίχος, σειρά, τάξη. 2 (παλ.) έγγραφο (επιμή- (επιμήκους σχήματος περιτυλισσόμενο). СТОЛбИК, -а α. 1 στύλος μικρός. II στήλη μικρή· - ртути στήλη του υδράργυρου. 2 επίρ. -ком αραδιαστά, αράδα, κορδόνι. 3 (βοτ.) ο στύλος (του ύπερου των ανθέων). СХоЛбИТЬ, -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. столблённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. δ.μ. βάζω στύλους· οροθετώ με στύλους. СТОЛбНЯК, -а α. 1 (ιατρ.) τέτανος. 2 βλ. остолбенение. столбняковый επ. εμβρόντητος, κεραυνοβο- κεραυνοβολημένος, μαρμαρωμένος, απολιθωμένος, ξυλια- ξυλιασμένος, κοκκαλωμένος. # столбнячный επ. τετανικός· -ые явления τα τετανικά συμπτώματα. столбовой1 επ. του στύλου. II εκφρ. -ая до- дорога α) παλ. μεγάλη οδός με στύλους εκατέ- εκατέρωθεν, β) μτφ. κύρια (βασική) κατεύθυνση ή γραμμή. СТОЛбОВОЙ2 επ. 1 (παλ.) κληρονομικός (για εγγενείς). 2 παλαιός, ντόποιος, αυτόχθονας, ιθαγενής, γηγενής. столетие, -Я ουδ. 1 εκατονταετία, αιώνας. 2 εκατονταετηρίδα. столетний, -ЯЯ, -ее επ. 1 εκατονταετής, ε- κατοντάχρονος· ~яя война εκατονταετής πόλε- πόλεμος. 2 (για ηλικία) εκατόχρονος· - старик о εκατόχρονος γέρος· - дуб εκατόχρονη βαλανι- βαλανιδιά. 3 της εκατονταετηρίδας. Столетник, -а α. εκατόχρονος (λαϊκή ονο- ονομασία της αλόης κ. αγάβης). столечко επίρ. τόσα δα, τόσο λιγάκι, ελά- ελάχιστο· Дай мне - δόσε μου ελάχιστο. столешник, -а α. (διαλκ.) τραπεζομάντηλο. столешница, ~Ы θ. κάλυμμα (σανίδα) τραπε- τραπεζιού. СТОЛИК, ~а α. τραπεζάκι. столица, -ы θ. πρωτεύουσα· европейские -ы οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. СТОЛИЧНЫЙ επ. της πρωτεύουσας· πρωτευου- σιάνικος· -ые жители οι πρωτευουσιάνοι·-ые
сто 530 сто газеты εφημερίδες της πρωτεύουσας. II εκφρ. ~ город η πρωτεύουσα. СТОЛКать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СТО- лканный, βρ: -кан, -а, -о (απλ.) σπρώχνω, συνωθώ, συνωστίζω. II μετακινώ, σπρώχνω, ω- ωθώ· - КОГО С места βγάζω κάποιον αποτη θέ- θέση σπρώχνοντας τον. столкновение, -Я ουδ. (κυρλζ. и. μτφ.) σύ- σύγκρουση- - Двух судов σύγκρουση δυό σκαφών военные -Я πολεμικές συγκρούσεις· воору- вооружённые -я ένοπλες συγκρούσεις· - интересов σύγκρουση συμφερόντων· приходить В - έρχο- έρχομαι σε σύγκρουση. СТОЛКНУТЬ, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. столкнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. 1 σπρώχνω, ωθώ· - лодку В воду σπρώχνω τη βάρκα στο νερό· - кого-л. с лестницы σπρώ- σπρώχνω (ρίχνω κάτω) κάποιον απο τη σκάλα. II σπρώχνω ελαφρά, σκουντώ. 2 συγκρούω, χτυπώ· - бильярдные шары χτυπώ τις σφαίρες του μπιλιάρδου. II μτφ. φέρω σε σύγκρουση, σε α- αντίθεση. 3 μτφ. φέρω σε επαφή, γνωρίζω· - С ЖИЗНЬЮ γνωρίζω με τη ζωή· - С ТРУДНОСТЯМИ γνωρίζω με τις δυσκολίες. II -СЯ 1 συγκρούο- συγκρούομαι· ЛЬДИНЫ -ЛИСЬ οι ογκόπαγοι συγκρούστη- συγκρούστηκαν. II μτφ. έρχομαι σε σύγκρουση, σε αντί- αντίθεση. 2 τρακάρω, συναντιέμαι απρόοπτα, πέ- πέφτω επάνω. II, συναντιέμαι, γνωρίζομαι (για πρώτη φορά)· - С трудностями συναντώ για πρώτη φορά δυσκολίες· вражеские военные ко- корабли -ЛИСЬ τα εχθρικά πολεμικά καράβια συ- συγκρούστηκαν. 3 συρρέω, συναθροίζομαι, συ- συγκεντρώνομαι. СТОЛКОВатЬСЯ, -КУЮСЬ, -куешься р.σ. συμ- συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία. столковываться р.δ. βλ. столковаться. СТОЛОВанье, -Я ουδ. 1 διατροφή, διάθρεψη. 2 γλέντι, φαγοπότι· ευωχία. СТОЛОВаТЬСЯ, -луюсь, -луешься р.δ. τρέφο- τρέφομαι, διατρέφομαι, παίρνω τροφή· διαιτώμαι, διαβιώ, ζω. Столовая, -ОЙ θ. εστιατόριο. || τραπεζαρία. СТОЛОВКа, -И θ. (απλ.) τραπεζαρία. СТОЛОВНЫЙ1επ. του τραπεζιού· - ЯЩИК συρ- συρτάρι του τραπεζιού. 2 του φαγητού· ~ая Л0Ж- ка κουτάλι του φαγητού· -ая соль αλάτι μα- μαγειρικό. 3 επίπεδος· -ая вершина επίπεδη κορυφή. II εκφρ. -ое вино γνήσιο κρασί. СТОЛОВЫЙ επ. του εστιατορίου. СТОЛОНачалЬНИК, -а α. (παλ.)· διευθυντής τμήματος ιδρύματος. столочь(ся) р.σ. βλ. истолочь(ся). СТОЛП, ~а α. 1 (παλ.) βλ. столб. 2 (παλ.) πύργος. II κολόνα. 3 μτφ. (παλ.) παράγοντας· στυλοβάτης. СТОЛПИТЬ, ПЛЮ, -ПИШЬ ρ.σ.μ. συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω. II -СЯ συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι. столпотворение, -Я ουδ. σύγχυση, οχλαγω- γία, οχλοβοή, χλαλοή, χάβρα· вавилонское - βαβυλώνια. столь επίρ. τόσο· - важный вопрос τόσο σοβαρό ζήτημα. СТОЛЬКО, γεν. πλθ. СТОЛЬКИХ αντων. τόσος· сколько получил, - и отдал όσα πήρα, τόσα έδοσα· уж ~ раз напоминали ему τόσες φορές πια του υπενθύμησαν среда стольких знако- знакомых ни одного друга ανάμεσα σε τόσους γνω- γνωστούς, δεν έχω ούτε ένα φίλο. II επίρ. ОН не - силен, сколько ловок αυτός δεν είναι τό- τόσο δυνατός, όσο επιδέξιος. СТОЛЬКО-ТО επίρ. τόσο ακριβώς. стольник, -а α.(παλ.) αυλικός, τίτλος κα- κατώτερος του βογιάρου. стольный επ. (παλ.) βλ. столичный. столяр, ~а α. ξυλουργός, μαραγκός. столярить р.δ. (απλ.) βλ. столярничать. СТОЛярка, -И θ. ξυλουργείο, μαραγκούδικο. столярничать р.δ. εργάζομαι μαραγκός, ε- επαγγέλλομαι το μαραγκό. СТОЛЯрничестВО, ~а ουδ. η ξυλουργική, η μαραγκοσύνη. столярный επ. 1 ξυλουργικός, μαραγκίστι- κος· -ое изделие ξυλουργικό έργο (είδος)· -ая мастерская ξυλουργέ ίο? μαραγκούδικο·-ые инструменты εργαλεία ξυλουργού. 2 ουσ. θ. -ая ξυλουργείο, μαραγκούδικο. *СТОМатЙТ, -а α. στοματίτιδα (νόσος). СТОМатОЛОГ, -а α. στοματολόγος (γιατρός). Стоматологический επ. στοματολογικός. * стоматология, -и θ. στοματολογία. Стометровка, -И θ. απόσταση εκατό μέτρων. *СТ0Н, -а α. 1 στόνος, στεναγμός, στέναγμα. II γογγυσμός, γόγγυσμα, βόγγος, βογγητό. 2 μτφ. παράπονο πικρό. II εκφρ. - СТОИТ ή идёт α) γίνεται θρήνος, κλαυθμός. β) γίνεται με- μεγάλος θόρυβος, οχλαβοή, ααματαζ, χάβρα. стонать, стону, стонешь, μτχ. ενεστ. сто- стонущий, επιρ. μτχ. СТОНая р.δ. 1 στενάζω· α- αναστενάζω· γογγϋζω, βογγώ. 2 μτφ. βασανίζο- βασανίζομαι, τυραννιέμαι· греческий народ МНОГО ве- веков -ал под турецким игом о ελληνικός λαός πολλούς αιώνες στέναζε κάτω απο τον τούρκι- τούρκικο ζυγό. стонущий επ. απο μτχ. στενακτικός. *СТОП επιφ. στοπ! СТОПа, -Ы, πλθ. СТОПЫ θ. 1 πέλμα, πατού- πατούνα, -σα. 2 πλθ. -ы (παλ.) τα πόδια. 3 (παλ.) βλ. Поступь. || εκφρ. ПО -ам КОГО ПОЙТИ πη- πηγαίνω στα ίχνη κάποιου (ακολουθώ το παρά- παράδειγμα κάποιου)· направить ή обратить стопы κατευθύνω το βήμα, βαίνω· κατευθύνομαι.
сто 531 сто стопа2, ~ы, πλθ. стопы θ. (φιλγ.) πόδι· ме- метрическая - μετρικό πόδι. СТОПа^ ~ы, πλθ. стопы θ. 1 στοίβα· - ящи- ящиков στοίβα κιβωτίων. 2 (παλ.) μέτρο χαρ- χαρτιού ίσον με 480 φύλλα. стопа"! -ы, πλθ. стопы θ. κύπελλο, τάσι για κρασί- κύαθος. ♦СТОПИН, -а α. φυτίλι, θρυαλλίδα. стопйть( сяI ρ. σ. βλ. истопйть( сяI. стопйть(сяJ р.σ. βλ. истопйть(сяJ. СТОПКа1, -И θ. μικρή στοίβα. стопка2, -И θ. κυπελλάκι, τασάκι κρασιού. СТОПОВОЙ επ. της στοίβας, κατά στοίβες. *СТОПор, -а α. διακόπτης, ασφάλιστρο, φρα- κτήρας, αναστολέας. СТОПОРИТЬ р.δ.μ. σταματώ, ανακόπτω, ανα- αναστέλλω τη λειτουργέ ία μηχανής, μηχανισμού, ανακόπτω την κίνηση. II μτφ. καθυστερώ· - дё- Л0 καθυστερώ την υπόθεση. II -СЯ σταματώ. II μτφ. καθυστερούμαι· Д&ЛО -ИТСЯ η υπόθεση καθυστερείται. стопорный επ. ανασταλτικός, ασφαλιστικός. СТОПОЧНЫЙ επ. βλ. СТОПОВОЙ. стопроцентность, -И θ. ολικός, καθολικός χαρακτήρας, εκατό τα εκατό· ~ ЯВКИ на СО- брание καθολική συμμετοχή στη συνέλευση. Стопроцентный επ. καθολικός, ολοκληρωτι- ολοκληρωτικός, πλήρης, εκατό τα εκατό· -ое выполнение плана η εκατό τα εκατό εκπλήρωση του πλάνου. Стоптанный επ. απο μτχ. (για υποδήματα)· πατημένος, στραβοπατημένος, στραβωμένος. II τσαλαπατημένος, πατημένος· ~ая рожь πατημέ- πατημένη βρίζα. СТОПТать р.σ.μ. 1 (για υποδήματα)· πατώ, στραβοπατώ, στραβώνω. 2 πατώ, τσαλαπατώ· ячмень τσαλαπατώ το κριθάρι. II πιέζω, ζου- πώ, ~ίζω. II -СЯ στραβοπατιέμαι (για υποδή- υποδήματα) . СТ0П7ДОВЫЙ επ. εκατό πουτιών, βλ. пуд. II μτφ. μεγάλος, βαρύς, σημαντικός. *стора, -ы θ. (παλ.) βλ. штора. сторговать р.σ.μ. (απλ.) συμφωνώ στην τι- τιμή μετά απο παζαρεύματα. II αγοράζω 41ε παζα- ρεύματα. II -СЯ συμφωνώ στη τιμή μετά αποπα- ζαρεύματα. II συμφωνώ, διομολογώ, συνομολο- συνομολογώ (για ενέργεια, δράση κ.τ.τ.). сторицею επίρ. (παλ.) εκατό φορές, πολλές φορές παραπάνω. *СТОрН0 ουδ. άκλ. διόρθωση σε λογιστικό βι- βιβλίο. сторновать, -ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сторнованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. κοπανίζω χερόβολα, δεμάτια. II -СЯ κοπανί- ζομαι. Сторновка, -И θ. κοπάνισμα χερόβολων, δε- δεματιών. II δεμάτια για κοπάνισμα. сторож, -а, πλθ. -а, -ей α. φύλακας, φρου- φρουρός · НОЧНОЙ - νυχτοφύλακας· лесной ~ δασο- δασοφύλακας· ТЮрёмНЫЙ - φρουρός φυλακών ПОЛе- ВОЙ - αγροφύλακας. II συσκευή που εμποδίζει να χύνεται το уаХаг όταν βράζει. СТОрожеВЙК, -а α. φύλακας, φρουρός, σκοπός. сторожевой επ. του φύλακα, του φρουρού ή του σκοπού· ~ая вышка παρατηρητήριο σκο- σκοπού· - судно, - катер το περιπολικό· ~ая будка η σκοπιά· - пёс το μαντρόσκυλο. II ως ουσ. βλ. сторожевик. СТОРОЖИТЬ, ~жу, -ЖЙШЬ р.δ. 1 φυλάγω, φρου- φρουρώ. 2 μ. βλ. стеречь. II -ся βλ. стеречься. сторожиха, -И θ. η φύλακας, η φρουρός. II η σύζυγος του φύλακα. Сторожка, -И θ. η σκοπιά· το φυλάκιο· лес- НйЯ - φυλάκιο δασοφύλακα. СТОрОЖКИЙ επ., βρ: -жек, -та, -ЖКО επι- επιφυλακτικός· διστακτικός· προσεκτικός. СТОрОЖКОСТЬ, -И θ. (κυνηγ.) επιφυλακτικό- επιφυλακτικότητα· διστακτικότητα· προσεκτικότητα, сторона, -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ. 1 πλευρό, πλευρά, μέρος· В ~у леса προς το μέρος του δάσους· СО -Ы ПОЛЯ απο το μέρος του χωραφιού· разоЙТЙтесь В разные -Ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφο- διάφορες κατευθύνσεις. II το πλάι· смотреть В ~у κοιτάζω στο πλάι· В -ё στο πλάι, δίπλα. II σημείο, σημάδι- ~Ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα. 2 τόπος, μέρος· τοποθεσία· περι- περιοχή· χώρα· родная Сторона η γενέτειρα· чу- жая - ξένος τόπος, η ζενιτειά, τα ξένα. 3 μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία· держаться В -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω. II μτφ. (με την πρόθεση С ) απο τα έξω· СО -ы ВВД- Н^е, КТО прав απ' έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο· Посмотреть СО -Ы κοιτάζω απ' έζω. 3 επιφάνεια, όψη, πλευρά· лицевая - πρόσοψη, φάτσα· η καλή μεριά, η όρθα. II μτφ. άποψη· художественная ~ спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος· юридиче- ская - дела η νομική πλευρά της υπόθεσης. 4 ομάδα· враждующие -Ы οι εχθρικές πλευ- πλευρές· договаривающие ~ы τα συμβαλλόμενα μέ- μέρη. 5 επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώ- προσπερνώντας· κοντά, έξω απο, εκτός. 6 (μαθ.) πλευ- πλευρά· ~ы треугольника οι πλευρές του τριγώ- τριγώνου. II εκφρ. В ~ё ОТ КОГО ξεχωριστά απο, ι- ιδιαίτερα· В -у κατηγ. α) αποφεύγω, παρακά- παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαι, β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος· на -у σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)· СО -ы απο άποψη, πλευρά· обсудить со всех -он συζητώ (εξετάζω) απ' όλες τις πλευρές- С ва- вашей -ы απο την πλευρά σας· ДЯДЯ СО ~Ы от- отца θείος απο τον πατέρα· С ОДНОЙ ~Ы..., С
сто 532 сто другой ~Ы... село τη μια πλευρά... ι απο την άλλη πλευρά... ή αφ' ενός..., αφ' ετέρου... узнать -ОЙ μαθαίνω εξώδικα.· быть на ~έ εί- είμαι με το'μέρος (κάποιου)· принять (брать, взять) ~у чью παίρνω το μέρος κάποιου· ид- идти (отправляться, убираться) на все четыре стороны πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστά- γουστάρει· смотреть (глядеть) по -ам περιφέρω το βλέμμα μου. сторониться, -ронгось, -ронишься ρ.δ. 1 α- ναμερίζω, παραμερίζω. 2 μτφ. αποφεύγω· ОН стал - друзей αυτός άρχισε ν' αποφεύγει τους φίλους. СТОрОНКа, -И θ. μικρή πλευρά· μικρό μέρος ή τόπος. сторонний επ. (παλ.) βλ. посторонний· ~ие дела ξένες υποθέσεις. сторонник, -а α., -ца, -ы θ. οπαδός· θια- σιώτης* -абсолютизма οπαδός του απολυταρχι- απολυταρχισμού· движение -ов мира το κίνημα των οπα- οπαδών της ειρήνης. СТОрубЛбвка, -И θ. νόμισμα εκατό ρουβλιών. сторублёвый επ. εκατό ρουβλιών· -ое посо- пособие βοήθημα εκατό ρουβλιών. сторцевать р.σ. βλ. торцевать. СТОСИЛЬНЫЙ επ. ισχύος εκατό ίππων. СТОСКОВаТЬСЯ р.σ. θλίβομαι, μελαγχολώ. СТОТЫСЯЧНЫЙ επ. εκατό χιλιάδων· ~ая армия στρατός εκατό χιλιάδων. СТОУСТЫЙ επ. (γραπ. λόγος) απο εκατό στό- στόματα (διαδιδόμενος), απο πολύν κόσμο. СТОЧИТЬ р.σ.μ. τροχίζω, ακονίζω. II φθεί- φθείρω, λεπτύνω. II -СЯ τροχίζομαι. СТОЧКа, -И θ. τρόχισμα. СТОЧНЫЙ επ. της ροής, του τρεξίματος. || που έχει εκροή· -ое Озеро λίμνη με εκροή νε- νερού. II εχφρ. -ые ВОДЫ τα νερά υπονόμων, αυ- αυλακιών. СТОШНИТЬ, -НЙТ απρόσ. ρ.σ.μ. έχω τάση για εμετό. СТОЯК, -а α. ορθοστάτης· στύλος. СТОЯЛЫЙ επ. άζευκτος για πολύ καιρό (για άλογα). стояние, -Я ουδ. 1 στάσιμο, όρθια στάση· στήριξη. 2 στάθμευση,κατάλυση, στρατοπέδευση. 3 υπεράσπιση* άμυνα. 4 στάσιμο, ακινησία, σταμάτημα. 5 ύπαρξη, υπόσταση. СТОЯНКа, -И θ. 1 σταμάτημα· στάση, στάθ- στάθμευση· σταθμός· - фяота ναύσταθμος. 2 στά- στάση (μέρος στάθμευσης). СТОЯНОЧНЫЙ επ. της στάσης, της στάθμευσης, του σταθμού. СТОЯТЬ, стою, стоишь, προστκ. стой, επιρ. μτχ. СТОЯ р.6. 1 στέκομαι ορθός· - У окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο· - перед зер- зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη. II στηρίζομαι· ~ на ногах στέκομαι στα πόδια· - на коленях στέκομαι στα γόνατα· - на ЦЫПО- ЧКах στέκομαι στα δάχτυλα· - на ГОЛОвё στέ- στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)· ~ На на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέρια (με τα πόδια άνω)· волосы -ЯТ дыбом τα μαλ- μαλλιά στέκονται ορθωμένα. 2 εκτελώ κάτι όρ- όρθιος· - у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα- τομηχανή· - на посту στέκομαι στο πόστο· - В карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, πα- παρατηρητήριο)· - на молитве προσεύχομαι όρ- όρθιος. 3 καταλύω, σταθμεύω· - лагерем στρα- στρατοπεδεύω· κατασκηνώνω; 4 (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω· ~ на обороне παίρνω μέ- μέρος στην άμυνα. II αμύνομαι, κρατώ γερά· насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων. II μτφ, εί- είμαι υπέρ· με το μέρος· υπερασπίζω· - за мир υπερασπίζω την ειρήνη· - за Народ υπερασπί- υπερασπίζω το λαό. II μτφ. είμαι της γνώμης, επιμέ- επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου. 5 (με το αρνητικό μό- μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι. 6 στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι· лёстица -ЙТ у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο· печка ~ЙТ В углу η θερμάστρα είναι στη γωνία. 7 ορθώνομαι εγείρομαι· перед нами -ЯТ бОЛЬ- ШЙе идеалы μπροστά μας στέκονται (ορ- (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη). 8 μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρΊσκο"μαι· у честного человека труд -йт на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. II κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι· дом ~йт на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια· государ- государство ~ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη. II υπάρχω, είμαι· на бумаге -ЙТ печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγί- σφραγίδα. 10 κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ· вода В Пру- Пруду всегда ~ЙТ το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)· время не -ЙТ о χρόνος κυλάει· работа -ЙТ η δουλειά σταμα- σταματά. 11 είμαι (για κατάσταση)· ~ЙТ Жара εί- είναι ζέστη· комнаты -ЯТ пустыми τα δωμάτια είναι άδεια· -ЙТ ТИШИНа είναι ησυχία· ΠΟΓΟ- да -йт холодная о καιρός είναι ψυχρός· -ял полдень ήταν μεσημέρι* -ЛО лето ήταν καλο- καλοκαίρι· -Ла НОЧЬ ήταν νύχτα. || δείχνω· ба- барометр -ЙТ на ПЯСНО" το βαρόμετρο δείχνει ^αίθριος". 12 διατηρούμαι, κρατώ· варенье может - ДОЛГО το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό. 13 δε λειτουργώ· часы СТОЯТЬ το ρολόι δε δουλεύει (είναι στα- σταματημένο) . II μτφ. δεν προχωρώ· δεν προο- προοδεύω, δεν πάω μπροστά· работа -ЙТ η δουλειά δεν προχωρεί. 14 προστκ. СТОй(те) σταμά- σταμάτα, -τάτε. II εκφρ. - ВО главе α) είμαι ε-
ото 533 отр πικεφαλής. β) αρχηγεΰω, είμαι αρχηγός· - за СПИНОЙ; - за кем α) έχω στην καμπούρα μου· за моей спиной ~ят шестьдесят лет στην κα- καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια, β) κρύβομαι πίσω απο κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυ- κρυφά)· - На карте ή На КОНУ επαφίεμαι στην τύχη· - на реальной ή твёрдой почве πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά· - над чьей душой; - Над кем στέκομαι πάνω απο το κεφάλι κά- κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον- - у власти ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυ- εξουσιάζω(κυβερνώ) · - у ворот ή у порога πλησιάζω πολύ, „επί θύραις". - близко к кому и - близко, ОКОЛО КОГО α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στε- στενά, β) πρόσκειμαι· - выше КОГО στέκομαι πά- πάνω απο κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)· выше чего στέκομαι πάνω απο κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). СТОЯТЬСЯ, стойтся р.δ. απρόσ. θέλω να στέκομαι, να μη μετακινούμαι. стоячий,-ая, -ее επ. 1 ορθός, όρθιος, ορ- ορθωμένος· - воротник ορθός γιακάς· в -ем по- положении σε όρθια στάση. 2 στάσιμος, στε- στεκούμενος, λιμνάζων. II ακίνητος· - воздух α- ακίνητος αέρας, άπνοια. СТОЯЩИЙ επ.-απο μτχ. που έχει αξία· -ЭЯ работа δουλειά που αξίζει. стравить, стравлю, стравишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стравленный, βρ: -лен, -а, -о р. σ.μ. 1 παρακινώ τόν έναν κατά του άλλου· βά- βάζω να μαλώσουν, να τσακωθούν. 2 πατώ, ποδο- ποδοπατώ, τσαλαπατώ. 3 ξοδεύω για τροφή ζώων. 4 (απλ.) σπαταλώ. 5 βλ. извести B σημ.). 6 εξαλείφω, εξαφανίζω, καταστρέφω με δηλητή- δηλητήριο. стравить2 ρ.σ.μ. βλ. травить2 (ч, г σημ.)..II -СЯ 1 χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. 2 (για αέ- αέρα ή πεπιεσμένο ατμό) βγαίνω, εξέρχομαι. стравливание, -Я ουδ. 1 παρακίνηση, παρό- παρότρυνση, προτροπή. 2 ποδοπάτημα, τσαλαπάτη- μα. 3 σπατάλη. 4 εξόντωση, καταστροφή με δη- λητηριασμό. II εξάλειψη· σβήσιμο. 5 θρέψι- μο ζώων ζωοτροφή. стравливать1 ρ. δ. βλ. стравить1. II -СЯ πα- παρακινούμαι, παροτρύνομαι, προτρέπομαι. стравливать2 ρ. δ. стравйть( сяJ. стравлять ρ.δ. βλ. стравить1. II -ся βλ. стравиться1 стрявлять2 р.δ. βλ. стравить2. II -ся стра- стравиться* страгивать(ся) р.δ. βλ. стронуть(ся). страда, ~Ы, πλθ. страды θ. εντατική θε- θερινή εργασία, θέρος-τρύγος-πόλεμος, η φού- φούρια της καλοκαιρινής δουλειάς. II μτφ. φού- φούρια δουλειάς, σκοτωμός, πελεκημός. СТрадалвЦ, -ЛЬЦа α., -лица, -Ы θ. ταλαί- ταλαίπωρος, -η, δύστυχος, -η. Страдальческий επ. ταλαίπωρος, -ρημένος, βασανισμένος, -η, πολύπαθος, -η. страдание, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) βάσα-' νο, δοκιμασία, δεινοπάθεια, κακουχία, τα- ταλαιπωρία, δεινό. II τετράστιχο ερωτικό. СТрадаГельность, -И θ. (γραμμ.) η παθητι- παθητική διάθεση του ρήματος. Страдательный επ. 1 (παλ.) δεινοπαθημένος, ταλαίπωρος, -ρημένος. 2 (γραπ. λόγος) παθη- παθητικός, απαθής, αδιάφορος. 3 (γρ«μμ.) παθη- παθητικός· - залог παθητική διάθεση των ρημά- ρημάτων. страдать, -аго, -аешь κ. (παλ.) стражду, страждешь, μτχ. ενστ. страдающий κ. (παλ.) страждущий р.δ. 1 υποφέρω, πάσχω· - болью υποφέρω απο πόνο, πονώ-он ~ет болезнью сёр- ДЦа αυτός πάσχει απο την καρδιά ή είναικορ- διοπαθής. II μτφ. έχω μειονέκτημα, ελάττωμα, ψεγάδι. 2 (κυρλξ. κ. μτφ.) βασανίζομαι, τυ- τυραννιέμαι, ταλαιπωρούμαι, παιδεύομαι, δει- δεινοπαθώ. 3 βλάπτομαι, παθαίνω. Η λείπω, υ- υπάρχει έλλειψη· в классе -ает дисциплина η τάξη δεν έχει την απαιτούμενη πειθαρχία. страдающий επ. απο μτχ. ταλαίπωρος, πολύ- πολύπαθης, πολύπαθος· που υποφέρει, πάσχει. страдивариус, -а к. страдиварий, -я α. το στραντιβάριο βιολί. СТраДНЫЙ к. Страдной» επ. 1 της εντατι- εντατικής δουλειάς, της φούριας· -ое время καιρός εντατικής δουλειάς, φούριας. 2 (παλ.)· βλ. страдающий κ. страдательский. страх, -а α. (παλ.). 1 φρουρός, φύλακας, σκοπός. 2 υπερασπιστής, υπέρμαχος, πρόμαχος. Стража, -И θ. (παλ.) η φρουρά (φρουροί)· пограничная - φρουρά των συνόρων конвойная ■* φρουρά συνοδείας. 2 η φρούρηση. II εκφρ. быть (находиться) В -е είμαι φρουρά (φρουρώ)· быть (находиться, содержаться) под -ей εί- είμαι, βρίσκομαι, κρατούμαι υπο φρούρηση· за- КЛЮЧЙТЬ, ВЗЯТЬ ПОД -у βάζω (θέτω)υπο φρού- φρούρηση . СТраЖНИК, -а α. 1 (παλ.) χωροφύλακας. 2 (παλ.) φρουρός, φύλακας. Страз, -а α. το στρας (τεχνητό πετράδι). Стразовый επ. του στρας· απο στρας. страивать р.δ. βλ. строить. страна, -ы, πλθ. страны θ. η χώρα· горная - ορεινή χώρα· жаркие -Ы οι θερμές χώρες·- советов η χώρα των σοβιέτ· -ы Ближнего Во- Востока οι χώρες της Εγγύς Ανατολής· северные -Ы οι βόρειες χώρες. II εκφρ. - света τό έ- ένα απο τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. страница, ~ы θ. 1 σελίδα. II φύλλο· вы- вырвать -у из тетради σχίζω ένα φύλλο απο το τετράδιο. II μτφ. περίοδος· новая - моей ЖИ-
стр 534 стр ЗНИ καινούρια περίοδος της ζωής μου. || εκφρ. вписать новую ~у γράφω καινούρια σελίδα (εκτελώ κάτι σημαντικό, συνεισφέρω πολύ)· открыть новую ~у ανοίγω καινούρια σελίδα (περίοδο) . страничка, -и θ. σελιδίτσα. страничный επ. της σελίδας. странный επ. βλ. странный. странник, ~а α., ~ца, ~ы θ. οδοιπόρος, πεζοπόρος, στρατοκόπος. II (παλ.) προσκυνητής, -τρία, πελεγρίνος, χατζής. странничать ρ.δ. βλ. странствовать. страннический επ. οδοιπορικός, του οδοιπόρου· ~ ПОСОХ το ραβδί του οδοιπόρου. странничество, -а ουδ. (παλ.) οδοιπορία; μετάβαση στους Αγιους Τόπους. странно επίρ. παράξενα, αλλόκοτα, περίεργα. II ως κατηγ. είναι παράξενο, περίεργο· как ~! τι περίεργο! как не ~ όσο κι αν είναι παράξενο. странноприимный επ. (παλ.) φιλόξενος· ~ая госпожа φιλόξενη κυρία. II εκφρ. ~ ДОМ γηροκομείο, πτωχοκομείο. странность, ~и о. παραξενιά, αλλοκοτιά, το παράξενο, παραδοξότητα. странный''επ., βρ: странен, странна, ~нно παράδοξος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, εξωτικός. II εκφρ. ~ое Дело περίεργο πράγμα. странный^ κ. странний επ. (παλ.) οδοιπόρος· ~ человек ο οδοιπόρος· ~ие люди οι οδό ιπόρο ι. страноведение, ~Я ουδ. γεωγραφία μιας χώρας ή περιοχής. страноведческий επ. γεωγραφικός. странствие, ~Я ουδ. οδοιπορία, ταξίδι. II περιπλάνηση· ~я Одиссея οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα. странствование, ~я ουδ. βλ. странствие. странствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. 1 ταξιδεύω· ~ ПО Европе ταξιδεύω στην Ευρώπη. II περιπλανιέμαι. 2 (παλ.) πηγαίνω (μεταβαίνω στους Αγιους τόπους). страстишка,~И θ. πάθος (με κακή σημασία). страстно επίρ, με πάθος, παράφορα, εμμα- νώς κλπ. επ. страстной επ. των παθών -ая недёля εβδομάδα των ΙΙαθών. страстность, ~И о. το πάθος· μανία· παράφορα· περιπάθεια. страстный επ., βρ: ~тен, ~тна, ~ТНО. 1 με πάθος, παθητικός, εμπαθής. II ένθερμος, φλογερός. II μανιώδης· ~ ИГрОК μανιώδης παίκτης· ~ ОХОТНИК μανιώδης κυνηγός. II περιπαθής, εμμανής· ~ ЛЮбОВНИК ερωτομανής. страсторёрпец, ~пца α. (παλ.) δεινοπαθής. страсть'', ~и θ. το πάθος· обуздать -κ συγκρατώ τα πάθη· разжигать ~И ανάβω, υποδαυλίζω τα πάθη· ~ кипит βράζει το πάθος. || μανία, μεράκι. II πάθος ερωτικό. страсть^, ~И 0. (απλ.) ι φρίκη, φόβος μεγάλος, δέος. 2 πλήθος μεγάλο, πληθώρα· народу на базаре - ~ πολύς κόσμος στη λα'ίκή αγορά, II (για κάτι ισχυρό)· φρίκη· нелудок так ломит другой раз - ~ το στομάχι κάποτε τόσο πονά - φρίκη. 3 επίρ. σφόδρα, φοβερά. *СТратагёма, ~Ы о. (παλ.) στρατήγημα. ''стратег, ~а α, στρατηγός, κάτοχος της στρα- τηγ ικής. стратегический επ. στρατηγικός· ~ пункт στρατηγικό σημείο· - принцип στρατη^Ίκή αρχή. *стратегия, ~И θ. η στρατηγική· ~ МОХНенО- СН0Г0 удара στρατηγική του κεραυνοβόλου χτυπήματος. *стратиграфия, ~И θ, (γεωλ.) στρωματογραφία. *СТраТИСфёра, ~Ы θ. το ανώτερο στρώμα του φλοιού της γης. * С гратификация, ~ε с. στοίβαξη στρώματα сь ρυκτών. II ύγρο:νστ\ και, άπλω'μα των σπόρων πριν τη σπορά. *СТраТОСфёра, ~Ы θ. στρατόσφαιρα. стратосферный επ, της στρατόσφαιρας· ~ые слой στρώματα της στρατόσφαιρας. *С5рау"С, ~а α. η στρουθοκάμηλος, страусовый επ. της στρουθοκαμήλου· ~0е ЯЙЦО αυγό στρουθοκαμήλου. страх, ~а (~У) α. 1 ο φόβος, το δέος· наказания ο φόβος της τιμωρίας· ~ СДСерТЕ ο φόβος του θανάτου· дрожить ОТ ~а τρέμω απο φόβο· наводить - εμβάλλω φόβο, εμφοβώ· ВНе- запный ~ ξαφνικός φόβος. II ως κατηγ. είναι φοβερό. II ως επίρ. σφόδρα, πάρα πολύ* δυνατά. II εκφρ. Β ~θ Дернать κρατώ με το φόβο· Β ~е воспитать διαπαιδαγωγώ με το φόβο· на свой страх (и риск); за свой страх (и риск) υπ' ευθύνη μου* ПОД ~0М κάτω απο το φόβο, страхкасса, -а θ. ασφαλιστικό ταμείο. Страхкассовый επ. του ασφαλιστικού ταμείου· ~ служащий υπάλληλος ασφαλιστικού τα- με ίου. страхование, ~Я ουδ. ασφάλιση, ~λεια· имуцества от огня ασφάλεια της περιουσίας απο πυρκαγιά (πυρασφάλεια)· ~ ЖИЗНИ ασφάλεια ζωής· взаимное ~ αλληλασφάλεια· государственное ~ κρατική ασφάλεια· социальное ~ κοιν ων ική ασφάλιση, страхователь, ~Я α, ο ασφαλιζόμενος. страховать, ~хуго, ~хуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. страхованный, βρ: ~ван, ~а, ~ο ρ,δ.μ. 1 ασφαλίζω* ~ имущество ОТ пожара ασφαλίζω την περιουσία απο την πυρκαγιά (πυρασφαλί- ζω· ~ жизнь ασφαλίζω τη ζωή. 2 μτφ, προφυ-
стр λάσσω. II -ся 1 ασφαλίζομαι· - от пожара α- ασφαλίζομαι απο την πυρκαγιά, πυρασφαλιζομαι. 2 μτφ. προφυλάσσομαι. страховидный επ., βρ: -ден, -дна, -о δύ- δύσε ιδής, ειδεχτής, απαίσιος την όψη. страховитый επ. βρ: -вит, -а, -о (παλ.)· φοβερός, που εμπνέει φόβο страховка, -и θ. 1 βλ. страхование. 2 τα ασφαλιστικά χρήματα· τα ασφάλιστρα. страховой επ. 1 ασφαλιστικός· ~τήριος·~οε учревдёние ασφαλιστικό ίδρυμα· -ое общество ασφαλιστική εταιρία· - агент βλ»страховщик. - врач γιατρός ασφαλιστικής εταιρίας· ПОЛИС ασφαλιστήριο συμβόλαιο (η πόλιτσα)· -ая квитанция απόδειξη ασφάλειας· - ВЗНОС τα ασφάλιστρα· το πριμ, πρέμιο. 2 για ώρα ανάγκης, εφεδρικός, για κάθε ενδεχόμενο. страховщик, -а α. ο ασφαλιστής, πράκτορας ασφαλιστικής εταιρίας. страшённый επ. (απλ.) βλ. страшный. страшила βλ. страшило. СТрашЙЛИЩе, -а ουδ. φόβητρο, σκιάχτρο· μπαμπούλας. || τέρας, τερατώδες ον, στοιχειό. страшило, ~а α. κ. ουδ. κ. страшила, ~ы α. κ. θ. (απλ.) βλ. страшилище. СТрашЙТЬ, ~шу, -ШЙШЬ р.δ.μ. φοβίζω,εμπνέω φόβο, πτοώ, σκιάζω. II -СЯ φοβούμαι, πτοού- πτοούμαι, σκιάζομαι. страшлйвый επ., βρ: -лив, -а, -Ο (διαλκ.) φοβιτσάρης, -ρικος. страшно 1 επίρ. φοβερά, τρομερά, υπερβο- υπερβολικά· δεινώς· ОН - глуп αυτός είναι υπερ- υπερβολικά κουτός. 2 ως κατηγ. είναι φοβερό·ΜΗθ φοβούμαι. страшный επ., βρ: -шен, -шна, -шно. 1 φο- φοβερός, τρομερός· τρομακτικός· - СОН τρομα- τρομακτικό όνειρο· - ВЗГЛЯД φοβερή ματιά. II ε- επικίνδυνος· - путь φοβερός δρόμος· - час φο- φοβερή ώρα (στιγμή). 2 δυνατός, ισχυρός· -ая боль φοβερός πόνος· - ХОЛОД φοβερό κρύο· -ая. скука, φοβερή πήξη. II εκφρ. - суд. δευ- δευτέρα παρουσία. стращать р.δ.μ. (παλ.) βλ. страшить. стребовать р.σ.μ. (απλ.) ζητώ ν« πάρω. стрежень, -жня α. λάκκος στον πυθμένα του ποταμού. стрекануть р. σ. (απλ.) βλ. стрекнуть. стрекач, -а α: дать (задать) ~а (απλ.) ε- επίμονα προσπαθώ να πείσω. стрекнуть р.σ. (απλ.) φεύγω γρήγορα, το σκάζω, το στρίβω, σκαπουλάρω. стрекоза, -Ы, πλθ. -козы θ. 1 γρύλλος του σπιτιού, τριζόνι. 2 (για κορίτσι) κατσίκα · σουσουράδα, κωλοσούσα. стрекозий, -ья, -ье επ. του γρύλου, του τριζονιού· -ЬИ крылья φτερά του τριζονιού. 535 стр μτφ. стрекозиный επ. βλ. стрекозий. Стрекот, -а α. τρίξιμο, τριγμός. φλυαρία, λογοδιάρροια, λίμα. Стрекотание, -Я ουδ. τρίξιμο, τριγμός. СТреКОТаТЬ, -КОЧУ, -КОчешЪ р.δ. γρυλλίζω σαν το τριζόνι· τρίζω τον ήχο. II μτφ. φλυ- φλυαρώ, γλωσσοκοπανώ. стрекотни, -и θ. βλ. стрекот. стрекотун, -а α., -нья, -и θ. (απλ.)· γλωσ- γλωσσάς, -ού, λιμαδόρος, -α, λογάς, -ού. стрекотуха, -и θ. (απλ.) βλ. стрекотунья. стрекулист, -а α. (παλ.) μικροϋπάλληλος. ΙΙγραφιάς, καλαμαράς. II μτφ. (απλ.) καταφερ- καταφερτζής, καπάτσος. стрела, ~ы, πλθ.стрелы θ. 1 βέλος· колчак С стрелами φέρετρα με βέλη. II μτφ. δηκτι- δηκτικός λόγος. 2 (τεχ.) βέλος· δείχτης. 3 επίρ. -Ой α) σαν βέλος (ταχύτατα), β) κατ1ευθεία. СТрелеЦ, -ЛЬЦа α. (παλ.) μόνιμος ειδικευ- ειδικευμένος στρατιωτικός. II Τοξότης (αστερισμός). стрелецкий επ. (παλ.) του στρατιωτικού. Стрелка, -И θ. 1 μικρό βέλος. 2 δείκτης μικρός· - компаса о δείκτης της πυξίδας. II δείκτης οδικός. 3 δείκτης κατεύθυνσης (στο χάρτη κ.τ.τ.). 4 στέλεχος λουλουδιού. II φύλλο φυτού ξιφοειδές. II φυντανάκι. II στενή λωρίδα γης (σχηματιζόμενη στη συμβολή δυο ποταμών), γλώσσα. Стрелкование, -Я ουδ. το φυντάνιασμα. стрелковый επ. του πεζικού· -ая рота λό- λόχος πεζικού. II σκοπευτικός· -ая подготовка προετοιμασία σκόπευσης· -ые соревнования οι σκοπευτικοί αγώνες. стреловидный επ., βρ: -ден, -дна, -ΛΗΟβε- λονοε,ιδής. стрелок, -лка α. 1 σκοπευτής. 2 τουφεκιο- ψοζ, ακροβολιστής. II πολυβολητής αεροπλάνου ή άρματος μάχης. стрелочник, -а α., -ца, -ы θ. (σιδηροδρ.)· βέλο φύλακας, κλειδούχος. II εκφρ. всегда ви- виноват - και τα βαριά και ελαφριά τα φορτώ- φορτώνουν στο γάιδαρο. Стрелочный επ. 1 βελονοειδής. 2 που έχει δείχτη· - прибор συσκευή με δείχτη. 3 της σιδηροδρομικής βελόνης. II της σκοποβολής. стрельба, -ы, πλθ. стрельбы θ. 1 βολή·πυ- βολή·πυροβολισμός· прицельная - βολή επί σκοπού, σκοποβολή. II πλθ. -ы εκπαιδευτική βολή, α- ασκήσεις σκοποβολής. стрельбище, ~а ουδ. πεδίο βολής. стрельбищный επ. της βολής· ~ое поле πε- πεδίο βολής. стрельнуть ρ. σ. 1 βλ. стрелять. 2 φεύγω (τρέχω)με αστραπιαία ταχύτητα, σαν σφαίρα. Стрельчатый επ. 1 γωνιοκόρυφος· - СВОД о γωνιοκόρυφος θόλος· -ые окна γωνιοκόρυφα
536 стр παράθυρα. II φυτρωμένος, που έβγαλε φυντάνια. ОГрвЛЯНИе, ~Я ουδ. πυροβόληση) τουφέκισμα. стреляный επ. 1 σκοτωμένος με πυροβολισμό. 2 πυροβολισμένος, τουφεκισμένος· ~ая ПТИЦа τουφεκισμένο πουλί (πολύ φοβισμένο). II μπα- ρουτοκαπνισμένος· - боец μπαρουτοκαπυισμέ- νος μαχητής. II πεπειραμένος, ψημένος.3 με- μεταχειρισμένος* - пистоле! μεταχειρισμένο πιστόλι (όχι καινούριο). II εκφρ. ~ воробей ή зверь πολύπειρος (σαν το πουλί ή το θηρίο, που πολλές φορές πυροβολήθηκε). СТреЛЯТЬ ρ.δ. 1 πυροβολώ, τουφεκίζω, ρί- ρίχνω, βάλλω· - ИЗ ВИНТОВКИ πυροβολώ με το τουφέκι, τουφεκίζω· ~ ИЗ пушек κανονιοβολώ· ОН хорошо -ет αυτός ρίχνει καλά. 2 μ. σκο- σκοτώνω, φονεύω (με πυροβόλο όπλο). 3 μτφ. σκά- σκάζω, κροτώ, χτυπώ· В Печке -ЮТ дрова στη θερμάστρα σκάζουν τα ξύλα· мотор -ет το μο- μοτέρ κρότεί (χτυπά). 4 (απρόσ.) μου περνά ο- οξύς (σουβλερός) πόνος. 5 (απλ.) προσλιπα- ρώ· - деньги προσλιπαρώ χρήματα. II εκφρ. - глазами ρίχνω γρήγορες ματιές, κοιτάζω στα πεταχτά. II -СЯ 1 αυτοκτονώ ·με πυροβόλο όπλο. 2 (παλ.) μονομαχώ με πιστόλι. 3 πυ- πυροβολούμαι, τουφεκίζομαι. 4 φονεύομαι, σκο- σκοτώνομαι, стремглав επί ρ. ολοταχώς, αστραπιαία. стременной βλ. стремянный. стремечко, -а ουδ. 1 μικρός αναβολέας. 2 αναβολέας (μικρό οστό του μεσαίου αυτιού). стремительно επίρ. ορμητικά, ραγδαία. Стремительность, -И θ. ορμητικότητα, ραγ- δαιότητα, φούρια. стремительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ορμητικός, ραγδαίος, λάβρος, φουριόζικος· θυελλώδης, ακάθεκτος. стремить, МЛЮ, -МИШЬ р.δ.μ. (γραπ. λόγος) κατευθύνω (κίνηση, δράση). II -СЯ 1 κατευ- κατευθύνομαι ταχέως, ορμητικά. II μτφ. τείνω προς κάτι. 2 επιδιώκω, επιζητώ. стремление, -Я ουδ. 1 (γραπ. λόγος) τα- ταχεία κατεύθυνση. 2 επιδίωξη, επιζήτηση. 2 πρόθεση, επιθυμία, σκοπός. СтреМНИНа, ~Κ θ. 1 ορμητικό μέρος ποταμού. 2 γκρεμός, βάραθρο· άβυσσος. стремя! -мени, πλθ. стремена , -мян,-менам ουδ. αναβολέας, σκάλα (σέλας). СТреМЯ? -мени ουδ. (παλ. κ. διαλκ.)· βλ. стремнина. Стремянка, -И θ. σκάλα μετακινητή, ανεμό- σκαλα (κυρίως διπλή). СТремяННЫЙ κ. СТремеННОЙ επ. του αναβολέα (της σέλας). II (παλ.) ουσ. ιπποκόμος. стреноживать р.δ. βλ. стреножить. И -ся πεδικλώνομαι. стреножить ρ.σ,μ. πεδικλωνω. стрепет, -а α. είδος ωτίδας (αγριόγαλου). ♦стрептококк, ~а α. στρεπτόκοκκος. стрептококковский επ. στρεπτοκοκκικός· -ая ангина στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα. *СТреПТОМИЦШ, -а α. στρεπτομυκίνη. Стрескать р.σ.μ. (απλ.) μασώ, τρώγω. СТреха, -И θ. γείσο, γείσωμα στέγης, α- στρέχα, || στέγη χωριατόσπιτου. стречок, -чка α: дать (задать) -чка το βάζω στα πόδια, το σκάζω γρήγορα, το κόβω λάσπη. стригальный επ. κουρευτικός· -ая машина κουρευτ ική μηχανή. СТригаЛЫЦИК, -а α., -ца, -Ы θ. κουρευτής, -εύτρια· - овец προβατοκουρευτής. СТршун, -а α. πουλάρι με κουρεμένη χαίτη. стригунок, -нка α. βλ. стригун. стригущий επ. απο μτχ. κουρευτικός· ψαλι- δοειδής· -ее движение ψαλιδοειδής κίνηση.II εκφρ. - лишай τριχόφυτη λειχήνα· τριχομυ- κητωσία, τριχομύκωση. стриж, ~а α. το πετροχελιδόνι. стриженый επ. κουρεμένος· -ая голова κου- κουρεμένο κεφάλι. II κομμένος, θερισμένος. стрижка, -И θ. κούρεμα· κόψιμο· - ВОЛОС κόψιμο των μαλλιών МОДНаЯ - μοντέρνο κού- κούρεμα (κόμωση). ♦стрихинин, -а α. η στρυχνίνη. стричь, стригу, стрижёшь, стригут, παρλθ. χρ. стриг, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. стригущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стриженный, βρ: -жен,, -а, -Ο επιρ. μτχ. δεν έχει· ρ.δ.μ. 1 κου- κουρεύω· - ВОЛСЫ κουρεύω τα μαλλιά· - ОВЩ κουρεύω τα πρόβατα. 2 κόβω· κλαδεύω· κοσίζω· - НОКТИ κόβω τα νύχια· - картон κόβω μικρά τεμάχια το χαρτόνι· - кусты κλαδεύω τους θάμνους· - траву κόβω (κοσ'ιζω) το χόρτο. II εκφρ. - купоны ζω απο τα ενοίκια περιουσί- περιουσίας, γης* - ушами κουνώ μπρος-πίσω τα αυ- αυτιά (για άλογο). II -СЯ 1 κουρεύομαι. 2 κό- κόβομαι· κλαδεύομαι. строгаль, -я α. βλ. строгальщик. Строгальный επ. του πλανίσματος· - станок μηχανή πλανίσματος. СТрогаЛЫЦИК, ~а α. πλανιστής. строгание, -Я ουδ. πλάνισμα. строганый к. струганый επ. πλανισμένος· ~ые доски πλανισμένα σανίδια. Строгать к. СТругаТЬ р.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. строганный κ. струганный, βρ: -ган, -а, -о πλανίζω· - доски πλανίζω σα- σανίδια. II -СЯ πλανίζομαι, строгий επ., βρ: строг, строга, строго, строже, строжайший. 1 αυστηρός· - учитель αυστηρός δάσκαλος· - критик αυστηρός κρ ιτ ι- κός· - ВИД αυστηρή μορφή (όψη)· ~ ТОН αυ-
стр 537 стр στηρός τόνος· ~ая диэта αυστηρή δίαιτα· ВИД αυστηρή όψη. 2 πιστός* ~ привержё- нец классицизма θιασιώτης του κλασικισμού. 3 (κυνηγ.) πολύ επιφυλακτικός, προφυλακτι- προφυλακτικός· ~ая ДИЧЬ προφυλακτικό θήραμα. строго επίρ. αυστηρά· его ~ наказали τον τιμώρησαν αυστηρά· ~ воспитать διαπαιδαγωγώ αυστηρά. II εκφρ. ~ настрого αυστηρότατα· ~ ГОВОРЯ (παρνθ. λ.) για να είμαι ακριβής, για την ακρίβεια. строгость, -И θ. αυστηρότητα· - учителя η αυστηρότητα του δάσκαλρυ· - нравов αυστηρό- αυστηρότητα ηθών. II πλθ. -И αυστηρά μέτρα· цен- цензурные -и αυστηρά μέτρα λογοκρισίας. строевик, -а α. 1 στρατιωτικός μάχιμου τμήματος. 2 μάχιμος. строевой1επ. μάχιμος· -ые части μάχιμα τμήματα. II εκφρ. - шаг (στρατ.) γερμανι- γερμανικός βηματισμός. ΟΤροβΒοΒ'επ. οικοδομικός· για οικοδόμηση· - материал οικοδομικό υλικό. строение, -Я ουδ. 1 οικοδόμηση· χτίσιμο· οι- οικοδομή. 2 μτφ. δημιουργία· φτιάξιμο. 3 κτί- κτίριο οικοδόμημα. 4 σύσταση, συγκρότηση· δο- δομή, υφή· διάρθρωση· κατασκευή. строжайший υπέρ θ. β. του επ. строгий. строже συγκρ. β. του επ. строгий к. του επιρ. строго. строжка, -и θ. βλ. строгание. строитель, -Я α. 1 οικοδόμος, χτίστης· творца οι οικοδόμοι του μεγάρου. 2 μτφ. δη- δημιουργός. строительный επ. οικοδομικός· -ые работы οικοδομικές εργασίες· -ые рабочие οι οικο- οικοδόμοι.· -Ые материалы οικοδομικά υλικά. строительский επ. του οικοδόμου· -ие ка- кадры τα στελέχη της οικοδόμησης.. Строительство, -а ουδ. 1 οικοδόμηση, χτί- χτίσιμο· οικοδομή· - ЖИЛЫХ ДОМОВ χτίσιμο σπι- σπιτιών. 2 μτφ. δημιουργία· φτιάξιμο· - СОЦИ- алйзма η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. 2 οι- οικοδομική επιχείρηση. II εκφρ. зеленное - η κατασκευή πάρκων, δεντροφυτευμένων πλατει- πλατειών , κήπων. строить, строю, строишь ρ.δ. 1 οικοδομώ, χτίζω· φτιάχνω· - ДОМ χτίζω σπίτι· ~ МОСТ φτιάχνω γεφύρι. II κατασκευάζω· - паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική. II ράβω (ένδυμα). 2 μτφ. δημιουργώ· - социализм οι- οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό. 3 σχεδιάζω·- ромб σχεδιάζω ρόμβο. 4 συντάσσω· συνθέτω· φτιάχνω, κάνω· - фразу συντάσσω φράση- репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο· - планы κάνω σχέδια. II οργανώνω· ОН хорошо -ИТ СВОЮ работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του. 5 βασίζω, στηρίζω· - опыты на точных вычи- вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς. 6 κάνω· - гримасы μορφάζω · - шутки κάνω αστεία. 7 συντάσσω· - ВЗВОД В три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς. 8 (παλ.) μουσ. κουρντίζω. II εκφρ. - воздушные замки φτιάχνω πύργους στον αέ- αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)· из себя КОГО παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι..., προσποιούμαι τον... II -СЯ 1 οικοδομούμαι, χτίζομαι· γί- γίνομαι. 2 δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι. 3 συντίθεμαι; συντάσσομαι. 4 επεξεργάζομαι, εκπονούμαι; -ЛИСЬ Планы εκπονήθηκαν τα σχέδια. 5 βασίζομαι, στηρίζομαι. 6 συντάσσομαι (στη γραμμή). строить, строго, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. строённый, βρ: строён, строена, строено ρ.σ.μ. τριπλασιάζω· ενώνω ανά τρία. II επα- ναλαβαίνω τρεις φορές. отрой, строя, προθτ. о строе, в строю,πλθ. строи, -ев κ. строй, -ев α. 1 (στρατ.) σύ- σύνταξη. II τμήμα συνταγμένο. -II τμήμα μάχιμο. 2 σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων). 3 διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση'метрический -■ стиха μετρική σύνθεση στίχου. II χαρακτήρας, τρόπος· - мышления τρόπος της σκέψης. II το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας· самодержавный - το απολυταρχικό καθεστώς· феодальный - το φεουδ«ρχικό καθεστώς· бур- буржуазный - αστικό καθεστώς· социалистический - σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный - το κοινωνικό σύστημα 5 κοϋρντισμα, εναρμόνι- εναρμόνιση. || εκφρ. вести В - κρίνω ικανόν για ερ- εργασία ή μάχιμο· встать (поступить, войти, стать) В - είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος· остаться В -ГО μένω στις γραμ- γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)· вывести из строя α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω· ВЫЙТИ (ВЫ- бИТЬ) ИЗ СТрОЯ αχρηστεύομαι. СТрОЙКа, -И θ. οικοδόμηση. II οικοδομή, έργο. СТРОЙНОСТЬ, -И θ. ευμέλεια, κομψότητα, αρ- αρμονική διάπλαση. стройный επ.*, βρ: строен, стройна,стройно I ευμελής, εύσωμος, καλλίσωμος, ωραιόσωμος. II ομορφοκαμωμένος, καλοκαμωμένος. II (στρατ.) στοιχισμένος, ζυγισμένος. 2 μτφ. καλοφτιαγ- καλοφτιαγμένος, καλοσύστατος, καλοσυνδυασμένος.II κα- κανονικός ομαλός' ~ Порядок ομαλή τάξη. || αρ- αρμονικός· -ые звуки αρμονικοί ήχοι. строка, -Й, αιτ. строку, πλθ. строки, δοτ. ~ам θ. 1 σειρά, γραμμή· на странице - пять- десять строк στη σελίδα υπάρχουν πενήντα σειρές· печатная - τυπογραφική σειρά·С пер- первой -Й απο την πρώτη σειρά. 2 μτφ. λωρίδα,
стр 538 стр κυκλοτερής ζώνη, γύρος (διαφόρων αντικειμέ- αντικειμένων. Π εκφρ. читать между строк μαντεύω απο τα γραφόμενα, βγάζω το κρυφό νόημα των γρα- γραφτών. Стронуть р.σ.μ. κινώ απο τη θέση. II -СЯ κινούμαι απο τη θέση. ♦стронций, -Я α. στρόντιο (μέταλλο). *СТрОП, -а α. 1 σχοινί, τριχιά· συρματό- συρματόσχοινο. 2 θηλιά (λαβής, σύλληψης). СТрОПИЛИНа, -Ы θ. ψαλίδι χοντρό (ζύλο στέ- στέγης). СТроПИЛО, ~а ουδ. το ψαλίδι στέγης. Стропильный επ. του ψαλιδιού στέγης. стропйвец, -вца α., -вица, -ы θ. δύστρο- δύστροπος, -η, ανάποδος, -η, αναποδιάρης, -α. СТроПИВОСТЬ, -И θ. δυστροπία, αναποδιά. СТРОПТИВЫЙ επ., βρ: -ТЙВ, ~а, -о δύστρο- δύστροπος, ανάποδος, ιδιότροπος, κακότροπος, στρα- βοδίβολος, καπριτσόζικος. ♦строфа, -Ы, πλθ. стропы, δοτ. ~ам θ.(φιλγ.) 1 στροφή. 2 πλθ. -Ы ποίημα, στίχοι. ♦строфант, ~а α. στρόφανθος. СТрОфика, -И θ. (φιλγ.) στροφική (τμήμα ποιητικής). II χώρισμα του ποιήματος σε ατρο- φές. строфический επ. (φιλγ.) στροφικός. строфичность, -и θ. (φιλγ.) βλ. строфика. строчение, -Я ουδ. γάζωμα. строчёный επ. 1 γαζωτός, γαζωμένος. 2 κε- κεντημένος στη μηχανή. строчечный επ. της ζώνης, της γραμμής. строчить, строчу, строчишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. строченный, βρ: -чён, -чена, ~ό ρ.δ,μ. 1 γαζώνω· ~ рукава γαζώνω τα μανί- μανίκια. 2 γράφω γρήγορα (σα να γαζώνει μηχανή), μτφ. θερίζω, σκοτώνω ομαδικά· Пулемёт -ЙТ το πολυβόλο γαζώνει. II βαδίζω με βήμα μι- μικρό και γρήγορο. II -СЯ γαζώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. строчка?-И θ. 1.γάζωμα. 2 γαζί. 3 μτφ. ευθεία ριπή πολυβόλου. строчка^ -и θ. βλ. строка A σημ.). СТРОЧНОЙ1επ. με γαζί· -ое ШИТЬё ράψιμο με γαζ ί. строчной2 к. строчный επ. (για γράμμα) μι- μικρό ■ (όχι κεφαλαίο). СТРОЧОК, -чка α, είδος μανιταριοΰ. *СТрубЦИНа, -Ы θ. σφιγκτήρας με κοχλία. струбцинка, -и θ. βλ. струбцина. струг? ~а α. 1 πλάνη αποφλοιωτήρας.2 εί- είδος εκσκαπτικής-φορτωτικής μηχανής. Струг? ~а α. (παλ.) μικρό ποταμόπλοιο. струганый βλ. строганый. струтать(ся) βλ. строгать(ся). стружечный επ. του πλανίσματος· των ε- κτορνευμάτων* των εκτρυπανισμάτων. стружить, ~жу, -ЖИШЬ р.δ.μ. (παλ.) πλα- πλανίζω με αποφλοιωτήρα. II -СЯ πλανίζομαι. СХружка, -Ж θ. ροκανίδι (ξύλινο, μεταλλι- μεταλλικό κ.τ.τ.). || εκτορνεύματα· εκτρυπανίσματα. струистый επ. βρ: -йст, -а, ~О γάργαρος· - ручеек γάργαρο ρυάκι. СТРУИТЬ, ~ЙТ р.δ.μ. (γραπ. λόγος) χύνω, κάνω να ρέει, σαν ρυάκι. II εκπέμπω πίδακα, δέσμη (φωτός), ρεύμα κ.τ.τ. || -СЯ ρέω, ρυα- κίζω. II μτφ. εκπέμπομαι σαν πίδακας, σαν δέ- δέσμη (φωτός), ρεύματος κ.τ.τ. струйка, ~и, γεν. πλθ. -уек, δοτ. -уйкам θ. 1 μικρός πίδακας· μικρή στήλη. 2 ρεϋμα- τάκι. Струйный επ. σαν πίδακας, σαν στήλη ή σαν ρεύμα. струйчатый επ., βρ: -чат, -а, -ο βλ.струй- βλ.струйный. ♦структура, ~Ы θ. διάρθρωση· κατασκευή, ι- ιστός · δομή· υφή· σύσταση· - атома η δομή του ατόμου· - вещества η σύσταση της ουσίας· ПОЧВЫ η σύσταση του εδάφους. структурность, -и θ. βλ. структура. Структурный επ. της διάρθρωσης, της δο- δομής, της σύστασης κλπ. ουσ. Струна, -Ы, πλθ. струны θ. 1 χορδή (μου- (μουσικών οργάνων). II πλθ. -Ы οι μουσικοί φθόγ- φθόγγοι, 2 τα ευαίσθητα σημεία· -Ы сердца, души οι χορδές της καρδιάς, της ψυχής. 3 κάδε τι τεντωμένο (σχοινί, λωρί κλπ.). II εκφρ. Β -у ή -ОЙ α) τεντωμένος, κορδωμένος. β) ορ- ορμητικά, αστραπιαία (για ζώο που τρέχει)*Λερ- жать В ~е КОГО κρατώ κάποιον σε αυστηρότη- αυστηρότητα· με αυστηρή επίβλεψη· тронуть (задеть) чувствительную ή больную -у кого θίγω την ευαίσθητη χορδή κάποιου. СТВУНКа, -И θ. (κυρλζ. κ. μτφ.) χορδίτσα. II εκφρ. в -у βλ. в струну· по ~е ходить пе- перед кем στέκομαι κόκκαλο (σούζα) μπροστά σε κάποιον. Струнный επ. 1 της χορδής· г звон о ήχος της χορδής. II (για φωνή) μεταλλικός. 2 έγ- έγχορδος· - инструмент έγχορδο όργανο. струп, -а, πλθ -пья, -пьев α. ε σχάρα πλη- πληγής, κακάδι. струсить, -ушу, -усиль р.σ.παθ. μτχ.παρλθ. χρ. струшенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.(απλ,) 1 τινάζω συσσωρεύω τινάζοντας. 2 πετώ, α- απορρίπτω τινάζοντας (ψίχουλα, κόκκους κλπ.). отрусигь, -ушу, -усишь р. σ. βλ. трусить. струхнуть р.σ. βλ. струсить. стручковый επ. του λοβού, της σποροθήκης. стручок, -чка, πλθ. -чкй, -ов κ. стручья, -ьев α. ο λοβός, σποροθήκη των καρπών, το πε- περίβλημα- -и фасоли о λοβός του φασουλιού. струя, -й, πλθ. струи κ. (παλ.) струй θ.
стр 539 сту I πίδακας· στήλη (υγρού)· ανάβρα. II πλθ. -И τα νερά, τα ρυάκια· плескание ~ёй το κελά- ρισμα του ρυακιοϋ. II μτφ. ρεύμα· δέσμη·στή- δέσμη·στήλη. ~ воздуха ρεύμα αέρα· - света δέσμη φωτός· - Пара, ДЫМа στήλη ατμού, καπνού. 2 μτφ. κατεύθυνση· χαρακτήρας, χαρακτηριστικό. II εκφρ. ВЛИТЬ (внести) живую -Ю ζωογονώ, ζωηρεύω, δίνω ζωντάνια, κάνω ενδιαφέρον. стряпание, -Я ουδ. μαγε'ιρευμα, ετοιμασία φαγητού. II μτφ. σκάρωμα. СТряпаТЬ р.δ.μ. 1 μαγειρεύω, ετοιμάζω φα- φαγητό· - Обед ετοιμάζω γεύμα. 2 μτφ. σκαρώ- σκαρώνω. II φτ ιάχνω, κατασκευάζω, μαστορεύω. II -СЯ 1 μαγειρεύω. 2 μαγειρεύομαι, ετοιμάζομαι. стряпка, -и θ. βλ. стряпуха. СТРЯПНЯ, -Й θ. 1 το μαγείρευμα, ετοιμασία φαγητού. 2 το φαγητό. 3 μτφ. σκάρωμα (έρ- (έργου λογοτεχνικού ή άλλου) стряпуха, -И θ. μαγείρισσα. стряпчий, -его α. (παλ.). 1 οικονόμος αυ- αυλικός. 2 επόπτης δικαστικός. 3 διαχειρι- διαχειριστής ιδιωτικός. стрясать(ся) р.δ. βλ. стрястй(сь). стрясти, -су, -сёшь, παρλθ. χρ. стряс, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трясённый, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ.μ. τινάζω· - пыль τινάζω τη σκόνη· - Яблоки С дерева τινάζω τα μήλα απο τη μηλιά. II -СЬ συμβαίνω, γί- γίνομαι·, беда -лась над ним του συνέβηκε δυ- δυστύχημα. стряхивать(ся) р.δ. βλ. стряхнуть(ся). стряхнуть р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стряхнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. τινάζω· - снег С шапки τινάζω το χιόνι απο τη σκού- σκούφια· - пёпель С папироса τινάζω τη στάχτη απο το τσιγάρο· ~ скатерть τινάζω το τραπε- ζομάντηλο. 2 μτφ. διώχνω, αποβάλλω· Я ПОПЫ- тался - этот ужас προσπάθησα να διώξω αυτό το φόβο. II -СЯ τινάζομαι· ПЫЛЬ -лаСЬСПла- ТЬЯ η σκόνη τινάχτηκε απο το φόρεμα. студенеть1, -ёет р. δ. κρυώνω, ψύχομαι. студенеть2, -ёет р.δ. παγώνω, πήζω απο το κρύο. СТудеНИСТЫЙ επ., βρ: -ИСТ, -а, -О σαν πή- πήκτωμα, σαν ζελέ. студениться, -йтся р.δ. (απλ.) βλ. студе- студенеть2. СТудёНО απρόσ. ως κατηγ. (απλ.) κάνει ψύ- ψύχος· НОЧЬЮ - будет τη νύχτα θα κάνει κρύο. ♦студент, ~а α. , -ка, -И θ. φοιτητής,-τρία, σπουδαστής, -άστρια. студёнтский επ. (παλ.) βλ. студенческий. студенческий επ. φοιτητικός, του σπουδα- σπουδαστή· - билет φοιτητική ταυτότητα. Студенчество, -а ουδ. 1 (αθρσ.) οι φοιτη- φοιτητές. 2 φοίτηση, σπουδή· ГОДЫ -а τα φοιτη- φοιτητικά χρονιά. студёный επ. πολύ κρύος· ~ая вода πολύ κρύο νερό. студень, -ДНЯ α. πήκτωμα, ζελέ. студиец, -дийца α., -ка, -и θ. μαθητής, -τρία του στούντιου (σχολής). СТУДИТЬ, стужу, СТудиШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стуженный, βρ: ~жен, -а, -о р.δ.μ. 1 ψύχω, κρυώνω· ~ суп κρυώνω τη σούπα· - ком- комнату κρυώνω το δωμάτιο. II -СЯ 1 ψύχομαι, κρυώνω. 2 παγώνω, ξεπαγιάζω. ♦студия, -И θ. 1 στούντιο, καλλιτεχνικό ερ- εργαστήριο. 2 σχολή. II καλλιτεχνικός όμιλος ή κολλεχτίβα. 3 βλ. КИНОСТУДИЯ. стужа, -И θ. δυνατό κρύο, δριμύ ψύχος· πά- πάγων ιά. стуженый επ. (απλ.) παγωμένος, πολύ κρύ- κρύος· ~ые НОГИ παγωμένα πόδια. стук, -а α. 1 χτύπος, χτύπημα· - пишущей машЙНКИ ο χτύπος γραφομηχανής· - сердца о χτύπος της καρδιάς. 2 κρότος, κρούση· - по- посуда ο κρότος των σκευών. стукалка, -и θ. είδος χαρτοπαίγνιου. стуканье, -Я ουδ. χτύπημα, χτύπος· - ΜΟ- Лотка το χτύπημα του σφυριού· - маятника о χτύπος του εκκρεμούς· - сердца о χτύπος της καρδιάς. стукать(ся) ρ.δ. βλ. стукнуть(ся). стукнуть ρ.σ. 1 χτυπώ· - кулаком по столу χτυπώ με τη γροθιά στο τραπέζι. 2 κροτώ· В дверь χτυπώ στην πόρτα. II μ. (απλ.) σκο- σκοτώνω, φονεύω· τραυματίζω.' II μτφ. δέρνω. 3 (για καιρό, χρόνο, εποχή) πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα, χτυπώ την πόρτα. 4 τσουγκρίζω τα ποτήρια. II απρόσ. (για ηλικία) συμπληρώ- συμπληρώνω, κλείνω· ему ~ло шестьдесять αυτός έ •κλείσε τα εξήντα. II εκφρ. В голову ~ло ко- кому του κατέβηκε κάποιου στο κεφάλι (η σκέ- σκέψη)· водка -ла в голову ему τον χτύπησε η βότκα στο κεφάλι (τον μέθυσε). II -СЯ χτυ- χτυπώ, -ιέμαι· - головами χτυπιόμαστε με τα κεφάλια· - ЛбОМ Об Стену χτυπώ με το μέτω- μέτωπο στον τοίχο. СТукОТНЯ, -Й θ. θβρυβος απο χτυπήματα, οι κρότοι. стул, ~а α., πλθ. стулья, -ьев α. 1 κάθι- κάθισμα, εδώλιο· καρέκλα· складной - πτυσσόμενο κάθισμα· подать - προσφέρω κάθισμα· СОЛО- менный - ψάθινη καρέκλα. II θέση, θώκος· ми- министерский - υπουργική θέση, υπουργικός θώ- θώκος. 2 υποστάτης, υποστήριγμα (οργάνου, συ- συσκευής κ.τ.τ.). 3 μόνο ενκ. (ιατρ.) άφοδος. II εκφρ. электрический - ηλεκτρική καρέκλα· Сидеть между двух -ьев συμμερίζομαι δυο δι- διάφορες απόψεις. Стулик, -а α. καθισματάκι, καρεκλάκι.
оту 540 стя стульчак, -а α. κάθισμα αφόδευσης. стульчик, ~а α. καθισματάκι. ступа, -ы θ. το γουδί. ступать р.δ.1 βλ. ступить (ι σημ.). 2 προστκ. -ай(те) πήγαινε, πηγαίνετε, φεϋγα, -άτε (με σημ. προσταγής ή παράκλησης). Ступенчатость, -И θ. κλιμάκωση· ύπαρξη βαθμίδων. ступенчатый επ., βρ: -чат, -а, -О κλιμα- κλιμακωτός, βαθμιδωτός· σκαλωτός· κλιμακοειδής. ступень, -И, γεν. πλθ. -ей κ. -ей θ. 1 βαθ- βαθμίδα, σκαλί, σκαλοπάτι. II εξοχή (επικλι- (επικλινούς ή κατακόρυφης επιφάνειας. 2 μτφ. βαθ- βαθμός· - развития И Прогресса βαθμός ανάπτυ- ανάπτυξης και προόδου· высшая - ανώτατος βαθμός. II κατηγορία, τάξη· Школа второй -И δευτερο- δευτεροβάθμιο σχολείο. II φθόγγος μουσικός. Ступенька, -И θ. σκαλάκι, σκαλοπατάκι, μι- μικρή βαθμίδα. Ступить, ступлю, ступишь ρ.σ. 1 βαδίζω· без него шагу - он не мог χωρίς αυτόν δε μπορούσε αυτός να κάνει βήμα. II πηγαίνω· она -ла К окну αυτή πήγε προς το παράθυρο. II πατώ, στηρίζομαι. 2 εισέρχομαι, μπαίνω· ОН -ЙЛ ВО ДВОр αυτός μπήκε στην αυλή. II βλ. очутиться. ступица, -Ы θ. πλήμνη· - колеса η πλήμνη του*τροχού. ступичный επ. της πλήμνης. СТупка, -И θ. γουδάκι. СТУПНЯ, -Й θ. 1 πέλμα, πατούνα, -σα. 2 η σόλα. •ступор, -а α. (ιατρ.) νάρκωση των αισθή- αισθήσεων, κάρωση, αναισθησία. стухнуть р.σ. (απλ.) βλ. протухнуть. стучание, -Я ουδ. κρούση, χτύπημα. стучать, -чу, -ЧЙШЬ р. δ. 1 χτυπώ, κρούω· - В дверь χτυπώ'στην πόρτα. II κροτώ· пу— ЛемёТЫ ~ат τα πολυβόλα κροτούν. 2 πάλλω· •Сердце -ЙТ η καρδιά χτυπά. II βουΐζω· Β ΓΟ- ловё -ЙТ βουίζει το κεφάλι· -ЙТ В ушах βου- βουίζουν τ' αυτιά. II -СЯ 1 χτυπώ, -ιέμαι, προ- προσκρούω σε κάτι. 2 χτυπώ, κρούω· - В дверь χτυπώ την πόρτα. II εκφρ. - В дверь α) χτ/υπώ την πόρτα (έρχομαι να ζητήσω κάτι, προσπέφτω σε κάποιον), β) πλησιάζω, επίκειμαι, επι- κρέμομαι, επαπειλούμαι· - В открытую дверь προσπαθώ ν' αποδείξω κάτι που είναι ολοφά- ολοφάνερο. стушевать, -Шую, -шуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стушёванный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 εξαλείφω, σβήνω ομαλά (χρωματισμό). 2 μτφ. μειώνω την αντίθεση. II -СЯ εξαλείφομαι, σβή- σβήνομαι. II μτφ. εξαφανίζομαι βαθμιαία. стушёвывать(оя) р.δ. βλ. стушевать(ся). стушить р.σ. βλ. тушить2. стыд, -а а. 1 ντροπή· он весь - потерял αυτός έχασε κάθε ίχνος ντροπής· ЛОЖНЫЙ - ψευτοντροπή· к нашему -у για ντροπή μας·че- μας·человек без -а άνθρωπος ξεδιάντροπος-сгорать ОТ -а κατακοκκινίζω απο ντροπή· она вспы- вспыхнула ОТ ~а αυτή κοκκίνισε απο ντροπή· она не имеет ни -а ни совести αυτή δεν έχει ού- ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση. 2 αίσχος, κα- καταισχύνη· ατιμία. 3 (απλ.) ντροπαλοτητα· Де- вйчий - κοριτσίστικη ντροπαλοτητα. СТЫДИТЬ, СТЫЖу, СТЫДИШЬ ρ.δ.μ. ντροπιάζω. II -СЯ ντέπομαι. II συστέλλομαι. СТЫДЛИВОСТЬ, -И θ. ντροπαλοτητα. СТЫДЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -Ο ντροπαλός. СТЫДНО ως κατηγ. είναι ντροπή, αίσχος, ντρέ- ντρέπομαι· мне - за вас ντρέπομαι για σας, για λογαριασμό σας, για λόγου σας· как -! τι ντροπή! τι αίσχος! как вам не -! πως δεν ντρέπεστε! СТЫДНЫЙ επ., βρ: -ден, -дна, -дно ντρο- πιαστικός, αισχυντικός. стыдоба, -ы θ. (διαλκ.) βλ. стыд. СТЫК, -а α. (τεχ.) αρμός σύνδεσης ή ένω- ένωσης. II σημείο συνάντησης, επαφής ή ένωσης. II εκφρ. Β - σε επαφή. СТЫКаТЬ ρ.δ.μ. συνδέω, ενώνω τα άκρα· αρ- μολογώ. стыкование, -Я ουδ. σύνδεση, ένωση, συ- συναρμογή· σύζευξη. стыковать ρ.δ. βλ. стыкать. II -ся συνδέ- συνδέομαι, ενώνομαι, συναρμόζομαι. СТЫКОВОЙ επ. ενωτικός, συνδετικός,της συ- συναρμογής, της αρμολόγησης, της σύζευξης. СТЫЛЫЙ επ. 1 ψυχρός, κρύος. 2 (διαλκ.) α- απεχθής, μισητός, αποκρουστικός. стынуть βλ. стыть. СТЫЯЬ, -И θ. κρύο, ψύχος· πάγος. СТЫРИТЬ р.σ.μ. (απλ.) κλέβω, βουτώ. стыть κ. стынуть, стыну, стынешь, παρλθ. χρ. СТЫЛ, -ла, -ЛО, επιρ. μτχ. δεν έχει· ρ. δ. 1 ψύχομαι, κρυώνω· чай -Нет το τσάι κρυ- κρυώνει· утюг -нет το σίδερο (σιδερώματος) κρυ- κρυώνει· суп -нет η σούπα κρυώνει. II μτφ. εξα- εξασθενίζω, αδυνατίζω, ατονώ, 2 παγώνω, καλύ- καλύπτομαι με πάγο. II ξεπαγιάζω, μαργώνω. СТЫЧКа, -И θ. αψιμαχία. II καβγάς, τσακω- κωμός· φιλονικία. СТЫЧНЫЙ επ. συνδεμένος, ενωμένος, αρμολο- γημένος. стэк βλ. стек. стэнд βλ. стенд. *СЙЬард, -а α. , -десса, ~Ы θ. τραπεζοκόμος, -α, σερβιτόρος, -α (σε πλοίο ή αεροπλάνο). СТЯГ? ~а α. (υψηλό ύφος)· σημαία, λάβαρο. II εκφρ. ПОДНЯТЬ ~ на КОГО αρχίζω τον πόλεμο ή τον αγώνα κατά κάποιου.
стя 541 суб СТЯГ? ~а α. (διαλκ.) κονταρόξυλο· πάσσα- πάσσαλος, παλούκι. стягивание, -я ουδ. βλ. стяжание, стяжа- стяжательство . стягивать(ся) ρ.б. стянуть(ся). стяжание, -я ουδ. βλ. стяжательство. стяжатель, -Я а., -НИЦа, ~Ы θ. φιλοχρήμα- φιλοχρήματος, παραδόπιστός, κερδομανής· αργυρόδουλος. стяжательность, -и в, βλ. стяжательство. стяжательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; φιλοχρήματος, φιλοκερδής, παραδόπιστός, αρ- αργυρόδουλος. стяжательский επ. βλ. стяжательный. СТЯЖатеЛЬСТВО, -а ουδ. φιλοχρηματία, πα- ραδοπιστία· κερδομανία. СТЯЖаТЬ ρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος). 1 κερ- κερδοσκοπώ, κυνηγώ το χρήμα. 2 αποκτώ, κερδί- κερδίζω· - славу αποκτώ δόξα· - любовь κερδίζω την αγάπη. II -СЯ κερδοσκοπώ. СТЯЖёние, -Я ουδ. 1 σφίξιμο, σύσφιξη. 2 σύνδεση, ένωση· σύμπτυξη, μάζεμα, σούρωμα. 3 τέντωμα. II βκφρ. - звуков τράβηγμα των ήχων. стяжка, ~и θ. 1 βλ. стяжение (ι σημ.). 2 τράβηγμα, τέντωμα. стянуть, стяну, стянешь, παθ. μτχ. стяну- стянутый, βρ: -нут, —а, -о р.σ.μ. 1 σφίγγω·- по- пояс σφίγγω τη ζώνη· - ремень σφίγγω το λω- ρί. II τεντώνω. 2 συσφίγγω με· - ремнём συ- συσφίγγω με λωρί· - болтами συσφίγγω με μπου- μπουλόνια. 3 συνδέω, ενώνω τεντώνοντας· - концы Оборванного провода τεντώνοντας συνδέω τις άκρες του κομμένου καλωδίου. II μαζεύω, συ- συμπτύσσω, κάνω σούρα· - ШОВ При строчке μα- μαζεύω τη ραφή κατά το γάζωμα. II απρόσ. σου- σουφρώνω· - губы σουφρώνω τα χείλη. II απρόσ. τεντώνω (απο σπασμό)· ~ло ногу τέντωσε το πόδι. 4 συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω· штаб ~ул сюда главные силы το επιτελείο τράβηξε εδώ τις κύριες δυνάμεις. 5 παίρνω, αφαιρώ τραβώντας· ~ ОДвЯЛО τραβώ το πάπλωμα· - скатерть СО СТОЛа παίρνω τραβώντας το τραπεζομάντηλο απο το τραπέζι. II βγάζω τρα- τραβώντας· - перчатку βγάζω το γάντι· - сапо- сапоги βγάζω τις μπότες. 6 (απλ.) παίρνω ζητώ χρηματικό ποσό· сколько с него за лошадь -ли? πόσο του ζήτησαν για το άλογο; 7 κλέ- κλέβω. II -СЯ 1 σφίγγομαι· τεντώνω, -ομαι, δέ- δένομαι γερά. II ενώνομαι, συνδέομαι. 2 μα- μαζεύομαι, συμπτύσσομαι. 3 συγκεντρώνομαι, συ- συναθροίζομαι, μαζεύομαι. *су ουδ. άκλ. σολδίο (παλαιό γαλ. νόμισμα). *суарё ουδ. άκλ. (παλ.) εσπερίδα, σουαρέ. *суб... πρώτο συνθετικό με σημ. υπό... суб- субтропики. II υπό... (υποδεέστερος) субинспё- ктор. II υπό... (μη βασικός, μικρότερης ση- σημασίας) субпериод, субмикроскопйческий. *субалтёрн-офицёр, -а α. κατώτερος αξιωμα- αξιωματικός. Су барк ТИКа, -И θ. η παρά την Αρκτική ζώνη. Суббота, -Ы θ. το Σάββατο. субботний επ. του Σαββάτου· σαββατιάτικος, -τιανός· Β - день σαββατιάτικα. субботник, -а α. σαββατιάτικη προσωπική εργασία. "'сублимат, ~а α. 1 προϊόν εξάτμισης. 2 ε- πάνθημα υφαιστειακό. ♦сублимация, -И θ. (χημ.) εξάχνωση. сублимировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.(χημ.) εξαχνώνω. II -СЯ εξαχνώνομαι. *субмарйна, ~Ы θ. (παλ.) υποβρύχιο. Субпродукты, -ОВ πλθ. υποπροϊόντα (εντό- (εντόσθια, πόδια, κόκκαλα σφαχτού). *субрётка, -И θ. (θεατρ.) η σουμπρέτα, θε- ραπαινίδα (σε κωμωδία, οπερέτα). субсидировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. επι- επιχορηγώ (χρήματα ή υλικά). Η -СЯ βοηθιέμαι, παίρνω βοήθεια, επιχορήγηση. *Субсидия, -и θ. βοήθεια, συνδρομή, επι- επικουρία. * субстантивация, -и θ. (γλωσ.) ουσιαστικο- ουσιαστικοποίηση· - имён прилагательных ουσιαστικο- ουσιαστικοποίηση των επιθέτων. субстантивированный επ. (γλωσ.) ουσιαστι- κοποιημένος· ~ое причастие ουσιαστικοποιη- μένη μετοχή. * субстантивировать, -рую, -руешьρ. δ. κ. σ. ουσιαστικοποιώ. II -СЯ ουσιαστικοποιούμαι. субстанциальность κ. субстанциональность, -И θ. (φιλοσ.) υπαρκτότητα, ύπαρξη. субстанциальный κ. субстанциональный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО υπαρκτός. »*СубСТаНЦИЯ, -и θ. 1 (φιλοσ.) το αναλλοίω- αναλλοίωτο παντός υπάρχοντος· материальная - το α- αναλλοίωτο της ύλης (προμαρξιστική φιλοσο- φιλοσοφία). 2 ουσία, υπόσταση, ύπαρξη. *субСТИГут, ~а α. (γραπ. λόγος) το υποκα- υποκατάστατο. * субституция, -и θ. (γραπ. λόγος) αντικα- αντικατάσταση· - одного металла другим αντικατά- αντικατάσταση ενός μετάλλου απο άλλο. ""Субстрат, -а α. 1 υπόβαθρο, υποστήριγμα. 2 (φιλοσ.) γενική βάση (μερικών φαινομένων). СубТИЛЬНООТЬ, -И θ. τρυφερότητα· λεπτότη- λεπτότητα· αβρότητα. ♦субтильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 τρυφερός, εύθραυστος, λεπτός, αδύνατος. 2 (παλ.) αβρός, ντελικάτος, ευγενής, λεπτός τους τρόπους. *СубТИТр, -а α. υπότιτλος (κινηματογραφι- (κινηματογραφικών ταινιών). субтропики, -ΟΒ πλθ. υποτροπικές ζώνες. субтропический επ. υποτροπικός· -ие стра-
оуб 542 суд ны υποτροπικές χώρες. Субчик, -а α. (απλ.) υποκείμενο, πρόσωπο (συνήθως ύποπτο, σκοτεινό). ♦субъект, -а а. 1 (φιλοσ.) то υποκείμενο· - И Объект ПОЗНания υποκείμενο και. αντ ι, κεί- κείμενο της γνώσης. 2 άνθρωπος, πρόσωπο, άτο- άτομο· болезненный ~ αρρωστιάρης άνθρωπος· ΠΟ- Дозрйтельный - ύποπτο πρόσωπο. 3 (γραμμ.) υποκείμενο. СубЪвКТИВЙЗМ, ~а α. υποκειμενισμός. СубЪвКТИВЙОТ, ~а α. υποκειμενιστής. Субъективистский επ. υποκειμενικός, του υ- υποκειμενισμού ή του υποκειμενιστή. субъекТИВНОСТЬ, -и θ. αντικειμενικότητα·- ВЗГЛЯДОВ υποκειμενικότητα των απόψεων. субъективный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. υποκειμενικός· - фактор В истории о υποκει- υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία· -ые причи- причины υποκειμενικά αίτια· ~ое мнение υποκει- υποκειμενική γνώμη. II εκφρ. - идеализм υποκειμε- υποκειμενικός ιδεαλισμός· - метод υποκειμενική μέ- μέθοδος. субъектный επ. (γραμμ.) του υποκειμένου. *сувенир, ~а α. το ενθύμιο. ♦суверенитет, ~а α. κυριαρχία. Суверенность, -И θ. κυριαρχία, αυτοκυρι- αυτοκυριαρχία, το αυτεξούσιο· ανεξαρτησία. суверенный επ., βρ: -рёнен, -ренна, -о. 1 κυρίαρχος· ανώτατος, υπέρτατος· ~ народ о κυρίαρχος λαός· - правитель о ανώτατος άρ- άρχων. 2 κυριαρχικός· -ые права τα κυριαρχι- κυριαρχικά δικαιώματα. суводь, -И θ. δίνη ποταμού, ρούφουλας. суворовец, -ВЦЭ α. μαθητής της στρατ. σχο- σχολής „Εουβόροφ". суворовский επ. του Εουβόροφ. суглинистый επ., βρ: -нист, -а, -о προ- σχωματικός. суглинок, -нка α. πρόσχωμα. Сугрёв, -а (-У) α. (διαλκ.). 1 ζέστη, πύρωση. 2 προσήλιο μέρος. Сугроб, -а α. χιονοστιβάδα. сугробистый επ., βρ: -бист, -а, -о πλήρης χιονοστιβάδων -ая дорога χιονοστιβαγμένος δρόμος. сугубИТЬ, -блю, -бишь ρ.δ.μ. (παλ.) διπλα- διπλασιάζω* πολλαπλασιάζω· αυξαίνω, μεγαλώνω· δυ- δυναμώνω. Сугубо επίρ. (παλ.) διπλά κλπ. επ. сугубый επ., βρ: -губ, -а, -о. 1 (παλ.) διπλός· διπλάσιος. 2 ιδιαίτερος, εξαιρετι- εξαιρετικός· ■-ое внимание ιδιαίτερη προσοχή· - инте- интерес ιδιαίτερο ενδιαφέρο. СУД, -а α. 1 κρίση, γνώμη· εκτίμηση·- 06- щества η γνώμη της κοινωνίας· - истории η κρίση της ιστορίας· на ~ твой себя отдаю επαφίεμαι στην κρίση σου. 2 δικαστήριο· гра- гражданский - πολιτικό δικαστήριο· военный - το στρατοδικείο· УГОЛОВНЫЙ - ή - С присяж- присяжными заседателями το κακουργοδικείο· вер- верховный - το ανώτατο δικαστήριο· предстать перед -ом οδηγούμαι μπροστά στο δικαστήριο· он оправдан по суду αυτός αθωώθηκε απο. το δικαστήριο· вызвать в -у εγκαλώ στο δικα- δικαστήριο· подавать В -у παραδίδω στο δικαστή- δικαστήριο· διώκω δικαστικώς· Попасть ПОД ~ πέφτω στο δικαστήριο, .διώκομαι δικαστικώς· това- товарищеский - συντροφικό δικαστήριο· - чести δικαστήριο τιμής. II (αθρσ.) οι δικαστές. II το δικαστικό ίδρυμα. II εκφρ. божий ~ η θεία δίκη· - Лдаца λίντσιος νόμος· -ы и пересу- ды; -ы да пересуды διαβούλια· в день -а τη μέρα της (θεϊκής) κρίσης (παλ.)· пока - да дело παρέλκυση της υπόθεσης (ώσπου να βγει η απόφαση, θα περάσει πολύς καιρός). судак, ~а α. είδος πέρκας. судаковый επ. της πέρκας. суданец, -нца α., ~ка, -и θ. Εουδανός,~ή. суданский επ. σουδανός, σουδανικός. сударик, -а α. (απλ.) κύριε, καλέ. сударка, -И θ. (απλ.) 1 κυρία, καλή μου. 2 ερωμένη, αγαπητικιά. сударушка, -и θ. (απλ.) βλ. сударка. сударыня, ~И θ. (παλ.) κυρία. сударь, -я α. (παλ.) κύριοξ. судачий, -ЬЯ, ~ье επ. του κυπρίνου. судачина, -Ы θ. κρέας κυπρίνου. Судачить ρ.δ. φλυαρώ, κουτσομπολεύω. судбище, -а ουδ. (παλ.) δικαστήριο, διε- διεξαγωγή δίκης. судебник, -а α. (παλ.) θεσμολόγιο. судебномедицинский επ. ιατροδικαστικός. Судебный επ. δικαστικός· -ые издержки τα δικαστικά έξοδα· -ое решение δικαστική από- απόφαση· -ое следствие δικαστική ανάκριση· исполнитель δικαστι-κός επιμελητής· -ым по- порядком με τη δικαστική οδό· - Приговор κα- καταδικαστική απόφαση· -ая медицина η ιατρο- δικαστική. судеец, -ёйца α. (παλ.) δικαστικός υπάλ- υπάλληλος. судейский επ. 1 δικαστικός, δικαστής. 2 του διαιτητή. II ονσ. -ая θ. το δωμάτιο των διαιτητών. СУДОЙСТВО, ~а ουδ. (αθλτ.)· η διαιτησία. СуДёНЫШКО, ~а ουδ. μικρό σκάφος. судилище, -а ουδ. (παλ. κ. τώρα ειρν.) δι- δικαστήριο, διεξαγωγή δίκης. . СУДИМОСТЬ, -И θ. καταδίκη, ποινή· СНЯТЬ - δεν υπολογίζω την ποινή· иметь две -и έχω δυο καταδίκες, судить, сужу, судишь, επιρ. μτχ. судя р.
суд 543 суе δ. 1 κρίνω· - о знаниях учащихся κρίνω τις γνώσεις των μαθητών - ПО собственному ОПЫ- ту κρί'νω оото δική μου πείρα· - по его сло- словам κρίνω απο τα λόγια του. II εκτιμώ. II κα- κατακρίνω, επικρίνω, καταδικάζω. 2 δικάζω·ме- δικάζω·меня не -ЛИ δε με δίκασαν - преступника δι- δικάζω τον εγκληματία. 3 (αθλτ.) είμαι διαι- διαιτητής. 4 προκρίνω, προαποφασίζω (για μοίρα, τύχη κ.τ.τ.). II εκφρ. -ЯПО... κρίνοντας α- απο... - И рЯДИТЬ; - да РЯДИТЬ (απλ.) δια- διανοούμαι, διαλογίζομαι, λογιάζω. II -СЯ 1 κα- καταφεύγω στο δικαστήριο. 2 δικάζομαι.3 κρίϊ- νομαι. II σκέπτομαι, διανοούμαι, διαλογίζο- διαλογίζομαι, συλλογίζομαι. судия, ~й, πλθ. судий α. (παλ.) βλ.судья. судно1, ~а, πλθ. суда ουδ. σκάφος· πλοίο, καράβι· парусное - ιστιοφόρο σκάφος· паро- паровые -Да τα ατμόπλοια· китобойное - φαλαι- νοθηρευτεκό σκάφος· коммерческое - εμπορι- εμπορικό σκάφος· военное - πολεμικό σκάφος· гре- бНОе - κωπήλατο σκάφος. судно^ -а, γεν. πλθ. -ден, δοτ. -днам ουδ. καθήκι· πάπια. СУДНЫЙ επ. (παλ.) δικαστικός· ~ое дело δι- δικαστική υπόθεση. II εκφρ. - день κ. - час (θρησκ.) η μέρα'της κρίσης· - приказ (παλ.) ανώτατο δικαστικό ίδρυμα. судоверфь, ~И θ. ναυπηγείο. судовладелец, -льца α. καραβοκύρης, πλοι- πλοιοκτήτης, εφοπλιστής. судовладельческий επ. του πλοιοκτήτη. судоводитель, -Я α. πλοηγός, πιλότος, τι- τιμονιέρης. СуДОВОДИТеЛЬСКИЙ επ. του πλοηγού, του τι- τιμονιέρη. судовождение, -Я ουδ. πλοηγία. СУДОВОЙ επ. του σκάφους, του πλοίου· -ая команда το πλήρωμα του σκάφους. судовщик, ~а α. (παλ.). 1 βλ. судовладё- лец. 2 βλ. судоводитель. судок, -дка α. 1 σαλτσιέρα. 2 σκεύος αλα- αλατοπίπερου· μουσταριέρα* πιπεριέρα· τα απα- απαραίτητα του τραπεζιού. 3 συσκευή μεταφοράς δοχείων με φαγητό. судомойка, -И θ. λαντζιέρισσα. СУДОМОЙНЯ, -И θ. η λάντζα. судооборот, -а. α. κίνηση (κυκλοφορία των πλοίων). судоподъём, ~а α. ανέλκυση σκάφους. судоподъёмник, ~а α. ανελκυστήρας σκαφών γερανός. суДОПОДЪёМНЫЙ επ. ανελκυστικός σκαφών механизм ανελκυστικός μηχανισμός σκαφών. СУДОПРОИЗВОДСТВО, ~а ουδ. διεξαγωγή δίκης ή εκδίκαση. судорабочий, -его α. ναυπηγός. судоремонт, ~а α. επισκευή σκαφών. судоремонтный επ. της επισκευής σκαφών. судорога, -И θ. σπασμός, σπάσμα· σύσπαση.. судорожно επίρ. 1 σπασμωδικά. 2 σφοδρά, βίαια. судорожность, -И θ. σπασμωδικότητα. судорожный επ., βρ: -жен, -жна, -жно. 1 σπασμωδικός, σπασμώδης· -ые движения σπα- σπασμωδικές κινήσεις. 2 σφοδρός, βίαιος. Судостроение, -Я ουδ. ναυπήγηση. судостроитель, -Я α. ναυπηγός. Судостроительный επ. ναυπηγικός. СУДОУСТРОЙСТВО, -а ουδ. δικαστικό (δικο- (δικονομικό) σύστημα. судоходец, ~ДЦа α. (παλ.) ναυτικός. СУДОХОДНОСТЬ, -И θ. ναυσιπλοΐα· δυνατότη- δυνατότητα ναυσιπλοίας. судоходный επ., βρ: -ден, -дна, -дно πλω- πλωτός· πλόιμος· -ая река πλωτός ποταμός· - ка- канал πλωτή διώρυγα. СУДОХОДСТВО, -а ουδ. ναυσιπλοΐα· ναυτι- ναυτιλία· речное - η ποταμοπλοία. судьба, -ы, πλθ. судьбы, судеб κ. (παλ.) судеб, судьбам κ. (παλ.) судьбам θ. 1 τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, το μοιραίο· το πεπρωμένο, το γραφτό, της τύχης τα γραμμένα, μοιρόγρα- φτο· ριζικό. 2 πλθ. -Ы η ύπαρξη και η ε- εξέλιξη· исторические ~ы народных пёсень η * τύχη και η εξέλιξη των δημοτικών τραγουδιών. II εκφρ. какими -ами? πως έπεσες (βρέθηκες) εδώ; ποιο καράβι σ!έβγαλε εδώ; не - ему δε θα έχει τύχη, δε θα είναι τυχερός. судьбина, -ы θ. βλ. (παλ.) судьба. судья, -и, πλθ. судьи, -дей, судьям α. 1 δικαστής· мировой - ο ειρηνοδίκης· народный -» λαϊκός δικαστής. II διαιτητής· κριτής. 2 (αθλτ.) ο διαιτητής. 3 κριτής (για κάτι). II εκφρ. бог вам - ο θεός θα σας κρίνει. суевер, -а α., -ка, -и θ. προληπτικός,-ή, δεισιδαίμονας, -η. суеверие, -Я ουδ. πρόληψη, δεισιδαιμονία. суеверность, -и θ. βλ. суеверие. суеверный επ., βρ: ,-рен, -рна, -рно προ- προληπτικός* - человек προληπτικός άνθρωπος. суемудрие, -Я ουδ. (παλ.) ευσεβής πόθος, όνειρα και πόθοι, φαντασιοκοπήματα. Суесловие, ~Я ουδ. (παλ.) αερολογίες, α- εροκουβέντες, ανεμώλια έπη. суета, -Ы, γεν. суёт θ. 1 (παλ.) ανωφέ- λεια, αλυσιτέλεια· σαθρότητα· ματαιότητα. 2 φροντίδες, σκοτούρες, φασαρίες· τρεχάματα. II εκφρ. - суёт ματαιότητα ματαιοτήτων. суетиться, суечусь, суетишься р.δ. περι- περιφέρομαι, πηγαινοέρχομαι γεμάτος φροντίδες. суетливость, -и θ. φροντίδα, σκοτούρα, έ- έγνοια. || γοργότητα, γρηγοράδα, ταχυεργία.
суе 544 сум суетливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 ανήσυ- ανήσυχος,, γεμάτος φροντίδες, όλος σκοτούρες, έ- έγνοιες, πολυπράγμονος. 2 γρήγορος, γοργός. Су"еТНОСТЬ, -И θ. (γραπ. λόγος)· ματαιότη- ματαιότητα. II ματαιοσχολία, ματαιοσπουδία. Сметный επ., βρ: -тен, ~тна, -тно. 1 (γραπ. λόγος)· μάταιος, άσκοπος, κενός· φρούδος. 2 ανήσυχος, όλος φροντίδες, σκοτούρες, έγνοιες. суетня, -и θ. βλ. суета B σημ.). сужать(ся) р.δ. βλ. сузйть(ся). Суждение, -Я ουδ. κρίση, γνώμη, άποψη· Об искусстве κρίση για την Τέχνη. Суженая, -ой θ. (παλ.)· μνηστή, αρραβωνια- αρραβωνιαστικιά. Сужение, -Я ουδ. 1 στένεμα· περιορισμός. 2 στενό μέρος. суженый, -ОГО α. (παλ.) μνηστήρας, αρρα- βωνιαστικός. суживание, -я ουδ. βλ. сужение. суживать(ся) р.δ. βλ. сузйть(ся). СУЗИШЬ, Сужу, Сузишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. суженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ. 1 στενεύω- платье στενεύω το φόρεμα. 2 μτφ. περιορί- περιορίζω. II -СЯ 1 στενεύω, μαζεύω* тропинка су- сузилась το μονοπάτι στένεψε. 2 μτφ. περιορί- περιορίζομαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω. сук, ~а, προθτ. о суке, на суку, πλθ. су- сучья, -ьев κ. суки, ~ОВ α. 1 κλώνος, κλωνάρι δέντρου. 2 κόμπος, ρόζος (δέντρου, σανίδας, δοκού). сука, -И θ. η σκύλα (ζώο) καθώς και βρι- βρισιά προς γυναίκα. сукин, -а, -Ο επ. της σκύλας. II (χυδ.): СЫН; - кот παλιόσκυλο-, σκυλόμουτρο, παλιο- τόμαρο. сукно, -а, πλθ. сукна, -кон, -кнам ουδ. 1 η τσόχα. 2 πλθ. -а (θεατρ.) σκηνικά με ύ- ύφασμα (χωρίς διακόσμηση). II εκφρ. класть ПОД - βάζω στο χρονοντούλαπο (αίτηση, υπόθεση). сукновал, ~а α. γναφέας, γναφιάς, πιλητής. СуКНОВалЬНЫЙ επ. της πίλησης. суКВОВаДЬНЯ, -И θ. γναφείο, γναφευκτήριο. сукнодел, -а α. παραγωγός, κατασκευαστής τσόχας. сукноделие, -Я ουδ. παραγωγή τσόχας. суковатый επ., βρ: -ват, ~а, -о (για ξύ- ξύλο) ροζιάρικος, κομπιάρικος. СУКОНка, -И θ. κουρέλι, πατσαβούρα απο τσόχα. СукОНННЙ επ. τσόχινος, || εκφρ. - ЯЗЫК к. -ая речь φτωχή ή ρουτινιάρικη γλώσσα, ρου- τινιάρικος λόγος. суконщик, -а α. 1 κατασκευαστής τσόχας. 2 (παλ.) έμπορος τσόχας ή ιδιοκτήτης γναφε'ιου. сукровица, -Ы θ. πυώδες αίμα, ιχώρας. сукровичный επ. του ιχώρα. сукрой, -Я α. (διαλκ.) φέτα ψωμιού, ""сулема, -Ы θ. άχνη υδραργύρου (δηλητήριο). сулемовый επ. της άχνης υδραργύρου. Сулёный επ. (απλ.) υποσχημένος, ταμένος. Сулея, -И θ. (παλ.) φιάλη πλατιά κρασιού. СУЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сулённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.δ.μ. .1 υπόσχομαι, τάζω. 2 εμπνέω ελπίδες· προλέγω. II -СЯ υπόσχομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. сулой, -Я α. δίνη (απο τη συνάντηση δυο ρευμάτων). *султан1, ~а α. σουλτάνος. Султан^ ~а α. 1 φούντα, θύσανος. 2 ταξι- ανθία, ανθοταξ'ια. Султанах, ~а α. 1 το σουλτανάτο (αξίωμα του σουλτάνου). 2 το κράτος του σουλτάνου. Султанка, -и θ. 1 είδος πέρκης. 2 βαλτο- πούλι. Султанский επ. σουλτανικός. султанство, ~а ουδ. βλ. султанат. Султанша, -И θ. η σουλτάνα. *сульфат, -а α. (χημ.) θειάφι, θείον. Сульфатный επ. θειικός· θειούχος· -ые по- почвы θειούχα εδάφη. "сульфит, -а α. θειώδες οξύ. Сульфитация, -И θ. κονσερβοποίηση (φρού- (φρούτων ή λαχανικών) με θειώδες οξύ. Сума, ~ы θ. 1 (παλ.) σάκκος, σακκίδιο, η τσάντα· охотничья - το κυ\μιγετικό σακκίδιο. 2 ζητανιά, επαιτεία· ХОДИТЬ С -ой γυρίζω ζη- ζητιανεύοντας, επαίτης, διακονιά· пустить С -ОЙ δίνω τον τορβά να διακονέψει, φτωχαίνω κάποιον ДОЙТИ ДО -Ы φτάνω στο σημείο να πάρω τον τορβά (να ζητιανέψω). сумасброд, ~а α., -ка, -и θ. παράλογος, ~η· παλαβός, ~ή· αλογίκευτος, -η. сумасбродить ρ.δ. βλ. сумасбродничать. Сумасбродничать р.δ. παραλογιάζω, παλαβώ- παλαβώνω, μουρλαίναμαι. сумасбродный επ., βρ: -ден, -дна,-дно πα- παράλογος, αλογίκευτος· παλαβός. СумаСбрОДСТВО, ~а ουδ. παραλογισμός, πα- ραλογιά· παλαβομάρα· αλλοκοτιά, сумабродствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. βλ. сумасбродничать. сумашедший, -ая, -ее επίθ. κ. ουσ. παρά- παράφρονας, φρενοβλαβής, τρελός. II ανόητος· πα- παράλογος, αλλόκοτος. 3 εντατικότατος* ισχυ- ισχυρότατος, μέγιστος· -ая пляска τρελός χορός· -ая скорость μέγιστη ταχύτητα· -ая цена α- απίστευτη (αφάνταστα υψηλή) τιμή. сумасшедшинка, -И θ. η μη κανονικότητα, παραξενιά, αλλοκοτιά. сумасшествие, -Я ουδ. παραφροσύνη, φρενο- βλάβεια, -πάθεια, τρέλα. II εκφρ. ДО -Я μέ- μέχρι τρέλας (στον υπέρτατο βαθμό).
сум 545 суп сумасшедствовать, -ствуго, -ствуешь р.6. .παραφρονώ, τρελαίνομαι. суматоха, -и θ. ταραχή, ακαταστασία, φα- φασαρία, ανακατοσούρα· τρεξίματα· πανδαιμόνιο, κοσμοχαλασιά. суматошиться, -шусь, -шишься р.δ. ανατα- αναταράσσομαι, αναστατώνομαι. суматошливый επ. βρ: -лив, -а, -о βλ. су- суматошный. Суматошный επ., βρ: ~шен, -шна, -шно ανή- ανήσυχος, όλος φροντίδες· γοργός, γοργοκίνητος. *Сумах, ~а α. σουμάκι (φυτό). сумбур, -а α. μπέρδεμα, ανακάτωμα, σύγ- σύγχυση· - В голове σύγχυση στο κεφάλι. сумбурность, -и θ. βλ. сумбур. сумбурный επ., βρ: -рен, -рна, -рно μπερ- μπερδεμένος, ανάκατος, -τωμένος, συγχυσμένος, α- ασαφής , χαώδης. II ακατάστατος, πολυτάραχος, όλος φροντίδες, σκοτούρες, τρεξίματα. СумврвЧНО απρόσ. ως κατηγόρημα· σουρου- πώνω, θαμπώνω, βραδιάζω, νυχτώνω. Сумеречность, -И θ. σούρουπο, λυκόφως, λυ- κόφωτο, σύθαμπο. сумеречный επ., βρ: -чен, -чна, -о. 1 του σούρουπου, του λυκόφωτου. II θαμπός, μου- μουντός, αμυδρός. II μτφ. άχαρος, ανιαρός, ανού- ανούσιος. II μτφ. ασαφής, συγκεχυμένος· ακαθόρι- ακαθόριστος. 2 (για ζώα, έντομα) νυχτερινός, εσπε- εσπερινός· νυκτόβιος. II εκφρ. -ое состояние η σκοτοδίνη, σκοτοδινίαση. сумерки, -рек, -ркам πλθ. λυκόφωτο, θα- μπόφωτο, σκιόφως, σούρουπο, μούχρωμα, σύ- σύθαμπο . Сумерничать р.δ. αναπαύομαι τα βραδάκια· κουβεντιάζω τα βραδάκια (χωρίς φως, φωτιά). сумёт, -а α. (διαλκ.) βλ. сугроб. Суметь, -ею, -ёешь р.σ. μπορώ, δύναμαι· ~ёл его убедить αυτός μπόρεσε να τον πείσει· ОН ~ёл убежать С плена αυτός μπόρεσε να δρα- δραπετεύσει απο την αιχμαλωσία. сумка, -И θ. 1 σάκκος, σακκίδιο· τσάντα· Санитарная - υγειονομικό σακκ'ιδιο· школь- школьная - τσάντα μαθητή· патронная - φυσίγγι- φυσίγγιο θήκη, παλάσκα. 2 ο μάρσιπος. II (ανατ.) πε- περίβλημα· сердечная ή околосердечная - πε- περικάρδιο. ♦сумма, -Ы θ. 1 (μαθ.) το άθροισμα·- трёх чисел άθροισμα τριών αριθμών. 2 ποσό, πο- ποσότητα, σύνολο· вся - человеческих знаний το σύνολο των ανθρώπινων γνώσεων. 3 ποσό χρημάτων затрачены крупные -Ы ξοδεύτηκαν μεγάλα ποσά. ♦суммарный επ., βρ: -рен, -рна, -ρΗ0(γραπ. λόγος)· συνολικός, ολικός. ♦суммировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. 1 α- αθροίζω, προσθέτω. 2 συγκεφαλεώνω, γενικεύω. II -СЯ 1 αθροίζομαι. 2 συγκεφαλεώνομαι, γε- γενικεύομαι . Суммовой επ. του χρηματικού ποσού. румнвчать р.σ. κάνω τον έξυπνο. сумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно (διαλκ.) σκοτεινός, σκοταδερός. Сумочка, -И θ. γυναικείο τσαντάκι. СУМОЧНЫЙ επ. 1 του σακκίδιου· της τσάντας. 2 σακκοειδής· του περιβλήματος. Сумрак, -а α. σούρουπο, σύθαμπο, σκιόφως. Сумрачно επίρ. 1 μισοσκότεινα,θαμπά, σύθα- μπα. 2 απρόσ. ως κατηγ. είναι θαμπά, θαμπώ- θαμπώνει, σουρουπώνει. 3 μτφ. ως κατηγ. είναι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιασμένος· θλιμ- θλιμμένος. Сумрачность, -И θ. σούρουπο, λυκόφωτο· η- μίφως, σύθαμπο. Сумрачный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 α- μαυρός, μουντός, μουχρός, θαμπός· σκοτεινός· -ая погода μουχρός καιρός, βαριοσυννεφια- σμένος. 2 μτφ. σκυθρωπός, κατηφής, κατσου- κατσουφιασμένος ·'μελαγχολικός· θλιμμένος. Сумчатый επ. 1 μαρσιποφόρος. 2 ουσ. πλθ. -ые τα μαρσιποφόρα. сумятица, -ы θ. βλ. суматоха, суета. сундук, ~а α. το σεντούκι. Сундучный επ. του σεντουκιού· ~ замок η κλειδαριά του σεντουκιού. ♦рунна, -Ы θ. η σούνα (μουσουλ. παράδοση). СУННИЗМ, -а α. σουνισμος. Суннит, -а α., -ка -и θ. σουνίτης, -ισσα. суннитский επ. σουνικός. сунуть, -ну, -нешь р.σ. 1 βλ. совать, 2 δωροδοκώ, πασσάρω, λαδώνω. II -СЯ 1 βλ. СО- ваТЬСЯ. 2 χώνομαι, κρύβομαι. II (απλ.) πέφτω προς τα μπρος (απο απότομη κίνηση). •суп, -а (-у), πλθ. супы α. η σούπα· рыб- рыбный - ψαρόσουπα· - из овощей λαχανόσουπα· мясной - κρεατόσουπα· вегетарианский - χορ- τόσουπα. ♦Супер. .. (πρόθεμα)· υπέρ... Суперарбитр, ~а α. επιδιαιτητής. Суперфосфат, ~а α. υπερφωσφορικό αλάτι. Суперфосфатный επ. του υπέρφωσφορικού ά- άλατος . СупеСНЫЙ επ. αμμουδερός, αμμώδης. супесок, -ска α. βλ. супесь. супесчаный επ. βλ. супесный. СуПеСЬ, -И θ. αμμουδερό έδαφος. Супец, -пца α. σουπίτσα. СУПИТЬ, -шло, -ПИШЬ р. δ. μ. συνοφρυώνω· συ- συστέλλω· - брови συνοφρυώνομαι. II -СЯ συνο- φρυώνομαι. СУПНИК, ~а α. η σουπιέρα. супница, -ы θ. η σουπιέρα. Суповой επ. της σούπας· -ая ложка κουτ-άλι
суп 546 сус της σούπας· -ая миска η σουπιερα. супОНИТЬ р.σ.μ. σφίγγω το λωρί της λαι- λαιμαριάς. II -СЯ σφίγγομαι. супонь, -и θ. το λωρί της λαιμαριάς. супоросая, -роса κ. -роса βλ. супоросная. супоросная, -сна κυοφόρος θηλυκός χοί- χοίρος, γουρούνα γκαστρωμένη· супостат, -а α., -ка, -и θ. ι (παλ.) ο α- τίπαλος. 2 (απλ.) ληστής, κακούργος. ♦суппорт, -8 α. βάση στηρίγματος. Суппортный επ. της βάσης, του στηρίγματος. ♦супрематизм, -а α. υπερτβτισμός (στην Τε- супрематист, -а α. υπερτατ ιστής, οπαδός του υπερτατισμού. Супротив πρόθ. με γεν. (παλ. κ. απλ^ βλ. против. супротивиться ρ.δ. (απλ.) βλ. противить- противиться. супротивник, ~а α. (παλ. κ. απλ.) βλ. про- противник. супротивница, -ы θ. βλ. противница. супротивничать р.δ. (απλ.) βλ. противить- противиться. СУПРОТИВНЫЙ επ. 1 (παλ. κ. απλ.) κείμενος απέναντι. 2 (απλ.) εναντιολόγος, αντι γνω- γνωμών, αντιλέγων. Супруг, -а α. ο σύζυγος, ο άντρας, II πλθ. -И οι σύζυγοι, το αντρόγυνο. супруга, ~И θ. η σύζυγος, η γυναίκα. Супружеский επ. συζυγικός· -ая ЖИЗНЬ συ- συζυγική ζωή. Супружество, ~а ουδ. η συζυγική ζωή. супружник, -а α., ~ца, -ы θ. (απλ.) βλ. супруг, супруга. супряга, -и θ. συγκαλλιέργεια. II εκφρ. Β -е μαζί, ομού. сургуч, -а α. βουλοκέρι, σφραγιδοκέρι, ι- ισπανικό κερί. сургучный επ. του βουλοκεριού· ~ая печать σφραγίδα στο βουλοκέρι. *сурдина, -Ы θ. (μουσ.) πνιγέας, σουρτίνα. сурдинка, -и е. βλ. сурдина. II εκφρ. под -у ή ПОД -ОЙ α) σιγά, αθόρυβα, με πνιγμένο ήχο ή φωνή. β) κρυφά, ψιθυριστά. *сурдопедагог, -а α. παιδαγωγός, δάσκαλος κουφών παιδιών. сурдопедагогика, -И θ. παιδαγωγική κουφών παιδιών. сурепа, -ы θ. βλ. сурепка. сурёшща, -Ы θ. κράμβη η ελαιοφόρα, ελαι- ελαιοκράμβη, η ράπιτσα. II βλ. сурепка. сурепка, -И θ. (βοτ.) είδος ζιζάνιου. суржа, -И θ. κ. Суржик, ~а α. μικτή σπο- σπορά σιταριού και βρίζας. *СУРИК, -а α. 1 το μίνιο (μολυβδούχα χρω- χρωστική ουσία). 2 χρώμα (μπογιά) κοκκινωπό. суриковый επ. του μίνιου. сурковый επ. βλ. сурочий. Суроветь, -ею, -евШЬ р.δ. γίνομαι αυστη- αυστηρός ή πιο αυστηρός. сурово επίρ. αυστηρά· σκληρά κλπ. επ, суровость, -и θ. 1 αυστηρότητα· - нрава αυστηρότητα ήθους. 2 δριμύτητα· τραχύτητα· - жизни η σκληρή ζωή· - ЗИМЫ о δριμύς χει- χειμώνας, η βαρυχειμωνιά. Суровый1επ. 1 αυστηρός· - человек αυστη- αυστηρός άνθρωπος· ~ые нравы αυστηρά έθιμα· ~ое воспитание αυστηρή διαπαιδαγώγηση· - тон αυστηρός τόνος· ~ое воспитание спартанцев η αυστηρή διαπαιδαγώγηση των Σπαρτιατών-ая проверка αυστηρός έλεγχος· -ая дисциплина αυστηρή πειθαρχία. 2 σκληρός, τραχύς· -ая борьба σκληρός αγώνας· ~ая жизнь σκληρή ζωή. II καταθλιπτικός· δυσάρεστος, απεχθής· -ые впечатления καταθλιπτικές εντυπώσεις· -ая картина καταθλιπτική εικόνα. 3 δριμύς, βαρύς· αψύς· -ая зима βαρύς χειμώνας, βαρυ- βαρυχειμωνιά. Суровый* επ. άγαρμπος, τραχύς· χοντροει- δής· ~ое ПОЛОТНО χοντροειδές ύφασμα. суровьё, -Я ουδ. ύφασμα χοντροειδές. сурок, ~рка α. αρκτόμυς. сурочий, ~ЬЯ, -ье επ. του αρκτόμυος. *суррогат, ~а α. το υποκατάστατο, ερζάτς. || » * μτφ. ψευδαίσθηση, αυταπάτη-φαινομενικοτητα. II εκφρ. денежные ~Ы οι τίτλοι (χρεώγραφα, μετοχές, ομολογίες). суррогатный επ. του υποκατάστατου, του ερ- ερζάτς· -ая КОЖа τεχνητό δέρμα. Сурчина, -Ы θ. η τρύπα (φωλιά) του αρκττό- μυος. II σωρός χώματος (σκαμμένου απο τον αρ- *сурьма, -Ы θ. 1 στίμι, αντιμόνιο. 2 ο σερ- μές. сурьмить -млго, -мйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сурьмлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.δ.μ. (παλ.) στιμίζω. II -СЯ στιμίζομαι. сурьмянистый επ. βλ. сурьмяный. сурьмяный επ. αντιμονιούχος. сусак, ~а α. βούτομος (επιστ.), ψαθί (λκ·). сусаль, -И θ. (αθρστ.) φύλλα λεπτότατα (χρυσού, αργύρου, χαλκού). сусальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 λεπτότατων φύλλων -ое серебро ασήμι σε λε- λεπτότατα φύλλα. II καλυμμένος (με λεπτότατα φύλλα). 2 μτφ. ψεύτικος, απατηλός. сусек, ~а α. (διαλκ.) αμπάρι. суслик, -а α. ο αρκτόμυς. сусликовый επ. του αρκτόμυος· -ая шкура δέρμα απο αρκτόμυ. суслить(ся) ρ.δ. (απλ.) βλ. солить(ся).
сус 547 сух сусличий, ~ья, -ье επ. βλ. сусликоЕый. сусло, ~а ουδ. χυμός· виноградное - μού- μούστος. суСОЛИХЬ р.6.μ. (απλ.). 1 ρουφώ, βυζαίνω· - палец βυζαίνω το δάχτυλο. 2 λερώνω·~ фар- фартук λερώνω την ποδιά. 3 χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου. II -СЯ λερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. суспензировать κ. суспендировать, -руто, -руешь ρ.δ.и.σ. ζυγίζω (υγρές ή αεριώδεις ουσίες). ♦суспензия, -и θ. (φυσ;) ζύγισμα (υγρών ή αεριωδών ουσιών). ♦суспензорий, -Я α. κηλεπίδεσμος. Сустав, ~а α. (ανατ.) άρθρωση, αρμός,γίγ- γλυμος, γόμφος· κλείδωση· неподвижность -ΟΒ η αγκύλωση, суставной επ. αρθρικός· - ревматизм αρ- αρθρικός ρευματισμός. суставчатый επ. 1 αρθρωτικός· ~ые конёч- НОСТИ насекомых τα αρθρωτικά άκρα των εντό- εντόμων. II που έχει γόνατα· - стебель στέλεχος φυτού που έχει γόνατα. 2 (τεχ.) συνδετικός, με συνδέσεις· ~ые трубы σωλήνες με συνδέσεις. ♦сутаж, -а α. σιρίτι μεταξωτό. ♦сутана, -Ы θ. ράσο των καθολικών. сутенёр, ~а α. παράσιτος (συντηρούμενοςα- πο ερωμένη ή πόρνη), αλφόνσος. сутки, -Ток, -ткам πλθ. το εικοσιτετράωρο, ημερονύχτιο, μερόνυχτο· трое -ТОК τρία ει- εικοσιτετράωρα. сутолока, -и θ. θόρυβος, φασαρία, αναστά- αναστάτωση· στρίμωγμα, συνωστισμός. СУТОЛОЧНЫЙ επ. ανάστατος· γεμάτος φροντί- φροντίδες έγνοιες, σκοτούρες· - день ανάστατη μέ- μέρα. Суточный επ. 1 εικοσιτετράωρος· ημερήσιος· - срок εικοσιτετράωρη προθεσμία· - зарабо- заработок το μεροκάματο. 2 ουσ. πλθ. ~ые τα οδοι- οδοιπορικά μιας μέρας. сутулина, -Ы θ, ελαφρά κύρτωση, καμπούρα. СУТУЛИТЬ ρ.δ.μ. κυρτώνω· - СПИНу κυρτώνω τη ράχη. II -СЯ καμπουριάζω, κυρτώνομαι. сутулость, -И θ. κύρτωση, καμπούρα, -ιασμα. сутулый επ., βρ: -тул, ~а, -Ο κ'αμπούρι- κος, -ριασμένος, κυρτός, κυρτωμένος. суть1, -и θ. ουσία, το βασικό, το κύριο, η κεφαλαιώδης σημασία· - Дела η ουσία της υ- υπόθεσης· - вопроса η ουσία του ζητήματος· по -и дела στην ουσία, ουσιαστικά,.πραγματικά. суть8 3° πρόσ. πλθ. του р. быть είναι· ти- тигры, львы и пантеры суть хищные животные οι τίγρεις, τα λιοντάρια και οι πάνθηρες εί- είναι αρπαχτικά ζώα. II εκφρ. не ~ важно δεν είναι ουσιαστικό, δεν είναι σημαντικό, сутюживать р.δ. βλ. сутгажить. сутюжить, ~жу, -жишь р.σ.μ. κυρτώνω, κα- καμπυλώνω σιδερώνοντας (ύφασμα). сутшка, -И θ. κύρτωση, καμπύλωση υφάσμα- υφάσματος (με το σιδέρωμα). сутяга, -и α.κ.θ. βλ. сутяжник, -ца. СуТЯЖНИК, ~а α., -ца, -Ы θ. φιλόδικος,-η. СуТЯЖНИЧаТЬ р.δ. είμαι φιλόδικος· σέρνο- σέρνομαι στα δικαστήρια. СуТЯЖНИЧеСКИЙ επ. φιλόδικος. сутяжничество, ~а ουδ. φιλοδικία. сутяжный επ. φιλόδικος. *Суфлё ουδ. άκλ. φουσκωτός (για τηγανίτες, γλυκά κ.τ.τ.). ♦суфлёр, -а α. ο υποβολέας. II εκφρ. играть под ~а παίζω ρόλο με υποβολέα. суфлёрский επ. του υποβολέα· ~ая будка το υποβολείο. суфлировать, -рую, -руешь р.δ. υπαγορεύω (τα λόγια στους ηθοποιούς). ♦суфражизм, -а α. γυναικείο κίνημα για δι- δικαίωμα ψήφου A9 αι.). Суфражистка, -И θ. ψηφοδιώκτρια, σουφρα- ζέτα. ♦суффикс, ~а α. (γραμμ.) επίθεμα, πρόσφυ- μα (παραγωγική κατάληξη). суффиксальный επ. επιθεματικός· - способ словообразования επιθεματικός τρόπος σχημα- σχηματισμού λέξεων. Суффиксация, -И θ. (γραμμ.) επιθεματικός σχηματισμός λέξεων. « сухарница, -Ы θ. σκεύος για φρυγανιές, μπι- μπισκότα κ.τ.τ. Сухарный επ. της φρυγαν ιάς, του παξιμαδιοϋ. Сухарь, -Я α.1 φρυγανιά, παξιμάδι. 2 μτφ. ξηρός, αδιάφορος· αναίσθητος. Сухменный επ. (διαλκ.) ξηρός, με ξηρασία· ~ое Лето ξηρό καλοκαίρι. * сухмень, -И θ. (διαλκ.). 1 ξηρός καιρός, ξηρασία. 2 ξηρό έδαφος. сухо 1 επίρ. ξηρά. 2 ως κατηγ. είναι ξη- ξηρασία· είναι ξηρός· ПО Дороге было - ο δρό- δρόμος ήταν ξηρός· во рту мне было - το στό- στόμα μου ήταν στεγνό. II εκφρ. - насухо τελεί- τελείως ξηρά, κατάξηρα. Суховей, -Я α. ξηρός άνεμος, ο λίβας. суховейный επ. ξηρός· ~0е лето ξηρό καλο- καλοκαίρι· - ветер βλ. суховей. Суховерхий επ. (για δέντρα) με ξηρή κορυ- κορυφή" - ДУб βαλανιδιά με ξηρή κορυφή. СУХОВершЙННОСТЬ, -И θ. ξήρανση των κορυ- κορυφών των δέντρων. суховершинный επ. βλ. суховерхий. сухогрузный επ. ξηρού φορτίου· ~ая баржа μαούνα για ξηρό φορτίο. СУХОДОЛ, -а α. ξηροκοιλάδα· ξηρολείβαδο. суходольный επ. ξηρός· ~ые луга ξηρολεί- βαδα.
сух 548 суш СуХОЖИЛИв, -Я ουδ. (ανατ.) ο τένοντας. СУХОЖИЛЬНЫЙ επ. του τένοντα. «ухой επ., βρ: сух, -а, -о; суше. 1 ξη- ξηρός· στεγνός· -Йе дрова ξηρά καυσόξυλα· ~ое СеНО ξηρό χόρτο· - порох στεγνή μπαρούτη· ~ Хлеб ζηρό ψωμί· -Йе глаза άκλαυτα μάτια· - ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)· -ое ле- лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι· -Ое Дерево ξη- ξηρό δέντρο (ξέρακας)· - кашель ξερόβηχας· ~ плеврит ξηρή πλευρίτιδα· -Йе ВОЛОСЫ στεγνά μαλλιά. 2 ξηραμένος· στεγνωμένος· διατηρη- διατηρημένος· ~ая малина ξηραμένα σμέουρα· ~йе фрукты ξηραμένα φρούτα· ~Йе ОВОЩИ ξηραμένα λαχανικά· -Ое молоко γαλακτόσκονη. 3 αδύ- αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός- сухие ноги τα κανιά· -ЭЯ рука ξερακιανό χέρι. 4 μτφ. α- αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος· τυπικός. 5 μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια. 6 (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο· сделать ~ую кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ). II εκφρ. -Ое ВИНО γνήσιο και μη γλυκό κρασί· - лёд ξηρός πάγος· ~ая гроза μπουμπουνητό χωρίς βροχή· - паёк ξη- ξηρό σιτηρ'έσιο, ξηρή τροφή· -ИМ Путём δια ξη- ξηράς (μετάβαση). суХОЛОМ, -а α. ξηρά δέντρα· ξηρόκλαδα. СуХОЛЮб, ~а α. φυτό ξηρικό (αναπτυσσόμε- (αναπτυσσόμενο σε ξηρά εδάφη). СуХОЛЮбЙВОСТЬ, -И θ. αντοχή φυτών οτην ξη- ξηρασία. сухолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о ξηρι- κός, ανθεκτικός στην ξηρασία. СуХОМЯТКа, -И θ. ξηρή τροφή, ξηροφάγι. СУХОНОГИЙ επ. καλαμοπόδαρος· ξηροπόδαρος, με ισχνιά πόδια. сухопарый επ., -пар, -а, -О ισχνός, ξε- ξερακιανός· - старик ξερακιανός γέρος. Сухопутный επ. της ξηράς, στεργιανός· χερ- .σαίος· -ые войска о στρατός της ξηράς. Сухопутье, -Я ουδ. χερσαία οδός. сухорукий επ., βρ: -рук, -а, -о με αδύνα- αδύνατα χέρια· ξηροχέρης. СУХОСТОЙ, -Я α. 1 (αθρσ.) τα ξηρά δέντρα, ξηροί θάμνοι. 2 η στεγνή περίοδος της^ αγε- αγελάδας (πριν τη γέννα), αγαλακτία, -ξία. СУХОСТОЙНЫЙ επ. του ξηρού δέντρου· -Ые дрова καυσόξυλα απο ξηρά δέντρα.II της αγα- λακτ'ιας. СУХОСТЬ, -И θ. 1 ξηρότητα, στεγνότητα. 2 ξηρασία. сухота, -ы θ. 1 (παλ.) βλ. сухость. 2 και- καιρός ζεστός-ξηρός. 3 (διαλκ.) βλ. сухотка. 4 (απλ.) θλίψη, στενοχώρια, μελαγχολία· ανη- ανησυχία, φροντίδα. сухотка, -И θ. (παλ.) φθίση του σώματος. сухофруКТЫ, -ОВ πλθ. ξηρά φρούτα. сухощавость, -и θ. βλ. худощавость. сухощавый επ. βλ. худощавый. Сухоядение, -Я ουδ. ξηροφαγ'ια· ξηρή τρο- τροφή. II λιτό φαγητό ή χωρίς κρασί. сучёный επ. (συ)στριμμένος· στριφτός· -ые НИТКИ στριμμένες κλωστές. сучий, -ЬЯ, -ье επ. 1 της σκύλας. 2 (ύβρη) ~ья старуха σκυλόγρια, παλιόγρια. сучильный επ. στριπτικός. сучить, сучу, сучишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сученный, βρ: -чен, -а, -с р.δ. 1 μ. στρί- στρίβω, συστρέφω (κλωστές κ.τ.τ.). 2 μ. λεπτύνω (για ζυμάρι). 3 μετακινώ μπρος-πίσω. II -СЯ 1 στρίβομαι, συστρέφομαι. 2 (για ζυμάρι) λε- πτύνομαι. Сучка, -И θ. το θηλυκό ζώο. сучковатый επ., βρ: -ват, -а, -о. 1 ρο- ροζ ιάρικος· -ое дерево ροζιάρι,κο δέντρο. 2 με κάλους· -ые пальцы ροζιασμένα δάχτυλα. СУЧКОВЫЙ επ. (για χαρτί) που περιέχει ξύ- ξύλινες ίνες. сучок, -чка α. μικρός ρόζος ξύλου. 2 μι- μικρές ξύλινες ίνες στο χαρτί. суша, -и θ. στεργιά, ξηρά, γη· на -е И на море σε στεργιά και θάλασσα. суше συγκρ. β. του επ. сухой. сушение, -я ουδ. ξήρανση, στέγνωμα· - бе- белья στέγνωμα των ρούχων - фруктов ξήρανση των φρούτων. сушёный επ. ξηρός, στεγνός. сушенье βλ. сушение. сушилка, -И θ. 1 στεγνωτήριο, η λ ιάστρα. 2 στεγνωτήρας· ξηραντήρας (συσκευή). сушило, -а ουδ. (παλ.) βλ. сушилка B σημ.)' СУШИЛЬНЫЙ επ. στεγνωτικός, (απο)ξηραντι- κός. СУШИЛЬНЯ, -И θ. το ξηραντήριο, στεγνωτήριο. сушина, -Ы θ. (διαλκ.) ξηρό δέντρο, ξέρα- ξέρακας. сушить, сушу, сушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сушенный, βρ: -таен -а, -о р.δ.μ. 1 ξηραί- ξηραίνω, στεγνώνω· - бельё στεγνώνω τα ρούχα· - сёно ξηραίνω το χόρτο· - На солнце ξηραί- ξηραίνω στον ήλιο (λιάζω)· -фрукты ξηραίνω φρού- φρούτα. II αποξηραίνω (βαλτώδη εδάφη). 2 μτφ. ε- εξασθενίζω, αδυνατίζω, εξαντλώ· βασανίζω 3 μτφ. κάνω αδιάφορο, απροσήγορο, άχαρο, τυπι- τυπικό. II εκφρ. - вёсла δεν κωπηλατώ (κρατώ τα κουπιά πάνω απο το νερό). II -СЯ ξηραίνομαι, στεγνώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. сушка, -И, γεν. πλθ. -щек θ. 1 ξήρανση, στ_έγνωμα· - белья στέγνωμα των ρούχων - ЛЬНа ξήρανση του λιναριού· - ПЛОДОВ И ΟΒ0- щёй ξήρανση καρπών και λαχανικών. 2 ξηρό κουλουράκι. Сушняк, -а (-У) α. (αθρσ.) ξηρά δέντρα ή
суш 549 схв θάμνοι, ξεράδια. Сушь, -И θ. 1 ξηρασία· καιρός ζεστός. 2 κάϋε τι ξηρό (ξεράδι, ξερόχωμα κ.τ.τ.). 3 μΐφ. κάθε τι αδιάφορο, άχαρο· τυπικό, д ξη- ξηρές (στεγνές) κηρήθρες. Существенно επίρ. ουσιαστικά. Существенность, -и θ. το ουσιώδες· σπου- σπουδαιότητα, σοβαρότητα, βαρύτητα. II (παλ.) η πραγματικότητα. существенный επ., βρ: -вен, -венна, -о. 1 ουσιώδης, ουσιαστικός, κύριος, βασικός· ~ые различия ουσιαστικές διαφορές· ~ недоста- недостаток βασικό μειονέκτημα. 2 (παλ.) πραγμα- πραγματικός. существительный επ. (γραμμ.) ουσιαστικός· ИМЯ -ое όνομα ουσιαστικό. II ουσ. ουδ. ~ое (γραμμ.) το ουσιαστικό. существо1, -а ουδ. η ουσία, το βασικό, το κύριο· - Вопроса η ουσία του ζητήματος· дела η ουσία της υπόθεσης. II εκφρ. говорить ПО -у μιλώ στην ουσία· ПО -у говоря βλ. В сущность (λ. сущность). Существо2, -а ουδ. 1 το ον, πλάσμα, ύπαρ- ύπαρξη. II το είναι· всё моё - стремится к нему όλο μου το είναι τείνει προς αυτόν. существование, -Я ουδ. ύπαρξη, υπόσταση· формы -Я материи μορφές ύπαρξης της ύλης. 2 ζωή· διαβίωση· средства - Я τα μέσα δια- διαβίωσης ή ύπαρξης* борьба -Я αγώνας ύπαρξης. 3 (παλ.); βλ. существо2. Существовать, -СТВуГО, -СТВуешь р.δ. 1 υ- υπάρχω· этот закон ещё -ствует αυτός ο νόμος ακόμα υπάρχει (ισχύει). 2 ζω· больному не ДОЛГО осталось - о άρρωστος δε θα ζήσει πο- πολύ. 3 συντηρούμαι· ~ на средства родителей συντηρούμαι (αποζώ) απο τους γονείς· - уро- уроками ζω απο τα μαθήματα (παραδίδοντας). сущий, -ая, -ее επ. 1 (παλ.) πραγματικός, αληθινός. 2 ουσ. ουδ. -ее (φιλοσ.) ύπαρξη, πραγματικότητα, το είναι. сущность, -И θ. 1 η ουσία· το βασικό, το κύριο, η βασική υπόσταση· - жизни η ουσία της ζωής· - Произведения η ουσία τ_ρυ έργου· ~ дела, вопроса η ουσία της υπόθεσης, του ζητήματος. II εκφρ. в -И στην ουσία, στην πραγματικότητα. суягная, βρ: -ягна (για προβατίνα, γίδα)· έγκυα, γκαστρωμένη. суягность, -И θ. εγκυμοσύνη (για προβατί- προβατίνα, γίδα). сфабриковать р.σ. βλ. фабриковать. СфагНОВЫЙ επ. της τύρφης· απο τύρφη. II εκφρ. - мох βλ. сфагнум. *Сфагнум, -а α. τύρφη (απο σφάγνο). сфальцевать р. σ. βλ. фальцевать. сфальшивить р.σ. βλ. фальшивить. сфантазировать р.σ. βλ. фантазировать (г σημ.). *Сфёра, -Ы θ. 1 σφαίρα· земная - η γήινη σφαίρα. 2 έκταση· - действие артиллерий- артиллерийского ОГН£ ακτίνα δράσης των βλημάτων πυ- πυροβολικού. 3 τομέας. 4 κύκλος, περιβάλλον высшая - οι ανώτεροι κοινωνικοί κύκλοι. 5 μτφ. έκταση ενέργειας, δικαιοδοσίας, επί- επίδρασης. || εκφρ. - ВЛИЯНИЯ (πολιτ.) σφαίρα επιρροής. Сферический επ. σφαιρικός· -ая поверхность σφαιρική επιφάνεια· ~ие тела σφαιρικά σώμα- σώματα· -ая геометрия σφαιρική γεωμετρία. Сферичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно σφαι- ροειδής. Сфероид, ~а α. σχήμα σφαιροειδές. сфероидальный επ. σχήματος σφαιροειδούς. сфиглярить ρ.σ. (απλ.) βλ. сфиглярничать. Сфиглярничать р.σ. κάνω κάτι γελοίο, α- αστείο, κόλπο. *Сфигмограф, -а α. σφυγμογράφος. Сфигмография, -И θ. σφυγμογραφία. ♦сфинкс, -а α. 1 Σφιγξ, Σφίγγα. 2 κάθε τι αινιγματώδες, 3 είδος πιθήκου. 4 είδος πε- πεταλούδας, ♦сфинктер, -а α. (ανατ.) σφιγκτήρας. сфискалить р.σ. βλ. фискалить. сфокусировать ρ.σ. βλ. фокусировать. II -ся βλ. фокусироваться. сфокусничать р.σ. βλ. фокусничать Bσημ.). сформирование, -я ουδ. βλ. формирование. сформировать ся) р. σ. βλ. формировать(ся). сформировываться) р.δ. βλ. формировать- (ся). . сформовать(оя) р.σ. βλ. формовать ся). » сформулировать ся) ρ. σ. βλ., формулировать- (ся). *СфорЦ£ШДО κ. Сфорцато επίρ. (μουσ.) έντο- έντονα. сфотографироваться) р..σ. βλ. фотографи- фотографировать ся). схапать р.σ. βλ. хапать, хапнуть, схватить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω· - за руку πιάνω απο το χέρι· - за ворот ή за шиворот πιάνω απο το γιακά· - за горло πιά- πιάνω όπιο το λαιμό· - НОЖ αρπάζω το μαχαίρι· -ЛИ беглого συνέλαβαν το δραπέτη· его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός· - 6ο- лёзнь αρπάζω αρρώστια· - насморк αρπάζω συνάχι. 2 περιδένω· - платье в талии лен- ТОЧКОЙ πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί- τσα. 3 συνδέω, ενώνω, στεργιώνω. 4 "Φ· σφίγ- σφίγγω, δένω· бетон быстро ~ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα. 5 μτφ. κυριεύω, παίρνω· его
охв 550 EX0 ~йл крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος. II μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω. 6 καταλα- καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα· - ос- основную МЫСЛЬ πιάνω γρήγορα το βασικό νόη- νόημα. || -СЯ 1 πιάνομαι· мы -лись за руки ε- εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι* МЫ -ЛИСЬ За ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα. || κρατιέμαι· чтобы не упасть, он .-лея за же- железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε απο τη σιδεριά. II μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώ- αγκιστρώνομαι· ОН -лея за СЛОВО αυτός πιάστηκε απο μια λέξη. 2 μάχομαι, αγωνίζομαι· τσακώνο- τσακώνομαι· αρπάζομαι· мы -лись в рукопашную ε- εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια'-ОНИ -ЛИСЬ драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν). 3 θυμούμαι ξαφνικά. 4 σηκώνομαι απότομα, α- αναπηδώ· ОН -ЛСЯ С кровати αυτός σηκώθηκε α- απότομα απο το κρεβάτι. 5 σκληρύνομαι, σφίγ- σφίγγω, δένω (για ουσίες). II εχφρ. - за голову τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, απο- αποτυχία, .κακό). схватка, -И θ. 1 σύγκρουση, συμπλοκή·πιά- συμπλοκή·πιάσιμο· άρπαγμα· рукопашная - πιάσιμο στα χέ- χέρια, μάχη σώμα με σώμα. II (αθλτ.) λαβή πά- πάλης. II λογομαχία, λογοτριβή, αντεγκλίσεις. 2 πλθ. -и πόνοι, σφάχτης· σπασμόί· родовые -И οι πόνοι του τοκετού· - матки υστεραλγία,υ- στερόπονοι· -И В животе σφάχτες στην κοι- κοιλιά, δυνατοί κοιλόπονοι. 3 συνδετήρας, συν- δέτης· πιάστρα. схватывать(ся) р.δ. βλ. схватйть(ся). ♦схема, ~Ы θ. σχήμα. II σχέδιο. Схематизатор, -а α. σχηματιστής (ο παρου- παρουσιάζων σχηματικά, απλά, κοινοτυπικά). схематизация, ~и θ. παρουσίαση σχηματική, απλή, σε γενικές γραμμές· σχηματοποίηση. схематизировать, -рую, -руешь ρ.δ.μ. πα- παρουσιάζω κάτι σχηματικά, σχηματοποιώ. II -СЯ σχηματοποιούμαι. Схематизм, ~а α. σχηματοποίηση, -τισμός, α- απλοποίηση, πεζότητα, κοινοτυπία. Схематический επ. σχηματικός. схематично επίρ. σχηματικά. СХемаТИЧНОСТЬ, -И θ. σχηματικότητα. ' схематичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно σχη- ματικός. схемный επ. του σχεδίου. *схизма, -Ы θ. (εκκλσ.) το σχίσμα. СХИЗМатик, ~а α. σχισματικός, αιρετικός. *СХЙМа, ~Ы θ. (εκκλσ.) το σχήμα. СХИМНИК, ~а α., -Ца, ~Ы θ. μοναχός, -ή,α- -ή,ασκητής, -τρία, схимнический επ. μοναχικός, ασκητικός. схимничество, -а ουδ. (εκκλσ,) μοναχισμός, ασκητισμός. схитрить р.σ. βλ. хитрить. схлебать ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схлё- схлёбанный, βρ: -бан, -а, -О (απλ.) 1 ρουφώ, πί- πίνω λίγο (απο το παραγεμισμένο σκεύος). 2 τρώγω· - суп τρώγω σούπα. схлебнуть, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схлёбнутый, βρ: -нут, -а, -о р. σ. μ. (απλ.) κάνω μεγάλη καταψιά. II βλ. хлебать B σημ.). схлёбывать ρ.δ. βλ. схлебать. II -СЯ κατα- καταπίνομαι· καταβροχθίζομαι. II βλ. схлебать A σημ.). схлестать ρ.σ.μ. (απλ.) χτυπώ, ραβδίζω, ρίχνω κάτω. схлестнуть, -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схёстнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ.μ. (απλ.). 1 βλ. схлестать A σημ.). 2 χτυπώ· - руки χτυπώ τα παλαμάκια. II -СЯ 1 τυλί- τυλίγομαι, μπερδεύομαι· ветки -лись τα κλαδιά τυλίχτηκαν. 2 (απλ.) παίρνω μέρος στη φι- φιλονικία, τον καβγά. слёстывать(ся) р.δ. βλ. схлестнуть(ся). схлопотать ρ.σ.μ. (απλ.). 1 βλ. хлопо- хлопотать B σημ.). 2 προσπαθώ, φροντίζω. СХЛЫНУТЬ, -нет р.σ. (για μεγάλη μάζα)· χύ- χύνομαι, ρέω· γυρίζω πίσω ορμητικά- волна -Ла С берега το κύμα γύρισε ορμητικά απο την ακτή. II μτφ. κινούμαι βίαια, εσπευσμένα, ορ- ορμητικά (για λα'ϊκές μάζες). II μτφ. αδυνατί- αδυνατίζω, εξασθενίζω· ξεπέφτω· χάνομαι, εξαφανί- εξαφανίζομαι· страх мгновенно -ул о φόβος στη στιγ- στιγμή πέρασε. СХОД, -а α. 1 κάθοδος, κατέβασμα. 2 βγάλ- σιμο, εξαγωγή, μεταπήδηση· πέρασμα. 3 βλ. сходка A σημ.). сходить1, сходу, сходишь ρ.δ. 1 βλ. сойти. 2 (με το αρνητικό μόριο не)· δε σηκώνομαι· больной не ~йл С постели о άρρωστος δε ση- σηκώνονταν απο το κρεβάτι. II εκφρ. не ~ С язы- языка ή С уст δεν τον βγάζει απο το στόμα (τον αναφέρει (λογοπιάνει) συχνότατα. II -СЯ βλ. СОЙТИСЬ. СХОДИТЬ2 р.σ. 1 πηγαίνω (με επιστροφή)· за Покупки πηγαίνω για ψώνια· ~й за ВОДОЙ πήγαινε για νερό. 2 αφοδεύω, αποπατώ, ε- ενεργούμαι, βγαίνω· κάνω· - за большой κάνω το χοντρό· - за маленькой κάνω το ψιλό. СХОДКа, -и θ. συνέλευση, συνάθροιση, συ- συγκέντρωση· σύναξη. СХОДНИ, -ей πλθ. (ενκ. -Я, -и θ.) σανιδό- σκαλα, διαβάθρα. СХОДНОСТЬ, ~И θ. ομοιότητα. сходный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 όμοι- όμοιος, ίδιος· παρόμοιος. 2 πρόσφορος, σύμφο- σύμφορος· συγκαταβατικός· купить по -ОЙ Цене α- αγοράζω σε συμφέρουσα τιμή. сходственный επ., βρ: -вен, -венна, -о 1
схо 551 оча (παλ.) βλ. СХОДНЫЙ A σημ.). 2 (απλ.) βλ. СХОДНЫЙ B σημ.). СХОДСТВО, ~а ουδ. ομοιότητα· полное - πλή- πλήρης ομοιότητα, πανομοιότητα· ταυτότητα· σύ- σύμπτωση· - Характеров ομοιότητα χαρακτήρων - мнений σύμπτωση γνωμών, ομογνωμοσύνη. сходствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. (παλ.)· ομοιάζω. СХОЖДёние, -Я ουδ. 1 κάθοδος, κατέβασμα. 2 πτώση, πέσιμο· ξάπλωμα (για σκοτάδι κ.τ.τ.). 3 πέρασμα, μετάπτωση(απο ένα μέρος σε άλλο). II βγάλσιμο, έξοδος· - с рельсов εκτροχια- εκτροχιασμός. 4 ένωση, σύγκλιση (προς το Ίδιο σημείο). схожесть, -и θ. βλ. сходство. схожий επ., βρ: схож, -а, ~е βλ. сходный A σημ.). СХОЛаот, -а α. ο σχολαστικός. схоластик, -а α. ο σχολαστικός. *схоластика, -И θ. σχολαστικισμός. схоластический επ. σχολαστικός· -ие шко- школы σχολαστικές σχολές. схоластичный επ., βρ: -чен, -чна, -о σχο- σχολαστικός. схоронйть(ся) р.σ. βλ. хоронйть(ся). схулиганить р.σ. βλ. хулиганить. сцапать р.σ.μ. (απλ.). 1 βλ. схватить. 2 πιάνω, συλλαμβάνω· -ли беглеца συνέλαβαν το δραπέτη. сцарапать ρ.σ.μ. ξύνω· ~ краску ξύνω τη μπογιά. сцарапнуть р.σ. βλ. сцарапать. сцарапывать р.δ. βλ. сцарапать. II -ся ξύ- ξύνομαι. оцедить ρ.σ.μ. στραγγίζω,διηθώ· σουρώνω. ОЦвЖИВаТЬ р. δ. βλ. СЦеДИТЬ. II -СЯ διηθού- διηθούμαι, στραγγίζομαι. сцементировать ρ.σ.μ. τσιμεντάρω. II μτφ. συνδέω, ενώνω στενά. * сцена, -ы θ. 1 (θεατρ.) σκηνή· - отделена от зрительного зала занавесок η σκηνή χωρί- χωρίζεται απο την αίθουσα με αυλαία· поставить на -у ανεβάζω στη σκηνή· финальная ~ перво- первого акта η τελευταία σκηνή της πρώτης πρά- πράξης· действие первое, - вторая πράξη πρώτη, σκηνή δεύτερη. 2 επεισόδιο· συμβάν сде- сделать кому -у δημιουργώ σκηνές σε κάποιον - ревности σκηνή ζηλοτυπίας· семейная - οικο- οικογενειακή σκηνή. II εκφρ. ЯВИТЬСЯ на -е εμφα- εμφανίζομαι στη σκηνή (μπροστά στο κοινό)· СОЙ- СОЙТИ СО ~Ы φεύγω (εγκαταλείπω) τη σκηνή (απο- (αποσύρομαι απο κάτι)· играть на -е παίζω στη σκηνή (είμαι ηθοποιός). * сценарий, -Я ουδ. το σενάριο, сценарист, -а α. συγγραφέας σεναρίου, сценарный επ. του κινηματογραφικού σενα- σεναρίου. сценический επ. σκηνικός· -ие механизмы οι σκηνικοί μηχανισμοί· -ое оформление σκηνι- σκηνικός διάκοσμος. II μτφ. θεατρικός. Сценичность, ~И θ. η δυνατότητα (καταλλη- (καταλληλότητα) έργου για ανέβασμα στη σκηνή. сценичный επ., βρ: -чен, ~чна, -ЧНО θεα- θεατρικός· -ая пьеса θεατρικό έργο. сценка, -И θ. Ι μικρή σκηνή. 2 σκηνή (μι- (μικρό δραματικό έργο). сцентрировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. (τεχ.) φέρνω στο κέντρο ή στα κέντρα, κεντρώνω. II -СЯ έρχομαι στο κέντρο ή στα κέντρα. сцентров4ть(ся) ρ.σ. βλ. сцентрировать- (ся). оцеп, -а α. 1 βλ. сцепление A, 2 σημ.). 2 μηχανήματα συνδεμένα, γαντζωμένα. сцепить р.σ.μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω· σκα- σκαλώνω. II συνδέω· μπλέκω· - пальцы μπλέκω τα δάχτυλα. II σφίγγω· - челюсти σφίγγω τις σι- αγώνες· - зубы σφίγγω τα δόντια. II -СЯ 1 α- αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι. 2 συνδέομαι, ε- ενώνομαι. || σφίγγομαι. 3 πιάνομαι, τσακώνο- τσακώνομαι· αρπάζομαι· собаки -ЛИСЬ τα σκυλιά πιά- πιάστηκαν. сцепка, -и θ. βλ. сцепление A,2 σημ.) κ. сцеп B σημ.). сцепление, -Я ουδ. 1 αγκίστρωση, γαντζωμα. 2 ο γάντζος. 3 ένωση, σύνδεση· - молекул η μορ ιακή έλξη ή συνοχή. « сцеплять(ся) ρ.δ. βλ. сцепить(ся). сцепной επ. αγκιστρωτός, γαντζωτός. сцепщик, -а α. εργάτης συνδετής βαγονιών. ♦Сцйлла, -ы θ. Σκύλα: быть (находиться) ме- между -ой И Харибдой είμαι (βρίσκομαι) ανά- ανάμεσα στη Σκύλα και στη Χάρυβδη. счал, ~а α. σκάφη συνδεμένα μεταξύ τους. счаливание, -я ουδ. βλ, чалка (ι σημ.). счаливать( ся) ρ. δ. βλ. чалить( ся). счалить(ся) р.σ. βλ. чалить(ся). счалка, -и θ. βλ. чалка. счастливец, -вца а., -вица, ~ы θ. ευτυ- τυχής· καλότυχος, καλόμοιρος, ριζικάρης. счастливить , -влго, -вишь р.δ.μ. (απλ.)· κάνω ευτυχή· δίνω ευτυχία. II -СЯ είμαι ευ- ευτυχής, με ευνοεί η τύχη. счастливчик, ~а α. βλ. счастливец. счастливый επ., βρ: счастлив, -а, -о. 1 ευτυχής, ευτυχισμένος· Желаю вам ~ую ЖИЗНЬ σας εύχομαι ευτυχισμένη ζωή· желаю вам новый ГОД σας εύχομαι ευτυχισμένο τον και- καινούριο χρόνο. II ουσ. ο ευτυχής. 2 επ. κ.ουσ. καλότυχος, καλόμοιρος. 3 αίσιος* ευνοϊκός· - ИСХОД αίσιο τέλος, αίσια έκβαση. II βκφρ. -ЛИБО (оставаться)! χαίρετε! να είστε πά- πάντα ευτυχείς! (ευχή κατά τον αποχαιρετισμό). Счастье, -Я ουδ. 1 ευτυχία, ευδαιμονία·
сче 552 счи καλοτυχιά· семейное - οικογενειακή ευτυχία· желаю вам - σας εύχομαι ευτυχία. 2 τύχη· слепое - τυφλή τύχη· дуракам - τους κουτούς ευνοεί η τύχη· ему ~ В игре είναι τυχερός στο παιγνίδι· На моё - για καλή μου τύχη· ~, что не случилось ευτυχώς! που 6ε συνέβηκε αυτό· жаловаться на своё - παραπονούμαι για την τύχη μου· военное ~ τυχερή έκβαση της μάχης· αίσια έκβαση της μάχης; II εκφρ. К -Ы0, на - , ПО -ыо (παρνθ. λ.) ευτυχώς, κατά κα- καλή τύχη· на - για το καλό, για ευτυχία· иметь - έχω την ευτυχία (τύπος αβρότητας). счеканивать р.δ. βλ. счеканить. II -ся κό- κόβομαι· σφυροκοπούμαι, επεξεργάζομαι με σφύ- σφύρο κόπη μα. счеканить ρ.σ.μ. επεξεργάζομαι με σφυρο- κόπημα. СчёрпаТЬ р.σ.μ. αφαιρώ, βγάζω, παίρνω· жир С бульона βγάζω το λίπος απο το βραστό (ζωμό)· - СЛИВКИ С МОЛОКО βγάζω την κρέμα α- απο το γάλα. счерпнуть р.σ. счерпать, СЧёрпываТЬ ρ. δ. βλ. счерпать. II ~СЯ α- αφαιρούμαι, βγαίνω·■αντλούμαι. счертить ρ.σ.μ. βλ. чертить. Счерчивать р. δ. μ. βλ. чертить. || ~СЯ σχε- σχεδιάζομαι· ιχνογραφούμαι. СЧёС, ~а α. 1 ξύσιμο. 2 χτένισμα. 3 τίλ- ση. 4 ξάνση. Счесать р.σ.μ. 1 ξύνω, ξέω (με τα νύχια). 2 χτενίζω. 3 βγάζω, μαδώ, τίλλω. 4 καθαρί- καθαρίζω, ξαίνω· ~ шерсть ξαίνω τα μαλλιά· - лён λαναρίζω. II -СЯ τίλλομαι, μαδιέμαι, ξαί- νομαι. счёска, -и θ. ξάνση. счесть, сочту, сочтёшь, παρλθ. χρ. счёл, СОЧЛа, -ЧЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СОЧТёН- ный, βρ: -тён, -тена, -тено; επιρ. μτχ. со- сочтя ρ.σ. 1 (παλ. κ. απλ.) λογαριάζω, μετρώ· - Деньги μετρώ χρήματα· - В уме λογαριάζω νοερώς * - ПО пальцам μετρώ με τα δάχτυλα. II μτφ. παίρνω (λαβαίνω) υπόψη. 2 αριθμώ. II εκφρ. Не - ή Не сочтёшь δε μετριώνται (εί- (είναι απειράριθμοι, αμέτρητοι). || -ся αριθ- αριθμούμαι, μετριέμαι, λογαριάζομαι. счёсывание, -я ουδ. βλ. счёс. счёсывать(ся) ρ,δ. βλ. счесать(ся). счёт, -а (-у), προθ. о счёте, на счету α. 1 μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα· - ДО деся- ти μέτρημα ως τα δέκα· Обучение -у И пись- письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής. II λογαριασμός· ЛИЧНЫЙ - ονομαστικός λογαρια- λογαριασμός· открыть ~ ανοίγω λογαριασμό· текущий - τρέχων λογαριασμός· Сбыться СО -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό. 2 έγγραφος λογα- λογαριασμός· - за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα. 3 υπολογισμός. 4 πλθ. -Ы μτφ. διαφο- διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные ~Ы προσωπικές διαφορές. 5 αποτέλεσμα, σκορ· выиграть со -ОМ 3~1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3-1· II εκφρ. -ом α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό· дома -ом было четыре σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό· без -у αναρίθμητος, α- αμέτρητος· Β конечном (ή в последнем) ~е τε- τελικά, σε τελευταία ανάλυση· Β - чего (λογστ.) απο το λογαριασμό του· за - чего σε βάρος του· На чей - ως προς κάποιον, για λογα- γαριασμό κάποιου, σχετικά με τον на чей ή какой - к. за чей ή какой - σε βάρος· на ЭТОТ - λόγω αυτού, απ' αφορμή αυτό· ПО -у первый, второй κλπ. πρώτος, δεύτερος κατ' αριθμητική σειρά· знать - деньгам να τα λο- λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις ά- άσκοπα)· покончить ~Ы с кем-чем ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον- κάτι· не (ИДТИ) В ~ δεν παίρνω υπόψη- (быть) На -у α) εί- είμαι στα υπ' όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί- νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι· иметь на -у έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμέ- (γραμμένους)· принять на СВОЙ - παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου· сбросить (скинуть, снять) со ~а ή СО -ОВ ξεγράφω (σβήνω) απο το λογα- ρ ιασμό. счетверить р.σ.μ. συνδέω', ενώνω ανά τέσ- τέσσερις. счётный επ. λογιστικός· -ая машина λογι- λογιστική μηχανή. Счетовод, -а α. λογιστής. счетоводство, ~а ουδ. λογιστική. счетоводческий επ. λογιστικός. СЧЕТЧИК, ~а α., -ца, -Ы θ. λογιστής, λο- γαριστής. II μετρητής, γνώμων (συσκευή)· электрический το ρολόγι του ηλεκτρικού ρεύ- ρεύματος· газовый - το ρολόγι του φωταερίου. СЧёТЫ, -ΟΒ πλθ. то αριθμητήριο. счисление, ~Я ουδ. 1 (παλ.) λογαριασμός· 2 (μαθ.) η αρίθμηση. СЧИСЛИТЬ р.σ.μ. (παλ.) λογαριάζω· υπολο- υπολογίζω. СЧИСЛЯТЬ ρ. δ. βλ. СЧИСЛИТЬ. II -СЯ λογα- λογαριάζομαι· υπολογίζομαι. СЧИСТИТЬ р.σ.μ. καθαρίζω, αφαιρώ, βγάζω·- снег С Пути εκχιονίζω το δρόμο· - грязь βγάζω τις λάσπες· - колуру с апельсина ξε- ξεφλουδίζω το πορτοκάλι. II -СЯ καθαρίζομαι, αφαιρούμαι, βγαίνω. СЧИСТКа, -И θ. καθάρισμα, κάθαρση. Считанный επ. απο μτχ. μετρημένος, ολιγά- ολιγάριθμος· осталось ~ые минуты до отхода έμει- έμειναν λίγα λεπτά ως την αναχώρηση, СЧИТаНЬе, ~Я ουδ. 1 αρίθμηση. 2 μέτρημα.
ста 553 съе Считать1 ρ. δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СЧЙ- Т2НШЙ, βρ: -тан, -а, -О. 1 αριθμώ· μετρώ·- ДО десяти μετρώ ως τα δέκα. 2 μ. λογαριά- λογαριάζω· - Деньги μετρώ τα χρήματα· - овец μετρώ τα πρόβατα· - на счётах λογαριάζω στο α- ριθμητήριο· - температуру μετρώ τη θερμο- θερμοκρασία· ~ В километрах μετρώ σε χιλιόμε- χιλιόμετρα. Ν μτφ. (ανα)θυμούμαι, αναλογίζομαι· ОбЙДЫ αναλογίζομαι τις προσβολές* - ЗЛО θυ- θυμούμαι το κακό ή την κακία. 3 υπολογίζω. II θεωρώ, νομίζω, φρονώ· εκλαμβάνω· -, ЧТО ОН прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο· его -ли умершим τον είχαν για πεθαμένο· нас за ни- никого Не -ЮТ μας έχουν (θεωρούν) για τίπο- τίποτε· - СВОИМ ДОЛГОМ θεωρώ καθήκον μου. II εκφρ. - ДНИ, часы, минуты μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)· звёзды μετρώ τ' αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω. II -СЯ 1 μετρώ, λογαριάζω. II λογα- λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. II βρί- βρίσκω λογαριασμό· ~ нельзя να βρω λογαριασμό είναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων). 2 λαβαίνω (παίρνω) υπ' όψη. II υπολογίζομαι, υπολήπτομαι. 3 θεωρούμαι, λογίζομαι. 4 ανή- ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη· Я ЮСЬ ВО втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα. 5 μετριέμαι, αριθμούμαι· λογαριάζομαι. считать2 р.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμε- κείμενο· - гранку С рукописью συγκρίνω το δοκί- δοκίμιο με το χειρόγραφο. СЧИТКа, -И θ. 1 σύγκριση με ταυτόχρονη α- ανάγνωση· - гранки С рукописью παραβολή του δοκιμίου με το χειρόγραφο. 2 ανάγνωση θεα- θεατρικού έργου κατά ρόλους. считывать р.δ. βλ. считать*. || ~ся διαβά- διαβάζομαι με ταυτόχρονη σύγκριση. СЧЩалка, -И θ. (εκ)καθαριστική μηχανή. счищаться р.δ. βλ. счиститься. сшибать(ся) ρ.δ. βλ. сшибйть(ся). сшибить, ~бу, -бёшь, παρλθ. χρ. сшиб,-ла, -ЛО, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. СШИбленНЫЙ, βρ: -лен, -а, -О р.σ.μ. χτυπώ, ρίχνω κάτω χτυ- χτυπώντας ή σπρώχνοντας· - прохожего С НОГ ρί- ρίχνω κάτω το διαβάτη. II προσκρούω· χτυπώ. II εκφρ. - спесь (форс, гонор) βλ. έκφραση στο р. Сбить. II -СЯ 1 χτυπιέμαι· συγκρούομαι. 2 μπαίνω, ρίχνομαι στη μάχη, στον αγώνα· χτυ- χτυπιέμαι. || συναντιέμαι, τρακάρω. СШИбка, -И θ. 1 συνάντηση. 2 (παλ.) αψι- αψιμαχία. || συζήτηση, έριδα, φιλονικία, δια- διαμάχη. СШИВ, -а α. 1 συρραφή. 2 σύνδεση, συνένω- συνένωση. сшивальный επ. ραπτικός, για συρραφή· -ЭЯ машина ραπτική μηχανή. ι, -а α., -ца, -ы θ. ράφτης, -ρα. II συναρμολογητής, συνδέτης. Сшивание, -Я ουδ. 1 συρραφή. 2 σύνδεση, συ- συνένωση. сшивать ρ.δ. βλ. сшить. II ~ся 1 συρρά- πτομαι. 2 ενώνομαι· συνδέομαι, συναρμολο- συναρμολογούμαι. СШИВКа, -И θ. 1 βλ. СШИВ. 2 η ραφή, συρ- συρραφή. СШИВНОЙ επ. ραφτός, με ραφή· - рукав μα- μανίκι με ραφή. сшинковать р.σ. βλ. шинковать. сшить, сошью, сошьёшь, προστκ. сшей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. СШИТЫЙ, βρ: СШИТ, -а, -О р. σ.μ. 1 συρράπτω· - куски материи συρράπτω κομμάτια υφάσματος. II ράπτω, ράβω· - пальто ράβω πανωφόρι· - сапоги ράβω μπότες. 2 συ- συνενώνω· συνδέω· - листы железа клёпкой συν- συνδέω συδερένια φύλλα με πριτσίνια. II συναρ- συναρμολογώ, συνταιριάζω, φτιάχνω. сшутить, -чу, -тишь ρ.σ;μ. шутку -(απλ.) λέγω αστεία, αστεΐζομαι· χαριεντίζομαι. СЪ... πρόθεμα αντί του С... Γράφεται έτσι όταν βρίσκεται μπροστά απο τα γράμματα е, Я π.χ. съезд, съязвить, βλ. σε συνέχεια παρα- παρακάτω μερικά τέτοια λήμματα. съедание, -Я ουδ. φάγωμα, βρώση, σίτηση· ~ ПЙЩИ λήψη (φάγωμα) της τροφής. съедать ρ.δ. βλ. съесть. II -СЯ τρώγομαι. съедение, -Я ουδ. η Ιϊορά (των σαρκοφά- σαρκοφάγων)· На - ВОЛКОВ για βορά των λύκων. съедобный επ., βρ: -бен, -бна, -бНО φαγώ- φαγώσιμος, βρώσιμος· -ые грибы φαγώσιμα μανι- μανιτάρια. II βλ. съестной. съёживать(ся) ρ.δ. βλ. съёжить(ся). съёжить, ~жу, -ЖИШЬ р.σ. 1 συστέλλω, συ- συμπτύσσω, μαζεύω (σαν τον σκαντζόχοιρο)· κου- λουριάζω. 2 (για άνθρωπο, το πρόσωπο του)· καμπουριάζω· ζαρώνω, ρυτιδώνω. II -СЯ συστέλ- συστέλλομαι, μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. съезд, ~а α. 1 άφιξη, ερχομός, προσέλευ- προσέλευση· - гостей η προσέλευση των φιλοξενούμε- φιλοξενούμενων. II (παλ.) συνάθροιση, συνάντηση. 2 συ- συνέδριο· - профсоюзов συνέδριο των συνδικά- συνδικάτων - Партии συνέδριο του κόμματος. 3 βλ. съежание. 4 Ή κάθοδος, το μέρος της καθόδου. съездить, съезжу, съездишь р.σ. 1 πηγαίνω (με επιστροφή και με μετεφορ. μέσο)· - за город πηγαίνω στην εξοχή (εκδρομή)· - Κ родным πηγαίνω στους συγγενείς. 2 μ. (απλ.) χτυπώ, καταφέρω χτύπημα, δίνω μπουνιά. съездовский επ. συνεδριακός, του συνεδρί- συνεδρίου· - доклад η εισήγηση του συνεδρίου· ~ая резолюция η απόφαση του συνεδρίου. Съезжание, -Я ουδ. κατέβασμα, κατάβαση, η κάθοδος. 2 αναχώρηση. 3 μετακίνηση, μετατό- μετατόπιση, μετάθεση.
сье 554 сып съезжать(ся) ρ.δ. βλ. съехать(ся). Съезжая, ей θ. αστυνομικό τμήμα μεταγωγών. ОЪёМ, ~а α. βλ. Съёмка A, 2, 3 σημ.). СЬёМКа, -И θ. 1 πάρσιμο, λήψη. 2 αφαίρε- αφαίρεση, βγάλσιμο· ~ сметаны βγάλσιμο της κρέμας (απο το γάλα)· - шкуры αφαίρε<?η του δέρμα- δέρματος, γδάρσιμο. 3 μάζωμα, συγκέντρωση·- уро- урожая το μάζωμα της σοδειάς· - Йблок το μά- μάζωμα των μήλων. 4 ενοικίαση, νοίκιασμα· комнаты ενοικίαση δωματίου. 5 φωτογράφιση, βγάλσιμο, τράβηγμα φωτογραφίας· - фильма το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας. 6 αποτύ- αποτύπωση εδάφους. съёмник, -а α. συσκευή εξαγωγής. съёмный επ. 1 αποσπώμενος, ευαπόσπαστος· πρόσθετος· αφαιρούμενος. 2 ώριμος για μά- μάζεμα* -ые ПЛОДЫ ώριμοι καρποί για μάζεμα. съёмочный επ. του γυρίσματος· του τρα- τραβήγματος· -Ые работы εργασίες γυρίσματος κι- κινηματογραφικής ταινίας· - аппарат μηχανή κινηματογράφησης. 2 της εδαφικής αποτύπωσης. съёмщик, ~а α., -ца, ~ы θ. 1 ενοικιαστής, νοικάτορας. 2 συλλέκτης· - ПЛОДОВ συλλέκτης καρπών. II αυτός που βγάζει, αφαιρεί· - шкур εκδορέας, γδάρτης. съестной επ. φαγώσιμος· -ые Припасы φαγώ- φαγώσιμες προμήθειες. II ουσ. ουδ. -Ое φαγώσιμο. съесть, съем, съешь, съест, съедим, съе- съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ, παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -о ρ.σ.μ. 1 τρώγω· - суп τρώγω σούπα· - Яблоко τρώγω μήλο. II μτφ. καταναλώνω, ξοδεύω· σπα- σπαταλώ. II μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξε- ξεκάνω. 2 κατατρώγω· сукно съедено МОЛЬЮ την τσόχα την έφαγε ο σκώρος. II κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα). 2 βλ. есть1 B σημ.). 3 μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ· тёща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια. II βα- βασανίζω, τυραννώ· зависть -ла её την έφαγε η ζήλεια· тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε. 3 υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.). 4 (απλ.) φθείρω τρίβοντας. II εκφρ. - ПИЛЮЛЮ υπομένω αγόγγυστα προσβολή. съехать, съеду, съедешь р.σ. 1 κατεβαίνω, κατέρχομαι (απο μεταφορ. μέσο). 2 στρίβω, στρέφω (επι μεταφορ. μέσου). 3 (παλ.) φεύ- φεύγω (απο κάπου). 4 μετακινούμαι, ξεφεύγω απο τη θέση μου, μετατοπίζομαι· γλιστρώ· шапка -ла на затылок η σκούφια ξέφυγε στον αυχένα· 5 αλλάζω, περνώ (για συνομιλία). 6 (απλ.) υποχωρώ στην τιμή· κατεβαίνω· - СО ста ру- рублей на восемьдесять κατεβαίνω απο τα εκα- εκατό ρούβλια στα ογδόντα. II εκφρ. - на берег κατευθύνομαι απο το καράβι στην ακτή. II -СЯ 1 συναντιέμαι. 2 φτάνω, έρχομαι, συγκεντρώ- συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι (γιαπολλούς). Съехидничать р.σ. λέγω φαρμακερά (δηκτικά) λόγια. съябедничать р.σ. βλ. ябедничать. съязвить ρ.σ. βλ. язвить (з σημ.). Сыворотка, -И θ. 1 το τυρόγαλα, ο ορός. 2 (ιατρ., βιολ.) ο ορός. СЫВОРОТОЧНЫЙ επ. 1 του τυρόγαλου, του ο- ορού. 2 (ιατρ. κ. βιολ.) του ορού· με ορό· -ое лечение θεραπεία με ορό· -ая болезнь η ασθένεια του ορού. СЫГраННОСТЬ, -И θ. το παίξιμο. Сыгранный επ. απο μτχ. καλά προπονημένος, εξασκημένος· - оркестр καλή ορχήστρα· -ЭЯ футбольная команда καλή ποδοσφαιρική ομάδα. сыграть р.σ. βλ. играть. II εκφρ. - шутку ή штуку πειράζω κάποιον με αστεία* δουλεύω, κουρτίζω· σκαρώνω δουλιά· - В ЯЩИК (απλ.) τα τινάζω (τα πέταλα, τα κακαρώνω πεθαίνω)· игра ή роль чья сыграна η μπογιά του πέ- πέρασε (η ισχύς, το κύρος του κ.τ.τ.). II -СЯ παίζω καλά. СЫГровка, -И θ. πρόβα ορχήστρας, сыгриваться р.δ. βλ. сыграться. СЫЗВека (СЫЗВёку) επίρ. 1 (παλ.) απο αιώ- αιώνες, προ αιώνων, απο παλαιά. 2 απο αμνημο- αμνημονεύτους χρόνους. Сыздавна επίρ. απο πολύ παλαιά. сыздетства επίρ. απο τα παιδικά χρόνια. СЫЗМала (СЫЗМалу) επίρ. (α^λ.) απο τα μι- μικρά μικρά χρόνια, απο μικρά παιδιά. сызмальства επίρ. (απλ.) βλ. сызмала. СЫЗНОВа επίρ. εκ νέου, ξανά, πάλι. сымпровизировать р.σ. βλ. импровизировать СЫН, -а, κλητ. (παλ.) сыне, πλθ. СЫНОВЬЯ, -вей, -вьям κ. (γραπ. λόγος) сыны, ~ОВ α. 1 γιος, υιός, παιδί· единственный - μοναχο- μοναχογιός· «ακριβογιός. 2 πλθ. οι κοντινοί απόγο- απόγονοι, η νέα γενιά, τα παιδιά μας, 3 ιθαγε- ιθαγενής, εκπρόσωπος εθνικός· СЫНОВЬЯ (сыны) Эл- лаДЫ ή Греции παιδιά (γιοι) της Ελλάδας· - отечества παιδί (γιος) της πατρίδας. СЫНИШКа, -И α. 1 μικρός γιος. 2 (παλ.) πα- παλιόπαιδο. сынов, ~а, -ο (απλ.) του γιου· -а жена η σύζυγος του γιου, η νύφη. СЫНОВЫЙ επ. βλ. СЫНОВ; - ДОЛГ το καθήκο του γιου. СЫНОК, -нка α. μικρός γιος, γιόκας. СЫНОчек, -чка α. ο γιούλης. сыпануть р.σ, (απλ.). 1 ρίχνω κάτι κοκκώ- κοκκώδες· - зёрна ПТЙцам ρίχνω κόκκους δημητρια- δημητριακών στα πουλιά, II χτυπώ, ρίχνω. 2 (για πλή- πλήθος) βγαίνω, ξεχύνομαι* τρέχω προς. сыпать, -плю, -плешь, προστκ. сыпь р.σ. 1 (για κοκκία, τρίμματα, ψιχεία, λεπτά τεμά- τεμάχια)· ρίχνω· - СОЛЬ В суп ρίχνω αλάτι στη
сип 555 сыт σούπα· - пшеницу в мешок ρίχνω σιτάρι στο τσουβάλι· - Песок ρίχνω άμμο· - пулями ρί- ρίχνω βροχή τις σφαίρες· - вопросами (μτφ.) βομβαρδίζω με ερωτήσεις· - Цифрами βομβαρ- βομβαρδίζω με αριθμούς. 2 τινάζω, αφήνω να πέσει. II επιπάσσω, πασπαλίζω. II μτφ. μιλώ ακατά- ακατάπαυστα, κοπανίζω, ψάλλω. 3 προστκ. СЫПЬ ε- εμπρός, άρχισε. II ек<рр. - деньгами σπαταλώ τα χρήματα. || -СЯ 1 ρίχνομαι, χύνομαι, πέ- πέφτω κατά λεπτά τεμάχια· τρίβομαι· штукатура -плется ο σοβάς πέφτει· оскольки снарядов -ЛИСЬ вокруг меня, τα θραύσματα των βλημά- βλημάτων έπεφταν γύρω μου. 2 πετιέμαι, βγαίνω· искры ~лись из-под подков σπίθες πετιούνταν απο τα πέταλα. 3 πέφτω· снег -плется χιόνι πέφτει: снаряды -ЛИСЬ τα βλήματα έπεφταν βροχή· удары -ПЛЮТСЯ τα χτυπήματα πέφτουν βροχή. 4 (αντ)ηχώ, ακούομαι απο παντού. 5 (για ύφασμα) ξεφτίζω, πέφτω. сыпкий επ. сыпок, сыпка, сыпко βλ. сыпу- сыпучий. СЫПНОЙ επ: - тиф εξανθηματικός τύφος. СЫПНОТИФОЗНЫЙ επ. του εξανθηματικού τύ- τύφου. II ο ασθενής απο εξανθηματικό τύφο. сыпнуть ρ.σ. (απλ.) βλ. сыпануть. СЫПНЯК, -а α... ο εξανθηματικός τύφος. СЫПучеСТЬ, -И θ. κοκκόπτωση. сыпучий επ. βρ: ~пуч, -а, -е. 1 λεπτός, ψι- ψιλός· τριμμένος, κοκκιώδης· -ие вещества ου- ουσίες τριμμένες· -ие тела λεπτά στερεά σώ- σώματα. 2 που πέφτει κατά κόκκους. СЫПЬ, -И θ. 1 τα εξανθήματα. 2 τραχύτητα σώματος. СЫР, -а (-у), πλθ. сыры α. τυρί-κασέρι· το κεφαλοτύρι. II εκφρ. как - В масле кататься πλέω στα πλούτη, ζω αρχοντικά, περνώ ζωή και κότα. СырвТЬ р.δ. 1 υγραίνω, -ομαι, νοτίζω· СТе- НЫ -ЮТ οι τοίχοι υγραίνουν. 2 παχαίνω επι- βλαβώς. сырец, -рца α. μισοκατεργασμένος- ακατέρ- ακατέργαστος· кирпич— το πλιθάρι· шёлк— μετάξι ακατέργαστο. сырник, -а α. είδος λαγάνας με μυζήθρα. сырный επ. του τυριού. II εκφρ. -ая неделя (παλ.)· η εβδομάδα της Τυροφάγου. сыро επίρ. ως κατηγ. είναι υγρασία· είναι υγρός καιρός. сыровар, -а α. βλ. сыродел. сыроварение, -я ουδ. βλ. сыроделие. сыроваренный επ. βλ. сыроделательный. сыроварный επ. βλ. сыроделательный. сыроварня, -И, γεν. πλθ. -рен θ. τυροκο- τυροκομείο. сыродел, -а α. τυροκόμος. Сыроделательный επ. τυροκομικός. сыроделие, -Я ουδ. τυροκομία. сыродельный επ. βλ. сыроделательный. сыроежка, ~И θ. είδος μανιταριού. сырой επ., βρ: сыр, сыра, сыро. 1 υγρός, νότιος· νωπός· βρεγμένος, μουσκευμένος· -Ое бельё υγρά ρούχα· ~ые дрова βρεγμένα ή χλω- χλωρά καυσόξυλα· - воздух υγρός αέρας--ая по- года υγρός καιρός· - климат υγρό κλίμα. 2 ωμός, άψητος· άβραστος· φρέσκος· -Ое молоко άβραστο (φρέσκο) γάλα· ПИТЬ ~ую ВОДУ πίνω άβραστο νερό· - хлеб άψητο (γλοιώδες)ψωμί. II μτφ. ανεπεξέργαστος, χλιαρός. сырок! -рка (~рку) α. τυράκι. сырок? -рка α. είδος σολομού των ποταμών, λιμνών της Σιβηρίας. сыромятный επ. αδέψητος. II απο αδέψητο δέρμα. Сыромятчик, -а α. βυρσοδέψης. СЫРОМЯТЬ, -И θ. αδέψητο δέρ'μα. СЫРОСТЬ, -И θ. υγρασία, νότια. Сырца, -Ы θ. λίγη υγρασία. СЫрцОВЫЙ επ. μισοκατεργασμένος· ακατέργα- ακατέργαστος· - кирпич το πλιθάρι· - шёлк ακατέρ- ακατέργαστο μετάξι. сырь, -и θ. (απλ.) υγρασία. сырьё, -Я ουδ. 1 πρώτες ύλες· ИСТОЧНИКИ -ья πηγές πρώτων υλών - для промышленности πρώτες ύλες για τη βιομηχανία. 2 επίρ. -ьём (απλ.) νωπά· есть ОВОЩИ ~ьём τρώγω τα λά- λάχανα νωπά. сырьевой επ. των πρώτων υλών ~ые богат- богатства страны о πλούτος των πρώτων υλών της χώρας. СЫСК, -а α. αναζήτηση· ανεύρεση· ανακά- ανακάλυψη. сыскать, сыщу, сыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сысканный, βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. 1 αναζητώ· βρίσκω, ανευρίσκω· ανακαλύπτω. II -СЯ αναζητούμαι, ανευρίσκομαι· βρίσκομαι. сыскивать(ся) ρ.δ. βλ. сыскать(ся). СЫСКНОЙ επ. της αναζήτησης· της ανεύρε- ανεύρεσης· της ανακάλυψης· - приказ διαταγή ανεύ- ανεύρεσης. СЫТа, -Ы θ. (παλ. κ. διαλκ.) το νερόμελο. СЫТИТЬ, сычу, СЫТИШЬ р.δ.μ. (παλ.) γλυκαί- γλυκαίνω, κάνω τι γλυκό με μέλι. СЫТНО επίρ. χορταστικά, κορεστικώς. СЫТНОСТЬ, -И θ. χορταστικότητα. сытный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 χορτα- στικός· -ая пища χορταστική τροφή· - Обед χορταστικό γεύμα. 2 πλούσιος σε φαγητά,τρό- φαγητά,τρόφιμα· όλβιος· -ая жизнь ευδαιμονία, ολβιό- τητα. СЫТОСТЬ, -И θ. χόρτασμα. СЫТЫЙ επ., βρ: сыт, сыта, -сыто. 1 χορτά- χορτάτος, χορτασμένος· -ые ГОСТИ χορτάτοι φίλο-
сыч 556 таб ζενοϋμενοι. II ουσ. ο χορτάτος· ~ ГОЛОДНОГО не разумеет (παρμ.) ο χορτάτος τον νηστικό δε») τον πιστεύει,. 2 ευτραφής, καλό θρεμμένος· σιτευτός. 3 εύπορος, ευκατάστατος, πορεμέ- πορεμένος· πλούσιος. II βλ. сытный B σημ.). СЫЧ, -а α. είδος κουκουβάγιας. II εκφρ. ~0Μ ή как - глядеть κοιτάζω σκυθρωπά και αμίλητα· ~ΟΜ ή КЭК - СИДеть ή ЖИТЬ κλείνο- κλείνομαι στο καβούκι μου, απομονώνομαι. сычёный επ., βρ: ~чён, -чена, -чено (παλ. к. διαλκ.) μελένιος, υπόγλυκος απο μέλι. СЫчут, -а α. 1ο τέταρτος στόμαχος των μηρυκαστικών. 2 είδος -πατσά (φαγητού). СЫЧуЖКВа, -Ы θ. η πυτιά. сычужный επ: - фермент η πυτιά. СЫЩИК, ~а α. μυστικός αστυνομικός, λαγω- λαγωνικό, ντέντεκτιΡ. СЫЩИЦКИЙ επ. του μυστικού αστυνομικού. *СЭр, -а α. σερ (αγγλικός τίτλος). сюда επίρ. προς τα εδώ· εδώ· идти - έλα εδώ· смотри ~ κοίτα εδώ. *СЮЖеТ, -а α. η υπόθεση έργου· - трагедии Софокла „Антигона" η υπόθεση της τραγωδίας του Εοφοκλή „Αντιγόνη". сюжетность, -и θ. ύπαρξη υπόθεσης σε έργο. СЮЖвТНЫЙ επ., βρ: -тен, -тна, -тно της υ- υπόθεσης έργου· -ое развитие η εζέλιζη της υπόθεσης έργου. II με υπόθεση· - фильм κι- κινηματογραφική ταινία με υπόθεση. *СЮЗерён, -а α. επικυριάρχης-φεουδάρχης. χωροδεσπότης· ■ επιχωροδεσπότης. II επικυρί- αρχο κράτος (κυρίαρχο πάνω σε άλλο). сюзеренитет, ~а α. κυριαρχία, επικυριαρ- επικυριαρχία· επιδεσποτία. *СЮЙТа, ~Ы θ. η σουίτα. СЮИТНЫЙ επ. της σουίτας. *сюрпрйз, -а α. έκπληξη, σουρπρίζ. сюрпризный επ. εκπληκτικός, της έκπληξης. * сюрреализм, ~а α. υπερεαλισμός, σουρεαλι- σουρεαλισμός. сюрреалист, -а α. υπερεαλιστής, σουρεαλί- στας. сюрреалистический επ. υπέρεαλιστικός, σου- σουρεαλιστικός. *сюртюк, -а α. επενδύτης κοντός, σουρτούκο. сюртучный επ. του σουρτοϋκου· -ые пугови- ЦЫ τα κουμπιά του σουρτούκου. СЮЗЮКанье, -Я ουδ. η προφορά του παχύ пШ" σαν „С". сюсюкать, -аю, -аешь р.δ. προφέρω παχύΜΐπ" σαν το „с". 2 μτφ. φέρνομαι με λεπτότητα, τρυφηλότητα. || μιμούμαι μεγάλον (στη σκέ- σκέψη , γλώσσα к.τ.τ.). СЯЖКЙ, ~0Β κ. СЯЯКИ, ~οβ πλθ.(ενκ. СЯЖОК, -жка α.) οι κεραίες των εντόμων. СЯК επίρ: (и) так и -; то так, то ~; так- - βλ. так. сякнуть, -нет р.δ. (παλ.) εξαντλούμαι. сякой βλ. такой-сякой. сям επίρ: там и ~; тс там, то ~ βλ. там. Τ Та δεικτικ,ή αντων. θ. βλ. ТОТ. *табак, -а (-у), πλθ. табакй, -ов а. 1 о κσπνός (φυτό καθώς και επεξεργασμένα φύλλα για κάπνισμα)-посевы -а καπνο^υτείες· СИ- гарный - καπνός για τα τσιγάρα- куритель- курительный - ο καπνός φουμαρίσματος· нюхательный - ο ταμπάκος (σκόνη καπνού)· жевательный ~ καπνός μάσησης. II εκφρ. дело ~ (απλ.)· НИ за понюшку (нюх, понюх) табаку τελείως άδι- άδικα, μάταια, στα χαμένα. Табакерка, -И θ, σιγαροθήκη, ταμπακέρα. табакерочный επ. της ταμπακέρας. ТабаКОВОД, ~а α. καπνοκαλλιεργητής, κα- καπνοπαραγωγός . табаКОВОДСТВО, -а ουδ. καπνοκαλλιέργεια, καπνοπαραγωγή. Табаководческий επ. καπνοκαλλιεργητικός, καπνοπαραγωγικός. Табакур, ~а α. (απλ.) καπνιστής, δόρος. табанить ρ.δ. (ναυτ.) κωπηλατώ προςχκ πί- πίσω ή για στροφή. Табачник, -а α. (απλ.)· καπνιστής, φουμα- δόρος. Табачница, -Ы θ. 1 καπνίστρια. 2 (παλ.κ. διαλκ.) καπνοθήκη- καπνοσακκούλα. табачный επ. καπνικός, του καπνού· ~ые ПОЛЯ καπνοχώραφα· -ые ЛИСТЬЯ καπνόφυλλα· ~ магазин καπνοπωλείο· -ая фабрика εργοστά- εργοστάσιο (φάμπρικα) σ ι γαρέτων -ая промышленность καπνοβιομηχανία· -цвет λαδί·" χρώμα. "табель, -я α. κ. (παλ.) табель, -и θ. 1 πίνακας· κατάσταση· κατάλογος. Η ο σχολικός έλεγχος του μαθητή. 2 πίνακας ελέγχου προ- προσέλευσης εργατών στη δουλειά). II εκφρ. - -календарь ημερολόγιο-ημεροδείκτης μηνιαίος.
таб 557 хай Табельный επ. του πίνακα, του κατάλογου· ~Οβ имущество η κατά τον κατάλογο περιου- περιουσία· ~ая доска πίνακας (επικόλλησης, ανάρ- ανάρτησης). табельщик, -а α., -ца, ~Ы θ. ελεγκτής ει- εισόδου και εξόδου των εργατών (εργοστασιακού τμήματος ή επιχείρησης). таблетирОВОЧНЫЙ ειΐ. της κατασκευής δισκίων (χαπιών)· ~ая машина μηχανή δισκιοποίησης. хаблёхка, -И θ. δισκίο, χάπι. таблеточный επ. του δισκίου, του χαπιού. таблица, -ы θ. πίνακας· - роста промыш- промышленности πίνακας ανάπτυξης βιομηχανίας· умножения πίνακας αριθμητικής προπαίδειας· ~ спряжения глаголов πίνακας κλίσης των ρημά- ρημάτων· математические ~Ы μαθηματικοί πίνακες. Табличка, -И θ. μικρός πίνακας, κατάλογος. II πινακίδα. Табличный επ. του πίνακα, του κατάλογου· -ые сведения στοιχεία απο τον πίνακα. *табло ουδ. άκλ. πίνακας, ταμπλό· сигналь- сигнальное световое - σηματοδοτικός φωτεινός πίνα- πίνακας. *ТабЛЬДОТ, ~а α. κοινό τραπέζι φαγητού σε εστιατόριο, εστία· συσσίτιο. ♦табор, -а α. κατασκήνωση τσιγγάνων. 2 στρατοπέδευση· επιστάθμευση· κατάλυση. Таборный επ. της κατασκήνωσης· της στρα- στρατοπέδευσης κλπ. ουσ. -ые шалаши τα τσαντή- ρια των τσιγγάνων οι σκηνές του καταυλισμού. ♦табу ου6. άκλ. το ταμπού. *ТабулЯТор, -а α. είδος λογιστικής μηχανής. Табун, -а α. κοπάδι· αγέλη αλόγων, ελα- ελαφιών, καμήλων και άλλων ζώων. табуниться, -нйтся ρ.δ. κοπαδιάζω. II συ- συνωστίζομαι, συνωθούμαι, στριμώχνομαι. Табунный επ. του κοπαδιού, της αγέλης·-ые лошади κοπαδιάρικα άλογα. ТабуНЩИК, -а α. ιπποφορβός, βαλμάς. ТабуНЩИЦКИЙ επ. του ιπποφορβού, του βαλμά. ♦табурет, -а α. σκαμνί, ταμπουρέ(το), σκα- σκαμπό. табуретка, ~и θ. βλ. табурет. табурвТНЫЙ επ. του σκαμνιού κλπ.'ουσ, ♦таверна, -Ы, γεν. πλθ. таверн θ. ταβέρνα. ТавлиНКа, -И θ. ταμπακέρα ξύλινη. Таволга, -и θ. η σπειρέα, θάμνος ροδο- ειδής. хаволжанка, ~и θ. βλ. таволга. Таволжаный επ. της σπειρέας. таволожка, -и θ. таволга. ТаВОТ, ~а α. είδος μηχανέλαιου. Тавотница, -Ы θ. λιπαντήρας. ТавОТНЫЙ επ. του μηχανέλαιου. ТаврёННЙ επ. στιγματισμένος (με κάψιμο). таврить, -рю, -рйшь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. таврённый, βρ: -врён, -рена, -рено р.σ.μ. στιγματίζω, καυτηριάζω. II -СЯ στιγματίζο- στιγματίζομαι, καυτηριάζομαι, тавро, ~а, πλθ. тавра, тавр, -ам ουδ. г στίγμα (απο καυτηριασμό). 2 ο στιγέας (όργα- (όργανο καυτηρίασης). тавровый επ. στιγματικός, του στιγματισμού. тавтологический επ. ταυτολογικός. ♦таВТОЛОГИЯ, ~И θ. ταυτολογία, ♦таган, -а α. πυροστιά, πυροστάτης. II (διαλκ.)· τρίποδας μεταλλικός (απ' όπου κρέμεται ο τέντζερης). таганный επ. της πυροστιάς, του πυροστάτη. таджик, -а α., -жичка, -и θ. Τατζίκος,-α. таджикский επ. τατζίκικος. ХаёЖНИК, -а α. -ца, -Ы θ. ο κάτοικος της ταϊγκάς. таёЖНЫЙ επ. της ταϊγκάς. таз, -а, προθτ. о тазе, в тазу, πλθ. та- тазы, а. 1 λεκάνη (αγγείο). 2 η λεκάνη του σώματος ανθρώπου και ζώων. тазик, ~а α. λεκανίτσα (μικρό αγγείο). Тазобедренный επ. ισχιακός, λαγόνιος. тазовый επ. 1 της λεκάνης (αγγείου).2 της λεκάνης (οστό). Таинственно επίρ. μυστικά, κρυφά κλπ. επ. Таинственность, -И θ. 1 μυστικότητα· μυ- μυστικισμός. 2 μυστήριο (κάτι ανεξήγητο). таинственный επ., βρ:_ -вен, -венна, -вен- но. 1 μυστικός, κρυφός, απόκρυφος· ОН прие- приехал С -ИМИ целями αυτός ήρθε με κρυφό σκο- σκοπό. 2 μυστηριώδης, μυστήριος, αινιγματώδης, γριφώδης· - посетитель μυστηριώδης επισκέ- επισκέπτης· - ВИД μυστηριώδης όψη. таинство, -а ουδ. 1 (γραπ. λόγος) βλ. тай- тайна. 2 (θρησκ.) το μυστήριο· - крещения το Μυστήριο της βάφτισης· - ЙСПОВеДИ το μυστή- μυστήριο της εξομολόγησης· - причащения το μυ- μυστήριο της ευχαριστίας· элевзйнские ~а τα ελευσίνια μυστήρια. таить, таю, таишь р.δ.μ. 1 κρύβω, απο- αποκρύπτω· κρατώ μυστικό· от матери -ли смерть брата κρατούσαν μυστικό απο τη μάνα το θά- θάνατο του αδερφού· - злобу κρύβω την κακία·- МЫСЛЬ κρύβω τη σκέψη· ЖИЗНЬ -ЙТ МНОГО Не- ОЖЙдаННОСТеЙ η ζωή κρύβει πολλά απρόοπτα, II -СЯ 1 κρύβομαι, κρύβω τους σκοπούς μου. 2 (απο)κρύπτομαι. тайга, -Й θ. η ταϊγκά. ТаЙКОМ επίρ. κρυφά, μυστικά· κλεφτάτα, λα- λαθραία, λάθρα, ♦тайм, -а α. (αθλτ.) το ημίχρονο. Таймень, -Я α. είδος σολομού των ποταμών της Σιβηρίας. тайна, -Ы θ. 1 μυστικό, απόρρητο, κρυφό- военная - στρατιωτικό μυστικό· хранить -у
тай 558 так κρατώ το μυστικό· выдать -у προδίνω το μυ- μυστικό· раскрыть чужую ~У αποκαλύπτω ξένο μυστικό· государственная - κρατικό μυστικό· знать ЧЬЮ -у ξέρω το μυστικό κάποιου·-ус- κάποιου·-успеха το μυστικό της επιτυχίας· -Ы природы τα μυστικά της φύσης· не - δεν είναι μυ- μυστικό (είναι γνωστό). таЙНЙК, -а α. 1 κρύπτη, κρυψώνας. II κρυ- σφύγετο, καταφύγιο. 2 μτφ. τα ενδόμυχα, τα μύχια· В -ах сердца στα μύχια της καρδιάς (στα φυλλοκάρδια)., тайНИКОВЫЙ επ. της κρύπτης, του κρυψώνα. тайно επίρ. βλ. тайком. тайнобрачие, -Я ουδ. 1 κρυπτογαμία (για φυ- φυτά). 2 (παλ.) κρυφή, παράνομη στέψη(απο πα- παπά δωροδοκούμενο). тайнобрачные, ~кх πλθ. ουα. τα κρυπτόγαμα φυτά. ТаЙНОПИСНЫЙ επ. κρυπτογραφικός. таЙНОПИСЬ, -И θ. κρυπτογραφία. тайность, -и θ. βλ. тайна. тайный επ.1 μυστικός· ~ое общество μυστι- μυστική εταιρεία ή μυστικός σύνδεσμος· -ое СВИ- Дание μυστική συνάντηση· -ая ПОЛИЦИЯ μυ- μυστική αστυνομία. 2 κρυφός, κρύφιος· ~ враг κρυφός εχθρός· -ая мысль κρυφή σκέψη· -ая радость κρυφή χαρά. II εκφρ. -ое голосование μυστική ψηφοφορία· ~ые Выборы εκλογές με μυ- μυστική ψηφοφορία· ~ действительный советник ο μυστικοσύμβουλος· ~ые языки τα διάφορα αργκό. *Тайфун, ~а α. ο τυφώνας. ТНК 1 επίρ. έτσι, κατ' αυτόν τον τρόπο· - надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις· Не Говори έτσι να μη μιλάς· именно - έτσι ακριβώς· вот - надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι. 2 επίρ. τόσο· - Я много ходил, ЧТО устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα. )) επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση· Я Тебя не хочу слушать. - - уходи δε θέλω να σε ακούω. - Τότε,φεϋγα. 3 επίρ. χωρίς συνέπει- συνέπειες, ατιμώρητα· ~ это не пройдёт έτσι αυτό δε θα περάσει. 4 επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό· Я сказал просто - εγώ έτσι απλώς το είπα. 5 χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπα6ει- προσπα6ειών κλπ. болезнь - не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει. 6 μό- μόριο· α τίποτε· что С тобой? τι έχεις; α τίποτε. 7 μόριο άτονο· συνεπώς, δηλαδή· едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε; - согласен? δηλαδή συμφωνείς; 8 (μόριο βεβαιωτικό)· ναι, μάλιστα, πραγματικά· - ЭТО ОК ναι αυ- αυτός είναι. 9 (μόριο άτονο επιτακτικό·) έτσι (με επίταση της φωνής)· а Я - думаю όμως ε- εγώ έτσι νομίζω. 10 μόριο· παραδείγματος χά- χάρη, λόγου χάρη. 11 όμως, αλλά· ОТёц Тебе ГОВО- ГОВОРИЛ, - слушать ты не хотел о πατέρας σου έ- έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις. II εκφρ. за - έτσι, απλήρωτα, δωρεάν (И) - И -; (и) ~ и сяк; (и) - и этак; то -, то сяк α) κι έτσι κι έτσι· κι έτσι κι αλλιώς· πα- παντοιοτρόπως, β) πότε έτσι, πότε αλλιώς· πό- πότε καλά, πότε άσχημα* (И) ~ И СЯК; —СЯК а) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε κα- καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία·Не - чтобы όχι και τόσο· тяжело ОН болен? - да Не - чтобы тяжело είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά· ~ его (её, ИХ κλπ.) κα- καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)· - ТОЧНО μά- μάλιστα (στρατ. απάντηση)· - И - κι έτσι· я и знал κι έτσι (το) ήξερα- снег - и ва- валил κι έτσι χιόνιζε πολύ· Я - И думал έτσι κι εγώ σκεφτόμουν - И она Не узнала κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)· - И есть έτσι και είναι· - И знай έτσι και να ξέ- ξέρεις· ~ и - (мол) έτσι κι έτσι (λένε)· на - α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ' ένα, β) ίση αναλογία* взять муку и сахар- на ~ παίρ- νω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη· - Нет δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι· - себе α) μέ- μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι·—ТО (ВОТ) να πως· —ΤΟ -, НО (а, да)... αλήθεια,πραγ- αλήθεια,πραγματικά, σωστά· Так только απλώς μόνο και μό- μόνο· - точно έτσι ακριβώς. Таканье, ~Я ουδ. επανάλειψ^η του ήχου,τακ." Такать р.δ. (απλ.) προφέρω ή παράγω ήχο τακ. *такелаж, -а α. 1 (ναυτ.) τα ξάρτια,τα άρ- άρμενα· αρματωσιά, εξαρτία. 2 το σύνολο των εξαρτημάτων, ο εξοπλισμός. также επίρ. επίσης, ομοίως, το ίδιο, ω- ωσαύτως. ТаКЕ κ. -Таки μόριο με τόνο ή χωρίς τόνο. 1 επιτακτικό· μάλιστα· ОН сумел -и сделать αυτός μάλιστα μπόρεσε να το φτιάσει. 2 σε συνδυασμό με τους συνδέσμους: а, И, НО παρόλ' αυτά, μολαταύτα, μολοντούτο, ωστόσο. таковой αντων., βρ: таков, -а, -ό. 1 τέ- τέτοιος. 2 (παλ.) βλ. такой B σημ.). II εκφρ. как - (γραπ. λόγος) αυτός καθ' εαυτόν (ά- (άσχετα προς κάθε τι άλλο)· (И) был таков ή- ήταν μια φορά (τώρα εξαφανίστηκε). таковский επ. (απλ.) βλ. такой. Такой αντων. 1 τέτοιος· - работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται* -, ка- какой есть τέτοιος, που είναι* я не - чело- человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που ν' αλλάζω τη γνώμη μου· до такой степени σε τέτοιο βαθμό· нет -Ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας· точно ~ же τέτοιος α- ακριβώς, απαράλλαχτος· -ие друзья редки τέ-
так 559 тал τοιοι φίλοι είναι σπάνιοι· в -ом же смысле στο ίδιο πνεύμα. 2 (σε συνδυασμό με τις α- αντωνυμίες КТО, ЧТО, какой σημαίνει ακρι- ακριβώς· КТО он - ποιος ακριβώς είν' αυτός. II σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то ση- σημαίνει: κάποιος, κάτι. 3 ουσ. такое ουδ. τέ- τέτοιο· мы к -Ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε. II εκφρ. ~ЙМ ОбраЗОН α) έτσι, κατ' αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι· В -ом случае κ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση· И всё -Ое (прочее) και ό- όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)· όλ' αυτά και τ' άλλα τέτοια· ЧТО -Ое τι είναι'ή τι θα πει· ЧТО -Ое КОСМОС? τι είναι το διάστημα; что -ое ракета? τι είναι ο πύραυλος; что же (Ж) -Ое κ. что же (Ж) -ОГО τι το ιδιαί- ιδιαίτερο (είναι εδώ). такОЙ-СЯКОЙ αντων. τέτοιος-πάντοιος. II εκφρ. такой-сякой (сухой) απλ. τέτοιος - πά- ντοιος. *Такса, -Ы θ. διατίμηση· τιμολόγηση. таксатор, ~а α. διατιμητής. таксационный επ. της διατίμησης, ♦таксация, -И θ. διατίμηση. II καθορισμός. II καθιέρωση. ♦такси ουδ. άκλ. το ταξί; маршрутное - τα- ζί δρομολογίου· грузовое - ταζί φορτηγό. таксировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ. διατι- διατιμώ, καθορίζω την τιμή. II -СЯ διατιμούμαι. таксировка, -и θ. βλ, таксация. таксировщик, -а α. (υπάλληλος) ρυθμιστής της κίνησης των ταζί. ТакСОВЫЙ επ. της διατίμησης· -ЭЯ КОМИС- КОМИССИЯ επιτροπή διατίμησης· -ая Цена τιμή κα- καθορισμένη. Таксометр, ~а α. ταξίμετρο. таксомотор, -а α. βλ. такси. Таксомоторный επ. του ή των ταξί· - гараж γκαράζ των ταξί· -ое движение η κίνηση των ταξί. так-сяк βλ. στη λ. так. *ΤΘΚΤ? ~а α. (μουσ.) ρυθμός, χρόνος· ИГ- рать В - παίζω με χρόνο. II το μέτρο (οι κά- κάθετες γραμμές). II εκφρ. Β - ρυθμικά"·. ВЫбИ- вать - χτυπώ ρυθμικά (τα πόδια)· отбивать - δείχνω το ρυθμό με χτύπους ή κίνηση των χε- ρ ιών. такт? -а α. το τακτ, ο καλός (λεπτός) τρό- τρόπος συμπεριφοράς· педагогический - το παι- παιδαγωγικό τακτ. ТаК-Таки μόριο. 1 βλ. всё-таки. 2 πραγμα- πραγματικά· αλήθεια· εντελώς. тактик, -а α. κάτοχος (γνώστης) της τα- τακτικής. ♦тактика, -И θ. η τακτική· - морского боя η τακτική της ναυμαχίας· - террора τακτική τρομοκρατίας· революционная - επαναστατική τακτική· изменить СВОЮ -у αλλάζω την τα- τακτική μου. ♦такТЙЛЬНЫЙ επ. (βιολ.) της αφής· -ое ОЩу- щёние η αίσθηση της αφής. тактический επ. τακτικός, της τακτικής -ая подготовка ВОЙСК τακτική εκπαίδευση ή προ- προετοιμασία των στρατευμάτων· ~ие преимущест- преимущества τακτικά πλεονεκτήματα. тактично επίρ. με τακτ. ТактЙЧНОСТЬ, -И θ. το τακτ, ο κατάλληλος τρόπος. тактичный επ. με τακτ, με καλό τρόπο· -ое замечание παρατήρηση με καλό τρόπο· - чело- человек άνθρωπος με τακτ. Тактовый επ. (μουσ.) με μέτρο, με ρυθμό, ένρυθμος. ♦такыр, -а α. έρημη ασιατική πεδιάδα. тал, -а α. βλ. тальник. *талан, -а α. (απλ. κ. διαλκ.) ευτυχία, κα- καλή τύχη. ♦талант, ~а α. 1 ταλέντο. II ικανότητα. 2 το τάλαντο (αρχαιοελληνικό νόμισμα). II εκφρ. зарыть (закопать) - (в землю) θάβω (κατα- (καταστρέφω το ταλέντο). талантливо επίρ. με ταλέντο. талантливость, -и θ. το ταλέντο, талантливый επ., βρ: -лив, -а, -О με τα- ταλέντο, ταλαντούχος· - прэт ποιητής με ταλέ- ταλέντο· - певец τραγουδιστής με ταλέντο. талдычить, -чу, -ЧИШЬ р.δ.μ. (απλ.) επα- ναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια. ♦талер} ~а α. παλαιό ασημένιο γερμανικό νό- νόμισμα. *Талвр' -а α. πλάκα τυπογραφική, ♦тали, -ей πλθ. γερανός ανυψωτικός σκάφους, ♦♦талисман, -а α. φυλαχτό, τάλισμαν. ♦талия? -и θ. η μέση, η οσφύς· тонкая - η λεπτή μέση (του σώματος). II μέρος του ενδύ- ενδύματος· платье с высокой -ей φόρεμα με ψηλά τη μέση. II εκφρ. без -ИИ χωρίς μέση, ευθύς (όχι μεσάτο)· В -Ю (για φόρεμα) μεσάτο. талиЯ^.ТаЛЬЯ, -и θ. (παλ.). 1 το κόψιμο των παιγνιόχαρτων στα δυό. 2 ο γύρος του χαρτοπαιγνίου. Таллий, -Я α. το θάλλιο (χημ. στοχείο). ♦талмуд, ~а α. το ταλμούδ (εβραϊκός θρη- θρησκευτικός κώδικας). ТаЛМУДИЗМ, -а α. ταλμουδισμός. , ТалмуДИСТ, -а α. 1 ταλμουδιστής. 2 μτφ. σχολαστικός. ТаЛМуДИСТСКИЙ επ. ταλμουδικός, του ταλ- μουδιστή ή του ταλμουδισμού. таловый επ. ιτέινος, της ιτιάς, απο ιτιά. ♦талон, -а α. 1 δελτίο, κουπόνι. 2 απόκομ- απόκομμα ομολογίας ή τίτλου. II εκφρ. ошкрепйтель-
&60 хан НЫЙ - έγγραφο διαγραφής απο μέλος κομματι- κομματικής ή κομσομόλικης οργάνωσης· прикрепйтель- НЫЙ - έγγραφο σύνδεσης με άλλη οργάνωση κομ- ματική ή κομσομόλικη. Т8ЛЛОННЫЙ επ. του δελτίου· του κουπονιού. Талый επ. λιωμένος· ~ снег λιωμένο χιόνι. II απο λιωμένο χιόνι· ~ая ВОДЕ νερό απο λιω- λιωμένο χιόνι. *Т8ЛЬберГ, -а α. το χαμηλότερο μέρος της κοιλάδας. II το φαράγγι. *ТалЬК, -а α. το ταλκ, ο τάλκης (ορυκτό). II σκόνη-ταλκ· присыпание -ом επίπαση με ταλκ. ' талька, -И θ. (παλ.) κουβάρι νήματος. ТаЛЫСОВЫЙ επ. του ταλκ. ТаЛЬМа, -Ы θ. (παλ.) γυναικείος επενδύτης χωρίς μανίκια. тальник, ~а α. 1 θάμνοι ιτιών. 2 βέργες ιτιάς. Тальниковый επ. ιτέινος. талья βλ. талия. Тальянка, -и θ. είδος φυσαρμόνικας. Там επίρ. 1 εκεί,, σε 'κείνο το μέρος· я - ДОЛГО ЖИЛ εκεί έζησα πολύν καιρό· КТО ~? ποιος είν' εκεί; - я провёл свою молодость εκεί πέρασα τα νεανικά μου χρόνια-— наверху εκεί επάνω· - внизу εκεί κάτω· ~ Же στο Ί- Ίδιο μέρος. 2 μετά, έπειτα, ύστερα· ~ ВИДНО будет μετά θα δούμε· ~ досмотрим, что де- делать μετά 6α δούμε τ ι θα κάνομε. 3 ετίιτακ. μόριο· τι λες (εκεί)· (περιφρ.) κάτι τιπο- τένιο, αμφίβολο, αόριστο. II εκφρ. - И тут; ~ И СЯМ; —СЯМ; тут И - εκεί κι εδώ· εδώ και κει· то тут, то -; то -, то тут; то -, ТО СЯМ ποτ' εδώ, ποτ' εκεί· πότ' εκεί, πότ' εδώ· что - κ. чего - τίποτε δεν είναι εκεί (μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι, μη συστέλλεσαι). *Тамада. ~Й θ. αρχιτρίκλινος, συμτϊοσίαρχος. ♦тамарЙКС, -а α. η μυρ'ικη (θάμνος, δέντρο). ТамарИСКОВЫЙ επ. μυρικικός, της μυρ'ικης. II ουσ. πλθ. ~ые τα μυρικοειδή. "Тамоур1, ~а α. αλεξίνεμο. II εξέδρα βαγο- νιού. II (αρχτ.)' τύμπανο. *тамбур? -а α. μάγγανο (για κέντισμα). *там<3ур, ~а α. (παλ.) τύμπανο, ταμπούρλο. *Тамбурин, -а α. ταμπουρίνο (είδος τύμπα- τύμπανου) , ^Тамбурмажор, -а α. υπαξιωματικός αρχιτυ- μπανιστής συντάγματος. Тамбурмадабрный επ. του αρχιτυμπανιστή. ΤβΜΰ7ΡΗΗ&1ε·κ. του αΚεζίνεμου, αλεζίνεμος. тамбурный επ. του μάγγανου (κεντίσματος). ■ '''Тамга, -И θ. 1 (παλ. κ. διαλκ.)· στίγμα, σημάδι. II σφραγίδα. II υπογραφή, τζίφρα. || τελωνειακός δασμός. таможенник, -а α. τελώνης, τελωνειακός υ- υπάλληλος. Таможенный επ. τελωνειακός, του τελωνεί- τελωνείου· ~ склад αποθήκη τελωνείου· - осмотр η τελωνειακή εξέταση (έρευνα)· ~ая пошлина о τελωνειακός δασμός. таможня, -и,γεν. πλθ. -жен θ. τελωνείο. тамООШИЙ, ЯЯ, -ее επ. ευρισκόμενος εκεί· -ие жители οι εκεί κάτοικοι· ~ая природа η εκεί φύση. *Тамплиер, -а α. (παλ.) ναΐτης, ιππότης ι- ιερού τάγματος. *Тампон, -а α. (ιατρ.) ταμπόν, πωματισμός. *тампонада, -ы θ. πωματισμός πληγής, тампонация, -и θ. βλ. тампонада, тампонировать, -рую, -руешь р.б.κ.σ. βάζω ταμπόν στην πληγή, επιδένω πληγή. там-сям βλ. στη λ. там. ♦тамтам, -а α. χαλκοτύμπανο. *Тамбур, -а α. ο ταμπουράς. *ТангеНС, ~а α. η εφαπτόμενη (γραμμή). *Тангенциальный επ. εφαπτόμενος. ♦танго ουδ. άκλ. το ταγκό (χορός). *ТанДйМ, -а α. μηχανές ή μέρη μηχανών σε διαδοχική τοποθέτηση. *Танв5, -НЦа α. χορός. II τραγούδια χορού, ♦танин, ~а α. η ταννίνη. ТанЙННЫЙ επ. της ταννίνης· ταννινιούχος· με ταννίνη (πραγματοποιούμενος). танЙНОВЫЙ επ. ταννινιούχος· με ταννίνη. ♦танк1, -а α. άρμα μάχης, το τανκ(ς). ♦танк2, -а α. βυτίο μεγάλο", ντεπόζιτο, ♦танкер, -а α. δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ. танкерный επ. του δεξαμενόπλοιου· - флот δεξαμενόπλοιος στόλος· -ое судно βλ. танкер. ♦танкетка1, -И θ. μικρό (ελαφρό) άρμα μάχης. танкетка2 -И θ. σόλα (σ' όλο το μήκος του υποδήματος). || πέδιλα γυναικεία. Танкист", ~а α. τανκίστας. танкист2 -а α. βυτιοκαθαριστής. ТанкЙСТСКИЙ επ, του τανκ'ιστα· - шлем το κράνος του τανκ'ιστα. танковый επ. του άρματος μάχης, του τανκ· - ПОЛК σύνταγμα αρμάτων μάχης· - бой αρμα- τομαχία· ~ые войска στρατεύματα αρμάτων μάχης. Танкодром, -а α. πεδίο ασκήσεων αρμάτων μάχης. танкостроение, -Я ουδ, κατασκευή αρμάτων μάχης. танкостроительный επ. της κατασκευής αρ- αρμάτων μάχης. Таннин κλπ. παράγωγα βλ. танин. Тантал, ~а α. ο Τάνταλος. II το ταντάλιο (μέταλλο). II εκφρ. муки -а το μαρτύριο του Τάνταλου. танталов, -а, -о επ. ταντάλειος· ~ы муки το ταντάλειο μαρτύριο.
тан танталовый επ. του ταντάλιου (μετάλλου). II τανταλιούχος. танцевальный επ. χορευτικός, του χορού* - зал αίθουσα χορού· -ая музыка μουσική χορού· -ая школа σχολή χορού"· ~ое искусство χο- ρευτική τέχνη· - вечер η χοροεσπερίδα. танцевание, ~Я ουδ. χορός (ενέργεια). танцевать, -цую, -цуешь, μτχ. ενστ. тан- танцующий ρ.δ. 1 χορεύω· ~ вальс, мазурку χο- χορεύω βαλς, μαζούρκα· Я не умею - δεν ξέρω χορό. 2 μτφ. βαδίζω χορευτά. II ταλαντεύομαι, τρεμουλιάζω· у старика руки -ЙТ τα χέρια του γέρου τρέμουν. II -СЯ χορεύω. II χορεύομαι. танзал, -а α. αίθουσα χορού. *ТаНЦКЛаСС, -а α. (παλ,). 1 σχολή χορού· το μάθημα χορού. 2 κέντρο χορευτικό. *ташщёйстер, -а α. (παλ.) χοροδιδάσκαλος. ТанЦОВаТЬ κλπ. παράγωγα βλ. Танцевать. танцовщик, -а α., -ца, -ы θ. (παλ.) 1 βλ. танцор. 2 χορευτής μπαλέτου. Танцор, -а α., -ка, -И θ. χορευτής, -τρία. танцплощатка, -и θ. πίστα χορού. танцулька, -И θ. (απλ.) χοροεσπερίδα· χο- χοροί. танцующий ουσ. απο μτχ. πλθ. -ие. 1 ο χο- χορευτής. 2 χορευτικός· ~ая походка χορευτι- χορευτικό βάδισμα. II ταλαντευόμενος, τρεμουλιαστός. *тапёр, ~аа., ~ша, -и θ. πιανίστας,-τρία, ακορντεανίστας (που παίζει με πληρωμή). * тапир, -а α. ο τάπιρος (ζώο θηλαστικό). ТаПКИ, ~ΠΟΚ πλθ. (ενκ. тапка, -И θ.) πα- παντόφλες· спортивные -и είδος αθλητικών πα- παπουτσιών (χωρίς τακούνια). тапочки, -чек πλθ. (ενκ. тапочка, -и θ.) βλ. тапки. Тара, -Ы θ. 1 το απόβαρο, η τάρα. 2 υλικό συσκευασίας. ТарабаНИТЬ р.δ. παράγω ήχο χτυπώντας, κρο- τώ· ДОЖДЬ -ит ПО крыше η βροχή κροτεί στη στέγη. Тарабарить ρ.δ. (απλ.) φλυαρώ, αερολογώ. тарабарский επ. 1 (παλ.) κρυπτογραφικός. 2 ακατάληπτος, ακατανόητος. II εκφρ. ~ая гра- грамота α) κρυπτογραφικό σύστημα στη РЫоча, β) το ακατάληπτο, το ακατανόητο. Тарабарщина, ~Ы θ. ακαταληψία,το ακατανό- ακατανόητο, αμπρακαντάβρα. Таракан, -а α. κατσαρίδα. тараканий, ~ЬЯ, -ье επ. της κατσαρίδας. II κατσαριδοειδής. таракашка, -и θ. βλ. таракан. Таран, -а α. 1 ο κριός (παλαιά πολιορκη- πολιορκητική μηχανή). 2 έμβολο πλοίου καθώς και κά- κάθε αιχμηρό όργανο διάτρησης. . 3 πλήγμα,χτύ- πλήγμα,χτύπημα. 4 (στρατ.) σφήνα. II εκφρ. гидравли- гидравлический - υδραυλική εγκατάσταση ανύψωσης 561 тар νερού. Таранение, -Я ουδ. χτύπημα με έμβολο ή με αιχμηρό όργανο. II χτύπημα· ρήγμα. Тараний, -ЬЯ, -ье επ. του κυπρίνου· -ья- икра χαβιάρι κυπρίνου. таранить р.δ.μ. χτυπώ με το έμβολο (για πλοίο). II χτυπώ με αιχμηρό όργανο. 2 δια- διατρυπώ χτυπώντας· διασχίζω. II (στρατ.) χτυπώ με τη μηχανή· таНКИ -ЛИ ОДИН другого τα τανκς αλληλοχτυπιόνταν. 3 (στρατ.) κάνω ρήγμα· δημιουργώ σφήνα. таранка, -и θ. βλ. тарань. ТараНННЙ επ. 1 του κριού (πολιορκητικής μηχανής). 2 (στρατ.) του ρήγματος· της σφή- σφήνας. II εκφρ. -ая КОСТЬ το οστό της φτέρνας. таранта, -Ы α. κ. θ. (απλ.) φλύαρος,-η, πο- πολυλογάς, -γού, γλωσσάς, -σού, αεροκοπανιστής. Тарантас, ~а α. ταραντάς, τετράτροχο μα- μακρύ αμάξι. Тарантасный επ. του ταραντά. *тарантелла, ~Ы θ. ταραντέλλα (χορός). тарантить, -нчу, -нтйшь р.δ. (απλ.) γλωσ- σοκοπώ, πολυλογώ, φλυαρώ, ""тарантул, ~а α. μεγάλη δηλητηριώδης, αρά- χνη. тарань, -и θ. είδος κυπρίνου. тарарам, -а (~у) α. ταραράμ, ταραχή, ανα- αναστάτωση· φασαρία. II γλέντι θορυβώδες. Тарарах επιφ. ταραρά. II. ως κατηγ. βλ. та- рарахнуть. тарарахать( ся) р.δ. βλ. тарарахнуть(ся). тарарахнуть р.σ. βροντώ· -ул гром μπου- μπούνισε· -ла Пушка βρόντησε το κανόνι. 2 μ. χτυπώ δυνατά· πυροβολώ. II -СЯ χτυπώ δυ- δυνατά· - О дерево χτυπώ δυνατά στο δέντρο. II πέφτω μέσα· - в яму πέφτω στο λάκκο. Таратайка, -И θ. δίτροχο αμάξι· κάρο. таратора, ~ы θ. βλ. тараторка. Тараторить р.δ. μιλώ γρήγορα· πολυλογώ. тараторка, -и α.κ.θ. πολυλογάς, -γού, λι- μαδόρος, φλύαρος, -η. Тарахтение, -Я ουδ. τρίξιμο, χτύπος. тарахтеть, -ХЧУ, -ХТИШЬ ρ.δ. 1 τρίζω,χτυ- τρίζω,χτυπώ, κροτώ· колёса -ЯТ б ι τροχοί χτυπούν. 2 μτφ. φλυαρώ, πολυλογώ, λογοκοπώ, αερολογώ. ТараЩИТЬ, -щу, -ЩИШЬ р.δ.μ. γουρλώνω· глаза γουρλώνω τα μάτια. II -СЯ γουρλώνω· у него -ЛИСЬ глаза αυτού γούρλωναν τα μάτια. *тарбаган, -а α. είδος αρκτόμυος. Тарелка, -И θ. 1 πιάτο, πινάκιο. II μερίδα φαγητού, ένα πιάτο φαγητό* ОН четыре -И Съел αυτός έφαγε τέσσερα πιάτα (φαγητό).. 2 πλθ. -И τα κύμβαλα (μουσικό όργανο). 3 κάθε α- αντικείμενο πινακοειδές. II εκφρ. быть не в Своей ~е δεν έχω κέφι. тарелочка, -И θ. 1 πινακίδιο, πιατάκι.' 2
тар 562 (στρατ.) στόχος πινακοειδής. Тарелочный επ, του πιάτου, του πινακίου. 11 εκφρ. ~ая чечевица η πλατιά φακή. Тарельчатый επ. πινακοειδής, δισκοειδής. · тарирование, -я ουδ. καθορισμός του από- βαρου, της τάρας. тарировать, -рую, -руешь ρ. δ. κ. σ. καθορί- ζω το απόβαρο, την τάρα. II ελέγχω τις μηχα- μηχανικές συσκευές. II -СЯ καθορίζομαι (για από- απόβαρο). II ελέγχομαι (για συσκευή). тардровка, -и θ. βλ. тарирование. *Тариф, ~а α. ταρίφα, τιμολόγιο, κοστολό- κοστολόγιο· δασμολόγιο· таможные -Ы τα δασμολόγια. Тарификационный επ.της ταρίφας, του τιμο- τιμολογίου, της διατίμησης. ♦тарификация, -И θ. τιμολόγηση, διατίμηση· - заработной платы μισθολόγηση εργασίας· таможная - δασμολόγηση. Тарифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. τι- τιμολογώ, διατιμώ. II -СЯ τιμολογούμαι, διατι- διατιμούμαι . Тарифный επ. διατιμητικός, της διατίμησης, της τιμολόγησης· -ое бюро γραφείο διατίμησης. *Тарлатан, -а α. (παλ.) αρλατάν (ύφασμα). ТарлатановЫЙ επ. (παλ.) απο αρλατάν. Тарный επ. του απόβαρου, της τάρας. II συ- σκευαστικός, για συσκευασία. тароватый βλ. тороватый. ♦тартар, -а α. τα Τάρταρα, ο κάτω κόσμος. Тартарары άκλ. πλθ. τα Τάρταρα. ♦тартинка, -И θ. μικρό σάντου"ΐτς. тары-бары, тары да бар, тары-бары-раста- тары-бары-растабары άκλ. πλθ. (απλ.) μπούρδες, παπαρδέ- λες, αρλούμπες, άρες-νάρες- κουκουνάρες. Таска, -И θ. (απλ.) τίναγμα, τράβηγμα. Таскание, -Я ουδ. κουβάλημα· σύρσιμο, τρά- τράβηγμα. Таскать р.σ.μ. 1 βλ. тащЙТЬ. 2 τραβώ, τι- τινάζω (απο τα μαλλιά, αυτιά κ.τ.τ.). 3 φέρω μαζί μου· - ПИСЬМО В кармане φέρω μαζί μου το γράμμα στη τσέπη. II εκφρ. - каштаны ИЗ ОГНЯ βγάζω τα κάστανα απο τη φωτιά (κινδυ- (κινδυνεύω εγώ προς όφελος άλλου). II -СЯ περιφέ- περιφέρομαι, τριγυρίζω, -ρνώ, γυροβολώ, γυροφέρ- γυροφέρνω· - ПО городу περιφέρομαι στην πόλη·- ПО улицам τριγυρνώ στους δρόμους. II περιπλα- περιπλανιέμαι. 2 φέρω (κουβαλώ) μαζί μου. 3 τρα- τραβιέμαι· - за женщинами τραβιέμαι (γυρίζω) με τις γυναίκες. ♦тасовать, -суго, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тасованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.μ. α- ανακατώνω· ~ КОЛОДУ ανακατώνω την τράπουλα. II -СЯ ανακατώνομαι. та-та επιφ. επαναληπτικό· τα-τα. татакать, -ает р.δ. βλ. такать. татарва, -ы θ. (αθρσ.), παλ. οι Τάταροι. тая татарин, -а α., -ка, -и θ,, πλθ. татары, γεν. татар; Τάταρος, -άρα. Татарник, -а α. ονόπορδο, γαϊδουράγκαθο. татарский επ. τατάρικος. татарщина, -ы θ. ο τατάρικος ζυγός. татары, -тар πλθ. οι Τάταροι. Татуировать, -рул, -руешь р.δ.κ.σ. στιγ- στιγματίζω (το σώμα), κάνω δερματοστιξία. II -СЯ στιγματίζομαι. Татуировка, -И θ. στιγματισμός, δερματο- στιζία., τατουάζ. тать, -Я α. (παλ.) κλέφτης· ληστής· κα- κακούργος. Татьба, -Ы θ. (παλ.) κλεψιά· ληστεία, αρ- αρπαγή, λεηλασία. *тау-сагыз, -а α. τραγοπώγονας (επ ιστ.), τρα- γοπώγονας ο πρασόφυλλος, το λαγόχορτο (λκ.). ♦тафта, -Ы θ. ο ταφτάς (ύφασμα). тафтаной επ. απο ταφτά. ♦тахометр, -а α. το ταχόμετρο. ♦тахта, -Ы θ. ντιβάνι φαρδύ, χωρίς ράχη. тачание, -Я ουδ. ράψιμο· γάζωμα. Тачанка, -И θ. αμάζι ελαφρό με δυο άλογα. II εκφρ. пулемётная - αμάξι με πολυβόλο. тачать ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. та- чанный, βρ: -чан, -а, -о ράβω· γαζώνω. И -СЯ ράβομαι, γαζώνομαι. тачечник, -а α. καροτσέρης χειράμαξας. тачечный επ. της χειράμαξας· -ые колёса οι τροχοί της χειράμαζας. Тачка1, -И θ. ράψιμο· γάζωμα· - саПСТ ρά- ράψιμο των μποτών. Тачка* -И θ. χειράμαξα, καροτσάκι. тачной επ. ραπτικός, του ραψίματος. ташка, -И θ. πέτσινο σακκίδιοτων ουσάρων. тащить, тащу, тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тащенный, βρ: -щен, -а, -о р.δ.μ. 1 σύρω, σέρνω, τραβώ· - на берег невод τραβώ στην ακτή το δίχτυ· - лодку В ВОДУ σύρω τη βάρ- βάρκα στο νερό· - чемодан из-под кровати τραβώ τη βαλίτσα απο κάτω απο το κρεβάτι. II βγά- βγάζω τραβώντας· - СаПОГ С НОГИ τραβώ (να βγά- βγάλω) τη μπότα απο το πόδι. 2 κουβαλώ· μετα- μεταφέρω· - на себе рюкзак κουβαλώ το γυλιό. II φέρω· -й суп φέρε σούπα. 3 οδηγώ· - за ру- руку οδηγώ απο το χέρι· - друга В театр παίρ- παίρνω το φίλο στο θέατρο. 4 βγάζω, εξάγω· ГВОЗДЬ ИЗ стены βγάζω το καρφί απο τον τοί- τοίχο· - зуб βγάζω το δόντι· - занозу βγάζω την αγκίδα· - письмо из кармана βγάζω το γράμμα απο την τσέπη. 5 κλέβω. II -СЯ 1 σύ- σύρομαι, σέρνομαι· подол -лея по полу о πο- ποδόγυρος σέρνονταν στο πάτωμα. 2 βαδίζω αρ- αργά, με δυσκολία· ОН не шёл, а -лея αυτός δε βάδιζε, αλλά σέρνονταν. 3 πηγαίνω, ταξιδεύω. Таяние, -Я ουδ. 1 τήξη, λιώσιμο. 2 μτφ.α-
тая 563 хво δυνατίζω, εξασθενίζω, ισχναίνω· φθίνω. II μα- μαραζώνω. таять, таю, таешь ρ.δ.1 λιώνω, τήκομαη· -гот снега λιώνουν τα χιόνια· ВОСК -ет το κηρί λιώνει. 2 καίγομαι, τελειώνω, σώνομαι (για σπερματσέτο). II μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, ι- σχνα'ινω. 3 μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι· δι- διαλύομαι· Облако -ет το σύννεφο χάνεται· ту- туман ~ет η ομίχλη διαλύεται· звуки -ЮТ οι ήχοι χάνονται. II ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σώ- σώνομαι· деньги -ЮТ τα χρήματα τελειώνουν. 4 μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω· - ОТ ЛГОбВИ μα- μαραίνομαι απο αγάπη. II εκφρ. так И -ет ВО рту λιώνει (διαλύεται) στο στόμα. тварь, -И θ. 1 (παλ. κ. απλ.) το πλάσμα, το ον· -И земли τα πλάσματα της γης, τα γήινα όντα. 2 (απλ.) πρόστυχος άνθρωπος, προστυ- χάντζας, χαμένο κορμί. II εκφρ. ВСЯКОЙ -И ПО паре ανάκατος· ανακατωμένος ο ερχόμενος (α- (απο τον Νώε, που πήρε απο ένα ζευγάρι). твердение, -я ουδ. σκλήρυνση. Твердеть, -ёет ρ.δ. σκληρύνω, ~ομαι· це- мёнт -ёет το τσιμέντο σκληρύνεται· лёд -ёет ο πάγος σκληραίνει. твердить, -ржу, -дашь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. 1 επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ί- ίδια. 2 επαναλαβαίνω πολλές φορές για απο- αποστήθιση. II -СЯ επαναλαβαίνομαι πολλές φο- φορές. твёрдо ουδ. άκλ. παλαιά ονομασία του γράμ- γράμματος Τ. твердокаменный επ. 1 σκληρός σαν την πέ- πέτρα, πέτρινος, άκαμπτος. 2 μτφ. ανάλγητος, ωμός· ~ое Сердце πέτρινη καρδιά, πετροψυ- χιά, σκληροκαρδία. твердокожий, -ая, -ее επ. σκληρόφλουδος· -ее яблоко σκληρόφλουδο μήλο. ТВердокапчёнНЫЙ επ. πολύ καπνιστός. твердолобый επ, σκληροκέφαλος, ξεροκέφα- ξεροκέφαλος, αγύριγο κεφάλι. твердосплавный επ. (για μέταλλα) σκληρός, σκληρής σύστασης. твёрдо επίρ. γερά, σταθερά, ακλόνητα. Твёрдость, -И θ. 1 σκληρότητα· στερεότητα (των σωμάτων). 2 σταθερότητα· ακαμψία, α- λυγισία. твёрдый επ., βρ: твёрд, тверда, твёрдо; твёрже. 1 σκληρός· στερεός· -ое тело στε- στερεό σώμα· -ое вещество σκληρή ουσία· -Ые горючие τα στερεά καύσιμα· - карандаш το σκληρό μολύβι· -ое Яблоко σκληρό μήλο. 2 μτφ. γερός, σταθερός, στερεός, ακλόνητος· α- ατράνταχτος· быть -ым в беде αντέχω γερά στη δυστυχία. II ισχυρός· -ая ВОЛЯ ισχυρή θέλη- θέληση· - характер ισχυρός χαρακτήρας· -ая па- МЯТЬ γερή μνήμη. 3 στέρεος· -ая опора γερό στήριγμα. II σταθερός, μόνιμος· -ая власть σταθερή εξουσία· -ые цены σταθερές τιμές. II μτφ. ακλόνητος· -ая уверенность ακλόνητη πίση· -ое убеждение σταθερή πεποίθηση. ||. εκφρ. - знак το σκληρό γράμμα Ъ. -ые согла- согласные τα σκληρά (ηχηρά) σύμφωνα· СТОЯТЬ' -ой НОГОЙ πατώ γερά (στέκομαι σε γερές θέσεις). ТВерДЫНЯ, -И θ. ακρόπολη, προπύργιο, ο- οχυρό, φρούριο. II μτφ. - самодержавия то στή- στήριγμα της απολυταρχίας. Твердь, -И θ. 1 (παλ.) το στερέωμα, ο ου- ουρανός, ο ουράνιος θόλος. 2 η γήινη σφαίρα,η σκληρή επιφάνεια της γης ή των σωμάτων. тверёзый επ., βρ: тверёз, -а, -о (απλ.) βλ. трезвый. твёрже συγκριτικός β. του επ. твёрдый κ. του επιρ. твёрдо. *ТВИН, -а α. είδος υφάσματος. ТВОЙ, ТВОЯ, твоё. 1 κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου· - ДОМ το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)· ТВОЯ книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)· твоё мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου). II σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος· у него ТВОЙ НОС αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου. 2 ουσ. ουδ. твоё το δικό σου· тут Общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικό σου, δικό μου. 3 ουσ. πλθ. -Й οι δικοί σου, οι συγγενείς σου. 4 ού*σ. ТВОЙ, ТВОЯ (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)· η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου). II εκφρ. ПО -ему α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κα- κατά τη θέληση σου· пусть будет ПО -ему ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου· ф-ё Дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά· не -ё дело δεν είναι δική σου δουλειά· -Я бе- берёт υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς· что - κ. (παλ.) на что - όπως ο δικός σου. творение1, -Я ουδ. 1 δημιουργία, φτιάξιμο. 2 έργο· - Пушкина το έργο του Πούσκιν. 3 πλάσμα, δημιούργημα, ον. Творение? -Я ουδ. διάλυση· - извести διά- διάλυση της ασβέστης. Творёный επ. διαλυμένος· -ая известь δια- διαλυμένη ασβέστη. творец, -рца α. 1 δημιουργός, ιδρυτής. II ο συγγραφέας. 2 ο θεός, ο πλαστουργός. II εκφρ. -! επιφ. (παλ.) πλάσμα! творило, -а ουδ. 1 διαλυστήρι (σκεύος ή χώρος διάλυσης σωμάτων). 2 βλ. ЛЮК. ТВорЙЛЬНЫЙ επ. της διάλυσης· -ая яма о λάκκος για διάλυση. Творительный επ; - падёж (γραμμ.) η ορ- οργανική πτώση. ТВорЙТЬ1, -рю, -рЙШЬ р. δ. 1 δημιουργώ κά-
тво 564 тек νω, φτιάχνω· ~ чудеса κάνω θαύματα· - ДО- брб κάνω καλό· - новую ЖИЗНЬ δημιουργώ και- καινούρια ζωή· - МОЛИГВу κάνω προσευχή (προ- (προσεύχομαι)· -поклон κάνω μετάνοια (γονυπε- τώ, υποκλίνομαι). II -СЯ γίνομαι, συμβαίνω, λαβαίνω χώρα· ЧТО тут -ЙТСЯ? τι συμβαίνει ε- εδώ; 2 δημιουργούμαι· В ЭТОЙ стране -ЙТСЯ новая ЖИЗНЬ σ' αυτή τη χώρα δημιουργείται μια νέα ζωή. ТВорЙТЬ2ρ.δ.μ. ανακατώνω, φτιάχνω· - ΤΘ- СТО φτιάχνω ζυμάρι. II -СЯ ανακατεύομαι, γί- γίνομαι. ΤΒόρόκ, -а α. μυζήθρα. творожеский επ. σαν τη μυζήθρα· ~ая масса μάζα σαν την μυζήθρα. ТВорОЖИТЬ, -жу, ~ЖШЬ ρ.δ.μ. μετατρέπω σε μυζήθρα· - МОЛОКО κάνω το γάλα μυζήθρα. II -СЯ μετατρέπομαι, γίνομαι μυζήθρα. ТВОРОЖНИК, -а α. ψωμάκι με μυζήθρα. ТВОРОЖНЫЙ επ. μυζήθρινος. ТВОрчеОСИЙ επ. δημιουργικός· -ая работа δημιουργική εργασία· - путь писателя η δη- δημιουργική πορεία (εξέλιξη) του συγγραφέα· ~ вечер το ρεσι.τάλ. ТВОрчеСТВО, ~а ουδ. η δημιουργία· το δη- δημιούργημα· το έργο. Те (απλ.) αντί тебя, тебе. ♦театр, -а α. 1 το θέατρο (ως Τέχνη)· дре- ВНегрёческиЙ - το αρχαιοελληνικό θέατρο· кукол κουκλοθέατρο· Оперный - μελοδραματικό θέατρο· драматический - δραματικό θέατρο. II το ίδρυμα, το κτίριο· работаю В -е εργάζο- εργάζομαι στο θέατρο· иду В - πηγαίνω στο θέατρο. II το μέρος όπου έγιναν μεγάλα γεγονότα· ~ ΒΟ- ённых действий το θέατρο των πολεμικών επι- επιχειρήσεων. 3 θέαμα, παράσταση· сегодня -а не будет σήμερα δε θα έχει θεατρική παράστα- παράσταση. 4 τα θεατρικά έργα· - Мольера τα έργα του Μολιέρου. II εκφρ. на ~е στη σκηνή. театрал, -а α., ~ка, -и θ. θεατρόφιλος,-ίι. Театрализация, -И θ. διασκευή έργου για ανέβασμα στη σκηνή· - романа διασκευή μυθι- μυθιστορήματος για τη σκηνή. Театрализованный επ. απο μτχ. διασκευα- διασκευασμένος για θέατρο. театрализовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. театрализованный, βρ: ~ван, -а,-о ρ.δ.κ.σ. διασκευάζω για θέατρο, γιατη σκη- σκηνή. || -СЯ διασκευάζομαι για θέατρο,για σκηνή. Театральность, -И θ. θεατρικότητα. II μτφ. επιδεικτικότητα, πλαστότητα, θεατρινισμός. Театральный επ. 1 θεατρικός, του θεάτρου· ~ое ИСКУССТВО η θεατρική τέχνη· - билет ει- εισιτήριο θεάτρου· ~ая критика η κριτική του θεάτρου· -Ые КОСТЮМЫ τα θεατρικά ενδύματα· ■ -Ое училище σχολή θεάτρου. 2 μτφ. προσποι- προσποιητός, θεατρινίστικος. театральщина, ~ы θ. παλαιοί (ξεπερασμέ- (ξεπερασμένοι) θεατρικοί τρόποι. Театровед, -а α. ειδικός στη θεατρική τέ- τέχνη, θεατρολόγος. театроведение, -я ουδ. γνώση ή σπουδή της θεατρικής τέχνης, θεατρολογία. театроведческий επ, της θεατρικής τέχνης. тебеневать, -нюет р. δ. βοσκώ σε χιονο- σκεπασμένο μέρος. тебенёвка, -и θ. βόσκηση σε χιονοσκεπα- σμένο μέρος. Тебенёвочный επ. (για βοσκή) χιονοσκεπα- σμένος* ~ое пастбище χιονοσκεπασμένος βο- βοσκότοπος . тевтон,-а α., ~ка, -и θ. βλ. тевтоны. тевтонец, -нца α. ιππότης τευτονικού τάγ- τάγματος. Тевтонский επ. τευτονικός. тевтоны, -об πλθ. (ενκ. тевтон, -а, α.~ка, -и θ.)· οι Τεύτονες. II οι Γερμανοί. *тёза, ~ы θ. (λογ.) βλ. тезис (ι σημ.). *тезаврирование, -я ουδ. θησαύριση. тезаврировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. θη- θησαυρίζω. II -СЯ θησαυρίζω. *тёзис, -а α. 1 θέση, ζήτημα για απόδειξη· выдвинуть - προβάλλω (παρουσιάζω) θέση. 2 αρχή, πρώτο στάδιο ανάπτυξης. 3 άποψη, αντί- αντίληψη γνώμη (για ένα θέμα)· а]1рёльские -Ы Ленина οι απριλιάτικες θέσεις του Λένιν. тёзка, ~И α. κ. θ. συνονόματος, -η. тезОИМенЙТСТВО, -а ουδ. (παλ.)· ονομαστι- ονομαστική γιορτή (επίσημου προσώπου). *тейзм , -а α. θε'ίσμός. теист, ~а α. θε'ΐστής. теистический επ. θε'ίστικός (του θε'ίσμού ή του θθίίστή). *тейлорйзм, -а α. Τε'ίλορισμός. Тёк, -у α: дать -у (απλ.) το σκάζω γρήγο- γορα, γίνομαι άφαντος. *текст, ~а α. το κείμενο· - древнегрече- древнегреческого памнятника το κείμενο αρχαιοελληνι- αρχαιοελληνικού μνηνείου· - ВОИНСКОЙ присяги το κείμε- κείμενο του στρατιωτικού όρκου·· Перевод русского ~а μετάφραση ρωσικού κειμένου· - песни τα λόγια του τραγουδιού. *текСТИЛЬ, -я α. (αθρσ.) τα υφάσματα. ТексТИЛЬНЫЙ επ. υφαντουργικός, της υφα- υφαντουργίας· ~ая фабрика υφαντουργικό εργο- εργοστάσιο· -ая промышленность βιομηχανία υφα- υφαντουργίας, υφασματοβιομηχανία. текстильщик, ~а α., -ца, -Ы θ. υφαντουρ- υφαντουργός, -Ίνα. Текстовка, -и θ. επεξηγηματικές λέξεις σε εικόνα, φωτογραφία κ.τ.τ. текстовой επ. του κειμένου· -ые варианты
тек 565 тел παραλλαγές κειμένου. ♦текстолит, -а α. σκληρή συμπιεσμένη ύλη. ТеКСТОЛОГ, -а α. κειμενολόγος. Текстологический επ. κειμενολογικός. ♦текстология, ~и θ. κειμενολογία. текстуально επΐρ. βλ. дословно. Текстуальность, -И θ. η ακριβής απόδοση κειμένου, текстуальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; I βλ. текстовой. 2 βλ. дословный. ♦текстура, -Ы θ. σύνθεση (σύσταση) τολ» σω- σωμάτων. II η χαρακτηριστική ουσία του σώματος. ♦тектоника, -И θ. 1 η τεκτονική (κλάδος της γεωλογίας). 2 η εμπειρία της τέχνης του τέ- ΗΓονα. тектонический επ. τεκτονικός· ~ие явления τεκτονικά φαινόμενα· -ая карта τεκτονικός χάρτης· - период τεκτονική περίοδος (της γης)· ~ ЦИКЛ τεκτονικός κύκλος. Текучесть, -И θ. (κυρλζ. κ. μτφ.) ρευστό- ρευστότητα· - металла η ρευστότητα του μετάλλου· - рабочей СИЛЫ η ρευστότητα της εργατικής δύναμης. текучий επ., βρ: -куч, -а, -е. 1 ρευστός· ~ие тела ρευστά σώματα. 2 που ρέει, τρε- τρεχούμενος· -ая вода τρεχούμενο νερό. 3 α- ασταθής, μη μόνιμος. текучка, -И θ. μικροϋποθέσεις, μικροδου- λειές. текущий επ. απο μτχ. 1 τωρινός, ο ενεστώς, ο παρών, ο τρέχων - ГОД το τρέχον έτος· ΜΟΜβΗΤ η τωρινή (παρούσα) στιγμή. 2 καθημε- καθημερινός· -ие Дела οι καθημερινές υποθέσεις ή δουλειές· -ие заботы καθημερινές φροντίδες. II τακτικός, κανονικός· - ремонт η τακτική επισκευή· - счёт о τρέχων λογαριασμός (κα- (καταθέτη) . Теле... (πρόθεμα ελλην.) τηλε... Телевидение, -Я ουδ. τηλεόραση. телевизионный επ. της τηλεόρασης· -ая ан- тёна κεραία τηλεόρασης. II τηλεοπτικός· -ая Передача τηλεοπτική μετάδοση· - Центр τηλε- τηλεοπτικό κέντρο. Телевизор, -а α. τηλεόραση (ο δχκτης). Телевизорный επ. του δέκτη τηλεόρασης- экран οθόνη (εκράν) τηλεόρασης. Телёга, -И θ. αμάξι τετράτροχο. ■"Телеграмма, -Ы θ. τηλεγράφημα Телеграммный επ. τηλεγραφικός- του τηλε- τηλεγραφήματος· - бланк το έντυπο τηλεγραφήμα- τηλεγραφήματος. * Телеграф, -а α. 1 τηλέγραφος (συσκευή). 2 το τηλέγραφε ίο. 3 πομπός ή δέκτης τηλεγρα- τηλεγραφημάτων. телеграфирование, -Я ουδ. τηλεγραφία, τη- τηλεγραφική επικοινωνία. телеграфировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. τη- λεγραφώ. II -СЯ τηλεγραφούμαι. телеграфист, -а α., -ка, -И θ. τηλεγραφη- τηλεγραφητής, -ήτρια. телеграфить, -флю, -фишь ρ.δ.κ.σ. βλ. те- леграфйров ать. телеграфический επ. (παλ.) βλ. .телеграф- .телеграфный. телеграфия, -И θ. τηλεγραφία. телеграфный επ. 1 τηλεγραφικός· -ые СТОЛ- бЫ τηλεγραφικοί στύλοι· ~ая лента τηλεγρα- τηλεγραφική ταινία· -ая СВЯЗЬ τηλεγραφική σύνδεση (επικοινωνία). 2 σύντομος, λακωνικός· пи- писать -ЫМ стилем γράφω λακωνικά. II εκφρ. -ое агёнство τηλεγραφικό πρακτορείο. Тележечник, -а α. αμαξάς, αμαξηλάτης. тележка, -И θ. 1 αμαξάκι. 2 αμάξι. 3 κα- καροτσάκι. тележный επ. του αμαξιού· -ое колесо τρο- τροχός αμαξιού, II αμαξιτός- -ая дорога αμαξιτή οδός. Телезритель, -Я α. τηλεθεατής. Телекино ουδ. άκλ. τηλεκινηματογραφια. ♦телеметр, -а α. βλ. дальномер. телемеханизация, -И θ. τηλεμηχανοποίηση. Телемеханика, -И θ. τηλεμηχανική. телемеханический επ. τηλεμηχανικός. телёнок, -а, πλθ. -лята, -лят α. μοσχά- μοσχάρι, -άκι. II ελαφάκι. Ι], μτφ. άβουλος, αφε- αφελής, απλοϊκός· κουτούτσικος. телеобъектив, -а α. τηλεφακός. телеологический επ. τελολογικός к. τελεο- τελεολογικός. *Телеология, ~и θ. τελολογία κ. τελεολογία, ♦телепатия, ~и θ. τηλεπάθεια. телепень, -пня α. (διαλκ.) άνθρωπος άγαρ- *μπος, μπατάλικος, ακαλαίσθητος. Телепередатчик, -а α. πομπός τηλεόρασης. Телеприёмник, ~а α. δέκτης τηλεόρασης. телеса, телёс, ~ам πλθ. τα κρέατα, τα πά- χια. ♦телескоп, -а α. τηλεσκόπιο. телескопический επ. τηλεσκοπικός. телескопия, -и θ.· τηλεσκοπία, -κόπηση. телескопный επ. τηλεσκοπικός· του τηλε- τηλεσκόπιου· -ая труба о σωλήνας του τηλεσκό- τηλεσκόπιου. телесность, -и θ. (γραπ. λόγος) υλικότητα. телесный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 (φυσ. к. μαθ.) σωματικός, του σώματος. 2 του αν- ανθρώπινου σώματος- -ые наказания σωματικές τιμωρίες. 3 υλικός.· - мир о υλικός κόσμος. II σαρκικός· σαρκώδης. *ТелетаЙП, ~а α. τηλετυπία, τυλέτυπο. *ТелефОН, ~а α. τηλέφωνο. Телефонизация, -И θ. εγκατάσταση τηλεφω-
566 νου, -νων. телефонизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. εγκατασταίνω τηλέφωνο, -φωνα, II -СЯ αποκτώ τηλέφωνο. Телефонирование, -Я ουδ.. τηλεφώνηση. телефонировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. 1 τηλεφωνώ. 2 βλ. телефонизировать. телефонист, -а α., -ка, -И θ. τηλεφωνη- τηλεφωνητής, -ήτρια. телефОНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ р.δ. (απλ.) τηλε- τηλεφωνώ, καλώ, κουδουνίζω. Телефония, -И θ. τηλεφωνία. Телефонный επ. τηλεφωνικός· - аппарат το τηλέφωνο· ~ая трубка το ακουστικό τηλεφώνου· -ые провода τηλεφωνικά καλώδια· - ЗВОНОК το κουδούνι του τηλεφώνου. II εκφρ. -ая кни- книга (книжка) τηλεφωνικός κατάλογος. Телец, -льца α. (παλ.) μοσχάρι· δαμάλι. II εκφρ. золотой (златой) - χρυσό, χρυσάφι, θησαυρός· εξουσία του χρήματος. Телиться, телится р.δ. γενώ (για αγελάδα, ελαφίνα). тёлка, -и θ. η δαμάλα. *теллур, -а α. το τελοϋριο (μέταλλο). тело, -а, πλθ. тела, тел, ~ам ουδ. 1 σώ- σώμα· закон падения тел о νόμος της πτώσης των σωμάτων небесные ~а τα ουράνια σώμα- σώματα· геометрические -а γεωμετρικά σώματα. 2 σώμα ανθρώπου, κορμί· части тела τα μέλη του σώματος· дрожать всем -ОМ τρέμω σύσσω- σύσσωμος. II το πτώμα. 3 κρέας, σάρκα. Λ κορ- κορμός (κύριο μέρος κάθε πράγματος). 5 (στρατ.) κάνη πυροβόλου. II σάρκα καρπού. II εκφρ. держать КОГО В чёрном -е κάνω μαύρη τη ζωή κάποιου. телогрейка, -И θ. 1 η πατατούσα, παπλωμα- τένιο σακκάκι. 2 είδος γυναικείας ζακέτας. телогрея, -и θ. (παλ.) επενδύτης γυναι- γυναικείος μακρύς. Телодвижение, -Я ουδ. η κίνηση του σώμα- σώματος· гимнастические -Я οι γυμναστικές σω- σωματικές κινήσεις. ТеЛОК, -ЛКа α. μοσχάρι· δαμάλι. Телосложение, -Я ουδ. σωματική διάπλαση. Телохранитель, -Я α. σωματοφύλακας. Тёлочка, -И θ. μοσχαράκι (το θηλυκό). телушка, -и θ. βλ. тёлка. Тельник, -а α. 1 (απλ.) η φανέλα (εσώρου- (εσώρουχο) . 2 (παλ.) σταυρός φορούμενος κατάσαρκα. тельный επ. κατάσαρκος (φορούμενος)· -ая рубашка η φανέλα. II χρώματος κρεατί· -ая краска χρώμα κρεατί. ТеЛЬНЯШКа, -И θ. φανέλα ναυτική. '''тельфер, -а α. γερανογέφυρα. тельце, -а, πλθ. тельца, -лец, -льцам к. тельца, -лёц, -льцам ουδ. 1 σωματάκι. 2 εζογκωματάκι στο σώμα. теля, теляти ουδ. (παλ.) βλ. телёнок. телятина, -Ы θ. κρέας μοσχαρίσιο. II άν- άνθρωπος άβουλος, κουτούτσικος. Телятник, -а α. 1 σταύλος μοσχαριών.2 ο περιποιούμενος τα μοσχάρια, μοσχαροτρόφος. ТеЛЯТНИЦа, -Ы θ. η περιποι,ούμενη τα μο- μοσχάρια. телячий, -ья, —ье επ. 1 μοσχαρίσιος· -ье МЯСО μοσχαρίσιο κρέας· -ЬЯ кожа μοσχαρίσιο δέρμα. 2 μοσχοειδής. II εκφρ. - Вагон (απλ.) ζεστό βαγόνι· - ВОСТОРГ υπερενθουσιασμός· -ЬЯ нежность υπερβολική τρυφερότητα ή παρα- χάιδεμα. тем επίρ. ακόμα, τόσο· - лучше ακόμα κα- καλύτερα, τόσο το καλύτερο. *тёма, -ы θ. το θέμα· сочинение на задан- заданную -у σύνθεση (έκθεση ιδεών) σε δοσμένο θέμα· - доклада θέμα της εισήγησης· пере- переходить С -ы на -у περνώ απο το ένα θέμα σ' άλλο. тематика, -и θ. το σύνολο των θεμάτων κύ- κύκλος θεμάτων. Тематический επ. θεματικός, με θέμα. *ΤβΜΠρ, -а α. το τέμπρο, ιδίωμα φθόγγου της φωνής· φωνητική χροιά· ηχητική χροιά. темпровый επ. του τέμπρου. теменной επ. βρεγματικός· -ая КОСТЬ βρεγ- ματικό οστό. темень, -Й θ. σκοτάδι, σκότος· ночная - το σκοτάδι της νύχτας. *ТвМЛЯК, -а α. θηλειά κράτησης (στη λαβή του σπαθιού). темнеть, -ёет р.δ. 1 σκοτεινιάζω· небо -ёет о ουρανός σκοτεινιάζει. II σκουραίνω· Волосы -ёют τα μαλλιά σκουραίνουν. 2 απρόσ. σουροπώνω, αρχίζω να νυχτώνω. 3 μαυρίζω, γί- γίνομαι μαύρος· вдали -ёют горы μακριά στο βάθος μαυρίζουν τα βουνά. II εκφρ.В глазах -ёет μου περνά σκοτοδ'ινη. II -СЯ σκοτεινιά- σκοτεινιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. вдали -ёется лес μα- μακριά μαυρίζει το δάσος. Темник, -а α. κατάλογος θεμάτων (έκθεσης ι- ιδεών). Темнитель, -Я α. συσκευή ομαλής ελάττωσης του φωτισμού (ρεοστάτης). темнить, ~шЬ, -НЙШЬ ρ.δ.μ. 1 σκοτίζω,κάνω σκοτεινό· αμαυρώνω. 2 συσκοτίζω (το νου, τη σκέψη κ.τ.τ.). II -СЯ βλ. ενεργ. φ. темница, -Ы θ. φυλακή σκοτεινή, темничный επ, της σκοτεινής φυλακής, темно επίρ. σκοτεινά. II ως κατηγ. είναι σκοτεινά· уже - είναι πια σκοτάδι, σκοτεί- σκοτείνιασε· у меня ~ В глазах έχω σκοτοδ'ινη· -, ХОТЬ глаз ВЫКОЛИ είναι σκοτάδι-τύφλα. темнобровый επ, βρ: -бров, -а, -о σκούρο-
тем 567 тен φρύδης, μαυριδεροφρύδης. темноволосый επ. βρ: -лос, ~а, -О μαυρο- μαυρομάλλης . Темноглазый επ., βρ: -глаз, ~а, -О μαυρο- μαυρομάτης . темнокожий, ~ая, -ее επ. μαυριδερόδερμος. темноликий επ., βρ: -лик, ~а, -о μελαχρι- νοπρόσωπος, μελαχρινός· μελαψός. ТёМНОЛИСТВеННЫЙ επ. σκοτινόφυλλος, βαθυ- πράσινος· - лавр η βαθυπράσινη δάφνη. Темнолистый επ., βρ: -ЛИСТ, -а, -Ο (γραπ. λόγος) βλ. темнолиственный. темнолицый επ. βλ. темноликий. тёмнокрашенный επ., βρ: -шен, -шенна, -о βαθϋχρωμος. темнота, -не. 1 σκοτάδι, σκότος· сидеть В ~ё κάθομαι, στο σκοτάδι· - приближатеся το σκοτάδι ζυγώνει, κοντεύει να σκοτεινιάσει. 2 μτφ. (παλ.) ασάφεια· ακαταληψ'ια, θολότητα. 3 μτφ. σκοταδισμός(πνευματική-πολιτιστική κα- καθυστέρηση) . тёмный επ., βρ: тёмен, темна, темно κ. (απλ.) Темно. 1 σκοτεινός· -ая ночь σκοτει- σκοτεινή (σκοταδερή) νΰχτα· -ая комната σκοτεινό δωμάτιο· ~ое царство το σκοτεινό βασίλειο· Очень - ζοφερός, θεοσκότεινος. 2 σκού- σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός· ~ые ВОЛОСЫ σκούρα μαλλιά· -ое платье σκούρο φόρεμα. II βαθϋ- βαθϋχρωμος. 3 μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος· -ые ГОДЫ фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής. 4 κακός, φαύλος-ά- φαύλος-άσχημος· -ке деяния σκοτεινά έργα· -ые мысли σκοτεινές σκέψεις· -ые дела σκοτεινές υπο- υποθέσεις. 5 ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός· -ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο· -ые намёки σκοτεινοί (ακαθόρι- (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί. II (παλ.) άγνωστος, ασήμα- ασήμαντος, απλός· - человек ασήμαντος άνθρωπος. 6 μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερη- καθυστερημένος. 7 ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι. II εκφρ. -ая мука το χοντρά- λευρο· -ое ПЯТНО μαύρη κηλίδα ή στίγμα (κα- (καταισχύνη)· -ым-темно θεοσκόταδο, τρισκότα- δο, ζόφος, έρεβος· от темна до темна; с те- темна ДО темна (απλ.) απο τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ· Темна ВОДЭ ВО облацех θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο. *ΤβΜΠ, -а α. το τέμπο, ο χρόνος, ο ρυθμός· быстрый - γρήγορος ρυθμός· -ы развития про- промышленности οι ρυθμοί ανάπτυξης της βιομη- βιομηχανίας· В -е γρήγορα. ♦темпера, -Ы θ. υδροβαφή, τέμπερα. II εικό- εικόνα με τέτοιο χρώμα. ♦темперамент, -а α. 1 ιδιοσυγκρασία, κρά- κράση, σκαρί, ταμπεραμάν, -έντο.флегматический - φλεγματική κράση· меланхолический - με- μελαγχολική κράση· сангвинический - αιματώδης κράση· холерический - χολερική κράση. II φύ- φύση, χαρακτήρας· το φυσικό, φυσική ιδιότητα. 2 έξαψη, ζωντάνια, ζωηράδα· δραστηρ ιότητα. ||· εκφρ. С -ОМ ζωηρά, με ζέση,· με θέρμη, έν- ένθερμα. ТеМПерамеНТНОСТЬ, -И θ. ζωηράδα, ζωηρότη- ζωηρότητα· δραστηριότητα. темпераментный επ., βρ: -тен, -тна, -тно ζωηρός, ένθερμος· θερμόαιμος, ♦температура, -ы θ. θερμοκρασία- - воздуха η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας· - человече- человеческого тела η θερμοκρασία του ανθρώπινου σώ- σώματος· измерять -у бОЛЬНОГО μετρώ τη θερμο- θερμοκρασία του άρρωστου· Повышенная - ο πυρετός. температурить, -рго, -ришь р.δ. έχω πυρε- πυρετό · больной каждый вечер -ит о άρρωστος κά- κάθε βράδυ έχει πυρετό. температурка, -И θ. μικρός πυρετός. температурный επ. της θερμοκρασίας· -ые изменения αλλαγές (μεταβολές) της θερμο- θερμοκρασίας. ♦темперация, -и θ. (μουσ.) τόνιση· μελο- μελοποίηση. темперированный επ. (μουσ.) τονισμένος, με- μελοποιημένος. темповый επ. 1 ρυθμικός, του χρόνου, του τέμπου. 2 (αθλτ.) γρήγορος, ταχύς. темь, -и θ. βλ. тьма (ι σημ.) κ. темнота. темя, -мени ουδ. (ανατ*.) το βρέγμα, ο θό- θόλος του κρανίου. II μτφ. (παλ.) η κορυφή λό- λόφου, βουνού. тенден βλ. танден. ТендвЦИОЗНО επίρ. με τάση· με κατεύθυνση. ТендеНЦИОЗНОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη τάσης, ρο- ροπής, κλίσης, κατεύθυνσης. , тенденциозный επ., βρ: -зен, ~зна, -зно με τάση, κλίση, ροπή, κατεύθυνση. ♦тенденция, -И θ. 1 τάση, ροπή, κλίση, δι- διάθεση, επιφορά. 2 κατεύθυνση. ♦тендер, -а α. 1 βαγόνι εφοδιοφόρο^ 2 μο- νόστηλο (μονοκάταρτο) σκάφος. теневой επ. σκιερός· απόσκιος· -ая сторо- сторона η σκιερή πλευρά·- склон горы η απόσκια πλαγιά του βουνού. II φυόμενος κάτω απο σκιά· -ые травы χόρτα σκιάς. II της σκιάς, απο τη σκιά (σχηματιζόμενος)· - узор σχέδιο απο τη σκιά. II σκιώδης· -ые места картины τα σκιώδη μέρη της εικόνας. II εκφρ. -ая СТОро- на η σκοτεινή πλευρά (η αρνητική πλευρά). теневыносливый επ., βρ: -лив, -а, -о φυό- φυόμενος κάτω απο σκιά, ανθεκτικός στη σκιά· -Ые МХИ βρύα ανθεκτικά στη σκιά. тенелюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о (για φυτά) σκιόφιλος. Тенета, -Ы θ. 1 δίχτυ θηρευτικό. 2 (απλ.)
568 теп к. διαλκ.) ο ιστός της αράχνης, тенётник, -а α. αράχνη. II ιστός της αρά- αράχνης αιωρούμενος. ТенЙСТОСТЬ, -И θ. σκ ιερότητα. тенистый επ., βρ: -нйст, -а, ~о. 1 σκια- δερός, σκιερός· Очень - σύσκιος, βαθύσκιος, βαθύσκιοτος. 2 σκιαδωτός, κάτω απο σκιά. "теннис, -а α. τένις, αντισφαίριση. II εκφρ. Настольный ~ επιτραπέζιο τένις. Теннисист, -а α., -ка, -И θ. αντισφαιρι- στής, -ίστρια. Тенниска, -И θ. πουκάμισο με κοντά μανί- μανίκια. Теннисный επ. του τένις. ♦тенор, ~а, .πλθ. ~а α. οξύφωνος, τενόρος. Тенористый επ., βρ: -рЙСТ, ~а, -Ο οξύφω- νος. Теноровый επ. του τενόρου· - ГОЛОС η φω- φωνή του τενόρου. ТеНОрОК, -рка α. λίγο οξεία φωνή. *ΤβΗΤ, -а α. τέντα· σκηνή· αλεξήλιο- αλε- ξιβρόχιο. тень, -Η,.προθτ. о тени, в тени, πλθ. те- тени, -ей θ. 1 σκιά, ίσκιος· на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο. 2 σκοτεινό μέρος εικόνας· контрасты света И тени αντί- αντίθεση φωτός και σκιάς. II η ριχνόμενη σκιά· - человека η σκιά του ανθρώπου· - башни η σκιά του πύργου. II έκφραση φόβου, θλίψης κ. τ.τ. грустные -и на её лице έκφραση, θλίψης στο πρόσωπο της. 3 μτφ. ίχνος αδύνατο, ση- σημαδάκι· - прошлого σκιά παρελθόντος· - улы- улыбки υποτυπώδες χαμόγελο· НИ - Жалости ούτε σκιά οίκτου. 4 σιλουέτα, φιγούρα. 5 φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου). II εκφρ. ночная (вечерная) ~; - ночи го σούρουπο- бросать (кидать) - на КОГО-ЧТО αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου· навести - (на плетень, На ЯСНЫЙ День) συσκοτίζω σκόπιμα· θολώνω τα νερά· быть (сделаться) -ЬЮ α) ακολουθώ κά- κάποιον σαν τη σκιά του. 2 είμαι η σκιά κά- κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)· ОН - И ГО- ГОЛОС КОГО αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κά- κάποιου- держаться (быть, стоять) в -и δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι- κρατιέμαιστην αφάνεια- оставлять В ~Й ЧТО αφήνω κάτι σκο- σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)· ХОДИТЬ, (ИД- (ИДТИ, следовать) за кем как ~ παρακολουθώ κά- κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του- - падает на КОГО-ЧТО αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου- (одна) ~ осталось ОТ КОГО έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)· -И ПОД глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω απο τα μάτια. тенькать, -ает р.δ. βγάζω οξύ ήχο. ♦теогония, -и θ. θεογονία. ♦теодицея, ~и θ. θεοδικία. ♦теодолит, -а α. θεοδόλιχος. Теократический επ. θεοκρατι-κός. *теокраТИЯ, ~ι θ. θεοκρατία, теолог, -а α. ο θεολόγος. Теологический επ. θεολογικός, ♦теология, -и θ. θεολογία, ♦теорема, ~ы θ. (μαθ.) το θεώρημα· - Пифа- Пифагора πυθαγόρειο θεώρημα ή εκατόμβη. ТеорезЙроваТЬ, -рую, -руешь р.δ. ασχολού- ασχολούμαι με θεωρητικά ζητήματα- θεωρητικολογώ. теоретик, ~а α. θεωρητικός- Платон — иде- идеализма ο Πλάτωνας είναι θεωρητικός του ιδε- ιδεαλισμού- Гераклит —материализма ο Ηράκλει- Ηράκλειτος είναι θεωρητικός του υλισμού. теоретический επ. θεωρητικός- ~ая подго- подготовка θεωρητική προετοιμασία· - ум θεωρη- θεωρητικός νους, θεωρητικό μυαλό- -ая астрономия θεωρητική αστρονομία. Теорийка, -И θ. θεωρία σαχλή· κακομοιρια- κακομοιριασμένη και βλαβερή. ♦теория, -и θ. 1 θεωρία· - относительности θεωρία της σχετικότητας· - вероятности θεω- θεωρία των πιθανοτήτων· - познания θεωρία της γνώσης (γνωσι,ολογία) · - Дарвина θεωρία του Δαρβίνου. 2 φαντασία, μη πραγματικότητα-έϊΟ бывает ТОЛЬКО В -И αυτό συμβαίνει μόνο στη θεωρία (στα λόγια). 3 οι κανόνες· - музыки θεωρία της μουσικής. Теософ, -а α., -ка, -И θ* θεόσοφος, -η ή θεοσοφιστής, -τρία. Теософический επ. θεοσοφικός. ♦теософия, -и θ. θεοσοφία. теософский επ. θεοσοφικός. Теперешний, -ЯЯ,- -ее επ. τωρινός- σημερι- σημερινός- -ЯЯ ЖИЗНЬ η τωρινή ζωή- -ЯЯ МОДЭ η ση- σημερινή μόδα. теперица επίρ. (απλ.) βλ. теперь. Теперь επίρ. τώρα, αυτή τη στιγμή- ЭТО надо сделать - же αυτό πρέπει να γίνει τώ- τώρα δα- - уже ПОЗДНО τώρα πια είναι αργά. II μετά, παρακάτω, σε συνέχεια- первую задачу мы решили, ~ перейдём ко второй το πρώτο πρόβλημα το λύσαμε, τώρα θα περάσομε στο δεύτερο. Тёпленький επ. ζεστούτσικος. теплеть, -ёет р.δ. 1 ζεσταίνω, -ομαι, θερ- θερμαίνομαι, γίνομαι ζεστός*θάλπω· море -ЛО η θάλασσα ζέστανε· на улице -ёет έξω κάνει ζέστη. Теплина, ~Ы θ. (διαλκ.) φωτιά, πυρά. теплить, -ЛЮ, -ЛИШЬ р.δ.μ. (παλ.) ανάβω- - лампаду ανάβω τη λαμπάδα. II -СЯ καίγομαι με αδύνατη φλόγα. II φωτίζομαι αδύνατα. теплить, -ЛИТ ρ.δ. ζεσταίνω, θερμαίνω. теплица, ~ы θ. θερμοκήπιο.
теп 569 тёп тепличный επ. θερμοπηπιακός, του θερμοκη- θερμοκηπίου· -ая температура θερμοκρασία θερμοκη- θερμοκηπίου· ~ые цветы λουλούδια θερμοκηπίου. 2 μτφ. καλομαθημένος μαλθακός· ασυνήθιστος σε δυσκολίες. II εκφρ. -ое растение; - цветок (για άνθρωπο) μαμδθρεπτος, καλομαθημένος. тепло! -а ουδ. 1 βλ. теплота (ι σημ.). || θερμοκρασία άνω του μηδενός @°). II καιρός ζεστός. 2 μτφ. καλοσύνη, εγκαρδιότητα, θαλ- θαλπωρή. тепло*επ'ιρ. 1 θερμά· ζεστά. 2 μτφ. εγκάρ- εγκάρδια, φιλόφρονα· - встретить К0ГО-Н. καλο- καλοδέχομαι κάποιον. 3 μνφ. ευχάριστα, ευάρε- στα. 4 (ως κατηγ.) είναι ζέστα· на улице - έξω κάνει ζέστα· мне - έχω ζέστα. II μτφ. αισθάνομαι ευχάριστα. тепловатый επ., βρ: -ват, -а, -о ζεστού- τσικος, υπόθερμος· χλιαρός. тепловоз, ~а α. μηχανή σιδηροδρομική δι- ζελοκίνητη. тепловозный επ. διζελοκ'ινητος· - двига- двигатель κινητήρας δίζελ, тепловозостроение, -Я ουδ. κατασκευή δι- ζελοκίνητων μηχανών. тепловой επ. θερμικός, της θερμότητας· -ая энергия θερμική ενέργεια· -Ое излучение ε- ενέργεια ακτινοβολίας· -ые потери απώλειες θερμότητας· -ая ИЗОЛЯЦИЯ μονωτήρας θερμότη- θερμότητας· - двигатель θερμοκινητήρας, θερμοδυ- θερμοδυναμική ή θερμική μηχανή· -ая Обработка θερ- θερμική επεξεργασία. II εκφρ. -ая сеть θερμικό δίχτυ· - удар θερμοπληξία. Теплоёмкий επ. μεγάλου θερμοδυναμικού. II πολυδάπανος σε καύσιμη ύλη. Теплоёмкость, -И θ. το θερμοδυναμικό, η θερμοπερ ιεκτικότητα. теплозащита, ~ы θ. βλ. теплоизоляция. Теплоизоляционный επ. θερμομονωτικός. теплоизоляция, -И θ. θερμότητας μονωτήρας. теплокровные, -ых πλθ: -ые животные τα ζώα με σταθερή θερμοκρασία (ανεξάρτητα απο το περιβάλλον). Теплолечение, -Я ουδ. θεραπεία με τα ζε- ζεστά. теплолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о (για ζώα και φυτά) θερμόφιλος, φιλόθερμος. тепломер, -а α. θερμιδόμετρο. теплонепроницаемый επ. αδιάθερμος. Теплообмен, -а α. εναλλαγή (κυκλοφορία)" της θερμότητας. Теплоотдача, -И θ. εκπομπή θερμότητας. теплопровод, -а α. σύστημα σωλήνωσης θέρ- θέρμανσης . теплопроводность, -И θ. θερμοαγωγιμότητα. теплопроводный επ. θερμαγωγός, καλός αγω- αγωγός θερμότητας. теплопродукция, -И θ. θερμότητας παραγωγή. Теплосеть, -И θ. δίχτυ μετάδοσης θερμότη- θερμότητας. Теплоснабжение, -Я ουδ. εφοδιασμός με θέρ-' μανση ή με ζεστό νερό. Теплостойкий επ. θερμοανθεκτικός, θερμο- σταθερός. ТеПЛОСТОЙКОСТЬ, -И θ. θερμοανθεκτικότητα, θερμοσταθερότητα, теплота, -ы θ. 1 θερμότητα· единица из- измерения -Ы μονάδα μέτρησης θερμότητας· Пре- Превращение химической энергии В -у μετατροπή τΉ5 χημικής ενέργειας σε θερμότητα. II θερ- θερμοκρασία· - воздуха η θερμοκρασία του, αέ- αέρα· - плавления θερμοκρασία (βαθμός) τήξης. 2 ζέστη, ζεστασιά· θαλπωρή· ОН ЛГОбИТ -у αυ- αυτός αγαπά τη ζέστη. 3 βλ. тепло1 B σημ.) - Теплотворность, -И θ. θερμοπαραγωγή. Теплотворный επ. θερμοπαραγωγός, -ικός. Теплотехника, -И θ. θερμοτεχνική. Теплотехнический επ. θερμοτεχνικός. теплоустойчивость, -и θ. βλ. теплостой- теплостойкость. теплоустойчивый επ., βρ: ~чив, -а, -о βλ. теплостойкий. теплофикационный επ, θερμαντικός, της θέρ- θέρμανσης . Теплофикация, -И θ. θέρμανση· - ЖИЛЫХ ДОМОВ θέρμανση των κατοικιών. теплофицировать, -руто, -руешь р.δ.κ.σ.πα- р.δ.κ.σ.παρέχω θέρμανση. || -СЯ εφοδιάζομαι (εξασφα- (εξασφαλίζομαι) με θέρμανση. Теплоход, -а α, σκάφος πετρελαιοκίνητο. Теплоходный επ. του πετρελαιοκίνητου σκά- σκάφους. Теплоцентраль, -и θ. κεντρική εγκατάσταση ♦θερμικής παραγωγής. Теплоэлектростанция, -И θ. θερμοηλεκτρικός σταθμός. Теплоэнергетика, -И θ. ενέργεια θερμική. Теплушка, -И θ. φορτηγό βαγόνι με θέρμαν- θέρμανση (προσαρμοσμένο για μεταφορά ανθρώπων). II χώρος ζεστός, με θέρμανση. тёплый επ., βρ: тёпел, тепла, тепло πλθ. тёшш к. теплы. 1 ζεστός, θερμός. - чай ζε- ζεστό τσάι· - воздух ζεστός αέρας· -ая погода ζεστός καιρός· тёплые страны οι θερμές χώ- χώρες· - климат θερμό κλίμα· - день ζεστή μέ- μέρα· -ые носки ζεστές κάλτσες. 2 εγκάρδιος, φιλόφρονας, καλός· - приём θερμή υποδοχή· спосйбо вам за -ые слова σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια· -ая дружба εγκάρδια φι- φιλία. 3 μτφ. ευχάριστος, ευάρεστος (για χρώ- χρώμα, ήχο» μυρουδιά). II εκφρ. -ые ВОДЫ θερμά ιαματικά νερά· -ая компания στενή παρέα· сказать пару -ых слов (απλ.) λέγω δυο λόγια
теп 5ТО тер τσουχτερά· μαλώνω κάποιον. Теплынь, -И θ. ζεστός καιρός, ζέστη, ТеПЛЯК, -а α. θερμαινόμενος χώρος. ♦терапевт, -а α. γιατρός-Οεραπευτής. Терапевтический επ. θεραπευτικός. ♦терапия, -и θ. θεραπεία· - сердца καρδιο- θεραπεία. ♦Тератология, -И θ. τερατολογία, μέρος της παθολογικής ανατομίας. Теребильный επ. εκριζωτικός. ТеребИЛЫЦИК, -а α., ~ца, ~Κ 6. εκριζωτής, -ώτρια. Теребить, -бЛГО, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тереблённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. δ. μ. 1 εγγίζω με τα δάχτυλα. II τραβώ, τι- τινάζω· - КОГО за плечо τραβώ κάποιον αποτον ώμο. 2 μτφ. ενοχλώ. 3 ξεριζώνω· - лён ξερι- ξεριζώνω το λινάρι. II -СЯ 1 τραβιέμαι, τινάζο- τινάζομαι. 2 ξεριζώνομαι. Теребление, -я ουδ. ξερίζωμα, εκρίζωση. терем, -а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. -а, α. (παλ.) ρωσικό αρχοντόστ.ι,το. тёремный к. теремной επ. του αρχοντόσπι- του. Теремок, -мка α. (παλ.) μικρό αρχοντόσπι- το. тереть, тру, трёшь, παρλθ. χρ. тёрл, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тёртый, βρ: тёрт, -а, -Ο ρ. δ. μ. 1 τρίβω· μαλάσσω· - глаза τρί- τρίβω τα μάτια· - СПЙнку МОЧЭЛКОЙ τρίβω τη ρά- ράχη με το σφουγγάρι. 2 μετατρέπω σε λεπτά τε- τεμάχια· - СЫР τρίβω κεφαλοτϋρι· - морковь τρίβω καρότο. II χτυπώ, προξενώ πόνο. Сапог трёт η μπότα με χτυπά. II -СЯ 1 τρίβομαι, μα- μαλάσσομαι· - полотенцем τρίβομαι με την πε- πετσέτα· - мазью τρίβομαι με την αλοιφή. 2 ξύ- ξύνομαι· лошадь трётся о дерево το άλογο ξύ- ξύνεται στο δέντρο. 3 στριφογυρίζω, συχνάζω, βρίσκομαι. Д τρίβομαι (σε λεπτά τεμάχια). Терзание, -Я ουδ. 1 ξέσχισμα. 2 μτφ. βασά- νισμα, τυράννισμα. терзать р.δ. 1 ξεσχίζω· волк -ает ягнён- ягнёнка ο λύκος ξεσχίζει το αρνάκι. 2 μτφ. βα- βασανίζω, τυραννώ (σωματικά ή ηθικά)· κατα- κατατρύχω. II -СЯ 1 ξεσχίζομαι. 2 βασανίζομαι, τυραννιέμαι· κατατρύχομαι. Тёрка, -и θ. ο τρίφτης (όργανο)· натереть на -е сыру τρίβω στον τρίφτη πολύ τυρί· те- тереть хрену На -е(-ой) τρίβω χρένοστον τρίφτη. ♦термальный επ: - источник θερμοπηγή· -ые ВОДЫ θερμά νερά. ♦термин, ~а α. ο όρος· философский - φιλο- φιλοσοφικός όρος· три термина силлогизма τρεις όροι του συλλογισμού· технический - τεχνι- τεχνικός όρος. Терминизм, α. ορολογισμός. Терминологический επ, ορολογικός, των ό- όρων - Словарь λεξικό ορολογικό. Терминология, -И θ. ορολογία. ♦термит1, ~а α. θερμίτης, άσπρο μυρμήγκι. ♦термит? -а α. (χημ.) θερμίτης. ТермиТНЫЙ επ. (χημ.) του θερμίτη, θερμι- τικός· ~ая СМвСЬ о θερμίτης. термитовый επ. βλ. термитный. ♦термический επ. θερμικός· -ое действие то- тока θερμική επενέργεια του ρεύματος· -ая Об- Обработка металла θερμική επεξεργασία του με- μετάλλου. ♦термограф, -а α. θερμογράφος. ♦термодинамика, -И θ. η θερμοδυναμική, термодинамический επ. θερμοδυναμικές, термоизоляционный επ. θερμομονωτικός, термоизоляция, -и θ. βλ. теплоизоляция, ♦термометр, -а α. θερμόμετρο· ставить - βά- βάζω το θερμόμετρο. термометрия, -И θ. θερμομετρία (τμήμα της φυσικής). термопара, -Ы θ. ζευγάρι, θερμοηλεκτρικό, терморегулятор, -а α. θερμορρυθμιστής (συ- (συσκευή) . Терморегуляция, -И θ. θερμορρϋθμιση. ♦термос, ~а α. ο Θέρμος (φιάλη διατήρησης θερμών ή ψυχρών ποτών). ♦термостат, -а α. θερμοστάτης. термостатический επ. θερμοστατικός. термотерапия, -и θ. βλ. теплолечение. ♦термофил, ~а α. (βοτ. κ. ζωολ.) θερμόφι- λος, φιλόθερμος. ♦термофоб, -а α. (βοτ. κ. ζωολ.) θερμόφο- βος (που δεν αναπτύσσεται σε μεγάλη θερμο- θερμοκρασία) . термоэлектрический επ. θερμοηλεκτρικός. термоэлектричество, -а ουδ. θερμοηλεκτρι- σμός. термоэлемент, -а α. βλ. термопара. термоядерный επ: α) -ая реакция θερμοπυ- ρινική αντίδραση, β) -ое оружие θερμοπυρι- νικό όπλο. ♦термы, Терм πλθ. 1οι θέρμες, λουτρά δη- δημόσια. 2 θερμοπηγές· νερά υπόγεια ζεστά. Тёрн κ. Терн α. 1 αγριοδαμασηνιά. 2 το α- γριοδαμάσκηνο. 3 (παλ.) βλ. терние. терние, -я ουδ. ακανθώδης θάμνος· βάτος.II (συνήθως πλθ.) μτφ. δυσκολίες, εμπόδια, α- αναποδιές· ατυχίες. ТерНЙСТОСЬ, -и θ. δυσκολία, εμπόδιο·- пу- пути το ακακνθώδες της οδού (της πορείας). тернистый επ., βρ: -нйст, -а, -О ακανθώ- ακανθώδης· - куст ακανθώδης θάμνος. 2 μτφ. δύσκο- δύσκολος, χαλεπός· - путь ακανθώδης δρόμος. терновник, -а α. βλ. тёрн. Терновый επ. της αγριοδαμασκηνιάς. II του
чер 571 чер αγρ ι,οδαμασκηνου, απο αγριοδαμάσκηνο· -куст θάμνος αγρ ιοδαμασκην ιάς · -ое варенье γλυκό απο αγριοδαμάσκηνα. II εκφρ. ~ венец (γραπ. λόγος) το αγκάθινο στεφάνι του Χριστού (σύμ- (σύμβολο βασάνων, παθών). Тернослива, ~Ы θ. κ. тернослив, ~а α. δα- δαμάσκηνο (απο διασταύρωση άγριας και ήμερης δαμασκηνιάς. II δαμάσκηνο (αυτής της δια- διασταύρωσης) . Тёрочный επ. της τρίψης· - аппарат συ- συσκευή τρ'ιψης, ο τρίφτης. терпёж, -пежа (-пежу) α. (απλ.) βλ. тер- терпение. терпеливо επίρ. υπομονητικά κλπ. επ. терпеливость, -И θ. υπομονή, καρτερικότη- καρτερικότητα. терпеливый επ., βρ: -лив, -а, -ο υπομονη- τικός, καρτερικός· - человек υπομονητικός άνθρωπος· - рыболов υπομονητικός ψαράς. II επίμονος· - труд επίμονη εργασία· -ая учё- учёба επίμονη μάθηση. Терпение, -Я ουδ. 1 υπομονή, καρτερία· Π0- терять ~ χάνω την υπομονή. 2 επιμονή, εμ- εμμονή. терпентин,-а α. η τερέβινθος ή τέρμινθος. терпентинный-επ. τερεβινθικός, τερμίνθιος· ~Οβ масло τερεβινθέλαιο, νέφτι. терпеть, терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -о р.δ. 1 υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ· - ГОЛОД, ХО- ХОЛОД αντέχω στην πείνα, στο κρύο· - боль βα- βαστώ τον πόνο· ~й казак, атаманом будешь (παρμ.) η υπομονή κερδίζει τα πάντα. II ανέ- ανέχομαι, σηκώνω· он не любит, а только -ит меня αυτός δε αγαπά, αλλά μόνο με ανέ- ανέχεται· ОН не -ит шутки αυτός δε σηκώνει α- αστεία. II με το αρνητ. μόριο не δεν επι- επιτρέπω, δεν επιδέχομαι· дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή. 2 δοκιμάζω, περνώ, δι- διέρχομαι· - нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, έν- ένδεια)· - поражение δοκιμάζω ήττα· - неу- Дачу δοκιμάζω αποτυχία· - фиаско δοκιμάζω φιάσκο· - лишения περνώ στερήσεις.,II περι- περιμένω, καρτερώ· дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει· время Не -ИТ о καιρός δεν περι- περιμένει· время -ИТ о καιρός περιμένει, υπάρ- υπάρχει ακόμα καιρός. II εκφρ. бумага всё -ИТ το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις). II -СЯ ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ИТСЯ κρά- κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις), терпимо επίρ. ανεκτικά, υποφερτά κλπ. επ. терпимость, -И θ. ανοχή, ανεκτικότητα· ε- επιείκεια, μακροθυμία· преступная - к врагам εγκληματική επιείκεια προς τους εχθρούς· ре- религиозная - ανεζιθρησκεία. II εκφρ. дом -И (παλ.) οίκος ανοχής. Терпимый επ. απο μτχ. ενστ, 1 ανεκτός, υ- υποφερτός· -ое положение ανεκτή κατάσταση.■ 2 ανεκτικός, επιεικής. терпкий επ., βρ: -пок, -пка, -пко; терпче στυφός· -ое ВИНО στυφό κρασί. II δριμύς· - запах δριμεία οσμή. II μτφ. τραχύς, οξύς, δηκτικός, καυτερός. терпко επίρ. ως κατηγ. είναι στυφός· έχω στυφάδα· у меня - ВО рту έχω στυφάδα στο στόμα. терпкость, -И θ. στυφάδα, στυφότητα. терпнуть, -нет, παρλθ. χρ. терпнул, тер- терпла, -ЛО ρ.δ. μουδιάζω, ζυλιάζω (για μέλη του σώματος). терпуг? -а α. είδος λίμας. терпуг? ~а α. είδος ψαριού του Ειρηνικού ωκεανού. терпче συγκρ. β. του επ. терпкий βλ. λ. *терразЙТ, -а α. χρωματισμένη ασβέστη ή τσιμέντο. *терракОта, -Ы θ. τερακότα, πήλινο κομψο- τένημα. II ψημένη γη. Терракотовый επ. της τερακότας· -ое ИЗ- делие πήλινο κομψοτέχνημα. II χρώματος τε- τερακότας, κεραμιδί. * террарий, -я κ. террариум, -а α. τεράριο, χώρβς διατήρησης αμφιβίων κ. ερπετών. *терраса, -Η θ. 1 ταράτσα· ηλιακωτό. 2 ύ- ύψωμα· επίχωμα· ανάχωμα. террасирование, -Я ουδ. ισοπέδωση επικλι- επικλινούς εδάφους, террасировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. ισο- ισοπεδώνω επικλινές έδαφος (το κάνω καλλιεργή- καλλιεργήσιμο). II -СЯ ισοπεδώνομαι. »террасировка, -и θ. βλ. террасирование. террасный επ. σαν ταράτσα. террасовый επ. βλ. терасный. Территориальный επ. εδαφικός, χωρικός·-ые претёнции (требования) εδαφικές διεκδική- διεκδικήσεις· -ые ВОДЫ τα χωρικά ύδατα· -ая непри- косновённость страны το απαραβίαστο του ε- εδάφους της χώρας. ♦территория, -И θ. το έδαφος, η γη· περιο- περιοχή, έκταση· γήπεδο· - государства το έδαφος του κράτους· - колхоза η περιοχή του κολ- κολχόζ· - завода χώρος (έκταση) του εργοστα- εργοστασίου. ♦террор, ~а α. τρομοκρατία* фашистский - φασιστική τρομοκρατία· полицейский - αστυ- αστυνομική τρομοκρατία. терроризировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. τρομοκρατώ. II -СЯ τρομοκρατούμαι. Терроризм, -а α. τρομοκρατία. терроризовать, -зуго, -зуешь, παθ. μτχ.
тер παρλθ. χρ. терроризованный, βρ: -ван, -а, -о р.б.ч.σ. βλ. терроризировать. II -οΗβλ. тер- терроризироваться. • террорист, -а «., ~ка, -И θ. τρομοκράτης, -ισσα. Террористический επ. τρομοκρατικός. Тёртый επ. απο μτχ. τριφτός, τριμμένος·- сыр τριμμένο κεφαλοτϋρι. 2 μτφ. πεπειραμέ- πεπειραμένος, εντριβής, ψημένος, ξεσκολισμένος. ♦терцет, ~а α. το τερτσέτο. ♦терЦИЯ, ~И θ. (μουσ.) η τρίτη (φωνή της κλίμακας)· малая ~ η τρίτη ελάσσονα· боль- большая - η τρίτη μείζονα. *терьер, -а α. τεριέ (ράτσα σκύλου). терять, ~яю, -яешь ρ.δ,μ. 1 χάνω· - ключи χάνω τα κλειδιά* - паспорт χάνω την ταυτό- ταυτότητα. II ζεφεϋγω, μπερδεύω· - дорогу χάνω το δρόμο. 2 στερούμαι· - зрение χάνω την όρα- όραση· - равновесие χάνω την ισορροπία·- Тер- пёние χάνω την υπομονή. II (για θάνατο) χά- χάνω· - отца χάνω τον πατέρα. 3 ζημιώνω· ВЫ На ЭТОМ -ете пятьсот рублей εσείς εδώ χά- χάνετε πεντακόσια ρούβλια. 4 σπαταλώ. II εκφρ. - голову χάνω το κεφάλι (δεν ξέρω τ ι να πρά- πράξω) · нечего - δεν έχω να χάσω τίποτε. II -СЯ 1 χάνομαι· часто вещи у меня -ГОТСЯ συχνά τα πράγματα μου χάνονται. 2 εξαφανίζομαι· - Β толпе χάνομαι στο πλήθος. ' II εξασθενίζω· память в старости ~яется η μνήμη στα γεράματα χάνεται. II τα χάνω, παραφρονώ, σα- σαστίζω, δεν ξέρω τ ι να κάνω. тёс, -а (-у) α. (αθρσ.) λεπτές σαν'ιδες,πέ- ταυρα. ТеС8К, -а α. 1 είδος ξίφους. 2 πελέκι, εί- είδος μικρού τσεκουριού. тесать, тешу, тешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тёсанный, βρ: -сан, -а, -о р.δ.μ. 1 πελεκώ· - брёвна πελεκώ κούτσουρα· - камни πελεκώ πέτρες. 2 φτιάχνω κάτι πελεκώντας. II -СЯ πελεκιέμαι. тесёмка, -И θ, Ι βλ. Тесьма. 2 ιμάντας, λωρίδα· ταινία υφάσματος. тесёмочный επ. της ταινίας υφάσματος· απο ταινία. , тесёмчатый επ!_ απο ταινία υφάσματος' тесина, -Ы θ. μια λεπτή σανίδα, ένα πέ- ταυρο. Тёска, -И θ. πελέκημα, -ση. тесло, ~а πλθ. тёсла, -сел, -слам ουδ. το σκεπάρνι. Теснёние, -Я ουδ. (παλ.) πίεση, σφίξιμο στο στήθος, στην καρδιά. теснина, -Ы θ. κοιλάδα στενή. II στενή δί- δίοδος μεταξύ δυο βουνών, κλεισούρα. Теснить, -НЮ, -НЙШЬ р.δ.μ. 1 στενεύω, πε- περιορίζω το πλάτος. II πιέζω, ωθώ, σπρώχνω· 572 . тет σφίγγω. II μτφ. περιορίζω. 2 στριμώχνω. 3 μτφ. καταπιέζω· τυραννώ. 4 σφίγγω, στενεύω (για ρούχα, υποδήματα). II -СЯ 1 συνωστίζο- συνωστίζομαι, συνωθούμαι, στριμώχνομαι. 2 (παλ.) πι- πιέζομαι, σφίγγομαι· моё сердце -ится η καρ- καρδιά μου σφίγγεται. 3 ωθούμαι, σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. εκτός της 4 σημ· тесно 1 επίρ. στενόχωρα. 2 πυκνά, στρι- στριμωχτά. 3 ως κατηγ. είναι στενόχωρα. теснота, -Ы θ. στενότητα χώρου. II εκφρ. земельная - έλλειψη καλλιεργήσιμης γης. тесный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 στε- στενός, στενόχωρος· -ая комната στενόχωρο δω- δωμάτιο· - проход στενή δίοδος· -ая улица η στενή οδός (σοκάκι). II μτφ. περιορισμένος· - круг друзей στενός κύκλος φίλων у него ~ Кругозор αυτός έχει στενόν ορίζοντα. 2 πυκνός· συνεσφιγμένος, στριμωχτός. II μτφ. στενά συνδεμένος, με στενές σχέσεις· - друг στενός (επιστήθιος) φίλος· -ая дружба στενή φιλία· ~ое Сотрудничество στενή συνεργασία· -ая связь στενός δεσμός. 3 σφιχτός (για έν- ένδυμα, υπόδημα). 4 Μ·τφ. (παλ.) δύσκολος, χα- χαλεπός, βαρύς· ~ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις. тесовый επ. ξύλινος· με σανίδια· -ая кры- крыша ξύλινη στέγη. ♦тесситура, -Ы θ. (μουσ.) τόνος φωνής. *тест, -а α. (ψυχολ.) το τεστ. ТеСТО, -а ουδ. 1 το ζυμίρι· мешать - ζυ- ζυμώνω· Сдобное - ζυμάρι με προσθήκη βουτύ- βουτύρου, ζάχαρης κλπ. - На дрожжах ζυμάρι με μαγιά· Слоённое - ζυμάρι σε φύλλα. 2 μάζα, πηχτή ουσία. II εκφρ. из ОДНОГО -а του ί- ίδιου φυράματος (χαρακτήρα, ποιόντος). тестообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; σαν το ζυμάρι. тесть, -я α. ο πεθερός (ο πατέρας της συ- συζύγου) . тесьма, -Ы θ. ταινία υφάσματος· σειρήτι. *ТеТ-а-тёт επίρ. τετ α τετ, οι δυό μας, χωρίς την παρουσία άλλου. тётенька, -и θ., γεν. πλθ. -нек. 1 θεί- τσα. 2 θεία. тетёра, -ы θ. βλ. тетёрка. тетерев, -а, πλθ. -рева, ~ОВ α. τετράονας, αγριόρνιθα (επιστ.), αγριόγαλος (λκ.). Тетеревиный επ. του τετράονα, του αγριόγα- λου. II πλθ. -ые τα τετραονιδή. тетеревятник, -а α. είδος γερακιού. Тетёрка, -И θ. αγριόγαλος (το θηλυκό). II βλ. тетерев. тетеря, -и θ. 1 (διαλκ.) βλ. тетерев. 2 (υβρ.) ленивая - τεμπέλης· сонная - υπνα- ράς. Тетёха, -И θ. (απλ.) θεια, θειάκω.
теп 573 теш Тетёкать р.δ.μ. (όιαλκ.) νανουρίζω (στα | χέρια). тетива, ~ы θ. 1 χορδή τόξου (όπλου). II τεντωμένο σχοινί. 2 επικλινής πλευρά της σκάλας. тётин, ~а, ~Ο επ. της θείας· - ДОМ το σπίτι της θείας. Тёгка, -И θ. βλ. Тётя. || (απλ.) ηλικιω- ηλικιωμένη γυναίκα, θεια. тёткин, -а, -Ο επ. της θείας· - ДОМ το σπίτι της θείας. Тетрадка, -И θ. τετραδιάκι. тетрадный επ. του τετραδίου· - лист φύλλο τετραδίου. тетрадочный επ. του τετραδίου· -ая стра- страница η σελίδα του τετραδίου. • тетрадь, -И θ. τετράδιο* ~ В линейку τε- τετράδιο μονόγραμμο· - В клетку τετράδιο με τετραγωνίδια· нотная - τετράδιο για νότες, πεντάγραμμο· - ДЛЯ рисования τετράδιο ιχνο- ιχνογραφίας· черновая - το πρόχειρο τετράδιο. тетралогический επ. τετραλογικός, της τε- τετραλογίας. *тетралОГИЯ, ~И θ. η τετραλογία, ♦тетраметр, ~а α. (φιλγ.) το τετράμετρο. тетраметрический επ.(φιλγ,) τετραμετρικός. •тетраэдр, ~а ά. (μαθ.) το τετράεδρο. тётушка, -и θ. βλ. тётенька. Тётя, -И, γεν. πλθ. -ей θ. θεία, θεια. II ηλικιωμένη γυναίκα, θεια. тефтели, -ей πλθ. γιουβαρλάκια με σάλτσα γιαχνί. Техминимум, -а α. το ελάχιστο των τεχνι- τεχνικών γνώσεων. ♦технеций, -Я α. το τεχνήτιο (χημ. στοι- στοιχείο). ТеХНИК, -а α. τεχνικός, τεχνίτης· ИНЖенё- ры И -И μηχανικοί και τεχνικοί. II εκφρ. зубной ~ о οδοντοτεχνίτης. ♦техника, -и θ. 1 η τεχνική· развитие -и η ανάπτυξη της τεχνικής· Передовая - πρωτο- πόρα τεχνική· достижения науки И -И οι επι- επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής. II (αθρσ.) οι μηχανές,τα μηχανικά μέσα. 41 τεχνι- τεχνικός εξοπλισμός, τεχνικά μέσα· военная - τα πολεμικά τεχνικά μέσα· - сельского хозяй- хозяйства τα τεχνικά αγροτικά μέσα. 2 τεχνικοί κανόνες· δεξιοτεχνία· - шахматной игры η τέχνη του σκακιού· музыкальная ~ μουσική δε- δεξιοτεχνία. II εκφρ. - безопасности τα μέτρα προστασίας απο ατυχήματα στον τόπο της δου- δουλειάς. техникум, -а α. μέση τεχνική σχολή. техницизм, -а α. 1 τεχνικισμός(υπερβολική έλξη προς το τεχνικό μέρος,παρά στην ουσία). 2 υπερβολική τάση παρουσίασης των τεχνικών μέσων σε λογοτεχνικά έργα. технический επ. τεχνικός· ~ая осталость η τεχνική καθυστέρηση· ~ие усовершенство- усовершенствования τεχνικές τελειοποιήσεις· - кружок о τεχνικός όμιλος· ~ие требование τεχνικές α- απαιτήσεις· -ое образование τεχνική μόρφωση· -ое оборудование τεχνικός εξοπλισμός*- тер- термин τεχνικός όρος. II εκφρ. - редактор βλ. техрёд. техничка, -И θ. 1 η καθαρίστρια. 2 μηχανή βοηθητική. техничный επ., βρ: ~чен, -чна, -чно κάτο- κάτοχος υψηλής τέχνης, δεξιοτέχνης. технолог, -а α. τεχνολόγος. технологический επ. τεχνολογικός. технологичность, -И θ. τεχνολογία. технологичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно* τεχνολογικός. ♦теХНОЛОГИЯ, -И θ. τεχνολογία· - Судостро- ёния τεχνολογία ναυπηγίας· - металлов τε- τεχνολογία μετάλλων. Технорук, -а α. τεχνικός καθοδηγητής. техрёд, -а α, τεχνικός συντάκτης. течение, -я ουδ. ροή, ρους, τρέξιμο-удер- τρέξιμο-удержать - крови σταματώ την αιματόρροια· ВОДЫ В реке о ρους του ποταμού. II μτφ. αλ- αλληλοδιαδοχή· - МЫСЛеЙ η αλληλοδιαδοχή των σκέψεων. 3 №4· Τ0 πέρασμα, το διάβα· - времени то πέρασμα του χρόνου. 4 (κυρλξ. κ. μτφ.)· Тёплое - ζεστό ρεύμα· холодное - ψυ- ψυχρό ρεύμα· литературное - λογοτεχνικό ρεύ- ρεύμα. II εκφρ. Β - στη διάρκεια· Β - ДНЯ στη διάρκεια της μέρας· Β - нескольких МИНут στη διάρκεια μερικών λεπτών, για λίγα· λε- λεπτά· Β - спора κατά τη διάρκεια της συζήτη- συζήτησης. •тёчка, -И θ. μάρκαλος, βαρβάτιασμα, γαύ- ριασμα (για ζώα). течь1, течёт, текут, παρλθ. χρ. тёк, тек- текла, -ло, μτχ. ενστ. текущий επιρ. μτχ. δεν έχει ρ.δ. 1 ρέω· τρέχω· πηγαίνω· река течёт το ποτάμι ρέει· Слёзы Текут δάκρυα πηγαίνουν кровь течёт αίμα πηγαίνει (τρέχει). II πέ- πέφτω, χύνομαι (για κόκκους, λεπτά τεμάχια). 2 στάζω, αδειάζω· бочка течёт το βαρέλι τρέ- τρέχει. 3 μτφ. κινούμαι μαζικά· на улице ~ла толпа στο δρόμο ξεχύνονταν το πλήθος. II διαδέχομαι· рассуждение -ло за рассуждением η μια σκέψη διαδέχονταν την άλλη. 5 μτφ· περνώ, διαβαίνω, διαρρέω· время течёт быс- быстро ο καιρός περνά γρήγορα. течь2 -И θ. 1 εισροή, ροή, τρέξιμο. 1 ο- οπή ροής. тёша, -И θ. το κοιλιακό μέρος μερικών ψα- ψαριών ως τροφή. ТеШИТЬ, -шу, -ШИШЬ р.δ.μ. 1 διασκεδάζω,
тёш 574 ТИП τέρπω, ψυχαγωγώ. II ικανοποιώ· ~ своё Само- ЛЮбие ικανοποιώ τον εγωισμό μου ή το φιλό- φιλότιμο μου. 2 παρηγορώ, βαυκαλίζω· - Себя На- Девдами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με ελπί- ελπίδες. II -СЯ 1 διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγω- ψυχαγωγούμαι. II ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι· α- αρέσκομαι. 2 γελώ με κακία· περιγελώ, κοροϊ- κοροϊδεύω, χλευάζω. 3 παρηγορούμαι, βαυκαλίζομαι. тёшка, -и θ. βλ. тёша. Тёща, -И θ. πεθερά ( η μάνα της συζύγου). ♦тиара, ~ы θ. η τιάρα· - египетских фара- фараонов η τιάρα των αιγυπτίων φαραώ· папская ~ η τιάρα (μΐ,τρα) του Πάπα. ТИбётеЦ, -ТЦа α., -ка, -И θ.θιβετιανός, -η1. Тибетский επ. θιβετιανός, θιβετικός. тивун βλ. тиун. *ТИГелЬ, -ГЛЯ α. χωνευτήριο. ТЙгелышй επ. του χωνευτηρίου, χωνευτηρι- ακός, χωνευτήριος. ТИГр, ~а α. η τίγρη. тигрёнок, -нка, πλθ. -рята, -рят α. τιγρά- κι. ТИГРИНЫЙ επ. της τίγρης; σαν της τίγρης. ТИГрИЦа, -Ы θ. η τίγρη (το θηλυκό). ТИГРОВЫЙ επ. της τίγρης· -ЗЯ шкура δέρμα τίγρης. II τιγροειδής. ΓΙ εκφρ. - глаз τιγρι- όφθαλμος, χαλαζίας ο σαπφειροειδής· ~ое оде- ЯЛО; - плед (παλ.) κουβέρτα ριγωτή. ТИГРОЛОВ, ~а α. θηρευτής τίγρηων. "•"ТИК1, -а (~у) α. ύφασμα χοντρό ριγωτό, ρα- ραβδωτό. ♦тик* ~а α. σύσπαση των μυών ( προσώπου, λαι- λαιμού, χεριών). *ТИК3, -а α. τικ (δέντρο ι*ων Ινδιών). Τ2Κ*επιφ. τικ (απομίμηση ήχου). ТИКанье, -Я ουδ. το ρυθμικό χτύπημα τικ. тикать р.δ. χτυπώ ρυθμικά τικ· часы -ГОТ το ρολόι χτυπά τικ-τικ, τικ-τακ. ТШаТЬ р.δ. (απλ.) φεύγω, το σκάζω. ТИКОВЫЙ1 επ. του ραβδωτού υφάσματος ή απο ραβδωτό ύφασμα. ТИКОВЫЙ* επ. απο ξύλο τικ· -ое дерево βλ. тик·! ТИК-так επιφ. τικ-τακ (ο χτύπος του ρολο- ρολογιού. *ТЙЛЬбюри ουδ. άκλ. (παλ.)· αμάξι δίτροχο μόνιππο, τίλμπερι. *ТЙЛЬДа, ~Ы θ. κυματοειδής παύλα (περισπω- (περισπωμένη). тимиан, βλ. тимьян. *ТИМОЛ, -а α. άρωμα απο θυμάρι. ТИМОЛОВЫЙ επ. απο ή με άρωμα θυμαριού·~ое МЫЛО σαπούνι με άρωμα θυμαριού. Тимофеевка, -И θ. ο φλέως ή το φλέον (σι- τοειδές χόρτο), ♦тимпан, ~а α. (αρχτ.) το τύμπανο· το αέ- αέτωμα. 2 το τύμπανο (κρουστό μουσ. όργανο). *ТИМЬЯН, -а α. το θυμάρι. ТИНа, -Ы θ. μούχλα στάσιμων νερών. II μτφ, σαπίλα,διαφθορά, εξαχρείωση, βρωμιά. ТИНИСТЫЙ επ., βρ: -нист, -а, -о γεμάτος μούχλα. ♦ ТИНКТура, -Ы θ. το βάμμα; - ЙОДД βάμμα ιωδίου. *ТИОКОЛ, -а α. 1 ελαστικό θειωμένο. 2 φάρμακο αποχρεμπτικό. ♦ТИП, -а α. 1 τύπος, μοντέλο, υπόδειγμα· НОВЫЙ - καινούριος τύπος· -ы пассажирских самолётов τύποι επιβατικών αεροπλάνων· пар- партия НОВОГО ~а κόμμα νέου τύπου. II τα χαρα- χαρακτηριστικά, τα εξωτερικά γνωρίσματα· чело- человек ВОСТОЧНОГО -а άνθρωπος ανατοτολίτικων χαρακτηριστικών (ή τύπου). 2 (φιλγ.) μορφή υποδειγματική, τύπος. 3 άνθρωπος ιδιότυπος, странный - παράξενος τύπος ανθρώπου. *ТИПаж, -а н. -а α. το σύνολο των τύπων· ~ тракторов οι τύποι των τραχτέρ. типажный επ., βρ: -жен, -жна, -ЖНО τυπι- τυπικός· -ые данные τα τυπικά στοιχεία ή χαρα- κτηριστικά. типец, -пца α. βλ. типчак. типизация, -И θ. τυποποίηση. II ταξινόμηση. II (φιλγ., Τέχνη) επιλογή κοινωνικών τύπων. ТИПИЗироваНИе, -Я ουδ. (φιλγ., Τέχνη) τυ- τυποποίηση (επιλογή κοινωνικών τύπων). типизированный επ. απο μτχ. τυποποιημέ- τυποποιημένος· ~ое предприятие τυποποιημένη επιχείρη- επιχείρηση (ανήκουσα σε ταξινόμηση). типизировать, -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. типизированный, βρ: -ван, -α, -ο ρ.δ.κ.σ. 1 τυποποιώ· ταξινομώ· κατατάσσω. 2 (φιλγ., Τέχνη) επιλέγω τους κοινωνικούς τύ- τύπους ι> II -СЯ τυποποιούμαι. типический επ. 1 τυπικός· - образ τυπική μορφή (πρόσωπο) έργου· -ое обобщение явле- явлений τυπική γενίκευση των φαινομένων. 2 βλ. ТИПИЧНЫЙ A, 2 σημ.). ТИПИЧНОСТЬ, -И θ. 1 τυπικότητα, ίδια ι- ιδιομορφία σε ένα σύνολο· - лица η τυπικότη- τυπικότητα του προσώπου. 2 το σύνηθες. 3 (φιλγ., Τέχνη) τυπικότητα (απεικόνιση σε μια μορφή ή ένα φαινόμενο χαρακτηριστικά πολλών προ- προσώπων ή φαινομένων). типичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 τυ- τυπικός, χαρακτηριστικός, ίδιος· ~ средневе- средневековый город τυπική μεσαιωνική πόλη. 2 συ- συνήθης, -σμένος, φυσικός· - случай συνηθι- συνηθισμένη περίπτωση· -ая ощйбка τυπικό λάθος. 3 (φιλγ., Τέχνη)· τυπικός (ενοποιημένεςμορ- (ενοποιημένεςμορφές ή φαινόμενα σε μια μορφή ή ένα φαινό- φαινόμενα). ТИПОВОЙ επ. 1 τυπικός, υποδειγματικός. 2
тип 575 хит τυποποιημένος, στάνταρτ. ■ типограф, -а а. 1 τυπογράφος (εργάτης ή μηχανή). 2 είδος κάνθαρου που καταστρέφει τη φλούδα των κωνοφόρων. типографический επ. (παλ.) βλ. типограф- типографский. ♦типография, -И θ. η τυπογραφία. типографский επ. τυπογραφικός· - рабочий ο τυπογράφος· -ая техника η τυπογραφική τέ- τέχνη· -ая краска τυπογραφική μελάνη - шрифт τα τυπογραφικά στοιχεία (γράμματα). типографщик, ~а α. τυπογράφος, ♦типолитография, -И θ. τυπολιθογραφία. типолитографский επ. τυπολιθογραφικός. типологический επ. τυπολογικός, της τυπο- τυπολογίας· ~ие различия τυπολογικές διαφορές· -ие особенности τυπολογικές ιδιαιτερότητες. ♦ТИПОЛОГИЯ, ~И θ. τυπολογία, ταξινόμηση κα- κατά τύπους, κατά κοινά γνωρίσματα. ШИПуН, ~а α. κόρυζα, λέπη, τσίφνα (άρρω- (άρρωστε ια της γλώσσας των κοτών). II εκφρ. - на язык δάγκασε τη γλώσσα (σου), βούλωσ'. το (μη λες κουβέντες που δεν πρέπει). ТИПчак, -а α. χόρτο σιτοειδές (τροφή ζώων), ♦тир, ~а α. σκοπευτήριο, ""тирада, -Ы θ. μακροσκελής λόγος ή φράση, ♦тираж? -а α. 1 κλήρωση λαχείου. 2 σβήσι- σβήσιμο του λαχείου. II εκφρ. ВЫЙТИ В ~ βγαίνω στο περιθώριο (αχρηστεύομαι, παλιώνω, γερά- γεράζω). тираж? ~а α. εκτύπωση φύλλων ο αριθμός αντιτύπων, η σειρά έκδοσης. тиражирование, -Я ουδ. καθορισμός έκδοσης αντιτύπων. тиражировать, -рута, -руешь р.δ.μ. καθορί- καθορίζω τον αριθμό έκδοσης αντιτύπων. II -СЯ κα- καθορίζομαι (για αριθμό αντιτύπων). тиражный1 επ. της κλήρωσης· -ая таблица πίνακας κλήρωσης (λαχείου). тиражный^, του αριθμού αντιτύπων. ♦тиран, -а α., ~ка, -И θ. 1 τύραννος (κυ- (κυβερνήτης στην αρχαία Ελλάδα). 2 δυνάστης. 3 βασανιστής. тиранить, -НЮ, -нишь р.δ. τυραννώ, βασα- βασανίζω· καταπιέζω. II (παλ.) χτυπώ, υποβάλλω σε βασανιστήρια. тиранический επ. 1 τυραννικός· ~ая власть τυραννική εξουσία. 2 μτφ. δεσποτικός, αυ- αυταρχικός, απολυταρχικός. ♦тирания, -И θ. 1 τυραννία (μορφή διοίκη- διοίκησης στην αρχαία Ελλάδα). 2 δεσποτισμός, αυ- αυταρχισμός, καταδυνάστευση. тиранСКИЙ επ. (παλ.) δεσποτικός, τυραννι- τυραννικός· σκληρός. тиранство, -а ουδ. βλ. тирания. тиранствовать, -ствута, -ствуешь р.δ. τυ- τυραννώ, βασανίζω, καταπιέζω, ♦тире ουδ. άκλ. (γραμμ.) η παύλα (-). *тирс, ~а α. ο θύρσος. ТИС, -а α. η τάξος, ήμερο έλατο, тискальный επ. αποτυπωτικός· εκτυπωτικός. ТЙСкать ρ.δ.μ. 1 πιέζω, θλίβω, σφίγγω,πα- τώ, ζουπίζω· στριμώχνω. 2 (τυπογρ.) πιέζω. 3 τυπώνω. II -СЯ 1 πιέζομαι, θλίβομαι, σφίγ- σφίγγομαι. 2 συνωθούμαι, στριμώχνομαι. ТИСКИ, -ΟΒ πλθ. 1 συνδήκτορας, μέγγενη. 2 μτφ. λαβίδα· ВЗЯТЬ В ~, зажать В - (στρατ.) πιάνω στη λαβίδα. 3 μτφ. ισχυρός περιορι- περιορισμός· -цензуры η·μέγγενη της λογοκρισίας. II καταπίεση· βάσανα· κακουχίες. ТИСКОВЫЙ επ. της μέγγενης· - ВИНТ о κο- κοχλίας της μέγγενης. ТИСнёние, -Я ουδ. 1 αποτύπωση (με συμπίε- συμπίεση). 2 (παλ.) έκδοση, τύπωμα βιβλίου. II εκ- εκτύπωση . ТИСНёныЙ επ. σταμπάτος, πατητός, εμπριμέ. ТИСНИЛЬНЫЙ επ. πιεστικός· τυπωτικός. ТИСНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тиснённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.δ. μ. τυπώνω στο πιεστήριο. тиснуть р.σ. βλ. тискать. ТИСОВЫЙ επ. της τάξου· απο τάξο. II ουσ. πλθ. -ые τα ταξοειδή. ТИСОЧНЫЙ επ. της μέγγενης. ТИСС βλ. ТИС. ,, ТИССОВЫЙ βλ. ТИСОВЫЙ. ♦титан, -а α. 1 о Τιτάνας. 2 μτφ. υπερφυ- υπερφυσικό ον ή δύναμη, γίγας. 3 τ ιτάνιο (μέταλλο). 4 αντικείμενα υπερμεγέθη, титанистый επ. τιτανιούχος. ♦титанит, ~а α. τιτανίτης (ορυκτό). титанический επ. τιτανικός, τιτάνιος· -ие усилия τιτάνιες προσπάθειες· -ая сила τι- τιτάνια δύναμη· -ая борьба τιτάνιος αγώνας.' Титановый επ. του τιτανίου. титла βλ. титло. ТИТЛО, -а ουδ. 1 τίτλος, επικεφαλίδα, ε- επιγραφή. 2 βλ. титул. ТИТОВКа, -И θ. ποικιλλία μηλιάς καθώς και ο καρπός της. ♦титр, -а α. 1 τίτλος, επιγραφή, επίγραμ- επίγραμμα. 2 (χημ.) τίτλος. 3 то πάχος της μετα- μεταξωτής κλωστής. Титрование, -Я ουδ. (χημ.) καθορισμός του τίτλου. титрованный επ. απο μτχ. που έχει τίτλο. титровать, -рута, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. титрованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ.σ. (χημ.) καθορίζω τον τίτλο. II -СЯ (χημ.) καθορίζομαι (για τίτλο). ♦титул, ~а α. 1 τίτλος (τιμητική προσηγο- προσηγορία. 2 επιγραφή βιβλίου. 3 (οικον.) τίτλος.
ТИТ 576 тка 4 (νομ.) τίτλο?· - собственности τίτλος κυριότητας. Титулование, -Я όϋδ. τιτλοφόρηση. Титулованный επ. ото μτχ. τιτλοφορημένος. Титуловать, -лую, -дуешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. титулованный, βρ: -ван, -а, -о р.б.ч.σ. 1 ονομάζω κάποιον με τον τίτλο του. 2 τι- τιτλοφορώ, ονομάζω· он -лует себя революцио- революционером αυτός τιτλοφορεί τον εαυτό του επα- επαναστάτη. II -СЯ τιτλοφορούμαι, ονομάζομαι. титульный επ. του τίτλου της επιγραφής· - ЛИСТ το φύλλο του τίτλου βιβλίου. II εκφρ. -ые СПИСКИ κατάλογος κτιρίων γενικής επι- επισκευής . титулярный επ: - советник σύμβουλος ένα- ένατης τάξης στην προεπαναστατική Ρωσία. ТИуН к. ТИВун, ~а α. ονομασία διαφόρων δη- δημοσίων υπαλλήλων στη Ρωσία τον ю - 17 αι. *ТИф, -а, προθτ. В ~е к. В -у α. ο τύφος. ♦тифлопедагогика, -И θ. η παιδαγωγική για τους τυφλούς. ТифОЗНЫЙ επ. του τύφου· ~ МШфОб μικρόβιο του τύφου. II ουσ. ο άρρωστος απο τύφο. тихий επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишай- тишайший. 1 σιγανός, - λός, σιγηλός· -ая песня σιγανό τραγούδι· - ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)· - стук σιγανό χτύπημα· - голос σι- σιγανή φωνή. 2 ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος· -ЭЯ НОЧЬ ήσυχη νύχτα· -ая река ήσυχο ποτάμι. 3 μτφ. φρόνιμος· - человек ήσυχος άνθρωπος. 4 σιωπηρός, αμίλητος. 5 γαλήνιος, -μένος- МОре бЫЛО -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη. 6 αργός, βραδύς· - ХОД αργό βάδισμα, βραδυ- πορεία. II εκφρ. -ое помешательство ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια·. - час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθ- σταθμούς)· η μετά το γεύμα ανάπαυση. тихнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. -тих, -ла, -ЛО р.δ. ησυχάζω, γαληνεύω, καλμάρω, κατα- καταλαγιάζω, ηρεμώ. ТИХО 1 επίρ. σιγανά, ήσυχα, ήρεμα κλπ. επ. 2 ως κατηγ. είναι, γίνεται ησυχία, ηρεμία* γαλήνη· стало -, выступающий продолжал έγινε ησυχία, ο ομιλητής συνέχισε.... ' на душе - ψυχικά (εσωτερικά) έχω γαλήνη· вё- Тер перестал, Стало - о άνεμος σταμάτησε, έ- έγινε ησυχία. ТИХОВёйНЫЙ επ. (για άνεμο) που πνέει ελα- ελαφρά. ТИХОВОДНЫЙ επ. (παλ.) ήσυχος (για ποτάμι, ρεύμα). ТИХОВОДЬе, -Я ουδ. ήσυχα νερά (μη ορμητικά). ТИХОМОЛКОМ επίρ. 1 αμίλητα. 2 βλ. ВТИХО- молку. ТИХОНЬКО επίρ. 1 βλ. ТИХО A σημ.). 2 βλ. втихомолку. ТИХОНЯ, -И, γεν. πλθ. -ей α.к.θ. άντρας (φιλ)ήσυχος, γυναίκα (φιλ)ήσυχη. тихоокеанский επ. του-ειρηνικού ωκεανού. тихоструйный επ. (παλ.) που ρέει (κυλά) ήσυχα. ТИХОСТЬ, -И θ. (παλ.) ησυχία, ηρεμία, γα- γαλήνη· νηνεμία. ТИХОХОД, ~а α. βραδυπόρος, βραδυβάτης, αρ- γοπόδης. II (για μεταφ. μέσο) αργοκίνητος, βραδυκίνητος. ТИХОХОДНЫЙ επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО (για μεταφ. μέσο)· αργοκίνητος, βραδυκίνητος, αργοσάλευτος. тихохонько επίρ. (απλ.) βλ. тихонько. тишайший υπέρ θ. β. του επ. тихий. тишать ρ.δ. (απλ.) ησυχάζω, γίνομαι πιο ήσυχος· εξασθενίζω. ТИШе 1 συγκρ. β. του επ. ТИХИЙ και του επιρ. ТЙХО. ТИШИНа, -Ы θ. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη· σι- σιγαλιά· κάλμα· σιγή· НОЧНаЯ - νυχτερινή η- ησυχία· мёртвая - νεκρική σιγή· соблюдать -у τηρώ (κάνω) ησυχία. II μτφ. ψυχική γαλήνη. ТИШКОМ επίρ. (απλ.) ήσυχα, σιγανά, αθό- αθόρυβα. II βλ. втихомолку. тишь, -и, προθτ. о тиши, в тиши θ. βλ. ти- тишина. II (για καιρό) ήσυχος (χωρίς άνεμο). II εκφρ. В -Й α) σε ησυχία, σε ήσυχη ώρα ή και- καιρό, β) σε ήσυχο (αφανές) μ»ρος. -ΤΚβ κ. -ΤΚΟ μόριο (απλ.) χρησιμοποιείται αντί του -ка στην προστακ. ή όταν σημαί- παρότρυνση. тканевый επ. 1 του υφάσματος· απο ύφασμα. 2 (βιολ.) του ιστού. Тканый επ. υφαντός· -ая скатерть υφαντό τραπεζομάντηλο. ткань, -и θ. 1 ύφασμα- ιστός· шерстяная - μάλλινο ύφασμα· шёлковая - μεταξωτό ύφασμα· - Пенелопы о ιστός της Πηνελόπης. 2 (βιολ.) ιστός· соединительная >- συνδετικός ιστός- мышечная - το μυείλημα'· нервная - το νευ- ρείλημα. 3 μτφ. πλοκή, υφή· словесная - произведения η λογοτεχνική υφή του έργου. тканьё, -я ουδ. 1 η ύφανση· - скатертей ύφανση τραπεζομάντηλων. 2 το ύφασμα. тканевый επ. βλ. тканый. ткать, тку, ткёшь, παρλθ. χρ. ткал, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тканный, βρ:ΤΚ3Η, ткана, ГкаНО; επιρ. μτχ. δεν έχει· ρ.σ. 1 υ- υφαίνω· - сукна υφαίνω τσόχα· - КОЕёр υφαί- υφαίνω τάπητα. 2 κεντώ στον αργαλειό. II πλέκω· паук ткёт Паутину η αράχνη πλέκε ι τον ιστό. II -СЯ υφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ткацкий επ. υφαντικός· - станок о αργα- αργαλειός. II υφαντουργικός· -ое производство η υφαντουργική παραγωγή.
тка 577 тов ткацко-црядильный επ. κλωστοϋφαντουργικός, κλωστοϋφαντικός. ΤΚ84, -а α., -чйха, -И θ. υφαντής, -τρα, υφαντουργός. ткачество, ~а ουδ. ύφανση χονδροειδών υ- υφασμάτων , ткемали ουδ. άκλ. βλ. алыча. ткнуть, ткну, ткнёшь р.σ. 1 βλ. тыкать1, г χώνω, βάζω, τοποθετώ κάποιον κάπου (για να απαλλαγώ, να τον ξεφορτωθώ). II ε κ φρ. - НОСОМ βάζω μπροστά στα μάτια κάποιου (για να αντι- αντιληφθεί, να δει, να προσέξει). II -СЯ 1 βλ. Тыкаться A, 2, 5 σημ.). 2 κάθομαι, ξαπλώ- ξαπλώνω όπως-όπως. II χώνομαι κάπου, βολεύομαι. -τκο βλ. -тка. тлен, -а α.1 (γραπ. λόγος) σήψη, σάπισμα. 2 σαπίλα, σαπρία. 3 μτφ. πράγμα τιποτένιο· душа нужна, а деньги — η ψυχή έχει αξία, όχι τα χρήματα. тление, -Я ουδ. σήψη, σάπισμα. тленность, -И θ. σαπρότητα. тленный επ., βρ: тленен, тленна, тленно; σάπιος-, σαπισμένος· σαπρός. ТЛеТВОрНОСТЬ, -И θ. ιδιότητα φθοροποιός, αποσυνθετική. II βλαβερότητα. тлетворный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 φθοροποιός, καταστροφικός, ολέθριος. 2 μτφ. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος. тлеть, тлёю, тлеешь ρ.δ. 1 σαπίζω, σήπο- μαι· αποσυντίθεμαι, χαλνώ. 2 φθίνω, σώνομαι, σιγοκα'ιομαι· фитиль -ет το φυτίλι σιγοκαί- εται· углы -ЮТ τα κάρβουνα σιγοκαίονται. II μτφ. εξασθενώ, φθίνω, σβήνω. II -СЯ φθίνω, σώνομαι, σιγοκα'ιομαι. тлиться, тлится ρ.δ. (παλ.)· βλ. тлеть B σημ.). ТЛЯ, -И θ. 1 ψείρα των φυτών. 2 (απλ.) άν- άνθρωπος τιποτένιος. ТМИН, -а α. 1 το κύμινο (χόρτο). 2 (αθρα) οι κυμινόσποροι. ТМИННЫЙ επ. του κύμινου, απο κύμινο. ТМИТЬ, ТМИТ р.δ.μ. (παλ.) σκοτεινιάζω, κά- κάνω σκοτεινό. II -СЯ σκοτεινιάζω, γίνομαι σκοτεινός. το1σύνδ. πότε, μια· то на право, то на ле- лево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστε- αριστερά· ТО тут, ТО там μια εδώ, μια εκεί· ОНа ТО плакала ТО Смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε. II με τα μόρια не, ИЛИ ση- σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθόριστο· σαν· не ТО снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή. II εκφρ. а то βλ. а2, а то нет βλ. нет· не то- αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση· (Да) И ТО και μόνο, κι ακόμα, και επι πλέ- πλέον вино подавали за ужином, и то по рюмоч- рюмочке κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ενα ποτηράκι. ΤΟ2 βλ. ТОТ. ΤΟ3(μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)· τότε· если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ. -ΤΟ μόριο. 1 (χρησιμοποιείται για υπο- υπογράμμιση της λ. στην πρόταση)· акр ιβώς· ЭТО- ΓΟ-ΤΟ И хотел αυτό ακριβώς και ήθελα. 2(α- 2(αόριστο μόριο που μπαίνει μετά απο τις αόριστες αντωνυμίες και επιρρήματα)· КТО-ТО κάποιος· ЧТО-ТО κάτι (τι)· КОГДа-ТО κάπο- κάποτε· где-то κάπου. 3 (σημαίνει κάτι αόριστο, που αννικατασταίνει το συγκεκριμένο)· ког- когда? - когда-то πότε; - κάποτε· какой? - ка- какой-то ποιος; - κάποιος· (το ίδιο και με άλλες αόριστες αντωνυμίες). ТО бишь σύνδ. επεξηγηματικός· (απλ.) δη- δηλαδή. товар, -а α. 1 το εμπόριο· производство -ΟΒ παραγωγή εμπορευμάτων ХОДКИЙ - περιζή- περιζήτητο εμπόρευμα· -Ы широкого Потреблёня ε- εμπορεύματα πλατ ιάς κατανάλωσης· лежалый - παλιό εμπόρευμα· колониальные ~Ы αποικιακά εμπορεύματα. 2 δέρμα κατεργασμένο. товарищ, -а α. 1 σύντροφος· фронтовой συμπολεμιστής· - ПО оружию συστρατιώτης ή συμμαχητής· Школьные ~И οι μαθητές του ί- ίδιου σχολείου· попутный - συνοδοιπόρος· детства παιδικός φίλος -«взять кого себе в - προσεταιρίζομαι κάποιον. 2 μέλος της αυ- αυτής οργάνωσης ή κόμματος· εταίρος· все -И здесь? - одного -а нет όλοι οι σύντροφοι είναι παρόντες; - ένας σύντροφος λείπει. 3 προσηγορία μεταξύ σοβιετικών πολιτών μετε- παναστατικά, αντί του κύριος· -, скажите, пожалуйста, как попасть на площадь „Свобо- „Свободы"? σύντροφε, πέστε μου, σας παρακαλώ, πως να πάω για την πλατεία „Ελευθερίας"; || συ- συνάδελφος· - по работе, по службе συνάδελ- συνάδελφος (απο τη δουλειά ή υπηρεσία). 4 (παλ.) αντικαταστάτης·' - прокурора о αντεισαγγε- λέας· - министра о υφυπουργός· ~ председа- председателя ο αντιπρόεδρος. II εκφρ. ~ по несчастью ο ομοιοπαθής. Товарищеский επ. συντροφικός· φιλικός· привет συντροφικός χαιρετισμός· -ие ОТНОШе- НИЯ συντροφικές σχέσεις· ~ая среда φιλικό περιβάλλον -ая встреча по футболу φιλική ποδοσφαιρική συνάντηση. II εκφρ. - суд συ- συντροφικό δικαστήριο (μη κρατικό). Товарищество, -а ουδ. 1 συντροφικότητα· Законы -а κανόνες συντροφικότητας. 2 (παλ.) εταιρία, όμιλος· παρέα, κομπανία, συντροφιά. II κολλεχτίβα. 3 συνεργατική· σύλλογος· αδελ- αδελφότητα. товарка, -И θ. (απλ.) η συντρόφισσα. .
ТОВ 578 ток Товарность, -и θ. ικανότητα παραγωγής ε- εμπορευμάτων. Товарный επ. εμπορικός· εμπορευτικός, ε- εμπορευματικός· -ΟΘ Обращение η κυκλοφορία ε- εμπορευμάτων - Склад αποθήκη εμπορευμάτων. II φορτηγός· - ПОезД φορτηγό τρένο· - ваГОН εμπορικό βαγόνι. II εκφρ. ~ое производство εμπορική παραγωγή. товаровед, -а α. εμπορευματολόγος. Товароведение, -Я ουδ. εμπορευματολογία, εμπορευματογνωσια. Товароведческий επ. εμπορικός, που έχει γνώσεις εμπορικές· -ые кадры εμπορικά στε- στελέχη. Товарообмен, -в. α. ανταλλαγή εμπορευμάτων (προϊόντων). товарооборот, -а α. κυκλοφορία εμπορευμά- εμπορευμάτων. ТОВаро-пассажирныЙ επ. φορτοεπιβατικός* - поезд φορτοεπιβατικό τρένο. товаропроводящий επ. της εμπορευματικής κίνησης. Товаропроизводитель, -Я α. ο παραγωγός ε- εμπορευμάτων· мелкий - ο βιοτέχνης. ΤΟΒΟ βλ. того. *ТОГа, -И θ. ο τήβεννος των Ρωμαίων. II εκφρ. РЯДИТЬСЯ В -у μεγαλοσχημονώ· РЯДИТЬСЯ В -у героя κάνω τον ήρωα· - в ~у благородства προσποιούμαι τον ευγενή (ευγενικής καταγω- καταγωγής). ТОГДа επίρ. 1 τότε, εκείνο τον καιρό· - Я был МОЛОД τότε ήμουν νέος· - МЫ ЖИЛИ В Москве τότε ζούσαμε στη Μόσχα. 2 σε τέτοια περίπτωση· устал? - ОТДОХНИ κοράστηκες; τότε ξεκουράσου· - ПОСМОтрим τότε θα δούμε. II σύνδ. υποτακτικός· τότε· когда прочитаю книгу, - скалу моё мнение о ней όταν δια- διαβάσω το βιβλίο, τότε θα πώ τη γνώμη μου γι' αυτό. II εκφρ. - как α) ενώ, αντίθετα. β) ενώ, αν και, μολονότι. тогдашний, -ЯЯ, -ее επ. τοτινός, ο τότε. ТОГО κ. ΤΟΒΟ μόριο. 1 Χρησιμοποιείται για συμπλήρωση του κενού του ομιλητή, ώσπου να βρει την κατάλληλη λέξη: εεεεεε... 2, (ως κατηγ. με αρνητ. μόριο) δεν είναι εκείνος που πρέπει, είναι κακός, άσχημος. II δεν εί- είναι καλά ή ευνοϊκά. ТО есть (ως αρκτικόλεξο: Т. е.). 1 (σύνδ. επεξηγηματικός)· δηλαδή, δηλονότι, ήτοι. II για να είμαι πιο ακριβής, κατ' ακριβολογία. 2 (εκφράζει απορία, αμφιβολία)· - как ЭТО ТЫ Не ВЙДеЛ? λοιπόν, πως δεν το είδες αυτό; 3 (μόριο επιτακτικό)· λοιπόν να· απλούστατα. ТОЖ σύνδ. ή, είτε, μ' άλλα λόγια. тождественность κ. тожественность, -и θ. ταυτότητα, το ταυτόσημο, πανομοιότητα· - ВЫ- ВЫВОДОВ ταυτότητα (πλήρης σύμπτωση) των συ- συμπερασμάτων ~ явлений πανομοιότητα των φαινομένων. тождественный κ. ТОжёсТВеННЫЙ επ. ταυτό- ταυτόσημος, ίδιος, πανόμοιος· απαράλλαχτος. тождество κ. тожество, ~а ουδ. βλ, тождес- тождественность. II συνταύτιση. тоже επίρ. κ. μόριο· επίσης· ωσαύτως· το ίδιο, ομοίως, παρόμοια· И Я - завтра уез- жаю κι εγώ επίσης αύριο αναχωρώ. II (με αρνη- αρνητική απόχρωση)· - умник нашёлся! μας βρέ- βρέθηκε κι ένας εξυπνάκιας! тожественность βλ. тождественность. тожественный επ. βρ: -вен, -венна, -венно βλ. тождественный. тожество, -а ουδ. βλ. тождество. ТОК} ~а «· 1 (УР1· λόγος) ροή· ρεύμα· реки о ρους του ποταμού· - воздуха ρεύμα αέρα. 2 ρεύμα ηλεκτρικό· - высокого напря- напряжения ρεύμα υψηλής τάσης· - ВЫСОКОЙ Часто- ТЫ ρεύμα υψηλής συχνότητας· сила ~а η ισχύς του ρεύματος. Ι! μτφ. νευρίασμα. ТОК* -а α. 1 βλ. токование. 2 εισροή, συ- συνάθροιση πτηνών για βάτευμα. ток? -а, προθτ. о токе, на току, πλθ. то- тока к. ТОКИ, -ОБ α. αλώνι. *ΤΟΚ4, -а α. (παλ.) ψηλό γυναικείο καπέλο χωρίς γύρο. токай, -Я α. είδος κρασιού. токайское, -ого ουδ. βλ. токай. Токарничать р.δ. εργάζομαι (είμαι) τορνα- τορναδόρος. ТОКарныЙ επ. του τόρνου· - СТаНОК о τόρ- τόρνος· -ое дело η τορνευτική τέχνη· -ЭЯ мас- терская βλ. токарня. токарня, -и, γεν. πλθ. -рен, δοτ. -рням, 0.· τορνευτήριο. токарь, -я, πλθ. токаря к. токари α. τορ- τορνευτής, τορναδόρος. ТОКМО επίρ. κ. μόριο· (παλ. κ. απλ.) μό- μόνο, μονάχα· αποκλειστικά. токование, -Я ουδ. τιτίβισμα των πουλιών για βάτευμα. ТОКОВать, -кует р.δ. τιτι,βίζω (κάλεσμα του αρσενικού προς το θηλυκό). токовище, -а ουδ. βλ. токгB σημ.). ТОКОПриёМНИК, -а α. ρευματολήπτης. токосъёмник, -а α. βλ. токоприёмник. *ТОКСеМИЯ, -И θ. τοξαιμία, τοξιναιμία. ТОКСИКОЛОГ, -а α. τοξικολόγος. токсикологический επ. τοξικολογικός. ♦ТОКСИКОЛОГИЯ, ~И θ. τοξικολογία. *ТОКСЙН, -а α. η τοξίνη. токсический επ. τοξικός. ТОКСИЧНОСТЬ, -И θ. τοξικότητα. токсичный επ., βρ: ~чен, -чна, -чно τοξι-
тол 579 тол ΗΟς, δηλητηριώδης. ТОЛ, ~а α. τροτύλη, τρινιτροτολουόλη. толевый επ. του πισσόχαρτου* απο πισσό- πισσόχαρτο· ~ая крыша στέγη με πισσόχαρτο. ТОЛЙка, ~И θ. (παλ.) τμήμα (μέρος) του όλου· - денег ένα μέρος των χρημάτων. || εκφρ. малую (небольшую) -у λίγο, ελάχιστο, έστω και ένα μικρό μέρος. ТОЛК1, -а (-у) α. 1 (παλ.) εξήγηση, ερμη- ερμηνεία. || γνώμη, κρίση. 2 πλθ. -Ы φήμες, δια- διαδόσεις· κρίσεις και επικρίσεις· κουβέντες, λόγια. 3 νόημα, σημασία, ουσία. 4 όφελος, ωφέλεια, κέρδος· συμφέρο. 5 (θρησκ.) σχί- σχίσμα, αίρεση· δοξασία. II εκφρ. без -у χωρίς κανένα νόημα· άσκοπα, στα χαμένα· С -ом με νόημα· читать С -ОМ διαβάζω με νόημα· знать (Понимать) - γνωρίζω καλά, είμαι γνώστης ή κάτοχος· καταλαβαίνω απο: добиться ~у παίρ- παίρνω σαφή εξήγηση· ВЗЯТЬ В ~ καταλαβαίνω, ξε- ξεκαθαρίζω, ξεδιαλύνω· Сбить С -у συγχύζω φέ- φέρω σε αμηχανία· Сбиться С -у συγχύζομαι. ТОЛК2 ως κατηγ. σπρώχνω, ωθώ· - В Дверь σπρώχνω την πόρτα. Толкание, -Я ουδ. σπρώξιμο, ώθηση. II ανώ- θηση. толкануть(ся). ρ.σ. (απλ.) βλ. толкнуть(ся), толкатель, -я α. 1 ωστήριο· - клапана ω- στήριο της βαλβίδας. 2 αθλητής σφαιροβολίας. ТОЛКаТЬ ρ,δ.μ. 1 σπρώχνω, ωθώ. - Локтем СОСеда σπρώχνω με τον αγκώνα τον διπλανό μου· ~ тачку σπρώχνω το καροτσάκι· ЧТО ТЫ меня -аешь? τι με σπρώχνεις; 2 μτφ. παρα- παρακινώ, παροτρύνω· παρορμώ· - на преступление σπρώχνω στο έγκλημα. 3 μτφ. προωθώ· - ка- КОе-Н. дело προωθώ μια υπόθεση. 4 (αθλτ.) ανωθώ. II (αθλτ.) ρίχνω (τη σφαίρα). II εκφρ. - В пропасть σπρώχνω στο γκρεμό (στην κατα- καταστροφή). II -СЯ 1 βλ. ενεργ. φ. A σημ.)· ТЫ не -аешься μη σπρώχνεις. II αλληλοσπρώχνο- μαι. 2 στριμώχνομαι, συνωθούμαι· συνωστίζο- συνωστίζομαι. II φέρομαι, πηγαίνω εδώ και κει (συνή- (συνήθως άσκοπα). 3 συγκρούομαι, χτυπώ, -ιέμαι. II σπρώχνω για να μπω μέσα. 4 απωθούμαι. 5 σπρώχνομαι, ωθούμαι, σκουντιέμαι. ТОЛКаЧ1 -а α. 1 ωστήρας· ωστήριο. II ωθη- τική σιδηροδρομική ατμομηχανή. 2 σκάφος ω- θητικό. 3 εργάτης προωθητής. || προωθητής υ- υπόθεσης. толкач8, -а α. βλ. пест. толг:нуть(ся) ρ.σ. βλ. толкать(ся). Толкование, -Я ουδ. 1 ερμηνεία, εξήγηση· - законов ερμηνεία των νόμων - СНОВ εξή- εξήγηση των ονείρων. II βλ. трактовка. 2 επεξή- επεξήγηση (κειμένου). 3 (παλ.) λόγια, κουβέντες, κρίσεις και επικρίσεις. ТОЛКОВателЬ, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. ερμηνευ- ερμηνευτής, -τρία, εξηγητής· - СНОВ ονειροκρίτης. II σχολιαστής. толковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. толкованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ 1 μ,- ερμηνεύω, εξηγώ· - СНЫ εξηγώ τα όνειρα· значение слова ερμηνεύω τη σημασία της λέ- λέξης. 2 αμ. συνομιλώ, κουβεντιάζω, συζητώ. II 3° πρόσ. πλθ. -уют λένε, λέγουν, λέγεται, δι- διαδίδεται, φημολογείται. 4 εκθέτω, εξιστορώ, μιλώ, λέγω. II εκφρ. ЧТО И - πολύ σωστά, δε χωράει καμιά συζήτηση, ούτε κουβέντα. II -СЯ 1 ερμηνεύομαι, εξηγούμαι. 2 εκτίθεμαι, διη- διηγούμαι, εξιστορούμαι. ТОЛКОВО επίρ. κατανοητά κλπ. επ. толковый επ., βρ: -ков, -а, -о. 1 νοήμο- νας, έξυπνος, ευφυής. II γνωστικός, λογικός. 2 σαφής, κατανοητός, αντιληπτός. 3 ερμηνευ- ερμηνευτικός, εξηγηματικός· - словарь ερμηνευτικό λεξικό. ТОЛКОМ επ'ιρ. κατανοητά. II καλά, όπως πρέ- πρέπει (ταιριάζει, χρειάζεται). ТОЛКОТНЯ, ~Й θ. συνωστισμός. толкучий επ: - рынок παζάρι (κυρίως μετα- μεταχειρισμένων πραγμάτων). II ουσ. (παλ.) πα- παζάρι. Толкучка, -И θ. παζάρι (κυρίως μεταχειρι- μεταχειρισμένων πραγμάτων). II συνωστισμός. толмач, ~а α. (παλ.) διερμηνέας. ТОЛмачиТЬ ρ.δ. επαγγέλλομαι το διερμηνέα. ТОЛОВЫЙ επ. απο τροτϋλη. ТОЛОка, -И θ. χέρσο χωράφι. ТОЛОКНО, -а ουδ. αλεύρι απο βρώμη. ТОЛОКНЯНКа, -И θ. αρκτοστάφυλος (χαμόφυτο). ТОЛОКОННЫЙ επ. απο αλεύρι βρώμης. II εκφρ. - лоб (διαλκ.) βλάκας. толочь, толку, толчёшь, толкут, παρλθ. χρ. толок, толкла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. толчённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.δ.μ. κο- κοπανίζω, στουμπίζω, τρίβω. II -СЯ 1 κοπανί- ζομαι, στουμπίζομαι, τρίβομαι. 2 (για πλή- πλήθος, κοπάδι) ανεβοκατεβαίνω. II κινούμαι πέ- ρα-δώθε. 3 συνωθούμαι, στριμώχνομαι. 4 πε- περιφέρομαι άσκοπα, στριφογυρίζω, χαζεύω. ТОЛПа, -Ы, πλθ. ТОЛПЫ θ. πλήθος· όχλος· - народа πλήθος λαού (πολυκοσμία, κοσμοπλημ- μύρα)· - ребятишек σμήνος παιδιών, παιδόκο- σμος, παιδοβόλι, -λόγι, μαρίδα.. II μτφ. σω- σωρεία· - мыслей πλήθος σκέψεων - картин πλήθος εικόνων (παραστάσεων). II -ой, -ОЮ ως επίρ. μαζί, ομού. II ως επίρ. ~ами κατά πλή- πλήθη, κατά σμήνη, κατά μάζες. 2 μεγάλος αριθ- αριθμός, μεγάλη ποσότητα. 3 ο απλός λαός, λα- οτζίκος. ТОЛПИТЬСЯ, -ПИТСЯ ρ.δ. 1 συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συνάζομαι· συρρέω. II περιβάλλομαι απο πλήθος αντικειμένων. ' II
тол 580 том υπάρχω σε μεγάλη ποσότητα, πυκνότητα. толстенный επ. πολύ χοντρός, παχύς. ТОЛСТеТЬ, -ею, -ёешь р.δ. χοντραίνω, πα- παχαίνω· соседка начала - η γειτόνισσα άρχισε να παχαίνει,. ТОЛСТИТЬ, -ТЙТ ρ.δ.μ. φέρω (δείχνω, κάνω) χοντρό· пиджак слишком широкий и ~.тйт его το σακκάκι είναι, πολύ πλατύ και, τον <ρέρει< χοντρό. Толстобрюхий επ. κοιλαράς, πρησκοκοίλης. толстовец, -вца α. οπαδός του τολστο'ίσμοϋ. ТОЛСТОВКа, -И θ. 1 η οπαδός του τολστοϊ- σμοϋ. 2 φαρδύς επενδύτης (όπως του Τολστόι). ТОЛСТОВСКИЙ επ. τολστο'ίκός, του Τολστόι. толстовство, ~а ουδ. τολστο"ΐσμός, θρη- σκευτικο-ηθική διδασκαλία του Λ. Τολστόι. толстовщина, -ы θ. βλ. толстовство. ТОЛСТОГОЛОВЫЙ επ. μεγαλοκέφαλος· ~ чело- вёк о κεφάλας. ТОЛСТОЗаДЫЙ επ. βρ: -зад, -а, -О χοντρό- κωλος. ТОЛСТОКОЖеСЯЬ, -И θ. παχυδερμία. ТОЛСТОКОЖИЙ επ.,βρ: -КОЖ, -а, -е. 1 παχύ- παχύδερμος· -ие животные παχύδερμα· ζώα. 2 πα- χΰφλοιος, χοντρόφλουδος, -φλούδικος, χο- χοντρόπετσος· -φλοιώδης, φλουδερός. 3 μτφ.βλά- κας, κουτός· αναίσθητος, αφιλότιμος. толстокорый επ., βρ: -κόρ, -а, -о βλ. тол- толстокожий B σημ.). толстомордый επ., βρ: -морд, -а, -о που έχει χοντρή μούρη. ТОЛСТОМЯСЫЙ επ. (απλ.) παχύσαρκος, πολύ κρεατώδης (κρεατωμένος). толстоногий επ., βρ: -ног, -а, -о χσντρο- πόδαρος. толстопузый επ., βρ: -пуз, -а, -О προκοί- λιος, πρησκοκο'ιλης, κοιλάτος·-купец κοιλαράς έμπορας· ~ые лошади κοιλάτα άλογα· ~аЯ жён- ЩИНа η κοιλαρού. толсторожий επ., βρ: -рож, -а, -е (απλ.) βλ. толстомордый. толсторылый επ., βρ: -рыл, -а, -о πλα- τύρρυγχος. ТОЛСТОСТенныЙ επ. με χοντρά τοιχώματα· ~ые Трубы σωλήνες με χοντρά τοιχώματα. толстосум, -а α. (απλ.) παραλής, πλούσιος. толстота, ~ы θ. (παλ.) βλ. толщина. ТОЛСТуха, -И θ. χοντρογυναίκα, χοντροβα- ρέλα, φώκια. толстушка, -и θ. βλ. толстуха. толстый επ., βρ: толст, толста, толсто; толще. 1 χοντρός· -ое дерево χοντρό δέντρο· -ые стены χοντροί τοίχοι· - Стакан χοντρό ποτήρι· -ые нитки χοντρές κλωστές· -ые чул- КЙ χοντρές γυναικείες κάλτσες. 2 παχύς, πα- παχύσαρκος, σαρκώδης, κρεατώδης· - мужчина χοντρός άντρας· -ые губы χοντρά χείλη. 3 (για φωνή, ήχο) χοντρός, βαρύς, βαθύς. II εκφρ. - карман φούσκα οι τσέπες λεφτά, πα- παραλής· πάμπλουτος· -ЭЯ МОШНа βλ. προηγού- προηγούμενη έκφραση (- карман)· -ая кишка το παχύ έντερο· поперёк себя толще (απλ.) μαμούθ, αρκουδάνθρωπος (πάρα πολύ χοντρός). ТОЛСТЯК, -а α. άνθρωπος πολύ χοντρός, πα- παχύς· παχύσαρκος. толуол, -а α. η τολονόλη, μεθυλοβενζένιο, φαινυλμεθάνιο. ТОЛЧёНЫЙ επ. κοπανισμένος, στουμπισμένος, τριμμένος. толчея, и θ. 1 βλ. толкотня. II βλ. суета. 2 ο θόρυβος (βουητό) των κυμάτων. ТОЛЧОК, -чка α. 1 σπρώξιμο, ώθηση· χτύπημα, σκούντημα. II ο χτύπος της καρδιάς, καρδιο- καρδιοχτύπι. II δόνηση, τράνταγμα, σείσιμο· - 3β- МЛЙ η δόνηση της γης. 2 μτφ. παρακίνηση, προτροπή, παρόρμηση· κίνητρο. II τίναγμα, α- απώθηση. II αναπήδημα· ανατίναγμα. II εκφρ. Β -И (выгнать, прогнать) διώχνω με σπρωξιές. ТОЛШа, -И θ. το πάχος, το. χόντρος· - зем- НОЙ коры το πάχος του φλοιού της γης· атмосферы το πάχος της ατμόσφαιρας. II μτφ. οι πλατιές μάζες· - народная οι πλατιές λα- λαϊκές μάζες. толще συγκρ. β. του επ. толстый. ТОЛЩИНа, -Ы θ. το πάχος<το χόντρος· ДОСОК το πάχος των σανιδιών. II παχυσαρκία· человек непомерной -Ы άνθρωπος υπέρμετρα παχύς._ ТОЛЩЙНКа, -И θ. χοντρή εσωτερική επένδυση (για να φαίνεται γεμάτος). *ТОЛЬ, -Я α. το πισσόχαρτο. ТОЛЬКО 1 επίρ. μόνο, μονάχα· όλο-όλο· у мен& - два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια· ОН может ЭТО делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει. 2 σύνδ. όμως, αλλά· я согласен, ~ не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα. II μόλις, πριν λίγο, τώρα δα· - раздался зво- звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι. 3 μόριο· λίγο, λιγάκι· Подумайте ~! σκεφτή- τε λίγο! попробуй ЭТО сделать! δοκίμασε λί- λίγο να το κάνεις! II μόριο επιτακτικό· και· каких - КНИГ ОН не читал και τι βιβλία αυ- αυτός δε διάβασε· где - ОН не бывал! και που αυτός δεν πήγε! от куда - это берётся? και απο που αυτό εδώ; II εκφρ. - И μόνο, μο- μονάχα (και τίποτε άλλο)· - И всего; И - αυ- αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο· - ЧТО τώρα μόλις, τώρα δα· - ЧТО не... α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ' ολίγο να μη, μό- μόνο που. *том, ~а, πλθ. ~έ α. ο τόμος· первый ~ эн- энциклопедии ο πρώτος τόμος της εγκυκλοπαί-
том 581 тон δειας. II βιβλίο. II μεγάλο, ογκώδες βιβλίο, томан βλ. туман? ТОМаСШЛак, ~а α. κατάλειπα απο το βράσι- βράσιμο του μαντεμιού. *ΤΟΜβΤ, ~а α. 1 η ντομάτα· Сбор -ΟΒ το μά- μάζεμα της ντομάτας. 2 πάστα ντομάτας. томатный επ. της ντομάτας· με ντομάτα· СОус σάλτσα ντομάτας· - СОК χυμός ντομάτας. ТОМИК, -а α. τόμος μικρός. ТОМИЛЬНЫЙ επ. της τήξης του μαντεμιού. томительность, ~И θ. καταπόνηση, ταλαιπω- ταλαιπωρία, βάσανο. томительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно? βασανιστικός, καταπονητικός, ανυπόφορος· ~ая жаада φοβερή δίψα· -ая, жара ανυπόφορη ζέ- ζέστη· ^-ое ожидание μεγάλη ανυπομονησία. ТОМИТЬ, -МЛЮ, -МИЛЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.6.μ. 1 καταπονώ, λιώνω, βασανίζω· - работой κατε- ξαντλώ στη δουλειά· - В тюрьме λιώνω στη φυ- φυλακή· бессонница -ЙТ η αϋπνία με κατατρύ- κατατρύχει. 2 μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο). 3 λιώνω το μαντέμι. II δια- διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες· - табак διατη- διατηρώ καλά τον καπνό. II -СЯ 1 καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. - Β тюрьме λιώνω στη φυλακή. 2 μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό). 3 διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες. Томление, -Я ουδ. 1 βασάνισμα, καταπόνη- καταπόνηση, παίδευμα· λιώσιμο· σακάτεμα. 2 μαγεί- ρευμα πνικτού, βράιμο στον ατμό. 3 λιώσι- λιώσιμο μαντεμιού. 4 διατήρηση σε κατάλληλες συν- συνθήκες. ТОМНО επίρ. κοπιαστικά, τυραγνισμένα. ТОМНОСТЬ, -И θ. καταπόνηση, αποκάμωμα. II κόπωση (ψυχική, πνευματική). ТОМНЫЙ επ,, βρ: -мен, -мна, -МНО. 1 κατα- καταπονημένος, καταβλημένος, αποκαμωμένος· εξα- εξασθενημένος. 2 (παλ. κ. απλ.) βλ. томитель- ный. *ТОМПак, -а α. ορείχαλκος ερυθρός. ТОМПакоВЫЙ επ. του ερυθρού ορείχαλκου. *тон, -а, πλθ. тона к. тоны α. 1 '(μουσ. κ. φυσ.) τόνος· ήχος· φθόγγος· НИЗКИЙ - χαμη- χαμηλός τόνος· -ие ~а υψηλοί τόνοι. 2 (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα. 3 βλ. тональность! мажорный - ο τόνος ματζόρε· минорный - ο τόνος μινόρε. 4 ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής· ЧИСТЫЙ - музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου. 5 ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου· повелитель- повелительный - προστακτικός τόνος. II στυλ λόγου ή έργου· полемический - πολεμικός τόνος. II χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.). 6 χρώμα, χρωματισμός· απόχρωση· светлые -Ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα. II εκφρ. Β - ομοιοχρωμία, ομοχρω- μία· Β - (ГОВОРИТЬ сказать) με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)· ПОД - στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)· -ОМ Выше (ГОВОРИТЬ, сказать) με α- ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)· ~ΟΜ ниже (говорить, Сказать) με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)· задавать- (παλ.) σοβαρεύο- σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος· περηφανεύομαι· за- Дать (дать) - α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πο- πορεία: дать - собранию δίνω τον τόνο στη συ- συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα· ПОВЫСИТЬ - υψώνω τον τόνο της φωνής· СбЭВИТЬ (СНИ- (СНИЗИТЬ, ПОНИЗИТЬ) - χαμηλώνω τον τόνο της φωνής· попасть В - λέγω ή πράττω κάτι πετυ- πετυχημένα, βαρώ στο ψητό. Тональность, -И θ. 1 (μουσ.) τονικότητα. II τόνος φωνής. 2 ύφος, στυλ. 3 ο βασικός χρωματισμός. тональный επ. τονικός, του τόνου. ТОНеВОЙ επ. της αλιείας· - участок μέρος αλιείας. *ТОНЗелЙТ, ~а α. αμυγδαλίτιδα (κατάποσης). *Т0НЗура, -Ы Θ. τριχοκουρία, κούρεμα των καθολικών ιερωμένων. ТОНИЗаЦИЯ, -И θ. η τόνωση. тонизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. τονώ- τονώνω· - нервную систему »ονώνω το νευρικό σύ- σύστημα. II -СЯ τονώνομαι. ТОНИНа, -Ы θ. (παλ.) βλ. ТОНКОСТЬ. II λε- λεπτότητα της εγκάρσιας κλωστής ύφανσης. тонирование, -я ουδ. τόνιση, -μός, πρόσ- δοση τόνου ή χροιάς. тонировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. 1 τονί- τονίζω, προσδίδω τόνο στη φωνή ή σε μουσικό ή- ήχο. 2 προσδίδω ιδιότητα, χροιά, εμφάνιση· - ГИПС ПОД бронзу προσδίδω στο γύψο χροιά μπρούντζου. II -СЯ τονίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Тонировка, -И θ. τονισμός, πρόσδοση ιδιό- ιδιότητας, χροιάς. тонический1 επ. τονικός· ~ая система сти- стихосложения τονικό σύστημα στιχουργίας. тонический2 επ. τονωτικός· -ие средства τ ονωτικά φάρ μακα. тонкий επ., βρ: -Ηοκ, -нка, -нко; тоньше; тончайший. 1 λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός· -ие нитки λεπτές κλωστές· - СЛОЙ λεπτό στρώ- στρώμα· -ая ткань λεπτό ύφασμα. II αραιός, άπυ- κνος· - туман αραιή ομίχλη. II μτφ. υψηλός, οξύς'· - ГОЛОС λεπτή φωνή. 2 μτφ. εύθραυ- εύθραυστος· ευπαθής· - механизм λεπτός μηχανισμός. II λεπτομερής, λεπτομερειακός· -ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις· -ая критика λεπτή κρι- κριτική· - анализ λεπτομερειακή ανάλυση. 3μ*φ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος· -ие оттенки
ΧΟΗ 582 τοπ красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων»~ие раз- различия λεπτές διακρίσεις· - запах λίγη μυ- μυρουδιά· - танор λεπτό χιούμορ· ~ намёк λε- λεπτός υπαινιγμός. 4 μτφ. φίνος, ντελικάτος· σεμνοπρεπής. 5 ευαίσθητος· οξύς· - слух οξεία ακοή· ~ое обоняние οξεία όσφρηση. 6 μτφ. εύστροφος, οξΰνους, σπιρτόζος. II εκφρ. -ая кишка το λεπτό έντερο· - СОН ελαφρός ύ- ύπνος· - ЯД βραδυενεργό δηλητήριο. ТОНКО επίρ. λεπτά κλπ. επ. тонковолокнистый επ., βρ: -нист, -а, -О) που έχει λεπτές ίνες· - ХЛОПОК βαμπάκι λε- λεπτών ινών. тонкогрудый επ. βλ. узкогрудый. тонкокожий, -ая, -ее επ., βρ: -кож, -а,-е λεπτόφλουδος· - апельсин λεπτόφλουδο πορ- πορτοκάλι. || λεπτόδερμος. ТОНКОКОРЫЙ επ., βρ: -κόρ, -а, -О λεπτό- λεπτόφλουδος. ТОНКОЛИСТОВОЙ επ. λεπτών φύλλων σε λεπτά φύλλα· - сталь ατσάλι σε λεπτά φύλλα. ТОНКОНОГИЙ επ., βρ: -ног, -а, -о που έχει λεπτά πόδια* λεπτοπόδαρος, καλαμοπόδαρος. тонкопалый επ., βρ: -пал, -а, -о λεπτοδά- κτυλος. тонкопряд, -а α. είδος πεταλούδας. ТОНКОПрЯХа, -И θ. (διαλκ.) γυναίκα λεπτο- γνέθουσα. Тонкорунный επ. λεπτότριχος· -ая овца λε- πτότριχο πρόβατο. тонкослойный επ., βρ: -лоен, -лойна, -о λεπτού στρώματος. тонкостенный επ. που έχει λεπτούς τοίχους ή λεπτά τοιχώματα. ТОНКОСТЬ, -И θ. 1 λεπτότητα. 2 μτφ. οξύ- οξύτητα. 3 μ^φ. ευστροφία, ευφυΐα, οζύνοια. 4 μτφ. αβρότητα, λεπτότητα τρόπων, τακτ. 5 πλ6. -И λεπτομέρειες, μερικότητες. II εκφρ. ДО -И, В -И λεπτομερέστατα, με το νί και με το σίγμα. ТОНКОСукОННЫЙ επ. λεπτής τσόχας, απο λε- λεπτή τσόχα. тонкошёрстный κ. тонкошёрстый επ. που έ- έχει λεπτό τρίχωμα. II απο λεπτό μαλλί.' *ТОНМеЙСТер, -а α. μηχανικός ηχοληψίας, φω- νοληψ'ιας. *ТОНна, -Ы θ. ο τόνος A.000 κιλά). тоннаж, -а α. χωρητικότητα σε τόνους. тоннель κλπ. παράγωγα βλ. туннель. ТОННО-КИЛОМетр, -а α. η μεταφορά βάρους ενός τόνου σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. ТОННО-МИЛИЯ, -И θ. η μεταφορά βάρους ενός τόνου σε απόσταση ενός μιλίου. ТОННЫЙ1 επ., βρ: тонна, ТОННО λεπτός τους τρόπους, αβρός, τρυφερός, ντελικάτος. ТОННЫЙ2 επ. του τόπου αλιείας. тоновой к.. ТОНОВЫЙ. ε·κ. τονικός, ТОНСТУДИЯ, -И θ. στούντιο ηχοληψίας, φω- νοληψίας. *ХОнус, -а α. 1 (ιατρ.) τάνυση, τέντωμα (μελών του σώματος). 2 μτφ. ζωτ ικότητα, ζω- ρότητα. ТОНУТЬ, ТОНУ, тонешь, μτχ, ενστ. ТОНУЩИЙ ρ.δ. 1 βυθίζομαι· βουλιάζω· железо -нет В веде το σίδερο βυθίζεται στο νερό· дерево не -нет В воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νε- νερό. II πνίγομαι· - В море, В реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι. 2 βουλιάζω· - Β грЯЗЙ βουλιάζω στη λάσπη. II χάνομαι, εξα- εξαφανίζομαι· - В темноте χάνομαι στο σκοτάδι. II εκφρ. - В крови α) πνίγομαι στο αίμα (εί- (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα. ТОНфиЛЬМ, -а α. ηχητική κινηματογραφική ταινία. 2 ταινία μαγνητοφωνημένη. Тончайший υπέρ θ. β. του επ. ТОНКИЙ. ТОНЧаТЬ, -ает р.6. λεπτύνομαι· лёд -ает 0 πάγος γίνεται λεπτός. ТОНЬШб συγκρ. β. του επ. ТОНКИЙ και του επιρ. ТОНКО. ТОНЯ, -И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 κατάλληλο μέ- μέρος αλιείας. 2 το ρίξιμο των διχτιών μια φορά. 3 το πιάσιμο των ψαριών μιας φοράς με το δίχτυ. ΤΟΠ'] ~а α. (λαϊκή ποίηση^ βλ. ТОПОТ. ΤΟΠ2 ΤΟΠ-ΤΟΠ επιφ. (για κρότο των ποδιών). τοπ, τοπ-τόπ, ταπ, ταπ-τάπ. II ως κατηγ. πο- δοκροτώ. *ΤΟΠ? -а α, η κορυφή του καταρτιού. *Т0Паз,-а α. τοπάζι (πολύτιμο πετράδι^· ТОПазоВЫЙ επ. του τοπαζιού. απο τοπάζι. ТОПанье, -Я ουδ. ποδοκρότημα. тдПать ρ,δ. ποδοκροτώ. II βαδίζω ποδο- κροτώντας. ♦топинамбур, ~а α. βολβογογγύλη (φυτό)· εί- είδος πατάτας. ТОПИТЬ*, ТОПЛЮ, ТОПИШЬ, παθ. μτχ, παρλθ. χρ. топленный, βρ: -лен, -а, -ο ρ.δ.μ. 1 α- ανάβω* καίω· - Печку ανάβω τη θερμάστρα. II θερμαίνω, ζεσταίνω· - комнату ζεσταίνω το δωμάτιο. II -СЯ 1 καίω· печь -ИТСЯ η θερ- θερμάστρα καίει. 2 θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι. ТОПИТЬ2 ρ. δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. ТОПИТЬ1). 1 λιώνω, τήκω· - масло λιώνω το βούτυρο· - ВОСК λιώνω το κηρί* - ОЛОВО λιώνω τον κασ- κασσίτερο. 2 σιγοβράζω, βράζω με λίγη φωτιά* - МОЛОКО σιγοβράζω το γάλα. II -СЯ 1 λιώνω, τήκομαι. 2 σιγοβράζω. ТОПИТЬ3 ρ. δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. ТОПИТЬ1) . βυθίζω, ποντίζω· βουλιάζω. II πνίγω στο νε- νερό. 2 μτφ. καταστρέφω, αφανίζω. 3 καταβρέ- καταβρέχω, κατακλύζω, πλημμυρίζω. 4 μτφ. (γκ* <*<·-
τοπ 583 τοπ σθήματα, σκέψεις) καταστέλλω, πνίγω. II -СЯ 1 βυθίζομαι, ποντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 πνίγομαι· он С горя побежал - αυτός сото τη στενοχώρια έτρεξε να πνιγεί. ТОПКа, -И θ. 1 άναμμα, καύση, κάψιμο. 2 θέρμανση, ζέσταμα. 3 το μέρος της θερμά- θερμάστρας που γίνεται η καύση. топкий επ., βρ: -ποκ, -πκέ, -πκο? топче; βουλιαχτερός· βαλτώδης. ТОПКО ως κατηγ. απρόσ. βουλιάζει, είναι βουλιαχτερός. топление1, -я ουδ. βλ. топка. ТОПЛение? -я ουδ. 1 λιώσιμο, τήξη. 2 σι- γόβραση, σιγοβράσιμο. ТОПЛёныЙ επ. λιωμένος· ~ Жир λιωμένο λί- λίπος· ~ое масло το βούτυρο μαγειρικής. II σι- γοβρασμένος· ~ое МОЛОКО σιγοβρασμένο γάλα. ТОПЛИВНЫЙ επ. καύσιμος· - газ καύσιμο α- αέριο. II του καυσίμου, της καύσιμης ύλης· - склад αποθήκη καυσίμων - бак βυτίο καύσι- καύσιμης ύλης. || της εξαγωγής ή παραγωγές καύσι- καύσιμων -ая Промышленность βιομηχανία καυσίμων. ТОПЛИВО, -а ουδ. το καύσιμο, η καύσιμη ύ- ύλη· запасы -а προμήθειες καυσίμων житкое - καύσιμο υγρό· твёрдое - στερεό καύσιμο. ТОПЛЯК, -а α. βυθισμένος κορμός δέντρου. топнуть1 ρ.σ. βλ. топать. ТОПНУТЬ2 р.σ. (απλ.) βλ. тонуть. ТОПОВЫЙ επ: ~ ОГОНЬ (ναυτ.) το λευκόσημο. топограф, -а α. τοπογράφος. топографический επ. τοπογραφικός·-ая кар- карта τοπογραφικός χάρτης. II εκφρ. ~ая ана- анатомия τοπογραφική ή χειρουργική ανατομία, ♦топография, -И θ. 1 τοπογραφία. 2 επ·ιφά- νεια τοποθεσίας· διαμόρφωση επιφάνειας. тополевый επ. λεύκινος, της λεύκας· απο λεύκα· -ая аллея λεωφόρος με λεύκες. ТОПОЛИНЫЙ επ. λεύκινος, της λεύκας. ТОПОЛОГ, -а α, τοπολόγος. топологический επ. τοπολογικός. *ТОПОЛОГИЯ, -И θ. τοπολογία. тополь, -я, πλθ. тополя κ. тополи α. η λεύκα· белый ~ η άσπρη (λευ:;"') ?■■·-!)кос· чёр- НЫЙ - λεύκα η μέλαινα ή έγει, эг ί,-πιστ.), κα- βάκι (λκ.). ТОПОНИМИКа, -И θ. τοπωνυμίες, -νύμια- το- πονυμική. Топонимический επ. τοπωνυμικός. ♦ТОПОНИМИЯ, -И θ. (γλωσ.) τοπωνυμία, τοπο- λαλιά. топор, ~а α, τσεκούρι, πελεκάς. II εκφρ. (ΧΟΤΙ) топор вешай (για χώρο) αποπνικτι- αποπνικτικός, ασφυκτικός. ТОПОрик, -а α. τσεκουράκι. ТОПОрище, -а ουδ. στυλιάρι τσεκουριού. топорник, -а α. εργάτης τσεκουροκόπτης, ο τσεκουροπελεκητής. II πυροσβέστης τσεκουρο- φόρος. ТОПОРНОСТЬ, -И θ. χοντροκοπιά, ακαλαι- ακαλαισθησία. топорный επ. του τσεκουριού· -ая рукоят- рукоятка βλ. ТОПОрище. II άγαρμπος, χοντροειδής, χοντροκομμένος, -καμωμένος· -ая мебель το χοντροειδές έπιπλο. II μτφ. ακαλαίσθητος, κα- κοσουλούπωτος. топорщить р.δ. ανορθώνω, ορθιάζω, στήνω, σηκώνω· - щетину ανορθώνω τις τρίχες. II -СЯ 1 ορθώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. II εξέχω,προέ- εξέχω,προέχω. 2 (για ζώα) ορθώνω το τρίχωμα· σηκώνω την καμπούρα, καμπουριάζω· φουσκώνω. II δια- διακλαδίζομαι, απλώνω τα κλωνάρια. 3 μτ9· Κα~ πριτσώνω, αναποδιάζω, κατσιποδιάζω, ιδιο- τροπώ. ТОПОТ, -а α. ποδοκρότημα· ο χτύπος των βημάτων КОНСКИЙ - ο κρότος των αλογοπατη- μάτων - прохожего о κρότος των πατημάτων του διαβάτη· - МНОГИХ Лошадей το ποδοβολητό των αλόγων. ТОПотание, -Я ουδ. το χτύπημα των ποδιών. топотать, -ПОЧУ, -почешь ρ.δ. χτυπώ, κρο- τώ με τα πόδια, ποδοκροτώ· КОНИ -чут ПО МОСТОВОЙ τα άλογα ποδοβολούν στο λιθόστρω- λιθόστρωτο· Плясали, лихо топча ногами χόρευαν, χτυ- χτυπώντας δυνατά τα πόδια. II -СЯ βλ. топтаться. ТОПОТНЯ, -И θ. θόρυβος, (κρότος) των πατη- πατημάτων. 2 βλ. ходьба. ТОПОЧНЫЙ επ. της θέρμανσης· της καύσης· α- απο καύση· - шлак κατάλοιπα καύσης· -ая ДВе- рца θυρίδα καύσης (θερμάστρας κ.τ.τ.). II εκφρ. ~ые газы τα καυσαέρια, ♦топсель, -Я α. (ναυτ.) το λα'ιφος, φλίσι. топтание, -Я ουδ. 1 ποδοπάτημα, τσαλαπά- ■ίημα. || λέρωμα με τα πόδια, παπούτσια. II το στραβοπάτημα υποδημάτων. 2 θλίψη, πάτημα. топтать, топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, ~ο ρ.δ.μ. 1 ποδοπατώ, τσαλαπατώ· - траву ποδοπατώ το χορτάρι. II λερώνω με τα πόδια, με τα παπού- παπούτσια· - ПОЛ πατώντας λερώνω το πάτωμα. II (για υποδήματα) στραβοπατώ. II βαδίζω. 2 πα- πατώ· раненых -ЛИ конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα. II μτφ. διαρπάζω, λεη- λεηλατώ. 3 πιέζω, θλίβω· ~ виноград πατώ τα σταφύλια. II ανακατεύω· - ГЛЙну πατώ τον πη- πηλό. 4 βλ. спариться1 || εκφρ. - в грязи κυ- κυλώ στο βούρκο· κατασυκοφαντώ· ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζι- ρεζιλεύω· - на месте κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω). II -СЯ 1 ποδοπατιέμαι, τσαλαπα- τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα. 2 (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι. 3 πιέζομαι, θλί- θλίβομαι. 4 κάνω βήμα σημειωτό. II στριφογυρί-
τοπ 584 _τορ ζω στο ίδιο μέρος. 5 είμαι, βρίσκομαι. II πα- παρευρίσκομαι. || εκφρ. ~ на месте κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι). ХОПЧан, -а α. ξύλινο κρεβάτι με καβαλέτα. ТОПче συγκρ. β. του επ. ТОПКИЙ. топырить(оя)р. δ. (απλ.) βλ.топорщить(ся). ТОПЬ, ~и θ. βουλιαχτερό (βαλτώδες) μέρος. ТОрба, -Ы θ. 1 (απλ.) τορβάς, σάκκος. 2 το ταϊστήρι (ζώων). II εκφρ. как дурак ή ду- рень с писаной -ой носиться περιφέρομαι στα -χαμένα, σαν βλάκας. торбаза βλ, торбаса. торбаса, -ов κ. тор басы, -ов (εν κ. торбас, -а α.) μπότες απο δέρμα ελαφιού (με τρίχω- τρίχωμα εξωτερικά). торбочка, -И θ. ο τροβατσοϋλης, το τροβα- τσοϋλι. торг? -а, προθτ. о ~е, на -у, πλθ. -и α. 1 εμπόριο· вести - κάνω εμπόριο (εμπορεύο- (εμπορεύομαι). 2 παζάρεμα, διαπραγμάτευση. II συμφω- συμφωνία, σύμβαση. 3 Ή αγορά, το παζάρι. 4 πλθ. δημοπρασία· πλειστηριασμός. Торг? -а α. εμπορικό επιμελητήριο. Торгаш, -а α. μικρέμπορας· λιανοπωλητής, ψιλικατζής. II πραματευτής· έμπορας. торгашеский επ. εμπορικός· πραματευτάδι- κος. торгашество, ~а ουδ. 1 εμπόριο- мелкое ~ το μικρεμπόριο. 2 το κυνήγημα του εμπορίου, του εμπορικού κέρδους· το παζάρεμα. торгашествовать, -ствую, -ствуешь р.δ. ε- εμπορεύομαι, ασχολούμαι με το εμπόριο· κάνω το μικρέμπορα. II μτφ. ξεπουλώ (συνείδηση, πεποιθήσεις κ.τ.τ.). торговать, -гую, ~1уешь ρ.δ. (με οργν.). 1 εμπορεύομαι· ~ маслом εμπορεύομαι λάδια· - лесом εμπορεύομαι ξυλεία. II μτφ. ξεπουλώ· κερδοσκοπώ πάνω σε κάτι. 2 επαγγέλλομαι τον έμπορα. II πουλώ προϊόντα. II (για μαγαζί) ερ- εργάζομαι, είμαι ανοιχτός. 3 μ. παζαρεύω, δι- διαπραγματεύομαι την τιμή. II -СЙ 1 εμπορεύο- εμπορεύομαι. 2 παζαρεύω. 3 μτφ. αμφισβητώ, διαφω- διαφωνώ· προβάλλω αντιρρήσεις· αντιτίθεμαι. торговец, -вца α. έμπορας· ~ лесом 'ξυλέ- μπορας· крупный - μεγαλέμπορας· мелкий μικρέμπορας. ТОрГОВКа, -И θ. πωλήτρια αγοραία. торговля, -и θ. το εμπόριο· η εμπορία· - ЖИВОТНЫМИ το ζωεμπόριο· внёшная ~ εξωτερι- εξωτερικό εμπόριο· внутренняя - εσωτερικό εμπόριο· - Табаком καπνεμπόριο· - ВИНОМ οινεμπόριο. ΤΟρΓΟΒΟ-ПромышлеННЫЙ επ. εμποροβιομήχανε κός· - банк εμποροβιομηχανική τράπεζα. торговый επ. εμπορικός· - капитал εμπορι- Η0 κεφάλαιο· -ая сделка εμπορική σύμβαση· - дом εμπορικός οίκος· ~ая база εμπορική βά- βάση· - флот εμπορικός στόλος· - агент εμπο- εμπορικός αντιπρόσωπος· - город εμπορική πόλη· -ые КНИГИ εμπορικά βιβλία (κατάστιχα). II εκφρ. -ая баня (παλ.) τα δημόσια λουτρά. Торгпред, -а α. εμπορικός αντιπρόσωποςτης ΕΣΣΔ στο εξωτερικό· ο επικεφαλής της αντι- αντιπροσωπείας. торгпредство, -а ουδ. εμπορική αντιπροσω- αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό. ♦тореадор, -а α. ιππέας ταυρομάχος, τορε- αντόρ, τορέρο. тореадорский επ. του ταυρομάχου. торёц, ~рца α. 1 η άκρη, το άκρον (επι- (επιμήκους αντικειμένου)· ~ сваи η άκρη του πασ- πασσάλου· ~ КОЛОННЫ η άκρη του στύλου. II η στενή πλευρά οικοδομής. 2 εξάεδρη δοκός ε- επίστρωσης οδού. II οδός επιστρωμένη με εξάε- δρες δοκούς. II εκφρ. Β - κατ' άκρο (σύνδε- (σύνδεση). Торжественно επίρ. επίσημα, μεγαλόπρεπα, πανηγυρικά κλπ. επ. торжественность, -И θ. επισημότητα, μεγα- μεγαλοπρέπεια· επιβλητικότητα. торжественный επ., βρ: -вен, -венна, -о επίσημος· πανηγυρικός· επιβλητικός· - День επίσημη μέρα· -ая Ода πανηγυρική ωδή·- ПЭ- рад ВОЙСК επιβλητική παρέλαση στρατευμάτων -ая закладка здания τελετή θεμελίωσης κτι- κτιρίου. II σπουδαίος, σοβαρός, μεγαλόσχημος, ε- εντυπωσιακός. Торжество, ~а ουδ. γιορτασμός· γιορτή· πα- πανηγύρι· национальное - εθνικός γιορτασμός· семейное - οικογενειακή γιορτή. II βλ. ΤΟρ- жёственность. II θρίαμβος· - разума θρίαμ- θρίαμβος του λογικού* - справедливости θρίαμβος της δικαιοσύνης. II ευφροσύνη, αγαλλίαση. торжествовать, -ствую, - ствуешь ρ.δ.ι μ. (παλ.) γιορτάζω, πανηγυρίζω. 2 θριαμβεύω· Истина всегда -СТВует η αλήθεια πάντοτε θρι- θριαμβεύει. ТОржёствуПЦИЙ επ. απο μτχ. 1 θριαμβευτι- θριαμβευτικός, νικηφόρος. 2 ευφρόσυνος, χαρμόσυνος. торжище, ~а ουδ. (παλ.) αγορά, παζάρι, ♦тори ενκ. κ. πλθ. άκλ'. τόρι, το συντηρητι- συντηρητικό κόμμα της Αγγλίας· οι συντηρητικοί, οι τόρηδες. ТОриевыЙ επ. του θορίου. *ТОрИЙ, -Я ουδ. το θόριο (χημ. στοιχείο). ТОристыЙ επ. θοριούχος. торит, ~а α. θορίτης (ορυκτό). Торить, -рю, -рЙШЬ р.δ.μ. ανοίγω (κάνω) δρόμο (με τη συχνή διάβαση). торичеллиев, -а, -о: -а пустота α) το το- ρικέλλιο κενό. β) μτφ. τέλεια ανυπαρξία, α- απόλυτη έλλειψη. торкать ρ,δ. (απλ.) μπήγω, χώνω. II -СЯ
тор 585 тор μπήγομαι., χώνομαι.· μπαίνω. торкнуть(ся) ρ.σ. βλ. торкать(ся). *τορκρέτ, ~а α. βλ. торкретирование. торкретирование, -Я ουδ. ειδική επίστρω- επίστρωση με τσιμέντο. Торкретировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. ε- επιστρώνω με τσιμέντο. торкретный επ. της ειδικής τσιμεντόστρω- σης. тормашки: вверх -ами κ. (παλ.) вверх - α) βλ. кувырком, β) ανάποδα, αντίστροφα. Торможение, -Я ουδ. τροχοπέδιση, επόχλευ- ση, φρενάρισμα. II (φυσιολ.) αναστολή. тормоз, -а, πλθ. тормоза, -ов к. тормозы, -ОВ а. 1 (πλθ. ~а) τροχοπέδη, εποχλέας, το φρένο με πιεσμένο αέρα· ножной - ποδόφρε- νο· ручной - χειρόφρενο· - отката χαληνωτή- ρι,ο του πυροβόλου. 2 πλθ. -Ы βλ. торможё- НИе, 3 πλθ, -Ы μτφ. εμπόδιο, κώλυμα.|| ζκ^ρ. на -ах φρενάροντας, φρεναριστά. *ТОРМОЗЙТЬ, -МОЖу, ~МОЗЙШЬ,лае. μτχ. παρλθ. χρ. торможённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. δ.μ. 1 (τροχο)πεδώ, εποχλεύω, φρενάρω, 2 ε- επιβραδύνω την κίνηση. II μτφ. (παρ)εμποδίζω, (παρα)κωλΰω. II -СЯ επιβραδύνομαι, καθυστε- καθυστερούμαι, φρενάρο.μαι. Ι/ παρακωλύομαι, εμποδί- εμποδίζομαι. II (φυσιολ.) προκαλώ αναστολή. ТОРМОЗНОЙ επ. τροχοπεδικός, του φρένου· - рычаг ο μοχλός του φρένου. II με φρένο· -Ое колесо τροχός με φρένο. II (φυσιολ.) ανα- ανασταλτικός· -ЭЯ реакция ανασταλτική, αντί- αντίδραση. ТОРМОШИТЬ, -ту, -шйшь р.δ.μ. 1 τραβώ επα- ναλειπτικά· ~ за уши τραβώ απο τ' αυτιά· за рукав τραβώ απο το μανίκι. 2 μτφ. ενο- ενοχλώ, παρενοχλώ, γίνομαΊ βάρος, φόρτωμα. II στριφογυρίζω, στριφογυρνώ, II έχω σκουτοϋ- ρες, φασαρίες, τρεχάματα. *ТОРН8ДО άκλ. α. ισχυρότατος κυκλώνας. торный επ.,βρ: -рен, -ρна, -рно. 1 (για οδό)· (πε)πατημένος, ίσος, ομαλός. 2 μτφ. ανοιχτός, πλατύς· προσιτός. II συνηθισμένος, κανονικός· κοινώς παραδεγμένος· уклоняться (ВЫЙТИ) С -ой дороги εκτρέπομαι,'βγαίνω απο τον κανονικό δρόμο. тороватость, -И θ. γενναιοδωρία, ανοιχτο- χεριά, απλοχεριά, κουβαρνταλίκι. тороватый επ., βρ : -ват, -а, -О. 1 γεν- γενναιόδωρος, φιλότιμος, απλόχερης, ανοιχτοχέ- ρης, κουβαρντάς. 2 (διαλκ.) βλ, расторопный. *торока, ~0в πλθ. τα λωριά πρόσδεσης "του σαμαριού. торопить, -роплго, -ропишь ρ.δ. 1 βιάζω, υποχρεώνω τη γρήγορη εκτέλεση έργου, υπόθε- υπόθεσης η.τ.τ. 2 επισπεύδω, επιταχύνω. II πιέζω να κάνει γρήγορα. II ωθώ, σπρώχνω, αναγκάζω. II -СЯ βιάζομαι, επείγομαι, σπεύδω· куда ТЫ -ИШЬСЯ? για που βιάζεσαι; не -йтесь! μη βιάζεστε! II εκφρ. не -ПЯСЬ αβίαστα, αργά. торопкий επ,, βρ: -ποκ, -πκέ, ~πκο (παλ. κ. απλ.) βλ. торопливый. ТОРОПЛИВО επίρ. βιαστικά, εσπευσμένα. ТорсПЛИВООТЬ, -И θ. βία, βιασύνη· γρηγο- γρηγοράδα, γοργότητα. II σπουδή, εσπευσμένη ενέρ- ενέργεια. торопливый επ,, βρ: -лив, -а, ~О βιαστι- βιαστικός· γρήγορος, γοργός· ταχύς· - человек βια- βιαστικός άνθρωπος· -ые шаги γοργά βήματα. II εσπευσμένος, επείγων. торопыга, -И α.к.θ. άνθρωπος γρήγορος. торос, -а, πλθ. торосы, -ов κ. тороса,-ов κ. (απλ.) торосья, -ьев α. παγετώνας. ТоросистоСТЬ, -И θ. η ύπαρξη παγετώνων. торосистый επ., βρ: -сист, -а, -о πλήρης παγετώνων. торосить, -СИТ κ. -СИТ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. торошенный, βρ: -шен, -а, -о р.δ.μ.συσ- р.δ.μ.συσσωρεύω παγετώνες, πάγους. Ιί -СЯ είμαι πλή- πλήρης παγετώνων. ТорОСОВЫЙ επ. του παγετώνα· απο παγετώνα. торочить, -чу, -чйшь р.δ.μ. δένω στο πι- πισινό μέρος του σάγματος. II -СЯ δένομαι στο πισινό μέρος του σάγματος. торошение, -Я ουδ. συσσώρευση παγετώνων. *торпёда, -Ы θ. τορπίλα. торпедирование, -Я ουδ. τορπιλισμός, -μα. торпедировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. τορ- τορπιλίζω. II -СЯ τορπιλίζομαι. Торпедист, -а α. τορπιλητής. Торпедник, -а α. στρατιωτικός τορπιλακά- τορπιλακάτου. ТОрпеДНЫЙ επ. τορπιλικός, της τορπίλης. II εκφρ. - катер η τορπιλάκατος, το τορπιλικό, τορπιλοβόλο. Торпедоносец, -СЦа α. το τορπιλοπλάνο. торпедоносный επ. τορπιλοφόρος. *ТОрс, -а α. σώμα ανθρώπινο. II σώμα αγάλ- μάτινο. Торт, -а α. τούρτα (γλύκισμα). ТОРТОВЫЙ επ. της.τούρτας. *ТОрф, -а α. τύρφη, τυρφάνθρακας. торфование, -Я ουδ. λίπανση εδάφους με τύρ- τύρφη. торфовать, -фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. торфованный, βρ: -ван, ~а, -о λιπαίνω έδαφος με τύρφη. II -СЯ λιπαίνομαι με τύρφη. торфоразработки, -ТОК πλθ. τόπος εξαγωγής τύρφης. II επιχείρηση εξαγωγής τύρφης. торфотерапия, -И θ. τυρφοθεραπεία. торфяник, -а α. 1 τυρφώνας. 2 εργάτης ε- εξαγωγής τύρφης. торфянистый επ., βρ: -НЙСТ, -а, -Ο τυρφώ-
тор 586 тот 6ης, πλήρης τύρφης. торфяница, ~Ы θ. εργάτρια εξαγωγής τύρφης. Торфяной επ. 1 τυρφώδης, πλήρης τύρφης. II της τύρφης· απο τύρφη. 2 με τύρφη· -ЗЯ ЭЛе- КТростаНЦИЯ ηλεκτρικός σταθμός με καύσιμο την τύρφη. II εκφρ. ~ые ПОЧВЫ τυρφώδη εδά- εδάφη· - брикет μπρικέτα απο τύρφη. торцевание, -я ουδ. βλ. торцовка (ισημ.). торцевать, -цую, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. торцованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. 1 επεξεργάζομαι, δουλεύω τα άκρα (αντικειμέ- (αντικειμένου). 2 επιστρώνω με δοκούς. 3 επιχρωματίζω με ειδική βούρτσα. II -СЯ επεξεργάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. торцевой επ. βλ. торцовый. ТОрЧОВКа, -И θ. 1 επεξεργασία, δούλεμα των άκρων αντικειμένου. 2 μηχανή επεξεργασίας των άκρων αντικειμένου. 3 ειδική βούρτσα ε- επ ιχρωμάτ ίσης. Д δρόμος επιστρωμένος με δο- δοκούς. ТОРЦОВОЧНЫЙ επ. για επεξεργασία των άκρων. ТОрЦОВЫЙ επ. 1 ακρινός, του άκρου (αντι- (αντικειμένου). 2 καλυμμένος με δοκούς. Торчать, -чу, -ЧИШЬ р.δ. 1 εξέχω, προέχω. II προβάλλω, φαίνομαι. 2 τοποθετούμαι· στέ- στέκομαι (για αντικείμενα). 3 είμαι παρών, πα- παρευρίσκομαι. II στριφογυρίζω, περιφέρομαι. торчком επίρ. όρθια. II ανασηκωτά. торчмя επίρ. (απλ.) βλ. торчком. ТОрЧОК, -чка α. 1 εξοχή, προεξοχή.2 τού- τούβλο τοποθετημένο εγκάρσια. *торшер, -а α. λυχνοστάτης (ψηλός κ. στη- στηριζόμενος στο πάτωμα). ♦торшон, -а α. 1 είδος βαμπακερού υφάσμα- υφάσματος. 2 είδος αδρού χαρτιού. Торшонйрование, -Я ουδ. εκτύπωση ανάγλυφη. Торшонировать р.δ.κ.σ. εκτυπώνω ανάγλυφα. 11 -СЯ εκτυπώνομαι ανάγλυφα. ТО-Сё βλ. ТОТ. ТОСКа, ~Й θ. θλίψη, μελαγχολία. II βαρυθυ- μία, -μιά, βαριοθυμιά. II καημός· μεράκι. II εκφρ. ~ по родине νοσταλγία για την πα- πατρίδα. ТОСКЛИВО 1 επίρ. θλιμμένα, μελαγχολικά. 2 ως κατηγ. θλίβομαι, μελαγχολώ. тоскливость, -и θ. βλ. тоска. ТОСКЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -о θλιμμέ- θλιμμένος, μελαγχολικός· μερακλίδικος· -ЭЯ ПеСНЯ θλιμμένο τραγούδι. II βαρύθυμος, βαριόθυμος, βαρυκάρδιος· δύσθυμος. тосковать, -кую -куешь р.δ. 1 θλίβομαι, μελαγχολώ. II βαρυθυμώ, βαριοθυμώ· δυσθυμώ φοβερά. || πλήττω, ανιώ πολύ. II νοσταλγώ· αποθυμώ· έχω μεγάλο καημό· - ПО родине νο- νοσταλγώ την πατρίδα· - по друзьям αποθυμώ τους φίλους. 2 (παλ. к. διαλκ.)· πουώ· спина -кует η ράχη μου πονά. *ТОСТ, -а α. πρόποση, πόση στην υγεία· про- провозглашать - κάνω (εγείρω) πρόποση· προ- προσφωνώ. II το ποτήρι πρόποσης. ТОТ, та, ТО (αντων.). 1 εκείνος, -η ~ο· тот ученик εκείνος ο μαθητής· та женщина ε- εκείνη η γυναίκα· ТО Яблоко εκείνο το μήλο· ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργα- εργαλείο, αλλά εκείνο· С ТОГО ДНЯ απο εκείνη τη μέρα· С ТОГО Времени απο εκείνο τον καιρό, αντικρινός· άλλος· ο απέναντι, ο αντίπερα· ПО ТОЙ Стороне УЛИЦЫ απο την άλλη πλευρά του δρόμου· На ТОМ берегу реки στην απένα- απέναντι όχθη του ποταμού. II (για χρόνο, περι- περιστατικά, κατάσταση) περασμένος· επόμενος· Я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα απο κείνη τη βδομά- βδομάδα· Собрать СеНО ТОГО года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο. II «υτός, -ή, -ο· тем или ИНЫМ способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο· С ТОЙ И С гругой СТОРОНЫ απο αυτό και απο το άλλο μέρος. 2 ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)· В ТОТ-же День την ίδια ακριβώς μέρα. II ΤΟ άκλ. το ίδιο, το αυτό· рассказывать одно и то же διηγούμαι το ί- ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό. II εκφρ. ТОТ или другой (иной) αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)· ДО ТОГО σε τέτοιο βαθμό· τόσο^δυνατά· (И) без ТОГО (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι· Не ТО, что (чтоб, чтобы)...., а... όχι τόσο, ό- όσο· не ТО, ЧТО (чтобы) όχι πολύ, όχι εντελώς· не ТО ЧТО. . . , а. . . όχι μόνο αλλά και... И ΤΟ (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)· (Да) И ТО сказать και βέβαια, δικαιολογημέ- δικαιολογημένα, εύλογα· ТО-Сё; ТО Да сё; (и) ТО И Сё, αυτό *αι τούτο, αυτό και τ' άλλο· НИ ТО НИ сё α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο· β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια· НИ С ТОГО НИ С сего χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λό- λόγο απο το τίποτε· ни с того ни с сего рас- рассердился И ушёл απο το τίποτε θύμωσε και έφυγε· тем самым α) μ' αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί. ♦тотализатор, ~а α. 1 συγκεφαλαιωτής, α- αθροιστής (μηχανισμός. 2 παιγνίδι τρεξίματος σε χρήμα. тоталитаризм, ~а α. ολοκληρωτισμός. Тоталитарность, -И θ. ολοκληρωτικότητα· - режима η ολοκληρωτικότητα του καθεστώτος. ♦тоталитарный επ. (γραπ. λόγος) ολοκληρω- ολοκληρωτικός· - режим ολοκληρωτικό καθεστώς· -ое государство ολοκληρωτικό κράτος. Тотальность, -И θ. ολοκληρωτικότητα, γε-
тот 587 точ νικοτητα. *тотальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ο- ολοκληρωτικός· ~ая война ολοκληρωτικός πό- πόλεμος . *ТОТём, ~а α. το τοτέμ. ТОТемЙЗМ, -а α. τοτεμισμός. тотемистический επ. τοτέμικός, του τοτε- μισμού. тотемный επ. τοτεμικός, του τοτέμ. ТО-ТО μόριο. 1 αυτό είναι το βασικό, το σοβαρό, η ουσία· το ουσιώδες· ακριβώς. || ε- επιτακτικό μόριο· πρόσεξε, κοίταζε, έχε το νου σου· - ПОМНИ βάλ' το καλά στο νου σου (μην το ξεχάσεις). 2 (εκφράζει ικανοποίηση, συμφωνία ή υπακοή)· ναι, μάλιστα (ως απά- απάντηση). 3 να γιατί· γι1 αυτό. 4 (εκφράζει κάτι το ανώτερο)· να τ ι · να ποιο. II εκφρ. (ВОТ) - И ОНО; (ВОТ) - и есть (να) αυτό εί- είναι ακριβώς, πραγματικά, ουσιαστικά. тотчас επίρ. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα. Точение, -Я ουδ. 1 ακόνιση, ~μα, τρόχισμα. 2 τόρνευση. II λάξευση, σκάλισμα. ТОЧ8НЫЙ επ. 1 τροχισμένος, ακονισμένος. 2 τορνευτός. 2 σκαλιστός, λαξευτός. 3 Ι-ΐτφ. ε- εκλεπτυσμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος. точечный επ. 1 στιγματισμένος, στικτός, δι- διάστικτος. 2 στιγμοειδής. II κατά στιγμές, κα- κατά σημεία. ТОЧИЛКа, -И θ. 1 ακόνι, ακονιστήρι. 2 ξύ- ξύστρα μολυβιού. ТОЧИЛО, -а ουδ. ακονόπετρα, ακονόλιθος. II τροχός ακονιστικός. ТОЧИЛЬНЫЙ επ. ακονιστικός· - брусок επί- επίμηκες ακόνι· - круг η στρογγυλή ακονόπε- ακονόπετρα· -ая мастерская τροχείο, τροχιστήριο, ακονιστήριο. ТОЧИЛЬЩИК, -а α. 1 τροχιστής, ακονιστής. 2 κάνθαρος ξυλοφάγος. ТОЧИТЬ1, Точу, ТОЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. точенный, βρ: -чен, -а, -о р.δ.μ. 1 τροχίζω, ακονίζω· ~ косу τροχίζω την κοσιά· ~ орит- ву ακονίζω το ξυράφι. \Ι ξύνω· - карандаш ξύ- ξύνω το μολύβι. 2 τορνεύω, φτιάχνω στον τόρνο. II κατασκευάζω, σκαλίζω, λαξεύω, 3 (για έντο- έντομα) φθείρω, τρώγω, τρυπώ. 4 |ΐτφ. κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ. 5 μαλώνω διαρκώς. II εκφρ. - НОЖ на КОГО σκευωρώ εναντίον κάποιου, σκέ- τομαι να βλάψω κάποιον червь -ИТ его τον τρώει το σαράκι (τον κατατρύχει η σκέψη, η ιδέα). II -СЯ 1 τροχίζομαι, ακονίζομαι. 2 τορνεύομαι. II κατασκευάζομαι, πελεκιέμαι. ТОЧИТЬ* Точу, ТОЧИШЬ ρ.δ.μ. (παλ.) χύνω· - слёзы χύνω δάκρυα· - кровь χύνω αίμα. II διαχέω, σκορπώ· - свет διαχέω φως. II -СЯ χύνομαι. II διαχέομαι. ТОЧКа1, -И θ. 1 στίξη, στιγμή. II μτφ. ση- σημαδάκι. 2 (γραμμ.) η τελεία. 3 σημείο, μέ- μέρος· - пересечения σημείο τομής ή διασταύ- διασταύρωσης· - касания дуги С Прямой το σημείο ε- επαφής του τόξου με την ευθεία· - опоры το. σημείο στήριξης· - попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων наивысшая - το υψηλό- υψηλότερο σημείο· пулемётная ~ φωλιά πολυβόλου- торговая - μαγαζί· περίπτερο. II όριο· кипения σημείο βρασμού (ζέσης)· - плавле- плавления σημείο τήξης· - замерзания σημείο ψύ- ψύξης. 4 ως κατηγ. τέλος, φτάνει· ещё ПОЛ ча- часа поработай И -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω. 5 τέλος, θάνατος, χαμός. II εκφρ. две -И η διπλή τελεία (:)· ~ с запя- запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) ~ В ~у από- απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση· ДО ~и (дойти, довести) στο έπακρο· στο αμήν ДО -И (знать, ВИДеть> λεπτομερέστατα, με κά- κάθε λεπτομέρεια· ставит -у βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)· ставить -у, -И на ή Над (προεπαναστατικά)· α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρα- συμπέρασμα· попасть в (самую) -у α) βρίσκω το στό- στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κά- κάτι πολύ πετυχημένο· смотреть (глядеть)В од- одну -у καρφώνω το μάτι σ' ένα σημείο. ТОЧКа* -И θ. 1 τρόχισμα, ακόνισμα. 2 τόρ- τόρνευση. II σκάλισμα, λάξευση. ТОЧНО1 επίρ. 1 ακριβώς, με ακρίβεια· ОН всё Далает - αυτός όλα τα κάνει με ακρίβεια· - определить расстояние καθορίζω ακριβώς την απόσταση· переписать текст - αντιγράφω το κείμενο με ακρίβεια. 2 (με τις λέξεις: та- такой, тот, так)' εντελώς, πλήρως· ολοσχερώς·- Такой пиджак εντελώς το ίδιο σακκάκι. 3 α- αλήθεια, πραγματικά, σωστά· Да - умер его отец? αλήθεια, πέθανε ο πατέρας του,· 4 то- точнее συγκρ. β. ακριβέστερα, για μεγαλύτερη ακρίβεια, για να είμαι πιο ακριβής. ТОЧНО* σύνδ.1 ακριβώς σαν. II σαν, ωσάν. 2 μόριο· "φαίνεται, σάμπως. ТОЧНОСТЬ, -И θ. ακρίβεια· ορθότητα, σω- στότητα· С математической ~ью με μαθηματι- μαθηματική ακρίβεια· - веса ακρίβεια ζύγισης· В -И ακριβώς, με ακρίβεια· ДО -И μέχρι λεπτομέ- λεπτομέρεια, λεπτομερέστατα. ТОЧНЫЙ επ. βρ: -чен, -чна, -ЧНО. 1 ακρι- ακριβής· σωστός· - вес ακριβές ζύγισμα·-ое вре- время ακριβής χρόνος ή ώρα· -ые весы ζυγαριά ακριβείας· -ые приборы ακριβή όργανα· -ая стрельба εύστοχη βολή. 2 συγκεκριμένος·-ые инструкции ακριβείς οδηγίες· - адрес ακρι- ακριβής διεύθυνση. II τακτικός· - человек τακτι- τακτικός άνθρωπος. 3 (παλ.) όμοιος, ίδιος. II εκφρ. -ые науки οι θετικές επιστήμες. ТОЧЬ-В-ТОЧЬ επίρ. ακριβέστατα. II πανομοι-
хош 588 гра άτυπος, ένα και το αυτό ίδιος-απαράλλαχτος. ТОШНИТЬ, -НИТ ρ. δ. 1 εμετιώ, ναυτιώ, έχω τάση ϊν«· εμετό. 2 μτφ. αηδιάζω, αποστρέφο- φομαι, απεχθάνομαι,, σιχαίνομαι, ТОШНО επίρ. ως κατηγ. βλ. ТОШНИТЬ A,2σημ.), ТОШНОТа, -Ы θ. τάση για εμετό, αναγοϋλα, 2 μτφ. αηδία, αποστροφή, απέχθεια, σιχασιά. ТОШНОТВОРНЫЙ επ. 1 εμετικός· ~ запах εμε- εμετική μυρουδιά. 2 μτφ. αηδιαστικός, σιχαμε- σιχαμερός, απέχθειος, απαίσιος· -ое зрелище απαί- απαίσιο θέαμα. ТОШНОТНЫЙ επ., βρ: -тен, -ТНа, ~ТНО. 1 ε- εμετικός· -ые явления εμετικά συμπτώματα. 2 βλ. тошнотворный. _ ТОШНЫЙ επ. βλ. ТОШНОТВОРНЫЙ A, 2 σημ.). тощать р.6. ισχναίνω, γίνομαι ισχνός. II μτφ, λεπτύνομαι, γίνομαι κενός, αδειάζω, тощий επ. 1 ισχνός, λεπτός, αδύνατος, τσί- τσίρος· λιγνός· -ая шёя λεπτός λαιμός· -ая кошка ισχνή γάτα· -ое ЛИЦО ισχνό πρόσωπο· - человек ισχνός άνθρωπος· Очень ~ κάτι- κάτισχνος. II μτφ. λεπτός· άδειος, κενός· πενι- πενιχρός· - Карман άδεια τσέπη (χωρίς χρήματα), τσέπη πανί με πανί· - желудок άδειο στομά- στομάχι, 2 μτφ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος· -ая ПОЧВа φτωχό (άγονο) έδαφος· -аЯ раСТЙтель- НОСТЬ πενιχρή βλάστηση. 3 αδύνατος, ανε- ανεπαρκούς περιεχομένου· -ее молоко αδύνατο γά- γάλα (αποβουτυρωμένο)· - уголь αδύνατο κάρ- κάρβουνο (χαμηλής καυστικότητας)· -ая ГЛЙна о μη καθαρός πηλός (που πρεριέχει 20-50^ άμ- άμμο) . II εκφρ. на - желудок βλ. натощак. ТОЩЙща, -И θ. ανυπόφορη θλίψη, λύπη· καη- καημός, μαράζι. ТПру к. ΤΠρρ επιφ. (για σταμάτημα αλόγου) πρρρ. II εκφρ. НИ тпру ни ну (ως κατηγ.) δε μπορώ να κάνω τίποτε, ούτε βήμα. ТпрукаТЬ р.δ. (απλ.) σταματώ το άλογο φω- φωνάζοντας πρρρ. тпрукнуть ρ. σ. βλ. тпрукать. трава, ~ы, πλθ. травы, трав θ. χόρτο, -ά- ρι· кормовые ~ы χορτονομή· сорная - τα α- γριόχορτα· τα ζιζάνια. II χλόη, πρασινάδα, το γρασίδι. II πλθ. -Ы χόρτα, λάχανα. II ετιφρ. ~ОЙ И как - σαν χορτάρι (άνοστο)· ХОТЬ Не расти τέλεια αδιαφορία, απάθεια, δεν πα να καίγεται ο κόσμος. Травенеть, -еет р.δ. χλοίζω, πρασινίζω. траверз βλ. траверс1. траверза βλ. траверса. ♦траверс' -а α, 1 (στρατ.) διάχωμα πλευρι- πλευρικό ή πισινό. 2 (ναυτ. κ. αερπ.) το τραβέρ- τραβέρσο, η αντιμονή. 3 πλευρά σκάφους· С правого -а απο τη δεξιά πλευρά του σκάφους. "траверс? -а α. (αθλτ.) πέρασμα, δίοδος σε κορυφογραμμή. траверса, -Ы θ. (τεχ,) διαδοκίδα, στρω- στρωτήρας σιδηροτροχιάς· εγκάρσια δοκός. *траверсйровать, -руга, -руешь р.δ.μ. (αθλτ.) διέρχομαι, περνώ κορυφογραμμή. траверсныйЛ, траверзный επ. της διαδοκί- δας, της εγκάρσιας δοκού. траверсный2 επ. (ναυτ. κ. αερπ.) του τρα- τραβέρσου, της αντιμονής· - маршрут δρομολόγιο αντιμονής. ♦травертин, ~а α. ο τραβερτίνης, ♦травести ουδ. άκλ. 1 ανδρικός ρόλος εκτε- λούμενος απο γυναίκα και αντίστροφα. II με- μεταμφιεσμένος. 2 ποιητικό χιούμορ παραπλή- παραπλήσιο της παρωδίας. Травильный επ. χαρακτικός, της χάραξης με οξέα· -Ые работы εργασίες χάραξης· - раСТ- ВОр διάλυμα χάραξης. ТраВИЛЫЦИК, ~а α. χαράκτης (με οξέα). травина, -и θ, βλ. травинка. травинка, -И θ. στέλεχος χόρτου· παραφυά- παραφυάδα, παραβλάσταρο· ένα χορταράκι. травить1, травлю, травишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о р.δ.μ. 1 δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δη- δηλητήριο· - МЫШеЙ εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντικοφάρμακο). II φθείρω, βλά- βλάπτω με τοξίνες· - свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη. 2 ερεθίζω με καυστική ουσία, *κα'ιω. II μτφ. α- να3υμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα· ξύνω πα- παλαιές πληγές. 3 (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφά- επιφάνεια με οξέα. II χαράσσω σχέδια με οξέα. 4 ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι). 5 (απλ^ χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή· МЫ СОЛОМУ -ИМ, а сено бережём ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε). 6 σπατίλώ. 7 κυνηγώ (με σκυλιά). II παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά). Β κατατρέχω, κατα- καταδιώκω τον αντίπαλο. II -СЯ 1 δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαικλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 αυτοκτονώ με δηλητήριο. Травить2 ρ. δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра- ВИТЬ1). 1 ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω. 2 αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.). 3 μ^φ. (ναυτ.). α) βλ. ТОШ- ТОШНИТЬ, β) βλ. врать. II -СЯ ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. A,2 σημ.). Травка1, -И θ. χορταράκι. II χλο'ιτσα. Травка2, -И θ. χάραξη με οξέα. травка3, -И θ. ξελασκάρισμα. травление1, -я ουδ. βλ. травка? травление^ -я ουδ. 1 βλ, травка? 2 εξαγω- εξαγωγή, διαρροή (ατμού, αέρα κ.τ.τ.). Травленый επ. χαρακτός (με οξέα). II εκφρ. - ВОЛК πεπειραμένος, ξεσκολισμένος. травля, -и θ. 1 κυνήγι (με σκυλιά). II πα-
тра 589 тра ρόρμηση (σκυλιών). 2 κατάτρεγμα, καταδίωξη, "травма, -Ы θ. τραύμα· - брюшины κοιλιακό τραύμα· - черепа κρανιακό τραύμα· произ- производственная - τραύμα στην παραγωγή.'|| νευ- νευρικός κλονισμός, πλήγωμα· Душевная - ψυχι- ψυχικό τραύμα. травматизм, -а α. τραυματισμός. Травматический επ. τραυματικός. травмаТОЛОГ, -β α. τραυματολόγος. травматологический επ. τραυματολογικός. *травматология, -И θ. τραυματολογία. травмирование, -Я ουδ. τραυμάτισμα, πλή- πλήγωμα. травмировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. τραυ- τραυματίζω, πληγώνω. II -СЯ τραυματίζομαι, πλη- πληγώνομαι. травник, -а α. χόρτο ηδύποτο. II βλ. герба- гербарий. || (παλ.^ βιβλίο θεραπευτικών βοτάνων. траВНИКОВЫЙ επ. 1 του χορτοηδύποτου. 2 βοτανολογικός. травный επ. (γραπ. λόγος) χάρτινος, χορ- ταρένιος. II χορτώδης, χορτοβριθής. травополье, ~Я ουδ. χωράφι χορταρόσπαρτο. травопольный επ. της χορτοσποράς· - сево- севооборот αμειψισπορά, αλληλοσπορά (χορτου-σι- τηρών). травосейный επ. χορταρόσπαρτος. травооёяние, -Я ουδ. χορτοσπορά. травосмесь, ~И θ. σπόρος ανάμικτος ή ανά- ανάμικτη σπορά. траВОСТОЙ, -Я α. χλόη, χόρτο· χορτώδης έ- έκταση . травоядный επ. χορτοφάγος, φυτοφάγος· ~ые животные χορτοφάγα ζώα. травушка, -И θ. χορταράκι, χλοΐτσα. травянистый επ., βρ: -нйст, -а, -о. 1 πο- ώδης· - стебель ποώδες στέλεχος· -ая ΠΟ- росль η πόα, χορταρότοπος· ~ые растения πο- ώδη φυτά. 2 χορτώδης, χορτοβριθής. 3 μτφ. άνοστος, ανούσιος· ~ые щи άνοστη λαχανό- σουπα. травяной επ. 1 ποώδης. 2 χάρτινος, χορτα- ρένιος. 3 χορτώδης, χορτοβριθής. 4-πράσινος. трагедийность, -И θ. τραγικότητα. трагедийный επ., βρ: -диен, -дайна, -дий- ΗΟ τραγικός· -ая актриса τραγική ηθοποιός· - стиль τραγικό στυλ (ύφος)· - тон В музыке τραγικός τόνος στη μουσική. •трагедия, -И θ. τραγωδία. II εκφρ. делать -ГО из чего παρουσιάζω κάτι στον εαυτό μου τραγικό, τα βλέπω μαύρα. трагизм, -а α. τραγικότητα, "трагик, ~а α. ο τραγικός (ηθοποιός ή συγ- συγγραφέας)· древнегреческие -И οι αρχαίοι Ελ- Ελληνες τραγικοί. трагикомедия, -И θ. κωμικοτραγωδία, ιλα- ιλαροτραγωδία. трагикомический επ. κωμικοτραγικός. трагикомичный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно; βλ. трагикомический. трагически επίρ. τραγικά. трагический επ. τραγικός· - актёр τραγι- τραγικός ηθοποιός· -ая участь (судьба) τραγική τύχη· ~ое зрёлще τραγικό θέαμα· -ое поло- положение τραγική κατάσταση· - вопль τραγική κραυγή· -ая гибель τραγικός θάνατος. трагичность, -И θ. τραγικότητα. трагичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. трагический. традиционализм, -а α. προσήλωση στις πα- ραδόαεις. традиционность, -и θ. παραδοσιακός χαρα- χαρακτήρας· - обычаев о παραδοσιακός χαρακτήρας των εθίμων. традиционный επ., βρ: -онен, -онна, -онно παραδοσιακός· -ые обычаи παραδοσιακά έθιμα· -ое произношение παραδοσιακή προφορά· -ая ярмарка παραδοσιακή εμποροπανήγυρη. II πα- παλαιός, παλιακός· πάτριος παλαιά εθνική εν- ενδυμασία. ""традиция, ~и θ. η παράδοση· древнегрёче- ские -И αρχαίες ελληνικές παραδόσεις· свя- священные -И ιερές παραδόσεις· стать -ей γί- γίνομαι παράδοση· ВОЙТИ В -Ю μπαίνω στη παρά- παράδοση. "траектория, -и θ. η τροχιά· - электрона η τροχιά του ηλεκτρόνιου· - Полёта η τροχιά πτήσης· - снаряда η τροχιά του βλήματος, ♦трак, ~а α. κρίκος ή δακτύλιος ερπύστριας. "тракт, -а α. κύρια οδός· δημοσιά· автомо- бИЛЬНЫЙ - η κύρια αμαξιτή οδός. II εκφρ. же- .лудочно-кишёчный - ο γαστροεντερικός σωλή- σωλήνας. "трактат, -а α. 1 πραγματεία, μελέτη, ερ- εργασία· философский - φιλοσοφική πραγματεία. 2 σύμβαση, συμφωνία διεθνής. трактир, ~а α. (παλ.). 1 πανδοχείο. 2 τα- ταβέρνα, καπηλειό, κρασοπουλειό. трактирный επ. του πανδοχείου· της ταβέρ- ταβέρνας. II εκφρ. -ое заведение βλ. трактир. трактирщик, -а α., -ца, -Ы θ. 1 πανδοχέ- πανδοχέας. 2 ταβερνιάρης, κάπελας, трактование, -я ουδ. βλ. трактовка, "трактовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трактованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ. 1 πραγματεύομαι, αναπτύσσω (θέμα)· εξετάζω, συ- συζητώ,' κρίνω. 2 ερμηνεύω, εξηγώ· - законы ε- εξηγώ τους νόμους. II -СЯ πραγματεύομαι κλπ. ρ.ενεργ. φ. трактовка, -И θ. 1 πραγματεία, ανάπτυξη ε- ενός θέματος· εξέταση, συζήτηση, κρίση. 2 ερ- ερμηνεία, εξήγηση.
тра 590 тра трактовый επ. οδικός, της κύριας οδού. ♦трактор, ~а α. το τρακτέρ. тракторизация, -И θ. εφοδιασμός με τρα- τρακτέρ· ~ СеЛЬСКОГО ХОЗЯЙСТВа εφοδιασμός με τραχτέρ της αγροτικής οικονομίας. тракторист, -а α., ~ка, -И θ. τρακτερί- στας, -ίστρια. тракторный επ. τρακτερικός, του τρακτέρ·- Двигатель о κινητήρας του τραχτέρ· - Завод εργοστάσιο κατασκευής τρακτέρ. II με τρακτέρ· ~ая сеялка σπαρτική μηχανή με τρακτέρ· -ые работы εργασίες με τρακτέρ. Тракторостроение, -Я ουδ. τρακτεροκατασκευή. тракторостроительный επ. της κατασκευής τρακτέρ· - завод εργοστάσιο κατασκευής τρα- τρακτέρ. *трал, ~а α. 1 τράτα. 2 συσκευή βυθοεξετα- στική, βυθοερευνητική. 3 ναρκαλιευτική συ- συσκευή· γρίπος. Траление, -Я ουδ. 1 αλιεία με τράτα. 2 ε- εξερεύνηση του βυθού. 3 ναρκαλιεία. "тралер, -а α. βλ. тральщик (ι σημ.). ТраЛИТЬ р.δ.μ. 1 αλιεύω με τράτα. 2 ερευ- ερευνώ το βυθό. 3 ναρκαλιεύω. II -СЯ αλιεύομαι με τρά α. 2 εξερευνούμαι (για βυθό). 3 ναρ- καλιεύομαι. тралмейстер, -а α. βλ. тральщик B σημ.). ТраЛОВЫЙ επ. της τράτας. тральщик, ~а α. 1 αλιευτικό σκάφος εφοδι- εφοδιασμένο με τράτες. 2 ο επικεφαλής των τρα- τάρηδων. 3 ναρκαλιευτικό, ναρκοσυλλέκτρια. 4 ο ναρκοσυλλέκτης. трамбование, -Я ουδ. κοπάνισμα, συμπίεση χωματουργική· ταράτσωμα. "трамбовать, -бую, -буешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трамбованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. κοπανίζω, συμπιέζω χωματουργικά, ταρατσώνω· πιτακώνω· - землю ταρατσώνω το χώμα. II -СЯ κοπανίζομαι, ταρατσώνομαι, πιτακώνομαι. трамбовка, -и θ. βλ. трамбование. Трамбовочный επ. του κοπανίσματος, του ταρατσωματος, του πιτακωματος. трмбОВЩИК, -а α., ~ца, -Ы θ. κοπανιστής χωματουργικών, ταρατσωτής, πιτακωτής. "трамвай, -Я α. το τραμ, τροχιόδρομος. II εκφρ. речной - επιβατικό ποταμόπλοιο (στα όρια της πόλης). Трамвайный επ. του τραμ· - вагон βαγόνι του τραμ· -ая остановка η στάση των τραμ. ТрамваЙЩИК, -а α., -ца, ~Ы θ. τραμβαγιέ- ρης, -ισσα. *трамПЛЙН, -а α. 1 (αθλτ.) ο βατήρας, εξέ- εξέδρα. 2 μτφ. αφετηρία, ξεκίνημα, αρχή. трамПЛИННЫЙ επ. του βατήρα. "транжир, -а α. κ. транжира, -Ы α.κ.θ.σπά- α.κ.θ.σπάταλος, -η, ξοδιαστής, -ιάστρα. '"транжирить, -рю, -ришь ρ.δ.μ. ξοδεύω ά- άσκοπα, σπαταλώ· - деньги σπαταλώ τα χρήμα- ματα· не -ЖЙрь патроны μη ξοδεΰσεις άσκο- άσκοπα τα φυσίγγια. II -СЯ σπαταλιέμαι, транжирка, -и θ. βλ. транжир, транжирство, -а ουδ. σπατάλη, ασωτεία. транзистор, ~а α. τρανζίστορ (ραδιόφωνο^ "транзит, -а α. 1 διαμετακόμιση, τρανζίτο. 2 μεταφορά φορτίου χωρίς μεταφόρτωση. транзитный επ. διαμετακομιστικός· ~ая тор- торговля διαμετακομιστικό εμπόριο. II χωρίς μεταφόρτωση· διερχόμενος. II (για επιβάτες)· με ενδιάμεσους σταθμούς. II μεταφορά φορτίων στον προορισμό κατ1 ευθεία. "ТраНС, ~а α. (ιατρ.) έκσταση, σύγχυση του νου, παραφροσύνη (απο φόβο επικείμενου κα- κακού). II νευρική κατάσταση. Трансарктический επ. υπεραρκτικός. трансатлантический επ. υπερατλαντικός, "трансгрессия, -И θ. θαλασσοεισχώρηση. транскрибирование, -Я ουδ. μεταγραφή, γρα- γραπτή μεταφορά. транскрибировать, -руга,'-руешь р.δ.κ.σ.μ. μεταγράφω. II -СЯ μεταγράφομαι. Транскрипционный επ. μεταγραμμένος, μετα- μεταφερμένος γραπτά· -ые знаки σημεία γραπτής μεταφοράς. "транскрЙПСИЯ, -И θ. 1 (γλωσ.) μεταφορά των φθόγγων με σημεία. 2 βλ. транлитераЦИЯ. 3 (μουσ.) μεταγραφή, διασκευή έργου. транслировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. με- μεταδίνω (απο ράδιο, τηλεόραση κ.τ.τ.). II -СЯ μεταδίνομαι. "транслитерация, -И θ. (γλωσ.) η μετάδοση γραμμάτων μιας γραφής με γράμματα άλλης γρα- γραφής. · трансляционный επ. μεταδοτικός, της μετά- μετάδοσης (απο ράδιο, τηλεόραση κ.τ.τ.). ♦трансляция, -И θ. μετάδοση (απο ράδιο, τη- τηλεόραση κ.τ.τ.) трансмиссионный επ. μεταδοτικός (της κί- κίνησης). "трансмиссия, -И θ. μετάδοση κίνησης, "транспарант, -а α. 1 το πανώ. 2 γραμμωτό φύλλο. транспарантный επ. του πανώ. II του γραμ- γραμμωτού φύλλου. "трансплантация, -И θ. 1 (ιατρ.) μεταμό- μεταμόσχευση. 2 είδος εμβολιασμού φυτών. транспонирование, -Я ουδ. (μουσ.) μετατό- ν ιση. ♦транспонировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ. μ. (μουσ.) μετατονίζω. II -СЯ μετατονίζομαι. транспонировка, -и θ. βλ. транспонирова- транспонирование, "транспорт, ~а α. 1 μεταφορά· железнодоро-
тра 591 тра ЖНЫЙ ~ σιδηροδρομική μεταφορά· - угля заво- ДЭМ μεταφορά κάρβουνου στα εργοστάσια. II φορτίο για μεταφορά. 2 μεταφορικό μέσο· ГО- ГОРОДСКОЙ ~ τα αστικά μεταφορικά μέσα. 3 με- μεταφορικό στρατιωτικό σκάφος. •транспорт, -а α. (λογιστ.) μεταφορά ποσού (στην επόμενη σελίδα). Транспортабельность, -И θ. δυνατότητα με- μεταφοράς. транспортабельный επ., βρ: -лен, -льна,-о μετακομίσιμος, μεταφερτός· ευμετακόμιστος. ♦транспортёр, -а α. 1 μεταφορέας, μεταφο- μεταφορική ταινία. 2 βλ. бронетранспортёр. транспортёрный επ. (τεχ.) μεταφορικός· -ЭЯ лента μεταφορική ταινία. *транспортир, -а α. μοιρογνωμόνιο, транспортирование, -Я ουδ. μεταφορά. ♦транспортировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. μεταφέρω· - раненых μεταφέρω τραυματίες· - фрукты μεταφέρω φρούτα. II -СЯ μεταφέρομαι. Транспортировка, -И θ. μεταφορά. транспортировочный επ. μεταφορικός. Транспортник, -а α., -ца, -Ы θ. 1 εργά- εργάτης, -τρία μεταφορών. 2 μεταγωγικό αεροπλά- αεροπλάνο. транспортный επ. μεταφορικός, των μεταφο- μεταφορών -ые средства μεταφορικά μέσα· ~ое су- судно φορτηγό (μεταγωγικό) σκάφος· -ая служба υπηρεσία μεταφορών - самолёт μεταγωγικό α- αεροπλάνο· -ые расходы τα μεταφορικά έξοδα, •трансформатор, -а α.1 μετασχηματιστής, με- μετατροπέας (ηλεκτρ. ρεύματος)· понижающий - μετασχηματιστής υποβιβασμού τάσης· ПОВЫШаю- ЩИЙ - μετασχηματιστής αύξησης τάσης. 2 η- ηθοποιός γρήγορης μεταμόρφωσης σε άλλους ρό- ρόλους. 3 ταχυδακτυλουργός. 4 μεταμορφωτής, трансформаторный επ. του μετασχηματιστή του μετατροπέα· - завод εργοστάσιο κατα- κατασκευής μετασχηματιστών. трансформационный επ. του μετασχηματισμού, της μετατροπής. II της μεταμόρφωσης. * трансформация, -И θ. 1 μετασχηματισμός, μετατροπή. II μεταμόρφωση· μεταλλαγή. 2 (φυσ.) μετασχηματισμός. 3 γρήγορη μεταμόρφωση ηθο- ηθοποιού σε άλλους ρόλους. * трансформизм, -а α. αλλαγή, μεταλλαγή, με- μεταμόρφωση (για ζώα, φυτά). трансформирование, -Я ουδ. μετασχηματι- μετασχηματισμός, μετατροπή. II μεταμόρφωση, μεταλλαγή. трансформировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. μετασχηματίζω, μετατρέπω. II μεταμορφώνω, μεταλλάσσω. II -СЯ μετασχηματίζομαι, μετα- μετατρέπομαι. II μεταμορφώνομαι, μεταλλάσσω, ♦трансфузия, -и θ. μετάγγιση αίματος. трансцендентализм, -а α. υπεραισθητότητα· υπεροχή των μορφών της συνείδησης απο της ε- εμπειρίας. трансцендентальность, -и θ. (φιλοσ.) βλ. трансцендентализм. ♦трансцендентальный επ., βρ: -лен, -льна,. -ЛЬНО (φιλοσ.) ο πέρα του νου και των αι- αισθήσεων, ασύλληπτος· υπεραισθητός, υπερνοη- τός. Трансцендентность, -И θ. (φιλοσ. κ. μαθ.) υπεραισθητότητα, το ασύλληπτον. ♦трансцендентный επ., βρ: -тен, -тна, -тно 1 υπεραισθητός (ο πέραν των αισθήσεων) α- ασύλληπτος· άγνωστος. 2 (μαθ.) υπερβατικός· -ые числа υπερβατικοί αριθμοί. траншейный επ. 1 του χαρακώματος. 2 του χάντακα, της τάφρου. II αυλακωτός· - способ выращивания овощей αυλακωτός τρόπος καλλι- έργειας λαχανικών. ♦траншея, -и θ. 1 (στρατ.) το χαράκωμα. II χάντακας, τάφρος. II λάκκος εξόρυξης. 3 βολή κάθετη. II εκφρ. - Стенд χαράκωμα (όρυγμα) κοντά στους στόχους του πεδίου βολής. ♦трап, ~а α. 1 σκάλα σε σκάφος. 2 σκάλα οποιαδήποτε. ♦трап, ~а α. οπή, τρύπα (οχετού κ.τ.τ.). ♦трапеза, -Ы θ. 1 τραπέζι, τράπεζα· сесть за -ой κάθομαι στο τραπέζι (για γεύμα). II το γεύμα. 2 τραπεζαρία· κοινό εστιατόριο μοναστηριού. 3 (εκκλσ.) Αγία Τράπεζα. трапезник, ~а α. τροΛεζάρχης μοναστηριού. трапезничать р.δ. γευματίζω, τρώγω. трапе&-ЫЙ επ. 1 του τραπεζιού, του γεύμα- γεύματος, του φαγητού· - час ώρα φαγητού· - зал τραπεζαρία. 2 ουσ. -ая θ. η τραπεζαρία. трапезовать, -зуго, -зуешь р.δ. (παλ.) βλ. трапезничать. трапецевидный επ. βλ. трапециевидный. трапецеидальный κ. трапецоидальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно τραπεζοειδής. трапециевидный κ. трапецевидный επ. βρ: -ден, -дна, -ДНО τραπεζοειδής. ♦трапеция, -И θ. 1 το τραπέζιο (γεωμ. σχή- σχήμα). 2 γυμναστικό όργανο. трапецоидальный επ. τραπεζοειδής, ♦трасса, -Ы θ. 1 γραμμή, κατεύθυνση (σημει- (σημειωμένη στο χάρτη). 2 γραμμή, οδός· авТОМО- бЙЛЬНая - αυτοκινητιστική γραμμή· космиче- космические -Ы διαπλανητικές γραμμές· воздушная - αεροπορική γραμμή. 3 τροχιά (βλήματος,σφαί- ρας). трассирование, -Я ουδ. χάραξη· οριοθέτηση (στο έδαφος). трассировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. χαράσ- χαράσσω· - водопроводную сеть χαράσσω υδαταγωγό (υδραυλικό) δίχτυ. II -СЯ χαράσσομαι· σημα- σημαδεύομαι. трассировка, -и θ. βλ. трассирование;
тра 592 тре трассировочный επ. χαρακτικός, της χάρα- χάραξης· - ШНУР το σχοινί της χάραξης. траССЙрущиЙ επ. απο μτχ. τροχιοδεικτι- κός· -ие пули τροχιοδεικτικές σφαίρες. трата, -И 9. 1 δαπάνη, ξόδευμα- απώλεια, χάσιμο· κατανάλωση· - денег ξόδευμα χρημά- χρημάτων - времени απώλεια χρόνου· ~ сил κατα- κατανάλωση δυνάμεων. 2 πλθ. -Ы έξοδα, δαπάνες. Тра-Та, тра-та-та επιφ. ηχομιμητικό· τα- τα-τα τατά, ταρα-τρατά. тратить, трачу, тратишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. траченный, βρ: -чен, -а, -о р.δ.μ. ξο- ξοδεύω, δαπανώ, χαλώ· ОН НИ копейки НИ -ИТ зря αυτός δεν ξοδεύει άσκοπα ούτε ένα καπι- κι. II καταναλώνω· ~ патроны ξοδεύω τα φυ- φυσίγγια· - СИЛ καταναλώνω τις δυνάμεις. II εκφρ. траченный молью (παλ.) σκωροφαγωμέ- νος. II -СЯ ξοδεύομαι, δαπανώμαι· -ИТСЯ МНО- МНОГО денег ξοδεύονται πολλά χρήματα. траулер, ~а α. βλ. тральщик (ι σημ.). траулерный επ. βλ. траловый. *траур, -а α. 1 πένθος, λύπη· быть В -е έ- έχω πένθος, πενθώ. 2 πένθιμη ενδυμασία (τα μαύρα) ή άλλα σημάδια πένθους. II μαύρη λέρα στην άκρη και κάτω απο τα νύχια. траурница, -Ы θ. πεταλούδα με μαύρα πτε- πτερύγια. траурный επ. 1 πένθιμος· -ая процессия ή шествие νεκρική πομπή· - марш πένθιμο εμ- εμβατήριο. 2 μτφ. περίλυπος,καταλυπημένος. ♦трафарет, -а α. 1 ιχνάριο· περίγραμμα. 2 μτφ. στερεότυπο, καλούπι, ρουτίνα, •трафаретить, -рёчу, -рётишь, παθ. μτχ. πάρλα χρ. трафареченный, βρ: -чен, -а, -о р.δ.μ. χρωματίζω, διακοσμώ με ιχνάριο. II -СЯ δια- διακοσμούμαι με ιχνάριο. Трафаретка, -И θ. 1 διαχρωμάτισμα, δια- διακόσμηση με ιχνάριο. 2 βλ. трафарет (ισημ.). 3 πινέλο διακόσμησης με ιχνάριο. трафаретность, -И θ. στερεοτυπία, πεζότη- πεζότητα· ρουτίνα. Трафаретный επ. 1 του ιχνάριου, του περι- περιγράμματος· με ιχνάριο. 2 μτφ. στερεότυπος, ρουτινιέρικος. трафить, -флю, -фишь р.δ. (απλ.) βλ. по- потрафить. Трах επιφ. τρακ, τραχ (για ήχο, κρότο). II ως κατηγ, κάνω τρακ, κροτώ. II (για κάτι αιφ- αιφνίδιο, απροσδόκητο) και τρακ (και να). трахать(ся) ρ.δ. βλ. трахнуть(ся). ТрахёЙНЫЙ επ. (ανατ.) τραχειακός. трахеит, -а α. τραχειίτιδα κ. τραχείτιδα. ♦трахеотомия, -И θ. (ιατρ.) τραχειοτομία ή τραχειοτομή. ♦трахея, -И θ. 1 (ανατ.) η τραχεία. 2 πλθ. трахеи, -ей αγγεία φυτών. ♦трахит, -а α. ο τραχείτης, υφαιστειογενές πέτρωμα. трахнуть ρ.σ. 1 κροτώ, βροντώ· μπουμπου- νίζω· далеко -ул выстрел μακριά βρόντηξε ντουφέκια· - ИЗ ружья τουφεκίζω, πυροβολώ. II τουφεκίζω, πυροβολώ. 2 μ. χτυπώ δυνατά· - кулаком ПО СТОЛу χτυπώ δυνατά τη γροθιά στο τραπέζι. 3 (απλ.) κινώ απότομα, γρήγο- γρήγορα· τραβώ· - за галстук τραβώ απο τη γρα- γραβάτα· -ем туда πάμε γρήγορα προς τα 'κει. II -СЯ 1 πέφτω με δυνατό κρότο, γδουπώ. 2 χτυ- χτυπώ; προσκρούω σε κάτι.· ~ головой о перекла- перекладину χτυπώ το κεφάλι στο οριζόντιο δοκάρι. *трахОма, -Ы θ. το τράχωμα (πάθηση ματιών). трахоматозный επ. 1 τραχωματικός, τραχω- ματώδης· - вирус τραχωματώδης ιός. 2 ουσ. τραχωματικός. ТрахОМНЫЙ επ. τραχωματικός· -ые глаза τα τραχωματικά μάτια. трёба, -Ы θ. 1 προσφορά θυσίας. 2(εκκλσ.) τελετουργία (με αίτηση του πιστού). трёбНИК, ~а α. το λειτουργικό (βιβλίο). Требование, -Я ουδ. 1 απαίτηση, αξίωση, δι- διεκδίκηση· αίτημα· - Денег απαίτηση χρημά- удовлетворйть -я бастующих ικανοποιώ τα αι- αιτήματα των απεργών -Я МОДЫ οι απαιτήσεις της μόδας· высокие -Я μεγάλες απαιτήσεις· территориальные -я εδαφικές διεκδικήσεις· вы- выдвигать -Я προβάλλω διεκόΊκήσεις (αξιώσεις). II κλήση, κλήτευση· - суда δικαστική κλήση, 2 ζήτηση· большое - на меха μεγάλη ζήτηση στις γούνες. II αίτηση γραπτή. II πλθ. -Я τα απαιτούμενα· -Я К поступающим В вузы τα α- απαιτούμενα για την εισαγωγή στα ανώτερα εκ- εκπαιδευτικά ιδρύματα. Требовательность, -И θ. απαιτητικότητα· ИЗЛИШНЯЯ - περίσσια απαιτητικότητα. требовательный επ., βρ: -лен, -льна, -о. 1 απαιτητικός· - педагог απαιτητικός, παι- παιδαγωγός· - командир απαιτητικός διοικητής· - ТОН απαιτητικός τόνος. требовать, -бую, -буешь ρ.δ. 1 απαιτώ, α- αξιώνω, ζητώ· - повышения зарплаты ζητώ αύ- αύξηση αποδοχών - Объяснений ζητώ εξηγήσεις· - точного исполнения распоряжений απαιτώ ακριβή εκτέλεση των διαταγών - МНОГО ζητώ πολλά· - уплаты ДОЛГа ζητώ εξόφληση του χρέ- χρέους. 2 χρειάζομαι, έχω ανάγκη· θέλω· бОЛЬ- НОЙ -ет ПОКОЯ о άρρωστος θέλει ησυχία· рас- растения -гот ухода τα φυτά θέλουν,περιπο'ιηση. II καλώ, ζητώ· его -ЮТ В суд τον ζητούν στο δικαστήριο· меня -ЮТ ДОМОЙ με ζητούν να πάω στο σπίτι. II -СЯ απαιτούμαι, χρειάζομαι· ζη- ζητούμαι· -ется рабочая сила ζητείται εργατι- εργατική δύναμη· -ЮТСЯ рабочие ζητούνται εργάτες· -ется ремонт χρειάζεται (να γίνει)επισκευή.
тре 593 II καλούμαι,, με καλούν, με ζητούν. требуха» -Й θ. εντόσθια (σκοτωμένου ζώου). требушина, -ы θ. (παλ.)· βλ. требуха. требушинный επ. των εντοσθίων - жир λί- λίπος απο τα εντόσθια. тревога, -И θ. 1 φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος· αδημονία· - за будущее ανησυχία για το μέλλον маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος. II θό- θόρυβος, ταραχή, φασαρία· ЧТО за - На улице? τι φασαρία γίνεται έξω; 2 συναγερμός· сиг- сигнал -И σύνθημα συναγερμού· ударить -у ση- σημαίνω συναγερμό· отбой -И παύση του συνα- συναγερμού· В случае ~и σε περίπτωση συναγερ- συναγερμού. II εκφρ. бить -у κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κα- κακές συνέπειες). Тревожить, -жу, -ЖИШЬ р.δ.μ. φοβίζω, ανη- ανησυχώ· меня -жит отсуствие писем от дочери ανησυχώ που δεν παίρνω γράμματα απο την κό- κόρη. II διασαλεύω, διαταράσσω· - тишину δια- διαταράσσω την ησυχία. 3 θίγω, εγγίζω· πειρά- πειράζω· - рану εγγίζω την πληγή. II εκφρ. - воо- воображение εμφοβίζω. II -СЯ φοβούμαι, ανη- ανησυχώ· - за сына ανησυχώ για το παιδί. II θο- θορυβούμαι, ταράσσομαι. Тревожно 1 επίρ. ανήσυχα, φοβισμένα. 2 ως κατηγ. είναι (υπάρχει) φόβος, ανησυχία. ТреВОЖНОСТЬ, -И θ. φόβος, ανησυχία. тревожный επ., βρ: -жен, -жна, -ЖНО. 1 α- ανήσυχος, φοβισμένος· ταραγμένος· εφιαλτικός -ые мысли ανήσυχες σκέψεις- - голос %φοβι- σμένη φωνή· ~ ВЗГЛЯД φοβισμένο βλέμμα· ~ая НОЧЬ εφιαλτική νύχτα. 2 ανησυχαστικός, ανη- ανησυχητικός· -ые вести ανησυχητικές ειδήσεις· -ые слухи ανησυχητικές φήμες· -ое положение ανησυχαστική κατάσταση. 3 του συναγερμού· - сигнал σύνθημα συναγερμού· - гудок σειρήνα συναγερμού, треволнение, -Я ουδ. (γραπ. λόγος)· βλ. тревога. треглавый к. Трёхглавый επ. 1 τρικέφαλος· - змей τρικέφαλο φίδι· -ая МЫШЦа (ανατ.) ο τρικέφαλος μυς. 2 τρίθολος· με τρεις τρού- τρούλους· -ая Церковь εκκλησία με τρεις τρού- τρούλους. *трегубЫЙ επ. (παλ.)· τρίχειλος (με κομμέ- κομμένο το ένα χείλι στα δυο). *треД-ИНИОН, -а α. εργατικό συνδικάτο. *треД-ЮНИ0НЙЗМ, -а α. τρε'ϊντγιουνιονισμός. ■ тред-ЮНИОНЙСТ, ~а α. τρεϊντγιουνιονιστής. тред-ШИОНИСТЙСТСКИЙ επ. τρεϊντγιουνιονίτ- στικός. трезвенник, -а α. ο μη πότης, ο μηπιοτής. трезвенность, -и θ. βλ. трезвость, трезвенный επ. (απλ.) βλ. трезвый. тре трезветь, -ею, -ёешь р.δ. 1 ζεμεθώ, ανα- ανανήφω. 2 λογικεύομαι, συνετίζομαι, σωφρονί- σωφρονίζομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου. ТреЗВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ р.δ.μ. ξεμεθώ, ανα- ανανήφω. Трезво επίρ. νηφάλια· συγκρατημένα. II λο- λογικά, σώφρονα. Трезвон, -а α. 1 κωδωνοκρουσία, καμπανο- κρουσία. II κελάδημα δυνατό. 2 μτφ. διαλάλη- διαλάληση, διατυμπάνιση, διασάλπιση. II θόρυβος, φα- φασαρία. II εκφρ. - В ушах μεγάλο βοϋισμα των αυτιών задать - (-у) κατσαδιάζω. трезвонить ρ.δ. 1 κρούω τις καμπάνες, τα κουδούνια. II κουδουνίζω δυνατά. 2 μτφ. δια- διαλαλώ, διαθρυλώ, διατυμπανίζω, διασαλπίζω, βροντοφωνάζω. Трезвость, -И θ. 1 νηφαλιότητα· ξεμέθυσμα· приходить в - βλ. трезветь, привести пья- пьяного В - συνεφέρω το μεθυσμένο. 2 πνευμα- πνευματική διαύγεια. трезвый επ.,βρ: трезв, трезва, трезво. 1 νηφάλιος, αμέθυστος, άπιοτος, ξεμέθυστος. 2 εγκρατής στο πιοτί. 3 μτφ. με πμευματική δι- διαύγεια· λογικός, σώφρονας. трезубец, -бца α. η τρίαινα· - Посейдона η τρίαινα του Ποσειδώνα. трезубый κ. трёхзубый επ. με τρεις αιχμές ή περόνες (δόντια)· - жезл η τρίαινα· -ая острота καμάκι με τρεις'περόνες. ♦трек, ~а α. (αθλτ.) γήπεδο· велосипедный - ποδηλατοδρόμιο. треклятый επ. (απλ.) βλ. проклятый. трекоВИК, ~а α. αθλητής ποδηλατοδρομιών ή μοτοσυκλετικών αγώνων. трелевать, -люю, -люешь р.δ.μ. μεταφέρω ξ^ύλα (απο το δάσος στο δρόμο για φόρτωση). II -СЯ μεταφέρομαι (για ξυλεία). трелёвка, -И θ. μεταφορά ξυλείας κοντάοτο δρόμο (για φόρτωμα), трелёвочный επ. της μεταφοράς ξυλείας. трелёвщик, -а α. εργάτης μεταφοράς ξυλείας. трелить р.δ. (παλ.) τερετίζω, τραγουδώ, κελαηδώ με τρίλους. *трель1, -и θ. η τρίλια· -и жаворонка οι τρίλες του κορυδαλού. трель2, -и θ. δρόμος μεταφοράς ξυλείας απο το δάσος σε κεντρική οδό· το μέρος συγκέ- συγκέντρωσης ξυλείας. треЛЬЯЖ, -а α. 1 δρύφάκτο, δρυφρακτο, κι- κιγκλίδωμα ξύλινο δικτυωτό. 2 τρίπλευρος κα- θρεύτης. трельяжный επ. του δρύφρακτου κλπ. ουσ. трембита, -Ы θ. τρομπέτα (μουσ. όργανο). *трвМОЛЙТ, -а α. τρεμολίτης (ορυκτό), тремоло ουδ. άκλ. (μουσ.) το τρέμολο. *трен, ~а α. (παλ.) βλ. шлейф.
гре 594 гре ♦тренаж, ~а α. βλ. тренировка. ♦тренер, ~а α. προπονητής, προγυμναστής. тренерский επ. προπονητικός, του προπονη- προπονητή ή της προπόνησης. ♦трензель -я, πλθ. трензели к. трензеля а. όλα τα σίδερα του χαλινού. Трение, -Я ουδ. 1 τριβή, τρίψιμο. 2 μτφ. πλθ. συζητήσεις, λογοτριβές, λογομαχίες, α- ντεγκλίσεις. *ТреНИНГ, -а α. προπόνηση, εξάσκηση. Тренированность, ~И θ. προπόνηση, προγύ- μναση, εξάσκηση. Тренированный επ. απο μτχ. προπονημένος, προγυμνασμένος, εξασκημένος. Тренировать, -рую, -руешь^ав. μτχ. παρλθ. χρ.. тренированный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. προπονώ, προγυμνάζω, εξασκώ· - боксёра προ- προπονώ τον πυγμάχο· ~ Лётчика εκπαιδεύω τον αεροπόρο· ~ память εξασκώ (καλλιεργώ) τη μνήμη. II -СЯ προπονούμαι κλπ.ρ. ενεργ. φ. - В стрельбе εξασκούμαι στη σκοποβολή - пе- перед состязанием προπονούμαι πριν το αγώνι- αγώνισμα. Тренировка, -И θ. προπόνηση, προγύμναση, εκγύμναση, εξάσκηση· ~ ГОЛОСа εξάσκηση της φωνής· - ПО плаванию προπόνηση κολύμβησης. тренировочный επ. της προπόνησης, της ε- εξάσκησης· -ые упражнения ασκήσεις προπόνη- προπόνησης· -ая площадка γυμναστήριο· στίβος· - ΠΟ- лёт εκπαιδευτική πτήση. тренога, -и θ. 1 βλ. треножник. 2 πεδού- λι, πέδικλο (των μπροστινών ποδιών και ενός πισινού). треногий к. трёхногий επ. τρίποδος··- сто- столик τρίποδο τραπεζάκι. треножить, ~жу, -жишь ρ.δ.μ. πεδικλώνω. II -СЯ πεδικλώνομαι, треножник, ~а α. τρίποδας· - киноаппарата τρίποδας κινηματογραφικής μηχανής. тренчик, ~а α. ιμάντας ανάρτησης. Трень-брень επιφ. ηχομιμητικό· ντιν-ντιν. треньканье, -Я ουδ. ντιντίνισμα (σιδερι- (σιδερικών κ. τ. τ.) . тренькать р.δ. ντιντινίζω (για μεταλ. ήχο). трепак, -а α. τρεπάκι (ρωσικός χορός με χτύπημα των ποδιών καθώς και η μουσική του). трепалка, -И θ. κόπανος (για το λινάρι ή καννάβι). трепало, -а ουδ. βλ. трепалка. трепальный επ. εκκαθαριστικός- -ая машина λινοκαθαριστική μηχανή. трепальня, -И θ. λινοκαθαριστήριο. трепальщик, -а α., -ца, -Ы θ. κοπανιστής, -τρία (λιναριού, κανναβιού), ♦трепан, -а α. τρύπανο (χειρουργ. εργαλείο). трепанация, -и θ. διάτρυση, τρυπανισμός. ♦трепанг, -а α. ολοθουρία, τρεπάγκ (θαλάσ- (θαλάσσιο ζώο). трепание, -Я ουδ. 1 τράβηγμα, τίναγμα, κούνημα. 2 κουρέλιασμα, καταρράκωση* φθορά, χάλασμα. 3 κοπάνισμα λιναριού ή κανναβιού. 4 μτφ. συχνή επανάληψη, αναμάσημα, παλιλογία, αναμηρυκασμός. 5 μτφ. αεροκοπάνισμα, γλωσ- σοκοπάνισμα, φλυαρ ία. трепанировать, ~рую, ~руешь ρ.δ.κ.σ. τρυ- πανίζω (οστό, κρανίο). II -СЯ τρυπανίζομαι. грепануть(ся) р.σ. (απλ.) βλ. трепать(сях трёпаный επ. κοπανισμένος· - лён κοπανι- κοπανισμένο λινάρι· -ая шерсть λαναρισμένο μαλλί. II κουρελιασμένος, φθαρμένος, τριμμένος·- КО- КОСТЮМ κουρελιασμένο κοστούμι. трепать, треплю, треплешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трёпанный, βρ: -пан, -а, -о р.δ.μ. 1 τραβώ, κουνώ, τινάζω· σείω ελαφρά. II τραβώ· ~ за уши τραβώ απο τα αυτιά· - за ВОЛОСЫ τραβώ απο τα μαλλιά. II τραβώ δυνατά (γιαξέ- σχισμα). II χτυπώ δυνατά, μανιασμένα (για ά- άνεμο, κύματα κ.τ.τ.). 2 ταράζω, τρεμουλιά- ζω, παραδέρνω· его -лет малярия τον ταράζει η ελονοσία· её -ла лихорадка την τάραζε ο μεγάλος πυρετός. 3 κουρελιάζω, καταρρακώνω· φθείρω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα). 4 επαναλαβαίνω συχνά, υπενθυμίζω τακτικά, ανα- μασσώ, παλιλογώ, αναμηρυκάζω. 5 μτφ. αερο- κοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκίπανώ, φλυαρώ. 6 κοπανώ (λινάρι, καννάβι). II -СЯ 1 ανεμίζω, κυματίζω. 2 κουρελιάζω, καταρρακώνομαι, κα- καταστρέφομαι, χαλνώ. 3 τριγυρίζω, περιφέρο- περιφέρομαι, στριφογυρίζω. 4 (απλ.) αεροκοπανώ, αε- αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ. 5 τραβιέμαι, κουνιέμαι, σείομαι. 6 παραδέρνω. тцепач, -а α., -ка, -И θ. αεροκοπανιστής, αρλούμπας· πολυλογάς· φλύαρος, ♦трепел, -а α. τριπολίτιδα γη. трёпельный επ. της τριπολίτιδας γης· απο τριπολίτιδα γη. трепет, -а α. 1 τρεμούλιασμα· ταλάντευση· κλονισμός 2 χτύπος, παλμός. II μαρμαρυγή, α- αναλαμπή, λαμπύρισμα, τρεμοφέγγισμα. 3 διέ- διέγερση ψυχική· ρίγος· - восторга ρίγος απο ενθουσιασμό. II μτφ. οργασμός, ζωηρή κίνηση. 4 μτφ. ανατριχίλα, φρίκη, φόβος και τρόμος. трепетание, -я ουδ. 1 βλ. трепет A, 2 σημ.). 2 οργασμός, ζωηρή κίνηση. трепетать, -пещу -пёшешь р.δ. 1 πάλλομαι, τρεμουλιάζω, τρέμω, κουνιέμαι· κυματίζω- ЛИСТва -пёщет η φυλλωσιά τρεμουλιάζει· фла- флаги -пёщут οι σημαίες κυματίζουν море -пе- щет η θάλασσα κυματίζει. II σπαρταρώ, σπα- σπαράζω. II μαρμαίρω, τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω (για φως, φωτιά). II τρεμουλιάζω (για φωνή, ήχο). 2 τρέμω, με
тре 595 тре πιάνει τρεμούλα· πάλλομαι · δονούμαι,· ОН -Пе- щет всем телом αυτός τρέμει σύγκορμος (σύσ- (σύσσωμος)· - ОТ гнева τρέμω απο το θυμό,ΙΙμτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω, διαφαίνομαι. 3 μτφ. (παλ.) φοβούμαι πολύ, τρέμω απο το φόβο· перед начальством τρέμω μπροστά στους ανω- ανωτέρους (διευθυντές, διοικητές, προϊστάμε- προϊστάμενους). II ανησυχώ πολύ· родители -щут за де- тёй οι γονείς ανησυχούν πολύ για τα παιδιά. || -СЯ τρέμω· ριγώ· τρεμουλιάζω. трепетно επίρ. τρέμοντας. II τρεμουλια- τρεμουλιαστά. II ταραγμένα, ανήσυχα κλπ. επ. трепетные επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 τρε- μουλιάρικος, τρεμάμενος, τρεμώδης· -ая рука τρεμουλιάρικο χέρι· -ое дыхание το κοντανά- σαιμα· -ое сердце σπαραγμένη καρδιά. II που τρεμοφέγγει, - τρεμολάμπει, ~ τρεμοσβήνει, - λαμπυρίζει. II (για φωνή, ήχο) τρεμουλιαστός. 2 ταραγμένος, ανήσυχος· αγωνιώδης. 3 περί- περίτρομος, περίφοβος, περιδεής, καταφοβισμέ- νος, κατατρομαγμένος. трёпка, -и θ. ι βλ. трепание- - льна κο- πάνισμα του λιναριού· - нервов σπάσιμο των νεύρων. 2 (απλ.) χτύπημα, δαρμός (με τίναγ- τίναγμα απο τ' αυτιά, τα μαλλιά). II επίπληξη, μά- λωμα· κατσάδα. - трепливый επ., βρ: -лив, -а, -Ο αερολό- γος, φλύαρος, φλήναφος. трепло, ~а ουδ. 1 (διαλκ.) βλ. трепание. 2 (απλ.) βλ. трепач. треПОТНЯ, ~й θ (απλ.) αεροκοπανίσματα, α- ερολογίες· γλωσσοκοπάνισμα, φλυαρία. трепыхание, -Я ουδ. σπαρτάρισμα, σπάραγ- σπάραγμα· σφαδασμός. трепыхать р. δ. σπαράζω, σπαρταρώ· σφαδάζω. II τρεμουλιάζω, κουνιέμαι, ταλαντεύομαι. II τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, τρεμοσβήνω, λαμπυ- λαμπυρίζω. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. трепыхнуть(ся) р.δ. βλ. трепыхать(ся). треск, ~а α. 1 τρίξιμο, τριγμός· - льда τρίξιμο το πάγου. II κρότος· - ружёЙНЫХ ВЫ- стрелов о κρότος των πυροβολισμών пулемёт- пулемётный - ο κρότος των πολυβόλων· - мотора κρό- κρότος του κινητήρα· - грома η βροντή, το μπου- μπούνισμα· ~ барабана το τυμπάνισμα· - ку- знёчника τριζόνισμα. 2 μτφ. θόρυβος, φα- φασαρία· πάταγος. 3 μτφ. μεγαληγορία, μεγα- λορρημοσύνη· μαγαλαυχία. II εκφρ. С -ОМ про- валйться αποτυχαίνω παταγωδώς· С -ОМ вы- ГНать διώχνω κακήν-κακώς. треска, -и θ. γάδος, ονίσκος, μπακαλιάρος. трескание, -Я ουδ. ράγισμα· σκάσιμο. трескать1 ρ.δ. (απλ.) βλ. треснутьD σημ.). II -СЯ ραγίζω, -ομαι, σκάζω. трескать2 ρ.δ. τρώγω ή πίνω λαίμαργα (για σκάοιμο). || -СЯ βλ. треснуться. тресковый επ. του γάδου. II ουσ. πλθ. ~ые τα γαδιδή. трескотня, -и θ. θόρυβος· - пишущих машин θόρυβος των γραφομηχανών. II κρότος ακατά- ακατάπαυστος· ружейная ~ συνεχείς πυροβολισμοί. 2 ακατάσχετη φλυαρία, λογοδιάρροια. трескучий επ., βρ: -куч, ~а, -О. 1 τριζά- τος· με τριγμό. 2 μτφ. πομπώδης, στομφώδης· φανφαρονίστικος. II εκφρ. - мороз φοβερή πά- πάγων ιά. треснутый επ., βρ: -нут, ~а, -о. 1 ραγι- ραγισμένος· σκασμένος. 2 (για φωνή)· παλμώδης, τρομώδης, τρεμουλιαστός. треснуть, -ну, -нешь р.σ. 1 βλ. трещать. 2 ραγίζομαι, σκάζω· Льдина ~ла о оγκόπαγος ρά- ράγισε. 3 μτφ. αποτυχαίνω οικτρά, χρεοκοπώ. 4 μ. κ. αμ. χτυπώ δυνατά. II εκφρ. - СО Скёху σκάζω απο τα γέλια· - со злости σκάζω απο την κακία, απο το κακό μου· ХОТЬ -НИ βρε να σκάσεις (ματαιοπονείς). II -СЯ χτυπώ, -ιέμαι δυνατά· - ЛбОМ Об УГОЛ χτυπώ το κεφάλι στη γωνία. Трест, -а α. το τραστ. треста, -Ы θ. μουσκεμένο λινάρι(γι,α αφαί- αφαίρεση των ινών). трестировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. ενώνω σε τραστ· - предприятия ενώνω τις επιχειρή- επιχειρήσεις σε τραστ. II -СЯ ενώνομαι σε τραστ. трестовский επ. του τ£αστ· - капитал το κεφάλαιο του τραστ. третейский επ. διαιτητικός (της επίλυσης διαφοράς απο τρίτον). третий, -ЬЯ, -ье (τακτ. αριθμητικό).1 τρί- τρίτος· - ГОД τρίτος χρόνος· - урок τρίτο μά- μάθημα. 2 άσχετος με ένα ζήτημα· решение СПО- ЦД -ЬИМ ЛИЦОМ λύση της διαφοράς απο τρίτο πρόσωπο. II κατώτερος· чай -ьего Сорта τσάι τρίτης ποιότητας. II ουσ. το τρίτο (κατά σει- σειρά προσφερόμενο) φαγητό. 3 (παρνθ. λ.) τρί- τρίτον. 4 ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου> две -ьих τα δύο τρίτα. II εκφρ. -ье отделе- отделение (παλ.) то τρίτο αστυνομικό τμήμα· -ье поколение η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)· -ЬЯ Скорость τρίτη ταχύτητα· -ьего ДНЯ προχτές· -ьей руки μέτριος· в -ьем году προπέρυσι· В -ьи руки σε τρίτα χέρια· ИЗ -ьих рук ή уст (узнать, услышать к.τ.τ.) απο τρίτο (ό- (όχι απο τον ίδιο), εξώδικα· с -ьими петухами με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)· ДО -ЬИХ петухов πριν το τρίτο λάλημα των но- κοριών (πριν τη χαραυγή), "третировать, -рую, -руешь ρ.δ.μ. ι (παλ.) συμπεριφέρομαι. 2 συμπεριφέρομαι υπεροπτικά. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. третичный επ. 1 τρίτου βαθμού ή σταδίου· -ая форма сифилиса σύφιλη τρίτου σταδίου. 2
тре_ 596 трё (γεωλ.) ο τριτογενής (καινοζωικός αιώνας). Третник, -έ α. (τεχ.) μείγμα (απο | κασ- κασσίτερο και τ: μολύβι). треть, -И, γεν. πλθ. -ей θ. το τρίτο μέ- μέρος του όλου· - года το τρίτο του έτους (το τετράμηνο)· - урожая το τρίτο της σοδειάς. третьеводни επίρ. (απλ.) προχτές. третьегодичный επ. (παλ.) προπερσινός. Третьегодняшний επ. (παλ.)· προχτεσινός. Третьеклассник, ~а α., -Ца, -Ы θ. μαθη- μαθητής, -τρία τρίτης τάξης. Третьекурсник, -а α., -Ца, ~Ы θ. φοιτη- φοιτητής, -τρία τριτοετής. .. . Третьеочередной επ. μικρής σημασίας, μη σοβαρός· ~0е дело υπόθεση δευτερεύουσας ση- σημασίας. третьеразрядник, -а α., -ца, -ы θ. αθλη- αθλητής, -τρία τρίτης κατηγορίας. третьеразрядный επ.1 της τρίτης κατηγορί- κατηγορίας. 2 μέσος, μέτριος· αναξιόλογος, άσημος. Третьесортный επ. τρίτης ποιότητας. II βλ. третьеразрядный B σημ.). третьестепенный επ. δευτερεύουσας σημασί- σημασίας, επουσιώδης, κατώτερος. треТЬЯК, -а α. 1 πουλαράκι ή δαμάλι τρί- τρίχρονο. 2 κλωνάρι δέντρου κομμένο (τρίτο κα- κατά σειρά απο τα κάτω). Треуголка, -И θ. (παλ.) στρατιωτικό τρι- τριγωνικό καπέλο. треуТОЛЬНИК, -а α. 1 το τρίγωνο· ПрЯМоу- гольный - ορθογώνιο τρίγωνο· остроугольный - οξυγώνιο τρίγωνο. 2 μουσικό όργανο τριγω- τριγωνικού σχήματος. 3 τριάδα, τριανδρία· συ- ναρχία τριών προσώπων καθοδηγητικό τριμε- τριμελές όργανο. треугольный επ. τριγωνικός· ~ая пирамида τριγωνική πυραμίδα. Треух, ~а α. σκούφια με τρία αυτιά (δυο για τα αυτιά κι ένα για πίσω). *Трефа, -Ы θ. το σπαθί των παιγνιόχαρτων (που έχει σταυρούς σαν φύλλο τριφυλλιού). трехвостка к. трёххвостка, -и θ. πλεκτό μαστίγιο τρισχιδές στο άκρο. трёхглавый βλ. треглавый. трёхгодичный επ. τριετής, τρίχρονος, τρί- τρίχρονης διάρκειας· -ое обучение τρίχρονη μά- μάθηση· - запас ПРОДОВОЛЬСТВИЯ τρίχρονη ε- εφεδρεία τροφίμων, трёхгодовалый επ. βλ. трёхлетний B σημ.). трёхгодовой ε-κ. 1 βλ. трёхгодичный. г (παλ.) βλ. трёхлетний B σημ.). трёхголосный επ. (μουσ.) τρίφωνος. трёхгранный επ. τρίεδρος· τριγωνικός, τρί- πλευρος· ~ угол τρίεδρη γωνία· - штык τρι- τριγωνική λόγχη· - НаПИЛЬНИК τριγωνική λίμα. трёхдневный επ. τριήμερος· - срок τριή- τριήμερη προθεσμία. трёХДОЛЬНЫЙ επ. τρίχρονος· ~ СТИХОТВОРНЫЙ размер τρισύλλαβο μετρικό πόδι ποίησης. трёхзначный επ. τριψήφιος· -ое число τρι- τριψήφιος αριθμός. трёхзубчатый επ. που έχει τρεις περόνες ή αιχμές· ~ая вила το τρίκρανο (γεωργικό ερ- εργαλείο) : трёхзубый βλ. трезубый. трёхкилометровка, -И θ. χάρτης με κλίμακα 1 : 3-000 μ. трёхкилометровый επ. μήκους τριών χιλιο- χιλιομέτρων. трёхклассный επ. τριτάξιος, που έχει τρεις τάξεις· -ая школа τριτάξιο σχολείο. трёхколёсный επ. τρίτροχος, τρίκυκλος· велосипед τρίκυκλο ποδήλατο. трёхкопеечник, -а α. νόμισμα τριών καπι- κιών. трёхкопеечный επ. αξίας τριών καπικιών. трёхкрасочный επ. τρ Ί χρωμος. трёхкратный επ. βλ. троекратный. трёхлетие, -Я ουδ. η τριετία. трёхлетка, ~и θ. βλ. трёхлеток. трёхлетний επ. 1 τριετής, τρίχρονος (τρί- (τρίχρονης διάρκειας). 2 (για ηλικία) τριών χρό- χρόνων. трёхлеток, -тка α. к. трёхлетка, -и θ. τρί- τρίχρονος, τριετής· дуб— βαλανιδιά τριών χρό- χρόνων. 2 ~ка θ. τριτάξιο· школа—- τριτάξιο σχολείο. Трёхлинейка , -И θ. τουφέκι διαμετρήματος 7,6 χιλιοστών. трёхлинейный επ: ~ая винтовка βλ. трёхли- трёхлинейка. трёхмастный επ. (για ζώα) τρίχρωμος. Трёхмачтовый επ: -ое судно τρικάταρτο σκά- σκάφος. трёхмерность, -И θ. το τριδιαστατόν (πλά- (πλάτος, μήκος, ύψος). Трёхмерный επ. τριδιάστατος. II μουσ. τρί- μετρος. трёхместный επ. τριθέσιος· -ая каюта τρι- τριθέσια καμπίνα. трёхмесячный επ. τρίμηνος· - отпуск τρί- τρίμηνη άδεια· - ребёнок παιδάκι τριών μηνών. трёхнедельный επ. τριών εβδομάδων - ΟΤ- пуск άδεια τριών εβδομάδων. трёхногий επ. βλ. треногий. трёХОСжа, -И θ. φορτηγό αυτοκίνητο με τρεις άξονες. трёхосный επ. τριαξονικός.- трёхпалый επ. τριδάκτυλος· -ая рука χέρι με τρία δάχτυλα. трёхперстный επ. βλ. троеперстный. трёхпланный επ. τρίπλευρος, τριμερής.
трё 597 трёхполка, -и θ. βλ. трёхполье. трёХПОЛЬб, -Я ουδ. (παλ.) αμειψισπορά τρι- τριετής (η πρώτη σπορά φθινοπωριάτικη, η δεύ- δεύτερη ανοιζιάτιχη και ο τρίτος χρόνος αγρα- αγρανάπαυση) . трёхпольный επ. τριετούς αμειψισποράς. трёхпроцентный επ. του 3 Й, με 3 %' - До- Доход έσοδο 3 V - заем δάνειο με 3 ί' раствор διάλυμα με 3 56. трёхпудовый επ. τριών πουτ ιών - мешок σακκί τριών πουτ ιών. II πολύ βαρύς (τριών που- πουτ ιών) . трёхразовый επ. τρεις φορές· -ое питание παροχή τροφής τρεις φορές (την μέρα). трёхрублёвка, -И θ. νόμισμα τριών ρου- ρουβλιών. трёхрублёвый επ. αξίας τριών ρουβλιών -ая бумага χαρτονόμισμα τριών ρουβλιών· - жур- Н8Л περιοδικό αξίας τριών ρουβλιών. трёхрядка, -И θ. φυσαρμόνικα με τρεις σει- σειρές πλήκτρα. трёхрядный επ. τριών σειρών -ая гармонь βλ. трёхрядка. трёхсветный επ. με τρεις σειρές παράθυρα· (το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα πάνω απο το άλλο ή το ένα απέναντι απο το άλλο) трёхсложный επ. τρισύλλαβος· -ое слово η τρισύλλαβη λέξη. II εκφρ. -ые стихотворные размеры τρίμετρα στιχουργικά πόδια (δάκτυ- (δάκτυλος, αμφιβράχ»ος, ανάπαιστος). трёхсменка, -И θ. εργασία σε τρεις βάρδιες το 24ωρο. трёхсменный επ. σε τρεις βάρδιες. трёхсотлетие, -Я ουδ. τριακοσιετία. ΙΙτρι- ακοσιετηρίδα. трёхсотлетний επ. τριακοσιετής, τριακο- σάχρονος· - период τρακοσάχρονη περίοδος. трёхсотый επ. τριακοσιοστός· - номер τρι- ακοσιοστός αριθμός. трёХСТВОЛКа, -И θ. τρίκανο (κυνηγ. όπλο). трёхствольный επ. με τρεις κάνες· -ое ру- ружьё βλ. трёхстволка. трёхстворчатый επ. τρίπτυχος· τρίδιπλος· τρίφυλλος. трёхстепенный επ: -ые выборы έμμεσες ε- εκλογές σε τρία στάδια. трёхстишие, επ. το τρίστιχο (στροφή απο τρεις στίχους). трёхстопный επ. (φιλγ.) τριποδικός· СТИХ τρίμετρος στίχος· - размер το τρίμε- τρίμετρό (συγκείμενος απο τρία πόδια). трёхсторонний επ. τρίπλευρος· - сарай τρί- πλευρη αποθήκη. II τριμερής· -ее соглашение τριμερής συμφωνία. трёхступенчатый επ. με τρεις βαθμίδες. II τριώροφος· -ая ракета τριώροφος πύραυλος. тре трёхсуточный επ. τριών 24ώρων, τριήμερος, .трёхтактный επ. τρίχρονος, τριών ρυθμών ή κινήσεων ~ая пауза τρίχρονη (μουσική)παύ- (μουσική)παύση· - двигатель τρίχρονος κινητήρας. трёхтомник, -а α. έργο τρίτομο. трёхтомный επ. τρίτομος· - романс τρίτομο μυθιστόρημα. трёХТОККа, -И θ. φορτηγό αυτοκίνητο τριών τόνων. трёхтонный1 επ. τρίχρωμος· -ая ткань τρί- τρίχρωμο ύφασμα. Трёхтонный επ. τριών τόνων· - груз φορ- τίο τριών τόνων. трёхтысячный επ. τρισχιλιοστός· τρισχ'ιλι- ος, τριών χιλιάδων. трёхугольник, -а α. βλ. треугольник. трёхугольный επ. βλ. треугольный. трёхфазный επ. τριφασικός· - ток τριφασι- τριφασικό ρεύμα· - двигатель τριφασικός κινητήρας. трёххвостка, -и θ. βλ. трехвостка. трёхцветный επ. τρίχρωμος· - флаг τρί- τρίχρωμη σημαία. трёхчасовой επ. τρίωρος· -ое собрание τρί- τρίωρη συνέλευση. II των τριών (ωρών)· уехать -ЫМ поездом φεύγω με το τρένο των τριών. трёхчлен, -а α. (μαθ.) το τρίνομο. трёхчленный επ. 1 τριμελής. 2 (μαθ.) του τρίνομου. трёхшёрстный επ. (για*"τρίχωμα ζώου) τρί- τρίχρωμος· - КОТ τρίχρωμος γάτος. трёхъязычный επ. τρίγλωσσος· - город πόλη που μιλούν τρεις γλώσσες· - словарь τρίγλωσ- τρίγλωσσο λεξικό. трёхэтажный επ. τριώροφος, τρίπατος· - ДОМ τριώροφο σπίτι. II μτφ. (απλ.) πολύ υ- υβριστικός. трёшка, -и θ. βλ. трёхрублёвка, ♦трешкоут, -а α. ποταμόπλοιο (χωρίς κατά- κατάστρωμα) . трёшник, -а α.(παλ.) 1 νόμισμα τρων καπι- κιών. 2 ένα ασημένιο καπίκι. трёшница, -ы θ. 1 (απλ.) βλ. трёхрублёвка. 2 (παλ.) βλ. трёшник. Трещание, -Я ουδ. 1 τρίξιμο, τριγμός. 2 μτφ. λίμα, λογοδιάρροια. II φλυαρία, γλωσ- σοκοπάνισμα. трещать, -щу, щйшь ρ.δ. ι τρίζω· лёд -йт ο πάγος τρίζει· - сильно (ή всё время) τρι- τριζοβολώ, τριζοκοπώ, τριζομανώ. II χτυπώ δυνα- δυνατά, ξεκουφαίνω· буДИЛЬНИК -ИТ το ξυπνητήρι ξεκουφαίνει· барабаны -Э.Т τα τύμπανα ζεκου- φαίνουν. II (για πτηνά, έντομα)· τερετίζω, τιτιβίζω· βου'ιζω δυνατά. 2 μτφ. μιλώ ακατά- ακατάπαυστα, αρχίζω τη λίμα. II φλυαρώ, γλωσσοκο- πανώ, λογοκοπώ. 3 έχω δυνατό πονοκέφαλο. 4 μτφ. είμαι ετοιμόρροπος, κοντεύω να διαλυ-
тре 598 три θώ, τρίζω. II εκφρ. карман -ИТ η τσέπη α- αδειάζει, γίνεται πανί με πανί. трещина, -Ы θ. σχισμή, ρωγμή, ραγισμα· σπά- σπάσιμο· Дать -у σκάζω, ραγίζω. II μτφ. έλλει- έλλειψη, ελάττωμα, μειονέκτημα. II μτφ. προστρι- προστριβή, τσούγκρισμα, διένεξη· διάσταση. треЩИНКа, -И θ. σχισμίτσα, ρωγμίτσα. трёщинНЫЙ επ. απο ρωγμή εδάφους· -ые ВОДЫ νερά απο ρωγμές εδάφους. ТреЩИНОВаТОСТЬ, -И θ. ύπαρξη ρωγμών. трещиноватый επ., βρ: -ват, -а, -о σκα- σκασμένος, ραγισμένος. трещотка, -и θ. 1 κρουστικό όργανο για εκ- εκφοβισμό. II (μουσ.) κρουστό μεταλλικό όργα- όργανο. 2 μτφ. φλύαρος, γλωσσάς, γλωσσοκοπάνα. 3 παιγνίδια, όργανα κρουστικά. 4 τριβέλι,τρυ- πάν ι. три, трёх, трём, тремя, о трёх (αριθμητικό απόλυτο)· τρία (з)- трижды - = девять τρία επι τρία = εννιά· Написать ЦЙфру три γράφω τον αριθμό τρία. II (ποσοτικό)· три сестры τρεις αδερφές· три шага τρία βήματα· дом В три этажа σπίτι τριώροφο. II ο σχολικός βαθ- βαθμός τρία, το τριάρι. ♦триада, -Ы θ. τριάδα (σύνολο απο τρία α- αντικείμενα, πρόσωπα ή έννοιες). триангулятор, -а α. 1 τριγωνιστής. 2 γεω- γεωδαιτικό όργανο τριγωνισμού. трангулящюнный επ. τριγωνικός· -ая выш- вышка τριγωνική κορυφή. ♦трингуляция, -и θ. (ακτινο)τριγωνισμός (ε- πιφάνειας). триас, ~а α, (γεωλ.) η πρώτη περίοδος του μεσωζωικού αιώνα. триасовый επ: - период; -ая система βλ. триас. Трибун, α. 1 ανώτερος κρατικός υπάλληλος στην αρχαία Ρώμη. 2 μτφ. κήρυκας- - револю- ЦИИ κήρυκας της επανάστασης. *Трибуна, -Ы θ. το βήμα των αγορητών, των ρητόρων. II μτφ. το κέντρο, η καθοδήγηση· η ποιμαντορία. 2 εξέδρα. •трибунал, -а α. 1 δικαστήριο· военный - το στρατοδικείο· революционный - επαναστα- επαναστατικό δικαστήριο· отдать ПОД - παραπέμπω στο δικαστήριο. II η συνεδρίαση του δικαστη- δικαστηρίου. 2 (αθρσ.) οι δικαστές. тривиальность, -И θ. κοινοτοπία, πεζότη- πεζότητα, ρουτίνα. II χυδαιότητα· προστυχιά. ♦тривиальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; τετριμμένος, κοινότοπος, -ικός, πεζός· ρου- τινιέρικος. II χυδαίος· πρόστυχος, ♦триглиф, -а α. (αρχτκ.) το τρίγλυφο. тригонометрический επ. τριγωνομετρικός· - знак τριγωνομετρικό σημάδι, ♦тригонометрия, -И θ. τριγωνομετρία. тридевятый επ: -ое царство, ~ое государ- государство (λκ. ποίηση) στα πέρατα της γής, στην άκρη του κόσμου (πολύ μακριά). тридевять επ: - земель (λκ. ποίηση) πολύ μακριά. тридесятый επ: -ое царство, -ое государ- государство (λκ. ποίηση) βλ. тридевятый. тридцатилетие, -Я ουδ. 1 τριακονταετία. 2 τριακονταετηριδα. тридцатилетний -яя, -ее επ. 1 τριακοντα- τριακονταετής, τριαντάχρονος· -ЯЯ война τριαντάχρο- τριαντάχρονος πόλεμος. 2 τριαντάρης, -α, -άρικο. тридцатка, -И θ. ο αριθμός 30. τριαντά- τριαντάρι, ριά. II ο αριθμός 30 των λεωφορείων, των τρόλεϊ, τραμ κ.τ.τ. тридцатый (.αριθμητικό τακτικό)· τριακο- τριακοστός· - километр τριακοστό χιλιόμετρο· ~ые ГОДЫ η τέταρτη δεκαετία C0-39). -Ое мар- марта η τριάντα του Μάρτη· -ГОД τριακοστό έτος (ηλικίας)· -ое ЧИСЛО месяца η τριακοστή η- ημερομηνία. тридцать, -Й, -ыо о αριθμός C0). II ποσό- ποσότητα τριάντα· - рублей τριάντα ρούβλια· у него - коров αυτός έχει τριάντα αγελάδες· ОКОЛО -И περίπου τριάντα, καμιά τριανταριά. тридцатью επίρ. τριάντα φορές· - ПЯТЬ - СТО пятьдесять τριάντα φορές το πέντε κάνουν εκατόν πενήντα. Триединство, -а ουδ. τρίαδική ενότητα· η τριμορφία· το τρισυπόστατο. триединый επ. τριαδικός, της τριάδας. *трйер, ~а α. σιτοδιαλογέας (μηχανή). триерный επ. του σιτοδιαλογέα. триерование, -Я ουδ. διαλογή ή εκκαθάριση κόκκων - ячменя κριθαροδιαλογή. Триеровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. триерованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. ■κάνω διαλογή δημητριακών σιτοδιαλέγω. II -СЯ σιτοδιαλέγομαι. триеровка, -и θ. βλ. триерование. трижды επίρ. 1 τρεις φορές, τρις· - три - девять τρεις φορές το τρία κάνουν εννιά· Я - ему напоминал τρεις φορές του το υπενθύ- υπενθύμισα· - проклятый τρισκαταραμένος,-τάρατος. *тризм, -а α, (ιατρ.) τρισμός, τριγμός. тризна, -Ы θ. 1 (παλ.) μνημόσυνο με φαγο- φαγοπότι. 2 (γραπ. λόγος) τελετή ενταφιασμού ή μνημόσυνου. ♦трико ουδ. άκλ. ένδυμα πλεκτό· τρικό. ♦трикотаж, -а α. 1 πλεκτό έργο σε μηχανή. II (αθρσ.) πλεκτά υφάσματα. трикотажник, -а α., -ца, ~ы θ. εργάτης, -τρία πλεκτικής επιχείρησης. трикотажный επ. πλεκτός· των πλεκτών -ая фабрика φάμπρικα πλεκτών -ая кофта πλε- πλεχτή ζακέτα
три 599 тро ""трикотин, ~а α. είδος πλεκτού υφάσματος, трикраты επίρ. (παλ.) βλ. троекратно, ♦триктрак, ~а α. τάβλι, αβάκιο. ТРИЛИСТНИК, -а α. (βοτ.) τριφύλλι, τρί- τρίφυλλο . ♦триллион, ~а α. τρισεκατομμύριο. триллиОННЫЙ επ. τρισεκατομμύριος. ♦ТРИЛОГИЯ, -И θ. (φιλγ.) τριλογία. *тримёстр, -а α. τρίμηνο. тринадцатый επ. (αριθμητικό τακτικό)· δέ- δέκατος τρίτος· -ое ЧИСЛО οι δεκατρείς του μή- μήνα (ημερομηνία)· две -ЫХ τα δύο δέκατα τρί- τρίτα· глава -ЭЯ κεφάλαιο δέκατο τρίτο· ~ое апреля δεκατρείς του Απρίλη (ημερομηνία), тринитротолуол, -а α. τρινιτροτολουόλιο ή τροτϋλη. ♦трио ουδ. άκλ. το τρίο, έργο τρίφωνοή για τρία όργανα. II τρεις εκτελεστές (τραγουδι- (τραγουδιστές). II τρεις φίλοι, триод, -а α. λάμπα τρίοδη (ηλεκτρική), ♦триодь, -И θ. (εκκλσ.) το τριώδιο (βιβλίο). ♦триолет, ~а α. οκτάστιχο ποιήματος, ♦триоль, -И θ. (μουσ.) τρίφθογγο, τρίηχο. ♦триплан, ~а α. τριπλάνο. ♦триплекс, ~а α. το τρισύστατο. ♦триплет, -а α. το τριπλό, το τρισϋνθετο. II τρίτο αντίτυπο, ♦триппер, -а α. βλ. гонорея. ♦ТРИПСИН, -а α. η θρυψίνη. ♦трЙПТИХ, ~а α. το τρίπτυχο. ♦трисель, -Я, πλθ. -Я κ. -И α. (ναυτ.) η μπούμα (λοξό τριγωνικό πανί). триста, трёхсот, трёхстам, тремястами, о трёхстах (αριθμητικό ποσοτικό)· ο αριθμός 300. II (ποσότητα) τριακόσια· - рублей τρια- τριακόσια ρούβλια. ♦трЙСТИХ, -а α. (φιλγ.) το τρίστιχο. *трЙТИЙ, -Я α. το τρίτιο (ισότοπο του υ- υδρογόνου) . ТрИТОН, -а α. τρίτονας (γένος κερκοφόρων βατράχων). ♦триумвир, -а α. (παλ.) μέλος της τριαντρί- ας· τρίαρχος, σύναρχος. *триумвират, -а α. τριαντρία, τριαρχία. II τριάδα προσώπων με στενούς δεσμούς. *триумф, -а α. θρίαμβος (επινίκια πομπή, γιορτασμός). II λαμπρή επιτυχία· - русского балета θρίαμβος του ρωσικού μπαλέτου. триумфальный επ. θριαμβευτικός, του θρι- θριάμβου· ~ая арка; -ые ворота αψίδα του θρι- θριάμβου. Триумфатор, -а α. θριαμβευτής. триумфаторСКИЙ επ. θριαμβευτικός, του θρι- θριαμβευτή. ♦трифоль, -я α. βλ. трилистник. ♦трифтОНГ, ~а α. τρίφθογγος, ~ία. ♦трихина, -Ы θ. τρίχινη. трихинелла, -ы θ. βλ. трихина. трихинеллёз, -а α. τριχίνωση (αρρώστεια). ТРИХИНОЗНЫЙ επ. τριχινικός· -ое МЯСО τρι- χινικό κρέας (βλαμμένο απο τρίχινη). тришкин, ~а, ~0 επ: - кафтан απο το ένα μέρος διορθώνεις, απο το άλλο χαλάει, διορ- διορθώνεις το αδιόρθωτο. *троакар, -а α. τροκάριο, τρίγωνος κεντη- κεντητής, ακίδα (χειρουργ. εργαλείο), ♦трог, -а α. ορεινή κοιλαδίτσα· λάκκα. трогательно επίρ. συγκινητικά. трогательность, ~И θ. συγκίνηση· αισθημα- τικότητα, трогательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; συγκινητικός· συναισθηματικός· - романс συ- συγκινητικό μυθιστόρημα. Трогать р.δ.μ. 1 θίγω, εγγίζω· ψαύω, ά- άπτομαι· - пальцем εγγίζω με το δάχτυλο. II ε- επιθέτω· ακουμπώ. II παίρνω· ЭТИ деньги не -айте! αυτά τα χρήματα μην τα πειράζετε! II επιχειρώ κάτι· επιλαμβάνομαι. II ανησυχώ ε- ενοχλώ· никто здесь нас не трогал κανένας ε- εδώ δε μας ενοχλούσε. II επιτίθεμαι- собака эта никого не -ает αυτό το σκυλί δε χύνε- χύνεται σε κανέναν. 2 μτφ. κινώ ελαφρά, προκα- προκαλώ ελαφρά κίνηση. 3 μτφ. συγκινώ· меня -ает её судьба με συγκινεί η τύχη της· - ДО слёз συγκινώ μέχρι δάκρυα· «ГО речь -ает сердца слушателей о λόγος του συγκινεί τις καρδιές των ακροατών. 4 κουνώ, κινώ, παρακινώ, πα- παροτρύνω. 5 ξεκινώ, εκκινώ· лошади -ЭТОТ τα άλογα ξεκινούν. II -аи προστκ. (για άλογο, αμαξά κ.τ.τ.)· άιντε, ξεκινά, πάμε, τράβα. II -СЯ 1 θίγω, εγγίζω, άπτομαι· ψαύω. 2 ξε- ξεκινώ, εκκινώ· αναχωρώ, φεύγω* ПОвЗД -аеТСЯ το τρένο ξεκινά· - В путь ξεκινώ για δρόμο (πορεία)· II μετακινούμαι· не - С места δεν το κουνώ απο τη θέση. 4 ^τφ· συγκινούμαι· - ДО слёз συγκινούμαι μέχρι δάκρυα. ♦ТРОГЛОДИТ, -а α. τρωγλοδύτης (για πρωτό- πρωτόγονο άνθρωπο). II μτφ. πολύ απολίτιστος άν- άνθρωπος, σκοταδιασμένος. трое, троих αριθμ.αθρσ. τρεις, τρία. (χρη- (χρησιμοποιείται για πρόσωπα και ουσ., και μό- μόνο για πλθ. αριθμό)· трое братьев τρία τρεις νέοι· - суток τρία εικοσιτετράωρα. троеборье, -Я ουδ. τριαγμός. троежёнец, -нца α. τρίγαμος (που είναι πα- παντρεμένος ταυτόχρονα με τρεις γυναίκες). троекратно επίρ. τρεις φορές, τρις. троекратный επ. ο τρεις φορές γινόμενος· - вызов η κλήση για τρίτη φορά· -ое преду- предупреждение προειδοποίηση για τρίτη φορά· чемпион о τρεις φορές πρωταθλητής. троеперстие,-я ουδ. το σημείο του σταυρού
зеро 600 тро με τρία δάχτυλα. троеперстный επ. με τρία δάχτυλα (για το σημείο του σταυρού). гроечник, ~а α. 1 μαθητής με βαθμό επίδο- επίδοσης τρία 3 (μέτρια). 2 αμαξάς τρόικας. троечница, -ы θ. βλ., троечник (ίσημ.). ГрОечныЙ επ. της τρόικας (άμαξας). трои, троих (απλ.) βλ. трое. ТРОИТЬ, ТРОЮ, трОЙШЬ р.δ.μ. 1 τριμερίζω, χωρίζω, μοιράζω στα τρία. 2 συνδέω ανά τρεις· φτιάχνω, κατατάσσω, διαθέτω ανά τρεις. II ε- παναλαβαίνω τρεις φορές· ~ поле τριβολίζω το χωράφι. II χτυπώ με μια φορά τρεις, τρία· - на бильярде με μια στεκιά χτυπώ τρεις μπί- λες στο μπιλιάρδο· - ИЗ ружья σκοτώνω μ' έ- ένα σμπάρο τρία πουλιά. II εκφρ. В глазах ~ЙТ τα βλέπω όλα (τα αντικείμενα) τριπλά. || -СЯ τριμερ'ιζομαι, διαιρούμαι στα τρία. II μου φαίνονται (τα αντικείμενα) τριπλά. II τρι- βολίζομαι. ТрОИЦа, -Ы θ. 1 η Αγία Τριάδα. 2 η γιορτή της Αγίας Τριάδας. 3 το τρίο, η τριάδα (για πρόσωπα). трошын, -а, -Ο επ: - день βλ. троица B σημ.). Троичный επ. τριαδικός, τρισυπόστατος. II της Αγίας Τριάδας. тройка, -И, γεν. πλθ. троек, δοτ. трой- тройкам θ. 1 τρία, ο αριθμός 3· написать -у γράφω τον αριθμό τρία. 2 ο σχολικός βαθμός τρία C). 3 то τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρ- (παιγνιόχαρτο, ζάρι к.τ.τ.). 4 Я τρόικα (αμάξι με τρία άλογα· τα τρία άλογα του αμαξιού). 5 τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο. 6 κο- κοστούμι απο τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο. тройник, -а α. τρίδυμο, τριπλό, τρισχι- δές αντικείμενο (με τρεις διακλαδώσεις ή τρεις υποδοχές). ТРОЙНИЧНЫЙ επ: ~ Нерв το τρίδυμο νεύρο. Тройной επ. 1 τριπλός, τρίδιπλος· ~ая ли- линия ОКОПОВ τριπλή γραμμή (σειρά) χαρακωμά- χαρακωμάτων · - канат τριπλό παλαμάρι· - удар τριπλό χτύπημα· - прыжок τριπλό πήδημα (άλμα)· -ая СВЯЗЬ τριπλή σύνδεση. 2 τριπλάσιος· В -ом размере στο τριπλάσιο (μέγεθος, διαστάσεις)· продавать товар за -уго сумму πουλώ το εμπό- εμπόρευμα στο τριπλάσιο (σε τριπλάσια τιμή). II εκφρ. -Ое правило (μαθ.) η μέθοδος των τριών. тройня, -и, γεν. πλθ. троен, δοτ. тройням, θ. τα τρίδυμα· соседка родила -Ю η γειτό- γειτόνισσα γέννησε τρίδυμα. тройняшка, -И θ. ο τρίδυμος. ТрОЙНСТВенНОСТЬ, -И θ. τριπλότητα, τρι- μορφία, τρισυπόστατο. тройственный επ., βρ: -вен, -венна, -венно. 1 (γραπ. λόγος) βλ. тройной A σημ.). 2 τρι- τριμερής, τριπλός· ~ СОЮЗ τριμερής συμμαχία. тройчатка, -И θ. αντικείμενο τριπλό τρι- τριμερές. гройчатный επ. βλ. тройчатый. тройчатый επ. τριπλός· τρισχιδής· -ая ви- вила το τρίκρανο (γεωργ. εργαλείο). трок, -а α. βλ. подпруга. Троллейбус, -а α. το τρόλεϋ. троллейбусный επ.του τρόλεϋ· -ая останов- остановка η στάση των τρόλεϋ. ТроллеЙВОЗ, -Э α. τρόλεϋ φορτηγό. Тромб? -а α. θρόμβος αίματος. Тромб* -а α. ανεμοστρόβιλος. Тромбоз, -а α. θρόμβωση του αίματος. *гроМбОН, -а α. το τρομπόνι (μουσ. όργανο), тромбонист, -а α. τρομπονίστας, -στης. ТроМбОННЫЙ επ. του τρομπονιού. Тромбофлебит, -а α. φλεβίτιδα (νόσος). Трон, -а α. ο θρόνος. II μτφ. βασιλεία, μο- μοναρχία· бЫТЬ На -е βασιλεύω, άρχω· ЛИШИТЬСЯ ~а εκθρονίζομαι· вступить на - ανεβαίνω στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς. тронный επ. του θρόνου· - зал η αίθουσα του θρόνου* -ая речь о λόγος του θρόνου. тронутый επ. απο μτχ. 1 λίγο βλαμμένος, λίγο φθαρμένος ή χαλασμένος· -ое ВИНО κρασί λίγο χαλασμένο. 2 λίγο φρενοβλαβής, λίγο βα- βαρεμένος. 3 συγκινημένος. Тронуть, -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тронутый, βρ: -нут, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 βλ. тро- трогать. 2 θίγω, βλάπτω λίγο· πειράζω· мороз -ул деревья η παγωνιά πείραξε τα δέντρα· пожар не -ул нашего дома η πυρκαγιά δεν ε- πεξετάθηκε στο σπίτι μας· Оспа -ла его ЛИЦО η ευλογιά άφησε λίγα σημάδια στο πρόσωπο του. 3 ξεκινώ, εκκινώ, αναχωρώ, φεύγω, II -СЯ 1 βλ. трогаться; 2 θίγομαι, βλάπτομαι λίγο, πειράζομαι. 3 κινούμαι ελαφρά, κάνω ελαφρά κίνηση. ТрОП, -а α. (φιλγ.) τρόπος (λέξη ή έκφρα- έκφραση μεταφορικής σημασίας)· метафора И мето- НЙМИЯ - основные ВИДЫ -ОВ η μεταφορά και η μετωνυμία είναι τα βασικά είδη τρόπων (μέσων μεταφορικής σημασίας). тропа, -Ы, πλθ. тропы, δοτ. ~ам θ. δρό- δρόμος, -άκι (σχηματισμένος απο τα πατήματα), II μτφ. ο δρόμος της ζωής. Тропарь, -Я α. (εκκλσ.) το τροπάριο. Тропик, ~а α. ο τροπικός (κύκλος)· - Рака о τροπικός του Καρκίνου· - Козерога о τροπι- τροπικός του Αιγόκερου. II η τροπική ζώνη. тропический επ. τροπικός· - пояс τροπική ζώνη· ~ие леса τροπικά δάση· ~ие страны οι τροπικές χώρες· -ая болезнь τροπική νόσος.
гро 601 тропка, -и θ. βλ. тропа к. тропинка. *ТроПОПауза, -И ί, το ενδιάμεσο στρώμα με- μεταξύ τροπόσφαιρας και στρατόσφαιρας. ♦тропосфера, ~Ы θ. η τροπόσφαιρα. Τρόπο Τ, -а α. τροκ με αναπήδηση. *трос, -а α. καραβόσχοινο, παλαμάρι· сталь- стальной - συρματόσχοινο. трОСОВЫЙ επ. του καραβόσχοινου· -ые КОНЦЫ οι άκρες του καραβόσχοινου· -ая лестница η σκάλα με καραβόσχοινο. ТРОСТИЛЬНЫЙ επ. κλωστικός, της κλώσης. тростильщик, -а α., -ца, ~Ы θ. κλώστης, -τρα. тростина, -ы θ. (απλ.) βλ. тростинка. Тростинка, -И θ. στέλεχος (ζάχαρο)κάλαμου. тростить, трощу, тростишь ρ.δ.μ. κλώθω, στρίβω κλωστές. II -СЯ κλώθομαι, στρίβομαι. ТРОСТНИК, ~а α. καλάμι, κάλαμος. II εκφρ. Сахарный - το ζαχαροκάλαμο. СТРОСТНИКОВЫЙ επ. καλάμινος, -μένιος· κα- καλά μώδη ς , -ωτός· -ые заросли καλαμώδη φυτά· -ое болото καλαμώδης βάλτος· - сахар καλα- μοζάχαρο· -ая корзина καλαμένιο καλάθι·-ЭЯ крыша καλό μο σκ επή. трОСТОЧКа, -И θ. 1 καλαμάκι, -ίσκος. 2 μπαστουνάκι. ТРОСТЬ, -И, γεν. πλθ. -ей θ. 1 (παλ.) κα- καλάμι. 2 (παλ.) βλ. ПОСОХ. 3 μπαστούνι. 4 Ή καλάμινη γλωττίδα πνευστών οργάνων. 5 το ξύλινο μέρος του δοξαριού. тростяной επ. βλ. тростниковый. *ΤΡΟΤ, -а α. βραχύ τροκ. тротил, -а α. βλ. тринитротолуол. тротйловый επ. της τροτύλης. *Тротуар, -а α. πεζοδρόμιο. тротуарный επ. του πεζοδρομίου, ♦трофей, -Я, πλθ. трофеи, -ев α.το λάφυρο· ВЗЯТЬ -И παίρνω λάφυρα· военные ~И πολεμι- πολεμικά (στρατιωτικά) λάφυρα. Ν τρόπαιο. трофейный επ. του λάφυρου· -ые оружия ό- όπλα απο λάφυρα, ♦трофический επ. τροφικός, "трохей, -Я α. (φιλγ.) ο τροχαίος. ТРОЦКИЗМ, -а α. τροτσκισμός. ТРОЦКИСТ, -а α. τροτσκιστής. ТРОЦКИСТСКИЙ επ. τροτσκιστικός· -ие лозу- лозунги τροτσκιστικά συνθήματα. трошки επίρ. (διαλκ.) λίγο. трощение, -Я ουδ. κλώσιμο, στρίψιμο κλω- κλωστών σε μία. трощённый επ. κλωσμένος, στριμμένος· -ая НЙтка στριμμένη κλωστή, στριμμένο νήμα. троюродный επ. τρίτος ως προς τον παππού ή τη γιαγιά· - брат τρίτος ε ξάδερφος· -ЭЯ сестра τρίτη εξαδέρφη· - внук τρισέγγονος· -ая внучка η τρισέγγονη· - правнук о τετρα- σέγγονος (το παιδί του τρισέγγονου). трояк, ~а α. (απλ.) τρία ρούβλια. троякий, βρ: трояк, -а, -о (αριθμ. αναλο- αναλογικό)· τριπλός· -ая выгода τριπλό όφελος· -ое значение τριπλή σημασία· -ое толкование τριπλή ερμηνεία· -ая мысль τριπλή έννοια ή τριπλό νόημα. труба, ~ы, πλθ. трубы θ. ι σωλήνας· водо- водопроводная - ο υδροσωλήνας· газопроводная - σωλήνας αεριοαγωγός ή φωταερίου- воздухо- воздухопроводная - σωλήνας αεραγωγός ή αερισμού· медная - χάλκινος σωλήνας· стальная - ατσά- ατσάλινος σωλήνας· стеклянная - γυάλινος σωλή- σωλήνας· - телескопа σωλήνας τηλεσκοπίου. 2 τρο- τρομπέτα, σάλπιγγα. II χωνί, χοάνη· - репродук- тора η χοάνη του μεγάφωνου. 3 καπνοδόχος, φουγάρο, καμινάδα. 4 (ανατ.) σάλπιγγα· еф- стахиева - ευσταχιανή σάλπιγγα· фаллопиева - ωαγωγός (ή σάλπιγγα) μήτρας. 5 (κυνηγ.) η ουρά της αλεπούς, 6 -ОЙ επίρ. α) κάθετα, κατακόρυφα, β) χωνοειδώς, σαν χωνί. 7 κατα- καταστροφή, χαμός, τέλος. II εκφρ. аэродинамиче- аэродинамическая - αεροδυναμικός σωλήνας· мостовая ~ о υδροσωλήνας κάτω απο την οδό· нетолченая - μεγάλος συνωστισμός, πλήθος αδιαπέραστο· по- пожарная - ο πυροσβεστικός σωλήνας· дело (απλ.) η υπόθεση πάει άσχημα· ХВОСТ -ОЙ τό 'σκάσε, έφυγε· пустить (выпустить) В -у α) καταστρέφω κάποιον οικονομικά, κάνω να πτω- πτωχεύσει, β) κατασπαταλώ, ανεμοσκορπίζω. ♦трубадур, -а α. 1 τρουβαδούρος. 2 μτφ. υ- μνητής, υμνωδός, εκθειαστής, εγκωμιαστής. трубастый επ: - голубь βλ. трубачB σημ.). трубач, -а α. 1 σαλπιγκτής. 2 είδος περι- περιστεριού με σωληνοειδή ουρά. трубить, -блю, -бишь р.δ. 1 σαλπίζω- трубу σαλπίζω, παίζω (βαρώ) τη σάλπιγγα. II ηχώ· σημαίνω· трубы -ЯТ οι σάλπιγγες ηχούν. 2 σημαίνω, δίνω παράγγελμα με τη σάλπιγγα· * < - Сбор σημαίνω προσκλητήριο· - тревогу ση- σημαίνω συναγερμό. 3 μτ<Ρ· διασαλπίζω, διαλα- λαλώ, διατυμπανίζω, διακηρύσσω, διαθρυλώ. 4 (απλ.) καταπονούμαι, πελεκιέμαι στη δουλειά. II εκφρ. в -ы или во все трубы - βλ. (з σημ.). II -СЯ (γεωπ.) βγάζω το καλαμικό στέλεχος. трубка, -Ы θ. 1 σωληνίσκος. II σωληνάρι· σωλήνας. 2 (βιολ.) σάλπιγγα. 3 η πίπα· το τσιμπούκι. 4 το ακουστικό τηλεφώνου. 5 το ρολό. II εκφρ. ВЫЙТИ (ВЫХОДИТЬ) βγάζω βλα- βλαστούς, στελέχη (για δημητριακά). трубковерт, -а α. αττέλαβος (ακρίδα κατα- καταστρεπτική των φύλλων των δέντρων)· дубовый - αττέλαβος ο κιοειδής. трубНИК, -а α. σωληνοποιός, σωληνοχύτης, σωληνοκατασκευαστης, σωληνουργός. II πυρο- πυροσβέστης (που κρατά τον πυροσβεστικό σωλήνα).
тру 602 тру трубный επ. Ι του σωλήνα, των σωλήνων завод εργοστάσιο σωληνοκατασκευής· σωλη- νουργείο. II σωληνωτός, με σωλήνες. 2 της σάλπιγγας· - звук ο ήχος της σάλπιγγας. II σαλπιγγόηχος, σαν ήχος σάλπιγγας. Трубоклад, -а α. σωληνωτής, εργάτης τοπο- τοποθέτησης σωλήνων. трубОКУР, -3 α. (απλ.) καπνιστής με τσι- μπούκ ι. труболитейный επ: - завод χυτήριο σωλή- σωλήνων, σωληνοποιε'ιο· σωληνουργε'ιο. трубопровод, -а α. σωλήνωση, τοποθέτηση σωλήνων· σωληνωτός αγωγός. трубопроводный επ. της σωλήνωσης· ~ая ЛИ- ЛИНИЯ γραμμή σωλήνωσης· ~ые работы εργασίες σωλήνωσης. трубопроводчик, -а α. εργάτης σωλήνωσης. трубопрокатный επ. της σωληνοποϊησης· завод σωληνοποιείο. Трубопрокатчик, -а α. σωληνοποιός. труборез, ~а α. σωληνοκόπτης (όργανο). трубокладчик, -а α. 1 βλ. трубопроводчик. 2 μηχανή τοποθέτησης σωλήνων. ТрубОЧИСТ, -β. α. καπνοδοχοκαθαρ ιστής. II σωληνοκαθαριστής. трубочка, -И θ. σωληνίσκος, σωληναράκι. трубочный επ.1 του σωλήνα, των σωλήνων. || σωληνωτός· σωληνοειδής, σωληνώδης. II με σω- σωλήνα· - ПОЛИВ ХЛОПКа πότισμα του βαμπακιού με σωλήνες. 2 του τσιμπουκιού· - табак κα- καπνός για τσιμπούκι. трубчатый επ. σωληνώδης, σωληνοειδής· σω- σωληνωτός· ~Ы6 кости τα αυλοειδή οστά·- сте- стебель στέλεχος (φυτού) κοίλο ή σωληνοειδές· -Ые макарОНЫ σωληνοειδή μακαρόνια. трувёр, -а α. τροβαδούρος. труд, -а α. 1 εργασία, δούλειά· физический - χειρωνακτική εργασία· умственный - πνευ- πνευματική εργασία· наёмный - μισθωτή εργασία· производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας· ОРУДИЯ -а εργαλεία της δουλειάς· плата за ~ы о μισθός της δουλειάς· разде- разделение ~а καταμερισμός εργασίας· жить СВОИМ ~ΟΜ ζω με τη δουλειά μου. II πλθ. -Ы ασχο- ασχολίες, φροντίδες. II εξυπηρέτηση. 2 έργο· на- научный - επιστημονική εργασία. 3 προσπάθεια, ένταση· κόπος, μόχθος· δυσκολία· С большим -Ом με μεγάλη δυσκολία· взять на себя - κά- κάνω τον κόπο. II εκφρ. без -а χωρίς κόπο, εύ- εύκολα· С -ом με κόπο, δύσκολα· египетский - εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων). трудать, тружу, трудишь ρ.δ.μ. (παλ. η. διαλκ,). 1 δυσκολεύω, καταπονώ. II ενοχλώ, α- ανησυχώ. 2 κουράζω· не груди глаза μη κου- κουράζεις τα μάτια. II -СЯ 1 εργάζομαι, δου- δουλεύω· Неустанно - δουλεύω ακούραστα. II ε- επεξεργάζομαι, δουλεύω, φτιάχνω· - Над КНИ- КНИГОЙ συγγράφω βιβλίο. II εργάζομαι για, προς όφελος· - на фабриканта εργάζομαι για τον εργοστασιάρχη. 2 κοπιάζω, μοχθώ· προσπαθώ. трудно 1 επίρ, δύσκολα, δυσχερώς, χαλε- πώς, κοπιαστικά, με κόπο. 2 ως κατηγ. είναι δύσκολα· ей - С большой семьёй της είναι δύ- δύσκολο με μ-εγάΚη οικογένεια. трудновато επίρ. ως κατηγ. είναι αρκετά δύσκολα. трудновоспитуемый επ., βρ: -туем, -а, -о,· δυσκολοδιαπαιδαγωγήσιμος, -γώγητος. труднодоступный επ., βρ: -пен, -пна, -πεο δυσπρόσιτος· ~ая вершина δυσπρόσιτη κορυφή. ТРУДНОПРОИЗНОСИМЫЙ επ. δυσκολοπρόφερτος. трунопроходимый επ., βρ: -дам, -а, -о δύσ- σβατος, δυσκολοδιάβατος, δυσκολοπέραστος. ТРУДНОСТЬ, -И θ. 1 δυσκολία, δυσχέρεια· - Задачи η δυσκολία του προβλήματος· ~ ΒΟ- Проса η δυσχέρεια του ζητήματος· С -ЬЮ βλ. ТРУДНО A σημ.). 2 πλθ. -И εμπόδια, κωλύμα- κωλύματα· -и снабжения δυσκολίες εφοδιασμού· пре- преодолеть -и ξεπερνώ τις δυσκολίες. трудный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО. 1 δύ- δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος· ~ая за- дача δύσκολο πρόβλημα· - путь δύσκολος δρό- δρόμος· -ая Обстановка δύσκολη κατάσταση (πραγ- (πραγμάτων) · -ые условия δύσκολες συνθήκες· -ая жизнь δύσκολη ζωή. II σοβαρές, βαρύς· -ая бс- лёзнь σοβαρή (δύσκολοθεραπευτή) αρρώστια· '- больной βαριά άρρωστος. II που πονά, πονε- πονεμένος· -ая рука το πονεμένο χέρι· -ая го- лава κεφαλαλγία, κεφαλόπονος. ТРУДОВОЙ επ. εργατικός, της δουλειάς· кодекс εργατικός κώδικας· -ая дисциплина ερ- εργατική πειθαρχία· - день βλ. трудодень· -ые деньй! τα χρήματα της δουλειάς· - стаж τα χρόνια εργασίας ή υπηρεσίας- -Ое законода- законодательство εργατική νομοθεσία· -ое воспитание εργατική διαπαιδαγώγηση· -ая КОЛОНИЯ εργα- τική-αναμορφωτική αποικία (είδος ποινής α- ανήλικων εγκληματιών). II ο εργαζόμενος· -Ое крестьянство η εργαζόμενη αγροτιά· - народ ο εργαζόμενος λαός. II ε)ίφρ. -ая книжка ερ- εργατικό βιβλιάριο· -ые резервы εργατικές ε- εφεδρείες· -ое соглашение εργατική συμφωνία ή σύμβαση. Трудодень, -ДНЯ α. εργατική μέρα, μεροκά- μεροκάματο, ημερομίσθιο, μεροδούλι. трудоёмкий επ., βρ: -ёмок, -ёмка, -ёмко επίμοχθος, επαχθής, βαρύς· -ая работа βαριά δουλειά. трудолюб, -а α. (γραπ. λόγος) φίλεργος,ερ- φίλεργος,εργατικός, δουλευτάρης. трудолюбец, ~бца α. (γραπ. λόγος) βλ.тру- βλ.трудолюб.
тру 603 тру трудолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -О εργα- εργατικός, φίλεργος, φιλόπονος, φιλόμοχθος· человек εργατικός άνθρωπος. II επιμελής· ученик επιμελής μαθητής. трудолюбие, ~Я ουδ. εργατικότητα, φιλερ- γία, φιλοπονία. II επιμέλεια. трудоспособность, -И θ, ικανότητα για ερ- εργασία. II παραγωγικότητα. трудоспособный επ., βρ: -бен, -бна, -бно; ικανός για εργασία· ~ая часть населения το ικανό μέρος του πληθυσμού για εργασία. || ουσ. ~, -ая о ικανός, η ικανή για δουλειά. Трудотерапия, -И θ. η εφαρμογή της εργα- εργασίας ως θεραπευτικό μέσο. ТРУДОУСТРОЙСТВО, -а ουδ. εξεύρεση εργασί- εργασίας, το πιάσιμο δουλειάς· КОМИССИЯ ПО -у ε- επιτροπή εξεύρεσης εργασίας. трудяга, -И α. (απλ.) δουλευτής, -άρης. трудящийся επ. κ. ουσ. απο μτχ. εργαζόμε- εργαζόμενος· -иеся массы οι εργαζόμενες μάζες· ОТ- ОТДЫХ -ИХСЯ η ανάπαυση των εργαζομένων. 3 επ. (παλ.) βλ. трудолюбивый. труженик, -а α., -ца, ~Ы θ. 1 δουλευτής, -τρα, φίλεργος, -η, φιλόπονος. 2 εργάτης·-и науки οι θεράποντες της επιστήμης. труженический επ. φίλεργος, δουλευτάρικος, φιλόπονος, φιλόμοχθος. Труженичество, -а ουδ. εντατική εργασία, βαριά δουλειά· η ζωή του δουλευτή. ТРУНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ р.δ. αστειεύομαι, χα- χαριεντίζομαι, χωρατεύω. труп, -а α. το πτώμα, το λείψανο· η σορός· το κουφάρι· το ψοφίμι (για ζώα)· -Ы ПОЛЯ би- битвы τα κουφάρια του πεδίου της μάχης· ЖИВОЙ - ζωντανό πτώμα. II εκφρ. переступить (пе- (перешагнуть) через чей - πατώ επι πτωμάτων ТОЛЬКО через мой - μόνο αν πεθάνω, αν δεν είμαι ζωντανός (μπορεί να γίνει αυτό που ε- επιδιώκεις) . труПИК, -а α. πτωματάκι (παιδιού ή μικρού ζώου). труПНЫЙ επ. πτωματικός· πτωματώδης, του πτώματος· - ЯД η πτωμαΐνη· - запах η μυ- ρουδιά του ίΐτώματος· του ψοφιμιού· -ые чер- черви σκουλήκια του πτώματος. ♦труппа, -Ы θ. θίασος· θεατρικό συγκρότη- συγκρότημα· Оперная - συγκρότημα μελοδράματος· ба- летная - συγκρότημα μπαλέτου. трус1, ~а α. δειλός, φοβιτσάρης, κιοτής, ρίψασπης κλπ. επ. βλ. труслЙЕЫЙ. II εκφρ. ~у ή -а праздновать δειλιάζω, φοβάμαι, κιοτεύω. трус? ~а α. (απλ.) το κουνέλι. трус? -а α. (παλ.) ο σεισμός. Щ/усик, -а α. (απλ.) κουνελάκι. *ТРУСИКИ, -ΟΒ πλβ. τα π/τ^ώικά βρακάκια· τα εώβ,ρακα. ТРУСИКОВЫЙ επ. (απλ.) κουνέλιαιος, του κουνελιού. ТРУСИТЬ, трушу, трусишь р.δ. δειλιάζω, φο- φοβούμαι, κιοτεύω, λιγοψυχώ. II φοβούμαι· - на- наказания φοβούμαι τις τιμωρίες. ТРУСИТЬ1, трушу, трусишь р. 6. μ. (απλ.) τι- τινάζω, σείω· - муку ИЗ мешка τινάζω το α- αλεύρι απο το τσουβάλι· - груши τινάζω τα α- αχλάδια (απο την αχλαδιά). II -СЯ 1 τινάζο- τινάζομαι, σείομαι. 2 τρέμω (απο το κρύο, φόβο κ.τ.τ.). трусить8, трушу, трусишь р.δ. (για ζώα)· τρέχω με γρήγορα βηματάκια. II πηγαίνω τροκ, τροχάζω (σε ζώο). II (για άνθρωπο) γοργοβα- δίζω. трусиха, -И.θ. δειλή κλπ. ουσ. βλ. трус? трусишка, -И α. κ.θ. δειλός, -ή κλπ. ουσ. βλ. трус? труском επίρ. (διαλκ.) με αργό τροκ. ТРУСЛИВОСТЬ, ~И θ. δειλία, ατσλμ'ια. трусливый επ., βρ: -лив, -а, -о δειλός, φοβητσιάρης, άτολμος, λιπόψυχος, λιγόψυχος, ψοφοδεής. II εκφρ. не -го десятка δεν είναι απο εκείνους που φοβούνται, είναι τολμηρός. ТРУСОСТЬ, -И θ. δειλία, λιποψυχία, λιγο- ψυχιά. трусца, -Ы θ. 1 αργό τρέξιμο ή τροκ. 2 επίρ. -ЦОЙ με αργό τροκ. II με μικρά βηματά- βηματάκια. * трусы, ~ОВ πλθ. το σωβρακάκι. трут, -а α. ίσκα· το αγαρικό. трутень, -ТНЯ α. 1 ο κηφήνας. 2 μτφ. τε- τεμπέλης. трутневой επ. του κηφήνα. трутовик, -а α. μύκητας το αγαρικό, Ίσκα. трутовка, -И θ. μέλισσα-μητέρα των κηφή- κηφήνων. труха, -Й θ. λεπτοτριμμένο χόρτο ή άχυρο· αχυρόσκονη· (απο σαπισμένο ξύλο) ξυλόσκονη. II μτφ. πράγμα τιποτένιο, άχρηστο. трухлый επ., βρ: трухл, ~ла, -ло (παλ. κ. απλ.) βλ. трухлявый. трухляветь, -еет р.δ. τρίβομαι απο τη σή- σήψη· брёвна -еют τα κούτσουρα τρίβονται απο το σάπισμα. ТРУХЛЯВИТЬСЯ, -ИТСЯ ρ.δ. τρίβομαι απο τη σήψη, ТРУХЛЯВОСТЬ, -И θ. μεγάλη σήψη, σαπρότητα. трухлявый επ., βρ: -ляв, ~а, -Ο παρασα- πισμένος, σαπρός· ~ое бревно σαπρό κούτσου- κούτσουρο· -ая СОЛОма παρασαπισμένο άχυρο. трухнуть ρ.σ. βλ. струхнуть. трух-трух κ. трух Да Τρ^(επιφ. παρακινη- παρακινητικό σε άλογο)· τροκ-τροκ. трущоба,· ~Ы θ. 1 λόχμη· λόγγος. 2 ερημό- τοπος, ερημιά· απόκεντρο μέρος. 3 φτωχοσυ-
тру 604 туа νοίκια, φτωχογειτονιά· τρώγλη· городские -Ы οι τρώγλες της πόλης· ЖИТЬ В -е ζω σε τρώγλη. ТрущОбНЫЙ επ.1 του λόγγου, της λόχμης, λοχ- μα'ιος. II απόκεντρος, απομονωμένος, απομα- απομακρυσμένος. 2 της φτωχοσυνοικίας, της φτωχο- φτωχογειτονιάς. трынка, ~И θ. 1 είδος χαρτοπαιγνίου. 2 τα ψιλά (νομίσματα κάτω των τριών καπικιών). трЫН-трава ως κατηγ. (απλ.) όεν είναι τί- τίποτε, είναι τίποτε· δε με ενδιαφέρει, μου είναι αδιάφορο· ему честность— γι1 αυτόν η τιμιότητα δεν είναι τίποτε (δεν τον ενδια- ενδιαφέρει) . *ТрЮЙЗМ, ~а α. αλήθεια τετριμμένη. *трЮК, -а α. επιδεξιότητα- τολμηρό επιχεί- επιχείρημα· κόλπο· τρυκ· акробатический - ακροβα- ακροβατικό τρυκ. II απάτη, τέχνασμα, λοβιτούρα- ε- ελιγμός ξαφνικός. трюкач, ~а α. 1 εκτελεστής του τρυκ. 2 α- απατεώνας, κατεργάρης, λοβιτουρατζής. трюкаческий επ, Ι του τρυκ. 2 εξαπατητι- κός, απατεωνίστικος, κατεργάρικος. ТрюкачвСХВО, -а ουδ. 1 η τέχνη του τρυκ»2 απάτη, κατεργαριά, λοβιτούρα. трюковый επ. βλ. трюкаческий. *трюм, -а α. 1 το κύτος του πλοίου, αμπά- αμπάρι. 2 (θεατρ.) ο χώρος κάτω απο τη σκηνή. тршный επ. του κύτους- ~ насос η αντλία του κύτους. *ΐρΚΜΟ ουδ. άκλ. 1 καθρέφτης ψηλός (κυρί- (κυρίως στο διάθυρο). 2 (αρχτ.) διάθυρο διακο- διακοσμημένο. *трюфель, -я, γεν. πλθ. -ей α. ύδνο(επιστ,) ύτανο, ϋτνο, ύκνο (λκ.). II πλθ. -И καραμέ- καραμέλες υδνοειδείς· чёрный - μαύρο Ίτανο, ύδνο το μέλαν. трюхать ρ,δ. (απλ.) τρέχω με αβίαστο τροκ. трюх-трюх κ.трюХИ-ТрЮХИ επιφ. παρότρυν- παρότρυνσης αλόγων) τροκ-τροκ, τρακ-τρακ, τράκα- τρούκα-τρακ. Тряпица, ~Ы θ. κουρελάκι, μικρή πατσαβού- ρα. тряпичник, -а α. ρακοσυλλέκτης, κουρελάς. грЯПЙЧНИЦа, ~Ы θ. Ι ρακοσυλλέκτρια.2 λου- σοΰ· φτωχολουσού. тряпичность, -И θ. ευτέλεια, ποταπότητα. II ελεεινότητα, αθλιότητα χαρακτήρα. ТРЯПИЧНЫЙ επ. κουρελιάρικος, απο κουρέλια - МЯЧ τόπι απο κουρέλια· -ая кукла κουρε- λόκουκλα. II μτφ. ευτελής, σκάρτος· ελεεινού χαρακτήρα. тряпка, ~и θ. 1 κουρέλι, ράκος· πατσαβού- πατσαβούρα· половая - το σφουγγαρόπανο· кукла из -ΠΟΚ κουρελόκουκλα· - ДЛЯ ПЫЛИ ξεσκονόπανο. 2 πλθ. -И ευτελή γυναικεία λούσια. 3 πλθ.-и βλ. тряпьё. 4 μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιπο- τένιος· ελεεινού (άθλιου) χαρακτήρα. Тряпочка, -И θ. μικρό ράκος, κουρελάκι. II εκφρ. молчать (помолчать, промалкивать)в -у το βουλώνω (το στόμα μου), σιγώ, δε βγάζω τσιμουδιά, κάνω μόκο. тряпочный επ. βλ. тряпичный. тряпьё, ~Я ουδ. 1 (αθρσ.) κουρέλια, ρά- ράκη· πατσαβούρες. 2 ένδυμα φθαρμένο τελείως, κουρέλι. II (περιφρ.) τα ρούχα, τα εσώρουχα. трясение, -я ουδ. 1 βλ. тряска (ι σημ.). 2 τράνταγμα. трясильный επ. δονητικός, κλονιστικός. трясина, -Ы θ. βαλτότοπος, βαλτόλακκος. II μτφ. βούρκος, ηθική σαπρία. трясЙННЫЙ επ. βαλτώδης, βουλιαχτερός. тряска, -И θ. 1 σε ίση, κούνημα, δόνηση, τίναγμα. 2 (για χόρτο) αναστροφή, γύρισμα. II εκφρ. задать -у τιμωρώ αυστηρά· χτυπώ.' тряский ε*., βρ: -сок, -ска, ~ско; тряс- трясче που τραντάζει, δονητικός, ανατινασσόμενος. трясогузка, -И θ. κωλοσούσα, σουσουράδα. Трясти, трясу, трясёшь, παρλθ. χρ. тряс, ~ла, -ло р.δ. 1 σείω, κουνώ, τινάζω·- Κ0- Вёр τινάζω το χαλί· - Яблоню τινάζω τη μη- μηλιά· ~ муку из мешка τινάζω το αλεύρι απο το τσουβάλι. 2 τραντάζω, ανατινάσσω· συ- συγκλονίζω- нас СИЛЬНО -ло В телеге μας τρά- τράνταξε δυνατά το κάρο. II κοβνώ, ταλαντεύω· - НОГУ κουνώ το πόδι- - ГОЛОВОЙ κουνώ το κε- κεφάλι· ~ ХВОСТОМ κουνώ την ουρά. 3 κάνω να τρέμει, να ριγεί· его ~сёт лихорадка τον ταράζει ο πυρετός· его -сёт от страха αυτός τρέμει απο το φόβο. II -ИСЬ 1 κουνιέμαι, σεί- σείομαι· ταλαντεύομαι· деревья -утся от ветра τα δέντρα κουνιούνται απο τον άνεμο· голова ~ёТсД ОТ старости το κεφάλι παρανεύει απο τα γεράματα. 2 τρέμω· руки -утся τα χέρια τρέμουν - ОТ холода τρέμω απο το κρύο· ОТ страха τρέμω απο το φόβο. II φοβούμαι πο- πολύ· - Над ребёнком τρέμω για το παιδάκι(μή- παιδάκι(μήπως πάθει κακό). II τσιγκουνεύομαι πολύ· над каЖЦОЙ КОПеЙКОЙ τρέμω για το κάθε κα- πίκι. 3 τραντάζομαι· - Β ' тележке τραντάζο- τραντάζομαι στο κάρο. трясучий επ. (απλ.) σειόμενος, δονούμε- δονούμενος, τινασσόμενος. II βλ. тряский. трясучка, -И θ. (απλ.) υψηλός πυρετός με ρίγος. II τρεμούλιασμα. тряхануть р.σ. (απλ.) βλ. тряхнуть. тряхнуть ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Трях- нутый, βρ: -нут, -а, -о 1 βλ. трясти.. 2 δεν τσιγκουνεύομαι, δε φειδωλεύομαι· δε λυπάμαι τα έξοδα. II -СЯ βλ. ТРЯСТИСЬ. ТСС επιφ. σσσ... (σιγά, σουτ). *туалёт, ~а α. 1 τουαλέτα (ενδυμασία κυρ ι-
туа 605 тук ως γυναικεία). 2 καλλωπισμός. 3 καλλωπιστή- ριο. 4 αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. туалетный επ. 1 της τουαλέτας, του καλ- καλλωπισμού κλπ. ουσ. 2 ουσ. -ая θ. (παλ.) το καλλωπιστήριο. II αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. *Туба, -И θ. η τούμπα (μουσ. όργανο).2 με- μεταλλικός σωλήνας (διατήρησης χρωμάτων ή άλ- άλλων ουσιών). ♦туберкулёз, -а α. φυματίωση, φθίση, χτικιό. ЧуберкулёзНИК, -а α., -Ца -Ηβ, 1 φυματι- φυματικός, -ή, φθισικός, ~ή. 2 γιατρός φυματιολό- γος. туберкулёзный επ. φυματικός, φθισικός· ~ые палочки βακτηρίδια της φυματίωσης· - чело- вёк φυματικός άνθρωπος. II ουσ. - α., -ая θ. φυματικός, - ή. II φθισιατρικός· - санаторий φθισιατρείο. туберкулин, -а α. η φυματίνη. ♦тубероза, -Ы θ. ο πολυανθής, το πολυανθές (επιστ.), το διατσέντο (λκ.). туСерозный επ. του πολυανθούς· -ая луко- вйца о βολβός του πολυανθούς. ♦тубо επιφ. (για σκυλιά) μη! στάσου! *тубус, -а α. (για οπτικά όργανα) σωλήνας. ТУГО 1 επίρ. σφιχτά, τεζαριστά.2ωςκατηγ. είναι δύσκολα (ζόρικα)· с деньгами у него - αυτός δυσκολεύεται (ζορίζεται) απο χρήμα- χρήματα. II εκφρ. - натуго πάρα πολύ σφιχτά* накрахмаленный σκλήρυνε απο το κολάρισμα. тугодум, ~а α. ο δύσκολα αντιλαμβανόμενος· που δεν παίρνει στροφές (το μυαλό), βραδύ- νους, δύσνους, αμβλύνους. тугой επ., βρ: туг, туга, туго; туже. ч τεντωμένος, τεταμένος· σφιχτός· συνεσφιγμέ- νος· -ая струна τεντωμένη χορδή· - ПОЯС σφι- σφιχτή ζώνη· - узел σφιχτός κόμπος· ~Йе КОСЫ σφιχτοπλεγμένες κοσίδες· -канат σφιχτο- πλεγμένο καραβόσχοινο. 2 φουσκωμένος, τεζα- τεζαρ ισμένος, καργαρισμένος. 3 μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. II αργός, βραδύς, δύσκολος. 4 μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος· - че- человек σφιχτός άνθρωπος. II μτφ. δύσκολος, βα- βαρύς* -Йе времена τα δύσκολα χρόνςα. II εκφρ. - карман (кошелёк, мошна) φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα* - на ухо βαρύκουος. тугоплавкий επ., -ΒΟΚ, -ВКа, -ВКО δϋστη- κτος· -ие металлы δύστηκτα μέταλλα. тугоплавкость, -И θ. το δύστηκτον. тугоухий επ., βρ: -ух, -а, -о βαρήκουος. ТУГОУХОСТЬ, -И θ. βαρηκο'ία. Тугрик, -а α. τούγκρικ (νόνισμα Μογγολίας), туда επίρ. εκεί· προς τα εκεί, προς εκεί- εκείνο το μέρος, κατά κει· ступайте - πηγαίνετε εκεί· не ходите - μη πηγαίνετε εκεί· - И Об- ратно ή - и назад αλέ-ρετούρ, πάνε κι έλα· - -СВДа α) πέρα-δώθε. β) ως κατηγ. πηγαίνω, τρέχω παντού, γ) κι έτσι κι αλλιώς· (и) ~ И сюда α) κι εκεί κι εδώ. β) κι έτσι κι αλ- αλλιώς, διαφοροτρόπως· ΤΟ -, то сюда ποτ' ε- εκεί, πότ' εδώ* μια εκεί, μια εδώ* ни ~ ни сюда ούτε προς τα κει, ούτε προς τα δω, ού- ούτε μπροστά, ούτε πίσω. туда-сюда επίρ. έτσι κι έτσι, μέτρια, μπο- μπορεί και δεν μπορεί, πάει και δεν πάει. туевый επ. της θυΐας, της τούγιας. Туес, -а α. (διαλκ.) κουτί στρόγγυλο απο σημύδα). туже συγκρ. β. του επ. тугой και του επιρ. туго. ТУЖИТЬ, тужу, Тужишь р.δ. θλίβομαι, στε- στενοχωρούμαι, λυπούμαι. ТУЖИТЬСЯ, -ЖусЬ, -ЖИШЬСЯ р.δ. τεντώνομαι, σφίγγομαι, βάζω όλα τα δυνατά. *Тужурка, -И θ. καθημερινό σακκάκι. *туз1, -а, αιτ. -а α. Ιο άσος (παιγνιόχαρ- (παιγνιόχαρτο)· ПИКОВЫЙ - ο άσος μπαστούνι· червонный - ο άσος κούπα. 2 μτφ. ο κορυφαίος, ο σκη- πτούχος, ο ύπατος. II ο άριστος, ο πρωταθλη- πρωταθλητής. II εκφρ. бубновый - διακριτικό των κα- κατάδικων (απο κόκκινο ή κίτρινο κομμάτι υ- υφάσματος στη ράχη). *туз? -а α. βάρκα δίκωπη. Туз? ~а α: Дать - δίνω δυνατή γροθιά. Туземец, -МЦа α., -ка, -И θ.ιθαγενής, ντό- πιος, -ια, αυτοχθονας, -η, γηγενής. туземный επ. ιθαγενής, ντόπιος, αυτοχθο- αυτοχθονας, γηγενής· -ое население о ντόπιος πλη- πληθυσμός· - обычай ντόπια (τοπική) συνήθεια. тузик, ~а α. βλ. туз? ТУЗИТЬ, тужу, тузишь р.δ. (απλ.)· χτυπώ· χροθοκοπώ, δίνω μπουνιές. » *тузлук, ~а α. αρμύρα, άλμη, σαλαμούρα. Тузлукование, -Я ουδ. αλάτισμα (για δια- διατήρηση) . Тузлучный επ. της αρμύρας, της σαλαμούρας. тук} -а α. 1 (παλ. κ. διαλκ.) λίπος, ξύ- ξύγκι* свиной - το χοιρινό λίπος. 2 έδαφος πα- παχύ (εύφορο). 3 χημι-κό λίπασμα. Τ^2επιφ. (μιμητιπό ήχου)· τουκ (χτύπος)· тук-тук, тук-тук-тук τουκ-τουκ, τουκ-τουκ- τουκ. тукан, -а α. είδος δρυοκολάπτη. туканье, -Я ουδ. χτύπημα, κρότηση,κρούση. тукать ρ.δ. χτυπώ με κρότο, κροτώ· - то- топором χτυπώ με το τσεκούρι· дятел -ет НО- НОСОМ ο δρυοκολάπτης κροτεί με το ράμφος. II -СЯ χτυπώ, χτυπιέμαι· προσκρούω· - на КО- КОСЯК χτυπώ στον ορθοστάτη. гукнуть(ся) ρ.σ. βλ. тукать(ся). Туковый επ. των χημικών λιπασμάτων -ая промышленность βιομηχανία χημικών λιπασμά- λιπασμάτων.
606 туп тулейный επ. (για καπέλο)· του θόλου, του τεπέ, της χαλότας. туловище, ~а ουδ. σώμα, κορμί (ανθρώπου ή ζώου). ТУЛОВИЩНЫЙ επ. σωματικός, του σώματος, του κορμιού. тулово, -а ουδ. (απλ.) βλ. туловище. *тулумбас, -а α. είδος τύμπανου. Тулуп, ~а α. η μηλωτή· η σισύρα, η κάπα· ОВЧИНЫЙ - η μηλωτή, η προβιά. тулупный επ. της μηλωτής, της κάπας. тулуПЧИК, -а α. μικρή μηλωτή ή κάπα. тулья, -Й, γεν. πλθ. -ей θ. (για καπέλο)· ο θόλος, ο κεπές, η καλότα. *тумак1, -а, αιτ. тумак κ. тумака α. (απλ.) γροθιά, μπουνιά (χτύπημα). тумак2, -а α. βλ. тунец. туман1, -а (-у) α. 1 ομίχλη, καταχνιά, α- αντάρα· заволакиваться -ом σκεπάζομαι απο ομίχλη, ανταριάζω. 2 μτφ. θολούρα, θάμβος των ματιών. II μτφ. ασάφεια πνευματική, συ- συσκότιση, θόλωμα· αοριστία, αβεβαιότητα· - будущего αβεβαιότητα για το μέλλον. II εκφρ. - В глазах у КОГО έχει θολούρα, ασά- ασάφεια, δεν είναι οξυδερκής, δε βλέπει μακριά διανοητικά· - В ГОЛОВе у КОГО έχει θολούρα στο κεφάλι, κάποιος· (как) В ~е α) ασαφώς,α- μυδρώς, θολά· ωχρά· ПОМНЮ как В -е θυμούμαι αμυδρώς. β) στα τυφλά· αόριστα· напустить ή навести -у θολώνω, συσκοτίζω, συγχύζω. Туман κ. ТОМаН, -а α. το τομάν, (παλαιό περσικό νόμισμα). тумаНИТЬ р.δ.μ. 2 ανταριάζω, σκοτεινιάζω. 2 θολώνω, θαμπώνω· слёзы ~ЯТ глаза τα δά- δάκρυα, θαμπώνουν τα μάτια. II συγχύζω, μπερ- μπερδεύω, συσκοτίζω· ВИНО -ИТ голову το κρασί θολώνει το κεφάλι (το μυα?^ό) · страсть -ИТ рассудок το πάθος θολώνει το λογικό. II -СЯ 1 ανταριάζω, καλύπτομαι απο ομίχλη. II θα- μποφαίνομαι. 2 θαμπώνω, -ομαι, θολώνω, -ομαι· Взор -ИТСЯ το βλέμμα θαμπώνει. II μτφ. συγ- συγχύζομαι, μπερδεύομαι, συσκοτίζομαι· -ИТСЯ МОЯ МЫСЛЬ συσκοτίζεται η σκέψη μου· его Голова -лась το κεφάλι του (το μυαλό του)θό- του)θόλωσε. Туманно επίρ. 1 ασαφώς κλπ. επ. C, 4-σημ·)· 2 ως κατηγ. είναι ομίχλη. 3 είναι συσκοτισμέ- συσκοτισμένος. * туманность, -И θ. 1 ομίχλη, αντάρα, κατα- καταχνιά. 2 (αστρν.) νεφέλωμα· галактические -Ы τα νεφελώματα του Γαλαξία· спиральная - σπειροειδές νεφέλωμα. 3 θολότητα. 3 ασάφεια, αοριστία· σκοτεινότητα. туманный επ., -анен, -анна, -анно. 1 ομι- ομιχλώδης, καταχνιασμενος, ανταριασμενος· -аЯ полоса ομιχλώδης ζώνη· - день ομιχλώδης μέ- μέρα. || της ομίχλης· - сигнал το σημείο της ομίχλης· το ομιχλόκερας. II μτφ. θαμπός, θο- θολός, μουντός· - силуэт θαμπή σιλουέτα. 3 μτφ. ασαφής, ασαφήνιστός· αόριστος· σκοτει- σκοτεινός· αξεκαθάριστός· δυσνόητος· δυσεξήγητος. 4 μτφ. θαμπός, θολός, μουντός· - взор θαμπό βλέμμα· -ые глаза ОТ ТОСКИ θολά μάτια απο θλίψη. II συγχυσμένος, μπερδεμένος, σκοτι- σκοτισμένος· ~ая голова σκοτισμένο κεφάλι. ΙΓ λυ- λυπημένος· ~ое ЛИЦО θλιμμένο πρόσωπο. тумба, -Ы θ. 1 στύλος χαμηλός, στυλίσκος (δρόμου ή πεζοδρομίου). 2 βάση, βάθρο, υπό- υπόβαθρο· κρηπίδα. II υποστάτης, υποστήριγμα. 3 μτφ. χοντρούπας, χοντρομπαλάς· δυσκίνητος. II εκφρ. причальная - δέστρα μεταλλική (για σκάφη). тумбочка, -И θ. 1 βλ. тумба. 2 κομοδίνο. ♦тунг, -а α. ο αλευρίτης (δέντρο των τροπι- τροπικών χωρών). Тунговый επ. του αλευρίτη· απο αλευρίτη· -ое масло το αλευριτάλαιο· -ке листья τα φύλλα του αλευρίτη· ~ые семена οι αλευριτό- σποροι· тунгусы, ~ов πλθ. (ενκ. тунгус, -а α.-ка, -И θ.) Τουγκούσοι (μογκολική φυλή). *ТуНДра, -Ы θ. η τούντρα. тундреный επ. βλ. тундровый. тундровый επ. τούντρινος, της τούντρας. тунец, -нца α. θύννος, τβννος (ψάρι). тунеянец, ~нца α., -ка, -и θ. παράσιτος, κηφήνας, χαραμοφάγης· παρακεντές. Тунеядный επ. παράσιτος, -τικός· ~ая ЖИЗНЬ ή -ое существование παρασιτική ζωή. Тунеядство, ~а ουδ. παρασιτία, -όμός, πα- παρασιτική ζωή. тунеядствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. πα- παρασιτώ, ζω παρασιτικά, ♦туника, -и θ. ο χιτώνας. туннелестроение κ. тоннелестрорние, -я ουδ. κατασκευή σήραγγας. *ТуННеЛЬ κ. ТОННеЛЬ, -Я α. η σήραγγα. туннельный κ. тоннельный επ. της σύραγ- γας. Тунцовый επ. του θΰνου, του τόννου· - ЛОВ αλιεία του τόννου. *тупей, -Я α. προκόμιο, τσουλούφι. ТупеЙНЫЙ επ. του προκομίου, του τσουλου- φιού. II εκφρ. ~ художник (παλ.) κομμωτής. Тупеть р.δ. στομώνω. тупец, -пца α. βλ. тупик B σημ.). ТуПИК, ~а α. πτηνό νηκτικό του βοριά. ТуПЙК, ~а α. 1 οδός αδιέξοδη ή τυφλή. II το αδιέξοδο. 2 ειδικό αμβλύ μαχαίρι. 3 μτφ. δυσχερής θέση· бЫТЬ В -ё βρίσκομαι σε αδιέ- αδιέξοδο. II εκφρ. поставить в - φέρω σε αδιέξο- αδιέξοδο· зайти Β - μπαίνω σε αδιέξοδο· дойти ДО
туп 607 тур -а φτάνω ως το αδιέξοδο- стать В ~ περιέρ- περιέρχομαι σε αδιέξοδο. тупиковый επ. αδιέξοδος· -ая улица τυ- τυφλός δρόμος, τυφλβσόκακο. ТУПИТЬ, туплю, тупишь ρ.δ.μ. αμβλύνω, στο- μώνω* ~ НОЖ στομώνω το μαχαίρι. II -СЯ αμ- αμβλύνομαι, στομώνω. туПИЦа, -Ы α. η. θ. χοντροκέφαλος, -η, φυρόμυαλος· αποκοιμισμένος. II τσεκούρι χα- χασάπικο. ТУПОГОЛОВЫЙ επ. χοντροκέφαλος, χοντρόμυα- λος, φυρόμυαλος· αποκοιμισμένος. тупой επ. βρ: туп, -а, -о. 1 αμβλύς, αμ- βλύστομος, στομωμένος· ατρόχιστος· - НОЖ στομωμένο μαχαίρι· -ЭЯ бритва ακόνιστο ξυ- ξυράφι. II πλατύς· - конец яйца το πλατύ ά- άκρο του αυγού. 2 (παλ.) αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος· -Ое зрение αμβλεία όραση* ~0е слух αμβλεία ακοή· - ВЗГЛЯД άτονο βλέμμα. II ανέκφραστος, άχαρος· ~ая улыбка άχαρο χα- χαμόγελο. 3 λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφε- αφελής. 4 παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος· ανόητος· - страх αδικαιολόγητος φόβος· -Ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα. II αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος· τυ- τυφλός· -Ое Повиновение τυφλή υποταγή. 5 μα- μαλακός· -ая боль μαλακός πόνος. 6 κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός. 7 (παλ.) βλ. тупиковый. II εκφρ. - УГОЛ (μαθ.) αμβλεία γωνία. Тупоконечный επ. με αμβλύ άκρο. туполобие, -Я ουδ. αμβλύνοια, ολιγόνοια, μικρόνοια, ελαφρόνοια· κουφόνοι,α· λειψάδα. туполобость, -и θ. βλ. туполобие. туполобый επ. βλ. тупоголовый. тупомордый επ. με πλατιά μούρη. тупонОСНЫЙ επ., -НОС, -а, -О. 1 πλατύρ- ρινος, πλατσκομύτης· σιμός. II πλατύρρυγχος. 2 (για αντικείμενα) πλατύς, μη οξύς. тупорылый επ. 1 πλατύρρυγχος. 2 βλ. ту- тупоносый B σημ.). ТуПОСТЬ, -И θ. 1 αμβλύτητα. 2 αδυναμία, ατονία· εξασθένιση. 3 βλ. туполобие. II πα- παραλογισμός, παραξενιά. тупоугольный επ. αμβλυγώνιος· - треуголь- НЫЙ αμβλυγώνι,ο τρίγωνο. тупоумие, -Я ουδ. αμβλύνοια· βαρύνοια·χο- ντροκεφαλιά, χοντρομυαλιά· βραδύνοια. тупоумный επ., βρ: -мен, -мна, -МНО χο- χοντροκέφαλος, χοντρόμυαλος, αμβλϋνους· μπου- ζουκοκέφαλος. *тур1, ~а α. 1 γύρος, κύκλος· μια στροφή· один - вальса ένας γύρος του βαλς. II περι- περιφορά, περιοδεία· - по Европе о γύρος της Ευρώπης· - по городу о γύρος της πό- πόλης. 2 στάδιο· первый - работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκε- συνδιάσκεψης· второй ~ президёнских выборов δεύτε- δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών. II περίο- περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων. "тур* -а α. (παλ.} 1 καλάθι με χώμα σαν προ- προπέτασμα (απο τις σφαίρες και οβίδες). 2 κα- καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα). 3 πυρ- πυργίσκος απο πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού). тур^ -а α. 1 άγριος ταύρος που εξέλειψε. 2 καυκάσιος ορεινός τράγος, "тура, -Ы θ. ο πύργος σκακιού, "турбина, -ы θ. στρόβιλος, τουρμπίνα· ги- гидравлическая - υδροστρόβιλος· паровая - α- ατμοστρόβιλος· газовая - αεριοστρόβιλος. ТурбЙННЫЙ επ. του στροβίλου, της τουρμπί- τουρμπίνας· - завод εργοστάσιο στροβίλων -ые ло- пасти τα πτερύγια (ή σκαφίδια) του στροβί- στροβίλου. турбинщик, -а α. στροβιλοποιός, στροβιλο- κατασκευαστής. Турбогенератор, ~а α. γεννήτρια με ατμο- στρόβ ιλο. турбореактивный επ. στροβιλωθητικός ή αε- ριοπροωθούμενος· - самолёт αεριοπροωθούμενο αεροπλάνο. Турбостроение, -Я ουδ. στροβιλοποι'ία, κα- κατασκευή στροβίλων. турбостроительный επ. της κατασκευής στρο- στροβίλων. турбоход, -а α. στροΡιλόπλοιο ή τουρμπι- νοφόρο πλοίο. "турель, -И θ. πυργίσκος (στήριξης πολυβό- πολυβόλου ή πυροβόλου). Туретчина, -Ы θ. (παλ.) η τουρκιά. Турецкий επ. τούρκικος· τούρκος· - язык η τούρκικη γλώσσα· - султан о τούρκος σουλ- ;άνος. II εκφρ. - барабан βλ. тулумбас; -ие бобы τα φασόλια· - горох τα ρεβίθια· -ЭЯ сабля το γιαταγάνι· сидеть ПО -КИ κάθομαι σταυροπόδι. "туризм, -а α. τουρισμός, περιήγηση. турий, -ЬЯ, -ье επ. του ταύρου, απο ταύ- ταύρο· - рог κέρατο ταύρου. туриный επ. βλ. турий. "турист, ~а α., -ка, -И θ. τουρίστας, -τρία, περιηγητής, -ήτρι,α. Туристический επ. τουριστικός, περιηγητι- περιηγητικός. ТурЙТЬ, ~рю, -рЙШЬ р.δ.μ. (απλ.) διώχνω. турка βλ. турки. туркать р.δ.μ. (απλ.) βλ. тормошить. турки, -рок, -ркам πλθ. (ενκ. турок, -рка κ. απλ. турка, -и α., -чанка, -и е.) οι Τούρκοι (ενκ. Τούρκος, τούρκισσα, τουρκάλα). туркмен βλ. туркмены. туркменка βλ. туркмены. туркменский επ. τουρκμένικος.
тур 608 дух оуркмёны, -ов и. -мен πλθ. (ενκ. туркмен, -а а., -ка, -И θ.) οι Τουρκμένοι (Τουρκμέ- νος, -а, -ισσα). Турлыканье, -Я ουδ. τούρλισμα. турлыкать, -ает к. -лычет р.δ. (για ζώα, πτηνά) τουρλίζω. *турмаЛИН, -а α. о τουρμαλίνης (ορυκτό), ТУрмаЛЙНОВЫЙ επ. τουρμαλίνιος, -ένιος· τουρμαλίνης, τουρμαλίνικος. ♦турман, -а α. είδος περιστεριού πριστρε- φομένου κατά την πτήση. II εκφρ. -ОМ ПОЛе- теть (скатиться) κάνω τούμπες'στον αέρ«. *турне ουδ. άκλ. περιοδεία, γύρος, τουρνέ. *Турнёпс, ~а α. η γογγυλοκράμβη, το γογγύ- λι, βουνιάς. *турнЙК, -а α. το μονόζυγο (αθλητ. όργανο). *турникет, -а α. το χίασμα (στροφείο που εμποδίζει την είσοδο). "турнир, ~а α. κονταροχτϋπημα, κονταρομα- κονταρομαχία, γιόστρα, διαδορατισμός. II κύκλος αθλη- αθλητικών αγώνων, το τουρνουά. турнирный επ. της κονταρομαχίας κλπ. ουσ. II τ'ου τουρνουά. Турнуть, -ну, -нёшь р.σ.μ. (απλ.) διώχνω. *турнюр, -а α. τύλη, τύλωμα. II φούστα με τύλη. турок βλ. турки. Турпан, -а α. είδος πάπιας μαύρης καιστα- χτόμαυρης. турский επ. (παλ.) βλ. турецкий. ТУРСуК, ~а α. (διαλκ.) ασκί για γαλακτερά. нурусы, -ΟΒ πλθ. (συνήθως με τις λέξεις на колёсах) φλυαρία· αεροκουβέντες, αερολογίες, ανοησίες· παραμύθια, μυθεύματα, μπούρδες. турухтан, -а α. είδος κολυρίονα. турчанка, -и θ. βλ. турка. тускло επίρ. θολά, θαμπά κλπ. επ. ТУСКЛОСТЬ, -И Э. θολοτητα, θάμβος, θαμπά- δα. II ατονία, μη ζωηρότητα· - ВЗГЛЯДа ατο- ατονία βλέμματος. тусклый επ., βρ: тускл, -кла, -кло. 1 θα- θαμπός, θολός· -ое СТ8КЛО θαμπό γυαλί· - свет θαμπό φως· - День θαμπή μέρα. II αλαμπής, ά- στιλπνος. II ξεθωριασμένος. 2 ασαφής, δυσδι- δυσδιάκριτος· ~ая печать δυσδιάκριτη (μουντή) σφραγίδα. 3 μτφ. άτονος, μη ζωηρός. 4 ν·τΨ· ανιαρός, πληκτικός, βαρετός· μονότονος. тускнеть, -еет р.δ. 1 θαμπώνω, θολώνω· глаза -ГОТ τα μάτια θαμπώνουν. 2 μτφ. παρακ- παρακμάζω· φθίνω, ξεφτίζω, ξεπέφτω, δύω, βασι- βασιλεύω. 3 μτφ. ωχριώ, υστερώ, υπολείπομαι,με- υπολείπομαι,μεν ω π ισω. тускнуть, -нет, παρλθ. χρ. туск κ. туск- тускнул, тускла, -ло р.δ. βλ. тускнеть. тут1επίρ. 1 εδώ, ενταύθα, ενθάδε· ВЫ ЖДЙ- те меня - να με περιμένετε εδώ· ОН был - αυτός ήταν εδώ· - всё есть εδώ υπάρχουν όλα ή απ' όλα. II αυτόν τον καιρό, τότε. II σε αυ- αυτή την περίπτωση. 2 μόριο επιτακ. με τις αντωνυμίες: какой, где, когда, куда· δα, ε- εδώ. II εκφρ. - же :παρευθύς, αμέσως, την ί- ίδια στιγμή· - как - πάνω στην κουβέντα, ό- όπου φωνή κι ο γάιδαρος· (Да) И всё - εδώκαι τέλος, εδώ και τελειώνει οριστικά (κουβέντα, υπόθεση)· что - и чего - βλ. что там (λ. там)· Не тут-то было δεν ήρθε βολικά ή δέξια, ό- όπως νόμιζα ή υπολόγιζα. Тут? -а α. κ. Тута, -Ы θ. η μουριά, η συ- συκαμινιά, μορέα. тутовник, -а α. βλ. тут? ТУТОВОД, -а α. μορεοκαλλιεργητής. ТУТОВОДСТВО, ~а ουδ. μορεοκαλλιέργεια(για σηροτροφία). тутоводческий επ. της μορεοκαλλιέργειας. ТуТОВЫЙ επ. της μουριάς, της συκαμινιάς· - лист συκαμι.νόφυλλο· ~ая ягода το μούρο, το συκάμινο. II ουσ. ~ые πλθ. τα μορεοειδή. II εκφρ. -ое дерево βλ. шелковица. тутошний, -яя, -ее επ. (απλ.) ντόπιος. *тутти άκλ. (μουσ.) όλες οι φωνές ή όλα τα όργανα (σημείο στις νότες). II εκφρ. - кванти όλοι όσοι είναι ή όλοι οσοιδήποτε. *Туф, -а α. τόφος, θηραϊκή γη. туфельки, -лек, -лькам πλθ. (ενκ. туфель- туфелька, -И θ.) παπουτσάκια· παπούτσια κομψά. гуфельНЫЙ επ. των παπουτσιών, των υποδη- υποδημάτων -ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή υποδημά- υποδημάτων. туфли, -фель, -флям πλθ. (ενκ. туфля, -и θ. κ. (απλ.) Туфель, -фля α.) υποδήματα(γυ- υποδήματα(γυναικεία ή ανδρικά ως τον αστράγαλο)· σκαρ- σκαρπίνια· μισά. Туфобетон, ~а α. τσιμεντοκονίαμα με τόφο. туфОВЫЙ επ. του τάφου· με ή απο τόφο. тухлинка, -И θ. ελαφρά δυσοσμία (απο φθορά τροφίμων)· МЯСО С -ОЙ κρέας με ελαφρά δυ- δυσοσμία. тухлый επ. δυσώδης, δύσοσμος, βρόμιος (λό- (λόγω αποσύνθεσης)· κλούβιος· -ая рыба χαλα- χαλασμένο ψάρι· ~ые яйца κλούβια αυγά· -ая во- вода βρόμιο νερό· -ое масло τάγγη, ταγγάδα. II σαπίλα, μπαγιατίλα, μούχλα. Тухлятина, -Ы θ. 1 (αθρσ.) τρόφιμα σάπια, χαλασμένα, αποσυντ ιθεμένα. 2 δυσωδία, δυσο- δυσοσμία (απο σήψη). тухнуть1, -нет, παρλθ. χρ. тух κ. тухнул, тухла, -ЛО р.δ. 1 σβήνω. 2 μτφ. εξασθενίζω, αδυνατίζω· δύω, βασιλεύω· талант его -нет το ταλέντο του σβήνει. тухнуть2, -нет, παρλθ. χρ. тух, -ла, -лор. δ. σαπίζω, βρομώ απο το σάπισμα, ζέχνω. "" туча, -И θ. 1 σύννεφο, νεφέλη (συνήθίΐς
туч 6СВ тщи σκοτεινό, βροχοφόρο). II πλήθος, στίφος· • саранчи σύννεφο ακρίδας· ~ комаров σύννεφο κουνουπιών. II μάζα λεπτότατων σωμάτων, νέ- νέφος· - ПЫЛИ σύννεφο σκόνης- ~ дама σύννεφο καπνού. 2 μτφ. σκυθρωπότητα, κατήφεια· νέ- νέφος θλίψης, ζόφος ψυχής· мрачная - на его душе ζόφο ψυχής έχει αυτός· смотреть -ей κοιτάζω σκυθρωπά. II εκφρ. - -ей στεγνή με- μελαγχολία· спустились или собрались -и над кем-чем επισωρεύτηκαν κίνδυνοι σε κάποιον, σε κάτ ι. тучевой επ. του σύννεφου, του νέφους· -&Я Тень σκιά του σύννεφου. Тучка, -И θ. συννεφάκι. Тучнеть, -ею, -ёешь ρ. δ. παχαίνω,χοντρα'ι- νω. тучность, -И θ. παχύτητα, πάχος, το χό- χόντρος· παχυσαρκία, тучный επ., βρ: -чен, -чна ~чно. 1 πα- παχύς, χοντρός· ευτραφής, καλοθρεμμένος· πα- παχύσαρκος. 2 μεστωμένος, μεστός, προκομμέ- προκομμένος· -ые КОЛОСЬЯ μεστωμένα στάχυα. II (για χόρτα) ζουμερός· μεγάλος. 3 εύφορος, γόνι- γόνιμος, καρπερός· -ые НИВЫ εύφορα καλλιεργημέ- καλλιεργημένα χωράφια. *туш, -а α. σάλπισιια χαιρετιστήριο. Туша, -И θ. 1 σφαχτό (καθαρισμένο απο τα εντόσθια). 2 σώμα μεγάλου ζώου. 3 άνθρωπος χοντρός, εύσαρκος· χοντρούπας. *тутпё ουδ. άκλ. 1 το άγγιγμα των πλήκτρων μουσικού οργάνου, το τουσέ. 2 το άγγιγμα των ωμοπλατών στο έδαφος (κατά τη γαλλική πάλη). тушевальный επ. της φωτοσκίασης· - каран- карандаш το σφομίλι. Тушевальщик, -а α., -Ца, -Ы θ. φωτοσκια- στής, -άστρια. тушевание, -Я ουδ. φωτοσκίαση. тушевать, -шую, -шуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушёванный, βρ: -ван, -а, -О р.δ.μ. φω- φωτοσκιάζω, σφομιλώνω. II μτφ. σκιάζω, ρί- ρίχνω σκιά· свет -ал его лицо το φως έρριχνε σκιά στο πρόσωπο του. II εξασθενίζω/ μειώνω* συγκαλύπτω. II -СЯ 1 φωτοσκιάζομαι κλπ, ρ. ενεργ. φ. 2 συγχύζομαι, τα χάνω. тушёвка, -и θ. ι βλ. тушевание. 2 σκιές, γραμμές στο ιχνογράφημα. тушевый επ. της σινικής μελάνης. тушение} -я ουδ. σβήσιμο, σβέση,απόσβεση. тушение? -Я ουδ. μαγείρευμα πνικτού, κοκ- κοκκινιστού· κοκκίνισμα, άχνισμα. тушёнка, -И θ. κονσέρβα κρέατος· свиная - χοίρινη κονσέρβα. тушёный επ. κοκκινιστός· -ая капуста το κοκκινιστό κραμβολάχανο· -ая ГОВЯДИНа κοκ- κοκκινιστό βοδινό туШИЛКа, -И θ. αποσβεστήρας κάρβουνων. || (απλ.)* καπάκι, βούλωμα του σωλήνα του σα- μοβαριού. тушильный επ, αποσβεστικός. Тушировать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ. εγγίζω τις πλάτες του αντίπαλου στη γη (κατά την πάλη). тушист, -а α. σχεδιαστής-λιθογράφος. ТуШИТЬ1, тушу, ТУШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушенный, βρ: член, -а, -о ρ.δ.μ. 1 σβή- σβήνω· ~ свечи σβήνω τα κηριά· - папирос σβήνω το τσιγάρο· - пожар σβήνω την πυρκαγιά. II μτφ. καταπραΰνω, καταπαύω· - страсти σβήνω τα πάθη. 2 μειώνω, εξασθενίζω· εξαλείφω· ВЫбраЦИГО εξαλείφω τον κραδασμό. II -СЯ σβή- σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. тушить2, тушу, тушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушенный, βρ: -шён, шена, -шено ρ.δ.μ. μαγειρεύω αεροστεγώς, αχνίζω. II -СЯ σιγο- βράζω, βράζω με τον αχνό. Тушка, -И θ. 1 μικρό σφαχτό· κρέας μικρού σφαχτού, 2 ψάρι καθαρισμένο. тушканчик, -а α. είδος τρωκτικού. *тушь, -И θ. σινική μελάνη. *туя, -и θ. η θυΐα, η τούγια. тщание, -Я ουδ. (παλ.) προσπάθεια, ζήλος. тщательно επίρ. επιμελημένα, φροντισμένα. тщательность, -и θ. επιμέλεια· ενδελέχεια. тщательный επ., βρ: -лен, -льна, -ЛЬНО ε- επιμελημένος, προσεγμένος, φροντισμένος· εν- ενδελεχής· -ая работа επιμελημένη εργασία. тщедушие, -Я ουδ. αδυναμία, ατονία- καχε- καχεξία. тщедушность, -и θ. βλ. тщедушие. тщедушный επ., βρ: -шен, -шна, -шно αδύ- «•ος, άτονος· ασθενικός, καχεκτικός. тщеславие, -Я ουδ. ματαιοδοξία, ματαιο- φροσύνη, ματαιότητα, κενοδοξία. тщеславиться, -влюсь, -виться р.δ. (παλ.) ματαιοδοξώ, ματαιοφρονώ, κενοδοξώ. II υπερη- φαν εύ ο μα ι, καμαρ ών ω. Тщеславность, -И θ.-ματαιότητα κλπ. ουσ. βλ. тщеславие. тщеславный επ., βρ: -вен, -вна, -вно μα- ματαιόδοξος, ματαιόφρονας, κενόδοξος. тщета, -Ы θ. (παλ.) ματαιότητα, ματαιοδο- ματαιοδοξία- - надежд ματαιότητα των ελπίδων. Тщетно επίρ. μάταια, άσκοπα, ανώφελα. ТЩеТНОСТЬ, -И θ. ματαιότητα. тщетный.επ. βρ:-тен, -тна,-Ο μάταιος, άσκο- άσκοπος· -ые усилия μάταιες προσπάθειες· -ая попытка μάταια απόπειρα (προσπάθεια)· -Ые надежды μάταιες ελπίδες. тщиться, тщусь, тщишься р.δ. (παλ.) προ- προσπαθώ· тщетно -ЙШЬСЯ μάταια προσπαθείς· μα- ματαιοπονείς.
ты 610 тыч ТЫ, тебя, тебе κ. (απλ,) те, тебя κ. (απλ.) те, ТЯ, ТОбОЙ, 0 тебе προσωπ. αντωνυμία 2°-ν προσώπου ενκ. 1 εσύ· Я И - εγώ κι εσύ· - сам εσύ ο ίδιος- я тебе говорю, не слышишь? εγώ εσένα μιλώ, δεν ακούς; тебя все любят εσένα όλοι σε αγαπούν- я даго тебе слово σου δίνω το λόγο μου (σου υπόσχομαι)· Я пойду ТОЛЬКО С тобой θα πάω μόνο μ' εσένα- что с тобой? τι σου συνέβηκε; τι έπαθες; τι έχεις; мне говорили О тебе μου μιλούσαν για σένα. II Ну тебя! άφησε με, ζεφορτώσου με· на Тебе! ωρίστε μας! νά σου! быть с кем на ты ή го- говорить на ТЫ μιλώ στον ενικό (για οικεία πρόσωπα)· выпить на ты βλ. брудершафт. тыкать1, тычу, тычешь κ. тыкаю, -аешь, επιρ. μτχ. тыча κ. Тыкая р.б. 1 μπήγω, χώνω·- КО- КОЛЬЯ В землю μπήγω πασσάλους στη γη. II χτυ- χτυπώ· σκουντώ· - пальцем σκουντώ με το δά- δάχτυλο. II κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρο- χειρονομώ. 2 μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω. 3 (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ. 4 εισάγω, βάζω μέ- μέσα· - топор за ПОЯС χώνω το τσεκούρι στο ζω- ζωνάρι· - КЛЮЧОМ В замок βάζω το κλειδί στην κλείδωνιά. II στέλλω, κατευθύνω. II μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει. II εκφρ. ~ (СВОЙ) НОС χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμ- (επεμβαίνω)· - НОСОМ КОГО ВО ЧТО επίμονα κάνω κά- κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του· ~ В глаза ИЛИ В НОС χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατη- κατηγορώ. II -СЯ 1 μπήγομαι, χώνομαι· стрела ~ет- СЯ В дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο. 2 αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα. 3 σκου- σκουντώ· χτυπώ με αιχμηρό όργανο. 4 περιφέρομαι ανήσυχα· всюду -ется, а дела не делает πα- παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει. 5 ανακα- ανακατεύομαι, επεμβαίνω. II μτφ. απευθύνομαι, κα- καταφεύγω, επικαλούμαι. II εκφρ. - НОСОН βλ. клевать носом (λ. клевать). тыкать2, ~аю, -аешь κ. тычу, тычешь р.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό. ТЫКВа, -Ы θ. 1 η κολοκυθιά. 2 κολοκύθι. тыквенник, -а α. χυλός απο κολοκύθι και πληγούρι μαζί. тыквенный επ, κολοκυθένιος· -ые семена о κολοκυθόσπορος. II ουσ. -ые πλθ. τα κολοκυθο- ειδή. ТЫКВИНа, ~Ы θ. ένα κολοκύθι. , тыкнуть р.σ. (απλ.) βλ. тыкать1. » тыл, -а (-у), προθετ. о тыле, в тылу,πλθ. ТЫЛЫ α. το πισινό μέρος οποιουδήποτε πράγ- πράγματος· С -у απο πίσω. II εξωτερικός· - руки το εξωτερικό μέρος του χεριού (ως προς το σώμα). 2 (στρατ.) τα νώτα, τα μετόπισθεν- разведка В -у ανίχνευση στα μετόπισθεν глу- глубокий - τα βαθιά μετόπισθεν· ближний τα πλησίον μετόπισθεν. II εκφρ. в - ударить χτυ- χτυπώ πισώπλατα. ТЫЛОВИК, -а α. ο εργαζόμενος ή ο υπηρετών στα μετόπισθεν. ТЫЛОВОЙ επ. 1 (στρατ.) των μετόπισθεν· - район περιοχή των μετόπισθεν -ые части τα τμήματα των μετόπισθεν. 2 βλ. ТЫЛЬНЫЙ. ТЫЛЬНЫЙ επ. πισινός, οπίσθιος, ο ΐίίσω· с -ой стороны дома απο το πίσω μέρος του σπι- σπιτιού. II εξωτερικός· -ая сторона руки το ε- εξωτερικό μέρος του χεριού (ως προς το σώμα). ТЫН, ~а, πλθ. -Ы α. πασσαλοφράχτης (φρά- (φράχτης απο πυκνά, μπηγμένους πασσάλους), тыркаться ρ.δ. (απλ.) τρυπώνω, παρεισδύω. II περιφέρομαι, στριφογυρίζω. тырло, -а ουδ. στάλος, σταλίστρα. ТЫрса, -Ы θ. είδος σπάρτου (θάμνος). ТЫСЧОНКа, -И θ. χιλιαδίτσα. ТЫСЯЦКИЙ, -ого α. (παλ.)· 1 χιλίαρχος, 2 εκλεγμένος δημογέροντας του χωριού. 3 επι- επιστάτης, φροντιστής (σε γάμο). тысяча, -и, οργν. -чего κ. -чью θ. (αριθμ, ποσοτικό κ. ουσΛ 1 ο αριθμός 1000. II το ποσό 1000 - рублей χίλια ρούβλια. II η χιλιάδα· одна - μια χιλιάδα· четыре -И τέσσερις χι- χιλιάδες· пять -яч πέντε χιλιάδες. II πλήθος, σωρός, σωρεία- -ЯЧ забот χίλιες (ένα σωρό) φροντίδες. 2 (παλ.) χιλιαρχία. тысячекратно επίρ. χίλιίς φορές, χιλιάκις. Тысячекратный επ. επαναλαμβανόμενος χί- χίλιες φορές. Тысячелетие, -Я ουδ. χιλιετηρίδα· второе - ДО нашей эры η δεύτερη χιλιετηρίδα πριν Χριστό. II επέτειος χιλίων χρόνων. Тысячелетний, ~ЯЯ, -ее επ. χιλιετής, χι- χιλιόχρονος. ТЫСЯЧеЛИСТНИК, -& α. (βοτ.) το μυριόφυλλο. тысяченожки, ~^:βκπλθ., (ενκ. -ожка, ~й θ.)· βλ. многоножка B σημ.). ТЫСЯЧНИК, ~а α., ~ца, -Ы θ. 1 (παλ.) πλού- πλούσιος, -α (που είχε κεφάλαιο χιλίων ρουβλιών). 2 πρωτοπόρος εργάτης (που εκπληρώνει τη νόρ- νόρμα σε μιά βάρδια δέκα φορές και παραπάνω). 3 αυτός που έτρεξε 1000 χιλιόμετρα ή εκτέλεσε 1000 πηδήματα. ТЫСЯЧНЫЙ αριθμ. τακτικό. 1 χιλιοστός- - КИ- лометр χιλιοστό χιλιόμετρο· -ая ДОЛЯ το χι- λιοστημόριο. II χιλιοαριθμούμενος, -μετρού- -μετρούμενος· -ое наследство κληρονομιά μετρούμενη κατά χιλιάδες (τεράστια)· -ая толпа μεγάλο πλήθος. 2 αξίας χιλίων ρουβλιών ~ая бумага χαρτονόμισμα χιλίων ρουβλιών, το χιλιάρικο. ТЫЧЙНа, -И θ. πάσσαλος μπηγμένος στη γη. ТЫЧЙНка, -И θ. (βοτ.) οι στήμονες. тычинковый επ. βλ. тычиночный. ТЫЧИНОЧНЫЙ επ. (βοτ.) του στήμονα.
тэт 611 тю ТЫЧКОВЫЙ επ. εγκάρσιος· - кирпич εγκάρ- εγκάρσιο τούβλο (κατά το χτίσιμο). ТЫЧОК, -чка α. 1 χτύπημα προς τα μπρος. II σπρώξιμο, σπρωξιά. 2 ~ΟΜ α) επίρ. με χτύ- χτύπημα προς τα μπρος, β) με εξοχή προς τα πά- πάνω. 3 βλ. ТЫЧИНа. 4 εξοχή· κορυφή· αιχμή προς τα πάνω. II εκφρ. на ~έ α) στην κορυ- κορυφή, επάνω, β) σε μέρος ακατάλληλο, ενοχλη- ενοχλητικό, μπελαλίδικο. с ~а βλ. 2 σημ. α). тьма1, -Ы 6, 1 σκοτάδι, σκότος· - НОЧИ το σκοτάδι της νύχτας· погрузиться ВО тьму βυ- βυθίζομαι στο σκοτάδι· ВО тьме στο σκοτάδι· нависла - έπεσε το σκοτάδι. 2 αμάθεια, α- αμορφωσιά, καθυστέρηση· ученье - свет, а не- неученье - - η μάθηση είναι φως, η αμάθεια ε Ίναι σκοτάδι. Тьма* -Ы θ. (παλ.) δέκα χιλιάδες. II πλή- πλήθος, σωρεία· - народу πλήθος λαού· - дел σωρεία υποθέσεων. II εκφρ. тьма (тьмы) тема) (παλ.) εκατό χιλιάδες, β) τεράστια ποσότητα· - тьмушая (απλ.) πλήθος, σωρεία, σωρός· у меня знакомых — ТЬМущаЯ έχω ένα σωρό γνω- γνωστούς. ТЬфу επ ι φ. (περιφρόνησης ή απέχθειας)φτου· ουφ. II ως κατηγ. είναι για φτύσιμο (τίποτε, τ ι- ποτένιος). ТЭ ουδ. άκλ. η ονομασία του γράμματος Τ. ТЮ επιφ. (απλ.) πω! πωπώ! (για αμηχανία, έκπληξη, απαγοήτευση). *ТЮбетеЙка, -И θ. σκούφια με κεντίδια. *ТГОбИК, -а α. σωληνίσκος, σωληναράκι. ♦тюбинг, -а α. πλάκα μεταλλική ή τσιμεντέ- τσιμεντένια τοξοειδής (για στερέωση ορυχείων, ση- σηράγγων). ΤΠΚ? -а α. δέμα μεγάλο· μπόγος· - сёна με- μεγάλο δεμάτι χόρτου· - вещей μεγάλο δέμα πραγμάτων. ΤΚΚ2επιφ. 1 (για χτύπο) τουκ. 2 ως κατηγ. κροτώ, χτυπώ. тюканье, -я ουδ. βλ. туканье. тюкать(ся) ρ.δ. βλ. тукать(ся). тюкнуть р.σ. 1 βλ. тукать. 2 μ.(απλ.) σκο- σκοτώνω, φονεύω. 2 βλ. тукаться. ТЮКОВать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тюкованный, βρ: -ван, -а, ~о р.δ.μ. δε- ματίζω, -ιάζω, κάνω δεμάτια ή δέματα. II -СЯ δεματ ιάζομαι. ТЮКОВКа, -И θ. δεμάτισμα, -ιασμα· - таба- ка δεμάτιασμα του καπνού. ТЮКОВЩИК, -а α. δεματάς, δεματιστής, δεμα- δεματ ιάρης. тюлевый επ. του τουλιού· -ая занавеска κουρτίνα απο τουλι. ТЮЛегарДШШЙ επ. του τουλιού κουρτινών -ая фабрика φάμπρικα τουλιού κουρτινών. Тюленебоец, -бойца α. αλιέας φωκιών. тюленебойный επ. της αλιείας φώκιας* -ое СУДНО αλιευτικό πλοίο φωκιών. тюленевый επ. της φώκιας, саго φώκια. тюленёнок, -нка, πλθ. -лята, -лят α. μι-- κρή φώκια. тюлений, -ья, -ье επ. βλ. тулёневый. жир λίπος φώκιας. ТЮЛёница, -Ы θ το κρέας της φώκιας. Тюлень, -Я α. 1 η φώκια. 2 άνθρωπος δυ- κίνητος, χοντρούπας. *ТЮЛЬ, -Я α. το τούλι (ύφασμα). тюлька, -И θ. είδος μικρής σαρδέλας, "тюльпан, -а α. Ι τουλίπα. 2 αμπαζούρ του- λιποειδές. тюлпанный επ. της τουλίπας· -ая луковица ο βολβός της τουλίπας. II εκφρ. ~ое дерево το λειριόδεντρο. тюлюлюканье, -Я ουδ. (για πτηνά) το κρώ- ξιμο τουλουλού. тюлюлюкать, -ает ρ.δ. (για πτηνά)· κρώζω τουλουλού, *ТЮНИК, ~а α. κ. Тюника, -И θ. 1 χιτώνας. 2 μακρύ φόρεμα χορεύτριας απο τούλι. *ТЮрбан, ~а α. τουρμπάνι· σαρίκι. ТЮрбО ουδ. άκλ. είδος ρόμβου, καλκανιού. ТЮрёмНЫЙ επ. της φυλακής· ~ая камера κε- κελί φυλακής· - двор η αυλή φυλακής· ~ое за- заключение η εγκάθειρξη, η φυλάκιση. II εκφρ. за -ОЙ решёткой πίσω απο*" τα σίδερα της φυ- φυλακής (στη φυλακή). тюремщик, -а α., -ца, -Ы θ. 1 δεσμοφύλα- δεσμοφύλακας. 2 μτφ. καταπιεστής, τύραννος. ТЮриК, ~а κ. -а α. (παλ.) χαρτοσακκούλα χωνοειδής. тюрки, -ΟΒ κ. турок, -ркам πλθ. Τουρανοί. «тюрколог, -а α. ο τουρκολόγος. ТЮРКОЛОГИЯ, -и θ. η τουρκολογία. тюркский επ. τούρκικος· ~ие ЯЗЫКИ τουρα- νικές γλώσσες. тюрьма, -ы, πλθ. тюрьмы, -рем, -рьмам θ. 1 φυλακή, ειρκτή κ. (ειρν.) το φρέσκο· за- КЛЮЧИТЬ В -у κλείνω στη φυλακή· каторжная - τα κάτεργα, κάτεργα δεσμά· брОСИТЬ В -^ρί- -^ρίχνω στη φυλακή· СГНОИТЬ В -έ σαπίζω στη φυ- φυλακή. 2 μτφ. κόλαση· царская Россия была -ОЙ народов η"τσαρική Ρωσία ήταν φυλακή των λαών. тюря, ~И θ. 1 είδος φαγητού υδαρούς. 2 α. κ. θ. (απλ.) άνθρωπος νωθρός, νωχελής, χαύ- νος· λαπάς. тютелька, -ив: - в -у (απλ.) ακριβώς, ί- σια-ίσια, στο μπόντο. ТЮТЬКаТЬСЯ ρ.δ. (απλ.) φροντίζω, προσέχω, περιποιούμαι πολύ· κοιτάζω μη στάξει και μη βρέξει. ТЮ-ТЮ 1 επιφ. (στα κρυφτάκια) κούκου. 2
тяж ως κατηγ. χάθηκε, εξαφανίστηκε. II είναι α- ατυχία, αναποδιά, *1ЮТШ, ~а α. (απλ.) καπνός φουμαρίσματος. "ШЬЯ.."-·» α. χ. 6. (απλ.) βλ. тюря Bοημ.). ТЮфЯК, -а α. 1 αχυρόστρωμα. 2 βλ. ТЮТЯ. ТЮфЯЯНЫЙ επ. του αχυροστρώματος. Тявканье, -Я ουδ. γαϋγισμα. И μτφ. (απλ.) άκαιρες κουβέντες· γκρίνιασμα· μάλωμα. ТЯВКатЬ р.δ. γαβγίζω. II μουρμουρίζω. ТЯВКНУТЬ ρ.σ. 1 βλ. ТЯВКать. 2 μτφ.(απλ.) κραυγάζω διακοφτά. ТЯВКуша, -И θ. (κυνηγ.) σκυλί που γαυγί- ζει στον τορό. ТЯГ, -у α: дать (задать) -у (απλ.) το σκά- σκάζω, το κόβω λάσπη, σκαπουλάρω· δραπετεύω. ТЯГа, ~И θ. 1 τράβηγμα, έλξη· - барж бук- сйром τράβηγμα των μαούνων με ρυμουλκό· невода το τράβηγμα των αλιευτικών διχτιών КОННая - η έλξη των αλόγων. 2 τάση· - рос- тка К свету η τάση του βλαστού προς το φως. 3 νέντωμα. 4 βγάλσιμο, εξαγωγή. II πάρσιμο, τράβηγμα (κλήρου, παιγνιόχαρτου κ.τ.τ.). 5 απορρόφηση, άντληση· ρούφηγμα. 6 επιθυμία, 7 βάρος, βαρύτητα. II μτφ. βάσανο, θλίψη, στε- στενοχώρια, βάρος. тягальный επ. της έλξης· -ая машина μη- μηχανή έλξης. тягать ρ.δ.μ. βλ. тянуть (з σημ.). 2 βλ. Таскать A σημ.). II ~СЯ 1 συζητώ, συναγω- συναγωνίζομαι, τα βγάζω πέρα. 2 (παλ.) τραβιέμαι στα δικαστήρια. 3 τραβιέμαι, έλκομαι. II σύ- σύρομαι. ТЯГач, ~а α. ελκυστήρας (αυτοκίνητο ήτρα- ТЯГЛец, ~а α. (παλ.)·ο φορολογούμενος- ο υποτελής. ТЯГЛО, -а κ. ТЯГЛО, ~а ουδ., γεν. πλθ. -ГОЛ, δοτ. -глам. 1 (παλ.) κρατικός φόρος και άλλες υποχρεώσεις των αγροτών. 2 (αθρσ.) τα ζώα έλξης. ТЯГЛОВЫЙ επ. 1 (παλ.) φορολογούμενος, φό- φόρου υποτελής· - крестьянин φορολογούμενος α- αγρότης. 2 της έλξης· - СКОТ ζώα έλξης· -ЭЯ сила δύναμη έλξης· - канат καραβόσχοινο έλ- έλξης. ТЯГОМер, ~а α. συσκευή μέτρησης της έλξης. ТЯГОСТНО επίρ. βαριά καταθλιπτικά, επα- επαχθώς κλπ. επ. II ως κατηγ. είναι βαρύ, κατα- καταθλιπτικό, πληκτικό. • ТЯГОСТНЫЙ επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО. 1 ε- επαχθής, βαρύς, καταθλιπτικός. 2 μτφ. βασα- βασανιστικός, οδυνηρός, δυσβάστακτος, καταπιε- καταπιεστικός· δυσάρεστος. ТЯГОСТЬ, ~И θ. 1 βάρος, επάχθεια· ~ на- ЛОГОВ το βάρος των φόρων. 2 πλθ. -И δυσκο- δυσκολίες, δυσχέρειες. 3 βάσανο, μπελιάς. 4 ■κ,- απλ.) το βάρος η βαρύτητα. II σώμα βαρύ. 5 μτ,φ; πίε-ση, θλίψη, στενοχώρια· ενόχληση· чувствую - В голове αισθάνομαι βάρος στο κε- κεφάλι. II εκφρ. быть В ~ кому γίνομαι βάρος (ενοχλητικός) σε κάποιον. тягота, ~ы, πλθ. тяготы θ. βλ. тягость A,2,3 σημ.). тяготение, -Я ουδ. 1 έλξη, τράβηγμα· си- сила -я η δύναμη της έλξης· закон всемирного -Я ο νόμος της παγκόσμιας έλξης· земное - η έλξη της γης. 2 τάση, κλίση, ροπή·- К му- зыке κλίση προς τη μουσική. II μτφ. κρά- κράτος, εξουσία, ισχύς. ТЯГОТеТЬ, -ею, ~Оешь р.δ. 1 έλκομαι, τρα- τραβιέμαι· луна -ёет к земле το φεγγάρι έλκε- έλκεται απο τη γη. 2 τείνω, κλίνω, ρέπω προς· ОН ~еет к музыке αυτός έχει κλίση προς τη μουσική, τον τραβάει η μουσική. 3 ορθώνο- ορθώνομαι, υψώνομαι· гора -ёет над горизонтом το βουνό υψώνεται στον ορίζοντα. II μτφ. βαρύ- βαρύνω, βασανίζω, καταθλίβω· κατατρύχω. Ιί μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι ανώτερος. тяготить, -гощу, -готйшь р.δ. 1 βαρύνω, -α'ινω· снег ~ИТ КРОВЛЮ το χιόνι βαραίνει τη στέγη. II εμποδίζω, δυσχεραίνω, δεν είμαι βο- βολικός. 2 μτφ. καταπονώ, ενοχλώ· его -ЯТ За- бОТЫ τον βαρύνουν οι φροντίδες· ОДИНОчесТ- ΒΟ -ЛО её η μοναξιά την βάρυνε. II βασανί- βασανίζω, τυραννώ· κατατρύχω, τρώγω· его -Йт пре- преступление τον κατατρύχει το έγκλημα. II -СЯ με βαρύνει, μου είναι βάρος, με κατατρύχει, με τρώει· - одиночеством με τρώει η μονα- μοναξιά· - службой βαριέμαι την υπηρεσία. ТЯГучесТЬ, -И θ. 1 η κολλητική ιδιότητα· - клея η κολλητική ιδιότητα της γόμμας. 2 ελαστικότητα· ελατότητα (για μέταλλα). тягучий επ. 1 ελαστικός- ελατός- βρ: -гуч, ~а, -е- -ая кожа ελαστικό δέρμα· - металл ελατό μέταλλο. 2 κολλώδης, ιξώδης· -ая мазь κολλώδης αλοιφή. 3 μτφ. παρατεταμένος, τρα- τραβηχτός, συρτός (για ήχο, φωνή, ομιλία κλπ). 4 μτφ. ανιαρός, πληκτικός! μονότονος. тягчайший υπέρ θ. β. του επ, ТЯЖКИЙ. ТЯГЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р. δ. μ. βαρύνω, -αίνω, θλίβω· πιέζω· στενοχωρώ. ТЯЖ, -а α. 1 λωρί, ιμάντας μετάδοσης κί- κίνησης. 2 δέτης, ταινία δέσης, σύνδεσης. ТЯЖба, -Ы θ. (παλ.). 1 δίκη. 2 διαφορά, αμφισβήτηση, αντιγνωμία, διχογνωμία. тяжебный επ. (παλ.) δικαστικός· - порядок δικαστική τάξη. ТЯЖелёть р.δ. βαραίνω, γίνομαι βαρύς, βα ρύτερος. II μτφ. γίνομαι βαρύς, οκνός, νωχε- λής· δυσκολοκίνητος. II χοντραίνω. II νυστά- νυστάζω· у него глаза -ёют αυτού τα μάτια κλεί- κλείνουν απο τη νύστα.
тяж 613 тян β^ί> ρ.δ.μ.;. βαρύνω,, κάνω βαρύ Ц πια βαρύ. ■'; ' ' . тяжело 1 επί,ρ. βαριά, δύσκολα. 2 ως κατηγ. είναι βαρύ; δύσκολο· мне - поднимать такой большой чемондан μου είναι δύσκολο να ση- σηκώσω τέτοια μεγάλη βαλίτσα· ОН - болен αυ- αυτός είναι βαριά άρρωστος· мне - В ГОЛОВО έ- έχω ένα βάρος στο κεφάλι. тяжелоатлет* -а α, αθλητής βαρέων βαρών. ТЯЖелоа'ТлеТЙчесКИЙ επ. των αθλητών βαρέων βαρών ~ие С0СТЯЗЯНИЯ αγώνες αθλητών βαφέ- βαφέων βαρών. ' · ■ ТЯЖеловёс, ~а α. αθλητής βαρέων βαρών. ТЯЖеловёсНОСТЬ, ;-Л θ. μεγάλη βαρύτητα,με- βαρύτητα,μεγάλο βάρος. ' ' ' ■ тяжеловесный επ., επ. -сен, -сна, -о πο- πολύ βαρύς· ·~ -ТОВар βαρύ εμπόρευμα. II βαρϋ- σωμος· - Человек βαρύσωμος"άνθρωπος. II ο- ογκώδης· -гое· здание ογκώδες κτίριο. 2 βαρύς· -ые шаги" "βαριά βήματα (πατήματα). II άγαρ- άγαρμπος ( χοντρός, χοντροκομμένος· -ая фраза βαριά φράση (προσβλητική)· -ые Шутки χοντρά αστεία· - слог άγαρμπο ύφος. тяжеловоз, -а α. άλογο βαριάς έλξης ή βα- ριού φορτ ίου. тяжелогрузный επ. μεγάλου ή βαριού φορ- φορτίου' -Ое СУДНО σκάφος βαριού φορτίου. ■ тяжелодум, ~а α. βλ. тугодум. тяжёлый επ., βρ: -жёл, -жела, -жело. 1 βα- βαρύς· - Камень βαριά πέτρα· - металл βαρύ μέταλλο. II μεγάλος· ~ые капли μεγάλες στα- σταγόνες. II χοντρός· -ое платье βαρύ ένδυμα. II πυκνός· -ые тучи βαριά σύννεφα. II δύσπε- πτος· -ая еда βαρύ φαγητό. 2 (απλ.) έγκυος. 3 βαρύσωμος. II αδρός· χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος). 4 ηχηρός· -Ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του δια- διαβάτη· -ая походка βαρύ βάδισμα. II άγαρ- άγαρμπος, άκομψος· χοντρός, χοντροκομμένος. 5 δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος· -ая работа βαριά δουλειά· -ые рОДЫ δύσκολος το- τοκετός· - год δύσκολος χρόνος· -ая жизнь η δύσκολη ζωή· -ая дорога δύσκολος δρόμος· подъём μεγάλος ανήφορος· -ое дыхание δύ- δύσκολη αναπνοή· -ке условия δύσκολες συνθή- συνθήκες . II δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα· - уче- НЙК δύστροπος μαθητής. II μεγάλος· δυνατός, ισχυρός, γερός· -ые налоги βαριοί φόροι· СОН βαρύς ύπνος· - удар γερό χτύπημα· -ое горе μεγάλη στενοχώρια· - вздох βαρύς ανα- αναστεναγμός· -ая вина μεγάλο σφάλμα. II αυ- αυστηρός· σκληρός· -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία). II σοβαρός, επικίνδυνος· -ая фор- форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας· -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα). 6 κα- καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός· θλιβε- θλιβερός· σκοτεινός* δυσάρεστος· -ое предчувст- предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση· -не мысли σκοτει- σκοτεινές σκέψεις· -ое известие θλιβερή είδηση. II σκυθρωπός, κατηφής· θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). II απεχθής, δυσάρεστος· - запах άσχημη μυρουδιά. 8 ογκώδης· -ые танки βαριά άρματα μάχης· -ЭЯ артиллерия το βαρύ πυροβολικό. II εκφρ. -ая артиллерия άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος· - вес ή -Ые весовые категории κατηγορία αθλητών βα- βαρέων βαρών -ая ГОЛОВа βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)· - день βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)· -ая промышленность ή индустрия βαριά βιομηχανία· -ая рука βαρύ χέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυ- τυχερό)· - ум αμβλϋνοια, ελαφρόνοια· -ые фи- гуры η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού· - на ногу δύσκαμπτος στο βάδισμα· - на подъём α) ασήκωτος απο τη θέση του (πολύ αραιά με- μετακινούμενος ή εξερχόμενος απο το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής· с -ЫМ сердцем με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. ТЯЖесТЬ, -И θ. 1 βαρύτητα· центр -И κέ- κέντρο βαρύτητας· сила -И η δύναμη της βαρύ- βαρύτητας. 2 βάρος, άχθος· - НОШИ το βάρος του φορτίου. II αντικείμενο βαρύ. II πλθ. -И (αθλτ.) τα βάρη άρσης. 3 δυσκολία, δυσχέ- δυσχέρεια. 4 αυστηρότητα, σκληρότητα. 5 επάχθεια, θλίψη, καταθλιπτικότητα.ΊΙ κατήφεια, σκυ- θρωπότητα· μελαγχολία. II απέχθεια. II εκφρ. центр -И το κέντρο του βάρους (το κυριότε- κυριότερο, το βασικότερο). тяжкий επ., βρ: -жек, -жка, ~жко; тяг- тягчайший; βλ. тяжёлый. II εκφρ. пуститься во все -ие κ. (παλ.) во вся тяжкая το ρίχνω έ- ξ<^ (στο πιοτί, στις καταχρήσεις). ТЯЖКО επίρ. βλ. тяжело. тяжкодум, -а α. βλ. тугодум. ТЯЖУЩИЙСЯ επ. απο μτχ. 1 αντίδικος. 2 α- ντιγνωμών, αντιφρονών, αντίδοξος· помагать -щемуся βοηθώ τον αντιγνωμούντα. ТЯНуЛЬНЫЙ επ. της τάσης, του τεντώματος, για τέντωμα. ТЯНУТЫЙ επ. απο μτχ. τεντωμένος. тянуть, тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -Ο ρ.δ. 1 τραβώ (προς τον εαυτό μου)· - ве- верёвку τραβώ την τριχιά· - за руку τραβώ α- απο το χέρι. 2 τεντώνω· απλώνω· - руку απλώ- απλώνω το χέρι· - бельевую верёвку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή. II κατευθύνομαι, τείνω προς. II τοποθετώ, βάζω· - трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. II διαστέλλω· - прОВОД τεντώνω το καλώδιο· - кожу τεντώνω το δέρμα. II κατασκευάζω (σύρ- (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες). 3 И· έλκω*
тян ТЯТ Пароход ~ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μα- ούνα·. трактор ~ет оёялку то τραχτέρ τραβά τη σπαρτική μηχανή. Ι) κατευθύνομαι, πηγαίνω. 4 κάνω βαριά δουλειά· одни -ут всё, а дру- другие Ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και με- μερικοί δεν κάνονν τίποτε. II διατρέφω· ВДО- ва -ет троих детей η χήρα με δυσκολία δια- διατρέφει τα τρία παιδιά. II βοηθώ· - слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή. 5 (παλ.)· είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φό- φόρο. 6 μ. παίρνω· - труга В КИНО παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο· -.братишку купаТЬ- СЯ παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει. II μτφ. οδηγώ. II ενάγω· καλώ· - В суд τραβώ στο δι- δικαστήριο· - к ответу καλώ να δόσει λόγο. 7 προσελκύω· меня ~ет за город με τραβάει η εξοχή· его -ет природа τον τραβάει η φύση. 8 τείνω, έχω τάση· -ет ко сну νυστάζω· - К рвоте έχω τάση για εμετώ. 9 βγάζω· - невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ· - карту ИЗ КОЛОДЫ τραβώ χαρτί απο την τράπουλα· - жребий τρα- τραβώ κλήρο. 10 αναρροφώ· Насос -ет ВОДУ η α- αντλία τραβά το νερό. II πίνω· ρουφώ· - ВИНО τραβώ κρασί. II καπνίζω, φουμάρω· - палирОС- ку τραβώ τσιγάρο. 11 παίρνω συνεχώς, α- αποσπώ, απομυζώ· - деньги τραβώ χρήματα. 12 κλέβω. II πετώ· журавли -ут в нёбо οι γε- γερανοί πετούν στον ουρανό II (για καπνοδό- καπνοδόχο)· τραβώ· βγάζω (τον καπνό). 13 (για σκολό- πακα)· βατεύω. II (για σμήνος πτηνών)· πετώ. 14 φυσώ, πνέω· С моря -ет лёгкий бриз απο τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα. II φέρω, παρα- παρασύρω· ветер -ет залах сена о άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου. II απρόσ. έρχομαι, δια- διαδίδομαι· -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)· -ет ХОЛОД ОТ окна έρχεται κρύο απο το παράθυρο· -ет жаром έρχεται ζέστη. 15 βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω· - С ответом καθυστερώ την απάντηση. II συνεχί- συνεχίζω, εξακολουθώ· - борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα. 16 παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φω- φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.). 17 είμαι βα- βαρύς· ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά. II βαρύνω, κρε- κρεμώ, λυγίζω· груши -ут Ветки ВНИЗ τα αχλά- αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά· 18 σφίγγω, πιέζω· тяжёлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους· рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους. ΙΤ.?κφρ,. -время, βραδύνω, καθ.νστ.8.Γ ρώ* -.Зеилй καίεξαντλώ, κατβίπΌνά· %еМУ(-Шы στη δουλειά· - ЧЬЮ руку ή СТ,оро.ну δίνω χέρι βοήθειας·' παίρνω το μέρος κάποιου· - за ду- душу к. ~ Душу ИЗ КОГО α) βγάζω ,την -- ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι· - за ЯЗЫК кого υπο- υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κά- κάποιου· кто Тебя за язык -ул? ποιος σρ.·· ανά- ανάγκασε νά μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί);- ,|| -СЯ 1 εντείνομαι, τεντώνω,- -ο- μαέ· "резина -ется τό λάστιχο τεντώνει·, кожа -ется το δέρμα τεντώνει. Ν εκτείνομαι· за рекой -ЛИСЬ ХОЛМЫ πέρα απο το, ποτάμι εκτεί- εκτείνονταν λ&φόί« 2 (για σώμα) 1 *εντών'ο·μ,·αι· про- проснулся он и-ется. ξύπνησε αυτός και τεντώνε- τεντώνεται.. 3 στρέφω, γυρίζω· цветок -етрЯ- К С0Л- ΗΙΓ/ το λουλούδι-,στρέφει προς τον ήλιο.. 4 με τραβάει, με ελκύει· - К Деревню με,,, Τρα- Τραβάει το χωριό. 5 έχω, βάζω (για) σκοπό- ε- επιδιώκω να γίνω. II στέκομαι κόκκαλο,'κλαρί— νο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώ- ανώτερο). 6 σύρομαι, σέρνομαι. II ακολουθώ· έ- έπομαι. II αφήνω (για ίχνη). II πηγαίνω , κι- κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά . 7 διαδίδο- διαδίδομαι· διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ. 8 ε- εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βο- βολεύω δύσκολα, 9 διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. II βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. ТЯНуЧКа, -И θ. καραμέλα που τεντώνει. ТЯНуЩИЙ επ. απο μτχ. 1 της τάσης, του τεντώματος. 2 συνεχής, διαρκής· -ая боль συνεχής πόνος. II εκφρ. - ВИНТ о μπροστινός έλικας του αεροπλάνου. ТЯП επιφ. 1 ταπ, γκαπ (για χτύπημα κοπής). 2 ω» κατηγ. κόβω. II εκφρ. - Да ЛЯП ή ТЯП- ЛЯП στα γρήγορα, πρόχειρα (για άτεχνη ερ- εργασία). ТЯПаНЬе, -Я ουδ. κοπή, κόψιμο, ТЯПаТЬ р.δ. κόβω. тяпка, -и θ. 1 κόφτης, κοπτήρας (όργανο). 2 σκαπάνη· σκαλιστήρι. тяпнуть, -ну, -нешь р.σ. ι βλ. тяпать. 2 (απλ.) χτυπώ. II δαγκώνω. 3 παίρνω, αποκτώ με δόλο. 4 πίνω, κατεβάζω, κοπανώ· -В0ТКИ πίνω βότκα. II -СЯ (απλ.) πέφτω, χτυπώ. тятенька, -И α. (απλ.) πατερούλης. ТЯТЬКа, -И α. (απλ. κ. διαλκ.) βλ. ТЯТЯ. ТЯТЯ, -И α. (απλ. κ. διαλκ.) πατέρας,τάτας.
615 убе У ул επιφ. κραυγής· ου! У επιφ. 1 αγανάκτησης· ουφ! 2 φόβου· ου! 3 θαυμασμού, αγαλλίασης· ω! αχ! 4 πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα* πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά- СТОЯТЬ у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο· ОТДЫХЁТЬ у МОрЯ αναπαύομαι, κο- κοντά στη θάλασσα· поле у реки χωράφι κοντά στο ποτάμι· сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι. II στον, στην, στο· сидеть у ру- руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμό- τιμόνι)· мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)· работать у станка δου- δουλεύω στην εργατομηχανή· бЫТЬ у власти είμαι εξουσία· у каждого свой ПОДХОД о καθάνας έ- έχει το δικό του τρόπο. II у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у НИХ κ.τ.τ. σε μένα,σε σένα, σ' αυτόν, σ' αυτήν, σε μας, σ' αυτούς· у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ' όλα· у него нет денег (σ' αυτόν δεν υπάρχουν χρήματα) αυτός δεν έχει χρήματα κ. ο.κ. II μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ. у ме- меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι· у него дрожат руки (σ' αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέ- χέρια. II απο, εκ· взять книгу у друга παίρνω βιβλίο απο το φίλο. II σε, εις· смотри у ме- меня κοίτα σε μένα. у..., πρόθεμα. Ι. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: 1 κατεύ- κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης απο κάτι· απο- απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать,уве- стй, улететь, ускакать, утечь. 2 αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας απο κάτι: урвать, усечь, усчитать, ушЙТЬ. 3 ολοκλήρωση της ε- ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο· επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, уст- лать, ушЙТЬ. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέρ- ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,уму- чить, упариться, упечься, упиться, γ) ολο- ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότη- μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься. 4 τοποθέτηση του όλου μέσα σε κά- κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), упи- сат^СЯ), утискать. 5 απόκτηση νέας ποιότη- ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προ- προσπαθειών: удорожить, укрепйть(ся). умерт- умертвить, усмирить(СЯ). II. Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις.ужа- περιπτώσεις.ужалить, украсть. уа επιφ. (για μεγάλο μέγεθος) ού-ού! πώ-πώ! убавить, -ВЛГО -ВИШЬ ρ.σ.μ. 1 μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω· περιορίζω, συντομεύω· κοντεύω, βραχύνω· - Цену κατεβάζω την τιμή· - размер μειώνω το μέγεθος· - скорость ε- ελαττώνω την ταχύτητα· - расходы περιορίζω τα έξοδα· - свет ή света λιγοστεύω το φως· ~ рукава κοντεύω τα μανίκια· - срок συντο- συντομεύω την προθεσμία. II αδυνατίζω, ξεπέφτω, χάνω απο το βάρος μου· - В весе χάνω απο το βάρος μου. II -СЯ μειώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. убавка, -И θ. μείωση, ελάττωση, λιγόστε- μα· περιορισμός· ύφεση· έκπτωση, σκόντο· κόντεμα, βράχυνση. убавление, -я ουδ. βλ. убавка. убавлять(ся) р.δ. βλ. убавить(ся). убаюкать р.σ.μ. 1 νανουρίζω, βαυκαλίζω. 2 μτφ. καθησυχάζω· --ΚΟΓΟ-Η. Обещаниями βαυ- βαυκαλίζω κάποιον με υποσχέσεις. II -СЯ νανου- νανουρίζομαι, βαυκαλίζομαι. убаюкивание, -я ουδ. νανούρισμα, βαυκάλι- σμα. убапкивать(ся) р.δ. βλ. убаюкать(ся). убёг, ~а α. (παλ.) λαθραία φυγή, διεκφυ- γή, ξεγλίστημα, σκάσιμο· απόδραση. убегание, -Я ουδ. φυγή, φευγιό. убегать ρ.δ. Ι βλ. убежать. 2 απομακρύνο- απομακρύνομαι, ·φεύγω μακριά· Тучи -ГОТ К северу τα σύν- σύννεφα απομακρύνονται προς το βοριά. II φεύ- φεύγω, περνώ γρήγορα. 3 εκτείνομαι, απλώνομαι· περνώ, διέρχομαι. 4 (παλ.) αποφεύγω. убегаться р.σ. κουράζομαι απο το τρέξιμο. убедительно επίρ. πειστικά, με πειστικό- πειστικότητα. || επίμονα. убедительность, -И θ. πειστικότητα· - ДО- ДОВОДОВ η πειστικότητα των επιχειρημάτων. убедительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 πειστικός· πειστήριος· - пример πειστικό παράδειγμα· ~ые факты πειστικά γεγονότα· ТОН πειστικός τόνος 2 επίμονος, έμμονος· -ая просьба επίμονη παράκληση. убедить, -дишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убе- ждённый, βρ: -ждён, -ждена, -ждено р.σ.μ. πείθω· Я -Йл его сделать это τον έπεισα να το κάνει αυτό· его ДОВОДЫ -ЛИ меня τα επι- επιχειρήματα του με έπεισαν - В ИСТИННОСТИ πείθω για το αληθές (την αλήθεια). II -ся
ΟΙΟ уби πεϊβομ<χί' ακ ~ЛСК в этом αυτός πείστηκε γι' αυτό. убежать, убегу, убежишь, убегут р.σ. 1 φεύγω, απέρχομαι,, απομακρύνομαι,· дети -ли к реке τα παιδιά έφυγαν για το ποτάμι. II φεύ- φεύγω ολοταχώς, παίρνω δρόμο, το βάζω στα πό- πόδια. 2 διαφεύγω, υπεκφεύγω· διολισθαίνω,το σκάζω, δραπετεύω. 3 (γι* βράσιμο) χύνομαι. убеждать(ся) ρ.δ. βλ. убедить(ся). убеждение, -я ου δ. 1 η πειθώ· слова -я λόγια πειθούς· он легко поддаётся -ю αυτός εύκολα πείθεται· действовать путём ~Я ενερ- ενεργώ με την πειθώ· метод -Я μέθοδος της πει- πειθούς. 2 πεποίθηση· φρόνημα, ιδέα, δοξασία· αντίληψη· политические ~я πολιτικές ιδέες· преследуют его за ~Я τον καταδιώκουν για τα φρονήματα· ОН каких -ИЙ? τι ιδέες έχει; τι πρεσβεύει; убеждённо επίρ. με πεποίθηση, με βεβαιό- βεβαιότητα. убеждённость, -И θ. πεποίθηση, πίστη, βε- βεβαιότητα. убеждённый επ. απο μτχ. πεπεισμένος, βέ- βέβαιος, σίγουρος. II σταθερός στις πεποιθήσεις. убежище, ~а ουδ. 1 καταφύγιο, αμπρί. 2 (νομ.) το άσυλο. убеЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убелённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. κα- τασπρίζω, διαλευκαίνω, εκλευκαίνω. II εκφρ. убелённый сединой (сединами) ασπρομάλλης, ψαρός. убелять р.δ. βλ. убелить. II -СЯ γίνομαι κάτασπρος. уберегать(ся) ρ.δ. βλ. уберёчь(ся). уберечь, -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. уберёг, -регла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убережённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω· - ребё- ребёнка ОТ простуда φυλάγω το παιδάκι απο κρυ- κρυολόγημα· - Вещи ОТ воров φυλάγω τα πράγματα απο τους κλέφτες. II -СЯ φυλάγομαι, προφυ- προφυλάγομαι· - ОТ простуды προφυλάγομαι απο κρυολόγημα. убивание, -Я ουδ. σκότωμα, φόνος. убивать1 ρ.δ. βλ. убить1. II εκφρ. - себя βλ. -СЯ C σημ.). II -СЯ 1 βλ. убЙТЬСЯ. 2 σκο- σκοτώνομαι, πελεκιέμαι στη δουλειά, καταπονού- καταπονούμαι. 3 χολοσκάω, πικραίνομαι, φαρμακώνομαι, καταστενοχωριέμαι. убивать2 ρ. δ. βλ. убить2. II -СЯ χτυπώ, χτυ- χτυπιέμαι. убивец, -вца α. (απλ.) βλ. убийца. убиение, -Я ουδ. (παλ.) φόνος, σκότωμα. убиенный επ. απο μτχ. σκοτωμένος, φονευ- φονευμένος . убийственный επ., βρ: -вен к. ~венен,-вен- на, -Венно. 1 θανάσιμος, θανατικός· θανατη- θανατηφόρος, φονικός. 2 μτφ. αβάσταγος, ανυπόφο- ανυπόφορος· καταστρεπτικός, ολέθριος· -ые условия ανυπόφορες συνθήκες· ~ые последствия ολέ- ολέθριες συνέπειες. II μτφ. φοβερός, καταπλη- καταπληκτικός, εξαιρετικός, μέγιστος. убийство, -а ουδ. φόνος, φονικό, σκότωμα· δολοφονία· - с целью ограбления φόνος και ληστεία μαζί* умышленное - φόνος προμελετη- προμελετημένος·, злодейское - στυγερά έγκλημα (φόνος). убийца, -Ы α. κ. θ. φονιάς· εγκληματίας· δολοφόνος· наёмный - πουλημένος δολοφόνος. убирание -Я ουδ. συγύρισμα, ευτρεπισμός· καλλωπισμός, στόλισμα. II αφαίρεη· μάζεμα. убирать(ся) р.δ. βλ. убрать(ся). убИТОСТЬ1, -И θ. αποκάμωμα, απαύδιση, τσά- τσάκισμα. убЙТОСТЬ2, -И θ. ταράτσωμα, πάτημα· - ДО- рОГИ τ-ο πάτημα του δρόμου. убИТЫЙ1επ. απο μτχ. 1 σκοτωμένος, φονευ- φονευμένος, νεκρός· СПИСОК -ЫХ И раненых κατάλο- κατάλογος νεκρών και τραυματιών. 2 καταπόνεμένος, αποκαμωμένος, τσακισμένος· απαυδισμένος. II εκφρ. бОГОМ - ανάπηρος το νου, βαρεμένος, παρμένος, λειψός, μωρός· молчать как - εί- είμαι αφωνότερος ιχθύος ή αρεοπαγίτου σιωπη- σιωπηλότερος, τηρώ άκρα σιωπή· спать Как -* κοι- κοιμούμαι σαν ψόφιος (βαθύν ύπνο). убЙТЫЙ2επ. απο μτχ. ταρατσωμένος, πατημέ- πατημένος, χτυπημένος. * убИТЬ ρ.σ.μ. 1 σκοτώνω, φονεύω· θανατώνω· χτυπώ· его -ЛИ на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο· охотник -ил два зайца о κυνηγός χτύ- χτύπησε δυο λαγούς· - из ружья σκοτώνω με το όπλο. 2 μτφ. αφανίζω, καταστρέφω· εξουθενώ- εξουθενώνω- διαλύω· - творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη· - надежды σκοτώνω (δια- (διαλύω) τις ελπίδες. II μαραζώνω· - торговлю μα- μαραζώνω το εμπόριο· она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε απο την άχαρη ζωή. II καταθλί- καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ- печальнЬе из- известие -ЛО её η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα. 3 καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ· χα- χαλώ· - МНОГО Денег ξοδεύω πολλά χρήματα· время σκοτώνω τον καιρό. 4 νικώ (για παι- παιγνιόχαρτα). 5 (απλ.) χτυπώ· ОН В больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο· - руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι. II εκφρ. - двух зайцев με μια τουφεκιά (μ' ένα σπάρο) δυο τρυγόνια· (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)· (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται). убЙТЬ2 ρ.σ.μ. 2 καρφώνω. 2 ταρατσώνω, πι- τακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές. убиться ρ.σ. 1 χτυπιέμαι θανατερά.2 μω-
убл 617 Убр λωπίζομαι, χτυπώ ελαφρά. ублаготворить р.σ.μ. (παλ) ικανοποιώ πλή- πλήρως · κάνω όλα τα χατήρια. II -СЯ ικανοποιού- ικανοποιούμαι πλήρως· μένω υπερευχαριστημένος· ГОСТИ -ЛИСЬ οι φιλοξενούμενοι έμειναν πλήρως ευ- ευχαριστημένοι. ублаготворятся) р.б. βλ. ублаготворйть- (ся). ублажать ρ.δ.μ. ικανοποιώ, ευχαριστώ. II -СЯ ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι. ублажить, ~жу, -жшпь р.σ.μ. βλ. ублажать. убЛЮДОК, -дка α. 1 διασταύρωση ζώων μη κα- καλής ράτσας. 2 μτφ. (απλ.) παλιάνθρωπος, προ- στυχάντζας. убЛЮДОЧНЫЙ επ. (απλ.) φαυλόβιος, αχρείος, πρόστυχος, κακοήθης, αλητήριος. убогий επ., βρ: убог, -а, -Ο σακάτης, ~ι- κος· ανάπηρος· - человек σακάτης άνθρωπος· -ЭЯ старушка σακάτικη γριούλα. II φτωχός,πέ- φτωχός,πένης, ενδεής, φουκαριάρης. II ελεεινός, ά- άθλιος, μίζερος, ευτελής, πεν ιχρός, φτωχικός · - ДОМ φτωχόσπιτο· ~ое Жилище ελεεινή, (ά- (άθλια) κατοικία. II μτφ. μηδαμινός, πενιχρός, γλίσχρος· ~ое воображение πενιχρή φαντασία· -ая ЖИЗНЬ πενιχρή και άχαρη ζωή. убОГОСТЬ, -И θ. πενιχρότητα· γλισχρότητα· - душевного мира πενιχρότητα του ψυχικού κόσμου. убожество, -а ουδ. 1 αναπηρία, σακατιλί- σακατιλίκι· κακοπλασία, κακοφυΊα. 2 ένδεια, φτώ- φτώχεια, ανέχεια, πενία. 3 άθλια (ελεεινή) όψη, ασχήμια. 3 μτφ. πενιχρότητα,γλισχρότητα· МЫСЛИ И чувств πενιχρότητα σκέψης και αι- αισθημάτων. убоина, -Ы θ. κρέας σκοτωμένου ή σφαγμέ- σφαγμένου ζώου. убой, -Я α. σκότωμα ή σφάζιμο ζώων. ΙΙεκφρ. посылать на - στέλλω στο σφαγείο (για θά- θάνατο)· кормить на - καλοθρέφω για σφάζιμο. убОЙНОСТЬ, -И θ. (στρατ.) η δραστικότητα (βλήματος, βόμβας, σφαίρας, πυρός κ.τ.τ.). убойный επ. 1 του σφαγείου· ~ пункт σφα- σφαγείο. II για σφάζιμο· - СКОТ ζώα για σφάζι- σφάζιμο (σφαγάρια). 2 (στρατ.) δραστικός· -ая сила ОСКОлка η δραστική δύναμη του θραύ- θραύσματος · -ая мощность артиллерийского огня η δραστικότητα του πυρός πυροβολικού· ору- оружие С большим -ым действием όπλο μεγάλης δραστικότητας· ~ ОГОНЬ δραστικό πυρ. 3(για μέλη σώματος) τρωτός, αδύνατος, ευπρόσβλη- ευπρόσβλητος. II εκφρ. - вес το βάρος καθαρισμένου σφαχτού (χωρίς εντόσθια, λίπος, δέρμα). убор, -а α. στολή, ενδυμασία. II (για χιό- χιόνι, πάχνη) πέπλος, άσπρο χαλί. II στολίδι, κόσμημα (σε ένδυμα ή στο κεφάλι). II ειδικά εζαρτήματα, σύνεργα. II εκφρ. ГОЛОВНОЙ - κα- καπέλο, πίλος. убористость, -И θ. πυκνή γραφή ή τύπωση· στρίμωγμα γραμμάτων ή λέξεων. убористый επ., βρ: -рист, -а, -о πυκνο- πυκνογραμμένος, πυκνοτυπωμένος. уборка, -И θ. 1 καθαριότητα, συγύρισμα, ευτρεπισμός· генеральная - γενική καθαριό- καθαριότητα. 2 συγκομιδή, μάζεμα· - урожая συγκο- συγκομιδή της σοδειάς. уборная, -ОЙ θ. 1 (παλ.) δωμάτιο καλλωπι- καλλωπισμού. II καμαρίνι ηθοποιού. 2 αφοδευτήριο, α- αποχωρητήριο. уборочный επ. της συγκομιδής, συλλεκτικός· -ые работы οι εργασίες συγκομιδής· -ая ма- машина συλλεκτική μηχανή· -ая кампания εξόρ- εξόρμηση συγκομιδής. II ουσ. ~ая θ. συγκομιδή ή περίοδος συγκομιδής. уборщик, -а α., ~ца, -Ы*в. καθαρ ιστής, κα- καθαρίστρια. убОЯТЬСЯ, убОЮСЬ, убОИШЬСЯ р.σ. (παλ.).φο- (παλ.).φοβούμαι. убранство, -а ουδ. στόλισμα· εξωραϊσμός, διακόσμηση· ~ зала το στόλισμα της αίθου- αίθουσας. II στολή, ενδυμασία· официальное - επί- επίσημη στολή· неофициальное ~ ανεπίσημη στολή. убрать, уберу, уберёшь, παρλθ χρ. убрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный^р: убран, -а κ. -а, -о р.σ.μ. 1 παίρνω· - СО стола παίρνω τα πιατικά κλπ. απο το τραπέζι (μετά το φαγητό). II βραχύνω, κοντεύω, μα- μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος- платье В талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση· - ПОДОЛ на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυ- ποδόγυρο κατά δυο πόντους. 2 αφαιρώ, βγάζω, περι- περικόπτω, απορρίπτω (απο κείμενο, έργο κ.τ.τ.). || διώχνω, εκδιώκω· -ЙТе его ИЗ комнаты πάρτε τβν (βγάλτε τον) έξω απο το δωμάτιο. II παίρ- παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω. 3 συγκο- συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω· - вес хлеб С полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι απο τα χωράφια. 4 βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταμα- σταματώ τη λειτουργία· - вёсла βγάζω τα κουπιά·- Паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους). 5 τοπο- τοποθετώ, βάζω· - бумаги р ЯЩИК παίρνω τα χαρ- χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι. II μαζεώ, περι- περιστέλλω· убери твоё брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να πε- περάσω. II συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει· - все слова В одну строчку συμπεριλαβαίνω ό- όλες τις λέξεις σε μια σειρά. 6 (απλ.) τρώ- τρώγω, κατεβάζω· за троих - суп για τρεις θα φάω σούπα. 7 τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω· - постель συγυρίζω το κρεβάτι· - комнату συγυρίζω το δωμάτιο. II (παλ.) στο- στολίζω· καλοντύνω· λουσάρω. 8 καλλωπίζω, κο- κοσμώ. II -СЯ 1 φεύγω, αναχωρώ· ОН -ЛСЯОТСГО-
уве да αυτός έφυγε απ' εδώ. 2 τελειώνω· вовремя - С сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορ- τοκοπή. 3 συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευ- διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι. 4 στολίζομαι, καλο- ντύνομαι, λουσάρομαι· καλλωπίζομαι. 5 χωρώ, σνμπεριΛαβα'ινομαι· все СЛОВа -ЛЙСЬ В ОДНУ строчку όλες οι λέξεις συμπεριλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή). убрести, убреду, убредёшь, παρλθ. χρ. убрёл, убрела, -ло, μτχ. παρλθ, χρ. убред- ший ρ.σ. φεύγω αργά· он убрёл далеко за го- город αυτός έφυγε μακριά село την πόλη. убродиться? -ожусь, -одишься ρ.σ. (απλ.)· κουράζομαι απο το- πολύ βάδισμα· -ЛИСЬ пут- ники κουράστηκαν οι οδοιπόροι. убродитьСЯ2ρ.σ. (απλ.) ζυμώνομαι, παθαίνω ζύμωση, βράζω. убрус, ~а α. (παλ. κ. διαλκ.) κεφαλομά- ντηλο. убухать р.σ.μ. (απλ.) ξοδεύω, δαπανώ. убывание, -я ουδ. βλ. убыль. убывать р.δ. βλ. убыть. убЫЛЬ, -И θ. 1 μείωση, ελάττωση, λιγόστε- μα. 2 βλ. убыток. II εκφρ. на ~ ИДТИ (ПОЙТИ) βλ. убыть A σημ.). убыстрение, -я ουδ. βλ. ускорение. убыстрить(ся) ρ.σ. βλ. ускорить(ся). убыстрять(ся) ρ.δ. βλ. ускорить(ся). УбЫТОК, -ТКа α. απώλεια, χάσιμο, φθορά, ζημιά, βλάβη· НвСТИ (Потерпеть) - ζημιώνο- ζημιώνομαι, βλάπτομαι· продавать без ~тка πουλώ με το αζημίωτο· продавать С -ТК0М πουλώ με ζη- ζημία. II εκφρ. В -тке быть (находиться) ζημι- ζημιώνομαι, βγαίνω ζημιωμένος. УбЫТОЧНОСТЬ, ~И θ. ζημιά, έλλειμμα, χα- χασούρα. убыточный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО επι- επιζήμιος, ασύμφορος, ακερδής, ανεπικερδής, α- απρόσφορος . УбЫТЬ, убуду, убудешь, παρλθ. χρ. убЫЛ, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. убывший ρ.σ. 1 λι- λιγοστεύω, μειώνομαι, ελαττώνομαι. 2 φεύγω· διαγράφομαι (απο τον κατάλογο, σώμα κ. τ. τ.)· - В Отпуск φεύγω σε άδεια. II εκφρ. не убудет КОГО (απλ.) δε θα συμβεί κανένα κα- κακό, δε θα πάθει τίποτε. уважаемый επ, απο μτχ. αξιότιμος· σεβα- σεβαστός· - ГОСПОДИН! αξιότιμε κύριε! уважать ρ.δ.μ. 1 σέβομαι, εκτιμώ· υπολή- πτομαι· - стариков σέβομαι τους γέροντες· - ЧЬИ-Н. заслуги εκτιμώ τις υπηρεσίες κά- κάποιου. 2 (απλ.) αγαπώ, γουστάρω, προτιμώ. II εκτιμιέμαι, υπολήπτομαι, είμαι σεβαστός. уважение, -Я ουδ. 1 εκτίμηση, σεβασμός, υπόληψη. 2 (απλ.) επιείκεια, συγκατάβαση, уважительность, -И θ. σεβασμός, εκτίμηση. уважительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 σοβαρός, σπουδαίος- -ая причина σοβαρή αι- αιτία- - ДОВОД σοβαρό επιχείρημα. 2 σεβαστός, σεβάσμιος- σεπτός. 3 (απλ.) με σεβασμό με εκτίμηση. уважить ρ.σ. 1 μ. ικανοποιώ· εκτελώ, εκ- πληρώ, κάνω τη χάρη κάποιου. 2 σέβομαι, υ- υπολήπτομαι, εκτιμώ. увал, -а α. 1 γηλοφοσειρά. 2 (διαλκ.) ε- επιμήκης λακκούβα, ροδιά (απο τροχό). увалень, -льня α. άγαρμπος· δυσκίνητος άνθρωπος. уваливать1 ρ.δ. βλ. увалить. II ~ся ι κλί- κλίνω, γέρνω. 2 αποκλίνω, παρεκκλίνω, εκτρέπο- εκτρέπομαι. уваливать* ρ. δ. βλ. увалять. II -ся βλ. уваляться. увалистый επ., βρ: -лист, -а, -о. 1 με λοφοσειρές. 2 άγαρμπος· δυσκίνητος. увалить, -алга, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уваленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 (απλ.) κλίνω, γέρνω, κάνω να κλίνει,να γέρ- γέρνει· - СКИрД γέρνω τη θημωνιά. 2 επικαλύ- επικαλύπτω, επισκεπάζω. 3 αποκλίνω, παρεκκλίνω,ε- παρεκκλίνω,εκτρέπω. увалка, -И θ. συμπίεση· κύλιση. увалъность, -и θ. (ναυτ.) στροφή σκάφους με τον άνεμο (χωρίς το τιμόνι). увальчивость, -и θ. βλ. увальность. увалять р.σ.μ. 1 πιλώ, ίυμπιλώ. 2 απλώνω, ανοίγω το ζυμάρι (με τον πλάστρη)· κύλιση. 3 (απλ.) λερώνω- - Пальто В грязи λασπώνω το πανωφόρι. II -СЯ 1 συμπιλούμαι. 2 ανοίγομαι, απλώνομαι (για ζυμάρι). увар, ~а α. βλ. уваривание. уваривание, -я ουδ. 1 τέλεια βράση.II βρά- βράσιμο για μερική εξάτμιση. уваривать(ся) ρ.δ. βλ. уварить(ся). уварЙТЬ, уварю, уваришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уваренный, βρ: -рен, ~а, -ο ρ.σ.μ. 1 βράζω εντελώς, καλοβράζω· βράζω για να εξα- εξατμιστεί ένα μέρος- - ЩИ βράζω παραπάνω τη λαχανόσουπα (για να λιγοστέψει ο ζωμός)· сироп βράζω ακόμα το σιρόπι (για να πήξει). уварка, -И θ. πλήρης βράση, καλοβράσιμο. уведомитель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. πληροφο- πληροφοριοδότης, -τρία, αγγελιοδότης, -τρία. уведомительный επ. πληροφοριακός, ειδο- ποιητικός, -τήριος, αγγελτήριος, уведомить, -МЛГО, -МИШЬ ρ.σ.μ. πληροφορώ, ειδοποιώ, μηνώ. уведомление, -Я ουδ. 1 πληροφόρηση, ειδο- ποίση. 2 ειδοποιητήριο, αγγελτήριο. уведомлять р.δ. βλ. уведомить. II -ся πλη- πληροφορούμαι, ειδοποιούμαι. увезти, увезу, увезёшь, παρλθ. χρ. увёз,
уве 619 уве увезла, -Л0, μτχ. παρλθ. χρ. увёзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увезённый, βρ: -зён, -зена, -зено р.σ. μ-, 1 μεταφέρω (με μεταφορικό μέ- μέσο)* -ЛИ детей на Дачу μετέφεραν τα παιδιά στην έπαυλη· вещи -ЛИ На вокзал τα πράγματα τα μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό. II φεύ- φεύγοντας παίρνω μαζί μου· ОН увёз свой чемо- чемодан αυτός φεύγοντας πήρε τη βαλίτσα του. 2 κλέβω, παίρνω- ночью -ли дрова из сарая τη νύχτα μας πήραν τα καυσόξυλα απ την αποθή- αποθήκη. 3 απάγω, αρπάζω και φεύγω- Парис увёз красавицу Елену о Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη. увековечение, -Я ουδ. διαιώνιση, αποθανά- τιση- - памяти героя αποθανάτιση της μνή- μνήμης του ήρωα. увековечивать(ся) ρ.δ. βλ. увековёчить- (ся). увековечить р.σ.μ. 1 αποθανατίζω. 2 διαι- διαιωνίζω. II -СЯ 1 αποθανατίζομαι. 2 διαιωνίζο- διαιωνίζομαι. увеличение, -Я ουδ. μεγάλωμα, αύξηση, με- μεγέθυνση· - ДОХОДОВ, αύξηση των εσόδων - пред- предмета μεγέθυνση του αντικειμένου. увеличиваться) ρ.δ. βλ. увеличить(ся). увеличитель, -я α. βλ. фотоувеличитель. увеличительный επ. μεγεθυντικός· -ая лин- линза или стекло μεγεθυντικός φακός- -ые суф- суффиксы μεγεθυντικά επιθέματα. увеличить, -чу, -чишь р.σ.μ. 1 μεγαλώνω, αυξαίνω, αναπτύσσω· μεγεθύνω· - производи- производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της εργασίας- - ЧИСЛО ВОЙСК αυξαίνω τη δύ- δύναμη του στρατού- микроскоп -ил предаёт το μικροσκόπιο μεγέθυνε το αντικείμενο- - тре- ВОгу μεγαλώνω το φόβο- - опасность μεγαλώνω τον κίνδυνο. II -СЯ αυξαίνω, -ομαι, ανα- αναπτύσσομαι, μεγαλώνω- μεγεθύνομαι- заработок его -ЛСЯ οι αποδοχές του αυξήθηκαν- ПОД МИ- кроскешом предмет -лея με το μικροσκόπιο το αντικείμενο μεγεθύνθηκε- опасность -лея о κίνδυνος μεγάλωσε. увенчание, -я ουδ. βλ. венчание. увенчать(ся) р.σ. βλ. венчать('ся). увёнчивать(ся) р.δ. βλ. венчать(ся). уверение, -Я ουδ. διαβεβαίωση- - В друж- бе διαβεβαίωση φιλίας (πίστης στη φιλία)· - В ЛГОбВИ διαβεβαίωση αγάπης (πίστης στην α- αγάπη)· я не верю -ям δεν πιστεύω στις δι- διαβεβαιώσεις . уверенно επίρ. σίγουρα, με σιγουριά, με βεβαιότητα, με πίστη, με πεποίθηση. уверенность, -И θ. πίση, πεποίθηση,βεβαι- πεποίθηση,βεβαιότητα, σιγουριά- - В победе πίστη στη νίκη- - В себе αυτοπεποίθηση- В ПОЛНОЙ -И με πλήρη πεποίθηση- С большой ~ЬЮ με μεγάλη πεποίθηση. уверенный επ. απο μτχ. 1 σταθερός, σίγου- σίγουρος, αταλάντευτος, ακλόνητος· -ая походка σταθερό βάδισμα· -ая рука σταθερό χέρι· - ГОЛОС σταθερή φωνή. \ί πεποισμένος, βέβαιος- Я -рен είμαι πεποισμένος (βέβαιος)· -рен в себе είμαι σίγουρος, με πίστη στον εαυτό μου· - ответ σίγουρη απάντηση. II εκφρ. будь -рен να είσαι σίγουρος (βέβαιος). уверительный επ. διαβεβαιωτικός·-ое ПИСЬ- ПИСЬМО διαβεβαιωτική επιστολή. уверить, -рю, -риШЬ, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. уверенный, βρ: -рен, -а, -о р.σ. διαβεβαι- διαβεβαιώνω· πείθω· - в искренности намерений δια- διαβεβαιώνω για την ειλικρίνεια των σκοπών- - в своей правоте πείθω για το δίκιο μου· ОН -ил его, что... αυτός τόν έπεισε ότι.... II εκφρ. смею вас - έχω το θάρρος να σας διαβεβαιώσω. II -СЯ βεβαιώνομαι, πείθομαι· - В увёреННОСТЬИ друга είμαι βέβαιος για την αφοσίωση του φίλου. увернуть р.σ. 1 (περι)τυλίγω· κουκουλώνω- - ребёнка В одеяло τυλίγω το παιδάκι στην κουβέρτα. 2 λιγοστεύω· ξεστρίβω· - фитиль В лампе λιγοστεύω το φιτίλι της λάμπας. II -СЯ τυλίγομαι, κουκουλώνομαι. II αποφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω· - ОТ удара αποφεύγω το χτύπημα. II μτφ. υπεκφεύγω· στρεψιδικώ· - ОТ прямого ответа αποφε«γω να απαντήσω ναι ή ό- όχι (ξεκάθαρα). уверовать, -рую, -руешь ρ.σ.(γραπ. λόγος) πιστεύω, πείθομαι· - В Вашу ИСТИННОСТЬ πι- πιστεύω στην ειλικρίνεια σας. уверстать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увёрстанный, βρ: -тан, -а, -о (τυπγρ.) συ- μπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσουν (τα γράμμα- γράμματα) στη σειρά, στη σελίδα· σελιδοποιώ. II -СЯ χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι. увёрстывать(ся) ρ.δ. βλ. уверстать(ся). увёртка, -И θ. υπεκφυγή, περ ιστροφή,στρε- ψοδικία· говорить прямо, без -ток μιλώ ξε- ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές. увёртливость, -И Θ.1 επιδεξιότητα, επιτηδει- ότητα, . ευστροφία. 2 πονηριά, δολιότητα. увёртливый επ., βρ: -лив, -а, -О. 1 επι- επιδέξιος, επιτήδειος, εύστροφος· σβέλτος. 2 πονηρός, δόλιος, πανούργος. увёртывать(ся) ρ.δ. βλ. увернуть(ся). *увертюра, -Ы θ. ουβερτούρα, μουσική προα- νάκρουση. уверять(ся) ρ.δ. βλ. увёрить(ся). увеселение, -Я ουδ. 1 διασκέδαση, ψυχαγω- ψυχαγωγία, αναψυχή. 2 γλέντι· массовые -Я μαζικά γλέντια. увеселитель, -Я α. ψυχαγωγός, διασκεδαστής. увеселительный επ. διασκεδαστικός, ψυχα-
уве 620 увл γωγικός· -ая прогулка διασκεδαστικός περί- περίπατος· ~ые заведения κέντρα διασκέδασης. увеселить р.σ. βλ. увеселять. увеселять р.δ.μ. διασκεδάζω, ψυχαγωγώ. II -СЯ διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι. увесистость, -И θ. βάρος, βαρύτητα. увесистый επ., βρ: -сист, -а, -о. 1 βα- βαρύς· - камень βαριά πέτρα. 2 μτφ. δυνατός, ισχυρός· - удар γερό χτύπημα (κόλαφος)· -ая Пощёчина δυνατός μπάτσος. увёсить(ся) ρ.σ. βλ. увёшать(ся). увести, уведу уведёшь, παρλθ. χρ. увёл, увела, ~ло, μτχ. παρλθ. χρ. уведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уведённый, βρ: ~дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. уведя р.σ.μ. 1 μεταφέρω, οδηγώ, πηγαίνω· - Детей ДОМОЙ πηγαίνω τα παιδιά στο σπίτι. II βγάζω, οδηγώ· след увёл меня далеко на реку τα Ίχνη (ο τορός) με έ- έβγαλε μακριά στο ποτάμι. II μτφ. αποσπώ, τρα- τραβώ, έλκω, παρασύρω· его образ увёл моё воо- воображение далеко В прошлое η μορφή του τρά- τράβηξε τη φαντασία μου μακριά στο παρελθόν. 2 κλέβω, παίρνω· на ДНЯХ -ли нашу корову αυ- αυτές τις μέρες μας πήραν τη αγελάδα μας. увёт, ~а α. (παλ.) βλ. увещание. увеТЛИВОСТЬ, -И θ. (παλ. κ. απλ.) τρυφε- τρυφερότητα· θελκτικότητα, ελκυστικότητα. уветливый επ., βρ: -лив, -а, -Ο (παλ. κ. απλ.) τρυφερός· θελκτικός, ελκυστικός.. увёчИТЬ р.δ.μ. σακατεύω, μισερεύω, αναπη- ρώ, κάνω ανάπηρο· ακρωτηριάζω· - руку κου- λαίνω· - НОгу κουτσαίνω, χωλαίνω· - себе Палец κόβω το δάχτυλο μου. II -СЯ σακατεύο- σακατεύομαι, γίνομαι ανάπηρος. увечный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно (παλ.) ανάπηρος, σακάτης, -τέμενος, μι.σερός.ΙΙ ουσ. ανάπηρος κλπ. επ. увечье, -я, γεν. πλθ. -чий, δοτ. -чьям, ουδ. αναπηρία, σακάτεμα, -τιλίκι· ακρωτηρί- ακρωτηρίαση , -σμός. увешать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увё- шанный, βρ: -шан, -а, -О καλύπτω, σκεπάζω με κρεμασμένα αντικείμενα· - стену картина- МИ καλύπτω τον τοίχο με αναρτημένες εικό- εικόνες. II -СЯ καλύπτομαι, σκεπάζομαι με κρε- κρεμασμένα αντικείμενα. увёшивать(ся) ρ,δ. βλ. увёшать(ся). увещание, -Я ουδ. συμβουλή, ορμήνεια,νου- ορμήνεια,νουθεσία· παραίνεση. увещатель, -Я α. (παλ.) συμβουλευτής, ορ- μηνευτής· νουθετητής, παραινέτης. увещательный επ. (γραπ. λόγος) συμβουλευ- συμβουλευτικός, παραινετικός. увещать р.δ.μ. συμβουλεύω, ορμηνεύω· νου- νουθετώ, παραινώ. увещевание, -я ουδ. βλ. увещание. увещеватель, -я α. (παλ.) βλ. увещатель. увещевательныйгп. (παλ.) βλ. увещатель- увещательный. увещевать ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος) βλ. уве- увещать. увивать р.δ. βλ. увить. II-ся 1 βλ. увить- увиться. 2 στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω, περιφέρο- περιφέρομαι. II ερωτεύομαι, κόβομαι. 3 περιτυλίγομαι. увидать(ся) ρ.σ. βλ. увйдеть(ся). увидеть р.σ. 1 βλ. видеть A σημ.). 2 κα- καταλαβαίνω, εννοώ. || παρασταίνω, φαντάζομαι. ||·'συναντώ. II εκφρ. увидим или поживём-уви- поживём-увидим θα δούμε· αν θα ζήσομε, θα δούμε (στο μέλλον θα φανεί). II -СЯ βλέπομαι, συναντιέ- μαι· МЫ СНОВа -ИМСЯ πάλι θα ιδωθούμαι. увиливать р.δ. βλ. увильнуть. УВИЛЬНУТЬ р.σ. 1 αποφεύγω (συνάντηση, σύ- σύγκρουση)· ξεφεύγω. 2 μτφ. αποφεύγω· -ОТ ΟΤ- вётствеННОСТЬ αποφεύγω την ευθύνη·-ОТ ра*- 60ТЫ αποφεύγω τη δουλειά· - ОТ ответа απο- αποφεύγω να απαντήσω. *увиолевый επ. που επιτρέπει το πέρασμα υ- υπεριωδών ακτινών -ОЭ стекло γυαλί που επι- επιτρέπει το πέρασμα των υπεριωδών ακτινών. УВИТЬ р.σ.μ. 1 περιτυλίγω. 2 καλύπτω,σκε- καλύπτω,σκεπάζω (για βλάστηση). 3 πηνίζω, καρουλιάζω, μασουρίζω, καλαμίζω. II -СЯ 1 περιτυλίγομαι. 2 πηνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. увлажать(ся) р.δ. βλ. увлажить(ся). увлажить (ся) р. σ. (παλ.) βλ.<*увлажнйть(ся). увлажнение, -Я ουδ. ύγρανση, νότισμα·μού- σκευμα, εμπότιση. увлажнитель, -Я α. συσκευή υγραντική. увлажнительный επ. υγραντικός· -ая машина υγραντική μηχανή. увлажнить, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увлажнённый, βρ: -нён, -нена, -нею υ- υγραίνω, μουσκεύω· εμποτίζω. II -СЯ υγραίνο- υγραίνομαι, μουσκεύω, εμποτίζομαι. увлажнять(ся) ρ.δ. βλ. увлажнйть(ся). увлекательность, -И θ. ελκυστικότητα· τρά- τράβηγμα· συναρπαγή· - рассказа η ελκυστικότη- ελκυστικότητα του διηγήματος. увлекательный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ελκυστικός, ενδιαφέρων -ая книга ελκυστικό βιβλίο· -ые игры ενδιαφέροντα παιγνίδια· разговор ενδιαφέρουσα συνομιλία· Очень - συναρπαστικός. увлекать(ся) ρ.δ. βλ. увлёчь(ся). увлекающийся επ. απο μτχ. 1 συναρπαζόμε- νος· - юноша συναρπαζόμενος νεολαίος. 2 ε- ρωτΰλος, -τιάρης. увлечение, -Я ουδ. 1 έλξη, τράβηγμα, σύρ- σύρσιμο. 2 ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, γκάρδιωμα. 3 αφοσίωση, απορρόφηση, επίδοση, προσήλωση. 4 ερωτοληψία, ερωτιά, έρωτας· ερωτοδουλιά.
увл 621 увлечённо επίρ. ένθερμα, με ζήλο, ψυχωμένα. увлечённость, ~и θ. βλ. увлечение Οσημ.). увлечённый επ. απο μτχ. ένθερμος, ενθου- ενθουσιώδης· ζηλωτής· ψυχωμένος. увлечь, увлеку, увлечёшь, увлекут, παρλθ. χρ. увлёк, увлекла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увлечённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ. μ. 1 τραβώ, σύρω, έλκω· βγάζω, εξάγω· II πα- παρασύρω. 2 μτφ. απορροφώ, απασχολώ ολοκλη- ολοκληρωτικά. II μτφ. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σα- σαγηνεύω. 3 μτφ. ερωτεύομαι. II -СЯ 1 έλκομαι, τραβιέμαι. 2 επιδίδομαι ολόψυχα, αφοσιώνο- αφοσιώνομαι, απορροφούμαι. II ενθουσιάζομαι. 3 ερω- ερωτεύομαι . УВОД, -а α. μεταφορά, μετακίνηση· πάρσιμο· - раненых μεταφορά των τραυματιών. || απαγω- απαγωγή, κλέψιμο (χωρίς τη συγκατάθεση των γονέ- γονέων). II (τεχ.) μετατόπιση, παρέκκλιση, ξέ- φευγμα (απο την κανονική θέση). уводить, увожу, уводишь р.δ. βλ. увести. II -СЯ μεταφέρομαι, μετακινούμαι· οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. УВОЗ, -а α. μεταφορά (με μεταφορικό μέσο). II εκφρ. жениться -ом (παλ.) παντρεύομαι με κλέψιμο της νύφης· κλέβω τη νύφη. увозить1, увожу, увозишь р.δ. βλ. увезти. II ~СЯ μεταφέρομαι (με μεταφορικό μέσο). УВОЗИТЬ2, увожу, увозишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увоженный, βρ: -жен, ~а, -о р.σ.μ.(παλ.) καταλερώνω, καταλεκιάζω. II -СЯ καταλερώνο- μαι, καταλεκιάζομαι. уволакивать(ся) ρ.δ. βλ. уволочь(ся). УВОЛИТЬ ρ.σ.μ. 1 απολύω, διώχνω- αποστρα- αποστρατεύω· αποβάλλω· - С работы απολύω απο τη δουλειά· - В запас αποστρατεύω· - ИЗ ШКОЛЫ αποβάλλω απο το σχολείο. 2 απαλλάσσω·уволь- απαλλάσσω·увольте меня ОТ ЛИШНИХ ХЛОПОТ απαλλάζτε με απο τις περίσσιες φροντίδες. II -СЯ απολύομαι· αποστρατεύομαι· αποβάλλομαι κλπ. р.. ενεργ. φ. уволочить(ся) ρ.σ. (απλ.) βλ. уволочь(ся). уволочь, -локу, -лочёшь, -локут, παρλθ. χρ. увоЛОк, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уволочённый, βρ: -чён, -чена, -чено κ. уво- уволоченный, βρ: -чен, -а, -о о.σ.μ. .σέρνω, σύ- σύρω, τραβώ, μετακινώ σέρνοντας. II μεταφέρω κάποιον βίαια. II (απλ.) κλέβω· αρπάζω και φεύγω. II -СЯ σέρνομαι, σύρομαι (βαδίζω, πη- πηγαίνω με δυσκολία). увольнение,-Я ουδ. απόλυση, διώξιμο· απο- αποστράτευση· αποβολή (απο εκπαιδ. ίδρυμα). II εκφρ. получить - παίρνω στρατιωτικό απολυ- απολυτήριο. увольнительный επ. 1 της απόλυσης· της α- αποστράτευσης · της αποβολής· -ое свидетель- свидетельство απολυτήριο έγγραφο. 2 ουσ. -ая θ. το στρατιωτικό απολυτήριο. уга увольнять(ся) ρ.δ. βλ. уволить(ся). уворовать р.σ.μ. κλέβω. уворовывать р.δ.μ. κλέβω. *увраж, -а α. μεγάλο καλλιτεχνικό έργο. уврачевание, -я ουδ. (παλ.) θεραπεία, γιά- τρεμα, γιατριά. уврачевать, -чую, -чуешь р.σ.μ. (παλ.) θε- θεραπεύω, γιατρεύω· - рану γιατρεύω την πλη- πληγή. II -СЯ θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. II μτφ. λυτρώνω, απαλλάσσομαι. "увулярный επ. (γλωσ.) ουρανισκόφωνος· -ые согласные ουρανισκόφωνα σύμφωνα. . , увы επιφ. αλίμονο, ουαί, δυστυχία μου. II εκφρ. увы И ах βλ. το λήμμα увы. увядание, -Я ουδ. μάραμα, μάρανση, -μός. увядать р.δ. βλ. увянуть. УВЯДШИЙ επ. απο μτχ. (κυρλζ. κ. μτφ.) μα- μαραμένος · μαραζωμένος· -ие ЛИСТЬЯ μαραμένα φύλλα· -Ие Щёки μαραμένα μάγουλα. увязать1, увяжу, увяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увязанный, βρ: -зан, -а, -ο ρ.σ.μ.1 δέ- δένω, δεματιάζω, κάνω δέμα· συσκευάζω. II πε- ριδένω· περιτυλίγω. 2 μτφ. συνδέω· συνδυά- συνδυάζω· - теорию С практикой συνδυάζω τη θεω- θεωρία με την πράξη. II -СЯ 1 δένομαι· δεμα- τιάζομαι, γίνομαι δέμα· συσκευάζομαι· вещи хорошо -ЛИСЬ τα πράγματα καλά δέθηκαν. 2 μτφ. κολλώ, προσκολλιέμαι, πηγαίνω κοντά, α- ακολουθώ κατά πόδι· собака -лась за нами το σκυλί μας κόλλησε, μας πήρε στο κοντό. 3 συνδυάζομαι. увязать2, -аго, -аешь р.δ. βλ. увязнуть. УВЯЗИТЬ, -ЗЙШЬ р. σ. μ. (απλ.) βουλιάζω. II -СЯ βουλιάζω. увязка, -И θ. 1 δέσιμο, συσκευασία· δεμά- τιασμα· - вещей το δέσιμο των πραγμάτων «СНОПОВ δέσιμο των δεματιών, δεμάτιασμα. 2 συνδυασμός· - теории С практикой συνδυασμός θεωρίας και πράξης. увязнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. увяз, -Ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. УВЯЗШИЙ к. УВЯЗ- нувший р.σ. βουλιάζω, βυθίζομαι· - В грязи βουλιάζω στη λάσπη. II μτφ. κυριεύομαι, κα- κατέχομαι· '- в пессимизме βουλιάζω στον πεσι- μισμό. увязывание, -я ουδ. βλ. увязка. увязывать(ся) ρ.δ. βλ. увязать(ся). увялый επ. (παλ.) βλ. увядший. увянуть, -ну, -нешь, -пархе. χρ. увял,-ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. УВЯДШИЙ к. увянувший р.σ. βλ. вянуть. угадать р.σ. Ι μαντεύω, προεικάζω· προ- προβλέπω· προγινώσκω· - μαντεύω τι καιρός θα κάνει. II κάνω διάγνωση· ОН -ал его характер αυτός διέγνωσε, το χαρακτήρα του. 2 μ. (απλ.) αναγνωρίζω· Я не -ал его δεν τον ανεγνώρι-
уга 622 утл σα. 3 (απλ.) βρίσκομαι τυχαία κάπου· πέφτω. 4 (απλ.) βρίσκω, πετυχαίνω (για στόχο). 5 (απλ.) ευχαριστώ, ικανοποιώ. угаДЧИК, ~а α., -Ца, -Ы θ. μάντης, -ισσα, προγνώστης, προφήτης. угаДЫВание, -Я ουδ. μάντευμα, προεικασία. угадывать ρ.δ. βλ. угадать (ι σημ.). II ~ся 1 μαντεύω, προεικάζω. 2 μόλις διακρίνομαι ή γίνομαι λίγο αισθητός. угар? ~а α. 1 διοξείδιο του άνθρακα.2 δη- δηλητηρίαση απο διοξείδιο του άνθρακα. 3 μτφ. παράφορα, έξαψη· В ~е Страстей στην έξαψη παθών ЛЮбОВНЫЙ ~ η φλόγα της αγάπης· ПЬЯН- НЫЙ - παραζάλη μέθης. угар^ -а α. μείωση του βάρους με τη θέρ- θέρμανση. угарно επίρ ως κατηγ. υπάρχει διοξείδιο· В комнате - στο δωμάτιο υπάρχει διοξείδιο του άνθρακα. угарный"^., βρ: -рен, -рна, -рно του δι- διοξειδίου του άνθρακα· - запах η μυρουδιά του διοξειδίου του άνθρακα. II που περιέχει διοξείδιο του άνθρακα· ~ ВОЗДУХ αέρας με δι- διοξείδιο του άνθρακα. II μτφ. παράφορος, ακρά- ακράτητος, αχαλίνωτος, έξαλλος φρενήρης. II εκφρ. - Газ μονοξείδιο του άνθρακα. угарный5^, που αποβάλλει πολύ βάρος με τη θέρμανση. угасание, -Я ουδ. σβήσιμο, σβέση. II μτφ. εξασθένιση, αδυνάτισμα· - СИЛ εξασθένιση των δυνάμεων. угасать р.δ. βλ. угаснуть. угасить, угашу, угасишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. угашенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. βλ. гасить. угаснуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. угас, ~ла, ~ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. угасший κ. угаснувший р.σ. 1 βλ. гаснуть. 2 αργοπεθαίνω, σβήνω. II παρέρχομαι· день угас η. μέρα έσβησε (νύχτω- (νύχτωσε). угашать(ся) р.δ. βλ. угасить. угибать(ся) ρ.δ. βλ. угнуть(ся). углаДИТЬ р.σ.μ. (απλ.) ομαλύνω, ισώνω, ι- ισοπεδώνω. углаживать ρ.δ. βλ. угладить. || -ся ομα- λύνομαι, ισάζω, ισοπεδώνομαι. угластый επ,,.βρ: -ласт, -а, -о γωνιώ- γωνιώδης, με εξέχουσες γωνίες· ανώμαλος. углевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно αν- θρακοειδής. УГЛевОДНЫЙ επ. υδατανθρακικός. углеводородный επ. υδρογονανθρακικός· -ые соединения υδρογονανθρακικές ενώσεις. углеводороды, -ов πλθ. (ενκ. -род, -а α.) υδρογονάνθρακες. углеводы, -0Β πλθ. (ενκ. -ВОД, ~а α.) υ- υδατάνθρακες. углевоз, ~а α. 1 (παλ.) καρβουνοκουβαλη- τής. 2 σκάφος ανθρακοφόρο. угледобывающий επ. απο μτχ. της εξόρυξης άνθρακα· -ая машина μηχανή εξόρυξης άνθρακα. углежжение, -Я ουδ. ανθράκωση, ανθρακο- ποίηση· κατασκευή ξυλανθράκων. углежог, -а α. ανθρακέας, καρβουνιάρης. углекислота, -Ы θ. υγρό διοξείδιο άνθρακα. углекислый επ. ανθρακικός, -κούχος· -ые СОЛИ ανθρακικά άλατα· - газ μονοξείδιο του άνθρακος· - калий ανθρακικό κάλι. углекоп, -а α. (παλ.) ανθρακωρύχος. угленакоплёние, -Я ουδ. ανθρακοποίηση, ο σχηματισμός ανθρακοφόρων στρωμάτων. углеНОСНОСТЬ, -И θ. περιεκτικότητα σε κάρ- κάρβουνο ενός τόπου. угленосный επ. ανθρακοφόρος. углепогрузочный επ. ανθρακοφορτωτικός· -ая машина ανθρακοφορτωτική μηχανή. углеподатчик, ~а α. ανθρακομεταδότης (σι- (σιδηροδρομικής ατμομηχανής). углепромышленность, -И θ. ανθρακοβιομηχα- νία. углепромышленный επ. ανθρακοβιομηχανικός. углерод, -а α. (χημ.) άνθρακας. углеродистый επ. ανθρακούχος· -ое СОеДИ- нёние ανθρακούχα ένωση. углеродный επ. ανθρακικός. угловатость, -И θ. το ακανόνιστο, ανωμα- ανωμαλία, το ανισόπεδο. угловатый επ., βρ: -ват, -а, -о. 1 βλ. угластый. II γωνιώδης. 2 μτφ. ανώμαλος, ακα- ακανόνιστος· ανισόπεδος. II άγαρμπος· απότομος. II ντροπαλός, συνεσταλμένος, συσταζούμενος· αθάρευτος. углевой επ. 1 γωνιαίος, γωνιώδης· γων ιο- ειδής. 2 γωνιακός· - магазин γωνιακό μαγα- μαγαζί* - ДОМ γωνιακό σπίτι, II εκφρ. - удар γω- γωνιακό χτύπημα, κόρνερ. углозубые, -ЫХ πλθ. τα μηκόδοντα (ζώα). угломер, -а α. γωνιόμετρο. угломерный επ. γωνιομετρικός. уГЛубЙТЬ, -бЛЮ, ~6ЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. углублённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. 1 βαθύνω, -αίνω, εμβαθύνω· - ВСПашку βαθαίνω το όργωμα· - канаву βαθαίνω το χα- χαντάκι. 2 μτφ. εισχωρώ βαθιά στο νόημα. 3 χώ- χώνω, μπήγω βαθιά· βυθίζω· - сваю μπήγω βαθιά τον πάσσαλο. II -СЯ 1 βαθύνω, -ομαι, εμβα- θΰνομαι. '2 μτφ. οξύνομαι· кризис -ЛСЯ η κρί- κρίση βάθυνε πιο πολύ. 3 βυθίζομαι, ποντίζο- ποντίζομαι· βουτώ. || μτφ. αφοσιώνομαι πλήρως, προ- προσηλώνομαι, απορροφούμαι· - В воспоминания βυθίζομαι στις αναμνήσεις· - В себя αφοσιώ- αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου).
угл 623 уго утлубка, -и θ. βλ. углубление (ι σημ.). углубление, -Я ουδ. 1 βάθυνση, βάθεμα, εμ- εμβάθυνση· - русла реки βάθεμα της κοίτης του ποταμού· μπήξιμο, βύθιση- - сваи μπήξιμο πιο βαθιά του πάσσαλου. 2 βαθύτερη διείσδυση στο νόημα. 3 όξυνση· - противоречий μεγαλύτερη όξυνση των αντιθέσεων. 4 βαθούλωμα, λακκιά, λάκκος. II τα ύφαλα. углублённость, -И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) βά- βάθος, βαθύτητα. углублённый επ. απο μτχ. 1 βαθύς· βαθου- λός. 2 μτφ. εμβριθής, βαθυστόχαστος· -ое Изучение истории βαθιά μελέτη της ιστορί- ιστορίας. 3 μτφ. αφοσιωμένος, προσηλωμένος, απορ- απορροφημένος. углублять(ся) ρ.δ.βλ. углубйть(ся) углядеть ρ.σ. 1 μ. βλέπω, κοιτάζω- παρα- παρατηρώ. 2 μτφ. επιβλέπω· - имения επιβλέπω τα κτήματα. угнать р.σ. 1 μ. (για ζώα) οδηγώ, βγάζω, πηγαίνω (στη βοσκή, τσομπάνο κ.τ.τ.).|| με- μεταφέρω εσπευσμένα. II διώχνω, απομακρύνω· Ветер -ал Облака ό άνεμος έδιωξε τα σύννε- σύννεφα. II κλέβω, παίρνω- αρπάζω- у соседа -ли КОЗу И ПЯТЬ кур του γείτονα του έκλεψαν τη γίδα και πέντε ..κότες. II στέλλω παρά τη θέ- θέληση του· ИХ -ЛИ на дальние работы τους έ- έστειλαν μακριά να δουλέψουν. 2 φεύγω ολοτα- ολοταχώς, καλπάζω. II -СЯ 1 παρακολουθώ απο κο- κοντά, κατά πόδι. 2 μτφ. εξισώνομαι. 3 (διαλκ.) φεύγω· πηγαίνω· пастух -лея со скотиной о βοσκός έφυγε με τα ζώα στη βοσκή. угнезДИТЬСЯ, -ДЙШЬСЯ р.σ. μτφ. εμφωλεύω, φωλιάζω, βρίσκω θεσούλα αναπαυτική- χώνομαι κάπου. угнести, угнету, угнетёшь, παρλθ. χρ. δεν έχει, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. угнетённый, βρ: -тён, -тена, -тено р.σ. βλ. угнетать. угнетатель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. καταπιε- καταπιεστής, τύραννος. угнетателыши επ. καταπιεστικός, τυραννι- τυραννικός- -ая политика πολιτική καταπίεσης. угнетательский επ. καταπιεστικός, της κα- καταπίεσης ή του καταπιεστή. угнетать р.δ.μ., μτχ. ενστ. угнетающий, βρ: -тающ, -а, -е. 1 καταπιέζω, τυραννώ. 2 μτφ. βασανίζω, κατατρύχω, τρώγω. II -СЯ καταπιέζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. угнетаЩИЙ επ. απο μτχ. βαρύς, καταθλι- καταθλιπτικός, καταπιεστικός, επαχθής. • угнетение, -Я ουδ. 1 καταπίεση, καταδυνά- καταδυνάστευση, κατατυράννηση. 2 βασάνισμα, ψυχικό μαρτύριο. угнетённость, -И θ. κατάσταση καταπίεσης. угнетённый επ. к. ουσ. καταπιεζόμενος· ~ые Народы οι καταπιεζόμενοι λαοί. II ουσ. ο κα- καταπιεζόμενος- борьба -ых против колониза- колонизаторов αγώνας των καταπιεζομένων κατά των α- αποικιστών. II μτφ. καταθλιπτικός, βασανι- βασανιστικός, βαρύς· -ое настроение βαρυθυμία· βα- ρυαλγία. угнуть, угну, угнёшь р.σ.μ. (απλ.) λυγί- λυγίζω, κάμπτω- γέρνω- - колено λυγίζω το γόνα. II -СЯ λυγίζω, κάμπτομαι- γέρνω. уговаривание, -я ουδ. βλ. уговор. уговаривать(ся) ρ.δ. βλ. уговорйть(ся). уговор, ~а α. 1 η πειθώ, πειστικά λόγια· он не поддаётся никаким ~ам αυτός δεν πεί- πείθεται με τίποτε. 2 συμφωνία, συνομολόγηση· Дать ЧТО С -ОМ δίνω κάτι με συμφωνία-Я СО- гласен на всё, но С таким -ОМ συμφωνώ σε ό- όλα, όμως με τον εξής όρο. уговорить, -рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уговорённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ.μ. 1 πείθω· - больного подвергнуться опе- операции πείθω τον άρρωστο να κάνει εγχείρηση. 2 καθησυχάζω παρηγορώντας. II -СЯ συμφωνώ, συμβιβάζομαι- они -лись ехать вместе αυτοί συμφώνησαν να ταξιδέψουν μαζί. уговорный επ. συμφωνημένος· -ая плата η συμφωνημένη πληρωμή· -ая.цена η συμφωνημένη τιμή. уговорчивый επ., βρ: ~чив, -а, -О εύπει- εύπειστός, ευκολόπιστός. уговорщик, -а α. ορμηνευτής, σύμβουλος, -λάτορας, παραινέτης. угода1, -Ы θ: В -у για ευχαρίστηση, για ικανοποίηση- για να αρέσει σε κάποιον- για χάρη ή το χατήρι κάποιου. угода? -Ы θ. (διαλκ.) βλ. угодье (ισημ.). угодить, угожу, угодишь р.σ. 1 ευχαριστώ, ικανοποιώ, ευαρεστώ, κάνω το θέλημα ή το χα- χατήρ ι κάποιου- на всех не -дашь όλους δεν (ίπορείς να του ευχαριστήσεις, όλων τα χατή- ρια δεν μπορείς να τα κάνεις. 2 βρίσκομαι κάπου, πέφτω- ОН -йл в тюрьму αυτός έπεσε στη φυλακή· лиса ~ла В капкан η αλεπού έ- έπεσε στην παγίδα. II προσκρούω-В темноте -ИЛ Лбом В дверь στο σκοτάδι χτύπησα με το μέ- μέτωπο στην πόρτα. 3 πετυχαίνω- πλήττω- χτυ- χτυπώ- ОН -Йл камнем В стекло αυτός με την πέτρα χτύπησε το τζάμι· снаряд -ЙЛ МОСТ το βλήμα πέτυχε τη γέφυρα. 4 συμπίπτω- ОН -ЙЛ прийти К самому Обеду αυτός ήρθε ακριβώς στην ώρα του φαγητού. II εκφρ. - на чей вкус κάνω τα γούστα κάποιου. УГОДЛИВОСТЬ, -И θ. 1 περιποιητικότητα, φι- λοφροσύνη, εξυπηρέτηση. 2 κολακεία,γαλιφιά. УГОДЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -О περιποι- περιποιητικός, φιλοφρονητικός, εξυπηρετικός- -ая Хозяйка περιποιητική νοικοκυρά. II κολακευ- κολακευτικός, γαλίφικος, κοπλιμεντόζικος. УГОДНИК, -а α., -ца, -Ы θ. 1 κόλακας, γα- λίφης, μαλαγάνας. 2 (θρησκ.)· άγιος, θε-
уго 624 уго αρεστός. угодничать р. δ. κολακεύω, γαλιφίζω, καλο- καλοπιάνω. уГОДНИЧесТВО, ~а ουδ. κολακεία, γαλιφιά- καλόπιασμα, μαλαγανιά. УГОДНО 1 ως κατηγ. (με δοτ.) θέλω, επι- επιθυμώ, αρέσω· χρειάζομαι· ЧТО вам ~? τι ε- επιθυμείτε; τι θέλετε; τι σας αρέσει; τι γου- γουστάρετε; - ЛИ вам? σας αρέσει άραγε; - ЛИ вам молока θέλετε λίγο γάλα; 2 μόριο· μετά απο αντωνυμία ή επίρρημα σχηματίζονται συν- συνδυασμοί με οριστική σημασία· где ~ όπου να είναι, αδιάφορο που, όπου θέλεις· как - α- αδιάφορο πως, όπως να είναι, όπως θέλεις· ка- какой - αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε· КОГДа - όποτε να είναι, οποτεδήποτε· КТО - αδιάφο- αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε· куда - αδιάφορο που, οπουδήποτε· откуда ~ αδιάφορο απο που, ο- ποθενδήποτε· СКОЛЬКО - όσα θέλεις, οσαδήπο- οσαδήποτε· ЧТО - ό,τι θέλεις, ό,τι θέλει η ψυχή σου, ο,τιδήποτε. II εκφρ. если ~ ίσως, μπο- μπορεί, είναι δυνατόν, μπορώ να πω· не - ЛИ θα θέλατε· έχετε την καλοσύνη· δε σας κάνει κό- κόπο· είναι καλό, σωστό, αρεστό; угодность, -и θ: в - (παλ.) βλ. угода? угодный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 (με δοτ.) αρεστός, ευάρεστος, ευχάριστος. 2 (παλ.) κατάλληλος, πρόσφορος. угодье, -Я, γεν. πλθ. угодий κ. (παλ.) уго- дьев, δοτ. -дьям ουδ. 1 κτήμα· τόπος· έδα- έδαφος· полевые -ья τα χωράφια· сенокосное - χορτότοπος· пахотное - καλλιεργήσιμο κτήμα· лесное - δασωμένο κτήμα, δασότοπος· охотни- охотничье - κτήμα-κυνηγότοπος· земельные -ЬЯ γε- ωκτήματα. 2 (παλ.) το ωφέλιμο, το χρήσιμο. угождать ρ.δ. βλ. угодить (ι σημ.). угождение, -Я ουδ. 1 ικανοποίηση, ευχαρί- ευχαρίστηση. 2 καλόπιασμα, καλοπάρσιμο. угол, угла, προθτ. об угле, в углу κ,(μαθ.) В угле а. 1 η γωνία· - дома γωνία του σπι- σπιτιού· - стола γωνία του τραπεζιού· - ули- ЦЫ η στροφή της οδού· СТОЯТЬ На -у στέκο- στέκομαι στη γωνία. II στενό μέρος διαμονής, μέ- μέρος δωματίου, γωνιά. II διαμονή, κατοικία- Иметь СВОЙ - ή собственный - έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου. 2 μέρος απόκεντρο. II τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.). 3 («πλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αζία 25 ρου- ρουβλιών. 4 (μ<*θ.) γωνία· прямой ~ ορθή γωνία- тупой - αμβλεία γωνία· острый - οζεία γω- γωνία- двухгранный - δίεδρη γωνία- - падения γωνία πτώσης- - отражения γωνία αντανάκλα- αντανάκλασης- - прицела γωνία σκόπευσης- - зрения γωνία όρασης. II εκφρ. из-за ~а ενεδρεύο- ενεδρεύοντας, απο ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά- под -ом υπο γωνία· красный ή перёд- НИЙ - (παλ.) γωνία ή κορυφή (θέση στο σπί- σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)· прижать ή припереть Β - στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συ- συζήτηση, συνομιλία)· ставить в - βάζω στη γωνία (για τιμωρία)· по ~ам говорить ή ше- шептаться μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρί- ψιθυρίζω· из -а в - ходить ή шагать κόβω βόλτες, σουλατσάρω. уголёк, -ЛЬКа α. καρβουνάκι. УГОЛОВНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. Ί κατάδικος, -η, εγκληματίας. 2 δικαστικός ή νομικός ει- ειδικός για τα κακουργήματα- κακουργοδίκης. УГОЛОВНЫЙ επ. 1 εγκληματικός· - преступ- преступник εγκληματίας· κατάδικος. 2 ουσ. α. -,θ. -ая βλ. уголовник, -ца. A σημ.). 3 ποινι- ποινικός· - кодекс ποινικός κώδικας· -ое пресле- преследование ποινική δίωξη- -ая СОЦИОЛОГИЯ κοι- κοινωνιολογία του εγκλήματος- -ое следствие α- ανάκριση για έγκλημα. II εγκληματικού περιε- περιεχομένου· - роман εγκληματικό μυθιστόρημα. уголовщина, -Ы θ. 1 έγκλημα, εγκληματική υπόθεση- κακούργημα. 2 (αθρα) οι εγκληματίες. уголок, -лка, προθτ. об -лкё, в -лкё κ. В -лку а. 1 γωνίτσα. 2 ιδιαίτερος χώρος για ασχολίες (στα σχολεία, ιδρύματα). уголь, угля а. 1 (πλθ. угли, -ей) κάρβου- κάρβουνο, άνθρακας· каменный - πετροκάρβουνο, λι- λιθάνθρακας, γαιάνθρακας· бурый ~ о λιγνίτης- превращать В - απανθρακώνω· ανθρακοποιώ. 2 (πλθ. угли, -ей κ. απλ. уголья, -ьев)· τα κάρβουνα· пилящие (горячие) -И αναμμένα κάρβουνα. II ανθρακογραφίδα. II εκφρ. белый - λευκός άνθρακας (το νερό σαν κινητήρια δύ- δύναμη)· голубой - κινητήρια δύναμη του άνε- άνεμου (ανεμοκινητήρων)* Как на УГОЛЬЯХ ή на УГЛЯХ СИДёть (бЫТЬ, находиться) σα να κάθο- κάθομαι στα κάρβουνα (ανησυχώ πάρα πολύ). уголье, -я ουδ. (αθρσ.) τα κάρβουνα. УГОЛЬНИК, ~а α, 1 γνώμονας, ορθογώνιο· αλ- αλφάδι. 2 (παλ.) βλ. наугольник. УГОЛЬНЫЙ επ. 1 ανθρακικός, του άνθρακα, του κάρβουνου- -ая промышленность ανθρακο- βιομηχανία- - сарай αν.θρακαποθήκη'-ая ПЫЛЬ καρβουνόσκονη. II ανθρακοφόρος- - бассейн αν- ανθρακοφόρο λεκανοπέδιο. 2 με γραφίδα ανθρακο- γραφίας· - рисунок ανθρακογράφημα, -φία. II εκφρ. -ая кислота ανθρακικό οξύ. угольный επ. 1 βλ. угловой. 2 ουσ. -ая θ. γωνιακό δωμάτιο. угольщик, ~а α., -Ца, Ы θ. 1 ανθρακωρύ- ανθρακωρύχος. 2 καρβουνιάρης, ανθρακέας, κατασκευα- κατασκευαστής ξυλανθράκων. угомон, -а α. ησυχία· от шалунов -у нет απο τα άταχτα παιδιά ησυχία δε θα βρεις· - возьми ησύχασε, κάνε ησυχία· нет -у δεν υ-
уго 625 угр πάρχει ησυχία. II ανάπαυση, ξεκούραση· рабо- работает и -у не знает δουλεύει και ποτέ δεν ξεκουράζεται. УГОМОНИТЬ, -НТО, -нйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. угомонённый, -нён, -нена, -нено р.σ.μ. ησυχάζω, ηρεμίζω·- расшалЙВШИХСЯ детей ηρε- μ'ιζω τα άταχτα παιδιά. II -СЯ ηρεμώ, ησυχά- ησυχάζω, ειρηνεύω· толпа -лась о όχλος ηρέμησε· дети скоро не -лись τα παιδιά αμέσως δεν η- ηρέμησαν. II καλμάρω, καταλαγιάζω, κοπάζω· ве- тер -ЛСЯ ο άνεμος κόπασε. II μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω, εξαντλώ· μειώνομαι, ελαττώ- ελαττώνομαι· ТОСКа -лась η θλίψη πέρασε λίγο. угомонять(ся) р.δ. βλ. угомонить(ся). угон, -а α. 1 βλ. угонка A σημ.). 2 ε- ελαφρά μετατόπιση των σιδηροτροχιών προς τα μπρος (λόγω της κίνησης των τρένων). угонка, -И θ.ΐβγάλσιμο των ζώων στη ή βο- βοσκή. II μεταφορά εσπευσμένη ή βίαιη. II άρπα- σμα, κλέψιμο, απαγωγή. II αποστολή, στάλσι- μο. 2 καταδίωξη θηράματος. 3 αποφυγή του θη- θηράματος απο το πιάσιμο των σκύλων. угОННЫЙ επ. (κυνηγ.) καταδιωκόμενος· ВОЛК καταδιωκόμενος λύκος. угонять(сяI ρ.δ. βλ. угнать(ся). УГОНЯТЬ2 ρ. σ. μ. (απλ.) κουράζω με το πολύ τρέ- τρέξιμο. II -СЯ κουράζομαι απο το τρέξιμο· προ- φταίν-ω τρέχοντας. угор, -а α. (διαλκ.) γήλοφος· λόφος. угораздить, -ЗДИТ р.σ. (σε συνδυασμό με τις λ: чёрт, нелёгкая, нечистая)· παρακινώ, παροτρύνω· βάζω σε πειρασμό. угорание, -Я ουδ. δηλητηρίαση απο διοξεί- διοξείδιο του άνθρακα, угорать1 ρ.δ. βλ. угореть1 (ι σημ.). угорать2ρ.δ. βλ. угореть2. угорелый επ.1δηλητηριασμένος (απο διοξεί- διοξείδιο του άνθρακα).2 ανισόρροπος· φρενοβλα- φρενοβλαβής. II εκφρ. как - бежать (нестись, мчать- мчаться) τρέχω ολοταχώς * угореть1, ~рю, -ришь р. σ. 1 δηλητηριάζομαι απο διοξείδιο του άνθρακα. 2 ξεφεύγω απο τα λογικά, τρελλαίνομαι. угореть, -рит р.σ. μειώνομαι κατά'την τή- τήξη ή την καύση. угорь1, угря α. το χέλι. угорь2, угря α. φαγέσωρος, μπιμπίκι. угорье, -Я γεν. π\θ. -ИЙ κ. -ьев ουδ.(δι- ουδ.(διαλκ.) πρόποδες του βουνού, υπώρειες. УГОСТИТЬ, -ОЩУ, -ОСТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. угощённый, βρ:~π^Η, -щена, -щено р.σ. (με οργν.). 1 φιλεύω, κερνώ· τρατάρω· φιλο- φιλοδωρώ· - Обедом προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέ- τραπέζι· - ВИНОМ κερνώ κρασί. 2 μτφ. (σχήμα ο- ξύμορο)· δίνω· - кого-н. пинком δίνω σε κά- ποιν κλωτσιά· ~ кулаком ΚΟΙΌ-Η. φιλεϋω κά- κάποιον μια γροθιά. II -СЯ με φιλεύει, με κερ- κερνά· я -лея ВИНОМ με κέρασαν κρασί. уготавливать( ся) ρ.δ. βλ. уготовллть(ся). уготовать р.σ.μ. (παλ.) βλ. уготовить. УГОТОВИТЬ ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)· (προ)ετοι- (προ)ετοιμάζω. УГОТОВЛЯТЬ р. δ. βλ. УГОТОВИТЬ. II -СЯ ε- ετοιμάζομαι· προετοιμάζομαι. угощать р.δ. βλ. угостить. угощение, -Я ουδ. φίλευμα, κέρασμα, τρα- τάρισμα· φιλοδώρημα. II τα φαγητά κ. ποτά με τα οποία φιλεύουν. угребать(ся) ρ.δ. βλ. угрестй(сь). угрев, ~а α. (απλ.) το προσήλιο (προσηλι- ακό, ευήλιο μέρος για ζέσταμα). угреватость, -И θ. η ύπαρξη στο δέρμα φα- γεσώρων (μπιμπικιών). угреватый επ. βρ: -ват, -а, -О γεμάτος(ό- γεμάτος(όλος) μπιμπίκια. угревать(ся) ρ.δ. βλ. угрёть(ся). угревидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно σαν μπιμπίκι. угрести угребу, угребёшь, παρλθ. χρ. угрёб, угребла, -ло р.σ. (απλ.). 1 μ. παίρνω, απο- απομακρύνω με το γράβαλο· γραβαλίζω. 2 αποπλέω κωπηλατώντας. II ~СЬ αποπλέω κωπηλατώντας. угреть, угрею, угреешь р.σ.μ. (απλ.) ζε- ζεσταίνω, θερμαίνω. II -СЯ ζεσταίνομαι, θερ- θερμαίνομαι. * угрОбИТЬ, -бЛГО, -бИШЬ ρ. σ. μ. (απλ.) 1 θά- θάβω, ενταφιάζω. 2 καταστρέφω, χαλνώ, αχρη- αχρηστεύω. II -СЯ 1 θανατώνομαι, ενταφιάζομαι. 2 καταστρέφομαι, αχρηστεύομαι· χάνομαι. угрожаемый επ. απο μτχ. επαπειλούμενος· ε- επικίνδυνος- ~ое положение; ~ая обстановка επικίνδυνη κατάσταση. Угрожать р.δ. 1 απειλώ, φοβερίζω· ВЫ меня не -айте, Я не бОГОСЬ μη με φοβερίζετε, εγώ δε φοβούμαι· он -жает ножом αυτός φοβερίζει με το μαχαίρι· - пистолетом φοβερίζω με το πι- πιστόλι. 2 περικλείω κίνδυνο, επαπειλώ· επι- επισείω κίνδυνο· ему -ает опасность αυτός δια- διατρέχει κίνδυνο· ему -ает несчастье, смерть τον περιμένει δυστύχημα, θάνατος. угрожающе επίρ. απειλητικά. угрожающий επ. απο μτχ. 1 απειλητικός· жест απειλητική χειρονομία. 2 επικίνδυνος· -ее положение επικίνδυνη κατάσταση. угроза, -Ы θ. 1 απειλή, φοβέρισμα, φοβέ- φοβέρα, φόβισμα· действовать -ами δρω (ενεργώ) με απειλές· делать -Ы απειλώ, φοβερίζω· пу- пустая - κούφια φοβέρα, κενή απειλή, άσφαιρη απειλή. 2 επικείμενος κίνδυνος, φάσμα· - ВОЙ- ВОЙНЫ απειλή πολέμου· страшная - τρόμος, τρο- τρομάρα. угрозыск, -а α. (уголовный розыск) βλ.
угр 626 уда στη λ., розыск. угрохать р.σ.μ. (απλ.). 1 σκοτώνω, ξεκά- ξεκάνω, ξεμπερδεύω. 2 ξοδεύω, σπαταλώ. угрызать ρ.δ.μ. 1 βλ. угрызть. 2 (παλ.) βασανίζω, τύπτω· τρώγω· меня -ает совесть με τύπτει. η συνείδηση. II -СЯ με βασανίζει, με τύπτει. угрызение, -Я ουδ. 1 καταφάγωμα, ροκάνι- ροκάνισμα- τρωγάλισμα. 2 μτφ. τύψη· - совести τύ- τύψη της συνείδησης. угрызть, угрызу, угрызёшь р.σ. κατατρώγω, ροκανίζω, τρωγαλίζω. угршеть, -ею, -еешь р.δ. σκυθρωπάζω, κα- τσουφιάζω· σκουντουφλιάζω. угрШИТЬСЯ, -МЛГОСЬ, -МИШЬСЯ р. δ. είμαι, φαί- φαίνομαι σκυθρωπός, κατηφής. угрюмо επίρ. σκυθρωπά. угрЙМОСТЬ, -И θ. σκυθρωπότητα, κατήφεια. угрЙМНЫЙ επ., βρ: -рюм, -а, -О. 1 σκυθρω- σκυθρωπός, κατηφής, κατσούφης· - старик σκυθρωπός γέρος· -ое лицо σκυθρωπό πρόσωπο· ~ взгляд σκυθρωπό βλέμμα. 2 μτφ. άχαρος, βαρύς, κα- καταθλιπτικός, επαχθής. угрязнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. угряз, -ла, -ло р.σ. (παλ.) βουλιάζω. угу (μόριο)· ναι, μάλιστα, αά. уд, ~а α. βλ. удовлетворительно B σημ.). уда, -ы, πλθ. уды θ. (παλ.) βλ. удочка. удабривание, -я ουδ. βλ. удобрение (ι σημ.). удабривать(ся) р.δ. βλ. удобрять(ся). удав, -а α. ο βόας. удаваться р..δ. βλ. удаться. удавить, удавлю, удавишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удавленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. πνί- πνίγω, στραγγαλίζω. II -СЯ κρεμιέμαι, απαγχονί- ζομαι. удавка, -И θ. (διαλκ.) θηλειά σύσφιξης. удавление, -Я ουδ. κρέμασμα, απαγχόνιση. удавленник, -а α., -ца, -ы θ. απαγχονι- σμένος, -η. удавливать(ся) р.δ. βλ. удавйть(ся). удаление, -Я ουδ. 1 απομάκρυνση, ξεμάκρε- μα· αλάργεμα. 2 εκδίωξη, διώξιμο- αποβολή·- ИЗ класса διώξιμο απο τη (σχολική) τάξη. 3 εξαγωγή, βγάλσιμο· - зуба το βγάλσιμο του δοντιού· - пятна то βγάλσιμο του λεκέ. II αποφυγή· ξέκομμα· - ОТ друзей ξέκομμα απο τους φίλους. 4 μακρινό μέρος. удалённость, -И θ. το μάκρος, μακρότητα, μήκος· μακρινή απόσταση. удалённый επ. απο μτχ. απόμακρος, απο- απομακρυσμένος, μακρινός, αλαργινός· -ые места απομακρυσμένα μέρη. удалец, -ЛЬЦа α. παλικάρι. удалить, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удалённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 απομακρύνω, ξεμακραίνω· αποτραβώ· αποσύρω· - мишень на двадцать метров απομακρύνω το στό- στόχο είκοσι μέτρα· - предмет ОТ глаз απομα- απομακρύνω το αντικείμενο απο τα μάτια. II μτφ. (παλ.)· απομονώνω· его -ЛИ ОТ других τον απομάκρυναν απο τους άλλους. II μτφ. κρατώ σε απόσταση· он ~йл от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του. 2 διώ- διώχνω, βγάζω έξω, πετώ· - Ненужные вещи ИЗ комнаты βγάζω έξω απο το δωμάτιο τα άχρη- άχρηστα πράγματα. II εξάγω· απαλείφω· - зуб βγά- βγάζω το δόντι· - ПЯТНО С материи βγάζω το λε- λεκέ απο το ύφασμα· - ржавчину с металла βγά- βγάζω τη σκουριά απο το μέταλλο. II μτφ. διώ- διώχνω, αποβάλλω· он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις. 3 μ·τφ. διώ- διώχνω, στέλλω μακριά. II μνφ. απαλλάσσω· его -ЛИ С работы τον απομάκρυναν απο τη δου- δουλειά· его -ли от занимаемого поста τον α- απομάκρυναν απο πόστο που κατείχε. II -СЯ 1 απομακρύνομαι, αλαργεύω· лодка -ЛЭСЬ ОТ бе- рега η βάρκα απομακρύνθηκε απο την ακτή. II μτφ.. ξεφεύγω- - ОТ темы ξεφεύγω απο το θέ- θέμα. || μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι· - ОТ друзей ξεκόβω απο τους φίλους. 2 φεύγω· в старости отец -лея в свою деревню στα γε- γεράματα о πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του. II απολύομαι· αποχωρώ· - ОТ ДОЛЖНОСТИ απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι^ απο τα καθήκοντα. удалой, -ая, -ое к. удалый, βρ: удал, -а, -О επ. γενναίος, ανδρείος, αντρειωμένος, ά- άφοβος, ατρόμητος· παλικαρίσιος- - Парень πα- παλικάρι- -ая песня λεβέντικο τραγούδι- -ое лицо παλικαρίσιο πρόσωπο. II ορμητικός, α- ακάθεκτος· -ая тройка ακάθεκτη τρόικα. удаль, -и θ. γενναιότητα, ανδρεία, παλι- καρίΛ- λεβεντιά. удальство, ~а ουδ. βλ. удаль. удалять(ся) ρ.δ. βλ. удалить(ся). удар, -а α. 1 χτύπημα· Нанести - καταφέ- καταφέρω χτύπημα· - МОЛОТКОМ χτύπημα με το σφυρί отвести от себя - αποφεύγω (αποκρούω) το χτύπημα· ОДНИМ -ОМ με ένα χτύπημα. II χτύ- χτύπος· κρότος- ~Ы топора τα χτυπήματα του τσε- κουριού· подземные -Ы υπόγειοι κρότοι. 2 μτφ. πλήγμα- δεινό· ~Ы Судьбы τα χτυπήματα της τύχης· перенести - υπομένω το πλήγμα. Э ορμητική επίθεση ή χτύπημα· молненосный - κεραυνοβόλο πλήγμα· фланговый - πλευρική ε- επίθεση- решительный ~ αποφασιστικό χτύπημα. 4 αποπληξ'ία- он внезапно умер от ~а αυτός ξαφνικά πέθανε απο αποπληξία. II εκφρ. ПОД -ом (быть, находиться) α) απειλούμαι απο χτύπημα ή επίθεση· βρίσκομαι σε κίνδυνο, β) βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση- ставить ПОД βάζω σε κίνδυνο.
уда 627 ударение, -Я ουδ. (γραμμ.) ο τόνος· ОСТ- рое - η οξεία· тупое - η βαρεία· облечённое - η περισπωμένη· СЛОГ ПОД -ем τονιζόμενη συλλαβή· слог без -Я συλλαβή άτονη. II το- τονισμός· логическое - λογικός τονισμός. II μτφ. υπογράμμιση· делать - на чем, на ЧТО τονίζω κάτι. ударенный επ. απο μτχ. τον ιζόμενος·-ГЛас- НЫЙ τονιζόμενο φωνήεν. ударить, -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -ο ρ.σ. 1 χτυπώ· ~ кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνω στο τραπέζι· ~ по лицу χτυπώ στο "πρόσωπο· - палкой χτυπώ με τη μαγκοϋρα· - В грудь χτυπώ στο στήθος· ~ ОГНИВОМ πριοβολ'ιζω. II μτφ. εισδύω, μπαίνω· лучи СОЛНЦа -ЛИВ на- нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο. II μτφ. πλήττω· мне ВИНО сразу -ло В голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησε στο κεφάλι. 2 κρούω· - В КОЛОКОЛ χτυπώ την καμπάνα· - В ладоши χτυπώ τα παλαμάκια· тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό· -ЛО че- тыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα. 3 πυροβο- πυροβολώ· он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυρο- πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε. 4 ε- επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά- - врага СО всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρό απ' όλες τις μεριές (απο παντού). II μτφ. α- αγωνίζομαι κατά τίνος· - по бюрократизму χτυ- χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό. II μτφ. αρχίζω δρα- δραστήρια να κάνω κάτι. 5 (για φυσικά φαινόμε- φαινόμενα)· επέρχομαι ξαφνικά· К утру -ИЛ ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή· -ла гроза έπεσε κεραυνός· -ил СИЛЬНЫЙ мороз έπεσε δυνατό κρύο. II το ρίχνω· ~ ПО водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα). 6 πλήττω· его -ИЛ паралич τον χτύπησε παράλυ- παράλυση (έπαθε παράλυση). II κατέχομαι, με πιάνει· от жары его -ил пот απο τη ζέστη έτρεξε ι- ιδρώτας. 7 τονίζω, υπογραμμίζω. II εκφρ. - ВО все колокола διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ· - ПО карману βλάπτω, ζη- ζημιώνω οικονομικά. II -СЯ 1 χτυπώ, χτυπιέμαι προσκρούοντας. II μωλωπίζομαι. 2 · επιπίπτω· камень -ИЛСЯ В ОКНО η πέτρα χτύπησε στο πα- παράθυρο. 3 παραδίδομαι· επιδίδομαι· το ρί- ρίχνω· - воспоминаниями παραδίδομαι στις α- αναμνήσεις· - В распутство το ρίχνω στον εκ- εκφυλισμό· - В спорт επιδίδομαι στον αθλητι- αθλητισμό, д (με τις λ. бегство, бежать) τρέχω ο- ολοταχώς. II εκφρ. - об заклад στοιχηματίζω. ударник! -а α. 1 επικρουστήρας όπλου. 2 πλήκτρο τύμπανου. 3 τυμπανιστής. 4 (στρατ.) μέλος ομάδας κρούσης. ударник,2 -а α. πρωτοπόρος, ουντάρνικος· - производства πρωτοπόρος παραγωγής. УДВ ударница, -Ы θ. μέλος της ομάδας κρούσης. ударница, -ы θ. πρωτοπόρα· - производства πρωτοπόρα της παραγωγής. ударНИЧеОТВО, -а ουδ. η πρωτοπορία· οι, πρωτοπόροι. ударный1 επ. 1 κρουστός· - механизм μηχα- μηχανισμός κρούσης· -ые музыкальные инструменты τα κρουστά μουσικά όργανα. 2 (στρατ.) της κρούσης, του χτυπήματος· - батальон τάγμα κρούσης· -ое направление η κύρια κατεύθυν- κατεύθυνση του χτυπήματος. ударный2επ. 1 πρωτοποριακός· -ая работа η πρωτοποριακή εργασία· -ая бригада η πρω- πρωτοποριακή μπριγάδα. 2 βασικός, κύριος, ου- ουσιώδης· πρώτιστος. ударяемый επ. απο μτχ. βλ. ударенный. ударять(ся) ρ.δ. βλ. ударить(ся). удаться, удамся, удашься, удастся, уда- удадимся, удадитесь, удадутся, παρλθ.χρ. удал- удался, -лась, -лось, προστκ. удайся р.σ. 1 πε- πετυχαίνω, κατορθώνω,ευοδώνω, -δούμαι, τελε- τελεσφορώ· операция -лась η εγχείρηση πέτυχε· Не -лосьвам это делать δεν κατορθώσατε αυτό να το κάμετε· дело -ЛОСЬ η υπόθεση τελεσφόρη- τελεσφόρησε· эта попытка не -лась αυτή προσπάθεια α- απέτυχε. 2 συμβαίνω, τυχαίνω· такие красивые места вряд ли ещё - увидеть τέτοια ωραία μέ- μέρη αμφιβάλλω, αν θα μου τύχει να ξαναδώ· мне -ЛОСЬ пройти Первым μου έτυχε να περάσω πρώ- πρώτος. 3 ομοιάζω· СЫН -лея В отца о γιος έ- έμοιασε τον πατέρα. 4 επιτυγχάνομαι. удача, -И θ. επιτυχία· на ВО всём - πα- παντού επιτυχία, σ' όλα επιτυχία· желаю вам -И σας εύχομαι επιτυχία. удачЛИВОСТЬ, -И θ. τύχη· επιτυχία. удачливый επ., βρ: -лив, -а, -О τυχερός· γο^υρλής, -ιδικός· καλορίζικος· -ая женщина τυχερή γυναίκα· - человек τυχερός άνθρωπος, γουρλής· τυχεράκιας. II επιτυχής, πετυχημένος. удачник, ~а α., -ца, -Ы θ. τυχερός,~ή·τυ- τυχερός,~ή·τυχεράκιας· ευνοούμενος, (παιδί) της τύχης. удачно επίρ. επιτυχώς, με επιτυχία. удачный επ., βρ: -чен, -чна, -чно επιτυ- επιτυχής , πετυχημένος· -ое выражение πετυχημένη έκφραση· - ответ πετυχημένη (πληρωμένη) α- απάντηση· выставка была очень -чна η έκθεση είχε μεγάλη επιτυχία. удваивание, -я ουδ. βλ. удвоение. удваивать(ся) р.δ. βλ. удвоить(ся). удвоение, -я ουδ. διπλασίαση, -σμός. удвоенный αριθμ. επ. διπλός· διπλάσιος· -ая порция διπλή μερίδα· - „с" διπλό „σ", π. χ. масса; -ая сила διπλάσια δύναμη. УДВОИТЬ, УДВОЮ, УДВОИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удвоенный, βρ: -удвоен, -а, -о р.σ.μ. διπλασιάζω. II -СЯ διπλασιάζομαι.
уде 628 УДЛ удел, -а а. 1 γαιοκτήματα δούκα. 2 η ακί- ακίνητη περιουσία της αυτοκρατορικής οικογένει- οικογένειας. 3 μτφ. κτήμα, ιδιότητα, χαρακτηριστικό. 4 τύχη, μοίρα· ριζικό. уделать ρ.σ.μ. (διαλκ.). 1 φτιάχνω, κατα- κατασκευάζω. 2 επεξεργάζομαι, δουλεύω, ομορφαίνω. уделить, ~лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уделённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. δί- δίνω μερίδιο· ξεχωρίζω· βγάζω· παραχωρώ· χο- χορηγώ· - собаке кусок хлеба δίνω στο σκυλί έ- ένα κομμάτ ι ψωμ ί · - из бюджета сумму на что-н. χορηγώ απο τον προϋπολογισμό ένα ποσό για κάτι. II δίνω- -Йте мне полчаса αφιερώστε για μένα μισή ώρα (χρόνο)· -ите этому внимание δόστε σ' αυτό προσοχή. уделывать р.δ. βλ. уделать. II -ся γίνομαι, κατασκευάζομαι. II επεξεργάζομαι, δουλεύομαι. удельный επ. 1 περιουσιακός· ~ые крестья- крестьяне οι αγρότες σαν περιουσία της αυτοκρατο- αυτοκρατορικής οικογένειας. удельный2 επ: - вес το ειδικό βάρος,II μτφ. βαρύτητα, σπουδαιότητα. уделять ρ.δ. βλ. уделить. II -ся παραχω- παραχωρούμαι, χορηγούμαι. II δίνομαι. удерж, -у α: без -у ακράτητα· плакать без -у κλαίω ασταμάτητα· нет -у кому ИЛИ на КОГО είναι ακράτητος, δεν έχει όρια- не зна- знает -у δεν ξέρει τι θα πει εγκράτεια, удержание, -Я ουδ. 1 κράτηση· βάσταγμα. II συγκράτηση. 2 κατακράτηση. 3 περιορισμός. II διατήρηση. удержать, удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о р. σ.μ. 1 κρατώ, συγκρατώ, βαστώ· - ΚΟΓΟ-& от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει· - тя- тяжёлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικεί- αντικείμενο στα χέρια· кучер не -ал лошадей о αμα- αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα· - неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό. 2 δεν αφή- αφήνω να φύγει· мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε. 3 ^τΨ· περιορίζω· ~жи твой ЯЗЫК μά- μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου). 4 αφήνω· - за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια. II διατηρώ· - В па- МЯТИ κρατώ στη μνήμη. II (στρατ.) διατηρώ· приказ - захватить и - мост διαταγή - να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα. II (για αποδοχές, μισθό)· κάνω κρατήσεις. II -СЯ 1 κρατιέμαι· еле -лея на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια· я не смог - δεν μπό- μπόρεσα να κρατηθώ. 2 διατηρούμαι· διαρκώ· ИХ мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό. II δεν πα- παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ· отряд -ЛСЯ на прежних ПОЗИЦИЯХ το τμήμα κρατήθηκε στις θέ- θέσεις του. II παραμένω· он -лея на службе αυ- αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία. 3 συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής: απέχω, αποφεύγω· - ОТ смеха συγκρατιέμαι απο τα γέλια· - ОТ слёз συ- συγκρατιέμαι απο τα δάκρυα (συγκρατώ τα δά- δάκρυα)· - ОТ ПЬЯНСТВа αποφεύγω το μεθύσι. удёрживать(ся) р.δ. βλ. удержать(ся). удесятерённый επ.απο μτχ. δεκαπλάσιος,πο- δεκαπλάσιος,πολύ δυνατός ή αυξημένος. удесятерить р.σ.μ. δεκαπλασιάζω. II -СЯ δεκαπλασιάζομαι. II δυναμώνω ή αυξαίνω πολύ. удесятерять(ся) р.δ. βλ. удесятерйть(ся). удешевить, -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удешевлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. φτηναίνω. II -СЯ φτηναίνω, γίνομαι πιο φτηνός. удешевление, -Я ουδ. μείωση τιμών φτήνεια. удешевлять(ся) р.δ. βλ. удешевйть(ся). удивительно 1 εκπληκτικά, καταπληκτικά, παράεενα κλπ. επ. II (με αρνητική σημ.)· φο- φοβερά· - противный человек φοβερά συχαμερός (απεχθής) άνθρωπος. 2 ως κατηγ. είναι περί- περίεργο, παράξενο, εκπληκτικό, άξιο θαυμασμού, απορ ίας. удивительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; 1 εκπληκτικός, παράξενος, περίεργος· -ое со- совпадение παράξενη σύμπτωση. II καταπληκτι- καταπληκτικός· -ое СХОДСТВО καταπληκτική ομοιότητα. 2 εξαιρετικός, μεγάλης ολκής· - мерзавец με- μεγάλος παλιάνθρωπος. удивить, -ВЛЮ, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удивлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 εκπλήττω, προκαλώ έκπληξη, απορία, θαυμα- θαυμασμό, χαρά ή φόβο· ξαφνιάζω. II -СЯ εκπλήττο- εκπλήττομαι, απορώ, παραξενεύομαι· θαυμάζω· ξαφνιά- ξαφνιάζομαι, εξίσταμαι, μένω έκθαμβος. удивление, -Я ουδ. έπληξη· ξάφνιασμα· α- απορία ζωηρή· θαυμασμός. II εκφρ. на - για θαύμα, για να θαυμάζει κανένας. удивлённый επ. απο μτχ. έκπληκτος, -ικός· έκθαμβος. УДИВЛЯТЬ(СЯ) ρ.δ. βλ. УДИВЙТЬ(СЯ). удила, -ЙЛ, -ам πλθ. στομίδα, ενστόμισμα χαλινού. УДИЛИЩе, -а ουδ. καλάμι αλιευρικό, ψαρο- κάλαμο. УДИЛЬНЫЙ επ. αλιευτικός· - крючок αλιευ- αλιευτικό αγκίστρι. удильщик, -а α. ψαράς, αλιέας με ψαροκά- λαμο. удирать р.δ. βλ. удрать. УДИТЬ, ужу, УДИШЬ р.δ.μ. ψαρεύω με αγκί- αγκίστρι. II -СЯ πιάνομαι στο αγκίστρι. удлинение, -Я ουδ. επιμήκυνση, μάκρυνση, μάκρεμα· επέκταση· (για χρόνο) παράταση, УДЛИНёННОСТЬ, -И θ. μακρότητα, το μάκρος.
удя 629 УДО УДЛШёННЫб επ. απο μτχ. επιμήκης, μακρύς, μακρουλός· -ое ЛИЦО μακρουλό πρόσωπο. удлинить, ~нго, -нйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удлинённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 επιμηκύνω, μακραίνω* επεκτείνω· - платье μα- μακραίνω го φόρεμα· ~ рабочий день μεγαλώνω την εργάσιμη μέρα. II -СЯ επιμηκύνομαι, μα- μακραίνω, γίνομαι μακρύτερος. удлинять(ся) ρ.6. βλ. удлинить(ся). удобно 1 επίρ. αναπαυτικά, άνετα, βολι- βολικά. 2 ως κατηγ. είναι αναπαυτικά, άνετα, βο- βολικά, εύκολα· мне здесь очень - εδώ μου εί- είναι πολύ άνετα· - ли вам прийти вечером? σας βολεύει να έρθετε το βράδυ; II ταιριάζει, αρ- αρμόζει· - ли ЭТО сказать άραγε αρμόζει αυτό να ειπωθεί. УДОбНОСТЬ, -И θ. καταλληλότητα, το πρόσφο- ρον. удобный επ., βρ: -бен, -бна, -бНО. 1 ανα- αναπαυτικός, άνετος, βολικός· -Ое кресло ανα- αναπαυτική πολυθρόνα· -ое место βολική θέση. 2 κατάλληλος· воспользоваться ~ым случаем ε- επωφελούμαι απο την κατάλληλη ευκαιρία· ВЫ- брать - момент διαλέγω την κατάλληλη στιγμή. УДОбОВарЙНОСТЬ, -И θ. ευπεψία. удобоваримый επ., βρ: -рйм, -а, -Ο.1 εύ- εύπεπτος, χωνευτικός. 2 μτφ. υποφερτός, ευκο- λοβάσταχτος· ευκολονόητος, εύληπτος, κατα- κατανοητός· -ЭЯ лекция ευκολονόητη διάλεξη. удобоисполнимость, -И θ. ευκολία εκτέλε- εκτέλεσης. удобоисполнимый επ., βρ: -ним, -а, -о εύ- εύκολα εκτελούμενος ή πραγματοποιούμενος· πραγ- πραγματοποιήσιμος. удобопереносймость, -и θ. το εύκολον της μεταφοράς. удобопереносймый επ., βρ: -сим, -а, -о εύ- εύκολα μεταφερόμενος, ευμετακόμιστος. УДОбОПОНЯТНОСТЬ, -И θ. ευληπτότητα, ευλη- ψία, το ευκολόητον. удобопонятный επ., βρ: -тен, -тна, ~тно; ευνόητος, εύληπτος, ευκολονόητος. удобопроизносимость, -и θ. το ευπρόφερτον, το ευκολοπρόφερτον, η εύκολη προφορά. удобопроизносимый επ., βρ: -сим, -а, -о ευκολοπρόφερτος, ευπρόφερτος. удобоусвояемый επ., βρ: -яем, -а, -о εύ- εύπεπτος, ευκολοχώνευτος. удобочитаемость, -И θ. το ευανάγνωστον. удобочитаемый, βρ: -таем, ~а, -Ο ευανά- ευανάγνωστος, ευκολοδιάβαστος. удобрение, -Я ουδ. 1 λίπανση εδάφους, φού- σκισμα· - полей λίπανση των χωραφιών. 2 το λίπασμα, η φουσκή. II εκφρ. органические -Я φυσικά λιπάσματα (φουσκή)· Химические -Я χη- χημικά λιπάσματα. удобрительный επ. λιπαντικός, της λίπαν- λίπανσης (του εδάφους)· -ые вещества λιπαντικές ουσίες· - смесь λιπαντικό μείγμα. удобрить ρ.σ.μ. λιπαίνω, φουσκίζω. удобрять ρ.δ.μ. βλ. удобрить. || -СЯ λι- λιπαίνομαι, φουσκίζομαι. удобство, -а ουδ. 1 άνεση· ευκολία· ευχέ- ευχέρεια· дом СО всеми - ами σπίτι με όλες τις ανέσεις. 2 τα απαραίτητα, τα χρειώδη, τα ε- εξαρτήματα. удовлетворение, -Я ουδ. 1 ικανοπιίηση· потребностей ικανοποίηση των αναγκών. 2 ευ- ευχαρίστηση· он выслушал ответ с полным -ем αυτός άκουσε την απάντηση με πλήρη ευχαρί- ευχαρίστηση. 3 εφοδιασμός, προμήθευση. 4 (παλ.) (για μονομαχία) ικανοποίηση· грёбОВать ζητώ ικανοποίηση. удовлетворённость, -Ив. 1 ικανοποίηση· - Самолюбия ικανοποίηση του φιλότιμου. 2 ευ- ευχαρίστηση. удовлетворённый επ. απο μτχ. ικανοποιμέ- νος· ευχαριστημένος· вполне - πλήρως ικανο- ικανοποιημένος· - ВИД όψη ικανοποιημένη. удовлетворительно επίρ. ικανοποιητικά. II 2 μέτρια (βαθμός σπουδής). удовлетворительность, -И θ. ύπαρξη ικανο- ικανοποίησης, ικανοποιητικός χαρακτήρας· - ОТве- та απάντηση ικανοποιητικού χαρακτήρα. удовлетворительный επ:, βρ: -лен, -льна, -льно ικανοποιητικός· -ое состояние ικανο- ικανοποιητική κατάσταση· - ответ ικανοποιητική απάντηση. удовлетворить, -рго, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удовлетворённый, βρ: -рён, -рена, -рею ρ.σ. 1 μ. ικανοποιώ· - оскорблённого ικανο- ικανοποιώ τον προσβλημένο· - требования ικανο- ικανοποιώ τα αιτήματα· - потребности населения ικανοποιώ τις ανάγκες του πλθηθυσμού. 2 ε- εφοδιάζω, προμηθεύω· - предприятие топливом εφοδιάζω την επιχείρηση με καύσιμα. 3 αντα- ανταποκρίνομαι (στις προσδοκίες κάποιου). 4 ευ- ευχαριστώ. 5 (παλ.) αποζημιώνω. II -СЯ ικανο- ικανοποιούμαι· ευχαριστιέμαι. удовлетворять р.δ.μ. βλ. удовлетворить. II -СЯ 1 ικανοποιούμαι. 2 εφοδιάζομαι. 3 ευ- ευχαριστιέμαι. 4 αποζημιώνομαι. удоволить ρ.σ.μ. (παλ.) βλ. удовлетворить A, 2, 4 σημ.). УДОВОЛЬСТВИе, -Я ουδ. 1 ευχαρίστηση· χα- χαρά· αγαλλίαση· просиять от -Я λάμπω απο χα- χαρά (ευχαρίστηση)· доставить -Я παρέχω (φέ- (φέρω) χαρά (ευχαρίστηση). 2 απόλαυση· ОН пре- предавался всякого рода -ЯМ επεδόθηκε σε κάθε είδος απολαύσεις· доставить детям много ~ий παρέχω στα παιδιά πολλές απολαύσεις. II εκφρ. ЖИТЬ В своё - ευζωώ, καλοζώ, ευημερώ· περ-
удо νώ ζωή χαρισάμενη· В Своё - (Делать) μέχρι πλήρους ικανοποίησης (κάνω κάτι)·. удовольствовать, -ствуго, -ствуешь р.σ. μ. (παλ.) βλ. удовлетворить A, 2, 4 σημ.)· II -СЯ βλ. удовлетвориться. УДОД, -а α. έποψ (επιστ.), τσαλαπετεινός (λκ.). УДОИ, -Я α. 1 η αρμεξιά. 2 το άρμεγμα. удойливость, -и θ. βλ. удойность. удойливый επ., βρ: -лив, -а, -о βλ. удой- удойный B σημ.). удойность, -и θ. βλ. удой. удойный επ., βρ: удоен, удойна, удойно. 1 της αρμεξιάς· ~ое количество молока το γάλα μιας αρμεξιάς. 2 γαλακτερός· ~ая коза γίδα πολύ γαλακτοφόρα. удорожание, -Я ουδ. άνοδος της ακρίβειας. удорожать(ся) ρ.δ. βλ. удорожить(ся). УДОРОЖИТЬ, ~жу, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удорожённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. ακριβαίνω, κάνω πιο ακριβό· перевозка 1ужОМ -ЙТ товар η μεταφορά φορτίου με κάρο ακριβαίνει το εμπόρευμα. II -СЯ ακριβαίνω, γίνομαι πιο ακριβός. удо стаивать(ся) ρ.δ. βλ. удо стоить(ся). удостоверение, -Я ουδ. 1 βεβαίωση, πιστο- πιστοποίηση· ~ ПОДПИСИ βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής· в - своих слов он сослался на факты για επιβεβαίωση των λεγομένων του α- αναφέρθηκε σε γεγονότα ή ανέφερε γεγονότα· Письменное - πιστοποιητικό, έγγραφη βεβαίω- βεβαίωση. 2 πιστοποιητικό· έγγραφη βεβαίωση·- ЛИ- ЛИЧНОСТИ η ταυτότητα (του πολίτη)· - врача η βεβαίωση (πιστοποιητικό) του γιατρού. удостоверить, -рго, -ришь р.σ.μ. πιστοποιώ, βεβαιώνω· - подпись πιστοποιώ το γνήσιο της υπογραφής· - смерть πιστοποιώ го θάνατο· - ЛИЧНОСТЬ πιστοποιώ την ταυτότητα κάποιου. II (παλ.) διαβεβαιώνω. II -СЯ διαπιστώνω-πεί- διαπιστώνω-πείθομαι· βεβαιώνομαι· судьи -лись в невинов- невиновность ПОДСУДИМОГО οι δικαστές πείστηκαν για την αθωότητα του κατηγορούμενου. удостоверят^ся) р.δ. βλ. удостовериться). УДОСТОИТЬ, ~ОЮ, -ОИШЬ р.σ.μ. 1 κρίνω^άξιο βράβευσης· βραβεύω· τιμώ με βραβείο· - На- граДЫ τιμώ με βραβείο· - учёной степени τι- τιμώ με τον επιστημονικό τίτλο. 2 αξιώνω, καταδέχομαι, ευαρεστούμαι· στέργω· αξίζω· не -ит КОГО-Н. ответом απαξιώ να απαντήσω σς κάποιον. II εκφρ. - чести КОГО τιμώ κά- κάποιον. II -СЯ 1 τιμούμαι· βραβεύομαι ·-ВЫС- сшей награды τιμούμαι με το ανώτατο βρα- βραβείο. 2 αξίζω· αξιώνομαι· он -лея её улыб- улыбки αυτός αξιώθηκε του χαμόγελου της.II εκφρ. - Чести (ειρν.) αξίζω τιμής, τιμούμαι. удосуживать р.δ. βλ. удосужиться. 630 уду удосужиться, -жусь, -житься р.σ. ευκαιρώ, αδειάζω, έχω αδειά· напишу вам ещё,как удо- удосужусь θα σας ξαναγράψω, όταν ευκαιρέσω. удочерение, -Я ουδ. υιοθέτηση κόρης. удочерить р.σ.μ. υιοθετώ κόρη. удочерять р.δ.μ. βλ. удочерить. II -ся υι- θετούμαι (για κόρη), удочка, -И θ. πετονιά (σύνεργο ψαρικής). II εκφρ. поймать (поддеть, подцепить) на -у πιάνω στο αγκίστρι (εξαπατώ, ξεγελώ, πιάνω στην παγίδα)· попасться (пойти, поддаться) на -у πιάνομαι (πέφτω) στην παγίδα, την πα- πατώ, τρώγω το χάπι. удрать, удеру, -удерёшь, παρλθ. χρ. удрал, ~ла, ~ло р.σ. φεύγω, το σκάζω, το κόβω λά- λάσπη· το στρίβω. II εκφρ. - штуку (απλ.)· κάνω κάτι παράξενο, παράλογο, удружать р.δ. βλ. удружить. удружить, -жу, -ЖЙшь р.σ. 1 συμπαραστατώ, συμπαρίσταμαι, συμπαραστέκω· εξυπηρετώ. 2 (ειρν.) εξυπηρετώ απο την ανάποδη· υποχρεώ- υποχρεώνω· δημιουργώ δυσάρεστα. удручать(ся) р.δ. βλ. удручйть(ся). УДРучащиЙ επ. απο μτχ. καταθλιπτικός, βα- βαρύς· -ЭЯ ТИШИНа καταθλιπτική ησυχία. Удручённый επ. απο μτχ. 1 καταθλιπτικός, βαρύς, επαχθής· οδυνηρός. 2 στενοχωρεμένος, πικραμένος, φαρμακωμένος· βαρυαλγής. УДРУЧИТЬ, -чу, ~4ΗΠ№,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удручённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. 1 (παλ.) καταβάλλω, καταπονώ, εξαντλώ· ταλαι- ταλαιπωρώ. 2 καταθλίβω, στενοχωρώ· πικραίνω, φαρ- φαρμακώνω, βαριοκαρδίζω, πικροκαρδίζω. II -СЯ καταθλίβομαι, καταστενοχωρούμαι· κατατρύχο- κατατρύχομαι· με τρώει η στενοχώρια. удумать ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. придумать. удумывать р.δ.μ. βλ. удумать. удушать(ся) ρ.δ. βλ. удушйть(ся). удушающий επ. απο μτχ. βλ. удушливый. II εκφρ. -ие отравительные вещества ασφυξιογό- να αέρια. удушение, -Я ουδ. πνιγμός, πνίξιμο· στραγ- στραγγαλισμός· απαγχόνιση, -σμός· ασφυξία. УДУШИТЬ, удушу, удушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удушенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. πνί- πνίγω· στραγγαλίζω· θανατώνω με ασφυξία.II μτφ. περιορίζω· - критику πνίγω την κριτική. II -СЯ (απλ.) πνίγομαι, απαγχονίζομαι, κρε- κρεμιέμαι. УДУШЛИВОСТЬ, -И θ. αποπνικτικότητα. удушливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 απο- πν ικτ ικός, πν ιγηρός · ασφυκτ ι,κός · - запах α- ποπνικτική μυρουδιά· -ая жара ασφυκτική ζέ- ζέστα. 2 μτφ. δυσάρεστος, αντιπαθής, απεχθής· -ая атмосфера αποπνικτική ατμόσφαιρα (περι- (περιβάλλον)· -ая среда αποπνικτικό περιβάλλον.
УДУ 631 ужа удушье, -Я ουδ. δύσπνοια, πνιγμονή, уедать р.δ. βλ. уесть. уединение, -Я ουδ. 1 απομόνωση, απομά- απομάκρυνση, αποτράβηγμα, απόσυρση· ζέκομμα, ξε- μονάχιασμα. 2 ερημιά· μοναξιά· ερημότοπος· жить В -ИИ ζω στη μοναξιά. уединённость, -И θ. απομόνωση, μοναξιά· ε- ερημιά. уединённый επ. απο μτχ. μεμονωμένος, μο- μοναχικός· ξέχωρος· απόμερος· - ДОМИК μεμονω- μεμονωμένο σπιτάκι. II απομονωμένος, ξεμοναχιασμέ- νος· μόνος, μοναχός, μονήρης. уедиНИТЬ, -НЮ, ~НЙШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уединённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. απομονώνω, απομακρύνω, αποτραβώ, αποσύρω,α- αποσύρω,αποχωρίζω, ξεκόβω, ξεμον ιαχιάζω. II -СЯ απο- απομονώνομαι, αποτραβιέμαι, αποσύρομαι, αποχω- αποχωρίζομαι· απομακρύνομαι, ξεκόβω· ξεμοναχιά- ζομαι· он -лея в деревне αυτός απομονώθηκε στο χωριό· ОН -лея ДЛЯ беседа С другом αυ- αυτός αποτραβήχτηκε για να κουβεντιάσει με το φίλο. уединять(ся) р.δ. βλ. уединйть(ся). уёзд, -а α. (παλ.) επαρχία (διοικητική περιφέρεια). уездить, уезжу, уездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уезженный, βρ: -жен, -а, -ορ.σ.μ. (απλ.) ομαλύνω, ισάζω, στρώνω πατώντας· - дорогу στρώνω το δρόμο (με συχνές διαδρομές). II κα- καταταλαιπωρώ με τις διαδρομές· ~ лошадей κα- καταταλαιπωρώ τα άλογα (με τις πολλές διαδρο- διαδρομές. || -СЯ πατιέμαι, ισιάζω, στρώνομαι. II ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι απο τις διαδρομές. уездный επ. 1 επαρχιακός· -ая территория το έδαφος της επαρχίας- - врач επαρχιακός γιατρός· - город επαρχιακή πρωτεύουσα. 2 (παλ.) επαρχιώτικος· απλοϊκός, καθυστερη- καθυστερημένος. II εκφρ. -ое присуствие (παλ.) κρα- κρατικό επαρχιώτικο Ίδρυμα· -Ое училище σχο- λαρχείο διτάξιο (διετές). уезжать р.δ. βλ. уехать. уёзжеННЫЙ επ. απο μτχ. ομαλός, ίσιος απο τις διαδρομές αμαξιών ~ая дорога ομαλός δρόμος. уезживать( ся) ρ.δ. βλ. уездить(ся). уём, -у α. (απλ.) ησυχία· -у нет у Него αυτός δεν ησυχάζει. уёмистый επ., βρ: -мист, -а, -о (παλ. к. απλ.) ογκώδης· ευμεγέθης. уесть, уем, уешь, уест, уедим, уедите, уедят, παρλθ. χρ. уёл, -ла, -Л0, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уеденный, βρ: -ден, ~а -о р.σ. μ. (απλ.). 1 τρώγω, βασανίζω, τυραννώ,πρή- τυραννώ,πρήζω το συκώτι, βγάζω την ψυχή. 2 τρυπώ, σου- σουβλίζω, κεντρίζω. уехать, уеду, уедешь р.σ. φεύγω, αναχωρώ· ξεκινώ (με μεταφ. μέσο). уж? -а α. αν ιοβόλο φίδι (δεντρογαλιά, υ- υδρόβια φίδια κλπ.). II εκφρ. ползти, (изви- (извиваться) -ОМ κολακεύω χαμερπώς, έρπω. уж2 1 επίρ. βλ. уже. 2 μόριο επιτακτ. μα, αμ, αμέ· - если делать, то надо делать хо- хорошо μα αν κάνεις (κάτι), να το κάνεις κα- καλά. II (και) να, ιδού. ужак, -а α. (διαλκ.) βλ. уж? ужалить р.σ. βλ. жалить. II εκφρ. как ужа- ужаленный σα να τον κέντρισε (σούβλισε) κάτι. ужаривать(ся) ρ.δ. βλ. ужарить(ся). ужарить, -рго, -ришь р.σ.μ. καλοψήνω· κα- λοτηγανίζω, καλοτσιγαρίζω. II -СЯ 1 καλοψή- νομαι, καλοτηγανίζομαι. 2 μαζεύομαι, ελατ- ελαττώνομαι στον όγκο με το ψήσιμο. ужас, -а«, 1 φόβος, τρόμος, τρομάρα, φρί- φρίκη· внушать - εμπνέω φόβο· сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) απο το φόβο· какой ~! τι φρίκη! привести (приводить) в - καταφοβίζω, καταπτοώ· τρομάζω· его Объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος. II φρικαλεό- τητα· -Ы ВОЙНЫ οι φρικαλεότητες του πολέ- πολέμου· рассказывать -Ы διηγούμαι φρικαλεότη- φρικαλεότητες. 2 ως κατηγ. είναι καταπληκτικά, εξαιρε- εξαιρετικά· - как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ- στότατος. 3 επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμε- υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά· - далеко πάρα πο- πολύ μακριά· - плохо πάρα πολύ άσχημα· - хо- хорошо κάλλιστα, άριστα, Κερίλαμπρα, περίφη- περίφημα· он - милый человек είναι υπερχαριτωμ'έ- νος άνθρωπος· ~ как ХОЛОДНО κρύο-φρίκη. II εκφρ. ДО -а άκρως κλπ. επιρ. βλ. 3 σημ. что такое βλ. 2 σημ. ужасать(ся) δ.δ. βλ. ужаснуть(ся). ужасающий επ. απο μτχ. βλ. ужасный. _ ужасно 1 επίρ. πάρα πολύ, φοβερά, υπέρ- υπέρμετρα, υπερβολικά, άκρως· ОН - богат αυτός είναι πάμπλουτος. 2 ως κατηγ. είναι φοβερό, φρικτό, φρίκη· - ехать В такой темноте εί- φοβερό να ταξιδεύεις μέσα σε τέτοιο σκοτά- σκοτάδι· это - αυτό είναι φρικτό. ужаснуть, -ну, -НёШЬ р.σ.μ. εμπνέω (προ- (προκαλώ, προξενώ) φόβο· καταφοβίζω, καταπτοώ. II -СЯ καταφοβούμαι, κατατρομάζω, φρικιάζω, φρίττω. ужасный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 φρι- φρικτός, φρικώδης, φρικιαστικός· φρικαλέος· τρο- τρομερός· -ое положение φρικτή κατάσταση· -ое Несчастье φρικιαστικό δυστύχημα. II πάρα πο- πολύ άσχημος, απαίσιος· απεχθής· у больного - вид о άρρωστος έχει απαίσια όψη· -ая погода παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος, καιρός-φρίκη. 2 φοβερός, πάρα πολύ δυνατός, ισχυρότατος·-ая боль φριχτός πόνος· -ая суматоха θόρυβος φο- φοβερός, πανδαιμόνιο, ορυμαγδός.
уда 632 узк ужасть, -И θ. (απλ.) επίρ. κ. ως κατηγ. βλ. ужас. ужать1, ужму, ужмёшь р.σ.μ. στενεύω, μα- μαζεύω, περιορίζω το μέγεθος. II μτφ. (απλ.)λΐΛ- γοστεύω, ελαττώνω· σφίγγω· II -СЯ στενεϋο- μαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ужать2 ρ.σ.μ. (διαλκ.) θερίζω. уже συγκρ. βαθμός του επ. узкий και του επιρ. узко. уже 1 επίρ. πια, ήδη, τώρα πια, κιόλας· ОН - не ребёнок τώρα πιά αυτός δεν είναι παιδάκι· фрукты - созрели, τα φρούτα πια ω- ωρίμασαν - три года, как он умер πάνε πιά τρία χρόνια, που αυτός πέθανε. 2 μόριο επι- επιτακτικό· πια, ήδη, πλέον ОН - не вернётся αυτός δε θαγυρίσει πιά· ЭТО - не шутка αυτό πια δεν είναι αστείο. ужели κ. ужёль (παλ.) βλ. неужели. ужение, -Я ουδ. ψάρεμα με αγκίστρι. уживаться р.δ. βλ. ужиться. УЖИВЧИВОСТЬ, -и θ. καλογνωμιά, συγκαταβα- τικότητα, διαλλακτικότητα· μαλακότητα. уживчивый επ., βρ: ~чив, -а, -о καλόγνω- καλόγνωμος· καλόβολος· ενδοτικός, διαλλακτικός· συ- γκαταβατικός, συναινετικός. ужимать р.δ. βλ. ужать1. II ~ся 1 βλ. ужать- ужаться. 2 (παλ.) μορφάζω κάνω γκριμάτσες. ужимки, -мок πλθ. (ενκ. ужимка, -и θ.) μορ- μορφασμοί, γκριμάτσες· στραβοτσακισματα του σώ- σώματος. ужин, -а α. το δείπνο· за -ом κατά το δεί- δείπνο, στο δείπνο. УЖИН, -а α. (διαλκ.) η θερισμένη ποσότητα. ужинать ρ.δ. δειπνίζω. ужинать р.δ. βλ. ужать2. УЖИННЫЙ επ. του δείπνου· - СТОЛ το τραπέ- τραπέζι του δείπνου. ужиный επ. του φιδιού· -ое гнездо φιδοφω- λιά, φιδότρυπα. ужиться, уживусь, уживёшься, παρλθ. χρ. ужился, -лась, -лось р.σ. 1 συνηθίζω σ' ένα μέρος· я -лея в новом городе συνήθισα στην καινούρια πόλη. II τα ταιριάζω, συνταιριάζω, ομονοώ, μονιάζω· С женой ОН не -лея με τη γυναίκα του αυτός δεν τα ταίριαζε. 2 μτφ. συμβιβάζομαι· συνυπάρχω· деспотизм Не может - с просвещением о δεσποτισμός δε μπορεί να συμβιβαστεί με τη διαφώτιση. УЖЛИ μόριο ερωτηματικό· (παλ. κ. απλ.)· βλ. неужели. ужо επίρ. (απλ.) μετά, ύστερα, κατόπι, έ- έπειτα. II (ως απειλή, εκδίκηση στο μέλλον)· που θα μου πας· θα δεις· вот ~ тебе! θα σου δείξω εγώ! θα δεις! ~Я тебя! θα σε κανονίσω εγώ! УЖОВЫЙ επ. του φιδιού, φιδίσιος· -аЯ го- голова κεφάλι φιδιού. ужонок, -нка, πλθ. ужата, ужат α. φιδάκι αν ιοβόλο. ужоныш, -а α. βλ. ужонок, ужотка к. ужотко επίρ, (απλ.) μετά, ύ- ύστερα, κατόπι, έπειτα. уза, -ы θ. βλ. прополис. узаконение, -Я ουδ. 1 νομιμοποίηση. 2 (παλΟ κυβερνητική διάταξη (με ισχύ νόμου). узаконенный επ. απο μτχ. νομοποιημένος. II επικυρωμένος. узаконивать ρ. δ.βλ. узаконить. II -СЯ νο- νομιμοποιούμαι. || επικυρώνομαι. узаконить, -НЮ, -НИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узаконенный, βρ: -нен, -а, -о р.σ.μ. νομιμοποιώ· - брак νομιμοποιώ το γάμο. II ε- επικυρώνω. узаконять(ся) р.δ. βλ. узакониваться). узбек, -а α., -ёчка, -и θ. Ουζμπέκος, -α. узбекский επ. ουζμπέκικος· - ЯЗЫК ουζ- μπέκικη γλώσσα· - народ о ουζμπέκικος λαός. узда, -Ы, πλθ. узды, узд θ. 1 χαλινό, η- ηνίο. 2 μτφ. αναχαίτιση, συγκράτηση. II εκφρ. держать В -έ χαλιναγωγώ, περιορίζω, συγκρα- συγκρατώ. уздечка, -и θ. χαλινό, -άρι, ηνίο. уздечный επ. του χαλινού· -ая удила στο- μίδα χαλινού. УЗДЦЫ στην έκφρ: ПОД - κοντά στη στομίδα· Держать лошадь ПОД - κρατώ* το άλογο με το χέρι κοντά στη στομίδα. узел1 узла α. ι κόμπος· завязать -ом δένω με κόμπο· завязать - δένω κόμπο· развязать - λύνω τον κόμπο. II μτφ. περιπλοκή· - Προ- тиворёчий κόμπος αντιθέσεων. 2 σημείο δια- διασταύρωσης συγκοινωνιακών δρόμων железнодо- рОЖЦЫЙ - σιδηροδρομικός κόμπος· - связи το κέντρο διαβιβάσεων. 3 τα γάγγλια· лимфати- лимфатический - τα λεμφογάγγλια· Нервный - εγκεφα- εγκεφαλονωτιαία γάγγλια. II εξόγκωμα, οίδημα. 4 (βοτ.) ρόζος, κόμπος· γόνατο. 5 ξεχωριστό τμήμα μηχανής. 6 δέμα, μπόγος. II φιάγγος. 7 κότσος (μαλλιών). II εκφρ. морской - ναυτι- ναυτικός κόμπος (δεσίματος): завязать (связать) -ом ή В - υποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (κάνω αρνάκι, υποχείριο). узел? узла α. κόμπος (ωριαία ταχύτητα ε- ενός μιλλίου). узелок, -лка α. μικρός κόμπος. II δεματά- κι, μικρός μπόγος. II εκφρ. завязать - (на память) δένω κόμπο (για να θυμηθώ κάτι). узилище, ~а ουδ. (παλ.) μπουντρούμι, σκο- σκοτεινή φυλακή. УЗИТЬ, ужу, узишь р.δ.μ. στενεύω, κάνω πιο στενό. II -СЯ στενεύομαι, γίνομαι πιο στενός. узкий επ., βρ: узок, узка, узко; уже. 1
узк 633 узу στενός· - И ДЛИННЫЙ στενόμακρος· -ая лента στενή ταινία- -ая улица στενή οδός- II σφι- σφιχτός- -ое платье στενό φόρεμα- -ие туфли στενά παπούτσια. 2 μτφ. περιορισμένος- - круг знакомых στενός κύκλος γνωστών -ое совещание στενή σύσκεψη (ολιγομελής)· - по- политический кругозор στενός πολιτικός ορίζο- ορίζοντας. 3 (γλωσ.) προφερόμενος με περιορι- περιορισμένο το άνοιγμα του στόματος- - гласный στενό φωνήεν. II εκφρ. -ое место τρωτό ση- σημείο. узковедомственный επ. στενά (αυστηρά) υ- υπηρεσιακός. II μτφ. ιδιοτελής, ιδιωφελής, συμ- συμφεροντολογικός · преследовать -ые цели απο- αποβλέπω (αποσκοπώ) σε στενά ιδιοτελείς σκο- σκοπούς. узкоглазие, -Я ουδ. στενό άνοιγμα ματιών- узкоглазый επ., βρ: -глаз, -а, -о στενο- μάτης, στενόφθαλμος. УЗКОГОРЛЫЙ επ. 1 (για αγγεία) στενόλαιμος- - кувшин στενόλαιμο λαγήνι. 2 με στενή εί- είσοδο (δίαυλο)· - залив κόλπος με στενή εί- είσοδο. узкогрудный επ., βρ: -груд, -а, -Ο στενο- θώρακας, με στενό στήθος. узкоколейка,' -И θ. στενή σιδηροδρομική γραμμή. узкоколейный επ. της στενής σιδηρ. γραμμ- μής·.-ая железная дорога βλ. узкоколейка. УСКОЛЙСТНЫЙ κ, УЗКОЛИСТЫЙ επ. στενόφυλ- λος- -ое растение στενόφυλλο φυτό. узколобие, -я ουδ. βλ. узколобость. узколобость, -и θ. στενομετωπία. II στενό- στενότητα αντίληψης. узколобый επ., βρ: -лоб, -а, -о. στενομέ- στενομέτωπος. II μτφ. στενόμυαλος, στενής αντίληψης. УЗКОНОСВЫЙ επ. μυτερός- -ая лодка βάρκα με στενή πρώρη- -ые туфли μυτερά παπούτσια. узкоплёночный επ. στενής ταινίας- - кино- киноаппарат κινηματογραφική μηχανή στενής ται- ταινίας. узкоплечий επ., βρ: -плеч, -а, -о με στε- στενούς ώμους. УЗКОРЯДНЫЙ επ. (γεωπ.) πυκνών γραμμών посев σπορά κατά πυκνές γραμμές. узкоспециализированный επ. στενής (περι- (περιορισμένης) ειδικότητας. УЗКОСТЬ, -И θ. στενότητα- - улиц η στενό- στενότητα των οδών. II μτφ. ολιγότητα· περιορι- περιορισμός, μετριότητα- - политических взглядов η στενότητα των. πολιτικών απόψεων. узловатость, -и θ. η ύπαρξη κόμπων, ρό- ρόζων, εξογκωμάτων. узловатый επ., βρ: -ват, -а, -о. 1 με κό- κόμπους- -ая верёвка τριχιά με κόμπους. II (για ξύλα) ροζιάρικος. 2 μτφ. ροζιασμένος- -ые руки ροζιασμένα χέρια. II διογκωμένος, εξογκωμένος- -ые вены διογκωμένες φλέβες. узловой επ. 1 κεντρικός, που αποτελεί κό- κόμπο (συγκοινωνίας, επικοινωνίας)· -ая стан- станция κεντρικός σταθμός· - пункт κεντρικό σημείο (κέντρο). 2 κύριος, βασικός, ουσιώ- ουσιώδης- - Вопрос κεντρικό ζήτημα. 3 γαγγλια- κός. 4 τμηματικός· -ая Сборка приборов η κατά τμήματα συναρμολόγηση συσκευών. узнавание, -я ουδ. βλ. узнание. узнавать(ся) р.δ. βλ. узнать(ся). узнание, -Я ουδ. (παλ.) γνώση, γνώρισμα· πληροφόρηση, -ρία. II δοκιμασία. узнать, узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.1 μα- μαθαίνω, πληροφορούμαι· я -ал об этом от бра- брата έμαθα γι' αυτό απο τον αδερφό μου· Я -ал её тайну έμαθα το μυστικό της· - новость μαθαίνω το νέο· ПОЗДНО -ла мать О ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματι- τραυματισμού του γιου της· - правду μαθαίνω την α- αλήθεια· от кого ВЫ это -ли? απο ποιόν το μά- μάθατε αυτοί 2 γνωρίζω· - её Характер γνωρίζω το χαρακτήρα της· - друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν). 3 δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ· ОН -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια. || (ως απειλή)· βλέπω· -ешь θα μάθεις, θα δεις· -ет θα μά- μάθει, θα δει. 4 αναγνωρίζω- Еврйклия узнала Одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα απο την ουλή στο πόδι. - СВОЮ вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου. II -СЯ μαθαίνομαι, πληροφορούμαι* γίνομαι γνωστός- ЭТО СКОро -ЛОСЬ αυτό γρήγορα μαθεύτηκε. узник, ~а α., -ца, -Ы θ. δεσμώτης, -ρια, δέ- δέσμιος, -α-φυλακισμένος, -η. * УЗОр, ~а α. διάκοσμος, σχεδιαγράφημα, στο- στολίδι, κεντίδι- ξόμπλι· πλουμίδι. УЗОРНЫЙ επ. διακοσμητός- πλουμιστός, ξο- μπλιαστός- κεντητός- σχεδιαστός- στολιστός. УЗОСТЬ, -И θ. (κυρλξ. κ. μτφ.)· - платья η στενότητα του φορέματος· - взглядов στε- στενότητα των απόψεων. узреть, узрю, узришь ρ.σ.μ. 1 (узрю) παλ. ορώ, βλέπω. 2 θεωρώ· - обиду θεωρώ προ- προσβολή . узуальный επ. συνήθης, -σμένος. ♦узурпатор, -а α. (γραπ. λόγος)· σφετερι- σφετεριστής, νοσφιστής· αλλοτριοφάγος· άρπαγας. узурпаторский επ. του σφετεριστή. узурпаторство, ~а ουδ. (γραπ. λόγος)· σφε- σφετερισμός, νοσφισμός, ιδιοποίηση· αλλοτριο- φαγία. ♦узурпация, -и θ. βλ. узурпаторство. узурпировать, -рую, -руешь р.δ.к.σ. (γραπ. λόγος)-σφετερίζομαι, νοσφίζομαι, ιδιοπόιού-
узу 634 ука μαι, οικειοποιούμαι- αντιποιούμαι. II ~СЯ σφετερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. *УЗУ<5, -а α. συνήθεια· έξη. УЗЫ, уз πλθ. 1 (παλ.)· δεσμά- αλυσίδες-τα δεσμά απο σχοινί, τριχιά. 2 δεσμοί, στενές σχέσεις- уЗЫ Дружбы δεσμοί φιλίας. уйм, -у α. (απλ.): -У нет ή не знать -у δεν καθησυχάζει, δεν καλμάρει. уйма, -Ы θ. πλήθος, σωρεία, σωρός- μελίσ- μελίσσι- μυρμηκιά- τσούρμο. уймища, -и θ. (απλ.) βλ. уйма. уйти, уйду, уйдёшь, παρλθ. χρ. ушёл, ушла, ущло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший, επιρ. μτχ. уЙДЯ κ. (απλ.) ушёдаи р.σ. 1 φεύγω, αναχω- αναχωρώ- απέρχομαι· ГОСТИ ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν- брат ушёл вчера о αδερφός έφυγε χτες· завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή. II πηγαίνω- все ушли на работу ό- όλοι έφυγαν για τη δουλειά- отец ушёл на 0X0- ту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι- - на вёслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας). 2 δρα- δραπετεύω, το σκάζω- αποδιδράσκω- ~ ИЗ тюрьмы δραπετεύω απο τη φυλακή. II εγκαταλείπω, α- αφήνω- она ушла ОТ него αυτή τον παράτησε- ОН ушёл С института αυτός παράτησε το ινστιτού- ινστιτούτο- - со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή. II μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι- ξεφεύγω· ОН хитрый - не уйдёшь от его капкана αυτός εί- είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις απο την παγίδα του. 3 περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ· отец ушёл на пенсию о πατέρας πέρασε στη σύντα- σύνταξη- - В Отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω ά- άδεια)· - В запас περνώ στην εφεδρεία.4 δια- διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι- ГОДЫ ушли τα χρό- χρόνια πέρασαν время прошло о καιρός πέρασε. 5 χάνομαι, εξαφανίζομαι- богач пропал, Вмё- сте с ним ушло и-его счастье о πλούσιος πέ- πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του. II πε- πεθαίνω- ушедшего никогда не забудем τον πε- πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε. 6 ξοδεύομαι, δαπα'νώμαι- за ЭТОТ месяц ушло МНОГО денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρή- χρήματα. II χρειάζομαι, απαιτούμαι· целый день уйдёт за ЭТО дело ολόκληρη μέρα θα φύγε ι (θα πάει) γι' αυτήν την υπόθεση. 7 (για υ- υγράI χύνομαι ξεχειλίζω· МОЛОКО ушло το γάλα χύθηκε (βράζοντας). 8 προπορεύομαι, προτρέ- χω· προηγούμαι. II (για ωρολόγια)· πηγαίνω μπροστά. 9 βλ. вместиться. 10 βυθίζομαι, χώ- χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι· εισδύω- свая ушла глубоко В землю о πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη. 11 επιδίδομαι, αφοσιώνομαι- ученик ушёл В книги о μαθητής τό 'ρίξε στα βιβλία (στη μελέτη). 12 μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι. II εκφρ. ~ вперёд ξεπερνώ, υπερτε- υπερτερώ, υπερβάλλω- υπερέχω- - из ЖИЗНИ (В МОГЙ- лу, к проотцам) φεύγω απο τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο· - на ДНО βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγο- (πνίγομαι)· далеко - προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά· недалеко - δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον почва или земля ушла из-под ног το έδαφος έφυγε κάτω απο τα πόδια- - В Себя α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι. указ, -а α. διάταγμα· - Президиума Вер- Верховного Совета СССР διάταγμα του προεδρείου του Ανώτατου Εοβιέτ της ΚΕΣΔ. II διαταγή. II εκφρ. не - кому (ως κατηγ.) δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν πρότυπο (υπόδειγμα)· ты мне не - εσύ για μένα δεν είσαι πρότυπο. указание, -Я ουδ. ένδειξη· υπόδειξη, δεί- ξιμο· - дороги υπόδειξη της οδού· - на не- недостатки υπόδειξη των ελλείψεων (ελαττωμά- (ελαττωμάτων). II οδηγία· по указанию из центра κατά την οδηγία απο το κέντρο· давать -Я МОЛОДО- му δίνω οδηγίς στο νεολαίο. указанный επ. απο μτχ. υποδειγμένος· κα- καθορισμένος· χαραγμένος· путь ~ Лениным η ο- οδός που χάραξε ο Λένιν. указатель, -я α. 1 δείκτης· дорожный - ο- οδικός δείκτης· - СКОРОСТИ δείκτης ταχύτη- ταχύτητας. 2 οδηγός (βιβλίο με οδηγίες). 3 πίνα- πίνακας· библиографический - βιβλιογραφικός πί- πίνακας- ~ имён πίνακας ονομαστικός. указательный επ. δεικτικόζ· -ая стрелка о δείκτης (η βελόνη)· ~0β местоимение (γραμμ.) δεικτική αντωνυμία· - Палец о δείκτης (δά- (δάχτυλο), λιχανός. указать, укажу, укажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. указанный, βρ·. -зан, -а, -о р.σ. 1 δεί- δείχνω· - пальцем δακτυλοδεικτώ· - кому дорогу В город δείχνω σε κάποιον το δρόμο για την πόλη· ~ кому Дверь δείχνω σε κάποιον την πόρτα (να βγει έξω). 2 μτφ. υποδείχνω, λέ- λέγω· - ОЩИСКИ υποδείχνω τα λάθη· - на неДО- СТЭТКИ λέγω τις ελλείψεις (τα ελαττώματα). 3 κατατοπίζω, ενημερώνω· δίνω οδηγίες. 4 δια- διατάζω, δίνω διαταγή, εντολή. указка, -И θ. 1 δείκτης (μικρή ράβδος). 2 υπόδειξη· εντολή· делать всё по указке όλα τα κάνω με υπόδειξη. II εκφρ. Не ~ δεν έχω για πρότυπο (υπόδειγμα). указный επ. δεικτικός, των οδηγιών -ая КНЙга βιβλίο οδηγιών. II (παλ.) με διάταγ- διάταγμα (καθιερωμένο). указчик, -а α., ~ца, -Ы θ. δειχτάρης· ε- εντολοδότης . указывать, ~аю, -аешь κ. (παλ.) указуга, указуешь р.δ. 1 βλ. указать. 2 επιβεβαιώνω, μαρτυρώ, δείχνω. II -СЯ 1 δείχνομαι. II υπο- υποδείχνομαι. 2 σημειώνομαι- υπογραμμίζομαι.
ука 635 уко укалывать(ся) р.б. βλ. уколоть(ся). укараулить р.σ.μ. βλ. устеречь. укатанный επ. απο μτχ. ομαλός, στρωμένος- ίσιος· λείος. укатать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ука- танный, βρ: -тан, -а, -о. 1 κυλώ, στρώνω, ομαλύνω· (.σώνω· λειαίνω. 2 βλ. валять B σημ.). 3 (απλ.) κουράζω με την αμαζάόα. 4 εξαποστέλλω, στέλλω μακριά· - Сибирь στέλ- στέλλω μακριά στη Σιβηρία. II -СЯ καθαμαζεύω, ι- σώνω, στρώνω· ομαλύνω με τις διαδρομές αμα- αμαξιών. II πατιέμαι, συμπυκνώνομαι, σφίγγω. укатить, укачу, укатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. 1 μ. κυλώ, απομακρύνω κυλώντας- - бочку κυλώ το βαρέλι· - колесо κυλώ τη ρόδα (τροχό)..2 (για μέσα μεταφοράς)· φεύγω κυλώντας. II (για άν- άνθρωπο) αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)· ОН ~йл за границу αυτός έφυγε για το εξωτερικό. 3 (απλ.) φεύγω ολοταχώς, το σκάζω. II -СЯ 1 κυλίω, απομακρύνομαι κυλιόμενος· МЯЧ -ЛСЯ το τόπι κύλισε μακριά. 2 βλ. ενεργ. φ. 2 σημ. укатка, -И θ. 1 κύλιση. 2 το πάτημα του δρόμου απο τα τροχοφόρα. укатывание, -Я ουδ. κύλιση, πάτημα, ίσω- μα, ομάλυνση- ..- ПОЧВЫ το πάτημα του εδάφους. укатывать(сяI ρ.δ. βλ. укатать(ся). укатывать(ся)гр.δ. βλ. укатйть(ся). укать, укаю, укаешь р.δ. φωνάζω, κραυγά- κραυγάζω, κράζω ου, ου.... укачать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ука- чаншй, βρ: -чан, -а, -О. 1 λικνίζω, ταλα- ταλαντεύω την κούνια· αποκοιμίζω. 2 ζαλίζω με το πολύ κούνημα. II -СЯ ζαλίζομαι απο το πο- πολύ κούνημα. укачивание, -Я ουδ. κούνημα, λίκνιση. укачивать( ся) ρ.δ. βλ. укачать(ся). укашивать р.δ. βλ. укосить. уквасить(ся) ρ.σ. βλ. квасить(ся). укипать, -ает р.δ. βλ. укипеть. укипеть, -пит р.σ. 1 βράζω πλήρως. 2 λι- λιγοστεύω απο το βράσιμο. укисать, -ает р.δ. βλ. укиснуть. укиснуть, -нет, παρλθ. χρ. укис, ~ла, ~ло ξυνίζω τελείως. уклад, -а а. 1 τρόπος (καθιερωμένος)· τα- τακτική- новый - жизни καινούριος τρόπος ζω- ζωής. 2 οικονομικό σύστημα ή μορφή· рабовла- рабовладельческий - το δουλοκτητικό σύστημα· фео- ДаЛЬНЫЙ - φεουδαρχικό σύστημα· Общёствен- НО-ЭКОНОМИЧескиЙ - κοινωνικο-ρικονομικό σύ- σύστημα. укладистый επ., βρ: -диет, -а, -о (παλ.) 1 βλ. вместительный. 2 βολικός· τακτοποιή- σιμος· μικρού μεγέθους. укладка, -И θ. 1 τακτοποίηση· διευθέτη- διευθέτηση. 2 τοποθέτηση· βάλσιμο· φτιάξιμο· εγκα- εγκατάσταση. 3 (διαλκ.) μπαούλο, σεντούκι. уклаДОЧНЫЙ επ. της τακτοποίησης κλπ. ουσ. укладчик, -а α, ~ца, -ы θ. αυτός που κά- κάνει την τοποθέτηση, την εγκατάσταση ή τη δι- διευθέτηση. укладывание, -я ουδ. βλ. укладка. укладывать(ся) ρ.δ. βλ. уложить(ся). укладываться р.б. βλ. улечься. укланять р.σ.μ. (διαλκ) παρακαλώ, ικετεύω. уклёивать(ся) ρ.δ. βλ. уклёить(ся). уклеить, -ею, -ёишь р.σ.μ. κολλώ. II -ся κολλώ. уклейка1, -и θ. κόλληση. уклейка? -и θ. είδος κυπρίνου του γλυκού νερού. уклон, -а α. 1 επικλινές μέρος, πλαγιά· κατωφέρεια· κατήφορος· катиться ПОД -ОМ κυ- κυλιέμαι στον κατήφορο. 2 κλίση, γέρμα· - ма- ЧТЫ η κλίση του καταρτιού· - СТОЛба η κλί- κλίση του στύλου. 3 απόκλιση· - В ту И Дру- Другую сторону κλίση προς τη μιά και την άλλη πλευρά.. 4 μτφ. παρέκκλ-ιση, απομάκρυνση (α- (απο τα καθιερωμένα)· правый - δεξιά παρέκ- παρέκκλιση· левый - αριστερή παρέκκλιση· борьба С -ами В партии πάλη ενάντια στις παρεκ- παρεκκλίσεις στο κόμμα. 5 Μ·τφ. τάση, κλίση· κα- κατεύθυνση· προορισμός· спортивные игры с во- военным -ом αθλοπαιδιές цр περιεχόμενο στρα- στρατιωτικής εκπαίδευσης. II εκφρ. ПОД - идти ή направиться πηγαίνω τον κατήφορο, κατηφορίζω. уклонение, -Я ουδ. απομάκρυνση, απόκλιση· αλλαγή κατεύθυνσης. II αποτροπή. уклонить, -они, -онишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. (παλ.) απομακρύνω, αποκλίνω, δίνω άλλη Κατεύθυνση. II μτφ. αποτρέπω· - ΚΟΓΟ-Η. ОТ преступления αποτρέπω κάποιον απο το έγκλη- έγκλημα. II -СЯ 1 αποφεύγω, διαφεύγω· - ОТ удара αποφεύγω το χτύπημα. 2 μτφ. δεν επιθυμώ· ОТ знакомств αποφεύγω τις γνωριμίες· ~ ОТ прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ξεκά- ξεκάθαρα. 3 παρεκκλίνω, ξεφεύγω, αλλάζω κατεύ- κατεύθυνση· мы -лись вправо и попали в болото ε- εμείς παρεκκλίναμε δεξιά και πέσαμε στο βάλ- βάλτο· дорога -лась влево о δρόμος έστριβε α- αριστερά. 4 μτφ. εξοκέλλω, παρεκτρέπομαι. уклоноуказатель, -Я α. οδικός δείκτης α- ανωφέρειας ή κατωφέρειας. УКЛОНЧИВОСТЬ, -И θ. υπεκφυγή. УКЛОНЧИВЫЙ επ., βρ: -ЧИВ, -а, -О με υ- υπεκφυγή· - ответ απάντηση με υπεκφυγή. уклонять(ся) р.δ. βλ. уклонйть(ся). уключина, -Ы θ. σκαλμός, σκαρμός. УКОВЫЛЯТЬ р.σ. (απλ.) φεύγω κουτσαίνοντας, ταλαντευομενος.
уко 636 укр укокать р.σ.μ. (απλ.) βλ. укокошить. укокошить, ~шу, -шишь р.σ.μ. (απλ.) σκο- σκοτώνω. УКОЛ, -а α. 1 κέντρισμα, νύξη· σούβλισμα- τρύπημα· ~ ШТЫКОМ λογχισμός. 2 (ιατρ.) ένε- ένεση. 3 κεντρισμένο (πονεμένο) μέρος. 4 μτφ. •υπαινιγμός. уколачивать ρ.δ. βλ. уколотить. II -ся 1 ταρατσώνομαι. 2 καλύπτομαι (με καρφιά κ.τ.τ.). уколотить ρ.σ.μ. 1 βλ. трамбовать. 2 καρ- καρφώνω· χτυπώ πολλά καρφιά· καλύπτω(μέ καρφιά κ.τ.τ.)· - дверь ГВОЗДЯМИ, κατατρυπώ την πόρτα με καρφιά.' 3 (απλ.) χτυπώ, σκοτώνω. уколоть р.σ.μ. 1 νύσσω, κεντρίζω, κεντώ, τρυπώ· - ШТЫКОМ λογχίζω· - НОЖОМ μαχαιρώνω- - Палец ИГОЛКОЙ τρυπώ το δάχτυλο με το βε- βελόνι· - ШИЛОМ σουβλίζω. 2 μτφ. προσβάλλω, θίγω· πληγώνω· - чем-Н. самолюбие θίγω το φιλότιμο κάποιου με κάτι· - ΚΟΓΟ-Η. намёком θίγω κάποιον με υπαινιγμό. 3 τρυπώ, κάνω τρύπες· при примерке портниха -ла всю юбку приколками στην πρόβα η μοδίστρα κατατρύ- πησε τη φούστα με καρφίτσες. II -СЯ τρυπιέ- τρυπιέμαι, κεντρίζομαι· σουβλίζομαι· - ДО крови κεντρίζομαι μέχρι αίμα. уколупнуть ρ.σ.μ. (απλ.). 1 βλ. колупать. 2 βλ. ущипнуть. укомплектование, -я ουδ. βλ. комплектова- комплектование. укомплектованный επ. απο μτχ. συμπληρωμέ- συμπληρωμένος, πλήρης. укомплектовать ρ.σ. βλ. комплектовать (ΐ σημ.). II -ся βλ. комплектоваться. укомплектовываться) р.δ. βλ. комплекто- комплектовать ся). уконопатить р.σ.μ. βλ. конопатить. уконопачивать р.δ. βλ. конопатить. укор, -а α. βλ. упрёк. II ек<рр. не в - ска- сказано δεν ειπώθηκε για κατηγορία- ставить В - кому ЧТО μέμφομαι κάποιον για κάτι. укорачивание, -я ουδ. βλ. укорочение. укорачивать ся) р. δ. βλ. укоротить ся). укоренение, -Я ουδ. 1 ρίζωση, -μα, ριζο- βόλημα. 2 μτφ. θεμελίωση· - привычек το ρί- ρίζωμα των συνηθειών. укоренить, -НЮ, -нйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укоренённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 ριζώνω, κάνω να ριζώσει- - рассаду κάνω να ριζώσει το φυτώριο. 2 μτφ. θεμελιώ- θεμελιώνω- ~ Обычай θεμελιώνω τη συνήθεια. II -СЯ 1 ριζώνω, ριζοβολώ, απλώνω ρίζες. 2 θεμε- θεμελιώνομαι· многие обычаи -лись с давних вре- времён πολλές συνήθεις ρίζωσαν απο τα παλιά χρόνια. укоренять ся) Ρ·δ. βλ. укоренить ся) ■ укоризна, -ы θ. βλ. укор. укоризненный επ. κατηγορικός, της μομφής. укорительный επ. βλ. укоризненный. укорить, -рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укорённый, , βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. βλ. упрекнуть. укоротить, -рочу, -ротйшь к. (παλ.) ~ρό- ТИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укороченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 βραχύνω, κοντεύω- μι- μικραίνω- - рукава κοντεύω τα μανίκια· - свой шаги μικραίνω τα βήματα μου. 2 (για χρόνο)· συντομεύω, συντέμνω, κόβω· - срок συντομεύω την προθεσμία'· - растояние συντομεύω την α- απόσταση. 3 μτφ. χαλιναγωγώ, σφίγγω τα λου- λουριά, περιορίζω· κάνω ευπειθή. II εκφρ. хвост кому (απλ.) βλ. 3 σημ. - ЯЗЫК кому (απλ.) υποχρεώνω κάποιον να μιλά λιγότερο ή να μή αυθαδιάζει. II -СЯ 1 βραχύνομαι, κοντεύο- μαι, μικραίνω. 2 συντομεύομαι, συντέμνομαι. 3 μτφ. χαλιναγωγούμαι, περιορίζομαι- γίνο- γίνομαι ευπειθής. укорочение, -Я ουδ. βράχυνση, κόντεμα,μί- κραιμα. II συντόμευση, σύντμηση. укороченный επ. απο μτχ. βραχύς, κοντεμέ- νος, μικραιμένος. II συντομευμένος, συντμη- μένος. укорять ρ. δ. βλ. укорить. II -СЯ μέμφομαι, κατηγορούμαι. укос, -а α. 1 κόσισμα, θέρισμα. 2 η κοσι- σμένη ποσότητα. укосить ρ.σ.μ. κοσ'ιζω, θε|5ίζω εντελώς· τε- τελειώνω το κόσισμα, το θερισμό. укосный επ. κοσιστικός, θεριστικός- για κόσισμα, για θέρισμα· -ые ПОЛЯ χωράφια για κόσισμα, για θέρισμα. украдкой επίρ. κρυφά· κλέφτικα- она ~ ОТ матери Вышла на улицу αυτή κρυφά απο τη μά- μάνα βγρκε στο δρόμο- взглянуть - κρυφοκοιτά- κρυφοκοιτάζω, κρυφοβλέπω. украдучись επίρ. (παλ. κ. απλ.) βλ. укра- дкой. Украина, ~Ы θ. (παλ.) η παραμεθόρια περι- украинец, -НЦаа., -ка -И θ. Ουκρανός, -ίδα. украинизация, -и θ. εξουκρα'ίνιση. украинизировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ; εξουκρα'ϊνίζω. II -СЯ εξουκρα'ίνίζομαι. украинизм, -а α. ουκρανισμός (λέξη ή φρά- φράση ουκρανική). украиННЫЙ επ. (παλ.) παραμεθόριος- - го- город παραμεθόρια πόλη. украинский κ. (παλ.) украинский επ. ου- ουκρανικός· - ЯЗЫК ουκρανική γλώσσα. украсить р.σ.μ. στολίζω, διακοσμώ· εξωρα- εξωραίζω- - ДОМ στολίζω το σπίτι· - город εξω- εξωραΐζω την πόλη· - цветами ανθοστολίζω·-ΒβΗ-
укр 637 ком στολίζω με στεφάνι (στεφανώνω)· - фла- флагами σημαιοστολίζω· - картинами εικονοστο- λίζω, II μτφ. ωραιοποιώ, ομορφαίνω· ~ речь риторичесжими фигурами ομορφαίνω νο λόγο με ρητορικά σχήματα· - ЖИЗНЬ ωραιοποιώ τη ζωή. II -СЯ στολίζομαι· εξωραΐζομαι. II ο- ομορφαίνω, ωραιοποιούμαι. украсть ρ.σ. βλ. красть. украшательство, -а ουδ. ωραιοποίηση (συ- (συνήθως περιττή). украша1Ь(ся) ρ.δ. βλ. украсить(ся). украшение, -Я ουδ. στολισμός, εξωραϊσμός- διακόσμιση· - цветами ανθοστόλισμα, επάνθι- ση· - венком επίστεψη, επιστεφάνωμα·- фла- флагами σημαιοστολισμός· - картинами εικονο- στολισμός· - вокруг περικόσμηση· - ВЫШИВ- ВЫШИВКОЙ διακέντηση, ξόμπλιασμα. II (κυρλξ. κ. μτφ.)· στολίδι, κόσμημα· ёлочные -Я στολί- στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου· драго- драгоценные -Я πολύτιμα στολίδια. укрепительный επ. 1 οχυρωματικός· ~0β СО- оружёние οχυρωματικό έργο. 2 (παλ.) τονω- τονωτικός, δυναμωτικός. укрепить р.σ.μ. 1 στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά· σταθεροποιώ· συνδέω πιο γερά· - пло- плотину στερεώνω πιο γερά το φράγμα· - доску ГВОЗДЯМИ καρφώνω γερά τη σανίδα. Ι! μτφ. δυ- δυναμώνω· - власть στεργιώνω την εξουσία- Дружбу δυναμώνω τη φιλία. 2 τονώνω, ενι- ενισχύω· южный климат -ил его здоровье το νό- νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του· - нёр- ВЫ τονώνω τα νεύρα- свежий воздух -ЙЛ его лёгкие о φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του. 3 (στρατ.) οχυρώνω· - мес- местность οχυρώνω την τοποθεσία- ~ город οχυ- οχυρώνω την πόλη. 4 ισχυροποιώ, κρατάιώνω- страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).. II -СЯ 1 στερεώνομαι, στεργιώνομαι· σταθεροποιού- σταθεροποιούμαι. 2 δυναμώνω- τονώνομαι· Нервы -ЛИСЬ τα νεύρα τονώθηκαν. II ισχυροποιούμαι. 3 μτφ. γί- θεμελιώνομαι, ριζώνω- μένω ακλόνητος, ακρά- ακράδαντος · - В своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου. 4 οχυρώνομαι· войска -ЛИСЬ на склонах горы τα στρατεύματα οχυ- οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού. укрепление, -Я ουδ. 1 στερέωμα, στέργιω- μα· σταθεροποίηση. 2 δυνάμωμα, τόνωση· ενί- ενίσχυση· - ОборОНЫ ενίσχυση της άμυνας. 3 ο- χύρωμα- ЛИНИЯ -ИЙ οχυρωματική γραμμή· ДОЛ- говрёменные -я μόνιμα οχυρά· береговые -я επάκτια οχυρά. укреплённый επ. απο μτχ. οχυρωμένος· - рай- район οχυρωμένη περιοχή. укреплять(ся) ρ.δ. βλ. укрепйть(ся). укрепляющий επ. απο μτχ. δυναμωτικός, το- τονωτικός· -ее средство τονωτικό φάρμακο. укрОМНОСТЬ, -И θ. ανάμερη θέση. укромный επ. βρ: -мен, -мна, -МНО ανάμε- ρος, απόμερος, παράμερος· απομονωμένος· - домик απομονωμένο σπιτάκι· ~ое местечко α- απόμερη θεσούλα· - уголок ανάμερη γωνίτσα. укроп, ~а α. φαινίκουλο (επιστ.), μάραθο (λκ.). укропный επ. του μάραθου· - запах μυρου- μυρουδιά μάραθου· -ые семена οι μαραθόσποροι. укротитель, -я α., -ница, -Ы θ. δαμαστής, -άστρια, τιθασευτής· - зверей θηριοδαμα- θηριοδαμαστής- - львов δαμαστής λιονταριών. укротить, укрощу, укротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрощенный, βρ: -щён, -щена -ό ρ.σ.μ. 1 εξημερώνω· δαμάζω, τ ιθασεύω·- ТЙ- гра εξημερώνω την τίγρη. 2 μτφ. συγκρατώ, υ- υποτάσσω· - гнев δαμάζω το θυμό. II -СЯ 1 ε- εξημερώνομαι. 2 συγκρατιέμαι· гнев -ЛСЯ ο θυμός συγκρατήθηκε. укрощать(ся) р.δ. βλ. укротить(ся). укрощение, -Я ουδ. 1 εξημέρωση, δάμαση, τιθάσευση- - льва εξημέρωση του λιονταριού. 2 συγκράτηση, υπόταξη- - гнева συγκράτηση του θυμού. укрупнение, -Я ουδ. μεγέθυνση, μεγάλωμα, επαύξηση· - КОЛХОЗОВ το μεγάλωμα των κολχόζ. укрупнённый επ. απο μτχ. μεγεθυνμένος, με- μεγαλωμένος, επαυξημένος· - КОЛХОЗ μεγαλωμένο κολχόζ. укрупнить, -НЮ, -НЙШЬ* παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрупнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ. μ. μεγεθύνω, μεγαλώνω, επαυξαίνω· κάνω πιο μεγάλο· - трест μεγαλώνω την εταιρεία. II -СЯ μεγεθύνομαι, μεγαλώνω- επεκτείνομαι. укрупнять(ся) ρ.δ. βλ. укрупнйть(ся). укрутить р.σ.μ. (απλ.) περιτυλίγω· περι- περιμένω. II (παλ.) στολίζω (τη νύφη). II -СЯ περιτυλίγομαι· περιδένομαι· -шарфом περι- περιτυλίγομαι με το κασκόλ. укручивать(ся) ρ.δ. βλ. укрутйть(ся). укрыватель, -Я α., -ница, -Ы θ. ο αποκρύ- πτων, η αποκρύπτουσα· - преступника о απο- κρϋπτων εγκληματία· - бандита λησταποδόχος· - вора ο αποκρύπτων κλέφτη ή κλεπταποδόχος. укрывательство, -а ουδ. απόκρυψη- - кражи απόκρυψη κλοπής: - Преступника απόκρυψη ε- εγκληματία- судить за ~ бежавшего из тюрьмы δικάζω για απόκρυψη δραπέτη των φυλακών. укрывать(ся) ρ.δ. βλ. укрыть(ся). укрытие, -Я ουδ. 1 κάλυψη, σκέπασμα. 2 προστασία, προφύλαξη. 3 (στρατ.) σκέπαστρο. 4 απόκρυψη (καταζητούμενου, καταδιωκόμενου). укрытый επ. απο μτχ. 1 καλυμμένος, σκεπα- σκεπασμένος. 2 προφυλαγμένος, προστατευμένος. укрыть, укрою, укроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрытый, βρ: укрыт, -а, -о р.σ.μ. 1 κα-
укс 638 λύπτω, σκεπάζω καλά· - одеялом σκεπάζω καλά με το πάπλωμα. 2 προστατεύω, προφυλάγω· ОТ ДОЖДЯ προστατεύω απο τη βροχή. 3 απο- αποκρύπτω (καταζητούμενο, καταδιωκόμενο)· συ- συγκαλύπτω. II -СЯ 1 καλύπτομαι, σκεπάζομαι κα- καλά. 2 προστατεύομαι, προφυλάγομαι. 3 κρύβο- κρύβομαι. уксус, -а (-у) α. ξίδι, το ξινό, то όζος. уксусник, ~а α. βλ. уксусница. уксусница, ~Ы θ. το μποκαλάκι με το ξίδι, το οζοδοχε'ιο. уксусный επ. ξινός, όξινος, του ξιδιού. - запах η μυρουδιά του ξιδιοϋ· -ое ПРОИЗВОД- ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή ξ ι δ ιού. II εκφρ. -ое дерево ο ρους, το ρούδι, το χρυσόξυλο, σουμάκι, η βυρσιά· -ая кислота το οξεικόν οξύ· ~ая эс- сёнсия καθαρό οξεικόν οξύ. укупить р.σ.μ. (με το αρνητικό μόριο не)· ΗΘ - δεν μπορώ να αγοράσω (λόγω υψηλής τι- τιμής). укупоривание, -я ουδ. βλ. укупорка A σημ.). укупоривать ρ.δ. βλ. укупорить. II ~СЯ συ- συσκευάζομαι· πακετάρομαι. укупорить р.σ.μ. 1 βουλώνω, σφραγίζω καλά (δοχείο). 2 (απλ.) συσκευάζω· πακετάρω. укупорка, -И θ. 1 βούλωμα, πωμάτισμα,σφρά- πωμάτισμα,σφράγισμα. 2 συσκευή βουλώματος, σφραγίσματος. 3 υλικό πωματισμού. укупорочный επ. του πωματίσματος· - мате- материал υλικό πωματισμού· ~ая машина μηχανή (συσκευή) πωματισμού. укус, ~а α. δάγκωμα· δαγκωματιά· τσί- τσίμπημα· κέντρισμα. укусить, укушу, укусишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укушенный, βρ: -шен, -а, ~0 ρ.σ.μ.1 δα- δαγκώνω· κεντρίζω· τσιμπώ· собака -ла мне но- 1у το σκυλί με δάγκασε στο πόδι· комар -ИЛ его τον τσίμπησε το κουνούπι· оса -ла бра- ТЙШКу η σφήκα κέντρισε το αδερφάκι. 2 κόβω με τα δόντια· корка - твёрдая, не -сишь η κοριά είναι σκληρή, δε θα την κόψεις.με τα δόντια. укутать р.σ.μ. περιτυλίγω, κουκουλώνω· περικαλύπτω· - ребёнок κουκουλώνω το παι- παιδάκι· - дерево соломой περικαλϋπτω το δέ- δέντρο με άχυρα (για να μην παγώσει). II -СЯ περιτυλίγομαι, κουκουλώνομαι" περ ικαλϋπτομαι. укатывать(ся) ρ.δ. βλ. укутать(ся). улавливание, -Я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) σύλ- σύλληψη, πιάσιμο. улавливать р.δ. βλ. уловить. || -ся (κυρλξ. κ. μτφ.) συλλαμβάνω, πιάνω). уладить, улажу, уладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1 τα- τακτοποιώ, διευθετώ· διακανονίζω, ρυθμίζω· ε- εξομαλύνω· - дело τακτοποιώ την υπόθεση- уле вопрос διευθετώ το ζήτημα. II συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω· ~ упрямцев συμφιλιώνω τους πεισματάρηδες. 2 ευθετίζω, συγυρίζω. II δι- διορθώνω, επανορθώνω· ξαναφτιάχνω. II -СЯ τα- τακτοποιούμαι, διευθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. всё -ЛОСЬ όλα τακτοποιήθηκαν. улаживание, -Я ουδ. 1 τακτοποίηση, διευ- διευθέτηση, διακανονισμός· ρύθμιση· εξομάλυνση. 2 συμφιλίωση, συνδιαλλαγή. II συγύρισμα, ευ- θέτιση. II διόρθωση, επανόρθωση. улаживать(ся) ρ.δ. βλ. уладить(ся). уламывать р.δ. βλ. уломать. II -ся πείθο- πείθομαι δύσκολα, είμαι δυσκολόπιστός. *улан, ~а α. ουλάνος. уланский επ, ουλάνικος. уластить, -ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улащенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) καλοπαίρνω, καλοπιάνω. улащивать р.δ. βλ. уластить. улежать р. σ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι. II -СЯ 1 βλ. слежаться. 2 (απλ.) ωριμάζω με το πέ- πέρασμα του χρόνου (για κομμένους καρπούς). улезать ρ.δ. βλ. улезть. улезть, улезу, улезешь, παρλθ. χρ. улез, -ла, -ло, προστκ. улезь р.σ. (απλ.) φεύγω, απομακρύνομαι έρποντας. улей, улья α. κυψέλη, μελισσοκόφινο. улейный επ. της κυψέλης· -ое производство η παραγωγή κυψελών. улепетнуть р.σ. βλ. улепётывать. улепётывать р.δ. (απλ.) βλ. удрать. улепить, улеплю, улепишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улепленный, βρ: -лен, -а,-о ρ.σ.μ.(παλ,) κολλώ. || -СЯ κολλιέμαι. улеплять(ся) р.δ. βλ. улепйть(ся). улестить, улещу, улестишь, παθ. μτχ. παρλθ^. χρ. улещённый, -щён, -щена, -щено р. σ.μ. (απλ.) κολακεύω, καλοπαίρνω,καλοπιάνω. улетать р.δ. βλ. улетйть. улеТИТЬ, улечу, улетишь р.σ. 1 πετώ μα- μακριά· φεύγω πετώντας. 2 τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ). 3 (γΐ-α χρόνο) διαβαίνω, περνώ γρή- γρήγορα. 4 μτφ. πετώ (για σκέψεις, όνειρα κλπ.). улетучиваться р.δ. βλ. улетучиться. улетучиться, -чусь, -ЧИШЬСЯ р.σ. 1 εξα- εξατμίζομαι- εξαερώνομαι. II μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι. 2 (απλ.) φεύγω, απέρχομαι. улечься, улягусь, уляжешься, улягутся, παρλθ. χρ. улёгся, улеглась, -лось, προστκ. улягся р.σ. 1 ξαπλώνω, -ομαι,κατακλίνομαι, πλαγιάζω· - на бок πλαγιάζω στο πλευρό. || χωρώ καθιστός. 2 κάθομαι καλά, όπως χρειά- χρειάζεται· χωρώ (για αντικείμενα). II πέφτω σι- γά-σιγά, κατακάθομαι· ПЫЛЬ -лась η σκόνη κα- τακάθησε. 3 κοπάζω, καλμάρω, ξεπέφτω· κα- κατευνάζω· -гея ветер κόπασε ο άνεμος· -ГСЯ
уле 639 улу ХОЛОД εστίασε το κρύο· -глись страсти κα- κατευνάστηκαν τα πάθη. улещать ρ.δ. βλ. улести. II -СЯ κολακεύο- κολακεύομαι, με καλοπαίρνει, με καλοπιάνει. улёщивать(ся) ρ.δ. βλ. улещать(ся). уливать(ся) ρ.δ. βλ. улйть(ся). улизнуть, -Ну, -нёшь р.σ. φεύγω κρυφά, το σκάζω· διολισθαίνω, ξεγλιστρώ. улика, -И θ. μαρτυρία, απόδειξη- масса улик πλήθος μαρτυριών -и найдены μαρτυρί- μαρτυρίες βρέθηκαν. улита, -ы θ. (απλ4) βλ. улитка (ί σημ.). улитка, ~И θ. 1 σαλιγκάρι, κοχλίας. 2 ο κοχλίας του αυτιού. улить, улью, ульёшь, παρλθ. χρ. улил, ~ла, -ЛО, προστκ. улёй, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улй- тый, βρ: улит, -а, -о р.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) βρέχω, μουσκεύω πολύ. II -СЯ βρέχομαι, μου- μουσκεύω πολύ. улица, -Ы θ. 1 οδός (μεταξύ κτιρίων)· Ленина οδός Λένιν глухая - ερημική οδός· - Колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη. 2 το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)· на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι· мальчик вы- вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)· ОН только что пришёл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ' έξω. 3 μτφ. περιβάλλον κακής δια- διαπαιδαγώγησης, δρόμος· дети -Ы παιδιά του δρόμου· девочка С ~Ы κορίτσι του δρόμου. II (παλ.) πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο- λόγων. II εκφρ. на ~е быть (оказаться, очу- очутиться) είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι ά- άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)· С -Ы ο τυχών, τυχάρπαστος. улицезреть р.σ. βλ. лицезреть. уличать ρ.δ. βλ. уличить. II ~ся πιάνομαι στα φόρα (επ' αυτοφόρω). уличение, -Я ουδ. πιάσιμο, σύλληψη επ'αυ- αυτοφόρω. уличительный επ. αποδεικτικός (για παρά- παράνομη πράξη)· ~ документ αποδεικτικό στοιχείο. УЛИЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уличённый, βρ: -чён, -чена, -чено πιάνω, συλλαμβάνω επ' αυτοφόρω· - В краже,πιάνω επ' αυτοφόρω να κλέβει· - ΚΟΓΟ-Η. ВО ЛЖИ πιάνω κάποιον να ψεύδεται. уличка, -и μικρή οδός. уличный επ. 1 της οδού· ~ое движение η κυκλοφορία (κίνηση) στην οδό· ~ые 60Й οδο- οδομαχίες. II στραμμένος προς την οδό· -ая дверь πόρτα προς το δρόμο. 2 ανάγωγος· -ые ребята παιδιά του δρόμου. 3 απρεπής· χυ- χυδαίος- αγοραίος· -ые фразы αγοραίες φράσεις. УЛОВ, -а α. 1 αλιεία, ψάρεμα· весенний - ανοιξιάτικο ψάρεμα· осенний - φθινοπωριάτι- κο ψάρεμα. 2 το αλίευμα (ποσότητα)· большой - μεγάλο αλίευμα, μεγάλη πιασιά. уловитель, -Я α. συλλέκτης (συσκευή)· металлической пыли συλλέκτης της μεταλλικής σκόνης. УЛОВИТЬ, уловлю, уловишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уловленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. 1 πιάνω, συλλαμβάνω (με τις αισθήσεις ή το νου). 2 επωφελούμαι, δράττομαι· - удобный случай επωφελούμαι της κατάλληλης ευκαιρί- ευκαιρίας. 3 συλλαμβάνω· - преступника πιάνω τον εγκληματία; 4 συλλέγω (για συσκευή) - Пыль μαζεύω τη σκόνη. уловка, -и θ. πονηριά, κατεργαριά· τέχνα- τέχνασμα, κόλπο· απάτη. уловление, -Я ουδ. πιάσιμο σύλληψη. II συλ- συλλογή, μάζεμα. уловлять ρ.δ. βλ. уловить. II -СЯ πιάνο- πιάνομαι, συλλαμβάνομαι. уловный επ. 1 πιασμένος· -ая рыба πια- πιασμένο ψάρι. 2 κατάλληλος για αλιεία· -ое место κατάλληλο μέρος για ψάρεμα. уловчиться, -чусь, -чйшься р.σ. (απλ.) βλ. изловчиться. уложение, -Я ουδ. θεσ'μολόγιο· κώδικας. уложить, уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -О ρ.σ.μ.Ί ξα- ξαπλώνω· раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι· - кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι· мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν. II ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω. 2 σκοτώ- σκοτώνω· - на месте αφήνω στον τόπο. II τοποθετώ, διευθετώ· - вещи В чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα. 4 εγκατασταίνω, φτιά- φτιάχνω· - рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό). 5 συμπεριλαβαίνω, κάνω να χω- βέσει· - текст В одну страницу συμπεριλα- συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα. II μτφ. εκτε- εκτελώ, κάνω· - работу В срок εκτελώ την εργα- εργασία εμπρόθεσμα. 6 καλύπτω, στρώνω· - ПОЛ мозаичной ПЛИТКОЙ στρώνω το πάτωμα με μω- μωσαϊκό. II εκφρ. - в гроб или в могилу βάζω στον τάφο (σκοτώνω). II -СЯ 1 ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.2 το- τοποθετούμαι· πιάνω μέρος, θέση. II μτφ. περι- περιορίζομαι στα καθιερωμένα· τηρώ τα όρια· в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας. II μτφ. χωρώ, μπαίνω· - В ГОЛО- вё, В сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυα- μυαλό), στη συνείδηση· - В обычные рамки μπαί- μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια. уломать р.σ.μ. πείθω με δυσκολία. *улус, ~а α. 1 σταθμός νομαδικών λαών. 2 κοινότητα νομαδικών λαών. 3 διοικητική πε- περιοχή στη Γιακούτια (μέχρι το 1926). улучать р.δ. βλ. улучить.
улу очи улучить, -чу, -ЧИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улучённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. βρίσκω, εκλέγω, διαλέγω· - момент βρίσκω την κατάλληλη στιγμή· -ИМ время ДЛЯ разго- разговора θα βρούμε ώρα (χρόνο) για συνομιλία. улучшаться) р.δ. βλ. улучшить(ся). улучшение, -Я ουδ. καλυτέρευση, βελτίω- βελτίωση· - ПОГОДЫ καλυτέρευση του καιρού· - ЗДО- ЗДОРОВЬЯ καλυτέρευση της υγείας. улучшенный επ. απο μτχ. βελτιωμένος. улучшить, -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улучшенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. καλυ- καλυτερεύω, βελτιώνω· - работу καλυτερεύω την εργασία· - здоровье καλυτερεύω την υγεία· ~ качество продукции καλυτερεύω την ποιό- ποιότητα της παραγωγής. II -СЯ καλυτερεύω, βελ- τιώνομαι· погода -лась о καιρός καλυτέρευ- καλυτέρευσε· положение -ЛОСЬ η κατάσταση βελτιώθηκε. улыбаться, -аюсь, -аешься ρ.δ. 1 χαμογε- χαμογελώ, μειδιώ· приветливо - φιλόφρονα χαμογε- χαμογελώ· лукаво - χαμογελώ πονηρά· весело - χα- χαρούμενα χαμογελώ· злобно - χαιρέκακα χαμο- χαμογελώ· иронически - ειρωνικά χαμογελώ· губы его -ЛИСЬ τα χείλη του χαμογελούσαν. 2 ευ- ευνοώ· судьба ему -лась η τύχη του χαμογελού- χαμογελούσε· ЖИЗНЬ ей -лась η ζωή τής χαμογελούσε. 3 μτφ. αρέσω, γουστάρω, με κολακεύει· эта ра- работа мне не -ется αυτή η δουλειά δε μου αρέσει (δε με κολακεύει). улыбка, -И θ. χαμόγελο, μειδίαμα· весёлая - χαρούμενο χαμόγελο· презрительная - περι- φρονητικό χαμόγελο· ехидная - φαρμακερό χα- χαμόγελο. улыбнуться р.σ. 1 βλ. улыбаться. 2 μτφ. (απλ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι· вещи -ЛИСЬ τα πράγματα εξαφανίστηκαν. II φτάνω, επαρκώ· пятьдесять рублей в месяц не -утся πενήντα ρούβλια το μήνα δε θα επαρκέσουν. улыбчивый επ. βρ: -чив, -а, -О χαμογελα- χαμογελαστός · добрая -ая старушка αγαθή χαμογελα- χαμογελαστή γριούλα. ультимативно επίρ. τελεσιγραφικά. ультимативность, -И θ. ο τελεσιγραφικός χαρακτήρας. ултиматйвный επ., βρ: -вен, -вна, -вно τε- λεσιγραφικός· ~ое требование τελεσιγραφική απαίτηση. ультиматизм, -а α. ουλτιματισμός (παραλ- (παραλλαγή του οτζοβισμού). ультиматист, ~а α. ουλτιματιστής, οπαδός του ουλτιματισμού. уЛЬТИМаТИЧескиЙ επ. ουλτιματιστικός. *ультиматум, -а α. τελεσίγραφο. *улыра ουδ. άκλ. ο εξτρεμιστής, ο ούλτρα. ультра... πρώτο συνθετικό των λέξεων με σημ. υπέρ... ультразвуковой. ультразвук, ~а α. ο υπέρηχος. ультразвуковой επ. υπερηχητικός. ультракороткий επ. υπέρβραχυς. ультракоротковольный επ. των υπερβραχέων κυμάτων. *ультрамарЙН, -а α. ουλτραμαρίνη, ~ϊνο το λουλάκι. ультрамариновый επ. της ουλτραμαρίνης. ультрафиолетовый επ. υπεριώδης· -ые лучи υπεριώδεις ακτίνες·. улЮЛЮ επιφώνημα (προτρεπτικό για σκυλιά)· πάρ' το, πιάσ' το. улюлюканье, -Я ουδ. παρότρυνση σκύλων με φωνές: πάρ' το, πιάσ' το. улюлюкать ρ, δ. φωνάζω πάρ' το, πιάσ' το (σε κυνηγετικά σκυλιά). II μαλώνω φωνάζοντας. УМ, -а α. 1 νους, μυαλό, διάνοια· Острый - η οξύνοια· тонкий - λεπτό πνεύμα· светлый - φωτεινό μυαλό· склад -а κατάρτιση ή δια- διανοητική κατάσταση· νοοτροπία· человек боль- большого -а μεγάλος νους· проницательный - δι- διεισδυτικός νους· обширный - ευρύς νους· лу- лучшие -Ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοι- διάνοιες της ανθρωπότητας. II εκφρ. без -а (быть) ОТ КОГО-чегО ξετρελλαίνομαι (απο χαρά, εν- ενθουσιασμό κ.τ.τ.)· Β -έ α) στα λογικά, στα καλά· Β -έ ли ТЫ? είσαι στα λογικά σου; β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)· три пишу, ОДИН В -е γράφω τρία και ένα το κρατούμε- κρατούμενο· -за разум зашёл παρ«λόγιασε· -а не приложу δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω· ~у-разуму учить σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυα- μυαλό, γνώση· лишиться или решиться -а τρελ- λαίνομαι· любить без -а ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)· помешаться или повредиться В -έ σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώ- νομαι, χρωστώ της Μιχαλους· ВЗЯТЬСЯ η СХВа- ТЙТЬСЯ за - ωριμάζω διανοητικά, λογικεύομαι, σώφρωνΊζομαι· прийти ή взбрести на - έρχο- έρχομαι στο νου, στο μυαλό· ему пришла на страшная МЫСЛЬ του ήρθε στο μυαλό μια φοβε- φοβερή σκέψη· свести С -а α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυα- μυαλά· сойти (спятить, свихнуть) с ~а α) παρα- λογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττω ασυλόγιστα· λέγω ανοησίες· В своём (ή здра- здравом) -έ όντας στα λογικά μου· И В -ё нет (не было) ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δεν υπήρχε)· на ~е ή Β -έ быть υπάρχει στο νου, στη σκέψη· ОН не В своём -ё αυτός δεν είναι στα λογικά του ή στα καλά του· не моего -а дело δεν καταλαβαίνω τίποτε ото' αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει· ОТ большого -а ή с большого -а (сделать) ειρν. απο το πολύ μυαλό την παθαίνω.
ума 641 уме умазать р.σ. (απλ.). 1 αλείφω πολύ. 2 κα- ταλερώνω. II καταλερώνομαι. умазывать(ся) р.δ. βλ. умазать(ся) умаление, -я ουδ. 1 βλ. уменьшение. 2 υ- υποτίμηση, μείωση· - авторитета μείωση νου κύρους. умаливать р.δ. βλ. умолить. умалить, -лга, -лишь κ. (παλ.) ~лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умалённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. 1 (παλ.) βλ. уменьшить. 2 υποτιμώ, μειώνω· - значение μειώνω τη ση- σημασία· - авторитет μειώνω το κύρος. II -СЯ 1 βλ. уменьшиться. 2 υποτιμούμαι, μειώνο- μειώνομαι. умалишённый επ. κ. ουσ. ψυχοπαθής· φρενο- φρενοβλαβής. II εκφρ. ДОМ -ЫХ ψυχιατρείο- φρενο- φρενοκομείο. умалчивать р. δ. βλ. умолчать. II -СЯ απο- αποσιωπούμαι. умалять(ся) ρ.δ. βλ. умалйть(ся). уманивать ρ.δ. βλ. уманить. II -ся εξαπα- τιέμαι, ξεγελιέμαι. уманить, уманю, уманишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уманённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. (απλ.) παίρνω μαζί μου εξαπατώντας, δε- δελεάζοντας. умасливать(ся) ρ.δ. βλ. умаслить(ся). умаслить, -лго, -лишь р.σ.μ. 1 τρίβω με λάδι, λίπος. II (απλ.) αλείφω με πολύ λάδι. 2 μτφ. καλοπιάνω, καλοπαίρνω, κολακεύω· παίρ- παίρνω με το μέρος μου. II -СЯ 1 τρίβομαι με λά- λάδι. II (απλ.) αλείφομαι με λάδι. 2 (για μά- μάτια) λάμπω (απο χαρά, ικανοποίηση). умастить, умащу, умастишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умащённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ. μ. (παλ.) αλείφω με αιθέρια έλαια. II αλεί- αλείφω με λίπος. II -СЯ αλείφομαι με αιθέρια έ- έλαια. II αλείφομαι με λίπος. уматывать(ся) р.δ. βλ. умотать(ся). умащать(ся) ρ.δ. βλ. умастйть(ся). умащивать(ся) р.δ. βλ. умостйть(ся). умаять, умаю, умаешь р.σ.μ. (απλ.) κουρά- κουράζω, εξαντλώ· ταλαιπωρώ. II -СЯ κουράζομαι, ε- εξαντλούμαι· ταλαιπωρούμαι. *умбра, -Ы θ. η όμβρα (ανόργανο χρώμα). умедлить, -ЛЮ, -лишь ρ.σ.μ. επιβραδύνω· - шаги επιβραδύνω το βάδισμα· - ХОД часов ε- επιβραδύνω τη λειτουργία (κίνηση) του ωρολο- ωρολογίου. II -СЯ επιβραδύνομαι. умедлягь(ся) ρ.δ. βλ. умедлить(ся). умелец, -льца α. δεξιοτέχνης, τεχνίτης, μάστορης· χρυσοχέρης. умелость, -И θ. ικανότητα, επιδεξιότητα· επιτηδειότητα. умелый επ. ικανός, επιδέξιος· επιτήδειος- άξιος· προκομμένος· - работик επιδέξιος ερ- εργάτης· ~ая хозяйка άξια νοικοκυρά· -ые руки τα προκομμένα χέρια. умельчать(ся) ρ.δ. βλ. умельчйть(ся). умельчить, -чу, -чйшь, παθ. μτχ.πάρλα χρ. умельцённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ.μ. τρίβω· λεπτοκοπώ· λιανίζω. II -СЯ τρίβομαι· λεπτοκόπτομαι· λιανίζομαι. умение, -Я ουδ. ικανότητα, επιτηδειότητα, αξιάδα, μαστοριά, δεξιοτεχνία. уменьшаемый επ. απο μτχ. (μαθ.) αφαιρετέος. уменыаать(ся) р.δ. βλ. уменьшить(ся). уменьшение, -Я ουδ. μείωση, ελάττωση, λι- γόστεμα, μίκραιμα. уменьшительный επ. 1 σμικρυντικός· -ое стекло σμικρυντικός φακός. 2 (γραμμ.) υπο- υποκοριστικός· -ое существительное υποκοριστι- υποκοριστικό ουσιαστικό· - суфикс υποκοριστικό επίθε- επίθεμα ή κατάληξη. уменьшить, -шу, -шишь κ. уменьшить, -шу, -шйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уменьшенный, βρ: -шен, ~а, -ο κ..уменьшенный, βρ: -шён, -шена, -шено р.σ.μ. μειώνω, ελαττώνω, λιγο- λιγοστεύω- μικραίνω· σμικρύνω. II -СЯ μειώνομαι, ελαττώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. умеренно επίρ. μέτρια.κλπ. επ. умеренность, -И θ. μετριότητα· μετριοπά- μετριοπάθεια· μετριοφροσύνη μέσος όρος. умеренный επ. απο μτχ. 1 μέτριος, μέσος· - аппетит μέτρια όρεξης -ая скорость μέση ταχύτητα- ~ Жар μέτρια ζέστη- - мороз μέ- μέτριο ψύχος. II ήπιος, μαλακός· εύκρατος· ветер μέτριος άνεμος· - климат ήπιο κλίμα. II λογικός· -ая цена λογική τιμή· -ые тре- требования λογικές απαιτήσεις. 2 λιτός, α- απέριττος· -ая ЖИЗНЬ λιτή ζωή. 3 μετριοπα- μετριοπαθής, μετριόφρονας· -ая политика μετριοπα- •ής πολιτική· ~ые ВЗГЛЯДЫ μετριοπαθείς από- απόψεις· - консерватор μετριοπαθής συντηρητι- συντηρητικός· - либерал μετριοπαθής φιλελεύθερος. умереть, умру, умрёшь, παρλθ. χρ. умер, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. умерший р. σ. 1 πεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώ· τελευτώ· πέφτω· он умер два года тому назад αυτός πέθανε πριν δυο χρόνια· ОНИ.-ЛИ за родину αυτοί πέθαναν (έπεσαν) για την πατρίδα. 2 μτφ. ε- εξαφανίζομαι, σβήνω, χάνομαι· дело наших ОТ- ОТЦОВ никогда не ~ёт το έργο των πατέρων μας ποτέ δε θα πεθάνει (είναι αθάνατο). II εκφρ. ХОТЬ умри πάσει .θυσία, και με θάνατο ακόμα. умёривать(ся) ρ.δ. βλ. умёрить(ся). умерить, -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умеренный, βρ: -рен, -а, -О р.σ.μ. μετριά- μετριάζω, μειώνω, περιστέλλω· υποστέλλω· καταπρα- καταπραύνω, κατευνάζω,^καλμάρω, μαλακώνω· καθησυ- καθησυχάζω· - СВОЙ аппетит μετριάζω την όρεξη μου· - гнев κατευνάζω το θυμό· - боль κ'α-
уме 642 умн ταπραΰνω νον πόνο· ~ жар μετριάζω τη ζέστη- - СВОЙ расходы περιορίζω τα έξοδα μου· страсти κατευνάζω τα πάθη. II -СЯ μετριάζο- μετριάζομαι, μειώνομαι· καταπραΰνομαι, κατευνάζο- κατευνάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. умертвить, умерщвлю умертвишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умерщвлённый, βρ: -лён, - -лена, -лено ρ.σ.μ. θανατώνω, σκοτώνω, φονεύω. II μτφ. απονεκρώνω, ναρκώνω· αμβλύνω. умерщвление, -Я ουό. θανάτωση, σκότωμα, φόνος. II μτφ. απονέκρωση, νάρκωση. умерщвлять ρ. δ. βλ. умертвить. II ~СЯ θα- θανατώνομαι, σκοτώνομαι, φονεύομαι. II απονε- απονεκρώνομαι, ναρκώνομαι. умерять(ся) ρ.δ. βλ. умёрить(ся). уместить, умещу, уместишь, παθ. μτχ.πάρλα χρ. умещённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. τοποθετώ, κάνω να χωρέσει, να μπει· - все вещи В чемодан χωρώ όλα τα πράγματα στη βαλίτσα. II βάζω, τακτοποιώ· - поудобнее τα- τακτοποιώ πιο άνετα ή βολικά. II -СЯ 1 χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι· вещи -лись в чемодан τα πράγματα χώρεσαν στη βαλίτσα. 2 τοποθετού- τοποθετούμαι, πιάνω θέση, χώρο. уместно επ'ιρ. ως κατηγ. είναι κατάλληλο, αρμόζει, ταιριάζει, πρέπει, έχει τη θέσητου. уместность, -И θ. καταλληλότητα· επικαι- επικαιρότητα· το πρέπον. уместный επ., βρ: -тен, -тна, -ТНО κατάλ- κατάλληλος, επίκαιρος· εύθετος· ορθός, εύλογος, σωστός· -ое замечание κατάλληλη παρατήρη- παρατήρηση- - Вопрос επίκαιρη ερώτηση. умёт, ~а α. (διαλκ.) πανδοχείο. уметь, -его, -ёешь, επιρ. μτχ. умея κ. (απλ.) умеючи р.δ. μπορώ, δύναμαι, ξέρω, γνωρίζω·- читать И писать γνωρίζω ανάγνωση και γραφ- φή, ξέρω να διαβάζω και να γράφω· - таНЦО- вать ξέρω χορό (να χορεύω)· -ёешь ЭТО де- лать? μπορείς να το κάνεις αυτό; -ёешь плавать? ξέρεις κολύμπι; умещать(ся) р.δ. βλ. уместйть(ся). умиление, -Я ουδ. συγκίνηση· τρυφερότητα· привести в - συγκινώ. умилённый επ. απο μτχ. συγκινημένος. умилительно επίρ. συγκινητικά. II ως κατηγ. είναι συγκινητικό· это - αυτό είναι συγκι- συγκινητικό. умилительность, -И θ. συγκίνηση· τρυφερό- τρυφερότητα· χάρη. умилительный επ. συγκινητικός- -ое зре- зрелище συγκινητικό θέαμα. II χαριτωμένος· ребёнок χαριτωμένο παιδάκι. ' УМИЛИТЬ р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. УМИ- лённый, βρ: -лён, -лена, -лено συγκινώ. II -СЯ συγκινούμαι. умилосёрдить(ся) р.σ. (παλ.)· βλ. умилости- умилостивиться). УМИЛОСТИВИТЬ, -ВЛГО, -ВИШЬ р.σ.μ. εξευμε- εξευμενίζω· εξιλεώνω· καταπραΰνω. II -СЯ εξευμενί- μαι- εξιλεώνομαι· καταπραΰνομαι. умилостивлять(ся) р.δ. βλ. умилостивить- умилостивиться). УМИЛЬНО επίρ. τρυφερά, με αβρότητα. УМИЛЬНОСТЬ, -И θ. τρυφερότητα, αβρότητα, φιλοφροσύνη· ευμένεια. умильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 τρυφερός, αβρός, ευάρεστος, φιλόφρονας, ευ- ευμενής. 2 κολακευτικός· γαλίφικος. умилять(ся) ρ.δ.βλ. умилйть(ся). уминать(ся) ρ.δ. βλ. умять(ся). умирание, -Я ουδ. αποβ'ιωση, θάνατος, θανή, πεθαμός, τελευτή. II μτφ. βαθμιαία εξαφάνιση. умирать ρ.δ. 1 βλ. умереть. 2 (με τις προ- προθέσεις: С (со), ОТ και με τα ουσ. смех, то- тоска κλπ. σημαίνει υπέρτατο βαθμό: - ОТ смё- ха πεθαίνω απο τα γέλια· - от тоски πεθαί- πεθαίνω απο τη θλίψη. II -СЯ πεθαίνω, αποθνήσκω. умирающий ουσ. ο πεθαίνων. II επ. σβήνων, εξασθενίζων - ОГОНЬ η φωτιά που αργοσβή- αργοσβήνει. умирЙТЬ, ~рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умирённый, βρ: -рён, -рена, рено р.σ.μ. (παλ.) ειρηνεύω, συμφιλιώνω. II -СЯ ειρη- ειρηνεύω, συμφιλιώνομαι. умиротворение, -Я ουδ. ειρηνοποίηση· ει- ειρήνευση- - врага η ειρηνοποίηση του εχθρού. умиротворённость, -и θ. βλ. умиротворение. умиротворённый επ. απο μτχ. ε ιρηνοπο ιημέ- νος- ειρηνευμένος, ειρηνικός- συμφιλιωμένος. умиротворитель, -я α., -ница, -ы θ. ειρη- ειρηνοποιός, ειρηνευτής. умиротворить, ~рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.»умиротворённый, βρ: -рён, -рена, -рено; ρ.σ.μ. ειρηνοποιό), ειρηνεύω, συμφιλιώνω. II -СЯ ειρηνεύω, συμφιλιώνομαι. умиротворять(ся) р.δ. βλ. умиротвориться). умирять(ся) ρ.δ. βλ. умирйть(ся). умнеть р. δ. μυαλώνω, σωφρονώ, λογικεύομαι. УМНИК, ~а α., -Ца, -Ы θ. έξυπνος, ευφυής. II λογικός, γνωστικός. умничанье, -Я ουδ. επίδειξη πνεύματος,ε- πνεύματος,εξυπνάδας . умничать ρ.δ. κάνω τον έξυπνο, επιδείχνω (πουλώ) πνεύμα, εξυπνάδα. умно επίρ. έξυπνα, ευφυώς- γνωστικά- φρό- φρόνιμα. умножать(ся) р.δ. βλ. умножить(ся). умножение, -Я ουδ. 1 (μαθ.) πολλαπλασια- πολλαπλασιασμός· - трёх На четыре πολλαπλασιασμός του τρία επι το τέσσερα. II αύξηση, πλήθυνση· ДОХОДОВ πολλαπλασίαση των εσόδων. УМНОЖИТЬ, ~жу, -ЖИШЬ ρ. σ. 1 (μαθ.) πολ-
умн 643 уму λαπλασιάζω. II αυξάνω, πληθύνω. II -СЯ πλη- πληθύνομαι, αυξάνομαι. умный επ., βρ: умён, умна, умно, умны. 1 έξυπνος, ευφυής· - мальчик έξυπνο παιδάκι. 2 σώφρονας, γνωστικός, μυαλομένος, στοχαστι- στοχαστικός· - совет γνωστική συμβουλή. II εκφρ. -ая голова έξυπνο κεφάλι (ευφυής άνθρωπος). умозаключать ρ.δ. βλ. умозаключить. II -ся συμπεραίνομαι, βγαίνω σαν συμπέρασμα. умозаключение, -Я ουδ. (λογ.). 1 συμπέ- συμπέρασμα· делать - βγάζω συμπέρασμα. 2 συλλο- συλλογισμός. умозаключить, -чу, -чйшь р.σ.μ. (λογ. κ. γραπ. λόγος) συμπεραίνω, βγάζω συμπέρασμα. умозрение, -Я ουδ. (урат. λόγος) περίσκε- περίσκεψη, στόχαση, περίνοια. умозрительно επίρ. στοχαστικά· αφηρεμένα· θεωρητικά. умозрительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно περιεσκεμμένος, στοχαστικός· αφηρεμένος, θε- θεωρητικός. умоисступление, -Я ουδ. παραλογισμός· νευ- νευρική διέγερση, ταραχή. умолачивать р.δ. βλ. умолотить. II ~ся α- αλωνίζομαι, στουμπίζομαι, κοπανίζομαι. УМОЛИТЬ, -ОЛЮ, -ОЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умолённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ. μ. καθικετεύω, θερμοπαρακαλώ· εκλιπαρώ. УМОЛК, -у α: без -у ασίγαστα, ασταμάτητα, ακατάπαυστα, αδιάκοπα, αδιαλείπτως. умолкать р.δ. βλ. умолкнуть. умолкнуть, -ну, -нешь, παρλθ, χρ. умолк κ. (παλ.) умолкнул, умолкла, умолкло, μτχ. παρλθ. χρ. умолкший κ. умолкнувший р. σ. σιγώ, σωπαίνω, σωπώ· σβήνω· παύω, σταματώ· умолк пение σίγασε το τραγούδι· -кли крики σταμάτησαν οι κραυγές· -кли орудия И пуле- пулемёты σίγασαν τα πυροβόλα και τα πολυβόλα, -нул бой σταμάτησε η μάχη· умолк его ГОЛОС навсегда έσβησε η φωνή του για πάντα (πέ- (πέθανε) · -КЛИ ТВОИ чувства έσβησαν τα αισθή- αισθήματα σου. УМОЛОТ, -а α. η αλωνισμένη ποσότητα, το αλώνισμα' большой - μεγάλο αλώνισμα (προ- κομένη σοδειά δημητριακών). умолотить ρ.σ.μ. βλ. молотить. УМОЛОТНЫЙ επ. (για δημητριακά) προκομμέ- προκομμένος· -ая рожь προκομμένη βρίζα. умолчание, -Я ουδ. 1 σιώπηση. 2 αποσιώπη- αποσιώπηση, παρασιώπηση. II εκφρ. фигура -Я μορφή αποσιώπησης. умолчать, -чу, -чйшь ρ.σ. αποσιωπώ, παρα- παρασιωπώ· αντιπαρέρχομαι. умолять ρ.δ. βλ. умолить. УМОЛЯЮЩИЙ επ. απο μτχ. παρακλητικός, ικε- ικετευτικός· - взор παρακλητικό βλέμμα· - ГО- ГОЛОС ικετευτική φωνή. умонастроение, -Я ουδ. ο (επιδιωκόμενος) σκοπός· ο στόχος. умопомешательство, -а ουδ. (γραπ. λόγος)· διανοητική διαταραχή, ανωμαλία· παραφροσύνη ■ умопомрачающий επ. βλ. умопомрачительный. умопомрачение, -Я ουδ. 1 συσκότιση του νου, του μυαλού. 2 (παλ.) βλ,умопомешатель- βλ,умопомешательство. 3 ως κατηγ. είναι να θαυμάζεις, να σου φεύγουν τα μυαλά. II εκφρ. ДО -Я καταπληκτι- καταπληκτικά, θαύμα, μέχρι ζάλης, τρέλλας. умопомрачительный επ., βρ: -лен, -льна,-о καταπληκτικός, εξαιρετικός, αφάνταστος, α- απίστευτος· красота -ая ομορφιά - τρελλαμός· расходы ~ые έξοδα τεράστια, για τρελλαμό. умора, -Ы θ. (διαλκ.) υπερκόπωση, μεγάλος κάματος. II ως κατηγ. (απλ.) είναι γελοίο. уморение, -Я ουδ. επεξεργασία του τριχώ- τριχώματος γουνών με αλκαλικό διάλυμα. уморительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно γελοίος· -ая гримаса γελοίος μορφασμός· человек γελοίος άνθρωπος. уморить, -рга, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уморённый, βρ: -рён, -рена, -рено ρ.σ.μ. 1 θανατώνω, πεθαίνω· - КОГО С ГОЛОДОМ πεθαίνω κάποιον απο την πείνα. 2 κατακουράζω, κατα- καταπονώ, κατεξαντλώ. II μτφ. σκάζω, σπαρταρώ· - СО смеху σκάζω (ξεγκαρδίζομαι) απο τα γέ- γέλια. II -СЯ κατακουράζομαι, καταπονούμαι, κα- τεξαντλούμαι. умостить, умощу, умостишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умощённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. 1 βλ. МОСТИТЬ. 2 τοποθετώ, βάζω. II -СЯ τοποθετούμαι. умотать ρ.σ.μ. 1 βλ. мотать1 A σημ.). 2 (απλ.) κατακουράζω, καταπονώ, παιδεύω. II-СЯ 4 βλ. мотаться C σημ.). 2 κατακουράζομαι, καταπονούμαι, παιδεύομαι. умственно επ'ιρ. πνευματικά, διανοητικά. умственность, -и θ. διάνοια, νους· νόηση, πνεύμα, διανοητικότητα. II στριφνότητα. умственный επ. 1 πνευματικός, διανοητικός· ~ые способности πνευματικές ικανότητες· -ая работа, - труд πνευματική εργασία· - Взор διανοητικό βλέμμα. 2 βλ. умный. 3 δυσνόη- δυσνόητος· πνευματώδης. умствование, -Я ουδ. σκέψη, διαλογισμός, στοχασμός. умствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. (παλ.) σκέπτομαι, διαλογίζομα, στοχάζομαι. умудрённость, -И θ. γνώση, σοφία· πολυ- γνωσία·ορθοφροσύνη. умудрить, -рю, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умудрённый, βρ: -рён, -рена, -рено р.σ.μ. προάγω πνευματικά, κάνω έξυπνον δίνω πνεύ- πνεύμα, σοφία· ОПЫТ -ЙЛ его η πείρα τον έκανε
уму 644 уни έξυπνο. II ~СЯ γίνομαι, έξυπνος, αποκτώ νού, πνεύμα, σοφία· διδάσκομαι. II μηχανεύομαι, βρίσκω τρόπο· διανοούμαι· καταφέρω. умудрять(ся) р.δ. βλ. умудрить(ся). умучивать(ся) р.δ. βλ. умучить(ся). умучить, -чу, -чишь р.σ.μ. 1 (παλ.) κατα- βασαν'ιζω, κατατυραννώ· καταταλαιπωρώ. 2 κα- καταπονώ, κατακουράζω, κατεζαντλώ. II -СЯ κα- ταβασανίζομαι· κατακουράζομαι κλπ. ρ. ενργ.φ. *умфОрмер, -α α. ειδικός μετασχηματιστής η- ηλεκτρικού ρεύματος. умчать, умчу, умчишь ρ.σ. 1 μ. μεταφέρω ταχύτατα. 2 παρασύρω με ορμή· σκορπίζω· вё- тер -ал тучи о άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα. 3 βλ. ρ. παθ. φ. II -СЯ 1 φεύγω ταχύτατα. 2 παρασύρομαι· μετατοπίζομαι, μετακινούμαι· Туман -лась η ομίχλη μετατοπίστηκε. II μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω, παρέρχομαι· -лись юные годы έφυγαν (πέρασαν) τα νεανικά χρό- ν ια. умывалка, -и θ. νιπτήρας (διαμέρισμα σπι- σπιτιού) . умывальник, -а α. νιπτήρας (λεκάνη). умывальный επ. 1 της νίψης· - таз η λεκά- λεκάνη νίψης, ο νιπτήρας· -ая комната βλ. умы- умывалка. 2 ουσ. -ая θ. βλ. умывалка. умывальня, -и θ. βλ. умывалка. умывание, -Я ουδ. 1 η νίψη, το νίψιμο· το πλύσιμο. 2 (~ье) το υλικό πλυσίματος. умывать(ся) ρ.δ. βλ. умыть(ся). умыкание, -Я ουδ. απαγωγή, κλέψιμο κορι- κοριτσιού (νύφης). умыкать ρ.δ. βλ. -умыкнуть. II -СЯ απάγο- απάγομαι (για κοπέλα). умыкнуть, -ну, -Нёшь р.σ.μ. απάγω, κλέβω, αρπάζω (κοπέλα για σύζυγο). умысел, -ела α. κρυφός σκοπός, διάθεση, πρόθεση· ЗЛОЙ - κακή πρόθεση. УМЫСЛИТЬ, -ЛГО, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умышленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ.μ. (παλ.) διανοούμαι, προτίθεμαι, σκοπεύω· προσχεδι- προσχεδιάζω, προμελετώ. УМЫТЬ, умою, умоешь ρ.σ.μ. 1 νίβω- πλύνω· - ЛИЦО νίβω το πρόσωπο· - руки πλύνω τρ. χέ- χέρια. 2 μτφ. βρέχω, μουσκεύω· ξεπλένω. II -СЯ 1 νίβομαι· πλύνομαι. 2 βρέχομαι, μουσκεύω· ξεπλένομαι. умышленно επίρ. σκόπιμα, εσκεμμένα· εκ προ- προμελέτης, με πρόθεση. умышленность, -И θ. σκοπιμότητα- προμελέ- προμελέτη· - преступления η σκοπιμότητα του εγκλή- εγκλήματος . умышленный επ. απο μτχ. σκόπιμος, προμε- προμελετημένος· -ое убийство προμελετημένος φό- φόνος. умышлять р.δ. βλ. умыслить. || -ся σκο- σκοπεύω, διανοούμαι, προτίθεμαι. умягчение, -я ουδ. βλ. смягчение. умягчить(ся) р.σ. (παλ.) βλ. смягчйть(ся). умякнуть р.σ. (απλ.) μαλακώνω εντελώς. УМЯТЬ, умну, умнёшь ρ.σ.μ. 1 μαλακώνω, α- απαλύνω. 2 θλίβω, πιέζω, πατώ· ζουπίζω. II -СЯ I μαλακώνω, γίνομαι μαλακός, απαλός. 2 πιέ- πιέζομαι, θλίβομαι, πατιέμαι, ζουπίζομαι. унавоживать ρ.δ.βλ. унавозить. II -ся φου- σκίζομαι. II λερώνομαι απο φουσκή. унавозить, -вояу, -возишь,παθ.μτχ. παρλθ. χρ. унавоженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 φουσκίζω. 2 λερώνω με τη φουσκή. унаследовать р.σ.μ. βλ. наследовать. унести, унесу, унесёшь, παρλθ. χρ. унёс, унесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесённый, βρ: -Сён, -сена, -сено р.σ.μ. 1 μεταφέρω, αποκομίζω· - на плечах μεταφέρω στους ώμους. II παίρνω· - С Собой КЛЮЧИ παίρνω μαζί μσυ τα κλειδιά (φεύγοντας)· - Обратно φέρνω πί- πίσω (ξαναφέρνω). 2 κλέβω· воры -СЛЙ Вещи ИЗ дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα απο το σπίτι'. 3 παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω· Ветер унёс бумаги СО стола о άνεμος πήρε τα χαρ- χαρτιά απο το τραπέζι· лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού) . II αφαιρώ, στερώ· работа -ела МНОГО СИЛ η δου- δουλειά τον εξάντλησε πολύ· борьба ~ла слабей- ШИХ о ауш\>а^ πήρε τους πιο αδύνατους. 4 μτφ. μεταφέρω νοερώς· воображение -ло его В про- прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν. 5 (με τις λ. чёрт, нелёгкая κ.τ.τ.)· απλ. παίρ- παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό· слава богу, чёрт ИХ унёс δόξα το θεό, τους πήρε ο διά- διάβολος (τους ξεφορτώθηκα). II εκφρ. еле ή ед- Ва НОГИ - μόλις και μετά βίας κατορθώνω να διαφϊιγω (να σωθώ)· -СИ ТЫ моё горе! πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια! II -СЬ 1 φεύγω, α- απέρχομαι γρήγορα. 2 παρασύρομαι (απο άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.). 3 И*ф· μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.). 4 (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. II μτφ. χά- χάνομαι, εξαφανίζομαι. униат, -а α., ~ка, -И.θ. ενωτικός, -ή (ο- (οπαδός της ένωσης της δυτικής και ανατολικής εκκλησίας). униатский επ. ενωτικός. универмаг, -а α. μεγάλο εμπορικό κατάστη- κατάστημα· οίκος. универсал, -а α. εργάτης πολυτεχνίτης. II είδος γωνιόμετρου. - универсализм, ~а α. πολυγνωσία, παντογνω- παντογνωσία· ευρυμάθεια,πολυμάθεια, πανδαημοσύνη. универсальность, -И θ. καθολικότητα, γε- γενικότητα. универсальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно
уни 645 уни καθολικός· γενικός· - талант древнегрече- древнегреческого народа το καθολικό ταλέντο του αρχαί- αρχαίου ελληνικού λαού (Εγκελς)· -ые знания βλ. универсализм; -ое средство η πανάκεια. II εκφρ. универсальный магазин βλ. универмаг. универсант, -а α., ~ка, -и θ. (παλ.) ο а- ποκτήσας πανεπιστημιακές σπουδές ή ο φοιτη- φοιτητής Πανεπιστημίου. ♦университет, -а α. Πανεπιστήμιο· МОСКОВ- МОСКОВСКИЙ - το Πανεπιστήμιο της Μόσχας· афинский - το Πανεπιστήμιο της Αθήνας· поступить В - εισάγομαι στο Πανεπιστήμιο. университетский επ. πανεπιστημιακός- - ус- устав ο κανονισμός του Πανεπιστημίου. унижать р.6. 1 ταπεινώνω, ξευτελίζω· εκ- φαυλ'ιζω· - гордых ταπεινώνω τους περήφανους· ПЬЯНСТВО -ает человека το μεθύσι ζευτελίζει τον άνθρωπο. 2 θίγω, προσβάλλω· - чужое ДО- ДОСТОИНСТВО θίγω την αξιοπρέπεια του άλλου· - честь ΚΟΙΌ-Η. θίγω την τιμή κάποιου. II -СЯ ταπεινώνομαι, ξευτελίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. унижение, -Я ουδ. 1 ταπείνωση, ξευτελι- σμός. 2 θίζιμο, προσβολή. унижённость, -И θ. ταπείνωση, ξευτελισμός. униженный επ. απο μτχ. 1 βλ. унижённый. 2 ταπεινός, ευτελής, ποταπός, δουλοπρεπής. унижённый επ., βρ: -жён, -жена, -жено τα- ταπεινωμένος· προσβλημένος. унизать, унижу, унижешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унизанный, βρ: -зан, -а, -о р.σ.μ. βλ. Нанизать. II μτφ. αραδιάζομαι. унизительно επίρ. ταπεινωτικά. унизительность, -И θ. ταπεινότητα· ευτέ- ευτέλεια· προσβλητικότητα. унизительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно ταπεινωτικός, ζευτελιστικός· ταπεινός· προ- προσβλητικός. УНИЗИТЬ, унижу, УНИЗИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. униженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. βλ. унижать. II -ся βλ. унижаться. унизывать(ся) р.δ. βλ. нанйзывать(ся). уник, ~а α. (παλ.) βλ. уникум. уникальность, -И θ. μοναδικότητα. уникальный επ., βρ: -лен, -льна,-льно μο- μοναδικός· -ая вещь μοναδικό πράγμα. *уНИКум, -а α. το μοναδικό, το σπάνιο вещь - πράγμα-μοναδικό· книга— βιβλίο-μοναδικό. унимать(ся) ρ.δ. βλ. унять(ся). *УНИСОН, -а α. (μουσ.) ταυτοφωνία, συμφω- συμφωνία, συνήχηση, ομοφωνία. II εκφρ. Β - ταυτό- φωνα, ομόφωνα. УНИСОННЫЙ επ. (μουσ.) ταυτόφωνος, ομόφω- ομόφωνος, σύνηχος. *уНИТаЗ, -а α. η λεκάνη του αφοδευτηρίου. ♦унитарный επ. (γραπ. λόγος) ενωτικός, ε- ενωμένος· -ая республика ενωμένη δημοκρατία- -ая конфедерация ενωτική συνομοσπονδία. унификатор, -а α. ενοποιός· συναρμοστής, συναρμολογητής. унификаторский επ. συναρμοστικός, συναρ- μολογητικός. ♦унификация, -И θ. ενοποίηση, συνένωση, συ- συναρμογή, συναρμολόγηση. унифицировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. ενο- ενοποιώ, συνενώνω· συνδέω, συναρμολογώ. II -СЯ ενοποιούμαι, συνενώνομαι· συνδέομαι, συναρ- συναρμολογούμαι. ♦униформа, -Ы θ. 1 (παλ.) ειδική στολή,.εν- στολή,.ενδυμασία. 2 πλθ. -Ы βοηθητικά πρόσωπα του τσ'ιρκου (με ειδική στολή). униформист, -а α. βλ. униформа B σημ.). уничижать(ся) ρ.δ. (παλ.) βλ. унижать(ся). уничижение, -я ουδ. (παλ.) βλ. унижение. уничижительность, -и θ. βλ.унизительность. уничижительный επ., βρ: -лен, -льна,-льно βλ. унизительный. II (γλωσ.) περιφρονητικός· ~ суффикс επίθεμα περιφρονητικό. уничтожать(ся) ρ.δ. βλ. уничтожить(ся). уничтожающий επ. απο μτχ. καταστρεπτικός, εξολοθρευτικός, εξοντωτικός· ολέθριος· - пу- пулемётный ОГОНЬ τα θεριστικά πυρά των πολυ- πολυβόλων - ОГОНЬ артиллерии τα ολέθρια πυρά των πυροβόλων. 2 συντριπτικός· δριμύς, τσου- τσουχτερός· - аргумент συντριπτικό επιχείρημα· -ая критика δριμεία κριτική. 3 περιφρονη- περιφρονητικός· - ВЗГЛЯД περιφρσνητική ματιά. уничтожение, -Я ουδ. καταστροφή, εξολό- εξολόθρευση, εξόντωση· αφανισμός. уничтоженный επ. απο μτχ. καταστραμμένος, συντριμμένος, εξολοθρευμένος, εξοντωμένος. УНИЧТОЖИТЬ, -ЖУ, -ЖИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уничтоженный, βρ: -жен, -а, -о. р.σ.μ. 1^καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω,αφανίζω· - насекомых-вредителей καταστρέφω τα βλα- βλαβερά έντομα· - крыс εξολοθρεύω τους αρου- αρουραίους· - врага εξοντώνω τον εχθρό. II κα- καταργώ· διαλύω· καταστέλλω- εξαλείφω- κατα- καταλύω- Турки -ли византийскую империю α Τούρ- Τούρκοι κατέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία- безработицу εξαλείφω την ανεργία· - мятеж καταστέλλω την εξέγερση. II ακυρώνω· ~ ЗЭКОН καταργώ νόμο· - Обычай καταργώ συνήθεια (έ- (έθιμο). ΙΙμτφ. διαλύω· - последнюю надежду δι- διαλύω και την τελευταία ελπίδα· - все сомнё- ния διαλύω όλες τις αμφιβολίες. 2 καταπίνω· καταβροχθίζω. 3 Итф- εξουθενώνω, ταπεινώνω, ξευτελίζω· συντρίβω. II -СЯ 1 καταστρέφομαι, εξοντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 εξαφανίζο- εξαφανίζομαι, χάνομαι. ♦уния, -и θ. (γραπ. λόγος) ένωση· церковная - ένωση των εκκλησιών (δυτικής και ανατολι- ανατολικής). '
уно 646 упа УНОС, -а а. 1 αποκόμιση, μεταφορά αλλού. 2 κλοπή, κλέψιμο. 3 σκόρπισμα. II πάρσιμο, α- αφαίρεση· στέρηση. 4 κατάλειπα σαν σκόνη πα- παρασυρόμενα. 5 το πρώτο ζευγάρι απο τα τέσ- τέσσερα ζευγμένα ζώα. уносйть(ся) р.б. βλ. унестй(сь). УНОСНОЙ к. унОСНЫЙ επ. του πρώτου ζευγα- ζευγαριού αλόγων (βλ. унос 5 σημ.). унтер, -а α. βλ. унтер-офицёр. ♦унтер-офицер, -а α. (παλ.) υπαξιωματικός. унтер-офицерский επ. του υπαξιωματικού. унтер-офицерша, -и θ. (απλ.) η σύζυγος του υπαξιωματικού. унтерский επ. βλ. унтер-офицёрский. унты, ~ов πλθ. (ενκ. унт, -а α.) к. унты, унт πλθ. (ενκ. унта·, -Ы θ.) γούνίνες μπότες. *УВДИЯ, -И θ. η ουγγιά. унывать ρ.δ. θλίβομαι, λυπούμαι μελαγχολώ, унывный επ., βρ: -вен, -вна, -вно (παλ.) βλ. УНЫЛЫЙ B σημ.). УНЫЛО 1 επίρ. θλιμμένα, μελαγχολικά κλπ, επίθετα. 2 ως κατηγ. θλίβομαι, μελαγχολώ, βαρυθυμώ. УНЫЛОСТЬ, -И θ. θλίψη, λύπη, μελαγχολία· βαρυθυμία· ανία, πλήξη. унылый επ., βρ: уныл, -а, -О. 1 θλιμμέ- θλιμμένος, λυπημένος, μελαγχολικός· βαρύθυμος. 2 ανιαρός, μονότονος, πληκτικός, άχαρος. умырнуть, -ну, -нёшь ρ.σ. 1 βλ. нырять A σημ.). 2 χάνομαι, εξαφανίζομαι· κρύβομαι. унюхать р.σ.μ. 1 μυρίζω, οσφραίνομαι. 2 μτφ. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι· διαισθά- διαισθάνομαι. унять, уйму, уймёшь, παρλθ. χρ. унял,~ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. УНЯВШИЙ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унятый, βρ: унят, -а, -Ο ρ.σ.μ. ησυχάζω, ηρεμώ, μερώνω· бабы -ЛИ ребят οι γυναίκες μέρωσαν τα παιδιά. II σταματώ· кровотечение σταματώ την αιμορραγία. II συ- συγκρατώ- она не смогла - слёзы αυτή δεν μπό- μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα. 2 μτφ. (για αίσθημα) καταπνίγω. II -СЯ 1 καθησυχάζω, η- ημερώνω, κατευνάζομαι. 2 σταματώ, παύω. 3 γαληνεύω, καλμάρω, καταλαγιάζω, κοπάζω. 4 εκλείπω, περνώ. упаВШИЙ επ. απο μτχ. αδύνατος, εξασθενη- εξασθενημένος (απο φόβο, ταραχή κ.τ.τ.)· - ГОЛОС ε- εξασθενημένη φωνή. упад, -а (-у) α: до -а ή -у μέχρι πτώσης· Плясать ДО -а χορεύω μέχρι να πέσω κάτω (απο εξάντληση)· смеяться до -а παραλύω απο 'τα γέλια. упадать р.δ. (παλ.) βλ. падать. упаДОК, -Дка α. 1 πέσιμο, πτώση, κατάπτω- κατάπτωση· - духа πτώση του ηθικού· - сил κατάπτω- κατάπτωση των δυνάμεων. II παρακμή · μαρασμός · απο- σύνθεση (κυρίως για κοινωνία). 2 (διαλκ.) βλ. падёж. упадочник, -а α. εκφραστής (ιδεολόγος) της παρακμής. упадочнический επ. της παρακμής· ~ая ли- литература λογοτεχνία παρακμής. упадочничество, ~а ουδ. παρακμή ή τάσεις παρακμής. упадочность, -И θ. παρακμή, μαρασμός. упаДОЧНЫЙ επ. της παρακμής, του μαρασμού· ~ое состояние промышленности κατάσταση πα- παρακμής της βιομηχανίας. упаивать ρ. δ. βλ. упоить. II -СЯ πίνω,πο- πίνω,ποτίζομαι. упаковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упакованный, βρ: -ван, ~а, -о р.σ.μ. συ- συσκευάζω, αμπαλάρω· (σε πακέτα) πακετάρω·(σε κιβώτια) εγκιβωτίζω, κασελιάζω· (σεσάκκους) σακκιάζω, τσουβαλιάζω· (σε καλάθια) καλά- θιάζω, κοφινιάζω. II -СЯ 1 συσκευάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 ετοιμάζω τα πράγματα (πριν την αναχώρηση μου). упаковка, -и θ. 1 συσκευασία, αμπαλάρισμα■ (σε πακέτα) πακετάρισμα· (σε κιβώτια) εγκι- βώτιση, κασέλιασμα· (σε σακκιά) σάκκιασμα, τσουβάλιασμα· (σε καλάθια) καλάθιασμα, κο- φίνιασμα. 2 υλικό συσκευασίας. упаковочный επ. 1 της συσκευασίας· του αμπαλαρίσματος· - цех τμήμα (εργοστασίου) συσκευασίας· -ая бумага χιίρτί αμπαλαρίσματος ή περιτυλίγματος. 2 ουσ. -ая χώρος (θάλα- (θάλαμος) συσκευασίας. упаковщик, -а α., ~ца, ~Ы θ. συσκευαστής, -άστρ ια. упаковывание, -Я ουδ. συσκευασία, αμπαλά- ρισμα. упаковывать(ся) ρ.δ. βλ. упаковать(ся). упалый κ. упалой επ. 1 (παλ.) ξεπεσμένος, παρακμασμένος. 2 μειωμένος, ελαττωμένος,λι- γοστευμένος. 3 (Υ4* θηράματα) κρυμμένος· - заяц κρυμμένος λαγός. II εκφρ. -Ое место κενή (χηρεύουσα) θέση· - СКОТ το ψοφίμι. упаривание, -Я ουδ. το άχνισμα. упаривать(ся) ρ.δ. βλ. упарить(ся). упарить, -рю, -ришь р.σ.μ. 1 αχνίζω, μα- μαλακώνω με τον αχνό. 2 κοπιάζω μέχρι ιδρώτα, ταλαιπωρώ. II -СЯ 1 βράζω καλά με τον ατμό. 2 (απλ.) κατακοπιάζω, πάει ο ιδρώτας ποτά- ποτάμι, κατεξαντλούμαι· καταταλαιπωρούμαι. упарка, -И θ. άχνισμα. упархивать р.δ. βλ. упорхнуть. упасти, упасу, упасёшь, παρλθ. χρ. упас, -ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упасённый, βρ: -сё'н, -сена, -сено р.σ.μ. (παλ. κ.απλ.) σώζω, γλυτώνω· φυλάγω· ОТ беды не -Сёшь απο τη δυστυχία δε θα αποφύγεις. II εκφρ. -СИ 60Г
упа 647 (ή боже, господи, господь) ή боже -ей (παλ.) θεός φυλάξει, φύλαγε ή σώσε θεέ μου. II ~ЙСЬ σώζομαι, γλυτώνω. упасть, упаду, упадёшь, παρλθ. χρ. упал, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. упавший κ. (παλ.) упадший р.σ. βλ. падать. II εκφρ. - в ноги кому πέφτω στα πόδια κάποιου (εκλιπαρώ). упёк, -а α. 1 ψήσιμο. 2 η φύρα του ψω- ψωμιού (η διαφορά του βάρους του ψωμιού απο το ζυμάρι). упекать(ся) ρ.δ. βλ. упечь(ся). упеленать ρ.σ. βλ. пеленать. упелёнывать р.δ. βλ. упеленать. упередить, -режу, -редшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упережённый, βρ: ~жён, -жена, -жено; р.σ.μ. (απλ.) βλ. опередить. упереть, упру, упрёшь, παρλθ. χρ. упёр, -ла, -ЛО, μτχ. παρλθ. χρ. упёрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упёртый, βρ: упёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. уперев к. упёрши р.σ. 1 μ. στηρίζω, α- ακουμπώ· - НОГИ В землю στηρίζω τα πόδια στη γη· - руку В колено στηρίζω το χέρι στο γό- γόνα. 2 μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω· - глаза В кого-л. κχρψϊανω τα μάτια σε κάποιον. 3 μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω. 4 βλ. παθ. φ. E ση-μ.)· 5 μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος. II -ся 1 στηρίζομαι, ακουμπώ· - ногами В землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη. 2 μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρ- καρφώνω, προσηλώνω· - глазами В ΚΟΓΟ-Η. καρφώ- καρφώνω τα μάτια σε κάποιον. 3 εκτείνομαι, φτάνω ως· τελειώνω. 4 επιμένω· старик -рея на сво- своём о γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη). 5 (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειά- αδειάζω τη γωνιά. II εκφρ. - как бык ИЛИ баран ε- επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά). упестрить р.σ. βλ. пестрить. упестрять р.δ. βλ. пестрить. II -ся βλ. пе- пестреть. упечатать р. σ. μ. τυπώνω, κάνω να χωρέσει, συμπεριλαβαίνω· - объявление на одном листе τυπώνω ανακοίνωση σε ένα φύλλο. II -СЯ τυπώ- τυπώνομαι· статья -лась на две страницах το άρ- άρθρο τυπώθηκε σε δυο σελίδες. упечатывать(ся) р.δ. βλ. упечатать(ся). упёчь р.σ.μ. 1 καλοψήνω. 2 (απλ.) αποπέ- αποπέμπω, διώχνω· στέλλω· его упекли в захолус- захолустье τον έστειλαν στον ερημότοπο· ~ В тюрь- тюрьму στέλλω στη φυλακή· - В ссылку στέλλω εξορία. II -СЯ 1 καλοψήνομαι. 2 φυραίνω,έ- φυραίνω,έχω φΰρα (απο το ψήσιμο). упиваться р.δ. βλ. упиться. упирать(ся) ρ.δ. βλ. уперёть(ся). уписать р.σ.μ. 1 γράφω, κάνω να χωρέσει, συμπεριλαβαίνω· - письмо на одной странице γράφω την επιστολή σε μια σελίδα. 2 (απλ.) упл τρώγω γρήγορα, κατεβάζω, καταβροχθίζω· ПОЛ- гуся -ал καταβρόχθισε μισή χήνα. II -СЯ (για κείμενο) χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι. упйсывать(ся) ρ.δ. βλ. уписать(ся). упЙтаННОСТЬ, -И θ. παχυλότητα, παχύτητα, το πάχος, το χόντρος. уПЙтаННЫЙ επ. απο μτχ. ευτραφής, καλοθρεμ- μένος, παχύς, χοντρός, σιτευτός· упитать ρ.σ.μ. 1 καλοθρέφω· παχύνω, καλο- ταίζω. 2 μτφ. (παλ.) χορταίνω· душа МОЯ упитана ТОСКОЙ η ψυχή μου χόρτασε απο θλί- ψες. упитывать р.б. βλ. упитать. II -ся καλοθρέ- φομαι, καλοταΐζομαι· παχαίνω. II χορταίνω. упиться, упьюсь, упьёшься, παρλθ. χρ. упил- упился, упилась, упилось, προστκ. упейся р.σ. 1 (απλ.) παραπίνω, παρατραβώ, πίνω μέχρι μέ- θυσμα. 2 (γραπ. λόγος) απολαύω, ευφραίνομαι. упихать ρ.σ.μ. (απλ.)· χώνω· - вещи В чемо- ДЭН χώνω τα πράγματα στη βαλίτσα. упихивать р.δ. βλ. упихать. II -ся χώνο- χώνομαι, μπαίνω. УПИХНУТЬ, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. упихнутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ. (απλ.) βλ. упихать. уплата, -ы θ. πληρωμή· предъявить счёт к -е παρουσιάζω το λογαριασμό για πληρωμή. уплатить, уплачу, уплатишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уплаченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. πλη- πληρώνω· - ДОЛГ πληρώνω то χρέος· - за КВар- тиру πληρώνω το ενοίκιο για το διαμέρισμα. уплатный επ. για πληρωμή· - Ордер ένταλμα πληρωμής. уплачивать р.δ. βλ. уплатить. II -ся πλη- πληρώνομαι- -лея ДОЛГ πληρώθηκε το χρέος. уплести р.σ.μ. 1 βλ. плести. 2 (απλ.) βλ. уписать B σημ.). II -СЬ φεύγω αργοβαδίζο- ντας, με δυσκολία. уплетать(ся) ρ.δ. βλ. уплестй(сь). уплотнение, -я ουδ. 1 συμπύκνωση, συνοχή, συμπίεση· κρουστότητα. 2 σύμπτυξη, πύκνωση. 3 στρίμωξη, στένεμα χώρου. 4 (γία χρόνο)· συντόμευση· περιορισμός. 5 όγκος, οίδημα, πρήξιμο· - На шее πρήξιμο στο λαιμό. уплотнённость, -и θ. βλ. уплотнение уплотнённый επ. απο μτχ. 1 συμπυκνωμένος; 2 κρουστός. 3 στριμωγμένος, -χτός. 4 συ- συντομευμένος· περιορισμένος· στενός. уплотнить, -ню, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уплотнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 συμπυκνώνω· συμπιέζω· - массу συμπυ- συμπυκνώνω τη μάζα. II κάνω κρουστό· - ТКЭНЬ κά- κάνω το ύφασμα κρουστό. 2 συμπτύσσω, πυκνώνω· - ряды ВОЙСК πυκνώνω τις τάξεις του στρα- στρατού. II κατοικίζω πυκνά, στενόχωρα, στριμώ- στριμώχνω. 3 (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω· ■-
у но сроки жатвы συντομεύω τα όρια του θερισμοΰ. II -СЯ 1 συμπυκνώνομαι, γίνομαι συμπαγής, συμπιέζομαι. II γίνομαι κρουστός. 2 συμπτύσ- συμπτύσσομαι, πυκνώνομαι. 3 στριμώχνομαι. 4· (για χρόνο) συντομεύομαι· στενεύω. ушютнять(ся) р.δ. βλ. уплотнйть(ся). уплощённый επ. επίπεδος, ίσιος, ομαλός. уплывать р.δ. βλ. уплыть. УПЛЫТЬ ρ.σ. 1 αποπλέω· пароход -ЫЛ το α- ατμόπλοιο απέπλευσε. II απομακρύνομαι, χά- χάνομαι αργά· луна -ла за тучи το φεγγάρι χά- χάθηκε πίσω απο τα σύννεφα.. 2 (για χρόνο, γε- γεγονότα) περνώ, διαβαίνω απαρατήρητα· ЧТО было -ло ό,τι ήταν πέρασε· не мало времени -ЛО С тех пор πολύς καιρός πέρασε απο τότε. 3 μτφ. περιέρχομαι (απο έναν σε άλλον). II ξοδεύομαι, καταναλώνομαι γρήγορα· Деньги -ЛИ В ОДИН день τα χρήματα έφυγαν για μια μέρα. упование, -Я ουδ. ελπίδα σταθερή· προσδο- προσδοκία. уповательно επίρ. με ελπίδα, ελπίζοντας. уповательный επ., -лен, -льна, -льно γε- γεμάτος ελπίδες· ελπιστός, προσδοκητός. уповать, -аю, -аешь р.δ. (παλ.)· ελπίζω, προσδοκώ- - на успех ελπίζω στην επιτυχία. уПОДОбИТЬ, -бЛЮ, -бИШЬ р.σ.μ. παρομοιάζω, ταυτίζω· παραβάλλω· - молодость весне παρο- παρομοιάζω τα νιάτα με την Ανοιξη. II -СЯ παρο- παρομοιάζομαι, ταυτίζομαι· παραβάλλομαι. уподобление, -Я ουδ. παρομοίαση, ταύτιση· παραβολή. уподоблять(ся) р.δ. βλ. уподобить(ся). упоение, -Я ουδ. 1 έκσταση, μέθη, μέθισμα· αγαλλίαση· ενθουσιασμός· минуты сладкого ~Я λεπτά αγαλλίασης. упоённый επ. απο μτχ. ενθουσιασμένος, με- μεθυσμένος, αγαλλιασμένος. упоительно επίρ. ενθουσιαστικά, μεθυστικά, με αγαλλίαση. упоительность, -И θ. ενθουσιασμός, μέθη,α- μέθη,αγαλλίαση, упоительный επ., βρ: -лен, -льна, -о ευ- φραντικός, ενθουσιαστικός, μεθυστικός. УПОИТЬ, упою, упоишь, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. упоённый, βρ: упоён, упоена, упоено ρ.σ.μ.1 (απλ.)· ποτίζω (με οινοπνευματώδη ποτά), με- μεθώ. 2 (γραπ. λόγος) ευφραίνω, αγαλλιάζω· εν- ενθουσιάζω· - успехом μεθώ απο την επιτυχία. упокоение, -Я ουδ. ησυχία, -χασμός. II α- ανάπαυση, θάνατος· место его -я о χώρος της ανάπαυσης του (ο τάφος)· поминальная тризна О -И раба бОЖИЯ (παλ.) μνημόσυνο για την α- ανάπαυση του δούλου του θεού. УПОКОИТЬ,-КОЮ, -КОИШЬ ρ.σ.μ. (παλ.) ησυ- ησυχάζω· - его навсегда τον ησυχάζω μια για πά- πάντα. II -СЯ ησυχάζω, πεθαίνω. УПОКОЙ, -Я α: за - (εκκλσ.) για ανάπαυση (του πεθαμένου)· МОЛИТЬСЯ за ~ его души προ- προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής του. упокойник, -а α., -ца, -ы θ.βλ. покойник. уползать р.δ. βλ. уползти. уползти, ~зу, -зёшь, παρλθ.χρ. уполз, -ла, -ЛО р.σ. 1 φεύγω, απομακρύνομαι έρποντας. 2 φεύγω, αποσύρομαι αργά. 3 κατεβαίνω, κυλώ βαθμιαία* κατακαθίζω. уполномоченный ουσ. απο μτχ. πληρεξούσιος, εξουσιοδοτημένος· εντεταλμένος· επιτετραμ- επιτετραμμένος. уполномочивать ρ.δ. βλ. уполномочить. II -СЯ εξουσιοδοτούμαι. уполномочие, -Я ουδ. εξουσιοδότηση, πλη- πληρεξουσιότητα· подписать по -Ю υπογράφω με εξουσιοδότηση. "УПОЛНОМОЧИТЬ, -чу, ~4ΗΒΗ>,παθ. μτχ. παρλ'θ. χρ. уполномоченный, βρ: -чен, -а, -о εξου- εξουσιοδοτώ, δικαιοδοτώ. УПОЛОВИНИТЬ р.σ.μ. (απλ.) λιγοστεύω στο μισό· μεσιάζω. II -СЯ μειώνομαι, λιγοστεύω κατά το μισό· φτάνω ως το μισό. уполовник, -а α. (απλ.) βλ. половник. упоминание, -Я ουδ. υπόμνηση, υπενθΰμηση, μνεία. упоминать(ся) ρ.δ. βλ. упомнить(ся). упоминовение, -я ουδ. (παλ.) βλ. упоминание УПОМНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ ρ.σμι. θυμούμαι, κρα- κρατώ στη μνήμη. || -СЯ θυμούμαι. упомянуть, -мяну, -мянешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упомянутый, βρ: -нут, -а, -о р.σ. 1 υ- υπενθυμίζω, θυμίζω, κάνω υπόμηση. 2 μ. μνημο- μνημονεύω, κάνω μνεία, αναφέρω. упор, -а α. 1 στήριγμα, έρεισμα· точка -а σημείο στήριξης· завинтить ДО -а βιδώνω ως το τίλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο. 2 υποστή- υποστήριγμα. II υπομόχλιο. II εκφρ. Β - ало κοντά, κολλητά, εξ επαφής· стрелять в ~ πυροβολώ εξ επαφής· Β - сказать λέγω απερίφραστα, νέ- τα-σκέτα, σταράτα· Β - смотреть (глядеть) κοιτάζω επίμονα ή κατάματα· делать - ρίχνω το βάρος, δίνω σημασία, προσοχή·στηρίζομαι. упористый επ., βρ: -рист, -а, -о (απλ.) βλ. упорный? упорно επίρ. επίμονα κλπ. επ. упорность, -И θ. επιμονή, εμμονή. II στα- σταθερότητα, ακαμψία. II πείσμα, ισχυρογνωμοσύ- νη, γινάτι. упорный'1 επ. στηρικτικός, της στήριξης, του στηρίγματος· -ая точка σημείο στήριξης. упорный2 επ. 1 επίμονος, έμμονος· - че- человек- επίμονος άνθρωπος· -ые поиски επί- επίμονες αναζητήσεις. II σταθερός, ακλόνητος, ά- άκαμπτος, ακράδαντος. II πείσμονας, ισχί'ρογνώ-
упо упр μονάς. 2 διαρκής, συνεχής, μόνιμος. 3 πει- πεισματώδης, πεισματικός, -ые бой πεισματώδεις μάχες. II σκληρός, γερός · - металл σκληρό μέταλλο. упорство, -а ουδ. 1 επιμονή, εμμονή. II πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι. II ένταση, μανία· Ветер дул С -ОМ о άνεμος φυσούσε με μανία (μανιασμένος). упорствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. επι- επιμένω, εμμένω· - на своих требованиях επιμέ- επιμένω στις απαιτήσεις μου (διεκδικήσεις μου). II δεν υποχωρώ· мороз -ствует η παγωνιά επι- επιμένει. упорхнуть, -ну, -нёшь р.σ. πετώ, αφίπτα- μαι· птица -ла το πουλάκι πέταξε. II φεύγω γρήγορα· девочка -ла в сад το κοριτσάκι έφυ- έφυγε τρέχοντας στο δεντρόκηπο. упорядочение, -Я ουδ. τακτοποίηση, κανό- κανόνισμα, ρύθμιση, ρεγουλάρισμα· διευθέτηση. упорядочивать(ся) ρ.δ. βλ. упорядочиться). упорядочить, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. τακτοποιώ, κανονίζω, ρυθμίζω· ρεγουλάρω· διευθετώ. II-СЯ τακτοποιούμαι·διευθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. употеть ρ.σ. (απλ.) ιδρώνω πολύ, ιδροκοπώ. употребительность, -И θ. χρήση, χρησιμο- χρησιμοποίηση. употребительный επ., βρ: -лен, -льна, -о χρησιμοποιούνενος συχνά, πολύχρηστος, εύχρη- εύχρηστος, συνηθιζόμενος· -ое медицинское сред- средство το πολύ χρησιμοποιούμενο γιατρικό· наи- наиболее -ые слова οι πιο εύχρηστες λέξεις. употребить, -бЛГО, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. употреблённый, βρ: -лён, -лена, -лено ρ.σ.μ. 1 χρησιμοποιώ· μεταχειρίζομαι· δια- διαθέτω· - свободное время для чтения χρησιμο- χρησιμοποιώ τον ελεύθερο χρόνο για διάβασμα· - не свойнственное выражение χρησιμοποιώ απρεπή (ανάρμοστη) έκφραση- - ЧИСТЫЙ ЛИСТ ДЛЯ ПИСЬ- ма χρησιμοποιώ καθαρό χαρτί για γράψιμο- угрозы, насилие χρησιμοποιώ απειλές, βία· - все средства χρησιμοποιώ όλα τα μέσα. II -СЯ χρησιμοποιούμαι- χρησιμεύω. употребление, -Я ουδ. χρησιμοποίηση, χρή- χρήση, μεταχείριση- лекарство для внутреннего -я φάρμακο εσωτερικής χρήσης-ВЫЙТИ ИЗ -Я δε χρησιμοποιούμαι πια. употреблять(ся) р.δ. βλ. употребйть(ся). употчевать, -чую, -чуешь р.σ.μ. (απλ.) βλ. потчевать. управа, -И 9.1 τρόπος· μέσον περιορισμού, συμμόρφωσης· φάρμακο, αντίδοτο- найти -у на КОГО-Н. βρίσκω μέσον για να συμμορφώσω κάποιον. II (παλ.) ικανοποίηση (για προσβολή)· искать -у мечом ζητώ ικανοποίηση με το ξ'ΐΛ- φος (με ξιφομαχία). 2 (παλ.) αρχή, διοίκη- διοίκηση· διεύθυνση- Городская - δημοτική αρχή, το δημαρχείο. управделами άκλ. κ. управдел, -а α. δια- διαχειριστής· επιμελητής. управдел, ~а α. επιμελητής σπιτιού. управитель, -Я α., -ница, ~Ы θ. (παλ.) δι- διοικητής, διευθυντής, -ύντρια. II βλ. управ- управляющий B σημ.). управительский επ. (παλ.) διοικητικός, του διευθυντή. управительство, -а ουδ. βλ. управление B σημ.). управить ρ.σ. 1 βλ. управлять B σημ.). 2 φροντίζω, επιμελούμαι. II -СЯ 1 τελειώνω, περατώνω (εργασία, υπόθεση κλπ.). 2 αντεπε- αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα. управление, -я ουδ. 1 διεύθυνση· - оркё- стром, хором διεύθυνση ορχήστρας, χορωδί- χορωδίας- центральное статистическое - κεντρική στατιστική διεύθυνση. II οδήγηση- - ЭВТОМО- бйлем οδήγηση αυτοκινήτου. 2 η κυβέρνηση· διοίκηση· - государством διακυβέρνηση του κράτους- методы -Я μέθοδες διοίκησης. II η αρχή· городское - δημαρχείο (το συμβούλιοή το κτίριο). 3 διεύθυνση, χειρισμός (για μη- μηχανισμούς)· автоматическое - αυτόματη διεύ- διεύθυνση- рулевое - πηδαλιουχία. 4 (ΥΡαμμ.) κα- καθορισμός της πτώσης μιας λέξης απο μια άλ- άλλη· глагольное - καθορισμός της πτώσης απο το ρήμα- предложное - καθορισμός της πτώσης απο την πρόθεση. II εχφρ* Терять - παύω να πηδαλιοχούμαι, να διευθύνομαι (για αεροπλά- αεροπλάνο κ.τ.τ.). управленский επ. (παλ.) διοικητικός- служащий διοικητικός υπάλληλος. управленческий επ. διοικητικός- - аппарат ο διοικητικός μηχανισμός- -ие расходы τα διοικητικά έξοδα. управляемость, -И θ. διεύθυνση, οδήγηση (μηχανισμών, μηχανών). управляемый επ. απο μτχ, διευθυνόμενος, κα- κατευθυνόμενος- - снаряд κατευθυνόμενο βλήμα- -ая ракета κατευθυνόμενος πύραυλος. управлять, -яю, -яешь μτχ. ενστ. управля- управляющий, παθ. μτχ. ενστ. управляемый, βρ:-ляем, -а, -Ο ρ.δ. (με οργν.). 1 διευθύνω, οδηγώ· - автомобилем οδηγώ το αυτοκίνητο· - СУДНОМ πηδαλιουχώ (τιμονιάρω) σκάφος. II χειρίζομαι· - КИСТЬЮ χειρίζομαι το πινέλο. II διευθύνω, κουμαντάρω- κανονίζω. 2 διοικώ- κυβερνώ-δι- κυβερνώ-διευθύνω· - государством κυβερώ το κράτος- - страной κυβερνώ τη χώρα- - заводом διευθύ- διευθύνω το εργοστάσιο. II διαχειρίζομαι- - хозяй- хозяйством διαχειρίζομαι το νοικοκυριό ή την ο ι- κονομία. II εξουσιάζω- безумным человеком -ЮТ страсти τον ανόητο άνθρωπο τον κυβερ- κυβερνούν τα πάθη. 3 (ΥΡαμμ.) καθορίζω, απαιτώ-
упр оэи тпр θέλω· переходаые глаголы -ют винйтелышмм падежом τα μεταβατικά ρήματα θέλουν το α- αντικείμενο σε αιτιατική πτώση. II -СЯ 1 δι- διευθύνομαι, οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2 βλ. управиться. упраВЛЯНЩИЙ ουσ. απο μτχ. διευθυντής, δι- διαχειριστής· διοικητής. упраВСКИЙ επ. (παλ.) διοικητικός- - ПЙ- Сарь γραμματέας του διοικητή. упражнение, -Я ουδ. άσκηση· εξάσκηση- γύ- γύμναση- γύμνασμα- εκγύμναση- - левой руки ε- εξάσκηση του αριστερού χεριού· гимнастические -Я γυμναστικές ασκήσεις· Сборник -ий. по правописанию συλλογή ορθογραφικών ασκήσεων. упражнять ρ.δ.μ. ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω, εκ- εκγυμνάζω- ~ пальцы для игры на рояле εξασκώ τα δάχτυλα για να παίζουν στο πιάνο- - па- память καλλιεργώ τη μνήμη· - мускулы εξασκώ (γυμνάζω) τους μυώνες. II -СЯ ασκούμαι, εξα- εξασκούμαι- γυμνάζομαι, εκγυμνάζομαι. II ασχο- ασχολούμαι· επιδίδομαι- ~ В Науках ασχολούμαι με τ ις επ ιστήμες. упразднение, -Я ουδ. κατάργηση, ακύρωση· κατάλυση· - закона κατάργηση του νόμου. упразднить, ~нга, -нйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упразднённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ. μ. καταργώ- ακυρώνω- καταλύω- - закон κα- καταργώ νόμο. II -СЯ καταργούμαι, ακυρώνομαι. упраздняться) р.δ. βλ. упразднйть(ся). упрашивание, -Я ουδ. παράκληση, ικεσία. упрашивать р.δ. βλ. упросить. упревать р.δ. βλ. упреть. упредить, -ежу, -едйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упреждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. (παλ. κ. απλ.). 1 ειδοποιώ, πληροφο- πληροφορώ- αναγγέλω. 2 βλ. опередить. упреждать ρ. δ. βλ. упредить. II -СЯ ειδο- ειδοποιούμαι, πληροφορούμαι. упреждение, -Я ουδ. (παλ. κ. απλ.). 1 ει- ειδοποίηση, πληροφορία- αναγγελία. 2 (για κι- κινητό στόχο) σκόπευση λίγο μπροστά. упрёк, -а α. μομφή, μέμψη, ψέξη, κατηγό- κατηγόρια- επίκριση- строгий - αυστηρή μομφή-вза- ЙМНЫе -И αλληλοκατηγορίες- осыпать -ами КО- ГО-Н. λέγω ένα σωρό κατηγόριες για κάποιον. II εκφρ. бросить - кому επιρρίπτω (προσάπτω) μομφή σε κάποιον, κοτσάρω- ставить в - кому ЧТО κατηγορώ κάποιον για κάτι- не В - кому όχι με σκοπό να κατηγορήσω κάποιον- без -а (παλ.) άμεμπτα, άψογα. упрекать ρ.δ.μ. μέμφομαι, κατηγορώ, ψέγω, ψεγαδιάζω- επικρίνω- κοτσάρω. упрекнуть р.σ. βλ. упрекать. упрелый επ. βρασμένος τελείως, καλοβρα- σμένος. упрессовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упрессованный, βρ: -ван, ~а, -о р.σ.μ. πιέζω, θλίβω πολύ δυνατά. II -СЯ πιέζομαι πο- πολύ δυνατά, συμπιέζομαι. упрессовывать(ся) ρ.δ. βλ. упрессовать(сяI упреть, -ею, -ёешь р.σ. 1 βράζω τελείως, καλοβράζω. 2 ιδροκοπώ, κατα'ΐδρώνω. упросить, -ошу, -ОСИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упрошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.θερ- μοπαρακαλώ, καθ ικετεύω. упроститель, -Я α. απλουστευτής. упростйтелышй επ. απλουστευτικός· -ые ВЗГЛЯДЫ απλουστευτικές απόψεις. упроститеЛЬСТВО, -а ουδ. απλούστευση. упростить, -ощу, -οοτώπΐ>,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упрощённый, -щён, -щена, -щено р.σ.μ. 1 απλουστεύω, απλοποιώ- - конструкцию машй- НЫ απλουστεύω την κατασκευή της μηχανής - - правописание απλουστεύω την ορθογραφία. 2 ε'κφαυλίζω, εκχυδαίζω· υπεραπλοποιώ· απλο- απλοποιώ μέχρι διστρέβλωσης. II -СЯ απλοποιού- απλοποιούμαι. упрочение, -Я ουδ. στερέωση, στέργιωμα,ε- στέργιωμα,εδραίωση, σταθεροποίηση- παγίωση- εμπέδωση-- власти η στερέωση της εξουσίας- борьба за - мира αγώνας για τη στερέωση της ειρήνης. упрочивать(ся) ρ.δ. βλ. упрочить(ся). упрочить, -чу, -чишь р.σ.μ. (γραπ. λόγος). I σταθεροποιώ, στερεώνω, στεργιώνω, εδραιώ- εδραιώνω- παγιώνω· - мир - εδραιώνω την ειρή- ειρήνη- - власть εδραιώνω την*εξουσία· - СОЮЗ рабочего класса с крестьяанством στεργιώ- στεργιώνω τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την α- γροτιά (ή και αγροτιάς)· - своё положение σταθεροποιώ την κατάσταση μου (ήτη θέση μου). II -СЯ σταθεροποιούμαι, στερεώνομαι, εδραι- εδραιώνομαι- εμπεδώνομαι-παγιώνομαι· положение страны -лось η κατάσταση της χώρας σταθερο- ποιήθηκε. упрощать(ся) ρ.δ. βλ. упростить(ся). упрощенец, -НЦа α. απλουστευτής, απλοποι- ητής. упрощение, -Я ουδ. απλούστευση, απλοποί- απλοποίηση- - письменности απλοποίηση της γραφής- - механизма απλούστευση του μηχανισμού. упрощённость, -и θ. βλ', упрощение. ■упрощённый επ. απο μτχ. απλοποιημένος,α- απλοποιημένος,απλουστευμένος · -ЭЯ орфография απλοποιημένη ορθογραφία· - механизм απλοποιημένος' μηχα- νισμόζ. упрощенский επ. βλ. упрощенческий. упрощенство, -а ουδ. βλ. упрощенчество. упрощенческий επ. επιπόλαιος, επιφανεια- επιφανειακός- - подход к решению вопросов επιπόλαιος τρόπος λύσης ζητημάτων. упрощенчество, -а ουδ. επιπολαιότητα, επ ι^ φανειακός χαρακτήρας.
упр 651 УРа упругий επ., βρ: упруг, -а, ~о·, упруже· ε- λαστιχός· ευλύγιστος, εύκαμπτος. упругость, -и θ. ελαστικότητα- ευλυγισία, ευκαμψία. упруже συγκρ. β. του επ. упругий. упружить, -жит р.δ. προσδίνω ελαστικότητα. упрыгать р.σ. πηδώ μακριά· απομακρύνομαι πηδώντας. II -СЯ 1 κουράζομαι απο το πολύ πήδημα. 2 (ειρν.) μτφ. κουράζομαι απο τον μεγάλο ζήλο ή πάθος. упрыгивать р.δ. βλ. упрыгать. упрыгнуть ρ.σ. βλ. упрыгаться A σημ.). упряжечный επ. ζευκτήριος, της ζεύξης·-ая Сбруя ζευκτήρια σαγή. упряжка, -И θ. 1 (απλ.) ζεύξη, ζέψιμο. 2 ζευγμένα ζώα. 3 (παλ.) διαδρομή απο σταθμό σε σταθμό (με ζευγμένα ζώα χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή). II (διαλκ.) μια οργωσιά (χω- (χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή). II (απλ.) βάρ- βάρδια. 4 βλ. упряжь A σημ.). II εκφρ. быть в ~е είμαι κατάλληλος για ζέψιμο· годиться в -е κάνω για ζέψιμο. упряжной επ. ζευκτήριος, της ζεύξης.II κα- κατάλληλος για ζέψιμο. упряжь, -И Θ.1 σαγή, χάμουρα· конская - η ιπποσκευή. 2 συσκευή αγκίστρωσης των βαγο- βαγονιών. упрямец, ~мца α., -мица, -Ы θ. πεισματά- πεισματάρης, -а, πείσμονας, -η, ισχυρογνώμονας, -η, καπριτσόζος, -α. упрямиться, -млюсь, -мишься ρ.δ. πεισμα- τώνω, γινατεύομαι, γινατώνω. упрямо επίρ; πεισματικά, πεισματώδικα. УПРЯМСТВО, ~а ουδ. πείσμα, ισχυρογνωμοσύ- νη, γινάτι. упрямствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. (γραπ. λόγος) βλ. упрямиться. упрямый επ. βρ: упрям, -а, -О πείσμονας, πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, σκληροκέφαλος* καπριτσόζος· πεισματικός· - 6ЫК πεισματικό βόδι· ~ мальчик πεισματάρικο παιδάκι. упрятать р.σ.μ. 1 κρύβω καλά και μακριά. 2 μτφ. στέλλω· - В острог στέλλω φυλακή. II κρύβομαι καλά και μακριά. упрятывать(ся) ρ.δ. βλ. упрятать(ся). упрячь ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. запрячь^1 σημ.). упускать ρ. δ. βλ. упустЙТЬ. II -СЯ αφήνο- αφήνομαι· χάνομαι. упустЙТЬ ρ. σ. μ. 1 αφήνω, παύω να κρατώ· χά- χάνω· - конец верёвки μου ξεφεύγει η άκρη της τριχιάς., 2 μτφ. αφήνω να διαφύγει· - случай αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία. упущение, -Я ουδ. παράλειψη, παραμέληση, αμέλεια· άφεση· серёзное - σοβαρή παράλει- παράλειψη· ВЫГОВОР за ~ ПО службе τιμωρία για πα- παραμέληση υπηρεσίας. упырь, -Я α. (απλ.) βλ. вампир A σημ.). упыхаться р.σ. (απλ.) κουράζομαι. упятерить, -рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упятерённый, βρ: -рён, -рена, -рено р: σ. πενταπλασιάζω. II -СЯ πενταπλασιάζομαι. упятерять(ся) ρ.δ. βλ. упятерйть(ся). ура επιφ. ζήτω. II (κραυγές στρατιωτών κα- κατά την επίθεση) απάνω τους! αέρα! II εκφρ. на - α) φωνάζοντας „αέρα", β) στα κουτου- ρού, απερίσκεπτα, στην τύχη. уравнение, ~я ουδ. ίσιωμα, ισοπέδωση, ε- εξομάλυνση· ισοζϋγιση· ισορρόπηση· ισοστάθ- μιση· ισοσκέλιση· ισοφάριση. II (μαθ.) εξί- εξίσωση· алгебраическое - αλγεβρική εξίσωση· - С одним неизвестным εξίσωση με ένα άγνω- άγνωστο· дифференциальное - διαφορική εξίσωση- решать - λύνω εξίσωση. уравнивание, -я ουδ. βλ. уравнение. уравнивать(сяI ρ.δ. βλ. уровнять(ся). уравнивать(сяJр.б. βλ. уравнять(ся). уравниловка, -И θ. εξίσωση, ισοσκέλιση, ι- ισοφάριση (αδικαιολόγητη, αβάσιμη, άδικη)·ЛИ- квитйровать -у в заработной плате καταργώ την εξίσωση των αποδοχών (γενομένη ανεξάρ- ανεξάρτητα απο την ποσότητα και ποιότητα παραγω- παραγωγής). уравнитель, -Я α. εξισωτής (μηχανισμός). II οπαδός της εξίσωσης (βλ. уравниловка). уравнительность, -И θ. εξίσωση, εξομοίωση. уравнительный επ. εξισωτικός- ~ые приборы εξισωτικές συσκευές (μηχανισμοί)· ~ое рас- пределёие продуктов η εξ ίσου κατανομή των προ'ίόντων (τροφίμων). уравновесить, -ёшу, -ёсишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уравновешенный, βρ: -шен, -а, -о р.σ.μ. ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω, αντισταθμίζω, ισορ- ισορροπώ· ισοφαρίζω. II -СЯ ισοζυγίζομαι, ισο- σταθμίζομαι, ισορροπούμαι- ισοφαρίζομαι. уравновешение, -я ουδ. ισοζύγιση, ισοστάθ- μιση, ισορρόπηση- ισοφάριση. уравновешенность, -и θ. ισορρόπιση· - ха- характера ισορρόπηση χαρακτήρα. уравновешенный επ. απο μτχ. (μτφ.) ισορ- ροπημμένος- - человек ισορροπημμένος άνθρω- άνθρωπος. уравновешивание, -я ουδ»βλ. уравновешение. уравновёшивать(ся) ρ.δ. βλ. уравновёсить- (ся). уравнять р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.χρ.ура- παρλθ.χρ.уравненный, βρ: -нён, -нена, -нено εξισώνω, ε- εξομοιώνω- ισοπεδώνω, ισιώνω, εξομαλύνω. II -СЯ εξισώνομαι, εξομοιώνομαι- ισοπεδώνομαι, ισιώνομαι, εξομαλύνομαι. *ураган, -а α. η λαίλαπα, τυφώνας. II μτφ. ορμητικότητα- - событий θύελλα γεγονόρων· - страстей θύελλα παθών. II επίρ. ~ΟΜ ορμήτι-
У У* уро κά, θυελλώδικα. ураганный επ. 1 λαιλαπώδης, θυελλώδης· шум λαιλαπώδης βουή (βόμβος). 2 μτφ.καται- μτφ.καταιγιστικός- καταστρεπτικός- - ОГОНЬ τα καται- καταιγιστικά πυρά. уразумевать ρ. δ. βλ. уразуметь. II ~ся (εν)νοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω. уразумение, -Я ουδ. νόηση, αντίληψη. Уразуметь ρ.σ.μ. (εν)νοώ, καταλαβαίνω, α- αντιλαμβάνομαι· πιάνω, συλλαμβάνω· - СМЫСЛ Вещей πιάνω το νόημα των πραγμάτων. *УРаН, -а α. το ουράνιο (χημικό στοιχείο). *Уран, -а α. (αστρν.) ο Ουρανός. уранинит, -а α. ουρανινίτης, πισσουρανί- της, ουρανιοπισσίτης (ορυκτό). урановый επ. του ουρανίου· -ые месторож- месторождения κοιτάσματα ουρανίου· -ая бомба βόμβα ουρανίου. урастать р.δ. βλ. урастй. урасти ρ.σ, (απλ.) εκπίπτω, ξεπέφτω, μει- μειώνομαι κατά το μέγεθος. II καλύπτομαι απο βλά- βλάστηση. "урбанизация, -И θ. αστυφιλία, ουρμπανισμός. урбанизм, ~а α. βλ. урбанизация. урбанист, -а α, οπαδός της αστυφιλίας. урбанистический επ. της αστυφιλίας. урвать ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. урвЭН- урвЭННЫЙ, βρ: -ван, -а, -Ο αποσπώ, παίρνω από- απότομα· αρπάζω. II μτφ. λαβαίνω· каждый хочет - СВОЮ долго καθένας θέλει να πάρει το με- μερίδιο του. II μτφ. (για χρόνο) εξο ικονομώ, ε- εξευρίσκω- - свободную минуту Для разговора εξοικονομώ ένα λεφτό για συνομιλία. II -СЯ αποσπώμαι, ξεκόβω, αποδεσμεύομαι· еле -лея ИЗ ДОма μόλις κατόρθωσα να αποσπαστώ για λίγο απο το σπίτι. *УРДУ α. άκλ. η ουρδου'ίκή ( ινδοσταν ική ) γλώσσα (του Πακιστάν). урегулирование, -Я ουδ. διακανονισμός, δι- διευθέτηση, τακτοποίηση* ρύθμιση- κανόνισμα·- международных отношений διακανονισμός των διεθνών σχέσεων- - вопроса διευθέτηση του ζητήματος. урегулировать, -рую, -руешь ρ.σ.μ. (δια)- κανονίζω, διευθετώ, τακτοποιώ- ρυθμίζω,'ρε- γουλάρω. II -СЯ (δια)κανονίζομαι διευθετού- διευθετούμαι, τακτοποιούμαι· ρυθμίζομαι. урёз, -а α, 1 κόψιμο, κόντεμα, βράχυνση, μίκραιμα, 2 μτφ. περικοπή, ακρωτηριασμός, κρουτσούλεμα· περιορισμός. урезать, -ёжу, -ежешь р.σ.μ. 1 κόβω, κο- κοντεύω, μικραίνω, βραχύνω· - рукава κοντεύω τα μανίκια. 2 μτφ. περικόπτω, ακρωτηριάζω, κρουτσουλεϋω· περιορίζω. урезать ρ.δ. βλ. урезать. II ~ся περικό- περικόπτομαι, βραχύνομαι, γίνομαι πιο κοντός, μι- μικραίνω. урезка, -и θ. βλ. урез. урезонивать р.δ. βλ. урезонить. II ~ся συ- συνετίζομαι, σώφρωνίζομαι· λογικεύομαι. урезонить ρ.σ. συνετίζω, σώφρωνίζω- λογι- κεύω· - упрямца συνετίζω τον πεισματάρη. урезывать(ся) р.δ. βλ. урёзать(ся). урема, -Ы к. урёма, -Ы θ. (διαλκ.) παρό- παρόχθια δασική λωρίδα. уремический επ. ουραιμικός. *уремия, -и θ. ουραιμία. *уретра, -Ы θ. η ουρήθρα. уретрит, -в. α. ουρηθρίτιδα. уритроскОП, -а α. ουρηθροσκόπιο. уритроскоПЙЯ, -и θ. ουρηθροσκοπία. урильник, ~а α. ουροδοχείο. *урина, -ы θ. το ούρο. *урман, ~а α. (διαλκ.) δάσος κωνοφόρων δέ- δέντρων. *урна, -Ы Θ.1 τεφροδόχη (πεθαμένων). II ε- επιτάφια τεφροδόχη (μνημείο σαν τεφροδόχη). 2 (παλ.) δοχείο- - С ВОДОЙ υδροδοχείο. 3 Ή κάλπη, η ψηφοδόχη- избирательная - εκλογική κάλπη. 4 δοχείο απορριμμάτων. уровень, ~ВНЯ α. 1 στάθμη- επίπεδο- επι- επιφάνεια· - ВОДЫ η στάθμη του νερού- над -ем моря πάνω απο την επιφάνεια της θάλασσας. 2 μτφ. βαθμός- НИЗКИЙ, ВЫСОКИЙ ~ ЖИЗНИ χαμη- χαμηλό, υψηλό βιοτικό επίπεδο- переговоры На - ПОСЛОВ συνομιλίες σε επίπεδ,ο πρεσβευτών со- совещание на высоком -е σύσκεψη κορυφής. 3 βλ. ватерпас. II εκφρ. в - с чем στο ίδιο ύ- ψος ή επίπεδο με κάτι- быть (находиться) на -е αντιστοιχώ. уревнемёр, -а α. υδροστατης, υδροχωροστάθ- μη, νεροζύγι (λκ.). УРОВНЯТЬ ρ.σ.μ., «αθ. μτχ. παρλθ. χρ. уро- вненйый, βρ: -нен, -а, -о р.σ.μ. ισοπεδώνω. )] ~СЯ ισοπεδώνομαι. урод? -а α. 1 τέρας. 2 άνθρωπος δυσειδής. II άνθρωπος φαύλος. 3 (ύβρη) τέρας. урод? -а α. (διαλκ.) η σοδειά. уродец, -дца α. βλ. урод? уродина, -ы θ. βλ. урод? УРОДИТЬ, урожу, уродишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. урождённый, βρ: -дён, -дена, -дено р.σ. μ. 1 καρποφορώ- κάνω, δίνω σοδειά· земля -ла Хороший урожай η γη έκανε καλή σοδειά. 2 γεννώ, τίκτω. II -СЯ 1 γίνομαι- -ЛОСЬ МНО- МНОГО хлеба πρόκοψαν τα σιτηρά. 2 γεννιέμαι. II γεννιέμαι όμοιος προς, μοιάζω· - В отца μοιάζω τον πατέρα. уродиха, -и θ. (παλ.) βλ. урод? уродка, -и θ. βλ. урод? УРОДЛИВОСТЬ, -И θ.1 τερατομορφία. II ασχή- ασχήμια, δυσμορφία, κακομορφία. 2 μτφ. διαστρέ-
УРО 653 уса βλωση. 3 τερατωδία. уродливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 τερα- τερατώδης, τερατόμορφος. II παραμορφωμένος, στρα- στραβός · -ые деревья στραβά δέντρα· ~ые ветви στραβά κλαδιά. 2 άσχημος, δυσειδής, δύσμορ- φος. 3 μτφ. διαστρεβλωμένος, διαστρεμμένος. УРОДОВаТЬ, -ДУЮ, -дуешь р.δ.μ. παραμορφώ- παραμορφώνω, διαστρεβλώνω, διαστρέφω· σακατεύω. II -СЯ παραμορφώνομαι, διαστρεβλώνομαι. уродский επ. τερατώδης, τερατοειδής· -ое ЛИЦО τερατώδες πρόσωπο. уродство, -а ουδ. βλ. уродливость. урожай, -я α. 1 σοδειά· συγκομιδή· обиль- обильный (ВЫСОКИЙ) - μεγάλη σοδειά· средний μέτρια σοδειά· НИЗКИЙ - μικρή (χαμηλή) σο- σοδειά. \Ι προκοπή, ευδοκίμηση. \Ι μτφ. αφθο- αφθονία, πλήθος, πληθώρα· теперь ~ на новые кни- книги τώρα έχομε πληθώρα καινούριων βιβλίων. УРОЖаЙНОСТЬ, -И θ. γονιμότητα, αποδοτικό- αποδοτικότητα, παραγωγικότητα. урожайный επ., βρ: -жаен, -жайна, -жайно. 1 της σοδειάς· -ые сведения στοιχεία σο- σοδειάς. 2 γόνιμος, αποδοτικός, παραγωγικός, εύφορος· καρποφόρος· -ая земля εύφορη γη· - сорт αποδοτική ποικιλία, урождать(ся) р.δ. βλ. уродать(ся). урождённый επ. απο μτχ. 1 θ. -ая το γένος (έχουσα το επώνυμο πριν το γάμο). 2 (παλ.) βλ. прирождённый. уроженец, -НЦа α., ~КЭ, -И θ. γεννημένος, ~η· - России γεννημένος στη ωσία- - Гре- Греции γεννημένος στην Ελλάδα. урок, -а α. 1 (παλ.) εργασία, δουλειά, за- задать - плотникам δίνω δουλειά (για εκτέλε- εκτέλεση) στους μαραγκούς. 2 μάθημα· готовить ετοιμάζω το μάθημα· делать -И κάνω τα μα- μαθήματα· УЧИТЬ - μαθαίνω το μάθημα· Задать - δίνω μάθημα· отвечать - λέγω το μάθημα- физики το μάθημα φυσικής- - ХИМИИ το μάθημα χημείας, з Μ-*φ. δίδαγμα· извлекать (извлечь) - βγάζω δίδαγμα· -и истории τα διδάγματα της ιστορίας· -И прошлого τα διδάγματα του πα- παρελθόντος. 4 (παλ.) διδαχή, παραίνεση, νου- νουθεσία. II (παλ.) τιμωρία. II εκφρ. · брать - παίρνω (κάνω) μάθημα· давать -И α) παραδίνω μαθήματα, β) παραδίνω μαθήματα ιδιωτικά (με πληρωμή)· дать - кому δίνω μάθημα σε κά- κάποιον (τιμωρώ)· ЖИТЬ на -е (παλ.) ζω παρα- παραδίνοντας μαθήματα, σαν προγυμναστής. уролог, —а α. ουρολόγος. урологический επ. ουρολογικός. *УРОЛОГИЯ, -И θ. ουρολογία. УРОН, ~а α. απώλεια, χάσιμο· ζημιά· нанес- тй - επιφέρω απώλειες- войска противника по- понесли большой - τα εχθρικά στρατεύματα εί- είχαν (υπέστησαν) μεγάλες απώλειες. уронить, уроню, уронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уроненный, βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ.1 βλ. РОНЯТЬ. 2·(παλ.) φέρω, οδηγώ σε παρακμή. *уротроПИН, -а α. ουροτροπίνη. урочище, -а ουδ. 1 φυσικό όριο (σύνορο). 2 ιδιαίτερο γνώρισμα ή χαρακτηριστικό μέ- μέρους (δασύλιο, βάλτος κ.τ.τ.). УРОЧНЫЙ επ. 1 (παλ.) της εργασίας, της δου- δουλειάς. II καθορισμένος. 2 συνηθισμένος, συ- συνήθης, τακτικός. уругваец, -айца, -айка, -и θ. Ουρουγουα- νός, -ή. уругвайский επ. ουρουγουανικός. урчание, -я ουδ. γουργούρισμα· - в желуд- ке γουργούρισμα της κοιλιάς. II γρούξιμο· - пса το γρούξιμο του σκύλου. урчать, -чу, -чйшь р.δ. 1 γουργουρίζω. 2 γρούζω. урывать(ся) р.δ. βλ. урваг.ь(ся;. урывками επίρ.·διακομμένα, κατά διαλείμ- διαλείμματα. II ενίοτε, πότε-πότε, κάποτε-κάποτε. урывочный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО γινό- γινόμενος κατά διαλείμματα, κατά διαστήματα,πό- διαστήματα,πότε-πότε, ενίοτε. *УРЮК, -а (-у) α. (αθρσ.) τα βερίκοκα. УРЮКОВЫЙ επ. του βερίκοκου, των βερίκοκων, απο βερίκοκα· - КОМПОТ κομπόστα απο βερίκο- βερίκοκα· - отвар ζωμός απο βρασμένα βερίκοκα. урочный επ. βλ. ургаковый. уряд, -а α. (παλ.) τάξη, κανονική σειρά.II βαθμός υπηρεσιακός. УРЯДИТЬ, уряжу, урядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уряженный, βρ: -жен, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) τακτοποιώ, βάζω στη σειρά. 2 (διαλκ.) στολίζω· εξωραΐζω- - невесту στολίζω τη νύ- νύφη. II -СЯ1 τακτοποιούμαι, μπαίνω σε τάξη. 2 <διαλκ.) στολίζομαι· εξωραΐζομαι. урядник, ~а α. 1 κοζάκος υπαξιωματικός του τσαρικού στρατού. 2 ενωματάρχης,χωροφυλακής. урядничий, -ья, -ье επ. του υπαξιωματικού ή του ενωματάρχη. УрЯЖаТЬ(СЯ) р. δ. ^\.ур!щк1Ъ(СЯ) . ус βλ. усы. усад, -а α. (διαλκ.) βλ. усадьба. усадебный επ. της έπαυλης. усадить р.σ.μ. 1 καθίζω, τοποθετώ, βάζω να καθίσει· - ГОСТеЙ βάζω τους. φιλοξενούμε-:· νους να καθίσουν. 2 (απλ.) φυλακίζω· его -ли за беспаспортность τον έβαλαν φυλακή γιατί δεν είχε ταυτότητα. 3 φουρνίζω· - хлеб В печь βάζω το ψωμί στο φούρνο. 4 καλύπτω, σκε πάζω επιθέτοντας· стена усажена пятнами о τοίχος σκεπάστηκε απο λεκέδες. 5 φυτεύω· грядку цветами φυτεύω μια βραγιά λουλού- λουλούδια. 6 χρησιμοποιώ· ξοδεύω, δαπανώ. усадка, -И θ. 1 βάλσιμο,^τοποθέτηση. 2φύ-
уси τευση. 3 συστολή, μάζεμα, κόντεμα· - тка- Ней το μάζεμα των υφασμάτων· - шкурок το μάζεμα των δερμάτων. усадочный επ. της συστολής· ~ые раковины В металлах κοιλότητες στα μέταλλα απο τη συστολή. усадьба, -ы, γεν. πλθ. усадеб κ. усадьб, δοτ. -дьбам θ. αγροικία, αγρόκτημα· έπαυλη. II αρχοντόσπιτο, αρχοντικό. II αγροτικά κέ- κέντρα. усажать р.σ.μ. βλ. усадить D, 5 σημ.). усаживать р.δ. βλ. усадить. II -ся κάθο- κάθομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. усаДЙТЬ. усаливать(сяI ρ.δ. βλ. усалить(ся). усаливать(сяJр.б. βλ. усолить(ся). усалить ρ.σ.μ. (απλ.) αλείφω με λίπος. II -СЯ αλείφομαι με λίπος. усастый επ., βρ: усаст, -а, -о (απλ.) μου- στακατος, μουστάκας. усатый επ., βρ: усат, -а, -Ο μουστακάτος· - КОТ μουστακάτος γάτος· - сом μουστακάτος γουλιανός (ψάρι). усахарить ρ.σ.μ. 1 (απλ.) 1 παραζαχαρώ- νω, παραγλυκαίνω. 2 μτφ. καλοπα'ιρνω με γλυ- γλυκά λόγια· προσελκύω. 3 (παλ.) θανατώνω με χτυπήματα. II -СЯ γίνομαι πολύ γλυκός. усач, -а α. 1 μουστακάτος· μουστάκας, ~α- λής. 2 είδος κυπρίνου μουστακάτου. 3 βλ. дровосек. усваивание, -я ουδ. βλ. усвоение. усваивать ρ.δ. βλ. УСВОИТЬ. || ~СЯ 1 συνη- συνηθίζω, εξοικειώνομαι· μου γίνεται συνήθεια. 2 (κυρκξ. κ. μτφ.) αφομοιώνομαι, χωνεύω· пища ~ется η τροφή αφομοιώνεται· тема -ется το θέμα αφομοιώνεται. УСВОИТЬ, -ОГО, -ОИШЬ ρ.σ.μ. 1 συνηθίζω,κά- νω συνήθεια μου· αποκτώ· - плохую привычку αποκτώ κακή συνήθεια. II παίρνω. 2 αφομοιώ- αφομοιώνω, κάνω κτήμα μου· - все четыре арифлети- ческих действий αφομοιώνω και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής. 3 (παλ.) βοηθώ να αφομοιώσει. 4 χωνεύω- - ПЙщу χωνεύω την τρο- τροφή. усвояемость, -И θ. (γραπ. λόγος) αφομοι- ωτικότητα. усвоять ρ.δ. (παλ.) βλ. усвоить. || -ΟΗβλ. усваиваться. усевать(ся) ρ.δ. (παλ.) βλ. усёять(ся). усёивать(ся) ρ,δ. βλ. усёять(ся). усекать ρ.δ. βλ. усёчь. II -СЯ αποκόβομαι, αποτέμνομαι· κοντεύω, βραχύνω-περικόβομαι. усекновение, -Я ουδ. (παλ.) αποκοπή, κόψ ι- μο· - ГОЛОВЫ κόψιμο του κεφαλιού. усердие, -Я ουδ. 1 ζήλος, προθυμία· όρε- όρεξη- работать С -ем εργάζομαι με ζήλο· - не По разуму υπέρμετρος (παράλογος) ζήλος. (παλ.) εγκαρδιότητα. усердно επ'ιρ. με ζήλο, ένθερμα κλπ. επ. усердность, -и θ. βλ. усердие. усердный επ., βρ: -ден, -дна, -дно* ' έν- ένθερμος, με ζήλο· - исследователь ερευνητής με ζήλο. усердствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ. έχω ζήλο· εμφορούμαι απο ζήλο· δείχνω ζήλο, προ- προθυμία, προθυμοποιούμαι. усесться, усядусь, усядешься, παρλθ. χρ. уселся, -лась, -лось, προστκ. усядься р.σ. 1 κάθομαι· - В кресло, На ДИВЭН κάθομαι στην πολυθρόνα, στο ντιβάνι· - за чай κάθομαι για (να) πιώ τσάι· - за книгу κάθομαι (για) να διαβάσω· - писать письмо κάθομαι (για) να γράψω γράμμα- - за карты κάθομαι (για) να παίξω χαρτιά. 2 εγκατασταίνομαι οριστικά, μόνιμα. усечение, -Я ουδ. 1 αποκοπή, απότμηση· κά- ντεμα, βράχυνση· περικοπή. 2 (γραμμ.) σύν- σύντμηση. усечённый επ. απο μτχ. 1 αποκομμένος. II (μαθ.) τμητός· - конус κόλουρος κώνος. 2 (γραμμ.) συντμημένος. усечь ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) αποκόπτω· α- αφαιρώ- βραχύνω, κοντεύω· περικόπτω· - СТИХ περικόπτω το ποίημα. II (γραμμ.) συντέμνω. усеЯТЬ р.σ.μ. 1 σπέρνω. 2 είμαι πλήρης, γεμάτος απο· небесный свод -ян звёздами о ουράνιος θόλος σπάρθηκε με«στέρια. II καλύ- καλύπτω, σκεπάζω· жёлтые листья деревьев -ли землю τα κίτρινα φύλλα των δέντρων σκέπα- σκέπασαν τη γη. II -СЯ 1 σπέρνομαι. 2 πληρούμαι απο, γεμίζω απο. II καλύπτομαι, σκεπάζομαι. усидеть, усижу, усидишь р.σ. 1 κάθομαι, κρατιέμαι στη θέση μου· едва ОН -ел ОТ боли αυτός μόλις μπόρεσε να κρατηθεί στη θέση του • . ■ ■ απο τον πόνο. 2 παραμένω- НИ ОДНОГО ДНЯ не могу - ДОМа ούτε μια μέρα δεν μπορώ να κα- θήσω στο σπίτι· секретарь -ел, несмотря на изменения о γραμματικός παρέμεινε στη θέ- θέση του, παρά τις αλλαγές. 3 И· (απλ.) βλ. за- СВДеТЬ. 4 μ. (απλ.) κάθομαι για φαγητόήγια πιοτό· τρώγω· πίνω- κατεβάζω. УСИДЧИВО επίρ. επιμελώζ- υπομονητικά. УСИДЧИВОСТЬ, -И θ. επιμέλεια. II υπομονή, εμμονή, καρτερικότητα. усидчивый επ. βρ: -чив, -а, -о επιμελής· -ученик επιμελής μαθητής. II υπομονητ ικός , καρτερικός· - труд υπομονητική εργασία. 2 (παλ.) παρακαθήμενος, που παραμένει για πο- πολύ χρόνο· - ГОСТЬ φιλοξενούμενος που κάθε- πολύ. усиживать ρ.δ. βλ. усидеть. II -ся βλ. за- засидеться: усики, -ΟΒ πλθ. (ενκ. усик, -а α.) 1 μου-
уси 655 уел στακάκια. 2 (βοτ.) η έλικα, η ψαλίδα (αναρ- (αναρριχητικών φυτών). 3 κεραίες εντόμων. усиление, -Я ουδ. δυνάμωμα, ενίσχυση, ι- ισχυροποίηση, κραταίωση· ένταση· - ветра δυ- δυνάμωμα του άνεμου· - Обороны ενίσχυση της άμυνας. II χειροτέρευση· όξυνση· - болезни χειροτέρευση της ασθένειας· - противоречий όξυνση των αντιθέσεων. усиленный επ. απο μτχ. 1 εντατικός, ενι- ενισχυμένος, προσαυξημένος· -ая доза ενισχυμέ- ενισχυμένη δόση· ~ая работа εντατική εργασία· -ая охрана ενισχυμένη φρουρά. 2 επίμονος, σύ- σύντονος· -ые просьбы επίμονες παρακλήσεις. усиливать(ся) ρ.δ. βλ. усйлить(ся). усилие, -Я ουδ. προσπάθεια· δύναμη· έντα- ένταση· приложить все -Я καταβάλλω όλες τις προσπάθειες· Общими -ЯМИ με κοινές προσπά- προσπάθειες· мышечное - μυϊκή ένταση. усилитель, -я α. ενισχυτής. усидитвЛЬНЫв επ. ενισχυτικός. УСИЛИТЬ ρ.σ.μ. (εν)δυναμώνω, ενισχύω· ε- εντείνω· ισχυροποιώ· - звук δυναμώνω τον ή- ήχο· - Оборону ενισχύω την άμυνα· - внима- внимание εντείνω την προσοχή· - старание εντεί- εντείνω την προσπάθεια. II -СЯ δυναμώνω, ενισχύ- ενισχύομαι, εντείνομαι· ισχυροποιούμαι· ветер -лея ο άνεμος δυνάμωσε. усильный επ. βλ. усиленный B σημ.). ускакать, ускачу, ускачешь р.σ. 1 φεύγω πηδώντας. 2 φεύγω καλπάζοντας. II εκφρ. да- далеко не ускачешь μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα πας καλά). ускакивать р.δ. βλ. ускакать. ускакнуть р.σ. (απλ.) βλ. ускакатьA σημ.). ускальзывать р.δ. βλ. ускользнуть. ускользать р.δ. βλ. ускользнуть. ускользнуть, -ну, -нёшь р.σ. 1 (ξε)γλι- (ξε)γλιστρώ, (εξ)ολισθαίνω· ξεφεύγω· рыба -ла ИЗ рук το ψάρι ξεγλίστρησε απο τα χέρια. II φεύγω έρποντας. 2 μτφ. διαφεύγω, φεύγω λα- λαθραία, επιτήδεια. 3 ИТ(Р· χάνομαι, εξαφανί- μαι, γίνομαι άφαντος. 4 μτφ. αποφεύγω· - ОТ прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ξεκάθαρα. ускорение, -Я ουδ. επιτάχυνση, επίσπευση· - темпа посева επιτάχυνση του ρυθμού της σποράς· - погрузки επίσπευση της φόρτωσης. ускоренный επ. απο μτχ. επιταχυμένος, επι- σπευσμένος· γρήγορος, γοργός, ταχύς. ускоритель, -Я α. επιταχυντής· - ЧастЙЦ о επιταχυντής των μορίων. ускорительный επ. επιταχυντικός· ~ые ус- установки εγκαταστάσεις επιτάχυνσης. ускорить, -рго, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ускоренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ.μ. 1 επι- επιταχύνω, επισπεύδω· - шаги επιταχύνω το βή- βήμα· - движение επιταχύνω την κίνηση. 2 (για χρόνο) συντομεύω, επισπεύδω· - отъезд επι- επισπεύδω την αναχώρηση. II -СЯ επιταχύνομαι, επισπεύδομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ускорять(ся) ρ.δ. βλ. ускорить(ся). уславливаться βλ. условливаться. услада, -И θ. (παλ.) γλύκα; χαρά· αγαλλί- αγαλλίαση· ηδονή. усладительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно (παλ.) γλυκός* αγαλλιαστικός· ευχάριςτος·η- ευχάριςτος·ηδονικός. усладить, -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. услаждённый, βρ: -дён, -дена, -дено- р. σ.μ. (παλ.). 1 τέρπω, ευφραίνω· ευχαριστώ·- ΚΟΓΟ-Η. пением τέρπω κάποιον με. το τραγούδι. 2 απαλύνω, μαλακώνω, μετριάζω. II -СЯ (παλ.) βλ. насладиться. усладный επ., βρ: -ден, -дна, -дно (παλ.) βλ. усладительный. услаждать(ся) р.δ. βλ. усладйть(ся). услаждение, -Я ουδ. (παλ.) τέρψη, εύφραν- ση, ευχαρίστηση· αγαλλίαση. усластить, -ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. услащённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ. μ. (παλ.). 1 παραγλυκαίνω. 2 μτφ. καλοπαίρ- νω, καλοπιάνω. II -СЯ (παλ.) παραγλυκαίνομαι. услать, ушлю, ушлёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усланный, -лан, -а, -ο ρ.σ.μ. 1 στέλλω·мать -ла меня за доктором η μάνα με έστειλε να φωνάξω το γιατρό· детей -ЛИ спать τα παιδιά τα έστειλαν να κοιμηθούν - на каторгу στέλ- στέλλω στα κάτεργα. услащать(ся) ρ.δ. βλ. усластить(ся). уследить, -ежу, -едйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. услёженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.1 πα- παρακολουθώ άγρυπνα, επαγρυπνώ. II παρακολου- παρακολουθώ, ακούω προσεχτικά* - рассказ παρακολουθώ προσεχτικά το διήγημα. 2 παρατηρώ, διακρί- διακρίνω· ξεχωρίζω. услеживать ρ.δ. βλ. уследить. условие, -Я ουδ. 1 όρος· συμφωνία· ВЫПОЛ- ВЫПОЛНИТЬ - εκπληρώνω τον όρο· нарушить - παρα- παραβιάζω τον όρο· ПО -Ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα· льготные -я ευνο"ΐκοί όροι. 2 (παλ.) επίσημη συμφωνία· заключить - κλείνω συμφωνία· подписать - υπογράφω τη συμφωνία. 3 άρθρο· παράγραφος· В ДОГОВОР ВКЛКЯеНО - О сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρο για τις προθεσμίες πληρωμής. 4 πλθ. -Я κα- κανόνες· θεσμοί. 5 πλθ. -Я συνθήκες· -Я труда συνθήκες εργασίας· -Я жизни συνθήκες ζωής· при настоящих ~ЯХ στις σημερινές συνθήκες· ни при каких -ЯХ σε καμιά περίπτωση. 6 προ- προϋπόθεση· παράγοντας· необходимое - απαραί- απαραίτητη προϋπόθεση (όρος). 7 (μαθ.) όρος. 8 (με την πρόθ. при και με προθτ. πτώση) при .-И με τον όρο, αν, εάν при ТОМ -И μ' αυτόν τον
уел 656 усы όρο.|| (με την πρόθ. ПОД και οργν. πτ.) ПОД -ем με (υπο) τον όρο. условиться, -влюсь, -вишься ρ.σ. συμφωνώ· МЫ -ЛИСЬ встретиться В парке συμφωνήσαμε να συναντηθούμε στο πάρκο, условленный επ. απο μτχ. συνθηματικός, συμ- συμφωνημένος· - знак συνθηματικό σημείο. условливаться κ. уславливаться р.δ. βλ. условиться. УСЛОВНО επίρ..1 με όρο, όρους· με τη συμφω- συμφωνία· με την προϋπόθεση. 2 τυπικά, για τον τύπο, για τους τύπους. 3 περίπου· συμβατικά. 4- με αναστολή. УСЛОВНОСТЬ, -И θ. 1 συμβατικότητα, συμβο- λικότητα. 2 τυπικότητα. УСЛОВНЫЙ επ., βρ: -вен, -вна, -ВНО. 1 συν- συνθηματικός, συμφωνημένος· συμβατικός· - знак συνθηματικό σημάδι· - сигнал το σύνθημα· - стук συνθηματικός χτύπος· - СВИСТ συνθημα- συνθηματικό σφύριγμα· - ЯЗЫК συνθηματική γλώσσα. 2 γινόμενος με όρο· -ое согласие η με όρους συγκατάθεση· - приговор καταδίκη με ανα- αναστολή. 3 σχετικός (όχι απόλυτος). 4 τυπι- τυπικός, υποθετικός· -ая линия τυπική (νοερή) γραμμή. 5 συμβολικός· -ая декорация συμβο- συμβολική διακόσμηση· - жест συμβολική χειρονο- χειρονομία. 6 (γραμμ.) υποθετικός· - союз υποθετι- υποθετικός σύνδεσμος· -ое предложение υποθετική πρόταση· -ое наклонение υποθετική έγκλιση. 7 τυπικός, συμβατικός (παρμένος σαν βάση). усложнение, -Я ουδ. περιπλοκή, μπλέξιμο, μπέρδεμα· - дела περιπλοκή της υπόθεσης. усложнённость, -и θ. βλ. усложнение. УСЛОЖНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усложнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. περιπλέκω, μπλέκω, μπερδεύω· - дело πβ- ριπλέκω την υπόθεση· - работу κάνω πολυσύν- πολυσύνθετη την εργασία. II -СЯ περ ιπλέκομαι, μπλέ- μπλέκομαι, μπερδεύομαι. усложнять(ся) р.δ. βλ. усложнйть(ся). услуга, -И θ. 1 εξυπηρέτηση, εκδούλευση· Оказать -у παρέχω (προσφέρω) εξυπηρέτηση, εξυπηρετώ· дружеская - φιλική εξυπηρέτηση· благодарю вас за вашу -у σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση σας. 2 πλθ. -и υπηρεσίες, ε- εξυπηρετήσεις. 3 (αθρσ.) παλ. το υπηρετικό προσωπικό. II εκφρ. К вашим ~ам στη διάθεση σας· К его -ам στη διάθεση .του· бюро до- брЫХ -уг γραφείο εξυπηρέτησης· КОМНата С -ами δωμάτιο με όλα τα απαραίτητα. услужающий επ. (παλ.) θεράποντας, υπηρέ- υπηρέτης· -ая θεράπαινα, -ίδα. услужение, -Я ουδ. (παλ.) η υπηρεσία του θεράποντα. II (ειρν.) βλ. угождение B σημ.). услуживать р.δ. 1 (παλ.) βλ. услужить. 2 υπηρετώ, εξυπηρετώ. услужить, -ужу, -ужишь р.σ. (με δοτ.) προ- προσφέρω (παρέχω) υπηρεσία ή εκδούλευση εξυ- εξυπηρετώ. услужливость, -И θ. εξυπηρετικότητα, φιλο- φροσύνη, περιποιητικότητα. услужливый επ., βρ: -лив, -а, -О εξυπη- εξυπηρετικός, πρόθυμος, φιλοφρονητικός, περιποι- περιποιητικός. услужник, ~а α., -ца, -ы θ. 1 υπηρέτης, θεράποντας. 2 άνθρωπος εξυπηρετικός, φιλό- φρονας, περιποιητικός, υποχρεωτικός. услыхать, -ышу, -ШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. услышанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. βλ. услышать. услышать, ~шу, -шишь ρ.σ.μ.. βλ. слышать. усматривать р.δ. βλ. усмотреть. II -ся θε- θεωρούμαι, εκλαμβάνομαι, παίρνομαι, εκτιμούμαι. • усмехаться р.δ. βλ. усмехнуться. усмехнуться, -нусь, -нёшься р.σ. χαμογε- χαμογελώ (ειρωνικά, ικανοποιητικά κ.τ.τ.). усмешка, -И θ. χαμόγελο (ειρωνικό, δυσπι- δυσπιστίας κ.τ.τ.). II ελαφρό γέλιο. усмешливо επίρ. (χαμό)γελαστά. усмешливый επ., βρ: -лив, -а, -ο (χαμο)- γελαστός. усмирение, -Я ουδ. 1 εξημέρωση, δάμαση, τιθάσευση. II καθησύχαση. II συμφιλίωση. 2 κα- καταστολή, κατάπνιξη. усмиреть, -его, -еешь р.σ. (παλ.) βλ. усми- усмириться. * усмиритель, -Я α. κατευναστής· συμφιλιω- τής· он не ~, а каратель αυτός δεν είναι συμφιλιωτής, αλλά τιμωρός. усмирительный επ. κατευναστικός· -ые меры κατευναστικά μέτρα. усмирить, —рго, -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усмирённый, βρ: -рён, -рена, -рено ρ.σ.μ. 1 εξημερώνω, δαμάζω, τιθασεύω· - зверя εξημε- εξημερώνω το θηρίο. II καθησυχάζω· - буяна καθη- καθησυχάζω τον ταραξία. II συμφιλιώνω. II μτφ. κα- κατευνάζω, καταπραΰνω. 2 καταστέλλω, καταπνί- καταπνίγω· υποτάσσω· - мятеж καταστέλλω την ανταρ- ανταρσία. II -СЯ 1 φρονιματίζομαι, συνετίζομαι, συμμορφώνομαι· φρονιμεύω. буян -ЛСЯ ο ταρα- ταραξίας συμμορφώθηκε. 2 (παλ.) υποτάσσομαι. усмирять(ся) р.δ. βλ. усмирйть(ся). усмотрение, -Я ουδ. 1 εξέταση, μελέτη· действовать по -ГО ενεργώ κατόπιν εξέτα- εξέτασης ή κατά βούληση. 2 κρίση, γνώμη· оставляю это на ваше - αφήνω αυτό στην κρίση σας· ПО своему -Ю κατά την κρίση μου· ПО ЛИЧНОМУ -Ю κατά την προσωπική μου κρίση. усмотреть, -отрга, -отришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усмотренный, βρ: -рен, -а, -о р.σ. 1 βλ. уследить A σημ.). 2 βλέπω, κοιτάζω, θω- θωρώ. II θεωρώ, εκλαμβάνω· εξετάζω, συμπεραίνω.
усн 657 уст уснастить, ~ащу, -аСТКШЬ, гиб. μτχ. παρλθ. χρ. усна!:!ёп1шй, βρ: ~щён, -щена, -цено ρ.σ. μ. 1 3λ. оснастить. 2 μτφ. ομορφαίνω, εξωραΐζω, καλύνω. уснащать ρ.δ, βλ. уснастить. II ~ся ι βλ. оснащаться. 2 ομορφαίνω, εξωραΐζομαι. уснащение, ~я ουδ, βλ. осна:денле. уснашивать( СЯ) р. δ. βλ, уснащать( ся). уснуть, усну, уснёшь р.а. 1 αποκοιμούμαι, με παίρνει о ύπνος· больной ~ул о άρρωστος αποκοιμήθηκε. II μτφ. ησυχάζω· νεκρώνομαι. 2 πεθαίν(ο· ~ навеки ή навсегда κοιμούμαι για πάντα· ~ вечнык СНОМ κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο. II (για ψάρι) ξεψυχώ, ψοφώ. усобица, ~ы θ. (παλ.) βλ. мевдсусобица. усовершенствование, ~Я ουδ. ι τελειοποίηση. 2 βελτίωση- καλυτέρε-υση. усовершенствованность, ~и 6. τελειοποίηση, τελειότητα, εντέλεια. усовершенствованный επ. απο μτχ. τελειοποιημένος, τέλειος. усовершенствовать(ся)ρ.σ. 3λ. совсршенс- твовать( ся). усовестить(ся) ρ.σ. βλ. совесткть(ся). усовещивать(СЯ) р.о. βλ. совесткть(ся). усол, ~а а. αλάτισμα- πάστωμα. усолить ρ.σ.μ. αλατίζω- παστώνω καλά. II ~СЯ αλατίζομαι- παστώνομαι καλά. усОЛЬе, ~Я 01)6. (παλ.) αλυκή- αλατωρυχείο. усомниться, -НЮСЬ, -НКШЬСЯ р.а. αμφιβάλλω. II εκφράζω αμφιβολία. усопший ετι. к. ουσ. (παλ.) ο πεθαμένος, ο κοιμώμενος- ο μακαρίτης. усохлый επ. (απλ.) ξηραμένος, συρρικνωμένος . усохнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. усох,-ла, -ЛО ρ.σ. 1 ξηραίνομαι, συρρικνώνομαι 2 μτφ. ισχναίνω, γίνομαι ξερακιανός. успеваемость, ~ε θ. επίδοση, πρόοδος- учащихся η ε·;ΐίδοση των μαθητών, ευμάθεια. успевать ρ.δ. ι βλ. успеть. 2 μαθαίνω καλά, έχω καλή επίδοση- - πο математике μαθαίνω καλά στα μαθηματικά. успевающий επ. απο μτχ. ευμαθής, που προοδεύει στα μαθήματα. успеется ρ.σ. (απρόσ.) προφταίνω. успение, -я ουδ. (εκκλσ.) κοίμηση, ύπνος του θανάτου, θάνατος. II η κοίμηση της Θεοτόκου (γιορτή), успенский επ. (εκχλσ.) της κοίμησης- пост η νηστεία πριν τη γιορτή της κοίμησης της Θεοτόκου. успеть, успею, успеешь ρ.σ. 1 προκάνω,προλαβαίνω, προφταίνω- - Κ ПОезДу -προλαβαίνω το τρένο· - на заседание προ-π,άνω στη συνε δρίαση. 2 (παλ.) πετυχαίνω- κατορθώνω- προοδεύω. успех, ~а α. 1 επιτυχία- ~Κ И достижения επιτυχία και επιτεύξεις- ПОЛНЫЙ - διάνα. 2 πλθ. -И βλ. успеваемость- пожелать ученикам хороших -ОБ εύχομαι στους μαθητές καλή πρόοδο. II εκφρ. с ~0Μ με επιτυχία, επιτυχώς· без -а χωρίς επιτυχία, ανεπιτυχώς. успешность, -и θ. επιτυχία. успешный επ., βρ: -шен, -шна, -ШНО επιτυχής, πετυχημένος- ευδόκιμος. II (παλ.) αποτελεσματικός, ικανός. успокаивание, -я ουδ, 3λ. успокоение. успокаивать(ся) ρ.δ. βλ. успокоить(ся). успокоение, -я ουδ. 1 ησύχαση- καθησύχαση, ημέρωση, (η)μέρωμα. 2 υποταγή, υπόταξη. 3 καταπράϋνση, μαλάκωμα. 4 ηρέμιση, γαλή- νευση, καλμάρισμα, καταλάγιασμα. II εκφρ. для -я совести για να έχω τη συνείδηση αναπαυμένη (ήσυχη)- душевное - ψυχική γαλή\;η. успокоенность, -ε ο. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη (ψυχική)- αταραξία. успокоитель, -я α., -НИЦа, -к е. κατευνα- στής. успокоительность, -и θ. καθησύχαση, καταπράϋνση, ηρέμηση. успокоительный επ., βρ: -лен, -льна,-льно κ.αθησυχαστ ικ,ός · καταπραϋντικός, κατευναστικός- ~ое известие καθησυχαστική είδηση--ое лекарство καταπραϋντικό φάρμακο- - 3Η8Ιί рукой καθησυχαστικό νεύμα με το χέρι. успокоить, -КОГО, -кокпь ρ.σ.μ. 1 ησυχάζω, καθησυχάζω, (η)μερεύω- - больного καθησυχάζω τον άρρωστο- - детёй καθησυχάζω τα παιδιά. 2 υποτάσσω, δαμάζω. 3 καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω- - зубную бОЛЬ μαλακώνω τον πονόδοντο- - нерВЫ καθησυχάζω τα \ιεύ- ρα. II ηρεμίζω, ακινητώ, γαληνεύω, καλμάρω. II -СЯ 1 ησυχάζω, γίνομαι ήσυχος, (η)μερεύω. 2 ηρεμίζω, γαληνεύω, καλμάρω- море -ЛОСЬ η θάλασσα γαλήνεψε- ветер -лея о άνεμος κόπασε. II μτφ. αναπαύομαι- совесть -ЛаСЬ η συνείδηση αναπαύτηκε. 3 καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, μαλακώνω- нервы -ЛИСЬ τα νεύρα μαλάκωσαν . уста, уст, устам πλθ. (παλ.) στόμα· χείλη. II εκφρ. -ами чьими говорить επαναλαβαί- νω τα λόγια άλλου, μιλώ με λόγια άλλου- Ε3 уст Β - απο στόμα σε στόμα- ИЗ первых уст узн4ть услышЕТЬ μαθαίνω, ακούω απο την -πηγή, απο τον ίδιον, απο πρώτο χέρι· Ε3 вторых ИЛИ третьЕХ уст узнать, услышать μαθαίνω, ακούω απο δεύτερο, τρίτο πρόσαιπο (εξώδικα)- на ~ах у всех όλοι το λένε, πανΟομολογείται- вашими бы ~амл мёд пить μακάρι να γινότανε όπως λες, απο το στόμα σου και στου θεού το αυτ ί.
уст уст устав, -а а. 1 κανονισμός· монастырьский - о κανονισμός του μοναστηριού- боевой пехоты о στρατιωτικός κανονισμός του πεζι- πεζικού. II το καταστατικό· - партии το καταστα- καταστατικό του κόμματος· - ООН το καταστατικό του ΟΗΕ. 2 πλθ. уставы, -ОВ οι κανόνες συμπε- συμπεριφοράς. 3 Л καθαρογραφ'ια (καθαρά και ευα- ευανάγνωστα γράμματα)■ пишите -ОМ γράφετε κα- καθαρά και ευανάγνωστα. уставать, устаю, устаёшь, προστκ. уставай, επιρ. μτχ. уставая р.δ. βλ. устать. II εκφρ. Не уставая ακούραστα, αδιάκοπα,ασταμάτητα. устаВИТЬ, -ВЛ10, -ВИШЬ р.σ. μ. 1 τοποθετώ, τακτοποιώ· βάζω· - мебель В квартире τοπο- τοποθετώ τα έπιπλα στο διαμέρισμα. II επιθέτω. 2 κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς- - глаза К ним στρέφω το βλέμμα προς αυτούς. 3 βλ. установить B σημ.). 4 πληρώ, γεμίζω, καλύ- καλύπτω τοποθετώντας. II -СЯ 1 τοποθετούμαι, τα- τακτοποιούμαι· χωρώ, μπαίνω. 2 κατευθύνομαι, στρέφομαι, γυρίζω· καρφώνομαι, προσηλώνομαι. 3 (παλ. κ. απλ.) καθιερώνομαι, θεσπίζομαι. 4 είμαι γεμάτος (απο τοποθετημένα πράγματα). уставлять(ся) ρ.δ. βλ. уставить(ся). уставный επ. 1 του κανονισμού. II των κα- κανόνων. 2 καταστατικός, του καταστατικού--ые Пункты οι παράγραφοι του καταστατικού. 3 καθιερωμένος· θεσπισμένος- -ые приёмы борь- борьбы οι καθιερωμένοι τρόποι (λαβές) πάλης. 4 καθαρογραμμένος, ευανάγνωστος· ~ почерк о ευανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας. уставщик, -а α., -Ца, -Ы θ. (παλ.) διατά- κτης, κανονιστής- ρυθμιστής. устаивать(ся) ρ.δ. βλ. устоять(ся). устало επίρ. κουρασμένα κλπ. επ. усталость, -и θ. κούραση, κόπωση, απόστα- μα· κάματος. усталый επ. (κυρλζ. κ. μτφ.) κουρασμένος, αποσταμένος, καταβλημένος, αποκαμωμένος· - путешественник αποσταμένος οδοιπόρος- -ое лицо κουρασμένο πρόσωπο- -ые глаза κουρα- κουρασμένα μάτια- - ВИД κουρασμένη όψη. усталь, -И θ. (παλ. κ. απλ.) βλ. уста- лость. II εκφρ. без -И χωρίς ξεκούραση. устанавливать ся) р. δ. βλ. у станов йть(ся). установить, -ОВЛГО, -ОВЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. установленный, βρ: -лен, ~а, -о р.σ.μ. I εγκατασταίνω, τοποθετώ, εγκαθιδρύω· - ма- машину εγκατασταίνω μηχανή. II κανονίζω· орудия по прицелу κανονίζω τη σκόπευση των πυροβόλων. II αποκατασταίνω, αποκαθιστώ· - связь αποκατασταίνω τη σύνδεση (επικοινωνία). II συνταυτίζω, φέρω σε αντιστόιχία,αντιστόι- χώ. 2 καθιερώνω, βάζω σε εφαρμογή- - наблю- наблюдение за подозрительными лицами βάζω υπο πα- παρακολούθηση ύποπτα πρόσωπα, з ορίζω, κα- καθορίζω- βάζω- - цену καθορίζω την τιμή· расписание καθορίζω το ωρολόγιο πρόγραμμα. 4 επιβάλλω· - ТИШИНУ επιβάλλω ησυχία· - Π0- рядок επιβάλλω τάξη. 5 προσδιορίζω, καθορί- καθορίζω, εξακριβώνω, διαπιστώνω· из-за тумана МЫ не СМОГЛИ - СИЛЫ врага λόγω της ομίχλης δεν μπορέσαμε να προσδιορίσομε τις εχθρικές δυνάμεις. 6 βλ. устаВИТЬ D σημ.). II -СЯ 1 (απλ.) τοποθετούμαι, μπαίνω, χωρώ. 2 καθιε- καθιερώνομαι θεσπίζομαι· -лея Обычай έγινε συνή- συνήθεια. II επικρατώ· -лея порядок επεκράτησε τάξη· -лась ТИШИНа επεκράτησε ησυχία.II στα- σταθεροποιούμαι· погода -лась о καιρός σταθε- σταθεροποιήθηκε. II μπαίνω σε εφαρμογή, πραγματο- πραγματοποιούμαι· αποκατασταίνομαι· между Центром И периферией -лась прочная связь ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια αποκαταστάθηκε μό- ν,ιμη σύνδεση (ή επικοινωνία). 3 διαμορφώνο- διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι- ОН ещё не -ЛСЯ αυτός α- ακόμα δε διαμορφώθηκε· голос у него не впол- вполне -ЛОСЬ η φωνή του ακόμα δε διαμορφώθηκε πλήρως. 4 βλ. уставиться D σημ.). установка, -И θ. 1 εγκατάσταση· τοποθέτη- τοποθέτηση- - котла τοποθέτηση του λέβητα- - МЭШИН εγκατάσταση μηχανών. 2 μηχανισμός, συσκευή- радиотелеграфная - ραδιοτηλεγραφική συσκευή. 3 σκοπός· επιδίωξη- взять -у на качество про- продукции βάζω για σκοπό την ποιότητα των προ- προϊόντων. II οδηγία, εντολή- центр дал новые -И ДЛЯ составления плана«*о κέντρο έδοσε νέ- νέες οδηγίες για την κατάρτιση του σχεδίου. II θέση, γνώμη. 4 προσαρμογή οργανισμού. установление, -Я ουδ. 1 καθιέρωση, εγκαι- εγκαινίαση- εφαρμογή· - надзора над кем-Н. καθι- καθιέρωση παρακολούθησης κάποιου. 2 καθορισμός- - цен καθορισμός των τιμών- - границ καθο- καθορισμός των συνόρων. 3 επιβολή- - тишины ε- επιβολή ησυχίας- - порядка επιβολή της τά- τάξης. 4 καθορισμός, προσδιορισμός, εξακρίβω- εξακρίβωση, διαπίστωση- - сил противника καθορι- καθορισμός των εχθρικών δυνάμεων- - фактов η εξα- εξακρίβωση των γεγονότων. 5 (παλ.)·αποκατάσταση· - связи αποκατάσταση σύνδεσης (επικοινωνίας), установленный επ. απο μτχ. καθορισμένος· καθιερωμένος- В -ОМ порядке κατά την καθιε- καθιερωμένη σειρά, κατά τα νενομισμένα ή τα κα- καθιερωμένα· ПО -ОЙ форме κατά τον καθιερωμέ- καθιερωμένο τύπο. установщик, -а α. ο εγκατασταίνων. · устаревать р.δ. βλ. устареть. устаревший επ. απο μτχ. βλ. устарелый B σημ.)· устарелость, -И θ. παλαιότητα- - ВЗГЛЯДОВ η παλαιότητα των αντιλήψεων. устарелый επ. 1 (παλ.) γηραλέος. 2 πα- παλαιός, παλαιωμένος- -ые ВЗГЛЯДЫ παλαιές α-
уст 659 ντι,λήψεις· - обычай παλαιά συνήθεια. устареть, -его, -реешь, μτχ. παρλθ. χρ. устаревший р.σ. 1 (παλ.) γηράζω, γεράζω. 2 μτφ. παλαιώνω, χάνω την αξία- греческие тра- Гедии никогда не -ёют οι ελληνικές τραγωδίες ποτέ δε θα γεράσουν. устаток, -тка (~тку) α. (απλ.) βλ. уста- усталость· С -тку με κούραση, κουρασμένος· без -тка χωρ'ις κούραση, ακούραστα. устать, устану, устанешь, προστκ. устань ρ.σ.1 κουράζομαι, αποσταίνω· НОГИ -ли ОТ ХОДЬбЫ τα πόδια κουράστηκαν απο το βάδισμα. 2 μτφ. χάνω την υπομονή, απαυδώ· Я ~ал На- дёятьСЯ И Ждать κουράστηκα να ελπίζω και να περιμένω. устелить, -елю, -ёлешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устеленный, βρ: -лен -а, -о р.σ.μ. (απλ.) βλ. устлать. II ~ся βλ. устлаться. устерегать(ся) р.δ. βλ. устерёчь(ся). устеречь, -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. устерёг, -регла, ~ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устережённый, βρ: -жён, -жена, -жено р. σ.μ. 1 επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω. 2 παρα- παρακολουθώ, παραφυλάγω· παραμονεύω. II καραδο- καραδοκώ. II ~ся προφυλάγομαι· едва -рёгся от бро- брошенного камня .μόλις μπόρεσα και προφυλά- προφυλάχτηκα απο την πέτρα,που μου έρριξε. устилать(ся) ρ.δ. βλ. устлать(ся). устилка, -И θ. 1 στρώση, στρώσιμο. 2 στρώ- στρώμα, στρωμνή, στρωσίδι. устлать, устелю, устелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устланный, βρ: -лан, -а, -ο ρ.σ.μ. στρώ- στρώνω· - двор каменными плитами πλακοστρώνω την αυλή. II -СЯ στρώνομαι" καλύπτομαι· Поле -ЛОСЬ цветами το χωράφι σκεπάστηκε με λου- λουλούδια. устно επίρ. προφορικά· отвечать - απαντώ προφορικά. устный επ. 1 προφορικός· ~аЯ речь προφο- προφορικός λόγος· -ые экзамены προφορικές εξετά- εξετάσεις· - ответ προφορική απάντηση· -ая СЛО- вёсНОСТЬ δημοτική ποίηση (λογοτεχνική δη- δημιουργία) . устой, -Я α. 1 στήριγμα, έρισμα·, υπέρει- σμα. 2 μτφ. βάση, θεμέλιο· государственный -И τα θεμέλια του κράτους. 3 Π κρέμα, το κα"ϊμάκι, η πέτσα· - молока το κα'ΐμάκι του γάλατος. устойчиво επίρ. σταθερά, ευσταθώς κλπ. επ. УСТОЙЧИВОСТЬ, -И θ. σταθερότητα, ευστά- ευστάθεια, μονιμότητα· αντοχή· - валюты σταθερό- σταθερότητα του νομίσματος. устойчивый επ., βρ: -чив, -а, -О. 1 στα- σταθερός, ευσταθής· ακλόνητος, ατράνταχτος·-ая лодка σταθερή βάρκα· -ая стремянка σταθερή διπλή σκάλα. 2 αμετάβλητος·-ое равновесие σταθερή ισορροπία· -ое убеждение σταθερή πεποίθηση. усторожить ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. устеречь. устоять, -ОЮ, -ойшь р.σ. 1 στέκομαι· он не -ЯЛ на ногах αυτός δεν μπόρεσε να στα- σταθεί στα πόδια· столб не -ял, повалился о στύλος δε μπόρεσε να σταθεί, έπεσε. II αντέ- αντέχω, κρατώ, βαστώ· земля горячая, не -ишь бо- босиком η γη (το χώμα) είναι καυτερό, ξυπό- ξυπόλητος δεν αντέχεις. 2 διατηρούμαι. 3 μτφ. αντιστέκομαι γερά· - ПОД Натиском вражеских войск αντέχω στις επιθέσεις των εχθρικών στρατευμάτων. 4 μτφ. εγκαρτερώ, είμαι εγκρα- εγκρατής · αποκρούω· - перед соблазном αντέχω στον πειρασμό. II εκφρ. не - против КОГО-чего δεν αντέχω σε κάποιον, σε κάτι, δεν τα βγάζω πέ- πέρα με κάποιον, με κάτι. || -СЯ 1 ηρεμώ, γα- γαληνεύω, ακινητώ (για υγρά). II λιμνάζω. 2 γίνομαι, είμαι κατάλληλος για χρήση· ПИВО -ЛОСЬ η μπύρα έγινε. II κατακάθομαι, κατακα- κατακαθίζω. 3 μτφ. σταθεροποιούμαι. устраивать(ся) р.δ. βλ. устроиться. устранение, -Я ουδ. 1 απομάκρυνση, άρση, αφαίρεση· εξάλειψη· - препятствий άρση των εμποδίων - недостатков εξάλειψη των αδυνα- αδυναμιών II επιδιόρθωση, θεραπεία· - аварии θε- θεραπεία βλάβης. 2 απομάκρυνση (απο κατεχόμε- κατεχόμενη θέση), αποβολή· διώξιμο, απόλυση. устранить, -НТО, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устранённый, βρ: -нён, -нена, -нено р. σ.μ. 1 απομακρύνω· αίρω, αφαιρώ· εξαλείφω· αποβάλλω· - препятствие (преграду) с пути καθαρίζω τα εμπόδια απο το δρόμο· - недоста- недостатки В работе εξαλείφω τις αδυναμίες στη δουλειά· - дурную привычку αποβάλλω κακή συνήθεια. II διορθώνω, θεραπεύω· - аварию θε- ρβπεύω τη βλάβη. 2 απομακρύνω (απο κατεχό- κατεχόμενη θέση), απολύω, αποβάλλω, διώχνω· его -ли С института τον έδιωξαν απο το ινστι- ινστιτούτο· -ли его от руководства партии τον α- απομάκρυναν .απο την καθοδήγηση του κόμματος. II -СЯ 1 απομακρύνομαι θεληματικά, αποχωρώ, φεύγω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι. 2 εξαλεί- εξαλείφομαι, χάνομαι, σβήνω., εκλείπω· -ЛИСЬ недо- разумёния εξέλειψαν οι παρεξηγήσεις. устранять(ся) р.δ. βλ. устранйть(ся). устрашать(ся) р.δ. βλ. устрашйть(ся). устрашающий επ. απο μτχ. φοβερός, που ε- εμπνέει φόβο· - рёв φοβερό μούγκρισμα. устрашение, -Я ουδ. εκφόβιση, -μός, πτόη- ση, σκιάξιμο. устрашительный επ., βρ: -лен, -льна,-льно εκφοβιστικός. устрашить, ~шу, -ШЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устрашённый, βρ: -шён, -шена, -шено р. σ.μ. εκφοβίζω, πτοώ, σκιάζω.' II -СЯ φοβούμαι,
уст 660 уст πτοούμαι., σκιάζομαι. устремить, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устремлённый, βρ: -лён, -лена, -лено. 1 κατευθύνω, κινώ προς· στρέφω· ρίχνω· - ΚΟΗ- НИЦу на противника ρίχνω το ιππικό κατά του εχθρού· - удар κατευθύνω το χτύπημα.2 προ- προτείνω· - ВИНТОВКу προτείνω το τουφέκι· ШТЫК προτείνω τη λόγχη. II μτφ. καρφώνω, προσηλώνω· - глаза на него καρφώνω τα μά- μάτια σ' αυτόν - внимание συγκεντρώνω την προσοχή. II -СЯ 1 κατευθύνομαι, 2 μτφ. καρ- καρφώνομαι, προσηλώνομαι· глаза всех -лись на него та μάτια όλων καρφώθηκαν σ' αυτόν. II συγκεντρώνομαι, στρέφομαι· МЫСЛИ историка -лись К прошлому οι σκέψεις του ιστορικού στράφηκαν στο παρελθόν. устремление, -Я ουδ. 1 κατεύθυνση. 2 μτφ. κάρφωμα, προσήλωση. II συγκέντρωση. 3 πρότα- πρόταξη . 4 σκοπός, βλέψη, τάση. устремлённость, -и θ. βλ. устремление D σημ.). устремиять(ся) р.δ. βλ. устремйть(ся). ♦устрица, -Ы θ. όστρεον, στρείδι. устричный επ. του όστρεου, του στρειδιού, οστρέινος· ~ая раковина κέλυφος στρειδιού. устроение, -Я ουδ. 1 ίδρυση, χτίσιμο, φτιάξιμο. 2 οργάνωση, σύσταση, συγκρότηση, δημιουργία. 3 τακτοποίηση, διευθέτηση, κα- κανόνισμα. 4 (παλ.) κατασκευή. 5 (παλ.) βλ. УСТРОЙСТВО C σημ.). устроенный επ. απο μτχ. τακτοποιημένος, διευθετημένος· κανονισμένος. устроитель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. οργανω- οργανωτής, -ώτρια, δημιουργός· - вечера οργανωτής χοροεσπερίδας· - концерта οργανωτής συναυ- συναυλίας. устроить, устрою, устроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устроенный, βρ: -роен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 χτίζω· ιδρύω· - школу χτίζω σχολείο. 2 κα- κατασκευάζω, συναπαρτίζω. II μτφ. δημιουργώ, πλάθω, φτιάχνω. 3 οργανώνω, συγκροτώ, συνι- συνιστώ, συστήνω· - выставку οργανώνω έκθεση· - концерт οργανώνω συναυλία· - спектакль * συστήνω θέαμα. II στήνω· - засаду στίίνω ε- ενέδρα. 4 διευθετώ, τακτοποιώ· κανονίζω· ρυθ- ρυθμίζω· - СВОЮ комнату τακτοποιώ το δωμάτιο μου· - свой дела τακτοποιώ τις υποθέσεις μου. II δημιουργώ· - скандал δημιουργώ σκά- νταλο· - сцену δημιουργώ σκηνή· - неприят- ности δημιουργώ δυσάρεστα (δυσάρεστες πρά- πράξεις). || βάζω· - племянника на работу τακ- τακτοποιώ τον ανεψιό σε δουλειά· ~ больного В санаторию βάζω τον άρρωστο στο σανατόριο. II εξασφαλίζω, παρέχω. 5 ικανοποιώ· ЭТО меня вполне ~ит αυτό με ικανοποεί πλήρως. II -СЯ 1 τακτοποιούμαι, διευθετούμαι· κανονίζομαι· ИХ жизнь ещё не -лась η ζωή τους ακόμα δεν έστρωσε· дело -ится η υπόθεση θα τακτοποι- τακτοποιηθεί. 2 βολεύομαι· - спать На Диване βο- βολεύομαι για ύπνο στο ντιβάνι. II τοποθετού- τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι (σε δουλειά)· διορίζομαι· ОН --лея на службе αυτός έπιασε υπηρεσία (δι- (διορίστηκε σε υπηρεσία)· - На работу πιάνω δουλειά. устройство, -а ουδ. 1 βλ. устроение. 2 τακτοποίηση· - больного В санаторию τακτο- τακτοποίηση του άρρωστου στο σανατόριο. 3 κατα- κατασκευή, συναπάρτιση· συνάρτιση. 4 η καθιερω- καθιερωμένη τάξη, η οργάνωση, η συγκρότηση· σύστη- σύστημα· Общественное - η κοινωνική οργάνωση. 5 μηχανισμός, συσκευή· регулирующее - συσκευή ρύθμισης, ρυθμιστήρας. уступ, ~а α. (αρχτ.) προβολή, εξοχή. II α- ντέρισμα βουνού. II προεξοχή. уступать р. δ. βλ. уступить. II -СЯ 1 παρα- παραχωρούμαι. 2 πουλιέμαι φτηνότερα. уступительный επ. (γραμμ.) ενδοτικός· ~ое предложение ενδοτική πρόταση· - СОЮЗ ενδο- ενδοτικός σύνδεσμος. уступить, -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уступленный, βρ: -лен, -а, -о р.σ. 1 μ. παραχωρώ· αφήνω· - место παραχωρώ τη θέ- θέση· - право παραχωρώ το δικαίωμα· - терри- территорию παραχωρώ έδαφος. 2 υποχωρώ, ενδίδω· сначала она противилась, но потом -ла στην αρχή αυτή εναντιωνονταν, όμως μετά ενεδοσε· - сйлному υποχωρώ μπροστά στον ισχυρό· силе, насилию υποχωρώ στη δύναμη, στη βία· - В споре υποχωρώ στη συζήτηση. II υστερώ· это ружьё твоему не -ит αυτό το όπλο δεν υστερεί απο το δικό σου. 3 πουλώ· - товар на полцены πουλώ το εμπόρευμα μισοτιμής. 4ГСТупка, -И θ. 1 παραχώρηση· - территории παραχώρηση εδάφους· Обратная - αντιπαραχώ- ρηση. 2 υποχώρηση· - насилию υποχώρηση στη βία. 3 έκπτωση, σκόντο· десять процентов -и δέκα τα εκατό έκπτωση. уступообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно εξοχοειδής, σαν (προ)εξοχή. уступчатый επ., βρ: -чат, -а, -О με προ- προεξοχές. уступчивость, -И θ. υποχωρητικότητα, εν- ενδοτικότητα· συγκαταβατικότητα. уступчивый επ., βρ: -чив, -а, -о υποχωρη- υποχωρητικός, ενδοτικός· συγκαταβατικός. II παραχω- παραχωρητικός. УСТЫДИТЬ, -ЫЖу, -ЫДЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устыжённый, βρ: -жён, -жена, -жено р.σ. μ. ντροπιάζω. II -СЯ ντροπιάζομαι. устыжать(ся) р.δ. βλ. устыдйть(ся). устье, -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ. 1 εκβολή ποταμού. 2 στόμιο· οπή· έξοδος· - трубы το
уст 661 στόμιο του σωλήνα. устьевый к. устьевой επ. της εκβολής: ~ая η σΰρτη της εκβολής ποταμού. устьице, ~а ουδ. εκβολή μικρού ποταμού. Ι! μικρό στόμιο. II (βοτ.) στόμα, μικρότατος πό- πόρος φύλλου. усугубить, -блго, -бишь к. усугубить, -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усугубленный, βρ: -лен, -а, -о и. усугублённый, βρ. -лён, -лена, -лено р.σ.μ. (γραπ. λόγος) δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξαίνω· επιτείνω· εντείνω· επι- επιδεινώνω, χε ιροτερεύω· - внимание εντείνω την προσοχή· запирательство -ло вину подсудимо- подсудимого η ισχυρογνωμοσυνη του κατηγορούμενου ε- επιδείνωσε την ενοχή του· - старания εντείνω τις προσπάθειες. II -СЯ δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι- εντείνομαι· επιδεινώνομαι, χει- χειροτερεύω· страдания -лись τα βάσανα μεγά- μεγάλωσαν -лась опасность μεγάλωσε ο κίνδυνος. усугубление, ~Я ουδ. δυνάμωμα, μεγάλωμα· αύξηση· ένταση· επίταση. II επιδείνωση, χει- χειροτέρευση. усугублять(ся) р.δ. βλ. усугубйть(ся). усушать(ся) ρ.δ. βλ. усушить(ся). усушить р. σ. μ.' παραξηραίνω, υπερξηραίνω. II -СЯ παραξηραίνομαι, υπέρ ξηραίνομαι· συστέλ- συστέλλομαι, μαζεύομαι, συρρικνώνομαι απο την ξή- ξήρανση. усушка, -И θ. 1 παραξήρανση, υπερξήρανση. 2 φύρα απο την υπερξήρανση. усчитать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усчй- танный, βρ: -тан, -а, -О (παλ.) αριθμώ, λο- λογαριάζω, μετρώ. II αφαιρώ, βγάζω κατά το λο- λογαριασμό. усчитывать р. δ. βλ. усчитать. II αριθμού- αριθμούμαι, λογαριάζομαι, μετριέμαι. УСЫ, ~ΟΒ πλθ. (ενκ. ус, ~а α.). 1 μουστά- μουστάκια· закрутить - στρίβω τα μουστάκια. 2 βλ. усики. II εκφρ. сами с усами (απλ.) μονάχοι μας και πιο καλά (απο τους.άλλους). усылать ρ.δ. βλ. услать. II -ся στέλλομαι. усыновитель, -Я α. ο υιοθετών. УСЫНОВИТЬ, -ВЛЮ, -ВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усыновлённый, βρ: -лён, -лена, -лено υι- υιοθετώ. усыновление, -Я ουδ. υιοθέτηση. усыновлённый επ. απο μτχ. υιοθετημένος, θε- θετός υιός. усыновлять ся) р.δ. βλ. усыновйть( ся). усыпальница, -Ы θ. τάφος (οικογενειακός) τύμβος. усыпать, -плго, -плешь, προστκ. усыпь р.σ. μ. καλύπτω, σκεπάζω με κοκκία, με τρίμματα. II μτφ. διασκορπώ, στρώνω· σπέρνω- - дорогу песком στρώνω το δρόμο με άμμο- ЛИЦО -ПаНО веснушками το πρόσωπο ήταν γεμάτο φακίδες ута (πανάδες)· нёбо -пано звёздами ουρανός α- στερόσπαρτος. усыпать ρ.δ. βλ. усыпать. II -ся καλύπτο- καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. усыпительный επ., βρ: -лен, -льна, -о. . 1 (παλ.) υπνωτικός, υπνοφόρος, υπνογόνος, α- ποκοιμιστικός. 2 νανουριστικός, βαυκαλιστι- κός. УСЫПИТЬ, -ПЛГО, -ПЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усыплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 αποκοιμίζω, υπνώνω· - ребёнка αποκοιμίζω το παιδάκι. II υπνωτίζω, ναρκώνω· - больного пе- перед операцией υπνωτίζω τον άρρωστο πριν την εγχείρηση. 2 αδυνατίζω, εξασθενίζω, χαλαρώ- χαλαρώνω· ~ бдительность χαλαρώνω την επαγρύπνη- επαγρύπνηση- - внимание χαλαρώνω την προσοχή. II κατα- καταπραΰνω, μαλακώνω· - бОЛЬ μαλακώνω τον πόνο. 3 δηλητηριάζω· - КОШКу δηλητηριάζω τη γάτα. усыпление, -Я ουδ. 1 αποκοίμηση. II νάρ- νάρκωση, υπνώτιση, -μός. 2 δηλητηρίαση. 3 (παλ.) ύπνος· сладкое - γλυκός ύπνος. усыплять р.δ. βλ. усыпить. II -ся αποκοι- μούμαι, υπνωτίζομαι κλπ. ρ.ενεργ. φ. усыплящий επ. απο μτχ. βλ. усыпительный. усыхать р.δ. βλ. усохнуть. уськать ρ.δ. (για παρόρμηση σκυλιών) φω- φωνάζω πάρ' το, άρπαξ'το. II μτφ. παροτρύνω, πα- παρακινώ, προτρέπω σε επίθεση, φωνάζω ρίζου, χύμηξε, επάνω του. утаение, -я ουδ. (παλ.) βλ. утайка. утаивание, -я ουδ. βλ. утаение. утаивать(ся) ρ.δ. βλ. утайть(ся). утаить, утаю, утаЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утаённый, βρ: -аён, -аена, -аено р.σ.μ. 1 κρύβω, κρατώ μυστικό· - правду κρύβω την α- αλήθεια· он ~йт, что её лгобИТ αυτός το κρύ- >βει ότι την αγαπάει. II κρύβω (έτσι που να μη φαίνεται)· ШИЛО В мешке не -ИШЬ (παρμ.) το σουβλί στο σακκί δεν κρύβεται, κανένα κρυφό δε μένει μυστικό. 2 ιδιοποιούμαι, οι- οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι (κρυφά)· υφαρπά- υφαρπάζω· υπεξαιρώ. II -СЯ κρύβομαι-αποκρύπτομαι. утайка, -И θ. απόκρυψη, κρύψιμο- - денег κρύψιμο χρημάτων говорить без -И μιλώ χω- χωρίς να κρύβω τίποτε. утапливать(ся) ρ.δ. βλ. утопйть(сяI. утаптывать(ся) р.δ. βλ. утоптать(ся}. утаскивать(ся) р.δ. βλ. утащить(ся). утачать р.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ута- чанный, βρ: -чан, -а, -О κοντεύω, μικραίνω, στενεύω ράβοντας. II -СЯ κοντεϋομαι, μικραί- μικραίνω, στενεύομαι με το ράψιμο. утачивание? -Я ουδ. κόντεμα, στένεμα κατά το ράψιμο. утачивание^ -Я ουδ. στένεμα, μίκραιμα με το τρόχισμα. ;
ута 662 уте утачивать( ояI ρ. 6. βλ. утачать( ся). утачивать( сяJ ρ. δ. βλ. уточйть( ся). утачка, -и θ. βλ. утачивание. утащить, утащу, утащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утащенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1 σύ- σύρω, σέρνω, τραβώ· κουβαλώ, μεταφέρω σέρνο- σέρνοντας. II μεταφέρω με δυσκολία. 2 παίρνω μα- μαζί μου αναχωρώντας. II παρασέρνω. 3 κλέβω, βουτώ, ηα'ιρΜ4>· у меня в автобусе -ли коше- кошелёк στο λεωφορείο μου πήραν το πορτοφόλι. II -СЯ (απλ.) σύρομαι,, σέρνομαι, πηγαίνω με δυσκολία· С трудом -лея домой με δυσκολία πήγα στο σπίτι, σέρνοντας έφτασα στο σπίτι. утварь, -и θ. (αθρσ.) τα σκεύη· домашняя - τα οικιακά σκεύη· церковная - τα εκκλη- εκκλησιαστικά σκεύη. утвердительно επίρ. καταφατικά. уТВерДИТеЛЬНОСТЬ, -И θ. κατάφαση. утвердительный επ., βρ: -лен, -льна,-льно καταφατικός· - ответ καταφατική απάντηση. II (γραμμ. κ. φιλοσ.) βεβαιωτικός· -ое сужде- суждение βεβαιωτική κρίση· - СОЮЗ βεβαιωτικός σύνδεσμος· -ое предложение βεβαιωτική πρό- πρόταση· -ая частица βεβαιωτικό μόριο. утвердить, -ряу, -рдЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утверждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. 1 (κυρλζ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω- - крепко столб στερεώνω γερά το στύλο· своё ГОСПОДСТВО εδραιώνω την κυριαρχία μου· - демократию εδραιώνω τη δημοκρατία- - ΠΟ- РЯДОК εδραιώνω την τάζη. 2 επιβεβαιώνω. 3 πείθω, βεβαιώνω. 4 επικυρώνω (επίσημα)· ε- εγκρίνω- - ДСГОВОр επικυρώνω τη συμφωνία- проект εγκρίνω το σχέδιο· - повестку ДНЯ εγκρίνω την ημερήσια διάταξη. II -СЯ 1 (παλ.) στερεώνομαι. 2 εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. 3 μτφ. επικρατώ· ισχύω, κυριαρχώ· за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι' αυτήν επικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη). 4 πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση· - в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθερά στη γνώμη μου· - В МЫСЛИ υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή· - В своём на- намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου. утверждать ρ.δ. 1 βλ. утвердить. 2 μ. υ- υποστηρίζω, ισχυρίζομαι· επιμένω· все -ЮТ, ЧТО ОН прав όλοι υποστηρίζουν ότι αυτός έ- έχει δίκαιο. 3 μ. μαρτυρώ υπέρ, προς όφελος (κάποιου). утверждение, -Я ουδ. 1 στερέωση· εδραίω- εδραίωση- - власти εδραίωση της εξουσίας· - поря- порядка εδραίωση της τάξης. 2 επικύρωση· έγκρι- έγκριση· - договора επικύρωση της συμφωνίας· плана έγκριση του σχεδίου· - закона επικύ- επικύρωση του νόμου· - В ДОЛЖНОСТИ έγκριση διο- διορισμού· дать на - υποβάλλω για έγκριση. 3 θέση, σκέψη, γνώμη· ισχυρισμός· его -Я со- совершенно правильны οι ισχυρισμοί του είναι απόλυτα σωστοί. утекать р.δ. βλ. утечь. утёнок, -нка, πλθ. утята, утят α. παπάκι. утёныш, -а α. βλ. утёнок. утепление, -Я ουδ. θέρμανση, ζέσταμα. утеплённый επ. απο μτχ. θερμασμένος· ζε- ζεστός · -ое помещение θερμασμένος χώρος· -ая Обувь ζεστά παπούτσια. утеплитель, -Я α. θερμαντήρας. утеплительный επ. θερμαντικός, θερμογόνος. утеплить, -ЛЮ, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утеплённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ. μ. θερμαίνω, ζεσταίνω· - хлев θερμαίνω το σταύ- λο· - свинарник θερμαίνω το χοιροστάσιο. утеплять ρ. δ. βλ. утеплить. II -СЯ θερμαί- θερμαίνομαι, ζεσταίμομαι. утереть, утру, утрёшь, παρλθ. χρ. утёр', -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утёртый, βρ: утёрт, -а, -о, επιρ. μτχ. утерев κ. утёрши ρ.σ.μ. 1 σκουπίζω, σφουγγίζω· - ΠΟΤ σφουγ- γίζω τον ιδρώτα· - слёзы σφουγγίζω τα δά- δάκρυα· - рот, губы σκουπίζω το στόμα, τα χείλη· - ЛИЦО σφουγγίζω το πρόσωπο. II -СЯ σκουπίζομαι, σφουγγ'ιζομαι· - полотенцем σκου- σκουπίζομαι με την πετσέτα. утерпеть, утерплю, утерпишь ρ.σ.(συγ)κρα- τιέμαι, κάνω υπομονή, αντέχω, βαστώ· Я Не -ел, чтобы не возразить δε*βάσταζα να μην πω τις αντιρρήσεις μου. утеря, -и θ. χάσιμο, απώλεια· - докумен- документов το χάσιμο εγγράφων. утерять ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утё- рянный, βρ: -рян, -а, -о χάνω·- документы χάνω έγγραφα· - деньги χάνω χρήματα. II στε- ρούμα^· - зрение χάνω την όραση. II -СЯ χά- χάνομαι . утёс, -а α. βράχος απότομος, γκρεμός. утесать, утешу, утешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утёсанный, βρ:· -сан, -а, -Ο ρ.σ.μ. πε- πελεκώ· - доску πελεκώ σανίδα. утёсистый επ., βρ: -сист, -а, -о βραχώ- βραχώδης· απόκρημνος- - берег βραχώδης ακτή· -ая местность βραχώδης τοποθεσία. утеснение, -Я ουδ. (παλ. κ. απλ.) 1 στρύ- μωγμα, συνώθηση· συνωστισμός. 2 πλθ. утес- нёния, -ий βλ. притеснения A σημ.). утеснитель, -я α., -ница, -ы .θ. (παλ.) βλ. притеснитель. утеснительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно βλ. притеснительный. утеснЙТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утеснённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 (απλ.) στρυμώχνω, συμπιέζω, συνωθώ. 2 συνω- στίζω. 3 μτφ. (παλ.) βλ. притеснйтьA σημ.).
уте 663 Ιί -СЯ στρυμώχνομαι, συνωθούμαι· συνωστίζο- συνωστίζομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. утеснять(ся) ρ.δ. βλ. утеснйть(ся). утёсывать ρ. δ. πελεκώ. II -СЯ πελεκιέμαι. утёха, -И θ. 1 διασκέδαση, ψυχαγωγία, τέρ- τέρψη, αναψυχή. 2 βλ. утешение B σημ.). утёчка, ~И θ. 1 διαφυγή, εκροή, τρέξιμο, χύσιμο· - нефти εκροή πετρελαίου· - зерна χύσιμο σιταριού· ~ газа διαφυγή αερίου. 2 μτφ. διαρροή· - рабочей СИЛЫ διαρροή εργα- εργατικής δύναμης (εργατών απο την παραγωγή). утечь, утеку, утечёшь, утекут, παρλθ. χρ. утёк·, утекла, утекло ρ.σ. 1 εκρέω, διαρρέω, (εκ)χύνομαι, τρέχω (για υγρά)· διαφεύγω (για αέρια). 2 (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω, πα- παρέρχομαι· -КЛЙ года πέρασαν χρόνια. 3 μτφ. φεύγω, το σκάζω. утешать(ся) ρ.δ. βλ. утешйть(ся). утешение, -я ουδ. 1 παρηγοριά· слова -я παρηγορητικά λόγια (παρηγοριές)· - В СКОр- бях παρηγοριά στα πένθη (στις λύπες). 2 χα- χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση· дети - едйнс- твеное моё - τα παιδιά μου ε ίνα ι η μόνη μου παρηγοριά. утешитель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. παρηγορη- τής, -ήτρα. утешительность, -И θ. παρηγοριά, καθησύ- καθησύχαση. утешительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно παρηγορητικός, παρήγορος· καθησυχαστικός· -ое известие παρηγορητική είδηση. утешить, -шу, -ШИШЬ ρ.σ.μ, παρηγορώ· κα- καθησυχάζω· - бёднодо παρηγορώ το δυστυχή. II χαροποιώ· ικανοποιώ. II -СЯ παρηγορούμαι· κα- καθησυχάζω. II χαίρομαι, ευχαριστούμαι· ικανο- ικανοποιούμαι. утешный επ., βρ: -шен, -шна, -шно (παλ. κ. διαλκ.). 1 βλ. утешительный. 2 χαροποιός· ικανοποιητικός. утилизатор, -а α. 1 μηχανή επεξεργασίας α- απορριμμάτων. 2 εργάτης χρησιμοποίησης απορ- απορριμμάτων (μετάλλων κλπ.). утилизаторство, -а ουδ. βλ. утилизация. утилизационный επ. της χρησιμοποίησης α- απορριμμάτων, αχρήστων υλικών. ♦уТИЛИЗаЦИЯ, -И θ. χρησιμοποίηση, χρήση* - тепла χρησιμοποίηση της θερμότητας. утилизировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. χρη- χρησιμοποιώ. II -СЯ χρησιμοποιούμαι. ♦утилитаризм, -а α. ωφελιμισμός, ωφελιμο- κρατία. утилитарист, -а α., ~ка, -и θ. ωφελιμι- στής, -μίστρια. утилитарский επ. ωφελιμιστικός. утилитарность, -И θ. πρακτική ωφέλεια. II ωφελιμότητα. УТК ♦утилитарный επ., βρ: -рен, -рна, -рно ω- ωφέλιμος πρακτικά· -ые знания οι πρακτικά ω- ωφέλιμες γνώσεις. II ωφελιμιστικός· -ые ВЗГЛЯ- ВЗГЛЯДЫ ωφελιμιστικές απόψεις. *утиль, -Я α. (αθρσ.) απορρίμματα χρήσιμα. II πράγμα άχρηστο, παλιοπράγμα. утильзавод, -а α. εργοστάσιο επεξεργασίας απορριμμάτων. УТИЛЬНЫЙ επ. κατάλληλος για επεξεργασία. II της επεξεργασίας απορριμμάτων. утильсырьё, -я ουδ. (αθρσ.) βλ. утиль. утильсырьевой еП: των απορριμμάτων. утильцех, -а α. τμήμα εργοστασίου επεξερ- επεξεργασίας απορριμμάτων. утильщик, -а α., -ца, -Ы θ. εργάτης-συλλέ- κτης απορριμμάτων. утин, -а α. (παλ. κ. απλ.) ο οσφυόπονος, утиный επ. παπίσιος, της πάπιας· -ое ЯЙЦО παπίσιο αυγό· -ое мясо παπίσιο κρέας· -ое гнездо φωλιά πάπιας. II πλθ. -ые ουσ. τα νησ- σιδή. утиральник, -а α. (απλ.) βλ. полотенца. утиральный επ. του σκουπίσματος,του σφουγ- γίσματος. утирание, -Я ουδ. σκούπισμα, σφούγγισμα. утирать(ся) ρ.δ. βλ. утерёть(ся). утирка, -и θ. βλ. утирание. II (διαλκ.) μυ- ξομάντηλο ή πετσέτα. II πατσαβούρα, κουρέλι, ράκος. ^ утискать р.σ.μ. (απλ.) βάζω, χώνω·- бельё В чемодан χώνω τα εσώρουχα στη βαλίτσα. II -СЯ χώνομαι, μπαίνω. утискивать(ся) р.δ. βλ. утискать(ся). утихать р.δ. βλ. утихнуть. утихнуть р.σ. βλ. затихнуть. утихомйривать(ся) р.δ. βλ. утихомириться). *утихомирить(ся) р.σ. βλ. унять(ся). утица, -Ы θ. (διαλκ. κ. απλ.) η πάπια. утишать(ся) р.δ. βλ. утишйть(ся). утишить, -шу, -шйшь р.σ. βλ. унять(ся). утка, -И θ. πάπια, νήσσα· ДЙкая - αγριό- παπια· домашняя - κατοικίδια (οικοδίαιτη)πά- πια. II μτφ. είδηση ψευδής· διάδοση· газёт- НЭЯ - ψευδής είδηση-εφημερίδας· пустить -у διαδίδω φήμη 3 ουροδοχείο. уткать, утку, уткёшь, παρλθ. χρ. уткал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утканный,βρ: -кан, -а, -о р.σ.μ. βλ. заткать. уткнуть, уткну, уткнёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уткнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1 στη- στηρίζω· - руки В бока στηρίζω τα χέρια στα πλευρά, στη μέση, στα ισχία. II χώνω, βάζω μέσα· -ЛИЦО В воротник χώνω το πρόσωπο στον (ανασηκωμένο) γιακά. II μτφ. καρφώνω, προση- προσηλώνω· - глаза на кого-н. καρφώνω τα μάτιασε κάποιον. 2 (διαλκ.) μπήγω· βυθίζω. II -СЯ 1
утк 664 уто χώνομαι., μπαίνω μέσα. 2 μτφ. απορροφούμαι, συγκεντρώνομαι, αφοσιώνομαι ολοσχερώς.3 προ- προσκρούω, συγκρούομαι. УТКОНОС, -а α. ορνιθόρρυγχος. утласть, -И θ. πάλιωμα, παλαίωση, ερείπω- ερείπωση, σαθρότητα, αποσάθρωση. утлый επ. παλαιός, φθαρμένος, ερειπωμένος· ετοιμόρροπος· σαραβαλιασμένος· -ое судёны- судёнышко παλιοκαραβάκι· -ая лодка παλιόβαρκα. II σάπιος· σαθρός· ~ая бочка σάπιο βαρέλι. II μτφ. άθλιος, ελεεινός. II μτφ. (παλ.) σαρα- σαραβαλιασμένος, τελείως εξαντλημένος- ~ стари- старичок σαραβαλιασμένο γεροντάκι. уток, утка α. κρόκη, υφάδι, υφή. утоление, -Я ουδ. 1 κατάπαυση, σταμάτη- σταμάτημα· καταπράϋνση· κόψιμο· - ЖаВДЫ σβήσιμο ή κόψιμο της δείψας· - голода κόψιμο της πεί- πείνας . 2 μτφ. ανακούφιση, κατευνασμός, μετρι- μετριασμός · μαλάκωμα. утолительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно καταπραϋντικός, ανακουφιστικός. УТОЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утолённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 καταπαύω, καταπραΰνω, σβήνω, καλμάρω· κόβω· - Жадцу κόβω τη δίψα· - ГОЛОД κόβω την πεί- πείνα. 2 μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω, κατευνάζω, μαλακώνω, απαλύνω. II -СЯ 1 καταπραΰνομαι · σβήνω· κόβομαι· ЖЭДДа -лась η δίψα κόπηκε. 2 μτφ. ανακουφίζομαι, μετριάζομαι, κατευ- κατευνάζομαι, μαλακών ω. уТОЛОЧИТЬ, -чу, -ЧИШЬ р.σ.μ. (διαλκ.) πα- πατώ. II -СЯ πατιέμαι. утолочь, утолку, утолчёшь, утолкут,παρλθ. χρ. утолок, утолкла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утолчённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ. (απλ.) κοπανίζω τελείως ή αρκετά, II -СЯ κο- πανίζομαι τελείως ή αρκετά. УТОЛСТИТЬ, -ЛЩУ, -ЛСТЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утолщённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. χοντραίνω, διογκώνω· - верёвку κάνω πιο χοντρή την τριχιά. II -СЯ χοντρα'ινω, γίνο- γίνομαι χοντρός, διογκώνομαι. утолщать(ся) р.δ. βλ. утолстйть(ся). утолщение, -Я ουδ. 1 χόντραιμα. 2 χον,τρά- δι, σκλήρωμα, εζόγκωμα. утолщённый επ. απο μτχ. χοντρός, διογκω- διογκωμένος. утолять(ся) ρ.δ. βλ. утолйть(ся). утомительно επίρ. κουραστικά. II πληκτικά, ανιαρά. уТОМИТельНОСТЬ, -И θ. κουραστικότητα· парадов η κουραστικότητα των παρελάσεων. утомительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно κουραστικός, κοπιαστικός, κοπιώδης· -ая до- дорога κουραστικός δρόμος· -ое путешествие κουραστικό ταξίδι· -ое заседание κουραστική συνεδρίαση. II πληκτικός, ανιαρός, βαρετός·- разговор ανιαρή συνομιλία. УТОМИТЬ, -МЛЮ, -МЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утомлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. κουράζω, καταπονώ· дорога меня сильно -ла о δρόμος με κούρασε πολύ· - глаза чтением κουράζω τα μάτια με το διάβασμα. II -СЯ κου- κουράζομαι, καταπονούμαι- - ОТ дороги κουράζο- κουράζομαι απο το δρόμο. утомление, -Я ουδ. κούραση, κόπωση· физи- физическое - σωματική κούραση· умственное πνευματική κούραση, утомлённость, -И θ. κούραση, εξάντληση,ε- εξάντληση,εξασθένηση· - организма εξάντληση του οργα- οργανισμού απο την κούραση. утомлённый επ. απο μτχ. κουρασμένος, κατά- κατάκοπος, καταβλημένος· -ые лошади κουρασμένα άλογα· - человек κουρασμένος άνθρωπος· - ВИД κουρασμένη όψη- -Ое ЛИЦО καταβλημένο πρό- πρόσωπο. утомляемость, -и θ. κούραση· быстрая организма γρήγορη κούραση του οργανισμού. утомлять(ся) р.δ. βλ. утомить(ся). утонение, -Я ουδ. (εκ)λέπτυνση, λιάνεμα. утонить(ся) р.σ. βλ. утончйть(ся) ι σημ. утонуть, утону, утонешь р.σ. βλ. тонуть. утончать(ся) р.δ. βλ. утончйть(ся). утончённость, -И θ. λεπτότητα, αβρότητα, φινέτσα. утончённый επ. απο μτχ. λεπτός, εκλεπτυ- εκλεπτυσμένος, φίνος· очень - λεπτεπίλεπτος. УТОНЧИТЬ, -чу, -ЧЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утончённый, βρ: -чён, -чена, -чено р.σ. μ. 1 λεπτύνω, λιανεύω· СИЛЬНО - λεπτύνω πο- πολύ · - нитку λεπτύνω την κλωστή· - козу λε- λεπτύνω το δέρμα. 2 μτφ, λεπτύνω στους τρό- τρόπους» στη συμπεριφορά. II -СЯ (κυρλξ. κ. μτφ.) λεπτύνομαι. утонять(ся) ρ.δ. βλ. утонйть(ся). утопать р.σ.μ. (απλ.) βλ. утоптать. утопать р. δ. βλ. утонуть. II μτφ. καλύ- καλύπτομαι, σκεπάζομαι· гроб -ает в цветах το φέρετρο σκεπάζεται με λουλούδια. II μτφ. έχω σε αφθονία· - В роскоши .πλέω (κολυμπώ) στα πλούτη ή στην πολυτέλεια. II εκφρ. - В крОВЙ πνίγω (κολυμπώ) στο αίμα (σκοτώνω πολλούς, χύ- χύνω πολύ αίμα)· - В слезах χύνω πολλά δάκρυα. утопающий ουσ. α. απο μτχ. ο πνιγόμενος- спасать -его σώζω τον πνιγόμενο. УТОПИЗМ, ~а α. ουτοπισμός, ουτοπία. утопист, -а α., -ка, -и θ. ουτοπιστής,ου- τοπίστρια. утопйть(ся)'1 ρ.σ. βλ. топйть(сяJ. утопйть(сяJр.о. βλ. топйть(сяK. утопический επ. ουτοπικός, ουτοπιστικός·- социализм ουτοπικός σοσιαλισμός.
уто 665 УТОПИЧНОСТЬ, -И θ. ουτοπία, ουτοπικότητα, ουτοπικός χαρακτήρας· - теории η ουτοπικό- τητβ της θεωρίας. утопичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ου- ουτοπικός- - замысел ουτοπική σκέψη. ♦уТОПИЯ, -И θ. ουτοπία. II φαντασία. утопленник, -а α., ~ца, θ. πνιγμένος, -η. εκφρ. везёт как -у кому δεν τον πάει καθό- καθόλου η τύχη, είναι άτυχος, κακορίζικος. утопнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. утоп, -ла, -ло р.σ. (διαλκ.) βλ. утонуть. утоптать, утопчу, утопчешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утоптанный, βρ: -тан, -а, -о р.σ.μ. πα- πατώ· ποδοπατώ· - землю πατώ το χώμα· - снег πατώ το χιόνι. II -СЯ πατιέμαι· ποδοπατιέμαι. уТОр, -а α. εγκοπή, αυλακιά (για την το- τοποθέτηση πυθμένα στο βαρέλι). уторапливать ρ.δ. βλ. уторопить. II -ся βλ. ускориться. уторговать, -гуго, -гуешь р.σ.μ. παζαρεύο- παζαρεύοντας αγοράζω φτηνότερα. уторить р.6. κάνω εγκοπή, αυλακιά. уторить, -ρί), -рЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уторённый, βρ: -рён, -рена, -рено ρ.σ.μ. (διαλκ.) βλ. проторить. II -ся βλ. прото- рйться. уторопить, -роплго, -решишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уторопленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. βλ. ускорить. уторопленный επ. απο μτχ. βλ. ускоренный. уточина,-Ы θ. κρόκη υφασμένη (στο στιμόν ι). уточить р.σ. λεπτϋνω, στενεύω τροχίζοντας. II -СЯ λεπτύνομαι, στενεύομαι τροχιζόμενος. уточка, -И θ. παπάκι. II εκφρ. ХОДИТЬ -ой βαδίζω γέρνοντας το σώμα δεξιά-αριστερά (σαν την πάπια). уточка, -И θ. λέπτυνση· στένεμα με τον τρο- τροχό. II το στενεμένο μέρος. уточнение, -Я ουδ. καθορισμός ακρίβειας- εξακρίβωση· διαπίστωση. II διασαφήνηση, δι- ευκρ'ιν ιση. УТОЧНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уточнённый, βρ: -нён, -нена, нено р.σ.μ. κα- καθορίζω επακριβώς· εξακριβώνω· διαπιστώνω· - сведения εξακριβώνω τις πληροφορίες. II δια- διασαφηνίζω, διευκρινίζω· - ряд пунктов дого- договора διευκρινίζω μια σειρά σημείων της συμ- συμφωνίας· - ВЫВОДЫ διασαφηνίζω τα συμπερά- συμπεράσματα. II -СЯ καθορίζομαι επακριβώς κλπ. ρ. ενεργ. φ. УТОЧНЫЙ επ. της κρόκης, του υφαδιού· НИТЬ κλωστή υφαδιού. уточнять(ся) р.δ. βλ. уточнйть(ся). утраивать(ся) р.δ. βλ. утроить(ся). утрамбованный επ. απο μτχ. κοπανισμένος, ταρατσωμένος. УТР утрамбовать(ся) ρ.σ. βλ. трамбовать(ся). утрамбовка, -и θ. βλ. трамбовка. утрамбовывать( ся) ρ. δ. βλ. утрамбовать( ся). утрата, -Ы θ. απώλεια, χάσιμο· - докумён-' ТОВ απώλεια εγγράφων - трудоспособности α- απώλεια της εργατικής ικανότητας· смерть учё- учёного - большая - ο θάνατος του επιστήμονα είναι μεγάλη απώλεια· понести -у υφίσταμαι απώλεια· тяжёлая - βαριά απώλεια. утратить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утраченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. χά- χάνω- - здоровье χάνω την υγεία· она -ла свою свежесть αυτή έχασε τη φρεσκάδα της. II -СЯ χάνομαι. утрафить р.σ. (διαλκ.)· βλ. потрафить. утрафлять р.δ. βλ. утрафить. утрачивать(ся) р.δ. βλ. утратить(ся). утренний επ. πρωινός· -ые часы πρωινές ώ- ώρες· -ЯЯ роса πρωινή δροσιά· - СОН πρωινός ύπνος· -ое время о πρωινός χρόνος. утренник, -а α. 1 ο πρωινός πάγος. 2 πρω- πρωινό θέαμα ή παράσταση (κυρίως για παιδιά). утреня, -и θ. (εκκλσ.) βλ. заутреня. утречко, -а ουδ. πρωιούλα. утречком επίρ. βλ. утром. утрешний επ. (απλ.) πρωινός. утрирование, -я ουδ. βλ. утрировка. утрированный επ. απο μτχ. μεγαλοποιημένος, διογκωμένος, παραφουσκωμένος. ♦утрировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утрированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.к.σ. μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, διογκώνω, παραφου- παραφουσκώνω. II -СЯ μεγαλοποιοΰμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. утрировка, -И θ. μεγαλοποίηση, υπερβολή, διόγκωση, παραφούσκωμα. утро, утра (с утра, до утра), утру (к ут- утру, по утру), πλθ. утра, утр, утрам ουδ. το πρωί, το πρωινό, η πρωία· работать с -а ДО вечера δουλεύω απο το πρωί ως το βράδυ· ПОД -ОМ κοντά το πρωί· на следующее - το άλλο πρωί- с самого ~а απο το πρωί· с раннего -а απο νωρίς το πρωί· К -у κατά το πρωί.II εκφρ. на - (επίρ.) το πρωί· с добрым -ом κ. доброе - καλημέρα (χαιρετισμός). утроба, ~Ы θ. 1 κοιλιά· в ~е матери στην κοιλιά της μάνας. II σπλάχνα, εντόσθια^ΙΙ μτφ. ένστιχτο, διαίσθηση. 2 το εσωτερικό.II εκφρ. ненасытая - (απλ.) άνθρωπος λαίμαργος, α- αδηφάγος, κοιλιόδουλος· φαγάς. утробистый επ., βρ: -бист, -а, -о (απλ.) 1 κοιλαράς, 2 βλ. утробный B σημ.). утробный επ. βρ: -бен, -бна, -бно. 1 ε- γκοίλιος· - период развития η εγκοίλια πε- περίοδος ανάπτυξης. 2 εσωτερικός. 3 (για ήχο) υπόκωφος· χαμηλός. ( утроение, -я ουδ. τριπλασίαση, -σμός.
утр 666 уха утроенный επ. απο μτχ. τριπλάσιος, τριπλός. утрОИТЬ, утрою, утроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утроенный, βρ: -оен, -а, -ο ρ.σ.μ. τρι- τριπλασιάζω. || -СЯ τριπλασιάζομαι. утром επ'ιρ. (το) πρωί· гулять полезно ДЛЯ здоровья о περίπατος (το) πρωί είναι ωφέ- ωφέλιμος για την υγεία· рано - νωρίς το πρωί· ранним - απο νωρίς το πρωί· сегодня - σή- σήμερα το πρωί· завтра - αύριο πρωί· вчера ~ χτες πρωί· однажды - μια φορά (το) πρωί. утрудить, -улу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утруждённый, βρ: -дён,". -дена, ~ό ρ.σ.μ. (παλ.) ανησυχώ, ενοχλώ· - КОГО своим при- суствием ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου, II -СЯ κουράζομαι, κοπιάζω, αποσταίνω. утруднить, -НЮ, -ΗΗΠΓΒ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утруднённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. I δυσκολεύω, δυσχεραίνω. 2 εμποδίζω, κωλύω. II -СЯ δυσχεραίνομαι, γίνομαι πιο δύσκολος. утруднять(ся) р. δ. βλ. утруднйть(ся). утруска, -и θ. απώλεια απο το βάρος (κατά τη μεταφορά κοκκιωδών). утрясать(ся) р.δ. βλ. утрястй(сь). утрясти, утрясу, утрясёшь, παρλθ. χρ. утряс, ~ла, -ЛО, παθ. μτχ. παρλθ. χρ, утря- сённый, βρ: -сён, -сена, -сено р.σ.μ. 1 τι- τινάζω να κατακαθίσει· - муку В мешке τινάζω το τσουβάλι για να κατακαθίσει το αλεύρι. 2 (απλ.) τινάζω, κουράζω, ταλαιπωρώ· дорогой меня совсем -ло В делёге με κατατίναζε το αμάξι στο δρόμο. 3 μτφ. τακτοποιώ, διευθε- διευθετώ, κανονίζω. утухать, -ает р.δ. βλ. утухнуть. утухнуть, -нет р.σ. βλ. потухнуть. утучнение, -Я ουδ. Ι πάχυνση· - скота πά- πάχυνση των ζώων. 2 λίπανση, φούσκισμα·- ПО- ПОЧВЫ λίπανση του εδάφους. УТУЧНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утучнённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ. μ. 1 παχύνω, -αίνω. 2 λιπαίνω, φουσκίζω, II -СЯ λιπαίνομαι, φούσκίζομαι. утучнять(ся) р.δ. βλ. утучнйть(ся). утушать р.δ. βλ. утушить. II -ся 1 σβήνο- σβήνομαι. 2 καταπνίγομαι. УТУШИТЬ1, -ушу, -УШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утушенный, βρ: -шен, -а, -ο ρ.σ.μ. (απλ.) 1 σβήνω· - костёр σβήνω τη φωτιά. 2 μτφ. κα- καταπνίγω· - гнев καταπνίγω το θυμό. II -СЯ σβήνομαι· утушить2, -ушу, -ушишь, παθ. μτχ. τιαρλθ. χρ. утушенный, βρ: шён, -шена, -шено ρ.σ.μ. βλ. тушить". II -СЯ μαγειρεύομαι σιγοβράζο- ντας. утыкать ρ.σ.μ. 1 μπήγω. 2 βουλώνω (οπή, σχισμή κ.τ.τ.) χώνοντας ανάλογο υλικό. II -СЯ είμαι γεμάτος απο μπηγμένα αντικείμενα. утыкать(сяI ρ.δ. βλ. уткнуть(ся). утыкать(ся)г ρ.δ. βλ. утыкать(ся). утыкивать(ся) ρ.δ. βλ. утыкать(ся). утюг, -а α. σίδερο σιδερώματος· электри- электрический - ηλεκτρικό σίδερο. утюжение, -Я ουδ. το σιδέρωμα. УТЮЖИЛЬНЫЙ επ. σιδερωτικός, του σιδερώμα- σιδερώματος· ~ая пресса πρέσα σιδερώματος. утюжить, ~ЖУ, -ЖИШЬ ρ.δ.μ. σιδερώνω· брюки σιδερώνω το παντελόνι. II μτφ. ισώνω, ομαλύνω. 2 μτφ. (απλ.) δέρνω, ξυλοκοπώ, ι- ισώνω την καμπούρα. II μαλώνω, επιτιμώ, κα- τσαδιάζω. II -СЯ σιδερώνομαι. утюжка, -и θ. βλ. утюжение. утюжный επ. του σίδερου (σιδερώματος). утягивать ρ.δ. βλ. утянуть. II -СЯ τραβιέ- τραβιέμαι, σέρνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. утяжеление, -я ουδ. επιβάρυνση. утяжелитель, -Я ουδ. βαριά ουσία. утяжелить, -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утяжелённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. επιβαρύνω, κάνω πιο βαρύ. II -СЯ βαρύ- βαρύνω, γίνομαι πιο βαρύς. утяжелять(ся) ρ.δ. βλ. утяжелить(ся). утянуть, -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утянутый, βρ: -нут, -а, -О ρ.σ.μ.1 τρα- τραβώ, σύρω, σέρνω. II μτφ. παίρνω μαζί μου (κα- (κατόπιν επιμονής μου)· - В театр παίρνω στο θέατρο· - В прогулку παίρνω στον περίπατο. 2 (απλ.) παίρνω κρυφά, κλέβω.*3 (συμ)μαζεύω, συστέλλω· - ЖИВОТ μαζεύω την κοιλιά. 4 τε- τεντώνω, τείνω· - дратву τεντώνω το σπάγκο. утятина, -Ы θ. κρέας παπίσιο. уф επιφ. ουφ. ух 1 επιφ. ωχ. 2 (για κρότο) μπαμ, μπομ. уха, -Й θ. ψαρόσουπα, ιχθυόσουπα. II εκφρ. демьянова - επιβολή, έτσι το θέλω εγώ. ухаб, -а α. λακκούβα στο δρόμο· ροδιά. ухабина, -не, βλ. ухаб. ухабистый επ. βρ: -бист, -а, -О γεμάτος λακκούβες, ροδιές. ухажёр, -а α. (απλ.) γυναικάς, γυναικάκιας. II καβαλέρος· θαυμαστής, λάτρης. ухажёрский επ. του γυναικά κλπ. ουσ. ухажёрство, -а ουδ. περιποιητικότητα στις γυναίκες, γυναικοφιλία, φιλογυνία. ухаживание, -Я ουδ. 1 περιποίηση, φροντί- φροντίδα, επιμέλεια. 2 εξυπηρέτηση, φιλόφρονη συ- συμπεριφορά. 3 καλοπάρσιμο, καλοπιάσιμο, κο- πλιμέντο, καλοκοίταγμα (για επιτυχία επιδι- επιδιωκόμενου) . ухаживатель, -Я α. άνθρωπος περιποιητικός, φιλόφρονας. ухаживать ρ.δ. (με οργν.). 1 περιποιού- περιποιούμαι, φροντίζω, επιμελούμαι· κοιτάζω· - за больным περιποιούμαι τον άρρωστο· - за ЦВе-
уха 667 ухо тами περιποιούμαι τα λουλούδια· - за кожей лица περιποιούμαι την επιδερμίδα του προ- προσώπου. II είμαι περιποιητικός στις γυναίκες. II φέρνομαι φιλόφρονα, εξυπηρετώ. 2 καλοπιά- καλοπιάνω, καλοπαίρνω (για να πετύχω κάτι). уханье, -Я ουδ. κραύγασμα ωχ. II κουκου- βάισμα, οι κρωγμές των γλαυκιδών. ухарский επ. παλικαρίσιος, -στικος, λεβέ- λεβέντικος. ухарство, -а ουδ. παλικαριά, συμπεριφορά παλικαρίσια, λεβέντικη. II αντρεία, γενναιό- γενναιότητα. ухарствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. παλι- καρίζω, φέρνομαι.παλικαρίσια, λεβέντικα. ухарь, -Я α. παλικάρι, λεβέντης. ухать(ся) р.δ. βλ. ухнуть(ся). ухват, -а α. δικρανωτή λαβίδα, αρπάγη. ухватистый επ., βρ: --ТИСТ, -а, -О ικανός στο πιάσιμο, στο πάρσιμο. II βλ. ухатливый. ухватить, -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухваченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ.μ. 1 πιάνω, αρπάζω, αδράχνω, γραπώνω· - СО всех Сторон περιαρπάζω, περιαδράχνω· - камень αρπάζω πέτρα· - за ворот αρπάζω απο το για- γιακά. II μτφ. ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι· - чу- жуго землю αρπάζω ξένη γη. 2 μτφ. συλλαμβά- συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι αμέσως· - мысль πιάνω α- αμέσως (αρπάζω) το νόημα· - намёк καταλαβαί- καταλαβαίνω αμέσως τον υπαινιγμό. II -СЯ 1 πιάνομαι α- αμέσως, αρπάζομαι, δράττομαι* - за сучок αρ- αρπάζομαι απο ένα κλαδί. 2 μτφ. καταπιάνομαι, ασχολούμαι· дела-то много, а - за что не ЗНаГО δουλειές (υποθέσεις) είναι πολλές, ό- όμως με πια να καταπιαστώ δεν ξέρω. 3 μτφ. ε- επωφελούμαι, δράττομαι, εκμεταλλεύομαι. ухватка, -И θ. 1 σβελτάδα, ευλυγισία, ευ- ευστροφία· επιδεξιότητα, επ ιτηδειότητα. 2 βλ. повадка. ухватливый επ., βρ: -лив, -а, -о σβέλτος, ευκίνητος, επιδέξιος. ухватный επ. του κονταριού. ухватывать( ся) р. δ. βλ. ухватйть( ся). ухвостье, -я ουδ. βλ. охвостье. УХИТИТЬ, ухйчу, ухЙТИШЬ, παθ. μτχ·. παρλθ. χρ. ухиченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.(παλ. κ. διαλκ.) κάνω, φτιάχνω· τακτοποιώ, επι- επιμελούμαι. ухитриться, -ргась, -рйшься р.σ. πονηρεύο- μαι, κάνω πονηριές, μηχανεύομαι, τεχνάζομαι · σοφίζομαι. ухитряться р.δ. βλ. ухитриться. ухичивать ρ.δ. βλ. ухитить. II -СЯ φτιά- φτιάχνομαι, γίνομαι. ухищрение, -Я ουδ. πονηριά, πανουργία, κα- κατεργαριά· τέχνασμα. ухищрённость, -и θ. βλ. ухищрение. ухищрённый επ. πονηρός, πανούργος, κατερ- κατεργάρης . УХИЩРЯТЬСЯ ρ.δ. 1 βλ. ИЗОЩРЯТЬСЯB σημ.). 2 πονηρεύομαι, κάνω πονηριές, κατεργαριές. ухлопать р.σ.μ. (απλ.) 1 σκοτώνω· ИХ -ют как мух θα τους σκοτώσουν σαν τις μύγες. 2 ξοδεύω, χαλνώ, σπαταλώ· - все деньги σπατα- σπαταλώ όλα τα χρήματα· - время σπαταλώ το χρόνο. ухлопывать ρ.δ. βλ. ухлопать. II -СЯ ξο- ξοδεύομαι, σπαταλιέμαι. ухмылка, -и θ. βλ. усмешка. ухмыльнуться, -нусь, -нёшься р.δ. βλ.усме- βλ.усмехаться. усмыляться р.δ. βλ. ухмыльнуться. *ухналь, -Я α. καρφοπέταλο, πεταλοκάρφι. ухнуть, -ну, -нешь р.σ. 1 φωνάζω ωχ (απο πόνο, κούραση κ.τ. τ. ή και σαν παροτρυντικό) φωνάζω ομαδικά. II (για γλαυκιδή) κουκου- βαΐζω. 2 ηχώ δυνατά, κροτώ, βροντώ. II χτυπώ με δυνατό κρότο. 3 (απλ.) πέφτω, γκρεμίζο- γκρεμίζομαι. II μτφ. χάνομαι ξαφνικά, εξαφανίζομαι. 4 μ. (απλ.) χάνω, μου ξεφεύγει, μου πέφτει, αφήνω να μου πέσει. II μτφ. ξοδεύω, χαλνώ, σπαταλώ. II -СЯ πέφτω με κρότο, γκρεμίζομαι. ухо, -а, πλθ. уши, ушей ουδ. 1 το αυτί, το ους· у меня болит - μου πονά το αυτί· шум В ушах βουητό στ' αυτιά· глух на ОДНО ухо κουφός απο το ένα αυτί· внутренне - το ε- εσωτερικό αυτί· среднее,,- το μέσο αυτί· че- чесать - ξύνω το αυτί· длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά. 2 μέρη αντικειμένου που μοιά- μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)· шапка сушами σκούφια με αυτιά· уши КОТЛа τα αυτιά (οι λα- λαβές) του λέβητα. 3 η βελονότρυπα. 4 η ακοή· медвежье - η ακοή της αρκούδας· у этого пе- певца тонкое - αυτός ο τραγουδιστής έχει λε- τΐ> αυτί· музыкальное - μουσικό αυτί. II εκφρ. —парень α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος· — Девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) πα- παλικάρι, λεβέντης· λεβέντισσα· - Β - ή - Κ -у ИДТИ (бежать) συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην Ίδια γραμμή· - ή уши режет, Дерёт χτυπά άσχημα στ' αυτιά, μου τρυπά τ' αυτιά· навострить ή насторожить - ή уши τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι· нарвать, натрепать уши кому τραβώ τ' αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)· пощадить уши ЧЬИ σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι'αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)· слышать своими ушами ακούω ο ί- ίδιος (με τα ίδια μου τ' αυτιά)· Дуть ή петь В уши кому τρώγω τ' αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)· дать ή съездить, заехать в ухо кому μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφα- σφαλιάρα σε κάποιον В одно - входит, В другое ВЫХОДИТ απο το ένα τ' αυτί μπαίνει και απο
ухо 668 уча τ' άλλο βγαίνει (αδιαφορία στο άκουσμα)· ВО все уши слушать είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)· В ушах(ухе) ЗВенЙТ ή шумЙТ βουίζουν τ" αυτιά μου (το αυ- αυτί μου)· за уши ташить (тянуть) με το σπρώ- σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει· за ушами у кого трешйт τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα· и (даже) -ом не вес- вести κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ' αυτί μου· краем -а ή В ПОЛ-уха слушать σχεδόν δεν προσέχω ή ε- ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)· на ухо гово- говорить (сказать шептать) λέγω μυστικά στο αυ- αυτί, ψιθυρίζω στ' αυτί· над -ом звенеть,кри- звенеть,кричать ηχώ, φωνάζω σιμά στ' αυτί· не видать как своих ушей δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ' αυτιά σου)· не для чьих ушей δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ' αυτιά κάποιου· по у^ПИ влюбиться (врёзаТЬСЯ к.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος· ПО УШИ ПОГРУЗИТЬСЯ ή увязнуть είμαι τελείως α- απορροφημένος· В долгах ПО уши быть είμαικα- ταχρεωμένος, ως το λαιμό· и у стен есть уши και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν). УХОД? -а α. 1 φυγή· αναχώρηση· - из семьи φυγή απο την οικογένεια· - С работы η φυγή (σκάσιμο) απο τη δουλειά· ДО ~а πριν την α- αναχώρηση· перед самым -ом λίγο πριν την α- αναχώρηση. 2 απομάκρυνση· έξοδος· - СО сцены απομάκρυνση απο τη σκηνή, εγκατάλειψη της σκηνής· - В отставку η παραίτηση. II εκφρ. выйти -ом (замуж) ή взять -ом(жену) παλ. πα- παντρεύομαι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων. УХОД? -а α. περιποίηση, φροντίδα, μέριμνα. - за посевами περιποίηση των σπαρτών - за ранеными περιποίηση των τραυματιών - за Цветами περιποίησητων λουλουδιών. уходить1, ухожу, уходишь р.δ. 1 βλ. уйти. 2 εκτείνομαι, τραβώ, πηγαίνω· дорога -ла В лес οδρόμος τραβούσε στο δάσος. УХОДИТЬ2, -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухоженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.δ,μ. (απλ.) 1 εξασθενίζω, εξαντλώ, λιώνω· βασανίζω, κα- κατατρύχω, τρώγω· -ло его горе τον έλιωνε (τον (έτρωγε)η στενοχώρια. 2 σκοτώνω, θανατώνω· κα- καταστρέφω. II -СЯ 1 εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αποκάμνω· κατακουράζομαι, καταπονούμαι. 2 καθησυχάζω, ηρεμίζω, καλμάρω· συνετίζομαι, φρονιμεύω. ухожье, -я ουδ. (παλ. κ. διαλκ.) μελισσο- μελισσοκόμε ίο, μελισσαριό. ухорез, ~а α. (απλ.) βλ. сорвиголова. ухоронить(ся) р.σ. βλ. хоронйть(ся). ухудшать(ся) ρ.δ. βλ. ухудшить(ся). ухудшение, -Я ουδ. χειροτέρευση' επιδεί- επιδείνωση· - положения επιδείνωση της κατάστασης - качества χειροτέρευση της ποιότητας. ухудшенный επ. απο μτχ. χειρότερος, που έγινε χειρότερος· -ая порода χειροτερευμένη ράτσα. ухудшить, -шу, -ШИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухудшенный, βρ: -шен, ~а, -Ο ρ.σ.μ. χειρο- χειροτερεύω· επιδεινώνω· сырая погода -ла состо- состояние больного о υγρός καιρός επιδείνωσε την κατάσταση του ασθενή· - качество продукции χειροτερεύω την ποιότητα των προ'ίόντων. II -СЯ επιδεινώνομαι· χειροτερεύω. уцелеть, -ею, -ёешь ρ.σ. (παρά)μένω άθι- άθικτος, απείραχτος. II γλυτώνω. II επιζώ, σώζο- σώζομαι, μένω σώος και αβλαβής. уценённый επ. απο μτχ. υποτιμημένος· - то- товар υποτιμημένο εμπόρευμα· - магазин κατά- κατάστημα υποτιμημένων ειδών. уценивать ρ.δ. βλ. уценить. II -СЯ υποτι- υποτιμούμαι. уценить, -еню, -ёнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уценённый, βρ: -нён, -нена, -нено ρ.σ. μ. υποτιμώ, πουλώ με έκπτωση (κυρίως για ε- εμπόρευμα που δεν πουλιέται)· - одежду ста- старых фасонов υποτιμώ τα ενδύματα παλαιάς μό- μόδας . уценка, -И θ. (για εμπόρευμα)· υποτίμηση· έκπτωση. уцепить, -еплю, -ёпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уцепленный, βρ: -лен, -а, -О р.σ.μ. α- αγκιστρώνω, γαντζώνω· καρφιτσώνω, πιάνω· II -СЯ 1 αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι· καρφιτσώ- νομαι. 2 μτφ. επωφελούμαι, δράττομαι, πιά- πιάνομαι. уцеплять(ся) ρ.δ. βλ. уцепйть(ся). учаливать(ся) ρ.δ. βλ. зачаливать(ся). учалить р.σ. βλ. зачалить. участвовать, -ствую, -ствуешь р.δ. 1 με- μετέχω, συμμετέχω· παίρνω μέρος· - В Войне παίρνω μέρος στον πόλεμο· - В выборах παίρ- παίρνω μέρος στις εκλογές· - в предприятии με- μετέχω στην επιχείρηση· - В работах συμμετέχω στις εργασίες- - в расходах συμμετέχω στα έξοδα. 2 (παλ.) συμπονώ, ευσπλαχνίζομαι. участвующий ουσ. απο μτχ., πλθ. -ие οι συμμέτοχοι, οι συμμετέχοντες. участие, -Я ουδ. 1 μετοχή· συμμετοχή· σύ- σύμπραξη, συνεργασία· непосредственное - άμε- άμεση (αυτοπρόσωπη) συμμετοχή· - В прибылях η συμμετοχή στα κέρδη: принять деятельное παίρνω δραστήριο μέρος· с -ем με τη συμμε- συμμετοχή· при -И με τη συμμετοχή. 2 (παλ.) συ- συμπόνια, ευσπλαχνία, οίκτος, λύπη, πονοψυχιά, συμπάθεια· она с -ем распрашивала её αυτή με συμπόνια τη ρωτούσε λεπτομερώς. участить, -ащу, -астйшь, παθ. μτχ. παρλθ.
уча 669 уче χρ. учащённый, βρ: -щён, -щена, -щено р.σ. μ. κά'.οι πιο συχνό. II επιταχύνω, επισπεύδω. II -СЯ γίνομαι πιο συχνός. II επιταχύνομαι, επισπεύδομαι. участковый επ. 1 τομεακός· ~ая КОМИССИЯ η τομεακή επιτροπή- ~ агроном τομεακός γεω- γεωπόνος. 2 (για γη)· τμηματικός, κατά τμήματα ή κατά κλήρους. 3 °υσ. αστυνομικός τμήματος (για την τάξη). 4 ο διοικητής αστυνομικού τμήματος. II εκφρ. - уполномоченный βλ. 3 ση- σημασία· - Пристав βλ. 4 σημ. участливо επίρ. συμπονητικά, ευσπλαχνικά κλπ. επ. участливость, -И θ. συμπόνια, ευσπλαχνία, λύπη, οίκτος, ψυχοπονιά· συμπάθεια. участливый επ., βρ: -лив, -а, -О ευσπλα- χνικός, εύσπλαχνος, σπλαχνικός, ψυχόπονος, ψυχικάρης· της συμπόνιας· ~ые слова λόγια συμπόν ιας. участник, -а α., -ца, -ы θ. 1 συμμέτοχος, συνεργός· - заговора о συνωμότης· -и войны οι συμπολεμιστές, οι συμμαχητές. 2 μέλος· - кружка το μέλος του ομίλου· - экспедиции μέλος αποστολής. 3 (οικον.) μέτοχος· συνέ- συνέταιρος. участок, -тка α. 1 γήπεδο· τμήμα γης· при- приусадебный το αγρόκτημα,ο συνεχόμενος χώρος με την αγροικία· строительный -то οικόπεδο. 2 τμήμα, κομμάτι, μέρος· - леса μέρος του δάσους· - стены μέρος του τοίχου.3 τομέας, κλάδος, σφαίρα· общественный - работы κοι- κοινωνικός τομέας εργασίας. II τμήμα· ενορία. 4 (παλ.) τμήμα αστυνομικό. участь, -И θ. τύχη, μοίρα, ριζικό· ειμαρ- ειμαρμένη. учать, учну, учнёшь, παρλθ. χρ. учал, -ла, -ЛО р.σ. (απλ.) αρχίζω, αρχινώ. учащать(ся) р.δ. βλ. участйть(ся). учащение, -Я ουδ. 1 συχνότητα. 2 επιτά- επιτάχυνση, επίσπευση. учащённый επ. απο μτχ. ^ϊιο συχνός, συχνό- συχνότερος· -ое дыхание πιο συχνή αναπνοή· пульс πιο συχνός σφιγμός. учащийся επ. απο μτχ. μαθητής, σπουδαστής· СПИСОК -ИХСЯ κατάλογος μαθητών -иеся ву- 3ΟΒ οι σπουδαστές, οι φοιτητές· -иеся школ μαθητές των σχολείων концерт для -ихся συ- συναυλία για τους μαθητές. учёба, -Ы θ. μάθηση, σπουδή, σπούδασμα· - В институте σπουδή στο ινστιτούτα школьная - σχολική μάθηση· отличники -Ы οι άριστοι (αριστούχοι) της μάθησης ή της σπουδής· ОН брОСИЛ -у αυτός παράτησε το σχολείο ή τη σχολή· самостоятельная - αυτομάθηση, αυτο- μόρφωση. учебник, -а α. εγχειρίδιο (σχολικό βιβλίο). учебный επ. 1 διδακτικός· σχολικός· -ая программа σχολικό πρόγραμμα· - материал η διδακτική ύλη· - предмет физики το μάθημα της φυσικής· - ГОД σχολικός χρόνος· - час η· διδακτική ώρα· -ые методы διδακτικές μέθο- μέθοδες· -ое пособие διδακτικό βοήθημα. II εκ- εκπαιδευτικός· -ая стрельба εκπαιδευτική βο- βολή· -ое заведение εκπαιδευτικό ίδρυμα· -ое судно εκπαιδευτικό σκάφος- -ые Патроны εκ- εκπαιδευτικά φυσίγγια. учение, -Я ουδ. 1 μάθηση· σπουδή, μελέτη· μαθήτευση, μαθητεία· - уроков" η μελέτη των μαθημάτων время -Я μαθητικά ή φοιτητικά χρόνια· КОНЧИТЬ - τελειώνω τη μάθηση ή τις σπουδές (αποφοιτώ). II πλθ. -Я (στρατ.) ασκή- ασκήσεις· γυμνάσια· военные -Я στρατιωτικά γυ- γυμνάσια- идти на -Я πηγαίνω ασκήσεις. 2 δι- διδασκαλία· - стоиков η διδασκαλία των στωι- στωικών христианское - η χριστιανική διδασκαλία- - древнегреческих материалистов η διδασκαλία των αρχαίων Ελλήνων υλιστών. ученик, ~а α., -Ца, -Ы θ. 1 μαθητής,, -ρ ια· школьный - μαθητής σχολείου, σχολειαρόπαι- δο, σχοληταρούδι· - 2го класса μαθητής της 21* τάξης. 2 μαθητούδι, κοπέλι, τσιράκι. 3 οπα- οπαδός, ζηλωτής, θιασώτης· ДОСТОЙНЫЙ - своего учителя άξιος μαθητής του δασκάλου του· -И Христа οι μαθητές του Χριστού. ученический επ. 1 μαθητικός, του μαθητή, της μάθησης· - кружок Μαθητικός όμιλος· -ая тетрадь μαθητικό τετράδιο· - дневник о κα- καθημερινός έλεγχος του μαθητή. 2 μτφ. ανώρι- ανώριμος· -ие рассуждения μαθητικές κρίσεις. ученичество, -а ουδ. μαθήτευση, μαθητεία· ГОДЫ -а τα μαθητικά χρόνια. II μτφ. ανωρι- ανωριμότητα. учёно επίρ. επιστημονικά· - выражаться εκφράζομαι επιστημονικά. учёННОСТЬ, -И θ. πολυμάθεια, ευρυμάθεια, πανεπιστημοσύνη. учёный επ., βρ: учён, -а, -О. 1 επιστήμο- επιστήμονας, έμπειρος· - садовод επιστήμονας κη- κηπουρός. II (για ζώα) συνηθισμένος, γυμνασμέ- γυμνασμένος, εξασκημένος. 2 πολυμαθής, πολύμαθος, πολΰζερος, πολύγνωρος, πολυκάτεχος. II (απλ.) γραμματισμένος, μορφωμένος. 3 ουσ. επιστή- επιστήμονας- известный - διάσημος επιστήμονας- - С мировым именем επιστήμονας παγκόσμιας φή- φήμης. 4 επιστημονικός- -ая статья επιστημο- επιστημονικό άρθρο· - спор επιστημονική συζήτηση· -ые термины επιστημονικοί όροι (ορολογίες)· - круг επιστημονικός κύκλος· -ая степень о επιστημονικός βαθμός· -ое звание о επιστη- επιστημονικός τίτλος. учесть, учту, учтёшь, παρλθ. χρ. учёл, -ла, учло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учтённый, βρ:
■У"» учтён, -тена, -тено, επιρ. μτχ, учтя р.σ.μ. 1 λογαριάζω, καταμετρώ καταχωρώ, καταγράφω. 2 λαβαίνω υπόψη υπολογίζω· - ОПЫТ про- прошлого παίρνω υπ' όψη την πείρα του παρελ- παρελθόντος· - все обстоятельства λαβαίνω υπόψη όλα τα περιστατικά1 ~ обстановку παίρνω υ- υπόψη την κατάσταση. II εκφρ. - векселя προε- προεξοφλώ γραμμάτιο. учёт, ~а α. 1 υπολογισμός, απογραφή· κα- καταμέτρηση· καταγραφή, καταχώρηση· - товаров υπολογισμός εμπορευμάτων ~ возможностей υ- υπολογισμός δυνατοτήτων производить - κάνω υπολογισμό· не поддаётся -у είναι ανυπολό- ανυπολόγιστος· действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση. 2 εγγραφή· брать (ВЗЯТЬ) на - εγγράφω στο βιβλίο- СНЯТЬ С -а διαγράφω απο το βιβλίο· стоять на ~е в МИЛИЦИИ είμαι γραμμένος στα υπόψη της α- αστυνομίας· СОСТОЯТЬ на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο· стать на -е εγγράφομαι στο βι- βιβλίο. 3 (οικον.) η προεξόφληση. учетверить, ~рю, -рйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учетверённый, βρ: -рён, -рена, -рено р. σ. μ. τετραπλασιάζω. II -СЯ τετραπλασιάζομαι. учетверять(ся) р.δ.βλ. учетверйть(ся). учётный επ. 1 υπολογιστικός, του υπολογι- υπολογισμού· της απογραφής, απογραφικός· ~ая кни- книга βιβλίο απογραφής· ~ая карточка δελτίο α- απογραφής. 2 (οικον.) προεξοφλητικός· - Προ- цёнт προεξοφλητικός τόκος. учётник, -а α., -ца, ~ы θ. λογιστής. училище, ~а ουδ. σχολή· педагогическое - το διδασκαλείο· военное - η στρατιωτική σχο- σχολή· ремесленное - επαγγελματική σχολή· выс- высшее техническое - Λνώτατη τεχνική σχολή. УЧИЛИШНЫЙ επ. σχολικός, της σχολής. учинать ρ.δ. βλ. учать. УЧИНИТЬ, -НЙ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учинённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. 1 κάνω διεξάγω· - следствие κάνω ανάκριση· ~ Нападение на неприятеля κάνω επίθεση στον εχθρό· - соглашение κάνω συμφωνία. 2 δημι- δημιουργώ, διαπράττω· - скандал δημιουργώ κα- καβγά, τσακωμό. II -СЯ γίνομαι, συμβαίνω. учинять(ся) ρ.δ. βλ. учинйть(ся). учитель, -я α. 1 (πλθ. учителя), -ница, -ы θ. δάσκαλος, -άλα· народный - δημοδιδάσκα- λος · - младших классов δάσκαλος δημοτικού σχο- σχολείου· - музыки μουσικοδιδάσκαλος· - танцев χοροδιδάσκαλος. II καθηγητής, -τρία· - мате- математики καθηγητής μαθηματικών. II παραινέτης. учЙтеЛЬНЫЙ επ. 1 ικανός για διδασκαλία. 2 διδακτικός· -ые КНИГИ διδακτικά βιβλία. учительский επ. διδασκαλικός· - съезд δι- διδασκαλικό συνέδριο. II -ая ουσ. θ. η αίθου- αίθουσα δασκάλων και καθηγητών. учительство, -а ουδ. 1 το δασκαλικό επάγ- επάγγελμα, η δασκαλική, το δασκαλίκι. 2 (αθρσ.) οι δάσκαλοι. 3 διδαχή, διδασκαλία. учительствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. 1 δασκαλεύω, κάνω (επαγγέλλομαι) το δάσκαλο. 2 διδάσκω, νουθετώ, συνετίζω. учительша, -И θ. (απλ. κ. παλ.). 1 δασκά- δασκάλα, διδασκάλισσα. 2 η -σύζυγος του δάσκαλου. учитывать ρ.δ. βλ. учесть. II -СЯ υπολογί- υπολογίζομαι, λογαριάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. УЧИТЬ, учу, учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ученный, βρ: учен, -а, -о р.δ. 1 μ. μαθαί- μαθαίνω, διδάσκω, δασκαλεύω· εκπαιδεύω- - читать μαθαίνω ανάγνωση· - русскому языку μαθαίνω τη ρωσική γλώσσα· - детей танцевать μαθαίνω τα παιδιά χορό (να χορεύουν). II (για ζώα)· εξασκώ, εκγυμνάζω. II διδάσκω, κάνω (επαγγέλ- (επαγγέλλομαι) το δάσκαλο· - В средней школе διδάσκω στο μεσαίο σχολείο (μέση εκπαίδευση). 2 ορ- ορμηνεύω, συμβουλεύω, δασκαλεύω. 2 τιμωρώ, σώφρωνίζω· муж жену -ЙЛ ο άντρας τη γυ- γυναίκα του τη σωφρώνισε. 3 «Й· διδάσκω· ОПЫТ учит терпеть η πείρα διδάσκει να κάνεις υ- υπομονή. 4 μαθαίνω με επαναλήψεις·- урок μα- μαθαίνω το μάθημα- - СТИХ Наизусть μαθαίνω το ποίημα απ' έξω (αποστήθιση). II -СЯ μαθαίνω, διδάσκομαι' - музыке μαθαίνω μουσική·- рус- русскому Языку μαθαίνω τη ρωσική γλώσσα· - ИГ- рать В шахматы μαθαίνω να παίζω σκάκι. учком, -а α. μαθητική επιτροπή. учлёт, ~а α. μαθητής αεροπορικής σχολής. учредитель, -я α., -ница, -ы θ. ιδρυτής, -ύτρια· - общества ιδρυτής συλλόγου. учредительный επ. ιδρυτικός· - съезд ι- ιδρυτικό συνέδριο. II εκφρ. -ое собрание Συ- ντακτική Συνέλευση учредительский επ. ιδρυτικός, του ιδρυτή· -ая прибыль το κέρδος του ιδρυτή. учредить, -ежу, -едйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учреждённый, βρ: -дён, -дена, -дено р. σ.μ. 1 ιδρύω, θεμελιώνω· - Общество ιδρύω σύλλογο (σύνδεσμο)' -Академию ιδρύω Ακα- Ακαδημία. 2 καθιερώνω, εγκαινιάζω, συνιστώ· - контроль над производством καθιερώνω τον έλεγχο στην παραγωγή. II --СЯ ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. учреждать(ся) ρ.δ. βλ. учредйть(ся). учреждение, -Я ουδ. 1 ίδρυση· καθιέρωση·- банка ίδρυση τράπεζας· - Ордена καθιέρωση παράσημου. 2 ίδρυμα· государственные -Я τα κρατικά ιδρύματα· научные -Я επιστημονικά ιδρύματα· детские -Я παιδικά ιδρύματα. 3 το (κοινωνικό) καταστημένο. II (παλ.) νομοθέτημα. учрежденский επ. (παλ.)· βλ. учрежденческий. учрежденческий επ. του ιδρύματος* -ие рас- расходы τα έξοδα του ιδρύματος.
учт УЧТИВО επ'ιρ. φιλόφροφρονα κλπ. επ. УЧТИВОСТЬ, -и θ. φιλοφροσύνη, περιποίηση, ευπροσηγορία. II σεβασμός, εκτίμηση. УЧТИВЫЙ επ., βρ: -тйв, ~а, -Ο φιλόψρονας, περιποιητικός, ευπροσήγορος, ευγενής. II σε- σεβαστός, σεπτός· -ке слова σεπτά λόγια· С -вым тоном με σεβαστό τόνο. учуять, учую, учуешь р.σ.μ. βλ. чуять. ушагать р.σ. (απλ.) φεύγω, αποχωρώ. ушан, -а α. είόος νυχτερίδας με μεγάλα αυ- αυτιά. ушанка, ~И б. σκούφια με αυτιά. ушастый επ., βρ; ушаст, -а, ~0 με μεγάλα αυτιά· ~ая собака σκυλί με μεγάλα αυτιά· -ая шапка σκούφια με μεγάλα αυτιά. ушат, -а α. καδί με δυο λαβές. ушатый επ. (απλ.) βλ. ушастый. упестериТЬ ρ. σ. μ. εξαπλασιάζω. II -СЯ εξα- εξαπλασιάζομαι. ушестерять(ся) р.δ. βλ. ушестерйть(ся). уши βλ. ухо. ушиб, -а α. μωλώπισμα. II μώλωπας. ушибать(ся) р.δ. βλ. ушибйть(ся). ушибить, ~бу, -бёшь, παρλθ. χρ. ушйб.гЛа, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ушибленный, βρ: -лен, -а, -О ρ,.σ.μ. μωλωπίζω, μελανιάζω· Н01у μωλωπίζω το πόδι. II μτφ. καταπλήττω, συνταράσσω. II -СЯ μωλωπίζομαι. ушивание, -я ουδ. βλ. ушивка. ушивать(ся) ρ.δ. βλ. ушйть(ся). уШИВКа, -И θ. στένεμα ή κόντεμα κατά το ράψιμο. уширёние, -Я ουδ. 1 πλάτυνση, πλάτεμα, εύ- ρυνση, φάρδεμα. 2 .το φαρδεμένο μέρος. уширительный επ. της πλάτυνσης. уширить, -рю, -ришь ρ.σ.μ. πλατύνω, ευρϋ- νω, φαρδύνω. II -СЯ ευρύνομαι, πλατύνω, φαρ- δΰνω· - Юбку φαρδαίνω τη φούστα. уширять(ся) ρ.δ. βλ. уширить(ся). ушить, ушью, ушьёшь, προστκ. ушей р.σ.μ. 1 στενεύω, κοντεύω, βραχύνω κατά το ράψιμο· ~ рукав στενεύω ή κοντεύω το μανίκι. 2 κε- ντ'ιζω, διακοσμώ. 3 περιρράπτω· - ПОССЫЛКу ράβω το δέμα απ' όλες τις μεριές. II -СЯ κο- κονταίνω, στενεύω, βραχύνομαι. ушица, -Ы θ. ψαροσουπ'ιτσιχ. ушкан, -а α. (διαλκ.) λαγός. ушко, -а, πλθ. ушки, ушек, ушкам κ. ушко, ~а, πλθ. ушкй, -ОВ ουδ. 1 αυτάκι. 2 (ушко)· (προ)εξοχή. 3 βελονότρυπα. 4 κάθε αντικεί- αντικείμενο ωοειδές. ушкуй, -Я α. (παλ.) βάρκα. ушкуйник, -а α. κουρσάρος (πειρατής σε πο- ποταμόπλοιο τον 14 αι). ушкуйничать р.δ. (παλ.) κουρσεύω. УШНИК, -а α. ωτολόγος. 1 ■ уют ушной επ. του αυτιού, ωτικός· -ая ракови- раковина η κόγχη του αυτιού· -ая боль πόνος του αυτιού· - врач ωτολόγος (γιατρός). ущелина, -ы θ. (παλ.) βλ. ущелье. ущелистость, -И θ. ύπαρξη πολλών χαραδρών. ущелистый επ., βρ: -лист, -а, -о χαραδρώ- δης· ~ые горы χαραδρώδη βουνά. ущелье, -Я ουδ. χαράδρα·φαράγγι. ущемить, -млю, -мйшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ущемлённый, βρ: -лён, -лена, -лено р.σ.μ. 1 βλ. защемить. 2 μτφ. περιορίζω· στραγγαλί- στραγγαλίζω. II προσβάλλω, θίγω· βλάπτω· - ДОСТОИН- ДОСТОИНСТВО, самолюбие θίγω την αξιοπρέπεια,το φι- φιλότιμο. II -ся βλ. защемиться. ущемление, -я ουδ. 1 πίεση, θλίψη, μάγκω- μα. 2 περιορισμός, στραγγαλισμός· - прав о περιορισμός των δικαιωμάτων. ущемлённый επ. απο μτχ. προσβλημένος, θιγ- θιγμένος. ущемлять(ся) р.δ. βλ. ущемить(ся). ущерб, ~а α. 1 βλάβη, βλάψιμο· ζημιά· φθο- φθορά· Β - здоровью σε βλάβη της υγείας· мате- материальный - υλική ζημιά·причинить - προξενώ ζημιά· Нанести - επιφέρω βλάβη· понести - υ- υφίσταμαι (παθαίνω) βλάβη· -В себе για βλάβη του ίδιου (του εαυτού). 2 παρακμή, πτώση· ε- ελάττωση· силы его на -е οι δυνάμεις του πα- παρακμάζουν. 3 (για το φεγγάρι) η χάση, το χάσιμο· - луны το χάσιμο του φεγγαριού· Луна на ~е το φεγγάρι είναι 0τη χάση. II εκφρ. Β - кому προς βλάβη κάποιου. ущербить, -блю, -бЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ущерблённый, βρ: -лён, -лена, -лено р. σ.μ. (γραπτ. λόγος). 1 βλάπτω. 2 μτφ. πε- περιορίζω. ущерблённый επ. απο μτχ. 1 προσβλημένος, θιγμένος· -ое самолюбие θιγμένο φιλότιμο. 2 β\. ущербный (ι σημ.). ущербность, ~и θ. βλ. ущерб B, 3 σημ.). ущербный επ. (για το φεγγάρι)· ευρισκόμενο στη χάση· - месяц, -ая луна φεγγάρι στη χά- χάση. || παρακμάζων -ая красота παρακμάζουσα ομορφιά. УЩИПНУТЬ, -ну, -Нёшь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. ущипнутый, βρ: -нут, —а, -О р.σ.μ. 1 αποκό- αποκόπτω τσιμπώντας· - хлеб τσιμπώ το ψωμί. 2 τσιμπώ, συνθλίβω με τα δάχτυλα· ТЫ меня -ул СИЛЬНО εσύ με τσίμπησες δυνατά. 3 μτφ. κε- κεντρίζω, πληγώνω. ущипывать ρ.δ. βλ. ущипнуть( 1 σημ.). II -ся κόβομαι σε μικρά τεμάχια, κατατεμαχίζομαι. ущупать ρ.σ.μ. (απλ.) βρίσκω ψηλαφώντας. ущупывать р.δ. βλ. ущупать. уют, -а α. άνεση· домашний - η άνεση του σπ ιτ ιού. УЮТНО επ'ιρ. άνετα, βολικά, αναπαυτικά.'
уютность, -и θ. άνεση. уютный επ., βρ: -тен, ~тна, -тно άνετος, βολικός, αναπαυτικός· -ая квартира, комната άνετο διαμέρισμα, δωμάτιο· -ДОМИК άνετο σπιτάκι· - свет φως που ξεκούραζε ι τα μάτια УЯЗВИМОСТЬ, -И θ. τρωτότητα, το τρωτόν - цели η τρωτότητα του στόχου. УЯЗВИМЫЙ επ. απο μτχ. τρωτός, ευπρόσβλη- ευπρόσβλητος· ~ое место в обороне το τρωτό σημείο της άμυνας. УЯЗВИТЬ, -ВЛГО, -ВЙШЬ, παθ. μτχ. ενστ. χρ. уязвимый, βρ: -ВЙМ, -а, -О, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уязвлённый, βρ: -лён, -лена, ~ό ρ.σ.μ. _- фаз (παλ.). 1 πληγώνω, τραυματίζω. 2 μτφ. θίγω, προσβάλλω. уязвление, -Я ουδ. 1 (παλ'.) τραυμάτισμα, πλήγωμα. 2 θίζη, θίξι,μο, προσβολή. уязвлённый επ. απο μτχ. θιγμένος, προ- σβλημένος. УЯЗВЛЯТЬ ρ. δ. βλ. УЯЗВИТЬ.II-СЯ τραυματίζομαι. уяснение, -Я ουδ. διασάφιση, διευκρίνιση. УЯСНИТЬ, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уяснённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.σ.μ. δι- διασαφηνίζω, διευκρινίζω. II -СЯ διασαφηνίζο- διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεκαθαρίζομαι. уяснять(ся) ρ.δ. βλ. уяснйть(ся). Φ *фа ουδ. άκλ. (μουσ.) φα. фабзавуч, -а α. (фабрично-заводское учи- училище) εργοστασιακή επαγγελματική σχολή. *фабЛЬО к. фабЛИО ουδ. άκλ. παραμύθι έμμε- έμμετρο (το μεσαίωνα στη Γαλλία), ♦фабра, -Ы θ. (παλ.) βαφή μαλλιών. *фабрика, -И θ. φάμπρικα, εργοστάσιο, фабрика-кухня, -И θ. μεγάλο μηχανοποιημέ- μηχανοποιημένο μαγειρείο. фабрикант, ~а α. 1 φαμπρικάντης, εργοστα- εργοστασιάρχης. 2 (παλ.) μηχανορράφος, ραδιούργος. фабрикантский επ. φαμπρικάντικος, του φα- μπρικάντη, του εργοστασιάρχη· - расчёт о λο- λογαριασμός του φαμπρικάννη. фабрикантша, -И θ. 1 η φαμπρικάντισσα. 2 η σύζυγος του φαμπρικάντη. 'фабрикат, -а α. βιομηχανικό προϊόν. *фабрикация, -И θ. κατασκευή, τεχνουργία- - сукна κατασκευή τσόχας· - фальшивок κα- κατασκευή, κίβδηλων, κιβδηλοποιΐα. фабрикование, ~я ουδ. βλ. фабрикация. фабриковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. фабрикованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. 1 (παλ.) κατασκευάζω (με μηχανές). 2 , φα- μπρικάρω, τεχνουργώ, φτιάχνω σε μεγάλη πο- ποσότητα. II -СЯ κατασκευάζομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. фабрить, -рю, -ришь ρ.δ.μ. (παλ.) βάφω (για μαλιά, μουστάκια, γένια). II -СЯ βάφομαι. фабрично-заводский к. фабрично-заводской επ. επαγγελματικός· -ое обучение επαγγελ- επαγγελματική εκπαίδευση. фабричный επ. 1 της φάμπρικας, του εργο- εργοστασίου, εργοαστασιακός· - гудок η σειρήνα της φάμπρικας -ая марка η μάρκα της φάμπρι- φάμπρικας· ~ые трубы οι καμινάδες του εργοστασίου· -ое ПОЛОТНО ύφασμα φάμπρικας· - Комитет η επιτροπή της φάμπρικας· -ая контора τα γρα- γραφεία της φάμπρικας. 2 (παλ.) εργάτης φά- φάμπρικας· ~ые забастовали οι εργάτες της φά- φάμπρικας απήργησαν. ♦фабула, -Ы θ. (φιλγ.) μύθος, πλοκή έργου· περιεχόμενο. фабульность, -и θ. (φιλγ.) βλ. фабула. фабульный επ. (φιλγ.) ενότητα μύθου, πλο- πλοκής και περιεχομένου. *фаВОр, -а α. (γραπ. λόγος) εύνοια, ευμέ- νεια. II εκφρ. не В -е δεν είναι ευνοούμενος, ♦фаворит, -а α., -ка, -и θ. 1 ευνοούμενος, -η. II αγαπητός, αγαπημένος, προσφιλής.II παλ. εραστής γυναίκας ανώτατης κοινωνίας. 2 (για άλογα) πιθανότητα νίκης, φαβορί, κρακ. *фаворитйзм, -а α. (γραπ. λόγος)· ευνοιο- ευνοιοκρατία, φαβοριτισμός. ♦фагот, -а α. βαρίαυλος, φαγκότο. ♦фаготерапия, -и θ. θεραπεία με φαγοκϋττα- ρα. фаготист, ~а α. βαρυαυλιστής. фагОТНЫЙ επ. του βαρϋαυλου, του φαγκότου. ♦фагоцит, -а α. το φαγοκύτταρο. фагоцитарный επ, φαγοκυτταρικός, του φα- γοκύτταρου. фаГОЦИТОЗ, -а α. φαγοκυτταρισμός. фаза, -Ы θ. φάση· όψη· εμφάνιση· μορφή· - луны η φάση της σελήνης· газообразная - α- εριώδης φάση· ЖИТкая - υγρή φάση· социализм - первая ~ коммунизма о σοσιαλισμός είναι η πρώτη φάση του κομμουνισμού· вступить В новую -у μπαίνω σε νέα φάση· электрическая ηλεκτρική φάση. ♦фазан, ~а α. ο φασιανός.
фаз фазаний, ~ья, -ье επ. του φασιανού· -ьи перья τα φτερά του φασιανού· ~ье мясо κρέας Φασιανού. II εκφρ. - петух φασιανός (το αρ- αρσενικό) . фазанка, -и θ. φασιανός (το θηλυκό). фазановые, ~ЫХ πλθ. τα φασανιδή. •фазис, -а α. (γραπ. λόγος) βλ. фаза. фазный επ. φασικός, της φάσης. фазовый επ. βλ. фазный. •фазометр, -а α. το φασίμετρο. *фазотрон, -а α. το φασιτρόνιο. *фай, фая α. ύφασμα κοκκωτό (μεταξωτό ή μάλ- μάλλινο) . ♦файдешин, -а α. ύφασμα, κοκκωτό ανώτερης ποιότητας. *факел, -а α. 1 πυρσός, δάδα. 2 λαμπάδα, φλόγα, πύρινη γλώσσα. 3 οι δάδες του ήλιου (φωτεινές κηλίδες). факельный επ. του πυρσού, της δάδας· με πυρσό, με δάδα, με λαμπάδα· -ое шествие βλ. факельцут. •факеЛЬЦуг, ~а α. (παλ.) λαμπαδηφορία, λα- λαμπαδηδρομία. факеЛЬЩИК, -а α. 1 λαμπαδηφόρος κηδείας. 2 εμπρηστής. ♦факир, -а α. -1 φακίρης, μουσουλμάνος πλα- πλανόδιος ζητιάνος· δερβίσης. 2 πλανόδιος τα- ταχυδακτυλουργός . факирский επ. φακίρικος. ♦факсимиле 1 ουδ. άκλ. πανομοιοτύπωση, -μα, πανομοιότυπο (χειρόγραφου, εγγράφου, υπο- υπογραφής κ.τ.τ.). 2 σφραγίδα υπογραφής. 3 επίρ. πανομοιότυπα. факсимильный επ. πανομοιοτυπωτικός· πανο- πανομοιότυπος . ♦ факт, -а α. 1 γεγονός· συμβάν историче- исторический - ιστορικό γεγονός· это -, а не выду- выдумка αυτό είναι γεγονός κι όχι επινόηση· пё- ред совершившимся -ом μπροστά σε τετελε- τετελεσμένο γεγονός· искажать -Ы διαστρεβλώνω τα γεγονότα· -, ЧТО·... γεγονός είναι ότι... II παράδειγμα, περίπτωση· приводить -Ы φέρω παραδείγματα. II στοιχείο· δεδομένο· иссле- исследование опирается на -ы η έρευνα στηρίζε- στηρίζεται σε στοιχεία· С -ами на руках με χειρο- χειροπιαστά στοιχεία. 2 πραγματικότητα. II ύπαρ- ύπαρξη. II εκφρ. ставить перед совершившимся -ОМ βάζω μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός· оказаться перед совершившимся -ом βρίσκομαι μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός, фактически επίρ. πραγματικά, фактический επ. πραγματικός, αληθινός·-ое событие πραγματικό γεγονός· ~ие данные τα πραγματικά δεδομένα ή στοιχεία· ~ материал υλικά στηριζόμενα στην πραγματικότητα· -Ое положение вещей η αληθινή κατάσταση των 673 фал πραγμάτων. II εκφρ. - брак γάμος μη νομιμο- νομιμοποιημένος. фаКТЙЧНОСТЬ, -И θ. πραγματ ικότητα, αλήθεια, фактичный επ., βρ: -чен, -чна, -4Ηο(γραπ. λόγος) πραγματικός. фактографический επ. της απλής περιγραφής των γεγονότων (χωρίς ανάλυση). фактографичность, -и θ. βλ. фактография. фактография, -И θ. (γραπ. λόγος) απλή πε- περιγραφή των γεγονότων (χωρίς ανάλυση). ♦фактор, -а α. 1 παράγοντας· учитывать - времени λαβαίνω υπόψη τον παράγοντα χρό- χρόνο. 2 (παλ.) εμπορομεσίτης, ο πράκτορας. 3 (παλ.)· διευθυντής τμήματος τυπογραφείου. ♦фактория, -И θ. 1 εμπορικό πρακτορείο ή συνοικισμός εμπόρων (στις αποικιακές χώρες). 2 κέντρο εμπορικών προμηθειών. факторский επ. του εμπορομεσίτη, του πρά- πράκτορα. II του διευθυντή τμήματος τυπογραφείου, факторство, -а ουδ. (παλ.) εμπορομεσιτεία, πρακτορείο. II διεύθυνση τμήματος τυπογρα- τυπογραφείου. ♦фактотум, -а α. (παλ.) εμπορομεσίτης,πρά- εμπορομεσίτης,πράκτορας. •фактура, -Ы θ. 1 υφή, πλοκή (έργων Τέ- Τέχνης ή Γραμμάτων). 2 χαρακτήρας όψης υφά- υφάσματος, γυαλιού κ.τ.τ., το είδος. 3 τιμολό- τιμολόγιο εμπορευμάτων, φατούρα. фактурный επ. της υφής, της πλοκής. II τι- μολογικός, του τιμολόγιο*. ♦факультативный επ., βρ: -вен, -вна, -вно·, προαιρετικός· -ые предметы προαιρετικά μα- μαθήματα· - курс лекций προαιρετική παρακο- παρακολούθηση σειράς διαλέξεων. •факультет, -а α. σχολή (ανώτατου εκπαι- εκπαιδευτικού ιδρύματος)· биологический - βιολο- βιολογική σχολή· химический - σχολή χημείας· юри- юридический - νομική σχολή. факультетский επ. της σχολής· -ое собра- собрание συνέλευση (φοιτητών) της σχολής. *фал, -а α. (ναυτ.) σχοινί· σηματόσχοινο. фалалей, -Я α. (παλ. κ. απλ.) ελαφρόμυα- ελαφρόμυαλος, κουτούτσικος. ♦фаланга, -И θ. 1 (παλ.) φάλαγγα στρατού. 2 σειρά. 3 κοινότητα, κομμούνα. 4 το φασιστι- φασιστικό ισπανικό κόμμα. 5 (ανατ.) η φάλαγγα του κάθε δάχτυλου. 6 φαλάγγι, ρωγαλίδα (αράχνη), фалангист, -а α. φαλαγγίτης (μέλος той φα- φασιστικού ισπανικού κόμματος). фалангисгский επ. φαλαγγίτικος· -ие гла- главари οι αρχηγοί του ισπανικού φασιστικού κόμματος. •фаланстер, ~а α. κοινοκατοικία των κοι- νοκτημόνων (του συστήματος Φουριέ). •фалбала, -Ы θ. (αθρσ.) παλ. ο φαλμπαλάς.. •фалда, -Ы θ. ουρά φράκου, || σωληνοειδής
фал 674 фан πτυχή γυναικείου ενδύματος. ♦фалинь, -Я α. (ναυτ.) καραβόσχοινο (πρόσδε- (πρόσδεσης στην ξηρά). фаллический επ. του φαλλού· - культ η λα- λατρεία του φαλλού.(σε μερικούς λαούς). фаллопиев, -а, -о επ: -а труба ή - канал ωαγωγός ή σάλπιγγα μήτρας. ♦фаЛЛОО, -а α. (γραπ. λόγος) φαλλός ή ο- ομοίωμα αυτού. ♦фалреп, -а α. είδος κοντού καραβόσχοινου. фальбала βλ. фалбала. ♦фальКОНвТ, -а α. παλαιό .μικρό πυροβόλο. ♦фальсификат, -а α. (γραπ. λόγος) κίβδηλο αντικείμενο. фальсификатор, ~а α. παραποιητής, καλπου- ζάνος· παραχαράκτης, κιβδηλοποιός· πλαστο- πλαστογράφος. II διαστρεβλωτής· ~ истории διαστρε- βλωτής της ιστορίας. фальсификаторский επ. του κιβδηλοποιού, του παραχαράκτη κλπ. ουσ. ♦фальсификация, -И θ. 1 παραποίηση· πλα- στότητα κιβδηλία· καλπουζανιά· ~ Докумен- ΤΟΒ παλστογράφηση εγγράφων - выборов η νο- νοθεία των εκλογών - вина νόθευση κρασιού· ~ выборов καλπονόθευση εκλογών. 2 διαστρεύ- λωση· - исторических фактов διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων. 3 αντικείμενο ψεύτικο, κάλπικο, κίβδηλο. фальсифицирование, -я ουδ. βλ. фальсифи- фальсификация A,2 σημ.). фальсифицировать, -руга, -руешь р.δ.к.σ. 1 παραποιώ, αλλοιώνω· κιβδηλεύω· ψευτίζω. II νοθεύω· - масло νοθεύω το βούτυρο ή το λά- λάδι· - ВИНО νοθεύω το κρασί· - документы Ы πλαστογραφώ έγγραφα· — выборы καλπονοθεύω τις εκλογές. 2 διαστρευλώνω. II -СЯ παραποι- παραποιούμαι αλλοιώνομαι νοθεύομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. ♦фаЛЬЦ, -а α. 1 ραφή ένωσης λεπτών μετάλ- μετάλλων. 2 χαραμάδα, σχισμή. 3 παρυφή διπλω- νόμενου υφάσματος. 4 άκρη της δίπλας χαρ- χαρτιού. ♦фальгобель, -Я α. πλάνη κατασκευής συνδέ- συνδέσεων κατά μήκος. фальцевание, -Я ουδ. 1 κατασκευή εγκοπής, αυλακιάς, υποδοχής. 2 δίπλωση χαρτιού. фальцевать, -цуга, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. фальцованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. κάνω εγκοπή, αυλακιά, υποδοχή. 2 διπλώνω χαρτί. II -СЯ εγκόπτομαι, αυλακώνομαι. ♦фальцет, -а α. ισχνοφωνία. фаЛЬЦётный επ. της ισχνοφωνίας, фальцовка, -и θ. βλ. фальцевание. фальшивить, -влю, -вишь р.δ. 1 προσποιού- προσποιούμαι, υποκρίνομαι. 2 φαλτσάρω, παραφωνώ. фальшивка, -И θ. πλαστογράφηση, παραποίη- παραποίηση· πλαστογράφηση. фальшивомонетчик, '-а α. παραχαράκτης, κι- κιβδηλοποιός . фальшивость, -И θ. 1 προσποίηση, υποκρι- υποκρισία· ανειλικρίνεια. 2 παραφωνία, φάλτσο. фальшивый επ., βρ: -вив, -а, -О. 1 πλα- πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος· ~ые до- документы πλαστά έγγραφα· -ая монета κάλπι- κάλπικος παράς. II αφύσικος, φτιαχτός, τεχνητός, εικονικός. 2 προσποιητός, υποκριτικός* ανει- ανειλικρινής·'- характер υποκριτικός χαρακτή- χαρακτήρας· -ая улыбка ψεύτικο χαμόγελο. 3 παράφω- παράφωνος· -ая нота παράφωνη νότα. 4 (ναυτ.) προ- προσωρινός, πρόσκαιρος, ολιγόχρονος. II εκφρ. - монетчик (παλ.) βλ. фальшивомонетчик. *фальшь, -и θ. 1 (παλ.) απάτη. 2 προσποίη- προσποίηση, επιτήδευση, υποκρισία· ανειλικρίνεια. 3 παραφωνία, φάλτσο. ♦фамилия, -и θ. 1 το επώνυμο· назвать своё ИМЯ И -Ю λέγω το όνομα και το επώνυμο· С0- хранйть свою девичью -Ю διατηρώ το πατρικό επώνυμο. 2 γένος, γενιά, σόι. 3 οικογένεια. 4 (στην αρχαία Ρώμη) η οικογένεια μαζί και οι δούλοι. фамильный επ. οικογενειακός. фамильярничание, -я ουδ. η συμπεριφορά με οικειότητα. фамильярничать ρ.δ.φέρνομαι με οικειότη- οικειότητα, με θάρρος. фамильярно επίρ. με οικειότητα, οικείως. фамильярность, -И θ. οικειότητα, θάρρος. фамильярный επ., βρ: -рен, -рна, -рно οι-> κείος, σπιτίσιος, φίλιος. ♦фанаберия, -и θ. 1 βλ. кичливость. 2 κα- πρίτσιο, ιδιοτροπία, παραξενιά. фанатизм, -а α. φανατισμός. фанатик, -а α., -тйчка, -и θ. φανατικός, φανατική. фанатический επ. φανατικός. фанатичность, -И θ. φανατισμός. фанатичный επ., βρ: -чен, -ЧНа, -ЧНО φα- φανατικός· φανατισμένος. ♦фанг, -а α. ύφασμα πλεκτό χωρίς όρθα και ανάποδη. ♦фанданго ουδ. άκλ. ε'ιδο.ς χορού ισπανικού. ♦фанера, -Ы θ. 1 το κόντρα-πλακέ. 2 λεπτό φύλλο ξύλου (απο το οποίο γίνεται το κό- κόντρα-πλακέ) . фанерка, -И θ. κομματάκι απο κόντρα-πλακέ. фанерный επ. του κόντρα-πλακέ ή απο κό- ντρα-πλακέ· -ая фабрика φάμπρικα κατασκευής κόντρα-πλακέ· - чемоданчик βαλιτσάκι απο κόντρα-πλακέ. фанерование, -Я ουδ. επένδυση με κόντρα- πλακέ. фанерованный επ. απο μτχ. επενδυμένος με κόντρα-πλακέ.
фан 675 фанеровать, —руго, ~руешь,яав. μτχ. παρλθ, χρ. фанерованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. ντύνω (επενδύω) με κόντρα-πλακέ. II -СЯ ντύ- ντύνομαι (επενδύομαι) με κόντρα-πλακέ. фанеровка, -и θ. βλ. фанерование. фанеровщик, -а α., -ца, -Ы θ. επενδυτής, -τρία με κόντρα-πλακέ. *фанза, -Ы θ. χωριατόσπιτο. ""фаноВЫЙ επ. εκκαθαριστικός βρώμικων νερών, ♦фант, ~а α. 1 πλθ. (фанты, -ов) είδος τυ- τυχερού παιγνιδιού με ενέχυρο. 2 αυτό το Ίδιο το ενέχυρο. фантазёр, -а α., -ка, -И θ. φαντασιοκό- πος, φαντασιόπληκτος ονειροπόλος. фантазёрский επ. φαντασιοκοπικός. фантазёрство, -а ουδ. φαντασιοκοπία, φα- ντασιοπληξ'ια, ονειροφαντασία· ονειροπόληση, ♦фантази επ. άκλ. φανταχτερός· галстук - φανταχτερή γραβάτα· КОСТЮМ - φανταχτερό κο- κοστούμι. фантазирование, -Я ουδ. φαντασιοκόπηση· ο- ονειροπόληση. фантазировать, -руго, -руешь р.δ. 1 φαντα- σιοκοπώ ονειροπολώ. II επινοώ, σοφίζομαι. 2 βλ. импровизировать. *фантазия, -Й .θ. 1 φαντασία, δημιουργική σκέψη, διανοητική δημιουργία. II επινόηση. 2 πλάσμα φανταστικό· продукт -ИИ προ'ίόν (απο- (αποκύημα) φαντασίας, φαντασιοκόπημα. 3 ιδιο- ιδιοτροπία, γούστο καπρίτσιο· пришла ему В ГО- ЛОВу - του κατέβηκε στο μυαλό, του κάπνησε. 4 φανταστικό μουσικό έργο· - Шумана φαντα- φαντασία του Σούμαν. фантасмагорический επ. φαντασμαγορικός, ♦фантасмагория, -И θ. φαντασμαγορία фантаст, -а α. 1 άνθρωπος με αναπτυγμένη φαντασία. 2 καπριτσόζος, ιδιότροπος. 2 συγ- συγγραφέας ή ζωγράφος φανταστικών έργων, ♦фантастика, -И θ. αποκυήματα φαντασίας. II ονειροπόλημα. фантастический επ.1 φανταστικός, φαντασιώ- φαντασιώδης· - роман φανταστικό μυθιστόρημα. 2 μα- μαγικός, μαγευτικός, γοητευτικός, 3 χιμαιρι- χιμαιρικός, ουτοπικός, ρομαντικός. 4 απίθανος, α- απίστευτος, μυθώδης, μυθιστορηματικός. II υ- υπερφυσικός, υπερφυής· τερατώδικος. фантастичность, -И θ. φαντασία, φανταστι- φανταστικός χαρακτήρας. фантастичный επ., βρ: -чен, ~чна, -чно βλ. фантастический. фаНТИК, -а α. η κοντή (παιδικό παιγνίδι με χαρτάκια απο καραμέλες), ♦фантом, -а α. 1 φάντασμα, φάσμα, οπτασία. 2 μοντέλο σώματος ή μέλους αυτού. фантомный επ. φανταστικός· -ая боль φα- φανταστικός πόνος. ' Фар ♦фанфара, -Ы θ. 1 φανφάρα, μουσικό πνευστό όργανο. 2 σάλπισμα, σινιάλο. II μουσικό πα- μηγυρικό δίστιχο. фанфарист, -а α. φανφαρίστας. фанфарный επ. φανφαρικός, της φανφάρας, ♦фанфарон, -а α. καυχηματίας, κομπορρήμο- νας, φανφαρόνος. ♦фанфаронада, -Ы θ. (γραπ. λόγος) καυχησι- ολογία, κομπορρημοσύνη, φανφαρονισμός. фанфарОНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ р.δ. καυχιέμαι, καυχησιολογώ, μεγαλαυχώ, κομπάζω. II καυχιέ- καυχιέμαι πλπ. ρ. ενεργ. φ. фанфаронский επ. φανφαρονικός, -ίστικος, καυχησιάρικος, μεγάλαυχος, κομπαστικός. фанфарОНСТВО, ~а ουδ. μεγαλαυχία, καυχη- σιολογία, μεγαλορρημοσϋνη, φανφαρονισμός. *фанШ0Н, ~а α. το τσεμπέρι, ♦фара, -Ы θ. φάρος· φανάρι, φανός, ♦фарада, -Ы θ. φαράντα, φαράδιο. ♦фарандона, -Ы θ. παλαιός γαλλικός επαρχι- επαρχιακός χορός. ♦фараон, -а α. 1 ο φαραώ. 2 (απλ.) περι- φρονητική ονομασία αστυνομικού, χαφιές. 3 είδος μπακαρά. фараонов, -а, -о επ. φαραωνικός· -а пира- пирамида η πυραμίδα των φαραώ. II εκφρ. -а МЫШЬ ο ιχνευμόνας (ζώο που καταστρέφειποντικούς, αρουραίους). ♦фарватер, -а α. πλωτό μ,έρος· морской πλωτό μέρος της θάλασσας* шхерный - υφαλώ- δες πλωτό μέρος. II εκφρ. плыть (идти, нахо- находиться, быть) В -е ενεργώ (πράττω, δρω) κα- κατά το υπόδειγμα του τάδε, фарватерный επ. του πλωτού μέρους· -ые вехи τα όρια του πλωτού μέρους. ♦Фаренгейт, -а α. θερμόμετρο του Φαρενάιτ. ^фарингит, -а α. η φαρυγγίτιδα, ♦фарингоскопия, -И θ. φαρυγγοσκοπία. ♦фарисей,* -Я α. 1 φαρισαίος. 2 υποκριτής, фарисейский επ. 1 φαρισα'ίκός, του φαρι- σαίου. 2 υποκριτικός. фарисейство, -а ουδ. 1 (παλ.} φαρισαϊσμός. 2 υποκρισία. фарисействовать, -ствую, -ствуешь υπο- υποκρίνομαι. фармазон, -а α. βλ. франкмасон. II μτφ. αυ- αυτόβουλος, αυθαίρετος, ετσιθελιστής. II (ύβρη)· μασόνος. фармазонский επ. βλ. франкмасонский. фармазонство, -а ουδ. (παλ.) βλ. франкма- франкмасонство. II ελευθεροτεκτονισμός. ♦фармакогнозия, -И θ. φαρμακογνωσία. фармаколог, -а α. φαρμακολόγος. фармакологический επ. φαρμακολογικός ♦фармаКОЛОГИЯ, -И θ. φαρμακολογία, ♦фармакопея, -и θ. φαρμακοποιία.
фар 676 Фау фармацевт, -а α. φαρμακοποιός, σπετσέρης. *фармацевтика, -И θ. φαρμακευτική. фармацевтический ε«. φαρμακευτικός. ""фармация, -и θ. βλ. фармацевтика. *фарс, -а α. η φάρσα. II «στείο άγαρμπο. II υποκρισία· κυνικότητα. ♦фарсёр, -а α. (παλ.) 1 ηθοποιός κωμικός. 2 γελωτοποιός, μίμος, φαρσέρ. фарсовый επ. της φάρσας· κωμικός. фарт, -а α. (απλ.) ευτυχία· επιτυχία. фартить, -тйт ρ.δ. απρόσ. (απλ.) βλ. везти B σημ.). фартовый επ. (απλ.) βλ. удачливый. II ε- εξαιρετικός, υπέροχος. II άτακτος· κακός, μο- μοχθηρός. ♦фартук, ~а α. 1 η ποδιά, η μπροστέλα. 2 βλ. ПОЛОСТЬ2. 3 (τεχ.) κάλυμμα. фартучный επ. της ποδιάς, για ποδιά· - ма- материал ύφασμα για ποδιά. ♦фарфор, -а α. 1 η πορσελάνη. 2 (αθρσ.) τ« σκεύη· κομψοτεχνήματα απο πορσελάνη. фарфоровый επ. της πορσελάνης· -ое произ- производство η παραγωγή πορσελάνης. II πορσελά- πορσελάνινος· -ая ваза αγγείο (βάζο) πορσελάνινο· -ая глина η καολίνη. II πορσελανοειδής. ♦фарш, -а α. 1 ο κιμάς· ГОВЯЖИЙ - βοδινός κιμάς. 2 παραγέμισμα· КОЛбса С чесночным -ем σαλάμι με τριμμένο σκόρδο. фарширование, -я ουό. βλ. фаршировка. фаршированный επ. απο μτχ. παραγεμιστός. фаршировать, -рую, -руешь^аб. μτχ. παρλθ. χρ. фаршированный, βρ: -ван, -а, -о παραγε- παραγεμίζω με άρτυμα. II -СЯ παραγεμίζομαι, γίνο- γίνομαι παραγεμιστός. фаршировка, -И θ. (μαγειρ.) παραγέμισμα· - перца παραγέμισμα πιπεριάς. ♦фас, -а α. 1 όψη, πρόσωπο, φάτσα. II (παλ.) βλ. фасад A σημ.). 2 τμήμα οχυρωματικού φράγματος. II έκφρ. Β - κ. -ом βλ. анфас, ♦фасад,-а α. 1 πρόσοψη οικοδομής, φάτσα. II η εξωτερική όψη αντικειμένου. 2 κάθετη προ- προβολή αντικειμένου. фасадный επ. της πρόσοψης· ~ые двери οι πόρτες της πρόσοψης. ♦фасет, -а α. έδρα αντικειμένου, επικλινές μέρος, πλευρίταα. фасетка, -и θ. βλ. фасет. фасеточный επ. της έδρας, της κλίσης. II εκφρ. -ые глаза οι σύνθετοι οφθαλμοί. фасетчатый επ. βλ. фасеточный. ♦фаска, -и θ. βλ. фасет. фасование, -Я ουδ. πακετάρισμα· συσκευα- συσκευασία εμπορεύματος. фасованный επ. απο μτχ. πακεταρισμενος συ- συσκευασμένος, ♦фасовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. фасованный, βρ: -ван, -а, -о πακετάρω· συσκευάζω εμπόρευμα. II -СЯ πακετάρομαι, συ- συσκευάζομαι, фасовка, -и θ. βλ. фасование. фасовочный επ. του πακεταρίσματος· της συ- συσκευασίας, συσκευαστικός. II ουσ. -ая θ. τμή- τμήμα συσκευασίας. фасовщик, -а α., -ца, -Ы θ. πακεταριστής, -στρια· συσκευαστής, -άστρια. фасолевый επ. του φασολιού· - Суп η σού- πα-φασόλια, η φασολάδα, ♦фасоль, -И θ. η φασολιά. II το φασόλι, ♦фасон, -а α. 1 είδος, μορφή, όψη· ύφος. II κόψιμο, σχέδιο, μοντέλο (για ενδύματα, υπο- υποδήματα)· снять - βγάζω σχέδιο, αχνάρι.2 τρό- τρόπος, συμπεριφορά. 3 ακκισμοί, καμώματα, τσα- τσακίσματα, τσιριμόνιες. II επινόηση, τέχνασμα. II εκφρ. не - (απλ.) δεν είναι τρόπος, δεν αρμόζει, δεν πρέπει· держать - βλ. фасонить. фасонистый επ. βρ: -нист, -а, -о (απλ.) με σχέδιο, μοντέρνος. II κομψός. фасОНИТЬ, -НЮ, -НИШЬ р.δ. (απλ.) επιδεί- επιδείχνομαι· κομψεύομαι· καμώνομαι. фасонный επ. πρότυπος· -ая стрижка πρότυ- πρότυπο κούρεμα. II με μοντέλλο, με σχέδιο, ♦фасция, -И θ.(ανατ.) ταινία απονευρωτική. ♦фат, -а α. κομψευόμενος, δανδής αυτάρεσκος. фата, -Ы θ. (παλ.) σάλι·μπέρτα. II ο νυφι- νυφικός πέπλος. ♦фатализм, -а α. (γραπ. λό^τος) μοιροκρα- τ'ια, μοιρολατρεία, φαταλισμός. фаталист, -а α., -ка, -и θ. μοιρολάτρης, -ισσα, φαταλιστής. фаталистический επ. (γραπ. λόγος) μοιρο- μοιρολατρικός, φαταλιστικός. фаталистичность, -И θ. μοιρολατρικότητα, φαταλισμός· το πεπρωμένον. фаталистичный επ., βρ: -чен, -чна, -о βλ. фаталистический. фатальность, -И θ. το μοιραίο, το αναπό- αναπόφευκτο, το πεπρωμένο. фатальный επ., βρ: -лен, -льна, -о (.χραπ. λόγος) μοιραίος· -ое совпадение μοιραία σύ- σύμπτωση. II αναπόφευκτος, ♦фата-моргана, ~Ы θ. φάσμα, όραμα. фатоватость, -и θ. βλ. фатовство. фатоватый επ., βρ: -ват, -а, -О κομψευό- κομψευόμενος· αυτάρεσκος. фатоВСКОЙ επ. του κομψευόμενου. фатовство, -а ουδ. περιφιλαυτία, περπε- ρεία* κομψότητα, αυταρέσκεια. ♦фатум, -а α. (γραπ. λόγος) η μοίρα η ει- ειμαρμένη. фатой, -я α. (διαλκ.) βλ. фетгак. ♦фауна, ~Ы θ. η πανίδα, η πανίσκη. ♦фаустпатрон, -а α. η γροθιά (είδος εκρηκτι-
677 фен > βλήματος. рахвёрк, -а α. (τεχ.) то δικτυωτό, το ζεύ- >, το μπαγδατί. &ацет βλ. фасет. фашизация, -И θ. φασιστικοποίηση. фашизировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. φασι- ,κοποιώ. II -СЯ φασ ι στ ι κόπο ιού μα ι. фашизм, -а α. φασισμός, рашйна, -Ы θ. δεμάτι. ^ШИННИК, -а α. βέργες, κλαδιά (τα οποία κάνουν δεμάτια). II (αθρσ.) δεμάτια. ФаШИННЫЙ επ. του δεματίου. II των βεργών ή 1 κλαδιών. Фашист, -а*., -ка, -и θ. φασίστας,-τρία. фашиствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. δρω, :ργώ φασιστικά. Фашистский επ. φασιστικός- - режим φασι- φασικό καθεστώς. ЙЭТОН, -а α. φαέθων, παετόνι. II πτυσσό- ο στέγασμα αυτοκινήτου. «ЭТОННЫЙ επ. του παετονιοϋ· -ые сиденья καθίσματα του παετονιοϋ. )аЯНС, -а α. 1 το φαβεντιανό, το φαγεντι- ' (ο πηλός). 2 (αθρσ.) αγγεία φαγεντιανά. НЯНСОВЫЙ επ. φαγεντιανός· - завод εργο- :σιο φαγεντιανών -ая ПОсуда φαγεντιανό ε Ίο. Февраль, -Я α. Φλεβάρης, Φεβρουάριος. Февральский επ. φλεβαριάτικος, φεβρουαρι- ις. II εκφρ. -ая революция η επανάσταση του βάρη (του 1917). Федерализация, -и θ. ομοσπονδοποίηση. федерализм, -а α. ομοσπονδιακό σύστημα δι- 'βέρνησης· συμπολιτεία. II ομοσπονδιακό πο- ικό ρεύμα. Федералист, -а α. οπαδός του ομοσπονδια- ι συστήματος. Федералистский επ, ομοσπονδιακός. Федеральный επ. βλ. федеративный. Федеративный επ. ομόσπονδος, ομοσπονδια- . · ~ая республика ομόσπονδη δημοκρατϊα·-οβ шйтельство ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Федерация, -и θ. 1 ομοσπονδία· Всемирная [рофсоюзов Παγκόσμια συνδικαλιστική ομο- ινδ'ια. II κράτος ομοσπονδιακό. Феерический επ. 1 (θεατρ,) μαγικός, μαγευ- ;ός , φαν τ ασμαγορ ι κός. ФеерЙЧНОСТЬ, -И θ. μαγικότητα, φαντασμα- > ία. Фееричный επ. βρ: -чен, -чна, ~чно βλ. фе- гееский. Феерия, -И θ. θέαμα μαγευτικό, μαγεία,γο- :ία, φαντασμαγορία, πανόραμα. Фейерверк, -а α. πυροτέχνημα καθώς και η ιση αυτού. ^ейервёркер, ~а α. υπαξιωματικός πυροβο- πυροβολικού. фейерверочный επ. του πυροτεχνήματος· -ая ракета η φωτοβολίδα. *фейхоа θ. άκλ. είδος μυρτιάς, ♦фекалии, -ИЙ πλθ. (ενκ. -лия, -и θ.) πε- περιττώματα ανθρώπου. фекальный επ. των περιττωμάτων. ♦феллах, -а α. ο φελάχος. феллахский επ. φελαχικός, του φελάχου, ♦фельдмаршал, -а α. στρατάρχης, фельдмаршальский επ. στραταρχικός· - жезл στραταρχική ράβδος. фельдмаршальство, -а ουδ. στραταρχία. фельдсвязь, -И θ. (στρατ.) ειδική σύνδεση με δρομέα, ♦фельдфебель, -я α. επιλοχίας. фельдфебельский επ. του επιλοχία. ♦фельдшер, -а α. αρχινοσοκόμος, фельдшерица, ~Ы θ. αρχινοσοκόμα. фельдшерский επ. του αρχινοσοκόμου· - ха- лат η μπλούζα του αρχινοσοκόμου. фельдъегерский επ. του στρατιωτικού συν- συνδέσμου· -ая связь βλ. фельдсвязь, ♦фельдъегерь, -я α. ειδικός σύνδεσμος-δρο- μέας (στρατιωτικός ή κυβερνητικός), ♦фельетон, -а α. η επιφυλλίδα, фельетонист, ~а α., -ка, -и θ. επιφυλλι- επιφυλλιδογράφος. фельетонный επ. της επιφυλλίδας ή του ε- επιφυλλιδογράφου. * фельетонщик, ~а α. βλ. фельетонист, ♦фелюга, -И θ. φελούκα, πλοιάριο. фелЮЖНИК, -а α. μεταφορέας με φελούκα ή ι- ιδιοκτήτης φελούκας. ♦Фемида, -Ы θ: служитель ~ы λειτουργός της θέμιδας (δικαστής), ♦феминизация, -И θ. εκθήλυνση. * феминизировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. εκ- θηλϋνω. II -СЯ εκθηλύνομαι. ♦феминизм, -а α. φεμινισμός, феминист, -а α., -ка, -и θ. φεμινιστής, -τρία. феминистический επ. φεμινιστικός, феминистский επ. φεμινιστικός, ♦фен, -а α. ηλεκτρικός ανεμιστήρας στεγνώ- στεγνώματος μαλλιών, πιστολάκι, ♦фён, -а α. ζεστός, ξηρός άνεμος, ♦фенацетин, -а α. η φαινακετίνη. ♦фендрик, -а α. (παλ.) νεολαίος με απαιτή- απαιτήσεις. ♦феникс, -а α. 1 φοίνικας (μυθολογικό πτη- πτηνό). 2 (παλ.) καταπληκτικότητα, μοναδικότη- μοναδικότητα, το μοναδικό. ♦фенол, -а α. (χημ.) η φαινόλη, το φαινικό οξύ, το φαινέλαιο. феноловый επ. φαινικός, της φαινόλης.·
678 фех фенолог, ~а α. φαινολόγος. фенологический επ. φαινολογικός. ♦фенология, -И θ. φαινολογία. ♦феномен к. (παλ.) феномен, -а а. 1 φαινό- φαινόμενο σπάνιο. 2 (φιλοσ.) ον καθ' εαυτό, α- γνώσιμο, μη νοούμενο. феноменаЛИЗМ, -а α. (φιλοσ.) φαινομενο- κρατία. феноменалист, -а α. φαινομενοκράτης. феноменально επίρ. φαινομενικά. феноменальность, -И θ. φαινομενικότητα, η σπανιότητα φαινομένου. феноменальный επ., βρ: -лен, -льна, -льно φαινομενικός, σπάνιος, ασυνήθης. II έκτα- έκτακτος, εξαιρετικός. II αγνώσιμος, μη νοούμε- νοούμενος, ασύλληπτος με το νου. феноменологический επ. φαινομενολογικός. ♦феноменология, -И θ. φαινομενολογία. ♦фенхель, -Я α. μάραθο, φαινίκιο, φενόκιο. *феОД, -а α. (παλ.) το φέουδο. ♦феодал, -а α. (παλ.) φεουδάρχης. феодализация, -и θ. φεουδαρχοποιηση. феодализм, -а α. φεουδαλισμός, φεουδαρχι- σμός, φεουδαρχία. феодальный επ. φεουδαρχικός, φεουδαλικός· - замок φεουδαρχικός πύργος· -ое право φε- ουδαρδικό δίκαιο* - строй φεουδαρχικό καθε- καθεστώς· -ая монархия φεουδαρχική μοναρχία. ферзевый επ. της βασίλισσας (του σκακιού). ♦ферзь, -Я α. η βασίλισσα (σκακιού). ♦ферма1, -Ы θ. παραγωγικό νοικοκυριό στα κολχόζ, σοβχόζ· коневодческая - ιπποτροφείο, ιπποφορβεΊο· птицеводческая - βλ. птицефер- птицеферма; молочная - γαλακτοπαραγωγικό νοικοκυ- νοικοκυριό, II (παλ.) αγροικία, αγρόκτημα. ♦фёрма^ -Ы θ. (τεχ.) το ζευκτό. ♦фермент, -а α. ένζυμα, φύραμα κυττάρων. ферментативный επ. του ένζυμοι, του φυρά- φυράματος· -ые вещества ζυμωτικες ουσίες. ферментационный επ. ζυμωτικός, της ζύμω- ζύμωσης· -ая камера θάλαμος ζύμωσης. ♦ферментация, ~и θ. ζύμωση, βράσιμο. ферментировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ.προ- р.δ.κ.σ.προκαλώ ζύμωση. II -СЯ ζυμούμαι, βράζω. ферментный επ. ζυμωτικός. •фермер, -а α. ιδιοκτήτης αγροκτήματος, α- γροκτηματίας. фермерский επ. αγροκτηματικός. фермерство, ~а ουδ. αγροκτηματικό νοικο- νοικοκυριό. || (αθρσ.) οι αγροκτηματίες. фермерша, -И θ. η αγροκτηματίας. II η σύ- σύζυγος του αγροκτηματία. фёрмовый επ. (τεχ.) ζευκτικός. ♦фермуар, -а α. το φερμουάρ. II κοπίδι, ε- γκοπέας (ξύλου ή πέτρας). ♦фероньерка, -И θ. (παλ.) προμετωπίδιο (με πολύτιμα πετράδια), ♦феррит, -а α. ο φερρίτης(αμιγές σίδερο). ферритоВЫЙ επ. του φερρίτη,απο φερρίτη. *ферро... πρώτο συνθετικό των λέξεων με σημ. σίδηρο... ферромагнетизм, -а α. σιδηρομαγνητισμός. ферромагнетик, -а α. σιδηρομαγνήτης. ферромагнитный επ. σιδηρομαγνητικός. ферросплав, -а α. κράμα σιδήρου ή σιδη- σιδηρούχο . ферт, -а α. 1 φερτ (παλαιά ονομασία του γράμματος φ). 2 κομψευόμενος, μάγκας· λι- λιμοκοντόρος. II εκφρ. ~ΟΜ СТОЯТЬ στέκομαι μά- γκικα (στηρίζοντας τα χέρια στα πλευρά, ό- όμοια με το γράμμα ф); -ОМ ХОДИТЬ βαδίζω μάγκικα. фертик, -а α. (υποκορ.) βλ. ферт B σημ.). ♦ферула, -Ы θ. 1 (γραπ. λόγος) επίβλεψη, ε- επιτήρηση αυστηρή. 2 ο χάρακας (που χτυπού- χτυπούσε ο δάσκαλος τους μαθητές στην παλάμη), ♦ферязь, -и θ. είδος παλαιάς ρωσικής ενδυ- ενδυμασίας. ♦фес, ~а α. κ. фёска, -И θ. το φέσι. ♦фестиваль, -Я α. γιορτή, φεστιβάλ· - ΜΟ- лодёжи γιορτή νεολαίας· музыкальный φεστι- φεστιβάλ μουσικής· - КИНифЙЛЬМОВ φεστιβάλ κινη- κινηματογραφικών ταινιών. фестивальный επ. της γιορτής, του φεστι- φεστιβάλ· - значок η κονκάρδα του φεστιβάλ. ♦феСТОН, -а α. το φεστόνι.· фестонный επ. του φεστονιού. фестончатый επ. με φεστόνια. ♦фетиш, -а α. (γραπ. λόγος) το φετίχ. фетишизация, -и θ. (γραπ. λόγος) φετιχο- ποίηση, фетишизирование, -Я ουδ. φετιχοποίηση. фетишизировать, -руго, -руешь р.δ.μ.(γραπ. λόγος)· φετιχοποιώ. II -СЯ φετιχοποιούμαι. фетишизм, -а α. φετιχισμός. фетишировать(ся) р.δ. βλ. фетишизировать- фетишизироваться). фетишист, -а α. (γραπ. λόγος)· φετιχιστής, φετιχολάτρης. фетишистский επ. φετιχικός. ♦фетр, -а α. πίλημα, το φετρ, ο κετσές. фетровый επ. του πιλήματος· απο πίλημα. фетЁК, -а α. (παλ.) χαζός, κουτεντές, μά- μάπας· μπουνταλάς. фефёла, -Ы θ. (απλ.)· γυναίκα νταρντάνα, χοντροβαρέλα, χοντροκοπάνα. ♦фефер, -а (~у) α: задать ή показать -у (απλ.) δίνω κατσάδα, κατσαδιάζω, βάζω πόστα. фехтовальный επ. της ξιφασκίας, ξιφομαχι- κός· -ое искусство ξιφομαχική τέχνη· - зал αίθουσα ξιφασκίας, фехтовальщик, -а α. ξιφομάχος.
679 фид фехтование, -я ουδ. ξιφασκία, ξιφομαχία· ктель--~Я ζιφοδιδάσκαλος. фехтовать, -туго, -туеШЬ р. δ. ξιφομαχώ, δίτ- ,φίζομαι, κάνω ξιφασκία. фешенебельность, -И θ. μόδα, συρμός, σύγ- >νες απαιτήσεις. фешенебельный επ., βρ: -лен, -льна, -льно >τέρνος, της μόδας, του συρμού, των σΰγ- >νων απαιτήσεων. &ея, -и θ. μάγισσα, μαγεϋτρα. 'β. επιφ. (περιφρόνησης, αηδίας)· φτου. ДОКр, ~а α. αγοραίο όχημα· αμάξι μισθωτό. ЭИВЛ, ~а α. φιάλη. II (παλ.) κύπελλο. фиалка, -И θ. το ίον, μενεξές, βιολέτα?το >ουσάκι, γιούλι. фиалковый επ. 1 μενεξεδένιος. 2 ουσ. -ые ). τα ιοειδή. Яаско ουδ. άκλ. παταγώδης αποτυχία, φιά- I, ЗИбра, -Ы θ. 1 (παλ.)· ίνα (φυτών, σαρκών .τ.). II λεπτότατο μόριο. 2 συνήθως πλθ. 5ры, фибр о ψυχικός κόσμος·· το είναι· всё- -ЭМИ ДУШИ моей με όλη μου την ψυχή. ϊ'ιδος χαρτιού πεπιεσμένου- II τεχνητό δέρμα. ^ИбрЙН, -а α. ινική, ινίνη. ^Ибриновый επ. της ινικής, της ινίνης. фибровый επ. απο πεπιεσμένο χαρτόνι·- че- {ан βαλίτσα απο υποκατάστατο δέρματος. ?ИбрОма, -Ы θ. οίδημα ινώδες- ίνωμα. &ига, -И θ. 1 η συκιά. 2 το σύκο. 3 βλ. :иш. II βκφρ. показать -у βλ. έκφραση στή ;η кукиш. - с маслом получить (απλ.) βλ. ρραση στη λέξη кукиш; глядеть (смотреть) в пу и видеть -у κοιτάζω στο βιβλίο και :πω γρίφους (δεν καταλαβαίνω τίποτε). фигли-мигли, фиглей-миглей πλθ. λοβιτού- ;· τεχνάσματα. ^ИГЛЯр, -а α. 1 ταχυδακτυλουργός, σαλτι- χγκος· ακροβάτης· τερατουργός. 2 μτφ. ακ- ττής, καμωματάς, ναζιάρης. фиглярить р.δ. κάνω σκέρτσα, νάζια, τσα- .ιάκια, καμώματα. фиглярничать р.δ. βλ. фиглярить. фиглярский επ. του ταχυδακτυλουργού κλπ.επ. фиглярство, -а ουδ. 1 ταχυδακτυλουργία, α- αφασία· τερατουργία. 2 νάζια, σκέρτσα, ιίσματα, τσαλιμάκια. фиглярствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. βλ. мирить. фиговый επ. της συκιάς· - ПЛОД о καρπός ; συκιάς (то σύκο). II εκφρ. -ое дерево η ιιά· - лист (κυρλξ. κ. μτφ.) φύλλο συκιάς, фигура, -Ы θ. 1 (παλ.) μορφή, σχήμα· εί- ;· φιγούρα· - земли η μορφή της γης. 2 ΐμα: геометрические ~ы γεωμετρικά σχήμα- , 3 φιγούρα χορού. 4- μορφή λόγου· рито- рйческая - ρητορικό σχήμα. II γλυπτή ή ζω- ζωγραφική παράσταση ανθρώπου ή ζώου· εικόνα η μορφή* восковые -Ы μορφές απο κερί. 5 κορ- μοστασιά, παράστημα, φόρμα, κόψη; стройная - ωραία κορμοστασιά. 6. άνθρωπος, πρόσωπο, ά- άτομο· 'Подозрительная - ύποπτο πρόσωπο. II προσωπικότητα· крупная политическая - μεγά- μεγάλη πολιτική προσωπικότητα. II φιγούρα παιγ- παιγνιόχαρτου. II (στο σκάκι)'δύναμη (βασιλιάς, -Ίλισσα, ο πύργος, ο αξιωματικός και το ά- άλογο) σε αντίθεση με τα πιόνια. II εκφρ. высшего пилотажа αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίας. фигурально επίρ. επιδεικτικά· θεαματικά. II αλληγορικά, μεταφορικά. фигуральность, -И θ. εντύπωση, εντυπωσια- εντυπωσιακός χαρακτήρας. II αλληγορικότητα. фигуральный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; εντυπωσιακός πλήρης σχημάτων λόγου. II αλ- αλληγορικός, μεταφορικός· -ое выражение αλλη- αλληγορική έκφραση. ♦фигурант, -а α., -ка, -И θ. (παλ.) χορευ- χορευτής, -τρία ομαδικού χορού. II βουβό θεατρι- θεατρικό πρόσωπο. фигурирование, -Я ουδ. φιγουράρισμα* εμ- εμφάνιση. *фигурировать, -рую, -руешь ρ.δ. φιγουρά- φιγουράρω, παίρνω μέρος, εμφανίζομαι, κάνω εμφάνι- εμφάνιση, παρίσταμαι· - на суде в качестве свиде- свидетеля εμφανίζομαι στο δίκαστήριο σαν μάρτυ- μάρτυρας. фигурист, -а α., -ка, -и θ. φιγουρίστας, -τρία, παγοδρόμος. фигуристый επ., βρ: -рйст, -а, -о. 1 πο- πολύμορφος, ποικιλλόσχημος, πολυποίκιλος. 2 βλ. фигуральный. фигурка, -И θ. φιγουρίτσα. фигурный επ., βρ: -рен, -рна, ярно.1 φι- φιγουράτος· -ое зеркало φιγουράτος καθρέφτης. II σχεδιαστικός, για σχέδια· - рубанок πλάνη για σχέδια. 2 με φιγούρες· - вальс βαλς με φιγούρες· -ое катание παγοδρομία με φιγού- φιγούρες, καλλιτεχνικό πατινάζ. II για φιγούρες· -ые КОНЬКИ παγοπέδιλα για φιγούρες. 3 (παλ.) βλ. фигуральный. 4 ανθρώπινος, προσωπικός· -ая ЖИВОПИСЬ προσωπογραφία (σε αντίθεση με τη ζωγραφική της φύσης). II εύσωμος, ευσώμα- τος, καλλ'ισωμος. II εκφρ. - полёт αεροπορι- αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίες. фигурять р.δ. (απλ.) επιδείχνομαι, φι- φιγουράρω, κάνω φιγούρα. II καυχιέμαι, παι- παινεύομαι, ♦фидеизм, -а α. φιντε"ΐσμός. фидеЙСТ, -а α., -ка, -И θ. φιντε'ΐστής, -στρια. фидеистический επ. φιντε'ϊστικός· -ие кон-
680 фил цепции φιντεϊστικές αντιλήψεις. ♦фидер, -а α. καλώδιο ηλεκτρικής τροφοδό- τροφοδότησης. фидерный επ. του καλωδίου τροφοδότησης. ♦фЙЯМЫ, фижм πλθ. στολίδια γυναικεία απο μουστάκια φάλαινας (τον 19 αι.). физ... πρώτο συνθετικό λέξεων με σημ. σω- σωματικός: физзарядка, физподготовка. физик, -а α. φυσικός (επιστήμονας, καθη- καθηγητής). ♦физика, -И θ. 1 η φυσική (επιστήμη)· тео- теоретическая - θεωρητική ή μαθηματική φυσική· ядерная - η πυρηνική φυσική· прикладная - η εφαρμοσμένη φυσική. 2 (παλ.)· φυσιογνω- φυσιογνωμία, πρόσωπο. физиогномика, -и θ. βλ. физиономика. *фИЗИОКрат, -а α. φυσιοκράτης. физиократический επ. φυσιοκρατικός· -ая ШКОЛа φυσιοκρατική σχολή. фИЗИОЛОГ, ~а α. φυσιολόγος. физиологический επ. 1 φυσιολογικός. 2 βλ. физический (з σημ.). II εκφρ. - очерк (φιλγ.) στιγμιότυπο της ζωής· - раствор τεχνητό πλά- πλάσμα παρόμοιο με το του αίματος. ♦фИЗИОЛОГИЯ, -И θ. φυσιολογία· - ЖИВОТНЫХ η φυσιολογία των ζωών ~ растений η φυσιο- φυσιολογία των φυτών ~ дыхания η φυσιολογία της αναπνοής. II μτφ. φιληδονία αγενής. II εκφρ. - ЗВУКОВ речи φυσιολογία των φωνητικών φθόγ- φθόγγων. ФИЗИОМОРДИЯ, -И θ. (απλ. παλ.) φυσιογνω- φυσιογνωμία. ♦физиономика κ. (παλ.) физиогномика, -и θ. φυσιογνωμική, φυσιογνωμονική. фИЗИОНОМИСТ, ~а α. φυσιογνωμιστής, φυσιο- γνώμονας. ♦фИЗИОНОМИЯ, -И θ. η φυσιογνωμία· ПЬЯНая - φυσιογνωμία μεθύστακα· отвратительная - απεχθής (αποκρουστική) φυσιογνωμία. II μτφ. άνθρωπος· в комнату вошла какая-то мрачная - στο δωμάτιο μπήκε κάποια σκοτεινή φυσιο- φυσιογνωμία. II μορφή, όψη· - города изменилась η όψη της πόλης άλλαζε· литературная - писа- телЯ η λογοτεχνική φυσιογνωμία του συγγρα- συγγραφέα· ПОСТая - κάτισχνη ( σκελετωμένη)μορφή. физиотерапевт, -а α. φυσιοθεραπευτής, φυ- σικοθεραπευτής. физикотерапевтйческий επ. φυσικοθεραπευ- τικός. ♦физиотерапия, ~И θ. φυσιοθεραπεία, φυσι- φυσικοθεραπεία. физический επ. 1 φυσικός, της φυσικής· ~Ие теории θεωρίες φυσικής· - факультет η φυ- φυσική σχολή· -ие опыты πειράματα φυσικής. 2 της φύσης· -ие свойства ПОЧВЫ οι φυσικές ι- ιδιότητες του εδάφους. 3 σωματικός· -ое раз- развитие σωματική ανάπτυξη· -ая усталость σω- σωματική κούραση· .~ое воспитание σωματική (φυ- (φυσική) αγωγή· ~ие упражнения σωματικές α- ασκήσεις· -ая культура βλ. физкультура· -ая СЙла σωματική δύναμη· ~ труд σωματική εργα- εργασία· -ое воздержание σεξουαλική εγκράτεια. II εκφρ. -ая география φυσική γεωγραφία. физия, -И θ. (απλ. παλ.) φυσιογνωμία. физкультура, -Ы θ. η γυμναστική. II εκφρ. лечебная - θεραπευτική γυμναστική. физкультурник, -а α., -ца, -Ы θ. αθλητής, -τρία. физкультурный επ. αθλητικός· - парад α- αθλητική παρέλαση. II της γυμναστικής· - зал αίθουσα γυμναστικής. ♦фикс, -а я. τιμή ορισμένη (αμετάβλητη), ♦фиксаж, ~а α, βλ. закрепитель. фиксажный επ. στερεωτικός· - раствор στε- ρεωτικό διάλυμα (για φωτογραφίες). ♦фиксатив, -а α. το φιζατίβ, στεγνωτικό υ- υγρό, ♦фиксатор, -а α. στερεωτής. фиксаторский επ. στερεωτικός. фиксация, -И θ. στερέωση, φιζάρισμα,ΙΙ προ- προσήλωση· - внимания προσήλωση της προσοχής. II ακριβής προσδιορισμός· - землетрясения α- ακριβής προσδιορισμός του σεισμού. фиксирование, -я ουδ. βλ. фиксация. фиксировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. 1 (γραπ. λόγος)· ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω· кон- конституция -рует права граждан το σύνταγμα κα- θορίζει τα δικαιώματα του πολίτη. II σημειώ- σημειώνω, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ· - все сведения καταγράφω όλες τις πληροφορίες. 2 προσηλώνω, καρφώνω, συγκεντρώνω· - внимание προσηλώνω την προσοχή. 3 στερεώνω. 4 αφο- αφομοιώνει). II -СЯ 1 ορίζομαι, καθορίζομαι, προσ- προσδιορίζομαι. II σημειώνομαι, εγγράφομαι, κα- καταγράφομαι. 2 προσηλώνομαι, καρφώνομαι,συ- καρφώνομαι,συγκεντρώνομαι· внимание -лось на дальней то- точке η προσοχή προσηλώθηκε σε μακρινό ση- σημείο. II στερεώνομαι. ФИКТИВНО επίρ. εικονικά· υποθετικά. ФИКТИВНОСТЬ, -И θ. εικονικότητα, πλαστό- τητα· - документов πλαστότητα εγγράφων. фиктивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно εικο- εικονικός, πλαστός· επινοητός. II ψεύτικος, κάλ- κάλπικος, ♦фикус, -а α. φίκος (φυτό). фикусный επ. του φίκου. ♦фикция, -И θ. επινόηση, πλάσμα. II υποκρι- υποκρισία, υπόκριση, εικονικότητα, ♦филантроп, -а α., ~ка, -и θ. φιλάνθρωπος, φιλάνθρωπη· ευεργέτης, -ισσα. филантропизм, ~а α. (γραπ. λόγος)· φι- λανθρωπισμός, φιλανθρωπία.
681 фим филантропический επ. φιλανθρωπικός, филантропия, -И θ. φιλανθρωπία. филармонической επ. φιλαρμονικός. филармония, -И θ. φιλαρμονία, φιλαρμονική ιλλογος ή Ίδρυμα συναυλιών), филателизм, -а α. φιλοτελισμός, φιλοτελεια. филателист, -а α., ~ка, -и θ. φιλοτελής, ιοτελιστής, -ίστρια, γραμματοσηματοσυλλέ- ΐς· γραμματοσημόφιλος. филателистический επ. φιλοτελικός. зилателия, -и θ. βλ. филателизм. ЗИЛе1 ουό. άκλ. 1 φιλέτο, ψαρονέφρ ι (κρέας), ,ρέας ή ψάρι ξεκοκκαλιασμένο. )илё2 ουδ. άκλ. πλεκτό δικτυωτό αντικεί- ο, το φιλέ, το δίχτυ. Илей? -я α. βλ. филе1. шлейный1επ. του φιλέτου. ШЛёЙНЫИ2επ. του φιλέ. ШЛёНКа, -И θ. ριγωματιά χρωματιστή (σε χο, οροφή κ.τ.τ.). II πηχάκι (σανιδ'ιτσα :τή και στενή). ШЛё'НОЧНЫЙ επ. με πηχάκι α. ШЛёнчагыЙ επ. με πηχάκια. >илёр, -а α. βλ. сыщик.. дилерский επ. του μυστικού αστυνομικού κα- και Ίωξης. ШЛИал, -а α. υποκατάστημα, παράρτημα. ШШаЛЬНЫЙ επ. του υποκαταστήματος, του αρνήματος. ЩИаЦИЯ, -И θ. αλληλουχία· - идей η αλ- .ουχ'ια σκέψεων (ιδεών), щлигран, -а α. βλ. филигрань. ШШГраННОСТЬ, -И η ύπαρξη φιλιγκράν. филигранный επ. φιλιγκράνικος. II μτφ. λε- ιτεχνος, λεπτουργής, λεπτοδουλεμένος, ζα- >ικος. зилиграновый επ. βλ. филигранный, ииигрань, -и θ. κ. филигран, -а α. 1 δι- ισμητικό αργύρωμα ή χρύσωμα. 2 υδατόσημο χαρτί, φιλιγκράν. ШЛИН, -а α. ο βύας (επιστ.), μπούφος (λκ.). ШЛШПИКа, -И θ. φιλιππικός λόγος (σφοδρό ηγορητήριο). ШЛЙровать, -рую, -руешь р.δ.μ. ' ανεβάζω Ιμια'ια τη φωνή και σε συνέχεια την κατε- ;ω μηδενίζοντας την λεπτύνω. ШШСТер, -а α. (γραπ. λόγος) άνθρωπος με >ιορισμένο πνευματικό ορίζοντα, φιλισταί- μικροαστός. ЗИЛИСтёрскиЙ επ. μικροαστικός, περιορισμέ- ι γνώσεων, φιλιστα'ΐκός. ЩЛИСтёрство, -а ουδ. (γραπ. λόγος)· φι- ττα"ΐσμός, απαιδευσία, λειψές γνώσεις. )ИЛЛОКсёра, -Ы θ. φυλλοζέρα, -ήρα. ЗИЛОГенез, -а α. φυλογένεια· φυλογονία· - зтёний φυλογένεια φυτών ~ ЖИВОТНЫХ φυ- φυλογένεια ζώων. филогенетический επ. φυλογενετικός, ♦филогения, -и θ. βλ. филогенез. филолог, -а α. φιλόλογος. филологический επ. φιλολογικός· - факуль- факультет φιλολογική σχολή. *фиЛ0ЛОГИЯ, -И θ. φιλολογία, ♦философ, -а α. 1 φιλόσοφος. 2 (παλ.) μα- μαθητής θεολογικής σχολής. философический επ. (παλ.) φιλοσοφικός. ♦философия, -и θ. φιλοσοφία· античная - η αρχαία φιλοσοφία· материалистическая - υλι- υλιστική φιλοσοφία· идеалистическая - ιδεαλι- ιδεαλιστική φιλοσοφία. II θεωρητικές αρχές·- мате- математики η φιλοσοφία των μαθηματικών. II αφη- ρεμένη έννοια. II (παλ.) η μεσαία απο τις τρεις τάζεις θεολογικής σχολής (ρητορική, φι- φιλοσοφική, θεολογική). филосОВСКИЙ επ. φιλοσοφικός* - словарь το φιλοσοφικό λεξικό· - трактат η φιλοσοφική πραγματεία· - роман φιλοσοφικό μυθιστόρημα. II εκφρ. - камень η φιλοσοφική πέτρα των αλ- αλχημιστών. фиЛОСОВСТВОВаНИе, -Я ουδ. φιλοσοφία (πρά- (πράξη, ενέργεια, λειτουργεία φιλοσοφική). II α- φηρεμένη σκέψη. филосовствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. φιλοσοφώ. ♦фильм, -а α. κ. (παλ.) фильма, -Ы θ. βλ. кинофильм. ФИЛЬМОВЫЙ επ. της κινηματογραφικής ται- ν ίας. фильмотека, -И θ. φιλμοθήκη. ♦фильтр, -а α. φίλτρο, διηθητήριο, στραγ- γιστήρι. фильтрат, ~а α. διήθημα, φιλτραρισμένο υ- фильтрационный επ. διϋλιστήριος, διηθη- διηθητικός. фильтрация, -И θ. διήθηση, φιλτράρισμα. фильтровальный επ. της διήθησης, για δι- διήθηση, διηθητικός. фильтрование, -Я ουδ. διήθηση, φιλτράρι- φιλτράρισμα, στράγγισμα· - молока το στράγγισμα του γάλατος. фильтровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. фильтрованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. διυλίζω, διηθώ, φιλτράρω· στραγγίζω. II μτφ. ελέγχω, ξεκαθαρίζω. II -СЯ διυλίζομαι, διη- θώμαι· φιλτράρομαι, στραγγίζομαι. фильтровка, -и θ. βλ. фильтрование. фильтровочный επ. βλ. фильтрационный. фильтровый επ. διηθητικός· που έχει φίλ- φίλτρο· στραγγιστικός. ♦фимиам, -а α. 1 θυμίαμα. 2 έπαινος κο- κολακευτικός. II εκφρ. курить (воскурить,жечь)
фИН фих - λιβανίζω , θυμιατίζω (κολακεύω). *финал, -а α. 1 τέλος, πέρας, φινάλε- пе- печальный - θλιβερό τέλος· - симфонии το τέ- τέλος της (μουσικής) συμφωνίας. 2 οι τελικοί αγώνες· ВЫЙТИ В - βγαίνω στους τελικούς α- αγώνες. финальный επ. τελικός· τελευταίος· - матч (αθλτ.) η τελική συνάντηση· - СВИСТОК судьи το τελικό σφύριγμα του διαιτητή. финансирование, ~Я ο-υδ. χρηματοδότηση, •финансировать, ~рую, -руешь р.δ.к.σ. χρη- χρηματοδοτώ. II -СЯ χρηματοδοτούμαι.. · финансист, -а α. 1 οικονομολόγος. 2 χρη- ματ ιστής, κεφάλα ιούχος . финансовый επ. οικονομικός- χρηματιστι- χρηματιστικός- - кризис οικονομική κρίση· - капитал το χρηματιστικό κεφάλαιο· -ые затруднения οικονομικές δυσκολίες (δυσχέρειες). финансы, -ОВ πλθ. 1 τα οικονομικά· МИНИС- тёрство -ΟΒ υπουργείο οικονομικών - госу- государства τα οικονομικά του κράτους. 2 (απλ.) τα χρήματα* У меня - КОНЧИЛИСЬ τα οικονομι- οικονομικά μου τέλειωσαν. *фЙНИК, -а α. φοίνικας, φοινίκι, χουρμάς. ФИНИКОВЫЙ επ. φοινικικός, φοινίκιος·-ЛИСТ φοινικόφυλλο· -ая пальма φοίνικας ο δακτυ- λιοφόρος, φοινικιά, χουρμαδιά. финифтевый επ. του σμάλτου, του εφυαλώμα- τος. финифть, -И θ. σμάλτο, εφυάλωμα. финифтяный επ. βλ. финифтевый. *фЙНИШ, -а α. (αθλτ.) το τέρμα· - забега τέρμα του (αγώνα) δρόμου· прийти К -у пер- ВЫМ τερματίζω πρώτος. финиширование, -Я ουδ. τερμάτισμα, -μός. финишировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. τερ- τερματίζω· - первым τερματίζω πρώτος. финишный επ. της ταινίας, της κορδέλας· - СТОЛб ο στύλος του τέρματος- -ая лента η ταινία (κορδέλα) του τέρματος· -ая черта η γραμμή του τέρματος. *фЙНКа1, ~И θ. η Φιλανδή. финка? ~И θ. 1 μαχαίρι φιλανδικό. 2 είδος γούνινης σκούφιας. 2 βόρεια ράτσα αλόγρυ. 4 είδος φιλανδικού αλιευτικού πλοιαρίου. финка? -и θ. βλ. финна. финн, ~а, α., -ка, -И θ. Φιλανδός, -ή. *финна, -Ы θ. σκουληκάκι πλατυέλμινθας. финский επ. φιλανδικός· ~ ЯЗЫК φιλανδική γλώσσα· - НОЖ φιλανδικό μαχαίρι. *финт, -а α. (αθλτ.) κίνηση «πατηλή, παρα- παραπλανητική. финтить, -нчу, ~чтйшь р.δ. 1 κάνω πονη- πονηριές, πανουργεύομαι, τεχνάζομαι. 2 κολα- κολακεύω, γαλιφίζω, καλοπιάνω. 3 (απλ.) διασκε- διασκεδάζω, γλεντώ , το ρίχνω έξω. финтифаНТЫ Ы, ~ΟΒ πλθ. (παλ.). στριφογυρί- σματα, τσακίσματα, ευστροφίες. 2 μικροπράγ- μικροπράγματα, ψιλοπράγματα τιποτένια πράγματα. финТИфЛЯШКа, -И θ. 1 μπιχλιμπίδι, μικρο- μικροτέχνημα. 2 πλθ. -И μτφ. ανοησίες, κουταμά- ρες, αερολογίες, κούφια λόγια. 3 (για γυναί- γυναίκα) · ελαφρόμυαλη· λουσιού· γλεντζοϋ. *фиолетовый επ. ιόχρωμος, ιοβαφής, ιώδης, βιολέ, μενεξεδής, -ένιος, αγιουλής. ♦фиорд, -а α. το φιόρντ ή φιόρδ. фиорДОВЫЙ к. фьорДОВЫЙ επ. του φιόρντ. * фиоритура, ■ ~Ы θ. η (μουσ.)· φιοριτούρα. II μτφ. στολίδι λόγου, фиоритурный επ. φιοριτούρικος. *фирма, -Ы θ. 1 επωνυμία εταιρική ή εμπο- εμπορικού οίκου, φίρμα. II (παλ.)· ονομασία· υ- υπογραφή. 2 μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, ♦фирман, -а α. διάταγμα σουλτάνου, φι,ρμάν ι. фирменный επ. της φίρμας A σημ.). фисгармоника, -и θ. (παλΟ βλ. фисгармония. *фисгармОНИЯ, -И θ. το αρμόνιο, ♦фиск, -а α. δημόσο ταμείο· δημόσια έξοδα, ♦фискал, -а α., -ка, -и θ. χαφιές, σπιού- σπιούνος· μαντατευτής· καταδότης, -τρία. II (παλ.) επόπτης για τα οικονομικά και δικαιοσύνη. фискалить р..δ. καταδίνω· μαντατεύω, κα- καταγγέλλω· μαρτυρώ. фискальничать р.δ. βλ. фискалить. фискальный επ. του δημοσίου ταμείου· των δημοσίων εσόδων. *" фискальство, -а ουδ. χαφιεδισμός, κατά- δοση, μαρτυρία. II (παλ.)· εποπτεία οικονομική ή δικαιοσύνης. ♦фисташка, -И θ. 1 πιστάκη, φιστικιά. 2 το φιστίκι. фисташковый επ. της φιστικιάς ή του φι- στικιού·-0β семя το φιστίκι· -ая скорлупа ο φλοιός του φιστικιού. Ι! (για χρώμα) φι- στικής. фисташник, -а α. η φιστικιά, ♦фита, ~ы θ. το θήτα (θ). ♦фитиль, -Я α. 1 φιτίλι. Ιίθρυαλλίδα πυρο- δοτική. 2 επίπληξη, επιτίμηση· μάλωμα, κα- κατσάδα. ФИТИЛЬНЫЙ επ. του φιτιλιού· - Жгут σύ- στριμμα φιτιλιού· -ые бомбы βόμβες με φιτίλι. ♦фитИН, -а α. η φυτίνη. ♦фЙТИНГ, -а α. προσαρμογή σωλήνων, ♦фитофаг, -а α. ζώο φυτοφάγο. ♦фитофтора, -Ы θ. μανιτάρι φυτοφθόρο. фитюлька, -И θ. (απλ.)· μικροπράγμα, ψι- λοπράγμα. II άνθρωπος τιποτένιος, μηδαμινός, фйфа, -Ы θ. απλ. (περι,φρ.) γυναίκα ελα- ελαφρόμυαλη· παλιοκόριτσο, παλιογυνα'ικα. фихтеанец, -нца α. φιχτείστής (οπαδός της φιλοσοφίας του Φ'ιχτε.
фих 683 фихтеанский επ. φιχτε"ϊστικός· - взгляд на явления φιχτε"ίστ ική άποψη των φαινομένων. фихтеанство, -а ουδ. φιχτε'ίσμός. ♦фишка, ~и θ. κύβος, βώλος, σφαιρίδιο, κό- τοΊ (για διάφορα παιγνίδια). *флаг, -а α. σημαία, παντιέρα, το λάβαρο· государственный - η κρατική σημαία· подни- поднимать - υψώνω τη σημαία· спустить - κατεβά- κατεβάζω τη σημαία· припустить - υποστέλλω τη ση- σημαία· выкинуть белый - σηκώνω άσπρη σημαία· Парламентарский - σημαία διαπραγματεύσεων бело-ГОЛубОЙ греческий - η γαλανόλευκη ελ- ελληνική σημαία· красный - κόκκινη σημαία· зе- зелёный - πράσινη σημαία· украшать ~ами ση- μαιοστολίζω. II εκφρ. Держать (свой) - (για πλοίαρχο) υπηρετώ στο καράβι· остаться за -ОМ α) μένω ..πίσω απο το τέρμα (στην ιππο- ιπποδρομία), β) μτφ. υστερώ, υπολείπομαι (απο τους άλλους)· под -ом марксизма-ленинизма κάτω απο τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού (με γνώμονα το μαρξισμό-λενινισμό). флаг-капитан, -а α. επιτελέρχης ναυτικού. ♦флагман, -а α. 1 στόλαρχος· ναύαρχος. 2 ναυαρχίδα. 3 ανώτατος αξιωματικός ναυτικού A935 - 1940). ♦флагманский επ. του στολαρχου, ναυαρχικός* - корабель βλ. флагман B σημ.). флаг-офицёр, -а α. αξιωματικός του ναυτι- ναυτικού επιτελείου. ♦флагшток, -а α. το κοντάρι της σημαίας, το σημαιόξυλο. флажковый επ. με σημαιούλα, -ες· ~ая сиг- сигнализация σηματοδότηση με σημαιοϋλες. флаЖНЫЙ επ. της σημαίας· για σημαία· με ση\χα'ια, -ες· -ая ткань ύφασμα για σημαίες* ~ые сигналы σημεία με σημαίες. ♦флажОК, -Жка α. σημαιοόυλα· махать -0М α- ανεμίζω (κουνώ) τη σημαιούλα· Сигнальный σημαιούλα σηματοδότησης. ♦флажолет, -а α. 1 αυλίσκος. 2 ήχος μαλα- μαλακός -συρ ιστικός. ♦флакон, -а α. φιαλίδιο. фламандец, -дца, α., ~ка, -и θ. Φλαμαν- δός, -ή. фламандский επ. φλαμανδικός. ♦фЛвМИНГО ουδ. άκλ. φοινικόπτερος (πτηνό). ♦фланг, -а α. το πλευρό, η πλευρά· πλάγιο μέρος· ударить, атаковать с -а ή во - χτυ- χτυπώ, επιτίθεμαι απο το πλευρό ή στο πλευρό* обходить С правого -а υπερφα,λαγγίζω απο το δεξιό πλευρό. фланговый επ. πλευρικός· - удар πλευρικό χτύπημα.•.■II εκφρ. -ое движение, ~ марш (στρατ.) κίνηση, βάδισμα κατά μήκος του πλευρού του εχθρού. фланелевка, -И θ. η ναυτική φανέλα. фле фланелевый επ. της φανέλας, φανελένιος. ♦фланель, -И θ. η φανέλα (ύφασμα). фланельный επ. της φανέλας, απο φανέλα, ♦фланёр, -а α. χασομέρης, τεμπέλης, αργό- αργόσχολος . фланёрСКИЙ επ. τεμπέλικος, αργόσχολος, του χασομέρη· - ВИД τεμπέλικη όψη. фланерство, -а ουδ. αργοσχολία, τεμπελιά, χασομέρ ι. фланёрствовать, -ствую, -ствуешь р. δ. (παλ.) βλ. фланировать. '"фланец, -нца α. 1 ωτίδα σωλήνα. 2 ακραίο γύρισμα μεταλλικού φύλλου, ♦фланировать, -руга, -руешь р.δ. χασομερώ, ματαιοσχολώ· περιφέρομαι άσκοπα, χαζεύω, ♦фланк, ~а α. πλευρικό τμήμα οχυρώματος. ♦фланкёр, -а α. (παλ.)· πλάγιοφύλακας, фланкёрский επ.της πλαγιοφυλακής. фланкирование, -Я ουδ. 1 βολή κατά μήκος της πλαγιοφυλακής. 2 (στρατ.) παλ. κάλυψη απο τα πλευρά. 3 πλευρικό λόγχισμα ιππέα, фланкировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. πλα- γιοφυλακώ. фланкировка, -и θ. βλ. фланкирование: фланцевать, -цую, -цуешь р.δ.μ. λυγίζω, κάμπτω την άκρη μεταλλικού φύλλου. II -СЯ κάμπτομαι, λυγίζω. фланцевый επ. με ωτίδα· ~ые трубы σωλήνες με ωτίδα. ♦флат, -а α. χαρτί πολύγραφου σε ([ύλλα (ό- (όχι σε ρολό). ♦флаттер, -а α. αεροπαλμός. ♦флебЙТ, -а α. φλεβίτιδα. ♦флегма, ~Ы θ. 1 απάθεια, ασυγκινησία, α- αταραξία. 2 βλ. флегматик. флегматик, ~а α. άνθρωπος φλεγματικός. * флегматический επ. φλεγματικός, απαθής, α- ασυγκίνητος, ατάραχος. флегматично επίρ. απαθώς κλπ. επ. флегматичность, -и θ. απάθεια, ασυγκινη- ασυγκινησία, αταραξία. флегматичный επ. βρ: -чен, -чна, -чно βλ. флегматический. ♦флегмона, ~Ы θ. η φλεγμονή, ♦флейта, ~Ы θ. πλαγίαυλος, φλάουτο. флеЙТИСТ, -а α., -ка, -И θ. πλαγιαυλιστής, -τρία, φλαουτίστας. флеЙТНЫЙ ςπ. του πλαγίαυλου, του φλάουτου· флейтовый επ. βλ. флейтный. флейтщик, -а α. στρατιωτικός φλαουτίστας. флексйровать, -рую, -руешь р.δ. βλ. фле- флектировать. ♦флексия, -И θ. (γραμμ.) αλλαγή στην κλί- κλίση. || εκφρ. Внутренняя - εσωτερική αλλαγή: ходить - хаживать. флективный επ. (γραμμ.)· κλιτός. II εκφρ.
фле 684 фок -ые языки οι κλιτές γλώσσες. флектировать, -руга, -руешь р.δ. (γλωσ.)· κλίνομαι. ♦флёр, -а α. λεπτό και διαφανές ύφασμα. II μτφ. το θάμπος, θάμπωμα. II εκφρ. Накинуть (набросить) - на что θολώνω, θαμπώνω, συ- συγκαλύπτω κάτ ι. ^флёрдоранж, -а α. το άνθος εσπεριδοειδών. флёрдоранжевый επ. του λουλουδιού, -διών εσπεριδοειδών - букет ανθοδέσμη εσπεριδο- εσπεριδοειδών. ♦флешь, -И θ. (στρατ.) παλαιό είδος οχυρώ- ματος. ♦флибустьер, ~а α. (γραπ. λόγος)· πειρατής, κουρσάρος. II λαθρέμπορας. ♦флигель, -Я, ΐίλθ. -Я κ. -И α. πτέρυγα κτι- κτιρίου. II παράρτημα κτιρίου. ♦флигель-адъгагант, -а α. υπασπιστής ή επι- επιτελής. флигель-адъютантский επ. του υπασπιστή ή του επιτελή. флигель-адъютанство, ~а ουδ. το αξίωμα του υπασπιστή ή του επιτελή, флинт, -а α. βλ. флинтглас. ♦флинтглас, -α α. μολυβδϋαλος. ♦флирт, -а α. ερωτοτροπία, φλερτ, κόρτε. флиртовать, -тую, -туешь р.δ. ερωτοτροπώ, φλερτάρω, κορτάρω. ♦флокс, -а α. φλόμος, φλομίδα· βερβάσκο. ♦флора, -Ы θ. η χλωρίδα, ♦флорин, -а α. φλορίνι, φιορίνι, флорист, -а α. επιστήμονας της χλωρίδας, флористика,-И θ. η επιστήμη της χλωρίδας, флористический επ. της χλωρίδας, ♦флот, ,-а, πλθ. флоты α. ο στόλος, το ναυ- ναυτικό· торговый - εμπορικός στόλος, η ναυτι- ναυτιλία- военный - ο πολεμικός στόλος, το πολε- πολεμικό ναυτικό· парусный - τα ιστιοφόρα· ры- бОЛОВНЫЙ - ο αλιευτικός στόλος· речной τα ποταμόπλοια· каботажный - τα ακτοπλο'ΐ- κά σκάφη, ο ακτοπλο'ίκός στόλος. II εκφρ. ВОЗДУШНЫЙ η αεροπορία. флотатор, -а α. 1 υλικό εμπλουτισμού. 2 εμπλουτιστής (εργάτης), флотаторщик, -а α. βλ. флотатор B σήμα.), флотационный επ. εμπλουτιστικός, του ε- μπλοτισμού. II εκφρ. -ые ХВОСТЫ απορρίμματα κατά τον εμπλουτισμό, ♦флотация, -И θ. εμπλουτισμός ορυκτών, ♦флотилия, -И θ. στολίσκος· рыбачья - αλι- αλιευτικός στολίσκος· китобойная - φαλαινοαλι- ευτικός στολίσκος. флотирование, -Я ουδ. εμπλουτισμός ορυ- ορυκτού. флотировать, -рую, -руешь р.σ.μ. εμπλου- εμπλουτίζω ορυκτό. II -СЯ εμπλουτίζομαι. флотоводец, -дца α. στόλαρχος. флотоводческий επ. του στόλαρχου. флотский επ. 1 ναυτικός, του ναυτικού, του στόλου· ~ие нравы ναυτικά έθιμα· - капитан καπετάνιος στα πλοία· - экипаж το πλήρωμα του στόλου. 2 ουσ. ο ναυτικός. флуоресцентный επ. φθοριστικός, του φθο- φθορισμού. ♦флуоресценция, -и θ. φθορισμός, φθοριο- λάμψη. флуоресцировать, -рую, -руешь р.δ. (φυσ.) φθορίζω. флюгарка, -И θ. 1 σήμα, έμβλημα πλοίων. II σημαιούλα με έμβλημα. 2 μίτρα (κάλυμμα) κα- καπνοδόχου. 3 βλ. флюгер Aσημ.). 4 σχήμα σι- σιδηροδρομικού δείχτη. ♦флюгер, -а α. 1 ανεμοδείχτης, ανεμοδούρα. II ανεμογράφος, ανεμόμετρο. 2 (παλ.) σημαιοϋλα σε κονταράκι. 3 άνθρωπος ασταθής στις από- απόψεις του, ανεμοδούρα. ♦флюиды, -ΟΒ πλθ., ενκ. флюид, -а α. (γραπ. λόγος)· ρεύματα, κύματα τηλεπάθειας. II μτφ. αποκυήματα, δημιουργήματα, πλάσματα. флЮИДНЫЙ επ. (γραπ. λόγος)· των κυμάτων τηλεπάθειας. II μτφ. των αποκυημάτων,των δη- δημιουργημάτων. флюоресцентный κλπ. παράγωγα βλ. флуорес- флуоресцентный. ♦флюс1, ~а α., πλθ. флюсы φλύκταινα, φου- σκάλα· πρήξιμο απο πονόδοντδ. *флюс* -а α., πλθ. флюсы τηκτική ουσία. ФЛЮСНЫЙ επ. (τεχ.) τηκτικός· -ая Добавка τηκτικό πρόσθεμα. флюсование, -Я ουδ. τήξη με πρόσθεση τη- κτικής ουσίας. флюсовать, -сую, -суешь, παθ. μτχ. ηαρλθ. χρ. флюсованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. (τεχ.) λιώνω, τήκω με τηκτική ουσία. II προ- προσθέτω τηκτική ουσία. II -СЯ λιώνω, τήκομαι με τηκτική ουσία, флюсовка, -и θ. βλ. флюсование. флюсовый επ. τηκτικός, της τήξης. ♦фяга, -И θ. φιάλη. фляжка, -И θ. μικρή φιάλη. флЯЖНЫЙ επ. της φιάλης· -ая пробка βούλω- μα φιάλης· -ое МОЛОКО γάλα απο φιάλη (περι- (περιεχόμενο σε φιάλη), фляжолёт, -а α. βλ. флажолет, ♦фобия, -и θ. φοβία, φοβοπάθεια. ♦фойе ουδ. άκλ. εστία (χώρος). II εκφρ. ар- артистическое - κοινή αίθουσα των ηθοποιών. *фок, -а α. (ναυτ.) δολώνιο, παροκέτο, πρω- πρωραίο ιστίο. Π τριγωνικό πανί μονοκάταρτου πλοίου. II εκφρ. —мачта μπροστινό (πρωραίο) κατάρτι. фокальный επ. εστιακός, της εστίας βλ. φό-
фок 685 КУС1A σημ.). фокс1, -а α. (απλ.) βλ. фокстерьер. фокс? -а а. (απλ.) βλ. фокстрот (χορός). *ф0КСТерьёр, -а α. φοξ τεριέ (κυνηγετικό σκυλί άγριων στις γήινες κρύπτες). *фокстрОТ, -а α. φοξτρότ (χορός). фокстротный επ. του φοξτρότ· ~ая музыка η μουσική του φοξτρότ. *фокус1, -а α. 1 (φυσ.) εστία διάθλασης ή αντανάκλασης ακτινών. II απόσταση εστιακή. 2 (ιατρ.) εστία φλεγμονής. 3 Ι*τ(Ρ· κέντρο συ- συγκέντρωσης, συρροής. *фокус? -а α. 1 ταχυδακτυλουργία, θαυματο- ποιΐα· κόλπο, τέχνασμα, τρυκ. II πονηριά, α- απάτη, κατεργαριά. II (για μηχανισμό) το μυ- μυστικό. 2 καπρίτσα, ιδιοτροπίες, καμώματα, νάζια· брось СВОЙ -Ы άσε (άφησε) τα καπρί- καπρίτσα σου στην μπάντα. II εκφρ.Β том-то И - ε- εδώ είναι ο κόμπος ή τα κουμπιά της Αλέξαι- νας (για δυσχέρειες). фокусирование, -Я ουδ. εστίαση, συγκέντρω- συγκέντρωση, συρροή. фокусировать, -руга, -руешь р.δ.μ. (για α- ακτίνες) συγκεντρώνω σε εστία. II καθαρίζω φωτογραφική εικόνα. II -СЯ 1 συγκεντρώνομαι, συγκλίνω σε εστία. 2 καθαρίζομαι (για φωτο- φωτογραφική εικόνα). фокусировка, -и θ. βλ. фокусирование. II συσκευή εστίασης. фокусник, -а α., -ца, ~Ы θ. 1 ταχυδακτυ- ταχυδακτυλουργός. 2 μτφ. απατεώνας, αγύρτης, τσαρλα- τσαρλατάνος. фокусничанье, -Я ουδ. 1 επίδειξη ταχυδα- ταχυδακτυλουργιών. 2 καπρίτσωμα· καμώματα. фокусничать ρ.δ. 1 (παλ.) κάνω ταχυδακτυ- ταχυδακτυλουργίες. 2 καπριτσώνω, ιδιοτροπώ. фокуснический επ. ταχυδακτυλουργικός. фокусничество, -а ουδ. βλ. фокусничанье. фокусный1επ. εστιακός· -ое расстояние ε- εστιακή απόσταση. фокусшй2 επ. ταχυδακτυλουργικός· κολπατζ'ι- δικος· κατεργάρικος. фокус-покус, -а α. βλ. фокусгA σημ.). *фол, -а α. (αθλτ.) το φάουλ, ♦фолиант, -а α. (παλ.) βιβλίο σχήματος μι- μισού τυπογραφικού φύλλου. II μεγάλο βιβλίο. *фОЛИО ουδ. άκλ. 1 βιβλίο ή περιοδικό σχή- σχήματος ολόκληρου φύλλου ή μισού. II (λογιστ.) σελίδα κατάστιχου. *фолликул, -а α. αδένας θυλακοειδής. ФОЛЛИКУЛИН, -а α. η ορμόνη (έκκριμα αδένα). фоликулярный επ. της ορμόνης. II αδενίτιδα (νόσος του θυλακοειδούς αδένα), '''фольварк, -а α. μικρή αγροικία. *фОЛЬГа, -И θ. λεπτό μεταλλικό φύλλο (πα- (πακεταρίσματος κ.τ.τ.). фон *ф0ЛЬКЛОр, -а α. 1 λαογραφία, λα'ΐκή μούσα, φολκλόρ. 2 λαϊκές παραδόσεις, фольклорист,-а α., ~ка, -и θ. λαογράφος, фольклористика, -И θ. η λαογραφία, фольклористический επ. λαογραφικός. ФОЛЬКЛОРНОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη λαογραφίας, фольклорный επ. λαογραφικός* - материал λαογραφικό υλικό. *фон1, ~а α. 1 το φόντο, το βάθος (εικόνας). II δεύτερο (μη πρωταρχικό) πλάνο. 2 ηχητικά παράσιτα· θόρυβος. *фон? -а α. μονάδα ηχητικότητας. *φθΗ3(πρόθεμα ευγενικής καταγωγής)· φον. II εκφρ. —барон σημαίνον πρόσωπο, μεγάλη προ- προσωπικότητα. фонарик, -а α. φαναράκι. фонарный επ. του φαναριού· - СТОЛб о φα- νοστάτης. фонарщик, -а α. 1 φανοφύλακας, φαναροφύ- λακας. 2 φανοφόρος. фонарь, -Я α. 1 φανάρι, φανός· уличный - φανάρι του δρόμου· электрический - ηλεκτρι- ηλεκτρικό φανάρι· карманный ~ το κλεφτοφάναρο· вол- волшебный ~ το μαγικό φανάρι. II αναρτημένη γυα- λόφρακτη λάμπα. 2 μώλωπας, μελανιά, -σμα. 3 γυάλινος φεγγίτης στέγης. "'фонастения, -и θ. φωνασθένεια, ασθένεια των φωνητικών οργάνων. фонационный επ. φωνητικός, φθγγικός· ηχη- ηχητ ικός. ♦фонация, -И θ. φόνηση, φθόγγος, ήχηση. *фонд, -а α. 1 το κεφάλαιο, το καπιτάλι. II το κονδύλιο. 2 πλθ. οι ομολογίες. 3 μτφ. κεφάλαιο πνευματικό, ηθική αξία. 4 οργάνωση ή ίδρυμα παροχής βοήθειας σε πνευματικούς παράγοντες. «. фонтировать, ~РУГО, -руешь р.δ.μ. δημιουρ- δημιουργώ κεφάλαιο· κεφαλαιοποιώ. II -СЯ κεφαλαιο- κεφαλαιοποιούμαι, μετατρέπομαι σε κεφάλαιο. фондовый επ. του κεφαλαίου. II ομολογιακός, των ομολογιών. *фонема, -ы θ. φώνημα, φθόγγος. фонематический επ. φωνηματικός, φθογγικός. *фонеНДОСКОП, ~а α..το φωνενδοσκόπιο. ♦фонетика, -И θ. η φωνητική ή φθογγολογία. фонетист, -а α. φωνολόγος, ειδικός στη φω- φωνητική. фонетический επ. φωνητικός, φθογγικός·-ая транскрипция γραφική αναπαράσταση φθόγγων, "фоника, -И θ. ευφωνία στιχουργική, фонический επ. εύφωνος. ФОНОВЫЙ επ. του φόντου. II μονόχρωμος. ' ♦фонограмма, -ы θ. φωνογραφία. фонограммный επ. φωνογραφικός. *фонограф, -а α. φωνογράφος (συσκευή), фонографический επ. φωνογραφικός.
фон 686 фонологический επ. φωνολογικός, *фоНОЛОГИЯ, -и'θ. φωνολογία. • *фОНОметр, -а α. φωνόμετρο. фонометрический επ. φωνομετρικός· ~ аппа- аппарат το φωνόμετρο. •фоноскоп, -а α. φωνοσκόπιο. •фонотека, -И θ. αποθήκη (αρχείο) φωνογρα- φωνογραφιών. •фонтан, -а α. πίδακας· σιντριβάνι. II μτφ. ανεξάντλητη πηγή. II εκφρ. бИТЬ -ОМ αναβρύ- ζω (αναβλύζω) ορμητικά. фонтанировать, -рует ρ.δ. αναβρϋζω, ανα- αναβλύζω· σχηματίζω πίδακα, фонтанный επ. του πίδακα. •фора1, ~Ы θ. έκφραση: Дать ~у κάνω υποχώ- υποχώρηση, φέρνομαι επιεικά. *форагк. φόρο επιφ. (παλ.) όλο (φωνές για επανάληψη νούμερου σε θεάματα). *ф0рвард, -а α. (παλ.) παίκτης επίθεσης στο ποδόσφαιρο ή το χόκεϋ. форд, -а ά. αυτοκίνητο μάρκας ,,φορντ'.1 * фордевинд, -а α. (ναυτ.) άνεμος ευνοϊκός. *фордек, -а α. πτυκτό атгуааца. αμαξιού. *фордыбачение, -Я ουδ. (απλ.) αντίρρηση, αντιγνωμ'ια, αντιμίλημα. фордыбачить ρ.δ. (απλ.) αντιλέγω, αντι- γνωμώ, αντιμηλώ, αντικρένω. II -СЯ αντιλέγω κλπ. ρ. ενεργ. φ. ♦форейтор, -а α. αμαξάς, αμαξηλάτης. форейторский επ. του αμαξά· -ое седло το κάθισμα του αμαξά. ♦форель, -И θ. είδος σολομού. форинт, -а α. πενγκές, νομισματική μονάδα της Ουγγαρίας. *форма, -ы θ.ι μορφή, σχήμα· земля имеет -у Шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό· - куба σχή- σχήμα κύβου· придать -у προσδίδω μορφή. II πλθ. -Ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σου- λούπι. 2 είδος, τύπος· ~ правления μορφή διοίκησης· -Ы СТОИМОСТИ μορφές αξ,ίας· -Ы энергии μορφές ενέργειας· острая - ревма- ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού. 3 (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα· - И содержание η μορ- μορφή και το περιεχόμενο. 4 εμφάνιση· ПО, -е правильно, по существу издевательство φαι- φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κορο'ϊδία. II βλ. жанр. 5 τύπος, καλούπι,φόρ- μα, μήτρα. 6 στολή· парадная - στολή παρέ- παρέλασης· военная ~ στρατιωτική στολή. 7 πρό- πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος· - заявления υπό- υπόδειγμα αίτησης· - протокола υπόδειγμα πρα- πρακτικών. 8 (γλωσ.) μορφή· неопределённая глагола το απαρέμφατο (ρήματος)· личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος· падежные ~ы имён οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώ- Фор σεις των ουσιαστικών. 9 (μαθ.) κάθε παρά- παράσταση συμβόλων αυτή καθ' εαυτή. II εκφρ. -ы мышления (φιλοσ.') μορφές σκέψης· -ы обшёс- твенного сознания μορφές κοινωνικής συνεί- συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.)* малые -Ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη· Β -е ευνο'ϊκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανο- ικανοτήτων, δύναμης)· по (ή во) всей ~е α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως. формализм, ~а α. φορμαλισμός, τυποκρατία, τυπολατρεία. *формалин, ~а α. φορμαδεΰλη· φορμόλη. формалинный επ. της φορμαδεΰλης, της φορ- φορμόλης . формалиновый επ. βλ. формалинный. формалист, -а α., ~ка, -и θ. φορμαλιστής, -ίστρια, τυπολάτρης, -ιδα. формалистика, -И θ. τυπικότητα. формалистический επ. τυπικός, φορμαλιστι- φορμαλιστικός· ~ое отношение к делу τυπική σχέση με την υπόθεση· -ая точка зрения на поэзию φορ- φορμαλιστική άποψη για την ποίηση. формалистичность, -и θ. βλ. формализм. формалистичный επ. βλ. формалистический. формалистский επ. τυπικός, φορμαλιστικός* ~ анализ τυπική ανάλυση· -ая книга φορμα- φορμαλιστικό βιβλίο. формально επ'ιρ. τυπικά, για τον τύπο. формальность, -И θ. τυπικότητα, τύπος· со- соблюдать все -и τηρώ όλους το^ς τύπους· ради -И για τον τύπο. формальный επ., βρ: -лен, -льна, ~льно. 1 τυπικός. 2 γινόμενος κατά τους τύπους. II ε- επιβαλλόμενος απο συνήθεια ή κανονισμό. II για το θεαθήναι. 3 φορμαλιστικός. 4 (γλωσ.) κλι- κλιτός, τυπικός, γραμματικός· -ое значение сло- слова η»γραμματική σημασία της λέξης. 5 βλ. форменный C σημ.). II εκφρ. ~ая логика τυ- τυπική λογική. форманта, ~ы θ. ιδιοτυπία, ιδιομορφία φω- φωνής ή μουσικού ήχου. •формат, -а α. σχήμα (βιβλίου, δελταρίου, φύλλου κ.τ.τ.). форматный επ. του σχήματος, •формация, -И θ. 1 μορφή (σταδιακή)· 06- щёственно-экономйческая - κοινωνικο-οικονο- μική μορφή· первобытно-Общинная - πρωτόγονη κοινωνική μορφή (κοινωνία)· рабовладельчес- рабовладельческая - δουλοκτητική κοινωνική μορφή (κοινω- (κοινωνία)· феодальная - φεουδαρχική κοινωνική μορ- μορφή (κοινωνία)· капиталистическая - καπιταλι- καπιταλιστική κοινωνική μορφή (κοινωνία)· социалис- социалистическая - σοσιαλιστική κοινωνική μορφή (κοινωνία). 2 (γεωλ.) σχηματισμός, διαμόρ- διαμόρφωση, σύσταση. форменка, -И θ. ναυτική στολή.
фор 687 форменность, -и θ. τυπικότητα. форменный επ. 1 της καθιερωμένης στολής· -ая полицейская фуражка το αστυνομικό κα- καπέλο· - фрак καθιερωμένο φράκο. 2 τυπικός, καθιερωμένος, 3 μτφ. πραγματικός, αληθινός· - дурак πραγματικός βλάκας· В городе шёл ~ бОЙ στην πόλη γίνονταν πραγματική μάχη. формирование, -Я ουδ. 1 (κυρλζ. κ. μτφ.)· σχηματισμός, διαμόρφωση, διάπλαση· φορμάρι- φορμάρισμα· ~ кустов винограга η πρόσδοση σχήμα- σχήματος στα κλήματα· - характера διαμόρφωση του χαρακτήρα· - снова ανασχηματισμός. 2 δημι- δημιουργία, συγκρότηση· - правительства σχημα- σχηματισμός κυβέρνησης· - полка συγκρότηση συ- συντάγματος. формировать", -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. формированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.μ. 1 (κυρλξ. κ. μτφ.)· σχηματίζω, δίνω σχήμα, μορφή, διαμορφώνω, διαπλάσσω· πλάθω, φορμάρω· - произведение δίνω μορφή στο έρ- έργο· - снова ανασχηματίζω- суровая ЖИЗНЬ -рует сильные характеры η σκληρή ζωή δια- διαμορφώνει ισχυρούς χαρακτήρες. 2 δημιουργώ, φτιάχνω, συγκροτώ· - правительство σχηματί- σχηματίζω κυβέρνηση· - ДИВИЗИЮ συγκροτώ μεραρχία. II -СЯ 1 σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, διαπλά- διαπλάθομαι. 2 δημιουργούμαι, συγκροτούμαι. формировка, -и θ.1 βλ. формирование. 2 βλ. форма E σημ.). формовой επ. 1 τυπικός, του τύπου, του κα- καλουπιού, της μήτρας. 2 σχηματικός, που έχει σχήμα. формОВОЧНЫЙ επ. 1 βλ. формовой A σημ.). 2 της πρόσδοσης σχήματος, μορφής· - пресс πι- πιεστήριο φόρμας. формовщик, -а α., -ца, -ы θ. κατασκευα- κατασκευαστής τύπων (καλουπιών), φορμαδόρος. формоизменение, -Я ουδ. μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μεταλλαγή. формоизменяемость, -И θ. δυνατότητα μετα- μετασχηματισμού, μεταμόρφωσης ή μεταλλαγής. формообразование, -Я ουδ· σχηματισμός, δι- διαμόρφωση, απόκτηση μορφής, σχήματος. формообразовательный επ. διαμορφωτικός, του σχηματισμού. ♦формула, ~ы θ. τύπος, φόρμουλα· матема- математическая ~ μαθηματικός τύπος· химическая - χημικός τύπος· выразить в ~е διατυπώνω. II έκφραση τυποποιημένη ή στερεότυπη. формулирование, -я ου6. διατύπωση. формулировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. εκ- εκφράζω με τύπο, με φόρμουλα, διατυπώνω.II -СЯ εκφράζομαι με τύπο, με φόρμουλα· διατυπώνο- διατυπώνομαι. формулировка, -и θ. βλ. формулирование. II τύπος, φόρμουλα. ♦формуляр, ~а α. 1 (παλ.) το βιβλιάριο· не- замаранный ~ о службе αλέρωτο (καθαρό) υ- υπηρεσιακό βιβλιάριο. 2 κάρτα στοιχείων. 3 καρτέλα βιβλιοθήκης. формулярный επ. 1 του βιβλιαρίου. 2 της κάρτας. II εκφρ. - СПИСОК α) του βιβλιαρίου, β) της κάρτας στοιχείων, φόρο βλ. фора? *форпЙК, -а α. (ναυτ.) η πρωραία, δεξαμενή ζυγοστάθμισης. ♦форпост, -а α. προφυλακή. II προμαχώνας· - крепости το προπύργιο. II μτφ. πρωτοπορία· προάσπιση. форпосТНЫЙ επ. της προφυλακής ή του προ- προμαχώνα. ♦форс, -а (-у) α. (απλ.) σικ. II σοβαροφά- σοβαροφάνεια, σπουδαιοφάνεια. ♦форсинг, ~а α. συνεχής επίθεση του αντι- αντιπάλου στην πυγμαχία. .форсирование, -Я ουδ. 1 επιτάχυνση, επί- επίσπευση· ενδυνάμωμα. 2 ύψωση, ανάβασμα, αύ- αύξηση· ζόρισμα. 3 εκπόρθηση· υπερνίκηση· υ- υπερπήδηση εμποδίων. форсированный επ. απο μτχ. ταχύς, γρήγο- γρήγορος, γοργός· -ыми темпами με γοργούς ρυθ- ρυθμούς· - марш εντατικό βήμα (βάδισμα). ♦форсировать, -рую, -руешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ван, -а, -О р.δ.к.σ. 1 επιταχύνω, επι- επισπεύδω· (εν)δυναμώνω. 2 υψώνω, ανεβάζω, αυ- ζαίνω· ζορίζω. 3 (στρατ.) εκπορθώ· υπερνι- υπερνικώ· υπερπηδώ τα εμπόδια· - реку παίρνω με μάχη το ποτάμι· - железнодорожный узел κα- καταλαβαίνω με μάχη το σιδηροδρομικό κόμπο. II -СЯ επιταχύνομαι, επισπεύδομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. форсировка, -и θ. βλ. форсирование B σημΟ. форсЙСТОСТЬ, -И θ. κομψότητα. *форсЙСТЫЙ επ., -СЙСТ, -а, -О (απλ.) κομ- κομψευόμενος· -ая женщина κομψευόμενη γυναί- γυναίκα. II κομψός· -ое платье κομψό φόρεμα. форсить, -ршу, -рсйшь р.δ. (απλ.)· κομ- ψεύομαι, κάνω τον δανδή. II καυχιέμαι, περη- περηφανεύομαι, παινεύομαι. ♦форс-мажор, -а α. περιστατικό αναπόφευ- αναπόφευκτο, ανωτέρα βία ή ανάγκη. форсун, ~ά α., -ЬЯ, -И θ. (απλ.) κομψευό- κομψευόμενος, -η. ♦форсунка, -и θ. ψεκαστήρας. ♦форт, -а, προθτ. о форте, в форту, πλθ. ферты α. οχυρό, οχύρωμα. ♦форте 7 επίρ. (μουσ.) ισχυρά, δυνατά. 2 ουδ. άκλ. έντονη απόδοση, φόρτε. ♦фортель, -я α. κόλπο, τέχνασμα, επινόηση. фортепьянист, -а α. (παλ.) βλ. пианист. фортепьянный επ. του κλειδοκύμβαλου, του πιάνου· ~ые струны χορδές πιάνου, ♦фортепьяно ουδ. άκλ. κλειδοκύμβαλο,πιάνο.
Фор 688 фот *фортеЦИЯ, -И θ. (παλ.) οχυρό, προμαχώνας· φρούριο. ♦фортиссимо (μουσ.). 1 πιο ισχυρά. 2 ουδ. άκλ. πιο έντονη απόδοση. фортифификаЦИОННЫЙ επ. οχυρωματικός· -ое ИСКУССТВО οχυρωματική τέχνη· ~ые работы ο- οχυρωματικά έργα. ♦фортификация, -И θ. η οχυρωματική. II τα οχυρωματικά έργα· долговременная - τα μό- μόνιμα οχυρά. фортка, -и θ. βλ. форточка, форточка, -И θ. φεγγίτης (θυρίδα) αερισμού, ♦фортуна, -Ы θ. (γραπ. λόγος)· μοίρα, τύχη ευμενής· ευτυχία· колесо ~Ы το πεπρωμένο, η ειμαρμένη· ему улыбается - αυτού του χα- χαμογελά η τύχη. фортуНИТЬ р.δ. απρόσ. (για τύχη) ευνοώ, фортунка, -И θ. είδος ρουλέτας (τυχερό παιγνίδι.). ♦форум, -а α. 1 (παλ.) αγορά των Ρωμαίων. 2 μτφ. κέντρο. 3 φόρουμ, πλατιά αντιπροσω- αντιπροσωπευτική ομήγυρη. ♦форштаДТ, -а α. προάστειο. форштаДТСКИЙ επ. του προαστείου. ♦форштевень, -ВНЯ α. στείρα πλοίου,κοράκι, ♦фосген, -а α. το φωσγένειο. фОСГеНОВЫЙ επ. του φωσγένιου· - запах η οσμή του φωσγένιου. ♦фосфат, ~а α. φωσφορικό αλάτι. фосфатный επ. του φωσφορικού άλατος, ♦фосфатовый επ. βλ. фосфатный, ♦фосфор, -а α. το φώσφορο. фосфоресценция, -И θ. φωσφορισμός. фосфоресцирование, -Я ουδ. φωσφόριση. фосфоресцировать, -РУЮ, -руеШЬ р.6. φω- φωσφορίζω. фосфористый επ. 1 φωσφορούχος. 2 βλ. фос- форйческий. ♦фосфорит, -а α. φωσφορίτης, απατίτης. фосфоритный επ. φωσφορικός, του φωσφορί- τη· απο φωσφορίτη. фосфоритовый επ. βλ. фосфоритный. фОСфорИТЬСЯ, -рЙТСЯ р.δ. φωσφορίζω. фосфорический επ. φωσφορικός· - блеск φω- φωσφορική λάμψη. фосфорный επ. φωσφορικός. II φωσφορούχος, φωσφορ ιώδης · -ая КИСЛОТа φωσφορικό οζϋ. ΙΙφω- σφοροειδής. II εκφρ. ~ые СПИЧКИ φωσφορούχα σπίρτα. ♦фотарий, -Я α, φωτάριο (θάλαμος θεραπείας με υπεριώδεις ή θερμικές ακτίνες). фото ουδ. άκλ. βλ. фотография B σημ.). ♦фото...(πρώτο συνθετικό)· φωτο..: фоТОДИ- аграмма, фотоплёнка, фотовитрина. фотоаппарат, ~а α. φωτογραφική μηχανή. фотобумага, -И θ. φωτογραφικό χαρτί. ♦фотоген, -а α. (παλ.) τα φωτιστικά λάδια. фотогеничность, -И θ. φωτογένεια. фотогеничный επ-., βρ: -чен, -чна, -о φω- φωτογενής. фотогравюра, ~Ы θ. φωτογλυπτική. фотограф, -а α. ο φωτογράφος. фотографирование, -Я ουδ. φωτογράφηση· М0- ментальное - στιγμιαία φωτογράφηφη. фотографировать, -РУГО, -рувШЬ р.δ.μ. φω- φωτογραφώ, -ίζω. II μτφ. απεικονίζω. II -СЯ φω- φωτογραφούμαι, -Ίζομαι, II απεικονίζομαι. фотографический επ. φωτογραφικός* -Οβ ИС- кусство η φωτογραφική τέχνη· - СНИМОК η φω- φωτογραφία. II ακριβούς απεικόνισης. фотографичность, -И θ. ακριβής απεικόνιση. фотографичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно της ακριβούς απεικόνισης. ♦фотография, -И θ. 1 φωτογραφία, φωτογρα- φωτογραφική. 2 εικόνα· цветная ~ έγχρωμη φωτογρα- φωτογραφία. II μτφ.· ακριβής απεικόνιση. 2 φωτογρα- φωτογραφείο. 4 παρατήρηση και χρονομέτρηση (ορι- (ορισμένων ενεργειών). II εκφρ. моментальная ~ το στιγμιότυπο, το ινσταντανέ. фотокарточка, ~И θ. μικρή φωτογραφία. ФОТОКОПИЯ, -И θ. φωτοτυπία, φωτοαντίγραφο. фотокорреспондент, -а α. φωτογράφος-αντα- ποκριτής (εφημερίδας, περιοδικού). фотолаборатория, -И θ. φωτογραφικό εργα- εργαστήριο. фотолампа, -Ы θ. λάμπα φωτογραφικού εργα- εργαστηρίου (κόκκινη). II βλ. фотоэлемент, ♦фотолиз, -а α. (φυσ., χημεία)· φωτόλυση. фотолитографический επ. φωτολιθογραφικός. ♦фотолитография, ~И θ. φωτολιθογραφία. фотолюбитель, ~Я α. φωτογράφος ερασιτέχνης. фотолюбительский επ. φωτογραφο-ερασιτεχνι- κός·# - кружок ερασιτεχνικο-φωτογραφικός ό- όμιλος. фотоматериал, ~а α. φωτογραφικό υλικό, ♦фотометр, -а α. φωτόμετρο. фотометрический επ. φωτομετρικός· -ая еди- единица φωτογραφική μονάδα, ♦фотометрия, -И θ. φωτομετρία. фотомонтаж, -а α. πλαίσιο φωτογραφιών (σε διάταξη). ♦фоТОН, -а α. φωτόνιο. фотообъектив, -а α. φωτογραφικός φακός. фотоотпечаток, -тка α. η φωτογραφία. фоторепортаж, -а α. το φωτορεπορτάζ. фоторепортёр, -а α. ειδησεογράφος, φωτο- φωτορεπόρτερ. ♦фотосинтез, -а α. φωτοσύνθεση. фоТОСИНТеТИЧескиЙ επ. φωτοσυνθετικός. фотоснимок, -мка α. βλ. фотографияB σημ.). ♦фотосфера, -Ы θ. φωτόσφαιρα. ♦фототелеграмма, ~Ы θ. φωτοτηλεγράφημα.
фот 689 фра фототелеграф, -а α. φωτοτηλέγραφος, фототерапия, -и θ. βλ. светолечение. фототипист, ~а α. φωτοτυπιστής, -στας. фототипический επ. φωτοτυπικός. ♦фоТОТЙПИЯ, -И θ. φωτοτυπία. фотоувеличитель, -Я α. φωτογραφικός μεγε- μεγεθυντής, ♦фотофобия, -И θ. φωτοφοβία. фотохимический επ. φωτοχημικός. ♦ФОТОХИМИЯ, -И θ. φωτοχημεία. ♦фотохромия, ~И θ. φωτοχρωμία, ηλιοχρωμία. ♦фотохроника, -И θ. εικονογραφημένα νέα ή χρονικά. фотоцинкография, -И θ. φωτοτσιγκογραφία. фОТОЭКСПОНОметр, -а α. το φωτόμετρο. фотоэлектрический επ. φωτοηλεκτρικός. фотоэлектричество, -а ουδ. φωτοηλεκτρι- σμός. фотоэлектрон, -а α. φωτοηλεκτρόνιο. фотоэлектронный επ. φωτοηλεκτρονικός. фотоэлемент, ~а α. φωτοηλεκτρικό στοιχεί ο. фофан1, -а α. (απλ.).1 μωρός, κουτός, ανό- ανόητος, λειψός. 2 είδος χαρτοπαιγνίου. фофан' -а α. 1 (αθλτ.) κωπηλάτη βάρκα. 2 λέμβος για βαρκάδα. ♦фрагмент, -а α. απόσπασμα (μέρος) έργου τέ- τέχνης ή λογοτεχνίας· -Ы балета αποσπάσματα α- πο μπαλέτο· ~Ы древнегреческих трагедий α- αποσπάσματα αρχαιοελληνικών τραγωδιών. фрагментарность, -И θ. αποσπασματικός χα- χαρακτήρας· ~ изложения έκθεση με αποσπάσαα- τα. фрагментарный επ. (διατηρημένος) σε απο- αποσπάσματα. II αποσπασματικός, κατά αποσπάσμα- αποσπάσματα· -ое изложение событий έκθεση γεγονότων κατά αποσπάσματα. ♦фраза, -Ы θ. 1 φράση· πρόταση· длинные -Ы μακριές φράσεις· писать короткими -ами γράφω με σύντομες (μικρές) φράσεις· ходячая - εύ- εύχρηστη φράση· ИЗбЙтаЯ - τετριμμένη φράση· Пустая - φράση κενή (χωρίς περιεχόμενο)· ПЫ- ШНая - πομπώδης φράση. 2 μουσικό τμήμα,κομ- τμήμα,κομμάτι · -Ы симфонии κομμάτια συμφωνίας. фразеологический επ. φρασεολογικός·-- сло- словарь φρασεολογικό λεξικό. ♦фразеология, -и θ. φρασεολογία. II φράσεις ωραίες και χωρίς περιεχόμενο, κούφια λόγια, ♦фразёр, -а α. φρασεολόγος, λογάς. фразёрский επ. φρασεολογικός. фразёрство, -а ουδ. τάση για χρησιμοποίη- χρησιμοποίηση ωραίων φράσεων. фразёрствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. χρη- χρησιμοποιώ ωραίες φράσεις. фразировать, -руго, -руешь р.δ. (παλ.) βλ. фразёрствовать. фразировка, -И χρησιμοποίηση ωραίων φρά- φράσεων η μουσικών τεμαχίων. фразистый επ., βρ: -зйст, -а, ~о φρασεο- φρασεολογικός. фразовый επ. φραστικός, της φράσης· ~ое ударение τόνος της φράσης, ♦фрак, -а α. το φράκο. ♦фрактура, -Ы θ. είδος γοτθικής γραφής, фракционер, -а α., -ка, -и θ. φραξιονι- στής, -τρία. фракционирование, -Я ουδ. (χημ.) διαχώρηση. фракционировать, -руго, -руешь р.δ.к.σ. μ. (χημ.) διαχωρίζω. II -СЯ διαχωρίζομαι, фракционность, -и θ. ύπαρξη φράξιας, фракционный επ. φραξιονιστικός· -ая борь- борьба φραξιονιστική πάλη. ♦фракция? -и θ. η φράξια· парламентская - κοινοβουλευτική φράξια· партийная - κομμα- κομματική φράξια. II (παλ.) ομάδα (κοινών συμφε- συμφερόντων και δραστηριοτήτων), ♦фракция? -И θ. διαχωρισμένη ύλη (ουσία), ♦фрамуга, -и θ. βλ. форточка. франк1, -а α. ο Φράγκος. франк* ~а α. το φράγκο (νομισματική μονά- μονάδα). франкирование, -Я ουδ. προπληρωμή των τα- ταχυδρομικών τελών. ♦франкировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. προ- προπληρώνω τα ταχυδρομικά τέλη. II -СЯ προπλη- προπληρώνομαι (για ταχυδρομικά τέλη), франкировка, -и θ. βλ/франкирование. ♦франкмасон, -а α. βλ. масон, франкмасонский επ. βλ. масонский. франкмасонство, -а ουδ. βλ. масонство. франковый επ. αξίας ενός φράγκου. франкский επ. φράγκικος, των Φράγκων, ♦франт -а α., -йха, -и θ. κομψός, -ή, κο- κέ*ης, ~α· κομψοντυμένος, -η. ♦франтирёр, -а α. γάλλος παρτιζάνος, ελεύ- ελεύθερος σκοπευτής. фраНТЙТЬ, -нчу, -НТЙШЬ р.δ. ντύνομαι κομ- κομψά, στην τρίχα. франтоватость, -И θ. κομψότητα ντυσίμα- ντυσίματος, ευπρεπές ντύσιμο. франтоватый επ., βρ:, -ват, -а, -о κομ- κομψευόμενος, ντιστεγκές. фраНТОВСКОЙ επ. κομψός· - КОСТКМ κομψό κοστούμι. франтовство, -а ουδ. κομψότητα ντυσίματος. француженка, -и θ. Γαλλίδα. француз, -а α. Γάλλος. французский επ. γαλλικός. фраппировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. κατα- πλήττω, εκπλήττω, ξαφνιάζω, κεραυνοβολώ. ♦фратрия, -И θ. φρατρία, φράτρα, φυλή, γέ- γένος, ♦фрау άκλ. θ. κυρία, δέσποινα (τιμητική
фра 690 προσηγορία παντρεμένης γυναίκας), ♦фрахт, -а α. 1 τα ναύλα, 2 το φορτίο. фрахтование, -Я ουδ. ναύλωση. фрахтователь, -Я α. ναυλωτής. фрахтовать, -туи, -туешь.паб. μτχ. παρλθ. χρ. фрахтованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. (ναυτ.) ναυλώνω. II -СЯ ναυλώνομαι. фрахтовка, -И θ. ναύλωση. фрахтовщик, -а α. (ναυτ.) ναυλωτής. фрахтовый επ. (ναυτ.) ναυλωτικός· - дого- договор το ναυλωτικό, το ναυλωτήριο, το ναυλο- ναυλοσύμφωνο. фраЧНИК, -а α. (παλ.) φρακοφόρος, φρακο- ντυμένος. фрачный επ. 1 του φράκου· -ая пуговица το κουμπί του φράκου. 2 φρακοφορεμένος, φρακο- ντυμένος. 3 ουσ. βλ. фрачник. II εκφρ. -ая пара κοστούμι, απο φράκο και. παντελόνι,. ♦фрегат, ~а α. μονόκροτο, φρεγάτα. II κα- καταρράκτης (θαλασσοπούλι). фрегатный επ. της φρεγάτας. *фрез επ. άκλ. χρώμα χαμοκερασί, φραουλί. ♦фреза, -Ы θ. η φρέζα (εργατομηχανή). • фрезерный επ. της φρέζας. фрезер, -а α. βλ. фреза. фрезеровальный επ. της φρέζας. фрезерование, -Я ουδ. επεξεργασία με φρέ- φρέζα. фрезеровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. фрезерованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ. επεζεργάζω με φρέζα. II -СЯ επεξεργάζο- επεξεργάζομαι, με φρέζα. фрезеровка, -и θ. βλ. фрезерование, фрезеровочный επ. της φρέζας. фрезеровщик, ~а α., -да, -ы θ. φρεζαδό- ρος, -α. фрейдеизм, -а α. φροϋδισμός. ♦фрейлейн θ. άκλ. δεσποινίδα, δεσποσύνη, ♦фрейлина, -Ы θ. αυλική δεσποινίδα, френолог, -а α. φρενολόγος. френологический επ. φρενολογικός. ♦френология, -и θ. φρενολογία. френч, ~а α. χιτώνιο, αμπέχονο. ♦фреска, -И θ. νωπογραφία, φρέσκο, фресковый επ. νωπόγραφικός, ♦фри επ. άκλ. (μαγειρ.) τηγανητός. фривольничать ρ.δ. φέρνομαι αναξιοπρεπώς, ελαφρόμυαλα, επιπόλαια. фривольно επίρ. αναζιοπρεπώς, ελαφρόμυα- ελαφρόμυαλα, μιπροπρεπώς, επιπόλασα. ФРИВОЛЬНОСТЬ, -И θ. αναξιοπρέπεια, μικρο- μικροπρέπεια, επιπολαιότητα. ♦фривольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно α- αναξιοπρεπής, μικροπρεπής· ελαφρόμυαλος, ε- επιπόλαιος . ♦фриз1, ~а α. ζω(ο)φόρος· διάζωμα· φρίζα. ♦фриз? -а α. ύφασμα χοντρό και βοστρυχωτό. фризовый επ. απο βοστρυχωτό ύφασμα. ♦фризура, -Ы θ. (παλ.) φριζούρα, κόμμωση βοστρυχωτή. ♦фрикаделька, -и θ. γιουβαρλάκι. ♦фрикасе ουδ. άκλ. το φρικασέ (φαγητό). ♦фрикативный επ. βλ. шелевой B σημ.). ♦фрикцион, ~а α. (τεχ.) συμπλέκτης, фрикционный επ. συμπλεκτικός. ♦фритюр, -а α. λίπος μαγειρικής, τηγανί- τηγανίσματος . ♦фрйштык, -а α. (παλ.) πρόγευμα, фрйштыкать р.δ. (παλ.) προγευματίζω. ♦фронда, -Ы θ. 1 κίνημα αστών και ευγενών κατά της απολυταρχίας τον 17* αιώνα. 2 μτφ. (γραπ. λόγος)· αντιπολίτευση. - ♦фрондёр, -а α. 1 οπαδός του κινήματος κα- κατά της απολυταρχίας. 2 μτφ. (γραπ. λόγος)· α- ντιπολιτευτής, επικριτής, κατήγορος. фрондёрство, ~а ουδ. επίκριση, κατάκριση. II αγανάκτηση. фрондировать, -рую, -руешь р.δ. (γραπ. λό- λόγος)· αντιτείνω, αντικρίνω, επικρίνω με πεί- μα. ♦фронт, -а, γεν. πλθ. ~ΟΒ α. 1 (στρατ.) ζυ- ζυγός παράταξης· выстроить команду на - συ- συντάσσω το τμήμα κατά παράταξη (επι ζυγών)· пройти перед -ом περνώ μπροστά απο την πα- παράταξη. 2 (στρατ.) μέτωπο· ЛИНИЯ -а η γραμ- γραμμή του μετώπου· наступление по всему -у ε- επίθεση σ' όλο το μέτωπο· командующий -ОМ о διοικητής του μετώπου. 3 μτφ· αντιπαράθεση, αντιπαράταξη· народный - λα'ΐκό μέτωπο· ИДе- ологйческий - ιδεολογικό μέτωπο. 4 μτφ. το- τομέας, σφαίρα· трудовой -, - работы το μέ- μέτωπο της δουλειάς. 5 πλθ. фронты, ~ОВ δια- διαχωριστικές ατμοσφαιρικές ζώνες. 6 μπροστι- μπροστινή (μετωπική) πλευρά· - КОТЛа το μπροστινό μέρος του λέβητα. II εκφρ. борьба на два -а διμέτωπος αγώνας· переменять - κάνω μεταλ- μεταλλαγή· стать (вытянуться) во - παίρνω στάση προσοχής, στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο. фронтально επίρ. μετωπικά, κατά μέτωπο. фронтальность,-И θ. μετωπικότητο:, η στάση κατά μέτωπο. фронтальный επ. 1 μετωπικός· -ая атака η κατά μέτωπο επίθεση· - ОГОНЬ τα μετωπικά πυ- πυρά. 2 ομαδικός· καθολικός, σύμπας. ♦фроНТИСПЙС, -а α. 1 (αρχτ.) πρόσοψη οικο- οικοδομής. 2 προμετωπίδα βιβλίου (σχέδιο). ФРОНТОВИК, ~а α. 1 πολεμιστής μετώπου* ста- старый - παλαίμαχος. 2 στρατιωτικός. фронтовой επ. 1 του μετώπου· απο το μέτω- μέτωπο· -ая дорога δρόμος μετώπου· - солдат о στρατιώτης του μετώπου· - привет χαιρετι- χαιρετισμός απο το μέτωπο. II στρατιωτικός. 2 μετω-
691 Φ/Η ιός, κατά μέτωπο· ~ая атака μετωπική επί- Γη. II μπροστινός· ~ая доска μπροστινή σα- >α (της πρόσοψης). фронтон, -а α. («ρχτ.) το αέτωμα. Егрнтонный επ. του αετώματος· -ое украше- ϊ ο στολισμός του αετώματος. ΪΡ3Γ θ. άκλ. κυρία, δέσποινα (τιμητική προ- )νηση παντρεμένης γυναίκας). &>УКТ, -а α. 1 φρούτο, οπώρα. 2 (απλ.) ο- срю, υπάνθρωπος, υποκείμενο, μοΰτσουνο. ?РУКТОВЫЙ επ. οπωρικός, του φρούτου· ~ се- [ εποχή των φρούτων· - СОК χυμός φρούτων ! консервы κονσέρβες φρούτων. II καρποφό- ■ ~ые Деревья καρποφόρα δέντρα. фУКТОза, ~Ы θ. οπωροζάχαρο, φρουκτόζη. ЯЗУНТ, -а α. (παλ.) βλ. фронт A σημ.). ДЭЯ, -и θ. απλ. (περιφρ.) σπουδαίο πρόσω- фажский επ. (παλ.)· αλλοδαπός, ξένος, ξω- ι'ιτικος. ХГИЗИатр, -а α. φθισίατρος. Угизиатрйческий επ. φθισιατρικός. ЯИЗиатрия, ~и θ. φθισιατρία. ίτορ, -а α. το φθόριο. ПОРИСТЫЙ επ. φθοριούχος· - азот φθοριού- άζωτο. επιφ. φτου Ι _Ι как вам не стыдно! >υ! πως δεν ντρέπεστε! II ουφ! - какая >а! ουφ τι ζέστα! II εκφρ. фу-ТЫ κ. фу-ты, ■ТЫ (για θαυμασμό, αγανάκτηση, ερεθισμό κ. ιωνία)· αχ! 2уга, -и θ. η φούγκα, είδος μουσικής. УГаНОК, -нка, α. πλάνη μεγάλη (εργαλείο), угас, ~а α. (στρατ.) υπονομευμένο μέρος· >νομη μίνα. фугаска, -И θ. 1 βλ. фугас. 2 εκρηκτική ιβα ή εκρηκτικό βλήμα. фугасный επ. εκρηκτικός· -ая бомба εκρη- ,κή βόμβα. [угато ουδ. άκλ. (μουσ.) μέρος σονάτας ή ιφων ίας. ЁуговалышЙ επ. του πλανίσματος· - станок ίατομηχανή πλανίσματος, ругование, -Я ουδ. το πλάνισμα, фуговать, -гуго, -гуешь, παθ. μτχ. παρλθ. фугованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ. μ. ινίζω με μεγάλη πλάνη. II ευθειάζω· - Пилу )ειάζω τα δόντια του πριονιοϋ. II -СЯ πλά- πλάθομαι. буговка, -И θ. 1 βλ. фугование. 2 μηχανή ινίσματος. Вугововный επ. βλ. фуговальный. Ьуговый επ. της φούγκας, [ужёр, ~а α. ψηλό ποτήρι. Ёузёя, -И θ. (παλ.) είδος γκρα (όπλου). Бузилёр, -а α. (παλ.) στρατιώτης οπλισμέ- οπλισμένος με γκρα. фуй επιφ. (παλ.) βλ фу. фук1επιφ. με σημ. κατηγ. κάνω (προφέρω) φριτ ή χρακ. II φυσώ· πιτσιλίζω. ф$гк* ~а α. κ. фука, -И θ, αιχμαλωτιζόμενο πούλι στο παιγνίδι „ντάμα1.1 фукать р.δ. βλ. фукнуть. фукнуть ρ.σ.1 κάνω (προφέρω) φτου. 2 φυ- φυσώ· πιτσιλίζω. 3 ρουθουνίζω. 4 (απλ.) διώ- διώχνω κακήν κακώς, ξεκουμπ'ιζω. 5 κατασπαταλώ, εξανεμίζω· он -ул все деньги αυτός εξανέμι- εξανέμισε όλα τα χρήματα. *фукс, -а α. τυχαία πετυχημένο χτύπημα της μπίλας μπιλιάρδου. II (παλ.) το τυχαίο, το τυχερό. Ф/КСИН, -а α. κόκκινη χρωστική ουσία. ФУКПИЯ, -И θ. η φουζιά (κοσμητικό φυτό). *фулё ουδ. άκλ. είδος μάλλινου υφάσματος για πανωφόρι. ♦фульгурит, -а α. κεραυνίτης, κεραύνιος σω- σωλήνας . *фуляр, ~а α. 1 φουλάριο (ύφασμα). 2 κεφα- λομάντηλο απο φουλάριο. фуляровый επ. απο φουλάριο· ~ое платье φό- φόρεμα απο φουλάριο. ♦фумигация, -и θ. κάπνισμα των φυτών (για απολύμανση). ♦фундамент, -а α. 1 θεμέλιο, θέμελο· зало- заложить - θέτω (βάζω, ρίχνω) το θεμέλιο· ка- менный ~ πέτρινο θεμέλιο· бетонный - τσιμε- τσιμεντένιο θεμέλιο. 2 μτφ. βάση· Научный - θε- θεμέλιο της επιστήμης. фундаментальность, -и θ. το θεμελιώδες, ο θεμελιώδης χαρακτήρας. фундаментальный επ., βρ: -лен, -льна, -о. 1 στέρεος, γερός· -ая постройка στέρεα οι- οικοδομή. II μτφ. θεμελιώδης, ριζικός, βαθύς- -ые знания θεμελιώδεις γνώσεις. II μεγάλος, σημαντικός· -ая доза μεγάλη δόση· - УЖИН μεγάλο δείπνο. 2 βασικός, κύριος· κεντρικός, фундаментный επ. θεμελιακός, θεμέλιος·-ая плита о θεμέλιος λίθος. фундированный επ. απο μτχ. βλ. обоснован- обоснованный. фундировать(ся) р.δ. βλ. обосновать(ся). ♦фундук, -а α. 1 κόρυλλος, αβελανία (επιστ.), λεπτοκαρυά, λεφτοκαριά, φουντουκιά, 2 λε- φτΟκάρι, φουντούκι. ♦фуникулёр, ~а α. σιδηρόδρομος συρόμενος με καλώδιο. функциональный επ. λειτουργιακός, της λει- λειτουργίας· της συνάρτησης· ~ая система λει- τουργιακό σύστημα. функционирование, -Я ουδ. λειτουργία, функционировать, -рую, -руешь ρ.δ. λει- λειτουργώ· δουλεύω· δρω. II εκτελώ, υποχρέωση,
фун 692 χρέος, καθήκο ή ρόλο. ♦функция, -и θ. 1 (γραπ. λόγος)· λειτουρ- λειτουργία· φαινόμενο· - слюнной железы η λειτουρ- λειτουργία του σιαλογόνου αδένα. 2 (μαθ.) η συνάρ- συνάρτηση* тригонометрические -и τριγωνομετρικές συναρτήσεις. 3 μτφ. υποχρέωση, χρέος, καθή- καθήκον служебные -и υπηρεσιακά καθήκοντα· ИС- ИСПОЛНЯТЬ СВОЮ ~Ю В Обществе εκτελώ τις υπο- υποχρεώσεις μου στην κοινωνία. 4- σημασία, προ- προορισμός, ρόλος· ~ родительного падежа η ση- σημασία της γενικής πτώσης (στη γραμματική)· - денег о ρόλος των χρημάτων. II εκφρ. вы- выступать В -И εμφανίζομαι με την ιδι.ότητα κάποιου. фуНТ^ -а α. 1 (παλ.) φοΰντι, πφουντ (μέ- (μέτρο βάρους D09,5 γραμμάρια). II λίτρα (με- (μερικών χωρών). 2 (παλ.) μονάδα μέτρησης πί- πίεσης ατμού ή αερίων. ♦фунт* -а α. - стерлингов η αγγλική στερ- στερλίνα. фуНТИК, -а α. (υποκορ. της λ. фунт1) φου- ντάκι. Μ χαρτοσακκοϋλα σχήματος χωνιού. фуНТОВЙК, -а α. σταθμό βάρους ενός φου- ντιού. фунтовой επ. 1 βάρους ενός φουντιού. 2 κα- κατά φοϋντια (χοντρικά). *фура, -Ы θ. μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο, τα- λίκα. II βλ. ф/ргОН. *фураж, -а α. ζωοτροφ'ιες, χορτονομή. фуражечный επ. του καπέλου· - козырёк о γε'ισος του καπέλου. фуражирование, -Я ουδ. (παλ.) προμήθεια ή επίταξη ζωοτροφιών. фуражировать, -рул, -руешь р.δ. (παλ.) · προμηθεύομαι ή επιτάσσω ζωοτροφ'ιες. фуражировка, -и θ. βλ. фуражирование. *фуражка, -И θ. ~И καπέλο, πηλήκιο· школьника το μαθητικό καπέλο· солдатская - στρατιωτικό πηλήκιο. фуражный επ. ζωοτροφικός, των ζωοτροφιών - фонд κονδύλιο ζωοτροφιών -ое зерно δη- δημητριακά σαν ζωοτροφή. II εκφρ. -ая корова γαλακτοφόρα αγελάδα. ♦фургон, -а α. φορτηγό αμάξι. II κάλυμμα α- αμαξιού. фургОННЫЙ επ. του αμαξιού. II του καλύμμα- καλύμματος αμαξιού. фургОНЩИК, -а α. αμαξάς. ♦фурия, -И θ. 1 (μυθ.) η Ερινύα. 2 στρίγ- στρίγγλα· μέγαιρα. *Фурма, -Ы θ. αυλός εμφύσησης. ♦фурман, -а α. (παλ.) ιδιοκτήτης φορτηγού αμαξιού. фурманка, ~И θ. (διαλκ.) αμαξάκι, фурменный επ. (τεχ.) του αυλού εμφύσησης, ♦фурнитура, -Ы θ. βοηθητικά μέσα ή εξαρτή- εξαρτήματα, τα απαραίτητα, τα παρελκόμενα. фурнитурный επ. προμηθευτικός σε υλικά ε- εξαρτήματα κ.τ.τ. ♦фурор, ~а α. (γραπ. λόγος) κρότος, πάτα- πάταγος (για επιτυχία)· производить - κάνω κρό- κρότο (μεγάλη εντύπωση)· вызвать - προκαλώ πά- πάταγο. фурункул, -а α. δοθιήνας, καλόγερος, βύ- ζουνας, βυζούνι, καρούμπαλο, ♦фурункулёз, ~а α. (ιατρ.) δοθιήνωση. фурункулёзный επ. δοθιηνωτικός. *ФУРФУРОЛ, ~а α. η φουρφουρόλη. фурчанье, ~Я ουδ. γουργούρισμα. фурчать -чу, -чйшь Р.δ. (απλ.) γουργουρίζω. ♦фурштат, ~а α. (στρατ.) εφοδιοπομπή. фурштатский επ. (παλ.) της εφοδιοπομπής· ~ Офицер αξιωματικός εφοδιοπομπής. фурьеризм, ~а α. φουριερισμός (ουτοπιστι- (ουτοπιστική διδασκαλία του Φουριέ). фурьерист, -а α. φουριερίστας, οπαδός του φουριερισμού. ♦фут, -а, γεν. πλθ. -0Β α. το πόδι, ο πους, μονάδα μήκους C0,5 μ.)· ДЛИНОЙ В два -а μήκους δυο ποδιών, II μέτρο τέτοιου μήκους, ♦футбол, -а α. ποδόσφαιρο. футболист, -а α. ποδοσφαιριστής. футболка, -И θ. ποδοσφαιρική φανέλα. футбольный επ. ποδοσφαιρικός· - матч πο- ποδοσφαιρική συνάντηση· - МЯЧ η ποδόσφαιρα· -ая команда ποδοσφαιρική ομάδα· ~ое поле ποδοσφαιρικό γήπεδο, ♦футер, -а α. (τεχ.) βλ. футеровка. футерование, -я ουδ. βλ. футеровка. футеровать, -руга, -руешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. футерованный, επ., βρ: -ван, -а, -о р. δ.μ. (τεχ.) επενδύω εσωτερικά. II -СЯ επεν- επενδύομαι . футеровка, -И θ. (τεχ.). 1 επένδυση εσω- εσωτερική. 2 υλικό επένδυσης. футеровочный επ. επενδυτικός, ♦футляр, -а α. θήκη· - ОЧКОВ θήκη για τα ματογυάλια. II εκφρ. человек В футляре άν- άνθρωπος κλειστός, κλεισμένος στο καβούκι του, φοβητσιάρης. футлярчик, -а α. θηκάρι. ФУТОВЫЙ επ. του ποδιού (μέτρου μήκους), ♦футор, -а α. προσθήκη, επίθεμα, ♦футуризм, ~а α. φουτουρισμός. футурЙСТ, -а α., -ка -И θ. φουτουριστής, -Ίστρια. футуристический επ. φουτουριστικός. футуристский επ. φουτουριστικός, ♦футшток, -а α. (ναυτ.) κοντάρι με υποδι- υποδιαιρέσεις. фу-ТЫ βλ. фу. фуфаечный επ. της φανέλας ή της φουφάι'κας.
ФуФ фуфайка, -И Θ. 1 εσωτερική πλεκτή φανέλα. 2 φουφάικα, είδος επενδύτη. фуфу στις εκφράσεις: на ~ αβάσιμα, επι- επιπόλαια, ελαφρόμυαλα, όπως-όπως· ПОДНЯТЬ на - εξαπατώ, ξεγελώ· ПОЙТИ ή СОЙТИ На - χάνο- χάνομαι, εξαφανίζομαι για πάντα· ναυαγώ. фуфыра, -Ы κ. фуфыря, -И 1 α. κ. θ.(παλ,) ιδιότροπος, -η, ανάποδος, -η, δύστροπος,-η· ψηλοπερήφανος. 2 γυναίκα κομψευόμενη, κοκέτα. фуфыригься, -ргось, -ришься ρ.δ. 1 (παλ.) θυμώνω, αψώνω, κακιώνω· πεισματώνω, γινατώ- νω. 2 (απλ.) βλ. фраНТИТЬ. 3 ξιπάζομαι, ε- επαίρομαι, κομπάζω. фуфыря βλ. фуфыра. ♦фухтель, -Я, γεν. πλθ. -ей α. (παλ.) η κοφτερή πλευρά οργάνου. II πλευρικό χτύπημα με το σπαθί. фырканье, -Я ουδ. ρουθούυισμα, φρίμασμα. 693 ХЭЛ фыркать р.6. 1 ρουθουνίζω, ρωθωνίζω, μου- θουνίζω, μουσουνίζω· (για άλογο) φριμάσσο- μαι, φρυάσσω, φριμάζω, φρουμάζω. 2 ξεσπώ σε γέλια. 3 (γι* ατμούς, αέρια)· εκφυσώ, ξεφυ- ξεφυσώ με θόρυβο. 4 μτφ. μουρμουρίζω, μεμψι- μεμψιμοιρώ· γκρινιάζω. фыркнуть р.σ. βλ. фыркать. фырчанье, -я ουδ. βλ. фырканье. фырчать, -чу, -чйшь р.δ. (απλ.) βλ. фыркать. фю κ. фЫО επιφ. ηχομιμητικό: фю-фю, фью- фью φιτ-φιτ. II (για απρόοπτο, θαυμασμό ή κίνδυνο : φφφφ.... ♦фюзелаж, -а α. άτρακτος αεροπλάνου. фюзелажный επ. της ατράκτου του αερο- αεροσκάφους . фЮЙТЬ κ. фЬЮТЬ επιφ. (για εξαφάνιση, χά- χάσιμο) φουτ, φιτ, φφφ... у меня нет денег,-! εγώ δεν έχω χρήματα, έγιναν φουτ (καπνός). Χ Χβ1ουδ. άκλ., ονομασία του γράμματος Χ. Χ82επιφ. (για διαφωνία, αγανάκτηση ή ει- ρωνία) χα! *хабанера, -Ы θ. χαμπανιέρα, λαϊκός κουβα- κουβανέζικος χορός καθώς και η μουσική του. ♦хабар, -а α. κ. хабара, -ы θ. (παλ.) βλ. взятка. *ХвВбеК, -а α. (παλ.) το χαφ, ποδοσφαιρι- ποδοσφαιριστής άμυνας. ♦хаДЖИ ουδ. άκλ. χατζής (μουσουλ. τίτλος), хаживать, - вал, -ла, -ло р.δ. βλ. хо- ходить B, 3 σημ.). Хаз, -а α. (παλ.) ωραία παρυφή υφάσματος. хазОВЫЙ επ. της ωραίας παρυφής υφάσματος. хай, хая α. (απλ.) θόρυβος, φασαρία. ХаЙЛО, -а, πλθ. хайла ουδ. το στόμιο εξα- εξαγωγής της ρωσικής θερμάστρας. II οπή, δίο- δίοδος, πέρασμα. II (απλ.) στόμα, μπούκα. ♦хаки 1 επ. άκλ. γκριζοπράσινος. 2 ουδ. άκλ. ύφασμα γκριζοπράσινο. *ХЁла, -Ы θ. ψωμί επίμηκες και στριμμένο, ♦халат, -а α. 1 επενδύτης μακρύς. 2 μπλού- μπλούζα· ДОКТОРСКИЙ - η μπλούζα του γιατρού· ра- рабочий - η εργατική μπλούζα· разведчики В белых -ах ' ανιχνευτές με άσπρες μπλούζες халатик, -а α. μικρός επενδύτης. II βλ. халат. Халатность, -И θ. χαλαρότητα, αδιαφορία, παραμέληση, ασυνειδησία (στην εκτέλεση κα- καθηκόντων) . халатный επ. βρ: -тен, -тна, -тно. 1 του επενδύτη. 2 της μπλούζας. II για επενδύτη ή για μπλούζα. 3 χαλαρός, αδιάφορος, πλημμε- πλημμελής, ασυνείδητος, ♦халва, ~ы θ. ο χαλβάς. халвичный επ. του χαλβά· -ое производство η παραγωγή χαλβά. Халвовый επ. του χαλβά. Халда, -Ы θ. (απλ.) γυναίκα αυθάδης II (υβρ.) αυθάδης. ♦ халдей, -Я α. Χαλδαίος. II (περιο. κ.υβρ.) άνθρωπος τιποτένιος. халдейский επ. του Χαλδαίου· -ое государ- государство το κράτος των ίαλδαίων. ♦халиф, -а α. (παλ.) χαλίφης (μουσουλ. τί- τίτλος). II εκφρ. - на час (ειρν.) χαλίφης για μια ώρα (λιγόχρονη απόλαυση μεγαλείων). халифат, ~а α. το χαλιφάτο (αξίωμα, εξου- εξουσία και το κράτος του χαλίφη). Халифский επ. χαλ'ιφικος, του χαλίφη. халтура, -Ы θ. 1 πάρεργη ασχολία ή εργα- εργασία· τα χρήματα απο τέτοια εργασία ή ασχο- ασχολία. 2 εργασία τσαπατσούλικη, άτσαλη· κακο- κακοτεχνία. II πράγμα άτσαλο, τσαπατσούλικο. халтурить р.δ. 1 εργάζομαι πάρεργα. 2 δουλεύω τσαπατσούλικα, άτσαλα, ασυνείδητα. халтурный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 πά- πάρεργος· - рабочий πάρεργος εργάτης. 2 τσα- πατσούλης, άτσαλος· κακοφτιαγμένος. Халтурщик, ~а α., -ца, Ы θ. τσαπατσού-
хал 694 хар λης, -α, άτσαλος, -η, ατάσθαλος, -η. Халупа, -Ы θ. χαμόσπιτο, χαμόγειο. '"халцедон, -а α. χαλκηδόνιος (ορυκτό). ХаЛЦеДОНОВЫЙ επ. του χαλκηδόνιου. Χ8Μ, -а α., -ка, -И θ. 1 (περκρρ.) άνθρω- άνθρωπος των κατώτατων κοινωνικών στρωμάτων (α- (από το όνομα του όευτερότοκου γιου του Κώε). 2 άνθρωπος αυθάδης, θρασύς· αγροίκος. *ХамелеОН, -а α. 1 χαμαιλέοντας. 2 μτφ. άν- άνθρωπος των περιστάσεων(προσαρμοζόμενος στις εκάστοτε συνθήκες). хамить, -МЛГО, -МИШЬ р.δ. (απλ.) φέρνομαι άγαρμπα και με αυθάδεια. хамов, ~а, -ο επ: -о отродье ή племя έ- έκτρωμα, τέρας, φυλή του διαβόλου. хамоватый επ., βρ: -ват, -а, -о αυθάδης, θρασύς, απότομος, αγρο'ικος. Хамса, -Ы θ. χαμψί, είδος μικρής αφΰης. хамский επ. 1 λαϊκός, κατωτέρου κοινωνι- κοινωνικού στρώματος. 2 αυθάδης, θρασύς, απότομος, αγροίκος. хамсОВЫЙ επ. του χαμψιού. хамство, -а ουδ. 1 (παλ.) αυθάδεια, θρα- θρασύτητα, χοντροκοπιά, ανάγωγη συμπεριφορά. 2 (αθρσ.) ο λαοτζ'ικος, οι κατώτεροι κοινωνικά άνθρωποι. хамьё, -я ουδ. (αθρσ.) βλ. хам. *Χ8Η, -а α. χαν, χάνης, χάνος· ηγεμόνας. * Хандра, -Ы θ. (απο το ελλην ικό υποχοντρ ία)· μελαγχολία, σπλην, ζόφος ψυχής: впасть В -у πέφτω σε μελαγχολία. хандрить, -ρΐό,-ршь ρ.6. μελαγχολώ. ханжа1, -Й, γεν. πλθ. -ей α. κ. θ. υποκρι- υποκριτής, ιησουϊτης, φαρισαίος. ханжа* ~ы θ. (παλ.) βλ. ханшин. ханжеский и. ханжеской επ. υποκριτικός, ι- ησουητ ικός φαρισαϊκός. Ханжество, -а к. -4 ουδ. υποκρισία, ιη- σουητισμός, φαρισαϊσμός, ταρτουφισμός. ханжить, -жу, -ЖШЬ ρ.δ. υποκρίνομαι,προ- υποκρίνομαι,προσποιούμαι. Ханский επ. του χάνου· -ое войско о στρα- στρατός του χάνου. ХаНСТВО, -а ουδ. 1 το αξίωμα του χάνου. 2 το χανάτο (κράτος του χάνου). Ханша, -и θ. η σύζυγος του χάνου. ханшин, -а α. (παλ.) βότκα κινέζικη. *хаос, -а α. 1 (хаос) το χάος (η χαώδης κατάσταση του σύμπαντος πριν τη δημιουργία του). 2 (Хаос) αταξία, ακαταστασία. хаотический επ. χαώδης. хаотичность, -и θ. το χαώδες, χαώδης χα- χαρακτήρας . хаотичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно χαώ- χαώδης. ХЭЛ επιφ. χαπ (πιάσιμο, άρπασμα). Хапанцы, -ев πλθ. (παλ.) δωροδοκήματα. хапать р.δ. βλ. хапнуть. хапнуть, -ну, -нешь р.σ. αρπάζω, πιάνω βί- βίαια, κάνω χαπ. II παίρνω, ιδιοποιούμαι, βουτώ. Хапуга, -И α.κ.θ. (απλ.) άρπαγας· βουτη- χτής· - ПО природе άρπαγας απο τη φύση. хапун, -а α. (απλ.) βλ. запуга. *ХаракЙри ουδ. άκλ. χαρακίρι. *характер, -а α. 1 χαρακτήρας· мягкий - μα- μαλακός χαρακτήρας· крутой - απότομος χαρα- χαρακτήρας· угрюмный - σκυθρωπός χαρακτήρας· не- неуживчивый - δύστροπος χαρακτήρας· СИЛЬНЫЙ - ισχυρός χαρακτήρας· твёрдый - σταθερός χα- χαρακτήρας· не сойтись -ами δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας· два противоположные ~а δυο αντίθετοι χαρακτήρες· тяжёлый - βαρύς χαρα- κτήρρας· дурной - κακός χαρακτήρας, παλιο- χακτήρας. II ισχυρή θέληση· человек С -ОМ άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα· человек без ~а άνθρωπος άβουλος. 2 μορφή, όψη· ιδιότη- ιδιότητα, φύση· - ПОЧВЫ η φύση του εδάφους· МвСТ- ность меняет характер η τοποθεσία αλλάζει όψη· В -е чьем είναι το φυσικό του. характерец, -рца α. βαρύς, δύστροπος χα- χαρακτήρας. характеризовать,-зуго, -зуешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. характеризованный, βρ: -ван, -а, -о р. δ.μ. 1 χαρακτηρίζω, περιγράφω, εκθέτω ανα- αναλυτικά· докладчик правильно -ал положение о εισηγητής σωστά περιέγραφε την κατάσταση. 2 δίνω το χαρακτηριστικό γνώρισμα· ЭТО Π0- ступок ярко его -зует αυτή η πράξη τον χα- χαρακτηρίζει καθαρά. II -СЯ χαρακτηρίζομαι. характеристика, -И θ. 1 χαρακτερισμός· περιγραφή· - действующих ЛИЦ χαρακτηρισμός των δρώντων προσώπων (λογοτεχνικού έργου). 2 επίσημη έκθεση του ποιου (κάποιου)· - С ме- места работы έκθεση του ποιου απο τον τόπο της δουλειάς (την επιχείρηση). 3 γραφική πα- παράσταση. II τα χαρακτηριστικά. характеристический επ. βλ. характерный A σημ.) . Характеристичность, -и θ. χαρακτηριστικό- τητα. характеристичный επ. βλ. характерный A σημ.). Характерно 1 επίρ. χαρακτηριστικά. 2 ως κατηγ. είναι χαρακτηριστικό. характерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 (характерный)· χαρακτηριστικός· διακριτι- διακριτικός, ξεχωριστός· ιδιάζων - пример χαρακτη- χαρακτηριστικό παράδειγμα· -ая черта χαρακτηριστι- χαρακτηριστικό γνώρισμα. 2 (Характерный)· ισχυρού χα- χαρακτήρα, ισχυρής βούλησης· человек он был - ο άνθρωπος αυτός ήταν ισχυρού χαρακτήρα. харатейный επ. (παλ.) αρχαίου χειρόγραφου.
хар 695 хва ♦харатья, -и θ. (παλ.) βλ. хартия A σημ.). Харибда, ~ы θ: быть (находиться) между СЦИЛЛОЙ и--ой είμαι, βρίσκομαι ανάμεσα απο τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. хариус, -а α. είδος σολομού (γλυκού νερού). Харканье, -Я ουδ. απόχρεμψη, αποφλεγματι- σμός. харкать ρ.δ. αποχρέμπτομαι, αποφλεγματίζω. харкнуть р.σ. βλ. харкать. *хартия, -и θ.1 αρχαίο χειρόγραφο, γραφτό. 2 ο χάρτης (καταστατικό). харч βλ. харчи. харчевенный επ. (απλ.)·της ταβέρνας· του εστιατορ ίου. ХарчеВНЯ, -И θ. (παλ.) ταβέρνα, καπηλειό· εστιατόριο. Харчевой επ. (απλ.) του φαγητού, για φα- φαγητό· -ые припасы οικονομίες για φαγητό· -Ые Деньги χρήματα για φαγητό. ХарчЙ, -ей πλθ. (ενκ. Харч, -а α.)· (παλ. κ. απλ.) τροφή· φαγητό. харчиться, -чусь, -чйшься р.δ. (παλ. κ. απλ.)· τρώγω, σιτίζομαι, τρέφομαι. харчо ουδ. άκλ. είδος σούπας των Καυκάσιων. харя, -И θ. 1 (χυδλ.) μούτρο, μούρη (ά- (άσχημη φυσιογνωμία). 2 (υβρ.) μούτρο· παλιό- μουτρο· ЧТО ТЫ молчишь, -! τι δε μιλάς, πα- λιόμουτρο! 3 (παλ.) προσωπείο, μάσκα. хата, -Ы θ. χάτα, χωριατόσπιτο. II σπίτι-ί- δρτμα· хата-читальня σπίτι-αναγνωστήριο. И εκφρ. МОЯ ~ с краю το σπίτι μου είναι στην άκρη του χωριού (δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει, εγώ είμαι απο τους παρέξω). хатка, -и θ. χωριατοσπιτάκι. II φωλιά του κάστορα. ха-ха κ. ха-ха-ха (επιφ. γέλιου) χα-χα-... хахаль, -я α. (απλ.) αγαπητικός, γκόμενος. хаханьки βλ. хиханьки. хаять, хаю, хаешь р.δ.μ. (απλ.) κακολογώ, κατηγορώ· μαλώνω. Хвала, -Ы θ. 1 έπαινος, παίνεμα, εγκωμία- ση. 2 ευφημία. хвалебный επ., βρ: -бен, -бна, -бНО επαι- επαινετικός, εγκωμιαστικός· εύφημος, εύφημιστι- κός· -ая песня υμνω.δία· - ГИМН υμνωδ'ια, υ- υμνολογία. ХВалёние, -Я ουδ. έπαινος, παίνεμα, εγκω- μίαση, -μός, хваленный επ. (ειρν.) παινεμένος, εγκωμι- εγκωμιασμένος. хваливать(ся) ρ.δ. βλ. хвалйть(ся). хвалитель, -Я α. (παλ.) επαινετής, εγκω- εγκωμιαστής, υμνητής. хвалить, хвалю, хвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хваленный, βρ: -лен, -а, -О р.δ.μ. επαι- επαινώ, παινεύω, εγκωμιάζω. II -СЯ 1 επαινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 βλ. хвастаться. хварывать р.δ. βλ. хворать. Хвастать р. δ. βλ. παθ. φ. II -СЯ καυχιέ- καυχιέμαι, παινεύομαι, καυχησιολογώ, μεγαλαυχώ· κομπάζω, κομπορρημονώ. ХВастлиВОСТЬ, -И θ. μεγαλαυχία, καυχησιά, καύχηση, κομπορρημοσύνη, κομπασμός· φανφα- ρονισμός. хвастливый επ., βρ: -лив, -а, -о παινε- σιάρης, -ρικος, καυχησιάρης, -ρικος, κομπα- στικός, φανφαρονίστικος. ХВастоВСТВО, -а ουδ. μεγαλαυχία, καυχη- σιολογία, καύχηση, κομπασμός, μεγαληγορία, παινεσιά, -ψιά, μεγαλορρημοσυνη. Хвастун, -а α., -ЬЯ, -И θ. καυχηματίας, καυχησιολόγος, κομπαστής, κομπορρήμονος, με- γαλορρήμονας, μεγάλαυχος, καυχησιάρης, παι- νεσιάρης. Хвастунишка, -И α.κ.θ. (υποκορ.) βλ. ХВа- стун. хват, -а α. άνθρωπος ζωηρός, επιδέξιος, τολμηρός, σθεναρός. хватание, -Я ουδ. 1 πιάσιμο βίαιο, άρ- παγμα, τσάκωμα. 2 σύλληψη και κράτηση. хватательный επ. αρπακτικός, του πιασίμα- πιασίματος· συλληπτικός. Хватать р.δ.μ. 1 αρπάζω, πιάνω, τσακώνω· - кого за руку, за волосы, за ворот πιάνω κάποιον απο το χέρι, απ,ο τα μαλλιά, απο το γιακά· - на лету πιάνω στον αέρα. II παίρνω· он -ает с земли камень и кидает на него αυ- αυτός παίρνει απο χάμω πέτρα και τη ρίχνει σ' αυτόν - ЧТО, ПОПЭЛО παίρνω (αρχάζω) ό,τι τύχει. II (για ψάρι) τσιμπώ (αρπάζω το δό- δόλωμα). 2 συλλαμβάνω, κάνω συλλήψεις. 3 βλ. Хватить B κ. 10 σημ.). II εκφρ. - ВОЗДУХ α- ■ίαπνέω αέρα (με ανοιχτό το στόμα)· ЭТОГО ещё не ~ло! ακόμα αυτό δεν έφτανε! II -СЯ 1 αρπάζομαι· πιάνομαι. 2 καταπιάνομαι, κατα- καταγίνομαι, επιδίδομαι με ζήλο. 3 συλλαμβάνο- συλλαμβάνομαι (απο αστυνομία κ.τ.τ.). 4 επιλαμβάνομαι. II εκφρ. - за ум λογικεύομαι. хватить, хвачу, хватишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хваченный, βρ: -чен, -а, -о р.σ. 1 βλ. хватать A σημ.). 2 παίρνω, αποσπώ· - ВЗЯ- ВЗЯТКИ παίρνω δωροδοκήματα. 3 πίνω, τραβώ,κα- τραβώ,κατεβάζω. 4 υποφέρω, περνώ, δοκιμάζω. 5 επι- επιτρέπω υπερβολές, ακρότητες· απομακρύνομαι πολύ, ξεφεύγω, προχωρώ πιο πέρα. II λέγω κά- κάτι απερίσκεπτα, μου ξεφεύγει (ο λόγος,η κου- κουβέντα). 6 μ. χτυπώ δυνατά. II πέφτω (για σφαί- σφαίρα, βλήμα κ.τ.τ.). II σπάζω, θραύω· - В дре- безгй συντρίβω, θρυμματίζω, κάνω συντρίμμια. 7 αποπλήττω, χτυπώ, επιφέρω αποπληξία. II βλάπτω, προξενώ ζημιά (για φυσικά φαινόμενα), морозом -Л0 рассаду о πάγος έβλαψε το φυτώ-
хва 696 хил рю. II καταπιάνομαι, με κάτι, επιδίδομαι ζωη- ζωηρά, καταγίνομαι. II απότομαι ξεκινώ, τρέχω. II φεύγω (πηγαίνω μακριά). 8 εμφανίζομαι ξαφ- ξαφνικά, επιπίπτω, πέφτω (για φυσικά φαινόμε- φαινόμενα) . 4 απρόσ. φτάνω, επαρκώ. 10 απρόσ. δύ- ναμαι, μπορώ. 11 απρόσ. φτάνει, αρκετά (στα- (σταμάτα) . II -СЯ 1 θυμούμαι (κάτι που Εέχασα). ?. προσκρούω, πέφτω επάνω, χτυπώ. 3 (απλ.) βλ. хвататься A, 2 σημ.). хватка, -и θ. πιάσιμο, πάρσιμο, λαβή, τρό- τρόπος λήψης. II μτφ. τρόπος ενέργειας, σύλλη- σύλληψης· διαγωγή. II ικανότητα, επιδεξιότητα, ε- πιτηδειότητα· σβελτάδα. хваткий επ. ικανός στο πιάσιμο, συλληπτή- ριος. II μτφ. επιδέξιος, επιτήδειος, καπά- καπάτσος· πονηρός. ХВатскиЙ επ. (απλ.) ζωηρός, τολμηρός. ХВать επιφ. με σημ. κατηγ. 1 χβατ, αρπά- αρπάζω, πιάνω. 2 παίρνω, αποσπώ. 3 πίνω, τρα- τραβώ, κατεβάζω. 4 χτυπώ, καταφέρω χτύπημα. 5 θυμούμαι. II εκφρ. —ПОХВать θυμούμαι ξαφνικά. ХВОЙНЫЙ επ. των κωνοφόρων δέντρων ~ за- Пах η μυρουδιά των κωνοφόρων δέντρων - дё- ГОТЬ το ρετσίνι. II ουσ. ~ые πλθ. τα κωνοφό- κωνοφόρα (δέντρα). хворать р.δ. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος, II -СЯ αρρωσταίνω ελαφρά, αδιαθετώ. хвороба, ~ы θ. (διαλκ.) βλ. хворь. ХВОроСТ, -а (-у) α. (αθρσ.). 1 ξηρόκλαδα, φρύγανα. 2 μπισκότα μακρουλά. ХВороСТЙна, -Ы θ. βέργα μακριά. хворостинка, -и θ. βεργίτσα. хворость, -и θ, (απλ.) βλ. хворь. хворостяной επ. βέργινος, απο βέργες, απο κλαδιά. хворый επ. αρρωστιάρικος, ασθενικός, φι- φιλάσθενος· - мальчик φιλάσθενο παιδάκι. ХВОрь, ~И θ. (απλ.) ανημπόρια· αδιαθεσία. ХВОСТ, ~а α. 1 η ουρά· махать -ОМ κου- κουνώ την ουρά· КОНСКИЙ - η αλογουρά· коровий- , η γελαδουρά· собачий - η ουρά του σκύλου· ~ ящерицы η ουρά της σαύρας· - ПТИЦ η ουρά των πουλιών· распустить - (για πτηνά) ανοίγω την ουρά. 2 το πίσω μέρος γενικά- - самолёта η ουρά του αεροπλάνου· - комета η ουρά του κο- κομήτη· платье С -ОМ φόρεμα με ουρά (πολύ μα- μακρύ, συρόμενο)· - колонны η ουρά της φά- φάλαγγας· - редЙСКИ η ουρά του ρεπανιού. 3 Ή σειρά· ~ за билетами ουρά για εισιτήρια· СТОЯТЬ В ~έ στέκομαι στη σειρά. 4 μτφ. υπο- υποχρέωση., οφειλή- εργασία μη περατωμένη· υπό- υπόλοιπο υποχρέωσης· ликвитация -ΟΒ εξάλειψη των οφειλών· студенты сдают -Ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέ- πέρασαν στις προηγούμενες). 5 υπολείμματα, α- απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών. II εκφρ. за- ДраТЬ - σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω ε- επάνω μου· γίνομα,ι υπερόπτης· ПОДЖать (опу- стйть, подвернуть) - (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι., σώφρων ίζομαι, τα- ταπεινώνομαι)· показать - δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω· быть, идти κ.τ.τ. Β ~έ ύ- μαι ουραγός (τελευταίος)· схватить за - идею πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)· быть (висеть) на ~ё φτάνω κάποιον,προσεγγί- κάποιον,προσεγγίζω· наступить на - коку θίγω, προσβάλλω κά- κάποιον (и) в - и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ' όλη τη δύναμη, μ' όλα τα δυνατά, όσο μπορώ· насыпать СОЛИ на - кому προ£ενώ δυσάρεστα σε κάποιον не прищёй Κθ6ΐ£Π6(απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου· псу ПОД ~ (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα. хвостастый επ., βρ: -тает, -а, -о (απλ.) βλ. хвостатый. хвостатый επ., βρ: -тат, -а, -Ο ουράτος, κερκοφόρος· -ые земноводные κερκοφόρα αμφί- αμφίβια. хвостец, -тца α. βλ. копчик. ХВОСТИЗМ, -а α. ουραγία (οπορτουνιστι- κή άποψη και τακτική στο εργατικό κίνημα). ХВОСТИК, -а α. ουρίτσα. II εκφρ. С ~0М με επί πλέον, με λίγο παραπάνω ή περισσότερο. ХВОСТИСТ1, ~а α. ουραγός, οπορτουν ιστής. ХВОСТИСТ? -а α. (απλ.) φοιτητής χρεώστης εξετάσεων. ХВОСТИСТСКИЙ επ.του ουραγού, οπορτουνιστι- κός· ~ие взгляды απόψεις του ουραγού. ХВОСТОВОЙ επ. της ουράς, ουραίος· - по- позвонок ο κόκκυξ της σπονδυλικής στήλης· плавник το ουραίο πτερύγιο του ψαριού. II τελευταίος, άκρος, ακρινός. ХВОЩ, -а α. ιππουρίδα, πολυτρίχι. хвощевидный επ. κερκοειδής, σαν ουρά. II -ые πλ«. τα κερκοειδή. ХВаЩОВЫЙ επ. (βοτ.) της ιππουρίδας. ХВОЯ, -И θ. το φύλλωμα των κωνοφόρων όέ- ντρων (βελονοειδή). 2 (αθρσ.) κλαδιά κωνο- κωνοφόρων δέντρων. Хе επιφ. γέλιου· χα! *хёдер, -а α. (παλ.) σχολείο εβρα'ϊκό. Хер, -а α. παλαιά ονομασία του γράμματος Χ . Херить ρ.δ.μ. (παλ.) διαγράφω με σχήμα Χ. *херувЙМ, -а α. 1 τα χερουβείμ. 2 άνθρωπος ωραίος. херувимский επ. 1 χερουβικός. 2 ωραίος. Хе-хё κ. Хе-Хе-хё επιφ. αδύνατου γέλιου· χα-χά κ. χα-χα-χά. ХИбара, -Ы θ. φτωχόσπιτο. хибарка, -И θ. μικρό φτωχόσπιτο. хижина, -ы θ. βλ. изба хижинка, -и θ. βλ. избушка. ХИЛеть р.6. καχεκτώ, είμαι καχεκτικός.
хил 697 χ их ХИЛОСТЬ, -И θ. καχεξία. хилый επ., βρ: хил, хила, хило καχέκτης, -τικός, ασθενικός. II εξασθενημένος, μη ζωη- ζωηρός (για φυτά). II μτφ. εξαντλημένος, άψυ- άψυχος, ψόφιος, αδύναμος· σαράβαλο, ερείπιο. ХИЛЯК, -а α. (απλ.) καχέκτης, καχεκτικός. *химёра, ~ы θ. 1 χίμαιρα (μυθολογικό τέ- τέρας). II (στο μεσαίωνα) ανάγλυφη παράσταση Φανταστικού τέρατος. 2 ονειροπόλημα, πόθος απραγματοποίητος. химерический επ. χιμαιρικός, φανταστικός, απραγματοποίητος· -ие надежды χιμαιρι- χιμαιρικές ελπίδες. химеричность, -И θ. χίμαιρα, χιμαιρικός χαρακτήρας. химеричный επ., βρ: -чен, -чна, -4Η0(γραπ. λόγος)· βλ. химерический. химизатор, -а α. χημικός (αυτός που ει- εισάγει τη χημειοποίηση). ХИМИЗаЦИЯ, -И θ. χημειοποίηση. химизировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. χη- μειοποιώ, εισάγω τις επιτεύξεις της χημείας. II υποβάλλω σε χημική επεξεργασία. II -СЯ χη- μειοποιούμαι. ХИМИЗМ, -а α. χημισμός, χημική φύση ουσί- ουσίας, φαινομένου, εξέλιξης. ХИМИК, -а α. 1ο χημικός. 2 εργάτης χημι- χημικής βιομηχανίας. 3 (παλ.) καταφερτζής κα- καπάτσος. ХИМИКаЛИИ, -ИЙ πλθ. χημικές ύλες, χημικά προϊόντα. химикаты, -ΟΒ πλθ. (ενκ. химикат, -а α.)· βλ. химикалии. химиотерапия, -И θ. χημικοθεραπεία. химический επ. χημικός· ~ факультет χημι- χημική σχολή· -ие элементы χημικά στοιχεία·-ие изменения χημικές αλλοιώσεις· -ая реакция η χημική αντίδραση· - метод исследования χη- χημική μέθοδος έρευνας· -ая лаборатория то χη- χημείο· - анализ χημική ανάλυση· - состав η χημική σύσταση· -ие удобрения χημικά λιπά- λιπάσματα· -ие продукты χημικά προ'ϊόντα- -ая война χημικός πόλεμος· -ое оружие χημικό ό- όπλο. II εκφρ. - карандаш μελανί μολύβι· -ие чернила ιόχρωμη (ιώδης) μελάνη. ♦ХИМИЯ, -И θ. 1 η χημεία (επιστήμη)· орга- нйческая - οργανική χημεία· неорганическая - ανόργανη χημεία. 2 η χημική σύσταση· нефти η χημική σύσταση του πετρελαίου· при- прикладная - εφαρμοσμένη χημεία. *хйна, -ы θ. βλ. хинин. ХЙНДИ ουδ. άκλ. η κρατική ινδική γλώσσα. ХИНИН, -а α. η κινίνη, το κινίνο . ХИННЫЙ επ. του κινίνου, απο κινίνο, με κι- κινίνο. II εκφρ. -ое дерево η κιγχόνη. ХИН, -И θ: ХИНЬЮ идёт (пойдёт) πηγαίνει (θα πάει) ανώφελα, μάταια, στα χαμένα. ХИрёть р.δ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, εξα- εξασθενίζω, φθίνω, μαραζώνω. II (για φυτά) μα- μαραίνομαι. II μτφ. ξεπέφτω, παρακμάζω· талант -ёет το ταλέντο μαραίνεται. ХИромаНТ, -а α., -ка, -И θ. χειρομάντης, -ισσα. *ХИромаНТИЯ, -И θ. χειρομαντία. ♦ХИРОТОНИЯ, -И θ. χειροτονία. хирург, -а α. χειρουργός (γιατρός). хирургический επ. χειρουργικός· -ие инс- инструменты χειρουργικά εργαλεία· -ая операция η εγχείρηση· -ое вмешательство χειρουργική επέμβαση. *ХИрургЙЯ, -И θ. η χειρουργική. *ХИТЙН, -а α. (βιολ.) χιτώνας, περίβλημα. ХИТИНОВЫЙ επ. του χιτώνα, του περιβλήμα- περιβλήματος. ♦ХИТОН, ~а α. χιτώνιο (ένδυμα). II ένδυμα ηθοποιών μπαλέτου. хитрец, -а α. ο πονηρός. Хитреца, -Ы θ. πονηράδα, δολιότητα. ХИТрЙНКа, -И θ. πονηράδα, δολιότητα. хитрить, -рго, -рйшь ρ.δ. κάνω πονηριές, ε- ενεργώ πονηρά, δολιεύομαι. Хитросплетение, -Я ουδ. μανούβρα, δολο- δολοπλοκία, πλεκτάνη, εξύφανση δόλου. Ι! πανουρ- πανουργία· ραδιουργία. хитросплетённый επ. σχεδιασμένος, μελετη- μελετημένος με δολιότητα, ραδιουργημένος. хитростный επ., βρ: -тен, -тна, -тно βλ. хитроумный. ХЙтро επίρ. πονηρά, δόλια. ХИТРОСТЬ, -И θ. 1 πονηριά, -άδα, δολιότη- δολιότητα· πανουργία, κατεργαριά· - ума πολυμηχα- πολυμηχαν ία· - ЛИСЫ η πονηριά της αλεπούς, αλωπε- *ισμός· пуститься на -И καταφεύγω σε πονη- πονηριές. 2 επινόημα πανούργο, τέχνασμα, κόλ- κόλπο, μηχανή. II εκφρ. не велика ή не большая - δεν είναι τίποτε το δύσκολο,το πολύπλοκο. хитроумие, -Я ουδ. πανουργία, πολυμηχανία. хитроумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно. 1 πανούργος, πολυμήχανος, παμπόνηρος· - чело- человек παμπόνηρος άνθρωπος. 2 πολύπλοκος, πονηρόπλοκος. хитрый επ., βρ: хитёр, хитра, хитро.1 πο- πονηρός, δόλιος· πανούργος· κατεργάρης· - че- человек πονηρός άνθρωπος. II έντεχνος, περί- περίτεχνος. 2 έξυπνος, ευφυής. II πολυσύνθετος, πολύπλοκος, δύσκολος, δύσλυτος· -Ое устрой- устройство πολύπλοκος μηχανισμός. ХИТрюга, -И α.κ.θ. ο πονηρός, η πονηρή. ХИХаньки, -Ηεκ'πλθ: - Да - γέλιο, γέλια, όλο γέλια ХИ-ХЙ κ. ХИ-ХИ-ХЙ επιφ. (αδύνατο γέλιο)· χι·-χί> χι-χι-χί.
X ИХ 698 хле ХИХЙКаНЬе, -Я ουδ. γέλιο αδύναμο, ελαφρό. ХИХИКать р.δ. γελώ αδύνατα, ελαφρά. хихикнуть р.σ. βλ. хихикать. хищение, -я ουδ. (γραπ. λόγος) αρπαγή, άρ- πασμα· κλοπή, κλέψιμο. ХИЩНИК, -а α. 1 ζώο αρπαχτικό. 2 μτφ. άρ- άρπαγας, αρπαχτής· σφετεριστής. ХИЩНИЦа, ~Ы 6,1 το θηλυκό αρπαχτικό ζώο. 2 αρπάχτρα. ХЙЩНИЧаТЬ р.δ. 1 (για ζώα)· αρπάζω. 2 λε- λεηλατώ, δηώνω, ληστεύω. хищнический επ. αρπακτικός· ~ие повадки αρπακτικές συνήθειες· -капитал ληστρικό κε- κεφάλαιο· -ая эксплуатация ληστρική (άγρια) εκμετάλλευση. II ολέθριος, καταστρεπτικός,εξο- λοθρευτικός· -ая вырубка лесов καταστρεπτι- καταστρεπτικό κόψιμο των δασών - ЛОВ рыбы εξολοθρευ- τική αλιεία. Хищничество, -а ουδ. 1 αρπαγή απο σαρκοφάγα ζώα. 2 ληστεία, άγρια εκμετάλλευση, 3 κατα- καταστροφή, εξολόθρευση. 4 διαρπαγή, λεηλασία. ХИЩНОСТЬ, -И θ. αρπακτικότητα. ХИЩНЫЙ επ., βρ: -щен, -щна, ~ЩНО. 1 αρπα- αρπακτικός· -ые животные αρπακτικά ζώα·-ые ПТЙ- ЦЫ αρπακτικά πτηνά· -ые когти αρπακτικά νύ- νύχια. II αδηφάγος, άπληστος, αχόρταγος· ВЗГЛЯД αρπαχτικό βλέμμα· -ая наклонность αρπακτική κλίση (ροπή). 2 μτφ. ληστρικός, εκ- εκμεταλλευτικός. хлад, -а α. (παλ.) βλ. холод. хладеть р.δ. (παλ.) βλ. холодеть. хладнокровие, -я ουδ. ψυχραιμία· не надо терять - δεν πρέπει να χάνεις την ψυχραιμία. хладнокровный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 ψύχραιμος· - человек ψύχραιμος άνθρωπος· ответ ψύχραιμη απάντηση· ~ ВЗГЛЯД ψύχραιμη ματιά. 2 βλ. холоднокровный. 3 (παλ.)· άφο- άφοβος, απτόητος. хладноломкость, -И θ. το εύθραυστον και στό ελάχιστο ψύχος. ' хладный επ., βρ: -ден, -дна, -дно (παλ.) βλ. холодный. хлам, ~а α. (αθρσ.)· παλιοπράγματα, άχρη- άχρηστα πράγματα· παλιόρουχα, ράκη. II μτφ. κΑθε τι μηδαμηνό, τιποτένιο. *ХЛаМИДа, ~Ы θ. η χλαμίδα. хламьё, -Я ουδ. (αθρσ.) απλ. βλ. хлам. хлеб, -а, πλθ. хлебы и. хлеба α. 1 ψωμί· пшеничный - σιτάρ Ίσιο ψωμί· белый - άσπρο ψωμί· Чёрный - μαύρο ψωμί· ржаной - βρίζι,νο ψωμί· кусок -а κομμάτι ψωμιού· ЛОМОТЬ -а η φέτα ψωμιού· чёрстый - μπαγιάτικο ψωμί· пе- КЛеванныЙ - μαύρο βρίζινο ψωμί· домашний - σπιτίσιο ψωμί. 2 το σιτάρι. II πλθ. -а τα σι- σιτηρά, τα δημητριακά· τα γεννήματα. II τα α- γρωστοειδή, -ώδη, τα σιτοειδή, -ώδη. 3 πλθ. -а τροφή· διατροφή.,4 μτφ. μέσα ύπαρξης, συ- συντήρησης· добывать - βγάζω το ψωμί· отби- отбивать - у КОГО κόβω στερώ (στερώ) το ψωμί κά- κάποιου· Лёгкий - εύκολη απόκτηση ψωμιού (των μέσων συντήρησης). II εκφρ. насущный - α) ο επιούσιος άρτος, β) το πιο βασικό για την ύ- ύπαρξη· —СОЛЬ; - Да СОЛЬ; - И СОЛЬ καλή ό- όρεξη (ευχή)· —соль α) τρατάρισμα, προσφο- προσφορά, κέρασμα, β) φροντίδα, μέριμνα· κηδεμο- κηδεμονία: водить —соль с кем πιάνω φιλία, σχέ- σχέσεις με κάποιον· жить на -ах у КОГО α) ζω οικότροφος σε κάποιον, β) παρασιτώ σε κόποюи Хлебание, -Я ουδ. (απλ.). 1 κατάποση. 2 καταβρόχθιση. хлебать р.δ. 1 καταπίνω. 2 καταβροχθίζω хлебец, -бца α. ψωμάκι. II εκφρ. хрустящие -бЦЫ είδος γαλέτας. хлебник, -а α., -ца, -Ы θ. αρτοποιός, ψω- ψωμάς. ХЛебНИЦа, -Ы θ. αρτοφόριο, πανέρι ψωμιού. хлебнуть ρ.σ. 1 βλ. хлебать. 2 εισπνέω με το στόμα. 3 υποφέρω, δοκιμάζω, περνώ· - ΓΟ- ря περνώ στενοχώρια. хлебный επ. 1 των σιτηρών, των σιτωδών, των δημητριακών -ые запасы προμήθειες σι- σιτηρών -ые всходы οι φύτρες των σιτωδών. 2 σιταρίσιος· -ые сухари σιταρίσιες φρυγα- φρυγανιές. 3 του ψωμιού, του άρτου· - магазин αρτοπωλείο, ψωμάδικο· -ые карточки δελτία ψωμιού. II για ψωμί· -ая Печь φούρνος για ψω- ψωμί· -ые дрожжи μαγιά ψωμιού· - НОЖ ψωμομά- χαιρο. 4 εύφορος, καρπερός, προκομμένος'σι- τοπαραγωγικός· σιτοφόρος· - ГОД χρόνος με- μεγάλης σοδειάς δημητριακών προκομμένη σιτο- παραγωγική χρονιά. 5 μτφ. επικερδής, αποδο- αποδοτικός, προσοδοφόρος. II εκφρ. -ое дерево αρ- τόκαρϊος ή αρτόδεντρο. хлебобулочный επ. αρτοποιητικός, της αρτο- αρτοποιίας· -ые изделия τα διάφορα είδη ψωμιού. хлёбово, -а ουδ. (απλ.) βλ. похлёбка. хлебозавод, ~а α. αρτοποιείο μηχανοποιη- μηχανοποιημένο. хлебозаготовительный επ. της σιτοπαραγω- σιτοπαραγωγής (με καθορισμένο πλάνο). хлебозаготовка, -И θ. σιτοπαραγωγή (με κα- θορισμένο κρατικό πλάνο). ХЛебОЗакуПКа, -И θ. η κρατική αγορά σιτη- σιτηρών η συγκέντρωση σίτου. хлебок, -бка α. η καταψιά υδαρής τροφής. Хлебокопнитель, -я α. μηχάνημα θηρών χά- χάσματος σιτωδών. хлебопахотный επ. για σπορά δημητριακών - участок σιταροχώραφο. Хлебопахотный επ. (παλ.) σιτοκαλλιεργητι- κός, σιτοπαραγωγικός. хлебопашеский επ. βλ. хлебопахотный.II του
хле 699 хло σιτοκαλλιεργητή, του σιτοπαραγωγού. хлебопашественный επ. βλ. хлебопахотный. хлебопашество, -а ουδ. σιτοκαλλιέργεια, σιτοπαραγωγή. хлебопашествовать, ствуго, -ствуешь р.б. ασχολούμαι με τη σιτοκαλλιέργεια, τη σιτο- σιτοπαραγωγή. хлебопашец, ~шца α. σιτοκαλλιεργητής, σι- σιτοπαραγωγός. хлебопашный επ. σιτοκαλλιεργήσιμος. хлебопёк, -а α. βλ. пекарь. Хлебопекарный επ. του ψησίματος ψωμιού, της αρτοποιίας- -ая промышленность αρτοβιο- αρτοβιομηχανία· -ая печь φούρνος αρτοποιείου· -ые изделия είδη ψωμιού. хлебопекарня, -и θ. βλ. пекарня. хлебопечение, -Я ουδ. το ψήσιμο ψωμιού. ХЛебОПОславка, -а θ. η παράδοση σιτηρών στο κράτος. хлебопродукты, -ов πλθ. τα προ'ΐόντα των σιτηρών. хлебопроизводящий επ. σιτοπαραγωγικός· -ие страны σιτοπαραγωγικές χώρες, хлеборезка, ~И θ. 1 συσκευή αρτοκοπής. 2 η αρτοκόπτρια (εργάτρια). ХЛеборёгныЙ επ. αρτοκοπτικός. Хлебороб, -а α. σιτοπαραγωγός. хлебородный επ., βρ: -Ден, -дна, -ДНО σι- σιτοπαραγωγικός· - край σιτοπαραγωγική περι- περιοχή. II βλ. хлебный D σημ.). хлебосдаточный επ. της παράδοσης, της συ- συγκέντρωσης σιτηρών - пункт κέντρο συγκέ- συγκέντρωσης σιτηρών. Хлебосдатчик, -а α. ο παραδότης σιτηρών στο κράτος. хлебосдача, -И θ. η παράδοση σιτηρών στο κράτος. ХЛебОСОЛ, -а α. ο φιλόξενος. хлебосольный επ., βρ: -лен, -льна, -льно φιλόξενος· -ая семья φιλόξενη οικογένεια. ХЛебОСОЛЬСТВО, -а ουδ. φιλοξενία. ХЛебОСТОЙ, -Я α. τα αθέριστα ακόμα σιτηρά. хлеботорговец, -вца α. σιτέμπορας. хлеботорговля, -И θ. σιτεμπόριο,- -ρία. хлеботорговый επ. σιτεμπορικός. хлеботоргующий επ. βλ. хлеботорговый. хлебоуборка, -и θ. συγκομιδή σιτηρών. Хлебоуборочный επ. του θέρου, του θερι- σμού· ~ое время η εποχή του θερισμού. II θε- ριστικο-αλωνιστικός· -ая машина θεριστικο- αλωνιστική μηχανή. хлебофураж, -а α. ζωοτροφή απο σιτάρι και σιτοκαλαμιά. Хлебушко, -а α. (απλ.). 1 ψωμάκι. 2 σι- ταράκι. хлев, -а, προθτ. в -е к. в -у, πλθ. хле- хлева α. σταύλος (κυρίως κατοικίδιων ζώων). II μτφ. χώρος ακάθαρτος. хлёст, -а α. 1 βλ. хлестание, г μαστίγια. хлестаковщина, -Ы θ. μεγαλαυχία, καυχησι- ολογία, φανφαρονισμός και ψέμα μαζί. хлестание, ~Я ουδ. μαστίγωση, -μα. хлестануть р.σ. (απλ.) μαστιγώνω δυνατά. хлестать, хлещу, хлещешь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. хлёстанный, βρ: -Тан, -а, -Ο ρ.δ. 1 μα- μαστιγώνω, μαστίζω. II βιτσίζω. II καταφέρω η- ηχηρό δυνατό χτύπημα (στο πρόσωπο ή στο σώ~ σώμα). 2 (για νερό)· φλοισβίζω· παφλάζω. II χύνομαι, ρέω, πέφτω ορμητικά. II χύνω· - ВО- ВОДУ на ПОЛ χύνω νερό στο πάτωμα. 3 (απλ.)· ακρατοποτώ, παραπ'ινω, σουρώνω. 4 μτφ. (για άνεμο, κλαδιά κ.τ.τ.) χτυπώ τσουχτερά. II-СЯ μαστιγώνομαι, μαστίζομαι. II αλληλομαστιγώ- νομαι. II βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. хлёсткий επ. βρ: хлёсток, хлестка, хлёстко; хлёстче к. (απλ.) хлеще. 1 τσουχτερός· δυ- δυνατού χτυπήματος· - ветер τσουχτερός αέρας· - кнут μαστίγιο που χτυπά δυνατά, με πλα- τάγισμα. 2 ζωηρός· -ая игра ζωηρό παιγνίδι. 3 μτφ. δηκτικός· -ие слова τσουχτερά λόγια. ХЛёСТКОСТЬ, -И θ. ισχυρότητα. II δριμύτη- δριμύτητα. II μτφ. δηκτικότητα. хлестнуть(ся) ρ.σ. βλ. хлестать(ся). хлесть επιφ. ως κατηγ. (με σημ. хлестать)· χλαπ! φραστ! хлипанье, -я ουδ. (απλ.)· λυγμός, αναφυλ- λητό. ХЛИПать р.δ. (απλ.)· κλαίω με αναφυλλητό. хлипкий επ., βρ: -пок, -пка, -пко; хлипче (απλ,).ι αδύνατος· ασταθής. II βλ. хилый. 2 μαλακός, ηλοιώδης, πολτώδης, σαν κουρκούτι. ХЛИПКОСТЬ, -И θ. αδυναμία, αστάθεια. II μα- λ,ακότητα. хлобыстание, -я ουδ. (απλ.)· μαστίγωμα. хлобыстать, -быщу, -быщешь р.δ. (απλ.). 1 μαστιγώνω. 2 χύνομαι, ρέω ορμητικά. хлобыстнуть р.σ. βλ. хлобыстать. II -ся χτυπώ, προσκρούω. ХЛОП1 επιφ. χλαπ! με σημ. κατηγ. του ρ. ХЛОпать(СЯ). II πλαπ! φαπ! (για κάτι από- απότομο, ξαφνικό, απρόοπτο). ХЛОП, -а α. χλοπ (ήχοι δυο κρουσμένων α- αντικειμένων)· χειροκροτήματα. хлопальщик, -а α. 1 ο χειροκροτών. 2 βλ. клакёр. 3 (κυνηγ.) παγανιστής.κροτών. хлопанье, -Я ουδ. 1 χτύπος, κράτηση. 2 χει- χειροκρότημα, -ση. хлопать ρ.δ. 1 χτυπώ, κροτώ· κρούω· - ДВе- рыо κλείνω την πόρτα με κρότο· -ЮТ пробки κροτοϋν τα πώματα· -ЮТ гранаты κροτούν οι χειροβομβίδες· - рукой ПО СТОЛу χτυπώ το χέρι πάνω στο τραπέζι. 2 χειροκροτώ. II πα-
хло 700 хло ράγω χαρακτηριστικό κρότο: χλαπ, πλαπ. 3 (απλ.)· σκοτώνω, χτυπώ· на охоте брат -ал два зайца στο κυνήγι ο αδερφός χτύπησε δυο λαγούς. 4 μτφ. πίνω, σουρώνω, τσούζω.ΙΙ εκφρ. - глазами α) σκαρδαμύσσω απο αμηχανία, β) σιγώ, δεν εέρω τι να απαντήσω* - ушами (απλ.) ακούω χωρίς να καταλαβαίνω τίποτε, απο το έ- ένα αυτί μπαίνουν και απο τ' άλλο βγαίνουν. хлопаться ρ.δ. πέφτω ορμητικά. II (απλ.)· χτυπώ, προσκρούω. ХЛОпеЦ, -пца α. (απλ. κ. διαλκ.)· παλικά- παλικάρι, λεβέντης. ХЛОПКОВОД, -а α. ειδικός στη βαμβακομία. ХЛОПКОВОДСТВО, -а ουδ. βαμβακομία, βαμβα- κοκαλλιέργεια. хлопководческий επ. βιτμβακοκομικός, βαμ- βακοκαλλιεργητ ικός· - район βαμβακοκαλλι- εργητική περ ιοχή. ХЛОПКОВЫЙ'επ. 1 του βαμβακιού· ~ые ПОЛЯ βαμβακοχώραφα· -Ыв плантации βαμβακοφυτε'ι- ες · -ая сеялка βαμβακοσπαρτική μηχανή· -ые семена ο βαμβακόσπορος· -ое масло βαμβακέ- λαιο, βαμβακόλαδο· -ое ВОЛОКНО οι ίνες του βαμβακιού- ~ые ЖМЫХИ οι βαμβακόπ ιτες. II βαμ- βαμβακερός, βαμβάκινος· -ая пряжа βαμβακερό νήμα- ~ая коробочка το καρύκι βαμβακιού. ХЛОПКОКОМбаЙН, -а α. βαμβακοκομπάιν. ХЛОПКООЧИСТЙТеЛЬНЫЙ επ. βαμβακοεκκοπκι- στικός. ХЛОПКООЧЙСТка, -И θ. βαμβακοεκκοκκίαση. ХЛОПКОПрядение, -Я ουδ. βαμβακοκλώση, βαμ- βακογνέσιμο. ХЛОПКОПРЯДИЛЬНЫЙ επ. βαμβακοκλωστικός. Хлопкороб, -а α. βαμβακοπαραγωγός, βαμβα- .κοκαλλιεργητής. хлопкосеющий επ. βαμβακοσπαρτικός· -ая ма- ШЙна βαμβακοσπαρτική μηχανή. Хлопкосеяние, -Я ουδ. η βαμβακοσπορά. ХЛОПКОубОрка, -И θ. συγκομιδή (μάσιμο)του βαμβακιού. Хлопкоуборочный επ. βαμβακοσυλλεκτικός. хлопнуть(ся) ρ.σ. βλ. хлопать(ся). ХЛОПОК, -Йка α. 1 το βαμβακόδεντρο, η βαμ- βακιά. 2 το βαμβάκι· сбор -пка το μάζεμα του βαμβακιού, 3 (διαλκ.) τούφα, τολύπα. ХЛОПОК, -Пка α. κρότος· πλατάγισμα. II πλθ. (ХЛОПКИ, ~ОВ) τα χειροκροτήματα. Хлопотать, -1ЮЧУ, -ПОчешь ρ.δ. 1 ασχολού- ασχολούμαι εντατικά, καταγίνομαι πολύ, βάνομαι. II φροντίζω, μεριμνώ· νοιάζομαι. 2 ενεργώ (για επίτευξη σκοπού). ХЛОПОТЛИВО επίρ. με φροντίδα, με έγνοια. ХЛОПОТЛИВОСТЬ, ~И θ. φροντίδα, μέριμνα. хлопотливый επ. βρ: -лив, -а, -о γεμάτος φροντίδες, πολυμέριμνος, νοιασμένος.II μπε- λαλής, -ιδικός, όλο σκοτούρες. ХЛОПОТНО επίρ. 1 βλ. ХЛОПОТЛИВО. 2 κατηγ. είμαι γεμάτος φροντίδες. ХЛОПОТНОСТЬ, -И θ. δυσκολία, σκοτούρα, ο- χληρότητα. хлопотный επ., βρ: -тен, -тна, -тно βλ. хлопотливый. ХЛОПОТНЯ, -И θ. βλ. ХЛОПОТЫ. хлопотун, -а а., -ья, -И θ. άντρας, γυ- γυναίκα με πολλές φροντίδες. хлопоты, хлопот, хлопотам πλθ. φροντίδες, μέριμνες, σκοτούρες· έγνοιες· μπελιάδες· ДО- машние - οι φροι·:'.δες του σπιτιού· наделать кому -, ВВОДИТЬ КОГО В - βάζω κάποιον σε μπελιάδες· иметь много -ОТ έχω πολλές σκο- σκοτούρες· без ВСЯКИХ -От χωρίς την παραμικρή φροντ ίδα. хлопушка, -И θ. 1 μυγοσκοτώστρα. 2 στρα- καστρούκα, κροτίδα. 3 είδος ζιζανίου των φυτών. 4- αυτόματη έμφραζη σωλήνων. хлопчатник, -а α. βλ. хлопок A σημ.). хлопчатниковый επ. του βαμβακιού· -ые се- семена βαμβακόσπορος. хлопчатобумажный επ. βαμβακερός· -ые тка- ткани βαμβακερά υφάσματα· -ая промышленность βιομηχανία βαμβακερών. хлопчатый1 επ: -ая бумага (παλ.)· α) το βαμβάκι (φυτό), β) βαμβακερός (για κλω- κλωστή ύφασμα κλπ.). хлопчатый2 επ. τολυποειδής. ХЛОПЧИК, -а α. (απλ. κ. διαλ'κ.) παλικαράκι. хлопьевидный επ., βρ: -ден, -дна, -дно; βαμβακοειδής. ХЛОПЬЯ, -ьев πλθ. τολύπες, τούφες. *ХЛор, ~а α. (χημ.) το χλώριο. хлоратор, -а α. συσκευή χλωρίωσης. Хлорирование, -Я ουδ. καθάρισμα με χλώ- χλώριο. II % χλωρίωση. хлорировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хлорированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ. 1 καθαρίζω με χλώριο. 2 προσθέτω, ρίχνω χλώριο. II -СЯ καθαρίζομαι με χλώριο. ХЛОРИСТЫЙ επ. χλωριούχος· - Натрий χλωρι- χλωριούχο νάτριο (μαγειρικό αλάτι). *ХЛорит, -а α. ο χλωρίτης.. ХЛорЙТОВЫЙ επ. χλωριτ ιού χος. ХЛОрка, -И θ. (απλ.)· χλωριούχο ασβέστιο. ХЛОрныЙ επ. χλωρικός, του χλωρίου· - за- пах η οσμή του χλωρίου. II χλωριούχος· -ЭЯ известь βλ. хлорка. *ХЛорОЗ, -а α. 1 χλόρωση (ασθένεια φυτών). 2 χλωρίαση (είδος αναιμίας). *ХЛОрофЙЛЛ, -а α. η χλωροφύλλη. *ХЛороформ, -а α. χλωροφόρμιο. Хлороформирование, -Я ουδ. χλωροφόρμηση. хлороформировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ.μ. χλωροφορμίζω. II -СЯ χλωροφορμίζομαι.
хло 701 хоб хлорпикрин, -а ос. χλωροπικρίνη. хлуп, -а а., Хлупь, -и θ. η άκρη του ιε- ιερού οστού των πτηνών. ХЛЙнуть ρ.σ.1 χύνομαι, εκρέω ορμητικά. II μτφ. II εμφανίζομαι απότομα (για σκέψεις, αι- αισθήματα κ.τ.τ.). 2 (για πλήθος ανθρώπων)· ξε- ξεχύνομαι, ορμώ σαν χείμαρος. II μτφ. πλημμυ- πλημμυρίζω, κατακλύζω. ХЛЫСТ1, -а α. 1 βίτσα, βέργα. II μαστίγιο πλεκτό. 2 κορμός δέντρου αποκλαδευμένος. ХЛЫСТ? -а α. οπαδός θρησκευτικής αίρεσης στη Ρωσία. хлыст? -а α. βλ. хлыщ. хлыстать(ся) ρ.δ. (απλ.) βλ. хлестать(ся). ХЛЫСТИК, -а α. βιτσίτσα, βεργίτσα. хлыстнуть р.σ. βλ. хлыстать. хлыстовка, -и θ. βλ. хлыст? ХЛЫСТОВСКИЙ επ. αιρετικός. ХЛЫСТОВСТВО, ~а ουδ. θρησκευτική αίρεση στη Ρωσία. хлыстовщина, -ы θ. βλ. хлыстовство. ХЛЫСТОВЫЙ επ. κατά κορμούς- -ая вывозка древесины η κατά κορμούς μεταφορά ξυλείας. хлысть επιφ. βλ. хлесть. ХЛЫЩ, -а α. ο κομψευόμενος, δανδής. хлыщеватый επ., βρ: -ват, -а, -о κομψευό- κομψευόμενος . хлкп, -а α. (απλ.) βλ. хлюпанье. хлюпанье, -Я ουδ. πλατσάρισμα, τσαλαβού- τημα, πηλοβάτηση, πηλοπάτημα. ХЛЮПаТЬ р.δ. 1 πλατσαρίζω, τσαλαβουτώ, πη- λοβατώ, πηλοπατώ. 2 (απλ,.)· κλαυθμυρίζω. II εκφρ. - НОСОМ ρωθωνίζω. II -СЯ πέφτω σε λασπώδη ύλη. ХЛЮПИК, -а α. άνθρωπος άβουλος, διστακτι- διστακτικός, αδύνατου χαρακτήρα. хлюпкий επ., βρ: -пок, -пка, -пко. 1 λα- σπώδης, πηλώδης. 2 ασταθής, αβάσιμος. 3μτφ. αδύνατος, καχεκτικός. хлюпнуть(ся) р.σ. βλ. хлшать(ся). ХЛЮСТ1, -а α. (απλ.)· καταφερτζής, επιδέ- επιδέξιος, επιτήδειος, καπάτσος. ХЛЮСТ? ~а α. (παλ.) φύλλα του ίδιου χρώ- χρώματος της τράπουλας. ХЛЯбать, -ает р.δ. (απλ.)· κουνιέμαι, σα- σαλεύω, ταλαντεύομαι* подкова на ноге лошади -ает το πέταλο στο πόδι του αλόγου κουνιέ- κουνιέται· гайка -ает το παξιμάδι κουνιέται. ХЛЯбЬ, -и θ. 1 (ενκ. κ. πλθ. έχουν την ί- ίδια σημ.)* (παλ.) άβυσσος· βάθος 2 νερόλα- σπη. II εκφρ. разверзлись -и небесные άνοι- άνοιξαν οι καταρράχτες (ή οι κρουνοί) του ουρα- ουρανού (ρίχνει δυνατή βροχή). ХЛЯСК, ~а α. (διαλκ.)· κρότος χτυπήματος. ХЛЯСКанье, -Я ουδ. κράτηση· χτύπημα. ХЛЯСКаТЬ ρ.δ. (διαλκ.)' κροτώ' χτυπώ. хляснуть р.σ. βλ. хляскать. ХЛЯСТИК, -а α. ζωνίτσα κοντή (στη μέση κ. στο πίσω μέρος χλαίνης, πανωφοριού κ.τ.τ.). ХЛЯСЬ επιφ. με σημ. κατηγ. βλ. хляскать. ΧΜ επιφ. (για δυσπιστία, ειρωνία)· χμ. ХМара, -Ы θ. (διαλκ.)· σύννεφο. ХМарь, -И θ. (διαλκ.)· ομίχλη· θάμβος. ХМелеВОД, ~а α. ειδικός στη λυκισκοκαλλι- έργεια. хмелеводство, ~а ουδ. λυκισκοκαλλιέργεια. хмелеводческий επ. τηςλυκισκοκαλλιέργειας. хмелевой επ. του λυκίσκου, του ζυθοβό- τανου· - запах η οσμή του λυκίσκου- ~ые ка- капли σταγόνες λυκίσκου. Хмелёк, -ЛЬка α. 1 μικρός λυκίσκος. 2 ε- ελαφρά μέθη. II εκφρ. ПОД -КОМ σε κατάσταση μέθης. хмелеть, -его, -ёешь р.δ. μεθώ. хмелина, -Ы θ. κλαδί ή καρπός λυκίσκου. ХМелЙТЬ, -ЛИТ р.δ. μ. μεθώ κάποιον. II -СЯ διεγείρω, ενθουσιάζω. Хмель, -Я α. 1 λυκίσκος, ζυθόχορτο. 2 τα άνθη του λυκίσκου. 3 (О -е, ВО -ГО) μέθη, κα- κατάσταση μέθης. II μτφ. διέγερση, ενθουσια- ενθουσιασμός· οίστρος. II εκφρ. под -ем σε κατάσταση μέθης. хмельник, ~а α. έκταση λυκισκοσκεπής. хмельной επ., βρ: -лён, -льна, -льно к. (παλ.) хмельный βρ: -л^н, -льна, -льно. 1 μεθυσμένος, πιομένος, σουρωμένος. 2 μέθυ~ στικός. 3 ουσ. ουδ. -Ое μεθυστικό πιοτό. Хмурить р. δ. μ. συνοφρυώνω· ρυτιδώνω. II -СЯ' 1 σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω. II θυμώνω. 2 ρυ- ρυτιδώνω, -ομαι, ζαρώνω. 3 μτφ. (για καιρό)· συννεφιάζω· нёбо -лось о ουρανός συννέφιασε. ХМУРОСТЬ, -И θ. 1 σκυθρωπότητα· κατήφεια. ί μτφ. συννεφιά. хмурый επ., βρ: хмур, -а, -О. 1 σκυθρω- σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιασμένος, κατσούφης. II συνοφρυωμένος. 2 (για καιρό)· συννεφιασμέ- συννεφιασμένος· μουντός. хмурь, -и θ. (απλ.)· βλ. хмурость. хмыканье, -Я ουδ. προφορά του επιφ. χμ. ХМЫКать ρ.δ. προφέρω το επιφ. χμ,κάνω χμ. хмыкнуть ρ.σ. βλ. хмйкать. *хна, ХНЫ θ. κνα ή κινά. ХНЫ επιφ: хоть бы - ούτε γρύ, απολύτως τίποτε. Хныканье, -Я ουδ. κλαυθμύρισμα, μινύρι- σμα, κλαψούρισμα, κλαψοϋρα. II παράπονο. хныкать, хнычу, хнычешь κ. -аго, -аешь р. δ. κλαυθμυρίζω, μινυρίζω, κλαψουρίζω. II -СЯ παραπονιέμαι, κλαίομαι. ΧΟ κ. ΧΟ-ΧΟ επιφ. πω, πω-πώ (για ειρωνία, θαυμασμό, έξαρση, συμπόνια κ.τ.τ.). ХОбОТ, -а α. 1 προβοσκίδα. 2 κοτύλη, κο-
хоб 702 ход τυληδόνα· - пиявки η κοτυληδόνα της βδέλλας. ХОбОТНОЙ επ. 1 προβοσκιδοφόρος. 2 ουσ. ~ые πλθ. τα ελεφαντιδή, τα προβοσκιδωτά. хоботок, -тка α. 1 προβοσκιδίτσα. 2 ο μυ- ζητήρας (των εντόμων). ХОбОТЬе, -Я ουδ. (αθρσ.).1 (διαλκ.)· τα λι- χνίδια. 2 (παλ. к. απλ.) παλιοπράγματα· πα- λιόρουχα. ход, -а (-у), προθτ. в -е и. в -у, на -е к. на -у, πλθ. ходы н. ходы κ. хода а. 1 (В ~е, на -у)· κίνηση, μετακίνηση' βάδι- βάδισμα· πορεία· - вперёд κίνηση προς τα μπρος· - поезда η κίνηση του τρένου· ТИХИЙ - σι- σιγανή κίνηση· ПОЛНЫМ -ОМ μ' όλη την ταχύτη- ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος- средний - μέση τα- ταχύτητα· два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πο- πορείας· дать ~ передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω· κάνω μπρος, πίσω· пустить В - βάζω μπρος· (σε κίνηση)· работы идут ПОЛНЫМ -ОМ οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθ- ρυθμούς· В.сё пошло В - όλα μπήκαν σε κίνηση· на -у ОН приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά*ПО -у узнавать КОГО απο το βάδισμα γνωρίζω κά- κάποιον. ΐ| η ταχύτητα· замедлить - ελαττώνω την ταχύτητα. II (παλ.)· εκκλσ. πομπή· λι- λιτανεία· крестный ~ η περιφορά του σταυρού. 2 μτφ. εξέλιξη· πορεία· - событий η εξέλι- εξέλιξη των γεγονότων - сражения η εξέλιξη της μάχης· постепенный - βαθμιαία εξέλιξη· - ИС- торйческого развития η πορεία της ιστορι- ιστορικής εξέλιξης. 3 λειτουργία· плавный - мо- мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ· 4 κίνηση με, δια· КОЛёСНЫЙ - η κίνηση με τροχούς· гусеничный - η κίνηση με ερπύστρια· КОЛЯСка На резиновом -у καροτσάκι με λα- λαστιχένιες ρόδες. 5 κίνηση* ξεκίνημα (στο παίξιμο)· - пешкой η κίνηση με το πιόνι* - тузом το παίξιμο με τον άσο. II η σειρά έ- έναρξης* твой - η σειρά σου (να παίξεις). 6 τρόπος, κόλπο, μανούβρα. 7 (μουσ.)· μετά- μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή. 8 είσοδος* - па- парадный η κύρια είσοδος* чёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα* - СО двора είσοδος απο την αυλή* потайной - κρυφή είσοδος, Κβ- МНата С отдельный -ОМ δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο. II δίοδος, πέρασμα, διά- διάβαση· подземный - υπόγεια βιάβαση. II μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση. II εκφρ. на -у στα γρήγορα, στα πεταχτά· ХОД (ХОДЫ, ХО- ХОДЫ) · (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας· ПОЛНЫЙ -! (παράγγελμα)· τάχιστα! -ом! (απλ.)' γρή- γρήγορα, ταχιά· СВОИМ -ОМ με το δικό μου τρό- τρόπο* Дело идёт СВОИМ -ОМ η υπόθεση ακολου- ακολουθεί την πορεία της* -у дать φεύγω το βάζω στα πόδια· дать - α) ξεκινώ, βάζω μπρος* шофёр дал - ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευ- κατευθύνω στον κανονικό δρόμο· не Дать -у εμπο- εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων ПОЙТИ В -πιά- -πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα· пустить В - βάζω σε χρήση, κυκλοφορία· ε- εφαρμόζω· Дело ПОШЛО В - η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε. хода, -Ы θ. (διαλκτ.) το τρέξιμο του αλό- αλόγου. II τροχασμός, τροκ. ХОДатаЙ, -Я α. 1 φροντιστής· προστάτης. 2 (παλ.)· επιτετραμμένος·δικολάβος. ходатайство, ~а ουδ. 1 ενέργεια, φροντί- φροντίδα μεσολάβηση· он прекратил - о разводе αυτός έπαυσε να φροντίζει για το διαζύ.γιο. 2 αίτηση, γραπτή παράκληση- подать ~ ή ВОЙТИ С -ОМ δίνω (υποβάλλω) αίτηση· удОВЛвТВО- рЙТЬ - εγκρίνω την αίτηση. ходатайствовать, -ствую, -ствуешь р.δ. (σ. μόνο στον παρλθ. χρ.). 1 φροντίζω, ενεργώ για κάποιον, για κάτι. II απευθύνομαι με αί- ση, παράκληση. 2 (παλ.) είμαι επιτετραμμέ- επιτετραμμένος. ХОДёбЩИК, -а α. (παλ.)· γυρολόγος, μετα- μεταπράτης . ходень, -дня к. -деня α. (απλ.): -ем хо- ходить (идти, пойти) βλ. ходуном ходить (λ. хо- ДУН). ♦ходжа, ~Й α. ο χότζας. ХОДИКИ, -ов πλθ. το εκκρεμές, κρεμαστά ω- ρολόγι. ХОДИТЬ, хожу, ХОДИШЬ р.δ. 1 βαδίζω, περ- περπατώ, πηγαίνω, βαίνω· ТОЛЬКО ЧТО ОН начал ~ после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει με- μετά τον τύφο. 2 βλ. ИДТИ A σημ.), με τη διαφορά ότι ХОДИТЬ σημαίνει επαναληπτική κί- κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε δι- διάφορο χρόνο· - С угла В угол βαδίζω απο γω- γωνία σε«γωνία· - на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών - В ногу συμβαδίζω, πη- πηγαίνω βήμα (βηματισμό)· - на вёслах, πηγαί- με τα κουπιά, κωπηλατώ. II κινούμαι· мё- СЯЦ -ИТ ПО нёбу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό. II μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνο- ξαπλώνομαι· ДЫМ ~ит по всей комнате о καπνός ξα- ξαπλώνεται σ' όλο το δωμάτιο.· 3 μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρό- χρόνο)· - ПО магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά· - на охоту πηγαίνω στο κυνήγι· - В школу πη- πηγαίνω στο σχολείο· - В гости πηγαίνω φιλο- φιλοξενούμενος· - гулять πηγαίνω περίπατο. II εκστρατεύω· πορεύομαι· επιτίθεμαι. 4 κινού- κινούμαι γρήγορα. 5 μεταδίδομαι απο χέρι σε χέρι. II διαδίδομαι· вести -ЯТ В народе τα νέα δι- διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό. 6 κινού- κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ· -ИТ Πΐωάτοπρι- όν ι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος- πίσω· пор-
ход 703 хоз ШНИ -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν ά- νω-κάτω (ανεβοκαταβα'ινουν). 7 ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι· МОСТ -ИТ ИЗ стороны В сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα- δώθε). 8 βλ. ИДТИ A0 σημ.). 9 (διαλκί φου- φουσκώνω (για ζυμάρι и.τ.τ.)· 10 τιμώμαι*квар- ТЙра -ИТ двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια. II κυκλοφορώ·πε- κυκλοφορώ·περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή. 11 περιποιούμαι, φροντίζω· - за бОЛЬНЫМ περι- περιποιούμαι τον άρρωστο· - за цветами περιποι- περιποιούμαι τα λουλούδια. 12 έχω το βαθμό, υπηρε- υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα. 13 φορώ, φέρω· - В Очках φορώ γυαλιά· - В лаптях φορώ πα- λιοτσάρουχα. 14 (για κατάσταση)· βαδίζω, πη- πηγαίνω· - как В Тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)· - повеся нос πη- πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμέ- (ταπεινωμένος)· - угрюмным βαδίζω σκυθρωπός- - ГОЛО- ГОЛОДНЫМ γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός. 15 βλ. ИДТИ A9 σημ.). 16 αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ. II εκφρ. - В золоте ντύνομαι (βγαίνω) ντυμέ- ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)· - ПО делам (παλ.)· είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος- не - за словом в карман (παλ.)· βλ. έκφραση στη λ. лезть; (все) под богом -им (παλ.)· άλλοι καθορίζουν την τύχη μας· όλα είναι δυ- δυνατόν να συμβούν. ХОДКО επ'ιρ. γρήγορα, ταχιά, γοργά. ходкий επ., βρ: -док, -дка, -дко. 1 γορ- γοπόδης, ελαφροπόδης, ταχυδρόμος, ταχυπορος. 2 γρήγορος, γοργός, ταχύς. 3 περιζήτητος (για εμπορεύματα, είδη). II συνήθης, συνηθι- συνηθισμένος· -ое выражение πολύ χρησιμοποιούμενη έκφραση. ХОДКОСТЬ, -И θ. η ταχύτητα. II μεγάλη ζή- ζήτηση, το περιζήτητο (για εμπόρευμα, είδη). ХОДОВОЙ επ. 1 κινητικός, της κίνησης, της πορείας, του πλου ή της πτήσης—ые качества самолёта οι πτητικές τελειοποιήσεις του αε- αεροπλάνου- -ые испытания судна δοκιμές πλου σκάφους. II χρησιμοποιούμενος· εύχρηστος·-ая Дорога χρησιμοποιούμενη οδός. II ευρισκόμε- ευρισκόμενος σε λειτουργία· -ые автомобили αυ*τοκίνη- τα σε λειτουργία. 2 κινητός, μετακινούμενος. 3 πλατιά χρησιμοποιούμενος, πολύ συνηθιζόμε- νος. II πολύ διαδομένος· -ые идеи πολύ δια- διαδομένες ιδέες. 4 ικανός· καπάτσος, καταφερ- καταφερτζής. II εκφρ. ~ое судно σκάφος που πλέει προς τον άνω ρουν ι - парк ντεπό επιδιορθω- επιδιορθωμένων μηχανών. ХОДОК, -а α. 1 πεζοπόρος, οδοιπόρος, στρα- στρατοκόπος. II πρωτοπόρος, προπορευόμενος. II ε- επισκέπτης τακτικός· - святых мест προσκυνη- προσκυνητής» χατζής. 2 απεσταλμένος (με εκλογή)· 3 άνθρωπος ικανός, καπάτσος. 4 (διαλκ.)· μι- μικρό κάρο. 5 υπόγεια διάβαση. ХОДОр, ~а α. (διαλκ.): ХОДИТЬ -ОМ βλ. στη λ. ходун: ходить ходуном. ходули, -ей πλθ. (ενκ.ходуля, -и θ.)· κα- λόβαθρα, ξυλοπόδαρα, πατίκια. 2 μτφ. το α- αφύσικο, η μη φυσικότητα. ХОДУЛЬНОСТЬ, -И θ. η μη φυσικότητα. ходульный επ., βρ: -лен, -льна, -льно α- αφύσικος, αταίριαστος, προσποιητός. ходун, -а α. βλ. ходок. II εκφρ. ~ом хо- ходить (ИДТИ, ПОЙТИ) α) ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. β) μεγάλη κίνηση, σύρτα-φέρτα· θόρυβος, φασαρία, σαματάς. γ) τρέχω, γυρίζω ανήσυχος. ХОДЬба, -Ы θ. πεζοπόρε ία, βάδισμα, περπά- περπάτημα· ποδαρόδρομος· утомлённый -ой κουρα- κουρασμένος απο το βάδισμα· он с утра В -ё αυτός απο το πρωί είναι στο πόδι. ХОДЯЧИЙ επ. 1 πεζοπόρος, πορευόμενος. II ι- ικανός για βάδισμα· ~ие больные άρρωστοι που μπορούν να βαδίζουν кукла -ая κούκλα βαδί- βαδίζουσα. 2 κινητός, κινούμενος. 3 συνηθισμέ- συνηθισμένος· εύχρηστος· -ее выражение εύχρηστη έκ- έκφραση. II τετριμμένος, πεζός, ρουτινιέρικος. 4 (για άνθρωπο)· προσωποποιημένος· -ая чес- ТНОСТЬ προσωποποιημένη τιμιότητα. II εκφρ. -ая монета το κυκλοφορούν νόμισμα. Х0ЖЭЛЫЙ επ. 1 (απλ.)· πολυγυρισμένος, κο- κοσμογυρισμένος. 2 (παλ.)· αστυνομικός απο- αποστολών. Хождение, -Я ουδ. πορεία, βάδισμα, όδευ- όδευση, πηγαιμός, μετάβαση· περιφορά, γύριαμα·- πο городу το γύρισμα στην πόλη· - под па- парусами ιστιοπλοΐα· - туда И назад πηγαινο- ερχομός, το αλερετούρ· - ПО ЦЫПОЧКам βάδι- βάδισμα στις μύτες (δάχτυλα) των ποδιών - за грибами μετάβαση για μανιτάρια· - ПО СВЯ- СВЯТЫМ местам μετάβαση στους αγίους τόπους. II (παλ.)· (φιλγ.)· τάξε ιδιωτικές εντυπώσεις. II εκφρ. - В народ πορεία προς το λαό (διαφώ- (διαφώτιση και επαναστατικοποίηση 1860 - 1870)· - ПО мукам βασανιστική πορεία· иметь - χρη- χρησιμοποιούμαι, συνηθίζομαι, κυκλοφορώ· ПО образу пешего -я πεζός, ποδαρόδρομο. ХОжеНО απρόσ. ως κατηγ. βαδίζω, πορεύο- πορεύομαι, οδεύω· περιφέρομαι·κυκλοφορώ. хозрасчёт, -а α. οικονομική ιδιοσυντήρηση. хозрасчётный επ. της οικονομικής ιδιοσυ- ντήρησης· -ые предприятия επιχειρήσεις οι- οικονομικής ιδιοσυντήρησης. хозяин, -а, πλθ. хозяева, -зяев α. 1 κύ- κύριος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, αφεντικό· νοικο- νοικοκύρης οικοδεσπότης· - дома о σπιτονοικο- σπιτονοικοκύρης · - замка πυργοδεσπότης· - магазина ο μαγαζάτορας · - предприятия о επιχειτηματί- ας. II διαχειριστής - ОН плохой δεν είναι
хоз 704 хол καλός νοικοκύρης, εξουσιαστής· -положения κύριος της κατάστασης. II (προσφώνηση)· κύ- κύριε· хорошо живёшь, - καλά ζεις, κύριε. 2 ο σύζυγος. 3 βλ. ДОМОВОЙ B σημ.). 4 (βιολ.)· οργανισμός στον οποίο ζει το παράσιτο. II εκφρ. быть -ом В собственном доме είμαι κύ- κύριος (αφέντης) στο σπίτι μου· -ева ПОЛЯ οι γηπεδούχοι (αθλητές, παίχτες). Хозяйка, -И θ. 1 κυρία, ιδιοκτήτρια, νοι- νοικοκυρά, οικοδέσποινα· σπιτονοικοκυρά. 2 η σύζυγος. II εκφρ. домашняя - (ν)οικοκυρά (η μη εργαζόμενη σε επιχειρήσεις). хозяйничанье, -Я ουδ. 1 νοικοκύρευμα. 2 διαχε'ιρηση, κουμάντο. Хозяйничать р.δ. 1 ασχολούμαι με το νοι- νοικοκυριό, νοικοκυρεύω· ДОЧКа -ла ПО дому η κορούλα νοικοκύρευε στο σπίτι. 2 διαχειρί- διαχειρίζομαι, διευθύνω, κάνω κουμάντο, κουμαντάρω. ХОЗЯЙСКИЙ επ. του νοικοκύρη, του οικοδε- οικοδεσπότη· νοικοκύρικος, αφεντικός. II εκφρ. Де- ЛО -ое αυτό είναι δουλειά του νοικοκύρη,ό- νοικοκύρη,όπως θέλει ο νοικοκύρης κάνει. Хозяйственник, -а α. οικονόμος, επιμελη- επιμελητής, φροντιστής, διαχειριστής. хозяйственность, -И θ. οικονομία· νοικο- κυροσύνη. хозяйственный επ., βρ: -вен, -венна, -о; 1 οικονομικός· -ые успехи οικονομικές επι- επιτυχίες- -ая ЖИЗНЬ страны η οικονομική ζωή της χώρας· -ое управление οικονομική διεύ- διεύθυνση. 2 οικοκυρικός, οικιακός,, οικιακής χρή- χρήσης · - магазин μαγαζί ειδών οικιακής χρή- χρήσης· -ое мыло σαπούνι πλυσίματος ρούχων· - инвентарь οικιακά σκεύη. 3 ορθολογιστικός- οικονομικός. 4 νοικοκύρικος· νοικοκυρεμένος. 5 εξουσιαστικός, διατακτικός· - ТОН διατα- διατακτικός τόνος (όπως του αφέντη). хозяйство, -а ουδ. 1 οικονομία· капитали- стйческое - καπιταλιστική οικονομία- соци- социалистическое - σοσιαλιστική οικονομία· на- народное - λαϊκή οικονομία- сельское - αγρο- αγροτική οικονομία. 2 το νοικοκυριό, τα οικια- οικιακά ή άλλα είδη· у СОСеДКИ - ПОЛНОе - η γει- γειτόνισσα έχει όλο το νοικοκυριό. II οικονομι- οικονομικό νοικοκυριό· ОДНОЛИЧНОе - ατομικό νοικο- νοικοκυριό- мелкокрестьянские -а τα μικρά αγρο- αγροτικά νοικοκυριά· колхозное - το κολχόζνικο «ο ικοκυριό. Хозяйствование, -Я ουδ. οικονομική δια- διαχείριση. хозяйствовать, -ствуго, -ствуешь ρ.δ. 1 α- ασχολούμαι με το νοικοκυριό, νοικορεύω. 2 βλ. хозяйничать. ХОЗЯЙЧИК, ~а α. μικροϊδιοκτήτης, μικρο- νο ικοκύρης. ХОЗЯЮШка, -И θ. νοικοκυρούλα, κυρούλα. хоккеист, ~а α. παίκτης χόκεϋ. ♦хоккей, -Я α., το χόκεϋ. ХОККеЙНЫЙ επ. του χόκεϋ· - матч συνάντηση χόκεϋ. холеный επ. μαλθακός, τρυφηλός, αβροδίαι- τος· μαμόθρευτος. II τρυφερός, αβρός· απα- απαλός· -ые руки τρυφερά χέρια· -ое ЛИЦО τρυ- τρυφερό πρόσωπο. *холёра, ~ы θ. χολέρα (αρρώστιακ. βρισιά). холерик, -а α. 1 χολερικός (χολερικής κρά- κράσης). 2 χολερόβλητος. холерический επ. χολερικός· - темперамент χολερική κράση. холерный επ. χολερικός, της χολέρας· -ые микробы τα μικρόβια της χολέρας· -ая ЭПИ- демия επιδημία χολέρας· -ая рвота о εμετός της χολέρας^· - понос διάρροια χολέρας· больной χολερόβλητος, χολεριασμένος. II ουσ. -, -ая ο χολερικός, η χολερ ική· II των χο- χολερ ικών -ая больница νοσοκομείο χολερι- κών -ое кладбище νεκροταφείο χολερικών. ♦холецистит, -а α. ασθένεια της χοληδόχου κύστης. ХОЛИТЬ, -ЛГО, -ЛИШЬ р.δ.μ. περιποιούμαι πο- πολύ, παραχαϊδεύω, χαϊδολογώ, κανακεύω, επι- δαψιλεύω. II -СЯ παραχαϊδεύομαι, χαϊδολο- γιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. холка, -и θ. (για ζεύζιμα ζώα)· ακρωμίδα, ακρωμία, ακρώμιο. II το μέρος της χαίτης της ακρωμίας. II εκφρ. намылить (намять, на- начесать κ.τ.τ.) -у кому κατσαδιάζω κάποιον. *Х0ЛЛ, -а α. προθάλαμος, χωλ. холм, -а κ. (παλ.) -а, πλθ. холмы к.(παλ.) холмы α. ο λόφος· лесистый - δασωμένος λό- λόφος· могильный - ο τύμβος. ХОЛМИК, -а α. λοφίσκος. ХОЛМИСТОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη λόφων. ХОЛМИСТЫЙ επ., βρ: -мйст, -а, -о λοφώδης· -ая местность λοφώδης τοποθεσία. ХОЛМИТЬСЯ, -МЙТСЯ р.δ. υψώνομαι, ορθώνο- ορθώνομαι λοφοειδώς. холод, -а (-у), προθτ. на холоде κ.на хо- холоду, πλθ. холода а. 1 κρύο, ψύχος· ОН ПО- жался ОТ -а αυτός μαζεύτηκε (κουβάρι) απο το κρύο· дрожать от ~а τρέμω απο το κρύο· наступили ~а ήρθαν τα κρύα· холод крепчал το κρύο δυνάμωνε· В -а пострадали цветы απο το- κρύο βλάφτηκαν τα λουλούδια· - ужаса κρύο φρίκης (απο τη φρίκη)· у меня - пробежал ПО всему телу κρύο (ρίγος) μου πέρασε σ'όλο το σώμα. 2 μτφ. αδιαφορία· απάθεια* ОТНёССЯ он к нему с -ом αυτός του φέρθηκε ψυχρά. II εκφρ. терпеть (испытывать κ.τ.τ.) - и голод είμαι σε έσχατη ένδεια, λιμοκτονώ, με δέρ- δέρνει το κρύο και η φτώχεια, δεν έχω ούτε φώ- φώλι ούτε προσφώλι.
хол 705 хол ХОЛОДать р.6. 1 (απρόσ.). 1 κάνει κρύο· начинает - αρχίζει, να κάνει κρύο. 2 βλ. ΧΟ- лодеть B σημ.). II εκφρ. - и голодать με δέρνει το κρύο και η φτώχεια (ή και η πείνα). холодеть, -ею, -еешь р.б. 1 κρυώνω, ψυ- χραίνω, γίνομαι πιο κρύος- вода -еет το νε- νερό κρυώνει. 2 μου περνά κρύο, ρίγος (απο δυνατό αίσθημα)· он -ел читая описание каз- казни αυτού του περνούσε ρίγος όταν διάβαζε την περιγραφή της εκτέλεσης. II κρυώνω, παγώνω· руки и НОГИ у меня -ёют τα χέρια και τα πό- δια-μου παγώνουν. II εκφρ. кровь ~еет(В жи- жилах) παγώνει το αίμα στις φλέβες (απο φρί- φρίκη, φόβο κ.τ.τ.). ХОЛОДеЦ, -ДЦЭ α. 1 η πηχτή. 2 (διαλκ.)· βλ. ботвинья. холодильник, -а α. 1 ψυγείο- электрйчес- КИЙ - ηλεκτρικό ψυγείο· городской - το ψυ- ψυγείο της πόλης. 2 ραντιατέρ· ~ машины ψυ- ψυγείο μηχανής. ХОЛОДИЛЬНЫЙ επ. ψυκτικός, του ψυγείου·-ЭЯ установка ψυκτική εγκατάσταση, ψυγείο. ХОЛОДИТЬ, -ложу, -ЛОДЙШЬ ρ.δ. 1 μ. ψύχω, κρυώνω· закрой дверь, не -дй комнату κλείσε την πόρτα, μη κρυώνεις το δωμάτιο. 2 δροσί- δροσίζω· МЯТа ~ЙТ ВО рту η μέντα δροσίζει το στόμα. 3 παγώνω (για ψυχή, καρδιά, αίμα κ. τ. τ.). II -СЯ ψύχομαι, κρυώνω. ХОЛОДНеть, -еет ρ.δ. (απρόσ.) κρυώνω, ψυ- χραίνω, γίνομαι κρύος, ψυχρός (για καιρό)· на улице -еет έξω ο καιρός γίνεται ψυχρός. ХОЛОДНО 1 επίρ. κρύα, ψυχρά. 2 κατηγ. εί- είναι (κάνει) κρύο· на улице - έξω κάνει κρύο. 4 μτφ. είναι, (υπάρχει) πλήξη, ανία. II εκφρ. НИ жарко НИ ХОЛОДНО ούτε θερμά ούτε ψυχρά (αδιάφορα). холоднокровие, -я ουδ. (παλ.)· βλ, хлад- хладнокровие. холоднокровный επ., βρ: -вен, -вна, -вно, 1 ψυχρόαιμος- -Ые животные ψυχρόαιμα ζώα. 2 (παλ.)· βλ. хладнокровный. холодность κ. (παλ.) холодность, -и θ. 1 ψυχρότητα (ψυχική), κρυάδα. 2 αδιαφορία, α- απάθεια. холодный επ., βρ: холоден, -дна, -дно. 1 κρύος, ψυχρός· -ая вода κρύο νερό- - ветер ψυχρός άνεμος- -ая комната κρύο δωμάτιο. 2 ουσ. -ая θ. κρύο κρατητήριο, το φρέσκο. 3 βλ. заливной B σημ.). 4 άτονος, χλιαρός· - ВЗГЛЯД ψυχρό βλέμμα· - приём ψυχρή υποδοχή· -ое сердце κρύα καρδιά. II αδιάφορος, απα- απαθής. 5 μτφ. ψύχραιμος. 6 ψυχρός (χωρίς προ- προηγούμενη θέρμανση, πυράκτωση)- -ая штамбов- Ка ψυχρή εκτύπωση. 7 (για μικροεπαγγελμα- μικροεπαγγελματίες)· φτωχός, φουκαριάρης· - Сапожник φτω- χομπαλωματής· - парикмахер φτωχοκουρέας. II εκφρ. -ая война ψυχρός πόλεμος· -ое оружие ψυχρό όπλο (μαχαίρι, ξίφος, σπαθί, σε αντί- αντίθεση με το πυροβόλο όπλο). ХОЛОДОК, -дка α. 1 δροσιά, δροσεράδα, φρε- φρεσκάδα. II αεράκι δροσερό, αύρα· подул - φύ- φύσηξε δροσερό αεράκι. II σκιά, ίσκιος, σκιε- σκιερός τόπος. II ο πρωινός ή εσπερινός χρόνος· мы ~ом сделаем десять километров με τη δρο- δροσιά θα βαδίσομε δέκα χιλιόμερτρα. 2 κρύο, κρυάδα, ψύχος, ψύχρα· - пробежал ПО моей спине κρύο μου πέρασε στη ράχη. II μτφ. ψυ- ψυχρότητα, αδιαφορία· απάθεια. холодостойкий επ., βρ: -стоек, -стойка,-о ανθεκτικός στο κρύο, ψύχος· -ые растения φυ- φυτά ανθεκτικά στο ψύχος. ХОЛОДОСТОЙКОСТЬ, -и θ. ανθεκτικότητα στο ψύχος. холодоустойчивость, -и θ. βλ. холодостой- холодостойкость. холодоустойчивый επ., βρ: -чив, -а,-о βλ. холодостойкий. холоп, ~а, πλθ. холопы, -ов κ.(παλ.) холо- холопья, -ьев α., -ка, -и θ. 1 (παλ.)· υπό- υπόδουλος, -η, σκλάβος, -α, υποτελής. 2 υπηρέ- υπηρέτης, δούλος, з βλ. прислужник. ХОЛОПИЙ, -ья, -ье (παλ.)· του υποτελή, του υπόδουλου, του σκλάβου· του δούλου- - труд η δουλειά των σκλάβων- - бунт η εξέγερση των σκλάβων. ХОЛОПСКИЙ επ. (παλ.)· βλ. ХОЛОПИЙ. ХОЛОПСТВО, ~а ουδ. (παλ.)· 1 υποτέλεια, δου- δουλεία, σκλαβιά. 2 αθρσ. (παλ.)· οι υποτελείς· οι δούλοι. 3 μτφ. δουλικότητα, δουλοφροσύ- νη, δουλοπρέπεια. холопствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. 1 (παλ.)· είμαι υποτελής, δούλος, σκλάβος. 2 μτφ. δουλοφρονώ, φέρνομαι δουλικά. холостёжь, -и θ. αθρσ. (απλ.)· οι εργένη- εργένηδες· οι μπεκιάρηδες. холостить, -лощу, -лостйшь.пав. μτχ. παρλθ. холощённый, -щён, -щена, -щено р.δ.μ. ευ- ευνουχίζω. II -СЯ ευνουχίζομαι. ХОЛОСТОЙ επ., βρ: холост, -а. 1 άγαμος, α- ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης· - мужчина о μπεκιάρης- -ая ЖИЗНЬ εργέν ικη ζωή. II μόνος, μοναχός, αζευγάρωτος· - ВОЛК μονόλυκος· -ая утка αζευγάρωτη πάπια. 2 βλ. ХОЛОЩёНЫЙ. II στείρος, στέρφος· -ая кобыла στείρα φοράδα. II (για φυτά)· άκαρπος. 3 κενός· - ХОД λει- λειτουργέ ία στο κενό, χωρίς φόρτιση. 4 (στρατ.)· άσφαιρος- εικονικός- -ые патроны εικονικά φυσίγγια- -ые снаряды εικονικά βλήματα. 5 (παλ.)· άδειος, κενός, ακατοίκητος· -ые по- постройки ακατοίκητα οικήματα. ХОЛОСТЯК, ~а α. εργένης, μπεκιάρης, καλό- γηρος. II εκφρ. старый - γεροντοπαλίκαρο.
хол 706 хор ХОЛОСТЯЦКИЙ επ. εργένικος· μπεκιάρικος. ХОЛОщёние, -Я ουδ. ευνούχισμα, ~μός. холощёный επ. ευνούχος, -ισμένος. ХОЛСТ, -а α. 1 λινόπανο, κανναβόπανο· бе- лйть - λευκαίνω το λινόπανο· деревенский - το (λινό) χοντρόπανο. 2 κομμάτι λινόπανου· ПЯТЬ -ΟΒ πέντε κομμάτια λινόπανο. II λινόπα- λινόπανο ζωγραφικής. II εικόνα σε λινόπανο. 3 υλι- υλικό επεξεργασμένο (λαναρισμένο). ХОЛСТИК, -а α. πανάκι λινό. II λινό κομμα- κομματάκι. ХОЛСТИНа, -Ы θ. κομμάτι, λινόπανου. ХОЛСТЙНКа, -И θ. 1 κομματάκι λινόπανου. 2 λεπτό ύφασμα (λινό ή βαμβακερό). ХОЛСТИНКОВЫЙ επ. λινός, λιναρίσιος, καννά- βινος. холстинный επ. βλ. холстинковый. холстиновый επ. βλ. холстинковый. холстяной επ. βλ. холстинковый. ХОЛуй, -Я α. (παλ.)· λακές, τσιράκι. II μτφ. γλύφτης, κόλακας. холуйский επ. (παλ.)· του λακέ· ~ое пове- поведение συμπεριφορά λακέ. II μτφ. δουλοπρεπής. холуйство, -а ουδ,ΐαθρσ. (παλ.)· οι λακέ- λακέδες, τα τσιράκια. 2 μτφ. δουλοπρέπεια. холуйствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. δου- λοφρονώ, δουλοφέρνομαι· κολακεύω δουλικά. ХОЛЩОВЫЙ επ. βλ. ХОЛСТИНКОВЫЙ. ХОЛЯ, -и θ. περιποίηση, φροντίδα, μέριμνα. ХОМУТ, -а α. 1 λαιμαριά. II μτφ. φορτίο, βάρος. 2 (τεχ.) στεφάνι στερέωσης. II εκφρ. вешать (себе) на шею - βάζω λαιμαριά στο λαιμό μου (δεσμεύω τον εαυτό μου)* ВОроТНЙК СТОИТ -ОМ о γιακάς στέκει σαν λαιμαριά (μη εφαρμοστός). ХОМутаТЬ р. δ.μ. (απλ.)· βάζω λαιμαριά στο ζώο· ζεύω. II -СЯ μου περνιέται λαιμαριά· ζεύομαι. хомутик, -а α. 1 λσιμαρ'ιτσα. 2 (τεχ.) μι- μικρό στεφάνι σύνδεσης. II εκφρ. прицельный ~ ο σύρτης του κλισιοσκόπιου. хомутина, ~Ы θ. το μαλακό μέρος της λαι- μαριάς. ХОМУТНЫЙ επ. της λαιμαριάς. II (τεχ.)·,του στεφανιού (στερέωσης). ХОМЯК, -а α. είδος αρουραίου. ХОМЯЧИЙ επ. του αρουραίου. *Χ0Η, -а α. εργαλείο στιλβωτικό. *ХОНДрЙЛЛа, -Ы θ. η χονδρίλλη. ХОНИНГОВальныЙ επ.στιλβωτικός· - станок η στιλβωτική μηχανή. *хонингование, -я ουδ. στίλβωση. хонинговать, -гута, -гуешь р.δ.μ. στιλβώ- στιλβώνω. И -СЯ στιλβώνομαι. ΧΟΠ επιφ. ωπ, ώπα. *ΧΟΠΠβρ, -а α. φορτηγό βαγόνι αυτοεχφορτω- νομενο. *χορ, ~а α. 1 ο χορός της αρχαίας ελληνι- ελληνικής τραγωδίας. 2 χορωδία· дирижировать -ОМ διευθύνω τη χορωδία. II μουσικό έργο (γιΛ χορωδία). II πλήθος όμοιων γνωμών, φωνών κ. τ.τ. 3 όλοι μαζί, εν χορώ. II (παλ.)· η ορ- ορχήστρα. *хорал, -а α. το χορικό (εκκλησιαστικό ά- άσμα) . хорват, -а α., ~ка, -и θ. Κροάτης, -τιδα. Хорватский επ, κροατικός. *ХОрда, -Ы θ. 1 (μαθ.)· η χορδή. 2 χορδή μέλους του σώματος. ХОРДОВЫЙ επ. (ανατ.)· της χορδής, που έ- έχει χορδές. хорёвый επ. της ικτίδας, απο ικτίδα. Хореический επ. του χορείου· - размер το μέτρου του χορείου· - СТИХ ποίημα χορειακό (τρύβραχες). *хорей} -Я α. (φιλγ.)· ο χορείος, τρίσημο πόδι, τρίβραχυς ή τροχαίος. Хорей? -Я α. (διαλκ.)· ξύλινο κοντάρι δι- διεύθυνσης ζευγμένων ελαφιών ή σκυλιών. хорёк, -рька α. είδος ικτίδας καθώς και το δέρμα αυτής. Хореографический επ. χορέογραφικός, ♦хореография, -И θ. χορογραφία. *хорёя, -И θ. η χορεία (νευρική πάθηση). хорист, -а, α., -ка, -и θ. τραγουδιστής, -τρία χορωδίας. ХОркаНЬе, -Я ουδ. (κυνηγ.)· κραύγασμα ζώ- ζώων , κρωγμή. хоркать р.δ. κρώζω, κράζω. Хормейстер, -а α. διευθυντής χορωδίας. ХОрныЙ επ. (παλ.)· βλ. хоровой. хоровод, -а α. παλαιός σλαβικός μαζικός χορό* με τραγούδι. хороводить, -волу, -водишь р.δ. (απλ.). 1 προσελκύω, τραβώ. 2 βλ. хороводиться. И -СЯ (απλ.)· ασχολούμαι, τραβιέμαι, υποφέρω. II έχω ερωτικές σχέσεις, τραβιέμαι. ХОРОВОДНЫЙ επ. του χορού βλ. хоровод. хоровой επ. 1 χορωδιακός, της χορωδίας· - певец τραγουδιστής χορωδίας· -ая музыка η χορωδιακή μουσική. 2 (παλ.)· ομαδικός· -ое чтение ομαδική ανάγνωση. хоромина, -Ы θ. (παλ. κ. απλ.)· ξυλόσπι- το (συνήθως μεγάλο). II ωραίο σπίτι. хоромный επ. του ξυλόσπιτου· για ξυλόσπι- το· - лес ξυλεία για ξυλόσπιτο. ХОРОМЫ, -ром πλθ. (παλ. к. διαλκ.)· ξύλι νη οικοδομή, ξυλόσπιτο. хоронить, -ронга, -решишь 1 ρ.δ.μ. ενται, άζω, θάβω. II εκφρ. - себя απομονώνομαι, κλείνομαι στο καβούκι μου. II -СЯ ενταφιάζο- ενταφιάζομαι, θάβομαι.
хор 707 хох хоронить2, -роню, -ронишь р. 6. μ. 1 (παλ.κ. απλ.)· κρύβω. 2 μτφ. κρατώ μυστικό. 3 <ρυ- φυλάγω, προστατεύω. II -СЯ 1 κρύβομαι. 2 μτφ. κρατιέμαι μυστικά. 3 φυλάγομαι, προφυλάγο- προφυλάγομαι· προστατεύομαι. ХОРОХОРИТЬСЯ, -рЮСЬ, -РИШЬСЯ р.δ. είμαι προκλητικός, κάνω τον παλικαρά. хорошенечко επίρ. βλ. хорошенько. хорошенький επ. 1 καλούτσικος, χαριτωμέ- χαριτωμένος· -ое ЛИЧИКО χαριτωμένο προσωπάκι. II ο- μορφοϋτσικος· -ДОМИК ομορφούτσικο σπιτάκι. 2 βλ. хороший A σημ.). 3- ειρν. με σημασία: κακός, άσχημος. II εκφρ. -ого понемножко κα- καλά φτάνει, αρκετά, σταμάτα. Хорошенько επίρ. αρκετά καλά, καλούτσικα· όπως πρέπει. хорошеть, -ею, -ёешь р.δ. γίνομαι καλός- ομορφαίνω, καλλιστεύω. хороший επ., βρ: -рош, ~а, -ό. 1 καλός· - человек καλός άνθρωπος· -ая лошадь καλό ά- άλογο· - почерк καλός γραφικός χαρακτήρας· - аппетит καλή όρεξη· - совет καλή συμβουλή- - конец καλό τέλος· -ЭЯ МЫСЛЬ*καλή σκέψη· - пример καλό παράδειγμα· -ее настроение καλή διάθεση· -ая погода καλός καιρός. II πεπει- πεπειραμένος, επιδέξιος· αριστοτέχνης· - органи- организатор καλός οργανωτής· - музыкант καλός μου- μουσικός. II -ее ουσ. ουδ. το καλό. 2 αρκετά με- μεγάλος · σημαντικός· αρκετός- ~ие деньги καλά χρήματα· - рост καλό ανάστημα. II γερός, δυ- δυνατός· получить - насморк παίρνω γερό συ- νάχι. 3 όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευ- γοητευτικός. 4 προσφιλής, αγαπητός. II εκφρ. ПО -му α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό,ή- καλό,ήρεμα, ήσυχα. ХОРОШИТЬСЯ, -шусь, -шйшьсяр.б. (απλ.)· καλλωπίζομαι, φτιάχνομαι. II (όιαλκ.)· καυ- καυχιέμαι, παινεύομαι, κομπάζω. хорошо επίρ. 1 καλά· он работает - αυτός εργάζεται καλά· МОЯ сестра - ПОёт η αδερφή μου τραγουδά καλά· Писать - γράφω καλά (ω- (ωραία)· чувствовать себя - αισθάνομαι τον εαυτό μου καλά·~ вести себя φέρνομαι καλά· одевать - ντύνομαι καλά· ЖИТЬ - ζω Η"αλά. 2 ως κατηγ. είναι καλά- - На улице είναι κα- καλά έξω· -, что ОН сегодня придёт είναι καλά που θα έρθει σήμερα. 3 μόριο επιβεβαιωτικό· καλά· я приду через пол часа, -? θα έρθω μετά απο μισή ώρα, καλά; II ας είναι, ας γίνει έ- έτσι, καλά (σύμφωνος). II μόρνό* απειλητικό· καλά ( θα δεις, θυμήσου-το κ.τ.τ.). ХОрт, -а α. (κυνηγ.) σκύλος γυαλιστερού τριχώματος. ХОртый επ. του κυνηγετικού σκύλου. хоругвь, -и θ. 1 (παλ.)· πολεμική ση- σημαία, φλάμπουρο· - полка η σημαία του συ- συντάγματος. 2 σημαία εκκλησιαστική. *ХоруНЖИЙ, -его α. (παλ.). 1 σημαιοφόρος. 2 κοζάκος ανθυπολοχαγός. *хоры, хор κ. хоров, προθτ. на хорах πλθ. εξέδρα συναυλιών ή ψαλμωδιών. хорь, -Я α. ικτίδα καθώς και το δέρμα της. хорьковый επ. της ικτίδας, απο ικτίδα. II ουσ. πλθ. -ые τα ικτιδιδή. хотение, -я ουδ. βλ. желание. хотеть, хочу, хочешь, хочет, хотим, хоти- хотите, ХОТЯТ р.δ. 1 θέλω· επιθυμώ· - ПИТЬ θέ- θέλω να πιώ· - есть θέλω να φάω· хочу хлеба θέλω ψωμί· делайте, как хотите κάνετε, ό- όπως θέλετε. II προτίθεμαι, σκοπεύω· Я Хотел вам написать письмо... ήθελα να σας γράψω γράμμα...II επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να α- αποκτήσω) · - мира И ЛГОбВЙ θέλω ειρήνη και αγάπη. II (για σεξουαλική ικανοποίηση)· θέλω- II εκφρ. что -чешь ό,τι θέλεις (απ' όλα) · сколько -чешь όσο (όσα) θέλεις· где -чешьό- -чешьόπου θέλεις· как -чешь όπως θέλεις· -чешь не -чешь ή хошь не ХОШЬ θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων. || -ся θέλω· επιθυμώ· мне ΧΟ- чется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου· мне хочется пить θέλω να πιώ· ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί· ему -ЛОСЬ ЧТО-ТО сказать αυτός ήθελε κάτι να πει. ХОТЬ 1 σύνδεσμος παραχωρητικός ή εναντι- ωματικός· αν και, ενώ, μρλονότι, μόλον που, κι ας· - он беден, но честен αν και είναι φτωχός, όμως είναι τίμιος· ему дали награж- награждение, - он и не заслужил του έδοσαν βρα- βραβείο κι ας μην το άξιζε. 2 μόριο· έστω <και), τουλάχιστο, μόνο· приходите ко мне, - на несколько минут ελάτε σε μένα, έστω και για λίγα λεπτά. II και, κι αν ακόμα· ЛЖИВЫЙ прйвду скажет, никто не поверить о ψεύτης κι αν ακόμαι πει την αλήθεια, κανένας δε θα τον πιστέψει- - бы Я и хотел, то не могу κι αν α- κόμα ήθελα, όμως δε μπορώ· - убёй, Не знаю σκότωσε με, δεν ξέρω τίποτε. II μόριο επιτα- επιτακτικό· - что ό,τι θέλεις, ό,τι σου αρέσει· - кто οποιοσδήποτε· - РДе, - куда οπουδή- οπουδήποτε· - какой-нибудь οποιοσδήποτε· - где-ни- где-нибудь αδιάφορο που. II εχφρ. - бы κ.ХОШЬ бы α) βλ. παραπάνω 2 σημ. β) κι αν ακόμα, έστω και να μη. γ) τουλάχιστο· καλά θα ήταν - бы И так έστω κι έτσι. ХОТЯ κ. (διαλκ.) хоша σύνδεσμος και μόριο· βλ. хоть. ХОХЛатка, -И θ. πτηνό με λοφίο στο κεφά- κεφάλι. II φυτό με θυσανωτά φύλλα ή λουλούδια. II είδος νυκτερινής πεταλούδας. хохлацкий επ. (παλ.) ουκρανικός. хохлач, -а α. 1 θυσανοφόρος,. φουντωτός, του- φωτός. 2 είδος φώκιας.
χοχ 708 хри ХОХЛИТЬ, -лю, -ЛИШЬ р.δ.μ. ανορθώνω, φου- φουσκώνω τα φτερά. И -СЯ ανορθώνω τα φτερά. II μτφ. σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω· θλίβομαι. хохлушка1, -и θ. βλ. хохлатка. ХОХЛушка? -И θ, Ουκρανίδα. ΧΟ-ΧΟ η. ΧΟ-ΧΟ-ΧΟ(επιφ. γέλιου)· χα-χα-χα. ХОХОЛ? -ХЛа α. θύσανος, τούφα· λοφίο (τρι- (τριχών ή φτερών). ХОХОЛ? -а α. (παλ.) Ουκρανός. ХОХОЛОК, -ЛКа α. τουφίτσα. ХОХОТ, ~а α. καγχασμός, χαχανητό. ХОХОТание, -Я ουδ. χαχάνισμα, καγχασμός. хохотать, -хочу, -хочешь р.δ. καγχάζω, χα- χαχανίζω, χασχαρίζω. хохотня, -й θ. (απλ.)· βλ. хохот. ХОХОТОК, -тка α. συγκρατημένο χαχανητό. ХОХОТун, ~а α., -ЬЯ, -И θ. χαχανιάρης, -α, καγχαστής. ХОХОТуШКа, -И θ. η χαχανιάρα. хоша βλ. хотя. храбреть, -ею, -еешь р.δ. βλ. γίνομαιγεν- ναίος. храбрец, ~а α. ο γενναίος. Храбриться, -рюсь, -рЙШЬСЯ р.δ. κάνω το γενναίο, τον αντρείο, παίρνω όψη γενναίου. Храбро επ'ιρ. γενναία. Храбрость, -И θ. γενναιότητα. храбрый επ., βρ: храбр, храбра, храбро. 1 γενναίος. 2 ουσ. ο γενναίος. II εκφρ. не ИЗ -ОГО Десятка δειλός, κιοτής, φοβητσιάρης, δεν είναι απο κείνους που δε φοβούνται. храм, ~а α. ο ναός. II μτφ. τόπος, κτίριο όπου ασκείται υψηλή λειτουργία* - науки о ναός της επιστήμης. храмина, -Ы θ. (παλ.) κτίριο, οικοδόμημα. храмовник, -а α. (παλ.)· βλ. тамплиер. храмовой επ. του ναού· -ые врата οι πύλες του ναού· -ая ограда о περίβολος του ναού. II εκφρ. - праздник η γιορτή της εκκλησίας. хранение, -Я ουδ. (δια)φύλαξη, φύλαγμα · камера ДЛЯ -Я багажа αποθήκη διαφύλαξης α- αποσκευών Плата за - τα φύλακτρα· сдать Ве- ЩИ на - δίνω τα πράγματα για διαφύλαξη. хранилище, -а ουδ. αποθήκη διαφύλαξης, ή διατήρησης· ντεπό. Хранитель, -Я α. 1 φύλακας. II προστάτης. 2 τηρητής. II επιμελητής· επιτηρητής.ΙΙ εκφρ. ангел— άγγελος-φύλακας. хранительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; προφυλακτικό, προστατευτικός. Хранить, -НЮ, -НЙШЬ р.δ.μ. 1 φυλάγω, δια- διαφυλάσσω· διατηρώ· он ~йт все получаемые им письма αυτός φυλάγει όλα τα γράμματα που λαβαίνει- - деньги ПОД замком φυλάγω τα χρή- χρήματα κλειδωμένα· - деньги в сберегательной кассе φυλάγω τα χρήματα στο ταμιευτήριο* - ПРОДУКТЫ В ХОЛОДНОМ месте διατηρώ τα τρόφι- τρόφιμα σε κρύο μέρος. II μτφ. κρατώ· - В памяти διατηρώ στη μνήμη· - В сердце, В Душе κρατώ στην καρδιά, στην ψυχή. 2 τηρώ· - законы τηρώ του νόμους· - клятву κρατώ τον όρκο. II- διατηρώ, δε χάνω· она ещё -йт свою красоту αυτή ακόμα διατηρεί την ομορφιά της. 3 προ- προφυλάσσω. II δεν προδίνω· - тайну κρατώ το μυστικό. II εκφρ. - В тайне κρατώ μυστικά. II -СЯ 1 φυλάγομαι, (δια)τηρούμαι· διαφυλάσ- διαφυλάσσομαι. 2 προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.3 τη- τηρούμαι, κρατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. Храп, -а α. 1 ροχάλισμα, ροχαλητό, ρόγχος. 2 ρώθωνας ζώου. храпануть, -ну, -нёшь ρ.σ. (απλ.)· ροχαλί- ροχαλίζω· κοιμούμαι. храпение, -я ουδ. βλ. храп. храпеть, ~плю, -пйшь р.δ. 1 ροχαλίζω. || ρωθωνίζω (για ζώα). 2 κοιμάμαι. ХраПОВИК, -а α. οδοντωτός μηχανισμός. храповицкий επ: задать -ОГО (απλ.)· απο- αποκοιμιέμαι γερά, ροχαλίζω. храповой επ: - механизм βλ. храповик. храпун, -а α., -ЬЯ, -И θ. ο ροχαλίζων, η ροχαλίζουσα, ροχαλιάρης, -α. хребет, -бТа α. σπονδυλική στήλη, ραχο- κοκκαλιά. II ράχη. II μτφ. κορυφή· κορυφο- κορυφογραμμή· - ВОЛНЫ η κορυφή του κύματος. II ο- οροσειρά· - ПЙНДОса η οροσειρά της Πίνδου· уральский - η οροσειρά των Ουραλίων. II εκφρ. гнуть (ломать) - ισιώνω τη "καμπούρα κάποιου (χτυπώ, ξυλοκοπώ)· жить (быть) за чьим ~ом έχω τη βοήθεια (προστασία) κάποιου. хребетный επ. βλ. хребтовый. хребтина, -ы θ. 1 (απλ.)· βλ. хребет. 2 χοντρή πετονιά. хребтовый επ. 1 της σπονδυλικής στήλης· -ые цозвонки οι σπόνδυλοι· -ая шерсть τα μαλλιά της σπονδυλικής στήλης· -ая щетина οι χοντρές τρίχες της ράχης. 2 (τεχ.)· με- μεσαίος, κεντρικός· -ая балка κολοφώνας, κο- κορυφαία δοκός, καβαλάρης, κορφιάς. 3 της ο- οροσειράς· - перевал διάβαση (αυχένας) ορο- οροσειράς. хрептуг, ~а α. (διαλκ.)· το ταΐσάρι. хрен, -а (-у) α. χρένο, χράνο, κρένο,.κο- χλιαρίδα. II εκφρ. старый - γεροκούτης, γε- ροξεκουτιάρης, γερομοραλής, ξεμωραμένος γέ- γέρος· - редки не слаще ένα και το ίδιο, τι Γιάννης τι Γιαννάκης, τι γριά, τι ζαρωμέ- ζαρωμένη, παρ1 τον έναν χτύπα τον άλλον. Хреновый επ. της κοχλιαρίδας κλπ. ουσ. Хрестоматийный επ. της χρηστομάθειας· материал υλικό χρηστομάθειας, ♦хрестоматия, -И θ. η χρηστομάθεια, 'хризантема, ~ы θ. χρυσάνθεμο. 'хризоберилл, -а α. χρυσοβήρυλλος. хризоберилловый επ. του χρυσοβήρυλλου,
хри 709 хро απο χρυσοβήρυλλο· -ые серьги σκουλαρήκια απο χρυσοβήρυλλο. '''ХРИЗОЛИТ, -а α. χρυσόλιθος (ορυκτό). ХРИЗОЛИТОВЫЙ επ. του χρυσόλιθου, οοΐο χρυ- σόλιθο. *Хри30Праз, -а α. είδος χαλκηδον'ιου. хрип, -а α. βράχνα, -άδα, βράχνιασμα·ρόγ- βράχνιασμα·ρόγχος. II εκφρ. предсмертный ~ о επιθανάτιος ρόγχος. хрипение, -Я ουδ. βράχνιασμα. хрипеть, -ПЛЮ, -ПЙШЬ ρ.δ. βραχνιάζω. II μιλώ βραχνά. хриплый επ., βρ: хрипл, хрипла, хрипло? βραχνός· - ГОЛОС βραχνή φωνή. хрипнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. хрип и. хрипнул, хрипла, ~ло р.δ. 1 βραχνιάζω, μι- μιλώ βραχνά. хрипота, -не. βλ. хрип. хрипун, -а а., -ЬЯ, -И θ. βραχνιάρης, -α, βραχνόφωνος, -η. хрипучий επ. (απλ.)* βλ. хриплый. христарадник, -а α. , -ца, -Ы θ.(παλ.)· ε- επαίτης, ζητιάνος. Христарадничать р.δ. (παλ.) επαιτώ, ζη- ζητιανεύω (στο όνομα του Χριστού). христианизация, -И θ. εκχριστιανισμός. христианизировать, -руго, -руешь ρ.δ.к. σ. (γραπ. λόγος)· εκχριστιανίζω. II -СЯ εκχρι- εκχριστιανίζομαι. христианизованный επ. απο μτχ. εκχριστια- εκχριστιανισμένος. христианизовать, -зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. христианизованный, βρ: ~ван, -а, -О р.6.κ.σ. (γραπ. λόγος)· εκχριστιανίζω. II -СЯ εκχριστιανίζομαι, ♦христианин, ~а, πλθ. -ане, ~ан α., -анка, -И θ. χριστιανός, -ή. христианнейший επ. προσποιούμενος το με- μεγάλο χριστιανό (για βασιλιάδες). христианский επ. χριστιανικός- -ая цер- церковь χριστιανική εκκλησία· -ая религия χρι- χριστιανική θρησκεία· - мир οι χριστιανοί, ο χριστιανικός κόσμος. II εκφρ. в - вид приве- привести кого-что ή - ВИД придать προσδίδω την αρμόζουσα (προσήκουσα) όψη* ~ социализм χρίτ- στιανοσοσιαλισμός. христианство, -а ουδ. 1 ο χριστιανισμός. 2 (αθρσ.) οι χριστιανοί. ХРИСТОВ, -а, -О επ. του Χριστού. II εκφρ. - день (εκκλσ.) το Πάσχα· -ым именем жить ζω με ελεημοσύνη (στο όνομα του Χριστού). христолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о θεο- σεβής, -ούμενος, φιλόχριστός. христопродавец, -ВЦа α. (παλ. ύβρη)· προ- προδότης , Ιούδας. ♦Христос, Христа α. Χριστός. II εκφρ. -а ра- ради (απλ.)· α) για χάρη του Χριστού, στο ό- όνομα του Χριστού (για ελεημοσύνη)· β) πα- παρακαλώ, ωρίστε· жить -а ради (παλ.)·α) ζωμέ ελεημοσύνη (γινόμενη στο όνομα του Χριστού), β) ζω σε κάποιον απο έλεος· вот тебе (те) πραγματικά, αληθινά· - С НИМИ, о Χριστός μα- μαζί τους (ο Χριστός να του ειρηνεύσει)· - с тобой Οπαλ.)· Χριστέ μου! (για θαυμασμό). Христосование, -Я ουδ. το φίλημα του Πά- Πάσχα. ХрисТОСОВаТЬСЯ, -СУЮСЬ, -суешься р.δ. φι- φιλιέμαι το Πάσχα. *хрия, -И θ. η χρεία(σχολική εργασία ρητο- ρητορικής). *хром, -а α. χρώμιο (χημ. στοιχείο). II εί- είδος δέρματος (επεξεργασμένο με χρώμιο)· II είδος κίτρινου χρώματος. *хроматизм, -а α. χρωματισμός. хроматический επ. χρωματικός, του χρωμα- χρωματισμού. хроматы, -ΟΒ πλθ. (ενκ. хромат, -а α.)· ά- άλατα χρωμικά. хромать р.δ. 1 χωλαίνω, κουτσαίνω. II εί- ελαττωματικός, έχω μειονέκτημα. 2 μτφ. δεν προοδεύω· - ПО математике κουτσαίνω στα μα- μαθηματικά. хрометь, -ею, -ёешь р.δ. γίνομαι κουτσός. хромирование, -я ουδ. χρωμίωση. хромировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хромированный, βρ: -ван, -а, -о καλύπτω με χρώμιο. II επεξεργάζομαι με χρώμιο. хромировка, -и θ. βλ. хромирование. хромировочный επ. της χρωμίωσης. ХРОМИСТЫЙ επ. χρωμιούχος· - СТЭЛЬ χρωμι- ούχο ατσάλι, χρωμοχάλυβας. *ХРОМИГ, -а α. χρωμίτης (ορυκτό). «ХРОМИТОВЫЙ επ. του χρωμίτη. хромовый επ. βλ. хромистый. II επεξεργα- επεξεργασμένος με χρώμιο. хромой επ. κ. ουσ. κουτσός, χωλός. хромолитографический επ. χρωμολιθογραφι- κός. *ХРОМОЛИТОГрафИЯ, -И θ. χρωμολιθογραφία. хромоногий επ. βρ: тног, -а, -о κουτσοπό- δης, κουτσός, χωλός. хромоножка, -И θ. (κυρίως για γυναίκες κ. παιδιά) κουτσοπόδης, -α, κουτσός, -ή. *хромосома, -ы θ. (βιολ.) χρωμόσωμα, χρω- χρωματόσωμα. ♦хромосфера, -Ы θ. χρωμόσφαιρα. хромосфёрный επ. της χρωμόσφαιρας. хромота, Ы θ. πηροποδία, χωλότητα, κου- τσαμάρα. Хромушка, -И α.к. θ. χωλός, -ή, κουτσός,-ή. хроник, -а α. παθιασμένος (που πάσχει απο χρόνια ασθένεια).
Υΐυ хроника, ~И θ. το χρονικό· τα χρονικά. хроникальный επ. του χρονικού· - фильм το κινηματογραφικό χρονικό. хроникёр, -а α. χρονικογράφος, χρονογρά- χρονογράφος. хроникёрский επ. χρονικογραφικός, χρονο- γραφικός, του χρονογράφου. хронический επ. χρόνιος· -ое заболевание χρόνια αρρώστια II που πάσχει απο χρόνια αρ- αρρώστια· _ больной о παθιασμένος, ♦хронограф, -а α. 1 αρχαίο χρονογραφικό ι- ιστορικό βιβλίο. 2 χρονογράφος (αστρονομικό όργανο). хронографический επ. χρονογραφικός· -ая запись χρονογραφία των φαινομένων. хронологизация, -И θ. (γραπ. λόγος)· χρο- χρονολόγηση. хронологический επ. χρονολογικός. ♦ХРОНОЛОГИЯ, -И θ. χρονολογία, -λόγηση. ♦хронометр, -а α. ωρολόγι χρονόμετρο, ♦хронометраж, ~а α. χρονομέτρησα. хронометражист, -а α., -ка, ~и θ. χρονο- χρονομέτρης. хронометражный επ. χρονομετρικός, του χρο- νομετρήματος. хронометрировать, -руго, -руешь р.6.κ.σ. χρονομετρώ. II -СЯ χρονομετρούμαι. хронометрист, -а α. χρονομέτρης. Хронометрический επ. χρονομετρικός, με χρονόμετρο. ♦ХРОНОСКОП, -а α. χρονοσκόπιο. хроноскопический επ. χρονοσκοπικός. хруп1, -а α. χρακ (ο χαρακτηριστικός κρό- κρότος απο το σπάσιμο). хруп2 επιφ. χρακ. хрупанье, -Я ουδ. σπάσιμο, θραύση καθώς και ο κρότος κρακ. хрупать ρ.δ. σπάζοντας παράγω κρότο κρακ. II τρώγω ροκανίζοντας. хрупкий επ., βρ: -пок, -пка, -пко εύθραυ- εύθραυστος, εύθρυπτος, ψαθυρός, ευκολόσπαστος. II αδύνατος, αρρωστιάρικος, φιλάσθενος. II μτφ. τρυφερός, αβρός, λεπτός, ντελικάτος. Хрупкость, -и θ. το εύθραυστο, το εϋθρυ- πτο· ψαθυρότητα· - металла το εύθραυστο του μετάλλου. хрупнуть р.σ. βλ. хрупать. хруст, -а α. ο ήχος χριστ. хрусталик, ~а α. 1 κομμάτι κρυστάλλου ή μικρό κρυστάλλινο αντικείμενο. 2 (ανατ.)· ο κρυσταλλώδης φακός. ♦Хрусталь, -Я α. 1 το κρύσταλλο. 2 κρυ- κρυστάλλινο αντικείμενο. 3 το ορυκτό κρύσταλ- κρύσταλλο. хрустальный επ. κρυστάλλινος, -ικός. II δι- διαφανής. ХУД хрустать р.δ.μ. (διαλκ.) τρώγω, ροκανίζω. хрустение, -Я-ουδ. κριτσάνισμα. хрустеть, хрущу хрустишь ρ.δ. κριτσανί- ζω, παράγω κρότο χριτς, κριτς. хрусткий επ. που κριτσανίζει, κρ ιτσαν ιστός· хрустнуть р.σ. βλ. хрустеть. хрусть επιφ. χριτς, κριτς. хрущ, -а α. είδος κάνθαρου (βλαβερού στα φυτά). хрущак, -а α. είδος κάνθαρου (βλαβερού στα τρόφιμα). хрыч, -а α. (απλ.): старый - παλιόγερος. хрычовка, -и θ. (απλ.): старая - παλιό- γρια. хрюканье, -Я ουδ. (για χοίρους)· γρυλλι- σμός, γρυσμός, γρούξιμο, γούρλισμα. хрюкать р. δ. γρυλλίζω, γρύζω, γρούζω, γουρ- λίζω. хрюкнуть.ρ.σ. βλ. хрюкать. хрюшка, -И θ. το γουρούνι, ο χοίρος. хряк, -а α. γουρούνι (το αρσενικό). Хряпа, -Ы θ. (απλ.) τα εξωτερικά φύλλα του κραμβολάχανου. хряпать р.δ.μ. (απλ.)· τρώγω λαίμαργα, μα- μασώ ηχηρά. хряпка, -и θ. βλ. кочерыжка. хряпнуть р.σ. (απλ.). 1 σπάζω, θραύω με κρότο. 2 αμ, θραύομαι, σπάζω με κρότο. 3 τρίζω. хряск, ~а α. (διαλκ.) βλ.-хруст. хрястнуть ρ.σ. 1 (διαλκ.) βλ. хряпнутьA, 3 σημ.). 2 χτυπώ, ραπίζω. II -СЯ 1 πέφτω με δύναμη, σωριάζομαι· - На ПОЛ σωριάζομαι στο πάτωμα. 2 χτυπώ,-πιέμαι δυνατά* προσκρούω· - об дверь χτυπώ δυνατά στην πόρτα. ХРЯСТЬ к. Хрясь επιφ. (διαλκ. κ. απλ.)· χραστ( χραπ (με σημ. κατηγ. βλ. хрястнуть). хрящ1, -а α. χόνδρος, τραγανό, -άδι, κρ ιτσα- ιτσαν ί δα. хрящ1; -а α. άμμος χοντρός· ψάμμος. Хрящеватый1 επ. χονδρικός, του χόνδρου. Хрящеватый2επ. αμμώδης· -ая почва αμμώδες έδαφος. хрящевой1επ. βλ. хрящеватый . хрящевой^, βλ. хрящеватый? ХРЯЩИК, -а α. μικρός χόνδρος, μικρή κρ ι- ιτσαν Ίδα. худать р.δ. (διαλκ.) βλ. худеть. худее συγκρ. β. του επ. худой κ. του επι,ρ. худо. худеть, -ею, -еешь р.δ. αδυνατίζω, ισχναί- νω. II -СЯ παλιώνω, φθείρομαι· τρυπώ. ХУДО1, -а ουδ. (παλ.)· το κακό· нет -а без добра δεν υπάρχει κακό χωρίς καλό. Χ^Λ02επίρ. κακά, άσχημα. II ως κατηγ. εί- είναι κακά, άσχημα· больному - ο άρρωστος ει-
худ 711 хут ναι άσχημα· ему - του είναι άσχημα. II εκφρ. —бедно (παλ.)· ελάχιστα, λιγάκι. ХУДОба, -Ы θ. (διαλκ.)· αθρσ. όλο то νοι- νοικοκυριό (οικοσκευή, ζώα κλπ.). ХУДОба, -Ы θ. αδυναμία, ισχνότητα. II κα-' χεξία. художественно επίρ. καλλιτεχνικά. Художественность, -И θ. καλλιτεχνικότητα. художественный επ., βρ: -вен, -венна, -о. 1 καλλιτεχνικός· -ая литература λογοτεχνία, φιλολογία· -ое произведение καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο· ~ые ШКОЛЫ οι σχολές Καλών Τεχνών - руководитель театра ο θιασάρχης· -ое исполнение η καλλιτεχνική εκτέλεση· ~ая гимнастика καλλιτεχνική γυμναστική· -ая выставка καλλιτεχνική έκθεση· ~ое мастер- СТВО καλλιτεχνική μαστοριά· - Образ καλλι- καλλιτεχνικός τύπος ή μορφή· - вкус καλλιτεχνικό γούστο· -ое дарование καλλιτεχνικό προίκι- προίκισμα. II εκφρ. -ая самодеятельность καλλιτε- καλλιτεχνική ερασιτεχνία. художество, -а ουδ. 1 (παλ.)· Τέχνη. II καλλιτεχνία· Академия -еств Ακαδημία Καλών Τεχνών. 2 (παλ.)· τεχνική εκτέλεση, μαστο- μαστοριά. 3 τέχνασμα, μηχάνευμα, κόλπο- δόλος. ХУДОЖНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. 1 ζωγράφος· καλλιτέχνης, -ιδα· - слова λογοτέχνης. 2 μάστορας, δεξιοτέχνης; αρ ιστοτέχνης. II εκφρ. классный - (παλ.)· πτυχιούχος της Ακαδημί- Ακαδημίας Καλών Τεχνών. художнический επ. (παλ.). 1 ζωγραφικός· καλλιτεχνικός. 2 περίτεχνος, αριστοτεχνι- αριστοτεχνικός, φιλοτεχνικάς, ХУДОЖНИЧество, -а ουδ. (παλ.)· η ζωγραφι- ζωγραφική, το επάγγελμα και η ασχολία του ζωγράφου. ХУДОЙ1επ., βρ: худ, худа, ХУДО; худее α- αδύνατος, ισχνός· ξερακιανός, λιπόσαρκος· Очень - человек κάτισχνος άνθρωπος, τσίρος. худой2 επ. , βρ: худ, худа, -О; хуже к. ху- худее, худший. 1 κακός, άσχημος· -ая слава η κακή φήμη· - мир о κακός κόσμος, οι κακοί άνθρωποι. II ουσ. το κακό· Я ОТ тебя -Ого не видел εγώ απο σένα κακό δεν είδα. 2 τρύ- τρύπιος, φθαρμένος· -ое ведро τρύπιος κουβάς· -Ое в рукавах пальто τρύπιο πανωφόρι στα μανίκια. худородный1 επ., βρ: -ден, -дна, -дно (παλ.)· μη ευγενικής καταγωγής, μη σο'ϊλής, ποπουλά- ρος. Худородный2επ. άγονος· -ая земля άγονη γη. ХУДОРОДСТВО, ~а ουδ. (παλ.)· η μη ευγενι- ευγενική καταγωγή, η πλέμπα, η πλεμπάγια. Худосочие -Я ουδ. ισχνότητα· καχεξία. ХУДОСОЧНЫЙ επ., -чен, -чна, -ЧНО καχεκτι- καχεκτικός. II αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός. худощаВОСТЬ, -И θ. αδυναμία, ισχνότητα. худощавый επ., βρ: -щав, -а, -о αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός. худущий επ. (απλ.)· κάτισχνος. худший υπερθ. β. του επ. худой^г'фιστός. II ουσ. -ее ουδ. το χείριστον. худышка, -и θ. ισχνό κορίτσι, ισχνή γυ- γυναίκα. хуже συγκρ. β. του επιθέτου худой2ка1 του επιρ. худо? χειρότερος· χειρότερα. хужеть, -ёет р.δ. (απλ.)· χειροτερεύω. Хула, -Ы θ. (γραπ. λόγος)· κακολογία· ε- επίκριση, καταφορά. хулёный επ., βρ: -лён, -лена, ~лено(опа.)· κατάκριτος· κακολογημένος. ♦хулиган, -а α., ~ка, -и θ. αλήτης, ταρα- ταραχοποιός, χούλιγκανς. хулиганистый επ. κλινών προς την αλητεία. II αλήτικος, όπως του αλήτη. Хулиганить, -НЮ, -НИШЬ р.δ. αλητεύω, προ- προξενώ ταραχές. хулиганский επ. αλήτικος. хулиганство, ~а ουδ. α/ητεία, προξένηση ταραχών." хулиганьё, -я ουδ. (αθρσ.)* αλητεία, οι αλήτες, οι ταραχοποιοί, οι χούλιγκανς. хулитель, -я α. επικριτής, κακολόγος, κα- τηγοριάρης. ХУЛИТЬ, -ЛЮ, -ЛИШЬ р.δ.μ. επικρίνω, κατα- κατακρίνω, κακολογώ* μέμφομαι* κακκίζω. *хунта, -Ы θ. η χούντα. *хунхуз, -а α. ληστοσυμμορίτης. Хунхузский επ. ληστοσυμμορίτικος. *хурал, -а α. το χουράλ, όργανα κρατικής εξουσίας στη Μογγολία. *хурма, -Ы θ. η χουρμαδιά. II ο χουρμάς. Хутор, ~а, πλθ. ~а α. αγρόκτημα, хуторный επ. του αγροκτήματος. хуторок, -рка α. μικρό αγρόκτημα. хуторской επ. βλ. хуторный. хуторянин, ~а, πλθ. -яне, -ян α. ιδιοκτή- ιδιοκτήτης αγροκτήματος. II χωρικός. Хуторянка, -И θ. χωρική.
цар ц *данга, -И θ. (τεχ.)* τανάλια. цанговый επ. της τανάλιας. цап επιφ. τσαπ (πιάσιμο). цапать ρ.δ.μ. (απλ.). 1 πιάνω , γραπώνω. II ραμφίζω, τσιμπώ. 2 αρπάζω· αδράχνω· - ру- ками αδράχνω με τα χέρια· - пальцами αρπά- αρπάζω με τα δάχτυλα. 3 αποκτώ (με αθέμιτα μέ- μέσα).. II -СЯ 1 βλ. ενεργ. φ. A σημ.). 2 αλ- ληλοπιάνομαι, αλληλοαρπάζομαι. 3 δράττομαι, αρπάζομαι. цапка, -и θ. τσαπάκι. Ц8ПЛЯ, ~и θ. ερωδιός, τσικνιάς. цапнуть р.σ. βλ. цапать. цапун, -а α., -нья, -и θ. (απλ.) ο τσιμπι- τής, ο γρατσουνιστής . цапфа, -й θ. (τεχ.)· στροφέας. Цап-царап επιφ. τσαπ, γραπ (άρπασμα, γρά- πωμα). царап επιφ. γρατς (γρατσουνίζω). царапанье, -Я ουδ. γρατσούνισμα. II ξύσι- ξύσιμο, ζεσκάλισμα. царапать ρ.δ.μ. 1 γρατσουνίζω, αμύσσω·κό- шка -ла его руки η γάτα του γρατσούνισε τα χέρια. II ξύνω· не -аи зеркало гвоздём μη ξύνεις τον καθρέφτη με το καρφί. 2 κακογρά- κακογράφω, γράφω ορν ιθοσκαλίσματα· σχεδιάζω κακό- κακότεχνα. II -СЯ 1 γρατσουνίζομαι. 2 αλληλογρα- τσουνίζομαι. 3 ξύνομαι· ξεσκαλίζομαι. 4- με- μετακινούμαι, προωθούμαι (κρατούμενος απο κάτι). Царапина, -Ы θ. γρατσουνιά, αμυχή. II ξυ- σιά, ξεσκάλισμα. царапинка, -и θ. γρατσουνίτσα. царапка, -И α.и.θ. 1 γρατσουνιστής, -τρα. 2 βλ. царапинка. 3 ξύστρα (εργαλείο). царапнуть р.σ.μ. 1 βλ. царапать (ΐ σημ.). 2 (απλ.)· τραυματίζω ελαφρά, ξυστά. царапун, ~а α., -ья, -и θ. царапка A σημ.)· царёв, -а, -О (παλ.)· τσαρικός, του τσά- τσάρου· -Ы слуги οι υπηρέτες του τσάρου. царевИЦ, -а α. τσαρέβιτς, γιος του τσάρου. царевна, -Ы θ. η τσαρεβνα, κόρη του τσάρου. царедворец, -рца α. αυλικός, παλατιανός. Царедворческий επ. του αυλικού, του παλα- παλατιανού. Царёк, -рька α. μικρός τσάρος, τσαρικός. царёние, -Я ουδ, (παλ.)· η βασιλεία,η δι- διοίκηση του τσάρου. ЦареубЙЙСТВО, -а ουδ. φόνος του τσάρου, βασιλοκτονία. Цареубийца, -Ы α.κ.θ. βασιλοκτόνος, ο φο- φονιάς του τσάρου. Царизм, -а α. τσαρισμός. Царистский επ. τσαρικός, του τσαρισμού·-ая политика τσαρική πολιτική. царить, -рго, -рйшь р.δ. 1 βλ.царствовать. 2 κυριαρχώ. 3 μτφ· επικρατώ· глубокое МОЛ- Цание -ЛО В лесу απόλυτη σιγή βασίλευε στο δάσος. Царица, -Ы θ. τσαρίνα, η σύζυγος του τσά- τσάρου ή η αυτοκράτειρα της Ρωσίας. II μτφ. η εξέχουσα· - красоты βασίλισσα της ομορ- ομορφιάς· - бала, МОДЫ βασίλισσα του χορού της μόδας. царский επ. τσαρικός, βασιλικός· -ая ко- корона η τσαρική κορόνα· - престол τσαρικός θρόνος· -ая Россия η τσαρική Ρωσία· -ое правительство τσαρική κυβέρνηση· -ое само- самодержавие τσαρική απολυταρχία. II πολυτελής· - подарок πολυτελές (βασιλικό) δώρο.ΙΙεκφρ. -ие врата ή ДВёри (εκκλσ.) η πύλη του τέ- τέμπλου, του εικονοστασίου. Царственно επίρ. μεγαλόπρεπα, βασιλικά. царственность, -и θ. μεγαλοπρέπεια. царственный επ., βρ: -вен, -венна, -венно 1 (παλ.) τσαρικός· - Престол τσαρικός θρό- θρόνος· ~ая могила τσαρικός τάφος. 2 μτφ. με- μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, βασιλικός· - ВИД μεγαλειώδης όψη. царствие, -я ουδ. βλ. царство A,2 σημ.). царство, -а ουδ. 1 βασίλειο· московское - το βασίλειο της Μόσχας. 2 η βασιλεία· Β -е Ивана Грозного στη βασιλεία του Ιβάν του τρομερού. 3 μτφ. τομέας· животное. - το ζωικό βασίλειο· растительное - το φυτικό βα- βασίλειο· - вечного холода το βασίλειο του αι- αιών ίου ψύχους· тёмное - το. βασίλειο του σκό- σκότους. царствование, -я ουδ. βασιλεία· в - Ека- Екатерины στη βασιλεία της Αικατερίνης. царствовать, -ствую, -ствуешь, μτχ. ενστ. царствующий р.δ. 1 βασιλεύω, είμαι τσάρος. 3 βλ. царить C σημ.). Царствующий επ. απο μτχ. βασιλεύων· -ая фамилия о βασιλεύων οίκος. Царь, -Я α. 1 τσάρος, βασιλιάς. 2 ο υπέρ- υπέρτατος, ο κυρίαρχος· —птица о βασιλιάς των πτηνών. II εκφρ. - царей ή - царствувдих о βασιλιάς των βασιλιάδων нет ~я В голове у
цац 713 цез кого ή без -я в голове кто είναι, κουτός ή δεν έχει μυαλό στο κεφάλι,. цаца, -Ы θ. 1 (παλ.)· παιδικό παιγνίδι. 2 (απλ.)· ο σοβαροφανής, ο σπουδαιοφανής. цацкаться ρ.δ. (απλ.)· παραχαϊδεύω, κάνω όλα τα χατήρια. цвель, -И θ. (διαλκ.)· η μούχλα. цвести, цвету, цветёшь, παρλθ. χρ. цвёл, цвела, -ЛО, μτχ. ενστ. цветущий р.δ. 1 αν- ανθίζω, λουλουδίζω. 2 μτφ. ευημερώ, ακμάζω, εί- είμαι στο άνθος της ηλικίας· χαίρω άκρας υγεί- υγείας· страна цветёт η χώρα ακμάζει· цветут на- науки И искусства ανθίζουν οι επιστήμες και οι Τέχνες· ОН цветёт αυτός είναι στο άνθος της ηλικίας· сестра моя цветёт здоровьем η αδερφή μου είναι κατάγερη· она цветёт кра- СОТОЙ αυτή είναι όμορφη σαν το λουλούδι. 3 πρασινίζω απο μούχλα. II καλύπτομαι απο ε- εξανθήματα. цвет? -а, πλθ. Цвета α. χρώμα, χρωματι- χρωματισμός· красный - κόκκινο χρώμα· тёмный - το σκούρο χρώμα· - КОЖИ το χρώμα του δέρματος· смуглый - лица μελαχροινό χρώμα του προσώ- προσώπου. цвет? -а α. 1 (συνήθως πλθ. цветы, -ов), λουλούδι, άνθος· ЖИВЫе -Ы φυσικά άνθη· ИС- куственные -Ы τεχνητά άνθη· полевые -ы α- αγριολούλουδα. 2 μτφ. · εκλεκτότερο μέρος α- από κάτι, η αφρόκρεμα:· - молодёжи το άνθος της νεολαίας· - науки το άνθος της επιστή- επιστήμης. 3 άνθιση, -μα, λουλούδισμα· В -у στο άνθισμα· ДО ~& πριν το άνθισμα. II (αθρσ.)· τα άνθη, τα λουλούδια· ЛИПОВЫЙ - τα λουλού- λουλούδια της φλαμουριάς. II εκφρ. дать - ανθίζω, βγάζω λουλούδια· в (во) -е лет στο άνθος της ηλικίας. цветастый επ., βρ: -тает, -а, -о διακο- διακοσμημένος με άνθη, ανθοπλουμισμένος. цветение, -Я ουδ. 1 άνθισμα, -ση, ανθο- φυ'ία, λουλούδισμα. 2 (αθρσ.)· άνθη, λουλού- λουλούδια· ανθισμένα φυτά. цветень, -тня α. (απλ.)· η γύρη. цветик, -а α. λουλουδάκι, ανθάκι. цвеТИСТОСТЬ, -И θ. 1 ποικιλοχρωμία, παρ- δαλότητα. 2 (για λόγο, ύφος κλπ.)· χρωμάτι- χρωμάτισμα, διάνθιση. цветистый επ., βρ: -тйст, -а, -о. 1 ανθι- ανθισμένος, λουλουδισμένος· ανθηρός, ανθάτος, αν- θώδης, ανθοβριθής. 2 ποικιλόχρωμος, παρδα- παρδαλός. 3 (για λόγο, ύφος κλπ.)· χρωματ.αμέ- νος, διανθισμένος. II πομπώδης, στομφώδης. цветить, цвечу, цветишь ρ.δ.μ. ποικιλο- χρωματίζω, παρδαλίζω. цветковый επ. ανθοφόρος· -ые растения αν- ανθοφόρα φυτά. цветник, -а α, 1 ανθόκηπος, ανθόκηπο), αν- ανθώνας. II μτφ. (για παιδιά, γυναίκες)· λου- λουλούδια, παπαρούνες). ЦВетНИКОВЫЙ επ. του ανθόκηπου, του ανθώ- ανθώνα· - участок βλ. цветник. цветной επ. 1 έγχρωμος· χρωματιστός· -ые камни έγχρωμα πετράδια· -ые металлы έγχρωμα μέταλλα· - фильм έγχρωμο φιλμ· ~ое телеви- телевидение έγχρωμη τηλεόραση. 2 (για φυλές αν- ανθρώπων) ο μη λευκός· -ые Народы οι μη λευ- λευκοί λαοί. II εκφρ. -ая металлургия έγχρωμη μεταλλουργία. ЦвётНОСТЬ, -И θ. χρώμα, χρωματισμός· пива το χρώμα της μπύρας. цветовод, -а α. ανθοκόμος. ЦВеТОВОДСТВО, -а ουδ. ανθοκομία. цветоводческий επ. ανθοκομικός. Цветовой επ. χρωματικός, του χρώματος· -Ые оттенки οι αποχρώσεις. II εκφρ. -ая слепота αχρωματοψία, αχρωματωπία, δαλτονισμός. Цветоед, -а α. ανθοφάγος (κάνθαρος). цветок, -тка и. 1 (πλθ. цветы κ. цветки)· βλ. цвет? 2 φυτό ανθοφόρο". цветоложе, -Я ουδ. (βοτ.)· σπερματοδόχη. цветоножка, -И θ. ο μίσχος λουλουδιού. цветоносный επ. ανθοφόρος· -ые растения ανθοφόρα φυτά. цветочек, -а α. λουλουδάκι, ανθάκι. ЦВеТОЧНИЦа, -Ы θ. ανθοτεχνίτρα· η ανθοπώ- ανθοπώλης. цветочный επ. ανθικός·, του άνθους, του λουλουδιού· ~ые семена σπόροι λουλουδιών- магазин ή КИОСК ανθοπωλείο· - горшок η γλά- γλάστρα· - чай τσάι απο μπουμπούκια (θεωρού- (θεωρούμενο σαν το καλύτερο). цветуха, -и θ. ανθοστέλεχος διετούς φυτού. цветущий επ. απο μτχ. (μτφ.) ανθηρός, αν- ζάτος· θαλερός· - сад ανθηρός δεντρόκηπος· -ее здоровье ανθηρή υγεία. Цевка, -И θ. 1 πηνίο, σπείρα. 2 η άτρα- άτρακτος, το (α)δράχτι. 3 (τεχ.)· κυλινδρικός μεταδότης κίνησης. цевнина, -ы θ. (παλ.) βλ. свирель. цедилка, -И θ. στραγγιστήρι. цедильный επ. στργγιστικός, της στράγγι- στράγγισης· -ое ситце σιτίτσα στραγγίσματος. цедить, цежу, цедишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. цеженный, βρ: -жен, -а, -о р.δ.μ. 1 στραγ- στραγγίζω, σουρώνω· - молоко через цедилку στραγ- στραγγίζω το γάλα με το στραγγιστήρι. 2 πίνω αρ- αργά· - чай πίνω αργά το τσάι. II χύνω αργά (δια στενής οπής). 3 αργοπροφέρω, αργομιλώ. II -СЯ στραγγίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. *цёдра, -Ы θ. η φλούδα των εσπεριδοειδών. *цедрат, -а α. η κιτριά. II το κίτρο. цежёный επ. στραγγιστός, -σμένος. ♦цезий, -Я α. το καίσιο (χημ. στοιχείο).
цел ♦цезура, -Ы θ. (φιλγ.)· τομή στίχου. 2 παύ- • ση μουσική. Цезурный επ. 1 της τομής στίχου. 2 της μουσικής παύσης. * *цейтнот, ~а α. (στο σκάκι): попасть в -, находиться В - εξαντλώ το περιθώριο χρόνου. ♦цейхгауз, -а α. (παλ.)· στρατιωτική απο- αποθήκη (όπλων και ιματισμού). целёбНОСТЬ, -И θ. ιαματικότητα. целебный επ., βρ: -бен, -бна, -бно ιαμα- ιαματικός, θεραπευτικός· - ИСТОЧНИК ιαματική πη- πηγή· ~ая трава τα βότανα· - напЙТОК ιαματι- ιαματικό ποτό· -ое средство το γιατρικό. ., целевой επ. του σκοπού, τελικός· προορι- στικός. целенаправленность, -и θ. σκοπιμότητα· действий η σκοπιμότητα των ενεργειών. целенаправленный επ., βρ: -лен, -а, ~ο·, σκόπιμος· -ое наблюдение σκόπιμη παρατήρηση ή εξέταση. Целесообразность, -И θ. σκοπιμότητα, ωφε- ωφελιμότητα χρησιμότητα· λυσιτέλεια. целесообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно; σκόπιμος, ωφέλιμος, επωφελής, πρόσφορος, λυ- λυσιτελής· χρήσιμος; -ое приспособление σκό- *· πιμη προσαρμογή (εξοικείωση)· -ое использо- использование средств ωφέλιμη χρησιμοποίηση των μέ- * σων. целеустремление, -я ουδ. προσήλωση σε ένα σκοπό, απαρέγκλιτη επιδίωξη. целеустремлённость, -и θ. βλ. целеустрем- целеустремление. целеустремлённый επ., βρ: -лён, -лена, ~ό .· προσηλωμένος σ' ένα σκοπό, προορισμό, προο- ριστικός. II σκόπιμος, κατευθυνόμενος σε ο- ορισμένο σκοπό. Целик, -а α. σκοπευτικό όργανο όπλου. ЦеЛЙК, -а α. 1 (απλ.)· άθικτος ακέραιος. 2 .> μεγάλα κοιτάσματα ορυκτών. Целиком επίρ. ολόκληρα, ακέραια· Жарить курицу - ψήνω την κότα ολόκληρη. II ολοκλη- *ρωτικά, πλήρως, πλέρια· поддерживать - ко- ΓΟ-Η. υποστηρίζω πλήρως κάποιον. Целина, -ы θ. παρθένα εδάφη, παρθένα угу освоение -Ы ξεχερσωση παρθένων εδαφών. II ά- άθικτος, άγγιχτος, ανέγγιχτος. целинник, -а α. ο εργαζόμενος στην ξεχερσω- ξεχερσωση παρθένων εδαφών ή ο κάτοικος αυτών. целинный επ. άθικτος, παρθένος- -ые земли παρθένα εδάφη. целитель, -Я α. θεραπευτής. Целительность, -и θ. θεραπευτικότητα· ЧИСТОГО воздуха η θεραπευτικότητα του καθα- • ρού αέρα. целительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно; * θεραπευτικός, ιαματικός· -ая вода θεραπευ- θεραπευτικό νερό· - бальзам θεραπευτικό βάλσαμο. целить, -ЛЮ, -лишь ρ.δ. 1 σκοπεύω, σημα- σημαδεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή. 2 μτφ. έχω κατά νου, επιδιώκω, αποβλέπω, διανοού-: μαι. II -СЯ σκοπεύω κλπ. ρ. ενεργ,φ. целить, -лго, -лишь р.δ.μ. (γραπ. λόγος)· θεραπεύω, γιατρεύω, ιαίνω. целкач κ. целкаш, ~а α. (παλ.)· βλ. цел- целковый. целковик, ~а α. (παλ.)· βλ. целковый. целковый, -ОГО α. ένα ρούβλι, ♦целлофан, -а α. το σελοφάν, το κελοφάν, η κελοφάνη. целлофановый επ. του σελοφάν, απο σελοφάν, ♦целлулоид, -а α. ο κελουλοΐτης, το σελου- λόιντ. целлулоидный επ. του ή απο κελουλοΐτη. целлулоидовый επ. βλ. целлулоидный. ♦цеЛЛЮЛОЗа, ~Ы θ. η κυτταρίνη. целлюлозный επ. κυτταρικός. целовальник, -а α. (παλ.). 1 κοινοτάρχης, τοπάρχης· προεστός, προύχοντας, πρόκριτος. 2 κάπελας, ταβερνιάρης· οινοπώλης. Целование, -Я ουδ. 1 φίλημα, ασπασμός. 2 (για νεκρό)· ο τελευταίος ασπασμός. II εκφρ. последнее - βλ. 2 σημ. целовать, -лую, -луешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. целованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. φι- φιλώ, ασπάζομαι. II -СЯ φιλιούμαι. целодневный επ. (παλ.)· ολβήμερος· - шум ολοήμερος θόρυβος· -ое путешествие ολοήμερη οδοιπορία. целомудренно επίρ. ηθικά, αγνά. целомудренность, -и θ. βλ. целомудрие. целомудренный επ., βρ: -рен, -ренна, -о; (γραπ, λόγος). 1 παρθένος. 2 αγνός, ηθικός, ενάρετος. Целомудрие, -Я ουδ. 1 παρθενικότητα. 2 α- αγνότητα, ηθικότητα. *целостат, -а α. ουρανοστάτης, αστροστάτης, ηλιοστάτης (αστρονομικό όργανο). Целостность, -И θ. η ακεραιότητα· - госу- государства η ακεραιότητα του κράτους· терри- территориальная - εδαφική ακεραιότητα. целостный επ. -тен, -тна, -тно ολοκληρω- ολοκληρωμένος, ακέραιος· ενιαίος· -ое мировозрёние ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία. Целость, -И θ. 1 ακεραιότητα, ολότητα· το άθικτο· сохранить все вещи в -и φυλάγω όλα τα πράγματα άθικτα· - И неприкосновенность границ η ακεραιότητα και το απαραβίαστο των συνόρων. 2 η εσωτερική ενότητα, το ενιαίο. II εκφρ. в -и и сохранности (ή невредимости) σώος και αβλαβής. целый επ., βρ: цел, цела, цело. 1 άθικτος, άγγιχτος, απείραχτος, αναρχ'ινητος· ολόκλη-
цел 715 цен ρος· отрежь от -ого хлеба κόψε απο το αναρ- χίνητο ψωμί. II πλήρης, γεμάτος·- стакан ВИ- на γεμάτο ποτήρι κρασί. 2 ολάκερος, ολόκλη- ολόκληρος· -ЭЯ ЖИЗНЬ ολάκερη ζωή· ~ая семья ολό- ολόκληρη οικογένεια· - город ολόκληρη πόλη· - час, День ολόκληρη ώρα, μέρα· -ые ДНИИНО- ЧИ ολόκληρα μερόνυχτα· -ое стадо ολόκληρο κοπάδι·- ~ ЯЩИК, мешок ολόκληρο κιβώτιο, τσου- τσουβάλι· ЭТО - -ая наука αυτό είναι ολόκληρη επιστήμη· В -ОМ мире σ' ολόκληρο τον κόσμο. 3 ουσ. -ое ουδ. το όλο, το σύνολο* единое -ое ενιαίο όλο. 4 αβλαβής, άθικτος· απείρα- απείραχτος, άγγιχτος· ακέραιος· стакан упал, НО остался цел το ποτήρι έπεσε, όμως δεν έπα- έπαθε τίποτε (δεν έσπασε)· все вещи целы όλα τα πράγματα είναι άθικτα. 5 (μαθ.) ακέραιος· -ое ЧИСЛО ο ακέραιος αριθμός. II ουσ. ο ακέ- ακέραιος (αριθμός). II εκφρ. - И невредим ή цел И невредим σώος και αβλαβής. цель, -И θ. 1 στόχος, σκοπός, σημάδι· бить Β - χτυπώ (πετυχαίνω) το στόχο· попасть В - βρίσκω το στόχο· стрелять В - πυροβολώ στο στόχο, ρίχνω στο σημάδι· движущая - κινητός στόχος· не попасть В - αστοχώ. II (παλ.)· το στόχαστρο. 2 μτφ. πρόθεση, επιδίωξη· иметь своею ~ыо что-н. έχω για σκοπό μου κάτι· пре- преследовать какуго-Н. - επιδιώκω κάποιο σκοπό· достижение -и επίτευξη του σκοπού· ставить своей ~Ы0 что-Н. βάζω για σκοπό μου κάτι· без -и χωρίς σκοπό, ά οπα· с ~ыо ή в -ях με σκοπό, σκόπιμα. цельнометаллический επ. ολομέταλλος. цельность, -И θ. ολοκληρότητα, ακεραιότη- ακεραιότητα· - характера η ακεραιότητα του χαρακτήρα. цельный επ. βρ: -лен, -льна, -льно. 1 ο- ολόκληρος, μονοκόμματος, ατόφυος, ολόβολος, ακέραιος· -ая мачта μονοκόμματο κατάρτι·-ая скала μονοκόμματος (συμπαγής) βράχος. 2 ο- ολοκληρωμένος, τέλειος· - характер ακέραιος χαρακτήρας· -ое впечатление ολοκληρωμένη ε- εντύπωση. 3 αγνός, καθαρός, αμιγής· -ое вино γνήσιο κτασί. 4 βλ. Целый A, 4 σημ.). Цельсий, -я α. το θερμόμετρο του Κελσίου. *ЦвмеНТ, -а α. 1 το τσιμέντο. 2 η- οστεΊνη των δοντιών. цементация, -и θ. 1 βλ. цементирование. 2 (για μέταλλα)· ενανθράκωση, τσιμεντάρισμα. цементирование, -Я ουδ. 1 τσιμεντάρισμα. 2 βλ. цементация B σημ.). цементированный επ. απο μτχ. τσιμενταρι- σμένος. цементировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. цементированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ. 1 ενανθρακώνω (τσιμεντώνω) χά- χάλυβα. 2 τσιμεντάρω. 3 μτφ·. στερεώνω, συν- συνδέω· II -СЯ τσιμεντάρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. цементировка, -И θ. τσιμεντάρισμα. цементировочный επ. της ενανθράκωσης με- μετάλλων . цементный επ. του τσιμέντου· - завод ερ- εργοστάσιο τσιμέντων. II τσιμεντένιος*-ая пли- плита τσιμεντένια πλάκα. цементовать(ся) р.δ. βλ.цементйровать(ся) A σημ.). цементовка, -и θ. βλ. цементация (ίσημ.). Цена, -Ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ. 1 τιμή, τίμημα, αξία· - товара η τιμή του εμπορεύ- εμπορεύματος· государственная - κρατική τιμή· ста- стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών сни- снижение цен πτώση των τιμών твёрдая - σταθε- σταθερή τιμή. 2 εκτίμηση. 3 -ОЮ θυσιάζοντας, χά- χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο· спасти чело- человека -ОГО своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυ- θυσιάζοντας την ευτυχία μου; II -ОЙ χάρη, α- αντί· добиться чего-н. -ой упорного труда πε- πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά· за- НЯТЬ ПОЗИЦИЮ -ОЙ больших потерь καταλαβαί- καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών. II μτφ. σημασία· жизнь потеряла для неё всякую -у η ζωή γι' αυτήν έχασε κάθε νόημα· какова - его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έ- έχουν οι διαβεβαιώσεις του; II εκφρ. Β -έ · έ- έχει αξία, εκτιμάται πολύ· этот товар нынче В -ё αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέ- πέραση (ζήτηση)· ЛЮбОЙ (ή Какой бЫ ТО НИ бЫЛО) -Ой αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία*-Ы нет α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας. *ценз,-а α. 1 το εκλογικό όριο ηλικίας (δι- (δικαιώματος ψήφου)· имущественный - το περου- σιακό εκλογικό όριο (στην Αγγλία)· ВОЗрас- ТНОЙ - το όριο ηλικίας. 2 βλ. реестер. цензовый επ. του ορίου· με όριο. ♦цензор, -а α. 1 οικονομικός έφορος (στην αρχαία Ρώμη). 2 λογοκριτής. цензорский επ. λογοκριτικός, του λογοκρι- τή· -ие замечания οι παρατηρήσεις του λογο- κριτή. Цензорство, -а ουδ. λογοκρισία (σαν επάγ- επάγγελμα) . "Цензура, -Ы θ. 1 οικονομική εφορία (στην αρχαία Ρώμη). 2 λογοκρισία· подвергнуть -е υποβάλλω σε λογοκρισία· военная - στρα- στρατιωτική λογοκρισία· разрешено -ОЙ επετράπη- κε απο τη λογοκρισία. Цензурность, -И θ. λογοκρισία. цензурный επ., βρ: -рен, -рна, -рно.ι λο- γοκρ'ιτικός, της λογοκρισίας· -ые правила οι κανόνες της λογοκρισίας. 2 επιτρεπτός· ε- εκλεγμένος, λογοκριμένος. цензуровать, -рую, -руешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. цензурованный, βρ: -ван, -а, -о р.σ.μ. (παλ.)· λογοκρίνω. II -СЯ λογοκρίνομαι.
цеп ценитель, -я а., -ница, ~ы θ. εκτιμητής. ценить, ценю, ценишь, μτχ. ценящий р.δ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.)* εκτιμώ- ОН' дорого ценит этот перстень αυτός ακριβά εκτιμά αυτό το δαχτυλίδι· ВО сколько -ните этот ДОМ πόσο εκτιμάτε αυτό το σπίτι· - человека ПО ис- искренности εκτιμώ τον άνθρωπο απο την ειλι- ειλικρίνεια. II αναγνωρίζω· я ценю его заслуги εκτιμώ τις υπηρεσίες του. II -СЯ (κυρλξ. κ. μτφ.)· εκτιμούμαι. ценник, -а α. κατάλογος τι^ιών, τιμολόγιο· κοστολόγιο. ценностный επ, της τιμής· της αξίας. ценность, -и θ. 1 τιμή· αξία· определить - меха εκτιμώ την αξία της γούνας· вещь вы- высокой -И πράγμα υψηλής αξίας. 2 μτφ. βαρύ- βαρύτητα· его мысль имеет большую - η γνώμη του έχει μεγάλη βαρύτητα. II εκφρ. материальные -и οι υλικές αξίες· культурные -И πολιτι- πολιτιστικές αξίες. ценный επ., βρ: ценен, ценна, ценно. 1 ε- εκτιμημένος· -ая посылка εκτιμημένο ταχυ- ταχυδρομικό δέμα. 2 πολύτιμος, ακριβός, τιμαλ- τιμαλφής· ~ые Вещи πολύτιμα πράγματα; - подарок ακριβό δώρο. 3 ^τ9· μεγάλης σημασίας, πολύ χρήσιμος· -Ое сведение πολύτιμη πληροφορία, ценообразование, -Я ουδ. ο καθορισμός ή ο σχηματισμός των τιμών. *ЦеНТ, -а α. το τσεντ (εκατοστό δολαρίου). ♦центавр, -а α. βλ. кентавр. ♦центнер, -а α. μετρικός στατήρας 100 κιλών. *ЦеНТр, -а α. (κυρλξ. κ. μτφ.)· το κέντρο· - города το κέντρο της πόλης· - ЛИНЗЫ το κέντρο του φακού· культурный - πολιτιστικό κέντρο· торговый - εμπορικό κέντρο· промыш- промышленный - βιομηχανικό κέντρο. II ανώτατο δι- διοικητικό ή οργανωτικό κέντρο· КОМИССИЯ ОТ центра επιτροπή απο το κέντρο· директива -а οδηγία απο το κέντρο. II εκφρ. партия -а το иа\х\ха του κέντρου. централ,, -а α. (παλ.)· η κεντρική φυλακή. Централизация, -И θ. 1. συγκεντρόποίηση·συ- συγκεντρόποίηση·συγκέντρωση· -ая государства η συγκεντροποίη- ση του κράτους· - государственной власти η συγκέντρωση της κρατικής εξουσίας. 2 (τεχ.)' η κεντροθέτηση. , централизм, -а α. συγκεντρωτισμός· демо- демократический - δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. централизованный επ. απο μτχ. 1 συγκεντρω- συγκεντρωτικός· -ая власть συγκεντρωτική εξουσία. 2 κεντρικός, απο το κέντρο· -ое снабжение κε- κεντρικός εφοδιασμός. централизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. ι παρλθ. χρ. централизованный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.κ.σ. συγκεντροποιώ· συγκεντρώνω· РУКОВОДСТВО συγκεντροποιώ την καθοδήγηση·- управление συγκεντροποιώ τη διοίκηση. II -СЯ συγκεντρώνομαι. централистический επ. συγκεντρωτικός. централка, -и θ. 1 (παλ.)· βλ. централ. 2 (απλ.)· όπλο οπισθογεμές. централь, -и θ. το κέντρο· отопительная - η κεντρική εστία θέρμανσης. "■центральный επ. κεντρικός· -ая точка κε- κεντρικό σημείο· ~ая улица κεντρική οδός· -ая Европа κεντρική Ευρώπη· - Орган партии κε- κεντρικό όργανο του κόμματος· - нападающий о κεντρικός κυνηγός ποδοσφαίρου, σέντερ-φορ·- комитет профсоюзов κεντρική επιτροπή των συν- συνδικάτων -ая власть η κεντρική εξουσία. II εκφρ. ~ая нервная система το κεντρικό νευ- νευρικό σύστημα· ружьё -ОГО боя το οπισθογεμές όπλο. центризм -а α. κεντρισμός (για πολιτικά κόμματα). Центрирование, -Я ουδ. (τεχ.)· κεντροθέ- κεντροθέτηση·. - инструмента κεντροθέτηση εργαλείου. центрировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ. (τεχ.) κεντροθετώ. II -СЯ κεντροθετούμαι. центровка, -и θ. βλ. центрирование. центрист, -а α. κεντριστής, οπαδός του κέ- κέντρου, του κεντρισμού. центристский επ. του κεντρισμού· -ая иде- идеология ιδεολογία του κεντρισμού· -ая поли- политика η πολιτική του κεντρισμού. ♦центрифуга, ~И θ. διαχωριστής φυγοκεντρι- φυγοκεντρικός. ЦентрифугаЛЬНЫЙ επ. του φυγοκεντρικού δι- διαχωριστή. Центрифугирование, -я ουδ.διαχωρισμός φυ- φυγοκεντρικός. центрифугировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. διαχωρίζω με φυγόκεντρη δύναμη. Центробежный επ. φυγόκεντρος, κεντρόφυγος; -ая сила φυγόκεντρη δύναμη· - насос κεντρό- κεντρόφυγη αντλία. Центровальный επ. (τεχ.)· κεντροθετικός. центровой επ. κεντρικός· -ая точка κε- κεντρικό σημείο· -Ое отверстие κεντρική οπή. ♦центроплан, -а α. το κέντρο της πτέρυγας αεροπλάνου. центростремительный επ. κεντρομόλος· -ая СЙла κεντρομόλα δύναμη. ♦центурия, ~И θ. (παλ.)· εκατονταρχία. II εκατοντάδα πολιτών. цеп, -а α. ο δάρτης, το δάρτι (όργανο α- ποτριβής σπόρων). Цепенеть, -ею, -ёешь р.δ. κοκκαλιάζω, ξυ- ξυλιάζω, παγώνω, μουδιάζω· νεκρώνομαι· - ОТ холода μαργώνω· - ОТ ужаса μένω κόκκαλο α- απο τη φρίκη. цепень, -пня α. βλ. солитёр.
цеп 71? цес цепка, -и θ. (απλ.)· βλ. цепочка. цепкий επ., βρ: -пок, -пка, -пко. 1 αγκι- στρωτός, γαντζωτός· γαμψός· ~ие пальцы γα- ντζωτά δάχτυλα· -ие КОГТИ γαμψά νύχια. II αρπακτικός, συλληπτικός· кошки Очень -ПКИ οι γάτες είναι πολύ επιδέξιες στο πιάσιμο. 2 κολλώδης, κολλητικός· -ая почва κολλώδες έ- έδαφος. 3 μτφ. προσαρμοζόμενος εύκολα. II ε- επίμονος, έμμονος σταθερός. цепкость, -И θ. αγκίστρωση, γάντζωμα. цеплять р.δ. 1 βλ. цепляться A σημ.). 2 -μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω. II καρφιτσώνω, κρε- κρεμώ· σκαλώνω. II -СЯ 1 αγκιστρώνομαι, γαντζώ- γαντζώνομαι· σκαλώνω· πιάνομαι, κρεμιέμαι. 2(απλ.) μτφ. πιάνομαι απο κάτι (για δικαιολογία, ε- επιχείρημα) . цепной1 επ. 1 της αλυσίδας· ~ое звено κρί- κρίκος αλυσίδας. 2 αλυσιδωτός, με αλυσίδα· -ЭЯ передача μετάδοση κίνησης με αλυσίδα. 3 «- λυσόδετος· -ая собака αλυσοδεμένο σκυλί. 4 αλυσοειδής. II εκφρ. ~ая реакция αλυσωτή α- αντίδραση ή σχασμός· -Ое правило η μέθοδος των τριών. ΠεΠΗΟΕ2επ. του δάρτη, του δαρτιού. чепочечный επ. της αλυσίδας· -ое произ- производство η παραγωγή αλυσίδων. цепочка, -И θ. αλυσιδίτσα· - ДЛЯ ключей αλυσιδ'ιτσα για τα κλειδιά. II μτφ. σειρά, κο- μπολόι, συστοιχία, αλυσίδα. 3 επίρ. -ой α- λυσοειδώς, αλληλοδιάδοχος. *Цеппелин, ~а α. το τσέπελιν (αερόστατο). цепь, -и, προθτ. о цепи, на цепи, γεν. πλθ. -ей θ. 1 αλυσίδα· якорная - αλυσίδα της ά- άγκυρας· привязать собаку на - δένω το σκυ- σκυλί με την αλυσίδα. II πλθ. ~ίΐ(κυρλξ.κ. μτφ.) τα δεσμά· порвать ~й рабства σπάζω τις αλυ- αλυσίδες της σκλαβιάς. 2 κύκλωμα· электриче- электрическая - ηλεκτρικό κύκλωμα. 3 αλληλοδιαδοχή, σειρά, κομπολόι· - событий αλυσίδα γεγονό- γεγονότων - озёр αλυσίδα λιμνών. II ζυγός στρατι- στρατιωτών. 4 επίρ. -ью βλ. чёпочка C σημ.). II εκφρ. горная - οροσειρά, βουνοσειρά. ♦Цербер, -а α. Κέρβερος. II μτφ. άγρυπνος φρουρός. •церебральный επ. 1 εγκεφαλικός. 2(για σύμ- σύμφωνα) · σχηματιζόμενος με την άκρη της γλώσ- γλώσσας στον ουρανίσκο. '"церемониал, -а α. εθιμοτυπία, εθιμοταζία· проЙТЙ -ОМ παρελαύνω εθιμοτυπικά. церемониальность, -и θ. εθιμοτυπία. церемониальный επ. 1 εθιμοτυπικός. 2 επί- επίσημος, τελετουργικός, πανηγυρικός. II εκφρ. - марш εθιμοτυπική παρέλαση, ♦церемониймейстер, -а α. (παλ.)· τελετάρ- τελετάρχης. церемониться, -нгось, -нишься р.б. 1 κρα- κρατώ, τηρώ τους τύπους· συστέλλομαι, ντρέπο- ντρέπομαι· не -ьтесь, как у себя дома μη ντρέπε- ντρέπεστε, σαν στο σπίτι σας· ОН не -ится, ест И пьёт столько, сколько ему хочется αυτός δεν ντρέπεται, τρώει και πίνει όσο θέλει. 2 εί- είμαι λεπτός,αβρός, περιποιητικός. ♦церемония, -И θ. 1 εθιμοτυπία,εθιμοταξία, εθιμοτυπικοί κανόνες τελετής· τελετή·- при- приветствия εθιμοτυπία χαιρετισμού· - брако- сочетания εθιμοτυπία γαμήλιας τελετής· по- погребальная - εθιμοτυπία κηδείας. II το τυ- τυπικό, το συνηθισμένο. 2 φιλοφρόνηση, τσι- ριμόνια· оставь свой -И άφησε τις φιλοφρο- φιλοφρονήσεις σου. церемоничать р.δ. βλ. церемониться. церемонно επίρ. φιλοφρονητικά· - покло- поклониться υποκλίνομαι φιλοφρονητικά. ЦеремОННОСТЬ, -И θ. φιλοφροσύνη. церемонный επ., βρ: -онен, -онна, -онно; πολύ τυπικός· φιλοφρονητικός, φιλόφρονος· - ПОКЛОН φιλόφρονη υπόκλιση· - человек πολύ τυπικός άνθρωπος. "Церий, -Я ουδ. το δημήτριο (χημ. στοιχείο). Церквушка, -И θ. εκκλησάκι, -σούλα. церковник, -а α. 1 (απλ.)· βλ. церковно- церковнослужитель. 2 εκκλησιαστής, ιεροκήρυκας. церкОВНИЦа, ~Ы θ. η σύζυγος του εκκλησιά- ρη. II εκκλησιάρισσα. церковноприходский επ: -ая школа δημοτικό ενοριακό σχολείο. * церковнославянский επ. εκκλησιαστικο-σλα- βικός· - ЯЗЫК εκκλησιαστικο-σλαβική γλώσσα. церковнослужитель, -я α. εκκλησιάρης, νε- νεωκόρος . церкОВНОСТЬ, -И θ. τα εκκλησιαστικά ή η εκκλησιαστική ιδεολογία. ^церковный επ. εκκλησιαστικός· θρησκευτι- θρησκευτικός· ~ые книги εκκλησιαστικά βιβλία· - суд ιεροδικείο, ιεροδικαστήριο· -ая музыка εκ- εκκλησιαστική μουσική· -ое пение εκκλησιαστι- εκκλησιαστικό άσμα· ψαλμός· -ые земли εκκλησιαστική γη (γεωκτησία)· -ые ворота η πύλη της εκκλησί- εκκλησίας· - староста εκκλησιαστικός επίτροπος. II εκφρ. беден как -ая мышь ή крыса θεόφτωχος. церковь, -кви, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -ам θ. 1 εκκλησία· православная - ορθόδοξη εκκλη- εκκλησία· католическая - καθολική εκκλησία· от- отделение -и ОТ государства ξεχωρισμόςτης εκ- εκκλησίας απο το κράτος· отцы -И οι πατέρες της εκκλησίας. 2 το κτίριο (της χριστιανι- χριστιανικής θρησκείας)· городская - η εκκλησία της πόλης· пятиглавая - εκκλησία με πέντε τρού- τρούλους· каменная - λιθόκτιστη εκκλησία. цесаревич, -а α. ο διάδοχος του τσαρικού θρόνου. цесаревна, -Ы θ. 1 η σύζυγος του διάδοχου
цин του τσαρικού θρόνου. 2 η κόρη του τσάρου. цесарка, -И θ. μελεαγρίδα, φραγκόκοτα. *цех, ~а, προθτ. в -е κ. в -у α. 1 (цехи πλθ.)· (παλ.)· συντεχνία. 2 (Цехи κ. Цеха πλθ.)· τμήματα εργοστασίου. цеховой επ. του τμήματος εργοστασίου. II μτφ. κλειστός, περιορισμένος· ιδιοτελής. цеховщина, -Ы θ. κλειστότητα· ιδιοτέλεια· цецё θ. άκλ. τσετσέ (μύγα του ύπνου), ♦циан, ~а α. το κυάνιο (δηλητηριώδες αέριο). цианизация, -и θ. κυανίωση. цианизирование, -Я ουδ. κυανίωση. цианистый επ. κυανιούχος. циановый επ. κυανιούχος. ♦цианоз, -а α. βλ. синюха, синюшность. *ЦИбИК, -а α. (παλ.)· κιβώτιο τσαγιού. цивилизатор, ~а α. εκπολιτιστής. цивилизаторский επ. εκπολιτιστικός του εκ- πολι,τιστή. ♦цивилизация, -и θ. πολιτισμός· современ- современная - ο σύγχρονος πολιτισμός. цивилизованность, -и θ. πολιτισμός. цивилизованный επ. απο μτχ. πολιτισμένος· -ые народы οι πολιτισμένοι λαοί. цивилизовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. цивилизованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.κ.σ. εκπολιτίζω. II -СЯ εκπολιτίζομαι. ЦИВИЛИСТ, -а α. (νομ.) ειδικός ιδιωτικού δικαίου. ЦИВИЛЙСТИКа, -И θ. επιστήμη ιδιωτικού δι- δικαίου. ♦ЦИВИЛЬНЫЙ επ. πολιτικός, του πολίτη, του ιδιώτη· - КОСТЮМ το πολιτικό κοστούμι. цигарка, -И θ. το στριφτό τσιγάρο. цигарочный επ. του τσιγάρου· ~ ДЫМ καπνός τσιγάρου. цигейка, -И θ. είδος γούνας απο προβιά, ♦цидулка, -И θ. σημειωματάκι· ραβασάκι, ♦цикада, ~ы θ. ο τζίτζικας, ♦цикл, -а α. ο κύκλος· годовой - движения земли о ετήσιος κύκλος της κίνησης της γης· - переменного тока о κύκλος του εναλλασσό- εναλλασσόμενου ρεύματος· - двигателя внутреннего сго- сгорания ο κύκλος του κινητήρα εσωτερικής καύ- καύσης· производительный - ο παραγωγικός κύ- κύκλος· - лекций κύκλος (σειρά) διαλέξεων. ♦цикламен -а α. το κυκλάμινο, η κυκλαμιά, τα σκυλάκια, τα λαγουδάκια. циклевание, -Я ουδ. ροκάνισμα, πλάνισμα, λείανση. циклевать, -люю, -лгоешь р.δ.μ. πλανίζω, λειαίνω. циклёвка, -и θ. βλ. циклевание. циклизация, -И θ. σύνθεση σε κύκλο. циклический επ. κυκλικός· -ое движение η κυκλική κίνηση. ЦИКЛИЧНОСТЬ, -И θ. κυκλική μορφή· - ДВИ- женИЯ η κυκλική μορφή κίνησης. цикличный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. циклический. циклование, -Я ουδ. κυκλική εργασία· - до- добычи каменного угля η κυκλική εξόρυξη πε- τροκάρβουνου. ♦циклоида, -Ы θ. (γεωμ.) · η κυκλοειδής κα- καμπύλη . ЦИКЛОВДальныЙ επ. κυκλοειδής· -ая -ЛИНИЯ η κυκλοειδής γραμμή. ♦ЦИКЛОН, ~а α. κυκλώνας. ЦИКЛОНИЧесКИЙ επ. κύκλων ικός, του κυκλώνα. ЦИКЛОННЫЙ επ. κύκλων ικός. ♦ЦИКЛОП, -а α. (μυθ.) Κύκλωπας, циклопический επ. κυκλώπιος· -ие стены τα κυκλώπια τείχη. II τεράστιος, πελώριος. ♦ЦИКЛОТРОН, -а α. το κύκλοτρον. ♦ЦИКЛЯ, -И θ. ροκάνη, ξύστρα, ♦цикорий, -Я α. 1 κιχώριο, ραδίκι. 2 ξηρα- μένη ρίζα του κιχωρίου (σαν συμπλήρωμα ή υ- υποκατάστατο του καφέ). ЦИКОрнЫЙ επ. του κιχωρίου, του ραδικιού. II με κιχώριο. ♦цикута, -Ы θ. το κώνειο (επιστ.), βρωμό- χορτο, μαγκούτα (λκ.). ♦ЦИЛИНДР, -а α. 1 κύλινδρος (γεωμετρικό σχήμα ή εξάρτημα μηχανής). 2 το κλακ, το τσι- λίντρο (είδος ψηλού καπέλου). Цилиндрический επ. κυλινδρικός· -ая форма κυλινδρικό σχήμα· - сосуд κυλινδρικό δο- δοχείο. ЦИЛИНДРОВЫЙ επ. κυλινδρικός, του κυλίν- κυλίνδρου· -ая крышка το κάλυμμα του κυλίνδρου· II με κύλινδρο· -ая машина μηχανή με κύλιν- κύλινδρο. Цимбалист, -а α. σαντουρίστας. ♦цимбалы, -бал πλθ. το σαντούρι, цинга, -и θ. βλ. скорбут. ЦИНГОТНЫЙ επ. του σκορβούτου· -ое заболе- заболевание νόσος σκορβούτου. II σκορβουτικός, που πάσχει απο σκορβούτο. ♦цинерария, -И θ. κινάρα (επιστ.), αγκινά- αγκινάρα (λκ.). ♦цинизм, -а α. κυνισμός (διδασκαλία των κυ- κυνικών). II μτφ. κυνικότητα. ЦИНИК, -а α. 1 κυνικός, οπαδός του κυνι- κυνισμού, 2 μτφ. αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξε- τσίπωτος. цинический επ. κυνικός, του κυνισμού. II (παλ.)· βλ. циничный. ЦИНИЧНОСТЬ, -И θ. κυνικότητα. циничный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. κυνι- κυνικός, αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος. ♦цинк, -а α. ο ψευδάργυρος, ο τσίγκος. ЦИНКИТ, -а α. ο ζιγκίτης.
пин 71У ЦОК цинковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. цинкованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. (τεχ.)· ψευδαργυρώνω. II -СЯ ψευδαργυρώνομαι. ЦИНКОВЫЙ επ. του ψευδάργυρου· απο ψευδάρ- ψευδάργυρο* - порошок σκόνη ψευδαργύρου· ~ая кры- ша στέγη απο τσίγκο. II ψευδαργυρούχος· ~ая руда ψευδαργυροϋχο ορυκτό. цинкограф, -а α. τσιγκογράφος. Цинкографический επ. τσιγκογραφικός. '''цинкография, -и θ. τσιγκογραφία, -τυπία. *ЦЙННИЯ, -И θ. η ζιννϊα (γένος αγγειοσπέρ- μων φυτών). ЦИНОВКа, -И θ. η ψάθα. ЦИНОВОЧНЫЙ επ. της ψάθας, απο ψάθα· -ая подстилка ψάθινο στρώμα. *цирк, -а α. τσίρκο(ς), ιπποδρόμιο, κίρκος. циркач, -а α. ηθοποιός τσίρκου. цирковой επ, του τσ'ιρκου· - артист βλ. циркач. Циркулировать, -рую, -руешь р.δ. κυκλο- κυκλοφορώ· кровь -рует в теле человека το αίμα κυκλοφορεί στο σώμα του ανθρώπου· В городе ~руЮТ слухи στην πόλη κυκλοφορούν φήμες· ПО бульвару βολτάρω στη λεωφόρο. *ЦИркуЯЬ, ~Я α. διαβήτης (όργανο χάραξης κύκλων). циркульный επ. του διαβήτη· -ая игла το βελόνη του διαβήτη· -ая ножка το σκέλος του διαβήτη. 2 κυκλικός· -ая арка κυκλική αψί- αψίδα. II εκφρ. -ая пила κυκλικό πριόνι (δίσκος). "■Циркуляр, -а α. η εγκύκλιος (υπηρεσιακή ε- επιστολή ή διαταγή). Циркулярный επ. 1 της εγκυκλίου· ~ое ПИСЬ- ПИСЬМО εγκϋκλια επιστολή· - приказ εγκϋκλια δι- διαταγή. 2 κυκλικός, κυκλοτερής. циркуляционный επ. κυκλικός· -ое движение κυκλική κίνηση. II κυκλοφοριακός. *ЦИркуЛЯЦИЯ, -И θ. κυκλοφορία· - крОВИ κυ- κυκλοφορία του αίματος· - воздуха κυκλοφορία του αέρα· - товаров κυκλοφορία εμπορευμά- εμπορευμάτων. II (ναυτ.) κυκλοτερής γραμμή. ♦цйрлих-манйрлих ακλ. 1 κοκεταρία, μαρ- γιολέ, τσαχπινιές. 2 α.κ.θ. τσαχπίνος, -α, σκερτσόζος, -α, ναζιάρης, -α, καμωματάς, κα- μωματού. *ЦиррОЗ, -а α. κίρρωση· - печени κίρρωση του ήπατος· - лёгких κίρρωση των πνευμόνων, "цирюльник, -а α. (παλ.)· κουρέας. ЦирвЛЬНЯ, -и θ. (παλ.)· κουρείο. ЦИСТа, -Ы θ. (βιολ.)· η κύστη. ■"цистерна', ~ы θ. δεξαμενή· нефтяная - πε- τρελαιοδεξαμενή. ЦИСТИТ, -а α. κυστίτιδα. *цитадель, -И θ. 1 ακρόπολη· φρούριο. 2 μτφ. στήριγμα, προπύργιο, προμαχώνας. ■"цитата, -Ы θ. απόσπασμα κειμένου, τσιτάτο. цитатный επ. του τσιτάτου· απο ή με τσι- τσιτάτα· - материал υλικό με τσιτάτα· - спо- способ иллюстрации τρόπος παραστατικής αποσα- αποσαφήνισης με τσιτάτα. ЦИТаЦИЯ, -И θ. παράθεση τσιτάτων. ■"ЦИТВарНЫЙ επ: - ПОЛЫНЬ η σαντολίνη,το σα- ντόνιο, χαμαικυπαρισσιά, λεβαντίνα· -ое се- МЯ ανθελμινθιακοί σπόροι, λιβιθόχορτο. цитирование, -я ουδ. βλ, цитация. цитировать, -рую, -руешь р.δ.μ. παραθέτω τσιτάτα. цитологический επ. κυτταρολογικός. ■"ЦИТОЛОГИЯ, -и θ. κυτταρολογία. *ЦЙтра, -Ы θ. είδος κιθάρας. Цитрус, -а α. η κιτρέα. цитрусовод, -а α. ο ειδικός για τα εσπε- ριδοε ιδή. тритрусОВОДСТВО, -а ουδ. καλλιέργεια ε- σπεριδοειδών. *ЦЙтрус0ВЫЙ επ. των εσπεριδοειδών ~ые де- деревья τα δέντρα των εσπεριδοειδών. II ουσ. -ые πλθ. τα εσπεριδοειδή, ■"циферблат, -а α. η πλάκα του ρολογιού. ЦифЙрНЫЙ επ. (παλ.)· αριθμητικός. II εκφρ. -ые ШКОЛЫ δημοτικά (σχολεία τον καιρό του Πέτρου της Ρωσίας). Цифирь,-И θ. (παλ.). 1 (αθρσ.)· οι αριθ- αριθμοί. 2 αρίθμηση, λογαριασμός. 3 Ή αριθμη- αριθμητική. *ЦЙфра, -Ы θ. ο αριθμός, το ψηφίο ή το ποσό. Цифрация, -И θ. αρίθμηση- - страниц η α- αρίθμηση των σελίδων. Цифровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. цифрованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. α- αριθμώ· - страницы αριθμώ τις σελίδες.II -СЯ αριθμούμαι. >цифровой επ. αριθμητικός· -ое выражение η αριθμητική παράσταση· -Ое Обозначение αριθ- αριθμητική δήλωση· - результат αριθμητικό απο- αποτέλεσμα. Цицеро ουδ. άκλ. μεγάλα τυπογραφικά στοι- στοιχεία. ЦОК επιφ. τσακ. II ως κατηγ. κάνω τσακ. ЦОканье5 -Я ουδ. το χτύπημα τσακ. ЦОканье? -Я ουδ. προφορά του ч σαν ц κα- καθώς και η σύγχυση αυτών. цокать1 ρ.δ. κάνω τσακ· -ли копыта по мо- мостовой έκαναν τσακ-τσακ οι οπλές στο λιθό- λιθόστρωτο. Ц0кать2р.6. προφέρω Ц αντί 4 ή μπερδεύω αυτά. цокнуть р.σ. βλ. цокать1 ■"ЦОКОЛЬ, -Я α. 1 (αρχτ.)· βάση, βάθρο, κρη- πίδα. II που έχει βάση, βάθρο. ЦОКОТ, ~а α. το τσακ (ήχος, κρότος). ЦОКОТаНЬе, -Я ουδ. κράτηση, ο ήχος τσακ.
чае цокотать, -кочу, -кочешь р.δ. κροτώ, κάνω τσακ. цокотуха, -И θ. (απλ.) φλύαρη, πολυλο- πολυλογού, γλωσσοϋ, γλωσσοκοπάνα. ЦОП επιφ. με σημ. κατηγ. (απλ.) τσαπ (αρ- (αρπάζω, πιάνω ξαφνικά)· ЦОпать ρ.δ.μ. (απλ.) αρπάζω, πιάνω ξαφνικά. цопнуть ρ.σ. βλ. цопать. *ЦУГ, -а α. ζεύξη αλόγων ή βοδιών διαδοχι- διαδοχικά (το ένα πίσω απο το άλλο). Цугом επίρ. (για ζεύξη)· διαδοχικά. II σει- σειρά, αράδα, αραδιαστά. цугундер, -а α: на - брать ή тянуть καλώ να απολογηθεί, να δόσει λόγο. Цукат, -а α. φρούτο ζαχαρωμένο. Цукатный επ. ζαχαρωμένος (εξωτερικά). цукать р.δ. (απλ.). 1 φωνάζω οπ, έλα (για παρότρυνση ζώων). 2 μαλώνω, φωνάζω. ЦЙбИК, -а α. κασόνι τσαγιού цыгане, -ган κ. (παλ.) цыганы, -ов πλθ. (ενκ. -ГЭН κ. (παλ.) -ганин α., -ка, -И θ.) οι Τσιγγάνοι, οι γύφτοι, ενκ. Τσιγγάνος,-α. ЦЫГаНИТЬ р.δ.μ. (απλ.) γυρίζω ή επαιτώ σαν τσιγγάνος. IIπεριγελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω. цыганочка, -и θ. 1 τσιγγανούλα. 2 χορός ρωσικός παρόμοιος με τσιγγάνικο. цыганский επ. τσιγγάνικος, γύφτικος· -ая пляска τσιγγάνικος χορός· -ая жизнь τσιγγά- τσιγγάνικη ζωή (μη μόνιμη). ЦЫГаНЩИНа, -Ы θ. τσιγγάνικο στυλ ρωσικών μυθιστορημάτων. II τραγούδια, ρωμάτζο τσιγγά- τσιγγάνικου στυλ. цыганы βλ. цыгане. цыгарка βλ. цигарка. цыгарочный επ. βλ. цигарочный. цидулка βλ. цидулка. ЦЫКанье, -Я ουδ. (απλ.) παραγωγή ήχου τσικ. цыкать р.δ. (απλ.) αναδίδω, παράγω ήχο τσικ. II τσιτσιρ'ιζω· σφυρίζω. цыкнуть р.σ. βλ. цыкать. цынга βλ. цинга. ЦЫПка, -И θ. (απλ.) 1 κοτόπουλο· κλωσσό- πουλο. 2 (για γυναίκα, κορίτσι) κατσίκα. ЦЫПКИ, -ποκ πλθ. σκάσιμο του δέρματος. цыплёнок, -нка, πλθ. -лятаа. κλωσσόπουλο. ЦЫПЛЯТНИК, -а α. 1 χώρος για τα κλωσσό- ΐίουλα. 2 είδος γερακιού κλωσσοπουλοφάγου. ЦЫПЛЯТНИЦа, -Ы θ. 1 (διαλκ.) η κλώσσα. 2 εργάτρια περιποιούμενη τα κλωσσόπουλα, ЦЫПЛЯЧИЙ, -ья, -ье επ. του κλωσσόπουλου. цыпочки, -чек, -чкам πλθ: на -ах ή на στα δάχτυλα των ποδιών, στις μύτες των δαχτύλωπ ЦЫрканье, ~Я ουδ. παραγωγή ήχου τσιρ. цыркать ρ.δ. (απλ.) αναδίδω ήχο τσιρ. цыркнуть р.σ. βλ. цыркать. ЦЫЦ επιφ. (απλ.) σουτ· σιωπή. 4 *чабан, ~а α. τσομπάνης, βοσκός. чабаний, -ЬЯ, -ье επ. του τσομπάνη, του βοσκού· -ЬЯ кибитка η καλύβα (γρέκι) τουτσο- τουτσομπάνη . чабанить ρ.δ. είμαι τσομπάνης, επαγγέλλο- επαγγέλλομαι το βοσκό. цабанский επ. τσομπάνικος· -ая собака το τσομπανόσκυλο. чабарНЯ, -И θ. η καλύβα του τσομπάνηΓ чабёр, -бра α. ο θύμος, το θυμάρι. чабрец, -а α. είδος θυμαριού. чавканье, -я ουδ. μάσηση ηχηρή. чавкать р.δ. μασώ ηχηρά. чавыца, -ы θ. είδος σολομού (ψάρι). чад, -а (-у), προθτ. о -е, В -у α. καπνί- λα, καπνός με δριμεία οσμή· τσίκνα. II μτφ. συσκότιση του πνεύματος, της συνείδησης. чадить, чажу, чадишь ρ.δ. καπνίζω, βγάζω καπνό· лучина -ЙТ το δαδί βγάζει καπνό· фи- фитиль лампады -йт το φυτίλι της λαμπάδας κα- καπνίζει. чадно επίρ. ως κατηγ. είναι, υπάρχει κα- καπνός· В кухне - στο μαγειρείο είναι καπνός. чадный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО. 1 κα- καπνογόνος, που βγάζει καπνό. II καπνώδης. 2 μτφ, συσκοτισμένος. чадо, -а ουδ. (παλ.). 1 τέκνο, παιδί един- единственное - το μοναχόπαιδο, -παίδι· ОН при- ёхал со всеми -ами и домоцадами αυτός ήρθε οικογενειακώς. ЧаДОЛЮбИВЫЙ επ. (απλ.) φιλότεκνος, που α- αγαπά τα τέκνα. ЧаДОЛЮбЙВИе, -Я ουδ. (παλ.) φιλοτεκνία. чадородие, -Я ουδ. (παλ.) τεκνογονία, τε- κνοποι'ία. чадороащёние,-я ουδ. (παλ.) βλ. чадородие. ♦чадра, -Ы θ. о φερετζές. чаДУШКО, -а ουδ. Ι (χα'ίδ.) παιδάκι. 2 παι- παιδί ιδιότροπο, αναποδιάρικο. чаевать, чаюю, чаюешь р.δ. (απλ.) βλ., ча-
чаё 721 час ёвничать. чаёвник, -а а., -ца, -ы θ. πότης τσαγιού, τε"ΐοπότης. чаёвничание, ~я ουδ. τεϊοποσία. чаёвничать ρ.δ. πίνω τσάι, τε'ϊοποτώ. чаевод, -а α. ειδικός στην καλλιέργεια του τσαγιού. чаеводство, ~а ουδ. καλλιέργεια τσαγιού. чаеводческий επ. της καλλιέργειας τσαγιού· -ие районы περιοχές καλλιέργειας τσαγιού. чаевые, -ЫХ πλθ. το πουρμπουάρ, φιλοδώρημα. чаёк, чайка (чайку) α. τσαγάκι. II εκφρ. На ~ давать δίνω φιλοδώρημα, πουρμπουάρ. чаемый επ. απο μτχ. αναμενόμενος, προσδο- κόμενος· επιθυμητός. чаепитие, -я ουδ. τεϊοποσ'ια. чаинка, -И θ. φυλλαράκι τσαγιού. чай? чая (чаю), προθτ. в чае к. в чай а. 1 το φυτό τσάι, τε"ϊα, θέα· куст чая θάμνος τσαγιού, τεϊόδεντρο. 2 τσάι, τα αποξηραμένα φύλλα του τε'ϊόδεντρου καθώς και το ποτό αυ- αυτού. II υποκατάστατο τσαγιού (απο διάφορα φύλλα, χόρτα). 3 τε'ίοποσία. II εκφρ. - Да сахар; - и сахар; - с сахаром παλ. (λαϊ- (λαϊκή ευχή στους πίνοντες τσάι)· καλό και γλυ- γλυκό τσάι· ГОНЯТЬ - πίνω πολύ ώρα τσάι· за чаем ή за чашку чая πίνοντας τσάι, κατά την τε"ίποσία· на - давать (брать) δίνω (παίρ- (παίρνω) πουρμπουάρ· на - ή на чашку чая при- приглашать, звать προσκαλώ, καλώ να πιούμε τσάι. чай2 παρνθ. λ. με την αντων. Я: Я - ίσως, μπορεί. II (απλ.) πιθανόν, όπως φαίνεται, κα- κατά τα φαινόμενα. II όμως, εν τούτοις. чайка, -и θ., γεν. πλθ. чаек, δοτ. чайкам θ. ο γλάρος. чайная, -ОЙ θ. 1 τεϊοποτείο. 2 (παλ.) δω- δωμάτιο τε'ίοποσίας. чайник, -а α. το τσαγερό, η τσαγιέρα. чайница, -Ы θ. το κουτί του τσαγιού, τε"£- οθήκη. чайничанье, ~Я ουδ. τε'ϊοποσία. чайничать ρ.δ. πίνω τσάι, τε'ίοποτώ. чайный επ. 1. του τσαγιού· - куст -θάμνος (δενδρύλιο) του τσαγιού ή τεϊόδεντρο· ~ ЛИСТ φύλλο τσαγιού· -ая ложка κουταλάκι του τσα- τσαγιού· -ые плантации φυτείες τσαγιού· - ма- магазин τε'ίοπωλείο. 2 ουσ. -ые πλθ. τα θεο- ειδή (φυτά). II εκφρ. -ая роза τριαντάφυλλο κίτρινου χρώματος και μυρουδιά τσαγιού. *чайхана, -Ы θ. τεϊοποτείο. чайханщик, -а α. ιδιοκτήτης ή υπεύθυνος του τε'ΐοποτείου. *чакОна, -ы θ. είδος ισπανικού χορού καθώς και η μουσική αυτού. Ч8Л, -а α. παλαμάρι ή αλυσίδα (πρόσδεσης σκάφους στην ξηρά). чаЛДОН, ~а α. (διαλκ.) ο ντόπιος κάτοικος της Σιβηρίας (ιθαγενής). чалдонский επ. (διαλκ.) του ιθαγενούς. чалить, -ли, -лишь р.δ.μ. τραβώ σκάφος στην ξηρά· προσδένω στην ξηρά. II -СЯ τρα- τραβιέμαι προς την ξηρά· προσδένομαι στην ξηρά. чалка, -И θ. 1 το τράβηγμα ή το δέσιμο σκάφους στην ξηρά. 2 βλ. чал. *чалма, -ы θ. κυρβασία, κίδαρη, τιάρα· σα- σαρίκι. чалмоносный επ. (παλ.) σαρικοφόρος. чалый επ. κ. ουσ. ψαρός, ψαρής (κυρίως για άλογα). чан, -а, προθτ. в ~е κ. в -у, πλθ. чаны α. κάδος, μεγάλο καδί. чапыга, -и θ. (διαλκ.) ο χερουλάτης, χει- χειρολαβή αρότρου. чапыжник, ~а α. (διαλκ.) θάμνος πυκνός. чара, ~Ы θ. (παλ.) κύπελλο, κύαθος. чардаш, -а α. ουγγρικός λαϊκός χορός. чарка, ~и θ. κυπελλάκι, κυάθιο. ♦чарльстон, -а α. ο χορός τσάρλεστον. чарование, -Я ουδ. 1 μαγεία, μάγεμα.2 γο- γοητεία, θέλξη* σαγήνευση. чаровать, -руго, -руешь, μτχ. ενστ. чару- чарующий ρ.δ.μ. 1 (παλ.) βλ. колдовать. 2 γοη- γοητεύω, θέλγω· σαγηνεύω·μαγεύω. чаровник, -а κ. -а α., -нйца к.овница -ы θ. (παλ.) βλ, чародей. чародей, -я α., ~ка, -и θ. 1 μάγος,-ισσα. 2 γόης, γόησσα, γοητευτής, -εύτρα· σαγηνευ- σαγηνευτής, -εύτρα, μαγευτής, -εύτρα. чародейный επ. 1 μαγικός, του μάγου. 2 μαγευτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, θελ- θελκτικός. чародейский επ. βλ. чародейный. чародейственный επ. βλ. чародейный.1'' ЧародеЙСТВО,-а ουδ. (παλ.) μαγεία, μαγι- μαγικοί τρόποι. чародействовать,-ствуго, -ствуешьр. δ. (παλ.) μαγεύω, ασχολούμαι με τη" μαγεία. ♦чартизм, -а α. ο χαρτισμός (επαναστατικό κίνημα στην Αγγλία τον· 19 αι.). чартЙСТ, -а α. χαρτιστής. чартистский επ. χαρτιστικός· -ое движение το χαρτιστικό κίνημα (στην1 Αγγλία). чаруса, -рус πλθ. (διαλκ.) βαλτότοπος. чарующий επ. απο μτχ. βλ. чародейный B σημ.). Чары, чар πλθ. 1 (παλ.) η μαγεία, τα μά- μάγια. 2 γοητεία, θέλξη, σαγήνη. час, -а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α. 1 η ώρα· четверть -а το τέταρτο της ώρας· опоздать На - καθυστερώ (αργώ) μια ώρα· НОЧИ μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα).
час 722 час который ~? τι ώρα είναι; πόσο είναι η ώρα; встаю В шесть -ОВ утра σηκώνομαι στις έ.ξι η ώρα το πρωί· после двух ~ов полудня μετά τις όύο η ώρα το μεσημέρι· ЖДЭЛ Я вас три ~а σας περίμενα τρεις ώρες· учебный - δι- διδακτική (σχολική) ώρα D5')' вечёрный ~ η βραδινή ώρα· ПОЗДНИЙ - περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα) · получить ~Ы В институте παίρ- παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο· ~ ри- рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας· -Ы ОТДЫ- Ха ώρες ανάπαυσης· Обеденный - ώρα φαγητού. II χρόνος· - мщения ώρα εκδίκησης· настал ~ ήρθε η ώρα. II η σκοπιά, η φρουρά· СТОЯТЬ на -ЭХ φυλάγω σκοπιά· поставить на -Ы βάζω,το- βάζω,τοποθετώ σκοπούς. II (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί. II εκ φρ. В добрый - (ευ- (ευχή) ώρα καλή· последний ή смертный - η τε- τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνο- εκπνοής· ~ в - ακριβώς στην ώρα· ~ ОТ -у απο ώρα σε ώρα (βαθμιαία)· В СВОЙ - στην "ώρα του, στον καιρό του· до ЭТОГО (сего) -а ως τώρα, ως αυτή την ώρα· ПО ~ам κατά (καθορι- (καθορισμένες) ώρες· С -у на - α) απο ώρα σε ώρα, β) απο στιγμή σε στιγμή, οσονούπω· сей же ~ βλ. сейчас; тем -ОМ σύγχρονα, ταυτόχρο- ταυτόχρονα· тот же - βλ. тотчас. часами επίρ. ώρες πολλές, πολύ χρόνο. часик, ~а α. ωρίτσα. часики, -ΟΒ πλθ. το ωρολογάκι. часовенка, -И θ. μικρούτσι-κο εκκλησάκι. часОВНЯ, -И θ. εκκλησάκι. часовой1επ. 1 ωριαίος, μιας ώρας· -ая бе- беседа συνομιλία μιας ώρας. 2 της μιας ώρας (μετά τα μεσάνυχτα)· уехать -ЫМ поездом α- αναχωρώ με το τρένο της μιας τη νύχτα. II της ώρας, με την ώρα· часовая оплата πληρωμή με την ώρα. II εκφρ. - ПОЯС η ηλιακή ώρα. 4βθθΒ08Ζεπ. ωρολογιακός, του ωρολογίου· - механизм ωρολογιακός μηχανισμός· -ая стрел-, •ка о δείχτης του ωρολογίου. часовой? -ого α. σκοπός, φρουρός, φύλακας. часовщик, -а α. ωρολογάς· ωρολογοποιός. II (παλ.) ιδιοκτήτης ρολογάδικου. часок, -ска α. ωρίτσα. часом επίρ. 1 κάποτε, ενίοτε, πότε-πότε, μερικές φορές, ενίοτε. 2 εδώ που τα λέμε, μια και τό 'φέρε η κουβέντα, λόγου συμπεσό- ντος· ευκαιριακά· μεταξύ των άλλων. часослов, -а α. σύνοψη· προσευχητάριο· ευ- ευχολόγιο. частенько επ'ιρ. συχνούτσικα, πολύ συχνά· ОН - К нам заходит αυτός συχνούτσικα μας ε- επισκέπτεται. частик, ~а α. πυκνό αλιευτικό δίχτυ. частить, чащу, частишь р.δ. 1 βιάζομαι, ε- ενεργώ γρήγορα· не ~й, играй по медленнее μη βιάζεσαι, παίζε πιο αργά. 2 επισκέπτομα τα- ταχτικά· συχνάζω. 3 μιλώ γρήγορα. частица, -Ы θ. τμήμα, μέρος· μόριο· κόκ- κόκκος λεπτότατος. 2 μτφ. ελάχιστη ποσότητα,έ- ποσότητα,ένα λίγο, μια σταλιά, μια σταγόνα. 3 (ΥΡαμμ.) το μόριο· утвердительная - βεβαιωτικό μόριο· отрицательная - αρνητικό μόριο. частичка, -И θ. 1 μικρό μέρος ή τμήμα. 2 βλ. частица. частично επ'ιρ. μερικά, ~ώς, εν μέρει· τμη- τμηματικά. чаСТЙЧНОСТЬ, -И θ. μερικότητα. частичный επ., βρ: -чен, -чна, -ЧНО μερι- μερικός· τμηματικός· - успех μερική επιτυχία· -ое затмение μερική έκλειψη· -ая мобилиза- мобилизация τμηματική επιστράτευση. II μοριακός· ~0е СЛОВО το μόριο. частник, ~а α., -ца, -Ы θ. χειροτέχνης,ε- χειροτέχνης,επαγγελματίας, βιοτέχνης ( εργαζόμενος στο σπί- σπίτι του). частновладельческий επ. ιδιόκτητος, ατο- ατομικός· -Ие Земли ιδιόκτητη γη· -ое ХОЗЯЙ- ХОЗЯЙСТВО ατομικό νοικοκυριό. частное, -ОГО ουδ. (μαθ.) το πηλίκο. частнопрактикуиций επ. ιδιωτικός· - врач ιδιωτικός (μη κρατικός) γιατρός. частнособственнический επ. της ατομικής ι- ιδιοκτησίας· - сектор о τομέας της ατομικής ιδιοκτησίας· -ое Общество κοινωνία ατομι- ατομικής ιδιοκτησίας. частность, -И θ. το ξεχωριστό, το μεμονω- μεμονωμένο· το ιδιαίτερο· - явления о μεμονωμένος χαρακτήρας του φαινομένου· - случая о μεμο- μεμονωμένος χαρακτήρας της περίπτωσης. II λεπτο- λεπτομέρεια. II εκφρ. В -И ιδιαίτερα, ιδίως. частный επ. 1 ατομικός, ιδιωτικός, προσω- προσωπικός· -ая переписка ιδιωτική αλληλογραφία· Я К вам по -у Делу έρχομαι σε σας για ατο- ατομική υπόθεση· -ая инициатива ατομική πρωτο- πρωτοβουλία· -ая жизнь ιδιωτική ζωή· -ые уроки ιδιωτικά μαθήματα· -ая собственность ατομι- ατομική ιδιοκτησία· -ая торговля ιδιωτικό εμπό- εμπόριο· - капитал ιδιωτικό κεφάλαιο. 2 ξεχωρι- ξεχωριστός, μεμονωμένος· ιδιαίτερος· - случай με- μεμονωμένη περίπτωση. 3 τ°ν τμήματος ή συνοι- συνοικίας πόλης· - ДОМ (παλ.) το κτίριο του α- αστυνομικού τμήματος. 4 ~0θ ουδ. ουσ. το με- μερικό· заключение от -ого к общему συμπέρα- συμπέρασμα απο το μερικό στο γενικό· заключение от Общего К -у συμπέρασμα απο το γενικό στο με- μερικό. 5 ουσ. α. - ο διοικητής του αστυνομι- αστυνομικού τμήματος. II εκφρ. -ое обвинение ιδιωτι- ιδιωτική καταγγελία· - поверенный (παλ.) ο δικη- δικηγόρος· - пристав βλ. 5 σημ. часто επίρ. συχνά, τακτικά· Я - его Встре- Встречаю εγώ συχνά τον συναντώ. II γοργά, γρήγορα.
час 723 чащ II πυκνά· деревья посажены - τα δέντρα είναι πυκνοφυτευμένα. частокол, -а α. πάσσαλοφράχτης· обнести -ОМ πασσαλοφράζω. частота, ~Ы, πλθ. -ТОТЫ θ. συχνότητα· τα- ταχύτητα· - калебаний συχνότητα ταλαντώσεων - случаев η συχνότητα περιπτώσεων - ритма η ταχύτητα του ρυθμού· - пульса η ταχύτητα του σφυγμού. чаСТОТНОСТЬ, -И θ. συχνότητα. частотный επ. της συχνότητας· -ые измене- изменения αλλαγές συχνότητας· -ое реле ρωστήρας συχνότητας. частомер, -а α. συχνόμετρο. частушечник, -а α., -ца, -ы θ. τραγουδι- τραγουδιστής, -τρία λα"ΐκών ρωσικών τραγουδιών. частушечный επ. των λαϊκών ρωσικών τρα- τραγουδιών. частушка, -И θ. τσαστούσκα (φαιδρό ρωσι- ρωσικό λα'ΐκό τραγούδι). частый επ., част, -а, -о. 1 πυκνός·- гре- гребень πυκνό χτένι· - йзгород πυκνός φράχτης· - лес πυκνό δάσος· -ое сито πυκνή σίτα. II συνεχής· - ДОДЦЬ συνεχής βροχή. 2 γρήγορος, γοργός, ταχύς· - пульс γρήγορος σφυγμός* ритм γοργός ρυθμός, з συχνός· -ые посеще- посещения συχνές επισκέψεις· -ые встречи συχνές συναντήσεις. часть, -и, γεν. πλθ. -ей θ. 1 μέρος (του όλου), τμήμα· - Долга μέρος του χρέους- здания τμήμα του κτιρίου. 2 μέλος- - тела μέλος του σώματος. 3 то μερίδιο, το μερτι- μερτικό· Я ВЗЯЛ СВОЮ - εγώ πήρα το μερίδιο μου. 4 το εξάρτημα· -И Часов τα μέρη του ωρολο- ωρολογίου· Сборка -ей συναρμολόγηση των μερών запасные -И τα ανταλλακτικά. 5 η πλευρά· художественная - произведения το καλλιτε- καλλιτεχνικό μέρος του έργου. 6 μέρος (υποδιαίρεση)· роман В ПЯТИ -ЯХ С ЭПИЛОГОМ μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο. 7 τμήμα, τομέας-СЭНИ- тарная - υγειονομικό τμήμα· учебная - διδα- διδακτικός τομέας· хозяйственная - οικονομικός τομέας. 8 (στρατ.) τμήμα· пехотные -И τμή- τμήματα πεζικού. 9 τμήμα πόλης, 10 αστυνομικό τμήμα. 11 (παλ.) η τύχη. II εκφρ. В ТОЙ -И σ' αυτόν το βαθμό· по -и ή в -И σχετικά, σε σχέση (με)· ЛЬВЙная ~ η μερίδα του λιοντα- λιονταριού· -И речи (γραμμ.)· τα μέρη του λόγου- благую - избрать (παλ.) μτφ. παίρνω την κα- καλύτερη απόφαση (ευβουλία)· ВОЙТИ ή вступить Β -·, быть В -И παίρνω μέρος, συμμετέχω· разрываться на -И γίνομαι κομμάτια (ασχο- (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)· рвать на -И ενοχλώ με διάφορα ζητήματα. частью επίρ. μερικώς, εν μέρει- ОН ТОЛЬКО - прав αυτός εν μέρει έχει δίκιο. II ως ένα βαθμό. часы, ~ов πλθ. ωρολόγι· золотые - χρυσό ωρολόγι· карманные - ωρολόγι της τσέπης· ру- ручные - ωρολόγι του χεριού· стенные - ωρολό- ωρολόγι του τοίχου· производство ~0в παραγωγή ω- ωρολογίων. II εκφρ. как - σαν το ωρολόγι (α- (ακρίβεια, ακριβώς· κανονικότατα). чать μόριο· (διαλκ.) βλ. чай? чаХЛОСТЬ, -И θ. 1 (για βλάστηση) γλισχρό- τητα, πενιχρότητα· μαρασμός. 2 ισχνότητα, καχεξία. чахлый επ., βρ: чахл, -а, -ο γλίσχρος,πε- γλίσχρος,πενιχρός· μαραμένος. II μτφ. ισχνός, αδύνατος, καχεκτικός. чахнуть, -ну, -нешь, παρλθ. χρ. чах к. ча- чахнул, чахла, -ло р.δ. 1 μαραίνομαι· чветы -ут τα λουλούδια μαραίνονται. 2 φθίνω, λιώ- λιώνω, αργολιώνω, αργοσβήνω, μαραζώνω, χτικιά- χτικιάζω· она -нет от тоски αυτή αργολιώνει απο τη θλίψη. чахотка, -И θ. (παλ. κ. απλ.) χτικιό, φθί- ση, φυματίωση· скоротечная - καλπάζουσα φυ- φυματίωση. II εκφρ. карманная - αναπαραδιά, α- δεκαρία, απενταρία. чаХОТОЧНЫЙ 1 επ. к. ουσ. χτικιάρης, φυ- φυματικός, φθισικός. 2 μτφ. ισχνός, πενιχρός, γλίσχρος· μαραμένος. II άθλιος, ελεεινός. чаша, -И θ. 1 (παλ.) κύπελλο (ημισφαιρι- (ημισφαιρικού σχήματος). II οποιοδήποτε αγγείο κυκλικού σχήματος· - весов о δίσκος της ζυγαριάς. 2 βλ. чашка D σημ.). II εκφρ. выпить, испить, пить) горькую -у πίνω το πικρό ποτήρι (περ- (περνώ, μεγάλα βάσανα, πίκρες και φαρμάκια)· Пе- Переполнилась - терпения ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής (απηύδησα πλέον)· СЙЯ (эта) минует кого κάποιος αποφεύγει το ποτήρι (το Λακό, το δυσάρεστο). чашевидный επ. ημισφαιροειδής, -ρικός,κυ- πελλοειδής. чашелистик, -а α. το σέπαλο (του κάλυκα των λουλουδιών), чашеобразный επ., βρ: -зен, -зна, -о βλ. чашевидный. чашечка, -и θ. 1 φλυτζάνι, -άκι· кофейная - το φλυτζάνι του καφέ. 2 ο κάλυκας του λου- λουλουδιού. II εκφρ. коленная' - η επιγονατίδα (οστό). чашка, -И θ. 1 τσάσκα, φλυτζάνι τσαγιού. 2 (απλ.) γαβάθα, πιατέλα, λοπάδα. 3 κάθε α- αντικείμενο κυκλικού σχήματος· -И весов οι δίσκοι της ζυγαριάς. 4 βαθούλωμα, λακκούβα στρογγυλή. II εκφρ. Коленная - η επιγονατίδα (το οστό). чашник, ~а α. (παλ.) αυλικός διαχειριστής ποτών. чаща, -И θ. πυκνό δάσος, ρουμάνι- θάμνοι.
чащ 724 чел чаще συγκρ. β. του επ. частый к. του επιρ. часто. чащоба, ~ы θ. βλ. чаща. чаяние, ~Я ουδ. προσδοκία, ελπίδα, απα- απαντοχή· πόθος· -Я народа οι προσδοκίες του λαού. II εκφρ. паче (сверх, против всякого) -Я παρ' ελπίδα, παρά πάσαν ελπίδα ή προ- προσδοκία, ανέλπιστα, ανεπάντεχα. чаятельно (παρνθ.λ.) παλ. πιθανόν, ίσως, όπως φαίνετα, κατά τα φαινόμενα. чаять, чаю, чаешь, προστκ. δεν έχει· παθ. μτχ. ενστ. чаемый, βρ: чаем, -а, -о р.δ. (παλ: κ. απλ..). 1 υποθέτω, σκέπτομαι, βάζω με το νου μου· νομίζω. 2 ελπίζω, προσδοκώ. II εκφρ. чающие движение воды οι προσδοκοϋντες την κίνηση του νερού (της κολυβθήθραςτου Ει- λωάμ), οι προσδοκούντες σε κάποιο όφελος ή σε καλυτέρευση. чваканье, -я ουδ. (απλ.) βλ. чавканье. чвакать р.δ. (απλ.) βλ. чавкать. чваниться, -НЮСЬ, -НИШЬСЯ р.δ. καυχιέμαι, περηφανεύομαι, κομπάζω· не ЧВаНЬСЯ роднёй μη καυχιέσαι για το σόι σου. чванливость, ~И θ. τάση, αρέσκεια για υ- υπερηφάνεια, για καυχησιολογία. чванливый επ., βρ: -лив, -а, -о βλ. чван- чванный. ЧВаННЫЙ επ. καυχησιάρης, μεγάλαυχος, παι- νεσιάρης, φαντασμένος. Чванство, -а ουδ. μεγαλαυχία, κομπασμός, έπαρση, οίηση, αλλαζονία. · ЧеОак, -а α. (διαλκ.) τα σολομιδή (ψάρια). чеботарить ρ.δ. (διαλκ.) ράβω (φτιάχνω) τσαρούχια. чеботарный επ. (διαλκ.) του τσαρουχά. чеботарский επ. (διαλκ) βλ. чеботарный. чеботарство, -а ουδ.(διαλκ.) το επάγγελμα του τσαρουχά. чеботарь, -я α. τσαρουχάς, -χοποιός. чёботы, -об πλθ. (ενκ. чёбот, ~а α.) διαλκ. τα τσαρούχια· είδος μποτών. чебрёц βλ. чабрец. чебурах επ. με σημ. κατηγ. βλ. чебурах- нуть(ся). чебурахнуть(ся) р.σ. (απλ.) βλ. грохнуть- (ся). *чебурёк, -а α. τσεμπουρέκι (είδος τηγανί- τηγανίτας παραγεμισμένης με κιμά κ. κρεμμύδι). чей, ЧЬЯ, чьё (αντων, κτητική)· τίνος, ποια- ποιανού, ποιανήςΓ σε ποιόν ανήκει. 1 ερωτ. ЭТОТ ДОМ? τίνος είναι αυτό το σπίτι; ЧЬЯ эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο; чьё ЭТО поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι; ТЫ ЧЬЯ? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)· чьи ЭТИ КНИГИ? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.; 2 (αναφορ.). του οποίου, -οίας· человек, чьей жизни я был свидетелем, άνθρωπος, της ζω- ζωής του οποίου ήμουν γνώστης· герой, чьё ИМЯ известно всем о ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο. 3 βλ. чей-либо, чей-нибудь- II εκφρ. чей бы ТО НИ был οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει· ЧЬЯ возьмёт ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει. чеЙ-ЛЙбО αόριστη κτητ. αντωνυμία· οποιου- οποιουδήποτε. чей-нибудь βλ. чей-либо. чей-то, чья-то, чъё-то αόριστη αντωνυμία· κάποιος, ένας. *чек, -а α. επιταγή τραπεζική. чека1, -Й θ., πείρος, σφήνα (άξονα κ.τ.τ.). Чека2е. άκλ. η Τσεκά, έκτακτη επιτροπή (α- (αγώνα κατά των αντεπαναστατών). чекан? -а α. 1 νομισματοκοπία. 2 σφραγίδα (αποτύπωσης παραστάσεων σε κέρματα). 3 απο- αποτύπωση σε κέρματα. 4 (παλ.) όπλο σφυροειδές με μακρύ κοντάρι, τσουκάνι. чекан? -а α. είδος κότσυφα. чеканить р.δ.μ. 1 νομισματοκοπώ. II αποτυ- αποτυπώνω σε νομίσματα. 2 μτφ. εκτελώ καλά, κα- καθαρά· προφέρω καθαρά. 3 (τεχ.) σφυρηλατώ, τσουκανίζω. 4 κλαδ'ιζω, κλαρίζω, κλαδεύω· κο- ρυφολογώ. чеканка, -И θ. 1 νομισματοκοπία. 2 σφυρη- σφυρηλάτηση, τσουκάνισμα. II σμίλευση, λάξευση. чеканность, -И θ. καθαρότατα, σαφήνεια, α- ακρίβεια· επιμέλεια. Чеканный επ. 1 νομισματοκοπτικός· - СТа- ΗΟΚ νομισματοκοπτική μηχανή. 2 αποτυπωμα- τικός. 3 μτφ. καθαρός, σαφής, εκφραστικός· επιμελημένος. чеканочный επ. βλ. чеканный A σημ.). чек/ШЩИК, -а α. νομισματοκόπος. чекист, -а α., -ка, ~И θ. τσεκίστας (α- (αστυνομικός δίωξης αντεπαναστατών). *чекмарь, -Я α. (διαλκ.) κόπανος γης, χώ- χώματος . 'чекмень, ~Я α. (παλ.) είδος ημίπαλτου. чековый επ. του τσεκ· -ая книжка το δι- διπλότυπο του τσεκ. чекодатель, -я α. ο εκδότης του τσεκ. *челеста, ~Ы θ. τσελέστα, τσέμπαλο. чёлка, -и θ. τσουλούφι· περτσές,, τσαμπάς. чёлн, челна, πλθ. челны к. чёлны α. 1 το μονόξυλο, το πριάρι. 2 βάρκα, λέμβος. челнок, -а α. 1 βλ. чёлн A σημ.). 2 σαΐ- σαΐτα αργαλειού. 3 σαΐτα ραπτομηχανής. челночный επ. 1 του μονόξυλου. 2 της σαΐ- σαΐτας· -ая шпулька το μασούρι της σαΐτας. чело, -а, πλθ. чёла, чёл ουδ. 1 (παλ.) μέ- μέτωπο προσώπου. 2 το εξωτερικό στόμιο της ρω- ρωσικής θερμάστρας. 3 οπή τροφοδότησης της
чел 725 чеп της καμίνου. II εκφρ. бить, ударить -ом кому α) υποκλίνομαι σε κάποιον, χαιρετώ με υπό- υπόκλιση, β) παρακαλώ κάποιον για κάτι. γ) υ- περευχαριστώ, ευγνωμονώ κάποιον για κάτι· Β -ё επικεφαλής. челобитная, -ОЙ θ. (παλ.) αίτηση ή αναφο- αναφορά παραπόνων. чеЛОбЙГЧИК, -а α., -Ца, ~Ы θ. ο αιτών η αιτούσα, μηνυτής, -τρία, καταγγέλλων. челобитье, -Я ουδ. 1 υπόκλιση εδαφιαία. 2 υποβολή αίτησης ή αναφοράς παραπόνων. человек, -а α., πλθ. ЛЮДИ κ. (παλ.) чело- вёки α. (στις πλάγιες πτώσεις πλθ. человек, человекам, человеками, о человеках. 1 άν- άνθρωπος· πρόσωπο· άτομο· προσωπικότητα· ДОб- рый ~ καλός (αγαθός) άνθρωπος· злой - κακός άνθρωπος· - военный о στρατιωτικός· "МОЛО- "МОЛОДОЙ ~ ο νεολαίος· умный - έξυπνος άνθρωπος· высокий (рослый) - ψηλός άνθρωπος· знатный - επιφανής προσωπικότητα· на ЭТОМ бале было более ста человек σ' αυτόν το χορό ήταν πά- πάνω απο εκατό άτομα· заплатить по три рубля С -а πληρώνω απο τρία ρούβλια το άτομο· Β семье - семь человек η οικογένεια έχει εφτά μέλη (άτομα). 2 (παλ.) υπηρέτης, υπάλληλος· ОН нанял себе -а αυτός προσέλαβε υπηρέτη. человеколюбец, -бца α. ο φιλάνθρωπος. человеколюбивый επ. φιλάνθρωπος. человеколюбие, -Я ουδ. φιλανθρωπία. человеконенавистник, -а α. (γραπ. λόγος) ο μισάνθρωπος. человеконенавистнический επ. μισάνθρωπος· поступок μισάνθρωπη πράξη. человеконенавистничество, -а ουδ. μισαν- θρωπία. человекообразный επ., βρ: -зен, -зна, -о ανθρωποειδής, ανθρωπόμορφος. II εκφρ. ~ые обезьяны οι πιθηκάνθρωποι. человекоподобный επ., βρ: -бен, -бна, -о βλ. человекообразный. человекоубийство, -а ουδ. (παλ.) ανθρωπο- ανθρωποκτονία. человекоубийца, -Ы α.к.θ. ο ανθρωποκτόνος. человечек, -чка α. ανθρωπάκος, -άριο. человеческий επ. ανθρώπινος, του ανθρώπου· ~ труд η ανθρώπινη εργασία· - организм о ανθρώπινος οργανισμός· -ое Общество η ανθρώ- ανθρώπινη κοινωνία· - род το ανθρώπινο γένος. 2 ανθρωπιστικός· -ое обращение с кем-н. αν- ανθρώπινη συμπεριφορά με κάποιον. II ιδιάζων στον άνθρωπο· ~ие недостатки ανθρώπινα ε- ελαττώματα (αδυναμίες). человёчественный επ. βλ. человеческий B σημ.). Человечество, -а ουδ. 1 η ανθρωπότητα·ВСё - όλη η ανθρωπότητα· прогрессивное - η προ- προοδευτική ανθρωπότητα. 2 (παλ.) φιλανθρωπία· ανθρωπισμός. человечий, -ья, -ье επ. βλ. человеческий A σημ.). человечина, -Ы α.к.θ. 1 άνθρωπος. 2 προ- προσωπικότητα. 3 το ανθρώπινο κρέας (σαν τροφή θηρίων και ανθρωποφάγων). человечность, -и θ. ανθρωπισμός, φιλαν- φιλανθρωπία. человечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно αν- ανθρωπιστικός, ανθρώπινος. челюстной επ. της σιαγόνας· -ая кость το οστό της σιαγόνας· -ая операция εγχείρηση σιαγόνας. челюсть, -И θ. 1 η σιαγόνα, το σιαγόνι· верхняя - ή άνω σιαγόνα· НИЖНЯЯ - η κάτω σι- σιαγόνα. 2 η τεχνητή οδοντοστοιχία, μασέλα. челядЙН, -а α., -ка, -И θ. (παλ.) δουλο- δουλοπάροικος, -η. челядинец, -нца α. βλ. целядйн. челядь, -и θ. (αθρσ.) παλ. 1 οι δουλοπά- δουλοπάροικοι. 2 οι υπηρέτες του φεουδάρχη. II μτφ. οι κατώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι. чем σύνδ. 1 (σε σύγκριση) παρά, απ' ότι, απο· лучше поздно, - никогда κάλιο αργά,πα- αργά,παρά ποτέ· медь тяжелее - алюминий о χαλκός είναι βαρύτερος απο το αλουμίνι. 2 όσο· дальше, тем лучше όσο μακριά, τόσο πιο κα- καλά. 3 αντί, εκεί που, απο τι· - торопиться, выйдем лучше раньше είεί που να βιαστούμε, καλύτερα να βγούμε νωρίτερα· раньше - πριν ακόμα, νωρίτερα απο. *чембур, -а α. μακρύ χαλινό. чемерица, -ы θ. ελλέβορος, λευκελλέβορος. *чемодан, ~а α. 1 βαλίτσα. 2 μεγάλο βλήμα πυροβολικού. II εκφρ. сидеть на -ах είμαι υπ' $τμόν (έτοιμος για αναχώρηση). чемоданный επ. της βαλίτσας· - замок η κλειδαριά της βαλίτσας. II εκφρ. -ое настро- настроение ταξιδιωτική διάθεση (για ταξίδι). чемоданчик, -а α. το βαλιτσάκι. *чемпион, ~а α.,-ка, -И πρωταθλητής, -ρια. - Европы πρωταθλητής της Ευρώπης· - мира παγκόσμιος πρωταθλητής. чемпионат, -а α. το πρωτάθλημα· - ПО фут- футболу πρωτάθλημα ποδοσφαίρου· шахматный - πρωτάθλημα σκακιού. чемпионёсса, -ы θ. (παλ.) πρωταθλήτρια. чемпионский επ. του πρωταθλήματος· - приз βραβείο πρωταθλήματος· -ое звание о τίτλος του πρωταθλητή. чеМПИОНСТВО, -а ουδ. το πρωτάθλημα (τίτλος), ♦чепан, -а α. είδος καφτανιού. чепё ουδ. άκλ. έκτακτο γεγονός, συμβάνέ- κτροπο. чепец, -пца α. γυναικείο οικιακό σκουφάκι.
чер *чепрак, -а а. 1 δέρμα χοντρό και γερό. 2 υπόσαγμα. чепуха, -Й θ. 1 ανοησίες, κουταμάρες, αρ- λούμπες, χαζοκουβέντες, σαχλαμάρες·, городить (молоть, нести) -у λέγω ανοησίες. 2 τιποτέ- νιο πράγμα. II μικροπράγματα, ασήμαντα πράγ- πράγματα, κουροφέξυλα. чепуховщина, -ы θ. (απλ.) βλ. чепуха. чепуховый επ. (απλ.). 1 ανόητος, κουτός, χαζός· - рассказ χαζόδιήγημα· - роман χα- ζομυθιστόρημα. 2 τιποτένιος, ασήμαντος· -ое расстояние τιποτένια απόσταση (πολύ μικρή)· -ая закуска τιποτένιος μεζές. чепчик, -а α. γυναικεία σκουφίτσα. черва1, -Ы θ. (αθρσ.) οι προνύμφες μελισσών. 4έρΒΒ2βλ. черви. червеобразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно σκωληκοειδής. II ουσ. -ые πλθ. τα σκουλήκια, τα σκωληκοειδή(συνομοταξία). черви, -ей к. червы, черв πλθ. (ενκ. чер- черва, ~Ы θ.) οι κούπες (παιγνιόχαρτα)· ХОДИТЬ С -ей βγαίνω (ξεκινώ) με κούπες· играть В -ЯХ παίζω τις κούπες (είδος χαρτοπαίγνιου). червиветь, -еет ρ.δ. σκουληκιάζω· яблоки -еют τα μήλα σκουληκιάζουν. червивость, -и θ. σκουλήκιάσμα. червивый επ. σκουληκιάρικος, -σμένος· -ые груши σκουληκιασμένα αχλάδια. червйть, -йт р.δ. (μελισκ.) γεννώ· матка -ЙТ η βασίλισσα γεννά αυγά. червлённый επ. (παλ.) βαθυκόκκινος. червобоина, -Ы θ. (αθρσ.) οι πεσμένοι σκου ληκιασμένοι καρποί. ЧерВОбОЙ, -Я α. σκουληκοφάγωμα. червобойный επ. βλ. червивый. червовОЛ, -а α. σηροτρόφος, μεταξοπαραγω- γός. червоводня, -и θ. σηροτροφείο, βομβυκο- τροφείο. черВОВОДСТВО, -а ουδ. σηροτροφ'ια, μετα- ξοσκωληκοτροφία, червовый επ. της κούπας· - туз άσος κούπα. червонеть, -еет р.δ. (παλ. κ. διαλκ.) κοκ- κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος. червонец, -НЦа α. 1 παλαιά χρυσά νομίσμα- νομίσματα του εξωτερικού. II παλαιό ρωσικό χρυσό νό- νόμισμα. 2 τσερβόνετς, χαρτονόμισμα δέκα ρου- ρουβλιών A922 - 1947). червонный1επ. (παλ.). 1 κόκκινος, ερυθρός, άλικος. 2 ουσ. βλ. червонец A σημ.). 3 του τσερβόνετς (βλ. червонец 2 σημ.). черВОННЫЙ2επ. της κούπας παιγνιόχαρτου. червоточина, -Ы θ. σκουληκότρυπά· ~ В ДО- сках σκουληκότρυπες στα σανίδια· - В орехе σκουληκότρυπα στο καρύδι. 2 σκουληκοφάγωμα. 3 μτφ. μειονέκτημα, ατέλεια, έλλειψη. червоточный επ. σκουληκοφαγωμένος· -ое дерево σκουληκοφαγωμένο δέντρο. •червы βλ. черви. червь1, ~я, πλθ. черви, -ей α. 1 σκουλήκι· ленточный - η ταινία· кольчатые -И τα δα- κτυλιωτά σκουλήκια· плоские -И τα πλατυέλ- μινθα σκουλήκια· ДОВДвВОЙ - σκουλήκι της βρο- βροχής . II χρυσαλίδα εντόμου. 2 μτφ. χαμερπής, τιποτένιος, ελεεινός. 3 μτφ. (γραπ. λόγος) ενόχληση, βάσανο· - сомнения το σκουλήκι της αμφιβολίας. червь2 -Я α. παλαιά ονομασία του γράμ- γράμματος 4. червяк, -а α. βλ. червь1 A,2 σημ.). ΙΚτεχ.) κοχλίας ατέρμονας. червяковый επ. σκουληκίσιος, του σκουλη- σκουληκιού· -ые ЯИЧКИ τα αυγάκια του σκουληκιού. червячий, -ья, -ье επ. βλ. червяковый. червЯЧНЫЙ επ. (τεχ.) του ατέρμονα κοχλία. червячок, -ЧКа α. σκουληκάκι. чердак, -а α. σοφίτα, το υπερώον. чердачный επ. της σοφίτας, του υπερώου· -ое ОКНО το παραθύρι της σοφίτας. черевйнки, -ов πλθ. (ενκ. черевик, -а α.) (ουκραν.) είδος γυναικείων μποτών. черевички, ~ов πλθ. (υποκορ.) βλ.черевйнки. черево κ. черево, -а ουδ. (παλ. к. διαλκ.) βλ. чрево. II πλθ. черева, -рёв τα έντερα, τα εντόσθια. черёд, -реда, προθτ. о ~&, в -у α. σειρά, αράδα· теперь твой - τώρα είναι η σειρά σου. II (απλ.) ουρά· стоять В -у στέκομαι στην ουρά (για κάτι). II εκφρ. ИДТИ СВОИМ -ОМ ακολουθώ την κανονική πορεία, εξελίσ- εξελίσσομαι ομαλά· В СВОЙ - (απλ.) με τη σειρά του ο καθένας, череда1, -ы θ. 1 (παλ.) σειρά, αράδα. 2 αλληλοδιαδοχή. 3 βλ. вереница. II επφρ. ид- идти своей -ОЙ ακολουθώ την κανονική πορεία, εξελίσσομαι ομαλά. череда? -Ы θ. είδος βαλτόχορτου. чередование, -я ουδ. εναλλαγή· - движе- движений εναλλαγή των κινήσεων - культур η α- αμειψισπορά. II (γλωσ.) μετατροπή· - фонем η εναλλαγή των φθόγγων. чередовать, -дую, -дуешь ρ.δ.μ. εναλλάσοω. II (γλωσ.) μετατρέπω. II -СЯ εναλλάσσομαι. II (γλωσ.) μετατρέπομαι. чередом επίρ. με τη σειρά, με την αράδα. через (πρόθεση με αιτ.). 1 (για χώρο, έ- έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο· пе- переправиться - реку διέρχομαι τον ποταμό· пе- перейти - улицу περνώ την οδό· пройти - лес περνώ μέσα απο το δάσος· переступить - по- порог περνώ το κατώφλι. II (για απόσταση) σε· - 15 километров от дервни σε απόσταση Ιίχι-
чер 727 чер λιόμετρα απο το χωριό. II επί, επάνω· МОСТ - ВОЛГИ γέφυρα στο Βόλγα. II πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά· деревья зеленели- - реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα απο το ποτάμι. 2 μέσα απο· пропустить мясо - мясорубку περ- περνώ το κρέας απο την κρεατομηχανή. II μέσο, δια μέσου· ехать в Париж - Берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου. II απο· проехать - Москву περνώ απο τη Μόσχα. 3 υπέρ, πάνω απο· перелезть - забор περνώ πάνω απο το φράχτη (τον περίβολο)· прыгать - верёвку πη- πηδώ πάνω απο το σχοινί. II υπεράνω· - силу υ- υπεράνω των δυνάμεων. 4 (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)· δια, μέσο, με· оповестить - газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα· сообщить - соседа πληροφορώ με το γείτονα· переговаривать - переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα· - расстрел με τουφεκισμό· - повешение με απαγχονισμό. 5 (απλ.) για τον λόγο ότι, εξ αιτίας, επειδή, γιατί· ~ болезнь Не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδή- τραγουδήσω. 6 (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο· (μέσα) σε· - несколько дней отец вернулся μετά απο μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε· - Полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω. II με- μεταξύ, ανάμεσα· писать - интервал γράφω εν- ενδιάμεσα. 7 κάθε, ανά· курить ~ час καπνίζω κάθε μια ώρα· принимать лекарство - три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες· рабо- работаю - День εργάζομαι μέρα παρά μέρα. черёмуха, -И θ. κερασιά η μαχαλέβια, α- αγρ ιοκερασιά. черёмуховой επ. της αγριοκερασιάς· απο α- αγρ ιοκερασιά· -ая палка πάσσαλος αγριοκερα- σιάς. черёмушник, -а α. αγριοκερασότοπος· αγρι- οκερασόθαμνος. черёмушный επ. βλ. черёмуховый. черенкование, -Я ουδ. εμβολιασμός με κλα- κλαδάκι. черенковать, -кую, -куешь р.δ.μ. εμβολιά- εμβολιάζω με κλαδάκι. черенковый επ. 1 της λαβής· του,στειλια- ριού. 2 εμβολιασμένος με κλαδάκι. черенок, -нка α. 1 η λαβή· το στειλι,άρι. - НОЖа η λαβή του μαχαιριού· - молотка το στειλιάρι του σφυριού. 2 κλαδάκι, βλασταρά- κι· - ДЛЯ ПривЙВКИ κλαδάκι για εμβολιασμό. череп, -а, πλθ. -а α. το κρανίο- - чело- человека το κρανίο του ανθρώπου. II στρώμα πά- πάγου κάτω απο το χιόνι. черепаха, -и θ. 1 η χελώνα· сухопутная - χελώνα της ξηράς· морская - θαλάσσια χελώ- χελώνα· болотная - η χελωδίνη. 2 το όστρακο της χελώνας (για κατασκευή αντικειμένων). II εκφρ. как - ή -ой.идти, ехать πηγαίνω σαν τη χελώνα, με βήματα αργά (προχωρώ, προο- προοδεύω αργά). черепаховый επ. χελωνίσιος· - суп χελωνή- σια σούπα. II απο όστρακο (πλάκες) χελώνας. Черепаший, ~ЬЯ, -ье επ. της χελώνας, απο χελώνα, χελωνϊσιος· -ЬЯ голова το κεφάλι της χελώνας· - панцирь о θώρακας (όστρακο) της χελώνας. II μτφ. αργός, βραδύς. Черепашка, -И θ. 1 χελωνίτσα. 2 μελίγκρα, φυτόψειρα, αφίδα. черепитчатый επ. κεράμινος, -ένιος, απο η με κεραμίδια- -ая крыша στέγη με κεραμίδια. черепица, -ы θ. κεραμίδι· красная - κόκ- κόκκινο κεραμίδι. II πλάκα κεραμιδένια. Черепичный επ. του κεραμιδιού, κεραμικός- - завод εργοστάσιο κεραμοποι'ίας, κεραμείο, κεραμιδαριό- -ое ПРОИЗВОДСТВО παραγωγή κε- κεραμιδιών. черепной επ. κρανιακός, του κρανίου· -ые КОСТИ τα οστά του κρανίου· -ая рана κρανια- κρανιακό τραύμα. II черепные ουσ. πλθ. τα σπονδυ- σπονδυλωτά (ζώα). || εκφρ. -ая коробка το κρανίο. черепномозговой επ. εγκεφαλικός· -ая опе- операция εγκεφαλική εγχείρηση· -ые нервы εγκε- εγκεφαλικά νεύρα. Черепок, -пка α. θραύσμα πήλινου αντι- αντικειμένου. Черепушка, -И θ. (απλ.) πήλινη πιατέλα. черепяной к. черепяный επ. πήλινος· -ая посуда πήλινο αγγείο. Чересполосица, ~Ы θ. τεμαχισμός, κομμάτια- σμα των χωραφιών. II εναλλαγή, διαδοχή. ЧересполОСНОСТЬ, -И θ, τεμαχισμός, κομμά- κομμάτι άσμα των χωραφιών. ЧересПОЛОСНЫЙ επ. τεμαχισμένος, κομματια- κομματιασμένος σε διάφορα μέρη (για χωράφια)· -ые ПОЛЯ σκόρπια χωράφια. Чересчур επίρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα, υ- υπερβολικά- это уже - αυτό πια πάει πολύ, ξε- ξεπερνά τα όρια. ЧерешкОВЫЙ επ. με μίσχο·- ЛИСТ φύλλο με μίσχο. черешневый επ. κερασένιος, της κερασιάς ή του κερασιού· απο κερασιά ή απο κεράσι· -ая косточка κουκούτσι κερασιού- - ЛИСТ φύλλο κερασιάς- - чубук τσιμπούκι απο κερασιά·-ое варенье γλυκό απο κεράσι. черешня, -И θ. 1 η κερασιά. 2 το κεράσι· варенье ИЗ -И γλυκό απο κεράσι. черешок, -шка α. 1 ο μίσχος φύλλου. 2 βλ. черенок A σημ.). черкануть ρ.σ. (απλ.) βλ. черкнуть. черкать κ. чёркать р.δ. 1 βλ. черкнуть A σηα.). 2 σβήνω, διαγράφω. II -СЯ αφήνω ί- ίχνη, γραμμή.
чер черкаться ρ.δ. (παλ. и. διαλκ.) βλ. чер- чертыхаться. черкес, ~а α., -ешенка, ~и θ. Τσερκέζος, ~α, Κιρκάσιος, -α. черкеска, -и θ. επενδύτης των Γεωργιανών. черкесский επ. κερκέζικος, κιρκάσιος. черкнуть, -ну, -нёшь р.σ.μ. 1 αφήνω Ίχνη, γραμμές (περνώντας). 2 γράφω γρήγορα, βια- βιαστικά. 3 σβήνω, διαγράφω, περνώ μολυβιά. чернавка, -И θ. (παλ.) μελαχροινή γυναίκα. чернение, -Я ουδ. μαύρισμα, μελάνιασμα. чернёный επ. μαύρος, μελανός. чернеть, -ею, -ёешь ρ.δ. μαυρίζω, μελα- μελανιάζω, γίνομαι μαύρος. II -СЯ βλ. ρ. ενεργ. φ. чернец, -а α. (παλ.) ρασοφόρος, μοναχός, καλόγερος. черника, -И θ. μύρτος, μυρτιά, μυρσίνη. чернила, -нйл πλθ. η μελάνη· чёрные - μαύ- μαύρη μελάνη· красные - κόκκινη μελάνη. чернЙЛЬНИЦа, -Ы θ. μελανοδοχείο. чернильный επ. της μελάνης· -ое ПЯТНО κη- κηλίδα μελάνης, η μελανιά· ~ карандаш μελανί μολύβι· -ая резина γομολάστιχα μελάνης. II γραπτός· - бой γραπτή διαμάχη (με επιστο- επιστολές, τύπο κ.τ.τ.)· -ая война χαρτοπόλεμος, διαμάχη με έγγραφα. II εκφρ. - мешок, ~ая железа о θύλακας μελάνης των μαλακίων (σου- (σουπιάς κ. άλ.)· - орешек η κηκίδα (εζόγκωμα κυρίως στα φύλλα των δέντρων). чернить, -НЮ, -НЙШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чернённый, βρ: -нён, -нена, -нено р.δ.μ. 1 μαυρίζω, βάφω μαύρο· - ВОЛОСЫ βάφω τα μαλ- μαλλιά μαύρα. 2 μτφ. αμαυρώνω, δυσφημώ. 3 βλ. ВОРОНИТЬ. II -СЯ 1 βάφομαι μαύρος. 2 μτφ. α- αμαυρώνομαι, δυσφημούμαι. черница1, -Ы θ. (παλ.) καλογριά, μοναχή. лернйца* -ы θ. βλ. черника. чернический επ. (παλ.) του ρασοφόρου,κα- ρασοφόρου,καλογερίστικος . черничество, ~а ουδ. η καλογερική, -σύνη. черничина, -Ы θ. (απλ.) ο μύρτος, ο καρ- καρπός της μυρτιάς. черничник, -а α. μυρτώνας, μυρσινώνας. черничный επ. μύρτινος. чернобородый επ., βρ: .-РОД, -а, -О 'μαυ- ρογένης. чернобровый επ., βρ: -бров, -а, -о μαυ- ροφρύδης. чернобурка, -И θ. αλεπού σταχτόμαυρη κα- καθώς και το δέρμα της. черно-бурый επ. σταχτόμαυρος, μελανόφαιος. чернобыль, -и κ. чернобыл, ~а α. αψίνθιο, αψιθιά (φυτό ποώδες). чернобыльник, -а α. είδος αψινθίου. черновик, -а α. το πρόχειρο· писать на -е γράφω στο πρόχειρο. черновой επ. 1 πρόχειρος· - чертёж то προ- προσχέδιο· -Ое ПИСЬМО γράμμα στο πρόχειρο· -ЭЯ рукопись πρόχειρο χειρόγραφο· -ая тетрадь πρόχειρο τετράδιο. 2 ουσ. βλ. черновик. 3 προκαταρκτικός· -ая репетиция προκαταρκτική πρόβα. 4 ανειδίκευτος· -ая работа ανειδί- ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά. черноволосый επ., βρ: -ЛОС, -а, -О μαυρο- μαυρομάλλης , μελανότριχος. черноглазый επ., βρ: -глаз, -а, -о μαυρο- μαυρομάτης, μελανόφθαλμος, μελανόμματος. черногорец, -рца α., -ка, -И θ. Μαυροβού- Μαυροβούνιος, -α, -νιώτης, -νιώτισσα. черногорский επ. μαυροβούνιος, του Μαυρο- βουν ίου. черногривый επ., βρ: -грив, -а, -О έχων μαύρη χαίτη. чернозём, -а α. το μαυρόχωμα, η μαύρη γη. чернозёмный επ. μαυρόχωμος, μαυροχώματος· -ая почва ·μαυρόχωμο έδαφος. черноклён, -а α. μαύρο σφεντάμι. чернокнижие, -Я ουδ. (παλ.) δαιμονολογία, μαγεία, μαντεία απο βιβλία για τα δαιμόνια. чернокнижник, -а α. (παλ.) δαιμονολόγος, μάγος· μάντης. чернокнижный επ. (παλ.) δαιμονολογικός. чернокожий επ. к. ουσ. βρ: -кож, -а, -о μελανόδερμος. чернокудрый επ., βρ: -кудр, -а, ~Ο μαυ- ροκατσαρομάλλης. * ЧерноЛеСНЫЙ επ. των πλατύφυλλων δέντρων. чернолесье, -Я ουδ. δάσος πλατύφυλλων δέ- δέντρων (αντώνυμο των βελονοειδών). чернолицый επ. βρ: -лиц, -а, -е μελαχροι- νοπρόσωπος. черномазый επ. κ. ουσ. βρ: -маз, -а, -о μελαχροινός, μαύρειδερός. II λερωμένος, μου- τζουρεμένος. черноморский επ. της Μαύρης θάλασσας· -ое • побережье τα παράλια της Μαύρης θάλασσας· - флот о στόλος της Μαύρης θάλασσας. черноокий επ., βρ: ~όκ, -а, -о (παλ.) βλ. черноглазый. чернорабочий επ. του ανειδίκευτου εργάτη. II ο ανειδίκευτος εργάτης. черноризец, -зца α. (παλ.) βλ. чернец. чернорубашечник, -а α. ο μελανοχίτωνας (ι- (ιταλός φασίστας). чернослив, -а (-у) α. (αθρσ.) μαύρα ξηρά δαμάσκηνα. черносливина, -Ы θ. μαύρο ξηρό δαμάσκηνο. черноСМОРОДИННЫЙ επ; του μαύρου φραγκο- στάφυλου· απο μαύρο φραγκοστάφυλο. черносмородиновый επ. &Кчещосмородшаш&. черносотенец, -нца α. ένοπλος της μαύρης εκατονταρχίας (στην τσαρική Ρωσία). II άκρως
чер чер αντιδραστικός. черносотенство, -а ουδ. μαύρη εκατονταρ- χία (μαύρη αντίδραση). черносошный επ. (παλ.) тягловый A σημ.). черностоп, -а α. βλ. чернотроп. чернота, -Ы θ. 1 μαυράδα, μελανότητα. 2 σκοτάδι, σκότος. 3 Μ·τφ. (παλ.) αθρσ. μειο- μειονεκτήματα, ελαττώματα· αρνητικές εκδηλώσεις ή πράξεις. II εκφρ. - ПОД глазами μαυράδια κάτω απο τα μάτια (απο κούραση,αρρώστια). чернотал, -а α. είδος ιτιάς. чернотелка, -и θ. μαύρος κάνθαρος. чернотроп, -а α. (κυνηγ.) φθινοπωρινή πε- περίοδος· δρόμος ακάλυπτος απο χιόνι. чернушка, -И θ. 1 βατραχοειδή φυτά καθώς και και τα σπέρματα τους. 2 είδος φαγώσιμου μανιταριού. 3 είδος κίσσας. 4 γυναίκα μελα- χροινή· μαυρομαλούσα και μαυρομάτα. чёрный επ., βρ: чёрен, черна, черно. 1 μαύρος, μέλας, μελανός· -ая краска μαύρο χρώμα· - ДЫМ μαύρος καπνός· - как смола μαύ- μαύρος σαν την πίσσα. 2 σκούρος, αμαυρός, υπο- μέλας, μελανωπός. II σκοτεινός (αφώτιστός). II μελανόδερμος· -ая раса μαύρη φυλή. II ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος. 3 ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσ- πεσσοί)· ХОД -ЫХ παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα. 4 λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος· -ое бельё ρούχα μαύρα απο τη λέρα· -ые руки κα- ταλερωμένα (μαύρα) χέρια. II μη επίσημος, ο- οπίσθιος, πισινός· -ая лестница η πισινή σκά- σκάλα· - ВХОД η πισινή είσοδος (για το υπηρε- υπηρετικό προσωπικό)· - ДВОр η πισινή αυλή· -ХОД δίοδος προς την κουζίνα. 5 ανειδίκευτος·-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά. II ρυπαρός, βρώμικος. 6 μισο- κατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροει- δής· ~ая гайка χοντροειδές περικόχλιο. 7 βλ. тягловый A σημ.). 8 ποπολάρος, των κα- κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής. 9 βλ. чародейный. II ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο α- ντίχρηστος, ο τρισκατάρατος. 10 αρνητικός, άσχημος· выставить поступок в -ом виде κα- κοχαρακτηρίζω την πράξη. 11 μτφ. άχαρος, σκο- σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος· -ые МЫСЛИ (думы) μαυροσκότείνες σκέψεις· -ая тоска μαύρη(βα- μαύρη(βαριά θλίψη). II (για χρόνο) δύσκολος· - ГОД δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: ОТЛОЖИТЬ на - день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης. 12 μτφ. κακός σκοτεινός· δόλιος, πανούργος· -ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις· -ая зависть о σκοτεινός φθόνος. ΙΙ.εκφρ. -ая биржа; - ры- рынок η μαύρη αγορά· - глаз κακό μάτι (βά- σκανο)· -ое дерево о έβενος, το αμπαζόνι· -ая дорога ασφαλτόστρωτος δρόμος· -ое ду- духовенство ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής απο τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι·- ко- кофе ο καφές (χωρ ίς γάλα ή βούτυρο)· -ая кровь το φλεβικό αίμα· - лес βλ, чернолесье· -ая меланхолия φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)· -ая металлургия μεταλλουργία κοινών ή ευ- ευτελών) μετάλλων· -ые металлы τα κοινά ή ευ- ευτελή μέταλλα· - ПОП ιερομόναχος, καλογερό- παπας· - порох μαύρη μπαρούτη· -ое ПЯТНО μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)· -ое СЛОВО (διαλκ.) άσχημη λέξη, βρισιά· -ЭЯ смерть η πανώλη, η πανούκλα· ~ые СОТНИ οι μαύρες εκατονταρχί- ες· -ые списки οι μαύροι κατάλογοι (εξόντω- (εξόντωσης), προδιαγραφές· -ая тропа βλ. чернотроп; - хлеб το βρίζινο ψωμί· называть белое -ым λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)· -ЫМ ПО бе- белому (написано) κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξε- ξεκάθαρα. чернь, -и θ. 1 (γραπ. λόγος) βλ. чернота A, 2 σημ.). 2 ο λαοτζίκος, οι ποπολάροι. II περιβάλλον, κύκλος απολίτιστος, αγράμματος. чернявый επ., βρ: -няв, -а, -ο (απλ.) σκου- ρόμαλλος. чернядь, -И θ. 1 βαθυκόκκινο χρώμα (ορυ- (ορυκτών). 2 (παλ.) βλ. чернь B σημ.). черняк, -а α. 1 η μαύρη ψήφος, μαύρο σφαι- σφαιρίδιο, το μαύρο (στις εκλογές). 2 (απλ.) βλ.' черновик. черпак, -а α. κουτάλα εκκένωσης. II (τεχ.) η τσάπα εκσκαφέα. черпалка, -и θ. βλ. черпак. черпало, -а ουδ. (διαλκ.) είδος αλιευτι- διχτιού. черпальный επ. αντλητικός, της άντλησης. Черпание, -Я ουδ. άντληση· - ВОДЫ άντλη- άντληση νερού. черпать ρ.δ.μ. 1 αντλώ· - воду из колодца αντλώ (βγάζω) νερό απο το πηγάδι. II εξάγω, εξορύσσω, βγάζω· - землю βγάζω χώμα· - песок βγάζω άμμο· - торф βγάζω τύρφη. 2 μτφ. παίρνω· - силы αντλώ δυνάμεις· - деньги παίρνω χρήματα. II -СЯ αντλούμαι· εξάγο- εξάγομαι· βχαίνω. черпнуть р.σ. βλ. черпать A σημ.). черстветь, -ею, -еешь р.δ. ξηραίνομαι, γί- γίνομαι μπαγιάτικος. Черствить, -ВИТ р. δ. μ. κάνω αδιάφορο, α- απαθή. Чёрствость, -И θ. σκληρότητα, αδιαφορία, αναισθησία. чёрствый επ., βρ: чёрств, -а, -о, πλθ. чёр- чёрствы κ. черствы. 1 μπαγιάτικος· - хлеб το μπαγιάτικο ψωμί. 2 μτφ. απροσήγορος· σκλη- σκληρός· αδιάφορος, ασυγκίνητος, αναίσθητος. чёрт, -а, πλθ. черти, -ей α. 1 διάβολος· το ίδιο και σαν βρισιά. 2 επίρ. -0Μ (απλ.) λεβέντικα. II εκφρ. до -а α) πάρα πολύ,
υπερβολικά· устал ДО ~а παρακουράστηκα. β) (απλ.) συντριπτικά· стёкла разлетелись к -у τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διά- διάβολο, γ) τι στο διάβολο· НИ -а (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)· ни к -у не го- годится ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τε- (τελείως άχρηστος· (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой ~·, на ~а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί- - тебя (его, ИХ κλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος· - знает кто (что) ποιος εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνω- άγνωστο· (куда, откуда) ~ принёс (που, απο που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κά- κάποιου)· - С ним (тобой, ними κλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έ- έτσι· —те что (где) о διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο· -ЯМ (-у) ТОШНО (απλ.) ούτε ο διά- διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)· К ~у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах(ку- рогах(куличках) απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μά- μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)· НИ ОДИН - ή сам - ούτε ο Ίδιος ο διάβολος (κανένας)· одному -у известно μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ.κα- δηλ.κανένας· ЧТО за -! τι διάβολο! Черта, -Ы θ. 1 γραμμή· ТОНКЭЯ - λεπτή λεπτή γραμμή· подчеркнуть -ОЙ υπογραμμίζω· волнистая - κυματοειδής γραμμή. 2 όριο, σύ- σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή· - Подъёма УРОВНЯ ВОДЫ η άνοδος της στάθμης του νερού· В -е города στα όρια της πόλης· за -ОЙ го- города πέρα απο τα όρια της πόλης· зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή· В ~ё распо- расположения ВОЙСК στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων, 3 το χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα· -Ы лица τα χαρακτηριστικά του προ- προσώπου· крупные -Ы лица τα αδρά χαρακτηριστι- χαρακτηριστικά του προσώπου· отличительная ~ χαρακτηρι- χαρακτηριστικό (Ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρι- γνώρισμα. II λεπτομέρεια. II εκφρ. В общих (глав- ных, основных) -ах σε γενικές (κύριες, βα- βασικές) γραμμές· ДО последней -Ы μέχρι τέλος (εσχάτων). чертёж,-тежа α. σχέδιο, διάγραμμα. II (παλ.) γεωγραφικός χάρτης. чертёжник, -а α., -ца, -Ы θ. σχεδιαστής, -στρια, -άστρα. чертёжный επ. του σχεδίου· της σχεδίασης· - стол τραπέζι σχεδίασης (σχεδιαστήρю)· -ая Доска πλάκα σχεδίασης ή σχεδιαστήριο· -ые 1^ринадлёжности εργαλεία (όργανα) σχεδίασης. II -ая ουσ. θ. το σχεδιαστήριο (συνεργείο). чертёнок, -нка, πλθ. -тенята, -тенят α. о διαβολάκος, το διαβολάκι. II άτακτο παιδί. II εκφρ. -ята В глазах σπινθηροβόλα μάτια. Чёртик, -а α. διαβολάκος, διαβολάκι. II εκφρ. ДОПИТЬСЯ ДО -ОВ πίνω ένα διάβολο και μισό, γίνομαι στουπί στο μεθύσι. чертилка, -И θ. το χαρακτηριο (όργανο). чертить1, черчу, чертишь, μτχ. ε ν στ. чер- чертящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. черченный βρ: ~чен, -а, -0 ρ.σ. 1 χαράσσω, χαρακώνω· Προ- ВОДЙть -у τραβώ γραμμή· - на песке буквы χαράσσω (γράφω) γράμματα στον άμμο· - В те- традке косые линии χαρακώνω στο τετράδιο λο- λοξές γραμμές. II αφήνω γραμμές, ίχνη. II (για πτηνά, αεροπλάνα) σχίζω τον αέρα. 2 σχεδιά- σχεδιάζω· - план здания κάνω το σχέδιο του κτιρί- κτιρίου. 3 ιχνογραφώ. II -СЯ χαράσσομαι, χ«ρακώ- νομαι κλπ·.ρ. ενεργ. φ. чертить2, черчу, чертишь р.δ. (απλ.) ασχη- μονώ, εκτρέπομαι· ατακτώ. чёртов, -а, -Ο επ. 1 διαβολικός, του δια- διαβόλου· -Ы проделки επινοήσεις ή έργα του δια- διαβόλου· - СЫН διαβολόπαιδο. 2 βλ. чёртов- СКИЙ B σημ.) . чертовка, -и θ. διαβόλισσα, -λογυναίκα. чертовски επίρ. διαβολεμένα· - Хитра δια- διαβολεμένη, παμπόνηρη· мне ~ хочется есть έχω διαβολεμένη πείνα, πεινώ αφάνταστα. чертовский επ. 1 διαβολικός, του διαβό- διαβόλου· -ие наваждения διαβολικά φαντάσματα· - замысел διαβολική επινόηση· -ие шашни δια- διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες· -ВСКИе ухищрения διαβολικές πανουργίες· διαβολές. 2 πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμέ- δαιμονισμένος· -ая боль διαβολεμένος «όνος· - холод διαβολεμένο κρύο. II δύσκολος, βαρύς· -ая ра- работа βαριά δουλειά· - подъём διαβολεμένος ανήφορος. чертовщина, -ы θ. 1 (αθρσ.) οι διάβολοι, οι δαίμονες, τα δαιμόνια, οι τρισκατάρατοι, τα πονηρά (ακάθαρτα) πνεύματα. 2 μτφ. το α- ακατάληπτο, το μυστηριώδες. чертог, -а α. (παλ.) αίθουσα ή διαμέρισμα πολυτελείας. II μέγαρο, παλάτι· πλουσιόσπι- το, αρχοντόσπιτο. чертополох, -а α. αγκάθια (γομαράγκαθα, α- σπράγκαθα κλπ.). чертополоховый επ. ακανθώδης, ακανθοφόρος· -ые заросли ακανθώδεις θάμνοι. Чёрточка, -И θ. 1 γραμμίτσα. 2 μικρό χα- χαρακτηριστικό ή γνώρισμα. 3 η παύλα ή η κε- κεραία (σημάδι γραφής). чертыханье, -Я ουδ. διαβολόβρισμα. чертыхаться, -хаюсь, -хаешься р.δ. βρίζω το διάβολο, διαβολοβρ'ιζω. чертыхнуться р.σ. βλ. чертыхаться. чертяка, -И θ. 1 βλ. Чёрт. 2 (για συναί- συναίνεση ή θαυμασμό) διάβολος. черчение, -Я ουδ. σχεδίαση, -μα· - карт η σχεδίαση χαρτών урок -Я μάθημα σχεδίασης. чёс, ~а α. (απλ.) φαγούρα, κνησμός. \\ εκφρ.
чес ■«ι чет задать -у (απλ.)· α) δίνω κατσάδα, κατσα- διάζω ή τιμωρώ, β) φεύγω γρήγορα, το σκάζω. Чесалка, -И θ. λανάρα, ξάνιο. чесальный επ. ξαντικός· -ая машина ξα- ντική μηχανή, λανάρα· ~ые гребни τα ξαντικά χτένια. чесальщик, -а α., -ца, ~ы θ. ζάντης,-ρια, λαναράς, -ροΰ. чесание, -Я ουδ. ξάνση, λανάρισμ".. чёсанки, -нон πλθ. (ενκ. чёсанок, -нкаа.) είδος μποτών. Чёсаный επ. ζασμένος, λαναρισμένος· - Лён, шерсть ζασμένο λινάρι., μαλλί. II εκφρ. ~ые валенки βλ. чёсанки. чесать, чешу, чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чёсанный, βρ: -сан, -а, -о р.δ. 1 ξύνω (για να μαλακώσει, η φαγούρα). 2 χτενίζω· - ВОЛО- ВОЛОСЫ χτενίζω τα μαλλιά. 3 ξαίνω, λαναρίζω. 4 (εκ)καθαρίζω- - ХЛОПОК καθαρίζω το βαμπάκι. II εκφρ. - затылок ή в затылке ξύνω το κεφά- κεφάλι (για σκέψη, αμηχανία). II -СЯ 1 ξύνομαι· ОН ХОДИТ И -ется αυτός βαδίζει και ξύνεται. 2 με τρώει· тело моё -ется το κορμί μου με τρώει (θέλει ξύσιμο). 3 χτενίζομαι. 4 ξα'ι- νομαι, λαναρίζομαι. Чёска, -И θ. (εκ)καθάριση, καθάρισμα· льна καθάρισμα (ξάνση) του λιναριού. чеснок, -а (-у) α. σκόρδο (το φυτό καθώς και ο βολβός αυτού). чесН0К0ВЫЙ επ. του σκόρδου ή με σκόρδο· - запах μυρουδιά σκόρδου· -ая колбаса σαλάμι με σκόρδο. чесночный επ. βλ. чесноковый. чесотка, -и θ. 1 ψώρα, ψωρίαση. 2 φαγού- φαγούρα, κνησμός. чесоточный επ. της ψώρας· - зуд η φαγού- φαγούρα της ψώρας. II ψωριασμένος. II εκφρ. - клещ βλ. зудень. чествование, -Я ουδ. γιορτασμός (προς гч- μή κάποιου). II συγκέντρωση επίσημη, τελετή. чествовать, -ствуго, -ствуешь ρ.δ.μ. 1 γιορ- γιορτάζω· - Юбиляра γιορτάζω το ιωβηλαίο. 2 (παλ.) βλ. величать. II (παλ.) αποδίδω τιμές. II -СЯ 1 γιορτάζομαι. 2 τιμούμαι. честить, чещу, честишь ρ.δ.μ. 1 (παλ.) τι- τιμώ. 2 βλ. величать. 3 επιτιμώ, μαλώνω· βρίζω. честно επίρ, 1 τίμια. 2 έντιμα. честной επ. (παλ.). 1 τίμιος· - крест τί- τίμιος σταυρός. II ιερωμένος· - отец πάτερ. 2 ιερός, θρησκευτικός· εκκλησιαστικός. 3 σε- σεβαστός, έντιμος, αξιότιμος· ~ые гости αξι- αξιότιμοι φιλοξενούμενοι· ~ые господа αξιότι- αξιότιμοι κύριοι. II εκφρ. -ая компания παρέα της κακής ώρας ή του διαβόλου· мать -ая! (απλ.)· μάνα μου! (για αναφώνηση χαράς, θαυμασμού, φόβου κλπ.)· ~ое СЛОВО λόγος τιμής. честность, -и θ. 1 τιμιότητα· - характера τιμιότητα χαρακτήρα. 2 εντιμότητα, χρηστό- χρηστότητα. честный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 τί- τίμιος, χρηστός· - человек τίμιος άνθρωπος· - характер τίμιος χαρακτήρας. 2 έντιμος. II εκφρ. -ое слово λόγος τιμής (λόγω τιμής)·Βΐΐ- сёть (держаться) на -СМ слове μόλις κρατιέ- κρατιέμαι (κρέμομαι, κρατιέμαι απο μια τρίχα). честолюбец, -бца α. φιλόδοξος κλπ. επ. честолюбивый επ., βρ: -бив, -а, -о φιλό- δοίος, δοξομανής· μεγαλομανής. честолюбие, -Я ουδ. φιλοδοξία, δοξομανία· μεγαλομανία. честь1, -И θ. 1 τιμή· дёлс -Ζ ζήτημα τιμής· КЛЯСТЬСЯ -ЬЮ ορκίζομαι στην τιμή μου· ДОЛГ -И καθήκο τιμής· задеть ЧЫО-Н. - θίγω την τιμή κάποιου. II υπερηφάνεια, καύχημα, καμά- καμάρι- этот студент - честь нашего институ- института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας. II (για γυναίκες) αγνό- αγνότητα· παρθενικότητα. 2 σεβασμός· это ДЛЯ меня большая - αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή. II εκφρ. Β - προς τιμή, σε ένδειξη τι- τιμής ή σεβασμού* быть В -Й τιμούμαι· не быть В -Й δεν τιμονμαι· ИЗ -И ένεκα τιμής· Κ -И προς τιμή· ПО -И α) τίμια· έντιμα, β) ειλι- ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)· С -ЬЮ сделать ЧТО κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά κα- καλό)· - ~ЬЮ ή - ПО -И όπφς πρέπει, όπως αρ- αρμόζει, όπως χρειάζεται· -ью (сделать что) απο καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)· Иметь - бЫТЬ Ваш... έχω την τιμή να είμαι δικός σας... отдать - α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ· считать ή Поставить за - ЧТО θεωρώ τιμή μου· ВЫЙТИ С -ЬЮ ИЗ чего βγαίνω έντιμα (απο δύσκολη κα- κατάσταση)· поле -и το πεδίο της τιμής (της μάχης)· суд -И δικαστήριο τιμής- была бы - •предложена αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)· ваша (его, ТВОЯ, ИХ) - η εντιμότητα σας (του, σου, τους)· принадлежйть ~ кому ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)· - И место кому (παλ.) τιμή και θέση (παράκλη- (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης). честь2 чту, ЧТёШЬ ρ.δ.μ; (παλ.) θεωρώ, εκ- εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω. честь3, чту, чтёшь ρ.δ.μ. (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω. *чесуча, -Й θ. τουσόρ, είδος μεταξωτού υ- υφάσματος. чёт, -а α. άρτιος (ζυγός) αριθμός. II εκφρ. - И нечёт ζυγά και μονά. чета, -ы θ. 1 το ζευγάρι, το ζεύγος· су- супружеская ~ το συζυγικό ζευγάρι· счастливая
чет - ευτυχισμένο ζευγάρι. 2 επίρ. ~ой ανά δυό, κατά ζευγάρια· не - кому δεν είναι ισάειος, δεν ταιριάζει. четверг, -а α. η Πέμπτη (μέρα της εβδομά- εβδομάδας)· ПО -ам κάΡε Πέμπτη· Β - την Πέμπτη. четвереньки, -нек, -нькам: на ~ стать (по- (поставить, опуститься κλπ.) στα τέσσερα (χέρια και πόδια)· на -ах ИДТИ, ПОЛЗТИ κλπ. βα- βαδίζω, σέρνομαι στα τέσσερο:. четверик, ~а α. 1 παλαιό ρωσικό μέτρο χω- χωρητικότητας 29,239 γρμ..2 (παλ.) τέσσερα ά- άλογα ζευγμένα. четвёрка, -и θ. το τεσσάρι· пиши -у γράψε τεσσάρι. II ο αριθμός 4 των-λεωφορείων, τρό- λεϋ, τραμ к?л. сесть на -у κάθομαι στο τέσ- τέσσερα (μεταφορ. μέσο) жду -у περιμένω το τέσ- τέσσερα. II ο σχολικός βαθμός 4 (πολύ καλά). 3 το τεσσάρι των παιγνιόχαρτων 4 τετράδα ζευγ- μένων αλόγων. 5 (γενικά) η τετράδα. 6 τε- τράκωπη βάρκα. четверной επ. 1 τετραμερής. 2 τετραπλά- τετραπλάσιος. четверня, -и, γεν. πλθ. ~ёй θ. βλ. четвё- четвёрка D σημ.). четверо, -ЫХ, αριθμητικό αθρσ. τέσσερις, τετράδα· - детей τέσσερα παιδιά· ~ женщин τετράδα γυναικών - суток τέσσερα εικοσιτε- εικοσιτετράωρα. четвероевангелие, -Я ουδ. τετραυαγγέλιο. четвероклассник, -а о.., ~ца, -ы θ. μαθη- μαθητής, -ρια της 4* τάζης. четверокурсник, -а α., -ца, ~ы θ. φοιτη- φοιτητής, -ρια τεταρτοετής. четвероногий επ. τετράποδος· -ое животное τετράποδο ζώο. II ουσ. -ое ουδ. το τετράπο- τετράποδο. четверорукий επ. τετράχειρος. II ουσ. (παλ^ ο τετράχειρος (ονομασία των πιθήκων). четверостишие, -Я ουδ. το τετράστιχο. четверохолмие, ~я ουδ. συνδυασμός τεσσά- τεσσάρων λοβών του εγκεφάλου. четвёрочник, -а α., -ца, -Ы μαθητής, -ρια με επίδοση 4 (πολύ καλά). четвероюродный επ. τετραξάδερφος· - брат ο τετραξάδερφος· -ая сестра τετραξαδέρφη'· - племянник ανεψιός απο τετραζάδερφο, -φη. четвертак, -а α. (παλ.) το τέταρτο, το τε- τεταρτημόριο του ρουβλιού B5 καπίκια, το ει- κοσιπεντακαπίκιο). четвертаковый ει?. εικοσιπεντακαπίκνος. четвертнйна, -Ы θ. το τεταρτημόριο. II το ένα τέταρτο του κορμού δέντρου. четвертинка, -и θ. βλ. четвертина. II (απλ.) μποκάλι χωρητικότητας 250 γρμ. четвертичный επ. (γεωλ.) τεταρτογενής (και- νοζωικός). четвёртка,-Ζ θ. το τεταρτημόριο· το τέ- τέταρτο. четвертной επ. του τέταρτου· του τεταρτη- τεταρτημορίου. II του τρίμηνου· -ые оценки οι (σχο- (σχολικοί) βαθμοί του τρίμηνου. четвертование, -Я ουδ. διαμελισμός, θανά- θανάτωση με διαμελισμό (χεριών, ποδιών και κε- κεφαλιού) . четвертовать, -тую, -туешь, παθ. μτχ. че- четвертованный, βρ: -ван, ~а, -О р.б.ч.σ. δι- διαμελίζω, θανατώνω με διαμελισμό. II -СЯ δια- διαμελίζομαι. четверток, -тка α. (παλ.) βλ. четверг. четвертушка, -и θ. υποκορ. το τεταρτάκι, το τεταρτημόριο. четвёртый 1 (αριθμητικό τακτικό)· τέταρ- τέταρτος· - этаж τέταρτος όροφος. 2 (κατά την α- απαρίθμηση)· τέταρτο(ν). 3 το τεταρτημόρ ιο.ΙΙ εκφρ. - класс τρίτη θέση (κατάστρωμα). чётВертЬ) -И θ. 1 το τέταρτο, το τεταρτη- τεταρτημόριο· - века το τέταρτο του αιώνα, εικοσι- εικοσιπενταετία· - СТОИМОСТИ το τέταρτο της αξί- αξίας· - Яблока το τέταρτο του μήλου· - часа τέταρτο της ώρας· - двенадцатого το τέταρτο του δώδεκα. 2 το τρίμηνο· отметка (оценка) за - (σχολικός) βαθμός του τρίμηνου· первая - το πρώτο τρίμηνο. 3 τ° τεταρτημόριο δια- διαφόρων ρωσικών μέτρων. 4 το τέταρτο μουσικής νότας. 5 το τέταρτο της σελήνης· последняя ~ луны το τελευταίο τέταρτο »ης σελήνης ή η τελευταία φάση. четвертьфинал, -а α. αγώνας προκριματι- προκριματικός . четвертьфинальный επ. προκριματικός. чётки, -ток, -ткам πλθ. κομπολόι, κομπο- σχο'ινιο, κομποσκοίνι. чёткий επ., βρ: чёток, четка, чётко; чёт- чётче. 1 ευκρινής, ευδιάκριτος· διαυγής· σα- σαφής, καθαρός, εναργής. II (για γραφικό χαρα- χαρακτήρα) ευανάγνωστος· -ая надпись ευανάγνω- ευανάγνωστη επιγραφή. 2 ακριβής· -ое распределение ακριβής καταμερισμός. Чётко επίρ. ευκρινώς, καθαρά κλπ. επ. чёткость, -И θ. ευκρίνεια, σαφήνεια, ε- ενάργεια, καθαρότητα· - произношения η καθα- καθαρότητα προφοράς. II ακρίβεια· - работы ακρί- ακρίβεια εργασίας. II το ευανάγνωστο. ЧЭТНОСТЬ, -И θ. αρτιότητα· - чисел η αρ- αρτιότητα των αριθμών. чётный επ. άρτιος, ζυγός· -ые числа οι άρτιοι αριθμοί. II διαιρούμενος με το δύο. чётче συγκρ. β. του επ. чёткий και του επιρ. чётко. четыре, четырёх, четырём, четырьмя, о че- четырёх 1 о αριθμός 4 τέσσερα· - делит- СЯ на Два το τέσσερα διαιρείται με το δύο·
чет 733 чеш Написать - γράφω το τέσσερα. II αριθμητικό ποσοτικό· - раза τέσσερες φορές· - брата τέσσερα αδέρφια· на -ёх колесах με τέσσερις τροχούς. II ο (σχολικός) βαθμός 4 (πολύ καλά). четырежды επίρ. τέσσερις φορές, τετράκις. II (για πολλαπλασιασμό) · τέσσερις φορέςήεπ'ι τέσσερα. четыреста, четырёхсот, четырёмстам, че- четырьмястами, О четырёхстах (αριθμητικό από- απόλυτο) о αριθμός 400. II ποσοτικό· τετρακό- τετρακόσια· - рублей τετρακόσια ρούβλια. четырёхвёрстный επ. τεσσάρων βερστίων. четырёхвёсельный επ. τετράκωπος, με τέσ- τέσσερα κουπιά. четырёхглавый επ. 1 τετρακέφαλος. 2 τε- τράτρουλος· -ая Церковь τετράτρουλη εκκλησία. четырёхгодичный επ. τετραετής, τετράχρονος. четырёхгодовальный επ. βλ. четырёхгодичный. четырёхголосный επ. τετράφωνος· -ая песня τετράφωνο τραγούδι. четырёхгранник, -а α. τετράεδρο σώμα. четырёхгранный επ. τετράεδρος, -άπλευρος. четырёхдневный επ. τετραήμερος. четырёхклассный επ, τετρατάξιος (σχολείο με 4Ι|ίτάξεις ή γνώσεων 4ηςτάξης). четырёхкопеечный επ. αξίας τεσσάρων καπι- κιών. Четырёхкрасочный επ. τετράχρωμος. четырёхкратный επ. τετραπλάσιος. четырёхлетие, -Я ουδ. τετραετία. II τετρα- ετηρίδα. четырёхлетний επ. τετράχρονος, τετραετής. четырёхлеток, -тка α., четырёхлетка,-и θ. ο τετράχρονος, η τετράχρονη (για ηλικία). II κάθε τι διάρκειας τεσσάρων χρόνων. четырёхместный επ. τετραθέσιος. четырёхмесячный επ. τετράμηνος. четырёхосный επ. έχων τέσσερις άξονες. четырёхпалый επ. τετραδάκτυλος. четырёхполье, -Я ουδ. αμειψισπορά τετρα- τετραετής. четырёхпольный επ. της τετραετούς αμειψι- αμειψισποράς. четырёхрублёвый επ. αξίας τεσσάρων ρου- ρουβλιών. четырёхручный επ. (μουσ.) τετράχειρος. четырёхскатный επ. (για στέγη)· επικλινής προζ τέσσερις πλευρές. четырёхсложный επ. τετρασύλλαβος· -оесло- -оеслово τετρασύλλαβη λέξη. четырёхсотенный επ. αξίας τετρακοσίων ρου- ρουβλιών. четырёхсотлетие, -Я ουδ. τετρακοσιετία. II τετρακοσιετηρίδα. четырёхсотлетний επ. τετρακοσιετής. II της τετρακοσιετηρίδας. / четырёхсотый (αριθμ. τακτικό) τετρασιακο- στός· - номер τετρακοσιακοστός αριθμός. четырёХСТОПНЫЙ επ. (φιλγ.) τεσσάρων με- μετρικών ποδιών - ЯМВ ίαμβος τεσσάρων ποδιών. четырёхстороний επ. 1 τετράπλευρος. 2 τρι- τριμερής· -ее соглашение τετραμερής συμφωνία. четырёхтактный επ. (μουσ.) τετράχρονος· ~ЭЯ пауза τετράχρονη παύση. четырёхтысячный επ. τετρακισχίλιος. четырёхугольник, ~а α. (γεωμ.) τετράγωνο. четырёхугольный επ. τετράγωνος. четырёхцветный επ. τετράχρωμος. четырёхэтажный επ. τετραώροφος. четырнадцатый επ. δέκατος τέταρτος. четырнадцать αριθμ. απόλυτο· 14, δεκατέσ- δεκατέσσερα· дважды семь - - δύο επί εφτά - δεκα- δεκατέσσερα. четь, -и θ. (παλ.) βλ. четверть A,3 σημ.). чех, -а α., чешка, -и θ. Τσέχος, -α. чехарда, -Ы θ. 1 (παιγνίδι) το πηδηχτό, η ανθερίτσα (αντερίτσα)· κεφαλίνδα. 2 ανασύ- ανασύσταση, ανασυγκρότηση· ανακάτωμα, -σιά. Чехлить р.δ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, βάζω τη θήκη, θηκαρώνω· ~ орудия σκεπάζω τα πυρο- πυροβόλα· - охотничье оружие περνώ τη θήκη στο κυνηγετικό όπλο ή βάζω το όπλο στη θήκη. чехол, ~ХЛа α. κάλυμμα, σκέπασμα· θήκη· ружьё В ~хле το όπλο είναι στη θήκη* Κ0- жанНЫЙ - δερμάτινη (πέτσινη) θήκη. II είδος κρουστού υφάσματος. ЧвХОЛЬНЫЙ επ. για θήκη· ~ое ПОЛОТНО ύφα- ύφασμα για θήκη. чеХОЛЬЧИК, ~а α. μικρή θήκη. чехонь, -И θ. είδος κυπρίνου. чечевица, -Ы θ. η φακή (φυτό και όσπριο). II (παλ.) οπτικός φακός. ^чечевичка, -и θ. φακίτσα. II ένας κόκκος φακής. чечевичный επ. της φακής· - суп σούπα-φα- κές. II εκφρ. за -ую похлёбку αντί πινακίου φακής (αντί ευτελούς αμοιβής). чечет, -а α. βλ. чечётка. чечётка, ~и θ. 1 είδος πτηνού της τούντρας 2 γυναίκα φλύαρη. 3 χορόςγρήγορος με χτύπη- χτύπημα των ποδιών. II το χτύπημα των ποδιών. чешка, -и θ. βλ. чех. чешский επ. τσέχικος. чешуекрылые, ~ых ουσ. πλθ. τα λεπιδόπτε- ρα ή ψυχές (πεταλούδες). чешуйка, ~и θ. 1 μικρό λέπι. 2 ένα λέπι. 3 το πιο μικρότερο λέπι των λεπιδοπτέρων. чешуйчатость, -И θ. η ύπαρξη λεπιών, чешуйчатый επ. γεμάτος λέπια· λεπιδωτός. II λεπιοειδής· φολιδωτός. 3 °υσ. ~ые, -ЫХ τα φολιδωτά (φίδια, σαύρες). II εκφρ. - лишай χρόνια λειχήνα.
чеш 734 чир чещуя, -Й Θ. 1 το λέπι. 2 φολίδα (για φί- φίδια, σαύρες). чибис, ~а α. βλ. пигалица A σημ.). чивиканье, -я ουδ. βλ. чиликанье. чивикать р.6. βλ. чиликать. чивикнуть р.σ. βλ. чивикать. чивый επ., βρ: -чйв, -а, -о (διαλκ.) βλ. Щедрый A σημ.). ЧИГИрь, -Я α. μάγγανο, ~άνс· μαγγανοπήγα- μαγγανοπήγαδο. ЧИЖ, -а α. σπίζα η καναρίνια, το καναρίνι. ЧИЖИК, -а α. 1 καναρινάκι· καναρίνι. 2 η σκλέντζα (παιδικό παιγνίδι). *ЧИЗвЛЬ, -Я α. μεγάλο άροτρο (γικ βαθιά ορ- οργώματα) . чий, ЧИЯ α. 1 είδος μεγάλου σπάρτου (της Κεντρ. Ασίας). 2 ξηρά στελέχη (φρύγανα) του σπάρτου. ЧИК επιφ. (για διακοφτό ήχο)· τσικ. II ως κατηγ. κάνω τσικ. II εκφρ. - Β - ακριβώς, στο μπόντο. чиканье, -Я ουδ. η ήχηση τσικ-τσικ. ЧЙкать р.δ. ηχώ (κάνω) τσικ-τσικ. II -СЯ χασομερώ, χάνω τον καιρό μου. ЧЙКНуть р.σ. 1 βλ. ЧЙкать. 2 μ. χτυπώ από- απότομα και ηχηρά. II (απλ.) τραυματίζω ή σκο- | τώνω ακαριαία. *ЧИКЧЙры, ~ЧЙр πλθ. τσικτσίρια (στενό πα- παντελόνι των ιπποτών και ουσάρων). ЧИЛИбуха, -И θ. στρύχνος ο εμετικός. ЧИЛЙГа, -И θ. ακακία η κίτρινη. ЧИЛИГОВЫЙ επ. της κίτρινης ακακίας. чилиец, -ЛЙЙца α., -ЛЙЙка, -И θ. Χιλιανός, Χιλιανή. ЧИЛИЙСКИЙ επ. χιλιακός, της Χιλής. ЧИЛЙКанье, -Я ουδ. τετερισμός, κελάηδημα. ЧИЛЙкатЬ р.δ. τετερίζω, κελαηδώ. чиликнуть р.σ. βλ. чиликать. ЧИН, -а, πλθ. ~Ы α. 1 (παλ.)· εθυμοτυπία τελετής. 2 βαθμός στρατιωτικός ή υπηρεσια- υπηρεσιακός· το οφίκιο· ПОЛКОВНИЧИЙ - ο βαθμός του συνταγματάρχη. 3 υπηρεσιακή ή επαγγελματική ιδιότητα. II αντιπρόσωπος ή υπάλληλος υπηρε- υπηρεσιακού τμήματος ή οργάνωσης· ~Ы судебного ведомства οι δικαστικοί υπάλληλοι. II ονο- ονομασία, πρασονομασία, προσωνυμία. II енсрр. классные ~Ы ονομασίες εισαγγελικών και α- ανακριτικών νομικών στην ΕΕ£Δ без ~ОВ χωρίς διατυπώσεις· в -ах быть είμαι βαθμούχος· ПО -у κατά το βαθμό· - чином ή - по -у έτσι ό- όπως πρέπει· - ЧЙна ПОЧИТает (παλ.) ο κατώ- κατώτερος τιμά τον ανώτερο· ~ держать ή Править (παλ.) τηρώ τα έθιμα, εθυμοτυπίες· иметь ή получить два, три -а (απλ.) ανεβαίνω τα σκα- σκαλιά της ιεραρχίας. ЧЙна, -Ы θ. ο λάθυρος, το λαθούρι· луго- вая - αγριολαθούρι, αφάκας· посевная - λα- θοΰρι το ήμερο. ♦чинар, -а α., κ! чинара, -ы θ. -πλάτανος, τσινάρι. чинаровый επ. του πλάτανου, πλατανίσιος. чинёный επ. επιδιορθωμένος, επισκευασμέ- επισκευασμένος. ЧИНИТЬ1, ЧИНЮ, чинишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чинённый βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ. 1 επι- επιδιορθώνω, επισκευάζω· - часы επιδιορθώνω το ωρολόγι. 2 ξύνω, κάνω κάτι αιχμηρό· - ка- рандаш ξύνω το μολύβι. 3 παραγεμίζω, ■ μα- μαγειρεύω παραγεμιστό. II -СЯ επιδιορθώνομαι, επισκευάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. чинить2, -ню, -нйшь ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος)· προξενώ, δημιουργώ, κάνω, διαπράττω* - без- закония κάνω παρανομίες, παρανομώ· - пре- препятствия δημιουργώ (βάζω) εμπόδια. II -СЯ 1 προξενούμαι, δημιουργούμαι, γίνομαι* δια- διαπράττομαι. 2 (παλ.) συστέλλομαι, ντρέπο- ντρέπομαι· κάνω καμώματα. ЧИНКа, ~И θ. επιδιόρθωση, επισκευή. ЧИННО επίρ. σοβαρά κλπ. επ. ЧИННОСТЬ, -И.θ. σοβαρότητα, σοβαροφάνεια, σπουδαιοφάνεια. чинный επ., βρ: чинен, чинна, чинно σο- σοβαρός, σοβαροφανής, σπουδαιοφανής. II επι- επιβλητικός. ЧИНОВНИК, ~а α. (προεπαναστατικά). 1 δημόσι- δημόσιος υπάλληλος· κρατικός υπάλληλος· - таможни τελωνειακός υπάλληλος· полицейский - αξιω- αξιωματικός αστυνομίας· мелкие -И οι μικροί (κα- (κατώτεροι) υπάλληλοι· крупные -И οι μεγάλοι (κρατικοί) υπάλληλοι. 2 γραφειοκράτης, κα- καλαμαράς, μανδαρίνος της γραφειοκρατίας. ЧИНОВНИЦа, -Ы θ. η σύζυγος του δημόσιου (κρατικού) υπαλλήλου. чиновнический επ. δημοσιοϋπαλληλικός. ЧИНОВНИЦество, -а ουδ. 1 (αθρσ.) οι δημό- δημόσιοι ή κρατικοί υπάλληλοι· η υπαλληλία. 2 γράφειοκρατία. чиновничий επ. βλ. чиновнический. ЧИНОВНОСТЬ, -И θ. βαθμοταξία, βαθμοθεσία. ЧИНОВНЫЙ επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1 βαθ- βαθμούχος, αξιωματούχος, οφφικιούχος. 2 δημο- σ ι. οϋπαΚ λη Κ ι. νιος . чинодрал, -а α. (περιφρ.) γραφειοκράτης. чиноначалие, -я ουδ. ιεραρχία· соблюдать τηρώ την ιεραρχία. чинопочитание, -Я ουδ. (παλ.)· ευπείθεια προς τους ανώτερους., τους προϊστάμενους. ЧИНОПРОИЗВОДСТВО, -а ουδ. προαγωγή (στον ανώτερο βαθμό). чинуша, -и α. (περιφρ.) παλιοϋπάλληλος, βρωμοϋπάλληλος, χαζοϋπάλληλος. чйрей, чирья α. δοθιήνας, καλόγερος, ·βυ-
чир 735 чис ζουν ι· σπυρί. чирёнок, -нка, πλθ. -рята, -рят α. νεοσ- νεοσσός των νησσιδών. чириканье, -Я ουδ. τσιτσίρισμα, τερέτι- τερέτισμα· - воробьев το τσιτσίρισμα των σπουργι- σπουργιτών. чирикать р.δ. (για μερικά πτηνά)· τσιτσι- ρ'ιζω, τερετίζω· В саду -ЮТ Воробьи στον κή- κήπο τσιτσιρίζουν τα σπουργίτια. II βγάζω, πα- παράγω ήχο τσιρ. чирики; -ΟΒ κ. ~οβ πλθ. (ενκ. чйрик,~а к. чирик, -а α.) к. чирки, ~ов πλθ. (ενκ. чи- чирок, -рка α.) διαλκ. παπούτσια. чирикнуть р.σ. βλ. чирикать. чирк επιφ. 1 τσιρ (ήχος ή τσιτσίρισμα πτηνού). 2 ως κατηγ. βλ. ρ. чирикать. чирканье, -Я ουδ. παραγωγή ήχου τσιρ· ο ήχος τσιρ. чиркать р.δ. βλ. чиркнуть. чирки βλ. чирики. чиркнуть р.σ. 1 παράγω (βγάζω) ήχο τσιρ με προστριβή, προστρίβω· - СПИЧКОЙ προστρί- βω σπίρτο (για ανάφλεξη). 2 γράφω στα πετα- πεταχτά, στα γρήγορα· - записочку γράφω στα πε- πεταχτά σημειωματάκι. чирок1, -рка α. είδος μικρής πάπιας. чирок2βλ. чирики. численник, -а α. (παλ.) ημερολόγιο με α- αποκοπή φύλλων. Численно επίρ. αριθμητικά. численность, -и θ. ο αριθμός, η ποσότητα, το ποσό· - населения о αριθμός του πληθυ- πληθυσμού (с πληθυσμός)· увеличение ~скота η αύ- Εηση του αριθμού των ζώων - армии η αριθ- αριθμητική δύναμη του στρατού· - рост партии η αριθμητική αύξηση του κόμματος. числитель, -Я α. ο αριθμητής κλάσματος. ЧИСЛЙтельНЫЙ επ: -ое ИМЯ αριθμητικό επί- επίθετο. II ουσ. -ое ουδ. το αριθμητικό· коли- количественное -ое το απόλυτο αριθμητικό· по- порядковое -ое τακτικό αριθμητικό. ЧИСЛИТЬ, -ЛГО, -ЛИШЬ ρ.δ.μ. 1 (παλ.) αριθ- αριθμώ, μετρώ· - дни μετρώ τις μέρες. 2 συμπε- ριλαβαίνω, συγκαταλέγω· θεωρώ, λογίζω, λο- λογαριάζω· - больным λογίζω άρρωστον - в Отпуск συμπεριλαβαίνω στους αδειούχους. II -СЯ 1 αριθμούμαι. 2 συμπεριλαβαίνομαι, συγκατα- συγκαταλέγομαι, θεωρούμαι, λογίζομαι, λογαριάζο- λογαριάζομαι· ОН -ИТСЯ αυτός συμπεριλαβαίνεται στον κατάλογο. II φέρομαι χρεωμένος· эта книга -ИТСЯ за НИМ αυτό το βιβλίο είναι χρεωμένο σ' αυτόν. число, ~а, πλθ. числа, -сел, -слам ουδ. 1 о αριθμός· простые -ла οι απλοί αριθμοί· целое - ο ακέραιος αριθμός· дробное - κλα- κλασματικός αριθμός· смешанное - συμμιγής αριθ- αριθμός· кратное - το πολλαπλάσιο (αριθμού). 2 (γραμμ.) ο αριθμός· единственное - ενικός αριθμός· множественное -πληθυντικός αριθ- αριθμός· двойственное - δυ"ΐκός αριθμός. 3 ημε- ημερομηνία· какое - сегодня? τι ημερομηνία εί- είναι σήμερα; πόσο έχει ο μήνας σήμερα; сего- дня - пятое марта σήμερα είναι πέντε του Μάρτη. 4 ποσότητα· в его доме собралось большое - гостей στο σπίτι του μαζεύτηκε μεγάλος αριθμός φιλοξενούμενων (συγκεντρώ- (συγκεντρώθηκαν πολλοί μουσαφιρέοι). II εκφρ. нет ИЛИ несть или без ~а απειράριθμοι· астрономи- астрономические -а αστρονομικοί αριθμοί· В ~е μετα- μεταξύ, ανάμεσα· В большом -ё σε μεγάλο αριθ- αριθμό, κατά μεγάλο μέρος. ЧИСЛОВОЙ επ. αριθμητικός· -ЙЯ величина η αριθμητική ποσότητα· ~ая последовательность αριθμητική αλληλουχία ή αλληλοσύνδεση· ~ые данные αριθμητικά στοιχεία. ЧИСТИК1, ~а α. πτηνό των βόρειων θαλασσών. ЧИСТИК? -а α. η βουκέντρα (σαν μέσο κά- κάθαρσης του υνίου με το πλατύ σιδηρά άκρο. чистилище, -а ουδ. (θρησκ.) το καθαρτήριο (των ψυχών). II εκφρ. ПроЙТЙ через ή СКВОЗЬ - περνώ απο το καθαρτήριο (απο αυστηρό έ- έλεγχο) . чистильный επ. εκκαθαριστικός· -ая машина εκκαθαριστική μηχανή. ЧИСТИЛЬЩИК, -а α., -ца, -Ы θ. (εκκαθαρι- (εκκαθαριστής, -ίστρια. II λούστρος· ~ сапог о λού- λούστρος υποδημάτων. ЧИСТЙтеЛЬ, -Я α. εκκαθαριστική μηχανή· хлопка βαμβακο-εκκαθαριστική μηχανή. ЧИСТИТЬ, ЧЙщу, ЧИСТИШЬ, παθ. μτχ. ЧЙщен- НЫЙ, βρ: -щен, -а, -О р.δ.μ. καθαρίζω, πα- στρεύω· - ДНО канала καθαρίζω το βυθό της διώρυγας· - Дорогу καθαρίζω το δρόμο· - се- себе уши καθαρίζω τ' αυτιά μου· - НОГТИ κα- καθαρίζω τα νύχια· - щёткой καθαρίζω με τη βούρτσα (βουρτσίζω)· - зубы Щёткой καθαρί- καθαρίζω τα δόντια με την οδοντόβουρτσα· - лошадь скребницей ξυστρίζω το άλογο. II λουστρί- ζω· - сапоги λουστρίζω τις μπότες. 2 απο- αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω·- фрукты καθαρίζω τα φρούτα. II εκκοκκίζω, ξεκοκκίζω· - горошек ξεκοκκίζω τα μπιζέλια. II αφαιρώ το τσόφλι, ξετσοφλίζω· - ЯЙЦО ξετσοφλίζω το αυγό· чешую απολεπίζω· - перья μαδίζω· - внутрен- внутренностей αφαιρώ (βγάζω) τα εντόσθια (ξεκοι- (ξεκοιλιάζω). 3 Ι*τφ. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάρι- εκκαθάριση, εξυγίανση· ~ партию κάνω εκκαθάριση στο κόμμα· - государственный аппарат κάνω εκκα- εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού. 4 μτφ. κα- τακλέβω, λεηλατώ, απογυμνώνω. 5 μαλώνω, βρί- βρίζω, ξετινάζω. II χτυπώ, δέρνω. II -СЯ καθαρί- καθαρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
чии 736 чис чистка, -И Θ. 1 καθάρισμα, κάθαρση· πά- στρευμα* ~ и смазка станка καθάρισμα και λάδωμα της εργατομηχανής. II λούστρισμα. 2 μτφ. εκκαθάριση, κάθαρση, εξυγίανση· - Пар- ТИИ εκκαθάριση του κόμματος. ЧИСТО επίρ. 1 καθαρά, παστρικά· работать - εργάζομαι καθαρά* говорить - μιλώ καθαρά, 2 ως κατηγ, είναι ν.αθα.ρί· у нас В комнате Всегда ~ το δωμάτιο μας είναι πάντοτε καθα- καθαρό. 3 επίρ. (διαλκ.) εντελώς, τελείως. 4· ε- εντελώς όπως, πανομοιότυπα. II εκφρ. - начис- начисто κατακάθαρα, πεντακάθαρα, παστρικότατα. ЧИСТОВИК, -а α. το καθαρό, το καθαρογραμ- καθαρογραμμένο αντίγραφο (απο το πρόχειρο). чистовой επ. καθαρός· - экземпляр рукопи- рукописи το καθαρό αντίτυπο του χειρόγραφου. ~ая тетрадь το καθαρό τετράδιο (το μη πρόχειρο). чистоган, -а (~у) α. (απλ.) τα μετριτά,το μετρητό χρήμα· на - σε μετρητά· заплатить -ОМ πληρώνω σε μετρητά. чистокровка, -И α.κ.θ. καθαρόαιμος, -η (ό- (όχι απο διασταύρωση)· - лошадь καθαρόαιμο άλογο. ЧИСТОКРОВНОСТЬ,' -И θ·. το καθαρόαιμο· - ПО- ПОРОДЫ το καθαρόαιμο της ράτσας. чистоктовный επ., βρ: -вен, -вна, -вно. 1 καθαρόαιμος (απο μη διασταύρωση)· ~ жеребец καθαρόαιμο πουλάρι. 2 γνήσιος, πραγματικός, καθαρός. ЧИСТОПИСание, -Я ουδ. καλλιγραφία· урок -Я μάθημα καλλιγραφίας. ЧИСТОПЛОТНОСТЬ, -и θ. 1 αγάπη προς την κα- καθαριότητα (σώματος, ενδυμασίας κλπ.). 2 τ ι- μιότητα, χρηστότητα. чистоплотный επ., βρ: -тен, ~тна, ~тно. 1 φίλος της καθαριότητας (σώματος, ενδυμασίας κλπ.). II καθαρός, ευειδής. 2 μτφ. χρηστός, τίμιος. ЧИСТОПЛЮЙ, -Я α. 1 φίλος της καθαριότητας μέχρι σχολαστικότητας ή αηδίας. II σιχαντε- ρός, αηδιαστικός. 2 φίλος της καθαρής δου- δουλειάς. чистополье, -Я ουδ. γήπεδο καθαρό (χωρίς βλάστηση). ЧИСТОПорОДОСТЬ, -И θ. καθαρότητα ράτσας. чистопородный επ., βρ: -ден, -дна, -дно καθαρόαιμος· - СКОТ καθαρόαιμα ζώα (απο μη διασταύρωση). чистопробный επ. (για χρυσό, ασήμι) καθα- καθαρός, γνήσιος· -ое ЗОЛОТО καθαρό χρυσάφιB4 καρατιών). ЧИСТОПСОВЫЙ επ. καθαρόαιμος (για σκύλο). чистосердечие, -Я ουδ. ειλικρίνεια, ανυ- ποκρισία. чистосердечность, -и θ. βλ. чистосердечие. чистосердечный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ειλικρινής, ακραιφνής, εγκάρδιος, γκαρδια- κός, καρδιοστάλακτος, ανυστερόβουλος· -ое раскаяние ειλικρινής μετάνοια (μεταμέλεια)· -ое признание ειλικρινής ομολογία. ЧИСТОСОртность, -И θ. η εκλεκτότητα· семян η εκλεκτότητα των σπόρων. чистосортный επ. εκλεκτός (εκλεκτού εί- είδους)· ~ картофель εκλεκτή πατάτα. ЧИСТОТа, -Ы θ. 1 καθαριότητα, πάστρα· помещения η καθαριότητα του χώρου. καθα- καθαρότητα, ευκρίνεια, διαύγεια· - произношения η καθαρότητα της προφοράς. 3 επιμέλεια* Обработки детали η επιμέλεια επεξεργασίας εξαρτήματος. 4 το αμιγές, το ανόθευτο* золота η καθαρότητα του χρυσού. 5 διαύγεια. 6 μτφ. αγνότητα, χρηστότητα, τιμιότητα· ДУШИ η αγνότητα της ψυχής. II παρθενικότη- παρθενικότητα. чистый επ., βρ: чист, чиста, чисто·, чище. I καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)· ~ое поме- помещение καθαρός χώρος· - ВОЗДУХ καθαρός αέ- αέρας· -ая рубашка καθαρό πουκάμισο· -ые ру- руки καθαρά χέρια. 2 γιορτινός, επίσημος. 3 που δε λερώνει· -ая работа καθαρή δου- δουλειά. 4 (παλ.) της ανώτερης κοινωνίας, σο- ιλής, σο'ϊλίδικος. 5 καλοφτιαγμένος, επιμε- επιμελημένος· -ая работа επιμελημένη εργασία. II τελειωμένος ολοκληρωτικά'· -ая гайка ολοκλη- ολοκληρωμένο περικόχλιο. II καθαρογραμμένος. 6 ε- ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. II ασύννεφος, α- συνέφιαστος· - горизонт καθαρός ορίζοντας. 7 αμιγής, γνήσιος· -ое золото καθαρό χρυ- χρυσάφι· - спирт καθαρό οινόπνευμα· -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος. II διαφανής* δι- διαυγής· -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό. II (για ζώα) καθαρόαιμος· -ая порода καθαρή ράτσα· 8 σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος· - голос κα- καθαρή φωνή. || ευκατάληπτος, εύληπτος· -ое произношение καθαρή προφορά. 9 μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος· -ая душа καθαρή ψυχή· -ая любовь αγνή αγάπη. II παρθενικός, αθώος* -ая девочка αγνό κορίτσι. 10 θεμιτός, έντιμος· -ые средства θεμιτά μέσα* -ЫМ путём με την έντιμη οδό. II νέτος· καθαρός· - вес καθαρό βάρος· -ая прибыль καθαρό κέρδος· - ДОХОД καθαρό έσοδο. II ανυπόχρεος, μη χρεωμένος· -ое имение αχρέωτο κτήμα. II στερημένος πα- παντελώς (περιουσίας)· теперь он чист τώρα πια δεν έχει καθόλου περιουσία. 11 πλήρης, πα- παντελής· - вздор καθαρή ανοησία. 12 πραγμα- πραγματικός, αληθινός, σωστός. II Ίδιος, πανομοιό- πανομοιότυπος· его. лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιό- χιόνι, ίδιοι κύκνοι. 13 αφηρεμένος, χωρίς πρα- πρακτική εφαρμογή· -ая наука καθαρή επιστήμη· II εκφρ. -ое искусство καθαρή Τέχνη (χωρίς
чис 737 чле περιεχόμενο, η Τέχνη για την Τέχνη. ~ая ΟΤ- ставка (παλ.) τελειωτική (οριστική) παραί- παραίτηση· - понедельник η Καθαρή Δευτέρα·за -ые деньги ή за -ими деньгами σε μετρητά· на -ОМ воздухе στον καθαρό αέρα. ЧИСТЮЛЯ, -И α.κ.θ. υπερβολικά φίλος, ~η της καθαριότητας, παστρικός, -ιά. ' ЧИСТЯК, ~а α. είδος βατραχίου (φυτοΰ). Читаемость, -И θ. η λαϊκότητα του βιβλίου, η φιλαναγνωστία. читаемый επ. απο μτχ. φιλαναγνωστικός, που έχει φιλσναγνώστες. читалка, -и θ. βλ. читальня. читальный επ. της ανάγνωσης· - зал αναγνω- αναγνωστήριο. Ι! ουσ. -ая θ. αναγνωστήριο. читальня, -И θ. το αναγνωστήριο. ЧИТание, -Я ουό. ανάγνωση, διάβασμα. Читатель, -Я α., -НИЦа, -Ы θ. αναγνώστης, -ώστρια. читательский επ. του αναγνώστη, -τών. читать ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, ~о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, ~ο. 1 διαβάζω, αναγι(γ)νώσ4ω· ~ газету διαβάζω εφημερίδα· - КНИГУ διαβάζω το βιβλίο· ОН не умеет - αυτός δεν ξέρει να διαβάζει· - вслух διαβάζω φωναχτά· - по слогам διαβάζω συλλα- συλλαβιστά· - Про себя διαβάζω με το νου μου· бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα. 2 κατα- κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, ση- σημάδια)· - чертежи διαβάζω τα σχέδια· - НО- НОТЫ διαβάζω τις νότες. 3 διαγιγνώσκω, δια- διαβλέπω, διορώ· - мысли διαβάζω τις σκέ- σκέψεις. 4 απαγγέλλω· читать СТИХ απαγγέλλω ποί- ποίημα. II κηρύσσω· κάνω διάλεξη, μιλώ. II διδά- διδάσκω· он -ет В институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο. II εκφρ. - наставления ή право- учения, нотации) νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ. II -СЯ 1 διαβάζομαι· над- ПИСЬ -ется С трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)· роман -ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ' όλους· 2 έχω διάθεση για διάβασμα· мне ЧТО-ТО не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα. II διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλέπομαι. ЧИТКа, -и θ. 1 διάβασμα, ανάγνωση. 2 διά- διάγνωση, μάντευμα απο ενδείξεις, σημεία. 3 φω- φωναχτό διάβασμα· коллективная - газет ομα- ομαδικό διάβασμα εφημερίδων. читывать р.δ. βλ. читать. ЧИХ, -а α. φτέρνισμα, φτάρνισμα· ГрОМКИЙ - δυνατό φτέρνισμα. 4ΗΧ*επιφ. απτσού. II ως κατηγ. φτερνίζο- φτερνίζομαι, φταρνίζομαι. чиханье, -Я ουδ. φτέρνισμα, φτάρνισμα. чихательный επ. φταρνικός, φταρμογόνος· ~ые вещества φταρνικές ουσίες· - газ φταρ- μογόνο αέριο. ЧИХаТЬ р.δ. 1 φτερνίζομαι, φταρνίζομαι· - при Насморке φτερνίζομαι όταν έχω συνάχι. 2 μτφ. περιφρονώ, δε δίνω σημασία, αδιαφορώ.II -СЯ φτερνίζομαι, φταρνίζομαι. ЧИХВОСТИТЬ, -ВОЩУ, -ВОСТИШЬ ρ.δ.μ. (απλ.) μαλώνω· βρίζω. II χτυπώ, δέρνω. *ЧИХИрь, -Я α.κρασί κοκκινέλι των Καυκά- Καυκάσιων. чихнуть ρ.σ. βλ. чихать A σημ.). чихота, -Ы θ. (απλ.) κοντανάσαιμα, λαχά- λαχάνιασμα. ЧЙчер, -а α. (διαλκ.) κρύο με βροχή ή με νερόχιονο. ♦чичероне άκλ. α. (παλ.) ξεναγός. II συνο- συνοδοιπόρος. *ЧИЧИСбёЙ, -Я α. (παλ.) καβαλιέρος· συνο- συνοδός. чище συγκρ. β. του επ. чистый κ.του επιρ. чисто. ЧЙщеНИе, -Я ουδ. 1 καθάρισμα· κάθαρση. 2 ξεφλούδισμα, αποφλοίωση. член, -а α. 1 μέλος· -Ы тела τα μέλη του σώματος· члены предложения τα μέλη της πρό- πρότασης· -Ы семьи τα μέλη της οικογένειας· - Партии μέλος του κόμματος· - ПРОВСОЮЗОВ μέ- μέλος των συνδικάτων - экспедиции μέλος της αποστολής. 2 ο όρος· - дроби о όρος του κλά- κλάσματος· - суждения μέλος της κρίσης (στη λογική). 3 (γραμμ.) το άρθρο· определённый и неопределённый - οριστικό και αόριστο άρ- άρθρο. II εκφρ. —корреспондент αντεπιστέλ- αντεπιστέλλον μέλος. членение, -Я ουδ. χώρισμα σε μέλη ή μέρν. II το μέρος όλου. ЯЛеник, -а α. ο δακτύλιος των αρθοπόδων. членистоногие, -ИХ ουσ. πλθ. τα αρθρόποδα ή δακτυλιωτά. членистый επ. (ζωολ.) δακτυλιωτός. ЧЛенЙТЬ, -НТО, -НЙШЬ ρ.δ.μ. χωρίζω σε μέλη ή μέρη· - изложение χωρίζω την έκθεση σε μέ- μέρη· - на части χωρίζω σε μέρη· - предложе- предложение (γραμμ.) χωρίζω την πρόταση σε μέλη. II -СЯ χωρίζομαι σε μέλη ή μέρη. членовредитель, -Я α. αυτοτραυματίας. членовредительство, ~а ουδ. 1 αυτοτραυμα- τισμός. 2 αναπηρία, σακατιλίκι, πήρωση, членораздельно επίρ. ευκρινώς κλπ. επ. членораздельность, -И θ. ευκρίνεια, ενάρ- ενάργεια, καθαρότητα, διαύγεια (ήχου, λόγου). членораздельный επ., βρ: -лен, -льна, -о έναρθρος, ευκρινής, εναργής, καθαρός, λαγα- ρός, ξεκάθαρος, εύληπτος (για ήχο, λόγο κλπ). членский επ. του μέλους· - взнос η συν- συνδρομή του μέλους (οργάνωσης)· - список κα-
что τάλογος μελών - билет το βιβλιάριο του μέ- μέλους. членство, -а ουδ. η ιδιότητα του μέλους (οργάνωσης). ЧМОК επιφ. πλατ. II ως κατηγ. πλαταγώ. чмоканье, -Я ουδ. πλατάγημα, πλαταγή (χα- (χαρακτηριστικός ήχος απο την απόσπαση των χε ι- ιλέων) . ЧМОкаТЬ р.δ. 1 πλαταγώ με τα χείλη. 2 φι- φιλώ με πλατάγημα, δίνω σκαστό φιλί. 3 φλοι- σβίζω· παφλάζω· κάνω πλατς. II ~СЯ φιλιέμαι ηχηρά, με πλατάγημα. чмокнуть(ся) ρ.σ. βλ. чмокать(ся). чоглок, -а α. είδος μικρού γερακιοϋ. чоканье1, -Я ουδ. το τσούγκρισμα των ποτη- ποτηριών (πριν την πόση). чоканье? -Я ουδ. η προφορά του γράμματος Ц σαν 4. ЧОкать1, -ает р.δ. 1 τερετίζω, κάνω τσίου- τσίου. 2 ντιντιν'ιζω (για μέταλλα, γυαλιά). ЧОкать2ρ.δ. προφέρω το γράμμα Ц σαν 4. чокаться р.δ. τσουγκρίζω τα ποτήρια (πριν την πόση). чокнуть ρ.σ. βλ. чокать1. II -ся рх.чокать- (ся). чопорно επίρ. ευπρεπώς. ЧОПОРНОСТЬ, -И θ.μεγάλη ευπρέπεια ή κο- κοσμιότητα. чопорный επ., βρ: -рен, -рна, -рно πολύ ευπρεπής ή σεμνός. II αυστηρός· τραχύς. чох? -а α. βλ. чих1 40Χ2επιφ. βλ. ЧИХ? *ЧОХа κ. чуха, -Й θ. είδος επενδύτη. ЧОХОМ επίρ. (απλ.) ολόκληρα, όλα μαζί. чреватость, -И θ. πληρότητα. чреватый επ., βρ: -ват, -а, -о πλήρης, γε- γεμάτος· που ενέχει (περικλείει, εγκυμονεί)· события -ые последствиями γεγονότα γεμάτα συνέπειες· дело -ое опасностями υπόθεση που εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. II ουσ. -ая θ. η έγκυα.. чрево, ~а ουδ. (παλ.) γαστέρα, κοιλιά. II μτφ. το εσωτερικό κάποιου. чревовещание, -Я ουδ. εγγαστριμυθία. чревовещатель, -я α., -ница, ~ы θ. εγγα- εγγαστρίμυθος, -η. чревосечение, -Я ουδ. κοιλιοτομία. чревоугодие, ~Я ουδ. αδηφαγία, απληστία. чреВОугОДНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. αχόρτα- αχόρταγος, -η, αδηφάγος, -α, άπληστος, ~η· κοιλι- όδουλος, -η. чревоугодничать р.δ. βουλιμιώ· τρώγω α- αχόρταγα, με απληστία· με λαιμαργία. чревоугодничество, ~а ουδ. βλ. чревоуго- чревоугодие. чреда, -ы θ. 1 (παλ.) βλ. череда1 A, 3 2 σταδιοδρομία, καριέρα· πεδίο δράσης. чрез πρόθ. με αιτ. (γραπ. λόγος) βλ. через. чрезвычайно επίρ. εξαιρετικά, σε εξαιρε- εξαιρετικό ή μεγάλο βαθμό· έκτακτα. чрезвычайность, -И θ. η εξαιρετικότητα. II εκφρ. ДО -И μέχρι εξαιρετικότητας. чрезвычайный επ., βρ: -чаен, -чайна, -о; 1 εξαιρετικός, εξαίρετος· σπάνιος· -ая па- память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη· - ус- пёх εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία· -Ое про- происшествие εξαιρετικό γεγονός. 2 έκτακτος· α- απρόβλεπτος· ~ые меры έκτακτα μέτρα· -ые расходы έκτακτα έξοδα· -ая'КОМЙссИЯ έκτακτη επιτροπή· -ое заседание έκτακτη συνεδρία- συνεδρίαση· - съезд έκτακτο συνέδριο· - посол έ- έκτακτος πρεσβευτής· -ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης· -ые Налоги έκτακτοι φόροι. чрезмерно επίρ. υπέρμετρα, υπερβολικά. чрезмерность, -И θ. το υπέρμετρο, η υπερ- βολικότητα. чрезмерный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 υπερβολικός, υπέρμετρος, άκρος· -ые требо- требования υπερβολικές απαιτήσεις ή διεκδικήσεις. чресла, чресл πλθ. (παλ.) η οσφύς, η μέση, τα ισχία. II εκφρ. препоясать - ετοιμάζομαι για δρόμο. чтение, ~Я ουδ. 1 ανάγνωση, διάβασμα· вслух ανάγνωση φωναχτά· - про себя διάβα- διάβασμα με το νου· беглое ~ ελεύθερη (εύχερη)α- (εύχερη)ανάγνωση· - чертежей διάβασμα (κατανόηση) των σχεδίων. 2 το ανάγνωσμα. чтец, ~а α. 1 (παλ.) αναγνώστης. 2 ηθο- ποιός-αναγνώστης. ЧТИВО, -а ουδ. ανάγνωσμα. чтйтель, -я α. βλ. почитатель. ЧТИТЬ, чту, чтишь, чтят κ. чтут р.δ. μ. τι- τιμώ, σέβομαι · υπολήπτομαι· - Память ПОГЙб- ШИХ за родину τιμώ τη μνήμη των πεσόντων για την πατρίδα. II -СЯ τιμώμαι. -чтица, -Ы θ. αναγνώστρια. ЧТО1, чего, чему, чем, О Чём αν των. 1 (ερω- (ερωτηματική)· τι· - мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα; - случилось? τι συνέβηκε; - вы сказали? τι είπατε; - нового? τι νέα; ο чём ВЫ говорите? για τι μιλάτε;(περί τίνος μιλάτε;)· о чём ВЫ думаете? τι σκέπτεστε; - ЭТО такое? τι ειν' αυτό; ну -? λοιπόν τι; 2 (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο· ό,τι· Я знаю, - вы хотите ξέρω, τι θέλετε· я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε· Я вам прочту, - вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι ε- εσείς θέλετε. 3 (αναφ.) οποίος, -α, -Ο, που· книга, ~ лежит на столе το βιβλίο,που είναι πάνω στο τραπέζι· ΤΟ, ~... αυτό, που.., Я вижу то, - лежать на столё βλέπω αυτό, -που
что 739 чуб είναι, πάνω στο τραπέζι. 4 γιατί· - вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος; -ВЫ так ДОЛГО не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοι- κοιμάστε; а ~?καιγιατί; 5 επίρ. πόσο, τι· СТОИТ эта КНЙга? πόσο κοστίζει αυτό το βι- βιβλίο; II πόσος, -η, ~ο· - денег истрачено!πό- истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν! - сил истрачено! πό- πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν!(πάνε χαμένες!). II όσος, -η, ~ο· - было у меня сил όσες δυνά- δυνάμεις είχα. 6 κάτι(τι), τίποτε· если- зна- знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το· чуть -, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα. 7 τι· - за шум? τι θόρυβος είναι αυτός; - ТОЛ- ку, - ПОЛЬЗЫ, - хорошею τι νόημα, τι όφε- όφελος, τι το καλό. 8 ό,τι· всего, - Я ЗНЭЛ, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα. II ο οποίος, -α, ~ο· старая черешня, - посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς. II εκφρ. а -? και τι; ДО чего... α) εξαιρετικά· ДО чего хорош! εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό· до чего ты меня Довёл σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες! к чему γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό· не к чему δεν έχει κανέ- κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφε- ωφελεί· НИ К чему (ως κατηγ.)· δε χρειάζομαι· тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι· С чего απο τι, απο που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμε- βασιζόμενος· НИ за что σε καμιά περίπτωση, με κα- κανένα λόγο· ни за ~ и ни за - ни про - τελεί- τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μά- μάταια· (уж) на - τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθ- βαθμό· ХОТЬ бы - (ως κατηγ.) είναι τελείως α- αδιάφορο· чего-чего, а... βρε, τι είν' αυ- αυτό... что ли (ль) τι, μήπως· что бы НИ.... όλο, οποιοδήποτε· ЧТО бы... είθε, μακάρι, άμποτε· - ТЫ (ВЫ)! (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) ~ Ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,πα- ρά να... - (ЭТО) за α) τι είν' αυτό-- ЭТО за бумаги τι χαρτιά είν' αυτά. β) τι· (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) - за день сего- дня! τι μέρα σήμερα! - за здание! τι(ωραίο) κτίριο! - говорить τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπνο)· - ни (на) есть ό,τι υπάρ- υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)· чем не και τι δεν έχει για,τι δεν ταιριάζει για... чем ОН не учёный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας; ВО - бы то НИ стало οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο· ни во - не ставить ή считать δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε· НИ С чем уЙТЙ (ОС- таться, вернуться) φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος). 4Τ0*ειδ. σύνδ. 1 ότι, πως· я знаю, - это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια· гово- говорят, что ОН болен λένε πως αυτός είναι άρ- άρρωστος. II ότι, που· я счастлив, - вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω. 3 όπως, σαν. 4 χρον. σύνδ. (παλ.) μόλις, ευθύς, άμα. 5 σύνδ. διαχωριστικός· τι...,τι... -в горо- городе, - в деревне - одно и тоже τι στην πό- πόλη, τι στο χωριό - ένα και το Ίδιο.,6 μόριο (στα λα'ϊκά τραγούδια)· τι· (στην αρχή του στίχου). II εκφρ. ТОЛЬКО И..., - αποκλει- αποκλειστικά, μόνο (ότι). чтоб κ. чтобы 1 σύνδ. τελικός· γιανα,να· я сделаю всё, - успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω· тороплюсь - ус- петь на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο· ОН ЛЮбИТ, - ему ЛЬСТИЛИ αυτός αγα- αγαπά να τον κολακεύουν. 2 σύνδ. ειδικός·ότι, πως· сомневаюсь, - это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό· - не μήπως, για να μη· боюсь, - он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολο- κρυολογήσει. II (για χρόνο) που, οπότε· 3 μόριο· α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής· - ЭТОГО больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό! - тебя больше не видел! να μη σε ξα- ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε· - ОН ЛО- пнул! μακάρι να έσκαζε! ЧТО-ЛИбО, чего-либо κ.τ.τ. αόριστη αντων. βλ. что-нибудь. ЧТО-НИбуДЬ, чему-нибудь κ.τ.τ. κάτι, κάτι τι, τίποτε· дайте ~ почитать δόστε μου τί- τίποτε να διαβάσω. что-то1αόρ. αντων. κάτι· я хочу вам ска- зааь - θέλω να σας πω κάτ ι· он - шептал ему В ухо αυτός κάτι του ψιθύριζε στ' αυτί. ЧТО-ТО2επίρ. ως ένα βαθμό· σαν κάπως· мне - не здоровится κάπως δεν είμαι καλά (απο υ- υγεία). II περίπου, πάνω-κάτω, γύρω· он мне остался должен - рублей сто αυτός μου χρωστά ακόμα περίπου εκατό ρούβλια. чу επιφ. με σημ. άκου· -, песня άκου, τρα- τραγούδι. II (παρνθ. λ.) λένε, ακούγεται, διαδί- διαδίδεται. чуб, -а, πλθ. чубы α.' τούφα μαλλιών (κρεμάμενη στο μέτωπο ανδρών). II βλ. оседё- лец. чубарый επ. κ. ουσ. (για άλογο)· παρδα- παρδαλός. чубастый επ., βρ: -бает, -а, -о με μεγάλη τούφα· τουφάτος. чубатый επ., βρ: -бат, -а, -О με τούφα, τουφάτος. *чубук, -а α. το τσιμπούκι.
/чи чуд чубучный επ. του τσιμπουκιοϋ· - мастер τε- τεχνίτης τσιμπουκιών. чубушник, -а α. βλ. жасмин. *чувал, -а а. 1 σάκκος, σακκ'ι, τσουβάλι. 2 εστία, τζάκι. чуваш, -а α., ~ка, -и θ. Τσουβάσος, -α. чувашский επ. τσουβάσικος. чувственник, -а α. αισθησιακός· φιλήδονος, ηδυπαθής. чувственно επίρ. αισθησιακά· φιλήδονα. чувственность, -И θ. αισθησιασμός· φιλη- φιληδονία, ηδυπάθεια· τρυφηλότητα. чувственный, -вен, -венна, -венно. 1 αι- αισθησιακός (που πηγάζει απο τις αισθήσεις)· -ое восприятие αισθησιακή αντίληψη. 2 σω- σωματικός, σαρκικός· ~ая ЛЮбОВЬ αγάπη με σαρ- σαρκική ηδονή. 3 φιλήδονος, ηδυπαθής· επικού- επικούρειος· τρυφηλός· - человек φιλήδονος άντρας· -ая женщина φιλήδονη γυναίκα. чувствие, -я ουδ. βλ. чувство. чувствилище, ~а ουδ. το αισθητήριο κέντρο. чувствительно επίρ. 1 αισθηματικά. 2 αι- αισθητά. Ι! εκφρ. - благодарить ευχαριστώ ο- ολόψυχα. чувствительность, -И θ. 1 αισθηματικότητα. II ευαισθησία, αισθαντικότητα. II ευθιξία. II αισθητότητα. 2 αισθητικότητα (ικανότητα στο να αισθάνεται). 3 (τεχ.) ευαισθησία·- при- прибора ευαισθησία της συσκευής. чувствительный επ., βρ: -лен, -льна, ~ο·, 1 αισθαντικός, ευαίσθητος· ντελικάτος· ~ое сердце ευαίσθητη καρδιά. II αισθηματικός· ερωτόληπτος. II εύθικτος, ευερέθιστος. 2 αι- αισθητήριος· -ые нервы αισθητήρια νεύρα. 3 (τεχ.) ευαίσθητος· - прибор ευαίσθητη συ- συσκευή. 4 αισθητός· - ХОЛОД αισθητό ψύχος· -ая разница αισθητή διαφορά. чувство, -а ουδ. 1 η αίσθηση· органы чувст τα όργανα των αισθήσεων· - Обоняния η αί- αίσθηση της όσφρησης· - зрения η αίσθηση της όρασης· - слуха η αίσθηση της ακοής'· - ося- осязания η αίσθηση της αφής· - вкуса η αίσθηση της γεύσης. 2 πλθ. чувства, чувств οι αισθή- αισθήσεις· упасть без чувств πέφτω αναίσθητος· ЛИШИТЬСЯ чувств στερούμαι των αισθήσεων'* при- вестй в - συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθή- αισθήσεις· прийти В - συνέρχομαι, ανακτώ τις αι- αισθήσεις, 3 τ° αίσθημα· - 60ЛИ το αίσθημα του πόνου· - ЛГОбВЙ το αίσθημα της αγάπης· - гордости το αίσθημα της υπερηφάνειας· достоинства το αίσθημα της αξιοπρέπειας· долга το αίσθημα του καθήκοντος· - ответс- ответственности το αίσθημα της ευθύνης· - ЖЭЛОС- ТИ το αίσθημα του οίκτου. II αγάπη, έρωτας. 4 συναίσθημα. Чувствование, -Я ουδ. 1 αίσθηση. 2 αί- αίσθημα. чувствовать, -ствую, -ствуешь ρ.δ.μ.1 αι- αισθάνομαι* νιώθω· καταλαβαίνω· - ХОЛОД αι- αθάνομαι κρύο· - ГОЛОД αισθάνομαι πείνα· г страх αισθάνομαι φόβο· - усталости αισθάνο- αισθάνομαι κούραση. II συναισθάνομαι, έχω συναίσθη- συναίσθηση· - ответственность за что-л. έχω συναί- συναίσθηση της ευθύνης για κάτι. 2 αντιλαμβάνο- αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω· διαισθάνομαι. II συ- συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω· -СВОЮ вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου). II προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγι- γνώσκ'ω. 3 καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναί- συναίσθηση, επίγνωση· - свой недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου. 4 (για υγεία) αισθάνομαι· сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά· дедушка сейчас -ствует плохо о παπ- παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα. II εκφρ. - се- себя αισθάνομαι τον εαυτό μου· как себя -вуй- те? (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας; давать - коцу δίνω (σε κάποιον) να κα- καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)· Давать себя - δί- δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ε- νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)· ног ή земли под собой не - βλ. ίδια έκφραση στη λέξη слышать. || -СЯ αισθάνομαι, γίνομαι αισθη- αισθητός· φαίνομαι· διαφαίνομαι' В вопросах ре- ребёнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια. ♦чувяки, -ΟΒ πλθ. (ενκ. "Чувяк, -а α.), πα- παπούτσια στρωτά (χωρίς τακούνια). Чугун, -а α. 1 χυτοσίδηρος, μαντέμι.2 δο- δοχείο απο χυτοσίδηρο. ЧуГУНКа, -И θ. 1 βλ. ЧУГУН B σημ.). 2 θερμάστρα απο χυτοσίδηρο. 3 (παλ.) σιδηρο- σιδηροδρομική γραμμή. чугунный επ. του χυτοσιδήρου· απο χυτοσί- χυτοσίδηρο. II εκφρ. -ая дорога βλ. чугунка C σημ.). чугунок, ~НКа α. μικρό δοχείο απο χυτοσί- χυτοσίδηρο. чугунолитейный επ. της χύσης χυτοσιδήρου' -ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή χυτοσιδήρου· цех τμήμα (εργοστασίου) τήξης χυτοσιδήρου. чугуноплавильный επ. βλ. чугунолитейный. чудак, -а α., -чка, -и θ. παράξενος, -η, αλλόκοτος, -η, παράδοξος, ~η· старый - γε- ροπαράξενος· старая -чка γεροπαράξενη. чудаковатый επ., βρ: -ват, -а, -о λίγο πα- παράδοξος, λίγο παράξενος. чудаческий επ. παράξενος, παράδοξος, αλ- αλλόκοτος. чудачество, -а ουδ. παραξενιά, αλλοκοτιά. чудачествовать, -ствую, -ствуешь р.δ. κά- κάνω παραξενιές, παραδοξίες, αλλόκοτα πράγ- πράγματα. чудачина, -ы α. βλ. чудак.
чуд 741 чуж чудачить, -чу, -чишь р.6. βλ. чудачест- чудачествовать. чудеса βλ. чудо. чудачка, -и θ. βλ. чудак. чудесить, -сишь р.δ. (παλ.) βλ. чудить. чудесник, -а а., -ца, -ы θ. 1 βλ. проказ- проказник. 2 θαυματοποιός, θαυματουργός, τερατουρ- γός · σαλτ ιπάγκος. чудесно επίρ. 1 θαυματουργικά. 2 θαυμάσια. °УДОСНОСТЬ, -И θ.θαυματουργ'ια, -τοποι'ϊα. чудесный επ., βρ: -сен, -сна, -сно. 1 (παλ.) θαυματουργικός· -ое исцеление θαυματουργικό γιάτρεμα· -ая икона θαυματουργική εικόνα. 2 μαγικός· τερατουργικός. 3 βλ. чудный. чудила, -ыа.к.е. (απλ.) βλ. чудак. чудить, -дйшь р.δ. κάνω παράξενα, παράδο- παράδοξα πράγματα ή ανοησίες, κουταμάρες. II κάνω αστεία, καλαμπούρια· πει-ράζω. чудиться, -дишься р.δ. (συνήθως απρόσ.)· φαίνομαι· -лось мне, что нахожусь В раю μου φαινόταν, πως βρίσκομαι στον παράδεισο. чудиха, -и θ. βλ. чудак, -чка. чудище, -а ουδ. (παλ.) βλ. чудовище. чудно επίρ. παράξενα, παράδοξα. II ως κατηγ. είναι παράξενο ή παράδοξο· - дело παράξενο πράγμα. чудный επ., βρ: -ден, -дна, -дно. 1 θαυ-' ματουργός, -γικός· μαγικός· παράδοξος· υπερ- φυής, υπερκόσμιος. 2'θαυμάσιος, εξαίσιος, θεϊκός, θεσπέσιος. II λαμπρός· εξαιρετικός, υπέροχος, θαυμάσιος, θαύμα· -ая погода και- ρός-θαύμα (θαυμάσιος). чудо, ~а, πλθ. чудеса, чудес, -ами к. чу- чуда, чуд ουδ. 1 (πλθ. чудеса) τα θαύματα- он верит В -са αυτός πιστεύει στα θαύματα· -са совершённые Спасителем τα θαύματα που έκανε ο Χριστός (Εωτήρας). 2 έργο υπέροχο· - ИС- куства θαύμα Τέχνης· семь чудес света τα εφτά θαύματα (Τέχνης) του κόσμου. II κάθε υ- υπέροχο, θαυμάσιο, εξαίσιο· - красоты θαύμα ομορφιάς* -са героизма θαύματα ηρωισμού. 3 επίρ. -ΟΜ α) με θαυμασμό, β) ως εκ θαύμα- θαύματος· ОН уцелел только -ОМ αυτός έμεινε σώος ως εκ θαύματος· -ом они спасены ως εκ θαύ- θαύματος αυτοί σώθηκαν. II εκφρ. - как... θαύμα, θαυμάσια· στον υπέρτατο βαθμό, ώσπου δεν παίρνει άλλο· - как ОН Хорош καλός ώσπου δεν παίρνει άλλο (θαύμα)· не - δεν είναι θαύμα (παράξενο)· —ГОДО (λκ. ποίηση) παρα- παραμυθένιο τέρας. чудовище, -а ουδ. 1 τέρας· - Сфинкс το τέρας η Εφιγξ. II πολύ άσχημος άνθρωπος. II ζώο πελώριο, τεράστιο. 2 μτφ. πολύ σκληρός, σκληρόκαρδος· σκυλόψυχος. чудовищность, -И θ. το τερατώδες, τέρας. чудовищный επ., βρ: -щен, -щна, -щно. 1 τερατώδης, τερατόμορφος· -ое существо τερα- τερατώδες ον - ВИД τερατώδικη μορφή. II τερατο- λογικός. 2 πελώριος , τεράστιος. 3 εξαιρε- εξαιρετικός, ασυνήθης, υπερφυσικός. чудодей, -Я α. ~ка, -и θ. 1 (παλ.) θαυ- θαυματουργός, θαυματοποιός, τερατουργός, σαλ- σαλτ ιπάγκος· μάγος. 2 (απλ.) βλ. чудак. чудодейственно επίρ. θαυματουργικά. чудодейственность, -И θ. ιδιότητα θαυμα- θαυματουργική. чудодейственный επ. -вен, -венна, -венно θαυματουργός, -γικός* -ое средство θαυμα- θαυματουργό φάρμακο,· ~ая сила θαυματουργή δύ- δύναμη. чудотворец, -рца α. θαυματουργός, -ποιος. чудотворно επίρ. θαυματουργά, -γικά. чудотворный επ., βρ: -рен, -рна,-рно θαυ- θαυματουργός* -ая икона θαυματουργή εικόνα. чужак, -а α.,.-чка, -и θ. ξένος, -η, ξενο- μερίτης, -ισσα. II μη συγγενής. II μη ομοϊδε- ομοϊδεάτης* ο άσχετος. чужанин, ~а, πλθ. -жане, -жан (απλ.) βλ. чужак. чужбина, -Ы θ. η ξενιτιά, τα ξένα· мне На- доёло ЖИТЬ В -е βαρέθηκα να ζω στην ξενιτιά. чуждаться, -агась, -аешься р.δ. αποξενώνο- αποξενώνομαι, αποφεύγω* απομονώνομαι. чуждость, -И θ. αποφυγή, αποξένωση. чуждый επ., βρ: чужд.^чужда, -ο (παλ.) ξέ- ξένος* -ая помога . ξένη βοήθεια* ~ые страны οι ξένες χώρες. II μτφ. όχι δικός· -ые эле- элементы ξένα στοιχεία· -ая идеология ξένη ι- ιδεολογία. чужедальний επ. ξένος και μακρινός* -ая страна χώρα ξένη και μακρινή. чужеземец, -мца α., ~ка, -и θ. ξένος, -η, αλλοδαπός, -ή κλπ. επ. чужеземный επ. (παλ.) ξένος, αλλοδαπός, ξω- μερίτικος, εξωτικός, ξενόφερτος. чужеземница, -ы θ. (παλ.) κάθε ξένο, ξε- λόφερτο, ξενικό (πολιτισμός, μόδα κ.τ.τ.). чужеродный επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО αλ- αλλογενής, ετερογενής, ετεροεθνής, ετερόφυλ- λος, αλλόφυλος. чужестранец, -нца, -ка, -и θ.(παλ.)βλ. ино- иностранец, -ка. чужестранный επ. (παλ.). βλ. иностранный. чужеядный επ. παράσιτος, -τικός (για φυτά). чужеязычный επ., βρ: -чен, -чна, -о (παλ.) βλ. иноязычный. чужой επ. ξένος* - дом ξένο σπίτι* -ые Вещи ξένα πράγματα* -ая страна ξένη χώρα* -йе края ξένα μέρη* назваться -им именем με φωνάζουν με το ψευδώνυμο· за - счёт σε βά- βάρος άλλου, με ζημιά άλλου· С -ИХ СЛОВ εξ α- ακοής (ακουστά). II ουσ. ο ξένος, ο αλλοδαπός.
чуч II εκφρ. -ИМИ руками με ξένα χέρια (όχι μό- μόνος), με τη βοήθεια άλλων В ~йе руки σε ξέ- ξένα χέρια (σε ξένους ανθρώπους). Чуйка, -И θ. είδος επενδύτη. II άνθρωπος ντυμένος με τέτοιο επενδύτη. Чулан, ~а α. αποθήκη· κελλάρι. чуланный επ. της αποθήκης· του κελλαριού. чулки, -лок, πλθ. (ενκ. чулок, -лка α.) κάλτσες γυναικείες· шёлковые - μεταξωτές κάλτσες· шерстяные - μάλλινες κάλτσες· ка- капроновые - κάλτσες νάυλον пара -лок ζευγά- ζευγάρι κάλτσες. 11 ετερόχρωμο μαλλί του κάτω μέ- μέρους των ποδιών του αλόγου (σαν κάλτσες). чулочки, -чек πλθ. (ενκ. чулочек, -чка α.) καλτσίτσες. чулочник, -а α., -ца, -Ы θ. πλέκτης, ~τρα καλτσών. чулочный επ. της κάλτσας, των καλτσών·-ая фабрика φάμπρικα (κατασκευής) καλτσών -ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή καλτσών -ая машй- на πλεκτομηχανή καλτσών. Чум, -а α. σκηνή, τσαντήρι (των κατοίκων της βορειοανατολικής Σιβηρίας). Чума, -Ы θ. πανώλη, πανούκλα. чумазый επ., βρ: -маз, -а, -о. 1 λερωμέ- λερωμένος, βρώμικος, μουτζουρωμένος. 2 (παλ.) ουσ. ποπολάρος, μη σοϊλής. II κουλάκος απο χρεο- χρεοκοπημένο τσιφλικά. чумак, -а α. (παλ.) έμπορας με ιδιόκτητο αμάξι, πραματευτής. чумаковать, -кую, -куешь р.δ. (παλ.) κάνω τον έμπορα, τον πραματευτή. чумарка, -И θ. (διαλκ.) κοντό καφτάνι. чумаШСИЙ επ. (παλ.) του έμπορα, του πρα- πραματευτή· - промысел το εμπορικό επάγγελμα. чумачество, -а ουδ. το εμπορικό επάγγελμα. чумеТЬ р.δ. 1 είμαι πανωλόβλητος. II (απλ.) βλ. шалеть. чумиться, -ЙТСЯ р.δ. (για ζώα) αρρωσταίνω απο πανώλη. Чумичка, -И θ. 1 (διαλκ.) η κ,ουτάλα δια- διανομής. 2 υπηρέτρια. 3 λερωμένος, βρωμιάρης. чумной επ. 1 πανωλικός, της πανώλης· -ая эпидемия επιδημία πανώλης. 3 πανωλόβλητος. 3 βλ. чумовой. ЧУМОВОЙ επ. (απλ.) μωραμένος, ξεκουτια- σμένος, παλαβωμένος. чуни, -ей πλθ. (ενκ. чуня, -И θ.) διαλκ. είδος πλεκτών σχο'ινινων υποδημάτων, чупрйна, -ы θ. (απλ.) βλ. чуб. Чур επιφ. (παλ.) αλτ!, μη με εγγίζεις· меня сила нечистая αλτ! μη με εγγίζεις α- ακάθαρτο πνεύμα (τρισκατάρατε). 2 με τον ό- όρο, με τη συμφωνία· - пополам (για εύρημα)· α! στη μέση, απο μισό. чурак, ~а α. (διαλκ.) βλ. чурбан. чураться ρ.δ. 1 λέγω, προφέρω τσουρ. 2 α- αποφεύγω κάποιον, κάτι. чурбак, ~а α. βλ. чурбан A σημ.) Чурбан, -а α. 1 κούτσουρο. 2 μτφ. κουτός. *чурек, -а α. τσουρέκι (είδος άζυμου ψωμιού των Καυκάσιων). Чурка, -И θ. κουτσουράκι δέντρινο ή με- μεταλλικό. Чур-чура επιφ. βλ. чур B σημ.). чуткий επ., βρ: -ток, -тка, -тко; чутче. 1 λεπτός, οξύς· -ое ухо λεπτό αυτί (οξεία α- ακοή)· - НОС οξεία όσφρηση· - НЮХ οξεία ό- όσφρηση* - слух οξεία ακοή. 2 (τεχ.) ευαί- ευαίσθητος, πολύ λεπτός (για όργανα, συσκευές). 3 πρόσχαρος· αβρός· - ПОДХОД λεπτός τρόπος (συμπεριφοράς). II εκφρ. - сон ελαφρός ύπνος. чуТКО επίρ. με λεπτότητα, προσεχτικά, με αβρότητα· ευαίσθητα. II ελαφρά* спать - κοι- κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμούμαι. ЧУТКОСТЬ, -И θ. λεπτότητα. II οξύτητα. II ευαισθησία. II προσεχτικότητα* αβρότητα· μέ- Ριμνα. чуток επίρ. λιγάκι, ελάχιστο. чуточка, -И 6. το λιγάκι· НИ -И ούτε λι- λιγάκι (καθόλου, διόλου)· ему НИ -И не было больно αυτόν δεν τον πονούσε καθόλου. II -у λιγάκι· ПОГОДИ -у περίμενε λιγάκι. ЧУТОЧНЫЙ επ. (απλ.) πολύ μικρός, ελάχι- ελάχιστος. чутче συγκρ. β. του επ. Чуткий και του ε- επιρρήματος чутко. чуть 1 επίρ. μόλις, σχεδόν огонь там - горит η φωτιά εκεί μόλις καίει· ОН ~ ДЫШИТ αυτός μόλις αναπνέει. 2 σύνδ. χρονικός*μό- χρονικός*μόλις. II εκφρ. - было не... παρολίγο, λίγο έ- έλειψε να... чуть (ЛИ) Не... σχεδόν... чуть что с0 μόλις κάτι (συμβεί, ακουστεί κ. τ.τ.). β) σχεδόν чуть-чуть πάρα πολύ λίγο, ελάχι- ελάχιστο. чутьё, -Я ουδ. 1 (για ζώα) η όσφρηση. 2 μτφ. διάγνωση, διαίσθηση, προεικασία. 3 η μούρη του λαγωνικού. чутьистый επ., βρ: чутьист, -а, -о οξείας όσφρησης· -ая собака λαγωνικό με οξεία ό- όσφρηση. чуфкканье, -я, ουδ. οι χαρακτηριστικές κραυγές του αγριόγαλου, το κακάρισμα. Чуфйкать р.δ. (κυνηγ.) κακαρίζω. чуха βλ. чоха. чухна, -Ы θ. (παλ.) αθρσ. (περιφρ.)· οι Φιλανδοί. 2 α.κ.θ. Φιλανδός, -ή. Чухонец, -нца α., -ка, -И θ.(παλ.) Φιλαν- Φιλανδός, -ή. ЧуХОНСКИЙ επ. (παλ.) φιλανδικός. II εκφρ. -ое масло το φρέσκο βούτυρο. чучело, -а ουδ. 1 αχυρωμένο δέρμα ζώου ή
чуч 743 ταριχευμένο. 2 σκιάχτρο για τα πτηνά (στους κήπους, χωράφια κλπ.)· 3 ανδρείκελο, ξόανο (για σκοποβολή, λογχομαχία). 4 άνθρωπος κα- κοντυμένος, άτσαλος, κουρελής. 5 (ύβρη) ξό- ξόανο. чучельник, -а α. αχυρωτής· ταριχευτής. чучельный επ. της οχύρωσης ή ταρίχευσης ζώων: - мастер βλ. чучельник. ~ая мастер- мастерская εργαστήριο αχύρωσης ή ταρίχευσης ζώων. Чушка, -И θ. 1 (απλ.) γουρουνάκι. 2 πλθ. -И (παιδικό παιγνίδι) η γουρούνα. 3 κομμά- κομμάτι χυτού μετάλλου. Чушковый επ.σε τεμάχια (για χυτό μέταλλο). шаг чушь,'-и θ. βλ. чепуха. чуять, чую, чуешь р.δ.μ. 1 οσφραϊνομαι,μυ- οσφραϊνομαι,μυρίζω, -ομαι, οσμίζομαι. 2 αισθάνομαι, νιώθω, καταλαβαίνω. 3 Ι-ΐτφ. προαισθάνομαι, παίρνω μυρουδιά. II αντιλαμβάνομαι, εννοώ. II εκφρ. ног ή земли под собой не чует βλ. ίδια έκ- έκφραση στη λέξη слышать. II -СЯ οσφραίνο- μαι, μυρίζομαι, οσμίζομαι. 2 αισθάνομαι, νιώθω, διαισθάνομαι. II προαισθάνομαι·-лась весна μύρισε Ανοιξη. 3 μου φαίνεται, μου εμφανίζεται, μου παρουσιάζεται. чхать, чхаю, чхаешь р.δ.(απλ.) βλ. чихать. чхнуть р.σ. (απλ.) βλ. чхать. ш Ша επιφ. στάσου, σταμάτα. Шабала, -Ы θ. 1 (διαλκ.) η κουτάλα. 2 ο φλύαρος, ο αεροκοπανιστής,αρλοΰμπας. *Шабаш, -а κ. ~έ α. 1 (Шабаш) το Σάββατο σαν μέρα αργίας (στους Εβραίους). 2 συγκέ- ντωση νυχτερινή των μαγισσών (το μεσαίωνα). II μτφ. όργιο, ανήθικες πράξεις. 3 το τέλος της δουλειάς· ανάπαυλα. 4 ως κατηγ. φτάνει, αρκεί, σταμάτα, τέλος. II (ναυτ.) σταματάτε την κωπηλασία (παράγγελμα). шабашить, -шу, -шишь р.δ.μ. (παλ. κ. απλ.) τελειώνω δουλειά ή υπόθεση. II κάνω διάλειμ- διάλειμμα, ανάπαυλα, αναπαύομαι. *Шабер, ~а α. αποξέστης (όργανο). шабёр, -бра α. (διαλκ.) ο γείτονας: жить В -брах είμαστε γείτονες (με κάποιον). Шабли ουδ. άκλ. είδος κρασιού. *Шаблон, -а α. 1 ιχνάριο, σχέδιο, πρότυπο, τύπος· οδηγός· περίγραμμα· το στάμπο (χρω- (χρωματισμού). 2 μτφ. το στερεότυπο, το μονότο- μονότονο· работать ПО -у δουλεύω στερεότυπα. шаблонизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. (γραπ. λόγος) κάνω κάτι στερεότυπο; II -СЯ γίνομαι στερεότυπος, μονότονος. ШабЛОННОСТЬ, -И θ. στερεοτυπία,μονοτονία. шаблонный επ., βρ: -лонен, -лонна, -лонно 1 του ιχναρίου κλπ. ουσ. II (φτιαγμένος) με ιχνάρι, με τύπο κλπ. ουσ. ~ые изделия είδη (φτιαγμένα) με ιχνάρι (τύπο). 2 μτφ. στερε- στερεότυπος, -πικός, μονότονος· κοινοτοπικός, τε- τετριμμένος. Шабрение, -Я ουδ. απόξεση· επεξεργασία με αποξέστη. Шабрить, -рю, -ришь ρ.δ.μ. (τεχ.) αποξέω, επεξεργάζω με αποξέστη. II -СЯ αποξέομαι, ε- επεξεργάζομαι με αποξέστη. Шабровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шаброванный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. (τεχ.) βλ. шабрить. шабровка, -и θ. βλ. шабрение. шабровочный επ. (τεχ.) αποξεστικός. шабровщик, ~а α. αποξέστης (εργάτης). шавка, -и θ. ράτσα μακρού σκύλου. Шаг, -а (-У); με τα αριθμ. 2, 3» 4: Шага; προθτ. В -е κ. В -у, πλθ. -Й α. 1 το βήμα· короткий - βραχύ βήμα· ДЛИННЫЙ - μακρύ βή- βήμα. II πλθ. -Й τα βήματα (ο κρότος των βη- βημάτων). 2 το βάδισμα· замедлить - επιβραδύ- επιβραδύνω το βήμα· ускорить - επιταχύνω το βήμα. II(στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. II το βά- *ην (αργός βηματισμός ή βάδισμα). 3 μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή· необдуманный - απερίσκεπτο βήμα· рискован- НЫЙ - επικίνδυνο βήμα· важный - σοβαρό βή- βήμα. 4 (τεχ.) διάστημα· - ВИНТа το βήμα του κοχλία· - зубчатого колеса το βήμα του ο- οδοντωτού τροχού· ДЛИНа -а το μήκος του βή- βήματος. II εκφρ. первые -и (первый -) τα πρώ- πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώ- πρώτο ξεκίνημα)· гигантскими или семимильными -ами идти (двигаться) вперёд με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επι- επιτυχώς)· черепашным ~ом идти или двигаться вперёд προχωρώ με βήματα χελώνας (αναπτύσ- (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)· В нескольких -ах σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)·на ка- ЖДОМ ή ВСЯКОМ -у σε κάθε βήμα (παντού, συ- συχνότατα)· ОДИН - ή На - ένα βήμα (πλησιέστα- (πλησιέστατα) · С первого -а сото το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, απο το πρώτο ξεκίνημα)· - за -ОМ
шаг 744 шал к. (παλ.) - за - α) βήμα προς βήμα, αγάλια- αγάλια (αργά), β) βαθμιαία και σταθερά· от- отбивать (печать, чеканить κλπ.) - βηματίζω σταθερά και ρυθμικά· κροτώ βαδίζοντας· идти (шагать) - В - С кем συμβαδίζω με κάποιον Сбиться с -а χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω· Β -у УЗКИ (για παντελόνι) με στενεύει στο βά- βάδισμα· ни на - ή ни -у (не отходить, не от- отступать) от КОГО-чего δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω απο κάποιον, κάτι· НИ -у назад ού- ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)· НИ -у вперёд ούτε βήμα μπροστά· -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)* -у сделать ή сту- ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сде- сделать βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις. шагание, -я ουδ. το βάδισμα. шагать ρ.δ. 1 βαδίζω, βηματίζω· περπατώ· οδοιπορώ. II μτφ. προοδεύω, αναπτύσσομαι, ε- εξελίσσομαι. 2 περνώ, διαβαίνω· υπερπηδώ, δρα- δρασκελώ· ~ через канаву πηδώ τον αύλακα- порог δρασκελώ το κατώφλι. 3 κάνω βηματισμό· солдаты -ают οι στρατιώτες βηματίζουν. II -ся βαδίζω με διάθεση, έχω διάθεση για βάδισμα. шагающий επ. απο μτχ. κινητός , κινούμενος · - экскаватор εκσκαφέας πάνω σε κάμπη (σε ερ- ερπύστρια)· - кран κινητός γερανός. шагистика, -И θ. (στρατ.) βηματισμός. шагЙСТЫЙ επ., βρ: -ГЙст, -а, -О που βαδί- βαδίζει με μεγάλα (μακροσκελή) βήματα. шагнуть р.σ. βλ. шагать. II εκφρ. - нель- нельзя, не Дают είναι αδύνατο να προχωρήσεις,ε- προχωρήσεις,εμποδίζουν (δεν υπάρχει ελευθερία δράσης). шаГОМ επίρ. με βήμα, βάδην. шагомер, -а α. βηματόμετρο. шагреневый επ. του σαγγρί· απο ααγγρί. II σαγγριοειδής. шагренировать, -руга, -руешь р.δ.μ. επε- επεξεργάζομαι σαγγρί. ♦шагрень, -и θ. το σαγγρί (είδος δέρματος). шаечка, -И θ. μικρό ξύλινο υδροδοχείο. шажком επίρ. με μικρό γοργό βήμα. шажОК,-ЖКа α. βηματάκι. * шайба, -ы θ. 1 παράκυκλος,' ροδέλα. 2 δί- δίσκος χόκεϋ. шайка1, -и θ. γεν. πλθ. шаек σπείρα, συμ- συμμορία· - Воров σπείρα κλεφτών атаман -И о αρχηγός σπείρας· - разбойников ληστοσυμμο- ρία· бандитская - ληστοσυμμορία. шайка^ -и, γεν. πλθ. шаек θ. υδροκαδίσκη με λαβές. II (απλ.) λεκάνη με λαβές, ♦шайтан, -а α. ο Εατανάς. ♦шакал, -а α. το τσακάλι, ο θως. шакалий, -ья, -ье επ. του τσακαλιού· -ья стая κοπάδι τσακαλιών - ВОЙ το σκούξιμο των τσακαλιών. *Шала, -Ы θ. ακαθάριστο ρύζι για σπορά, ♦шаланда, -Ы θ. φορτηγίδα εμπορευμάτων. II αλιευτική βάρκα με πανί. ♦шалаш, -а α. καλύβα, -ι. шалашный επ. της καλΰ^αζ. II απο καλύβες·- городок συνοικία απο καλύβες, ♦шалоёр κ. шалбёрник, -а α. βλ. шалопай. шалберничать р.δ. τεμπελιάζω, γυρίζω χα- σομέρης, ακαμάτης. ♦шале ουδ. άκλ. ορεινό σπιτάκι. II αγροικία. шалевать κ. шелевать р. δ. μ. περιβάλλω, κα- καλύπτω με λεπτοσάνιδα. II -СЯ καλύπτομαι με λεπτοσάνιδα. ♦шалёвка κ. ШелёВКа, -И θ. κάλυψη με λε- λεπτοσάνιδα. II το λεπτοσάνιδο. шалевый επ.του σαλιού, της μπέρτας, του επινωτίου. шалеть, -ею, -ёешь ρ.δ. (απλ.) μωραίνο- μαι, ξεκουτιάζω, παλαβώνω. шалить, -ЛЮ, -лишь р.δ. 1 ατακτώ, κάνω α- αταξίες. II κάνω τρέλες, ανοησίες. 2 δε λει- λειτουργώ καλά· сердце -йт η καρδιά δε λει- λειτουργεί καλά. 3 στο 28 ενκ. πρόσ. -ишь όχι δα, όχι του κερατά (για ασυμφωνία), ♦шалман, -а α. ταβέρνα, καπελιό. шаловливость, -И θ. αταξία, τρέλα· дет- ская - παιδική τρέλα. шаловливый επ., βρ: -лив, -а, -О άτακτος. II παιγνιδι,άρικος. Шалопай, -Я α. τεμπέλης, ακαμάτης, χασο- μέρης, ρεμπεσκές· αγύρτης. Шалопайничать ρ.δ. τεμπελιάζω, ακαματεύω· αγυρτεύω. шалопут, -а α. βλ, шалопай. Шалопутный επ. (απλ.) απερίσκεπτος, ελα- ελαφρόμυαλος, παιδιακίστικος. ф шалость, -и θ. 1 αταξία, τρέλα, ανοησία· детские -И παιδικές τρέλες. 2 δήωση, λεη- λεηλασία, διαρπαγή. шалтай-болтай α. άκλ. (απλ.). 1 αρλούμπες, μπούρδες, παπαρδέλες, αερολογίες. 2 επίρ. στα χαμένα, άσκοπα· μάταια. шалун, -а α., -ья, -и θ. άτακτος, -η, ζωη- ζωηρός, -ή, παιχνιδιάρης, -α. II άνθρωπος απε- απερίσκεπτος, ελαφρόμυαλος. 2 (παλ.) άρπαγας, λαφυραγωγός, λεηλατητής, διαγουμιστής. шалунишка, -И θ. άτακτο παιδάκι, ♦шалфей, -Я α. ελελίσφασκος ο φαρμακευτικός (εΐίΐστ.), φασκομηλιά, αλιφασκιά (λκ.). И το ελελίσφακο κρασί. салфеЙНЫЙ επ. του ελελίσφακου, της φασκο- μηλιάς. II απο φασκομηλιά· ~ое масло λάδι α- απο φασκομηλιά. шалыган, -а α. (διαλκ.) βλ. шалопай. шалыганить р.δ. βλ. шалопайничать. . шалый επ. (απλ.) βλ. шальной.
шал 745 *шаль1, -И θ. σάλι, μπέρτα, επιυώτιο. II εκφρ. воротник -ьго μεγάλος, φαρδύς γιακάς. ♦шаль2, -и θ. (παλ. к. διαλκ.) παραλογισμός, ανοησία, παραξενιά, ♦шальвары, -вар πλθ. (παλ.) σαλβάρι, βράκα. шальной επ. 1 μωραμένος, ζεκουτιάρης, πα- παλαβός, -μένος. 2 συσκοτισμένος, θολός· συ- συγκεχυμένος. 3 παράλογος, παράφρονος. II μτφ. ακράτητος, αχαλίνωτος· υπερβολικός, υπέρ- υπέρμετρος. 4- αδέσποτος, τυχαίος, άγνωστης προ- προέλευσης· ~ая Пуля αδέσποτη σφαίρα. II εκφρ. -ЭЯ ГОЛОВа ο ζεκουτιάρης,. ο άμυαλος· ~ые деньги τα τυχερά χρήματα (ανεμομαζώματα). шаляй-валяй κ. шаля-валя επίρ. (απλ.) ό- πως-όπως, καλά-κακά, τσαπατσούλικα, άτακτα, ♦шаман, -а α. μάγος. II κομπογιαννίτης. шаманизм, -а α. βλ. шаманство. шаманий, -ЬЯ, -ье επ. μαγικός, του μάγου* κομπογ ιανν ίτικος. ШамаНИТЬ р.δ. είμαι μάγος, κάνω το μάγο, το μάντη. шамаНСКИЙ επ. του μάγου· του μάντη·, της μαγείας. ШамаНСТВО, -а ουδ. 1 μαγεία· μαντεία. 2 το επάγγελμα του μάγου ή του μάντη. II η μα- μαγεία, η μαντική. шамать ρ.δ. (απλ.) μασώ, τρώγω. *шамберьёр, -а α. μαστίγιο ιππασίας. шамканье, -Я ουδ. ψιθύρισμα·μουρμούρισμα. шамкать р.δ. ψιθυρίζω· μουρμουρίζω. Шамовка, -И θ. (απλ.) φαγητό. *шамот, -а α. άργιλος πυρίμαχος ή χώμα της φωτιάς. шамОТНЫЙ επ. της πυρίμαχου αργίλου· απο πυρίμαχο άργιλο. шамотовый επ. βλ. шамотный. шампанизация, ~И θ. καμπανιτοποίηση. шампанизировать, -рута, -руешь ρ.δ.κ.σ. κα- μπανιτοποιώ, κάνω καμπανίτη. Шампанский επ. του καμπανίτη· για καμπα- καμπανίτη· -ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή καμπανί- καμπανίτη· -ие сорта винограда ποικιλίες σταφυλιών για καμπανίτη. шампанское, -ОГО ουδ. ο καμπανίτης, η σα- μπάνια. ♦шампиньон, -а α. αγαρικό το κοινό (είδος μανιταριού). ♦шампунь, -Я α. το σαμπουάν. шамшить, -шу, -шишь ρ.δ. (παλ.) βλ. самкать. ♦шандал, -а α. (παλ.) κηροπήγιο, καντιλέρι. ♦шанец, -НЦа α. (παλ.) προσωρινό οχϋρωμα. шанкерный επ. του έλκους (σύφιλης). шанкр, ~а α. (ιατρ.) έλκος σύφιλης· мягкий - μαλακό έλκος· твёрдый - σκληρό έλκος, φα- γέδαινα, φάουσα. ♦шанс, -а α. ελπίδα (πιθανότητα, δυνατότη- шар τα) επιτυχίας· συνθήκες· НИ ОДНОГО - καμιά ελπίδα ή πιθανότητα· -Ы На успех ελπίδες ε- επιτυχίας· благоприятные -ы ευνοϊκές συνθή- συνθήκες (επιτυχίας). II (παλ.) περίπτωση, περι- περιστατικό. ♦шансонетка, -И θ. 1 τραγουδάκι. 2 τραγου- τραγουδίστρια. ♦шантаж, -а α. εκβιασμός, -ίαση·' κατανα- καταναγκασμός . шантажировать, -руго, -руешь р.δ.μ. εκβιά- εκβιάζω, ασκώ (χρησιμοποιώ) βία. шантажист, ~а α., -ка, -И θ. εκβιαστής, -άστρια. шантажистский επ. εκβιαστικός, του εκβι- εκβιαστή ή του εκβιασμού. шантажный επ. εκβιαστικός, του εκβιασμού. ♦шантан, -а α. βλ. кафешантан. шантанный επ. βλ. кафешантанный. шантрапа, -Ы α.κ.θ. (απλ.) προστυχάνθρω- πος, προστυχάντζα· άθλιος, ελεεινός· κατα- καταφερτζής. шантрёт, -а α. (απλ.) βλ. шатен. шанцевый επ. (στρατ.) σκαπανικός· - инст- инструмент σκαπανικό εργαλείο. шаньга, -И θ. (διαλχ.) κουλουρίτσα (είδος ψωμιού). ♦шапито ουδ. άκλ. μεγάλη σκηνή για τσίρκο· περιοδεύον τσίρκο. шапка, -и θ. 1 σκούφος, σκούφια· барашко- барашковая - σκούφια απο αρνίσιο δέρμα· без -И ξε- σκούφωτος, ασκεπής. II μτφ. κάθε αντικείμενο θολοειδές. 2 μεγάλη επικεφαλίδα εφημερίδας. II εκφρ. ПО -е (απλ.) στην άκρη, στη μπάντα· ε ζω απ' εδώ· κάτω· -ами кидать είναι παι- παιγνίδι (δεν παρουσιάζει δυσκολία)· дать по -е α) χτυπώ, β) διώχνω, απολύω, παύω' ΠΟ- »лучйть ПО -е (απλ.)· α) τις τρώγω, με δέρνουν, β) διώχνομαι απο κάπου· На воре - горит ό- όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται (προδίνεται μόνος του) . шаповал, -а α. (παλ.) πιλοποιός, καπελάς, ♦шапокляк^ -а α. το κλακ (ψηλό καπέλο). шапочка, -И θ. σκουφάκι, σκουφίτσα. ШОПОЧНИК, -а α. σκουφάς, καπελάς.Η (παλ.) έμπορας σκουφιών. шаПОЧНЫЙ επ. της σκούφιας· για σκούφια· - материал ύφασμα ή υλικό για σκούφιες· -ое производство παραγωγή σκουφιών. II εκφρ. -ое знакомство επιφανειακή γνωριμία· - зна- знакомый λίγο γνωστός· к -ому разбору прийти (ЯВИТЬСЯ κ.τ.τ.) φτάνω στο τέλος (επεισοδί- (επεισοδίου, γεγονότος). шапчонка, -И θ. σκουφάκι, σκουφίτσα. шар, -а (με τα αριθμητικά: 2, 3, 4: шара) α. 1 (γεωμ.) η σφαίρα. 2 κάθε σφαιροειδές αντικείμενο· бильярдные ~ы οι μπίλες του
шар 746 шас μπιλιάρδου. 3 (παλ·) σφαιρίδιο (ψηφοφορίας)· белый ~ λευκό σφαιρίδιο (υπέρ)· чёрный - το μαύρο σφαιρίδιο (κατά). 4 (απλ.) πλθ. шары, ~ΟΒ τα μάτια. II εκφρ- земной - γήινη с/φα'ιρα· залить -Ы πίνω, το τσοϋζω, μεθώ· ХОТЬ -ОМ покати τελείως άδειος, κενός, *ШарабЭН, -а α. 1 αμάξι τετράτροχο (με εν- ενδιάμεσα καθίσματα). 2 μόνιππο δίτροχο αμάξι. *шарада, ~Ы θ. γρίφος· συλλαβόγριφος. шарап, -а α: на -! επάνω τους! (γιαδιαρ- παγή). Шарах επιφ. ως κατηγ. μπαμ! (ρίχνω, πυροβολώ) шараханье, -я ουδ. ρίξιμο, πυροβόληση. Шарахать ρ. δ. 1 χτυπώ, ρίχνω, πετώ ξαφνικά, με δύναμη. II πυροβολώ. 2 βλ. παθ. φ. -СЯ. II -СЯ μετακινούμαι απότομα· πετιέ- πετιέμαι επάνω, αναπηδώ· - В сторону πετιέμαι στην άκρη. II ρίχνομαι ορμητικά. 2 (απλ.) πέ- πέφτω επάνω, προσκρούω· χτυπώ· - об угол χτυ- χτυπώ στη γωνία. 3 μτφ. αναμερίζω, ξεφεύγω. шарахнуть( ся) ρ. σ. βλ. шарахать( ся). *шарж, -а α. γελιογραφία, -φημα, καρικα- καρικατούρα. Шаржевый επ. γελοιογραφικός· - рисунок βλ. шарж. Шаржирование, -Я ουδ. γελοιοποίηση. шаржировать, -рую, -руешь р.δ. γελοιοποιώ. шаржировка, -и θ. βλ. шаржирование, ♦шариат, -а α. κώδικας θρησκευτικός και νο- νομικός των μουσουλμάνων. шарик, -а α. σφαιρίδιο. II εκφρ. белые кро- кровяные -И λευκά αιμοσφαίρια· красные кровя- кровяные -И ερυθρά αιμοσφαίρια. ШарИКОВЫЙ επ. με σφαιρίδια* - ПОДШИПНИК ένσφαιρος τριβέας (ρουλεμάν). шарикоподшипниковый επ. του ένσφαιρου τρι- τριβέα, του ρουλεμάν· - завод εργοστάσιο έν- σφαιρων τριβέων. ШарИТЬ, ~рю, -ришь р.δ. ψάχνω ψηλαφιστά, ψηλαφίζω· - В карманах ψάχνω στις τσέπες·- В сундуке ψάχνω στο σεντούκι. II ερευνώ· κά- κάνω έρευνα. II εκφρ. - глазами ή ВЗОРОМ πε- περιφέρω τα μάτια, το βλέμμα. шарк επιφ. ως κατηγ. σέρνω, σβαρν'ιζω κλπ. ρ. βλ. шаркать. шарканье, -Я ουδ. σύρσιμο, σβάρνισμα· τρι- τριβή. II προστριβή· πρόσκρουση. шаркать ρ.δ. 1 σέρνω, σύρω, σβαρνίζω-τρί- σβαρνίζω-τρίβω· - туфлями σβαρνίζω τα παπούτσια. II προ- στρίβω- προσκρούω· - о коробке спичкой προ- στρίβω το σπίρτο στο κουτάκι. 2 χτυπώ, προ- προσκρούω τα τακούνια (κατά το χαιρετισμό). II -СЯ 1 προστρίβομαι· προσκρούω. 2 βλ. ενεργ. φ. B σημ.). шаркнуть ρ.σ. 1 βλ. шаркать. 2 (απλ.) ρί- ρίχνω, πετώ, χτυπώ ξαφνικά, απότομα και με δύναμη. II -СЯ χτυπώ, προσκρούω. шаркун, -а α. άνθρωπος φανταχτερός, φι- φιγουράτος, ψευτοευγενής, ψευτοπολιτισμένος. ♦шарлатан, -а α., -ка, -и θ. τσαρλατάνος, αγύρτης, απατεώνας. ' шарлатанйзм, -а α. βλ. шарлатанство. шарлатанить ρ.δ. αγυρτεϋω, κάνω τσαρλατα- νιές, απάτες. шарлатанский επ. τσαρλατάνικος, αγύρτι- κος· - приём τσαρλατάνικος τρόπος. шарлатанство, -а ουδ. τσαρλατανιά,-ισμός, αγυρτεία. ♦шарлах, -а α. (παλ.) κοκκινόχρωμα ζωηρό. шарлаховый επ. κοκκινόχρωμος, ερυθρόχρω- μος. ♦шарлотка, -и θ. γλυκός πολτός απο μήλα. шарм, -а (-у) α. (γραπ. λόγος) θέλγητρο, μαγεία, γοητεία· σαγήνη. шарманка, -и θ. η λατέρνα. II εκφρ. заве- завести (крутить) -у (απλ.) επαναλαβαίνω τα ί- ίδια και τα ίδια (μονότονα, ανιαρά). шарманщик, -а α. λατερνατζής. *шарнйр, -а α. γιγγλυμός, στροφέας, ρεζές, μεντεσές. шарнирный επ. με γιγγλυμό, με ρεζέ. ♦шаровары, -вар πλθ. το σαλιβάρι, η σαλι- βάρα, η βράκα. II αθλητικό πλατύ παντελόνι. шаровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шарованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ. κ. σ. σκαλίζω σπαρτό II -СЯ σκαλίζομαι. шаровидный επ., βρ: -ден, -дна,-ο σφαιροειδής. шаровка, -и θ. σκάλισμα σπαρτών (γραμμι- (γραμμικής σποράς). шаровой επ. σφαιρικός· ~ая поверхность η σφαιρική επιφάνεια. II σφαιροειδής. шаромыга, -и α.κ. θ. (απλ.) βλ. шаромыжник. шаромыжник, -а α. (απλ.) παράσιτος, χαρα- χαραμοφάης, σελέμης, αμάκας. шаромыжничать ρ.δ. (απλ.) παρασιτώ, σελε- μίζω. ШаромЫЖвСТВО, -а ουδ. παρασιτία. шарообразный επ., βρ: -зен, -зна, -зно? βλ. шаровидный. ♦шарф, -а а. 1 (ε)σάρπα, επώμιο γυναικείο. 2 ζώνη στρατιωτική ή'τελαμώνας. 3 κασκόλ. шарфик, -а α. σαρπίτσα. ♦шассё ουδ. άκλ. βήμα χορού, ♦шасси ουδ. άκλ. (τεχ.) πλαίσιο, πλαισίω- μα, σασί. шасталка, -и θ. σε'ιστρο, κόσκινο (αλωνι- (αλωνιστικής μηχανής). шастанье, -я ουδ. κοσκίνισμα. шастать р.δ. 1 μ. κοσκινίζω. 2 πλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρνώ. шасТЬ επιφ. με σημ. κατηγ. εμφανίζομαι α- πρόπτα, ξαφνικά.
шат 747 шаш шатание, -Я ουδ. 1 κούνημα, σείσιμο· δό- δόνηση, κλόνιση, -σμός. 2 ταλάντευση, τρίκλι- σμα. 3 περιπλάνηση. 4 μτφ. ταραχή, ανατα- ραγμός· αναβρασμός. II μτφ. αστάθεια. шатать р.δ.μ. 1 κουνώ, σείω, κλονίζω, τα- ταλαντεύω· δονώ· - СТОЛ6 κουνώ το στύλο· зуб κουνώ το δόντι. 2 απρόσ. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε κατά το βάδισμα, τρικλίζω. II -СЯ 1 κουνιέμαι, σείομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. II μτφ. κλονίζομαι, δονούμαι, γίνομαι αστα- ασταθής· -ГОТСЯ устои δονούνται οι βάσεις ή τα θεμέλια· -ется трон κλονίζεται ο θρόνος. 2 ταλαντεύομαι, τρικλίζω. 3 πλανιέμαι, περι- περιφέρομαι, τριγυρίζω. *шатен, -а α., ~ка, -и θ, καστανομάλλης, καστανομαλλούσσα. шатёр, -тра α. 1 σκηνή, αντίσκηνο, τσα- ντήρι. 2 (παλ.) στέγη πυραμιδοειδής. 3 κω- κωνικό δίχτυ για πιάσιμο πτηνών. шатия, -И θ. (απλ.) σπείρα, ομάδα κακο- κακοποιών. шаткий επ., βρ: -ток, -тка, -тко. 1 που κουνιέται, σειόμενος, δονούμενος· ~ СТОЛ τραπέζι που κουνιέται. 2 μτφ. ασταθής, τα- λαντευόμενος· ευμετάβλητος· ~ое положение ασταθής (ρευστή) κατάσταση· -ие убеждения ασταθείς πεποιθήσεις. Шаткость, -И θ. αστάθεια, ταλάντευση· κλο- κλονισμός· - убеждений αστάθεια πεποιθήσεων. шатнуть(ся) ρ.σ. βλ. шатать(ся) ίσημ. шатровый επ. πυραμιδοειδής· -ая крыша πυ- πυραμιδοειδής στέγη. шатун, -а α. 1 (τεχ.) διωστήρας, μπιέλα. 2 (απλ.) ο περιπλανώμενος· αγύρτης, αλήτης. II (κυνηγ.) αρκούδα περιφερόμενη στο δάσος. шатунный επ. του διωστήρα· με διωστήρα. шатунья, -И θ. αγύρτισσα, αλήτισσα. *Шафер, -а α. κουμπάρος, παράνυμφος, αυ- αυτός που στεφανώνει. шаферный επ. του κουμπάρου, του παράνυμ- φου. ♦шафран, -а α. 1 κρόκος, σαφράν (φυτό). II ζαφουριά, τα στίγματα των λουλουδιών του κρόκου. 2 είδος μηλιάς και μήλων της. шафранный επ. 1 του κρόκου, του σαφράν ~ые рыльца η ζαφουριά. 2 κροκάτος, κιτρι- νοπορτοκαλής. 3 *"ПС μηλιάς ή του μήλου (ποι- (ποικιλίας) . шафрановый επ. βλ. шафранный B σημ.). ♦шах! ~а α. σάχης, τίτλος μονάρχη. *шах? -а α. (στο σκάκι) βασιλιάς· объявить - προειδοποιώ με βασιλιά. *шахер-махер, ~а α. (απλ.) λοβιτούρα, μα- μανούβρα. ♦шахиншах, -а α. (τίτλος) Σαχ-ιν-Σαχ (βα- (βασιλιάς των βασιλιάδων), ο σάχης της Περσίας. шахиня, -и θ. βασίλισσα, η σύζυγος του σάχη. шахматист, -а α., -ка, ~и θ. σκακιστής, -ίστρια, ζατρικιστής. Шахматный επ. 1 του σκακιού· -ая игра το παιγνίδι του σκακιού· - турнир αγώνες σκα- σκακιού· -ЭЯ доска η σκακιέρα· -ые фигуры οι πεσσοί του σκακιού. 2 αβακοειδής, όπως η άβακα του σκακιού (με τετραγωνίδια)· -ая скатерть τραπεζομάντηλο με τετραγωνίδια. II εκφρ. В -ом порядке αβακοειδώς (όπως τα τε- τετραγωνίδια της σκακιέρας), ♦шахматы, -мат πλθ. το σκάκι , το ζατρίκιο (παιγνίδι ή αντικείμενο)· играть В - παίζω σκάκι. II οι πεσσοί σκακιού. шахский επ, σαχικός, του.σάχη· - престол ο σαχικός θρόνος· - режим το καθεστώς του σάχη. ♦шахта, -И θ. ορυχείο· μεταλλείο· ανθρακω- ανθρακωρυχείο· работать в -ах δουλεύω στα ορυχεία, шахтенный επ. του ορυχείου. шахтёр, -а α. μεταλλωρύχος, ανθρακωρύχος. шахтёрка, -И θ. η μεταλλωρύχα, η ανθρακω- ρΰχα. II η σύζυγος του μεταλλωρύχου, του αν- ανθρακωρύχου. II το ένδυμα του μεταλλωρύχου ή του ανθρακωρύχου. шахтёрский επ. του μεταλλωρύχου, του αν- ανθρακωρύχου· - труд η δουλειά του μεταλλω- μεταλλωρύχου , του ανθρακωρύχου· -ая лампа η λά- λάμπα των μεταλλωρύχων. шахтный επ. του ορυχείου. II εκφρ. - ствол το πηγάδι (φρέαρ) του ορυχείου. шахтовый επ. του ορυχείου. шахтоуправление, -я ουδ. η διεύθυνση του ορυχε ίου. шашел, -а α. κ. шашель, -Я α. δερμιστής, κάμπια που καταστρέφει τα δερμάτινα είδη. Шашечница, гИ θ. το αβάκιο (πλάκα) της ντάμας (παιγνιδιού). II το κουτί των πεσσών της ντάμας. шашечный επ. της ντάμας (παιγνιδιού)· турнир αγώνες ντάμας, II με τετραγωνίδια (ό- (όπως ο πίνακας της ντάμας). шашЙСТ, -а α. παίχτης ντάμας. шашка? -И θ. 1 ντάμα (παιγνίδι). 2 πεσσός της ντάμας, το πούλι. 3 πλάκα επίστρωσης ο- οδού. 4 τροτύλη τετραγωνικού σχήματος. II εκφρ. В -у ή -ОЙ αβακοειδώς (όπως τα τε- τετραγωνίδια του πίνακα της ντάμας)· дымовая - καπνογόνο πυροτέχνημα. шашка? -И θ. σπάθα, -ί, ρομφαία. ♦шашлык, ~а α. σουβλάκι (μεζές). шашлычный επ. του σουβλακιού. II -ая ουσ. θ. κυλικείο μεζέδων (κυρίως σουβλακιών). шашни, -ей πλθ. ραδιουργίες, σκευωρίες, μηχανορραφίες. II κρυφές ερωτικές σχέσεις,
шва 748 шей ερωτοδουλειές. ♦щвабра, -Ы θ. ξύλο με σφουγγαρόπανο. шваль, -и θ. (απλ.). 1 (αθρσ.) παλιοπράγ- ματα, άγ,ρηστα εΙδτ\. 2 άνθρωπος άχρηστος, τι- ποτένιος. швальня, -И θ. (παλ.) ραφείο, ραφτάδικο. ШВарк επιφ. με σημ. κατηγ. βλ. шваркнуть. шваркать( ся) ρ. δ. βλ. сваркнуть( ся). шваркнуть р.σ. (απλ.). 1 ρίχνω, πετώ με δϋ- μη· εκσφενδονίζω· εξακοντίζω. 2 καταφέρω χτύπημα, κόλαφο· ραπίζω. 3 καταβρέχω. II -СЯ 1 πέφτω, καταπίπτω· - В грязь πέφτω στη λάσπη. 2 χτυπώ , προσκρούω· - Об стену, Об УГОЛ χτυπώ στον τοίχο, στη γωνία. *ПШартОВ, -а α. (ναυτ.) αλυσίδα ή συρματό- συρματόσχοινο πρόσδεσης σκάφους. швартование, -Я ουδ. πρόσδεση σκάφους. швартовать, -туго, -туешь р.δ.μ. (ναυτ.) προσδένω σκάφος στην ξηρά. II -СЯ προσδένο- προσδένομαι (για σκάφος). швартовить, -влго, -вишь р.δ.μ. βλ. швар- швартовать. швартовка, -и θ. βλ. швартование. швартовный επ. της πρόσδεσης σκάφους. швартовый επ. βλ. швартовный. *ШВаХ ως κατηγ. είναι αδύνατος, ανίκανος, ανίδεος, αδαής. II άσχημα, κακώς. швед, -а α., -ка, -и θ. Εουηδός, -ή. шведский επ. σουηδικός, -δέζικος. швейка, -и θ. βλ. швея. ШВёЙНИК, -а α., -Ца, -Ы θ. ραπτεργάτης, -τρία. швейный επ. ραπτικός· -ая мастерская το ραφείο, το ραφτάδικο· -ая машина η ραφτομη- χανή· -ая фабрика φάμπρικα κατασκευής εν- ενδυμάτων . ♦швейцар, -а α. θυρωρός, πορτιέρης. швейцарец, -рца α., -ка, -и θ. Ελβετός, -Ίδα. швейцарский επ. 1 ελβετικός· - сыр ελβε- ελβετικό τυρί· - нейтралитет ελβετική ουδετε- ουδετερότητα. 2 του θυρωρού, του πορτιέρη. II ουσ. -ая θ. το θυρωρείο. ♦швёллер,-а α. σιδηροδοκός σχήματος(ή πέλ- πέλματος) „Π Ι1 ♦швёрмер, -а α. βλ. шутиха. ♦швертбот, -а α. βάρκα με πανί για βαρκάδα. швец, -а α. 1 (παλ. κ. απλ.) ο ράφτης. 2 (στην Ουκρανία) τσαγκάρης, υποδηματοποιός. швея, -Й α. ράπτρια, ράφτρα. шворень βλ. шкворень. ШВЫркОВЫЙ επ. των κοντών καυσόξυλων. швырнуть р.σ. βλ. швырять. швырок, -рка α. 1 βλ. бросок B σημ.). 2 κοντά καυσόξυλα θερμάστρας. 3 κινητός στό- στόχος βολής. Швыряние, -Я ουδ. ρίψη, -ιμο, ρίξιμο. швырять ρ.δ.μ..1 ρίχνω, πετώ· - дрова В подвал ρίχνω τα καυσόξυλα στο υπόγειο· камнями πετώ πέτρες, πετροβολώ, λιθοβολώ.\\ τρικλίζω, ταλαντεύομαι. 2 (για υπηρεσία κ. τ. τ.) μεταθέτω, δίνω φύσημα. 3 πετώ έξω. II πετώ όπου λάχει, αδιάκριτα που. II εκφρ. деньги ή деньгами σπαταλώ τα χρήματα. II -СЯ I ρίχνω, πετώ· αλληλορίχνω· - камнями πετώ πέτρες· αλληλοπετροβολουμαι. 2 ρίχνομαι, πε- πετιέμαι. Э απαρνούμαι κάτι, αφήνω· περιφρο- περιφρονώ· δεν εκτιμώ. II εκφρ. - деньгами σπαταλώ τα χρήματα. шебаршить, ~шу, -шйшь р.δ. (απλ.) βλ. шур- шуршать. шевеление, -Я ουδ. κίνηση, κούνημα. 2 μτφ. ανάδευση, ανακίνηση· διέγερση. II θρόισμα. шевелить, -велю, -велишь ρ.δ. 1 μ. κινώ, κουνώ, σαλεύω, σείω· ветер -йт сучья дере- деревьев о άνεμος κουνά τα κλαδιά των δέντρων. II ανακατώνω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, ανα- ανασκαλιζω· - сено αναστρέφω το χόρτο (για να ξεραθεί)· - угли В пёчке ανασκαλ'ιζω τα κάρ- κάρβουνα στη θερμάστρα. 2 μτφ. ανακινώ, ανα- αναδεύω· διεγείρω· κινώ, βάζω σε κίνηση· - ста- рые воспоминания ανακινώ παλαιές αναμνή- αναμνήσεις· он такой вялый; надо его - είναι τό- τόσο νωθρός, που πρέπει συχνά να τον τσινάς. 3 θροώ, θροΐζω. II -СЯ "Ι^κινούμαι, κουνιέμαι· листья -лятся от ветра τα φύλλα κουνιούνται απο τον άνεμο· В строю - нельзя στη σύντα- σύνταξη δεν επιτρέπεται η κίνηση· ОН ещё не умер, -ЙТСЯ αυτός ακόμα δεν πέθανε, κουνιέται. 2 μτφ. αναδεύομαι, ανακινούμαι, διεγείρομαι. II ταράσσομαι, αρχίζω να αντιδρώ. 3 (προστκ.) -ЙСЬ, -Йтесь (παρότρυνση για δράση) κουνή- αου, κουνηθείτε. II εκφρ. -ЯТСЯ деньги (παλ.) υπάρχουν χρήματα. шевельнуть( ся) р. σ. βλ. шевелйть(ся). ♦шевелюра, -Ы θ. η κόμη, τα μαλλιά, ♦шевиот, -а α. το σεβιότ (ύφασμα). Шевиотовый επ. του σεβιότ· απο σεβιότ. ♦шевро, ουδ. άκλ. το σεβρό, δέρμα κατσικιού, шевровый επ. του σεβρού, απο σεβρό· -ая кожа δέρμα σεβρό (κατσικίσιο)* -ые туфли τα παπούτσια απο σεβρό. ♦шеврон, -а α. διακριτικό των χρόνων της στρατιωτικής υπηρεσίας (Λ). шевырять ρ.δ. (απλ.) ανακατώνω, ανασκαλί- ζω. II -СЯ ανακατώνομαι, ανασκαλίζομαι. ♦шедевр, -а α. αριστούργημα, ♦шезлонг, -а α. η σεζ λογκ (ανάκλιντρο κά- κάθισμα) . шейка, -И θ. 1 λαιμούλης. 2 το στενό μέ- μέρος οστών ή σπλάχνων. 3 1 ουρά καραβίδας, шейный επ. του τράχηλου· -ые МЫШЦЫ οι μυ-
шей 749 тем ώνες του τράχηλου· - платок μαντήλι του λαι- λαιμού. *шеЙХ, -а α.' σείχης. шелевать(ся) ρ.δ. βλ. шалевать(ся). шелёвка, -и θ. βλ. шалёвка. шелеп, ~а α. (παλ.) μαστίγιο, βούρδουλας. шелест, ~а α. θρόισμα· - листьев θρόισμα των φύλλων. шелестение, -я ουδ. θρόισμα. шелестеть р.δ. θροΐζω. Шёлк, -а (~у), προθτ. в шёлке я. в шелку, πλθ. шелка а. 1 το μετάξι.· —сырец ακατέρ- ακατέργαστο μετάξι· натуральный - φυσικό ή ζωικό μετάξι· искусственный - τεχνητό ή φυτικό με- μετάξι· платье ИЗ -а φόρεμα μεταξωτό· ОДОТЫ В ~а ντυμένοι στα μεταξωτά· В долгу как В -у (παρμ.) χρεωμένος ως το λαιμό. II μτφ. κάθε είδος μεταξοειδές (λείο κ. μαλακό). II μτφ. καλοκάγαθος, χρηστός, ευήθης, μαλακός (για χαρακτήρα). Шелковина, -К б. 1 το μετάξι (οι ίνες). 2 βλ. шелковинка. Шелковинка, -И θ. κλωστή μεταξωτή. шелковистый επ., βρ: -вист, -а, -о μετα- μεταξοειδής· -ые ВОЛОСЫ μαλλιά σαν το μετάξι. шеЛКОВЙЦа, -Ы θ. η άσπρη μουριά (κατάλλη- (κατάλληλη για σηροτροφία). шелковичный επ. της άσπρης μουριάς· -ые плантации φυτείες άσπρης μουριάς (για σηρο- σηροτροφία). II εκφρ. -ое дерево βλ. шелковица, -ая червь о μεταξοσκώληκας. Шелковод, ~а α. σηροτρόφος, μεταξοπαραγω- γός. ШелковОДСТВО, -а ουδ. σηροτ·ροφία, μεταξο- σκωληκοτροφία, μεταξοπαραγωγή. шелководческий επ. σηροτροφικός, μεταξο- παραγωγικός· -ие районы μεταξοπαραγωγικές περιοχές. ШёЛКОВЫЙ к. ШелкОВЫЙ επ. 1 μεταξωτός, με- μεταξένιος, μετάξινος· -Ое ВОЛОКНО μεταξωτές ίνες· -ая НИТЬ μεταξωτή κλωστή- -ая материя μεταξωτό ύφασμα· -ая промышленность μεταξο- βιομηχανία· -ые чулкй μεταξωτές κάλτσες. II μεταξοειδής· -ые волосы μαλλιά σαν το με- μετάξι. 2 μτφ. πράος, ήσυχος, υπάκουος, ευ- πειθής· он стал -ым после выговора αυτός έ- έγινε αρνάκι ύστερα απο την τιμωρία. шелкокручение, -Я ουδ. κλώσιμο του μετα- μεταξιού. шёлкомотание, -Я ουδ. εκτύλιξη των ινών των βομβυκιών. шёлкообрабатывающий επ. της επεξεργασίας μεταξιού. Шелкопряд, ~а α. μεταξοσκώληκας (κάμπια). II χρυσαλίδα βλαβερή στα φυτά. шёлкопрядение, -Я ουδ. μεταξουργία. шёлкопрядильный επ. της μεταξουργίας· -ая фабрика το μεταξουργείο. II του κλωσίματος του μεταξιού* -ая машина μεταξοκλωστ ί,κή μη- μηχανή. Шёлкопрядильня, -И θ. κλωστήριο μεταξιού. Шёлкоткацкий επ. της μεταξοϋφαντουργίας· -ая фабрика φάμπρικα μεταξοϋφαντουργίας. шелкоткачество, ~а ουδ. μεταξοϋφαντουργΐα. *шеллак, -а α. η γομαλάκα, (κόμμι σελάκ). шеллаковый επ. της γομαλάκας· - раствор διάλυμα γομαλάκας. шелом, -а α. (παλ.) βλ. шлем? шелохнуть(ся) р. σ. βλ. шевелйть(ся). шелудиветь, -его, -еешь р.δ. (απλ.) σπυ- ριάζω· ψωριάζω. шелудивый επ., βρ: -див, -а, -о σπυριά- ρπς· ψωριάρης. шелуха, -Й θ. φλούδα, φλοιός· πέτσα· πε- περίβλημα· κέλυφος, τσόφλι· λέπια ψαριών. II μτφ. το εξωτερικό, το επουσιώδες. шелушение,'-Я ουδ. ξεφλούδισμα; αποφλοίω- αποφλοίωση· ξετσόφλισμα· απολέπιση, -ισμα· αφαίρε- ση περιβλήματος. шелушйтельный επ. αποφλοιωτικός κλπ. ουσ. шелушить, -шу, -ШЙШЬ ρ.δ.μ. 1 αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω· ξετσοφλ'ιζω· απολεπίζω· αφαιρώ το περίβλημα. II -СЯ 1 ξεφλουδίζομαι, απο- αποφλοιώνομαι· απολεπίζομαι. 2 πέφτω, ξεκολλώ, αποσπώμαι· штукатура -лась о σοβά<; έπεσε. шельма, -Ы α. κ. θ. (Όπλ.) πονηρός;, κατερ- κατεργάρης, λωποδύτης· καπάτσος, καταφερτζής. шельмец, -а α. βλ. шельма. Шельмование, -Я ουδ. 1 κατηγορία, δυσφή- δυσφήμηση, κακολογία. 2 (παλ.) καταδίκη σε θάνα- θάνατο ή αιώνια εξορία (ποινή το 18 αι.). шельмоватость, -и θ. κατεργαριά, λωποδυ- σία· πονηριά· πανουργία· μαργιολιά. шельмоватый επ., βρ: -ват, -а, -О κατερ- κατεργάρης· πονηρός· πανούργος. *шельмовать, -муга, -муешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шельмованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. 1 κατηγορώ, δυσφημίζω, διασύρω· κακολογώ. II -СЯ δυσφημίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. шельмовской επ. πονηρός, λωποδύτικος, κα- τεργάρικος, μαργιόλικος. шельмовство, -а ουδ. βλ. шельмоватость. шельф, -а α. υφαλοκρηπίδα. шелюга, -и θ. βλ. краснотал, шелюговать, -гуго, -гуешь р.δ.μ. φυτεύω κόκκινη ιτιά (για συγκράτηση εδάφους), шематон, -а α. (παλ.) βλ. шалопай. *шемая, ~й θ. είδος κυπρίνου. *шемизётка, -и θ. 1 πουκαμισάκι. 2 επιστή- επιστήθιο, τραχηλιά. Шемякин, -а α: - суд άδικο (μεροληπτικό) δικαστήριο.
шен 750 шее шенкель, -я, πλθ. шенкеля α. (για ιππέα)· τα εσωχε.ρν.νις> της κνήμης (η πλευρά προς το' μέρος του αλόγου). шепелявить, -влго, ~вшь р.6. τσευδίζω, ψευδίζω. шепелявость, -и θ. τσεύδισμα, ψεύδισμα. шепелявый επ., βρ: ~яв, ~а, -о τσευδός, ψευδός. шепнуть р.σ. βλ. шептать. шёпот, -а α. 1 ψίθυρος· говорить -ом μιλώ ψιθυριστά. 2 διάδοση κρυφή, μυστική. шепотком επΊρ. βλ. шёпотом. шепоток, ~тка α. βλ. шёпот. шёпотом επίρ. ψιθυριστά. шептала, ~Ы θ. (αθρσ.) βερίκοκα ή ροδάκι- ροδάκινα ζηραμένα στο ήλιο. шептание, -я ουδ. ψιθύρισμα, -μός. шептать, шепчу, шепчешь р.δ. 1 ψιθυρίζω· ~ на ухо ψιθυρίζω στ' αυτί. II μτφ. θροΐζω. 2 διαδίδω κρυφά, μυστικά. II -СЯ 1 μιλώ ψι- ψιθυριστά με κάποιον, σιγοκουβεντιάζω. II μτφ. θρο'ιζω. 2 κουτσομπολεύω στα κρυφά. шептун, ~а α., ~ья, -и θ. ψιθυριστής, ψι- θυρίστρα. II κρυφοκουτσομπόλης, κουρκουσού- ρης. шерамыга. κλπ. παράγωγα βλ. шаромыга. *шербёт, -а α. το μελίκρατο· σερμπέτι. ♦шеренга, ~И θ. 1 (στρατ.) ο ζυγός. 2 σει- σειρά αντικειμένων παραστεκομένων. II εκφρ. быть (находиться, стоять) в одной -е с кем είμαι (βρίσκομαι, στέκομαι) μαζί με κάποιον σεμια υπόθεση (συμμετέχω)· βρίσκομαι στο ίδιο ε- επίπεδο με κάποιον. *шерйф5 -в. α. σερίφης, διοικητικό και δι- δικαστικό πρόσωπο, (στην Αγγλία και ΗΠΑ). ♦шериф? ~а α. σερίφης (τίτλος μουσουλμανι- μουσουλμανικός). *шерл, -а α. σκούρος τουρμαλίνης (ορυκτό). Шероховатость, -И θ. ρικνότητα. II μτφ. -И πλθ. διαφωνίες, διχόνιες, γκρίνιες· παρεξη- παρεξηγήσεις. шереховатый επ., βρ: -ват, -а, -о ρικνός. ΙΙμτφ. δύστροπος, γκρινιάρης· ασυνταίριαστος, στρυφνός, ζόρικος. шерстеобрабатывающий επ. εριουργι>ίός, της εριουργίας. шерстина, -ы θ. βλ. шерстинка. ШерСТИНКа, -И в. 1 η τρίχα. 2 μάλλινη κλωστή. шерстистый επ., βρ: -ТЙст, -а, -О μαλλω- τός, μαλλιαρός, πυκνόμαλλος, δασύτριχος. II χνουδωτός, χν'οώδης. шерстить, -ЙТ р.δ. 1 (για μάλλινο ύφα- ύφασμα) τρώγω, τσιμπώ, κεντρίζω ελαφρά. 2 τι- τιμωρώ αυστηρά· κατσαδιάζω. Шёрстка, -и θ. κοντό μαλλί. ШерсТНОСТЬ, -И θ. τριχοφυΐα·αποδοτικότητα μαλλιού (απο τα ζώα). Шёрстный επ. 1 μάλλινος. 2 αποδοτικός σε μαλλί, εριοφόρος. Шерстобит, -а α. εργάτης-ξάντης μαλλιών, ШерсТОбОЙКа, -И θ. κόπανος μαλλιών. 2 βλ. шерстобойня. шерстобойня, -и θ. ερι,ουργείο. Шерстпрядение, -я ουδ. κλώσιμο μαλλιών. шерстопрядильный επ. εριοκλωστικός· -ая фабрика κλωστήριο.μαλλιών. Шерстопрядильня, -И θ. κλωστήριο μαλλιών. Шерстоткацкий επ. της ύφανσης μάλλινων. Шерстоткачество, -а ουδ. ύφανση μάλλινων. Шерсточесалка, -И θ. ξαντήριο μαλλιών. шерсточесальный επ. ξαντικός των μαλλιών -ая мащйна ξαντική μηχανή. шерсть, -и, πλθ. шерсти, ~ёй θ. 1 μαλλί, έριο· τρίχωμα· - овечья μαλλί προβάτου· гу- СТая - πυκνό μαλλί· ПО -И κατά την κλίση (κατεύθυνση) του τριχώματος· против -И ανά- τριχα, κατά την αντίθετη φορά του τριχώμα- τριχώματος. II το ποκάρι, ο πόκος. 2 μάλλινη κλω- κλωστή. II μάλλινο ύφασμα. Шерстянка, -И θ. εριοειδές ύφασμα βαμβα- βαμβακερό. шерстяной επ. μάλλινος· -ая ткань μάλλινο ύφασμα· -ая НЙТка μάλλινη κλωστή· ~ая Пря- жа μάλλινο νήμα. II τριχωτός· - покров ЖИ- ЖИВОТНЫХ το τρίχωμα των ζΛων. II εκφρ. -ая промышленность βιομηχανία εριουργίας. *шерхёбель, -я α. πλάνη χοντρής επεζεργα- σίας. Шершаветь, т-еет р.δ. γίνομαι τραχύς (κατά την αφή). шершавить, -влю, -вишь р.δ.μ. τραχύνω, κά- κάνω τραχύν (κατά την αφή) . II -СЯ βλ. Шер- шаЪеть. шершавость, -и θ. βλ. шероховатость. шершавый επ., βρ: -шав, -а, -о. 1 βλ. ше- шероховатый. 2 με σκληρό τρίχωμα· μαλλιαρός. шершень, -шня α. η βέσπη (μεγάλη σφήκα)· α- γριοκόμανος, σερσέγκι. Шершневой επ, της βέσπης, του σερσεγκιού. шест, -а α. ο κοντός, το κοντάρι, κοντα- ρόξυλο· флажный - το σημαιόξυλο· прыжок С -ом άλμα επι κοντώ. шествие, -я ουδ. πορεία, όδευση· παρέλα- παρέλαση· марафонское - μαραθώνια πορεία· маска- маскарадное - πορεία προσωπιδοφόρων первомай- первомайское - πρωτομαγιάτικη παρέλαση. )| πομπή, συ- συνοδεία· погребальное - πομπή κηδείας· - тро- тронулось η πομπή ξεκίνησε. II ανάπτυξη, πρόο- πρόοδος ■ триумфальное - демократии и социализма θριαμβευτική πορεία της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.
шее 751 шиб Шествование, -Я ουδ. πορεία, όδευση. шествовать, -ствую, -ствуешь р.δ. (γραπ. λόγος) παρελαύνω· πορεύομαι. II βαδίζω· -ва- -важно βαδίζω με επίσημο ύφος (με τουπέ). шестерёнка, -и θ. βλ. шестерня? шестеренный επ. βλ. шестерёночный. шестерёночный επ. οδοντωτός· ~ая передача μετάδοση (κίνησης) με οδοντωτό τροχό. шестерёнчатый επ. βλ. шестерёночный. Шестерик, -а α. 1 εξάρι, μέτρο έξι μονά- μονάδων - пшеницы έξι πόύτια σιταριού· верё- вка ~ τριχιά με έξι κλωνιά. 2 ζεύξη έξι α- αλόγων μαζί· карета запряжённая -ом αμάξι ζειιγμένο με έξι άλογα. шестёрка, -И θ. 1 ο αριθμός 6. II (για ο- ορισμένα μέσα μεταφοράς) το έξι F). II εξά- εξάδα· дружная - μονοιασμένη εξάδα. 2 (για παιγνιόχαρτα, ζάρια κλπ.) το εξάρι, η εξάρα. 3 ζεύξη έξι αλόγων карета -ОЙ αμάξι με έξι (ζευγμένα) άλογα. II βάρκα εξάκωπη. Шестерной επ. 1 εξαπλούς, εξαπλάσιος (α- (αποτελούμενος απο έξι όμοια μέρη). 2 έξι φο- φορές μεγαλύτερος· ~ое количество εξαπλάσια ποσότητα. шестерня? -и θ. βλ. шестёрка (з σημ.). Шестерня? -Й θ. οδοντωτός τροχός. шестеро, -ЫХ αριθμ. αθρσ. εξάδα· у НИХ - детей αυτοί έχουν μια εξάδα παιδιά. Шестигранник, -а α. το εξάεδρο (σώμα). шестигранный επ. εξάεδρος, εξάπλευρος. шестидесятилетие, -Я ουδ. εξηκονταετία. II εξηκονταετηρ'ιδα. шестидесятилетний επ. εξηντάχρονος, εξη- κονταετής· - период εξηντάχρονη περίοδος· - мужчина εξηντάρης (άντρας). Шестидесятый αριθμ. τακτικό· εξηκοστός· номер билета о εξηκοστός αριθμός του εισι- εισιτηρίου· ~ые ГОДЫ η έβδομη δεηαετ'ια (του αι- αιώνα) . Шестидневка, -И θ. το εξαήμερο. Шестидневный επ. εξαήμερος· - путь εξαή- εξαήμερος δρόμος· - запас продовольствия εξαή- εξαήμερη προμήθεια τροφίμων. ШесТИДПЙМОВКа, -И θ. πυροβόλο διαμετρήμα- διαμετρήματος έξι ιντσών A5,45 εκατ.). шестиклассник, ~а α., -ца, -ы θ. μαθητής, -τρία της 6Μ σχολικής τάξης. ШесТИКЛЙНКа, -И θ. φούστα εξάφυλλη. шестикратный επ. εξαπλάσιος. шестикрылый επ. εξαπτέρυγος. шестилетний, -яя, -ее επ. εξάχρονος, εξα- εξαετής· -яя война εξάχρονος πόλεμος· - маль- мальчик εξάχρονο παιδάκι. ШесТИПаЛОСТЬ, -И θ. εξαδακτυλία. ШесТШаЛЫЙ επ. εξαδάκτυλος. Шестисотый επ. εξακοσιοστός. шестиугольник, -а α. το εξάγωνο. шестиугольный επ. εξαγωνικός, εξάγωνος. шестчасовой επ. εξάωρος· - рабочий день εξάωρη εργατική μέρα. шестнадцатый αριθμ. τακτικό· δέκατος έκτος· - ГОД ο δέκατος έκτος χρόνος· -ое число η ημερομηνία 16. -ое августа η δέκατη έκτη του Αυγούστου. шестнадцать, -и αριθμός και ποσότητα 16 δεκαέξι. шестой επ. αριθμ. τακτικό. 1 έκτος· - но- номер билета о έκτος αριθμός' του εισιτηρίου. 2 ουσ. -ая θ. το έκτο (μέρος)· одна -ая ми- мира το ένα έκτο του κόσμου· две -ЫХ τα δύο έκτα. шесток, -тка α. 1 εστία· εΰχάρα ρωσικής θερμάστρας. 2 βλ. насест. шестопёр, -а α. (παλ.) δόρυ με έξι αιχμές. шесть, -Й, οργν. -ЬЮ о αριθμός ή η ποσό- ποσότητα 6 έξι. шестьдесят," шестидесяти, οργν. шестьюде- шестьюдесятью ο αριθμός ή η ποσότητα 60 εξήντα, шестьсот, шестисот, шестистам, шестьюста- шестьюстами, О шестистах о αριθμός ή η ποσότητα 600 εξακόσια. шестью επίρ. έξι φορές· - пять - тридцать έξι φορές το πέντε = τριάντα. *шеф, ~а α. 1 ο προϊστάμενος, ο επικεφαλής· ο πάτρωνας. II (παλ.) διοικητής· ~ полка δι- διοικητής συντάγματος. 2*πρώτος, επικεφαλής·- -повар о αρχιμάγειρας. 3 κηδεμόνας· αρωγός. шефский επ, κηδεμονικός, προστατευτικός· -ЭЯ ПОМОЩЬ κηδεμονική βοήθεια. Шефство, -а ουδ. κηδεμονία, προστασία· α- ρωγή. шефствовать, -ствуго, -ствуешь р.δ. κηδε- κηδεμονεύω, προστατεύω· πατρωνεύω. шея, -и θ. λαιμός, τράχηλος· σβέρκος. II εκφρ. наломать (намять) -го кому χτυπώ, ξυ- ξυλοκοπώ· δίνω σβερκιά· намылить -Ю кому κα- τσαδιάζω κάποιον гнать (толкать κλπ.) в -ю ή в три шеи (απλ.) διώχνω πυξ-λαξ, κα- κήν-κακώς, κλωτσηδόν вешаться (бросаться, кидаться ) на -го кому κρέμομαι, ρίχνομαι στο λαιμό κάποιου (αγκαλιάζω, χαϊδεύω) απο αγάπη ή για να πετύχω· посадить на -Ю кому βάζω στο λαιμό κάποιου (επιφορτίζω κάποιου)· сесть на -Ю кому κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (γίνομαι βάρος, παράσιτο σε κάποιον)· сидеть (быть, ЖИТЬ) на шёе у КОГО βλ. την προη- προηγούμενη έκφραση· дать (надавать) по шёе ή в шею, ПО -ЯМ (απλ.) α) χτυπώ στο σβέρκο δίνω σβερκιά. β) διώχνω πυξ-λαξ· на свою ~Κ)ή се- себе на -Ю στην καμπούρα μου, σε βάρος μου. шибай, -Я α. (διαλκ.) μεταπωλητής, μετα- μεταπράτης.
шиб 752 шип шибануть р.σ. βλ. шибать. шибать р.δ. (απλ.). 1 ρίχνω, πετώ· - ка- камнями πετώ'πέτρες. 2 μ. χτυπώ, καταφέρω χτυ- χτυπήματα. 3 επιδρώ, επενεργώ έντονα· αισθά- αισθάνομαι δριμεία οσμή. II εκφρ. слеза -ает απλ. δακρύζω (απο ενθουσιασμό, συγκίνηση κλπ.). ♦пшбер1, -а α. (τεχ.) δικλείδα, ♦шибер? -а, πλθ. шиберы к. шибера α. μεγά- μεγάλος κερδοσκόπος· νεόπλουτος. ШЙ6КО επίρ. 1 γρήγορα, γοργά, ταχιά. 2 έντονα, σε μεγάλο βαθμό· πολύ· - ОН испу- гался αυτός πολύ φοβήθηκε. шивера, -ы θ. πετρώδες μέρος της κοίτης του ποταμού. ШИВОРОТ, -а α: за - απο το γιακά ή απο τον αυχένα· - на выворот α) απέναντι. β) αντίθετα (όχι όπως πρέπει). шизофреник, -а α., -нйчка, -И θ. σχιζο- σχιζοφρενικός, -ή, σχιζοφρενής. шизофренический επ. σχιζοφρενικός. ι ♦шизофрения, -и θ. σχιζοφρένια. *ШИК, -а (~у) α. το σικ, χάρη, κομψότητα, • φιλοκαλία. II επιδεξιότητα· τακτ. II εκφρ. задавать - (-у) βλ. шиковать. шиканье, -Я ουδ. 1 φώνασμα ή προφορά σ ιού (για πρόγκισμα πτηνών). 2 προφορά σσσ... ή σουτ (για να γίνει ησυχία). 3 σφύριγμα απο- δοκιμαστικό. шикарно επίρ. πολυτελώς, κομψά, σικ κλπ. επ. ШИКарноСТЬ, ~И θ. πολυτέλεια· κομψότητα, χάρη · ε ν τύπωση. "шикарный επ., βρ; -рен, -рна, -рно. 1 πο- πυτελής, πλούσιος· λουσάτος. II κομψός, χα- χαριτωμένος, σικ. 2 επιδεικτικός, εντυπωσια- εντυπωσιακός. 3 θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός. шикать р.δ. 1 φωνάζω σιού (για πρόγκισμα πτηνών). 2 προφέρω σσσ... ή σουτ (επικαλού- (επικαλούμενος ησυχία). 3 σφυρίζω αποδοκιμάζοντας. шикнуть р.σ. βλ. шикать. шикнуть р.σ. βλ. шиковать. шиковать, -кую, -куешь р.δ. κομψεύομαι. ♦ШИЛЛИНГ, ~а α. το σελίνι. шило, -а, πλθ. шилья, -ьев ουδ. σουβλί,ο- βελός· - В мешке не утаишь (παρμ.) τίποτε δε μένει κρυφό· και η παλαιά: ουδέν κρυπτόν, ο ου μη φανερόν γενήσεται. ШИЛОХВОСТЫЙ επ.(για πτηνά) με μακριά και μυτερή ουρά. ШИЛЬНИК, ~а α. (παλ.) απατεώνας, κατεργά- κατεργάρης, αγύρτης. ШИЛЬНИЧать ρ.δ. (παλ.) κάνω απάτες, λωΐίο- δνσίες, κατεργαριές. ♦шимми α. άκλ. σίμμι (χορός). шимоза, -ы θ. (παλ.) είδος εκρηκτικής ύ- ύλης καθώς και βλήμα, ♦шимпанзе α. άκλ. ο χιμπατζής. ♦шина, -Ы 6. 1 σώστρο μεταλλικό, στεφάνι τροχού μεταλλική. 2 λάστιχο τροχού* автомо- автомобильная - το λάστ-ιχο αυτοκινήτου. 3 (ιατρ^ νάρθηκας, συγκρατητήρας. шинель, -и θ. η χλαίνη· солдатская - η χλαίνη του στρατιώτη. Шинельный επ. της χλαίνης· - воротник о γιακάς της χλαίνης. II ουσ. -ая 6. χώρος α- ανάρτησης χλαινών. шинкарить р.δ. (παλ.) διατηρώ καπηλειό. шинкарка, -и θ. βλ. шинкарь. шинкарский επ. του ταβερνιάρη, του κάπελα. шинкарство, -а ουδ. η διατήρηση καπηλειού. ШИНКарь, -Я α. (απλ.) 1 ταβερνιάρης. 2 λαθρέμπορας οινοπνευματωδών ποτών. шинковальный επ. του κατατεμαχισμού της κράμβης· - НОЖ μαχαίρι κοψίματος της κράμ- βης. шинкование, -Я ουδ. κατατεμαχισμός της κράμβης. шинкованный επ. απο μτχ. κατατεμαχισμένος (για κράμβη). шинковать1, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шинкованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. κατατεμαχίζω, λεπτοτεμαχίζω (συνήθως για κράμβη). II -СЯ κατατεμαχίζομαι, λεπτοτεμα- χίζομαι. шинковать2, -кую, -куешь р.δ. (απλ.) βλ. шинкарить. шинковка, -и θ. 1 β*, шинкование. 2 κο- πτήρας κράμβης. ШИННЫЙ επ. του σώστρου ή του λάστιχου του τροχού· ~ое производство η παραγωγή ελα- στιχών - болт μπουλόνι σώστρου. ШИНОК, -нка α. (παλ,) καπηλειό, ταβέρνα, ♦шиншилла, ~ы θ. 1 είδος τρωκτικού. 2 εί- είδος κουνελιού. ► ♦ШИНЬОН, ~а α. σινιόν, κότσος. II πρόσθετη κόμη (κότσος). шип1, -а α. 1 αγκάθι· нет розы без ~ов δεν υπάρχει τριανταφυλλιά χωρίς αγκάθια. II αιχ- αιχμή, ακίδα, μύτη. 2 εξοχή, προεξοχή· προεξέ- προεξέχον ένθεμα. 3 то άκρο άξονα (που στηρίζεται στο ρουλεμάν). ШИП*; -а α. είδος ακιπησίου (μαρούνας). шип3, -а α. ήχος ή φθόγγος παρόμοιος με Ш. ШИПение, -Я ουδ. σφύριγμα, τσίρισμα. шипеть, -плю, -πιπκ,,μτχ. ενστ.. шипяшийρ. δ. 1 σφυρίζω, συρίζω· (για φίδι) σίζω· τσι- τσιρίζω. II προφέρω το φθόγγο σσσ... (σιωπή). 2 μιλώ ψιθυριστά. II μουρμουρίζω. 3 αφρίζω. ШИПОВНИК, -а α. αγριοτριανταφυλλιά, μου- σκιά· αγριοτριαντάφυλλο. Шипун, -а α. σφυριχτής. II είδος κύκνου με κοκκινόμαυρο ράμφος. шипучесть, -И θ. συριστικότητα.
шип 753 шир шипучий, -ая, -ее επ. σφυριστικός· που οίζει* -ая змея φίδι που σίζει. II αφρώδης· αεριούχος· -ее вино αφρώδης οίνος- - напй- ΤΟΚ αεριούχο ποτό. Шипучка, -И θ. ποτό αφρώδες ή αεριούχο. ШИПЯЩИЙ επ. απο μτχ. σφυριστικός, συρι- συριστικός. II ψιθυριστός. II εκφρ. ~ке согла- согласные τα συριστικά σύμφωνα (Ж, Ш). ШЙре συγκρ. β. του επ. широкий και του επιρ. широко. Ширина, ~Ы 6. πλάτος, φάρδος, εύρος, ευ- ευρύτητα.· - ДОСКЙ το φάρδος της ααν'ιδοΛ· - ре- КЙ το πλάτος του ποταμού· Два метра В -у δυο μέτρα στο πλάτος. Ширинка, -и θ. κομμάτι υφάσματος (για πε- πετσέτα, μαντήλι κλπ.). II η τσόντα. II το μπροστινό άνοιγμα του παντελονιού (που κου- μπώνε ι). ШЙрить, -рю, -ришь р.δ.μ. ευρύνω, πλατύ- πλατύνω, φαρδύνω· ~ пределы ευρύνω τα όρια. II μτφ. κάνω πιο μαζικό· - социалистическое со- соревнование δίνω μεγάλη έκταση στη σοσιαλι- σοσιαλιστική άμιλλα. II -СЯ ευρύνομαι, πλαταίνω, φαρδαί,νω. II εκτείνομαι. II μτφ. γίνομαι πιο μαζικός· -ится движение за мир πλαταίνει το κίνημα της ειρήνης. ширкать р.δ. (απλ.) βλ. шаркать A σημ.). Ширма, -Ы θ. 1 το παραβάν. 2 μτφ. προ- κάλυμμα· προπέτασμα. широкий επ., βρ: -рок, -рока, -ρόκο .κ. -ροκό, πλθ. -роки κ. -роки; шире·, широчай- широчайший. 1 ευρύς, πλατύς, φαρδύς· -ая дорога πλατύς δρόμος· -ие брюки φαρδύ παντελόνι. II μεγάλος· - шаг μεγάλο βήμα· она перекрести- перекрестилась -ИМ крестом αυτή έκανε μεγάλο σταυρό. II εκτεταμένος· - военный фронт εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο. 2 μτφ. μεγάλου αριθμού ή διαστάσεων, έκτασης· -ое совещание πλατιά σύσκεψη· -ие массы οι πλατιές μάζες· В -их маштабах σε μεγάλη (ευρεία) κλίμακα·В -ИХ размерах σε ευρείες διαστάσεις· -ие планы μεγάλα πλάνα· -ая популярность μεγάλη δημο- δημοτικότητα· - круг вопросов ευρύς κύκλος ζη- ζητημάτων -ая поддержка πλατιά υποστήριξη. II πολυάριθμος· - читатель πολυάριθμοι ανα- αναγνώστες· - зритель πολυάριθμοι θεατές. II εκφρ. - экран το σινεμασκόπ, ευρεία οθόνη·- звук (.γλωσ.) ανοιχτός ήχος (φθόγγος)· -ИМ фронтом παντού, σε πλατύ μέτωπο- на -ую руку ή ногу κ. (παλ.) -ой рукой πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά- сделать ~ жеСТ κά- κάνω ευγενική χειρονομία, αξιέπαινη πράξη. Широко επίρ. πλατιά, φαρδιά, ευρέως- раскрыть глаза ανοίγω πολύ τα μάτια. II πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά· - жить ζω αρχοντικά· - смотреть на вещи έχω πλα- πλατιά αντίληψη των πραγμάτων. широковещание, -Я ουδ. πλατιά διάδοση (με το ράδιο, τηλεόραση). широковещательный επ. 1 πλατιάς διάδο- διάδοσης· -ая радиостанция ραδιοσταθμός πλατιάς διάδοσης ειδήσεων. 2 (ειρν.) πολλά υποσχό- υποσχόμενος- εντυπωσιακός· πομπώδης- -ая деклара- декларация εντυπωσιακό διάγγελμα ή δήλωση. широкогрудый επ., βρ: -руд -а, -о ευρύ- στερνος, πλατϋστερνος. широкозадый επ., βρ: -зад, -а, -ο με φαρ- φαρδιά περιφέρεια (για άνθρωπο)· με φαρδιά κα- καπούλια (για ζώα). ширококолейка, -и θ. πλατιά σιδηροδρομική γραμμή. ширококолейный επ. της πλατιάς σιδηροδρο- σιδηροδρομικής γραμμής· ~ая железная дорога βλ. ши- ширококолейка. ширококост(н)ый επ., βρ: -кост, -а,-о χο- ντροκόκκαλος. ширококрылый επ., βρ: -крыл, -а, -о πλα- τυπτέρυγος. широколиственный επ., βρ: -вен, -венна,-о πλατύφυλλος (για φυτά)· ~ые деревья τα πλατύφυλλα δέντρα. II φυλλώδης, πυκνόφυλλος. Шир0К0ЛЙСТ(Н)ЫЙ επ. πλατύφυλλος. широколицый επ., βρ: -лиц, -а, -о πλατυ- πρόσωπος. широколобый επ., βρ: ^лоб, -а, -О πλατυ- μέτωπος. широконоска, -И θ. παπί με μακρύ και πλα- πλατύ ράμφος. широконосый επ., βρ: -нос, -а, -о πλατύ- ρινος· -ое лицо πρόσωπο με πλατιά μύτη. II (για υποδήματα) με πλατιά μύτη. широкоплечий επ., βρ: -плеч, -а, -е ευρύ- νωτος, πλατύνωτος· με φαρδιές πλάτες, φαρ- διούς ώμους. широкополый επ. πλατύγυρος· -ак шляпа κα- καπέλο (κλακ) με πλατύ γύρο. ШИРОКОРЯДНЫЙ επ. (γέωπ.) με αραιές γραμ- γραμμές· - посев σπορά κατά αραιές γραμμές. широкоскулый επ., βρ: -скул, -а, -О πλα- πλατύ μάγουλος. ШИрОКОСТЬ, -И θ. ευρύτητα, εύρος, πλάτος, φάρδος. широкоэкранный επ. του σινεμασκόπ, της ευ- ευρείας οθόνης. широта, -ы θ. 1 βλ. ширина. 2 μτφ. εύ- εύρος, πλάτος· - возрёний το πλάτος των αντι- αντιλήψεων - кругозора το πλάτος του ορίζοντα· - образования το πλάτος της μόρφωσης. 3 τ° γεωγραφικό πλάτος. широтный >:π. του γεωγραφικού πλάτους. широчайший υπέρθ. β. του επ. широкий. широченный επ. (απλ.) πολύ πλατύς (φαρ-
шир 754 шка δύς, ευρύς)· -ая улица πλατιά οδός (πόλης)· -ые штаны πολύ φαρδύ παντελόνι.. ширпотреб, -а α. πλατιά κατανάλωση· пред- предметы -а είδη πλατιάς κατανάλωσης. ширь, -и θ. 1 εύρος, πλάτος, φάρδος. 2 έ- έκταση μεγάλη εκτεταμένος χώρος, απλοτοπιά.ΙΙ εκφρ. ВО ВСЮ - καθ' όλον το πλάτος· καθ'ό- λην την έκταση. ширять р.δ. 1 (παλ.) ανοίγω τις φτερούγες. 2 (απλ.) ανακατώνω, ανασκαλίζω. II -СЯ ανοί- ανοίγω τις φτερούγες. ШИТВО, -а ουδ. (απλ.) βλ. ШИТЬё. 1 ШИТИК, -а α. (διαλκ.) βάρκα ή ποταμόπλοιο με επίπεδο πυθμένα. ШИТЫЙ επ. απο μτχ. 1 κεντητός, -μένος. 2 ραμμένος (όχι ολόκληρος)· -Ые ремнй ραμμέ- ραμμένες τιράντες. шить, ШЬЮ, шьёшь, προστκ. шей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ШЙТЫЙ, βρ: ШИТ, -а, -О ρ.δ.1 ρά- ράβω, ράπτω· - На машине ράβω στη μηχανή· ИГОЛЬНОЙ ράβω με το βελόνι (ραφιδεϋω). 2 μ. φτιάχνω· - КОСТЮМ ράβω κοστούμι· - Обу- Обуви ράβω παπούτσια. 3 κεντώ, διακοσμώ. II εκφρ. шито да крыто κ. шито-крыто κρυφά κι ανάκρυφα (τελείως κρυφά και μυστικά)· НИ шьёт НИ порет ούτε ναι, ούτε όχι· δεν το κόβει (αποφεύγει οριστική λύση> απόφαση). II -СЯ 1 ράβομαι, ράπτομαι. II κεντιέμαι. 2 έχω τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ράψω. ШИТЬё, -Я ουδ. το ράψιμο· - ОДезды ράψι- ράψιμο ενδύματος- курсы крОЙКИ И -Я μαθήματα κοπτικής και ραπτικής. II κέντημα- - краси- красивого узора κέντημα ωραίου διακοσμητικού ή σχεδίου· ЗОЛОТОе - το χρυσοκέντημα. II αθρσ. τα κεντήματα. *ШЙфер, -а α. 1 σχιστόλιθος. 2 ελενϊ,τ, φύλ- φύλλο στέγης (απο αμίαντο к. τσιμέντο). шиферный επ. 1 του σχιστόλιθου. 2 του φύλ- φύλλου στέγασης, του ελενίτ· -ая крыша στέγη απο φύλλα ελενίτ. *ШифОН, -а α. λεπτό βαμβακερό ή μεταξωτό ύ- ύφασμα. шифоньер, ~а α. (παλ.) βλ. шифоньерка, ♦шифоньерка, -и θ. σιφονιέρα. *Шифр, -а α. 1 κρυπτογραφική γραφή, κρυ- κρυπτογραφία· κρυπτογραφικός κώδικας. II συνθη- συνθηματικό στοιχείο, γράμμα. 2 (παλ.) μονογραφή απο αρχικά γράμματα. II (παλ.) διακριτικό α- αριστούχας φοιτήτριας. шифратор, -а α. συσκευή μετάδοσης σημείων σύνδεσης. шифровальный επ. κρυπτογραφικός, αριθμο- γραφικός. шифровальщик, -а α. κρυπτογράφος, αριθμο- γράφος. шифрование, -Я ουδ. κρυπτογράφηση, αριθ- μογραφηση. шифрованный επ. απο μτχ. κρυπτογραφημένος, шифровать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. шифрованный, βρ: -ван, ~а, -Ο ρ.δ.μ. κρυ- κρυπτογραφώ, αριθμογραφώ. II -СЯ κρυπτογραφού- κρυπτογραφούμαι, αριθμογραφούμαι. шифровка, -и θ. 1 βλ. шифрование. 2 κεί- κείμενο κρυπτογραφημένο. шифровщик, -а α. βλ. шифровальщик. шифрограмма, -Ы θ. κρυπτογραφημένο τηλε- τηλεγράφημα. шихан, -а α. (διαλκ.) λόφος ή βουνό οξυ- οξυκόρυφο. Шихта, -Ы θ. ανάμειχτα μέταλλα για τήξη. шихтовать, -туго, -туешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шихтованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. αναμιγνύω διάφορα μέταλλα για λιώσιμο. ШИХТОВКа, -И θ. ανάμιξη μετάλλων ή ορυ- ορυκτών για λιώσιμο. шиш, -а α. 1 βλ. кукиш. 2 μτφ. (απλ.) τί- τίποτε, παντελής έλλειψη ή ανεπάρκεια. 3 (παλ.) αλήτης· άρπαγας, ληστής. II εχφρ. - С маслом получить ή дать (απλ.) τίποτε απολύτως δεν παίρνω ή δε δίνω· на какие -И με τι μέσα ή πόρους· ни -а (нет имеется κλπ.) τίποτε α- απολύτως δεν υπάρχει. шишак, -а α. (παλ.) κράνος κωνοειδές. шишечка, -и θ. 1 μικρό τέρας, ξωτικό ή στοιχειό. 2 μικρός κώνος, κουκουναράκι. шишига, -и θ. (διαλκ.) τέρας, στοιχειό· α- ακάθαρτο πνεύμα* ξωτικό. шишка, -и θ.' 1 εξόγκωμα, όγκος· κόνδυλος, καρούμπαλο. II μτφ. (παλ.) κλίση, ικανότητα για κάτι. 2 (απλ.) παράγοντας μεγάλος. 3 κώνος, κουκουνάρι. II αντικείμενο ωοειδές, σφαιροειδές. 4 (διαλκ.) είδος φραντζόλας. II εκφρ. все -и валятся на кого όπου φτωχός κι η μοίρα του. шишковатый επ., βρ: -ват, -а, -О ανώμα- ανώμαλος, με εξογκώματα· -ЭЯ поверхность ανώμαλη επιφάνεια. шишковидный επ., βρ: ~ден, -дна, -дно κω- νοειδής, σαν κουκουνάρι. "шкала, -ы θ. ν.\Ί[ΐα^α' - термометра θερ- μομετρική κλίμσκα. ♦шкалик, -а α. 1 παλαιό μέτρο κρασιού 60 γραμμαρίων. II ποτήρι 60 γραμμαρίων. II λι- χνάρι (με λάδι και φυτίλι). шкандыбать ρ.δ. (διαλκ.) κουτσαίνω. шкап βλ. шкаф. шкатулка, -И 6. κασετίνα, κουτάκι. шкатулочка, -и θ. κασετινίτσα. шкаф, -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. шкафы, а. 1 σκευοθήκη· ιματιοθήκη· ερμάριο· КНИЖ- КНИЖНЫЙ - η βιβλιοθήκη· платяной - η γκαρντε- ρόμπα· стенной - το ντουλάπι στον τοίχο. II
шка 755 шле κιβώτιο· Несгорямый - αλεξίπυρο (ή πυρίμα- πυρίμαχο ) κιβώτιο· духовой - βλ. духовка. ШКЁфик, ~а α. μικρή σκευοθήκη- ντουλαπάκι1 μικρό ερμάριο. Шкафный επ. της σκευοθήκης, της ιματιοθή- κης κλπ. ουσ. ♦шкафут, -а α. (ναυτ.) κεντρικό μέρος του καταστρώματος. шкафчик, -а α. βλ. шкафик. ♦шквал, ~а α. ριπαίος άνεμος, ριπάδα, ρε- φούλι, σπιλιάδα· ανεμοσυρμή. II καταιγισμός πυρών. шквалистый επ. ριπαίος· - ветер βλ. шквал. шквальный επ. 1 βλ. шквалистый. 2 μτφ. κα- καταιγιστικά πυρά. шкварки, -рок (ενκ. ~ка, -и θ.) οι τσιγα- ρίόες (τσιγαρ ισμένα υπολείμματα λίπους ζώων). шкворень κ. шворень, -рня α. ο πείρος ε- εμπρόσθιου άξονα. шкет, -а α. (απλ.) παιδί· νέος, έφηβος. *ШКИВ, -а α. τροχαλία αυλακωτή ή κοινή (για ιμάντα). ♦шкипер, -а, πλθ. шкиперы κ. -а α.1 (παλ.) ο καπετάνιος εμπορικού πλοίου. 2 πλοίαρχος ποταμόπλοιου. 3 ο υπεύθυνος εξαρτημάτων του καταστρώματος. шкиперский επ. του καπετάνιου πλοίου ή του πλοίαρχου· -ая каюта η καμπίνα του πλοίαρ- πλοίαρχου· ~ КОСТЮМ η στολή του καπετάνιου ή του πλοίαρχου. II ουσ. -ая θ. αποθήκη εξαρτημά- εξαρτημάτων (στο πλοίο). ШКЙрка, -И θ: за -у (απλ.) απο το γιακά ή απο το λαιμό (πιάνω). ♦ШКОДа, -Ы θ. (απλ.). 1 ζημιά, βλάβη, απώ- απώλεια. 2 αταξία, ακαταστασία· παρεκτροπή. 3 ζημιωτής· ζημιάρης. ШКОДИТЬ, -ДИШЬ р.δ. (απλ.) προξενώ ζημιά, βλάβη, απώλεια. ШКОДЛИВЫЙ επ., βρ: -лив, -а, -о (απλ.). 1 βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος. 2 άτακτος· ζημιάρης. *школа, -ы θ. 1 σχολείο- начальная - δημο- δημοτικό σχολείο· средняя - το μεσαίο σχολείο (γυμνάσιο)· ХОДИТЬ В -у πηγαίνω σχολείο· неполная средняя - το επτατάξιο σχολείο(ε- σχολείο(επταετούς· φοίτησης)· вечерняя - βραδινό σχο- σχολείο. 2 σχολή· музыкальная - μουσική σχο- σχολή· высшая - ανώτερη σχολή· ремесленная - επαγγελματική σχολή. 3 μτφ. απόκτηση πεί- πείρας· ОН прошёл -у испытаний αυτός πέρασε το σχολείο δοκιμασιών пройти -у ЖИЗНИ περνώ το σχολείο της ζωής. 4 μτφ. ρεύμα· фламанд- СкаЯ - В ЖИВОПИСИ η φλαμανδική σχολή ζωγρα- ζωγραφικής. 5 (γεωπ.) φυτώριο. школить, ~лю, -лишь ρ.δ.μ. βλ. мустровать. ШКОЛЬНИК, ~а α., -ца, ~Ы θ. μαθητής, -ρια. школьничать р.δ. φέρνομαι σαν μαθητής σχο- σχολείου, σαν παιδάκι. школьнический επ. σχολικός, μαθητικός· ответ σχολική απάντηση. ШКОЛЬНИЧество, -а ουδ. σχολική συμπεριφο- συμπεριφορά· σχολική ιδιοτυπία. школьный επ. σχολικός, του σχολείου·- хор σχολική χορωδία· -ая дружба σχολική φιλία.ΊΙ μαθητικός, του μαθητή· - КОСТЮМ η μαθητική στολή· - возраст σχολική ηλικία· -ые кани- каникулы σχολικές διακοπές· -ые принадлежно- принадлежности τα σχολικά είδη. школяр, -а α. (παλ.) βλ. школьник. школярский επ. 1 (παλ.) σχολικός, μαθητι- μαθητικός. 2 επιφανειακός, επιπόλαιος* τυπικός· α- αβαθής· -ое изложение σχολική έκθεση·- под- подход к изучению теории σχολικός τρόπος σπου- σπουδής της θεωρ ίας. ♦шкот, ~а α. σκότα, σχοινί των κάτω άκρων του ιστίου. шкуна βλ. шхуна. шкура, -Ы θ. 1 δέρμα ζώου. II δορά, τομά- τομάρι. 2 φλούδα, φλοιός· πέτσα· - апельсина η πορτοκαλοφλουδα. 3 (απλ.) δέρμα ανθρώπινο. 4 μτφ. ζωή, ύπαρξη· ОН дрожит за свою.(соб- ственную) -у τρέμει (φοβάται πολύ) για το τομάρι του· спасать свою -у σώζω το τομάρι μου. II εκφρ. - барабанная (απλ.). α) σακα- σακαράκας, χαντζάρας (για στρατιωτικό), β) το- τομάρι (ύβρη)· быть (очутиться) в чьей -е εί- είμαι, βρίσκομαι στην Ίδια κατάσταση με κά- κάποιον влезть (ПОПать) В ЧЬЮ -у περιέρχομαι, περιπίπτω στην ίδια κατάσταση με κάποιον испытать на своей (собственной), -е δοκιμάζω κάτι στην Ίδια μου την καμπούρα. шкурить р.δ.μ. λειαίνω, γυαλίζω (τρίβο- (τρίβοντας με δέρμα). шкурка, -И θ. δερματάκι. II γυαλόχαρτο· σμυ- ριδόπανο, σμυριδόχαρτο. шкурник, -а α. φιλοτομαριστής. шкурнический "επ. φιλοτομαρ ικός. шкурничество, -а ουδ. φιλοτομαρισμός. шкурный επ. βλ. шкурнический. ♦шлагбаум, ~а α. διάξυλος φραγμός, ♦щлак, -а α. η εκβολάδα, σκουριά απο κάμι- νο ή ατμολέβητα. шлакобетон, -а α. σκωριομπετόν, σκωριοκο- ν'ιαμα. шлаковый επ. της εκβολάδας, της σκουριάς· απο εκβολάδα, απο σκουριά. ♦шланг, -а α. σωλήνας εύκαμπτος. шлафор βλ. шлафрок. ♦шлафрок, -а α. (παλ.) επενδύτης οικιακός. ШЛёвка, -И θ. μεταλλικός κρίκος ανάρτησης αντικειμένων, ♦шлейф, -а α. άκρη (ουρά) ενδύματος. II η
тле 756 шмы σβάρνο· (αγρ. εργαλείο). шлейфовать, -фута, -фуешь р.δ.μ. (για έόα- φος) σβαρνίζω. шлем!1 -а α. 1 (παλ.) περικεφαλαία. 2 κρά- κράνος, κάσκα. *ШЛвМ? -а α. άρση όλων των παιγνιόχαρτων. шлёнда, -Ы α.η.θ. χασομέρης, ~α, αργόσχο- αργόσχολος, ~η· ρέμπελος, -η. ШЛёндать р.δ. (απλ.) περιφέρομαι αργόσχο- αργόσχολος, τεμπέλης, χαζεύω. ШЛёП επιφ. με σημ. κατηγ. πλατς · И - его ПО щеке και πλατς στο πρόσωπο αυτού (τον χτύπησε)· - В грязь πλατς στη λάσπη. шлёпанцы, -ев πλθ. (ενκ. слёпанец, -нца α.) οι παντούφλες. шлёпанье, -Я ουδ. 1 ράπισμα, μπάτσισμα. 2 πέσιμο: τσαλαβούτημα. II πλατσούλισμα, πηλο- βάτηση. шлёпать р.δ. 1 ραπίζω, μπατσίζω· χτυπώ. 2 πέφτω, προσκρούω· χτυπώ πάνω. 3 (απλ.) τσα- τσαλαβουτώ, πλατσουλίζω· πηλοβατώ. II -СЯ βλ. ενεργ. φ. 2 σημ. шлёпнуть р.σ. 1 βλ. шлёпать A, 2 σημ.). 2 (απλ.) σκοτώνω. II -СЯ πέφτω, προσκρούω. Шлепок, -ПКа α. 1 ράπισμα, μπάτσισμο:· χτύ- χτύπημα. 2 κρότος χτυπήματος ή πτώσης. Шлея, -Й θ. 1 το γλουτιαίο λωρί ζευγμένου ζώου. 2 πλατύ λωρί ζεύξης. *ШЛИф, -а α. τομή για μικροσκοπική έρευνα. шлифовальный επ. λειαντικός, στιλβωτικός- - Станок λειαντική εργητομηχανή, λειαντήρας. шлифовальщик, -а α., -ца, -ы θ. λειαντής. шлифование, -я ουδ. λείανση, στίλβωση. Шлифовать, ~фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шлифованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. 1 λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω· - дерево СТе- КЛЯННОЙ шкурой λειαίνω το ξύλο με γυαλό- γυαλόχαρτο. 2 τελειοποιώ εξιδανικεύω· δουλεύω, λα- ξεύω· χτενίζω· - свой стиль τελειοποιώ το στυλ μου. II -СЯ 1 λειαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. 2 επιδέχομαι λείανση. Шлифовка, -И θ. λείανση, στίλβωση, γυάλι- γυάλισμα· - деталей λείανση εξαρτημάτων - де- дерева λείανση ζύλον хорошая - καλή λείανση. шлифовщик, -а α., -ца, -ы θ. βλ'. шлифо- шлифовал ьник. *ШЛИХ, -а ос. κόλλα υφαντουργική. шлык, ~а α. 1 (παλ.) βλ. новойник. 2 εί- είδος παλαιού κωνικού καπέλου. шлычка, -и θ. βλ. шлык A σημ.). ♦ШЛЮЗ, ~а α. 1 οκλεισιάς, δεξαμενή επιπο- λής ή ανύψωσης. 2 άνοιγμα, πόρτα υδροφράχτη. ШЛЮЗНЫЙ επ. του υδροφράχτη· ~ые ворота η πόρτα του υδροφρλχτη, υδροφρακτική θύρα. Шлюзовать, -зую, -зуеиь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слюзованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ. 1 χτίζω κλεισιά. 2 περνώ απο το« κλεισιά· ,~ суда περνώ τα σκάφη απο την κλεισιάδα.ΙΙ -СЯ (για κλεισιά). 1 χτίζομαι. 2 περνώ α- απο τον κλεισιά. ШЛЮЗОВОЙ επ. του κλεισιά, - υδατοφράχτη.ΙΙ εκφρ. -ое устройство βλ. шлюз A σημ.). *ШЛЮП, -а «. (παλ.) τριίστιο (τρικάταρτο) πλοίο. II πλοίο μονοκάταρτο με δυο πανιά. II περιπολικό στόλου. шлюпбалка, -и θ. (ναυτ.) η επωτίδα το κα- πόνι. ♦шлюпка, ~и θ. βάρκα, λέμβος· ακάτιο· спа- спасательная - ναυαγοσωστική βάρκα· карабель- НЭЯ - το έφόλκιο, η φελούκα. ШЛЮПОЧНЫЙ επ. της βάρκας, του ακάτιου· руль το τιμόνι του ακάτιου. II με βάρκα, με ακάτιο· - переход διάβαση με βάρκα, -ες. ШЛЮХа, -И θ. (απλ.) πόρνη, πουτάνα, σκρό- φα, τσούλα. ♦шлямбур, -а α. σωλήνας οδοντωτός στο ένα άκρο (για τρύπημα τοίχων). шляпа, -Ы θ. 1 καπέλο (ανδρικό ή γυναι- γυναικείο, συνήθως θολωτό). 2 άνθρωπος νωθρός, οκνός. шляпка, -И θ. 1 καπέλο γυναικείο. 2 μτφ. κεφάλι· - ГВОЗДЯ κεφάλι καρφιού. шляпник, -а α., -ца, -ы θ. καπελάς, -λού, πιλοποιός. ШЛЯПНЫЙ επ. του καπέλου, του πίλου· -ое производство η παραγωγή κκπελών. шляпочный επ. βλ. шляпный. II εκφρ. -ые грибы ομπρελοειδή μανιτάρια. ШЛЯТЬСЯ р.δ. (απλ.) περιφέρομαι άσκοπα, γυροφέρνω, γυροβολώ, τριγυρίζω. шлях, -а, προθτ. о шляхе, на шляху α. α- αμαξιτός δρόμος, δημοσιά. шляхетский επ. (παλ.) των ευγενών, των ευ- ευπατρίδων. шляхетство, -а ουδ. (παλ.). 1 βλ. шляхта. 2 (παλ.) ευγενείς. ' ♦шляхта, -Ы θ. (παλ.) μικροί τοπικοί πολω- πολωνοί ευγενείς. шляхтич, -а α., -тянка, -и θ. μικρός πο- πολωνός ευγενής, ♦шмат, -а α. (απλ.') κομματάκι ψωμιού. шматок, -тка α. βλ. шмат. шмелиный επ. του σερσεγκιού. шмель, -Я α. το σερσέγκι. ♦шмуцтитул, -а α. φύλλο προμετωπίδας βι- βιβλίου ή κεφαλαίου. ШМЫГ επιφ. με σημ. κατηγ. φριστ (φεύγω, το σκάζω). шмыгать р.δ. 1 πηγαινοέρχομαι· περιφέρο- περιφέρομαι, στριφογυρίζω· περνώ κοντά και σνχνά σε κάποιον. 2 κινώ γρήγορα, σέρνω, σβαρνίζω. II εκφρ. - глазами περιφέρω τα μάτια,το βλέμ-
шмы 757 шла μα· ~ носом αναπνέω σφί'ριχτά με τη μύτη. ШМЫГНУТЬ р.σ. 1 βλ. шмыгать. 2 φεύγω κρυ- κρυφά, ξεγλιστρώ. ШМЯК επιφ. με σημ. κατηγ. μπαμ (ρίχνω, πε- πετώ με θόρυβο, κρότο). Шмякать р. δ. μ. (απλ.). 1 αφήνω να πέσει., ρίχνω, πετώ, κυλώ με θόρυβο, υπόκωφο κρότο. 2 χτυπώ με κρότο. II -СЯ πέφτω, χτυπώ με υ- υπόκωφο κρότο. шмякнуть(ся) ρ.σ. βλ. смякать(ся). "шнапс, -а α. (παλ. κ. απλ.) ούζο. *ШНЙЦеЛЬ, -Я α. κεφτές τεμαχισμένος. *ШНур, -а α. 1 κορδόνι, σειρήτι. 2 σχοινί, σπάγκος. 3 καλώδιο ηλεκτρικό. шнурование, -я ουό. βλ. шнуровка. Шнуровать, -РУГО, -руеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шнурованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. 1 βάζω, περνώ κορδόνια, σειρήτια, 2 ράβω με σχοινί· αρμαθιάζω στο σχοινί. II -ся σφίγγο- σφίγγομαι με το κορδόνι, το σχοινί κλπ. ρ. ενεργ. φ. шнуровка, -И θ. 1 το πέρασμα κορδονιών ή σχοινιών. 2 κορδόνι, σειρήτι. II ράψιμο με σπάγκο. 3 (παλ.) ο κορσές. Шнуровой επ. 1 του κορδονιού, του σειρη- τιοϋ· με σχοινί, με σπάγκο. Шнурок, -рка α. κορδονάκι, σειρητάκι. II σχο ινάκι. шнырить р.δ. (απλ.) βλ. шнырять. ШНЫРЯТЬ р.δ. μετακινούμαι γρήγορα, πηγαι- πηγαινοέρχομαι. II περιφέρομαι, περιέρχομαι, τρι- τριγυρίζω (για να βρω, να μάθω, να δω. II εκφρ. - Глазами περιφέρω το βλέμμα. шов, шва α. 1 η ραφή· распороть по швам ξηλώνω τις ραφές. II το γαζί. II συνένωση τμη- τμημάτων. 2 (για μέταλλα) αρμός. 3 (χειργ.) έ- ένωση χε ιλέων τραύματος. II εκορ. руки ПО швам (για στάση προσοχής) τα χέρια στις ραφές· на- наложить (накладывать) - συρράπτω τα χείλη της πληγής· снять (снимать) швы αφαιρώ τις κλωστές (μετά την επούλωση της πληγής)· тре- Щать ПО всем швам συγκλονίζομαι συθέμελα, εκ βάθρων, σύσσωμος· ταρακουνιέμαι. ♦шовинизм, -а α. σοβινισμός шовинист, -а α., ~ка, -и θ. σοβινιστής, -τρία. шовинистический επ. σοβινιστικός, του σο- σοβινισμού ή του σοβινιστή. ШОВИНИСТСКИЙ επ. σοβινιστικός, του σοβι- σοβινιστή. ШОВНЫЙ επ. σαν ραφή· για ραφή· -ая ЛИНИЯ γραμμή σαν ραφή· - материал υλικό ραψίματος. *ШОК, -а α. το σοκ, κλονισμός του οργανι- οργανισμού. *шокйровать, -рую, -руешь ρ.δ.μ. (γραπ. λό- λόγος)· προσβάλλω, δυσαρεστώ· προκαλώ απέχ- απέχθεια, δυσαρέσκεια. II -СЯ δυσαρεστούμαι, τα- ταράσσομαι (απο παράβαση των καθιερωμένων). ШОКОВЫЙ επ. του σοκ, του κλονισμού· -ое состояние κατάσταση κλονισμού. *ШОКОЛаД, -а (~У) α. η σοκολάτα (σε στέρεα ή υγρή κατάσταση). шоколадка, -И θ. σοκολατίτσα. ШОКОЛаДНЫЙ επ. της σοκολάτας· -ое произ- производство η παραγωγή σοκολάτας. !Ι σοκολατέ- σοκολατένιος· -ое мороженое σοκολατένιο παγωτό· торт σοκολατένια τούρτα. II σοκολατόχρωμος, σοκολατής. II εκφρ. -ое дерево το κακαόδε- ντρο· -ые бобы σπέρματα κακαόδεντρου. *шомпол, -а α. οβελός κάθαρσης ή λίπανσης όπλου ή γέμισης εμπροσθογεμούς όπλου. шомполка, -и θ. (παλ.) όπλο εμπροσθογεμές. ШОМПОЛЬНЫЙ επ. του οβελού όπλου. II εμπρο- σθογεμής· -ое ружьё εμπροσθογεμές όπλο. шорканье, -я ουδ. βλ. шарканье. шоркать ρ.δ. (απλ.) βλ. шаркать A σημ.). шорник, -а α. σαμαράς, σαγματοποιός· κα- κατασκευαστής ιμάντων ζεύξης, σκυτορράφος. шорничать р.δ. επαγγέλλομαι το σαμαρά, ερ- εργάζομαι σαμαράς, σκυτορράφος. шорничество, -а ουδ. το επάγγελμα του σα- σαμαρά, του σκυτορράφου. шорный επ. σκύτινος, δερμάτινος· -ые из- изделия σκύτινα είδη. II των ιμάντων ζεύξης· -ая мастерская βλ. шорня· -ая лавка σάγμα τοπωλείο· -ая упряжь βλ. шоры. ШОрня, -и θ. σαμαράδΐκο, σαγματοποιείο. шорох, -а α. θρόισμα, θρος. ШОры, шор πλθ. 1 παρωπίδες. 2 οι ιμάντες ζεύξης. II εκφρ. взять в - кого ή держать в -ах кого βάζω παρωπίδες σε κάποιον. *ШОССё ουδ. άκλ. αμαξιτή οδός- δημοσιά,δη- δημοσιά,δημόσιος δρόμος· асфальтированное - ασφαλτο- ασφαλτοστρωμένος δρόμος. шоссейный επ. της αμαξιτής οδού· -ая до- дорога αμαξιτή οδός. ШОССЙроваННЫЙ επ. απο μτχ. επιστρωμένος· -ая дорога επιστρωμένος δρόμος. ШОССЙрОВаТЬ, -РУЮ, -руешь^ав. μτχ.παρλθ. χρ. шоссированный, βρ: -ван, -э, -о р.δ.κ. σ. επιστρώνω δρόμο. II -СЯ επιστρώνομαι. шотландец, -дца α.'Σκοτσέζος κ. Σκότος. ШОТЛандка, -И 9, Ι Σκοτσέζα. 2 είδος υ- υφάσματος . шотландский επ. σκοτσέζικος. *шофёр, -а α. οδηγός αυτοκινήτου, σοφέρ. шофёрский επ. του σοφέρ· -ая специаль- специальность η ειδικότητα του σοφέρ. шофёрство, -а ουδ. το επάγγελμα του σοφέρ, ♦шпага, -и θ. ξίφος· λόγχη· обнажить -у ξιφουλκώ. II εκφρ. отдать -у παραδίνω το ξί- ξίφος (παραδέχομαι την ήττα μου· παραδίνομαι αιχμάλωτος)· продать -у προδίνω το ξίφος
шла 758 шли (περνώ με το μέρος τον εχθρού). *шпагат, -а α. σπάγκος, σχοινί. шпагатный επ. του σπάγκου, του σχοινιού. шпагоглотатель, -Я α. σχοινοκαταπότης τα- ταχυδακτυλουργός . шпажник, -а α. βλ. гладиолус. ШПаЖНЫЙ επ. του ξίφους* με το ξίφος, με λόγχη· - эфес η λαβή του ξίφους· -ЭЯ битва λογχομαχία· - ПОедЙНОК ξιφομαχία(μονομαχία με ξίφη). *ШПак, -а α. (παλ.) πολίτης (περιφρονητική ονομασία των στρατιωτικών προς τους πολίτες). шпаклевание к. шпатлевание, -я ουδ. βλ. шпаклёвка A σημ.). шпаклевать к. шпатлевать, -люю, -люешь р. δ. στοκάρω. II -СЯ στοκάρομαι. шпаклёвка к. шпатлёвка, -и θ. 1 στοκάρισμα. 2 στόκος. шпаклёвочный επ. του στοκαρίσματος· - ма- материал υλικό στοκαρίσματος. шпаклёвщик, -а α. στοκαριστής. "шпала, -Ы θ. 1 στρωτήρας, τραβέρσα. 2 ση- σημάδι διακριτικό των αξιωματικών (ως το 1943). шпалерник, -а α. 1 ταπητουργός. 2 βλ.шпа- βλ.шпалеры E σημ.). шпалерный επ. 1 ταπητουργικός· του τάπη- τάπητα· με τάπητα. 2 της αναδεντράδας. ♦шпалеры, -лер πλθ. (ενκ. шпалера, -ы θ.). 1 χαλί τοίχου (χωρίς χνούδι). 2 ταπετσαρία (χαρτί) του τοίχου. 3 στηρίγματα αναρριχη- αναρριχητικών φυτών αναδεντράδα· κληματαριά. 4 δε- ντροστοιχίες εκατέρωθεν της οδού. 5 παράτα- παράταξη στρατιωτών εκατέρωθεν της οδού (σε στοί- στοίχους ή σε ζυγούς). шпана, -Ы θ., πλθ. δεν έχει. (απλ.) σπα- τεώνας, αλήτης, αλάνι, μόρτης, ♦шпангоут, ~а α, νομέας, πόστα. *ШПан<Знрь, -Я α. το λωρί του τσαγκάρη (για στήριξη και επεξεργασία του υποδήματος). шпанка, -и θ. είδος κάνθαρου. "шпанский επ. ισπανικός: -ая муха ή мушка α) κανθαρίδα, ισπανική μύγα. β) είδος έμπλα- έμπλαστρου. шпаргалка, -и θ. σκονάκια (χαρτάκια στις εξετάσεις λόγω άγνοιας της ύλης). - шпарить ρ.δ. 1 ζεματίζω, καταστρέφω· - КЛОПОВ ζεματίζω τους κοριούς. II περιβρέ- χω με ζεστό νερό, μουσκεύω. 2 καίω· - руки καίω τα χέρια με καυτό νερό. 3 χρησιμοποι- χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάτων με επιτακτική ση- σημασία· шпарь скорей за папиросами τρέξε γρή- γρήγορα για τσιγάρα· шпарь домой τρέξε στο σπί- τι· никто не слушает, а он -ит дальше κανέ- κανένας δεν τον ακούει, όμως αυτός προχωρεί πα- παρακάτω, ♦шпат, -а α. άστριος (ορυκτό)· известковый - άστριος ασβεστομιγής ή ασβεστούχος. ♦шпатель, -Я α. σπάτουλα, σπαθίδα. шпатлевать κλπ. παράγωγα βλ. шпаклевать. *ШПаЦИЯ, -и θ. (τυπογρ.) το διάστημα μετα- μεταξύ λέξεων. ШПеНёК, -нька α. (τεχ.) προεξοχή εξαρτή- εξαρτήματος· αξονίσκος. II το σιδεράκι αγκίστρωσης της πόρτας. ШПИГ βλ. пшик. *шпигат, -а α. (ναυτ.) ευδίαιος, μπούνι (ο- (οπή εκροής των νερών στα πλάγια του κατα- καταστρώματος) . шпиговать, -гую, -гуешь ρ.δ. μ. 1 παρα- παραγεμίζω με λίπος. 2 μτφ. παρακινώ, προτρέ- προτρέπω· εμφυσώ, εμπνέω. II (απλ.) κατηγορώ, κα- κακολογώ. II -СЯ παραγεμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. ШПИГОВКа, ~И θ, παραγέμισμα με λίπος. II μτφ. εμφύσηση. Η κατηγορία, κακολόγημα. ♦ШПИК1, -а (-У) α. το λαρδί. ♦ШПИК* -а α. σπιούνος, χαφιές· καταδότης· λαγωνικό. ШПИЛевОЙ επ. του βαρούλκου, του βιντσι. шпилечный επ. της φουρκέτας, II των καρ- καρφιών. II του μακριού βλήτρου. ШПИЛЬ, -Я α. 1 πυραμιδοειδής κορυφή οι- οικοδομήματος. 2 (ναυτ.) βαρούλκο, βιντσι. *ШПЙЛЬка, -И θ. 1 φουρκέτα, πιάστρα μαλ- μαλλιών. 2 ειδικά καρφιά υποδημάτων Деревян- НЫе -И οι ξυλόπρογκες, 3 И*<р. παρατήρηση αυ- αυστηρή' подпускать -И ^ιάνω αυστηρή παρατή- παρατήρηση. 4 βλήτρο, πείρος. ♦шпильман, -а α. πλανόδιος τραγουδιστής ή οργανοπαίκτης τον μεσαίωνα, ♦шпинат, -а α. το σπανάκι, шпинатный επ. του σπανακιού· με σπανάκι· - ЛИСТ φύλλο σπανακιού (σπανακόφυλλο). ♦шпингалет, ~а α. 1 ασφάλιστρο, ζύγωθρο, *σύρτης, περάτης. 2 βόμπιρας. *ШПЙНДель, -Я α. (τεχ.). 1 άξονας. 2 άτρα- άτρακτος μηχανής. шпйнделный επ. αξονικός, του άξονα. II της ατράκτου. II ατρακτοειδής. ♦шпион, -а α., -ка, ~и θ. σπιούνος, χαφιές, καταδότης. II κατάσκοπος. ♦шпионаж, -а α. σπιουνιά, χαφιεδισμός. II κατασκοπεία. ШПИОНИТЬ ρ.δ. σπιουνάρω· κατασκοπεύω. ШПИОНСКИЙ επ. κατασκοπευτικός· - Центр κατασκοπευτικό κέντρο. шпионство, -а ουδ. κατασκοπεία* σπιουνιά. *ШПШ1, -а α. βλ. ШПИЛЬ A σημ.). ♦пшиц^ -а α. το σκυλί λουλού. ♦шпицрутены, -ΟΒ πλθ. (ενκ. ~тен, -а α.)· μεγάλες βέργες ιτιάς (γιε χτύπημα των στρα- στρατιωτών στη σύνταξη ή των εγκληματιών στην τσαρική Ρωσία).
шпл 759 шта *ШПЛИНТ, ~а α. (τεχ.) βελόνι διχαλωτό. ШПЛИНТОВка, -и θ. στερέωση με διχαλωτό βελόνι. *шпон, -а α. и. шпона, ~ы θ. φύλλο για ;ιό- ντρα πλακέ. II (τυπογρ.) μεσόστιχο, διάστιχο. *ШПОНКа, -И θ. πλατύσφηνα. ШПОНОЧНЫЙ επ. της πλατϋσφηνας, με πλατύ- σφηνα. ♦шпора, ~Ы θ. σπιρούνι, πτερνιστήρας. II το πισινό νύχι των πτηνών σαν πλήκτρο. ШПОрец, -рца α. κ. ШПОрка, -И θ. το στίγ- στίγμα του άνθους. шпорить ρ.δ.μ. σπιρουνΐζω. "ШПрИЦ, -а α. (ιατρ.) η σύριγγα, ♦шпроты, шпрот πλθ. (ενκ. шпрота, -ы θ.) σαρδέλες. II κονσέρβες με· σαρδέλες καπνιστές, шпулечный επ. βλ. шпульный. ♦шпулька, -И θ. μασούρι· πηνίο. шпульный επ. του μασουριού· του πηνίου· - колпачок το κάλυμμα του μασουριού. шпуля, -и θ. βλ. шпулька. ♦шпунт1, -а α. γλωττίδα· εντορμία. II πώμα οινοδοχείου ατελούς ζύμωσης, шпунт* -а α. κοπίδι γλύπτη. ШПуНТОВаТЬ, -Тую, -ТуеШЬ,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шпунтованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. (τεχ.) φτιάχνω γλωττίδα ή εντορμ'ια. шпунтовка, -И θ. κατασκευή γλωττίδας ή ε- ντορμ'ιας. ШПУНТОВОЙ επ. με γλωττίδα, με εντορμία. ♦шпур, -а α. 1 φουρνέλο. 2 οπή φούρνου. ШПИНЯТЬ р.δ.μ. (απλ.) κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω, νύσσω. II μτφ. παροτρύνω, προτρέπω. ♦шрам, -а α. η ουλή. ♦шрапнель, -И θ. βολιδοφόρο βλήμα. шрапнельный επ. του βολιδοφόρου βλήματος· - снаряд βλ. шрапнель; - огонь πυρά βολι- δοφόρων βλημάτων. ♦шрифт, -а α., πλθ. шрифты, α. (τυπογρ.). 1 το στοιχείο, το γράμμα· курсЙВЫЙ - το κυρ- κυρτό στοιχείο. 2 γραφικός χαρακτήρας, η γρα- γραφή· ГОТЙчеСКИЙ - η γοτθική γραφή. ♦шрот, -а α. η ελαιόπιτα για τροφή ζώων. ♦штаб, -а, πλθ. штабы, ~ов α. επιτελείο- генеральный - армии γενικό επιτελείο στρα- στρατού· - ДИВИЗИИ επιτελείο μεραρχίας· на- начальник -а επιτελάρχης. 2 καθοδηγητικό όρ- όργανο· ~ рабочего класса το επιτελείο της εργατικής τάΕης. штабелировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. στοι- στοιβάζω. II -СЯ στοιβάζομαι. ♦штабель, -я, πλθ. -беля, -белей к. штабе- штабели, -белей α. η στοίβα. штабист, -а α. επιτελής, αξιωματικός επι- επιτελείου. ШТаб-КВартЙра, -Ы θ. το επιτελείο (η έδρα). штабник, -а α. βλ. штабист. штабной επ. επιτελικός, του επιτελείου· - ПЙсарь γραφέας επιτελείου. II επιτελής, αΕι- ωματικός επιτελείου. штаб-офицер, -а α. α. (παλ,.) ανώτερος α- ξιωματ ικός (συνταγματάρχης, αντ ισυνταγματάρ- χης, ταγματάρχης). штаб-офицерский επ. του ανώτερου α£ιωμα- α£ιωματ ι κού. штабс-капитан, ~а α. (παλ.) λοχαγός. *штаг, -а α. (ναυτ.) πρότονος, συρματόσχοινο, ♦штакетник, -а α. (αθρσ.) στενές σανίδες (για φράχτη)· φράχτης με στενές σανίδες, ♦шталмейстер, -а α. (παλ.) βαθμός αυλικός. II υπεύθυνος στο τσίρκο. ♦штамб, -а α. κορμός δέντρου (απο τη ρίζα ως το φύλλωμα). штамбовый επ. ψηλόκορμος· ~ые дерев*ья ψη- λόκορμα δέντρα. ♦штамп, -а α. 1 σφραγίδα, στάμπα (ιδρύμα- (ιδρύματος, οργάνωσης). 2 (τεχ.) μήτρα πρεσαρίσμα- τος. II ιχνάριο. 3 μτφ. στερεοτυπία, καλού- καλούπι, ρουτίνα. штамповальный επ. εκτυπωτυκός, της εκτύ- εκτύπωσης· -станок μηχανή εκτύπωσης. штампование, -я ουδ. 1 σφράγισμα, -ση. 2 εκτύπωση· σφυρηλάτηση στη μήτρα. штампованный επ.απο μτχ. 1 εκτυπωμένος σε πιεστήριο. 2 μτφ. στερεότυπος, τυποποιημέ- νος. штамповать, -пую, -пуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. штампованный, βρ: -ван, ~а, -о р.δ.μ. 1 σφραγίζω, βάζω σφραγίδα, σταμπάρω. 2 εκτυ- εκτυπώνω ανάγλυφα. II σφυρηλατώ στη μήτρα. 3 μτφ. κάνω κάτι στερεότυπα, ρουτ ινιέρικα. II -СЯ σφραγίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. штамповка, -и θ. βλ. штампование. II εκτύ- μα (εκτυπωμένο εξάρτημα). штамповочный επ. εκτυπωτικός. штамповщик, ~а α., -ца, -ы θ. εκτυπωτής, -ώτρια. ♦штанга -И θ. 1 ράβδος μεταλλική. 2 δια- δοκίδα (δοκάρι) στο τέρμα του ποδοσφαιρικού γηπέδου. II αλτήρας. ♦штангенциркуль, -Я α. (τεχ.) διαβήτης με κανόνα. штангист, -а α. αρσιβαρίστας. штанговый επ. με σιδερένια ράβδο· -ое кре- плёние στερέωση με σιδερένιες ράβδους. ♦штандарт, -а α. (παλ.) η σημαία του ιππι- ιππικού. штандартный επ. της σημαίας του ιππικού. штанина, -ы θ. το ένα σκέλος της περισκε- λίδας, μπατζάκι, ποδωνάρι. ШТанЙШКИ, -щек πλθ. βρακάκι, παντελονάκι, штаны, ~ΟΒ πλθ. περισκελ'ιδα, παντελόνι·
шта 760 што βρακί· короткие - το βρακί. ♦штапель, -Я α. 1 βόστρυχος μαλλιών. 2 το τσελβόλ (ύφασμα). ♦штат1, ~а α. η πολιτεία· Соединённые Шта- Штаты Америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. II εκφρ. генеральные -ы γενικές συνελεύσεις παλαιά στη Γαλλία και Κατω-χώρες. ♦штат? -а α. το προσωπικό· сокращение ~ОВ μείωση του προσωπικού. II κανονισμός ή αριθ- αριθμός προσωπικού· утверждать -ы εγκρίνω τον α- αριθμό του προσωπικού· по -у полагается προ- προβλέπεται απο τον κανονισμό' προσωπικού. II εκφρ. остаться за -ом (παλ.) α) μένω έξω απο το προσωοικό (δε συμπεριλαβαίνομαι). β) θεω- θεωρούμαι περίσσιος ή άχρηστος. ♦штатгальтер, -а α. τοπικός διοικητής. ♦штатив, -а α. στήριγμα. II τρίποδας. штатный επ. του προσωπικού· - сотрудник συνεργάτης της Ίδιας επιχείρησης ή ιδρύματος- -аЯ должность η μόνιμη θέση. II εκφρ. -ое расписание о κανονισμός προσωπικού. штатский επ. πολιτικός (σε αντίθεση προς τον στρατιωτικό και τον κληρικό)· В -ОМ пла- тье με πολιτική περιβολή (ενδυμασία). II ουσ. ο πολίτης. ♦ штафирка, -и е. βλ. шпак. ♦штевень, -ВНЯ α. στείρα πλοίου, κοράκι· ποδόστημα πλοίου. ♦штейгер, ~а α. (παλ.) επιστάτης ή εργοδη- εργοδηγός μεταλλε ίων. штемпелевальный επ. εκτυπωτικός. штемпелевание, -Я ουδ. εκτύπωση ανάγλυφη. штемпелевать, -люю, -люешь^ае. μτχ.παρλθ. χρ. штемпелёванный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. εκτυπώνω ανάγλυφα. II -СЯ εκτυπώνομαι ανά- ανάγλυφα. ♦штемпель, -Я, πλθ. -Я α. σφραγίδα (ανά- (ανάγλυφης εκτύπωσης). II το εκτύπωμα. штемпельный ετί. εκτυπωτικός. ♦штепсель, -Я, πλθ. -я α. 1 το βύζμα, το πώμα. 2 βλ. розетка (б σημ.). штепсельный επ. του βύσματος· του ρευμα- ρευματολήπτη· -ая розетка κινητός ρευματολήπτης, ♦штиблеты, -лёт πλθ. (ενκ. штиблета, -не,) 1 οι περικνημίδες (γκέτες), 2 άρβυλα αν- ανδρικά. ШТИЛеваТЬ, -ЛПЗ, -ЛЮеШЬ р.δ. (ναυτ)· νη- νεμώ, γαληνεύω, έχω νηνεμία, γαλήνη. ШТИЛевОЙ επ. γαλήνιος, γαληνεμένος, νήνε- μος· -ая погода αίθριος καιρός. II εκφρ. -ая полоса νήνεμη έκταση θάλασσας. ♦ШТИЛЬ, -Я α. (παλ.) νηνεμ'ια, γαλήνη, μπου- μπουνάτσα, κάλμα. ♦штифт, -а , προθτ. о штифте, на штифту α. ο πείρος. II βελόνη, αζονίσκος ή γόμφος. Штифтовой επ. με πείρο· με αξονάκι· -Ое соединение σύνδεση με πείρο, ♦штихель, -Я α. κοπίδι μηχανικού εργαλείου. ♦ШТОК, -а α. (γεωλγ.) απόθεμα, ♦штокроза, -Ы θ. αλθα'ια η ροδανθής (επιστ.), δεντρομολόχα (λκ.). ♦ТПТОЛЬНЯ, -И θ. στοά ορυχείου οριζόντια, штопальный επ. του μπαλώματος· -ая игла βελόνι μπαλώματος ή του χεριού штопальщик, -а α., ^-ца, -Ы θ. μπαλωματής, -τού, επιδιορθωτής, -ώτρια, επισκευαστής. штопанный επ. μπαλωμένος, επιδιορθωμένος· μονταρισμένος. ШТОПаНЬе, -Я ουδ. μπάλωμα· μοντάρισμα, ♦штопать р.δ.μ. μπαλώνω, επιδιορθώνω· μα- μαντάρω. II -СЯ μπαλώνομαι, επιδιορθώνομαι* μα- μαντάρομαι. штопка, -и θ. 1 βλ. штопанье. 2 κλωστή μπαλώματος, το ράμμα. 3 μπαλωματιά, μπαλω- μπαλωμένο μέρος. ♦штопор, -а α. 1 εκπωματιστήρας, απόβυστρο, ζεστουπωτήρι, τιρμποσόνι, τριμπουσόνι. 2 ελικοειδής ή περιστροφική πτήση αεροπλάνου προς τα κάτω. II ως επίρ. -ом ελικοειδώς. штопорить р.δ. κατεβαίνω (καθικνούμαι) ε- ελικοειδώς (για αεροπλάνο), ♦штора, -Ы θ. το στόρι, κουρτίνα. ШТОрка, -И θ. μικρό στορ, κουρτινάκι. Η ο σύρτης, ο περάτης. ♦шторм, -а α. τρικυμία, θύελλα, φουρτούνα. ШТормЙТЬ, -МИТ р.δ. (ναυτ.) είμαι τρικυ- τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος· море -ЙТ η θάλασ- θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη. штормовать, -мую, -муешь р.δ. (ναυτ.). 1 αντιστέκομαι στην τρικυμία, τα βγάζω πέρα. 2 βλ. штормить. штормовой επ. σφοδρός, θυελλώδης· - ветер θυελλώδης άνεμος. II τρικυμιώδης, φουρτουνια- φουρτουνιασμένος· -Ое море φουρτουνιασμένη θάλασσα. II κατά της τρικυμίας· -ые паруса πανιά κατά της τρικυμίας· - якорь άγκυρα κατά της τρι- τρικυμίας. ♦штормтрап, -а α. σχοινοκλίμακα, σχοινό- σκαλα. Штормяга, -И θ. (απλ.) φοβερή θύελλα,τρι- θύελλα,τρικυμία. шторный επ. του στορ, της κουρτίνας· шнур το σχοινί της κουρτίνας. II του σύρτη, του περάτη. ♦штос, -а α. είδος χαρτοπαιγνίου. II τέχνα- τέχνασμα ξιφομαχίας. ♦штоф1 -а α. (παλ.) ρωσικό μέτρο χωρητικό- τας 1,4 του λίτρου. II μποκάλι κρασιού ή βότκας ίδιας χωρητικότητας, ♦штоф? -а <х. η στόφα (ύφασμα). ΠΓτόφΗΒώ'επ. χωρητικότητας 1,54 του λίτρου. 2 οινοπνευματωδών ποτών -ая лавка το οι-
што 761 шту νοπωλε'ιο. II ουσ. -ая θ. οινοπωλείο, ШТОфНЫЙ2 επ. απο στόφα (ύφασμα). ♦штраф, ~а α. το πρόστιμο· взимать - παίρ- παίρνω πρόστιμο· наложить - βάζω πρόστιμο, προ- στιμάρω· платить ~ πληρώνω πρόστιμο. штрафник, -а α. τιμωρημένος στρατιωτικός. штрафной επ. 1 του πρόστιμου· -ые деньги χρήματα προστίμου. 2 του φάουλ· судья на- назначает - удар о διαιτητής δίνει φάουλ. II ουσ. τιμωρημένος· -ая скамья σκαμνί των τι- τιμωρημένων παικτών. штрафованный επ. απο μτχ. βλ. штрафной B σημ.). Штрафовать, -фую, -фуешь.яав. μτχ. παρλθ. χρ. штрафованный, βρ: -ван -а -о προστι- μάρω. II -СЯ προστομάρομαι.. ♦штрейкбрехер, -а α. απεργοσπάστης. штрейкбрехерский επ. απεργοσπαστικός. штрейкбехерство, -а ουδ. απεργοσπαστικές ενέργειες και πράξεις· προδοσία των εργατι- εργατικών συμφερόντων. ♦щтрек, ~а α. στοά ή ανοιχτός διάδρομος ο- ορυχείου. штрипка, -И θ. υποπόδιο περισκελίδας, πα- παντελονιού· υποπέζιο, στάφα. ♦штрих, -а α. 1 γραμμή (σχεδίου ιχνογράφι- σης)· μολυβιά· κοντύλια· πενιά· πινελιά. 2 μτφ. λεπτομέρεια· πτυχή· πλευρά· ДО послед- последнего -а μέχρι τελευταία λεπτομέρεια· добавить ещё один - к характеристике προσθέτω α- ακόμα μια λεπτομέρεια στην ατομική έκθεση. штриховать, -хуга, -хуешь р.δ. σχεδιάζω, σκιτσάρω, σκιαγραφώ· - детали на чертеже σκιτσάρω εξαρτήματα στο σχέδιο. II -СЯ σχε- σχεδιάζομαι, σκιτσάρομαι, σκιαγραφούμαι. штриховка, -И θ. 1 σχεδίαση, σκιτσάρισμα, σκιαγράφιση. 2 γραμμοσκιά, εγχάρακτο σχέδιο. штриховой επ. με γραμμοσκιές* - орнамент διακόσμηση (στολίδι) με γραμμοσκιές. штудирование, -Я ουδ. μελέτη εμβριθής (ε- (επισταμένη. штудировать, -руга, -руешь ρ.δ.μ. μελετώ με εμβρίθεια, επισταμένα. II -СЯ μελετούμαι επισταμένα. ♦штука, -И θ. 1 κομμάτι, τεμάχιο· ένα απο τα πολλά όμοια πράγματα· πράγμα, αντικείμε- αντικείμενο- ПЯТЬ штук сахара πέντε κομμάτια ζάχαρη· ~ ПОЛОТНа ένα κομμάτι ύφασμα· работать ОТ -И δουλεύω με το κομμάτι- сорок штук рога- ТОГО скота σαράντα κερασφόρα ζώα· двадцать штук арбузов είκοσι κομμάτια καρπούζια. 2 τέχνασμα, κόλπο, μηχανή· τερτίπι. II πονη- πονηριά, πανουργία· διαβολιά. II φαινόμενο· υπό- υπόθεση· περιστατικό. II άνθρωπος πονηρός. 3 τόπι υφάσματος άθικτο (αναρχίνηγο). II εκφρ. Не -а δεν είναι κανένα πράγμα δύσκολο· ВОТ так -! νά σου πράγμα! штукарить ρ.δ. (απλ.) αστειολογώ, καλα- μπουρίζω. штукарский επ. αστείος, φα ιδρς, ευτράπελος. Штукарство, ~а ουδ. αστε'ΐσμός, χαριεντι- σμός, χωρατά, καλαμπουρλίκι. штукарь, -Я α. 1 (παλ.) μάστορας, έμπει- έμπειρος τεχνίτης· αριστοτέχνης. 2 αστειολόγος, ευθυμολόγος, φαιδρολόγος, χωρατατζής, καλα- μπουριτζής. II (απλ.) κατεργάρης, καταφερ- καταφερτζής. штукатур, ~а α. σοβατζής, αμμοκονιαστής. штукатуренный επ. απο μτχ. σοβατισμένος. штукатурить, -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. штукатуренный, βρ: -рен, -а, -о р.δ.μ. σοβατίζω. II -СЯ σοβατίζομαι,. II παραπουδρά- ρομαι. штукатурка, -и θ. 1 σοβάτισμα. 2 ο σοβάς. штукатурный επ. του σοβατίσματος· -ые ра- работы το σοβάτισμα· - раствор о σοβάς (υ- (υγρό αμμοκονίαμμα). штукатурщик, -а α. βλ. штукатур. штукенция, -и θ. βλ. штука B σημ.). II φανόμενο· υπόθεση· περιστατικό. штукование, -Я ουδ. μαντάρισμα· καρίκωμα. штуковать, -куга, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. штукованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. μαντάρω, -ίζω· καρικώνω, μπαλώνω. II -СЯ μα- μαντάρομαι, καρικώνομαι, .μπαλώνομαι. штуковина, ~ы θ. βλ. штука B σημ.). штуковка, -и θ. 1 βλ. штукование. 2 το μανταρισμένο ή μπαλωμένο μέρος. ♦штурвал, -а α. το οιακοστρόφιο. штурвальный επ. 1 του οιακοστρόφιου· -ое колесо βλ. штурвал·, ~ трос το οιακόσχοινο· -ое управление οδήγηση με οιακοστρόφιο. 2 Ί3υσ. οιακοστρόφος, πηδαλιούχος, τιμονιέρη<;. 3 ουσ. -ЯЯ θ. το οιακιστήριο. ♦штурм, -а α. έφοδος, εφόρμηση· брать -ОМ παίρνω (κυριεύω) με έφοδο. II μτφ. επίθεση· αποφασιστική δράση· - самодержавия έφοδος κατά της απολυταρχίας. *штурман_7 -а α., πλθ. ~ы к. -а τιμονιέρης, πηδαλιούχος. II πιλότος, αεροπόρος. штурманский επ. του τιμονιέρη, του πηόα- λιούχου* -ая ДОЛЖНОСТЬ το πόστο του τιμο- τιμονιέρη· -ая рубка το πηδαλιούχε ίο, το οιακι- οιακιστήριο. штурмовать, -муга, -муешь ρ.δ.μ. εφορμώ, κάνω έφοδο. II επιτίθεμαι. II κατακτώ με με- μεγάλες προσπάθειες· - горную вершину κατορ- κατορθώνω να ανεβώ στην κορυφή του βουνού. II -СЯ υφίσταμαι έφοδο. ШТурмовЙК, ~а α. αεροπλάνο κάθετης εφόρ- εφόρμησης. штурмовка, -И θ. εφόρμηση αεροπορίας.
шту 762 щум штурмовой επ. της εφόδου, της εφόρμησης. II της επίθεσης. II εκφρ. -ая авиация αεροπορία κάθετης εφόρμησης. штурмовщина, -Ы θ. βιαστικές ενέργειες (για ανάκτηση χαμένου χρόνου). *ШТуртрос, ~а α. το οιακόσχοινο. *ШТуф, -а α. κομμάτι μεταλλεύματος, ορυ- ορυκτού. ♦штуцер, -а α. 1 όπλο με ραβδώσεις και αυ- αυλακώσεις στη κάνη. 2 κομμάτι σωλήνα με ελι- κώσεις (για σύνδεση). ■ Штучка, -И θ. 1 κομματάκι. II πραγματάκι. 2 βλ. штука B σημ.). Штучный επ. με κομμάτια, κατά τεμάχια (ό- (όχι με το ζύγι)· -не товары εμπορεύματα (πώ- (πώλησης) με το κομμάτι· ~ая оплата πληρωμή εργασίας με το κομμάτι. II (αποτελούμενος) απο κομμάτια. *ШТЫб, -а α. (τβχ.) λεπτοτρ ιμμένο κάρβουνο. *ШТЫК, -а α. 1 λόγχη, ξιφολόγχη. 2 μτφ. (στρατ.) λογχοφόρος οπλίτης- отряд В СОСТа- ве ПЯТЬСОТ -ОВ τμήμα απο πεντακόσιους λογ- χοφόρους οπλίτες. 3 (ναυτ.) κόμπος καρα- βόσχοινου. 4 Л φτυαριά (μια λήψη). II εκφρ. В -Й με εφόπλου λόγχη· встречать ή принять Β ~ίΐ υποδέχομαι εχθρικά. штыкование, -я ου δ. σκάψιμο βάθους ενός φτυαριού. штыковать, -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. штыкованный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.μ. σκάβω σε βάθος ενός φτυαριού. II -СЯ σκάβο- σκάβομαι σε βάθος ενός φτυαριού. штыковка, -и θ. βλ. штыкование. ШТЫКОВОЙ επ. της λόγχης· με λόγχη· ~ое остриё η αιχμή της λόγχης· -ая рана πληγή απο λόγχη· -ая атака επίθεση με εφάπλου λόγ- λόγχη· - 6ОЙ η λογχομαχία. штыревой επ. με πείρο κλπ. ουσ. ♦щтырь, -Я α. (παλ.) πείρος· αζονίσκος,γόμ- αζονίσκος,γόμφος. *Шу ουδ. άκλ. (παλ.) θύσανος, φιόγκος α- αφράτος . Шуба, -Ы θ, 1 γούνα, γούνινο πανωφόρι. II χειμωνιάτικο πανωφόρι. 2 το τρίχωμα ζώου. II εκφρ. не -у шить из чего δε μου χρειάζεται καθόλου. шубейка, -и θ. (παλ.) κοντή γούνα, το κο- κοντογούνι. Шубёнка, -И θ. (περιφρ.) παλιογούνα. Шубка, -И θ. 1 γούνα μικρή. 2 το βραχύ τρί- τρίχωμα ζώου. ШубНЫЙ επ. 1 της γούνας· - рукав το μανί- μανίκι της γούνας. II για γούνα· -ая овчина προ- βειά για γούνα. 2 με καλό τρίχωμα· μαλλια- μαλλιαρός· -ые ОВЦЫ μαλλιαρά πρόβατα. II γουναρι- κός, γούνινος· -ые изделия τα γουναρικά (εί- (είδη)· - товар εμπόρευμα γουναρικών. II εκφρ. ~ое овцеводство . προβατοκομία για γουναρικά шуга, ~й θ. πάγος εύθριπτος. шугай, -я α. (παλ.) είδος ζακέτας. II εί- είδος σαραφανιού. шугануть р.σ. βλ. шугать. шугать р.δ.μ. (απλ.) προγκίζω. шугнуть р.σ. βλ. шугать. шуйца, -Ы θ. (παλ.) το αριστερό χέρι. шукать р.δ.μ. (διαλκ.) ερευνώ· ψάχνω, ♦шулер, -а, πλθ. -а α. κλεφτοχαρτοπαίχτης, II απατεώνας, κατεργάρης. шулерский επ. δόλιος, κατεργάρικος. шулерство, -а ουδ. κλέψιμο στα χαρτιά, λα- λαθροχειρία. II απάτη, κατεργαριά· ψευτιά. шум, -а (-у) α. 1 θόρυβος, βουή, τύρβη, α- αχός· лёгкий - ελαφρός (σιγανός) θόρυβος· большой - СЛЫШИТСЯ μεγάλος θόρυβος ακούεται· - ветра η βουή του άνεμου- - ВОЛН η βουή των κυμάτων. II κρότος· - шагов о κρότος των βημάτων, το ποδοβολητό. II οχλοβοή, οχλαγω- γ'ια, χλαλοή· χάβρα. II φασαρία, φωνές. 2 συ- συζήτηση ζωηρή· ντόρος· много -а от ничего πο- πολύς θόρυβος για το τίποτε. 3 θρόισμα, θρος· - листьев το θρόισμα των φύλλων. II εκφρ. - в голове βούισμα στο κεφάλι· - В ушах βού- ισμα στ' αυτιά. шуметь, -млго, -мйшь ρ.δ. 1 θορυβώ, κάνω θόρυβο· дети -мят τα παιδιά θορυβούν.II βου- βουίζω· ветер -мйт ο άνεμος βουίζει· . волны -мят τα κύματα βουίζουν. II κάνω φασαρία. II κοχλάζω, βράζω· чайник -мйт το τσαερό βρά- βράζει. 2 συζητώ, προκαλώ συζήτηση· κάνω ντό- ντόρο. II εκφρ. -МЙТ В голове βουίζει το κεφά- κεφάλι· -МЙТ В ушах βουίζουν τ1 αυτιά. шумиха, -И θ. σκόπιμος θόρυβος, ζωηρή συ- συζήτηση, ντόρος. шумливость, -и θ. θόρυβος. шумливый επ., βρ: -лив, -а, -О. 1 θορυβώ- θορυβώδης. II βουερός. 2 μτφ. πομπώδης, στομφώδης· -ые фразы πομπώδεις φράσεις. шумно 1 επίρ. θορυβοδώς, με θόρυβο. 2 ως κατηγ. είναι θόρυβος (τύρβη)· на улице уже - И людно στο δρόμο πια υπάρχει αρκετή κ'ι- νηση (θόρυβος και λαός). шумный επ., βρ: -мен, -мна, -мно. 1 θορυ- θορυβώδης· βουερός· πολυθόρυβος, πολύβοος· водопад βουερός καταρράκτης· -ая компания θορυβώδης παρέα· - Город πολυθόρυβη πόλη. 2 εντυπωσιακός· που κάνει κρότο, μπαμ· - ус- успех εντυπωσιακή επιτυχία. II εκφρ. -ые со- согласные τα συριστικά σύμφωνα. шумовка, -И θ. κουτάλα τρυπητή. ШУМОВОЙ επ. θορυβώδης, βουερός· ηχηρός. II (για θήραμα) προγκ ισμένος (απο το θόρυβο). II εκφρ. - оркестр ορχήστρα κρουστών οργάνων
шум 763 шуш -όβ Оформление спектакля η ηχητική ρύθμιση του θεάματος. шумок, -мка α. μικρός (ελαφρός) θόρυβος. II μτφ. ψίθυρος, ψιθύρισμα, μουρμούρισμα· υπο- τονθορισμός. II εκφρ. ПОД - σιγά, αθόρυβα, κρυφά· κλέφτικα. шурин, -а α. ο γυναικάδελφος, κουνιάδος. Шуровать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шурованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ. 1 α- ανακατεύω τα κάρβουνα στη σόμπα. 2 (απλ.) τρί- τρίβω, ξύνω, πλύνω· καθαρίζω. 3 (απλ.) δραστη- δραστηριοποιούμαι. II -СЯ 1 ανακατεύω. 2 τρίβομαι, ξύνομαι, πλύνομαι· καθαρίζομαι. Шуровка, -И θ. (για καύσιμα) ανακάτωμα. шурум-бурум, -а α. (παλ. κ. απλ.) τα πα- λιοπράγματα, τα συμπράγκαλα, τα τσαμασίρια, *щуруп, ~а α. βίδα, κοχλίας. *шурф, -а α. στοά ορυχείου κάθετη ή επι- επικλινής. шуршание, -Я ουδ. το θρόισμα. шуршать, ~шу, -шйшь р.δ. θροΐζω. шуры-муры άκλ. πλθ. ερωτικές δοσοληψίες, ερωτοδουλειές. шустрый επ., βρ: шустёр, шустра, шустро ευκίνητος, εύστροφος· ζωηρός, σφριγηλός· ε- επιτήδειος, δαιμόνιος. шут, -а α. 1 (παλ.) γελωτοποιός· - царя γελωτοποιός του τσάρου. II παλιάτσος, κλόουν. 2 ο διάβολος· - его знает о διάβολος τον ζέρει· - С НИМ στο διάβολο να πάει· на ка- какой - τι στο διάβολο. шутейный επ. (απλ.). 1 φαιδρός, αστείος, κωμικός. 2 βλ. шутлЙВЫЙ. шутйть,шучу, шутишь р.δ 1 αστειεύομαι, α- στεΐζομαι, χωρατεύω, καλαμπουρίζω· ОН ЛГО- бИТЬ - αυτός αγαπά να κάνει αστεία· - С детьми κάνω αστεία με τα παιδιά· ВЫ -ите ИЛИ ЭТО серёзно? αστεία μιλάτε ή σοβαρά; не верь ему, он всё -иг μη τον πιστεύεις, αυτός πάντοτε αστειεύεται. 2 κορο'ϊδεύω, εμπαίζω, περιγελώ· χλευάζω. 3 παραμελώ· αδιαφορώ·πε- ριφρονώ· το παίρνω στ' αστεία. II εκφρ.шутки или шутку - βλ. шутить. ~ с огнём κάνω αστεία (παίζω) με τη φωτιά (που έχει επικίν- επικίνδυνες συνέπειες)· чем чёрт не -ит! ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι και να γίνει, ο διάβολος να σκάσει· чем чёрт не -ит, я выграго о διάβο- διάβολος να σκάσει, εγώ θα κερδίσω· - над кем κοροϊδεύω (χλευάζω) κάποιον. шутиха, -И θ. 1 βλ. шут A σημ.). 2 φω- φωτοβολίδα. шутка, -и θ., γεν. πλθ. шуток. 1 αστείο, αστεϊσμός, χωρατό· χαριεντισμός· забавная - φαιδρό αστείο (καλαμπούρι)· невинная - αθώο (άκακο) αστείο· злая - μοχθηρό αστείο· глу- ПЗЯ - κουτό αστείο· мне не ДО -ТОК δεν κάνω (δε δέχομαι) αστεία· он не на -у рассер- ДЙлся αυτός θύμωσε στα σοβαρά (όχι στ' α- αστεία)· он не понимает -ток αυτός δεν κατα- καταλαβαίνει απο αστεία· остроумная - πολύ έ- έξυπνο αστείο· обращать всё В -у τα γυρίζω όλα στ' αστείο. 2 μικρό κωμικό έργο. II εκφρ. В -у αστεία (όχι σοβαρά)· не - (ως κατηγ.) δεν είναι αστείο (είναι πολύ σοβαρό)· на (ИЛИ не В) -у όχι στ' αατε'ια (σοβαρά)· -И В сторону τ' αστεία στη μπάντα φιατά μέρος)· - -ой ή -и -ами τ' αστεία ειν' αστεία, (ό- (όμως...)· ради -И χάρη αοτειότητας· -И С НИМ ПЛОХИ αυτός δε σηκώνει αστεία (παραξηγεί- ται)· -и прочь! άσε τ' αστεία· - ЛИ δεν εί- είναι αστεία, δεν είναι παίξε-γέλασε (είναι δύσκολα τα πράγματα). шутковать, -куга, -куешь р.δ. (διαλκ.) βλ. шутить. шутливо επίρ. αστεία, -ως. ШУТЛИВОСТЬ, -И θ. αστειότητα. шутливый επ., βρ: -лив, -а, -О αστείος· ευτράπελος, φαιδρός· κωμικός· ~ человек α- αστείος άνθρωπος· - характер αστείος χαρα- χαρακτήρας· - разговор φαιδρή (εύθυμη) συνο- συνομιλία· -ая песенка αστείο τραγουδάκι. шутник, -а α., -ца, -ы θ. αστείος· χωρα- τατζής· κωμικός. ШУТОВСКОЙ επ. 1 του γελωτοποιού, του πα- παλιάτσου· του κλόουν - колпак η σκούφια του γελωτοποιού· -Йе ВЫХОДКИ τα έξυπνα του γελωτοποιού. 2 αστείος· γελοίος· ~0е ЛИЦО γελείο πρόσωπο. ШУТОВСТВО, -а ουδ. 1 η γελωτοποιΐα. 2 τα αστεία, τα χωρατά· τα φαιδρά, τα ευτράπελα. шуточный επ. αστείος· εύθυμος, ευτράπελος · φαιδρός, σκωπτικός· κωμικός· -ая беседа εύ- «,θυμη συνομιλία· -ое стихотворение σκωπτικό (σατυρικό) ποίημα· -ая пьеса σκωπτικό (κω- (κωμικό) θεατρικό έργο. шутя επίρ. αστεία, αστείως, στ' αστεία,γι' αστεία, χάρη αστειότητας, για γέλια.3 επίρ. εύκολα, χωρίς κόπο. II εκφρ. не - όχι αστεία (σοβαρά). шушваль, -и θ. (παλ.) βλ. шушера. Шушера, -Ы 1 θ. (παλ.) αθρσ. άχρηστα πράγ- πράγματα, παλιοπράγματα. 2 α.κ. θ. (απλ.) άν- άνθρωπος τιποτένιος, άχρηστος. шушпан, -а α. (παλ.) είδος καφτανιοϋ των χωρ ι κών. шушуканье, -я ουδ. θρόισμα. II πλθ. шушу- шушуканья, -ИЙ κουτσομπολιά. шушукать ρ.δ. 1 (παλ.) θροΐζω, θροώ. 2 ψιθυρίζω, κρυφομιλώ. II -СЯ ψιθυρίζω, κρυ- φομιλώ. шушун, -а α. είδος παλαιάς ρωσικής, χωρι- χωρικής ενδυμασίας.
шхе 764 щек Шхерный επ. 1 βραχώδης, πετρώδης· ~ берег βραχώδης ακτή. 2 για πλου σε νερά με σκοπέ- σκοπέλους · -ое СУДНО σκάφος που μπορεί να πλέει σε νερά με σκοπέλους. *ШХуна, -Ы θ. γολέτα, ημιολία. ШШ, επιφ. σιγής· σσσ... (σιγά). Щ щавелевый επ. του ξινολάπατου· με ξινολά- πατα· - вкус γεύση ξινολάπατου· -ые щи ξι- νολαπατόσουπα· -ая кислота το οξαλικό οξύ. Щавель, -Я α. ζινολάπατο, ζινολάπαθο. щавельник, -а α. 1 βλ. щавель. 2 ξινολα- πατόσούπα. щавельный επ. βλ. щавелевый. щадить, щажу, щадишь, -дат р.δ.μ. 1 λυ- λυπούμαι· не - врагов δε λυπούμαι τους εχ- εχθρούς· смерть не -йт никого о θάνατος (ο χά- χάρος) δε λυπάται ^α\>ένα· - побеждённых λυ- λυπούμαι τους νικημένους. 2 φείδομαι, φειδω- λεΰομαι, τσιγκουνεύομαι, αψυχώ· не - своей ЖИЗНИ δε λυπούμαι τη ζωή μου· не - СИЛ δε λυπούμαι δυνάμεις. II προφυλάσσω, φυλάγω, προ- προσέχω, κοιτάζω· -дй своё здоровье πρόσεχε την υγεία σου. II σέβομαι· - чьё-Н. самолюбие σέ- σέβομαι το φιλότιμο κάποιου. II -СЯ λυπούμαι. щебёнка, -и θ. βλ. щебень A σημ.). щебёночный επ. 1 του χαλικιού, του σκύρου. II χαλικώδης· με χαλίκι. щебень, -6НЯ α. χαλίκι· σκύρο· σκυρόστρω- μα, χαλικόστρωμα· МОСТИТЬ -ем χαλικοστρώνω. щебет, -а α. κελάδημα, λάλημα, τερέτισμα. щебетание, -я ουδ. βλ. щебет. щебетать, -бечу, -бёчешь р.δ. κελαηδώ, λα- λαλώ, τερετίζω. II μτφ. μιλώ γρήγορα και ζωηρά. Щебетунья, -И θ. ωδικό πτηνό. II μτφ. η πο- πολυλογού.' щебневой επ. χαλικώδης· με χαλίκι. щебНЙСТЫЙ επ. χαλικώδης, που περιέχει χα- χαλίκια; щеглёнок, -нка, πλθ. -лята, -лят ,α. καρ- δερινίτσα, γαρδελάκι. ЩеГЛОВКа, -И θ. η ακανθίδα, ακανθυλλίδα, γαρδέλι (το θηλυκό), καρδερίνα. ЩвГЛЯЧИЙ επ. της ακανθίδας ή ακανθυλλ'ιδας, της καρδερίνας, του γαρδελιού. щегол, -гла α. καρδερίνα, γαρδέλι· ακαν- ακανθίδα (το αρσενικό). щеголевато επίρ. κομψά. ЩеГОЛеВаТОСТЬ, -И θ. κομψότητα. щеголеватый επ., βρ: -ват, -а, -о κομψός. щеголиха βλ. щеголь. ЩёГОЛЬ, -Я α., -ЛЙХа, -И θ. δανδής,ο κομ- κομψευόμενος. II είδος κολυρ'ιονα (πτηνό). щегольнуть р.σ. βλ. щеголять. щегольской επ. κομψός, δανδίστικος. щегольство, ~а ουδ.1 κομψομανία* κομψό- κομψότητα. 2 επίδειξη,φιλεπιδειξία, επιδειξιμα- νία. II υπερφροσϋνη, φάνταγμα· περηφάνια. щеголянье, -Я ουδ. 1 κομψό ντύσιμο· στό- στόλισμα. 2 καμάρωμα, κόρδωμα. щеголять р.δ. 1 ντύνομαι κομψά· στολίζο- στολίζομαι. 2 κορδώνομαι, καμαρώνω· περηφανεύο- περηφανεύομαι· επιδείχνομαι· - знаниями κάνω επίξει- ξη γνώσεων. щедро επϊρ. γενναιόδωρα, απλόχερα κλπ. επ. щедрость, -и θ. βλ. щедрота. щедрота, -ы θ. γενναιοδωρία, μεγαλοδωρία, ανοιχτοχεριά, απλοχεριά, κουβαρνταλίκι. щедроты, -рот πλθ. (ενκ. -Ота, -Ы ΘΟ παλ. ευεργεσίες, αγαθοεργίεςν щедрый, επ., βρ: щедр, щедра, щедро. 1 γενναιόδωρος, μεγαλόδωρος, φιλότιμος, ανο ι- χτοχέρης, απλόχερης, κουβαρντάς· - человек κουβαρντάνθρωπος. II μτφ. αφειδώλευτος, πλου- πλουσιοπάροχος. 2 πλούσιος, άφθονος· μπόλικος. II μεγάλος, σημαντικός· -ые подарки πλούσια δώρα. II δυνατός, ισχυρός· - блеск δυνατή ?«μψη. II εκφρ. -ОЮ рукою απλόχερα, αβέρτα, αφειδώς. щека, ~й, αιτ. щёку, πλθ. щёки, щёк, ще- щекам θ. 1 το μάγουλο, η παρειά* целовать В -у φιλώ στο μάγουλο· ударить В -у μπατσί- ζω. 2 (τεχ.) η πλευρά εξαρτήματος. II εκφρ. за обе -и уплетать ή уписывать ρίχνομαι (με τα μούτρα) στο φαι, τρώγω λαίμαργα, σαν λι- μασμένος. щекастый επ., βρ: -каст, -а, -Ο μαγουλά- τος, πρησκομάγουλος. щеколда, -Ы θ. το μάνταλο. Щёкот, -а α. κελάηδημα, λάλημα, τερέτισμα. щекотание? -я ουδ. 1 βλ. щекотка (ΐσημ.). 2 ερεθισμός· φαγούρα, κνησμός. щекотание? -я ουδ. βλ. щёкот. щекотать1, -кочу, -кочешь р.δ.μ. 1 γαργα- γαργαλίζω- - детей вредно το γαργάλισμα βλάφτει τα παιδιά. II ερεθίζω, προκαλώ κνησμό· τρώ- τρώγω· у меня В горле -чет με τρώει ο λαιμός. 2
щек 765 щеп μτφ. κεντώ, ερεθίζω, διεγείρω· - самолюбие κεντώ το φιλότιμο· - нервы διεγείρω τα νεύ- νεύρα· - В НОСУ με τρώει η μύτη. щекотать2, -кочет р.δ. κελαηδώ, λαλώ· в кустах соловей -чет στους θάμνους το αηδό- αηδόνι κελαηδεί. щекотйть, -кочу, -котишь р.δ.μ. (παλ.) βλ. щекотать1. щекотка, -и θ. γαργάλισμα. II ερέθισμα. щекотливо επίρ. με σημ. κατηγ: мне - εγώ γαργαλιέμαι· ей - αυτή γαργαλιέται. щекотливость, -И θ. (παλ.) γαργάλισμα. II προσεχτικότητα, σωφροσύνη, λεπτότητα. щекотливый επ., βρ: -лив, -а, -о. 1 ευ- γαργάλιστος. 2 (παλ.) ευερέθιστος, θυμώδης, ευέξαπτος. 3 προσεκτικός, στοχαστικός, γνω- γνωστικός· λεπτός (στο χειρισμό, στη συμπερι- συμπεριφορά) . щекотный επ. γαργαλιστικός. щелеватый επ., βρ: -ват, -а, -о που έχει σχισμές, χαραμάδες^ ρηγματώόης. щелевой επ. 1 βλ. щелеватый. 2 (γλωσ.) συ- συριστικός· -ые согласные τα συριστικά σύμφω- σύμφωνα (С, 3). щелинный επ. βλ. щелевой B σημ.). щелистый επ., βρ: -лист, -а, -о βλ. ще- щелеватый. щёлк} -а α. κρότος, χτύπος. Ι4&ΙΚ2επιφ. με σημ. κρότου: κρακ, χρακ. 1 ως κατηγ. κροτώ, χτυπώ, κάνω κρακ. Щёлка, -И θ. χαραμαδίτσα, σχισμίτσα· τρυ- τρυπίτσα. щёлканье, -Я ουδ. 1 το χτύπημα με το δά- δάχτυλο. II στράκα· πλατάγισμα· - бича η στρά- κα του μαστιγίου. 2 κράτηση. II τερέτισμα. 3 μτφ. προσβολή, άγγιγμα, πείραγμα. Щёлкать ρ.δ. 1 χτυπώ, κρούω με το δάχτυ- δάχτυλο. 2 κροτώ, παράγω κρότα град -ает по стё- стёклам το χαλάζι κρότεί στα τζάμια· - паль- пальцами κροτώ με τα δάχτυλα· - шпорами κροτώ με τα σπιρούνια. II πλαταγίζω· пули -ают οι σφαίρες πλαταγίζουν· - языком πλαταγίζω με τη γλώσσα. II μτφ. σκοτώνω· εξοντώνω. 3 ΥΡ ι- τσανίζω, ροκανίζω. 4 κελαηδώ, τερετίζω. II εκφρ. - зубами τρέμω απο την πείνα· - На счетах αριθμώ, λογαριάζω στο αριθμητήριο. II -СЯ προσκρούω, χτυπώ. щёлкнуть р.σ. βλ. щёлкать. щелкопёр, -а α. (παλ.) περιφρ. γραφιάς, καλαμαράς (για συγγραφέα, δημοσιογράφο). щелкотня, -и θ. ο συνεχής κρότος. щелкун, -а α. γριτσανιστής, ροκανιστής, τρώκτης. II ελαφρόμυαλος νέος. II είδος κάν- θαρου κροταλία. щелкунчик, -а α. κροταλιστής. щёлок, -а (-у) α. αλκαλικό διάλυμα (κυ- (κυρίως καυστικό). щелочить, -чу, -ЧЙШЬ ρ.δ.μ. αλκαλιώνω· воду αλκαλιώνω το νερό. щёлочка, -и θ. χαραμαδίτσα, σχισμαδίτσα. щелочной επ. 1 αλκαλιούχος, -ικός· ~ая вода αλκλικό νερό· - раствор αλκαλικό δι- διάλυμα. 2 με αλκάλι· -ая очистка καθάρισμα με αλκάλι ЩёЛОЧНОСТЬ, -И θ. αλκαλικότητα. ЩёЛОЧЬ, -И, γεν. πλθ. θ. (χημ.)" αλκάλι(ο)· едкие -и τα καυστικά αλκάλια. Щелчок, -чка α. α. 1 το απότομο δακτυλο- χτύπημα, στράκα με το δάχτυλο· - ПО НОСУ το χτύπημα της μύτης με το δάχτυλο (στράκα)· - ПО Лбу δάχτυλο χτύπημα στο μέτωπο. II κρό- κρότος· πλατάγισμα· στράκα· - выключателя о κρότος (το χρακ) του διακόπτη. 2 προσβολή, άγγιγμα, πείραγμα. щель, -и, προθτ. о -и, в ~й, πλθ. щели, -ей θ. χαραμάδα, σχισμάδα· ρωγμή, ραγάδα. II διάκενο μεταξύ οργάνων του σώματος. II ο- οπή, τρύπα· μάτι (σε μηχανή, μηχανισμό). II (στρατ.) όρυγμα (για κάλυψη απο τα βλήματα). II εκφρ. голосовая - γλωτίδα, επιγλωττίδα. щемить, -миг, μτχ. ενστ. щемящий ρ.δ. πι- πιέζω, θλίβω· σφίγγω. II (απρόσ.) πονώ· меня ή мне -йт грудь μου πονεί το στήθος· сердце -ЙТ μου πονά η καρδιά. щемящий επ. απο μτχ. (κυρλξ. κ. μτφ.) αλ- αλγεινός . щениться, -йтся ρ.δ. γεννώ (για κυνοειδή). Щённая, -нна (για σκύλα, λΰκαινα, αλεπού) γκαστρωμένη. щенок, -нка, πλθ. щенки, -ов κ. щенята, -НЯТ α. κουταβάκι· λυκόπουλο· αλεπόπουλο, αλεπουδάκι. II μτφ. νέος άπειρος, αρχάριος, ^πρωτόπειρος, νιάνιαρο. щемячий, -ЬЯ, ~ье επ. του κουταβιού,κου- ταβίστικος· - визг κουταβίστικο ούρλιασμα. щепа, -ы, πλθ. щепы, δοτ. -ам θ. 1 βλ. ще- щепка. 2 σανιδίτσα· πέταυρο. II (αθρσ.) οι σχί- ζες. щепальный επ. της σχίσης, του σχισίματος. щепание, -Я ουδ. σχίση, σχίσιμο. щёпаный επ. σχισμένος· -ая лучина η δάδα, το δαδί. щепать, щеплю, щеплешь я. -аю, -аешь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. щепанный, βρ; -пан, -а, -о ρ. δ. μ. σχίζω (ξύλο). II -СЯ σχίζομαι. Щепетильность, -И θ. 1 κομψότητα. 2 λε- πτολογία, μικρολογία. 3 σχολαστικότητα, τυ- τυπικότητα. щепетильный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 (παλ.) του ψιλικάδικου και αρωματοπωλε'ιου· -ая лавка ψιλικατζήδικο, μαγαζί ψιλικών και αρωμάτων -ые товары τα ψιλικά. 2 κομψός,
щеп 766 щит της μόδας, σικ. 3 λεπτολόγος, μικρολόγος· φιλόνικος. 4 σχολαστικός, τυπικός· αυστηρής τήρησης αρχών, κανόνων. 5 λεπτών τρόπων ή ιδιαίτερου τακτ.· ιδιαίτερης προσοχής· -во- -вопрос λεπτό ζήτημα. щёпка, -И θ. 1 η σχίζα (ξύλου). 2 (αθρσ.) οι σχίζες щепной επ. 1 ξύλινος· -ая посуда ξύλινο αγγείο· -ая лавка μαγαζί ξύλινων ειδών. 2 απο ή με σανιδίτσες. щепотка, -и θ. βλ. щепоть. щёпОТЬ, -И θ. 1 σύμπλεγμα των άκρων των τριών δακτύλων (αντίχειρα, δείχτη και με- μεσαίου). 2 ελάχιστη ποσότητα, πρέζα. щепочка, -и θ. πρεζίτσα. щепяной επ. (παλ.) βλ. щепной. щербатый επ,, βρ: -бат, -а, ~о ανώμαλος, αυισοπέδωτος■ γεμάτος λάκκους, λακκούβες· -ая мостовая λιθόστρωτος δρόμος γεμάτος(ό- γεμάτος(όλο) λακκούβες. щербина, -Ы θ. λάκκος, λακκούβα· λακκί- σκος. II η κενή φάτνη του δοντιού. II σημά- σημάδια, στίγματα στο πρόσωπο. щербинка, -И θ. λακκίσκος, λάκκουβίτσα. щёрить(ся) р.δ. βλ. скалить A σημ.). щетина, ~ы θ. 1 σκληρή τρίχα· свиная - οι γουρουνότριχες. 2 οι τρίχες της βούρτσας. II αγριότριχες. щетинистый επ. -нист, -а, -о σκληρότρι- χος, καλυμμένος με αγριότριχες. II σαν σκλη- ρότριχες· ~ые брови σκληρότριχα φρύδια. щетинить, -нит р.δ.μ. (απλ.) ορθώνω τις τρίχες, το τρίχωμα. II -СЯ 1 (για τρίχες) ορ- ορθώνομαι. II (για χόρτα) σηκώνομαι, εξέχω. 2 ανορθώνω τις τρίχες, το τρίχωμα. 3 μτφ. α- αγριεύω, κακιώνω, θυμώνω, οργίζομαι. щетинка, -И θ. 1 μικρή σκληρότριχα. 2 πλθ. -И οι τριχίτσες σαν όργανο αφής των εντόμων. 3 η τραχεία επιφάνεια των φύλλων κ. στελεχών των φυτών. щетинник, -а α. ζιζάνιο σιτοειδές. щетинный επ. της σκληρότριχας· απο σκλη- σκληρότριχα· -ые ОТХОДЫ απορρίμματα απο σκληρό- τριχες· -ые щётки βούρτσες απο σκληρότρι- χες. Щётка, -И θ. 1 βούρτσα, ψήκτρα· зубная - η οδοντόβουρτσα· - ДЛЯ обуви η βούρτσα πα- παπουτσιών платяная - η βούρτσα για τα ρού- ρούχα· ГОЛОВНая - η βούρτσα για τα μαλλιά (κό- (κόμης). 2 τούφα τριχών πάνω απο την οπλή α- αλόγου. Щёточка, -И θ. βουρτσίτσα. Щёточный επ. της βούρτσας, της ψήκτρας. щец ακλ. λαχανοσουπίτσα. щёчка, -И θ. το μαγουλάκι. щёчный επ. του μάγουλου, της παρειάς. щи, щей, щам, щами, о щах πλθ. λαχανόσου- πα· пустые - λαχανόσουπα χωρίς κρέας· све- свежие - λαχανόσουπα με φρέσκο κραμβολάχανο· 3Θ- лёные - σούπα απο ξινολάπατα ή σπανάκια· су- суточные - σούπα απο αλατισμένο κραμβολάχανο ενός εικοσιτετραώρου. щиколка к. щиколотка, -и θ. βλ. лодыжка. щипание, -Я ουδ. 1 τσίμπημα. 2 τσούξιμο· κάψιμο. 3 τράβηγμα με τα δάχτυλα. 3 κόψιμο τράβηγμα· απόσπαση. 4· μάδημα. щипаный επ. ξαντός, αφράτος, σαν πούπουλο. щипать, щиплю, щиплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. щипанный, βρ: -пан, -а, -о ρ.δ.μ. 1 τσι- τσιμπώ· - руку τσιμπώ το χέρι. 2 τσούζω, καίω· перец щиплет язык το πιπέρι καίει στη γλώ σα· мороз за уши щиплет η παγωνιά τσοϋζει. στ' αυτιά. 3 τραβώ, τεντώνω με τα δάχτυλα. 4 ξαίνω, ξεφτίζω. 5 κόβω τραβώντας, αποσπώ. 6 μαδίζω· - курицу μαδίζω την κότα. II -СЯ 1 τσιμπώ. 2 αλληλοτσιμπιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. щипец, -пца α. το επάνω μέρος του τοίχου, όπου είναι η στέγη. II (κυνηγ.) η μούρη του σκύλου. щипка, -и θ. τσοΰξιμο, κάψιμο· - табака το κάψιμο του καπνού. II το μάδημα· - кур το μάδημα των κοτών. щипковый επ: -ые музыкальные инструменты τα έγχορδα κρουστά μουσικά όργανα. ЩИПКОМ επίρ. με κρούσει των δακτύλων. щипнуть р.σ. βλ. щипать. ЩИПОК, -ПКЭ. α. 1 τσίμπημα· τσιμπιά. 2 κά- κάψιμο· τσούξιμο. 3 κόψιμο με τράβηγμα, από- απόσπαση . ЩИПЦЫ, ~ОВ πλθ. τσιμπίδα· λαβίδα· πυρά- ΥΡα. ЩИПЧИКИ, -ΟΒ πλθ. τσιμπιδίτσα, λαβιδ'ιτσα. .щит, ~а α. 1 ασπίδα· - Ахилла ή Ахилёса η ασπίδα του Αχιλλέα. II μτφ. προπύργιο, προ- προμαχώνας. 2 φράγμα· φράχτης. II προκατασκευα- προκατασκευασμένα μεσοχωρίσμάτα σπιτιών σανιδώματα. 3 προστατευτικό έρεισμα σήραγγας. 4 όστρακο (χελώνας, κοχλία κλπ.)· φολίδα. II πίνακας, ταμπλό. 5 ηλεκτρικός πίνακας· электрораспре- электрораспределительный - ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος. II μεγάλος στόχος βολής στη θάλασ- θάλασσα. 6 το σανίδωμα του τέρματος του μπάσκετ- μπόλ. II εκφρ. поднять на - επαινώ, εγκωμιά- εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυψώνω· на -е вернуться γυ- γυρίζω νικημένος· СО -ОМ вернуться γυρίζω νι- νικητής. ЩИТКОВЫЙ επ, της ασπίδας. ЩИТОВИДНЫЙ επ. ασπιδοειδής. ЩИТОВка, -И θ. είδη εντόμων επιβλαβών στα φυτά. ЩИТОВНИК, -а α. είδος φτέρης. ЩИТОВОЙ επ. του φράγματος· του σαν ιδώμα-
щит 767 9В0 ματος ή με σανίδώμα. ЩИТОК, ~тка α. 1 μικρό φράγμα ή σαν'ιδωμα. 2 μικρός πίνακας ή ταμπλό· πινακίδα. 3 τ° κερατοειδές κάλυμμα των πτερύγων των κανθά- ρων. 4 κόρυβος (ταζιανθία). щука, -и θ. έσοξ, λούτσος. щуп, -а α. όργανο μέτρησης (εξαρτημάτων, διακένων κλπ.). щупальца, -лец πλθ. (ενκ. щупальце, -льца ουδ.) προσακτρίδα, πλόκαμος, -άμι. Щупанье, ~Я ουδ. ψηλάφηση, ψαύση, πασπά- τευμα. щупать р. δ.μ. ψηλαφώ, ψαύω, άπτομαι, μαλά- μαλάζω· ψάχνω· πασπατεύω· - пульс ψάχνω να βρω το σφυγμό· - карманы ψάχνω τις τσέπες.II εκφρ. - глазами или взором εξετάζω προσεχτικά με το βλέμμα. щупик, -а α. τα αισθητήρια όργανα της α- αφής των εντόμων. щуплый επ., βρ: щупл, щупла, щупло αδύνα- αδύνατος, ισχνός· δυσειδής· κακόμοιρος, -ιασμέ- νος. II (γεωπ.) βλαμμένος· -ые семена βλαμ- βλαμμένος σπόρος. щур1, -а α. είδος σπίνου. щур? -а α. (παλ.) πρόγονος· γενάρχης. щурёнок, -нка, πλθ.-рята, -рят α. μικρός λούτσος. щурить ρ.δ.μ. σκαρδαμϋσσω, μισοκλείνω τα μάτια. II -СЯ σκαρδαμύσσω. щучий, ~ЬЯ, -ье επ. του λούτσου· για λούτσο· -ЬЯ удочка αγκίστρι για λούτσο. щучка, -и θ. μικρός λούτσος. Э Э ή э-Э-э! επιφ. ε! ε-ε-ε-ε! εκφράζει: α) αντίθεση, αντίφαση, αντίρρηση προς το συνο- συνομιλητή ή διάφορα αισθήματα, β) εκφράζει αμ- αμφιβολία, δυσπιστία, κατάπληξη, αγανάκτηση, στενοχώρια, απελπισία κλπ. γ) εκφράζει κό- μπιασμά στο λόγο ε,ε,ε, ή α,α,α. ♦эбеновый επ. 1 εβένινος. 2 ουσ. -ые πλθ. τα εβενοειδή. II επφρ. -ое дерево о έβενος. *ЭбОНЙТ, ~а α. εβονίτης. эбонитовый επ. εβονίτικος, απο εβονίτη· -ое ПРОИЗВОДСТВО η παραγωγή εβονίτη· -ые трубки σωληνίσκοι απο εβονίτη. ЭВа1 μόριο (απλ. к. δι,αλκ.)· να, βλέπε, ι- ιδού. II Σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρ. έχει επιτακτική σημασία· ω! πωπώ! - хи- хитрость! πωπώ τι πονηριά! 3Β82επιφ. (απλ.). 1 εκφράζει θαυμασμό, δυ- δυσπιστία· βρε! μπρε! II εκφράζει ασυμφωνία προς τον συνομιλητή· αμπώς. ЭВаКОГОСПИТаЛЬ, -Я α. (στρατ.) νοσοκομείο για τραυματίες ή ασθενείς (εκκενωμένων πε- ριοχών). Эвакопункт, -а α. κέντρο εκκενωμένων πε- περιοχών (νοσοκομεία, μεταφορικά μέσα). эвакуатор, -а α. ο υπεύθυνος εκκένωσης. эвакуационный επ. εκκενωτικός, της εκκέ- εκκένωσης· εκκενωμένος· ~ период η περίοδος εκ- εκκένωσης· - район εκκενωμένη περιοχή· ~ая КОМИССИЯ επιτροπή εκκένωσης. эвакуация, -И В, 1 (στρατ.) εκκένωση· # - гражданского населения с театра военных дей- действий εκκένωση του πληθυσμού απο το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. II εγκατάσταση των απο εκκενωμένες περιοχές ατόμων, ιδρυ- ιδρυμάτων κλπ. возвращаться из -ИИ επιστρέφω στον εκκενωμένο χώρο. 2 αφαίρεση· воздуха εκκένωση του α^ρα· - аммиака ИЗ раствора αφαίρεση της αμμωνίας απο το διά- διάλυμα. эвакуированный επ. απο μτχ. πρόσφυγας απο εκκενωμένη περιοχή. ι ♦эвакуировать, -рута, -туешь^ав. μτχ.παρλθ. χρ. эвакуированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ. εκκενώνω περιοχή (για ασφάλεια). II -СЯ €κκενώνομαι (απο τον πληθυσμό), ♦эвентуальный, επ., βρ: -лен, -льна, -о ενδεχόμενος, πιθανός· ~ое сотрудничество πιθανή συνεργασία. *ЭВКалЙПТ, -а α. η ευκάλυπτος (δέντρο). ЭВКалЙПТОВЫЙ επ. της ευκαλύπτου· -ое масло το ευκαλυπτέλαιο. II εκφρ. -ое дё- рево βλ. эвкалипт эволюционизм, ~а α. εξελικτισμός, εξελι- ξιαρχία, εξελικρατία. эволюционирование, -Я ουδ. εξέλιξη, εξε- εξελικτική πορεία ή ανάπτυξη. эволюционировать, -руго, -руешь р.δ. κ. σ. εξελίσσομαι· Наука И техника -руют η επι- επιστήμη και η τεχνική εξελίσσονται. эволюционист, ~а α. εξελικτής, οπαδός του εξελικτισμού. эволюционистйческий επ. εξελικτικός, του εξελικτισμού. эволюционистский επ. εξελικτικός του ε-
эво 768 экз ξελικτ ισμού ή του εξελικτή. ЭВОЛЮЦИОННЫЙ επ. 1 εξελικτικός, της εξέ- εξέλιξης· ~ая ФИЗИОЛОГИЯ εξελικτική (αναπτυξια- (αναπτυξιακή) φυσιολογία. 2 (στρατ.) της αναδιάταξης, της ανακατάταξης. II εκφρ. -ое учение η εξε- εξελικτική διδασκαλία. ♦ЭВОЛЮЦИЯ, -И θ. 1 εξέλιξη, ανέλιξη· ~ Бсе- лёнНОЙ η εξέλιξη του σύμπαντος· - человека η εξέλιξη του ανθρώπου· - нравов η εξέλιξη των ηθών. 2 (στρατ.) ανακατάταξη· αναδιάτα- αναδιάταξη. II (στρατ.) ελιγμός, μανούβρα. 3 πλθ. -ИИ οι κινήσεις· следить за -ЯМИ КОГО πα- παρακολουθώ τις κινήσεις κάποιου· делать раз- разные -ИИ κάνω διάφορες κινήσεις. ЭВОН к. ЭВОНа μόριο (απλ. κ. διαλκ.) βλ. вон? ♦эврика επιφ. (του Αρχιμήδη) εύρηκα! эвристика, -И θ. η ευρετική (σύνολο κανό- κανόνων κ. μεθόδων έρευνας κ. λύσης θέματος). эвретйческий επ. ευρετικός, της εύρεσης· - принцип ευρετική αρχή· - метод преподава- НИЯ μέθοδος διδασκαλίας με βάση την αυτε- αυτενέργεια των μαθητών. *ЭВфемЙЗМ, -а α. (γραπ. λόγος) ευφημισμός· приказал долго жить μας άφησε χρόνους (πέ- (πέθανε) . ЭВфимисТЙческиЙ επ. ευφημιστικός- -ое ВЫ- ражёние ευφημιστική έκφραση. эвфонический επ. ευφωνητικός- ПОДОор звуков ευφωνητική επιλογή ήχων. ♦эвфония, -И θ. ευφωνία. ♦эвфорЙЯ, -И θ. ευφορία, αίσθημα ευεξίας. ЭГё к. Э-ге-гё επιφ. (για κάτι σπουδαίο, περίεργο, απρόοπτο)· ε! ε..., βρεεε... эгёй επιφ. βλ. эй. *ЭГЙда, -Ы θ. (γραπ. λόγος)· ПОД -ой υπο την αιγίδα, κάτω απο την προστασία. *ЭГ0Йзм, -а α. εγωισμός. ЭГОИСТ, -а α., -ка, -и θ. εγωιστής, -τρία. эгоистический επ. εγωιστικός. ЭГОИСТИЧНО επίρ. εγωιστικά. эгоистичность, -и θ. εγωισμός. эгоистичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно ε- εγωιστικός . ♦еГОТЙЗМ, -а α. (γραπ. λόγος)· έγωτισμός, ατομοκρατ ία. *еГОЦеНтрЙЗМ, -а α. εγωκεντρισμός. *ЭГрёт, ~а α. к. эгретка, -И θ. λοφίο φτε- φτερών (σε γυναικείο καπέλο ή στην κόμη), эдак βλ. этак. эдакий βλ. этакий. *ЭДельвёЙС, -а α. λεοντοπόδιο το άλπειο, ε- ντελβάις (φυτό). *ЭДём, -а α. η Κδέμ, ο παράδεισος. ♦ЭДИКТ, -а α. (παλ.) το έδικτο, διάταγμα. ♦эжектор, -а α. 1 (τεχ.) εκβολέας· паровой - εκβολέας με εκτόξευση ατμού. 2 ο φυσιγγι- ουλκός όπλου. 3 φυσητήρας (συσκευή εκκαθά- εκκαθάρισης της κάνης όπλου). *ЭжёкЦИЯ, ~И θ. εκβολή, απόρριψη* έκκριση·. ЭЗОПОВ, ~а, -Ο επ. του Αίσωπου· - ЯЗЫК η γλώσσα του Αίσωπου (αλληγορική). эзоповский επ. αισώπειος· - стиль το ατύλ του Αίσωπου. ЭЙ επιφ. έι (με σημασία κλήσης ή αποτρο- αποτροπής, πρόληψης κακού). ЭК1 επίρ. (απλ.) ε, να πως· να δεις· она ругается! ε (να δεις) πως αυτή μαλώνει! ЭК4, эка, ЭКО επιτακτικό μόριο· ε, πω-πώ (για απορία, θαυμασμό, εμπαιγμό κλπ.). *экартё ουδ. άκλ. το εκαρτέ (χαρτοπαίγνιο). ЭКВадОрец, ~рца α., -рка, -И θ. ο Ισημερία νός , κάτοικος του κράτους Ισημερινός. эквадорский επ. Ισημερινός.II του Ισημερινού. ♦экватор, -а α. (γεωγρ.) ο ισημερινός. II εκφρ. небесный - (αστρν.) ο ουράνιος ιση- ισημερινός . экваториальный επ. ισημερινός, του ισημε- ισημερινού· - ПОЯС η ζώνη του ισημερινού· - КЛЙ- мат το κλίμα του ισημερινού· -ые страны οι χώρες του ισημερινού. ♦эквивалент, -а α. ισοδυναμία, ισοδύναμο· ισοτιμία, το ισότιμο. эквивалентный επ. ισοδύναμος· ισότιμος· -ые уравнения ισοδύναμες εξισώσεις· -ая фор- форма товара ισότιμη μορ*φή εμπορεύματος. эквилибрировать, -руга, -руешь р.δ. ακρο- ακροβατώ, σχοινοβατώ. эквилибрист, -а α., -ка, -и θ. ακροβάτης, -ισσα, σχοινοβάτης, -ισσα· ισορροπιστής. II ικανότατος, δεινός, δαιμόνιος, διαβολεμένος, ♦эквилибристика, -И θ. ακροβασία, σχοινο- σχοινοβασία· ισορροπία. II μτφ. ικανότητα, δεινό- δεινότητα· δεξιοτεχνία, μαστοριά. эквилибристический επ. ακροβατικός· - но- номер ακροβατικό νούμερο. ♦экзальтация, -И θ. έξαρση, εξίψωση, ανά- ανάταση· μεταρσίωση. экзальтированность, -и θ. βλ. экзальтация. экзальтированный επ. βρ: -ван, -ванна, -о εξυψωμένος, ενθουσιασμένος, ανατατικός· με- μεταρσιωμένος . ♦экзамен, -а α. εξέταση· государственные -Ы πτυχιακές εξετάσεις· сдавать -Ы δίνω ε- εξετάσεις· устные -ы προφορικές εξετάσεις· письменные -ы γραπτές εξετάσεις· -ы на ат- аттестат зрелости απολυτήριες εξετάσεις· пе- переходные -Ы προαγωγικές εξετάσεις. II μτφ. έλεγχος, δοκιμασία. экзаменатор, -а α. εξεταστής (γνώσεων). экзаменаторский επ. του εξεταστή· - СТОЛ το τραπέζι του εξεταστή.
экз 769 эко экзаменационный επ. εξεταστικός, των εξε- εξετάσεων ~ая КОМИССИЯ η εξεταστική επιτρο- επιτροπή· - билет о κλήρος των εξετάσεων -ая сессия η εξεταστική περίοδος. ЭКЗамеНОВаТЬ, -Ную, -НуеШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. экзаменованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.μ. εξετάζω (στη διδαχθείσα ύλη). II διε- ρωτώ (για να πληροφορηθώ). II -СЯ εξετάζο- εξετάζομαι· δίνω εξετάσεις, *экзарх, -а α. 1 έξαρχος (αρχιερέας αρχαί- αρχαίων ελληνικών ναών). 2 ανώτατος διοικητής πε- περιοχής στη βυζαντινή αυτοκρατορία. 3 έξαρ- έξαρχος της ορθόδοξης εκκλησίας. Экзархат, -а α. (εκκλσ.) εξαρχάτο. •экзекутор, -а α. (παλ.). 1 προϊστάμενος επιμελητής γραφείου. 2 (παλ.) βασανιστής. ЭКЗекуюрСКИЙ επ. του επιμελητή. *ЭКЗекуЦИЯ, -И θ. (παλ.). 1 σωματική ποινή. 2 (παλ.) εκτέλεση δικαστικής απόφασης. 3 ε- εφαρμογή αντιποίνων ενός κράτους κατ' άλλου. •экзема, ~Ы θ. (ιατρ.) το έκζεμα. •экземпляр, α. -а α. αντίτυπο· αντίγραφο· Переписать что-н. В триёх -ах αντιγράφω κά- κάτι σε τρία αντίγραφα· ПЯТЬ ~ов КНИГИ πέντε αντίτυπα του βιβλίου· редкий - σπάνιο αντί- αντίτυπο ή αντίγραφο. II (για άνθρωπο) τύπος, υ- υπόδειγμα. II (για ζώα, φυτά)· είδος. •экзерсис,-а α. άσκηση, γύμνασμα. •экзерцйции, ~ий πλθ. (ενκ. екзерцйция, -и θ.)· παλ. (στρατ.) οι εκπαιδευτικές ασκή- ασκήσεις . •экзистенциализм, -а α. υπαρξισμός, εξι- στανσιαλισμός. экзистенциалист, -а α. υπαρΕιστής, οπαδός του υπαρΕισμού. экзистенциальный επ. υπαρξιστικός, του υ- υπαρξισμού· -ая философия φιλοσοφία του υ- υπαρξισμού. •экзогамия, -И θ. εξωγαμία. ЭКЗОГамНЫЙ επ. εξωγαμικός· - род εΕωγαμι- κή φυλή. •экзогенный επ. εξωγενής (απο εξωτερικά αί- τ ια). •экзотермический επ. θερμογόνος. •экзотика, -И θ. εξωτισμός, η ιδιότητα του εξωτικού, του ξένου· εξωτισμός· раститель- растительная - ξένα φυτά· - В музыке о εξωτισμός στη μουσική· увлекаться -ОЙ μου αρέσουν τα Εενα. экзотический επ. 1 (ε)εωτικός, ξένος, ξε- ξενικός (ασυνήθιστος για τους ευρωπαίους)' быт ξένος τρόπος ζωής. 2 μτφ. παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος. ЭКЗОТИЧНОСТЬ, -И θ. εξωτικός χαρακτήρας ή ιδιότητα. экзотичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. экзотический. ЭКЗОТЫ, -ОВ πλθ. (ενκ. ЭКЗОТ, -а α.) φυ- φυτά ή ζώα απο το εξωτερικό. ЭКИВОКИ, -0Β πλθ. (ενκ. ЭКИВОК, -а α.) λο- λογοπαίγνιο διφορούμενης σημασίας. ЭКИЙ κ. ЭКОЙ; Эка, ЭКО. 1 (απλ.) τι, να τι, να ποιος· οποίος- экий он дурак! τι βλάκας που είναι! экая досада! τι κρίμα! -ая невидаль! χαρά στο πράμα! ι _ лицемер! τι υ- υποκριτής! экие нежности τι τρυφερότητες· ~ая ή ёка важность! τι σπουδαίο πρόσωπο! μωρέ σπουδαίο πρόσωπο! •экипаж, -а α. 1 αμάξι με σούστες· καρό- καρότσα. 2 το πλήρωμα πλοίου, αεροπλάνου κλπ. 3 παράκτιο τμήμα πεζοναυτών. экипажный επ. 1 του αμαξιού. II ουσ. -ая αμαξοποιείο ή αμαξοστάσιο. 2 του πληρώμα- πληρώματος. 3 των παράκτιων πεζοναυτών. •экипировать, -руга, ~руешь,иае. μτχ. παρλθ. χρ. экипированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.и. σ. εφοδιάζω, προμηθεύω· εξασφαλίζω με τα α- απαραίτητα. II εφοδιάζω με ιματισμό. II -СЯ ε- εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι. Экипировка, -И θ. εφοδιασμός, προμήθεια σκάφους· εξοπλισμός με τα απαραίτητα. II ε- ξαρτυσμός στρατιώτη. Ι/ ιματισμός και υπόδυ-.. ση στρατιώτη. *ЭККер, -а α. γωνία (σιδηρο)ορθή. •эклампсия, -И θ. (ιατρ.) εκλαμψία. •эклектизм, ~а α. εκλεκτικισμός, -κότητα. эклектик, -α α. εκλεκτικός, οπαδός του εκλεκτικισμού. эклектицизм, -а α. (γραπ. λόγος) βλ. эк- эклектизм. эклектический επ. του εκλεκτικισμού, -ая философия φιλοσοφία του εκλεκτικισμού. эклектичный επ., βρ; -чен, -чна, -чно βλ. эклектический. •эклер, -а α. είδος τηγανίτας, •эклиптика, -И θ. η εκλειπτική (τροχιά της γης γύρω απο τον ήλιο). ЭКЛептЙческиЙ επ. εκλειπτικός, της εκλει- εκλειπτικής. *ЭКЛОГа, -И θ. βουκολικό ποίημα παρόμοιο με το ειδύλλιο. экой βλ. екий. ЭКОЛОГЙчеСКИЙ επ. βιονομικός, της βιονο- μ'ιας, της οικολογίας, οικολογικός. •ЭКОЛОГИЯ, -И θ οικολογία ή βιονομ'ια. •ЭКОНОМ, -а α. (παλ.). 1 οικονόμος, φειδω- φειδωλός. 2 διαχειριστής (τροφίμων ή υλικών). 3 βλ. ЭКОНОМИСТ. •экономайзер, -а α. (τεχ.) οικονομιστής(συ- σκευή). II προθερμαντήρας με αέρια. ЭКОНОМИЗаЦИЯ, -и θ. οικονομία· - СИЛ οι- οικονομία· - СИЛ οικονομία δυνάμεων. экономизйровать( ся) ρ. δ. βλ. экономить( ся).
эко 770 экс ЭКОНОМИЗМ, ~а α. οικονομισμός (θεωρία πε- περιοριζόμενη μόνο σε οικονομικούς αγώνες). "Экономика, -И θ. 1 οικονομία* οικονομικό σύστημα· - капитализма η οικονομία του κα- καπιταλισμού· - социализма η οικονομία του σοσιαλισμού. 2 η οικονομική ζωή· - деревни η οικονομία του χωριού. 3 οικονομία· - тор- торговли εμπορική οικονομία· - промышленности βιομηχανική οικονομία. ЭКОНОМИСТ, ~а α. 1 οικονομολόγος, επιστή- επιστήμονας οικονομολογίας. 2 οπαδός του οικονο- μ ι σμού. ЭКОНОМИТЬ, -МЛЮ, -МИШЬ р. δ. 1 μ. οικονο- οικονομώ, ξοδεύω φειδωλά, κάνω οικονομία· ~ ТО- ТОПЛИВО κάνω οικονομία στα καύσιμα· - День- ГИ κάνω οικονομία στα χρήματα· - время φεί- φείδομαι χρόνου. II κάνω οικονομίες. II -СЯ οι- οικονομούμαι. экономический επ. 1 οικονομικός· - базис οικονομική βάση· -ие законы οικονομικοί νό- νόμοι· -ое сотрудничество οικονομική συνεργα- συνεργασία· -ие требования οικονομικές διεκδική- διεκδικήσεις· -ая география οικονομική γεωγραφία· - совет οικονομικό συμβούλιο. 2 βλ. ЭКОНОМ- ЭКОНОМНЫЙ B σημ.). 3 0λ. ЭКОНОМИЧНЫЙ. 4 του τσι- φλικάδικου νοικοκυριού. ЭКОНОМИЧНО επ'ιρ. οικονομικά, φειδωλά. ЭКОНОМИЧНОСТЬ, -И θ. οικονομία, περιορι- περιορισμός κατανάλωσης· - двигателя οικονομία του κινητήρα· - перевозок οικονομία μεταφορών. экономичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 οικονομικός, ολιγοδάπανος· -ая машина οικο- οικονομική μηχανή. 2 βλ. ЭКОНОМНЫЙ A σημ.). ♦экономия, -и θ. 1 οικονομία· борьба за -Ю материалов αγώνας για οικονομία υλικών ради -ИИ χάρη οικονομίας.- 2 βλ. экономика B, 3 σημ.). 3 το τσιφλικάδικο νοικοκυριό. 4 (παλ.) οικονομία· Департамент Государст- Государственной -ИИ κρατικό τμήμα οικονομίας. ЭКОНОМКа, -И θ. (παλ.) η οικονόμος, η οι- οικονόμα του σπιτιού. экономничать р.δ. φιδωλεύομαι πολύ, τσι- τσιγκουνεύομαι πολύ. ЭКОНОМНО επίρ. οικονομικά, με οικονομία. экономность, -и θ. οικονομία, περιορισμός δαπανών. экономный επ., βρ; -мен, -мна, -мно.1 οι- οικονομικός, ολιγοδάπανος. 2 φειδωλός, τσι- γκούνικος, II μτφ. περιορισμένος, συγκρατη- συγκρατημένος· - в словах ολιγόλογος. *ЭК0СвЗ, -а α. είδος χορού καθώς καιη μου- μουσική του. ♦экран*, -а α. 1 αλεζίπυρο, αλεζίφλογο· α- λεξίφωτο. 2 μτφ. διάφραγμα ή παραπέτασμα. 3 οθόνη κινηματογράφου. 4 μτφ. κινηματογραφία. Экранизация, -И θ. η κινηματογράφιση· балета, Оперы κινηματογράφιση μπαλέτου, με- μελοδράματος. экранизировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. κι- κινηματογραφώ έργο· - роман κινηματογραφώ μυ*- θιστόρημα. II -СЯ κινηματογραφούμαι. экранирование, -Я ουδ. περίφραξη (προστα- (προστατευτική) . экранированный επ, απο μτχ. προστατευμέ- προστατευμένος (απο έξωθεν επιδράσεις). экранировать, -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. экранированный, βρ: -ван, -а, -о р.δ.κ. σ. (τεχ.) περιφράζω, προστατεύω (απο εξωτε- εξωτερικές επιδράσεις). II ~ся προστατεύομαι, πε- ριφράζομαι. экранировка, -и θ. βλ. экранирование, экранный επ. της οθόνης· -ая рама πλαί- πλαίσιο οθόνης. *ЭКС... πρώην... —министр πρώην υπουργός, ♦эксгаустер, -а α. εξαγωγέας αερίων με α- απορρόφηση. ♦эксгумация, -И θ. εκταφή πτώματος (για ιατροδικαστική εξέταση). *эксикатор, -а α. αποξηραντήρας. ♦экскаватор, -а α. εκσκαφέας, •экскаваторный επ. του ή με εκσκαφέα· ковш ο κάδος του εκσκαφέα· ~ способ добычи торфа εξόρυξη τύρφης με εκσκαφέα. экскаваторостроёние, -я ουδ. η κατασκευή εκσκαφέων. ^ экскаваторщик, -а α. οδηγός ή χειριστής εκσκαφέα. *ЭКСКремёнТЫ, -ОВ πλθ. εκκρίματα, περιττώ- περιττώματα. *ЭКСКурс κ. (παλ.) экскурс, -а α. παρέκβα- παρέκβαση λόγου. экскурсант, -а α., -ка, -и θ. εκδρομέας. * ЭКСКУРСИОННЫЙ επ. της εκδρομής, των εκ- εκδρομών - сезон εποχή εκδρομών -ое бюро γραφείο εκδρομών, τουριστικό γραφείο. экскурсйровать, -рую, -руешь р.δ. (γραπ. λόγος) κάνω (πηγαίνω) εκδρομή, ♦экскурсия, -и θ. 1 εκδρομή· загородная - εκδρομή στην εξοχή· - В горы εκδρομή στα βουνά· дальная - μακρινή εκδρομή. 2 επίσκε- επίσκεψη ομαδική· - В музей επίσκεψη στο μουσείο. 3 (παλ.) βλ. экскурс. ЭКСКУРСОВОД, -а α. οδηγός ιστορικών (αρ- (αρχαιολογικών) τόπων, μουσείων, экскурсоводческий επ. του οδηγού μουσεί- μουσείων -ие Обязанности τα καθήκοντα του οδη- οδηγού μουσείων. ♦экслибрис, -а α. το βιβλιόσημο, экспансивно επίρ. διαχυτικά. експансЙВНОСТЬ, -И θ. διαχυτικότητα· Характера η διαχυτικότητα του χαρακτήρα, ♦экспансивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно·,
экс 771 экс διαχυτικός· ανοιχτόκαρδος· ευπροσήγορος. экспансионизм, -а α. επεκτατισμός· ~ СО- сёднего государства о επεκτατισμός γειτονι- γειτονικού κράτους. экспансионист, -а α. επεκτατιστής. экспансюнистический επ. επεκτατικός· -ая политика επεκτατική πολιτική· -ие стремле- стремления επεκτατικές τάσεις, ♦экспансия, -и θ. επέκταση, εξάπλωση· эко- экономическая - οικονομική εξάπλωση· политиче- политическая - πολιτική εξάπλωση. экспатриант, -а α., ~ка, -и θ. εκπατρι- εκπατρισμένος, -η. экспатриация, -И θ. εκπατρισμός. экспатриировать, -руга, -руешь р.δ.κ.σ. μ. εκπατρίζω. II -СЯ εκπατρίζομαι. экспедирование, ~Я ουδ. αποστολή, στάλσιμο. экспедировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. απο- αποστέλλω, στέλλω (εμπόρευμα, υλικά κ. τ. τ.). II -СЯ (απο)στέλλομαι. экспедитор, -а α. 1 αποστολέας (εμπορευμά- (εμπορευμάτων, υλικών κ.τ.τ.). 2 (παλ.) προϊστάμενος τμήματος ιδρύματος. экспедиторский επ. του αποστολέα· - СТОЛ το τραπέζι του αποστολέα. экспедиционный επ. της αποστολής· -ая ко- контора γραφεία αποστολής. II εκστρατευτικός· - отряд εκστρατευτικό τμήμα, ♦экспедиция, -и θ. αποστολή· - грузов απο- αποστολή φορτίων· ~ ПОСЫЛОК αποστολή δεμάτων. 2 αποστολή ομάδας ανθρώπων (για κάποιο σκοπό)· полярная - αποστολή στον πόλο· научная - ε- επιστημονική αποστολή· карательная - εκκαθα- εκκαθαριστική αποστολή (επιχείρηση). 3 ίδρυμα ή τμήμα αυτού· γραφείο. ♦эксперимент, -а α. 1 πείραμα· произвести - κάνω πείραμα· физический - πείραμα φυσι- φυσικής· химический - πείραμα χημείας. 2 δοκι- δοκιμή· πρόβα· απόπειρα. Экспериментально επίρ. πειραματικά. экспериментальный επ. πειραματικός· - ме- ТОД исследования πειραματική μέθοδος έρευ- έρευνας· -ые животные τα πειραματόζωα· -ая фи- физика πειραματική φυσική. II δοκιμαβτικός· КОМбаЙН πειραματική κομπάιν. экспериментатор, -а α. ο πειραματιστής. экспериментаторский επ. πειραματιστικός, του πειραματιστή· - талант πειραματιστικό ταλέντο. экспериментаторство, ~а ουδ. ο πειραματι- πειραματισμός. экспериментирование, -Я ουδ. η διεξαγωγή πειράματος, πειραματισμός. экспериментировать, -рую, -руешь р.δ. πει- πειραματίζομαι, κάνω πειράματα, ♦эксперт, ~а α. εμπειρογνώμονας· πραγματο- πραγματογνώμονας· εμπειροτέχνης. экспертиза, -Ы θ. εμπειρογνωμοσύνη, πραγ- πραγματογνωμοσύνη. II επιτροπή εμπειρογνωμοσύνης , πραγματογνωμοσύνης. экспертный επ. του εμπειρογνώμονα, του πραγματογνώμονα· -ые заключения τα πορίσμα- πορίσματα των εμπειρογνωμόνων. экспираторный επ. εκπνευστικός. ♦экспирация, -и θ. εκπνοή, έκπνευση. *ЭКСПЛИКаЦИЯ, -И θ. (επ)εξήγηση. эксплуататор, -а α. εκμεταλλευτής. эксплуататорский επ. εκμεταλλευτικός? -ие классы οι εκμεταλλεύτριες τάξεις· -ие эле- элементы εκμεταλλευτικά στοιχεία (άτομα). ЭКСПЛуатаЦИОННИК, -а α. εργάτης εκμετάλ- εκμετάλλευσης (μηχανών, μεταφορών κλπ.). эксплуатационный επ. εκμεταλλευτικός, της πρ ακ τ ι κής χρή σης. ♦эксплуатация, -И θ. 1 εκμετάλλευση· - че- ловёка человеком εκμετάλλευση ανθρώπου απο άνθρωπο· - труда εκμετάλλευση εργασίας. 2 η χρησιμοποίηση, η πρακτική χρήση· - ДВЙгате- ЛЯ η εκμετάλλευση του κινητήρα· - природ- природных богатств εκμετάλλευση του φυσικού πλού- πλούτου· - недр земли εκμετάλλευση του υπεδά- υπεδάφους· - изобретения εκμετάλλευση της εφεύ- εφεύρεσης. Эксплуатирование, -Я ουδ. (ενέργεια) εκ- εκμετάλλευση. * эксплуатировать, -рую, -руешь ρ.δ.μ. εκ- εκμεταλλεύομαι· - чужой труд εκμεταλλεύομαι ξένη εργασία. II χρησιμοποιώ· - недр земли εκμεταλλεύομαι το υπέδαφος. II -СЯ εκμεταλ- εκμεταλλεύομαι, υπόκειμαι σε εκμετάλλευση. ♦экспозе ουδ. άκλ. 1 σύντομη έκθεση· από- απόσπασμα (περικοπή) έκθεσης. 2 κυβερνητική *έκθεση στη Βουλή (για ένα ζήτημα). ЭКСПОЗИЦИОННЫЙ επ. της έκθεσης. ♦ЭКСПОЗИЦИЯ, -и θ. 1 (φιλγ. к. μουσ.) έκ- έκθεση (ανάπτυξη υπόθεσης έργου). 2 τοποθέτη- τοποθέτηση αντικειμένων για επίδειξη, θέα· - πορ- третов έκθεση προσωπογραφιών - рукописей έκθεση χειρογράφων. II τα εκθέματα· музейная - τα εκθέματα του μουσείου. 3 (φωτογρ.) έκ- έκθεση (στο φως φωτοπαθούς υλικού), ♦экспонат, -а α. έκθεμα· δείγμα· выставоч- выставочные -Ы τα εκθέματα της έκθεσης. ЭКСПОНеНТ, -а α. ο εκθέτης (προ'ΐόντων του). экспонирование, -Я ουδ. (ενέργεια)έκθεση. ЭКСПОНИровать, -руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.1 εκ- εκθέτω (για επίδειξη, θέα). 2 (φωτογρ.) εκθέ- εκθέτω στο φως. 3 (σκάκι) εκθέτω πεσσό σε κίν- κίνδυνο. II -СЯ εκτίθεμαι. ♦экспонометр, -а α. το φωτόμετρο. ♦экспорт, -а α. εξαγωγή (εμπορευμάτων, ει- ειδών)· - промышленных товаров εξαγωγή β ю-
экс 772 экс μηχανικών εμπορευμάτων. экспортёр,· -а α. εξαγωγέας εμπορευμάτων. экспортирование, -Я ουδ. εξαγωγή εμπορευ- εμπορευμάτων. экспортировать, -руга, -руешь р.б.к.σ. ε- εξάγω (εμπορεύματα). II -СЯ εξάγομαι. ЭКСПОРТНЫЙ επ. εξαγωγικός· εξαγώγιμος. *ЭКСПрёсс, -а α. εξπρές, ταχεία μετάβαση. ЭКСПреССЙВНОСТЬ, -И θ. εκφραστικότηατα. экспрессивный επ., βρ: -вен, -вна, -вно; * εκφραστικός· - жест εκφραστική χειρονομία. *экспрессионизм, -а α. εξπρεσιονισμός. экспрессионистический επ. εξπρεσιονιστι- εξπρεσιονιστικός, του εξπρεσιον ισμοϋ, του εξπρεσιονιστή. экспрессионистский επ. εκσπρεσιονιστικός, του εξπρεσιονιστή. *ЭКСПреССИЯ, -И θ. έκφραση, εκφραστική δύ- δύναμη· - жеста η έκφραση χειρονομίας- - ЛИ- Ца η έκφραση του προσώπου· ~ слова η έκ- έκφραση του λόγου. экспрессный επ. του εξπρές· - состав το πλήρωμα του εξπρές. *ЭКСПромТ, ~а α. αυτοσχεδ ίασμα, προχε ιρο κα- κατασκεύασμα, αμελέτητο ή της στιγμής. Экспромтом επίρ. αυτοσχέδια, εκ του προ- προχείρου, απρομελέτητα· говорить - προχειρο- λογώ. Экспроприатор, -а α. απαλλοτριωτής. экспроприаторский επ. απαλλοτριωτικός. *Экспроприация, -И θ. απαλλοτρίωση. экспроприировать, -руго, -руешь р.δ.κ.σ.μ. απαλλοτριώνω, II -СЯ απαλλοτριώνομαι. экссудат βλ. эксудат. *экстаз, -а α. έκσταση· впадать в - μένω εκστατικός. Экстатический επ. (γραπ. λόγος) εκστατι- εκστατικός; -ое состояние εκστατική κατάσταση. экстатичный επ, βρ: -чен, -чна, -чно βλ. экстатический. *экстемпорале ουδ. άκλ. κ. (παλ.) экстемпо- ралия, -и θ. (παλ.) μετάφραση ρωσικού κει- κειμένου στην αρχαία ελληνική γλώσσα ή στα λα- τιν ικά. экстенсивность, -И θ. εκτατικότιιτα, επέ- επέκταση. Экстенсивный επ., βρ: -вен, -вна, -о ε- κτατικός (με κατεύθυνση σε έκταση κι όχι σε βάθος)· - труд εκτατική εργασία. *ЭКСТёрн, -а α. 1 μαθητής εξωτερικός. 2 που δεν διαμένει σε οικοτροφείο. 3 (παλ.) γιατρός εξωτερικός(όχι στο υγειονομικό ί- ίδρυμα) . Экстернат, -а α. 1 εκπαιδευτικό ίδρυμα ε- εξωτερικών μαθητών ή φοιτητών. 2 (παλ.) για- τρός-βοηθός εξωτερικός, ♦экстерриториальность, -И θ. η ετεροδικία. экстерриториальный επ. ετερόδικος. ♦экстерьер, ~а α. η εξωτερική όψη (μορφή ή σχήμα, εμφάνιση)· σουλούπι. экстерьёрный επ. εξωτερικός· ~ые качества το εξωτερικό ποιόν, οι εξωτερικές ιδιότητες. *ЭКСТИрпаЦИЯ, -и θ. εκρίζωση, ξερίζωμα· - железы εκρίζωση του αδένα. ♦экстра επ. άκλ. έξτρα, εξαιρετικός· масло βούτυρο εξαιρετικό. экстравагантность, -И θ. 1 ιδιοτυπία, πα- παραξενιά, αλλοκοτιά· εκκεντρικότητα. 2 πρά- πράξη άτοπη. *экстравагантный επ., βρ: -тен, ~тна, -тно ιδιότυπος, παράξενος, αλλόκοτος· εκκεντρι- εκκεντρικός· -ая шляпа παράξενο καπέλο· - характер αλλόκοτος χαρακτήρας. экстрагирование, -Я ουδ. (χημ.) εξαγωγή. ♦экстрагировать, -руго, -руешь ρ.δ.κ.σ. (ι- ατρ. κ. χημ.) εξάγω, βγάζω· - зуб βγάζω το δόντι· - масло из чего-Н. βγάζω το λάδι α- πο κάτι. II -СЯ εξάγομαι, βγαίνω. ♦экстрадиция, -И θ. (νομ.) έκδοση παραβάτη απο ένα κράτος σε άλλο. ♦экстракт, -а α. 1 εκχύλισμα· απόσταγμα. 2 απόσπασμα, περικοπή (έργου, εγγράφου, λόγου), экстрактивный επ. (χημ.) παρμένος με εξα- εξαγωγή. II εκχυλιστικός · αποστακτικός. экстрактный επ. του εκχυλίσματος, της α- απόσταξης, αποστακτικός* экстрактовый επ. βλ. экстрактный. экстрактор, -а α. εξαγωγέας, εξολκέας. экстракционный επ. (χημ.) της εξαγωγής· εξαγωγικός, για εξαγωγή. II παρμένος με εξα- εξαγωγή. ♦экстракция, -и θ. 1 (ιατρ.) εξαγωγή (δο- (δοντιού). 2 (χημ.) εξαγωγή. • экстраординарность, -и θ. το ασύνηθες, η εξαιρετ ικότητα· το αφύσικο. ♦экстраординарный επ., βρ: ~рен, -рна, -о εξαιρετικός, εξαίρετος, ασυνήθης, αφύσικος· έκτακτος· -ое происшествие έκτακτο συμβάν. II εκφρ. - профессор έκτακτος ή αναπληρωμα- αναπληρωματικός καθηγητής. экстраполировать, .-РУЮ, -руешь р.δ.κ.σ. εξάγω, βγάζω. II -СЯ εξάγομαι, βγαίνω, ♦экстраполяция, -и θ. εξαγωγή. ЭКСТра-ПОЧТа, -Ы θ. (παλ.) έκτακτο ταχυ- ταχυδρομείο, ♦экстремизм, -а α. εξτρεμισμός. экстремист, -а α. εξτρεμιστής. экстремистский επ. εξτρεμιστικός, του εξ- εξτρεμιστή.ή του εξτρεμισμού. экстренно επίρ. έκτακτα, εσπευσμένα. экстренность, -и θ. ανάγκη κατεπείγουσα, το κατεπείγον. . экстренный επ. 1 έκτακτος, εσπευσμένος, ε-
экс 773 эле πε'ιγων ~ ОТЪвЗД έκτακτη αναχώρηση· - ВЫ- пуск έκτακτη έκδοση· -ая телеграмма επείγον τηλεγράφημα· ~ая ПОМОЩЬ έκτακτη (άμεση) βο- βοήθεια. 2 απρόβλεπτος· ~ые расходы έκτακτα έξοδα. ♦эксудат, -а α. βλ. выпот. ♦эксцентриада, ~Ы θ. (θεατρ.) εκκεντρικό- εκκεντρικότητα, παραξενιά, αλλοκοτιά, ιδιοτροπία. *ЭКСЦентрик1, -а α. ακροβάτης, σαλτιμπάγκος. II (παλ.) ο παράξενος, ο αλλόκοτος. *ЭКСЦендрик* -а α. (τεχ.) έκκεντρος, πα- παράκεντρος, φευγάτος απο το κέντρο. эксцентрика, -и θ. βλ. эксцентриада. Эксцентриковый επ. (τεχ.) έκκεντρος,ο έξω του κέντρου κύκλου ευρισκόμενος. *эксцентрический επ. 1 εκκεντρικός, пара- ξένος, αλλόκοτος· ιδιότροπος. 2 βλ. эксцен- эксцентриковый. эксцентричность, -и θ. 1 эксцентриада. 2 εκτροπή, παρεκτροπή. эксцентричный επ., βρ: -чен, -чна, -о βλ. эксцентрический. *ЭКСЦёсс, ~а α. (γραπ. λόγος) υπερβολή, α- ακρότητα. II ασωτία, ακολασία· κραιπάλη. *ЭКЮ α. άκλ. το σκούδο (γαλλικό παλαιό νό- νόμισμα) . *эластик, -а α. 1 (παλ.) βλ. резина. II συν- συνθετικό λάστιχο-. Эластин, ~а α. (βιολ.) η ελαστίνη, ή ελα- στικίνη. эластический επ. (παλ.) βλ. эластичный. эластичность, -И θ. ελαστικότητα. эластичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 ελαστικός. II (για κίνηση) ελαφρός, ομαλός, μαλακός. 2 μτφ. ευμετάβλητος. *ЭЛеватор, -а α.1 μεγάλη σιταποθήκη, σιτο- σιτοβολώνας. 2 αναβατήρας. 3 αντλία ανυψωτική. ЭЛегаНТНОСТЬ, -И θ. κομψότητα· χάρη. ♦элегантный επ., βρ: -тен, -тна, -тно κομ- κομψός, χαριτωμένος. II κομψοντυμένος. элегист, -а α. ποιητής ελεγειακός. Элегический επ. ελεγειακός· -ая поэзия ε- ελεγειακή ποίηση. II θλιμμένος, μελαγχολικός. ЭлеГЙЧНОСТЬ, -И θ. ελεγεία, ελεγειακός χα- χαρακτήρας· - рассказа о ελεγειακός χαρακτή- χαρακτήρας του διηγήματος. элегичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно θλιμ- θλιμμένος, μελαγχολικός, ♦элегия, -И θ. ελεγεία, ελεγείο. электризация, -И θ. 1 η ηλέκτριση. 2 ηλε- ηλεκτροθεραπεία. электризовать, -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. электризованный, βρ: -ван, -а,-о Ρ.δ.к.σ. 1 ηλεκτρίζω. 2 μτφ. διεγείρω, εμ- εμψυχώνω. II -СЯ ηλεκρίζομαι. электрик, -а α. 1 ηλεκτρολόγος, ηλεκτρο- τεχνίτης. 2 ηλεκτονικός. *ЭЛектрЙК επ. άκλ. σταχτογάλαζιος, κυανό- φαιος. электрификатор, -а α. ο εξιλεκτριστής, αυ- αυτός που πραγματοποιεί τον εξηλεκτρισμό. электрификация, -И θ. εξηλεκτρισμός, ηλε- κτροποίηση. электрифицированный επ. απο μτχ. εξηλε- κτρισμένος, εφοδιασμένος με ρεύμα. II που λειτουργεί με ρεύμα· -ые измерительные при- приборы ηλεκτροσυσκευές μετρικές. электрифицировать, -руга, -руешь р.δ.κ. σ. εξηλεκτρίζω, εφοδιάζω με ρεύμα. II -СЯ εξη- λεκτρίζομαι, εφοδιάζομαι με ρεύμα. электрический επ. ηλεκτρικός· -ая искра о ηλεκτρικός σπινθήρας· -ая батарея ηλεκτρι- ηλεκτρικός συσσωρευτής· -ая станция о ηλεκτρικός σταθμός· -ая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα· -ая печь ηλεκτρική κάμινος (φούρνος)· -ое зажи- зажигание ηλεκτρική ανάφλεξη (έναυσμα)· -ые ча- часы ηλεκτρικό ωρολόγι· -ое освещение ηλε- ηλεκτροφωτισμός, * электричество, -а ουδ. 1 ο ηλεκτρισμός. 2 ο ηλεκτροφωτισμός. II το ηλεκτρικό. электричка, -И θ. ηλεκτρική σιδηροδρομι- σιδηροδρομική γραμμή. II ηλεκτρικός σιδηρόδρομος. электробур, -а α. ηλεκτρικό γεωτρύπανο. электробурение, -Я ουδ. γεώτρηση με ηλε- ηλεκτρικό γεωτρΰπανο. ,, электровоз, -а α. ηλεκτροκίνητο μεταφορι- μεταφορικό μέσο. ♦электрод, -а α. ηλεκτρόδιο· положительный - θετικό ηλεκτρόδιο ή ανόδιο ή άνοδος· от- отрицательный - αρνητικό ηλεκτρόδιο ή κάθοδος. электродвигатель, -Я α. ηλεκτροκινητήρας. электродвижок, -жка α. μικρός ηλεκτροκι- ηλεκτροκινητήρας. электродвижущий επ. ηλεκτρεγερτικός· -ЭЯ сила ηλεκτρεγερτική δύναμη. Электродинамика, -И θ. ηλεκτροδυναμική. электродинамический επ.ηλεκτροδυναμικός. электродинамометр, яа α. ηλεκτροδυναμόμε- τρο. электродный επ. του ηλεκτροδίου· - ЗЭВОД εργοστάσιο ηλεκτροδίων - уголь άνθρακας η- ηλεκτροδίων (για ηλεκτρόδια). электродоение, -Я ουδ. άρμεγμαμε ηλεκτρι- ηλεκτρική συσκευή. ЭЛектроДОЙЛЬНЫЙ επ. του αρμέγματος με η- λεκτροσυσκευή. электродойка, -и θ. 1 βλ. электродоение. 2 ηλεκτροσυσκευή αρμέγματος. Электродрель, -И θ. φορητό ηλεκτρικό τρυ- τρυπάνι. электроёмкость, -И θ. ηλεκτρική χωρητικό- χωρητικότητα.
эле 774 эле электрозакалка, -и θ. σκλήρυνση με ηλε- κρισμό. электроизмерительный επ. της ηλεκτρικής μέτρησης· -ые приборы ηλεκρομετρικές συ- συσκευές . электроизоляционный επ. ηλεκτρομονωτικός. Электроинструмент, -а α. ηλεκτρικό εργα- εργαλείο. электроискровой επ. του ηλεκτρικού σπιν- σπινθήρα* με ηλεκτρικό σπινθήρα. электрокар, -а α. κ. электрокара, ~ы θ. η ηλεκτράμαξα. ♦электрокардиаграмма, -Ы θ. ηλεκτροκαρδια- γράφημα. Электрокардиограф, -а α. ηλεκτροκαρδιο- γράφος (συσκευή). Электрокардиография, -И θ. ηλεκτροκαρδιο- γραφία. электролечебный επ. ηλεκτροθεραπευτικός. Электролечение, ~Я ουδ. ηλεκτροθεραπεία, ♦электролиз, -а θ. ηλεκτρόλυση. электролизный επ. της ηλεκτρόλυσης· με η- λεκτόλυση· απο ηλεκτρόλυση: ηλεκτρολυτικός. Электролиния, -И θ. ηλεκτρική γραμμή (με καλώδια). ♦электролит, -а α. ηλεκτρολύτης, το ηλε- κτρόλυτο. электролитический επ. βλ. электролизный. электролитный επ. ηλεκτρολυτικός, του η- ηλεκτρολύτη. ЭЛеКТроЛОВ, -а α. η ηλεκτροαλιεία. ЭЛеКТроЛШИНИСЦёнЦИЯ, -И θ. ηλεκτροφωταύ- γε ια. электромагнетизм, -а α..ηλεκτρομαγνητισμός. электромагнит, -а α. ηλεκτρομαγΜητης. электромагнитный επ. ηλεκτρομαγνητικός. электроматериал, -а α. ηλεκτρικό υλικό. Электромашина, -Ы θ. ηλεκτρομηχανή. электромашиностроение, ~Я ουδ. κατασκευή ηλεκρομηχανών. электрометаллургия, -И θ. ηλεκτρομεταλ- λουργία. ♦электрометр, -а α. το ηλεκτρόμετρο. электрометрический επ. ηλεκτρομετρικός. Электрометрия, -И θ. ηλεκτρομετρία. Электромеханик, ~а α. ηλεκτρομηχανικός. электромеханика, -И θ. η ηλεκτρομηχανική. электромеханический επ. ηλεκτρομηχανικός· -Οθ Доение ηλεκτρομηχανικό άρμεγμα. электромонтаж, -а α. ηλεκτροσυναρμογή, η- λεκτροσυναρμολόγηση. Электромонтажный επ, ηλεκτροσυναρμολογητι- κός. электромонтёр, -а α. ηλεκτρολόγος, ηλε- κτροτεχνίτης. Электромотор, -а α. ηλεκτροκινητήρας, η- ηλεκτρικό μοτέρ· ηλεκτρομηχανή. ♦электрон} -а α. το ηλεκτρόνιο. электрон* -а α.' κράμα αλουμινίου και μα- μαγνησίου. электроника, -И θ. η ηλεκτρονική. электронный1επ. ηλεκτρονικός· -ая лампа η ηλεκτρονική λάμπα· -ая счётная машина ηλε- ηλεκτροκίνητη λογιστική μηχανή. электронный2 επ. του κράματος αλουμινίου και μαγνησίου. электрооборудование, -Я ουδ. εξοπλισμός με ηλεκτρικά μέσα. электрооптика, -И θ. η ηλεκτροοπτική. электропахота, -Ы θ. ηλεκτροκαλλιέργεια. электропередача, -и θ. ηλεκτρική μετάδο- μετάδοση. II τα μέσα μετάδοσης ηλεκτρισμού. электропечь, -И θ. ηλεκτροκάμινος. электропила, -Ы θ. πριόνι ηλεκτροκίνητο. электропитание, -Я ουδ. τροφοδότηση με η- ηλεκτρικό ρεύμα. электроплавка, -И θ. τήξη μετάλλων με η- ηλεκτρικό ρεύμα. электроплита, -Ы θ. ηλεκτρικός φούρνος μά- μάγειρε ίου. электроплитка, -И θ. ηλεκτρική θερμάστρα. электропоезд, -а α. ηλεκτρικός σιδηρόδρο- σιδηρόδρομος. электрополотёр, -а α. ηλεκτρικός τριβέας δαπέδου. « электропредохранитель, -Я α. ηλεκτρική α- ασφάλεια. электроприбор, -а α. ηλεκτρική συσκευή ή όργανο. электропривод, -а α. ηλεκτρικός μηχανι- μηχανισμός εκκίνησης. электропровод, -а α. ηλεκτρικό καλώδιο. • электропроводка, -и θ. βλ. проводка Dσημ.). электропроводность, -И θ. ηλεκτρική αγω- αγωγιμότητα. электропроводный επ. ηλεκτραγωγός. электропогрёв, -а α. ηλεκτρική θέρμανση. электропроигрыватель, -Я α. ηλεκτροκίνητο γραμμόφωνο. электропромышленность, -И θ. ηλεκτροβιο- μηχανία. электрораспределительный επ. της διανομής ηλεκτρικού ρεύματος· ~ ЩИТ ηλεκτρικός πίνα- πίνακας διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. электросварка, -И θ. ηλεκτροκόλληση. электросварочный επ. της ηλεκτροκόλλησης· - аппарат συσκευή ηλεκροκόλλησης. II ουσ. -ая θ. εργαστήριο ηλεκτροκόλλησης. электросварщик, -а α. ηλεκτροκολλητής. электросверло, -а ουδ. 1 βλ. электродрель. 2 γεωτρύπανο. электросеть, -И θ. ηλεκτρικό δίχτυ. ·
эле 775 эма электросистема, -Ы θ. ηλεκτρικό σύστημα. электроскоп, -а α. ηλεκτροσκόπιο. электроснабжение, -Я ουδ. ηλεκτροεφοδια- σμός, ηλεκτροτροφοδότηση. электросталь, -И θ. χάλυβας διά ηλεκτρι-. σμοΰ. электростанция, -И θ. ηλεκτροσταθμός. электростатика, -И θ. ηλεκτροστατική. электростатический επ. ηλεκτροστατικός. электротерапия, -и θ. βλ. электролечение. электротермический επ. ηλεκτροθερμικός. электротермия, -И θ. ηλεκτροθερμία. электротехник, -а α. ηλεκτροτεχνίτης. электротехника, -И θ. ηλεκτροτεχνία. электротехнический επ. ηλεκτροτεχνικός. электротрактор, -а α. ηλεκτροτραχτέρ. электрофизиология, -И θ,ηλεκτοφυσιολογία. электрохимический επ. ηλεκτροχημικός· метод ηλεκτροχημική μέθοδος. электрохимия, -И θ. ηλεκτροχημεία. ЭЛеКТроХОД, -а α. ηλεκτροκίνητο πλοίο. электроэнергия, -И θ. ηλεκτρική ενέργεια. ♦элемент, -В. α. 1 στοιχείο (στην αρχαία ελ- ελληνική φιλοσοφία: φωτιά, νερό, αέρας κλπ.). 2 -ы πλθ. στοιχεία, βάσεις, αρχές* -Ы наук στοιχεία επιστημών. 3 χηΜ^κό στοιχείο. 4- μέ- μέρος του όλου. II εξάρτημα μηχανισμού κλπ. 5 το χαρακτηριστικό. 6 εκπρόσωπος κοινωνικός· прогрессивные ~Ы общества προοδευτικά στοι- χεία της κοινωνίας· вредные -Ы βλαβερά (ε- (επιβλαβή) στοιχεία· чуждые -Ы ξένα στοιχεία. 7 άνθρωπος, πρόσωπο, άτομο· подозрительный - ύποπτο στοιχείο. 8 χημική συσκευή· галь- гальванический - γαλβανική στήλη· сухой - στε- στεγνό στοιχείο. II εκφρ. женский - το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες· мужской ~ το ανδρικό φύ- φύλο, οι άντρες. Элементарность, -И θ. το στοιχειώδες, το απλό. элементарный επ. βρ: -рен, -рна, -рно. 1 στοιχειώδης, αρχικός· λίγος--ое образо- образование στοιχειώδης μόρφωση· -ая математика η στοιχειώδης (πρακτική) αριθμητική· -ие ЗНЭ- ния στοιχειώδεις γνώσεις· -ая шкДла το δη- δημοτικό σχολείο. 2 μτφ. απλός, εύκολος· это - -ая вещь αυτό είναι απλό πράγμα. 3 πρω- πρωταρχικός, ουσιώδης, κύριος, βασικός· -ое условие πρωταρχικός όρος. 4 (χημ.) στοιχει- στοιχειώδης, των στοιχείων. 5 απειροελάχιστος· -ые частицы στοιχειώδη μόρια. •элерон, ~а α. το ακρόπτερο αεροπλάνου. *Элизиум, -а α. 1 (μυθολ.) Ιλύσιο πεδίο. 2 (παλ.) ο Παράδεισος. *ЭЛЙЗИЯ, -И θ. (γραμμ.) έκθλιψη (φωνήεντος). ♦эликсир, -а α. ελιξήριο. II εκφρ. жизнен- жизненный - ή - ЖИЗНИ (παλ.) θαυματουργό δήθεν φάρμακο των αλχημιστών για παράταση της ζωής. ♦элиминация, ~И θ. 1 (γραπ. λόγος) απά- απάλειψη. 2 (μαθ.) εξίβωση, απάλειψη των ά- άγνωστων όρων. элиминирование, -Я ουδ. απάλειψη, εξά- εξάλειψη. Элиминировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. α- απαλείφω, εξαλείφω· σβήνω· - противоречия εξαλείφω τις αντιθέσεις (ή αντιφάσεις)· неизвестный член из уравнения απαλείφω τον άγνωστο όρο της εξίσωσης. II -СЯ απαλείφο- απαλείφομαι, εξαλείφομαι. *ЭЛЙта, ~Ы θ. το εκλεκτότερο, το επίλεκτο. ЭЛИТНЫЙ επ. επίλεκτος, εκλεκτός, διαλε- διαλεχτός· -ые семена διαλεχτοί σπόροι· - по- поросёнок γουρουνάκι εκλεκτής ράτσας. эллин, -а α., ~ка, -и θ. Ελληνας, -ΐδα. ♦ЭЛЛИНГ, -а α. 1η ναυπηγική κλίνη. 2 χώ- χώρος (υπόστεγο) πηδαλιουχούμενου ή μη αερό- ατατου. эллинизм, -а α. 1 ελληνισμός (ελληνιστι- (ελληνιστική περίοδος). 2 λέξη ή ρητό δανεισμένο α- από την αρχαία ελληνική γλώσσα. эллинист, -а α. 1 ελληνιστής, ειδικός στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία. 2 ελληνολάτρης, эллинистический επ. ελληνιστικός- -ие го- государства τα ελληνιστικά κράτη· -ая куль- тура ελληνιστικός πολιτισμός. ЭЛЛИНСКИЙ επ. (γραπ, λόγος) ελληνικός. ♦ЭЛЛИПС, κ. ЭЛЛИПСИС, ~а α. 1 (γεωμ.) έλ- έλλειψη. 2 παράλειψη στοιχείων στο λόγο, μέ- μέλους σε ελλειπή πρόταση. ♦эллипсоид, -а α. (γεωμ.) έλλειψη, ελλει- ελλειψοειδές σχήμα. Эллиптический επ. 1 (γεωμ.) ελλειπτικός. 2 (γλωσ.) ελλιπής· -ое предложение ελλιπής ♦πρόταση. ♦элодея, -и θ. ελώδης (υδροχαρές φυτό), ♦элоквенция, -И θ. (παλ.) ευφράδεια, ευ- γλωττία. ♦эль, -Я α. μπύρα απο κριθάρι. ♦эльдорадо ουδ. άκλ. ελδοράδο. ♦эльзевир, -а α. (τυπγρ.) ελζεβίρ. ♦эльф, ~а α. το Πνεύμα του καλού. эмалевый επ. αδαμάντινος. II απο σμάλτο· εφυαλωμένος, γυαλιστερός. II εκφρ. -ые кра- СКИ τα βερνικοχρώματα. эмалированный επ. επ. απο μτχ. εφυαλωμέ- εφυαλωμένος, εφυαλωτός, σμαλτωμένος, βερνικωμέν-ος. эмалировать,, -рую, -руешь παθ. μτχ.παρλθ. χρ. эмалированный, βρ: -ван, -а, -о εφυα- λώνω, σμαλτώνω, βερνικώνω. II -СЯ εφυαλώνο- μαι, σμαλτώνομαι, βερνικώνομαι. Эмалировка, -И θ. εφυάλωση, σμάλτωση, α- λοίφωμα. эмалировочный επ. εφυαλωτικός.
эма 776 эму ЭМаЛирОВЩИК, -а α. εφυαλωτής, σμαλτωτής, βερνικωτής. *эмаль, -и θ. 1 εφυάλωση· βερνικόχρωμα. II στ ιλπνότητα, γυαλάδα· λάμψη. 2 σμάλτινο α- αντικείμενο. 3 1 αδαμαντίνη ουσίατου δοντιού. *эманация, -И θ. 1 απόρροια. 2 αναθυμίαση, διάχυση. 3 βλ. радон. эмансипатор, -а α. (γραπ. λόγος) ο χειρα- φετών. *ЭМаНСИПация, -И θ. χειραφέτηση, -φεσ'ια· - женщин η χειραφέτηση των γυναικών. Эмансипированный επ. απο μτχ, χειραφετη- χειραφετημένος . эмансипировать, -рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. эмансипированный, βρ: -ван, -а, -Ο ρ.δ.н.о. χειραφετώ. II -СЯ χειραφετούμαι. *ЭМбарго ουδ. άκλ. εμπάργο (απαγόρευση ε- εξαγωγής ή εισαγωγής εμπορευμάτων). II απαγό- απαγόρευση έκπλου· ειργμός, κατακράτηση. *ЭМблёма, ~Ы θ. έμβλημα. эмблематический επ. εμβληματικός, του εμ- εμβλήματος. II συνθηματικός· αλληγορικός. *ЭМбОЛИЯ, -И θ. (ιατρ.) εμβολή (έμφραξη αι- αιμοφόρου αγγείου). * Эмбриогенез, -а α. εμβρυογονία. эмбриолог, -а α. εμβρυολόγος. эмбриологический επ. εμβρυολογικός· -ое исследование εμβρυολογική έρευνα. *ЭМбрИОН, -а α. 1 το έμβρυο. 2 μτφ. η αρ- αρχική σύλληψη ιδέας, σκέψης. ЭМбрИОНОЛЬНЫЙ επ. εμβρυώδης, εμβρυϊκός, εμβρυακός· -ое развитие εμβρυακή ανάπτυξη· -ая клетка εμβρυακό κύτταρο II μτφ. ατελώς οργανωμένος. эмеритальный επ: ~ые кассы (παλ.) βλ. эме- эмеритура A σημ.). *эмеритура, -Ы θ. (παλ.). 1 τα ασφαλιστικά ταμεία. 2 επίδομα στη σύνταξη απο το ασφα- ασφαλιστικό ταμείο. эмигрант, -а. α., -ка, -и θ. πρόσφυγας, -γα· политические -ы πολιτικοί πρόσφυγες. II εκπατρισμένος· μετανάστης. эмигрантский επ. προσφυγικός· μεταναστευ- μεταναστευτικός· -ая ЖИЗНЬ προσφυγική (ή μεταναστευ- μεταναστευτική) ζωή. эмиграционный επ. προσφυγικός· μεταναστευ- μεταναστευτικός·, -ая статистика προσφυγική ή μετανα- μεταναστευτική στατιστική. *ЭМИГраЦИЯ, -И θ. 1 η προσφυγιά· η μετανά- μετανάστευση* ο εκπατρισμός. II η μετοίκηση. 2 η ξενητιά, τα ξένα. 3 (αθρσ.) η προσφυγιά, οι πρόσφυγες. *ЭМЙр, -а α. ο εμίρης. эмиритон, -а α. εμιριτόν, είδος ηλεκτρικού κλειδοκύμβαλου. *ЭМИССар, ~а α. μυστικός απεσταλμένος. эмиссионный επ. 1 (οικον.) εκδοτικός· -ое право εκδοτικό δικαίωμα· -ая банка εκδοτι- εκδοτική τράπεζα. 2 (φυσ.) της ανάδοσης, εκβολής, εκπομπής. ""ЭМИССИЯ, -И θ. 1 (οικον.) έκδοση (γραμμα- (γραμματίων κλπ.)· инфляционная - πληθωριακή έκδο- έκδοση. 2 (φυσ.) ανάδοση, εκβολή, εκπομπή· тер- термоэлектронная ~ θερμοηλεκτρονική εκπομπή, ♦эмитент, ~а α. εκδότης (γραμματίων κλπ.), ♦эмитировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. 1. (οικον.) εκδίδω (γραμμάτια κ.τ.τ.). 2 (φυσ.) αναδίδω, εκβάλλω, εκπέμπω. эмка, -И θ. κούρσα τύπου „Μ" (εμ). эмоционально επίρ. συγκινητικά. II συναι- συναισθηματικά. эмоциональность, -И θ. συγκίνηση· συγκι- νητικότητα. II συναισθηματικότητα. эмоциональный επ., βρ: -лен, -льна, -льно συγκινητικός· -ая речь συγκινητικός λόγος· - жест συγκινητική χειρονομία. II συναισθη- συναισθηματικός· - характер συναισθηματικός χαρα- χαρακτήρας· - человек συναισθηματικός άνθρωπος. *ЭМОЦИЯ, -И θ. συγκίνηση. II συναίσθημα, ♦эмпирей, -я α. έμπυρος (πύρινος) ουρανός (κατοικία θεών, αγίων). II εκφρ. витать (на- (находиться, быть) В -ЯХ ζω, βρίσκομαι, είμαι στα ουράνια, στα σύννεφα(ονειροπολώ, φαντα- σιοκοπώ, ουρανοβατώ, νεφελοβατώ,αιθεροβατώ). *ЭМПИрЙЗМ, -а α. 1 εμπειρισμός, εμπειριο- κρατία, εμπειριαρχία. 2 πρακτική εφαρμογή. II εκφρ. ползучий - (περιφρ.) επιφανειακός (επιπόλαιος) εμπειρισμός. эмпирик, -а α. εμπειριοκράτης, οπαδός του εμπειρισμού. ЭМПИриокрЙтик, ~а α. εμπειριοκριτής, οπα- οπαδός του εμπειριοκριτικισμού. » ЭМПИРИОКРИТИЦИЗМ, -а α. εμπειριοκριτικι- σμός. эмпирический επ. 1 εμπειρικός· -ая фило- философия η εμπειρική φιλοσοφία. 2 έμπειρος, απο πείρα, στηριζόμενος στην πείρα. эмпиричность, -И θ. η πείρα. эмпиричный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. эмпирический B σημ.). *ЭМПИриЯ, ~и θ. εμπειρία. II παρατήρηση (ως αντώνυμο του πειράματος). ЭМТеёсОВеЦ, -вца α. εργάτης των μηχανο- τρακτορικών σταθμών. ЭМТеёсОВСКИЙ επ. του μηχανοτρακτορικού σταθμού, ♦эму α. άκλ. εμού η δρομαία. эмульгатор, -а α. το γαλάκτωμα (χημ. ουσία). эмульгирование, -Я ουδ. γαλακτοποίηση, η μετατροπή σε γαλάκτωμα. II γαλάκτωση. эмульгировать, -рую, -руешь р.6.κ.σ. γα- λακτώνω, γαλακτοποιώ. II -СЯ γαλακτώνομαι.
эму 777 эпа ЭМУЛЬСИОННЫЙ επ. γαλακτωμένος· γαλακτομα- τοϋχος. эмульсирование, -я ουδ. βλ. эмульгирова- эмульгирование. эмульсйровать(ся) р.δ.κ.σ. βλ. эмульгиро- эмульгироваться) . *ЭМУЛЬСИЯ, -И Θ. 1 γαλάκτωμα. 2 το επίχρι- επίχρισμα του φωτογραφικού χαρτιού. *Эмфаза, ~Ы θ. (φιλγ.) έμφαση. Эмфатический επ. εμφαντικός, με έμφαση. * Эмфизема, ~Ы θ. (ιατρ.). 1 εμφύσημα, πρή- πρήξιμο σωματικών οργάνων, 2 εμφύσημο πνευμο- πνευμονικό. ♦энгармонизм, -а α. εναρμόνιση. ♦эндем, -а α. ένδημο (ντόπιο) ζώο ή φυτό. эндемический επ. к. эндемичный επ. ένδη- μος, ντόπιος. *ЭНДемЙЯ, -И θ. (ιατρ.) ενδημία. *ЭНДОГамИЯ, -И θ. ενδογαμία (γάμος ανάμεσα στην ίδια πατριά, φυλή). эндогамный επ. ενδογαμικός· -ое племя η ενδογαμική φυλή. *эндогенный επ. ενδογενής, ♦эндодерма, -Ы θ. το ενδόδερμα. ♦эндокард, -а κ. эндокардий, -я α. το εν- δοκάρδιο. ЭНДОКардЙТ, -а α. ενδοκαρδίτιδα. ♦эндокринный επ. ενδοκρινής. II εκφρ. ~ые железы ενδοκρινείς αδένες· ~ая система εν- ενδοκρινές σύστημα. эндокринолог, -а α. ενδοκρινολόγος. ♦ЭНДОКРИНОЛОГИЯ, -И θ. ενδοκρινολογία. эндотермический επ. ενδοθερμικός. ♦ЭНДШПИЛЬ, -И θ. η τελική παρτίδα σκακιού, ♦энеолит, ~а α. (αρχαιολ.) η εποχή του χαλ- χαλκού. энергетик, -а α. μηχανικός ηλεκτρενέργει- ας. энергетика, -И θ. η ενεργητική· ενεργεια- ενεργειακή τεχνική. энергетический επ. ενεργειακός· - кризис ενεργειακή κρίση. энергический επ. βλ. энергичный. энергично επίρ. δραστήρια. ЭНергЙЧНОСТЬ, -И θ. δραστηριότητα, ενερ- ενεργητικότητα. энергичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 δραστήριος, ενεργητικός· ~ человек δραστή- δραστήριος άνθρωπος. II έντονος· - протест έντονη διαμαρτυρία. 2 δραστικός, αποτελεσματικός· -Ое лекарство δραστικό φάρμακο. ♦энергия, -И θ. 1 ενέργεια (μορφή της ύ- ύλης)· электрическая - ηλεκτρενέργεια· атом- атомная - ατομική ενέργεια. 2 δραστηριότητα· ζω- ζωτικότητα. энерговооружённость, -И θ. εφοδιασμός ή τροφοδότηση με ενέργεια. энергоёмкий επ. που απαιτεί ή καταναλώνει πολλή ενέργεια. энергосистема, -Ы θ. ενεργειακό σύστημα, ♦энклитика, -И θ. έγκλιση.τόνου, ανέβασμα του τόνου στη λήγουσα της προηγούμενης λέ- ζης: где бы ни было. энклитический επ. εγκλτικός· -ие частицы εγκλιτικά μόρια. ♦ЭННЫЙ αόρ. αντων. ένας, κάποιος, οποιοσ- οποιοσδήποτε· καθένας· -ое ЧИСЛО ένας (οποιοσδή- (οποιοσδήποτε) αριθμός. ♦энский αόρ. αντωνυμία· κάποιος, ένας. энтомолог, -а α. εντομολόγος. ЭНТОМОЛОГЙчесКИЙ επ. εντομολογικός. ♦ЭНТОМОЛОГИЯ, ~И θ. εντομολογία, ♦энтузиазм, -а α. ενθουσιασμός. энтузиаст, -а α., -ка, -и θ. ενθουσιαστής, -άστρια. энтузиастический επ. (γραπ. λόγος) ενθου- ενθουσιώδης . ♦энцефалит, -а α. εγκεφαλίτιδα. ♦энциклика, -И θ. εγκύκλιος (διαταγή) του Πάπα. ♦энчиклопедйзм, -а α. εγκυκλοπαίδεια, εγκυ- κλοπαιδικότητα, πολύπλευρη μόρφωση. энциклопедист, -а α. ο εγκυκλοπαιδικός. II εγκυκλοπαιδιστής (προοδευτικός λόγιος στη Γαλλία το 18 αι.). «■ энциклопедический επ. εγκυκλοπαιδικός· словарь εγκυκλοπαιδικά λεξικό· - человек ε- εγκυκλοπαιδικός άνθρωπος (γενικής μόρφωσης). ЭНЦИКЛОПеДЙЧНОСТЬ, -И θ. εγκυκλοπαιδικό- τητα. энциклопедичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно εγκυκλοπαιδικός. • ♦энциклопедия, ~И θ. εγκυκλοπαίδεια· меди- цйнская - ιατρική εγκυκλοπαίδεια- техниче- техническая - τεχνική εγκυκλοπαίδεια· большая СО- вётская - μεγάλη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια. II επισκόπηση επιστημονική. II εκφρ. ХОДЯЧЭЯ - .(για άνθρωπο) κινητό πανεπιστήμιο. ♦ЭОЛИТ, -а α. 1 αρχαιολιθική εποχή. 2 πέ- πέτρα κοφτερή, αιχμηρή φυσική. ЭОЛИТОВЫЙ επ. αρχαιολιθικός. ЭОЛОВ, -а, -о επ. αιολικός. II εκφρ. -а арфа η αιολική άρπα. ♦ЭОЛОВЫЙ επ. (γεωλ.) αιολικός, ανεμόγενής· ~ые ОТЛОжёния αιολικά αποθέματα ή ανεμογενή πετρώματα. ♦эпатаж, -а α. (γραπ. λόγος) επινόηση, τέ- τέχνασμα σκανδαλώδες· έκτροπο, στραβοπάτημα. ЭПатЙрование, -Я ουδ. έκληξη· κατάπληξη με έκτροπα, σκάνταλα. ♦эпатировать, -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. κατα- καταπλήσσω με έκτροπα ή σκάνταλα.
эпи 778 эпо *зпигон, -а α. επίγονος, επίδοξος· θιασιώ- της (που υστερεί απο τους προκατόχους του)· ЭПИГОНСКИЙ επ. επίγονος, επίδοξος. ЭПИГОНСТВО, -а ουδ. το μη πρωτότυπο έργο των μεταγενέστερων. *ЭПИГрамма, -Ы θ. 1 (παλ.) επίγραμμα, επι- επιγραφή επιτύμβια ή αναμνηστική. 2 ποιηματάκι σατυρικό. 3 (παλ.) έξυπνη και δηκτική επί- επίκριση. эпиграмматист, -а α. επιγραμματιστής, ε- επ ιγραμματοπο ιός. эпиграмматический επ, 1 επιγραμματικός. 2 (παλ.) δηκτικός, τσουχτερός. ♦эпиграф, -а α. 1 επιγραφή (σε αρχαιοελλη- αρχαιοελληνικά μνημεία). 2 (φιλγ.) ρητό· απόφθεγμα. эпиграфика, -И θ. η επιγραφική, επιγραφο- λογία. эпиграфический επ. επιγραφικός· - матери- материал επιγραφικό υλικό. эпидемиолог, -а α. επιδημιολόγος. эпидемиологический επ. επιδημιολογικός. *ЭПИДемИ0ЛОГИЯ, -И θ. επιδημιολογία. эпидемический επ. επιδημικός· -ое заболе- заболевание επιδημική ασθένεια. *ЭПИДёмиЯ, -И θ. επιδημία. II μτφ. διάδο- διάδοση, εξάπλωση· ρεύμα* - самоубийства κύμα αυτοκτονίας, ♦эпидермис, -а α. κ. (παλ.) эпидерма, ~и θ. I επιδερμίδα. 2 το επίστρωμα φύλλων, στελε- στελεχών, ριζών. ♦эпидиаскоп, -а α. επιδιασκόπιο. *ЭПИЗОД, -а α. 1 επεισόδιο· συμβάν περι- περιστατικό. 2 σκηνή, μέρος, απόσπασμα έργου. Эпизодический επ. 1 επεισοδιακός, κατά πε- περιπτώσεις· -ая проверка работы έλεγχος της εργασίας κατά περιπτώσεις (μη συστηματικά). II τυχαίος· - случай τυχαία περίπτωση· -ая встреча τυχαία συνάντηση. 2 (θεατρ.) κατά επεισόδια· -ое действующее лицо πρόσωπο που δρα κατά επεισόδια. ЭПИЗОДИЧНОСТЬ, -и θ. ο επεισοδιακός χαρα- χαρακτήρας. эпизодичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. эпизодический. эпизоотический επ. επιζωοτικός. ♦ЭПИЗООТИЯ, -И θ. επιζωοτία. • ЭПИЗООТОЛОГИЯ, -И θ. επιζωοτολογία. ЭПИК, -а α. επικός ποιητής. ♦эпика, -и θ. επική ποίηση. ♦эпикард, -а к. эпикардий, -я α. επικάρδιο. эпикардит, -а α. επικαρδίτιδα. ♦эпикриз, ~а α. ιατρικό πόρισμα· απόφανση γιατρού. II παθολογικό επακόλουθο μετά την κρίση ασθενή. эпикуреец, -рейца α. επικουρικός, οπαδός του επικουρισμού. II άνθρωπος ευδαιμονιστής · φιλήδονος. эпикурйзм, -а α. 1 επικουρισμός. 2 ευδαι- ευδαιμονισμός· φιληδονία. эпикурейский επ. (γραπ. λόγος) επικοΰρείτ ος· -ая философия επικούρεια φιλοσοφία, -ая επικούρεια σχολή. II φιλήδονος· χαροκόπος, эпикурейство, -а ουδ. βλ. эпикурйзм. ♦эпилепсия, -и θ. επιληψία, σεληνιασμός. эпилептик, ~а α. ο επιληπτικός, эпилептический επ. επιληπτικός· - припа- припадок επιληπτικός παροξυσμός· -ая аура επιλη- επιληπτική αύρα. ♦эпилог, -а α. επίλογος, ♦эпископ, -а α. επισκόπιο, είδος προβολέα φωτεινών εικόνων. эпистола, -ы θ. 1 επιστολές (λογοτεχνικό είδος). 2 (παλ.) επιστολή, γράμμα. эпистолярный επ. επιστολικός· - стиль ε- επιστολικό στυλ· - роман επιστολικό μυθι- μυθιστόρημα. II των επιστολών -ое наследие Пуш- Пушкина επιστολική κληρονομιά του Πούσκιν. ♦эпиталама, -Ы θ. επιθαλάμιο, τραγούδι γα- γαμήλιο των αρχαίων Ελλήνων. II ποίημα, γαμή- γαμήλιο. ♦эпитафия, -и θ. επιτάφια επιγραφή. II επι- επιτάφιος (λογοτεχνικό έργο). эпителиальный επ. (βιολ.) επιθηλιακός·-ая клетка επιθηλιακό κύτταρο. II εκφρ. -ая ткань βλ. епителий. ♦эпителий, -я α. το επιθήλιο, ♦эпитет, -а α. (,ίριλγ,} το κοσμητικό επί- επίθετο· χρησιμοποιείται και ειρωνικά, ♦эпифиз, -а α. 1 επίφυση, σάρκωμα. 2 το ά- άκρο του αυλοειδούς οστού. ♦эпифиты, -οΒπλθ., (ενκ. эпифит, -а α.)· τα επίφυτα. » * эпицентр, -а α. το επίκεντρο· - землетря- землетрясения το επίκεντρο του σεισμού. II μτφ. ε- επίκεντρο γεγονότων, ♦эпицикл, -а α. επ'ικυκλος. эпический επ. επικός· -ая поэзия επική ποίηση· -ая поэма επικό ποίημα· - поэт επι- επικός ποιητής. ♦эполеты, -лёт πλθ. (ενκ. эполет, -а α. κ. эполета, -Ы θ.) οι επωλέτες (επωμίδες). ♦ЭПОНЖ, -а α. σπόγγος, σφουγγάρι, ♦эпопея, -и θ. εποποιία, επικό ποίημα· -И Гомера οι εποποιίες του Ομήρου. II μεγάλο λογοτεχνικό έργο. II μεγάλα γεγονότα·- гра- гражданской войны η εποποιία του εμφυλίου πο- πολέμου. ♦эпос, -а α. έπος· гомеровский - το ομηρι- ομηρικό έπος· назидательный - Гесиода το διδα- διδακτικό έπος του Ησίοδου, ♦эпоха, -и θ. 1 εποχή· - Возрождения η ε- εποχή της Αναγέννησης · феодальная - η εποχή
эпо 779 эсп του φεουδαρχισμού· составлять -у κάνω ή α- αφήνω εποχή. II περίοδος ζωής, ύπαρξης. 2 πε- περίοδος γεωλογική. эпохальный επ. σημαντικός, ιστορικής ση- σημασίας . ЭПОХиалышЙ επ. (γραπ. λόγος) βλ. эпо- хальный. *ЭШОр, -а α. κ. (παλ.) эпюра, ~Ы θ. σχέδιο εφαρμογής ή κατασκευής. *эра, ~Ы θ. 1 εποχή· χρονολογία· Христи- анская - η χριστιανική χρονολογία (που αρ- αρχίζει απο τη γέννηση του Χριστού)· ДО нашей -Ы πριν τη χρονολογία μας (πριν Χριστό)·на- Χριστό)·нашей -Ы μετά Χριστό· НОВОЙ -Ы της νέας χρο- χρονολογίας (μετά Χριστό). 2 περίοδος χρονική. Э (γεωλ.) αιώνας· палеозойская - ο παλαιο- ζωικός αιώνας. *8рг, -а α. (φυσ.) έργιο, εργ. *эргограф, -а α. εργογράφος (όργανο μέτρη- μέτρησης της ικανότητας για δουλειά του ανθρώπου). *эрёкЦИЯ, -и θ. ορθ'ιαση, έγερση του ανδρι- ανδρικού μορίου. *эрзац, -а α. το υποκατάστατο, το ερζάτς. *Эристика, -И θ. (γραπ. λόγος) η εριστική (τέχνη συζήτησης ή πολεμικής). "'эритема, -Ы θ. ( ιατρ.) ερύθημα, κοκκίνισμα. *эритроцйты, -ΟΒ πλθ. (ενκ. -ЦЙТ, -а α.) τα ερυθρόκυτα, ερυθροκΰτταρα, ερυθρά αιμοσφαί- αιμοσφαίρια. эродировать, -рует ρ.δ. (γεωλ.) διαβιβρώ- σκω. II -СЯ διαβιβρώσκομαι. Эрозионный επ. διαβρωτικός. II σχηματισμέ- σχηματισμένος απο διάβρωση. * эрозия, -и θ. 1 (γεωλ.) διάβρωση, περί- βρωση. 2 (τεχ.) αποσύνθεση της επιφάνειας μετάλλου. 3 (ιατρ.) επιφανειακό έλκος. *эрос, -а α. (γραπ. λόγος) έρως, έρωτας, α- αγάπη· πάθος. *эротЙЗМ, -а α. ερωτισμός. "эротика, -и θ. βλ. чувствительность. Эротический επ. 1 ερωτικός, αισθησιακός· ηδυπαθής, φιλήδονος. 2 (παλ.) ερωτικός της αγάπης· -ая поэзия ερωτική ποίηση· - ЭПИ- ЭПИЗОД ερωτικό επεισόδιο. эротичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно βλ. эротический. Эротоман, -а α. -ка, -И θ. ερωτομανής. *ЭроТОМаНИЯ, -и θ. ερωτομανία, ερωμανία. эрудированный επ., βρ: -ван, -а, -о πολυ- μαθής, ευρυμαθής. эрудит, -а α. ο πολυμαθής, ο ευρυμαθής. 'ЭРУДИЦИЯ, -И θ. πολυμάθεια, ευρυμάθεια, πολυγνωσία, πανεπιστημοσύνη. ♦эрцгерцог, -а α., ~йня, -и θ. αρχιδούκας, -ισσα. эрцгерцогство, -а ουδ. αρχιδουκάτο. эсдек, ~а α. (παλ.) σοσιαλδημοκράτης. эссёр, -а α., -ка, -И σοσιαλεπαναστάτης. -τρία. эсеровский επ. σοσιαλεπαναστατικός. ♦эскадра, -Ы θ. μοίρα στόλου. эскадренный επ. της μοίρας· -ые судна τα σκάφη της μοίρας. II μεγάλος· - крейсер με- μεγάλο θωρηκτό· - миноносец το αντιτορπιλικό, ♦эскадрилья, -и, γεν. πλθ. -лий θ. σμήνος αεροπλάνων. ♦эскадрон, -а α. ίλη ιππικού· - командир о ίλαρχος. ♦эскалатор, ~а α. αυτοκίνητη σκάλα (με κι- κινητά σκαλοπάτια). *ЭСКаЛОП, -а α. μακρουλό κομματάκι ψημένου κρέατοζ. *ЭСКамотаж, ~а α. υποκλοπή, υπεξαίρεση. эскамотйрование, -я ου δ. βλ. эскамотаж. эскамотировать, -руя, -руешь р.δ.κ.σ. (παλ.) υποκλέπτω, υπεξαιρώ. II -СЯ υποκλέ- πτομαι, υπεξαιρούμαι. ♦эскапада, -ы θ. βλ. выходка A σημ.). *ЭСКарп, -а α. 1 κρημνώδες μέρος τάφρου. 2 αντιαρματική τάφρος. эскарпировать, -рую, -руешь р.δ.к.σ. κάνω ένα μέρος απόκρημνο. ЭСКарПОВЫЙ επ. απόκρημνος, κρημνώδης. ♦эскиз, -а α. σκαρίφημα, σκίτσο. II πρόχει- πρόχειρο σχέδιο, προσχέδιο.* ЭСКИЗНОСТЬ, -и θ. προχειρότητα εργασίας, эскизный επ., βρ: -зен, -зна, -зно πρό- πρόχειρος· - проэкт πρόχειρο σχέδιο. *ЭСКИМО ουδ. άκλ. παγωτό σοκολάτας, эскимос, -а α., -ка, -И θ. Εσκιμώος, -α. ЭСКИМОССКИЙ επ. του Κσκιμώου, -ώων. ♦эскорт, -а α. συνοδεία, ακολουθία, φρουρά άοπλη. эскортирование, -Я ουδ. συνοδεία, συνό- δευση με φρουρά. ЭСКОртЙрОВаТЬ, ~РУЮ, -ТуеШЬ р.δ.μ. συνο- συνοδεύω με φρουρά. II -СЯ συνοδεύομαι με φρουρά. эскортный επ. της συνοδείας· - миноносец τορπιλικό συνοδείας. *Э0КулаП, -а α. (απο το Ασκληπιός)· για- γιατρός, υγειονομικός. ЭСМЙнеЦ, -НЦа α. το αντιτορπιλικό. ♦эспада, -ы θ. βλ. матадор. *ЭСПаДрОН, ~а α. ρομφαία, σπαθί αρχαίων πο- πολεμιστών. II σπαθασκία. * Эспаньолка, -И θ. γενειάδα μυτερή. *ЭСПарцеТ, -а α. ονοβρυχίδα (φυτό). эсперантист, -а α., -ка, -и θ. ο ομιλών την εσπεράντο ή ο ειδικός στην εσπεράντο. ♦эсперанто ουδ. άκλ. η γλώσσα εσπεράντο. ♦эспланада, -ы θ. 1 ο άκτιστός χώρος μετα- μεταξύ πόλης και φρουρίου. II ισόπεδο γήπεδο. 2
эсс 780 эти λεωφόρος. эссе ουδ. άκλ. (γραπ. λόγος) περιγραφή· έκ- έκθεση, ανάπτυξη θέματος. ЭСсеЙСТ, -а α. ο πραγματευομενος ένα θέμα. *эссёнсия, -И θ. οξικό οξύ, εσάνς, εσέντσα.ΙΙ μτφ. ουσία· ~ вопроса η ουσία του ζητήματος. ♦эстакада, ~Ы θ. πασσαλόφραγμα σε ποτάμι. *ЭСТамП, -а α. εκτϋππωση, στάμπα. ЭСТампНЫЙ επ. εκτυπωτικός. *ЭСТафёта, -Ы θ. 1 (παλ.) σκυτάλη, ειδικό ταχυδρομείο (συνήθως με έφιππο). II είδηση, νέο. 2 σκυταλοδρομία. II (κυρλξ. κ. μτφ.) η σκυτάλη· бег с -ой η σκυταλοδρομία· пере- передать ~у μεταδίνω τη σκυτάλη κ. μτφ. παρα- παραδίνω τη συνέχιση του έργου σε άλλους· при- принимать -у παίρνω τη σκυτάλη κ. μτφ. συνε- συνεχίζω το έργο. ЭСТафеТНЫЙ επ. 1 (παλ.) του ειδικού ταχυ- ταχυδρομείου. 2 της σκυταλοδρομίας · ή της σκυ- σκυτάλης· - бег η σκυταλοδρομία· -ЭЯ Палочка η ράβδος της σκυτάλης. эстет, -а α., -ка, -и θ. αισθητιστής, αισθη- τ'ιτρια, οπαδός του αισθητισμοϋ, του ωραίου. эстетизация, -И θ. αισθητισμός, ωρα ιοποί- ηση. ЭСТетЙЗМ, -а α. αισθητισμός· ωραιοποίηση· εξιδαν ίκευση. эстетик, ~а α. 1 (παλ.) βλ. эстет. 2 θεω- θεωρητικός του αισθητισμού ή της Τέχνης. ♦эстетика, -И θ. η αισθητική. II το ωραίο, η ωραιότητα. эстетический επ. αισθητικός· -ие теории αισθητικές θεωρίες· - критерий αισθητικό κριτήριο· -ие наслаждения αισθητικές απο- λαΰσε ις. Эстетичность, -И θ. αισθητικότητα. эстетичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно. 1 ω- ωραίος, όμορφος, αγλαός, αγλαόμορφος, κομψός. 2 πλήρης αισθητισμού. эстетный επ. πλήρης αισθητισμού. эстетский επ. αισθητικός, του αισθητιστή. II πλήρης αισθητισμοϋ. эстетство, -а ουδ. эстетизм. эстетствовать, -ствую, -ствуешь р.δ.(γραπ. λόγος) πέφτω (περιπίπτω) σε αισθητισμό. *ЭСТОКада, ~Ы θ. κάθετο χτύπημα (κατά την ξιφασκία) . эстонец, -нца α., -ка, -и θ. Εσθονός, -ίδα. эстонский επ. εσθονικός. *ЭСТрагОН, -а α. δρακόντιο, δρακοντιάήφι- δόχορτο. эстрагонный επ. του δρακοντίου, της δρα- κοντιάς· απο δρακοντιά· - ЛИСТ φύλλο δρακο- ντιάς· - уксус ξίδι απο δρακοντιά. ♦эстрада, -Ы θ. εξέδρα, ανάβαθρο (για μου- μουσικούς, καλλιτέχνες κλπ.). II ελαφρό καλλι- καλλιτεχνικό συγκρότημα· βαριετέ. эстрадник, ~а α. καλλιτέχνης ελαφρού συ- συγκροτήματος. ♦эстуарий, -Я α. χωνοειδής εκβολή ποταμού στη θάλασσα. эст, ~а α. Εσθονός. эсхатологический επ. εσχατολογικός. *ЭСХаТ0ЛОГИЯ, -И θ. εσχατολογία. эсёсовец, -вца α. στρατιωτικός των χιτλε- χιτλερικών Εσ-Εσ. ЭсёсОВСКИЙ επ. των Εσ-Εσ· -Иб части τμή- τμήματα των Βσ-Εσ. ♦этаж, -а α. όροφος, πάτωμα· первый - το ισόγειο· второй - πρώτος όροφος· третий - δεύτερος όροφος κ.ο.κ. * этажерка, -и θ. η εταζέρα. этажность, -И θ. το σύνολο των ορόφων. этажность, -И θ. του ορόφου, του πατώμα- πατώματος· - староста о υπεύθυνος του ορόφου πο- πολυκατοικίας (κοινοκατοικίας). этак κ. (απλ.) эдак επίρ. 1 βλ. так A σημ.). 2 αλλιώς, διαφορετικά· И так И - κι έτσι κι αλλιώς· тут ~, там не так εδώ αλ- αλλιώς, εκεί όχι έτσι. II περίπου· очень давно, лет сто, -, назад πολύ παλαιά, πριν, περί- περίπου, εκατό χρόνια. этакий κ. (απλ.) эдакий βλ. такой. ♦эталон, -а α. 1 μέτρο πρότυπο· - метра μέ- μέτρο πρότυπο· - веса προΎυπο μέτρο βάρους. II ακριβής μετρική συσκευή. 2 μτφ. το στάνταρτ, ο τύπος, το καλούπι, το στερεότυπο. эталонный επ. του πρότυπου μέτρου ή της ακρίβειας· - набор συλλογή πρότυπων μέτρων - прибор συσκευή (όργανο) ακρίβειας. *ЭТан, -а α. αιθάνιο (αέριο). ^*ЭТап, -а α. 1 (στρατ.) σταθμός, κατάλυμα. 2 (παλ.) σταθμός, σημείο διανυχτέρευσης. II (αθλτ.) ο γύρος. 3 στάδιο· φάση· -Ы обуче- обучения τα στάδια διδασκαλίας. II εκφρ. ПО -у ή -ОМ με συνοδεία φρουράς (για μεταφορά στην εξορία (επι τσαρισμού). этапный επ. 1 (στρατ.) του σταθμού, του καταλύματος· - комендант о διοικητής του σταθμού. 2 του σταθμού των μεταφερομένων συλληφθέντων. 3 σταδιακός, κατά στάδια. II εκφρ. -ЫМ порядком με συνοδεία φρουράς. *этернйт, -а α. βλ. шифер B σημ.). этернитовый επ. βλ. шиферный B σημ.). ♦этика, -И θ. η ηθική. *ЭТИКеТ, -а α. 1 εθιμοτυπία, εθιμοταξία. 2 2 .ετικέτα, επιγραφή (εμπορεύματος, εκθεμά- εκθεμάτων κλπ.), ♦этикетка, -и θ. βλ. этикет B σημ.). этикетный επ. 1 εθιμότυπος. 2 της ετικέ- ετικέτας, της επιγραφής· - номер о αριθμός της ετικέτας.
эти 781 *ЭТИЛ, -а α. (χημ.) αιθϋλιο. этилен, ~а α. αιθυλένιο. ЭТИЛОВЫЙ επ, αιθυλι,ούχος. этимолог, ~а α. ετυμολόγος. ЭТИМ0Л0ГИ38ЦИЯ, ~И θ. ετυμολόγηση. этимологизировать, -рую, -руешь р.6. ετυ- μολογώ. этимологический επ. ετυμολογικός· - сло- словарь ετυμολογικό λεξικό. ♦ЭТИМОЛОГИЯ, -и θ. 1 ετυμολογία. 2 (παλ.) σχολική γραμματική. *ЭТИМОН, -а α. το έτυμο (λέξης). * ЭТИОЛОГИЯ,. -И θ. 1 αιτιολογία εμφάνισης της νόσου. 2 οι αιτίες των νόσων. этический επ. ηθικός· -ие задачи воспита- воспитания ηθικά καθήκοντα αγωγής· ~ие нормы пове- поведения ηθικοί κανόνες συμπεριφοράς. ЭТИЧНО επίρ. ηθικά· поступать - φέρνομαι ηθικά. ЭТИЧНОСТЬ, -И θ. ηθικότητα. этичный επ., βρ: -чен, -чна, ~4Ηοβλ. эти- этический. ♦этнический επ. της λαότητας· φυλετικός. ♦этногенез, -а α. η καταγωγή, προέλευση ε- ενός λαού· - славян η προέλευση των Ελάβων - греков η καταγωγή των Ελλήνων. этнограф, -а α. εθνογράφος. этнографизм, -а α. εθνογραφισμός (ύπαρξη εθνογραφικών στοιχείων σε βιβλία, γραφτά). этнографический επ. εθνογραφικός· - музей εθνογραφικό μουσείο· -ая карта εθνογραφικός χάρτης. ♦этнография, -И θ. εθνογραφία. ЭТО1 μόριο όεικτικό ή επιτακτικό· КТО это пришёл? ποιος ήρθε; как - может быть? πως είναι δυνατό; где ВЫ - пропали? που εσείς χαθήκατε (τι γενήκατε); куда ВЫ -идёте? που πηγαίνετε; 9Τ02δεικτική αντωνυμία ουδ. γένους βλ. этот. этот, этого α., эта, этой θ., это, этого ουδ. αντων. δεικτική· αυτός, -ή, -ό, (ε)τού- τος, -η, -ο, ούτος, αύτη, τούτο· - чело- вёк αυτός ο άνθρωπος· эта женщина αυτή η γυναίκα- ЭТО платье αυτό το φόρεμα· ЭТИ КНИ- КНИГИ αυτά τα βιβλία· при ЭТОМ κοντά σ' αυτό, μαζί μ' αυτό, επί πλέον С ЭТИМ μ1 αυτό· Β этом σ' αυτό· без этого χωρίς αυτό· после ЭТОГО ύστερ' απ' αυτό· Об ЭТОМ γι' αυτό,πε- ρί αυτού· на этом σ' αυτό, εδώ· Я на это не согласен εδώ δε συμφωνώ· он наказан эа это αυτός τιμωρήθηκε γι' αυτό· меня к этому при- нудйли με εξανάγκασαν γι5 αυτό· ЭТО - моя мечта αυτό είναι το όνειρο μου· это мне не нравится αυτό δε μου αρέσει· Об эту пору αυ- αυτήν την ώρα· Я приду завтра об эту пору θα έρθω αύριο, την Ίδια ώρα. этруски, -об πλθ. (ενκ. этруск, -а α.) οι Ετρούσκοι. ЭТруССКИЙ επ. ετρούσικος, τυρρηνικός. ♦этуаль, -И θ. αστέρι διαπρεπής καλλιτέ- καλλιτέχνιδα. ♦ЭТЮД, -а α. 1 δοκίμιο ζωγράφου. 2 μελέτη, σπουδή. II μικρό φιλολογικό ή μουσικό ργο. II συλλογή τραγουδιών μελέτες. ЭТЮДНИК, ~а α. φάκελλος ή κουτί πλακέ για μελέτες. II πυξίο, χρωματοπυξ'ιδα, παλέτα ζω- ζωγράφου. ♦эфедра, -Ы θ. εφέδρα (φυτό). Эфедрин, -а α. η εφεδρίνη (ουσία). ЭфёдроВЫЙ επ. της εφέδρας. ♦эфемер, -а α. φυτό βραχύβιο. ♦эфимерйда, -Ы θ. 1 έντομο εφήμερο (μιας- δυο ημερών ζωής). 2 μτφ. το εφήμερο,το πρό- πρόσκαιρο. 3 πλθ. αστρονομικοί πίνακες. эфимерйчность, -и θ. το εφήμερο, το πρό- πρόσκαιρο. эфимёрный επ., βρ: -рен, -рна, -ρΗ0(γραπ. λόγος) εφήμερος, πρόσκαιρος· βραχύχρονος. II φανταστικός, χιμαιρικός· φρούδος· ~ые наде- надежды χιμαιρικές ελπίδες. ♦эфеНДИ α. άκλ. εφέντης, αφέντης. ♦эфес, -а α. λαβή ξίφους, σπαθιού κ.τ.τ. ♦эфиоп, -а α., -ка, -и Αιθίοπας, -Ίδα, Эфиопский επ. αιθιοπικός. ♦эфир, -а α. 1 (παλ.) ο αιθέρας (το ανώτα- ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας). II ο ατμοσφαιρι- ατμοσφαιρικός αέρας. 2 (χημ.) ο αιθέρας (πτητικό υ- υγρό)· превратить в - αιθεροποιώ· серный или обыкновенный - αιθέρας ο αιθυλικός ή θειικός 4 ή ο κοινός. эфирномасличный επ. που περιέχει αιθέριο έλαιο. эфирность, -и θ, (γραπ. λόγος) αιθέριος ή αιθεριώδης κατάσταση ή χαρακτήρας. эфирный επ., βρ: -рен, -рна, -рно. 1 αι- αιθέριος, αιθεριώδης· του αιθέρα. 2 μτφ. άυ- λος, υπέργειος, ουράνιος· αξαίσιος· -ое су- существо αιθέριο ον ~ая барышня εξαίσια κυ- κυρία. 3 που περιέχει αιθέρα· -ые масла αιθέ- αιθέρια έλαια. эфироман, -а α. αιθερομανής. ♦эфиромания, -И θ. αιθερομανία. эфиронос, -а α. φυτό που δίνει αιθέριο έ- έλαιο. эфироносный επ. βλ.эфирномасличный. ♦эффект, -а α. 1 εντύπωση, ζωηρή αίσθηση. 2 πλθ. -Ы μέσα ή όργανα που προκαλούν ε- εντύπωση· шумовые -Ы μέσα θορύβου. 3 απο- αποτέλεσμα, επιτυχής εντύπωση, το εφέ(ς). 4 (φυσ.) φαινόμενο· - Обращени το φαινόμε- φαινόμενο κυκλοφορίας. II εκφρ. С -ΟΝι πολύ εκφρα-
эфф 782 юдо στ ι-κα. Эффективность, ~И θ. αποτελεσματικότητα, δραστικότητα· αποδοτικότητα· - мероприятий η αποτελεσματικότητα των μέτρων. эффективный επ., βρ: -вен, ~вна, -вно α- αποτελεσματικός, τελεσφόρος, δραστικός· γε- γερός, αποδοτικός, ενεργός· - способ αποτελε- αποτελεσματικός τρόπος· -ая машина αποδοτική μη- μηχανή· быть -ЫМ είμαι αποτελεσματικός. эффектно επίρ. εντυπωσιακά. Эффектность, -И θ. η εντύπωση, η αίσθηση· - костюма η εντύπωση του κοστουμιού. эффектный επ., βρ: -тен, -тна, ~тно εντυ- εντυπωσιακός· -ая ПОза εντυπωσιακή πόζα· - жест εντυπωσιακή χειρονομία, ♦эффузия, -И θ. έκχυση, διάχυση. ЭХ επιφ. (θαυμασμού, ενθουσιασμού, θλί- θλίψης, μομφής κ.τ.τ.) αχ! ωχ! Э-хе-хе επιφ. συμπόνιας, θλίψης κ.τ.τ. αχ-αχ-αχ, ωχ-ωχ-ωχ. *эхинококк, -а α. εχινόκοκκος· ταινία. эхма επιφ. βλ. ЭХ. ЭХО, ~а ουδ. η ηχώ, αντίλαλος, -λιά, από- απόηχο, αχός. II μτφ. απήχηση. II μτφ: бЫТЬ -ОМ КОГО-Н. είμαι φερέφωνο κάποιου. ЭХОЛОТ, -а α. ηχογράφος, υδροακουστική συσκευή (για τη μέτρηση του βάθους). *эшафот, -а α. ικρίωμα· κρεμάλα. *эшелон, ~а α. 1 (στρατ.) το κλιμάκιο. 2 τρένο, αμαξοστοιχία· - С углём τρένο με κάρ- κάρβουνο· ОВОЩНОЙ - τρένο με λάχανα. II σμήνος αεροπλάνων. II φάλαγγα αυτοκινήτων. эшелонирование, -я ουδ. κλιμάκωση· ~ кор- корпуса В глубину κλιμάκωση του σώματος κατά βάθος. эшелонировать, -рую, -руешь р.δ.κ.σ. μ. (στρατ.) κλιμακώνω. II -СЯ κλιμακώνομαι. эшелонный επ. του κλιμακίου κλπ. ουσ. Ю *юань, -Я α. το γιουάν (νομισματική μονάδα της Κίνας). * Юбилей, -Я α. το ιωβηλιαίο, η επέτειος· праздновать ή отмечать - γιορτάζω το ιωβη- λια'ιο. Юбилейный επ. ιωβηλιαίος· - медаль ιωβη- ιωβηλιαίο μετάλλιο· -ые торжества ιωβηλιαίος γιορτασμός. Юбиляр, ~а α., -рша, -И θ. ο γιορτάζων, η γιορτάζουσα το ιωβηλιαίο (για πρόσωπο, ί- ίδρυμα, πόλη к.τ.τ.). *Юбка, -И θ. 1 η φούστα. 2 μτφ. γυναίκα που προσελκύει τους άντρες. II εκφρ. В -е σε γυ- γυναικεία μορφή· Профессор В ~е γυναίκα-προ- φέσσορας· философ В- -е γυναίκα-φιλόσοφος· держаться за -у υπακούω, υποτάσσομαι στη γυ- γυναίκα, είμαι δούλος του φουστανιούν ЮбОЧКа, -И θ. η φουστίτσα. ЮбОЧНИК, -а α.1 ράφτης φουστών. 2 (παλ.) γυναικάς, γυναικοθήρας. ЮбОЧНИЦа, -Ы θ. ράφτρα φουστών. Юбочный επ. της φούστας· - покрой κόψιμο της φούστας. *Ювел£ф, -а α. χρυσοχόος· κοσμηματοπώλης. ювелирный επ. 1 χρυσοχοϊκός, της χρυσοχο'ί- ας· ~ое Дело η χρυσοχο'ίκή τέχνη, η χρυσο- χρυσοχοΐα· - магазин κοσμηματοπωλείο· χρυσοχό- χρυσοχόε ίο ή κατάστημα χρυσαφικών -ые изделия τα χρυσαφικά, τα κοσμήματα. 2 μτφ. καλοδουλε- καλοδουλεμένος, επιμελημένος, λεπτουργής. ЮГ, -а α. 1ο νότος· ца - προς το νότο· окна дома выходят на - τα παράθυρα του σπι- σπιτιού βλέπουν προς το νότο· корабль держит курс на - το καράβι κατευθύνεται προς νότο· с юга απο (το) νότο· стрелка компаса ука- указывает на - ο δείχτης της πυξίδας δείχνει το νότο. 2 περιοχή νότου· ζεστό μέρος· жители -а οι κάτοικοι του νότου. * ЮГО-ВОСТОК, -а α. κατεύθυνση νοτιοανατο- νοτιοανατολική. II νοτιοανατολικό μέρος ή περιοχή-дер- жать курс на - κατευθύνομαι νοτιοανατολικά· - СССР το νοτιοανατολικό μέρος της ΕΕΣΔ. ЮГОВОСТОЧНЫЙ επ. νοτιοανατολικός· -ое на- правлёние νοτιοανατολική κατεύθυνση· - ве- ветер νοτιοανατολικός άνεμος (ο σιρόκος). ЮГО-запад, -а α. η νοτιοδυτική κατεύθυν- κατεύθυνση. II το νοτιοδυτικό μέρος ή περιοχή· -Гре- -Греции η νοτιοδυτική Ελλάδα. юго-западный επ. νοτιοδυτικός· -ая Греция η νοτιοδυτική Ελλάδα· - ветер νοτιοδυτικός άνεμος (ο λίβας, ο γαρμπής). югослав, -а α., -ва, -ы θ. Γιουγκοσλά- Γιουγκοσλάβος, -α. югославский επ. γιουγκοσλάβικος. ЮДО, ~а α. έκφραση: ЧУДО-ЮДО βλ. στη λέζη чудо. ЮДОЛЬ, -И θ. (γραπ. λόγος)· χρησιμοποιεί- χρησιμοποιείται κυρίως με τις λέξεις: скорбь печаль·, η
юдо 783 юро κόλαση, τόπος βασανιστηρίων. II μτφ. μαρτυρική ζωή. юдофоб, -а α. βλ. антисемит. юдофобский επ. βλ. антисемитский. юдофобство, -а ουδ. βλ. антисемитизм. южанин, ~а α., ~ка, -и θ., πλθ. южане,-ан о νότιος, ο κάτοικος του νότου, των νοτίων μερών ή περιοχών. ЮЖНЫЙ επ. νότιος· ~ ПОЛЮС о νότιος πόλος· -Ое полушарие το νότιο ημισφαίριο·-ая стра- . на μεσημβρινή χώρα· - ветер νότιος άνεμος (ο νοτιάς). II εκφρ. ~ полюс магнита о νότιος πόλος του μαγνήτη. ЮЗОМ. επίρ. σβαρνιστά- передвигать груз ~ μετακινώ το φορτίο σβαρνιστά. ЮКОЛа, -Ы θ. αποξηραμένο ψάρι στον ήλιο. ЮЛЕ, ~Ы θ. 1 η σβούρα. 2 άνθρωπος αεικί- αεικίνητος (σαν τη σβούρα). 3 κορυδαλός του δά- δάσους. Юлианский επ. ιουλιανός· - το ιουλιανό η- ημερολόγιο. юлить, юлю, юлишь р.6. 1 στριφογυρίζω, σβουρίζω, τριγυρίζω· муха юлит около него η μύγα στριφογυρίζει σ' αυτόν. 2 μτφ. γαλιφίζω, καλοπιάνω· - перед начальником καλοπιάνω συχνά τον προϊστάμενο. 3 μτφ. ενεργώ επι- επιτήδεια, μανουβράρω. *ЮМОр, -а α. το χιούμορ· говорить С -ОМ μι- μιλώ με χιούμορ· - и сатира χιούμορ και σά- σάτιρα· ЧУВСТВО -а το αίσθημα του χιούμορ. Юмореска, -И θ. μικρό χιουμοριστικό έργο. Юморист, -а α., -ка, -и θ. ευθυμογράφος, χιούμοριστής. Юмористика, ~И θ. το σύνολο των χιουμορι- χιουμοριστικών έργων. юмористический επ. χιουμοριστικός· ~ие рассказы χιουμοριστικά διηγήματα. юмористичный επ., βρ: -чен, -чна, -чно; χιουμοριστικός· διασκεδαστικός· γελοίος. *ЮНГ8, -И α. ναυτόπαιδο, ναυτόπουλο, μούτσος. Юнёть, -ею, -ёешь р.δ. ζενιοτεύω, ξανα- ξανανιώνω, ανανεάζω. Юнец, юнца α. νεα\>Ία.ζ, νεαρός. ЮНИЦа, -Ы θ. νεανίδα, νεαρή. "юнкер, -а, πλθ. ~ы к. -а α. 1 γιούνκερ, μεγαλοκτηματίας· μεγαλοτσιφλικάς. 2 μαθητής στρατιωτικής σχολής. II (παλ.) αξιωματικός ευγενούς καταγωγής. Юнкерский επ. του μεγαλοκτηματία, του με- γαλοτσιφλικά. II των νέων ~ое училище στρα- στρατιωτική σχολή των γιούνκερ. юнкерство, -а ουδ. (αθρσ.) οι γιούνκερ, οι μεγαλοκτηματίες. 2 βαθμός γιούνκερ ή η μα- μαθητεία της στρατιωτικής σχολής. Юнкор, -а α. νέος, νεαρός ανταποκριτής (μη επαγγελματίας). юнкоровский επ. του νεαρού ανταποκριτή. ЮННат, -а α. νεαρός φυσιοδίφης. ЮННаТОВСКИЙ επ. του νεαρού φυσιοδίφη· кружок όμιλος νεαρών φυσιοδιφών, юннатский επ. βλ. юннатовский. ЮНОСТЬ, -И θ. 1 νεανική ηλικία, η νεότη- νεότητα, τα νιάτα. 2 βλ. юношество A σημ.). юноша, -И, γεν. πλθ. -ей α. νεανίας, νέ- νέος, έφηβος. юношеский επ. νεανικός, εφηβικός· - Β03- раст νεανική ηλικία. II των νέων, της νεο- νεολαίας· ~ая газета εφημερίδα των νέων. Юношество, -а ουδ. 1 οι νεανίες, οι νεα- νεαροί, οι νέοι, οι έφηβοι. 2 βλ. ЮНОСТЬ A σημ.), ЮННЫЙ επ. 1 νεανικός, εφηβικός· -ые ГОДЫ τα νεανικά χρόνια· ~ые мечты τα νεανικά χρό- χρόνια. II νέος, νεαρός· -ые биологи οι νεαροί βιολόγοι· -ые натуралисты νεαροί φυσιοδίφες . "Юпитер, -а α. 1 Ζευς, Δίας. 2 ισχυρός η- ηλεκτρικός προβολέας. юр, -а α: на -у πάνω σε υψωμοί· ДОМ СТОИТ на -у α) το σπίτι είναι χτισμένο πάνω σε ύ- ύψωμα, β) σε πολυσύχναστο μέρος. юра, -Ы θ. η δεύτερη περίοδος του μεσο- ζωικού αιώνα. *юра, -Ы θ. κοπάδι θαλάσσιων ζώων. ♦юридический επ. νομικός· -ая наука η νο- νομική επιστήμη· - факультет η'νομική σχολή· - мир о νομικός κόσμος, οι νομικοί. "юрисдикция, -и θ. η δικαιοδοσία, "юрисконсульт, -а α. ο νομικός σύμβουλος. юрисконсультский επ. του νομικού σύμβου- σύμβουλου· -ЭЯ работа η δουλειά του νομικού σύμ- σύμβουλου. "юриспруденция, -И θ. νομομάθεια· νομολο- * για. юрист, -а α., -ка, -и θ. νομικός. юрк επιφ. φριτ (χώνομαι, τρυπώνω). юркать р.δ. βλ. юркнуть. юркий επ., βρ: юрок, юрка, юрко. 1 σβέλ- σβέλτος, ευκίνητος· ταχυκίνητος, γρήγορος. 2 ε- επιδέξιος, καπάτσος. юркнуть р.σ. χώνομαι, τρυπώνω στα γρήγο- γρήγορα· МЫШЬ -ла В щель το ποντίκι τρύπωσε στη χαραμάδα. II (ξε)γλιστρώ· διαπερνώ, διαφεύγω. ЮРКОСТЬ, -и θ. σβελτάδα, ευκινησία, γρη- γρηγοράδα· επιδεξιότητα. юрод, -а α. (παλ.) βλ. юродивый B σημ.). юрОДИВОСТЬ, ~и θ. ελαφρόνοια, κουφόνοια. юродивый επ.1 κουτούτσικος, μωρός. 2 ουσ. κουτός, χαζός, λειψός. 3 ουσ. μάντης, προ- προφήτης άθλιος, ελεεινός. юрОДСКИЙ επ. (παλ.) του κουτού, του χαζού. • юродство, -а ουδ. 1 βλ. юродивость. 2 α-
юро 784 яви νόητη ή ανάγωγη πράξη, εκδήλωση. юродствовать, -стую, -ствуешь р.6. 1 προ- προσποιούμαι, τον κακόμοιρο μάντη ή προφήτη. 2 διαπράττω ανόητες ή ανάγωγες πράξεις. юрок, горка α. βλ. вьюрок. юрский επ: - период к. -ая система βλ. гора. *юрт, -а α. κομμάτι γης, κλήρος. *юрта, -Ы σκηνή των νομαδικών ανθρώπων. юрьев, -а, -о επ. του Γεωργίου: ВОТ тебе, бабушка,- день να, γιαγιά, τι σου είναι η μέρα του αγίου Γεωργίου (για ξαφνική μετα- μετατροπή του γεγονότος προς το χειρότερο· απο το γεγονός ότι ο τσάρος ακύρωσε προηγούμενο διάταγμα, που έδινε το δικαίωμα στους αγρό- αγρότες τη μέρα αυτή να αλλάζουν τσιφλικά). *юс, ~а α. (παλ.) νομομαθής· στρεψόδικος Юстирование, -Я ουδ. ρύθμιση, ρεγουλάρισμα. ♦юстировать, -руго, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. юстированный, βρ: ~ван, -а-, -о р.δ.κ.σ. ρυθ- ρυθμίζω, ρεγουλάρω (για συσκευή ή μερών αυτής)· στρίβω. II -СЯ ρυθμίζομαι, ρεγουλάρομαι. юстировка, -и θ. βλ. юстирование, •юстиция, -и θ. δικαιοσύνη· министерство -И υπουργείο δικαιοσύνης· советская - σο- σοβιετική δικαιοσύνη. *ЮТ, -а α. το πρυμναίο κατάστρωμα. ютиться, ючусь, ютишься р.δ. εγκατασταί- νομαι. II καταλαβαίνω, πιάνω θέση· βολεύο- βολεύομαι· βρίσκω άσυλο ή γωνίτσα. II έχω καταφύ- καταφύγιο ή κρυψώνα. ЮТОВЫЙ επ. του πρυμναίου καταστρώματος. Юфтевый επ. της γιούφτας· απο γιοϋφτα. Юфть, -И θ. γιούφτα (χοντρό δέρμα). Юфтяной επ. βλ. юфтевый. Я я, меня, мне, меня, мною κ. мной, обо мне προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου· εγώ· Я и мой брат εγώ και ο αδερφός μου· отпусти- отпустите меня ДОМОЙ αφήστε με να πάω σπίτι μου· вчера меня не было дома χτες εγώ δεν ήμουν στο σπίτι· она меня любит αυτή με αγαπάει· Я пишу εγώ γράφω· я сам это сделал εγώ ο ίδιος (μόνος μου) το έφτιαξα· не забываете меня μη με ξεχνάτε· ВСПОМНИТе меня θυμηθήτε με· эта работа сделана мной (мною) αυτή η δου- δουλειά έγινε απο μένα (την έκανα εγώ)* всё Я да я όλο εγώ κι εγώ· бедный я!* ο δύστυχος εγώ! II ουσ. ουδ. άκλ. (φιλοσ.) το εγώ· всё моё Я όλο το εγώ μου· наше Я το εγώ μας. II εκφρ. я тебя (его, вас, их) θα σου (του, σας, τους) δείξω εγώ (σαν απειλή)· ПО мне κατ' εμέ, κατά τη γνώμη μου· Я не Я τίποτε δεν εέρω, δεν έχω καμιά σχέση με κάτι. ябеда, ~ы 1 α.κ. θ. βλ. ябедник". 2 θ. (παλ.) βλ. наушничество. II αναφορά παραπόνων. Ябедник, -а α., -ца, -Ы θ. 1 μαρτυριάρης, -α, καταδότης, -τρία. 2 δικολάβος, στρεψό- στρεψόδικος . ябедничать ρ.δ. 1 μαρτυρώ, προδίνω μυστικό. Ябеднический επ. μαρτυριάρικος, καταδοτι- κός, προδοτικός· -ая жалоба παρ,άπονο προ- προδοτικού χαρακτήρα. ябедничество, -а ουδ. 1 βλ. наушничество. 2 δικολαβία, στρεψοδικία, σόφισμα. яблоко, ~а, γεν. πλθ. -лок α. το μήλο·ки- μήλο·кислое - ξινό μήλο· ранние сорта Яблок πρώι- πρώιμες ποικιλίες μήλων. II εκφρ. адамово - βλ.κβ- ДЫК· глазное - ο βολβός του ματιού· земля- земляное - (παλ.) το γεώμηλο (πατάτα)· - раздо- ра το μήλο της έριδας*· -у Негде упасть (για μεγάλο συνωστισμό) μήλο αν ρίξεις, δεν πέ- πέφτει· В -ах με σκούρα στίγματα στο τρίχωμαα (για άλογα)· - от яблони недалеко падает το απίδι κάτω απο την απιδιά πέφτει ή κατά μά- μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα. ЯбЛОНеВЫЙ επ, της μηλιάς· - ЛИСТ φύλλο μηλιάς. II ουσ. -ые πλθ. τα μηλοειδή. яблонный επ. μήλινος, της μηλιάς· - цвет μήλινο χρώμα (κιτρινωπό). ЯбЛОНЬКа, -И θ. η μηλίτσα. ЯбЛОНЯ, -И, γεν. πλ&. -ЛОНЬ θ. η μηλιά· ДИКаЯ - αγριομηλιά· садовая - η ήμερη μη- μηλιά. ЯбЛОЧКО, -а ουδ. το μηλάκι. ЯбЛОЧНЫЙ επ. μήλινος, μηλικός, των μήλων ή απο μήλα· - запах η μυρουδιά των μήλων - пирог η μηλόπιτα· -ая КОЖИЦа η φλούδα των μήλων ~ое варенье γλυκό απο μήλα. II εκφρ. -ая кислота το μηλικό οξύ. яванец, -нца α., ~ка, -и θ. Ιαβανός, -ή. яванский επ. ιαβανός, της ΐάβας. ЯВИТЬ, ЯВЛЮ, ЯВИШЬ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, ~а, -ο ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω· ОН -ЙЛ собой пример беспристрастия αυτός έδειξε πα- ράδειγμα αμεροληψίας. || -СЯ 1 εμφανίζομαι,πα- εμφανίζομαι,παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι* ОН Не
явк 785 яде -ЛСЯ В суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δι- δικαστήριο· во-время - на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση· - В назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα. 2 γεν- γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο. 3 γίνομαι αιτία· простуда -лась при- причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας. II είμαι, υπάρχω. II μτφ. εμφανί- εμφανίζομαι, έρχομαι· у меня -лась мысль μου ήρ- ήρθε (κατέβηκε) η. σκέψη· -лись сомнения άρ- άρχισαν οι αμφιβολίες· ей -лась радость της ήρθε χαρά (αυτή χάρηκε)·.-лась ВОЗМОЖНОСТЬ παρουσιάστηκε η δυνατότητα. ЯВКа, -И θ. 1 εμφάνιση, η παρουσία, ερ- ερχομός, προσέλευση, άφιξη· - обязательна η παρουσία είναι υποχρεωτική' - На СУД η εμ- εμφάνιση στο δικαστήριο. 2 γιάφκα, μέρος συ- συνάντησης παράνομων μελών οργάνωσης. 3 (παλ.) ανακοίνωση· αναφορά· - О побеге преступ- преступника ανακοίνωση για απόδραση εγκληματία· - О краже αναφορά (στις αρχές) για κλοπή. явление, -Я ουδ. 1 εμφάνιση, παρουσία(ση), ερχομός, άφιξη, προσέλευση. 2 (θεατρ.) μέ- μέρος πράξης που τα δρώντα πρόσωπα δεν αλλά- αλλάζουν. 3 φαινόμενο· - природы φυσικό φαι- φαινόμενο· общественное - κοινωνικό φαινόμενο· химическое - χημικό φαινόμενο· странное παράξενο φαινόμενο. II (φιλοσ.) η εξωτερική μορφή (ύλης, πραγμάτων κλπ.). явленный επ. (παλ. κ. εκκλσ.) ουρανόπε- μπτος, θεόπεμπτος, ουρανοκατέβατος. являть ρ.δ. βλ. явить. II -ся 1 βλ. явить- явиться. 2 είμαι, υπηρετώ, εργάζομαι· ОН -ется директором αυτός είναι διευθυντής. ЯВНО επίρ. φανερά, προφανώς κλπ. επ, явный επ., βρ: явен явна, явно. 1 φανε- φανερός, εμφανής· - враг φανερός εχθρός. 2 ο- ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, εξόφθαλμος· σαφής, ευκρινής, καθαρός· -ая ложь ολοφάνε- ολοφάνερο ψέμμα· ~ое недоразумение καθαρή παραξή- γηση· -ое противоречие ολοφάνερη αντίθεση ή αντ ίφαση. ЯВОр, -а α. είδος σφένδαμου, άκερα. ЯВОРОВЫЙ επ. σφενδάμνινος. яворчатый επ., βρ: -чат, -а, -о (παλ.)· σφενδάμνινος, απο σφενδάμι. ЯВОЧНЫЙ επ. 1 της γιάφκας· - квартира δι- διαμέρισμα (σπίτι) γιάφκας. 2 της ανακοίνωσης ή της αναφοράς· - ЛИСТ φύλλο ανακοίνωσης. II εκφρ. -ЫМ порядком αυτόβουλα, χωρίς άδεια ή προειδοποίηση· ανερώτητα. явственно επίρ. σαφώς, ευκρινώς κλπ. επ. явственность, -и θ. ευκρίνεια, διαύγεια, καθαρότητα, ενάργεια. явственный επ., βρ: -вен к.-венен,-венна, -ΒΘΗΗΟ _ σαφής, ευκρινής, διαυγής, εναργής, ευδιάκριτος, καθαρός, ξεκάθαρος· -ые звуки καθαροί (εύληπτοι) ήχοι. явствовать, -ствует р.δ. (γραπ. λόγος)γί- νομαι φανερός, φαίνομαι· προκύπτω, συνάγο- συνάγομαι· βγαίνω· συμπεραίνομαι· из дела -ствует следующее απο την υπόθεση γίνεται φανερό το εξής. ЯВЬ, -И θ. πραγματικότητα· γεγονός· επα- επαλήθευση· СОН И - όνειρο και πραγματικότητα. яга? -й θ. βλ. баба-яга. *яга* -Й θ. (διαλκ.) είδος γούνας. *ЯГДТаш, ~а α. ο κυνηγετικός σάκκος. ягель, -я α. βλ. олений (мох). ягельник, ~а α. το ελαφόβοσκο, η παστινά- κη (φυτό). ягельный επ. της παστινάκης. ЯГНеНИе, -Я ουδ. η γέννηση αρνιών. ягнёнок, -нка, πλθ. -нята, -нят α. αρνί, αρνάκι, αμνός. II μτφ. άνθρωπος ήσυχος, πρά- πράος, άκακος, αθώος. ЯГНИТЬСЯ, -НЙТСЯ р.δ. (για πρόβατα) γεννώ. ЯГНЯТНИК, -а α. μεγάλο αρπακτικό πτηνό που τρώει τα αρνάκια. ягнячий, ~ья, -ье επ. αρνίσιος- -ая шерсть αρνίσιο μαλλί· -ья шкура αρνίσιο δέρμα. ЯГОДа, -Ы θ. καρπός θάμνων ή χεδροπών ρώ- ρώγα καρπού (βατόμουρο, χαμοκέρασο κ. τ. τ.). II εκφρ. ОДНОГО ПОЛЯ - καρποί του ίδιου χω- χωραφιού (του ίδιου φυράματος, της ίδιας πά- πάστας· ίδιο ποιόν ή ίδιας προέλευσης). ягодица, -ы θ. 1 πλθ. (ягодицы, -диц) οι γλουτοί, η περιφέρεια. 2 ο γλουτός. ягодичный επ. του γλουτού· -ые мышцы οι γλουταίοι μυώνες. ягодка, -И θ. 1 η ρωγ'ιτσα. 2 (απλ.) τρυ- φεραδάκι (για γυναίκα). * ЯГОДНИК, -а α. 1 εκτάσεις καρποφόρων θά- θάμνων ή χεδροπών. 2 θάμνος καρποφόρος. 3 ο συλλέκτης καρπών απο θάμνους ή χέδροπες. ЯГОДНЫЙ επ. των καρποφόρων θάμνων ή χε- χεδροπών . *ягуар, -а α. ιαγουάρος (σαρκοφάγο αιλου- αιλουροειδές) . ягуаровый επ. του ^αγουάρου. ЯД, -а (-у) α. 1 δηλητήριο, φαρμάκι, ιός· смертельный - θανατηφόρο δηλητήριο· ПОСЫ- Пать - ρίχνω δηλητήριο· принять - παίρνω δηλητήριο. II μτφ. κάθε τι που προκαλεί θλί- θλίψη, βλαβερή επίδραση, ηθική βλάβη· - СОМнё- НИЙ το δηλητήριο των αμφιβολιών. 2 μτφ. κακία, μοχθηρότητα, κακεντρέχεια. ядерный επ. 1 πυρηνικός, του πυρήνα, του κουτσιού· απο κουκούτσι· -ое масло το πυρη- πυρηνέλαιο· ~ СОК о χυμός του πυρήνα. 2 (φυσ.) της διάσπασης ή απο τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου· ~ое оружие πυρηνικό όπλο· -ая
ядо 786 язы энергия πυρηνική ενέργεια· -ая физика πυρη- πυρηνική φυσική· - реактор πυρηνικός αντιδρα- αντιδραστήρας· ~ая зима πυρηνικός χειμώνας. ЯДОВИТОСТЬ, -И θ. η ύπαρξη δηλητηριωδών ουσιών στα φυτά. II μτφ. κακία, μοχθηρία. ЯДОВИТЫЙ επ., βρ: -ВИТ, -а, ~О. 1 δηλητη- δηλητηριώδης, φαρμακερός, ιώδης· ιοβόλος· -ое ве- Щество δηλητηριώδης ουσία· -ые Газы δηλητη- δηλητηριώδη αέρια· - гриб δηλητηριώδες μανιτάρι· -ая змея δηλητηριώδες φίδι. 2 μτφ. κακός, μοχθηρός, κακεντρεχής· - ЯЗЫК φαρμακερή γλώσ- γλώσσα· -ое слово φαρμακερή λέεη· - человек άν- άνθρωπος κακεντρεχής, όλο κακία· -ая улыбка φαρμακερό χαμόγελο. 3 μτφ. φανταχτερός, χτυ- χτυπητός (για χρώμα), ядоносный επ., βρ: -сен, -сна, -сно βλ. ядовитый A σημ.)· - зуб змей το ιοβόλο δό- δόντι του φιδιού. ядохимикат, -а α. (γεωπ.) χημική δηλητη- δηλητηριώδης ουσία κατά των παρασίτων. ЯДрёННОСТЬ, -И θ. 1 σκληρότητα· συνεκτι- συνεκτικότητα. 2 ευεξία, ρώμη. ядрённый επ,, βρ: -рён, -а, -о. 1 σκλη- σκληρός, σφιχτός, συνεκτικός· -ая капуста σκλη- σκληρό κραμβολάχανο. 2 εύρωστος, ρωμαλαίος ακ- ακμαίος· γερός· - старик κοτσανάτος γέρος. 3 μτφ. φρέσκος, δροσερός, ζωογόνος· - ВОЗДУХ φρέσκος αέρας. II δυνατός, δριμύς· - запах η δριμείο οσμή. II μτφ. χονδροειδής, απότομος, απρεπής, άσεμνος· -ые слова άπρεπες λέ- λέξεις· ~эе остроумие παρατραβηγμένο έξυπνο. ЯДРИЦ.1, -Ы θ. χόνδρος, πληγούρι χοντρό, φάρος. ядро, -а, πλθ. ядра, ядер, ядрам ουδ. 1 о πυρήνας, το κουκούτσι· - маслины κουκούτσι ελιάς, ο ελαιοπυρήνας. 2 το εσωτερικό μέ- μέρος· - древесины η εντεριώνη (δέντρου)· ореха η ψίχα του καρυδιού· - атома о πυρή- πυρήνας του ατόμου. II (βιολ.) το κύτταρο. 3 μτφ. βάση, βάθρο· - разведывательного отряда о πυρήνας του ανιχνευτικού τμήματος· - пар- партийной организации о πυρήνας της κομματι- κομματικής οργάνωσης. II μτφ. το βασικό, το κύριο,η ουσία· - Вопроса η ουσία του ζητήματος· - Дела η ουσία της υπόθεσης. 4 (παλ.) σφαιρο- ειδές βλήμα πυροβόλου, σφαίρα. 5 (αθλτ.) η σφαίρα· соревнования по толканию -а αγώνες σφαιροβολίας. ядровый επ. πυρηνικός, του πυρήνα. II εσω- εσωτερικός. ядрышко, -а ουδ. 1 πυρηνίσκος, μικρό κου- κουκούτσι. 2 ο πυρηνίσκος κυττάρου. язва, -ы θ. 1 πληγή, έλκος· - желудка το έλκος του στομαχιού. II βλάβη, ζημιά, κακό, στραπάτσο· наносить -у επιφέρω βλάβη,στρα- πατσάρω· κατακεραυνώνω. 2 φορέας κακού, μά- μάστιγα. 3 άνθρωπος κακός, κακεντρεχής, μοχ- μοχθηρός. II (βρισιά) μίασμα, λέρα, βρωμιάρης. 4 (παλ.) βλ. чума. язвенник, -а α. 1 ανθυλλίδα, κρήσσαη κοι- κοινή· κοκκινόχορτο. 2 ο άρρωστος απο έλκος. язвенный επ. του- έλκους· ελκώδης· -ая по- поверхность КОЖИ η ελκώδης επιφάνεια του δέρ- δέρματος. II εκφρ. -ая болезнь το έλκος στομά- στομάχου ή δωδεκαδάχτυλου. язвина, -ы θ. 1 βλ. язва A σημ.). 2 λακ- κουβίτσα, λακκίσκος· -Ы на металле λακκ'ι- σκοι στο μέταλλο. язвительно επίρ. φαρμακερά, τσουχτερά; σαρκαστικά κλπ. επ. Язвительность, -и θ. δηκτικότητα, τρωτό- τητα. язвительный επ., βρ: -лен, -льна, -льно. 1 (παλ.) φαρμακερός, δηκτικός, τσουχτερός, δρι- δριμύς· καυτερός· σαρδόνιος· σαρκαστικός· смех σαρδόνιο (σαρκαστικό) γέλιο· -ое за- замечание τσουχτερή παρατήρηση· -ая критика αυστηρή κριτική· - ТОН αυστηρός τόνος. язвить, -влю, -вишь р.δ. 1 μ. (παλ.). 1 πληγώνω* τραυματίζω· κεντρίζω, σουβλίζω. 2 (παλ.) μτφ. προσβάλλω, πληγώνω ψυχικά. 3 μιλώ τσουχτερά, δηκτικά, χύνω φαρμάκι. II κο- ρο'ϊδεύω, χλευάζω· εμπαίζω. язёвый επ. του κυπρίνου, απο κυπρίνο. ЯЗЫК, -а α. 1 η γλάχΑα· коровий - η γλώσ- γλώσσα της αγελάδας· лизать -ОМ γλείφω με τη γλώσσα. II (φαγητό)· -и с картофельным тзрё γλώσσες με πουρέ πατάτας. 2 όργανο λόγου ή επικοινωνίας· древние -Й οι αρχαίες γλώσ- γλώσσες· русский - η ρωσική γλώσσα· греческий - η ελληνική γλώσσα· литературный - η φιλολο- φιλολογική γλώσσα· поэтический - η ποιητική γλώσ- γλώσσα· Народный - η δημοτική γλώσσα· разго- ВОрныЙ - η ομιλούμενη γλώσσα· мёртвые -Й οι νεκρές γλώσσες. 3 ~И πλθ. λαοί, λαότη- τες. 4 αιχμάλωτος που πιάστηκε тих απόσπαση μυστικών του εχθρού. 5 κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας· Огненные -Й πύρινες γλώσ- γλώσσες· - колока το γλωσσίδι της καμπάνας. II εκφρ. - без костей- φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς· - на плече у кого-н. του βγήκε η γλώσσα απο την κούραση· - прилип К гортани у КОГО του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (α- (αδυνατεί να μιλήσει)· - хорошо подвешен (при- вёшен) είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος" держать - за зубами δαγκώνω τη γλώσσα, σω- σωπαίνω· у него - чешется τον τρώει η γλώσσα του-придерживать - συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω· чесать ~ОМ βλ. ίδια έκφρ. στο р. болтать* сорвалось с -а (СЛОВО) μού 'φύγε η λέξη, ο λόγος· ЭТО слово вёртется у меня на -έ έχω τη λέξη στο
язы 787 яли στόμα, μα δεν μπορώ να την πω· - ДО Киева доведёт ρωτώντας πας στην Πόλη, языкастый επ., βρ: -каст, -а, -о δηκτι- δηκτικός, τσουχτερός στη γλώσσα. II ομιλητικός, λάλος* φιλόνικος, φιλερής. языкатый επ., βρ: -кат, -а, -О (απλ.) βλ. языкастый. языковед, -а α. γλωσσολόγος. языковедение, -я ουδ. βλ. языкознание. Языковедческий επ. γλωσσολογικός. ЯЗЫКОВОЙ επ. γλωσσικό?· -ое родство γλωσ- γλωσσική συγγένεια. ЯЗЫКОВЫЙ επ. γλωσσικός, απο γλώσσες· -ая колбаса λουκάνικο απο γλώσσες.- языкознание, -Я ουδ. η γλωσσολογία. языкотворец, -рца α. (γραπ. λόγος) ο δη- δημιουργός νεολογισμών. ЯЗЫКОТВОрство, -а ουδ. δημιουργία νεολο- νεολογισμών ή εκφράσεων. языческий επ. ειδωλολατρικός· -ая религия ειδωλολατρική θρησκεία. язычество, -а ουδ. ειδωλολατρεία, παγανι- παγανισμός. ЯЗЫЧКОВЫЙ επ. γλωσσικός της γλωσσιτσας κλπ. ουσ. βλ. ЯЗЫЧОК. II του σχηματισμού φθόγ- φθόγγων -ые согласные γλωσσικά σύμφωνα (που σχηματίζονται με τη βοήθεια της γλώσσας). ЯЗЫЧНИК, -а α., -ца, -Ы θ. ειδωλολάτρης, -ισσα. ЯЗЫЧНЫЙ επ. γλωσσικός, της γλώσσας (σαν όργανο του στόματος) -ые мышцы οι μυώνες της γλώσσας. II βλ. язычковый. ЯЗЫЧОК, -чка α. 1 γλωσσίτσα. 2 (βιολ.) η κιον'ιδα, η σταφυλή, ο σταφυλίτης, το γλωσ- γλωσσίδι. 3 (σε αντικείμενα)· γλωσσίδιο, γλωσ- γλωσσίδι, γλωττίδα, επιγλωττίδα· - ботинка η γλώσσα του παπουτσιού· - В духовных инстру- инструментах η γλωττίδα των πνευστών οργάνων замка το γλωσσίδι της κλειδαριάς. ЯЗЬ, -Я α. είδος κυπρίνου (του γλυκού νερού). ЯИЧКО, -а а. 1 αυγάκι. 2 όρχις, αρχίδι. ЯИЧНИК, -а α, (ανατ.) η ωοθήκη. яичница, -Ы θ. αυγά τηγανητά· - глазунья αυγά τηγανητά μάτια· - болтунья αυγά τηγα- τηγανητά χτυπητά ή δαρτά. ЯИЧНЫЙ επ. 1 του αυγού· -ая скорлупа τσό- τσόφλι αυγού· -ая торговля εμπόριο αυγών. 2 κί- κίτρινος, κροκάτος. *ЯЙла, -Ы θ. θερινά λειβάδεια της Κριμαίας. ЯЙЦевЙДННЙ επ., βρ: -ден, -дна, -ДНО αυ- γοειδής, ωοειδής· - камень αυγοειδής πέ- πέτρα· ~Ыв ЛИСТЬЯ ωοειδή φύλλα. яйцевод, ~а α. ο ωαγωγός, η σάλπιγγα. ЯЙЦевОЙ επ. (βιολ.) του ανχον яйцекладка, -И θ. η ωοτοκία. яйцекладущий επ. ωοτόκος· -ие млекопитаю- млекопитающие ωοτόκα θηλαστικά. II ουσ. -ие βλ. кло- клоачные B σημ.). Яйцеклетка, -и θ. το ωοκύτταρο. Яйценоский επ. που γεννά πολλά αυγά. яйцеобразный επ., βρ: -зен, -зна, -о βλ. яйцевидный. яйцеродный επ. βλ. яйцекладущий. яйцерождение, -Я ουδ. ωοτοκία. яйцо, ~а, πλθ. яйца, яиц, яйцам ουδ. 1 (βιολ.) το ωάριο, το ωοκύτταρο. 2 το αυγό· куриное - κοτίσιο αυγό· утиное - παπΐσιο αυ- αυγό· посадить курицу на яйца βάζω κλώσσα· класть - γεννώ αυγό. 3 πάθε αντικείμενο ωοειδές· хрустальное - ωοειδές κρύσταλλο. II εκφρ. как курица с -ом носится στριφογυ- στριφογυρίζει σαν τη\> κότα, που θέλει να γεννήσει· выеденного -а не стоит δεν αξίζει τον κό- κόπο, είναι τελείως ασήμαντο. *ЯК, ~а α. το γιακ, βόδι το λάσιο. яканье, -Я ουδ. 1 προφορά ενός απο τους φθόγγους; а, е, ο αντί άλλου, π. χ. вясна αντί весна; сястра αντί сестра κλπ. 2 με- γαλαυχία, καυχησιολογία (εγώ κι εγώ· απο το γράμμα Я). якать р.δ. 1 προφέρω έναν απο τους φθόγ- φθόγγους: а, е, Ο αντί άλλου: на бярягу αντί на берегу. 2 καυχησιολογώ, μεγαλαυχώ (ε- παναλαβαίνοντας εγώ, εγώ... απο το γράμμα Я). ЯКО σύνδεσμος*(παλ.у σαν, ως, ωσάν, όπως. якобинец, -нца α. 1 ο Ιακωβίνος. 2 εξτρε- εξτρεμιστής. ЯКОбЙНСКИЙ επ. ιακωβίνικος, των Ιακώβί- νων - клуб η λέσχη των Ιακωβίνων. якобинство, -а ουδ. ο ιακωβινισμός. ЯКОбЫ 1 ότι δήθεν, τάχα(τες)· ГОВОРЯТ, -, он уехал λένε, ότι δήθεν, αυτός έφυγε. 2 * μόριο· δήθεν я прочитал эту - интересную книгу διάβασα αυτό το δήθεν ενδιαφέρον βι- βιβλίο. ЯКОрница, -Ы θ. βοηθητικό ποταμόπλοιο. якорный επ. της άγκυρας· -ая цепь αλυσίδα της άγκυρας· -ая стоянка αγκυροβόλι, αρα- ξοβόλι. якорь, -Я, πλθ. якоря, -ей α. 1 η άγκυρα· бросать - ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ· ПОДНЯТЬ - ή СНЯТЬСЯ С -Я σηκώνω άγκυρα, σαλπάρω· СТОЯТЬ на -е είμαι αγκυροβολημένος. 2 άγκυ- άγκυρα ωρολογίου. 3 βλ. ротор, II εκφρ. - спа- сения άγκυρα ή σανίδα σωττ\ρΙαζ (η μόνη ελ- ελπίδα) . якут, -а α., -ка, -И θ. Γιακούτος, -α. якутский επ. γιακούτικος. *ЯКШаться р.δ. (απλ.) συσχετίζομαι, συνα- συναντιέμαι· συντροφεύω, κάνω παρέα. *ЯЛ, ~а α. πλοιάριο με κουπιά (κωπήλατο). ЯЛИК, -а α. πλοιαράκι.
яли 788 яро ЯЛИЧНЫЙ επ. του πλοιαρίου· ~ые вёсла τα κουπιά του πλοιαρίου. II με πλοιάριο- -ая пе- реправа διάβαση με πλοιάριο. яловеть, -еет р.6. είμαι στείρα, στέρφα (για αγελάδα ή προβατίνα). яловица, -ы θ. βλ. яловка. ЯЛОВИЧНЫЙ επ. απο στέρφα· -ая шкура δέρμα απο στέρφα αγελάδα ή προβατίνα· -ые сапоги μπότες απο δέρμα στέρφας προβατίνας. яловка, -И θ. στέρφα προβατίνα ή αγελάδα. ЯЛОВОСТЬ, -и θ. στειρότητα (για προβατί- προβατίνα ή αγελάδα). яловочный επ. βλ. яловичный. яловый επ. 1 στείρος, στέρφος· ~ая овца στέρφα προβατίνα· -ая корова στέρφα αγελά- αγελάδα. II άκαρπος (για φυτά). II χωρίς γόνο (για ψάρια). 2 βλ. ЯЛОВИЧНЫЙ. *ЯМ, -а α. (παλ.) ταχυδρομικός σταθμός κα- κατά δρομολόγιο. яма, -Ы θ. 1 λάκκος· λακκούβα· копать -у σκάβω λάκκο· мусорная - σκουπιδόλακκος, -δα- ριό· угольная - καρβουνόλλακος (αποθήκευ- (αποθήκευσης). II βόθρος. 2 (παλ.) φυλακή υπόγεια. 3 μτφ. το καταγώγιο. II εκφρ. ВОДЯНая - βλ. Омут· воздушная - κενό αέρα ατμόσφαιρας· рыть -у кому σκάβω το λάκκο κάποιου. *ямб, -а α. ο ίαμβος. ямбический επ. ιαμβικός· -ие стихи ιαμβι- ιαμβικοί στίχοι (ποιήματα)· -ая стопа το ιαμβι- ιαμβικό πόδι. ямина, -ы θ. βλ. яма A σημ.). ямистый επ., βρ: -мист, -а, -о λ,ακκώδης, γεμάτος λακκούβες. ямка, -И θ. λακκίσκος· λακκάκι· λακκουβί- τσα. ЯМОЧКа, -и θ. λακκουβίτσα. ЯМСКОЙ επ. (παλ.) αμαζοδρομικος(μεάλογα). ЯМЩИК, -а α. αμαξάς, αμαξοδηγάς, αμαζηλά- της. ямщина, -Ы θ. (παλ.). 1 το επάγγελμα του αμαξά. 2 (αθρσ.) οι αμαξάδες. ЯМЩИЦКИЙ επ. 1 αμαζάδικος, του αμαξά. 2 βλ. ЯМЩИЦКИЙ A σημ.). январский επ. γεναριάτικος, του Γενάρη· - ХОЛОД γεναριάτικο κρύο. *январь, -я α. Γενάρης, Ιανουάριος. *ЯНКИ α. ακλ. ο γιάγκης (ιθαγενής μερικά- νος). *янсенизм, -а α. ιανσενισμός -ή για^σενι- σμός. янсенйст, -а α. γιανσενιστής. ЯНсенЙсТСКИЙ επ. γιανσενιστικός. янтарный επ. 1 κεχριμπαρένιος· ~ мундштук κεχριμπαρέν ια πίπα. 2 χρώματος κεχριμπαριού. янтарь, ~Я α. κεχριμπάρι, ήλεκτρο. II αντι- αντικείμενο, κεχριμπαρέν ιο. *янычар, -а α. γενίτσαρος. янычарский επ. του γενίτσαρου. японец, ~нца α. ~ка, ~и θ. Ιάπωνας, -ίδα, Γι.εωνέζος, ~ζα. ЯПОНСКИЙ επ. ιαπωνέζικος, γιαπωνέζικος. яр, -а, προθτ. на яру α. (διαλκ.). όχθη α- απόκρημνη. *ярд, -а, γεν, πλθ. ~ΟΒ α. υάρδα, γυάρδα. ярем, -а α. (παλ.) βλ. ярмо A σημ.). яремный επ. του ζυγού, για ζυγό· - скот ζώα για το ζυγό ή κάτ^ απο το ζυγό. II εκφρ. ~ые вены (ανατ.) οι τραχηλικές φλέβες. ярЙТЬ, Ярю, ЯрЙШЬ ρ.δ.μ. (παλ.) θυμώνω, εξοργίζω· παροργίζω, αψώνω. II -СЯ θυμώνω, εξοργίζομαι· αψώνω. II μτφ. μαίνομαι, λυσ- λυσσομανώ. ярица, -Ы θ. σιτάρι ή βρίζα ανοιξιάτικης σποράς. ярка, ~И θ. η αρνάδα, αμνάδα. яркий επ., βρ: ярок, ярка, ярко; ярче, ярчайший. 1 (για φως) δυνατός, φωτερός, λα- λαμπερός· -ая лампа φωτερή λάμπα· -ое сол- солнце ολόλαμπρος ήλιος· - свет λαμπερό φως· - снег αστραφτερό χιόνι· - ОГОНЬ λαμπερή φω- φωτιά· -ая звезда λαμπερό άστρο. II φανταχτερός, ζωηρός, έντονος, χτυπητός· - цвет ζωηρόχρω- ζωηρόχρωμα. II αίθριος, λαμπρός· ~ день λαμπρή μέρα. 3 (παλ.) ευκρινής, ισχυρός , ηχηρός (για ήχο). 4 μτφ. ξεχωριστός, ιδιοπτερος, διακεκριμέ- διακεκριμένος· - Талант λαμπρό ταλέντο. 5 χτυπητός· εντυπωσιακός· - пример χτυπητό παράδειγμα. II πειστικός· -ое доказательство πειστική απόδειΕη. ярко επίρ. λαμπρά, ζωηρά, έντονα κλπ. επ. яркость, -И θ. 1 φωτεινότητα, φαεινότητα, λαμπρότητα. 2 ζωηρότητα, ένταση· - цвета η «ζωηρότητα των χρωμάτων. II ευκρίνεια ήχου. ЯрЛЫК, -а α. 1 (παλ.) διάταγμα των χάνων Μ,ογγόλων. 2 (παλ.) διατακτική. 3 ετικέτα. 4 χαρακτηρισμός. ярмарка, -И θ. εμποροπανήγυρη. ярмарочный επ. της εμποροπανήγυρης· -ЭЯ площадь η πλατεία της εμποροπανήγυρης. ярмо, -а ουδ. 1 ο.ζυγός· волы под -ом βόδια κάτω απο το ζυγό. 2 μτφ. σκλαβιά, δου- δουλεία· καταπίεση· стряхнуть - αποτινάζω το ζυγό. II μτφ. φόρτος, βάρος· сбросить ~ πε- πετώ απο πάνω μου το βάρος. Яровизация, ~И θ. η μετατροπή του φθινο- ποριάτικου σπόρου σε ανοιξιάτικου. яровизировать, -рую, -руешь р.δ.к.σ. με- μετατρέπω φθινοπωρινό σπόρο σε ανοιξιάτικο. II μετατρέπομαι απο φθινοπωριάτ ικος σε ανοι- ανοιξιάτικος. яровйще, ~а ουδ. (διαλκ.)· χωράφι θερι- θερισμένο.
яро 789 яст яровой επ. 1 ανοιξιάτικος· - сев ανοιξιά- ανοιξιάτικη σπορά· -ая пшеница το σιτάρι ανοι- ανοιξιάτικης σποράς· ~ое поле χωράφι ανοιξιά- ανοιξιάτικης σποράς. 2 ουσ. ~0е ουδ. το ανοιξιάτι- ανοιξιάτικο δημητριακό· яростно επίρ. μανιασμένα, μανιωδώς,με μα- μανία; σφόδρα. яростный επ., βρ: -тен, -тна, -тно. 1 μα- νιασμένος, μανιώδης, εμμανής· ε ξαγριωμένος, αποθηριωμένος, πυρ και μανία. 2 σφοδρός, ορμητικός. II δυνατός, ισχυρός· υπερβολικός, υπέρμετρος. 3 βλ. ярый C σημ.). ярость, -и θ. 1 σφοδρή οργή, μανία, λύσ- λύσσα. 2 ορμητικότητα ισχυρή. II εκφρ. С ~ЬЮ με μανία, μανιασμένα· με πάθος. яруга, ~И θ. (διαλκ.) χαράδρα. ярус, -а α. 1 σειρά αντικειμένων уложить мешки В Три -а τοποθετώ τα σακκιά σε τρεις σειρές: II διάζωμα, ζωνάρι (οικοδομής). II (παλ.) όροφος, πάτωμα. 2 εξώστης θεάτρου. 3 (γεωλ.) στρώμα. 4 είδος αλιευτικού δι- χτιού. ярусный επ. 1 της τοποθέτησης κατά σει- σειρές. 2 του εξώστη θεάτρου. 3 *°υ γεωλογικού στρώματος, 4 του αλιευτικού διχτιού. ярчайший υπερθ. β. του επ. яркий. ярче συγκρ. β. του επ. яркий και του επιρ. ярко. ярыга, -И α. (παλ.). 1 φτωχός, πένης, α- απόκληρος, αναγκεμένος. 2 κατώτατος υπάλ- λος. 3 μεθύστακας, μεθοκόπος· παραστρατη- παραστρατημένος. ярылшик, -а α. βλ. ярыга. ярыХНЫЙ επ. φτωχός, ενδεής, αναγκεμένος. II -ые πλθ. (παλ.) οι φτωχοί, οι απόκληροι. II παραστρατημένος. ΑρΗή1επ., βρ: яр, яра, яро. 1 μανιώδης, μανιακός, λυσσασμένος. 2 βλ. яростный B* σημ.). 3 ένθερμος, φανατικός, με πάθος. ярый επ. (παλ.). 1 καθαρός· ανοιχτόχρω- ανοιχτόχρωμος, ξανθός. 2 λαμπερός, αστραφτερός· -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος. ярь, -И θ. 1 (απλ.) βλ. яровой B σημ.). .2 βλ. ярость A σημ.). з βλ. ярь-йедянка. ярь-медянка, яри-медянки θ. το ζωηρό πρά- πράσινο χρώμα (απο χαλκό). *ясак, -а α. (παλ.). 1 κρατικός φόρος. 2 σημείο, σύνθημα, σινιάλο. ЯСаЧНЫЙ επ. (παλ.). 1 του φόρου· - Сбор η φοροε ισπραξη. 2 φοροτελής, φορολογούμενος. ясельничий, -его α. σταυλάρχης (στον και- καιρό του τσάρου). ясельный επ.' του βρεφικού σταθμού· ~ ре- ребёнок παιδάκι βρεφικού σταθμού. ясеневый επ. του φράξου κλπ. ουσ. -ая ко- кора φλούδα φλαμουριάς. Ясень, ~Я α. μελία, φράξος, φλαμουριά. ЯСЛИ, -ей πλθ. 1 η φάτνη, το παχνί. 2 ο βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο. ясмйн, -а α. (παλ.) βλ. жасмин. ЯСМЙННЫЙ επ. (παλ,) του γιασεμιού. ЯСНеТЬ, -еет р.δ. γίνομαι* καθαρός, σαφής, ευκρινής κλπ. επ. ясно επίρ. καθαρά, σαφώς ευκρινώς κλπ. επ. ясновельможный επ. (παλ.) έξοχος, επιφα- επιφανής (τιμητικός τίτλος). ясновидение, -Я ουδ. οξυδέρκεια, διορατι- διορατικότητα. ясновидец, -дца α., -ца, ~ы θ. οξυδερκής, διορατικός, ~ή. ЯСНОВИДЯЩИЙ επ, οξυδερκής, διορατικός. II ουσ. βλ. ясновидец. ЯСНОСТЬ, -И θ. 1 καθαρότητα, σαφήνεια, δι- διαύγεια, ευκρίνεια, διαφάνεια. 2 λαμπρότη- λαμπρότητα. II ξαστεριά, αιθρία. 3 εμφάνεια, το προ- προφανές. II διασαφήνιση· внести - ВО что-Н. διασαφηνίζω κάτι· привести что-Н. В - απο- αποσαφηνίζω κάτι. ясный επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны. 1 φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος·-ое солнце ολόλαμπρος ήλιος· - свет λαμπερό φως. II στιλπνός, λείος, γυαλιστερός· αστραφτε- αστραφτερός· -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.2 αί- αίθριος, ξάστερος· ~ое нёбо αίθριος ουρανός· -ая погода ξαστεριά. 41 διαυγής, διαφανής, καθαρός· - воздух καθαρός αέρας. 3 μτ<Ρ· ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος· -ая душа ή- ήσυχη (γαλήνια) ψυχή. 4 ευδιάκριτος, διαυ- διαυγής, εναργής, ευκρινής· -ая ДИКЦИЯ καθαρή προφορά· - почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας. II πειστικός· -Ое дока- доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη. II σαφής· - ответ σαφής απάντηση· -ое понятие σαφής έννοια. 5 ολοφάνερος, προφανής, πρό- πρόδηλος· -ое намерение ψανερτ] πρόθεση. II εκφρ. -ое ДОЛО φανερή υπόθεση· - СОКОЛ πα- παλικάρι, λεβέντης· - соколик παλικαράκι, λε- βεντάκος· яснее -ОГО καταφανώς, ολοφάνε- ολοφάνερα, παραπάνω απο σαφής, σαφέστατα. ясочка, -И θ. (ευγενής κλήση σε γυναίκα)· καλή μου. ЯСШВа, ЯСТВ πλθ., (ενκ. παλ. ЯСТВО,-α ουδ.)· τα φαγητά, τα εδέσματα. ястреб, ~а, πλθ. ястреба κ. ястребы α. το γεράκι. ястребёнок, -нка, πλθ. -бята, -бят α. γε- ρακάκι. ястребиный επ. του γερακιού· γερακίσιος· - КЛЮВ το ράμφος του γερακιού· -ое гнездо η γερακοφωλιά. II γερακοειδής, γαμψός. - нос γαμψή μύτη. II μτφ. αρπαχτικός, άγριος, βλοσυ- βλοσυρός· - ВЗОР (ВЗГЛЯД) γερακίσιο βλέμμα.
яст 790 ящу ЯСТребОК, -бка а. 1 το γερακάκι. 2 αερο- αεροπλάνο καταδιωκτικό. *ястык, -а α. ο γόνος των ψαριών. ЯСТЫЧНЫЙ επ. απο γόνο (αυγά) ψαριών -ая икра το αυγοτάραχο. "ятаган, -а α. το γιαταγάνι. ЯТКа, -И θ. (παλ.) υπόστεγο λαϊκής αγοράς. ЯТОВЬ, ~И θ. к. ЯТОВЬе, -Я ουδ. λακκούβα στην κοίτη του ποταμού. ЯТрЫШНИК, -а α. όρχης, σαλέπι ή αρσενικο- βότανο. ЯТЬ, -И θ. το γράμμα γιατ (Ь), υπήρξε μέ- μέχρι το 1917 και ανιστοιχούσε με το е.Н εκφρ. на - έξτρα. *ЯХ0НТ, -а α. С1·**··), υάκινθος, σάπφειρος ή ρουμπ ίν ι. ЯХОНТОВЫЙ επ. του σάπφειρου, του ρουμπι- ρουμπινιού* απο σάπφειρο, απο ρουμπίνι. *яхта, -Ы θ. το κότερο, το γιωτ. яхтенный επ. του κότερου, του γιωτ. ЯХТ-КЛуб, -а α. ιστιοπλοϊκή λέσχη. ЯХТ-КЛубОВец, -вца α. μέλος της ιστιοπλο- ιστιοπλοϊκής λέσχης. ЯХТ-КЛубСКИЙ επ. της ιστιοπλοϊκής λέσχης· ~ое СУДНО σκάφος της ιστιοπλοϊκής λέσχης. ЯХТНЫЙ επ. του κότερου· -ые паруса та πα- πανιά του κότερου. ЯХТСиён, -а α. αθλητής ιστιοδρομίας. ячеистый επ., βρ: ячёист, -а, -о γεμάτος κοιλότητες. ячейка, -и θ. 1 κοιλότητα· κελλί· сотовая - το κελλί της κηρήθρας· - зуба φατνίο του δοντιού. 2 πυρήνας οργάνωσης· партийная - ο κομματικός πυρήνας. 3 (στρατ.)· μεμονωνό- νο χαράκωμα. ячейковый επ. του πυρήνα· ~ая работа η δουλειά του πυρήνα. ячество, ~а ουδ. εγωισμός, φιλαυτία, με- γαλαυχία. ячея, -й θ. βλ. ячейка A σημ.). ячий, -ЬЯ, -ье επ. του γιακ, του βοδιού. ячменный επ. κρίθινος, κριθαρένιος. Ячмень, -Я α. 1 κριθή, κριθάρι. 2 κρι- θαροειδές εξάνθημα στο βλέφαρο. ячневый επ. κριθαρίσιος, απο κριθάρι. ЯЧННЙ επ. (διαλκ.) βλ. ячневый, ♦яшма, -Ы θ. ο ίαοπης (είδος χαλαζία). яшмовый επ. του ίασπη· απο ίασπη· -ая пепельница σταχτοδοχείο απο ίασπη. ящер, -а α. 1 ο παγγολίνος. 2 (παλ.) ερ- ερπετά ή αμφίβια που εξέλιπαν. ящерица, -Ы θ. σαύρα, γουστέρα. ящеричный επ: -ые змеи φίδια που τρέφο- τρέφονται κυρίως με σαύρες. ящерка, -и θ. μικρή σαύρα, γουστερίτσα. ЯЩИК, ~а α. κιβώτιο, κάσα, κασόνι, κου- κουτί: συρτάρι· ПОЧТОВЫЙ - το γραμματοκιβώτιο· денежный - χρηματοκιβώτιο· железный - σιδε- σιδερένιο κιβώτιο· деревянный - ξύλινο κιβώτιο. ящичек, -чка α. μικρό κιβώτιο. ЯЩИЧНЫЙ επ. του κιβωτίου. Ящур, -а α. άφθα, άφτρα. Ящурный επ. 1 της άφτρας. 2 αφθώδης, άρ- άρρωστος απο άφτρα.
791 ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ Ι. ΦΩΝΗΤΙΚΗ Το ρωσικό αλφάβητο έχει 33 γράμματα. Αυτά είναι; А, а; Б, б; В, в; Г, г; Д, д; Е, е; Ё, ё; Ж, ж; 3, з; И, и; Й, й; К, к; α μπε Ρ£ Υκε ντε γιε γιο жэ, ζε ι Й κα Л, л; Μ, μ; Η, и; Ο, ο; Π, π; Ρ, ρ; С, с; Τ, т; У, у; Φ, φ; Χ, х; Ц, ц; 9ЛЬ> εμ εν ■ ο πε ερ εσ τε ου εφ χα τσε Ч, ч; Ш, ш; Щ, щ; ъ; Ы, ы; ь; Э, э; Ю, ю; % я. че, ша, та, ер, еры, ерь, ε γ(,ου για Εκείνα τα γράμματα του ρωσικού αλφάβητου, που δεν έχουν αντίστοιχα γράμματα και φθόγγους στην ελληνική φωνητική, είναι: е, ё, Ж, Й, Ч, Ш, Ш, Ы, Ю, Я. Απ' αυτά τα: е, ё, Ю, Я λέγονται γιωτι- κά. Περισσότερα για τα γιωτικά βλ. στο τέλος της φωνητικής. Το Χ προφέρεται σκληρό ζ. Το γράμμα Й λέγεται βραχύ (краткий) και προφέρεται σύντομα· αλλιώς λέγεται και ημιφωνήεν(неполногласный), То 4 προφέρεται μαλακό, σε αντίθεση με το Ц, που προφέρεται σκληρό. То Ш προφέρεται σκληρό, όπως η ρουμελιώτικη προφορά του σ σε μερικές λέΕεις: σαπέρα, σούφαρα. То Щ προφέρεται μαλακό και μα- μακρύ Ш. Τα γράμματα Ъ και Ь δεν αποτελούν φθόγγους. Αν αυτά βρίσκονται ύστερα απο σύμφωνα και μπροστά απο τα γράμματα е, ё, Ю, Я, Е προσδίνουν κάποια σκληρότητα και κάποιο διαχωρισμό του συμφώνου απο το φωνήεν· γι', αυτό και λέγονται διαχωριστικά (разделительные) π.χ. ШЬЮ, свел, му- равьй. То διαχωριστικό Ъ γράφεται μπροστά απο τα γράμματα е, ё, Ю, Я α) μετά απο τα προθέματα, που τελειώνουν σε σύμφωνο: подъезд, подъём, предъюбилейный, объявление, β) Χτις σύνθετες λέξεις, μετά τα αριθμητικά: двух, трёх, четырёх: двухъярусный. Στις άλλες συλλαβές της λέξης μπροστά α- από τα γράμματα е, θ, Ю, Я, Ε γράφεται το διαχωριστικό Ь: вышьет, шьёт, старьё, рьяный,ворабьй, СОЛОВЬИ. Σαν εξαίρεση γράφεται ЙО σε μερικές ξένες λέξεις: Нью Йорк, батальон, бульон κλπ. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη μαλακότητα των συμφώνων, η οποία γίνεται απο την ύπαρξη του γράμματος Ь μετά το. σύμφωνο. Ησημασ'ια του είναι τόσο μεγάλη, που διπλασιάζει τον αριθμό ε- ενός μεγάλου αριθμού συμφώνων. Ενώ τα γράμματα του ρωσικού αλφάβητου είναι 33, οι φθόγγοι είναι 41. Τα σύμφωνα αυτά είναι: Π,Π', 6,6* Β,Βί φ,φϊ Τ,т' Д,д} г,г? к,к$ χ,χ', м,м,к н,н? с,с} 3,3ϊ Л,Л1, р,рь, α φωνήεντα είναι 10: а, е, ё, И, О, У, Ы, 9, Ю, Я. Τα σύμφωνα*20: б, В, Г, Д, Ж, 3, К, Л, М, Н, П, р, с, Т, ф, X, Ц, Ч, Ш, Щ. Ενα είναι ημιφωνήεντο Й. Δύο άφωνα: Ъ, Ь. Та σύμφωνα 3,С,Ц λέγονται συριστικά: 'Та Ж,Ш,Щ λέγονται χοντρά συριστικά και μετά απ' αυτά ποτέ δε γράφο- γράφονται τα φωνήεντα Ы, Ю, Я, αλλά И, а, у. Δε γράφονται επίσης και μετά το γράμμα 4. Σε μερικούς συνδυασμούς συμφώνων, ένα απο τα σύμφωνα δεν προφέρεται: ЗДН δεν προφέρεται το Д π.χ. γράφομε праздник και προφέρομε празНИК. Στο συνδυασμό СТН δεν προφέρεται το Τ π.χ. γράφομε устный και προφέρομε усный. То ίδιο συμβαίνει και σε μερικές άλλες περιπτώσεις με τα γράμματα: л, д, τ, в. Γράφομε: солнце, сердце, счастлив, здравствуй και προφέρομαι: сонце, сёрце,счаслив, ЗДраствуЙ. Επίσης το γράμμα Γ μπροστά απο το γράμμα Κ προφέρεται Χ: Лёгкие - λιόχκιε. Εναλλαγή φθόγγων Η εναλλαγή των φθόγγων στη ρωσική γλώσσα είναι συχνή" και γι' αυτό μας είναι απαραίτητη η γνώση αυτών των εναλλαγών. Οταν λέμε εναλλαγή φθόγγων στη ρωσική γλώσσα, εννοούμε την μετατροπή ενός φθόγγου της λέξης, κατά την κλίση αυτής ή του σχηματισμού συγγενικών λέξεων, σε άλλο φθόγγο και την επαναφορά συχνά στον προηγούμενο, φθόγγο π. χ. ВЙдеть - ВЙжу, ВИДИШЬ (Д - Ж - Д),.угроза-угро- Д),.угроза-угрожать (з - ж), друзья - дружба (э - ж). Εναλλαγές φωνηέντων. 1. е - ё: сельский - сёла, весло - вёсла. 2. О - χωρίς το φθόγγο του: СОН - сна, кусок — куска 3. е - χωρίς το φθόγγο του: день - дня, отец - отца, купец - купца. 4. У - ов: кую - ковать, сную - сновать: 5· ю - ев: клюю - клевать 6. а (я) - н - ин: жать - жну - пожинать, мять - мну - приминать. 7. а (я) - и - им.· жать - жму - пожимать, вз^ть - возьму - взимать 8. е - о χωρίς το φθόγγο του - И: беру - сбор--собрать - собирать ι- Μέχρι το 1918 υπήρχαν και τα γράμματα: Ί, Β,%', V, τα οποία καταργήθηκαν με διάταγμα.
792 9. у - о - χωρίς το φθόγγο του - ы: сухо - сохнуть - засыхать, посол - послать - посылать. Ю. о - а: ходить - захаживает, просить - выпрашивает Εναλλαγές συμφώνων. 1. к - ч: пеку - печёшь; привлеку - привлечёшь, п. в - вл: ловить - ловлю. 2. г - ж: бегу - бежишь; жгу - лжёт. 12. ф - фл.· графить - графлю. 3. х - ш: пух - пушистый; ухо - уши. 13· и - мл: сломить - сломлю; кормить - кормлю. 4. с - ш: носить-ношу; косить - кошу. Н. к - Ц: лик - лицо; кликать- восклицать. 5. з - ж: мазать - мажу; близок - ближе 15. г - з: друг - друзья; княгиня - князь. 6. ск - ст - щ: пускать - пустить - пушу; 16..Д, т -С: приведу-привестй; плету-плестй. 7. т - ч: ответ -отвечу; свет - свеча. 17. к - ч: пеку - печь. 8. д - ж: водить - вожу; ходить - хожу. 18. г - ч: берегу - беречь. 9. б - бл: рубить - рублю. 19. зг - зж: брызгать - брызжу. 10. π - пл: купить - куплю. 20. зд - зж: езда - езжу. Αλλο είδος εναλλαγής είναι σε αρχαιοσλαβικές λέξεις, που χρησιμοποιούνται σήμερα και στις σύ- χρονες·στους συνδυασμούς: -ΟΡΟ-, -ОЛО-, -ере-, -оло- (-ело) στη σύγχρονη ρωσική γλώσσα. Ετην αρ- αρχαιοσλαβική: -ра-, -ла-, -ре-, -ле-: город - град» голос - глас; берег - брег; волоку - влеку; ошеломить - шлем. Τα γράμματα και, η προφορά τους· 1. Τα ηχηρά σύμφωνα б, В, Д, 3, Ж, Γ στο τέλος της λέξης προφέρονται: б σαν Π: губа - губ (γκου- μπά - γκουπ)· в σαν ф: рукава - рукав (ρουκαβά - ρουκάφ) · Д σαν Τ: сады - сад (σαντί - σατ). Το 3 σαν с: возы - воз (βόζι - βος)· ж σαν ш: ножи - нож (νοζί - νος)· г σαν к: луга - луг (λουγκά- λουκ). 2. Τα ηχηρά σύμφωνα б, В, Д, 3, Ж, Г μπροστά απο άηχα γίνονται και αυτά άηχα και προφέρονται σαν Π, φ, Τ, С, κ π.χ. рыба - рыбка (ρίμπα - ρίπκα), влезть, вписать (φλεστ, φπισάτ)., все, всех κλπ. φσε, φσεχ· соседи - соседка (σοσέντι - σοσέτκα). Τα γράμματα б, В, Д, 3, С, Τ μπροστά απο το διαχω- διαχωριστικό Ъ προφέρονται μαλακά: въезд, разъезд, съезд, отъезд. Προφέρεται μαλακά το τελευταίο σύμ- σύμφωνο της πρόθεσης, αν ακολουθεί е, ё, Ю, Я: от ёли, ПОД ёлкой, В яму, В юге. Τα άηχα σύμφωνα ό- όταν είναι μπροστά απο τα ηχηρά: б, Д, 3, Ж, Γ προφέρονται: το СЬ σαν з: просить - просьба (προ- σίτ - πρόζμπα)· το ТЬ σαν Д: МОЛОТИТЬ - молотьба (μολοτίτ - μολοντμπά) · το С σαν з: сдёрнуть (ζντιόρνουτ). Τα συριστικά С, 3, όταν βρίσκονται μπροστά απο τα Ш, Ж, Ч προσαρμόζονται στην' προ- προφορά σ' αυτά σαν ένα Ш, Ж, Ч: СШИТЬ, С_чёстыо, из__шубы, сжечь, С жиром, без ЖИЗНИ. То φωνηέντο И μπαίνει μετά απο μαλακό σύμφωνο και προφέρεται μαλακό- όταν βρίσκεται μετά απο σκληρό σύμφωνο Ж, Ш, Π, σαν Ы (ι σκληρό). 3. Τα σύμφωνα που είναι μπροστά απο τα φωνήεντα е, И προφέρονται πάντοτε μαλακά, εκτός από τα: Ж, Ш, Ц τα οποία είναι πάντοτε σκληρά: СТОЛ - на столе, СТОЛИК. 4. Τα σύμφωνα μπροστά απο άλλα σύμφωνα προφέροντας συνήθως μαλακά: банщик, нынче, фонарщик, если,' дверь, зверь, кормить, корни, кость, лавки, развить, смерть. Ολα τα σύμφωνα, εκτός απο τα Ж και Ш, όταν βρίσκονται μπροστά απο το διαχωριστικό Ь προφέρονται μαλακά: бью, воробьи, вьюга, пью, копьё. 5. То γράμμα ч στις λέξεις ЧТО και чтобы προφέρεται σαν ш (ЧТО - ШТО, чтобы - ШТОбЫ). 6. О συνδυασμός ЧН σε πολλές κοινόχρηστες λέξεις προφέρεται σαν шн: скучно - скушно, КОНёчно<-КО- нёшно, молочный - молошный, булочная - булошная, пустячный - пустяшный και άλλες. Παντού αλλού προφέρεται σαν ЧН: бесконечный, сердечный, ТОЧНЫЙ και πολλά άλλα. 7. Οι συνδυασμοί των γραμμάτων ТСЯ κ"αι ТЬСЯ σαν κατάληξη των ρημάτων προφέρονται σαν ца: бОЯТСЯ, бояться. 8. Το άτονο ο προφέρεται σαν а: ОКНО - 8КНО, окна (τονιζόμενο); Москва - Масква, ДОМ - дамой. То άτονο е προφέρεται σαν И: спеши - СПИШИ, бери - бирй. Τα φωνήεντα е, ё, Ю, Я λέγονται γιωτικά ή γιωτισμένα, γιατί σχηματίζονται απο τα φωνήεντα: β, ё, у, а με την προσθήκη σ' αυτά του ελλην. φωνήεντος ι (γιώτα) μαζί με τον αρχικό φθόγγο της ονο- ονομασίας του φωνήεντος δηλ. γ και ι - γι. Και έτσι έχομε: 13 - β γιβ, 10.- ё γιο,ί^-Β γιου1, 1&~- Я για. Τα γιωτικά φωνήεντα е, ё, Ю, Я προφέρονται γιε, γιο, γιου, για: α) Οταν είναι μόνα τους: Я ХОЧУ, Я работаю, Я И ТЫ. β) Στην αρχή της λέξης: единица, ёмкость, ЮНОСТЬ, Яблоко, γ) όταν μπρο- μπροστά απ' αυτά υπάρχει άλλο φωνήεντο ή διαχωριστικό σημάδι (Ь, Ъ): мастерская, поёт, ПОЮТ, объяв- объявление, вьюга, съезд, съёмка. Στις άλλες περιπτώσεις, μετά απο σύμφωνα, προφέρονται: ιε, ιο, ιου, ια: дядя, день, дёргать, нюхать όπως στα ελληνικά: λεπτός, λιοντάρι, νησιού, πάπια. 9. Ολες οι δασυνόμενες δανεισμένες.'λέξεις απο'την ελληνική γλώσσα παίρνουν στην αρχή το γράμμα Γ
^ 793 σον σημείο δασείας προφοράς: Гомёр (Όμηρος), Геракл (Ηρακλής), гидравлика (υδραυλική), ГИПНОЗ, (υ- (υπνωτισμός), гипербола (υπερβολή)· και είναι αυτές πολλές, θα τις βρούμε στα λήμματα του λεξικού στο γράμμα Γ. Το Γ στις καταλήξεις των επιθέτων -ого, -его προφέρεται σαν в:красного, синего. п. ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ЧАСТИ РЕЧИ Στη ρωσική γλώσσα τα μέρη του λόγου είναι δέκα, όσα και στην ελληνική. Στα οχτώ μέρη συμπί- συμπίπτουν αυτά είναι: 1 όνομα ουσιαστικό. 2 όνομα επίθετο. 3 αντωνυμία. 4- ρήμα. 5 επίρρημα. 6 πρό- πρόθεση. 7 σύνδεσμος. 8 επιφώνημα. Στη ρωσική γλώσσα δεν υπάρχουν άρθρα, όμως συμπεριλαβαΐνονται τα αριθμητικά και τα μόρια σαν μέρη του λόγου. τα ουσιαστικά α) Κύρια και κοινά ή προσηγορικά (собственные И нарицательные). Η διαφορά εδώ συνίσταται στο άτι δεν συμπεριλαβαίνονται στα κύρια ονόματα οι ονομασίες των ημερών της εβδομάδας, των μηνών και των εποχών του έτους. Γι' αυτό και το αρχικό τους γράμμα γράφεται με μικρό: понедельник, апрель, весна, β) Ουσιαστικά συγκεκριμένα και αφηρεμένα (Вещественные И отвлечённые). Εδώ υπάρχει μεγάλη ομοιότητα. Οι διαφορές στην ταξινόμηση είναι ασήμαντες, γ) Υπάρχουν δυο αριθμοί, όπως και στη γλώσσα μας: ενικός αριθμός (единственное ЧИСЛО) και πληθυντικός αριθμός (множественное ЧИСЛО). Υ- Υπήρχε και ο δυικός αριθμός (двойственное ЧИСЛО) όπως και στη γλώσσα μας, όμως εξέλειψαν και στις δυο γλώσσες. 6) Οι πτώσεις στη ρωσική γλώσσα είναι έξι: именительный - ονομαστική, родительный - γενική, дательный - δοτική, винительный - αιτιατική, творительный - οργανική, предложный - προ- προθετική. Παλαιότερα υπήρχε και η κλητική (звательный) η οποία εξέλειπε. Η ρωσική γλώσσα δεν έχει άρθρα. 0 καθορισμός του γένους των ουσιαστικών γίνεται απο τις κατα- καταλήξεις αυτών των Ίδιων ουσιαστικών. Αρσενικού γένους είναι: 1. Τα ουσιαστικά που στην ονομαστική πτώση του ενικού αριθμού λήγουν σε σκληρό σύμφωνο, το οποίο, κατά κάποιο τρόπο, είναι ο χαρακτή- χαρακτήρας της λέξης. Οι καταλήξεις εμφανίζονται σ' όλες τις άλλες πτώσεις του ενικού και του πληθυντι- πληθυντικού αριθμού π.χ. СТОЛ, Дуб, бык, НОЖ, ёрш к. άλ. 2. Τα περισσότερα ουσιαστικά, που λήγουν σε μα- μαλακό σύμφωνο, ακόμα και σε ϋπ.χ. КОНЬ, зверь, шмель, врач, герой. 3· Μερικά ουσιαστικά, που έ- έχουν στην ονομαστική πτώση του ενικού αριθμού καταλήξεις άλλου γένους π.χ. σε а, Я: слуга, ста- староста καθώς και κύρια ονόματα: МЙша, Боря και μερικά άλλα. 4. Εε -О, -И: маэстро, кули. 5. Ουσι- Ουσιαστικά μεγεθυντικά με επίθεμα -ина, -ише: домина, домйше. 6. Ουσιαστικά цр επίθεμα -инка, -ЙШКО: шалунишка, ДОМИШКО. То γένος των ουσιαστικών δίνεται και στο λεξικό αμέσως μετά την κατάληξη του λήμματος: СТОЛ, -а α. Το α. σημαίνει αρσενικό (ουσιαστικό). Το Ίδιο γίνεται με τα ουσιαστικά θη- θηλυκού και ουδέτερου γένους, θηλυκού γένους είναι: 1. Τα περισσότερα απο τα ουσιαστικά, που έχουν κατάληξη στην ονομαστική πτώση του ενικού αριθμού -а, -Я: сестра, стена, земля, цапля. 2 Ενα μέ- μέρος των ουσιαστικών, που στην ονομαστική του ενικού αριθμού λήγουν σε μαλακό σύμφωνο: тень,мышь, сеть, НОЧЬ. 3. Μερικά άκλιτα, που λήγουν σε σκληρό σύμφωνο ή σε φωνήεντο: мадам, леди. Ουδέτερου γένους είναι: 1 Τα ουσιαστικά, που στην ονομαστική του ενικού αριθμού λήγουν σε -О, -е: ОКНО, ПО- ле. 2 Τα ανώμαλα ουσιαστικά, που στην ονομαστική πτώση του ενικού αριθμού λήγουν σε -МЯ και εί- είναι αυτά δέκα: имя, время, племя, семя, темя, вымя, бремя, пламя, стремя, знамя. 3- Ενα μέρος α- από τα άκλιτα (άψυχα): депо, пальто, рагу, такси. Ουσιαστικά έμψυχα και άψυχα Существительные одушевлённые ι неодушевлённые. Χαρακτηριστικό της ρωσικής γλώσσας είναι και ο χωρισμός των ουσιαστικών σε έμψυχα και άψυχα. Στα έμψυχα συμπεριλαβαινονται οι ονομασίες ανθρώπων και ζώων. Ολα τα άλλα ουσιαστικά ανήκουν στα άψυχα. Ηγραμματική τους διαφορά συνίσταται στο ότι στα έμψυχα ουσιαστικά αρσενικού γένους του ενικού και πληθυντικού αριθμού η αιτ-ιατική πτώση συμπίπτει με τη γενική, ενώ στα άψυχα η αιτια- αιτιατική συμπίπτει με την ονομαστική π. χ. нет лётчика, героя (γεν. πτώση)· вижу лётчика, героя (αιτ. πτώση)· ЭТО самолёт, отряд (ονομ. πτώση)· ВЙжу самолёт, отряд (αιτ. πτώση. То ίδιο παρατηρείται και στον πληθυντικό αριθμό και στα θηλυκά και στα ουδέτερα: нет братьев, сестёр, детей (γενική πτώση)· ВЙжу братьев, сестёр, Детей (αιτ. πτώση)· ЭТО города, Деревни, ПОЛЯ (ονομαστική πτώση)· ВЙжу города, Деревни, ПОЛЯ (αιτ. πτώση). Κυρίως αυτό ισχύει για τα αρσενικά και θηλυκά ουσιαστι- ουσιαστικά. Τα ουδέτερα είναι γενικά άψυχα, εκτός λίγων εξαιρέσεων, όπως η λέξη ДИТЯ καθώς και μερικών άλλων με κατάληξη -ище: чудовище, страшилище καθώς επίσης και μερικά ουσιαστικοποιημένα επίθετα ουδέτερου γένους: животное, млекопитающее, насекомое. Και αυτών ακόμα των ουδ. ουσιαστικών στον ενικό αριθμό η αιτιατική συμπίπτει πάντοτε με την ονομαστική πτώση. Μερικές σημασίες των πτώσεων (γενικής, οργανικής, προθετικής). 1. Η γενική πτώση και οι σημασίες της συμπίπτουν με την ελληνική.βασικά με δυο διαφορές, α) αυτή δείχνει ότι η ενέργεια μεταβαίνει όχι σ' όλο το αντικείμενο, αλλά σ' ένα μέρος αυτού: купил хлё-
794 ба, ВЫПИЛ ВОДЫ, ВЗЯЛ сахару δηλ, όχι όλο το ψωμί, όλο το νερό, όλη τη ζάχαρη, αλλά ένα μέρος απ' αυτά. Είναι η Ίδια η γενική διαιρεμένου όλου, που υπήρχε άλλοτε σε μας. β) Η γενική πτώση χρησι- χρησιμοποιείται, όταν δεν υπάρχει κάτι. Στην περίπτωση αυτή μπροστά απο το ουσιαστικό είναι απαραίτη- απαραίτητο να υπάρχει αρνητικό μόριο π. χ.нет хлеба, нет КНИГИ, нет денег. Ετα ονόματα αυτή χρησιμοποιεί- χρησιμοποιείται πολύ και σημαίνει το ολόκληρο, απο το οποίο παίρνομε ένα μέρος π. χ. стакан ВОДЫ, кусокхлёба. Εκτός αυτών η γενική της ρωσικής γλώσσας έχει και όλες τις άλλες σημασίες, που έχει η ελληνική γλώσσα. 2 Η οργανική πτώση (дворйтелышй Падёж) σημαίνει το όργανο ενέργειας (με την πλατιά ση- σημασία της λέξης) π. χ. пишу карандашом, ударил рукой, учуял сердцем. Επίσης δείχνει τον παράγο- παράγοντα, τον συντελεστή π. χ. встречен товарищем, сломано бурей, уничтожило пожаром, з Η προθετική πτώση. Αυτή η πτώση έχει κυρίως κατάληξη για τα αρσενικά -е, -И. Υπάρχουν όμως και μερικά ουσια- ουσιαστικά, που έχουν κατάληξη -у, -Ю, αν αυτά στην προθετική τονίζονται στη λήγουσα. Τα ονόματα αυτά είναι, κυρίως, μονοσύλλαβα. Προθετική πτώση υπήρχε και στη δική μας την αρχαΐζουσα. Η ρωσική γλώσσα, όπως και η ελληνική, έχει τρεις κλίσεις. Η πρώτη κλίση περιλαβαίνει, κυρίως, ουσιαστικά αρσενικού γένους και μερικά ουδέτερου γένους. δεύτερη κλίση περιλαβαίνει, κυρίως, ουσιαστικά θηλυκού γένους και μερικά αρσενικού και κοινού γένους. Ητρίτη κλίση περιλαβαίνει, κυ- κυρίως, ουσιαστικά θηλυκά, που λήγουν σε Ь· Τα ουδέτερα ουσιαστικά δεν αποτελούν ιδιαίτερη κλίση. Πιο κάτω δίνονται πίνακες των τριών κλίσεων των ουσιαστικών και κυρίως αυτών, που συμπεριλαβαί- νουν μεγάλο αριθμό ουσιαστικών του αυτού γένους. 01 κυριότερες ανωμαλίες που παρουσιάζουν τα ου- ουσιαστικά στην κλίση τους δίνονται στο λεΕικό, αμέσως μετά το λήμμα. ΠΡΟΤΗ ΚΛΙΣΗ Κλίση ουσιαστικών αρσενικού γένους. Σ κ λ η ρ ή κλίση. Ενικός αριθμός. Μαλακή κλίση Ενικός αριθμός. И. ВОЛ р. вола Д. волу в. вола т. волом звук звука звуку звук звуком шар шара шару шар зуб зуба зубу зуб шаром зубом п. (о) воле (о) звуке (о) шаре (о) зубе и. шмель р. шмеля д. шмелю в. шмеля т. шмелём п. (о) шмеле вихрь вихря вихрю вихрь вихрем (о) вихре конь коня коню коня конём (о) коне зверь зверя зверю зверя зверем (о) звере Πληθυντικός αριθμός. Πληθυντικός αριθμός. И. ВОЛЫ р. волов д. волам в. волов т. волами звуки звуков звукам звуки звуками шары шаров шарам шары шарами зубы зубов зубам зубы зубами и. р. Д. Βΐ т. шмели шмелей шмелям шмелей шмелями вихри вихрей вихрям вихри вихрями кони коней коням коней конями звери зверей зверям зверей зверями п. (о) волах (о) звуках (о) шарах (о) зубах п. (о) шмелях (о) вихрях (о) конях (о) зверях ΔΕΪΤΕΡΗ ΚΛΙΣΗ Κλίση ουσιαστικών θηλυκού γένους. Σ κ λ η ρ ή κλίση. Χ. ρ. Д. Β. Τ. π. Ενικός αριθμός. черта черты черте черту чертой (-ою) (о) черте игла иглы игле иглу ИГЛОЙ (-ОЮ) (об) игле слеза слезы слезе слезу слезой (-ого) (о) слезе Ενικός αριθμός. и. гора р. горы д. горе в. гору т. горой (-ою) п. (о) горе рыба рыбы рыбе рыбу рыбой (-ою) (о) рыбе муха мухи мухе муху мухой (-ою) (о) мухе- (Συνέχεια στην επόμενη σελίδα).
795 и. р. Д. в. т. п. к. р. д. в. т. п. и. р. д. в. т. п. Πληθυντικός αριθμός. черты черт чертам черты чертами (о) чертах клешня клешни клешне клешню клешнёй (-ею; (о) клешне клешни клешнёй клешням клешни клешнями (о) клешнях иглы игл иглам иглы иглами (об) иглах Μ α λ θ η λ Ε ν ι ι ноздря ноздри - ноздре ноздрю слёзы слёз слезам слёзы слезами (о) мухах α κ ή κ λ ί < υκό γένος л ό ς α ρ ι θ земля земли земле землю ι ноздрёй (-ею) землёй (-ею) (о) ноздре Π λ η θ υ > ноздри ноздрёй ноздрям ноздри ноздрями (о) ноздрях (о) земле ) τ ι κ ό ς α земли земель землям земли землями (о) землях горы гор горам горы горами (о) горах ϊ η . • μ ό ς . цапля цапли цапле цаплю цаплей (-ею) (о) цапле ρ ι θ μ ό ς . цапли цаплей цаплям цаплей цаплями (о) цаплях Πληθυντικός αριθμός. рыбы рыб рыбам рыб рыбами (о) рыбах ДЫНЯ дыни дыне дыню дыней (-ею) (о) дыне дыни дынь дыням дыни дынями @) ДЫНЯХ мухи мух мухам мух мухами (о) мухах Η κλίση αυτή περιλαβαίνει ουσιαστικά θηλυκού γένους, που λήγουν σε Ь στην ονομαστική πτώση. Πίνακας κλίσης. Ενικός αριθμός·, И. Ρ. Д. Β. Τ. Π. И. ρ. Д. Β. Τ. Π. ткань ткани ткани ткань тканью (о) ткани Π λ η θ υ ткани тканей тканям ткани тканями (о) тканях степь степи степи степь степью (о) степи ν τ ι κ ό ς степи степей степям степи степями '(о) степях мышь мыши мыши мышь мышью То) мыши α ρ ι θ μ мыши мышей мышам мышей мышами (о) мышах ночь ночи ночи ночь ночью @) НОЧИ ό ς. ночи ночей ночам ночи ночами (о) ночах Κλίση ουδέτερων ουσιαστικών σε -ο, ~е. Ε κ λ η ρ ή κλίση. Μαλακή κλίση. и. вещество ρ, вещества д. веществу в. вещество χ. веществом п. (о) веществе Ενικός болото болота болоту болото болотом (о) болоте αριθμός. ружьё ружья ружью ружьё ружьём (о) ружьё поле поля полю поле полем (о) поле занятие занятия занятию занятие занятием (о) занятии
796 II. р. Л. В. т. п. Ε Π \ вещества веществ веществам вещества веществами (о) веществах ν ι κ ό ς α ρ II. . ИМЯ ρ. имени д. имени в. имя т. именем ηθυντικός болота болот болотам болота болотами (о) болотах Κλίση ουσιαστικών ι Θ μ ό ς. п. (об) имени αρ ι β μ ό ς. ружья ружей ружьям ружья ружьями (о) ружьях ουδέτερου γένους Π λ η ПОЛЯ полей полям поля полями @) ПОЛЯХ σε -мя Θ υ ν τ ι κ ό имена имён именам имена именами (об) именах занятия занятий знятиям занятия занятиями (о) занятиях ς α ρ ι Θ μ ό ς. Σαν το ουσιαστικό ИМЯ κλίνονται ακόμα εννιά: бремя, время, ВЫМЯ, знамя, пламя, ШШМЯ, стремя, тёмя. Αυτά τα δέκα ουδέτερα ουσιαστικά δεν ανήκουν σε καμιά απο τις τρεις κλίσεις των ουσιαστι- ουσιαστικών της ρωσικής γλώσσας. Στη ρωσική γλώσσα, όπως και στην ελληνική, ο τόνος είναι μεταβατός, δηλαδή απο μια συλλαβή α- ανεβαίνει ή κατεβαίνει σ' άλλη συλλαβή, κατά την κλίση. Η ελληνική γραφή έχει τόνο στις πολυσύλ- πολυσύλλαβες λέξεις, η ρωσική όχι. Ιδιαίτερο γνώρισμα του τονισμού των ρωσικών λέξεων είναι ότι ο τόνος υπερβαίνει την προπαραλήγουσα π.χ. парикмахерская (τονιζόμενη η 411 συλλαβή), выпрокинуться (τονι- ζόμενη η 5η συλλαβή) ι ВШТукатуриТЬСЯ (τονιζόμενη η 6 συλλαβή). Η μη ύπαρξη τόνου στη γραφή των λέξεων, αναμφισβήτητα, δυσκολεύει κάπως στο σωστό τονισμό των λέξεων. Καλό Θα ήταν να υπήρχε τό- τόνος στα κείμενα, όμως, μια και, δεν υπάρχει, Θα περιοριστούμε στο λεξικό, που, εκτός των μονοσύλ- μονοσύλλαβων λέξεων, όλες οι άλλες λέξεις έχουν για τόνο μια οξεία. ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Τα επίθετα της ρωσικής γλώσσας έχουν και ομοιότητες και διαφορές, θα στβΒούμε στις κυριότερες διαφορές: 1. Τα επίθετα της ρωσικής γλώσσας στον πληθυντικό αριθμό έχουν μια κοινή κλίση και για τα τρία γένη (βλ. παρακάτω πίνακες κλίσης επιθέτων). 2 Ιδιαίτερο γνώρισμα της ρωσικής γλώσσας εί- είναι το ότι, παράλληλα με τα ακέραια επίθετα (полные прилагательные), υπάρχουν και βραχέα επίθε- επίθετα (краткие прилагательные): больной - болен, бедный - беден, верный - верен, современный - со- современен, болезненный - бОЛёзеН, безнравственный - безнравствен κ. άλ. Τα βραχέα επίθετα σχημα- σχηματίζονται απο τα ακέραια ποιοτικά επίθετα. Τα ακέραια επίθετα χρησιμοποιούνται για προσδιορισμοί των ουσιαστικών. Οταν όμως χρησιμοποιείται σαν βραχύ, τότε πια δεν χρησιμοποιείται σαν προσδιο- προσδιορισμός, αλλά σαν κατηγορούμενο στο περιφραστικό κ«τηγόρημα π. χ. красивый ДОМ (εδώ το επίθετο кра- СЙВЫЙ είναι προσδιορισμός στο ουσιαστικό ДОМ). Ομως, αν θα πούμε ДОМ красив, τα πράγματα αλλάζουν. Το ουσιαστικό ДОМ, που είχε μπροστά τον προσδιορισμό красивый, τώρα έγινε,συντακτικά, υποκείμενο, ο δε προσδιορισμός έγινε κατηγορούμενο. Το πρώτο μέλος του περιφραστικού κατηγορήματος δηλ. το συνδετικό ρήμα είναι, στον ενεστώτα παραλείπεται. Στους άλλους χρόνους (μέλλοντα και παρελθόντα) δεν παραλείπεται: дом будет красив, ДОМ был красив. То θηλυκό των βραχέων επιθέτων σχηματίζεται απο το αρσενικό, αν σ' αυτό προσθέσομε την κατάληξη а και ;τό ουδέτερο, αν προσθέσομε την κατά- κατάληξη О: красив, красива, красиво. Αυτά είναι τα τρία γένη στον ενικό αριθμό και δεν κλίνονται ού- ούτε στον ενι-ό ούτε στον πληθυντικό. Στην ονομαστική πληθ. για τα τρία γένη είναι красивы (άκλιτο). Κλίση επιθέτων. Με σκληρό χαρακτήρα της ρίζας. Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός, мужской род женский род средний род и. новый, молодой новая, молодая новое, молодое новые, молодые р. нового, молодого новой, молодой нового, молодого новых, молодых д. новому, молодому новой, молодой новому, молодому новым, молодым в. новнй, молодой κ. новую, молодую новое, молодое новые, молодые κ. не- ненового, молодого новую (-ой), молодою κ. вых, молодых • Т. НОВЫМ, МОЛОДЫМ (-0Й) НОВЫМ, МОЛОДЫМ НОВЫМИ, МОЛОДЫМИ п. (о) новом, (о) молодом (о) новой, (о) молодой (о) новом, (о) молодом (о) новых, (о) молодых
797 и. Р^ Д. В. т. п. Αρσ И. р. д. в. • ι. п. Ενικός СИНИЙ синего синему синий и синего синим (о) синем Ενικός . γένος. лисий лисьего лисьему лисий и лисьего лисьим (о) лисьем Μαλακή αριθμό СИНЯЯ синей синей синюю синею (-ей) (о) сшей κ λ ί σ ς. синее синего синему синее синим (о) синем Κλίση επιθέτων σε -ий, ~ья, ~ье αριθμός θηλ. γένος. лисья лисьей лисьей лисью лйсьею (-ей) (о) лисьей Ουδ. γένος. лисье лисьего лисьему лисье лисьим (о) лисьем η· Πληθυντικός αριθμός. синие синих синим синие и синих синими (О) СИНИХ < ножественное лисьи лисьих лисьим лисьи и лисьих лисьими (О) ЛИСЬИХ ч. Οι βαθμοί των επιθέτων. Οι βαθμοί των επιθέτων στη ρωσική γλώσσα είναι, όπως και στη δική μας# τρεις: положительная сте- степень (θετικός βαθμός), сравнительная степень (συγκριτικός βαθμός) και превосходная степень (υπερ- (υπερθετικός βαθμός). Υπάρχουν μονολεκτικοί βαθμοί (простые степени) και περιφραστικοί (сложные). О συγκριτικός βαθμός σχηματίζεται απο το θετικό βαθμό με την προσθήκη των επιθεμάτων -ββ, -ей π.χ. красивый - красивее и.красивей. Επίσης σχηματίζεται και με το επίθεμα е: высокий - выше, широ- широкий - шире. Μερικά επίθετα σχηματίζουν το συγκριτικό βαθμό απο άλλη ρίζα: хороший - лучше, ПЛО- ПЛОХОЙ - хуже. Επίσης και με το επίθεμα -ше: ТОНКИЙ - тонше, далёкий - дальше. Ακόμα και με το πρό- πρόθεμα по- π.χ. покрасивее, посильнее, подороже. Τα μονολεκτικά επίθετα του συγκριτικού βαθμού δεν έχουν αριθμό, γένη και πτώσεις. Ο περιφραστικός συγκριτικός βαθμός σχηματίζεται με την προσθήκη στο θετικό βαθμό των λέξεων бо- более (περισσότερο) και менее (λιγότερο) π.χ. сильный - более сильный, менее сильный; высокий-бо- высокий-более ВЫСОКИЙ, менее ВЫСОКИЙ. Μερικά επίθετα έχουν απλό και περιφραστικό συγκριτικό βαθμό π.χ.хру- π.χ.хрупкий - хрупче и более хрупкий. О υπερθετικός βαθμός είναι και αυτός μονολεκτικός και περιφραστικός. 0 μονολεκτικός σχηματίζε- σχηματίζεται με την προσθήκη των επιθεμάτων -еЙШ- και μετά τ*α χοντρά συριστικά (ШИПЯЩИе) -айш-, π.χ. ДО- брёЙШИЙ, грубейший, высочайший. Συνηθίζεται επίσης ο μονολεκτικός υπερθετικός βαθμός και με την πρόθεση ИЗ αμέσως μετά τον υπερθετικό: высочайший из всех о ψηλότερος απ' όλους. Σε μερικές πε- περιπτώσεις σχηματίζεται με την προσθήκη του ενθέματος Ш: ВЫСШИЙ, Худший, НИЗШИЙ. Κάποτε για - υ- υπέρταση του υπερθετικού βαθμού χρησιμοποιείται το πρόθεμα наи-, π.χ. НаисильнёЙШИЙ, НаиДОСТОЙнеЙ- ший. о περιφραστικός υπερθετικός βαθμός σχηματίζεται με δυο τρόπους: 1 Με την προσθήκη στο θετι- θετικό βαθμό των λέξεων самый, наиболее, наименее, π.χ. самый добрый, наиболее трудоёмкие, наименее приемлемый. 2 Με την προσθήκη στο συγκριτικό βαθμό της λέξης всех ИЛИ всего, π. χ. всех милее , всех румяней и белее, дороже всего. ТА ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ Και εδώ έχομε αριθμητικά ποσοτικά και τακτικά (количественные И порядковые) καθώς και αθροι- αθροιστικά (собирательные). Τα ποσοτικά είναι: один, два, три, четыре, ... десять, ... двадцать,. .... сто к. άλ. Τα τακτικά είναι: первый этаж, вторая страница, третье издание книги и т.д. Παρακάτω βλ. πίνακες κλίσης αριθμητικών καθώς και τον πίνακα ποσοτικών αριθμητικών και των αντίστοιχων τα- τακτικών. Τα αθροιστικά αριθμητικά είναι: двое, трое, четверо, пйтеро, шестеро, семеро, восьмеро, девятеро, десятеро. Τα αριθμητικά χωρίζονται σε τρία είδη, ανάλογα μετά μέλη (αριθμητικά που το αποτελούν). Ετσι έ- έχομε: 1. простые (απλά)· είναι αυτά που έχουν μια ρίζα: ОДИН, два, шесть, СТО; первый, второй, шестой, СОТЫЙ. 2 сложные (σύνθετα)· είναι αυτά που δυο λέξεις συνθέτουν μία:_πΐβΟΤΗέυΐΠβΤ^ ВО-
798 семьнадцать, семьсот} шестнадцатый, восьмидесятый, семисотый. 3 составные (συναποτελοϋμ,ενα), όταν δυο ή και περισσότερες λέξεις αποτελούν ένα ενιαίο όλο: сорок восемь, двести тридцать ПЯТЬ; СО- рок восьмой, двести тридцать пятый. Κλίση ποσοτικών αριθμητικών. αρσ. γένος. ουδ. γένος.. И. Ρ. Д. Β. Τ. Π. один одно одного одному как и. или р., как и. одним • :(об) одном θηλ. γένος. одна одной одной одну ОДНОЙ (-ОЮ) (об) одной πληθ. αριθ. одни одним как и. или р. (об) одних 5-го, эо и. два, две р. двух д. двум в. как и или р. т. двумя п. (о) двух три трёх трём как и. или р. тремя (о) трёх четыре четырёх четырём как и или р. четырьмя (о) четырёх пять пяти пяти пять пятью (о) пяти 50-80 200-400 500-800 и. пятьдесят р. пятидесяти д. пятидесяти в. пятьдесят т. пятьюдесятью п. (о) пятидесяти двести двухсот двумстам двести двумястами (о) двухстах пятьсот пятисот пятистам пятьсот * пятьюстами (о) пятистах и. в. 40, 90, 100 сорок, девяносто, сто р. д. т. п. сорока, девяноста, ста полтора, полторы полутора 150 и. в. полтораста р. д. т. п. полутараста 498 Составное количественное числительное а. в. четыреста девяносто восем р. четырёхсот девяноста восьми д. четырёмстам девяноста восьми т. четырьмястами девяноста восьмю п. (о) четырёхстах девяноста восьми Αθροιστικά αριθμητικά. и. оба р. обоих д. обоим в. как и. или р. т. обоими п. (об) обоих обе обеих обеим как и или р. обеими (об) обеих трое троих троим как и или р. троими (о) троих четверо четверых четверым как и. или р. четверыми (о) четверых
799 ΠΙΝΑΚΑΣ αριθμητικών ποσοτικών και αντίστοιχων τακτικών. 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 30 40 50 60 70 80 90 100 ϊοι 121 200 300 400 600 . 600. . 700 800 900 1000 1001 1021 1121 2000 2001 5000 40000 90000 100000 10000! 1000000 Ποσοτικά. один, одн1, одно два, две три · четыре пять - шесть' семь восемь девять десять одиннадцать две^дцвть тринадцать четырнадцать пятнадцать шестнадцать семнадцать восемнадцать девятнадцать двадцать двадцать один двадцать два тридцать сорок пятьдесят шестьдесят семьдесят восемьдесят девяносто сто ... сто один сто- двадцать одв» двести триста четыреста пятьсот шестьсот семьсот восемьсот девятьсот тысяча тысяча один тысяча двадцать один * тысяча сто двадцать один две тысячи две тысячи один . пять тысяч сорок тысяч девяносто тысяч сто тысяч сто тысяч одна миллион Τακτικά. первый второй . третий . четвёртый пятцй шестой седьмой восьмой девитый : десятый одиннадцатый двенадцатый ■ тринадцатый ·., · . четырнадцатый пятнадцатый шестнадцатый семнадцатый восемнадцатый девятнадцатый двадцатый двадцать первый двадцать второй тридцатый сороковой пятидесятый шестидесятый семидесятый восьмидесятый девяностый сотый сто первый сто двадцать первый, двухсотый трёхсотый . четырехсотый ПЯТИСОТЫЙ шестисотый семисотый восьмисотый девятисотый. тысячный тысяча первый тысяча двадиать первый тысяча сто двадцать первый двухтысячный две тысячи первый пятитысячный сорокатысячный девяностотысячный стотысячный сто тысяча первый миллионный Αριθμητικά κλασματικά. Αυτά, κατά γενικό κανόνα, σχηματίζονται με την προσθήκη του τακτικού αριθμητικού στο ποσοτικό1 αριθμητικό π.χ. одна пятая το ένα πέμπτο (μέρος του όλου), Три седьмых τρία έβδομα, девять Десятых εννέα δέκατα, семь СОТЫХ εφτά εκατοστά. Κατά την κλίση τους αλλάζουν και τα δυο μέλη. ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ И. три пятых Р. трёх пятых Д. трём пятым В. три пятых Т. тремя пятыми П. о трёх пятых τα τρία πέμπτα των τριών πέμπτων στα τρία πέμπτα των τριών πέμπτων με τα τρία πέμπτα για τα τρία πέμπτα.
800 ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ Οι αντωνυμίες της ρωσικής γλώσσας, ως προς τον καταμερισμό, δεν διαφέρουν оно τις δικές μας. Б τσι έχομε: 1. Личные (προσωπικές). 2. Возвратное (αυτοπαθής). 3. Притяжательные (κτητικές). 4. Указательные (δεικτικές). 5. Вопросительные (ερωτηματικές), 6. Относительные (αναφορικές)'. 7. Определительные (οριστικές). 8. Неопределённые (αόριστες). 9. Отрицательные (αρνητικές). И. ρ. Д. Β. Τ. Π. , Κλίση προσωπικών я меня мне меня мною (~ой) (обо) мне αντωνυμιών 1ου МЫ нас нам нас нами (о) нас , 2°" προσώπου. ТЫ тебя тебе тебя тобою (-ой) (о) тебе вы вас вам вас вами (о) вас Κλίση αντωνυμίας 3ου προσώπου και της αυτοπαθοΰς. И. ρ. Д. Β. Τ. Π. αρσ. κ. ουδ. γένος. ОН, ОНО его ему его им (о) нём θηλ она её ей её ею (о) . γένος. (-ей) ней Πληθ. αριθμός. ОНИ ИХ им их ими (О) НИХ Αυτοπαθής αντωνυμία. _ себя себе себя собою (-ой) (о) себе Οι αντωνυμίες του 10ν και 20ν προσώπου δεν έχουν γένη. Εχουν ένα τύπο και για τα τρία γένη. Αντί- Αντίθετα η αντωνυμία του 3°" προσώπου στον ενικό αριθμό έχει και τα τρία και τις πτώσεις. Στον πλη- πληθυντικό δεν έχει γένη, αλλά έναν τύπο και για τα τρία γένη. Η αυτοπαθής «ντωνυμία έχει μόνο ενι- ενικό αριθμό και πέντε πτώσεις. Δεν έχει ονομαστική. Στις πλάγιες πτώσεις της προσωπικής αντωνυμίας του 3°" προσώπου και στον ενικό και στον πληθυντικό και στην αρχή αυτής προστίθεται ένα Η, спро- сйл его — был у него, рад ему — пришёл к нему, сказал ей —разговаривал с ней. Κλίση των αντωνυμιών кто, что, никто, ничто, некого, нечего. и. кто р. кого д. кому в. кого т. кем п. (о) ком что чего чему что чем (о) чём никто никого никому никого никем ни о; ком ничего ничзго ничему ни на что ничем ни о чём — не у кого некому некого некем не о ком — не у чего нечему нечего, не на что нечем не о чём •Κλίση κτητικών αντωνυμιών: МОЙ, ТВОЙ, СВОЙ, чей, наш, ваш. . и. р. д. в. т. п. ΐ ν МОЙ как и. ικός αριθμός Αρσ. κ. ουδ. моё моего моему или р. как и. моим (о) моём • θηλυκό МОЯ моей моей мою . моей (-ею) (о) моей Πληθυντικός αριθμός. МОЙ МОИХ моим как и. или р. моими (О) МОИХ
Εν ι н 6 ς 801 αριθμός. Αρσ. και ουδ. γένος. И. Ρ. Д. Β. τ. π. нашего наш как и. или в. нашим (о) нашем наше как и. θηλ. γένος. наша нашей нашей нашу нашей (-ею) (о) нашей Πληθυντικός αριθμός. наши наших нашим как и. или р. нашими (о) наших Κατά το παροσιάνω υπόδειγμα κλίνονται οι αντωνυμίες: твой, СВОЙ, чей. Κατά το υπόδειγμα κλίνεται και η αντωνυμία ваш. Κλίση των αντωνυμιών... ЭТОТ, ТОТ, СЭМ, весь. наш и. р. д. в. т. п. и. р. д. в. т. п. Е. р. д. В. Т. п. и. р. д. в. т. Д. Ενικό Αρσ. και ουδ. ЭТОТ этого этому как и. или р. этим (об) этом тот того тому как и. или р. тем (о) том сам самого самому самого самим (о) самом весь всего всему как и. или р. всем (обо) всём ς αρ γένος. это это то то само само всё всё ι θ μ ό ς θηλ. γένος. эта этой этой эту ЭТОЙ (-ОГО) (об) этой та той той ту ТОЙ (-010) (О) ТОЙ сама самой самой самую * самой (-ою) (о) самой вся всей всей всю всей (-ею) (обо) всей Πληθυντικός αριθμός. ЭТИ ЭТИХ этим как и или р. этими (об) этих те тех тем как и. или р. т*еми (о) тех сами самих самим самих самими (о) самих все всех всем как и. или р. всеми (обо) всех ТО ΡΗΜΑ Τα ρήματα της ρωσικής γλώσσας, στη δομή τους, έχουν πολλές ομοιότητες με τη δική μας και ιδι- ιδιαίτερα με την καθαρεύουσα. Δε θα ασχοληθώ εδώ με γραμματικές ομοιότητες και λεπτομέρειες. £κο- ■πός μου είναι να δώσω απάντηση, κατά την κρίση μου, σε ερωτήματα και απορίες, που μπορεί να γεν- γεννηθούν στον αναγνώστη. Γραμματικά στοιχεία, και μάλιστα κάπως απαραίτητα, δίνονται στο λεξικό α- αμέσως μετά το λήμμα. ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ 1. Неопределённая форыа глагола ИЛИ инфинитив - το απαρέμφατο. То απαρέμφατο θεωρείται σαν η αφετηρία του όλου συστήματος των ρημάτων. Υπάρχουν δυο απαρέμφατα: ένα για τα ρήματα διαρκείας
802 κι ένα άλλο για το ρήματα στιγμιαία π.χ. ВЫПОЛНЯТЬ р.δ., ВЫПОЛНИТЬ р.σ.; решать р.б. решить р.σ. Τα ρήματα της ενεργητικής φωνής στο απαρέμφατο λήγουν α) σε -ТЬ - писать, ВЙДеть β) σε-ти: не- стй, везти. 2. залоги глагола (οι διαθέσεις του ρήματος), οι διαθέσεις των ρημάτων είναι τρεις, α) .Действи- .Действительный (ενεργητική): сестра ГОТОВИТ ужин η αδερφή ετοιμάζει το δείπνο, β) ВозвраТНО-срёдныЙ(Μέ- ВозвраТНО-срёдныЙ(Μέση). Αυτή σχηματίζεται απο τα ενεργητικά ρήματα με την προσθήκη του επιθέματος -СЯ; Остановить ΚΟ- гб-либо, чего-либо σταματώ κάποιον, κάτι- остановиться (самому) - σταματώ ο ίδιος, γ) Страдатель- Страдательный (Παθητική). Αυτή σχηματίζεται όπως και η Μέση διάθεση και δείχνει ότι το υποκείμενο παθαίνει (δέχεται) μια ενέργεια απο το υποκείμενο σε πλάγια πτώση, οργανική (ТВОрЙтеЛЬНЫЙ), Λ.χ. Шахтёры ВЫПОЛНЯЮТ План - план выполняется шахтёрами. Από να ρήματα ενεργητικής φωνής, που λήγουν στο α- απαρέμφατο σε -ТЬ, -ТИ σχηματίζονται τα παθητικά ρήματα με την προσθήκη των μορίων -СЯ, -СЬ;стро- ИТЬ - СТрОИТЬСЯ, нести - нестись. Τα επιθέματα αυτά СЯ, СЬ αντιστοιχούν με τα δικά μας: -ομαι,, -οϋμαι, -ιέμαι. 3· ВИДУ ГЛагОЛОВ (Τα είδη των ρημάτων), ο χωρισμός των ρημάτων σε δυό είδη δεν υπάρχει στη γλώσσα μας, γι1 αυτό πρέπει να τα προσέΕομε περισσότερο και να τα χρησιμοποιούμε έ- έτσι πιο σωστά. Τα είδη αυτά είναι: несовершенный вид (είδος διαρκείας) και совершённый ВИД (εί- (είδος στιγμιαίο). Η χρησιμοποίηση των δυο αυτών προσδιορισμών των ρημάτων καθιερώνεται έτσι, γιατί πιο πολύ ταιριάζει στην απόδοση της σημασίας στα ελληνικά, για τον προσδιορισμό του μέλλοντα ως διαρκή, καθώς και για τον παρατατικό, γιατί και ο παρατατικός σημαίνει παράταση (διάρκεια) της ε- ενέργειας. Επίσης διάρκεια της ενέργειας σημαίνει και ο ενεστώτας^ στο παρόν. Κι έτσι απο το απαρέμ- απαρέμφατο διαρκείας σχματίζονται οι χρόνοι: ενεστώτας, μέλλοντας διαρκής και ο παρατατικός. Совершён- Совершённый ВИД (είδος στιγμιαίο). Από то απαρέμφατο στιγμιαίου είδους σχηματίζονται οι χρόνοι των ρημά- ρημάτων, που φανερώνουν πως η ενέργεια τέλειωσε ή θα τελειώσει οριστικά. Οι χρόνοι αυτοί είναι ο μέλ- μέλλοντας ο στιγμιαίος και ο αόριστος. Γι' αυτό απο το απαρέμφατο στιγμιαίου είδους σχηματίζονται οι χρόνοι μέλλοντας στιγμιαίος και ο αόριστος, π.χ. сёять (απαρέμφ.), сёю, се ешь κλπ. (ενεστώτας), сёял (παρατατικός), буду сёять (μέλλοντας διαρκής). Και οι τρεις αυτοί οι χρόνοι είναι διαρκούς είδους. Το απαρέμφατο στιγμιαίου είδους Посеять έγινε απο το απαρέμφατο διαρκούς είδους сёять με την προσθήκη του προθέματος ПО και έτσι απ' εδώ γίνονται οι χρόνοι: Посёю (μέλλοντας στιγμιαίος) και Посеял (αόριστος). Τρόποι σχηματισμού των ειδών των ρημάτων. Τα είδη των ρημάτων σχηματίζονται, κυρίως, με πρόθεμα και επίθεμα σ' αυτά: бежать (ρ.δ.)-ΒΟ- бежать (ρ.σ.), добежать (р.σ.), забежать (р.σ.), побежать (ρ.σ.), прибежать (р.σ.). Τα προθέμα- προθέματα αυτά είναι: в- (-во-), Β3- (взо-, вс-), вы-, до-, за-, из- (изо-, ис-,), нат, над- (надо), о- (об-, обо-), от-, (ото-), пере-, по-, под-, (подо-), при-, про-, раз-, (разо- рас-), с- (со-), у-, Недо-. Επίσης πολλά ρήματα στιγμιαία σχηματίζονται με το επίθεμα -ну- : брызгать (ρ. δ.) брыз- брызнуть (ρ.σ.), качать (р.δ.) - качнуть (р.σ.)- Υπάρχουν και μερικά ρήματα, που το στιγμιαίο είδος σχηματίζεται ανώμαλα, χωρίς να αποτελεί συγγενική λέξη: брать (ρ.δ.) -ВЗЯТЬ (р.σ.), ГОВОРИТЬ (р. δ.) - сказать (р.σ.) και μερικά άλλα. Πολλά ρήματα διαρκείας γίνονται απο στιγμιαία με τα επιθέ- επιθέματα: -ыва- (-ива-), -ва, -а, (-я ): перекрасить (р.σ.) - перекрашивать (р.δ.)» подкрасить (р. σ.) - подкрашивать(р.6.) к. άλ. 4. Спряжения глаголов (συζυγίες των ρημάτων). Υπάρχουν δυο συ- συζυγίες των ρημάτων. Η πρώτη συζυγία περιλαβαίνει ρήματα, που έχουν καταλήξεις στον ενεστώτα -у (-ю), -ешь, -ет, -ем, -ете, ут (-ют): работа-ю, работа-ешь, работа-ет, работа-ем, работа-ете, рабОта-ЮТ; ПИШ-у, ПЙШ-ешь, ПЙШ-ет, пйш-ем, ПЙШ-ете, ПЙШ-ут. Η δεύτερη συζυγία περιλαβαίνει ρή- ρήματα, που έχουν καταλήξεις στον ενεστώτα; -у (-ГО), -ИШЬ, -ИГ, -им, -иге, -ат (-ЯТ): ДЫШ-у, ды- ш-ишь," дыш-ит, дыш-да, дыш-ите, дыш-ат; стро-ю, стро-ишь, стро-ит, стро-им, стрс—ите, стро-ят. Γτην παθητική φωνή η κλίση της ενεργητικής φωνής παραμένει η ίδια με τη· διαφορά ότι στο τέλος προστίθεται το επίθεμα -ся (-сь): возьм-у-сь, возьм-ёшь-ся, возьм-ёт-ся, возьм-ём-ся, возьм-ё- те-сь, возьм-ут-ся; держ-у-сь, дёрж-ишь-ся, дёрж-ит-ся, дёрж-им-ся, дёрж-ите-сь, дёрж-ат-ся. 01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ Οι χρόνοι των ρημάτων είναι τρεις για τα ρήματα διαρκείας: настоящее (ενεστώτας), будущее (μέλ- (μέλλοντας), прошёдщее (παρατατικός). Τα στιγμιαία ρήματα έχουν δυο χρόνους: μέλλοντα και αόριστο. Ο ενεστώτας. 0 ενεστώτας των ρημάτων σχηματίζεται απο το θέμα του απαρεμφάτου και τις καταλήξεις των δυο συ- συζυγιών βλ. αμέσως πιο πάνω συζυγίες (πρώτη και δεύτερη) και σημαίνει ότι η ενεργείΛ γίνεται τη στιγμή που μιλάμε.
803 Κλίση Πρώτη συζυγία нести Ε ν Я несу ты несёшь он (она, оно) несёт Π λ η θ υ мы несём вы несёте они несут ρημάτων στον читать Ι κ ό ς α ρ ι читаю читаешь читает ν τ ι κ ό ς α читаем читаете читают ενεστώτα. Δεύτερη лежать θ μ ό ς . лежу лежишь лежит ρ ι θ μ ό лежим лежите лежат συζυγία строить строю строишь строит ς. строим строите строить Κλίση ρημάτων στο μέλλοντα διαρκή. Ο μέλλοντας διαρκής σχηματίζεται απο τον ενεστώτα του ρήματος СЫТЬ και απο το ρήμα, που θέλομε να κλίνομε. Αυτός ο μέλλοντας κλίνεται περιφραστικά. То (Зуду, будешь, будет, будем, будете, будут αντιστοιχεί στο δικό μας μελλοντικό μόριο θα. я буду ты будешь он (она, оно) π мы будем вы будете они будуть Ε ν ι будет λ η θ κ ό ς α ρ слушать - » » υ ν τ ι κ ό слушать » * ι θ μ ό ς. делать >: »- ς αριθμός. делать » » решахь ь решать Κλίση ρημάτων στο στιγμιαίο μέλλοντα. Ο μέλλοντας στιγμιαίος σχηματίζεται απλά με τις καταλήξεις του ενεστώτα και το θέμα του δικού του απαρεμφάτου. Υποδείγματα: услышать, сделать, вспахать, решить. я услышу ты услышишь он (она, оно) Π мы услышим вы услышите они услышат и х ό ; услышит λ η θ υ ν α ρ ι θ μ сделаю сделаешь сделает τ ι κ ό ς сделаем сделаете сделают ό ς. в сп ахаю бспахаешь в сп ахает αριθμός. вспахаем вспахаете в сп ахают решу решишь решит решим решите решат О παρελθόντος χρόνος. Η ρωσική γλώσσα έχει επίσης και δυο παρελθόντες χρόνους: διαρκείας (παρατατικός) και στιγμιαίο (αόριστο). Και οι δυο σχηματίζονται απο το απαρέμφατο, αν στο χαρακτήρα αυτού προσθεσομε το γράμ- γράμμα Л π;χ. играть - играл, сыграл, решать - решал, решил. Αυτό είναι το πρώτο πρόσωπο του παρα- παρατατικού και αορίστου του αρσενικού γένους. Αλλάζουν τα πρόσωπα, οι προσωπικές αντωνυμίες: ТЫ ИГ- рал, ТЫ сыграл, ОН играл, ОН сыграл. Για να σχηματιστεί το θηλυκό γένος, προσθέτομε στο τέλος του αρσενικού γένους του παρελθόντος χρόνου την κατάληξη а και τότε έχομε: играла, сыграла. То ουδέ- ουδέτερο γένος σχηματίζεται κατά τον Ίδιο τρόπο, αν προσθέσομε το γράμμα ο, οπότε έχομε: играло, СЫГ- рало. О πληθυντικός αριθμός σχηματίζεται για όλα τα γένη και τα πρόσωπα, αν στο τέλος τον αρσενικού γένουςΤ προσθέσομε το φωνέντο И: играли, сыграли π. χ. мы играли- сыграли, вы иг- играли - сыграли,· ОНИ играли - сыграли. Κατά τον ίδιο τρόπο σχηματίζουν τον παρελθόντα χρόνο πολύ μεγάλος αριθμός ρημάτων. Υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως; трясть - трял, сесть - сел, вести - вёл, плести - ПЛёл, чвестй - ЦВёл. Επίσης υπάρχουν και μερικά ρήματα σε -нуть: увянуть - увял к. άλ.
804 ϊπάρχουν και άλλες μερικές ηεριπτάσεις ανωμαλίας σχηματισμού των ρημάτων, οποίες δίνονται μέσα στο λεξικό αμέσως μετά το λήμμα. Βλέπε κλίση ρημάτων στον παρελθόντα χρόνο στον πίνακα σελ. 806. Εγκλίσεις Οι εγκλίσεις είναι τρεις: α) изъявительное (οριστική), β) сослагательное (υποθετική), γ) пове- повелительное (προστακτική). Η οριστική και η προστακτική υπάρχουν και στη δική μας γραμματική. Αυτή που δεν υπάρχει είναι η υποθετική. Αυτή σημαίνει ότι, αυτός που ομιλεί, εκφράζει προϋπόθεση δυ- δυνατή ή ευκτέα (κάποτε και στη δική μας γραμματική υπήρχε και ευκτική έγκλιση). Χαρακτηριστικό αυ- αυτής της έγκλισης είναι ότι το ρήμα χρησιμοποιείται στον παρελθόντα με το μόριο бы ή б: читал бы, читала бы, читало бы, читали бы. То μόριο αυτό μπορεί να αποσπαστεί απο το ρήμα και να ενωθεί με οποιαδήποτε άλλη λέξη στην πρόταση. Συχνά το μόριο αυτό συναντιέται σαν συνδυασμός με τους υπο- υποτακτικούς συνδέσμους что, если, когда, хотя και хоть'- что бы, если бы, когда бы, хотя бы, хоть бы. Την κλίση των εγκλίσεων βλ. στο γενικό πίνακα της κλίσης των ρημάτων σελ. 806. Μετοχή Οι μετοχές της σύγχρονης ρωσικής γλώσσας καθορίζονται απο τις ρηματικές κατηγορίες, α) της δι- διάθεσης - μετοχές ενεργητικές και παθητικές, β) του χρόνου - μετοχές ενεστώτα και παρελθόντα, γ) του είδους - μετοχές ρημάτων διαρκείας και στιγμιαίων. 1. Ενεργητικές μετοχές (действительные причастия). Αυτές οι μετοχές σχηματίζονται απο το θέμα του ενεστώτα των ρημάτων διαρκείας με το επίθεμα -уЩ- (-ПЦ-) για τα ρήματα της πρώτης συζυγίας και -ащ- (-ЯЩ-) για τα ρήματα της δεύτερης συζυγί- συζυγίας, π.χ. ЗОВУЩИЙ, ПИШУЩИЙ, КОЛПЦИЙ, ПОЯЩИЙ, ВОРЧаЩИЙ, бёгаПЦИЙ, ГОВОРЯЩИЙ, СТОЯЩИЙ. Κλίνονται οι μετοχές αυτές, όπως και τα επίθετα με καταλήξεις: -ИЙ, -ая, -ее. 2. Ενεργητικές μετοχές παρελθόντος χρόνου. Σχηματίζονται αυτές απο το θέμα του παρελθόντα χρόνου των ρημάτων διαρκείας και στιγμιαίων με επίθεμα -ВШ- π.χ. ГОрё-Л - горевший, Да-Л - даВШИЙ, ЛЮбЙ-Л - ЛЮбЙВШИЙ κλπ. Επίσης και με το ε- επίθεμα Ш, όταν το θέμα στον παρελθόντα λήγει σε σύμφωνο: ИССОХ - ИССОХШИЙ, нёс - Нёсший, погиб - Погибший κ. άλ. Κλίνονται και αυτές σαν τα επίθετα με κατάληξη: -ИЙ, -ая, -ее. 3 . Μετοχές των ρημάτων με μέση διάθεση. Αυτές οι μετοχές σχηματίζονται όπως οι ενεργητικές, με τη διαφορά ότι στο τέλος αυτών προστί- προστίθεται το μόριο -ся: нестись - несущийся, скрыться - скрывшийся κλπ. Κλίν«νται όπως ακριβώς και οι ενεργητικές μετοχές, με τη διαφορά ότι το μόριο -СЯ παραμένει άκλιτο σε όλες τις πτώσεις του ενικού και πληθυντικού και στα τρία γένη, βλ. παρακάτω πίνακα κλίσης παθητικής μετοχής. Ε ν ι Αρσ. γένος. И. Ρ· Д. Β. Τ. Π. строящийся строящегося строящемуся строящийся строящимся (о) строящемся Π λ η κ ό θ υ И. ρ. Д. Β. Τ. Π. ς αριθμός. θηλ. γένος. едроящаяся строящейся строящейся строящуюся строящейся строящейся ντικός αρ строящиеся строящихся строящимся строящиеся строящимися (о) строящихся Ουό· γένος. строящееся строящегося строящемуся строящееся строящимся строящемся ι θ μ ό ς,. Αυτές οι μετοχές σχηματίζονται απο τα μεταβατικά ρήματα διαρκείας με το επίθεμα -Μ- (-ем-,-Ш-). Το επίθεμα -ем- προστίθεται στο θέμα του ενεστώτα των ρημάτων της πρώτης συζυγίας- το βΐίθεμα -ИМ- προστίθεται στο θέμα του ενεστώτα των ρημάτων της δεύτερης συζυγίας, οι παθητικές μετοχές του ενεστώτα έχουν βραχεία και ακέραια μορφή: атакуем - атакуемый, любим - любимый. Οι παθ. μετο- μετοχές παρελθ. χρόνου σχηματίζονται με τα επιθέματα; -ΗΗ-, -енн-, -Τ-: прочитат-Ь - прочитанный, вы- вырасти - выращенный, убит—убитый.
805 ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΤΥΠΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ Ρήματα μεταβατικά. Ρήματα αμετάβατα. Ρήματα διαρκείας, читать видеть слушать выполнять Ρήματα στιγμιαία, прочитать увидеть прослушать выполнить Ρήματα διαρκείας, ехать Ρήματα στιγμιαία, приехать Μετοχή ενεργητική. Ενεστώτας читающий видящий слушающий выполняющий 1 1 1 1 едущий ϋαρελθόντας χρ. читавший видевший слушавший выполнявший прочитавший увидевший прослушавший выполнивший ехавший приехавший Μετοχή παθητική. ■* Ενεστώτας читаемый видимый слушаемый выполняемый — — Παρελθοντας χρ. читанный виденный прочитанный увиденный прослушанный выполненный — ΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤ0ΣΗ Η επιρρηματική μετοχή είναι τέτοιος τύπος του ρήματος, που έχει γνωρίσματα μετοχής και επιρρή- επιρρήματος. Οι επιρρηματικές μετοχές σχηματίζονται με τους παρακάτω τρόπους; ί. Απο ρήματα διαρκείας απο το θέμα του ενεστώτα του τρίτου προσώπου με προσθήκη των καταλήξεων -а (-я): стуча, играя. 2. Απο ρήματα στιγμιαία με επιρρηματική κατάληξη -Я; пройдя, проведя. 3. Απο ρήματα στιγμιαία και απο το θέμα του παρελθόντος χρόνου με επιρρηματικές καταλήξεις: -Β, -вши, -ши π.χ. выскочив и выскочивши, открыв и открывши, прочитав и прочитавши, заперши. Απο τα μέσα και παθητικά ρήματα η επιρρηματική μετοχή σχηματίζεται με την προσθήκη στο τέλος του μορίου -сь: признавши - признавшись, простившись. 4. Απο ρήματα διαρκείας επιρρηματικές μετοχές на -В, -ВШИ, -ШИ συναντούνται μόνο στο γραπτό λό- λόγο: быв, имев, жавши, не видевши. Η χρήση της επιρρηματικής μετοχής με επίθεμα -учи (-ГОЧИ) είναι σήμερα πολύ περιορισμένη, μόνο μία, σχεδόν, απόμεινε σε χρήση η будучи.
806 Απαρέμφατο -с- ж о α о -ρ· я; ω Φ !н Προστακτική ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ] ΚΛΙΣΗΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ Ρήματα διαρκείας ВЫПОЛНЯТЬ■ строить Ενεστώτα Я ВЫПОЛНЯЮ ты выполняешь он, она, оно выполняет мы выполняем вы выполняете они выполняют Пар Я, ТЫ, ОН ВЫПОЛНЯЛ я, ты, она выполняла оно выполняло мы > вы они выполняли • Π ε ρ ι φ ρ α с я буду ты будешь он она оно • будет мы будем вы будете они будут выполнять я, ты, он выполнял бы я, ты, она выполняла бы оно выполняло бы мы "Ι вы 1 выполняли бы они 1 выполняй выполняйте строю строишь строит строим строите строят ελθόντας строил строила строило строили Μέλλοντα 7 τ ι κ ό ς буду будешь будет будем будете будут » строить строил бы строила бы строило бы строили бы строй стройте Ρήματα выполнить και στιγμιαίων στιγμιαία построить ς χρόνος выполнил выполнила выполнило выполнили ς Α π λ выполню выполнишь выполнить выполним выполните выполнят выполнил бы выполнила бы выполнило бы выполнили бы выполни выполните построил построила построило построили ό ς построю построишь построит построим построите построят построил бы построила бы построило бы построили бы построй постройте
807 ΤΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ Τα επιρρήματα στη ρωσική γλώσσα χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. 1. Ποιοτικά (качествен- (качественные). 2. Προσδιοριστικά (обстоятельственные). Ποιοτικά επιρρήματα. Αυτά, κυρίως, σχηματίζονται απο τα επίθετα με τις καταλήξεις: -О, -е, -ски (με το πρόθεμα ΠΟ- ή και χωρίς αυτό) καθώς και απο ουσιαστικά ή τα ίδια είναι πρωτότυπα; бойко,, быстро, громко, ДИ- ДИКО, злобно, радостно; блестяще, потрясающе; дружески, иронически, кое-как., как-нибудь, наотрез. Σ1 αυτή την κατηγορία συμπεριλαβαίνονται και τα ποσοτικά επιρρήματα; гораздо, едва-едва, ёле- еле, капельку, крошечку, нисколько, очень, совсем, вовсе (не) και πολλά άλλα. ο συγκριτικός βαθ- βαθμός της παραπάνω κατηγορίας σχηματίζεται με την κατάληξη -ее (твй), -Ше, -е: ВОЛЬНО - вольнее к. ВОЛЬНёЙ, сухо - суше, ярко - ярче. Μπορεί ο συγκριτικός βαθμός των επιρρημάτων να συνδυαστεί με το πρόθεμα по-, οπότε· προσδίνει σημασία ηπιότητας; повыше, получше, поярче. Μερικά επιρρήματα στο συγκρ. βαθμό έχουν δυο μορφές: более και больше, далее και дальше, менее και меньше, позднее και позже, ранее και раньше, ловчее και ловче κ. άλ. ο υπερθετικός βαθμός αυτών σχηματίζεται με τα επιθέματα -айш-е (-ейш-е): нижайше, строжайше, малейше, покорнейше κ. άλ., το ίδιο, όπως και τα επίθετα απο τα οποία σχηματίζονται. Προσδιοριστικά επιρρήματα. Αυτά χωρίζονται σε: τροπικά, χρονικά, τοπικά, μέτρου και βαθμού, αιτίας, σκοπού, βλ. παρακάτω πίνακα αυτών των επιρρημάτων. Είδη επιρρημάτων. Είδη 1. Наречия образа действия επιρρήματα τροπικά 2. Наречия времени επιρ- επιρρήματα χρονικά. 3. Наречия места 4. Наречия меры и степени επιρ. μέτρου και βαθμού. 5. Наречия причины επιρ- επιρρήματα αιτίας. 6. Наречия цели επιρρή- επιρρήματα σκοπού. Ερωτήματα στα οποία απαντούν как? πως; каким об- образом? με τι τρό- τρόπο; КОГДа? πότε; где? куда? που; откуда? απο πού; сколько? насколь- насколько? πόσο; почему? отчего? γιατί; απο τι; с какой целью? для чего? με ποιο σκοπό; Παραδε ιγματα хорошо, быстро, по-новому, геройски, набело, верхом, еле-еле, так, вдруг, никак. сегодня, вчера, утром, зимой, накануне, сей- сейчас, никогда, некогда, здесь, там, вблизи, везде, дома, сюда, оттуда, на право, нигде, никуда. ,, много, дважды, впятеро, очень, весьма, совсем. сгоряча, со зла, сослепу, назло, нарочно, незачем. ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ- ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ - ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ - ΜΟΡΙΑ Αυτά τα μέρη του λόγου μοιάζουν κατά ένα μέρος με τα δικά μας. Λεπτομέρειες για το κάθε επιφώ- επιφώνημα, πρόθεση, σύνδεσμο και μόριο δίνονται στο λεξικό, όπως και οι λέξεις των άλλων μερών του λόγου. Π.χ. Επιφωνήματα: увы, βΧκλπ. Προθέσεις: за, перед κλπ. Σΰνδεσμοι: И, ИЛИ, ДО κλπ. Μόρια: же,' даже, ли, лишь κλπ.
808 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ανωμαλιών των κλιτών μερών του λόγου. алчу, алчешь см. алкать.. башу см. басить. бёй(ся) см. бйть(ся). беру(сь), берёшь(ся) см. брать(ся). блюю, блюёшь см. блевать. брёю( сь), брёешь( ся) см. брйть( ся). бью(сь), бьёшь(ся) см. бить(ся). вам, вами, вас см. вы. вёй(ся) см. вить(ся) возьму(сь), возьмёшь(ся) см. 'взять(ся), вопьпюсь, вопьёшься см. впиться - вою, воешь см. выть воюю, воюешь см. воевать. впейся см впиться. вши см. вошь. вью(сь), вьёшь(ся) см. вйть(ся). гоню(сь), гонишь(ся) см. гнать(ся). гуду, гудёшь см. густи. гужу см. гудеть и густи. дадйм( ся), дадите( сь) см. дать( ся). дам(ся) см. дать(ся). даст(ся) см. дать(ся). дашь(ся) см. дать(ся). даю(сь), даёшь(ся) см. давать(ся). двум, двумя, двух см. два. дёну(сь), дёнешь(ся) см. деть(ся). деру(сь), дерёшь(ся) см. драть(ся) дную, днуешь см. дневать. дня см. день. дойму, доймёшь см. донять. донья см. дно дуюСсь), дуешь(ся) см. дуть(ся). едим, едите, едят см. есть'. еду, едешь см. ехать. ёдучи см. ехать. ей см. она. ел, ела, ело см: есть! ем см. есть'. емлю, ёмлешь см. имать. ему см. он. ешь см. есть! ею см. она. жгУ(сь) см. жёчь( ся). жёг(ся), жгла( сь), жгло(сь) см. жечь(ся). жжёшь(ся) см. жечь(ся). живу, живёшь см. жить. жму(сь), жмёшь(ся) см. жать(ся) жну, жнёшь см. жать? жую, жуёшь см. жевать. займа см. заём. займу(сь), займёшь(ся) см. занять(ся). зайца см. заяц. зову(сь), зовёшь(ся) см. звать(ся). зол см. зло. зорю см. заря. зужу см. зудеть2. изьёмлю, изьёмлешь см. изымать. изыму, изымешь см. изъять им, ими см. они. кажу см. кадить. кажу(сь) см. казать(ся). качу(сь) см. катйть(ся). кем см. кто. клюётся см. клеваться. клюю, клюёшь см. клевать. кого, кому, о ком см. кто. кошу см. косить! кошу(сь) см. косить(сяJ. кощу см. костить. крою(сь), кроешь(ся) см. крыть( ся). куёт(ся) см. ковать(ся). кучу см. кутить. кую, куёшь см. ковать. лажу см. ладить. лащусь см. ластиться. лаю(сь), лаешь(ся) см. лаять(ся). лба см. лоб. лгу см. лгать. лей(ся) см. лйть(ся). лечу см. лететь. лжёшь см. лгать. лжи см. ложь. < лижу(сь), лйжешь(ся) см. лизать(ся) лужу см. лудить. льва см. лев. льда см. лёд. льёт(ся) см. лйть(ся). лью, льёшь см. лить. льна см. лён. лыцу(сь) см. льстйть(ся). ляг см. лечь. лягу, ляжешь см. лечь. мажу(сь), мажешь(ся) см. мазать(ся) машу, машешь -см. махать. мёлет(ся) см. молоть(ся). мелю, мелешь см. молоть. меня см. я. метёт(ся) ом. ,местй(сь). мету, метёшь см. мести. мечу см. метить. мечу(сь) см. метать(ся). мешу см. месить. мне см. я. мнётся см. мяться. мной(ю) см. я. мну(сь), мнёшь-ся) см. мять(ся). могу, можешь см. мочь. можется см. мочься. мощу(сь) см. мостйть(ся). мого(сь), моешь(ся) см. мыть(ся).
809 мрёт см; мереть. Мучу СМ: МуТЙТЬ. мха см. мох. мщу см. мстить. мятусь, мятёшь(ся) см. мястйть. найма см. наём. найму(сь), наймёшь(ся) см. нанять(ся). нам, нами, нас см. мы. нашёл(ся), нашла(сь), нашло(сь) см.найтй(сь). ней см. она. нижу, нижешь см. низать. ним см. он, оно. ними, них см. они. ношу, носишь см. носить. ною, ноешь см. ныть. нужу(сь) см. нудить(ся). обе, обеих см. оба. оберу(сь), оберёшь(ся) см. обобрать(ся). обобьётся см. обиться. обобью, обобьёшь см. обить. обоих см. оба. обойму, обоймёшь см. объять и обнять. обоймусь, обоймёшься см: обняться. обопру(сь), обопрёшь(ся) см. оперёть(ся). обопью(сь), обопьёшь(ся) см. опйть(ся). объёмлю(сь), объёмлешь(ся) см. обымать(ся) и оСнимать(ся). обыму, обымешь см. объять и обнять. обымусь, обымешься см. обняться. овец см. овца. овса см. овёс. огня см. огонь. одна, одно, одного см. один. одра см. одер. окон см. окно. стята см. опёнок. срла см. орь .. ОРУ> орёшь см. орать1. ору, орёшь нон орго, орешь см. орать? осла см. осёл. отца, отче см. отец. отъёмлю, отъёмлешь см. отымать отъёмлется см. отыматься. отыму, отымешь см: отъять и отнять·. отымется см. отъяться и отняться. очи, очей см. око. паду, падёшь см. пасть1. пал, пала, пало см. пасть1. пашу, пашешь см. пахать. пей см. пить. пёк(ся), пекла(сь), пекло(сь) см. пёчь(сяI. пеку(сь) см. пёчь(сяI. пишу(сь), пйшешь(ся) см. писать(ся) плюю( сь), плюёшь( ся) ом. плевать( ся). пня см. пень. поётся см. петься. пойму, поймёшь см. понять. ■пою1, поёшь см. петь. пою,2 поишь см. поить пса см. пёс. пущу(сь) см. пустйть(ся. пышу, пышешь см. пыхать пьётся см. питься, пью, пьёшь см. пить, ражу см. разить. * разопру, разопрёшь см. распереть, разопью, разопьёшь см. распить, разотру(сь), разоурёшь( ся) см: растерёть(ся) разочла(сь), разочло(сь) см. расчёсть(ся). разочту(сь), разочтёшь( ся) см. расчёсть( ся). разошьётся см. расшиться, разошью, разошьёшь см: расшить, расстелется см. разостлаться, растелю, растёлешь см. разостлать, ращу см. растить, рва см. ров. рёжу( сь), рёжешь( ся) см. рёзать( ся). ржи см. рожь, рожу(сь) см. родйть(ся). рознял, ρόзияло см: разнять! рос, росла, росло см. расти, роспил, ρόспило см; распить. рою( сь), роешь( ся) см. рыть( ся). рта см. рот. рыщу, рыщешь см. рыскать, ряжу(сь)., см. рядйть(ся). сажу· см. садить, сажусь см. садиться, сего см. сей. секу см. сечь1, секусь см. сечься, сел, сёла, село см. сесть, сие см. сей. *сна см. сон. сниму(сь), снймешь(ся) см. снять(ся). сную( ся), снуёшь( ся). см. сновать( ся). собой (собою) см·, себя. сочту(сь), сочтёшь(ся) см. счесть(ся). стелю(сь), стёлешь(ся) см. стать(ся). сужу( сь) см. судйть( ся). сую(сь), суёшь(ся) см. совать(ся). сычу см. сытить, сяду, сядешь см. сесть, те см. тот. тебе, тебя см. ты. тёк, текла, текло см. течь1, тешется см. тесаться, тешу, тешешь см. тесать, тобой см. ты. того см. тот. трём, тремя, трёх см. три. тру( сь), трёшь( ся) см. терёть( ся). тужу см. тузить, тычу, тычешь см. тыкать1
810 тычусь, тычешься см. тыкаться. ужу см. узить. ужу см. удйть. уйму(сь), уймёшь(ся), см. унять(ся). учну, учнёшь см. учать. учту, учтёшь см. учесть. хожу см. ходить. хочется см. хотеться. хочу, хочешь см. хотеть. цежу см. цедить. чажу см. чадить. чащу см. тастйть. чего, чему, чем, о чём см. что. чешу(сь), чешешь(ся) см. чесать(ся), чйщу(сь) см. чйстить(ся). чту, чтешь см. честь2·3 чья, чьё см. чей. шва см. шов. шедший см. идти, шей см. шить, шёл, шла, шло см. идти, шлю, шлёшь см. слать, шучу см. шутить, шью, шьёшь см. шить, щажу см. щадить, рсь см. ютиться.
811 ΑΡΚΤΙΚΟΛΕΞΑ АССР £а-эс-эс-эр]— автономная советская со- социалистическая республика. АТС [а-тэ-эс]- автоматическая телефонная станция. ΑΧΟ - административно-хозяйственный отдел. АХУ - административно-хозяйственное управ- управление. АХЧ [а-хэ-че и а-ха-че] - адм'инистративно- хозяйственная часть. БГГО [бэ-гэ-тэ-о] - Будь готов к труду и обороне. БРИЗ, -а а. - бюро по рационализации и изо- изобретательству. ВАК, -а а. -Высшая аттестационная комиссия. ВВС [вэ-вэ-эс] - военно-воздушные силы. ВДНХ [вэ-дэ-эн-ха]- Выставка достижений на- народного хозяйства. ВКП( б) ' Всесоюзная Коммунистическая партия (большивико») A925 - 1952). ВЛКСМ Евэ-эл-ка-эс-эм]- Всесоюзный Ленин- Ленинский Коммунистический Союз Молодёжи. ВМС [вэ-эм-эс] - военно-морские силы. ВНИИ - всесоюзный научно - ислёдоввательский институт. ВО [вэ-о]- военный округ. ВСМ [вэ-эс-эм! Всемирный Совет Мира. ВСНХ [вэ-эс-эн-ха] - Высший совет народного хозяйства A917-1932),· Всероссийский совет народного хозяйства (с Т9бог.) ВТЭК, -а. - врачебно-трудовая экспертная ко- комиссия. ВФДМ [вэ-эф-дэ-эмД- Всемирная федерация де- демократической молодёжи. ВЯ [вэ-эф-пэ]- Всемирная федерация проф- профсоюзов . ВЦИК, а. Всероссийский Центральный Исполни- Исполнительный Комитет A918 - 1937). В1СПС [вэ-це-эс-пэ-эс] Всесоюзный Централь- -ный Совет Профессиональных Союзов, ВЧК 1вэ-че-ка]- Всероссийская чрезвычайная комиссия по борьбе с контрреволюцией и сабо- саботажем A917 - 1922). ГАЗ - Горьковский автомобильный завод. ГАЗ илгаз"а. - автомобиль маркиД"АЗ" ГАИ - Гасударственная автомобильная инспек- инспекция. ГВФ Хгэ-вэ-эф] - Гражданский воздушный флот СССР, ГОСТ и гост, а. - государственный общесо- общесоюзный стандарт. Г03ЛР0 - Государственная комиссия по элект- электрификации России A920). ГДУ [гэ-пэ-у]- Государственное политическое управление. ГРХ- государственная районая электростан- электростанция. ГСО [гэ-сэ-о] - Готов к санитарной обороне. ПО [гэ-тэ-о] - Готов к труду и обороне. ПС [гэ-тэ-эс] - городская трансляционная сеть. ГЭС - гидроэлектростанция. ДВ [дэ-вэ] - длинные волны; длинноволновый. ДОСААФ, [досаф] - Всесоюзное добровольное общество содействия армии, авиации и флоту. ДТ {цэ-тэ} - Дегтярёва, танковый пулемёт (конструкции Ε А. Дегтерёва). ЗИП - (автомобильный) завод имени Лихачёва. ЗИМ - (автомобильный) завод имени Молотова A932 - 1958). ЗИС - (автомобильный) завод имени Сталина A934 - 1956). ИККИ [йкки] - Исполнительный комитет Комму- Коммунистического Интернационала A934 - 1943). И1-2 и т.д. Ильюшин (самолёт конструкци С. В. Ильюшина). Интурист, а. - Всесоюзное акционерное обще- общество по иностранному туризму в СССР. ИГР [и-тэ-эр] - инженерно-технические рабо- работники. КБ [ка-бэ] - конструкторское бюро. КВ [ка-вэ]- Клим Ворошилов (танк). КВ [ка-вэ]- короткие волны; коротковолновый. к. -д. [ка-дэ] - конституционно - демократиче- демократическая Партия A905 - 1920); μέλος αυτού του κόμματος. КЗОТ - Кодекс законов о труде. КИМ - Коммунистический Интернационал моло- молодёжи A919 - 1943)· КШ [ка-эн-пэ|- командирский наблюдательный пункт. КП [ка-пэ]- командный пункт. КП [ка-пэ] - Коммунистическая партия. ШК .[ка-пэ-ка] Комиссия партийного контроля. КПП [ка-пэ-пэ] - контрольно-пропускной пункт. КПСС [ка-пэ-эс-эс]- Коммунистическая партия Советского Союза. Лензото - Ленское золотопромышленное това- товарищество (до революции). ЛЕФ, а. - Левый фронт (искусства), название одной из литературных групп A923 - 1930). ЛЗС [эл-зэ-эс] лесозащитная станция. ЛКСМ [эл-ка-эс-эм] - Ленинский коммунисти- коммунистический союз молодёжи. МАЗ - Минский автомобильный завод, а также
812 автомосйл марки МАЗ. МВТ [эм-бэ-тэ]- Международное бюро труда. МВД [эм-вэ-дэ]- Министерство внутренних дел. МТБ [эм-гэ-бэ]- Министерство государствен- государственной безопасности A946 - 1953). МГГ [эм-гэ-гэ]- Международный геофизический год. М1У [эм-гэ- у]- Московский государственный университет (имени Ломоносова). МИГ-з и т.д. Микоян и Гуревич (самолёт их конструкции). МВД - Министерство иностранных дел. МК [эм-ка] - местный комитет (профсоюзной организации), местком. МШР, а. - Международная организация помощи борцам революции A922 - 1947). МПВО [эм-пэ-вэ-о] - местная противовоздушная оборона. МПВХО местная противовоздушная и противохи- противохимическая оборона. МТС[эм-тэ-эс 1) машинотракторная станция.2) междугородная телефонная станция. МХАТ, а. - Московский художественный акаде- академический театр. МХТ [эм-ха-тэ] - Московский художественный театр A898 - 1920). МЭС - машинно-экскаваторная станция. НАТО - Североатлантйческий пакт (απο τα αρ- αρχικά γράμματα των αγγλικών λέξεων). НЗ [эн-зэ} - неприкосновенный запас. НИИ - научно-исследовательский институт. НК [ эн-ка] - народный комиссариат, наркомат. НКВД [эн-ка-вэ-дэ] - народный комиссариат внутренних дел A917 - 1946). НОТ, а. научная организация труда. . НП [эн-пэ] - наблюдательный пункт. НТО [эн-тэ-о] - научно-техническое общество. ОБХС.ОБХСС [о-бэ-хэ-эс и о-бэ-ха-эс] отдел борьбы с хищениями социалистической собствен- собственности и спекуляцией. ОШУ [о-гэ-пэ-у] - Объединённое государст- государственное политическое управление A922 - 1934). ОКС - отдел капитального строительства. ОНО - отдел народного образования. ООН - Организация Объединённых Наций. ОРС, а. - отдел рабочего снабжения (на пред- предприятиях) . ОРУД, а. - отдел регулирования уличного дви- движения. ОСТ, а. - общесоюзный стандарт A925 - 1940). ОТЗ [о-тэ-зэ]- отдел труда и зарплаты (на предприятии). ОТК [о-тэ-ка]. - отдел технического контроля (на предприятии). ОТС [о-тэ-эс] - областная трансляционная сеть. ПВО [пэ-вэ-о] - противовоздушная оборона. ПВХО [пэ-вэ-хэ-о] противовоздушная и проти- противохимйческая оборона ППШ [пэ-пэ-ша]- пистолет-пулемёт Шпагина. ПТР [пэ-тэ-эр] противотанковое ружьё. ПУР -. Политическое управление Реввоенсове- Реввоенсовета Республики. РАПП, а. - Российская ассоциация пролетар- пролетарских писателей A925 - 1932). реввоенсовет, а. - Революционный военный совет A918 - 1934). РЖУ [эр-же-у] - районное жилищное управле- управление. РК •■[эр-ка]- районный комитет, райкчм. РКИ [эр-ка-и]- рабоче-крестьянская инспе- инспекция, Рабкрин. РКК [эр-ка-ка]- расцёночно-конфлйктная ко- комиссия (на предприятии). РККА [эр-ка-ка1 - Рабоче-Крестьянская Крас- Красная Армия A918 - 1946). РКП (б) [эр-ка-пэ-бэ] - Российская Коммунис- Коммунистическая партия (большевиков) A918 - 1925). РКСМ [эр-ка-эс-эм] - Российский Коммунисти- Коммунистический Союз Молодёжи A918 - 1924). РЛКСМ [эр-эл-ка-эс-эм] - Российский Ленин- Ленинский Коммунистический Союз МолодёжиA924-26). РОКК, а.- Российское Общество Красного Кре- Креста. РОНО - районный отдел народного образования. РОСТА (роста) - Российское телеграфное агён- ство A918 - 1935). РОЭ (роэ) - реакция оседания эритроцитов. РСДРП [эр-эс-дэ-эр-пэ} - Российская социал- демократическая рабочая партия ч 1898 - 1912). РСДРП(б) - [эс-дэ-эр-пэ-бэ] - Российская социал-демократическая рабочая партия (боль- (большевиков) A912 - 1918). РСФСР [эр-эс-эф-эс-эр] - Российская Совёт- Чзкая федеративная Социалистическая Республика. РТС [эр-тэ-эс] - ремонтно-техническая стан- станция. РЭС - районная электростанция. СВ [эс-вэ]средние вешш) средневолновый. СКОК, а. - санитарно-курортная отборочная комиссия. СНК [эс-эн-ка] - Совет Народных Комиссаров, Совнарком A917 - 1946). СНО - студенческое научное общество. СОКК и КП [сокк и ка-пэ] - Союз Обществ Красного Креста и Красного Полумёсяча. ССР [эс-эс-эр] Советская Социалистическая Республика. СССР [эс-эс-эс-эр1 - Союз Советских Социа- Социалистических Республик. СТО - Совет труда и обороны A920 - 1937). СЦБ [эс-це-бэ] сигнализация, централизация и блокировка (на железной дороге). США [сша] - Соединённые Штаты Америки. ТАСС, а. - Телеграфное агёнство Советского
813 Союза. ТНБ [хэ-эн-бэ1 - тарифно-нормировочное бюро (на предприятии). ТОЗ, а. - товарищество по совместной обра- обработке земли (до 1938 г.). ТУ-2 и ту-2 и т.д. - Туполев (самолёт конс- конструкции Α. Η . Туполева). ТУ и Ту, а. - самолёт марки ТУ-2 и т.д. ТЭС - теплоэлектростанция. ТЭЦ - теплоэлектроцентраль. ТЮЗ, а. - театр юного зрителя. УБХСС [у-бэ-хэ-эс-эс и у-бэ-ха-эс-эс]-упра- у-бэ-ха-эс-эс]-управление по борьбе с хищениями социалистической собственности в спекуляцией. УВЧ [у-вэ-че] - ультравысокая частота; уль- ультравысокочастотный. УК {у-ка] - Уголовный кодекс. УКВ [у-ка-вэ1 - ультракороткие волны; уль- ультракоротковолновый. УПВО [у-пэ-вэ-о] - управление противовоз- противовоздушной обороной. УЖ [у-пэ-ка} - Уголовно-процессуальный ко- кодекс. ФАИ - Мездународная авиационная федерация (απο τα αρχικά γράμματα γαλλικών λέξεων). ФБР [фэ-бэ-эр] - Федеральное бюро расследо- расследований (США). ФЖ [фэ-зэ-ка]- фабрично-заводской комитет (профсоюзной организации), фабзавком. ФЗЖ {фэ-зэ-эм-ка^ - фабрично-заводские и местные комитеты (профсоюзных организаций). ФЗО [фэ-зэ-о] - фабрично-заводское обучение (для рабочих). ФЗУ [фэ-зэ-у]- фабрично-заводское ученичест- ученичество; фабрично-заводское училище. ФИАТ, автомобильная фирма в Италии (<χπο τα αρχικά γράμματα ιταλικών λέξεων). фиат, α. - автомобиль фирмы ФИАТ. ФЭД - ф. Э. Дзерзйнский (фотоаппарат). ОДСА [це-дэ-са] - Центральный дом Советской Армии. * ЦИК, а. - Центральный Исполнительный Коми- Комитет. ЦК [це-ка] - Центральный Комитет. ПКБ [це-ка-бэ] центральное конструкторское бюро. ЦКК [це-ка-ка] - Центральная контрольная комиссия. ЦНИИ - центральная научно-исследовательский институт. ЦНИИ - центральная научно - .исследовательская лаборатория. ЦСУ [це-се-у! - Центральное статистическое управление. ЧК [че-ка] - Чрезвычайная комиссия (по борь- борьбе с контрреволюцией и саботажем A918—1922). ЧП [че-пэ] чрезвычайное происшествие. ЭПРОН и Эпрон, а. - Экспедиция подводных ра- работ особого назначения A923 - 1941). ЭХВ [э-ха-вэ] электрохимический взрыватель. ЮНЕСКО [ганэско] - Межщгаародная организация по вопросам просвещения, науки и культуры (απο τα αρχικά γράμματα αγγλικών λέξεων). ЯК-1 и Як-1 и т.п. -Яковлев (самолёт кон- конструкции А. С. Яковлева). ЯК, Як и „як1г, а. - самолёт марки ЯК.
814 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ρημάτων διαρκείας και αντίστοιχων στιγμιαίων (στα δυο απαρέμφατα). διαρκείας Α або абонировать абстрагировать авансировать автоматизировать авторизовать агитировать администрировать адресовать акать акклиматизировать ся) аккомпанировать аккредитовать активизировать актировать акцентировать американизировать амнистировать амортизировать ампутировать анализировать анатомировать ангажировать анестезировать аннексировать аннотировать аннулировать анонсировать апеллировать аплодировать апробировать аранжировать аргументировать арендовать арестовать асфальтировать атрофироваться аттестовать аукать афишировать ахать Б багроветь базировать балаганить балагурить баламутить баллотировать στιγμιαία абонировать абстрагировать авансировать автоматизировать авторизовать сагитировать . — адресовать — акклиматизировать^ ся) — аккредитовать активизировать актировать акцентировать американизировать амнистировать амортизировать ампутировать анализировать анатомировать ангажировать анестезировать аннексировать аннотировать аннулировать анонсировать апеллировать — апробировать аранжировать аргументировать арендовать — [фа-ать асфальтировать, заас- атрофироваться аттестовать аукнуть афишировать ахнуть бабахнуть побагроветь — — — взбаламутить — διαρκείας бла бальзамировать балясничать барабанить барахлить барахтаться барражировать баррикадировать барышничать бастовать батрачить бахать бахвалиться бацать баюкать бдеть бегать беднеть бедокурить бедствовать бежать бездействовать бездельничать безмольствовать безобразить безобразничать безумствовать белеть белить бередить беременеть беречь беседовать бесить бесноваться беспокоить бесчестить бесчинствовать бетонировать бинтовать бисировать бить; бивать бичевать благовестить благоволить благоговеть благодарить благоденствовать благодетельствовать благодушествовать ' στιγμιαία набальзамировать — — — — забаррикадировать — — — бахнуть — бацнуть убаюкать — — обеднеть набедокурить — — — обезобразить — — побелеть выбелить, наб-йть, по-йть разбередить забеременеть — — взбесить — — обесчестить — забетонировать забинтовать бисировать побить; пробить, разбить — отблаговестить — — поблагодарить — — —
815 Ρήματα δΙαρκε ίας Сла благоприят ствовать благословлйть благотворить благоустраивать благоухать блаженствовать бледнеть блёкнуть блестеть близиться ■ блистать блокировать блудить блуждать блюсти богатеть боготворить богохульствовать бодать бодрить бодрствовать божиться бойкотировать боксировать болеть болтать большевизировать бомбардировать бормотать бороздить боронить бороновать бороться бояться бравировать бражничать браковать бранить брататься брать бредить брезгать брезжить бренчать брести брехать брикетировать брить бродить бродяжить, -жничать бронзировать бронировать бронировать бросать στιγμιαία благословить благоустроить — побледнеть поблёкнуть блеснуть —· — блокировать — — соблюсти разбогатеть — — пободать·, ботнуть — — побожиться — — — большевизировать — . — взбороздить взборонить, заборонить взбороновать — — — — забраковать выбранить побрататься взять — побрезгать , — — — — брикетировать побрить — — набронзировать забронировать забронировать бросить διαρκείας ΒΒΘ брошюровать брызгать брыкать брюзжать брякать бряцать бубнить будить будоражить бузить " буйствовать буксировать буксовать бултыхаться булькать бункеровать бунтовать буравить буреть бурить буркать бурлачить бурлить бурчать бутить бухать бухнуть бушевать буянить бывать бытовать быть бычиться •В важничать ваксить валандаться валить вальсировать вальцевать валять варить варьировать ваять вбегать вбирать вбивать врасывать вбухать вваливаться ввергать ввергаться вверять στιγμιαία сброшюровать брызнуть брыкнуть * брякнуть — разбудить, пробудить взбудоражить — — — — бултыхнуться булькнуть — — пробуравить побуреть пробурить буркнуть — — — забутить бухнуть — наваксить — повалить — — свалять сварить -.— изваять вбежать вобрать вбить вбросить вбухнуть ввалиться ввергнуть ввергнуться вверить
816 Ρήματα διαρκείας ВВё ввёртывать ввивать ввинчивать вводить ввязывать вгибать вглядываться вгонять вгрызаться вдаваться вдавливать вдалвливать вдвигать вдевать вделывать вдёргивать вдоветь вдовствовать вдохновлять вдувать вдумываться вдыхать ведать везти вековать велеть в еликодушничат ь величать вентилировать венчать вербовать вередить верешать верить — веровать верстать вертеть верховодить вершить веселеть веселить весить вести ветвиться ветшать вечереть вешать вешаться вешать веять вживаться в заимодействовать — στιγμιαία ввернуть ввить ввинтить ввести ввязать вогнуть вглядеться вогнать вгрызться вдаться вдавить вдолбить вдвинуть вдеть вделать вдёрнуть — — вдохновить вдуть вдуматься вдохнуть — повезти, подвезти — велеть — — провентилировать обвенчать, повенчать завербовать, навербовать завередйть — — вернуть — сверстать — — повеселеть развеселить — — — обвешать завечереть повесить свешаться — провеять вжиться взалкать διαρκείας виб взбадривать взбалтывать взбегать — взбираться взбивать взбредать — взбухать взваливать взвешивать взвивать взвизгивать взвинчивать — взводить — ■ взглядывать взгревать взгромождать — вздваивать вздёргивать вздевать вздорить вдрагивать — вздувать — — вздыхаць взимать взирать взламывать взлетать взмахивать взмётывать — — в змывать взмыливать взнуздывать взращивать — взрезать; взрезывать взрослеть взрывать1 взрывать* взрыхлять взъедаться взывать взыскивать вибрировать . ..στιγμιαία взбодрить взболтать взбежать взбеленить взобраться взбить взбрести взбунтоваться взбухнуть взвалить взвесить взвить взвизгнуть взвинтить взвихриться взвести взвыть взглянуть взгреть взгромоздить взгрустнуть вздвоить вздёрнуть вздеть повздорить вздремнуть вздрогнуть вздумать вздуть вздыбить вздымать вздохнуть — — взломать взлететь взмахнуть взмести, -етать, -етнуть взмолиться взмоститься взмыть взмылить взнуздать взрастить взреветь взрезать повзрослеть взрыть взорвать — взъесться воззвать взыскать —
817 Ρήματα διαρκείας ВИД видать видеть; видывать виднеться видоизменять визжать визировать1 визировать2 вилять винить виниться винтить висеть виснуть витать витийствовать вить вихлять вихриться вкалывать вкапывать вкатывать(ся) вкладывать вклеивать вклинивать включать(ся) вколачивать вкоревять( ся) вкраплять( ся) вкрадываться вкручивать вкушать влагать владеть л владычествовать влажнеть вламываться властвовать влачить влезать влеплять влетать влечь(ся) — вливать( ся) влиять влопаться ВЛЮбЛЯТЬ( СЯ) вмазывать вматывать вменять вмерзать вмёшивать( ся) вмещать( ся) вминать στιγμιαία повидать, увидать увидеть — видоизменить визировать, завизй-вать визировать вильнуть — повиниться — повиснуть свить вколоть вкопать вкатйть( ся) вложить вклеить вклинить включит ь( ся) вколотить вкоренить(ся) вкрапить( ся) вкрасться вкрутить вкусить вложить — — повлажнеть вломиться — — влезть влепить влететь — влипнуть влихь(ся) повлиять влюбйть( ся) вмазать вмотать вменить вмёрзнуть вместйть( ся) вместйть( ся) вмять διαρκείας ВОЗ вмуровывать внедрять(ся) вникать внимать вносить внушать вовлекать водворять( ся) водить водиться водружать воевать военизировать вожжаться возбранять возбраняться возбуждать( ся) возвеличивать возвещать возводить возвращать( ся) возвышать( ся) возглавлять возглашать — возгораться воздавать воздвигать воздействовать возделывать воздерживаться воздевать возжигать возить возлагать — возмещать возмещать( ся) — возмущать(ся) вознаграждать вознамериваться — возникать возносить — возобновлять ся) — στιγμιαία вмонтировать вмуровать внедрйть( ся) вникнуть внять внести внушить вовлечь водворйть( ся) вести — водрузить — военизировать — возбранить — возбудйть(ся) возвеличить возвестить возвести возвратйть( ся) возвысить( ся) возглавить возгласить возгордиться возгореться воздать воздвигнуть воздействовать возделать воздержаться воздеть возжечь воззриться повозить возложить возмечтать возместить возместйть(ся) возмужать возмутйть( ся) вознаградить вознамериться вознегодовать возненавидеть возникнуть вознести возобладать возобновйть(ся) возомнить возопить возопиять возрадоваться
818 Ρήματα διαρκείας ВОЗ возражать возрастать возрождать(ся) — — волновать(ся) ВОЛОЧИТЬ( СЯ) волочь(ся) волынить вольничать вольтижировать вонзать вонять воображать воодушевлять( ся) вооружать(ся) вопиять воплощать( ся) вопрошать ворковать воровать вороваться ворожить воронить воронить воротить ворочать ворсовать ворчать восклицать воскрешать воскурять воспалять(ся) воспарять воспевать воспитывать воспламенять( ся) восполнять воспрещать воспринимать воспроизводить — восседать восславлять воссоединять(ся) во с со сдавать восставлять восстанавливать ся) восставать восторгать(ся) — ■ - восхвалять восхищать( ся) στιγμιαία возразить возрасти возродйть(ся) возроптать возыметь взволновать(ся) — — — — — вонзить — вообразить воодушевйть( ся) воорузйть( ся) — . воплотйть( ся) вопросить — — — — — — наворсовать — воскликнуть воскресить, -ёснуть воскурить воспалйть(ся) воспарить воспеть воспитать воспламенйть( ся) восполнить воспретить воспринять воспроизвести воспрянуть воссесть * восславить воссоединйть( ся) воссоздать восставить восстановит^ ся) восстать — восторжествовать востребовать — восхитйть(ся) διαρκείας В СП восходить — вотировать — воцаряться вощить впадать впаивать вперять впивать вписывать впйтывать( ся) впихивать вплетать вплывать вползать — · вправлять впрыгивать впрыскивать впускать враждовать вразумлять врать врачевать врашать( ся) вредить < врезать(ся) врубать( ся) вручать врывать врываться всаживать вселять(ся) ,в скидывать — всклокочивать всклочивать — вскапывать вскармливать вскакивать вскрикивать — вскрывать(ся) вслушиваться всматриваться всовывать всасывать(ся) вспаивать вспарывать всплывать вспоминать(ся) вспрыгивать στιγμιαία взойти восчувствовать вотировать воткать воцариться навощить впасть впаять вперить — вписать впитать( ся) впихнуть вплести вплыть вползти впорхнуть вправить впрыгнуть впрыснуть впустить — вразумить наврать·, соврать уврачевать — повредить врёзать(ся) врубйть( ся) вручить врыть ворваться всадить вселйть(ся) вскинуть вскипеть всклокочить всклочить всколыхнуть(ся) вскопать в скормить вскочить вскрикнуть; вскричать вскружйть(ся) вскрыть( ся) вслушаться всмотреться всунуть всосать(ся) вспоить вспороть всплыть вспомнить( ся). вспрыгнуть
819 Ρήματα διαρκείας В СП вспрыскивать вспугивать — вспыхивать вставлять вставать — встречать(ся) встраивать — встряхивать( ся) вступать( ся) всхлипывать всходить всхрапывать всыпать вталкивать втаптывать втачивать втаскивать( ся) втекать — втирать( ся) втёсывать втйскивать( ся) втолковывать вторгаться вторить втравливать, втравлять втыкать втягивать(ся) вуалировать вулканизйров ать вульгаризировать входить вцепляться вчинять вчитываться — вшиветь вшивать въедаться въезжать выбалтывать выбегать выбивать( ся) выбирать выбрасывать( ся) — выбривать выбывать вываживать вываливать( ся) ___ στιγμιαία вспрыснуть вспугнуть вспылить вспыхнуть вставить встать встрепенуться встр_ётить(ся) встроить встрять встряхнуть(ся) вступйть( ся) всхлипнуть взойти всхрапнуть всыпать втолкнуть втоптать втачать втащйть( ся) втечь втемяшить( ся) втерёть( ся) втесаться втйснуть( ся) втлковать вторгнуться — втравить воткнуть втянуть(ся) завуалировать вулканизировать вульгаризировать войти вцепиться вчинить вчитаться вчувствоваться завшиветь, обовшиветь вшить въесться въехать выболтать выбежать выбить( ся) выбрать выбросить( ся) выбрести выбрить выбыть выводить вывалить( ся) вывалять( ся) διαρκείας вык вываривать выведывать выверять вывёртывать( ся) выветриваться) вывешивать вывинчивать — выводить выволакивать выворачивать вывязывать выгадывать выгибать( ся) выговаривать выгораживать выгорать выгребать выгружать( ся) выгрызать выдавать выдавливать выдаивать выдалбливать выдвигать( ся) выдворять выделывать выделять выдерживать выдёргивать выдирать выдувать выдумывать выдыхать(ся) выедать выезжать выжаривать выживать выжигать выжидать выжимать выжинать вызывать вызываться вызволять выздоравливать вызревать выигрывать выискивать выказывать выкалывать выкамаривать выкарабкиваться выкармливать στιγμιαία выварить выведать выверить вывернуть( ся), -ртеть выветрить( ся) вывести вйвинтить вывихнуть( ся) вывести выволочь вывернуть, вщюротить вывязать выгадать выгнуть( ся) выговорить выгородить выгореть выгрести выгрузить( ся) выгрызть выдать выдавить выдоить выдолбить выдвинуть( ся) выдворить выделать выделить выдержать выдернуть выдрать выдуть выдумать выдохнуть( ся) выесть выездить; выехать выжарить выжить выжечь выждать выжать выжать вызвать вызваться вызволить выздороветь вызреть выиграть выискать выказать выколоть — выкарабкаться выкормить
820 Ρήματα διαρκείας ВЫК выкатывать( ся) выкачивать выкашивать выкашливать( ся) выкидавать( ся) выкипать выкисать выкладывать выклёвывать выкликать выключать(ся) выковывать выковыривать выколачивать выколупывать выкармливать выкорчёвывать выкраивать выкрадывать выкрашивать( ся) выкручивать( ся) выкупать(ся) · выкуривать вылавливать выламывать вылёживать( ся) вылезать вылетать вылёчивать( ся) вылизывать выливать( ся) вылавливать выламывать вылупливаться вылущивать вымаливать выманивать вымарывать выматывать вымахивать вымачивать выменивать вымерзать вымерять выметать вымешивать вымещать вымирать вымогать вымокать вымораживать выматывать вымачивать вымучивать στιγμιαία выкатить( ся) выкачать выкосить выкашлять(ся) выкинуть(ся) выкипеть выкиснуть ■ выложить выклевать выкликнуть выключить(ся) выковать выковырять·, выковырнуть выколотить выколупать выкормить выкорчевать выкроить выкрасть выкрошиться выкрутить( ся) выкупить( ся) выкурить выловить выломать вылежать( ся) вылезть вылететь вылечить(ся) вылизать вылить( ся) выловить выломать вылупиться , вылущить вымолить выманить вымарать вымотать вымахать вымочить выменять · вымерзнуть вымерить вымести вымешать выместить вымереть — вымокнуть выморозить вымотать вымочить вымучить διαρκείας вые вынашивать ι вынимать выпадать выпаливать выпаривать(ся) выпархивать выпарывать выпекать выпивать выпирать выписывать выпихивать выплавлять выплакивать выплачивать выплёвывать выплёскивать( ся) выплетать( ся) выплывать выползать выполнять выправлять( ся) выпрастывать выпрашивать выпрыгивать выпрягать(ся) выпрямлять( ся) выпускать выпутывать( ся) выпытывать выпячивать вырабатывать( ся) выравнивать( ся) выражать( ся) вырастать выращивать вырезать, вырезывать вырисовывать( ся) вырождаться вырубать вырывать1 вырывать2 высаживать( ся) высасывать высвобоадать( ся) высекать выселять(ся) высиживать выскабливать высказывать( ся) выскакивать выскальзывать выскребать выслеживать στιγμιαία выносить вынуть выпасть выпалить вьшарить( ся) выпорхнуть выпороть выпечь выпить выпереть выписать выпихнуть выплавить выплакать выплатить выплюнуть выплескать(ся),-снуть(ся) выплести( сь) выплить выползти выполнить выправить( ся) выпростать выпросить выпрыгнуть выпрячь(ся) вштрямить( ся) выпустить выпутать( ся) выпытать выпятить выработать( ся) выровнять( ся) выразить( ся) вырасти вырастить вырезать вырисовать( ся) выродиться вырубить вырвать вырыть высадить(ся) высосать высвободить( ся) высечь выселить(ся) высидеть выскоблить высказать( ся) выскочить выскольнуть выскрести выследить
821 Ρήματα διαρκείας ВЫС выслуживать( ся) выслушивать высматривать высмеивать высовывать(ся) выспаться выспрашивать выставлять(ся) выстаивать(ся) выстилать · выстраивать( ся) выстригать выстуживать выстукивать выступать высуживать высчитывать высылать высыпать(ся) высыпаться выталкивать вытанцовываться вытапливать вытаптывать вытаскивать вытекать вытеснять вытёсывать вытирать( ся) вытиснять выторговывать вытравливать, -влять вытрезвлять( ся) вытягивать( ся) выуживать выхаживать выхваливать, выхвалять выхватывать' выхлопатывать выходить выцарапывать выцветать выцеживать вычёркивать вычерпывать вычерчивать вычёсывать вычислять вычитать вычитывать вышвыривать вышелушивать вышибать вышивать στιγμιαία выслужить( ся) выслушать высмотреть высмеять высунуть( ся) выспаться выспросить выставить( ся) выстоять( ся) выстлать, выстелить выстроить(ся) выстричь выстудить выстукать выступить высудить высчитать выслать высыпать(ся) выспаться вытолкать, вытолкнуть вытанцеваться вытопить вытоптать вытащить вытечь вытеснить вытесать вытереть( ся) вытиснить выторговать вытравить вытрезвить( ся) вытянуть( ся) выудить выходить выхвалить выхватить выхлопотать выйти выцарапать выцвести выцедить вычеркнуть вычерпать вычертить вычесать вычислить вычесть ■ вычитать вышвырнуть вышелушить вышибить вышить διαρκείας гна вышучивать выщелачивать выщерблять выщипывать выявлять( ся)" выяснять( ся) вьючить вязать вязнуть вялить (ся) вянуть г гадать гадить газировать газифицировать газовать галлюцинировать галопировать гальванизировать гарантировать гаркать гармонизировать гармонировать гарпунить 1 гарцевать гасить гаснуть гастролировать гатить гащивать гвоздить гектографировать германизировать гибнуть гикать гильотинировать гипертрофироваться гипнотизировать главенствовать гладить глазировать глазуровать глодать глотать глохнуть глумиться глупеть глупить глушить глядеть глянцевать гнать στιγμιαία вышутить выщелочить выщербить выщипать; выщипнуть выявить( ся) ВЫЯСНИТЬ( СЯ) навьючить связать завязнуть, увязнуть провялить(ся) завянуть погадать погадить — газифицировать — — — гальванизировать гарантировать гаркнуть гармонизировать — г погасить, загасить погаснуть, загаснуть загатить гостить — — германизировать погибнуть гикнуть гильотинировать гипертрофироваться загипнотизировать — выгладить, погладить глазировать глазуровать — глотнуть заглохнуть — поглупеть сглупить заглушить, оглушить поглядеть; глянуть наглянцевать —
822 Ρήματα διαρκείας гна гнаться гневаться гневить гнездиться гнездоваться гнести гнить гноить гнусавить гнусить гнуть(ся) гнушаться говаривать говеть говорйть(ся) гоготать годиться голодать голосить голосовать голубеть голубить гомонить гонять(ся) горбить(ся) гордиться горевать горкнуть горланить городить горчить горячйть( ся) госпитализировать господствовать ГОТОВИТЬ(СЯ) гофрировать грабить гравировать градировать градуировать гранить граничить гранулировать грассировать графить грезить грезиться греметь грести греть( ся) грешить гримасничать гримировать( ся) гроэйгь(ся) στιγμιαία ___ трогневйть — — погнить сгноить — иогнуть(ся) погнушаться сказать — сказать(ся) — — — — проголосовать поголубеть — — — сгорбить(ся) — прогоркнуть — — разгорячить( ся) го спитализйровать — — гофрировать ограбить выгравировать, нагр-ать градировать градуировать — гранулировать — разграфить пригрезиться — ^ — погрешить — загримироваться), наг-ся погрозйть( ся), приг-ся διαρκείας дек громить громоздйть(ся) громыхать грохать(ся) грохотать грубеть грубить грубиянить грузить грузнеть грунтовать группировать( ся) грустить грызть(ся) грязнеть грязнить — грясти губить гудеть гудронировать гулять густеть д давать даваться давить(ся) дарить даровать датировать двйгать( ся) двойть( ся) двурушничать дебатировать дебоширить дебютировать девать дегенерировать деградировать дегустировать дез^урить дезавуировать дезертировать дезинфицировать дезинформировать дезорганизовать дезориентировать действовать декатировать — декламировать декларировать στιγμιαία разгромить нагромо здить(ся) громыхнуть грохнуть(ся) загрубеть, огрубеть нагрубить нагрубиянить г.эйть загрузить, наг-йть, по- погрузнёть загрунтовать сгруппировать ся) — разгрызть( оя) — загрязнить, нагрязнить грянуть( ся) — погубить загудронировать ПОГУЛЯТЬ; ГУЛЬНУТЬ загустеть дать даться задавить, раздавить, подавиться), уда -ть( ся) подарить даровать датировать днйнуть(ся) вздвоить сдвурушничать — надебоширить дебетировать деть дегенерировать деградировать дегустировать — дезавуировать дезертировать дезинфицировать дезинформировать дезорганизовать дезориентировать подействовать декатировать деквалифицироваться продекламировать декларировать
823 ρήματα διαρκείας лек деклассировать декорировать декретировать дёлать(ся) делегировать деликатничать делйть( ся) демаскировать демилитаризовать демобилизовать ся) демократизировать ся) демонстрировать демонтировать деморализовать денатурировать денационализировать денонсировать депонировать дёргать(ся) деревенеть держать ся) дерзать дерзить детализировать дефилировать деформировать децентрализовать дешеветь дешифровать деяться джигитовать ДИВИТЬ дивиться диктовать дипломировать директор ствовать дирижировать дисгармонировать дисквалифицировать ся) дискредитировать дискриминировать дискуссировать дискутировать диспутировать дистиллировать дисциплинировать дифференцировать дичать дичиться длить длиться дневалить •дневать добегав στιγμιαία деклассировать декорировать декретировать сделаться) делегировать — поделйть( ся), разд-ть(ся) демаскировать демилитаризовать демобилизовать ся) демократизировать ся) демонстрировать демонтировать деморализовать денатурировать денационализировать денонсировать депонировать дёрнуть ся) задеревенеть — дерзнуть надерзить детализировать — деформировать децентрализовать подешеветь дешифровать — — — подивиться продиктовать дипломировать — — — дисквалифицировать ся) дискредитировать дискриминировать — — дистиллировать дисциплинировать дифференцировать одичать — — продлиться — — добежать διαρκείας ДОН добивать ся) добирать ся) добрасывать добреть — довёртывать довершать доверять ся) довлеть ДОВОДИТЬ СЯ) довозить довольствовать догадываться доглядывать договаривать ся) догонять догорать догружать додавать доделывать додумываться доедать доезжать дождить доживаться дожидаться — дозволять — дозировать дознаваться дозревать доигрывать ся) доискиваться дойть доказывать доканчивать доканывать докапывать ся) докатывать ся докладывать документировать докучать долбить долетать должать доливать — домовничать домогаться донашивать донимать донкихотствовать доносить ся) στιγμιαία добить ся) добрать ся) добросить подобреть, раздобреть добудиться довернуть довершить доверить ся) — довестй(сь) довезти удов оль ствовать( ся) догадаться доглядеть договорить ся) догнать догореть догрузить додать доделать додуматься доесть доехать — дожйться • дождаться дозваться дозволить дозвониться дозировать дознаться дозреть доиграть ся) доискаться подоить доказать докончить доконать докапать ся) докатить ся) доложить документировать . — продолбить долететь задолжать долить доминировать — —: доносить донять — донестй( сь)
824 Ρήματα διαρκείας ДОН допекать допечатывать допивать(ся) дописывать доплачивать доплывать дополнять допрашивать( ся) допускать допытываться дорабатывать( ся) дорастать дорисовывать дорожать дорожить( ся) дорываться досадовать досаждать досказывать доскакивать . дослуживаться дослушивать досматривать доставать( ся) достигать досылать досыпать1 досыпать2 дотаскиваться) дотрагиваться дотягивать( ся) доучивать(ся) дохаживать дохнуть — доходить драгировать дразнить драить драматизировать драпировать( ся) драть драться дребезжать дрейфить дрейфовать дремать(ся) дрессировать дробйтьС ся) дрогнуть дрожать στιγμιαία допечь допечатать ДОПИТЬ(СЯ) дописать(ся) доплатить доплестись доплыть дополнить допросйгь(ся) допустить ■ допытаться доработать( ся) дорасти дорисовать вздорожать, подорожать — дорваться — досадить досказать доскакать доследовать дослужиться дослушать досмотреть достать(ся) достигнуть, достичь достучаться дослать доспать досыпать дотащйть(ся) дотронуться дотянуть(ся) доучить(ся) [хнуть издохнуть, подохнуть, сдо- дохнуь ' · дойти драгировать — надраить драматизировать задралировать( ся) выдрать подраться — сдрейфить — — выдрессировать раздробить( ся) — дрогнуть διαρκείας жев дружить дружиться дрыгать дрызгать(ся) дрыхнуть дрябнуть дряхлеть дубасить дубить дублировать дудеть думать думаться дурачить( ся) дуреть дурить дурманить( ся) дуть дуться душить душйть( ся) дыбится дымить(ся) дышат ь( ся) Ε европеизироваться егозить едино бор ствовать ёжиться ездить; езжать ёкать елозить ерепениться ёрзать ерошить( ся) ерундить ершиться есть ехать ехидничать ехидствовать Ж жадничать жаждать жалеть жалить жаловать( ся) жарить жать(ся) жать ждать жевать στιγμιαία подружиться дрыгнуть дрызгать — — одряхлеть отдубасить выдубить — — подумать — одурачить одуреть — одурманить( ся) выдуть; дунуть — задушить надушить( ся) — надымить дыхнуть европеизироваться — единоборствовать съёжиться — — — взъерепениться — взъерошить — — съесть — съехидничать — -— — пожалеть — пожаловать( ся) зажарить, пожарить — сжать — —.
825 Ρήματα διαρκείας жел желать желтёть( ся) желтить жеманиться жеманничать женйть( ся) жеребиться жертвовать жестикулировать жечь(ся) живать, жить живописать жилиться жиреть жировать жительствовать жмурить( ся) жонглировать жрать жужжать жуировать жульничать журить журчать жухнуть жучить 3 забавлять(ся) забаллотировать(ся) ___ забегать забеливать забирать забивать(ся) — — заблуждаться заболеватьться заботить заботиться — забрасывать забредать забривать забрызгивать забухать забывать( ся) — заваливать( ся) ___ στιγμιαία пожелать пожелтеть зажелтить поженйть(ся) ожеребиться пожертвовать _>_ — живописать ожиреть, разжиреть — — зажмурить(ся) — сожрать — сжульничать — — зажухнуть — — — забастовать забёгать(ся) забежать забелить забрать забйть(ся) заблагорассудиться заблестеть заблудиться — заболётьться озаботить ' позаботиться забрезжить забросить забрести забрить забрызгать забухнуть забыть(ся) заважничать завалйть( ся) заваляться διαρκείας заг заваривать( ся) заведовать — завёртывать(ся) заворачивать завершать(ся) Заверять завёшивать(ся) завешивать завещать завидовать завинчивать завираться зависеть завивать(ся) завладевать завлекать заводить завоёвывать завозить — заволакивать( ся) — завтракать завывать завязйть завязывать( ся) загадывать загаживать загибать( ся) заглаживать заглатывать . заглядывать заглядываться загнаивать( ся) загнивать заговаривать( ся) — заголять(ся) — загорать загораживать — заготовлять заграбастывать заграждать загребать — загромождать загружать * — στιγμιαία заварйть( ся) — завертёть(ся) завернуть( ся) завернуть завершйть(ся) заверить завёсить(ся) завешать завещать позавидовать завинтить завраться — завйть( ся) завладеть завлечь завести завоевать завести заволноваться заволочь(ся) заворожить позавтракать — ψ завыть — завязать( ся) загадать загадить эагнуть(ся) заглазить заглотать заглянуть заглянуться загнойть( ся) загнить заговорйть(ся) заговеться заголйть(ся) загордиться загорёть(ся) загородить загоститься заготовить заграбастать заградить загрести загреметь загромоздить загрузить загрустить загрызть
826 Ρήματα διαρκείας заг загрязнять(ся) загуливать(оя) — задабривать задавать(ся) задвигать задевать заделывать — задерживать задёргивать задирать(ся) задраивать — — задувать задумывать( ся) задыхаться заедать(ся) ■ ■ —·_ заезжать зажимать заживлять зажигать(ся) зажиливать зажимать заземлять(ся) зазнаваться зазывать зайгрывать( ся) заикаться заимствовать заинтересовывать( ся) заискивать закабалять(ся) заказывать закаиваться закаливать( ся) закалять( ся) закалывать( ся) заканчивать ся) закапывать( ся) закармливать закатывать закатывать( ся) закашивать — закидывать закипать закисать закладывать заклёвывать заклеивать στιγμιαία загулять(ся) загустить задобрить задать(ся) задвинуть задеть заделать задёргать( ся) задержать задёрнуть задрать(ся) задраить задремать задрожать задуть задумать(ся) задохнуться заёсть(ся) заездить заехать зажать заживать зажечь(ся) зажилить зазеваться зажать заземлйть(ся) зазнаться зазвать заиграть(ся) заикнуться позаимствовать заинтересовать( ся) — закабалйть( ся) заказать закаяться закалйтьС ся) закалйть( ся) заколоть(ся) закончить(ся) закапать( ся) закормить закатать закат йть(ся) закосить закашлять(ся) закидать, закинуть закипеть закиснуть заложить заклевать заклеить διαρκείας зан заклёпывать заклинать заклинивать(ся) · заключать заковывать заколдовывать закалывать заколачивать закрадываться закраивать закреплять(ся) закрепощать закруглять(ся) закрыв ать(ся) закупать закупорив ать(ся) закуривать( ся) закусывать заламывать залегать залёживаться залезать залеплять залетать залечивать( ся) заливать( ся) зализывать залучать замазывать замаливать замалчивать заманивать замасливать( ся) замахиваться ♦ замедлять(ся) заменять замеривать заметать замётывать замечать замешивать заметив ать(ся) замещать заминать замирать замирять( ся) замокать замораживать замуровывать замывать замышлять занавешивать занашивать( ся) занижать στιγμιαία заклепать — заклинить (ся) заключить заковать заколдовать заколоть заколотить закрасться закроить закрепйть( ся) закрепостить закруглйть( ся) закрыть(ся) закупить закупорить( ся) закурйть(ся) закусить заломить залечь залежаться залезть залепить залететь залечить(ся) залйть( ся) 'зализать залучить замазать замолить замолчать заманить замаслить(ся) замахнуться замёдлить(ся) заменить замерить замести заметать заметить замешать замесить замешать (ся) заместить замять замереть замирйть( ся) замокнуть заморозить замуровать замыть замыслить занавесить заносйть(ся) занизить
827 Ρήματα διαρκείας эан занимать сяI занимать ся)г — заносйть(ся) заострять ся) западать запаздывать запаивать запаливать запаривать ся) запарывать запахивать запахивать( ся) запевать запекать ся) запечатлевать ся) запивать запинаться запираться) запйсывать(ся) запихивать заплёвывать заплёскивать заплетать заплетаться заплывать заповедовать заподазривать запаздывать заполаскивать заползать заполняться) заполонять запоминать ся) — заправляться) запрашивать запрещать запродавать запрокйдывать( ся) запруживать запрятываться) запугивать запудривать запускать зарабатывать ся) заравнивать заражать ся) зарастать зарекаться зарисовывать зариться зарождать ся) зарубать στιγμιαία занять сяI занять( сяJ занозить занестй(сь) заострйть(ся) запасть запаздать запаять запалить запарить (ся) запороть запахать запахнуться) запеть запёчь( ся) запечатлёть( ся) запить запнуться запереть ся) записаться) запихать, запихнуть заплевать заплеснуть заплести — заплыть заповедать заподозрить запоздать заполоскнуть заползти заполнить( ся) заполонить запомнить(ся) запотчевать заправить ся) запросить запретить запродать запрокйнуть(ся) запрудить запрятать ея) запугать запудрить запустить заработать ся) заровнять заразйть(ся) зарасти заречься зарисовать позариться зародить ся) зарубить διαρκείας зат заручаться зарываться зарывать ся) заряжать (ся) засаживать засахаривать засевать засекречивать заселять засаживаться засекаться) засйживать(ся) засинивать заскакивать заслеживать заслонять ся) заслуживать заслушивать ся) засмеивать засматриваться засыпать засовывать засорять(ся) засасывать заспиртовывать заставлять застаиваться застрагивать застраивать( ся) застращивать застревать застригать застуживать заступать ся) застывать засупонивать засучивать засушивать засчитывать засыпать засыпаться затаивать заталкивать затапливать ся) затаптивать затаскивать^ ся) ЗЙТ&ЧИВ&ТЬ затаскивать затворять затворяться затевать ся) затекать затемять затенять στιγμιαία заручиться зарваться зарыться(ся) зарядить ся) засадить засахарить засеять засекретить заселить засесть засёчь(ся) засидеть ся) засинить заскочить заследить заслонить ся) заслужить заслушать ся) засмеять засмотреться заснуть засунуть засорить ся) засосать заспиртовать заставить застояться застрогать, застругать застроить ся) застращать застрясть застричь застудить заступить ся) застыть засупонить засучить засушить засчитать заснуть засыпаться затаить затолкнуть затопить(ся) затоптать затаскать ся) заточить затащить затворить затвориться затеять ся) затечь затемнить затенить
828 Ρήματα διαρκείας зат затепливать затёсывать затирать( ся) затискивать затихать затмевать затоваривать заточать затачивать затрагивать затрачивать затруднять(ся) затухать затушёвыв ать затыкать затягивать( ся) заутюживать заучивать( ся) захаживать захаивать захваливать захватывать захварывать эахлёбывать( ся) захлестывать захлопывать(ся) заходить зацветать зацеплять( ся) зачаровывать зачёркивать зачерпывать зачерчивать зачёсывать зачислять зачйтывать( сяI зачйтывать(ся)* зачищать зашаркивать зашвыривать зашибать зашивать зашпйливать( ся) зашторивать заштукатуривать защёлкивать(ся) защемлять защипывать защищать(ся) заявлять звать звенеть звереть звонить( ся) στιγμιαίο затеплить затесать затерёть( ся) затиснуть затихнуть затмить затоварить заточить заточить затронуть затрачить затруднйть( ся) затухнуть затушевать заткнуть затянуть(ся) заутюжить заучить(ся) зайти захаять захвалить захватить захворать захлебнуть( ся) захлестать захлопнуть(ся) зайти зацвести зацепйть( ся) зачаровать зачеркнуть зачерпнуть зачертить зачесать зачислить зачёсть(ся) зачитать( ся) зачистить зашаркать зашвырять; зашвырнуть зашибить зашить зашпйлить( ся) зашторить заштукатурить защёлкнуть(ся) защемить защипнуть защит йть(ся) заявить позвать — озвереть позвониться) διαρκείας ИЗГ звучать звякать здороваться здороветь здравствовать зевать зеленеть зйждить(ся) зимовать зиять злить злодействовать злопыхать злорадствовать злословить злоупотреблять змеиться знакомить знаменовать знать значить(ся) знобить золить золотить зондировать зреть1 зреть2 зубоскалить зубрйть( ся) зудеть1 зудеть^ зудить зыбиться зябнуть •и игнорировать играть идти избавлять( ся) избегать избирать избивать избывать изведывать извергать(ся) — извещать извивать(ся) извлекать изводить(ся) изволить изворачивать( ся) извращать изгибать(ся) στιγμιαία звякнуть поздороваться поздороветь — прозевать; зевнуть зазеленеть . — перезимовать, про з-вать — обозлить, озлить, раз-ть — — — — злоупотр ебйть — ознакомить, познакомить — — — — вызолотить, позолотить позондировать созреть узреть — зазубрйть( ся) — — — озябнуть игнорировать сыграть пойти избавить( ся) избежать, избегнуть избрать избить избыть изведать извёргнуть(ся) извериться известить извйть(ся) извлечь известй( сь) — извернуться . извратить изогнуть(ся)
829 Ρήματα διαρκείας ИЗГ изглаживать(ся) — изгонять изготовлять( ся) изгрызать издавать издеваться ' — изживать излагать — излёчивать( ся) кзливать( ся) излучать( ся) изматывать изменять( ся) изменять измерять(ся) измочаливать( ся) измышлять изнёживать(ся) изнемогать изнапгавать(ся) изнурять(ся) изнывать изобиловать изобличать изобрахать(ся) изобретать изолйровать( ся) — И30ЩрЯТЬ( СЯ) изрезывать изрекать изрубать и зув ёр ствов ать изукрашивать изумлять( ся) изучать изъявлять изъязвлять изъяснять изымать икать(ся) иллюминовать, -нйровать иллюстрировать именовать( ся) имёть( ся) имитировать иммигрировать иммунизировать импонировать импортировать στιγμιαία изгладить( ся) изголодаться изгнать ИЗГ0ТОВИТЬ(СЯ) изгрызть издать — издёргать( ся) издержать( ся) изжить иззябнуть изложить излаять излечить (ся) излйть( ся) — измотать изменйть( ся) изменить измерить измочалить( ся)' измыслить изнёжить( ся) изнемочь износйть(ся) изнурйть( ся) изныть — изобличить изобразйть( ся) изобрести изолйровать( ся) изорвать( ся) изощрйть( ся) изрезать изречь изрубить. — изукрасить изумйть(ся) изучить изъявить изъязвить изъяснить изъять икнуть(ся) иллюминовать, -нйровать иллюстрировать, проил-ть наименовать — — иммигрировать иммунизировать — импортировать διαρκείας исс импровизировать инвентаризовать индеветь индивидуализировать индустриализировать индустриализовать инкриминировать инкрустировать инсинуировать инспектировать инспирировать инструктировать инструментовать инсценировать интенсифицировать интервьюировать интересовать( ся) интернационализировать интернировать интерпретировать интонировать интриговать информировать иронизировать искахать(ся) искалывать( ся) искапывать искать исклёвывать исколачивать искоренять( ся) искривлять искупать искусывать искушать испарять( ся) испепелять( ся) испестрять испещрять испйсывать( ся) — исповёдовать(ся) исполнять(ся) использовать исправлять(ся) испражняться испрашивать испускать испытывать иссекать исслеживать исследовать исстёгивать исстреливать иссушать στιγμιαία сымпров изйров ат ь инвентаризовать заиндеветь индивидуализировать индустриализировать индустриализовать инкриминировать инкрустировать инсинуировать — инспирировать инструктировать инструментовать инсценировать интенсифицировать интервьюировать интересовать(ся) интернационализировать интернировать интерпретировать — заинтриговать информировать, проин-ать — исказйть( ся) , исколоть(ся) ископать — исклевать исколотить искоренйть(ся) искривить искупить ■ искусать искусить изпарйть( ся) испепелить( ся) испестрить испещрить иописать( ся) испить — исполнить(ся) использовать исправить( ся) — испросить испустить испытать иссечь исследить исследовать исстегать исстрелять иссушить
830 Ρήματα διαρκείας ИСС иссыхать иссякать истаскиваться истачивать истекать — истирать( ся) истлевать истолковывать исторгать истощать(ся) истреблять истязать исхлёстывать исхлопатывать исходить исцарапывать исцелять( ся) исчезать исчёркивать исчерпывать исчерчивать исчислять К каверзить, каверничать казать казаться казнйть( ся) каламбурить калёчить( ся) калибровать калить калькировать калькулировать калякать каменеть камуфлировать канителить( ся) канифолить канонизировать канонизовать кантовать капать капитализировать капитулировать капризничать карабкаться карать караулить каркать картографировать касаться кассировать στιγμιαία иссохнуть иссякнуть истаскать( ся) источить истечь истер зать(ся) истерёть( ся) истлеть истолковать исторгнуть ИСТОЩИТЬ( СЯ) истребить — исхлестать исхлопотать изойти исцарапать исцелйть(ся) исчезнуть исчеркать, исчёркнуть исчерпать исчертить исчислить накаверзить, нака-чать — показаться —^ скаламбурить искалечить (ся), по-(ся) — — скалькировать скалькулировать покалякать окаменеть закамофлйровать — наканифолить канонизировать канонизовать - окантовать накапать; капнуть капитализировать капитулировать — вскарабкаться покарать — каркнуть — каснуться кассировать διαρκείας кол кастрировать катать( ся) катйть( ся) качать( ся) кашлять каяться квакать квалифицировать квартировать квохтать кейфовать кивать кидать( ся) кинофицировать кипеть кипятить киснуть · кичиться кишеть кланяться классифицировать класть клевать клеветать клеить клеймить клепать1 клепать2 кликать клокотать клонйть( ся) клубйть( ся) клянчить клясться кляузничать княжить ковать коверкать ковылять ковырять ковыряться когтить кодифицировать козырять кокать кокетничать коксовать колдовать колебать(ся) колесить колесовать коллективизировать коллекционировать колобродить στιγμιαία кастрировать выкатаь(ся) — качнуть( ся) кашлянуть покаяться квакнуть квалифицировать — — — кивнуть кйнуть(ся) кинофицировать вскипеть вскипятить прокиснуть поклониться раскласс ифицйровать положить клшуть наклеветать склеить заклеймить — наклепать кликнуть — — — выклянчить поклясться накляузничать — подковать исковеркать — ковырнуть — накопить кодифицировать козырнуть кокнуть — поколебать(ся) — колесовать — — —
831 Ρήματα διαρκείας КОЛ колонизовать колоситься колотиться) КОЛОТЬСЯI колоть сяJ колошматить колупать колыхать ся) кольцевать командировать командовать комбинировать комкать комментировать компенсировать компилировать комплектовать компоновать компостировать компрометировать конвертировать конвоировать конденсировать конкретизировать конкурировать конопатить консервировать консолидировать конспектировать конспирировать констатировать конструировать консультировать ся) контрактовать контрастировать контратаковать контролировать конфисковать конфликтовать конфузить ся) концентрйровать( ся) концертировать кончаться) кооперировать кооптировать координировать копать копаться копировать копйть( ся) копнить копошиться коптеть1 στιγμιαία колонизовать выколоситься поколотйть(ся) расколоть(ся) заколоть(ся); кольнуть отколошматить колупнуть колыхнуться) закольцевать, околь-ать командировать скомандовать скомбинировать искомкать; скомкать прокомментировать компенсировать скомпилировать скомплектовать, уком-вать скомпоновать прокомпостировать скопрометйровать конвертировать — конденсировать конкретизировать — законопатить законсервировать консолидировать проконспектировать законспирировать констатировать сконструировать проконсультировать ся) законтрактовать — контр ат аков ат ь проконтролировать контузить конфисковать — сконфузить ся) сконцентрировать ся) — кончить ся) кооперировать кооптировать координировать выкопать; капнуть — скопировать накопить ся) скопнить — закоптеть διαρκείας кро коптеть2 коптить корёжить корениться корить кормить ся) коробить ся) короновать(ся) коротать корпеть корр ектйровать корреспондировать корчевать корчить корчиться косить ся) косить косматить коснеть костенеть костить костямироватЬ ся) котировать котироваться котиться кочевать ковевражиться коченеть кощунствовать крамольничать красить ся) краснеть красноваться ^срасть( ся) крахмалить кредитовать ся) крейсировать кренить (ся) крепить ся) крепнуть крепчать крестить крестьянствовать криветь кривить ся) кривляться критиканствовать критиковать кричать кровоточить кроить крокировать кромсать кропать στιγμιαία закоптить; накоптить искорёжить, покорёжить д покормить ся), про-т(ся) покоробить ся) короновать ся) скоротать — прокорректировать — — — скорчиться СКОСИТЬ, ПОКОСИТЬ СЯ) скосить закостенеть — костюмировать ся) котировать — окотиться , — закоченеть, окоченеть — — выкрасить ся), нак-ть(ся), покраснеть — украсть накрахмалить кредитовать ся) — накренить ся) — окрепнуть — окрестить, перекрестить — окриветь покривить ся), скр-ть(ся) — — — крикнуть — выкроить крокировать искромсать накропать, скропать
832 Ρήματα διαρκείας κρο кропить крохоборствовать крошить круглеть кружит ь( оя) крупнеть крутйть(ся) кручиниться крушиться крыть( ся) крючить( ся) крякать кряхтеть кувыркаться кудахтать кудрявиться кукарекать куковать кукситься культивировать кумиться купать( ся) куражиться курйть(ся) курсировать курчавиться кусать кусаться кустарничать куститься кутать(ся) кутить кушать Л лавировать ладить( ся) ладить лазить, лазать лакать лакействовать лакировать лакомить ся) ласкать( ся) ластиться латать латинизйровать( ся) лаять лгать лебезить леветь легализовать ся) легчать леденеть στιγμιαία окропить [крошить искрошить, нак-йть, рас- округлёь — покрупнеть закрутить, скрутить — — — скрючить ся) крякнуть кувырнуться — — — — — покумиться выкупать(ся), искупаться) — куснуть — — — закутаться) кутнуть покушать, выкушать — — — — вылакать — отлакировать полакомиться) — — залатать латинизйровать( ся) налгать, солгать — полеветь легализовать ся) полегчать оледенеть διαρκείας луч леденить лежать ся); лёживать лезть лелеять лениться лепетать лепить летать, лететь лечить( ся) лжесвидетельствовать либеральничать лидировать лизать ликвидировать ся) ликовать лиловеть лимитировать линовать линчевать линять липнуть лисить листать литографировать лить( ся) лихорадить лицевать лицезреть лицемерить лицеприятельствовать лишать ся) лобызать ловить ловчить логарифмировать лодырничать ложиться локализовать ся) локаутировать ломать ломаться ломить( ся) лопаться лопотать лосниться лохматиться) лощить лубенеть лудить лузгать лукавить лупить лушевать лучйть(ся) στιγμιαία оледенить — — — — — налепить, слепить — — — слиберальничать — лизнуть ликвидировать ся) — полиловеть лимитировать налиновать линчевать вылинять, полинять — — — литографировать — г перелицевать улицезреть — — ЛИШЙТЬ( СЯ) поймать словчить логарифмировать — лечь локализовать ся) локаутировать поломать, сломать сломаться — лопнуть — взлохматить(ся) налощить залубенеть вылудить, полудить — слукавить слупить, облупить отлупцевать —
833 Ρήματα διαρκείας лущ ' лущить лысеть льнуть ЛЬСТЙТЬ( СЯ) любезничать любить любоваться любопытствовать лютовать лягать лязгать ляпать Μ магнетизировать мазать мазаться макать маклачить малевать малодушествовать малодушничать маневрировать манежить манерничать манипулировать манифестировать манкировать мараковать марать мариновать маркировать марморировать мародёрствовать маршировать маскировать (ся) маслить массировать1 массировать2 мастерить материализовать; ся) матрицировать махать маяться маячить меблировать медлить межевать мелеть мелить мелькать мельтешить στιγμιαία облущить, взлущйть облысеть, полысеть прильнуть ПОЛЬСТЙТЬ( СЯ) полюбоваться полюбопытствовать — лягнуть — наляпать; ляпнуть — вымазать, зам-ать, из-ть, намазать, по-ть; мазнуть вымазаться, замазаться, изма-ся, нама-ся, пом-ся. макнуть — намалевать — смалодушничать сманеврировать — — — — манкировать — замарать, измарать замариновать маркировать марморировать — — замаскировать ся) намаслить, помаслить — массировать смастерить материализовать ся) матрицировать махнуть — — меблировать — — обмелеть намелить мелькнуть διαρκείας МОЛ мельчать мельчить менструировать меняться) мереть мерещиться мёрзнуть мёрить( ся) меркнуть мертветь мертвить мерцать месить мести метать1 метать2 метить метить ся) мечтать мешать(сяI мешать сяJ мешкать мигать мигрировать милитаризовать миловать миловать ся) миндальничать минировать миновать минуть мирволить мирить мистифицировать митинговать млеть мнить(ся) множить(ся) мобилизовать ся) моделировать модернизировать, -зовать модифицировать ся) модулировать мозговать мозолить мокнуть молить ся) молнировать молодеть молодйть( ся) молотить молоть1 молоть2 молчать στιγμιαία измельчать измельчить, размельчить — поме.нять( ся) — померещиться замёрзнуть помёрить( ся) померкнуть омертветь — — ::: выметать; метнуть наметать, пром-ть, см-ать наметить, пометить. намётить(ся) — помешать помешать, смешать ся) — мигнуь — милитаризовать — — (за)минйровать миновать — — помирить, примерить мистифицировать — — — помножить, умножить( ся). отмобилизовать ся) — модернизировать, -зовать модифицировать ся) — ___ намозолить — помолиться — помолодеть — — смолоть —
834 Ρήματα διορκείοτς ΜΟΗ монополизировать монтировать морализировать моргать морить морозить морочить морщить морщить мостить мотать мотать(ся) мотивировать моторизовать мотыжить мочить мочь мошенничать мрачнеть мстить . мудрить мудрствовать мужать(ся) мумифицировать муниципализировать муравить мурлыкать муровать муслить, мусолить мусорить муссировать мутйть(ся) мутнеть мучить( ся) муштровать мчать( ся) мыкать( ся) мылить(ся) мыслить( ся) мытарить( ся) мыть(ся) мычать мягчить мякнуть мямлить мястись мять( ся) мяться мяукать στιγμιαία монополизировать смонтировать — моргнуть выморить, заморить, по- поморить, уморить. — обморочить наморщить, сморщить вымостить, замостить, намостить намотать; мотнуь иромотать(ся) мотивировать моторизовать — замочить, помочить смочь смошенничать помрачнеть отомстить намудрить, смудрить — — мумифиц йров ат ь муниципализировать — — обмуровать замуслить, заму солить, намуслить, намусолить. намусорить * взмутить, замутйть(ся), помутйть( ся) помутнеть замучить(ся), измучиться вымуштровать — — намылить(ся) — замытарить( ся) вымыть(ся), помыть(ся) — — намякнуть, размякнуть — — измять(ся), смять(ся), размять, помяться — мяукнуть διαρκείας над Η набавлять набегать набирать( ся) набивать( ся) наблн5дать( ся) — набалтывать набрасывать( ся) набрасывать(ся) набухать наваливать( ся) наваливать( ся) наваривать наваливаться нав ёртывать( ся) навёртывать навешивать навещать навевать, навеивать навинчивать нависать навивать навлекать наводить г наводнять навозить навозить наволакивать наворовывать навыкать навязывать( ся) навязывать(ся) наглаживать наглеть нагнаиваться нагнетать нагибать(ся) наговаривать нагонять нагораживать нагорать награждать нагребать нагревать(ся) нагружать нагрызать нагуливать надавливать надаивать надбивать надвигать( ся) надвязывать στιγμιαίο набавить набежать набрать( ся) набйть(ся) — наблюсти наболтать набрасать, набросить(сЯ) набросить(ся) набухнуть навалйть( ся) навалять наварить наведаться навернуть( ся) навертеть навесить,, навешивать навестить навеять навинтить нависнуть навить навлечь навести наводнить унавозить навезти наволочь наворовать навыкнуть навязать(ся); навязнуть навязать(ся) нагладить обнаглеть нагноиться нагнести нагнуть(ся) наговорить нагнать нагородить нагореть наградить нагрести нагрёть(ся) нагрузить нагрызть нагулять надавить надоить надбить надвйнуть( ся> надвязать
835 ρήματα διαρκείας над наддавать наделять надёргивать надевать надеяться надзирать надирать надкалывать надкусывать надламывать( ся) надоедать надоумливать надпарывать надпиливать надписывать надрезать, -зывать надрывать( ся) надставлять надстраивать надув ать(ся) наедать( ся) наезжать, наезживать нажаривать( ся) наживать(ся) наживлять нажигать нажимать нажинать назначать назревать называть( ся) наивничать наигрывать наказывать накаливать( ся) накалять( ся) накалывать накалнвать( ся) накапывать накативать(ся) намачивать наквашивать накидывать накладывать наклеивать наклёпывать накликать наклонять(ся) наклёвыватся наковывать накрадывать накрашивать накручивать накрывать( ся) στιγμιαία наддать наделить надёргать надеть понадеяться — надрать надколоть надкусить надломит ь(ся) надоесть надоумить надпороть надпилить надписать надрезать надорвать(ся) надставить надстроить надуть(ся) наёсть(ся) наездить, наехать нажарить( ся) нажить( ся) наживить нажечь нажать1 нажать2 назначить назреть назвать( ся) — наиграть наказать накалит ь( ся) накалйть( ся) наколоть наколоть(ся) накопать накатйть(ся) накачать наквасить накидать, накинуть наложить наклеить наклепать накликать наклонйть( ся) наклюнуться наковать накрасть накрасить накрутить накрыть(ся) διαρκείας нал накупать накуривать(ся) накусывать накутывать налавливать налагать налаживать( ся) налегать налёживать налезать налеплять налетать налётывать наливать( ся) нализываться налипать наличествовать намагничивать намалывать намариновывать наматывать( ся) намачивать намежёвывать намекать наменивать намереваться намерзать намеривать/ наметать намётывать намечать( ся) намешивать наминать намокать ^ . намалывать намолачивать намывать■ намыливать( ся) нанашивать наносить нанюхиваться нападать напаивать напаивать напарывать( ся) напасать напахивать напевать напекать напиливать напирать напйтывать( ся) напластовывать(ся) наплёскивать στιγμιαία накупить накурйть( ся) накусйть накутать наловить наложить наладить(ся) налечь належать налезть налепить налететь налетать налить( ся) нализаться налипнуть — намагнитить намолотить намариновать намотать(ся) намочить намежевать намекнуть наменять намёрзнуть намерить намести наметать намётить( ся) намешать намять намокнуть "■■намолоть намолотить намыть намылить( ся) наносить нанести нанюхаться нападать напоить напаять напороть напасти напахать напеть напечь напилить напереть напитать( ся) нашгастовать( ся) наплескать
836 Ρήματα διαρκείας нал наплетать наплывать наползать наполнять(ся) напоминать направлять ся) напрашивать ся) напруживаться) напрягать ся) напускать ся) напутствовать напухать напяливать нарабатывать нарастать наращивать нарушать ся) нарывать нарывать ся) наряжать ся) насаждать насаживать насаживаться насаливать насасывать ся) насахаривать насвистывать наседать насекать населять насиживать насиловать насказывать наскакивать наскребать наслаждаться наслаивать ся) наследовать насмехаться насовывать наставать наставлять настаивать настигать настилать настораживать ся) настрагивать настраивать ся) настуживать настукивать наступать настывать насучивать насушивать στιγμιαία наплести наплыть наползти наполнить( ся) напомнить направить ся) напросйть( ся) напружить(ся) напрячь(ся) напустить ся) напутствовать напухнуть напялить наработать нарасти нарастить нарушиться) нарыть нарвать(ся) нарядйть( ся) насадить насадить насесть насолить насосать ся) насахарить — насесть насечь населить насидеть изнасиловать насказать наскакать, наскочить наскрести насладиться наслоиться) наследовать, унасл-ть — насовать настать наставить ' настоять настигнуть, настичь настлать, настелить насторожйть(ся) настрогать, настругать настроить( ся) настудить настукать наступить настыть, настынуть насучить насушить διαρκείας нед насчитывать насылать насыпаться) насыщать (ся) наталкивать ся) натапливать натаптывать натаскивать натекать натирать ся) натискивать наторговывать натравливать, -влять натруживать натурализовать ся) натыкать1 натыкать2 натягивать ся) науживать науськивать наушничать наущать нахальничать нахваливать нахватывать ся) στιγμιαία насчитать наслать насыпать ся) насытить ся) натолкнуть ся) натопить натоптать натаскать; натащить натечь натереть ся) натискать наторговать натравить натрудить натурализовать ся) натыкать наткнуть, натыкать натянуть ся) наудить науськать — наустить — нахвалить нахватать ся) нахлёстывать «-нахлестать нахлобучивать находить ся) нацеживать нацеливать нацеплять национализировать начальствовать » начеканивать начерпывать начерчивать начёсывать начинать ся) начин ивать начинять начислять начитывать начищать нашаривать нашёптывать нашивать нашпиговывать наспйл ивать нащупывать небрежничать неволить негодовать недолюбливать нахлобучить найтй(сь) нацедить нацелить нацепить национализировать — начеканить начерпать начертить начесать начать ся) начинить начинить начиркать начислить начитать начистить нашарить нашептать нашить нашпиговать нашпилить нащупать — приневолить — —
837 Ρήματα διαρκείας над недомогать недоставать недосчитывать ся) недосыпать недоумевать недужиться нежить нежиться нежничать нездоровиться нействовать нейтрализовать неметь ненавидеть нервировать нервничать нереститься нести1 нести2 невелйровать( ся) низать низвергать ся) низводить низкопоклонничать низлагать никелировать никнуть ниспадать ниспосылать нисходить нишать нищенствовать нормализовать ся) нормировать норовить носйть( ся) ночевать нравиться нудить нуждаться нумеровать нырять ныть нюхать нянчиться) О обагрять обалдевать обваливать ся) обваливать обваривать ся) обвёртывать обводить στιγμιαία недостать недосчитаться недоспать — нейтрализовать занеметь, онеметь — понести снести невелировать( ся) нанизать низвергнуть ся) низвести низложить отникелировать сникнуть ниспасть ниспослать низойти обнищать нормализовать ся) нормировать нестй( сь) переночевать понравиться занумировать, прон-вать нырнуть понюхать; нюхнуть обагрить обалдеть обвалйть( ся) обвалять обварйть( ся) обвертеть, обвернуть обвести διαρκείας обр освётривать( ся) обвёшивать( ся) обвевать обвивать ся) обинять обвисать обводить обводнять обволакивать ся) обворовывать обвораживать обвыкать обвязывать ся) обгладывать обгорать обгрызать обдавать ся) обделывать обделять обдёргивать обдирать обдумывать обдувать обдурять обегать обедать обеднять обегать обезболивать обезвреживать обесглавливать обездоливать обезжиривать обеззараживать обезземеливать обезлйчивать( ся) обезоруживать — обезьянничать обелять оберегать( ся) обёртывать ся) обескровливать обескураживать — обеспечивать ся) обеспложивать обессиливать обесславливать обессмысливать обесцвечивать обесценивать ся) обещать обжаривать ся) στιγμιαία обветрить ся) обвешать ся) обвеять обвить ся) обвинить обвиснуть обвести обводнить обволочЬ ся) обворовать обворожить обвыкнуть обвязаться) обглодать обгореть обгрызть обдатЬ ся) обделать обделить обдёргать ободрать обдумать обдуть обдурить обегать пообедать обеднить обежать обезболить обезвредить обезглавить обездолить обезжирить обеззаразить обезземелить обезличить ся) обезоружить обезуметь собезьянничать обелить оберёчЬ ся) обернуть ся) обескровить обескуражить обеспамятеть обеспечить ся) обесплодить обессилить обесславить обессмыслить обесцветить обесценить ся) обещать κ. пообещать обжарить ся)
838 Ρήματα διαρκείας оби обживать ся) обжигать ся) обжимать обжинать обжуливать обзывать обивать ся) обижаться) обиловать обирать обитать обивать ся) обкапывать1 обкапывать2 обкармливать обкатывать обкашивать обкидывать обкладывать обклеивать обкалывать обкрадывать обкуривать обкусывать облагать облагораживать обладать облаживать обламывать ся) облапливать облапошивать облачать ся) облаивать облегать облегчаться) облезать облекать ся) облеплять облетать облётывать обливать облйзывать(ся) облипать облицовывать обличать облокачивать ся) облупать облюбовывать обмазывать ся) обмакивать обманывать ся) обматывать ся) обмахивать ся) обмачивать ся) στιγμιαία обжйть( ся) обжёчь(ся) обжать обжать обжулить обозвать обйть( ся) обидеть ся) — обобрать — обить (ся) обкапать обкопать обкормить обкатать обкосить обкидать обложить обклеить обколоть обокрасть обкурить обкусать обложить облагородить — обладить обломать ся), -мить(ся) облапить облапошить облачйть( ся) облаять облечь облегчйть( ся) облезть облёчь( ся) облепить облететь облетать облить облизать ся)^ облипнуть облицевать обличить облокотйть( ся) облупить облюбовать обмазать ся) обмакнуть обмануть ся) обмотать ся) обмахнуться) ОбМОЧЙТЬ( СЯ) διαρκείας обр обмёнивать( ся) обмерзать обмёривать(ся) обметать обмётывать обминать ся) обмирать обмозговывать обмолачивать обмораживать обмундировывать ся) обмываться) обмякать обнадёживать обнажать ся) обнаруживать ся) обнашивать обниматься) обновлять ся) обнюхивать обобществлять · обобщать обогащать ся) обогревать ся) ободрять(ся) обожать — обожествлять обозначать( ся) обогревать, обзирать оболванивать обольщать(ся) обонять оборачивать( ся) *оборонять( ся) оборудовать обосновывать(ся) обособлять( ся) обострять(ся) обрабатывать образовывать( ся) обрамлять обрастать обращать ся) обрезать ся) обременять обретать обретаться обрекать обрешечивать обрисовывать ся) обрубать обручать ся) обрушивать ся) στιγμιαία обменить ся), -нять(ся) обмёрзнуть обмерить( ся) обмести обметать обмять ся) обмереть обмозговать обмолотить обморозить обмундировать ся) обмыть ся) обмякнуть обнадёжить обнажить ся) обнаружить ся) обносить обнять ся) обновить ся) обнюхать обобществить обобщить обогатить ся) обогреть ся) ободрить ся) — обождать обожествить обозначить ся) обозреть оболванить обольстить ся) Ь ся) обернуть ся), оборотить- оборонйть ся) оборудовать обосновать ся) обособить ся) обострить ся) обработать образовать ся) обрамить обрасти обрат йть(ся) обрезать ся) обременить обрести обречь обрешетить обрисовать ся) обрубить обручить ся) обрушить ся)
839 Ρήματα διαρκείας Обр обрывать( ся) обрызгивать( ся) обряжать( ся) обсаживать обсаливать обсасывать обсахаривать обсекать обсеменять обскакивать обследовать обслуживать обставлять( ся) обстирывать обстоять обстрагивать обстраивать(ся) обстряпывать обступать обсуждать обсаживать обсусоливать( ся) < обсушивать обсчйтывать( ся) обсыпать(ся) обсыхать обтачивать обтекать обтёсывать обтирать(ся) обтягивать обтяпывать обугливать(ся) обуздывать обуживать обусловливать обувать( ся) обучать(ся) обхатывать обходить обхохатываться обчвдать( ся) обшаривать обшивать общаться объегоривать объедать( ся) объединять( ся) объезжать объявлять( ся) объяснять( ся) обыгрывать обыскивать обюрокрачивать( ся) στιγμιαία оборвать(ся) обрызгать(ся) обрядйть( ся) обсадить обсалить обсосать обсахарить обсечь обсеменить обскакать обследовать обслужить обставить( ся) обстирать — обстрогать, обстругать обстроить(ся) обстряпать обступить обсудить — эбсусолить(ся) обсушить обсчитать(ся) обсыпать(ся) обсохнуть обточить обтечь обтесать обтереть( ся) обтянуть обтяпать обуглить(ся) обуздать обузить обусловить обуть( ся) обучйть(ся) обхатйть обойти обхохотаться обчйстить(ся) обшарить обшить — объегорить объёсть(ся) объединйть( ся) объездить, объехать объявйть( ся) объяснйть(ся) обЫ1>рать обыскать обгорократить( ся) διαρκείας ока обязывать( ся) ОБеществлять(ся) овевать, овеивать овладевать оглаживать. оглашать( ся) оглоушивать оглуплять оглушать оглядывать(ся) оговаривать( ся) оголять(ся) огораживать( ся) огорошивать огорчать(ся) ограждать( ся) огранйчивать( ся) огребать огрызаться одаривать одевать( ся) оделять одерживать одёргивать одобрять одолевать одолжаться одомашнивать( ся) одумываться одурять одухотворять одушевлять( ся) ожесточать ОЖИВЛЯТЬ(СЯ) *ожидать оживать озкбочиваться озаглавливать озадачивать озарять( ся) озвучивать оздоровлять озеленять озирать(ся) озлоблять( ся) ознаменовывать( ся) означать озноблять озонировать озорничать ойкать оказывать( ся) окаймлять оканчивать( ся) στιγμιαία обязать(ся) ОЕеществйть(ся) овеять овладеть огладить огласйть(ся) оглоушшь — оглушить оглядёть(ся); оглянуть оговорйть(ся) оголйть(ся) огородить(ся) огорошить огорчйть(ся) оградйть( ся) огранйчить( ся) огрести огрызнуться одарить одёть(ся) оделить одержать одёрнуть одобрить одолеть одомашнить( ся) одуматься — одухотворить одушевйть(ся) ожесточить оживйть( ся) · — ожить озаботиться озаглавить озадачить озарйть(ся) озвучить оздоровить озеленить озлобйть(ся) ознаменоваться — ознобить озонировать созорничать — оказать( ся) окаймить окончить( ся)
840 Ρήματα διαρκείας ока окапывать окармливать окачивать( ся) окать окидывать окислять(ся) оккупировать оклеивать окликать оковывать околачиваться околдовывать околевать околпачивать окорачивать окрикивать окровавливать окроплять округлять(ся) окружать окручивать окрылять оксидировать окукливаться окулировать окунать( ся) окупать( ся) окуривать окутывать(ся) окучивать олицетворять омертвлять омещаниваться омолаживать( ся) омрачать(ся) омывать(ся) онемечивать( ся) опадать опаздывать опасаться опахивать опахивать( ся) опекать опережать оперировать1 оперировать* оперять(ся) опечатывать опирать( ся) опивать( ся) опйсывать( ся) оплакивать оплачивать оплёвывать στιγμιαία окопать окормить окатйть(ся) — окинуть окислйть( ся) оккупировать оклеить окликнуть оковать околдовать околеть околпачить окоротить окрикнуть окровавить окропить округлить (ся) окружить окрутить окрылить оксидировать окуклиться окулировать окунуть(ся) окупйть( ся) окурить окутать(ся) окучить олицетворить омертвить омещаниться омолодйть( ся) омрачйть( ся) ОМЫТЬ( СЯ) онемёчить( ся) опасть опоздать — опахать опахнуть(ся) — опередить оперировать — оперйть( ся). опечатать оперёть( ся) опйть( ся) описать( ся) оплакать оплатить оплевать διαρκείας ОСЛ оплетать оплодотворять(ся) оплывать опознавать оползать ополаскивать ополчать(ся) опоражнивать( ся) опошлять(ся) опоясывать(ся) оправдывать( ся) оправлять(ся) опрастывать( ся) опрашивать определять ся) опреснять опровергать опрокйдывать( ся) опрощаться опрыскивать(ся) оптйровать(ся) опубликовывать опускать( ся) опустошать опутывать опухать опушать опыливать( ся) ораторствовать ' орать организоваться) оригинальничать ориентировать ся) оркестровать орнаментировать орошать( ся) орудовать осаждать осаживать осваивать ся) осведомлять(ся) освежать( ся) освещать(ся) освистывать освобождать( ся) освящать оседать осеменять осенять осиливать осквернять( ся) оскоплять оскорблять(ся) ослаблять στιγμιαία оплести оплодотворйть( ся) оплыть опознать оползти ополоскать, ополоснуть ОПОЛЧЙТЬ( СЯ) опорожнйть(ся) опошлить(ся) опоясать(ся) оправдать( ся) оправ ить(ся) опростать( ся) опросить определйть( ся) опреснить опровергнуть опрокйнуть(оя) опроститься опрыскать( ся) оптйровать( ся) опубликовать опустйть( ся) опустошить опутать опухнуть опушить опылйть(ся) — организовать ся) соригинальничать ориентировать( ся) оркестровать орнаментировать орошйть(ся) — осадить осадить ОСВОИТЬ(СЯ) осведомйть(ся) освежить( ся) осветйть(ся) освистать освободйть( ся) освятить осесть осеменить осенить осилить осквернйть(ся) оскопить оскорбйть(ся). ослабить
841 Ρήματα διαρκείας ОСЛ ослеплять осложнять ся) осматривать ся) осмеливаться осмеивать осмысливать оснащать основывать( ся) осовременивать осознавать оспаривать оставлять останавливать ся) оставаться остеклять остепеняться) остерегать ся) осторожничать острить остропиливать острословить оступаться осуждать осушать осуществлять ся) осчастливливать осыпать ся) осязать отапливать отбавлять отбегать отбеливать отбивать ся) отбирать — отблёскивать отбояриваться отбрасывать отбрыкиваться отбывать отваживать отваживаться отваливать ся) отваривать ся) отведывать отвёртывать( ся) ответвляться) отвечать отвиливать отвйнчивать( ся) отвисать отвлекать ся) отводить στιγμιαία ослепить ОСЛОЖНЙТЬ(СЯ) осмотрёть(ся) осмелиться осмеять осмыслить оснастить основать ся) осовременить осознать оспорить оставить остановите ся) остаться остеклить остепенйть(ся) остерёчь(ся) — сострить остропилить — оступиться осудить осушить осушествйть( ся) осчастливить осыпаться) — отопить отбавить отбежать отбелить отбйть(ся) отобрать отблагодарить — отбояриться) отбросить — отбыть отвадить отважиться отвалиться) отварйть( ся) отведать отвернуть( ся) ·, отвер- отвертеть ся) ответвить ся) ответить отвильнуть отвинтить ся) отвиснуть отвлечь ся) отвести διαρκείας отк отвоёвывать отвозить отволакивать отворять ся) отвращать отвыкать отвязывать ся) отгадывать отглаживать ся) отглатывать отгнивать отговаривать ся) отгонять отгораживать ся) отгорать отграничивать отгребать отгружать отгрызать отгуливать отдавать ся) отдавливать отдаивать ся) отдалять ся) отдаривать ся) отделывать ся) отделять ся) отдёргивать отдирать ся) отдумывать отдыхать отекать отеплять отживать отжигать отжимать отжинать отзванивать отзывать ся) отирать отказывать ся) откалывать ся) откапывать откармливать откатывать ся) * откачивать откашливать ся) откашливаться отквитывать откидывать ся) откладывать откланиваться отклёвывать отклеивать ся) στιγμιαία отвоевать отвезти отволочь отворить ся) "отвратить отвыкнуть отвязать ся) отгадать отгладить ся) отглотнуть отгнить отговорить ся) отогнать отгородить(ся) отгореть отграничить отгрести отгрузить отгрызть отгулять отдать ся) отдавить отдойтЬ ся) отдалить ся) отдарить ся) отделать ся) отделить(ся) отдёрнуть отодрать ся) отдумать отдохнуть отечь отеплить отжить отжечь отжать отжать отзвонить отозвать ся) отереть отказать ся) отколоть ся) откопать откормить откатить ся) откачать откашлянуть откашляться отквитать откидать, откинуть ся) отложить откланяться отклевать отклеитЬся)
842 Ρήματα διαρκείας ΟΤΚ отклёпывать откликаться отклонять(ся) отключать отковывать отковыривать отколачивать отколупывать откомандировывать откочёвывать открешшть( ся) открещиваться откровенничать откручивать( ся) открывать( ся) откупать( ся) откупоривать откусывать отлавливать отлагать отламывать(ся) отлёживать( ся) отлеплять(ся) отлетать отливать отличать( ся) отличаться отлучать(ся) отлынивать отмалчиваться отмахивать(ся) отмачивать отмежёвывать( ся) отменять отмерзать отмеривать, отмерять отметать отмечать(ся) отмечаться отмирать отмокать отмораживать отмыкать(ся) отмывать( ся) отмякать отнекиватся отнимать(ся) относйть(ся) отображать отоваривать отогревать( ся) отодвигать(ся) отожествлять отзывать( ся) στιγμιαία отклепать откликнуться отклонйть( ся) отключить отковать отковырять отколотить отколупать откомандировать откочевать открепить( ся) откреститься — открутйть(ся) открыть(ся) откупйть(ся) откупорить откусить отловить отложить отломать(ся), -мйться отлежать(ся) отлепйть( ся) отлететь отлить ОТЛИЧЙТЬ( СЯ) — отлучить(ся) отмолчаться отмахать, отмахнуть(ся) отмочать отмежевать(ся) отменить отмёрзнуть отмерить отмести отмётить( ся) — отмереть отмокнуть отморозить отомкнуть (ся) отмыть(ся) отмякнуть отнять(ся) отнестй(сь) отобразить отоварить отогреть( ся) отодвйнуть( ся) отожествить отозвать(ся) διαρκείας отс оторачивать отпадать отпаивать отпаивать( ся) отпаривать отпарывать (ся) отпевать отпечатывать(ся) отпиливать отпивать отпирать( ся) отписывать ся) отпйхивать( ся) отплачивать отплёвывать отпёскивать отплетать отплывать отплясывать отползать отпочковываться отправлять( ся) отпрашиваться отпрыгивать отпрягать отпрядывать отпугивать отпускать отрабатывать отравлять (ся) отражать(ся) отрастать отращивать отрезать, отрезывать ^отрезвлятьс ся) отрекаться отрешать(ся) отрицать отрубать ■ отруливать отрывать(ся) отрыгивать(ся) отрывать отряжать отрясать отряхивать(ся) отсаживать отсаживаться отсвечивать отсеиваться отсекать отселять(ся) отсиживать(ся) отскабливать( ся) στιγμιαία оторочить отпасть отпоить отпаять(ся) отпарить отпороть(ся) отпеть отпечатать( ся) отпилить отпить отпереть(ся) отписать(ся) отпихнуть(ся) отплатить отплюнуть отплеснуть отплести отплыть отплясать отползти отпочковаться отправить( ся) отпроситься отпрыгнуть отпрячь отпрянуть отпугнуть отпустить отработать отравйть(ся) отразйть( ся) отрасти отрастить отрезать отрезвйть( ся) отречься отрешйть( ся) — отрубить отрулить оторвать( ся) отрыгнуть(ся) отрыть отрядить отрясти отряхнуть( ся) отсадить отсесть отсеять отсечь отсел йть(ся) отсидеть(ся) · отскоблйть( ся)
843 Ρήματα διαρκείας ОТС отскакивать отскребать отслаивать(ся) отслуживать отсортировывать отсрочивать отставать отстаивать отстаивать(ся) отстёгивать(ся) отстирывать( ся) отстраивать(ся) отстукивать отступать(ся) отсутствовать отсучивать отсчитывать отсылать отсыпать отсыпаться отсыхать оттаивать отгалкивать( ся) оттаптывать оттачивать( ся) оттаскивать оттекать оттенят. оттеснять оттирать( ся) оттискивать оттопыривать(ся) отторгать оттягивать оттяпывать отуманивать( ся) отучивать(ся), ~чать( отфыркиваться отхаживать отхаркивать отхватывать отхлёбывать отхлёстывать отхлопывать отходить отцветать отцеживать отцеплять( ся) отчаливать отчёркивать отчерпывать ОТЧИСЛЯТЬ( СЯ) отчйтывать( ся) отчищать(ся) στιγμιαία отскочить отскрести ОТСЛОЙТЬ(СЯ) отслужить отсортировать отсрочить отстать отстоять ОТСТОЯТЬ^ СЯ) отстегнуть(ся) отстирать(ся) отстроить(ся) отстукать отступ йть(ся) — отсучить осчитать отослать отсыпать отоспаться отсохнуть оттаять оттолкнуть(ся) оттоптать отточйть(ся) оттащить оттечь оттенить оттеснить оттереть(ся) оттиснуть оттюпырить( ся) отторгнуть оттянуь оттяпать отуманить( ся) с*5 отучйть( ся) — отходить отхаркать, отхаркнуть отхватить отхлебнуть отхлестать отхлопать отойти отцвести отцедить отцепйть( ся) отчалить отчеркнуть отчерпнуть отчйслить( ся) отчитать(ся) отчйстить( ся) διαρκείας пар отчуждать отшвыривать отшибать отшлёпывать отшпйливать( ся) отщеплять отщипывать отъедать(ся) отъедать отыгрывать( ся) отыскивать( ся) отягощать отягчать оформлять( ся) охать охватывать охладевать охлаждать(ся) охорашиваться охотиься охранять охрить оценивать оцеплять очаровывать очеловечиваться очёркивать очерчивать очёсывать очищать(ся) ошарашивать ошеломлять ошибаться ощетйнивать( ся) •ощущать Π падать паковать пакостить палить1 палить2 паломничать паникёрствовать паниковать паразитировать парализовать парафразировать парашютировать парировать парить( ся) парить στιγμιαία отшвырнуть отшибить отшлёпать отшпйлить(ся) отщепить отщипать; отщипнуть отъёсть(ся) отъехать отыграть( ся) отыскать(ся) отяготить отягчить оформить( ся) охнуть охватить охладеть охладить (ся) — — — оценить оцепить очаровать очеловечиться "очеркнуть очертить очесать очйстить( ся) ошарашить ошеломить ошибиться ощетйнить(ся) ощутить пасть, упасть запаковать, упаковать запакостить, испакостить, напакостить опалить, спалить выпалить; пальнуть — — — парализовать парафразировать парашютировать, спарашю- спарашютировать отпарировать попариться
844 Ρήματα διαρκείας пар партизанить паршиветь пасовать1 пасовать2 пастеризовать пасти патентовать патронировать патрулировать пахать пахнуть — пахтать пачкать ся) паясниться паять певать; петь пеленать пеленговать. пениться) пенять первенствовать переадресовывать переаттестовывать перебарщивать перебегать перебеливать перебирать ся) перебивать ся) перебраниваться перебрасывать ся) переваливать ся) переваливать переваривать ся) перевёдывать( ся) перевёртывать(ся) к.пе- реворачивать перевёртывать и. пере- переверчивать перевешивать перевинчивать перевирать ■ переводйть( ся) перевозить — перевооружать ся) перевоплощать ся) переворачивать ся) перевоспйтывать( ся) перевыбирать перевыполнять перевязывать στιγμιαία запаршиветь, опаршиветь спасовать паснуть пастеризовать — запатентовать — — вспахать — пахнуть — выпачкаться), испач- испачкаться), запачкать- (ся), напачкать ся) — — спеть, пропеть запеленать, спеленать запеленговать вспенить ся) попенять — переадресовать переаттестовать переборщить перебежать перебелить перебрать ся) перебить ся) — перебросить( ся) перевалйть( ся) перевалять переварйть( ся) перевёдать( ся) перевернуть ся) ч. пе- переворачивать ся) перевертеть перевешать перевинтить переврать перевестй(сь) перевезти переволновать ся) перевооружиться) перевоплощйть( ся) перевернуть ся) перевоспитать ся) перевыбрать перевыполнить перевязать διαρκείας пер перегибать ся) переглаживать переглядывать( ся) перегнать перегнаивать переговаривать перегорать перегораживать перегревать ся) перегружать перегруппировывать перегрызать передавать ся) передвигать ся) переделывать переделять передёргивать ся) передерживать передоверять передразнивать — передумывать передыхать переедать переезжать пережаривать( ся) пережёвывать — переживать пережигать пережидать перезаряжать перезванивать — » перезревать переигрывать переизбирать переиздавать переименовывать переиначивать перекалечивать перекаливать перекалывать перекапывать перекармливать перекатывать ся) перекачивать перекашивать ся) перекидывать ся) ■ перекладывать переклеивать перекликаться переключать ся) στιγμιαία перегнуть ся) перегладить переглянуть(ся) перегонять перегноить переговорить перегореть перегородить перегреть ся) · перегрузить перегруппировать перегрызть передать ся) передвинуть ся) переделать переделить передёрнуть ся) передержать передоверить передразнить передружиться передумать передохнуть переесть переехать пережарить ся) 'пережевать переженить ся) пережить пережечь переждать перезарядить перезвонить перездороваться перезнакомить ся) перезреть переиграть переизбрать переиздать переименовать переиначить пе^калёчить перекалить переколоть перекопать перекормить перекатить ся) перекачать перекосить ся) перекинуть ся) переложить переклеить перекликнуться переключить ся)
845 Ρήματα διαρκείας пер перекочёвывать перекраивать перекрашивать ся) перекрикивать перекручивать перекрывать перекувыркивать ся) перекупать перекуривать перекусывать перелагать переламывать ся) перелезать перелетать переливать ся) перелистывать перелопачивать перемазывать перемалываться) переманивать перематывать перемеривать перемёшивать( ся) перемещать ся) перемигиваться переминаться перемножать перемогать перемывать перенапрягать ся) перенимать переносйть(ся) перенумеровывать переобременять переобувать ся) переосвидетельствовать переоценивать перепадать перепаивать перепахивать — перепелёнывать переперчивать перепечатывать перепекать (ся) перепиливать переписывать переписываться перепивать( ся) перепланировывать переплачивать переплетать ся) переплывать переползать στιγμιαία перекочевать перекроить перекрасить ся) перекричать перекрутить перекрыть перекувырнуть ся) перекупить перекурить перекусить переложить переломйть( ся) перелезть перелететь перелйть( ся) перелистать перелопатить перемазать перемолоть переманить перемотать перемерить перемешать ся) переместить ся) перемигнуться — перемножить перемочь перемыть перенапрячь ся) перенять перенестй( сь) перенумеровать переобременить переобуться) переосвидетельствовать переоценить перепасть перепоить перепахать перепачкаться перепеленат^ переперчить перепечатать перепечь( ся) перепилить переписать — перепйть( ся) перепланировать переплатить переплестй( сь) переплыть переползти διαρκείας пер переполнять ся) перепоручать переправлять ся) перепревать перепродавать перепрыгивать перепрягать перерабатывать ся) перераспределять перерастать — перерезать, -рёзывать перерешать перерисовывать перерождать ся) перерубать переругиваться перерывать1 перерывать2 переряживать( ся) пересаживать пересаживаться пересаливать пересдавать пересекать переселять ся) пересиживать пересиливать пересказывать перескакивать переслащивать пересылать пересматривать переснимать йересоздавать пересортировывать переспрашивать переставать переставлять перестаивать перестилать перестирывать перестраивать ся) перестраховывать ся) перестреливать π ер е стр елив ат ь ся перестукиваться переступать пересушивать пересчитывать пересылать пересыпать пересыхать перетапливать στιγμιαία переполнить ся) перепоручить переправиться перепреть перебродать перпрыгнуть перепрячь переработать ся) перераспределить перерасти перерасходовать перерезать перерешить перерисовать переродить ся) перерубить переругаться перервать перерыть перерядить ся) пересадить пересесть пересолить пересдать пересечь переселить ся) пересидеть пересилить пересказать перескочить пересластить переслать пересмотреть переснять пересоздать пересортировать переспросить перестать переставить перестоять перестлать, перестелить перестирать перестроить ся) перестраховать ся) перестрелять — — переступить пересушить пересчитать переслать пересыпать пересохнуть перетопить
846 Ρήματα διαρκείας пер перетаскивать перетасовывать перетирать(ся) перетолковывать перетряхивать переть перетягивать( ся) переубеждать( ся) переутомлять( ся) переучивать( ся) переучитывать перефразировать перехватывать переходить перечёркивать перечерчивать перечёсывать перечислять перечитывать перечить перешагивать перешёптывать( ся) перешибать перешивать перифразировать перлюстрировать перчить першить пестовать пестреть пестрить петлять печалить( ся) печатать( ся) печь( ся) пикировать пиликать пилить пилотировать пинать пировать пиршествовать писать писаться питать пить пихать( ся) пичкать пищать плавать плавить( ся) плакать( ся) планировать пластать στιγμιαία перетащив перетасовать перетерёть( ся) перетолковать перетрясти; -ряхнуть · — перетянуть(ся) переубедить(ся) переутомить( ся) переучйть(ся) переучесть перефразировать перехватить перейти перечеркать; -ркнуть перечертить перечесать перечислить перечитать — перешагнуть — перешибить перешить перифразировать перлюстрировать . наперчить, поперчить — выпестовать — — — опечалить( ся) напечатать ся) испечь(ся) спикировать — — — пнуть — — написать — напитать выпить пихнуть(ся) напичкать пискнуть — расплавить( ся) — спланировать — διαρκείας ПОД пластовать платать платить' платиться плевать пленять(ся) плескать плесневеть плести плешиветь плиссировать плодить(ся) плодоносить плоить пломбировать плотнеть плотничать плутать плутовать плыть плюхаться плющить плясать побаиваться побеждать побуждать повелевать повергать поверять повёртывать( сяI повёртывать(ся)* повествовать повиноваться поводить *повреждать повторять(ся) повышать(ся) повязывать( ся) поганить поглощать поговаривать погонять погорать погребать погружать(ся) подавлять подавать( ся) подбавлять подбегать подбирать(ся) подбивать подбодрять(ся) подбрасывать подбривать στιγμιαία . заплатать заплатить, уплатить поплатиться наплевать; плюнуть пленйть( ся) плеснуть заплесневеть сплести оплешиветь — расшгадйть( ся) — наплоить запломбировать, обпл-вать поплотнеть — — наплутовать, сплутовать — плюхнуть, плюхнуться сплющить сплясать — победить побудить повелеть повергнуть поверить повернуть( ся) поворачивать( ся) — — повести повредить повторйть( ся) повысить( ся) повязать( ся) опоганить поглотить — — погореть погрести погрузйть(ся) подавить подать(ся) подбавить подбежать подобрать( ся) подбить подбодрйть( ся) подбросить подбрить
847 Ρήματα διαρκείας ПОД подваливать подваривать подвергать ся) подвёртывать( ся) подвёшивать( ся) подвигаться) подвизаться подвинчивать подвозить подвязывать ся) подгадывать подгибать ся) подглядывать подгнивать подговаривать подгонять подгорать подготавливать ся) ПОДГОТОВЛЯТЬ СЯ) подгребать поддакивать поддаваться) поддёлывать( ся) поддерживать поддёргивать поддевать поделывать подёргивать подёргиваться поджаривать ся) подживать поджигать поджидать подзадоривать подзывать подкалывать подкапывать ся) подкарауливать подкармливать подкатываться) подкачивать подкашивать ся) подкашливать подкидывать подкладывать подклеивать подключать подковываться подкрадываться подкрепляться) подкупать подлаживаться подламываться) подлежать στιγμιαία по свалить подварить подвергнуть ся) подвернуть ся) подвёсить(ся) подвйнутьС ся) — подвинтить подвезти. подвязаться) подгадать подогнуться) подглядеть подгнить подговорить подогнать подгореть К. ) ПОДГОТОВИТЬ( СЯ) ί подгрести поддакнуть поддать ся) подделать(ся) поддержать поддёрнуть поддеть — — подёрнуть( ся) поджарить ся) поджить поджечь — подзадорить подозвать подколоть подкопать ся) подкараулить подкормйть( ся) подкатить ся) . ' подкачать подкосйть(ея) подкашлянуть подкинуть подложить подклеить подключить подковаться подкрасться подкрепйть(ся) подкупить подладиться ПОДЛОМИТЬ СЯ) διαρκείας ПОД подлезать подлетать подлеть подлёчивать( ся) подливать подлизываться подличать подмазывать ся) подмалёвывать подманивать подмасливать подмахивать подмачивать подменивать, подменять подмерзать подметать подмётывать подмечать подмешивать подмигивать подминать подмокать подмораживать подмывать поднимать(ся) στιγμιαία подлезть подлететь оподлеть подлечить ся) подлить подлизаться сподличать подмазать ся) подмалевать подманить подмаслить подмахнуть подмочить подменить подмёрзнуть подмести псдметать подметить подмешать, подмесить подмигнуть подмять подмокнуть подморозить подмыть ПОДНЯТЬ СЯ) подновлять «подновить ПОДНОСИТЬ подныривать подобать подогревать пододвигать ся) подозревать ся) подольщаться ^подопревать подпадать подпахивать подпевать подпиливать подпирать ся) подписывать ся) подпихивать подплывать подпоясывать ся) подправлять подпрыгивать подпускать подрабатывать подравнивать подражать подразделять подразумевать ся) подрастать подращивать подрезать, подрезывать поднести поднырнуть — подогреть пододвинуть ся) — подольститься подопреть подпасть — — подпилить подпереть ся) подписать ся) подпихнуть подплыть подпоясать ся) подправить подпрыгнуть поспустйть подработать подровнять — подразделить — подрасти подрастить подрезать
848 Ρήματα διαρκείας ПОД подрисовывать подравнивать подрубать подруливать подрумянивать( ся) подрывать1 подрывать* подряжать(ся) подсаживать подсаживаться подсекать подсевать, подсеивать подсиживать подсказывать подскабливать подскакивать подскребать подслащивать подслуживать( ся) подслушивать подсматривать подсовывать подсаливать подставлять подстёгивать подстерегать подстилать подстраивать подступать( ся) подсушивать подсчитывать подсылать подсыпать подсыхать подталкивать подтапливать подтасовывать подтачивать подтверждать ся) подтекать подтирать подтрунивать подтыкать подтягивать( ся) подумывать подучивать( ся) подхватывать подхлёстывать подходить подчеплять подчаливать подчёркивать подчинять(ся) подчищать στιγμιαία подрисовать подровнять подрубить подрулить подрумянить( ся) подорвать подрыть подрядить(ся) подсадить подсесть подсечь подсеять подсидеть подсказать подскоблить подскочить подскрести подсластить подслужиться подслушать подсмотреть подсунуть подсолить подставить подстегнуть подстеречь подостлать подстроить подступйть( ся) подсушить подсчитать подослать подсыпать подсохнуть подтолкнуть * подтопить подтасовать подточить подтвердит^ ся) подтечь подтереть подтрунить подоткнуь' подтянуть( ся) — подучйть( ся) подхватить подхлестнуть подойти подцепить подчалить подчеркнуть подчинйть( ся) подчистить διαρκείας пом подшибать подшивать подшпиливать подштопывать подшучивать подъедать подъезжать подыгрывать( ся) подыскивать подытоживать поедать поживать пожимать пожиматься пожинать пожирать позволять поздравлять позировать познабливать познавать познаваться позорить( ся) поить показывать(ся) покорять(ся) покровительствовать покрывать(ся) покупать покушаться полагать1 полагать2 полагаться полдничать полегать полёживать полемизировать ползать, ползти поливать(ся) полировать политиканствовать полнеть полонизировать полоскать полосовать полоть полошйть(ся) получать( ся) полыхать пользоваться помадить(ся) помещать^ ся) поминать помирать στιγμιαία подшибить подшить подшпилить подштопать подшутить подъесть подъехать подыграть( ся) подыскать подытожить поесть — пожать пожаться пожать пожрать позволить поздравить — — познать — опозорить(ся) напоить показать(ся) покорйть( ся) — покрыть(ся) купить покуситься положить — положиться — полечь — полйть( ся) наполировать, отпо-вать — пополнеть полонизировать выполскать исполосовать, распо-вать выполоть всполошйть(ся) получйть(ся) полыхнуть воспользовать напомадить( ся) поместйть( ся) помянуть помереть
849 Ρήματα διαρκείας ПОМ помнить( ся) помагать помышлять понижаться) понимать поносить понукать поощрять попадаться) попирать пополняться) поправляться) попрекать популяризовать попустительствовать порабощать поражать ся) порастать порицать порождать пороситься пороться) порочить порошить портить(ся) портняжить поручать порхать порывать посвящать поселять посещать посматривать пособлять поспевать посрамлять поставлять постановлять поститься, постничать постригать ся) постулировать поступать ся) посылать посыпать посягать потеть потирать потрафлять потреблять потрошить потрясать потупляться) потчевать потягивать ся) στιγμιαία ПОМОЧЬ помыслить понйзить( ся) понять — поощрить попасться) попрать ■ пополнить(ся) поправить ся) попрекнуть популяризовать — поработить поразйть( ся) порасти — породить опороситься распороть( ся) опорочить запорошить, напорошить испортиться) — поручить порхнуть порвать посвятить поселить посетить посмотреть пособить поспеть посрамить поставить постановить — пострйчь( ся) постулировать поступйть( ся,) послать посыпать посягнуть вспотеть, запотеть, от-ть потереть потрафить потребить выпотрошить потрясти потупйть( ся) попотчевать потянуться) διαρκε ίας пре похищать почерпать почитать пошлеть поэтизировать появляться пояснять праветь праздновать практиковать практиковаться пребывать превалировать превозвышать превзмогать превозносйть(ся) превосходить превращать ся) превышать преграждать предавать( ся) предварять предвещать предвйдеть( ся) предводительствовать предвозвещать предвосхищать предлагать предназначать предопределять предоставлять предостерегать предотвращать предохранять Предписывать предполагать предпосылать предпочитать ггр едпр инимать предрасполагать предрекать предрешать председательствовать предсказывать представать представлять ся) предстоять пр едув едомлят ь преугадывать пр едупр еждат ь пр е ду сматр ив ат ь предчувствовать предшествовать предъявлять στιγμιαία ПОХИТИТЬ почерпнуть почесть опошлеть поэтизировать появиться пояснить поправеть отпраздновать — напрактиковаться — — превозвысить превозмочь превознестй(сь) превзойти превратить ся) превысить [ΐρ* егр адит ь предать ся) предварить — — — предвозвестить предвосхитить предложить предназначить предопределить предоставить предостеречь предотвратить предохранить предписать предположить предпослать предпочесть предпринять предрасположить предречь предрешить — предсказать предстать : представить ся) — предуведомить предугадать предупредить предусмотреть — — предъявить
850 Ρήματα διαρκείας пре презирать преисполнять(ся) преклонять(ся) прекословить прекращать(ся) преломляь( ся) прелыцать( ся) премировать пренебрегать преобладать преображать( ся) преобразовывать преодолевать препарировать препираться преподавать1 преподавать* преподносить препоручать препровождать препятствовать . пререкаться прернвать( ся) пресекать( ся) преследовать пресмыкаться прессовать преступать пресыщаться претворять(ся) претендовать претерпевать преть преувеличивать презменьшать презспевать при()авлять( ся) прибегать прибедняться прибегать приберегать прибирать( ся) прибивать приближать( ся) прибывать приваживать приваливать приваривать привередничать привёртывать привешивать приветствовать прививать привинчивать στιγμιαία презреть преисполнить( ся) преклонйть( ся) — прекратйть(ся) преломйть( ся) прельстйть'( ся) премировать пренебречь — преобразйть( ся) преобразовать преодолеть препарировать — — преподать преподнести препоручить препроводить воспрепятствовать — прервать(ся) пресёчь( ся) — — спрессовать, отпр-вать преступить пресытиться претворйть( ся) — претерпеть взопреть, сопреть,у-ёть преувеличить преуменьшить преуспеть прибавить( ся) прибегнуть прибедниться прибежать приберечь прибрать( ся) прибить приблйзить( ся) прибыть привадить привалить приварить — привертеть, привернуть привесить — привить привинтить διαρκείας при привирать привлекать привносить приводить привозить приволакивать привораживать привскакивать привставать привходить привыкать привязывать( ся) пригвождать пригибать(ся) приглаживать приглашать приглушать приглядывать(ся) приговаривать приголубливать пригонять пригорать пригорюниваться приготавливать( ся) пригребать « пригревать придавливать придавать придвигать( ся) приделывать придерживать придираться придумывать приедаться приезжать приживать(ся) прижигать прижимать( ся) призадумываться приземлять(ся) признавать( ся) призревать призывать( ся) приискивать приказывать прикалывать приканчивать прикарманивать прикасаться прикатывать прикидывать прикладывать( ся) приклёивать( ся) στιγμιαία приврать привлечь привнести привести привезти приволочь приворожить привскочить привстать — привыкнуть привязать(ся) пригвоздить пригнуть( ся) пригладить пригласить приглушить приглядёть( ся) приговорить пригодиться приголубить пригнать пригореть пригорюниться приготовить( ся) пригрести пригреть придавить придать придвйнуть( ся) приделать придержать придраться придумать приесться приехать прижить( ся) прижечь прижать(ся) призадуматься приземлйть( ся) признать( ся) призреть призвать( ся) приискать приказать приколоть прикончить прикарманить прикоснуться прикатить прикинуть приложить( ся) приклеить(ся)
851 ϊήματα διαρκείας при приклёпывать приклонить приключать( ся) приковывать приколачивать прикалывать прикомандировывать приканчивать прикасаться прикрашивать прикрепляться) прикрикивать прикручивать прикрывать ся) прикупать прикусывать прилагать прилаживать прилегать прилежать прилеплять ся) прилетать приливать прилизывать прилипать приличествовать — примазываться приманивать — применять ся) примерзать примерять примётывать примечать примешивать приминать примыкать примышлять принадлежать принаряжать ся) принижать приникать принимать ся) приноравливать ся) приносить принуждать принюхиваться приободрять ся) приобретать приобщать ся) приосаниваться приостанавливать ся) приотворять στιγμιαία приклепать приклонить приключйтЬся) приковать приколотить приколоть прикомандировать прикончить прикоснуться прикрасить прикрепйть(ся) прикрикнуть прикрутить прикрыть ся) прикупить прикусить приложить приладить прилечь — прилепйть( ся) прилететь прилить прилизать прилипнуть — прилуниться примазаться приманить примелькаться применйть( ся) примёрзнуть примерить приметать приметить примешать примять примкнуть примыслить — принарядить ся) принизить приникнуть принять ся) приноровйть( ся) принести принудить принюхаться приободрить ся) приобрести приобщйть(ся) приосаниться приостановйть( ся) приотворить διαρκείας при приоткрывать ся) припадать припаивать припасать припахивать припевать припечатывать припирать приписывать приплачивать приплетать припливать приплюсовывать приплющивать приподнимать ся) к.) приподымать ся) ) приползать припоминать ся) приправлять припрашивать припрятывать припрягать припугивать припудривать ся) припускать припухать прирабатывать приравнивать прирастать прирезать, -ёзывать приручать ся) присаживаться, -седать присасываться присваивать присватывать ся) прискучивать прислонять ся) прислушивать ся присматривать ся) присовокуплять присоединять ся) присаливать приспевать приспособлять ся) приспускать приставать приставлять пристёгивать пристраивать(ся) пристрачивать приструнивать пристукивать приступать ся) присуждать στιγμιαία приоткрыть(ся) припасть припаять припасти — — припечатать припереть приписать приплатить приплести приплйть приплюсовать приплюснуть приподнять(ся) приползти припомнить ся) приправить припросить припрятать припрячь припугнуть припудрить ся) припустить припухнуть приработать приравнять прирасти прирезать приручить ся) присесть присосаться присвоить присватать ся) прискучить прислонить ся) прислушаться присмотреть ся) присовокупить присоединить ся) присолить приспеть приспособить ся) приспустить пристать приставить пристегать; пристегнуть пристроить ся) пристрочить приструнить пристукнуть приступить ся) присудить
852 Ρήματα διαρκείας при присутствовать присучивать присчитывать присылать присыпать присыхать присягать притаптывать притаптывать( ся) притаскивать притачивать притворять( ся) притеснять притекать притирать притискивать приторачивать притрагиваться притуплять( ся) притыкать притязать притягивать приуготовлять приукрашивать приуменьшать приумножать( ся) приурочивать приучать(ся) прихварывать прихлёбывать прихлопывать приходйть( ся) приходовать прихорашивать( ся) прицеливаться прицениваться прицеплять( ся) причаливать щ>ичащать(ся) причёсывать( ся) причитать( ся) причинять причислять причитывать причмокивать пришивать пришлифовывать пришпиливать пришпоривать прищёлкивать прищемлять прищеплять прищуривать( ся) пробалтываться στιγμιαία присучить присчитать прислать присыпать присохнуть присягнуть — притоптать( ся) притащить притачать притворйть( ся) притеснить притечь — притиснуть приторочить притронуться притупйть( ся) приткнуть — притянуть приуготовить приукрасить приуменьшить приумножить( ся) приурочить приучйть( ся) прихворнуь прихлебнуть прихлопнуть прийтй(сь) заприходовать — прицелиться прицениться прицепйть( ся) причалить причастить( ся) причесать( ся) — причинить , причислить причесть причмокнуть пришить пришлифовать пришпилить пришпорить прищёлкнуть прищемить прищепить прищурить( ся) проболтаться διαρκείας про пробегать пробирать( ся) пробировать пробивать( ся) проблёскивать пробовать проборанивать пробрасывать пробуждать( ся) проваливать( ся) проваривать( ся) проващивать проведывать проверять провёртывать1 провёртывать2 провешивать проветривать провидеть провираться провисать проводить провожать провзвещать провозглашать провозить провоцировать проващивать прогадывать прогибать( ся) проглаживать проглатывать проглядывать прогнивать ' проговаривать( ся) прогонять прогорать прогребать прогревать( ся) прогрызать прогуливать(ся) продавать( ся) продавливать( ся) продвигать(ся) проделывать продёргивать продирать( ся) продлевать продолжать(ся) продувать(ся) продумывать продырявливать проедать(ся) проезжать(ся) στιγμιαία пробежать пробрать( ся) — пробйть( ся) проблеснуть испробовать проборонить пробросить прооудить( ся). провалйть( ся) проварйть( ся) провощить проведать проверить провернуть провертеть провесить проветрить — провраться провиснуть провести проводить провозвестить провозгласить провезти провоцировать, спро-ть(ся) провощить прогадать прогнуть(ся) прогладить проглотить проглянуть прогнить проговорйть( ся) прогнать прогореть прогрести прогреть( ся) прогрызть прогулять(ся) продать(ся) · продав йть( ся) продвйнуть(ся) проделать продёрнуть продрать( ся) продлить продолжить(ся) продуть(ся) продумать продырявить проёсть(ся) проёхать(ся)
853 Ρήματα διαρκείας προ проектировать прожариваться) прожёвывать прожектёрствовать проживаться) прожигать прозревать прозывать прозябать пройгрывать( ся) производить произносить проистекать происходить произрастать проказить проказничать прокаливать ся) прокалывать прокапчивать прокапывать прокатывать сяI прокатывать ся)* прокашивать прокашливать проквашивать ся) прокладывать прокламировать проклёвывать проклеивать проклинать проковыривать прокрадывать( ся) прокрахмаливать ся) прокрашивать прокуривать ся) прокусывать прокучивать ся) пролатать проламывать ся) пролёживать пролезать пролетаризировать ся) пролетать проливаться) пролонгировать промазывать промаргивать промасливать ся) проматываться) промачивать проминаться) στιγμιαία запроектировать, спро- спроектировать прожарить ся) прожевать — прожйть(ся) прожечь прозреть прозвать прозабнуть проиграть ся) произвести произнести проистечь произойти произрасти напроказить напроказничать прокалйть(ся) проколоть прокоптить прокопать прокатать ся) прокатйть( ся) прокосить прокашлять·, -януть проквасить ся) проложить прокламировать проклевать проклеить проклясть проковырять} -рнуть прокрасться » прокрахмалить ся) прокрасить прокурйть( ся) прокусить прокутйть( ся) проложить проломаться), проло- проломить ся) ' пролежать пролезть пролетаризировать ся) пролететь пролить ся) пролонгировать промазать промаргать промаслиться) промотаться) промочить промять ся) διαρκείας про промывать промышлять пронзать пронизывать проникать ся)· пронимать проницать проносйть(ся) пронюхивать пропагандировать пропадать пропалывать пропаривать( ся) пропаривать(ся) пропахивать проперчивать пропесочивать пропечатывать пропекать( ся) пропивать( ся) пропиливать пропйсывать(ся) пропйтывать(ся) пропйхивать( ся) проплывать проповедовать * проползать пропускать прорабатывать прорастать проращивать прореживать прорезать, прорезывать прорезйнивать(ся) прорисовывать прорицать пророчествовать пророчить прорубать прорывать( сяI прорыв ать(сяJ просаживать просалив ать(сяI просаливать( ся)г просасывать(ся) просачиваться просватывать проевещать(ся) просвёчивать( ся) просёивать( ся) просекать ся) просиживать просить ся) проскабливать στιγμιαία промыть промыслить пронзить пронизать проникнуть ся) пронять — пронестй( сь) пронюхать — пропасть прополоть пропарить ся) пропороть пропахать проперчить пропесочить пропечатать пропечь ся) пропить ся) пропилить прописать ся) пропитать ся) пропихать ся), -хнуть(ся) проплыть — проползти пропустить проработать прорасти прорастить проредить прорезать прорезинить ся) · прорисовать — — напророчить прорубить прорвать ся) прорыть ся) просадить просо лйть(ся) просалить ся) прососать ся) просочиться просватать просветить ся) просветить ся) просеять ся) просечь ся) просидеть попросить ся) проскоблить
854 ρήματα διαρκείας προ проскакивать проскальзывать проскребать прославлять(ся) прослаивать прослеживать прослушивать просматривать просовывать(ся) проспиртовываться) проспоривать просрочивать проставлять простаивать простирать( ся) простйрывать(ся) прострагивать прострачивать простреливать простригать простужать(ся) простукивать проступать просушивать(ся) просчйтывать( ся) просыпать просыпаться проталкивать протапливать( ся) протаптывать протаскивать протежировать протезировать протекать протестовать протёсывать противиться противоборствовать противодействовать противополагать противопоставлять противостоять протирать( ся) протискивать протискиваться протоколировать проторять протачивать протравливать, -влять протрезвлять( ся) протыкать протягивать( ся) στιγμιαία проскочить проскользнуть проскрести про слав ить(ся) прослоить проследить прослушать просмотреть просунуть( ся) проспать( ся) проспиртовать( ся) проспорить просрочить проставить простоять прост ереть(ся) простирать(ся) прострогать прострочить простелить, -лять простричь простудйть(ся) простукать проступить просушйть(ся) просчитать(ся) просыпать, проспать проснуться, просып-ся. протолкнуть·κ. про- протолкаться протопйть( ся) протоптать протащить протезировать протечь опротестовать протесать воспротивиться — — противополежйть противопоставить — протерёть( ся) протиснуть протискаться запротоколировать проторить проточить протравить протрезвйть( ся) проткнуть протянуть(ся) διαρκείας пущ проучивать профанировать профёрссорствовать профилировать прохаживаться прохватывать прохлаждаться проходить процветать процеживать прочёркивать прочерчивать прочёсывать прочитывать прочищать прочить. прошибать прошивать прошмыгивать прошпаклёвывать прощать прощаться прощупывать(ся) проявлять(ся) прояснивать проясняться <- прудить пружйнить(ся) прыгать прыскать прыскаться прыщаветь прядать прясть прятать( ся) психовать публиковать пугать( ся) пудрить( ся) пузыриться пульсировать пулять пускать( ся) пустеть пустозвонить пустословить путать( ся) путешествовать ■ путлять пухнуть пучить( ся) пушить στιγμιαία проучить профанировать — профилировать пройтись прохватить — пройти процвести процедить прочеркнуть прочертить прочесать прочитать прочистить — прошибить прошить прошмыгнуть прошпаклевать простить проститься прощупать(ся) проявйть( ся) прояснеть проясниться запрудить напружинить( ся) прыгнуть напрыскать; прыснуть напрыскаться оприщаветь прянуть спрясть спрятать(ся) психануть опубликовать испугать( ся), напугать- (ся), перепугать( ся). напудрить( ся), попу-ться — — пульнуть пустйть( ся) опустеть — — впутать(ся), запутать(ся) спутать(ся}, переп-ать(ся) — — вспухнуть, опухнуть вспучить( ся), выпу-ть(ся) распушить
855 Ρήματα διαρκείας ПЫХ ПЫЖИТЬСЯ пылать пылйть( ся) пытать(ся) пыхать пыхтеть пьянеть пьянить пьянствовать ПЯЛИГЬ( СЯ) пятить( ся) пятнать Ρ работать( ся) равнять(ся) радеть радиофицировать радировать радовать радоваться разбавлять разбазаривать разбаливаться разбаловать( ся) разбалтывать( ся) разбегаться разбивтовывать( ся) разбирать( ся) разбивать( ся) разбойничать разбрасывать( ся) разбрызгивать( ся) разбухать разваливать( ся) разваривать( ся) развевать( ся) разведывать развенчивать разверзать(ся) развёртывать(ся), раз- разворачивать ся) развёивать( ся) развёрстывать разверчивать( ся) разветвлять( ся) развешивать равйнчивать( ся) развивать( ся) развлекать( ся) разводйть( ся) развозить разворачивать разворовывать στιγμιαία напылить, запылйть(ся) — пыхнуть опьянеть, запьянеть — — попят иг ь<ся) запятнать — — порадеть радиофицировать — порадовать обрадовать( ся) разбавить разбазарить разболёть(ся) избаловаться разболтать( ся) разбежаться разбинтовать( ся) разобрать( ся) разбйть( ся) — разбросать(ся) разбрызгать(ся) разбухнуть развалить( ся), -лять * разварить( ся) — разведать развенчать развёрзнуть(ся) развернуть( ся) развёять(ся) разверстать развертёть( ся) разветвйть( ся) развесить, развешать развинтйть( ся) развйть( ся) развлёчь( ся) развестй( сь) развезти. разворотить разворовать διαρκείας раз развратничать развращать(ся) развьючивать развязывать( ся) разгадывать разгибать( ся) разгильдяйничать разглагольствовать разглаживать( ся) разглашать разглядывать разговаривать разговляться разгонять( ся) разгораться разгораживать( ся) разграничивать разгребать разгружать( ся) разгрызать разгуливать( ся) раздаивать( ся) раздаривать раздав ать(ся) раздваивать(ся) раздвигать(ся) раздевать(ся) ·" раздёлывать( ся) разделять( ся) раздёргивать раздирать( ся) раздобывать раздалбливать раздражать(ся) раздувать(ся) раздумывать(ся) разевать разжёвывать разжигать( ся) разжижать( ся) разжимать( ся) раззадоривать( ся) раззванивать ра?йть разлагать( ся) разлаживать(ся) разламывать( ся) разлёживаться разлезаться разлениваться разлеплять( ся) · разлетаться разлиновывать разлив ать(ся) στιγμιαία развратйть( ся) развьючить развязать(ся) разгадать разогнуть(ся) — — разгладить( ся) расгласйть разглядеть — разговеться разогнать( ся) разгореться рагородйть( ся) разграничить разгрести разгрузйть( ся) разгрызть разгулять( ся) раздойть( ся) раздарить раздать(ся) раздвоить( ся) раздвйнуть( ся) раздёть(ся) раздёлать( ся) разделйть( ся) раздёргать, раздёрнуть разодрать(ся) раздобыть раздолбить раздражйть(ся) раздуть( ся) раздумать(ся) разинуть разжевать разжёчь(ся) разжидить(ся) разжать( ся) раззадорить( ся) развонйть поразить разложйть(ся) разладить( ся) разломать(ся), разл-мйть разложиться разлезться разлениться разлепйть( ся) разлететься разлиновать разлить( ся)
856 ρήματα διαρκείας раз различать разлучать ся) размагничиваться размазывать ся) размалёвывать размалывать размаривать ся) разматывать(ся) размахивать ся) размачивать размежёвывать ся) размёнивать( ся) размерять разметать размешивать размещать ся) размечать разминать ся) размножаться) размокать размочаливать размывать ся) размыкивать ся) размыкать ся) размышлять размягчать ся) размякать разнашивать ся) разнеживать ся) разнимать разниться разно сит ь(ся) разнуздывать (ся) разнюхивать разоблачать ся) разобщать ся) разогревать ся) разодолжать разопревать разоряться) разоружать ся) разочаровывать( ся) разрабатывать разравнивать разражаться разрастаться разрежать ся) разрезать разрешаться) разрубать разрумянивать ся) разрушать ся) разрывать ся) разубеждать( ся) στιγμιαία различить разлучйть( ся) размагниться размазать ся) размалевать размолоть разморить ся) 'размотаться) размахнуться) размочить размежеваться) разменяться) размерить размести размесить разместйть(ся) разметить размять ся) размножить ся) размокнуть размочалить размыть(ся) размыкать ся) разомкнуть ся) — размягчить(ся) размякнуть разносить ся) разнежить ся) разнять — разнестй(сь) разнуздать(ся) разнюхать разоблачить ся) разобщить ся) разогреть ся) разодолжить разопреть разорить ся) разоружить ся) разочаровать ся) разработать разровнять разразиться разрастись разредить ся) разрезать разрешить ся) разрубить разрумянит ь( ся) разрушить ся) разорвать ся) разубедить ся) διαρκείας рас разувать ся) разучивать ся) разъедать ся) разъединяться) разъёзживать разъезжать разъезжаться разъярять ся) разъяснять ся) разыгрывать ся) разыскивать ся) районировать ранить рапортовать раскалывать ся) раскалять ся) разкапывать ся) раскармливать раскатывать ся) раскатывать ся) раскачивать ся) раскашивать раскаиваться расквартировывать ся) расквашивать раскидывать сяI «■ раскидывать ся)г раскисать раскладывать ся) раскланиваться расклёвывать расклеивать ся) расклёпывать ся) расклёшивать расклинивать ся) расковывать(ся) расковыривать расколачивать расколупывать раскорчёвывать раскорячивать ся) раскошеливаться раскрадывать раскраивать раскрашивать раскреплять ся) раскрепощать ся) раскручивать ся) раскрывать ся) раскулачивать раскупать раскупоривать раскуривать ся) раскутывать ся) στιγμιαία разуть( ся) разучить ся) разъесть ся) разъединить ся) разъездить — разъехаться разъярить ся) разъяснить ся) разыграть ся) разыскать ся) районировать ранить отрапортовать расколоть ся) раскалить ся) раскопать ся) раскормить раскатать ся) раскатить ся) раскачать ся) раскосить раскаяться разквартировать ся) разквасить раскидать ся) раскинуть ся) раскиснуть разложить ся) раскланяться расклевать расклеить ся) расклепать ся) расклёшить расклинить ся) расковать ся) расковырять расколотить расколупать раскорчевать раскорячить ся) раскошелиться раскрасть раскроить раскрасить раскрепить ся) раскрепостить ся) раскрутить ся) раскрыть ся) раскулачить раскупить раскупорить раскурить ся) раскутать ся)
857 Ρήματα διαρκείας рас распадаться ^ распаковывать(ся) распалять ся) распаривать ся) распарывать ся) распатронивать распахивать распахивать ся) распевать распелёнывать( ся) распечатывать ся) распекать распивать распиливать распинать распирать распйсывать( ся) распластываться) расплачиваться расплёскивать( ся) расплетать ся) расплываться расплпцивать( ся) распознавать располагать ся) расползаться распоряжаться распоясывать ся) расправлять ся) распределять ся) распродавать распростирать ся) распространять ся) распрыскивать распрягать ся) распрямляться) распугивать распускать ся) распутывать ся)· ρ аспутничать распухать распыляться) распяливать распяливаться рассаживать рассаживаться рассасывать ся) рассверливать рассветать рассевать, -ёивать расседаться рассёдлываться рассекречивать раЪселятЬся) στιγμιαία распасться распаковаться) распалйть(ся) распарить ся) распороть(ся) распатронить распахать распахнуться) эаспёть распеленать ся) распечататься) эаспёчь распить распилить распять распереть расписать ся) распластаться) расплатиться расплескать(ся), -снуть расплестй( сь) расплыться расплюшить( ся) распознать расположит^ ся) расползтись распорядиться распоясать( ся) расправить(ся) распределйть(ся) распродать распростерёть( ся) распространйть( ся) распрыскать распрячь(ся) распрямйть( ся) распугать; распугнуть распустйть( ся) распутать( ся) — распухнуть распылйть( ся) распялить — рассадить рассесться рассосать(ся) рассверлить рассвести рассеять рассесться расседлаться рассекретить расселйть(ся) διαρκείας рас рассекать( ся) рассиживаться рассказывать расслабевать расслаблять расславлять расслаивать( ся) расследовать рассматривать рассовывать расспрашивать рассредоточивать ся) рассрочивать расставлять ся) расставаться расстёгивать ся) расстелить ся) расстилать расстраивать ся) расстреливать расстригать расступаться рассуждать рассупонивать ся) рассучивать ся) рассчитывать ся) рассчитывать рассылать рассыпать ся) расталкивать растапливать ся) растаскивать растасовывать ■ растачивать ся) растворять ся) растекаться растерзывать растеривать ся) растирать ся) растискивать растить растлевать растолковывать растопыривать ся) расторгать расторговываться расточать растравлять, -ливать растранжиривать растрачивать растрескиваться раструшивать растушёвывать растягивать ся) στιγμιαία рассёчь( ся) рассидеться рассказать раСслабёть расслабить расславить расслоить ся) расследовать рассмотреть рассовать расспросить рассредоточить ся) рассрочить расставить ся) расстаться расстегнуть ся) разостлать ся) разостлать расстроить ся) расстрелять расстричь _ расступиться — рассупонить ся) рассучить ся) ■рассчитать ся) рассчитать, расчесть разослать рассыпать ся) растолкать растопить ся) растащить растасовать расточить ся) растворить ся) растечься растерзать растерять ся) растереть ся) растискать; растиснуть — растлить растолковать растопырить ся) расторгнуть расторговаться расточить растравить растранжирить растрачить растрескаться раструсить растушевать ] растянуть ся)
858 Ρήματα διαρκείας рас расформировывать расхаивать расхваливать расхватывать расхварываться расхищать расхлёбывать расхлёстывать расхлябываться) расходиться расходовать ся) расхолаживать расцарапывать ся) расцветать расцвечивать расцеплять ся) расчерчивать расчёсывать( ся) расчехлять расчислять расчищать ся) расчленяться) расшаркиваться расшатывать ся) ■ расшвыривать расшевеливать расшибать(ся) расшивать ся) расширять ся) расшифровывать расшнуровывать ся) расщедриваться расщёлкивать расщемлять расщепляться) расщипывать ратифицировать ратовать рафинировать рационализировать рваться рвать(ся) рвать рдеть(ся) реабилитйровать( ся) реагировать реализовать ся) ребячиться реветь ревизовать ревновать револкционизйровать(ся) регистрировать ся) регламентировать στιγμιαία расформировать расхаять расхвалить расхватать расхвораться расхитить расхлебать расхлестать расхлябаться) ' разойтись израсходовать ся) расхолодить расцарапать( ся) расцвести расцветить расцепйть( ся) расчертить расчесать ся) расчехлить расчислить расчистить ся) расчленить ся) расшаркаться расшатать ся) расшвырять расшевелить расшибить ся) расшить ся) расширить ся) расшифровать расшнуровать ся) расщедриться расщёлкнуть расщемить » расщепить ся) расщипать ратифицировать — рафинировать рационализировать рвануть ся) порвать сят вырвать — реабилитировать ся) — реализовать ся) — — обревизовать приревновать революционизироваться) зарегистрировать ся) регламентировать διαρκείας рои регрессировать регулировать редактировать редеть редуцировать ся) режиссировать резать резвиться резервировать резонёрствовать резонировать резюмировать реквизировать рекламировать рекогносцировать рекомендовать ся) реконструировать ся) рекрутировать ректифицировать ремесленничать ремилитаризовать ремонтировать ренатурализовать реорганизовать «- репатриировать ся) репетировать репетовать репрессировать реставрировать ретироваться ретушировать реферировать рефлектировать реформировать рецензировать решать ся) реэвакуировать ся) реять ржаветь ржать — рисковать рисовать ся) рифмовать робеть ровнять роднить(ся) рождать ся), рожать рознить розоветь ройть( ся) στιγμιαία урегулировать, отре-вать отредактировать поредеть редуцировать ся) — разрезать, зарезать, срё- зать;резнуть, резануть — резервировать, заре-ать — — резшйровать реквизировать рекламировать рекогносцировать порекомендовать ся), от- отрекомендовать ся) реконструировать ся) рекрутировать ректифицировать — ремилитаризовать ремонтировать, отре-вать ренатурализовать реорганизовать репатриировать ся) отрепетировать, проре- прорепетировать, срепе-вать репетовать, отре-товать репрессировать реставрировать ретироваться ретушировать, отре-вать реферировать — реформировать прорецензировать решить ся) реэвакуировать ся) — заржаветь — ринуться рискнуть нарисовать срифмовать оробеть сравнять породниться родить ся) разрознить порозоветь —
859 Ρήματα διαρκείας рок рокироваться ] рокотать романизовать( ся) РОНЯТЬ ; роптать роскошествовать роскошничать ротозейничать рубить рубцеваться ругать(ся) ι ] 1 руководит^ ся) руководствоваться рукодельничать рукоплескать рулить ι румянить( ся) 1 русифицировать ся) ] ] ручаться ι рушить( ся) < рыбалить рыбачить рыгать ] рыдать рыжеть ι рысить рыскать рыть( ся) ] рыхлеть ι рыхлить ι рычать рябеть ι рябить рявкать ] рядйть( сяI рядать(ся)* ι С саботировать садить садиться саднить сажать салить салютовать самовозгораться самовольничать оамодурствовать самоопределяться στιγμιαία рокироваться — романизовать( ся) гронять — — — — орубЙТЬ; рубнуть, ру- бануть зарубцеваться поругаться; ругнуть(ся), зыругать,обругать, от- эугать — — — — зырулить зарумянить(ся), нарумя- 1ИТЬ( СЯ) эусифицировать( ся) эухнуть юручйться збрушить(ся) — — рыгнуть — юрыжёть — — вырыть, отрыть порыхлеть * ззрыхлйть, разрыхлить — юрябёть — рявкнуть — юрядить( ся) саботировать посадить сесть — посадить — залютовать, отса-вать — — — самоопределиться διαρκείας свя самоуплотнят ь ся самоуспокаиваться самоустраняться сандалить санкционировать сапожничать сатанеть сахарить сбавлять сбалтывать сбегать(ся) сберегать( ся) сбиваться сближать( ся) сбрасывать( ся) сбредаться сбривать сбрызгивать сбывать( ся) сваливать сваривать( ся) сватать( ся) свежевать свежеть свербеть свергать сверкать сверлить свёртывать, свершать(ся) сверять(ся) свёшивать( ся) светить светлеть свивать свидётельствовать( ся) свинчивать свирепеть свирепствовать свиристеть свисать свистать, свистеть свиваться СВОДЙТЬ( СЯ) сводничать своевольничать сволакивать сворачивать свыкаться связывать( ся) святить святотатствовать священнодействовать στιγμιαία самоуплотниться самоуспокоиться рамоустранйться насандалить санкционировать — осатанеть посахарить сбавить сболтать сбежать(ся) сберёчь(ся) сбиться сблйзить(ся) сбросить(ся) сбрестись сбрить сбрызнуть сбыть( ся) свалить сварйть( ся) посватать( ся), сосватать освежевать посвежеть — свергнуть сверкнуть просверлить свернуть свершйть(ся) свёрить(ся) свёсить(ся) посветить посветлеть; просветлеть свить засвидетельствовать, ос- освидетельствовать свинтить засев ирепёть — — свиснуть свистнуть свиться свестй( сь) — — сволочь свернуть, своротить свыкнуться связать( ся) освятить —
860 Ρήματα διαρκείας СГИ сгибать( ся) сглаживать( ся) — сгнивать сговаривать( ся) сгонять сгорать сгребать сгружать(ся) сгущать( ся) сдабривать сдавать(ся) сдавливать сдваивать сдвигать(ся) сдёргивать сдёрживать( ся) сдирать сдувать сдыхать седеть седлать секретничать секуляризировать селиться сентиментальничать сервировать сердйть( ся) серебрйть(ся) сереть серчать сетовать сечься сёять сживать( ся) сжимать( сяI сжинать( сяJ сзывать сибаритствовать сигнализировать сигналить сидеть силиться силосовать символизировать . симпатизировать симулировать синеть синить синтезировать сипнуть" сиротеть систематизировать скакать στιγμιαία согнуть(ся) сгладить (ся) сглазить сгнить сговорйть(ся) согнать сгореть сгрести сгрузить(ся) сгустйть( ся) сдобрить сдать(ся) сдавить сдвоить сдвйнуть(ся) сдёрнуть сдержать( ся) содрать СДУТЬ; СДУНУТЬ сдохнуть поседеть оседлать — секуляризировать поселиться — сервировать рассердйть(ся) высеребрить, посеребрить посереть осерчать рассерчать посетовать посечься посеять СЖИТЬ( СЯ) сжать(ся) сжать(ся) созвать — сигнализировать просигналить — — засилосовать — — симулировать посинеть подсинить синтезировать осипнуть — систематизировать скакнуть διαρκείας ску скалить(ся) скалывать скальпировать скандализировать скандалить( ся) скандировать скашшвать( ся) скапывать скармливать скатывать скатывать(ся) скашивать' скашивать*. скащивать сквозить скидывать. скипаться скирдовать скисать скитаться складировать складывать( ся) склёвывать склёивать( ся) склёпывать склонять( сяI склонять( ся)г склочничать скоблить сковывать сковыривать сколачивать скалывать •Сколупывать скользить скончаться скапливать(ся) скорбеть скоромиться, -мничать скрадывать( ся) скрашивать( ся) скрежетать скреплять скрестй( сь) скрёщивать(ся) скрипеть скромничать скручивать скрывать( ся) скудеть скупать скупить(ся) скучать скучивать( ся) στιγμιαία оскалить( ся) сколоть оскальпировать скандализйроват ь оскандалить( ся), нас-лить — скопйть( ся) скопать скормить ■=- скатать скатйть( ся) скосить скосить скостить — скидать; скинуть скипеться заскирдовать скиснуть — складировать сложить( ся) склевать склёить(ся) склепать Уклонит ь(ся) склонйть( ся) — соскоблить сковать сковырнуть сколотить сколоть сколупнуть скользнуть скопйть( ся) — оскоромиться — скрасить( ся) скрепить — скрестйть( ся) скрипнуть — скрутить скрыт ь( ся) оскудеть скупить поскупить( ся) , — скучить(ся)
861 ΐήματα διαρκείας ела слабеть слабить славить( ся) славословить слагать слаживать( ся) слазить сластить слать следить слёдовать( ся) слезиться слезать слепить слеплять(ся) слепнуть сливать( ся) слизывать слипаться сличать служить случать(ся) слушать(ся) слыть слышать слышаться слюнить смазнвать( ся) смаковать сманивать сматывать смахивать1 смахивать * смежать(ся) смекать смелеть сменять(ся) смердеть смерзаться смеркаться сметать смётывать сметь смешиваться смешивать смешить смещатьс ся) смеяться смирять(ся) смолить * смолкать сморкать(ся) στιγμιαία ослабеть,слабнуть прослабить ославить — сложить сладить(ся) — посластить послать — последовать — слезть — слепйть(ся) ослепнуть слить( ся)' слизать; слизнуть слипнуться сличить послужить случить(ся) пошлушать(ся), прос-ать прослыть услышать послышаться заслюнить, послюнить, наслюнить смазать(ся) — сманить смотать — смахнуть смежить смекнуть посмелеть сменйть( ся) — смёрнуться смеркнуться смести сметать посметь смешаться смешать насмешить смеетйть(ся) насмеяться смирйть(ся) высмолить, осмолить смолкнуть высморкать(ся); сморк- сморкнуться διαρκείας сок смотреть( ся) смуглеть смутьянить смущать(ся) смывать(ся) смыкать(ся) смыслить смягчать( ся) снабжать снаряжать(ся) снашивать снедать снижать(ся) снимать(ся) снискивать снисходить сниться сновать сносйть(ся) собирать( ся) соблазнять(ся) соблюдать соболезновать соборовать( ся) совать(ся) совершенствовать ся) совершать( ся) совестить совестить( ся) совётовать( ся) совещаться совлекать совмещать( ся) совокуплять( ся). совпадать совращать(ся) согласовывать соглашать( ся) согревать( ся) содействовать содержать(ся) содрогаться соединять( ся) сожалеть созванивать создавать!; ся) созерцать созидать сознавать(ся) созревать созывать соизволять сокращать( ся) сокрушать στιγμιαία посмотрёть(ся) посмуглеть лзмутйть( ся) смыть(ся) смокнуть(ся) — смягчйть(ся) снабдить снарядйть( ся) сносить — снйзить( ся) снять(ся) снискать снизойти присниться — снестй( сь) собрать( ся) соблазнйть(ся) соблюсти — соборовать(ся) сунуть(ся) усовершёнствовать( ся) совершйть( ся) усовестить посовеститься посовётовать(ся) — совлечь совместйть( ся) совокупйть(ся) совпасть совратйть( ся) согласовать(ся) согласйть(ся) согреть( ся) посодействовать — содрогнуться соединйть( ся) — созвониться создать(ся) — создать сознать(ся) созреть созвать соизволить сократйть( ся) сокрушить
862 Ρήματα διαρκείας СОЛ солидаризироваться солить соловеть смыкаться) сомневаться соображаться) сообразовать ся) сообщаться) сооружать соотв ёт ствовать соотносйть(ся) соперничать сопеть соподчинять сопоставляться) соприкасаться сопровождаться) сопротивляться сопутствовать соразмерять соревноваться сорить сортировать сосать соседить соскабливать соскальзывать соскакивать соскребать сосредоточивать ся) составлять ся) состояться) сострагивать состригать состязаться сосуществовать сотрудничать сотрясать(ся) сохнуть сохранять ся) сохранять социализировать ся) сочетать( ся) сочинять сочйть(ся) сочленять сочувствовать спадать спаивать спаивать ся) спаривать спархивать спарывать στιγμιαία солидаризироваться посолить, засолить осоловеть сомкнуть ся) — сообразить ся) сообразовать ся) сообщить ся) соорудить соотнестй( сь) — — соподчинить сопоставить ся) соприкоснуться сопроводить — — соразмерить — насорить рассортировать пососать — соскоблить соскользнуть соскочить соскрести сосредоточить ся) составить ся) — сострогать состричь — — сотрястй(сь) высохнуть, засохнуть-, просохнуть сохранить ся) сохранить , социализировать ся) — сочинить сочленить — спасть споить спаять ся) спарить спорхнуть спороть διαρκείας ссы спасать ся) спать(ся) спекаться спекулировать спесивиться спеть специализировать ся) спешить спешиться спиливать спирать списывать ся) спихивать сплавлять ся) сплачивать ся) сплёвывать сплёскивать сплетать ся) сплетничать сплывать ся) сползать ся) споласкивать спорить спориться способствовать спотыкаться) спохватываться справлять ся) спрашивать ся) спринцевать ся) спроваживать спрыгивать спрыскивать спрягать ся) спрямлять спугивать спускать ся) сравнивать ся) сражать ся) срамйтЬ ся) срастаться сращивать срезать срисовывать срубать срывать ся) срывать срыгивать ссаживать сселять ссекать с сорить (ся) ссужать ссылать ся) στιγμιαία спастй( сь) — спечься — — поспеть специализировать ся) поспешить — спилить \ спереть списать ся) спихнуть сплавить ся) сплотить ся) сплюнуть сплеснуть сплестй(сь) насплетничать сплыть ся) сползтй(сь) сполоснуть поспорить — поспособствовать ψ споткнуться, споты-уться спохватиться справить ся) спросить ся) — спровадить спрыгнуть спрыснуть проспрягать спрямить спугнуть спустить ся) сравняться), сравниться сразить ся) осрамить ся) срастись срастить срезать срисовать срубить сорвать ся) срыть срыгнуть ссадить сселить ссечь поссорить ся) осудить сослать ся)
863 ϊήματα διαρκείας ССЫ ссыпать ссыхаться стабилизовать(ся) ставить(ся) стажировать стаивать сталировать сталкивать( ся) стандартизировать стандартизовать становйть стапливать стаптывать( ся) стараться стареть старить( ся) стартовать стаскивать стачивать( ся) створаживаться стегать1 стегать* ст екать (ся) стекленеть стеклографировать стелить стенографировать стервенеть стерилизовать стёсывать стеснять стесняться стилизовать стиляжничать стимулировать стирать стирать( ся) стйскивать( ся) стихать стлать н. стелить стоить столбенеть столковываться столоваться столярничать стонать стопорить( ся) сторновать сторожить сторониться стоять стравливать, стравлять страгивать( ся) στιγμιαία ссыпать сохнуться стабилизовать(ся) поставить — стаять сталировать столкнуть(ся) стандартизировать стандартизовать стать стопить стоптать( ся) постараться постареть, устареть состарить( ся) стартовать стаскать; стащить сточйть( ся) створожиться стегнуть выстегать, простегать стечь( ся) остекленеть стеклографировать постелить застенографировать остервенеть стерилизовать стесать стеснить постесняться стилизовать стиляжничать стимулировать * выстирать стереть стиснуть(ся) стихнуть постлать, постелить, настлать, настелить — остолбенеть столковаться — — — застопорить(ся) — — посторониться постоять стравить стронуть(ся) διαρκείας схе страдать странничать странствовать страховать( ся) страшат ь стрекотать стрелять стреляться стремить(ся) стрйчь( ся) строгать, стругать строить строиться строчить струйть( ся) стряпать стрясать(ся) стряхивать студенеть ■студить стукать(ся) ступать стучать стучаться стушёвываться * стыдить стыдиться стыть, стынуть стягивать(ся) субсидировать судачить судить судиться суетиться суживать( ся) сулить сумасбродить, -дничать сумашёствовать сумерничать суммировать супить(ся) суроветь сурьмить( ся) суслить сусолить сутулить(ся) сутяжничать сучить сушйть( ся) существовать схватывать( ся) схематизировать στιγμιαία пострадать — — застраховать ся) пострашать — пострелять;стрельнуть — — обстричься), острйчь(ся) выстрогать, -ругать выстроить, построить, состроить построиться выстрочить, настрочить, прострочить состряпать стрястй(сь) стряхнуть застуденеть остудить стукнуть(ся) ступить стукнуть постучаться стушеваться пристыдить постыдиться остыть, остынуть стянуть(ся) субсидировать сузить( ся) посулить — — — — насупить(ся) посуроветь насурьмйть( ся) засуслить засусолить ссутулитьС ся) — ссучить высушить( ся) — схватйть( ся) схематизировать
864 Ρήματα διαρκείας СХО сходствовать сцарапывать сцеживать сцеплять (ся) счаливать счерчивать счёсывать считать считаться счищать(ся) сшибать(ся) сшивать съедать съезжать(ся) сыгрываться сыпать( ся) сыреть Τ таврить тайть( ся) таксировать тампонировать танцевать таранить тарантить тараторить тарахтеть таращить( ся) таскать( ся) тасовать татуйровать(ся) тачать тащить таять твердеть твердить творить1 творить* театрализовать телеграфировать телефонировать телиться темнеть темнить температурить теоретизировать теплеть теплиться теплофицировать теребить терёть( ся) терзать(ся) терпеть στιγμιαία сцарапать; сцарапнуть сцедить сцепйть(ся) счалить счертить счесать счесть, сосчитать посчитаться,счесться счйстить(ся) сшибйть( ся) сшить съесть сьехать(ся) сыграться посыпать(ся) отсыреть затаврить — таксировать тампонировать — потаранить — — — вытаращить( ся) — стасовать татуйровать( ся) вытачать, стачать вытащить, стащить растаять ^ затвердеть вытвердить, затвердить сотворить затворить т е атр ализов ат ь телеграфировать телефонировать отелиться- потемнеть — — — потеплеть — теплофицировать вытеребить потерёть( ся) — потерпеть διαρκείας шра терпнуть терроризовать, терро- терроризировать терять( ся) тесать теснйть( ся) течь тёшить( ся) тикать тикать типизировать тиранить тиранствовать тискать титуловать ткать тлеть( ся) толкать( ся) толковать толочь толпиться толстеть толстить ТОМЙТЬ( СЯ) тонизировать тонуть тончать < топать топйть( ся) ТОПЙТЬ( СЯ) топорщит ь(ся) топтать торговать(ся) торжествовать тормозйть(ся) торопит ь(ся) торпедировать торцевать торчать тосковать точить тошнить тощать травенеть травить травить трактовать тралить трамбовать транжирить транскрибировать транслировать στιγμιαία затерпнуть терроризовать, террори- терроризировать утерять, потерять(ся) — потеснйть( ся), сте-ть(ся) — потешить( ся) — типизировать тиснуть титуловать соткать ___ толкнуть(ся) потолковать растолочь, истолочь потолстеть — ИСТОМЙТЬ( СЯ) тонизировать потонуть, утонуть потончать топнуть — утопйть( ся), потопить встопорщить(ся) потоптать сторговать( ся), притор- приторговать — затормозйть(ся) поторопйть( ся) торпедировать — — — выточить, наточить — отощать затравенеть вытравить, затравить, потравить вытравить — протралить утрамбовать растранжирить протранскрибировать транслировать
865 Ρήματα διαρκείας тра транспортировать трансформировать трассировать тратить ся) трахать трёбовать( ся) тревожить ся) трезвать трезвонить тренировать ся) треножить тренькать трепанировать трепать ся) трепетать трескаться1 трескаться8 трестировать третировать трещать триеровать трогать( ся) троиться трубить трудиться трунить трусить трусйть(ся) трусить трухляветь трястй( сь) тузить тукать туманит ь( ся) тунеядствовать тупеть тупйть( ся) турить тускнеть тускнуть тухнуть1 тухнуть2 тучнеть тушевать тушеваться тушить1 тушить2 тыкать1 тыкать* тыкаться тюкать тютькаться στιγμιαία транспортировать трансформировать трассировать истратить ся), пот-ся трахнуть ся) потребовать ся) встревожить( ся), потре- вожить(ся) отрезветь — натренировать ся) стреножить — трепанировать истрепать ся), пот-(ся) — потрескаться треснуться трестировать — — потриеровать тронуть ся) — — — — струсить натрусйть(ся) — иструхляветь ВЫТРЯСТИ; ТРЯХНУТЬ( СЯ) оттузить тукнуть затуманит ь(ся) — отупеть затупить, иступить вытурить, протурить, тур- турнуть потускнеть — потухнуть протухнуть потучнеть затушевать стушеваться затушить, потушить стушить ткнуть — ткнуться тюкнуть διαρκείας уда тявкать тягать тягаться тяготеть тяготйть( ся) тяжелеть тянуть тянуться тяпать У убавлять ся) убаюкивать убе.гать убеждать ся) убивать убирать ся) ублаготворять убывать убыстрять уважать увариваться уведомлять увековечивать увеличивать ся) увенчивать ся) увёртываться уверять ся) увеселять ся) увечить( ся) увешивать ся) увещать, увещевать увивать увиливать увлажнять ся) увлекать ся) уводить увозить уволакивать увольнять ся) увядать увязывать ся) ( угадывать угасать углублять ся) угнетать уговаривать ся) угодничать угождать угомонять (ся) угорать угощать ся) угрожать удаваться στιγμιαία тявкнуть потягаться — отяжелеть, потяжелеть — потянуться тяпнуть убавить ся) убаюкать убежать убедить ся) убить убрать ся) ублаготворить убыть убыстрить — увариться уведомить увековечить увеличить ся) увенчать ся) увернуться уверить ся) увеселить ся) — увешать ся) — увить увильнуть увлажнить ся) увлёчЬ ся) увести увезти уволочь уволить ся) увянуть увязать ся) угадать угаснуть углубить ся) — уговорить ся) — угодить угомонить(ся) угореть угостить ся) удаться
866 Ρήματα διαρκείας уда удалять(ся) ударять( ся) удваивать( ся) уделять удёрживать( ся) удесятерять( ся) удешевлять(ся) удивлять( ся) удирать удйть( ся) удлинять( ся) удобрять удовлетворят^ ся) удорожать удостаивать( ся) удостоверять ся) удосуживаться удочерять удручать удумывать удушать уединять(ся) уезжать ужариваться ужасать(ся) уживаться ужинать узаконивать узить узнавать узурпировать указывать укатывать( сяI укатывать( ся·J укачивать(ся) укладывать( ся) укладываться уклоняться укоренять(ся) укорять укорачивать( ся) украшать( ся) укреплять(ся) укрощать( ся) укрупнять укрывать(ся) укупоривать укутывать(ся) улавливать уламывать улепётывать улетать улетучиваться улещать στιγμιαία удалйть( ся) ударить( ся) удвоить( ся) уделить удержать(ся) удесятерйть(ся) удешевйть(ся) удивйть(ся) удрать — удлинйть(ся) удобрить удовлетворйть( ся) удорожить УДОСТОИТЬ(СЯ) удостовёрить( ся) удосужиться удочерить удручить удумать удушить уединйть( ся) уехать ужариться ужаснуть( ся) ужиться поужинать узаконить — узнать узурпировать указать укатать(ся) укатйть(ся) · укачать(ся) уложйть(ся) улечься уклониться укоренйть(ся) укорить укоротйть(ся) украсить( ся) укрепйть(ся) укротйть(ся) укрупнить укрыть(ся) укупорить укутать( ся) уловить уломать улепетнуть улететь улетучиться улестить διαρκείας упр уличать улавливать улучшат ь( ся) улыбаться умалять(ся) умалчтвать умасливать умащать уменьшать( ся) умерять умерщвлять умещать(ся) уметь умилять( ся) уминать( ся) умирать умиротворятц ся) умнеть умничать умножать(ся) умозаключать умолкать умолять умствовать умудрять(ся) умывать(ся) * умышлять умягчат ь( ся) унизывать унижать( ся) унимать( ся) унифицировать уничтожать(ся) уносйть( ся) унывать упаковывать упекать( ся) упирать( ся) упйсывать( ся) уплачивать уплетать уплотнять(ся) уплывать уподоблять(ся) уполномочивать упоминать упорствовать упорядочивать( ся) употреблять( ся) управляться упражнять(ся) упразднять упрашивать упращиватьС ся) στιγμιαία уличить уловить улучшить(ся) улыбнуться умалйть( ся) умолчать умаслить умастить умёньшйть( ся). умерить умертвить уместйть( ся) — умилить( ся) умять(ся) умереть умиротворйть( ся) поумнеть сумничать умножить(ся) умозаключить умолкнуть умолить — умудрйть(ся) умыть( ся) умыслить умягчйть( ся) унизать унйзить( ся) унять(ся) унифицировать уничтозить( ся) унестй( сь) уныть упаковать упечь(ся) уперёть(ся) уписать( ся) уплатить уплести уплотнйть( ся) уплыть уподобить( ся) уполномочить упомянуть — упорядочить( ся) употребить управиться — упразднить упросить упростйть( ся)
867 Ρήματα διαρκείας упр упреждать упрекать упрочивать( ся) упрочнять упрямиться упрямствовать упрятывать упускать упятерять; ся) уравнивать уравновешивать урезывать урезонивать уродовать(ся) урчать урывать усаживать усаживаться усекать усёивать( ся) усиживать усиливать; ся) ускакивать ускользать ускорять;ся) услаждать; ся) условливаться усложнять; ся) усматривать ся) усмирять;ся) уснащать успевать успокаивать; ся) уставать уставлять; ся) устанавливать; ся) устаревать устилать; ся) устраивать; ся) устранять; ся) устрашать; ся) устремлять; ся) уступать устыжать; ся) усугублять; ся) усылать усыновлять усыпать усыплять усыхать утаивать утаптывать утверждать; ся) утеплять στιγμιαία упредить упрекнуть упрочить;ся) упрочнить — — упрятать упустить упятерить;ся) уравнять, уровнйть уравновесить урезать урезонить изуродовать;ся) — урвать. усадить усесться усечь усеять;ся) усидеть усилить; ся) ускакать ускользнуть ускорить; ся) усладить; ся) условиться усложнить; ся) усмотреть;ся) усмирить; ся) уснастить успеть успокоить; ся) устать уставить; ся) установить;ся) устареть устлать(ся), устилать(ся) устроить; ся) устранить; ся) устрашить; ся) устремить; ся) уступить устыдить; ся) усу1убйть( ся) услать усыновить усыпать усыпить усохнуть утаить утоптать утвердить; ся) утеплить διαρκείος фам утекать утешать; ся) утилизировать утирать; ся) утискивать утихать утихомиривать; ся) утолять;ся) утолщать; ся) утомлять;ся) утончать утопать уточнять;ся) утраивать;ся) утрачивать; ся) утрировать утруждать утрясать утрясаться утучнять;ся) утыкивать утюжить утяжелять; ся) ухаживать ухитряться ухищряться ухлопывать ухмыляться ухать; ся) уходить ухудшать; ся) уценивать уцеплять; ся) участвовать учащать;ся) учинять учитывать учить;ся) учреждать учуивать ушибать; ся) ушивать ущемлять уязвлять уяснять Φ фабриковать фабрить; ся) фальсифицировать фальцевать фальшивить фамильярничать στιγμιαία утечь утршйть;ся) .утилизировать утереть; ся) утискать утихнуть утихомирить; ся) утолить;ся) утолстить;ся) утомить;ся) утончить утонуть уточнить; ся) утроить; ся) утратить; ся) утрировать утрудить - утрясти утрястись утучнить;ся) утыкать выутюжить, ототюжить утяжелить;ся) — ухитриться — ухлопать ухмыльнуться ухнуть;ся) уйти ухудшить; ся) . уценить уцепить; ся) — участить; ся) учинить учесть выучить; ся), научйть;ся), обучить;ся) учредить учуять ушибить;ся) ушить ушемйть уязвить уяснить сфабриковать нафабрить; ся) фаль сифицйров ат ь сфальцевать сфальшивить —
868 Ρήματα διαρκείας фан фантазировать фарисействовать фаршировать фасовать фашизйровать( ся) фетишизировать фехтовать фигурировать фиксировать фило сов ств ов ат ь фильтровать финансировать финишировать фискалить фланировать фланкировать флиртовать фокустничать фонтанировать фордыбачиться) формировать ся) формовать формулировать форсировать форсить фотографировать ся) фразёрствовать фразировать франтить фрахтовать фрезеровать фрондировать фуговать функционировать фыркать X халтурить хаметь хамить хандрить ханжить хапать характеризовать харкать хвалйть( ся) хвастать хвастаться хвататься) хворать хилеть хиреть хитрить στιγμιαία сфантазировать — зафаршировать расфасовать фашизировать ся) — — — зафиксировать — отфильтровать, проф-вать финансировать финишировать — — фланкировать — — — — сформировать ся) отформовать, сформовать сформулировать форсировать — сфотографировать ся) — — — зафрахтовать отфрезеровать — сфуговать фыркнуть — охаметь — — , — хапнуть охарактеризовать харкнуть похвалйть( ся) похвастать, хвастнуть; хвастануть похвастаться схватить ся), хватить ся) — захилеть захиреть схитрить διαρκείας цап хихикать хлебать хлестать ся) хлобыстать хлопать ся) хлопотать хлорировать хлороформировать — хлюпать хлябать хмелеть хмурить ся) хмыкать хныкать ходатайствовать ходить хозяйничать хозяйствовать холить холодать холодеть холодить холоднеть холопствовать холостить холуйствовать хороводиться хоронить ся) хорохориться хорошеть хотеть ся) ХОХЛИТЬ СЯ) хохотать храбреть храбриться хранить ся) храпеть хрипеть хрипнуть ' христосоваться хромать хрометь хромировать хрупать хрустеть хрюкать худеть хулиганить хулиганствовать хулить ц цапать στιγμιαία хихикнуть хлебнуть хлестнуть ся) хлобыстнуть хлопнуть ся) похлопотать хлорировать захлороформировать хлынуть хлюпнуть захмелеть, охмелеть захмурить(ся) хмыкнуть — походатайствовать сходить; хаживать — — — похолодать похолодеть похолодать похолоднеть — выхолостить — — схоронить ся), зах-нйть — похорошеть — нахохлить ся) — похрабреть — — храпнуть — охрипнуть похристосоваться — охрометь хромировать хрупнуть хрустнуть хрюкнуть похудеть — — ___ сцапать, цапнуть
869 Ρήματα διαρκείας цап цапаться царапать царить царствовать цвести цедить(ся) цёлить( ся) целовать ся) цементировать цензуровать ценить ся) централизовать цепенеть цепляться церемониться цивилизовать ся) циркулировать цитировать цифровать цокать цокотать . цыкать ч чавкать чадить чаёвничать чайничат ь чалить чаровать частить чахнуть чаять чваниться чеканить червиветь чередовать ся) черенковать черекать, чёркать чернеть чернить черпать черстветь чертить1 чертить* чертыхаться чесать( ся) чествовать честить четвертовать στιγμιαία поцапаться нацарапать, оцарапать; царапнуть — — — — нацёлить(ся) поцеловаться) цементировать, заце- ментй-вать, сцемен-ть — — централизовать оцепенеть — поцеремониться цивилизовать( ся) — процитировать — цокнуть — цыкнуть чавкнуть начадить — — — — — зачахнуть — — вычеканить, отчеканить, расчеканить зачервиветь — отчеренковать черкнуть почернеть зачернить, начернить, очернить черпнуть зачерстветь, очерстветь начертить — чертыхнуться почесать( ся) — — четвертовать διαρκείας шер чехлить чинить1 чинить* ЧИНИТЬ3 чирикать чиркать числить ся) чистить чиститься читать читаться чихать членить ся) чмокать чокаться чревовещать чревоугодничать чтить чувствоваться) чудить чудиться чуждаться тфаться чуять(ся) ш шабашить шагать шалеть шалить шалопайничать шамкать шантажировать шарахать ся) шаржировать шарить шаркать шарлатанить шаромыжничать шастать шатать ся) швартовать ся) швырять швыряться шевелить ся) шелестеть шелудиветь шелушить ся) шельмовать ся) шепелявить шептать шерстить στιγμιαία зачехлить починить очинить улинйть чирикнуть чиркнуть — вычистить, очистить, по- почистить почиститься прочитать, прочесть — чихнуть расчленить ся) чмокнуть чокнуться — — — — — почудиться — — шагнуть ошалеть — — — шарахнуть ся) — — шаркнуть — — — шатнут ь( ся) пришартовать( ся) швырнуть — пошевелйть( ся), шевель- шевельнуть ся), пошев-нутЬ ся) — зашелудиветь,ошелу-веть — ошельмовать ся) — шепнуть —
870 Ρήματα διαρκείας στιγμιαία διαρκείας στιγμιαία гаер шершаветь шествовать шефствовать шикать шиковать шинковать шипеть ширить(ся) шить шифровать шкодить школить шлепать( ся) шлифовать( ся) шлюзовать шляться шмыгать шмякать( ся) шнуровать( ся) шнырять шокировать шоссировать шпаклевать шпарить(ся). шпиговать шпионить шпынять штамповать штемпелевать штопать штопорить штормовать штрафовать штриховать штудировать штукатурить штуковать штурмовать штыковать шуметь шуровать шурфовать шуршать шутить шушукать(ся) щ щадить щебетать зашершаветь — — шикнуть шикнуть . — •сшить зашифровать зашкодить вышколить шлёпнуть(ся) отшлифовать(ся) — — шмыгнуть щмякнуть(ся) зашнуровать(ся), про- шноровать шнырнуть — шоссировать зашпаклевать ошпарить(ся) зашпиговать — отштамповать заштемпелевать заштопать * — — оштрафовать заштриховать проштудировать отштукатурить заштуковать — — — — — — пошутить — пощадить — йен щеголять щекотать щёлкать щемить щенйть щениться щепать щерить( ся) щетинить щетиниться щипать щунять щупать щурить( ся) э эвакуйровать(ся) эволюционировать экзаменовать(ся) экипировать экономить экономничать экранизировать экспедировать * экспериментировать эксплуатировать экспонировать экспортировать экспроприировать электризовать( ся) электрифицировать эмалировать эмансипировать эмигрировать эскарпировать эскортировать эшелонировать ю юлить юродствовать ютиться Я являть(ся) явствовать ягнйься язвить яровизйровать(ся) яснеть щегольнуть пощекотать щёлкнуть — - — ощениться —/ ощёрить(ся) — ощетиниться щипнуть к. ущипнуть пощупать сощурить( ся) эвакуйровать(ся) эволюционировать проэкзаменовать(ся) экипировать сэкономить — экранизировать экспедировать — — — экспортировать экспроприировать наэлектризовать( ся) электрифицировать — эмансипировать эмигрировать эскарпировать эскортировать эшелонировать — — — ЯВЙТЬ(СЯ) оягниться съязвить яровизйровать(ся)
871 π, - πόλη λ. - λίμνη ποτ, - ποταμός β. - βουνό κρ.- κράτος ν. - νησί ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΟΝΟΜΑ.ΣΙΕΣ Абадан π. Αμπαντάν. Абиссиния Αβησσυνία.(Αιθιοπία) Абхазская АССР (Абхазия) Αυτό- Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δη- Δημοκρατία της Αμπχαζίας. Австралия Αυστραλία. Австрия Αυστρία АЙОН (АГИОН) Орос Αγιον Ορος. Аграфа β. Αγραφα. АгрЙНИО π. Αγρίνιο. Аддис-Абеба π. Αντίς Αμπέμπα. Аден Αντεν. Аджарская АССР Αυτόνομη Σοβιε- Σοσιαλιαστική Δημοκρατία Ατζά- ρας ή Ατζαρίας. АдриаНОПОЛЬ π. Αδριανούπολη. Адриатическое море Αδριατική θά- θάλασσα . Азербайджанская Советская Соци- Социалистическая Республика (Азер- (Азербайджан) Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Азия Ασία. АзОВ π. Αζόφ. АзОВСКОе МОре Αζοφική θάί,ασσα. Азорские острова Αζόρες (νησιά). Аландские острова Αλάντ (νησιά). Албания Αλβανία· Народная Рес- Республика Албания Λαϊκή Δημοκρα- Δημοκρατία Αλβανίας. Александрия π. Αλεξάνδρια. АлексаНДРуПОЛИС Αλεξανδρούπολη. Алеутские острова ν. Αλεούτια. Алжир Αλγερία. Αλγέρι(ο) π. Алиакмонас ποτ. Αλιάκμονας. Алма-Ата π. Αλμα Ατα. Алтай 1) Α,λτάι (περιοχή). 2) ο- οροσειρά.' АЛЬПЫ β. Αλπεις. Аляска Αλάσκα. Амазонка ποτ. Αμαζόνιος. АмвракЙЙСКИЙ залив Αμβρακικός κόλπος. Америка Αμερική. Амман π. Αμάν. Амстердам π. Αμστερνταμ. Аму-Дарья ποτ. Αμοΰ-Ντάριά, Ο,ξος. Амур ποτ. Αμοϋρ. Амфисса π. Αμφισσα. Ангара ποτ. Αγκαρά. АНГЛИЯ Αγγλία, Ангола Αγκόλα Андорра Ανδόρα. АНДРОС ν. Ανδρος. Анды β. Ανδεις. Анкара π. Αγκυρα. Антарктида Ανταρκτική. Антарктика Ανταρκτική (ζώνη). Антверпен Αμβέρσα. Антильские острова ν. Αντίλες. АпенЙННЫ β. Απένινα. Апеннинский полуостров χερ- χερσόνησος των Απεν'ινων. Аппалачи β. Απαλάχια. Аравийская пустыня Αραβική έ- έρημος. АраВЙЙСКОе МОре Αραβική θάλασ- θάλασσα. Аравия Αραβία. АраЛЬСКОе МОре η Αράλη λίμνη. Арарат β. Αραράτ. Аргентина η Αργεντινή. Аргирокастра π. Αργυρόκαστρο. Аргос π. Αργός. Арденны Αρδένες. Аркадия Αρκαδία. Арктика Αρκτική. Армения Αρμενία. Армянская Со- Советская Социалистическая Рес- Республика Αρμενική Σοβιετική Σο- σιαλιστική Δημο»ρατία. Арта π. Αρτα. Архангельск π. Αρχάγγελος. Астрахань π. Αστραχάν. Асуньсон π. Ασουνσιόν. Атлантический океан Ατλαντι- Ατλαντικός ωκεανός. Атласские ГОРЫ τα β-ά Ατλας. Аттика Αττική. Афганистан Αφγανιστάν. Афины Αθήναι, Αθήνα. УАфОН β. Αθως. Африка Αφρική. Ахелоос ποτ. Αχελώος. Ашхабад π. Ασχαμπάντ. Баб-эль-Мандебский пролив πορθ- πορθμός του Βαβ-ελ-Μανδέβ. Багдад π. Βαγδάτη. Байкал λ. Βαϊκάλη. Баку π. Μπακού. Балатон λ. Μπαλατόν. Балеарские ОСТРОВа ν. Βαλεαρίδες. Балканские горы β. Αίμος. Балканское ПОЛУОСТРОВ Βαλκανική χερσόνησος-ή του Αίμου. Балканы β. ο Αίμος. Балтийское МОре Βαλτική θάλασσα. Бамако π. Μπαμάκο. БаНГЙ π. Μπανγκί. . Бангкок π. Μπανγκόκ. Бандунг π. Μπαντούνγκ. Баренцево море θάλασσα Μπάρεντς. Барнаул π. Βαρναοϋλ. Барселона π. Βαρκελώνη. Батерст π. το Μπάτερστ. Батуми π. το Βατούμ. Бейрут π. Βηρυττός. Белград π. Βελιγράδι. Белое море Λευκή θάλασσα. Белоруссия Λευκορωσία. Белорус- ская Советская Сочиалистйческая Республика ^.οβιετυιή ΣοσΊαλι- στική Δημοκρατία Λευκορωσίας. Бельгия Βέλγιο. Бенгази π. Βεγγάζη. БеОТИЯ Βοιωτία. Берат π. Βεράτι. Берингов пролив Βερίγγειος πορθ- πορθμός. Берингово море Βερίγγεια. θά- θάλασσα . Берлин π. Βερολίνο. Бермудские острова ν. Βερμούδες. Берн π. Βέρνη. Бирма Βιρμανία. Бирмингем π. Βίρμιγκχαμ. БЙТОЛИ π. Μοναστήρι (Βιτώλια). Ближний Восток Εγγύς Ανατολή. Богота π. Μπογκοτά. Болгария Βουλγαρία. Боливия Βολιβία. Бомбей π. Βομβάη. БОНН π. Βόνη. Борнео ν. Βόρνεο. Босния Βοσνία. Босфор Βόσπορος. Ботнический залив Βοθνικός κόλ- κόλπος.
872 Браззавиль π. Μπραζαβίλ. Бразилия Βραζιλία (κρ. κ. πρωτ.). Брест π. Μπρεστ. Брюссель π. Βρυεέλες Брянск π. Μπριάνσκ. Будапешт π. Βουδαπέστη. Буковина Μπουκοβίνα(Βουκοβίνα). БУРУНДИ Μπουρούντι (αφρικ. κράτος). Бухара π. Μπουχάρα. Бухарест π. Βουκουρέστι. Буэнос-Айрес π. Μπουένος Αϊρες. Β ВалаХИЯ Βλαχία. Варна π. Βάρνα. Варшава π. Βαρσοβία. Ватикан Βατικανό. Вашингтон π. Ουάσιγκτον, Везувий Βεζούβιος (ηφαίστειο). Великобритания Μεγάλη Βρετανία. Вена π. Βιένη. Венгрии Ουγγαρία. Венесуэла Βενεζουέλα. Венеция Βενετία. Версаль π. Βερσαλίες. ВИКТОРИЯ Βικτωρία (λ., ν., κ. π.\ ВИЛЬНЮС π. Βίλνα. Владивосток π, Βλαδιβοστόκ. Волга ποτ. Βόλγας. Волгоград π. Βολγογκράντ. Волго-Донской канал им. Ленина η διώρυγα του Βόλγα-Ντον με το όνομα Λένιν. Волос π. Βόλος. Врангеля остров ν. του Βράγκελ. Вьетнам το Βιετνάμ. Гаага π. χάγη. ГаваЙСКИе О-Ва ν. της Χαβάης. Гавана π. Αβάνα. Гаити το κράτος Αϊτή. ГалаЦ π. Γαλάτσι. ГамбИЯ Γάμπια (κράτος) Гамбург π. Αμβούργο. Гана Γκάνα. Ганг ποτ. Γάγγης. Гватемала Γουατεμάλα. Гвиана Γουϊάνα. Гвинея Γουϊνέα. Гданьск Δάντσιγκ. Геллеспонт Ελλήσποντος. Гёнуа π. Γένουα κ. Γένοβα. ГераклиОН π. Ηράκλειο. Германия Γερμανία. Германская Демократическая Республика λαο- λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανί- Γερμανίας. Федеративная Республика Гер- Германии Γερμανική Ομοσπονδιακή Δη- μοκρατία. Герцеговина Ερζεγοβίνη. Гибралтарский ПРОЛИВ Γιβραλτάρ. Гималаи τα Ιμαλάια. ГлазКО π. Γλασκώβη. ГоЛЛаНДИЯ Ολλανδία. Гондурас Ονδούρα. ГОНКОНГ Χονγκ-Κόνγκ. Горький π. Γκόρκι. Гренландия Γροιλανδία. Греция Ελλάδα. ГрЙНВИЧ Γκρήνουϊτς. Грозный π.Γκρόζνι. Грузинская Советская Социали- Социалистическая Республика Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γε- Γεωργίας. ГРУЗИЯ Γεωργία. Гьинокастра π. Αργυρόκαστρο. Д Дакар л. Ντακάρ. ДалмаЦИЯ Δαλματία. Дальний ВОСТОК Απω Ανατολή. Дамаск π. Δαμασκός. Дания Δανία. Дарданеллы τα Δαρδανέλλια. Дели το Δελχί. Дёльфы οι Δελφοί. Джакарта π. Τζακάρτα. Джомолунгма β. Εβερεστ. ДиДИМОТИХОН π. Διδυμότειχο. ДИКСОН ν. Ντίξον. Дилос и. Дёлос ν. Δήλος. Днепр ποτ. Δνίίπερος. Днепропетровск Δνεπροπετρόφσκ. Днёстерπоτ. Δνείστερος. Доброй Надежды МЫС ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. ДобруДЖа η Δοβρουτσά. Додеканес, Додеканёсские остро- острова τα Δωδεκάνησα. ДоЙран π. Δοϊράνη. Доминиканская Республика Δημο- Δημοκρατία του Αγίου Δομίνικου. ДОН ποτ. Ντον. Донбасс Ντονμπάς. Донец ποτ. Ντονέτς. Драма π.Δράμα. Дрезден π. Δρέσδη. Дублин π. Δουβλίνο. Дунай ποτ. Δούναβης. Дураццо κ. Дуррес π. Δυρράχιο. Душанбе π. Ντουσαμπέ. Дуэро ποτ. Ντουέρο κ. Δούρος. Европа Ευρώπη. Евфрат ποτ. Ευφράτης. Египет Αίγυπτος. Енисей ποτ. Ενισέι. Ереван π. Εριβάν. Ессентуки π. Εσεντουκί. Ж Хенева π. Γενεύη. Женевское озеро λίμνη της Γε- Γενεύης. у Ο Загреб π. Ζάγκρεμπ. Закинф ν. Ζάκυνθος. Замбези ποτ. Ζαμπέζης. Замбия Ζάμπια. Западная Двина Δυτικός Ντβίνας. Запорожье π, ζαπορόζιε. Зеландия Ζηλανδία. ЗОМба π. Ζόμπα. И Идра ν. Υδρα. Иерусалим Ιερουσαλήμ, -σόλυμα. Измаил π. Ισμαήλ. Измир π. Σμύρνη. Израиль το Ισραήλ. Икария ν. Ικαρία. Инд Ινδός ποταμός. ИНДИЙСКИЙ океан Ινδικόο ωκεα- ωκεανός. ИНДИЯ Ινδία, -ες. Индокитай Ινδοκίνα. Индонезия Ινδονησία. Индостан Ινδοστάν. Иокогама π. Γιοκοχάμα. Ионические острова τα νησιά του Ιονίου, Ιόνια νησιά. Ионическое море Ιόνιο πέλαγος. ИОНИЯ Ιωνία. Иордания Ιορδανία. Ирак Ιράκ. Иран Ιράν. Иркутск π.Ιρκούτσκ. Ирландия Ιρλανδία. Иртыш ποτ. Ιρτύς. Исландия Ισλανδία. Испания Ισπανία. Итака Ιθάκη. Италия Ιταλία. Й Йемен Υεμένη. Йоханнесбург Γιοχάνεσμπουργκ. Κ Кабул π. Καμπούλ. Кавала π. Καβάλα. Кавказ Καύκασος. Казань π. Καζάν.
873 Казахстан Καζαχστάν. Казахская Советская Социалистическая Рес- Республика Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζαχστάν. Казбек β. Καζμπέκ. Кайр π. Κάιρο. Кайенна π. Καγιέν. КалаМЫ Καλάμαι, Καλαμάτα. Калимантан ν. Βόρνεο. Калийное ν. Κάλυμνος. Калининград π. Καλινινγκράντ. Калифорния Καλιφόρνια. Калькутта π. Καλκοΰτα. Кама ποτ. Κάμα. Камбоджа Καμπότζη. Камерун το Καμερούν. Камлала π. Καμπάλα. Камчатка Καμτσιάτκα (χερσ-σος). Канада Καναδάς. Канарские Острова Κανάρια νησιά. Канберра π. Καμπέρα. КаНИЯ π. τα Χανιά (Κρήτης). Кантон π. Καντώνα. Кара-Калпакская АССР Αυτόνομη Σοβιετική Γοσιαλιστική Δημοκρα- Δημοκρατία της Καρακαλπακίας. Каракас π. Καράκας. Карачи π. Καράτσι. Кардаща π. Καρδίτσα. Карибское МОре Καραβαϊκή θά- θάλασσα. Карлови-Вари π. κάρλοβι-Βάρι ή Κάρλσμπαντ. Каролинские острова τα νησιά Κα- ρολίνες. Карпатос ν. Κάρπαθος. Карпаты β. Καρπάθια. Карпенйсион π. Καρπενήσι(ον). Карфаген Καρθαγένη (παλ. πόλη). Каспийское море Κασπία θάλασσα. Кастеллоризо ν. Καστελλόριζο. Каталония Κατ αλων ί α. Катманду π. Κατμανδού. КёЛЬИ π. Κολωνία. Кембридж π. Καιμπριτζ. Кения Κένια (κράτος). Керкйра (Корфу) Κέρκυρα. Керченский пролив о δίαυλος του Κερτς. Керчь π. Κερτς. КефаллЙНИЯ ν. Κεφαλληνία,-λονιά. Кёя ν. Κέα. Кигали π. Κιγάλη. Киев π. Κίεβο. Кикладские острова. Киклады τα νησιά Κυκλάδες. Οι Κυκλάδες. Килкис π. Κιλκίς. Киль π. Κίελο. КИНГСТОН π. Κίνγστον. Кипр Κύπρος. Киргизская Советская Социалис- Социалистическая Республика (Киргизия) Εοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρα- Δημοκρατία της Κιργιζίας, -σίας, Киров π. Κϋροφ. КИСЛОВОДСК π. Κισλοβόντσκ. Китай η κίνα. Китайская Народ- Народная Республика Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. КЙТНОО ν. Κύθνος. КЙТО π. Κίτο. КЙТИра ν. Κύθηρα. - Кишинёв π. Κισινιόφ. Кносс Κνωσός. КозаНИ π. Κοζάνη. Коломбо π. Κολόμπο. Колумбия Κολομβία. КОМИ АССР Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κό- Κόμη. Коморские острова ν. Κομόρες. КОМОТИНЙ π. Κομοτινή. КОнакри π. Κονακρύ. КОНГО Κογκό (πόλη κ. ποταμός). КонстаНТИНОПОЛЬ Κωνσταντινούπο- Κωνσταντινούπολη. Констанца π. Κωνστάντζα. Копенгаген π. Κοπεγχάγη. Кордильеры β. Κορδιλιέρες. Корея Κορέα. Корейская Народно- Демократическая Республика Λαϊ- Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας. Коринф π. Κόρινθος. Коринфский залив о Κορινθιακός κόλπος. Корсика ν. Κορσική. Корфу ν. οι Κόρφοι, η Κέρκυρα. Корча π. Κορυτσά. КОСТа-РЙка Κόστα-Ρίκα. Краков π. Κρακοβία. Красное море Ερυθρά θάλασσα. Красноярск π. Κρασνογιάρσκ. КРИТ ν. Κρήτη. Кронштадт π. Κροστάνδη. Крым η Κριμαία. КРЫМСКИЙ ПОЛУОСТРОВ Κριμαϊκή χερσόνησος. Ксанти π. Ξάνθη. Куба Κούβα, Кубань ποτ. Κουμπάν. Кузбасс (Кузнецкий каменноу- каменноугольный бассейн λεκανοπέδιο πε- τροκάρβουνου το-υ Κουζνέτσκ, ■ το Κουζμπάς. Кузнецк π. Κουζνέτσκ. Куйбышев π. Κούιμπισεβ. Курильские островам Κουρίλες. Курск π. Κουρσκ. Ку стан аи π. Κουστανάι. Кутаиси π. Κουταΐσι. Л Лаврион Λαύριο. Лагос π. Λάγος. Ладожское озеро λ.Λαδόγα. Ла-Манш η Μάγχη. ЛаМЙЯ π. Λαμία. Лаос το Λάος. Ла-Пас π. Λα-Παθ. Лариса π. Λάρισσα. Ларнакс π. Λάρνακα. Латвия Λεττονία. Латвийская Со- Советская Социалистическая Рес- Республика Ιοβιετική Σοσιαλιστι- κή Δημοκρατία ΛεττονΊας. Лахор π. Λαχώρη. Лейпциг π. Λειψία. Лемесос π. Λεμεσσός. Лемнос ν. Λήμνος. Лёна ποτ. Λένας. Ленинград π. Λένινγκραντ. ЛеоПОЛЬДВЙЛЬ π. Λεοπολντβίλ. Лепанто (Навпактос) Ναύπακτος, Λεπάντο. Лесбос ν. Λέσβος. Левкас ν. Λευκάδα. Либерия Λιβηρία. ЛибреВИЛЬ π. Λιμπρβίλ. Ливан Λίβανος. Ливерпул π. Λίβερπουλ. ЛИВИЯ Λιβύη. Ликабёт Λυκαβηττός (λόφος). Лима π. Λίμα. ЛИОН π. Λιόν. Лиссабон π. Λισσαβόνα. Литва Λιθουανία, Литовская Со- Советская Социалистическая Рес- Республика Σοβιετική Γοσιαλιστική Δημοκρατία Λιθουανίας. Лозанна π. Λοζάνη. Локарно π. Λοκάρνο. Ломё π. Λομέ. ЛОНДОН π. Λονδίνο. Лос-Анжелос π. Λος-Αντζελες. ЛуаНДа π. Λουάνδα. Луара ποτ. Λουάρα, Λείγηρ. усака π. Λουσάκα. ЛЬВОВ π. Λβοφ. Льеж π. Λιέγη. Любляна π. Λουμπλιάνα. Люксембург π. к. κρ.Λουξεμβούργο.
Μ Маасиот. Μεύσης (Μεζ). Мавритания Μαυριτανία. Магелланов пролив πορθμός του Μαγελάνου. Магнитогорск π. Μαγνητογκόρσκ. Мадагаскар ν. Μαδαγασκάρη. Мадрас π. Μαδράς. Мадрид π. Μαδρίτη. Македония Μακεδονία. Малави Μαλάβη (αφρικ. κράτος). Малайзия Μαλαισία. Малакка Μαλαϊκή χερσόνησος. Малаккский пролив Μαλαϊκός πορθ- πορθμός. Малая Азия Μικρά Ασία. Малёас Μαλέας (ακρωτήριο). Мали Μαλί (αφρικ κράτος). Мальгашская Республика Δημοκρα- Δημοκρατία της Μαδαγασκάρης. Мальорка ν. Μαλιόρκα. Мальта η Μάλτα. Манагуа π. Μανάγουα. Манила π. Μανίλα. МарафОН Μαραθώνας. Марйца ποτ. Εβρος. Марокко Μαρόκο. Марсель π. Μασσαλία. Мёгара π. Μέγαρα. МёксИКО Μεξικό (κράτος). Мельбурн π. Μελβούρνη. Мёртвое море Νεκρά θάλασσα. Месолонгион .π. Μεσολόγγι. Мессйния Με σ ση νια. МессЙБСКИЙ залив Μεσσηνιακός κόλ- κόλπος. Мехико π. Μεξικό. Микены Μυκήνες (αρχαία π.). Милан π. Μιλάνο. МКЛОС ν. Μήλος. МИНСК π. Μινσκ. МИССИСИПИ ποτ. Μισισιπής. МИССУРИ ποτ. Μισούρι. МИТИЛЙНИ π. Μυτιλήνη. Мозамбик Μοζαμβίκη. Молдавия Μολδαβία. Молдавская Советская Социалистическая Рес- Республика Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μολδαβίας. Монако π. к. кр. Μονακό. Монголия Μογγολία. Монгольская Народная Республика Λαϊκή Δημο- Δημοκρατία της Μογγολίας. Монреал π. Μόντρεαλ. МонрОВИЯ π. Μονροβία. Монтевидео π. Μοντεβίντεο. Морей Μοριάς, Πελοπόννησος. 874 Москва 1. π, Μόσχα. 2. ποτ. Μό- σχοβας. Мраморное море η θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα). Мугдён π. Μοΰγδεν. Мурманск π. Μοΰρμανσκ. Мюнхен π. Μόναχο. Η НаварЙН Ήαυαρίνο. НавпакТОС- Ναύπακτος. Навплион π. Ναύπλιο. Нагасаки π. Ναγκασάκι. Найроби π. Ναϊρόμπι. Наксос ν. Νάξος. Нанкин π. Νανκίν. Нарва π. Νάρβα. Науса π. Νάουσα. Неаполь π. Νεάπολη. Нева ποτ. Νέβας. Неман ποτ. Νιέμαν. Непал Νεπάλ (κράτος). Нёстос ποτ. Νέστος. Ниагара ποτ. Νιαγάρας. НиамёЙ π. Νιαμέη. Нигер Νίγηρ (κρ. κ. ποτ.) Нигерия Νιγηρία. Нидерланды οι Κάτω Χώρες. Никарагуа Νικαράγουα. НИКОЗЙЯ π. Λευκωσία. Нял ποτ. Νείλος. Ншща π. Νίκαια. Новая Гвинея Νέα Γουϊνέα. Новая Зеландия Νέα Ζηλανδία. Новая Земля Νέα Ζεμλιά. Новгород π. Ηρ,βγκοροντ. Новороссийск π. Νοβορωσίσκ. Новосибирск π. Νοβοσιμπίρσκ. Норвегия Νορβηγία. Нормандия Νορμανδία. Нукус π. Νουκοϋς. Нью-Йорк Νέα Υόρκη. Ньюфаундленд ν. Νέα Γη. Нюрнберг π. Νυρεμβέργη. Ο Обь ποτ. θμπ. Огненная Земля Γη του Πυρός(αρ- Πυρός(αρχιπέλαγος). Одер к. Одра ποτ,.Οντερ, Όδερος. Одесса π. Οδησσός. Ока ποτ. Οκά. Океания ν. Οκεανία. Окинава Οκινάβα. Оксфорд π. Οξφόρδη. ОЛИМП β. Ολυμπος. ОЛИМПИЯ Ολυμπία. Омск π. Ομσκ. Онёга ποτ. Ονέγας. Онежское озеро λ. Ονέγα. Онтарио λ. Οντάριο. Орджоникидзе π. Ορτζονικίτζε. Орёл π. Ορέλ. Орлеан π. Ορλεάνη. Осака π. Οσάκα. Осло π. Οσλο. Осса β. Οσσα (Κίσσαβος). Оттава π. Οττάβα Охотское море Οχοτσική θάλασσα. Π ПагасЙТСКИЙ заЛЙВ Παγασητικός κόλπος. Па-де-Калё Πα-ντε-Καλαί. Пакистан Πακιστάν. Палестина Παλαιστίνη. Памир β. Παμίρ. Панама Παναμάς. Панамский канал διώρυγα Παναμά. Парагвай Παραγουάη. Париж π. Παρίσι. Парнас β. Παρνασός. Патрн Πάτρα, Πάτραι. Пекин π. Πεκίνο. Пелопоннес Πελοπόννησος. Деятели, Пентеликон β. Πεντέ- Πεντέλη, Πεντελικόν. Персидский залив Περσικός κόλ- κόλπος. Персия Περσία (Ιράν). Перу Περού, Περουβία. Петрозаводск π. Πετροζαβόντσκ. Петропавловск-Камчатский π, ε- τροπάβλοφσκ της Καμτσιάτκας. Печора ποτ. Πετσόρας. П.ИНД Πίνδος. Пинёй ποτ. Πηνειός. Пирёй π. Πειραιάς. Пиренеи β. Πυρηναία. Пиренейский полуостров Πυρη- ναϊκή (Ιβηρική) χερσόνησος. Пловдив π. Πλόβντιβ. Плоешти τι. Πλοέστι, Пном- ень π. Πνόμπιεν. Πθ ποτ. Πάδος. Полинезия Πολυνησία. Польша Πολωνία. Польская На- Народная Республика Λαϊκή Δημο- Δημοκρατία ΤΙολωνίας. Порт-Саид π. Πορτ-Σάιντ. Португалия Πορτογαλία. Потсдам π, Ποτσδαμ.
875 Прага π. Πράγα, Прёвеза π. Πρέβεζα. Врёспа λ. Πρέσπα. Претория π. Πραιτώρια. Прут ποτ. Προύθος. Псара ν. ναρά. Пхеньян π. Πχενιάν. Рабат π. Ραμπάτ. Рангун π. Ρανγκοϋν. Рейкьявик π. Ρεϋκιαβίκ. РеЙН ποτ. Ρήνος. Рига π. Ρίγα. Рви π. Ρώμη. Рио-де-Канёйро π. Ρίο Ιανέιρο. Родопа Ροδόπη κ. Δεσποτοβούνι. РОДОС ν. Ρόδος. Рона ποτ. Ροδανός. Российская Советская Федератив- Федеративная Социалистическая Республика Ρωσική Σοβιετική Ομόσπονδη Σο- σιαλιστική Δημοκρατία. РОССИЯ Ρωσία. РосТОВ-На-Дону π. Ροστόβ\.(πάνω στο Ντον). Роттердам π. Ρότερνταμ. Руанда Ρουάντα. Румыния Ρουμανία. Социалистиче- Социалистическая Республика Румынии Σοσια- λιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας. Рур το Ρουρ. Рязань π. Ριαζάν. Саарская Область Σααρ περιφέρεια. Сайгон π. Σα'ίγκόν. СалаЫИН ν. Σαλαμίνα. СалОНИКИ π. θεσσαλονίκη. Сальвадор το Σαλβαντόρ. Самарканд π. Σαμαρκάνδη. Самос ν. Σάμρς. Самотраки ν. Σαμοθράκη. Сана π. Σάνα. Сан-Ыарино π. κ.κρ. Αγιος Μαρί- Μαρίνος. Сан-Сальвадор π. Σαν-Σαλβαντόρ. Саранде π. Αγιοι Σαράντα. СанТО-ДомЙНГО π. Αγιος Δομίνι- Δομίνικος. Санторйн βλ. Тира. СаНТЬЯГО π. Σαντιάγκο. Сан- ранциско π. Αγιος Φραγκί- Φραγκίσκος . Сан-Хосё π. Σαν Χοσέ. Сараево π. Σαράγεβο. Саратов π. Σαράτοβ. СарДЙНИЯ ν. Σαρδηνία. Саронический залив Σαρωνικός κόλ- κόλπος. Саудовская Аравия Σαουδική Αρα- Αραβία. Сахалин ν. Σαχαλίνη. Сахара η Σαχάρα. СаЯНЫ, Саянские ГОРЫ Σαγιάν ή Σα- γιανικά βουνά. Свердловск π. Σβερντλόβσκ. Севастополь π. Σεβαστοϋπολη. ёверная Америка Βόρεια Αμερική. Северная зеМЛЯ Βόρεια Γη. Северное море Βόρεια θάλασσα. Северный Ледовитый океан Βόρειος Παγωμένος ωκεανός. Сёна ποτ. Σηκουάνας. Сенегал Σενεγάλη. СёрбИЯ Σερβία. Сёррес π, Σέρρες. Сеул π. Εεούλ. Сибирь Σιβηρία. Сидней π. Σϋδνεϋ. Симферополь π. Συμφερόπολη. Сингапур Σιγγαποϋρη. СИРИЯ Συρία. Сирое ν.Σϋρος. СИЦИЛИЯ ν. Σικελία. Скандинавский полуостров Σκαν- διναυική χερσόνησος. ^арпаНТО ν. βλ. Κάρπαθος. Скирос ν. Σκϋρος. Скопелос ν. Σκόπελος. Скопле π. Σκόπια. Скутари π. Σκουτάρι, Σκόδρα. Словакия Σλοβακία. Словения Σλοβενία. Смирна π. Σμϋρνη. Смоленск π. Σμολένσκ. Советский СОЮЗ Σοβιετική Ενωση. Соединённые Штаты Америки Ηνω- Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Сомали Σομαλία. София π. Σόφια. Социалистическая Федеративная Республика Югославия Σοσιαλιβτι- κή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβ ίας. Сочи π. Σότσι. Союз Советских Социалистических Республик Ενω,ση Σοβιετικών Σο- σιαλιστικών Δημοκρατιών. Спарта π. Σπάρτη. Спёце ν, Σπέτσες. СпораДЫ ν. Σποράδες. Средиземное МОре Μεσόγεια θά- θάλασσα. Средний Восток Μέση Ανατολή. Средняя АЗИЯ Μέση Ασία ή Κε- Κεντρική Ασία. Ставрополь π. Εταυρόπολη. Стамбул τουρκική ονομασία της Κωνσταντ ινοΰπολης. СТОКГОЛЬМ π. Στοκχόλμη. СтримОН. ποτ. Στρυμώνας. Суда Σοϋδα (κόλπος). Судан Σουδάν. Сукре π. Σουκρ. СуЛИ το Σούλι. Суматра ν. Σουμάτρα. Сухуми π. Σουχοΰμι. Суёц π. Σουέζ. Суэцкий канал διώρυγα του Σουέζ. Сыр-ДарьяΣυρ-Νταριά, Ιαζάρτης·. Таджикистан Τατζικιστάν. Тад- жйкская Советская Социалисти- Социалистическая Республика. Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Τα- Τατζικιστάν. Таиланд Ταϋλάνδη, Σιάμ. Тайвань ν.Φορμόζα, Ταϊβάν. Тайгёт β. Ταύγετος. Таллин π. Τάλλιν. Тананариве π. Ταναναρίβη. Танганьика λ. Ταγκανίκα. Танзания Τανζανία. Тасос ν. Θάσος. Ташкент π. Τασκένδη. Тбилиси π. Τυφλίδα. Тегеран π. Τεχεράνη. Тегусигальпа π. Τεγουσιγάλπα. Тель-Авив π. Τελ-Αβίβ. Темза ποτ. Τάμεσης. Тёнарон Ταίναρο (ακρωτήριο). Тибет Θιβέτ. ТЙбр ποτ. Τίβερης. Тигр ποτ. Τίγρης. ΤЙНОС ν. Τήνος. Тира ν. θήρα. Тирана π. Τίρανα. Тирренское МОре Τυρρηνικό πέ- πέλαγος. ТИХИЙ океан Ειρηνικός ωκεανός. ТОГО π. Τόγκο. Томск π. Τομσκ. Трансильвания Τρανσιλβανία. Триест π. Τεργέστη. ТрЙККала π. Τρίκκαλα. ТРИПОЛИ π. Τρίπολη. Триполис π. Τρίπολη,Τριπολιτσά. Троя Τροία (αρχ. πόλη). Тунис 1. Τυνησία. 2.π. Τύνιδα.
876 Туркмения Τουρκμενία. Туркмен- Туркменская Советская Социалистиче- Социалистическая Республика Σοβιετική Σοσι- αλιστική Δημοκρατία της Τουρκ- μενίας. Турция Τουρκία. Тяньцзйнь π. Τιεντσίν. Тянь-Шань β. Τιεν-Σάν. Уагадучу π. ουαγαδούγου. Уганда Ουγκάντα; Узбекистан Ουζμπεκιστάν. Узбек- Узбекская Советская Социалистическая Республика Σοβιετική Σοσιαλι- στική Δημοκρατία του Ουζμπεκι- Ουζμπεκιστάν. Украина Ουκρανία. Украинская Советская Социалистическая Рес- Республика Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας. Улан-Батор π. Ουλάν-Μπάτορ. УЛЬЯНОВСК π. Ουλιάνοβσκ. Урал 1. β. Ουράλια. 2.ποτ. Ουράλης. Уругвай Ουρουγουάη. Уссури ποτ. Ουσσούρι. Усумбура π. Ουσουμπούρα. Уфа π. ούφα. ■ Φ Фалирон το Φάληρο. Фамагуста π. Αμμόχωστος. Фергана π. Φεργκάνα. ФермоПЙЛЫ Θερμοπύλες. Фессалия Θεσσαλία. Фессалоники π. βλ. Салоники. ФЙВЫ π. Θήβα. Филадельфия π. Φιλαδέλφεια. Филиппины ν. Φιλιππίνες. ФИНЛЯНДИЯ Φιλλανδία. ФИНСКИЙ залив Φινικός κόλπος. Флоренция π. Φλωρεντία. Флорина π. Φλώρινα. Формоза ν. φορμόζα. Форт-Ламй π. Φορτ-Λαμί. Фракия Θράκη. Франция Γαλλία. Фрунзе π. Φρούνζε. Χ Хабаровск π. Χαμπάροβσκ. Хайдарабад π. Χαϊντεραμπάντ. π. Χάιφα. ХалкЙДИКа Χαλκιδική. Халкис π. Χαλκίδα. Ханой π. Ανόι. Харбин π. Χαρμπίν. Хартум π. Χαρτούμ. Харьков π. Χάρκοβο. Хельсинки π. Σελσϊνκι. Хиос ν. Χίος. Хиросима π. Χιροσίμα. ХоккаЙДО ν. Χοκκάιντο (Ιέζο). Хорватия Κροατία. Хормузский пролив πορθμός του Ορμούζ. ХуаНХЭ Χουάνγκ-Χο(Κίτρινος ποτ.). Ц ЦёЙЛОН Κεϋλάνη. Целиноград π. Τσελινογκράντ. Центральная Америка Κεντρική Α- Αμερική. Цюрих π. Ζυρίχη. Чад 1. то Τσαδ. 2. λ. Τσάδη. Челябинск π. Τσελιάμπινσκ. Черногория το Μαυροβούνιο. Чёрное МОре Μαύρη θάλασσα. ЧеХОСЛОВакИЯ Τσεχοσλοβακία. Че- χοсловацкая Социалистическая Республика Σοσιαλιστική Δημο- Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας. Чикаго π. Σικάγο. ЧИЛИ η Χιλή. Чита π. Τσιτά.» ЧУКОТСКИЙ ПОЛУОСТРОВ χερσόνησος Τσουκότκα. ЧунЦЙН π. Τσουνγκ Κινγκ. Ш Шанхай π. Σαγκάη. Швейцария Ελβετία. ШвёЦИЯ Σουηδία. ШотланДИЯ Σκωτία. Шпицвёрген Σπιτσβέργη (νησιά), Эвбея Εύβοια. Эверест β. Εβερεστ. Эвротас ποτ. Ευρώτας. Эгейское море Αιγαίο πέλαγος. Эгина ν. Αίγινα. ЭГИОН π. Αίγιο. Эдёсса π. Εδεσσα. Экуадор Ισημερινός. Элевзйна Ελευσίνα. Эллада Ελλάδα. Эльба 1. ποτ. Ελβας. Ζ ν. Ελβα. Эльбасан π. Ελβασάν. Эльбрус Ρ. Έλμπρούς. Эль-КувёЙТ π. Κουβέιτ. Эпир Ηπειρος. Эр- иад π. Ελ-Ριγι,άδ. Эстония Εσθονία. Эстонская Со- Советская Социалистическая Рес- Республика Σοβιετική Σοσιαλιστι- хш] Δημοκρατία της Εσθονίας. Этна β. Αίτνα. ЭтОЛИЯ Αιτωλία. Эфиопия Αιθιοπία. Ю Юго-Западная Африка νοτιοδυτι- νοτιοδυτική Αφρική. Югославия Γιουγκοσλαβία, Νο- τιοσλαβία. Южная Америка Νότια Αμερική. Южно-Африканская Республика Νοτιοαφρικανική Ενωση. ЮЖНО-Китайское МОре Νότια Σι- ν ι κή θάλασσα. Я Ява ν. ΐάβα. Якутск π. Γιακούτσκ. Ялта π. Γιάλτα. Ямайка Ιαμαϊκή. Янина π. Γιάννενα, Ιωάννινα. Янцзы ποτ. Γιαν-τσε. ЯПОНИЯ Ιαπωνί α. Японское МОре Ιαπωνική θάλασ- θάλασσα. Ярославль π. Γιαροσλάβλ. Яссы π. Ιάσιο. Яундё π. Γιαουνδέ. Яффа π. Γιάφφα, ΐόππη.
ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ ίδα Ι *ί и) И 385 394 400 417 418 418 419 420 420 422 429 429 429 Ρ Ы αρισ. δεζ. αρισ. δεζ. δεζ. δεζ. δεζ. αρισ. αρισ. δεζ. αρισ. αρισ. δεζ. >а α ΙΔ Μ 31 23 26 34 26 54 2 6 9 9 9 52 22 αντ ί роскошный ры'бный τα , αυτόαγωγή κ. • соврменников αυλός φλογέρα, κρεμάω είδος άγριου παπιού". συνχώνευση Пеци между сейчас συνέλαυσης . φο κουβεντιάζω. - πρεπει ■роскошный рыбный " τα , αυταγωγή κ. современников αυλός, φλογέρα, κρεμώ είδος αγριόπαπιας. συγχώνευση печи1 между сейчас συνέλευσης φоκоυβεντιάСω.